Κυκλοφόρησε ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
ΑΦΡΙΚΗ Μυθιστόρημα
ΙΚΑΡΟΣ
ΙΚ Α ΡΟ Σ, ΒΟΥΛΗΣ 4 — Α Θ Η Ν Α — τη λ. 3225152
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρ ας
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΙΒΑΝΗ» ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑ ΉΣ ΠΟΡΤΕΣ
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ ...Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα μέ την φανταστική αφήγηση του Μαρκές.
*
ΤΟ ΤΑΓΚΟ ΤΗΣ ΒΑΣΤΙΑΗΣ τ ο υ JEAN FRANCOIS VILAR ...Ένα πολιτικό θρίλερ, γυρισμένο στο Παρίσι.
*
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΎΧΤΙΟΥ το υ SAZMAN RUSHDIE ...Ολόκληρη η ιστορία της Ινδίας και του Πακιστάν, μέσα από τις καταπληκτικές σελίδες του Roushdie.
★
ΟΙ ΙΝΔΙΕΣ ΜΟΥ τ η ς ΚΑΤΙΑΣ Α Ν Τ Ω Ν Ο Π Ο ΥΑ Ο Υ ...Ένα τρομερό, αφηγηματικό αυτοβιογραφικό βιβλίο.
*
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΜΑΤΣ του Μ ΙΣΕΑ ΠΑΑΤΙΝΙ ...Η δύναμη του ποδοσφαίρου δοσμένη σ' ένα βιβλίο πλούσιο από ντοκουμέντα.
★
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ το υ ΤΣΑΡΣ ΝΤΙΚΕΝΣ ..Για πρώτη φορά ολόκληρο το έργο του μεγάλου Ντίκενσ και οε πολύ καλή μετάφραση.
★
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ τ ο υ ΓΟΫΪΤΛΙ ΣΤΡΙΜΠΕΡ ...Αν σ ας ενδιαφέρει το άγνωστο που έρχεται από τα τότε πρέπει να. διαβάσετατ αυτό το βιβλίο.
★
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ του GEORGES SIMENON ...Αστυνομική λογοτεχνία. Ο SIMENON σας παρασύρει στην περιπέτεια ενός εγκλήματος.
ΔΟ ΛΟ Φ Ο ΝΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ τ ο υ V.P. B O R O VIC KA ...Η ανατομία των-άλων των πολιτικών εγκλημάτων και βέβαια η'άποψη ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
★
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΙΟΚΑΣΤΗΣ τ η ς ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΟΛΙΒΙΕ ...Αν η θεωρία της ψυχανάλησης γράφτηκε στο αρσενικό γένος δεν ήρθε πια η στιγμή νά διαβαστή στο θηλυκό;
ΜΜII SA!ΖΗAMI MILΗ»
ΕΝΑ ΝΗΣΙ ^ΞΙΔΕΥΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ το υ ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ...Ένα νησί ταξιδεύει στη ζωή; Τό τελευταίο βιβλίο του Τάκη Χατζηαναγνώστου και το καλύτερό του. ' .
★
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ( 1 9 2 6 -1 9 8 5 ) ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ το υ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΝΤΕΛΗ ..."Οτί πρέπει να ξέρει κανείς για το Εκλογικό Σύστημα.
*
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛ Λ Α ΔΑ Σ του ΣΤΕΦ ΑΝ ΟΥ ΤΣΑΠΑΡΑ ,,Η αλήθεια είναι πάντα σκληρή. Ανακαλύψτε το πραγματικό παρελθόν τής πολιτικής μας ζωής.
★
ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΘΕΟΙ το υ Λ Ο Υ ΙΣ Λ - Α Μ Ο ΥΡ ...Ένας συγγραφέας λίγο διαφορετικός από τους άλλους, αλλά ο καλίτερος στο είδος του.
ΓΑ ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ★
ΤΑ ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ το υ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΧΙΤΣΕΝΣ ...Η Βρετανική άποψη που συνηγορεί με αυτή της Ελλάδας, για την επιστροφή των Μαρμάρων, και η ιστορία τους.
Μ ΥΘΟΣ πεΡ 'π ^ ή ς !έ ο α V o κ ύ λ .σ μ ° κης VOP1^ μέ . της ττρω- / 0O XC o u , e v v " ^ κ ά ^ ί ης χριστού γ ε τνη κ τ0 τερ>έρΥειε^ γ , c α Κ1 Εκπλήζτιςϋ ϊ , ρ ο . ’ Ρ °ν ΓΛδ “ ,ρ« α κ ο , η ω Εν α β ιβ λ ίο μ ε Χ Ρ ^ π ο υ τ α ξ,δεύ-
;α ν 8 ρ ω πο
υ
%
, ,
^ ο
ρ'ο ,· - “ ; λ 1
„ρ ο χ ο > ρ °^
«3 ^=^
«
μεταφέρει
: ; : μρΓ < < ΐ Γ κ ο ρ ι τ Σ Λ κ ι
μ ε
;Α ΣΠΙΡΤΑ».
Σόλω νος 94 ΑΘΗΝΑ Τηλ. 3610589 - 3600398
ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Επιλεγμένα Βιβλία για παιδιά και νέους Βιβλία για παιδιά από8 ετών και άνω ΖωρζΣαντ Ιστορίαενός αγαθούλη Φόντας Λάδηςαλκής ΟΨΕΥΤΗΣ. Ογάιδαροςπου νίκησε τ σκυλόψαρο και άλλες ιστορίες.............................. Όσκαρ Ουάιλντ Οευτυχισμένος πρίγκιπας............... Μάνος Κοντολέων ΟΕέ απότ' άστρα ..................... Αθηνά Παπαδάκη Παλιές ιστορίεςτου κόσμου (Ευρώπη) Αθηνά Παπαδάκη Παλιές ιστορίεςτου κόσμου (Ασία)... Μαρία Μιχαήλ-Δέδε Ινδιάνικοι θρύλοι .................... Αλέξανδρος Δουμάς Ιστορίαενός καρυοθραύστη....... ΑλφόνςΝτωντέΟΤαρταρέντηςΤαρασκόν .............. ' ' “ " ιΧόπιτι-Χοπ Μαρία Μιχαήλ-Δέδε θρύλοι τωνιθαγενώντηςΑυστραλίας..... Έλλη Αλεξίου Μύθοι του Αιοώπου.................................. ΝτίνοςΔημόπουλος Ομαστρο-Πολύξερος κι ηπαλιοπαρέατου I. Δ. Ιωαννίδης Τατρίαπαιδιά.............................................
400 500 500 jjjjjj 5Q0 5Q0 3οο 500 500 500 500
Δ. Ιωαννίδης Ένακαράβι στη βιτρίνα... Ότφριντ Πρόισλερ ΟΝερουλίνος, τοπνεύματηςλίμνης .. Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Οκήπος με τ' αγάλματα Χάρης Σακελλαρίου ΟΣπιθοβολάκης....................... Ντίνος ΔημόπουλοςΑν όλαταπιτσιρίκιατου κόσμου...... Όσκαρ Ουάιλντ Οεγωιστήςγίγαντας........................ Νίνα θεοχαρίδου Ασημένιος ελέφαντας.................... Λάμπρος Πέτσινης Ρωσικάλαϊκάπαραμύθια................ ΦιλίσαΧατξηχάννα ΗΝτιντόν, ο Παβελάκης μου κι εγώ ... A. Α. Μιλν Το σπίτι στηγωνιάτου Πουφ...................... Γιάννης ΚαλατζόπουλοςΤαρούχατου βασιλιά.............. Αδελφοί ΓκριμΔιαλεχτάπαραμύθια.......................... ΧανςΚρίστιαν Άντερσεν Διαλεχτάπαραμύθια............. Σοφία Μιχαλοπούλου ΟΜήτσης και η Μίτση
Βιβλία για παιδιά από 10ετών και άνω Έλλη Αλεξίου Ρωτώκαι μαθαίνω.......................................... 800 ΤζωνΣτάινμπεκ Το κόκκινο αλογάκι..................................... 500 Ε. Σαραντίτη-Παναγιώτου Ιόλη, ήΤη νύχταπου ξεχείλισε τοποτάμι.. 500 Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ομικρόςπεριηγητής Τόμος Α' 600 Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ομικρόςπεριηγητής Τόμος Β' 700 Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη ΟμικρόςπεριηγητήςΤόμος Γ1 500 ΝίτσαΤζώρτζογλου Οχρυσόςδαρεικός ...................... 500 Ράντγιαρντ ΚίπλινγκΑπίθανες ιστορίες....................... 500 Νικολάι Βορόνοβ Το κυνήγι των περιστερών .·................ 500 ΝίτσαΤζώρτζογλου Τοτσίρκοτης Ίρμας...................... 800 Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον Τονησί τωνθησαυρών .......... 800 Αλέξανδρος Δουμάς Ημαύρη τουλίπα........................ 600 Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Μύθοι και θρύλοι της Ρώμης . 500 Κάρολος Ντίκενς Χριστουγεννιάτικη ιστορία................. 500 I. Δ. Ιωαννίδης Τοάσπροάλογο.................................. 500 I. Δ. Ιωαννίδης Ηιστορίαμετογαλάζιομολύβι................ 500 Κιτσικοπούλου Μαίρη Ιστορίεςτωνδερβισάδων.............. 500 ΆντονΤοέχωφΑστείες ιστορίες ............................... 500 Γιάννης Μπάρτζης Αργείος Εσπερινός....................... ΝίτοαΤζώρτζογλου ΤαΤρίαΣίγμα...................................... 500
Ειρήνη Μάρρα Μιαιστορίαγιαδύο Σοφία ΦίλντισηΟρέστης............................ ΧάρηςΣακελλαρίου Διηγήματατων Χριστουγέννων Φαραώ.......... "Ευγενία ' Παλαιολόγου-Πετρώνδα · ·- -Στη - χώρατων~~ Σοφία ΦίλντισηΤο Ρηνάκι και άλλαδιηγήματα....................... ΝίτσαΤζώρτζογλου Περπατώντας στουςαιώνες................... Μαρία Πυλιώτου Ταδέντραπου τρέχουν............................ ΣώτηΧριστογιάννη Μύθοι και θρύλοι της Νορβηγίας.............. Aw Τουέιτ Επιχείρηση «Κόκκινη Άμμος»........................... ΠέτερΧέρτλινγ ΟΜπεναγαπάει την 'Awa..... ................... Ντοντάρ Ντουμπάντζε Εγώ, ηγιαγιά ο Ιλίκοκαι ο Ιλαρίων........ ΛούκαςΧάρτμανΆννα-awA'......................................... I. Δ. Ιωαννίδης ΚαβάλαστοΧρονοδιαβήτη........................... Λεονάρ ντε Βρις Το βιβλίοτων πειραμάτων......................... Λεονάρ ντε ΒριςΤο δεύτερο βιβλίο τωνπειραμάτων .............. Λεονάρ ντε ΒριςΤοτρίτοβιβλίοτωνπειραμάτων................... Μ. Ε.Σαλτίκοβ-Στσέντριν Πατέρας και γιος ..................... Ιούλιος Βερν Οι πειρατές τουΑιγαίου............................... Ντίνος Δημόπουλος ΤαδελφινάκιατουΑμβρακικού............... Δ. Ιωαwίδης Τοπαράξενο δώρο....................................
Βιβλία για παιδιά από 12ετών και άνω Βίκτωρ ΟυγκώΑπ'όσαέχωδει ΧέντρικΒανΛουν Ηιστορίατηςανθρωπότητας ....................... 900 Όσκαρ ΟυάιλντΤοφάντασματουΚάντερβιλ .. 500 ΤζακΛόντον Αγάπηγιατηζωή............................ ,. 500 ΤζακΛόντον Πειρατικές ιστορίες........................ ,. 700 Κατερίνα Γλυκοφρύδη Μελήσιππος ..................... .. 500 Λίτσα Ψαραύτη Σταβήματατου Σαμοθήριου............ ,.600 'Awa Γκρέτα Βίνμπεργκ ΜιαΠέμπτη του Οκτώβρη..... .. 500 Νικολάι Βορόνοβ Μάσα, ένα σύγχρονο κορίτσι......... ,. 500 ΧάρηςΣακελλαρίου Ηφωτιάπου δε σβήνει............. .. 500 Ράντγιαρντ ΚίπλινγκΤο ωραιότερο διήγηματου κόσμου ,. 500 Ανατόλι Αλέξιν Ητρελή Ευδοκία......................... .. 500 ΝίτσαΤζώρτζογλου ΣΟΣ — Κίνδυνος..................... .. 500 Ανατόλι Αλέξιν Τηλεφωνήστε κι ελάτε................... .. 800 Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ΗεταιρείαΣτάλκι &Σία............ .. 400 Έρνεστ Χεμινγουέι Ογέρος και ηθάλασσα Τζ. Μιντ Φόκνερ Μούνφλιτ (Τομυστήριοτουθρυλικούδιαμαντιού) 700 ΤζακΛόντον ΟΑοπροδόντης ............................................ 900
ΚίραΣίνου - Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου Τοχέρι στοβυθό .. Άλμπερτ Λιχάνοφ Ηέκλειψη τουήλιου .. Ιβάν ΤουργκένιεφΟι αφηγήσεις ενός κυνηγού .............. ΜαρκΤουέιν Οι περιπέτειες του ΧακΦιν...................... Αιμέ Σόμερψελτ Τοχαμένο όνειρο ............................ Μανόλης Κορνήλιος Πολύ ωραίοτ'όνομάσου, Ελευθερία! .. ΓιώταΦωτιάδου-Μπαλαφούτη Ποτέξανά .................... Λέων Τολστόι Ιστορίες........................................... ΓκούντρουνΜεμπς Τοπαιδί της Κυριακής.................... Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Δαίμονεςτωνκυμάτων................... ΤζακΣέφερ Σέιν, οάνθρωπος τηςχαμένης κοιλάδας........ ΜαρκΤουέιν Οι περιπέτειες τουΤομΣόγιερ.................. ΚίραΣίνου Συνάντηση στους Δελφούς......................... Βίκτωρ ΟυγκώΟι Άθλιοι Α'Τόμος .. ΒίκτωρΟυγκώΟι Άθλιοι Β'Τόμος .. Βίκτωρ ΟυγκώΟι Άθλιοι Γ Τόμος .. Βίκτωρ ΟυγκώΟι Άθλιοι Δ-Τόμος.................. ΒίκτωρΟυγκώΟι Άθλιοι Ε' Τόμος .............. -
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ Α Σ Τ Α Ν ΙΩ ΊΉ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Ζωοδόχου Πηνήο 3.106 78 Αδήνα. ® 360.32.34 — 360.13.31
Λ > * . ^ ^ ; ; n o N io «
V>+®
Θ
· Χ
^ ^ ς
^ α
α ^ ° > ο ς
^ ° ςΝ
εκδόσεις «γνώση
»
Κεντρική Διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621194 ■ 7786441
Πολύ απλά βιβλία για πολύ μικρά παιδιά χρονών
Εκδόσεις Κίρκη
ροπτρονΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 88 - 89
Ξένη Π εζογραφία • ’ Ανωνύμου:
Λαζαρίγιο ντέ Τόρμες Πρόλογος - Μετάφραση - Σημειώσεις: Μάγια-Μαρία Ρούσσου Εισαγωγή: Carmen Castro
• Dylan Thomas:
ΠαιδικάΧριστούγενναστήνΟύαλλία
Μετάφραση: Βασίλης Βασικεχαγιόγλου (Μέ ξυλογραφίες τής Ellen Raskin)
• Gustave Flaubert:
Νοέμβριος
Μετάφραση - Πρόλογος: ’ Οντέτ Βαρών ’ Επίμετρο: Jean Paul Sartre
• Joyce Mansour:
Ή Ιούλιος Καίσαρ
Μετάφραση: "Εκτωρ Κακναβάτος (Μέ ένα δοκίμιο τού μεταφραστή)
• Joyce Mansour:
Οίχορτασμένοι έπιτύμβιοι
Μετάφραση: Ό ντέτ Βαρών (Μέ ένα έκτενές σημείωμα γιά τό έργο τής συγγραφέως)
• Vladimir Nabokov:
ΈναςΞεχασμένοςΠοιητήςκαί άλλα διηγήματα
• G6rard de Nerval:
Sylvie
Πρόλογος - Μετάφραση - Σχόλια: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
• Cesare Pavese:
Στήνπαραλία
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής (Επίμετρο τοΰ Italo Calvino καί πρόλογος τοϋ μεταφραστή)
• Mary Shelley:
Μεταμόρφωση
Μετάφραση: Βασίλης Βασικεχογιόγλου (Μέ πρόλογο τοϋ Charles Ε. Robinson καί αποσπάσματα άπό τήν άλληλογραφία τής συγγραφέως)
• Philippe Sollers:
Τόπάρκο
Μετάφραση - Πρόλογος: Κώστας Θεολόγου (Μέ έπίμετρο τοϋ Roland Barthes)
• Leonardo da Vinci:
Σκέψεις - Μύθοι ΦανταστικήΖωολογία
Μετάφραση: Πέτρος Λεκαπηνός (Μέ σχέδια τοϋ da Vinci)
Μετάφραση: Βασίλης Βασικεχαγιόγλου (Μέ αποσπάσματα άπό τήν αύτοβιογραφία καί μία συνέντευξη τού συγγραφέα) Εκδόσεις ΡΟΠΤΡΟΝ, Σταδίου 48, Αθήνα Κεντρική Διάθεση: Άγαθουπόλεως 100, S 8612.685
Ξένη Ποίηση
Δ οκίμιο •
•
Ά λέξης Ζήρας:
•
Αιθέρες(Ποιήματα 1961-1964) Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος (Μέ ένα έπιλογικό σημείωμα του μεταφραστή)
Γιώργος Μαρκόπουλος:
Εκδρομήστήνάλληγλώσσα
•
•
(Δίγλωσση έκδοση)
(Σολωμός - Καβάφης - Καββαδίας - Δούκας -
Μετάφραση: "Ελενα Νούσια
Λαούρδας)
(Επίμετρο τού Martin Heidegger γιά τήν ποίηση τού Georg Trakl [μετάφραση: Κώστας Γεμενετζής] καί μαρτυρίες γιά τή ζωή τοΰ ποιητή)
"Ελενα Χουζούρη:
ΉΘεσσαλονίκηστήνπεζογραφία τουΓ. Ίωάννου
•
(Χρόνος - Τόπος - "Ανθρωποι/Λόγος) •
•
Georg Trakl:
0 Sebastianστόόνειροκαί άλλα ποιήματα
Ντίνος Χριστιανόπουλος:
Συμπληρώνονταςκενά •
Philippe Jaccottet:
Γενεαλογικά
(Γιά τήν ποίηση καί τούς ποιητές τού ' 70)
Andrd Malraux:
Ren6 Char Saint-John Perse Pierre Jean Jouve:
Σχεδίασμαμιαςψυχολογίαςτού κινηματογράφου
(Δίγλωσση έκδοση)
Μετάφραση - Σημειώσεις: Άλέξης Ζήρας
Μεταφραστικό Δοκίμιο: Νίκος Λεβέντης
Ποιήματα
Martin Heidegger:
"Εναςδιάλογοςγιάτήγλώσσα
Μετάφραση - 'Επίμετρο - Σημειώσεις: Κώστας Γεμενετζής
Σύγχρονη
*
Ελληνική Λ ογοτεχνία
Πεζογραφία •
Άννα Δομίνικου
Τόχρόνιατουδράκου •
Μόνος Κοντολέων:
Αποφάσισανάσκοτώσωτόν Έρμόλαο
•
•
Μάρω Λοΐζου:
ΉΜαρία
Ποίηση •
Χάρης Βλαβιανός:
Ερωτικήπεριήγησηή Σάββαταδίχωςμύθο
•
Μανόλης Πρατικάκης:
(Μέ φωτογραφικό ύλικό τών ' Αλέξη Γκλαβά καί Μάκη Σταματάτου)
•
Σάκης Σερέφας:
Κώστας Λογαράς:
"Ασπονδοςάναίρεση Επιλογή 1971-1984
Ψυχήφραππέ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ
Η σειρά Μέδουσα ϋ ^ Λ ο γ ο ιε χ ν ΐα παρουσιάζει:
τον ιρίιο τόμο ιης τριλογίας του Χέρμαν Μπροχ «ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ», που ο Μιλάν Κούντερα απεκάλεσε «ακρογωνιαίο λίθο της παράδοσης του σύγχρονου Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος».
το βιβλίο του Ισπανού λογοτέχνη Μανουέλ Βιθέντ που τους πρώτους 6 μήνες της κυκλοφορίας του έκανε 17 επανεκδόσεις στην πατρίδα του.
ΑΑΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ - ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ &ΣΙA Ε.Ε. ΣΟΑΩΝΟΣ114, ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. 3645822
£ ’άγαπω ΤΑ Ω Ρ Α Ι Ο Τ Ε Ρ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ Π
ΟΙ
Ο
Ι Η
Μ
Α
ΦΙΛΟ 1 T O Y
Τ
Α
ΒΙΒΛΙΟΥ
ΕΞΙ ΕΡΓΑ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ -
\ M
i
* \
βίβλου I Κλέαρχος, I εξαργυρώνει πάντα 1 πςεπιτυχίεςτου 1 είτεανάγονται στο | κοινωνικόστάτους 1 είτεστονεσωτερικό 1 —— ανθρώπινοχώρο,για 1 ναέρθειηστιγμή 1 τηςαποτυχίας 1 βέβαια, πουόμωςδενθατονσυντρίψειαπόλυτα. ||\ 4 \ rji^v > *** 1 rw * , \ ^ \ ...." : '
W
m m \
:
αφηγημάτωντου
|
πεζογράφουτου βορειοελλαδικού
|
js f lf jiΤ
1 1
κάποιεςπροϋποθέσεις,γιαπιθανέςεπιστροφές. I Μεγλώσσααιχμηρήκαι κοφτερήπουστοχεύειστο S κέντρο, έξωαπόσυμβολισμούςκαι συμπαρομαρτούνταοΟδοστρωτήραςζωντανεύει i καταστάσειςτουμέσακαι έξωανθρώπινουχώρου. |
όψεις τουσημερινούκόσμουμεγλώσσα εξαντλητική,γυαλίκι ατσάλι εκτοξευμένοστο χώροτωνεφησυχίων. Τοβιβλίοαυτόείχετις
1 i
ΤΗΛ. ΑΛΑΒΕΡΑΣ: Οδοστρωτήρας
ΤΗΛ. ΑΛΑΒΕΡΑΣ: Γωνίες και Όψεις
|1 I1
I
<
l r B
n
r '1
βτηλικϊ®
1,11 B
1
'Μ 1 IV S /»
__·
;;;
η
\\ I ________J
Β
l l J
111111........................
Σ·ετ
διηγημάτωντου πεζογράφουΤόλη Καζαντζή. Μεφόντο χηΘεσσαλονίκητης
σημάδεψαντην τρυφερήηλικίατουσυγγραφέα, ταμικράσε έκτασηαυτόδιηγήματαέχουνιδιαίτερο ενδιαφέρονγιατί οΚαζαντζήςδενμαςδίνειτις σημερινέςθέσειςτουπόνωσταγεγονότατου παρελθόντος,αλλάμεταβαίνει στοπαρελθόνκαι αφηνεΐται ταγεγονόταόπωςθατααφηγούνταν έναμικρόπαιδί (-ΗΠαρέλαση.)ήέναςέφηβος (.Ενηλικίωση.),
ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ: Η Παρέλαση - Ενηλικίωση
: 1I 1 1 1 1I 1 {1 1Ι 1 11 11 11 1I 1
1
( 5
)
V jI a #
1
τηςκαθημερινής συναναστροφής. 0 συγγραφέας εξετάζει ταίχνητουθεολογυτούάξοναπουδιέπει
1
τηνάποψήτου. και τονάξοναενότηταςόλωντων επιμέρουςστοιχείωνπουτοαπαρτίζουν,όχι απλώςωςπεριγραφήμιαςδιάθεσηςερωτικής, αλλάωςκατάθεσήτουσώματοςτουσυγγραφέα στουςκόλπουςτηςμητέραςγής,
I 1 jg Κ
^
αφηγήματααπότα οποίαόμωςταδύο . είναι σεέκτασηνουβέλας. Μιάγραφήκαι
καλύτερεςκριτικέςκαιαπέσπασετο1965το ΒραβείοΟυράνητηςΑκαδημίαςΑθηνώνγιατην πεζογραφία.
Κοσματόπουλου Ρ
■ ιονΠεντζικη. πέρα
1
ί
■
g
ΑΛ. ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Λόγος εις Νίκον Γ αβριήλ Πεντζίκη
............
\
M 3 F 1 πατριάρχηςτου
ι βορειοελλαδικού \ πνεύματος, Γ.θ. 1 Βαφόπουλος, επιχειρεί μω ψυχολογική προσέγγισήτου μεγάλουάγγλουρομαντικούποιητήπου λατρεύτηκεμετηντριπλήιδιότητατουποιητή. απότηνκολοκοτρωνέικηπερικεφαλαίατου φιλέλληνα, τονπαρουσιάζειόπωςπρέπειναήταν. μεπολλάαπόταελαττώματακαι ταπροτερήματα τηςανθρώπινηςφύσης-όλαόμωςσευπερθετικό βαθμό.
Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ: 0 Θρύλος του Μπάυρον
1 | 1 | Iι 11 11 I1 1 | | (
|
^ — έσσεριςμικρέςθεματικέςεπιλογέςτου Τ ποιητικούέργουτηςμεγάληςκυρίας ■ τουελληνικούλόγου. Ηθάλασσα,πότεπηγή καιτροφόςτου κόσμου,πότεκαταστροφικήστην ερωτικήτηςδύναμη. Ησελήνητωνονείρων,η «παράπλευρησκέψημας». «Τηςάνοιξης ελαφρότατοι άνεμοι»πουψιθυρίζουν, οι βίαιοι άνεμοιπουριπίζουν, εκείνοιπου«χαϊδεύουν θωπευτικάτιςκρύεςπαρειέςτωναγαλμάτων». Ηλεπτότατησχέσηανάμεσασταεύθραυστα ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ: Για τον Ανεμο, Για τη Θάλασσα, Για τη Σελήνη, Για τα Λουλούδια
1 ■ Μ Η Β 8 Β Β Β ■
ΠΕΝΤΕ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
1
( 0« Συνεχής προσφορά στο καλό βιβλίο Ιπποκράτους 59,106 80 Αθήνα Τηλ.: 3606 828 - 3606 922
MAPI ΑΡΠ Α ΠΟΥΡϊ.ΕΝΑΡ
Α ρχκια Τ ου Β ο ρ ρά
ζ;
<
ANDRE BRINK
ο
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ο
<
JAN Κ °Π
ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΟΥΣΙΑΣ .
ο
>Η
21
,
< Ο ΧΛΤΖΗΝΙΚΟΛΙΙ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ
ο Γ Ξ. Στογιαννΐδης στην «ΕΠΙ ΣΥΝΟΛΟΥ" ποιητική αφήγηση του Μ ΙΑ ΑΥΣΤΗΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
1949-1981 ... “Στό κάτω τής γραφής πρέπει νά κάνεις κάποτε τόν άπολογισμό σου, τί κέρδισες, τί έχασες”.
Από τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΚΟΜΗ:
ΑΜΗΧΑΝΗ ΕΞΟΔΟΣ (Ποιητική συλλογή 1981) ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ (Ποιητική συλλογή 1983) & ΓΆγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις α . ε . 4ο χλμ. οδού Λαγκαδά 564 30, Θεσσαλονίκη, Τηλ. 668.612, Telex 418895 ASE GR Υποκατάστημα Αθηνών: Σολωμού 66,10432, Τηλ. 5227807, 5236596/7
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ Συλλογή Σττουργιτάκια • Οι ιστορίες μιας αυτόματης γιαγιάς του Ντιμίτερ Ινκιόφ • Ο μικρός κυνηγός Ντιμίτερ Ινκιόφ • Μ ελισσούλα-Σούλα-Φ ροσούλα Τζέιμς Κρους
Συλλογή Χελιδόνια • Σπίτι για πέντε Λ. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου • Το τελευταίο φάντασμα Ανδρέας Αγγελάκης • Ο Αιμίλιος και οι ντέτεκτιβ Έριχ Καίστνερ
Συλλογή Περιστέρια • Πριν από το τέρμα Γ. Γρηγοριάδου Σουρέλη ► Το διπλό ταξίδ ι Λίτσα Ψαραύτη » Γράμμα στο μοναχικό αδερφό μου Μαρία Αβρααμίδου
Βιβλία της Ζωρζ Σαρή Τα Χέγια Το Τρακ Θεατρικό: (Ο Στρατάρχης, 0 φαντασμένος, Ο Γιάννης ο στρατιώτης, Το γαϊτανάκι) Ο Τότος κι η Τοτίνα (4 βιβλία με αυτοκόλλητες λέξεις)
ΕΚΔ Ο ΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
ΝΙΚΗΤΑΡΑ §, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 3638362
εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621194 - 7786441
εκδόσεις κέδρος
Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007
Τάπεζογραφήματα τοϋ Γ Ι Α Ν Ν Η
Ρ ΙΤ Σ Ο Υ
ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ
Άρίοστος ό Προσεχτικός άφηγεΐται στιγμές τού βίου του καί τοϋ ύπνου του
2. Τί παράξενα πράματα 3. Μέ τό σκούντημα τοϋ άγκώνα 4. "Ισως νά ’ναι κι έτσι
5. 6. 7. 8. 9.
'Ο γέροντας μέ τούς χαρταϊτούς "Οχι μονάχα γιά σένα Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο Λιγοστεύουν οί έρωτήσεις 'Ο Άρίοστος άρνεϊται νά γίνει "Αγιος
Ζηοδόχου Πηγής 21 - τηλ.: 3415433
Ελάτε κοντά μας, στο βιβλιοπωλείο μας. Καφές, μουσική, έργα τέχνης και όσα βιβλία έχετε φανταστεί, σε τιμές που δεν φανταστήκατε!
<ΣΤΟΥ ΓΚΟΒΟΣΤΗ» Ζωοδόχου Πηγής και Κωλέττη. Δεν ξανάδατε ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΑΝ ΚΙ A ΥΤΟ.
ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΕΜΠΛΙΝ
Δεν υπάρχει συγγνώμη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΩΣΤΙΣ Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο Αριάδνη, Ζωοδόχου 106 7 8 Αθήνα, τηλ. 3 6 .2 3 .1 1 3 -3 6 .0 5 .0 9 7
Πηγής 2 -4
Λ *ν*
Τ Ο Η Μ Ο Ρ Ο Α Ο Γ ΙΟ CNOi rA H O y — MV μ-t u s r[W f^ iittS
Ι ν Λ - ί Λ ί -iW
'
liV
is
5 0 ,
/μ . Ι ^ Ο Λ Ι ' Λ
PUAC
/·'η·
r [0 ig x 6 ii-
Τού
lii
ueutio
£*ΪΚΛ· Xm A
c n A x - v i,
(fa k o u ;
W '
tV jjU d
ά /u ^ o
Μ ύ & ,
A V I O U lC iS li μ ν α
H
ev<w
u b rjc tfu e p e titv U ^ lU llV ? ' ff
Cu m !£*3,
u«u &
t ii/ O i
u ci w d to £ a T u $ (
........... ·· .------ ~
iv v c u x iw 06id p ix u t t *
η ^ Ή
Miportonoetl·
O - S- r^«OV//ar|o- · , ·
, U ^ t iw rwjv' £f>ico n ic rloftpttc £vo5 Ovi^a MAU μύν*
?
M d tw ft*
nevS
f]e v
fj£c£i]a$o'lrt
v /A
fe W *
igcpo
UiMtfTatf!<>V.
fjtatVKfUt WAV it-jUuptvH* (JEiUl-jCfti'H. ^ ά μ ο ιτ q ^ w t f t a
m
U<u
'^ m·
b iw f>
Λ Λ Ι ίίΠ ΐίΚ
UtlPlSUN
ivftCaS
W Y x iS r iO I
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ MAVPOMIXAAH 1 - 106 79 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 3602535 - 3618654
Για α να γν ώ σ τες με απαιτήσεις
Εκδόσεις Πλέθρον ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Γνωριμία με την ΖΩΗ και το ΕΡΓΟ μεγάλων συγγραφέων μέσα από ολοκληρωμένες εκδόσεις τσέπης Τιμή τόμου 450 δρχ.
Θα ακολουθήσουν:
ΣΑΠΦΩ - ΠΟΕ - ΛΟΝΤΟΝ
Βιβλιοπωλείο - Εκδόσεις: Μ α σ σ α λία ς 20α, 106 80 Α θήνα , Τηλ. 36.41.260,36.45.057
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Δίγλωσσες, Σχολιασμένες Εκδόσεις Υπεύθυνος Σειράς Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ
ΜΕΑΕΤΕΣ
Ή ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ
Το κεφάλι τής γάτας
ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Τζαβέλλα 1, Αθήνα, 106 81 Τηλ. 3613065-3604885
Ενα λαόαρο την αυγή
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Μια «Αυλαία» 44 ετών (γράφει ο Μπ. Καβροχωριανός) ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ISBN (γράφει ο Νίκος Σπανός)
28 29 3ο
3ί
Τεύχος 205 ΑΦΙΕΡΩΜΑ 21 Δ εκεμβ ρίο υ 1988 Τιμή: Δ ρχ. 600
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμάρας, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Γοπάλη, Γιάννης Φερτής Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριδάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιόκτήτης-Εκδότης: Γιώργΰς Γαβαλάς Κεντρική διάθεση:
Θοδωρής Πετρόπουλος: Χρονολόγιο Γιάννη Ρίτσου Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιεξ: Μια μαρτυρία από τον Μάνθο Κιέτση Γιώργης Γιατρομανωλάκης: Ο ποιητής και η πολιτεία Ρομπέρ Κατρπουέν: Ο άνθρωπος Βαγγέλης Κάσσος: Ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι Κώστας Χωρεάνθης: Τα τραγικά προσωπεία ενός ποιητή Ηλίας Κεφάλας: Γιάννης Ρίτσος, στη λύρα με τη μια χορδή Ρούλα Κακλαμανάκη: Παράθυρο στην ποίηση Θανάσης Δ. Ντόκος: Τρία σημεία επαφής στον Γιάννη Ρίτσο Γεράσιμος Γ. Ζώρας: Ο μύθος του Ιππόλυτου στους αρχαίους συγ γραφείς και στο Ρίτσο Γιώργος Κεντρωτής: Το τρίτο ρόδο Οζντεμίρ Ιντσέ: Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο Μ.Γ. Μερακλής: «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων» μια πρώτη προ σέγγιση Λέανδρος Πολενάκης: Αγαμέμνων, Ορέστης, χωρίς Ευμενίδες Δημήτρης Πλάκας: Ο Παντελής Πρεβελάκης για τον Γιάννη Ρίτσο Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ: Το μάτι του Γ. Ρίτσου. Οι πέτρες Αικ. Μακρυνικόλα: Βιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου
99 105 112 120 128 132 136 137
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Γιώργος Μαρκόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Μάνος Κοντολέων, Χριστίνα Φίλη, Κ. Σφαέλλου, Γ. Βελέντζας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο X. Λάζος ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει η Βίκυ Πάτσιου
143 146 154 156
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Σωτήρης Ντάλης
Αθήνα: ,. Πομώνης Διρνύαώς Ζαλόγγου .1: · τηλ. 36.20.889 ■'
ΔΕΛΤΙΟ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
77
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
83
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Αντρέ Ζιντ Εξώφυλλο: Πίνακας Νίκου Νικολαΐδη
34 47 52 54 59 67 86 90 93
του
<
SO
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Γ. ΚΑΤΟΥ
Η Αγία Αλητεία
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
. S ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ
?J 111 I I I 3*.
U
ΔΩΔΩΝΗ
Π όλεμ οι)
Φ.Σ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
X
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗ Εγώ ειμί πτωχός
s<1 is
Ανταυτού
ΓΝΩΣΗ
των μαζών
o
ΟΥ. EKO
ΚΑΤΟΠΤΡΟ
Σ. ΧΑΟΥΚΙΝ
από 17 έως 30 Νοεμβρίου 1988
r fi.U
Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ
LIBRO
με την Ά ννα
Α. ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ
i l l lit1 1 ί « » Μ ι. . ι :·;·s:·** III i 8 s 111
9
*
Χ ΡΟΝΙΚΑ
Ο Π ειρα ιά ς τ ίμ η σε το Ν. Βρεττάκο
Α ρ χ α ίο Α ίγ υ π τ ο ς Πολιτιστικό δεκαπενθήμερο (26 Νοεμβρίου - 7 Δεκεμβρίου), αφιερω μένο στην Αρχαία Αίγυπτο, οργάνωσε το πολιτιστικό κέντρο «Νέα Ακρόπολις», με τη συνεργασία της Αιγυπτια κής Υπηρεσίας Τουρισμού. Το πρό γραμμα του δεκαπενθήμερου περιελάμβανε έκθεση αρχαιολογικών αντι γράφων της αρχαίας Αιγύπτου, προ βολή ταινιών μικρού μήκους με θέμα «Νότια της Αιγύπτου» και «Το παλιό Κάιρο», οπτικοακουστικό θέμα με τίτ λο «Προσκύνημα στην Αίγυπτο» και σεμινάριο με θέμα «Μυστηριακή Αρ χαία Αίγυπτος».
ι Π ΙΙII II iLli ju m
ΜΙ TOWl i t cg p r Μ
.
M l
Τον ποιητή και Ακαδημαϊκό Νικηφό ρο Βρεττάκο τίμησε τη Δευτέρα (Μ Ι 1-88) ο Δήμος Πειραιά, σε εκδήλωση που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο. «0 Νικηφόρος Βρεττάκος», τονίστηκε μεταξύ άλλων στο χαιρετιστήριο μή νυμα του Δημάρχου κ. Ανδρέα Ανδριανόπουλου, «αγωνίστηκε για την ειρήνη και την αγάπη του κόσμου. Και σήμερα τα μηνύματα αυτά της Ακαδη μίας του Θεού τα διαλαλεί και από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Δή
Το ελληνικό βιβλίο σ την Κ ό π ρ ο
μος Πειραιά, στο πρόσωπο του Νικη φόρου Βρεττάκου, τιμά τον πνευματι κό άνθρωπο που αγωνίζεται με συνέ πεια για την τιμή του ανθρώπου και το σεβασμό του προς τους θεσμούς που τιμούν και τιμούνται από τους δημιουργούς». Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι των Γραμμά των και φίλοι της ποίησης του Νικη φόρου Βρεττάκου. Την εκδήλωση πλαισίωσε η φωτογραφική^ σύνθεση του Σαράντου ΣακκελάκΌυ «Λειτουρ γία κάτω από την Ακρόπολη», βασι σμένη στο ομώνυμο ποιητικό έργο του Ν. Βρεττάκου.
Η Κ α λλιθέα κι ο Χατζίνης
Εγκαινιάστηκε στις 31 Οκτωβρίου άτην Καλλιθέα, στην οδό ΜανταγριωΈκθεση Ελληνικού και Παιδικού Βι τάκη 118, το Δημοτικό Μουσείο Γιάν βλίου λειτούργησε από 11 έως 19 νη Χατζίνη, που δημιουργήθηκε με Νοεμβρίου στην Κύπρο. Την έκθεση, πρωτοβουλία των οικείων του αείμνη που τελούσε υπό την αιγίδα της συζύ στου λογοτέχνη και κριτικού και τη γου του Κύπριου Προέδρου κ. Α. Βα συνδρομή του Δήμου. Στο Μουσείο σιλείου, διοργάνωσε η ΠΟΕΒ με τη στεγάζονται, εκτός από τα προσωπικά συνεργασία της Μορφωτικής Υπηρε ενθυμήματα του Χατζίνη και η βιβλιο σίας του Υπ. Παιδείας της Κύπρου, θήκη του. Οι 1292 τόμοι θεματικά τα του Συνδέσμου Βιβλιοπωλών Κύπρου, ξινομημένοι αποτελούν ένα πλούσιο του Συνδέσμου Παιδικού και Νεανι υλικό για όσους επιθυμούν να μελε κού Βιβλίου Κύπρου και της Κυπρια τήσουν τη νεοελληνική λογοτεχνία. κής Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται επί Παρουσιάστηκαν 3.000 τόμοι Ελλή σης επιστολές λογοτεχνών προς τον νων συγγραφέων και 200 Κυπρίων Χατζίνη, χειρόγραφα και σημειώσεις. ομοτέχνων τους, χωρισμένοι κατά θέ Στα εγκαίνια που παραβρέθηκε πλή μα. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης έγι θος κόσμου, μίλησαν: Ο ακαδημαϊκός ναν ομιλίες από τους συγγραφείς κ. Πέτρος Χάρης για το έργο του Γιάννη Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου, Χατζίνη, ο Μιχ. Σταφυλάς για τη ζωή Λίτσα Ψαραύτη και Χάρη Σακελλατου και ο ανιψιός του λογοτέχνη ρίου. Η έκθεση, όπως υποστηρίζουν Γιάννης Χατζίνης για τον άνθρωπο οι διοργανωτές της, σκοπεύει στη Γιάννη Χατζίνη. Επίσης ο Γιάννης Πεγνωριμία των παιδιών της Κύπρου με τριτάκης, σύζυγος της κόρης του Χα το Ελληνικό Παιδικό και Νεανικό Βι τζίνη Φρόσως, και ο δήμαρχος Καλλι βλίο και η σύζευξη της μάθησης και θέας Γιώργος Ψαλιδόπουλος, για τις της γνώσης μέσα από την πλούσια ελ προσπάθειες του Δήμου για πολιτιστι ληνική παράδοση και παιδεία. κή ανάπτυξη της πόλης. Μετά την Κύπρο η έκθεση θα μετα Αντί επιλόγου φερθεί και στο Λονδίνο, για την εκεί Έγκυρες πληροφορίες σημειώνουν ελληνική παροικία. Να σημειωθεί ότι η , διάσταση απόψεων μεταξύ του Δήμου έκθεση αυτή είναι η τρίτη των Ελλή και εκείνων που θέλουν το σπάνιο νων εκδοτών προς τον αδελφό κυ υλικό της βιβλιοθήκης να τίθεται στη πριακό λαό. διάθεση μελετητών της νέας ελληνι κής λογοτεχνίας. Η θέση του Δήμου είναι το σπάνιο αυτό υλικό να είναι προσβάσιμο σε κάθε πολίτη.
30/χρονικα
Γ ράφει ο Μττ. Κ α β ρ ο χω ρ ια νό ς
Μια "Αυλαία" 44 ετών Το αφιέρωμα στο Ιταλικό Θέατρο που οργάνωσε το Ιταλικό Ιν στιτούτο Αθηνών με τη συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου μας έδωσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσουμε κι ένα περιο δικό. Έ να περιοδικό για το θέατρο, το “ Sipario” που αριθμεί 44 χρόνια ζωής. Και η διάρκειά του, όπως λέγεται, είναι συνυφασμένη με την πορεία του νέου ιταλικού θεάτρου. Βέβαια αν αναλογιστούμε τις δυσοίωνες προοπτικές στη μακροζωία ενός θεατρικού εντύπου, τότε δικαιολογημένα χαιρόμαστε που ένα θεατρικό περιοδικό επέζησε και έχει ως στόχο να επιζήσει μέσα στο χρόνο δη μιουργώντας νέους ορίζοντες. To “ Sipario” (Αυλαία), ιδρύθηκε το 1946, την πρώτη χρονιά της Ειρήνης, όπως μας εί πε χαρακτηριστικά ο διευθυντής του, Μάριο Ματία Τζορτζέτι, χάρη στη θέληση μερικών θεατρανθρώπων. Μεγάλος αριθμός συγγραφέων, δημοσιο γράφων και ποιητών πλαισίωσαν εξαρχής το περιοδικό προσδίδοντάς του μια εικόνα, ένα πρόσωπο ικανό να έλξει το κοινό που θα ’θελε να γνωρίσει το θέατρο όχι μόνο κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Η έκδοση συνοδεύτηκε από διαλέξεις για το θέατρο στην προσπάθεια των εμψυχωτών της έκδοσης να προετοιμάσουν ένα νέο κοι νό για ένα καινούριο θέατρο. Δημοσιεύει έργα ξένων συγγραφέων, θέ λοντας να δώσει στους αναγνώστες του το ευρωπαϊκό θεατρικό πανόραμα. Η ύλη όμως του καλαίσθητου περιοδικού δεν περιορίζε ται μόνο στο θέατρο. Περιλαμβάνει κείμενα για όλες τις Τέχνες. Ο εκδότης που έδωσε μεγάλο κύρος στο περιοδικό ήταν ο Βαλεντί νο Κομπιάνι. Σήμερα διευθύνεται από Συντα κτική Επιτροπή. «Το “ Sipario’’», μας είπε ο κ. Τζορτζέτι, «εί ναι το μόνο θεατρικό περιοδικό που εκδίδεται στην Ιταλία σήμερα. «Στηρίζεται κυρίως στις πωλήσεις, 22.000 τεύχη στα περίπτερα, βιβλιοπωλεία, θέατρα και 8.000 συνδρομητές, αλλά και στις διαφη μίσεις. »Το Ιταλικό Κράτος δε μας επιχορηγεί, μας είπε. »Τα 30.000 τεύχη που πουλάμε είναι ικανο ποιητικός αριθμός για ένα περιοδικό σαν το “ Sipario” . «Σήμερα υπάρχει όσμωση μεταξύ των πε ριοδικών. »Το “ Sipario” κεντρίζει τους νέους να πη γαίνουν στο θέατρο· οι νέοι είναι οι μελλο ντικοί αναγνώστες μας. «Εκείνο που χαρακ ηρίζει το “ Sipario” εί
ναι η πλούσια ύλη του τόσο για τα συμβάντα στο χώρο πάντα του θεάτρου σε ξένες χώ ρες, όσο και τα επιμελημένα του αφιερώμα»Ένα αφιέρωμα, λέει ο κ. Τζορτζέτι, απαι τεί ιδιαίτερη οργάνωση. Σε πρώτη φάση εξε τάζουμε τί γίνεται στο θέατρο κάθε χώρας, ύστερα αναζητούμε αξιόπιστους συνεργά τες. Αφού μαζευτούν τα στοιχεία, τα επεξερ γάζονται οι συνεργάτες από κοινού και αφού ερευνήσουν προσεχτικά το υλικό που έχουν συλλέξει, τότε πλέον το αφιέρωμα τίθεται υπόψη της Συντακτικής Επιτροπής. Έ να αφιέρωμα όμως, λέει ο κύριος Τζορ τζέτι, απαιτεί χρόνο. Μπορεί η έρευνα για το θέατρο μιας χώρας να διαρκέσει έως και 15 χρόνια». Εκτός όμως από τα αφιερώματα στο θέα τρο κάποιας χώρας, το περιοδικό κάθε χρό νο αφιερώνει σ’ ένα μόνο θέμα (ηθοποιό, συγγραφέα, θέατρο κ.λπ.) δυο τεύχη. Κι αυ τό, κατά τον κ. Τζορτζέτι, γιατί το περιοδικό θέλει να δώσει στο χρόνο ντοκουμέντα. «Το “ Sipario” , κατέληξε, θέλει να επιζήσει στο χρόνο». Μια έστω και σύντομη, όμως, κουβέντα με το διευθυντή του «Sipario» δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και στη φυσιογνωμία του σημε ρινού Ιταλικού Θεάτρου. «Υπάρχουν, μας είπε, τριών ειδών θίασοι. Τα Κρατικά Θέατρα, οι Εμπορικοί θίασοι και τα Γκρουπ των ηθοποιών. Τα θεατρικά σχή ματα καθορίζουν έμμεσα και τό θεατρικό κείμενο που θα δει το φως της σκηνής. Επί το πλείστον στα Κρατικά Θέατρα ανεβαίνουν έργα κλασικά ή έργα με συγγένεια προς τα κλασικά. Οι ιδιωτικοί θίασοι προτιμούν έργα α-πολιτικά και διασκεδαστικά. Στα αντερ γκράουντ θεατρικά σχήματα και στα γκρουπ θα συναντήσουμε πολιτικά θεατρικά κείμενα που αναφέρονται στα ναρκωτικά, τη Μαφία, το AIDS, την ομοφυλοφιλία και γενικά σε θέ ματα κοινωνικά. Τα κρατικά θέατρα βεβαίως χρηματοδοτούνται, αλλά επιχορηγούνται και τα γκρουπ των ηθοποιών. Στα γκρουπ των ηθοποιών παίζουν γερά ταλέντα με πλούσια θεατρική κατάρτιση. Και σήμερα όμως», είπε αναφερόμενος στην πρώτη φλόγα των ιδρυ τών του περιοδικού, «δεν είμαστε ένα περιο δικό που απλώς γράφει μόνο για το θέατρο. Διοργανώνουμε παράλληλα και εκδηλώ σεις».
χρονικα/31
Αιεθνες Σύστημα αρίθμησης βιβλίων Παρουσίαση του ISBN (International Standard Book Number) κα θώς και συζήτηση πάνω σ’ αυτό, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 22 Νοεμβρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Δρώμενα ’88».
Γράφει ο Ν ίκος Σ π α νό ς
Για το σκοπό, τη χρήση και την αναγκαιό σεις, ταινίες αναγνώσιμες από μηχανή σχε τητα του Διεθνούς Συστήματος Αρίθμησης διασμένες να παράγουν αναγνώσιμες εκτυ Βιβλίων (ISBN) μίλησαν ο Πρόεδρος του πώσεις, CD ROM, εκδόσεις σε μικροκάρτες, Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βι μικροφίλμς κ.λπ., εκδόσεις Braille και χάρτες βλιοθήκης, καθηγητής και Πρόεδρος του που διατίθενται στην αγορά προς πώληση. Τμήματος Κοινωνιολογίας της ΠΑΣΠΕ, κ. Β. Εξαιρούνται, ο ημερήσιος και περιοδικός Φιλίας, ο Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθή τύπος καθώς και εφήμερο έντυπο υλικό κης κ. Π. Νικολόπουλος, η Υπεύθυνη Τμήμα όπως ημερολόγια, ατζέντες, προγράμματα τος Εισαγωγής της Εθνικής Βιβλιοθήκης κ. θεαμάτων και ακροάσεως, διαφημιστικό υλι Π. Μοσχονά, τα μέλη του Εφορευτικού Συμ κό κ.λπ. Τέλος, εξαιρούνται και οι εκτυπώ βουλίου Εθνικής Βιβλιοθήκης κ. Α. Φραγκιάς σεις έργων τέχνης. (συγγραφέας), κ. Δ. Σταμέλος (συγγραφέας) Υποχρέωση του εκδότη για να ενταχθεί και κ. Κ. Θανοπούλου (βιβλιοθηκάριος), ο στο σύστημα είναι να αποταθεί με αίτησή Προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Τεκμη του στο Ελληνικό Κέντρο ISBN. Το κέντρο ρίωσης κ. Ε. Μπούμπ'ΐυκας, ο Υπάλληλος με τη σειρά του, θα εξετάσει την αίτησή του Εθνικής Βιβλιοθήκης κ. Κ. Γεωργάκης και ο και θα του παραχωρήσει διακριτικό αριθμό. εκδότης και Γενικός Γραμματέας της Πανελ Σε καμιά περίπτωση όμως, δε θα πρέπει ο λήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών εκδότης να χρησιμοποιήσει τον αριθμό για κ. Γ. Δαρδανός. άλλη έκδοση, πέρα απ’ αυτή για την οποία To ISBN* που δημιουργήθηκε με τη συνερ του έχει παραχωρηθεί, γιατί αυτό θα είχε γασία του Διεθνούς Συνδέσμου Εκδοτών σαν αποτέλεσμα την καταστροφή και αποτυ (Ι.Ρ.Α.), του Διεθνούς Οργανισμού Προτύπων χία του συστήματος. (I.S.O.), και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Συν Για την καλύτερη ενημέρωση, των εκδοτών δέσμων Βιβλιοθηκάριων (IFLA), ξεκίνησε τη κυρίως, ο αριθμός ISBN τυπώνεται, όσον δράση του από τη Μεγάλη Βρεταννία το αφορά τα βιβλία, στο πίσω μέρος της σελί 1965, συμπεριλαμβάνοντας μέχρι σήμερα δας του τίτλου, στην εξωτερική κάτω δεξιά στη δύναμή του 49 Εθνικά Κέντρα. γωνία του καλύμματος του βιβλίου (αν υπάρ Στην Ελλάδα το σύστημα εφαρμόζεται από χει), ή στην εξωτερική κάτω δεξιά γωνία του την Εθνική Βιβλιοθήκη με τη συνεργασία πίσω εξωφύλλου. Ό σον αφορά τα υπόλοιπα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και της είδη, δηλαδή προγράμματα Η/Υ (εγχειρίδιο Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών - Βι οδηγών, δισκέττες, πακέτο προγραμμάτων) βλιοπωλών, αλλά και από τους συγγραφείς κ.λπ., ακολουθούνται περίπου οι ίδιες οδη και το πλατύ κοινό, πάνω στην ανεύρεση συ γίες. γκεκριμένων βιβλίων, δίχως την ανάγκη ανα Βασικό αίτημα όλης αυτής της παρουσία φοράς των περίπλοκων βιβλιογραφικών τους σης του διεθνούς συστήματος αρίθμησης βι στοιχείων. βλίων στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθη Ο αριθμός ISBN, λοιπόν, είναι ένας μονα ναίων, ήταν η συγκρότηση και ύπαρξη, επιτε δικός αριθμός αναγνώρισης (ταυτότητας) λούς, της Εθνικής μας βιβλιογραφίας, τόσο του βιβλίου, ο οποίος από τη στιγμή που θα για την αρτιότητα της εκδοτικής παρουσία χρησιμοποιη θεί για μια φορά, δεν ξαναχρη- σης, όσο και για την ευρεία ενημέρωση και διευκόλυνση των ελληνικών και ξένων βι σιμοποιείται ποτέ. Κάθε αριθμός ISBN αποτελείται από δέκα βλιοθηκών. ψηφία και απαρτίζεται από τέσσερα στοιχεία: To ISBN είναι σε θέση να δημιουργήσει τις καλύτερες προϋποθέσεις, όπως ειπώθηκε α. Το διακριτικό Ομάδας ή Χώρας και από τους ομιλητές, για μια οργανωμένη β. Το διακριτικό Εκδότη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των απα γ. Το διακριτικό Τίτλου ραίτητων στοιχείων από εκδότες, βιβλιοπώ δ. Το ψηφίο Ελέγχου (επαληθευτικό) Οι εκδόσεις που παίρνουν αριθμό ISBN εί λες, βιβλιοθηκάριους και συγγραφείς, με αποτέλεσμα τη λειτουργικότερη κίνηση του ναι: Τυπωμένα βιβλία και φυλλάδια, εκδόσεις βιβλίου στον τόπο μας (βιβλιοθήκες, βιβλιο μικτού χαρακτήρα (π.χ. κείμενο, κασέτα και πωλεία κ.λπ.) και φυσικά την πιο άνετη και χάρτες), άλλες εκδόσεις που περιλαμβάνουν επιτυχέστερη προώθησή του διεθνώς. εκπαιδευτικές ταινίες και video, βιβλία σε κα * Πρέπει να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι το ΔΙΑΒΑΖΩ από τα πρώτα του τεύχη δη σέτες, προγράμματα μικροϋπολογιστών που μοσίευσε άρθρα που επεσήμαναν την αναγκαιό δ' ιτίθενται στην αγορά, ηλεκτρονικές εκδό τητα της εφαρμογής του ISBN στον τόπο μας.
Κ ϊ Κ Λ 0 Φ ΝΕ ΟΙ Τ I Τ Λ ΟΙ
0 Ρ 0 ϊ Ν 198 8 - 19 8 9
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ΠΟΙΗΣΗ ΛΗ ΤΩ ΚΑΤΑ ΚΟ Τ ΖΗ Ν Ο Τ
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Κ Α Τ Ο Σ Η Α γ ία Α λ η τ ε ία
0 Β ο λ ή ς μου
Μ υθ ισ τόρη μ α
Α π ομ νη μ ονεύ μ ατα
ΙΩ Α Ν Ν Α Κ Α Ρ Α Τ Ζ Α Φ Ε Ρ Η
ΑΝ ΤΩΝΗ Σ ΣΟΤΡΟΤΝ Η Σ
Χ ω ρ ισ μ έ ν η σ τ α δύο
Ο ι σ υ μ π α ίχ τ ε ς
Δ ιη γ ή μ α τα
Μ υθ ισ τό ρ η μ α •
Μ Α Ρ Ι Α Π Α Π Α Δ Η Μ Η Τ Ρ ΙΟ Τ
Μ ερ ό νυ χτα Φ ραγκφ ούρτης
Λ α β ύ ρ ιν θ ο ς
Δ ιη γ ή μ α τα
'Μ υθ ισ τόρη μ α
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Κ Α Κ Ο Τ Λ ΙΔ Η Σ
Β Α Σ ΙΛ Η Σ Μ Π Ο ΤΤΟ Σ
Ο ι σ η μ ε ιώ σ ε ις εν ό ς ζ η λ ω τ ή
Ν υ χ τε ρ ιν ή α π ο σ τ α σ ία
Π οίηση
Ν ουβέλα
Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Φ Ο Ρ Ο Σ Λ Ι Ο Ν Τ Α Κ Η Σ
Τ Α Τ ΙΑ Ν Α Γ Κ Ρ ΙΤ Σ Η -Μ ΙΛ Λ ΙΕ Ξ
0 ρ οδώ να ς μ ε το υς χω ρ ο φ ύλακες
Α π ό τ η ν ά λ λ η ό χ θ η τ ο υ Χ ρ ό ν ου
Π οίη σ η
Μ υθ ισ τόρη μ α •
Θ ΑΝ ΑΣΗ Σ ΝΤΖΟΤΦ ΡΑΣ
Σ τ η σ κ ά λ α το υ Ο υρ α νού
Τ α τ ρ α γ ο ύ δ ια μ α ς
Δ ιη γ ή μ α τα
Α νθ ολογ ία
Φ Α ΙΔ Ω Ν Π Α Τ Ρ Ι Κ Α Λ Α Κ Ι Σ
Ν Α Σ Α Π Α Τ Α Π ΙΟ Τ
Έ ν α υ π ε ρ β α τ ικ ό γ έ γ ο ν ό ς
Τ ο φω νήεν σ ώ μ α
Α φ ήγημα
Π οίηση
Δ Ε Σ Π Ο ΙΝ Α Τ Ο Μ Α Ζ Α Ν Η
ΘΑΝ ΑΣΗ Σ ΧΑΤΖΟΠ ΟΤΛΟΣ
Τ ο κ α φ ε ν ε ίο τω ν ψ ε μ ά τω ν
Η Κ ο ίμ η σ η
Δ ιη γ ή μ α τ α
Π οίηση
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Α Ρ ΙΣ Τ Η Ν Ο Σ
Τ Η ΛΕ Μ Α ΧΟ Σ ΧΤΤΗ ΡΗ Σ
Τ ο Ο δ ο ιπ ο ρ ικ ό
Τ ο τ έ λ ο ς τ η ς ο μ ιλ ία ς
Έ να κ υ κ λ ικ ό αφ ήγ η μ α
Π οίηση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η
Ζ .
σ ύ γ χ ρ ο ν η Π η γ ή ς
3 ,
ε κ δ ο τ ικ ή 1 0 6
7 8
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ π α ρ ο υ σ ία
Α θ ή να .
Τ η λ .
σ τ α
ε λ λ η ν ικ ά
3 6 0 .3 2 .3 4
—
γ ρ ά μ μ α τ α 3 6 .0 1 .3 3 1
Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από τη γέννηση του μεγά λου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Με την ευκαιρία αυτής της επετείου το «ΔΙΑΒΑΖΩ» αφιερώνει στον ποιητή το εορταστικό του τεύχος - πρώτο αφιέρωμα σε Έλληνα ζώντα συγγραφέα. Το πολυβραβευμένο και παγκόσμια αναγνωρισμένο έργο του Ρίτσου έχει απασχολήσει τους σημαντικότερους Έλληνες και ξένους μελετητές. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς σύνδεσαν τις εργασίες τους αποκλειστικά με τη σπουδή της ποίησής του. Η προσπάθεια του αφιερώματος μας να φωτιστεί η πολυεπίπεόη προσφορά του μεγάλου δημιουργού γίνεται παράλληλα με την προσπάθεια να παρουσια στούν οι εργασίες μελετητών της νεότερης γενιάς που τράφηκαν, αγάπησαν και οδηγήθηκαν από το έργο και τη ζωή του Γιάννη Ρίτσου. Το γεγονός των αναρίθμητων μεταφράσεων του ποιητικού έργου του Ρίτσου στις περισσότερες γλώσσες του σύγχρονου κόσμου δείχνει ότι τα πανανθρώπινα μηνύματά του, το ποιητικό του όραμα που με συνέπεια υποστηρίχτηκε από ολό κληρη τη ζωή του, ξεπέρασαν τα όρια του τόπου μας κι απλώθηκαν σ’ όλο τον κόσμο. Έτσι, Το τρ α γο ύ δ ι τη ς α δ ελφ ή ς μο υ Η εα ρινή συμφ ω νία Το εμ βα τή ριο το ν ω κεανού Τα δεκαοχτώ λ ια ν ο τρ ά γο υ δα τη ς π ικ ρ ή ς π α τρίδ α ς Η σονά τα το ν σεληνόφ ω τος Η Ρ ω μιοσύνη Ο Ε π ιτά φ ιο ς και τόσα άλλα τραγουδιούνται Σ τις γειτο ν ιές το ν κό σμον Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Γαλάντης Ευχαριστούμε θερμά την Τιτίκα Δήμητρούλια, τον Θοδωρή Ψαλιδόπουλο και τον Κριστιάν Φιλιππούση για τη βοήθεια τους στην πραγματοποίηση του αφιερώματος. Φωτογραφίες αφιερώματος: σελίδα 45 φωτ. του Νικόλα Κροτσέτι. σελ. 53, 128, 132, του Κώστα Φί νε, σελ. 59, 65, 86, 90, 109, 117, του Σ. Λαγκαδιανού. Σελ. 95, 97, 120 του Ν. Ιωσηφίδη, σελ. 67, 99 σχέδιο του Γ. Τσαρούχη, σελ. 105 του Κ.Γ. Μεγαλοκονόμου, σελ. 112, 115, του Μιχάλη Παππού, σελ. 136 του Κριστιάν Φιλιππούση .·-
34/αφιερωμα
Θοδωρής Πετρόπουλος
Χρονολόγιο
Γιάννη Ρίτσου 1909 Ο π οιητής γ ενν ιέτ α ι την Π ρ ω τομ αγιά στη Μ ο νεμ βα σιά της Λ α κω νία ς. Π α τ έρ α ς του ο μεγα λοκτη μα τία ς Ε λ ευθ έρ ιο ς Ρ ίτσος κα ι μητέρα του η Ε λ ευθ ερ ία Β ο υ ζο υ ν α ρ ά , γ ό ν ο ς α ρχο ντική ς οικ ο γ έν εια ς του Γ υθ είου . Η ο ικ ο γ έν εια έχει ήδη τ ρ ία παιδ ιά: τ ο ν Δημήτρη (Μ ίμη ), τη Ν ίν α , κ α ι τη Δ ο ύ λ α .
1921 Ε γ γρ ά φ ετ α ι στο Γ υμ νάσ ιο του Γ υθ είου . Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο π εθ α ί ν ει α π ό φυματίω ση ο Δ η μήτρης, στην επιστροφ ή του α π ό θ ε ρ α π εία στην Ε λ β ετ ία , χω ρ ίς ν α π ρ ο λά β ει ν α α π ο φ ο ιτ ή σ ει α π ό τη Σχολή Α ξιω μ α τικ ώ ν το υ Ν α υ τικ ο ύ . Σ ε τ ρ εις μήνες π εθ α ίν ει κ α ι η μητέρα, σε ηλ ικία 42 ετώ ν, στο Σ α ν α τ ό ρ ιο της Π ο ρ τα ρ ιά ς, κ οντά στο Β ό λ ο , ό π ο υ την είχ α ν μετα φ έρει για ν α μη μά θ ει τ ον θ ά ν α τ ο του γιο υ της. Ο Ρ ίτσος βρ ίσκ ει κ α τ α φ ύγιο στην τέχνη: Ζ ω γρ α φ ίζει κ α ι γ ρ ά φ ει σ τίχο υ ς π ο υ δ η μ ο σ ιεύο ντα ι ω ς σ υνερ γα σ ίες στη « Δ ιά π λ α σ η τω ν π αίδ ω ν» .
Στον ήλιο αγνάντια γδύνομαι τα ράκη τα στερνά' κέδρου κορμός ρουφώ χυμούς απ’ τα κορμιά τα ψόφια· στα χείλη μου και στην καρδιά ρί■ · γος φωτός περνά καθώς με κράζουν: σύντροφο, κ ’ εγώ τους λέω: συντρόφια. «Πυραμίδες» (Ποιήματα, Α' τ., 102-5
1925 Τ ελειώ νοντα ς το Γ υμ νάσ ιο α π ο φ α σ ίζε ι ν α έρθει το φ θ ιν ό π ω ρ ο στην Α ιΐή να μ α ζί με την αδελφ ή του Δ ο ύ λ α . Ο ι σ υνθ ήκες στην π ρ ω τεύ ουσ α είν α ι ά σχημες. Ο ι Μ ικ ρ ασ ιάτες π ρ ό σ φ υ γες α γω νί ζο ν τ α ι ν α επ ιβιώ σ ο υν στην π ερ ιφ έρ εια της π ό λη ς. Η α νερ γ ία είν α ι μεγάλη. Στην εξο υσ ία η στρατιωτική δ ικ τακ τορία του Π ά γκ α λ ο υ . Ο Ρ ίτσος ψ ά χ νε ι για δ ουλειά : α ρ χ ικ ά ερ γά ζετ α ι ως δ α κ τυ λογ ρ ά φ ος κ α ι έπ ειτα π ρ ο σλα μ β ά νετα ι στη σ υ μ β ο λα ιο γρ α φ ική υ π η ρ εσ ία της «Ε θ νική ς Τ ρ ά π εζα ς» ω ς α ντ ιγρ α φ έα ς.
1926 Τ ον χ ειμώ να π ρ οσ βά λλ ετα ι α π ό φ υματίω ση. Ε π ισ τρ έφ ει στη Μ ονεμ βα σιά και· εγκα θίσ τατα ι σ ’ έν α ερ ειπ ω μ ένο π α ν δ ο χ είο . Ε κ εί γρ ά φ ει π οιή μ α τα , α π ό τα ο π ο ία τα π ερ ισσ ό τερ α φ α ίνετα ι π ω ς α νή κ ου ν στις σ υλλ ο γές «Στο π α λ ιό μας σ πίτι» κα ι « Δ ά -. κρ ύ α κα ι χα μ όγελα » . Η οικο γενειακ ή τ ρ αγω δ ία σ υνεχίζεται: ο π α τ έ ρ α ς, π ου στο μεταξύ έχει χρ εω κ οπ ήσ ει ό χ ι μό νο λόγω της α γρ οτικής μεταρρύθμισης του Β ε νιζέλ ο υ α λλά , κυ ρ ίω ς, λόγω
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε. Δες, π λάγι μας περνάν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ ’ εσένα ωραίοι. Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο. «Επιτάφιος», Άσμα XX
αφιερωμα/35
του κα τα στρ οφ ικού π ά θ ο υ ς του γ ια τη χ α ρ τ ο π α ιξία , α ντιμετω π ίζ ε ι ψ υ χ ο λο γικ ά π ρ οβλή μα τα . Κ λείνετα ι στο ψ υ χ ια τ ρ είο του Δ α φ νιο ύ . Τ ο φ θ ιν ό π ω ρ ο ο Ρ ίτσος επ ιστρ έφ ει στην Α θ ή ν α κα ι ε ρ γ ά ζε τα ι ω ς β οη θός βιβλιοθ η κ άρ ιο υ κα ι γ ρ α φ έα ς στο Δ ικ η γο ρ ικ ό Σ ύ λλο γ ο Α θ η νώ ν. Η α ρρώ στια εξα κ ο λο υ θεί ν α το ν τα λ α ιπ ω ρεί.
1927 Τ ο ν Ια ν ο υ ά ρ ιο νοση λεύ ετα ι στην κλινική Π α π αδ η μ η τρ ίο υ. Α ρ γό τ ερ α εισ άγεται στο σ α ν α τόρ ιο «Σω τηρία». Θ α μείνει εκεί για τρ ία χ ρ ό ν ια . Ζ ει μέσα σ ’ έν α π ερ ιβ ά λ λο ν α π ό φ τω χο ύ ς, α νθ ρ ώ π ο υ ς α π ’ ό λες τις τ ά ξεις, δ ια ν ο ο ύ μ εν ο υ ς. Η φυματίω ση δ εν κ ά ν ει δ ια κρ ίσ εις. Δ ια β ά ζ ε ι π οίη σ η , κυρίω ς Β ά ρ να λ η . Π ρ ο σ εγγ ί ζει θεω ρη τικά τη μαρξιστική ιδεο λο γία . Γ ράφ ει π ο λλά π ο ιή μ α τα . Μ έσα στο σ α ν α τόρ ιο γν ω ρ ίζει κ α ι την ήδη άρρω στη Μ αρ ία Π ο λ υδ ούρ η . Α π ό τα π οιή μ α τα π ο υ γ ρ ά φ ει, τρ ιά ντα εν ν έα δ η μοσ ιεύοντα ι στο «Φ ιλολ ογικό Π αρ άρ τημ α» της Μ εγά λης Ε λ λη νικ ή ς Ε γ κ υ κ λοπ α ίδεια ς.
1930 Ο ν έο ς π οιητής έχει ήδη δ ια λέξ ει το ρ ό λο π ο υ θ α π α ίξ ει με την π οίησή του σ τους κ οινω νικ ού ς επ α να σ τα τικ ο ύ ς α γώ νες. Τ ο Σ ε π τέμ βρ ιο κα τα φ εύγ ει στο Ά σ υ λ ο Φ υματικώ ν Κ α ψ α λώ να ς, ένα σ α ν α τόρ ιο για α π ό ρ ο υ ς στην Κρήτη. Ο ι συνθήκες είν α ι εξευ τε λιστικές. Τ ο κτίρ ιο, π α λ ιό ελα ιο τρ ιβ είο , είν α ι ερ είπ ιο . Ο Ρ ί τσ ο ς κ ά νει την πρώτη δ ημόσ ια π ρ άξη το υ. Μ ’ έν α γρ ά μ μ α του σε μια εφ η μερ ίδα τω ν Χ α ν ίω ν κα τα γγέλλει την α θλιότη τα μέσα στην ο π ο ία ζο υ ν ο ι ά ρρω στοι. Ο ι άρρ ω στοι μετα φ έρ ο νται στο σ α ν α τόρ ιο « Ά γ ι ο ς Ιω άννης» σ τα Χ α ν ιά .
1931 Τ ο ν Ο κ τώ βριο έρ χετα ι στην Α θ ή ν α . Η α ρρώ στια τΟυ βρίσκ εται σε ύφεση κα ι έχει, επ ιπ λ έο ν , κ α ι την ο ικονομικ ή β ο ή θεια της α δελ φ ή ς του Λ ο ύ λ α ς , π α ντρ εμένη ς κ α ι εγκατεστημένης α π ό χ ρ ό ν ια στην Α μερική . Ο δ ηγείτα ι σ τον κόσμο του θ εά μα τος.
1928, Αθήνα. Εποχή που νοσηλεύεται οτη *Σωτηρία»
36/αφιερωμα Κ α θ ώ ς δ εν έχει βιο π ο ρ ισ τ ικ ά π ρ ο βλή μ α τα , κ ά ν ει τις εκ λογές του: ερ γά ζετ α ι ως η θ ο π ο ιό ς κα ι σκηνοθέτης στην Ερ γατική Λ έσχη.
1933 Σ υ νδ έετ α ι με τ ο υ ς « Π ρ ω το π ό ρ ο υ ς» , μορφ ω τικ ό σ ύλλ ο γο της Α ρ ισ τ ερ ά ς κ α ι σ υνερ γά ζετ α ι στο ομ ώ νυμ ο π ερ ιο δ ικ ό . Στην Ε ρ γα τική Λ έσχη έχει ήδη α να λ ά β ει τη διεύθ υνσ η του κ α λλ ιτ εχνι κού τμή ματος. Τ ο κ α λο κ α ίρ ι επ ιστρ έφ ει η Λ ο ύ λ α α π ό την Α μ ε ρική, α νή μπ ορ η π ια ν α τ ο ν β οη θή σει ο ικ ο ν ο μ ικ ά . Π ρ ο σ λα μ β ά ν ετ α ι στο «Θ έα τρ ο της Κ υψ έλης» κ α ι π α ίζε ι σε επ ιθ εω ρ ήσ εις π λ ά ι στην τότε βεντέτα του μουσικ ού θ εά τρ ο υ , Ζ ω ζώ Ν ταλ μ ά ς.
1934 Π ρ οσ λα μ βά νετα ι α π ό τ ο ν εκ δοτικό ο ίκ ο Γ κοβόστη ως επ ιμελη τής κα ι δ ιορθω τή ς δοκιμίω ν. Τ ο ν ίδιο κ α ιρ ό δ ίν ει π οιή μ α τα σ τον «Ρ ιζοσπ ά στη ». Εκδίδεται: «Τρακτέρ»
1935 Γ ρ ά φ ει π οιή μ α τα π ο υ θ α π ερ ιλη φ θ ο ύ ν στη σ υλλογή « Δ ο κ ιμ α σ ία ». Εκδίδεται: «Π υραμίδες»
1936 Π ρ ω θ υ π ο υ ρ γό ς ο Μ ετα ξά ς, δ ιο ρ ισ μ ένο ς α π ό τ ο ν Γ εώ ργιο Β '. Τ ο Μ ά ιο μια α π ερ γ ία - α ρ χ ικ ά κ α π νερ γα τικ ή και- κ α τ ό π ιν γ ε νική - π α ρ α λ ύ ει τη Θ εσ σα λονίκη . Ο ι α π ε ρ γ ο ί σ υ γκ ρ ο ύ ο ν τ α ι με την α σ τ υ νομ ία . Την επ ο μ ένη δ ημοσ ιεύετα ι στο π ρ ω το σ έλιδο του «Ρ ιζοσπ ά στη » η φ ω το γ ρ α φ ία μιας μ ά να ς π ο υ θρ ηνεί γ ο ν α τιστή στο σώ μα του δ ο λο φ ο νη μ ένο υ γιο υ της. Γ ύρω της ο ι α π ε ρ γ ο ί. Ο Ρ ίτσος σ υ γκ λο ν ίζετ α ι. Κ λ είνετα ι επ ί δ υ ο η μ έρ ες μέ σ α στο σπίτι τ ου. Γ εννιέτα ι ο « Ε π ιτ ά φ ιο ς» . Α π ο σ π ά σ μ α τ α δ η μ οσ ιεύοντα ι σ τον « Ρ ιζοσπ ά στη » κ α ι α π ό τ ις εκ δό σ εις του κ υ κ λ οφ ορ εί σ ε α ριθ μ ό α ντιτύπ ω ν π ρ ω το φ α νή γ ια κείνη την επ ο χή: 10.000. Σ τις 4 Α υ γ ο ύ σ τ ο υ ο Μ εταξά ς κη ρύσσει τ ο ν σ τρα τιω τικό ν ό μο κ α ι συγκ εντρώ νει ό λες τις εξο υσ ίες. Ο « Ε π ιτ ά φ ιο ς» σ υμπ ερ ιλα μ βά νετα ι στα «α να τρ επ τικ ά» βιβλία (του Μ ά ρ ξ, του Γ κόρκι, του Α ν α τ ό λ Φ ρ α νς κ. α .) π ο υ κ α ίγο ν τ α ι σ τις Στήλες του Ο λ υμ π ίου Δ ιό ς . Σ τα τέλη της χ ρ ο ν ιά ς η Λ ο ύ λ α , π ισ τό ς σ ύ ν τ ρ ο φ ο ς τω ν π α ιδ ι κώ ν χ ρ ό ν ω ν του πο ιη τή , οδη γείτα ι στο Δ α φ ν ί. Δ η μ ο σ ιεύ έντ α ι τ ρ ία ποιή μ α τα σ τα «Ν έα Γ ράμματα». Εκδίδεται: «Επιτάφιος».
1937 ,Η έκδοση του: «Τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι της α δ ελφ ής μου» (χα ρ ισμ ένο «στην α δελφ ή μου Δ ο ύ λ α » ) τ ο ν κ ά ν ει π α σ ίγν ω σ τ ο , στο κ ο ιν ό κ α ι τ ο υ ς π νευ μ α τ ικ ο ύ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς. Ο Π α λα μ ά ς τ ο ν χ α ιρ ετ ίζει σ ’ έν α τετρ άσ τιχό του κα τα λήγοντα ς: « Π α ρ α μ ερ ίζο υ μ ε, π ο ιητή, γ ια ν α π ερ άσ εις» (25 Ιο υ λίο υ). Μ ια ν έ α υ π οτ ρ οπ ή της α ρρ ώ στια ς του τ ο ν α να γ κ ά ζ ει ν α ξα ν α μ π εί στο σ α ν α τόρ ιο της Π ά ρ νη θ α ς. Ε κ εί γ ρ ά φ ει τα π ο ιή μ α τα «Μ ια π υ γ ο λ α μ π ίδ α φ ω τίζει τη νύ χ τ α » κα ι « 'Ο ν ειρ ο κ α λο κ α ιρ ι ν ο ύ μεσημ εριού», ενώ α ρ χ ίζ ει ν α δ ημιο υ ργεί το «Ε ά ρ ινη συμ φ ω νία ». Εκδίδεται: «Το τρα γο ύδι της α δελφής μου».
1930, Χανιά. Εποχή που νοσηλεύεται στο σανατόριο « Ά γιο ς Ιωάννης»
Ευδόκησε, να πραϋνθεί το πνεύμα για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει σε σένα, αδελφή μου, αδελφή όλου του κόσμου. «Το τραγούδι της αδελφής μου»
αφιερωμα/37
1938 Ε π ισ τρ έφ ει στην Α θ ή ν α κ α ι π ρ ο σ λα μ β ά ν ετ α ι σ το Ε θ ν ικ ό Θ έα τρ ο (ό π ο υ π α ίρ ν ει μ έρος σ ε χο ρ ικ ά ) κ α ι στη Λ υ ρ ικ ή Σκηνή (« Ν υ χτερ ίδα ») π ο υ ιδρ ύ εται ω ς π α ρ ά ρ τη μ α του Ε .Θ . Σ τις 5 Ν ο εβ ρ ίο υ π εθ α ίν ει ο π α τ έ ρ α ς του στο Ψ υ χ ια τ ρ είο . Α ρ χ ίζ ε ι ν α γρ ά φ ει π ο ιή μ α τ α της σ υλλ ο γή ς «Σ η μειώ σεις στα π ερ ιθώ ρ ια του χ ρ ό ν ο υ » (1938-1941). Θ α π ερ ιλη φ θ εί στα «Π ο ιήμ ατα Α '» . Εκδίδεται: «Εαρινή Συμφωνία».
1939 Α ρ χ ίζ ε ι ο Β ' Π α γκ όσ μ ιος Π όλ εμ ο ς. Ο πο ιη τή ς γρ ά φ ει το «Ε μ βα τήρ ιο του Ω κεανού ».
1940 Κ η ρύσ σετα ι ο π όλεμ ος. Ο ελλ η νικό ς σ τρ α τός π ο λεμ ά στην Α λ β α ν ία . Εκδίδεται: «Το εμβατήριο του Ωκεανού».
1941 Σ τ ις 6 Α π ρ ιλ ίο υ επ ιτίθ εντα ι κα τά της Ε λ λά δ α ς. Ο π ο ιη τή ς π ε ρ ν ά α υτά τά «τρομερά χ ρ ό ν ια » κ α τ ά κ ειτ ο ς σ το σ π ίτι της Μ ιρ ά ν τ α ς κ α ι του Τ ά σ ου Φ ιλα κ ού , χο ρ ευτώ ν κα ι σ υ ν α δ έλφ ω ν του στη «Λ υρική Σκηνή». Τ ο ν Σ επ τέμ βρ ιο ιδρ ύ εται τ ο Ε Α Μ κ α ι α ρ χ ίζ ει η φ ά ση του ο ρ γα ν ω μ ένου εθ νικ οα πελευ θερ ω τικ ο ύ α γώ να .
Λειώσαν τα χιόνια κατέβηκαν πο τάμια φ ύγαν κι αυτά. Ο θάνατος περπατούσε μεσ’ στη λάσπη τα χειράμαξα στη λάσπη. Απ άνου στην πεσμένη πόρτα του καλοκαιριού κουβάλαγαν τους πεθαμένους. Τα κυπαρίσσια στημένα στον ουρα νό σαν τους επαναστάτες στον τοίχο.
Λέγαμε για μια δύση α π ’ τα δέντρα και τους λόφους για κείνα τα σύγνεφα πορτοκαλιά που δε σ’ αφήνουν να τελειώσεις τη μέρα σου χωρίς να σε βεβαιώσαν πως κάτι θ’ απομείνει. Λέγαμε για τις ρίζες κάτω α π ’ την πέτρα. Τ ί να πούμε τώρα; «Η τελευταία π.Α. Εκατονταετία»
1942 Η π είν α του σκλη ρού α γώ να ’4 1 -’42 σ κοτώ νει χιλ ιά δ ες α νθ ρ ώ π ο υ ς . Ο Ρ ίτσος εξα ντλη μ ένος κ ιν δ υ ν εύ ε ι θ α ν ά σ ιμ α . Ο Α λ έκ ο ς Λ ιδ ω ρ ίκ η ς, χ ρ ο ν ο γ ρ ά φ ο ς στην « Α κ ρ ό π ο λ ι» , π α ρ α κ ιν η μ έν ο ς α π ό επιστολή του η θ ο π ο ιο ύ Β ό κ ο β ιτ ς, α π ε υ θ ύ ν ει έκκληση στο α να γνω σ τ ικ ό κ ο ιν ό της εφ η μερίδας: ο π ο ιη τή ς π ρ έπ ει ν α ζήσ ει. Η α ντα π όκ ρ ισ η είν α ι μεγάλη. Α ν ο ίγ ετ α ι δ η μ ό σ ιο ς έρ α νο ς γ ια τη σ ω τηρία του. Ο ίδιος ζη τά ει τα χ ρ ήμ ατα π ο υ συγκ εντρώ θ η κ α ν ν α π α ρ α δ ο θ ο ύ ν στην Ε τ α ιρ εία Λ ο γ ο τ εχ ν ώ ν γ ια ν α μ ο ιρ α σ το ύ ν α κ ρ ιβ ο δ ίκ α ια σ ’ ό σ ο υ ς έχ ο υ ν α νά γκ η . Π ρ ο σ χω ρ εί σ τον μορφ ω τικ ό τ ομ έα του Ε Α Μ . Γ ρ ά φ ει αστα μά τητα («Π α λιά μ α ζο ύ ρ κ α σε ρ υθ μ ό βρ ο χή ς» , «Μ ια γυ ν α ίκ α π λ ά ι στη θ ά λ α σ σ α » ). Τ ο κ α λο κ α ίρ ι του ίδιου χρ ό ν ο υ δη μ ιου ργεί το: «Η τ ελευτα ία π ρ ο Α ν θ ρ ώ π ο υ εκ ατο νταετία ».
1943 Ο λ ο κλη ρώ νει το «Μ ια γυ ν α ίκ α π λ ά ι στη θ άλ ασ σα » ενώ γρ ά φ ει το θ εα τρ ικ ό «Το π α ν η γύ ρ ι του ήλ ιο υ» . Α ρ χ ίζ ε ι ν α δ η μ ιο υ ργεί το μυθισ τόρ ημα «Σ τους π ρ ό π ο δ ες της σ ιω πής». Εκδίδονται: «Δοκιμασία», «Παλιά μα ζο ύρκ α σε ρυθμό βροχής», («Μ ακρινή εποχή της εφηβείας» σε π ερ ιο ρ ισ μ έν ο α ρ ιθ μ ό α ντ ι τύπ ω ν).
1944 Ο γε νικ ό ς ξ εση κω μός τω ν α ντισ τα σ ια κώ ν ο ρ γα νώ σ εω ν έχει κα τ α λή ξει, α π ό τ α τέλη του ’43, στην α πελευ θέρω ση τω ν 3/4 του ελληνικού εδ ά φ ο υ ς. Τ α γερ μ α ν ικ ά σ τρ α τεύμ ατα υ π ο χ ω ρ ο ύ ν κ α ι στις 18 Ο κ τω βρίου φ θ ά ν ει στην Α θ ή ν α η κυβέρνησ η του Γ. Π α π α ν δ ρ έ ο υ π ο υ θ α α να τ ρ α π εί μέσα σε δ ιά στη μα μικ ρότερο
1935, Αθήνα. Ό ταν κυκλοφόρησαν οι «Πυραμίδες»
38/αφιερωμα α π ό 3 μή νες. Τ ο ν Δ εκ έμ β ρ ιο γ ίν ο ν τ α ι μέσα στην Α θ ή ν α ά γρ ιες σ υγκ ρ ούσ εις α νά μ εσ α στις δ υ ν ά μ εις του Ε Α Α Σ κα ι τα β ρ ετ α νι κ ά σ τρα τεύμ ατα .
1945 Σ τις 5 Ιά ν ο υ α ρ ίο υ δ ίνετ α ι σ το υ ς α ντά ρ τες η δια τα γή ν α εκκε ν ώ σ ο υ ν την π ρ ω τεύ ο υσ α κ α ι ν α σ υγκ εντρω θ ο ύν σ τις βό ρ ειες π ερ ιο χ ές της χώ ρ α ς π ο υ π α ρ α μ έν ο υ ν κάτω α π ό τ ο ν α π ο κ λεισ τ ι κ ό έλεγχ ο του Ε Α Α Σ . Ο π οιητής τ ο υ ς α κ ο λο υ θ εί. Π α ίρ ν ει μ α ζί του μερικά α π ό τα π ολυ τιμ ό τερ α χ ειρ ό γρ α φ ά του ενώ δ ίν ει τα ά λλα γ ια φ ύλ α ξη . Ε ίν α ι 12 α νέ κ δ ο τα έρ γα κ α ι α νά μ εσ α τ ο υ ς το μ ον α δ ικ ό «Σ τους π ρ ό π ο δ ες της σιω πής» π ο υ έχει ξ επ ερ ά σ ει τις χ ίλιες σ ελίδες. Στη δ ιά ρ κ εια της α π ο υ σ ία ς του θ α κ α τα στρ α φ ο ύ ν όλα . Μ ετά α π ό τ ρ εις μέρες π ο ρ εία φ θ ά ν ο υ ν στη Λ α μ ία . Σ ’ ένα χ ω ρ ιό , στα π ερ ίχ ω ρ α , ο Ρ ίτσος σ υ ν α ν τ ά τ ο ν Ά ρ η Β ελουχιώ τη . Ε π ό μ ενο ς σ τα θ μός τα Τ ρ ίκ α λα , ό π ο υ δη μ ιο υ ργείτα ι «Τ ο Θ έα τρ ο του Λ α ο ύ της Α θ ή ν α ς» . Χ ω ρ ίζετ α ι σε δ υ ο ομά δες: η μια π ερ ιο δ εύ ει στη Θ εσ σ α λία , η ά λλη στην ο π ο ία α νή κ ει ο πο ιη τή ς, στη Δ . Μ α κ εδ ον ία . Α ν α χ ω ρ ο ύ ν γ ια την Κ ο ζά ν η . «Η Α θ ή ν α σ τ’ ά ρμ α τα », γρ α μ μ ένο λίγες μέρες π ρ ιν κ α ι α φ ιερω μ ένο σ τα γ ε γ ο ν ό τ α του Δ εκ εμ βρ ίο υ (α ρ γ ό τερ α θ α π ά ρ ει τη μορφ ή τ ρ ίπ ρ α κτου δ ρά μ α τος με τ ο ν τίτλο «Μ άνα » ). Σ τις 12 Φ ε β ρου ά ριο υ υ π ο γ ρ ά φ ετ α ι η σ υμ φ ω νία της Β ά ρ κ ι ζ α ς . Ο Ε Α Α Σ δ ια λύ ετα ι. Ο Ρ ίτσος επ ιστρ έφ ει μ α ζί με τ ο υ ς ά λ λου ς στην Α θ ή ν α ό π ο υ η κα τά στα ση δ εν εγ γυ ά τ α ι κ α θ ό λο υ την α σ φ ά λειά τους: σ υλλήψ εις, κα τα δίκ ες σε θ ά ν α τ ο , «μυστη ριώ δ εις» δ ο λ ο φ ο νίες , δ ιω γμ οί κ α ι τ ρ ομοκρ α τία. Τ ο Μ ά ιο ο ποιη τή ς γ ρ ά φ ει το: «Ο σ ύ ν τ ρ ο φ ο ς μας Ν ίκ ο ς Ζ α χ α ρ ιά δη ς». Τ ο ν Ιού λιο σ υνθ έτει «Τ ο υ σ τ ερ ό γρ α φ ο της Δ ό ξ α ς » , έν α μ ο ιρ ο λό ι-ύ μ νο γ ια τ ο ν Ά ρ η Β ελουχιώ τη π ο υ έχει σ κοτω θεί τ ον π ρ ο η γο ύ μ ε νο μήνα. Εκδίδεται: «Ο σύντροφ ός μ α ς Νίκος Ζαχαριάδης».
1946-1947 Ο ποιη τή ς έχει ήδ η, α π ό τ ο ν π ρ ο η γο ύ μ ε νο χ ρ ό ν ο , μ π ει σε μια δ ια δ ικ α σ ία α υτοσ υγκεντρ ώ σ εω ς ώστε με τη δ η μ ιο υ ρ γ ία ν α ξεπ ερ ά σ ει τη δ οκ ιμ α σ ία . Κ α ρ π ο ί της π ρ ο σ π ά θ ε ια ς α υτής τα π ο λύ σ ημα ντικ ά «Ρ ω μιοσύνη» κ α ι «Κ υρά τω ν α μπ ελιώ ν» . Γ ρ ά φ ει το: «Π α ρ ενθέσ εις», μια σ υλλογή α π ό 21 σ ύντο μ α π ο ιή μ α τ α π ο υ θα π ερ ιλη φ θ ο ύ ν σ τον τ όμο « Π οιήμ ατα Β '» . Σ υ ν ερ γά ζετ α ι μόνιμ α με το π ερ ιο δ ικ ό «Ε λ εύθ ερ α Γ ρ άμματα» κ α ι σ π ο ρ α δ ικ ά με τ ο ν «Ρ ιζοσπ ά στη » κ α ι τη « Ν έα Γ ενιά». Σ τις 24-12-1947 η Α ρ ισ τερ ά - ήδη μπ λεγμένη σ το α δ ιέξ ο δ ο του Ε μ φ υλίου Π ολ έμ ο υ - επ ιχειρ εί κα ι π ά λ ι έν α ν έ ο π είρ α μ α «Ε λεύθ ερ η ς Ε λ λά δα ς» χω ρ ίς, όμω ς, τούτη τη φ ο ρ ά , π λα τ ιά λα ϊκή βάση .
1948 Τ ο ν Ιο ύ λιο ο ποιη τή ς σ υλλ α μ βά νετα ι στην Α θ ή ν α κα ι εκ το π ίζε τ α ι σ το σ τρ α τόπ εδο Κ ο ν τ ο π ο ύ λι της Λ ή μ νο υ. Ε κ εί α ρ χ ίζ ει ν α γρ ά φ ει τ ο «Κ α π νισ μ ένο τσο υ κά λι» κ α ι τα δ υ ο « Η μ ερ ο λό για εξ ορ ία ς» (το πρ ώ το α π ό 27-10 έω ς 23-11 κ α ι το δ εύτερ ο α π ό 24-11 έω ς 31-1-1949). Γ ρ ά φ ει, επ ίση ς, δ υ ο θ εα τρ ικά π ο υ α ρ γ ό τ ερ α κα τα στρ έφ ονται: «Τμήμα Μ εταγω γώ ν» κ α ι «Ο ι ά νθ ρ ω π ο ι μ ο ιά ζο υ ν με τα δέντρ α ».
4ο Τάγμα Μακρονήσον, 12 κλωβοί, 10.000 εκτοπισμένοι. Λιόγερμα.
Και, σκέψον, τώρα να μη μπορείς πια να προφέρεις «εμείς» χωρίς να χαμηλώσεις τα μάτια χωρίς να κοκκινίσεις. «Μακρονησιώιικα»
Εσύ απόόειξες πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φι λάς ένα στόμα να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς. [...] Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά να βγάζεις την καρδιά σου σ α γ α ρ ύ φ α λ λ ο απ ’ τον κόρφο σου για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη. «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»
αφιερωμα/39
1949 Τ ο Μ ά ιο μετα φ έρ ετα ι στη Μ α κ ρ ό ν η σ ο . Β ρ ίσ κ ετ α ι εκ εί κ ο ν τ ά σ το υ ς Κ ο ρ ν ά ρ ο , Λ ειβ α δ ίτ η , Δ εσ π ο τ ό π ο υ λ ο , Κ α τρ ά κ η , Κ α ρ ο ύ σ ο . Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο ο ι τ ελευ τ α ίες δ υ ν ά μ εις το υ Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ο ύ Σ τρ α τού σ υ ν τ ρ ίβ ο ν τ α ι π ά ν ω σ τα β ο υ ν ά Γ ρ άμ μο κ α ι Β ίτσ ι. Σ το εφ ια λτ ικ ό ν η σ ί της Μ α κ ρ ον ή σ ο υ ο π ο ιη τ ή ς γ ρ ά φ ε ι τ α « Μ α κ ρο νη σ ιώ τ ικ α » (« Π έτ ρ ινο ς χ ρ ό ν ο ς» ) κ α ι κ ρ α τ ά σ η μειώ σεις γ ια το « Ο ι γ ε ιτ ο ν ιές του κ όσ μ ου ». Τ α χ ειρ ό γ ρ α φ α τ α θ ά β ει στη γη μέ σ α σε μ π ο υ κ ά λ ια γ ια ν α δ ια σ ω θ ο ύ ν . Θ α του π α ρ α δ ο θ ο ύ ν στοτ Α η -Σ τ ρ ά τ η α π ό τ ο υ ς σ υ ν τ ρ ό φ ο υ ς του π ο υ τα ξ ε θ ά β ο υ ν φ ε ύ γ ο ν τ α ς α π ό τη Μ α κ ρ ό ν η σ ο .
1950-1951 Τ ο ν Ιο ύ λ ιο του 1950 α π ο λ ύ ετ α ι ω ς φ υ μ α τ ικ ό ς α π ό τη Μ α κ ρ ό ν η σ ο α λλά ύ σ τ ερ α α π ό 1 μή να σ υ λ λ α μ β ά ν ετ α ι κ α ι μετα φ έρ ετα ι σ το ν Α η -Σ τ ρ ά τ η . Τ ο δ ια φ ο ρ ετ ικ ό κ λ ίμ α είν α ι α π ο δ ο τ ικ ό : ο λ ο κ λ η ρ ώ νει το τρ ίτ ο « Η μ ερ ο λ ό γιο εξ ο ρ ία ς » (α π ό 18-1 έω ς 1-61 950), σ υ ν ε χ ίζ ε ι τ ο π ο λ ύ σ τ ιχ ο «Ο ι γε ιτ ο ν ιές τ ο υ κ ό σ μ ο υ » κα ι γ ρ ά φ ε ι τ ο π ο ίη μ α «Τ ο π ο τ ά μ ι κ ’ εμ είς» (1951) π ο υ θ α π ερ ιλη φ θ εί σ τον τ ό μ ο « Π οιή μ α τ α Β '» . Τ ο Ν ο έμ β ρ ιο του ’50 γ ρ ά φ ει το « Γ ρ άμ μα σ το Ζ ο λ ιό Κ ιο υ ρ ί» κα ι κ α τ ο ρ θ ώ ν ει ν α τ ο π ερ ά σ ει στο εξω τερ ικ ό ό π ο υ βρ ίσκ ει π λ α τ ιά α πή χησ η (τ ο ίδ ιο π ο ίη μ α θ α α π α γ γ είλ ει τ ο 1963 σ το θ έα τρ ο « Κ εντρ ικ ό ν» στη ν Α θ ή ν α , σε σ υγκ έντρω ση γ ια την α π ελευ θέρ ω σ η τω ν π ο λιτ ικ ώ ν κ ρ α τ ο υ μ έ ν ω ν ).
1952-1953 Η εκτέλεση του Ν ίκ ο υ Μ π ε λ ο γ ίά νν η , σ τις 30 Μ α ρ τίο υ 1952, ο δ η γε ί τ ο ν π οιητή ν α γρ ά ψ ει το «Ο ά νθ ρ ω π ο ς με το γ α ρ ύ φ α λ λ ο » . Τ ο π ο ίη μ α κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί (με τ ο γν ω σ τ ό σ κίτσο το υ Π ικ ά σ σ ο ) κ α ι γίν ετ α ι ευ ρ ύ τ α τα γν ω σ τ ό ό χ ι μ ό ν ο στην Ε λ λ ά δ α α λλά κ α ι σ το εξω τερ ικ ό. Ε ίν α ι η επ ο χ ή π ο υ η π α γ κ ό σ μ ια δ ια νό η σ η (Α ρ α γ κ ό ν , Ν ερ ο ύ ν τ α , Π ικ ά σ σ ο ) κ ιν η τ ο π ο ιεί τη διεθνή κ ο ινή γνώ μη γ ια ό σ α σ υ μ β α ίν ο υ ν στη ν Ε λ λ ά δ α . Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο το υ ’52 ο π οιη τ ή ς α π ε λ ευ θ ε ρ ώ ν ετ α ι κ α ι επ ισ τ ρ έφ ει στη ν Α θ ή ν α . Τ ο σ κ η νικ ό είν α ι κ α ιν ο ύ ρ ιο κ α ι ξ έ ν ο σ ’ α υ τ ό ν . Τ ο έρ γο του είν α ι α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν ο . Π ρώ τη του φ ρ ο ντ ίδ α ε ίν α ι ν α επ α ν α σ υ ν δ ε θ εί με τ ο κ ο ιν ό . Δ η μ ιο υ ρ γ εί τ ο « Α ν υ π ό τ α χ τ η π ο λ ιτ εία » (ο λ ο κ λ η ρ ώ νετα ι τ ο ν Φ εβ ρ ο υ ά ρ ιο του ’53 ). Α ρ χ ίζ ε ι ν α γ ρ ά φ ει τη σ υ λ λ ο γή « Θ ερ ιν ό Φ ρ οντιστή ρ ιο» (θ α ο λο κ λη ρ ω θεί τ ο 1 964.) Σ υ ν ε ρ γ ά ζε τ α ι με τ η ν «Α υγ ή ». Π ρ ο σ χ ω ρ εί στη νεο σ ύ σ τ α τ η Ε Δ Α κ α ι εκ λέγετα ι στη Δ ιο ικ ο ύ σ α Ε π ιτ ρ ο π ή τ ο υ κ ό μ μ α τ ο ς. Η α φ ο σ ίω σ η
1949, Μακρόνησος. Α πό την ταυτότητα τον στρατοπέδου
40/αφιερωμα σ τις ιδέες του κ ομ μ ο υ νισ μ ο ύ , ό λ α α υτά τα χ ρ ό ν ια , τ ο ν έχει κ α τα ξιώ σ ει ω ς π ρ οσω πικ ό τη τα της Α ρ ισ τ ερ ό ς.
Εκδίδεται: «Ο άνθρωπος μ ε το γαρύφ αλλο» (1952).
1954 Π α ντρ εύ ετ α ι την π α ιδ ία τ ρ ο Φ α λίτσα (Γ α ρ υ φ α λιά ) Γ εω ργιάδη α π ό τη Σ ά μ ο . Γ ν ω ρ ίζο ν τα ν α π ό την επ ο χή π ο υ εκείνη ήτα ν φ οιτή τρ ια σ το Π α νεπ ισ τ ή μ ιο Α θ η ν ώ ν , στη δ ιά ρ κ εια της Κ α τ ο χή ς. Α ρ χ ίζ ε ι ν α γ ρ ά φ ει τ α « Π ρ ο σ χέδια » . Εκδίδεται: «Α γρυπνία» (π ε ρ ιλ α μ β ά ν ει τα σ π ο υ δ α ιό τ ερ α π ο ιή μα τα της π ερ ιό δ ο υ 1941-1953· α νά μ ε σ ά τ ο υ ς κ α ι η «Ρ ω μ ιοσύ ν η »),
1955 Γ εννιέτα ι η κόρη τ ο υ ς Έ ρ η (Ε λευ θ ερ ία ) γ ια την ο π ο ία ο π α τ έ ρ α ς της γρ ά φ ει το «Π ρ ω ινό άστρ ο».
Εκδίδεται: «Πρωινό άστρο».
1956 Ύ σ τ ερ α α π ό τεσ σά ρ ω ν χ ρ ό ν ω ν ενο χ λή σ εις τω ν α ρ χ ώ ν, ο Ρ ίτ σ ο ς π α ίρ ν ει την ά δ εια ν α τα ξιδ έψ ει στη Σ οβιετικ ή Έ ν ω σ η ως μ έλος μια ς α ντιπ ρ ο σ ω π εία ς π ο υ α π α ρ τ ίζετ α ι α π ό κα θ ηγητές Π α ν επ ισ τ η μ ίω ν , δ ια ν ο ο ύ μ εν ο υ ς κ α ι δ η μ ο σ ιο γρ ά φ ο υ ς. Δ η μ ο σ ιεύει τις εντυπ ώ σεις του στην «Α υγή » σε μια σ ειρ ά α π ό 35 ά ρ θ ρ α. Τ ου α π ο ν έμ ετ α ι το Α ' Κ ρ α τικ ό Β ρ α β είο Π οίη σ η ς γ ια το «Η σ ο νά τ α του σ εληνόφ ω τος». Η γα λλικ ή μετά φ ρασ η του π ο ιή μα τος θ α κυκ λ οφ ορή σει τ ο ν επ ό μ ε νο χ ρ ό ν ο με εγκω μ ιαστική ει σ αγω γή του Α ρ α γ κ ό ν . Εκδίδονται: «Η σονάτα το ν σεληνόφωτος», «Επιτάφιος» (δεύ τ ε ρη κ α ι οριστική έκδοση με 6 επ ιπ λ έο ν ά σ μ α τα ).
1957 Ο π ο ιη τ ή ς, ή ρ εμ ος π ια , α φ ο σ ιώ νετ α ι α π ο κ λεισ τ ικ ά στο έρ γο τ ο υ . Τ ο ν Ια ν ο υ ά ρ ιο γρ ά φ ει στη Σ ά μ ο τα « Χ ρ ο νικ ά » κ α ι « Χ ει μερινή δ ια ύ γεια » π ο υ θ α π ερ ιλη φ θ ο ύ ν α ρ γ ό τ ερ α στη σ υλλογή «Τέταρτη δ ιά στα σ η». Τ ο Μ άρ τιο δ η μ ιο υ ργ εί τ ο ν « Α π ο χ α ιρ ετ ι σμό» ό π ο υ π ερ ιγρ ά φ ε ι τις τελευτα ίες ώ ρ ες του Κ ύ π ρ ιο υ α γω νι στή Γ ρηγόρη Α υ ξ εν τ ίο υ μες στη φ λέγόμενη σ π η λιά (4 Μ α ρ τίου ). Ο θ ά ν α τ ο ς της Φ ω τεινο ύ λα ς, κ ο ρ ο ή λα ς του ζ εύ γ ο υ ς Φ ιλια κ ο ύ , τ ον σ υ γκ λον ίζει. Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο γρ ά φ ει στη μνήμη της τη σ υλλογή «Υ δρ ία » (6 π ο ιή μ α τα α π ό τα ο π ο ία το π ρ ώ το με τ ο ν τίτλο « Α να φ υ λλη τ ό» είν α ι μια «ελεγεία για μια σύντομη ά ν ο ι ξη » ). Σ τη ν ίδια χ ρ ο ν ιά α νή κ ο υ ν τα π οιήμα τα : «Ο κ ύ ρ ιο ς με τ ’ ά σ π ρ ο α δ ιά β ρ ο χ ο » , «Η εορτή τω ν α νθ έω ν » , « Π ρ ο τελευτα ία σκηνή». Σ το Β ου κ ου ρ έσ τ ι εκ δ ίδ ο ν τ α ι τα: «Γ ειτο νιές το υ κ ό σ μου » κα ι «Μ α κ ρονη σιώ τικ α ».
Εκδίδονται: «Χρονικό», «Χειμερινή διαύγεια», «Α ποχαιρετι σμός», «Υδρία», «Μ ακρονησιώτικα», «Οι γειτο νιές το ν κό σμου». Μετάφρααη: Α . Μ πλοκ: «Ο ι δώ δεκα ».
1958 Τ ο Φ εβ ρ ου ά ρ ιο γρ ά φ ει τ ο π ο ίη μ α « Ό τ α ν έρ χετα ι ο ξ έν ο ς» . Τ ο Μ ά ιο τ α ξιδ εύ ει γ ια 22 μέρες στη Ρ ο υ μ α ν ία ό π ο υ , σ υνθ έτει τη σ υλλογή «Η α ρχιτεκ τονικ ή τω ν δέντρ ω ν» (14 Μ α ίο υ -1 5 Ιο υ ν ίο υ ). Τ ο Σ επ τέμ βρ ιο στη Σ ά μ ο σ υνθ έτει το π ο λ υ τ ά ρ α χ ο κα ι π ο λ υ π ρ ό σ ω π ο π ο ίη μ α « Ο ι γ ερ ό ν τ ισ σ ες κι η θάλ α σ σα » .
αφιερωμα/41
1956, Καρλόβασι Σά μου. Με τη γυναίκα του και την κόρη του
Στη ν ίδ ια χ ρ ο ν ιά α νή κ ο υ ν τα ποιή μ α τα : « Σ χή μα της α π ο υ σ ία ς» , «Ο ο δ η γό ς του α σ α ν σ έρ » , «Ο φ α ρ ο φ ύ λ α κ α ς » , « Ά ν θ ρ ω π ο ι κ α ι το π ία » (γρ α μ μ έν ο στην Β ο υ λ γ α ρ ία κ α ι σ τη ν Α θ ή ν α ), «Τ ο χώ μ α κά τω α π ’ τη β ρ οχ ή » , «Η Ε λ ένη στο κοιμ ητήρ ι», «Ο π λη ρ ε ξο ύ σ ιο ς» . Εκδίδονται: « Ό τα ν έρχεται ο ξένος», «Α ννπό ταχτη πολιτεία»,
«Η αρχιτεκτονική των δέντρων», «Π έρα α π ’ τον ίσκιο των Κ υ παρισσιώ ν».
1959 Γ ρ ά φ ει το « Π α ρ ά θ υ ρ ο » , π ο ίη μ α π ο υ θ α εν τ α χ θ εί σ το ν κύκλο της «Τ έταρτης διά στα σ η ς». Τ ο ν Ιο ύ ν ιο γ ρ ά φ ει το « Γ έφ υ ρα » (υπ ό τιτλος: «μια α π ο λ ο γ ία π ο υ δ εν ζητή θ ηκε»). Ε γ κ α ιν ιά ζ ει τ ο ν κ ύ κλο τω ν 13 μ υ θ ολογικ ώ ν π ο ιη μ ά τω ν με τ ο « Ν εκ ρ ό Σ π ί τ ι» , τ ο ν Σ επ τέμ βρ ιο- κα ι α υ τ ά τα π ο ιή μ α τ α θ α εν τ α χ θ ο ύ ν στην «Τέταρτη δ ιά στα σ η». Τ ο ν Ο κ τώ βρ ιο π η γ α ίν ει γ ια τ ρ εις μή νες στη Ρ ο υ μ α ν ία . Ε κ εί επ εξ ερ γ ά ζ ετ α ι την « Α ν θ ο λ ο γ ία Ρ ο υ μ α ν ι κής π οίησ ης» (θ α κ υ κ λ οφ ορή σ ει δ υ ο χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ερ α ). Γ ρ ά φ ει τα π οιήμα τα : « Α υ τ ό ή τα ν τ ο τρ α γ ο ύ δ ι» , « Π λ α ν ό δ ιο ι μ ο υ σ ι κ ο ί» , «Ο ενοικ ια στή ς». Εκδίδονται: «Οι γερόντισσες κ ι η θάλασσα», «Μια γυ ν α ίκα πλά ι
στη θάλασσα».
1960 Ο λ ο κλη ρώ νει τη σ υλλογή «Α σκ ή σ εις» (163 π ο ιή μ α τ α ) π ο υ είχε ξ εκ ιν ή σ ει ά π ό τ ο 1950. Σ το δ ιά στη μ α Ι α ν ο υ ά ρ ιο ς - Μ ά ρ τ ιο ς γ ρ ά φ ει τ ο «Ο τ ελευ τ α ίο ς κι ο π ρ ώ το ς του Λ ίντιτσ ε» (θ α π ερ ιλη φ θεί σ τον τ όμ ο «Π οιή μ α τα Γ '» ). Τ ο Μ ά ίο , σ τις Μ υκ ή νες, γρ ά φ ει τ ο «Κ άτω α π ’ τ ο ν ίσκ ιο του β ο υ νο ύ » κ α ι τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο , στη Σ ά μ ο , το « Χ ορ ικ ό τω ν σ φ ο υ γγ α ρ ά δ ω ν » . Α ρ χ ίζ ε ι τη σ υ λ λ ο γή « Μ ικ ρ ό α φ ιέρω μ α » (70 σ ύ ν τ ο μ α π ο ιή μ α τ α ) π ο υ θ α ο λο κ λη ρ ω θεί τ ο 1965. Μ έσα σ το 1960 γρ ά φ ει κ α ι τ ο « Π α ιχ νίδ ια τ ’ ο υ ρ α ν ο ύ κ α ι του ν ερ ο ύ » . Τ ο ν Ο κ τώ βρ ιο κ υ κ λ οφ ορ εί σε δ ίσ κ ο υ ς ο « Ε π ιτ ά φ ιο ς» μελο π ο ιη μ έ νο ς α π ό τ ο ν Μ ίκη Θ εο δ ω ρ ά κ η . Τ ο έρ γο α γκ α λ ιά ζ ετ α ι α π ό το λ α ό . Εκδίδονται: «Το παράθυρο», «Η γέφυρα».
1961 Ο ρ ιακ ή χ ρ ο ν ιά γ ια την ποιητική δ η μ ιο υ ρ γ ία το υ Ρ ίτσο υ . Τ α
Κ ’ εγώ ανασκουμπωμένος, κορι τσάκι μου, ■ψωμάς του κόσμου, κοριτσάκι, [ ...] ζυμώνω την καρδιά μου μες στη σκάφη του ή λιον και φτιάχνω τα φαρδιά ψωμιά τον τραγουδιού μου να μην πεινάσει φως ο κόσμος, να μην πεινάσεις, κοριτσάκι. «Πρωινό άστρο»
42/αφιερωμα σ π ο υ δ α ιό τ ερ α έρ γα του σ υ γκ εν τ ρ ώ ν ο ντ α ι σ το υ ς δ υ ο τ ό μ ο υ ς α π ό τα «Π οιή μ ατα ». Τ ο Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο γρ ά φ ει το «Ο Μ α ύ ρ ο ς Ά γ ι ο ς » , γ ια τη δ ο λ ο φ ο ν ία το υ Π α τ ρ ίς Λ ο υ μ ο ύ μ π α , ηγέτη του α ρισ τερ ού α πελευ θερω τικ ο ύ κ ινή μ α το ς κ α ι π ρ ω θ υ π ο υ ρ γο ύ στο Κ ογ κ ό. Ο Γ εώ ργιος Π α π α ν δ ρ έ ο υ κα τ α γγέλλει ό τι ν ο θ εύ τ η κ α ν τα α π ο τ ελέσ μ α τα τω ν εκ λογώ ν του Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο υ . Χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ ντ α ς τ ο σ ύνθ η μ α του « α νέ νδ ο τ ο υ α γώ να » , επ ιδ ίδ ετ α ι σε μια έ ν τ ο ν η π ρ ο σ π ά θ ε ια γ ια τη δ ιε νέρ γ εια ν έω ν εκ λογώ ν. Εκδίδονται: «Π οιήματα A ' τόμος» (19 3 0 -1 9 4 2 ), «Π οιήματα Β ' τόμος» (1941-1958), «Ο Μ αύρος Ά γιο ς» . Μετάφραση: « Α ν θ ο λ ο γ ία ρ ου μ α νικ ή ς π οίησ ης».
1962 Ο π οιη τ ή ς ξ εκ ιν ά έν α μεγά λο τ α ξίδ ι 6 μηνώ ν σ τις Σ ο σ ια λ ισ τ ι κές χώ ρ ες, με πρώ τη τη Ρ ο υ μ α ν ία κ α ι π ρ ο ο ρ ισ μ ό την Τ σ εχ ο σ λ ο β α κ ία . Ε κ εί σε σ υν ερ γα σ ία με Τ σ έχ ο υ ς κ α ι Σ λ ο β ά κ ο υ ς π ο ιη τ ές ολοκ λη ρ ώ νει την « Α ν θ ο λ ο γ ία Τ σ έχω ν κ α ι Σ λ ο β ά κ ω ν π ο ιη τώ ν». Μ ετά α π ό μια υ π ο τ ρ ο π ή της α ρρ ώ στια ς τ ο υ , νο ση λεύ εται σ το ν ο σ ο κ ο μ είο Φ ιφ έιντυ της Ό σ τ ρ α β α ς , ό π ο υ γ ρ ά φ ει το π ο ίη μ α « Ό σ τ ρ α β α » . Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο π η γ α ίν ει στην Ο υ γγ α ρ ία κ α ι κ α τ ό π ιν στην Α ν . Γ ερ μ α νία . Τ ο Σ επ τ έμ β ρ ιο , στη Π ρ ά γ α , γ ρ ά φ ει «Τ ο δ έντ ρ ο της φ υλ α κ ή ς κ α ι ο ι γυ ν α ίκ ες» . Τ η ν ίδια χ ρ ο ν ιά α ρ χ ίζε ι ν α γρ ά φ ει το «Ο ρέστης».
Εκδίδονται: «Το νεκρό σπίτι», «Κάτω α π ’ τον ίσκιο τον βου νού».
1963 Σ τις 22 Μ α ίου δ ο λ ο φ ο νε ίτ α ι στη Θ εσ σ α λο νίκ η ο - σ υ ν ερ γ α ζό μ ενος με νη ν Ε Δ Α - βο υ λευ τή ς Γ ρ ηγόρη ς Λ α μ π ρ ά κ η ς. Σ τη ν κη δ εία , μισό εκ α τομ μ ύρ ιο α γα να κ τισ μ έν ο ι κ α ι δ ια μ α ρ τ υ ρ ό μ ε νο ι Α θ η ν α ίο ι σ υ ν ο δ εύ ο υ ν τ ο φ έρ ετρ ο. Ο π ο ιη τή ς δ ίν ει γ ι ’ α κ ό μ α μια φ ο ρ ά το «παρώ ν»: γρ ά φ ει τ ο «Ο θ ρ ή ν ο ς του Μ άη » , μια ποιητική μα ρ τυρ ία γ ια τ ο ν δ ο λ ο φ ο νη μ έν ο αγω νισ τή . Ο ι α δ ιά βλη τες εκ λογές του Ν ο εμ β ρ ίο υ φ έρ ν ο υ ν στην ε ξ ο υ σ ία τ ο ν Γ εώ ργιο Π α π α ν δ ρ έ ο υ . Χ ω ρ ίς, ό μω ς, α π ό λ υτ η κ ο ιν ο β ο υ λευ τ ικ ή π λ ειο ψ η φ ία κ α ι επ ιφ υλ α κ τικ ό ς α π έ να ν τ ι στην κ ο ιν ο β ο υ λευ τ ικ ή υ π οσ τ ή ρ ιξη της Ε Δ Α , π α ρ α ιτ είτα ι σ τις 24 Δ εκ εμ β ρ ίο υ . Τη χ ρ ο ν ιά αυτή ολο κ λη ρ ώ νετα ι τ ο «Μ αρ τυρ ίες Α '» , μια σ υ λ λογή α π ό ο λιγ ό σ τ ιχ α π ο ιή μ α τ α π ο υ ο π ο ιη τή ς είχε α ρ χ ίσ ει ν α γρ ά φ ει α π ό τ ο 1957. Γ ρ ά φ ει, επ ίσ η ς, τ α «12 π ο ιή μ α τ α γ ια τ ο ν Κ α βά φ η» κα ι «Η ώ ρ α τω ν π ο ιμ έν ω ν » , ενώ α ρ χ ίζει ν α δ η μ ιο υ ρ γε ί τ ο μ α κρ ό π ο ίη μ α «Φ ιλοκτήτης».
Εκδίδονται: «Το δέντρο της φ υλακής και οι γυναίκες», «12 ποιή μ α τα για τον Κ αβάφη», «Μ αρτυρίες (σειρά A ')». Μετάφραση: Α τ τ ίλ α Γ ιόζεφ : Π οιή μ ατα .
1964 Σ τ ις εκ λογές της 16ης Φ εβ ρ ο υ ά ρ ιο υ ο Ρ ίτσο ς είν α ι υ π ο ψ ή φ ιο ς της Ε Δ Α . Ν ικητή ς τω ν εκ λο γώ ν με α πό λ υτη π λ ειο ψ η φ ία είν α ι ο Γ. Π α π α ν δ ρ έ ο υ . Α ρ χ ίζ ε ι ν α γρ ά φ ει το π ο ίη μ α « Τ ειρ εσ ίας» (θ α ολο κ λη ρ ω θεί τ ο 1971). Εκδίδονται: «Π οιήματα Γ ' τόμος» (1939 -1 9 6 0 ), «Π αιχνίδια τ ’ ου ρανού και τον νερού». Μετάφραση: Β . Μ αγ ια κ ό φ σ κ ι: Π ο ιή μ α -
1963, Αθήνα. Ο Γ. Ρίτσος (αριστερά) με τον Μ. Γλέζο αναχωρούν για τη Θεσσα λονίκη, σαν αντιπροσωπεία της ΕΔΑ, την επομένη της δολοφονικής απόπει ρας εναντίον τον βουλευτή Γρ. Ααμπράκη
αφιερωμα/43
1965 Ο Ρ ίτσ ος α ρ χ ίζε ι ν α γρ ά ψ ει τμη μα τικ ά τ ο « Π ερ σ εφ ό νη » (θ α το δ ια κ ό ψ ε ι κ α ι θ α τ ο τελειώ σει τ ο 1970 στη Σ ά μ ο ). Σ τ ις 15 Ιο υ λ ίο υ ο Γ. Π α π α ν δ ρ έ ο υ σ υ γκ ρ ο ύ ετ α ι με τ ο ν Κ ω ν σ τα ν τ ίν ο κ α ι π α ρ α ιτ είτα ι. Η χ ώ ρ α μ π α ίνε ι σε μια π ε ρ ίο δ ο με γά λ η ς π ο λ ιτ ικ ή ς κ α ι σ υντ α γ μ α τ ικ ή ς κρ ίσ ης. Εκδίδεται: «Φιλοκτήτης». Μετάφραση: Ν τ ά ρ α ς Γ κα μπέ: « Ε γ ώ , η μ η τέρ α μου κι ο κόσ μ ος».
1966 Ο π ο ιη τ ή ς τ α ξιδ εύ ει στη ν Κ ο ύ β α . Τ ο ν Ιο ύ λ ιο ο λο κ λη ρ ώ νει το « Ο ρ έσ της». Τ ο Δ εκ έμ β ρ ιο α ρ χ ίζε ι τη σ υ γγ ρ α φ ή τω ν « Α γ α μ έ μνω ν» κ α ι «Ισμήνη». Τ η ν ίδ ια επ οχή η π ολιτικ ή κρίση στη χ ώ ρ α σ υ ν εχ ίζετ α ι! Ο Π α π α ν δ ρ έ ο υ κ α ι ο Κ α ν ελ λ ό π ο υ λ ο ς σ υ μ φ ω ν ο ύ ν ν α δ ιε νερ γ η θ ο ύ ν εκ λο γές σ τις 28 Μ α ίο υ 1967.
Εκδίδονται: «Ρωμιοσύνη», «Ορέστης», «Μ αρτυρίες (σειρά Β')». Μεταφράσεις: « Α ν θ ο λ ο γ ία Τ σ έχω ν κ α ι Σ λ ο β ά κ ω ν π ο ιη τ ώ ν» Ν α ζ ίμ Χ ικμέτ: Π οιή μ α τ α . Ν ικ ό λ α ς Γ κιλλιέν: «Ο μ ε γά λο ς Ζ ω ο λ ο γ ικ ό ς κ ή π ο ς» . Η λ ία ς Έ ρ εν μ π ο υ ρ γ κ : «Τ ο δ έντρ ο »
1967 Τη ν ύ χ τ α το υ π ρ α ξ ικ ο π ή μ α τ ο ς (2 1 -4 ) ο π ο ιη τ ή ς ειδ ο π ο ιείτ α ι α π ό φ ίλ ο υ ς π ο υ τ ο ν π ρ ο τ ρ έ π ο υ ν ν α φ ύ γ ει κ α ι ν α κ ρ υ φ τεί. Έ χ ε ι ήδη μα θ ευτεί ότι π ο λ ιτ ικ ά σ τελέχη , δ ια ν ο ο ύ μ ε ν ο ι κ α ι σ υν δ ικ α λ ισ τ ές δ ιώ κ ο ν τ α ι. Α ρ ν ε ίτ α ι ν α φ ύ γ ει, ετ ο ιμ ά ζ ει τα π ρ ά γ μ α τ ά τ ου κ α ι π ερ ιμ έν ει μέσα σ το σ π ίτι τ ο υ . Σ τις έξ ι το π ρ ω ί, α σ τ υ νο μ ικ ο ί τ ο ν σ υ λ λ α μ β ά ν ο υ ν. Τ ρ εις μέρες α ρ γ ό τ ερ α , ο δ η γε ίτ α ι σ το ν Ιπ π ό δ ρ ο μ ο το υ Ν έο υ Φ α λή ρ ο υ, ό π ο υ είν α ι σ υ γκ εν τ ρ ω μ έν ο ι χ ιλ ιά δ ες ό μ η ρ ο ι της χ ο ύ ν τ α ς. Σ τα τέλη Α π ρ ιλ ίο υ , τ ο υ ς μ ε τα φ έρ ο υ ν με α ρμ α τ α γω γά στη Γ υ ά ρ ο . Τ ο Σ επ τ έμ β ρ ιο , σ ε μια π ρ ο σ π ά θ ε ια τ ου Π α ττα κ ο ύ ν α « ω ρ α ιο π ο ιή σ ε ι» α υτά π ο υ γ ίν ο ν τ α ι σ το «νη σ ί του δ ια β ό λ ο υ » , η Γ υ ά ρ ο ς κ λ είνει κ α ι ο ι κ ρ α τ ο ύ μ εν ο ι μ ε τα φ έρ ο ν τ α ι στη Λ έ ρ ο , σε δ υ ο σ τρ α τ ό π εδα : στο Λ α κ κ ί κ α ι σ το Π α ρ θ έ νι. Ο π ο ιη τ ή ς ο δ η γε ίτ α ι σ το δ εύ τ ερ ο . Ε κ εί μ π α ίν ο υ ν τ α θ εμ έλ ια γ ια 4 έργα : « Α ία ς » , « Χ ρ υ σ ό θ ε μ ις» , (θ α ολο κ λη ρ ω θ ο ύ ν α ντ ίσ το ιχ α σε 2 κ α ι 3 χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ερ α στη Σ ά μ ο ), « Μ α ν τ α τ οφ όρ ες» (θ α ο λο κ λη ρ ω θεί τ ο Δ εκ έμ β ρ ιο του 1969) κ α ι «Ο τ ο ίχ ο ς μ έσα σ το ν κ α θ ρ έφ τη (θ α ο λ ο κ λη ρ ω θ εί τ ο 1971). Εκδίδεται: « Ό στραβ α» .
1968 Τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο ο π οιη τ ή ς οδ η γε ίτ α ι ω ς κ ρ α τ ο ύ μ εν ο ς το υ κ ο ιν ο ύ π ο ινικ ο ύ δ ικ α ίο υ σ τον « Ά γ ι ο Σ ά β β α » σ τη ν Α θ ή ν α , γ ια εξ ετ ά σ εις. Μ ετά α π ό έν α μή να ξ α ν α γ υ ρ ίζ ε ι στη Λ έ ρ ο ό π ο υ του π α ρ α χ ω ρ είτ α ι η ά δ εια ν α π ά ε ι στο σ π ίτ ι τ ο υ , στη Σ ά μ ο . Φ θ ά ν ε ι σ το Κ α ρ λ ό β α σ ι τ ο Δ εκ έμ β ρ ιο κ α ι π α ρ α μ έν ει σ ε « κ α τ’ ο ίκ ο ν π ερ ιο ρ ισ μ ό » . Σ τ ις 16 Σ επ τ εμ β ρ ίο υ σ το Π α ρ θ έ νι έχ ει γ ρ ά ψ ει τα « Δ εκ α ο χ τ ώ λ ια ν ο τ ρ ά γ ο υ δ α της π ικ ρ ή ς π α τ ρ ίδ α ς » .
1969 Χ ω ρ ίς ν α μ π ο ρ εί ν α έρ θ ει, σε επ α φ ή με κ α ν έ ν α ν ο ύ τε α π ό τ ο νη σ ί ο ύ τε α π ό την Α θ ή ν α κ α ι κά τω α π ό στενή π α ρ α κ ο λ ο ύ θ η σ η , ο λ ο κ λη ρ ώ νει π ο ιή μ α τ α (τ ο ν Ιο ύ λ ιο , τ ο « Π έτρ ες - Ε π α ν α λ ή ψ εις - Κ ιγκ λίδω μ α ») κ α ι γ ρ ά φ ει ν έ α , α νά μ ε σ α στα ο π ο ία τ ο «Ο α φ α ν ισ μ ό ς τ ης Μ ήλος».
1964. Ο Γ. Ρίτσος απαγγέλλει το ποίημά του για τους πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής
44/αψιερωμα
1970 Τ ο ν Ια ν ο υ ά ρ ιο α ίρ ετ α ι ο « κα τ’ ο ίκ ο ν π ερ ιο ρ ισ μ ό ς» κ α ι π η γ α ί ν ε ι στην Α θ ή ν α . Η χ ο ύ ν τ α κ α τ α ρ γ εί μ ερικ ώ ς την π ρ οληπ τική λογ ο κ ρ ισ ία . Α π ό τ ο ν εκ δοτικό ο ίκ ο « Κ έδ ρ ο ς» κ υ κ λ ο φ ο ρ εί μια ομα δ ικ ή σ υλλογή με τ ο ν τίτλο « Δ εκ α ο χ τ ώ κ είμ ενα » . Ε ξ α ντ λ εί τ α ι α μέσ ω ς κ α ι σε λ ίγ ο υ ς μή νες κ υ κ λ ο φ ο ρ εί έν α ς τό μ ο ς με τ ο ν τίτλο « Ν έα κείμ ενα » ό π ο υ π ρ ο τ ά σ σ ετ α ι το «Ο α φ α ν ισ μ ό ς της Μ ήλος» (το π ο ίη μ α θ α εκ δο θ εί α ρ γ ό τ ερ α σε α ν ά τ υ π ο , σε 100 α ντ ίτ υ π α εκ τός εμ π ο ρ ίο υ ). Τ ο Μ ά ιο ολοκ λη ρ ώ νετα ι τ ο « Χ ειρ ο νο μ ίες» κ α ι τ ο ν Ο κ τώ βρ ιο τ ο « Α γα μ έμ νω ν». Μ ια μ ικ ροσ ΰγκρ ου ση του π οιητή με τ ο ν Π α ττα κ ό έχει ω ς α π οτέλεσ μ α ν α ο δ η γη θ εί κ α ι π ά λ ι στη Σ ά μ ο . Θ α του χ ορ η γ η θ εί η ελευθ ερ ία του στα τέλη της χ ρ ο ν ιά ς . Τ ο 1970 επ ιφ υ λ ά σ σ ει σ το ν Ρ ίτσο μια επ ιπ λο κ ή της υ γ εία ς του (υ π ο β ά λ λ ε τα ι σε εγχείρη ση στη Γ ενική Κ λινική Α θ η ν ώ ν ) α λλά και μια σημαντική διεθνή α να γνώ ρισ η : α να κ η ρ ύσ σ ετ α ι μέλος της Α κ α δ η μ ία ς Ε π ισ τη μ ώ ν κ α ι Γ ραμ μά τω ν του M aihz της Δ υ τ . Γ ερ μ α νία ς.
1972 Τ ου α π ο ν έμ ετ α ι το Μ έγα Δ ιε θ ν έ ς Β ρ α β είο Π ο ίη σ η ς της Μ π ιεν ν ά λ ε του K n okk -le-Z o u t σ το Β έ λ γιο . Ε κ δ ίδ ει π ο λ λ έ ς σ υ λλ ο γές π οιη μ ά τω ν π ο υ γρ ά φ τ η κ α ν στη Λ έ ρ ο κ α ι στη Σ ά μ ο . Ο ι ε κ δ ό σ εις εξ α ν τ λ ο ύ ν τ α ι α π ό τ ο ν δ ιψ α σ μ έν ο γ ια τέχνη λ α ό . Γ ρ ά φ ει το «Γ κρ α γκ άντα » (Ιο ύ ν ιο ς - Α ύ γ ο υ σ τ ο ς), τ ο «Κ ω δω νο σ τάσ ιο » (Φ εβ ρ ο υ ά ρ ιο ς - Α ύ γ ο υ σ τ ο ς) κα ι α ρ χ ίζει το «Γ ραφ ή τυφ λ ο ύ» . Εκδίδονται: «Πέτρες, Ε παναλήψ εις, Κ ιγκλίδωμα», «Η Ελένη»,
Α χ, κόσμε, κόσμε μου, π α ιδ ί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωτικά μας είναι π ου σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λά μπεις, κόσμε, γιέ μας. «Μαντατοφόρες»
«Χειρονομίες», «Τέταρτη διάσταση», «Χρυσόθεμις», «Ισμήνη», «Η επιστροφ ή τη ς Ιφιγένειας» (γρ α μ μ έν ο σ τη ν Α θ ή ν α κ α ι τη Σ ά μ ο α π ό το Ν ο έμ β ρ ιο του 1971 έω ς τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο το υ 1972).
1973 Η α ντίδ ρα σ η εν α ντ ίο ν του δ ικ τατο ρ ικο ύ κ α θ εσ τώ τος κ ο ρ υ φ ώ ν ε τ α ι με την εξέρ γεσ η του Π ο λ υ τ εχ ν είο υ , το Ν ο έμ β ρ ιο . Η χ ο ύ ν τ α του Π α π α δ ό π ο υ λ ο υ α να τ ρ έπ ετ α ι α π ό μια κ α ιν ο ύ ρ ια με τ υ π ικ ό π ρ ό εδ ρ ο τ ο ν Γ κιτζίκη , α λλά π ρ α γ μ α τ ικ ό α ρ χ η γό τ ο ν Ιω α ννίδη . Ο π οιη τή ς α ρ χ ίζει ν α γρ ά φ ει τ α « Χ ά ρ τ ιν α » κ α ι «Π ύλη». Γ ρ ά φ ει, επ ίσ η ς, τ ο π ο ίη μ α « Β ο λ ιδ ο σ κ ό π ο ς» στην Α θ ή ν α κ α ι σ το Κ α ρ λόβ α σ ι. Εκδίδονται: «Δεκαοχτώ λια νο τρ ά γο υδα της πικρή ς πατρίδας»r
«Δ ιάδρομος και σκάλα», «Γκραγκάντα», «Σεπτήρια και Δ αφ νηφόρια», «Εννέα ποιήματα» (στο «Κ α τάθεσ η ’73»).
1974 Τ ο π ρ α ξ ικ ό π η μ α του Ιω α ννίδη στην Κ ύ π ρ ο (15 Ιο υ λ ίο υ ) με το ο π ο ίο α να τ ρ ά π η κ ε ο νό μ ιμ ο ς π ρ ό εδ ρ ο ς της Κ υ π ρ ια κ ή ς Δ η μ ο κ ρ α τ ία ς α ρ χ ιεπ ίσ κ ο π ο ς Μ α κ ά ρ ιο ς, δ ίν ει σ τη ν Τ ο υ ρ κ ία την ευ κ α ιρ ία ν α π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ει στρατιω τική εισ βολή. Ο π οιη τή ς σ υ γκ λο ν ισ μ έν ο ς α π ό την τ ρ α γ ω δ ία του μ α ρ τυρ ι κ ού νη σ ιο ύ γρ ά φ ει τ ο « Ύ μ ν ο ς κ α ι θ ρ ή ν ο ς γ ια την Κ ύ π ρ ο » . Τη χ ρ ο ν ιά αυτή α ρ χ ίζε ι ν α γρ ά φ ει το «Φ α ίδρ α » . Εκδίδονται:'« Ύ μ νο ς και θρήνος για την Κύπρο», «Καπνισμένο
τσουκάλι», «Κωδωνοστάσιο», «Χάρτινα», «Ο τοίχος μ έσα στον καθρέφτη», «Μ ελετήματα», (Μ α για κ ό φ σ κ ι - Χ ικμέτ - Έ ρ ε ν μ π ου ρ γκ - Ε λ υ ά ρ - «Μ αρ τυρ ίες» - « Θ υ ρ ω ρ είο » ), «Ο αφ ανισμός τη ς Μήλος», «Π έτρινος χρόνος» (τα « Μ ακ ρονη σιώ τικα » του 1957).
Πού με πας από δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου. Δ ε βλέπω τίποτα. Δ εν είναι δρό μος. Πέτρες μονάχα. Αχ, - λέει - όσο ξεκαθαρίζουνε τα μάτια, τίποτα δε βλέπειςβλέπεις το τίποτα, που λένε - ασβέ στης, ήλιος, άνεμος, αλάτι... «Πέτρες»
αφιερωμα/45
1975 Α λλεπ ά λη λες π ολιτικ ές εξελίξεις, ν έ α π ρ ό σ ω π α στην π ολιτική του τ ό π ο υ , ν έ α κατάσταση τω ν π ρ α γμ ά τω ν κ α ι ν έο Σ ύ ντα γ μ α . Γ ια τ ο ν ποιητή έχει έρθει η ώ ρα της ύψ ισ της α να γνώ ρ ισ η ς κα ι κα θιέρω σης. Τ ο Μ ά ιο π η γ α ίν ει στη Σ ό φ ια ό π ο υ του α π ο ν έμ ετ α ι το Δ ι ε θ ν ές Β ρ α β είο Γ κεόργκι Δ η μητρώ φ. Έ ν α μήνα α ργ ό τερ α α ν α γ ο ρ εύ ετ α ι επ ίτιμ ος δ ιδ ά κ τ ορ α ς του Π α νεπ ισ τη μ ίο υ Θ εσ σ α λο ν ί κης. Τ η ν ίδια επ οχή του α π ο νέμ ετ α ι το Μ έγα Γ α λλικό Β ρ α βείο Π οίησ ης «A lfred de V ingy». Ο λ α ό ς , κα ι ιδια ίτερα η ν εο λ α ία , ά γκ α λ ιά ζο υ ν με π ά θ ο ς το έρ γο το υ. Δ ίν ε ι α να ρ ίθμ η τες δ ια λ έ ξεις κα ι ορ γα ν ώ ν ο ν τα ι τιμητικές β ρ α δ ιές, ό π ο υ α π α γ γέλλ ει δ η μοσίω ς. Π ρ οτείνετα ι γ ια το β ρ α β είο Ν ό μ π ελ α κ ό μ α κα ι α π ό βο υ λευ τές του συντηρητικού κ όμ μα τος π ο υ κυ β ερ νά . Ο ρ ίζετ α ι π ρ ό εδ ρ ο ς του Ε λλη νοσ οβιετικ ο ύ σ υνδέσ μο υ .
Εκδίδονται: «Η κνρά των αμπελιών», «Τα επικαιρικά», «Ποιή μ α τα Δ ' τόμος» (1938-1971), «Το Υστερόγραφ ο της Δ όξα ς (Ά ρ η ς Βέλονχιώτης)», «Η μερολόγια εξορίας» (1948-1950), «Μ αντατοφόρες» (1967-1969) (α φ ιερ ω μ ένο σ τον Μ . Θ εο δ ω ρ ά κ η ), «Η τελευταία προ Α νθρώ πο υ Ε κατονταετία».
1976 Σ η μα ντικ ές δια κ ρ ίσ εις στην Ιταλίας: του α π ο ν έμ ο ντ α ι το Δ ι ε θ ν ές Β ρ α β είο Π οίη σ η ς «Α ίτν α - Τ α ο ρ μ ίνα » στην Κ α τ ά νια Σ ι κ ελία ς κ α ι το Δ ιε θ ν έ ς Β ρ α β είο Π οίησ ης «Seregn o - Brianza». Γ ρ άφ ει τα π οιή μ α τα «Φ α νοστά τες» (στο Κ α ρ λό βα σ ι α π ό 14-7 έω ς 1-8) κ α ι «Το σώμα κ α ι το αίμ α» (στην Α θ ή ν α κ α ι σ τον Κ ά λα μ ο α π ό 17-11 έω ς 19-12).
Εκδίδεται: «Θυρωρείο». Δημοσιεύονται: 17 π οιή μ α τα στο «Ρωγμή», 10 π οιή μ α τα α π ό το «Μ ονοβα σ ιά ». Μετάφραση: Α1. T olstoi: «Η γκ ρ ιν ιά ρ α κα τσίκ α».
1977 Τ ο υ α π ο ν έμ ετ α ι στη Μ όσχα τ ο β ρ α β είο Λ έ νιν γ ια την Ε ιρ ήνη . Γ ρ ά φ ει στην Α θ ή ν α κα ι σ τον Κ ά λα μ ο τ ο π ο λύ σ τ ιχ ο π ο ίη μ α «Το τερ α τώ δες α ρισ τούρ γη μα ». Εκδίδονται: «Γίγνεσθαι», «Το μακρινό», (πρώ τη δημοσίευση το 1975 στο π ερ ιο δ ικ ό «Τ ομ ές»), «Το ρόπτρο», (32 π ο ιή μ α τ α α π ό την α νέκδ οτη ομώ νυμη σ υλλογή).
1978 Α ν α γ ο ρ ε ύ ετ α ι επ ίτιμ ος δ ιδ ά κ το ρ α ς του Π α νεπ ισ τη μ ίο υ του Μ πίρ μ ιγχα μ στην Α γ γ λ ία . Τ ο υ α π ο ν έμ ετ α ι το « Δ ιεθ ν ές β ρ α β είο π οίη σ η ς M ondello» στην Ιτα λία.
46/αφιερωμα Εκδίδονται: «Λοιπόν;», «Μια πυγο λαμπίδα φω τίζει τη νύχτα», «Μ ονεμβασιώτισσες» (γρ α μ μ ένο στο Κ α ρ λό βα σ ι α π ό 18 έως 25-8-1975), «Η πύλη», «Το ρόπτρο», «Το σώμα και το αίμα», «Το τερατώ δες αριστούργημα», «Τοιχοκολλητής (γρ α μ μ ένο στο Κ α ρ λόβα σ ι α π ό Ιού λιο 1974 έω ς Ιο ύ λιο 1975), «Τροχονόμος», (γρ α μ μ ένο στην Α θ ή ν α κα ι στο Κ α ρ λό βα σι α π ό Σ επ τέμ βρ ιο ’74 έω ς Α ύ γ ο υ σ τ ο ’75 ), «Φαίδρα», «Βολιόοσκόπος», (πρώ τη δ ημο σίευση το 1973 στο « Ε λ ευθ ερ ο τυ π ία » ).
1979 Α ν α γ ο ρ ε ύ ετ α ι επ ίτιμ ος δημότης Λ ευκ ω σία ς. Τ ου α π ο ν έμ ετ α ι το Δ ιεθ ν ές Β ρ α β είο Ε ιρ ή νη ς γ ια τ ο ν π ο λιτισ μ ό α π ό το Π α γκ ό σμιο Σ υ μ β ού λιο Ε ιρ ήνη ς.
Εκδίδεται: «Γραμμή τυφλού».
1980 Εκδίδονται: «Διαφάνεια», «Μονόχορδα», «Πάροδος», « Ό νειρ ο καλοκαιρινού μεσημεριού».
1981
Όμως, εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δίκιά μας μόνο θέ ληση, μ ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. [■■.]■■ Μό νες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μα κρόνησος, Γυάρος και Λέρος. «Επαναλήψεις»
Εκδίδονται: «Σ υ ντρ οφ ικά τ ρ α γ ο ύ δ ια » , «Τα ερω τικά». Μετάφραση: Σ εργκέι Γ εσένιν: Π οιήμ ατα . 1982. Ε π ίτ ιμ ος δ ημότη ς Ε λ ευσ ίνα ς.
Εκδίδονται: «Υπόκωφα», «Μομοβάσια», «Ιταλικό τρίπτυχο», «Αρίοστος ο Π ροσεχτικός αφ ηγείται στιγμές του βίου του και του ύ π ν ο υ του» (πε ζο γρ ά φ η μ α ).
1983 Ε π ίτ ιμ ο ς δημότης Λ ά ρ ισ α ς.
Εκδίδονται: «Το χορικό'τω ν σφουγγαράδω ν», «Τειρεσίας», «Τι παράξενα πράγματα» (μυθισ τόρ η μα ;).
1984 Α ν α γ ο ρ ε ύ ετ α ι επ ίτιμ ος δ ιδ ά κ το ρ α ς το υ Π α νεπ ισ τη μ ίο υ Κ α ρλ Μ α ρ ξ της Λ ειψ ία ς.
Εκδίδονται: «Με το σκούντημα του αγκώνα», «Ταναγραίες», «Επινίκια».
1985 Εκδίδονται: « Ίσω ς να ’ναι κι έτσι», «Ο γέροντα ς μ ε τους χαρ ταετούς», « Ό χ ιμ ο ν ά χ α για σένα», (μυ θισ τορ ή μα τα).
1986 Τ ου α π ονέμ ετ α ι το β ρ α β είο «Π οιητή Δ ιεθ ν ο ύ ς Ε ιρ ήνη ς» του Ο Η Ε κα ι μετά λλιο α π ό το Ε θ ν ικ ό Ν ο μ ισ μ α τ ο κ ο π είο Γ α λλία ς.
Εκδίδονται: «Σφραγισμένα μ ’ ένα χαμόγελο», « Λ ιγοστεύουν οι ερωτήσεις», (μυθισ τορ ή μα τα) «Ο Α ρίο σ το ς αρνείται να γίνει άγιος» (π ε ζο γρ ά φ η μ α ).
1987 Α ν α γ ο ρ ε ύ ετ α ι επ ίτιμ ος δ ιδ ά κ το ρ α ς της Φ ιλο σ ο φ ική ς σ χολής του Π α νεπ ισ τημ ίου Α θ η ν ώ ν . Ο Δ ή μ ο ς Α θ η ν α ίω ν του α π ο ν έμ ει χ ρ υσ ό μετάλλιο. Εκδίδεται: «Ανταποκρίσεις», «3 X 111 τρίστιχα».
1988 Μετάφραση: Φ ερεϋντάν Φ α ρ ιάντ, « Ό ν ε ι ρ α με χ α ρτα ετο ύ ς κα ι περ ιστέρ ια».
Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο, κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω. Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθι στο κλωνάρι, πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου δι πλοί, τριπλοί βαρβάροι. Τι θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου ta ψάρια, κ ’ οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια. Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνης μάνα, ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανά στασης καμπάνα. «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο»
αφιερωμα/47
ήμερα ήρθε στο σπίτι ο Μ άνθος. Ε ίχα δυο χρό νια να τον δω κι αυτόν. Λ ίγ ο λίγο γυ ρ ίζο υ ν οι φ ίλοι μου. Α υ τό ς είναι από το υ ς πιο παλιούς. Α π ό 14 χρονώ ν κοριτσάκι είμαι φίλη το υ κα ι μ α ζ ί κλάψ α με τη Γίτσα του, μ α ζ ί μ α ς π ιά σ α νε το ’38 κ α ι μ α ζ ί βγή καμ ε από την οδό Μ άρνη πιο ψ η λο ί τρία μ π ό για , γ ια τ ί δεν πή ραμε στο λαιμό μ α ς κανέναν. Τον βλέπω μπ ρ ο σ τά μ ο υ αδ ύνα το κα ι γερασ μένο - δεν είνα ι ακόμα 35 χ ρ ο ν ώ ν -μ α π ά ντο τε γελαστός, έτοιμος να π ει κ άπ οιο αστείο κα ι να πειράξει, όπω ς πάντα . Ε ίνα ι ο μ ό νο ς ίσως α π ’ όσους γυρίσα νε, π ο υ δ εν έχει ύφ ο ς δαρμένου ζω ντανού κα ι δε μ ε κ οιτά ζει ντροπιασμένα, έτσι π ο υ να μ ε κάνει εμένα να ντρέπομαι π ο υ δεν π ή ρα μέρος στα δικά το υ ς δεινά. Μ ιλάμε γ ια χίλια δυο πρά γμα τα . Μ ε πειρά ζει για τα ... αισ θητικά δέμα τα π ο υ του έσ τελνα - π ώ ς ξ εχνούσες να μ ο υ βάλεις κ α ι λίγη κολώ νια λ εβ ά ντα, κορίτσι μου, ρω τάει, κ ι είνα ι όλο τρυ φ ερό τη τα η ειρωνεία του. Ά σ ε π ια τη ν έκπληξή μου, λέει, ό ταν π ή ρα και δ εύ τερο βιβλίο σου. Το διαβ άζαμε εκ εί κάτω όλοι οι πα λιόφ ιλοι και τρίβαμ ε τα μά τια μας. Ε γώ βέβαια δ εν το π ο λυπισ τεύω πω ς το σκάρω σες εσύ. Τώρα, μ ε τα ξ ύ μας, δε μ ο υ λες ποιος σ ου το έγραψ ε; Γελάμε κι οι δύο. Τον ακούω, τον βλέπω και δ εν π ιστεύω ότι έρ χεται από τη Μ ακρόνησο. Ό λ ο ι οι άλλοι έχο υν ξεχάσει π ω ς υ πά ρχει χιούμορ, αστείο, πω ς υ πά ρχει χαμόγελο. Ν α ’σαι καλά, βρε Μ άνθο, το υ λέω, είσαι ο μό νο ς π ο υ έμεινε ίδιος. Α υ τό ήτανε. Μ ια λ έξη είπ α κι έφ τα σε για να γίνει το πρόσω πό του σα ν όλω ν των άλλων. Ξ αφνικά, αυ τό π ο υ φ οβόμουνα ό ταν π ρω τό β λεπα νεοφ ερμένο εξόριστο, γίνηκε. Ά ρ χ ισ ε να μιλά ει για το Μ ακρονήσι. Ε ίχα ακούσει τό σ ες φορές, από τόσο δ ια φ ορετικούς ανθρώ πους τα ίδια π ρά γμ α τα , πο υ δίχω ς να τα έχω ζήσει, τα γνώ ριζα κα ι τα φοβόμουνα π ιο π ο λύ κι α π ’ αυτούς. - Ά κ ο υ Τίνα - έτσι μ ’ έλεγε η Γίτσ α το υ κι η συγκίνη σή το υ τον έφ ερε πίσω στον κόσμο τη ς εφ η β είας μ α ς - αν γύ ρ ισ α πίσω άνθρωπος, α υτό το χρωστάω στον ποιητή. Σ το Γιάννη Ρίτσο. Α π ό δω κ α ι κάτω γράφ ω λέξη μ ε λέξη ό ,τι είπ ε ο Μ άνθος, γράφ ω στο διπλανό δωμάτιο, ενώ εκείνος συνεχίζει την ατελείω τη λ ιτα ν εία το υ μ α ρ τυρ ίο υ τους. Τούτη η μ α ρ τυρ ία είνα ι το π ιο συγκινη τικό β ιο γρα φ ικό σημείωμα π ο υ θα μπ ο ρέσει π ο τέ ν α γρ ά ψ ει κανείς για το Ρίτσο, αν τύ χει κ α ι βγει από κει ζω ντανός.
Σ
48/αφιερωμα Η δ ιή γ η σ η άθαμε πω ς η καινούρια αποστολή από τη Μ υτιλήνη θα έφ τα νε το απόγευμα. Κάτω στην παραλία οι στρατιώ τες, οι ανανήψ αντες, τα μεγάφ ω να και η μουσική τούς περιμένα νε. Ό σ ο ι από μ α ς μπο ρέσα νε να το σκάσουνε π ή γα νε να κρυφ τούνε για να μη δο υν το υ ς καινούριους να φ τά νο υν στο μα ρ τυρικ ό νη σί μας. Ξ έραμε όλοι τι του ς περίμενε κ ι η καρ διά μ α ς είχε χάσει τον κανονικό χ τύπ ο της. Α κο ύσ α μ ε τους α λαλα γμούς των στρατιω τώ ν, τα ενθουσιώ δη τρα γούδ ια του ς - έπ ρεπε να τρα γουδά νε μ ε ενθουσιασμό για να δ είξουνε πόσο ά λλαξε η καρ διά τους, ακούσαμε και τις πλά κ ες α π ’ τα μεγάφ ω να. Δ εν το υς είδαμε να φ τάνουν, ξέραμε όμως πω ς είχαν π ατήσ ει στο νησί. Κ αθένας α πό μ α ς προ σ παθο ύσε κά π ο υ να τρυπώ σει για να μ η ν τον ρίξουν στο στρατό πεδο των νεοφερμένω ν μ ε τη ν εντολή να του ς διηγηθούμε - εμείς οι χ τεσ ινοί τους σύντρο φ ο ι - τα βάσανα και τα μ α ρ τύρ ιά μ α ς κι έτσι να επηρεάσουμε έναν μεγα λύ τερ ο αριθμό α π ’ αυ το ύς να υπο γράψ ο υν αμέσως. Π οιοι να ’τα ν άρα γε ανάμεσά τους; Ο π α τέρ α ς μο υ; Κ ανένας α δελφ ό ς μου; Σ ύ ντρο φ οι π ιο αγαπημένοι κι α π ’ τους α νθρώ πους πο υ είχαν το αίμα μο υ; Φ οβόμουνα. Ε ίχα ακόμα τα κ ότσια να φοβάμαι. Ξ αφ νικά άκουαα τ ’ όνομά μου. Τ ί θέλανε; Τ ί γυ ρεύ α ν από μένα; - Σ ε ζη τά ει κάποιος δικός σου στο στρατό πεδο των καινούριω ν. Μ ούδιασα. Τί μπ ο ρο ύ σα όμως να κάνω; Ξεκίνησα. Ή τα ν ε δειλινό. Μ έσα στον κάμπο π ου του ς είχανε ρίξει μιλούσανε, κινιόντουσαν, ζούσαν ακόμα οι καινούριοι. Μ α το βράδυ δε θ’ αργούσε να ’ρθει. Ε μείς το ξέραμε, το ξέραμε κα ι π ο νούσε το αίμα μας, του ς β λέπα με και μάτω νε ο νους μας. Ά ξ α φ ν α τον είδα. Ή τα ν ε κουρασμένος από το ταξίδι κι είχε γείρει πάνω στους μ π ό γο υς του. Γύρω του μαζεμένο ι ένα σωρό γέροι, άνθρω ποι του λαού, και κ ά τι ψαράδες. Τα π ό δ ια μ ο υ κολλήσανε. Ή θελα να τρέξω, να φ ύγω, να μη μ ε δει, να μη ν του πω τίποτα. Ό χ ι, δεν έπ ρεπε να το υ πω τίποτα. Ή τα ν ε τόσο ήμερο, τόσο όμορφο το πρόσω πό του. Μ ε είδε εκείνος. Α κ ό υ σ α το όνομά μ ο υ και μ ’ έπ ιασε πανικός, τον άκουσα να μ ε φω νάζει και κίνησα να φ ύγω. - Έ λ α , φ ίλε μου. Έ λ α , α δ ελφ έ μου. Μ ’ έσφ ιξε πάνω του, μ ε φίλησε κι εγώ όλο έλεγα σαν πα λα βός «δε θέλω να σου πω, δε θέλω να σου πω». - Μ η μ ο υ πεις τίποτα, τίπο τα μη μ ο υ πεις. Κ αι των άλλων τα μ ά τια ακουμπήσανε πάνω μ ο υ στοργικά. Το ’β λεπα πω ς και οι άλλοι μ ’ α γα πο ύσ α ν αφ ού μ ’ αγαπο ύσ ε ο Γιάννης. Ό μ ω ς βράόιαζε. Σ ε λίγο θα βαρούσε προσκλητήριο. Δ εν έπρεπε, δεν μ πορού σε να μείνει εκ εί ο Γιάννης. Π ώς μ πο ρο ύ σε να γίνει; Έ φ υ γ α σαν τρελός κι όποιο στρατιώ τη έβλεπα μπ ρο σ τά μ ο υ του φώ ναζα: « Έ χ ο υ ν εδώ τον π οιητή, έχουν εδώ το Ρίτσο, δεν π ρέπει να τον βρει η νύχτα στο στρατόπεδο. Δ ε θ’ αντέξει. Ε ίναι άρρωστος. Δ εν π ρέπει! δεν π ρέπει! δεν πρέπει!». Π ήρε το δρόμο η είδηση, έφ τα σε στους αξιωματικούς. «Θα ’κάνε κακή εντύπω ση, λέει, τουλάχισ το ν να μη ν τον π ειρά ξο υν αμέσως, όχι τώ ρα - ναι, ναι, όχι τώρα. Π ήγανε μερ ικ ο ί αξιω ματικοί ίσαμε το διοικητήριο και πήρανε την άδεια. Ά δ ε ια 24 ωρών. Οι άλλοι, όλοι οι άλλοι μόνο ίσαμε τ ι ς 8 κ α ιμ ισ ή είχανε τον καιρό να σκεφ τούνε. Ύ σ τερ α ... Ύ σ τερ α θα χ τυπο ύσε σιω πητήριο.
Μ
ον ο δηγήσανε στην άκρη το υ νησιού, εκ εί πο υ είναι η πλα τεία μ ε το εκκλησάκι, σε μ ια πο λύ μ ικρ ή σκηνή, ίσα ίσα να ξαπλώ σεις μονάχος. Ε κ ε ί μ έσα έπ ρεπε μέσα στις 24 ώρες π ο υ το υ δώ σανε να σκ εφ τεί και ν ’ αποφασίσει. Π ήγαμ ε μ α ζ ί του στα κλεφτά, προσπαθώ ντας να κρύβουμε τα πρόσω πά μ α ς α πό του ς χω ροφύλακες, γ ια τί εμείς είμαστε ανανήψ αντες κι έπ ρεπε να χ αιρόμαστε σαν κ αι κείνους πο υ έφ τα σαν εδώ καινούριοι να διαφ ω τιστούν κ α ι να υπη ρετή σουνε την πατρίδα. Σ ε λ ίγο η σκηνή δε μ α ς χω ρούσε ο ύτε ορθούς ο ύτε γο να τισμένο υς... Ό λ ο ι θέλαμε να τον ειδοποιήσουμε για ό,τι επρόκειτο να συμβεί, κανένας μ α ς όμως ό ε ν το τολμούσε. Π όσο θα μ πορού σε ν ’ αντέξει σ ’ αυτό το μ αρ τύριο ; Α κο ύσ α μ ε το προσκλητήριο. Φ ύγαμε άλαλοι. Έ μεινε μόνος. Σ ε
Τ
αψιερωμα/49
λίγο σά λπισε και το σιω πητήριο. Σβήσα ν τα φώ τα, ο ύτε τσ ιγάρ ο αναμμένο, ούτε λα λιά σ ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Δ εκ α π έν τε χιλιάδες άνθρωποι βουβοί, μ ια τέλεια έρημος. Κ α ι ξαφ νικά μ έσα στη θανατερή σιωπή, μέσα στη σκοτεινή νύχτα ακούστη κε η Λ εϊλά. Ό λ ο ι οι π α λ ιο ί ξέραμε τι σήμαινε αυτή η πλάκα. Κ λείσαμε μ έσα στις χ ο ύφ τες τις κα ρ διές μ α ς κ αι τα δά κρυ α π ο υ κρύβαμε όλη την ημέρα ξεπηδήσανε. Χ ιλιά δ ες άνθρω ποι κλαίγαμε. Ό λ ο ι εμείς γνω ρίζαμε. Οι καινούριοι απόψ ε βράδυ θα μαθαίναν. Ο Ρίτσος, ο ποιητής, μο νάχο ς μ έσα στο τσ αντίρι το υ θ ’ α φ ο υγκραζόταν, θα μ ά θ α ινε κι αυτός. Πώς θ ’ άντεχε σ ’ αυτή τη δοκιμασία; Δ εν τέλειω σε η πλά κ α κι από το' πρώ το συνεργείο ακο ύστη καν φωνές. Π έντε πέντε, δέκα δέκα π αρ άλαβ αίνανε το υς καινο ύριο υς τα συνεργεία τω ν βασανιστώ ν - δ εκά δες συ νεργεία - κι όταν οι φωνές μ ια ς ο μάδας φ τά να ν στο κατα κόρυ φ ο κι ύστερα χαμηλώναν, ερχόντουσαν τα β ο γγητά των άλλω ν κ αι ανταμώ νανε το κλάμα, κι όλοι μ α ζ ί οδεύαν π ρο ς τη ν άκρια το ν νησιού, προ ς το τσαντίρι το υ ποιητή. Κι όσο το πλη σία ζα ν τόσο πλη θαίναν κ ι αγρίευ α ν οι κ ρα υγές, έμπαινε η μία μ έσα στην άλλη και τα γκλοπς, οι βίτσες, οι υποκόπανοι, σε δ ιαστήμ ατα κανονικά κ ρα το ύσ αν το ίσο μ ε τη β αριά του ς νότα, το ίσο στο κλάμα, στις οιμω γές των ανθρώπων. «Σκοτώ στε μας, μη μ α ς β ασα νίζετε άλλο, σκοτώ στε μα ς...» Μ α από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη το υ νησιού, η βοή μ ε των κοπάνω ν το γδο ύπο ξετυ λίγο ντα ν ατελείω τα, ανελέητα, ίσαμε τις σ πηλιές π ο υ το υ ς πετούσα νε, ίσαμε τις χα ράδρες π ο υ τους γκ ρεμίζανε, ώς τη θάλασσα ό που το υ ς ρίχνανε δεμένους μ έσα σε ασκιά, έως ότου ξεπροβάλουνε οι πρώ τες α χτίνες το υ ήλιου για να ζεστά νουνε τη γη των ανθρώπων. Ν ύχτες δίχω ς φ εγγάρι, δίχω ς φως, μ ε αίμα, μό νο μ ε αίμα να τρέφ ει τη ς γη ς το βολβό. Μ όλις φ ώ τισε π ή γα να τον δω. Γύρω του κιό λας ρι γέροντες και οι ψ αρά δες του νησιού. Ε κείνος κατάχλω μος α π ’ το μα ρ τύρ ιο των άλλων. «Δεν μπορώ άλλο. Δ ε ν μπορώ άλλο, μουρμούριζε. Τι π ρέπει να υπο φ έρα τε εσείς τόσον καιρό εδώ πέρα. Δ εν αντέχω, δεν αντέχω». Κ λαίγαμε όλοι. Κι ήρθαν και τον φωνάξανε. Τον ζητούσανε στο διοικητήριο. Γ ια τί τον φω νάξανε τόσο νωρίς; Η διορία του δεν είχε εκπνεύσει. Του μουρ μο υρίσ ανε τι κάνανε, τι είπ ανε άλλοι διανοούμενοι για να α π ο φ ύγο υνε τον εξευτελισμό. Ό λ ο ι μ α ς θέλαμε τόσο π ο λύ να τον βοηθήσουμε. Δ εν το μπορούσαμε. Κ ι είμαστε εκ εί στρα τός ολόκληρος, ανίκανοι να π ρ οσ τα τέψ ο υμε έναν άνθρωπο. Α υ τή η αδυνα μία μ α ς ή τανε ένα μαχαίρι, α διάκ οπα μπη γμ ένο στη σά ρκα μας. Το διοικητήριο ή ταν στο ύψωμα. Έ ν α ς δρόμος ανηφορικός, ο πιο δυσ κολοδιάβ ατος δρόμος π ο υ μ π ο ρείς να περάσεις, ο ανήφ ορος της μα ρ τυρικ ή ς υ πογραφ ής. Τον είδαμε ν ’ ανεβαίνει, ν ’ ανεβαίνει ολομόναχος και π ονούσαμε π εριμένοντα ς την επ ιστροφ ή του. - Μ ου ζητήσα νε π ο λύ ευγενικά ένα β ιο γρα φ ικό μ ο υ σημείωμα, είπε. Το έκανε; Δ ε ρω τούσαμε, περιμένα με από κείνον να μ α ς πει ό,τι ήθελε να μ α ς πει. - Το έκανα. Η πρώ τη υποχώ ρηση, σκεφ τήκαμε, μ α δεν το ξεστόμισε κανείς. Τ ί έγραψ ε, τ ί απά ντησ ε στις δύο τελευτα ίες ερωτήσεις; Η μ ία ρώ ταγε: Ε ίσα ι Έ λληνας; Η άλλη: Τί σκέφ τεσαι για το υς α ντάρτες; - Σ τις δυο ερω τήσεις δεν απάντησα. Μ ε π εριμένουν στις έξι τ ’ α πόγευμα... Θα πάω π ριν βραόιάσει. Τον αφ ήσαμε μόνο. Δ ε θέλαμε ο ύτε η π αρ ο υσία μ α ς να τον επηρεάσει. Τον σφ ίξαμε πάνω μ α ς κ ι ένας ένας τρα βηχτήκαμε ρημαγμένοι. - Σ α ς αγαπώ όλους πολύ. ο α πό γευ μα μ α ς μ α ζέψ α ν ε όλους σ την π ροκυμαία. Έ π ρ ε π ε ν ’ ακούσουμε του ς λό γο υ ς τω ν ανανηψάντω ν. Έ π ρ ε π ε να χειροκροτήσουμε κ α ί να ουρλιά ζουμε μπρά βο. Ή τα ν ε ένα ξέχωρο απόγευμα. Γλυκό το φω ς ρόδιζε τα μά ρ μα ρα του π α λιού ναού, η θάλασσα ήμερη, γα λάζια , χ ιλιάδες οι γλά ρο ι κάτασπρ οι φ τερ ουγίζανε, κι ανάμεσά το υς η μ α υ ρίλ α των κοράκων. Σ το βάθος μ α λα κιά και χαρούμενη η Α ττικ ή . Για μ ια στιγμή σταματή σ αν οι ανάσες. Ό λ α τα μ ά τια καρφω θήκανε μ α ζ ί στην ανη φ όρα της διοίκησης. Μ έσα σε μ ια πρω τοφ ανή σιωπή στον ολοέρημο δρόμο, ανέβαινε ο ποιητής.
Τ
50/αφιερωμα
Δ εν ακο ύγαμ ε το ν ομιλητή, ακο ύγαμ ε τη δική το ν ανάσα. Φ αινότανε κουρασμένος και όσο πλη σίαζε, γινό ντο νσα ν τα βήματά το υ πιο μ ικρ ά κα ι όισταχτικά, ίσαμε π ου τον είδα με να σκύβει, ν α σκύβει, κα ι να κάθ ετα ι πάνα) σ ’ ένα βραχάκι. Κ άθισε έτσι πά ρ α πολύ. Μ έσα τον π εριμένανε. Τον π ερίμενε όλη η διοίκηση. Κ αθισμένοι γύρω στο μεγά λο τρ α π έζ ι κ αι μ ια θέση μόνο κενή, η θέση το υ ποιητή π ο υ θα υπ έγρ α φ ε μ ε το αίμα το ν την τιμή τον. Το ένα χέρι στο τηλέφω νο. Μ όλις εκείνος θ ’ ά φ ηνε τη ν πένα, θ’ ανοίγανε οι τηλεφ ω νικές γραμμές, θα το έγρα φ α ν αμέσω ς οι εφημερίδες, θα το ’λ εγα ν τα ραδιόφω να. Ο Ρ ίτσος υπό γραψ ε. Τελείω σε ο ομιλητής. Π ήρε άλλος τη θέση του, εμείς κοιτούσαμ ε τον ποιητή μ α ς μέσα στο υπέροχο δειλινό. Σηκώ θηκε. Μ ερικά βήματα τον μένα νε να κάνει. 'Ε κανε κιόλας το πρώ το. Τετέλεσθαι. Μ ας είχε π ει ό τι δ εν άντεχε άλλο. Ή δ η τα τηλέφω να θα δ υνούντα ν α π ’ τ ’ όνομά το υ... Δ εν το ν είδα να γυρίζει. Π ερίμενα να σκ οτεινιάσει για να πάω κοντά τον. Δ ε ν τολμούσα να τον κ οιτάξω στα μάτια. Σ α ν βράδιασε κάπω ς ξεκίνησα για τη μακ ρινή σκηνή του. Π ώ ς να πω εκείνο π ο υ είδα; Η ύλη είχε υποχω ρήσει μ π ρ ο σ τά στο πνεύμα, μ π ρο σ τά στην αγάπη. Σ ’ α υ τό το τόσο δα τσ αντίρι π ο υ χω ρούσε μόλις έναν άνθρω πο ξαπλω μένο, ήταν S άνθρω ποι γονα τισμένοι γύρω από το Ρίτσο. 'Εξω από το τσ αντίρι έκ λα ιγα ν μ ε λ υγμ ο ύς ο γέροντα ς, ο ψ αρά ς τη ς π α τρ ίδ α ς του, σ κ ούπιζε μ ε το μ α νίκ ι τα δά κρυ ά τον, ήτανε κι ά λ λ ο ι... Α υ τ ο ί π ο υ ήτανε μ έσα τυλιγμένο ι α π ’ το σκοτάδι μ ο ύ ήτανε άγνω στοι. Σ α ν μπή κα, εκείνος μ ε ξεχώρισε και μ ε φώ ναξε κοντά του. Έ λ α κοντά μου. Μ ου κάνανε τό πο κ α ι π έρα σα , δ εν ξέρω πώ ς βρέθηκε εκείνος ο χώρος κ αι στάθηκα κοντά του. Σήκω σε το χέρι το ν και τ ’ α κούμπησε πάνω στον ώμο μου. Δ ε μιλούσε. Κ ανένας μ α ς δε μιλούσε. Οι ανάσ ες μ ό νο ν άρρυθμες μ ετρο ύσ α ν το πόσο είμ αστε εκ εί μέσα, σ ’ αυ τόν το μ υσ τικό δείπνο, σ ’ αυτό το συμπόσιο. - Μ ανώ λη μη ν κλαις, σ ’ αγαπώ , μη ν κλα ις Θ ανάση, ακούω του μ α νικ ιού σου το τρίξιμο. Μ ιλούσε σε κείνους π ο υ β ρισκόντουσα ν απέξω. Ε μάς μ α ς έσ φ ιγγε τα χέρια. - Α δ έρ φ ια μου, π ρέπ ει να σα ς μιλήσω . Τα χέρια στηρίξανε τα κουρασμένα κεφάλια, στριμω χτήκαμε ακόμα πιο π ολύ, ακόμα πιο κο ντά τον. Τρέμαμε για κείνο π ο υ θ ’ ακούσουμε, δ ε θέλαμε όμως να χάσουμε ούτε μ ια το υ κουβέντα. ι αρχίνισε: — Ε ίχα π ια π ά ρ ει την α πόφ ασή μου. Θ α ερχόμουνα κοντά σας, αδ έλφ ια μου. Ξέρω τι στοιχίζει α υτή η υπο γραφ ή . Ε σείς όλοι... - μ α πώ ς να βρω τα λό για του ποιητή, πο υ υμνο ύσε όλο υς εμάς, όλο υς εμάς πο υ θαρρούσαμε ότι είχαμε χάσει τον εα υτό μ α ς και μ α ς το ν ξανάδινε πίσω μ ε τόση αγάπη, μ ε τόση σ το ρ γή ... - κι άρχισα ν ’ ανεβαίνω. Ή τα ν ε μακρύς, κο υραστικό ς ο ανήφορος, κι όσο πλη σία ζα τόσο ένιω θα κα ι πιο κουρασμένος. Λ ίγ α βήματα έξω από τη ν π ό ρ τα το υ ς σταμάτη σ α να ξεκουραστώ . Ή θελα να πάω αντρίκια, να παρουσιαστώ μ ε το κεφ ά λι μ ο υ ψηλά. Την είχαμε παρακο λο υθή σει την π ο ρεία του, τη ν ξέραμε. Γνω ρίζαμε και την άσπρη π έτρ α π ο υ κάθισε για ν ’ αναπαυθεί, και σήκω σα το κεφά λι μ ο υ και είδα. Ε ίδ α τη θάλα σσα ν ’ απλώ νεται μ α λα κιά και κ αταγά λανη, είδα τους γλά ρους να κυ μα τίζουνε πώ ς να τα ξαναβρώ τα λό για εκείνα το υ ποιητή; - άκουσα μ έσα μ ο υ τη ζωή ν ’ αναβλύζει, κι αγάπη σα τόσο βαθιά, τόσο μοναδικά , τόσο α π έραντα την Ε λλάδα, πο υ ένιω σα ξα φ νικά π ω ς μ π ο ρο ύ σ α να πεθάνω αφ ού έζησα αυτή τη στιγμή, τα είχα ζήσει όλα. Α π ό πάνω μ ο υ ά κο υ γα το επίμονο φ τερ ούγισ μα ενός πο υλιο ύ , ήξερα πω ς ήτανε γεράκι, ήτανε ο θάνα τός μ ο υ π ο υ φ τερ ο ύγιζε και γύ ρισ α να κοιτάξω . Ή τα νε περιστέρι. Σηκώ θηκα κι έκανα τα τρία βήμ ατα πο υ απομένανε. Μ ε περιμένα νε όλοι, όλοι. Δ εν έλειπε κανείς, ο ύτε κα ι η άδεια μ ο υ κ αρέκλα, ούτε η πένα π ο υ θα υπόγρα φ α . Ό λ ο ι και όλα ή ταν εκεί. - Δ ε θα σας απασχολήσω π ο λύ κύριοι, είπα. - Κ αθίστε. - Ό χ ι, ευχαριστώ . Ή ρθ α μό νο να σα ς πω ότι δ εν θα υπογράψ ω . - Πώς; Μ α το πρω ί...
Κ
αψιερωμα/51
- Έ χ ετε δίκιο. Ό μω ς, π ριν μπω εδώ, σταμάτη σ α και κουβέντιασα μ ε τη συνείδησή μου. - Έ κ α ν ε ς σε κανέναν κακό; τη ρώ τησα. Μ ου είπε: Ό χ ι. Α γα π ά ς όλο τον κόσμο; Μ ου απάντησε, ναι. Α γ α π ά ς πο λύ την Ε λλάδα; Μ ου είπε: Α πέρα ντα . Β λέπ ετε κ ύριο ι α υ τά τα πρ ά γμ α τα οι άνθρω ποι τα ζουν, δεν τα υπογράφ ουν. Κ αι έφ υγα. Έ τσ ι π ου ακο υμπο ύσ αν τα μ ά γο υλ ά μ α ς πάνω στα χέρια μας, είχανε τόσο τρέ'ξει τα δά κρυ α π ο υ τα μα νίκ ια μ α ς ή ταν μουσκεμένα. Ε κείνη την ώρα δεν ζούσαμε. Ή τα νε μία υπέροχη κοινω νία. - Γιάννης Ρίτσος. Τ όνε,ζη το ύ σα νε!Δ υ ο Α λφ αμίτες, δυο άντρακλες ίσαμε κει πάνω, μ ε πρόσω πα άγρια, ερχόντουσαν να τον π ά ρ ο υν α π ’ ανάμεσά μας. Έ π ρ ε π ε να τον προσ τατέψ ουμε, να τον υπερασπίσουμε. - Τ ί τον θέλετε; Τ ί θα τον κάνετε; Ε ίναι άρρω στος βαριά. Κ ι όμως, π ο τέ ά λλοτε δεν προδοθήκαμε. Κ άναμε το υ ς εθνικόφρονες, χειροκροτούσαμε, μ α ς ν ομίζανε π ια δικούς τους. Π αραξενευτήκανε. - Μα, π ο ιο ς είναι α υ τό ς κ αι κάνετε έτσι; - Ο π ιο μ εγά λ ο ς πο ιη τή ς της Ε λλάδας! Τα ά γρια μ ο ύτρ α το υς γεμίσα νε έκπληξη. Δ εν θα καταλάβ ανε τ ί είναι π οιητής, το πιο μεγάλος, όμως, το υς έκανε εντύπω ση κα ι το ν π εριμένα νε μ ε σεβασμό να σηκω θεί και να το υ ς ακολουθήσει. Σ α ν σ ε π ρο σ κύνη μα το ν π λησιάσαμε ένας ένας. Τα υγρ ά μ ά γο υλα σμίξανε και σε καθένα χώρια, σ ’ όλους μ α ζ ί μ ά ς έλεγε «σας αγαπώ , σα ς αγαπώ ». Σ α ν τον πήρανε, ξαμολυθήκαμε σαν τρ ελ ο ί κι όποιον βρίσκαμε μ π ρ ο σ τά μ α ς δίχω ς φ όβο να προδοθούμε, δίχω ς έγνοια, το υ λ έγαμε. «Σώστε το Ρίτσο, πή ραν το Ρ άσο, δεν πρέπ ει να π ά νε στα μ α ρ τύρ ια το Ρ άσο. Ό λ ο το στρατό πεδο γίνη κε πειθώ σ τ’ αυ τιά των σταυρω τήδω ν, για να σω θεί ο ποιητής. - Θα ’χει φοβερό α ντίχτυπο για σας. - Είναι άρρω στος πολύ. - Ε ίναι γνω στός στο εξω τερικό και θα γίν ετε ρεζίλι. Β οήθεια για το Ρ ίτσο! _ Μ όλις ξαναβ γή κε από τη Δ ιοίκηση, μ ά θ α με πω ς το ν πη γα ίνα νε σ τον 7ο λόχο, το λόχο των μαρτυρίω ν. Α ξιω μ α τικο ί π ο υ ίσαμε τα χτες το υ ς ν ομίζαμε ανήμερα θηρία, άνθρωποι π ο υ το υ ς λέγα μ ε πουλημένους. Ξ επεταχτήκανε μ έσα στη νύχ τα και τον α κολουθήσανε , Ξ αφ νικά ένας λο χ α γό ς παρ ο υσιάσ τη κε μ π ρ ο σ τά στο υς σ υνοδούς του ποιητή. - Δ ιατα γή από τη Δ ιοίκηση, ούρλιαζε, να μη ν τον πειράξουν. - Μ α απάνω μ ά ς είπ ανε να τον π αραδώ σουμε στο υς β ασανιστές. - Δ ια τα γή ! και τον κ α τά π ιε το σκοτάδι. Ά λ λ ο ς αξιω ματικός π ο υ δεν ή ξερε τι είπ ε ο προηγούμενος, ξ επετιέτα ι κ α ι δ ια τά ζει κι αυτός. - Ο ύτε τρίχα α π ’ τα μ α λ λ ιά το υ να μ η ν πειραχτεί. Δ ια τα γή από το Κέντρο. - Μ άλιστα. Έ φ τα σ ε στον 7ο λόχο πο υ το ν π εριμένα νε οι βασανιστές. Ίσ αμε κει μπ ρο σ τά φ τάσ ανε κι οι βαθμοφ όροι μ ε δ ια τα γές να μη ν πειραχτεί. Κ αι δεν τον πειράξανε. Το στρατό πεδο των ανάξιων, το στρατό πεδο τη ς προδοσίας, το στρατόπεδο του μ ίσους, το στρατό πεδο της ασκήμιας, μ έσα σε μ ια ν ώ ρα είχε ομορφήνει, είχε ανέβει ψηλά, πολύ ψηλά, εκ εί πο υ φ τερ ο ύγισ ε το π εριστέρι το υ π οιητή κι έκανε τ ’ α δ ύνα τα δ υνα τά για να τον σώσει. Ε κείνο το β ράδυ, η α γάπη το υ μ α ς είχε ξεσκεπάσει και είδα με πω ς δεν είμαστε προδότες, δεν είμ αστε άσκημοι. Μ έσα στα στήθια μ α ς χτυπού σε μ ια καρδιά, η καρ διά της αγάπης. *Διήγηση αυθεντική από τον Μάνθο Κιέτση, μόλις μιαν εβδομάδα μετά το γυρισμό του από τη Μακρόνησο. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ
52/αφιερωμα
Γιώργης Γιατρομανωλάκης
Ο Ποιητής και η Πολιτεία τιμή π ο υ γίν ετ α ι σήμερα α π ό τ ο ν Δ ή μ ο Α θ η ν α ίω ν σ το π ρ ό σ ω π ο του Γ ιά ννη Ρ ίτ σ ο υ , δ εν ο φ είλετ α ι, ό π ω ς εύ κ ο λα α ντ ιλα μ β ά νεσ θ ε, σε λ ό γ ο υ ς τ υ χ α ίο υ ς . Σ ύ μ φ ω να με το σ χετικ ό σ κεπ τικό ο π οιη τή ς - ό π ω ς κ α ι ο ι λ ο ιπ ο ί εκ λε κ τοί συντιμ ώ μ ενοι - τιμ ά ται σε α να γνώ ρ ισ η τω ν υ π η ρ εσ ιώ ν π ο υ π ρ ο σ έφ ερ ε στην π όλη τω ν Α θ η ν ώ ν κ α ι σ τον α θ η ν α ϊκ ό λα ό . Ιδ ού επ ομ ένω ς το α π λ ό ερώτημα: Π ο ιες υ π η ρ εσ ίες π ρ ο σ έφ ερ ε στην Α θ ή ν α κα ι σ το λα ό της ο Μ ονεμ βα σιώ τη ς ποιητής; Θ α ή τα ν α φ ελ ές εκ μέρο υ ς μο υ , κυ ρ ίες κ α ι κ ύ ρ ιο ι, κ α ι γ ια τη ν οη μ ο σ ύ νη σ α ς ό χ ι α νεκ τ ό , σ ή μ ερα , μέσα σ τον ελά χισ το χ ρ ό ν ο της π ρ ο σρ ή σ εώ ς μ ου , ν α α π ο π ειρ α θ ώ ν α δώ σω στο α π λ ό α υτό ερώ τη μα, κα ι στην έκταση π ο υ θ α επ ιθ υ μ ο ύ σ α , πλή ρη α πά ντη σ η . Ο ι υ π η ρ εσ ίες το υ Γ ιά ννη Ρίτσου π ρ ο ς τ ο ν α θ η ν α ϊκ ό λ α ό , π ρ ο ς τ ο ν ελληνικό λ α ό γε νικ ό τε ρ α , α λλά κ α ι π ρ ο ς τ ο ν ο ικ ο υ μ ενικ ό ά νθ ρ ω π ο δ εν μ π ο ρ ο ύ ν ν α μ ετρ η θού ν μέσα σε μια β ρ α χ εία ή κ α ι εκτεταμένη ο μ ιλία . Γ ενικ ά ο ι υ π η ρεσ ίες τω ν π οιη τώ ν δ εν μετρ ού ντα ι με α ρ ιθ μ ο ύ ς. Ε π ειδ ή όμω ς είμα ι υ π ο χ ρ εω μ έν ο ς κ α ι ν α α ν α φ έρ ω έστω μια σ υγκ εκρ ιμένη υ π η ρ εσ ία π ο υ ο π οιη τή ς π ρ ο σ έφ ερ ε σ το ν λ α ό α υτής της π ο λ ι τ εία ς, α πα ντώ : Το Δοξαστικό των Αθηνών - α υ τή είν α ι μια π ο λ ύ σ υγκ εκρ ιμένη υ π η ρ εσ ία π ο υ π ρ ο σ έφ ερ ε ο ποιη τή ς. Ν α εξηγηθώ . Ο Γ ιά ννη ς Ρ ίτσ ος δ εν είν α ι Α θ η ν α ίο ς μ ο λ ο νό τι κ α τοικ εί στην Α θ ή ν α α π ό τ ο 1925, εκ τός β έβ α ια α π ό τις π ερ ιπ τ ώ σ εις εκ είνες της ο ικ ειο θ ελ ο ύ ς φ υ γ ή ς του ή ό σ ες φ ο ρ ές με τ ρ ό π ο β ία ιο κ α ι β ά ρ β α ρ ο οδ ηγή θ ηκε στην εξ ο ρ ία . Ο ύ τε όμω ς είν α ι κ α ι φ α να τ ικ ό ς Μ ονεμ βα σιώ τη ς, μ ο λ ο νό τ ι εκεί σ τη ν Μ ονεμ β α σ ιά γεννή θη κ ε κ α ι εκεί σ υ χ ν ά επ ι σ τρ έφ ει, ψ υ χή τε κ α ι σώ ματι. Ο Γ ιά ννη ς Ρ ίτσο ς
Η
κ α το ικ εί σ ε ολόκ ληρ η την ελληνική επ ικ ρ ά τ εια , α υ τ ό ν τ ο ν γεω γ ρ α φ ικ ό χ ώ ρ ο π ερ ιτ ρ έχ ει σ υνεχώ ς, ενώ , την ίδια σ τιγμή, είν α ι έν α ς α π ό τ ο υ ς ελά χ ι σ το υ ς π ο ιη τ ές με τό σ ο α νεπ τυ γμ ένη την αίσθηση της ο ικ ο υ μ ενικ ό τη τα ς κα ι του κ ο σ μ ο π ο λιτισ μ ο ύ. Ο χα ρα κ τη ρ ισ μ ό ς του Ε μ π ειρικ ο ύ γ ια τ ο ν B re to n ως «ηρω ικό π ο υ λ ί της ο ικ ο υ μ έν η ς» , τ α ιρ ιά ζ ει α π ό λ υ τ α κ α ι σ το ν τιμώ μενο σήμερα π οιητή. Ό μ ω ς π α ρ ά την εθνικ ή του δια θ εσιμ ό τη τα, π α ρ ά τη δ ιά χυσ ή το υ στην Ε λ λ ά δ α κ α ι σε όλη τη γη - θ α ά ξ ιζ ε , π ισ τ εύ ω , ν α κα τα ρτισ θεί κ ά π ο τ ε ο ελλ η νικ ό ς κα ι ο π α γ κ ό σ μ ιο ς χά ρτη ς του Ρ ίτσου κ α ν είς ά λ λ ο ς Έ λ λ η ν α ς πο ιη τή ς (με την εξα ίρ εσ η , ίσω ς, το υ Π α λ α μ ά , κα ι δ εν είν α ι τ υ χ α ία η σ ύ μπτω ση) δ εν δ ό ξα σ ε τ ό σ ο π ο λύ την π ό λη α υτή, δ εν μερίμ νη σε τ ό σ ο π ο λ ύ γ ια την Α θ ή ν α . Λ έω σ κ ό π ιμ α « δ ό ξα σ ε» κι ό χ ι «τρ αγούδ ησ ε» επ ειδ ή η δ ό ξ α κ α ι ο έπ α ιν ο ς της Α θ ή ν α ς κ α ι του λα ο ύ της είν α ι π ο υ δ ια τρ έχει την εκτενή π οίησ η του Ρ ίτ σ ο υ , α π ό την επ ο χή τω ν πρ ώ τω ν σ υνθ έσ εώ ν του ώς σήμερα . Η Π ο λ ιτ εία του είν α ι μία: η Α θ ή ν α . Η Α θ ή ν α τω ν σ υ ν ο ικ ιώ ν , της σκο τεινή ς α σ φ ά λ τ ο υ , τω ν κλειστώ ν ή τω ν α νο ικ τώ ν π α ρ α θ ύ ρ ω ν, τω ν λα ϊκώ ν δ ρό μ ω ν, η Ο μ ό νο ια , τ ο Σ ύ ντ α γ μ α , ο Π α ρ θ ε νώ ν α ς , α νά λ α φ ρ ο ς σ α ν φ α νελ ά κι α θλ η τ ικ ό , η Α θ ή ν α της Α ν τίσ τ α σ η ς, της σ υ ν ο μ ω σία ς, τω ν σ υντρο φ ικ ώ ν α γώ νω ν, τω ν μα ρ τύ ρ ω ν κ α ι τω ν β α σ α ν ισ θ έν τ ω ν , το ερ γο σ τ ά σ ιο , η α γ ο ρ ά , ο σ υ ν ο ικ ια κ ό ς κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς, το φ εγ γά ρ ι της Α θ ή ν α ς , το τρ αμ ή το λεω φ ο ρ είρ.
λαχειοπώ λες, κουλονρτζήόες, παπλωτ ματάδες, τροχιστές κόσμος σ τις θυρίδες τον ταχυδρομείου Γκα ράζ μ ’ ορθάνοιχτα στόματα, π ρ α τήρια βενζίνας
αφιερωμα/53
ερ γά τες το ν τουβλάδικου, τσιμεντάδες, ' χτίστες, νταμαρτζήδες Μ ια νέα κοπέλλα καταμόναχη στο λ α ϊ κό ζαχαροπλαστείο Θ α επ ιθ υ μ ο ύ σ α , όπ ω ς α ντ ιλα μ β ά ν εσ θ ε, κ υ ρ ίες κα ι κ ύ ρ ιο ι, ν α δια θ έταμ ε π ερ ισ σ ό τ ερ ο χ ρ ό ν ο ώστε ν α μπ ορ έσ ουμ ε ν α α να φ ερ θ ο ύ μ ε σε όλα εκ είνα τ α π οιή μ α τ α κ α ι τις δ ο ξα σ τ ικ ές μνείες τω ν Α θ η ν ώ ν , ό π ω ς έχ ο υ ν εκ φ ρα σ θ εί α π ό τ ο ν π οιητή. Α λ λ ά , είπ α μ ε - α υ τ ά σε άλλη ώ ρα. Τ ε λειώ ν ον τ α ς όμω ς θ α ή θ ελ α ν α α να φ έρ ω μια ιδια ιτέρω ς σημαντική σ ύνθ εση το υ Γ ιάννη Ρίτ σ ο υ , π ο υ έχει α π οκ λεισ τ ικ ό θ έμα της την Α θ ή ν α κ α ι το λα ό της. Α ν α φ έρ ο μ α ι στη σ ύνθ εση του 1952-53, «Α νυπότακτη Π ολιτεία». Ο π ο ιη τή ς μ όλις έχει επ ισ τ ρ έφ ει (γ ια μια φ ο ρ ά α κόμη ) στην π ο λιτ εία με τ ο «βα μ μ ένο α μ π έχ ω ν ο της εξ ορ ία ς». Ό ,τ ι φ α ίν ετ α ι ν α τ ο ν εν δ ια φ έρ ει π ερ ισ σ ότ ερ ο είν α ι ν α μ ά θει τί γίν ετ α ι μέσα στην π ο λ ιτ εία α υτή, στα μετόπ ισ θεν του δικ ο ύ α γώ να . Δ ε ν ζη τά π λη ρ ο φ ο ρ ίες α π ό κ α ν έν α ν ά λλο π α ρ ά α π ό την ίδια την Π ολ ιτ εία τ ο υ , π ο υ , α νυ π ό τα κ τη ή υ π ο τ α γμ έν η , ζε ι την κα θ η μ ερ ινό τη τα μετά τα ηρ ω ικά χ ρ ό ν ια κ α ι επ α να σ τα τ ικ ά χ ρ ό ν ια . Τ ο π ο ίη μ α α νο ίγ ει νύ χ τ α κ α ι α ν ά λ ο γ ο ς είν α ι χ α ιρ ε τισ μ ό ς,
Κ αλησπέρα αγαπημένη Πολιτεία, καλησπέρα
α φ ο ύ επ ισ κ εφ θ εί την π ό λη κ α ι κ α τ α γρ ά ψ ει δ ρ ό μο υ ς, κ τίρ ια , α νθ ρ ώ π ο υ ς κ α ι α ισ θ ή μ α τα , φ τ ά ν ει στο τέλο ς. Η Α θ ή ν α , σοφ ή κ α ι π α ιδ α γ ω γ ικ ή , τ ο ν ο δ ή γη σ ε στην α π ο κ ά λυψ η κ α ι τη β α θ ιά γνώ ση: ν α ζο ύ μ ε με ελπ ίδ α κ α ι φ ω ς. Ο π ο ιη τή ς σ υ ν ειδ η τ ο π ο ιεί τη μεγάλη α λή θ εια π ο υ κρ ύ βει η π όλη τ ο υ , μια α λ ή θ εια π ο υ δ εν π ρ ο έρ χ ετ α ι α π λ ώ ς α π ό τα κ α θ η μ ερ ινά κ α ι ο ρ α τ ά , α λλά εκ π ο ρ εύ ετα ι, α π ό τη μυστική κ α ι μουσική π α ρ ο υ σ ία εν ό ς α ό ρ ατο υ κ α ι α νεξά ντ λη τ ο υ θιά σ ο υ π ο υ ά γ ρ υ π ν ο ς κ α ι α κ ο ύ ρ α σ το ς δ ια τ ρ έχ ει την π ο λ ιτ εία αυτή κα ι την εμ ψ υχώ νει. Μ ε τη σ ειρά του ο πο ιη τή ς χ α ι ρετά ,
Α πολιτεία, πολιτέία ανυπότακτη, ανυπότακτη, ανυπότακτη. Κ ανένας δεν κοιμάται πια εδώ πέρα κανένας δεν π εθαίνει π ια εδώ πέρα. Οι μά νες περιμένουν μ π ρο ς σ τις άδειες σ κάφ ες να ζυμώ σουν τ ’ αλεύρι της ειρήνης, ενώ στο βάθος α κόνγεται ο μεγά λο ς θόρυβος καθώ ς γκρεμ ίζεται στο φως το τελευταίο τετράγω νο της νύχτας. Η πο λιτεία μ α ς είναι εδώ. Ε ίναι πα ντού η πολιτεία μας. ☆
Α π ό δω οι σημαίες μας. Α π ό δω. Το εμβατήριο. - Ε μπρός. Γεια σας, γειά σας.
☆ ☆ Α μ έσ ω ς όμω ς ο π οιη τή ς α φ ή ν ετ α ι ν α δ ια τ ρ έξει Η πολιτεία μ α ς δεν σταματάει. Η πολιτεία μ α ς την π ό λη . Ε κ είν ο τ ο βρ ά δυ της επ ιστρ ο φ ή ς το υ η συνεχίζεται Α θ ή ν α του έδω σε έν α μεγά λο τ α ξίδ ι. Σ ιγ ά σ ιγά χ ά νε τα ι η μ ελαγχολική ν ύ χ τ α , η π ίκ ρ α κα ι η Η πο λιτεία μ α ς δεν έχει άλλη τελεία α π ’ τον ήλιο. α π ο γ ο ή τευ σ η του ποιητή λιγ ο σ τ εύ ο υ ν κα θ ώ ς α ρ χ ίζ ει ν α φ ω τίζει π ά λ ι. Κ α ι ό π ω ς σ υνή θ ω ς γίν ετ α ι . Ι,φλημέρα, Π ολιτεία, καλημέρα. με τ ο ν δια λεκ τικ ό Ρ ίτσο, α λ λ ά ζει κ α ι εδώ η δ ιά Κ αλή μέρα, οικουμένη. θεσή το υ με την π ά ρ ο δ ο του π ο ιή μ α τ ο ς. Έ τ σ ι
54/αφιερωμα
Ρομπέρ Κατρπουέν
Ο άνθρωπος Τον Γιάννη Ρίτσο δεν τον ξέρω προσωπικά. Κι ίσως - όπως άλλωστε τόσες φορές έχω ακούσει να λένε κι έχω διαβάσει - να 'ναι άπρεπο που αρχίζω το κείμενό μου στο πρώτο ενικό πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας. Ειδικά όταν μπρος στην προσωπικότητα και στη μοναδικότητα αυτού του ποιητή και καλύτερα, αυτού του ανθρώπου, η δική μου προσωπικότητα ωχριά. Έζησα όμως στην ίδια γη που ζούσε αυτός φυλακισμένος, ελεύθερος εγώ. Κι αυτός είναι ίσως ο μόνος λόγος που μου δίνει το δικαίωμα να μιλήσω γι’ αυτόν, αυτή η ματαιωμένη, στο χώρο και στο χρόνο, συνάντηση. Γιατί δεν τολμώ βέβαια να μιλήσω σαν ποιητής προς ποιητή, ούτε καν σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. ερ ικ οί α π ό μ α ς θ α ρ ρ ο ύ ν π ω ς ξ εκ ρ έμ α σ α ν το φ εγ γ ά ρ ι α νε β α σ μ έν ο ι στην πλά τη του Π ή γα σ ο υ (κ ι είν α ι μια σ εβαστή ψ ευ δ α ίσ θ η σ η ). Ή θ εω ρ ού ν εα υ τ ο ύ ς γ ν ή σ ιο υ ς , α π ό γ ο ν ο υ ς του Π ρ ο μ η θ έα (α ς μην τ ο υ ς ρ ίξο υ μ ε τη ν π έτ ρ α το υ α να θ έμ α τ ο ς - μ π ορ εί αυτή η π έτ ρ α η τ ό σ ο σ υ χ ν ά κ ου β εν τ ια σ μ έν η μες στην π οίη σ η το υ Ρ ίτσο υ ν α έχ ει τη δ ύναμ η ν α γυ ρ ίσ ει π ά ν ω μ α ς). Α ν όμ ω ς π ρ έπ ει ν α μιλήσω γ ι ’ α υ τ ό ν , δ εν ξέρ ω π ο ιο ς α π ό τ ο υ ς δ ύ ο ό ρ ο υ ς το ύ τ α ιρ ιά ζ ε ι κα λύ τ ε ρα: του α νθ ρ ώ π ο υ ή το υ πο ιη τή . Π α ρ ’ ό λ ο π ο υ είν α ι δ η μ ιο υ ρ γ ό ς, κ α ι με κ ίν δ υ ν ο ν ά π ρ ο κ α λέσ ω την έκ πλ η ξη , δ ίκ α ια ή ά δ ικ α , α λλά με β α θ ιά π ε π ο ίθ η σ η , εκτιμώ ότι α υ τ ό π ο υ π ά ν ω α π ’ ό λ α κ α ι κυ ρ ίω ς τ ο ν δ ια κ ρ ίν ει είν α ι η π ο ιό τ η τ α του α ν θ ρ ώ π ο υ . Δ ε ν εν ν ο ώ , β έβ α ια , κ α τ ά τ ρ ό π ο εγ κ ε φ α λ ικ ό , κ α τα χρη σ τικ ό κα ι κ ά π ω ς χ α ζ ό α κ ό μ α ,
Μ
αφιερωμα/55 ότι η α νθ ρ ω π ιά κ ορ υ φ ώ νετ α ι στην π οίησ η κα ι στη φ ιλ ο σ ο φ ία (π ρ ά γμ α π ο υ έτσι κι α λλιώ ς α λη θ εύει): α λλά ότι ο Ρ ίτσος σ υμ π ερ ιφ έρ θ η κ ε σ ’ όλη το υ τη ζω ή σ α ν ά ν θ ρ ω π ο ς , π ο υ υ π ή ρ ξε κ α ι π α ρ α μ έν ει έν α ς ά νθ ρ ω π ο ς. Μ α θ α ίν ο ν τ α ς π ω ς ο π οιη τ ή ς είχε εξο ρ ισ τεί στη Λ έ ρ ο α π ό το Σ επ τέμ βρ η ώ ς τ ο Δ εκ έμ βρ η του 1968, δ ια π ισ τ ώ νω ότι β ρ ισ κ ό μ ο υ να την ίδια π ε ρ ίο δ ο κι εγώ εκεί. Ν ω ρ ίτ ερ α , μια ω ρ α ία μέρα το υ Α π ρ ίλ η του 1967, σ τις 21 το υ μή να , δ εν μ π ό ρ εσ α ν α π ά ω α π ό τα Π α τ ή σ ια σ το κ έντ ρ ο της Α θ ή ν α ς , ν α π ιω ο ύ ζ ο με κ ά π ο ιο υ ς φ ίλο υ ς κ α λλ ι τέχ ν ες σ το π α λ ιό κ α φ εν είο τ ο υ Α π ό τ σ ο υ , γ ια τ ί τα τα νκ ς έφ ρ α ζα ν τ α σ τα υ ρ οδ ρ ό μ ια . Δ ε ν σ υ ν ει δ η τ ο π ο ιο ύ σ α ότ ι αυτή την ίδια στιγμή ο Ρ ίτσος ζο ύ σ ε ό ρ θ ιο ς μέσα σ τον Ιπ π ό δ ρ ο μ ο , με τη β α λιτ σ ο ύ λ α του - ν έ α εκ δοχή μ ια ς α ιώ ν ια ς φ υ λ ά κ ι σ ης. Α ρ γ ό τ ερ α , α π ό το Μ άη ώ ς τ ο ν Ιο ύ λη , χ τ υ π ο ύ σ α κυ ρ ιολεκ τικ ά τ ο κ ε φ ά λι μου σ το ν τ ο ίχ ο γ ια μια χα μ ένη α γ ά π η , χ ω ρ ίς ν α ξέρ ω ό τι ο Ρ ί τσ ο ς ή τ α ν ε φ υλ α κ ισ μ έ νο ς στη Γ υά ρ ο γ ια την α γά π η ολω νώ ν. Τ η ν επ όμ ενη χ ρ ο ν ιά ό μ ω ς, α π ό τ ο ν Α π ρ ίλ η ώς τ ο ν Ιού λη , π α τ ο ύ σ α τ ο ίδιο χώ μ α της Λ έ ρ ο υ μ’ α υ τ ό ν , α γ ν ο ώ ν τ α ς την ύ π α ρ ξή τ ο υ , α να π ν έα μ ε το εσ π ερ ιν ό ά ρω μ α π ο υ α ν α δ ίν ε ι η ικ α ν ο π οιη μ έν η γη , κ ο ιτ ά ζα μ ε τ ο ν ό μ ο ρ φ ο ή λιο π ο υ α να τ έλλ ει στην Τ ο υ ρ κ ία κ α ι δ ύ ει σ τις Κ υ κ λ ά δ ες, φ υ λ α κ ισ μ έ νο ς εκ είνο ς , ν α υ π ο φ έρ ει γ ια μια π ιο υψ ηλή ιδέα του α νθ ρ ώ π ο υ , ελεύθ ερ ο ς εγώ , ν α χ α ίρ ο μ α ι ξ έγ ν ο ια σ τ α τη λευ τ ερ ιά μου. (Κ ά π ο ιο ς εκ είνη τη χ ρ ο ν ιά μού π ρ ό σ φ ερ ε ένα βό τ σ α λο σ τολ ισ μ ένο μ’ έν α σ χέ δ ιο , π ο υ α γ κ ά λ ια ζ ε τ ο φ υ σ ικ ό του σ χή μα . Έ ν α ς κ ρ α τ ο ύ μ εν ο ς σ το Π α ρ θ έ νι τού είχε δώ σ ει την α ξ ία εν ό ς κ α λλ ιτ ε χ ν ή μ α τ ος. Π α ρ ισ τ ά νει μια γυ μ νή κ ο π έλ α , κα ι βρ ίσ κ ετα ι τώ ρ α σε έν α μικ ρό ξ ύ λ ιν ο κ ο υ τ ί, α ν ά μ εσα σε ν ο μ ίσ μ α τ α , ση μ α τάκ ια κ α ι κ ο ν κ ά ρ δ ες). Ο λ ’ α υ τ ά δ είχ ν ο υ ν π ω ς τ ο γε ω γ ρ α φ ικ ό γε ιτ ό ν εμ α μ π ο ρ εί ν ’ α ντ ισ το ιχ εί σε λ ό γ ο υ ς α ντίθ ετο υς: εγ ω ισ μ ός, εγκα τάλειψ η στην ευ τ υ χ ία , μη -δη-
Αεξιά: έργο του Ρήσου πάνω σε ρίζα Αριστερά: πέτρες ζω γραφισμένες από τον ποιητή
μ ιο υ ρ γ ία σε σ υνθ ή κ ες ελ ε υ θ ερ ία ς γ ια τ ο ν έ ν α ν ενώ α ντ ίθ ετ α , π ό ν ο ς γ ια μια υ π ό θ εσ η , δ η μ ιο υ ρ γ ία σε σ υ ν θ ή κ ες εγκλεισ μού γ ι α τ ο ν ά λ λ ο ν . Ε ίν ’ ω σ τό σο α υ τ ο ί ο ι λίγ ο ι μή νες σ υμβ ίω ση ς π ά ν ω σ το ίδ ιο νη σ ί π ο υ μου δ ίν ο υ ν το δ ικ αίω μα γ ι ’ α υ τ ές τ ις λίγ ες γρ α μ μ ές. Η μα τα ιω μένη δ ια σ τα ύρω ση τω ν π επ ρ ω μ ένω ν . Η δ ια π λο κ ή τω ν ν η μ ά τ ω ν π ο υ υ φ α ίν ει η Μ ο ίρ α .
[................. ] ς κ ο ιτ ά ξο υ μ ε έν α π ο ρ τ ρ α ίτ ο το υ Ρ ίτσου: εί ν α ι τ ο π ρ ό σ ω π ο εν ό ς Έ λ λ η ν α κα ι κυ ρ ίω ς τ ο π ρ ό σ ω π ο εν ό ς ό μ ο ρ φ ο υ Έ λ λ η ν α . Θ α π α ρ α τ η ρήσει κ ά π ο ιο ς ότι η ο μ ο ρ φ ιά δ εν έχει κ α μ ιά δ ο υ λ ειά εδώ - λογική π αρ α τή ρ η σ η . Κ ι ό μω ς, έχει. Σ τα τ υ π ικ ά χ α ρα κ τη ρ ισ τικ ά της φ υ σ ιο γν ω μ ία ς, εύγλω ττης α φ ’ εα υτή ς, η ο μ ο ρ φ ιά φ έρ ν ει το σ υ μπ λή ρ ω μ ά της. Η α π ό δ ειξ η είν α ι κα τά κ ά π ο ιο τ ρ ό π ο π ισ τ ο π ο ιη μ έ νη . Η ελληνική ισ το ρ ία μ α ρ τ υ ρ εί γ ι ’ α υ τ ό . Α ς σ κ εφ το ύμ ε, λ ο ιπ ό ν , τ ο υ ς ήρ ω ες της Α ρ χ α ιό τ η τ α ς , τ ο υ ς έ ν δ ο ξ ο υ ς π ο λ εμ ι
Α
σ τές το υ π ο λ έμ ο υ της Τ ρ ο ία ς: Α χ ιλ λ έα ς , Π ά τ ρ ο κ λ ο ς, Έ κ τ ο ρ α ς , Ο δ υ σ σ έα ς , ό μ ο ρ φ ο ι κι α ντρ ειω μ έ νο ι. Τ ο π α ρ ά δ ε ιγ μ α τω ν π ο λεμ ισ τώ ν δ εν είν α ι τ υ χ α ίο . Ο Ρ ίτσο ς ξεχ ω ρ ίζει κ α ι α π ό τ ο ν α γώ να τ ο υ . Κ α ι ν ά π ο υ π ά ν ω στην α π ό δ ειξ η του Έ λ λ η ν α , εγγεγρα μ μ ένη στην α ντίσ το ιχη φ υ σ ιο γν ω μ ία , η ο μ ο ρ φ ιά , ο α γώ να ς , το θ ά ρ ρ ο ς κ α ι η ευ γέν εια θ έτ ο υ ν τη ν τ ετρ απ λή τ ο υ ς σ φ ρ α γίδ α . Τ ετρ α π λή α π ό δ ειξ η αυτή τη φ ο ρ ά το υ α νθ ρ ώ π ο υ , με το A κ ε φ α λ α ίο του α λη θ ιν ο ύ α νθ ρ ώ π ο υ , π ο υ δ εν έχει α νά γκ η α π ό κ α ν έν α ά λ λ ο π ισ τ ο π ο ιη τ ικ ό κ α ι π ο υ ω σ τό σ ο τ ο ν α ν α δ ε ίχ ν ε ι επ ιπ λ έο ν η λα μπ ρ ή σ φ ρ α γ ίδ α το υ π ο ιη τ ή , π ο υ μ π α ίνε ι π ά ν ω σ ’ ό λ ες τις ά λ λ ες, χ ω ρ ίς ν α τις κ α λύ π τ ει. Χ ά ρ η σ ’ α υτή ν μάς είν α ι γν ω σ τ ό ς α υ τ ό ς ο ά νθ ρ ω π ο ς κ α ι μεσ’ α π ’ α υ τ ό ν τ ο ν ά νθ ρ ω π ο , ο ι Έ λ λ η ν ες , η μ ο ίρ α τ ο υ ς , ο α γ ώ να ς τ ο υ ς , η ζω ή τ ο υ ς , ο θ ά ν α τ ό ς τ ο υ ς. Ο π ο ιη τ ή ς ε ίν ’ έν α ά γα λ μ α π ο υ ’χ ει γ ίν ε ι δ ιά φ α νο . Η μ ο ίρ α το υ Α χ ιλ λ έα κ α ι της Ε λ λ ά δ α ς δ ε χ ω ρ ίζ ο ντ α ι. Τ ο ίδ ιο σ υ μ β α ίν ει κ α ι με τ ο Ρ ίτσο . Μ ε τη δ ια φ ο ρ ά ό μω ς, α φ ο ύ π ή ρ α τ ο π α ρ ά δ ε ιγ μ α του Α χ ιλ λ έα , ότι α υ τ ό ς θ έλη σε ν α ξ εφ ύ γ ει, ό π ω ς μας λ έν ε, κ ρ υ μ μ ένο ς α νά μ ε σ α σ τις γ υ ν α ίκ ες, ενώ ο
56/αφιερωμα Ρ ίτσος δ εν το ’κ ά νε. Σήκω σε τη μ οίρ α το υ μέχρι τ ο ο ρ ια κ ό σ ημείο. Α ς φ α ντα στο ύ μ ε γ ια μια σ τιγ μή π ω ς έν α ς α ξιω μ α τικ ό ς μας λέει: « α π ο κ ή ρ υ ξε, α ρνή σ ου τα σ φ ά λμ ατά σου κα ι βά λε μια υ π ο γ ρ α φή μ ό ν ο , έχεις π έντ ε λεπ τά για ν ’ α π ο φ α σ ίσ εις, δ ια φ ορ ετ ικ ά σε π ά μ ε στα β ρ ά χ ια , σε ξεγυ μ ν ώ ν ο υ μ ε, σου β γ ά ζο υ μ ε τα μά τια, σου χώ νο υ μ ε την κά νη εν ό ς μ υ δρ α λλιο βό λ ο υ σ το ν κώ λο κ α ι ρ ί χ ν ο υ μ ε μια δεσμ ίδ α , σου κ ό β ο υμ ε το κ εφ ά λι κ α ι σε θ ά β ου μ ε», κα ι ν ’ α π α ν τ ά μ ε σ τα θ ερ ά , ό π ω ς ο Ρ ίτσος. « Ό χ ι » . [...] Ά ν τ ρ α ς , γ ιο ς του π α τ έ ρ α τ ο υ , α π ό γ ο ν ο ς τω ν π ρ ο γ ό ν ω ν τ ο υ , κα ι κ α τ’ α υ τ ό ν τ ο ν τ ρ ό π ο σ υνδεδ εμ ένος με τ ο π α ρ ελ θ ό ν, ο Ρ ίτσος έχει το α ίσ θ η
μα της μ οίρ α ς. Ά ν θ ρ ω π ο ς σ ύ γχ ρ ο ν ο ς , εξεγείρ ετ α ι εν ά ντ ια στην ιδέα α υτή, μια ς μο ίρ α ς π ο υ μας ο δ η γε ί, ξ έρ ο ντ α ς κ α λά π ω ς είν α ι δίκ ιά μ α ς δ ο υ λειά ν α την οδ ηγή σο υ με κα τά τη θέλησή μας. Έ λ λ η ν α ς όμω ς, γν ή σ ιο ς κλ η ρ ο νό μ ο ς της βα θ ιά ς κλασ ική ς σκέψης· η μ οίρ α ό π ω ς την εν ν ο εί δ εν είν α ι σ υνοπ τικ ή σ α ν τη δική μ α ς - είν α ι π ο λύ π ιο δ ιεισ δυ τική. Ο Ρ ίτσος π ολύ θ α ήθ ελε ν α στείλει τη Μ ο ίρ α π ά ν ω α π ό τ ο υ ς α νεμ ό μ υ λο υ ς. Ό μ ω ς , ό χ ι μό νο του έχ ο υ ν μά θ ει π ω ς κ α ν ο ν ίζ ε ι τις π ρ ά ξ εις τω ν α νθ ρ ώ π ω ν κ α ι τω ν Θ εώ ν, α λλά επ ιπ λ έο ν ξέρ ει ότι α κ όμ α κ α ι η εξέγερσ η εν ά ντ ια στη μ οίρ α εί ν α ι η ίδια μοίρ α , κα ι ό τι η γραμμή π ο υ α φ ή νει τη σ ελίδα γ ια ν α γρ α φ τεί στο π ερ ιθ ώ ρ ιο , δ ια σ χ ίζο ν τ α ς το π ερ ιθ ώ ρ ιο , σ α ν ν α λέμε εγ κ α τα λείπ ο ντά ς το γ ια το κ ε νό , μικρή α ντ ί ν α ’ν α ι μεγά λη, λυ σ σ ασ μένη, κ οφ τερ ή , α λα ξο ν ικ ή , μονα δική σ’ α ντ ί θεση μ’ όλ ες τις ά λλες γρ α μ μ ές, είν α ι χα ρα γμ ένη α π ό τη Μ οίρ α . (Ε ικ ό ν α στο τ έλος-τ έλο ς δια σκ εδασ τικ ή αυτή η εικ όν α της Μ ο ίρ α ς, σ α ν μια μαύρη κ ο υ ρ ελια σμένη μά γισ σα , π ο υ π ερ ιγρ ά φ ε ι τη δ ια δ ρομ ή της π τώ σ ης της π ά ν ω σ τις σ τέγες εν ό ς α νεμ ό μ υ λο υ , ότ α ν ο ι α νεμ όμ υ λοι θ α υ π ά ρ χ ο υ ν α κ ό μ α μ α ζί με τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς π ο υ τ ο υ ς π ο λεμ ά νε!) Ν α για τ ί, α να μ φ ίβ ο λ α , α υ τ ό π ο υ ο Ρ ίτσος χρ ω σ τάει στο Σ οφ οκ λή , γ ίγ α ν τ α ο ρ θ ό στο πρ ώ το σ κα λί της α νθ ρ ώ π ιν η ς μ ο ίρ α ς, κι α υ τ ό π ο υ χρ ω σ τά ει σ το Μ α γ ια κ όφ σ κ ι, γίγ α ν τ α σ τημένο στο κα τώ φ λι του μέλλοντο ς, α ντ ιπ α ρ α τ ίθ εντ α ι στο
έρ γο τ ο υ. Α ν τιπ α ρ ά θ εσ η π ο υ δ ια ρ κώ ς ξ εθ ω ρ ιά ζει θ α λέγα μ ε ή π ο υ είν α ι εδώ κα ι π ο λύ κα ιρ ό ξεθ ω ρ ιασ μένη π ρ ο ς μια ν α σύγκ ριτη ειρήνευση. Ο ι δ ύ ο ό ρ ο ι της δ ίχω ς λύση σ ύγκ ρ ο υσ η ς α π ο σ ύ ρ ο ν τα ι μ α ζί γ ια ν α δ ώ σ ο υν ζω ή κ α ι λ ό γ ο σ ’ α υτό π ο υ δ εν μίλησε π ο τέ. Ή δ η , σ τον Κ α ζα ντ ζά κ η , με το στόμ α του Α λέξη Ζ ο ρ μ π ά , μ α θ α ίνο υμ ε π ω ς ό τ α ν κ α τ ρ α κ υλ ο ύν ο ι π έτ ρ ες, ο ι π λ α γιές ζω ντ α ν ε ύ ο υ ν , ή π ω ς το χ ο ρ τ ά ρ ι, μετά τη β ρ ο χή , εκ φ ρ ά ζ ε ι κά τι π ο υ δ εν το κ α τ α λα β α ίνο υμ ε. Έ τ σ ι κι α λλιώ ς α υ τ ό είν α ι ιδια ίτερα ελλ η νικ ό - για τ ί στην Ε λ λ ά δ α τα π ρ ά γ μ α τ α π α ρ ο υ σ ιά ζο ν τ α ι κ α λύ τερ α α π ’ ο π ο υ δ ή π ο τ ε α λλο ύ , ζω ντ α ν εύ ο υ ν μέ σ α σ ’ έν α μ ο να δικ ό φ ω ς κ α ι είν α ι ό λ α , κ υ ρ ιο λε κτικ ά, φ α ιν ό μ ε να . Ο Ρ ίτσος όμω ς β α δ ίζ ει στο δ ρό μ ο ό π ο υ π ο ρ εύτη κε ο Κ α ζα ντ ζά κ η ς π ρ ο ς το α ντιθ ετικ ό μ υστή ριο, τη μυστηριώ δη αντίθεση το υ α νθ ρ ώ π ιν ο υ κ α ι, κα τά πρ οτίμ ησ η, π ρ ο ς τις ά ψ υ χ ες μ ορ φ ές. Α ν ο Ρ ίτσο ς α π ο δ ίδ ε ι σ ’ α υτά τ α π ρ ά γ μ α τ α τις εκ φ ρά σ εις τ ις δ ικ ές μα ς, α υ τ ό είν α ι α νθ ρ ω π ο μ ορ φ ισμ ός. (Τ ο ά γα λμ α του α νθ ρ ώ π ο υ π ο υ έγινε δ ιά φ α νο με την π ο ίη σ η , δ εν μας α π ο κ α λύ π τ ει ά ρ α γ ε ό λα ό σ α δ ια φ ο ρ ετ ικ ά θ α μα ς έκ ρυβε;) Κι α ν είν α ι α νθ ρ ω π ο μ ο ρ φ ισ μ ό ς, τα π ρ ά γ μ α τ α μας λέν ε α υ τ ά π ο υ δ ια φ ο ρ ετ ικ ά θ α έπ ρ επ ε ν α μας λέει ο ά νθ ρ ω π ο ς. Ο ά νθ ρ ω π ο ς όμω ς είν α ι υ π ο τ ιμη μένος κ α ι ο λ ό γ ο ς το υ δ εν είν α ι π ια α ξ ιό π ι σ τος. Ο Ρ ίτσος μ ετα δ ίδ ει τ ο υλ ά χ ισ το ν την α κ α τέργα στη έκ φ ρα ση (τις κινή σ εις, τα δ ά κ ρυ α ) του
αφιερωμα/57 α νθ ρ ώ π ο υ σ το π ρ ά γ μ α , έτσι ώ στε το μ ή νυμα της α νθ ρ ω π ιά ς, α μ ετ ά δοτ ο α π ό ά νθ ρ ω π ο σ ’ ά νθ ρ ω π ο , ν α του μ ετα δ ίδ ετα ι μέσ’ α π ό την α πό λ υτη α ντίθ εσ ή τ ο υ . Έ τ σ ι ώστε ν α νιώ σ ει σ υ γχ υ σ μ έ ν ο ς , έκ πλ η κ τος, κι η έκ πληξή του ν α το υ α ν ο ίξ ε ι τα μά τια.
ε λίγ α λ ό γ ια θ α λέγ α μ ε ό τι ο Ρ ίτσο ς π ρ ο σ π α θ εί ν α α π ο δ ώ σ ει στην α νθ ρ ω π ό τ η τα ό ,τ ι δ εν έχει, έτσι ώ στε δ ια β ά ζ ο ν τ α ς ν α μ π ο ρ έ σ ο υ μ ε ν α σ υ ν ειδ η τ ο π ο ιή σ ο υ μ ε εκ του α ντιθ έτο υ α υτό π ο υ δ εν κ α τ α λ α β α ίν ο υ μ ε π ια ευθέω ς. Τ α α γά λμ α τ α γ ε μ ίζο υ ν αυτή την π ο ίη σ η , κα ι φ α ίν ετ α ι π ω ς α ν κα θ η λ ώ ν ο ν τα ι ο λ ό γ υ μ να , δ ιά φ α ν α , ενώ η βρ οχή π έφ τ ει π ά ν ω σ το υ ς ώ μ ο υς τ ο υ ς , ή α ν τα γ υ ά λ ιν α μά τια τ ο υ ς έχ ο υ ν π έσ ει στα π ό δ ια τ ο υ ς , ή α ν β γ α ίν ο υ ν α π ό π η γ ά δ ια κι α ν ε β α ίν ο υ ν στα δ έντ ρ α , ή κ ρ α τ ά ν ε έν α φ α ν ά ρ ι, ο λ ’ α υ τ ά τα κ ά ν ο υ ν γ ια ν α μ α ς σ τείλ ο υ ν έν α μή νυ μ α π ο υ τ ρ εμ οσ β ή νει, σ α ν έν α επ α ν α λ α μ β α ν ό μενο κλ είσιμ ο του μα τιού. Τ ο ίδ ιο , α ν ο ά νθ ρ ω π ο ς νιώ θ ει την α νά γκ η ν α σ π ρ ώ ξει τ ο ν ώμο εν ό ς φ ίλ ο υ , κι ελλ είψ ει τ ούτου μια π έτ ρ α , γ ια *■' α κ ο ύ σ ει κι α υτή κ α ι ν α μ οιρ α στεί τ η ν ευτυχί τ ο υ . Ή α ν τ ο χ ελ ιδ ό ν ι κ ά θ ετ α ι στο υ φ ά δ ι τη ς γι ν α ίκ α ς κ α ι υ φ α ίν ει στη θέση της. Ή α ν το φε· γ ά ρ ι κ ά ν ει π ω ς δ εν π α ρ α τ η ρ εί τίπ οτα · ο λ ’ αυτ γ ίν ο ν τ α ι γ ια ν α μα ς δ ώ σ ο υ ν έν α μ ά θ ημ α, γ ια ν μα ς ν τ ρ ο π ιά σ ο υ ν π ο υ λείπ ο υ μ ε, π ο υ ξεφ εύγουμ
Μ
την κα τά λλη λη σ τιγμή, π ο υ ξ εχ ν ά μ ε, π ο υ π ετρ ώ ν ο υ μ ε α ντ ί ν α τ είν ο υ μ ε το χέρ ι ή ν ’ α νο ίξ ο υ μ ε τ η ν α γκ α λιά . Έ τ σ ι ο Ρ ίτσο ς εκ φ ρ ά ζει το θ ετικό του μή νυμα μεσ ’ α κ ρ ιβ ώ ς α π ’ α υ τ ό π ο υ δ εν έχει κ α ν έν α μέσο ν α ξ εφ ύ γ ει α π ό το μ ο ιρ α ίο , ο ύ τε το ελά χ ισ τ ο , κ α ι π ο υ είν α ι υ π ο τ α γ μ έν ο γ ι ’ α υ τ ό ν σ το α π ό λ υ το . Ν α ι, ξ εκ ιν ά μ ε κ α ι τελειώ νο υμ ε κάτω α π ό τα φ τερ ά της Μ ο ίρ α ς, (ό λ α τα δ ια ν ο η τ ικ ά σ τρα τη γή μ α τα π ο υ τ είν ο υ ν ν α μα ς κ ά ν ο υ ν ν α π ισ τ έψ ο υ με το α ντ ίθ ετ ο π α ρ α μ έν ο υ ν μ ά τ α ια ), τ ίπ ο τα δ εν μ α ς εμ π ο δ ίζ ει υ π ό την εξ ο υ σ ία της ά κα μπ της α νά γκ η ς κά τω α π ό την ο π ο ία βρ ισ κ ό μ α σ τε, ό π ο υ βρ ισκ ό μ α στε π ερ α σ τ ικ ο ί - ν α δ ρ ο υ μ ε, ν α β ο η θά μ ε, ν ’ α γα π ά μ ε. Ε ίν α ι μ ά λισ τα μια α ν α γκ α ιό τ η τα συμπ ληρ ω μ ατική , α π α ρ α ίτη τη , χω ρ ίς την ο π ο ία ο ά λ λ ο ς είν α ι α π ο γ υ μ ν ω μ έ νο ς α π ό ν ό η μ α , β α ρ α ίν ει υ π ε ρ β ο λ ικ ά , σ κ ο τ ειν ιά ζ ει τα π ά ν τ α κ α ι δ ε σ η μ α ίνει τ ίπ ο τα .
Ν α δ ια λ έξ εις μες στο έρ γο του Ρ ίτσου α υτό
58/αφιερωμα π ο υ υ π ο τ ίθ ετ α ι ότ ι είν α ι τ ο π ιο χα ρα κ τη ρ ισ τικ ό , τ ο κ α λύ τ ερ ο , είν α ι έν α α κα τό ρθ ω το εγχείρη μα . Δ ε ν υ π ά ρ χ ει θέση εδώ για τ ο π ερ ιτ τό ο ύ τε κα τά δ ιά ν ο ια γ ια π α ρ α γεμ ίσ μ α τ α , κ α ν έν α ς χώ ρ ο ς για τ ο π ο ιη τ ικ ό « π ερ ίπ ο υ » . Σ ε κ ά π ο ιο μ έρ ο ς, με κ ά π ο ιο τ ρ ό π ο , ό σ ο α π α λ ά κι α ν π ιέσ ετε έν α σ φ ο υ γ γ ά ρ ι π οτ ισ μ έ νο με α ίμ α , θ α βγει α ίμ α . Κ α ι ό π ο υ κι α ν α κου μ π ή σ ετε το α γα π η μ έ νο π ρ ό σ ω π ο , ο π ο ιο δ ή π ο τ ε α κ όμ α κ α ι τ ο π ιο τ α π ε ιν ό , θ α ’χετε σ τα δ ά χ τ υ λά σ α ς την α σύγκ ριτη γλ ύ κ α π ο υ σ α ς κ ά ν ει ν α το α γα π ά τ ε. Κ ι ό π ο ιο μέρο ς του κ ο ρ μ ιού π ο υ είν α ι δ ίπ λ α σ α ς δ ια λέξ ετ ε, γ ια έν α χ ά δ ι, θ α βρ είτε τ ο α σ ύ γκ ριτο θ α ύ μ α του δ ια λεχτο ύ κ ο ρ μ ιο ύ , π ο υ η ίδια η επ ιλο γή τ ο ο μ ο ρ φ α ίνει κι ά λ λ ο ό τ α ν π ια δ εν α μφ ιβά λλει. Η ισχυρή α ιτ ιολόγ η σ η , η επιτακ τικ ή εσ ω τερ ι κή α πα ίτησ η του Ρ ίτσου α φ ή ν ο υ ν τ ο π ε δ ίο ελεύ θ ερ ο στο ου σ ια σ τ ικ ό. Σ ε όλη τη δ ιά ρ κ εια τω ν π οιη τικ ώ ν του δ ια δ ρ ομ ώ ν ο ι α σ τ ρ α π ές δ ια δ έχ ο ν τ α ι η μία την άλλη . Β ρ ισκ ό μ α στε μπ ρ ο σ τά σ ’ έν α ό λ ο ν α π ό τ ο ο π ο ίο δ εν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α κ α τ α ρ γ ή σ ουμ ε τ ίπ ο τα , ν α εν νο ή σ ο υ μ ε τ ίπ ο τα . Ο α να γν ώ σ τ η ς βρ ίσκ εται μ π ρ οσ τά σ ’ έν α σ ύ μ π α ν , γ ια τ ο ο π ο ίο δ ικ α ιο ύ τ α ι ο ίδ ιο ς ν α σ κεφ τεί α ν α γ α π ά ει τις λ ο γ ο τ εχ νικ ές π ρ ο σ εγ γ ίσ εις , σ ύ μ π α ν π ο υ δια μ ορ φ ώ θη κ ε α π ό τις εκ ρή ξεις του Σ ο φ ο κλ ή, του Μ α γ ια κ ό φ σ κ ι κ α ι του σ ο υρ ρ εα λ ισ μ ο ύ . Μ α τ ι λ ο ιπ ό ν ! Δ ε ν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α εμ π ο δ ίσ ο υ μ ε τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς ν α έχ ο υ ν σκεφ τεί π ρ ιν ν α
’ρ θ ο υμ ε εμ είς σ το ν κ ό σ μ ο , κ ι ο ύ τε β έβ α ια γ ι ’ α υ τ ό τ ο λ ό γ ο τ ο υ ς α ντ ιγρ ά φ ο υμ ε! Σ τη ν π ρ α γ μ α τ ι κ ότη τα έν α ς σ υ ν εχ ή ς π ο ιη τ ικ ό ς κ ό σ μ ο ς γε νν ιέτ α ι α π ό τ ο ν ά νθ ρ ω π ο π ο υ π ά ν τ α ξ α ν α ρ χ ίζ ε ι α π ό τα π α ιδ ικ ά το υ χ ρ ό ν ια , τις δ ο κ ιμ α σ ίες τ ο υ , τις χ α ρ ές τ ο υ , τις εσ ω τερ ικές του ιστο ρ ίες, π ο υ π ά ν τ α ξ α ν α ρ χ ίζ ο υ ν . Γ ια ν α τελειώ σ ο υ μ ε, υ π ο κ ύ π τ ω σ το ν π ειρ α σ μ ό ν α α να φ έρ ω έν α α π ό σ π α σ μ α , ξ έρ ο ντ α ς π ω ς αυτή η επ ιλο γή εμ π ερ ιέχ ει κ ά π ο ια α υ θ α ιρ εσ ία , γ ια ν α α π ο σ α φ η ν ίσ ο υ μ ε α υ τ ό γ ια τ ο ο π ο ίο μα ς μιλά ο Γ ιά ν ν η ς Ρ ίτσο ς σ ’ ό λ ο του τ ο έργο: η κα θημ ερ ινή ζω ή δ εν ξεχ ω ρ ίζ ει - κ α ι δ εν π ρ έπ ει - α π ό τ α με γ ά λ α ερ ω τήματα π ο υ θέτει ο ά νθ ρ ω π ο ς· γ ια τ ί α ν δ εν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ’ α π ο μ α κ ρ ύ ν ο υ μ ε το σ κ ο τεινό φ τερ ό της Μ ο ίρ α ς, μ π ο ρ ο ύ μ ε τ ο υ λ ά χ ισ το ν επ ιτ α κτικ ά ν α σκεφ τό μ α στε γ ι ’ α υτήν κ α ι ν α μ α θ α ί ν ο υ μ ε α υ τ ό π ο υ μας α νή κ ει π α ρ ’ ο λ ’ α υ τ ά , έτσι ώ στε, εφ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ς την α νθ ρ ώ π ιν η επ ιείκ εια (την ίδ ια μ α ς την αρετή, α ς μην το ξεχ ν ά μ ε!) σ α ν γ ε ν ν α ιό δ ω ρ ο ι ά νθ ρ ω π ο ι, ν α δ ώ σ ο υμ ε λ ό γ ο ύ π α ρ ξη ς σ ’ αυτή τη γ ρ ιά κ ο υ κ ο υ β ά για .
Τότε έλυσα κι εγώ τη ζώνη μ ο υ κ ’ αισθάνθηκα/ την ίδια μ ο υ την κίνηση ήρεμη, αναπότρεπτη, α νεξήγητη / μ ’ εκείνη την α υθεντικότητα της μ ε τα φ υ σική ς} Μ ετάφ ρ α ση : Τ ιτίκα Δ η μ η τ ρ ο ύ λ ια 1 1. Οί στίχοι αυτοί είναι από το Φιλοκτήτη (σ.τ.μ.).
Δ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007
Για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του
ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
αφιερωμα/59
Βαγγέλης Κάσσος
Ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι (Η θέση του ποιητή μέσα στον κόσμο)
Στο βιβλίο του «Θεωρία ηοιήσεως», που εκδόθηκε το 1962, ο Άρης Δικταίος, αναφερόμενος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, σημείωνε τα εξής.
\π ιο £HT£TaMI m T n XQ'OVa πυκνός, χ α μ η λ ά ’ 0ννατό(Ρωνος της νεότερης \ σελν γ ό < ρ Ζ 7 α £ Τ τά του’ ™ % ΐ Ζ Ζ ος’ ενδο^ κ Τ α Τ κός’ μ π ο -Ι το7 Χ^ £ χι%Τ7)ν? γηματ^ εκ& ν Τ ΣΖ καί στα Τ(»ν Απάντων τ ο ν Ζ ί 7 α’ μάλιστα τic 7 7 ϊ απθίνματα αυτά Χ° Ρατα τ° Α / @ατγ]ξ>ητικότητα ϊ * καλύπτουν τη ρω Ζ α Ζ Τ ^ 5 <<Πα9ενθέσειο> ί 0χ^ όν<>Λ * °^ ο χ ο νό Ζ 1 7 ο ΙΖ ανε^ 7 ρΖ Ζ Ζ Τ α·
/
60/αφιερωμα εν θ ο υ σ ια σ μ ό ς του Ά ρ η Δ ικ τ α ίο υ γ ια το έρ γ ο του Γ ιά ννη Ρ ίτσ ο υ , έτσι α νυ π ό κ ρ ιτ α εκ φ ρ α σ μ έν ος, α π ο κ τ ά ιδια ίτερη σ ημα σία . Γ ιατί π ρ ο έρ χ ετ α ι α π ό έν α ν ποιητή με δια μ ετρ ικά α ν τ ί θετη π ρ ο ς α υτή ν του Ρ ίτ σ ο υ ; «π οιητική ιδ ε ο λ ο γία » . Α ν ο ίγ ω εδώ μια π α ρ έν θ εσ η , γ ια ν α δ ιευ κ ρ ινίσω ότ ι χ ρ η σ ιμ οπ ο ιώ τ ο ν ό ρ ο α υ τ ό - π ο υ α νή κ ει, α ν δ ε ν κ ά νω λ ά θ ο ς, σ το ν Δ .Ν . Μ α ρ ω νίτη - γ ια ν α τ ονίσ ω τη σ υ γγ έν εια π ο υ τ ο ν σ υ ν δ έει με την κοινω νικ ή ιδ ε ο λ ο γία . Α ν η τελευτα ία π ρ ο σ δ ιο ρ ίζετ α ι α π ό τη θέση π ο υ π α ίρ ν ει το κ ο σ μοείδω λο μέσα στην α νθ ρ ώ π ιν η σ υνείδη σ η , τ ό τ ε, α να γκ α σ τ ικ ά , η «π οιητική ιδ ε ο λο γία » θ α π ρ έπ ει ν α π ρ ο σ δ ιο ρ ίζ ετ α ι α π ό τις α ντ α ύ γ ειες π ο υ δ η μ ιου ρ γ εί α π ό τη θέση αυτή τ ο κ ο σ μ ο είδ ω λ ο . Κ λείνω την π α ρ ένθ εσ η . Μ ο λ ο ν ό τι κ α λ ο π ρ ο α ίρ ετ ο ς , ο Ά ρ η ς Δ ικ τ α ίο ς ξ εκ ιν ά α π ό έν α β α σ ικ ό σφά λμ α: θεω ρ εί ό τ ι η π οίη σ η είν α ι έν α ς το μ έα ς το υ π ο λιτ ισ μ ο ύ κα ι ότι έχ ει έν α ορ ισ μ έ νο έρ γο ν α επ ιτελέσ ει μέσα σ το ν π α γ κ ό σ μ ιο κα τα μ ερ ισμ ό π ν ευ μ α τ ικ ή ς ερ γα σ ία ς! Θ α π ρ έπ ει, σ υ ν επ ώ ς, ν α κ ο ιτ ά ζ ει τη δ ο υ λ ε ιά της κ α ι ν α μην π α ρ εμ β α ίν ει σε ά λ λ ο υ ς τ ο μ είς δ ρ α σ τη ριοτή τω ν. Κ α θ ώ ς ό μω ς, έχει π αρ α τη ρ ή σ ει π ρ ιν κ α ι ο ίδ ιο ς, ο π ο ιη τ ικ ό ς λ ό γ ο ς δ εν είν α ι μια δ ρα σ τη ρ ιότη τα, α λλά μια α π ο κ ά λυ ψ η . Κ α ι ως α πο κ ά λυ ψ η θ α π ρ έπ ει ν α α φ ο ρ ά τη ζω ή σ υ ν ο λ ι κ ά , για τ ί τίπ ο τε μέσα σ ’ α υτήν δ εν μ π ο ρ εί ν ’ α π ο κ α λ υ φ θ εί, ό τ α ν κά τι μένει κ ρ υ φ ό . Δ ε ν είνα ι, λ ο ιπ ό ν , ο Ρ ίτσος π ο υ λη σμ ο νεί τ ο ν π οιητή μέσα τ ο υ , μια κ α ι ο ίδ ιο ς είν α ι μια σ υ ν εχ ή ς κ α ι α κ ο ύ ραστη α π ο κ ά λ υ ψ η . Ε ίν α ι ο ι π ο ιη τ ές π ο υ , χ ρ η σ ι μ ο π ο ιώ ν τ α ς έν α ν γε νικ ό ό ρ ο , θ α ο ν ό μ α ζ α « ο ν τ ο λο γ ικ ο ύ ς» . Ο ι π οιη τ ές α υ τ ο ί σ υ σ κ ο τ ίζ ο υ ν τις α ν τ α ύ γ ειες , γ ια τις ο π ο ίε ς μ ιλο ύ σ α μ ε π ρ ιν , κ α ι π ρ ο σ η λώ ν ο ν τ α ι μ ό ν ο σε μία , α υτή π ο υ α φ ο ρ ά την υ π α ρ ξια κ ή μ ο ν α ξιά . Ε κ εί ε ξ α ν τ λ ο ύ ν όλη την τέχνη τ ο υ ς. Η υ π α ρ ξια κ ή μ ο ν α ξ ιά , ό μ ω ς, δ εν εί ν α ι φ α ιν ό μ ε νο της ζω ής. Θ α έλεγα ό τι είν α ι μά λ λ ο ν κ α τ ά λ ο ιπ ο της α ν υ π α ρ ξ ία ς . Η ζω ή είν α ι μια θ εα μα τικ ότερ η κ α ι δρα μα τικότερ η π ερ ιπ έ τ εια . Κ α ι ο π οιη τ ή ς π ο υ σ έβετα ι την τέχνη το υ κ α ι σ υ ν επ ώ ς κα ι την ύ π α ρ ξή του την ίδ ια δ ε θ α π ρ έπ ει π ο τ έ ν α ν ιώ θ ει κα ι ν α εν ερ γεί ω ς υ π ά λ λ η λ ο ς του π ο λ ιτ ισ μ ο ύ , α λλά ω ς π ο λ έμ ιο ς της α ν υ π α ρ ξ ία ς , ω ς α λ η θ ιν ό ς δ η μ ιο υ ρ γ ό ς δηλα δή . Α ς , ξ α ν α γ υ ρ ίσ ο υ μ ε σ το ν Ά ρ η Δ ικ τ α ίο . Έ ν α δ εύ τ ερ ο β α σ ικ ό σ φ ά λμ α π ο υ κ ά ν ει - κ α ι ό χ ι μό ν ο ν α υ τ ό ς - είν α ι ότι θ εω ρ εί π ω ς μέσα σ το ν Ρίτσ ο α ντ ιπ α λ εύ ο υ ν δ υ ο δ ια φ ο ρ ετ ικ ές π ο ιη τικ ές α ντ ιλή ψ εις, δ υ ο δ ια φ ο ρ ετ ικ ές « π ο ιη τικ ές ιδ ε ο λ ο γ ίες». Α π ό την π ρώ τη π η γ ά ζ ο υ ν έρ γα , ό π ω ς ο « Ε π ιτ ά φ ιο ς» κ α ι η «Ρ ω μ ιοσύ νη », ενώ α π ό την άλλη π η γ ά ζο υ ν έρ γα , ό π ω ς η « Σ ο ν ά τ α το υ σ ελη ν όφ ω τ ος» κ α ι το «Χ ρ ονικ ό » . Φ υ σ ικ ά , π ο ιη τ ές , ό π ω ς ο Δ ικ τ α ίο ς, επ ικ ρ ο τ ο ύ ν την πρώ τη εκ δοχή κ α ι θ εω ρ ο ύ ν ό τ ι τότε μ ό ν ο ο Ρ ίτσος συμ φ ω νεί με την α ληθινή π οιητική
Ο
του υ π ό σ τ α σ η . Δ ε σ υ ζ η το ύ ν , β έβ α ια , κ α θ ό λο υ την ά π ο ψ η ότι μ π ο ρ εί ν α θ εω ρ η θο ύ ν σ υμ β ιβ ά σ ιμες ο ι δ υ ο π α ρ α π ά ν ω εκ δο χ ές. Δ ε ν είν α ι τ υ χ α ίο τ ο ό τι η μεγάλη π λ ειο ψ η φ ία τω ν « ο ντ ο λο γικ ώ ν» π ο ιη τ ώ ν σ τα μ α τά εκ στα σια μένη μπ ρ ο σ τά στην «Τέταρτη Δ ιά σ τ α σ η » , ενώ α π ο ρ ρ ίπ τ ει με χ α ρ α κτηριστική ευ κ ο λία ά λ λ α , δ ια φ ο ρ ετ ικ ο ύ κ λ ίμ α τ ο ς , π λη ν ό μω ς εξίσ ο υ κ ο ρ υ φ α ία έρ γα του π ο ιη τή. Μ ο ιά ζ ει ν α π ισ τ εύ ο υ ν ό τι στην «Τέταρτη Δ ιά σ τ α σ η » ο Ρ ίτσο ς π ερ ίπ ο υ α ρ ν είτ α ι τ ο υ π ό λο ιπ ο έρ γο το υ κ α ι ό τι εδώ α φ ο σ ιώ ν ετ α ι π ια στη ν ενδο σ κ ό π η σ η του εα υτο ύ τ ο υ , π ρ ά γ μ α π ο υ ο φ είλ ει ν α κ ά ν ει κ ά θ ε α λ η θ ιν ό ς πο ιη τή ς. ί α π α ν τ ά ά ρ α γ ε ο ίδ ιο ς ο Ρ ίτσο ς σ ’ α υτ ές τις α π ό ψ εις π ο υ δ εν α φ ο ρ ο ύ ν άλλω στε μ ό ν ο τη δική του π ερ ίπ τ ω σ η , α λλά κ α ι το π ο ιη τ ικ ό φ α ι ν ό μ ε ν ο γ ενικ ά ; « Ν ο μ ίζω » , γρ ά φ ει σ τα “ Μ ελετήμ ατα ” ,2 τ ο μο ν α δ ικ ό ίσα με τώ ρ α θεω ρ η τικ ό του β ιβ λ ίο , « π ω ς δ εν είν α ι δ ο υ λ ε ιά του π οιητή ν α μιλή σει για την π ο ίη σ η , α λλά μ ε την π ο ίη σ η , π α ρ ’ ότι α υ τ ό ς θ α ’τ α ν ο π ιο εν δ ε δ ειγ μ έν ο ς κι ο π ιο υ π ε ύ θ υ ν ο ς ν α μ α ς δώ σ ει τ ο μίτο της Α ρ ιά δ ν η ς π ο υ θ α μας έμ π α ζ ε στο βα θ ύ μ υστικό της λειτ ο υ ρ γ ία ς της πο ίη σ η ς» . Η α π ό φ α σ η το υ π οιητή είν α ι ξεκά θ αρ η : δ εν είν α ι δ ια τ εθ ειμ έν ο ς ν α μιλήσει για την π οίη σ η , π ρ ιν α π ’ ό λ α για τ ί θ εω ρ εί ότι η «αισθητική εμ π ειρ ία είν α ι σ χε δ ό ν α μ ετ ά δο τ η » .3 Ο μ ό ν ο ς δ ρ ό μ ο ς λ ο ιπ ό ν π ο υ μα ς φ έρ ν ει κ ο ν τ ά στην π ο ίη ση είν α ι η ίδ ια η π ο ίη σ η . Μ έσα α π ’ α υτή ν φ α ν ε ρ ώ νετα ι κ α ι η ά π ο ψ η του π οιητή γ ια την π οίησ η. Ό σ ο κι α ν μ ο ιά ζ ει υ π ε ρ β ο λ ικ ό , είν α ι β έβ α ιο ότι σ ε κ ά θ ε π ο ίη μ ά το υ ο π ο ιη τή ς π ερ ιγ ρ ά φ ε ι τη σχέση το υ με την π ο ίη σ η , εκ θέτει, μ’ ά λλα λ ό γ ια , τη ν ποιητική το υ ιδ ε ο λο γία . Π ρ ά γμ α π ο υ σ υ ν ε π ά γ ετ α ι ότι τ α υ τ ό χ ρ ο να μ α ρ τυρ ά κ α ι τη θέση τ ο υ μέσα σ το ν κό σ μ ο ή, α ν θ έλετε, την π ρ ο σ α ρ μογή το υ κοσ μ ο ειδ ώ λ ο υ μέσα στη συνείδη σή τ ο υ , π ο υ σ η μ α ίνει το ίδιο . Σ τη ν «Τέταρτη Δ ιά σ τ α σ η » , σ τη ν ο π ο ία ο Τ ά σ ο ς Λ ε ιβ α δ ίτ η ς π ο λ ύ ο ρ θ ά α π έ δ ω σ ε4 σ ημα σία α νά λ ο γ η μ’ α υτή π ο υ είχ α ν τα Ο μ ηρ ικά έπη στην α ρχ α ιό τ η τ α κα ι στην ο π ο ία έσ π ευ σ α ν ό λ ο ι ν α δ ο υ ν τ ο π ιο θεα μ α τικ ό εσ ω τερ ικό τ α ξίδ ι, κα τά τη γνώ μη μο υ , σ υ μ β α ίν ει κά τι π ο λ ύ σ π ο υ δ α ιό τ ε ρο: ο Ρ ίτσο ς ό χ ι μ ό νο δ εν α λ λ ά ζ ει «ποιητική ιδ ε ο λ ο γία » , δ εν α λ λ ά ζει τη θέση του μέσα σ το ν κ ό σ μ ο , α λ λ ά , σ τη ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα , υ π ε ρ α σ π ί ζετ α ι κ ιό λ α ς τη στάση π ο υ κ ρ α το ύσ ε π ρ ιν κα ι π ο υ κ ρ α τ ά ει π ά ν τ ο τ ε. Π ώ ς δ εν μπ ό ρ εσ ε κ α ν είς ν α το αντιλη φ θεί; Ε κ είν ο π ο υ , π ρ ο φ α ν ώ ς , τ ο υ ς π α ρ α π λ ά νη σ ε ό λ ο υ ς είν α ι ο κλ ειστό ς χ ώ ρ ο ς , α π ’ ό π ο υ τα π ρ ό σ ω π α της «Τ έτα ρ της Δ ιά σ τ α σ η ς» εκ φ έρ ο υ ν τ ο υ ς μ ο ν ο λ ό γ ο υ ς τ ο υ ς. Ε π ίσ η ς , η υ π α ρ ξια κ ή α δ η μ ο ν ία τ ο υ ς κ α ι ο ι π ερ ίπ λ ο κ ες κ α τ α δ ύ σ εις τ ο υ ς στην
Τ
αφιερωμα/61 εσω τερική ζω ή. Κ α ν είς, όμω ς, δ εν π ρ ό σ εξ ε ότι ό λ α α υ τ ά τα π ρ ό σ ω π α δ εν α π ο τ ε λ ο ύ ν π α ρ ά μερικ ό τ ερ ες εκ φ ά ν σ εις μια ς κ α ι μ όνη ς π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α ς π ο υ θ α μ π ορ ού σ ε α π ό τ ο π ρ ώ το π ο ίη μ α του β ιβ λ ίο υ , α π ό το « Π α ρ ά θ υ ρ ο » , ώ ς το τ ελευ τ α ίο , τ ο « Ό τ α ν έρ χετα ι ο ξ έν ο ς» , ν α μιλά δ ίχω ς δ ια κο π ή κ α ι δ ίχω ς ο ύ τε μια στιγμή ν α φ α ν εί ό τ ι ο λ ό γ ο ς γν ω ρ ίζει δ ια κ υ μ ά ν σ εις ή σ ο β α ρ ές α λλο ιώ σ εις σ τον τ ρ ό π ο εκ φ ορ ά ς α π ό π ο ίη μ α σε π ο ίη μ α . Κ α ι η π ρ οσω πικ ότη τα αυτή δ εν είν α ι άλλη α π ό τ ο ν ίδ ιο τ ον π οιητή. Π ο υ , χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ ν τ α ς ω ς π ρ οκ ά λυ μ μ α , ω ς π ρ ο σ ω π ίδ α - κα τά την α γ α πημ ένη έκ φ ρα ση του π οιητή - έν α ν ή ρ ω α , τις π ε ρ ισσ ότερ ες φ ο ρ ές μυθ ικ ό, μιλά ει μέσα α π ό το ερ ημητήριό τ ο υ , μ όνο κ α ι μ ό ν ο γ ια ν α το ε ξ α γ ν ί σ ει, γ ια ν α τ ο εισ α γ ά γ ει μέσα σ το φ ω ς, σ το κέ ν τ ρ ο της ζω ής. Τ ο ερημητήριο είν α ι γ ι ’ α υ τ ό ν το ερ γα σ τή ρ ιό του κ α ι τ ίπ οτε π α ρ α π ά ν ω . Ή δ η , α υ τ ο ί π ο υ μέμφ οντα ι την τάση του ποιητή ν α γ ίν ε τ α ι ά μ εσ ος, κ α τ ευ θ ύ ν ο ντ α ς το λ ό γ ο του π ρ ο ς το ευρύ κ ο ιν ό , θ α έπ ρ επ ε ν α είχ α ν π ρ ο σ έξ ει ό τι το τερ ά σ τιο α υ τ ό έρ γο π ρ ο ϋ π ο θ έτ ει ώ ρ ες, μέρες, χ ρ ό ν ια ολόκ λη ρ α μ ο ν α ξιά ς , α υτο σ υγκέντρ ω σ ης κ α ι δ ο υ λ ε ιά ς μέσα στο ερ γα σ τή ρ ιό τ ο υ . Δ ε ν π ρ ο κύ π τ ει α π ό την α π ό φ α σ η κ α ι μ ό νο ν α είν α ι κ α ν ε ίς ά μ εσ ος ού τε α π ό την ιδεο λο γικ ή το υ τ ο π ο θ έ τηση. Δ ε ν είν α ι, λ ο ιπ ό ν , άγνω στη γ ια τ ο ν μ εγά λο α υτό π οιητή η μ ο ν α ξιά . Ά γ ν ω σ τ η είν α ι γ ι ’ α υ τ ό ν η α πομ όνω σ η - κ α ι μιλώ εδώ κυ ρ ίω ς γ ια την κο ινω νική α π ομ όν ω σ η , στην ο π ο ία με τόση ευ χα ρίσ τησ η εν τ ρ υ φ ο ύ ν ά λλο ι π ο ιη τ ές π ο υ δ εν έχ ο υ ν γρ ά ψ ει ού τε τ ο έν α εκ ατοσ τό τω ν π ο ιη μ ά τω ν του Ρ ίτσου κ α ι για τ ί τ ο υ ς λ είπ ει η έμ πνευ ση κ α ι για τ ί δ ε γ ν ω ρ ίζο υ ν τι θ α π ει μ ο ν α ξιά της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς.
Ποια είναι η «Τέταρτη Διάσταση»; ς έλθ ου μ ε όμω ς, ξ α ν ά , στην «Τέταρτη Δ ι ά σ ταση». Σ ύ μ φ ω να με μια ερ μη νεία π ο υ έχει π ρ ο τ α θ εί,5 η τέταρτη διά στα σ η είν α ι στη θ εω ρ ία της σ χετικ ότητα ς κ α ι σ τα μα θ ημ ατικά ο χ ρ ό ν ο ς. Σ ύ μ φ ω να με άλλη ερ μ η ν εία ,6 τέταρτη διά στα σ η είν α ι η , με ενορ α τ ικ ές δ ια δ ικ α σ ίες, α πο δ έσ μ ευ ση τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν α π ό τις τ ρ εις δ ια σ τ ά σ εις π ο υ τα κ α θ ο ρ ίζο υ ν . Δ ε ν είν α ι ά σ τ ο χ ες α υτ ές ο ι ερμη ν είες . Κ α ι μ π ο ρ ο ύ ν π ρ ά γ μ α τ ι ν α μα ς β ο η θή σ ο υ ν ν α π ρ ο σ εγ γίσ ο υ μ ε α ρκ ετά σ ημεία τω ν π ο ιη μ ά τω ν της «Τ έταρτης Δ ιά σ τ α σ η ς». Ν ο μ ίζ ω , ω σ τό σο , ότι α π ο τ ε λ ο ύ ν κι α υτ ές α π λ ά σ το ιχ εία μια ς κ εντ ρ ι κή ς σ ύλληψ η ς του π οιητή: τέταρτη δ ιά στα σ η εί ν α ι η ίδια η π οίη σ η . Η σ ύλληψ η αυτή έχει δ ιπ λό σ τόχο: φ ιλ ο δ ο ξεί π ρ ώ τ α ν α εξ α χ ν ώ σ ει τα π ρ ά γ μ ατα ή μά λλ ον ν α συστήσει με τη βο ή θ ε ια τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν έν α «θ ά μ β ος», π ο υ ν α λειτ ο υ ρ γ εί ω ς μια ισχυρ ότα τη α ντίφ α ση μέσα στη σκοτεινή στα σ ιμ ότητα τω ν κλειστώ ν χώ ρ ω ν, ό π ο υ γ ίν ο ν τ α ι ο ι εξ ο μ ολογ ή σ εις τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν της «Τ έ
Α
τα ρτη ς Δ ιά σ τ α σ η ς» . Κ ι α λήθ εια : η ενδοσ κόπ η ση μ ο ιά ζει ν α α υ τ ο α να ιρ είτ α ι, για τ ί μέσα σ τα σ π λ ά χ ν α της κ λ είνει - τ ρ ό π ο ς του λέγ ειν « κ λείνει» την έξα ψ η του φ ω τ ό ς, τη ζω τικ ότη τα εν ό ς κ ό σ μου π ο υ δ ε μ α ζεύ ετ α ι σε σ ύ ν ο ρ α , π ο υ σ π α ρ τ α ρ ά μέσα σ ’ α υτά τ α σ ύ ν ο ρ α κ α ι π ο υ κ ά θ ε στιγμή τ α κ α τα σ τρ έφ ει, σ α ν ελευθ ερ ία . Κ ά π ω ς έτσι λει τ ο υ ρ γ εί ή μά λλ ο ν κα τα στρ έφ ει τη λ ειτο υ ργ ικ ό τη τ α τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν η π οίησ η. Ο δ εύ τ ερ ο ς σ τό χ ο ς το υ π οιητή είν α ι ν α θέσει α π ό την α ρχή α κ έρ α ιο τ ο π ρ ό β λη μ α της τέχνη ς, δ ηλα δή ο λό κ ληρ η ς της ζω ή ς κ α ι της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς , ό π ω ς κ α ι το π ρ ό β λη μ α της θέση ς κ α ι της ευ θ ύ ν η ς του κ α λλιτέχνη μέσα σ το ν κ ό σ μ ο .7 Α ς δ ο ύ μ ε , λ ο ιπ ό ν , π ο ια είν α ι η θέση π ο υ π α ίρ ν ει ο π ο ιη τ ή ς μέσα σ το ν κό σ μ ο κ α ι π ώ ς ο δ η γεί τα π ρ ά μ α τ α π ρ ο ς το φ ω ς.
Ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι «Τέταρτη Δ ιά σ τα σ η » α π ο τ ελείτ α ι α π ό 17 μακροσ κελή π ο ιή μ α τ α . Τ α π ο ιή μ α τ α α υτά μέσα σ το βιβ λ ίο δ εν είν α ι τ ο π ο θετ η μ ένα με χ ρ ο νο λ ο γικ ή σ ειρά . Κ ι α υτό δ εν είν α ι κ α θ ό λο υ τ υ χ α ίο . Ο π ο ιη τή ς σ υ ν η θ ίζει σ υ χ ν ά κάτω α π ό κά θ ε π ο ίη μ α ν α μ νη μ ο νεύει την ημ ερ ο μ η νία γ ρ α φ ή ς τ ο υ . Κ α ι, κ α τ ό π ιν, ν α τ ο π ο θ ε τ εί τα ποιή μ α τα σ τα βιβ λ ία του κα τά χρ ο ν ο λ ο γικ ή σ ειρά . Γιατί στη ν «Τέταρτη Δ ιά σ τα σ η » π α ρ α β ιά ζ ε ι τη δ εύτε ρη αυτή σ υ ν ή θ ειά του;
Η
1940, Θεσσαλονίκη. Σε περιοδεία με το Εθνικό θέατρο
62/αφιερωμα Ε ίν α ι β έβ α ιο ότι τα π οιή μ α τα , ό π ω ς είν α ι τ ο π οθ ετ η μ ένα , έχ ου ν κ ά π ο ια νοημ ατική α λλη λο υ χ ία μεταξύ τους. Γ ι’ α υτό κα ι το «Π α ρ ά θ υ ρο » π ο υ χ ρ ο ν ο λ ο γικ ά είνα ι π έμ π τ ο , στο β ιβ λίο μ π α ί ν ε ι π ρ ώ το, ενώ τ ο - « Ό τ α ν έρ χετα ι ο ξ έν ο ς» , π ου χ ρ ο ν ο λ ο γικ ά είν α ι τέτα ρτο, στο βιβλίο μπ α ίνει δ έκα το έβ δ ομ ο, δηλα δή τ ελευτα ίο. Ε ίν α ι φ α νερ ό ότι το « Π α ρ ά θ υ ρο» λειτο υ ργεί ω ς π ρ ό λ ο γ ο ς , ενώ το « Ό τ α ν έρ χετα ι ο ξέν ο ς» ως επ ίλο γ ο ς. Στο π ρ ώ το, ο π οιητής α π ό το ερημητήριό του π α ρ α τηρεί τ ο ν κ όσ μο. Σ το τ ελευτα ίο , α φ ο ύ έχει π ια δ ια ν ύ σ ει α τέλειω του ς υ π α ρ ξια κ ο ύ ς μ α ιά νδ ρ ο υς, α φ ού έχει α π οφ α σ ίσ ει ορ ισ τικ ά για την π ο ρ εία τ ο υ , έρ χετα ι π ρ ο ς το φ ω ς, π ρ ο ς τ ο ν κ ο ινω νικ ό χ ώ ρ ο, έτοιμος ν ’ α υτ οδ ια λυ θ εί μες στη ζω ή του λ α ο ύ ,8 για ν ’ α να γνω ρισ τεί α π ’ α υτ ό ν κ α ι γ ια ν ’ α να γν ω ρ ίσ ει κ α ι ο ίδ ιο ς τ ο ν εα υτό το υ. Α ς μην ξ εχ ν ά μ ε ότι α π ό τα π ρ ώ τα κ ιό λ α ς π ο ιή μ α τά του ο Ρ ίτσος είχε γρ ά ψ ει: «κι είμα ι ο κα θ ρ έφ της π ο υ ο λα ό ς τη μορφή του θω ρεί». Ε ξ α κ ο λ ο υ θ εί π ά ν τ οτε ν α ισχύ ει η εξ α γ γελία αυτή. Τ ώ ρ α, όμω ς, ισχύ ει α μ φ ίδρ ομ α . Δ η λα δή ο λα ό ς είν α ι κι εκεί ν ο ς κα θ ρ έφ της π ου ο π οιητής θ ω ρ εί τη μορφή τ ο υ . «Π ιεσ μ ένος α νά μ εσα σ τον τ ο ίχ ο κα ι στο τ ζά μ ι» ο π οιητής κ οιτ ά ζει τ ο υ ς δ ια β ά τ ες κ α ι κ ο ι τ ά ζετ α ι μέσα στα μά τια τ ο υς. Α π ευ θ υ νό μ εν ο ς στο φ ίλο τ ο υ , λέει:
«Αλήθεια, σκέφτομαι καμιά φορά πω ς μόνο το τεμάχισμα μ π ο ρ εί να μ α ς κρατήσει ακέριους - αρκ εί να το ξέρουμε. Κ αι πώ ς μ π ο ρ εί να μ η ν το ξέρουμε μ ια κ ’ η γνώ ση μ α ς είναι εκείνη πο υ μ α ς τεμαχίζει και μ α ς επανασυνδέει μ ’ αυτά πο υ αρνηθήκαμε». Τ ο τεμά χισμ α α υ τ ό, η επ ώ δυνη α υτο γνω σ ία , π ο υ επ ιχειρ εί ο ποιη τή ς μέσα στο ερημητήριό του δ ε γ ίν ετ α ι, για ν α τ ον καθηλώ σει εκεί, α λλά για ν α τ ο ν φ έρ ει α κ έρ ιο στο φ ω ς. Ο π οιητής ξέρ ει ό τ ι'η α υτογνω σ ία δ εν μ π ορ εί ν α ολοκ ληρ ω θεί στη μ ο ν α ξιά . Π ρ έπ ει ν α επ α ληθ ευ τεί στο φ ω ς, σ τον α νο ιχ τ ό χ ώ ρ ο, στο φ α κ ό της κοινω νική ς σ υ νείδη σ η ς, για ν α μπ ορ έσ ει ν α θεω ρη θεί έγκυρη. ΓΓ α υτό κ α ι ο π οιητής στο τ έλο ς κ λ είνει το π α ρ ά θ υ ρ ο κα ι β γ α ίν ει στο δ ρ ό μ ο , π λ ά ι στα φώ τα τω ν κα ρ α βιώ ν. Ο ρ όλος π ο υ π α ίζε ι στην «Τέταρτη Δ ιά στα ση » τ ο φ ω ς, σ υνήθ ω ς το φ ω ς του φ εγ γα ρ ιο ύ , κ α ι γ ε ν ικ ά κ ά θ ε φ ω ς, π ο υ σ υντ ρ ο φ εύει τ ο ν ποιητή κ α τά την έξ ο δ ό του α π ό το ερημητήριο, είν α ι σ ημα δ ια κ ό ς. Τ ο ίδ ιο σ η μα δια κό ς είν α ι ο ρ ό λο ς π ου π α ίζε ι το π α ρ ά θ υ ρ ο , το τ ζά μ ι. Α κόμ η κι ό τα ν δ εν ψ ά χ νε ι γ ια κ α ν έν α π α ρ ά θ υ ρ ο , ο πο ιη τή ς εί ν α ι «α νομ ολόγη τα β έβ α ιο ς γ ι ’ α υτό το φ ω τισ μένο π α ρ ά θ υ ρ ο π ο υ θ α το δ ια κ ρ ίνει μ’ ό σ ο σκυμ μένο το κ εφ ά λι, μ’ όσ ο κλ εισμ ένα τα μά τια». Η α νο μ ο λόγητη αυτή β εβα ιότητα π ο υ υ π α ιν ίσ σ ε τα ι ο
Γ ιά ννη ς Ρ ίτσος στο π ο ίη μ ά του «Χ ειμερινή Δ ια ύ γ εια » σ υνιστά ήδη το φ ω τισ μένο π α ρ ά θ υ ρ ο . Κ ι εδώ β έβ α ια δ εν π ρ ό κ ειτα ι μό νο για το δικ ό του π α ρ ά θ υ ρ ο , α λλά κα ι γ ια το π α ρ ά θ υ ρ ο π ο υ τ ο ν π ερ ιμ έν ει μετά α π ό την έ ξ ο δ ό τ ο υ. Μ ε την ίδια α γω νία π ο υ κ α ι ο ίδιο ς το ψ ά χ νε ι. Η δ ια δ ικ α σ ία εξελίσ σετα ι π α ν ο μ ο ιό τ υ π η σε ό λα σ χε δ ό ν τ α π ο ιή μ α τα του βιβ λίο υ . Ύ σ τ ερ α α π ό ένα δρα μ α τικό κ α ι ά κρω ς υ π ο β λη τικ ό μ ο ν ό λ ο γ ο α κ ο λο υ θ εί η έ ξ ο δ ο ς (ο ι α ντ ισ το ιχ ίες π ρ ο ς την α ρ χ α ία τρ α γ ω δ ία είν α ι φ α νερ ές). Π λ άι σ ’ α υ τ ό ν π ο υ μ ο ν ο λο γ εί στέκεται π ά ν τ ο τ ε ένα ς β ο υ β ό ς α κρ οα τή ς. Ό τ α ν την έ ξ ο δ ο δ εν π ρ α γ μ α τ ο π ο ιεί το π ρ ό σ ω π ο π ο υ μ ο ν ο λ ο γ εί, τό τε την π ρ α γ μ α τ ο π ο ιεί ο β ο υ β ό ς α κρ οα τή ς. Ο ύτε α υ τ ό είνα ι τ υ χ α ίο , ό π ω ς δ εν είν α ι τ υ χ α ίο κ α ι το ότι χρ η σ ι μ ο π ο ιείτ α ι ένα ς τ έτ ο ιο ς α κρ οα τή ς. Τ ί εξυπ η ρετεί η π α ρ ο υ σ ία του; Δ ε ν μπ ο ρ ο ύ μ ε β έβ α ια ν α π ο ύμ ε ό τι α π λ ώ ς σ υμπ ληρ ώ νει το σ κηνικό. Κ α τά τη γνώ μη μου ο β ο υ β ό ς α κρ ο α τή ς κά θ ε ά λλο π α ρ ά β ο υ β ό ς είνα ι. Π ρ ό κ ειτα ι μ ά λλον για έν α ν υ π ο β ο λέα .
Το δεύτερο παράθυρο ς π ά ρ ο υ μ ε για π α ρ ά δ ε ιγ μ α τη « Σ ο νά τα του σ εληνόφ ω τος». Π ερ ιγρ ά φ ο ν τα ς το σ κηνικό του π ο ιή μ α τ ο ς α υ τ ο ύ , ο π οιητής α να φ έρ ει ότι σ ’ έν α μ εγά λο δω μά τιο π α λ ιο ύ σ πιτιο ύ μια ηλικιω μένη γυ ν α ίκ α , ν τυμένη στα μ α ύ ρα , μιλά ει σ ’ ένα ν έ ο . Δ ε ν έχ ο υ ν α νά ψ ει το φ ω ς. Α π ’ τα δ υ ο π α ρ ά θ υ ρ α μ π α ίνει έν α αμείλικ το φ εγγα ρό φ ω το . Ξ έχα σα ν α π ω , σ υμπ ληρ ώ νει ο πο ιη τή ς, ότι η Γυ ν α ίκ α με τα Μ αύ ρα έχει εκ δώ σει δ υ ο -τ ρ εις εν δ ια φ έρ ο υ σ ες π οιη τικ ές σ υλλ ο γές θρησκευτικής π νο ή ς. Α σ φ α λ ώ ς, ο τ ρ ό π ο ς π ο υ ο π οιητής δ ια λέγ ει ν α α να φ έρ ει ό τ ι η Γ υ να ίκ α με τ α Μ αύ ρα είν α ι μια π ο ιή τ ρ ια κ α ι μά λισ τα μια π ο ιή τρ ια θρησκευτική, δηλα δή «οντο λο γικ ή » , δ εν π ρ έπ ει ν α μας π α ρ α π λα ν ή σ ει. Τ ο σ το ιχείο α υτό δ εν είν α ι κα θ ό λο υ επ ο υ σ ιώ δ ες. Ε ίν α ι το π ιο ο υ σ ια σ τικ ό α π ’ ό λα . Ο υ σ ια σ τ ικ ό , επ ίσ η ς, σ το ιχ είο το υ σκηνικού είνα ι τ ο γε γ ο ν ό ς ό τι υ π ά ρ χ ο υ ν δ υ ο π α ρ ά θ υ ρ α κ α ι ό χ ι έν α . Τ ο έν α θ α π ρ έπ ει ν ’ α ντ ισ το ιχ εί στην ηλι κιω μένη π ο ιή τ ρ ια κα ι το ά λλο σ τον Ν έο . Π ρ ά γ μα π ο υ σ ημα ίνει ότι ο Ν έο ς είν α ι κι εκ είνο ς π οιητής. Ε ίν α ι δ ε, ό σ ο ν α φ ο ρ ά την «ποιητική ιδ ε ο λο γία » , δ ια μετρ ικά α ντίθ ετο ς π ρ ο ς τη Γ υ ν α ί κ α με τα Μ α ύ ρα . Δ η λα δή έν α ς κ ο ιν ω ν ικ ό ς π ο ιη τής.
Α
Η μα ρ τυρ ία του π οιητή Δημήτρη Δ ο ύ κ α ρ η 9 σ χετικ ά με το ερ έθ ισμ α π ο υ έδω σε σ τον Ρίτσο την ιδέα ν α γ ρ ά ψ ει το σ υγκ λο νιστικ ό α υτό π ο ίη μα επ ιβ εβ α ιώ νει την ά π ο ψ η αυτή α κρ ιβώ ς, ότι δηλα δή έχο υ μ ε ν α κ ά ν ο υ μ ε με την επίσκ εψ η ενό ς ν έο υ μαρξιστή ποιητή στο σπίτι μ ια ς ηλικιω μέ-
αφιερωμα/63 ν η ς ιδεα λίσ τρια ς π ο ιή τ ρ ια ς. Κ α θ ώ ς ο ν έ ο ς π ο ιη τής, α κ ο λο υ θ ώ ν τ α ς το κά λεσμ α το υ δ ικ ού του π α ρ α θ ύ ρ ο υ , εγ κ α τ α λείπ ει τ ο σπίτι κ α ι την π ο ιή τ ρ ια σ τοιχειω μένη στη μ ο ν α ξιά της, ξεσ τ ο μ ίζει τη φ ράση: «Η π αρ α κμ ή μ ια ς επ ο χή ς» . Κ α ι είν α ι, με τη φ ρ άσ η α υτή, σ α ν ν α σ υ ν ο ψ ίζ ει ο λό κ ληρ ο το μ ο ν ό λ ο γ ο της η λικιω μ ένης π ο ιή τ ρ ια ς. Κ άτι π ο υ σ η μ α ίνει ότι στην π ρ α γμ α τικ ό τη τα τα λ ό γ ια της Γ υ ν α ίκ α ς με τα Μ α ύ ρ α α νή κ ο υ ν σ το ν Ν έο . Μ ε τ α χείλη της μ ο ιά ζει ν α μιλά ει εκ είνο ς, η δ υ ναμ ική π α ρ ο υ σ ία του σ α ν ν α έχει υ π α γο ρ εύ σ ε ι ό λ ες τις εξά ρ σ εις του μ ον ο λό γ ο υ της ηλικιω μ ένης π ο ιή τ ρ ια ς. Λ ο ιπ ό ν , δ εν είν α ι κ α θ όλο υ β ο υ β ό ς ο α κ ρ ο α τής, κ ά θ ε α κ ρ οα τή ς, τω ν μ ονο λό γ ω ν της «Τ έτα ρ της Δ ιά σ τ α σ η ς». Α ς θυμ ηθ ούμ ε το π ο ίη μ α «Φ ι λοκτήτης». Ε κ εί δ ε μιλά ει ο ίδ ιο ς ο Φ ιλοκτήτης. Μ ιλ ά ει α υ τ ό ς π ο υ θ α π ερ ιμ ένα μ ε γ ι ’ α κρ ο α τή , δηλα δή ο Ν εο π τ ό λεμ ο ς. Ο υ π ο β ο λ έα ς β γ α ίν ει π λ έ ο ν κ α ι μιλά ει φ α νερ ά . Α ν σ ύγκ ρ ίνα μ ε τα δ υ ο π ο ιή μ α τ α , το «Φ ιλοκτήτη» κα ι τη « Σ ο ν ά τ α » , θ α β λέπ α μ ε ότι ο Φ ιλοκτήτης α ντ ισ το ιχ εί στη Γ υ ν α ίκ α με τα Μ α ύ ρ α , ενώ ο Ν εο π τ ό λ εμ ο ς α ντ ι σ το ιχ εί σ το ν Ν έ ο , το ν έ ο π οιητή. Δ ε ν π ρ έπ ει, εξ ά λ λ ο υ , σε κ α μ ιά περ ίπτω ση ν α ξ εχ ν ά μ ε ότι π ρ ώ το α π ’ ό λ α τα π ο ιή μ α τ α του τ ό μου της «Τ έταρτης Δ ιά σ τ α σ η ς» γρ ά φ τη κ ε η « Σ ο ν ά τ α του Σ ελη νόφ ω τος» (1956). Ο ι δικ ές της α να λ ο γ ίες κ α ι ο ι δ ικ ο ί της σ τό χ ο ι θ α π ρ έπ ει ν α π ρ ο σ α ν α τ ό λ ισ α ν ό λ α τα μετα γενέστερ α π ο ιή μ α τα του τ όμ ου . Κ α ι μια α π ό τις βα σικ ό τερες επ ι δ ιώ ξεις της « Σ ονά τ α ς», κα τά τη γνώ μη μ ο υ , εί ν α ι το ν α δ είξει την «ποιητική ιδ εο λο γία » του δ η μ ιο υ ργού της, τη θέση του μέσα σ το ν κ όσ μο κ α ι την α ντίθ εσ ή του π ρ ο ς τ ο υ ς « ο ν τ ο λο γικ ο ύ ς» π οιη τές. Ο ι τ ελευ τ α ίοι α να γ ο ρ εύ ο υ ν σε ζω τικ ό χώ ρ ο τ ο ερ γα σ τή ρ ιό τ ους. Α ν τίθ ετ α , ζω τικ ός χ ώ ρ ο ς γ ια τ ο ν Ρ ίτσο είν α ι ο λ ό κ λη ρ ο ς ο κόσ μος. Μ έσ α εκ εί θ α π ρ έπ ει ν α μ ετα φ έρ ετα ι π ά ν τ ο τ ε κ α ι τ ο ερ γα σ τή ρ ιο του ποιη τή . Θ α π ρ έπ ει δ η λα δή ο π οιη τή ς ν α βρ ίσκ εται μέσα στο κ ο ιν ό π ο υ τ ο ν α κ ο ύ ε ι.1® Τ α π α ρ ά θ υ ρ α , ο ι καθρέφτες* ο ι έ ν ν ο ιε ς της δ ια ύ γεια ς κ α ι της δ ια φ ά νεια ς π ο υ π ερ ισ σ εύ ο υ ν μέσα στην «Τέταρτη Δ ιά στα ση » α ν ο ίγ ο υ ν κα ι φ έγ γ ο υ ν τ ο δ ρόμ ο του ποιητή π ρ ο ς τ ο ν κ ο ιν ω ν ι κ ό χ ώ ρ ο ή μά λλ ον α φ ή ν ο υ ν τ ο ερ γα σ τή ρ ιο του ποιητή π ερ ίβ λ επ τ ο , στο κ έντρ ο της κοινω νικ ή ς συνείδη ση ς.
Οι τρεις αποστάσεις ε την «Τέταρτη Δ ιά σ τα σ η » ο Ρ ίτσο ς μας υ π ο δ είχ ν ει ότι ο α λη θ ιν ό ς π ο ιη τή ς, γ ια ν α σ τεριώ σει τη φ ω νή τ ο υ , ο φ είλει ν α δ ια ν ύ σ ει τ ρ εις α π οσ τ ά σ εις. Μ ό νο έτσι θ α φ τάσ ει ν α δ ια ν ύ σ ει κ α ι την τέταρτη α πόσ τα ση π ο υ είν α ι η π οίη σ η , η μα τα ιότη τα τω ν σ χη μά τω ν, η α πόλυτη
Μ
δ ια φ ά νεια . Η π ρώ τη α πό σ τα ση α φ ο ρ ά τ ο ν ίδ ιο τ ο ν εα υτό τ ο υ . Ο ι ομιλη τές της «Τ έτα ρτης Δ ιά σ τ α σ η ς» π ιέ ζ ο ν τ α ι α νά μ ε σ α σ το ν τ ο ίχ ο και σ το τζά μ ι. Π ρ ιν α π ’ ό λ α , όμω ς, βρ ίσ κ ο ντα ι σ τρ ιά ω γμένοι μέσα σ το υ ς ίδ ιο υ ς τ ο υ ς εα υτ ο ύ ς τ ο υς. Κιί εδ ώ , κα τά τη γνώ μη μ ο υ , θ α π ρ έπ ει α να γκ α σ τ ικ ά ν α υ π ο ν ο η θ εί ο εξής π α ρ α λληλισ μός: ο τ ο ίχ ο ς α ντισ το ιχεί σ τη ν π λά τη , π ο υ είν α ι κ α τα δικα σμ ένη ν α μη β λέ π ε ι, ενώ το τ ζά μ ι α ντ ισ το ιχ εί στα μ ά τια , π ο υ εί ν α ι π ρ ο ο ρ ισ μ έν α ν α β λ έ π ο υ ν κα ι ν α β λ έ π ο υ ν μπ ρ ο σ τά . Η δεύτερη α πό σ τα ση α φ ο ρ ά το δ ω μά τιο του π ο ιη τ ή , το ερ γα σ τή ρ ιό το υ. Κ α ι π ά λ ι η θέση του π οιητή είν α ι γυ ρ ισμ ένη σ α ν η λ ιο τρ ό π ιο π ρ ο ς τη μονα δική ελπ ίδ α φ ω τός, π ο υ είν α ι το π α ρ ά θ υ ρ ο . Η τρίτη α πό σ τα ση α φ ο ρ ά ολό κ λη ρ ο το ερ γα σ τή ρ ιο το υ ποιητή π ο υ αυτή τη φ ο ρ ά λειτο υ ργ εί 1975, Σόφια. Ο πρόεδρος της Λ.Δ . της Βουλγαρίας Τ. Ζίφκοβ επιδίδει στον Γ. Ρίτσο το Διεθνές Βραβείο «Γχεόργκι Δημη-
εν ια ίο ω ς τ ο ίχ ο ς, έχ ο ν τ α ς γ ια τ ζά μ ι τ ο ν α νο ιχ τ ό ο ρ ίζο ντ α . Η τέταρτη α π ό σ τ α σ η , η τέταρτη δ ιά σ τ α σ η , εί ν α ι η ελευ θ ερ ία , δηλα δή η π οίησ η. Ε ίν α ι, ν ο μ ίζ ω , σαφ έσ τατη η θέση του Γ ιάννη Ρ ίτσο υ . Ο π ο ιη τή ς π ρ έπ ει ν α είν α ι σ τρ α μμ ένος π ρ ο ς τη φ υσική κ α τεύ θυ νσ η , ν α κ ο ιτ ά ζ ει π ρ ο ς τα έξ ω , α ν κ α ι, στην π ερ ίπτω ση π ο υ κ α τορ θ ώ σ ει ν α δ ια ν ύ σ ει τις τρ εις α π ο σ τ ά σ εις π ο υ π ρ ο α ν α φ έρ α με, η έ ν ν ο ια το ύ «έξω » π α ύ ει ν α υ π ά ρ χ ει, ο εσω τ ερ ικ ό ς κα ι ο εξω τερ ικό ς κ ό σ μ ο ς είν α ι π ια εν ι α ίο ς . Ο π ο ιη τή ς γίν ετ α ι η σ υνείδη ση α υτής της εν ια ία ς κοσ μικ ής ύ π α ρ ξη ς. Α υ τ ό α κ ρ ιβώ ς α π ο δ είχ ν ει, με μ α γικ ο ύ ς, π ρ έ π ει ν α ο μ ο λ ο γή σ ο υ μ ε, χ ειρ ισ μ ο ύ ς, ο Ρ ίτσο ς στην «Τέταρτη Δ ιά σ τα σ η » . Ε κ εί ο μ ικ ρόκ οσμ ος κα ι ο μ α κ ρ ό κ ο σ μ ο ς σ υ μ π λ έκ ο ντ α ι σ ’ έν α α ξεδ ιά λ υ τ ο σ ύ ν ο λ ο , σε μια σ υ ν ύ π α ρ ξη δ ίχω ς σ υμ β άσ εις. Η
64/αφιερωμα γλ ώ σ σα δ ε γίν ετ α ι ν α ξεχω ρ ίσει α π ό τ ο α ντικ εί μενό τ η ς ,11 είν α ι μια γλώ σ σα α φ α ν ή ς , έν α ά λλο π ρ ο σ ω π ε ίο του Β ά θ ο υ ς .12 Έ χ ε ι π ια επ ιτευχθ εί εδώ η α πόλ υτη δ ια φ ά νεια , δε χρ ειά ζε τ α ι ν α κ ο ι τ ά ζει κ α ν είς μέσα α π ό κ ά π ο ιο γυ α λ ί, γ ια ν α μ π ο ρέσ ει ν α δ ει. Η δ ια φ ά νεια τω ν π ρ α γ μ ά τω ν είν α ι χ ειρ ο π ια σ τή , μπ ορ είς σ χεδ ό ν ν α την α γγίσ εις. Α π ο σ π ώ έν α κομ μάτι α π ό το μ ο ν ό λ ο γ ο τού «Α γα μ έμ νο ν α » για ν α δ είξω τι α κρ ιβώ ς εννοώ :
«Πριν λίγο ακόμη, όλα είταν γυάλινα - πρόσωπα, σώματα, αντικεί μενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μ α ς γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά - από σκληρό δ ια υ γές γυαλί. Π αρατηρούσα μέσα τους μ ’ ενδιαφέρον, σχεδόν μ ε αγαλλίαση - σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρώ ν π α ράξενω ν φαριών, ή και μεγάλω ν, άσκημων, σκυθρω πώ ν κι αιμοβόρων - παράξενω ν πάντα. Κ ’ έτσι, αιφνίδια, σα νάχει μαλακώ σει το γυ α λ ί - δεν παίρνει σχή μα, δεν έχει διαφάνεια, σα να μη ν είχε σχήμα και διαφ άνεια π ο τέ ■- σω ριάστηκε χάμου μ α ζ ί μ ’ εκείνα π ο υ περιείχε - μια μ ά ζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι όπου μ α ζέψ αν όπως - όπως βρώμικα εσώ ρουχα για να τα πλύνουν μ ια μέρα και δεν τα π λ έ ν ο υ ν - β α ρ έθ η κ α ν τα ξεχάσαν εκ εί (θέλουν να τα ξεχάαουν), πεταμένα στο πάτωμα, σιμά στην πό ρτα · - π έφ το υν πάνω του, το κλω τσούν καθώς β γαίνουν και πιο πο λύ καθώς μπα ίνο υ ν στο σπίτι». Ν ο μ ίζω ότι ο ι σ υμβ ολισμ οί είν α ι εξα ιρ ετικ ά ισ χυ ρ οί. Η δ ια φ ά νεια ενώ νετα ι με τ α π ρ ά γ μ α τα . Δ ε ν υ π ά ρ χ ει είσ οδ ος κ α ι έξ ο δ ο ς π ια . Ο εσω τερι κ ό ς , ο κρ υ μ μ ένος κόσ μ ο ς σ α ν έν α τ σ ο υ β ά λι α π ό βρ ώ μ ικα εσ ώ ρ ου χα βρ ίσκ εται εκ τεθειμ ένο ς στο φ ω ς, γ υ ρ εύ ει την κά θ α ρ σ η , δηλα δή την άμεση επ α φ ή με τη γύ μ ν ια της ύ π α ρ ξη ς , «σ’ έν α χώ ρ ο φ α ρ δ ύ τ ερ ο , φ ω τεινό κ α ι σ τερεό, π ο υ δ εν είνα ι κ ου φ ω μ ένος α π ό κρ ύ π τες, κα τα κό μ β ες κα ι τ ά φ ο υ ς , σ ’ έν α σπίτι χω ρ ίς π ό ρ τες π ο υ κ λειδώ ν ο υ ν » , γ ια ν α χ ρ ησ ιμοπ οιήσω μερικ ο ύς σ τίχο υ ς α π ό έν α ά λλο π οίη μ α της «Τέταρτης Δ ιά σ τ α σης», τ ο «Ν εκρ ό σ πίτι».
Η γυάλινη γέφυρα του Καβάφη ο 1963, ότ α ν είχ α ν ήδη γρ α φ τεί τ α μισά π ε ρ ίπ ο υ π οιή μ α τα της «Τ έταρτης Δ ιά σ τ α σ η ς» , ο Ρ ίτσος εκ δίδει μια μικρή συλλ ο γή , π ο υ την τιτ λο φ ο ρ εί «12 π οιή μ α τα γ ια τ ο ν Κ α βά φ η » . Ο ι π ε ρ ισσ ότερ οι θεώ ρ η σα ν την έκδοση αυτή επ ετεια κή , γ ια τα τ ρ ιά ντα χ ρ ό ν ια α π ό το θ ά ν α τ ο του
Τ
Α λ εξ α νδ ρ ιν ο ύ π οιητή. Κ α ι, ό μω ς, πιστεύ ω ότι το β α θ ύ τ ερ ο νό η μ α της έκ δοσ ης α υτής ήτα ν ά λ λο . Π η γά ζει α κρ ιβώ ς α π ό τ ο ν έν τ ο ν ο π ρ ο β λη μ α τισμ ό του ποιητή γ ια τη θέση του μέσα σ τον κ ό σ μ ο , π ο υ είν α ι κα θορισ τική τό σ ο γ ια την π ο ιη τ ι κή του ιδ ε ο λ ο γία , ό σ ο κα ι για την εκφ ραστική το υ την ίδια . Τ ο ό τ ι ο Ρ ίτσο ς δ ια λέγ ει τ ο ν Κ α βά φ η , τ ο ν επ ι φ α νέσ τ ερ ο « ο ντο λο γικ ό » ποιητή της επ ο χ ή ς μα ς, γ ια ν ’ α ντ ιπ α ρ α θ έσ ε ι έμ μεσα π ρ ο ς α υτ ό ν την π οιητική του ιδ ε ο λο γία , δ εν είν α ι κ α θ ό λο υ τ υ χ α ίο . Δ ε ίχ ν ε ι κα τ’ α ρχή ν τη μεγάλη εκτίμηση π ο υ τρ έφ ει π ρ ο ς τ ο ν ποιητή α υ τ ό ν , π ρ ά γ μ α π ο υ α υ ξ ά ν ε ι την έντασ η, με την ο π ο ία τ ο ν α π α σ χ ο λ εί το ζήτη μα της θ έση ς του ποιητή μέσα σ το ν κόσ μο. Ο Κ α βά φ η ς είνα ι μια πρόκλη ση . Μ ο λο ν ό τι βρ ί σ κετα ι σ το υ ς α ντ ίπ ο δ ε ς της π οιητική ς ιδ εο λο γία ς π ο υ θ έλει τ ο ν ποιητή στο κέντρ ο του κό σ μ ο υ , έχει κα τορ θ ώ σ ει ν ’ α πο κ α τα σ τή σει μια ιδιαίτερη επ ικ ο ιν ω ν ία μ’ α υ τ ό π ο υ υ π ο τ ίθ ετ α ι ότι σ υνιστά το π ιο α π ο σ τ α γμ έν ο υ λικ ό της ζω ή ς, δηλα δή την ιστο ρ ία . Τ ο γε γ ο ν ό ς α υ τ ό μ α ζί με τη μονα δική α ξ ία της π οιητική ς του γ ρ α φ ή ς μ ο ιά ζει ν α α κ υ ρ ώ νο υ ν την α πο μ ό νω σ ή το υ. Ο πο ιη τή ς δε β γ α ί ν ε ι π ο τ έ α π ό το δ ω μά τιό τ ο υ , για ν α τ ο π ο θετη θ εί σ το κ έντρ ο του κό σ μ ο υ . Τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί, όμω ς, σ α ν π α ρ α τηρ ητή ρ ιο - κ α ι μάλιστα σ ’ όλη την έκταση του ιστορ ικού χ ρ ό ν ο υ . Δ ε ν είν α ι, επ ο μ έ ν ω ς , ο χ ώ ρ ο ς του ποιητή έν α ερημητήριο με την κλασική έν ν ο ια π ο υ , σ υνή θ ω ς, α π ο δ ίδ ο υ ν σ ’ α υ τ ό ο ι « ο ντ ο λο γικ ο ί» π οιητές. Α ς δ ο ύ μ ε π ώ ς π ερ ιγρ ά φ ε ι το χώ ρ ο α υτό ο Γ ιά ν ν η ς Ρίτσος:
«Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη π ίπ α του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας π ά ντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυ α λιά του, πελώ ρια και περίσκεπτα, π α ρ α τη ρεί τον συνομι λητή του, σ τ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μ ες στις λέξεις του, μέσα στην ιστορία, σε πρόσω πα δικά του, από μακρα, άτρωτα, πα γιδ εύοντα ς την προσοχή των άλλω ν στις λε π τές α ντα ύγειες ενός σα πφ είρου που φ ορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος γεύετα ι τις εκφράσεις τους, την ώρα πο υ οι ανόητοι έφηβοι υγραίνουν μ ε τη γλώ σσα τους θαυμαστικά τα χεί λη τους. Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μ έγα ς ανα μάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλα ντεύετα ι
αφιερωμα/65 ολόκληρος, ενώ το φως τον παραθύρο υ πίσω α π ’ το κεφάλι τον το ποθ ετεί ένα στέφανο συγγνώ μης κι αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, - ψ ιθύρισε μ όνος το ν τότε, από πουθενά μη ν περιμένουμε έλεος». π ό μια πρώ τη ά π ο ψ η , στο π ο ίη μ α α υτό ο Ρ ίτσος φ α ίν ετ α ι ν α π ρ ο σ εγ γ ίζει τ ο ν Κ α βά φη « εικ α σ τικ ά ».13 Στη ν π ρ αγμα τικ ό τητα , όμω ς, π ρ ό κ ειτ α ι γ ια μια π ρ οσέγγισ η ουσιασ τικότερ η. Γ ια μια π ρ οσέγγισ η α ντιπ α ρα θ ετικ ή , θ α ήταν κ α λύ τερ α ν α π ούμ ε. Σ τον τρ ίτο κ ιό λ α ς σ τίχο βλέπ ο υ μ ε ότι ο Κ α βά φ η ς κά θ ετα ι έχ ο ν τ α ς π ά ν τ α τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο στη ράχη τ ου. Σ ε σφ οδ ρ ή α ντίθεσ η με τ ο ν ποιητή της «Τέταρτης Δ ιά σ τ α σ η ς» π ο υ έχει π ά ν τ ο τ ε στη ρ άχη του τ ον τ ο ίχ ο , ενώ κ ο ιτ ά ζει δ ια ρ κώ ς α π ό το π α ρ ά θ υ ρ ο , σ χεδ ό ν έχει γίν ει έν α μ’ α υ τ ό, σ α ν φ ω τογ ρ α φ ία μέσα στο κ ά δ ρ ο της. Ο σ υμβ ολισμ ός της α ντ ιπ α ρ ά θ εσ η ς είν α ι σ α φ ής. Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο κ α ι το φ ω ς το υ δ εν α ντ ιπ ρ ο σω π εύ ου ν π ια μ όνο μια π οιητική στάση. Ε ίν α ι, σε μικ ρογ ρ α φ ία , το π λα ίσ ιο του κ ο ινω νικ ο ύ χ ώ ρ ο υ. ΓΓ α υ τ ό κ α ι π ρ ο ς το τέλος του π ο ιή μ α το ς, ο Ρ ίτσο ς θεω ρεί ότι το φ ω ς του π α ρ α θ ύ ρ ο υ τ ο π ο θετεί στο κεφ ά λι του Κ α βά φ η ένα σ τέφ α νο σ υ γ γνώ μης κι α γιοσ ύ ν η ς. Φ υ σικ ά, εδώ υ π ο ν ο είτ α ι μια κα λλιτεχνική α π οκ α τά σ τα σ η του Κ α βά φ η κ α ι ό χ ι η θ ικ ή .14 Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο δ εν είν α ι τ ο μάτι το υ κ ή νσορ α , για τ ί α υτό είν α ι π ά ν τ ο τ ε σ κ ο τεινό , α λλά το μ ον οπ ά τι π ο υ οδ ηγεί σ το ν κ ο ινω νικ ό χώ ρ ο. Η ά φ εση δ ίνετ α ι σ τον πο ιη τή , επ ειδ ή π ερ ιφ ρό νη σ ε μεν α υτό το μ ο ν ο π ά τι, φ ρ ό ντισ ε, όμω ς, ν α ρ ίξει μια γυ ά λινη γέ φ υ ρ α α νά μ εσ α στο βλέμμα του κα ι στα π ρ ά γ μ α τα της π ο λιτ εία ς. Τ ο είδ ω λο α υτής της γυ ά λινη ς γέφ υ ρ α ς μπ ο ρ εί π ρ ό χειρ α ν ’ α να ζη τη θ εί στα γυ α λ ιά το υ. Α π ό τα γυ α λ ιά τ ο υ , γ ρ ά φ ει ο Ρ ίτσος στο π ο ίη μ α «Η λ ά μ π α το υ κα τά το λυ κ α υγ ές», η γέ φ υ ρ α σ υ ν εχ ίζ ε τα ι ώ ς τ ο γυ α λί της λ ά μ π α ς κι α π ό κει στα τ ζ ά μια του π α ρ α θ ύ ρ ο υ (π ά λ ι το π α ρ ά θ υ ρ ο !) κι α π ό κει ώ ς έξω , ό λο κα ι π ιο π έρ α . Γ υά λινη γέφ υ ρ α , σ υμπ ληρ ώ νει ο Ρ ίτσος, τ ελειώ νο ντα ς το π ο ίη μ α , π ο υ κρ α τεί τ ο ν Κ α βά φ η π ά ν ω α π ’ την π ο λιτ εία , μέσα στην π ο λ ιτ εία , στην Α λ εξ ά νδ ρ ειά τ ο υ , ενώ ν ο ν τ α ς , με τη δική του τώ ρ α βο ύ λη σ η , τη ν ύ χ τ α κα ι τη μέρα. Σ υ ν επ ώ ς, η γυ ά λινη γέφ υ ρ α του Κ α βά φ η σ τη ρ ίζεται σ ’ έν α ν ιστό δ ια φ ά νεια ς τ ό σ ο ισ χυ ρ ό, π ο υ φ τά νει ν α υ π ο κ α θ ισ τ ά τη φ υσική στάση του ποιητή α ντίκρ υ στο π α ρ ά θ υ ρ ο . Μ ε τη γυ ά λινη αυτή γέ φ υ ρ α ο Κ α βά φ η ς μ ετα φ έρ ετα ι, με τη δική του θέληση, μέσα στην π ο λιτ εία κι έτσ ι, με τ ο ν έμμεσο α υτό τ ρ ό π ο , γ ίν ετ α ι έν α ς sui generis κ ο ιν ω ν ικ ός π οιητής. Μ έσα στην π ο λ ι τεία , την π ο λιτ εία του μεροκ άμ ατο υ , λέει π ω ς θ έλει ν α βγει κ α ι η ηλικιω μένη πο ιή τρ ια της « Σ ο ν ά τ α ς του σ εληνόφ ω τος». Π ο τ έ, όμω ς, δ εν το
Α
α π ο φ α σ ίζε ι. Α φ ή ν ει τ ο ν ν έ ο ν α φ ύγει μ ό νο ς του. Δ ε ν είν α ι ο ν έ ο ς π ο υ την εγ κ α τ α λείπ ει, κα θ ώ ς ει π ώ θ η κ ε.15 Ε ίν α ι εκείνη π ο υ δε θ έλει ν α τ ο ν α κ ο λο υ θ ή σ ει. « Α , φ εύ γεις; Κ α λη νύ χτα. Ό χ ι , δε θ α ’ρθυ). Κ α λη νύχτα». Α ν επ ιστρ α τεύει, λ ο ιπ ό ν , την περ ίπτω ση του Κ α βά φ η ο Ρ ίτσος δ εν είν α ι, γ ια ν α υ πο γρ α μ μ ίσει τη δική του στάση α π έ να ν τ ι στη συμβολική γλ ώ σ σ α , κα θ ώ ς έχει υ π ο σ τ η ρ ιχ θ εί,16 α λλά γ ια ν α κ ά ν ει το σ χή μα π ο υ έχει π ρ ο τ είνει π ερ ισσ ό τερ ο ευ διά κ ρ ιτο . Ο κ ο ιν ω ν ικ ό ς πο ιη τή ς, α υ τ ό ς π ο υ π ρ ό χ ειρ α α πο κ α λο ύ μ ε έτσι, συμμ ετέχει στη φ ύση του « ο ντ ο λο γικ ο ύ» ποιητή κα ι κ α τ ό π ιν εξελίσ σε τ α ι, επ εκ τείν ο ν τ α ς το εύ ρ ο ς της π ο ιητική ς του υ π ό σ τ α σ η ς, κ α ι γίν ετ α ι κ ο ινω νικ ό ς. Ο « ο ν τ ο λ ο γικ ό ς» π ο ιη τή ς είν α ι ένα ς μερικ ός ποιητής. Α σ χ ο λ είτα ι με το είν α ι κ α ι π ο τ έ με το σ υ ν -ε ίν α ι. Α υ τ ό , όμω ς, ήδη σ υνιστά μια π α ρ α χ ά ρ α ξ η . Α ρ κεί ν α θυμ ηθ ούμ ε τι υ π ο σ τ η ρ ίζει ο , κά θ ε ά λλο π α ρ ά μα ρ ξισ τής, Χ άιντεγγερ : το π ρ ό βλη μ α τού είν α ι (sein) α π ο τ ελεί στην π ρ αγμα τικ ό τητα π ρ ό βλημα του σ υ ν -ε ίν α ι (m itsein ). Σ υ ν επ ώ ς , ο ι «ο ντο λο γικ ο ί» π ο ιη τ ές δε μα ς δ ί ν ο υ ν π α ρ ά μια α λλοιω μένη γεύσ η , μια α ν ο λ ο κλήρωτη α ίσθηση της ύ π α ρ ξη ς. Ο Ρ ίτσ ο ς, με ο λό κ ληρ ο το έρ γο του κ α ι ειδικ ά με την «Τέταρτη Δ ιά σ τα σ η » , την ο π ο ία κ α ι ο ίδιο ς θεω ρεί ω ς μια σ ύνο ψ η όλω ν τω ν άλλω ν β ι βλίω ν τ ο υ ,17 κ α τ α υ γ ά ζει την π λά νη τω ν « ο ν τ ο λο γικ ώ ν» π ο ιη τώ ν κ α ι, με τ ο ν π ιο π εισ τικ ό τ ρ ό π ο , δ είχν ει ότι ο κ ο ιν ω ν ικ ό ς πο ιη τή ς είν α ι ο π ιο ο λ ο κληρ ω μ ένος τ ύ π ο ς π οιητή. Χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ ντα ς, β έβ α ια , τ ο ν ό ρ ο « κ ο ινω νι κ ό ς πο ιη τή ς» , θ α π ρ έπ ει π ά ν τ ο τ ε ν α εν ν ο ο ύ μ ε
66/αψιερωμα τ ο ν π οιητή π ο υ έχει δ ια ν ύ σ ει τις τρ εις α π ο σ τ ά σ εις π ο υ π ρ ο α ν α φ έρ α μ ε κ α ι ό χ ι τ ο ν π οιητή π ο υ ξ α φ ν ικ ά , με τ ο ν τ ρ ό π ο τω ν α λεξιπτω τισ τώ ν π έ φ τει μέσα σ τον κ οιν ω ν ικ ό χ ώ ρ ο , φ ιλ ο δ ο ξώ ντ α ς ν α δ ια ν ύ σ ει την π ιο μα κρινή υ π α ρ ξια κ ή α π ό σ τ α σ η, χω ρ ίς ν α έχει π ρ ο η γο υ μ έ νω ς δ ια ν ύ σ ει τις π ιο κ ο ν τ ιν ές τ ο υ . Τ ότε έχ ο υ μ ε ν α κ ά ν ο υ μ ε με μια α πομ ίμησ η κ ο ιν ω ν ικ ο ύ π οιητή κ α ι ό χ ι με έν α ν κ οιν ω ν ικ ό π οιη τή , το π ιο λα μ π ρ ό υ π ό δ ειγ μ α του ο π ο ίο υ μας έχει δώ σ ει ο Γ ιά ν ν η ς Ρ ίτσο ς.
Ο αντικρινός τοίχος π ο ρ εία , ω σ τόσ ο , του κ ο ιν ω ν ικ ο ύ π οιητή δε σ τα μ α τά ει, ότ α ν έχει δ ια ν ύ σ ει ό λ ες τις α π ο σ τά σ εις α νά μ ε σ α σ το ν τ ο ίχ ο κ α ι στο τ ζά μ ι. Α π ό κ ει α ρ χ ίζε ι μια ά λλη , εξ ίσ ο υ οδ υνη ρ ή π ε ρ ιπ έ τ εια , η π ερ ιπ έ τ εια της α να ζή τη σ η ς το υ α κ ρ ο α τή , του α να γνώ σ τη . Τ ε λειώ ν ον τ α ς το π ο ίη μ α , ο π ο ιη τή ς στέκετα ι α μ ή χ α ν ο ς α νά μ ε σ α σ ε δ υ ο σ ιω π ές. Η μια α φ ο ρ ά τη ράχη του π ο ιή μ α τ ο ς κ α ι η δ εύτερη τη ράχη του α να γνώ σ τ η . 'Ε ξω α π ό τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο υ ψ ώ ν ε τ α ι ο α ντ ικ ρ ιν ό ς τ ο ίχ ο ς, π ο υ « τρ α βά ει το βλέμ μ α », «τρ α βά ει την α κ ο ή » , κ α θ ώ ς δ ια β ά ζο υ μ ε στο τ ελευ τ α ίο π ο ίη μ α της «Τ έτα ρτης Δ ιά σ τ α σ η ς» , το « Ό τ α ν έρ χ ετ α ι ο ξ έν ο ς» . Ο ξ έ ν ο ς , ο π ο ιη τή ς δ η λ α δ ή ,18 γε ύ ετ α ι τώ ρ α την π ιο στυφ ή ίσω ς εμ π ει ρ ία της τ έχ νη ς τ ο υ . Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο είν α ι εκ εί ό χ ι γ ια ν α τ ον λυ τρ ώ σ ει α π ό την α π ο μ ό ν ω σ η , α λλά γ ια ν α τ ο ν κ ά ν ει ν α σ υ ν ειδ η τ ο π ο ιή σ ει την α σ φ υ ξ ία της σ ιω π ής. Σ ’ έν α μικ ρό π ο ίη μ ά τ ο υ , π ο υ τ ιτ λοφ ορ είτα ι «Μ ετά την π ο ίησ η» κ α ι π ο υ π ερ ι λα μ β ά ν ετ α ι στη σ υλλογή «Ο τ ο ίχ ο ς μέσα σ τον κα θ ρ έφ τη » (1974), ο Ρ ίτσ ο ς υ π α ιν ίσ σ ε τα ι α υτή ν α κ ρ ιβώ ς την α σφ υ ξία : *1
Η
«Η αίσθηση αυτή μ ετά την ποίηση, να στέκεσαι μπ ρο σ τά στο παράθυρο στο π έμπτο πάτω μα τη ς κλινικής και να κοιτά ς την πολιτεία, κ ’ η π ολιτεία να ’ναι αλλιώ τικη, καθώ ς πίσω α π ’ τη ράχη σου η ετοιμοθάνατη κοιμάται, και κάτω στο δρομάκι του κήπου π ερπ α τά ει η ψ ηλή νοσοκόμα· και π ρέπει αμέσως να χτυπήσει το καμ πανάκι του β ραδινού φ α γη τού και ν’ ανά ψ ουν τα φώτα». Α κό μ η κι η π ο λ ιτ εία , λ ο ιπ ό ν , στην ο π ο ία ο π ο ιη τ ή ς έχει δια ρ κ ώ ς κα ρ φ ω μ ένο τ ο βλέμμα , μ ο ιά ζ ει αλλιώ τικ η μετά τ ο τελειω μ ένο π ο ίη μ α , υ ψ ώ ν ετ α ι μπ ρ ο σ τά το υ σ α ν τ ο ίχ ο ς. Ο πο ιη τή ς δ είχ ν ει σ α ν ξ έ ν ο ς κ α ι π ρ ο ς τ ο π ο ίη μ α κ α ι π ρ ο ς τ ο ν α κ ρ ο α τή . 'Ε χει φ τά σ ει τό σ ο κο ν τ ά στα π ρ ά γ μ α τ α , π ο υ μένει α π ό μ α κ ρ ο ς, γ ια ν α χρ η σ ι μο π ο ιή σ ω μια έκ φ ρα ση π ο υ του α νή κ ει. Τ ώ ρα είν α ι η σ ειρά σ α ς ν α τ ο ν πλη σιά σετε. Μ ιλ ά ει π α ρ ά ξ εν α . Α υ τ ό α ς μη σ α ς π α ρ α σ ύ ρ ει κ α ι τ ο ν π ά ρετε γ ια ξ έν ο . Έ ν α ξέσ π α σ μ α ο μ ο ρ φ ιά ς κ ρ ύ β ει ο ερ χ ο μ ό ς το υ. Σ ’ έν α θ α υ μ ά σ ιο μ ο ν ό λ ο γ ο π ο υ εκ φ έρ ετα ι γ υ μ ν ό ς , δ ίχ ω ς σ κη νικ ό κ α ι δ ίχω ς έξ ο δ ο - σ κηνικό κ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο να έ ξ ο δ ο ς είν α ι ο λό κ λη ρ ο το π ο ίη μα - κ α ι ό π ο υ για πρώ τη φ ο ρ ά μέσα στην «Τ έ ταρτη Δ ιά σ τ α σ η » η π α ρ ο υ σ ία τού π ο ιη τή , χω ρ ίς π ρ ο σ ω π ε ίο π ια , γίν ετ α ι τό σ ο α ισ θ ητή, ο Ρ ίτσο ς εκ φ ρ ά ζει την α γω νία του π οιητή γ ια το α ν ο λ ό γ ο ς του θ α γ ίν ε ι κ α λ ό δ εχ τ ο ς α π ό τ ο υ ς α ν α γ ν ώ σ τες, α π ’ ό λ ο τ ο ν κ ο ιν ω ν ικ ό χώ ρ ο . Π ρ έπ ει ν α γ ίν ε ι κ α λό δ εχ τ ο ς. Γ ιατί το φ ω ς της π ο ίη σ ή ς του δ εν είν α ι τ εχ ν η τ ό , δ εν είν α ι α ντ ικ α τ ο π τ ρ ισ μ ό ς. Ε ίν α ι το δ ικ ό σ α ς φ ω ς φ ιλτρ α ρ ισμ έ ν ο μέσα α π ’ ό λ ο υ ς τ ο υ ς θ α ν ά τ ο υ ς.
Σημειώσεις 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9.
Στίχος του Γιάννη Ρίτσου από το «Πράθυρο». Βλ. σελ. 97, το κείμενο «Σαν εισαγωγή στις Μαρτυρίες». Βλ, «Μελετήματα», εκδόσεις Κέδρος 1974, σελ. 97. Βλ. στον τόμο «Γιάννης Ρίτσος» (Μελέτες για το έργο του), εκδόσεις Διογένης 1975, σελ. 244. Βλ. Μ.Γ. Μερακλής, Η «Τέταρτη Διάσταση» του. Γιάννη Ρίτσου, στον τόμο «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο», εκδό σεις Κέδρος 1981, σελ. 517-544. Βλ. Κώστας Παπαγεωργίου, Προτάσεις επάνω στη «Σονά τα του Σεληνόφωτος», στον τόμο «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο», σελ. 561-582. Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Περί Μαγιακόβσκη, στον τόμο «Μελε τήματα», σελ. 9-33. Βλ. Σόνια Ιλίνσκαγια, Θέμα ποίησης και ποιητικής στο Ρί τσο, στον τόμο «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο», Κέδρος 1981, σελ. 439-451. Ο Δούκαρης αναφέρει (περιοδικό «Τομές», τ. 52, Σεπτέμ βρης 1979) ότι από μια διήγησή του στον Ρίτσο που ανα φερόταν στην επίσκεψή του στο σπίτι της Μελισσάνθης, ο Ρίτσος εμπνεύστηκε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει και το κείμενο της αφιέρω σης που έγραψε ο Ρίτσος στο αντίτυπο της «Σονάτας» που χάρισε στο Δούκαρη. Η αφιέρωση έχει ως εξής: «Του φί-
10. 11. 12.
13.
14. 15. 16. 17. 18.
λου ποιητή Δημήτρη Δούκαρη που από μια αφήγησή του για μια φεγγαρόλουστη βραδιά στο σπίτι μιας ποιήτριας ξεκίνησε τούτο το ποίημα. Μ’ αγάπη - Γιάννης Ρίτσος 24.XII. ’56». Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Παρατηρήσεις στο έργο του Ναζίμ Χικμέτ, στον τόμο «Μελετήματα», σελ. 37-49. Βλ. Jean Rousselot, «Reconnaissance a Ritsos», στο Revue «Sud», No 60, Septembre 1985. Βλ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Για λίγο καλοκαίρι - Η «Χρυσόθεμις» κι ένα γράμμα για μας, στον τόμο «Γιάννης Ρίτσος» (Μελέτες για το έργο του), Διογένης 1975, σελ. 115-142. Βλ. Γιώργος Βελουδής, Ο Καβαφικός Ρίτσος, στο βιβλίο του «Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», σελ. 114142 (Σημείωση: Ο Βελουδής πρώτος διέκρινε τη συγγένεια της «Τέταρτης Διάστασης» με την Καβαφική ποίηση). Βλ. Γιώργος Βελουδής, ό.π. Βλ. Κώστας Παπαγεωργίου, ό.π. Βλ. Μάσιμο Πέρι, Καβάφης/Ρίτσος, στον τόμο «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο», Κέδρος 1981, σελ. 258-275. Βλ. συνέντευξη του ποιητή στο περιοδικό «Η λέξη», τ. 8, Οχτώβρης 1981. Βλ. Νίνα Κασσιάν, Η «Τέταρτη Διάσταση» του Ρίτσου, περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τ. 32-33 (αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο), Μάρτης - Ιούνης 1976, σελ. 155-156.
Κώστας Χωρεάνθης
Τα τραγικά προσωπεία ενός ποιητή <Ρ
...βασανισμένο πρόσωπο με με την τόλμη λ να υπάρξει μια στιγμή πάΛ> την έΟτατη στιγμή πριτΜπ’ ί
ί/
/ ?ίΛ
Γ0 ίου ή και μετά το θά\ Γιάννης Ϋίγοο
Μέσα στήν πολυδιάστατη ποίηση yt ΓΓιάννΐ»|Ηβ!Κ»υ. π* διαπρήσσεται» αιώνα, ένα στοιχείο που τη διαρθΛ π και τη σπονδυλώνι της ρυθμό, είναι το δραματικό. 0»ιεγ< teg ποιητικές συνθβ ►γοι, είτε προσο'»: τής, είτε με την αμεσότητα του £ρκε< δομή δραματικών μονολό^ν, τ » , βέί αντίστοιχους της τ ρ α γ ω δ ί α ς ^ ^ ^
•
,ν -
·>
.
^
► ’ εβδομήκο* από μιοόν >ν εξελικτικό που εκτείνο*λάει ο ποιην%ΐή και τη
W 7 -&
68/αφιερωμα κ εί, ω σ τόσο, ο τ ρ α γ ικ ό ς σ υνή θ ω ς ήρ ω ας α π ε υ θ ύ ν ετ α ι, κα τά κ α ν ό ν α , στο χ ο ρ ό ή σε κ ά π ο ιο σ κη νικό π ρ ό σ ω π ο , σ π ά ν ια α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σ τον εα υ τ ό του (ό π ω ς σ το ν μ ο να δικ ή ς δ ρ α μ α τ ι κής α ποτελεσ μ α τικ ό τη τα ς μ ο ν ό λ ο γ ο της Μ ή δ εια ς , στην ομώ νυμη ευ ρ ιπ ιδικ ή τρ α γ ω δ ία , π ο υ κι α υ τ ό ς ενα λλά σ σ ετα ι με α π ο σ τ ρ ο φ ές π ρ ο ς τα π α ιδ ιά , 1019 κ .ε .) κ α ι, κα τά τη δρα μα τική του α να γκ α ιό τ η τ α , ο μ ο ν ό λ ο γ ο ς α υ τ ό ς σ υμ β ά λλ ει με τ ο ν ιδ ια ίτερ ο τ ρ ό π ο του στη σ κηνική εξέλιξη του δ ρ ά μ α τ ος. Σ τα π ο ιή μ α τ α του Ρ ίτ σ ο υ , με τη δ ρ α ματική αυτή δ ομή, η λ ειτ ο υ ρ γ ία του μ ο ν ο λό γ ο υ έχ ει δ ια φ ο ρ ετ ικ ό π ρ ο ο ρ ισ μ ό , μια κα ι είν α ι α υ τ ό ς μ ό ν ο ς π ο υ σ υνισ τ ά την α ρχή κ α ι το τ έλο ς της δ ρα μ α τικ ότη τα ς, είν α ι α υ τ ό ς, π ο υ μέσ’ α π ό τα σ υ μ φ ρ α ζό μ εν ά τ ο υ , ολο κ λη ρ ώ νει τη δρα μα τική (ή κ α ι τη σκηνική α κ ό μ α ) υ πό σ τα σ η τω ν π ο ιη τ ι κ ώ ν μ ορ φ ώ ν κ α ι μορ φ ω μά τω ν, π ερ ιέχ ει δηλα δή τα σ τοιχ εία εκ είνα της δρα μ α τικ ό τη τα ς, π ο υ θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν, εν δ εχ ομ έν ω ς, ν α α π ο τ ε λ έσ ο υ ν τις α ρ θ ρ ώ σ εις εν ό ς θ εα τρ ικο ύ έ ρ γ ο υ .1 Α υ τ ό τ ο θ εα τρ ικ ό σ το ιχ είο είν α ι έν α α π ό τα β α σ ικ ό τερ α για την κα τα νόη ση μ ια ς π ο ίη σ η ς, π ο υ σ το υ ς α ν α β α θ μ ο ύ ς της α νά π τ υ ξ ή ς της χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί γ ια ν α εκ φ ρα στεί κ α ι ν α λειτο υ ργ ή σ ει ω ς τέχνη κ ο ιν ω ν ικ ή ,2 π ο λ λ ά α π ό τ α εφ ευ ρ ήμα τα κ α ι τ ις σ υ μ β ά σ εις του θ εά τρ ου . Έ τ σ ι, ο ι μ εγά λες π α ρ εν θ ετ ικ ές εισ α γ ω γές, π ο υ όσ ο κι α ν δ ια σ τ έλλο ν τ α ι μ ο ρ φ ι κ ά α π ό τα σ ώ ματα τω ν π ο ιη μ ά τ ω ν , α π ο τ ε λ ο ύ ν α να π ό σ π α σ τ α τμή μα τά τ ο υ ς , επ έχ ο υ ν θέση εν ό ς το π ικ ο ύ κ α ι χ ρ ο ν ικ ο ύ π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ο ύ τω ν δ ρ ω μένω ν, κ α θ ώ ς κ α ι - α π α ρ α ίτ η τ ες ίσω ς - δ ιε υ κ ρ ι νίσ εις γ ια τα π ρ ό σ ω π α π ο υ θ ’ α κ ο υ σ τ ο ύ ν ή θ ’ α να φ ερ θ ο ύ ν . Ο ι π ρ ο λ ο γικ ές α υτές επ εξη γ ή σ εις, π ο υ σ υ ν α ιρ ο ύ ν τ ο π ικ ά κα ι χ ρ ο ν ικ ά σ ’ έν α σ υ ν α ι σ θη μα τικ ό κ α ι δ ια ν ο η τ ικ ό π ε δ ίο τις ψ υ χ ικ ές κ ι νή σ εις τω ν τ ρ α γικ ώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν , φ έρ ν ο υ ν στο ν ο υ τ ο υ ς π ρ ο λ ό γ ο υ ς της τ ρ α γ ω δ ία ς π ο υ , β έβ α ια , εδώ δ εν εκ φ έρ οντα ι α π ό τ α π ρ ό σ ω π α του δ ρ ά μα τος, α λλά α π ό τ ο ν ίδιο τ ο ν π ο ιη τ ή , π ο υ σ υ ν ε χ ίζ ε ι, κα τά φ υσική (σκ ηνική) α κ ο λ ο υ θ ία ν α μιλά μέσ’ α π ό το π ρ ο σ ω π ε ίο του δ ρα μ α τικ ο ύ ήρω α. Τ ο ίδιο κα ι ο ι π α ρ εν θ ετ ικ ο ί ε π ίλ ο γ ο ι, π ο υ είναι' ο ι α π α ρ α ίτ η τ ες π ρ ο εκ τ ά σ εις τω ν μ ο νο λο γ ικ ώ ν δ ρ α μ ά τ ω ν, α ντ ισ το ιχ ο ύ ν π ρ ο ς την έξ ο δ ο , π ρ ο ς την α γγελική ρήση, π ο υ μ’ α υτή ν α να π α ρ ίσ τ α τ α ι εσ ω τερικά η κ α τα στρ οφ ή του δρα μ α τικο ύ έργου κ α ι κ λ είνο υ ν την α υ λ α ία το υ π ο ιη τικ ο ύ ο ρ ά μ α τος. Ύ σ τ ερ α , ο ίδ ιο ς ο δ ρ α μ α τ ικ ό ς μ ο ν ό λ ο γ ο ς κ α ι μ’ ό λ ο π ο υ στην ο υ σ ία του εκ φ ρ ά ζει την εσω τε ρική π ερ ιπ έ τ εια τω ν ηρ ώ ω ν, τη βα θ μ ια ία το υς εξέλιξη π ρ ο ς την α να π ό φ ευ κ τ η λύση του δ ρ ά μ α τ ό ς τ ο υ ς , κα τά την « ο ικ εία ν α υτώ ν φ ύ σ ιν » , σ ύμ φ ω να με τ ο ν τ ρ α γ ικ ό τ ο υ ς μ ύ θ ο , ω σ τόσο δ ια ρ θ ρ ώ νετ α ι π ά ν ω σ τα π ρ ά γ μ α τ α , ό π ω ς σ υμ β α ίνε ι κ α ι στην τ ρ α γ ω δ ία , κ α ι ο ι α ντισ τά σ εις του π ά ν ω σ ’ α υ τ ά σ υ ν α ν τ ο ύ ν τ η ν ομ ό λ ο γη εξ έλ ι
Ε
ξη του π ο ιη τ ικ ο ύ λό γ ο υ κ α ι δ ια μ ο ρ φ ώ νο υ ν τη δρα μ α τικό τη τα . Γ ιατί κ α ι η π οίησ η του Ρ ίτσου είν α ι μια π οίησ η τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν , επ ιβ εβ α ιώ ν ει με ,τον τ ρ ό π ο της την α πλή α λή θ εια ότι η π οίησ η δ ια ρ θ ρ ώ ν ετ α ι π ά ν ω σ τα π ρ ά γ μ α τ α κ α ι μ’ α υτά κ α ι ό χ ι π ά ν ω σ τις ιδέες κ α ι τ α δ ια νο ή μ α τ α . Κ α ι κ α θ ώ ς τα π ρ ά γ μ α τ α είν α ι ά π ε ιρ α κ α ι ο ι α ντ ισ τά σ εις τ ο υ ς α νεξέλ εγκ τ ες α π ό τ ο εκ φ ρα στικ ό ό ρ γ α ν ο , είν α ι π έρ α α π ό τ ο ν π επ ερ α σ μ έ νο κ ύ κλο του δ ια ν ο η τ ικ ο ύ μ α ς ο ρ ίζ ο ν τ α , ο σ τίχο ς τω ν π ο ιη μ ά τω ν σ υ λ λ α β ίζετ α ι με μια χα ρα κτη ρ ισ τική ά π λ α κα ι α π ο χ τ ά έτσι τη γνω στή του π ο λυ σ ύ λλα βη μορ φ ή . Ω σ τό σ ο , τ α π ρ ά γ μ α τ α κ α ι τα σ υ ν α ισ θ ή ματα κ α ι ο ι σκέψ εις κ α ι ό λ α τα κινή μ ατα της ψ υ χή ς κ α ι της φ α ντ α σ ία ς υ π α κ ο ύ ν σ το ρ υθ μ ό π ο υ τ ο σ ύ μ π α ν έχει φ υτέψ ει μέσα μας κ α ι η ποιητική τ ο υ ς εκ φ ο ρ ά σ υμ φ ύ ετα ι μ’ α υ τ ό τ ο ρ υθ μ ό . Η μ ου σικ ότη τα του σ τίχο υ το υ Ρ ίτσου είν α ι α π ό τα π ιο σ ημ α ντικ ά π ρ ά γ μ α τ α της π ο ίη σ ή ς του κ α ι, β έβ α ια , δ εν έχει σχέση με τη λεγά μενη τονικ ή δ ια δ ο χή τω ν μετρη μένω ν π α ρ α δ ο σ ια κ ώ ν μορ φ ώ ν .3 Ό μ ω ς κι αυτή κ ρ α τιέτα ι, α π ’ την ά λλη , σε π ο λ ύ μ εγά λο β α θ μ ό , κ α θ ώ ς ο ία μ β ο ς, ο φ υ σ ικ ό ς τ ό ν ο ς της ελληνική ς ο μ ιλ ία ς ,4 α ρ θ ρ ώ νει τ ο υ ς α π λ ω μ έν ο υ ς σ τίχ ο υ ς στην α φ ηγη μα τική τ ο υ ς ροή κ α ι, σ υ χ ν ά , στην α νά λ υ σ η , π ο υ ίσω ς επ ιφ έρ ει μια χα λά ρω ση στη γερο χτισ μ ένη κ α τ ά τ α ά λλα μουσικ ή α νά π τ υ ξ η το υ κ εντρ ικ ο ύ θ έμα το ς. Δ ε θ α ’μα στέ μ α κρ ιά α π ό την α λή θ εια α ν λέγα με π ω ς τα π ο ιή μ α τ α α υ τ ά α να π τ ύ σ σ ο ν τ α ι π ά ν ω σ το υ ς τ ρ ό π ο υ ς μια ς μου σικ ής κ ίνη σ η ς,5 κι α υτό είν α ι ένα α κ ό μ α δ ρα μ α τικ ό σ το ιχ είο , π ο υ χρ η σ ι μο π ο ιείται α π ό την τρ α γ ω δ ία . Β έ β α ια , ω ς λυ ρ ικ ή , η π οίησ η αυτή δ ια φ έρ ει α π ό τη δρα μα τική κ α ι π ρ ο σ φ έρ ει (γ ια ν α θ υμ η θο ύμ ε τ ο ν Α ρ ισ το τέλη ) την « ο ικ εία ν η δ ο νή ν» κ α τ ά τ ο είδ ο ς κ α ι κα τά το π ο ιό ν της. Γ ιατί, ενώ η δ ρα μα τική π οίη σ η χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τα σ υσ τα τικά της μέρη γ ια ν α π α ρ ο υ σ ιά σ ει τ ο ν ο λο κ ληρ ω μένο τ ρ α γ ικ ό μ ύθο στη σκηνική του α π ο τελεσ μ α τικ ό τη τα , η λυρική π οίησ η με τη σ υναισ θ ημα τική α νά λυ σ η κ α ι την π ρ οω θ ημ ένη εκ φ ρα στικ ή, π ο υ δ εν έχει α πό λ υτη σχέση με τ ο ν γεω μετρ η μένο θ εα τρ ικ ό λ ό γ ο , α π ε υ θ ύ ν ετ α ι κ υ ρ ίω ς στη σ υγκ ι νησ ια κ ή π ερ ιο χ ή του εσω τερισμ ού μ α ς κι α π ’ α υ τ ό ν π ερ ιμ έν ει τις α νά λ ο γ ες α ντισ τά σ εις της λει τ ο υ ρ γ ία ς της. Ί σ ω ς κ ά π ο ιες φ ο ρ ές - ό π ω ς λ .χ . σ το π ο ιη τ ικ ό θ έα τρ ο το υ Λ ό ρ κ α - ο λυ ρ ισ μ ό ς σ π ά ζ ε ι τα σ υμ β ατικά ό ρ ια κα ι εισ χω ρ εί κ α ι σε α νο ίκ εια είδη του λ ό γ ο υ . Μ ήπ ω ς όμω ς ο λυ ρ ικ ό ς λ ό γ ο ς τω ν χο ρ ικ ώ ν στην τ ρ α γ ω δ ία κ α ι την κω μω δία δ εν είν α ι κι εδώ ο ι α φ ετηρ ίες τω ν π ο ιη τ ι κώ ν α υτώ ν τρ ό π ω ν; Ο Ρ ίτσο ς α υτό το λυ ρ ισ μ ό , π ο υ ω ς π οίησ η είν α ι κ α ι η ο υ σ ία α λλά κ α ι η μορ φή τω ν δρα μ α τικ ώ ν του α π ο τ υ π ώ σ εω ν , τ ο ν π ρ ο ω θ εί ώ ς τις α κ ρ α ίες δ υνα τό τη τες του ψ υ χ ι σμού του κ α ι τότε ξ ε χ ν ά κ α ν είς ότι τ ο π ρ ό σ ω π ο π ο υ μιλά είν α ι μια γερόντισσοΡ της Μ ή λο ς,6 ένα ς
αφιερωμα/69 ήρ ω ας τ ρ α γ ω δ ία ς, μια χ α ρ οκ α μ ένη μ ά ν α , ένα ς θ α λ α σ σ ιν ό ς , μια ηλικιω μ ένη γυ ν α ίκ α π ο υ π α ρ α λη ρεί στο «α μείλικ το φ εγ γα ρ ό φ ω τ ο » , «εμείς», «εσ είς», «εγώ » (το α ντικ είμ ενο π λή θ ο ς κ α ι το υ π ο κ είμ εν ο ά τ ο μ ο ), α λλά α κ ο ύ ει μ ό ν ο τη φ ωνή του π οιη τ ή , π ο υ μιλά μέσ’ α π ό τα δ ιά φ ο ρ α π ρ ο σ ω π εία της κα θ η μ ερ ινή ς α λλά κ α ι της δ ια χ ρ ο ν ι κής μας υ π όσ τ α σ η ς. Τ α π ρ ό σ ω π α α υ τ ά ζ ο υ ν μέ σ α του κ α ι α π ο χ τ ο ύ ν με την ποίησ η την ο ντότη τά τ ο υ ς , είν α ι τα σ υνα ισ θ ή μ α τα κ α ι ο ι σ κ έψ εις κα ι ο ι α ντ ιδ ρ ά σ εις, ο κ όσ μ ος τω ν ά π ειρ ω ν λεπ τ ο μ ε ρ ειώ ν κ α ι τ α « κ α θ όλου », π ου, ο π ο ιη τή ς α ντ ιμ ε τ ω π ίζει στη δια λεκ τική του με τη ζω ή κ α ι τ ο υ ς ο ρ ισ μ ο ύ ς της. Κ α ι τα π ρ ο σ ω π ε ία α υ τ ά γίν ο ν τ α ι ο ι α π οδ εκ τές π οιη τικ ές σ υμβ ατικότη τες, γ ια ν α μπ ο ρ έσ ει ο δ η μ ιου ρ γ ός, μέσ’ α π ό τη μαγική τ ο υ ς λειτ ο υ ρ γ ία , ν α π ρ ο σ δ ιο ρ ίσ ει ευ κρ ινέστερ α κα ι α π ο τελεσ μ α τικ ότερ α τ ο υ ς π ρ ο σ α ν α τ ο λισ μ ο ύ ς τω ν πρ οβλη μ α τισ μ ώ ν του. έσ α στην ποίησ η του Ρ ίτσου αυτή η π ο ιη τ ι κή μορφή έχει την α ρχή της σ το ν « Ε π ιτ ά φ ιο » (1936), ό π ο υ σ το π ρ ό σ ω π ο της μ ά ν α ς π ο υ θ ρ η νεί το α δικ οσ κ οτω μ ένο π α ιδ ί της, ο πο ιη τή ς εκ φ ρ ά ζει ό λ ο α υ τ ό ν τ ο ν κόσ μ ο π ο υ τ ο ν εκ μετα λ λ εύ ο ν τ α ι κ α ι τ ον κ α τ α π ιέζο υ ν , τ ο ν α δ ικ ο ύ ν κ α ι τ ο ν α φ α ν ίζ ο υ ν - ο κ ο ιν ω ν ικ ό ς π ρο βλη μ α τισ μ ό ς μέσ’ α π ό τ ον ιδ εο λο γικ ό π ρ ο σ α ν α τ ο λ ισ μ ό του ποιητή ο μ ο λ ο γεί την τα ύτισή του με τ ο π ρ ό σ ω π ο π ο υ π ρ ω τα γω νισ τεί στο π ο ίη μ α .7 Η σ ύνθ εση α υ τή π ερ ιέχ ει εμ βρυ α κ ά , θ α μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α π ο ύ μ ε, τα κ α τ ο π ινά δρα μ α τικ ά α να π τ ύ γ μ α τ α τω ν μ εγά λω ν του π οιη τικώ ν σ υνθ έσ εω ν. Ω σ τό σ ο , π ρ ο το ύ α κ ό μ α τ α π οιη τ ικ ά π ρ ο σ ω π ε ία α π ο χ τ ή σ ο υ ν τη σ υγκ εκρ ιμένη τ ο υ ς μορφ ή με τ ο υ ς επ ώ νυ μ ο υ ς τ ρ α γ ικ ο ύ ς ήρ ω ες, κ α ι ο μύ θ ο ς τ ο υ ς π ρ ο σ λ ά β ει τις δ ια σ τ ά σ εις της α π ο σ ύ νθ εσ ή ς τ ο υ , έτσι π ο υ ν α τα υτ ισ τ ού ν στη σ υνείδη ση του δ η μ ιο υ ργο ύ τ ο υ ς με τ ο έν α κ α ι μ ο ν α δ ικ ό π ρ ό σ ω π ο (ή π ρ ο σ ω π ε ίο ) π ο υ μιλά ει κ ά θ ε φ ο ρ ά μέσ’ α π ’ α υ τ ά , ο π οιητής είχε ν α δ ιά ν ύ σ ει έν α σ τά δ ιο π ρ ο ετο ιμ α σ ία ς: κι α υ τ ό α ρθ ρ ώ θη κε με τ ο υ ς μ ο ν ο λ ό γ ο υ ς εκ είνο υ ς, ό π ο υ τα π ρ ό σ ω π α α κ όμ α έχ ο υ ν την α ο ρ ισ τ ία της κα θ η μ ερ ινότη τα ς, ό π ο υ ο χώ ρ ο ς κ α ι ο χ ρ ό ν ο ς έχ ο υ ν την α μεσ ότητα α π ό την ύλη το υ βιώ μ ατος κα ι ο ι α να λ ύ σ ε ις της εμ π ε ιρ ία ς, εν δ εχ ο μ έν ω ς, α φ ή ν ο υ ν α νέπ α φ η την ο υ σ ία τω ν πραγμά τω ν: π ο ιή μ α τα όπ ω ς το « Ό τ α ν έρ χετα ι ο ξέν ο ς» (1 9 4 8 ),8 «Η σ ονά τ α του σ ελη νό φ ω νο ς» (1956), «Τ ο χ ρ ο ν ικ ό » (1957), «Το π α ρ ά θ υ ρ ο » (1959), «Το ν εκ ρ ό σ πίτι» (1959), η «Χ ειμερ ινή δ ια ύ γεια » (1 9 5 7 ), «Κ άτω α π ’ τ ο ν ίσκ ιο του β ο υ νο ύ » (1960), π ρ α γ μ α τ ο π ο ιο ύ ν αυτή τη μύηση κ α ι μ’ ό λ ο π ο υ η α μεσ ότητά τ ο υ ς είν α ι κ ά π οτ ε α φ ο π λ ισ τικ ή , όπ ω ς γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α «Η Σ ο ν ά τ α του σ ελη νό φ ω το ς» , ω σ τόσο η δ ιά θ λα ση π ου μέσ’ α π ’ α υτή ν α ν α π τ ύ σ σ ον τ α ι ο ι ρ ημ ατικές δ ια τ υπ ώ σ εις π ρ ο ς το υς μ εγά λο υ ς α ντ ιπ ά λ ο υ ς της α νθ ρ ώ π ιν η ς α ξ ιο π ρ έ
π ε ια ς (σω μα τικ ής κ α ι σ υ να ισ θ η μ α τικ ή ς), τη φ θ ο ρ ά κα ι τ ο θ ά ν α τ ο ,9 είν α ι α ισθητή. Τ ο σ το ιχ είο α υ τ ό α ρ γ ό τ ερ α θ α είν α ι κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό εν ό ς π ο ιη τικού τ ρ ό π ο υ , γ ια ν α π ρ ο σ δ ιο ρ ίζ ο ν τ α ι κά θ ε φ ο ρ ά , μέσα α π ό την α νέλιξη το υ π ο ιη τικ ο ύ μ ο ν ο λ ό γ ο υ , τα σ υσ τα τικά της π α ρ ο υ σ ία ς τω ν σω μάτω ν α υτώ ν. Ο π ο ιη τή ς, β έβ α ια , έχει τη ν ο μ ο θ εσ ία της π ο ίη σ ή ς τ ο υ , γ ια ν α π ρ ο χ ω ρ ή σ ει στη βεβα ιό τη τα κ α ι την ενσω μάτω ση τω ν κινημ άτω ν τ ο υ , για ν α δ ώ σ ει, μέσα α π ό το εκ π εφ ρ α σ μ ένο το υ εν δ ιά θ ε το , τ ο υ ς α να β α θ μ ο ύ ς της π ο ρ εία ς τ ο υ . Στη ν π ε ρ ίπτω σή μ α ς, ό λα τα π ο ιή μ α τ α π ο υ α να φ έρ θ η κα ν π ρ ο η γο υ μ έ νω ς, ω ς μυητικά γ ια τη χρήση του π ρ ο σ ω π ε ίο υ , εν τ ά σ σ ο ν τ α ι - μ α ζί με το σ ύ ν ο λ ο σ χε δ ό ν τω ν τ ρ α γικ ώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν (ή π ρ ο σ ω π ε ίω ν 10) - σ το ν τό μ ο , π ο υ επ ιγρ ά φ ετ α ι «Τέταρτη
Γ ΙΑ Ν Ν Η *
P IT * Ο £
Μ
Ε Κ Δ Ο Σ Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ Μάης ΙδΜ. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης τον Επιτάφιον δ ιά στα σ η» και π ο υ α π ο τ ελεί τ ο ν έκτο τ όμο στη σ ειρά τω ν σ υνο λικ ώ ν τόμω ν της π ο ίη σ η ς του Ρί τ σ ο υ .11 Μ ια π α ρ ό μ ο ια έντ α ξη , πέρ ' α π ό σημείο π ρ ο σ α ν α τ ο λ ισ μ ο ύ , υ π ο χ ρ εώ νει και σε μια δ ια φ ο ρετική α ποτίμηση: αυτή η τέταρτη διά στα σ η της έκ φ ρα ση ς δ εν είν α ι π α ρ ά η μία και μονα δική υ π ό σ τ α σ η το υ σ ώ μα τος της π ο ίη σ η ς, π ο υ εκ φ ρά ζετ α ι « δ ια μέσου». Τ α π ρ ο σ ω π ε ία τω ν τραγικώ ν μ ορ φ ώ ν μέσ’ α π ό τα ο π ο ία ο π ο ιη τ ή : α ντιμετω π ίζ ε ι τ α μεγά λα π ρ ο βλή μ α τα του α νθ ρ ώ π ο υ ,, τ ου κό σ μ ο υ κ α ι του σ ύ μ π α ν το ς, α ντ ιμ ετω π ίζει μέσ ’
70/αφιερωμα α π ό τα μ εμονω μένα π ρ ό σ ω π α μια μ ε ίζο ν α α ν θ ρ ω π ότητα , π ου π ο λιο ρ κ είτ α ι α π ό την α β εβ α ιό τητα κ α ι σ υ ν ά μ α τη σ τα θερότητα της φ θ ο ρ ά ς, α π ό την κα θημ ερινή τριβή κ α ι τη δ ια χρ ο νικ ή α νη σ υ χ ία , α π ό το μετέω ρο φ ω ς τού είν α ι κα ι τού μη είν α ι, α π ό τη νυχτερ ινή κ α ι ημερινή π α ρ ο υ σ ία εν ό ς εφ ιά λτη, π ο υ δ εν είν α ι π α ρ ά ο θ ά ν α τ ο ς, για ν α π α ρ α λλ ά ξ ο υ μ ε τα λ ό γ ια (ό χ ι όμω ς κα ι το π νεύμά)>του ίδιου του π ο ιη τ ή ,12 α υτά λο ιπ ό ν τα π ρ ο σ ω π ε ία με τη δ ύναμ η του π ο ιη τικο ύ ρήματος φ έρ ν ο υ ν μπ ρ οσ τά κα ι εσ τ ιά ζο υ ν την ευ αισ θη σία μας σε κ ά π ο ια όρ ια , π έρ ’ α π ό τα ο π ο ία ο λ ό γ ο ς δ εν μπ ορ εί π ια: είν α ι η έσχατη α πο γύμ νω σ η κα ι η τέλεια ταύτιση του π ρ ο σ ώ π ο υ με το π ρ ο σ ω π ε ίο τ ο υ , σε μια ν αισθητική π ερ ιο χ ή , ό π ο υ η σ υμβ ατι κ ότη τα σ υνα ιρ είτ α ι με την α λή θ εια , το δ ημιου ργη μ έν ο π λά σ μ α με τ ο υ ς ζω ντ α ν ο ύ ς κα ι η π α ρ ο υ σ ία του α χνοφ ώ τισ το υ ίσκιου με τη χ νο υδ ω τή ν επ ιφ ά ν εια της α γγιγ μ ένη ς ύλης. Η ποίησ η - η μόνη π ρ α γμ α τικ ή , η τέταρτη διά στα σ η τω ν π ρ α γ μάτων. Η επ ιλογή του ποιητή γ ια τ α π ρ ό σ ω π α π ο υ έρ χ ο ν τ α ι α π ό την τρ α γ ω δ ία , θ α π ρ έπ ει ν α εξηγηθ εί α π ό έν α σ τα θ ερ ό σ το ιχ είο π ο υ με την π α ρ ο υ σ ία του α να δ εικ ν ύ ει π ερ ισ σ ό τ ερ ο την τρ αγικότητά τους. Ε ν ν ο ώ την α ντίθ εσ η , π ο υ ελλ ο χεύει π ίσω α π ό τα κινήμ ατα το υ εσω τερικού τ ο υ ς κό σ μ ο υ . Κ ι όπ ω ς στην τρ α γ ω δ ία υ π ά ρ χ ει a priori μια τ ρ α γική κατάσταση π ο υ τα π ρ ό σ ω π α κ ά π ο ια στιγμή θ α β ρ εθ ο ύ ν α ντιμέτω π α μ’ α υτήν - α νεξά ρ τη τα α π ό τη δ ρα μα τική ν έκβαση - έτσι κ α ι τα π ρ ό σ ω π α α υ τ ά , στο μ ετα ίχμιο του π ρ α γμ α τικ ο ύ κ α ι του π λα σ μ α τ ικ ού , στο ό ρ ιο της τρ αγικότητα ς κ α ι της γ ε λ ο ιο γ ρ α φ ία ς ,13 βρ ίσκ ο ντα ι κ ά π ο ια στιγμή α ντιμέτω π α με μια πραγμ α τικ ό τη τα π ο υ α ντιθ έτει με τ α σ υσ τα τικά τη ; την π ρ ο η γο ύ μ ενη ζωή του κα ι την ελέγχει. Ε ίν α ι μια τ ρ αγικότητα ο δ υ νη ρ ή , α φ ού με τ ον τ ρ ό π ο α υτό συντελείτα ι η α π ομ υ θ οπ οίη σ η κα ι ο α φ ηρ ω ισ μός τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν. Κ α ι τ α π ρ όσ ω π α α υτά π ρ ο έρ χ ο ντ α ι κα τά π ροτίμ ηση α π ό τις τρ αγω δ ίες το υ Σ ο φ οκ λή (Φ ι λοκτήτης, Ισμήνη, Χ ρ υ σ ό θ εμ ις, Α ία ς ) κα ι του Ε υ ρ ιπ ίδ η (Ε λένη , Ιφ ιγέν εια , Φ α ίδ ρ α ), ενώ α π ’ τ ον Α ισ χ ύ λ ο ένα π ρ ό σ ω π ο μό νο (Α γ α μ έμ ν ω ν). Β έ β α ια , υ π ά ρ χ ο υ ν π ρ ό σ ω π α κ ο ιν ά κα ι σ του ς τρ εις τρ α γ ικ ού ς (Ο ρέστη ς) κι ά λλα κ ο ιν ά σ του ς δ υ ο νεό τ ερ ο υ ς (Τ ειρ εσ ία ς). Κ ι α κό μ α ά λλα , π ο υ ενδεχ ομ ένω ς ν α ήτα ν π ρ ό σ ω π α χ α μ ένω ν τρ αγω δ ιώ ν (Π ερ σ ε φ ό ν η ).14 Ε δ ώ θ α π ρ έπ ει ν α σημειω θ εΓ οτι ο ποιη τή ς π α ίρ ν ο ν τα ς τα π ρ ό σ ω π α α υτά , r a π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί, κα τά κ α ν ό ν α , στην π ο ρ εία τ δ υ ς π ρ ο ς τη φ θ ο ρ ά κ α ι το θ ά ν α τ ο μέσ’ α π ό το υς δ ρ α μ α τ ικ ού ς τ ο υ ς μ ο ν ο λό γ ο υ ς μ’ έν α ν, θ α ’λεγ α , ο ρ θ ό δ ο ξ ο τρ όπ ο: με την αμεσ ότητα , π ο υ ό σ ο α νη φ ορ ικ ή κι α ν είν α ι, φ έρ νει σ ίγ ο υ ρ α στο τέρ μα. Ε ξ ά λλο υ ο π οιητής δ εν α π ισ τ εί συνήθ ω ς σ τον τρ α γ ικ ό μύθο (ό χ ι στο μύθο γε νικ ά , α λλά σ ’ α υ τ ό ν π ο υ έχει κα θ ιερ ω θ εί μέσ’ α π ό τα δ ρ α μ α τ ι
κ ά έργα ): έτσι, ο Ο ρέσ της σ κοτώ νει, σ το τέλο ς, τη μητέρα του κα ι τ ο ν εραστή της, π α ίρ ν ο ν τα ς έτσι την εκδίκησή του για το φ ό ν ο του π α τ έρ α τ ο υ , ο Φ ιλοκτήτης π α ρ α δ ίν ει τα ηρ ά κ λ εια ό π λ α στο Ν εο π τ ό λεμ ο κ α ι α κ ο λδ υθ εί τη «μεγάλη μ ο ί ρ α » , ο Τ ειρ εσ ία ς είν α ι τ υ φ λ ό ς κα ι μέσ’ α π ό την τ υφ λότη τά του β λέπ ει α υτά π ο υ τα υ λικ ά μάτια α δ υ να τ ο ύ ν ν α ιδ ο ύ ν (εδώ ο τ ρ α γ ικ ό ς μύ θ ο ς σ υ μ π ίπ τει με τ ο ν γε νικ ό κ α ι ο π οιητής επ εκ τείνει την υ π ό σ τ α σ η του μάντη κ α ι σ τις οχτώ [του] με τ α μ ο ρ φ ώ σ εις), η Π ερ σ εφ ό νη α φ α ρ π ά ζ ετ α ι στον Ά δ η α π ό τ ο ν « Ν υχτερ ινό » , ο Α γα μ έμ νω ν π α τ ά ει επ ά νω σ τις στρω μένες π ο ρ φ ύ ρ ες π ο υ το ν ο δ η γο ύ ν σ τα φ ο ν ικ ά δ ίχ τ υ α του λο υ τρ ο ύ τ ο υ , η Ισμήνη π α ρ α μ έν ει στη σ κιά της α δερ φ ή ς της, κ α θ ώ ς κα ι η Χ ρ υ σ ό θ εμ ις, ο Α ία ς α υ τ ο κ τ ο νεί, η Ε λένη γ ίν ετ α ι π ερ ίπ ο υ ν εφ έλη (« ...κ ι εκείνη η σ κηνή , π ά ν ω στα τείχη της Τ ρ ο ία ς, - ν α α να λή φ θ ηκ α τ ά χα στ’ α λ ή θ ε ια ...» ), η Ιφ ιγέν εια επ ι σ τρ έφ ει κ α ι «η τελετή θ α γ ίν ει στη Β ρ α υ ρ ώ να με το φ τάσ ιμο του ξ ό α ν ο υ σ τα χέρ ια της τα μένης ιέ ρ εια ς» , η Φ α ίδ ρ α α π α γ χ ο ν ίζ ετ α ι κ α ι ο Ιπ π ό λ υ τ ο ς δ έχετα ι την τιμω ρία για την ύβρη της α γ ν ό τητά ς τ ο υ . Κ α ι σ χε δ ό ν σ’ ό λ ο υ ς τ ο υ ς μ ο ν ο λό γ ο υ ς υ π ά ρ χ ο υ ν σ α φ είς α να φ ο ρ ές στα ο ικ εία δ ρ α μ α τ ι κ ά έρ γα (είτε με ενσω μάτωση στίχω ν είτε με π α ράθεσ η ο νο μ ά τ ω ν , επ εισ ο δια κ ώ ν λεπ το μ ερ ειώ ν ή ά λλω ν τ ρ ό π ω ν ) ώστε η τα ύτιση αυτή ν α είνα ι α να γνω ρίσ ιμ η . π ο ρ εία , ω σ τόσο, τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν α υτώ ν ώς τ ο τ ρ α γ ικ ό τ ο υ ς τέλο ς α κ ο λο υ θ εί δ ια φ ο ρ ε τικά μ ο ν ο π ά τια α π ό τη θεατρική α να γκ α ιό τη τα της τρ α γ ω δ ία ς. Ε δ ώ έχο υ μ ε έν α ν εσ ω τερικό λ ό γ ο π ο υ εκ φ ρ ά ζετ α ι μέσ’ α π ό ά π ειρ ες λ ε π τ ο μ έρ ειες π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές μά λισ τα α π ό π ο ίη μ α σε π ο ίη μ α ξ α φ ν ιά ζ ε τ α ι κ α ν είς δ ια β ά ζ ο ν τ α ς σ τίχο υ ς π ο υ επ α να λ α μ β ά ν ο ν τ α ι σ χε δ ό ν ο μ ο ιό μ ο ρ φ α κι α υτό δ η μ ιο υ ργ εί ο π ω σ δή π ο τε μια δ υσάρεστη έκπληξη - κ α ι π ο υ α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σε π ρ ό σ ω π α π ο υ φ α ίν ε τ α ι ν α μην α κού ν: τ α α π α σ χ ο λ ο ύ ν ά λλες μ έρι μνες κα ι ο κόσ μ ο ς τ ο υ ς είν α ι δ ια φ ο ρ ετ ικ ό ς α π ό τ ο ν π λ ο ύ σ ιο κ όσ μο των. τρ αγικώ ν ηρώων: στο π ο λ υ δ α ίδ α λ ο κ α ι το α γχ ο τ ικ ό , στο π ο λ ύ π ε ιρ ο κ α ι στο π ο λύ γνω σ τ ο , στη β α θ ιά ν εσω τερικότητα κ α ι στην α νά λυ ση τω ν εμ πειρ ιώ ν κα ι τω ν βιω μ ά τω ν, α ντ ιθ έτ ο υ ν σ υνήθ ω ς μια α τ ό φ ια επ α φ ή με τη ζω ή, μια σ χε δ ό ν π ρ ω τό γο νη κα ι υγιερή α ντ ί δ ραση σ το υ ς ο ρ ισ μ ο ύ ς της, δ εν είν α ι π α ρ ά η φ υ σική α ντιμετώ π ιση του λ α ο ύ , π ο υ η α φ ελής του θεώρηση τω ν π ρ α γ μ ά τω ν είν α ι ξένη π ρ ο ς μια ν εκ φ ρα στικ ή, π ο υ α να π τ ύ σ σ ετ α ι π ά ν ω στις π ιο μ ύ χιες κινήσ εις εν ό ς κ α λλιεργημ ένου κα ι εκλε π τυσ μ ένο υ ψ υ χ ισ μ ο ύ . Κ ά π ο ιες φ ο ρ ές ο Ρ ίτσο ς, ο πο ιη τή ς π ο υ σ τάθηκε κ ο ντ ά στο λα ό π ερ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ’ ό λ ο υ ς της γ ε νιά ς του (με εξαίρεσ η ίσω ς τ ο ν Α γ γ ο υ λ έ , κ α θ α υ τ ό λ α ϊκ ό π οιητή) α κρ ο βα τεί σε κ ά π ο ιες ιδεαλισ τικ ές ισ ο ρ ρ ο π ίες, π ο υ α ν δ εν
Η
αφιερωμα/71
ερ μ η νευθ ού ν ω ς σ κ όπ ιμ ες γ ε λ ο ιο γρ α φ ικ ές α ντ ι θέσ εις π ρ ο ς έν α ν σ υ γκ ινη σ ια κ ό ρ εα λισ μ ό , ίσω ς δ η μ ιο υ ρ γ ή σ ουν π α ρ εξη γή σ εις. Ό μ ω ς τ ο θέμα μα ς δ εν είν α ι α υτό: α ν ο ι π α ρ εκ β ά σ εις κ ά π ο ιες φ ο ρ ές ψ η λ α φ ίζο υ ν το ζη τ ο ύ μ εν ο σε μερικές π ρ ο εκ τ ά σ εις τ ο υ , του π ρ ο σ δ ίν ο υ ν έτσι δ ια σ τ ά σ εις π ο υ δ εν γ ίν ο ν τ α ι α ντιλη π τές με την πρώ τη μα τιά. Α υ τ ά , λ ο ιπ ό ν , τ α δ ευ τ ερ εΰ ο ν τα π ρ ό σ ω π α (κ ά π ο τε όμω ς κ α ι τα κ ύ ρ ια , ό π ω ς ο Φ ιλοκτήτης) π ερ ιγ ρ ά φ ο ν τ α ι με τ ο ν π ιο γοη τευτικ ό τ ρ ό π ο κ α ι, μέσ’ α π ό τα π ρ ά γ μ α τ α , τις λεπ τ ο μ έρ ειες κ α ι την ιδιότητά τ ο υ ς (κ η π ο υ ρ ο ί, υ π η ρ έτες, ά γνω σ το ι π ερ α σ τ ικ ο ί, κ α μ α ρ ιέρ ες, τ ρ ο φ ο ί, π α ιδ α γ ω γ ο ί, δ ο υ λ ε υ τ ά δ ες, μεροκ α μ α τιά ρ η δ ες, ξ ω μ ά χ ο ι, ο κ ό σ μ ο ς της δ ο υ λ ε ιά ς κα ι του μ όχθ ο υ κ α ι της κ α θ η μερινή ς βιο π ά λ η ς) α π ο τ ε λ ο ύ ν το α να π ό φ ευ κ τ ο έμ ψ υχ ο π λ α ίσ ιο , π ο υ μέσα το υ κ ιν ο ύ ν τ α ι κ α ι μέσ’ α π ’ α υ τ ό α να δ εικ ν ύ ο ν τ α ι ο ι π ρ ω τα γω νισ τές της εσ ω τερικής π ερ ιο χ ή ς κ α ι, τ ο σ ημ α ντικ ό τερ ο , α π ο τ ε λ ο ύ ν την κ ρ α υ γ α λ έα του α ντίθ εσ η , κα θ ώ ς ο κ ό σ μ ο ς α υ τ ό ς , με την π α ν ά ρ χ α ιη τελετο υ ρ γία τω ν κ ινήσ εώ ν του σ υ ν εχ ίζει τη ζω ή το υ κα ι την ερ γα σ ία τ ο υ , α δ ιά φ ο ρ ο ς π ερ ίπ ο υ γ ια το εσ ω τερ ι κό δ ρ ά μ α τω ν υ ψ η λώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν π ο υ υ πη ρ ετεί κα ι π λ α ισ ιώ ν ει. Υ π ά ρ χ ει, λ ο ιπ ό ν , έν α κ ε νό γ ια τ α π ρ ω τ α γω νι σ τικ ά α υ τ ά π ρ ό σ ω π α , μια έλλειψ η, π ο υ δ έν ικα ν ο π ο ιή θ η κ ε σ ’ όλη τ ο υ ς την π ερ α σ μ ένη ένδο ξη κ α ι π ο λυ ϋμ νη μ ένη ζω ή. Κι α υ τ ό το κ ε νό δ εν ή τ α ν ά λ λ ο α π ό την α π ο υ σ ία ε π ικ ο ιν ω ν ία ς με
τ ο υ ς γύ ρ ω τ ο υ ς , α π ό την π α ρ ο υ σ ία της μ ο ν α ξιά ς τ ο υ ς , π ο υ τ α τ υλ ίγει κ α ι τ ο υ ς π ρ ο σ δ ίν ει αυτή την ιδια ιτερό τη τα π ο υ ο ι ά λλο ι δ εν μ π ο ρ ο ύ ν ν α κ α τ α νο ή σ ο υ ν. Α υτή η α π ο κ ά λυ ψ η του κε νο ύ σ υντ ε λεί στην α π ο μ υ θ ο π ο ίη σ η κ α ι σ το ν α φ ηρ ω ισ μό τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν , π ο υ γ ι ’ α υ τ ό ν α κ ρ ιβώ ς το λ ό γ ο εκ φ ρ ά ζ ο ν τ α ι μέσ’ α π ό το π ρ ο σ ω π ε ίο της π ρ ο η γο ύ μ εν η ς υ π ό σ τ α σ ή ς τ ο υ ς , γ ια ν α ζ ή σ ο υ ν, π ιθ α ν ώ ς , μέσ’ α π ’ α υ τ ό , εκ είνα π ο υ δ εν έζη σ α ν ό τ α ν ο ι ά λλο ι ά νθ ρ ω π ο ι έπ λ εκ α ν τ ο θ ρ ύλο της ευ τυ χ ία ς τ ο υ ς , της δ ύ ν α μ ή ς τ ο υ ς , το υ π λ ο ύ τ ο υ κα ι της ε ξ υ π ν ά δ α ς τ ο υ ς ή της επ ινο η τικ ό τη τά ς τ ο υ ς , ό τ α ν ο ι α ο ιδ ο ί κ α ι ο ι κ α λλ ιτ έχνες α π ο τ ύ π ω ν α ν σε μόνιμ ες π α ρ α σ τ ά σ ε ις την ιδα νική τ ο υ ς μορφ ή. Μ ια πρώ τη α πο μ υ θ ο π ο ίη σ η κ α ι α φ η ρ ω ισ μ ό ς επ ιχ ειρ ή θ η κ ε κ ιό λ α α π ό την ίδ ια τ η ν τ ρ α γ ω δ ία , κυ ρ ίω ς την ευ ρ ιπ ιδικ ή . Ο Ρ ίτ σ ο ς, θ αυ μα στή ς του Ε υ ρ ιπ ίδ η ,15 χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τ ρ ό π ο υ ς κι έν α π ν εύ μ α π ο υ έρ χετα ι α π ό τ ο ν μεγά λο τ ρ α γ ικ ό . Κ α ι δ εν εν ν ο είτ α ι εδώ η τεχνική ( π ο υ , ό π ω ς α ρκ ετά ώ ς τώ ρ α , ν ο μ ίζ ω , επ ισ η μ ά νθη κ ε, δ ια φ έρ ει, α φ ο ύ το δ ρ α μ α τ ικ ό έρ γο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τ α «οικ εία » του σ υσ τα τικ ά μέρη γ ια ν α λειτο υ ργ ή σ ει κ α ι ν α φ έρ ει τ α α π ο τ ελέσ μ α τά του)· εν ν ο είτ α ι μια βα θύτερη π ρ ο σ έγ γισ η π ρ ο ς την τρ αγική ειρ ω νεία κ α ι π ρ ο ς έν α ν γ ε λ ο ιο γ ρ α φ ικ ό , σ υ χ ν ά , χ α ρ α κ τ ή ρ α , π ο υ ο π ρ ο ο ρ ισ μ ό ς του είν α ι ν α υ π ο γ ρ α μ μ ίσ ει κ α ι ν α β α θ ύ ν ει την τρ α γικ ό τη τα , έν α ν σ α ρ κ α σ μ ό , π ο υ α να ιρ εί την υ π ό σ τ α σ η τω ν μ υθικ ώ ν ηρώ ω ν κα ι α υ τ ο ελ έγχ ετ α ι κ ά θ ε στιγμή. Σ π ά ζ ε ι, κ ά π ο τ ε, τις
72/αφιερωμα σ υμβ ατικότη τες του είδ ο υ ς κ α ι φ έρ ν ει σ το επ ίπ ε δ ο του θεατή το α μείλικ το π ρ ό σ ω π ο το υ π ρ ο β λ η μα τισμ ού τ ο υ , με μια κά θ ετη, θ α έλεγα , τομή , π ο υ ο π ω σ δ ή π ο τε οδ ήγη σε την τ ρ α γ ω δ ία σε ά λ λ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς , την α νέ β α σ ε σε ά λλα επ ίπ εδ α , α λ λ ά εξ α ιτ ία ς της δ ιπ λή ς της ο υ σ ία ς κ α ι της π ο λ λα π λή ς της α ισ θητική ς λ ειτο υ ργ ικ ό τη τα ς, δ εν έγ ιν ε ού τε κ α τα νοη τή ο ύ τε, φ υ σ ικ ά , σ υνεχίστη κε α π ό τ ο υ ς μετα γενέστερ ο υς. Ο Ρ ίτσ ο ς, π ά ν ω σ ’ α υ τ ό το π ν εύ μ α α να π τ ύ σ σ ει τ ο υ ς δ ρ α μ α τ ικ ο ύ ς του μ ο ν ο λ ό γ ο υ ς . Τ α π ρ ό σ ω π ά τ ο υ , α π ό την α ρ χή , α μ φ ισ βη τούν την π ρ ω το γενή τ ο υ ς α φ ετηρία: ο Ο ρέσ της κα ι ό Π υ λά δ η ς είν α ι δ υ ο ν έ ο ι ως εί κ οσ ι χ ρ ο ν ώ , μά λισ τα ο δ εύ τ ερ ο ς, ο φ ίλ ο ς , « είν α ι β ο υ β ό ς κ α ι α φ ο σ ιω μ έν ο ς σ α ν Π υ λά δ η ς» , το π ρ ό σ ω π ο π ο υ α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σ το ν Φ ιλοκτήτη « σ α ν α ’ ν α ι ο γ ιο ς του (τού Α χ ιλ λ έα ), ο Ν εο π τ ό λ ε μος», ο Ό γ δ ο ο ς τ υ φ λ ό ς γέ ρ ο ν τ α ς « ί σ ω ς α υ τ ό ς ν α ’ ν α ι ο Τ ειρ εσ ία ς» , η Π ερ σ εφ ό νη είν α ι α π λ ώ ς «η τα ξιδ ιώ τισ σ α » , ο Α γα μ έμ νω ν είν α ι ο « π ολέμ α ρ χ ος» κ α ι η Κ λυτα ιμ νή στρ α , στην ο π ο ία α π ε υ θ ύ ν ετ α ι «η γυ ν α ίκ α το υ » , ο Α ία ς « έ ν α ς μεγα λόσω μ ος ά ντ ρ α ς» , η Ισμήνη «η δ έσ π ο ιν α τ ου α ρ χ ο ν τ ικ ο ύ » , η Ε λ ένη (κ α θ α υ τ ό ενσά ρκω ση της φ θ ο ρ ά ς ), « γ ρ ι ά - γ ρ ι ά εκ α τό , δ ια κ ό σ ω χ ρ ο ν ώ » , η Ιφ ιγέν εια κ α ι ο Ο ρέσ της «ο α δ ελ φ ό ς κα ι η α δελ φ ή », η Φ α ίδρ α μ ι α γυ ν α ίκ α (η κ α θ α υ τ ό γ υ ν α ίκ α ), ο Ιπ π ό λ υ το ς έν α ς ν έ ο ς , « ό μ ο ρ φ ο ς, ιδρ ω μ ένος, με α νά σ τα τ α χ ρ υ σ ά μ α λλιά . Σ ί γ ο υ ρ α γ υ ρ ίζει α π ό τ ο κυ νή γι» . Α υτή η δ ια χ ρ ο νική υπόσ τα σ η τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν τ ο υ ς π ρ ο σδ ένει το χ α ρα κ τή ρ α σ υ μ β ό λ ο υ , τ ο υ ς π ρ ο σ δ ένει, θ α έλεγα Ό μ ω ς τ ο π ρ ο σ ω π ε ίο α υ τ ό δ εν κ ρ ύ βει - α ντίθ ετα κ ά νει φ α νερ ές - ό λες τ ις α ρνη τικ ές π τ υ χ ές τιυν υ π ά ρ ξε ω ν α υτώ ν. Γ ιατί τ ό σ ο η α π ο μ υ θ ο π ο ίη σ η με τ ο ν δ ια χ ρ ο νικ ό χ α ρα κ τή ρ α τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν όσ ο κ α ι ο α φ η ρ ω ισ μ ό ς τ ο υς, με την «ελεγμένη ει ρ ω νεία τω ν ιστορικώ ν μας π α ρ α ισ θ ή σ εω ν» 17 σ υ ν τ ελο ύ ντ α ι μ’ έν α ευ ρ ιπ ιδ ικ ό π ν εύ μ α μέσα σε μια χρ ονικ ή σ υ να ίρ εσ η , π ο υ τ α κ α θ ιστά π α ρ ό ν τ α κ ά θ ε σ τιγμή, τα ν ιώ θ ο υ μ ε τό σ ο κ ο ν τ ά μα ς, «μέσα στην κ οιν ότ η τ α της ίδ ια ς μ οίρ α ς». Ο πο ιη τή ς χρ η σ ιμ ο π ο ιεί γ ι ’ α υ τ ό την ποιητική υ πέρβα σ η τω ν π ρ αγμά τω ν: έτσ ι, γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α , ο Ο ρ έ στης κ α ι ο Π υ λά δ η ς « σ τα μά τησ α ν σ τα π ρ ο π ύ λα ια » (τω ν Μ υκη νώ ν) έν α κ α λ ο κ α ιρ ιν ό σ ο ύ ρ ο υ π ο , ότ α ν «τα ιδιω τικ ά α υ το κ ίνη τα κα ι τα μεγά λα εκ δρ ομ ικ ά λεω φ ορ εία έχ ο υ ν φ ύ γ ει» , ο Α γ α μ έ μνω ν ο μ ο λ ο γεί, «π ρ ιν βά λω τ ο χ έρ ι μου σ το π ό μολο της π ό ρ τ α ς , / π ρ ιν α ν ο ίξ ω , / π ρ ιν μπω στην α ίθ ο υ σ α , έχω κ ιό λ α ς δ ει τ ο ν κ α ν α π έ, τ ις κ α ρ έ κ λ ες, / κ α ι τ ο ν κα θ ρ έφ τη π ο υ εικ ο ν ίζ ει τ ο ν α π έ ν α ν τ ι τ ο ίχ ο μ’ έν α κ ά δ ρ ο / κ ά π ο ια ς π α ν ά ρ χ α ιη ς ν α υ μ α χ ία ς » , η Ισμήνη δ έχ ετ α ι έν α ν ν εα ρ ό α ξιω μα τικό της φ ρ ο υ ρ ά ς, ω ρ α ίο ν κ α ι εύρω σ το μέσα στην εφ α ρ μοστή στολή τ ο υ , κ α ι του α π ε υ θ ύ ν ει τ ο λ ό γ ο (το μ ο ν ό λ ο γ ό τ η ς), η Χ ρ υ σ ό θ εμ ις δ ίν ει
τη «σ υνέντευξή » της σε μια νεα ρή δ η μ ο σ ιο γρ ά φ ο , κ α ι «η σ υνέντευξη έκ α ν ε, π ρ ά γ μ α τ ι, μεγάλη εντύπ ω ση » , ο Α ία ς α ν α λ ο γ ίζ ετ α ι τ ο υ ς σ υ μ π ο λ ε μ ιστές του π ο υ έφ υ γα ν: « δ ια σ χ ίζ ο υ ν το δ ρ ό μ ο , / κ ο ιτ ο ύ ν μες στα ψ ιλ ικ α τ ζίδ ικ α τ ις κ α ρ α μ έλλ ες σ κ επ α σ μ ένες με τ ο υ λ π ά ν ι, / κ ο ιτ ο ύ ν τις χα ρ τ ο ν έν ιες κ ο ύ κ λ ες με τ ο υ ς σ π ό γ γ ο υ ς, τα τ σ ιγ ά ρ α , τα σ π ίρ τ α , / τα τσ ιμ π ιδ ά κ ια , τις εφ η μ ερ ίδ ες ...» , η Ε λ ένη εκ φ ρ ά ζει την α ν ία της σ το ν ά γνω σ το ξ έν ο π ο υ την επ ισκ έπ τεται: «Την ξέρ εις δ α τη μ ο ν ό τ ο νη ζω ή μα ς. Ω ς κι ο ι εφ η μερ ίδες / σ το σχή μ α , στο μ έγεθ ο ς, σ το υ ς τ ίτ λο υ ς, - δ εν τις δ ια β ά ζω π ι α ...» , η Φ α ίδ ρ α π α ρ α π ο ν ιέτ α ι σ το ν Ιπ π ό λυ το : « Π ο τέ δ εν ά ν ο ιξ ε ς μ ό ν ο ς τ ο ψ υ γείο / ν α π ά ρ εις δ υ ο κ ε ρ ά σ ια , έν α ρ ο δ ά κ ιν ο , έν α μικ ρό κο μ μ α τά κι σ ο κ ο λ ά τ α ...» (τα π α ρ α δ ε ίγ μ α τ α α υ τ ά μ π ο ρ ο ύ ν εύ κ ο λα ν α π ο λ λ α π λ α σ ια σ τ ο ύ ν). Κ ι α κ ό μ α , η επ ιμ ο νή του π οιητή στην π ερ ιγρ α φ ή κ ά π ο ιω ν λ επ τ ο μ ερ ειώ ν , π ο υ α ρ θ ρ ώ νο υ ν με τη γοη τευτική τ ο υ ς π α ρ ο υ σ ία τ ο χ ώ ρ ο , μια «ομηρική» θ α ’λεγα μα τιά σ τα μ ικ ρο π ρ ά γμ α τα της κα θ η μ ερ ινή ς τ ρ ι β ή ς, π ο υ είν α ι ίσω ς ο ι μ ό ν ο ι μ ά ρ τυρ ες το υ εσω τερ ικ ο ύ δ ρ ά μ α τ ο ς τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν α υτώ ν. Ύ σ τ ε ρ α , ο β α θ ύ τ ερ ο ς κ α ι ο υ σ ια σ τ ικ ό τ ερ ο ς π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό ς εκ είνο υ του χ α ρ α κ τ ή ρ α , π ο υ με την «κω μ ικ οποίη ση » φ τ ά ν ει «σ το ν εξευ τελισμ ό το υ θ α ν ά τ ο υ » κ α ι «στο ελά φ ρ ω μ α της βα ρ ύτη τα ς κ α ι το υ φ ό β ο υ » , δ ίν ει σ τα π ρ ό σ ω π α τις α ντισ τά σ εις τω ν π ρ α γ μ α τ ικ ώ ν κ α ι κα θ η μ ερ ινώ ν α νθ ρ ώ π ω ν. ι τ ρ α γ ικ ο ί ήρω ες α υ τ ο ί, ω σ τό σο , εκ πρ ο σ ω π ο ύ ν μια σβησμένη κο ινω νική e lite, π ο υ , ό μω ς, ώ ς έν α σ ημείο, κ α θ ο ρ ίζ ε ι ώ ς σ ήμερ α , με τα σ χή μα τα κ α ι τις επ ιβ εβ α ιώ σ εις της, με τις σ υμβ ατικότη τες κ α ι τα α ξιώ μ α τά της, με την επ ι βολή κ α ι τη μετα φ υσική της, τη σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά μια ς κ ο ιν ω ν ία ς π ο υ δ εν έχει α ν α χ θ εί π ο τ έ σ ’ α υ τή την τα ξικ ή σ φ α ίρ α π ο υ τη β λέπ ει με δ έο ς κ α ι α δ υ να μ ία . Ε ίν α ι η ελληνική κ ο ιν ω ν ία τω ν α σ τ ώ ν, π ο υ η φ υλή τ ο υ ς χ α ρ α κ τ η ρ ίζετ α ι α π ό τη μ ονα δική επ ιδίω ξη κ α ι το μ ο ν α δ ικ ό ιδ α ν ικ ό π ο υ έθ εσ α ν γ ια ν α κ α τ α κ υ ρ ώ σ ο υ ν την ιστορική τ ο υ ς π α ρ ο υ σ ία : τ ο κ έρ δ ο ς, τη χειρ ό τερ η μορφ ή δ ια ν θ ρ ώ π ινω ν σ χέσεω ν. Ο Ρ ίτσ ο ς, ο πο ιη τή ς π ο υ α γω νίσ τη κε γ ια τ ο λα ό κ α ι με το λ α ό , π λ η σ ιά ζει με σ υ μ π ά θ εια αυτή την e lite, κα ι μέσ’ α π ό την επ ιφ α ιν ό μ εν η ειρ ω νεία κ α ι το σ αρ κ α σ μ ό π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί τ ο δ ρ ά μ α της δ ιά λυ σ η ς κ α ι της φ θ ο ρ ά ς της, τ ό σ ο α να π ό φ ευ κ τ η ς ό σ ο κ α ι ο ίδ ιο ς ο θ ά ν α τ ο ς. Α υ τ ά τ α π ρ ό σ ω π α , λ ο ιπ ό ν , π ο υ α π ό τον τρ α γ ικ ό μ ύθο της δ ιο γ εν ο ύ ς τ ο υ ς π ρ ο έλευ σ η ς α π ο σ υ ντ ίθ εν τα ι σ τα σ υσ τα τικά της κ ο ιν ή ς θ νη τό τ ητα ς, δ εν είν α ι π α ρ ά ο ι π τ υ χ ές α υτο ύ του μεγα λ ο δ ύ ν α μ ο υ κ ό σ μ ο υ , τ α λειτ ο υ ρ γ ικ ά μέλή π ο υ σ υ ν θ έτ ο υ ν την ύ π α ρ ξη , την επ ιβεβα ίω σ η κα ι την κο ινω νικ ή κα τα ξίω σή τ ο υ . Ο Ο ρ έσ της, λ .χ ., εί ν α ι ο ε π ίγ ο ν ο ς π ο υ έχει τ α χθ εί ν α σ υ ν εχ ίσ ει την π α ρ ά δ ο σ η της α υ τ ο δ ικ ία ς μέσα στο γ έ ν ο ς , γ ια ν α
Ο
αφιερωμα/73 δ ια τηρ ή σει την κα θ α ρ όα ιμ η δ ια δ ο χή τ ο υ , ο Φ ι λοκ τήτης εκ π ρ οσ ω π εί - π έρ ’ α π ό τη μαγική δ ύ ναμ η τω ν ό π λω ν π ο υ κα τέχει - την α νά γκ η για π ό λεμ ο α υτής της τ ά ξη ς, για τ ί μ’ α υ τ ό ν ικ α ν ο π ο ιείτ α ι η τάση της για κ υ ρ ια ρ χ ία , π λ ο ύ τ ο κα ι δ ύ ν α μ η , ο Τ ειρ εσ ία ς είν α ι ο α π α ρ α ίτ η τ ο ς θ εϊκ ό ς κ α τα κυ ρω τής της ε ξ ο υ σ ία ς τ ό υ ς , η Π ερ σ εφ ό νη σ υ μ β ο λ ίζει την π ρ ο σ π ά θ ε ιά της γ ια εξο ικ είω ση , μέσ’ α π ό τις εν α λλα γές τω ν π ρ ο σ ω π ε ίω ν , με τ ο ν μ ό ν ο ο υ σ ια σ τ ικ ό α ντ ίπ α λ ο , τ ο θ ά ν α τ ο , ο Α γ α μ έ μνω ν είν α ι η ίδ ια η εξ ο υ σ ία , η επ ιβο λή κ α ι η κ υ ρ ια ρ χ ία , η Ισμήνη κα ι η Χ ρ υ σ ό θ ε μ ις ο ι εκ λεπ τυ σ μ ένες π ερ ιο χ ές εν ό ς π νευ μ α τ ικ ο ύ κ ό σ μ ο υ , π ο υ η π ρ οέκ τα σή του α π ο τ ε λ ο ύ σ ε ίσω ς τ ο α π ο κ λ ει σ τικ ό π ρ ο νό μ ιο της τ ά ξη ς α υτή ς, στην π ρ ο σ π ά θ ειά της ν α επ ιβ ά λει τ ο δ ικ ό της π ο λ ιτ ισ μ ό , ο Α ία ς η υλική ρώ μη, π ο υ μ’ α υτή ν κ α το ρ θ ώ νετα ι η κ υ ρ ια ρ χ ία κ α ι η εξ ο υ σ ία , η Ε λ ένη η εξ ιδ α ν ικευμένη μορφ ή του ερω τικού π ό θ ο υ , η Ιφ ιγέν εια α ν τ α ν α κ λ ά ίσω ς τη μυστικιστική π λ ευ ρ ά της α ρ ι σ τοκ ρ ατική ς α ντίλη ψ η ς με την ιερ ότητα της π ερ ιβ ο λή ς τ η ς, η Φ α ίδ ρ α δ εν είν α ι π α ρ ά η π ρ ο ν ο μιακή α ισ θ ησ ια κ ή σχέση της μ εγά λης α ρ χ ό ν τ ισ σ α ς με α υ τ ό π ο υ γ ι ’ ά λ λ ο υ ς θ α ’τ α ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ νο. Α ν τα π ρ ά γ μ α τ α , λ ο ιπ ό ν , ερ μ η νεύ ο ντ α ι μ’ α υ τό τ ο ν τ ρ ό π ο (κα ι δ εν α π ο κ λείετ α ι κ α θ ό λο υ έν α ς ά λ λ ο ς τ ρ ό π ο ς ερ μ η ν εία ς ), τότε η α να π ό φ ευ κ τ η φ θ ο ρ ά α υτώ ν τω ν κ α τα ξιώ σεω ν κ α ι θ εσμ ώ ν α π ο τελεί την τρ αγική α ντίθ εσ η με την π ρ ο η γο ύ μ ενη ακμή κ α ι α λ α ζο ν ε ία . Β έ β α ια , το σ το ιχ είο της ύ βρη ς, ω ς μετα φ υσική ρ ίζα του τρ α γ ικ ο ύ , δ εν έχει τη θέση του σε μια π οίησ η π ο υ σ υ λλ α β ίζετ α ι
π ά ν ω σ τις α ντ ικ ειμ ενικ ές δ ια σ τ ά σ εις της ζω ής, π ο υ α κ ο υ μ π ά κ α ι β α θ α ίν ει τα ίχνη της π ά ν ω σ τη ν π ρ α γ μ α τ ισ τ ικ ή ν εξεικ ό νισ η τω ν σ κέψ εω ν, τω ν σ υνα ισ θ η μ ά τω ν κ α ι «τω ν κινημ άτω ν της ψ υ χ ή ς κ α ι της φ α ντ α σ ία ς» . Τ ο τ ρ α γ ικ ό εδώ εμ π ε ρ ιέχ ετ α ι στη στάση κ α ι στην α ντίσ τα σ η , στην α νεξέλ εγκ τη ροή του χ ρ ό ν ο υ , στην α λλοίω ση τόυ χ ώ ρ ο υ , στη ν π α ρ α μ ό ρ φ ω ση τω ν σω μά τω ν κα ι τω ν σ υνα ισ θ η μ ά τ ω ν, σ το ν α υτ ο σ α ρ κ α σ μ ό κα ι σ τη ν α υτ ο ειρ ω ν εία , στη β α θ ιά ν επ ίγνω σ η της φ θ ο ρ ά ς κ α ι το υ α ν α π ό φ ευ κ τ ο υ - εμ περιέχετα ι α κ ό μ α στη ν α υ τ ο γν ω σ ία εν ό ς κ ό σ μ ο υ , π ο υ είδε τ α υ ψ η λά του α υ τ ά ιδ α ν ικ ά ν α δ ια λ ύ ο ν τα ι α π ό τα κ ο ιν ά κ α ι τ ρ ιμ μένα π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή μ α τ α της α ν ύ π ο π τ η ς κ α ι α νυ π ο λό γισ τ η ς στιγμής. Η α ν θ ρ ώ π ινη α ιω νιό τη τα γίν ετ α ι ξ α φ ν ικ ά έν α ς ελά χ ι σ το ς χ ρ ό ν ο ς , π ο υ δ ε χ ω ρ ά τη ζω ή κ α ι τη μ οίρ α της κ α ι τό τ ε η π ρ ο σ ω π ικ ή επ ιλο γή είν α ι α ν α π ό φ ευκτη: τα ά το μ α α π α ρ ν ο ύ ν τ α ι τ ις ιδιότητες π ο υ έ ν α α ό ρ α τ ο κ α ι α κ α θ ό ρ ισ το κα τεσ τημένο τ ο υ ς έχ ει π ρ ο σ ά ψ ει κ α ι τ ο υ ς έχει δώ σ ει τα α π ο δ εκ τά σχή μ α τα της σ υμβ ατικότη τά ς τ ο υ κ α ι ε π α να σ τα το ύ ν εν α ντ ίο ν τ ο υ. Α ν ω σ τόσο η σ υ ν έπ εια του τ ρ α γ ικ ο ύ μύ θ ου κρ α τιέτα ι, α υτό σ υ μ β α ίν ει για τ ί εκεί ο δ η γε ί κ α ι η υπο κ ειμ ενικ ή στάση τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν κ α ι τω ν τ ρ α γ ικ ώ ν τ ο υ ς υ π ο σ τ ά σ εω ν. Κ α ι, σ ε σχέση με τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς, η τρ αγικό τη τα αυτή έγκειτα ι στην α π ο υ σ ία εν ό ς κ ο ιν ο ύ , π ο υ θ α γ ιν ό τ α ν εν δ εχ ο μ έν ω ς ο α π ο δ έκ τη ς του εκ π εφ ρ α σ μ έ νο υ δ ια λο γ ισ μ ο ύ τ ο υ ς , α φ ο ύ έν α π ρ ό σ ω π ο π ίσω α π ό το π ρ ο σ ω π ε ίο έχει ο π ω σ δ ή π ο τε α νά γκ η ν α επ ιβ εβ α ιω θ εί μπ ρ ο σ τά σ ’ έν α κ ο ιν ό . Α υτή η ψ υ χ ο λο γ ικ ή σ τά σ η, π ο υ ερ μη νεύει τη μετα λλαγή κ α ι
74/αφιερωμα τ η ν α λλοίω σ η , π ο υ γίν ετ α ι ο τ ρ ό π ο ς γ ια μια ν ε π ικ ο ιν ω ν ία μ’ εκ είνο υ ς π ο υ γ ια χ ρ ό ν ια έμ ενα ν α γ ν ο η μ έν ο ι κ α ι α π ω θ η μ ένο ι στο π ερ ιθ ώ ρ ιο της κ α θ η μ ερ ινότη τα ς, εμ π εριέχετα ι σ χε δ ό ν σ ’ ό λ α τα π ο ιή μ α τ α του είδ ο υ ς α υτο ύ . Ο ι π ρ ο σ ω π ιδ ο φ ό ρ ο ι τ είν ο υ ν π ρ ο ς μ ια ν ιδ α ν ι κή μορ φ ή , π ο υ σ χη μ α τίζει το ό ρ α μ ά τ ο υ ς με τα υ λικ ό τ ερ α , θ α ’λεγ α , συστα τικά ; ά λλο τ ε π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ν ’ α π ο κ ο π ο ύ ν α π ό τις ιδ α ν ικ ές α υτ ές μ ο ρ φ ές κ α ι ν α ζή σ ο υ ν μέσα στην α νθ ρ ώ π ιν η α τέλεια κ α ι τ υ χ α ιότ η τ α , ν α ζή σ ο υ ν τη ζω ή μέσ’ α π ’ την α μ α ρ τ ία τη ς, ά λλοτε ο ι α να μ ν ή σ εις τ ο υ ς φ έρ ν ο υ ν μ π ρ οσ τά εκ είνα π ο υ α π ο τ ε λ ο ύ ν τ α π ο λύ τ ιμ α π α ρ ο δ ικ ά - α λ λ ά μ ο ν α δ ικ ά π α ρ ό ν τ α - βιώ μ ατα της π ερ α σ μ έ νη ς τ ο υ ς ευ τ υ χ ία ς.18 Ο Ο ρ έσ της, ο Ν ε ο π τ ό λ εμ ο ς, η Ισμήνη , η Χ ρ υ σ ό θ ε μ ις, η Ιφ ιγέν εια μ ιλού ν με ά π ειρ η τρ υφ ερ ό τη τα γ ια τη «μη τέρα», έν α π ρ ό σ ω π ο π ερ ίπ ο υ ιδ α ν ικ ό μέσα σ τη ν υλική κ α ι π νευμ α τικ ή του υ π ό σ τ α σ η , ο Α γα μ έμ νω ν θ υ μά τα ι τη θεϊκή γυ μ νότ η τ α του εικ ο σ ά χ ρ ο ν ο υ 'Ιω ν ά , η Π ερ σ εφ ό ν η , μέσα στο σ κ ο τ ειν ό της π α ρ α λή ρ ημα , τ είν ει π ρ ο ς τ ο ν « Ν υ χ τ ερ ιν ό » , η Ε λ ένη ο ρ α μ α τ ίζετ α ι τ ο υ ς ά ντ ρ ες, π ο υ κ ά π ο τ ε «ήταν ω ρ α ίο ι, / έτσι γ υ μ ν ο ί, π α ρ α δ ο μ έν ο ι σ το ν ύ π ν ο , / εντελώ ς α π ρ ο σ π ο ίη τ ο ι, α φ η μ ένο ι με τα μεγά λα δ υ ν α τ ά σ ώ μα τά τ ο υ ς , / υ γ ρ ά , μ α λα κ ω μ έν α ... / Τ ότε τ ο υ ς α γ α π ο ύ σ α , π ρ ά γ μ α τ ι, σ α ν α τ ο υ ς γ έ ν ν η σ α εγώ » κ α ι ξεχω ρ ισ τά κ ά π ο τ ε τ ο ν Ο δ υ σ σ έα , η Φ α ίδ ρ α π ισ τ εύ ει π ω ς ό τ α ν ο Ιπ π ό λ υ το ς φ ιλή σει τ ο ν Ε σ τ α υ ρ ω μ ένο π ο υ κρ έμ εται α νά μ ε σ α στα
λυ δ εύ κ η ς - ο ι α δ ελ φ ο ί μο υ , η θ ικ ο λ ό γ ο ι- α υ τ ο ί ν ο μ ίζω έγ ιν α ν ά στρ α - έτσι λέν ε - ο δ η γο ί κ α ρ α β ιώ ν - - Θ η σ έα ς, Π ειρ ίθ ο υ ς , / Α ν δ ρ ο μ ά χ η , Κ α σ σ ά ν δ ρ α , Α γα μ έμ νω ν , - ή χ ο ι, μ ό ν ο ν ή χ ο ι / χω ρ ίς π α ρ ά σ τ α σ η ...» . Κ α ι ό λ ο ι α ν α π ο λ ο ύ ν , σ α ν ό ρ α μ α κ α τ α φ υ γή ς και. μ’ έν α ν α π ω θ η μ ένο ερω τισμό το α ν θ ρ ώ π ιν ο σ ώ μα , κυ ρ ίω ς τ ο α νδ ρ ικ ό , π ο υ ο π ο ιη τ ή ς δ εν κ ο υ ρ ά ζε τ α ι ν α π ερ ιγ ρ ά φ ε ι κ ά θ ε φ ο ρ ά με μια ν α ισ θ ησ ια κ ή σ υγκ ίνη ση π ρ ω τ ο γε νο ύ ς μ ο ρ φ ή ς, α φ ο ύ τ ο α νθ ρ ώ π ιν ο σ ώ μα είν α ι τ ο τ ε λ ειό τ ερ ο π ο ίη μ α της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς κ α ι ο πο ιη τή ς ξέρ ει ότι τ ο σ ώ μα π ε θ α ίν ε ι τ ελ ε υ τ α ίο .19 Α υτή η υλική π α ρ ο υ σ ία είν α ι κα ι η μόνη φ ω τεινή σ τιγ μή, η μο να δικ ή α θ α ν α σ ία κ α ι α ιω νιό τη τα μέσα σ το ζο φ ε ρ ό κ ύ κ λ ο της φ θ ο ρ ά ς κ α ι του θ α ν ά τ ο υ , π ο υ τα π ρ ό σ ω π α τω ν τρ α γ ικ ώ ν η ρώ ω ν δ ια ν ύ ο υ ν κά τω α π ό την α να γκ α ιό τ η τ α της ίδ ια ς της ζω ή ς κ α ι της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς.
στήθη της α π ό την α λ υ σ ίδ α , π ο υ ο π ρ ό γ ο ν ό ς της έχ α σ ε κ ά π ο τ ε, ο Ε σ τ α υ ρ ω μ ένο ς της θ ’ α να σ τη θ εί. Α ν τίθ ετ α , ο Ο ρέσ της π ρ ο σ π α θ ε ί ν ’ α π α λ λ α γ ε ί α πό. την κα τα πιεσ τική π α ρ ο υ σ ία της α δερ φ ή ς του (της Η λ έκ τ ρ α ς), π ο υ ο μ ό ν ο ς π ρ ο ο ρ ισ μ ό ς της ζω ή ς της είν α ι η εκ δίκη ση , κ α ι ο μ ο λ ο γεί σ τον Π υλά δη : « Δ ε ν θέλω π ια ν α την α κ ο ύ ω . Δ ε ν το α νέ χ ο μ α ι. Κ α ν έν α ς / δ εν έχει τ ο δικ α ίω μ α ν α εξ ο υ σ ιά ζε ι τ α μά τια μο υ , το σ τόμ α μ ο υ , τ α χ έρ ια μ ου , / τ ού τ α τα π ό δ ια μου π ο υ π α τ ο ύ ν ε τη γη ς» , η Ισμήνη κ ρ ίν ει με την υ π ο μ ο νετικ ή της κ ού ρ ασ η την ηθική γεω μ ετρ ία της Α ν τ ιγ ό νη ς , « π ο υ ρ ύθ μ ι ζε τ α π ά ν τ α μ’ έν α π ρ έπ ει ή δ εν π ρ έπ ει, / λ ες κι ή τ α ν π ρ ό δ ρ ο μ ο ς εκ είνη ς της μ ελλοντικής θρ η σ κ εία ς / π ο υ χώ ρ ισ ε τ ο ν κό σ μ ο σ τα δ υ ο (στο ν εδώ κίχι σ τον π έ ρ α ), π ο υ χώ ρ ισ ε / το α νθ ρ ώ π ιν ο σ ώ μα σ τα δ υ ο , π ετ ώ ντ α ς το α π ’ τη μέση κ α ι κ ά τω », ο Α ία ς α π α ρ ν ιέ τ α ι τη δ ύναμ η κ α ι την υ π ε ρ οχ ή , τ ο υ ς ά θ λ ο υ ς , τα έπ α θλ α : « Δ ε θέλω τίπ ο τε α π ’ α υ τ ά - π ο ιο τ ’ ό φ ελ ο ς τ ά χα ; - ν α μου λεί π ο υ ν . / Σ α ν ψ έμ α τα μου φ α ίν ο ν τ α ι ο ι π α λ ιο ί μου ο ι ά θ λ ο ι...» , η Ε λένη ξ εχ ν ά τα γνω σ τ ά της ο ν ό μ α τα (π ο υ δ εν είν α ι, β έβ α ια , τ υ χ α ία , α λλά κ α τέ χ ο υ ν την υψ ηλή τ ο υ ς θέση στο έπ ο ς κ α ι στην τρ α γ ω δ ία , στη μυ θ ολογικ ή ζω ή της; «Τ ώ ρα ξ ε χ ν ώ τ α π ιο γνω σ τ ά μου ο ν ό μ α τ α ή τα σ υγχέω με τ α ξύ τ ο υ ς - / Π ά ρ ις , Μ ενέ λα ο ς, Α χ ιλ λ έα ς , Π ρω τ έα ς, Θ εο κ λ ύ μ εν ο ς, Τ εύκ ρ ο ς, / Κ άστω ρ κ α ι Π ο
τ ό δ εν π ρ έπ ει ν α μα ς δ ια φ εύ γ ει - π ο υ έχει τη δ ύ ν α μ η , α π ό την α υγή της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς της, ν α δ ί ν ε ι σ το υ ς ν εκ ρ ο ύ ς φ ω νή κ α ι κίνηση κ α ι σκέψη κ α ι π ρ ο ο ρ α τ ικ ό τ η τα , ν α α να π λ ά θ ει εκ είνα π ο υ η ν ο μ ο τ έλ ε ια της ζω ή ς ή του θ α ν ά τ ο υ α δ υ να τ ο ύ ν ν α μ ε τα σ χη μ α τίσ ο υ ν, κ α ι ν α φ α νερ ώ ν ει σ το υ ς « δ ειλ ο ύ ς β ρ ο τ ο ύς» κ ά π ο ια μυ στή ρ ια , γ ια ν α ο λ ο κληρ ω θ εί έτσι η υ π α ρ ξια κ ή τ ο υ ς ο μ ο ιο σ τ α σ ία . Ο ι ν εκ ρ ο ί « τ ρ ιγ υ ρ ν ο ύ ν σ τις κά μ α ρ ες με τα κ α λά τ ο υ ς ρ ο ύ χ α , τ α κ α λ ά τ ο υ ς π α π ο ύ τ σ ια / βερ νικ ω μ ένα , α ρ υ τίδω τα , κι α θ ό ρ υ β α ω σ τόσο σ α ν ν α μην π α τ ά ν ε κά τω . / Π ιά ν ο υ ν τ ο ν τ ό π ο , ξ α π λ ώ ν ο υ ν ό π ο υ τ ύ χ ε ι, σ τις δ υ ο κ ο υ ν ισ τ ές π ο λ υ θ ρ ό ν ες , / χ ά μ ο υ στο π ά τ ω μ α ή μέσα στο λ ο υ τ ρ ό ...» (Ε λ έ ν η ), π ερ π α τ ο ύ ν α νά μ ε σ ά μ α ς, κι α ν δ εν τ ο υ ς ά ντ ιλ α μ β α ν ό μ α σ τ ε, ω σ τό σο η π α ρ ο υ σ ία τ ο υ ς κ α θ ο ρ ίζε ι τη στάση μας και τη σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά μας. Ο ι ν εκ ρ ο ί δ ικ α ιώ νο υ ν τις α γω νίες τω ν ζω ντ α ν ώ ν κ α ι κ α τ α ξιώ νο υ ν τις μ ικ ρές κ ρ υ φ ές τ ο υ ς επ ιθ υ μίες ώ ς εκ εί π ο υ ο α νθ ρ ώ π ιν ο ς κ ύ κ λ ο ς σ τα μα τά τη ν π ερ ιφ ο ρ ά το υ κ α ι α φ ή ν ει κ ά π ο ιες ρω γμές, α π ’ ό π ο υ εισ χω ρ εί τ ο σ κ ο τ ά δ ι της επ ιβεβα ίω σ ή ς τ ο υ ς . Τ α π ρ ο σ ω π ε ία τω ν ν εκ ρ ώ ν είν ’ εκ είνα π ο υ μ ο ρ φ ά ζ ο υ ν μπ ρ ο σ τά σ ’ έν α κ ε νό κ ο ίλ ο θ εά τρ ο υ , ό π ο υ κ υ ρ ια ρ χ εί το μ α ύ ρο της α π ό γ ν ω σ η ς. Τ ο κ ε ν ό εν ό ς κ ο ιν ω ν ικ ο ύ κ α τεσ τη μ ένο υ , π ο υ η κ α τα κύρω σή του σ υντελείτα ι μέσω του π ρ ο σ ω π είο υ της ηθ ική ς του σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά ς. Α υ τ ό ς είν α ι ο λ ό
μ έριμ να , λ ο ιπ ό ν , τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν α υτώ ν ν α ενσ ω μ α τ ω θ ο ύ ν σ τις ιδ α ν ικ ές μ ο ρ φ ές ή ν ’ α π ο κ ο π ο ύ ν α π ’ α υτ ές είν α ι έν α ς σ υ ν εχ ή ς εσ ω τε ρ ικ ό ς π υ ρ ετ ό ς , π ο υ με τα ρίγη το υ επ ιφ έρ ει στη μ α ρ αμ ένη βούλησ η μια δικ αίω ση π ρ ά ξ η ς. Γ ιατί τα π ρ ό σ ω π α π ο υ μ ο ν ο λ ο γ ο ύ ν είν α ι ν εκ ρ ά , ο θ ά ν α τ ο ς είν α ι η μο να δικ ή τ ο υ ς δ ικ α ιο λ ο γ ία κ α ι η σ υμ φ υ ή ς τ ο υ ς ο μ ο λ ο γ ία , π ίσ ω α π ό τ ο π ρ ο σ ω π ε ίο σ τη ν ο υ σ ία δ εν υ π ά ρ χ ει η ειθ ισμένη φ ύσ η του ζ ω ντ α ν ο ύ π λά σ μ α τ ο ς. Β ρ ισ κ ό μ α σ τε σ το ν κό σ μ ο του υ π έ ρ λ ο γ ο υ , σ το ν κό σ μ ο της π ο ίη σ η ς - κ ι α υ
Η
αφιερωμα/75 γ ο ς π ο υ τ ο ίδ ιο τ ο π ρ ο σ ω π ε ίο , εμ π λ έκ ετ α ι, σ α ν π ρ ό σ ω π ο κι α υ τ ό , μ έσα σ το υ ς μ ο ν ο λ ο γ ικ ο ύ ς δ ια λ ο γ ισ μ ο ύ ς τ ω ν τ ρ α γ ικ ώ ν υ π ά ρ ξ ε ω ν κ α ι κ α θ ο ρ ί ζ ε ι, με τ ο ν τ ρ ό π ο τ ο υ , τη βα θ ύτ ερ η στά ση τ ο υ ς , π ο υ δ ε ν ε ίν α ι ά λ λ ο α π ό τ η ν α ντ ιπ α ρ ά θ εσ η της π ρ ο η γ ο ύ μ ε νη ς ζω ή ς τ ο υ ς ω ς θ εα τρ ικ ή ς π α ρ ά σ τ α σ η ς κ α ι της α λ η θ ιν ή ς ζω ή ς, π ο υ θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τη ν ε π α ν α λ ά β ο υ ν , ο π ω σ δ ή π ο τε κ α λ ύ τ ερ α α π ’ ό ,τ ι π α ίχ θ η κ ε - α λ λ ά , β έ β α ια , τ ώ ρ α π ια η π α ρ ά σ ταση έχ ει τελειώ σ ει. Σ υ ν α φ ώ ς ο Ρ ίτ σ ο ς, γ ε ν ικ ε ύ ο ν τ α ς α υτή τη δ ια π ίστω ση κ α ι σ υ μ π ερ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ς σ ’ έν α π ν εύ μ α κ α τ α νό η σ η ς κ α ι σ υ γγ ν ώ μ η ς, θ α έλ ε γα , μια β ιο σ ο φ ία , π ο υ β λ έ π ε ι μέσ ’ α π ό τ η ν π ο ιη τικ ή κ α τ ό ρ θω ση αυτή τη δ ια θ λ α σ μ ένη π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , γρ ά φ ει: « Μ ό νο μ π ρ ο σ τά τ ο υ ς (σ ε π ο λ ύ ο ικ ε ί ο υ ς ) , φ α ν ε ρ ά , μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α μ ετα μ φ ιεσ τ ο ύμ ε (σ α ν η θ ο π ο ιο ί της ίδ ια ς τ ρ α γ ω δ ία ς ή κω μ ω δία ς) ή κ α ι ν α γδ υ θ ο ύ μ ε , δ είχ ν ο ν τ α ς έ ν α έ ν α τ α ρ ο ύ χ α , τ ις π ε ρ ο ύ κ ε ς , τις γ ε ν ε ιά δ ε ς , τ α κ α π έ λ α , τ α φ τ ερ ά , τ ο υ ς κ ο θ ό ρ ν ο υ ς , τ ις μά σ κ ες, π α ξ ύ λ ιν α σ π α θ ιά τη ς μετα μφ ίεσ ης· - η θ ο π ο ιο ί εν ό ς π ρ α γ μα τικού ά γ ρ α φ ο υ δ ρ ά μ α τ ος· η θ ο π ο ιο ί π ο υ ξ ε β ά φ ο ντα ι τά χα και γδύνο ντα ι μ ε τ ά τ η ν π α ρ ά σ τ α σ η , α φ ή ν ο ν τ α ς ν α ν ο μ ισ τ εί π α ρ η γο ρ η τ ικ ά ό τ ι τ ο π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο έρ γο -ζω ή ή τ α ν α π λ ώ ς « έν α θ εα τρ ικ ό έρ γο » π ο υ τέλειω σ ε κ α ι π ο υ μ π ο ρ εί ό χ ι ν α ε π α να λ η φ θ ε ί α λ λ ά ν α τ ο ε π α ν α λ ά β ο υ μ ε κ α λύ τ ερ α » . 0 Φ υ σ ικ ά , σ το υ ς τ ρ α γ ικ ο ύ ς ήρ ω ες το π ρ ο σ ω π ε ίο είν α ι σ υ μ φ υ ές , ω σ τ ό σ ο η ζω ή τω ν υ π ά ρ ξ ε ω ν α υτώ ν « α π ό χ α ρ τ ί π λ α σ μ έν η κ ι α π ό δ ισ τ α γ μ ό» (Κ α ρ υ ω τ ά κ η ς), κ ά π ο τ ε π α ρ ο υ σ ια ζ ό τ α ν με τ ο α λ η θ ιν ό της π ρ ό σ ω π ό , κ α ι τ ό τ ε, η α π ο κ ά λυ ψ η α υτή έφ ερ ν ε μια δ ια τ α ρ α χ ή σ τη ν ο ρ γ α ν ω μ ένη κ α ι γεω μετρ η μένη ζω ή τ ο υ ς - ή τ α ν το α κ ρ ω τή ρι της π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ς π ο υ έμ π α ιν ε με τ ις α ιχ μ η ρ ές του α λ ή θ ειες κ α ι τ ις ο δ υ ν η ρ έ ς το υ π α ρ α δ ο χ έ ς , με τ ο υ ς α π ο γ υ μ ν ω μ έ ν ο υ ς τ ο υ ο ρ ι σ μ ο ύ ς κ α ι τ ο υ ς α μ ετ ά κ λη τ ο υ ς σ υ μ β ιβ α σ μ ο ύ ς τ ο υ , με τη ν α μ εσ ότη τα κ α ι τη ν α π λ ό τ η τ α , με τ.α φ ώ τα κ α ι τ ις σ κ ιές τ ο υ , κ α ι τότ ε τ ο π ρ ό σ ω π ο α ν α ζ η τ ο ύ σ ε τ η ν π ρ οσ τ α τ ευτ ικ ή α λλο τρ ίω σ η τ ο υ π ρ ο σ ω π είο υ τ ου (ή κ α ι κ ά π ο τ ε την α φ α ίρ εσ ή τ ο υ): ο Ο ρ έσ τ η ς π α ρ ο τ ρ ύ ν ε ι τ ο ν Π υ λά δ η ν α σ η κ ώ σ ο υ ν μ α ζί «τη λή κ υ θ ο με τ η ν υ π ο τ ιθ έμ ε νη τ έφ ρ α τ ο υ » , α λ λ ά εκ τός α π ό τ ο υ ς δ υ ο τ ο υ ς , κ α ν είς ά λ λ ο ς δ εν ξ έρ ει π ω ς « κ ρ α τ ά ε ι, σ τ ’ α λ ή θ εια , την α ληθ ινή τ ο υ τ έφ ρ α » (εδώ η ψ ευ δ α ίσ θ η σ η της α λ ή θ εια ς κ α ι η γν ώ σ η της π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ς σ υ μ φ ύ ο ν τα ι με τ ο τ έχ ν α σ μ α τ ου τρ α γ ικ ο ύ μ ύ θ ο υ )2, 1 ο Ν ε ο π τ ό λ εμ ο ς π ρ ο τ είν ει σ το Φ ιλοκτήτη τ ο π ρ ο σ ω π ε ίο π ο υ τ ου έφ ερ ε α π ό κ ει π ο υ π α ίζ ε τ α ι τ ο μ εγά λο κ α ι ζ ο φ ε ρ ό π α ιχ ν ίδ ι τω ν α νθ ρ ώ π ω ν (α λ λ ά ο Φ ι λοκ τή τη ς, ο Ε ρ η μ ίτη ς της α λή θ εια ς , δ εν τ ο φ ό ρ ε σ ε, τ ο ά φ η σ ε π ά ν ω σ τα β ρ ά χ ια τη ς σ ιω π ή ς τ ο υ , κ ι α υ τ ό λ α μ π ύ ρ ιζ ε «με μια π α ρ ά ξ ε ν η σ υ γκ α τά β α σ η » ), ο Τ ε ιρ εσ ία ς σ υ ν α λ λ ά ξ ε ι τ α « π ρ ο σ ω π ε ία » τ ω ν ο χτώ τ ου μ ε τα μ ορ φ ώ σ εω ν μ π α ίν ο ν τ α ς κ α ι
1949. Ο Γ. Ρίτσος και ο Μ. Κατράκης στο Πολιτικό Στρατόπε δο της Μακρονήσου β γ α ίν ο ν τ α ς α π ό τ ο φ ω ς σ το σ κ ο τ ά δ ι, α π ό τη ζω ή σ το θ ά ν α τ ο κ α ι τ ο α ντ ίθ ετ ο , α π ό τ α μά τια της Π ερ σ εφ ό ν η ς « π ό τ ε π ό τ ε κ α μ ιά σ τ α γ ό ν α κ υ λ ά ει λ ο ξ ά σ το μ ά γ ο υ λ ό τ η ς, ν ο τ ίζ ε ι τ ο φ α ρ δ ύ π ο λ ύ χ ρ ω μ ο μ α ξ ιλ ά ρ ι, - έτσι κ ά π ω ς σ α ν α κ λ α ίει με ξ έ ν α δ ά κ ρ υ α » ( υ π ο ν ο ε ί κ α ν ε ίς εδώ τ ο π ρ ο σ ω π ε ί ο . . . ) , ο Α γ α μ έμ ν ω ν , μέσ ’ α π ό τ ο τ ερ ά σ τ ιο π ρ ο σ ω π ε ίο τ η ς α π ά τ η ς κ α ι τη ς υ π ο κ ρ ισ ία ς , το Δ ο ύ ρ ε ιο Ί π π ο , μ π ό ρ εσ ε ν α δ ει «εκ είνη τη γ α λ ά ζ ια ν ό ρ α σ η της θ ά λ α σ σ α ς , α π έ ρ α ν τ η , / ευ σ π λ α χ ν ικ ή , κ α τ ά κ ο π η » κ α ι ν α α π ο σ τ α σ ιο π ο ιη θ ε ί α π ό τη φ θ ο ρ ά ( α ν τ ίβ α ρ ο τη ς σ υ γκ α τά β α σ η ς κ α ι της σ υ γγ ν ώ μ η ς στη ζ υ γ α ρ ιά της π ο λ εμ ικ ή ς α ρετή ς, π ο υ δ η μ ιο υ ρ γ εί τ η ν ισ ο ρ ρ ο π ία τ ο υ α ν α π ό τ ρ ε π τ ο υ , ό π ω ς τ ελικ ά τ ο β λ έ π ε ι κ α ν είς σ τις ν εκ ρ ικ έ ς π ρ ο σ ω π ίδ ε ς τω ν Μ υ κ η ν ώ ν ), η Ισ μ ή νη , (το alter e g o της Α ν τ ιγ ό ν η ς ) έν ιω θ ε τ ο ν Α ίμ ο ν α δ ικ ό της ό τ α ν εκ ε ίν ο ς , σ ε κ ά π ο ιο π α ιχ ν ίδ ι π ο υ ά λ λ α ζ α ν τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ ς α γ ό ρ ια κ α ι κ ο ρ ίτ σ ια , « φ ο ρ ο ύ σ ε το δ ικ ό τη ς φ όρ εμ α » · κι ό τ α ν επ ιτ έλ ο υ ς π έ θ α ν ε η Α ν τ ιγ ό ν η , κ α ι τη ν έθ α ψ α ν κ α ι τη σ τό λ ισ α ν ν ε κρή (η α π ο τ ρ ο π α ϊκ ή π ρ ά ξ η το υ θ α ν ά τ ο υ ) είχε α π ο χ τ ή σ ει μια π α ρ ά ξ εν η ο μ ο ιό τ η τ α μ’ εκ είνη ν (η επ ιβ εβ α ίω σ η α υτή έγ ιν ε σ χ ε δ ό ν α υ θ ό ρ μ η τα α π ό έ ν α κ ο ρ ίτσι: « Π ώ ς μ ο ιά ζ ε ι τη ς Ισ μ ή ν η ς» ), τ ο ν Α ία ν τ α , π ο υ π ρ ο β ά λ λ ει ω ς μια α ρ χ έ γ ο ν η α λή -
76/αφιερωμα θ εία μέσα σ τον σ υντριμ μένο κόσ μο της απά της κα ι του δ όλου , τον κ υ νη γ ο ύν κα ι τ ο ν χ λ ευ ά ζο υ ν «κρότοι μεταμφ ιεσμένοι», ενο> «μεγάλες π ρ ο σω π ίδες κοι μόντα νε στον α έρ α . - κι ήταν α υτοί στις α υλές τω ν γειτ όνω ν, / α υ τ ο ί, με χ α ρ τ ο νένιες α ποκ ρ ιάτικες μου τσο ύ νες, π α ρ α σ τ α ίν ο ντ ά ς / τα β ό δ ια , τα γ α ϊδ ο ύ ρ ια , τ ’ ά λ ο γα , τα π ρ ό β α τ α ...» (ο εκ τονω τικός χ α ρα κτή ρ ας του π ρ ο σ ω π είο υ , με τις π ροϊσ τορ ικ ές του αφ ετηρ ίες, π ο υ επ ιβεβα ιώ ν ει την κοινω νική σ υμβατικότητα, κα θώ ς εξ α π α τά την α λήθ εια , π ου νιώ θ ει στην ο υ σ ία π ω ς την έχει χ α μ ένη ), η Χ ρ υσ ό θεμ ις, με το λό γο του γ έ ρ οντα π αιδ α γ ω γ ού της δ ίνει την ο υ σ ία της υ π ό στασής της: («Η α φ ά ν εια » , έλεγε, «είναι το π ρ ο σω πείο, του β ά θ ου ς»). Α υτή η π αρ ενθετική σ ο φ ία ομ ολ ογεί κα ι τη βαθύτερη δικαίω ση της π α ραμ ελη μένης τραγικής η ρω ίδα ς. Η Ελένη «μια μέρα, π ου ένιω σε κά π ω ς κα λύ τερ α», π α ρ α κ ά λεσε τις υπη ρ έτριές της ν α της βά ψ ο υ ν το π ρ ό σ ω π ο , κι ότα ν το είδε σ τον καθρέφ τη δια π ίστω σ ε π ω ς «το ’χ α ν βα μμ ένο π ρ ά σ ινο , με μ α ύρο σ τό μα». Κι ό τα ν α κόμα εκ είνες επ ιδό θ η κ α ν σ ’ ένα ξ έφ ρ εν ο α ισ θ ησ ια κ ό χ ο ρ ό , η Ελένη «τις κο ίτα ζε σα ν α ’τα ν στο θέατρο» κι επ α να λά μ β α νε βα θ ιά μέσα της: «μια μέρα θ α π εθ ά νο υ μ ε ή μά λλον μια μέρα θ α π εθ άνετε» (αυ τό το π ρ ο σ ω π είο του θ α νά τ ου π ά λ ι με τη μορφή της βα φ ικής επ ιβεβα ίω σ ης, καθώ ς η νεκρή δια π ιστώ νει το θ ά να το των γύρω της, π ρ ο σ δ ιο ρ ίζει για την Ελένη την ο μ ο ρ φ ιά της φ θ ορά ς22), ή Ιφ ιγένεια θυμ άτα ι π ω ς η μητέρα «είχε ετοιμά σει κιό λ α ς / μια ω ρ α ία π ρ ο σ ω π ίδα μικρής ελα φ ίνα ς / ... Α υτή η καλή π ρ ο σ ω π ίδα μου α φ α ιρ ούσ ε σ χεδό ν την ευθύνη / της ό π ο ια ς κίνησ ής μου. Δ ε ν ήμ ο υν π ια εγώ· / ήμ ου ν α ο άλλος· κα ι κάτω α π ’ τ ο ν ά λλο ν, ή μέσα στον ά λλο ν , / ήμ ουν α κέρ ια εγώ , μ ό νο ν εγώ» (η π ρ ό δρομη αυτή μεταμφίεση κα ι ταύτιση με το σ υμ β ολικ ό ζώ ο της θ υσ ίας της, δ ια τηρώ ντα ς έτσι αδια τάρα κτη τη συμβατικότητα της π ρ ο σ φ ο ρ ά ς της, δ ίν ει τη δυνατότη τα στην ηρω ίδα ν α μετα μορφ ω θεί ου σιασ τικά κα ι ν α βρει τον βα θ ύτερ ο εα υτό της στο ιδα νικ ό ενό ς εκμεταλλεύσιμου γ ε γ ο ν ό τ ο ς ), κα ι τ έλος, η Φ α ίδρ α (π ο υ είν α ι το π ρ όσ ω π ο της μεστότερης ποιητική ς σ ύνθεση ς του είδ ου ς κα ι της π ιο δ ραματική ς) ομ ο λ ο γεί πω ς «το π ρ ω ί, / μόλις ξυπ νή σ ο υμ ε (π ιο κο υ ρ ασ μ ένο ι α π ’ ό σ ο π ρ ιν α π ’ τον ύ π ν ο ) η πρώτη κίνησή μας, / π ρ ιν α κ όμ α π λυ θού μ ε, π ρ ιν π ιούμ ε τον κα φ έ μα ς. ν ’ απλώ σ ουμ ε το χέρ ι / ν α π ά ρ ο υ μ ε α π ’ το κ ομ οδίνο το σ τεγνό μάς π ρ ο σ ω π είο ν α το εη α ο- *1
μόσ ουμ ε σ α ν έν ο χ ο ι στο π ρ ό σ ω π ό μ α ς ...» (εδώ ν ο μ ίζω η π αρ ένθ εσ η δε θ α ’χ ε ν α σ χολιάσ ει τ ίπ ο τα π ερ ισσ ό τερ ο , α φ ο ύ η γενίκ ευσ η είνα ι τόσο ά μεσ η), κα ι π ρ οσθ έτει α υτοσαρκα στικ ά: «κι ύστερ α ν α ’χεις το φ ό β ο μήπως ξεκολλήσ ει ο λ ό κληρο το π ρ ο σ ω π είο α π ό μια αθέλητη σύσπαση χ α μ ό γελο υ» (τότε θ α φ α νεί το πρ αγμ α τικ ό μας α π ο τ ρ ό π α ιο π ρ ό σ ω π ο ...) κι ελ π ίζει α π ό τ ο ν Ιπ π ό λυ τ ο , ό τα ν μπει στο λουτρό τ ο υ , κα θώ ς θα μείνει μό νο ς με τ ο ν εα υτό του «ένώ π ιο ς ένω π ίφ » , «ίσω ς κει μέσα / ν ’ α φ αιρ έσ εις για λίγ ο κ α ι συ το π ρ ο σ ω π είο σ ο υ, τη γυ ά λινή σου π α ν ο π λ ία , την π αγω μ ένη ,αγιοσύνη σ ο υ, τη φ ονικ ή σου δ ει λία ...·· (η ■‘ΐιπι·ροΐ|,ία του α νυ π ερ άσ π ιστοι' ■ ) Κ α ι, φ υσ ικ ά , π ά νω α π ’ ό λ’ α υτά τα π ρ ο σ ω π εία της ηθική ς, της συμβατικότη τας κα ι της σ υ ναισ θη μα τικής κα ι κ οινω νική ς μας σ υμ π ερ ιφ ο ρ ά ς , υ ψ ώ νεται το ένα κα ι μ ο να δικ ό π ρ ό σ ω π ό μ α ς, το α λη θ ιν ό , π ο υ η α γω νία του τού π ρ ο σδ ίν ει το σχή μα μιας ο ρ ιστικότη τα ς, κα θώ ς α π ο χ τ ά κ ά π ο τε την τόλμη «να υ π ά ρ ξε ι την ύστατη στιγμή π ρ ιν α π ’ το θ ά να τό του ή και μετά το θ άνα τό του». Η α λή θ εια μας α πογυμ νω μένη και η γ ύ μνια μας η αληθινή στο φω ς της π ρ α γμα τικ ότη τ α ς, με την αίσθηση του γελο ίο υ επ ά νω στα μέλη μα ς, όπ ω ς α π ο κ α λύπ τ ο ντ α ι με τις π ρ ο β ο λές των κίβδηλω ν α ισ θημ άτω ν, τω ν δ ιφ ο ρ ο ύ μ ενω ν σκέ ψ εω ν, τω ν α πα τηλώ ν χ ειρ ο νο μ ιώ ν, τω ν π α ρ α μορφ ω μένω ν μας ιδα νικ ώ ν κ α ι της ελεεινή ς κ α τ ά ντια ς π ο υ επ ιφ έρ ει ο χ ρ ό ν ο ς, α λλά κ α ι η εκμε τάλλευσή μας α π ό τ ο υ ς ά λλο υ ς, ο ι π ρ ο β ο λές των α ρνη τικ ώ ν τ ο υς π ά ν ω σ τον δια θ λα σ μ ένο ψ υ χ ι σ μό μας κα ι η θανά σιμή τ ο υ ς π ρ ο σ π ά θ ε ια για καταξίω ση μέσ’ α π ό τις α δ υ να μ ίες μας. Έ τ σ ι φ τάνο υ μ ε σ ’ εκείνη τη γελο ιο γρ α φ ικ ή δρα μα τικότη τα, π ο υ ο π οιητής στην «εξέλιξη της δ ο υ λ ειά ς του» δ ια κ ρ ίνει, κα θ ώ ς το «α να π ό τρ επ τα τρ α γ ικ ό , γ ίν ετ α ι γ ε λο ιο γρ α φ ικ ό (ή π α ρ α δ ο ξ ο λ ο γ ικ ό - δηλαδή α ντικειμ ενικά α π ό μ α κ ρ ο ) - ίσως β α θ ύτερ α τρ α γικ ό , εμ περιέχο ντα ς όμω ς κ α ι τη λύση της τ ρ αγω δ ίας ( = έλεος) σ ’ ένα θ ελημένο μορφ α σμ ό χ α μ ό γελο υ , σε μια δ ιά θ εση , α π όφ α σ η ή κα ι δύναμ η μιας ν έα ς αρχή ς, μιας νέα ς επ ο -
Σημειώσεις
«Ο αφανισμός της Μήλος» (1974), «Μαντατοφόρες» (1975), ίσως και κάποια άλλα. 2. Σε μια συγκέντρωση νέων ποιητών (αν θυμούμαι σωστά, το 1981) ο Ρίτσος χαρακτήρισε τον εαυτό του «κοινωνικό ποιητή». 3, Όπως όλοι σχεδόν οι ποιητές του μεσοπολέμου, ο Ρίτσος ξεκίνησε από τα παραδοσιακά σχήματα των στροφών και της ρίμας, πράγματα, ωστόσο, που δεν τ' απαρνήθηκε ώς τελευταία. Για τη λειτουργία των μορφών αυτών μέσα στην ποίησή του, βλ. τη μελέτη, Κώστα Χωρεάνθη, «“Ο
1. Ο Ρίτσσς έχει γράψει και καθαυτό θεατρικά έργα - που, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να τα εντάξει στο λεγόμενο «ποιητικό θέατρο», όπως είναι τα: «Πέρ’ απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών» (1958) και «Μια γυναίκα πλάι στη θά λασσα» (1959). Θα πρέπει εδώ να προστεθεί ότι σε διαλογική μορφή ή μονολογική (επομένως δραματικά διαρθρω μένη) είναι κι άλλα συνθετικά ποιήματα του Ρίτσου, όπως για παράδειγμα «Οι γερόντισσες και η θάλασσα» (1959),
χής»23·
Π ίσω α π ό τα τ ρ αγικά π ρ ο σ ω π εία της π οίησ ής τ ο υ , ο π οιητής μας κ ο ιτ ά ζει μ’ ένα χ α μ ό γελο σ υ γκ ατά βα ση ς κα ι α ισ ιο δ ο ξ ία ς , ελπ ίζο ν τ α ς σ ’ ένα ν δ ίκ α ιο κ όσ μο, π ο υ θ ’ α να τείλει α π ό το ζό φ ο του κα θ ημ ερ ινού μας εφ ιάλτη. Α υ τ ό το χ α μ ό γελο εί ν α ι κα ι η βαθύτερη α λήθεια της π οίησ ής του.
'
8861 ΥΝΗΘΥ VIHIOMIOS 3I330VN3
68 8 ο ε9 ε *γΐ*χ » a Uq y - x α ο λ λ ο γ » 2 SoiflftA Oiv 5liA (orio|j :UD3gMi\/ Ιικ ιο ίΛ ΐχ
H S H I d V S a ilV ΙΥΉ H3 U M YM A O d lV IJ
A0VA01I0W0M0MI0 VHJdUIJ
******
78
»5£-
Επιμελείς: Έφη Απάκη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ '
205 ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαριστούμε θερμά, Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμο σμένο στην ελληνική βιβλιογραφία. ΣΕ ΚΑΘΕ κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλληνες συγγραφείς και ακολουθούν οι ξένοι. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
I - ϊ-Ιχ
t i i
< !c w wc
Is:
<
r. > ω
w O S '»
w o
-2
111 ¥| II,
l|l ffiij * g i
?
s^§- ' I f g,6-
ffl'fwJSf
$ u O 3W
«
m
H .5 δ
£ iO
<;
§§ s l o § s f s f £
If
!■ § : o '
MS
f«
Hi
& a^ £ * so *p p > ®
Is
a^ T-C 9 .
wi f * ts = j
ip. sl|5 2<i$ ct, ο , ο o
1 I s w ^3 y r~ ζ |· 3 w -w w ri U W
;2 w
3~ i
. gb I? g-s g«•
l «
a s i
f c | t,
21s
if S lM 3 t*
Γραφτείτε συνδρομητές Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου 25 τευχών 6500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 6000 δρχ. 15.τευχών 4000 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 7500 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Αμερική-Αυστραλία-Ασία-Αφρική 25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 300 δρχ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: ' Κατερίνα Γ ρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
ί. Φόρος προστιθέμενης αξίας.
79
1 1 its δ a o *
c ω
81
f § l| gi o Ij-
ο a s | l a. r us g : ;
§ s
§i
ih
u -g i K K SS S FS5
1 it
& r 3
e
s < i
d I
® |§
w w -®
2
« M- R ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ Αποτυπώμακ: να, Μωρεσό
$O)1 1 1 ί
'J<
It?
1 ?! © .if lr H a 3
MI
> - a-T
τΜ
S W<
s
Ο
π
3 ί B3S
2 3 -S
S t<
N i
μ J
E ii §
oa < w
ε | l
I1.
'p r | i i
I® l « s
R ll
3'J * 8 e |*
S z , < <cr i4 e <
fe ll"
D *5 ? 8 * * ? *
ffl
W o .® > g .^
0f < I
IB
lls f
111
S .i£ 3
f!i“lj 51i2|W ίΡΚ ίβΜ 5
|S ; f 5 I s s s l g s J s B a f o ig f a
|-s is is s ^ -ll^ rB lB iifii
ΙΙϋΙΙΪίΙΙϊΙ
3 a | s b
1 = 1 3 1
.3 . 3 ? S "
z 2 |2 |
g g -f
S fg
■dljil III "
82
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
αφιερωμα/85 Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου. Σπουδή πάνω στην ποιη τική ενός έργου», «Επιθεώρηση παιδικής και νεανικής λο γοτεχνίας», Καστανιώτης, Αθήνα 1 (1987), σελ. 212 κ.ε. 4. Η διαπίστωση αυτή είναι πολύ παλιά: «μάλιστα γάρ λεκτι κόν τών μέτρων τό ίαμβεϊον έστιν σημεϊον δέ τούτου, πλεϊστα γάρ ίαμβεϊα λέγομεν έν τή διαλέκτω τή πρός άλλήλους» (Αριστοτέλους, «Περί ποιητικής», 1448α, 24-27). Άλλο ένα ακόμα στοιχείο για την ενότητα και τη συνέχεια της ελληνικής λαλιάς, και μάλιστα εσωτερικό, αφού προ σιδιάζει στην εκφορά του λόγου και όχι στη μορφολογία 5. Για παράδειγμα, το ποίημα «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι - πέρ’ από την επισήμανση του τίτλου της - μια μου σική σύνθεση, κι αυτό επιβεβαιώνεται από την απαγγελία του, που συνοδεύεται «προσφυώς» από τη μουσική του Μπετόβεν. Το ποίημα εξάλλου, στην παρενθετική του επιλογική κατάληξη, προεκτείνεται και «αναλίσκεται» μέσα στη συγκεκριμένη μουσική. 6. Στο ποίημα «Ο αφανισμός της Μήλος» ο Ρίτσος διατηρεί ένα λαϊκότροπο ύφος, προφανώς για ν’ αποδώσει τον ψυ χισμό των γυναικών του λαού που διαλέγονται. Όμως, οι αναλύσεις και τα διανοήματα υπερβαίνουν το λαϊκό λόγο - πράγμα που δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. 7. Για την ποιητική του έργου αυτού, βλ. την μελέτη, που ση μειώθηκε παράπάνω, Κώστα Χωρεάνθη, «“Ο Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου. Σπουδή πάνω στην ποιητική ενός έρ γου», ό.π., σελ. 213 κ.ε. 8. Οι χρονολογίες μέσα στην παρένθεση δηλώνουν το έτος γραφής των ποιημάτων, σύμφωνα με τις ενδείξεις που βρί σκονται στο τέλος των κειμένων/και όχι το έτος έκδοσής 9. Βλ. την επεξήγηση του ίδιου του ποιητή για την «τριλο γία». «Η σονάτα του σεληνόφωτος», «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού». «Το νεκρό σπίτι». 10. Εκτός από «ποιήματα «Τειρεσίας» (1964-1971) και «Φαί δρα» (1974-1975). 11. Οι συνολικές εκδόσεις των ποιημάτων - όχι βέβαια όλων! Ποιήματα (Α' τόμος), 1961· Ποιήματα (Β' τόμος), 1961· Ποιήματα (Γ' τόμος), 1964· Ποιήματα (Δ' τόμος), 1975· Τα επικαιρικά (Ε' τόμος), 1975· Τέταρτη διάσταση (ΣΤ' τόμος), 1972· Γίγνεσθαι (Ζ' τόμος), 1977. 12. Τα λόγια του ίδιου του ποιητή: «Με το πέρασμα του χρό νου διακρίνω πως η δουλειά μου, στην εξέλιξή της και στην άσκησή της, τείνει να καταλήξει (όχι εμπρόθετα και προγραμματισμένα) σε μια κ ω μ ι κ ο π ο ί η σ η , σ ’ έναν εξευτελισμό και ε κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ η του κάθε νυχτερι νού και ημερινού εφιάλτη, και γενικότερα του θανάτου» (Μελετήματα, 1974, σελ. 105 [= Θυρωρείο, 1976, σελ. 107]). Οι υπογραμμίσεις είναι του ποιητή. 13. Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, ό.π. 14. Κάποιοι μύθοι γίνονται αντικείμενα ποιημάτων στο τμήμα «Επαναλήψεις» της συλλογής «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κι γκλίδωμα» (1972), που προωθούν σ’ ένα άλλο επίπεδο το θέμα του προσωπείου. Ας σημειωθεί εδώ ότι από τη σειρά αυτή ξεχωρίζει το τρίπτυχο «Αδελφοσύνη», «Απόσταγ μα», «Άλλοτε και τώρα», που p «μύθος» του στηρίζεται στην αναγνώριση και τη σωτηρία των δύο αδελφών, όπως δίνονται στην ευριπιδική «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» (σελ: 79-80). Και πάλι ο Ευριπίδης, έδωσε τη θεματολογία του. 15. Βλ. τον πρόλογο του Ρίτσου στην έκδοση: «Γιάννης Τσαρούχης, Οι “Τρωάδες” του Ευριπίδη»: «Κι εδώ βρίσκεται η έξοχη τέχνη του Ευριπίδη - να συγκραΐεί το μέγα πάθος στα όρια της αισθητικής χωρίς να το αποδυναμώνει. Κά ποιες στιγμές μάλιστα χρησιμοποιεί μια “κατασταλτική” του πάθους ειρωνεία που ζυγιάζεται σαν ακέρια συνείδη ση πάνω, απ’ το δράμα. Αυτή η ισορροπία αναμεσα στο αίσθημα και στην εποπτεία είναι ολοφάνερη... στη μετρη μένη εναλλαγή των δραματικών στοιχείων, που συνθέτουν μια από τις υψηλότερες, ανθρωπινότερες και ταυτόχρονα λιτότερες δημιουργίες του Ευριπίδη» (Γιάννη Ρίτσου, Για τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη και για τον Τσαρούχη, στο «Ευριπίδου "Τρωάδες”», μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη, Αθήνα 1978, σελ. 10). Ο Ρίτσος αξιοποίησε δημιουργικά τα διδάγματα αυτά.
16. Ο Αριστοτέλης είδε μέσ’ από ορισμένα (μονομερή ίσως) πλαίσια την τραγωδία του 5ου αι., γι’ αυτό και ν’ αδίκησε ίσως τον Ευριπίδη - αλλά και κάπου και το Σοφοκλή. Ο ιδεαλισμός του φιλοσόφου δεν του επέτρεψε να δει απρο κατάληπτα το έργο του Ευριπίδη, που τα πραγματιστικά και κοινωνιστικά του στοιχεία είναι προφανή, δεν τον άφησε να δει τις προχωρημένες αμφισβητήσεις ενός δη μιουργού, ακόμα και για τις ίδιες τις συμβάσεις του ποιη τικού είδους, στο οποίο είχε αφιερώσει την αγωνία του και την αμείλικτη ειλικρίνειά του - και μ’ όλους τους επιμέρους επαίνους που επιφυλάσσει στον τραγικό. Εξάλλου ο Αριστοτέλης στο «Περί ποιητικής» έργο του θέλει να υποδείξει στους τραγικούς ποιητές του αιώνα του τί να πάρουν και τί ν’ αποφύγουν από τη μεγάλη τραγωδία του 17. Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, ο.π. 18. Βλ. τους στίχους από το ευριπίδιο χορικό (IT, 1118-22): έν γάρ άνάγκαις ού κάμνεις σύντροφος ών. μεταβάλλει δυσδαιμσνία· τό δέ μετ’ εύτυχίας κακού σθαι θνατοΐς βαρύς αιών. Αλλά και όλο το έξοχο αυτό χορικό είναι αναπόληση μιας περασμένης ευτυχίας. Ο Ρίτσος αυτή την αντίθεση την τε ντώνει ώς τις ακραίες αιχμές της ευαισθησίας. 19. Βλ. «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», σελ. 28. 20. Βλ. Μελετήματα, ό.π., σελ. 106. Το θέμα αυτό, ότι δηλαδή η ζωή είναι μια θεατρική παράσταση, έγινε αντικείμενο ποιητικό από πολλούς, Έλληνες και ξένους. Βλ. λ.χ. το ωραίο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα «Το θέατρο» (στη συλλογή του «Σκιές») και το πικρό ποίημα του Καρυωτάκη «Ωχρά σπειροχαίτη» (στη συλλογή του «Ελεγεία και Σάτιρες»). Στον Καβάφη το θέμα είναι αρκετά οικείο (βλ. και το άρθρο: Κ.Π. Καβάφη, Περί Εκκλησίας και Θεά τρου, παρουσίαση Γ.Π. Σαββίδη, περ. «Θέατρο», τεύχ. 8 (Μάρτιος - Απρίλιος 1963), σελ. 37-39). Ο Ρίτσος απηχεί με τα λεγόμενό του στον Αλεξανδρινό. 21. Η διπλή υπόσταση του Ορέστη είναι χαρακτηριστικό του θέματος του προσωπείου: η ψεύτικη τέφρα και η πραγμα τική - ο νεκρός μιλάει σαν ζωντανός και το αντίθετο. Βλ. και το μοναδικό ρήμα της εισαγωγής: «Οι δυο νέοι κοιτά χτηκαν. Δέθηκαν με το κάτω τείχος σα δυο μεγάλες σκιές». Ως ποιητική έκφραση είναι από τις υψηλότερες μέ σα στην ποίηση του Ρίτσου. 22. Στον «Αγαμέμνονα» και πάλι αναφέρεται η βαφική προ σωπίδα της Ελένης («Τέταρτη διάσταση», σελ. 65), όμως με διαφορετικό προορισμό, της ερωτικής και βαθύτερα αι σθησιακής προσέγγισης του κόσμου. 23. Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, ό.π.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ '83 - ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ '88
Igj Ε Κ Κ Υ Κ Λ Η Μ Α έκανε πρεμιέρα πέντε χρόνια πριν οι παραστάσεις συνεχίζονται...
86/αφιερωμα
Ηλίας Κεφάλας
Γιάννης Ρίτσος
Το ογκώδες έργο του Γιάννη Ρίτσου φορτώνει προκαταβολικά με άγχος το μελετητή και με αμηχανία τον αναγνώστη. Ο πρώτος δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει και πού να σταματήσει. Οδεύτερος δεν ξέρει από πού να πλησιάσει. Υπάρχει πιθανότητα το γεγονός αυτό να λειτουργήσει κάποτε αποτρεπτικά ώς ένα βαθμό και να μην επιτρέψει την ανάγνωση της ποίησης του Ρίτσου στην έκταση που της αξίζει. Για την ώρα όμως, το αναντίρρητο είναι ότι ομό τεχνοι και μη, κριτικοί και αναγνώστες οφείλουμε να υποκλιθούμε μπροστά στη φοβερή αυτή δυνατότητα του Ρίτσου να μιλάει διαρκώς και ατελεύτητα, χωρίς να στερεύει, χωρίς ναχάνεται σε δρόμους αμφίβολους. ια σ υνοπ τικ ή π α ρ ο υ σ ία σ η του έρ γο υ του Γ .Ρ ίτσ ου εφ ’ όλη ς της ύ λη ς θ α ή τ α ν ό χ ι μό ν ο α δ ύ να τ ο , α λλά κ α ι ά τ ο π ο . Ο κ ίν δ υ ν ο ς ν α π α ρ α μ είν ει κ α ν έν α ς α νεπ α ρ κ ή ς κ α ι επ ο υ σ ιώ δ η ς εί ν α ι φ α νερ ό ς . Η ζω ντα νή ύ λη τω ν σ τίχω ν του; π α λ λόμ ενη κ α ι κυ μ α τ ό εσ σ α , α π ω θ εί π ρ ο ς ό λες τ ις κ α τ ευ θ ύ νσ εις. Η μόνη λύση π ο υ ν α εξ υ π η ρ ε τεί μια εν δ ια φ έρ ο υ σ α π ρ ο σ έγ γισ η στο έρ γο , α λλά κ α ι, σ υ γχ ρ ό ν ω ς , μια ευ π ρό σ ω π η συμμ ετοχή στο π α ρ ό ν α φ ιέρ ω μ α , είν α ι η α να κ ά λυ ψ η ν έω ν ο π τ ι κώ ν γ ω ν ιώ ν , μ α κρ ιά α π ό ψ η λ α φ ή σ εις ξ έν ω ν κα ι π ρ ο γεν έσ τ ερ ω ν εκτιμήσεω ν. Έ τ σ ι, θ έλ ο ν τ α ς ν α τιμήσω τ ο ν Γ. Ρ ίτσο κα ι σ υ ζευ γ ν ύ ο ν τ α ς στην π ρ ο σ π ά θ ε ιά μου α υτή τη μεγιστοπ οίησ η - όσ ο μ π ό ρ εσ α - της α π ο δ ο τ ικ ό τητά ς μου με την - κα τά τ ο δ υ ν α τ ό - ελα χιστο π οίησ η της κα κ ομ ετα χείρ ισ η ς του τιμώ μενου
Μ
π ο ιη τ ή , π ρ ο τίμ η σ α ν α α σχο λη θ ώ με τ α λιγ ό σ τ ιχ α π ο ιή μ α τ ά τ ο υ . Α λ λ ά , α να ψ η λα φ ώ ν τα ς π α λ ιές μου σ ημειώ σεις κ α ι ψ ά χ νο ν τ α ς μέσα σ τις σ υ λλ ο γ έ ς του Ρ ίτσου γ ια μικ ρά , λιγ ό σ τ ιχ α π ο ιή μ α τα π ο υ υ π ά ρ χ ο υ ν ά φ θ ο ν α κ α ι κ α τ εσ π α ρ μ ένα π α ν τ ο ύ , το εν δ ια φ έρ ο ν μου τ ρ ά β η ξ α ν ο ι σ υλλ ο γές α υτ ές π ο υ π ερ ιλ α μ β ά νο υ ν α πο κ λεισ τικ ώ ς μικρά π ο ιή μ α τ α . Α π ό τις σ υ λλ ο γές α υτές ξεχ ώ ρ ισ α π ά λι εκ είνες με τ α μικ ρά , επ ιγρ α μ μ α τικ ά π ο ιή μ α τ α , ό π ω ς τ α «18 λ ια νο τ ρ ά γο υ δ α » π .χ ., ή τ α π ρ ό σ φ α τα «3X 111 τ ρ ίσ τ ιχ α » .Κ α ι π ά λ ι, ό μω ς ψ ά χ νο ν τ α ς, α φ ή ν ο ντ α ς τα τρ ίσ τιχα κ α ι τ α δ ίσ τ ιχα , κα τέλη ξα σ τα μ ο ν ό σ τιχ α ή « μ ο ν ό χ ο ρ δ α » , ό π ω ς τ α θ έλει ο ίδ ιο ς , π ο ιή μ α τ α τ α ο π ο ία μου π ρ ο σ φ έρ θ η κ α ν για ν α α ν α π τ ύ ξ ω π α λ ιές μου α να ξ ιο π ο ίη τ ε ς α π ό ψ εις. Α υ τ ό π ο υ μ’ ερ έθ ισε στην α ρχή ήτα ν η μα γεία
το υ σ ύ ν τ ομ ου π ο ιή μ α τ ο ς , η ο π ο ία π ρ ο σ ή λκ υ σ ε σ τα μ ο ν ο π ά τια της έν α ν π λη θω ρ ικ ό τα το π ο ιητή. Γ ια έν α ν ο λ ιγ ο γ ρ ά φ ο κ α ι λ ιγ ό λ ο γ ο δ η μ ιο υ ρ γ ό το σ ύ ν τ ο μ ο π ο ίη μ α είν α ι ό χ ι μ ό ν ο κ α τ α φ ύ γ ιο , α λλά κ α ι π ειρ α σ μ ό ς . Γ ια έν α ν α νή σ υ χ ο κα ι α σ ίγα σ το τ ο σ ύ ν τ ο μ ο π ο ίη μ α α π ο τ ε λ εί ό χ ι μ ό ν ο άσκ ησ η, α λλά κ α ι π α γ ίδ α . Ω σ τόσ ο, όμω ς, ο Ρ ίτ σ ο ς, μ π α ί ν ο ν τ α ς μέσα σ τη ν π ερ ιο χ ή του επ ιγρ α μ μ α τικ ο ύ π ο ιή μ α τ ο ς , είχ ε ήδη τη σ ιγ ο υ ρ ιά του κ α τ α ξιω μ έ νο υ κ α ι μ εγά λου δ η μ ιου ρ γ ού ω ς έν α δ υ ν α μ ικ ό κ α ι εκ τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν ο υ σ ια σ τ ικ ό εφ ό δ ιο . Τ ίπ ο τα δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α του α ντ ισ τα θ εί. Κ α ι α υ τ ό το γρ ά φ ω με ό λ ο τ ο θ ά ρ ρ ο ς κ α ι την ειλικ ρ ίν εια της γνώ μ η ς μου. Ο Ρ ίτ σ ος δ εν χ ρ ε ια ζ ό τ α ν ν α π ει π ο λ λ ά , Κ α τείχε κ α ι φ υ σ ικ ά κ α τ έχ ει την ο υ σ ία τη ς π ο ίη σ η ς. Έ χ ε ι εισ χω ρ ήσ ει σ το ν εσ ώ τα το μυ στικ ό της χ ώ ρ ο , ό π ο υ κ α ι η ελά χιστή το υ κίνη σ η , σ υντ ελού μ ενη μ έσα στη γ όν ιμ η σ ιω π ή , κ α τ α γ ρ ά φ ετ α ι ω ς γεγο ν ό ς ·π ο ιη τ ικ ό . Β έ β α ια , τ α ό σ α λέμ ε στο σημείω μα α υ τ ό , ισ χ ύ ο υ ν ω ς θ εω ρ ία γενικ ή κ α ι γ ια τα μ εγά λα του έρ γ α , τ η ρ ου μ ένω ν π ά ν τ α τω ν α ν α λ ο γ ιώ ν .Α ς μην επ εκ τα θ ο ύ μ ε, όμω ς. Τ ο σ ύ ν τ ο μ ο π ο ίη μ α α π ο β λ έ π ε ι στη δήλώ ση εν ό ς γ ε γ ο ν ό τ ο ς , π ο υ επ ιλέγ ετ α ι α π ό τ ο ν π οιητή. Τ ο ν ίζ ε ι τα χ α ρα κ τη ρ ισ τικ ά σ το ιχ εία του γ ε γ ο ν ό τ ο ς α υ τ ο ύ , α φ ή ν ο ντ α ς ν α δ ια φ α ν ο ύ ν μέσα α π ό την α ισ θητική κ ορ ύ φ ω σ η τ α τ υ χ ό ν η θ ικ ά κα ι ιδε ο λ ο γικ ά βά ρ η . Ε π ο μ ένω ς , με ελά χ ισ τ ο υ λ ικ ό μ ετρ η μένες λ έξ εις - ο π οιη τ ή ς ο φ είλ ει ν α α ν α π λ ά σ ει εικ ό ν ες εν ό ς α π έ ρ α ν τ ο υ κό σ μ ο υ . Σ τ ο σ ύ ν τ ομ ο π ο ίη μ α - κ α ι μ ά λισ τα σ τα μ ο ν ό σ τιχ α του Ρ ίτσου - δ ε σ υ γχ ω ρ ο ύ ν τ α ι α ν ε π ά ρ κ ε ιε ς κ α ι α ντ ιπ ο ιη τ ικ ά ολισ θ ή μ α τ α , π ρ ά γ μ α τ α π ο υ μ π ορ εί ν α ξ ε φ ύ γ ο υ ν κ α ι ν α μη π ρ ο σ εχ θ ο ύ ν σ τα μ εγά λα π ο ιή μ α τ α . ( Α ς θ υμ η θ ο ύμ ε τ ο ν Κ α λ λίμ α χο : « Ε χ θ α ίρ ω τ ο π ο ίη μ α τ ο κυ κ λ ικ ό ν » ). Τ ο επ ιγρ α μ μ α τ ικ ό π ο ίη μ α επ ιτ υ γ χ ά ν ει τ ο ν π ρ ο ο ρ ι σμ ό του ό τ α ν π α ρ α χ ω ρ εί τις π ερ ιττές το υ λέξ εις στη σ ιω π ή κ α ι δ α ν ε ίζε τ α ι α π ’ α υτή ν τ ο ν α ό ρ α τ ο λ ό γ ο , π ο υ κ ιν εί τ α ν ή μ α τ α τ ο υ επ έκ εινα . Έ τ σ ι το επ ιτ ύμ β ιο επ ίγρ α μ μ α ξ επ ερ ν ο ύ σ ε κ α ι ε ξ ο υ δ ε τ έρ ω νε το θ ά ν α τ ο . Έ τ σ ι τ ο μ ο ν ό χ ο ρ δ ο το υ Γ ιά ν νη Ρ ίτσου ξ επ ερ ν ά τ η ν ορ α τή φ θ ο ρ ά τω ν π ρ α γ μά τω ν κ α ι εισ χω ρ εί σ το ά φ θ α ρ τ ο , κ ά ν ο ν τ ά ς μας κ ο ιν ω ν ο ύ ς με την α δ ιόρ α τ η υ φ ή το υ. α μ ο ν ό χ ο ρ δ α του Ρ ίτσου σ υ ν ισ τ ο ύ ν τ η ν α υ στηρή οριοθέτη ση κ α ι .κ α τά δειξη του α π ε ι ρ ο ελά χ ισ τ ου «εν τι », π ο υ ο ρ ίζ ε ι κ α ι χα ρ α κ τ η ρ ί ζει τ η ν π οίη σ η . Ο ι λ ιγ ό τερ ες λέξ εις π ο υ ε ίν α ι δ υ ν α τ ό ν ν α σ η κώ σου ν τ ο β ά ρ ο ς μ ια ς εικ ό ν α ς , α ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι μέσα σ ε π ο ικ ίλ ο υ ς σ υ ν δ υ α σ μ ο ύ ς κ α ι εξ υ π η ρ ε το ύ ν έν α α π ε ρ ιό ρ ισ τ ο νο η μ α τ ικ ό π ε ρ ιε χ ό μ εν ο α ν α δ εικ ν ύ ο ν τ α ς σ υ γχ ρ ό ν ω ς κ α ι τη γρ α φ ή ως μ έσο ν κ α ι ω ς α ξ ία . Π ισ τεύω , ότι τ ο σ ύ ν τ ο μ ο κ α ι, π ερ ισ σ ό τ ερ ο , το επ ιγρ α μ μ α τ ικ ό δ ίσ τ ιχο ή μ ο ν ό σ τιχ ο π ο ίη μ α ,
Τ
αφιερωμα/87 α γν ο ώ ν τ α ς την α φ ελή α νά γκ η του α νθ ρ ώ π ο υ γ ια α νά λυ σ η κ α ι α π λ ο π ο ίη σ η , εξ υπ η ρ ετεί την κ α ρ δ ιά της π ο ίη σ η ς , τ ο α π ό κ ρ υ φ ο κ α ι θ εϊκ ό της σ το ιχ είο . Τ ο π ο ιη τ ικ ό γ ε γ ο ν ό ς σ υ λλ α μ β ά ν ετ α ι στη σ φ α ίρ α της φ α ντ α σ ία ς . Α π ο κ α λ ύ π τ ετ α ι μυ σ τικ ά. Σ τη ν ενο ρ ατική γνώ σ η , λ ο ιπ ό ν , το υ π ο ιη τ ικ ο ύ γ ε γ ο ν ό τ ο ς δ ε μ εσ ο λα β εί κ α ν έν α ς γλ ω σ σ ι κ ό ς κώ δικ α ς. Ο Π λ ά τ ω να ς υ π ο σ τ η ρ ίζει το α κ ρ α ίο , α λ λ ά α ρκ ετά α λη θ ιν ό μέχρ ις εν ό ς σ ημεί ο υ , ό τ ι ο π ο ιη τ ή ς δ εν έχει σ υνείδη ση το υ έρ γο υ τ ο υ , ό τ α ν δ η μ ιο υ ρ γ εί, «πριν αν ένθεος τε γένη ται κα ι έκφρω ν κ α ι ο νους μ η κ έτι εν αυτώ ενή» κ α ι σ υ ν ε χ ίζ ο ν τ α ς , β ά ζ ο ν τ α ς τ α λ ό γ ια σ το σ τόμ α του Σ ω κρ ά τη, θ εω ρ εί τ ο υ ς π ο ιη τ ές ω ς δ ιερ μ η νείς τω ν θ εώ ν , οι δε π ο ιη τεί ο υδέν α λλ’ ή ερμηνής εισίν των θεών». Ο π ο ιη τ ή ς μετα φ έρ ει λ ο ιπ ό ν τη θεϊκή α π ο κ ά λ υ ψ η σ τη ν κ α θ ημ ερ ινή γλ ώ σ σ α τω ν θνη τώ ν. Δ ε ν χ ρ ειά ζε τ α ι ν α τ ο ν ίσ ο υ μ ε εδώ ό τι η μ ετα φ ο ρ ά της π ο ιη τικ ή ς α λ ή θ εια ς α π ό τ ο φ ά σμ α του εν ο ρ α τ ικ ο ύ λ ό γ ο υ σ το φ ά σ μ α το υ κ α θ η μ ερ ι ν ο ύ λεκ τικο ύ υ λικ ο ύ είν α ι εις β ά ρ ο ς του π ρ ώ το υ . Η μ ε τα φ ο ρ ά του π ο ιη τ ικ ο ύ κ υ ττάρ ο υ α π ό τ ο φ α ν τ α σ ια κ ό γ ε γ ο ν ό ς στα γλ ω σ σ ικ ά σ η μ α ίνο ν τ α α φ α ιρ εί τ η ν π ρ ω το γενή το υ σ τιλ π ν ά δ α κ α ι την α π ό λ υ τ α ο ν ειρ ικ ή τ ο υ υ φ ή . Γ ι’ α υ τ ό , ό σ ο λιγ ό τερ α λ ό γ ια υ π ά ρ χ ο υ ν σ το π ο ίη μ α , τ ό σ ο λιγότερη κ α ι η μ ετα π οιητική του ν ο θ εία . Η δ ια δ ρο μ ή του πο ιη τή α π ό το λ ιγ ό σ τ ιχ ο π ο ίη μ α σ το επ ιγρ α μ μ α τ ικ ό δ ίσ τ ιχ ο κ α ι α π ό κει σ το μ ο ν ό σ τιχ ο ή μ ο ν ό χ ο ρ δ ο είν α ι π ο ρ εία π ά ν ω στη ν κόψ η το υ ξ υ ρ α φ ιο ύ . Π ώ ς α λλιώ ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α χ α ρ α κ τ η ρ ισ θ εί η π ο ρ ε ία π ρ ο ς τη Σ ιω π ή , π ρ ο ς το λιτ ό του λ ό γ ο υ , κα ι π ρ ο ς τ α γ ε γ ο ν ό τ α π ο υ δ εν μ π ο ρ ο ύ ν ν α ειπ ω θ ο ύ ν, π α ρ ά ν α υ π ο ν ο η θ ο ύ ν , ό τ α ν σε κ ά θ ε βή μα εν εδ ρ ε ύ ο υ ν ο ι σ υ ν έ π ε ιε ς της ύ β ρ ε ω ς , γ ια την τ υ χ ό ν μη π ρ ο σ ή κ ο υ σ α α π ο κ ά λυ ψ η το υ ά χ ρ α ν τ ο υ ; Η π ο ρ εία π ρ ο ς τη Σ ιω πή α π α ιτ εί τη θ υ σ ία του π ο ιη τ ικ ο ύ σ ώ μα τος. Τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ π ο ιή μ α τ ο ς α κ ρ ω τ η ρ ιά ζετ α ι κ α ι εκ μ η δ εν ίζετ α ι. Τ ο π ο ίη μ α α ρ κ είτ α ι στην τ ελευτ α ία δ ιχ ά λ α της λ έξ η ς, ίσα - ίσα γ ια ν α σ τη ρ ίξει π ά ν ω της την α ό ρα τη ψ υ χή τ ο υ . Τ ο π ο ίη μ α , εξ ερ χ ό μ εν ο α π ό τη Σ ιω πή ω ς ό ρ α μ α , κ α τ ά τ ο σ τά δ ιο της σ υλλ ή ψ εώ ς τ ο υ , επ α νέ ρ χ ε τα ι στη Σ ιω π ή , κρ υ σ τα λλ ο ύ μ ενο ω ς ελά χ ισ τ ο ς λ ό γ ο ς κ α τ ά τ ο σ τά δ ιο τη ς α π ό δ ο σ ή ς τ ο υ . Ε π α ν έρ χ ετ α ι ξ α ν ά στην πηγή τη ς α είρ ο η ς α λ ή θ εια ς. Ο ίδ ιο ς ο π ο ιη τ ή ς τ ο ξ έρ ει κα λά: « Ίσ ω ς μόνο η σιωπή να λέει όλη τη ν αλήθεια» Τ ο μ ο ν ό χ ο ρ δ ο π ο ίη μ α είν α ι τ ο ο ρ α τ ό μέρο ς κ α ι τ ο α π τ ό μια ς κ α τ α σ κ ευή ς π ο υ χ ά ν ε τ α ι σ το α ό ρ α τ ο διά στη μ α κ α ι π ο υ τη δ ια ισ θ α νό μ α σ τ ε π λή ρω ς. Έ ν α ς σ υ ν εχ ό μ εν ο ς λεκ τικό ς δ ό μ ο ς π ο υ σ τη ρ ίζετ α ι σ το φ α ντ α σ ια κ ό κ ε νό . Π ο λ λές φ ο ρ ές τ ο σώ μα του π ο ιή μ α τ ο ς εκ λα μ β ά νετα ι ω ς δ ια χ εό μενη α ν ά σ α μια ς ο μ ο ρ φ ιά ς ά υλη ς. Ο ίδ ιο ς ο Γ . Ρ ίτσ ο ς ρωτάει:
«Το ποίημα λ ες έχει νόημα, Σώ μα έχει;»
88/αφιερωμα
Τ ο τ ίπ ο τα εδώ είν α ι η μ α τα ιότη τα όλο υ του κ όσ μου . Κ α λύ τερ α , λ ο ιπ ό ν , κα ι π ιο σ ο φ ό ο ά ν θ ρ ω π ο ς ν α μη μιλά ει. Η σιω πή είν α ι χ ρ υ σ ό ς , κ α τ ά το π α λ ιό ρητό, κ α ι η γλώ σ σα κ ό κ α λ α τσ α κ ί ζει. Α λ λ ά κ α ι ο μύστης πο ιη τή ς το δήλω σε ευ θύ ς μετά τη δ ια π ίστω σ ή του:
Α κ ό μ α , σ υ ν α ν τ ά μ ε τη σ ύνδεσ η δ υο ελά χιστω ν π ρ ο τ ά σ εω ν , π ο υ α ντ ισ το ιχ ο ύ ν σε δ υ ο ενέρ γειες κ α ι π ο υ σ υ γκ λ ίν ο υ ν σ το τ α υ τ ό χ ρ ο νο κ α ι τ α υ τ ό σημο, στο μ ετέπειτα κ α ι π ο λύ σ η μ ο . («Α νέβ η κε τη σκάλα. Φ ορούσε πανω φόρι.» ή «Κανένας έρωτας. Ο κόσμος ακέριος.»). Σ ε μια άλλη φάση α να δ εικ ν ύ ετ α ι το « ζω ντ α νό » σ το ιχ είο της γλ ώ σ σ α ς, κα θ ώ ς σε στιγμές α ιφ ν ίδ ια ς εγ κ ο π ή ς ή με τεω ρισ μού του π ο ιή μ α τ ο ς, λ ειτ ο υ ρ γ ο ύ ν ο ι π ρ ο ϋ π ο θ έσ εις για τη νοητή π ρ ο έκτα ση του χα μ έν ο υ στη σιω πή λ ό γ ο υ . Δ ίν ετ α ι σ τον α να γνώ στη η δ υ να τό τη τα ν α εξ ο υ σ ιά σ ει το π ο ίη μ α , ν α σ υμπ λη ρώ σει κα τά το δ ο κ ο ύ ν τις εικ ό ν ες τ ο υ , συμμ ετέ χ ο ν τ α ς στη δια ρκή π α ρ θ εν ο γέ νν η σ η του λ ό γ ο υ . («Πολύ αργότερα βλέπεις όσα είδες» ή «Με την
«Α υτός ο άνθρωπος έχει βραχνιάσει α π ’ τη σιωπή του»
ελπίδα μ ια ς στιγμής, μ α ς χρέω σαν όλο το μ έλ λον»). Τ ο « π α ρ ά λο γ ο » ν τ ύ ν ει το λ ό γ ο του Ρίτσου
ια μια δ ιεξοδ ικ ό τερ η π ρ ο σέγγισ η στη λει τ ο υ ρ γ ία του μ ο ν ό χ ο ρ δ ο υ π ο ιή μ α τ ο ς π ρ έπ ει ν α α να λ ύ σ ο υ μ ε λ ίγ ο τα κύ ρ ια σ το ιχ εία π ο υ το δ ένο υ ν εσω τερικά κ α ι εξω τερ ικά κ α ι το α ν ά γ ο υ ν σε έν α α νώ τερ ο ο ρ γ α ν ικ ό σ ύ ν ο λ ο . Τ α π ρ ω τεύ ο ν τ α κ α ι χα ρα κτη ρ ισ τικά , λ ο ιπ ό ν , σ το ιχ εία του είν α ι το τ ρ ίπ τ υ χ ο « λ ό γ ο ς, εικ ό ν α , χ ρ ό ν ο ς» . Σ το τ ρ ίπ τ υ χ ο α υ τ ό στη ρ ίξει το μ ο ν ό χ ο ρ δ ο π ο ίη μ α την επ ιτ υ χ ία του τ α ξιδ ιο ύ του μέσα στο π ο λυ δ ια σ τα τικ ό κ ε νό , μέσα στη γό νιμη κα ι εύκα ρ πη σ ιω πή. Ο «λόγος» του Γ. Ρ ίτσου δ εν είν α ι μ ό νο η σημ α ίν ου σ α γλ ώ σ σα . Στη μέγιστη α π ό δ ο σ η της λέ ξ η ς α να π τ ύ σ σ ετ α ι μια αλυσιδω τή π ο λυ σ η μ ία , α π ό την ο π ο ία α π ο υ σ ιά ζ ει εμ φ α νώ ς η επ ιτή δ ευ ση κα ι λά μ π ει με α πρ οσ χημ άτιστη π ειθ ώ η ειλι κ ρ ίν εια της σ υγκ ίνη ση ς. Στην π ο λυ σ η μ ία της λ έ ξ η ς κ α ι την ειλικ ρ ίνεια της σ υγκ ίνη ση ς οφ είλετα ι η π α ρ α π έρ α μετα τροπή του «λό γ ο υ» σε « Λ ό γο » . Σ υ ν α ν τ ά μ ε μια μεταμόρφ ω ση εν ό ς μέρο υ ς της ζω ή ς σε ο υ σ ία της ίδια ς της Ζ ω ής, με ό λα τα θ εϊ κ ά κ α ι ά φ θ α ρ τ α σ το ιχ εία της. Έ τ σ ι, η μικρή ασή μα ντη κ α ι τ α π εινή λ έξ η ,ένα ο υ σ ια σ τ ικ ό , α ίφ ν η ς , χ ω ρ ίς τη σ υ ν ο δ εία ρήμ ατος ή επ ιθ έτ ο υ , τ α ξ ιδ εύ ει με τη μεγαλύτερη ευ κ ο λία τό σ ο α π ό το σ ο β α ρ ό στο α σ τ είο, ό σ ο κ α ι α π ό το λο γ ικ ό στο π α ρ ά λ ο γ ο . Μ ια λέξη , λ ο ιπ ό ν , ξεκά ρφ ω τη κα ι α σύ νδ ετη εξω τερ ικά , γίν ετ α ι η θ ρ υ α λλίδ α γ ια τη μετάδοση της σ υγκ ίνη ση ς.Τ ρ εις τέτο ιες λ έξ εις εί ν α ι α ρ κ ετές στο Ρ ίτσο γ ια ν α π ρ ο χω ρ ή σ ει στη σ ύνθ εση του μ ο ν ό χ ο ρ δ ο υ π ο ιή μ α το ς. Θ α μ π ορ ού σ α μ ε ν α π ο ύ μ ε ό τι υ π ά ρ χ ο υ ν ο ρ ι σ μένες κ υ ρ ία ρ χ ες φ ά σ εις στην α νά π τ υ ξη του λ ό γου μέσα στο μ ο ν ό χ ο ρ δ ο π ο ίη μ α . Σ υ ν α ν τ ά μ ε σ υ χ ν ά την π αρ α τακ τική σ ύνδεσ η τω ν α π λ ώ ν λ έ ξ εω ν , ό π ω ς α να φ έρ α μ ε κα ι π ιο π ά ν ω , ο ι ο π ο ίες έρ χ ο ν τ α ι κο ν τ ά η μια στην ά λλη , δη λώ νο ντα ς σ υ γχ ρ ό ν ω ς κ α ι την π ρ αγμα τικ ή τ ο υ ς α π ό σ τ α σ η , π ο υ επ ιβ ά λλει ο σ κη νικό ς χ ώ ρ ο ς του ποιήματος^ (« Έ ν α βουνό, δυο μήλα, τρεις στρατιώ τες» ή
ό χ ι μ ό ν ο σ α ν μυστικιστική ποιητική α λή θ εια , α λ λά κ α ι σ α ν έσχατη έκ πληξη, α κ ρ α ία α ντίθεσ η στη γ ύ μ ν ια της π ρ α γ μ α τικ ό τη τα ς, υ π ε ρ α σ π ίζ ο ν τ α ς έτσ ι τ ο ν α γώ να εν ά ντ ια στο θ ά ν α τ ο . («Μ αύ
Α λ λ ά γ ια ν α τ ελειώ σου με τις ν ύ ξ εις μ α ς γ ια τις σ χέσεις Σ ιω πή ς κα ι Π ο ίη σ η ς, π ρ έπ ει ν α π ο ύμ ε ότι ο Γ. Ρ ίτσος έχει νιώ σ ει τ ό σ ο το α βά σ τα χτο β ά ρ ο ς του κ ενού κ α ι του τ ίπ ο τα , ό σ ο κ α ι την α δά μα στη ευγλω ττία κ α ι «φ λυ α ρ ία » της Σ ιω πή ς. Μ ε δ υ ο ξ α φ ν ικ ές κ ινήσ εις στη μ ο νό χ ο ρ δη λύ ρ α του δήλώ νει: « Ό λ ες οι λέξεις δε σου φ τάνουν για να πεις το
Γ
«Βουνό , καμπαναριό, κυπαρίσσια, οδοιπόροι»).
ρα γυ α λιά για τον ήλιο, πιο μα ύ ρα για τη νύ χτα.», «Φώναζε δ υνατά μη ν καταλάβουμε πως από χρόνια είχε σωπάσει», «Αυτό το δέντρο το πή ρα για άνθρωπο. Δ ε γελάστηκα», «Μες στο ανεξήγητο - έλεγε -η εξήγησή μου»). Η « α π λ ό τη τ α » , τ έλο ς, γ ια ν α τελειώ νο υμ ε με τα χ α ρα κ τη ρ ι στικ ά το υ λ ό γ ο υ , π ερ ν ώ ν τ α ς μέσα α π ό την α ψ ε γά δ ια σ τη κ α θ α ρ ό τη τα του λα ϊκο ύ κ α ι κ α θ ό λο υ δ ια ν ο ο υ μ εν ίσ τ ικ ο υ λ ό γ ο υ , ο δ η γεί π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές τ ο π ο ίη μ α σ το ν γνω μ ικ ό λ ό γ ο , σ α ν μια α να γ κ α στική δ ιέλευση π ο υ υ π ο κ ινείτ α ι α π ό τη σ ο φ ία της ώ ριμη ς π α ρ α τήρ ησ ης τω ν π ρ α γ μ ά τω ν. («Με
το μικρό σου δάχτυλο ανακινείς έναν κόσμο», «Από πολύ χαμηλά μετριέτα ι το ύψος», «Ελεύθε ρος α υτός π ου νοιάζετα ι τους άλλους»). Η «εικ ό να » είν α ι η ελά χιστη α π εικ ό νισ η του χ ώ ρ ο υ . Η συγκ εκριμένη μικ ροέκτα ση, π ο υ ο ρ ιο θ ετεί π ρ ο ς στιγμήν τ ο ν φ ω τα γω γη μένο χ ώ ρ ο , π ρ ο β ά λ λ ο ν τ α ς τα σ υγκ ινη σ ια κ ά α ντ ικ είμ ενα , κα ι π ο υ τα χέω ς επ εκ τείνετα ι στην ομ ό λ ο γη σ υ ν έχ ειά της π έρ α α π ό τα ό ρ ια της εν τό π ω ό ρ ασ η ς. Τ ο π ο ίη μ α α ντ ιδ ρ ά , έτσ ι, με μια εκ τω ν έ ν δ ο ν δ ια π λά τυνσ ή τ ο υ , τη σ τιγμή π ο υ εξω τερ ικά σ υ μ π ιέ ζετ α ι σε μια ά νευ ό ρ ω ν σ μίκρυνση. Η «εικ ό να » υ π ο κ ύ π τ ει σ ε μια σ υνεχή α να δ η μ ιο υ ργ ία π αλ λό μ ενη α π ό τη γε ω γ ρ α φ ία το υ χ ώ ρ ο υ μ έχρι την ψ υ χ ο γ ρ α φ ία του α νθ ρ ώ π ο υ . Τ α σ το ιχ εία π ο υ σ υ ν ισ τ ο ύ ν την εικ ό ν α είν α ι τ α τ υ χ α ία π ρ ά γ μ α τ α , π ο υ είτε βρ ίσ κ ο ντα ι σ το π α ρ ό ν του π ο ιή μ α τ ο ς, είτε α να κ α λ ο ύ ν τ α ι α π ό το π α ρ ελθ ό ν του κ α ι δ έχ ο ντ α ι την ο ν ο μ α τ ο π ο ιία π ο υ επ ιθ υμ εί ο δ η μ ιο υ ρ γ ό ς της π οιητική ς τ ο υ ς δ ιά σ τασης. Η οικ ειό τη τα τω ν π ρ α γ μ ά τω ν π ρ ο ς τ ο ν ποιητή κ α ι α ντισ τρ ό φ ω ς, δ ιε υ κ ο λ ύ ν ει την εκλογή τ ο υ ς ως α ντικ ειμ ένω ν μο να δικ ώ ν γ ια την α π ο γείω ση του π ο ιη τικ ο ύ λ ό γ ο υ κα ι γ ι ’ α υτό εσ τιά ζ ο ν τ α ι ξεχω ρ ιστά . («Εγώ κ ’ η καρέκλα μου, -
αφιερωμα/89 καλά τα λέμε», «Είδες το μπό γο το ν απο φ υλα κι σμένου στην κ αρέκλα το υ κήπον;»). Ο σ κη νικός χ ώ ρ ος της εικ ό ν α ς συντελεί στην κα τά δειξη της α πα ρ α τή ρ ητης κ α ι φ ευ γα λέα ς υ φ ή ς τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν, της μ α κρ ινής κ α ι χω νεμ έ νη ς φ ω νή ς του κόσ μου μέσα στη μυστική σιω πή.
ρ ό ν , π α ρ ελ θ ό ν κα ι μέλλον. Η α π ό κ ρ υ φ η , όμ ω ς, ο μ ο ρ φ ιά , π ο υ το π ο ίη μ α εξο ρ ύσ σ ει α π ό τ ο ο υ δ έ τερ ο τ ο π ίο , μετα βά λλει την α λή θ εια τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν, π ρ ο σ δ ίδ ο ν τ ά ς τα σ κ ο π ό κα ι π ρ ο ο ρ ισ μ ό κα ι εγκα θισ τώ ντας τ α στο ά χ ρ ο ν ο ή το α ιώ ν ιο π α ρόν. Η στιγμή λειτο υ ργ εί μέσα στο π ο ίη μ α ω ς σ υλ λέκτης βιω μ άτω ν κ α ι ενερ γεί σ α ν έμ βο λο του δ ια χ ρ ο νικ ο ύ γεγ ο ν ό τ ο ς π ο υ επ η ρ εά ζει τ ο ν ο ρ ιο θ ετημ ένο χ ώ ρ ο , υ π ο κ είμ εν ο ν στη δ υ ν α μ ο γέν εια της εξ έλιξ η ς κ α ι δ ια φ ο ρ ο π ο ίη σ η ς τω ν επ ιθ υμ ιώ ν κ ά θ ε δ η μ ιο υ ργ ο ύ - π αρατηρητή .
π ό τ ο α εικ ίνη το π ερ ισ κ ό π ιο του Ρ ίτσου δ ύ σ κ ο λα ξεφ εύ γ ει κ ά π ο ιο α ντ ικ είμ ενο π ο υ ν α μην κ α τ α γρ α φ εί. Ω σ τόσ ο , α ξ ίζ ε ι ν α α να φ έ ρ ο υμ ε ορ ισ μ ένες εικ ό ν ες π ο υ ε π α νέ ρ χ ο ν τ α ι και σ το ιχειώ νου ν το π οιη τ ικ ό τ ο π ίο κ α ι α να κ υ κ λ ώ ν ο υ ν έτσι μέσα σε μια α π όκ ρ υ φ η φ ω τα ύγεια τη σ υμβολιστική τ ο υ ς λειτ ου ρ γ ία . Ο ι εικ ό ν ες του α γά λμ α τ ο ς, του α νθ ρ α κ ω ρ ύ χ ο υ , του κ α θ ρ έφ τη, του ν εκ ρ ο ύ , της σ κ ά λα ς, του α λ ό γ ο υ , το υ λεμ ο νιο ύ κ .λ π . έρ χ οντ α ι κα ι εξέρ χ ο ν τα ι α π ό το χώ ρ ο του π ο ιή μ α τ ος, σ υμ β ά λλ οντα ς στην α υτ ό χ θ ο νη μυθ ο λογικ ή τ ο υ ς δ ιέγερση . Η εικ ό ν α μέσα σ το μ ο ν ό χ ο ρ δ ο π ο ίη μ α δ ια φ υ λ λά σ σ ει τη β εβα ιότη τα της εγκό σ μ ιας κ α ι κα θ ημ ε ρ ινή ς εκ δοχή ς («Α, καλοκαίρι των μεγάλω ν σταφνλιώ ν, έξω α π ’ τα μοναστήρια»), α π ο β λ έ π ο ν τ α ς π ολύ σ υ χ ν ά στη δ η μ ιου ρ γ ία τω ν εξώ κ οσμ ω ν κα ι π οιητικώ ν π α ρ α σ τ ά σ εω ν («Τύψη α π ’ το τί
σ εις γ ια την ευόδω ση το υ άμεσ ου κα ι μη α να βλη τέο υ («Το ξέρεις; Λ ίγ ο αργότερα θάναι ποτέ») μετα βά λλει τη γρα μμ ικ ή του υ πό σ τασ η της ευ θ εία ς σε κυκλική της επ α νά λη ψ η ς, δ ια στελλόμεν ο ς κ α ι σ υσ τελλό μ ενο ς («Τι μακρινά. Κ ’ ήταν εχτές- σχεδόν πριν λίγο»), ενώ υ π ο χ ω ρ εί μ π ρ ο στά στο κ α τα λυτικ ό μεγα λείο της π οίη σ η ς π ο υ , τελικ ά , τ ο ν α λώ νει κ α ι τ ο ν σ υγχω νεύει («Τι ήσυ
ποτα που εγκαταλείπεις», «Ωραία μιμείται, σαν άλλος, τον εαυτό του») γ ια ν α κα τα λή ξει σ τον
χα π ο υ γκρεμ ίζεται μέσα στην ποίηση ο χρό νος»).
ορ ισ μ ό τω ν σ υνθ η κώ ν ό π ο υ εδ ρ ά ζετ α ι η μετα φ υ σική του χώ ρ ου («Τα σπίτια αυ τά τα κατοικούν
Λ ό γ ο ς , εικ ό ν α κ α ι χ ρ ό ν ο ς σ υ ν θ έτ ο υ ν τις δ ια σ τά σ εις του μ ο ν ό χ ο ρ δ ο υ π ο ιή μ α τ ο ς, υ π ο κ είμ εν ες σ ’ έν α ν α έ ν α ο ν εξευ γενισ μ ό . Τ α μ ο νό σ τιχ α του Γ. Ρ ίτσου είν α ι ο ι μ εγα λό π ρ επ ες κ α ι ο ν ειρ ικ ές του κινή σ εις, π ο υ με την έλλειψ η κ α ι τη σ υ μ π ά γειά τ ο υ ς α ντ λ ο ύ ν το λ ό γ ο της σ ιω π ή ς κ α ι την ο μ ο ρ φ ιά του κ ε νο ύ , κ α τ α ξ ιώ ν ο ντ α ς σε δ ια χ ρ ο νικ ή α λλη λο υχ ία τις δ υ ν α τ ό τητες κα ι την π είρ α εν ό ς α νθ ρ ώ π ο υ , π ο υ έχει κ υ ρ ιο λεκ τικ ά «ψ ηθεί» μέσα στην υ π ό θ εσ η της π ο ίη σης.
Α
σφ υρ ίγμα τα ναυαγισμένω ν πλοίων», «Μ ικρό λ υ πημένο χωριό μ ε δυο καρέκλες στο δρόμο», «Πώς γίνεται οι νεκρο ί να ο ρίζουν τη ζωή μας;»). Ο « χ ρ ό ν ο ς» , με τη «στιγμή» ως ελά χιστο του μό ρ ιο , π ο υ ω σ τόσο π ά λ λετ α ι α π ό το α κ α ρ ια ίο κα ι π α ρ ω χ η μ ένο έω ς τ ο διη νεκ ές κα ι σ υ ν εχ ό μ εν ο , δ ί νε ι υ πόσ τα σ η στην πρ ισ μα τική κα τα γρ α φ ή του χώ ρ ο υ α π ’ ό λες τ ις έδ ρ ες του σε σχέση με το π α
Ο χ ρ ό ν ο ς υ π ο δ ύ ε τα ι τις φ υσ ικ ές του εκ δο χές
(«Μ ονόγραμμος δρόμος δε βγά ζει στο μέλλον», «Το παρελθόν για νάδρεις, χρειά ζεται πολύ να προχωρήσεις»), θέτει τις τελεσίδικ ες π ρ ο ϋ π ο θ έ
Εκδήλωση της 21-3-88 στο Πνευματικό Κέντρο Αλίμον, για τον Γ. Ρίτσο. Από αριστερά: Η. Κεφάλας, Ν. Τάτσης, θ . Βενέτης, Γρ. Βαλτινός, Γ. Ρίτσος, Β. Κάσσος, Ξένος, δήμαρχος Αλίμον
90/αφιερωμα
Β Π αράθυρο
« Έ να παράθυρο είναι το τραγούδι βλέπει στο ι,ρομο βλέπει και στον ουρανό απ ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο»,
γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» της σειράς «Δοκιμασία», το 1938. Μ’ ένα τέτοιο παράθυρο ασχολείται πενήντα ολόκληρα χρόνια (όσα και τα χρόνια τής μέχρι τότε ζωής του) αποκτώντας μια πλήρη εξοκείωση, έτσι ώστε να μπορεί να το αποκαλύψει τον Απρίλη του 1959 που, ώριμος πια, μας το πα ρουσιάζει ατόφιο κι αυθεντικό σε μια ολοκληρωμένη ομώνυμη σύνθεση. όσ ο στην α πλή γλ ώ σ σα , ό σ ο κα ι στη γλώ σ σα τω ν λογ ίω ν κ α ι τη γλώ σ σα της τ έχ νη ς, η λέ ξη π α ρ ά θ υ ρ ο χ ρ η σ ιμ οπ ο ιείτ α ι με π ο λλέ ς μ ετα φ ο ρ ικές έ ν ν ο ιε ς. Χ αρα κτη ριστικ ή έκ φ ρα ση «τα π α ρ ά θ υ ρ α τω ν ν όμ ω ν». Κ αι φ υσ ικά υ π ά ρ χ ο υ ν «τα
Τ
π α ρ ά θ υ ρ α της φ υλακ ής» ή «τω ν φ υλ α κ ώ ν» , «τα π α ρ ά θ υ ρ α της ψ υ χή ς μας» κ α ι τα ψ ηλά π α ρ ά θ υ ρ α τω ν Π ύ ρ γω ν ή τ α ζ ω γρ α φ ισ μ ένα π α ρ ά θ υ ρ α τω ν ν ά ώ ν , ο ι π ο λυ τ ελείς βιτ ρ ίνες κ α ι τ α π α ρ ά θ υ ρ α τω ν ερω τευμένω ν.
αφιερωμα/91 Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο τ ου Ρ ίτ σ ου . Ε ίν α ι β εβ α ίω ς ό λ α α υ τ ά , μα π ιο π ο λ ύ κ α ι β α σ ικ ά , τ ο γ ν ω σ τ ό , το σ τε νά δ εμ έν ο με τ ο ν κ α θ έν α μ α ς α π λ ό κ ι α π έ ρ ιτ τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο του δ ω μ α τ ίο υ . Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο δ η λ α δή κ υ ρ ιο λ εκ τ ικ ά της π ό λ η ς, τ ο υ ν η σ ιο ύ , τη ς σ υ ν ο ικ ία ς . Π α ρ ά θ υ ρ ο π ρ ω ιν ό ή μ ε σ η μ β ρ ινό , με τα κ α ν ά τ ια κ α ι τ ά β α σ ιλ ικ ά ( ΙΔ 3 2 8 ), με τ α π ο υ λ ιά π ο υ ξ ε κ ο υ ρ ά ζ ο ν τ α ι σ το π ε ρ β ά ζ ι τ ο υ . Π α ρ ά θ υ ρ ο τ ο υ δ ε ιλ ιν ο ύ , φ θ ιν ο π ω ρ ιά τ ικ ο , α ν ο ιξ ιά τ ικ ο , χ ε ι μ ε ρ ιν ό , κι α κ ό μ α δ υ τ ικ ό π α ρ ά θ υ ρ ο , μ εση μ βρ ινό με τα ξ εχ ω ρ ισ τ ά του χρ ώ μ α τ α κ α ι π ρ ό σ ω π α κ ά θ ε φ ο ρ ά τ α ίδ ια στη ν α φ ετ η ρ ία τ ο υ ς κ α ι δ ια φ ο ρ ε τ ι κ ά στη ν τ ελικ ή τ ο υ ς έκ φ ρα ση .
ΙΕ κεί π ο υ σ τέκετα ι η β ραδιά I σαν ένα ς εύ θυμο ς ά γγελ ο ς / σα ν έν α ς ά γ γελο ς π α ιδ ιά σ τικο ς I μ ε πρόσω πο βαμμένο α π ’ τα β ατό μο υρα / ( Δ ο κ ιμ α σ ία Ο λ ύ χ ν ο ς τ ω ν φ τω χώ ν κ α ι τ α π ε ιν ώ ν , σ ελ. 135) Έ ν α π α ρ ά θ υ ρ ο ζω ν τ α ν εμ έν ο α π ό τη χρ η σ ιμ ό τη τ ά τ ο υ κ α ι τ η ν ευ α ισ θ η σ ία τ ο υ στη ν α νά π λ α σ η τ ω ν εικ ό ν ω ν π ο υ κ α θ ο ρ ίζ ο υ ν τ ις σ υ ν α ισ θ η μ α τ ι κ έ ς κ α ι π ν ευ μ α τ ικ έ ς του π ρ ο εκ τ ά σ εις . Έ ν α π α ρ ά θ υ ρ ο δη λα δή με τ η ν α ισ θ η τική του π λη ρ ό τ η τ α . Α π ό έν α τ έτ ο ιο π α ρ ά θ υ ρ ο μ π ο ρ εί ο κ ό σ μ ο ς ν α μ α ς π λ η σ ιά σ ει κ α ι μεις ν α τ ο ν δ ο ύ μ ε κ α ι ν α τ ο ν α γ γ ίξ ο υ μ ε. Ο κ ό σ μ ο ς μ’ ό λ ε ς τ ις μ ο ρ φ ές τ ο υ κι ό λ ε ς τ ις δ ια σ τ ά σ εις τ ο υ . Α κ ό μ α , έ ν α τ έτ ο ιο π α ρ ά θ υ ρ ο , μ π ο ρ εί ν α γ ίν ε ι τ ο μά τι τ ου κ όσ μ ου π ο υ π ε ρ ν ά ε ι α π ό μ π ρ ο σ τά τ ο υ π ο υ μ π ο ρ εί ν ’ α ν α δ ε ίξ ε ι μια ν έ α α ντίλη ψ η γ ι ’ α υ τ ό ν κ α ι γ ια τ ις λεπ τ ο μ έρ ειές τ ο υ . Μ π ο ρ εί ν α είν α ι μ ια έ ξ ο δ ο ς . Α π ό δ ρ α σ η , π ή δ η μ α , κ ά π ο τ ε φ υ γ ή , π ρ ο δ ο σ ία , α λ λ ά κ α ι είσ ο δ ο ς ,
« Ά ν ο ιξ α ν τα πα ρ ά θ υρ α κα ι μ π ή κ α ν μ έσ α τα λ ο υλο ύ δια / σα ν ένα εύθυμο στρά τευμ α μ ε κ ό κκ ι να / τύ μ π α να κα ι χ ρυσές τρ ο υ μ π έτες π ο υ γυ ρ ίζε ι α π ’ το / χτεσ ινό μ α ς κή πο στη σημερινή μ α ς κ α λοσύνη. / ( Δ . 349) κ ά π ο τ ε α μ είλικ τη σ α ν γ ια ν α μ α ς ξ υ π ν ή σ ε ι τη σ υ ν είδ η σ η . Τ ις « α γα να κ τισ μ έν ες » α ισ θ ή σ εις. Μ ια δ ιέ ξ ο δ ο ς ά λλοτ ε
«εμείς θα κάνο υμε πω ς δ εν ξέρουμε τίπ ο τα . / θα κο ιτά με α π ’ το πα ρ ά θυρο τον ήλιο κα ι θα κρυφογελά με». ( Δ . 357) ο π α ρ ά θ υ ρ ο ε ίν α ι δ εμ έν ο με τ η ν π ο ίη σ η του Ρ ίτσ ου ό π ω ς α κ ρ ιβ ώ ς κ α ι με τη ζω ή τ ω ν α ν θ ρ ώ π ω ν . Τ ο ψ ά χ ν ε ι δ ια ρ κ ώ ς κ α ι τ ο α να κ α λ ύ π τ ει οπ ουδ ή π ο τε και οπω σδή ποτε κ α ι όταν ακόμα
Τ
δ εν υ π ά ρ χ ε ι π α ρ ά θ υ ρ ο , β ρ ίσ κ ετ α ι στη θέση το υ μ ια τ ρ ύ π α , μια χ α ρ α μ ά δ α ή α κ ό μ α φ τ ιά χ ν ετ α ι: με ν ύ χ ια , με δ ό ν τ ια , μ’ α υτή τη ν ίδ ια τη θέλη ση π ο υ π ρ ο κ α λ ε ί η α νά γκ η τ ο υ .... Κ ι α κ ό μ α μ π ρ ο σ τά σ ’ ό λ ε ς τ ις α δ υ ν α μ ίε ς , υ π ά ρ χ ε ι τ ο μάτι· έν α ά λ λ ο π α ρ ά θ υ ρ ο , κ λ εισ τ ό ή α ν ο ιχ τ ό , έ ν α ς ά λ λ ο ς δ ιά δ ρ ο μ ο ς εισ ό δ ο υ κ α ι εξ ό δ ο υ . Μ ια έσ χατη κ α ι ύ στα τη ε π ο π τ ε ία τ ο υ κ ό σ μ ο υ . Έ ν α π α ρ ά θ υ ρ ο επ ίσ η ς μ π ο ρ εί ν α είν α ι τ ο μ έρο ς π ο υ δ ια λ έ γ ε ις γ ια π α ρ α τ η ρ η τ ή ρ ιο , γ ια σ κ ο π ε υ τ ή ρ ιό , γ ια η σ υ χ α σ τή ρ ιο . Τ ό π ο ή μέσο ε π ικ ο ιν ω ν ία ς . Μ π ο ρ ε ίς ν α δ εις, ν α α γ γ ίξ ε ις , ν α α ισ τ α ν θ είς τ ις α ν τ α ν α κ λ ά σ ε ις το υ φ ω τ ό ς π ά ν ω σ τα τ ζ ά μ ια κ α ι τ α ιδ ια ίτε ρ α χρ ώ μ α τ α π ο υ π α ίρ ν ε ι σ τις δ ιά φ ο ρ ες φ ά σ εις τ ο υ χ ρ ό ν ο υ . Έ τ σ ι, λ ο ιπ ό ν , μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α υ π ο θ έ σ ο υ μ ε π ω ς δ εν ε ίν α ι τ υ χ α ίο τ ο γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι η Τ .Δ . α ρ χ ίζ ε ι με τ ο σ υ ν θ ετ ικ ό π ο ίη μ α (ό λ α τ α π ο ιή μ α τ α της Τ .Δ . εί ν α ι σ υ ν θ ετ ικ ά ) «Τ ο Π α ρ ά θ υ ρ ο » ( α ν κ α ι δ εν εί ν α ι τ ο π ρ ώ τ ο χ ρ ο ν ικ ά ) είτε σ υ μ β ο λ ικ ά τ ο ιδ ο ύ με είτε ό χ ι. Κ υ ρ ίω ς, για τ ί τ ο ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο ύ τ ο Π α ρ ά θ υ ρ ο τη ς ο λό κ λη ρ η ς Τ έτα ρ τη ς Δ ιά σ τ α σ η ς (ό π ω ς σ υ ν έ βη κ α ι με τ ο Π α ρ ά θ υ ρ ο , ό λ α τ α π ο ιή μ α τ α της Τ .Δ . α π ο τ ε λ ο ύ ν ολο κ λή ρ ω ση σ το ιχ είω ν δ ιά σ π α ρ τ ω ν σ ’ ό λ ο τ ο π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο έρ γ ο ) είν α ι τ ό σ ο ο εα υ τ ό ς τ ο υ , ό σ ο κ α ι κ ά π ο ιο είδ ο ς ο δ η γ ο ύ γ ια τ η ν π ρ ο σ έγ γισ η τ ω ν π ο ιη μ ά τ ω ν π ο υ α κ ο λ ο υ θούν. Τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο α υ τ ό τ ο υ Ρ ίτ σ ο υ , β λ έ π ε ι κ α ι
92/αφιερωμα β λέπ ετ α ι ο λ ο κ ά θ α ρ α , σε τέσ σερ ις δ ια σ τά σ εις. Α ν α φ έρ ετ α ι σ τον γε νικ ό τίτλο η τέταρτη μό νο δ ιά σ τ α σ η , γ ια τ ί αυτή π ερ ισ σ ό τ ερ ο α π ό κ ά θ ε ά λ λη π ρ ο ϋ π ο θ έτ ει α υτονόητη τη σ υ ν ύ π α ρ ξη κα ι τω ν ά λλω ν τρ ιώ ν. Ό λ α τ α π ο ιή μ α τ α του Ρ ίτσο υ , α κ όμ α κ α ι τα π ο λ ύ σ τ ιχ α της Τ .Δ . δ εν α να φ έρ ο ν τ α ι σ α φ ώ ς σ ’ έν α θ έμα . Θ έμ α τ ο υ ς είν α ι ο τίτ λ ο ς κ α ι ό ,τ ι μ π ορ εί ν α π ρ ο κ ύ ψ ει α π ’ α υ τ ό ν , χ ω ρ ίς κ α ν έν α π ρ οκ α θ ο ρ ισ μ έν ο σ χέ δ ιο . Τ α μ η νύμ α τα κ α ι ο ι ν οη μ α τικ ές ενό τη τες, η λ ειτ ο υ ρ γ ία τ ο υ ς κ α ι η σ ύνδεσ ή της με το σ ύ ν ο λ ο το υ έρ γο υ , είνα ι τ ο α β ία σ τ ο α π οτ έλεσ μ α της α ισ θ ητική ς δ ια δ ικ α σ ία ς . Ο π ο ιη τ ή ς, σ α ν ιερ έα ς της τ έχ νη ς, επ ικ ο ι ν ω ν εί με το α ντ ικ είμ ενο της λ α τ ρ εία ς - τ ο π ο ίη μ α - π ο υ π α ίρ ν ει μια α όρα τη υ πό σ τασ η με τ ο ό ν ο μ α π ο υ του δ ίν ει. Ε ίχ α την π επ ο ίθη σ η ότι ο Ρ ίτσος β α φ τ ίζε ι π ρ ώ τα τα π οιή μ α τ α ό τ α ν έχει φ τά σ ει σε μ ια σχετική α ποκ ρ υσ τάλ λω σ η σ κέψ εω ν κα ι εμ π ειρ ιώ ν, π ο υ τ ον οδ η γεί α υτό μ α τα στην κ α λλ ι τεχνική τ ο υ ς σάρκω ση κ α ι μετά τα α να π τ ύ σ σ ει (με τη ν. έν ν ο ια του α να π τ υ σ σ ό μ εν ο υ ζω ντ α ν ο ύ ο ρ γ α ν ισ μ ο ύ ) - Τ ο ν ρώ τη σα κα ι η α πά ντη σ η ή τα ν σ ύμφ ω νη. Ε π ο μ ένω ς , τα σ υμ π ερ ά σμ α τα π ο υ μ π ο ρ εί ν α β γ ά λ ει κ α ν είς , α νή κ ο υ ν στη γενικ ή π ρ ο ετ ο ιμ α σ ία του π οιητή κ α ι την α ίσθηση ή τις π ο ικ ίλ ες α ι σ θή σεις π ο υ π ρ ο κ α λ ο ύ ν α υτά εκ τω ν υ στέρω ν. Τ ο ίδιο μ π ορ ού μ ε ν α π ο ύ μ ε κ α ι γ ια τη γλώ σ σα κ α ι γ ια το ύ φ ο ς , κ α θ ώ ς επ ίση ς κ α ι γ ια την ά π ο ψη (ή μήνυμα ) π ο υ μ π ο ρ εί ν α π ερ ιέχ ο υ ν , κ α ι π ά ν τ α την π ερ ιέχ ο υ ν ενσω ματω μένη σ το υ λικ ό με το ο π ο ίο π λ ά θ ετ α ι. Α π ό την ά π ο ψ η της μορφ ής κ α ι του ύ φ ο υ ς , το Π α ρ ά θ υ ρ ο , μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α π ο ύ με ότι εντάσ σεται σ ’ έν α είδ ο ς λυ ρ ικ ο ύ θεά τρ ο υ . Τ ο σ κ η νικ ό, μας τ ο δ ίν ει ο ίδ ιο ς ο π ο ιη τή ς με το εισ α γ ω γικ ό του σ ημείω μα, α λλά κ α ι με το επ ιλο γικ ό . 'Ε να π λή ρες σ κηνικό με τα θ εα τρ ικ ά του π ρ ό σ ω π α κ α ι τ ο ν π ερ ίγ υ ρ ό τ ο υ , τ ο χ ώ ρ ο του δ ηλ. κα ι τα επ ίπ εδ α του χώ ρ ο υ του. Τ α χρ ώ μ α τα έχ ο υ ν ιδια ίτερη ση μ α σία κ α ι γ ίν ε τ α ι π ρ ο ειδ ο π ο ίη σ η ότι θ ’ α λ λ ά ζ ο υ ν στην π ο ρ εία του έρ γο υ , ό π ω ς κι ο τ ό ν ο ς της φ ω νή ς το υ ο μ ιλη τή, π ο υ επ ίση ς π ρ ο σ δ ιο ρ ίζ ετ α ι ότι είν α ι μ ό νο ο έν α ς α π ό τα δ υ ο π ρ ό σ ω π α της σκηνή ς (α ν κ α ι μ π ορ εί κ α ν είς ν α π ει π ω ς δ εν είν α ι μ ό ν ο δ υ ο , α λ λ ά π ο λ ύ π ερ ισ σ ό τ ερ α , ό σ α α κρ ιβώ ς α υ τ ά π ο υ θ α α ν α δ ειχ θ ο ύ ν στην π ο ρ εία το υ έρ γο υ α π ό τ α γ ε γο ν ό τ α κα ι τις κ α τα σ τά σ εις). Α υ τ ό β έβ α ια μας ξ α φ ν ιά ζ ε ι κ α ι π ρ ο κ α λεί την π ερ ιέρ γειά μ α ς α π ό την πρώ τη στιγμή. ια δεύτερη π ρ όκ λη ση , είν α ι τ ο γ ε γ ο ν ό ς ότι μιλά ει ο σ τερ ια ν ό ς κ α ι σ ω π α ίν ει ο θ α λ α σ σ ιν ό ς π ο υ π ρ ο φ α ν ώ ς θ α ’λ είπ ε γ ια κ α ιρ ό σε ξ έ ν ο υ ς τ ό π ο υ ς , α φ ού «έχουν τόσον καιρό ν ’ α ντα μώσουν». Ό μ ω ς , τ α τ ό σ α π ο υ έχ ο υ ν δ ει τα μά τ ια τ ο υ , είν α ι π ολύ δ ευ τ ερ εύ ο ν τα μ π ρ ο σ τά στις α π ο κ α λ ύ ψ ε ις , π ου μό νο έν α π ρ ό σ ω π ο χω ρ ίς σ υμβατική ιδιότητα , ή α λλιώ ς έν α π ρ ό σ ω π ο με
Μ
γενικ ή ιδιότητα μπ ο ρ εί ν α π ρ ο κ α λέσ ει. Έ τ σ ι α π λ ά κ α ι φ υ σ ικ ά α να τ ρ έπ ετ α ι το σ υνή θ ω ς σ υμβ α ίν ο ν . (Ν α μιλά ει, δ η λα δή , α υτ ό ς π ο υ γυ ρ ίζ ει α π ό τ α ξίδ ι κα ι ν α λέει τις εντυπ ώ σεις τ ο υ ). Α υ τ ό δ εν ερ εθ ίζει μ ό νο την π ερ ιέρ γεια του α ν α γ ν ώ σ τη , α λλά μετα κινεί κ α ι α υτό π ο υ α ισ θ ά ν ετ α ι μέ σ α του σ α ν κα θ ιερ ω μένη τ ά ξη π ρ α γ μ ά τ ω ν . Ο Χ ώ ρος είν α ι « ο ρ ισ μ ένο ς» , είν α ι Ε λληνικός: Π α ρ α θ α λ ά σ σ ιο δω μά τιο κι α π ’ το π α ρ ά θ υ ρ ο ν α β λ έ π ε ις τη θ ά λ α σ σ α «λά δι» . Α υ τ ό είν α ι π ο λ ύ φ υ σικ ό . Ο πο ιη τή ς δ εν μπ ο ρ εί π α ρ ά ν α δ ια λέξει έν α ν χ ώ ρ ο π ο λ ύ γνώ ρ ιμ ο σ ’ α υ τ ό ν . Ε κ εί μό νο μ π ο ρ εί ν α κινη θ εί ά νε τα α π ό τ α γε νικ ά π ρ ο ς τα ειδ ικ ά χα ρα κ τη ρ ισ τικ ά τ ο υ , γ ια ν α εντ ο π ίσ ει τον β α σ ικ ό α ισ θ η τικό π υ ρ ή να κ α ι ν α τ ο ν σ υσ χετίσ ει με τις λεπ τ ο μ έρ ειες τω ν π αρ α τη ρ ή σ εώ ν τ ο υ , έτσι ώ στε ν α δώ σ ει έν α κ α λλ ιτ εχν ικ ό α π ο τ έλεσ μ α , π ο υ δ εν θ α σ τερείτα ι τη θεμελιακ ή ενό τη τα , όσ ο θ α π λ ο υ τ ίζ ε τα ι με την π ο ικ ιλ ία τω ν μ ορ φ ώ ν στη δ ια δ ρο μ ή τ ο υ . Ε ίν α ι δ ε α υ τ ο ν ό η τ ο , ότι η τοπ ική εμ β έλεια το υ π ο ιή μ α τ ο ς δ εν είν α ι α να γ κ α ία σ υ νάρ τη ση του σ υγκ εκ ρ ιμ ένο υ χώ ρ ο υ α π ’ ό π ο υ ξ ε κ ιν ά ει, α λλά α ντ ίθ ετ α , η «λογική» στερεότη τα κ α ι η εκ φ ρα στικ ή του επ ά ρ κ εια , ό π ω ς κ α ι η π λ η ρ ότητα τω ν λο ιπ ώ ν κα λλ ιτεχνικ ώ ν σ το ιχείω ν β ρ ίσ κ ο υ ν μια γερή βάση γ ια την π αγκ ο σ μ ιό τη τά τ ο υ. Ο χρόνος επ ίση ς «ο ρ ίζεται» · με α κ ρ ίβ εια μά λι στα: «απόβραδο γα λήνιο ανοιξιάτικο μ ενεξελί και πορφυρό». Τ α τ έσ σερ α επ ίθ ετ α π ο υ σ υ ν ο δ εύ ο υ ν το ο υ σ ια σ τ ικ ό , είν α ι α π α ρ α ίτ η τ α για έν α ν επ ιδ ιω κ ό μ ενο σ αφ ή π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό μέσα σ τη ν π ο ικ ιλ ία της κ ίνησ ης κ α ι τω ν χρ ω μ άτω ν π ο υ κ α θ ο ρ ίζ ο υ ν ο ι χ ρ ο ν ικ ές σ τιγμές κ α ι ο ι ευμετά β ο λ ες σ υνθ ή κ ες (κ α ι ο ι κ ο ιν ω ν ικ ές ίσω ς) στο χώ ρ ο π ο υ υ π ο ν ο είτ α ι. Ο τόνος στη σ υ ν έχ εια του π ο ιή μ α τ ο ς είν α ι α φ η γη μ α τικ ό ς. Ο λυ ρ ισ μ ό ς του π ρ ο κ ύ π τ ει α π ό την εσωτερική σ υ ν ο χ ή , σε α ντ ιπ α ρ ά θ εσ η με το εξω τερ ικό ά νο ιγ μ α κ α ι τη λεκτική α κ ρ ίβ εια , κ α θ ώ ς κα ι την ένταση π ο υ αυτή π ρ ο κ α λεί. Ο ι εικ ό ν ε ς δ ια δ έχ ο ντ α ι η μια την ά λλη με μεγάλη τ α χ ύ τητα κα ι εμ φ α ν ίζ ο ντ α ι σε π ο λ λ ά επ ίπ εδ α , έτσι ώ στε η κ α θ εμ ιά , ν α δ η μ ιο υ ργ εί ό χ ι μ ό νο π ο λλέ ς κ α τα σ τά σ εις μα κ α ι π ο λλέ ς μ ικ ρό τερ ες εικ ό νες κ α ι σ ύ ν ο λ α ο π τ ικ ώ ν κα τα στά σεω ν π ο υ π ρ ο κ α λ ο ύ ν τις α ισ θ ή σ εις σε μια α να μέτρη ση με τις νο η τικές λειτ ο υ ρ γ ίες. Α π ό την α να μέτρη ση α υτή, α να δ εικ ν ύ ετ α ι νική τρ ια η ζω τική α ίσθηση μιας ολο κ λη ρ ω μ ένη ς δ η μ ιο υ ρ γ ία ς. Σ υ λλα μ β ά νετ α ι δ ηλα δή η α όρα τη π νο ή τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν, μέσα α π ό τ ο ν μεγεθ υντικό φ α κ ό μια ς υ π ο κ ειμ ενικ ή ς φ α ντ α σ ία ς , η ο π ο ία χω ρ ίς ν α π α ύ ει να<τα β λέπ ει έτσ ι ό π ω ς είν α ι, σ υλλ έγει το α π ό σ τ α γμ α του κ α λλ ιτ εχνικ ο ύ ε ν δ ια φ έρ ο ν το ς π ο υ α ντ ιπ ρ ο σ ω π εύ ο υ ν . Απόσπασμα από αδημοσίευτη μελέτη της Ρ. Κακλαμανάκη για τον Γ. Ρίτσο
αφιερωμα/93
Θανάσης Δ. Ντόκος
1.
Ε π ιτ ά φ ιο ς και Ε ρ ω φ ίλ η
Το 1931 ο Γιώργος Σεφέρης δημοσίευσε τον «Ερωτικό Λόγο». Το ποίημα αυτό, όπως έχει ήδη επισημανθεί, έχει σαν γλωσσικό πρότυπο τον Ερωτόκριτο. Η Ερωφίλη, το δεύτερο σημαντικό ποίημα της Κρητικής Αναγέννησης, αποτελεί το πρότυπο για τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου (γραμμένο πέντε χρόνια αργότερα από το ποίημα του Σεφέρη). Αυτό τουλάχιστον θα προσπα θήσω να υποστηρίξω. Το άλλο μεγάλο ζήτημα που θα πρέπει να επισημανθεί είναι η γοητεία που φαίνεται να άσκησε, στον νεαρό τότε Ρίτσο, ο Παλαμάς. Αν αληθεύει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί κάτι σχετικό με το πρώτο και δεν έχει γίνει μια σοβαρή μελέτη για το δεύτερο, αυτό δείχνει την ανεπάρ κεια της φιλολογικής έρευνας. Εγώ, εδώ, έχω τη φιλοδοξία να κάνω απλώς μια προσεκτική αναφορά στα πιο εμφανή σημεία του θέματος. Ε ρ ω φ ίλ η δ η μ οσ ιεύ τ η κ ε τ ο 1637, (γρ ά φ τ η κ ε α π ό τ ο ν Χ ο ρ τ ά τ ζ η ), ο Ε π ιτ ά φ ιο ς τ ο 1936. Τ ρ εις α ιώ ν ες α κ ρ ιβ ώ ς χ ω ρ ίζ ο υ ν (ή εν ώ ν ο υ ν ;) τα δ υ ο π ο ιή μ α τ α . Η Ε ρ ω φ ίλ η είν α ι π ο ίη μ α π έ ν θ ιμ ο μ’ ελ ε γ εια κ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α , τ ο ίδ ιο κ α ι ο Ε π ιτ ά φ ιο ς . Α ν εξ α ιρ έσ ο υ μ ε τ α χ ο ρ ικ ά τ η ς Ε ρ ω φ ίλ η ς, (π ο υ ά λλω σ τε α π ο τ ε λ ο ύ ν μ ικ ρ ό μ έ ρ ο ς τ ο υ ό λ ο υ έ ρ γ ο υ ), είν α ι γρ α μ μ έν α σε δ εκ α π εν τ α σ ύ λ λ α β ο υ ς ζ ευ γ α ρ ω τ ο ύ ς σ τίχ ο υ ς. Κ α ι σ τα δ υ ο π ο ιή μ α τ εα μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α δ ια π ισ τ ώ σ ο υ μ ε σ χέση με τη υ π ό θ ε ση τ η ς Α ν τ ιγ ό ν η ς . Κ α ι ο Ε π ιτ ά φ ιο ς έχ ει επ ιχ ειρ η θ εί ν ’ α νε β α σ τ εί ω ς θ εα τρ ικ ό έρ γο . Υ π ό θ ε σ η : Ερω φίλη. Ο π α τ έ ρ α ς της Ε ρ ω φ ίλ η ς
Η
α ν ε β α ίν ε ι σ το θ ρ ό ν ο της Α ιγ ύ π τ ο υ σ κ ο τ ώ ν ο τ α ς τ ο ν ίδ ιο τ ο ν α δ ελ φ ό τ ο υ . Α υτ ή α γ α π ά ε ι έ ν α β α σ ιλ ό π ο υ λ ο π ο υ ζ ε ι σ τη ν ίδ ια α υ λή . Π α ν τ ρ ε ύ ο ν τ α ι κ ρ υ φ ά . Ο π α τ έ ρ α ς τη ς Ε ρ ω φ ίλ η ς π λ η ρ ο φ ο ρ είτ α ι τ ο γ ά μ ο κ α ι σ κ ο τ ώ νει τ ο γ α μ π ρ ό . Η Ε ρ ω φ ίλη α υ τ ο κ τ ο ν εί κ α ι ο ι σ κ λ ά β ες τ η ς σ κ ο τ ώ ν ο υ ν τ ο β α σ ιλ ιά . Ε π ιτά φ ιο ς. Μ ια μ ά ν α θ ρ η ν εί τ ο θ ά ν α τ ο του ν ε α ρ ο ύ γ ιο υ τη ς μ π ρ ο σ τά σ το ά τ υ χ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ . Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι τ ις ό μ ο ρ φ ες σ τιγ μ ές π ο υ έζη σ ε μ α ζ ί τ ο υ . Κ α τ α ρ ιέτ α ι τ ο υ ς φ τ α ίχ τ ες . Α ν τ λ ε ί κ ο υ ρ ά γ ιο με τη ν ε λ π ίδ α ό τ ι κ ά π ο ιο ς ά λ λ ο ς θ α σ υ ν εχ ίσ ει α υ τ ό π ο υ ά ρ χ ισ ε ο γ ιο ς τ η ς. Ο Ε π ιτ ά φ ιο ς έχ ει
94/αφιερωμα θ έμ α του έν α α λ η θ ιν ό π ερ ισ τ α τ ικ ό . Γ ρ άφ τη κε με α φ ορμ ή τη δ ο λ ο φ ο ν ία το υ Α ν α σ τ ά σ ιο υ Κ ιο ύ σ η , ( γ ια ν α θ υμ όμ α σ τε κ α ι τ ο υ ς α νε π ίσ η μ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς ), την π ρώ τη Μ α ΐο υ τ ο υ 1936 στη ν α π ε ρ γ ία της Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η ς. Η σχετική φ ω τ ο γ ρ α φ ία με τη μ ά ν α π ά ν ω α π ό τ ο ν εκ ρ ό Κ ιο ύ ση με τ α χ έρ ια σ η κω μ έν α ικετευ τικά ν α θ ρ η νεί τ ο ν ν ε α ρ ό α γ ω ν ι στή , π ο υ έπ εσ ε α π ό τις σ φ α ίρ ες τ ω ν σ τρ α τιω τώ ν, α π ο τ ε λ εί π λή ρη α π ε ικ ό ν ισ η τ ο υ π ο ιή μ α τ ο ς. Ί σ ω ς ο Ε π ιτ ά φ ιο ς ν α α ρ χ ίζ ε ι εκ εί α κ ρ ιβ ώ ς π ο υ σ τα μ α τά η Ε ρ ω φ ίλ η . Α λ λ ά α ς δ ο ύ μ ε τ ο θ έμ α α π ό π ιο κ ο ν τ ά μ π α ίν ο ν τ α ς σ το ν κ ό π ο της ά χ α ρ η ς π α ρ α τ α κ τ ικ ή ς σ ύγκ ρ ισ ης. Έ ν α ς π ρ ο σ εκ τ ικ ό ς μελετητής ίσω ς μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α εν τ ο π ίσ ει π ρ ώ τ α α π ’ ό λ α μερικ ές α ν α λ ο γ ίες σ το π ο ίη μ α του Ε π ιτ ά φ ιο υ κ α ι σ τη ν τέταρτη σ κηνή τη ς Π έμ π τη ς (Ε ') π ρ ά ξ η ς τη ς Ε ρ ω φ ίλ η ς. Κ α τ ’ α ρ χ ή ν σ το I του Ε π ιτ ά φ ιο υ κ α ι σ το υ ς σ τί χ ο υ ς 447 έω ς 468 τ η ς Ε ρ ω φ ίλ η ς (ό π ο υ : X : Χ ο ρ τ ά τζη ς , Ρ: Ρ ίτσος) X . δ ε συ ντυχα ίνεις δυο μικ ρ ά λ ό για π α ρ η γο ριά μο υ; (Ε ' 464) Ρ . τώ ρα δε μ ε π α ρ η γο ρά ς κα ι δε μ ο υ β γά ζεις άχνα; (I, 10) α λ λ ά κ α ι α π ό π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο σ τίχ ο της Ε ρ ω φ ίλης: X . το θάνατόν το υ το σκληρό, να τρέμ ο υ’ σαν καλά μι ( Ε ', 237) Ρ. πώ ς δ ε θ.ωρείς π ο υ δέρ,νουμαι και τρέμω σα ν καλάμι; (I, 10) Ο τ ό ν ο ς της φ ω νή ς της μ ά ν α ς εν α ρ μ ο ν ίζε τ α ι μ’ ε κ είνο ν της Ερω φ ίλης: X . τα ίρ ι ακριβό μ ο υ κα ι γλ υ κύ, φως κα ι π α
ρη γο ρ ιά μ ο υ κα ι πώ ς σε β λέπο υ ν τση φτω χής τ ’ αμμ άτια τα δικά μ ο υ ( Ε ', 44 6 -7 ) Ρ. γ ιέ μ ο υ σπλά χνο των σπλάχνω ν μο υ, κα ρ δ ο ύλα τη ς κα ρ διά ς μ ο υ πώ ς κλείσαν τα μα τά κ ια σου και δε θω ρείς π ο υ κλαίω ( 1 , 1,3 ) κ α ι α κόμα : X . μ α δίχω ς γλω σσ’ απόμεινες, κα ι πώ ς να μ ο υ μ ιλή σεις (Ε ', 465) Ρ. το χειλάκι [σου] π ο υ σω παίνει... και σ φ α λισμένο μέν ει (I, 13,14) Τ ο π ο ίη μ α II του Ε π ιτ ά φ ιο υ φ α ίν ετ α ι ν α μένει π ιό τ ερ ο σ το ά λ λ ο π ρ ό τ υ π ο , τ ο ν Π α λ α μ ά . Β ε β α ίω ς ο Π α λ α μ ά ς είν α ι εκ είνο ς π ο υ δ ιδ ά χτ η κ ε κ α ι δ α ν είσ τ η κ ε π ο λ λ ά α π ό τα έρ γα του Κ ρ ητικ ού θ εά τρ ο υ της Α ν α γ έν ν η σ η ς. Θ ’ α να φ ερ θ ώ π ρ ώ τα σ το π ο ίη μ α του Π α λ α μ ά « Η χ ώ ρ α π ο υ δ εν π ε
θ α ίν ει» (Β ω μ ο ί 1915) κ α ι σ το π ο ίη μ α II του Ε π ι τά φ ιο υ : Π . Α π ό μ εινα παντέρμος, η καλα μιά στον κάμ πο Π ο ύ νάβγω; Π αντού ο τάφ ος. Η σ τιά σβηστή. Π ου νάμπω ; (στ. 3 .4 ) Ρ. Κ α ι τώ ρα π ο ύ θα κρατηθώ , π ού θα σταθώ, π ο ύ θα ’μπω ; π ο υ απόμ εινα ξερό δ εντρ ί σε χιονισμένο κ ά μ π ο (II, 1 1,12) α λ λ ά και: Π . Π ού σκέπη; Π ού α ντισ τύλι,... (στ. 5) Ρ. Κορώ να μου, α ντισ τύλι μ ο υ ... (II, 1) α λ λ ά κ α ι α π ό τ η ν Ερω φ ίλη: X . μ α νάρθω τάσσω σου κ ’ εγώ στον Ά δ η μ ε τά σένα (Ε ' 593) Ρ . π ά ρ ε μ α ζ ί σου εμένανε, γλυ κ ειά μ ο υ συ ντροφ ιά μ ο υ (II, 14) τ ο π ο ίη μ α II σ υ ν εχ ίζετ α ι ο θ ρ ή ν ο ς της μ ά ν α ς σ το υ ς 4 π ρ ώ τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς. Α π ό τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς 5 -1 0 α ρ χ ίζ ε ι η α ν α φ ο ρ ά σ τα π ρ ο τ ερ ή μ α τ α του π α λ ικ α ρ ιο ύ π ο υ σ υ ν ε χ ίζ ε ι σ το υ ς π ρ ώ τ ο υ ς 12 σ τί χ ο υ ς το υ π ο ιή μ α τ ο ς III. Η α ν α λ ο γ ία με τ η ν Ε ρ ω φ ίλη εν τ ο π ίζε τ α ι σ το υ ς σ τίχ ο υ ς 4 55-490. Η Ε ρ ω φ ίλ η ε π α ιν εί τα μ ά τ ια , τ ο σ τό μ α , τ α χ ε ί λη , τ α χ έ ρ ια , την κ α ρ δ ιά , τη μ ο ίρ α το υ ν εκ ρ ο ύ α γ α π η μ έ νο υ της. Η μ ά ν α τ α μ α τ ά κ ια , τ α χ ε ιλ ά κ ια , τ α χ ε ρ ά κ ια , τη νιό τη το υ μ ο ν ά κ ρ ιβ ο υ π α ι δ ιο ύ της. Σ τ ο π ο ίη μ α III, ω σ τ ό σ ο , τα υ π ο κ ο ρ ι σ τικ ά , (δ είγ μ α υ π ε ρ β ο λ ικ ή ς τ ρ υ φ ερ ό τ η τ α ς), α ντ ικ α θ ίσ τ α ντ α ι με τ ο ν έ π α ιν ο ά λλω ν χ α ρ α κ τ η ρ ιστικώ ν το υ π ρ ο σ ώ π ο υ κ α ι του σώ μα τος: μ α λ λ ιά σ γ ο υ ρ ά , φ ρ ύ δ ι μου γ α ϊτ α ν ό φ ρ υ δ ο , μά τια γ λ α ρ ά , χείλη μου μ ο σ κ ο μ ύ ρ ισ τ ο , σ τή θ ια π λ α τ ιά , μ π ο ύ τ ια γε ρ ά .
Σ
X . στόμα μ ο υ νοστιμώ τατο και μοσκομυρι-
σμένο, Β ρύσ ι ολονώ τω ν αρετώ, ζαχαροζυμω μένο (Ε ', 4 59-60) Ρ . Φ ρύδι μου, γα ϊτα νό φ ρυδ ο και κοντυλο
γραμμένο - κα μ ά ρα π ο υ το βλέμμα μ ο υ κ ού ρνια ζε αναπαμ ένο (III, 4 ,5 ) κ α ι χείλη μ ο υ μοσ κομύρισ το (III, 7 ). Α λ λ ά κ α ι (Ρ ). ευω διαστό μ ο υ δάσο (III, 15) κ α τ ά τ ο (X ), σ ’ άγριο δάσο (Ε ', 334) Τ α π ο ιή μ α τ α V I κ α ι X τ ο υ Ε π ιτ ά φ ιο υ π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν κ ά π ο ιες α ν α λ ο γ ίε ς στη μο ρ φ ική δ ιά τ α ξη με τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς 4 9 1 -508 της τέτα ρτη ς σ κ η νή ς της π έμ π τ η ς π ρ ά ξ η ς του π ο ιή μ α τ ο ς του Χ ο ρ τά τ ζη .
αφιερωμα/95
Σ τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς α υ τ ο ύ ς η Ε ρ ω φ ίλ η π ερ ιγ ρ ά φ ε ι τ ο ν τ ρ ό π ο με τ ο ν ο π ο ίο έβλ επ ε τ ο ν κ ό σ μ ο μ έσα α π ό τ α μά τια του Π α ν ά ρ ετ ο υ . Α ν τισ τ ο ίχ ω ς η μά να το υ Ε π ιτ ά φ ιο υ μέσα α π ό τα μά τια το υ γιο υ της. Μ ε μια δ ια φ ορ ά : η Ε ρ ω φ ίλ η θ ρ η ν εί, ενώ η μά να τ ρ α γ ο υ δ ά . Υ π ά ρ χ ει μια φ α νερ ή δ ια φ ο ρ ά δ ιά θ ε σ ης τω ν δ υ ο γ υ ν α ικ ώ ν . Π .χ . X . λαμπρ ό το ν ήλιο μ ο υ ’δειξες, κ ’ έλπ ιζα
καλοσύνη μ α το ζημιά θαμπώ θηκε, κι ά γριο ς καιρός εγίνη ( Ε ', 49 7 -8 ) Ρ. μα, γιόκα μο υ, κι αν μ ο υ ’δειχνες τα ι ασ τέρια και τα π λά τια τά β λεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλα σσιά σου μά τια (V I , 11,12) Ο Χ ο ρ τά τ ζη ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί εδώ τις εξή ς εκ φ ρ άσ εις: μ’ έκ αμ ες ν α δω , π ο ύ κ ε ίν α π ο υ ’λεγ ες ( ;), τ ο ν ή λ ιο μου ’δ ειξες , σ τε φ ά ν ι έβ α λες, δ ρ ο σ ιά μ’ επ ό τ ισ ες, την π ό ρ τ α μ’ ά ν ο ιξ ε ς , στην κόλασ η μ’ επ έρ α σ ες , κ α λό μου χά ρ ισ ες . Α ν τ ίσ τ ο ιχ α ο Ρ ίτ σ ο ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τις φ ρ άσ εις: με τ ο δ ά χ τ υ λο μου τ α ’δ ειχ ν ες , μου ’δ ειχ ν ες τη θ ά λ α σ σ α , μου ’δ ειχ ν ες τ α α σ τ έρ ια , μου ισ τ ο ρ ο ύ σ ες με φ ω νή , μού λες π ω ς ό λ α α υ τ ά (π ο ίη μ α V I) κ α ι ακόμα : ό λ α μου τα ’δ ειχ ν ες , κ ο ν τ ά μου τ α ’φ ερ ν ες , στητ ό ς μου φ α ιν ό σ ο υ ν . Δ η λ α δ ή μια σ ειρ ά π α ρ ά τ α κτικ ώ ν α να φ ο ρ ώ ν με π ο λ λ ά κ ο ιν ά σ ημεία . έλος θ α ’θ ελα ν α επ ισ η μ ά νω μερικ ές α ν τ ι σ το ιχ ίες σ το π ο ίη μ α X V του Ε π ιτ ά φ ιο υ με έ ν α σ ημείο α π ό την Α φ ιέρ ω σ η , δ ηλα δή τ ο π ρ ώ το μέρος του π ο ιή μ α τ ο ς του Χ ο ρ τά τ ζη . Ο ι σ τίχο ι 57 -7 6 της Α φ ιέρ ω σ η ς έ χ ο υ ν έν α π α ρ α π λ ή σ ιο ν ό η μ α με τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς 7-16 του X V το υ Ρ ίτσο υ . Τη χρ η σ ιμ ο π οίη σ η της μετα φ ο ρ ικ ή ς σ η μ α σ ία ς το υ κ α ρ α β ιο ύ π ο υ θ α λ α σ σ ο δ έρ ν ετ α ι σ το π έλ α γ ο ς σε. α ντ ισ το ιχ ία με την α νθ ρ ώ π ιν η μ ο ίρ α .
Τ
X . Κ ’ εις τούτο οπού βάλθηκα το πέλα γο το
πλείσο μ ’ έτσι μικρ ό κι ανήμπορο καρ άβ ι ν ’ αρμενίσω γιν οδηγός τση σ τρ ά τα ς μ ο υ να φ ύγω του χειμώ να (Α φ . 7 ,5 8 ,5 9 ) Ρ. σα ν τιμονιέρης φ ά ντα ζες κι η κάμαρα καράβι μ ε αρμένιζες στη σιγαλιά του γα λα ξία μέσα και στου πελά γο υ το βυθό πλανιέμαι τώ ρα μόνη (X V , 8 ,1 0 ,1 2 ) Θ α ’θ ελα ν α δ ώ σω μερικ ά α κ ό μ α σ το ιχ εία χ ρ ή σ ιμ α γ ια μια μελλοντική τεκμηρίω ση: Π ρώ τα τ ο λεξ ιλ ό γ ιο . Α π ο τ ε λ είτ α ι κυ ρ ίω ς α π ό λέξ εις π α ρ μ έν ες σε μ εγά λο π ο σ ο σ τ ό α π ό τ η ν Ε ρ ω φ ίλ η . Κ ά π ο ιες ά λ λ ες έχ ο υ ν κρ α τη θ εί α π ό τ ο ν Π α λα μ ά . Ο Ρ ίτ σ ο ς έχει την ικα νό τη τα σ ε νεα ρ ή σχετικ ά η λ ικ ία ν α μ π ο ρ εί ν α ξεχ ω ρ ίσ ε ι κ α ι ν α επ ιλ έξ ει τ ις λ έξ εις π ο υ π α ρ έμ εν α ν ζω ντ α ν ές, π ο υ μ ιλ ιό ν τ ο υ σ α ν σ τη ν επ ο χή τ ο υ , α λλά κ α ι σ ήμερ α ώ ς έ ν α β α θ μ ό . Λ έ ξ ε ις όπ ω ς: ξ ό μ π λ ι, σ φ α λ ιγ μ έν ο , μ ο σ κ ο μ ύ ρ ισ τ ο , δ ά σ ο , εμ ίλ ει, σ τρ ά τ α , θ ώ ρ ι, κ ρ ά ζ ω , μπ ή γω , α ν α π α μ έ ν ο , ξ ό δ ι, α νέ γ ν ω ρ ο , α ν α γ α λ λ ιά ζ ω . Ο Ρ ίτσ ο ς μετα τρ έπ ει, ε κ σ υ γχ ρ ο ν ίζε ι μ ερικ ές π .χ . Χ ο ρ τά τζη ς: α ν α π α υ μ έ ν ο , μπ ή χω , εμ ιλ ιά ν , μ ο σ χο μ ύ ρ ισ το . Π ά ν τω ς φ α ν τ ά ζε ι π α ρ ή γ ο ρ ο τ ο γ ε γ ο ν ό ς ότι π ά μ π ο λ λ ες λ έξ εις εγ γρ ά φ ο ν τ α ι σ το κ ο ιν ό λ εξ ιλ ό γ ιο τω ν δ υ ο π ο ιη μ ά τ ω ν π ο υ τα χ ω ρ ίζ ο υ ν τρ εις α ιώ ν ες. Κ α τ ά δ εύτερο λ ό γ ο ο ι ν ο η μ α τ ικ ές α λλη λο υ χ ίες . Ό π ω ς : X . π ο ύ κειν’ η νόστιμη θωριά, και πά σ α χάρι σ ’ άλλη (Ε ', 456) Ρ. μια-μ ια τις χ άρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι (IV , 11) X . μ έσ α σε τόση μ ο υ χαρά και τ ’ ω χ οϊμέ να
96/αφιερωμα κρά ζω ( A ' , 16) Ρ . νάμα ι κο ν τά σου α γό ρι μ ο υ κα ι να σε κρά ζω ω ϊμένα (V I I, 9) X . ό π ο υ δ εν ξέρω π ο υ π ατώ κα ι εις π ο ια ν μ ε ρ ά ν οδεύγω ( Δ ' , 2) Ρ. κι ο ύτε έχω π έ τρ α να σταθώ κα ι δρό μο π ια να τρέξω (X I , 15) Π α ρ ά τ ο ό τ ι ο γ ιο ς της π υ ρ ο β ο λ ή θ η κ ε, η μ ά ν α λέει: «γιε μ ου α υ τ ο ί π ο υ σ ’ έ σ φ α ξ α ν » ( X V I, 13) σ ύ μ η ω ν α με τη ς Ε ρ ω φ ίλ η ς τ ο « κι α λ ύ π η τ α τ ο ν έσ η α ξ ε » ( Ε ' 160) - ε ν ν ο ε ί ο π α τ έ ρ α ς τ η ς τ ο ν α γ α π η μ έ ν ο της Π α ν ά ρ ετ ο .
Τρίτο: Ο τ ρ ό π ο ς έκ φ ρ α σ η ς κ α ι κ ά π ο ιε ς κ ο ιν ές ομ ο ιο κ α τ α λ η ξ ίες : X . Χ ω ρ ίς α έρα το πο υλί, χω ρίς νερό το ψ άρι ( Α \ 489) Ρ . Χ ω ρίς π ο υλά κι το κλουβί, χω ρίς νερ άκι η κρή νη (V III, 2) Α π ό τ ο ν Π α λα μ ά :
Π. Σ η μ ά δεψ ε και τρ ύ π η σ ε κα ι δείρε, τα νύχια σου, α ϊτο ύ ν ύ χ ια ... (Σ α τυ ρ ικ ά Γ υμ ν ά σ μ α τ α 3 στ. 5 ,6 ) Ρ . Δ ό σ τε μο υ, αϊτοί, νύχια, φ τερ ά για ναν
το υ ς κυνηγήσω Ο μ ο ιο κ α τ α λ η ξ ίες κ ο ινές: X . να πέσω ν ’ αποκοιμηθώ τώ ρα στην
α γκ α λ ιά σου να όρο σ ισθο ύν τα μέλ η μ ο υ, γλ υ κ ά ν ’ αν α γα λλιά σ ο υν (Ιν τ. II, 6 5 ,6 6 ), Ρ . Ω, π ο ύσ α ι, γιό κ α μο υ, ν α δ εις π ο υ λ ί ν ’
αν α γα λ λ ιά σ εις και, π ρ ιν κινή σεις μο ναχό, τον κόσμο ν ’ αγκΟ λιάσεις ( X I X , 17 ,1 8 ) X . τα π λ ο ύτη κ α ι τ σ ’ ά ν ά π α ψ ες κα ι τση δ ρο σια ίς το υ κόσμου στο σ πλα χνικό σο υ πρό σ ω πο π ά ν τα θω ρεί το φ ω ς μ ο υ (Ιν τ. I, 9 3 ,9 4 ) Ρ. Κ ’ είτα ν το πα ρ α θ ύρ ι μ α ς η θ ύ ρα ό λου το υ κό σ μο υ κ ’ έβ γα ζε στο ν π α ρ ά δ εισο π ο υ τ ’ ά σ τρα ανθίζαν, φ ω ς μ ο υ (X V , 5 ,6 )
2.
Ε
Μια αναφορά του Ρίτσου στον Μπέκετ
ίν α ι δ ύ σ κ ο λ ο ν α μιλή σει κ α ν ε ίς γ ια μια ο π ο ια δ ή π ο τ ε σ χέση εξ ά ρ τ η σ η ς τ η ς π ο ίη
σ ης τ ο υ Ρ ίτ σ ο υ με κ ά π ο ιο ξ έ ν ο ο μ ό τ ε χ ν ό τ ο υ . Ό π ω ς ο ι π ερ ιπ τ ώ σ ε ις Ε λ ύτ η - Ε λ υ ά ρ , Σ εφ έ ρη - Έ λ ιο τ , ή Ε μ π ειρ ικ ο ύ - Μ π ρ ετ ό ν . Τ ο ίδ ιο δ ύ σ κ ο λ ο ε ίν α ι ν α μιλή σει κ α ν ε ίς κ α ι γ ια τ υ χ ό ν ε π ίδ ρ α σ η μ ια ς ξ έ ν η ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Η έλ λειψ η ε π α ρ κ ο ύ ς έρ ε υ ν α ς , η ο π ο ία θ α εν τ ό π ιζ ε τ ις π η γ έ ς α π ό τ ις ο π ο ίε ς ο Ρ ίτ σ ο ς α ντ λ εί τη ν έμ π ν ευ σ ή τ ο υ , δ η μ ιο υ ρ γ εί ε μ π ό δ ια στη ν ερ μ η ν ευ τ ικ ή π ρ ο σ έγ γ ισ η τ ω ν π ο ιη μ ά τ ω ν τ ο υ . Τ α φ ο ρ τ ίζ ε ι με έ ν α είδ ο ς σ κ ο τ ειν ό τη τ α ς γ ια τη ν ο π ο ία δ εν είν α ι τ ό σ ο υ π ε ύ θ υ ν ο ς ο ίδ ιο ς ο π ο ιη τ ή ς , α λ λ ά η δικ ή μα ς α ν ε π ά ρ κ ε ια . Τ ο α κ ό λ ο υ θ ο π α ρ ά δ ε ιγ μ α είν α ι εν δ ε ικ τ ικ ό . Σ τ ο π ο ίη μ α « Φ ω τ ο γρ α φ ικ ά » (Π έτ ρ ες , Ε π α ν α λ ή ψ ε ις , Κ ιγκ λ ίδ ω μ α , 1972, σ ελ. 3 2) α ν α φ έ ρ ετ α ι τ ο ό ν ο μ α τ ο υ Μ π έκ ετ σ το ν τ ε λ ε υ τ α ίο σ τ ίχ ο . Ε ίν α ι ν ο μ ίζ ω α π ό τ ις σ π ά ν ιε ς , α ν ό χ ι η μ ο ν α δ ικ ή φ ο ρ ά , π ο υ ο Ρ ίτ σ ο ς α ν α φ έ ρ ε ι τ ο ό ν ο μ α εν ό ς σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ λο γ ο τ έχ νη μ έσ α σ ’ έν α π ο ίη μ ά τ ο υ . Ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο π ο ίη μ α φ α ίν ε τ α ι ν α ε ίν α ι εμ π ν ευ σ μ έν ο α π ό έ ν α κ ε φ ά λ α ιο το υ Μ π έ κ ετ π ο υ π ε ρ ιέ χ ε τ α ι σ το β ιβ λ ίο τ ο υ «Ο Α κ α τ ο ν ό μ α σ τ ο ς » (L ’ In n o m m a b le , 1 953). Τ ο β ιβ λ ίο α υ τ ό κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε σ τα ελ λ η ν ικ ά , σε μ ετά φ ρ α σ η Α λ ε ξ ά ν δ ρ α ς Π α π α θ α ν α σ ο π ο ύ λ ο υ α π ό τ ις εκ δ ό σ εις Κ ρ ύ σ τ α λ λ ο , τ ο 1980. Τ ο π ο ίη μ α τ ο υ Ρ ίτ σ ο υ έχ ει η μ ερ ο μ η νία γ ρ α φ ή ς 5 Ιο υ ν ίο υ 1968 κ α ι εκ δ ό θ η κ ε τ ο 1972 μ α ζ ί με μ ια σ ειρ ά ά λ λ ω ν π ο ιη μ ά τ ω ν χ ω ρ ισ μ έν ω ν σε τ ρ εις σ υ λ λ ο γ ές . Ε ίν α ι τ ο π ρ ώ τ ο β ιβ λ ίο π ο υ εκ δ ίδ ε ι ο Ρ ίτ σ ο ς μ ετά α π ό α να γκ α σ τ ικ ή σ ιω π ή 5 χ ρ ό ν ω ν π ο υ τ ο υ επ έ β α λ ε η δ ικ τ α τ ο ρ ία . Ε π ο μ έ ν ω ς ο Ρ ίτ σ ο ς θ α π ρ έ π ε ι ν α δ ιά β α σ ε το β ιβ λ ίο τ ο υ Μ π έ κ ετ σ τα γ α λ λ ικ ά , ίσω ς τ ο 1968 π ο υ γ ρ ά φ ε ι τ ο π ο ίη μ α ^ Φ ω τ ο γ ρ α φ ικ ά » , χ ρ ο ν ι ά κ α τ ά τη ν ο π ο ία ο Μ π έκ ετ είν α ι ελ ά χ ισ τ α γ ν ω σ τ ό ς σ το ελλ η ν ικ ό κ ο ιν ό . Τ α π ρ ώ τ α π έν τ ε β ιβ λ ία τ ο υ εκ δ ό θ η κ α ν σ τα ελλ η ν ικ ά α π ό τ ις εκ δ ό σ εις Δ ω ρ ικ ό ς τ ο 1970, δ η λ α δ ή , τ η ν α μ έ σ ω ς επ ό μ ε νη χ ρ ο ν ιά α π ό τη ν α π ο ν ο μ ή το υ Ν ό μ π ε λ . Ε π ιμ έ νω σ ε γ ε γ ο ν ό τ α κ α ι η μ ερ ο μ η ν ίε ς π ο υ θ α μ α ς φ α ν ο ύ ν χ ρ ή σ ιμ α π α ρ α κ ά τ ω . Α ς δ ια β ά σ ο υ μ ε π ρ ώ τ α τ ο π ο ίη μ α τ ο υ Ρ ίτο ο υ : , „
Φωτογραφικά
Οι άνθρω ποι μ έσ α σ τα πιθ ά ρια το υ ς κα θ ένα ς σ το δικό του. Τρώνε, κοιμούνται, απο π α το ύν, γεννούν, πεθ α ίνο υν μ έ σ α στο πιθά ρι. Κ αμμ ιά φ ορά δ ια β ά ζο υν μ ια π α λιά ν εφ η μερί δ α - νέες δ ε βγα ίνουν. Σ κότω νε, σκότω νε· - ξέρεις εσ ύ - πιθά ρια σκοτώ νεις. Μ ονάχα ένα ς φ α ρ δ ύ ς τρ ια ντα φ υ λλίς σ τηθόδεσμος λιά ζ ετα ι στο σύρμα. Μ εγά λες μ ύ γ ε ς σεργια νά νε γύρω -γύρω στα πιθ ά ρ ια το υ Μ π έκ ετ 5. V I. 68
αφιερωμα/97 Ο Μ πέκετ σ το «Ο Α κ α τ ο νό μ α σ τ ο ς » α να φ έρ ετα ι (στις σ ελίδες 71-87) σε έν α ν ά νθ ρ ω π ο χ ω ρ ίς χ έρ ια κ α ι π ό δ ια π ο υ τ ο ν έχ ο υ ν τ ο π ο θ ε τήσει σ ’ έν α π ιθ ά ρ ι α π έ ν α ν τ ι σ ’ έν α εσ τ ια τ ό ρ ιο . Η ιδιοκ τή τρ ια του εσ τια το ρ ίο υ τ ο ν π ερ ι π ο ιείτα ι ό π ο τ ε βρ ίσκ ει κ α ιρ ό κ α ι κ ά θ ε μ έρ α τ ο π ο θ ε τ εί π ά ν ω σ το π ιθ ά ρ ι τ ο μενο ύ το υ κ α τ α στήμ ατος γ ια ν α π λ η ρ ο φ ο ρ εί τ ο υ ς π ελά τ ες της. Τ ό κ είμ ενο του Μ πέκετ εξ α ν τ λείτ α ι στις σ κ έψ εις κ α ι τις κ ρ ίσ εις α υτού το υ α νή μ π ο ρ ο υ κ α ι εγκ α τα λειμ μ ένου α ν θ ρ ώ π ο υ , γ ια τη ζω ή κ α ι τ ο ν κ όσ μο. Τ ο π ο ίη μ α του Ρ ίτσου «Φ ω το γρ α φ ικ ά » , σ ύμ φ ω να με τ η ν ερμ η νεία π ο υ θ α έδ ινα εγώ , ο φ είλετ α ι στην τα ύτιση π ο υ νιώ θ ει, την επ ο χή π ο υ είν α ι έγκ λεισ τος α π ό τ ο υ ς τ υ ρ ά ν νο υ ς τ ο υ , με τ ο π ρ ό σ ω π ο α υ τ ό του π ιθ α ρ ιο ύ . Ξ εκ ι ν ώ ν τ α ς α π ό τ ο ν τίτλο, θ α λέγ α μ ε ό τι φ ω τ ο γ ρ α φ ίζε ι σ τιγ μ ιότ υπ α α π ό το ό λ ο κ είμ ενο κ α ι τα « εμ φ α νίζει^ με τ ρ ό π ο π ο ιη τ ικ ό . Έ χ ω ό μω ς την υ π ο ψ ία ότι η λέξη φ ω το γραφ ικά υ π ο δ η λ ώ ν ει κ α ι κ ά π ο ια σ ημεία το υ κειμ ένο υ π ο υ π ερ ιγ ρ ά φ ο υ ν μια α νά λ ο γ η κά τά στα ση π ο υ επ ικ ρ α τεί στην Ε λ λ ά δ α την επ ο χή εκ είνη . Γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α την κα τά στα ση τω ν α γ ω νι στών:
«Ξέρουν πω ς είμαι άφω νος κ α ι κατά συνέ πεια ανίκανος να εκμεταλλευτώ την κα τά σ τα σή μου, για να ξεσηκώσω τον πληθυσμό ενά ντια στους κυβερνή τες του, β γά ζο ντα ς π ύ ρ ι νους λό γο υ ς στις ώρες της αιχμής, ή ψ ιθυρί ζο ντας ανατρεπτικά συνθήματα, τη νύχτα, σε αργοπορημένους διαβάτες, και μά λισ τα πιω μένους» (σελ . 71) Ή α κ όμ α τ η ν κα τά στα ση τω ν εξό ρ ισ τω ν π ο υ τ ο υ ς α να μ ο ρ φ ώ νο υ ν με τ η ν α ντ ικ ο μ μ ο υ νιστική π ρ ο π α γ ά ν δ α :
«Ω δε λέω πω ς δεν έκαναν ό ,τι μ προ ύ σα ν για να μ ο υ γίνο υν συμπαθείς, για να μ ε β γά λο υν από δω, μ ε ο ποιοδήποτε πρόσχημα, μ ε ο ποιοδήποτε πρόσωπο. Το μό νο π ο υ το υ ς κ α ταλογίζω είναι η επιμονή τους. Γ ια τί πέρα α π ’ αυ τούς είναι εκείνος ο άλλος, π ο υ δεν πρόκειτα ι να μ ο υ δώσει απα λλαγή αν α υ το ί δε μ ε ξαποστείλο υν σα ν άχρηστο και πίσω στον εα υτό μου. Τότε θα μπορέσω επιτέλους ν ’ αρχίσω να λέω τ ί ήμουν, και πού, όλο αυτό το χαμένο καιρό» (σελ. 78) Ή , α κ ό μ α , η α π ε λ π ισ ία μπ ρ ο σ τά στην α νώ νυμ η ε ξ ο υ σ ία π ο υ δ ίν ετ α ι με τ ρ ό π ο ειρ ω ν ικ ό : « Α ρ κ ετά σε δολοφ όνησαν αυτοί, αρκετά σε αυτο κτό νη σαν αυτοί... Σ ’ έβα λαν στο σωστό δρόμο, σε πή ραν α π ’ το χέρι και σε π ή γα ν ώς το χείλος το υ γκρεμού, η σειρά σου τώρα, κάνε τουλάχιστον
το τελευταίο βήμα μόνος σου, για το ευχα ρι στώ» (σελ. 82) Σ τ ο ν π ρ ώ τ ο σ τίχο ο Ρ ίτσο ς α να φ έρ ετ α ι στα π ιθ ά ρ ια μέσα στα ο π ο ία είν α ι κ λ εισ μ ένο ι ο ι ά νθ ρ ω π ο ι. Κ ά τι α ν ά λ ο γ ο με τ ο γ ύ ψ ο το υ Π α π α δ ό π ο υ λ ο υ . Ν α π ώ ς τ ο π ερ ιγ ρ ά φ ε ι ο Μ π έ κετ:
«Β αλμένος σαν ανθοδέσμη μ έσα σ ’ ένα μ ε γά λο πιθάρι, π ου τα χείλη του μ ο υ φ τάνουν ώς το στόμα, στην άκρη ενός ήσυχου δρομάκου κο ντά στα σ φ αγεία ...» (σελ. 7 1) Κ ι ο κ α θ έν α ς μ π ο ρ εί ν α θ υμ ηθεί σ υ νειρ μ ικ ά τ α σ φ α γ εία της δ ικ τ α τ ορ ία ς. Σ τ ο υ ς δ υ ο επ ό μ ε νο υ ς σ τίχ ο υ ς (2 ,3 ) ο Ρ ίτσο ς π ερ ιγ ρ ά φ ε ι τη ζω ή τω ν έγκλεισ τω ν α νθ ρ ώ π ω ν του π ιθ α ρ ιο ύ : «τρ ώ νε, κ ο ιμ ο ύ ν τ α ι, α π ο π α τ ο ύ ν , π ε θ α ίν ο υ ν »
«Μ ια φ ορά την εβδομάδα μ ’ έβ γαζα ν α π ’ το δοχείο μου, για να το αδειάσουν (σ . 7 2 ). Π ριν μ ε ξαναβάλει στη θέση μ ο υ... έβρισκε το στόμα μ ο υ ακά λυπτό για να το μπουκώ σει μ ’ ένα πλεμόνι ή μ ε κανένα ζουμερό κόκαλο (σελ . 7 3 ). Ά λ λ ο ένα κ ε ρ ί να φω τίσει κι εγώ να κοιμάμαι ακόμα (σελ. 85). Α ν καταφέρω να πεθάνω μόνος μ ο υ (σ ελ . 77)» 1 1977, Σκοπευτήριο Καισαριανής. Ο Λ. Αραγκόν καταθέτει στεφάνι στον τόπο εκτέλεσης των αγωνιστών της Αντίστασης
98/αφιερωμα Τ α λ ό γ ια του Ρ ίτσου «διαβάζουν μ ια παλιά ν εφ ημερίδα - νέες δε βγαίνουν», μ α ς θ υ μ ίζ ο υ ν β έβ α ια τη λ ο γ ο κ ρ ισ ία . Α λ λ ά κα ι σ το ν Μ πέκετ έχ ο υ μ ε μια ενδεικ τική φ ράση:
«Α λλά π ο τέ ο ύτε μ ια πληροφ ορία για μένα, αν εξαιρέσουμε τον υπα ινιγμό πω ς δεν είμαι σε Θέση να δεχτώ πληροφορίες» (σελ. 87) Η φ ρ άσ η του Ρ ίτσου «σ κότω νε, π ιθ ά ρ ια σ κοτώ νεις» φ α νερ ώ ν ει τ ο ν α π α ν θ ρ ω π ισ μ ό του κα θ εσ τώ τος, ενώ τ ο «στη θ ό δεσ μ ο ς στο σ ύρ μα » την έλλειψ η κ ά θ ε ερω τικής διά θ εση ς. Μ ια α νά λο γ η εικ ό ν α σ το ν « Α κ α τ ο νό μ α σ τ ο » (σελ. 81). I Ο ι μ ύ γες του τελευτα ίο υ σ τίχο υ π ο λ ύ χ α ρ α κτη ρ ισ τικές σ τον Μ πέκετ.
«Η κατάστα ση το υ κρα νίου μ ου, το υ γεμά του σπυριά και κρεατόμυγες... (σελ. 72) Τώ ρα μπορώ να χάφτω μ ύγες... Μ ύγες. Ίσω ς δεν είναι και τόμο θρεπτικές... (σελ. 80) Οι μύγες... θα μπο ρο ύ σα ν φ αντάζο μαι να μο υ φ έρουν τύφο» (σ ελ 83). Α π ’ ό λα α υτά π ρ ο κ ύ π τ ει ό τ ι α γ κ ά π ο ιο ς α γ ν ο εί τ ο κ είμ ενο του Μ πέκετ δ εν είν α ι δ υ ν α τ ό ν ν α κ α τ α νοή σ ει το π ο ίη μ α σε ό λ ο το υ το β ά θ ο ς κ α ι ν α β γ ά λ ει κ ά π ο ια π α ρ α π έρ α σ υ μπ ερ ά σμ α τα . Ό τ ι δηλα δή ένα ς π ο ιη τ ή : σ αν τ ο ν Ρ ίτσο δ ιά β α ζε Μ πέκετ το 1968. μέσα στην π ιο σκληρή π ερ ίο δ ο της δ ικ τ α τ ο ρ ία ς. Ό τ ι εμ πνεύ στη κε α π ό έν α ν σ υ γγ ρ α φ έα του π α ρ α λόγου. γ ια ν ά γρ ά ψ ει έν α δικ ό το υ π ο ίη μ α . Ό τ ι ο ι π ιο α νό μ ο ιο ι σ υ γγ ρ α φ είς μ π ο ρ εί ν α έχ ο υ ν π ο λ λ έ ς σ υγγ έν ειες μεταξύ το υς.
3.
Προοπτική και επίπεδα διάρκειας
Β ' . Σ τηρ ιγμένος σ τους ώ μους των νεκρώ ν Α '. Κάτω α π ’ τις ελιές α π α γγιά ζο υν τα καλύβια μ α ς Β . Οι εκκλησίες κάτω α π ’ τα σπίτια Α '. Π ορεύεσαι ολόγυμνος Β '. Σ ε μ ια πομπή ερειπίω ν (Τ α δ υ ο τ ελευ τ α ία π α ρ α δ ε ίγ μ α τ α π α ρ ’ ότι δ εν είν α ι χα ρα κ τη ρ ισ τικ ά δ έν π α ύ ο υ ν ν α έχ ο υ ν κ ά π ο ια σ χέση ). Α ς π ά μ ε τώ ρ α σ το ν ο η μ α τ ικ ό τ ο υ ς π λ α ίσ ιο . Κ α ι στα δ υ ο π ο ιή μ α τ α υ π ά ρ χ ει στην α ρχή η π ερ ιγρ α φ ή το ύ χ ω ρ ίς π ρ ο ο π τ ικ ή , επ ίπ εδ ο υ τ ο π ίο υ . Σ τ ο υ ς επ ό μ ε νο υ ς σ τίχ ο υ ς δ η μ ιο υ ρ γ είτ α ι η α ίσ θ ησ η μ ια ς α ιώ ρ ησ ης κ α ι τα π ο ιή μ α τ α κ λ εί ν ο υ ν με μ ια ν α νά λα φ ρ η απτικ ή κίνησ η. Ο α ν α γνώ στη ς τ ο υ .1963 π ο υ δ ιά β α ζ ε την «Π ρ ο ο π τική » ίσω ς ν α χ α ρ α κ τ ή ρ ιζε τις εικ ό ν ες π α ρ ά δ ο ξ ε ς , χ ω ρ ίς ν α υ π ο ψ ιά ζ ε τ α ι ότι π ρ ό κ ειτ α ι γ ια την π ε ρ ι γρ α φ ή της Μ ο νεμ β α σ ιά ς. Ε ικ ό να π ο υ μ α ς έγ ινε ο ικ εία στην εξέλιξη της π ο ιη τικ ή ς π ο ρ εία ς του Ρ ίτσου .
Σαν υστερόγραφο Τ έλο ς γ ια ό σ ο υ ς δ ύ σ π ισ τ ο υ ς υ π ο σ τ η ρ ίζ ο υ ν ότι έ ν α ς π ο ιη τή ς σ α ν τ ο ν Ρ ίτσο είν α ι φ υ σ ικ ό ν α έχει γρ ά ψ ει π ο ιή μ α τ α π ο υ μ ο ιά ζ ο υ ν μετα ξύ τ ο υ ς , λ ό γω το υ έρ γο υ τ ο υ , θ α ή θ ελ α ν α α να φ ερ θ ώ σ τον Κ α βά φ η τω ν 164 π ο ιη μ ά τω ν. Τ ο π ο ίη μ α «Η α ρχή τω ν» (σ τ ίχ ο ι 10) κα ι το π ο ίη μ α « Έ ν τη ό δ φ » (σ τ ίχ ο ι 8) έχ ο υ ν 6 σ τίχ ο υ ς π ο υ π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν με γά λη νοη μ α τικ ή ο μ ο ιό τη τα . Ω ς εξής: Ω ς π ρ ο ς την ερωτική π ρ ά ξ η (ά μ εσ α ή υ π α ιν ι κτικά): Α '. Η εκπλήρωση της έκνομής των ηδονής
Έ ν α μετα γενέστερ ο π ο ίη μ α μ π ο ρ εί ν α φ ω τίσ ει τ ο ν ό η μ α εν ό ς π α λ α ιό τ ερ ο υ . Α ν δ ια β ά σ ουμ ε τα π ο ιή μ α τ α «Π ρ ο ο π τικ ή » (Μ α ρ τυ ρ ίες Α ', 1963) κ α ι « Ε π ίπ ε δ α Δ ιά ρ κ εια ς » (Μ ο ν ο β ά σ ια , 1982), θ α δ ια π ισ τώ σ ο υ μ ε ό τι έχ ο υ ν μια ά μεση μορφ ική κα ι νοημ ατική σ χέση . Α ς μεί ν ο υ μ ε π ρ ώ τα στην κ ο ινή χρήση λέξεω ν ή φ ρ ά σεω ν. Α '. Τα σπίτια μα ς είναι χτισμένα πάνω σ'
άλλα σπίτια. Τα θεμέλιά το υ ς... Β '. Θ εμέλια κάτω α π ’'τα θεμέλια. Α '. Τα θεμέλιά το υς κρα τιο ύντα ι πάνω στα
κεφά λια όρθιων αγαλμάτων. Β '. Σ ε ποιο κ λ α δ ί αγέρα κρα τιέται ο
έγ ιν ε..Α π ’ το στρώ μα σηκω θήκαν Β '. Α κόμη σαν υπνω τισμένος από την άνομη
ηδονή Α '. Σ ε τ ί είδους κλίνην έπεσα ν π ρο ολίγον Β '. Α π ό την π ολύ άνομη ηδονή πο υ απέκτησε Ω ς π ρ ο ς ΐ η ν εμ φά νιση : Α '. Κ αι βιαστικά ντύνονται χω ρίς να μιλούν Β '. Μ ε κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του Α '. Σ α ν να υπ οψ ιά ζονται πω ς κά τι επάνω
των π ροδίδει Β '. Τίποτε χρώ μα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου
χ ρυσο φ τέρο υγο ς Α ρχάγγελο ς; Α '. Α γα λμάτω ν, δίχω ς χέρια Β '. Φ ραγκοσυκιές... με τα φ αρδιά το υς χέρια Α '. Θ αρρείς πω ς μένεις σ τα ψ ηλά
Β . Θ ’ ανέβουμε πάνω Α '. Έ ν α άγαλμα ακουμπά το χέρι το υ στον ώμο σου
Ω ς π ρ ο ς τ ο ν χ ρ ό νο : Α '. Α ύριο , μεθαύριο, ή μ ετά χρόνια θα
γρ α φ τούν Β '. Ε ίκοσι πέντε ετών, πλη ν μοιά ζει μάλλον είκοσι
Γεράσιμος Γ. Ζώρας
Ο μύθος του Ιππόλυτου στους αρχαίους ; συγγραφείς \ και στον Ρίτσο
Ο μύθος jcov Ιππόλυτου και της Φαίδρας δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμε νο στη μυθολογία! και στην αφζάκχ λογοτεχνία* ανήκει σε ευρύτερο θεματολόγιο. που έχει ως βασικό μότίβφ τη συκοφαντία μιας γυναίκας εναντίον ενός νεότερου απή αυτήν άνδ|>α, Φ οΐοίος την πλήγωσε με την άρνησή του
100/αφιερωμα τη θεμ α τολογία η σχέση μεταξύ τω ν δ ύ ο α υ τώ ν π ρ οσώ πω ν π α ρ ο υ σ ιά ζετ α ι ά λλοτε σ υγ γενικ ή κ α ι ά λλοτε φ ιλική , π ά ντο τε όμω ς τό σο στενή ώστε ο π ρ οτ εινό μ εν ο ς α π ό τη γυ ν α ίκ α δ ε σ μός ν α θεω ρείτα ι α νή θ ικ ο ς. Σ ε α υτό α κριβώ ς σ υντελεί κ α ι το γ ε γ ο ν ό ς ότι η γ υ να ίκ α είν α ι π α ντρεμένη, κα ι τις π ερ ισσ ότερ ες φ ο ρ ές ο σ ύ ζυ γό ς της είνα ι ο π α τ έρ α ς του ν εα ρ ο ύ . Α υ τ ό το σ τοι χείο π ρ οσθ έτει μεγα λύτερο ό ν ειδ ο ς στην υ π ο τ ι θέμενη ανή θικ η πρότασ η π ο υ α π ο δ ίδ ετα ι στον ν έ ο , α λλά π ου στην πραγμα τικ ότητα γίνετ α ι α π ό τη γυ ν α ίκ α . Συ νήθ ω ς ο σ ύ ζυ γο ς επ ιζητεί την εξορ ία ή κα ι τον θ ά να το του σ υκοφ α ντημένου ν έ ο υ , α κόμα κ α ι α ν είνα ι γ ιο ς το υ. Α ρ γ ά ή γρ ή γ ο ρ α όμω ς έρχετα ι στο φ ω ς η α λή θ εια , με α π ο τ έ λεσμα ο ένα ς α π ό το υς σ υ ζύ γο υ ς ή κ α ι ο ι δ ύ ο ν α α υτοκτονή σου ν. Τ ελικά η α θω ότητα κ α ι η η θ ι κότητα του ν έο υ θρ ια μ β εύο υ ν με α π οτέλεσ μα τις περ ισσ ότερ ες φ ορ ές ν α κα τα στεί τ ο π ικ ό ς ήρω ας. Ε νδ εικτικά θα α να φ έρ ο υμ ε μερικές α π ό αυτές τις ιστορίες κ α ι στη σ υνέχ εια θ α εξετά σουμε δ ιά φ ορ ες π α ρ α λλ α γ ές του μύθου του Ιπ π ό λυ το υ . Η π ιο σ υγγενική με α υτήν την ιστορία είν α ι του Κ ομ μ ίνιου , ο ο π ο ίο ς μη α πο δ εχ ό μ ε νο ς τ ο ν έρωτα της μητριάς του Γ ιδίκα ς, π έφ τει θύμα της σ υκο φ α ντ ία ς της α κριβώ ς ό π ω ς σ υμβ αίνει κα ι στην π ερίπτω ση του Ιπ π ό λυ το υ . Η μητριά του α υτο κτονεί α φ ή νοντ α ς μία επ ιστολή, με την ο π ο ία τ ο ν κα τηγορ εί σ τον ά ντρ α της. Ε κ είν ο ς π α ρ α κ α λεί τον Π οσ ειδώ να ν α στείλει τ ο ν τα ύρ ο του για ν α τρομ ά ξει τα ά λ ο γα του ά ρμ ατος του ν έο υ . Τ ο α π οτέλεσ μα είν α ι ο θ ά ν α τ ό ς του (Π λο ύ τα ρ χο ς Η θικά 314b-c). Ο Λ ο υ κ ια νό ς στο έρ γο του Π ερί της Συρίας θεού (2 3 ), α να φ έρ ο ν τ α ς την ιστορ ία της Σ τρ α τονίκη ς, την π αρ α λλ η λίζει με εκ είνες της Φ α ίδρ α ς κα ι της Σ θ εν έβ ο ια ς, ενώ στη Σούδα (Α 1842) βρ ίσκ ουμ ε μία παρόμοι,α ιστορία π α ρ μένη α π ό τ ον Ιερώ νυμο. Η μητριά εν ό ς ν έο υ το ν κ α τηγορ εί για τ ον ίδιο π ά ν τ α λ ό γ ο σ τον ά νδ ρ α της Α ν α γ υ ρ ά σ ιο , ο ο π ο ίο ς δε δ ισ τά ζει ν α σκοτώ σει το γ ιο του. Ό μ ω ς στη σ υνέχεια α υ το κ το νο ύ ν κ α ι ο ι δ ύ ο σ ύ ζυ γο ι. Ο Α π ο λλό δ ω ρ ο ς (3.1 5 .3 ) α να φ έρ ει την ιστορ ία της Ιδ α ία ς, η ο π ο ία κατη γο ρ εί ό χ ι ένα ν α λλά δ ύ ο ν έο υ ς , τ ο ν Π λ ή ξ ιπ π ο κα ι τον Π α ν δ ίω ν α , τ ο υ ς ο π ο ίο υ ς α κο λο ύ θ ω ς τ υ φ λώ νει ο π α τ έρ α ς το υς. Σ το ν Π α υ σ α νία (10.14.2-3) βρ ίσκ ουμ ε την ιστορία της Φ ιλόνομ ης π ο υ σ υκ οφ α ντεί στον ά νδ ρ α της Κ ύ κνο τ ο ν Τ ένν η , με α π οτέλεσ μα ν α τον π ετ ά ξο υ ν στη θ άλασ σα μ α ζί με την αδελφ ή το υ. Ό μ ω ς τελικά σ ώ ζετα ι στο νησ ί π ου πήρε το ό ν ο μ ά τ ο υ , στην Τ ένεδ ο. Ά λ λ ε ς ιστορίες είνα ι του Τ ιμ α σ ίο να π ο υ α ν α φ έ ρει ο Φ ιλόσ τρ ατος ( Β ίος του Απολλώ νιου 6 .3 ), του Ε ύ νοστου π ου δ ια σώ ζει ο Π λ ο ύτ α ρ χ ο ς {Ηθι κά 300d-301a), του Β ελλερ οφ όντη κα ι της Ά ν τ εια ς π ου την π αρ α θ έτει ο Ό μ η ρ ο ς στην Ιλιάδα (6.160-170), του Μ ύηνου π ο υ α να φ έρ ει ο Ψ ε υ δ ο Π λ ο ύ τ α ρ χ ο ς {Π ερί ποταμώ ν 8). Ό λ ε ς όμω ς α υ
Σ
τ ές δ ια φ έρ ο υ ν σε α ρκ ετά σ ημεία α π ό τις π ρ ο η γού μ ενες. Γ υρ νώ ντα ς π ά λ ι σ τον μύθο του Ιπ π ό λυ το υ π ρ έπ ει ευ θύ ς εξαρ χή ς ν α το νίσ ο υμ ε τη μεγάλη δ ιά δ ο ση π ο υ είχε σ το υ ς κ λ ασ ικο ύ ς σ υγγρ αφ είς, π ο υ σ υχ νά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α ν τον ήρω α α υτόν σ α ν π α ρ ά δειγ μ α σ ω φ ρ ο σ ύ νη ς.1 Γ ονείς του ήσ α ν ο Θ η σέα ς κα ι μία Α μ α ζ ό ν α , η Ιπ π ο λύ τη ,3 ή κα τ’ ά λλο υ ς η Α ν τ ιό π η .4 Διά στα ση α π ό ψ εω ν υ π ά ρ χ ει κ α ι σ χετικ ά με τ ο ν π α τέρ α του Θ η σέα π ο υ σύμ φ ω να με μερικ ούς είνα ι ο Α ιγ έα ς ,5 ενώ για ά λ λο υ ς είνα ι ο Π ο σ ειδ ώ να ς.6 Σ ίγ ο υ ρ ο π άντω ς ήταν π ω ς μετά το θ ά ν α τ ο της πρώ της του γυ ν α ίκ α ς κ α ι μητέρας του Ιπ π ό λυ το υ ο Θ η σέα ς νυμ φ εύθ ηκε τη Φ α ίδρ α .7 ια τ ο ν β ία ιο θ ά να το της πρώ της γυ ν α ίκ α ς του Θ η σέα υ π ά ρ χ ο υ ν δ ύ ο χα ρα κτη ριστικές μαρτυρίες. Η μία, του Ψ ε υ δ ο -Α π ο λλό δ ω ρ ο υ {Επιτ. 2 ), α να φ έρ ει ότι η Ιπ π ολύ τη σκοτώθηκε α π ό τ ο ν ίδιο τον ά ντρ α της ή α π ό την α κ ο λο υ θ ία τ ο υ , ενώ π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε μ α ζί με ά λλες Α μ α ζ ό ν ες ν α α πο τρ έψ ει τ ο ν γά μ ο του με τη Φ α ίδρ α . Η ά λ λη μα ρ τυρ ία, σ ω ζόμενη στον Π λ ο ύτα ρχο {Θησεύς 2 8 .1 -3 ), α να φ έρ ει ότι η Α ν τιό π η , κα ι ό χ ι η Ιπ π ο λύ τη , ξεσηκώ θηκε με τις Α μ α ζ ό ν ες της για ν α εμ ποδ ίσει τ ο υ ς γ ό μ ο υ ς , α λλ’ όμω ς τις σκότω σε ό λες ο Η ρα κλή ς. Κ α ι ο Σ ενέκ α ς {Φαίδρα 227) συμφ ω νεί για τη β ια ιότη τα του θ ανά το υ της Α ν τιό π η ς , ενώ ο Π λ ο ύτ α ρ χ ο ς {Θησεύς 29, 1-2) α να φ έρ ει κα ι π ο λλές ά λλες ερω τικές π ερ ιπέτειες του Θ η σέα με τρ αγικό π ά ν τ α τ έλο ς γ ια τις γ υ ν α ί κες. Ο Θ η σέα ς π άντω ς στέλνει τον ν εα ρ ό Ιπ π ό λ υ τ ό , μετά τ ο ν θ ά να το της μητέρας το υ, είτε αυτή ήτα ν η Ιπ π ο λύ τη , είτε η Α ν τιό π η , στην Τ ρ ο ιζή να γ ια ν α α να τ ρ α φ εί κ ο ντ ά σ τον Π ιτ θ έα .8 Ε κ εί σω ζ ό τ α ν το σ τά δ ιο ό π ο υ γ υ μ ν α ζό τ α ν , κα θώ ς κα ι το σπίτι ό π ο υ κα το ικο ύ σε ο Ιπ π ό λυ το ς κατά την π α ρ α μ ο νή του στην Τ ρ ο ιζή ν α .9 Β ασική α ιτία της α πο μ α κ ρ ύνσεώ ς του α π ό την Α θ ή ν α ήτα ν η επ ι θυμ ία του Θ η σέα ν α α πο τρ έψ ει μία π ιθα νή σύ-, γκ ρουσ η του Ιπ π ό λυ το υ με τη μητριά τ ο υ .10 Α υ τή θ α α π ο φ ε υ γ ό τα ν εά ν ο Ιπ π ό λυ το ς βα σίλευε στην Τ ρ ο ιζή ν α κ α ι τα π α ιδ ιά της Φ α ίδρ α ς στην Α θ ή ν α . Μ ό νο ν έτσι δε θ α υ πή ρ χε θέμα δ ια φ ω νία ς , τ ο υλ ά χ ισ το ν σχετικά με τη δ ια δ ο χή . Ό μ ω ς ο Θ η σέα ς, α ν κα ι α πέτρεψ ε το μίσ ος, δ εν εμ π ό δ ισ ε κάτι π ο υ δ εν είχε π ρ οβλέψ ει: τ ο ν έρωτα. Κ α ι γ ι ’ α υτό ειδ ικ ά το θέμα υ π ά ρ χ ο υ ν π ολλές εκ δο χές. Ο Υ γ ίν ο ς {Fab. 47) α να φ έρ ει ότι η Φ α ί δ ρ α ερω τεύθηκε τ ο ν Ιπ π ό λυ το , α λλά επειδή δ εν βρήκε α ντα π ό κρ ιση έγρα ψ ε συκοφ α ντικ ή επ ι στολή στο Θ η σέα κ α ι ύστερ α αυτοκτόνη σε. Ο Θ η σέα ς εξ ο ρ ίζ ει τ ο ν γιο του κα ι τ ο ν κα τα ριέτα ι επ ικ α λο ύ μ εν ο ς τ ο ν Π ο σ ειδώ να . Ο θ εό ς στέλνει τ ο ν τα ύρ ο τ ο υ , τ ρ ο μ ά ζει τα ά λο γα του ά ρμ ατος του Ιπ π ό λυ το υ , με α π οτέλεσ μα το θ ά να το του ν έο υ .
Γ
αφιερωμα/101 Σ υ ν α φ ή ς είν α ι κ α ι η δ ιήγηση το υ ίδιο υ π ερ ι σ τα τικού α π ό τ ον Φ ιλόσ τρ α το τ ο ν ν εό τ ερ ο ( Ε ι κόνες 2 , 4 ). Ο Π λ ο ύ τ α ρ χ ο ς (Η θικά 314a-c) κ α ι ο Σ τ ο β α ίο ς (4 .20b , 75 H e n se ), ξεκ ιν ώ ν τ α ς α π ό κ ο ι νή π η γ ή , τ ο ν Ζ ώ π υ ρ ο , α φ η γ ο ύ ν τ α ι με π ο λ λ έ ς ο μ ο ιό τη τες τ ο ν ίδιο μ ύ θ ο - ο Δ ιό δ ω ρ ο ς ο Σ ικ ελιώ τη ς (4.62) όμ ω ς α να φ έρ ει επ ιπ λ έο ν κ α ι ο ρ ι σ μ έν α σ το ιχ εία π ο υ ο ι ά λ λ ο ι π α ρ α λ είπ ο υ ν: την α π α ρ χ ή του α νό σ ιο υ έρω τα της Φ α ίδ ρ α ς κ α τ ά τη δ ιά ρ κ εια θ ρ ησ κευ τικ ώ ν εορ τώ ν στην Α θ ή ν α κ α ι την ίδρ υση α π ό την ίδ ια ιερ ού π ρ ο ς τιμή της Α φ ρ ο δ ίτ η ς κ ο ν τ ά στη ν Α κ ρ ό π ο λ η . Α π ό α υ τ ό το μέρο ς α τ ένιζε την Τ ρ ο ιζή ν α ό π ο υ κ α τ ο ικ ο ύ σ ε ο α γα π η μ έ νο ς της. Α λ λ ά υ π ά ρ χ ει κ α ι μία σ η μ α ντι κή δ ια φ ο ρ ά σ τη ν α φ ήγη ση του Δ ιό δ ω ρ ο υ : ο Ι π π ό λυ τ ο ς π έφ τ ει α π ό το ά ρμ α κ α ι σ κο τώ νετα ι ό χ ι α π ό την κ α τ ά ρ α του π α τ έ ρ α τ ο υ , ό π ω ς εξ ισ τ ο ρ ο ύ ν ο ι υ π ό λ ο ιπ ο ι, α λλά α π ό την τα ρα χή του γιατί έμ αθ ε την εν α ν τ ίο ν του σ υ κ ο φ α ν τ ία . Ά λ λ ε ς π α ρ α λ λ α γ ές του μύ θ ου υ π ο σ τ η ρ ίζο υ ν ότι η Φ α ίδ ρ α α υ τ οκ τ όνη σ ε μετά α π ό τ ο θ ά ν α τ ο του Ιπ π ό λυ το υ εξ α ιτ ία ς της α π ο κ α λ ύ ψ ε ω ς της α λ ή θ εια ς .12 Τ ο ίδ ιο δ ια τ είν ετ α ι κ α ι ο Σ έρ β ιο ς (Α .6 .4 4 5 , 7 .7 6 1 ), ο ο π ο ίο ς όμ ω ς α ν α φ έρ ει ω ς π α τέρα τ ο υ Θ η σ έα τ ο ν Α ιγ έ α , π ο υ σ τέλνει γ ια ν α τρ ομά ξει τ α ά λ ο γ α του Ιπ π ό λ υ το υ ό χ ι τ α ύ ρ ο , α λ λά μία φ ώ κ ια. Μ ία σημα ντικ ή κα ι π ο λ ύ δ ια φ ο ρ ετ ικ ή π α
ρ α λ λα γή του μύ θ ου α να φ έρ ει ο Τ ζέ τζ η ς (Π ρος Λ ν κ ό φ ρ ο να 1329). Σ ύ μ φ ω να με α υ τ ή ν η Φ α ίδρ α α υ τ ο κ τ ο ν εί χ ω ρ ίς ν α σ υ κ ο φ α ντ ή σ ει τ ο ν π ρ ό γ ο ν ό τ η ς κ α ι επ ο μ έ νω ς χω ρ ίς ν α τη β α ρ ύ ν ει α υ τ ό το κρίμα· είν α ι δ ε η μόνη π ο υ π ε θ α ίν ε ι. Η α θω ό τη τ ά της εξ α ίρ ετ ο ι α κ ό μ α π ερ ισ σ ό τ ερ ο σ το ν Κ εφ α λ ίω να (α π . 6 Jaco by ), α φ ο ύ μ α ζ ί με τ ο ν Ιπ π ό λ υ τ ο π έ φ τ ο υ ν κ α ι ο ι δ ύ ο θ ύ μ α τ α σ υ κ ο φ α ν τ ία ς . Ο Θ η σ έα ς ό χ ι μ ό ν ο κ α τ α ρ ιέτ α ι τ ο ν γ ιο τ ο υ , με α π ο τέλεσμ α ν α π λη γω θ εί κ α τ ά τη δ ιά ρ κ εια κ υ ν η γ ίο υ κ α ι μετά τ ρ εις μ έρες ν α π ε θ ά ν ε ι, α λ λ ά κ α ι ε ξ ο ρ ί ζ ε ι τη γ υ ν α ίκ α τ ο υ , π ο υ όμω ς π ρ ο τ ιμ ά ν α α υ τ ο κτο νή σ ει. Ο Κ εφ α λιώ ν δ εν α ρ κ είτ α ι στη ν π α ρ ά θεση α υτή ς της π α ρ α λ λ α γ ή ς , α λ λ ά π ρ ο β α ίν ει τ α υ τ ό χ ρ ο να κα ι στη δ ιά ψ ευ σ η τω ν ά λλω ν π α ρ α λ λ α γώ ν, σ τις ο π ο ίες η Φ α ίδ ρ α π α ρ ο υ σ ιά ζ ετ α ι ω ς α νή θ ικ η . Ε κ δ ια μ έτρ ο υ α ντίθ ετη ά π ο ψ η έχ ει γ ι ’ α υ τ ό το θ έμ α ο Π ρ ο π έρ τ ιο ς (2 .1 . 5 1 -5 2 ), π ο υ π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι τη Φ α ίδ ρ α α κ ό μ α κ α ι ω ς επ ίδ ο ξ η δ ο λ ο φ ό ν ο , α φ ο ύ σ κέφ τετα ι ν α δ ηλη τηρ ιάσ ει τ ο ν Ιπ π ό λ υ το . Μ ερ ικ ο ί α ν α φ έ ρ ο υ ν ότι μετά τ ο ν θ ά ν α τ ο το υ Ιπ π ό λυ τ ο υ ο Α σ κ λ η π ιό ς , γ ια χ ά ρ η της Ά ρ τ ε μ η ς ,13 τ ο ν ξ α ν ά φ ε ρ ε στη ζ ω ή .14 Ο α να σ τη μ έν ο ς π λ έο ν Ιπ π ό λ υ τ ο ς ά λ λ α ξ ε το ό ν ο μ ά του σ ε Β ίρ μ π ιο ς ,15 έφ υ γε μα κ ρ ιά α π ό τ η ν π α τ ρ ίδ α του κ α ι έφ θ α σ ε στη ν Α ρ ικ ία ό π ο υ έγ ιν ε β α σ ιλ ιά ς .16 Υ π ή ρ χ ε π ά ν τ ω ς κ α ι σ τη ν Τ ρ ο ιζ ή ν α μία τοπ ική
102/αφιερωμα π α ρ ά δ ο σ η , π ο υ δ ια σ ώ ζει ο Π α υ σ α νία ς (2 .3 2 .1 ), κ α τ ά την ο π ο ία ο Ιπ π ό λ υ το ς δ εν είχε π ο τ έ π εθ ά νει· είχε μ ό ν ο ν μ ετα μορ φ ω θεί σε α στερ ισμ ό (κα τα σ τερ ισ μ ός). Α π ε ν α ν τ ία ς ο Ο ρ ά τ ιο ς σ τις Ω δές του (4 .7 .2 5 -2 6 ) επ ιμ έν ει σ το θ ά ν α τ ο του Ιπ π ό λ υ τ ου κ α ι α π οκ λ είει τη θρ υλο ύ μ ενη α νά σ τα σ ή τ ο υ. ν α μέρος α π ό α υτό τ ο μ υ θ ο λο γικ ό κ α ι λ ο γ ο τ εχ ν ικ ό σ υ ν ά μ α υ λικ ό , ό σ ο β έβ α ια π ρ ο ϋ π ή ρ χ ε της επ οχ ή ς τ ο υ , χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε επ ιλεκ τικ ά ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς για δ ρα μ α το π ο ίη ση . Η πρώ τη α π ό π ειρ α έγ ιν ε μά λλ ον το 434 π .Χ . με την τρ α γ ω δ ία Ιππόλυτο ς Κ αλυπτόμενος. Τ ο έρ γο α π έ τ υ χ ε κ α ι α ποδ οκιμ άσ θη κε· α ιτ ία ήτα ν ο π α ρ ά φ ο ρ ο ς έρ ω τ α ς κ α ι η εντελώ ς α νή θικ η τά ση π ο υ π α ρ ο υ σ ια ζ ό τ α ν ν α έχει η Φ α ίδρ α . Α υ τ ή ς της τρ α γ ω δ ία ς σ ώ ζο ν τ α ι μ ό ν ο ν α π ο σ π ά σ μ α τ α , κ α θ ώ ς σ υμ β α ίνει κ α ι με την τ ρ α γ ω δ ία του Σ ο φ ο κ λή Φ αίδρα.17 Μ ε α λλα γμ ένη μορ φ ή , σε π ο λ λ ά σ ημεία , το έρ γο ξ α ν α ν εβ ά σ θ η κ ε το 428, ω ς Ιππ ό λυτο ς Στεφ ανηφ όρ ο ς .18 Η Φ α ίδρ α εδώ π ρ ο σ π α θ ε ί ν α κρ ύ ψ ει τον έρ ω τά της κ α ι η τρ ο φ ό ς γίν ετ α ι, χω ρ ίς τη θέληση της κ υ ρ ά ς της, η α ιτ ία της α π ο κ ά λ υ ψ η ς του ερω τ ικού π ά θ ο υ ς της σ το ν Ιπ π ό λ υ το . Ο ν έ ο ς όμω ς α π ο κ ρ ο ύ ει τ ον έρω τα της μη τριάς τ ο υ - εκείνη ορ γ ίζετ α ι κ α ι φ ο β ά τ α ι μήπω ς δ ια δ ο θ εί α π ό το ν Ιπ π ό λ υ το α υτό το γεγο ν ό ς· γρ ά φ ει το σ υ κ ο φ α ντ ικ ό της γρ ά μ μ α κ α ι α υ τ ο κ τ ο νεί. Στη σ υ ν έχ εια εμ φ α ν ίζετ α ι ο Θ η σέα ς, βρ ίσκ ει την επ ιστολή κα ι κ α τ η γ ορ εί τ ο ν γ ιο τ ο υ . Χ ω ρ ίς ν α λά β ει υ π ό ψ η του τ η ν α π ο λ ο γ ία τ ο υ , τ ο ν εξ ο ρ ίζ ει κ α ι τ ο ν κ α τ α ρ ιέτ α ι. Α π οτέλεσ μ α το τ ρ α γ ικ ό δ υσ τύ χημ α εξ α ιτ ία ς του τ α ύ ρ ου του Π ο σ ειδ ώ να . Τ έλο ς φ α ν ερ ώ ν ετ α ι, λίγ ο π ρ ιν α π ό τ ο ν θ ά ν α τ ο του Ιπ π ό λ υ τ ο υ , η θ εά Ά ρ τ ε μ η κ α ι α π ο κ α λ ύ π τ ει όλη την α λή θ εια , ότ ι δηλα δή ο Ιπ π ό λ υ το ς ήτα ν α θώ ο ς κ α ι ό λ α τα είχε σ χεδ ιά σ ει η Α φ ρ ο δίτη · αυτή ή τ α ν π ο υ εξώ θ η σε κ α ι τη Φ α ίδ ρ α σ τις α νό σ ιες π ρ ά ξ ε ις της. Υ π ό σ χ ετ α ι δ ε ό τι ο α δ ικ ο χ α μ έ νο ς ν έ ο ς θ α τύχει μετα θ α νά τιω ν λα τρ ευτικώ ν τιμώ ν. Η μεγάλη κ α ιν ο το μ ία το υ Ε υ ρ ιπ ίδ η , σε σχέση με όλες τις ά λλες σ ω ζό μ ενες μ ο ρ φ ές του μ ύ θ ο υ , είν α ι η εμ φ ά νιση στην τ ρ α γ ω δ ία του τω ν δ ύ ο α ντιδ ια μ ετρ ικ ώ ν θ εοτήτω ν, Ά ρ τ ε μ η ς κα ι Α φ ρ ο δίτη ς, π ο υ κ α θ ο δ η γο ύ ν τις π ρ ά ξ εις τω ν θνητώ ν. Η θ εά του έρω τα α νο ίγ ει την τ ρ α γ ω δ ία κ α ι ω θεί τη Φ α ίδρ α σ τον έρω τά της. Π ρ ο κ α θ ο ρ ίζ ει α κ ό μ α κ α ι το τ ρ α γ ικ ό τ έλο ς του Ιπ π ό λ υ το υ , τ ο ν ο π ο ίο θ έλει ν α εκ δικη θ εί γ ια την α π ο σ τρ ο φ ή του π ρ ο ς τ ο ν έρω τα κ α ι γ ια τη μη α πότισ η π ρ ο ς α υτή ν τω ν ο φ ειλομ ένω ν λα τρ ευτικώ ν τιμώ ν. Η θ εά της α γνότ η τ α ς κ λ είνει τ ο δ ρ ά μ α με την εμ φ ά νισή της γ ια ν α α π ο χ α ιρ ετ ίσ ει τ ο ν π ισ τ ό της π ο υ π εθ α ίν ει γ ια τ ί υ π ή ρ ξε τόσ ο π ο λ ύ π ρ οσκ ολλη μ ένο ς σ ’ α υ τήν κ α ι σ τα ιδεώ δη της κα ι κα τά σ υ ν έπ εια υ β ρ ι σ τικ ά εν ά ντ ιο ς στην άλλη θ εά κ α ι σ τα δ ικ ά της ιδεώ δη. Μ ετά τ ο ν Ε υ ρ ιπ ίδ η , π ο λ λ ο ί π ο ιη τ ές δ ια φ ό ρ ω ν
Ε
επ ο χ ώ ν κ α τ α π ιά σ τ η κ α ν με τ ο ίδιο θ έμα \π .χ . ο Ρ α κ ίνα ς , ο Ν τ α ν ο ύ ντ σ ιο , ο Π ρ ο β ελ έγγ ιο ς κ .ά . Στη χ ο ρ εία α υτώ ν σ υ γκ α τα λέγετα ι κ α ι ο Γ ιά ννη ς Ρ ίτσο ς π ο υ το 1975 έγ ρα ψ ε τη δική του Φαί δρα. Θ α π ρ ο σ π α θ ή σ ο υ μ ε ν α επ ισ η μ ά νο υμ ε με ρ ικά ενδεικ τικ ά σ ημεία π ο υ ο σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς πο ιη τή ς π λ η σ ιά ζ ει τ ο ν α ρ χ α ίο , μ ο λ ο νό τ ι α υ τ ό τ ο π λη σ ία σ μα ή τα ν εκ π ρ ο ο ιμ ίο υ δ ύ σ κ ο λ ο , α φ ο ύ τ ο έρ γο το υ έχει ά λλη δομή. Η Φ αίδρα του Ρ ίτσου είνα ι κ α τ ’ ο υ σ ία έν α ς μ ο ν ό λ ο γ ο ς , εκτός α π ό τ ο ν Π ρ ό λ ο γ ο κ α ι τ ο ν Ε π ίλ ο γ ο π ο υ έχ ο υ ν μορφ ή σημειώ μα τος. Ε δ ώ μ ά λισ τα ο μ ο ν ό λ ο γ ο ς α π ε υ θ ύ ν ετ α ι α π ό τη μ ονα δική π ρ ω τ α γω νίσ τρ ια , τη Φ α ίδρ α , π ρ ο ς τ ο β ο υ β ό π ρ ό σ ω π ο το υ Ιπ π ό λ υ τ ο υ , κα τά τη δ ιά ρ κ εια σ υνα ντή σ εώ ς τ ο υ ς. Π ο υ θ ε ν ά όμω ς σ τον Ιππόλυτο Σ τεφ ανηφ όρο (τ ο ν δ εύτερ ο δ ηλα δή Ιπ πόλυτο π ο υ έγ ρα ψ ε ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς ) δ εν α να φ έρ ετ α ι τ έτο ια σ υνάντησ η. Α υ τ ό σ υ μ β α ίν ει μό νο
I
αφιερωμα/103 σ το ν π ρ ώ το Ιπ π ό λυτο , τ ο ν Κ αλυπτό μενο , κ α θ ώ ς εξ ά γ ετ α ι α π ό τα α π ο σ π ά σ μ α τ α της τ ρ α γ ω δ ία ς α υτή ς. Ε ξ ά λ λ ο υ σ ε π ο λ λ ά σ ημεία το υ έρ γο υ του ο Ρ ίτσ ος χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί σ το ιχ εία σ ύ γ χ ρ ο ν α (μ π α λ κ ο ν ό π ο ρ τ ες , κ ο υ ρ τ ίν ες , τ σ ιγ ά ρ ο , ψ υ γ είο , Ε σ τ α υ ρ ω μ ένος κ .ά .) . Ο Ρ ίτ σ ος με τ ο ν Π ρ ό λ ο γ ό το υ μα ς κ α τ α το π ίζ ει σ κ η ν ο γ ρ α φ ικ ά γ ια τ ο ν χ ώ ρ ο , μ έσα σ το ν ο π ο ίο εκ τυ λίσ σετα ι τ ο έρ γο τ ο υ . Α μ έσ ω ς μετά α ρ χ ίζ ε ι ο μ ο ν ό λ ο γ ο ς της Φ α ίδ ρ α ς κ α ι ο ι α μ υ δ ρ ές α ν α μ ν ή σ εις α π ό τ η ν ευ ρ ιπ ίδ ε ια τ ρ α γ ω δ ία . Δ ια β ά ζ ο ν τ α ς π ρ ο σ εκ τ ικ ά , στα μ α τά μ ε σ ε έν α σ ημείο ό π ο υ η Φ α ίδ ρ α λέει σ το ν Ιπ π ό λυ το : « Α λ ή θ εια /π ώ ς π ή γε τ ο κ υ ν ή γ ι σ ήμερα; Π ο τ έ δ εν μ π ό ρ εσ α ν α κ α τ α λά βω /τί κ υ ν η γ ά ς . Π ο τ έ δ εν έφ ερ ες κ ’ εσύ σ α ν τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς/τ α ω ρ α ία σ ου τ ρ ό π α ια ... Δ ε ν έφ ερ ες. Θ α ρ ρ ώ /π ω ς π ο τ έ δε σ κ οτώ νεις ελ ά φ ια - τ α ευ ν ο ο ύ μ ε ν α ζώ α της Θ εά ς σ ο υ » . Α υ τ ά τα λ ό γ ια θ υ
μ ίζο υ ν ΐ'ις κ α τ η γ ο ρ ίες π ο υ εκ σ το μ ίζει σ τη ν α ρχή τ η ς τρ α γ ω δ ία ς (στ. 17-18) η Α φ ρ ο δ ίτ η κ α τ ά του Ιπ π ό λ υ τ ο υ , ό π ο υ τ ο ν ίζε τ α ι η κυ νηγετικ ή εν α σ χ ό λησή τ ο υ π ο υ γ ιν ό τ α ν σε β ά ρ ο ς της ερω τικής του ζω ή ς. Ό τ α ν δ ε η Φ α ίδ ρ α το υ Ρ ίτσο υ α π ο κ α λ ύ π τ ει τη ν κρ υ φ ή της επ ιθ υ μ ία ν α β ρ ισ κ ό τ α ν σ το υ ς χ ώ ρ ο υ ς π ο υ ο α γ α π η μ έ νο ς της κ υ ν η γ ο ύ σ ε, έστω κ α ι σ α ν θ ή ρ α μ α , γ ια ν α την π ρ ο σ έ ξ ε ι, δ ια κ ρ ί ν ο υ μ ε π ά λ ι π ίσ ω α π ό α υ τ ά τα λ ό γ ια τ ο ν α ρ χ α ίο τ ρ α γ ικ ό . « Δ ε σ ’ τ ο κ ρ ύ β ω :/π ο λλ ές φ ο ρ ές ο ν ε ι ρ εύ τη κα ν α κρ υ φ τώ σ ’ έν α θ ά μ ν ο , σ το δ ά σ ο ς,/ν α κινώ σ α ν α γρ ίμ ι τα κ λ α δ ιά , ν α με τ ο ξ εύ σ εις,/ν ά μα ι τ ο σ π ά ν ιο θ ή ρ α μ ά σ ο υ» . Α ν α π ο λ ο ύ μ ε τ ο υ ς σ τίχ ο υ ς 215-222 της τρ α γ ω δ ία ς , σ το υ ς ο π ο ίο υ ς η Φ α ίδ ρ α κ α τ ά τη δ ιά ρ κ εια το υ ερ ω τικ ού της π α ρ α λ η ρ ή μ α τ ο ς, εύ χ ετ α ι ν α β ρ εθ εί στα δά σ η κ α ι σ τα β ο υ ν ά , ό π ο υ γ ίν ο ν τ α ι κ υ ν ή γ ια , π ρ ο φ α ν ώ ς γ ια ν α είν α ι κ ο ν τ ά σ το ν Ιπ π ό λ υ το . Α μ έσ ω ς π ιο κά τω ρω τά τ ο ν π ρ ό γ ο ν ό της: «Τί κ υ ν η γ ά ς , α λή θ εια ; Μ ή π ω ς/ό λ α σ ου τα θηρ ά μ α τα τ α π ρ ο σ φ έρ εις στην Ά ρ τ ε μ η ;» . Ε δ ώ α υ τ ά τ α λ ό γ ια μ α ς θ υ μ ίζ ο υ ν τ α κ υ ν ή γ ια κ α ι τ ο ν λ α τρ ευτικ ό « π λεκ τ ό ν σ τ έ φ α ν ο ν εξ α κ η ρ ά τ ο υ λειμ ώ νο ς» π ο υ χ α ρ ίζ ε ι ο Ιπ π ό λ υ τ ο ς στη ν 'Α ρ τεμη , ό π ω ς μα ς π ε ρ ιγρ ά φ ε ι ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς σ το υ ς σ τίχ ο υ ς 7 3-83. Στη σ υ ν έχ εια η Φ α ίδ ρ α υ π ε ν θ υ μ ίζε ι σ το ν Ιπ π ό λ υ το π ώ ς έγ ιν ε η π ρώ τη τ ο υ ς σ υνάντησ η: « Κ ο λ α κ εύ τ ηκ α τό τε·/ίσω ς τ ο ίδιο κ ’ εσύ· - είχ ες κο κ κινή σεί· κείνη τη ν ύ χ τ α /έξ ω σ το π ρ ο α ύ λ ιο , με τις λ υ χ ν ίε ς κ ρ εμ α σ μ έν ες στην κ λ η μ α τ α ρ ιά , ό τ α ν π ρ ω τό ρ θ ε ς σ τη ν Α θ ή ν α /γ ια τα Ε λ ευ σ ίνια - τ ι α ξ έ χ α σ τες μέρες». Ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς σ το έρ γο του β ά ζ ε ι την Α φ ρ ο δ ίτ η ν α μα ς π λ η ρ ο φ ο ρ εί σ χετ ικ ά σ τη ν α ρχή τη ς τρ α γ ω δ ία ς (στ. 2 2 -2 8 ). Ε ξ ά λ λ ο υ η θ εά έχει κ ά θ ε λ ό γ ο ν α τα α να φ έρ ει η ίδ ια α φ ο ύ αυτή τα σ χε δ ία σ ε, σ ύ μ φ ω να με τ ο ν τ ρ α γ ικ ό . α ρ α κ τη ρ ισ τ ικ ό ς, σε ά λ λ ο σ ημ είο , είν α ι ο εκδ η λ ο ύ μ εν ο ς φ ό β ο ς της Φ α ίδ ρ α ς μή π ω ς ο π εθ ερ ό ς της κ α τ α λ ά β ει τ ο ν έρ ω τά της: «Τα mVriu του Π ιτ θ έα /π α ρ α μ ο ν εύ ο υ ν σ το σ κοτάδι μ»|.τ ·_ α π ο σ π ά σ ω έν α κο μ μ ά τι α π ’ την α γνό τ η τ ά σου<>. Τ ο ν ίδ ιο φ ό β ο σ υ ν α ν τ ο ύ μ ε κ α ι σ τη ν τ ρ α γ ω δ ία (στ. 691). Μ ετά φ θ ά ν ο υ μ ε σ το ξ έσ π α σ μ α της ο ρ γή ς της Φ α ίδ ρ α ς κ α ι σ το εκ δικη τικ ό της μ ένο ς π ο υ π ρ ο ή λ θ α ν α π ό τη δ ια φ α ιν ό μ ε νη α ρνη τικ ή στάση του Ιπ π ό λυ το υ : «Φ ύ γέ, λ ο ιπ ό ν . Τ ι μου στέκεις εκ εί α π ο λ ιθ ω μ έν ο ς; 'Ε μ π α σ το λ ο υ τ ρ ό σ ο υ ,/έμ π α ν α ξ επ λ υ θ είς α π ’ τ ’ α ν ό σ ια λ ό γ ια μ ο υ , α π ’ τ ’ α ν ό σ ια μά τια μ ο υ ,/α π ’ τ α κ ό κ κ ιν α , λ α σ π ω μ έν α μου μ ά τ ια ./Ί σ ω ς κ ει μ έσ α /ν ’ α φ α ιρ έσ εις γ ια λ ίγ ο κ α ι συ τ ο π ρ ο σ ω π ε ίο σ ο υ , τη γυ ά λ ινή σ ου π α ν ο π λ ία ,/τ η ν π α γ ω μ ένη α γιο σ ύ ν η σ ο υ , τη φ ονικ ή σ ο υ δ ειλ ία . Φ εύ γα σ ου λέω . Δ ε ν α ντέχω /την ύ βρη της σ ιω π ή ς σ ο υ. Τ η ν εκδίκηση την έχω ετ ο ιμ ά σ ει. Θ α δ εις. Κ ρ ίμ α - /δ ε θ α μ π ο ρ έσ εις για π ο λ ύ ν α τη θ υ μ ά σ α ι» . Π ρ ό κ ειτ α ι γ ια τ ο ίδ ιο ξ έ
Χ
104/αφιερωμα σ πα σ μ α π ου σ υνα ντο ύ μ ε σ του ς σ τίχο υ ς 728-731 της τρ α γ ω δ ία ς, ό τα ν π ια η Φ α ίδρ α π λη ρ ο φ ο ρ εί τα ι την α π όκ ρ ουσ η του έρωτά της α π ό τ ο ν Ιπ π ό λυτο. Τ έλος α κ ολου θ εί το επ ιλο γ ικ ό σημείω μα του π οιητή π ο υ λή γει ως εξής: « Λ ίγ ο α ργ ό τερ α , έξω στην α υλή , θ όρ υ β ος α π ό τ ρ ο χ ο ύ ς ά μ α ξα ς και οπ λές αλόγω ν. Α π ’ τα δ εξιά , μπα ίνει ένα ς ά ντρ α ς. Α νά σ τη μ α επ ιβλη τικ ό, σ κοτεινό. Κ α νείς εδώ; Α ν ά β ει ένα σπίρ το. Φ ω τίζεται η π υκ νή , κ ο ντ ή , σγουρή γε νε ιά δ α . Α ν ά β ει τη λά μ π α . Π λη σ ιά ζει τη μεσα ία π ό ρ τα . Φ ω τίζεται το εσω τερι κό. Σ το δοκά ρι της ορ ο φ ή ς, η κρεμασμένη. Έ ν α μ εγά λο φ ύλλο χ α ρτί στη ζώ νη της. Τ ο π α ίρ νει. Δ ια β ά ζε ι: «Ο γ ιο ς σ ο υ, ο γ ιο ς της Α ν τιό π η ς , δ ο κίμ ασ ε ν α με βιά σει». Κ ρα υγή. Ό χ ι θ ρ ήνος. Κ ατά ρα . Η τρομερή π ρ οστα γή . Σ υ ν ά ζο ν τ α ι δ ο ύ λο ι, α μ α ξά δ ες, η γρ ιά Τ ρ ο φ ό ς, υπη ρ έτριες. Ο ν έο ς β γ α ίν ει α π ’ το λου τ ρ ό , γ υ μ ν ό ς, σ τά ζο ν τ α ς ό λο ς, με την π ετσέτα δεμένη στη μέση του. Α κ ο ύ ει σ ιω π ηλά την καταδίκη το υ. Γ ο να τ ίζει. Έ ξ ω , στην α υλή , ο ι π ρ οβ ο λείς τω ν δ υο α μ α ξιώ ν - α υ τού π ου μ όλις ή ρ θ ε κα ι του ά λλου π ο υ ετοιμά στηκε α σ τ ρ α π ια ία για την εξ ο ρ ία - ρ ίχνο υ ν σ ταυρω τά τις σκιές των δ ύο α γα λμά τω ν, της Α φ ρ οδ ίτ η ς κα ι της Ά ρ τ ε μ η ς , π ά νω στο σώμα της κρ εμασμένης». Εδώ α να φ έρ ο ν τ α ι σ υνο π τικ ά τα γε γο ν ό τ α π ου π ερ ιλα μ β ά νο ντ α ι κα ι εξιστο ρ ούντα ι σ του ς σ τίχους 790-1101. Π α ρ α λ είπ ο ντ α ι όμω ς όλα τα επ όμ ενα γε γο ν ό τ α π ο υ εξισ το ρ ο ύ ν τ α ι στην τρ αγω δ ία (στ. 1102-1466), χω ρ ίς ν α μ α θ α ίνουμ ε τ ίπ οτα σ χετικ ά με το τέλο ς του Ιπ π όλυ του (θ ά ν α τ ο ς, α νά σ τα σ η , κα τα στερισμ ός, λα τ ρ εία ), είτε σ ύμφ ω να με το ευ ρ ιπ ίδειο δ ρά μα , είτε με βάση κ ά π ο ια άλλη π αρ α λλ α γή του μύθου. Για το θέμα α υτό όμω ς ίσω ς ν α υ π ά ρ χ ει μία λ α ν θ ά ν ο υ σ α α πάντηση του ίδιου του Ρ ίτσ ο υ π ρ έπ ει ν α την α να ζη τή σο υ μ ε μέσα στη λέξη εξο ρία, π ο υ έχει άλλη σ ημασιολογική βαρύτητα σ τον Ε υ ρ ιπίδ η κα ι άλλη στο Ρ ίτσο. Σ το ν πρώ το υ π ά ρ χ ει μία κλιμακούμενη τραγικότητα: σ υκ ο φ α ντ ία , εξ ο ρ ία , θ ά να το ς. Σ το ν δεύτερ ο η εξορία είν α ι το χειρ ότερ ο βίω μα σ τον ά νθ ρ ω π ο - π ρ ά γ - 1 1. Σούδα I 563, Δισγενιανός 5.32, Αποστόλιος 9.90, Μακά ριος 4.78, Δίων Χρυσόστομος 29.20, Αριστοφάνης ο Βυ ζάντιος Υπόθ. Ιππ. 3, Αθήναιος 13, 600c, Διόδωρος Σικελιώτης 4, 62,4, Ξενοφών Κυνηγετικός 1.11. 2. .Ευριπίδης Ιππ. 10, Διόδωρος Σικελιώτης 4.62.1. 3. Αριστοφάνης ο Βυζάντιος Υπόθ. Ιππ. 1-3, Ισοκράτης 12.193, Πλούταρχος Θησεύς 27, Σέρβιος Α. 7.761, Στο βαίος 4.20b, 75 Hense, Τζέτζης Προς Λνκόφρονα 449. 4. Ασκληπιάδης Τραγιλεύς απ. 28 Jacoby, Διόδωρος Σικελιώτης 4.28.3, Υγίνος Fab. 250, Τζέτζης Προς Λνκόφρονα 1327. 5. Ασκληπιάδης Τραγιλεύς ό.π., Υγίνος Fab. 241. 6. Αριστοφάνης ο Βυζάντιος Υπόθ. Ιππ. 1-3, Κικέρων Περί θεών 3.31.76, Περί καθηκόντων 1.10.32, Δίων Χρυσόστο μος 74.31, Πλούταρχος Ηθικά 314a-c, Στοβαίος 4.20b, 75 7. Ασκληπιάδης Τραγιλεύς ό.π., Αθήναιος 13.557b, Κεφα λιών απ. 6 Jacoby, Υγίνος Fab. 47, Σέρβιος Α.7.761, Τζέ τζης Προς Λνκόφρονα 449.
μα π ο υ κα ι ο ίδ ιο ς έζη σε. Ω ς εκ τούτου ο Ρ ίτσος α ισ θ ά ν ετ α ι π ω ς κα ι α π ό μό νο του α υτό το σ το ι χ είο , χω ρ ίς το σ υ ν επ α κ ό λο υ θ ο του θ α ν ά τ ο υ , εί ν α ι αρκετό για ν α οδ ηγή σει το έρ γο του στην επ ιζη το ύ μ ενη , σ ύμφ ω να με το α ρ χ α ίο δ ρά μα , τραγικότητα .
Ό σ ον α φ ο ρ ά το φ ταίξιμο της Φ α ίδρ α ς - ήδη έχου με α να φ έρ ει τις δ ιά φ ο ρ ες π α ρ α λλ α γ ές του μύθου σ χετικ ά με α υτό το θέμα - ο Ρ ίτσος α ν κα ι το α π ο δ έχ ετ α ι, όμω ς, με τις λεπ τές κα ι σ υνάμ α σ α φ είς α πο χρ ώ σεις με τις ο π ο ίες εξ εικ ο ν ίζει κα ι π ερ ιγρ ά φ ει τη ψ υχική της κα τά στα ση , τείνει στο ν α την εξιλεώ σει στα μάτια του ανα γνώ στη . Δ ε ί χ ν ει ότι το κα κό ήτα ν α να π ό τ ρ επ το - ο έρωτάς της ήτα ν τό σ ο μεγά λος π ο υ δ εν μ π ορ ού σε ν α έχει π ιο ή π ια κατάληξη. Κ α ι στο κάτω κάτω μό νο ν αυτή οδηγή θηκε σ τον θ ά να το . Ε ξά λλο υ κ α ι με την τ ελευτα ία εικ ό να του έργου τ ο υ , ό π ο υ εκτός α π ό το α ιω ρ ο ύμ ενο π τώ μα της Φ α ίδρ α ς δ ια κρ ίν ο ντ α ι κ α ι οι σκιές τω ν α γα λμά τω ν τω ν δ ύο θ εώ ν, μας υ π ε νθ υ μ ίζει ότι κ α ι ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς είχε π ρ ο σ π α θή σ ει με το ν τ ρ ό π ο του ν α εξιλεώ σει τη Φ α ίδρ α - φ ορ τώ νο ντα ς το φ ταίξιμ ο στις θεές. Σω στά γρ ά φ θ η κ ε ότι ο α ρ χ α ίο ς π οιητής « Ε ίδε τις φ λέβ ες τω ν α νθ ρ ώ π ω ν/σα ν ένα δίχτυ των θ εώ ν, ό π ο υ μας π ιά ν ο υ ν σ α ν τ’ α γρ ίμια» (Σ εφ έρης Ε υριπίδης Αθηναίος). Ο Ρ ίτσος α σ π ά ζετ α ι α υτό το βα σικ ό δ ια φ ο ρ ο π οιη τικ ό χα ρα κτη ρισ τικό της ευ ρ ιπ ίδεια ς π α ρ αλλα γή ς (θεϊκή π α ρ ο υ σ ία κα ι επ έμ βασ η ), το χρ η σ ιμ ο π ο ιεί όμω ς με σ υμβολιστικό τ ρ ό π ο . Ο ι σκιές τω ν α γα λμά τω ν τω ν θεώ ν θ υ μ ίζο υ ν σ αφ ώ ς τη θ εω ρ ία τω ν ιδεώ ν του Π λάτω να κα ι «τας σ κιάς τα ς υ π ό του π υ ρ ό ς εις το κ α τα ντικρύ α υ τώ ν του σ πη λα ίου π ρ ο σ π ιπ το ύ σ α ς» (Π λά τω ν Π ολιτεία 515a). Ο π οιητής α φ ήνει μό νο του τον α να γνώ στη ν α εξ ιχ νιά σ ει (με τον π λα τω νικό τ ρ ό π ο εξερ ευνή σεω ς του σπηλαίου) τί κρ ύβετα ι π ί σω α π ό τα α γά λμ α τα κα ι α π ό τις θ εές. Τ ο ν α φ ή ν ει ελεύθ ερ ο ν α βρει τ ο ν συμβολισμ ό τους: τον έρω τα, τα π ά θ η , την ανθ ρ ώ π ινη φ ύσ η, το π ε π ρ ω μ έ νο - α υτό είν α ι για το Ρίτσο το «δίχτυ» π ου π ιά ν ο ν τ α ι ο ι ά νθ ρ ω π ο ι. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19.
Αριστοφάνης ο Βυζάντιος Υπόθ. Ιππ. 7-8. Παυσανίας 2.32.3. Ασκληπιάδης Τραγιλεύς ό.π. Παυσανίας 1.22.2. Ασκληπιάδης Τραγιλεύς ό.π., Ψευδο-Απολλόδωρος Επιτ. 1.18-19. Υγίνος Fab. 251, Σέρβιος Α.7.761. Ψευδο-Απολλόδωρος 3.10.3, Υγίνος Fab. 49, Οβίδιος Με ταμορφώσεις 15.533-534, Παυσανίας 2.27.4, Σέρβιος Α.6.398, Στάφυλος απ. 3 Jacoby, ΒεργίλιοςΛιν. 7. 765-773. Καλλίμαχος απ. 190 Pfeiffer, Υγίνος Fab. 251, Βεργίλιος Αιν. 7.774-780. Καλλίμαχος ό.π., Παυσανίας 2.27.4, Στάτιος Silv. 3.1.5557. W.S. Barrett, Euripides Hippolytos, edited with Introduc tion and Commentary, Oxford 1978, σσ. 11-45. Βασική είναι για την τραγωδία αυτή η προαναφερθείσα έκδοση του Barrett. Γιάννης Ρίτσος, Φαίδρα, Αθήνα3 1978.
αφιερωμα/105
Ποια είναι η Ελένη; Στον σκηνικό πρόλογο (269)1 ο ποιητής αρνείται να πι στέψει ότι είναι αυτή: «Όχι, όχι - δέν είναι δυνατόν (...). Όχι, όχι», γράφει, Ενώ αλλού γράφει για κάποιον Ορέστη, κάποιον Φιλοκτήτη, κάποια Χρυσόθεμη, κάποια Ισμήνη και κάποια Φαίδρα, εδώ Θέλει να μιλήσέι για την Ελένη. Κι όσο κι αν μόνο τά μάτια της (269) τη θυμίζουν, κι όσο κι αν ο ίδιος ο ποιητής-σκηνοθέτης αμφιβάλλει για το πόσο μπορεί να ζει μέσα στη φθορά και την εγκατάλει ψη η μία και μοναδική Ελένη και δεν πρόκειται για τραγική συνωνυμία, οι πρώτες-πρώτες κουβέντες του μονολόγου της ασάλευτης, καθιστής ατό κρεβάτι, καμπουριασμένης γριάς (269) που είναι έκατό, διακόσω χρονώ (269): «ναί, ναί, - έγώ είμαι» (269), δηλώνουν σχεδόν απαγορευτικά στον ακροατή της, έναν νέο, είκοσιδύο, είκοσιτριώ χρονώ (269), ότι δέν πρέπει να αμφιβάλ λει καν. Είναι αυτή: η μυθική ωραία Ελένη, για το σώμα της οποίας καταστρά φηκαν τα τείχη της Δαρδανίας και χάθηκαν οι Αχαιοί.2 σαν να θέλει να αναιρέσει τον τίτλο του ποιήματος: Η Ελένη.
Ε λένη ζε ι σ το α ρ χ α ίο της ό ν ειρ ο , τ ο ό ν ειρ ο της ω ρ α ία ς γ υ ν α ίκ α ς π ο υ το κ ά λλ ο ς της είν α ι α ιτ ία π ολέμ ου μεταξύ τω ν α νδ ρ ώ ν . Μ α επ ειδη έχ ο υ ν π ερ ά σ ει τα χ ρ ό ν ια - κι ενώ , ό π ω ς σ χεδ ό ν εξ α ν α γ κ ά ζε ι τ ον α κρ οα τή της ν α π ισ τ έψ ει, ό τ ι δ ια τη ρ ού σ ε την πα λιά ομορφιά της έστω κ α ι σάν άπό θαύμα (276) - θ α ρ ρ εί π ω ς ό λ α είν α ι
Η
ψ εύτικ α: π ω ς κάποιος άλλος, της α φ ηγή θ ηκε μ ε
όλότελα άχρωμη φωνή, ένα βράδι, τά περιστατικά τής ζωής της (279)· π ω ς ό χ ι π ό λ εμ ο δ εν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ρ ο κ α λέσ ει π ο τ έ π ια , α λλά ού τε κα ι την π ρ ο σ ο χ ή εν ό ς σ π ο υ δ α ίο υ ά ντ ρ α , π α ρ ά μ ό ν ο εκείνο τό ψηλό, λιγνό μανα βόπονλο, πού εδώ κ α ί χρόνια, /τής έδειχνε άνάμεσα ατά κάγκε-
106/αφιερωμα λα τοϋ κήπου τό μ εγά λο φαλλό του (275). Α λ λ ά κ α ι α υ τ ό το π α ιδ ί ή τα ν ά κ α μ π το π τώ μ α (275) π ο υ έ μ ο ια ζε με σκούπα (275) κ α ι είχε σ αρ ώ σ ει ό λ ο τ ο π α ρ ελ θ ό ν της με τ ο υ ς η ρ ω ισμού ς, τ ις δ ό ξες κ α ι τ ο υ ς έρωτες. Γ ια τ ον Η σ ίο δ ο «η Ε λ ένη ν τ ρ ό π ια σ ε τ ο γά μ ο της με τ ο ν ξ α ν θ ό Μ ενέλα ο » 3 κ α ι γ ια τ ο ν Α ισ χ ύ λ ο - ο π οιη τή ς π α ρ ό λ ο π ο υ τη θεω ρ εί δ α ίμ ο ν α κ α ι υ π ερφ υ σ ικ ή δ ύ να μ η , κα τη γο ρ εί μ ό ν ο τη μοίρ α γ ια τις κα τα σ τρ οφ ές π ο υ π ρ ο κ ά λεσ ε η Ε λ ένη είν α ι « έλένα υ ς», « έλα νδρ ο ς» , «έλέπτο λ ις» 4 κα ι « π α ρ ά ν ο υ ς » .5 Ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς είν α ι « α ντιφ α τικ ός»: ενώ την κα τη γορ εί ευ θέω ς α π ο κ α λώ ν τ ά ς την « εύ να ία ν ά τα ν»6 ( = κα τα στρ οφ ή του σ υ ζύ γο υ τ η ς), «κα κ ό φ ρ ο ν α » 7 κα ι « φ ό ν ισ σ α » 8 π ο υ π ρ ο κ ά λ εσ ε τ ο ν Τ ρ ω ικ ό Π ό λ εμ ο , στην τρ α γ ω δ ία του Ελένη ό χ ι μ όνο π α ρ α λλ ά σ σ ει τ ο ν μ ύθο κ α ι θ εω ρ εί ότι η Ε λ ένη δ εν έφ θ α σ ε π ο τ έ στην Τ ρ ο ία ,9 α λλά κ α ι της π α ρ έγ /ΐ την ευ κ α ιρ ία ν α θρηνήσει γ ια τα δ εινά του π ο λ έμ ο υ 10 κ α ι για την κακή της μ οίρ α π ο υ σ υνδέθ η κε σ το υ ς α ιώ νες τω ν α ιώ νω ν με κ α τ α σ τ ρ ο φ ές.11 Μ ο λο ν ό τι β ά ζ ει τ ο ν Τ εύκρ ο ν α λέει ότι β λέπ ει μ π ρ ο σ τά του τη φ ο νικ ή εικ ό ν α της π ιο μισητής γ υ ν α ίκ α ς ,12 κ α ι τ ο ν α υ α γ ό Μ ενέ λ α ο ν α δ ιη γείτα ι σε μια γρ ιά θ υρ ω ρό ό τ ι έκ ρυψ ε σε μια σ π η λιά τη γυ ν α ίκ α π ο υ έγ ιν ε α ιτ ία τω ν σ υμ φ ορ ώ ν τ ο υ ,13 το σ τόμ α της Ε λ ένη ς το λμ ά ν α α π α γ γέλ λ ει λ ό γ ια όπω ς: η π ο λ υ κ τ ό ν ο ς Κ ύ π ρ ις ,14 δ ηλα δή η Α φ ρ ο δ ίτ η , είν α ι η α ιτία τω ν κα κώ ν κ α ι τω ν κ α τα σ τρ οφ ώ ν, για τ ί αυτή της δ ώ ρ ισε τα κά λλη π ο υ γ έ νν η σ α ν τό σ ο α ίμ α κ α ι τ ό σ α δ ά κ ρ υ α , γ ια ν α λ ά β ει ω ς α ντ ά λλ α γ μ α λύ π ες , γ ό ο υ ς κ α ι σ υ μ φ ο ρ ές .15 Η Ε λένη του Ρ ίτσ ο υ , ω σ τόσο, έρ χ ετ α ι κ α τ ευ θ ε ία ν α π ό τ ο ν α ρ χ α ίο μ ύ θ ο , ω σ ά ν ν α θ έλει ο ποιη τή ς - π έρ α α π ό την α νθ ρ ώ π ινη α μ φ ιβ ο λία του σ τις «σ κηνικές ο δ ηγίες» του π ο ιή μ α τος - ν α α ποκ α τα σ τή σει την η ρ ω ίδα π ο υ τό σ ο π ο λ ύ επ έκ ρ ιν α ν κα ι κ α τη γό ρ η σ αν ο ι α ρ χ α ίο ι σ υγγ ρ α φ είς. Η Ε λένη του Ρ ίτσου δ εν α ισ θ ά ν ετ α ι ο ύ τε έχει την α νά γκ η ν α α π ο λ ο γη θ ε ί γ ια τ ίπ ο τε α π ό όσ α της κα τ α μ α ρ τ υ ρ ούν. Α υτή ήτα ν στην Τ ρ ο ία , εί ν α ι η Ε λ ένη του Ο μ ή ρ ο υ, έζη σ ε τ ο ν Π ό λ εμ ο , τη νίκη τω ν Α χ α ιώ ν επ ί τω ν Φ ρ υ γώ ν, την επ ισ τ ρ ο φ ή στη Σ π ά ρ τη , ό π ο υ π έρ α σ ε α ιώ ν ες μια ζω ή μ ο νότονη κ α ι πληχτική, ό π ω ς « α ρ μ ό ζει» σ ε σωστή επαρχία (285), με έν α ν σ ύ ζ υ γ ο α γρ ο ίκ ο κ α ι α π ο λίτιστο π ο υ α να μ α σ ο ύ σ ε παλιές βαρετές δόξες και μνησικα κίες ξεθυμασμένες (285) κ α ι την α π ε ιλ ο ύ σ ε σ υ νεχ ώ ς κ α ι α νο ή τω ς (286-287) για την α π ισ τ ία της. Η Ε λένη του Ρ ίτσου σ υ ν εχ ίζει ν α ζε ι την ο μ ο ρ φ ιά της μέσα σ τα β α θ ιά γη ρ ατειά τ η ς17 κα ι ο ν ειρ εύ ετ α ι τ ο ν α γέρ α σ τ ο Ο δ υσ σέα (287) π ο υ π ερ ιπ λ α ν ή θ η κ ε σ το υ ς έρω τες της Κ ίρ κη ς κ α ι της Ν α ι ικάς-, α ρ γ ο π ο ρ ώ ν τ α ς η θ ελημένα τ ο γυ ρ ισ μ ό του στην άχαρη κ α ί χοντρή Π ηνελό πη (2 8 7 ).18 Η Ε λένη του Ρ ίτσου δ εν είν α ι τλήμω ν, όπ ω ς του Ε υ ρ ιπ ίδ η ,19 ο ύ τε καστρορημάχτρα, σκιάχτρο κι όραμα, ό π ω ς τ ο υ Γ κα ίτε, α λ
λ ά μια γρ ιά π ο υ θ υμ ά τα ι τ α π ά ν τ α (282) κ α ι τα δ ιη γείτ α ι ( = μ ο ν ο λ ο γ εί) αυτή τη σ τιγμή21 στον ν ε α ρ ό επ ισκ έπ τη της χω ρ ίς ν α α ισ θ ά ν ετ α ι την α νά γκ η ν α δ ικ α ιο λο γ η θ εί κ α ν γ ια τ α δ εινά κ α ι τις σ υμ φ ο ρ ές π ο υ π ρ ο κ ά λεσ ε. α κ ρ ο α τή ς της Ε λ ένη ς είν α ι έν α ς ν έ ο ς , έν α β ο υ β ό π ρ ό σ ω π ο . Π έν τ ε φ ο ρ ές δ ια β ά ζ ο υ μ ε ν α τ ο ν π α ρ α κ α λ εί νά μ είνει λ ιγά κι ά κ ό μ α ν α την α κ ο ύ σ ει ν α το υ μιλά ει (269, 2 70, 276, 2 8 1 , 284). Κ α ν έν α ς δ εν την επ ισ κ έπ τετα ι π ια κα ι κο ντεύ ει ν α ξ εχ ά σ ει ό χ ι μ ό ν ο τα λ ό γ ια της, α λλά κ α ι το π ώ ς μιλο ύ ν ο ι ά νθ ρ ω π ο ι (269). Κ ά π ο ια στιγμή τ ο ν ρω τά αν τοϋ βρίσκεται άκόμα κείνη ή ασπί δα όπου είχε χαραγμένη τή μορφ ή της (270) - κα ι υ π ο θ έτ ο υ μ ε ό τ ι ο α μίλη το ς α κ ρ ο α τή ς της είν α ι ο Π ά ρ ις ,22 ο μ υ θ ικ ό ς α π α γ ω γέ α ς της, μ έ ένα π ρό σωπο εμβρόντητο, άμήχανο, τεθλασμένο (270). Ω σ τό σ ο η Ε λ ένη φ α ίν ετ α ι ό τι δ εν ξ έρ ει π ια σε π ο ιο ν μιλά ει, γ ια τ ί α να φ έρ ει τ ο ό ν ο μ α του Π άρη τ ρ εις φορές: την πρώ τη φ ο ρ ά (272) μ α ζί με ά λλα δ ώ δ εκ α ο ν ό μ α τ α π ο υ , α ν κ α ι γνω σ τ ά , τα σ υ γ χέει· τη δ εύτερη (282) θ υμ ά τα ι ότι είδ ε τ ο ν ιμά ν τ α της π ερ ικ εφ α λ α ία ς του ν α κόβ εται· κ α ι την τρίτη (2 8 2 ), σ χε δ ό ν τ α υ τ ό χ ρ ο να με τη δ εύτερη , λέει ότι ο Π ά ρ ις είχε βγ ά λ ει τ α σ κ ο νισ μ ένα του σ α ν δ ά λ ια κα ι την π ρ ό σ μ ενε μειδ ιώ ντα ς στην κλί νη. Η Ε λ ένη του Ρ ίτσου π λ ά γ ια σ ε με το γ ιο του Π ρ ιά μ ο υ , α ντ ίθ ετ α με την Ε λένη το υ Ε υ ρ ιπ ίδ η π ο υ δ ια β εβ α ιώ ν ει το Μ ενέλα ο ότι στην Τ ρ ο ία δ εν π ή γ ε α υτή, α λλά το ομο ίω μ ά τη ς,23 ό τι ο ύ τε τ ο γρ ή γο ρ ο κ α ρ ά β ι ο ύ τε ο έρ ω τα ς γ ια ά νο μ ες κα ι α ισ χ ρ ές σ χέσ εις την έφ ερ ε π ο τ έ στο κ ρ εβ άτι του β ά ρ β α ρ ο υ ν ε α ν ία 24 κα ι ότι κρ ά τησ ε α μόλυντη την α γά π η τ ο υ ς .25 Γ ι’ α υτή ν ο Μ ενέ λα ο ς είν α ι έν α όνομα γνω σ τό π ο υ το μ π ερ δ εύει με ά λλα ο ν ό μ α τ α (2 7 2 ), έν α ς πλη κτικός (285) κ α ι άξεστος (286) σ ύ ζ υ γ ο ς π ο υ με τις\ κ ουτές απειλές του (287) το μ ό ν ο π ο υ κ α τ α φ έρ νει, είν α ι ν α την εμ π ο δ ίζ ει ν α γε ρ ά σ ει π ρ α γ μ α τ ικ ά (287). Η Ε λ έ νη του Ρ ίτσου είν α ι ήρ εμ η, ήσυχη με τη σ υ ν είδ η σή της: ό γ έ γ ο ν ε, γ έ γ ο ν ε. Δ ε ν α ισ θ ά ν ετ α ι κ α ν εν ό ς είδ ο υ ς σ υ μ π ά θ εια γ ια τ ο ν ά ντ ρ α της ό π ω ς κ α ι η σ υ ν ο νό μ α τή της του Ε υ ρ ιπ ίδ η , η ο π ο ία α π ο κ α λ εί τ ο ν Μ ενέλα ο άθλιο, δηλα δή α ξιο λ ύ π η τ ο ,26 κ α ι του ο ρ κ ίζετ α ι ό τ ι, α ν π εθ ά ν ει, θ α π εθ ά ν ε ι κι α υ τ ή .27 . Κ α ι ο ι δ ο ύλες; Κ α τά τ ο ν Ε υ ρ ιπ ίδ η ο χ ο ρ ό ς τω ν υ πη ρ ετριώ ν α π ο τ ελείτ α ι α π ό Ε λ λη ν ίδ ες, τις ο π ο ίε ς η Ε λ ένη α π ο κ α λ εί φ ίλες28· κα τά τ ο ν Γ κ α ί τ ε π ρ ό κ ειτ α ι γ ια α ιχμ άλ ω τες Τ ρ ω ά δ ες - κ ο ρ υ φ α ία του χ ο ρ ο ύ η Π α ν θ α λ ίδ α 29 - σ τις ο π ο ίες η Ε λ ένη εκ μυσ τηρεύετα ι τα β ά σ α ν ά της κ α ι οι ο π ο ίε ς ό χ ι μ ό ν ο σ υ μ π ά σ χ ο υ ν 30 κ α ι την υ π η ρ ε τ ο ύ ν με χ α ρ ά , α λλά κ α ι τη μ α κ α ρ ίζ ο υ ν , δ ιό τι μό ν ο σε α υτή ν δ ό θη κ ε η μεγα λύτερη ευ τ υχ ία «η ο μ ο ρ φ ιά , π ο υ ’ν α ι η δ ό ξ α της π έρ α θ ε α π ’ ό λ α » .3 Ο ι δ ο ύ λ ε ς, όμω ς, της Ε λ ένη ς του Ρ ίτσου δ εν
Ο
αφιερωμα/107 έ χ ο υ ν κ α ν έ ν α σ εβ α σ μ ό στη ν α φ έν τ ρ α τ ο υ ς , ο ρ γ ί ζ ο ν τ α ι μ α ζ ί τ η ς , τ η ν εκ μ ετ α λ λ εύ ο ν τ α ι, τη μυ κτη ρ ί ζ ο υ ν , τη μ ισ ο ύ ν , τη ν κ λ έ β ο υ ν , (2 7 5 , 2 7 9 , 28 0 ). Τ ο μ ίσ ο ς τ ο υ ς ε ίν α ι τ α ξ ικ ό .32 Λ α ίμ α ρ γ ε ς ό π ω ς είν α ι (2 8 5 ), τ ρ ώ ν ε ό χ ι μ ό ν ο τ η ν π ε ρ ιο υ σ ία της, α λ λ ά κ α ι τη ζω ή της: δ ια π λ η κ τίζο ν τα ι άφ ω νες (2 7 0 ), κ α θ ώ ς α νε β α σ μ έ ν ε ς σ ’ έ ν α σ κ α μ ν ί κ α θ α ρ ί ζ ο υ ν τ ο τ ζ ά μ ι α π ’ τη φ ω τ ο γ ρ α φ ία τη ς μη τέρ α ς τη ς, τη ς Λ ή δ α ς . Τ ις ν ύ χ τ ε ς Α νοίγουν τά σ υ ρ τά
ξ ο , τ ο θ ά ν α τ ο , π ο υ μ ό ν ο α υ τ ό ς έχ ει τη δ υ ν α τ ό τ η τ α ν α φ θ ά σ ε ι σ το ύ ψ ο ς τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ .43 Ό π ω ς λέει κ α ι η « Ισ μήνη » όλα είνα ι τώ ν νεκρώ ν44· γ ι ’ α υ τ ό κ α ι ο θ ά ν α τ ο ς ε ίν α ι η μ ο ν α δ ικ ή α ξ ιο π ρ έ π ε ια τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ , στη ν ο π ο ία δ εν π ρ έ π ο υ ν ο ύ τ ε θ ρ ή ν ο ι ο ύ τ ε γ ό ο ι - μ ό ν ο α ν ο χ ή κ α ι α ντ ο χ ή . Η Ε λ έν η α κ ρ ιβ ώ ς π ρ ο τ ο ύ επ ιτ ρ έψ ει σ το ν α κ ρ ο α τή
ρια, πα ίρ νο υ ν τις δ α ντέλες, τά κ ο σ μήμ ατα κ α ί τά χ ρ υσ ά τά λα ν τα κ α ι μ ο υ τ ζο υ ρ ώ ν ο υ ν τ ο π ρ ό σ ω π ο τη ς κ υ κ ν ό σ π α ρ τ η ς κ υ ρ ά ς τ ο υ ς (2 7 7 ). Κ ι ό μ ω ς , η Ε λ έν η τ ις έχ ει α νά γ κ η α υ τ ές τ ις ά θ λ ιες δ ο ύ λ ε ς , η ζω ή τ ο υ ς είν α ι η ζω ή τ η ς .33 Ε ίν α ι ο ι δ ικ ές τη ς φίλ α ι γυ να ίκ ες, π ρ ο ς τ ις ο π ο ίε ς α ντ ί ν α π ε ι « τίνι π ό τ μ φ σ υ ν ε ζ ύ γ η ν » ,34 δ η λα δή «με π ο ια κ α κ ιά μ ο ίρ α σ υ ν δ έθ η κ ε η ζω ή μ ο υ » , μά ς χ α ρ ίζ ε ι τ ο υ ς ε π ό μ ε ν ο υ ς μ ε γα λ ειώ δ εις σ τ ίχ ο υ ς (277): Τ ί θά γ ι νόμουν αν δ εν είχα κι αυτές; « 'Υ πομονή, υπο μ ο νή», λέω ·/«υπομονή», - κ ’ είνα ι κι α υ τό σά ν μ ιά έλά χισ τη νίκη, τή ν ώ ρα/ π ο ύ α υ τές δ ια β ά ζο υν τίς π α λιές επ ιστο λές τω ν θαυμαστώ ν μ ο υ/ή τά π ο ιή μ α τ α π ο ύ μ ο ϋ χ α ν άφ ιερώ σει μ εγά λ ο ι π ο ιη τές · τά διαβ άζουν!μέ ήλίθιο στό μφ ο κ α ί μ έ λά θ η π ο λ λ ά στήν προ φ ο ρά , σ το ύς τονισμούς, στό μέτρ ο / κ α ί στό σ υ λλ α β ισ μ ό · - δ έν τίς διορθώνω . Κ άνω πώ ς δ έν τίς άκούω». Κ α ί π ο ι ο ς δ ε ν θ α έλεγε α β ία σ τ α ό τ ι η υ π ο μ ο νε τ ικ ή Ε λ έν η δ ε ν ε ίν α ι ά λ λ ο π ρ ό σ ω π ο π α ρ ά ο ίδ ιο ς ο π ο ιη τ ή ς , ο Γ ιά ν ν η ς Ρ ίτ σ ο ς , π ο υ τ ο υ ς λ έει « ευ χ α ρ ισ τ ώ » σ α ν ν α μη β λ έ π ε ι τ ίπ ο τ α π α ρ ά δ ο ξ ο σ ε ό λ α τ ο ύ τ α , μη ζη τ ώ ν τα ς κ α μ ία α π ο λ ύ τ ω ς ε υ θ ύ ν η .35 Ε λ έν η τ ου Ε υ ρ ιπ ίδ η ο λ ο φ ύ ρ ε τ α ι γ ια τ ις ν ε κ ρ ές ψ υ χ έ ς τ ω ν Α χ α ιώ ν κ α ι τ ω ν Τ ρ ώ ω ν , γ ι α τ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο υ χ ά θ η κ α ν εξ α ιτ ία ς της σ τις ό χ θ ε ς τ ου π ο τ α μ ο ύ Σ κ α μ ά ν δ ρ ο υ .36 Γ ια τη ν Ε λ έν η τ ου Ρ ίτ σ ου ο ι ν ε κ ρ ο ί ε ίν α ι α π λ ώ ς ν ε κ ρ ο ί, γ ια τ ί έτσ ι έ π ρ ε π ε ν α γ ίν ε ι, α φ ο ύ ο κ α θ έ ν α ς π ο ρ εύ ετ α ι σ το ν χ ρ ό ν ο π α τ ώ ν τ α ς π ά ν ω σ το ν κ ύ κ λ ο π ο υ χ ά ρ α ξ ε ο θ ά ν α τ ο ς τω ν ά λλω ν κ α ι ο δ ικ ό ς τ ο υ .3' Ό π ω ς ό χρόνος είνα ι μ α λ α κ ό ς κι α π έρα
Η
ντος,38 έτσι κι ό θ άνα το ς είνα ι μ α λ α κ ό ς σά ν ένα στρώ μα π ο ύ τό συνηθίσαμε 39 Σ ’ α υ τ ό τ ο μ α λ α κ ό σ τρ ώ μ α ξ α π λ ώ ν ε ι η Ε λ έν η τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς τη ς - γ ι ’ α υ τ ό κ α ι η π α ρ ο υ σ ία τ ο υ ς σ το σ π ίτ ι είνα ι φ υσικ ή (2 7 3 ), δ εν τη ν π ο ν ο ύ ν π ια , δ έν π α σ χίζο υν νά σοϋ
έπ ιβά λλό υν τή ν Α νάμνησή τους, νά σο ϋ εινα,ι α ρ εσ το ί (2 7 4 ). Ο θ ά ν α τ ο ς γ ια την Ε λ έν η είν α ι ο ν τ ο λ ο γ ικ ή ς , ό χ ι εσ χ α τ ο λ ο γ ικ ή ς τ ά ξ ε ω ς .40 ΓΓ α υ τ ό κ α ι δ εν δ ισ τ ά ζε ι ν α θ εω ρ εί τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς τ η ς τ ο ίδ ιο α νό η το υς με τ ο υ ς ζ ω ν τ α ν ο ύ ς , μόνο π ιό ή συχ ο υς (2 7 4 ), π α ρ ό λ ο π ο υ ξ έ ρ ε ι κ α λ ά π ώ ς ρο υ θ ο υνίζο υ ν μ έ βαθειές εισ πνο ές σά ν νά κο ι μ ο ύ ν τα ι τάχα, σά ν ν ά χο υν ή συχάσ ει (2 8 7 ). Μ ιλ ώ ν τ α ς η Ε λ έν η ψ υ χ ρ ά γ ια τ ο υ ς ν εκ ρ ο ύ ς τ η ς , δ εν « δ ια ισ θ ά νε τ α ι» μ ό ν ο τη σ υ ν είδ η σ η του θ α ν ά τ ο υ ,41 α λ λ ά κ ω δ ικ ο π ο ιε ί κ α ι τ η ν α νθ ρ ώ π ιν η ευ α ισ θ η σ ία 42 μ π ρ ο σ τά σ το μ έγα τ ο ύ τ ο π α ρ ά δ ο
1977. Μόσχα. Ο / . Ρίτσος και ο Ν. Μ.πλοχίν. στην τελετή της απονομής τον Βραόείον Λένιν στον ποιητή τ η ; ν α q ύ γει (2 8 7 ). επ ειδ ή ξ έρ ει ό τ ι ό θάνα τος π λ έ ει μ έ σ α μ α ς 45 π ρ ο φ έ ρ ε ι τις φ ο β ερ ές λ έξ εις π ο υ π ε ρ ιέ χ ο υ ν σ υ μ π υ κ ν ω μ έν ο ό λ ο τ ο ν ό η μ α της ζω ής: δ έ γλυ τώ νει κα νένα ς (2 8 7 ). Κ ι α φ ο ύ δ ε γλ ιτώ ν ει κ α ν έ ν α ς , τ α π ά ν τ α είν α ι μ ά τ α ια , ό π ω ς π .χ . τ ο κ ρ ύ σ τ α λ λ ο π ο υ λά μ π ει μ έ μ ά τα ιες λάμή>εις (2 7 4 ), γ ια τ ί ό π ω ς λ έει κ α ι α λλο ύ ο π ό ιη τ ή ς , τ ο κ ρ ύ σ τ α λ λ ο ε ίν α ι μ ιά εξαίσ ια γυ ά λ ι
νη δ ια φ ά νεια - μ ή τε τό χνώ το το ϋ θα νά του τή θολώ νει.46 Η δ ια φ ά ν ε ια κ α ι η δ ια ύ γ ε ια - εκ φ ρ ά σ ε ις, α μ φ ό τ ερ ες , τ ο υ ε ύ θ ρ α υ σ τ ο υ κ α ι τ ο υ μη υ λ ι κ ο ύ 47 - ε ίν α ι τ α « π ρ ο α ν α κ ρ ο ύ σ μ α τ α » τη ς μ α τ α ιό τ η τ α ς κ α ι τ ο υ θ α ν ά τ ο υ , εν ό ς θ α ν ά τ ο υ π ο υ δ ε ν ε ίν α ι δ ιά λυ σ η τη ς ο υ σ ία ς , α λ λ ά « ά ρ νη σ η » , γ ι ’ α υ τ ό κ α ι επ ιβεβαίω ση, τη ς ζ ω ή ς .48 Ή δ η η ευ ρ ιπ ίδ ε ιο ς Ε λ έν η α ν α φ ω ν ε ί π ρ ο ς τ ο τ έλ ο ς τ ο υ ε ι σ α γ ω γικ ο ύ μ ο ν ο λ ό γ ο υ τη ς τ α φ ο β ε ρ ά λ ό γ ια «Τί δ ή τ ’ έτι ζώ;»49 ( = «Γ ια π ο ι ο λ ό γ ο , λ ο ιπ ό ν , ν α ζω α κ ό μ α ;» ), α φ ο ύ ξ έρ ει ό τ ι δ εν ε ίν α ι π λ έ ο ν η Ε λ έ ν η με τ ο ν «ό.βρόν κ α ί τό ν εϋ σ φ υρο ν πό δ α » ,50 α λ λ ά η « κ α τ ά ρ α τ ο ς » 51 γ υ ν α ίκ α με τ ο « δ υ σ κ λεές» 52 κ α ι « π ο λ ύ π ο ν ο ν » 53 ό ν ο μ α . Π ιο ψ ύ χ ρ α ιμ η η Ε λ έν η τ ο υ Ρ ίτσ ο υ δ εν ν τ ρ έ π ε τ α ι κ α θ ό λ ο υ γ ια τ ο ό ν ο μ ά τη ς ο ύ τ ε έχ ει σ κ ο π ό ν α π ρ ο σ π έ σ ε ι ικέτις σ το μ νή μα τ ο υ β α σ ιλ ιά Π ρ ω τ έ α , γ ια ν α δ ια τ η ρ ή σ ει τ ίμ ιο τ ο γ ά μ ο της κ α ι ν α μη ν τ ρ ο π ια σ τ ε ί τ ο κ ο ρ μ ί τη ς με ά ν ο μ ο υ ς έρ ω τ ες54· ό λ α α υ τ ά τ α έχ ει ζ ή σ ει, τ α ξ έ ρ ε ι κ α ι δ εν τα α ρ ν είτ α ι. Γ ι’ α υ τ ό κ α ι η μ έ ρ ιμ νά τ η ς ε ίν α ι ν α π ρ ο τ ρ έ π ε ι τ ο ν α κ ρ ο α τή τ η ς ν α π ρ ο σ έ χ ε ι κ α ι ν α
108/αφιερωμα μη σ κ οτ ίζετ α ι π ολύ γιά ηρωισμούς, γιά άξιώματα κ α ί δόξες (270). Τ ο υ λέει: Π έρασε πιά ό και
Ε λ ένη ς υ π ά ρ χ ει π ά ν τ α μιά χ α ρ α μ ά δ α , α π ’ ό π ο υ μ π ο ρ ο ύ ν ν α δ ο υ ν ό λ ο ι ο ι μά τα ιο ι ά νθ ρ ω π ο ι λίγο
ρός των άντα γω νισμώ ν στερέψ ανε οι επιθυμίες-1 ίσως μ πορέσουμε τώ ρα νά κοιτάξουμε μαζί65 τό ίδιο σημείο τής ματαιότητας!όπου, θαρρώ, π ρ α γ ματοπο ιο ύνται ο ί μόνες σω στές συναντήσεις! ( ...) ν ’ άναδεύουμε μόνο τή στάχτη στό τζάκι (270-271), ά ν τί ν ’ άναμασάμε παλιές, β αρετές δ ό ξες κα ίμ νησ ικα κίες ξεθυμασμένες (285).
γα λάζιο άσκίαστο ά π ’ τό χρόνο κ α ί τή σκιά τους
Στάχτη στο τ ζά κ ι είν α ι π ρ ώ τ’ ά π ’ ό λ α η ο μ ο ρ φ ιά κι α ς επ ιμ ένει η γη ρ α ιά κυ ρ ία ν α λέει ότι έστω κ α ι σ α ν α π ό θ α ύ μ α - αλλά κ α ίμ έ βαφές, μ έ
βότανα κ α ί μ έ πομάδες, χυμούς λεμονιών κ α ί άγγουρόνερο (276) - τη δια τη ρ ο ύ σε π ά ν τ α - κι α ς δ ια β εβ α ιώ ν ει τ ον α κρ οα τή της ό τι μία α π ό τις έντ ονες α να μ νή σ εις της ή τα ν το τ ρ εμο ύ λιασ μα τω ν χερ ιώ ν τω ν διεκδικ ητώ ν της ά π ’ τό θάμβος τής ομορφιάς κ α ί τής άθανασίας της (283). Ή δ η η σ υνονόμ α τή της η ρ ω ίδα του Ε υ ρ ιπ ίδ η ο λ ο φ ύ ρετα ι, για τ ί το κά λλ ος της είν α ι δ υσ τυ χές56: «κα λο σ ύ ν α ς ένεκ εν»57 άγριοκυκλώ θηκε ά π ’ τή ς Μ οί ρα ς τή βουλή κα ι η Ε λ ένη το υ Γ κα ίτε,58 μια ς κα ι γ ια τ ον μ εγα λοφ υή κλ ασ ικό του Β ο ρ ρ ά π ό ν ο ς κ α ι ο μ ο ρ φ ιά είν α ι το ίδιο π ρ ά γ μ α .59 Γ ιατί, όμω ς, ο Ρ ίτσο ς β ά ζ ε ι τη γη ρ α ιά ηρ ω ίδα του ν α μιλά ει γ ια ματα ιότη τα κι εντ ο ύτ ο ις ν α εμ μ ένει στη θέση της ότι το κά λλ ο ς δ εν δ ια φ θ είρ ετα ι α π ό κ α ν εν ό ς είδ ο υ ς ματαιότητα; Ν α είνα ι τ ά χα για τ ί το κ ά λλ ο ς α ντ ιπ ρ ο σ ω π εύ ει τη μόνη α πόλ υτη α ξία του κόσμου: αυτή π ο υ π ετ ά ει επ ά ν ω α π ό την ά β υσ σ ο του χ ρ ό ν ο υ εν ώ ν ο ν τ α ς το π α ρ ελ θ ό ν με το π α ρ ό ν κα ι το μ έλλον κα ι ο ρ ίζ ο ν τ α ς τη μνήμη του α νθ ρ ώ π ο υ ;60 Ί σ ω ς - - κα ι π ρ ο ς αυτή την κα τεύ θυ νση μα ς οδ ηγεί το σ ύμ β ο λο του κ α θ ρ έφ τη, ο ο π ο ίο ς είν α ι το υ λικ ό ό ρ γ α ν ο της ο μ ο ρ φ ιά ς, α λλά κ α ι η μνήμη του χ ρ ό ν ο υ , το «δ ο χε ίο » , ό π ο υ α π ο θ η κ εύ ετ α ι κα ι είν α ι « χει ρ ο π ια σ τός» ο χ ρ ό ν ο ς-θ ά ν α τ ο ς. Α π ό την άλλη με ρ ιά θ α π ά ρ ο υ μ ε ικα νοποιη τικ ή α πά ντησ η στην ερώτησή μα ς, α ν α να τ ρ έξ ο υ μ ε στο σ ο φ ό της Β α ϊμάρης. Η Π α ν θ α λ ίδ α θ α υ μ ά ζει μ π ρ ο σ τά στην Ελένη: ’Ά σκημη πο ύ ’ναι μπ ρο ς στό κάλλος ή άσκημιά!61 κα ι η Φ ορ κ ίδ α σ υμ π ερ α ίνει: 'Ο λάκε
ρη όποιος χάρηκε τήν ομορφιά,Ιμ’ άλλον όέν τή μοιρά ζεται- κάλλιο τή σπά .62 Η Ε λ ένη του Ρίτ σ ου , όμω ς, όέν σπά την ο μ ο ρ φ ιά τη ς- το μό νο π ο υ σ π ά ζει (κι α υ τ ό σ π ά ζει α π ό μό νο το υ !) είνα ι
ένα ώραϊο κρυστάλλινο φ ιαλίδιο, γ ια ν α χ υ θ εί τό μύρ ο στή σκονισμένη άποθήκη63 (278). Γ ια την ω ρ α ία Ε λ έν η , έστω κ α ι με η λικία δ ύ ο α ιώ νω ν, ό τ α ν σ π ά ζει κά τι ό μ ο ρ φ ο , δ εν χ ά νε τ α ι, για τ ί το όμ ο ρ φ ο έχει ά ρω μα , δηλα δή πνεύμα, π ο υ επ ιζεί σ του ς «εγκληματίες» α ιώ νες τω ν α ιώ νω ν. Ν α για τ ί η Ελένη ευ θύ ς με το σ π ά σ ιμ ο του κ ρ υ στά λ λ ινου φ ια λ ιδ ίου ξ ε χ ν ά ό λ α τα π ρ ά γ μ α τ α , τα τελικ ώ ς α σή μ α ντα , κα ι θυμ άτα ι ένα π ο υ λ ί καθ ι σμένο στή ράχη ενός αλόγου (2 7 8 ), εικ ό ν α σ π ά ν ια π ο υ έχει μ ιά ν έρημη, άνεξήγητη όμορφιά κι έναν βαθύτατο πόνο (279). Στη ν ω ρ α ία ψ υχή της
(281). σ κιά τω ν α νθ ρ ώ π ω ν είν α ι η σ κιά τω ν π ρ α γ μάτω ν το υς. Τ α π ρ ά γ μ α τ α , τα α ντικ είμ ενα του κ ό σ μ ο υ , εχ θ ρ εύο ντ α ι ω σ τόσο τ ο κά λλ ο ς. Κ ερ δ ίζ ο υ ν , π α ρ α π λ α ν ο ύ ν το μάτι. Η ψ ευ δ επ ί γρ α φ η ο μ ο ρ φ ιά τ ο υ ς είν α ι έρ γο του χ ρ ό ν ο υ , γ ι ’ α υ τ ό κ α ι ο Χ ρ ό νο ς -Κ ρ ό ν ο ς τα κ α τ α π ίν ει, τα κ α τ α σ τ ρ έφ ει.64 Ο ι ά νθ ρ ω π ο ι, ό ν τ α ς μ α τ α ιό φ ρ ο νες, κ ά ν ο υ ν τα π ά ν τ α γ ια ν α τ α π ρ ο σ τ α τ εύ σ ο υ ν , α λ λ ά - ο Ρ ίτσο ς το ξ έρ ει κ α λά - π α ρ ’ όλες τίς π ρο
Η
φυλάξεις, !ο χρόνος κι ό σκόρος κάνα ν τή δ ου λειά τους.65 Ο ι ά νθ ρ ω π ο ι π ο υ π ρ ο σ τ α τ εύ ο υ ν τα π ρ ά γ μ α τ ά τ ο υ ς , δηλα δή τ α π ρ ά γ μ α τ α του Χ ρ ό ν ο υ , εμ πλ έκ ο ντα ι σε διηνεκή π άλη με τ ο χ ρ ό ν ο , ό π ο υ ό χ ι μ ό νο η ττώ ντα ι, α λλά κ α ι κ α τα στρ έφ ονται: ο θ ά ν α τ ό ς τ ο υ ς είν α ι νο μ ο τ έλε ια - κι ω στό σ ο δ εν το ξ έρ ο υ ν , ή το ξ έρ ο υ ν κ α ι π ρ ο σ π ο ιο ύ ν τ α ι ά γ ν ο ια . Η ω ρ α ία Ε λένη είν α ι ο ά νθ ρ ω π ο ς εκ είνο ς π ο υ π ο ρ εύθ η κ ε κ ό ντ ρ α σ τις σ υμ β άσ εις της Ε ιμ α ρ μ έ ν η ς , είν α ι ο ά νθ ρ ω π ο ς π ο υ γεύθ η κ ε τη ζω ή κ α ι έκ α νε ά νω -κ ά τω τη ζωή χ ιλιά δ ω ν ά λλω ν α νθ ρ ώ π ω ν έστω κ α ι ω ς «ε’ί δω λο ν έμ π ν ο υ ν» . Γ ι’ α υ τ ό π α ρ ό λ ο π ο υ α π α ρ ιθ μ εί με ά κρ α λεπ τομ έρ εια π ρ ά γ μ α τ α κα ι σ κεύη, κα λλ υντικ ά κ α ι ό π λ α - κα ι δ εν α σ χ ο λείτ α ι σ ο β α ρ ά με τα π ρ άγμα τα: είν α ι μά τα ιο . Ε π ο μ ένω ς κ α ι η « π ρ α γ μ α τ ο λο γία » ,67 με την ο π ο ία την «φ ορ τώ νει» ο π ο ιη τή ς, τίθετα ι εν α ντ ίο ν , ό χ ι χ ά ρ ιν τω ν π ρ α γ μ ά τω ν. Γ ι’ α υτή ν τα π ρ ά γ μ α τ ά μιλο ύ ν κ α ι λένε α νο η σ ίες ή δ εν λένε τ ίπ ο τα - ό π ω ς λ .χ . ο ι κ ο υ ρ τ ίν ες (2 6 9 ), το α λεύ ρι (2 7 1 ), τ ο κ η ρ ο π ή γιο κ α ι τ ο α νθ ο γ υ ά λ ι (273):
’Α λήθεια , πόσα πρά γματα άχρηστα, μ έ πόση άπληστία συναγμένα (280). Η Ελένη α κ ο ύ ει μό νο τή βαρειά ανάσα τής σιωπής (188) π ο υ χ α ντ α κ ώ ν ει τα π ρ ά γ μ α τ α . Ηάόει τις λέξεις π ο υ τα εκφράτ ζ ο υ ν . μυκτηρίζει τα ν ο ή μ α τ α , με τα ο π ο ία σ υ ν δ έο ντ α ι.'”’ Η ματα ιότη τα είν α ι η γενικ ή α νω νυμ ία π ο υ κ υ ρ ια ρ χ εί στο ερ ειπ ω μ ένο σ πίτι της Ε λ έν η ς.69 Τ α ο ν ό μ α τ α της Λ ή δ α ς , το υ Π ά ρ η , του Μ ενέλα ο υ , τω ν α δελ φ ώ ν της Κ ά στο ρ α κ α ι Π ο λ υδ εύκ η , του Α γ α μ έμ νο ν α , είν α ι ήχοι, μόνον ήχοι χωρίς π α ρ ά σταση (272). Ο ι λέξ εις είν α ι κούφια λόγια (2 7 1 ), ξεχασμένα (269) κα ι π α ρ η χ ο ύ ν το Τ ίπ ο τα . Ο ι σ ημα σίες κα ι τα ν ο ή μ α τ α είν α ι σκιές ονομάτων71 (2 7 9 ), π ο υ τις σ βή νει η επ α νά λη ψ η της α ν α φ ο ρ ά ς τ ο υ ς κα ι η εξεζη τη μένη τ ο υ ς α κ ρ ίβ εια (271). Τ ο μ ό νο π ο υ μένει είν α ι ο ή χ ο ς (280) κ α ι ο χ ρ ό ν ο ς (2 8 1 ), α δ ια ίρ ετ ο ι εκ φ ρα στές της σιω π ής72 (271) κ α ι του α συ ντέλ εστο υ 75 (279). Π ιεσ μένη α π ό την πρα γματικότη τα της μα τα ιό τη τας η Ε λ ένη π α ρ α ιτ είτα ι α π ό τη φ ω νή της, θ έλει ν α α π α ρ ν η θ εί τη γλώ σ σα της. Ο βο υ β ό ς α κ ρ ο α τή ς της α κ ο ύ ει ν α τ ο ν βεβα ιώ νει: ΟΙ λέξεις
αφιερωμα/109 τώ ρα δ έ μοϋρχο ντα ι άπό μόνες τους· - τις ψάχνω σάν νά μεταφ ράζω -ά πό μ ιά γλώ σσα π ο ύ όέν ξέ ρω, - ω σ τόσο μεταφ ράζω (272). Η Ε λ ένη μετα φ ρ ά ζε ι α υ τ ό π ο υ δ εν ξ έρ ει στην Α πλότητα το ϋ τί ποτα (273), εν ό ς τ ίπ ο τα α να λλ ο ίω το υ μέσα στην α π ά ν θ ρ ω π η Τέταρτη Δ ιά σ τ α σ η , δηλα δή το Χ ρ ό ν ο . Ό π ω ς ο ά γγε λ ο ς του Ε υ ρ ιπ ίδ η γν ω ρ ίζει ότι τ α λ ό γ ια υ π ο κ ύ π τ ο υ ν μ π ρ ο σ τά στην π ρ α γ μ α τ ι κότη τα τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν ,74 έτσι κ α ι η Ε λ ένη α π ο κ α λύ π τει ότι τό κρυστάλλινο ανθογυάλι - δη λα δή η ίδια - η χεί άπό μόνο το υ κ α ί ξαφ νικά σω
παίνει! κάνοντας πώ ς όέν ξέρει τίποτα, πώ ς δέν κουδούνισε αύτό, πώ ς κανένας/δέν τόχε α γγίξει, πώ ς κανένας δέν πέρασε πλάι του (273). Η Ε λ ένη μ ετα φ ρ ά ζει τα ξ έ ν α α ντ ικ είμ ενα π ο υ την π ερ ιβ ά λ λ ο υ ν κ α ι π α λ ιώ ν ο υ ν κ α ι κα τα στρ έφ ο ν τ α ι- η Ε λ ένη του Ρ ίτσου μ ε τα φ ρ ά ζει σε Σ ιω πή κ α ι σε Τ ίπ οτ α το Χ ρ ό ν ο π ο υ θ α ν α τ ο ύ τ α ι (δη λαδή: ου σ ιο ύ τ α ι) σ τις ά η χ ες λέξ εις , τα κ ο ύ φ ια νο ή μ α τ α κ α ι τ ο υ ς κ α τοπ τρισ μ ο ύ ς της μα τα ιό τη τ α ς σε α νό η τ ο υ ς κ α θ ρ έφ τες. Ξένες σκιές πο ύ ήχοϋν τό τίπο τα (279) μ ε τα φ ρ ά ζει η Ε λ έν η , γ ι ’ α υ τ ό κ α ι ν ιώ θ ει α πελευ θερω μ ένη α π ό τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς της κ α ι τ ον ίδιο τ ο ν εα υτό της (2 6 9 ), γ ι ’ α υ τ ό κ α ι ο μ ο λ ο γεί σ τον εκ άσ τοτε ξ έν ο επισκ έπτη της (280) ό τ ι, γ ια ν α π ερ ν ά ει την ώ ρα της, σ υ ν η θ ίζ ει ν α π ιά ν ει το π ρ ό σ ω π ό της - ένα πρόσωπο ξένο (284), π ο υ , ω ς ξ έ ν ο , χ ρ ειά ζ ε τ α ι μ ετά φ ρ ασ η, γ ια ν α κ α τ α νοη θ εί. Η ω ρ α ία Ε λένη του Ε υ ρ ιπ ί δ η θ ρ η νεί γ ια τ ο ν τερατώ δη κ α ι π α ρ ά δ ο ξ ο ( = ξ έ ν ο ) β ίο της75· η Ε λένη του Γ κα ίτε π ο ν ά γ ια τη «φήμη» κ α ι την «τύχη », τ ο υ ς δ ύ ο α μ φ ίβ ο λο υ ς σ υ ν ο δ ο ύ ς της ομ ο ρ φ ιά ς π ο υ της χ ά ρ ισ α ν ο ι θεο ί ( = ξ έ ν ο ι), γ ια ν α τη φ ο β ε ρ ίζ ο υ ν 7®· η γρ ιά Ε λένη του Ρ ίτσου μιλά ει σ τον π α λ ιό εραστή της γ ια την
Ε λ ένη π ο υ α ντισ τέκετα ι κα ι σ το ν β ο υ β ό , π ά λ α ι π ο τ έ εραστή της. Ό τ α ν τ ο ν π α ρ α κ α λ εί ν α μείνει κ ο ν τ ά της, το υ ζητά ν α μείνει λίγο ή λ ιγά κι (269, 2 7 0 , 276, 2 8 1 ). Κ ι ό τ α ν ξ εσ τ ο μ ίζε ι τ ις φ ρ ιχτές λ έ ξ εις δεν γλυτώ νει κανένας (2 8 7 ), του α να κ ο ιν ώ ν ε ι ό τι μπ ο ρ εί ν α φ ύ γ ει. Έ χ ε ι νυχτώ σ ει π ια . Κ α τ ά τ ρ ίτ ο ν , α ντισ τέκετα ι στο θ άνα το : το θ ά ν α τ ο π ο υ της « επ ιβ ά λ λ ο υ ν» ο ι δ ο ύ λε ς της, ό τ α ν της κα τ α σ τ ρ έφ ο υ ν τα α γά λμ α τ α κ α ι της γε λ ο ιο π ο ιο ύ ν το π ρ ό σ ω π ο (2 7 7 ), α λλά κ α ι το θ ά ν α τ ο ω ς τ έλο ς της Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς. Μ ιά μέρα θά πεθάνουμε (2 7 7 ), ο μ ο λ ο γεί η Ε λ έν η , α λλά ό τ α ν επ ι τ ρ έπ ει σ το ν α κρ οα τή της ν α α π έ λ θ ει, του λέει α π λ ώ ς ό τι ν υ σ τ ά ζ ε ι. Ν υστάζω , - νά κλείσω τά
μ άτια,Ινά κοιμηθώ, νά μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, νά ξεχάσω /τό φόβο τοϋ ύπνου κ α ί τό φόβο το ϋ ξύπνου (287). Η Ε λ ένη α ντισ τέκετα ι στο θ ά ν α τ ο π ο θ ώ ν τ α ς τ ο ν ύ π ν ο π ο υ σοϋ έπιβάλλειΙτό σεβασμό, γ ια τί ’ναι τόσο σπάνιος (2 8 2 ).78 Κ ι εί
ξενητειά μέσα στά ίδια μ α ς τά ρούχα π ο ύ παλιώ νουν,! μέσα στό ίδιο μ α ς τό δέρμα π ο ύ ζαρώ νει (2 7 3 ), κ α ι ο ρ γα ν ώ ν ει μια τριπ λή αντίσ τα σ η σε α υτό το Ξ ένο π ο υ είν α ι ο μεγά λο ς, ο α ιώ ν ιο ς , ο μ ο ν α δ ικ ό ς εχ θ ρ ός της. Κ α τά π ρ ώ τ ο ν , ξ εχ ν ά ει τα λ ό γ ια - δέν τής χρειά ζονται (269) - κα ι τα π ρ ά γ μ α τ α - είν α ι ένα Ανόητο ποτά μι (271). Κ ρ α τάει μ ό νο τ ο σ πίτι της, δηλα δή τ ο ν εα υτό της, κα ι Α ντιστέκεται μ έ όλες τις γω νίες το υ (269) στη φ θ ο ρ ά τω ν π ρ α γ μ ά τω ν π ο υ θ έλει ν α γ ίν ει κ α ι δική της φ θ ο ρ ά . Α ν κ α ι ξ έρ ει ότι αυτή η α ντίσ τα σ η είν α ι Ακατανόητη, Αθέλητη, ξένη, ομ ο λ ο γεί εξα ρ χ ή ς ό τ ι είν α ι τ ο μό ν ο δ ικ ό της π ρ ά γ μ α κα ι ο μ ό ν ο ς δ εσ μ ό ς της με τα π ρ ά γ μ α τ α (269). Κ α τά δ εύ τ ερ ο ν , α ντισ τέκετα ι σ το υ ς α νθ ρ ώ π ο υς: ξ ε χ ν ά τα ο ν ό μ α τ ά τ ο υ ς ή τ α σ υ γχ έει μ ετα ξύ· τ ο υ ς (272)· α ισ θ ά ν ετ α ι α πελευ θερω μ ένη α π ό τ ο υ ς νεκ ρ ο ύ ς της, α π ό το σ ύ ζυ γ ό της· με θ α υ μ α στή α ξ ιο π ρ έπ εια α ντ ιμ ετω π ίζει τις δ ο ύ λε ς π ο υ την π ο λ εμ ο ύ ν με ό λα τα μέσα: το τα ξικ ό μίσ ος τ ο υ ς (277) δ εν την ε γ γ ίζε ι,77 δ εν κ α τ α δέχ ετ α ι ν α π α ρ α δ ε χ θ ε ί τ ο ν εξευ τελισμ ό π ο υ , εν τ ο ύ τ ο ις, εθ ε λο υ σ ίω ς υ φ ίσ τα τα ι. Π α ρ α μ έν ει εσ α εί η ω ρ α ία
ν α ι στ’ α λ ή θ εια τ ό σ ο σ π ά ν ιο ς π ο υ ο πο ιη τή ς στο επ ιλο γ ικ ό 'τ ο υ σ χό λ ιο α μ φ ιβ ά λλει79 α ν ό ντω ς κ ο ι μήθηκε, π α ρ ό λ ο π ο υ γνω ρ ίζ ει ό τι τη ν εκρ ή την π ή ρ α ν με φ ο ρ είο (288). Τ ο β έβ α ιο , π ά ν τ ω ς, είν α ι - κα ι για τ ο ν ποιητή - ό τι η Ε λ ένη π ρ ο το ύ κ ο ιμ η θ εί/π εθ ά ν ει, ελεύθερη άπό τό φόβο τοϋ θανάτου κ α ί τοϋ χρόνου (2 8 3 ), ξ α ν ά ζ η σ ε μες σ το ν ο υ της τ ο μεγα λείο της ζω ής της π ο ύ υ π ή ρ ξε η μ ο ιρ α ία σ ύ ζευ ξη έρω τα κα ι θ α ν ά τ ο υ (282 -2 8 4 ). Π ρ ο η γ ο υ μ έν ω ς είχε δ ιη γη θεί σ το ν επ ισκ έπ τη της την εικ ό ν α το υ π ο υ λ ιο ύ 80 π ο υ κ α θ ό τ α ν στη ράχη εν ό ς α λ ό γο υ (278). Ί σ ω ς ν α π ρ ό κ ειτ α ι γ ια το ίδ ιο π ο υ λ ί π ο υ τ ρ α γ ο υ δ ά ο χ ο ρ ό ς στη ν τρ α γ ω δ ία του Ε υ ρ ιπίδ η : το α η δ ό νι, τ ο μ ελω δικό π ο υ λ ί π ο υ το λά λη μ ά του σου φ έρ ν ε ι δ ά κ ρ υ α 81 κ α ι η μελω δία το υ κα λεί τη ν ύ χ τ α , την ώ ρ α το υ ύ π ν ο υ . Κ α ι ό π ω ς είν α ι σ π ά ν ιο το λά λη μ α του α η δ ο νιο ύ κα ι σ π ά ν ιο ς ο ή σ υ χ ο ς ύ π ν ο ς , σ π ά ν ια είν α ι κ α ι η α νά μνη ση της Ε λ ένη ς
110/αφιερωμα εκ είνο υ του δ ειλ ινο ύ π ο υ μ έσα στη μ υρ ω διά το ϋ γενικού θανά του ο Π ά ρ ις έγ ιν ε ένα ολόφω το μ η δέν (£ 8 2 ), ενώ η ίδ ια ά φ η ν ε ν α π έσ ο υ ν α π ό τα μ α λλ ιά κ α ι τ α στήθη της δ ύ ο ρ ό δ α (283) - ίσω ς μά λισ τα α υ τ ά π ο υ α να φ έρ ει ο Ε υ ρ ιπ ίδ η ς 82 στη δικ ή του Ε λ έν η , Τ ο τρ ίτ ο ρ ό δ ο π ο υ της έφ ρ α ζ ε Σημειώοεις 1. Ο αριθμός στην παρένθεση παραπέμπει στην Ελένη του Γιάννη Ρίτσου. Οι παραπομπές γίνονται στον ΣΤ' τόμο των ποιημάτων του Ρίτσου με τίτλο Τετάρτη Διάσταση (1956-1972), 8η έκδοση, Κέδρος, 1979, 2. Πρβλ. Ευριπίδου Ελένη, στ. 383-385: «τό δ’ έμόν δέμας/ • ώλεσεν ώλεσε πέργαμα Δαρδανίας/όλομένους τ’ ’Αχαι ούς». 3. Απόσπασμα 93, Rzach: «Ελένη ήσχυνε λέχος ξανθού Με νελάου». 4. Αισχύλου ’Αγαμέμνων, στ. 689· ο ποιητής παρηχεί το όνο μα της Ελένης, που καταστρέφει στόλους, άνδρες και πό λεις. 5. Αισχύλου ’Αγαμέμνων, στ. 1455. 6. Ευριπίδου Ανδρομάχη, στ. 103. 7. Ευριπίδου Ήλέκτρα, στ. 479. 8. Ευριπίδου Τρωάδες, στ. 881. 9. Η Ελένη μας βεβαιώνει στον πρόλογο (στ. 1-67) ότι ο Ερ μής την οδήγησε κατόπιν διαταγής του Δία στην Αίγυπτο, στις καλλιπάρθενες ροές τον Νείλου (στ. 1), στην Αυλή του βασιλιά Πρωτέα (στ. 4). Ο Πάρις αγνοώντας το γεγο νός πήρε στην Τροία ένα ομοίωμά της, ένα «έμπνουν εΐδωλον» φτιαγμένο από αιθέρα και από την Ήρα (στ. 33-34). Γύρω από αυτό το ομοίωμα «ψυχαί πολλαί έπί Σκαμανδρίοις/ροαϊσιν έθανον» (=«χάθηκαν τόσες ψυχές στα νερά του Σκαμάνδρου», στ. 52-53), έτσι ώστε «μισεί γάρ Ελλάς πάσα» (στ. 81) την κόρη του Δία και της Λήδας. Την εκ δοχή του Ευριπίδη δέχεται και ο Γκαίτε (Ελένη, μτφ. Θρασύβουλου Σταύρου, Εταιρεία Σπουδών Μωραίτη, Αθήνα 1979, σελ. 56) και ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ στο έργο του Die agyptische Helena, Η Αιγύπτια Ελένη). 10. Πρβλ. Ευριπίδου Ελένη, στ. 109: «ώ τλήμον Ελένη, διά σ’ άπόλλυνται Φρύγες» (=«ω δυστυχισμένη Ελένη, εξαιτίας σου καταστράφηκαν οι Φρύγες»). 11. Βλ. Ευριπίδου Ελένη, στ. 196-199: «’Ιλίου κατασκαφαί/ πυρί μέλουσι δαίφ/δΓ έμέ τάν πολυκτόνον,/δΓ έμόν όνομα πολύπονον» (=«Για το ξεθεμέλιωμα του Ιλίου φροντίζει η φωτιά των εχθρών, κι όλ’ αυτά γίνονται εξαιτίας μου, που προκάλεσα τόσους φόνους, και εξαιτίας του ονόματός μου, που έφερε τόση δυστυχία»)· στ. 236-237: «έπί τό δυστυχέστατον/κάλλος» (=«στην κακότυχη ομορφιά»)· στ. 255: «φίλαι γυναίκες, τίνι πότμφ συνεξύγην;» (=«φίλες μου, με ποια κακιά μοίρα έχω συνδεθεί;»)· στ. 304-305: «αί μέν γάρ άλλοι διά τό κάλλος εύτυχείς/γυναικες, ήμας δ’ αύτό τοϋτ’ άπώλεσεν» (=«κι ενώ τις άλλες γυναίκες η ομορφιά τους τις κάνει ευτυχισμένες, εμένα με κατέστρε ψε»)· στ. 363-365: «τά δ’ έμά δώρα/Κύπριδος ετεκε πολύ μέν αίμα,/πολύ δέ δάκρυον» (=«τα δώρα που μου χάρισε η Αφροδίτη γέννησαν πολύ αίμα και πολλά δάκρυα»), 12. Ευριπίδου Ελένη, στ. 72-73. 13. Ευριπίδρυ Ελένη, στ. 424-426. 14. Ευριπίδου Ελένη, στ. 238. 15. Ευριπίδου Ελένη, στ. 363-365· βλ. και Γκαίτε Ελένη, σελ. 78-79. 16. Πρβλ. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Η Ελένη» τον Γιάννη Ρίτσου, στο: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος 1981, σελ.. 547. 17. Για τη γόνιμη σύγχυση του μύθου με την ιστορία και την αυτοβιογραφία βλ. Γιώργου Βελουδή, Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος 1984, σελ. 51 κ.επ. 18. Ο Γκαίτε θέλει την Ελένή να αγαπά τον Πάτροκλο (σελ. 54-55) και να σμίγει ερωτικά με τον Αχιλλέα (σελ. 56): «εί δωλο εκείνος κι είδωλο εγώ σμίξαμε». 19. Ευριπίδου Ελένη, στ. 109.
τ ο σ τό μ α , σ α ν ν α ή τ α ν ο α κ ρ ο γ ω ν ια ίο ς λ ίθ ο ς του ο ικ ο δ ο μ ή μ α το ς της σ ιω π ή ς τη ς, τ ο α φ ή ν ει ν α π έ σ ει σ το τ έλ ο ς του π ο ιή μ α τ ο ς , ό τ α ν ο μ ο λ ο γ εί ό τ ι θ έλει ν α π α τ ή σ ει με τις μύτες τω ν π ο δ ιώ ν σ το ν α έ ρ α , όπου μ ένει δαρειά ή ανάσα τή ς σιω πής (2 8 8 ), ο α ρ χ α ιό τ ερ ο ς, ο α λ η θ ιν ό ς ή χ ο ς. 20. Γκαίτε Ελένη, σελ. 54. 21. Στον Ρίτσο η έννοια της ιστορίας ταυτίζεται με την ιστορι κή στιγμή, και ιστορική στιγμή είναι μόνο το παρόν. Το παρελθόν είναι παρωχημένο παρόν και το μέλλον ένας προβολέας στο ιστορικό παρόν. Γι’ αυτό το παράδοξο βλ. Βελουδή, ό.π., σελ. 59 κ.επ. 22. Βλ. και Μιχάλη Μερακλή, Η «Τετάρτη Διάσταση» τον Γιάννη Ρίτσου, στο: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέ δρος, 1981, σελ. 518. 23. Ευριπίδου Ελένη, στ. 582: «Ούκ ήλθον ές γην Τριμάδ’ άλλ’ εΐδωλον ήν». 24. Ευριπίδου Ελένη, στ. 666-668: «Ούκ έπί βαρβάρου λέκτρα νεανία/πετομένας κώπας/πετομένου δ’ έρωτος άδικων γά' μων...». 25. Ευριπίδου Ελένη, στ. 795: «Άθικτον εύνήν ϊσθι σοι σεσωσμένην». 26. Ευριπίδου Ελένη, στ. 49. 27. Ευριπίδου Ελένη, στ. 839: «θανόντος σοϋ τόδ’ έκλείψειν φάος». 28. Ευριπίδου Ελένη, στ. 255, 648. 29. Γκαίτε Ελένη, σελ. 37. 30. Γκαίτε Ελένη, σελ. 42, 45, 48. 31. Γκαίτε Ελένη, σελ. 38. 32. Βλ. και Μερακλή, ό.π., σελ. 537. ' 33: Πρβλ. Μερακλή, ό.π., σελ. 541. 34. Ευριπίδου Ελένη, στ. 255. 35. Πρβλ. Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, ό.π., σελ. 549- Τάσου Λειβαδίτη, Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου - Μικροί διαλογι σμοί πάνω σ’ ένα μεγάλο θέμα, στο: Γιάννης Ρίτσος - Με λέτες για το έργο του - Διογένης 1976, σελ. 248. Αντίθετα η Ελένη του Ευριπίδη διηγείται στις δούλες της ότι οι πε ριστάσεις του βίου της υπήρξαν τέρας, δηλαδή παράδοξα πράγματα, για τα οποία ευθύνεται απ’ τη μια μεριά η Ή ρα και από την άλλη η ομορφιά της (στ. 260-261). 36. Ευριπίδου Ελένη, στ. 52-53, 383-385. Βλ. και Γκαίτε Ελέ νη, σελ. 78-79 (διάλογος με τον Φάουστ). 37. Πρβλ. Κρεσέντσιο Σαντζίλιο, Μύθος και ποίηση στον Ρί τσο, Κέδρος 1978, σελ. 109. Μιχάλης Μερακλής, ό.π., σελ. 525. 38. Γιάννη Ρίτσου Ό ταν έρχεται ο ξένος (Τετάρτή Διάσταση, σελ. 295). 39. Γιάννη Ρίτσου Το νεκρό σπίτι (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 109). Βλ. και τις παρατηρήσεις του Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 526. 40. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με τους νεκρούς στα ποιή ματα του Τάσου Λειβαδίτη. 41. Σαντζίλιο, ό.π., σελ. 110.' 42. Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σελ. 245· Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Για λίγο καλοκαίρι - «Η Χρυσόθεμις» κι ένα γράμμα για μας, στο: Γιάννης Ρίτσος - Μελέτες για το έργο του, Διογένης 1976, σελ. 132. 43; Ό πως επιτυχώς λέει ο Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννη Ρίτσου «Φιλοκτήτης», Υπόδειγμα μιας αληθινά μεγάλης ποίησης στο: Γιάννης Ρίτσος - Μελέτες για το έργο του, Διογένης 1976, σελ. 229, πρόκειται για το μεγάλο δέος μπροστά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Πρβλ. και Σαντζίλιο. ό.π.. σελ. 111. 44. Γιάννη Ρίτσου Ισμήνη (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 215). 45. Γιάννη Ρίτσου Κάτω απ’ τον ίσκιο τον βουνού (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 142), 46. Γιάννη Ρίτσου Αγαμέμνων (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 62). 47. Πρβλ. Γιάννη Ρίτσου Το νεκρό σπίτι (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 102): «κι έβλεπαν κ’ οί ίδιοι τόν έαυτό τους/μέ τό γυ μνό σκελετό τους μέσα στό γυαλί, κι άύτόν γυάλινο,/εύ θραυστον, δίχως καταφύγιο πιά κανένα...». 48. Βλ. και Σαντζίλιο, ό.π,, σελ. 119.
αφιερωμα/111 49. 50. 51. 52. 53. 54.
55. 56. 57. 58. 59. 60. 61. 62. 63. 64. 65. 66.
67. 68. 69. 70. 71.
Ευριπίδου Ελένη, στ. 56. Ευριπίδου Ελένη, στ. 1528 και 1570. Ευριπίδου Ελένη, στ. 54. Ευριπίδου Ελένη, στ. 66. Ευριπίδου Ελένη, στ. 199. Πρβλ. Ευριπίδου Ελένη, στ. 63-67: «Τόν πάλαι δ’ εγώ πόσιν/ τιμώσα Πρωτέως μνήμα προσπίτνω τόδε/ίκέτις, ΐν’ άνδρί τάμά διασώση λέχη,/ώς, εΐ καθ’ Έλλάδ’ δνομα δυσκλεές φέρω,/μή μοι τό σώμά γ’ ένθάδ’ αισχύνην όφλη». Αυτό το μαζί ύπαινίσσεται σαφώς τόν Πάρη. Ευριπίδου Ελένη, στ. 27, 235, 304-305. Ευριπίδου Ελένη, στ. 382. Γκαίτε Ελένη, σελ. 38. Γκαίτε Ελένη, σελ. 48. Πρβλ. Κώστα Τοπούζη, Γιάννης Ρίτσος: Πρώτες σημειώ σεις στο έργο τον, Κέδρος 1979, σελ. 34. Γκαίτε Ελένη, σελ. 51. Γκαίτε Ελένη, σελ. 68. Σκονισμένη αποθήκη μπορεί κάλλιστα να είναι ένας πα λιός, σκονισμένος καθρέφτης όπου αποθηκεύεται, όπως είπαμε πιο πάνω, ο χρόνος. Πρβλ. και Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 522, 540. , Γιάννη Ρίτσου Χειμερινή Διαύγεια (Τετάρτη Διάσταση, σελ. 25). Πρβλ. και Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 524: «στην Τετάρτη Διάσταση το πρόβλημα του χρόνου διεκτραγωδείται ως ένα κατεξοχήν, πια, υπαρξιακό-ατομικό-προσωπικό πρό βλημα, όχι ως πρόβλημα της ιστορίας». Δανείζομαι τον όρο από το Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 541. Βλ. Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 526. Πρβλ. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, ό.π., σελ. 551. Οι λέξεις «υλοποιούν» την απουσία· βλ. Τοπούζη, ό.π., σελ. 23. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λέξεις είναι, όπως η Ευριπίδειος Ελένη, έμπνοα είδωλα όνομάτων, για τα οποία γί νεται «ο μεγάλος πόλεμος» του Ανθρώπου με τον Λόγο
72.
73. 74. 75. 76. 77. 78.
79. '
80.
81. 82.
αιώνες τώρα. Πρβλ. Γιάννη Ρίτσου Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού (Τε τάρτη Διάσταση, σελ. 139): «Τά λούκια/σάν κουρασμένα λαρύγγια μπουκωμένα σιωπή». Βλ. και Τατιάνα ΓκρίτσηΜιλλιέξ, ό.π., σελ. 551. Πρβλ. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, ό.π., σελ. 552' Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 522. Ευριπίδου Ελένη, στ. 601: «έλασσον τοΰνομ’ ή τό πράγ μα». Ευριπίδου Ελένη, στ. 260. Γκαίτε Ελένη, σελ. 39. Πρβλ. Μιχάλη Μερακλή, ό.π., σελ. 538κ.επ. Βλ. Τάσου Λειβαδίτη, Γιάννη Ρίτσου: «Φιλοκτήτης» Υπόδειγμα μιας αληθινά μεγάλης ποίησης», στο: Γιάννης Ρίτσος - Μελέτες για το έργο του, Διογένης, 1976, σελ. 229: «ο θάνατος αντιμετωπίζεται με δέος: όχι απλώς με τρόμο, αλλά και με σεβασμό». Τ« ίσως του Ρίτσου ονοματοδοτούν κατά τον Τάσο Λειβαδίτή (Η Ποίηση τον Γιάννη Ρίτσου - Μικροί διαλογισμοί πάνω σ’ ένα μεγάλο θέμα, στο: Γιάννης Ρίτσος - Μελέτες για το έργο του, Διογένης 1976, σελ. 242) τον Μεγάλο Δι σταγμό, που κάνει τον ποιητή να διαισθάνεται τα πράγμα τα στην πιο ακατάπαυστη, ανεξήγητη και σιωπηλή τους κίνηση. Πρβλ. και Γιώργου Βελουδή, ό.π., σελ. 128. Το «πόυλί» επιλέγεται συνειδητά: είναι η αποθέωση της ελευθερίας. Όπως σημειώνει ο Τάσος Λειβαδίτης (Γιάννη Ρίτσου: «Ορέστης» - Ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάσει, στο: Γιάννης Ρίτσος - Μελέτες για το έργο του, Διογένης 1976, σελ. 235), το κύριο πρόβλημα που απασχολεί τον ποιητή είναι η ανθρώπινη ελευθερία. Για τα πουλιά στην ποίηση του Ρίτσου βλ. Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Η γέννηση της λέξης, στο: Γιάννης Ρίτσος Μελέτες για το έργο του, Διογένης 1976, σελ. 113. Ευριπίδου Ελένη, στ. 1009-1110: «τάν άοιδοτάταν όρνιθα μελφδόν/άηδόνα δακρυόεσσαν». Ευριπίδου Ελένη, στ. 244-245: «με χλοερά δρεπομέναν/έσω πέπλων ρόδεα πέταλα».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΙΛΕΑΝΑ ΤΟΥΝΤΑ Α ρ μ α το λ ώ ν κα ι Κ λεφτώ ν 48, 11471 Α θ ή να , Τηλ. 6439466
Χ.Γ. ΛΑΖΟΣ
ΛΙΖΗ ΚΑΛΛΙΓΑ Φωτογραφική περιήγηση παληού εργοστασίου με ένα κείμενο του Γιώργου Τζιρτζιλάκή 98 μαυρόασπρες φωτογραφίες 15 έγχρωμες Δρχ. 2.200
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Σ τ ο Κ έ ν τ ρ ο Σ ύ γ χ ρ ο ν η ς Τ έ χ ν η ς λ ε ι τ ο υ ρ γ ε ί β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο μ ε ό λ ε ς τ ις Ε λ λ η ν ι κ έ ς κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ έ ς ε κ δ ό σ ε ι ς
112/αφιερωμα
Οζντεμίρ Ιντσέ
τον Γιάννη Ρίτσο
Στις 10 Αυγούστου 1971, διέσχιζα πάνω σ’ ένα ιστιοφόρο μήκους εννέα μέ τρων τον πορθμό που χωρίζει την Τουρκία από τη Σάμο. Η τουρκική πλευρά ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι■ στην ελληνική παραλία αναβόσβηναν τα φώτα του Πυθαγόριου. Σκεφτόμουνα, τον μεγάλο ποιητή, που ήταν φυλακισμένος μες στο ίδιο του το σπίτι, εκεί κάτω, στην άλλη άκρη του νησιού, στο Καρλόβασι. ερικά χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ερ α , σ ’ α υτό το ίδιο σ πίτι, ο Γ ιάννης Ρ ίτσος θ α μου ’λεγε: «Ν α ’σ α ι κ ρ α τούμ ενος στα ν η σ ιά , στα σ τρ α τόπ εδα σ υγκ έντρω ση ς, ήτα ν π ιο εύ κολο. Ή τ α ν ο ι σ ύ ν τ ρ ο φ ο ι, μπ ορ ού σ α ν α μιλήσω , μερικές φ ορ ές μά λισ τα μπ ορ ού σ α ν ’ α κού σω κα ι ρ α δ ιό φ ω νο . Ε δώ όμω ς, μες στο ίδιο μου το σπίτι, ήτα ν π ολύ π ιο επ ώ δ υ νο. Ε ίχ α ν α π α γ ο ρ έψ ει σ το υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς του Κ α ρ λόβα σι ν α μου μιλά νε. Τ ο τηλέφ ω ν ο ήτα ν κ ομ μένο. Δ ε ν είχα το δικ αίω μά ν α γ ρ ά φ ω γράμματα· μου έκ λεβα ν την α λλη λο γρ α φ ία μου. Ό σ ο ι τολμ ούσ α ν ν α μου α π ε υ θ ύ ν ο υ ν το λ ό γ ο τ ιμ ω ρού ντα ν, α κόμα κι α ν με είχ α ν μονά χα χα ιρετή σει! Ό τ α ν π ή γ α ιν α ν α κολυμ πή σω , η θ ά λα σ σ α ά δ εια ζε, ο ι υ π ό λ ο ιπ ο ι κολυμ βητές α π ο μ α κρ ύ νο ν τ α ν . Ω στόσο, μερικοί δε δ ίσ τ α ζα ν ν α α ψ ηφ ήσ ου ν τις π ιέσεις κα ι τις κά θ ε είδ ο υ ς τιμω
Μ
ρ ίες κα ι ν α μου μ ιλά νε ενώ ή ξ ερ α ν τι μ π ο ρ ο ύ σε ν α τ ο υ ς κοσ τίσει α υτό το θά ρ ρ ο ς. Μ ερ ικ ές φ ο ρ ές δ εν ά ντ εχ α ά λλο , κα ι έβ γ α ιν α μετά τα μ εσά νυ χτ α . Έ β γ α ιν α μες στη βρ ο χή , μες στο κ ρ ύ ο , μες στη θ ύελλα κ α ι π ερ π α τ ο ύ σ α . Α κ ό μ α κα ι σ’ α υτές τις α π ρ ό ο π τ ες, νυ χ τ ερ ιν ές π ο ρ είες, ο ι α στυ νο μ ι κ ο ί ήτα ν π ίσω μου. Μ πο ρ εί ν α κ ρ α το ύσ α ν α ιχ μάλω το το σώ μα μου, εγώ όμω ς κρ ά τα γ α τ ο ν κ ό σ μο ο λόκ ληρ ο μες στη φ α ντ α σ ία μου. Ή τ α ν π α ρ ώ ν κά θ ε π ρ ω ί ό τα ν κ α θ ό μ ο υ ν στο τ ρ α π έζι μου, η π οίησ η εκ δικιό τα ν ό λ ο υ ς τ ο υ ς τυρ ά ννο υ ς!» . Σ τις 11 Α υ γ ο ύ σ τ ο υ 1971, στην εσωτερική αυλή μια ς τ α β έρ να ς στο Μ πο ντρ ο ύμ , ά κ ο υ γα σ ’ ένα ηλεκτρ όφ ω νο δ ίσ κ ο υ ς του Θ εοδω ρ ά κη , το «Ζ» κα ι την «Κατάσταση πολιορκίας». Στην Ε λ λά δα ή τα ν το κα θεσ τώ ς τω ν σ υνταγμ α ταρ χώ ν, στην Τ ο υ ρ κ ία τω ν στρατηγώ ν. Π ώ ς ν α ξεχω ρ ίσεις τη
αφιερωμα/113 μ ο ίρ α της Ε λ λ ά δ α ς α π ό τη μ ο ίρ α της Τ ο υ ρ κ ία ς; Ή μ α ο τ α ν δ ιπ λ ά σ π α ρ α γ μ έν ο ι, δ ιπ λ ά π λη γω μ έ ν ο ι. Ο ι π ερ ισ σ ότ ερ οι φ ίλο ι μου ή τ α ν στη φ υ λ α κή. Τ ο ν α ’σ α ι ελεύ θ ερ ο ς κ α τ α ντ ο ύ σ ε σ χε δ ό ν α ν υ π ό φ ο ρ ο . Ό μ ω ς , εκείνη τη ν ύ χ τ α , έτυχε κα ι με σ υ λλ ά β α ν ε. Μ ε π ή γ α ν στη Σ μ ύρ νη , ύ στερ α στην Ά γ κ υ ρ α , κ α ι το μ ο ν α δ ικ ό β ιβ λίο π ο υ μ π ό ρ εσ α ν α κρατήσω τις εβ δ ομ ά δ ες της α νά κ ρ ισ η ς κ α ι της κρ ά τησ ης ή τα ν τ ο σ ύγγ ρ α μ μ α της Χ ρ ύσ α ς Π ρ οκ οπ ά κ η γ ια τ ον Γ ιά ννη Ρ ίτσο. 'Ε να β ρ ά δυ του Α υ γ ο ύ σ τ ο υ , τ ο 1978, τ ο τ α ξί σ τα μά τησ ε μπ ρ οσ τά σ το σ π ίτι το υ Γ ιά ννη Ρ ίτσου σ το Κ α ρ λό β α σ ι. Σ το β ά θ ο ς του κή π ο υ το σπίτι ή τ α ν κ α τά φ ω το, λ ες κι ήτα ν μέρα. Ή τ α ν μια ό μ ορ φ η β ρ α δ ιά με π α ν σ έλ η νο . Ο Ρ ίτ σ ο ς φ ά νη κ ε στην π ό ρ τ α - κι έτσι τ ο ν σ υ ν ά ν τ η σ α γ ια πρώτη φ ο ρ ά . Σ το μ έλλον θ α τ ο ν ξ α ν ά β ρ ω π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς - μ όν ο τ ο 1981 ο π οιή τή ς θ α μου δώ σ ει την ά δ εια ν α κρατήσω σ ημειώ σεις π α ρ ο υ σ ία τ ο υ . Τ ο κ είμ εν ο π ο υ α κ ο λ ο υ θ εί είν α ι η σ ύνθ εση τω ν δ ια φ ό ρ ω ν σ υζη τή σεώ ν μας.
Δ Ε Ν Μ Π Ο Ρ Ο Υ Μ Ε ν α κ ρ ίν ο υ μ ε έν α π ο ίη μ α α π ό το π ερ ιεχ ό μ εν ό τ ο υ . Α υ τ ό π ο υ έχει σ ημα σία είν α ι ν α είν α ι π οίη σ η . Μ ό νο ό τ α ν είν α ι π ο ιη τικ ό έν α κ είμ ενο ολοκ λη ρ ώ νει το π ερ ιεχ ό μ εν ό τ ο υ. Δ ε ν ά ρ κ εί έν α κ είμ ενο ν α π ερ ιέχ ει σ ω σ τές κι α λη θ ιν ές ιδέες γ ια ν α είν α ι π οίη μ α . Π ρ έπ ει ν α δ ο υ λε ύ ο υ μ ε α δ ιά κ ο π α , δ εν μ π ο ρ ο ύ με ν ’ α να κ α λύ π τ ο υ μ ε π α ρ ά δ ο υ λ ε ύ ο ν τ α ς μ ό ν ο , κι α να κ α λ ύ π τ ο ντ α ς τ ο ν εα υ τ ό μ α ς, α να κ α λύ π τ ο υ μ ε τ ο σ ύ μ π α ν . Α ν έν α ς π οιη τή ς π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ει α υ τ ό π ο υ είχε επ ιθ υμ ή σ ει, δ εν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α π ο ύ με ό τι π έτ υ χ ε- για τ ί έν α ς π οιη τή ς ο φ είλ ει ν α ξ ε π ερ ν ά ει τ ις επ ιθ υ μ ίες τ ου. Η κα τα σκ ευή τω ν σ τίχω ν είν α ι π ο λ ύ σ η μ α ντι κή , η θέση μια ς λέξη ς δ εν μ π ορ εί ν ’ α λ λ ά ζ ει στην τύχη . Π ρ έπ ει ν α είμα σ τε π ο λ ύ π ρ ο σ εχ τ ικ ο ί σ τις μ ετα φ ρ άσ εις. Μ ου λ έν ε π ω ς γρ ά φ ω π ο λ ύ . Α ς σ κ εφ τ ο ύ ν ε τον α ρ ιθ μ ό τω ν στίχω ν π ο υ έγ ρ α ψ ε ο Ό μ η ρ ο ς , τον α ρ ιθ μ ό τω ν έρ γω ν π ο υ έγ ρ α ψ ε ο Α ισ χ ύ λ ο ς ή ο Σ οφ οκ λής! Α ν έβ λ επ α ν ό λ α ό σ α δ εν δ ημοσ ιεύω , ό λ α ό σ α σ κίζω κ α ι π ετ ά ω , σ ίγ ο υ ρ α θ α έμ ενα ν έκ πλ η κ τοι. Δ ο υ λ εύ ω π ο λ ύ . Η δ ο υ λ ε ιά είν ’ ένα χα ρα κ τη ρ ισ τικ ό της ελληνική ς φ ύσ ης. Έ ν α ά τ ο μο δ εν μ π ορ εί ν α ’ν α ι σ υ ν ά μ α Έ λ λ η ν α ς κ α ι τε μπ έλης. Ο ι Έ λ λ η ν ες κ υ ρ ιά ρ χ η σ α ν στη φ ύσ η κα ι στην ισ τορ ία δ ο υ λ ε ύ ο ν τ α ς. Δ ε μ’ α ρ έσ ει ο β υ θ ό ς της θ ά λ α σ σ α ς , μ’ α ρέσει η επ ιφ ά ν ειά της, είν α ι μια φ υσική κατά στα ση . Τ ο ν ερ ό δ εν είν α ι η φ ύσ η του α νθ ρ ώ π ο υ . Η φ ύση το υ ε ίν ’ η γη . Δ ε ν μ π όρ εσ α ν α κερδ ίσω χρ ήμ ατα με την π οίησ ή μου. Ά ρ α γ ε ο ά νθ ρ ω π ο ς π ερ ιμ έν ει α ν τ α μοιβή ότ α ν π ρ ο σ εύ χ ετ α ι σ το Θ εό; Ε γώ γρ ά φ ω π οίησ η σ α ν α π ρ ο σ ευ χ ό μ ο υ να . Π ρ έπ ει δ ε ν α
ο μ ο λ ο γή σω επ ίσ η ς, π ω ς α π ό την η λ ικ ία τω ν σ α ρ ά ν τ α εν ν έα ετώ ν κ α ι έπ ειτ α , ζω χά ρη στα β ι β λ ία μου. Α ν α ρ ν ιέμ α ι ν α χρ η σ ιμ ο π ο ιή σω γρ α φ ο μ η χ α ν ή , είν α ι γ ια τ ί δ ε θέλω μεσολά βη ση α νά μ ε σ α στο χ έ ρι μου κ α ι στο χ α ρ τ ί, έχω ά νά γκ η την επ α φ ή τ ο υ , ό π ω ς έχω α νά γκ η την επ α φ ή μ ια ς ζ ω ντ α νή ς ύ λη ς. Ν ιώ θ ω α κ ό μ α ω ς σ χε δ ό ν φ υσ ική την α ν ά γκη το υ τσ ιγ ά ρ ο υ , - π α ρ ά ξ ε ν ο π ρ ά γ μ α - σ α ν ν α είν α ι κ ομ μά τι της γ ρ α φ ή ς ό π ω ς κ α ι το μ ολύβι. Σ τα σ τρ α τ ό π εδ α συγκ έντρω ση ς μ α ς α π α γ ό ρ ευ α ν τα π ά ν τ α . Ε ίχ α μ ε βρ ει ό μω ς κομ μ α τά κ ια χ α ρ τ ί, π ο υ π ά ν ω τ ο υ ς έγ ρ α φ ες , είτε σ τις τ ο υ α λ έ τ ες, είτε κάτω α π ό τις κ ο υ βέρ τες. Έ κ ρ υ β α τα π ο ιή μ α τ ά μου μέσα σε ά δ εια μ π ο υ κ ά λια , π ο υ στη σ υ ν έχ εια τα έθ α β α . Μ ετά τ ο τ έλο ς της φ υλ άκ ισή ς μ ο υ , τ α ξ α ν α β ρ ή κ α ό λ α . Γ ρ ά φ ο ν τ α ς, ο ξ ύ ν θ η κ ε η α ντίσ τα σ ή μ ο υ - κ α ι, α κ ό μ α , ζω γρ α φ ίζο ν τ α ς: Τ α σ χέ δ ια π ο υ έκ α ν α π ίσ ω α π ό τα π α κ έτ α τ α Κ α ρέλ ια ή π ά ν ω σ τις π έτ ρ ες με β ο ή θη σ α ν ν α ξ επ ερ ά σω τη μ ο ν α ξιά κ α ι την κα τα π ίεσ η . Ί σ ω ς , α κ ό μ α , κ α ι ν α μ’ εμ π ό δ ισ α ν ν α τρ ελα θ ώ . Δ ε ν μ π ό ρ εσ α ν ’ α π ο χτή σ ω κ α λές σ υνθ ήκες δ ο υ λ ε ιά ς π α ρ ά στην ηλ ικία τω ν σ α ρ ά ντ α εν ν ιά χ ρ ό ν ω ν . Ν ω ρ ίτ ερ α δ ο ύ λεψ α σ α ν επ ιμελητής σε κ ά π ο ιο ν εκ δο τικ ό ο ίκ ο . Μ ου χρη σ ίμ εψ ε π ο λύ . Δ ιά β α σ α εκεί κα ι ξ α ν α δ ιά β α σ α ό λ ο τ ο ν Ν το σ το γ ιέφ σ κ ι. Π ρ ο η γ ο υ μ έν ω ς είχ α δ ο υ λέψ ει σ ’ έν α θ έα τρ ο , δ ύσ κολη δ ο υ λ ε ιά , κι ε π ιπ λ έο ν έπ ρ επ ε ν α φ ρ ο ντ ίζω κα ι τ ο υ ς δ ικ ο ύ ς μου. Μ ου έλειπ ε ο ύ π ν ο ς π ά ρ α π ο λ ύ . Ε κ είνη την επ ο χή δ ε ν είχ α εκ δότη κα ι χρ ειά σ τη κ ε ν α χρ ημ ατοδ οτή σω μ ό νο ς μου τ ις εκ δό σ εις μου. Μ ό λις μ ά ζευ α λεφ τά α π ό την έκ δοση εν ό ς βιβλίο υ έβ γ α ζ α τ ο επ ό μ ε νο . Α υ τ ό κ ρ ά τησ ε μέχρι την έκδοση της Σ ονά τας του σεληνόφω τος. Η κα τά στα ση βελτιώ θηκε α π ό το 1956 κ α ι, μετά , ό τ α ν π ή ρ α τ ο ελλ η νικ ό κρ α τικό βρ α β είο π ο ίη σ η ς. Ε π ιτ έλ ο υ ς α π ό κ τ η σ α έν α σ υμ β ό λ α ιο με τ ο ν εκ δοτικό ο ίκ ο Κ έδρο κ α ι, π α ρ ό λ ες τις δ ιά φ ο ρ ες π ρ ο τ ά σ εις π ο υ μου έ γ ιν α ν , δ εν τ ο ν ά φ η σ α π ο τ έ. Η π ίστη είν α ι έν α σ ημα ντικ ό π ρ ο τ έ ρημ α γ ια μένα .
Μ’ αρέσει επίσης, καθώς ξέρετε, κι ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης. Έχω διαπιστώσει όμως ότι δεν είναι τόσο δημοφιλείς όσο εσείς. Πέρα από τη δη μοτικότητα σας, αντιπροσωπεύετε για τη χώρα σας ένα μύθο. Μιλώντας μου για σας, μια μέρα, ένα γκαρσόνι, μου ’δείξε την κορφή ενός βουνού, και το ’κάνε για να δείξει εσάς. Σ Τ Η ζω ή μο υ , η π ολιτική μέτρησε ό σ ο κ α ι η π ο ίη σ η . Η πηγή του « μύθου Ρ ίτσο ς» , α ν υ π ά ρ χ ε ι, δε βρ ίσκ εται μ ό ν ο μες στην π ο ίη σ η , α λλά σ τη ν π ο λιτικ ή μου ζω ή.
Και η προσωπική σας ζωή; Ε Κ Τ Ο Σ α π ό τη γυ ν α ίκ α μου κ α ι την κόρη μο υ , στην ο υ σ ία δ εν έχω ο ικ ο γ έν εια . Ε ίμ α ι μ ό ν ο ς, ο λ ο μ ό να χ ο ς . Π ρ ο έρ χ ο μ α ι α π ό έν α α ρ ισ τ ο κ ρ α τι
114/αφιερωμα κ ό π ερ ιβ ά λ λο ν κ α ι οΐ δικ ο ί μου δε δέχτηκα ν π οτέ το ότι είμα ι κομ μου νισ τής. Γ ι’ α υτ ο ύ ς ήμ ο υν π ά ν τ α α νύ π α ρ κ τος. Ί ω ρα όμω ς π ο υ η φήμη μου ως ποιητή α πλώ θ ηκ ε σ ’ ό λο τον κ όσ μο, π ρ ο σ π α θ ο ύ ν με τ ον τ ρ ό π ο τ ο υ ς, ν α ε π α να σ υ ν δ ε θ ο ύ ν μα ζί μου. Ό τ α ν μου τη λ εφ ω νο ύν, τ ο υ ς κλείνω το τη λέφ ω νο. Η μια α π ό τις μεγά λες μου α δελ φ ές έχει μια κόρη κι έν α γιο: α υτ ο ύ ς τ ο υ ς α γα π ά ω π ο λύ . Έ ν α ς α π ό τ ο υ ς α νιψ ιο ύ ς μου είν α ι συνθέτης. Μ ια α π ό τις μ εγα λύτερ ες π ίκ ρ ες υ π ή ρ ξε για μένα ότ α ν είδ α το γ ιο του ξ α δ έλφ ο υ μου δ ιο ρ ισμ ένο α π ό τ ο υ ς σ υντα γ μ α τά ρ χες κυβερνήτη της Α θ ή ν α ς , ενώ εγώ ή μ ουνα σε σ τρ α τό π εδο σ υγκ έντρω σης·
Ξέρετε καλά γαλλικά όπως και αγγλικά. Έτσι δεν είναι; Τ Η Ν π ερ ίο δ ο π ου ήμ ο υνα φ υλ α κ ισ μ ένο ς, μελέ τησα τ α γ α λλ ικ ά π ρ ώ τα , έπ ειτα τ ’ α γγλ ικ ά . Ε ίχ α μια εξαιρετική μνήμη κ α ι την έχω π ά ν τ α . Α ρ κ εί ν α δω μια λέξη για μια φ ο ρ ά μ ό ν ο κα ι τη σ υ γκ ρατώ . Δ ε μιλάω κα λά α γγλ ικ ά , α ντίθ ετα όμω ς μπορώ π ολύ εύ κολα ν α δ ια βά σω κείμ ενα λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ά κα ι φ ιλοσ οφ ικ ά γρ α μ μ ένα στ’ α γγλ ικά .
Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η σχέση της μυθο λογίας με τη σύγχρονη ποίηση; Πολύ συχνά ανα φέρεστε στο παρελθόν για να περιγράψετέ το πα ρόν. Επιπλέον, αυτό χαρακτηρίζει πολλούς Έλλη νες ποιητές. Σ Τ Η Ν ελληνική μ υ θ ο λο γία υ π ά ρ χ ο υ ν στο ιχεία π ο υ π α ρ α μ έν ο υ ν για μας σ ύ γχ ρ ο ν α . Ε ξ ά λ λ ο υ , το ίδιο α υτό φ α ιν ό μ ε νο το σ υνα ντά μ ε σε ό λες τις π α γ κ όσ μ ιες μυ θ ολογίες. Ε ά ν μια μ υ θ ο λο γία έχει π α γ κ ό σ μ ιο χα ρα κτή ρ α, σ υμβ άλλει στην α νά π τ υ ξη της π οίη σ η ς κα ι της τέχνης. Η ελληνική μυ θ ο λ ο γ ία δ εν είν α ι ιδιοκ τη σία μα ς, εδώ κα ι α ιώ νες α π οτ ελεί για τη Δ ύ σ η πηγή έμ πνευση ς. Ό χ ι μό ν ο τα ο ν όμ α τ α τω ν ηρώ ω ν κα ι τω ν θεώ ν, αλλά π ολύ π ερ ισ σ ότερ ο ο ι α ντιλή ψ εις, τα γε γο ν ό τ α κ α ι τα σ υναισ θ ή μ α τα π ο υ εκ φ ρ ά ζο ν τ α ι με τη μυ θ ο λ ο γία μ π ορ ού ν ν α εμ π νεύ σ ο υ ν κ ά π ο ιο υ ς σ υ γ γρ α φ είς , ο ι ο π ο ίο ι ίσω ς κ α ι ν α μην έχ ο υ ν α ρ χ α ία ελληνική κ α ι λα τινικ ή μόρφω ση.
Παρόλο που εμείς οι Τούρκοι είμαστε μουσουλμά νοι, δεν μας είναι, ωστόσο, ξένες αυτές οι πνευμα τικές πηγές που αναφέρετε. Στα παιχνίδια μας, στους χορούς μας, στις παραδόσεις μας, πολύ συ χνά αναγνωρίζει κανείς την επίδραση των αρχαίων λαών της Ανατολίας, των Χετταίων, των Φρυγών όπως και των Ιώνων. θυμάμαι ακόμα, ότι σ’ ένα ποίημά σας κάποιος μαζεύει ένα κομμάτι ψωμί από κάτω και το βάζει στο πρεβάζι ενός παράθυ ρου. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Σύμφωνα με την παράδοση, ένα «σιμίτ» ή ένα κομμάτι ψωμί, αν το βρει κάποιος καταγής, πρέπει να το φιλήσει τρεις φορές, να το ακουμπήσει στο μέτωπό του κι ύστε ρα να το βάλει σ’ ένα μέρος που να μην μπορεί να το πατήσει κανείς. Οι παραδόσεις για τ’ αμπέλια και το στάρι υπάρχουν επίσης και στην Τουρκία.
Όταν ήμουνα παιδί, οι ζητιάνοι της Ανατολίας ζητούσαν ελεημοσύνη στ’ όνομα της Παρθένου. Την ποίησή σας την αγαπάμε τόσο πολύ στην Τουρκία, ακριβώς γιατί μοιραζόμαστε πολλές πνευματικές αξίες. Τ Ο ΙΔ ΙΟ θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν α π ω κ α ι γ ια τ ο ν Ν α ζ ίμ Χ ικμέτ, του ο π ο ίο υ έχω μ ετα φ ρ άσ ει π οιήμα τα . Ε π α ν εκ δ ό θ η κ α ν π ο λλές φ ο ρ ές στην Ε λ λά δα .
Τ ο Σεπτέμ βρη του 1981, έφ τα σα στο Κ α ρ λό βα σ ι, στην πλώ ρη του Ίκα ρον. Β ρ ή κα τ ο ν Ρίτσο στο τ ρ α π έζι της δ ο υλειά ς. Ή τ α ν γεμ ά το χα ρτιά . Λ ίγ ες μέρες α ργ ό τερ α θ α γύ ρ ιζ ε στην Α θ ή ν α . Σ το μετα ξύ, σ χε δ ία ζε μ ορ φ ές π ά ν ω σε β ότσ αλά π ο υ είχε μ α ζέψ ει στην α κ ρ ο για λιά . Δ είχ ν ο ν τ ά ς τα μου είπε: «Θ α σ ας δώσω δ ώ δεκα α π ’ αυτά» κ α ι β ά λθ ηκ ε ν α τα δια λέγει. «Θ α π ά μ ε τώ ρα αμέσω ς σ το ν κερα μ ίσ τα, ν α σ α ς χα ρίσ ω έν α π ιά το π ο υ ζω γρ ά φ ισ α » . Σ το σ πίτι τ ο υ , το δω μά τιο π ο υ ο Ρ ίτσο ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύσ ε για τη δ ο υ λ ε ιά του ήτα ν τ α π ε ιν ό . Έ ν α τ ρ α π έζι φ ορ τω μένο βιβλία , μ ο λ ύβια , ένα ς α νεμιστή ρα ς κα ι μια λ ά μ π α γ α λ ά ζ ια π ετ ρ ελα ίο υ , ένα ς κ α ν α π ές , μια μικρή β ιβ λιο θήκη, π ο υ στα ρ ά φ ια της ή τα ν τοπ ο θετη μ ένες π έτρ ες κ α ι γλ άσ τρ ες με λ ο υ λο ύ δ ια . Ο ι π ίνα κ ε ς, ο ι π ρ ο το μ ές κα ι τα γλ υ π τ ά θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α γ ε μίσ ο υν μια μικρή γκ αλ ερ ί. Τ ο δ ια μέρισ μά του στην Α θ ή ν α είν α ι π α ρ ό μ ο ιο , α π λ ό κα ι ζεσ τό . «Π ά ρ τε τ α ερω τικά μου ποιήμα τα · είνα ι δ ακ τυ λ ο γ ρ α φ η μ ένα στα γ α λλ ικ ά κ α ι στ’ α γγλ ικ ά » , μου λέει. «Ο ι μετα φ ρ ασ τές με π α ρ α κ ά λεσ α ν ν α ξ α ν α δώ το κείμ ενο. Θ α εκ δ ο θ ο ύ ν π ρ ο σ εχώ ς στη Γ α λ λ ία , στην Α γ γ λ ία , στη Γ ερ μ α νία , στην Ιτα λία κα ι στις Ε νω μ ένες Π ο λιτείες». Ξ εφ ύ λλισ α το χ ειρ ό γρ α φ ο της γα λλ ικ ή ς μετά φ ρ ασ ης τω ν Ε ρω τικώ ν. Ο Ρ ίτσο ς χ α μ ο γέλα σ ε. «Γ έρ α σα , κ α ι τώ ρα γ ρ ά φ ω τέτο ια π οιή μ α τα . Ό τ α ν ένα ς ά νθ ρ ω π ο ς με γα λώ ν ει, α ρ χ ίζ ει ν α κ α τ α λα β α ίν ει κ α λύ τερ α το κορ μ ί τ ο υ , κα θ ώ ς κα ι ότι α πο τελεί μια ενότητα με τη γη κ α ι τ ο σ ύ μ π α ν. Έ τ σ ι, μέσα σ ’ αυτή την ο λότη τα δ εν υ π ά ρ χ ει θ έμα π ο υ ν α μην μπ ο ρ εί ν α το δια π ρ α γ μ α τευτεί η π οίησ η. Η σεξο υ α λικό τη τα είν α ι α ξεχώ ριστη α π ό τ ο ν ά νθ ρ ω π ο κ α ι κα τά συ ν έπ εια α π ό την π οίησ η. Τ ο α νθ ρ ώ π ιν ο κ ορ μ ί, όμω ς, είν α ι έν α σ ύ μ π α ν με τέτο ιο β ά θ ο ς, π ο υ δ εν μπ ο ρ ο ύ μ ε ν α το α ^α κα λύ ψ ουμ ε π α ρ ά μό νο κα . θώ ς μεγα λώ νου με. Τ ότε μετρ ά νε ό λ α , ο ι π ό ρ ο ι του δ έρ μ α το ς, μια μονα δική κ ο κ κ ινό ξα νθ η τρ ίχα ή μια άρρω στη κ α ρ διά . Ο ά νθ ρ ω π ο ς δ εν κ ο ιτ ά ζ ε ι π ια με τα μά τια της κα θ ημ ερ ινότητα ς, α λλά με τα μάτια ολόκ ληρη ς της εμ πειρ ία ς του π α ρ ελ θ ό ντο ς» . Π ά νω στο τ ρ α π έζι υ π ή ρ χ α ν κι άλλα τρ ία τετρ ά δ ια . Κ ό κ κινο κα ι μ α ύρο μ ελά νι, κα λ λιγ ρ α φ ικ ό γ ρ ά ψ ιμ ο . Ή τ α ν τα έρ γα α υτού του κ α λ ο κ α ιρ ιο ύ , Ε ντευ κ τή ρ ιο , ψ α λο γρ α φ ίες. Ο Ρ ίτσο ς έκ λεισε τα π α ρ α θ υ ρ ό φ υ λ λ α στο δ ω
αψιερωμα/115 μά τιο κ α ι φ ύ γ α μ ε γ ια τ ο ν κ ε ρ α μ ίσ τ α . Π ή ρ α μ ε το δ ρ ό μ ο π ο υ π ή γ α ιν ε π α ρ ά λ λ η λ α με τη θ ά λ α σ σ α . « Ε λ ά τ ε, θ α σ α ς δ είξω τ η ν π ο λ υ θ ρ ό ν α μ ο υ » , είπ ε ο Ρ ίτ σ ος. Ο ι κ ά τ ο ικ ο ι τ ου Κ α ρ λ ό β α σ ι, π ο υ είχ α ν π α ρ α τ η ρ ή σ ει π ω ς ο π ο ιη τ ή ς ερ χ ό τ α ν ε κ ά θ ε μ έρ α , κ ά π ο ιε ς ορ ισ μ έ νε ς ώ ρ ες, κι α γ ν ά ν τ ε υ ε τη θ ά λ α σ σ α , τ ο υ είχ α ν φ τ ιά ξ ει σ τη ν α κτή μια τσ ιμ εντ έ νια π ο λ υ θ ρ ό ν α . Κ α τ ά τη δ ιά ρ κ εια τ ο υ χ ειμ ώ ν α , όμ ω ς, τ α κ ύ μ α τ α τ η ν ε ίχ α ν χ α λ ά σ ει. Τ ο υ φ τ ιά ξ α ν ε λ ο ιπ ό ν μ ια ν ά λλη , π ιο στέρεη κ α ι κ α λύ τ ερ α π ρ ο φ υ λ α γ μ έν η . Ο Ρ ίτ σ ο ς ε ίν α ι μια χ α ρ ά γ ια την η λ ικ ία τ ο υ , ο ι γ ια τ ρ ο ί όμ ω ς τ ο υ έχ ο υ ν α π α γ ο ρ έ ψ ει τ ο κ ο λ ύ μ π ι, ε ξ α ιτ ία ς τη ς κ α ρ δ ιά ς τ ο υ . Ό τ α ν κ ά ν α μ ε μ π ά ν ιο , έμ ενε α κ ίν η τ ο ς μ ες σ το ν ε ρ ό , κ α ι κ ο λ υ μ π ο ύ σ ε σ τ ιγ μ ές-σ τ ιγμ ές π ο λ ύ α π α λ ά . Ό τ α ν β γ ή κ α μ ε έξω , μου είπ ε κ α θ ώ ς σ κ ο υ π ιζό τ α ν : «Η μ εγα λύτερ η τ ιμ ω ρ ία π ο υ μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α μου επ ι β ά λ ο υ ν ό τ α ν ή μ ο υ ν μ ικ ρ ός, ή τ α ν ν α μου α π α γ ο ρ έψ ο υ ν τ ο κ ο λ ύ μ π ι» . Στη σ υ ν έ χ ε ια τ ο ν ρώ τη σα γ ια τ ο ν ύ π ν ο τ ου κ α ι μου α π ά ντ η σ ε: « Κ ο ιμ ά μ α ι λ ίγ ο . Ε ιδ ικ ά ό τ α ν δ ο υ λ ε ύ ω μ εγά λα π ο ιή μ α τ α . Μ ο υ σ υ μ β α ίν ει τ ό τ ε κ α ι ν α μη ν κο ιμ η θ ώ κ α θ ό λ ο υ . Ό τ α ν έ γ ρ α φ α τ ο Χ ο ρικό τω ν σ φ ο υ γ γα ρ ά δω ν, γ ια δ εκ α π έν τε μέρες θ α π ρ έ π ε ι ν α κο ιμ ή θ η κ α , τ ο π ο λ ύ , είκ ο σ ι ώ ρ ες. Ό τ α ν τ έλειω σ ε το π ο ίη μ α , τ α μά τια μου δ εν έβ λ επ α ν π ια κ α ι δ εν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α σ τα θ ώ ό ρ θ ιο ς . Ή τ α ν σ α ν η α γ ρ ύ π ν ια ν α είχ ε γ ίν ε ι μια μ έ να μια φ υσ ική κ α τ ά σ τ α σ η. Γ ια π ρώ τη φ ο ρ ά στη ζ ω ή ^ ο υ , κ α ι κά τω α π ό τη μ εγά λη π ίεσ η της γ υ ν α ίκ α ς μ ο υ , π ή ρ α υ π ν ω τ ι κ ά . Κ οιμ ή θ η κ α δ ώ δ εκ α ώ ρ ες σ ερ ί. Έ χ ω κα λή ό ρ α σ η . Ν ο μ ίζω π ω ς τ α π ο ιή μ α τ ά μου το μ α ρ τυ ρ ο ύ ν . Σ τ α β α σ α ν ισ τ ή ρ ια στη Μ α κ ρ ό ν η σ ο , α υ τ ό π ο υ φ ο β ό μ ο υ ν α , π ιο π ο λ ύ , ή τ α ν μην τυφ λιοθώ . Ε ίχ α μ π ο ρ έσ ει κ ι είχ α ξ επ ερ ά σ ει ό λ ο υ ς τ ο υ ς φ ό β ο υ ς , α λ λ α α υ τ ό ς δ εν μ’ είχ ε εγ κ α τ α λ ε ίψ ει. Μ ια μ έ ρ α , ά ρ χ ισ α ν ν α με χ τ υ π ά ν ε σ το κ ε φ ά λ ι. Για μια σ τιγμή τ α μά τια μου σ κ ο τ είν ια σ α ν κ α ι κ α τ ά λ α β α τότ ε π ω ς μ π ο ρ εί ν α υ π ο φ ε ρ θ ε ί α κ ό μ α κ α ι η τύφ λ ω σ η. Δ ε ν ή τ α ν σ το χέρ ι κ α ν ε ν ό ς ν α μ’ εμ π ο δ ίσ ει ν α σκέφ τομ α ι τ α π ρ ά γ μ α τ α π ο υ είχ α δ ει. κι ό σ α είχα δ ει φ τ ά ν α ν ε ν α γε μ ίσ ο υ ν τη ζω ή μο υ .. Τ ό τ ε ν ίκ η σ α τ ο φ ό β ο μή π ω ς κ α ι τυφ λ ω θ ώ . Σ ή μ ε ρ α , έχω π ερ ά σ ει τ α εβ δ ο μ ή ντ α κ α ι κ ά θ ε π ρ ω ί ξ υ π ν ά ω ν έ ο ς . Δ έ ν ξ υ π ν ά ω έ χ ο ν τ α ς τ η ν η λ ικ ία εν ό ς ν ε ο γ έ ν ν η τ ο υ , ξ υ π ν ά ω ν έ ο ς κι έ χ ο ν τ α ς τη σ υ ν ο λ ικ ή η λ ικ ία της γη ς. Δ ε θ έλω ν α κ υ ρ ια ρ χ ώ σ το κ ο ρ μ ί μου με τη β ο ή θ ε ια τω ν φ α ρμ ά κ ω ν: θ α ’θ ελ α ν α τ ο κ υ β ερ ν ά ω με τη θέλη σή μ ου . Χ ειρ ο υ ρ γ ή θ η κ α δ υ ο φ ο ρ ές στη σ ειρ ά γ ια π ρ ο σ τ ά τ η . Ό τ α ν ο ι σ υ ν τ α γ μ α τά ρ χ ες μου επ έτ ρ εψ α ν ν α γ υ ρ ίσ ω σ τη ν Α θ ή ν α , τ η λ εφ ώ νη σ α σ ’ έ ν α ν ο σ ο κ ο μ ε ίο ν α κλ είσ ω ρ α ν τ ε β ο ύ . Ε κ είν η τ η ν π ε ρ ίο δ ο κ α τ ο υ ρ ο ύ σ α α ίμ α . Υ π ο τ ίθ ετ α ι π ω ς έ π ρ επ ε ν α π ά ρ ω φ ά ρ μ α κ α για τ έσ σ ερ ις μέρες π ρ ιν την εγχείρη ση . Λ ό γ ω της α π έ χ θ ε ιά ς μου όμ ω ς γ ια τ α φ ά ρ μ α κ α , δ εν α κ ο λο ύ θ η σ α τ ις ο δ η γ ίες τ ου γ ια τ ρ ο ύ . Τ η ν π α ρ α μ ο ν ή της εγ χ είρ η σ η ς, α υ τ ό ς με ρ ώ τη σα α ν είχ α π ά ρ ει
τ α χ ά π ια μου ό π ω ς έπ ρ επ ε. Π ρ ιν π ρ ο λ ά β ω ν ’ α π α ν τ ή σ ω , η ν ο σ ο κ ό μ α π ο υ σ τεκ ό τ α ν δ ίπ λ α μα ς, είπ ε: « Ό χ ι γ ια τ ρ έ, δ εν τ α π α ίρ ν ε ι!» . Ο γ ια τ ρ ό ς μ ο υ ζή τ η σ ε, λ ο ιπ ό ν , γ ια ν α μ π ο ρ έσ ει ν α π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ε ι τη ν εγχείρη σή σε κ α λ έ ς σ υ ν θ ή κ ε ς, ν α κ α τ α π ιώ , έσ τω , τ ο τ ελ ε υ τ α ίο . Ο ύ τ ε κ ι α υ τ ό τ ο π ή ρ α . Τ η ν επ ο μ έ νη με χ ε ιρ ο υ ρ γ ο ύ σ α ν . Μ ου έκ α ν α ν τ ο π ικ ή α ν α ισ θ η σ ία , κ α ι τ ο κά τω μ έ ρ ο ς το υ σ ώ μ α τ ό ς μου ή τ α ν α να ίσ θ η το . Π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ α τ ις κ ιν ή σ εις τ ο υ γ ια τ ρ ο ύ , σ α ν ν α έβ λ επ α τ α ιν ία . Μ ε ρ ώ τη σε π ώ ς α ισ θ α ν ό μ ο υ ν α κι α ν χ ρ ε ια ζ ό μ ο υ ν α τ ίπ ο τ α . « Ό λ α κ α λ ά » , του α π ά ν τ η σ α . « Θ έλ ω κ ά τ ι, α λ λ ά δ εν τ ο λμ ά ω ν α σ α ς τ ο ζη τ ή σω ». « Π είτ ε μου λ ο ιπ ό ν » , επ έμ εινε. « Α ν γ ίν ε τ α ι, θ α ’θ ελ α έν α τσ ιγ ά ρ ο » . Ε ίπ ε ν α μο υ δ ώ σ ο υ ν έ ν α τ σ ιγ ά ρ ο : « Έ τ σ ι, θ α δούμε, γ ια π ρώ τη φ ο ρ ά σ τα χ ρ ο ν ικ ά έν α ν ά ρ ρ ω σ τ ο ν α κ α π ν ίζ ε ι ενώ χ ειρ ο υ ρ γ είτ α ι» .
Δεν παίρνετε φάρμακα, εντάξει. Σας έτυχε όμως ποτέ να μεθύσετε; Μ Ο Υ ’Χ Ε Ι τ ύ χ ε ι μερικ ές φ ο ρ ές στη ζω ή μου ν α μεθύ σω σ τ ’ α λ ή θ εια . Π ο τ έ ό μ ω ς δ εν έν ιω σ α την α νά γκ η ν α π ιω γ ια ν α γρ ά ψ ω . Η π ο ίη σ η α ρ κ εί.
Π ρ έ π ε ι ν α ζ ε ι κ α ν ε ίς την π ο ίη σ η εικ ο σ ιτ έσ σ ερ ις ώ ρ ες τ ο εικ ο σ ιτ ετ ρ ά ω ρ ο . Τ ο π ο τ ό δ η μ ιο υ ρ γ εί δ ια κ ο π ές . Μ έχ ρ ι τ α σ α ρ ά ντ α ο χτώ μου χ ρ ό ν ια , ο ι υ π ο χ ρ εώ σ εις μ’ α ν ά γ κ α ζ α ν ν α χ ω ρ ίζ ω τις μ έ ρ ες κ α ι τ ις ν ύ χ τ ε ς μου: γρ α μ μ α τ έα ς σ το δ ικ η γ ό ρ ο , τ ο θ έα τ ρ ο , η δ ο υ λ ε ιά μου σ ’ έ ν α ν εκ δο τ ικ ό ο ίκ ο , ό τ α ν δ ε ν ή μ ο υ ν α σ το σ α ν α τ ό ρ ιο ή σ το σ τ ρ α τ ό π εδ ο σ υγκ έντρω σ η ς. Ό τ α ν , σ τα σ α ρ ά ντ α ε ν ν ιά μ ο υ , μο υ π α ρ ο υ σ ιά σ τ η κ ε η δ υ ν α τ ό τ η τα ν α ζ ω α π ό τ α σ υ γ γ ρ α φ ικ ά μου δ ικ α ιώ μ α τ α , σ τη ν α ρ χ ή είχ α κ ά π ο ιο υ ς φ ό β ο υ ς . Μ ή π ω ς α ν μ α ζ ε υ ό
116/αφιερωμα μ ου ν α στο σπίτι μο υ , στέρευε η έμ πνευσή μου; Κ α τ ά λ α β α π ολύ γρ ή γο ρ α π ω ς ο ι α νη σ υ χ ίες μου δ εν είχ α ν κα μ ιά βά ση , π ω ς, α ντίθ ετα , τ ο δω μά τ ιο , όπ ο υ δ ο ύ λ ε υ α , μ π ο ρ ο ύ σε ν ’ α πλ ω θ εί στο σύμ π α ν ολόκ ληρ ο. Ο χ ρ ό ν ο ς μου στο εξής α νή κει α π οκ λεισ τικ ά στην π οίησ η. Ό σ ο δο υλεύω , ό σ ο δ εν α φ ή νω τ ο τ ρ α π έζι ό π ο υ γρ ά φ ω , κ α ν έν α ς δε μ’ εν ο χ λεί στο σ πίτι. Δ ε ν α π α ντ ά ω στο τηλέφ ω ν ο . Η δ ιά ρ κ εια δ εν έχει κ α μ ιά σημασία· βγ α ίνω μ ό ν ο α φ ού τελειώ σω τη δ ο υ λ ε ιά μου.
Υποθέτω πως έχετε λιγότερο χρόνο στην Αθήνα απ’ ότι εδώ. Ο Χ Ι β έβα ια ! Ε ίτ ’ εκ εί είτ’ εδώ , το ίδιο είνα ι. Π η γα ίνω ελά χιστα στο θ έα τρ ο , στο σ ιν εμ ά , στις εκ θέσεις. Ο α ρ ιθ μ ό ς τω ν επ ισκ επ τώ ν μου είνα ι π ερ ιορ ισ μ έν ος. Μ έσα στη χ ρ ο ν ιά , δίνω κ ά π ο ιες δ ια λέξ εις στο Π α νεπ ισ τή μ ιο . Τ ο π ρ ω ί σηκώ νο μα ι νω ρ ίς. Π ίνω έν α ν κ α φ έ, κι ύ στερ α δ ουλεύω ώ ς τις δ ώ δ εκα ή ώ ς τις δ ύ ο . Ύ σ τ ερ α τρώω για μεσημέρι κ α ι μέχρι τ ις τέσ σερ ις δ ια β ά ζ ω εφ ημε ρ ίδες, π ερ ιο δ ικ ά . Μ ετά κο ιμ άμ αι λίγ ο . Ό τ α ν ξ υ π ν ά ω , διορ θ ώ νω α υτά π ο υ έγ ρ α ψ α το π ρ ω ί. Μ ετά το β ρ α δ ιν ό , γρ ά φ ω π ά λ ι ή δ ια β ά ζω . Α ν δε γρ ά φ ω , κοιμ ά μ α ι γύ ρ ω στις δώ δεκα . Α ν γρ ά φ ω , δ εν υ π ά ρ χ ει όρ ιο.
Υπάρχει μια ποιητική πραγματικότητα ανεξάρτη τη από την αντικειμενική πραγματικότητα; Η Π Ρ Α Γ Μ Α Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α δ εν α π ο τελείτα ι μό νο α π ό τ α π ρ ά γ μ α τα π ο υ βλέπ ο υ μ ε κι α κού με. Ε ί ν α ι κι α υτά π ου μπ ο ρ ο ύ μ ε ν α ο νειρ ευτο ύ μ ε. Ε ί ν α ι π ολύ δ ύσ κ ολο ν α ο ρ ίσ εις την π ρ αγμ α τικ ό τη τα.· Ε ίν α ι μια επ ικ ο ινω νία π ο υ π ά ε ι α π ’ τα μέσα π ρ ο ς τα έξω , α π ό τ ο υ π ο κ ειμ ενικ ό στο α ντικ ει μ ενικ ό, κι α ντίσ τρ ο φ α . Η π ρ αγμα τικ ότητα π ο υ ο νειρ ευόμ α σ τ ε, η π ρ αγμα τικ ότητα π ο υ μπ ο ρ ο ύ μ ε ν α ονειρευτοΐ'ΐ.; Οεν είν α ι ξέχω ρη α π ό την ιστο ρική πραγμα τικ ότητα . Α π ό την ά λλη , ο ι σ υγκ ι ν ήσ εις π ο υ νιώ θ ουμ ε α π έ να ν τ ι στη φύση ή α π έ ν α ν τ ι στη ζω ή, δ εν είν α ι ό μ ο ιες. Η π ρ α γ μ α τ ικ ό τητα της ζω ής μ ετα βά λλεται στην π ρ α γμ α τικ ό τη τα της τέχνη ς κα ι υ φ ίσ τατα ι μια μεταμόρφ ω ση. Α υτή η μεταβολή είν α ι π ο υ κ α θ ο ρ ίζε ι τα κα λλ ι τ εχ ν ικ ά πρ οτερ ήμα τα εν ό ς έρ γο υ . Τ ο π εδ ίο της α ισθητική ς είν α ι τερ ά στιο κα ι σ ’ α υτό δ εν υ π ά ρ χ ε ι θέση για σ υνα ισ θ ή μ α τα , σ κέψ εις ή λέξ εις α π α γ ο ρ ε υ μ έ νε ς. Η αισθητική π ερ ικ λείει την ισ τορ ία , τη φ ιλ ο σ ο φ ία , το σώ μα του α νθ ρ ώ π ο υ , την ε ξ υ π ν ά δ α κα ι την ψ υχή τ ο υ , τ ο ν α ισ θ η σ ια σμό κα ι τη σ εξου α λικ ό τ η τ α ...
Όπως στα Ερωτικά; Ν Α Ι. Κ α ι η α ισθητική πραγμ α τικ ό τη τα δ εν π ερ ι κ λείει μ όνο ό σ α μ όλις α πα ρ ιθ μ ή σ αμ ε, α λλά ό λα τα σ υνα ισ θ ή μ α τα , ό λες τις ευ αισ θη σίες, κι α κ ό μα κ α ι την αυστηρή λογική. Α ρ κ εί ν α λείψ ο υ ν α υτά τ α σ τοιχεία κ α ι η αισθητική δε θ α ’ν α ι π λή
ρης. Α ν κ ρ ίνο υμ ε το σ ουρ ρ εα λ ισ μ ό κάτω α π ’ α υ τή την οπ τική, δ ια π ισ τώ νο υ μ ε μια μάσκα: ο σ ο υρ ρ εα λ ισ μ ό ς αρνή θη κε τη λογική κα ι α ρ ν ο ύ μενό ς την δ ημιού ργησ ε μια λογική α κ ό μ α π ιο α μείλικ τη , τη λογική του π α ρ ά λ ο γ ο υ . Π α ρ ά λ λη λ α , ά νο ιξ ε ν έ α π εδ ία έκ φ ρα ση ς, μεγά λες δ υ ν α τ ό τητες, π ιο π ο λύ ό μω ς ο νειρ εύτη κε π α ρ ά δ η μιού ργησ ε μεγά λα έρ γα .
Τ ο π ρ ό σ ω π ο του Ρ ίτσου φ ω τιζό τα ν α π ’ το σκλη ρό φ ω ς δ υ ο π α ρ α θ υ ρ ιώ ν , κ α ι π α ρ ό λ η την ηλ ικία του δ εν είχε κ α ν έν α σημά δι κού ρ ασ ης. Ή τ α ν έν α π ρ ό σ ω π ο π ο υ α ρ ν ιό τ α ν την οδ ύνη . Ά ν α ψ ε με α ρ γ ές κινήσ εις έν α τσ ιγ ά ρ ο τ ο π ο θετ η μ ένο στην άκρη της π ίπ α ς το υ. Ε κ είνη τη στιγμή τ ο ν ζή τη σα ν στο τηλέφ ω νο: η κόρη του η Ε λ ευ θ ερ ία του τ ηλεφ ω νούσ ε α π ό την Α θ ή ν α . Κ α τό π ιν κ ο υ βεντιά σ α μ ε τ ο π ρ ό βλη μ α της κοινω νική ς ευ θύ νη ς του σ ύ γχ ρ ο ν ο υ π οιητή. Α Υ Τ Ο π ο υ έχει σημα σία είν α ι ο ορ ισ μ ό ς των π ο ιο τή τω ν. Α υ τ ές π ο υ π ρ έπ ει ν α έχει ο σ ύ γχ ρ ο ν ο ς πο ιη τή ς δε δ ια φ έρ ο υ ν σε τ ίπ ο τα α π ’ α υτές π ο υ π ρ έπ ει ν α έχει ένα ς α υθ εντ ικ ό ς πο ιη τή ς σ ’ ό λ ες τις επ ο χ ές. Ιδ ια ίτ ερ α , π ρ έπ ει ν α δ ια θ έτει μια π ο λ ύ λεπτή ευ α ισ θη σ ία , ν α είν α ι ικ α ν ό ς ν α βρ ίσκ ει σ χέσεις σ υγκ εκρ ιμένες κ α ι λεπ τές α νά μ ε σ α α κ ό μ α κ α ι σε π ρ ά γ μ α τ α π ο λύ α π ο μ α κ ρ υσ μ έ ν α , σ χέσεις π ερ ίπ λ ο κ ες κ α ι θ εμελιακ ές με τ ο ν κ ό σμο π ο υ γε μ ίζει τη συνείδη ση κ α ι τη γρ α φ ή του. Π ρ έπ ει ν α είν α ι δια ρ κώ ς π ρ ο σεκ τικ ό ς, σε επ α γρ ύ π νη σ η . Ε ίν α ι κ ά π ο ιο ς π ο υ γ ια ν α π ρ ο β λέπ ει το μέλλο ν, γ ια ν α π ρ α γμ α τώ νει κ α ι ν α χ τ ίζει εκ τω ν π ρ ο τ έρ ω ν, π ρ έπ ει ν α γν ω ρ ίζει κ α ι ν α κ α τ α λα β α ίνει τό σ ο τ ο ν σ ύ γχ ρ ο ν ο πο λιτισμ ό ό σ ο κα ι την α ρχα ιό τη τα . Η κα τοχή όλω ν α υτώ ν τω ν π ο ιο τή τω ν α π α ιτ εί μια κα θημ ερινή δ ο υ λε ιά , γ ια τί η γλώ σ σα κι ο ι λ έξ εις α π ο τ ε λ ο ύ ν έν α π ο λύ λε π τ επ ίλεπ τ ο ό ρ γ α ν ο . Α ς π ά ρ ο υ μ ε μια α πλή λέξη: το τρ α π έζι. Έ ν α τ ρ α π έζι είν α ι μό νο έν α τρ α π έ ζι; Κ α ταρ χή ν είν α ι το δ έντ ρ ο , το δ ά σ ο ς α π ’ ό π ο υ π ρ ο έρ χ ετ α ι α υτό το δ έντ ρ ο , είν α ι το α νθ ισ μ έν ο ή τ ο γυ μ ν ό δ έντ ρ ο , είν α ι ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς, τ ο τσεκ ο ύ ρ ι, είν α ι α υ τ ο ί π ο υ κ ο υ β α λ ά νε τα δ έντρ α , η α τμ ό σ φ α ιρ α το υ ερ γα σ τη ρ ίο υ, ό π ο υ φ τ ιά ν ο υ ν το τ ρ α π έζ ι, ο ξ υ λ ο υ ρ γό ς π ο υ δ ο υλεύει τ ο ξ ύ λ ο , τα π ρ ιο ν ίδ ια π ο υ π ετ ά νε. Σ α ν π ιο μακρινή σχέση είν α ι η β ά ρ κ α , τ α κ ο υ π ιά κα ι θ α μ π ορ ού σα με α κ ό μ α ν α βρ ο ύμ ε κα ι μια σχέση με τ ο υ ς Α ρ γ ο ναύ τες· έτσι δ εν είνα ι; Α ς κ ο ιτ ά ξο υ μ ε μ ό νο το σχή μα του τ ρ α π εζιο ύ : τ ρ α π έζι σ τρ ο γ γυ λό , τετρά γω ν ο , π α ρ α λλ η λό γ ρ α μ μ ο , μεγά λο , μικ ρό, τ ρ α π έ ζ ι κ ή π ο υ , τ ρ α π έζ ι π ο υ π ά ν ω του μια όμορ φ η γ υ ν α ίκ α α κ ο υ μ π ά ε ι λ ο υ λ ο ύ δ ια π ρ ιν ν α κοιμ ηθ εί, τ ρ α π έζ ι π ο υ π ά ν ω του α κ ο υ μ π ά μ ε τα χ έρ ια μα ς, τα π ιά τ α μα ς, τ α κρ α σ ο π ό τη ρα κ α ι τα ν ε ρ ο π ό τη ρ α ... Τ ρ α π έζ ια π ο υ π ά ν ω τ ο υ ς γρ ά φ ο υ μ ε την
αφιερωμα/117 π ο ίη σ ή μα ς. Π ό σ ες α να μ ν ή σ εις ε υ τ υ χ ία ς, εν θ ο υ σ ια σ μ ο ύ , κ α β γ ά δ ω ν , α λ κ ο ό λ , συζη τή σεω ν με τ ο υ ς φ ίλ ο υ ς μ α ς γύ ρ ω α π ’ α υ τ ά τα τ ρ α π έζ ια . Ο ι κ ο γ εν εια κ ές σ υ φ ο ρ ές , ήττες, π ό λ εμ ο ι, δ ο λ ο φ ο νίε ς , έν ο π λ ες επ ιθ έσ εις , ο ι φ ω ν ές κι ο ι σ ιω π ές. Έ ν α ς ά νθ ρ ω π ο ς π ο υ κ ρ α τ ά ει το κ ε φ ά λι στα χ έ ρ ια το υ έν α β ρ ά δ υ , μ ό ν ο ς, α π έ ν α ν τ ι σ το σ ύ μ π α ν κι α π έ ν α ν τ ι σ τον κ όσ μ ο. Τ ο βλέπ ετ ε, είν α ι μια α πλ ή λ έξη , το τ ρ α π έζι! Γ ι’ α υ τ ό α κ ρ ιβώ ς λ α τ ρ εύω τ α π ρ ά γ μ α τ α , γ ι ’ α υ τ ό α κ ρ ιβώ ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ π λέρ ια τα ο ν ό μ α τ ά τ ο υ ς στην π ο ίη σ ή μου.
καλοκαίρι για να τελειώσω δυο συνθετικά ποιήμα τα». Τί εννοείτε λέγοντας «συνθετικά»;
Ποια είναι τα όρια μιας στράτευσης; Γ ΙΑ μ ένα δ εν υ π ά ρ χ ει η λεγό μ ενη σ τρ α τευμ ένη π ο ίη σ η . Η π οίησ η ή υ π ά ρ χ ει ή δ εν υ π ά ρ χ ει. Η έμ πνευ ση εν ό ς π οιητή δ εν μ π ο ρ εί ν α π ρ ο έρ χ ετ α ι α π ό την ιδ ε ο λ ο γία ή το π ρ ό γρ α μ μ α εν ό ς κό μ μ α τ ο ς. Δ ε ν μ π ορ εί ν α γίν ετ α ι λ ό γ ο ς γ ια ό ρ ια της στρ ά τευσ η ς, γ ια τ ί ο π οιη τή ς θ έλει ν α τα υτιστεί με τις σ κ έψ εις κ α ι τα σ υ ν α ισ θ ή μ α τ α ό λω ν. Τ ο ’χετε δ ια π ισ τ ώ σ ει, το Π Α Σ Ο Κ κ α ι τ ο κό μ μ α της Ν έα ς Δ η μ ο κ ρ α τ ία ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τα μ ε λο π ο ιη μ ένα μου π ο ιή μ α τ α , ιδ ια ίτερ α εκ είνα της Ρωμιο σύνης, σ τις π ρ οεκ λ ο γικ ές τ ό υ ς εκ στρ ατείες. Ο π ο ιη τ ή ς δ εν είν α ι υ π ε ύ θ υ ν ο ς π ο υ δ ε σ κέφ τετα ι σ α ν α υ τ ού ς. Α υ τ ό ς α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σ ’ ό λ ο τ ο ν κ ό σ μ ο κ α ι σ το μέλλον της α νθ ρ ω π ό τ η τα ς. Τ ο π ο ίη μά μου Το νόημα τη ς α πλό τητα ς 1 θ α εξηγήσ ει κα λύ τ ερ α τ α λ ό γ ια μου:
Πίσω από απλά π ρά γμ α τα κρύβομαι, για να μ ε βρείτεαν δ ε μ ε βρείτε, θα βρείτε τα π ρά γματα, θ ’ α γγίξ ετε εκείνα π ο υ ά γγιξ ε το χέρι μου, θα σμίξουν τα χνάρια των χεριώ ν μας. Το αυ γουσ τιά τικ ο φ εγγά ρ ι γυ α λ ίζει στην κο υζίνα σα γανωμένο τεντζέρι (γι’ αυτό πο υ σας λέω γίνετα ι έτσι) φω τίζει τ ’ άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή το υ σπιτιο ύ π ά ντα η σιωπή μ ένει γονατισμένη. Η κάθε λέξη είναι μ ια έξοδος για μ ια συνάντηση, πο λλές φορές ματαιω μένη, και τότε είναι μ ια λ έξη αληθινή, σα ν επιμένει στη συνάντηση.
Η π ρ ακ τικ ή της π ο ίη σ η ς σ υ ν ίσ τ α τ α ι στη σ ύ λ ληψη του α νέ κ φ ρ α σ τ ο υ , του α σ ύ λλη π το υ . Δ ε ν είν α ι α νά γκ η ν α ’σ α ι μέλος εν ό ς π ο λιτ ικ ο ύ κ ό μ μα τος γ ία ν α ’σ α ι με τ ο λ α ό . Έ ν α ς α λη θ ιν ό ς π ο ιη τ ή ς είν α ι π ρ ο ο δ ευ τ ικ ό ς , είν α ι επ α να σ τα τ ι κ ό ς. Α ς μην το ξ εχ ν ά μ ε π ο τ έ, η π ιο σ ημαντική ιδια ιτερότη τα του π οιητή είν α ι ν α σ υ ν δ έε ι το δ ια ρ κ ές με το κ α θ η μ ερ ινό.
Σ’ ένα γράμμα που μου στείλατε από το Καρλόβασι, μου γράφατε: «Σκοπεύω να δουλέψω αυτό το
Υ Π Α Ρ Χ Ο Υ Ν δ υ ο τ ύ π ο ι λογικής: η σ υνθετικ ή κ α ι η α να λυ τ ικ ή . Α υτή η τ ελευτ α ία είν α ι ευ θύ γρ α μ μ η , δ εν π ά ε ι σ ε β ά θ ο ς κ α ι δ ε φ τ ά ν ει σε κ ο ρ υ φ ές . Έ ν α ς π ο ιη τή ς δ εν μ π ο ρ εί ν α τη χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ει, κ ι άλλω στε κ ί ο λ α ό ς δ εν τη χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί. Η λα ϊκή γλ ώ σ σ α , π ο υ είν α ι σ τρ ω μα τοπ ο ιη μ έ νη , π ερ ιλ α μ β ά νε ι κ α ι τη γλ ώ σ σ α της π ο ίη σης. Α π ’ α υ τ ά π ο υ ο κ α θ έν α ς β λ έ π ε ι, α κ ο ύ ει κα ι ζ ε ι, δ η μ ιο υ ρ γ είτ α ι σ υ χ ν ά μια ευ θύ γρ α μμ η α φ ή γη ση . Η ζω ή ό μω ς δ εν είν α ι ευ θύ γρ α μμ η. Τ ο τ ρ ί ξ ιμ ο τω ν φ ρ έν ω ν σ το δ ρ ό μ ο , η μουσικ ή π ο υ α κ ο ύ γετ α ι α π ’ τα σ π ίτ ια , ο ι φ ω νές τω ν μ α ν ά δ ω ν , τ ο κ ο υ δ ο ύ ν ισ μ α της π ό ρ τ α ς , η σ ειρ ή να εν ό ς μ α κ ρ ιν ο ύ ερ γο σ τ α σ ίο υ , ό λ α α υ τ ά μ π ερ δ εύ ο ν τ α ι, γ ια ό π ο ιο ν π ερ π α τ ά ει α π ό τ ο σ π ίτι το υ σ το γ ρ α φ είο τ ο υ , γ α ν τ ζ ώ ν ο ν τ α ι π ά ν ω τ ο υ , φ τ ιά χ ν ο υ ν γ έ φ υ ρ ες α νά μ ε σ α σ το π α ρ ελ θ ό ν κα ι σ τα μελλο ντι κ ά το υ σ χέ δ ια . Είναι σ α ν τ α δ ια γρ ά μ μ α τ α εν ό ς η λ εκ ρ ο κ α ρ δ ιο γ ρ α φ ή μ α το ς, π ο υ είναι τ ο έν α π ά ν ω α π ό το ά λ λ ο . Ο π ο ιη τή ς α να κ α τ εύ ει ό λ ες τις ε π ο χ ές κ α ι δ ια λ έγ ει ν α α π ο δ ώ σ ει μες στην π ο λ υ π λ ο κ ό τη τ ά τ ο υ ς τις δ ιά φ ο ρ ες ό ψ εις της ζω ής. Μ ετ α φ ρ ά ζει την κίνηση κ α ι τη μνή μη, α ν τ α ν α κλ ά τα π ρ ά γ μ α τ α έτσ ι ό π ω ς τ α σ υ ν έλ α β ε δ ια τ η ρ ώ ντ α ς α χ ν ά την ιδια ιτερό τη τά τους: Υ π ά ρ χ ο υ ν στρ ώ μα τα σ υνα ισ θ η μ ά τ ω ν κ α ι ιδεώ ν, α κ ό μ α κι α ν ο ι δ εσ μ ο ί α νά μ ε σ ά τ ο υ ς δ εν είν α ι ο ρ α τ ο ί, ο π ο ιη τ ή ς τ ο υ ς σ υ λλ α μ β ά ν ει ενστικ τω δώ ς. Η στίξη κ α ι τ α κ ε νά δ ια σ τή μ α τα μ π ο ρ ο ύ ν ν α είν α ι μια μετα γρ α φ ή α υ τ ο ύ π ο υ δ εν ειπ ώ θ η κ ε α λλά π ο υ , τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν , έγ ιν ε α ισ θ η τό . Η λα ϊκή γλ ώ σ σ α εί ν α ι κι α υτή π ο λ υ δ ιά σ τ α τ η , γν ω ρ ίζ ει α π ο κ λίσ εις κ α ι ρ ή ξ εις τ έτ ο ιες, π ο υ μ π ο ρ εί ν α θ εω ρ η θο ύ ν α κ ό μ α κ α ι εκ τρ ο π ές. Δ ο υ λ ε ιά του π οιητή είν α ι ν α υ π ο κ λ έπ τ ει. Ε ίν α ι η μετα μόρφ ω ση κ α ι ό χ ι η εγ κ α θίδ ρ υσ η μα θ ημ ατικώ ν σ χέσεω ν με τα π ρ ά γ μ α τ α , τ α γ ε γ ο ν ό τ α κ α ι την π ρα γμ α τικ ό τη τα .
Σ’ ένα ποίημα, δύο και δύο δεν κάνουν πάντα τέσ σερα, έτσι δεν είναι; Α Κ Ρ ΙΒ Ω Σ . Α υ τ ό π ο υ μ ετρ ά ει είν α ι η στάση του πο ιη τή α π έ ν α ν τ ι στη ζω ή. Χ ρ έο ς του είν α ι ν α α ι τ ιο λ ο γ ε ί τη ζω ή , ν α την κα θ ισ τ ά θ ετική, ν α δ η μ ιο υ ρ γ εί μια επ ιβεβα ίω σ ή της. Π α ρ ’ ό λ ο υ ς τ ο υ ς τ ό σ ο υ ς π ό ν ο υ ς κ α ι τ α β ά σ α ν α , π ρ έπ ει ν α π ο ύ μ ε
118/αφιερωμα ότι η ζωή είν ’ ω ρ α ία. Ο π οιητής δ ε δια λέγει το θ ά ν α τ ο. Ε ν ά ντ ια στο θ ά ν α τ ο δ ια λέγ ει την α ιω νιότη τα της ζω ής κ α ι του πο λιτισμ ο ύ . Ο θ ά να το ς έχει ένα μόνο π ρ οτέρ ημα ότι μας κ ά ν ει ν α επ ιθ υ μούμε την α ιω νιότη τα. Η δ ικ αιολόγησ η της ζω ής είν α ι μια δ ια δ ικ α σ ία σ υνεχής. Γ νω ρίζω τη ζωή μου. Δ ε ν έχω μ όνο φ ίλο υ ς, α λλά κ α ι εχ θ ρ ο ύς, γ ια τ ο υ ς ο π ο ίο υ ς νιώ θω ευγνω μ οσύνη . Γιατί χ ά ρη σ ’ α υτού ς, χά ρη στην α δικ ία τ ο υ ς, χά ρη στα βα σα νιστή ρ ιά τ ου ς, μ π όρ εσ α ν α κατέβω στα β ά θη της σ υνείδη σή ς μου. Έ κ α ν α σ ’ α υτήν μια γεώτρηση σ α ν α υτές π ο υ κ ά νο υμ ε για ν α β γ ά λου μ ε π ετρ έλα ιο ή ν ερ ό , έψ α ξα ό χ ι μό νο τα βάθη της ύ π α ρ ξή ς μου, α λλά και του σ ύμ π α ντο ς. Γ ια ν ’ α ντισ τα θώ στην εξωτερική επ ιθετικ ότητα , έβ α λα σε κίνηση ό λες τις λα ν θ ά ν ο υ σ ες δυνάμ εις μου. Ό π ω ς έλεγε ο Γκαίτε: «Στο β υ θό μό νο φ τά ν ει κ α ν είς τις κορ φ ές της σ υνείδη ση ς». Για ένα ο ν χω μ ένο μες στα βάθη η κορυφ ή είν α ι σημα ντι κή. Για κ ά π ο ιο ν π ο υ βρίσκ εται κ ο ντά σε μια κ ο ρυφ ή , η α πόσ τα ση π ο υ έχει ν α δ ια νύσ ει είν α ι με ρ ικά μέτρα. Ο π οιητής οφ είλει ν α ξετρ υπ ώ σ ει α'γτές τις κ ορ υ φ ές, α ύτό το β υ θ ό , α υτές τις τρ ύ π ες , κα ι π ρ έπ ει ν α τις εκ θέσει στο φ ω ς της ημέ ρ ας. Θ α μπ ορ ού σ α για π α ρ ά δειγ μ α ν ’ α να φ έρ ω τ ο π οίημά μου «Μέθοδος αισιοδοξίας»'}
Μ νησίκακος, - όλα τα σκοτεινά σημεία θυμό ταν - αυτά υπογράμμιζε, τα γενίκευε μάλιστα, κάπως αυθαίρετα και πειστικά μ α ζ ί - ένα σύστημα βαθύ, σκοτεινό και πιθανόν προβλεπτικό. Τα πάντα σκούρα, σχεδόν μα ύ ρα έπιπλα, πρόσωπα, παράθυρα, ο χρόνος. Ωστόσο η μορφή του έμενε φωτεινή, περιχυμένη κάποια μ υσ τι κή ευτυχία - ίσως α π ’ το προνόμιό του να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, να διακρίνει το σκοτάδι, κι ακόμη τις τέσσερις μ π ρο ύτζινες σφαίρες να λάμπουν στο βάθος, στο μεγάλο κρεβάτι όπου αναπαύονταν οι δυο ωραίοι νεκρο ί σε στάση συνουσίας. Ο Ρ ίτσος σηκώ θηκε, κα τευ θύ νθη κε π ρ ο ς ένα μικρό ρ άφ ι με βιβλία κ ο ντά στο π α ρ ά θ υ ρ ο και π α ίρ ν ο ν τα ς έν α ν τό μ ο , είπε: «Σ ’ αυτή τη σ υλλ ο γή βρ ίσκ οντα ι ποιή μ α τα π ο υ ’χω γ ρ ά ψ ει για φ ί λου ς. Π οιήμ ατα π ο υ μέχρι στιγμής δ εν έχ ο υ ν μ π ει σε κ α ν έν α βιβλίο . Τ ο π ο ίη μ ά π ο υ έγρα ψ α γ ια τ ον Ν α ζίμ Χ ικμέτ βρ ίσκ ετ’ εδώ. Π ά ν ε π ο λλά χ ρ ό ν ια , σ ’ έν α ποίη μ α α φ ιερω μένο σ τον Π ά μ π λο Ν ερ ο ύ ν τ α είχα γράψ ει: «Το μ εγα λύτερο βά ρ ο ς α π ’ α υτά π ου κ ου βα λά μ ε είν α ι το φ ω ς, π ο υ δ εν το μοιρ α ζόμ α σ τε με το υ ς ά λλου ς». Α υ τ ό π ο υ έχει σ ημα σία δ εν είνα ι ν α κα τέχει κ α ν είς το φ ω ς, α λ λά ν α το π ρ οσ φ έρ ει, ν α το μ ο ιρ ά ζετ α ι, ν α το σ κ ο ρ π ίζε ι. Α υτή είν α ι η π ολιτική του π οιητή,
δ εν έχει άλλη π ολιτική. Α ν ο π οιητής εκ πληρώ ν ε ι α υ τ ό το κ α θ ή κ ο ν, τότε κ α τα χτά ει την ο ικ ειό τητα. Η οικειό τη τα είνα ι η βασική σ υνιστώ σα της π ο ίησ ής μου. Μ ιλάω για τα π ιο σ ο βαρ ά π ρ ά γ μ α τα μ’ έν α ν τ ό ν ο ο ικ είο . Χ ω ρ ίς υ π ερβο λ ή , με τ ρ ό π ο α π λ ό κα ι λιτό». Ο Ρ ίτσος σ τα μα τά ει ν α μιλά ει, α νά β ει τσ ιγ ά ρ ο. Η γυ ν α ίκ α τ ο υ , η Φ α λίτσα , μ π α ίνει στο δ ω μά τιο. Ε ίν α ι γ ια τ ρ ό ς, π α ιδ ία τ ρ ο ς κα ι π α θ ο λ ό γο ς . Π ερ ν ά ει τις μέρες της στο π λευ ρ ό τω ν α σ θ ε ν ώ ν της. Τ ο 1945, ό τ α ν α κό μ α ήτα ν φ οιτήτρια της ιατρικής συναντήθ η κα ν με το Γ ιάννη Ρίτσο. Τ ο 1954, ό τα ν ο π ο ιη τ ή ς βγήκε α π ό το σ τρ α τό π ε δ ο συγκ έντρω ση ς, π αντρ εύ τη κα ν. Η Φ α λίτσα μας π ρ ο σ φ έρ ει μα ρ μελάδα βερ ίκοκ ο κα ι π ο ρ τ ο κά λι π ικ ρ ό κα ι δ ρο σ ερ ό ν ερ ό . Κ ά π ο τε α υτό το έθ ιμο ίσχυε κ α ι στην Τ ο υ ρ κ ία , δυσ τυχώ ς όμω ς τ είνει ν α εκ λείψ ει. Ο Ρ ίτσος με κ ο ιτά ζει μ’ ένα ύ φ ο ς π ο ν η ρ ό , σ α ν ν α λέει: «Εσύ θ ες, έν α π ο τ η ρ άκ ι ο ύ ζ ο » , κα ι ζη τά ει α π ό τη Φ α λίτσα ν α φ έρ ει ο ύ ζ ο . Α υτή η συζήτηση τ ο ν κο ύ ρ α σ ε, ά ρα γε; Δ ύ σ κ ο λο ν α το π εις , για τ ί ό σ ο π ιο π ο λύ μιλά ει για την π ο ίη σ η , τόσο π ιο π ο λύ ζω ντα νεύει. Π ο λ λά β ιβλία του έχ ο υ ν μετα φ ραστεί στα γα λ λ ικ ά , έχει π ά ε ι π ο τ έ ο ίδιο ς όμω ς στη Γαλλία; « Ό χ ι , δ εν έχω π ά ε ι π ο τ έ, μου λέει. Δ ε μ’ αρέσει ν ’ α φ ήνω τη χ ώ ρ α μου». Κ α ι κα θώ ς του επ ιση μα ίνω ότι, ω στόσο του ’τυχε κα ι π ή γε στην Ιτα λ ία , μου λέει: Ν Α Ι, π η γαίνω στην Ιτα λία , για τί εκεί βρίσκω π ρ ο εκ τ ά σ εις του ελληνικού πο λιτισμ ο ύ . Α ν ά μ ε σ α στην Ε λ λά δ α κ α ι στην Ιτα λία, α νά μ εσ α στους δ ύ ο π ο λιτ ισ μ ο ύ ς, έγ ιν ε κά τι σ α ν μετάγγιση α ίμ α το ς, Μ ετάγγιση του ελληνικού α ίμ ατο ς στις ιτα λικ ές φ λέβ ες. Ο ι Ιτα λοί π ρ αγμ ά τω σ αν την ελλη νική α ρχιτεκ τονικ ή κα ι γλυπ τική π ο λύ π ιο π λ α τιά . Κ ι ύστερ α η Ιτα λία είνα ι Μ εσό γειο ς. Δ ε μ’ α ρέσ ει ν ’ α φ ήνω τη χ ώ ρ α μου κ α ι, για ν α σου πω την α λή θ εια , το γ ε γ ο ν ό ς ότι μιλάω τώ ρα γ ια την ποίηση σε μια γλώ σ σα άλλη α π ό τη δική μο υ , με δυσ κο λεύ ει. Α ν α σ α ίν ω δ ύσ κο λα έξω α π ό τα ελ λη νικ ά. Στη δική μου τη γλώ σ σα θ α ’θελα ν α με ταδώ σω τις ιδέες μου κα ι τ α σ υναισ θ ήμα τά μου. Π ά ν ω στο χώ μ α μου, κάτω α π ό τ ο ν ο υ ρ α ν ό μου βιώ νω τα σ υ ναισ θ ήμα τά μου. Μ ε το υς σ υντα γ μ α τά ρ χ ες, με τ ο ν έν α ή με τ ο ν ά λλο τ ρ ό π ο θ α μ π ο ρ ο ύσ α ν α φ ύγω α π ό την Ε λ λά δα . Ε κ είνη την επ ο χ ή , η βρ ετα ννική 'κυ βέρ νησ η είχε στείλει ένα επ ίση μο γρ ά μμ α σ τους εκ πρ ο σ ώ π ο υ ς της Χ ο ύ ν τ α ς , γ ια ν α με κ α λέσει σ ’ ένα σ υ ν έδ ρ ιο για την ελληνική σκέψη κα ι τέχνη στο Λ ο ν δ ίν ο . Μ ε κάλεσ α ν στην Α θ ή ν α , ό π ο υ π ή γ α σ υ νο δ ευ μ ένο ς α π ό α στυ φ ύ λα κες. Ο υ π ο υ ρ γ ό ς Εσω τερικώ ν και ο βο η θό ς του Π ρ ω θυ π ο υρ γο ύ μού δ ήλω σαν π ω ς θ α μου έδ ινα ν δ ια βα τήρ ιο κα ι θα έκ α να ν ό ,τ ι χ ρ εια ζ ό τ α ν . Τ ο υ ς α π ά ντη σ α λέγ ο ντά ς τ ο υ ς ότι δ εν τ ο υ ς ζη το ύ σα τ ίπ ο τα κα ι ότι δ εν είχα τί ν α το κ ά νω το δια βα τή ρ ιό τους.
αφιερωμα/119 Τότε είναι που σας είπαν: «Είστε ποιητής· γιατί ασχολείστε με την πολιτική;» Και τους αντιγυρίσατε. «Ο ποιητής είναι ένα πραγματικό παιδί του λαού· γι’ αυτό είναι υποχρεωμένος να κάνει πολιτι κή». Ν Α Ι, την α γα π ώ την Ε λ λ ά δ α . Ό χ ι μ ό ν ο γ ια τ ί εί μαι Έ λ λ η ν α ς , α λλά γ ια τ ί η Ε λ λ ά δ α είν α ι η π α τ ρ ίδ α του α νθ ρ ω π ισ μ ο ύ . Ό τ α ν εκ φ ρ ά ζο μ α ι σε μια ξένη γλ ώ σ σ α , σε μια γλ ώ σ σα ά λλη α π ό τ α ελ λη νικ ά , ο ι ιδέες κ α ι τα σ υνα ισ θ ή μ α τ ά μου φ τω χ α ίν ο υ ν , α ισ θ ά ν ο μ α ι σ α ν η λ ίθ ιο ς. Ο Ν α ζ ίμ Χ ικ μέτ, ήτα ν κι α υ τ ό ς έτσι. Π α ρ ό λ ο π ο υ ή ξ ερ ε τέ λεια γ α λλ ικ ά κ α ι ρ ω σ ικά , δ ε χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε ά λ λη γλ ώ σ σα α π ό τ α τ ου ρ κ ικ ά . Α ν έτ ρ ε χ ε σ τα γ α λ λικ ά κ α ι σ τα ρ ω σ ικά μ όν ο κα ι μ ό νο γ ια ν α β ο η θ ή σ ει τ ο υ ς μετα φ ρ α σ τές τ ου.
Στην ποίησή σας δε βρίσκουμε την απελπισία. Ο Χ Ι, δ εν τη βρ ίσκ ουμ ε. Γ ιατί δ εν υ π ά ρ χ ει θέση γ ια την α π ε λ π ισ ία στην π οίη σ η .
Τί σκέφτεστε για την ωριμότητα; Ο Κ Α Β Α Φ Η Σ , π ο υ βρ ίσ κ ετα ι α νά μ ε σ α σ του ς π ο ιη τ ές π ο υ α γα π ώ π ιο π ο λ ύ , έγ ρ α ψ ε τ α ση μ α ν τ ικ ά του π ο ιή μ α τ α μετά τ α π εν ή ν τ α τ ο υ - ό ,τ ι εί χ ε γρ ά ψ ει νω ρ ίτερ α δ εν ή τ α ν κ α ι τό σ ο σ η μ α ντι κ ό . Ο Ν α ζ ίμ είχε γε νν η θ εί π ο ια χ ρ ο ν ιά ;
Το 1902. Ε ΙΧ Α δ ει στο π λ ευ ρ ό του στη Ρ ο υ μ α ν ία μια π ο λύ όμ ο ρ φ η Ρ ω σ ίδα . Ή τ α ν τρ ελά ερ ω τευμένος μ α ζί της. Π ο ια ήταν;
ν τ α ς με μου ’πε: «Η ελευθ ερ ία π ά ν τ ο τ ε είν α ι πρ ώ τη». Ή τ α ν ο τ ελευ τ α ίο ς σ τίχ ο ς α π ό το ιίοίη μά το υ «Τ α στοιχειώ δη ».
Α δ έξ ια , μ ε χοντρή βελόνα, μ ε χοντρή κλωστή, ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μ ιλάει μονάχος: Έ φ α γ ες το ψ ω μ ίσου; κοιμήθηκες ήσυχα; μπό ρεσες να μιλήσεις; ν ’ απλώ σεις το χέρι σου; Θ υμήθηκες να κοιτά ξεις α π ’ το παράθυρο; Χ αμογέλα σες στο χτύπη μα της π όρτας; ■ Α ν είναι ο θάνατος π ά ντοτε - δ εύ τερος είναι. Η ελευθερία πά ντοτε είναι πρώ τη. Μετάφραση από τα γαλλικά: Τιτίκα Δημητρούλια Σημειώσεις της μεταφράστριας 1. Το ποίημα «Το νόημα της απλότητας» περιλαμβάνεται στον τόμο Ποιήματα Β '. 2. Το ποίημα «Μέθοδος αισιοδοξίας» είναι από τη συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα. 3. Η μετάφραση του τίτλου «Κίτρινο της στάχτης» είναι της μεταφράστριας.
Νέες Εκδόσεις
Ήταν η τελευταία του γυναίκα, η Βέρα. Ο Ναζίμ έγραψε γι’ αυτήν ένα εξαιρετικά όμορφο ποίημα «Κίτρινο της στάχτης».3 Ν Α Ι, ξέρ ω . Τ α π ο ιή μ α τ α του Ν α ζ ίμ π ο υ μετέ φ ρ α σ α επ α νε κ δ ό θ η κ α ν έξ ι κι εφ τά φ ο ρ ές. Δ ε θ α ξ εχ ά σ ω π ο τ έ την πρώ τη μας σ υνάντησ η στην Π ρ ά γα . Έ π ρ ε π ε ν α σ υζη τή σο υ μ ε μ α ζ ί σε μια ρ α δ ιο φ ω νικ ή εκ π ομ π ή . Ο Ν α ζ ίμ ζήτη σε ν α κ ά ν ο υ ν σε μ ένα την π ρώ τη ερώτηση. « Κ α ταρ χή ν εί ν α ι π ιο ν έ ο ς α π ό μ ένα , κι ύ στερ α η π οίη σ ή του είν α ι π ιο μεγά λη α π ό τη δική μου », είπ ε. Α υ τ ή η σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά , αυτή η σ εμνότητα με ά φ η σ α ν έκ θ α μ β ο κ α ι μεγά λω σ α ν τ ο θ α υ μ α σ μ ό π ο υ έτρ εφ α γ ι’ α υ τ ό ν . Ε κ είνη την επ οχή η φήμη του ή τ α ν ήδη τ ερ ά σ τ ια , ενώ εγώ δ εν'ή μ ο υ ν α κ α θ ό λ ο υ γνω σ τό ς. Μ π ο ρ ώ ν α π ω ότι είν α ι έν α ς α π ό τ ο υ ς π ιο μεγα λ ό κ α ρ δ ο υ ς κ α ι δ ίχ ω ς τ ο ν π α ρ α μ ικ ρ ό φ θ ό ν ο α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο υ σ υ ν ά ν τ η σ α π ο τ έ στη ζω ή μ ο υ . Δ ε ζή λ ευε τ ο υ ς ά λλο υ ς π οιη τ ές. Α ν κ ά π ο ιο ς του ά ρ εσ ε κ α ι τ ο ν α γα π ο ύ σ ε, τ ο ’λεγ ε χω ρ ίς π ε ρ ι σ τρ ο φ ές. Κ ι ή τ α ν έν α ς α π ό τ ο υ ς μεγα λύτερ ο υ ς π ο ιη τ ές του κ α ιρ ού μας! Η ώ ρ α π ερ ν ο ύ σ ε, ή τα ν σ χε δ ό ν δ ύ ο τ ο πρ ω ί. Ση κω θή κα με κι ο Ρ ίτσος είχε την ευ γέν εια ν α με σ υ ν ο δ εύ σ ει σ το ξ ε ν ο δ ο χ ε ίο μου. Α π ο χ α ιρ ετ ώ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 τηλ. 36.27.318
120/αφιερωμα ια β ά ζο ν τ α ς τ α ε ν ν έα β ιβ λ ία της π ε ζ ο γ ρ α φ ική ς σ ειρ ά ς του Γ ιά ννη Ρ ίτσου « Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο α νω νύ μ ω ν α γίω ν» έβ λ επ α ν α δ ια γ ρ ά φ ο ν τα ι, ο λ ο έ ν α π ιο κ α θ α ρ ά , τ ρ ία κ υ ρ ίω ς κέντρ α ή κ ε ν τ ρ ικ ά ση μ εία , π ρ ο ς τα ο π ο ία θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε κ α ν είς ν α σ υσ χετίσ ει τ ο π ερ ιεχ ό μ εν ο τω ν βιβλίω ν α υτώ ν. Τ ο π ρ ώ το είν α ι ιδ ε ο λ ο γικ ό , π ιο σ υγκ ε κ ρ ιμ έ να σ χε τ ίζε τα ι με το π ρ ό β λη μ α τω ν ο ρ ίω ν έκ φ ρ α σ η ς εν ό ς κ α λλ ιτέχνη , π ο υ είν α ι σ τέλεχο ς εν ό ς κ ο μ μ ου νισ τικ ού κό μ μ α το ς κ α ι, α κ ό μ α π ιο ειδ ικ ά , του Κ Κ Ε . Τ ο δ εύτ ερ ο είν α ι έν α κέντρ ο χ ρ ο ν ικ ό , σ χη μ α τισμ ένο κ α τ ά βάση α π ό τ ις δ ύ ο ση μ α ντικ ές π οιη τ ικ ές π η γ ές του Ρ ίτσ ο υ , της μνή μης της π α ιδ ικ ή ς η λ ικ ία ς κ α ι το υ ο ν είρ ο υ . Κ α ι τ ο τρ ίτο είν α ι έν α κ έντρ ο γλ ω σ σ ικ ό , θέλω ν α π ω , σ χε τ ίζε τα ι μ’ έν α ν α κ ό μ α γλ ω σ σικ ό κώ δικ α π ο υ ο Ρ ίτσ ος π ρ ο σ θ έτ ει σ το υ ς ήδη γν ω σ τ ο ύ ς α π ό την π οίη σ ή του (στην ο π ο ία υ π ά ρ χ ο υ ν ίχνη μ ό ν ο α π ’ α υ τ ό ν ) κ α ι ο ο π ο ίο ς σ η μ α σ ιο δ ο τ εί τ ο ζήτη μα της ερω τικής κ α ι γε νε τή σ ια ς σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά ς. Θ έλω εξ ά λ λου ευ θ ύ ς α μ έσ ω ς ν α π ω , ότι τ α τ ρ ία α υτά κ εντ ρ ικ ά σ ημεία - το ιδ ε ο λ ο γικ ό , το χ ρ ο ν ικ ό , το γλ ω σ σ ικ ό - τα σ υ ν δ έε ι κ α ι τα ενώ νει μετα ξύ τ ο υς η νοητή ευ θ ε ία της ελευ θ ερ ία ς. Ή α λλιώ ς: το π ρ ώ το υ π ά ρ χ ει εξ α ιτ ία ς τω ν ά λλω ν δύο .
Δ
Α ρ χ ίζω α μ έσ ω ς τ ις δ ιε υ κ ρ ιν ίσ εις, για τ ί έχω α ρκ ετά ν α π ω , μ ολ ο νό τ ι π ρ έπ ει επ ίσ η ς ν α π ω α μ έσ ω ς, ότι α ρκ ετά θ α μ ε ίν ο υ ν α π ’ έξω: τ ο έρ γο α υ τ ό του Ρ ίτσου είν α ι επ ιδεκ τικ ό π ο λ λ ώ ν π ρ ο σ εγγ ίσ εω ν, π ο υ δ εν είν α ι δ υ ν α τ ό ν α γ ίν ο υ ν ό λες μ α ζί ή α π ό έν α ν. Π ρ οκ ειμ έν ου ν α α να φ ερ θ ώ σ το π ρ ώ τ ο α π ό τα τ ρ ία π ιο π ά ν ω θ έμ α τ α , θ α σ τα θώ εν π ρ ώ τ ο ις σ ’ μιλήσω π ά ν τ ω ς γ ια π ρ ω τα γω νισ τικ ά π ρ ό σ ω π α , έν α ά φ η γη μ α τικό εύ ρ ημα (π ο υ ε ίν α ι κ α ι έν α α π ό θ α α νέ φ ε ρ α , εκ τό ς α π ό τ ο ν Ί ω ν α , β έβ α ια , και τ α σ το ιχ εία π ο υ σ υ ν ισ τ ο ύ ν τ ο ν π εζ ο γ ρ α φ ικ ό χ α τ ο ν Π έτ ρ ο , τ ο ν Α λ έκ ο , το Λ ευ τ έρ η , το Β α γγ έλ η , ρ ακ τήρ α του Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο υ ). Σ τα οχτώ α π ό τα τ ο Γ ιώ ρ γο , τ ο ν Τ έλη. Ο Α λ έκ ο ς είν α ι χ α ρ α κ τ η ε ν ν έα β ιβ λία σ υ ν α ν τ ά μ ε τις κινή σ εις μ ια ς ο μ ά δ α ς ρ ο λ ο γ ικά κ α ι ψ υ χ ικ ά π ο λ ύ κο ν τ ά σ τον Ί ω ν α .4 α τ ό μ ω ν ,1 π ο υ είν α ι σ α ν ν α δ ια τ ρ έχ ο υ ν τ ο χ ρ ό ν ο Α λ λ ά το π ρ ό σ ω π ο , π ο υ μα ς ενδ ια φ έρ ει ά μεσ α (μ έν ο ν τ α ς σ τον ίδ ιο χώ ρο: σ το ν τ ό π ο μα ς) κα ι σ το σ ημείο α υ τ ό , είν α ι ο Π έτ ρ ο ς. Ο Π έτρ ο ς είν α ι π ο υ α π ο τ υ π ώ ν ο ν τ α ι π ά ν ω τ ο υ ς ο ι μετα βο λ ές π ο υ 'τ ο ά κ α μ π τ α 5 π ρ ο σ η λω μ ένο σ τις α ρ χ έ ς το υ κ ό μ σ υ μ β α ίν ο υ ν μέσα σ το χ ρ ό ν ο , έν α χ ρ ό ν ο π ο υ υ π ο μα το ς μέλο ς, π ο υ α ρ ν είτ α ι ν α π α ρ α δ ε χ θ ε ί, ό τ ι ο λ ο γ ίζετ α ι σε α ρ κ ετές δ εκ α ετ ίες .2 Γ Ι.χ.: « α ντα μ ώ κ α λλ ιτ έχνη ς μ π ο ρ εί ν α λέει και π ρ ά γ μ α τ α π ο υ ν ο υ μ ε κ ά θ ε τ ό σ ο , τα λέμ ε σ υ ν τ ρ ο φ ικ ά τ α , π α λ εύ δ εν εν δ ια φ έρ ο υ ν ά μ εσ α τ ο κό μ μ α κ α ι τ ο κίνη μ α, ο υ μ ε με χ ίλ ια π ρ ά μ α τ α , π α λ εύ ο υ μ ε κ α ι με τ ο ν π ρ ά γ μ α τ α π ο υ δ εν έχ ο υ ν ά μεσ α ορ ατή πολιτική εα υτ ό μ α ς, δ εν την α φ ή ν ο υ μ ε τη φ ω τιά ν α σ βή ο υ σ ία κ α ι ση μ α σία . Ο Ί ω ν δ εν μπ ο ρ εί ν α σ υμ σ ει, ό ,τ ι π ερ ν ά ει α π ’ τ ο χ έρ ι μας κι α κόμη π ιο φ ω ν ή σ ει, π α ρ ά την α γά π η π ο υ του τ ρ έφ ει κα ι π έρ α κ α ι π ιο π ά ν ο υ , ο Π έτ ρ ο ς, η Ά ν ν α , η Μ ά ρ την εμ π ισ το σ ύ νη π ο υ του έχει γ ε νικ ά . Α υ τ ό τ ο υ ς θ α , ο Α λ έκ ο ς, ο Τ έλης, ο Γ ώ γο ς, ο Γ ιώ της, η ο δ η γεί σ ε α ντιλο γίες: «Κ α ι φ τ ά ν ω στου Π έτρου· Μ α ρ ίν α , η Α λ έκ α , κι ο Β α γγ έλη ς α κό μ η , κι ο κι είν α ι όλη η π α ρ έα σ υνα γ μ ένη ( . . . ) , κ α ι κάτι Λ ευ τ έρ η ς, ά λ λ ο ι π α ν τ ρ εμ έ νο ι κ α ι με π α ιδ ιά , ά λ λ έγ α ν γ ια τ α « π υρ η νικ ά » κι έν ιω θ α κ ά π ω ς ά β ο λα λ ο ι ό χ ι, ά λ λ ο ι κ α τ ά φ ερ α ν ν α τελειώ σ ο υ ν τις π ο υ δ εν π ρ ό σ εχ α κ α ι π ο υ δ εν με π ρ ό σ εξ α ν ( ...) . σ π ο υ δ έ ς τ ο υ ς , ά ν ο ιξ α ν γ ρ α φ εία , ν ο ικ ο κ υ ρ εύ τ η Κ α ι τ ο υ ς είπ α γ ια τ ο υ ς π α π α γ ά λ ο υ ς , γ ια κ ο υ κ α ν , δ εν ξ έχ α σ α ν ό μ ω ς ...» (6 ,5 5 ).3 Τ α π ρ ό σ ω π α τ σ ο υ π ιές, σ ιν δ ό νιες , γ ια τ ρ ια ν τ ά φ υ λ λ α ( . . . ) , για α υ τ ά - δ ίπ λ α κα ι σ ’ έν α π λή θ ο ς ά λ λ α , α π ό τα τ ο ν μ ό νιμ ο σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ικ ό στα θ μ ό της Ά ν ο ιξ η ς π α ιδ ικ ά χ ρ ό ν ια , α π ό την εξ ο ρ ία , α π ό τη γ ε ιτ ο ν ιά ( ...)· είν α ι π ο λ ύ εύ κ ο λο (κ ι ίσω ς κ α ι χα ρ ιτ ω μ ένο ) κι α λλού - εμ φ α ν ίζο ντ α ι π ό τ ε μ α ζ ί, π ό τ ε χ ω ρ ι ν α μ ιλά ς γ ια μ ικ ρά π ρ ά μ α τ α , χ ω ρ ίς α ξιώ σ εις κα ι σ τά , π ά ν τ α σε σχέση με τ ο ν α φ ηγη τή, τ ο ν Ιω νά , χ ω ρ ίς έπ α ρ σ η , π ο υ δ εν ξ έ ρ ο υ ν τι είν α ι κ α ι μ π ο π ο υ είν α ι ο ίδιοο ο σ υ γγ ρ α φ έα ς. Α ν π ρ έπ ει ν α ρ είς εσύ ν α τ ο υ ς κ α τ α λο γίσ εις ο τ ιδ ή π ο τ ε (ό π ω ς
αφιερωμα/121
Μ. Γ. Μερακλής
«Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων»: μια πρώτη .π ρ ο σ έ γ γ ισ η γίν ετ α ι κ α ι μ έσα στα ό ν ε ιρ α ) κ α ι π ο υ ακόμη κι η σ ο β α ρ ο φ ά ν ε ια τ ο υ ς (τω ν π ο υ λ ιώ ν , τω ν λ ο υ λ ο υ δ ιώ ν , τω ν π α ιδ ιώ ν ) είν α ι μια π ρ α γ μ α τικ ή εύθυμη σ ο β α ρ ό τ η τ α , χ ω ρ ίς τ ίπ ο τ α τ ο δ ια ν ο ο υ μ εν ίσ τ ικ ο - ό τ α ν τ α π ο υ λ ιά κ ά ν ο υ ν έρ ω τα ( ...) - «Κ α ι τα π ο υ λ ιά , ν α ι , μα κ α ι τ ’ ά λ λ α » , είπ ε ξ α φ ν ικ ά ο Α λ έκ ο ς. «Π ρ ώ τα κ α ι π ά ν ο υ α π ’ ό λ α τ ’ ά λλα ό χ ι τ α κ α ν α ρ ιν ά κ ια τώ ρ α » , είπ ε ο Π έτρ ο ς. « Α κ α τ ό ρ θ ω τ ο » , είπ α χ α μ η λ ό φ ω ν α , χω ρ ίς ν α το θέλω . «Κ α ι τότε τί ’ν α ι - είπ ε ο Π έτ ρ ο ς , κ ά π ω ς α γ α να χ τ ισ μ έν ο ς - τ ί ’ν α ι “ Ο ι γ ε ιτ ο ν ιές το υ κ ό σ μ ο υ ” , τ ο “ Γ ρ άμ μα σ το Ζ ο λ ιό Κ ιο υ ρ ί” , ο “ Π έ τ ρ ιν ο ς χ ρ ό ν ο ς ” , το “Κ α π νισ μ έν ο τ σ ο υ κ ά λ ι” , “Τ α ε π ικ α ιρ ικ ά ” , τ α “Σ υ ν τρ ο φ ικ ά τ ρ α γ ο ύ δ ια ” , π ες μ α ς τί είν α ι;» , « Δ ε ν ξέρ ω », είπ α , κι α λ ή θ εια κ εί νη τη σ τιγμή, δ εν ή ξ ερ α - ίσω ς για τ ί είχ α ν μ εσ ο λα β ή σ ει τ α τ ρ ία τ ρ ιγ ω ν ά κ ια της Μ ιρ έιγ6, κι ο π α π α γ ά λ ο ς Γ ιώ ρ γη ς, κ α ι τ α π α ιδ ιά με τ ο κ α ν ν α β ο ύ ρ ι σ τα μα λλ ιά τ ο υ ς - «Μ α, β έβ α ια κι η “Τ έ τα ρτη δ ιά σ τ α σ η ” κ α ι τ ο “Γ ίγν εσ θ α ι” ο π ω σ δ ή π ο τ ε» ; π ρ ο σ θ εσ ε α π ρ ό σ μ εν α ο Α λ έκ ο ς - κι ένιω σ α κά τι σ α ντ ρ ο π ή μπ ρ οσ τά σ τα π α ιδ ιά , κ α ι π ο λύ μ ό ν ο ς , κ α ι π ο λ ύ λ υ π η μ έ νο ς , κ α ι μ α ζί σ α ν π ρ ο ν ο μ ιο ύ χ ο ς κα ι δ ίκ α ιο ς ...» (2, 1 62-5). Ν ο μ ίζ ω π ω ς είν α ι σ κ ό π ιμ ο ν α δ ώ σω κ ι ά λ λ ο έν α κο μ μ ά τι (π ιο σ ω σ τά , σ π ά ρ α γ μ α ) σ υ ν α φ έ ς, για τ ί π ρ έπ ει ν α γ ί
ν ε ι α ντ ιλ η π τ ό ς ο εσ ω τερ ικό ς α γώ να ς το υ Ρ ίτ σ ο υ , ο ο π ο ίο ς έχει π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές επ ικ ρ ιθ εί, α κ ρ ιβ ώ ς, γ ια τη δ ή θ εν μονο σ ή μ α ντη κ α ι μ ο νο δ ιά σ τα τη π ρ ο ο δ ευ τ ι^ ό τ η τ ά του: « Π ο ύ θ ά π ά ε ι α υ τ ό το π ρ ά μ α ; γ ρ ά φ εις , γ ρ ά φ εις κ α ι τελειω μό δ εν έχεις. Κ α λ ά τ ο λέν ε κ ά π ο ιο ι κ ά π ο ιο ι, λ ο γ ο δ ιά ρ ρ ο ια σ ’ έχ ει π ιά σ ει. Κ α ι τ ί ’ν α ι τ ο ύ τ α π ο υ μ α ς ξ ε φ ο υ ρ ν ί ζεις; π α ιδ ια κ ίσ τ ικ α κα μ ώ μ α τα , ξανα μ ω ρ ά μ α τ α . Γ εια σ το σ τόμ α το ύ κυρ Κ υ π α ρ ίσ σ η ,7 “ ο π α λ ι μ π α ιδ ισ μ ό ς είν α ι σ ύ ν η θ ες φ α ιν ό μ ε ν ο ν τω ν αρτη ρ ιο σ κ λη ρ υ ντ ικ ώ ν γ ε ρ ό ν τ ω ν ” . Λ ε ς ν α ’ν α ι α λ ή θ εια ; Ί σ ω ς ν α ’ν α ι κι έτ σ ι.8 Α λ λ ά κι ο Π έτ ρ ο ς εί π ε 9 « δ εν έχ εις τ ίπ ο τ ’ ά λ λ ο ν α π εις; κ α τ ο χ ή , α ντ ί σ τα σ η, π ε ίν α , θ ά ν α τ ο ι, εκ τελέσ εις, θ υ σ ίες , ο λ ο κ α υ τώ μ α τ α ( . . . ) , Μ α κ ρ ό ν η σ ο ς, Λ ή μ ν ο ς , Ικ α ρ ία , δ ικ τ α τ ο ρ ίες, Γ ιά ρ ο ς , Λ έ ρ ο ς , τα ξ έχ α σ ες , ρε Ί ω ν ; κ α ι π ρ έπ ει ν α τ α θ υμ ό μ α σ τε κ ά θ ε στιγμή γ ια ν α τ α θ υ μ ίζ ο υ μ ε γ ια ν α μην ξ α ν α γ ί ν ο υ ν α μ ’ ετούτη η σ ημερ ινή α πειλ ή π υ ρ η νικ ο ύ π α γ κ ό σ μ ιο υ ο λ έ θ ρ ο υ; μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α σ ω π α ίν ο υ μ ε γ ι ’ α υ τ ά κ α ι ν α σ τα υ ρ ώ ν ο υ μ ε τα χ έρ ια ;» . Κ ι είπ ε ο Α λ έκ ο ς, κ ά π ω ς δ ισ τ α χ τ ικ ά , α λλά με σ υ μ π ά θ εια , « θ αρ ρ ώ δ εν έ χ εις δ ίκ ιο Π έτρ ο· έχει π ο λ ύ μιλήσει ο Ί ω ν κ α ι γ ι ’ α υ τ ά , στη ν “ Α γ ρ ύ π ν ια ” , σ το ν “ Π έτ ρ ιν ο χ ρ ό ν ο ” , σ τις “ Γ ειτ ο ν ιές τ ο υ κ ό σ μ ο υ ” , σ τα “ Ε π ικ α ιρ ικ ά ” , σ τα “ Λ ια ν ο τ ρ ά γ ο υ δ α ” κ α ι σ ε τ ό σ α ά λ λ α , κ ι α ς μην ξ εχ ν ά μ ε τα “ Τ ρ α κ τ έρ ” , τ ις “ Π υ ρ α μ ί δ ες ” , α , ν α ι, κ α ι τ α “Σ υ ν τρ ο φ ικ ά τ ρ α γ ο ύ δ ια ” α λ λ ά π ρ ο π ά ν τ ω ν τ ο ν “ Ε π ιτ ά φ ιο ” - β έβ α ια τώ ρ α τ ελ ε υ τ α ία το ’χ ε ι ρ ίξει κ ά π ω ς σ τα α φ η ρ η μ έν α , τ α ερ ω τικ ά, τ α λυ ρ ικ ο φ ιλ ο σ ο φ ικ ά , τις π α ιδ ικ ές κι εφ η β ικ ές α να π ο λ ή σ εις , μ α , δ εν μ π ο ρ είς ν α π εις , έχ ο υ ν κ ι α υ τ ά τη χά ρη τ ο υ ς , κ α ι μ ά λισ τα μεγάλη χ ά ρ η , κ α ι κ α τ ’ ο υ σ ία ν είν α ι π ρ ο ο δ ευ τ ικ ά κ α ι στο π ερ ιεχ ό μ εν ο κ α ι στη ν έκ φ ρ α σ η ” . Ε γ ώ δ εν τ ο υ ς κ ο ιτ ο ύ σ α - τ ο υ ς ά κ ο υ γ α - σ κ ά λ ιζ α με μ ια ν ο δ ο ντ υ γ λ υ φ ίδ α τα μ π ρ ο σ τιν ά μου δ ό ντια · δ εν ή θ ελ α ν α τ ο υ ς α π α ν τ ή σ ω - ο Π έτ ρ ο ς κ ά π ν ιζ ε - ά ν α ψ ε κι ο Α λ έκ ο ς τ σ ιγ ά ρ ο - ω , τα σ υ ν τ ρ ό φ ια - έν ιω θ α τ α υ τ ό χ ρ ο ν α σ α ν έ ν ο χ ο ς κ α ι σ α ν α δ ικ η μ έν ο ς - τ ί ν α π εις; ν α δ ικ α ιο λο γ η θ είς; ν α τ ο υ ς α ντικ ρ ο ύ σ εις; ό χ ι δ α το υ κ έ ρ α τ ά - ίσω ς ν α ’χ ο υ ν δ ίκ ιο - μα δ εν μπ ο ρ ώ π ι α - έχω μ π ο υ χ τ ίσ ει α π ό π ο λ έμ ο υ ς , θ α ν ά τ ο υ ς , σ κ ο τω μ ο ύς, α ερ ο π ο ρ ικ ές επ ιδ ρ ο μ ές, χ α λ ά σ μ α τ α , κ α ζ ά ν ια σ υσ σιτίο υ με φ α σ ο υ λ ό ζ ο υ μ ο ή μ π λ ο υ γ ο ύ ρ ι, τα σ κελετω μένα π α ιδ ιά σ τις σ χά ρ ες της Ο μ ό ν ο ια ς , τ ις σημ α ίες κ α ι τις π α ρ ελ ά σ εις της Α π ελ ευ θ έρ ω σ η ς , τ ο υ ς π υ ρ ο β ο λ ισ μ ο ύ ς τω ν Δ ε κ ε μ β ρ ια ν ώ ν, τ ο υ ς ή ρ ω ες π ο υ τ ο ύ ς φ τ ύ ν α ν ...» (4, 1 5 9 -6 Γ βλ. κ α ι 8, 2 4 -2 5 ). Ο Ί ω ν σ υ χ ν ά α π ο φ ε ύ γ ε ι ν ’ α π α ν τ ή σ ει, π ρ ο φ α ν ώ ς για τ ί π ισ τ εύ ει, π ω ς μια τ έτ ο ια συζή τη ση δ εν θ α ο δ η γ ο ύ σ ε π ο υ θ ε ν ά (7 , 1 4-15). Κ ι ά λλο τε α γα να κ τε ί με τ ο ν εα υ τ ό του γ ι ’ α υ τ ή ν α κ ρ ιβ ώ ς τη σ ιω π ή , την α πο σ ιώ π η σ η α υ τ ώ ν π ο υ θ α ήθ ελ ε ν α π ει: « Έ ρ ι ξ α μια τ ελευ τ α ία μα τιά στη γυ μ νή α λο γο κ εφ α λή κι είπ α μέσα μου: έ ν ν ο ια σ ου κ α ι θ α σ ε φ τ ιά ξω εγώ ά γα λ μ α κ α ι στη ρ ά χη σ ου η ό μ ο ρ φ η γυ μ νή γ υ ν α ίκ α ν α σε ζ εσ τ α ίν ει με τα σ κέλια τ η ς- κα ι μ ό λ ις το σκέφ τη-
122/αφιερωμα κ α , σ τενοχω ρ έθη κ α , θύμ ω σ α με τ ο ν εα υ τ ό μο υ , π ο υ τα είπ α μέσα μου κι ό χ ι κα ι σ το ν Π έτρο· π ά λι τ α κ ρ υ φ ά σ ο υ , κυρ Ί ω ν , π ά λ ι τ α ξεχω ρ ισ τά σ ου» ( 6 ,8 4 ).10 Κ ι ά λλο τε ο ρ γισ μ έν ο ς φ τ ά ν ει στην α π ό φ α σ η της π α ρ ρ η σ ία ς (5, 87-88)
π α ρ ρ η σ ία αυτή π ερ ιλα μ β ά νε ι κ α ι τα « π α ι δ ια κ ίσ ια κ α μώ μα τα», τις « π α ιδ ικ ές κι εφ η βικές α να π ο λ ή σ εις» . Ό ν τ ω ς το Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο β ρ ίθ ει α π ό α υτ ές (σ υ χ νό τ α τ ες άλλω στε κ α ι στην π οίησ ή τ ο υ ), ώστε ν α μην έχει σ χε δ ό ν νό η μ α η τεκμηρίω ση του π ρ ά γ μ α τ ο ς. Δ ίν ω α π λ ώ ς έν α μι κ ρ ό , π ολύ μικ ρό δ είγμ α , γ ια ν α δ είξω κ α ι τη σ υ γκ ίνη ση π ο υ σ υνέχ ει τ ο ν Ί ω ν α , ό τ α ν α να π ο λ εί τ α π α ιδ ικ ά χ ρ όνια : «Ε ικ ό νε ς, εικ ό ν ες της π α ιδ ι κής η λ ικ ία ς, ο Κ ά β ο υ ρ α ς, η Μ α ρ ίτσα , η Α ρ γ υ ρ ο ύ λ α , η θ εία Ε υ α γ γ ε λ ία , ο κ ύ ρ ιο ς Σ ό λ ω ν , η θ εία Α λ ε ξ ά ν δ ρ α με τις κ α π ελ α δ ο ύ ρ ες της, ή Φ όν η , η Θ έκ λα , ο ι Β ελιές, η Μ ο νο β ά σ ια , β ρ ά χ ια , θ ά λ α σ σ ε ς, π ο τ ά μ ια , λ εύ κ ε ς, ν α κ ι ο γε ρ τ ό ς κ α θ ρ έφ της κ α ι τ α κ ό ν τ ρ α με τ ο υ ς ν ιό ν υ φ ο υ ς κι η λά μ π α π ετ ρ ελα ίου κ α ι τ ’ ά λ ο γ α σ τα χ ρ υ σ ά μεση μέρια , κ α ι τ α τ ζιτ ξίκ ια , π ο λ λ ά τ ζιτ ζ ίκ ια κ α ι το κ ό κ κ ιν ο π α ν ί της νύ φ η ς στο σ κ ο ινί της μ π ο υ γά δ α ς κι ό ι ν τ ο υ φ εκ ιέ ς σ τον ελ α ιώ ν α , κ α ι τ ’ α λυχτή μ ατα τω ν σκυλιώ ν τις ν ύ χ τ ες , σ το υ ς λ ό φ ο υ ς τω ν βοσ κώ ν ή κάτω σ τ’ α μ π έλ ια , κ α ι τα σ π ιθ ίσ μα τα της α σ τ ρ ο φ εγγ ιά ς π ο υ σ ε β εβ α ίω ν α ν για κ ά π ο ιο μ έ γ α , γ ια κ ά π ο ιο π ά ν τ α , μα κ ρ ινό κ α ι δ ικ ό μ α ς, α π ρ ό σ ιτο κ α ι α π τ ό , κι η σ υγγνω στική ευ λο γία της σελήνη ς π αρ η γορ ητική γ ια ό λο τ ο α κ α τόρθ ω το, τ ο ά γνω σ τ ο κ α ι το ά φ τα σ το » (7, 3 0-1). Η λ ειτ ο υ ρ γ ία της μνήμης είν α ι κ υ ρ ίαρ χη σ το Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο . Κ ι ό χ ι μ ό νο θεμ α τικά α λλά , θ α έλεγα , κ α ι ο υ σ ια σ τ ικ ά -φ ιλο σ ο φ ικ ά : « ό τα ν λ έ με “ θ υ μ ά μ α ι” , α υ τ ό π ο υ θυμ ό μ α στε δ εν έχει χ α θ εί, ό π ω ς τα χ ρ υ σ ά μήλα τω ν Ε σ π ερ ίδ ω ν, ή τα ά λλα του Π α ρ α δ ε ίσ ο υ ...» (6 ,8 ). Κ α ι ό χ ι μ ό νο δ εν έχ ει χ α θ ε ί, α λλά υ π ά ρ χ ει ω ρ α ί ο : «Μ ε το π έ ρα σ μ α του χ ρ ό ν ο υ τα π ρ ά γ μ α τ α μ α λα κ ώ ν ο υ ν , γλ υ κ α ίν ο υ ν . Κ α τα σ τρ ο φ ές, δ ρ ά μ α τ α , θ ά ν α τ ο ι, σ εισ μ οί, π ό λ εμ ο ι, β α σ α ν ισ τ ή ρ ια , α ρρ ώ στιες ( .. . ) , τ α θ υ μ ά σ α ι, τ ’ α να π ο λ είς , τα φ έρ ν εις π ίσ ω ευ γεν ισ μ έ ν α , γε νικ ευ μ έν α , α χ νισ μ έν α α π ’ την α νά σ α του α ιώ ν ιο υ ...» (7 ,8 0 ). Κ α ι α κ ό μ α κάτι: δ εν α ν α σ τα ίν ο ντ α ι, με τη μνήμη, τα π α λ α ιό , τ α π α ιδ ικ ά π ρ ά γ μ α τ α μ όν α τους· α να σ τα ίν ετ α ι μ α ζ ί τ ο υ ς κ α ι ο λ όκ λη ρ ο, α ς π ο ύ μ ε, τ ο π α ιδ ικ ό σ ύστη μα τω ν α ξιώ ν, τ ό σ ο δ ια φ ο ρ ετ ικ ό α π ό το σ ύστη μα τω ν μεγά λω ν. Α σ ή μ α ντ α π ρ ά γ μ α τ α γ ίν ο ν τ α ι ση μ α ντικ ά , ο ι λεπ τ ομ έρ ειες γ ίν ο ν τ α ι κ ύ ρ ια κα ι κ α ί ρ ια θ έμ α τ α , τ α ά σχη μ α γ ίν ο ν τ α ι κ α ι α υτά ώ ρ α ία , - μ όλις π ιο π ά ν ω είδ αμ ε τ ο ν Ί ω ν α ν ά το λέει. Κ α ι αυτή π ιά η εξω ρά ιση τω ν π ά ν τ ω ν, π ο υ έχει ω ς μια βα σικ ή α ιτ ία τη μνήμη, το π έρ α σ μ α του χ ρ ό ν ο υ , γίν ετ α ι μόνιμη τάση κ α ι κλίση, α κ ό μα κ α ι γ ια τα π α ρ όν τ α : ο Ί ο ν έχει εθ ισ θ εί ν α
Η
β λέ π ε ι π ά ν τ α την ο μ ο ρ φ ιά . Λ .χ . μια τ ρ έχ ο υ σ α , τρ ιμ μ ένη , ασή μα ντη ερ γα σ ία ό π ω ς τ ο ά πλ ω μ α της μ π ο υ γ ά δ α ς μ π ο ρ εί ν α μετα μο ρ φ ω θεί - με τα π ο λ ύ χ ρ ω μ α « φ α νελ ά κ ια , σ λιπ , κ ιλ ό τες, σ ώ β ρ α κ α , κ ο μ π ιν ε ζ ό ν , σ ο υ τ ιέν , π ο υ κ ά μ ισ α μα κ α ι π ο υ λό β ε ρ κα ι π α ν τ ελ ό ν ια κ α ι φ ο ρ έμ α τα » - σ ’ έν α μ εγά λο π α ν η γ ύ ρ ι, σ ’ έν α « δ ο ξα σ τ ικ ό σ η μ α ιο σ τ ο λισ μό» (9 ,9 2 ). Α κ ό μ α κ α ι στο θ ό ρ υ β ο π ο υ κ ά ν ει έν α π α ν τ ζ ο ύ ρ ι κ α ι δ εν τ ο ν α φ ή νει ν α κ οιμ ηθ εί ό λη τη ν ύ χ τ α , α να ζη τε ί το ρ υθ μ ό , α να ζ η τε ί τη μουσική του: «2/4; 3/4; 6/8; - κι ο ι π α ύ σ εις - ο λ ό κληρο; ήμισυ; τέτα ρτο; ό γ δ ο ο ; δ έκ α τ ο έκτο; εξη κο σ τό τ έτ α ρ τ ο ...» (6 ,3 6 ). Τ ελικ ά το α σ ή μ α ντο γ ί ν ετ α ι η ά λλη - η σ υμπληρω μ ατική - όψ η το υ ση μ α ν τ ικ ο ύ , τ ο μικ ρό κ α ι τ α π ε ιν ό η άλλη όψ η του μεγά λο υ κ α ι υ ψ η λο ύ . Κ α ι μ ό ν ο ν έτσι ο ι σ υ ν α ρ τή σ εις το υ Ί ω ν α γ ίν ο ν τ α ι κ α τ α νο η τ ές. Κ ά π ο τ ε σ το σ τρ α τ ό π εδ ο , στο Π α ρ θ έ νι της Λ έ ρ ο υ , π α ρ α κ ο λ ο ύθ η σ ε π ώ ς δ υ ο α χ ιν ιο ί, π ο υ είχ α ν μείνει γ ε ρ ο ί α π ό έν α σω ρό α π ό δ α ύ τ ο υ ς σ π α σ μ έν ο υ ς π ά νω σ το τ ρ α π έ ζ ι του φ α γη το ύ τω ν χ ω ρ ο φ υ λά κ ω ν, μ π ό ρ εσ α ν ν ’ α ν ο ίξ ο υ ν σ ιγ ά σ ιγ ά δ ρ ό μ ο κ α ι ν α γ υ ρ ίσ ο υ ν στη θ ά λ α σ σ α . Κ α ι ή θ ελ α , λ έε ι, ν α σ ας π ω αυτή τη μικρή ισ το ρ ία γ ι α τ ο υ ς δ υ ο α χ ιν ιο ύ ς , « για τί έχω την εντύπ ω ση π ω ς α ν δ εν σ α ς την έλε γ α θ α σ α ς α δ ικ ο ύ σ α , κα ι κ ε ίν ο το σ τρ α τ ό π εδ ο σ το Π α ρ θ έ νι της Λ έ ρ ο υ θ α ’τ α ν ε δ υ ο φ ο ρ ές π ιο σ τρ α τ ό π εδ ο κ α ι τρ εις φ ο ρ ές π ιο σ υρ μ α το π λεγμ έν ο » (9 ,5 6 ) Έ τ σ ι άλλω στε δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α μεί ν ε ι τ ίπ ο τα έξω α π ό τ ο ν κό σ μ ο του Ρ ίτσ ο υ , για τ ί δ εν είν α ι τ ίπ ο τα δ ίχ ω ς σημα σία . Σ ύ μ φ ω να , λ ο ιπ ό ν , μ’ αυτή τη « μ α γεία τω ν π ο λ λ ώ ν δ ια κ λ α δ ώ σ εω ν κ α ι σ υσ χετίσ εω ν» ο ύ τε τα ό ν ειρ α είν α ι α σ υ νά ρ τ η τ α , είν α ι έν α ς θ α υ μ α σ τό ς τ ρ ό π ο ς ν α π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ο υ μ ε τις π ιο ελεύ θ ερ ες σ υνα ρ τή σεις. ( Α ς δ ια β ά σ ει ο α ν α γ ν ώ στη ς τ ο κ ε φ ά λ α ιο του τρ ίτου τ όμου «Ο ι σ χέσεις μ α ς με τα ό ν ειρ α » , ό π ο υ έχ ο υ μ ε τ α σ το ιχ εία μια ς π ο ιη τ ικ ή ς β ιο λ ο γ ία ς τω ν ο ν είρ ω ν , - μ α ζ ί με την α π ο κ ά λ υ ψ η μ ερικ ώ ν α π ό τ α μυ στικά του ερ γα στη ρ ίο υ το υ π ο ιη τ ή , - ή κ α ι τ ο κ ε φ ά λ α ιο « 'Α ν θ ρ ω π ο ι, ό ν ειρ α , π ρ ά γ μ α τ α » , το υ ίδιο υ τ ό μ ο υ .) Κ ά π ο υ , σ το « Ί σ ω ς ν α ’ν α ι κι έτσι», α ρ χ ίζ ει ο Ί ω ν ν ’ α π α ρ ιθ μ εί τ α α νθ ρ ώ π ιν α α δ ιέξ ο δ α , α τελείω τα· γ ι ’ α υ τ ό , κα τα λή γ ει, π ρ ο τ ιμ ό τ ερ α εί ν α ι τα ό νειρ α · «μέσα σ τη ν π α ρ ά φ ο ρ η φ υσ ικ ό τ η τ α της α υ θ α ιρ εσ ία ς , σ τα α μύ θη τα κα το ρ θ ώ μ α τά τ ο υ ς » , μ π ό ρ εσ α ν , π ρ ιν α π ό την τ εχ ν ο λ ο γ ία , ν α π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ο υ ν «τα π ιο ω ρ α ία δ ια π λα νη τ ικ ά τ α ξ ίδ ια (κ α ι μ εις μ α ζ ί τ ο υ ς )» , ν α μα ς φ έρ ο υ ν , ό π ω ς λ έε ι, κα τα πλ η κ τικ ές εικ ό ν ες α π ό τη Σ ελήνη (« ό χ ι σ α ν α υ τ ές τις ψ ω ρ ιά ρ ικ ες σ η μ ερ ιγές» ), « χ ρ υσ ές εικ ό ν ες α π ’ τη Λ ίμ νη της Ν η ν εμ ία ς με π λ ο ιά ρ ια , με κω π η λά τες, με κ ύ κ ν ο υ ς, με α γ γ έ λ ο υ ς κιθ α ρ ισ τ ές σ α ξ ο φ ω ν ίσ τ ες α κ ο ρ ν τεο ντ ίσ τες, κι έν α σ φ υ ρ ί α τ ό φ ιο χ ρ υ σ ά φ ι γ ια ν α σ π ά ζ ο υ ν οι γ υ μ ν ές γ υ ν α ίκ ες τα χ ρ υ σ ά κ α ρ ύ δ ια γ ια τ α γλ υκ ά τω ν Χ ρ ισ τ ο υ γ έν ν ω ν ...» . Τ α ό ν ειρ α του Ί ώ ν α (ή κ α ι ά λλω ν της σ υ ν τ ρ ο φ ιά ς) κ α τ ό ικ ο ύ ντ α ι, είν α ι
αφιερωμα/123
Η απονο-
ΐν, Πρόεδρο της ΕπιΔιεθνών
α λ ή θ εια , κ α ι α π ό μ ια ν ορ μη τικ ή, π α ρ ά φ ο ρ η ερωτική ζω ή . Ό μ ω ς , εξ α ιτ ία ς μ ά λισ τα κ α ι α υτής της δ ια φ ά ν ε ια ς , ·*έεν π ρ έ π ε ι ν α τα ερ μ η νεύσ ο υμ ε φ ρ ο ϋ δ ικ ά · ο κ ο σ μ ο ς τ ου έρ ω τα δ εν υ π ο δ η λ ώ ν ε τ α ι σ υ μ β ο λικ ά μέσα σ ’ α υ τ ά , δ η λώ νετ α ι ρ ητά . Τ α ό ν ε ιρ α τ ου Ί ω ν α τ ου π ρ ο σ φ έρ ο υ ν δ υ ο ειδ ώ ν ελευθ ερ ίες: τη ς π ο ίη σ η ς (με τ ις εκ ρ ή ξ εις τω ν π ιο α π ρ ό σ μ εν ω ν εικ ό ν ω ν) κ α ι το υ έρω τα (μ ε π ρ ά ξ εις π ο υ δ εν τ ις φ α ντ ά ζετ α ι ή κ α ι δ εν τ ις α π ο τ ο λ μ ά κ α ν ε ίς σ τον ξ ύ π ν ο τ ο υ ). Α π ό την ά π ο ψ η α υτή, τη ν τ ελ ε υ τ α ία , τα ό ν ε ιρ α το υ Ί ω ν α δ εν είν α ι η έκ φ ρα ση μ ια ς ν ο σ η ρ ό τη τ α ς κ α ι κα τ ά σ τ α σ η ς σ τέ ρ ησ ης, είν α ι μ ά λλ ο ν ο τ ρ ό π ο ς ν α γ ια τ ρ ευ ό μ α σ τ ε α π ό α υτά : «Κ α ι μή π ω ς τ α ό ν ε ιρ ά μ α ς δ εν είν α ι η δ ίκ ιά μα ς τ ρ έλα π ο υ τη ζ ο ύ μ ε σ το ν ύ π ν ο μ α ς για ν α μ π ο ρ ο ύ μ ε τη μ έρα ν α μην είμα σ τε τρ ελ ο ί, ν α τη θ υ μ όμ α σ τ ε κ α ι ν α ’μα σ τέ σ υ γκ ρ ο τ η μ έ νο ι, κι α π ο φ ε ύ γ ο ν τ α ς τ ις υ π ε ρ β ο λ ές της (π ο υ τις ζή σ α μ ε ω σ τό σ ο σ το α κ έρ α ιο ) ν α κ ά ν ο υ μ ε με μέτρ ο σ ω σ τά τη δ ο υ λ ε ιά μας;» (3 ,1 3 0 ).9 Β έ β α ια τ ο ν κό σ μ ο τ ω ν ο ν είρ ω ν δ εν μ π ο ρ εί ν α τ ο ν π α ρ α δ ε χ τ ε ί ο Π έ τ ρ ο ς, - « Ό ν ε ι ρ α κ α ι ξ ό ν ε ιρ α τώργ. μου λες· δ ε β λ έ π ε ις τι γίν ετ α ι στο Β ιετ νά μ ;» (2 ,1 0 3 ), - α ν κ α ι, σε κ ά π ο ια στιγμή α δ υ ν α μ ία ς , θ α ο μ ο λ ο γ ή σ ει σ τον Ί ω ν α π ω ς είδ ε έν α ό ν ε ιρ ο , π ο υ ο φ ίλ ο ς το υ μά λισ τα θ α τ ο β ρ ει ω ρ α ίο 11. .. Η π α ιδ ικ ή η λ ικ ία μ α ς είν α ι το π α ρ ελ θ ό ν μας. Τ α ό ν ειρ α π ο ιο ς χ ρ ό ν ο ς μ α ς είν α ι; Ί σ ω ς τ ο π ιο σ ω σ τό είν α ι ν α π ο ύ μ ε, π ω ς τα ό ν ειρ α είν α ι έν α ς χ ρ ό ν ο ς α π ε λ ευ θ ε ρ ω μ έν ο ς . Α π ελευ θ έρ ω σ η κ α ι α π ό τ ο π α ρ ό ν μα ς. Α κ ό μ α κ α ι α ν έχ ο υ μ ε τη ν α ί σθηση π ω ς κά τι γ ίν ε τ α ι, σ το ό ν ε ιρ ό μ α ς, τ ώ ρ α , α υ τ ό τ ο τώ ρ α του ο ν είρ ο υ δ εν έχ ει κ α μ ιά σ χέση με τ ο π ρ α γ μ α τ ικ ό μα ς τ ώ ρ α . Α π ό την ά π ο ψ η το υ
χ ρ ό ν ο υ λ ο ιπ ό ν τ ο ό ν ε ιρ ο είν α ι κ ά τ ι ο υ σ ια σ τ ικ ό τ ερ ο ή , α λλιώ ς, π τ η τ ικ ό τ ερ ο κ α ι σ υντελεσ τικ ό τερ ο α π ό τ η ν π α ιδ ικ ή η λ ικ ία . Ο Ί ω ν α π ο δ έχ ετ α ι σ υ χ ν ά α υτή τη γενίκ ευσ η τ ο υ χ ρ ό ν ο υ το υ ο ν ε ί ρ ο υ , π ο υ είν α ι κ α ι μια α π ελευ θέρ ω σ η α π ό το χ ρ ό ν ο : « Μ π λ εγμ έν ο ς α τέλειω τα με λ έξ εις ,- με ό ν ε ιρ α , με π ρ ά γ μ α τ α κι α να π ο λ ή σ εις δ εν ξέρ εις π ό τ ε α ρ χ ίζ ε ι, π ό τ ε τ ελειώ ν ει η μ έρ α , η ν ύ χ τ α , ο χ ρ ό ν ο ς , σ α ν α ’σ α ι έξω α π ό τ ο χ ρ ό ν ο , μέσα σ ’ όλη τη δ ιά ρ κ εια » (6 , 2 7 ). Α υ τ ό θ έλει ν α π ε ι σε τ ελ ε υ τ α ία α νά λυ σ η π ω ς η π ο ίη σ η , τ ο ό ν ειρ ο , η π α ιδ ικ ή (π ρ ο π ά ν τ ω ν ) ηλ ικ ία μ ε τα β ά λλο υ ν τη χ ρ ο ν ικ ό τ η τ α σε α ιω ν ιό τ η τ α .11 Α υ τ ή η α ιω ν ιό τ η τ α π ο σ ο μ π ο ρ εί ν α α φ ο μ ο ιω θ εί, ν α π ερ ιγ ρ ά φ ε ι με τα μ έσα της λ ο γ ικ ή ς μας; Ο Ί ω ν σ υ ν εχ ώ ς μ ιλά ει, α ντ ίθ ετ α π ρ ο ς την τ ετ ρ ά γω ν η , σκέψ η τ ο υ Π έτ ρ ο υ , γ ια το ά γν ω σ τ ο , το α μ ετ ά δ ο τ ο , τ ο α νέ κ φ ρ α σ τ ο , τ ο α νε ίπ ω τ ο , τ ο α ό ρ α τ ο , τ ο α κ α τ α ν ό η τ ο , τ ο α ό ρ ισ τ ο , τ ο α νε ξή γη το , τ ο α να π ο κ ρ υ π τ ο γ ρ ά φ η τ ο , τ ο α πέ ρ α ν τ ο : δέκ α τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν σ τερη τικ ά ά λ φ α , ικ α ν ά ν α ο δ η γή σ ο υ ν τ ο ν Π έτ ρ ο σε έξαλ λη κ α τ ά σ τ α σ η , α φ ο ύ εί ν α ι σ α ν ν α δ η λώ νετ α ι με δ έκ α , τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν , τ ρ ό π ο υ ς η στέρη ση της γν ώ σ η ς, η α δ υ ν α μ ία ν α κ ά ν ο υ μ ε μα θ η μ α τικ ά τ α π ά ν τ α . Θ α δώ σω μερι κές τ έτ ο ιες ο μ ο λ ο γ ίες . « Α π ό χ ρ ό ν ια το ’χω π ά ρ ει α π ό φ α σ η π ω ς δ εν π ρ ό κ ειτ α ι π ο τ έ ν ’ α π ο κ ρ υ π τ ο γ ρ α φ ή σ ο υ μ ε ό λ ο τ ο ά γν ω σ τ ο . Κ ι α υ τ ό μ’ α ρέσει· κι είν α ι κ ι α να π α υ τ ικ ό » (6 ,9 )· « Κ α ι τ α ό μ ο ρ φ α θ έλ ο υ ν ν α ε ίν α ι κ α ι π ρ έπ ει ν α είν α ι μ ετα δ ό σ ιμ α . Μ α δ εν είν α ι. Κ ι α υ τ ό τ ο α μ ε τ ά δ ο τ ο είν α ι το β ά σ α ν ο ό λω ν εκ είνω ν π ο υ σ χ ε τ ίζ ο ν τ α ι με την ο μ ο ρ φ ιά » (6 ,1 0 )· « Φ α ίν ετ α ι ( . . . ) π ω ς ο ι δ ύ ο Ά γ γ ε λ ο ι γ ια μ ερ ικ ο ύ ς είν α ι ο ρ α τ ο ί, γ ια ά λ λ ο υ ς α ό
124/αφιερωμα ρ α τ οι. Τ α π α ιδ ιά π .χ . τ ο υ ς δ ια κ ρ ίν ο υ ν κ α ι φ ω ν ά ξ ο υ ν χ α ρ ο ύ μ εν α κ α ι μα γεμ ένα “ δ υ ο Ά γ γ ε λ ο ι , δ υ ο Ά γ γ ε λ ο ι ” . Τ ο ίδ ιο κ α ι τα ν εα ρ ά ζευ γ ά ρ ια τ ο υ ς β λ έ π ο υ ν ο λ ο κ ά θ α ρ α . Α ν τίθ ετ α , ο μ π α κ ά λη ς, ο χ α σ ά π η ς , ο φ ο ύ ρ ν α ρ η ς, η μ α νταρ ίστρ α , δ εν τ ο υ ς β λ έ π ο υ ν κ α θ ό λο υ » (6,13)· «Μ εγά λα τ α ξ ίδ ια , κ ά θ ε ν ύ χ τ α , κ ά θ ε μέρα , κ ά θ ε ώ ρ α , κ ά θ ε στιγμή. Π ολ ύ μ εγά λα . Γ υρ ίζω α π ’ το ά γνω σ τό στο γνω σ τό - κι α υ τ ό π ερ ιβλη μ ένο με την ά χ να του α γνώ σ τ ου. Τ ο σ κ ο υ π ίζω με την π α λ ά μ η μου, ό π ω ς σ κ ο υ π ίζο υ μ ε α π ό μέσα τα τ ζά μ ια του π α ρ ά θ υ ρ ο υ , γ ια ν α το φ έρω π ιο κ ο ντά μο υ , γ ια ν α τ ο δω κ α λύ τερ α» (3,143)· «Μ ήπω ς τα π ιο ό μ ο ρ φ α , π ο υ ’χ ο υ μ ε μέσα μας φ α ίν ο ν τ α ι; Μ ήπ ω ς α υ τ ό π ο υ λέμε α θ α ν α σ ία ή α ιω νιό τη τα ή α γά π η ή π οίησ η φ α ίν ον τ α ι;» (2,98· η ερώτηση είν α ι ρ ητο ρική· η α πά ντη σ η είναι: ,όχι)· «Τ ώ ρα βλέπω π ω ς με έν α μικ ρό α να γρ α μ μ α τισ μ ό - δηλα δή μ ό νο με μια α πλ ή μετάθεση του εν ό ς ό μ ικ ρ ο ν - γίν ο μ α ι Α ό ρ ι σ τ ο ς . Α υ τ ό μ’ α ρέσει» ( 1 ,7 )13- « Έ τ σ ι, μέσα σ το θ ά μ β ος σ ο υ , σ τα μα τά ς την έρ ευ να για α ίτ ια κα ι α ιτ ια τ ά , δ έχ εσ α ι το α νεξή γη το π ο υ εί ν α ι θεμ ελ ιακ ό σ το ιχ είο της ο μ ο ρ φ ιά ς» (7,84)· « α κ ού γα μ ε μες στο σ κο τάδ ι κα τά στηθ α τη β ο υ ε ρή, ά γρ ια μητρότητα της α π έρ α ν τ η ς θ ά λ α σ σ α ς κ α ι τρ ομ οκ ρ α τη μ ένοι χ ώ να μ ε το κ εφ ά λι μας κ ά τω α π ’ τις κ ου βέρ τες ν α φ υλ α χτο ύ μ ε α π ’ το α π έ ρ α ν τ ο , μα τ ο α π έ ρ α ν τ ο έμ π α ιν ε κά το υ α π ’ τις κου β έρ τ ες ( ...) χ υ ν ό τ α ν μέσα μας με την α νά σ α μας» (4,111). Η τελευτα ία μα ρ τυρ ία π ερ ιγρ ά φ ε ι κα τά στα ση της π α ιδ ικ ή ς ηλικ ία ς. Α λ λ ά , σ ύμ φ ω ν α , μ’ ό σ α σ ημειώ θηκα ν κ α ι π ιο π ά ν ω , ο Ί ω ν α να κ α λ ε ί σ υ νεχ ώ ς την π α ιδ ικ ή ηλ ικία γ ια ν α μ π ολιά σ ει μ’ αυτή τ ο π α ρ ό ν του- θ υμ ά τ α ι, ό π ω ς είπ ε, σ η μ α ίνει έχει - για π ά ν τ α . Σ τ ο ν ίδ ιο (τ έ τ α ρτο) τ όμο δ ια β ά ζο υ μ ε ακόμα : «μνή μες κα ι μνή μες, ν α λες κ α ι ν α μη σ ώ νο ντ α ι, για τ ί τό τ ε ο κ ά θ ε ή χ ο ς σ υ ν εχ ιζό τ α ν κ ά π ο υ α λλο ύ , π ιο β α θ ιά κ α ι π ιο ψ η λ ά , στα π ρ ό θ υ ρ α εν ό ς μυ στη ρ ίο υ , κι ό λ α δ είχ ν α ν α π λ ά , α ρ α ιά κι ευ α ν ά γν ω σ τ α μα π ιο μυστηριώ δη - φ θ ό γ γ ο ι κ α ι εικ ό νες κ α ι ά στρ α κα ι ν ε ρ ά ...» : α γ γ ίζε τα ι εδώ π ια ένα ς χώ ρ ο ς μετα φ υ σ ικ ός. (Ί σ ω ς μια τέτο ια π ρ ιν α π ό τις λέξ εις , π ρ ο λ εξ ικ ή , ή μ ετα λεξική , επ οχή ν α υ π ο δ η λ ώ νει κ α ι τ ο εξα ιρ ετικ ά μ εγά λο π λή θ ο ς ήχω ν π ο υ υ π ά ρ χ ο υ ν στο Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο , ως ο ν ο μ α σ ίες - ή π α ρ ο υ σ ίες - τω ν π ρ α γ ιιά τω ν, κ α θ α ρ ό τ ερ ες κα ι α π ό τ α ονό μ α τ ά τ ο υ ς .) 1,1
α είτ α ν σύμ φ ω νο π ρ ο ς τη βα θ ύτερ η δ ια λ ε κτική ο υ σ ία του έρ γο υ του Ρ ίτσ ο υ , α ν α π ό τα ιδεα τά ή ψ υ χ ικ ά α υτά ύψ η κα τ α δ ο θ ο ύ μ ε τώ ρ α σ το χ ώ ρ ο του ερω τικού π ά θ ο υ ς κ α ι το υ ενστί κτου . Σ τ ο ν έρω τα μ π ο ρ εί ν α π ά ε ι κ α ν είς α π ό π ο λ λ ο ύ ς δ ρ όμ ους. Έ ν α ς είν α ι ο δ ρ ό μ ο ς της ο μ ο ρ φ ιά ς, π ο υ τό σ ο σ υγκ ινεί το Ρίτσο: «Κ α λά το ’λεγ ε ο Τέλης: ά λλη χ α ρ ά π ιο μεγάλη δ εν υ π ά ρ
Θ
χ ε ι α π ’ την ο μ ο ρ φ ιά κ α ι τ ο ν έρω τα , κι είν α ι, θ α ρ ρ ώ , έν α κ α ι τα δ υ ο τ ο υ ς , το ’ν α γε ν ν ά ει το ά λλο » (6 ,5 9 ). Α λ λ ά υ π ά ρ χ ει κι ο δ ρ ό μ ο ς εκ είνο ς π ο υ γ ια ν ’ α νο ιχ τ εί κ α ι ν α π ερ ά σ ει, π ρ έπ ει ν α σ π ά σ ει κ α ι ν α ρ ίξει τα μ π ο ύ κ α ι π ρ ο κ α τα λ ή ψ εις. Ο έρ ω τα ς δ εν είν α ι μ ό νο η φ ρ ά σ η , π ο υ τ ο ν εξ ι σ ώ νει με την ο μ ο ρ φ ιά . Ε ίν α ι κα ι η γενετή σια π ρ ά ξ η , π ο υ τελείτα ι σε ώ ρ ες ο ρ γα σ μ ο ύ , εν ό ς α συ γκ ρά τη το υ π ά θ ο υ ς κα ι με σ υγκ εκ ρ ιμ ένο τ ρ ό π ο . Σ τα π ε ζ ά , λ ο ιπ ό ν , α υ τ ά εν τ υ π ω σ ιά ζει ο μ ε γ ά λ ο ς α ρ ιθ μ ό ς κ α ι η π ο ικ ιλ ία τω ν εκ φ ο ρώ ν - κ α τ ά κ α ν ό ν α ά μ εσ ω ν, ό χ ι μετα φ ορ ικώ ν ή π ερ ιφ ρ α στικ ώ ν - της κ α τά στα ση ς της σ τύση ς, της εκσπερμ άτω ση ς, το υ εφ η βικ ού α υ ν α νισ μ ο ύ , της ερω τικής ά νο ιξ η ς τω ν εφ ή βω ν, κα θ ώ ς επίση ς υ π ά ρ χ ο υ ν ο ρ γιώ δ εις π ερ ιγρ α φ έ ς ερω τικώ ν μεί ξ εω ν . Α υ τ ά π ρ έπ ει ν α τ α δ ο ύ μ ε α π ό δ ύ ο π λ ευ ρές. Ε ν π ρ ώ το ις είν α ι τ ο π έρ α σ μ α κα ι σε έν α ν έο ε π ίπ εδ ο γρ α φ ή ς, π ο υ θ έτει το ζήτη μα της α ν α γνω στική ς λειτο υ ργίας· π ρ ό κ ειτ α ι γ ια έν α ζήτη μα , θ α π ω , λο γ ο τ εχ νικ ό , σχέσεω ν σ υ γγ ρ α φ έα κα ι ανα γνώ στη : «Σημειώ νω βια σ τικ ά στο π α κ έτο τω ν τ σιγά ρ ω ν μου: “ Τ α π ερ ισ σ ό τ ερ α βιβλία (ακ όμη κ α ι τα π ιο κ α λά ) είν α ι α ρ γ ο β ά δ ισ τα , τ ρ α β ά ν ε λ ά ο υ λ ά ο υ , α μ ά ν, βρ ε π α ιδ ί μ ο υ , κ ο υ νή σ ο υ μια σ τά λα , π λα δά ρ ω σ ες· είν α ι α ρ α ι ά , δ ε σ ου σ φ ίγ γο υ ν τη σ ά ρ κ α , δ εν έχ ο υ ν ρ υθ μ ό , δε χ ο ρ ε ύ ο υ ν , δ ε σ α λτ ά ρ ο υ ν ψ η λ ά , - π ώ ς ν α σ το πω; - δ ε μ ε κ α υ λ ώ ν ο υ ν κ α τ α λα β α ίν εις; δε μου κ α υ λ ώ ν ο υ ν το μ υ α λό , την κ α ρ δ ιά , το κορμί· με κ α τ σ ιά ζ ο υ ν . Α ς τα ν α π α ν στο δ ιά β ο λ ο ” . Ε χ , έβ γ α λ α το ά χ τι μου» (6 ,8 8 ). Α υτή η ν έ α γρ α φ ή είν α ι κ α ι μια ν έ α ελευθ ερ ία - π ιο ολοκ ληρω μένη. Π ρ έπ ει ν α δ ει ο α να γνώ σ τη ς κ α ι το κ εφ ά λα ιο « Ε ξο μ ο λ ο γή σ εις» του δ εύτερ ο υ τό μ ο υ . Σ υ γκ ινη μ ένο ς ο Ί ω ν α π ό κ ά π ο ιες εξ ο μ ο λο γ ή σ εις του Α λ έκ ο υ , α π ο φ α ίν ετ α ι π ω ς η εξο μ ο λό γη σ η είν α ι «η π ιο ιερή π ρ ά ξ η του α νθ ρ ώ π ο υ π ο υ υ π ε ρ ν ι κ ά ει κ α ι κ α τ α ρ γ εί ό λ ες τις α δ υ νά μ ίες μ α ς, κα ι μ ά λισ τα π ά ν ο υ σ ’ α υτ ές (τις εξ ο μ ο λο γ η μ ένες δ η λα δή α δ υ να μ ίες ) σ τη ρ ίζετα ι κ α ι θ εμελιώ νεται όλη η δύναμ η της ζω ής κ α ι τ α ω ρ α ιό τερ α π ο ιή μα τα ». Γ ι’ α υ τ ό α γά π η σ ε , λ έε ι, α ρ γ ό τ ερ α στην εξ ο ρ ία τ ο Λ ευτέρ η - «τι α νυ π έρ βλη τες εξ ο μ ο λ ο γή σ εις - γ ε ια σ ο υ , ρε μ π α γά σ α - κι ό χ ι μ ο ν ά χ α φ υ λ α κ ές, εξ ο ρ ίε ς, β α σ α ν ισ τ ή ρ ια κι ο ι σ κιές τω ν κ ο ρ α κ ιώ ν π ά ν ο υ στα π εσ μ έν α α ντ ίσ κ η να , μα κ α ι δ ικ ές του π ρ ο σ ω π ικ ές, ιδ εο λο γικ ές κα ι σ εξο υ α λ ικ ές, κρ ίσ εις - κείνη η α τέλειω τη π είν α κ α ι δ ί ψ α της γ υ ν α ικ εία ς σ ά ρ κ α ς, δά γκ ω μ α , κομ μ ά τια σ μα , β ύ ζ α γ μ α του σκλη ρού α χ υ ρ έν ιο υ π ρ ο σ κ έ φ α λ ο υ , φ α ντ α σ ιώ σ εις, π α ρ α ν ο ϊσ μ ο ί, νυ χ τ ερ ιν ά ο ρ ά μ α τ α , γα μ ή σ ια , π ρ ια π ικ ές σ τύ σεις, μα λα κίες σ το στρώ μα , σ τ’ α π ο χ ω ρ η τ ή ρ ιο , στα ξ ερ ό θ α μ ν α , κ ά τ ο υ ρ α , π ερ ιττώ μα τα, σ ά λια , γ λ ειψ ίμ α τα , τ ρ ί χες μέσα στο στόμ α μπ λεγμένες με τη γλ ώ σ σα (20 χ ρ ό ν ια π ρ ιν α π ’ τα Σ ό δ ο μ α του Π α ζ ο λ ίν ι)· κα ι ν α β γ α ίν ο υ ν κ α π ν ο ί μεσ’ α π ’ τις τ ρ ύ π ες τω ν β ρ ά χ ω ν - ο ρ ά μ α τ α σ το ν ύ π ν ο κ α ι σ τον ξ ύ π ν ο (κα ι
αφιερωμα/125 π ώ ς τ α ’λεγ ε ό λ α με τ ο π ρ α γ μ α τ ικ ό ό ν ο μ ά τ ο υ ς ) ...» 15. Ώ σ τ ε ο ν έ ο ς α υ τ ό ς κ ώ δ ικ α ς εισ ά γ ει, π ρ ώ τ α , μια ν έ α , δ ιεγερ μ ένη σ χέση τ ο υ λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ο ύ β ιβ λ ίο υ με τ ο ν α να γν ώ σ τ η , σ χέση π ο υ ο δ η γ ε ί, μέσω της π λη ρ έσ τ ερ η ς ειλ ικ ρ ίν εια ς , κ α ι σ τη ν α π ό κ τη σ η π λη ρ έσ τ ερ η ς ελε υ θ ερ ία ς . Α λ λ ά το π ρ ά γ μ α π ρ έ π ε ι ν α δ ο ύ μ ε κ α ι α π ο μ ια ν ά λλη , εξ ί σ ο υ κ ύ ρ ια με τη ν π ρ ο η γ ο ύ μ ε νη , ά π ο ψ η . Α υ τ ή θ α τ η ν ε ν ν ο ή σ ει κ α λ ά ό π ο ιο ς έχ ει δ ια β ά σ ει τη μελέ τη τ ο υ Μ ιχ α ή λ Μ π α χ τ ίν γ ια τ ο ν Ρ α μ π ελ α ί. Α υ τ ό ς θ α ε ν ν ο ή σ ει, π ω ς η ά μ εσ η , α σ υ γκ ά λ υ π τ η π ε ρ ιγρ α φ ή της γενε τή σ ια ς λ ειτ ο υ ρ γ ία ς κ α ι τω ν ά λ λω ν φ υ σ ικ ώ ν λ ειτ ο υ ρ γ ιώ ν είν α ι η α ισ ιό δ ο ξ η υ π ό μ νη σ η της α έν α η ς δ η μ ιο υ ρ γ ία ς κ α ι α ν α ν έ ω σ ης τη ς ζω ή ς, ό π ω ς την π ρ α γ μ α τ ο π ο ίη σ ε, α π ο κ λ εισ τ ικ ά , ο λ α ϊκ ό ς π ο λ ιτ ισ μ ό ς , σ ε α ντ ίθ εσ η (ή κ α ι α ντ ιπ α ρ ά θ εσ η ) με τ ο ν εκ λεπ τ υ σ μ έν ο , κ ρ υ μ μ έ νο π ίσ ω α π ό α μ φ ίβ ο λ ες σ ο β α ρ ρ φ ά ν ειες σ υ χ ν ά α νώ τ ερ ο π ο λ ιτ ισ μ ό . Σ τ ο Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο εξ έχ ο υ σ α θέση έχει επ ίσ η ς και η εν έρ γε ια της ο ύ ρη ση ς. Μ ια , δ υ ο α να φ ο ρ ές : «Κ α ι ν α ο ι εφ τ ά χ α μ έ ν ο ι ξ υ λ ο κ ό π ο ι α ν η φ ο ρ ίζ ο υ ν τ ο σ τε νό μ ο ν ο π ά τ ι, έν α ς έν α ς. Δ ε ν κ ρ α τ ά ν ε π ελ έκ ια . Σ τα μ α λλ ιά τ ο υ ς έχ ο υ ν δ ε ντ ρ ό φ λ ο υ δ ε ς κ α ι π ελ εκ ο ύ δ ια . Μ α ζ ε ύ ο ν τ α ι ό λ ο ι κά τω α π ’ τ ο δ έντ ρ ο μ ο υ , ξ εκ ο υ μ π ώ ν ο υ ν τ α β ρ α κ ιά τ ο υ ς κ α ι κ α τ ο υ ρ ά ν ε ο κ ά δ ες κ ά τ ο υ ρ ο » (6,76 )· «κ α ι τ ό τ ε μ ο ν ο μ ιά ς π ετ ά γ ο ν τ α ι α π ’ τ ο σ τρ ώ μα τ ο υ ς ο ι χ ω ρ ιά τ ες ά γ ρ ιο ι, α να μ α λ λ ια σ μ έ ν ο ι, α ν ο ίγ ο υ ν τ α π α ρ ά θ υ ρ α τ ο υ π α ν δ ο χ ε ί ο υ κ α ι κ α τ ο υ ρ ά ν ε κ α τ α ρ ρ α κ τ ω δ ώ ς σ το α χ ν ό φ εγ γ α ρ ό φ ω τ ο , ενώ ο ι γ υ ν α ίκ ε ς κ ο ιμ ο ύ ν τ α ι π α ρ θ εγ ικ ά , κ λ ω σ ώ ντα ς μ έσα τ ο υ ς τ ο σ π έ ρ μ α του ά ν τ ρ α , α ν υ π ο ψ ία σ τ α σ υμ μ έτ ο χ ες σ το θ α ύ μ α της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς » (9 ,5 3 ). Τ ό σ ο κ ο ν τ ά τ α ο ύ ρ α με τ ο σ πέρμ α ! Α λ λ ά δ εν εί ν α ι μ ό ν ο α υ τ ό . Γ ρ ά φ ει ο Μ π α χ τ ίν μετα ξύ ά λλω ν, με α φ ορ μ ή τ ο τ έτ α ρ τ ο β ιβ λ ίο τ ο υ P antagruel, ό π ο υ ο Ρ α μ π ελ α ί α να π τ ύ σ σ ει τη θ εω ρ ία τ ο υ για τ ο ν ευ χ ά ρ ισ τ ο γ ια τ ρ ό κ α ι τη ν ιαμ ατικ ή αρετή τ ο υ γέλιου : «Ο γ ια τ ρ ό ς, μ ά ρ τ υ ρ α ς κ α ι π ρ ω τ α γω ν ισ τ ή ς τη ς π ά λ η ς α νά μ ε σ α στη ζω ή κ α ι τ ο θ ά ν α τ ο μέσα σ το σ ώ μα του α ρ ρ ώ σ τ ο υ , έχ ει μ ια ν ιδ ια ί τερη σ χέση με τ α π ερ ιτ τώ μ α τ α , π ρ ο π ά ν τ ω ν με τα ο ύ ρ α , π ο υ ο ρ ό λ ο ς τ ο υ ς είτ α ν δ ε σ π ό ζ ω ν στην π α λ α ιά ιατρ ική . Ο ι π α λ ιέ ς χ α λ κ ο γ ρ α φ ίε ς π α ρ ο υ σ ία ζ α ν σ υ χ ν ά τ ο για τ ρ ό ν α σ ηκώ νει π ά ν ω α π ό τ α μά τια έ ν α μ π ο υ κ ά λ ι ο ύ ρ α , ό π ο υ δ ιά β α ζ ε την κ α τ ά στα ση υ γ ε ία ς τ ου α ρρ ώ στο υ - τ α ο ύ ρ α είτ α ν π ο υ θ α έ κ ρ ιν α ν α ν ο ά ρ ρ ω σ τ ο ς θ α ζ ή σ ει ή θ α π εθ ά ν ε ι ( ...) . Έ τ σ ι τ α ο ύ ρ α κ α ι ο ι ά λ λ ες α π ε κ κ ρ ί σ εις (π ερ ιτ τ ώ μ α τ α , έμ ετος, ιδρ ώ τα ς) είχ α ν σ τη ν π α λ α ιά ιατρική μια δεύτερ η σ χέση με τη ζω ή κα ι τ ο θ ά ν α τ ο » .17 Κ α ι σ τα δ ικ ά μ α ς , τ α ελλ η νικ ά λ α ϊκ ά , β ρ ίσ κ ο υ μ ε π α ρ α δ ε ίγ μ α τ α π ιο χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τικ ά γ ια τ ο γ ο ν ιμ ο π ο ιό ή α να γ ε νν η τ ικ ό ρ ό λο τω ν ο ύ ρ ω ν . Στη γνω στή « Α κ ο λ ο υ θ ία τ ο υ Σ π α νο ύ » , ό τ α ν ο Σ π α ν ό ς α υ τ ό ς λ ιπ ο θ υ μ ά ε ι, η γ υ ν α ί κ α τ ο υ , μην ξ έρ ο ν τ α ς τι ά λ λ ο ν α κ ά ν ε ι, τ ο ν κ α τ ο ύ ρ η σ ε σ το δ ε ξ ιό α υ τ ί κ α ι η μ υ ρ ο υ δ ιά α π ό τ ο
κ α τ ο ύ ρ η μ ά τη ς π ή γ ε κ α ι στη μύτη τ ο υ , ο π ό τ ε α υ τ ό ς σ η κώ θ η κε ρ ω τώ ντά ς τη γ υ ν α ίκ α του: « γ ύ ν α ι, π ο ύ η ύ ρ ες τ ο ια ύ τ η ν π ο λ ύ τ ιμ ο ν κ α ι εύ ο σ μ ο ν ευ ω δ ία ν ή ά νέσ τ η σ έ με εκ τής λ ιπ ο θ υ μ ία ς ;» . « Α ν α σ τά σ ιμ η ή γ ο ν ιμ ο π ο ιό ς δ ύ ν α μ η τω ν ο ύ ρ ω ν επ ιβ ε β α ιώ ν ετ α ι, λ .χ ., σ το ν Φ α ν ό ( = φ ω τ ιά ), τ ο α π ο κ ρ ιά τ ικ ο έθ ιμ ο τη ς Κ ο ζ ά ν η ς , ό π ο υ , α φ ο ύ φ ά ν ε κ α ι π ιο υ ν όλη τη ν ύ χ τ α , α φ ο ύ τ ρ α γ ο υ δ ή σ ο υ ν δ ιά φ ο ρ α β ω μ ο λ ο χ ικ ά τ ρ α γ ο ύ δ ια - τ α “ ξ α ν ιέ ντ ρ α π α ” - , αφ ού μεθύσουν,
το ν Φ ανό π ρ ε π ’ να σδησν πρώ τα α φ ού του ν κατονρήσ ν κ α ι ν α ρ ίξ ο υ ν ύ σ τ ερ α τη σ τά χτη το υ σ τα σ π α ρ μ έ ν α χ ω ρ ά φ ια κ α ι τ ’ α μ π έλ ια γ ια ν α ’ν α ι κ α ρ π ε ρ ά » .18 Τ ο κ α ρ ν α β α λ ικ ό κα τ ο ύ ρ η μ α σ το έθ ιμ ο της Κ ο ζ ά ν η ς ε ίν α ι κ α ι ξ ε δ ιά ν τ ρ ο π ο κ α ι γ ο ν ιμ ο π ο ιό κ α ι τελ ε το υ ρ γικ ό . Θ έλ ω ν α π ω , ό τ ι είν α ι ό λ α μ α ζ ί, α ξ ε δ ιά λ υ τ α , είν α ι μια ξ εδ ιά ν τ ρ ο π η τ ελε το υ ρ γία της γο ν ιμ ό τ η τ α ς ή μια τ ελετο υ ρ γικ ή γο ν ιμ ικ ή ξ εδ ια ν τ ρ ο π ιά . Κ ά π ω ς έτσι π ρ έ π ε ι ν α δ ο ύ μ ε , α π ό τη δ εύτερ η ά π ο ψ η π ο υ έλ ε γ α , κ α ι τ ις « σ εξο υ α λ ι κ έ ς εξο μ ο λ ο γ ή σ εις » το υ Ί ω ν α ή τ ο υ Λ ευτέρ η ή τ ο υ Α λ έ κ ο υ . Κ λ είνω μ’ έν α π α ρ ά δ ε ιγ μ α , π ο υ εί ν α ι κ α ι μια επ ιβ εβ α ίω σ η α υ τ ή ς τη ς γο ν ιμ ικ ή ς τ ε λ ετ ο υ ρ γικ ή ς ξ εδ ια ν τ ρ ο π ιά ς: « Έ ν α κα υ τε ρ ό ν τ ά λ α μ εσημ έρ ι, στη ν α υλή τ ο υ γειτ ο ν ικ ο ύ σ π ιτ ιο ύ φ έρ α ν ξ εσ έλω τ ο , κ α π ισ τ ρ ω μ έν ο , έν α μ α ύ ρ ο α σ τ ρ α φ τ ερ ό β α ρ β ά τ ο ά λ ο γ ο ν α κ α β α λή σ ει τη φ ο ρ ά δ α το υ μ π α ρ μ π α -Σ τ ά θ η ( . . . ) . Μ α ζεύ τ η κ ε το π α ιδ ο μ ά ν ι το υ χ ω ρ ιο ύ , π α λ ικ α ρ ό π ο υ λ α , ξ ιπ ό λ υ τ α ( . . . ) , μ ο υ σ τ α κ α λή δ ες α γ ρ ό τ ες , α κό μ η κ α ι γερ ό ν τ ο ι με τ α ρ α β δ ιά τ ο υ ς . Γ υ ν α ίκ ες κ α θ ό λ ο υ . Μ ό ν ο η β ά β ω η Μ α ρ ο υ λ ιώ κ ά θ ισ ε α π ό μ ε ρ α σε
126/αφιερωμα μια π έτ ρ α , βου βή σ α μ ο ίρ α κ α ι κ ο ίτ α ζε π έρ α με ά σ π ρ α μά τια σ α ν τυφ λή. Τ ’ ά λ ο γ α π α σ π α τ ε ύ ο ν τ α ν , μ υ ρ ίζ ο ντ α ν , φ έρ ν α ν κο ν τ ά τ α κεφ ά λια τ ο υ ς , α γρ ίευ α ν , η φ ο ρ ά δ α γ ια λ ίγ ο έκ α νε την α διά φ ορη ,· έσ κυψ ε το κ ε φ ά λι της, π ή ρ ε δ υ ο ά χ υ ρ α με τα χ είλ ια της κ α ι τα ψ ευ τ ο μ α σ ο ύ λ η σ ε· το ά λ ο γ ο ερ εθ ισ μ ένο έκ α νε έν α ν κύ κλ ο γύ ρ ω της, σ τά θ ηκ ε π ίσ ω τη ς, ορ θ ώ θ η κ ε σ τα π ισ ιν ά του π ό δ ια κα ι μ’ έν α υ π έ ρ ο χ ο ά λμ α α κρ ο βά τη π ή δ η ξε π ά ν ω της σ φ ίγ γ ο ν τ α ς κα μ π υ λω μ ένα τ α μπ ρ ο σ τι ν ά του π ό δ ια στα π λ ευ ρ ά της· το τερ ά σ τιο κ α τά μ α υ ρο π έο ς του σα γλ ω σ σίδ ι ο ρ ειχ ά λ κ ιν ο μητροπ ο λιτ ικ ή ς κ α μ π ά ν α ς τ α λ α ν τ εύ ο ν τα ν , ψ ά χ ν ο ν τ α ς ν α μ π ει- η φ ο ρ ά δ α π α ρ α μ έρ ισ ε την ο υ ρ ά της· το ά λ ο γ ο μπήκε α κά θεκτο· ό λ ο ι β ο υ β ά θ η κ α ν ού τε λέξη ο ύ τε κίνηση· κ ρ α τ ο ύ σ α ν την α νά σ α τ ο υ ς, λ α χ α ν ιά ζ ο ν τ α ς μέσα τ ο υ ς κ ρ υ φ ά , σ α ν α π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ α ν κ ά π ο ια θ ρησκευτική τ ελετο υ ρ γία , σα ν α σ υ ν τ ελ ο ύ ντ α ν μπ ρ ο ς στα μά τια τ ο υ ς τ ο μέγα θ α ύ μ α της δη μ ιου ργίας· κι είτ α ν ό λ ο ι τ ο υ ς θ α ρ ρώ κ α υ λω μ έν ο ι, α κ όμ α κι ο ι γ έ ρ ο ι, κι εγώ β έ β α ια , έτ οιμ οι, μετά τη σ ιω πηλή π ρ ο σ ευ χ ή , ν α ρ ι χ τ ο ύ ν σ ’ έν α ά γρ ιο ο μ α δ ικ ό ό ρ γιο . Τ ο π ρ ό σ ω π ο της φ ο ρ ά δ α ς, μ α κρ ύ , ευ γ εν ικ ό , είχε γλ α ρ ώ σει μέσα σε β α θ ιά θηλυκή έκ στα ση , ενώ το π α χ ύ χ ε ί λ ο ς της α να σ η κ ω μ ένο μ α ζί με τα ρ ο υ θ ο ύ ν ια της, έδ ειχ νε γυ μ ν ά τα μ εγά λα ά σ π ρ α δ ό ντ ια της, σ φ ιγ μ έν α , σ α ν α ’θελε ν α σ υγκ ρ ατή σει μια ν α δ ά μ αστη κ ρ α υγή η δ ο ν ή ς κ α ι μ ίσ ο υς, σ α ν α ’θελε ν α δ α γ κ ά σ ει τ ο ν α σ τ ρ ά γα λο το υ Θ εο ύ . Α υ τ ό . Η λει τ ο υ ρ γ ία τέλειω σε, η εκκλη σία σ κό λα σε. Τ ο ά λ ο γ ο ξ εκ όλ λη σ ε α π ’ τη φ ο ρ ά δ α . Τ ο μακρύ π έ ο ς του α ρ γ ο σ α λ ε ύ ει χ α λ α ρ ά κά το υ α π ’ την κ ο ιλ ιά τ ο υ , μ α ζεύ ετ α ι με γ α λ ή ν ια μ ε γ α λο π ρ έπ εια » (7 , 26 -7 ). Υ π ά ρ χ ο υ ν δ ύ ο τ ρ ό π ο ι ν α δ ια β ά σ ει κ α ν είς την π α ρ α π ά ν ω π ερ ιγρ α φ ή . Μ π ο ρ εί ν α π ά ρ ει μ ό νο δ υ ο , τ ρ εις λέξεις· κ α ι ν α π ε ι, ό τ ι ο Ρ ίτσ ο ς είν α ι α ισ χ ρ ο λ ό γ ο ς . Κ α ι μπ ο ρ εί ν α δ ο κ ιμ ά σ ει ν α σ υλλ ά β ει τ ο ν ό η μ α της π ερ ιγρ α φ ή ς ως ό λ ο υ - τό τ ε ο ι λ έξ εις , ό λ ες μ α ζί, γ ίν ο ν τ α ι μέσα εν ό ς σ κ ο π ο ύ *1
Σημειώσεις 1. Αυτό δεν συμβαίνει στον πρώτο τόμο, που γράφτηκε το 1942, ενώ η συγγραφή των υπόλοιπων τόμων άρχισε από το 1983. Ωστόσο μερικά από τα πρόσωπα αυτά συναντάμε σε ποιήματα της ίδια εκείνης εποχής, π.χ. στην ενότητα «Η βάρδια του αποσπερίτη» της «Αγρυπνίας», γραμμένη το 1941-1942, ή στην ενότητα «Το ποτάμια κι εμείς» της ίδιας συλλογής, γραμμένη το 1951. 2. Πρέπει να υπολογίσουμε το χρόνο αυτό είτε αρχίζοντας από τα παιδικά χρόνια του Ρίτσου (ορισμένοι φαίνεται πως είταν ήδη παιδικοί του φίλοι) είτε από τα χρόνια των εξοριών, μετά τον πόλεμο (οι περισσότεροι, ίσως όλοι, υπήρξαν και συνεξόριστοι). 3. Δίνω εδώ τους τίτλους και τις εκδόσεις των τόμων που χρησιμοποίησα (από τους δύο αριθμούς, που υπάρχουν μο, ο δεύτερος στη σελίδα του τόμου): 1. «Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται, στιγμές του βίου του και του ύπνου του», 21983· 2. «Τι παράξενα πράγματα», 41986· 3. «Με το σκούντημα του αγώνα», 31986· 4. «Ίσως να ’ναι κι
δ εν είν α ι ο ι ίδ ιες σ κ ο π ό ς.
Ξέρω ό τ ι π ο λ λ ά έμ εινα ν' έξω α π ό τ ο κ είμ ενό μου. Θ α μ π ο ρ ο ύ σ α λ .χ . ν α α να π τ ύ ξ ω την εκ δοχή τ ο υ Ε ικ ο νο σ τ ά σ ιο υ κ α ι ω ς εν ό ς εγ χ ειρ ιδ ίο υ π ο ιη τ ικ ή ς το υ Γ ιά ννη Ρ ίτσ ο υ , π ο υ δ εν μ α ς δ ίν ει μ ό ν ο τις π η γ ές της δ η μ ιο υ ρ γ ία ς τ ο υ , α λλά επ α νε ιλ η μ μ έν α σημειώ νει π ώ ς επ εξ ερ γ ά ζ ετ α ι το υ λικ ό τω ν π η γ ώ ν του κ α ι μα ς εισ ά γ ει σ το π ο ιη τ ι κ ό το υ ερ γα σ τή ρ ι κα ι μ α ς φ α νερ ώ ν ει μυστικά τ ο υ , π ο υ α φ ο ρ ο ύ ν είτε σ υγκ εκ ρ ιμ ένα π ο ιή μ α τ α είτε τ ρ ό π ο υ ς ή μ εθ ό δ ο υ ς σ υνθ έσ εώ ς τ ο υ ς γε νικ ά (βλ. π .χ . 3 ,2 8 . 51- 4,109· 5,60· 7,1 2-3· 8 ,35 κ .ε ). Τ ο εξ α ιρ ετ ικ ά εν δ ια φ έρ ο ν στην π ερ ίπτω ση αυτή είν α ι, ό τ ι έχο υ μ ε τη σ υ ν ύ π α ρ ξη κ α ι σ υλλ ειτο υ ρ γ ία λο γ ο τ εχ νία ς κ α ι λ ο γ ο τ εχ νικ ή ς θ ε ω ρ ί α ς .. Ω σ τό σ ο ελ π ίζω , ό τι μ π ό ρ εσ α κ ά π ω ς ν α δ είξω τ ο ν α π ο χ ρ ώ ντ α λ ό γ ο της υ π ά ρ ξε ω ς δ ύ ο κύ ρ ιω ν γνω ρισ μ ά τω του Ρ ίτσου: εν ό ς γνω σ το ύ α νέ κ α θ εν , ε ν ν ο ' την π ο λ υ γ ρ α φ ία τ ο υ , κι εν ό ς π ρ ό σ φ α τ ο υ , της σ εξο υ α λικ ή ς π α ρ ρ η σ ία ς τ ο υ . Μ π ό ρ εσ α κ ά π ω ς ν α δ είξω , ό τι μ ό ν ο , α ν δ ει κ α ν είς τις δ υ ο α υ τ ές εκ δη λώ σ εις από μ έρ α και μ έσα στο σύ
νολο της ποιητικής λειτουργία ς τον σ υγκεκριμέ νου α υ τού ποιητή, θ α εν ν ο ή σ ει ότι α υ τ ό ς , π α λ εύ ο ν τ α ς ν α ν ικ ή σ ει τ ο θ ά ν α τ ο , - με το μ ο ν α δ ικ ό τ ρ ό π ο π ο υ μ π ο ρ εί έν α ς θ νη τό ς ν α το επ ιτύχει: με τ ο έρ γο του , - κ α ι π α λ εύ ο ν τ α ς γ ια την π λα τύτερ η δ υνα τή ελ ε υ θ ερ ία , έδ ω σ ε ξ α ν ά , με το Ε ικ ο νο σ τά σ ιο , έν α έρ γο , π ο υ η δ ικ α ιο σ ύνη της α π ό σ τ α σης α π ό σ υ γκ α ιρ ιν ές μυ ω π ίες π ο ικ ίλη ς α ιτ ιο λ ο γ ία ς θ α το θεω ρ ή σει ιό ά ξ ιο με το π ρ ο η γ ο ύ μ ε νο , τ ο π ο ιη τ ικ ό του έρ γο κ α ι, σ υ γχ ρ ό ν ω ς, ω ς έν α ά λ μα π ρ ο ς τα μπ ρ ο ς κ α ι π ρ ο ς τα π ά ν ω . Τ έλο ς, θ έ τ ει τ ο υ ς φ ιλ ό τ εχ ν ο υ ς ο π α δ ο ύ ς του κό μ μ α το ς σ ’ έν α κ α ίρ ιο δίλημμα: θ α π ρ έπ ει κ ά π ο τ ε ν α α π ο φ α σ ίσ ο υ ν , α ν θ α εμ μ έν ο υ ν ά τεγκ το ι στην π ν ε υ ματική μ ο νο λιθ ικ ό τη τα του Π έτ ρ ο υ , ή θ α α ρ χ ί σ ο υ ν ν α κ α τ α λ α β α ίν ο υ ν κ α ι τ ο ν Ί ω ν α . έτσι», 61986· 5. «Ο γέροντας με τους χαρτάίτούς», 31986· 6. «Ό χι μονάχα για σένα», 31986· 7. «Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο», 21986· 8. «Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις», 21986· 9. «Ο Αρίορίστος αρνείται να γίνει Άγιος», 1986. 4. Βλ. μεταξύ άλλων 2,54-5·58. Αξιοπρόσεκτο είναι το κεφά λαιο «Μια άλλη συνάντηση με τον Αλέκο», στο 4. Εδώ αρ κετά πράγματα υποδηλώνουν, ότι τα δυο πρόσωπα ταυτί ζονται, ότι ο Αλέκος, είναι το alter ego του Ίωνα. Ίσως εφαρμόζεται κάι εδώ ένας τρόπος, που ομολογεί ότι χρη σιμοποιεί ο Ίων (Ρίτσος): «μα τι στο διάολο μόνο ανακλα στικά θα ζω όλα τούτα μπαίνοντας νοερά στη θέση του Γώγου, του Αλέκου, του Τέλη, του Πέτρου, του Βαγγέλη; ή μήπως είναι τα δικά μου και τα βάζω στα λόγια και στις πράξεις του ενός και του άλλου γιατί δε θα μπορούσα να τα ομολογήσω σα δικά μου;» (4,127). Ο Αλέκος άλλωστε είναι παιδικός φίλος του Ίωνα (2,59· 4, 141 κ.α.). Βλ. και για το αντίστροφο - που είναι κατά βάθος το ίδιο - 2,140 («κάποτε παίρνω τη θέση τους και γίνομαι εκείνοι, κι εί μαι εγώ που μιλάω στη φωνή τους...»). 5. Δεν ξέρω, αν το όνομα αυτό είναι πραγματικό (υπάρχουν στο Εικονοστάσια και τέτοια ονόματα, πολλά μάλιστα), πάντως πρέπει να είναι και συμβολικό, σαφώς έχει σχέση π.χ. με το βιβλικό χωρίο: «σύ εϊ Πέτρος, καί έπί ταύτη τή
αφιερωμα/127
6. 7.
8. 9. 10.
11.
πέτρρ οικοδομήσω μου τήν έκκλησίαν» (Μαχθ. 16,18)' Ας σημειώσω, ότι ο Ίων αναφωνεί κάπου (έστω και μέσα από έναν αντίλαλο): «Πέτρο, Πέτρο, ϊνα τί μέ έγκατέλειπες;» (2,119)... Είναι ο μεγάλος, με εντυπωσιακή σεξουαλική αμεσότητα περιγραφόμενος στον 2. τόμο έρωτας του Γώγου. Ο κύριος Κυπαρίσσης είναι ο μόνιμος αυστηρός κριτικός του Ίωνα. Μια μορφή που μπορεί να μην ανήκει στενά στην παρέα (πβ. 2,162: «ο Κυπαρίσσης ποτέ δεν ερχόταν στα σπίτια μας»), ωστόσο βρίσκεται συνεχώς μεταξύ τους, για να κριτικάρει τον Ίωνα. Παρουσιάζεται στο 2, 111 κ.ε. διεξοδικότερα. Το γεγονός, ότι διαλέγεται τόσο συχνά με την παρέα (6λ. 2,128· 9,29 κ.α.), ίσως υποδηλώνει, ότι δεν είναι, ας πούμε, ταξικός εχθρός, παρά μόνο αντίπαλος στην αισθητική. Στο βάθος διαγράφεται και κάποια ανά λαφρη ειρωνεία, εξαιτίας του γεγονότος, ότι ο εκλεπτυ σμένος κύριος Κυπαρίσσης συμπίπτει στην κριτική του προς τον Ίωνα με τον Πέτρο που, καταρχήν, ξεκινάει από διαφορετικά (πιο σωστά, αντίθετα) κριτήρια! Βλ. προπά ντων 8,94-5. Ας προσέξει ο αναγνώστης ότι η θυμοσοφική αυτή φρασούλα αποτελεί και τον τίτλο του τόμου. Σύμπτωση, λοιπόν, και εδώ Κυπαρίσση-Πέτρου. Βλ. επίσης (και προπάντων) 7,12-4, όπου η ψυχολογία αυ τή εκφράζεται και με αποσπάσματα από το χορικό «Τειρε σίας». Άλλοτε πάλι βλέπει αυτή την ανειλικρίνεια με κά ποιαν ηρεμότερη παραδοχή, καθώς, ποιητής αυτός, βλέπει πως οι υπεκφυγές και οι «μετατοπίσεις χρόνου, τόπου, φωτισμού (...) δημιουργούν τη μαγεία των πολλών διακλα δώσεων και συσχετίσεων». Βλ. το κεφάλαιο «Περί ειλικρινείας» στον 9. τόμο. 'Ονειρα και μάλιστα «θεοπάλαβα», «ένδοξους σχιζοφρενικούς εφιάλτες με γυναίκες, παγούρια, συρματοπλέγματα, σες. ανάποδα δέντρα, ποτάμιά με καρχα« ιιε δυο καμπούοεε που την καβάλαγαν' ;ί·. κ./.π, βλέπει κιΰ « Λεύτερη; (3,148) του
ΙΙ·-η Ι’ην^οι
Λύτοματοποιητική Ένας λόγος για τήν τέχνη καί τήν τεχνολογία Ό διάλογος τέχνης καί τεχνολο γίας παίρνει σήμερα μία νέα σημασία καί μία παγκόσμια διάσταση. Γιά μία ακόμη φορά, γίνεται λόγος γιά τομή ή γιά συνέχεια, γιά παράδοση καί πρωτοπορεία. Π οιά όμως είναι ή κα ταγωγή, ή σημασία καί οί προοπτικές αύτοϋ τοΰ διαλόγου; άνιχνεύοντας τά στοιχεία τοΰ χρόνου, τοΰ χώρου καί τής μηχανής, ή συγγραφέας μίλα γιά πειράματα, συγκλίσεις, όραματισμούς, αλλά καί άδιήξοδα από τήν ’Α ρχαιό τητα καί τήν ’Α ναγέννηση, μέχρι τά πειράματα των άρχών τοΰ αιώνα καί τή σημερινή εποχή τών πολλαπλώ ν εικαστικών κωδίκων.
Εκδόσεις ’Άποψη
12. Έτσι εξηγούνται, και οι πολλοί αναχρονισμοί του Ρίτσου, γνωστοί άλλωστε και στην ποίησή του (βλ. και εδώ: 4, 19.21· 5,51Λ6,111). Αυτή η σύγκραση των τριών διαστά σεων του χρόνου σε μια έχει και στιλιστικές συνέπειες. Επισημαίνω π.χ. ένα σχήμα, που θα το έλεγα: ασυνεχή με τάβαση: «Κι απόψε, εδώ στο νησιώτικο ταρατσάκι, 8.30' η ώρα εσπερινή, μ’ αυτόν τον αναπτήρα ανάβω το τσιγάρο μου (...) και συλλογιέμαι τον Αλέκο, τον Πέτρο, τον Τέλη, όλη την παρέα, τη Μάρθα, την Άννα, τη Μαρία, τον - Μα τι τα πιάνει κάθε τέτοια ώρα τα χελιδόνια τούτο το μήνα;» (3, 147)· στη συνέχεια ο λόγος θα είναι για τα χελιδόνια και για άλλα πράγματα. Βλ. και 8,7. 9· 9,75. 89 13. Πρόκειται βέβαια για τον Αρίοστο, που παρουσιάζεται στον πρώτο τόμο και τον τελευταίο. Ο Αρίοστος είναι μια ακόμα persona του Ρίτσου. Για το ποιαν ιδιαιιερη όψη του ποιητή προβάλλει κυρίως ο Αρίοστος βλ. 1,108· 3,21· 9,7. 31. 96-7. 105 14. Π.χ.: «το φσουτ φσουτ της θάλασσας» (2,12)· «τσιρίγματα, βίτσισμι. κλώνων, μεγάλα έντομα (...), κργου-γρουγκ, κβατρίιιι, τρούουου, κβάου, κβουτράου, μπιρ, τράαα (5,14)· «τους τροχούς του τραίνου, ντρούκου, ντούκου, ντρούκου, ντου» (6,17)· «κάτσαμε στην ακρογιαλιά, σπά ζαμε τσακ τσακ με πέτρες τα μύγδαλα, ρίχναμε φλιτς φλιτς τα φλούδια στη θάλασσα, τρώγαμε τρικ τρικ τα μύγδαλα» (6,58). Οι περιπτώσεις αυτές είναι σχεδόν αναρίθμητες. 15. Βλ. και 2,150 κ.ε. Σχετικά με το Λευτέρη βλ. και 3,149 16. Mikhail Bakhtine, L’ oeuvre de Frangois Rabelais et la cul ture populaire au moyen age et sous la renaissance, traduit du russe pur Andrce Robel, Gallimard, Παρίσι 1970. Μια πολύ καλή παρουσίαση του βιβλίου στα ελληνικά και εφαρμογή της θεωρίας του Μπαχτίν στον Καραγκιόζη έκανε ο Γιάννης Κιουρτσάκης, Καρναβάλι και Καραγκιό ζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου. Κέ δρος, Αθήνα 1985. 17. Bakhtin, ό.π.,σ. 182 18. Κιουρτσάκης, ό.π.. κές).
128/αφιερωμα
Λέανδρος Πολενάκης // απουσία τον
άλλου στους Θεατρικούς μονόλογους
!τον Γιάννη Ρίτσον Η περιπέτεια των λέξεων αντικείμενο και υποκείμενο στις Ευρωπαϊκές γλώσσες, χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο πολιτισμό στον οποίο, ήδη απ’ την εποχή του σχολαστικισμού, οι πιο πάνω όροι έχουν σχεδόν αντιστραφεί. Υπο κείμενο στη σημερινή του έννοια, είναι το ον που αντιλαμβάνεται, σκέπτεται και βούλεται, σε αντιδιαστολή με το αντι-κείμενο της αντίληψης, της γνώσης ή της δράσης.1 ο α ξίω μ α του Κ α ρ τέσιου «σ κέπ το μ α ι ά ρα υ π ά ρ χ ω » , σ φ ρ α γ ίζει με τ ο ν υ π ο κ ειμ εν ισ μ ό του τη Δ υ τικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία . Ε τ υ μ ο λο γ ικ ά , η λέξη αντικείμενο δ ηλώ νει το άλλο, το π ρ ά γ μ α δηλαδή π ο υ κείτα ι έναντι του ό ν τ ο ς, το ο π ο ίο , σε δ εδ ο μένη σ τιγμή, δ ρ α ή γε νικ ά ενερ γεί. Α ν τίσ τ ο ιχ α η λέξη υποκείμενο στην πρ ω τα ρχικ ή σ ημα σία της δ ηλώ νει ό χ ι τ ο π ρ ό σ ω π ο του τυ χ α ίο υ π α ρ α τ η ρ η τή, δ ρ ώ ντος κ .λ π ., α λλά το ο ν π ο υ « βρ ίσκ εται α π ό κά τω », π ο υ υ φ ίσ τ α τ α ι δηλα δή τις σ υ ν έπ ειες της ύ π α ρ ξη ς του α ντ ικ ε ιμ έν ο υ , π ο υ δ έχ ετ α ι την εν έρ γε ια η ο π ο ία α π ο ρ ρ έει α π ό α υτό . Γ ια τη Δ υ τική σκέψ η , ο χω ρ ισ μ ός του α ντικ ειμ ένο υ α π ό το
Τ
εγώ, σ ημα ίνει ορ ιστική ρήξη σ υνείδη ση ς - κ ό σ μ ο υ. Τ ό σ ο η ιδεαλισ τικ ή, ό σ ο κ α ι η υλιστική φ ιλο σ ο φ ικ ή σκέψ η , δ έχ ο ντ α ι την α ντίθ εσ η του εγώ με το α ντ ικ είμ εν ο τω ν ενερ γειώ ν τ ο υ. Γ ια την α ρ χ α ία Ε λληνική σ κέψ η , ό π ω ς ο Γ ά λ λ ο ς σ ο φ ό ς Λ ο υ ί Ζ ε ρ ν έ π ρ ώ το ς π α ρ α τή ρ η σ ε, το αντικείμενο, π έρ α α π ’ τις π ιο π ά ν ω ιδιότητές τ ο υ , α π ο τ ε λεί σ υμ π υ κ νω μ ένο γ ε γ ο ν ό ς εξω τερική ς ύ π α ρ ξ η ς ,2 ειδ ικ ό τερ α δ ε τ ο κ α τα σ κ ευα σ μ ένο π ρ ο ϊό ν της α νθ ρ ώ π ιν η ς τεχνικ ή ς εμ φ α ν ίζετ α ι π ρ ο ικ ισ μ ένο με μια έμφυτη δ ύναμ η κ α τ α να γκ α σ μ ο ύ , π ρ ά γ μ α π ο υ τ ο κ α θ ιστά π α ρ ά γ ο ν τ α ισ χ υ ρού επ η ρ εα σ μ ο ύ το υ β ίο υ τω ν «ηρώ ω ν». Α ς θ υ
αφιερωμα/129 μη θούμε π .χ . τ ον σ κ οτεινό ρ όλο π ο υ δ ια δ ρ α μ α τ ί ζ ο υ ν στην ιστορ ία τω ν κ α τόχω ν τ ο υ ς , το δ αχτυ λίδ ι του Π ολ υκ ρ ά τη , τ υ ρ ά ν νο υ της Σ ά μ ο υ , ο χ ι τώ να ς του κ έντα υρ ου Ν έσ σ ο υ , ο π έπ λ ο ς π ο υ η Μ ήδεια χ α ρ ίζει στην α ντ ίζη λό της π ρ ιγ κ ή π ισ σ α της Κ ο ρ ίν θ ο υ , το ξ ίφ ο ς του Α ία ν τ α , ο π ο ρ φ υ ρ ό ς τ ά π η ς π ο υ π ά ν ω του β α δ ίζει ο Α γα μ έμ νω ν π ρ ιν μπ ει στο α νά κ τ ο ρ ό του μετά την επ ιστρ οφ ή α π ’ την Τ ρ ο ία , τ ο ύ φ α σ μ α α π ’ τ ο ο π ο ίο η Η λέκτρ α α να γ ν ω ρ ίζε ι τ ον Ο ρέσ τη, κ .ά . Τ α α ντ ι-κ είμ ενα α υ τ ά , ενώ χω ρ ικ ά βρ ίσ κ οντα ι έν α ντ ι του ό ν τ ο ς π ο υ δ ρ α , σ κέπ τετα ι, εν ερ γεί, τ α υ τ ό χ ρ ο να λει τ ο υ ρ γ ο ύ ν σ α ν σ ύνδεσ μ ος του εγώ με το π έρ α ν , τ ο ά λ λ ο , μετέχουν του εγώ του υ π ο κ ειμ έν ο υ κ α θ ώ ς η σ υνείδη ση του α τόμου κα ι ο κόσ μ ο ς δ εν έχ ο υ ν α κόμη δια χω ρ ισ τεί π λή ρω ς. Η σ υνείδη ση α π ο τ ελεί μέρος του κόσ μ ου . Μ πρ ο σ τά στο πολύ τιμο ιδια ίτερ α α ντ ικ είμ ενο, έν δ υ μ α , κόσ μη μα ή ό π λ ο , η «ψ υ χολογικ ή » στάση τω ν α ρ χ α ίω ν Ε λ λή ν ω ν είν α ι έν α κρ ά μ α δ έο υ ς κα ι φ ό β ο υ , α υτό π ο υ θ α μ π ορ ού σ α μ ε ν α ο ν ο μ ά σ ο υ μ ε έμφοβο σέβας, μια στάση π ο υ ο σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς Δ υ τ ικ ό ς π ο λιτ ισ μ ό ς, δ ο σ μ έ νο ς στην α λ α ζο ν ε ία της τεχνική ς, στη λ α τρ εία της « π ρ ο ό δ ο υ » , στο μύθο της χω ρ ίς ό ρ ια α νά π τ υ ξ η ς , π ρ οσ κ ολλη μ ένος στη συσσώ ρευση του π λού τ ου κα ι στη σ υγκέντρω ση τω ν α γα θ ώ ν , δε γ ν ω ρ ίζει. Έ ν α ς ά κ ρ α τος υποκειμενισμός, μια τάση δηλα δή ν α θεω ρ είτα ι τ ο ο ν π ο υ π αρ α τη ρ εί - δ ρ α - υ φ ίσ τα τα ι τις σ υνέπ ειες της δ ρά σ η ς, σ α ν κ έντρ ο του κ όσ μ ου , δ ια π ν έει τ ο ν σ ύ γχ ρ ο ν ο π ο λ ι τισμ ό μα ς. Η π οσ οτ ικ οπ οίη σ η τω ν α ισ θητικώ ν κα τη γορ ιώ ν α π ’ την ά λλη μεριά , ο δ η γεί σ το δ ια χω ρ ισ μό τεχνικ ή ς - τέχνη ς, κα θ ώ ς δ εν επ ιτρ έπ ει ν α δ ο ύμ ε, μέσ’ α π ’ την Α ρ ισ τοτελική έν ν ο ια της εν τ ελέχεια ς,3 τ ο σ ύνθ ετο α ντ ικ είμ εν ο , π ρ ο ϊό ν της α νθ ρ ώ π ιν η ς κ α τερ γα σ ία ς υ λικώ ν σ το ιχείω ν του εξω τερ ικού κ όσ μ ου , σ α ν κά τι π ο υ υ π ε ρ β α ίν ει το α π λ ό ά θ ρ οισ μ α τω ν μερώ ν τ ο υ . Α ν τίθ ετ α , για τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Έ λ λ η ν ες , το σ ύνθ ετο α ντικ είμ ε ν ο , π ρ ο ϊό ν κ α τερ γα σ ία ς τό σ ο υ λικώ ν στοιχείω ν του εξω τερ ικού κόσ μου όσ ο κα ι « ψ υχικ ώ ν» γ ε γο ν ό τ ω ν (π ο ίη σ η ), α νή κει στην κ α τ η γ ο ρ ία του δαίδαλου,4 μετέχει δηλα δή τ α υ τ ό χ ρ ο να στο πέ ραν κ α ι σ το εδώ, στο άλλο κ α ι στο οικείο. Α ν α φ ο ρ ικ ά με τη σ ύγχρ ονη αντίλη ψ η της τέχνη ς, μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α χ α ρ ά ξ ο υ μ ε, λ ο ιπ ό ν , μια κάθετη γρα μμ ή α νά μ εσ α σ τον κλασικισμό, την α να γω γή δ ηλα δή κ ά π ο ιω ν μορ φ ώ ν του π α ρ ελ θ ό ντ ο ς σε ιδ α ν ικ ά π ρ ό τ υ π α , σ τον δ ίδ υμ ο α δ ελ φ ό του νεο κλασικισμό π ο υ π ρ ο σ π α θ ε ί με σ ύ γχ ρ ο ν α μέσα κ α ι την τ ρ έχ ο υ σ α αντίλη ψ η του κ ά λλ ο υς ν α μιμηθεί τ α π ρ ό τ υ π α α υ τ ά , κ α ι στην ύστατη φάση το υ ν εοκ λ α σ ικ ισ μ ού , τ ον μοντερνισμό, ό π ο υ η υπο κ ειμ ενικ ή στάση του α τ ό μ ο υ , φ ερμένη στ’ α κ ρ ό τα τα ό ρ ιά της μετα βά λλει το αντικείμενο σε π ρ α γ μ α τικ ό κ ά τ ο π τ ρ ο , στο ο π ο ίο α να κ λ ά τ α ι η ίδ ια η μορφ ή του π α ρ α τ η ρ ο ύ ντ ο ς υ π ο κ ειμ έν ο υ . (Ή δ η τ ο κίνημ α του μετα -μ ο ντερ νισ μ ο ύ π ρ ο
σ π α θ εί ν α «σ πά σ ει» τ ο ν υ π ο κ ειμ ενισ μ ό στην τ έ χ ν η , κ ά ν ο ν τα ς α π ο δ εκ τό το άλλο κ α ι το πέραν σ α ν μέρος του εγώ το υ α νθ ρ ώ π ο υ , δ ια κ ιν δ υ ν εύ ο ν τ α ς όμω ς έτσι ν α οδ ηγή σει το σ κεπ τό μ ενο ο ν στην άλλη άκρη του φ ά σ μ α τ ο ς, στη λα τρ εία του τερ α τώ δο υ ς. Α λ λ ά α υ τ ό είν α ι μια άλλη ιστο ρ ία ). π οίησ η το υ Γ ιάννη Ρ ίτσο υ , ό τ α ν π ρ ο σ εγ γ ί ζει τ ις κ λ ασ ικές α ρ χ α ιο ελλ η νικ ές μορ φ ές, (Α γ α μ έμ ν ω ν, Ο ρ έσ της, Ιφ ιγέν εια , Χ ρ υσ ό θεμ ις, Π ερ σ εφ ό ν η , Ισμήνη, Α ία ς , Φ ιλοκτήτης, Ε λ ένη , Φ α ίδ ρ α ), βρ ίσκ εται στην κ α ρ δ ιά του ν εο κ λ α σ ι κισμού - μ ο ντερ νισ μ ο ύ , κα θ ώ ς μετα βά λλει το α ντ ικ είμ ενό της σε κ ά τ ο π τ ρ ο , μέσα στο ο π ο ίο α να κ λ ά τ α ι η σ ύ γχ ρ ο ν η , εξατομ ικευ μένη ψυχή του σημερ ινού α νθ ρ ώ π ο υ , με τα π ά θ η , την ο μ ο ρ φ ιά , την α σ κ ήμια , τα σ υνα ισ θ ή μ α τά της, χ α ρ ά , π ό ν ο , λύ π η . Γ ρ άφ ει ο Γ ιά ννη ς Ρ ίτσο ς σ ’ ένα π ο ίη μ ά το υ α π ’ τη συλλογή; «Ο τ ο ίχ ο ς μέσα στον καθρέφ τη»:
Η
« ... όπω ς τότε πο υ ανέβηκε ο άλλος τη σκάλα και κρέμασε πάνω α π ’ την πό ρτα ένα μ ε γά λο κάδρο ανάποδα. Τότε όλοι σώ πασαν μονομιάς, κοιτάχτηκαν, κοί ταξαν πάνω: φαίνονταν τα μικρ ά σκουριασμένα καρφιά, οι ψ όφιες μύγες. Α νάποδα, ν α ι· σ τα χτί χαρτόνι μ ε λεκέδες υγρασίας. Κ ι ίσως δεν ήθελε να κρύψ ει τίποτα, μ α αυτό ακρι βώς να φανερώ σει.» Α υ τ ό α κρ ιβώ ς ν α φ α νερ ώ σει: τ ο ν μ ικ ρόκ οσμ ο π ο υ είν α ι η ψ υχή του α νθ ρ ώ π ο υ σ ήμερα , μ' όλη την « π ερ ιο υσ ία » της: «μικ ρά σ κ ο υρ ια σ μ ένα κ α ρ φ ιά » , « ψ ό φ ιες μ ύ γες» , « λεκ έδ ες υ γρ α σ ία ς» . Ν α φ α νερ ώ σ ει ό λ α τ ο ύτα π ο υ σ υ ν θ έτ ο υ ν το π ρ ό σ ω π ό της το α θ έα τ ο . Η Φαίδρα π .χ . του Γ ιάννη Ρ ί τ σ ο υ ,4 σε α ντίθ εσ η με την κλασική α δελφ ή της του Ε υ ρ ιπ ίδ η , δ είχν ει, χω ρ ίς ν α ντ ρ έ π ε τα ι, τα σ υνα ισ θ ή μ α τ ά της, γυ μ νώ νει την «ψ υχή» της μπ ρ ο σ τά σ το κ ο ιν ό . Ο έρω τα ς π ο υ τη σ πρ ώ χνει α κα τα νίκ η τα ν α ενω θ εί με τ ο ν Ιπ π ό λ υ το , δ εν εί ν α ι υ π ερπ ρ ο σ ω π ικ ή α ρχή , τρομερή κ α ι λατρευτή τ α υ τ ό χ ρ ο να Θ εότη τα, α λλά σ υνα ίσ θ η μ α , κα τη γ ο ρ ία ψ υ χ ή ς. Γ ι’ α υ τ ό της το βα θ ύ ξεγύ μ νω μ α μ π ρ ο σ τά σ το κ ο ιν ό , π ο υ είν α ι θ ρ ία μ β ο ς κ α ι δ ι καίω ση της ζω ή ς της, κ α μ α ρ ώ νει μά λισ τα . « Ε κ θ έτει» τ ο ν εα υ τ ό της, έτσι, μ π ρ ο σ τά σ ’ έν α φ α ντα σ τικ ό κ ο ιν ό , μέσ’ α π ό έν α ν δρα μ α τικό μ ο ν ό λ ο γ ο γεμ ά το ψ υ χ ικ ές μετα π τώ σ εις, με κορ ύ φ ω μ α την α υτ ο κ τ ο ν ία της. Μ ο νό λ ο γο π ο υ δ ε δια θ έτει σ τη ν π ρ αγμα τικ ό τητα α ποδέκ τη : α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σ το ν ίδιο τ ο ν εα υ τ ό της. Η α π ο υ σ ία του άλλου π ρ ο σ ώ π ο υ , είν α ι οργανική α π ο υ σ ία . Η Φ α ίδρ α
130/αφιερωμα π ρ ο β ά λ λ ει τ ο π ρ ό σ ω π ό της π ά ν ω σ τα γύ ρ ω αντι κείμενα π ο υ , λειτ ο υ ρ γ ώ ντ α ς σ α ν κ ά τ ο π τ ρ α , α ντ α ν α κ λ ο ύ ν , α ν α π α ρ ά γ ο υ ν τα είδ ω λό της. Ν α ρ κισ σ ισ μ ός, α υ τ ά ρ κ εια κι α υ τ α ρ έσ κ εια του σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ α νθ ρ ώ π ο υ π ο υ α υτο κ α τα σ τρ έφ ετα ι με η δ ον ή . Τ ο π ρ ό σ ω π ο της Φ α ίδ ρ α ς είν α ι τελικ ά το τ ρ α γ ικ ό π ρ ό σ ω π ο το υ α νθ ρ ώ π ο υ της επ ο χ ή ς μα ς, π ο υ η α π ο υ σ ία του άλλου έχει μ ετα βά λει σε κ ό λα ση τη ζω ή του. Η α ίσθηση της - σ χε δ ό ν χ ρ ισ τ ια ν ικ ή ς - μα τ α ιότη τα ς της ύ π α ρ ξη ς , της φ θ ο ρ ά ς του σ ώ μα τ ο ς , της εγ κ α τάλειψ ης κ α ι της μ ο ν α ξιά ς του ό ν τ ο ς, δ ια π ν έο υ ν δ υο α π ’ τ ο υ ς π ιο μεστούς μο ν ό λ ο γ ο υ ς του Γ ιάννη Ρ ίτσ ο υ , τ ο ν Αγαμέμνονα κ α ι τ ον Ορέστη. Η ποιητική σ ύλληψ η το υ Α γα μέμνονα έχει σ α ν α φ ετ η ρ ία , π ισ τ εύ ω , έν α σ υ γκ ε κ ρ ιμ ένο Α ισ χ υ λ ικ ό χ ω ρ ίο . Τ ο υ ς στ. 838 κ α ι επ . της ομώ νυμη ς Τ ρ α γω δ ία ς, ό π ο υ δ ια β ά ζο υ μ ε:
«...Ξέρω τι λέω · πο λλο ύς γνω ρίζω που, ενώ όείχναν τόση φ ιλία σε μένα, ήταν καθ ρέφ τη ς . ψ εύτικος κ αι θολής σ κιάς εικόνα. Μ ονάχ’ ο Ο δνσσέας, πο υ κι άθελα του ταξίδεψ ε σαν μπ ή κε στο ζυγό, ήταν πρόθυμος σύντροφ ός μ ο υ ...» (μετά φ ρα σ η Τ ά σ ο υ Ρ ο ύ σ σ ο υ ) Ά θ ε λ ά του φ έρ νει κ α ν είς σ το ν ο υ τ ο χω ρ ίο α π ό την « Π ρ ο ς Κ ο ρ ιν θ ίο υ ς Ε '» , του Α π ο σ τ ό λ ο υ Π α ύ λ ο υ (ΙΓ ' 12-13): « Β λ έπ ο μ εν γ ά ρ ά ρτι δΓ έσ όπ τ ρ ου έν α ίν ίγμ α τ ι, τότε δέ π ρ ό σ ω π ο ν π ρ ό ς π ρ ό σ ω π ον». (Τ ώ ρ α β λέπ ο υ μ ε μια θολή εικ ό ν α μες τ ο ν κ α θ ρ έφ τη. Τ ότε θ α ιδω θ ο ύμ ε π ρ ό σ ω π ο με π ρ ό σ ω π ο ). Η ορ γα νικ ή α π ο υ σ ία του άλλου σ τον χωρίς αποδέκτη μ ο ν ό λ ο γ ο του Γ ιάννη Ρ ίτσου Αγαμέμνων μετα βά λλει τα γύ ρ ω α ντ ικ είμ ενα σε κ ά τ ο π τ ρ ο , ό π ο υ α ντ α ν α κ λ ά τ α ι μά τα ια τ ο κ ο υ ρ α σ μ ένο είδ ω λο του ν ικ η μ ένο υ - νικητή της Τ ρ ο ία ς. Η εικ ό ν α του ρ α γ ισ μ ένο υ γ υ α λ ιο ύ , του σ π α σ μ έ νο υ κα θ ρ έφ τη , επ α νέ ρ χ ε τα ι επ ίμ ο ν α , δ ια τ ρ έχ ο ν τ α ς σ α ν βασική ιδέα ολό κ λη ρ ο το π ο ίη μ α . Τ α π ά ν τ α γύ ρ ω έμ ψ υχα ή ά ψ υ χ α , έχ ο υ ν μ ετα μορ φ ω θ εί σ ’ έν α γ ιγ ά ν τ ιο κ ά τ ο π τ ρ ο , ή γυα λί:
«...Κ είνο το ρίγος-γυάλινο γυάλινο, ξέρεις, κα νείς δε θέλει να πεθάνει όσο είναι κουρασμέ νος... Μ ιαν α ντα ύγεια στο σ πα θί σου α π ' την α υ γή, το μικρογραφ ημένο καθρέφ τισμα ενός ήσυ χου σύννεφ ου πάνιο σ' ένα κράνος... Σ ε λίγο γ υ μνώ θηκαν όλα, έγιναν γυάλινα, οι τοίχοι, οι π ό ρ τες, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου, μ ια εξαίσια γυάλινη διαφ άνεια - μ ή τε το χνώτο το ν θανάτου τη θολώνει.· δ ιακρίνεις πίσω α π ’ το γυ α λ ί αδιαί ρετο το τίπο τα - κάτι επ ιτέλο υς ακέριο - ...Π ρ ιν βάλω το χέρι μ ο υ στο πόμολο της πόρτας, πριν ανοίξω, πριν μπω στην αίθουσα έχω κιόλας δει τον καναπέ, τις καρέκλες και τον καθρέφ τη που εικονίζει το ν απέναντι τοίχο μ ’ ένα κάδρο...
Ποιο τάχατε νέο προσωπείο από άθραυστο γυ α λί πάνω στο νέο πρόσω πό μ ο υ... Ξέρεις, η Ελένη, σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες καθόταν μ π ρο σ τά στον μ εγά λο κ α θ ρέφ τη ... παράξενο κ α θρέφ τη... φ τιάχνει το πρόσω πό της τώ ρα στο πρότυπο τη ς μνήμης της... Κ είνος ο Δ ούρειος Ίπ π ο ς μ π ρο ς στα τείχη, αμείλικτος· μ ε τα τερά στια γυ ά λινα μ ά τια του αντανακλώ ντας τη θά λασ σα... θα νόμιζες πω ς κι η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εα υτό της μ ε τα μ ά τια του αλό γο υ ... Σ ’ ένα συμπόσιο, εκ εί κάτω, σε μ ια τριμε ρή ανάπ αυλα της μάχης, όταν οι πά ντες μ ε θ υ σμένοι (όχι τόσο από κ ρα σ ί όσο από θάνατο) έσπαζαν τα ποτή ρια τους στα βράχια, μ ο υ φ άνη κε σα να ’δα στα σπασμένα ποτή ρια ακέρια και πάλι κι αρά γισ τα να λάμπουν, σέ μ ια έξοχη σει ρά ώς την άκρη του ορίζοντα... Κ αι τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος, πέτα ξε το ποτή ρι του - δεν έσπασε. Του το ’όωσαν ξανά. Σ ημά δεψ ε μια ν άγκυρα , το ξαναπέταξε, τέταρτη, πέμπτη, δέκα τη φορά. Δ εν έσπασε. (Ίσ ω ς ήταν φ τιαγμένο από άλλη ουσία - ψ εύτικο - ποιος ξ έ ρ ε ι; - ίσως π ά λι η ίδια μ α ς η μέθη να μ α ς επέβαλε την πειθώ του ακατόρθω του). Την άλλη μέρα ο Ίω ν σκοτώ θηκε στη μάχη. Ζ ή τη σα το ποτή ρι του μ ε σ ’ τη σκηνή του, στο γυλιό το υ · ερεύνησα παντού. Δ εν το βρήκα... Τούτο το ρίγος - όχι γυάλινο τώρα, εδώ, στη ραχοκοκκαλιά μου, - αλλιώ τικο. Π ριν λίγο ακόμη, όλα ήταν γυάλινα - πρόσωπά, σώ μα, αντικείμενα, εσύ, εγώ. Τα πα ιδ ιά μ α ς - γυ ά λινα, ακά λυπτα , στιλπνά - από σκληρό, δ ιαυγές γυ α λί... κι έτσι αιφνίδια, σα να ’χει μαλα κώ σει το γυ α λ ί - δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει δ ια φ ά νεια, σα να μ η ν είχε σχήμα και διαφ άνεια ποτέ- σω ριάστηκε χάμου μ α ζ ί μ ’ εκείνα που περιείχε ,μια μ ά ζ α θολή... (Η γυ να ίκα μ πα ίνει στην αίθου σα... κρεμάει στο κ α ρ φ ί του τοίχου μ ια ναυτική κουλούρα. «Λάχεσις», λέει. Ύ σ τερ α πλησιάζει τον Κ Α Θ Ρ Ε Φ Τ Η και διορθώ νει τα μα λλιά της).» Δ ρ α μ α τικ ό ς π υ ρ ή να ς του μ ο ν ό λ ο γ ο υ του Ρ ί τσου Ορέστης είν α ι ο δ ια μ ελισ μ ό ς του ό ν τ ο ς, η δ ιά σ π α σ η του ενός σε δύο, η επ ιστρ ο φ ή μ εσ ’ α π ’ τ ο ν α π α τ η λ ό κ α θ ρ έφ τη, της ξένης μ ορ φ ή ς π ο υ π α ίρ ν ει τη θέση του α νθ ρ ώ π ιν ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ . Η τ α λάντευ ση α νά μ ε σ α σ το εγώ κ α ι σ το ό χ ι εγώ , η ρήξη της σ υνείδη ση ς με τ ο ν κό σ μ ο . Δ ια β ά ζο υ μ ε :
«...Πώ ς γίνεται μ ’ ελάχιστα νήματα κάποιων δικώ ν μ α ς στιγμώ ν να μ α ς υφ άνουν ολόκληρο το χρόνο μας, τρα χύ και σκοτεινόν, ριγμένον σαν κ α λύ π τρα α π ’ το κεφά λι ώς τα π όδια μας, σκε πά ζο ντα ς ολόκληρο το πρόσω πό μ α ς και τα χέ ρια μ α ς όπου αποθέσανε ένα άγνω στο μαχαίρι ολότελα άγνω στο - και να φω τίζει μ ε τη σκληρή του λάμψ η ένα τοπίο όχι δικό μας, - αυτό το γνω ρίζω: όχι δικό μας. Και πώ ς γίνεται να το αποδέχεται η δική μ α ς μοίρα, ν ’ α π ο σ ύ ρ ετα ι κα ι να κοιτά ει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξέ νη μ ο ίρα μα ς... Δ υ ο έλξεις αντίρροπες μ ο υ φ αί
αφιερωμα/131 νεται ν ’ αντιστοιχούν στα δυο μ α ς πόδια, κι η μ ια έλξη απομ ακρύνεται όλο πιο πο λύ α π ’ την άλλη φ αρδαίνο ντα ς το διασκελισμό μ α ς ώς το διαμελισμό... Ω στόσο αυτή η γυ να ίκα δε λέει να σω πάσει . .. ακόμη και τ ’ ανθοδοχεία το υ σπιτιού λες κι αντιτάσσ ο υν στο υς ολο λυγμο ύς τη ς μ ια κ ί νηση επ ιείκιας λίγω ν ευαίσθητω ν τρ ια ν τά φ υλ λω ν... εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπ ρο σ τά στο μεγάλο, πατρογο νικό καθ ρέφ τη ... Τα μ α λλιά της μ π ρ ο σ τά στον μεγά λο καθ ρέφ τη ... Κ αι το μεγά λο εκείνο δ ίχτυ του λο υτρο ύ πο ιο ς το ύφ ανε;... Και τώ ρα θυμήθηκα (αν κι αυ τό δεν έχει καμιά σημα σία) τα μ ά τια της αγελά δ α ς - σκοτεινά - τυφλά, παμ μέγιστα, καμπύλα, σαν δυο λοφ ίσκοι από σκοτάδι ή Οπό μ α ύ ρο γυ α λ ί... Α ς σηκώ σουμε τούτη τη λήκυθο, μ ε την υποτιθέμενη τέφ ρ α μ ο υ · - η σκηνή τη ς αναγνώ ρισης θ ’ αρχίσει σε λίγο. Ό λο ι θα βρουν σ ’ έμένα εκείνον π ο υ περίμεναν, θα βρουν το δίκαιο, σύμφω να μ ε τη νομοθεσία τους, κώι μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πω ς μ ε ς σ ’ α υτή τη λήκυθο κρατάω , σ τ ’ αλήθεια, την αληθι νή μ ο υ τέφ ρ α · - μόνο οι δυο μας.» Ο μ ο ν ό λ ο γ ο ς του Ο ρέστη κα τά Γ ιά ννη Ρ ίτσο , δ εν δ ια θ έτ ει ά λ λ ο ν α π οδ έκ τη εκ τό ς α π ’ τη σ κιά του Π υ λά δ η - τ ο ν ίδ ιο τ ο ν εα υτ ό του! Θ εο ί, τ ά φ ο ι, ήρ ω ες, είν α ι π ρ οκ λη τικ ά α π ό ν τ ες . Α π ο ύ σ ε ς κι ο ι Ευμενίδες. Σ τη ν α ρχή α υτ ο ύ του ά ρθ ρ ο υ έκ α ν α λ ό γ ο γ ια τ ο αντικείμενο σ α ν σ υμ π υ κ νω μ έ ν ο γ ε γ ο ν ό ς εξω τερ ική ς ύ π α ρ ξη ς , στην α ρ χ α ία ελ λη νικ ή α ντίλη ψ η του κ όσ μου κ α ι της π ρ α γ μ α τ ι κότη τας. Ε ιδ ικ ό τ ερ α γ ια τ ο α ν τ ικ ε ίμ εν ο -π ρ ο ϊό ν της α νθ ρ ώ π ο ν η ς τ έχ νη ς - τ εχ ν ικ ή ς π ο υ , μετέχο ν τ α ς τ α υ τ ό χ ρ ο να σ το ξένο κ α ι σ το οικείο, στο εδώ κ α ι σ το πέραν, ενσω μα τώ νει δ υ ν ά μ εις ά λ λο τε ευ ερ γετικ ές κ α ι ά λλοτε ο λ έθ ρ ιες γ ια τ ο α ν θ ρ ώ π ινο υ π ο κ είμ εν ο π ο υ βρ ίσ κ ετα ι στη σ φ α ίρ α επ ιρ ρ ο ή ς του. Σ τις Ευιιενίδες τ ο υ Α ισ χ ύ λ ο υ , β λέ π ο υ μ ε τη σ κοτεινή κ α ι κ α τα στρ επ τικ ή εξ ο υ σ ία το υ α ντ ικ ειμ ένου - σ κ εύ ο υ ς , τη δαιμ ο νικ ή δ ύνα μ η μ’ ά λλα λ ό γ ια της α νθ ρ ώ π ιν η ς τεχνική ς (κ α ι τ έχνη ς) ν α μετα βά λλετα ι α κ ρ ιβ ώ ς σε πηγή ευ δ α ιμ ο ν ία ς κι ευ τ υ χ ία ς γ ια τ ο υ ς π ο λ ίτ ες της Α θ ή ν α ς . Α υ τ ό σ υ μ β α ίν ει ό τ α ν ο ι «μ α ύ ρες» εριν ύ ε ς μ ε τα τ ρ έπ οντ α ι, ενσ ω μ α το ύμ ενες στην π όλη - σε π ρ ο σ τ ά τ ιδ ες Θ εότη τες (Ε υ μ εν ίδ ες ). Π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε τ ο ν Ο ρέστη ν α ξεφ εύ γ ει α π ’ τ ο ν κ ύ κ λ ο του χ υ μ έν ο υ σ υ γγ εν ικ ο ύ α ίμ α τ ο ς, το δ ίχτυ π α γ ίδ α τω ν ερ ιν ύ ω ν, ό τ α ν με τ η ν επ έμ βασ η τω ν Ο λ υ μ π ίω ν Θ εώ ν , Α π ό λ λ ω ν α κ α ι Α θ η ν ά ς , ο ι τ ε ρ α τ ό μ ο ρ φ ες α ρ ές ή ερ ιν ύ ες δ έχ ο ντ α ι ν α μετα φ ερ θ ο ύ ν σ ’ έν α υ π ό γ ε ιο ά ντ ρ ο - ιερ ό ό π ο υ θα λ α β α ίν ο υ ν π ια κ α ν ο ν ικ ές τιμές α π ’ τ ο υ ς π ο λίτ ες της Α θ ή ν α ς . Ο ά κ ρ α το ς φ ό β ο ς π ο υ , κα τά τη γνώ μη τω ν Ε ρ ιν ύ ω ν, έπ ρ επ ε ν α επ ικ ρ α τεί στην Α θ ή ν α γ ια την επ ιβολή της τ ά ξη ς, μ ετα τρ έπ εται τώ ρ α με την επ έμ βασ η τω ν Ο λ υμ π ίω ν σε φόβο συγγενή του σεβασμού (στ. 689-690 τω ν Ευμενι δών). Η π όλη της Α θ ή ν α ς κι ο ι Ε ρ ιν ύ ες θ α
β ρ ο υ ν μια κ ο ινή γλ ώ σ σα στην έ ν ν ο ια το υ μέτρου π ο υ π ρ έ π ε ι ν α τηρ είτα ι σ τις εκ δη λώ σ εις του β ίο υ . Ο α ρ χ α ίο ς ελλ η νικ ό ς π ο λιτ ισ μ ό ς δ εν α γ ν ο εί εντελώ ς τ ο τερ α τώ δες π ρ ό σ ω π ο τω ν Ε ρ ι ν ύ ω ν , ο ύ τε όμ ω ς τ ο τ ο π ο θ ε τ εί σ το κ έντρ ο της κ ο ιν ω ν ικ ή ς ύ π α ρ ξη ς . Τ ο « φ υ λ α κ ίζει» σ ’ έν α υ π ό γ ε ιο ά ντ ρ ο , εξ εύ μ εν ίζ ο ν τ ά ς τ ο , με θ εϊκ ές τιμές. Α π ο β ά λ λ ο ν τ α ς τα μελα νά φ ο ρ έμ α τ ά τ ο υ ς , ο λ έ θ ρ ιο α ντ ι-κ είμ ε νο κ α ι σ ύ μ β ο λο εν ό ς άλλου κ ό σ μου - φ ο ρ έμ α τ α π ο υ λ ειτ ο υ ρ γ ο ύ ν σ α ν δ ίχ τ υ α ή π α γ ίδ ες γ ια ό σ ο υ ς χ ύ ν ο υ ν σ υ γγ εν ικ ό α ίμ α , οι Ε ρ ιν ύ ες , σε μια π ο ρ εία εξ α ν θ ρ ω π ισ μ ο ύ , α ν δ εν α π ο κ τ ο ύ ν τ α « π ά λ ευ κ α π έπ λ α » τω ν Ο λ υμ π ίω ν θ εώ ν, π ο υ π ο τ έ δ εν τ ο υ ς α νή κ α ν (στ. 370 κ .ε π .) , κ ε ρ δ ίζ ο υ ν ό μω ς φοινικόβαπτα (κ ό κ κ ινα ) εν δ ύ μ α τα , πηγή ευ λ ο γ ία ς γ ια την π ό λ η , χ ά ρ ις στην επ έμ βασ η τω ν Ο λ υμ π ίω ν Θ εώ ν, κυ ρ ίω ς, χ ά ρ ις σ τη ν κοινή συναίνεση τω ν π ο λιτ ώ ν της Α θ ή ν α ς . Α υ τ ό είν α ι κά τι π ο υ λ είπ ει α π ’ τ ο ν σ ύ γ χ ρ ο ν ο π ο λιτισμ ό μα ς. Ό π ω ς η π ιο π ά ν ω α νά λυ σ η δ είχν ει, ο Αγαμέμνων κι ο Ορέστης του Γ ιά ννη Ρ ίτσο υ , δ εν π ε ρ ιέ χ ο υ ν εν δ υ ν ά μ ει τις Ευμενίδες το υς. Ο κ ό σ μ ο ς μ α ς τ α λα ν τ εύ ετ α ι α σ τ α μά τητα α νά μ εσ α σ το ν α ντ ικ α τ ο π τ ρ ισ μ ό του Ν ά ρ κ ισ σ ο υ και στο τερ α τώ δες π ρ ο σ ω π ε ίο τω ν Ε ρ ινύω ν. Σημεαίισεις 1. Βλ. Κόνραντ Λόρεντζ, «Η πίσω όψή του καθρέφτη», εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 1982, μετάφραση Μπάμπη Δερμιτξάκη, προλεγόμενα, σελ. 14-19. 2. Λουί Ζερνέ, «Ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάόος - η μυ θική έννοια της αξίας στην Ελλάδα», μετάφραση (ανέκδο τη) Γιάγκου Ανδρεάδη και Λέανδρου Πολενάκη. 3. Βλ. Τάσου Λιγνάδη, «Το ζώον και το τέρας», εκδ. Ηρόδο τος, Αθήνα 1987. 4. Βλ. Λέανδρου Πολενάκη. «Η νέοκλασσική Φαίδρα του IV-
ΤΑ
ΑΡΧΑΙ Α
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ Ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο Π έ μ π τ ο (ν ) Β ιβ λ ίο τη ς Ε λ λ η ν ικ ή ς ή Π α λ α τ ικ ή ς Α ν θ ο λ ο γ ία ς Π ρ ο λ ε γ ό μ εν α - Α ρ χ α ίο κ είμ εν ο - Έ μμ ετρη μετά φ ρ ασ η - Σ χ ό λ ια - Β ιο γ ρ α φ ικ ά σ το ιχεία τω ν Π οιητώ ν
m Εκδόσ εις ΚΑΛΕΝΤΗ Μ αυρομιχά λη 5 (1ος όροφ ος) Τηλ. 36.23.553106 79 ΑΘΗΝΑ
132/αφιερωμα
Δημήτρης Πλάκας
Ο Παντελής Πρεβελάκης
για τον Γιάννη Ρίτσο γιατί κανείς δεν έβαλε πιο κάτω α π ’ αδερφό τον ποτέ το σύντροφο που βρέθηκε μυαλό και γνώση να ’χει
Οδ. θ 585-6 (μτφ. Καζαντζάκη-Κακριδή)
Ένα σημείωμα· κάτι λιγότερο από κριτική, κάτι περισσότερο από παρου σίαση. Κι αυτό επτάχρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, δυοχρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα του. Και μάλιστα σ’ ένα τεύχος-αφιέρωμα, όπου ερ γασίες σύνθεσης πάνω στο ίδιο το έργο του δημιουργού έχουν τον κύριο λό γο. Νομίζω όμως ότι έστω και στο περιθώριο του αφιερώματος το κείμενο αυ τό, που αρχικά μ’ εντελώς άλλη μορφή είχε σχεδιαστεί ως βιβλιοκρισία για το ίδιο περιοδικό, έχει τη θέση του. Όχι απλά για να εξοφληθεί αργοπορημένα ένα βιβλιοκριτικό όφελος■ ούτε για να εξαρθεί απόλυτα και τελεσίδικα η αξία του, τώρα που η χρονική απόσταση επιτρέπει αντικειμενικότερες κρίσεις. Αλλά γιατί το βιβλίο αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση κριτικής προσέγγι σης. Δεν είναι τα συμπεράσματα που τόσο ενδιαφέρουν, όσο η στάση και το οδοιπορικό του κριτικού. Π α ντελή ς Π ρ εβελάκ ης (1909-1986) κα τά τη διά ρ κ εια τω ν σ π ο υ δ ώ ν του στο Π α ρ ίσ ι (1930-1933) π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί π ο λ λ ά μαθήμ ατα θ εω ρ ία ς κ α ι μ εθ οδ ο λο γ ία ς της κριτικής. Κ ι όμω ς π ο τ έ δ εν άσκ ησ ε κ α τ ’ επ ά γγ ελμ α , ά ν επ ιτρ έπ ε τ α ι η έκ φ ρα ση , το λειτού ργημ α του κρ ιτικ ο ύ , ο ύ τε σ το χώ ρ ο της λο γ ο τ εχ νία ς , ο ύ τε στο χώ ρ ο τω ν εικα στικ ώ ν τεχ ν ώ ν , π ο υ υ π ή ρ ξα ν το επ ίκ εντρ ο της π ανεπ ισ τη μ ια κ ή ς του μα θ ητεία ς (Δ ιπ λ ω μ α τ ο ύ χ ο ς του Ινστιτούτου Τ έχνη ς κ α ι Α ρ χ α ιο λ ο γία ς του Π α νεπ ισ τη μ ίο υ τω ν Π α ρ ισ ίω ν - Δ ιδ ά κτω ρ του Π α νεπ ισ τη μ ίο υ Θ εσ σα λο νίκ η ς με τη δια τρ ιβ ή «Ο Γ κρέκο στη Ρώμη κ α ι στην Ιτα λία»)
Ο
κα ι α π ο ρ ρ ό φ η σ α ν ένα μ εγά λο μέρος της π ν ευ μ α τικής το υ δ ρα σ τη ρ ιότη τας (Δ ιευ θ υ ντ ή ς Κ αλώ ν Τ εχνώ ν του Υ π ο υ ρ γ ε ίο υ Π α ιδ εία ς 1937-1941 κ α θ η γεσία στην Α νω τά τη Σ χολή Κ α λώ ν Τ εχνώ ν 1939-1974 κ .λ π .), κ α ι μά λισ τα σε μια επ ο χή π ο υ ο ερα σιτέχνη ς κι ο εμ πειρ ικό ς κ υ ρ ια ρ χ ο ύ σ α ν στο χώ ρ ο . Α υ τ ό β εβα ιώ νει η εξαντλητική Συμβολή στη β ιβλιογραφία τον Π αντελή Π ρεβελάκη τόμ. A 1967, Β 1977 του Ε μ μ α νο υ ή λ X . Κ ά σδα γλη . Ο ύ τε π έντ ε δ εν είν α ι τα λή μματα π ο υ π α ρ α π έ μ π ο υ ν σε βιβλιο κ ρισ ίες. Ό χ ι ότι δ εν α σχολή θηκε με τ ο ν λό γ ιο κα ι τ ο ν ο μ ό τ εχ ν ό του ο Π α ντελής Π ρ εβελάκ η ς κ α ι μά λισ τα με μεγά λα β ιβλία . Α λ
αφιερωμα/133 λ ά η π ρ ο σ έγ γισ ή του είν α ι εκ λεκ τικ ή - π α ρ ό ρ μ η ση εσ ω τερ ική ς α νά γ κ η ς κι ό χ ι ευ θύ νη τ ο υ εν τ ε τ α λμ έν ο υ κ ρ ιτ ικ ού . Έ τ σ ι κ ά π ο τ ε, θ α μιλή σει γ ια τ ο ν Ί ω ν α Δ ρ α γ ο ύ μ η (1878-19 2 0 ) κ α ι τ ο ν Β α σ ίλ η Λ α ο ύ ρ δ α (1 9 12-1971), π ο υ τ ιμ ά τα α να σ τή μ α τ ά τ ο υ ς . Τ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν του όμ ω ς τ ελικ ά επ ικ ε ν τ ρ ώ ν ετ α ι σ ε δ ύ ο φ υ σ ιο γν ω μ ίες της π ν ευ μ α τ ικ ή ς μ α ς ζω ή ς. Σ τ ο ν π ν ευ μ α τ ικ ό τ ο υ π α τ έ ρ α , τ ο γέ ρ ο ν τ ά τ ο υ , ό π ω ς τ ο ν α π ο κ α λ εί τ ο Ν ίκ ο Κ α ζ α ν τ ζ ά κη (1883-1957) κ α ι τ ο ν π ρ εσ β ύ τ ερ ο φ ίλ ο , τ ο ν Ά γ γ ε λ ο Σ ικ ε λ ια ν ό (1884-195 1 ). Α π ό την πρ ώ τη σ τιγμή π ο υ ε μ φ α ν ίζετ α ι, ν έ ο ς α κ ό μ α δ εκ α ο κ τώ χ ρ ο ν ώ ν , σ τα γρ ά μ μ α τ ά μ α ς α σ χ ο λ ε ίτ α ι κ α ι με τ ο ν π ρ ώ τ ο (« Δ υ ο έρ γ α τ ου Ν ίκ ο υ Κ α ζα ντ ζ ά κ η » π ερ . Α να γέννη ση φ . 4 /12.1927 ) κ α ι με τ ο ν δ εύ τ ε ρ ο ( « Α π ό τ α ς εο ρ τ ά ς τω ν Δ ελ φ ώ ν » , « Τ ο ν ό η μ α τω ν Δ ελ φ ικ ώ ν Ε ο ρ τ ώ ν» εφ . Ν έα Η μέρα 13, 1 5 .5 .1 9 2 7 ). Έ κ τ ο τ ε θ α ε π α νέ λ θ ει π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές . Γ ια τ ο ν Κ α ζα ντ ζά κ η τ ο εν δ ια φ έ ρ ο ν το υ κ ο ρ υ φ ώ ν ε τ α ι με τη συνθ ετικ ή μ ο ν ο γ ρ α φ ία Ο π ο ιη τή ς και το ποίη μα τη ς Ο δύσσεια ς, 1958, σ . 335 κ α ι με τις εισ α γ ω γέ ς (« Σ χ εδ ία σ μ α Ε σ ω τερ ικ ή ς β ιο γ ρ α φ ία ς » , « Χ ρ ο ν ο γ ρ α φ ία τ ου Β ίο υ τ ο υ Ν . Κ α ζ α ν τ ζά κ η » ), κ α ι τα π λ ο ύ σ ια σ χό λ ια σ τα Τ ετρακό
σια γρ ά μμα τα το υ Κ α ζα ν τζά κη στο ν Π ρεβελάκη, π ο υ εκ δ ίδ ε ι (1965). Γ ια τ ο ν Σ ικ ελ ια ν ό με τ ο β ι β λ ίο τ ου Α . Σ ικ ελιανό ς 1984, σ . 2 41, π ο υ π ε ρ ι λα μ β ά ν ει τ ρ εις μελέτες-ομ ιλίες: «Ο Α λ α φ ρ ο ΐσ κ ιω τος», «Τ ο Α γ ιο ρ είτ ικ ο η μ ερ ο λ ό γιο » , «Τ ο Χ ρ ο ν ικ ό μ ια ς φ ιλία ς» (του Σ ικ ε λ ια ν ο ύ -Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η ), « Τ ρ ία κ ε φ ά λ α ια τη ς β ιο γ ρ α φ ία ς τ ο υ » , π ο υ « δ εν είν α ι γε νν ή μ α τα της μ ια ς ή της ά λλη ς ευ κ α ιρ ία ς , α λ λ ά α π ό σ τ α γ μ α μ α κ ρ ά ς σ π ο υ δ ή ς κ α ι α ν ε ξ ά λ ειπ τ ω ν βιω μ ά τω ν», ψ ή γ μ α τ α π ο υ δ εν α ν τ α π ο κ ρ ίν ο ν τ α ν στη ν α ρχικ ή τ ο υ π ρ ό θ ε σ η , ό π ω ς τη ν ο ρ ίζ ε ι σ τον π ρ ό λ ο γ ό τ ο υ ο ίδιο ς: «Η π ρ ό θ ε σ ή μου δ ε ν ή τ α ν ν α π λ ά σ ω έν α ά γα λ μ α , α λ λ ά ν α π ερ ιγ ρ ά φ ω με φ ιλ ο δ ίκ α ιο π ν εύ μ α τ ο ν α γ ώ ν α του ποιη τή κ α ι ν α ερ μ η νεύσ ω τ ο έρ γο τ ο υ . Ό τ α ν ο θ ά ν α τ ό ς του κ α τέσ τη σε τ ο β λέμμα μο υ ευ λ α β έσ τ ε ρ ο , έν ιω σ α π ω ς ο χ ρ ό ν ο ς π ο υ μου έμ ενε ν α ζήσ ω θ α ή τ α ν α νε π α ρ κ ή ς γ ια ν α εκ π λ η ρώ σω τ ο χ ρ έ ο ς μου », (σ . 10-11). « Π α ιδευ τ ικ ή σ χ έ σ η ... με τ ο ν ε π ικ ό τη ς ν έ α ς Ο δ ύ σ σ ε ια ς ... ιερ ότη τα μ ια ς π ν ευ μ α τ ικ ή ς σ χέση ς με τ ο ν π οιη τή του Α λ α φ ρ ο ίσ κ ιω τ ο υ » (σ . 9 ), ο δ η γ ο ύ ν α π ο κ λ εισ τ ικ ά τα βή μ α τα τ ο υ κ ρ ιτικ ο ύ π ρ ο ς τ ις δ υ ο μ εγά λες μ ο ρ φ ές τη ς λ ο γ ο τ εχ ν ία ς μ α ς. Κ ι ιδ ο ύ , ά ξ α φ ν α , τ ο 1981 έν α ς ο γκ ώ δ η ς τ ό μ ο ς 681 σ ελ ίδ ω ν , π ο υ α ρ χ ίζ ε ι ν α γρ ά φ ετ α ι τ ο κ α λ ο κ α ίρ ι τ ο υ 1979 ( 2 7 .7 .-1 0 .1 0 ), γ ια ν α σ υ ν εχ ισ τ εί κ α ι ο λο κ λη ρ ω θ ε ί τ ο ν επ ό μ ε νο χ ρ ό ν ο (1 -2 3 .8 ). Θ έμ α τ ά το υ Ο Π οιητής Γιάννης Ρίτσος. Έ κ δ ο σ η γ ια π ο λ λ ο ύ ς λ ό γ ο υ ς , α ν ό χ ι μνη μ ειώ δ η ς, έστω κ α ι χ ω ρ ίς α ξ ιο λ ο γ ικ ά κ ρ ιτ ή ρ ια , α π λ ά γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ι κ ά , α ξιο σ ή μ α ν τ η . Κ ι όμ ω ς, δ ε μου φ α ίν ε τ α ι ότι π α ρ ο υ σ ιά σ τ η κ ε, κ ρ ίθ η κ ε, σ υζη τή θ η κ ε ό τ α ν εκδ ό θ η κ ε τ ο β ιβ λ ίο α ν ά λ ο γ α με τη σ η μ α σ ία τ ο υ ,
ενώ ο λ ιγ ο σ έλ ιδ ες π ο ιη τ ικ ές π λ α κ έτ ες π ο λ λ ά υ π ο σ χο μ έν ω ν α λ λ ά α γν ώ σ τ ω ν π λ α τ ύ τ ερ α π ο ιη τ ώ ν ή επ α ν ε κ δ ό σ εις , μετά εξ ή ν τ α χ ρ ό ν ια , α π ο ξ ε χ α σ μ έ ν ω ν εν τω μ ετα ξύ κ ε ιμ έν ω ν θ α α π α σ χ ο λ ή σ ο υ ν τ ο ν ίδ ιο κ α ιρ ό εκ τενέσ τ ερ α τ ις φ ιλ ο λ ο γ ικ ές σ τή λ ες τ ω ν εφ η μ ερ ίδ ω ν κ α ι τ α λ ο γ ο τ εχ ν ικ ά π ε ρ ιο δ ι κά . Γ ια τ ί, ό μ ω ς , α ξιο σ ή μ α ν τ η έκ δοσ η; Γ ια τ ο ν ό γ κ ο της; Α σ φ α λ ώ ς κ α ι γ ι ’ α υ τ ό - κ α ι μά λισ τα α φ ο ύ τ ο β ιβ λ ίο δ εν α π α ρ τ ίζ ε τ α ι α π ό π ο λ λ έ ς μελ έτ ε ς-ά ρ θ ρ α , π ο υ κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς κ α ι ε π ’ ευ κ α ιρ ία γ ρ ά φ τ η κ α ν , α λ λ ά α π ό μ ια , π ο υ σ υ ν ισ τ ά « σ υ ν ο λ ι κή θ εώ ρη ση τ ο υ έρ γο υ τ ο υ » , ό π ω ς θ έλει ο υ π ό τιτ λο ς. Γ ια τ ί είν α ι τ ο μ εγα λύ τ ερ ο κ ρ ιτ ικ ό κ ε ίμ ε ν ο τ ο υ Π α ν τε λ ή Π ρ εβ ελά κ η ; α σ φ α λ ώ ς κ α ι μ ά λ ι σ τα για τ ί είν α ι γ ρ α μ μ έν ο με τ ο ν ά ν ε τ ο δ ο κ ιμ ια κ ό τ ο υ τ ρ ό π ο , π ο υ τ ο κ α θ ισ τ ά ελκ υσ τικ ό α ν ά γ ν ω σ μ α , είδ ο ς ό λ ο κ α ι π ιο π ο λ ύ σ π ά ν ιο σ το υ ς κ α ι ρ ο ύ ς μ α ς, τ ω ν α φ υ δ α τ ω μ έν ω ν κ ω δ ίκ ω ν κ α ι της γλ ω σ σ ικ ή ς α φ α σ ία ς . Ά λ λ ο ι λ ό γ ο ι, ό μ ω ς, ο υ σ ια σ τ ικ ό τ ερ ο ι κ α θ ι σ τ ο ύ ν τ ο β ιβ λ ίο α ξ ιο μ ν η μ ό ν ευ τ ο , α κ ό μ α κ α ι τώ ρ α , μ έσα στη ν εμ π λ ο υ τ ισ μ έν η , α λ λ ά ό χ ι ε ξ α ν τ λ η τική - κ α ι π ώ ς είν α ι δ υ ν α τ ό ν ; - β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία γ ια τ ο έρ γ ο τ ο υ Γ. Ρ ίτ σ ο υ . Κ α ι π ρ ώ τ α -π ρ ώ τ α τ ο β ιβ λ ίο γ ρ ά φ ε τ α ι, ό π ω ς δ η λώ νετα ι α π ε ρ ίφ ρ α σ τ α , α π ό έν α φ ίλ ο , α φ ο ύ « επ ί μ ισ ό ν α ιώ ν α π ερ ίπ ο υ » τ ο υ ς « δ ύ ο σ υ γ γ ρ α φ ε ίς ... τ ο υ ς έχ ει σ υν δ έσ ει α δ ια τ ά ρ α κ τ η φ ιλ ία » (σ . 10)*. Η ίδ ια σ υ ν α ισ θ η μα τική π ρ ο δ ιά θ ε σ η τ ο ν σ τρ έφ ει κ α ι σ το Σ ικ ελ ια ν ό κ α ι σ το ν Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η . Ε κ τίμ η σ η , α γά π η κ α ι θ α υ μ α σ μ ό ς . Δ ε ν κ α τ εδ α φ ίζει β ά ν α υ σ α - δ εν α π ο ρ ρ ίπ τ ει α β α σ ά νισ τ α . Π ο λ λ ές φ ο ρ ές μά λισ τα δ ια χ έ ε ι μες σ το κ ε ίμ εν ό τ ο υ , χ ω ρ ίς α ιδ ώ , σ υ ν α ι σ θή μ α τ α α ντ ικ ρ ίσ εω ν: « Τ ο π ο ίη μ α α υ τ ό ... ά γ γ ι ξ ε την κ α ρ δ ιά τ η ς κ α ρ δ ιά ς μο υ » (σ . 263) ή « Ο φ είλ ω ν ’ α φ ιε ρ ώ σ ω ... μια π α ρ ά γ ρ α φ ο σ τα Π αιχνίδια τ ’ ουρ ανού κα ι του νερού ... γ ια ν α δ ια δ η λώ σ ω την ε υ φ ρ ο σ ύ ν η π ο υ μου π ρ ο ξ έ ν η σ ε η δ ρ ο σ ε ρ ά δ α τ ο υ ς» (σ . 27 4 ) κι α λλο ύ : « Η τελική α ισ ιο δ ο ξ ία τ ο υ π ο ιη τ ή ... μ α ς φ έρ ν ει δ ά κ ρ υ α σ τα μ ά τια » (σ . 396). Ε ν τ ο ύ τ ο ις τ ο α ίσ θ η μ α δ εν α λ λ ο ιώ νει την κ ρ ί σ η. Τ ο έχ ει ήδ η α π ο δ ε ίξ ε ι ο κ ρ ιτ ικ ό ς , ό τ α ν δ ο κ ί μ α σ ε τ ις α ντ ιδ ρ ά σ εις του π ά ν ω σ το ν Κ α ζ α ν τ ζ ά κη , κ α θ ώ ς σ υ ν τ α ξ ιδ ε ύ ο υ ν σ τις 335 σ ελίδ ες του β ιβ λ ίο υ , π ο υ τ ο υ α φ ιέ ρ ω σ ε , ο ευ λ α β ικ ό ς σ εβ α σ μ ό ς κ α ι τ ο κ ρ ιτ ικ ό χ ρ έο ς . Η ίδ ια στά ση κι α π έ ν α ν τ ι σ το ν Ρ ίτσ ο . Σ τη ν π ερ ίπ τ ω σ ή τ ο υ μά λισ τα η α π ε μ π λ ο κ ή α π ό τη σ υ να ισ θ η μ α τ ικ ή κ α τα βο λή δ υ σ κ ο λ ό τ ερ η . Ο Ρ ίτ σ ο ς δ εν ή τ α ν ο σ τε νό ς ο ι κ ε ίο ς , ό π ω ς ο Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η ς, α λ λ ά ο α γ α π η μ έ ν ο ς ο μ ό τ ε χ ν ο ς , ο φ ίλ ο ς . Α π ό τ η ν ά λλη μ ερ ιά . Ο ι χ α σ μ α τικ ές « δ ια φ ο ρ ετ ικ ές π ο λ ιτ ικ ές π επ ο ιθ ή σ ε ις » , π ο υ τ ις α ν α π τ ύ σ σ ει με ειλ ικ ρ ίν εια κ α ι χ ω ρ ίς δ ι σ τα γμ ό ο κ ρ ιτ ικ ό ς π ο ύ θ α ο δ η γή σ ο υ ν ; Α ν α μ φ ι σ βήτητα δ ια μ ο ρ φ ώ ν ο υ ν τις α ισ θ η τ ικ ές θ έσ εις κ α ι σ υ ν α κ ό λ ο υ θ α τα α ξ ιο λ ο γ ικ ά κ ρ ιτ ή ρ ια , κ ύ ρ ιο
134/αφιερωμα ά ξ ο ν α της κρ ιτική ς σ υμ π ερ ιφ ο ρ ά ς τ ο υ β ιβ λ ίο υ , α λ λ ά δ εν υ ψ ώ ν ετ α ι π ο τ έ ο μ ειλ ίχ ιο ς τ ό ν ο ς κα ι δ εν σ κ λη ρα ίνει η τ ρ υφ ερ ή φ ιλική διά θ εση . Δ εύ τ ερ ο ς λ ό γ ο ς, επ ό μ ε νο ς . Ο κ ρ ιτικ ό ς κ α τ α θ έτει α ν ο ιχ τ ά τ α χ α ρ τ ιά το υ κ α ι ο ρ ίζ ε ι α π ε ρ ί φ ρ α σ τ α το σ τίγμα τ ο υ . Θ α είν α ι α ντικειμ ενικό ς· δ εν θ α κ α τ α δ ικ ά σ ε ι ολοσ χερ ώ ς· δ εν θ α αθω ώ σ ει επ ιπ ό λ α ια . Δ ε ν θ ’ α π ο κ ρ ύ ψ ει ό μω ς τ η ν α ντ ιπ α ρ α β α λ λόμ εν η π ρ ο ς τ ο ν π οιητή ιδεο λο γικ ή μ’ ό λες τις π α ρ α μ έτ ρ ο υ ς της σκέψ η τ ο υ . Ω ς εκ τ ο ύ τ ο υ , ο α να γν ώ σ τ η ς δ εν π α γ ιδ εύ ετ α ι. Ε ύ κ ο λ α θ α ορ ίσ ει τη δική του τοπ οθέτηση · θ α σ υ ν ο μ ο λο γ ή σ ει με τ ο ν κρ ιτικ ό ή θ α κρατήσει-τις α π ο σ τ ά σ ει ς τ ο υ. Ε ξ ου κα ι ο τ ρ ό π ο ς π ο υ π ρ ο τ είνει γ ια την π ρ ο σ έγγισ η ο Π ρ εβελά κ η ς, έστω κτ α ν υ π ο ψ ιά ζ ετ α ι ότ ι ίσω ς δ εν « επ ιδ οκ ιμ α σ θ εί α π ό τ ο υ ς μα θ η τευ ό μ ε νο υ ς μ ά γο υ ς της φ ιλο λο γ ικ ή ς επ ιστή μης», α λ λ ά ως π α λ α ίμ α χ ο ς έχει «α δη μ ο νή σ ει με τη μ ο ν ο μέρεια κ α ι τη σ π ο υ δ α ιο φ ά ν εια ο ρ ισ μ ένω ν ν έω ν μεθόδ ω ν» (σ . 11). Γ ιατί έτσι π ισ τ εύ ει ό τ ι δ εν « π ά ε ι ν ’ α π ο δ είξ ει κ α μ ιά π ρ ο κ α θ ο ρ ισ μ έν η θ έ ση». Π ρ ό κ ε ιτ α ι, ό π ω ς ο ίδ ιο ς κ α θ ο ρ ίζε ι, για «μ ια κριτική α νά γν ω σ η , π ο υ ξ ετ υ λ ίγ ετ α ι μέσα σ το χ ρ ό ν ο » κ α ι ό π ο υ «ο σ χο λ ια σ τ ή ς π ρ ο χ ω ρ εί σ α ν π ε ζ ο π ό ρ ο ς σ ’ εκ τεταμ ένο π ε δ ίο , α ν α γ ν ω ρ ί ζο ν τ α ς π ρ ο ο δ ευ τ ικ ά τ ο χ ώ ρ ο κα ι επ ισ η μ α ίνο ν τ α ς τ η ν π ερ ιοδ ικ ότ η τ α ο ρ ισ μ ένω ν π αρ α τη ρ ή σ εω ν» , α φ ο ύ « είχ α ν π ρ οη γη θ εί μ α κρ ύ ς δ ια λ ο γ ισ μ ό ς κα ι
Χάουαρντ Φάστ
1
0
Π ο Λ ΐυ η ς Ι Ι α ί η ν
π ο λ λ έ ς μνη μ ο νικ ές σημειώ σεις» (σ. 10). Κ α ι φ υ σ ικ ά , π ρ ο ϋ π ο τ ίθ ε τα ι η τα ύτιση «με τη δ η μ ιο υ ρ γ ι κή φ α ντ α σ ία π ο υ π α ρ ά γ ε ι τα έρ γα » κ α ι δ εν ε ξ ο β ελ ίζε τ α ι «η α υθ όρ μη τη μ έ θ εξ η ... μια δ ια ισ θ η τ ι κή μ έθ ο δ ο ς ελευθ ερ ω μ ένη α π ό τ ο ν φ ιλ ο λ ο γ ικ ό σ χο λ α σ τικ ισμ ό » (σ . 11). Ιδ ο ύ λ ο ιπ ό ν ο εξ ο π λ ι σ μ ό ς π ο υ π ρ ο σ κ ο μ ίζ ο υ ν η π ερ ιο υ σ ία κ α ι η χρήση της. Ε π ιτ ρ έπ ει τ ο επ ιμ έρ ο υ ς σ χ ό λ ιο , την π ρ ό σ κα ιρ η π α λ ινω δ ία κ α ι τη σ υναισ θ ημα τική α ρ ν η τική ή κα τα φ ατική ευ φ ο ρ ία γ ια ν α εξ α χ θ εί κλ ι μα κω τά το τελικ ό σ υμ π έρ α σ μ α . Π ο ιο ή τ α ν , ό μω ς, σ υ ν ο π τ ικ ά , α υ τ ό το κα τά τ ο ν Π ρ εβελά κ η σ υμ π έρ α σ μ α ; Ο Ρ ίτσο ς υ π ή ρ ξε μια γ ν ή σ ια ω ς του Σ ικ ελια ν ο ύ π οιητική φ λέβ α κα ί κ α τ ’ α κ ο λ ο υ θ ία μια μεγάλη ποιητική φ υ σ ιο γν ω μ ία , ά ξ ια , ό π ω ς δ ια τ ύ π ω σ ε κ ά π ο τ ε π ρ ο φ ο ρ ι κ ά , σ ε ιδιω τική σ υζή τη ση , τ η ν ά π ο ψ ή τ ο υ , - μό νιμ η π επ ο ίθ η σ ή του ή π ρ ό σ κ α ιρ η έκρηξη θ α υ μ α σ μού; - γ ια τ ο Ν ό μ π ελ. Ο Π ρ εβ ελά κ η ς δ εν ξ έρ ει « α ν κ α ν είς ά λ λ ο ς σ το ν τ ό π ο μας έχει βιώ σ ει τ ό σ ο α δ ιά λ ε ιπ τ α ... την α ισ θ ησ ια κ ή κ α ι π νευμ α τικ ή εγ ρ ή γο ρ σ η , μ α ζ ί με τ ο ν ο ίσ τ ρ ο της δ η μ ιο υ ργ ία ς» (σ . 2 1 ). Π ό θ ε ν , όμ ω ς, τ ρ ο φ ο δ ο τ εί δ η μ ιο υ ρ γ ικ ά αυτή τη φ λέβ α; « Α π ό την α νεξίτηλη π ο ικ ιλ ία α ι σ θη τώ ν», π ο υ η α π ο γ ρ α φ ή τ ο υ ς έχει « έν α δ α ιμ ο ν ικ ό α π ο τ έ λεσ μ α π ο υ τ ό κ α τό ρ θ ω σ ε θ α ρ ρ είς η ίδ ια η φ ύσ η» (σ . 2 0 ). Έ τ σ ι « σ υ γκ ο μ ίζει τα α ι σ θη τά» (σ . 9 6 ), χω ρ ίς ν α « β λέπ ει δ ια φ ο ρ ά ο υ σ ία ς α νά μ ε σ α στην ο ρ γα ν ικ ή κ α ι την α νό ρ γ α ν η ύ λη » , σε μια σ ύντα ξη ό π ο υ «ο κ ό σ μ ο ς είν α ι ο μ ο ιο γ εν ή ς » κ α ι «τα γέ νη σ υ μ φ ύ ρ ο ντ α ι» (σ. 97). Τ ελικ ά « κ α τ ο ρ θ ώ νει ν α σ υ λλ α μ β ά ν ει τ ις ό ψ εις τ ο υ π ρ α γ μ α τ ικ ο ύ κ α ι τ α σ α λέμ α τα της ψ υ χ ή ς τ α α ισ θ η τ ά , τα α νε π α ίσ θ η τα , τα υ π ε ρ α ισ θ η τά σε μια δ ο νο ύ μ εν η ισ ο ρ ρ ο π ία » (σ. 412). Α υ τ ό ς είν α ι ο α π έ ρ α ν τ ο ς κ ό σ μ ο ς το υ πο ιη τή , π ο υ α π ε υ θ ύ ν ετ α ι σ τη ν κ ο ιν ό τ η τ α , α φ ο ύ ο Γ. Ρ ί τ σ ο ς β έβ α ια π ισ τ εύ ει «ότι ο λ α ό ς έχει δ ικ αίω μα ν α κ α τ α λ α β α ίν ει τ α π ο ιη τ ικ ά κείμ ενα » (σ. 506). Π λ η ν ό μω ς « ο ψ υ χ ικ ό ς κόσμΟς του Ρ ίτσου δ ια μ ορ φ ώ θη κε σ’ έν α κ α θ υσ τερ η μ ένο π ερ ιβ ά λ λ ο ν , ό π ο υ μόνη π νευμ α τ ικ ό τ η τ α ήτα ν η ο ρ θ ο δ ο ξ ία . Ό χ ι τ ό σ ο τ ο χρ ισ τ ια ν ικ ό δ ό γμ α , ό σ ο το ή θ ο ς του ο ρ θ ό δ ο ξ ο υ ... κ α ν ό ν α ς της α τομική ς ζω ή ς κα ι π α ρ ά γ ο ν τ α ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς ισ ο ρ ρ ο π ία ς» (σ. 17). Α υ τ ή η δ ε σ π ό ζ ο υ σ α κ α τ α β ο λή , φ ο ρ τισ μένη α π ό π ερ ισ τ α τ ικ ά το υ ιδιω τικ ού β ίο υ , θ α τ ο ν π ρ ο ικ ί σ ει με μια « ρ ο π ή ... π ρ ο ς το μυθ ικ ό κ α ι το υ π ε ρ βα τικ ό » (σ . 4 5 ), κ α ι θ α τ ο ν ο δ η γή σει «σ το ν εμ πυ ρ α ίο της μ ετα φ υ σική ς» (σ . 461). Α π ό τ η ν άλλη· η κ ο ινω νικ ή α δ ικ ία , π ο υ η π ε ρ ιπ έ τ εια του β ίο υ τ ο ν υ π ο χ ρ εώ ν ει ν α τη ζήσ ει θ ύ μ α κα ι μ ά ρ τυρ ά ς της, τ ο ν ο δ η γεί π ο λ ύ ν ω ρ ίς στη ν επ α νά σ τα σ η π ο υ «το ν α π ο σ π ά α π ό την α ο ρ ιστία τω ν σ υνα ισ θ η μ ά τ ω ν γ ια ν α τ ο ν π α ρ α δ ώ σ ει σ ’ έν α εν ια ίο π ά θ ο ς » κ α ι «του π ρ ο σ π ο ρ ίζ ε ι... έν α “ α λ ά θ η τ ο ” ό ρ γ α ν ο σ το χα σ μ ο ύ» (σ. 35 ). Έ κ τ ο τ ε ο π ο ιη τή ς δ ια β ίο υ είν α ι έν α ς δ ιχα σ μ έ-
αφιερωμα/135 ν ο ς . Η επ α να σ τα τ ικ ή π ρ α κ τ ικ ή θ α τ ο ν σ τρ α τ εύει σε μια π λη θω ρ ικ ή π α ρ α γω γή π ερ ισ τ α σ ια κ ώ ν, επ ικ α ιρ ικ ώ ν π ο ιη μ ά τ ω ν π ο υ τη ν υ π η ρ ετ ο ύ ν . Η « Ε π α ν ά σ τ α σ η έμ ελλε ν α π ρ ο σ τ α τ εύ σ ει» τ ο ν Ρ ίτ σ ο « α π ό τη μ ο ν α ξ ιά , τ ου χ ά ρ ισ ε τη θα λ π ω ρ ή α π ό μια κ ο ιν ό τ η τ α ιδεώ ν κ α ι π α θ η μ ά τ ω ν » , α λλά ο π ο ιη τ ή ς σ π α τ α λ ιέτ α ι κ ι εξ α ν τ λείτ α ι: «Τ ο π ο ίη μ α κ ιν δ υ ν ε ύ ε ι α π ό τ η ν εσ ω τερική τ ο υ έ ν δ ε ια » (σ. 4 3 ). Κ ά π ο τ ε όμ ω ς θ α επ ισ τ ρ έφ ει στη χ ώ ρ α π ο υ έ χ ο υ ν δ ια μ ο ρ φ ώ σ ει ο ι π ρ ώ τ ες κ α τ α β ο λ ές κ α ι μ ά λ ισ τα με μια κ ορ υ φ ω μ ένη έντασ η υ π α ρ ξ ια κ ή ς α γ ω ν ία ς π ο υ σ υ ν τ ελείτ α ι α π ό τ ο σ υνεχή δ ιχ α σ μ ό . Τ ότε «ο ε ν δ ιά θ ετ ο ς λ ό γ ο ς ε π α ν έ ρ χ ε τ α ι... Τ ο υ π ο σ υ ν είδ η τ ο εκ τιν ά σ σ ει τη λ ά β α το υ » (σ . 45 ). Έ τ σ ι « Έ π ε ιτ α α π ό τ α “ ε π ικ α ιρ ικ ά ” ... π ο ιή μ α τ ά τ ο υ , θ α δ ο ύ μ ε ν ’ α ν α δ ύ ε τ α ι κ ά θ ε τ ό σ ο έν α ά γ α λ μ α π ρ ο ο ρ ισ μ έ ν ο ν α π ρ ο ξεν ή σ ει α γα λ λ ία σ η » (σ. 52 )· , Α υ τ ό ς ο δ ιχ α σ μ ό ς κ<<" και τη γ ρ α φ ή . Ο π ο ιη τ ή ς ε ίν α ι ευ κ ρ ινή ; / Λ υτό υ π α γ ο ρ ε ύ ει η ιδ ε ο λ ο γ ία τ ο υ . K i e v ·ηι·> ; ο ι π ερ ισ τ ά σ εις τ ο υ ε π ιβ ά λ λ ο υ ν ν ’ α π ο κ ρ υ φ ιι α π ό ο ικ ε ίο υ ς κ α ι εχ θ ρ ο ύ ς . Τ ό τ ε ο ι τ ρ ό π ο ι γ ίν ο ν τ α ι κ ρ υ π τ ικ ο ί, κ ά π ο τ ε ερ μ η τ ικ οί, κ ά τ ι π ο υ δ εν ικ α ν ο π ο ιε ί τ ο ν « κ λ α σ ικ ό» κρ ιτικ ό τ ο υ . Τ α ν έ α ρ εύ μ α τα θ α δ ε ί ξ ο υ ν τ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς , α ν κ α ι τ ελικ ά « Ο Ρ ίτ σ ο ς δ εν π ρ ο σ χ ώ ρ η σ ε π ο τ έ α νε π ιφ ύ λ α κ τ α , κ α ι α π ο κ λ εισ τ ι κ ά σ το σ ο υ ρ εα λ ισ μ ό » . Κ α ι « τ ο ύτ ο ο φ ε ίλ ε τ α ι... στη ν κ α λ α ισ θ η σ ία τ ου κ α ι σ ’ έν α α ίσ θ η μ α ευ θ ύ ν η ς α π έ ν α ν τ ι σ το κ ο ιν ό τ ο υ , π ο υ υ π ή ρ ξ ε π ά ν τ α έ ν α ς α π ό τ ο υ ς κ α θ ο ρ ισ τ ικ ο ύ ς π α ρ ά γ ο ν τ ε ς τη: δ η μ ιο υ ρ γ ία ς το υ » (σ . 429). Δ ιπ λ ό ς , λ ο ιπ ό ν , ο δ ιχ α σ μ ό ς τ ο υ Ρ ίτ σ ο υ , κατα τ ο ν Π ρ εβ ε λ ά κ η . Κ α ι δ ε σ π ό ζω ν . Ε ρ μ η ν εύ ε ι τ ο έρ γ ο - εξ η γ εί θ εμ α τ ο λ ό γ ικ ές κ α ι μ ο ρ φ ο λ ο γ ικ ές ε π ι λ ο γ ές . Δ ί ν ε ι τ ο α ξ ιο λ ο γ ικ ό μ έτρο. Τ ά χ α όμ ω ς το ο γκ ώ δ ες α υ τ ό β ιβ λ ίο είν α ι μια π ερ ιγ ρ α φ ή τ η ; π ο ιη τ ικ ή ς τ ου Ρ ίτσ ου ή τ ου κ ρ ιτ ικ ο ύ τ ο υ , π ο υ μ έσα α π ό τ ο έρ γο τ ου φ ίλου κ α ι ο μ ό τ εχ ν ο υ π ερ ιέγ ρ α ψ ε τη δικ ή του ιδ εολογικ ή κ α ι α ισ θ ητική τ α υτό τη τα ; Μ ια ά λλη ε ν δ ια φ έ ρ ο υ σ α π τ υ χ ή το υ β ιβ λ ίο υ , α λ λ ά κ α ι έν α ά λ λ ο θ έμ α . Τ ο έρ γ ο του Γ ιά ν ν η Ρ ίτ σ ου τ ερ ά σ τ ιο κ α ι π ο λ ύ μ ο ρ φ ο . Ε ξ ο ν τ α Π ροβ λή ματα μ ελ έτη ς το υ έρ γο υ το υ (εκ . Κ έ δ ρ ο ς , 1982), π ο υ μ ε θ ο δ ικ ά τ α ξ ιν ο μ η μ έν α , τ α έχει μελετήσ ει σ το β ιβ λ ίο του ο Γ ιώ ρ γο ς Β ε λ ο υ δ ή ς , μ ό ν ιμ α κ α ι ίσω ς σ υ ν εχ ώ ς α υ ξ α ν ό μ ε ν α . Ό τ α ν λ υ θ ο ύ ν , θ α μ π ο ρ έσ ει σ τέρ εα ν α π ρ ο χ ω ρ ή σ ει η φ ι λο λ ο γικ ή κρ ιτική . Μ έχ ρ ι τότε τ ο ενη μ ερ ω τικό ση μ είω μ α κ α ι η β ιβ λ ιο κ ρ ισ ία , η π ρώ τη ύ λη . Κ α ι κ ά π ο ιε ς μικ ρές ερ γα σ ίε ς π ά ν ω σ ’ έν α β ιβ λ ίο ή σε μ ια π τυχή του έρ γο υ το σ υμ π λ ή ρ ω μ α . Α ν ά μ ε σ ά τ ο υ ς , τ ο β ιβ λ ίο τ ου Π α ν τε λή Π ρ εβ ε λ ά κ η , π ρ ο β ά λ λ ε ι έ ν α ν τ ρ ό π ο κ α ι μια σ τά σ η - α λλά επ ι π λ έ ο ν , ε ίν α ι έν α χρ η σ τ ικ ό βοή θ η μ α γ ια τ ο έρ γο τ ο υ Ρ ίτ σ ο υ , μ έχρ ι τ ο χ ρ ό ν ο π ο υ γ ρ ά φ τ η κ ε.
N atalie Babbitt
Η μαγική πηγή
J
* Οι παραπομπές στο βιβλίο Π. Πρεβελάκη: Ο Ποιητής Γιάν νης Ρίτσος, εκ. Κέδρος, 1981.
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Μαυρομιχάλη 5 (1ος όροφος) Τηλ. 36.23.553106 79 ΑΘΗΝΑ
Τ ο ν έ ο μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τ ο υ
Σταύρου Λαγκαδιανού
Τ ο μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α γ ι α τ ο σ τ ρ α τ ό
«Εν Δυο κάτω» Γ' έκδοση
κυκλοφ ορεί σε
136/αφιερωμα
Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ
Το μάτι του Γιάννη Ρίτσου
Οι πέτρες Αν δεν είχε καθιερωθεί ο όρος «Σχολή του ματιού» για την πεζογραφία, νο μίζω πως θα τον έβρισκα από μόνη μου ακούγοντας τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου, κοιτάζοντας ταυτόχρονα τις πέτρες του. ι λ έξ εις σ τη ν π ο ίη σ ή του α π ο τ ε λ ο ύ ν π ι ν ε λ ιές χ ρ ώ μ α τ ο ς , σ χή μ α τα γ λ υ π τ ικ ά κ α ι ο ι π έτ ρ ες τ ο υ , π ε ρ ’ α π ό την α να μ φ ισ βή τη τη εικ α στική τ ο υ ς π ρ ό τ α σ η , εν έ χ ο υ ν κ α ι ερ ευ νη τική σ π ο υ δ α ιό τ η τ α γ ια τ ο έρ γο του εξ α ιτ ία ς της εμ μ ο ν ή ς με την ο π ο ία ο π ο ιη τ ή ς τ ις φ ιλ ο τ εχ ν εί. Α υ τ ή α κ ρ ιβ ώ ς η εμ μονή το υ μ α ς π ρ ο ϊδ ε ά ζ ε ι ό τ ι δ εν π ρ ό κ ειτ α ι γ ια π ά ρ ε ρ γ ο , α λ λ ά ό τ ι α ν α ζ η τ ά ει ζω τικ ά ερ εθ ίσ μ α τ α μ έσα σ το ν ενιαίο κ α λλ ι τ εχ ν ικ ά δ η μ ιο υ ρ γ ικ ό του χ ώ ρ ο . Α π ό δω κ α ι π έ ρ α α ν τ ιγρ ά φ ω έ ν α γ ρ ά μ μ α της Α γ γ ελ ικ ή ς Κ ω σ τ α β ά ρ α , τη ν π ι ο ευ αίσ θη τη κ α ι μ α ζί σ οφ ή εικα σ τικ ή α ντ ίδ ρ α σ η π ο υ δ η μ ιο ύ ρ γ η σε ο Ρ ίτ σ ο ς με τ ις π έτ ρ ες τ ο υ , α ντ ίδ ρ α σ η β έβ α ια σ υ ν δ υ α σ μ έ νη με τη β α θ ύτ α τη γνώ ση τ ο υ π ο ιη τ ι κ ο ύ τ ου λ ό γ ο υ α π ό τ η ν επ ισ τ ο λ ο γ ρ ά φ ο .
Ο
«Τα μ ε γά λ α ποικιλό σ χη μα βότσαλα, μ ε το απρ οσδό κη το περίγρα μ μ α κ α ι τις λείες κα μ πύλες επιφά νειες, π ρ ο σ φ έρο ντα ι πλα σ τικά , μ ο ιά ζο υν π ρ οετο ιμασ μένα για τη γρ α φ ή των μορφώ ν. Οι φ ιγο ύ ρ ες κ α ι τα πρό σ ω πα π ο υ μ ε λιτό τη τα γρ α μ μώ ν τα ιρ ιά ζει πάνω τους, δ είχνο υν εκτό ς από τη ν ανεξάντλητη εικ ο νο κλαστική το υ φ αντασία, τη θαυμασ τή το υ ικανό τητα να σ υ μ π λ η ρ ώ ν ε ι τις σ χη ματικές δ υν α τό τη τες τη ς επ ιλεγμ ένη ς πέτρας. Α υ τό το στοιχείο π ο υ σε κά π ο ιο ν άλλο θα λ ει το υ ρ γο ύσ ε περιο ριστικά κα ι ανασ ταλτικ ά, είναι ακριβώ ς π ο υ ερ εθίζει το Ρίτσο. Γ ια τί οργανώ νει κα ι ενσω ματώ νει το τυχαίο
π ο υ σ μ ίλεψ αν ο χρόνος κα ι η τριβ ή του νερού στο σχήμα τη ς πέτρας, στα αυ στη ρά όρια της κ α λλιτεχ νικής δημ ιουργίας. Έ τσ ι η γρ α φ ή τη ς μ ο ρ φ ή ς σε κάθ ε π έτρ α είναι πρόκληση, εν σμικρώ , αισ θητική ς ά σκησης ορίων τη ς τέχνης, α να γκα ία υπόμνηση τη ς π ερα τότη τα ς κάθ ε μορφ ή ς, ένα ντι του α περιόρισ του τω ν κα λ λιτεχνικώ ν δυνα τοτήτω ν κ α ι επιλογώ ν». Κ ά π ο τ ε η ε π ισ τ ο λ ο γ ρ α φ ία , - τ α μη φ τερ ω τά λ ό γ ια , ά λ λ α α υ τ ά π ο υ μ έ νο υ ν γ ρ α μ μ έν α - χρ η σ ί μ ε υ α ν κ α ι χ ρ η σ ιμ εύ ο υ ν ίσ α μ ε σ ή μ ερ α σ α ν μ ά ρ τ υ ρ ες ό χ ι μ ό ν ο μ ια ς π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α ς, α λ λ ά κ α ι μ ια ς ε π ο χ ή ς , εν ό ς ή θ ο υ ς, α κ ό μ α κ α ι τη ν ε ξ α ίρ ε ση π ο υ επ ιβ εβ α ιώ ν ει τ ο ν κ α ν ό ν α , σ α ν κι α υ τ ό το γρ ά μ μ α α κ ρ ιβ ώ ς. Α ν π α ρ έ θ ε σ α το ύτη τη γ ρ α π τ ή ά π ο ψ η π ο υ δ εν γρ ά φ τ η κ ε γ ια ν α δ η μ ο σ ιευ τ εί, α λ λ ά γ ια ν ’ α π α ντ ή σ ει σ το α π λ ό μου ερώ τη μα - ή τη σ υζή τη ση , δ ε θ υ μ ά μ α ι - στη σ χέση της π ο ίη σ η ς τ ο υ Ρ ίτσο υ με τ ις π έτ ρ ες τ ο υ , ε ίν α ι για τ ί π ισ τ εύ ω π ω ς δ εν έχ ω ν α π ρ ο σ θ έσ ω ο ύ τ ε μια λέξη σ το κ ε ίμ εν ο της A . Κ. Δ ε ν δ ια κ ιν δ υ ν εύ ω τη ν ισ ο ρ ρ ο π ία , την α ισ θ η τ ι κή κ α ι κριτική ο ξ ύ ν ο ια π ο υ το δ ια κ ρ ίν ει, ά λλω σ τε σ υ μ π λ η ρ ώ ν ει τ έλ ε ια τ η ν ά π ο ψ ή μου (στη β ' π α ρ ά γ ρ α φ ο ) π ε ρ ί ε ν ια ίο υ κ α λ λ ιτ ε χν ικ ά δ η μ ιο υ ρ γ ικ ο ύ χ ώ ρ ο υ το υ Γ ιά ν ν η Ρ ίτσο υ . γ ια τ η ν α ντ ιγρ α φ ή Τ α τ ιά ν α Γ κ ρ ίτση -Μ ιλλιέξ
αφιερωμα/137
Αικ. Μακρυνικόλα
Βιβλιογραφία* Γιάννη Ρίτσου 1963, Αθήνα. Ο Γ.Ρ. απαγγέλλει το «Γράμμα στο Ζολιό Κιου ρί», σε συγκέντρωση στο θέατρο «Κεντρικό» για την απελευ θέρωση των πολιτικών κρατουμένων.
1. Τρακτέρ (1930-1934). Εκδόσεις Γκοβόστη, 1934. 20x13 εκ., 64 σελ. 2. Πυραμίδες (1930-1935). Εκδόσεις Γκοβόστη, 1935. 25x17 εκ., 112 σελ. 3. ’Επιτάφιος (1936). Έκδοση Ριζοσπάστη. Μάης 1936. 24x17 εκ., 16 σελ. 4. Τό τραγούδι τής Αδελφής μου (1936-1937). Εκδό σεις Οίκου Γκοβόστη, 1937. 20x17 εκ., 36 σελ. 5. ’Εαρινή συμφωνία (1937-1938). Εκδόσεις Γκοβό στη, 1938. 22x17 εκ., 48 σελ. 6. Τό εμβατήριο τοϋ ώ κεανοϋ (1939-1940). Εκδόσεις Γκοβόστη, 1940. 22,50x16 εκ., 34 σελ. 7. Π αλιά μαζούρ κα σέ ρυθμό βροχής (1942). Εκδό σεις Γκοβόστη, 1943. 17,50x12,50 εκ., 16 σελ. 8. Δ οκιμασία (1935-1943). Εκδόσεις Γκοβόστη, 1943. 18,50x13 εκ., 192 σελ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Ό λύχνος των φτωχών κα ί ταπει νών (1935) — Μιά πυγολαμπίδα φωτίζει τή νύ χτα (1937) — ”Ονειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1938) — Χώμα καί φώς (1939) — Ο ξένος (1935) - Ό μικρός αδελφός τών γλάρων (1939) - Ή ρα ψωδία τού γυμνού φωτός (1939) — Θαλασσινό Απόβροχο (1941) — Σαββατόβραδο στή συνοικία τοϋ φθινόπωρου (1941) — Μεσημβρινά παράθυ ρα (1942) — "Ανεμοι στά δειλινά προάστια (1941) — Πίσω Απ’ τό τελευταίο σύνορο (1942). Ή Δοκιμασία θά πάρει την οριστική μορφή της το 1961 με την προσθήκη του ποιήματος Παραμο νές ήλιου (1943), που το είχε διαγράψει η γερμα
του Μάρτη 1952). Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», Βου κουρέστι, 1952. 24x16,50 εκ., 16 σελ. 11. Ά γρύπ νια (1941-1953). Η Πυξίδα, 1954. 21,50x14,50 εκ., 144 σελ. περιεχόμενα : Παραμονές ήλιου (1934) — Σιωπη λή εποχή (1941-1942) — Ή βάρδια τοϋ Αποσπερί τη (1941-1942) — Τρία χορικά (1944-1947) — Ρω μιοσύνη (1945-1947) — Γράμμα ατό Ζολιό Κ ιουρί (Άι-Στράτης, Νοέμβρης 1950) — Τό ποτάμι κ ’ εμείς (Άι-Στράτης 1951) — Άκροβολισμός (Ά ι Στράτης 1952) — Γειά σου Βλαδίμηρε Μαγιακόβσκη (1953) — Ειρήνη (1953) Η Ά γρύπ νια θα συμπληρωθεί αργότερα με την προσθήκη του ποιήματος Ή Κυρά τών Άμπελιώ ν (1945-1947). 12. Πρωινό άστρο. Μικρή Εγκυκλοπαίδεια υποκορι στικών για την κορουλα μου (1955). Αθήνα, 1955. 21,50x14,50 εκ., 32 σελ. 13. Ή σονάτα τοϋ σεληνόφωτος (1956). Κέδρος, 1956. 25x17,50 εκ., 20 σελ. 14. Χρονικό (1957). Δίφρος, 1957. 24,50x17 εκ., 16
15. ’Αποχαιρετισμός. Οι τελευταίες ώρες του Γρήγο ρή Αυξεντίου μες στη φλέγόμενη σπηλιά (5-25 Μαρτίου 1957). Κέδρος, 1957. 24,50x17 εκ., 32 σελ. 16. Μακρονησιώτικα [ =· Πέτρινος χρόνος] (Μακρό νησος, Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1949). Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι, 1957. 20x13 εκ., 68 σελ. νική λογοκρισία. 17. Ο ί γειτονιές τοϋ κόσμου (Μακρόνησος, Άι-Στρά9. Ό Σύντροφός μας. Νίκος Ζαχαριάδης (1945). της, 1949-1951). Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκ Εκδόσεις Γκοβόστη, 1945 . 24,50x17,50 εκ., 12 δόσεις, Βουκουρέστι, 1957. 20x13 εκ., 156 σελ. σελ. 18. Υ δρία . Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη (195710. Ό άνθρωπος μ έ τό γαρύφαλλο (Άι-Στράτης, 30 1958). Αθήνα, 1957. 24x17,50 εκ., 104 σελ.
138/αφιερωμα περιεχόμενα : Ά ναφ νλλη τό (30 Ιουλίου - 6 Αύ γουστού 1957) — Ψυχοσάββατο (βράδυ 19 Αυ γούστου — Μακρινό νησί (19 Αυγούστου 1957) — 'Ηχος τον χρόνου (27 Αυγούστου 1957) — Τό βουνό μέ τά πλατάνια (28 Αυγούστου 1957) Η Υ δ ρ ία θα πάρει αργότερα την οριστική μορφή της με την προσθήκη του πολύστιχου ποιήματος: Σχήμα τής Απουσίας (1958).
19. Χειμερινή διαύγεια (1957). 24,50x17,50 εκ., 20 σελ.
Κέδρος,
1957.
20. Ό ταν ερχεται ό Ξένος (1958). Κέδρος, 1958. 24,50x17,50 εκ., 24 σελ. 21. Ά νυπόταχτη Πολιτεία (1952-1953). Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι, 1958. 20x13 εκ., 80 σελ. 22. Ή Αρχιτεκτονική των δέντρων. Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι, 1958. 20x13 εκ., 64 σελ. (Τόπος και χρόνος γραφής: Βουκουρέστι, Μογκοσοάγιά, Σινάγια, Κονστάντσα, Ντοφτάνα, Μάιος 1958 - 16 Ιουνίου 1958). 23. Πέρα Απ’ τόν ίσκιο των κυπαρισσιών (1944-1947). Επικό δράμα σε τρεις πράξεις - 27 εικόνες. Πολι τικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι, 1958. 20x13 εκ., 160 σελ. 24. Ο ί γερόντισσές κ' ή θάλασσα (1958). Χορικό. Δί φρος, 1959. 23x15 εκ., 40 σελ. 25. Μ ιά γυναίκα πλάι ατή θάλασσα (1942-1943). ! Δράμα σε τρεις πράξεις. Πολιτικές και Λογοτε χνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι, 1959. 20x13 εκ., 128 σελ.
40 σελ. 32. Κάτω Απ’ τόν ίσκιο τον βουνού (1960). Κέδρος, 1962. 24x17 εκ., 40 σελ. 33. Τό δέντρο τής φυλακής κ α ί ο ί γυναίκες (Πράγα, Σεπτέμβρης 1962). Πέντε ξυλογραφίες της Ζιζής Μακρή. Εκδόσεις Επιθεώρηση Τέχνης, 1963. 28x21 εκ., 20 σελ. 34. 12 ποιήματα γιά τόν Καβάφη (1963). Κέδρος, 1963. 17x12.50 εκ., 24 σελ. 35. Μαρτυρίες. Σειρά Πρώτη (1957-1963). Κέδρος, 1963. 16,50x12 εκ., 96 σελ. 36. Ποιήματα 1930-1960. Τόμος Γ . Κέδρος, 1964. 24x16,50 εκ., 528 σελ. περιεχόμενα : Σφυρίγματα τραίνων (1939-1954) — Προσχέδια [ = Κυκλική δόξα (1954)], ’Άσπρο καί μαύρο (1954), Δύο άφηγήματα (1958), ’Ένα σκ υλί μέσα στή νύχτα (1958), Απογευματινό το πίο (1959), Δημόσιος Κήπος (1959), Ό τελευ ταίος παραθεριστής (1959), Όμιλία ενός άρρω στου (1960), Νεκρό καλοκαίρι (1960) [— Γενική δοκιμή ) = Ό Κύριος μέ τ’ Ά σ π ρ ο ’Α διάβροχο (1956-1957), Ή έορτή των Ανθέων (1957), Προτε λευταία σκηνή (1957), Τό χώμα κάτω Απ’ τή βρο χή (1958), Ή Ελένη στό κοιμητήρι (1958), Ό
πληρεξούσιος (1958), Αύτό εϊταν τό τραγούδι (1959) , Ό ενοικιαστής (1959), Π λανόδιοι μουσι κ ο ί (1959) — ’Αποχαιρετισμός (1957) — Ό τελευ ταίος κι ό πρώτος τού Λίντιτσε (Πράγα, Ιανουά ριος - Αθήνα, Μάρτης 1960) — Ή γέφ υρα (1959) — ’Ασκήσεις (1950-1960) — Παράρτημα ( = Ή Άνοιξη (1959), Τά κρεβάτια (1959). Διάρκεια (1960) (1960)]
. Παιχνίδια τ' ουρανού κα ί τού νερο
26. Τό παράθυρο (1959). Κέδρος, 1960. 24,50x17 εκ., 20 σελ.
37. Παιχνίδια τ’ ούρανού κ α ί τού νερού (1960). Κέ δρος, 1964. 24x16,50 εκ., 24 σελ.
27. Ή γέφ υρα (1959). Κέδρος, 1960. 24,50x 17 εκ., 20 σελ.
38. Φιλοκτήτης (1963-1965). Κέδρος, 1965 . 24,50x17 εκ. 32 σελ.
28. Ποιήματα 1930-1960. Τόμος Α'. Κέδρος, 1961. 24x17 εκ., 528 σελ. περιεχόμενα : Τρακτέρ (1930-1934) — Πυραμίδες (1930-1935) — ’Επιτάφιος (1936) — Τό τραγούδι τής Αδελφής μου (1936-1937) — ’Εαρινή συμφω νία (1937-1938) — Τό εμβατήριο τού ώκεανού (1939-1940) — Παλιά μαζούρκα σέ ρυθμό βροχής (1942) — Δοκιμασία (1935-1943) — Σημειώσεις ατά περιθώρια τού χρόνου (1938-1941) — Ή τε λευταία π. Ά . εκατονταετία (1942)
39. Ρωμιοσύνη (1945-1947). Θεμέλιο, 1966. 24x17 εκ., 32 σελ. 40. Μαρτυρίες. Σειρά Δεύτερη (1964-1965). Κέδρος, 1966. 16,50X12 εκ., 128 σελ.
29. 'Ο Μαύρος ’Ά γιο ς (1961). Κέδρος, 1961. 24x17 εκ., 20 σελ. 30. Ποιήματα 1930-1960. Τόμος Β'. Κέδρος, 1961. 24x17 εκ., 480 σελ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Ά γρύπ νια (1941-1953) — Μετακι νήσεις ( = Ή ταφή τού Ό ρ γκά θ (1942), Τό π αίξι μο τής ζυγαριάς (1943), Ό γιός μου, τό φ εγγάρι μ ου (1948), Ο ί γέροντες κ ’ ή σιγαλιά (1948), Κ α πνισμένο τσουκάλι (Κοντοπούλι Λήμνου, Φε βρουάριος 1949)). — Άνυπόταχτη πολιτεία (1952-1953) — Πρωινό άστρο (1955) — ’Υδρία (1957-1958) — Παρενθέσεις (1946-1947) 31. Τό νεκρό σπίτι (1959). Κέδρος, 1962. 24x17 εκ.,
41. Ό ρέστης (1962-1966). Κέδρος, 1966. 24x17 εκ., 32 σελ. 42. ’Ό στραβα (Όστραβα, Νοσοκομείο «Φιφέιντυ», Ιούλιος 1962). Κέδρος, 1967. 24,50x17 εκ., 28 σελ. 43. Πέτρες, ’Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα. Κέδρος, 1972. 23,50x17 εκ., 164 σελ. Τόπος και χρόνος γραφής των τριών ενοτήτων της συλλογής: Πέτρες: Στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων Παρθένι, Λέρος, 15.V.68 — 21.Χ.68. ’Επαναλήψεις: Στρατόπεδο συγκέ ντρωσης πολιτικών κρατουμένων Παρθένι, Λέ ρος, 17.III.68 - 29.Χ.68 και Καρλόβασι, Σάμος, 30.V.69 - 27.VI.69. Κιγκλίδωμα: Καρλόβασι, Σά μος, 7. XI.68 - 3.VI.69. 44. Ή Ε λένη (1970). Κέδρος, 1972. 23,50x17 εκ., 44 45. Χειρονομίες (1969-1970). Κέδρος, 1972. 16,50x12
αφιερωμα/139 εκ., 100 σελ. 46. Τέταρτη διάσταση (1956-1972). Κέδρος, 1972. 23,50x17 εκ., 320 σελ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Τό παράθυρο (1959) — Χειμερινή διαύγεια (1957) — Χρονικό (1957) — Ή σονάτα τοϋ σεληνόφωτος (1956) — ’Αγαμέμνω ν (19661970) — Ό ρέστης (1962-1966) — Τό νεκρό σπίτι (1959) — Ή επιστροφή τής ’Ιφιγένειας (19711972) - Κάτω άπ ’ τόν ίσκιο τοϋ βοννοϋ (1960) — Χρυσόθεμις (Γυάρος, Λερός, Σάμος, Μάης 1967 Ιούλιος 1970) — Περσεφόνη (1965-1970) — Ισμή νη (1966-1971) — Α ίας (Λερός, Σάμος, Αύγου στος 1967 - Ιανουάριος 1969) — Φιλοκτήτης (1963-1965) — Ή 'Ελένη (1970) — 'Ό τα ν ’έ ρχεται <5Ξένος (1958) Στην έκτη έκδοσή της (1978), η Τέταρτη διάσταση συμπληρώνεται με το ποίημα Φαίδρα (19741975). 47. Ή επιστροφή τής ’Ιφιγένειας (1971-1972). Κέ δρος, 1972. 23,50x17 εκ., 32 σελ. 48. Χρυσόθεμις (Γυάρος, Λέρος, Σάμος, Μάης 1967 Ιούλιος 1970). Κέδρος, 1972. 23,50x17 εκ. 40 σελ. 49. ’Ισμήνη (1966-1971). Κέδρος, 1972. 23,50x17 εκ., 32 σελ. 50. Δεκάοχτώ λιανοτράγουδα τής πικρής πατρίδας. Κέδρος, 1973. 11,50x17 εκ., 48 σελ. Σέ Σημείωση του, ο ποιητής αναφέρει μεταξύ άλ λων: «Τά Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα τής πικρής πατρίδας, εκτός άπ’ τό 16 καί 17, γράφτηκαν σε μια μέρα - στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 - στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ’ από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970». 51. Διάδρομος κα ί σκάλα (1970). Κέδρος, 1973. 16,50x12 εκ., 112 σελ. 52. Γκραγκάντα (1972). Κέδρος, 1973. 23,50x17 εκ., 40 σελ. 53. Ό Λφανισμός τής Μήλος (1969). Κέδρος, 1974. 23.50x17 εκ., 40 σελ.
54. Καπνισμένο τσουκάλι (Κοντοπούλι, Λήμνου, 1949). Κέδρος, 1974. 17x12 εκ., 24 σελ. 55. "Υμνος κ α ί θρήνος γιά τήν Κύπρο (1974). Κέδρος, 1974. 20,50x14 εκ., 16σελ. 56. Κωδωνοστάσιο (1972). Κέδρος, 1974. 23,50x17 εκ., 24σελ. 57. Μελετήματα (1955-1971). Κέδρος, 1974. 24x17
εκ., 112 σελ. Περί Μαγιακόβσκη — Παρατηρή σεις στό έργο τού Ναζίμ Χικμέτ — Ή ποίηση τού Έρενμπουργκ — Σκέψεις γιά τήν ποίηση τοϋ Πώλ Έλυάρ — Σάν εισαγωγή στίς Μαρτυρίες — Ό τοίχος μέσα στόν καθρέφτη καί Θυρωρείο.
περιεχόμενα :
58. Ό τοίχος μέσα στόν καθρέφτη. Κέδρος, 1974. 17x12 εκ., 152σελ.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι χρονολογημένα σέ δύο ομάδες: (α) Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων Παρθένι Λέρου, Νοέμ βριος 1967 - Ιανουάριος 1968, και (β) Αθήνα, Σά μος, Μάρτιος - Οκτώβριος 1971. 59. Χάρτινα (1970-1974). Κέδρος, 1974. 17x12 εκ., 144 σελ. 60. Η Κνρά των Ά μ π ελιώ ν (1945-1957). Κέδρος, 1975. 24x17 εκ., 48 σελ. 61. Η
τελευταία πρό ’Ανθρώπου έκατονταετία (1942). Κέδρος, 1975. 23,50x17 εκ., 40σελ.
62. Τά Έ πικαιρικά (1945-1969). 23,50x17 εκ., 468 σελ.
Κέδρος,
1975.
Ο ί γειτονιές τού κόσμον (Μακρό νησος, Άι-Στράτης, 1949-1951) — Τό υστερόγρα φο τής δόξας. Άρης Βελουχιώτης (1945) — Ό άνθρωπος μέ τό γαρύφαλλο. Νίκος Μπελογιάννης (1952) — Θρήνος τοϋ Μάη. Γρηγόρης Λαμπράκης (1963) — Ό Μ αύρος "Αγιος. Πάτρις Λουμούμπα (1961) — 'Η μερολόγια έξορίας (Στρατόπεδο συ περιεχόμενα :
γκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων Κοντοπούλι, 27 Οκτωβρίου 1948 - 31 Ιανουάριου 1949, και Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μακρόνησος, 18 Ια νουάριου 1950 - 1 Ιουνίου 1950) — Πέτρινος χρό νος. Μακρονησιώτικα (Μακρόνησος, 1949) — Η
1962, Πράγα. Με τον Ναζίμ Χικμέτ στην κοινή συνέντευξή τους που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Πράγας «Κουλτούρα»
140/αφιερωμα άρχιτεκτονική των δέντρων (Ρουμανία, 1958) — ’Ά νθρωποι κα ί τοπία (Βάρνα, Σόφια, 25.VI.58 5.VII.58 και Αθήνα 1959) — Μαντατοφόρες (Γυάρος, Σάμος, Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969)
63. Τό υστερόγραφο τής δόξας. Άρης Βελουχιώτης (1945). Κέδρος, 1975. 23,50x17 εκ., 36 σελ. 64. 'Ημερολόγια έξορίας. Κέδρος, 1975. 23,50x17 εκ., 72 σελ. Τόπος και χρόνος γραφής: Στρατόπεδο συγκέ ντρωσης πολιτικών κρατουμένων Κοντοπούλι Λήμνου 27 Οκτωβρίου 1948 - 31 Ιανουάριου 1949, και Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μακρόνησος 18 Ιανουάριου 1950 - 1 Ιουνίου 1950. 65. Μαντατοφόρες. Κέδρος, 1975. 23,50x17 εκ., 60 σελ. Τόπος και χρόνος γραφής: Γυάρος, Σάμος, Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969. 66. Ποιήματα 1938-1971. Τόμος Δ'. Κέδρος, 1975. 24,50x17 εκ., 500 σελ. περιεχόμενα :
Σ τίχοι άπό σκισμένα ποιήματα (1938-1952) — Θερινό φροντιστήριο (1953-1964) — Μικρό Αφιέρωμα (1960-1965) — Νύξεις (19701971) — Ό ' Οδηγός τον ’Ασανσέρ (1958) — Ό Φαροφύλακας (1958) — Ή ώρα των ποιμένων (1962-1971) — Δ ελφ ο ί (1961-1962) — Κάτοψη (1971) — Τό χορικό των σφουγγαράδων (1960) — Τειρεσίας (1964-1971) — Ό άφανισμός τής Μή λος (1969)
67. Θυρωρείο (1971). Κέδρος, 1976. 23,50x17 εκ., 116 σελ. 68. Τό μακρινό (1975). Κέδρος, 1977. 16,50x12 εκ., 48 σελ. 69. Γίγνεσθαι (1970-1977). Προμετωπίδα Γιάννη Τσαρούχη. Κέδρος, 1977. 23,50x17 εκ., 380 σελ. περιεχόμενα : Τό δίχτυ (1970) — Κωδωνοστάσιο (1972) — Γκραγκάντα (1972) — Βολιδοσκόπος (1973) — Ημερολόγιο μιάς βδομάδας (1973) — Ή Πύλη (1973-1974) — Τροχονόμος (1974-1975) / — Τοιχοκολλητής (1974-1975) — Μονεμβασιώτισσες (1975) — Φανοσ τότες (1976) — Τό σώμα κα ί τό αίμα (1976) — Τό τερατώδες Αριστούργημα (1977) 70. Ιο ρόπτρο (1976). Κέδρος. 1978. 17x12 εκ.. 144
71. Λοιπόν; (1976). Κέδρος, 1978. 17x12 εκ., 80 σελ.. 72. Βολιδοσκόπος (1973). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 56 σελ. 73. Ή Πύλη (1973-1974). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 88 σελ. 74. Τροχονόμος (1974-1975). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 60 σελ. 75. Τοιχοκολλητής (1974-1975). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ.. 28 σελ. 76. Μονεμβασιώτισσες (1975). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 24 σελ. 77. Τό σώμα κ α ί τό αίμα (1976). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 32 σελ.
78. Τό τερατώδες Αριστούργημα (1977). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 56σελ. 79. Φαίδρα (1974-1975). Κέδρος, 1978. 24x17 εκ., 36
σελ. 80. Μιά πυγολαμπίδα φωτίζει τή νύχτα (1937). Σχέ δια Τζένη Δρόσου. Κέδρος, 1978. 28,50x21 εκ., 81. Γραφή τυφλόν (1972-1973). Κέδρος, 1979. 24x17 εκ., 136 σελ. 82. Μονόχορδα (1979). Κέδρος, 1980. 17x12 εκ., 80
σελ. 83. Πάροδος (1971-1972). Κέδρος, 1980. 24x17 εκ., 136σελ.
84. Δια φά νεια (1977-1978). Κέδρος, 1980. 24x17 εκ., 56 σελ. 85. ’Ό νειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1938). Σχέδια Τζένη Δρόσου. Κέδρος, 1981. 28,50x21 εκ., 72 86. Τά ’Ερωτικά (1980-1981). 23x24,50 εκ., 130 σελ.
Κέδρος,
1981.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Μικρή Σουίτα σέ κόκκινο μεΐζον (1980) — Γυμνό σώμα (1980) — Σάρκινος λόγος
(1981) 87. Συντροφικά τραγούδια (1931-1981). Σύγχρονη Εποχή, 1981. 24x17 εκ., 208 σελ. 88. Άρίοστος ό Προσεχτικός Αφηγεϊταί στιγμές τού βίου τον κα ί τού ύπνον του (1942-1971). Πεζο γράφημα. Κέδρος, 1982. 21x14 εκ., 96 σελ. 89. ’Ιταλικό τρίπτνχο. Κέδρος, 1982. 24x17 εκ., 136 σελ. περιεχόμενα : Μετάγγιση (Κατάνη, Ταορμίνα, Βενετία, Φλωρεντία, Μιλάνο, Ρώμη 27 Μαΐου - 2 Ιουνίου 1976) — Ό κόσμος είναι ένας (Μοντέλλο, Παλέρμο, Σαλέρνο, Κοστιέρα Αμαλφιτάνα, Ποζιτάνο, Σορρέντο, Πομπηία, Ρώμη, Σιένα, Μι λάνο, 15-18 Σεπτέμβρη 1978-1980) — Τό άγαλμα στή βροχή (Μιλάνο, Πρά ντέ Στέλλ, Ά π ’ τό Μπιέννο πρός τό Μιλάνο, Διασχίζοντας τα Απέννινίχ, Πλησιάζοντας στο Μοντεμαρτσέλλο, Μοντεμαρτσέλλο, Σιένα, Καστιλιόνε ντελ Λάγκο, Περούτζια, Ασσίζη, Ορτόνα, Στην Εθνική οδό Ντελ Σόλε, Στο πλοίο επιστρέφοντας στην Ελλά δα, Πάτρα, 25 Ιουνίου - 3 Ιουλίου 1980) 90. 'Υπόκωφα (1972). Κέδρος, 1982. 17x12 εκ., 96 91. Μονοβασιά (1974-1977). Κέδρος, 1982. 17x12 εκ., 72σελ. 92. Τό χορικό τών σφουγγαράδω ν (1960). Κέδρος, 1983. 24x17 εκ., 88 σελ.
93. Τειρεσίας (1964-1971). Κέδρος, 1983. 24x17 εκ., 72 σελ. 94. Τί παράξενα πράματα (1983). Μυθιστόρημα (;). Κέδρος, 1983. 21 χ 14 εκ., 176 σελ. 95. Μέ τό σκούντημα τού Αγκώνα (1983). Μυθιστό ρημα. Κέδρος, 1984. 21x14 εκ., 168 σελ. 96. Ταναγραίες (1967). Κέδρος, 1984. 41 σελ.
αφιερωμα/141 97. ’Επινίκια (1977-1983). Κέδρος, 1984. 26,50x18 εκ., 248 σελ. περιεχόμενα : Δ ιαφάνεια (1977-1978) — Φρυκτω ρία (1978-1979) — ’Εντευκτήριο (1979-1981) — Ενδιόμετρο (1980-1981) — Ό σκοινοβάτης κα ί ή σελήνη (1982) — Ά γιασθήτω (1983) 98. ’Ίσως νά ’ναι κι έτσι (1984). Μυθιστόρημα. Κέ δρος, 1985. 21x14 εκ., 176 σελ. 99. Ό γέροντας μέ τούς χαρταϊτονς (1984). Κέδρος, 1985. 21x14 εκ., 104 σελ. 100. *Οχι μονάχα γιά σένα (1984). Μυθιστόρημα. Κέ δρος, 1985. 21x14 εκ., 144 σελ. 101. Σφραγισμένα μ ’ ένα χαμόγελο (1984). Μυθιστόρη μα. Κέδρος, 1986. 21x14 εκ., 104 σελ. 102. Λ ιγοσ τενονν'οί ερωτήσεις (1984). Μυθιστόρημα. Κέδρος, 1986. 21x14 εκ., 104 σελ. 103. Ό Ά ρίοστος άρνεϊται νά γίνει Ά γ ιο ς (1985). Πε ζογράφημα. Κέδρος, 1986. 21x14 εκ., 112 σελ. 104. ’Ανταποκρίσεις (1985). Κέδρος, 1987. 23x15 εκ., 88 σελ. 105. 3x111 Τρίστιχα (1982). Κέδρος, 1987. 23x15,50 εκ., 104 σελ. * () χρόνος γραφής των ποιημάτων δηλώνεται με τη χρονολο γι u μέσα σε παρένθεση. Όσο για τον τόπο σύνθεσης, σ’ αυτή τη μικρή καταγραφή, αναφέρεται μόνο όταν συνδέεται στενά με τη σύλληψη του ίδιου του ποιήματος.
Μεταφράσεις 1. Αλέξανδρου Μπλοκ, Ο ί Δώδεκα. Απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Σχέδια και επιμέλεια Τ. Καλμούχου. Κέ δρος, 1957. 32 σελ. 2. ’Ανθολογία Ρονμάνικης Ποίησης. Πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 1961. 260 σελ. 3. Αττίλα Γιόζεφ, Ποιήματα. Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 1963. 4. Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη. Ποιήματα. Πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 1964. 5. Ντόρα Γκάμπε, ’Εγώ, ή μητέρα μου κι ό κόσμος. Μετάφραση Γιάννη Ρίτσου. Εικόνες Φώτη Φιλιακού. Κέδρος, 1965. 128 σελ. 6. Ναζίμ Χικμέτ, Ποιήματα. Πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 1966. 104 σελ. 7. Ηλία Έρενμπουργκ, Τό δέντρο. Πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 1966. 96 σελ. 8. ’Α νθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών. Από δοση Γιάννη Ρίτσου. Θεμέλιο, 1966. 392 σελ. 9. Νικόλας Γκιλλιέν, Ό Μ εγάλος Ζω ολογικός Κή πος. Απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Θεμέλιο, 1966. 10. Αλέξη Τολστόη, Ή γκρινιάρα κατσίκα. Απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Στηριγμένη στην κατά λέξη μετά φραση από τα ρωσικά του Α. Σαραντόπουλου. Ει κόνες Τζένη Δρόσου. Κέδρος, 1976. 60 σελ. 11. Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα. Απόδοση Γιάννη Ρί
τσου. Βασισμένη στην κατά λέξη μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά. Κέδρος, 1981. 129 σελ. 12. Φερεϋντοΰν Φαριάντ, ”Ο νειρα μέ χαρταετούς κα ί περιστέρια. Απόδοση Γιάννης Ρίτσος. Εικονογρά φηση: Λεμονιά Αμαραντίδου. Κέδρος, 1988. 56 σελ.
Βιβλία για τον Γιάννη Ρίτσο 1. Χρυσά Λαμπρινού [= Προκοπάκη], Για την Τριλο γία του Γιάννη Ρίτσου. Ανάτυπο από την Επιθεώ ρηση Τέχνης, 110, Φεβρ. 1964, σ. 159-172. Αθήνα 1964, 20 σελ. 2. Σπΰρος Αλ. Γκίνης, Για τον Γιάννη Ρίτσο. Εκδ. Ιστορική Έρευνα, Αθήνα 1974,120 σελ. 3. Γιάννης Ρίτσος: Μελέτες για το έργο τον. Διογέ νης, 1975, 256 σελ. 4. Αικ. Μακρυνικόλα, Συνοπτική Βιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου. Βιογραφικό σημείωμα Χρ. Αλε ξίου, Μαντατοφόρος, Bulletin of Modern Greek Studies, 12, May 1978, University of Birmingham, 96 σελ. 5. Ζεράρ Πιερά, Η μακριά πορεία ενός ποιητή. Μετ. Ελένη Γαρίδη, Κέδρος 1978, 128 σελ. 6. Κρεσέντσιο Σαντζίλιο, Μύθος και ποίηση στον Ρ ί τσο. Μετ. Θόδωρος Ιωαννίδης, Κέδρος 1978, 136 σελ. 7. Κώστας Τοπούξης, Γιάννης Ρίτσος. Πρώτες ση μειώσεις στο έργο τον. Κέδρος 1979, 144 σελ. 8. Πήτερ Μπήαν, Αντίθεση και σύνθεση στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Μετάφραση Γιάννης Κρητικός. Επιμέλεια Αικ. Μακρυνικόλα. Κέδρος 1980, 160 σελ. 9. Στέφανος Διαλησμάς, Εισαγωγή στην ποίηση τον Γιάννη Ρίτσου. Επικαιρότητα, 1981, 88 σελ. 21984. 10. Αφιέρω μα στον Γιάννη Ρίτσο. Κέδρος, 1981, 816 σελ. 11. Παντελή Πρεβελάκη, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συνολική θεώρηση του έργου του. Κέδρος 1981, 620 σελ. 12. Χρύσα Προκοπάκη, Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος. Κέδρος 1981, 104 σελ. (Ανατύπωση από το Αφιέρωμα στον Γιάν νη Ρίτσο, Κέδρος, 1981). 13. Λούλα Ρίτσου-Γλέζόυ, Τα παιδικά χρόνια τον αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου. Καταγραφή της αφή γησης και επιμέλεια Μιχάλης Δημητρίου, Κέδρος 1981,136 σελ. 14. Αικ. Μακρυνικόλα, Εργογραφία Γιάννη Ρίτσου Γ.Π. Σαββίδης, Χ ρονολογώ Εργογραφίας του Ρ ί τσου. Κέδρος 1982. (Ανατύπωση από το Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, 1981). 15. Ο Α ραγκόν για τον Ρίτσο. Επιμέλεια Αικ. Μακρυ νικόλα, Κέδρος 1983. 80 σελ. 16. Γιώργος Βελουδής, Γιάννης Ρίτσος: Προβλήματα μελέτης τον έργου του. Κέδρος 1983, 208 σελ. 17. Γιώργος Βελουδής, Προσεγγίσεις στο έργο τον Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος 1984, 168 σελ. 18. Ευτυχίας Καρύδη, Φνλλομετρώντας σελίδες του Ρίτσου. Εκδ. Οδηγητής, 1984, 208 σελ. 19. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Εγκώμιο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Εκδ. Καρδαμίτσα, 1987, 40 σελ. (Η εισήγηση στην τελετή αναγόρευσης του Ρίτσου σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών).
.
—
Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Π οιήματα Σε 5 τόμους
ΠΑΙΔΙΚΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ - Ζ. ΒΑ- | ΛΑΣΗ Δ ια λέ γο υ μ ε β ιβ λία για πα ιδ ιά
ΠΕΠΗ ΔΑΡΑΚΗ Λ ίγ ο π ρ ιν ξημερώ σει ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΚΙΑΔΑΣ Ο Χ ο ν σ ιά δ α ς ΜΠΕΛΙΝΣΚΙ Θ εω ρητικά κείμενα Λ ο γ ο τε χ ν ία ς ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Θ εό φ ιλο ς Κ α ΐρη ς Λ. ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ Ο ξερό ς β ρά χο ς Υ. GARLAN Η δ ο υλεία στην Α ρ χ α ία Ε λλά δ α Μ. GODELIER Μ α ρ ξ ισ τικ ο ί ο ρίζο ν τες I στην Κοινών. Α ν θρω π ο λο γία Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Θ εω ρία τη ς επ ιστή μη ς αι Ισ το ρ ία τη ς Φ ιλοσοφ ίας
G. RODARI Ο ι π ερ ιπ έτειες το ν Α ντω νά κη το ν α ό ρα το υ I
GUTEMEM
ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1988 Σ. ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ κ.ά. Σ υ γκ ρ ιτικ ή πα ιδ α γω γική ΛΕΝΙΑ ΣΕΡΓΗ Δ ρ α μ α τικ ή έκ φ ρ αση κ α ι αγω γή το υ π α ιδ ιο ύ Λ. ΣΕΡΓΗ - Φ. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ Έ ν α τρ α γο ύ δ ι για κά θ ε μ έρ α HENRI DELPEUX Κ ο ύκ λες κα ι Μ α ριονέτες G. FAURE - S. LASCAR Το θεατρικό πα ιχ νίδ ι στο Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό σχολείο
ΟΜΑΔΑ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Ο ι επ ιστή μες σ τη ν κοινω νία
Γ. Ξ. ΤΖΑΝΝΕΤΑΚΗΣ Θ εω ρία εξέλιξη ς & κα τα γω γή τω ν οργανισμώ ν
ΠΕΤΡΟΣ ΝΤΟΥΣΚΟΣ Κ οινω νικοποίηση
COMPUTERS
Μ. ΔΡΕΤΤΑΚΗΣ Η πο ρ εία το ν τό π ο ν κα ι η απλή αναλο γική
Ε. ΑΡΑΠΟΣΤΑΘΗ-ΚΑΠΝΙΑ Δ. ΣΑΚΑΡΙΚΑΣ Μ αθαίνω τη γλώ σσα L O G O
BRANSON-LITVACK Μ ακροοικονομική θεω ρία Α . ΠΑΝΕΘΥΜΙΤΑΚΗΣ
Συλλογή άρθρων Θ εω ρίες μ ε γέθ υν σ η ς κα ι δ ιανομή εισ οδήμ ατο ς
~
Ρ. ZORKOCZY Ε ισα γω γή στην πλη ροφ ορική Α . ΣΑΛΤΑΜΠΙΔΑ Ε μείς κα ι οι υ π ο λο γισ τές
[. SAMWYS - BYRNE - JONES Λ ε ξ ικ ό υ πο λογιστώ ν
G. RODARI Α τα λά ν τη G. RODARI Π α ρα μύθια α π ’ όλο το κόσμο | Σε 6 τόμους Μ. ARGILLI Π ολύχρω μα π α ρ α μ ύθ ια Ε. ΙΩΑΝΝΟΥ Τ αξίδι στη Ν ερ ά ιδ ο χώ ρα Α. ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ Α νδ ρ ό νικ ο ς Α ' Κ ομνηνός Σε 2 τόμους Η. TOWNSON Οι β υ σ σ ιν ί π ιτσ ίλες σ κ ο ρ π ίζο υ ν πανικό Μ. ΑΣΠΕΤΑΚΗΣ Τα σχολικά Σ τα υρ ό λεξα Για όλες τις τάξεις του Δημοτικού | και για την Α' Γυμνασίου ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ • ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ • ΠΑ ΙΔΑ ΓΩΓΙΚΗ Σ • ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ • Π Α ΙΔΙΚ Η Σ ΛΟ ΓΟ ΤΕΧΝΙΑΣ • ΓΥΜ ΝΑΣΙΟΥ • ΦΙΛΟΛΟ ΓΟΥ • ΧΗΜ ΙΚΟΥ-ΦΥΣΙΚΟΥ • Μ ΑΘ ΗΜ ΑΤΙΚΟΥ
Κυκλοφορεί σε 2η έκδοση R o la n d d e C a n d e
Λ Ε Ξ ΙΚ Ο ΤΩ Ν Σ Υ Ν Θ Ε Τ Ω Ν
|
ε πι Α oyn « π ο ιη τ ικ ή » σ π ο υ δ ή π ά νω σ το θ ά ν α τ ο I \ ~λ V. Γ. ΔΑ Β Β Ε ΤΑ : Η μυστική ταφή της Ε λεο νό ρα ς Τίλσεν. Αθήνα, \ A . V ό π τ ρ ο ν , 1988. Σελ. 40. σ τερ α α π ό τ ις σ υ λ λ ο γ ές « Ο ι ερ α σ τ ές τη ς Ό σ τ ρ ια ς » (1 9 8 3 ), « Ρ έκ β ιεμ γ ι α τ ο π ρ ω ιν ό τ έλ ο ς» (1 985) κ α ι « Λ ευκ ή φ ο ύ γ κ α » (1 9 8 6 ), η π ο ρ ε ία τ ου Ν .Γ . Δ α β β έ τ α , σ υ ν ε χ ίζ ε τ α ι τ ώ ρ α με τ η ν τ ε λ ε υ τ α ία τ ου - κ α ι κα λύ τ ερ η τ ο υ - σ υ λ λ ο γή , « Η μυστική τα φ ή της Ε λ ε ο ν ώ ρ α ς Τ ίλσ εν » . Η Ε λ εο ν ώ ρ α Τ ίλ σ έν (1922 -1 9 4 4 ;), ό π ω ς δ ια β ά ζ ο υ μ ε κ α ι σ ε σ η μείω ση σ το τ έλ ο ς τ ου β ιβ λ ίο υ , ή τ α ν Π ο λ ω ν ο ε β ρ α ία π ο ιή τ ρ ια π ο υ α π ό τ ο 1944 η τ ύχη τη ς α γ ν ο ε ίτ α ι κ α ι π ο υ κ α τ ά π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς μ ελε τητώ ν σ κ οτ ώ θ η κ ε, μ α ζί με ά λ λ ες γ υ ν α ίκ ε ς , σ τις ό χ θ ε ς τ ο υ π ο τ α μ ο ύ Β ισ τ ο ύ λ α . Τ ο γ ε γ ο ν ό ς α υ τ ό , β εβ α ίω ς , π ρ έ π ε ι ν α τ ο ν ίσ ο υ μ ε δ ε ν α π ο τ έ λ εσ ε τ ίπ ο τ α ά λ λ ο π α ρ ά μ ια α φ ο ρ μ ή γ ια ν α κ ά ν ε ι ο Ν .Γ . Δ α β β έ τ α ς μια «π οιη τικ ή » σ π ο υ δ ή π ά ν ω σ το θ ά ν α τ ο . Ό σ ο ν α φ ο ρ ά τη δ ιά ρ θ ρ ω σ ή τ ο υ , τ ο β ιβ λ ίο α κ ο λ ο υ θ εί τη λ εγ ο μ έν η μο ρ φ ή του « δ ιπ τ ύ χ ο υ » , π α ρ α χ ω ρ ώ ν τ α ς την α ρισ τερ ή σ ελ ίδ α τ ο υ στη φ ω νή τ η ς « Ε λ εο ν ώ ρ α ς» κ α ι τη δ ε ξ ιά στη φ ω νή τ ο υ « π ο ιη τ ή » . Η Ε λ ε ο ν ώ ρ α ε ίν α ι « ο λ ιγ ό λ ο γη » κ α ι σ ο β α ρ ή . Ο π ο ιη τ ή ς π ερ ισ σ ό τ ερ ο λ υ ρ ι κ ό ς , σ υ μ π λ η ρ ώ ν ο ν τ α ς τ ο ν λ ό γ ο τ η ς , έ ν α λ ό γ ο π ο υ στη ν ο υ σ ία είν α ι έ ν α ς κ α ι ο α υ τ ό ς κ α ι π ο υ έτσ ι θ α τ ο ν α ντ ιμ ε τω π ίσ ο υ μ ε. Ο π ο ιη τ ή ς ξ ε κ ιν ά α π ό τη σ υ ν ειδ η τ ο π ο ίη σ η τ ο υ ό τ ι κ ά π ο τ ε, με τη ν π ά ρ ο δ ο τ ου χ ρ ό ν ο υ , ο ά ν θ ρ ω π ο ς γ ίν ε τ α ι έ ν α με τη γη , με τ ο « χ ώ μ α », μια κ α ι α π ο τ ε λ εί στη ν ο υ σ ία μ έ ρ ο ς τη ς α ν α π ό σ π α σ τ ο ό π ω ς κ α ι εκ είνη , μ έσ α σ ε μια α μ φ ιμ ο ν ο σ ή μ α ν τη α ν τ ισ τ ο ιχ ία , α π ο τ ελεί μ έ ρ ο ς τ ου α ν α π ό σ π α σ τ ο . Η Ε λ εο ν ώ ρ α , μ ά λισ τα , μ ιλ ά ει, σ υ ν α ισ θ ά ν ε τ α ι, σ κ έπ τ ετ α ι α κ όμη κ α ι κ ά τω α π ό τ ο χ ώ μ α , θ έλ ο ν τ α ς ν α δ ε ίξ ε ι τη φ ο β ερ ή « γειτ ν ία σ η » κ α ι τη σ υ γ γ έ ν ε ια τ ο υ «κά τω » με τ ο ν « π ά ν ω » κόσ μο:
Υ
καλωσορίστε τη βροχή π ου θα μαλακώ σει το χώμα για να ’ναι ευγενικό μ ε την τρυφερή της σάρκα καθώς θα γίνονται και π άλι ένα (β λ έπ ε α κόμ η κ α ι π ο ιή μ α τ α σ ελίδω ν: 16, 2 0 , 2 3 , 2 4 , 2 7 ). Ο θ ά ν α τ ο ς , π λ έ ο ν , « γ ε ιτ ν ιά ζ ει» σ ε β α θ μ ό εφ ια λ τ ικ ό με τη ζω ή κ α ι τ ο σ ύ μ β ο λ ό τη ς, τ ο φ ω ς, τ ο ο π ο ίο δ εν ε ίν α ι π α ρ ά « σ ια μ α ίο » τ ο υ σ κ ό τ ο υ ς π ο υ θ εω ρ είτ α ι ω ς τ ο σ ύ μ β ο λ ο τ ο υ θ α ν ά τ ο υ , τ ο υ « κ ά τω » κόσ μ ου : Σ ιαμαίο του σκότους φως ο λιγό λο γο
144/επιλογη είσαι ο σκύλος • που ξέθαψε μέσα απ ’ τα ερείπια και κράτησε στα δόντια του σφιχτά νόμισμα αργυρό πανσέληνος ανάγλυφη μ ’ ονόματα και προτομές νεκρών. (α κ όμ η , π ο ίη μ α σ ελίδα ς 8 , τ ο δ εύτ ερ ο μισ ό). Σ ε κ α μ ία δ ε περ ίπτω ση δ εν υ π ά ρ χ ει π ερ ιθ ώ ρ ιο κ ά π ο ια ς « ελπ ί δ α ς». Ο θ ά ν α τ ο ς είν α ι φ υσ ική κα τά ληξη το υ α νθ ρ ώ π ο υ , β α θ ιά σ υ νειδ η τ ο π ο ιη μ έν η : κόψε δρόμο μέσα από τα όνειρά μου τα ρούχα σου στέγνωσε στο κορμί μου π ου καίγεται πριν ξημερώσει δε θα έχεις ηλικία. (α κ όμ η , π ο ίη μ α σ ελίδ α ς 12). Τ ό σ ο δε αυτή η π επ ο ίθη σ η το υ τελεσ ίδικ ο υ θ α ν ά τ ο υ είν α ι μέσα του σ υ νειδη τ οπ οιη μ ένη ώστε ν α π ισ τ εύ ει ό τ ι ο ά νθ ρ ω π ο ς γε νν ιέτ α ι α π ό την α ρχή του νεκρ ός: Στην αρχή διατακτικά ύστερα εντονότερα χιλιάδες τιτιβίσματα ράμφη ανθίζουν γύρω μου πολύχρωμα όρνια π ού κατεβαίνουν τρυπώντας το χωματένιο ουρανό σαν τυφλοπόντικες με φτερά χώνονται στο λείψανο ξαίνουν απ' τη μήτρα μου το σπέρμα των δολοφόνων μέσα μου γεννήθηκα νεκρή δε θα γεννήσω ορφανά. Έ τ σ ι, α υ τ ό ς ο γε νν η μ έν ο ς ν εκ ρ ό ς δ ε θ α κ ά ν ει σ ’ α υτή τη ζω ή τ ί π ο τ α π ερ ισ σ ό τ ερ ο α π ό το ν α γυ ρ ίσ ει, ό τ α ν θ α έλθ ει τ ο π λή ρω μα του χ ρ ό ν ο υ , στη «φ ύτρ α το υ α ίμ α τ ο ς» , γ ια ν α κ ιν είτ α ι με τη «ζω ή» κ α ι τ ο «θ ά ν α τ ό » του α υ τ ό ς ο α εικ ίν η τ ο ς κύ κ λ ο ς της ζω ή ς κ α ι του θ α νά του: Στόμωσε η γη. Έ παψ ε το χώμα/ ν ’ αλέθει τους νεκρούς· όπως τους θάβαμε / τους βρίσκαμε ξεθαμμένους. Ύ στερα σε στάσεις περίερ γες,! ζεστούς και ιδρωμένους σα να περπάτησαν! πολύ από τον κάτω κόσμο ως εδώ. Βρωμίσανε τ’ αχώνευτα! λείψανα, τα ποτί σαμε με μπενζίνα! και τους βάλαμε φωτιά. Μ ερόνυχτα καίγονταν κι έφεγγε ο! κάμπος ώς τ ο ,μακρινό γιαλό εκεί! όπου οι γέροντες ματίζουν τ’ άσπρα! πανιά προσμένοντας Α υ τόν που περπατεί! πάνω στα κύματα και δένει! τους αγέρες στη μ α κρινή φύτρα! του αίματος. Β έ β α ια , μ έσα σ ’ α υ τ ό τ ο τ ο π ίο , δ ε θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε π α ρ ά ν α β α σ ι λεύ ει έν α α τέλειω το (α γ α π η μ έν ο ά λλω στε α π ό π α λ α ιό τ ερ α στο Ν .Γ . Δ α β β έτ α ). Χ ιονίζει ασταμάτητα στα ορεινά της μνήμης Τα φέρετρα γδύνονται το λούστρο τους φοράνε στα χέρια τους χοντρά κλαριά και βαδίζουν τις νύχτες έξω απ ’ το κοιμητήρι να συναντήσουν τ’ αδέλφια τους στο βουνό
επιλογη/145 τα πρω ινά ξαναγυρ ίζονν φορτωμένα χιόνι που λιώ νει μες στη ζέστη τον τάφον σχηματίζοντας λιμνούλες ή άλλοτε κάτι σαν χνούδι κρνστάλλινο π ο ν παίρνει ο άνεμος και σαβανώνει αυτούς π ο ν παραχώσαν βιαστικά μέσα σε ξένα μνήματα. Χ λόες πολλές και μνριες παπαρούνες στο στόμα μο ν φ ντρώ νονν καθώς χιόνι π νκ νό σκεπάζει τα μελλούμενα Δ ε θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε α κόμη (σ ε α υ τ ό τ ο τ ο π ίο ) π α ρ ά ν α βα σ ιλ ε ύ ει μια εικ ό ν α φ ρίκης: το λείψ ανό μ ο ν των σκονληκιών πολύτιμη ξνλεία σάιπιο ροδάκινο π ο ν μισανοίγει και χύνομαι γλνκόπικρος πολτός γνέθονν οι αράχνες μ ε το νήμα τονς καλύβες μπαμπακένιες γύρω α π ’ τις κλειδώ σεις... ★ Το βράδν ξέθαψαν κι άλλες. ΜαςI στήσανε όρθιες στη μάντρα και μαςI φω τογράφιζαν. Ξημέρωσε από ταΙ πολλά φλας. Έ κλεισα τα μάτια μον! και φώ ναξα μ ’ όλη τη δύναμη:! Ε ίμαι Αθώα! Ό τ α ν εμφανίστηκαν οι φω τογραφίες τονς! εγώ απονσίαζα. Μες στο σκοτεινό θάλαμο κατάφερα να! δραπετεύσω. Βούτηξα στη μα ύ ρη! θάλασσα των χημικών υγρώ ν και! κολυμπώντας απεγνωσμένα για ώρες! πέρασα σε άλλο χρόνο. Α λ λ ά γ ια ν α είμ α σ τε α π ο λ ύ τ ω ς α κ ρ ιβ είς , δ εν π ρ έ π ε ι ν α π α ρ α β λ έ π ο υ μ ε κ α ι τ ο ό τ ι σ υ χ ν ά σ το β ιβ λ ίο υ π ά ρ χ ο υ ν κ ά π ο ιε ς εικ ό ν ες , α π ό τ ις κ α λ ύ τ ερ ες μ ά λισ τα , π ο υ κ ρ ύ β ο υ ν έν α λ υ ρ ισ μ ό κ α ι μια π ο ιη τ ικ ή ευ φ ρ οσ ύνη : τα κυπαρίσσια είναι στρατιώτες σε π αράταξη οι κάννες κουδουνίζουν Χριστούγεννα, it
στις καλαμιές θα βρεις ένα κομμάτι από τα φουστάνια της μην το μαζέψεις άστο να κουβεντιάζει μ ε τον άνεμο τα μυστικά του παραδείσου
ζωή είναι η μάσκα του θανάτου μας ο θόρυβος που αφήνει μια λέξη όταν πέφτει στον κάτω κόσμο. Χωρίστρα ανοίγει τρυφερά στου ποταμού την κόμη ορμητικά το ρεύμα κατεβαίνοντας απάνω στο φ λοιό της χαραγμένα μηνύματα και επιστολές γ ι’ αυτούς που χάθηκαν πέρα απ ’ τις εκβολές στους πράσινους καθρέφτες των κυμάτων.
146/επιλογή Το ξύδι της που παίζει στο νερό η άγκυρα π ου οργώνει το βυθό ξυπνάει τους πνιγμένους. Ο Ν .Γ . Δ α β β έτ α ς , με τη συλλ ο γή του α υτή , α π ο δ εικ ν ύ ει ό τι π λ η σ ιά ζ ε ι.ό λ ο κ α ι π ερ ισ σ ό τ ερ ο , σε β α θ μ ό μά λισ τα α ξιο θ α ύ μ α σ το , στη δόμηση μ ια ς π ο ίη σ η ς ό λ ο κ α ι π ιο κ α θ α ρ ή ς, μια ς π ο ίη σ η ς η ο π ο ία μα ς δ είχ ν ει α ν μη τι ά λ λ ο , π ώ ς π α ίρ ν ε ι κ α ν είς ξεκ ιν ώ ν τ α ς α π ό τ α «εγ κ όσ μ ια » (π ο υ τ ο ν α π α σ χ ο λ ο ύ σ α ν α ρκ ετά σ τις π ρ ο η γ ο ύ μ ενες σ υ λ λ ο γές τ ο υ , π ερ ισ σ ό τ ερ ο σ τις δ υ ο π ρ ώ τες) τ ο δ ρ ό μ ο γ ια ν α φ τ ά σ ει με τ ο ν κ α ιρ ό α ρ γ ά α λλά σ τα θ ερ ά στη θ ύ ρ α του θ α ν ά τ ο υ , με τα π ικ ρ ά επ α κ ό λ ο υ θ ά της. Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Μ Α Ρ Κ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ
ε ικ ο ν ο γ ρ ά φ η σ η τ ω ν μ ετα τρ ο π ώ ν το υ α σ τ ικ ο ύ χ ώ ρ ο υ ΙΑΝΝΗ ΓΑΙΤΑΝ Ο Υ: Φλος Ρ ο να γιάλ. Αθήνα, >1 ς , 1987.
Καατανιώ-
Δ εκ α π εν τ α ετ ία 1940-1955 ε ίν α ι μια π ε ρ ίο δ ο ς με έν τ ο ν ο π ο λιτικ ο κ ο ιν ω νικ ό π ερ ιεχ ό μ εν ο π ο υ α σ φ α λώ ς επ η ρ έα σ ε κ α ι δ ια μ ό ρ φ ω σ ε την π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α το υ σ υ γ γ ρ α φ έα . Η επ ιρ ρ ο ή αυτή με τη μορ φ ή π ια τω ν π ο ικ ίλ ω ν εμ π ειρ ιώ ν , ό τ α ν ή ρ θ ε η στιγμή ν α υ λ ο π ο ιη θ εί σε σ υ γγ ρ α φ ικ ό έρ γο φ α νέρ ω σ ε τ ο υ ς κ α θ ο ρ ισ τ ικ ο ύ ς ά ξ ο ν ε ς της κ ο ιν ω ν ικ ή ς δ ο μ ή ς εκ είνη ς της π ερ ιό δ ο υ . Η θ ο γ ρ α φ ία τη ς π ό λ η ς, π ρ ο σ ω π ικ ές εκ μ υσ τη ρ εύ σεις, α να ζ η τή σ ε ις α τομική ς τ α υτ ότ η τ α ς κ α ι σ υ λλ ο γικ ο ύ π ρ ο φ ίλ . Ε ίν α ι τα σ ημεία π ο υ λ ίγ ο -π ο λύ θ α σ τα θ ο ύ ν σ χε δ ό ν ό λ ο ι ο ι εκ π ρ ό σ ω π ο ι α υτ ή ς της γ ε ν ιά ς - εί ν α ι γε νιά ; - κ α ι π ο υ θ α σ α ρ κ ω θ ο ύ ν με τη β ο ή θ ε ια μια ς α σ υ νή θ ι σ τα π ρ ώ ιμ η ς γλ ω σ σική ς μ εστότητα ς. Β έ β α ια , α υ τ ο ί ο ι σ τα θ μ ο ί δ ε ίχ ν ο υ ν τ ο ν τ ελευ τ α ίο κ α ιρ ό ν α έχ ο υ ν α π ο μ α κ ρ υ ν θ εί α π ό την τ ρ ο χ ιά του π ε ζο γ ρ α φ ικ ο ύ γ ίγ ν ε σ θ α ι κ α θ ώ ς ο ι ενσ τ ά ν σ εις του «μη είν α ι» υ π ε ισ έρ χ ο ν τ α ι μέσα σ τα π εζ ο γ ρ α φ ή μ α τ α τω ν ίδιω ν α υτώ ν δ η μ ιο υ ρ γ ώ ν κ ά ι κ α θ ο ρ ίζο υ ν τη δ ο μ ή , τ ο υ ς σ τό χ ο υ ς κ α ι τις μ ελλο ν τ ικ ές κ α τ ευ θ ύ ν σ εις τ ο υ ς . Ό μ ω ς το «μη είν α ι» , ή α ν π ρ ο τ ιμ ά τ ε η εισ βολή του φ α ντ α σ τ ικ ο ύ μέσα στη ρ εα λιστική κ α τ α γρ α φ ή εν ό ς χ ώ ρ ο υ , δ ε ν είν α ι τ ίπ ο τ ε ά λ λ ο π α ρ ά μια π ρ ο σ π ά θ ε ια ν α α νιχ ν ευ θ ο ύ ν τα ίδ ια π ρ ά γ μ α τ α με δ ια φ ο ρ ετ ικ ή τ εχ ν ικ ή , η ο π ο ία α σ φ α λώ ς κ α ι ο δ η γε ί σε ά λ λ α βά θ η . Α λ λ ά η τεχνικ ή αυτή δ εν είν α ι η μόνη π ο υ φ ιλ ο δ ο ξ ε ί ν α φ τά σ ει στη ν α νίχ ν ευ σ η ν έω ν π ερ ιο χ ώ ν της ίδ ια ς Η π είρ ο υ . Έ τ σ ι, ενώ η Ζ υ ρ ά ν ν α Ζ α τέλη α ν ιχ ν ε ύ ε ι τα ο ν ειρ ικ ά κ α τ ά λ ο ιπ α μια ς π α ιδ ικ ή ς η λ ικ ία ς κ α ι η Ν ένη Ε υ θ υ μ ιά δ η π λ α σ τ ο γ ρ α φ εί τις τα υτ ό τ η τ ες του κ α τ εσ τ η μ ένου , ενώ ο Ν ίκ ο ς Χ ο υ λ ια ρ ά ς α ν α ζη τ ά τ η ν ε π α ν α φ ο ρ ά τη ς π έ ρ α ν ζω ή ς στη ν π λ ευ ρ ά της α π ’ εδώ ό χ θ η ς κ α ι η Ε υ γ ε ν ία Φ α κ ίν ο υ έλκ ετα ι α π ό το μ υ θ ικ ό κ ά λεσ μ α εν ό ς λ α ϊκ ο ύ π α ρ ελ θ ό ν τ ο ς (ή α ν α φ ο ρ ά τω ν π ιο π ά ν ω ο ν ο μ ά τ ω ν , ενδεικ τική κ α ι μ ό ν ο επ ιλο γή εκ φ ρ ά ζει) - α π ό τ η ν ά λλη , λ ο ιπ ό ν , π λ ευ ρ ά υ π ά ρ χ ο υ ν κ α ι τ ά σ εις π ο υ επ ιζη τ ο ύ ν τ α ίδ ια α π ο τ ελέσ μ α τα με μ ε θ ό δ ο υ ς ά λλο τ ε π ερ ισ σ ό τ ερ ο σ υ ν α ισ θ η μ α τ ικ ές (π ερίπ τω σ η Σ τέλ λα ς Β ο γ ια τ ζ ό γ λ ο υ ), ά λλο τε
Η
Π
εζογραφία
επιλογη/147 με δ ιά θ εση π ερ ιθ ω ρ ιοπ οίη σ η ς (Α ν τ ώ νη ς Σ ο υ ρ ο ύ ν η ς ), ά λλο τε με δ α ν ειο δ ο τ ή σ εις α π ό κ ινη μ α τ ο γ ρ α φ ικ ές τεχ νικ ές κι ά λλο τε με τη δ η μ ιο υ ρ γ ία μια ς κ υ ρ ία ρ χη ς α τμ ο σφ α ιρ ικ ή ς κ ά λυ ψ ης. Σ ’ α υτή ν την τ ελευτα ία κ α τη γ ορ ία α νή κ ει κ α ι ο Γ ιά ννη ς Γ α ϊτά νο ς κ α ι τ ο π ο λ υ σ έλιδο μ υ θ ισ τόρ ημά του «Φ λος Ρ ο υ α γιά λ» . έμ α του μ υ θ ισ τορ ήμα τος η ζω ή κα ι τ α έρ γα εν ό ς μεγα λο κ α π ν εμ π ό ρ ο υ στην Κ α β ά λα του 1955. Σ τη ν ο υ σ ία π ίσ ω α π ό τη σ υγκ εκρ ιμένη π ερ ίπτω ση του εμ π ό ρ ο υ βρ ίσκ ετα ι ο τυ π ικ ό ς εκ π ρ ό σ ω π ο ς μια ς τ ά ξη ς επ ιχειρ η μ α τιώ ν π ο υ κ ρ α τ ο ύν σ τα χέρ ια τ ο υ ς (κ α ι α γ ω νίζο ν τ α ι μέχρι θ α ν ά τ ο υ γ ι ’ α υτή ν) την π εμ π τ ο υ σ ία της εξ ο υ σ ία ς. Τ ο χρ ή μ α. Τ ο μυ θ ισ τόρ ημα ώς έν α β α θ μ ό κ α ι ω ς ένα σ ημείο π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί κα ι κ α τ α γρ ά φ ει την π ο ρ εία α υτώ ν τω ν α ν θρ ώ π ω ν. Ώ ς έν α , όμω ς, σ ημείο κα ι ώ ς έν α β α θ μ ό . Γ ιατί δ ίπ λ α σ ’ α υ τ ό ν τ ο ν εκ π ρ όσ ω π ο του επ ιχειρ η σ ια κ ο ύ κ ό σ μ ο υ , δ ίπ λ α κα ι π ί σω του υ π ά ρ χ ο υ ν ο ι εκ π ρ όσ ω π ο ι μια ς ά λλη ς ο μ ά δ α ς. Α υτή ς π ο υ δ είχν ει ν α έχει σ υμ β ιβα σ τεί, α λλά στην ο υ σ ία α ντισ τέκετα ι κα θ ώ ς α ρ ν είτ α ι την ό π ο ια ένταξή της σε π ρ ο κ α θ ο ρ ισ μ έν α κ α λ ο ύ π ια κ ο ι ν ω νικ ή ς κα τα ξίω ση ς κ α ι α ισ θημ ατική ς α σ φ ά λεια ς. Α υτή η τά ξη , σ το εν λόγω μ υ θ ισ τόρ ημα , εκ π ρ ο σ ω π είτ α ι, κυ ρ ίω ς, α π ό δ υ ο ν έο υ ς - ν έ ο υ ς σ το ήμισυ του β ιβ λ ίο υ , γ ια τ ί σ το υ π ό λ ο ιπ ο μισό έχ ο υ ν γ ί ν ει π λ έο ν μεσήλικες, κ α θ ώ ς η δρά ση α π ό τ ο 1955 μετα π ηδ ά στις μέρες μα ς. Η μετα τόπ ιση αυτή δ εν είν α ι μ ό ν ο χ ρ ο ν ικ ή , μα κα ι χω ρ ική. Η Κ α β ά λα της δ εκ α ετ ία ς του ’50 δ ίν ει τη θέση τ ης, στη σημε ρινή Α θ ή ν α κ α ι στην ευ ρ ω π αϊκ ή εξω τική Λ ισ σ α β ώ να . Σ ύ γκ ρ ου σ η , λ ο ιπ ό ν , τό σ ο δ υ ο κόσ μω ν ό σ ο κα ι δ υ ο επ ο χ ώ ν φ ι λο δ ό ξη σ ε ν α δώ σει ο Γ .Γ . Κ α ι τη φ ιλ ο σ ο φ ία του αυτή την κ ά λυ ψ ε κάτω α π ό μια μυθιστορημα τική π λοκ ή τό σ ο δ αιδ αλώ δη ώστε ν α μ π ο ρ εί ν α δεχτεί την ίδια σ τιγμή, α νό μ ο ιο υ ς χα ρα κτη ρ ισ μού ς: μυ θιστόρ ημ α εμ βέλεια ς α ντίσ το ιχη ς μυ θ ισ τορ ήμα τος του Φ ιτ ζέρ α λ ντ, μυθισ τόρ ημα α στυ νομ ικ ής υ φ ή ς, μυ θ ισ τόρ ημα κ ο ιν ω ν ικ ο οικ ο νο μ ικ ώ ν α να λ ύ σ ε ω ν , μυ θ ισ τόρ ημα εφ η βικ ώ ν α να ζη τή σεω ν, μυ θ ισ τόρ ημα κ α τα γρ α φ ή ς α να τ ρ ο π ή ς εν ό ς συμ β ιβα σ μ ο ύ . Φ ιλ ό δ ο ξ ο τόλμ ημα μια ς κ α ι α π α ιτ εί ν α σ υ ν υ π ά ρ χ ο υ ν τ ά σ εις π ο υ σ υχ νά α λλ η λ ο α να ιρ ο ύ ν τ α ι. Φ ιλ ό δ ο ξ ο τόλμ ημα το ο π ο ίο , π ιστεύ ω π ω ς, δ εν ολοκ λη ρ ώ νεται. -
Θ
ελικ ά το «Φ λος Ρ ο υ α γιά λ» δ εν είν α ι τ ίπ ο τε ά λλο - ά σ χ ετ α α ν δ εν είν α ι λίγο - α π ό έν α μυθισ τόρημα σ το ο π ο ίο κ υ ρ ια ρ χ εί η α τ μ ό σ φ α ιρ α . Α λ λ ά είν α ι μια δ ιπ λή α τ μ ό σ φ α ιρ α . Σ το κ ύ ρ ιο μέρος το υ κ ειμ έν ο υ , η Κ α β ά λα επ ιβ ά λλει μια ερωτική α ισ θ α ντικ ό τη τα κι έν α κ ο σ μ οπ ολίτ ικ ο ρ εμβα σ μό. Η ο μ ά δ α τω ν ν έω ν βλα σ τώ ν ευ π ο ρ ώ ν ο ικ ο γ εν ειώ ν είν α ι, ομ ο λ ο γο υ μ έν ω ς, εκείνη π ο υ θ α φ ιλτρ άρ ει τ ις λ έξ εις κ α ι τις φ ρ ά σ εις κ α ι θ α χ α ρ ίσ ει τις π λ έο ν π ερ ίτ εχ νες σ ε λ ίδ ες του έρ γου . Σ ’ α υ τ ό το μέρο ς του β ιβ λ ίο υ , ο α να γνώ στη ς θ α σ υνα ντή σ ει κ α ι τις ο ικ ο ν ο μ ικ ές ίντρ ιγκ ες π ο υ κι α υ τ ές κ α τα θέτο υ ν τη σ υμβολή τ ου ς σε μια α τμοσφ α ιρ ικ ή ολοκ λήρω ση . Σ ’ α υ τ ό το μέ ρ ο ς , τέλος, γίν ετ α ι κ α ι μια π ερ ιθω ρ ια κ ή υπό μ νη ση λα ϊκώ ν / α ρ ι στερώ ν κ ινημ άτω ν. Μ ιλήσ αμ ε, όμω ς, για μια δ ιπ λή α τ μ ό σ φ α ιρ α . Τ ο δ εύτερ ο σκέλος του κειμ ένου π α ρ α π έμ π ει σε κ είμ ενα π α ρ ό μ ο ια ς, υ φ ή ς μ’ α υ τ ά του Ν τ ά σ ιελ Χ άμ ετ κ α ι τω ν ά λλω ν εκ πρ ο σ ώ π ω ν του είδ ους. Δ υ σ τ υ χ ώ ς, όμω ς, αυτή η διπ ο λικ ό τη τα ύ φ ο υ ς δ εν «δ ένεται» σε σ υγγρ α φ ικ ή ά π ο ψ η . Ό π ω ς κ α ι τα π ρ ό σ ω π α - π ο υ δ εν είν α ι κα ι λίγ α - δ εν α π ο κ τ ο ύ ν π ο τ έ τ ο β ά ρ ο ς α π ό λ υ τ α μυθιστορημα τικώ ν π ρ οσω πικ οτήτω ν. Τ ο «Φ λος Ρ ουα γιά λ» είν α ι μια τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία σ κηνώ ν π λή θο υ ς. Τ α π ο ρ τ ρ α ίτ α α ν δ εν α π ο υ σ ιά ζ ο υ ν π α ν τ ελ ώ ς, υ σ τ ερ ο ύν κα λλιτε-
Τ
148/επιλογη χ ν ικ ά . Α ν θ έλο υ μ ε ν α π α ρ α μ είν ο υ μ ε κι ά λ λ ο σ τα μ είο ν το υ έρ γ ο υ , θ α π ρ έπ ει ν α σ ημ ειώ σο υ μ ε το εξ εζη τη μ έν ο της εξέλ ιξ η ς του μ ύ θ ο υ , τ ις ά τ εχ νε ς - α ν κ α ι ο μ ο λ ο γ ο ύ μ εν ες α π ό τ ο Γ .Γ . - π α ρ εμ β ο λ ές α φ η γή σ εω ν π ρ ο σ ώ π ω ν π ο υ α νή κ ο υ ν σ ’ ά λ λ ο υ ς χ ώ ρ ο υ ς κ α ι κείμ ενα κ α ι, στην α δόκ ιμ η γ λ ώ σ σ α ,κ υ ρ ίω ς , τ ο υ π ρ ώ το υ μ έρ ο υ ς. Π α ρ ’ ό λ α α υ τ ά - κ α ι π ά ν τ α σ το θ έμ α γλ ώ σ σ α - α ξ ίζ ε ι ν α τ ο ν ισ θ εί τ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν μ ια ς π ρ ο σ π ά θ ε ια ς π ο υ ζη τ ά ν α εν δ υ ν α μ ώ σ ει την π εζό τ η τ α μ ια ς μυθ ισ τορ η μ α τική ς α φ ή γη σ η ς, με εκ φ ρ ά σ εις του τ ύ π ο υ «το α υ τ ο κ ίν η τ ο υ π ν ο β α τ ε ί σ το κα λντερ ίμ ι» κ α ι με π ο λ υ δ ύ ν α μ ε ς π ρ ο τ ά σ εις , όπ ω ς: « ...τ η μου σικ ή ν ο σ τ α λ γ ία το υ τ α νγ κ ό , α υτή π ο υ δ εν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α υ π ο ψ ια σ τ εί τ ο τ α νγ κ ό το υ μ α χ α ιρ ιο ύ κ α ι του μ π ο υ ρ δ έλ ο υ .» . Ε ίν α ι π ε ρ ίε ρ γ ο π ώ ς τ ό σ ο δ ό κ ιμ ες κ α ι π ρ ω τ ό τ υ π ες φ ρ α σ τ ικ ές σ υ λ λ ή ψ εις σ υ ν υ π ά ρ χ ο υ ν με ά λλες, εκ δ ια μ έτρ ο υ α ντ ίθ ετ ες, όπ ω ς: «ο ρ υ θ μ ό ς τ ου ρ οκ εντ ρ ο λ σ α ν λ επ ίδ ι κ ό β ει τ ο δ έρ μ α της ν ύ χ τ α ς» ή « α ιδ ο ία σ φ ιγ μ έν α σε σ τε νά μ π λο υ τ ζη ν » . α ίν ετ α ι π ω ς ό λ α έχ ο υ ν κ ά π ο ιο ό ρ ιο α ν ο χ ή ς κ α ι α ντ ο χ ή ς κι ο Γ .Γ . π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν α κ α τ α γρ ά ψ ει μια π ερ ίπ λ ο κ η ιστο ρ ία με τη β ο ή θ ε ια μ ια ς π ο λυ σ ή μ α ντ η ς γλ ώ σ σ α ς, ο δ ή γη σ ε την έμ πνευ σή τ ου σ τη ν κα τα σ κ ευή εν ό ς μ υ θ ισ το ρ ή μ α το ς π ο υ έχει τη φ ρ εσ κ ά δ α τ ου ν έ ο υ κ α ι την τρ α χ ύ τ η τ α τ ο υ α δ ό κ ιμ ο υ . Ό μ ω ς ό τ α ν η π λ ά σ τ ιγ γ α της α ισ θ α ν τ ικ ό τ η τα ς του α να γνώ σ τη ισ ο ρ ρ ο π ή σ ει, ο δ είκτης σ α φ ώ ς α π ο κ λ ίν ει π ρ ο ς τη μεριά τ ω ν θ ετι κ ώ ν σ το ιχ είω ν. Τ ελικ ά - κ α ι γ ια ν α επ α νέ λ θ ο υ μ ε σε μια γε νικ ευ μ ένη α ντιμ ετώ π ιση το υ έρ γο υ - τ ο « Φ λ ο ς Ρ ο υ α γιά λ » φ έρ ν ει κά τι τ ο ν έ ο σ το χ ώ ρ ο τ ου νεο ελ λ η ν ικ ο ύ μ υ θ ισ το ρ ή μ α το ς κ α θ ώ ς α να ν εώ ν ει κ α ι εμ ψ υ χ ώ νει α υ τ ό π ο υ ο ν ο μ ά ζο υ μ ε α σ τικ ό μ υ θ ισ τό ρ ημα . Ο ι σ ε λίδ ες π ο υ π ε ρ ιγ ρ ά φ ο υ ν τ ο χ ώ ρ ο το υ Τ έ ν ν ις C lub κ α ι της λέσ χ η ς στη Λ ισ σ α β ώ ν α σ α φ ώ ς δ η λ ώ νο υ ν π ρ ο θ έ σ εις α να ν εω μ έν η ς σ υ ν έχ ι σ η ς μυ θ ισ τορ η μ α τική ς μ α τ ιά ς, α ντ ίσ το ιχ η ς μ’ α υτή ς τω ν « Π α ν θ έω ν». Α λ λ ά τη δ ιά θ εσ η α ν α ν έω σ η ς κυ ρ ίω ς την π ρ α γ μ α τ ώ ν ει σε δ ύ ο ά λ λ α ε π ίπ εδ α . Π ρ ώ τα σ τη ν π α ρ ο υ σ ία σ η μ ια ς ελληνική ς ε π α ρ χ ια κή ς π ό λ η ς μ έσα α π ό την ά π ο ψ η μ ια ς κ ο σ μ ο π ο λίτ ικ η ς α ντίλη ψ η ς (κ ι έτσι η Κ α β ά λ α , δ ίχ ω ς ν α χ ά ν ε ι την ελλ η νικό τη τά τη ς, α δ ελ φ ο π ο ιε ίτ α ι με τ ις π ό λ ε ις του Φ ιτ ζέρ α λ ν τ ). Κ α ι σ ε δ εύ τ ερ ο επ ίπ εδ ο (δ εύ τ ερ ο κ α ι π ο ιο τ ικ ά ) στην εισ δο χ ή μια ς α σ τ υ νο μ ικ ή ς υ φ ή ς κ α θ η μ ερ ιν ότ η τ α ς π ο υ ίσω ς ν α σ η μ α ίνει κ α ι μ ια ν α ντ ίδ ρ α σ η σ το ση μ ε ρ ιν ό κα τεσ τη μ ένο . Ο Γ ιά ν ν η ς Γ α ϊτ ά ν ο ς, με τα δ υ ο α υ τ ά τ ό σ ο α ντ ίθ ετ α επ ίπ εδ α , π ρ ο σ π α θ ε ί ν α εικ ο ν ο γ ρ α φ ή σ ει τ ις μ ετα τ ρ ο π ές π ο υ ο ευ ρ ύτ ερ ο ς α σ τ ικ ό ς χ ώ ρ ο ς σ το ν τ ό π ο μα ς έχει υ π ο σ τ εί μέσα στην τ ρ ια κ ο ντ α ε τ ία 1950 - 1980. Η π ρ ο σ π ά θ ε ια , κ α ι μ ό ν ο σ α ν π είρ α μ α ν α ιδω θ εί (π ο υ α σ φ α λώ ς δ ε ν είν α ι μ ό ν ο α υ τ ό ), κ ε ρ δ ίζ ει τη θέση της μέσα στην π ο ρ ε ία τω ν μ υ θ ισ τορ η μ α τικ ώ ν α νη σ υ χ ιώ ν τω ν Ε λ λή νω ν π ε ζ ο γ ρ ά φ ω ν του κ α ι ρ ο ύ μα ς.
Φ
Μ ΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
επιλογη/149
μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α γ ια σ τ ο χ α σ μ ό κ α ι α φ ύ π ν ισ η ΒΙΚ ΤΩΡΙΑ Σ Π Α Π Α ΔΑ Τ Ο Υ : Το μοναχικό τραγούδι της Ά λ μ α ς. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ω κ ε α ν ί δ α , 1988. ο 12ο β ιβ λ ίο της Β . Π . έρ χ ετ α ι ν α δ ώ σ ει μια κ α ιν ο ύ ρ ια ό ψ η στη ν ήδη γνω στή τ α υ τ ότ η τ α της σ υ γγ ρ α φ έω ς. Τ ο μ ο ν α χ ικ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι τη ς Ά λ μ α ς κ α ι η μ υ θ ο πλ α σ τικ ή γρ α φ ή τ ο υ κ ιν ο ύ ν τ α ι κ α ι ισ ο ρ ρ ο π ο ύ ν μ έσα σε ο ν ειρ ικ ές κ α τ α σ τ ά σ εις κ α ι σ υ μ β ο λικ ές α λ λ η γο ρ ίες , κ α θ ώ ς ο μετα σ χη μ α τισμ ό ς της χ ρ υ σ α λ λ ίδ α ς (της Ά λ μ α ς) κ α ι τ ο π έτ α γ μ ά της π ρ ο ς τ η ν κα τά κτηση της α υ τ ο γ ν ω σ ία ς α π ο τ ε λ εί τ ο ν κ ε ντ ρ ικ ό π υ ρ ή ν α του θέμ α το ς. Μ έσ α α π ό έν α τ ρ ίπ τ υ χ ο , όνειρο, πλοκή, συνέχεια, π ρ ο β ά λ λ ετ α ι έν τ ο ν α η δ υ ν α μ ικ ή τω ν α νθ ρ ώ π ιν ω ν σ χέσ εω ν κ α ι η σ τα δ ια κ ή σ υν ειδ η τ ο π ο ίη σ η της π ερ ιβ ά λ λ ο υ σ α ς π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ς. Η π έτ ρ α π ο υ θ α τ α ρ ά ξ ει τ α εφ η σ υ χ α σ μ έν α ν ε ρ ά μια ς ό χ ι κ α ι τ ό σ ο α ν υ π ο ψ ία στη ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς ο μ ά δ α ς , ο κ α τ α λύτ η ς π ο υ θ α δ ρ ά σ ει κ α ι θ α α ν α τ ρ έψ ει τ ο status q u o α ρκ ετώ ν α τ ό μ ω ν , έρ χ ετ α ι (ή επ ιδ ιώ κ ετ α ι ν α έρ θ ει) με τη μορ φ ή του ερ ω τικ ού σκιρ τή μ α το ς. Τ α α νεκ π λή ρ ω τ α ό ν ε ιρ α της ν ιό τ η ς , τ ο π ρ ο σ τ α τ ευ τ ικ ό π ερ ίβ λη μ α μια ς φ α ιν ο μ ε νικ ά α νέ φ ε λ η ς σ υ ζυ γ ικ ή ς ζω ή ς, εμ π λ έκ ο ν τ α ι σ το ν μ ύ θ ο τ ο υ ξ έ ν ο υ , το υ ά γ ν ω σ τ ο υ , του λυτρω τή κ α ι δ ίδ ο υ ν μια κα θ ο ρ ισ τ ικ ή δ ύ ν α μ η ώ θ η σ η ς σ το μίτο τη ς μ οίρ α ς. Ο ι π ο λ ύ π λ ο κ ες σ υ ν α ισ θ η μ α τ ικ ές κ α τ α σ τ ά σ εις, ο ι δ ο κ ιμ α σ ίες , ο ι ρ ω γμ ές σ το α ξιω μ α τικ ό σ ύσ τη μα τω ν η ρ ώ ω ν, ο δ η γ ο ύ ν φ α ν ερ ά σε μια α να π ό φ ευ κ τ η « σ ύ γκ ρ ου σ η » , ενώ έν τ εχ ν α η σ υ γ γ ρ α φ έα ς τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ί την ισ τ ορ ία με λειτ ο υ ρ γ ικ ές δ ια σ υ ν δ έσ εις τ ο υ π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς με τ ο π α ρ ό ν . Η α νε ξιχ ν ία σ τ η μορφ ή της μ η τέρ ας τη ς ηρ ω ίδ α ς , τη ς Ρ έα ς (φ α ν ερ ή η α ν α φ ο ρ ά στη Θ ε ο γ ο ν ία τ ο υ Η σ ίο δ ο υ ), α π ο ύ σ α μα σ υ ν ά μ α κ υ ρ ία ρ χ η μ ορ φ ή σ το μυ θ ισ τό ρ η μ α της Π α π α δ ά τ ο υ , π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α σύμ μ ο ρ φ η με την α ρ χ α ία φ ρ υγ ικ ή θ εό τ η τ α , ε ίν α ι εκ είνη π ο υ εκ π ρ ο σ ω π εί τ η ν α ν α π α ρ α γ ω γ ικ ή δ ύ ν α μ η της φ ύσ η ς.
Τ
δ ιπ λή α π ε ικ ό ν ισ η της Ρ έα ς (στο π ρ ό σ ω π ο της Φ ρ α ν τζέ σ κ α ς κ α ι τη ς Ά λ μ α ς ) γ ίν ετ α ι ο ά ξ ο ν α ς π ερ ισ τ ρ ο φ ή ς τη ς ισ τ ο ρ ία ς , κ α θ ώ ς ο ι σ υ γκ ρ ο ύ σ εις φ έ ρ ν ο υ ν τ ο ν π ρ ω τα γω νισ τή α ντ ιμ έ τω π ο μ’ α υ τ ό τ ο κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό δ ίπ ο λ ο , δ ίπ ο λ ο π ο υ α ν α δ ιπ λ ώ ν ετ α ι κ α ι κ α τ α λή γ ει σ ’ έ ν α μ ο ν ο σ ύ ν ο λ ο . Η α λλη λο είσ δ υ σ η τω ν δ υ ο γ υ ν α ικ είω ν μ ο ρ φ ώ ν [« Η Φ ρ α ν τέσ κ α ζω ντ α ν εύ ει κι η Ά λ μ α ε ξ α ϋ λ ω ν ό τα ν . Η μια κ ό ν τ ευ ε ν α μ π ει σ το π ετ σ ί της ά λλη ς» σελ. 104] ο δ η γ ε ί α ν α γκ α σ τ ικ ά στη ν τα ύτιση τω ν ειδ ώ λω ν κ α ι π ρ ο ετ ο ιμ ά ζ ει τ ο ν α ν α γνώ στη γ ια τ η ν ορ ια κ ή μετα σ το ιχείω ση . Ο κ α τα λύτη ς - ή ρ ω α ς, λυ τρω τής κ α ι σ ω τή ρ α ς, α π ε λ ευ θ ε ρ ώ ν ει τ ή ν η ρ ω ίδ α α π ό τ ο σ ά ρ κ ιν ο π ερ ίβ λη μ ά τη ς, εν ώ ν ο ν τ α ς σ ώ μα κ α ϊ ψ υ χή . Η ψ υ χ ή , η Ά λ μ α , α υ τ ό ν ο μ η , π λ ο ύ σ ια α π ό τ ο π ά θ ο ς κ α ι το μά θ ο ς α ρ χ ίζ ε ι ν α σ κ α ρ φ α λ ώ νε ι στη β ιβλικ ή σ κ ά λα του Ια κώ β μέσα σ το α δ ιέ ξ ο δ ο μ ια ς επ ο χ ή ς , μ έσα α π ό τ η ν ίδ ια τη ζω ή π ο υ π ρ ο χ ω ρ εί σε π είσ μ α εν ό ς π λα νή τ η ετ ο ιμ ο θ ά να τ ο υ . Ό μ ω ς κ α ι ο ι ά λ λ ο ι ή ρ ω ες της ισ τ ο ρ ία ς κ α τ α λ ή γ ο υ ν μέσα α π ό τ η ν π α ρ ά λλ η λη ισ τ ο ρ ία τ ο υ ς ν α α ν ε β α ίν ο υ ν στη βιβλικ ή σ κ ά λα τ ο υ Ια κώ β ενώ ο κ α θ έν α ς β ρ ίσ κ ετ α ι σε ά λ λ ο σ ημείο εγ ρ ή γο ρ σ η ς μ έσα στη σ υνείδη σή τ ο υ . Ό μ ω ς η α να ζή τη σ η της μ ετα φ υ σ ικ ή ς δ ιό δ ο υ έχει α ρ χ ίσ ει γ ια π ο λ λ ο ύ ς . Ο Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς στη φ υλ α κ ή δ ια β ά ζ ε ι τη Β ίβ λ ο , η Ν α τ α λ ία
Η
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
150/επιλογη α να κ α λ ύ π τ ει τη ν π ρ ο σ ευ χ ή , ο Α ν τώ ν η ς στη μ ο ν α ξ ιά της θ ά λ α σ σ α ς τ ο ν π λά στη τ ο υ . Η π λα τω νικ ή θεώ ρη ση τ ο υ α ν δ ρ ο γ ύ ν ο υ , η β ία ιη α π ό σ π α σ η κ α ι η α υ τ ο γν ω σ ία π ο υ χ α ρ ίζ ε ι τ ο κ ά τ ο π τ ρ ο το υ υ π ε ρ β α τ ικ ο ύ έρ ω τα , α ν ιχ ν ε ύ ο ν τ α ι μέσα α π ό τις σ ελίδες το υ μ υ θ ισ το ρ ή μ α το ς της Β . Π . Γ ρ αφ ή γο ρ γ ή , ζω ντ α ν ή , δ ίχ ω ς π λα τ εια σ μ ο ύ ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι μια θ εμ α τ ο λ ο γ ία κ α ι έν α ν π ρ ο β λη μ α τισ μ ό ιδω μ ένα μέσα α π ό μια η θ ε λη μένη α χ λύ κ ά π ο ια ς ο ν ειρ ικ ή ς δ ια χ ρ ο νικ ή ς α τ μ ό σ φ α ιρ α ς . Τ ο β ι β λ ίο της Β ικ τω ρ ία ς Π α π α δ ά τ ο υ μ α ζ ί με τ η ν α ισ θ ητική α π ό λ α υ σ η χ α ρ ίζ ε ι α ν ο ίγ μ α τ α σ το ν α ν θ ρ ώ π ιν ο ν ο υ γ ια σ το χ α σ μ ό κ α ι α φ ύ π ν ι ση. Χ Ρ ΙΣ Τ ΙΝ Α Φ ΙΛ Η
α ν τ ιη ρ ω ικ ή
δ ια φ ά ν ε ι α
κ α ι ε σ ω τ ε ρ ικ ή α λ ή θ ε ι α Ε Υ Α Σ ΠΑΤΙΚΗ: Σ υνένοχοι. Αθήνα, Φ ί λ ι π π ό τ η , iM t. Στ λ.
έλ ο ν τ α ς ν α μιλή σει κ α ν είς γ ια τ ο β ιβ λ ίο της Ε ύ α ς Π α τίκη « Σ υ ν ένο χ ο ι» δ ιερω τά τα ι π ώ ς τ ά χ α π ρ έ π ε ι ν α τ ο χα ρα κ τη ρ ί-' σ ει. Ν α το ο ν ο μ ά σ ει μ υ θ ισ τό ρ η μ α , ό π ω ς το β ά φ τ ισ ε ο εκ δότης του; Μ α τ ο μυ θ ισ τόρ η μ α - ό π ω ς το λ έει κ α ι η λέξη - π ερ ιέχ ει μ ύ θ ο , π ρ ά γ μ α π ο υ ολ ό τ ελ α α π ο υ σ ιά ζ ε ι. Ν α τ ο α π ο κ α λ έσ ει χρ ο ν ικ ό ; Μ α π ρ έ π ε ι ν ’ α να φ έρ ετ α ι σε σ υ γκ εκ ρ ιμ ένα γ ε γ ο ν ό τ α - κ α ι γ ε γ ο ν ό τ α δ εν α ν α φ έρ ο ν τ α ι σ α φ ώ ς. Ν α τ ο π ο ύ μ ε η μ ερ ο λό γιο ; Μ α κι α υτό π ρ έ π ε ι ν α ’χ ει κ ά π ο ιες χ ρ ο ν ικ ές ενδείξεις: σ ή μ ερ α , χ θ ες , α ύ ρ ιο . Κ ι α υ τ ές λ ε ίπ ο υ ν τ ελείω ς. Ί σ ω ς ο π λη σ ιέσ τε ρ ο ς χα ρ α κ τ η ρ ισ μ ό ς ν α ’ν α ι ο εσ ω τερ ικ ό ς μ ο ν ό λ ο γ ο ς . Μ ο ν ό λ ο γ ο ς ό μ ω ς δ ια φ ό ρ ω ν π ρ ο σ ώ π ω ν π ο υ μα ς επ ιτ ρ έ π ο υ ν ν α τ α γ ν ω ρ ίσ ο υ μ ε εκ τω ν έν δ ο ν , α φ ο ύ μ α ς εξ ο μ ο λ ο γ ο ύ ν τ α ι τ ις ψ υ χ ο λ ο γ ικ έ ς κ α τ α σ τ ά σ εις τ ο υ ς . Ή α κ ό μ α θ α μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α τ ο θ εω ρ ή σου μ ε σ α ν μια σ ειρ ά ψ υ χ ο γ ρ α φ ικ ώ ν εικ ό ν ω ν, έν τ ο ν ω ν χ ω ρ ίς λ επ τ ο μ έρ ειες α λλά με α δ ρ ές γρ α μ μ ές.
Θ
Ο
ι γ ρ α μ μ ές α υ τ ές ο ι κ ο ιν έ ς σε ό σ ο υ ς τ ύ π ο υ ς μ α ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι
είν α ι η με π ά θ ο ς α να ζή τη σ η του κ α ιν ο ύ ρ ιο υ «η ίδια γεύσ η δε χω ράει στο πο τή ρι μον», (σ . 6 2 ), η λ α χ τ ά ρ α της α το μ ική ς α ν ε ξ α ρ τ η σ ία ς κ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α η π ρ ο σ π ά θ ε ια της επ ιβ ο λή ς σ το υ ς ά λλο υ ς δ είγ μ α , σε τ ελ ε υ τ α ία α νά λ υ σ η , υ π έρ μ ετ ρ ο υ εγ ω κ εντρ ισ μ ο ύ. Κι επ ειδ ή τ α χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά α υ τ ά είν α ι κ ο ιν ά σε π ο λ λ ο ύ ς , τ ο υ ς θ εω ρ εί « σ υ ν εν ό χ ο υ ς » . Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια τ ύ π ο υ ς σ υ ν η θ ισ μ έν ο υ ς στη ν ε π ο χή μ α ς, έστω κι α ν δ ε φ τ ά ν ο υ ν στα ά κ ρ α , τ ύ π ο υ ς π ο υ θ εω ρ ο ύ ν το α ίσ θ η μ α ω ς α δ υ να μ ία κ α ι σ ίγ ο υ ρ ο ι γ ια τ ο ν εα υτ ό τ ο υ ς π ερ ιφ ρ ο ν ο ύ ν τ ο υ ς π ά ν τ ε ς - εκ τό ς α υ τ ο ύ ς π ο υ μ ο ι ά ζ ο υ ν -«θέλομε τη δική μ α ς ομοιότητα», λέν ε. Έ ν α ά λ λ ο κ ο ιν ό χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό τ ο υ ς είν α ι η έν τ ο ν η , η εν τ ο ν ό τα τη σ εξο υ α λ ικ ό τ η τ α χ ω ρ ίς ν α ν ιώ θ ο υ ν π ω ς κι α υτή α π ο τ ε λ εί μια μ ορ φ ή υ π ο δ ο ύ λ ω σ η ς κ α ι χ ω ρ ίς κ α ν ν ’ α π ο τ ε λ εί κ ά τ ι κ α ιν ο ύ ρ ιο . Δ ε ν π ρ ό κ ειτ α ι εδ ώ ν ’ α να λ ύ σ ο υ μ ε κ α ι ν α κ ρ ίν ο υ μ ε τ ο υ ς τ ύ π ο υ ς α υ τ ο ύ ς - π ρ ά γ μ α π ο υ θ ’ α π α ιτ ο ύ σ ε ο λό κ λη ρ η π ρ α γ μ α τ εία - α λλά α π λ ώ ς τ ο β ιβ λ ίο α υ τ ό κ α θ ’ εα υτ ό . Κ α ι δ εν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α μην α να γν ω ρ ίσ ο υ μ ε τ ο κ ο φ τ ό ξ εκ ά θ α ρ ο
Π
εζ ο γρα φ ία
ΣΥΝΕ ΝΟΧΟΙ
επιλογη/151 ύ φ ο ς τ ο υ , τ ο π υ κ ν ό κ α ι σ υ χ ν ά α π ο φ θ εγ μ α τ ικ ό . Η Ε ύ α Π α τίκη δ ια θ έτ ει α να μ φ ιβ ό λ ω ς π ο ιό τ η τ α γρ α φ ή ς . Δ ε ν κ α τ α λ α β α ίν ο μ ε όμ ω ς γ ια π ο ιο λ ό γ ο - ίσω ς γ ια α μεσ ό τη τα - το δ ια ν θ ίζ ε ι σ υ χ ν ά με κ υ ρ ιο λ εξ ίες π ο υ χ τ υ π ο ύ ν ά σχη μ α . Δ ε θ έτο μ ε ζήτη μα ευ π ρ έ π ε ια ς είν α ι κ ι α υτή α π ό τ ’ α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν α - α λ λ ά α π λ ώ ς γ ια α ίσ θ η μ α κ α λο ύ γ ο ύ σ τ ο υ . Κ ι α υ τ ό , ν ο μ ίζ ω , δ εν επ ιτ ρ έπ ετ α ι ν α το κα τ α ρ γ ή σ ο με. Κ .Α . Σ Φ Α Ε Λ Λ Ο Υ
ο Ε υ π α λ ίν ο ς κ α ι η εφ α ρ μ ο γή τ η ς κ α θ α ρ ή ς ιδ έ α ς VALERY: Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτω ν. Μετ. Έ λλης Λαμπρίόη. Ά γ γε λ ο ν Σ ικελιανού. Επίμετρο Γ. Σημαιοφορίόη. Αθήνα, Ά γ ρ α , 1988. «Μ ου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για το λεύκω μ α «Αρχιτεκτονικές » που είναι μια συλλογή από , γκραβούρες και σχέδια. Α υτό το κείμενο θα τυπωνό ταν σε έκδοση πολυτελείας in-folio και έπρεπε να ται ριά ζει ακριβώς στη διακόσμηση και σελιδοποίηση τον βιβλίου...» υ τά γ ρ ά φ ε ι ο V alery, α νά μ ε σ α σ ’ ά λ λ α , γ ια τ ο ν « Ε υ π α λ ίν ο » , σ ’ έν α γ ρ ά μ μ α του σ τον P aul Sou d a y , χ ρ ο ν ο λ ο γη μ έν ο : 1 Μ α ΐου 1923. Σ ’ έ ν α ά λ λ ο γρ ά μ μ α τ ο υ , π ο λ ύ α ρ γ ό τ ερ α , ο V a lery γ ια τ ο ν « Ε υ π α λ ίν ο » : « Β ρ ή κ α τ ο ό ν ο μ α τ ο υ Ε υ π α λ ί ν ο υ ψ ά χνοντας για ένα όνομα αρχιτέκτονα, στην “ Ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ι α B e r t h e l o t ’’, στο λήμμα “ Α ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ή ’ ’ . Α ρ γ ό τ ερ α έμ α θ α , α π ό μια ερ γα σ ία τ ο υ σ ο φ ο ύ ελληνιστή B id e z, π ω ς ο Ε υ π α λ ίν ο ς , π ερ ισ σ ό τ ερ ο μ η χ α ν ικ ό ς π α ρ ά α ρ χ ιτ έκ τ ο να ς , έσ κ α β ε κ α ν ά λ ια κ α ι κ α θ ό λ ο υ δ εν είχ ε α σ χ ο λ η θ εί με κα τα σκ ευή ν α ώ ν . Τ ο υ είχ α λ ο ιπ ό ν δ α ν είσ ε ι τ ις ιδέες μ ο υ , ό π ω ς έκ α ν α α ρ γ ό τ ερ α με τ ο ν Σ ω κρ ά τη κ α ι τ ο ν Φ α ίδ ρ ο . Ά λ λ ω σ τ ε δ εν έχω π ά ε ι π ο τ έ στη ν Ε λ λ ά δ α , κι ό σ ο γ ια τη ν ελληνική γλ ώ σ σ α , έμ εινα π ά ν τ α , δ υ σ τυ χ ώ ς, έ ν α ς π ο λ ύ μ έτρ ιο ς μα θ ητής, π ο υ τ α χ ά ν ε ι μ π ρ ο σ τά σ ’ έν α π ρ ω τ ό τ υ π ο κ ε ίμ εν ο του Π λ ά τ ω να , ενώ β ρ ίσ κ ει τις μ ετα φ ρ ά σ εις του υ π ε ρ β ο λ ικ ά μα κ ρ ιές κ α ι π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές κ ο υ ρ α σ τ ι κ έ ς ...» . (Γ ρ ά μ μ α σ το ν D o n tev ille , χ ρ ο ν ο λ ο γη μ έν ο : 20 Ια ν ο υ ά ρ ιο υ 1934. Ο D o n te v ille ή τ α ν επ ιθ εω ρ η τή ς της Α κ α δ η μ ία ς). Ο δ ιά λ ο γ ο ς τ ου Ε υ π α λ ίν ο υ εκ δό θ η κ ε γ ια π ρώ τη φ ο ρ ά ο λ ό κ λ η ρ ο ς , σ τις εκ δ ό σ εις της « Ν έα ς Γ α λλική ς Ε π ιθ εώ ρ η σ η ς» (N o u v elle R ev u e F ran gaise), σ τις 30 Σ επ τ εμ β ρ ίο υ το υ 1921, σε 500 α ντ ίτ υ π α . Μ α , π ο ιο ν α κ ρ ιβ ώ ς εν σ ά ρ κ ω ν ε α υ τ ό ς ο μ υ θ ικ ό ς Ε υ π α λ ίν ο ς γ ια τ ο ν V alery; Σ ’ έ ν α ά λ λ ο κ ε ίμ εν ό τ ο υ με τ ο ν τίτλο: «Τ ο π α ρ ά δ ο ξ ο το υ α ρ χ ιτ έκ τ ο να » , λέει: « Θ α γ ε ν ν η θ εί, ίσω ς γ ια ν α υ ψ ώ σ ει τ ο υ ς π ρ ώ τ ο υ ς α π ρ ο σ δ ό κ η τ ο υ ς β ω μ ού ς κ α ι τ α ιερ ά , ό π ο υ τ ο μ ελλο ντ ικ ό “ Π ισ τε ύ ω ” θ ’ α ντ η χ ή σ ει, μ έσα α π ’ τα θ υμ ια τ ά . Θ α λυ τρ ώ σ ει τη μ εγα λειώ δ η τέχνη π ο υ εξ ά ν τ λ η σ α ν τ ρ εις α ιώ ν ες υ β ρ ισ τ ικ ή ς α ρ χ ιτ εκ τ ο νικ ή ς, κ α ι τ ό σ ες ά ψ υ χ ες γρ α μ μ ές! ( ...) Α ύ ρ ιο ο υ π έ ρ τ α τ ο ς τ έκ τ ο ν α ς θ α κ ά ν ει τ η ν εμ φ ά νισ ή τ ου μ έσα σ ’ έν α λ α ό , α ν β έβ α ια ο λ α ό ς α υ τ ό ς κι η
Α
Π
εζ ο γρα φ ία
152/επιλογη επ οχ ή δ εν τ ο ν ε ξ ο ν τώ σ ο υ ν . Η σκέψ η του θ α ε ίν α ι δ υ ν α τ ή κι α ρ μ ο νικ ή γ ια τ ί θ α έχ ει π ιε ι α π ό τ ο γ ά λ α μ ια ς θ εά ς. ( . . . ) Π ρ ώ τα -π ρ ώ τ α θ α έχ ει α ντ λ ή σ ει α π ό τ η ν α κρ ιβή α ρ μ ο ν ία κ α ι τ ις μ α γικ ές εκ τά σ εις ό π ο υ κ α τ α λ ή γ ο υ ν ο ι ρ υ θ μ ο ί, μ έσα α π ό τα κ ύ μ α τ α της μ ο υ σικ ής π ο υ α ν α ρ ρ ιγ ο ύ ν , τω ν μ εγά λω ν σ υ ν θ ετ ώ ν , Μ π ε τό β εν ή Β ά γ κ ν ερ . ( ...) Ο ή ρ ω α ς π ο υ σ υ ν τ ίθ ετ α ι α π ό ο κ τ ά β ες ή π ρ ο ο π τ ικ έ ς, σ υ λ λ α μ β ά ν ε ι έξω α π ό τ ο ν κ ό σ μ ο ... Σ υ λ λ έ γει κ α ι γ ο ν ιμ ο π ο ιε ί ό ,τ ι δ εν υ π ά ρ χ ε ι ο ύ τε α λ λ ο ύ , ο ύ τε π ρ ιν α π ’ α υ τ ό ν , κι α ρ έ σ κ ετ α ι σ υ χ ν ά ν α α π ο ρ ρ ίπ τ ε ι τ η ν α κρ ιβή α νά μ ν η σ η της φ ύ σ η ς. ( . . . ) Μ ια μ έρ α , το π α λ ά τ ι, τ ο ιερ ό , θ α ο ρ θ ώ σ ο υ ν τ ις α ντ α ύ γ ειες τ ω ν ά γν ω σ τ ω ν α ετω μά τω ν τ ο υ ς δ ια κ η ρ ύ σ σ ο ν τ α ς τ η ν η χ ο ύ σ α κ α ι π ά λ λ ο υ σ α ψ υ χ ή το υ κ α λλ ιτ έχν η . Ε κ ε ίν ο ς , δ ε θ α ’χ ει κ ά ν ει ά λ λ ο α π ’ τ ο ν α π ετ ρ ώ σ ει κα ι ν α σ τα θ ερ ο π ο ιή σ ε ι μ έσα στη δ ια ρ κ ή τά ξη τ ω ν υ λικ ώ ν τ η ν ο υ ρ ά ν ια δ ια ύ γ ε ια κ α ι τ ις β ο υ β έ ς σ κ ιές, π ο υ τ α μέτρ α κ α ι ο ι σ υ μ φ ω νίες τ ο υ ς θ α έχ ο υ ν εμ π ισ τ ευ θ εί τ ο α π έ ρ α ν τ ο θ έα μ ά τ ο υ ς στη ν κ α ρ δ ιά το υ ! Ο λ όκλη ρη η σ κέψ η τ ο υ θ α β ρ ίσ κ ετ α ι κ α θ ρ εφ τ ισ μ ένη σ το έρ γ ο , π ά ν ω στη θ α υ μ ά σ ια π ρ ό σ ο ψ ή θ ’ α ν α π α ύ ο ν τ α ι ο ι θ λίψ εις κ α ι τ α λ α μ π ρ ά χ α μ ό γ ε λ α . ( .. . ) Τ ε λ ικ ά , μ έσ α α π ’ α υτή τη βο ύ λη σ η θ α β γ ει α π ό τη γη τ ο α π τ ό κ α ι ο ρ α τ ό μνη μ είο π ο υ θ α π ρ ο β λ η θ εί π ά ν ω στη ν ύ λη α φ ο ύ π ρ ω τ ύ τε ρ α θ ά μ π ω σ ε τη μ υ στη ριώ δη χ ώ ρ α ό π ο υ το ε ίχ α ν α ν ε γ είρ ει ο ι ά γ γ ε λ ο ι, με ά γ ιε ς α ρ μ ο ν ίε ς!» . ν α ς H o m o F aber λ ο ιπ ό ν , κ α ι π ρ ό φ α σ ή τ ο υ έν α ς δ ιά σ η μ ο ς α ρ χ α ίο ς μ η χ α ν ικ ό ς . Μ η χ α νικ ό ς κ α ι ό χ ι α ρ χ ιτ έκ τ ο να ς , η δ ια φ ο ρ ά ε ίν α ι ενδεικ τικ ή γ ια τ ο ν τ ρ ό π ο π ο υ ο V alery α ντ ιλ α μ β ά ν ετ α ι τη δ η μ ιου ρ γ ικ ή π ρ ά ξ η : λιγ ό τε ρ ο α φ ο σ ιω μ έν η σ το λειτ ο υ ρ γ ικ ό της σ τ ό χ ο κ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ερ ο π ρ ο σ εχ τ ικ ή ν α εφ α ρ μ ό σ ε ι π ά ν ω στη ν «ύλη» έ ν α δ ια υ γ ές ν ο η τ ικ ό θ εώ ρ η μ α , π ο υ μια εξα ιρ ετ ικ ά ισχυ ρ ή δ ιά ν ο ια σ υ ν έλ α β ε σ ε « ά λ λ ο υ ς κ ό σ μ ο υ ς » ... Α δ ύ ν α τ ο εδ ώ ν ’ α π ο φ ύ γ ε ι κ α ν ε ίς τη ν ύ ξ η γ ια τη σ υ γ γ έν εια με τ ο ν « Κ ο T este»: « Έ γ ρ α ψ α α υ τ ό τ ο μ ικ ρό μ υ θ ισ τ όρ η μ α (τη « Β ρ α δ ιά με τ ο ν Κ ο T e ste » ), τ ο κ α λ ο κ α ί ρ ι του 1895, σ το M o n tp ellier. Έ μ ε ν α σ ’ έ ν α π α λ ιό σ π ίτ ι, ό π ο υ σ τε γ α ζ ό τ α ν π α λ ιά η εφ ο ρ ία του L a n g u ed o c, σ το δ ω μ ά τ ιο ό π ο υ γ ε ν ν ή θ ηκ ε ο A . C o m te . Δ ε ν έμ α θ α α υτή τη δ ια σ κ εδ α σ τ ικ ή λεπ τ ο μ έρ εια π α ρ ά π ο λ ύ α ρ γ ό τ ε ρ α ...» ( Σ υ ν εν τ εύ ξ ε ις τ ο υ F . L efev re με τ ο ν Paul V ale ry). Η α ν α φ ο ρ ά σ τον C o m te , α π ’ ό π ο υ α υτή η θ αυ μ α τ ο υ ρ γ ικ ή έμ π ν ευ σ η , δ ε ίχ ν ε ι τη δ ια δ ρ ο μ ή α π ό τ ο ν π ερ ίφ η μ ο « Κ ο Κ εφ ά λη » (T e ste σημ. T e sta -κ ε φ ά λ ι), π ερ ν ώ ν τ α ς α π ό ό λ ο υ ς τ ο υ ς δ ια λ ό γ ο υ ς κ α ι φ τ ά ν ο ν τ α ς - φ υ σ ικ ά - σ τα κ ε ντ ρ ικ ά θ έμ α τ α τω ν «Θ έλ γη τρ ω ν» (C h arm es): Ο V alery γ ρ ά φ ε ι σ το ν A la in , σ τις 4 Ι α ν ο υ ά ρ ιο υ το υ 1930: «Τ α Θ έλ γη τρ α » γ ε νν ή θ η κ ε ή γε νν ή θ η κ α ν α π ό τη «Ν εα ρή Μ ο ίρ α » . Η « Ν εα ρ ή Μ ο ίρ α » , λ ο ιπ ό ν , είν α ι ο π ο ιη τ ικ ό ς τ ό π ο ς ό π ο υ κ α λ ύ τ ερ α μ π ο ρ εί ν α ερ ευ νη θ εί το τέρ μ α της δ ια δ ρ ο μ ή ς τ ο υ κ α θ α ρ ο ύ ν ο υ π ο υ υ π ο ν ο ε ί ο Κ ο ς Τ εστ. Φ τ ά ν ο ντ α ς σ το σ τίχ ο , ό ,τ ι μ έχρ ι τ ώ ρ α ή τα ν π ρ ό ζ α , α φ η ρ η μ έν ο ς σ το χ α σ μ ό ς , μ α θ η μ α τ ικ ά , μ ο υ σικ ή , μ ο ρ φ ο π ο ιε ίτ α ι σ ε π ο ίη σ η κ α ι εκ εί μ ένει. Τη δ ια δ ρ ο μ ή α υτή , α π ό τ η ν π ρ ό ζ α σ το σ τίχ ο ο ρ ίζ ε ι ό χ ι η χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ή δ ια δ ο χή τ ω ν ε κ δ ό σ εω ν τ ου V alery (Η « Ν εα ρή Μ ο ίρ α » ε ίν α ι τ ο υ 1917, Ο « Ε υ π α λ ί ν ο ς » τ ο υ 1921), α λ λ ά η ίδ ια η δ ια ν ο η τ ικ ή π ο ρ ε ία τ ο υ V a le ry , α π ό τ ο ν φ ιλ ό σ ο φ ο κ α ι τ ο ν μ α θ η μ α τ ικ ό σ το ν π ο ιη τ ή π ο υ υ π ή ρ ξε τελικ ά . Μ ια εικ ό ν α α υ τ ή ς της δ ύ σ κ ο λη ς επ ιλ ο γ ή ς έχ ο υ μ ε κ α ι σ το ν τ ελ ε υ τ α ίο μ ο ν ό λ ο γ ο τ ου Σ ω κρ ά τη σ το ν « Ε υ π α λ ίν ο » . Μ π ο ρ εί μά λισ τα ν α π ε ι κ α ν είς ό τ ι ολ ό κ λ η ρ ο τ ο δ εύ τ ερ ο μ έ ρ ο ς του δ ια λ ό γ ο υ του « Ε υ π α λ ίν ο υ » είν α ι η α ν α π ό λ η σ η του Σ ω κ ρ ά τη , τ ι υ π έ ρ ο χ ο ς α ρ χ ι τ έκ τ ο ν α ς θ α είχ ε γ ίν ε ι α ν είχ ε π ρ ο τ ιμ ή σ ει τ ο ν τ ε λ ε υ τ α ίο α π ό το φ ι λ ό σ ο φ ο π ο υ τ ελικ ά υ π ερ ίσ χ υ σ ε!
Ε
επιλογη/153 Ό μ ω ς α ς ξ α ν α γ υ ρ ίσ ο υ μ ε στη «Ν εα ρή Μ ο ίρ α » . Τ ί είν α ι η « Ν εα ρή Μ οίρ α »; Α π α ν τ ώ ν τ α ς ο V . σε έν α γρ ά μ μ α του A . G id e, σ τις 13 Ιο υ νίο υ 1917, γρ ά ψ ει: «Μ έσα στο ήδη τελειω μ ένο π ο ίη μ α , βρ ή κ α , ξ α ν α κ ο ιτ ά ζο ν τ ά ς τ ο , έν α είδ ο ς α υ τ ο β ιο γ ρ α φ ία ς ...» κ α ι π α ρ α κ ά τω: «Η σ τιχοπ οίη σ η (της Ν εα ρ ή ς Μ ο ίρ α ς ), είν α ι τ ο π ρ α γ μ α τ ικ ό θ έμα κα ι το α λ η θ ιν ό της ν όη μ α » . Έ χ ο ν τ α ς υ π ό ψ η τ α π α ρ α π ά ν ω , δ ηλα δή ό τι ου σ ια σ τικ ή ρ οπ ή τ ο υ Β α λερ ικ ο ύ π ν εύ μ α τ ο ς είν α ι η π ρ ο σ π ά θ ε ιά το υ ν α π ρ οσ δ ώ σ ει σ τα α ντ ικ ε ίμ εν α της τ έχ νη ς - ή της τ εχ ν ικ ή ς - την α κ ρ ίβ εια π ο υ χ α ρ α κ τ η ρ ίζε ι τ ο υ ς π ιο εξ α ν τ λη τ ικ ο ύ ς το υ σ υ λλ ο γισ μ ο ύ ς. Α κό μ η κι ό τ α ν σ το ν « Ε υ π α λ ίν ο » γίν ετ α ι λ ό γ ο ς γ ια « ερ γα λεία π ο υ η μορφ ή τ ο υ ς είν α ι τ έλεια π ρ οσ α ρ μ οσ μ έν η στη λ ειτ ο υ ρ γ ία τ ο υ ς , ακόμη κ α ι τότ ε α ισ θ α ν ό μ α σ τ ε π ίσ ω α π ' αυτή τη λειτ ο υ ρ γ ικ ό τ η τ α την α υ τ ο τ ε λή π ρ ο σ π ά θ ε ια του δ η μ ιου ρ γ ο ύ τ ο υ ς ν α δ η μ ιο υ ρ γ ή σ ει μια μορφ ή τ έλε ια π ιστή σε έν α π ρ ο σ υ νε ιλ η μ μ έν ο π ρ ό τ υπ ο ! λλ ά α ς ξ α ν α γ υ ρ ίσ ο υ μ ε στην επ ιστολή το υ V . σ το ν Ρ. Sou day, π ο υ α να φ έρ ω π α ρ α π ά ν ω : « Ο ι π α ρ α τ η ρ ή σ εις π ο υ κ ά ν α τ ε π ά ν ω σ τις ιδέες π ο υ δ ά ν εισ α σ το Σ ω κράτη κα ι σ το υ ς φ ίλ ο υ ς τ ο υ , ξα ν ά φ ε ρ α ν σ το ν ο υ μου τις σ υνθ ή κ ες σ τις ο π ο ίες σ υ ν έθ εσ α α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς δ ια λ ό γ ο υ ς , εδώ κ α ι μ ερ ικ ο ύς μή νες. ( . . . ) Θ έλησ α ν α δ είξω ό τ ι η κα θ α ρ ή σκέψ η κα ι η α να ζή τη ση της α λ ή θ εια ς κ α θ εα υ τ ή ς δ εν μ π ο ρ ο ύ ν ν α έχ ο υ ν ά λλο σ τό χ ο α π ό την α να κ ά λυ ψ η ή τη δ η μ ιο υ ρ γ ία μ ια ς μορ φ ή ς. Δ ε ν α ντιτά σσ ω κ ά θ ε φ ιλ ό σ ο φ ο σ το ν κα λλ ιτέχνη , α λλά μ ο ν ά χ α εκ είνο ν π ο υ δ εν κα τα λή γ ει σ ’ εκ είνη την τελειω μένη μορφ ή ή π ο υ δ εν υ π ο ψ ιά ζε τ α ι ό τ ι α υτή μόνη μ π ο ρ εί ν α είν α ι το α ντ ικ ε ίμ εν ο μ ια ς ορ θ ο λ ο γικ ή ς κα ι σ υνειδη τή ς έρ ε υ ν α ς ...» . Σ τ ο ν « Ε υ π α λ ίν ο » μ π ορ ού μ ε ν α δ ια β ά σ ο υ μ ε τ α π αρ α κά τω : « ...Π ίσ τ ε υ ε π ω ς τ ο κ α ρ ά β ι ό φ ειλ ε κα τά κ ά π ο ιο τ ρ ό π ο ν α γενν η θ εί α π ό την ίδ ια τη γνώ ση της θ ά λ α σ σ α ς κ α ι ν α π ά ρ ει τη μορ φ ή του α π ό τ ο ίδιο της το κ ύ μ α !... Ό μ ω ς αυτή η γνώ ση σ υ ν ίσ τ α τ α ι στην π ρ α γ μ α τ ικ ότ η τ α σ το ν ’ α ντικ α τα σ τή σ ο υ μ ε στη σκέψ η μας τη θ ά λα σ σ α με τ ις π ιέσ ε ις π ο υ α σ κ εί π ά ν ω σ ’ έν α σώ μα - τό σ ο χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι γ ια ν α β ρ ο ύ μ ε τ ις ά λλες δ υ ν ά μ εις π ο υ είν α ι α ντ ίθ ετ ες σ ’ α υτές εδ ώ , κ α ι ν α έχ ου μ ε έτσι ν α κ ά ν ο υ μ ε με μια ισ ο ρ ρ ο π ία δ υ ν ά μ εω ν π α ρ μ έν ω ν α π ’ τη φ ύ σ η , κι ό π ο υ ο ι δ υ ο τ ο υ ς δ εν θ α α ντ ιπ α λ εύ α ν ά σ κ ο π α ...» . Σ τ ο ν « Ε υ π α λ ίν ο » π ά λ ι, α λλά σ το σ τό μ α του κα λλ ιτ έχν η -α ρ χ ιτέκ τ ο ν α , αυτή τη φ ο ρ ά β ρ ίσ κ ουμ ε τα εξής: « ...α ν α ζ ή τ η σ α την α κ ρ ί β εια μέσα σ τις σκέψ εις· έτσι ώστε α φ ο ύ π ερ ιλ η φ θ ο ύ ν με σ α φ ή νεια στη θεώ ρηση τω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν , ν α μ ετα β λ η θ ο ύν σ α ν α φ ’ εα υ τ ο ύ τ ο υ ς , σ ε π ρ ά ξ ε ις της τ έχ ν η ς μου ». Τ ο α π ο τ έλεσ μ α μια ς τ ό σ ο εισ δυ τικ ή ς μελέτης της π ρ ο σ π ά θ ε ια ς γ ια δ η μ ιο υ ρ γ ία δ ε θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α είν α ι ά λ λ ο α π ό έν α εξ ίσ ο υ μ α γε υ τ ικ ά ά ρ μ ο ν ικ ό σ ύ ν ο λ ο . Δ ια β ά ζ ο υ μ ε σ το ν « Ε υ π α λ ίν ο » : « ...Α υ τ ό ς ο κ ο μ ψ ό ς ν α ό ς , κ α ν έν α ς δ εν το ξ έρ ει, είν α ι η μα θημ ατική ε ι κ ό ν α μ ια ς Κ ο ρ ιν θ ία ς κόρ η ς π ο υ α γ ά π η σ α κ α ι μ’ έκ α ν ε ευ τυχισμ έ ν ο . Α ν α π α ρ ά γ ε ι π ισ τ ά τις ιδια ίτερ ες α ν α λ ο γ ίες της. Ε ίν α ι ζ ω ντ α νή γ ια μένα! Μ ου επ ισ τ ρ έφ ει ό λ α ό σ α της έ δ ω σ α ...» . Κ ι ακόμη π ιο λ υ ρ ικ ά , βρ ίσκ ουμ ε τα π α ρ α κ ά τ ω σ το « α ρ χ ιτ εκ τ ο νικ ό π α ρ ά δ ο ξ ο » :
Α
«Κ α ι ν α μες στη γ α λ ά ζ ια α τ μ ό σ φ α ιρ α τ ο Σ κ η ν ικ ό , σ α ν π λ ο ύ σ ια επ ιθ υ μ ία κ ά π ο ιο υ π α ιδ ιο ύ π ο υ βρήκ ε την εκ πλήρω σή τ η ς ... Σ α ν έν α π ρ ελ ο ύ δ ιο π ο υ α να γ γ έλ λ ει τ ο υ ς ν έ ο υ ς θ εσ μ ο ύ ς, η εξω τερική α ψ ίδ α α ν ο ίγ ε ι τώ ρ α γεμά τη υ π ο σ χ έσ εις, ο ι ελα φ ρ ές νευ ρ ώ σ εις τω ν τό ξ ω ν κ υ ρ τ ώ ν ο υ ν μ’ α νά λ α φ ρ ες μ ετα τ ο π ίσ εις κ α ι ο ι ν έ ε ς χ ά ρ ε ς τ ο υ ς τ ιν ά ζ ο ν τ α ι σε θ η λυ κ ού ς σ χη μ α τισ μ ο ύ ς π ο υ γ ίν ο ν τ α ι α ρ γ ά τα μ ικ ρά τ ό ξ α τω ν μίσ χω ν. Α π ’ τα π α ρ ά θ υ ρ α , μ α β ιές π λ α για σ μ ένε ς π α σ χ α λ ιές π έφ τ ο υ ν π ά ν ω σ τις π λ ά κ ες κ α τ α β ρ έχ ο ντ α ς α δ ιά κ ο π α
154/επιλογη π ο λ ύ τ ιμ ο υ ς λ ίθ ο υ ς . Κ α ι είν α ι α υ τ ό τ ο δ ά σ ο ς της σ ιω π ή ς ... Ε^ιεί, εκ εί τ ο υ ψ η λό μ π ο υ μ π ο ύ κ ια σ μ α τω ν π εσ σ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ρ ιν ο ειδ ώ ν κ ιό ν ω ν π ο υ φ υ τ ρ ώ νο υ ν σ μ ιχτά στη μ ε γα λό π ρ επ η σ κ ιά , α νά μ ε σ α σ τις α ρ α ιο σ π α ρ μ έν ες π λ ά κ ες - γε μ ά το ι ά νθ η μ υ σ τ η ρ ια κ ά , κ ρ ύ β ο ντ α ς ά νά γ λ υ φ α κά τω α π ’ τα α β ά κ ιά τ ο υ ς σ α ν ά λ λ ο υ ς κ α ρ π ο ύ ς του δ έντ ρ ο υ της γ νώ σ εω ς, τ α π α ν α ν θ ρ ώ π ιν α , μ α γικ ά ιδ εο γρ ά μ μ α τ α . Κ α ι είν α ι τ ο δ ά σ ο ς ό π ο υ λη σ μ ο νο ύ μ ε τ α π ά ν τ α κι α π ’ την α ρχή ξ α ν α μ α θ α ίν ο υ μ ε ψ α χ ο υ λε υ τ ά ! Κ α τ ά μή κος τω ν π ο λ ύ τ ιμ ω ν δ ρ ο μ ίσ κω ν π ο υ δ ια σ τ α υ ρ ώ ν ο ντ α ι με κ ε φ α λ ό δ εσ μ ο υ ς ιερ α τ ικ ο ύ ς, λ υ τ ο ύ ς , σ τε φ α ν ω μ έν ο υ ς με χ ρ υ σ ά φ ι, α π ρ ο σ δ ό κ η τ ο υ ς κι α μ ό λ υ ν το υ ς ό π ο υ α ν α δ ύ ο ν τ α ι χ λω μ ο ί ο ι κ ύ λικ ες π ο υ ευ ρ έθ η κ α ν σ τα β ά θ η τω ν β α γκ νε ρ ικ ώ ν σ το χ α σ μ ώ ν , μες σ τις π εδ ιά δ ε ς της σ ελή νη ς, κ α ι με τα λ λ ά χ τ η κ α ν ύ σ τ ερ α σε π ετ ρ ά δ ια π ο λ ύ τ ιμ α , α να λ υ τ ά π ά ν ω σ τα τείχη τ ου ι ε ρ ο ύ ...» . λλ ά ό σ ο σ υ ν α ρ π α σ τ ικ ά μα γευτική κ ι α ν είν α ι η π ερ ιπ έ τ εια του ν ο υ σ τις π ερ ιπ λ α ν ή σ εις του σ το χ α σ μ ο ύ τ ο υ , είν α ι επ ίση ς α δή ριτη κ α ι η ο ικ ο ν ο μ ία της α νά γκ η ς ν ά ξ α ν α β ρ ε ί α ρ γ ά ή γ ρ ή γ ο ρ α έν α μ ο ν ο π ά τ ι ν α επ ισ τ ρ έψ ει κ α ι π ά λ ι σ το ν εα υ τ ό τ ο υ . Μ ερ ικ ές φ ο ρ ές είν α ι σ υγκ ινη τική η στιγμή π ο υ ο π ο ιη τ ή ς β λ έ π ε ι ξ α φ ν ικ ά τ η ν ιδ έα π ο υ α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ ε ν α γ ίν ετ α ι ά φ α ν τ η α π ό τ α μά τια του: « ...Έ χ ο ν τ α ς δ εδομ ένη μια α π ’ α υ τ ές τ ις γ υ ν α ίκ ε ς π ο υ κ ο ιμ ο ύ ν τ α ι δ ύ ο , τ ρ ία ή δ έκ α χ ρ ό ν ια , δ εν είχε σ το δ ιά σ τ η μ α α υ τ ό κ α μ ιά α ίσ θ η ση: ν α μελετήσω λ ο ιπ ό ν την π τώ χευ ση (ή κ ά τ ι ά λ λ ο ) τ ο υ δ εδ ο μ έ ν ο υ με τ ο ο π ο ίο α π ο κ ο ιμ ή θ η κ ε. Ε ίν α ι έν α π ρ ό β λ η μ α υ π ερ β α τ ικ ή ς ψ υ χ ο λ ο γ ία ς , φ α ντ α σ τ ικ ή ς επ ίσ η ς, π ο υ είν α ι π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο ν α α ντιμ ετω π ισ τεί. Ο ι δ ια δ ο χ ικ ές ζ ώ νες α λ λο ίω σ η ς τω ν εικ ό νω ν κ .λ π .· ο ι μ ετα β ολ ές της γν ώ σ η ς π ο υ σ ιγ ά -σ ιγ ά α δ ε ιά ζ ε ι θ ’ α π ο δ ί δ ο ν τ α ν π ερ ίερ γα » . Τ ο δ ιή γη μ α ό π ο υ α να φ έρ ετ α ι τ ο π α ρ α π ά ν ω α π ό σ π α σ μ α έχ ει τ ο ν τ ίτλο « Α γά θ η » κ α ι έμ εινε π ρ α γ μ α τ ικ ά α τ ελείω τ ο . Α ξ ί ζ ε ι ό μ ω ς ν α σ η μ ειω θ εί η α ρ χ ικ ή του φ ρ ά σ η , π ο υ είν α ι ενδεικ τική τω ν π α ρ α π ά νω : « Ό σ ο π ερ ισ σ ό τ ερ ο σ κ έφ τ ο μ α ι, τ ό σ ο π ερ ισ σ ό τ ερ ο σ κέφ το μ α ι» . Α ν η ο μ ο λ ο γ ία της α δ υ ν α μ ία ς γ ια μια α τέρ μ ο νη α να ζή τη σ η π ρ ο εξ α γ γ έλ ετ α ι εδώ μ’ α υτή την π α ρ ά δ ο ξ η τ α υ τ ο λ ο γ ία , σ το τ έλ ο ς το υ «L og B o o k » του Κ ου Τ εσ τ, β ρ ίσ κ ο υμ ε μ ια ν ά λλη ρ ήσ η, α π ο φ θ ε γ μα τική , π ο υ μ ο ιά ζει τ ο π ρ ο ϊό ν του μ ό χ θ ο υ της α νά γν ω σ η ς εν ό ς «π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο υ βιβλίο υ » : « Ν α π ε ρ ιφ ρ ο ν ε ίς τις ιδέες σ ο υ , π ε ρ ν ο ύ ν α π ό τ ο ν ο υ σ ου σ α ν α π ό μ ό ν ες τ ο υ ς , κ α ι ξ α ν α π ε ρ ν ο ύ ν !...» .
Α
Γ. Β Ε Λ Ε Ν Τ Ζ Α Σ
π ολύχρονη κ α ι π ολύμοχθη προσφορά ν - Έ~Λ I Ί.4ΝΝΗ Σ ΑΪΤΑ: Μ άνη. Σελ. 175, διαστάσεις 2 1x25, χαρτί ιλλον' ^ “ ·υτρασιόν, εικονογραφημένο (έγχρωμες + ασπρόμαυρες φωτογρα(/ ίές + σκίτσα + διαγράμματα). Αθήνα, Μ έ λ ι σ σ α , 1987. εκ δ ο τ ικ ό ς ο ίκ ο ς « Μ έλισσ α» , σ το τ έλ ο ς το υ 1987 π α ρ ο υ σ ία σ ε σ το α να γν ω σ τ ικ ό κ ο ιν ό έν α ν ν έ ο τό μ ο στη σ ειρ ά « Ε λληνική Π α ρ α δ ο σ ια κ ή Α ρ χ ιτ εκ τ ο νικ ή » , π ο υ α φ ο ρ ά τη Μ ά νη . Ε δ ώ π ρ έπ ει ν α τ ο ν ίσ ο υ μ ε τη ν τερ ά σ τ ια σ υμβ ο λή το υ ο ίκ ο υ « Μ έλισσ α» στην « κ α τ α γρ α φ ή » του Ε λ λ α δ ικ ο ύ χ ώ ρ ο υ τμή μα με τμή μ α , π ο υ θ α δ ίν ε τ α ι ολοκ λη ρ ω μ ένη σ το κ ο ιν ό σε τ ό μ ο υ ς , μέσα σ το υ ς ο π ο ίο υ ς π ε ρ ι
Ο
Μ
ελετες
επιλογη/155 λ α μ β ά ν ο ν τα ι ά ρ θ ρ α - τεύχη (έν α ά ρ θ ρ ο κ α ι ιδια ίτερη π ερ ιο χ ή ) κα ι τα ο π ο ία θ α κ α λ ύ π τ ο ντ α ι κά τω α π ό έν α ν γ ε νικ ό τίτλο. Π .χ . ο Β ' τ ό μ ο ς α φ ο ρ ά τ ις Κ υ κ λά δ ες, α λλά π ερ ιέχ ει τ εύ χ η -ά ρ θ ρ α π ο υ α να φ έρ ο ν τ α ι σε ιδ ια ίτε ρ ο υ ς χ ώ ρ ο υ ς νη σ ιά , ό π ω ς Σ α ν τ ο ρ ίν η , Ά ν δ ρ ο , Τ ή ν ο , Ν ά ξ ο κ .λ π . Α ν τιλ α μ β ά ν ετ α ι κ ά θ ε α να γν ώ σ τ η ς την α ξιό λ ο γ η π ρ ω τ ο β ο υ λία το υ εκ δοτικ ού ο ίκ ο υ κ α ι τη σ ο βα ρ ό τη τα της π ρ ο σ φ ο ρ ά ς του στη χ ώ ρ α . Κ ά θ ε τ ό μ ο ς μ ά λισ τα α φ ο ύ είν α ι γ ρ α μ μ έν ο ς σ υ λλ ο γικ ά (α ν ά τ εύ χ ο ς κ α ι σ υ γ γ ρ α φ έα ς ) μετα τρ έπ ετα ι σε μια π α ν ο ρ α μ ικ ή θέαση της ελληνική ς α ρ χ ιτ εκ τ ονικ ή ς κ λ ή ρ ο ν ο μ ιά ς. Ο τ όμ ος π ο υ α φ ο ρ ά τη Μ άνη ξεφ εύ γ ει α π ό τα σ τενά ό ρ ια τω ν α π λ ώ ν τευ χ ώ ν (α ν ά 60 σ ελίδες έκ ασ το ς) κ α ι σ υ ν ισ τ ά έν α ν α υ τ ο τ ε λή τ ό μ ο π ο υ α φ ο ρ ά μ ό ν ο τη Μ άνη κ α ι είν α ι γρ α μ μ έν ο ς α π ό τ ο ν α ρ χ ιτ έκ τ ο να Γ ιά ννη Σ α ΐτ α , π ο υ σ α φ έσ τ α τ α με τ ο έρ γο του α υ τ ό ξ ε π ε ρ ν ά τα α π λ ά σ ύ ν ο ρ α της κ α τ α γρ α φ ή ς τω ν α ρ χ ιτ εκ τ ο νικ ώ ν σ το ιχ είω ν μια ς π ερ ιο χ ή ς . Ε ίν α ι μία π ο λ ύ σημα ντικ ή π ρ ο σ φ ο ρ ά τ ό σ ο επ ιστη μονική ό σ ο κ α ι φ ιλο λο γ ικ ή α π ό εκ είνες π ο υ ξ εχ ω ρ ίζο υ ν κ α ι π ο υ α ξ ίζ ο υ ν ιδια ίτερη α να φ ο ρ ά . ί ν α π ρ ω τ ο θ α υ μ ά σ ε ι κ α ν είς σ το ν υ π έ ρ ο χ ο α υ τ ό τό μ ο κ α ι τί ν α α ξιο λ ο γ ή σ ει; Τ ο ο π τ ικ ό υ λ ικ ό , το κ είμ εν ο , τις ά φ θ ο ν ε ς σ υ μ π λη ρ ω μ ατικές σ η μειώ σεις ή τ ο ν κ α τ α ιγ ισ μ ό τω ν σ χεδ ίω ν , σ κί τ σ ω ν, σ κα ριφ η μ ά τω ν οικισ μώ ν; Ε ίχ α την υ π ο μ ο νή ν α μετρήσω , σ ελ ίδ α -σ ελ ίδ α τ ο υ λικ ό α υ τ ό , έτσι α π ό φ ιλο λο γ ικ ή π ερ ιέρ γεια . Ο τ ό μ ο ς π ερ ιέχ ει. - 212 έγ χρω μες φ ω τ ο γ ρ α φ ίες δ ια φ ό ρ ω ν μεγεθ ώ ν - 19 α σ π ρ ό μ α υ ρ ες φ ω τ ο γ ρ α φ ίες δ ια φ ό ρ ω ν μεγεθ ώ ν - 12 γ κ ρ α β ο ύ ρ ες φ ω τ ο γ ρ α φ ίες δ ια φ ό ρ ω ν μεγεθώ ν - 11 χ ά ρ τ ες σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ ς ή π α λ α ιο ύ ς - 15 τ υ π ο γ ρ α φ ικ ά σ χέ δ ια - 32 δ ια γρ ά μ μ α τ α α να π τ ύ ξ εω ς οικ ισ μ ώ ν - 224 α ρ χ ιτ εκ τ ονικ ά σ χέ δ ια κ ά θ ε μ εγέθ ο υ ς - 9 π ίνα κ ε ς - Β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία 77 ελληνικώ ν κ α ι ξ εν ό γλω σ σ ω ν π η γ ώ ν , ά ρ θ ρ ω ν, βο η θη μά τω ν κ .λ π . - γλ ω σ σ ά ρ ι - ευ ρ ετή ρ ιο ο ν ο μ ά τ ω ν κα ι όρ ω ν
Τ
λ α α υ τ ά δ ο σ μ έ να σ ’ έν α δ εμ έν ο α ισ θ η τικ ά α π ο τ έλεσ μ α α φ ο ύ τ ο π λ ή θ ο ς τ ο υ ς δ εν κ ο υ ρ ά ζ ε ι α λλά α ντ ίθ ετ α σε κ ρ α τά κο λ λη μμένο π ά ν ω σ το β ιβ λ ίο . Τ ε χ ν ικ ά ο τ ό μ ο ς είν α ι υ π έ ρ ο χ ο ς . Τ ο κ α σέ (η α ισ θητική σ ύνθ εση εικ ό νω ν κ α ι κειμ ένο υ τω ν σ ελίδω ν) είν α ι π ο λ ύ κ α λ ό , η α π ό δ ο σ η τω ν έγχρω μω ν σ λάιτς επ ίσ η ς π ο λ ύ καλή κα ι γίν ετ α ι α μ έσ ω ς φ α νερ ή η π ρ ο σ π ά θ ε ια π ο υ κα τα βλή θ η κε για την ά ρ τ ια π α ρ ο υ σ ία σ η του έρ γο υ , τό σ ο επ ισ τ η μ ο νικ ά ό σ ο κ α ι α ι σ θη τικ ά. Κ α ι θ α ή τ α ν α ντιφ α τικ ή η μη α ισ θητική π α ρ ο υ σ ία μ ια ς π α ρ ό μ ο ια ς ερ γα σ ία ς π ο υ τ ο π ερ ιεχ ό μ εν ό της α φ ο ρ ά την α ρχιτεκ το νικ ή εν ό ς ιδ ιό τ υ π ο υ χ ώ ρ ο υ ό π ω ς α υ τ ό ς της Μ ά νη ς. Κ α ι εδώ π ρ έπ ει ν α α να φ ερ θ εί ότι μέσα α π ό τ ο ν τ ό μ ο α υ τ ό , σ ελίδ α με τη σ ελίδ α , έρ χ ε τ α ι σ τη ν ε π ιφ ά ν εια η μ α ρτυρική π ο ρ εία του σ υ γγ ρ α φ έα /α ρ χ ιτέκ τ ο ν α Γ ιά ννη Σ α ΐτ α ν α ολοκ λη ρ ώ σει την π ρ ο σ π ά θ ε ιά τ ο υ . Ο κ ό π ο ς γ ια τ ο υ ς σ χε δ ια σ μ ο ύ ς , τ ο ψ ά ξιμ ο , τ ο μέτρη μα, τ ο π ή γ α ιν ε-έλ α στη ν ά νυ δρ η κ α ι σκληρή ( α π ό ά π ο ψ η σ υνθ η κ ώ ν) Μ ά ν η , ο χ ρ ό ν ο ς π ο υ σ έρ νετα ι α στα μά τητα κ α ι π ο υ σ ε π α ρ ό μ ο ιε ς δ ο υ λ ε ιέ ς δ εν επ α ρ κ εί, τ ο π ά θ ο ς κ α ι τ ο μεράκι-· Α λ λ ά τί σ η μ α ίνει π ά θ ο ς τ ο ν ιώ θ ει μ ό ν ο ο ίδ ιο ς ο σ υ γγ ρ α φ έα ς , π ο υ τ ο υ λ ικ ό τ ο ο π ο ίο π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι τ ο έχει επ ιλέξ ει α νά μ ε σ α σε δ εκ α π λ ά σ ιο (ή κα ι π ερ ισ σ ό τ ερ ο )
Ο
156/εττιλογη υ λικ ό το ο π ο ίο έχει συγκ εντρώ σει, τό σ ο κ α ι τέτο ιο σε π ο ιό τη τα π ο υ κ ά λλισ τα μπ ορ ού μ ε ν α π ο ύ μ ε ότι π ρ ό κ ειτ α ι για έρ γο ζω ής. Π ο λ λ ο ί π ισ τ εύ ο υ ν ότι το ο ικ ο ν ο μ ικ ό π ρ ό βλη μ α είν α ι κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό τ ο λ ά θ ο ς είν α ι ότι το κ α θ ο ρ ισ τικ ό σ το ιχ είο είν α ι η α γά π η κ α ι το π ά θ ο ς γ ια την έρ ευ να , α υτό το σ αρ ά κι π ο υ κατατρώ ει τη σ άρ κα του κ ά θ ε ερευνητή κ α ι τ ο ν κ ά νει ν α σ π α τ α λά τη ζω ή του α νά μ εσ α σ το φ θ ο ρ ο π ο ιό χ ρ ό ν ο κ α ι το σκλη ρό χώ ρ ο. Ό μ ω ς κ ε ρ δ ίζει σε σ ε βα σμ ό γ ια μια π ρ ο σ φ ο ρ ά α ξεπ έρα στη . σ υ γγ ρ α φ έα ς/επ ισ τ ή μ ο να ς Γ ιά ννη ς Σ α ΐτ α ς π ρ έπ ει ν α α ισ θ ά ν ε τ α ι υ π ε ρ ή φ α ν ο ς γ ια τη μονα δική αυτή δ ο υ λ ε ιά τ ο υ , π ο υ σ τοιχ ειοθ ετ εί μια α πα ρ ά μ ιλλη π ρ ο σ φ ο ρ ά σ το ν τ ό π ο . Κ α ι α υτό το νιώ θ ει κ ά π ο ιο ς εφ ό σ ο ν έχει κ α ι ο ίδιο ς δ ια τρ έξει τη Μ ά νη , έχει ζή σ ει το χώ ρ ο κ α ι τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς , έχει αντιλη φ θεί τη δυσ κ ο λία της π ρ οσ έγ γισ η ς σ τις δ ιά φ ο ρ ες π ερ ιο χ ές. Γ ιατί η Μ άνη είν α ι ένα ς «δ ύσ κολος» χ ώ ρ ος, π ο υ χρ ειά ζε τ α ι π ο λύ α γά π η ν α τ ο ν πλη σιά σεις κ α ι ν α τ ο ν μελετήσεις. Χ ρ ειά ζ ετ α ι κ ο υ ρ ά γ ιο κ α ι π είσ μ α , π ά θ ο ς κ α ι φ α ντ α σ ία , χ ρ ειά ζε τ α ι πίστη σ ’ α υ τ ό π ο υ κ ά νεις. Δ ε θέλω ν α α να φ ερ θ ώ στο κ είμ ενο κ α ι στις ά φ θ ο ν ες σ υμπ ληρ ω ματικές υ ποσ η μ ειώ σ εις του (370 σ υνο λικ ά !) για τί ν ο μ ίζ ω ότι θα επ α να λά β ω τα ίδια επ α ινετ ικ ά σ χό λ ιά μου. Π ισ τεύω ότι είν α ι ο λ ο κληρω μ ένο κείμ ενο π ο υ «δένει» α ρ μ ο νικ ά με το φ ω τογ ρ α φ ικ ό τμή μα του τόμ ου . Ο σ υ γγ ρ α φ έα ς χω ρ ίς π λα τ εια σ μ ο ύ ς κ α λύ π τει το θ έ μα του ικ α νοπ οιη τικ ά κ α ι φ α ίν ετ α ι ότι π ετ υ χ α ίν ει ν α ισο ρ ρ ο π ή σ ει σ το υ λικ ό του. Έ ν α υ λικ ό π ο υ είν α ι ά ρτια δ ια στα υ ρω μ ένο κα ι τεκμηριω μένο. Π ρ όκ ειτα ι γ ια μια πρ αγμα τικ ή π ρ ο σ φ ο ρ ά κα ι α ξ ίζ ο υ ν σ υ γχ α ρ η τήρ ια τόσ ο σ τον ίδ ιο το σ υ γγ ρ α φ έα ό σ ο κ α ι σ τον εκ δοτικό ο ίκ ο π ο υ το π α ρ ο υ σ ία σ ε κ α ι α νέ λα β ε τη μεγάλη οικο νο μ ικ ή (ό π ω ς φ α ν τ ά ζο μ α ι) επ ιβά ρυ νσ η .
Ο
ΧΡΗΣΤΟΣ Δ . Λ Α ΖΟ Σ
α π ό τ η “ γ υ ν α ι κ ε ί α ” ισ τ ο ρ ία σ τη ν Ισ τ ο ρ ία t —τ '- , Ε Λ Ε Ν Η Σ Β Α Ρ ΙΚ Α: Η εξέγερση των Κ υριώ ν. Η γένεσ η μ ια ς φεμι\ Α ^ ν ι στικ ής συνείδησ ης στη ν Ε λλά δα , 1833-1907. Α θήνα, Ε μ π ο ρ ι κ ή Τ ρ ά π ε ζ α , 1987. Σελ. 308.
«...κα λό τυχη η γυνα ίκα πο υ τη ζω ή π αντοτεινά τήνε περνά ει στο σπίτι, κ ι έχει τον άντρα ίσκιο τη ς και τα πα ιδιά τη ς δόξα» ν α τ ο δ ημοσ ίευμ α στη σ ειρά Μ ελετώ ν Ν εο ελλ η νική ς Ισ το ρία ς του Ιδ ρύ μ α τος Έ ρ ε υ ν α ς κ α ι Π α ιδ εία ς της Ε μ π ορικ ή ς Τ ρ ά π ε ζ α ς της Ε λ λ ά δ ο ς , το κα λα ίσθ η το κα ι επ ιμελημένο β ιβλίο της Ε λ έ ν η ς Β α ρ ίκ α σ υμπ ληρ ώ νει ήδη έν α χ ρ ό ν ο π α ρ ο υ σ ία ς στα γρ ά μμ ατά μα ς. Ύ σ τ ερ ο , α λλά ό χ ι τ ελευτα ίο , το β ιβλίο α υτό (επ εξεργα σμ ένη μορφ ή της δ ια τρ ιβ ής της Ε .Β .), ενισ χύ ει την π ο ιο τ ικ ά - α λλά κα ι π ο σ ο τ ικ ά - α ξιόλογ η συμβολή τω ν γυ ν α ικ ώ ν επ ιστη μόνω ν στη με-
Ε
Ι
ς τΌΡΙΑ
επιλογη/157 λέτη τ ο υ « γ υ ν α ικ είο υ ζη τή μ α το ς» * . Μ ο ιρ α σ μ έν η σε τ έσ σ ερ α κ ε φ ά λ α ια , π ο υ υ π ο δ ια ιρ ο ύ ν τ α ι α ν τ ί σ τ ο ιχ α σε έ ξ ι, έ ξ ι, επ τ ά κ α ι τ έσ σ ερ ις π α ρ α γ ρ ά φ ο υ ς (μ ε τ ίτ λ ο υ ς π ε ρ ιγ ρ α φ ικ ο ύ ς , ερ μ η ν ευ τ ικ ο ύ ς , α κ ό μ α κ α ι α π ο ρ η μ α τ ικ ο ύ ς , π ο υ σ υ χ ν ά π α ρ α θ έ τ ο υ ν τ ο υ ς ό ρ ο υ ς μ ια ς α ντ ίθ εσ η ς , π ρ ο ε ιδ ο π ο ιο ύ ν ή α π λ ώ ς π ρ ο ε τ ο ιμ ά ζ ο υ ν , π ρ ο α ν α γ γ έ λ λ ο ν τ α ς κ α ι α π ο σ α φ η ν ίζ ο ν τ α ς τ α π λ α ίσ ια τω ν π ρ ο β λη μ α τισ μ ώ ν π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι σ το κ ε ίμ ε ν ο ) , η ερ γ α σ ία τη ς Ε .Β . θ έλ ει ν α εξη γ ή σ ει κ α ι ν α σ χ ο λ ιά σ ει τ η ν ύ π α ρ ξ η εν ό ς ρ εύ μ α το ς γ ια την ισότη τα τω ν φ ύ λ ω ν σ τα τέλη το υ 19ου α ιώ ν α α ν α λ ύ ο ν τ α ς τη θ εμ α τ ο λ ο γ ία της Ε φ ημ ερίό ο ς τω ν Κ υ ριώ ν (π ρ ώ τ ο έ ν τ υ π ο στη ν Ε λ λ ά δ α π ο υ σ υν τ ά σ σ ε τα ι α π ο κ λ εισ τ ικ ά α π ό γ υ ν α ίκ ε ς - ή «π ρ ω τ ο φ εμ ιν ισ τ ικ ό » , ό π ω ς χ α ρ α κ τ η ρ ίζε τ α ι α π ό τη σ υ γ γ ρ α φ έα ) κ α ι π α ρ α κ ο λ ο υ θ ώ ν τ α ς την εξέλιξη τη ς ζω ή ς τω ν γ υ ν α ικ ώ ν τω ν « μ εσ α ίω ν στρ ω μά τω ν τη ς π ό λ η ς» α π ό τ ις π ρ ώ τ ες δ ε κ α ετ ίες τη ς ίδ ρ υ σ η ς τ ου ελλ η νικ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς . α χ ρ ο ν ικ ά ό ρ ια τη ς μελέτης (1 8 3 3 -1 9 0 7 ) ξ ε π ε ρ ν ο ύ ν (ή π α ρ α β ιά ζ ο υ ν ) τ ο δ ιά σ τ η μ α της κ υ κ λ ο φ ο ρ ία ς του π ε ρ ιο δ ικ ο ύ (18871917) γ ια δ ύ ο κ υ ρ ίω ς λό γ ο υ ς : η σ υ γ γ ρ α φ έ α ς α σ χ ο λ ε ίτ α ι με την ε β δ ο μ α δ ια ία Ε φ ημ ερίδ α τω ν Κ υριώ ν (1 8 8 7 -1 9 0 7 ), η ο π ο ία α π ό τ ο 1908 γ ίν ε τ α ι δ εκ α π εν θ ή μ ερ η , α λ λ ά ζ ε ι σ χή μ α κ α ι ο υ σ ια σ τ ικ ά π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ο , κ α ι (λ ό γ ο ς π ιο σ η μ α ν τ ικ ό ς π ο υ εξ η γ εί τη μ ετά θ εσ η του χ ρ ο ν ικ ο ύ ο ρ ίο υ π ρ ο ς τ α π ίσ ω ) χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί σ α ν θ εω ρη τικ ή α φ ε τ η ρ ία τη ν α ντίλη ψ η ότι η ισ τ ο ρ ία τ ω ν γ υ ν α ικ ώ ν α π ο τ ε λ εί « σ υ σ τα τ ικ ό σ τ ο ιχ είο της Ισ τ ο ρ ία ς » , α ν α τ ρ έ χ ο ν τ α ς έτσι σ τις σ υ ν θ ή κ ε ς π ο υ επ έτ ρ εψ α ν ή π ρ ο σ δ ιό ρ ισ α ν τη γ ένεσ η κ α ι τ η ν α ν ά π τ υ ξ η τ ο υ φ α ι ν ο μ έ ν ο υ π ο υ εξ ετ ά ζει. Μ ια ά λλη α νά γν ω σ η τη ς ισ τ ο ρ ία ς , α υτή π ο υ ξ ε κ ιν ά α π ό τ ο μ ύ θ ο κ α ι ο δ η γ ε ί στη ν ο υ τ ο π ία , έχ ει εξ ά λ λ ο υ υ π ο δ ε ιχ θ ε ί α π ό τ ις σ υ ν τ ά κ τ ρ ιες τ η ς Ε φ ημ ερίό ο ς ( « Έ ν α α π ό τ α κ α θ ή κ ο ντ α τη ς Ε φ ημ ερίό ο ς τω ν Κ υριώ ν είν α ι “ ν α α να τ ρ έχ η τ α ς β ιβ λ ιο θ ή κ α ς ό λ α ς , ό π ω ς εκ της ισ τ ο ρ ία ς , τ ο υ μ εγά λο υ τ ο ύ τ ο υ το υ π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς δ ιδ α σ κ ά λ ο υ , α ντλ ή επ ιχ ειρ ή μ α τ α π ρ ο ς υ π ε ρ ά σ π ισ ιν ” τ ω ν γ υ ν α ικ ώ ν » , σ η μ ειώ νει κ α ι η Ε .Β . σ τη ν τ ελ ε υ τ α ία της π α ρ ά γ ρ α φ ο ) στη ν π ρ ο σ π ά θ ε ιά τ ο υ ς ν α υ π ο γ ρ α μ μ ίσ ο υ ν τ ο ν « κ ο ιν ω ν ικ ό κ α ι επ ο μ έ νω ς μ ετα βλ η τό χ α ρ α κ τ ή ρ α τ ω ν σ χέσ εω ν α ν ά μ ε σ α σ τα φ ύ λ α » . Η δ ιπ λή χρ ήσ η της ισ τ ο ρ ία ς (α π ό τ η ν ισ τ ο ρ ικ ό κ α ι τ ις σ υν ε ρ γ ά τ ρ ιες τ ου π ε ρ ιο δ ικ ο ύ ), π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι κ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α ε μ π ε ρ ιέχ ετ α ι στη μελέτη α υ τ ή , ο ρ ίζ ο ν τ α ς τις α ν α φ ο ρ έ ς τη ς κ α ι π ερ ιγ ρ ά φ ο ν τ α ς τ ο ο ρ α τ ό τ έρ μ α της. Η Ε φ ημ ερίς τω ν Κ υριώ ν, με δ ιε υ θ ύ ν τ ρ ια τη δασκ ά λα , δ η μ ο σ ιο γ ρ ά φ ο κ α ι σ υ γ γ ρ α φ έ α Κ α λλιρ ρ ό η Π α ρ ρ έ ν , εκ δ ίδ ε τ α ι ο κ τ α σ έλιδη κ ά θ ε Κ υ ρ ια κ ή με μ ό ν ιμ ες σ τή λες τ ο κ ύ ρ ιο ά ρ θ ρ ο , τ η ν επ ιφ υ λ λ ίδ α κ α ι τη ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία κ α ι έρ χ ετ α ι δεύτερ η σ ε κ υ κ λ ο φ ο ρ ία μετα ξύ τ ω ν ε β δ ο μ α δ ια ίω ν π ερ ιο δ ικ ώ ν π ο υ τ υ π ώ ν ο ν τ α ι σ τη ν Α θ ή ν α . Μ ε
Τ
Σημειώνουμε εδώ (η επιλογή είναι ενδεικτική) την προβληματική της Άννας Φραγκουδάκη για τον σεξισμό στη γλώσσα, όπως διατυπώνεται σε αρθρογραφία της στο περ. Δίνη (2/3, Οκτ. 1987/Ιούλ. 1988) και στην πρόσφατη μονογραφία της Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1987 και τις εργασίες των: Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα (4 μελετήματα), Αθήνα 1984· Έφη Αβδελά - Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Αθήνα 1985· Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), Αθήνα, ΙΑΕΝ, 1986' Αλεξάνδρα Μπακαλάκη - Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα (1830-1929), Αθήνα, ΙΑΕΝ, 1987' Ελένη Φουρναράκη, Οι ιδέες για την εκπαίδευση των κοριτσιών στο ελληνικό κράτος (19ος αιώνας). Συλλογή κειμένων και τεκμηρίων, Αθήνα, ΙΑΕΝ, 1987. Μετρώντας ήδη τρεις τίτλους σχετικούς με την εκπαίδευση, περιμένουμε τη δημοσίευση των μελετών της Κωστούλας Σκλαβενίτη για τη σχέση των γυναικών με τον εθνικισμό την περίοδο 1909-1914 και της Έφης Αβδελά, για τις γυναίκες δημο σίους υπαλλήλους στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
158/επιλογη κ ύ ρ ιο σ τό χ ο τη βελτίω ση της θ έση ς τω ν γ υ ν α ικ ώ ν στη ν ο ικ ο γ έν εια - σ τό χ ο π ο υ κ α τα λή γ ει στην εξιδ α ν ίκ ευ σ η της μη τρότη τας (« α γ α π ώ μ εν τ ο ν ά ν δ ρ α δ ια τα τ έκ ν α μα ς», δ ια β ά ζο υ μ ε στη ν « Ε π ισ το λ ή ν φ ίλη ς π ρ ο ς ν έ α ν μητέρα» το υ 1904), το π ερ ιο δ ικ ό δ ιεκ δικ εί το δ ι κα ίω μ α στην («ιδ ια ίτερ η » γ ια τις γυ ν α ίκ ες) εκ π α ίδευσ η κα ι στην ερ γ α σ ία , π ο υ θ εω ρ είτα ι μέσο α νύ ψ ω σ η ς του γά μ ο υ κα ι π ρ ο τ είνετ α ι σ α ν εν α λλα κτική λύση σ τη ν π ρ ο ίκ α , α φ ή ν ο ντ α ς γ ια ά λλες π ιο ευ νο ϊκ ές σ υνθ ή κ ες τη διεκδίκ ησ η τω ν π ο λιτ ικ ώ ν δικ α ιω μ ά τω ν («Η γυ ν ή εν Ε λ λ ά δ ι δ εν είν α ι εισ έτι εις θ έσ ιν ν α επ ιδ ιώ ξη ο ύ τε π ο λ ιτ ι κ ή ν χειρ α φ έ τη σ ιν , ο ύ τ ε ... κ α ι δ η μ ό σ ια α ξιώ μ α τα » , έγ ρ α φ ε η Ε φ η μερίδ α σ τα 1887). π α ρ ο υ σ ία σ η κ α ι η α νά λυ σ η τ ο υ π ερ ιεχ ο μ έν ο υ του π ε ρ ιο δ ι κ ού γ ίν ετ α ι κυ ρ ίω ς σ το τέτα ρτο (κ α ι τ ελευ τ α ίο ) κ εφ ά λ α ιο της ερ γα σ ία ς της Ε .Β . κ α ι δ εν είν α ι εξα ντλη τικ ή , ό π ω ς ά λλω στε δ η λώ νει κ α ι η ίδ ια η σ υ γ γ ρ α φ έα ς σ τη ν Ε ισ α γω γή της, α φ ο ύ «μια συστη μα τική μελέτη τ ύ π ο υ » δ εν α π ο τ έ λεσ ε τελικ ά π ρ ό θ εσ ή της. Α ν με την Ε φ ημ ερίδα τω ν Κ υριώ ν η Ε .Β . π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί την α ν ά π τ υξη της «φ εμ ινιστικ ή ς σ υνείδη σ η ς» ό π ω ς εκ δη λώ νετα ι τ ις τ ελευ τ α ίε ς δ εκ α ετ ίες του 19ου α ιώ ν α , σ υ νείδη σ ή ς π ο υ επ ιτ ρ έπ ει α ρ χ ικ ά τη «διεκδίκ ησ η της π λ ή ρ ο υ ς έν τ α ξ η ς τω ν γ υ ν α ικ ώ ν σ τη ν έ ν ν ο ια ά νθ ρ ω π ο ς » , σ τα δ ύ ο π ρ ώ τ α κ ε φ ά λ α ια το υ β ιβ λίο υ της, α υ τ ά π ο υ ε ξ ε τ ά ζο υ ν τις α ντ ικ ε ιμ εν ικ ές σ υνθ ή κ ες της ζω ή ς τω ν γ υ ν α ικ ώ ν τω ν «μ εσα ίω ν σ τρω μάτω ν της π ό λ η ς» , η σ υ γγ ρ α φ έα ς γ ια ν α υ π ο σ τ η ρ ί ξ ε ι την έλλειψ η δ ια θ έσ ιμ ω ν π η γ ώ ν , χρ η σ ιμ ο π ο ιεί τη λ ο γ ο τ εχ νία σ α ν «ισ τορ ικ ό υ λικ ό» π ο υ μ π ο ρ εί ν α μας π λη ρ ο φ ο ρ ή σ ει γ ια τις α ντ ιλή ψ εις, τ ις α ξ ίε ς κ α ι τ ις φ α ντ α σ ιώ σ εις σχετικ ά με τη δ ια φ ο ρ ά κ α ι τ ο υ ς ρ ό λ ο υ ς τω ν φ ύλ ω ν. Η εύγλω ττη κ α ι εύ στοχη στη σ υ γκ ε κρ ιμένη π ερ ίπτω ση χρήση της λο γ ο τ εχ νικ ή ς «μ α ρ τυρ ίας» α π ο τ ε λ εί ω σ τόσ ο π ρ ο ϊό ν μια ς δ ιπ λή ς επ ιλογής: του λ ο γ ο τ έχ νη - π ρ ώ τα (π ο υ μ εσ ολα β εί α νά μ ε σ α στη ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α ι τ ο έρ γο π ο υ δ η μ ιο υ ρ γ εί ή π α ρ ά γ ε ι) κ α ι της ερ ευ νή τ ρ ια ς - εκ τω ν υστέρ ω ν. Π ερ ιμ έ νο ν τ α ς την « ο υ το π ία μια ς κ ο ιν ό τ η τ α ς ό π ο υ “ α νή ρ και γυ ν ή θ α α ισ θ ά ν ο ν τ α ι εν τα υτώ τ ο θ ά λ π ό ς κα ι την σ το ρ γ ή ν ” », η Ε λ ένη Β α ρ ίκ α μα ς εξη γ εί π ω ς η ισ τ ο ρ ία τω ν γ υ ν α ικ ώ ν είν α ι η ισ τ ορ ία μια ς (συ γκ ριτική ς) σ χέση ς κ ο ιν ω ν ικ ώ ν ρ ό λω ν κ α ι θέσεω ν τω ν δ ύ ο φ ύλ ω ν. Ε κ α τ ό κ α ι έν α χ ρ ό ν ια μετά, το ερώ τημα π ο υ δ ια τ ύ π ω νε η Κ α λ λιρ ρ όη Π α ρ ρ έν σ τα 1887 « είν α ι α τύχη μ α ν α γ εννη θή τις γυνή:··, έχ ει γ ίν ε ι τ ο υ λ ά χ ισ το ν « α νε π ίκ α ιρ ο » .
Η
Β ΙΚ Υ Π Α Τ Σ ΙΟ Υ
επιλογη/159
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ • Πιέρ Μάκ Ό ρλάν Η ΑΓΚΥΡΑ Τ Η Σ Σ Ω Τ Η Ρ ΙΑ Σ
• Ε μμανουήλ Ροΐδης •
ΑΦ Η ΓΗ Μ ΑΤΑ
.
Κω ν/νος Ράδος
•
Μάρκ Τουαίν Ο Ι Π Ε Ρ ΙΠ Ε Τ Ε ΙΕ Σ Τ Ο Υ Χ Ω Κ Φ ΙΝ Τ όμοι 2
Ο Π Ε ΙΡ Α Τ Η Σ ΤΗ Σ ΓΡΑΜ ΒΟ ΤΣΗ Σ
• ’Ιάκωβος Πολυλάς •
Δ ΙΗ Γ Η Μ Α Τ Α
•
Βολταϊρος
Κω ν/νος Μεταξάς Βοσπορίτης
•
Φιλίπ Μπαρμπώ
Μ ΙΚ Ρ Ο Μ Ε Γ Α Σ Ο Τ Υ Φ Λ Ο Π Ο Ν Τ ΙΚ Α Σ
ΣΚΗ Ν ΑΙ ΤΗ Σ ΕΡΗ Μ Ο Υ
• Ά λ . Παπαδιαμάντης ΠΟΙΗΣΗ • Κώστας Στεργιόπουλος
Η Φ Ο Ν ΙΣ Σ Α
•
Δημ. Βικέλας ΛΟΤΚΗ Σ ΛΑ ΡΑ Σ
•
Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α Α ' 194 5 -19 6 5
Κ. Χρηστομάνος •
Κ Ε Ρ Ε Ν ΙΑ Κ Ο Τ Κ Λ Α
Υ Π Ε Ρ Τ Η Σ Τ Υ Χ Α ΙΑ Σ Α Ν Τ ΙΣ Τ Ρ Ο Φ Η Σ
m. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ • Γκράχαμ Γκρήν
•
• Έ ρμαν Έ σ σ ε
•
Σωτήρης Κακίσης
•
Νίκος Χουλιαράς
ΣΑΠΦ Ω -
Ο ΛΥΚΟ Σ ΤΗ Σ ΣΤΕΠ ΑΣ
Μπροΰνο Σούλτς
Χέρμαν Ούνγκαρ
•
Σάουλ Μπέλοου
!* >
Η ΤΑΞΗ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ • Νίκος Δήμου
Ο Ι Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε ΙΣ ΤΟ Υ Μ ΟΣΜ Π Υ
•
Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α
Ο Χ Ρ Ο Ν Ο Σ Ε ΙΝ Α Ι Π Α Ν Τ Α Μ Ε ΤΟ Μ ΕΡΟ Σ ΤΟ Υ
Τ Α Μ Α Γ Α Ζ ΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝ Ε ΛΑΣ
•
Θανάσης Κωσταβάρας Ο Φ ΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ
Ο Ε Π ΙΤ ΙΜ Ο Σ Π Ρ Ο Ξ Ε Ν Ο Σ
•
Γιάννης Κωνσταντέλλης
Η Μ Ε Ρ Ο Λ Ο Γ ΙΟ ΤΟΥ ΚΑΥΣΩ Ν Α
Φράντς Κάφκα
• Έμμανουήλ-Γεώργιος Βακαλό
ΣΤΟ ΥΠ ΕΡΩ Ο
Ο Π Τ ΙΚ Η Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ • Πήτερ Φοΰλερ
•
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
•
Ν. Παπαντωνίου ΟΙ Μ Ο ΡΦ ΕΣ Ε ΛΕ ΥΘ Ε ΡΟ Υ ΚΡΑΤΟ ΥΣ ΠΟΥ Ο Ρ Α Μ Α Τ ΙΖ Ο Ν Τ Α Ν Ο Ι Α Γ Ω Ν Ι Σ Τ Ε Σ Τ Ο Υ ’2 1
Νίκη Λοΐζίδη Ο Μ ΥΘΟΣ ΤΟΥ Μ ΙΝ Ω Τ Α Υ Ρ Ο Υ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Τ Ο Π Ο Ρ ΙΑ ΤΟΥ Μ ΕΣΟΠΟΛΕΜ ΟΥ
& ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ • ’Ά ννα Ποταμιάνου Τ Α Π Α ΙΔ ΙΑ Τ Η Σ Τ Ρ Ε Λ Α Σ
mm* Μαυρομιχάλη 9, Αθήνα, Τηλ. 360.77.44
πεζογραφία HOW ARD JAC O B SON: Η αράχνη. Μ ετ. Γ ιώ ρ γ ο ς Μ παρουξής. Α θ ή ν α , A q u a riu s, 1988.
Ο Χάουαρντ Τζέικομπσον γεν νήθηκε στο Μάντσεστερ το 1942. Δίδαξε Αγγλική Λογοτεχνία σε διά φ ορ α π α νεπισ τή μια, μεταξύ τω ν ο π ο ίω ν και το Π ανεπιστήμιο του Σίτνεί. Θ εωρείται ένας οξύς και ιδ ιαί τερα πνευματώδης πα ρατηρητής τω ν α ν θ ρ ώ π ιν ω ν ελαττωμάτων. Συνδυάζοντας τη σκληρή κριτική με το αστείο καταφέρνει να δια κω μω δεί με έναν αρ ισ τοφ ανικό τρ ό π ο τις ανθρώπινες αδυναμίες. Στο μυθιστόρημά του η Α ρ ά χ ν η πέ ρ α α π ό ^ ην ιδ ιόμορφ η πε ρ ιγραφ ή της Αυστραλίας, σατυρίζει την ακαδημαϊκή ζωή και πα ρατη ρ εί τις σχέσες ανδρών-γυν α ικώ ν με ένα π ρ α γμ α τ ικ ά ξε καρδιστικό τ ρ όπ ο. Πρόκειται για ένα επικίνδυνα σατιρικό μυθιστό ρ ημα π ο υ χαρακτηρίζεται α π ό το αναρχικό χ ιούμορ του Τζέικο μπσον. Ο αφηγητής του μυθιστορήμα τος Καρλ Λέον Φ όρλοκ ξεκινά α π ό μια βροχερή πό λη της Βό ρειας Αγγλίας, σπουδάζει ηθική στο Κέμπριτζ και γίνεται π ρ ά κ τ ο ρας της CIA. Φθάνει στην Αυ στραλία ό π ο υ τον δαγκώνει μια δηλητηριώ δης αράχνη σε ένα ιδ ιαίτερα α π ό κ ρ υ φ ο σημείο του σώ ματός του. Τότε αρχίζει να αναλογίζεται τις σχέσεις του με τις γυναίκες της Αυστραλίας. Η Αράχνη είναι ένα σατιρικό και διδακτικό μυθιστόρημα ό π ου ο αναγνώστης διαπιστώ νει την πνευμα τώ δη πα ρατηρ ητικότητα του Χάουαρντ Τζέικομπσον.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ Χαρ. Τρικούπη 49 Τηλ 3627.341 - 3606.137
>
☆
ΕΚΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ☆ ΕΚΠΤΩΣΙΣ
-ΞΞΞ Ο Λ Ο
Τ Ο
1G - 2 0 % Χ Ρ Ο Ν Ο Ι
ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΙΔΗ
ισόγειο Κολοκοτρώνη
ά
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
- κ ο μ π ιο υ τ ε ρ ς - α ρ χ ιτ ε κ τ ο ν ικ ά - η λ εκ τ ρ ο ν ικ ά - κ λ π . τ ε χ ν ικ ά β ιβ λ ία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
ν έ ε ς ε κ δ ό σ ε ις - γ υ ν . θ έ μ α τ α - λευ κ ώ μ α τ α π ε ρ ιο δ ικ ά Ί'
ισ τ ο ρ ία - π ο λ ιτ ικ ή - φ ιλ ο σ ο φ ία κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ία - ψ υ χ ο λ ο γ ί α - π ο ίη σ η μ ελ έτ ες
I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΓ
(ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ο Π Α ΙΔ Ε ΙΕ Σ Μ ΙΣ Ο Τ ΙΜ Η Σ ΕΥ Κ Ο Λ ΙΕ Σ Π Λ Η Ρ Ω Μ Η Σ
I
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑ
IΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
Ζ VIZOUIAI ZVIVdIBU -V IV 9 IB AOVJONVIZOUIAI IV IV dl3U - VIVBIB
εκδόσεις κέδρος
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΠΟΛ ΒΑΤΖΛΑΒΙΚ Η Γλώσσα της αλλαγής
Σ’ αυτό το πρωτοποριακό βιβλίο του ο Πολ Βατζλάβικ, διεθνώς αναγνωρισμένη αυθεντία στα θέματα της θεραπευτικής και γενικά της ανθρώπινης επικοινωνίας, Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο νικών Ερευνών στο Πάλο Καλιφόρνιας και στο Πανεπιστήμιο του επισημαίνει μια όαση στη χρήρη της ι τους θεραπευτές. Το λοιπόν πρέπει να ιγωγική γραμματική μάθημα για να ίοηθηθ θεραπευτής να συλλάβει ιην ουσία της ειδικής ου ασύνειδου και να τη χρήσιμο ήσει για το καλό των
ΤΟΥ
Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007
Κ Α Ι Ρ Ο Υ ΜΑΣ
ΦΡΑΝΣΟΥΑΣΑΤΕΛΕ ΕΒΕΛΙΝ ΠΙΖΙΕΚΟΥΣΝΕΡ Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αιώνα
ΥΜΠΕΡ ΡΗΒΣ Προσμονή μέσα στο άπειρο
Ιστορία της πολιτικής σκέψης
Η κοσμική εξέλιξη
Στο βιβλίο αυτό πρόκειται μάλλον για μια Ιστορία της πολιτικής σκέψης, με την έννοια ότι υιοθετούμε εδώ, πολύ πλατιά, ένα χρονολογικό πίνακα, ότι σημειώνουμε εδώ τις επιδράσεις και τις συγγένειες, ότι εξακριβώνουμε επίσης τις εξελίξεις που οφείλονται είτε στην ίδια τη λογική των ιδεών είτε στην ανάγκη που βρέθηκαν στοχαστές και πολιτικοί να αποδεχτούν ή να μετασχηματίσουν αυτές τις ιδέες σε συνάρτηση με τις ιστορικές περιστάσεις. 'Ομως, αυτή η ιστορία δεν παρουσιάζεται με τη συνηθισμένη μορφή των εγχειριδίων. Εδώ προβάλλεται ένας γενικός επιλογισμός στο σύνολο των πολιτικών αντιλήψεων του 20ου αιώνα, που έχει'όκοπό να προσφέρει στον αναγνώστη όχι μια αναλυτική επισκόπηση, αλλά ένα θεματικό υλικό και τον καλεί να αποβλέπει περισσότερο στην κριτική παρά στην απομνημόνευση. Φ.Σ. - Ε.Π.-Κ.
«Δεν γεννηθήκαμε χτες. Η ύπαρξή μας ξεκινάει μέσα από την αστραποβόλα έκρηξη που γέννησε το σύμπαν. Συνεχίζεται μες στη φλογισμένη καρδιά των άστρων, μέσα στα αχανή μεσοαστρικά διαστήματα, μέσα στον πρωτόγονο ωκεανό της Γης, στην επιφάνεια των ηπείρων. Ολόκληρο το σύμπαν είναι το κουκούλι μας. Ψάχνοντας για τις πιο βαθιές ρίζες μας, τούτο το βιβλίο μάς αφηγείται την ιστορία του κόσμου μας. Ποιο θα είναι το μέλλον του Σύμπαντος, του Γαλαξία μας και τής Γης; Η αστρονομία μάς δίνει εδώ μερικά φωτεινά στοιχεία. Όσο γ ια το μέλλ ο ν το υ
α ν θ ρ ώ π ιν ο υ γ έ ν ο υ ς, α υ τό ε ξ α ρ τ ιέ τ α ι α π ό το ν ίδ ιο το ν Ά ν θ ρ ω π ο ...» .