ΤΕΥΧΟΣ 10
ἩΓέννησις, ἔργο Κωνσταντίνου Ξυνόπουλου
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013
ţ ½Õääßéß
{ Vþ~ x Ɖ [~ ~z
ü
̕ΛϱΏΓȱΘΓІȱϡΉΕΓІȱ̙ΕΙΗΓΗΘϱΐΓΙ
ʟ ʆ˞ʂʄʄʛʌʊʐ ʔʐ̫ Ȍʂʔʉʂʝʐʕ ʺʒʗʝʇʆʊ ʍʛ ʔʜʎ jȂʝ ʃʌʐʎ ʄʆʎʛʓʆʙʥ əʈʓʐ̫ Ȗʒʊʓʔʐ̫v ʅʊʟʔʊ ˉ ȃʛʎʎʈ ʓʈ ʆ˖ʎʂʊ ʔʟ ʃʂʓʊʋʟ ʋʆʖʚʌʂʊʐʎ ʔ̝ʥ ʐːʋʐʎʐʍʝʂʥ ʔʐ̫ Ȉʆʐ̴̫ ʆ˖ʎʂʊ ˉ ʺʒʗʜ ˝ʌʙʎ ʔ̯ʎ ʺʄʂʉ̯ʎ Ȳʎʂʖʛʒʆʊ ʔʟʓʐʕʥ ʑʐʌʌʐʠʥ ʑʒʐʄʟʎʐʕʥ ʔʐ̫ əʈʓʐ̫ ʅʊʟ ʔʊ ʑʂʒʚ ʔʜ ʍʆʔʂʃʐʌʜ ʔ̯ʎ ʑʐʌʊʔʆʕʍʚʔʙʎ ʋʂʝ ʔʜʎ ʺʌʌʂʄʜ ʺʒʗʟʎʔʙʎ ʅʛʎ ˆʄʊʎʂʎ ʐˑ ʾʎʉʒʙʑʐʊ ʋʂʌʠʔʆʒʐʊ̴ ʇʐ̫ʓʂʎ ʍʛʓʂ ʓʔʜʎ ʋʂʋʝʂ ɳʑʐʕ ʑʆʒʊʓʓʆʠʆʊ ˉ ʋʂʋʝʂ ʋʂʝ ˉ ʻʍʂʒʔʝʂ ˉ ʑʂʒʐʕʓʝʂ ʔʐ̫ Ȉʆʐ̫ ʆ˖ʎʂʊ ʺʎʂʄʋʂʝʂ ɲ Ȗʒʊʓʔʟʥ ʅʛʎ ʎʔʒʛʑʆʔʂʊ ʎʚ ˆʗʆʊ ʑʒʐʄʟʎʐʕʥ ʺʎʉʒʢʑʐʕʥ ʻʍʂʒʔʙʌʐʠʥ ȃʊ ʂ˞ʔʟ ˎʌʉʆ̴ ʎʚ ʺʑʂʌʆʝʘʆʊ ʔʝʥ ʻʍʂʒʔʝʆʥ ʍʂʥ ɀ ʺʄʚʑʈ ʔʐʕ ʆ˖ʎʂʊ ʍʆʄʚʌʈ̴ ʅʛʗʆʔʂʊ ʔʐʠʥ ʻʍʂʒʔʙʌʐʠʥ ʋʂʝ ʓʃʜʎʆʊ ʔʚ ʑʒʐʈʄʐʠʍʆʎʂ ʌʚʉʈ հʛʎ ʋʂʔʂʅʊʋʚʇʆʊ ʐˢʔʆ ʺʑʐʅʊʢʗʎʆʊ ʋʂʎʛʎʂʎ ʄʊʚ ʔʚ ʌʚʉʈ ʔ̯ʎ ʓʕʄʄʆʎ̯ʎ ȏˢʔʆ ˝ʍʙʥ ʓʕʄʗʙʒʆ̣ ʋʚʑʐʊʐʎ ˂ʑʆʊʅʜ ʑʒʐʛʒʗʆʔʂʊ ʺʑʟ ʄʐʎʆ̣ʥ ʓʕʄʄʆʎʆ̣ʥ ˂ʎʚʒʆʔʐʕʥ ɲ ʋʂʉʛʎʂʥ ˆʗʆʊ ʔʜʎ ʆ˞ʉʠʎʈ ʔ̝ʥ ʘʕʗ̝ʥ ʔʐʕ ʔ̝ʥ ʇʙ̝ʥ ʔʐʕ ӆӆӆ ȓʟ ʍʕʓʔʜʒʊʐ ʔ̝ʥ ȃʆʎʎʜʓʆʙʥ ʔʟ ʺʎʂʖʛʒʆʊ ˙ ʆ˞ʂʄʄʆʌʊʓʔʜʥ Ȍʂʔʉʂ̣ʐʥ ʍʛ ʑʐʌʠ ʍʆʄʚʌʈ ʅʊʚʋʒʊʓʈ ʑʒʐʓʛʗʐʎʔʂʥ ʋʚʉʆ ʌʛʏʈ ɑʔʂʎ ʖʕʓʊʋʟ ʎ ʺʑʐʒʆ̣ ˙ əʙʓʜʖ ʺʌʌʚ ʓʚʎ ʅʝʋʂʊʐʥ ʾʎʉʒʙʑʐʥ ʅʛʎ ʓʗʐʌʝʂʓʆ ʓʛ ʋʂʎʛʎʂʎ ʋʚʔʊ ȃʊ ʂ˞ʔʟ ʋʂʝ ʑʝʓʔʆʕʓʆ ˝ ʔʊ ˙ ȳʄʄʆʌʐʥ ʔʐ̫ ʆ˖ʑʆ̴ ʺʎʔʆʌʜʖʉʈ ˝ʔʊ ˙ Ȉʆʟʥ ʔʐ̫ ʺʑʂʎʔʐ̫ʓʆ ʑʐʠ ˌʏʆʒʆ ʔʚ ʃʚʉʈ ʔ̝ʥ ʘʕʗ̝ʥ ʔʐʕ Ȋʂʝ ˉ ʺʑʚʎʔʈʓʈ ʔʐ̫ Ȉʆʐ̫ ʅʊʚ ʔʐ̫ Ȳʄʄʛʌʐʕ ˎʔʂʎ jȌʜ ʖʐʃʈʉ̝ʥ ʎʚ ʋʒʂʔʜʓʆʊʥ ʔʜʎ Ȍʂʒʝʂ ʓʔʟ ʓʑʝʔʊ ʓʐʕv ȓʝ ʔʊʍʜ ʋʂʝ ʗʂʒʚ ʄʊ ʂ˞ʔʟʎ ˝ʔʂʎ ˆʍʂʉʆ ˝ʔʊ ʔʐ̫ ʔʜʎ ʑʂʒʂʅʝʅʆʊ ˙ Ȉʆʟʥ ʄʊʚ ʎʚ ˟ʑʈʒʆʔʜʓʆʊ ʋʂʝ ʖʒʐʎʔʝʓʆʊ ʔʟ ʑʂʊʅʝ ʑʐʠ ʉʚ ʄʆʎʎʈʉʆ̣ ˜ʗʊ ʄʊ ʂ˞ʔʟʎ ʺʌʌʚ ʄʊʚ ʔʟʎ ʌʂʟ̴ ˎʌʉʆ ʎʚ ʔʐʠʥ ʓʢʓʆʊ ɲ əʙʓʜʖ ʑʊʓʔʟʥ ʋʂʝ ʅʝʋʂʊʐʥ ʉʚ ʑʒʐʓʔʂʔʆʠʓʆʊ ʔʜʎ Ȍʈʔʛʒʂ ʋʂʝ ʔʟ Ȑʂʊʅʝ ʑʐʠ ʉʚ ʔʟ ˘ʎʐʍʚʓʆʊ əʈʓʐ̫ ʺʌʌʚ ˙ ʌʂʟʥ ʉʚ ʔʟ ˘ʎʐʍʚʓʆʊ ȼʍʍʂʎʐʕʜʌ ʅʈʌ ʉʚ ʅʐ̫ʎ ʔʟʎ Ȉʆʟʎ ʍʆʔʚ ʔ̯ʎ ʺʎʉʒʢʑʙʎ ɀ ȃʛʎʎʈʓʈ ʔʐ̫ Ȗʒʊʓʔʐ̫ ʓʔʟʎ ʋʟʓʍʐ ʉʚ ʍʑʐʒʐ̫ʓʆ ʎʚ ʄʝʎʆʊ ʋʂʝ ʗʙʒʝʥ ʔʜʎ Ȑʂʎʂʄʝʂ ʺʌʌʚ ʔʟʔʆ ʅʛʎ ʉʚ ʆ˖ʗʆ ʔʝʑʐʔʆ ʋʐʊʎʟ ʍʛ ʔʐʠʥ ʺʎʉʒʢʑʐʕʥ ȓʢʒʂ ˆʔʓʊ ˃ʎʢʉʈʋʆ ˉ ʉʆʝʂ ʖʠʓʈ ʍʛ ʔʜʎ ʺʎʉʒʢʑʊʎʈ
2
̒ϡȱΔΓΐνΑΉΖȱΘϛΖȱ̅ΌΏΉνΐ
̳
ΑΘϾΔΝΗΑȱ ΔΕΓΒΉΑΉϧȱ Θϱȱ ·Ή·ΓΑϱΖȱ ϵΘȱ Γϡȱ ΔΕЗΘΓȱ ΩΑΌΕΝΔΓǰȱΓϡȱϳΔΓϧΓȱΉϨΈ΅ΑȱΘϱΑȱ̕ΝΘϛΕ΅ȱΘΓІȱΎϱΗΐΓΙȱ ΉϢΖȱΘϱȱΗΔφΏ΅ΓΑȱΘϛΖȱ̅ΌΏΉνΐǰȱЀΔϛΕΒ΅ΑȱΓϡȱΔΓΐνΑΉΖǯȱ ̓ΕνΔΉȱ ϵΐΝΖȱ ΑΣȱ ΘΓΑΗΌϛȱ ΔЏΖȱ ΈνΑȱ ΉϨΑ΅ȱ ψȱ ΔΕЏΘȱ ΚΓΕΣǰȱϵΔΓΙȱΓϡȱΥΔΏΓϞΎΓϟȱ΅ЁΘΓϟȱΩΑΌΕΝΔΓȱΔΕΓΗΉ··ϟȬ ΊΓΙΑȱΘϱΑȱ̋ΉϱΑǯ ̝ΔȂȱΘφΑȱ̓΅Ώ΅Σȱ̇΅ΌφΎȱΔΏΕΓΚΓΕΓϾΐΉΌ΅ȱΈΣȱ ΘϱΑȱ ̝ΆΕ΅Σΐǰȱ ϳȱ ϳΔΓϧΓΖȱ ώΘΓȱΔΓΐφΑǰȱ ΐΣȱ ώΘΓȱ ΘϱΗΓȱ ΔΗΘϱΖȱΎ΅ϟȱΔΉΌ΅ΕΛΐνΑΓΖȱΗΘϱȱ̋ΉϱǰȱГΗΘΉȱωΒЏΌȱ ΑΣȱΚΏΓΒΉΑφΗȱΘφΑȱ̞·ǯȱ̖ΕΣΈ΅ȱΗΘφȱΗΎΑφȱΘΓΙǯ ̓ΓΐφΑȱώΘΓȱπΔϟΗΖȱΎ΅ϟȱϳȱ͑΅ΎЏΆǰȱΔΓϾȱΦΒЏΌΎΉȱ ΑΣȱΗΙΑΓΐΏφΗȱΎ΅ϟȱΗΙΑ΅ȱΑ΅ΗΘΕ΅ȱΚϛȱΐΉΘΣȱΘΓІȱ̋ΉΓІǰȱ ΘΓІȱϳΔΓϟΓΙȱΘφΑȱΉЁΏΓ·ϟ΅ΑȱσΏ΅ΆΉΑǯ ̍΅ϟȱϳȱΐΉ·ΣΏΓΖȱϵΐΝΖȱΔΕΓΚφΘΖȱ̏ΝΙΗϛΖǰȱΐΓΏΓȬ ΑϱΘȱΦΑΉΘΕΣΚȱΉϢΖȱΘϱȱΆ΅ΗΏΎϱȱΔ΅ΏΣΘȱΘΓІȱ̘΅Ε΅Џǰȱ ΘΉΏΎΣȱσ·ΑΉȱΔΓΐφΑȱΎ΅ϟȱБΖȱΔΓΐφΑȱΉЀΕΗΎϱΐΉΑΓΖȱπΔϟȱ ΘΓІȱϷΕΓΙΖȱ̕ΑκȱΉϨΈΉȱΘφΑȱΚΏΉ·ΓΐνΑΑǰȱΦΏΏΣȱΐφȱΎ΅Θ΅Ȭ Ύ΅ΓΐνΑΑǰȱΆΣΘΓΑǯȱ͟ȱϥΈΓΖȱΈνȱ΅ЁΘϱΖȱΔΓΐφΑȱΎ΅ϟȱΔΕΓΚφȬ ΘΖȱ σΏ΅ΆΉȱ ΘϟΖȱ ΔΏΣΎΉΖȱ ΘϛΖȱ ̇΅ΌφΎΖȱ Ύ΅ϟȱ ΗΙΑΓΐϟΏΗΉΑǰȱ БΖȱ ΚϟΏΓΖȱΔΕϱΖȱΚϟΏΓΑǰȱΐΉΘΣȱΘΓІȱ̋ΉΓІȱπΔϟȱΘΓІȱϷΕΓΙΖȱ̕Ακǯ ̳ΒȱΩΏΏΓΙȱΎ΅ϟȱϳȱΐΉ·ΣΏΓΖȱΔΕΓΚφΘΖȱΎ΅ϟȱΆ΅ΗΏΉϾΖȱ̇΅ΙϟΈǰȱϳȱϳΔΓϧΓΖȱΘϱΗΖȱΘΐϛΖȱ ΦΒЏΌΎΉǰȱГΗΘΉȱΎ΅ϟȱϳȱ͑ΗΓІΖȱΑΣȱΏν·ΉΘ΅ȱΙϡϱΖȱ̇΅ΙϟΈǰȱΔΓΐφΑȱώΘΓȱΎ΅ϟȱΉϢΖȱΘΣȱΔΉΕϟȬ ΛΝΕ΅ȱΘϛΖȱ̅ΌΏΉνΐȱΦΑΉΘΕΣΚǯ ̳ΎȱΘЗΑȱΔΉΕΗΘ΅ΘΎЗΑȱΘΓϾΘΝΑȱΆΉΆ΅ΓІΘ΅ȱϵΘȱϳȱ̋ΉϱΖȱΈνΑȱΉϨΑ΅ȱΔΕΓΗΝΔΓΏφȬ ΔΘΖȱΎ΅ϟȱΈνΑȱΦΔΓΗΘΕνΚΉΘ΅ȱΘΓϾΖȱΘ΅ΔΉΑΓϾΖȱ΅ЁΘΓϾΖȱΆΓΔ΅Ώ΅ΗΘνΖǰȱΓϡȱϳΔΓϧΓȱΔΣȬ ΑΘΓΘΉȱπΚΕϱΑΘΊ΅ΑȱΑΣȱΗΙΐΔϟΔΘΉȱψȱΊΝφȱΘΓΙΖȱΔΕϱΖȱΘϱȱΌνΏΐ΅ȱΘΓІȱ̋ΉΓІȱΎ΅ϟȱΔΣΑΘΓΘΉȱ ΈνΌΉΗ΅ΑȱΘϱΑȱΛЗΕΓΑȱΘϛΖȱΎ΅ΕΈϟ΅ΖȱΘΓΙΖȱБΖȱΎ΅ΘΓΎΘφΕΓΑȱΘΓІȱ̋ΉΓІǯ ̷ΘΗȱΦΒЏΌΎ΅ΑȱΑΣȱϥΈΓΙΑȱΘϱΑȱ̕ΝΘϛΕ΅ȱΘΓІȱΎϱΗΐΓΙǰȱΘϱΑȱϳΔΓϧΓΑȱπΔΉΌϾΐΗ΅ΑȱΑΣȱ ϥΈΓΙΑȱΔΓΏΏΓϟȱΗΓΚΓϟȱΎ΅ϟȱΆ΅ΗΏΉϧΖȱΦΏΏΣȱΈνΑȱΘϱȱΎ΅ΘЏΕΌΝΗ΅Αǯ ̓΅Ε΅ΏΏφΏΝΖȱΈνȱΎ΅ϟȱϳȱ͑ΗΓІΖȱπΘϟΐΗΉȱΘϱΑȱΔΓΐΉΑΎϱΑȱΎΏΣΈΓΑȱΐνȱΘφΑȱ·ΑΝΗΘφΑȱ Δ΅Ε΅ΆΓΏφΑȱΘΓІȱΎ΅ΏΓІȱΔΓΐνΑΓΖǯȱ̈ϢΖȱ΅ЁΘφΑȱΛ΅Ε΅ΎΘΕϟΊΉȱΘϱΑȱο΅ΙΘϱΑȱΘΓΙȱБΖȱΘϱΑȱ Ύ΅ΏϱΑȱΔΓΐνΑ΅ǰȱΘφΑȱΈνΑȱΦΑΌΕΝΔϱΘΘ΅ȱΘφΑȱΔ΅ΕΗΘΣΑΉȱБΖȱΘφΑȱΏΓ·ΎφΑȱΔΓϟΐΑΑǰȱ ΈΣȱΘφΑȱΘϾΛΑȱΘϛΖȱϳΔΓϟ΅Ζȱϳȱ͑ΗΓІΖȱπΔ΅·ΕΙΔΑΉϧȱΎ΅ϟȱΚΕΓΑΘϟΊΉǰȱΚΌΣΑΝΑȱΐνΛΕȱΘΓІȱ ΗΐΉϟΓΙȱΑΣȱΌΙΗ΅ΗΌϛȱϳȱϥΈΓΖǯ ̽ȱΎ΅Ό΅ΕϱΘΘ΅ȱΘϛΖȱΎ΅ΕΈϟ΅ΖȱΉϨΑ΅ȱψȱΦΔ΅Ε΅ϟΘΘΓΖȱΔΕΓϼΔϱΌΉΗȱΑΣȱΔΕΓΗΉ··ϟΗΉȱ Ύ΅ΑΉϟΖȱΘϱΑȱ̋ΉϱΑǰȱΘφΑȱ·νΑΑΗΑȱΎ΅ϟȱΘφΑȱσΏΉΙΗΑȱΘΓІȱ̕ΝΘϛΕΓΖȱΉϢΖȱΘϱΑȱΎϱΗΐΓΑǯ
̙Εǯȱ̝Ε·ΙΕ΅ΎϱΔΓΙΏΓΖ 3
ijÄÆËÒ ¾ÎºÉÅÒ ñÍÓÂÏ¾Æ ɲ Ȍʛʄʂʥ Ȥʄʊʐʥ ʔ̝ʥ ɶʒʉʐʅʐʏʝʂʥ ʍʂʥ ʺʓʋʈʔʊʋʟʥ ʅʊʅʚʓʋʂʌʐʥ ʅʝʎʆʊ ʓʕʍʃʐʕʌʛʥ ʄʊʚ ʎʚ ʇʐ̫ʍʆ ʆːʒʈʎʊʋʚ ʍʛ ʔʐʠʥ ʾʌʌʐʕʥ ʅʛʎ ʍʐʊʒʚʇʆʊ ʅ̯ʒʂ ʺʑʟ ʔʝʥ ʋʂʍʊʎʚʅʆʥ
հʛʎ ˆʗʐʕʍʆ ʅʊʋʂʝʙʍʂ ʎʚ ʑʐ̫ʍʆ ʋʚʔʊ ʋʂʋʟ ʄʊʚ ʋʚʑʐʊʐʎ Ȍʟʎʐʎ ˝ʔʂʎ ʆ˖ʎʂʊ ʺʎʚʄʋʈ ʎʚ ʓʕʇʈʔʜʓʐʕʍʆ ʍʛ ʋʚʑʐʊʐʎ ˆʍʑʆʊʒʐ ʄʊʚ ʎʚ ʅʊʐʒʉʙʉʆ̣ ʂ˞ʔʟʥ ʑʐʠ ˆʋʂʎʆ ʓʖʚʌʍʂ ʻʍʂʒʔʝʂ ȼʑʝʓʈʥ ˝ʔʂʎ ʑʒʟʋʆʊʔʂʊ ʎʚ ʑʒʐʖʕʌʚʏʐʕ ʍʆ ʋʚʑʐʊʐʎ ʑʐʠ ʉʚ ʓʕʎʂʎʂʓʔʒʂʖʆ̣ ʍʛ ʔʟʎ ʋʂʋʟ ʄʊʂʔʝ ʎʐʍʝʇʆʊ ˝ʔʊ ʆ˖ʎʂʊ ʋʂʌʟʥ Ȋʂʝ ˙ ʺʑʟʓʔʐʌʐʥ Ȑʂ̫ʌʐʥ ʑʂʒʚʄʄʆʊʌʆ ʎʚ ʍʜ ʓʕʎʂ ʎʂʓʔʒʛʖʆʔʂʊ ʋʂʎʆʝʥ ʍʛ ʺʓʆʃʆ̣ʥ ˌ ʋʂʋʐʠʥ ʄʊʚ ʎʚ ʍʜ ʃʚʌʆʊ ʔʜʎ ʘʕʗʜ ʔʐʕ ʓʔʜʎ ʺʄʗʟʎʈ ȼʚʎ ʌʐʊʑʟʎ ʅʛʎ ˟ʑʚʒʗʐʕʎ ʂ˞ʔʛʥ ʐˑ ʅʠʐ ʑʒʐ ʡʑʐʉʛʓʆʊʥ ˝ʑʐʊʐʥ ˙ʍʊʌʆ̣ ˂ʎʂʎʔʝʐʎ ʾʌʌʐʕ ʄʊʚ ʎʚ ʔʟʎ ʅʊʂʓʠʒʆʊ ˆʓʔʙ ʋʂʝ ʾʎ ʆ˖ʎʂʊ ʋʚʔʊ ʺʌʈʉʊʎʟ ʂ˞ʔʟʥ ʅʊʂʑʒʚʔʔʆʊ ʻʍʂʒʔʝʂ ȁ˞ʔʟ ʆ˖ʎʂʊ ʋʂʔʚʋʒʊʓʈ ȅ˖ʎʂʊ ʾʏʊʐʊ ʔʊʍʙʒʝʂʥ ʋʂʝ ʐˑ ʅʠʐ̴ ʋʂʝ ʂ˞ʔʟʥ ʑʐʠ ʋʂʋʐʌʐʄʆ̣ ʋʂʝ ʂ˞ʔʟʥ ʑʐʠ ʅʛʗʆʔʂʊ ʎʚ ʺʋʐʠʆʊ ʋʂʝ ʅʛʎ ʺʎʔʊʅʒ̘ ȏˑ ȅ˞ʒʙʑʂʝʐʊ ˆʗʐʕʎ ʾʌʌʆʥ ʑʂʒʂʅʟʓʆʊʥ հʛʎ ʔʝʥ ʋʒʝʎʐʕʍʆ ȣʑʌ̘ ʅʛʎ ʆ˖ʎʂʊ ȸʌʌʈʎʊʋʛʥ 4
Ȑʐʊʟʥ ʆ˖ʎʂʊ Ȋʆʎʟʅʐʏʐʥ ȅ˖ʎʂʊ ˂ʋʆ̣ʎʐʥ ʑʐʠ ʑʒʚʔʔʆʊ ˌ ʌʛʄʆʊ ʋʚʔʊ ʄʊʚ ʎʚ ˆʗʆʊ ʋʐʓʍʊʋʜ ʅʟʏʂ ʺʑʟ ʂ˞ʔʐʠʥ ʑʐʠ ʔʟʎ ʃʌʛʑʐʕʎ ˌ ʔʟʎ ʺʋʐʠʎ Ȳʎʉʒʙʑʚʒʆʓʋʐʥ ȅ˖ʎʂʊ ˂ʋʆ̣ʎʐʥ ʑʐʠ ʋʚʎʆʊ ʍʊʚ ʑʒʚʏʈ ˝ʑʙʥ ʉʛʌʆʊ ʋʚʑʐʊʐʥ ʾʌʌʐʥ ʄʊʚ ʎʚ ʔʟʎ ʆ˞ʗʂʒʊʓʔʜʓʆʊ ʋʂʝ ʾʎ ʺʋʟʍʈ ʆ˖ʎʂʊ ʺʎʜʉʊʋʈ ˉ ʑʒʚʏʈ ȕʝʌʂʕʔʐʥ ȅ˖ʎʂʊ ˂ʋʆ̣ʎʐʥ ʑʐʠ ʅ̝ʉʆʎ ʺʄʂʑ̘ ʔʟʎ ˃ʂʕʔʟʎ ʔʐʕ Ȳʎʂʄʎʙʒʝʇʆʊ ʔʟʎ ˃ʂʕʔʟʎ ʔʐʕ ˂ʚʎ ˝ ʔʊ ʋʚʎʆʊ ʺʋʟʍʈ ʋʂʝ ʔʟ ʋʂʌʟ ʔʟ ʋʚʎʆʊ ʄʊʚ ʔʟʎ ˃ʂʕʔʟ ʔʐʕ ȳʎ ʑʂʒʂʌʆʝʘʆʊ ʎʚ ʋʚʎʆʊ ʋʚʔʊ ʄʊʚ ʎʚ ˦ʖʆʌʜʓʆʊ ʋʚʑʐʊʐʎ ʑʐʠ ˆʗʆʊ ʺʎʚʄʋʈ ˂ʑʆʊʅʜ ʉʛʌʆʊ ˙ ˔ʅʊʐʥ ʎʚ ʏʆʋʐʕʒʂʓʉʆ̣ ʘʕʗʊʋʚ ˌ ʓʙʍʂʔʊʋʚ ʅʆʝ ʗʎʆʊ ʔʜʎ ʖʊʌʂʕʔʝʂ ʔʐʕ ʑʐʠ ʓʔʟ ʔʛʌʐʥ ʔʊʍʙʒʆ̣ʔʂʊ ȗʆʠʔʈʥ ʋʒʝʎʆʔʂʊ Ȋʂʝ ʂ˞ʔʟʥ ʑʐʠ ʓʋʟʑʊʍʂ ʆ˖ʑʆ ʘʛʍʂʔʂ ʋʂʝ ˂ʋʆ̣ʎʐʥ ʑʐʠ ʺʑʟ ʾʄʎʐʊʂ ʆ˖ʑʆ ʋʚʔʊ ʑʐʠ ʅʛʎ ʆ˖ʎʂʊ ʺʌʈʉʊʎʟ հʊʟʔʊ ˙ Ȋʠʒʊʐʥ ʆ˖ʑʆ ˝ʔʊ ʋʂʝ ʂ˞ʔʟʥ ʑʐʠ ʺʑʟ ʾʄʎʐʊʂ ˆʋʂʎʆ ʋʚʔʊ ʉʚ ʔʊʍʙʒʈʉʆ̣ ʌʝʄʐ Ȑʚʎʔʙʥ ʃʛʃʂʊʐ ʆ˖ʎʂʊ ˝ʔʊ ʾʎ ʍʆʔʂʎʊʢʓʆʊ ʋʚʑʐʊʐʥ ʉʚ ˆʗʆʊ ˂ʌʑʝʅʂ ʓʕʄʗʢʒʈʓʈʥ
ɲ Ȍʛʄʂʥ Ȃʂʓʝʌʆʊʐʥ ʺʓʉʆʎʜʥ ˙ ˔ʅʊʐʥ ʺʎʚʌʙʓʆ ʔʜ ʇʙʜ ʔʐʕ ʄʊʚ ʔʐʠʥ ʾʌʌʐʕʥ ȅ˖ʗʆ ˑʅʒʠʓʆʊ ʔʜʎ jȂʂʓʊʌʆʊʚʅʂv ˘ʒʖʂʎʐʔʒʐʖʆ̣ʐ ʄʈʒʐʋʐʍʆ̣ʐ ʑʔʙʗʐ ʋʐʍʆ̣ʐ ʎʐʓʐʋʐʍʆ̣ʐ ʄʊʚ ʎʚ ʆ˟ʒʝʓʋʐʕʎ ʉʂʌʑʙʒʜ ʋʂʝ ʺʓʖʚʌʆʊʂ ˝ʓʐʊ ʆ˖ʗʂʎ ʺʎʚʄʋʈ
5
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Θ
ά συγκεντρωθοῦμε σέ λίγο στούς ναούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, γιά νά γιορτάσουμε τή κατά σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας. Τό μεγάλο δῶρο αὐτό πού μᾶς χάρισε, νά προσλάβει τή σάρκα μας, χαρίζοντάς μας ἔτσι τήν σωτηρία. «Τό ἀπρόσληπτον γάρ ἀθεράπευτον» λένε οἱ πατέρες. Δηλαδή ἡ χοϊκή καί θνητή μας φύση δέν μπορεῖ νά ἐπιζήσει μόνη της οὔτε ν’ ἀναστηθεῖ εἰς ἀνάσταση ζωῆς καί δόξας καί ὄχι κρίσεως καί ἀτιμίας. Χρειάζεται ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό. Θά συγκεντρωθοῦμε λοιπόν στούς ναούς μας, γιά νά γιορτάσουμε τό ἐξαιρετικῆς σημασίας καί σπουδαιότητας γεγονός. Ὅσοι βέβαια συγκεντρωθοῦμε. Διότι ἀρκετοί θά πᾶνε στά κέντρα γιά ρεβεγιόν. Κάποια παραμονή Χριστουγέννων εἶχα ἀκούσει ἕνα αὐτοκίνητο, πού γύριζε καί μέ μεγάφωνα διαφήμιζε ἕνα κέντρο, ὅτι «γιορτή σημαίνει φαγητό, ποτό, διασκέδαση, ξενύχτι. Ἐλᾶτε στό κέντρο μας καί θά τά βρεῖτε». Ἀλλοίμονο πώς διαστρέψαμε τό νόημα τῶν γιορτῶν καί μάλιστα τῶν χριστιανικῶν. Βεβαίως αὐτές τίς μέρες θά φᾶμε, θά πιοῦμε, θά χαροῦμε καί θά διασκεδάσουμε, ἀφοῦ «βίος ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὄχι ὅμως τό γλέντι ν’ ἀρχίζει ἀπό τήν παραμονή τῆς γιορτῆς κι αὐτό νά μονοπωλεῖ ὅλη τή γιορτή καί ν’ ἀποφεύγεται ὁ ἐκκλησιασμός. 6
Θά συγκεντρωθοῦμε, λοιπόν, γιά νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα. Θά ἔρθουν κι αὐτοί πού δέν ἐκκλησιάζονται συνήθως τίς Κυριακές, διότι εἶναι μεγάλη γιορτή, λένε, τά Χριστούγεννα. Σέ κάθε λειτουργία ἔχουμε μία ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Σέ κάθε λειιτουργία ἔχουμε ου μία φάτνη καί τό Χριστό ὡς βρέφος μέσα της. Ποιά εἶναι ἡ φάτνη; Εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα. Ἀντί τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Παναγίας μας βρίσκεται ὁ ἱερεύς ἤ ὁ ἀρχιερεύς ἤ πολλοί ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς στά συλλείττουργα. Πῶς ἐνσαρκώνεται καί παρουσιάζεται ὁ Χριστός; Μέ τό μυστήριο τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, μή τό ξεχνᾶμε ποτέ αὐτό, βρίσκεται ὁ Χριστός πού εἶναι πανταχοῦ παρών καί σωμα ατικά. Μποροῦμε νά τόν ἀκούσουμε στό εὐαγγέλιο καί στό κήρυγμα, νά τόν δοῦμε μέσα ἀπό τά εἴδη τοῦ ἁγίου ἄρτου καί οἴνου· καί τό σπουδαιότερο ὄχι ἁπλῶς νά τόν ἐγγίσουμε ἀλλά καί νά γευθοῦμε· νά τόν βάλουμε μέσα μας· νά ἑνωθοῦμε μ’ Α Αὐὐτόν καί νά γίνουμε Θεοφόροι. Ἄς μή χάσουμε τήν εὐκαιρία, γιά νά ἑνωθοῦμε πραγμα ατικά μέ τόν Χριστό μέ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας. Ἄς μήν ἔρθουμε στό ναό ἁπλῶς, γιά νά παρακολουθήσουμε ἐθιμοτυπικά καί παραδοσιακά-κοσμικά τό μυστήριο καί νά ποῦμε στό τέλος τά συνηθισμένα «Χρόνια Πολλά». Ἄν εἴμαστε λερωμένοι, ἄς πλυθοῦμε μέσα στό λουτρό τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως. Δέν ἤρθαμε στόν κόσμο ἁπλῶς, γιά νά ζήσουμε βιολογικά, ἐπιδερμικά, αἰσθησιακά καί κάποτε νά τελειώσουμε καί νά γίνουμε χῶμα.. Ἤρθαμε γιά νά προσλάβουμε τήν αἰώνια ζωή καί χαρά καί εὐτυχία. Καλή ἕνωση λοιπόν μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό καί Κ Κύρ ύριό μας. Α.Β.Μ.
7
Τό ἄστρο τῶν Χριστουγέννων
Ὁ
ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε ὅτι χρειάζεται πολλή ἀγρυπνία, πολλές προσευχές, γιά νά καταλάβουμε τό χωρίον τοῦ Ματθαίου, γιά τήν προσκύνηση τῶν Μάγων. Πολλά τά ἐρωτήματα καί παράλογα μέ τά ἀνθρώπινα μέτρα. • Τί ἔπεισε τούς μάγους νά διανύσουν τόσο μεγάλη ἀπόσταση; • Καί ἄν ἀκόμη θά βασίλευε σ’ αὐτούς τό νεογέννητο, δέν ἦταν λογική ἡ πορεία τους. Ἄν βέβαια γεννιόταν σέ κάποιο παλάτι, θά κολάκευαν ἔτσι τόν πατέρα του καί θά εἶχαν μελλοντικά τήν εὔνοιά του. • Δέν φοβήθηκαν μήπως τούς σκοτώσουν σέ μία μακρινή χώρα, πού εἶχε βασιλιά, λέγοντας ὅτι ἦλθαν νά προσκυνήσουν ἕνα νεογέννητο βασιλιᾶ; • Τί εὐεργεσία περίμεναν ἀπό ἕνα νήπιο; • Τί βασιλικό σημάδι εἶδαν καί τοῦ πρόσφεραν πολύτιμα δῶρα; Εἶδαν μία φτωχή καλύβα καί μία φτωχή μητέρα. Καί ἔβαλαν σέ κίνδυνο τό παιδί. • Καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τί ἦταν τό ἄστρο καί τί ἔμαθαν ἀπ’ αὐτό οἱ μάγοι (ἱερεῖς καί ἀστρονόμοι); Ἄν ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό πρῶτα, θά ἔχουμε ἀπαντήσεις καί στά ἄλλα. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τό ἄστρο μᾶλλον ἦταν μία ἀόρατη δύναμη, πού μετασχηματίσθηκε σέ ἄστρο, διότι δέν ἐκινεῖτο ἀπό τήν ἀνατολή στή δύση, ἀλλά ἀπό τήν Περσία στήν Παλαιστίνη καί θά εἶχε κατεύθυνση ἀπό βορρᾶ πρός νότο. Δέν ἐμφανιζόταν μόνο τή νύκτα ἀλλά καί τήν ἡμέρα, παρά τή λαμπρότητα τοῦ ἥλιου. Καί ἡ σελήνη, ἄν καί μεγάλη, ἐξαφανίζεται μέ τίς πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Κρυβόταν καί φαινόταν πάλι. Ὁδήγησε τούς μάγους μέχρι τήν Παλαιστίνη, στά 8
Ἱεροσόλυμα ὅμως κρύφτηκε. Καί φάνηκε ὅταν ἐπρόκειτο νά φύγουν, ἀφοῦ εἶδαν τόν Ἡρώδη. Δέν τούς ὁδηγοῦσε ἀπό τόν οὐρανό ἀλλά κατέβαινε χαμηλά. Δέν θά μποροῦσε ἀπό ψηλά νά φανερώσει ἕνα τόπο μικρό, μία καλύβα ἤ τόν τόπο πού κατέχει τό σῶμα ἑνός μικροῦ παιδιοῦ. ( Ἡ σελήνη δίνει τήν ἐντύπωση σ’ ὅλους τούς κατοίκους τῆς γῆς ὅτι εἶναι κοντά σ’ αὐτούς). Γιατί φάνηκε λοιπόν τό ἄστρο; Γιά νά ἀφαιρέσει ἀπό τούς Ἰουδαίους κάθε δικαιολογία γιά τήν ἀχαριστία τους. Ἦλθε ἀπ’ τούς οὐρανούς νά δείξει νέο τρόπο ζωῆς καί νά προσκυνεῖῖται σέ στεριές καί θάλασσες. Ἔκανε νά ἔλθουν καί νά προσκυνήσουν βάρβαροι ἀπό τήν Περσία, πού πίστεψαν χωρίς νά ἔχουν ἀκούσει ἀπό τούς Προφῆτες, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι. Μέ τή θέα ἑνός ἄστρου τούς ἐκάλεσε, γιά νά τούς ὁδηγήσει ψηλότερα. Καί ἀφοῦ τούς ἔφερε ὥς τή φάτνη, τότε ὁμιλεῖ πρός αὐτούς μέ ἄγγελο· ἔτσι ἔγιναν καλύτεροι. Γιατί τό ἄστρο φάνηκε μόνο σ’ αὐτούς τούς μά άγ γους καί ὄχι σέ ὅλους; Διότι ἦσαν οἱ πιό κατάλληλοι. Καί ἀπό τούς δύο ληστές, ὁ ἕνας σώθηκε. Αὐτοί ἦσαν εἰλικρινεῖς καί γενναῖοι· ἦλθαν νά προσκυνήσουν καί δέν φοβήθηκαν τόν βασιλιᾶ καί τά εἶπαν καί στήν πα ατρίδα τους. Ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἔδωσαν σημασία πού ὁ βασιλεύς γεννήθηκε στήν πα ατρίδα τους καί ἡ Περσία ἀκόμη τό ἔμαθε. Οὔτε συλλογίστηκαν ὅτι, ἀφοῦ τώρα ἡ Περσία τόν τρέμει, πολύ περισσότερο θά τόν τρέμει, ὅταν μεγαλώσει καί ἡ πα αττρίδα μας θά γίνει λαμπρότερη. α Τόση ἦταν ἡ νωθρότητά τους καί ὁ φθόνος τους.
9
Μεγαλείων ὀψώνια Ἀλεξ. Παπαδιαμάντη
........................................................................................................... μπαρμπα-Νικόλας ὁ Μονεμβασίτης, πρώην μανάβης. Ὅταν ἐγύριζε μέ τό γαϊδουράκι του ὅλην τήν πόλιν, κ’ ἐπώλει καρπούς καί κηπουρικά, τοῦ συνέβη νά κρατήσῃ μέ τάς χεῖράς του εἰς τό κέντρον τοῦ δρόμου, ἀφηνιασμένον ἄλογον, καί νά τό καταδαμάσῃ. Εἶχε κερδίσει ὁπωσοῦν χρήματα ἐκ τοῦ ἐμπορίου του. Εἶχε κι αὐτός ἕνα μοναχογυιόν. Ἡ μεγάλη ἀδυναμία κι ὁ καημός του ἦτο «νά γίνῃ τό παιδί του καλύτερο ἀπ’ αὐτόν». «Τί τόν θέλω, ἄν εἶναι νά γίνῃ χαμάλης, σάν ἐμένα. Ὁ λόγος εἶναι νά τόν ἔχω καμάρι στά γηρατειά μου». Ἐθυσίασεν ὅσα εἶχε διά νά τόν βγάλῃ μηχανικόν, τόν διετήρησε πέντε χρόνους εἰς Ἀθήνας, κι ἄλλα τρία εἰς τήν Ἑλβετίαν. Τέλος ὁ υἱός του ἐβγῆκε πράγματι ἄξιος μηχανικός. Διωρίσθη εἰς ἐξέχουσαν θέσιν, εἶχεν ἑξακοσίας δραχμάς τόν μῆνα, κ’ ἐνυμφεύθη μίαν Γερμανίδα. Ἐκάλει τόν πατέρα του πολλάκις εἰς τό δεῖπνον, τοῦ ἔδιδεν 20 ἤ 30 δρ. τόν μῆνα, καί δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μένῃ παρ’ αὐτῷ. Ὁ γεροΝικόλας, χηρευμένος ἀπό 30ετίας, καί μή ἔχων ἄλλο τέκνον, ὑπέργηρος, ἡμίτυφλος, μέ ἐπίδεσμον περί τό ἕν ὄμμα, δέν εἶχε θάλπος εἰς τό πενιχρόν δωμάτιον ὅπου ἔμενε. Τήν πρώτην φοράν ὁπού ἐδείπνησε παρ’ αὐτῷ ὁ γέρων, ὅπως ἦτο συνηθισμένος ἔκπαλαι (ἀπό παλιά), ἔκαμε τόν σταυρόν του. Ἐπειδή ὅμως ἦτο ὀλίγον περήφανος, τοῦ ἐκακοφάνη, διότι δέν εἶδε τόν υἱόν του νά τόν μιμηθῇ. Εἰς τό τέλος τοῦ δείπνου, ὅταν καί πάλιν ἔκαμε τόν σταυρόν του, τοῦ εἶπε: – Δέν κάνεις, Φίλιππα, τόν σταυρόν σου καί σύ; – Τί χρειάζονται αὐτά; Εἶπεν ὁ μηχανικός. Αὐτά τώρα πᾶνε, σκούριασαν. Ὁ γέρος διηγεῖτο τό παράπονόν του εἰς ἕνα πτωχόν νέον, σπουδαστήν. – Καί στή λοκάντα (ἑστιατόριο), γυιέ μου, τά ἴδια παθαίνω. Ὅταν καθίσω νά
Ὁ
10
φάω κάποτε, εἶναι μερικοί νέοι καλοφορεμένοι, δέν ξέρω ἄν εἶναι φοιτηταί, ὁπού ἅμα μέ ἰδοῦν νά κάμω τόν σταυρόν μου, μέ περιγελοῦνε. – Σ’ αὐτό ἐσύ φταῖς, γερο-Νικόλα. – Τί λές, παιδί μ’; Φταίω πού κάνω τό σταυρό μου; – Φταῖς, γιατί τούς κοιτάζεις νά ἰδῇς τί φρονοῦνε. Μήπως λοιπόν κάνεις τόν σταυρό σου ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια; Νά κάνῃς τόν σταυρό σου μέ ἁπλότητα καί μέ ἀπεριέργειαν, καί νά μήν κοιτάζῃς διόλου ποιός εἶναι ἀντικρύ σου, Ἑβραῖος, Τοῦρκος ἤ Φαρμασῶνος. Τάς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, ὁ μηχανικός ἐκάλεσε τόν πα ατέρα του οἴκαδε (στό σπίτι), διά νά παρευρεθῇ εἰς τό «Δένδρον τῶν Χριστουγέννων». – Τί δένδρο ἦτον ἐκεῖνο, παιδάκι μου, διηγεῖτο ἀκολούθως ὁ γερο-Νικόλας εἰς τόν νεαρόν φίλον του, τόν προειρημένον. Ἄκουσες ἐσύ δένδρο πού νά ἔχῃ κρεμασμένα ἀπάνω του καλαθάκια καί χαρτάκια μέ κουφέτα καί καραμέλες; – Αὐτό εἶναι δένδρο πού δέν ἔχει ρίζες, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά κάμῃ φυσικούς καρπούς, μπαρμπα-Νικόλα. «Πᾶν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται». Ἡ ξενομανία πού τούς ἐκόλλησε εἶναι σαπρόν δένδρον, καί δέν μπορεῖ παρά νά κάμῃ σαπρούς καρπούς. Ὁ γέρων ἐστέναξεν. –Ἄ Ἄχ, χ, καλύτερα νά τόν ἄφηνα νά γίνῃ χαμάλης σάν ἐμένα!
11
Χριστούγεννα τῶν Ἑλλήνων
Κ
άποια Χριστούγεννα οἱ Ἕλληνες δέν πῆγαν στήν ἐκκλησιά, ἀλλά μέ σφιγμένα δόντια καί ξύπνια τήν ψυχή καί τά μά άτια τους φύλαγαν τό Μεσολόγγι (1822). Ἤξεραν ὅτι οἱ ἐχθροί περίμεναν τή βραδιά τῶν Χριστουγέννων, νά πᾶν οἱ Χριστιανοί στήν Λειτουργία· ἐκείνη τήν ὥρα θά ἐπιτεθοῦν. Καί ὅμως ὁ Θεός βοήθησε, γιατί ἡ ψυχή τους ἦταν στή Λειτουργία, δέν ἦταν σέ καλοπέραση. Τό μυστήριο ἔγινε στήν ἐκκλησία. Ἡ Ἐλευθερία μέ τήν εὐλογία τῆς Θρησκείας ἔσωσαν τό Μεσολόγγι. Ἡ Θρησκεία τῆς εἶπε νά σταθῆ ὁλόρθη στή γῆ αὐτή καί ἡ ἴδια μπῆκε στήν ἐκκλησία καί λειτούργησε μόνη της μέ κατάνυξη. Ἀπ’ ἔξω ἀκούγονται τά ποδοβολητά καί τά ὅπλα. Ἡ Ἐλευθερία φοβερή σάν πύργος λάμπει μέ φῶς, ὄχι ἀπό τή γῆ. Σηκώνει τό σπαθί της καί φοβερίζει τούς ἄπιστους, γιατί «σήμερα ἐγεννήθη τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής. Εἶναι τό Α καί τό Ω καί, ἄν ὀργισθεῖ, δέν ἔχει τόπο νά κρυφθεῖ κανείς, ὅπως στόν καιρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας». Οἱ πολιορκητές πνίγονται, μέ βλασφήμιες στήν ὁρμή τοῦ Ἀχελώου. Ἡ «μισόχριστη σπορά» θά χαθεῖ στά ἀφρισμένα νερά, πού αἰσθάνονται τήν ἀνδρεία τῆς Ἐλευθερίας. Θά ἤθελε ὁ Σολωμός νά ἔχει τή φωνή τόν Μωυσῆ, πού εὐχαριστοῦσε τόν Θεό μαζί μέ τό λαό, ὅταν σώθηκαν ἀπό τή λύσσα τοῦ πελάγους (Ἐρυθρά Θάλασσα).
12
Ὕμν μνος ος εεἰς ἰἰςς ττήν τή ήν Ἐλευθερία Ἐλ Ἐλευθερία (στρροφές οφές 8888-121, 8-121, Ἡ π πολιορ ολιορκ ρ ία ττοῦ ρκία οῦ Μ Μεσο εσολλογγίου) ογγίου) Πῆγες εἰς τό Μεσολόγγι Τήν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, ’Μέρα πού ἄνθισαν οἱ λόγγοι Γιιά τό τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Ἄ! Τ Τόό φῶς ’πού σέ στολίζει, ’Σάν ἡλίου φεγγοβολή, Καί μακρόθεν σπινθηρίζει, Δέν εἶναι, ὄχι, ἀπό τήν γῆ·
Σοῦ ’λθε ἐμπρός λαμποκοπώντας
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη δ
Ἀγροικάει τήν ψαλμωδία Ὁποῦ ἐδίδαξεν αὐτή· Βλέπει τήν φωταγωγία ’Σ Στούς Ἁγ Ἁγίους ἐμπρός χχυυτή.
»Α Αὐτός λέγει... Ἀφοκρασθῆτε· »Ἐγώ εἶμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ· »Πέστε, ποῦ θ’ ἀ ἀπ ποκρυφθῆτε »Ἐσεῖς ὅλοι ἄν ὀργισθῶ; (σστρ.: 88-98)
Ποιοί εἶν’ αὐτοί πού πλησιάζουν Μέ πολλή ποδοβολή, Κι’ ἅρμα ατα, ἅρματα ταράζουν; Ἐπετάχτηκες ἐσύ. 13
ż Γιῶργος Ἰωάννου
(Ἡ ὁµαδική ἐκτέλεση ἀρρένων ἀπό τούς Γερµανούς στά Καλάβρυτα)
Φ
τάνω στό σηµεῖο νά πῶς πώς ἴσως θά ’ταν καλύτερα νά µήν εἶχα πατήσει ποτέ µου σέ κεῖνο τόν τόπο τῆς ὁµαδικῆς ἐκτελέσεως. Κι ἄλλες φορές ἔτυχε βέβαια νά ἐπισκεφθῶ τόπους µαρτυρίου ἤ ὁµαδικῆς ταφῆς· ἡ γῆ τῆς πατρίδας µας εἶναι παραγεµισµένη µέ κόκκαλα παλικαριῶν· µά ποτέ µου δέν ταράχθηκα καί δέν ἔκλαψα τόσο, ὅσο αὐτή τή φορά. Αὐτό ἀσφαλῶς ἔγινε, γιατί τήν ὥρα πού βρέθηκα ἐκεῖ, µία γυναῖκα κι ἕνας ἄντρας, ἀδέλφια, ἄνοιγαν τόν τάφο τοῦ µικρότερου ἀδελφοῦ τους, πού εἶχε ἐκτελεστεῖ πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι ὅταν κατάλαβα τί συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στά πόδια µου σέ µίαν ἄκρη. Καί τώρα, πού ἡ ψυχή µου ἔχει κολλήσει ἐκεῖ, µοῦ φαίνεται πώς θά µείνω γιά πάντα, σάν ἕνα ἀγριόχορτο, καθισµένο δίπλα σέ κεῖνον τόν τάφο. Καί µακάρι νά γινόταν ἔτσι. ... Σέ ὅλα αὐτά δέν ὑπῆρχε τίποτα τό ἀηδιαστικό ἤ τό τροµαχτικό. Ἄλλωστε τό παιδάκι ἦταν δεκάξι χρονῶν, ὅταν µαρτύρησε. Καί πιστεύω, χωρίς ἀµφιβολία, πώς θά ἔχει ἁγιάσει. Στό χῶµα δίπλα ἦταν µπηγµένο ἕνα κερί καί στό θυµιατό σιγόκαιε θυµίαµα. Εὐωδίαζε ὅλος ὁ τόπος. Λέξη δέν ἔλεγαν, οὔτε ἀκουγόταν κλάµα. Καταλάβαινα ὅµως πώς τά µάτια τους τρέχαν, γι’ αὐτό ἔσκυψα τό κεφάλι µου πρός τό χορτάρι καί δέν προσπαθοῦσα, οὔτε τολµοῦσα νά τούς κοιτάξω. Πολύ ἦταν καί πού µέ ἄφηναν κοντά τους µία τέτοια ὥρα. .. Καλά θά ἦταν νά µποροῦσε νά µεταµορφώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πέφτει σέ µεγάλο κίνδυνο, ἤ ν’ ἀνοίγει ἡ γῆ καί νά τόν κρύβει. Ἐγώ τουλάχιστο ἔτσι παρακαλοῦσα, ὅταν βρέθηκα σέ κάτι τιποτένιους κινδύνους, πού εἶναι ντροπή καί νά τούς σκέφτοµαι ἀκόµα. Πάντως, θυµοῦµαι πώς ἐκεῖνες τίς στιγµές λάτρευα καί πρόσεχα, ὅσο ποτέ, τά ἄψυχα, ἀλλά καί τά ἔντοµα καί τά φυτά καί τά πουλιά. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς στηρίζοµαι καί πιστεύω πώς ἔτσι θά ’νιωσε κι αὐτός ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐξάλλου ἦταν τῆς ἡλικίας µου. ∆έν εἶναι δυνατό νά διαφέρω καί τόσο πολύ ἀπ’ τούς ἄλλους. Ἄνθρωπος εἶµαι καί ἐγώ. Κι ὅµως ἡ κάποια διαφορά εἶναι πού µέ καίει. Πάνω στήν κορυφή τοῦ λόφου ἔχουν στήσει ἕνα τεράστιο κάτασπρο σταυρό καί παρακάτω, στήν πλαγιά, εἶναι σχηµατισµένη, µέ ἄσπρες πάλι πέτρς, ἡ ἡµεροµηνία: 13.12.43. Λογάριαζα, ὅταν γυρίσω σπίτι, νά ψάξω γιά κεῖνο τό ἡµερολόγιό µου, πού µπόρεσα νά κρατήσω, µέρα µέ τή µέρα, τότε. Τί νά ’γινε ἄραγε ἐκεῖ σέ µᾶς αὐτή τή µέρα; Κι ἔτσι, καθώς εἶχα ἀποµονωθεῖ κοιτάζοντας τό ρηχό µνήµα τοῦ χωριατόπουλου, ἄρχισα νά ψιθυρίζω ἀνεπαίσθητα τό ἀντρίκιο ἐκεῖνο µοιρολόγι, πού µόνο τά λόγια του ξέρω καί ὄχι τό σκοπό: Μαστόροι Καλαβρυτινοί καί µαρµαροχτιστάδες, πού πελεκᾶτε µάρµαρα καί φτιάχνετε κιβούρια, φτιάχτε καί µένα ’να καλό, καλύτερο ἀπό τ’ ἄλλα... Ὅµως ἕνα µπουλούκι ἐντόπιοι τουρίστες φάνηκε νά µπαίνει µέσα στόν ἱερό περίβολο. Στά14
θηκαν γύρω ἀπ’ τό ἐλεεινό γιά µία τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν ἀπ’ τούς µορφωµένους καί δέν µπορῶ νά πῶ πώς ἡ στάση τους δέν ἦταν σεµνή. Κατέθεσαν µάλιστα ἕνα καλοκαµωµένο δάφνινο στεφάνι καί κατόπι κράτησαν ἕνα λεπτό σιγή. Κάποιος τούς ἄρχισε νά διαβάζει ἀπό ἕνα χαρτί τό ἱστορικό τῆς ἐκτελέσεως τῶν 1200 ἀνθρώπων. Ἦταν τόσο ψυχρή ἡ περιγραφή, ὥστε ἀµέσως ὑπέθεσα πώς σίγουρα θά τά εἶχε ξεσηκώσει ἀπ’ τήν τελευταία ἐγκυκλοπαίδεια. οπαίδεια.. Ὕστερα σκόρπισαν µιλώντας δυνατά ἤ χαχανίζοντας. Πολλοί ἦρθαν τριγύρω µας. Καί φυσικά ἀµέσως ἄρχισαν τίς ἐρωτήσεις, ἰδίως οἱ γυναῖκες. Τό παλικάρι µέ τήν ἀξίνα ἀπαντοῦσε, πιέζοντας ὁλοφάνερα τόν ἑαυτό του. ... Πῆραν νά κατηφορίζουν. Μετά ἀπό λίγα βήµατα ἄναψε ζωηρή συζήτηση ἀνάµεσά τους· σά νά µήν ἤµασταν κι ἐµεῖς λίγο πιό πάνω. πάνω. Ἕνας Ἕ ἀκούστηκε νά φωνάζει µέ θυµό: Καλά τούς ἔκαναν· ἀφοῦ οἱ ἄλλοι σκότωσαν στρατιῶτες τοῦ κατακτητῆ. Κανένας δέν ἀντιµίλησε. Ἦταν καί κάποιος µέ στολή µαζί τους. Μοῦ ’ρθε νά πέσω ἀπάνω σέ κείνη τήν ἄτιµη φωνή καί νά τή στραγγαλίσω ἄγρια, προτοῦ προφτάσει. Ἀλλά τήν ἄκουσαν βέβαια συγχρόνως καί τά δύο ἀδέλφια κι ἔσκυψαν πιό πολύ κατά τό χῶµα, σά νά ’φαγαν καµτσικιά, ἀλλά καί σάν µαθηµένοι ἀπό κάτι τέτοια. Κατόπι ὁ ἄνδρας ἄφησε τήν ἀξίνα· δέν ὑπῆρχαν ἄλλωστε ἄλλα κόκκαλα. Ἡ ἀδελφή του ἔσβησε τό κερί καί πῆρε τό θυµιατό. Τά κόκκαλα ἔµειναν ἀσκέπαστα. Ἡ βρωµερή ἐφηµερίδα κυλιόταν πάνω στά χόρτα. Ἔµεινα ξοπίσω καί µέ πῆρε τό παράπονο. ∆έν ἤµουν γνωστός τους ἤ συγγενής τους γιά νά µέ πάρουν µαζί τους, ὅπως θά ἤθελα. Γι’ αὐτό ξεκίνησα γιά τό πιό λαϊκό καφενεῖο, καί στό δρόµο ἔλεγα συνέχεια: Θεέ µου, µή µ’ ἀφήνεις οὔτε καληµέρα νά ’χω πιά µέ τέτοια, δῆθεν ἐξευγενισµένα, ὑποκείµενα.
15