Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904). Το Ωόν του Πάσχα
ΤΕΥΧΟΣ 3
ΜΑΙΟΣ 2013
2
3
Στίς μυροφόρες Ἁγίου Ἰω. Χρυσοστόμου
«Ἐπέστρεψαν λοιπόν πάλιν οἱ μαθηταί εἰς τήν οἰκίαν των. Ἡ Μαρία ὅμως εἶχε σταθῆ ἔξω κοντά εἰς τό μνημεῖονκαί ἔκλαιεν». Τό γυναικεῖον φῦλον διακρίνεται κατά κάποιον τρόπον διά τήν λεπτότητα τῶν αἰσθημάτων του καί ἔχει μεγαλυτέραν τάσιν πρός οἶκτον. Ἐκείνη εἶχε σταθῆ πλησίον τοῦ τάφου· ἦτο δηλαδή μεγάλη παρηγορία τό νά φαίνεται τό μνῆμα. Βλέπεις λοιπόν αὐτήν, πού σκύβει καί θέλει νά ἰδῇ τόν τόπον, εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκετο τό σῶμα, προκειμένου νά παρηγορηθῇ; Διά τοῦτο λοιπόν καί ἔλαβε μεγάλον μισθόν δι’ αὐτήν τήν μεγάλην φροντίδα της· διότι ἐκεῖνο πού δέν εἶδον οἱ μαθηταί, αὐτό τό εἶδε πρώτη ἡ γυναῖκα, ἀγγέλους δηλαδή νά κάθηνται ὁ μέν ἕνας πρός τό μέρος τῶν ποδιῶν, ὁ δέ άλλος, πρός τό μέρος τῆς κεφαλῆς μέ λευκήν ἐνδυμασίαν καί τό πρόσωπον τους ἦτο γεμᾶτον ἀπό πολλήν φαιδρότητα καί χαράν. Εἶδε πρόσωπα φαιδρά πολύ περισσότερον τοῦ συνήθους· εἶδε μορφήν λαμπράν· 4
ἄκουσε συμπαθῆ φωνήν. Καί τί λέγει; «Γυναῖκα, διατί κλαίεις;». Μέ ὅλα αὐτά ὡδηγεῖτο εἰς τόν λόγον περί τῆς ἀναστάσεως. Τί λέγει λοιπόν αὐτή; Μέ θέρμην καί συγχρόνως μέ φιλοστοργίαν· «Ἐπῆραν τόν Κύριόν μου καί δέν γνωρίζω ποῦ τόν ἐτοποθέτησαν». «Καί ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἔστρεψε τό βλέμμα της πρός τά ὀπίσω». Καί πῶς συνέβη αὐτό ἐνῷ συνωμιλοῦσε μέ τούς ἀγγέλους καί ἀκόμη δέν ἄκουσε τίποτε ἀπό αὐτούς, νά στρέψῃ τό βλέμμα της πρός τά ὀπίσω; Ἐγώ νομίζω, ἐνῷ ἔλεγεν αὐτή αὐτά, ἐξαφνικά ἐμφανισθείς ὁ Χριστός ὄπισθέν της, ἐξέπληξε τούς ἀγγέλους, καί ἐκεῖνοι μόλις εἶδον τόν Κύριον, καί μέ τήν μορφήν καί μέ τό βλέμμα τους καί μέ τίς κινήσεις τους ἔδειξαν ἀμέσως ὅτι εἶδον τόν Κύριον· καί αὐτό τό ἐπρόσεξεν ἡ γυναῖκα καί τήν ἔκαμε νά στρέψῃ πρός τά ὀπίσω τό βλέμμα της. Εἰς τήν γυναῖκα ὅμως παρουσιάσθη μέ πιό ταπεινήν καί κοινήν ἐνδυμασίαν· καί γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτι ἐνόμισεν ὅτι αὐτός εἶναι κηπουρός. «Γυναῖκα, διατί κλαίεις; ποῖον ζητεῖς;». Ἡ γυναῖκα, δέν λέγει ἀκόμη τό ὄνομα του Ἰησοῦ, ἀλλά, μέ τήν σκέψιν ὅτι αὐτός πού ἐρωτᾷ γνωρίζει διά ποῖον πρᾶγμα ἐρωτᾷ, λέγει· «Ἐάν σύ τόν ἐπῆρες, εἰπέ μου ποῦ τόν ἔβαλες καί ἐγώ θά τόν πάρω». Ὁμιλεῖ, ὡσάν νά πρόκειται περί νεκροῦ, περί λήψεως αὐτοῦ καί μεταφορᾶς του εἰς ἄλλο μέρος. Μεγάλη ἡ εὔνοια καί ἡ φιλοστοργία τῆς γυναικός· ὅμως καμμία ἀκόμη ὑψηλή σκέψις δέν ὑπάρχει εἰς αὐτήν. Πῶς ὅμως λέγει ὅτι ἔστρεψε τό βλέμμα της, ἐάν βέβαια ὡμιλοῦσε πρός αὐτήν; Ἐγώ νομίζω ὅτι, ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, τό «Ποῦ τόν ἐτοποθετήσατε», ἐστράφη πρός τούς ἀγγέλους διά νά ἐρωτήσῃ διατί ἐξεπλάγησαν· ἔπειτα ὅταν ὁ Χριστός τήν ἐκάλεσε νά στρέψῃ τό βλέμμα της ἀπό ἐκείνους πρός αὐτόν, ἐφανέρωσε τόν ἑαυτόν του μέ τήν φωνήν του· διότι, ὅταν τήν ὠνόμασε «Μαρία», τότε τόν ἐγνώρισεν. Ἔτσι ἡ ἀναγνώρισις δέν ἔγινεν ἀπό τήν μορφήν του ἀλλά ἀπό τήν φωνή του. «Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν ὅτι ἄγγισεν αὐτόν καί ἔπεσεν ἔμπροσθέν του;» ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς αὐτό είναι φανερόν ἀπό τούς λόγους του, «Μή μέ ἀγγίζῃς». Διατί δέ εἶπε, «Μή μέ ἀγγίζῃς»; Νομίζω ὅτι αὐτή ἀκόμη θέλει τήν συναναστροφήν μέ αὐτόν, ὅπως ἀκριβῶς 5
τότε, καί ἀπό τήν χαράν της δέν ἐσκέφθη τίποτε τό ἀνώτερον πνευματικά. Ἀπομακρύνων λοιπόν ἀπό αὐτήν αὐτήν τήν σκέψιν καί τό νά συνομιλῇ μαζί του μέ πολύ φόβον (διότι οὔτε μέ τούς μαθητάς του φαίνεται πλέον νά ἔχῃ τέτοιαν συναναστροφήν), ὑψώνει τήν σκέψιν της, ὥστε νά τόν προσέχῃ μέ μεγαλυτέραν εὐλάβειαν. Τό νά εἰπῇ, «Μή μέ πλησιάζῃς, ὅπως ἀκριβῶς καί προηγουμένως, διότι τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως πρῶτα, οὔτε πρόκειται νά σᾶς συναναστρέφωμαι πλέον καθ’ ὅμοιον τρόπον», θά ἐδημιούργει κάποιαν δυσαρέσκειαν καί θά περιεῖχε κομπασμόν, ἐνῷ τό νά εἰπῇ, «Δέν ἀνέβηκα ἀκόμη εἰς τόν Πατέρα μου», ἄν καί δέν ἦτο δυσάρεστον, ἐδήλωνεν ὅμως τό ἴδιο· διότι μέ τούς λόγους του «δέν ἀνέβηκα ἀκόμη», δείχνει ὅτι ἐκεῖ σπεύδει καί βιάζεται νά φθάσῃ· ἐκεῖνον δέ πού πρόκειται ν’ ἀπέλθῃ ἐκεῖ καί νά μή συναναστρέφεται πλέον μέ τούς ἀνθρώπους, δέν ἔπρεπε νά τόν βλέπουν μέ τήν ἰδίαν σκέψιν, μέ τήν ὁποίαν τόν ἔβλεπαν καί πρῶτα. «Πήγαινε καί εἰπέ εἰς τούς ἀδελφούς μου, ὅτι μεταβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα σας, καί Θεόν μου καί Θεόν σας». Καί βέβαια δέν ἐπρόκειτο ἀμέσως νά τό κάμῃ αὐτό, ἀλλά μετά σαράντα ἡμέρας, πῶς λοιπόν τό λέγει αὐτό; Ἐπειδή ἤθελε νά τήν ἐξυψώσῃ πνευματικά καί νά τήν πείσῃ ὅτι μεταβαίνει εἰς τούς οὐρανούς.
Καί διατί τέλος πάντων παρουσιάσθη κατά τήν ἑσπέραν; Διότι τότε κυρίως φυσικόν ἦτο νά εἶναι γεμᾶτοι ἀπό φόβον. Ἀλλά ἄξιον θαυμασμοῦ εἶναι, τό πῶς δέν τόν ἐνόμισαν φάντασμα; καθ’ ὅσον εἰσῆλθεν ἐνῷ ἦσαν κλεισμέναι αἱ θύραι καί οἱ μαθηταί ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Καί βέβαια καί ἡ γυναῖκα κατέστησε προηγουμένως μεγάλην τήν πίστιν των, ἀλλά καί ἔκαμε τήν ἐμφάνισίν του μέ μεγαλοπρεπῆ τρόπον καί ἀθόρυβον. Οὔτε τήν θύραν ἐκτύπησεν, ἀλλά ἐστάθη εἰς τό μέσον αὐτῶν τελείως ἀθόρυβα καί ἔδειξε τήν πλευράν καί τά χέρια του. Συγχρόνως δέ καί μέ τήν φωνήν του καθησύχασε τήν ταλαντευομένην σκέψιν των, λέγων· «Εἰρήνη νά εἶναι μαζί σας»· δηλαδή, «μή θορυβεῖσθε»· καί τούς ὑπενθύμισε τόν λόγον ἐκεῖνον πού εἶπε πρός αὐτούς πρό τοῦ σταυροῦ του· «Σὰς ἀφήνω τήν ἰδικήν μου εἰρήνην», καί πάλιν· «Ἑνωμένοι μαζί μου θά ἔχετε εἰρήνην, μέσα εἰς τόν κόσμον δέ θά ἔχετε θλῖψιν». Πρῶτον αὐτόν τόν λόγον εἶπε μετά τήν ἀνάστασιν· (διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παντοῦ λέγει· «Νά ἔχετε χάριν καί εἰρήνην»)· εἰς τίς γυναῖκες ὅμως εὐαγγελίζεται χαράν, διότι αὐτό τό ἀνθρώπινον φῦλον εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν λύπην, καί αὐτήν ἐδέχθη ὡς πρώτην χαράν. 6
7
8
9
œŧŬťũИųťũŲ ιŰϾ ϓŭš ŴšŮϮŤũ ųŴϗŭ ņЋűИŰŧ ŴůА ŎŴůųŴůţũϏŢųŪũ ŎϮ łδũũŭŧ ŢŧşŨϕůųŬşū o2OHKXZ© ©MGROZ© LXG ZKXTOZ© { ŒϬ űťŪşϬūţŧ oROHKXZ©{! ͥũţųŦţůϬş ŏŭŧδ ϐũţųŦţůϬş ЀŪŷŰ! ͮ ϐũţųŦţůϬş ūδ ŨδūţŧŰ Ѐ Ųŧ ŦύũţŧŰ Ųδ ŮδūŲş űŲϼ ŮũşϬűŧŭ ŲŭЎ ūϼŪŭų ŠύŠşŧş ϗ ϐũţųŦţůϬş ŮŭІ ţϵūşŧ ϲŢŧş šŧδ ЀũŭųŰ! ΞűŲϼűŭ ŮϼŲţ ϓŵţŧŰ Ųϕ ŢųūşŲϼŲťŲş ūδ ŨδūţŧŰ Ѐ Ųŧ ŦύũţŧŰ! ΑŲşū Ţŧ şŦύŲţŧŰ ϏŨşŲŭŪŪІůŧş ʼnşϬ ŮůŭűŴύůţŧ ϗ ϐũţųŦţůϬş űύ ЀũŭųŰ ϏŨşŲŭŪŪІůŧş! ΐŵŧ ŴųűŧŨδ ŒϬ ţϵūşŧ Ͼ κūŦůŷŮŭŰ ŵŷůϬŰ ϏŨşŲŭŪŪІůŧş! κūŦůŷŮŭŰ ũŭŧŮϼū ŵŷůϬŰ ϏŨşŲŭŪŪІůŧş Ţύū ţϵūşŧ ϐŨţϴūŭŰ ŮŭІ ŪŮŭůţϴ ūδ Ũδūţŧ Ѐ Ųŧ Ŧύũţŧ ηũũδ ϐŨţϴūŭŰ Ūύ Ųϼū ϾŮŭϴŭ Ũδūŭųū Ѐ Ųŧ Ŧύũŭųū ͥůŵϼŪşűŲţ ŲЖůş űŲϕ ŢţІŲţůť ũύŬť ŲϪŰ ŢŧşŨϕůųŬťŰ ǣ o©MGROZ©{ ŋţŲδ Ųϕū ϐũţųŦţůϬş ũŭŧŮϼū ϓŵŭųŪţ Ųϕū ϯűϼŲťŲş ŨşϬ ŪδũŧűŲş ϯűϼŲťŲş ŪŮůŭűŲδ űŲϼ ūϼŪŭ ŋϼūŭ ϑūş űŵϼũŧŭ Ŧδ Ũδūŷ ϐŢОĸ Ūύ Ųϕ Ūŭů Ŵϕ ŮŭІ ϐŴşůŪϼŤţŲşŧ űϕŪţůş Ͼ ŨδŦţ łδũũŭŰ ŪŮŭůţϴ ŨşϬ ŮůύŮţŧ ūδ Ųϕ Ŧţŷůϕűţŧ ŮůŭűŷŮŧŨϕ ŮůŭűŠŭũϕ ŔŲδűşŪţ űŲϼ ŲţũţųŲşϴŭ ŪύůŭŰ ŲϪŰ ŢŧşŨϕůųŬťŰ ǣ űŲϕū ηŢţũŴŭűІūť Ųϼ Ůŧϼ ηűŲţϴŭ κůŦůŭ ŲŭЎ šşũũŧŨŭЎ őųūŲδšŪşŲŭŰ ŨşϬ ϿŴţϬũŭųŪţ ūδ ϾŪŭũŭšϕűŭųŪţ ϗ ŪţšşũІŲţůť ϐŪŪŭūϕ ŲϪŰ ŃІűťŰ ŢųŲŧŨϼŰ κūŦůŷŮŭŰ Ūŧũδţŧ šŧδ ηŢţũŴŭűІūť ŨşϬ Ţύū ηūŲŧũşŪŠδūţŲşŧ ЀŲŧ Ţύū ЈŮδůŵţŧ ŲůϼŮŭŰ ūδ Ųϕū ηŮŭŨŲϕűţŧ ϐŮţŧŢϕ ηŮϼ Ųϕ ŢųŲŧŨϕ ŴІűť ЀŮŷŰ ηŮŭŢţϬŵŲťŨţ ηŮŭųűŧδŤţŧ ŨşϬ şЉŲϕ ŮŭІ Ũųůŧşůŵţϴ ţϵūşŧ ϗ ŮůŭűŷŮŧŨϕ ηůŵϕ ŲŭЎ ηŲϼŪŭų ŨşϬ ϗ ŮůŭűŮδŦţŧş űųūŲϕůťűťŰ ŨşϬ ϮŨşūŭŮŭϬťűťŰ ŲŭЎ ńłŗ łŧδ ūδ ϏŢůşŧŷŦţϴ ϗ ηŢţũŴŭűІūť ŮůύŮţŧ ϗ ŮůŭűŷŮŧŨϼŲťŲş ūδ ŨşŲşŦύűţŧ Ųϼū ϏşųŲϼ ŲťŰ ϐŬ ϾũŭŨũϕůŭų űŲϕ ŢŧδŦţűť ŲŭЎ ŨŭŧūŷūŧŨŭЎ űųūϼũŭų ŨşϬ ūδ ŦųűŧşűŲţϴ κūţų Ѐůŷū šŧδ Ųϼ Ũŭŧūϼ Ũşũϼ ηūţŬşůŲϕŲŷŰ ŨşϬ Ůύůşū ŲϪŰ ŢŧţŨŢϬŨťűťŰ ŲОū ŮůŭűŷŮŧŨОū ŲťŰ ŢŧŨşŧŷŪδŲŷū ŀЉŲδ Ųδ ηūŦůЖŮŧūş šūŷůϬűŪşŲş ЀŪŷŰ ţϵūşŧ
* Ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη. 10
εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπό τοῦ ξύλου καθελών τό ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καί ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας, ἀπέθετο.
Ὁ εὐγενής Ἰωσήφ, ἀφοῦ κατεβίβασεν ἀπό τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ τό πάναγνον Σῶμά Σου, τό περιετύλιξε μέ καθαράν σινδόνα (σάβανον), ραντίζων ταυτοχρόνως αὐτό μέ ἀρώματα, καί τό ἐνεταφίασεν, ἀποθέτων αὐτό εἰς καινουργές μνῆμα (εἰς τό ὁποῖον δέν εἶχε ταφῆ ἕως τότε ἄλλος νεκρός).
^
Ὁ Ἄγγελος, ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τοῦ μνήματος (τοῦ Κυρίου), ἔλεγε μεγαλοφώνως εἰς τίς μυροφόρες γυναῖκες εἶχον μεταβῆ εἰς τό μνῆμα διά νά ἀλείψουν μέ μύρα τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ): Τά μύρα χρειάζονται διά νά ἀλείφωνται μέ αὐτά οἱ θνητοί· ὁ Χριστός ὅμως ἀπεδείχθη ξένος τῆς φθορᾶς πού φέρει ὁ θάνατος (διότι ὡς Θεός παντοδύναμος ἀνέστη ἐκ νεκρῶν).
αῖς μυροφόροις γυναιξί, παρά τό μνῆμα ἐπιστάς, ὁ ἄγγελος ἐβόα· τά μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός δέ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
11
¦¿ÙÌÕ ĵ ¹Î¿ ˺ ÆÓ ÐƖÓ ÃËÌÉÐÌË»¿Ó ÐÌƠ ÌËÐÇ¿ÉÌƠ įÊÊÆËÇÏ ÌƠ
¤
{ ~ Ű š Ê ` { { ~Ă Ű Ű F z~ Ű d } ƍ K{ F ~ z ¾ × y Ű ç z~ ÷ ž s º ~ { } ~ } } { × y ÷ z } Ê ~ z N} ~ x { x z ~ × F z~ ì ~ { ~ } Î ~ ` { ÷ ž x ă ` ~ ~ ~ y Vì ~ x ~ û × x ~z ~ y Ê { ƚ Ñ y ƍ K{ Ö x ~z ~ x e{ y H ~ z ç a { { x { Î ~ ~ y Ë Ű º { ~ fþ e z~ x ` z ~ ~ y ~ þ Ħ ~ Ɛ ~ġ ~ z~ é ~ Ɓ ~ Ù { y } ~ ƭ ƭ { ~ ~z Ù { y y Ě ƺ Ù ~ ƺ s ~ġ { ą ƺ Z~z Ù ~ ƺ ċ ~ Ė ` ~ Ě ~ġ { x ` x ` z x y ~z ~ ` x ~ ` x ` } y í z~ cĆ é { ċ ~ Ù x { g Ð ƛ ~ } × F ~ z~ ` ~ ~ ~ z { { K x ~ x Ê y ~ z~ ƍ K{ ~ ƍ } Õ ~z  z ď Ê { ` x ` ~ ~ ƍ ~z ƍ } e } z ~ Ê } ` ~ ƍ Ê ~ z Ð y Ű F z~ Ü ~ ÷ [ x e~ ~` ă { Ð ƚ Ű ü ~ Ű ~Ă ~ z~ Nx } } ì x } ` z [~ ` ~ º ` ~z { ~ Ê x f } ~ ƭ ~ z Ù x ` y z ~ x ~ í ~z ` } ~ } g  ` ¾ ~ ç Ê z { { Ê { Ű ~ ~z ç º ` [ ` Ê ~ } ~ z ~ z ~z ö ~ x  ƍ Ê z ƚ ƚ ~ x º ~ ~ x z ~ z ƚ ~ z ~ ƚ z f ` ~ ~ é ~ z~ g F ` û ~ ~Ă ` { cæ { K~ ~ ž z [~ Î Ê z ~z ž~ ~z ~ y ` { ~ z [ ` G ` Gx x º } z N { ~ } × y ƍ R< K~ z x ~z × ~ z~ Ű e z~ x y F ~ z~ Ű Î y Ă x ~ y ƚ ` Zy ă y ` z î z û ƚ Ê ƚ Ű ü ~ Ű ~Ă ~ z~ { Ƙ x ä ~ { ç K{ ` y Ú ~ ` f y Ê ~ z g Ű Ñ ` Ô ƍ ~ ` ~z ~ ~ ` ~ x ` ~
12
º { { { fI z~g
13
Ο Δ Υ ΣΣΕΑΣ ΕΛ ΥΤΗΣ
Ὁ
Ὀδυσσέας Ἐλύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο τοῦ Ὀδυσσέα Ἀλεπουδέλη, ἦταν ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους Ἕλληνες ποιητές τῆς γενιᾶς τοῦ ’30. Διακρίθηκε τό 1960 μέ τό Κρατικό Βραβεῖο Ποίησης καί τό 1979 μέ τό βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός γιά τά ποιητικά του ἔργα Ἄξιον Ἐστί, Ἥλιος ὁ πρῶτος, Προσανατολισμοί κ.ἄ. Διαμόρφωσε ἕνα προσωπικό ποιητικό ἰδίωμα καί θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς ἀνανεωτές τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ἐνῶ συλλογές του ἔχουν μεταφραστεῖ μέχρι σήμερα σέ πολλές ξένες γλώῶσσες. Τό ἔργο του περιλάμβανε ἀκόμα μεταφράσεις ποιητικῶν καί θεατρικῶν ἔργων. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Διεθνοῦς Ἕνωσης Κριτικῶν ἔργων Τέχνης καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑταιρείας Κριτικῆς. Νά γιατί γράφω. Γιατί ἡ ποίηση ἀρχίζει ἀπό κεῖ πού τήν τελευταία λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος... Ἡ ἀτελεύτητη φορά πρός τό φῶς τό φυσικό πού εἶναι ὁ Λόγος, καί τό φῶς τό Ἄκτιστον πού εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό γράφω. Γιατί μέ γοητεύει νά ὑπακούω σ’ αὐτόν πού δέν γνωρίζω, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μου ὁλάκαιρος, ὄχι ὁ μισός πού ἀνεβοκατεβαίνει στούς δρόμους καί «φέρεται ἐγγε γραμμένος στά μητρῶα ἀρρένων τοῦ Δήμου...». Γιατί ἡ ποίηση μᾶς ξεμαθαίνει ἀπό τόν κόσμο, τέτοιον πού τόν βρήκαμε... μέ τήν ἔννοια πού ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν Ἀνάσταση. Τό «Ἄξιον Ἐστί» εἶναι κορυφαῖο ἔργο. Ἡ γλώσσα του εἶναι ἀπό τά εὐγενέστερα μέταλλα· ἀπό τή δημοτική λόγια καί ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐλευθέρωνει τά παγωμένα πλούτη τῆς ἑλληνικῆς. Μέ τό ἔργο του αὐτό κλείνει τήν ποίηση, πού ἄρχισε μέ τούς Ἐλεύθερους Πολιορκημένους τοῦ Σολωμοῦ. Ἀποτελεῖται ἀπό 3 μέρη, τή Γένεση, τά Πάθη καί τό Δοξαστικό. Κλείνουν μέσα τους Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, Βυζ. Ὑμνογραφία, Δημοτικό τραγούδι καί τούς ποιητές Σολωμό, Κάλβο, Β. Κορνάρο καί Μακρυγιάννη, Παπαδιαμάντη. Εἶναι ποίημα ἑλληνικό στό θέμα καί στή μορφή. Ἡ κατασκευή του εἶναι τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καί τῆς Λειτουργίας, Γέννηση-Πάθη-Ἀνάσταση. Γένεση. Εἶναι ἑπτά οἱ φάσεις τῆς δημιουργίας, τοῦ ἥλιου καί τοῦ ποιητῆ τῆς γῆς καί τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, τῆς θάλασσας καί τῶν νησιῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων δημιουργημάτων. Πάθη. Στούς ψαλμούς-ἄσματα-ἀναγνώσματα ἀναφέρεται στά θέματα τῆς ἐλευθερίας καί γλώσσας, στήν Κατοχή καί τήν Ἀνάσταση τοῦ λαοῦ· στό μαρτύριό του καί τέλος στό θάνατο καί νίκη τῆς ζωῆς. Δοξαστικό. Εἶναι ἡ δοξολογία τοῦ κόσμου τοῦ μικροῦ πού εἶναι μέγας [δοξολογία στό θαλασσινό τοπίο, τῆς Ζωῆς (ἀλληγορικά ἡ Παναγία-Ἑλλάδα-Ἐλευθερία). Στή φύση, στόν ποιητή (ἑρμηνευτή τῆς ζωῆςκαί τοῦ θανάτου). Καί στό αἰώνιο τῶν πραγμάτων, βουνά δένδρα καί τή ζωή (καί νῦν καί ἀεί)].
14
15