Ο Ε υστράτιος Β α σ ιλείου Κ λειδαράς (1944 - 18.12.2002) ως έφεδρος ανθυπο λοχαγός.
Ο Π αναγιώ της Σ τόικ ος με την κόρη του Μαρία Ευστρ. Σαχλαρά και το γιο της Μανόλη.
Ο Π α ν α γιώ τ η ς Π ροκ. Μ α ϊσ τρ έλ η ς (Γ α λ ιά ) έν σ τ ο λ ο ς στη Αράμα (21.12.1952).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εξηντάχρονος ονοματοεθνικός σφετερισμός..................................................................................... ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Πατριδογνωστικά. Αγιάσος, αγάπη μου....................................................................................... ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ-ΒΑΜΒΑΚΑ, Αναδρομή στην Αγιάσο του χτες. Ο χωροφύλακας και το σαββατιάτικο φροκάλισμα των δρόμων ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ, Ο δούΙΐοΓηαηη, η Τροία και η ελληνική γλώσσα. Μια ιδιαίτερη γερμανοελληνική σχέση........... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Το ομογενειακό μας περισκόπιο. Ο Παναγιώτης Τζέγκος και ο μόχθος του σε τρεις ηπείρους ... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Γιάννης Προκοπίου Πατράκης. Ο ανυπότακτος Αγιασώτης ιδεολόγος αγωνιστής........... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΑΕΙΟΥ, Αεσβιακά αρχειοδιφικά σύμμεικτα. Προαπελευθερωτικά Π ιστοποιητικά Γέννησης και βάφτισης ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Του Δημητρίου Λουκάτου................................................................................. ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ, Ο κυρίαρχος (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Του Νικέλ’ Γαβές (ποίημα). ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ, Το τσαγάκι (ποίημα). ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΡΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, Κομμάτι της καρδιάς (ποίημα)............... ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΜΙΝΕΑΗ-ΠΑΤΣΕΛΗ, Στου στέρνω ένα αίνιγμα (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Διώξιτι τα σπουρέλϊα (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Καρυώτικος βοριάς (ποίημα)............................................................................................................. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Από τη δράση του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη». Η αναπαράσταση του Παραδοσιακού Αγιασώτικου Γάμου....................................................................................................................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ Θ. ΠΑΤΕΑΑΗ, Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Ιστορικότητα και πολιτιστική προσφορά................................. ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ-ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΥ, Το Πεντατάξιο Διδασκαλείο Θηλέων Π ειραιά........................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Σπύρος Κωνσταντίνου Καραμούντζος. Ο Αργείος ποιητής που αγαπά την Αγιάσο.................... Τα πθίτκα μας (Χρίστος Γλεζέλης, Προκόπης Κουτσκουδής, Μιχάλης Χριστοφαρής)........................................................................ ΓΙΑΝΧΑΤΖ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΞΕΝΕΛΗ, Σας πληροφορούμε......................................................................................................................... Γ.Ξ.-ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν........................................................................................................................................................ Εισφορές............................................................................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 5 6 9 15 17 19 20 21 22 26 28 31 33 34 36 37§
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Ο Κήπος της Παναγίας υποδέχτηκε φιλόξενα τις αλαφροπερπάτητες νιφάδες... (Φωτογραφία Παράσχου Ευστρ. Αιακάτου. Χριστούγεννα 2003)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Αημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, ο μακαριότατος Πατριάρχης Αλεξαν δρείας Πέτρος ο Ζ ' (+11.9.2004), καθώς και εκπρόσω ποι τοπικών αρχών, στην Αγιάσο (15.8.2001). (Τη φω τογραφία παραχώ ρησε ο Δημ. Χαρ.Καμαρός)
ΙΧΪΝ 1106-3378
ΕΞΗΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ΟΝΟΜΑΤΟΕΘΝΙΚΟΣ ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ Η Μακεδονία
στάθηκε κυματοθραύστης της
ορμητικής πλημμυρίδας των λαών που μετακινού νταν, στο διάβα των αιώνων, από το βορρά προς το Αιγαίο. Η αρχαιότητα, το Βυζάντιο, η Τουρκοκρα τία και οι νεότεροι χρόνοι, έχουν να επιδείξουν πληθώρα συγκρούσεων, κατά τις οποίες το αίμα χύθηκε ποτάμι... Ο Μακεδονικός Αγώνας, που τη συμπλήρωση εκα τονταετηρίδας από την έναρξή του το 1904 αγνοήσα με πανηγυρικά, οι Βαλκανι κοί Πόλεμοι, καθώς και οι Παγκόσμιοι, αναζωπύρωσαν τα πάθη και τα μίση στη Χερ σόνησο του Αίμου. Μπορεί βέβαια να ικανοποιήθηκαν αρκετές διεκδικήσεις και να βελτιώθηκαν, σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό, οι σχέσεις των όμορων κρατών, δεν έπαψε όμως να υφίσταται ο αλυ τρωτισμός... Το 1944 ανακηρύχτηκε το ομόσπονδο κράτος των Σκοπιών, με σφετερισμό της αναμφισβήτητα ελληνικής λέξης Μ ακεδονία, και εντά χτηκε στη Γιουγκοσλαβία. Η αντίδραση της καταπονημέ νης τότε Ελλάδας δεν υπήρ ξε αποτελεσματική. Στα ε ξήντα χρόνια που πέρασαν οι Σκοπιανοί εργάστηκαν πυρετωδώς και για να μπο ρέσουν να επιβιώσουν ως αυτοτελής κρατική οντότη τα προσπάθησαν να ιδιο ποιηθούν το ελληνικό φύλο των Μακεδόνων. Και όλα αυτά με τις ευλογίες της π α ραδοσιακά φίλης Σερβίας και της καιροφυλακτούσας Βουλγαρίας... Με τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και με την απόσχιση των Σκοπιών η κατάσταση επιδει νώθηκε. Οι αλυτρωτικές τάσεις των Σκοπιανών εκ δηλώθηκαν εντονότερα. Η χώρα μας αντέδρασε, αλλά το θέμα της ονομασίας παρέμεινε αδιευθέτητο. Εντωμεταξύ αρκετοί αναγνώρισαν το κράτος
των Σκοπιών με το συνταγματικό του όνομα και ό χι ως ΡΥΚΟΜ, ώσπου να εξευρεθεί κοινώς αποδε κτή ονομασία, μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ... Τελευταία αφυπνιστήκαμε και πάλι με την ύ πουλη ενέργεια ενός ισχυρού κοσμοχαλαστή, ο ο ποίος για δεύτερη τετραετία εξουσιοδοτήθηκε να συνεχίσει το έργο του, καταπιέζοντας αναξιοπαθούντες λαούς, ανατρέποντας ηγεσίες, αναζητώ ντας δούρειους ίππους, εκμεταλλευόμενος αδύνα τους. Και όλα αυτά στο ό νομα της πάταξης της διε θνούς τρομοκρατίας... Το θέμα της ονομασίας των Σκοπιών ως Μακεδο νίας, με τη συνακόλουθη ε θνική διάσταση, είναι ιδιαί τερα σημαντικό για τον ελ ληνισμό, π α ρ ’ όλο που ει πώθηκε από κάποιον πολι τικό μας ότι θα ξεχαστεί σε δέκα χρόνια. Η ονομασία, γεωγραφικά και κυρίως ε θνολογικά, είναι εφαλτήριο για διεκδικήσεις. Οι γείτο νες με την πολύχρονη προ παγάνδα στα εκπαιδευτή ρια όλων των βαθμιδών, με την παραχάραξη της ιστο ρίας, με την καλλιέργεια και ανάδειξη του σλαβικού ιδιώματος που μιλούν σε γραπτή γλώσσα, καλούπω σαν «μακεδονική» εθνική συνείδηση, που δεν την εί χαν προηγουμένως, για να στεγάσουν το πληθυσμιακό συνονθύλευμα του κράτους των... Η καλή γειτονία δεν επι τρέπει να είμαστε άκριτοι και κακόπιστοι εθνικιστές. Επιβάλλεται όμως, στηριζόμενοι στην αντικειμενι κότητα επιστημών, όπω ς η Ιστορία, η Αρχαιολογία, η Επιγραφική, η Γλωσσολογία, να περιφρουρούμε την εθνική μας κληρονομιά, αντιστεκόμενοι σε κά θε ενέργεια επικίνδυνης πολιτικής σκοπιμότητας... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Π Α Τ Ρ Ι Δ Ο Γ Ν Ω Σ Τ ΙΚ Α Αγιάσος, αγάπη μου... ΚΘ
Ο Πάνος
Κουτσκουδής είχε κι αυτός επίσης
τρεις γιους, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και το Μι χάλη. Ο μόνος που άσκησε το επάγγελμα του πατέρα του ήταν ο Χαράλαμπος, που δεν υπάρχει πια στη ζωή. Ο Δημήτρης αποφοίτησε κι αυτός από τη Σιβιτανίδειο Σχολή Αθηνών και διορίστηκε στη ΔΕΗ Μυτιλήνης. Συνταξιούχος τώρα πια διαμένει με την οικογένειά του στη Μυτιλήνη. Σύζυγός του είναι η καταξιωμένη φιλόλογος καθηγήτρια Ειρήνη Κουτσκουδή-Σιδερή, καταγόμενη από τον Ασώματο. Τέ λος ο Μιχάλης, που υπηρετούσε κι αυτός στη ΔΕΗ, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή, χωρίς να προλάβει δυστυχώς να χαρεί τη σύ νταξή του, τη σύζυγό του και τους δυο καταξιωμέ νους γιους του, τον Παναγιώτη και το Χαράλαμπο. Και για χάρη της αλήθειας ο μεν Στρατής Κου τσκουδής είχε και μια κόρη, τη Μαρία, που είναι σύζυγος του Ευστρατίου Μακρέλη, ενώ ο Πάνος είχε δυο κόρες. Η μια δεν υπάρχει στη ζωή και η άλλη είναι η Σαπφώ, η σύζυγος του Ευστρατίου Τζίνη, συνταξιούχου της ΔΕΗ. Παραπλεύρως του Κουτσκουδή και προς τα κά τω ήταν το σιδηρουργείο του Κυριάκου Καμάτσου, που εργαζόταν εκεί με το γιο του Στρατή, αδελφό του Πίνδαρου, που αργότερα είχε σιδηρουργείο στην Κάτω Αγορά, όπως γράψαμε σε προηγούμενη μας συνέχεια. Απέναντι από του Καμάτσου ήταν το σαγματο ποιείο, το σαμαράδικο του Βασίλη Βίγλατζη, γνω στού ως Μανταμαδιώτη, του πατέρα του Μιχάλη Βίγλατζη (Παπέλ’). Ο Βασίλης ήταν άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, φίλος με όλους, πάντα γελαστός και πάντα με τα αστεία του, έχοντας την εκτίμηση της κοινωνίας της Αγιάσου. Στη συνέχεια ήταν το ξυλουργείο του Δημήτρη Βασιλτσιωτέλη (Κουτσούκα), που τον διέκρινε ευ ρύτητα πνεύματος και ήταν τίμιος, εργατικός και αναγνωρισμένος εμπειροτέχνης. Σε πολλά τεχνικά θέματα έδινε σωστές και εφαρμόσιμες λύσεις, γ ι’ αυτό και η γνώμη του ήταν πάντα σεβαστή. Άξιους συνεχιστές της τέχνης του άφησε τους δυο γιους του, τον Παναγιώτη και το Στρατή. Μετά το καθαριστήριο του Καζάνη, στην άλλη
Ο σαμαράς και μετέπειτα κουβαλητής και πουλητής «νεαρού ύδατος» Τσίγκου, Βασίλης Βίγλατζης ή Μανταμαδιώτης. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μ ιχάλης Βασίλη Βίγλατζης)
γωνία, ήταν το ραφείο του Απόστολου Μ ουτζου ρέλη, που για κάποιο χρονικό διάστημα (τέλος της δεκαετίας του 1950 - αρχές της δεκαετίας του 1960) το είχε συγχρόνως και σαν πρακτορείο ταξιδιών. Από τον Απόστολο προμηθεύτηκαν προσκλήσεις και μετανάστευσαν στην Αυστραλία πολλοί συ μπατριώτες μας. Στο ραφείο Μουτζουρέλη θυμά μαι πω ς μεταξύ πολλών άλλων δούλευαν και οι ράφτες Δημήτρης Παναγιώτη Καρατζάς και Στρα τής Χριστόφα Παπαγεωργίου (Κολλυβάς), που και οι δυο τους μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και ά σκησαν το επάγγελμά τους με επιτυχία, έχοντας δι κά τους ραφεία σε πολυκατοικίες γύρω από την Ομόνοια, μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Στο ρα φείο του Μουτζουρέλη επίσης εργαζόταν και ο κα λόκαρδος ράφτης Στρατής Κλήμος (Κ ουτσίν’ς), που έπαθε σοβαρά εγκαύματα από θερμάστρα, εξαιτίας των οποίων και απεβίωσε. (Συνεχίζεται)
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ
ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ Ν Α ΓΙΑ ΣΟ ΤΟΥ Χ ΤΕΣ Ο χωροφύλακας και το σαββατιάτικο φροκάλισμα των δρόμων Σάββατο πρωί, πριν από κάποιες δεκαετίες, στην ορεινή και πανέμορφη Αγιάσο. Μόλις που «γυαλόφιξι» η μέρα. Ο Αγλιας, αγέρωχος μέσα στον πέτρινο όγκο του, κοίταζε από ψηλά τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τη μικρή κοι νωνία της Αγιάσου ν’ ασχολείται με τις καθημερινές δρα στηριότητές της. Αλλοι, καβάλα στα ζα τους, έπαιρναν τους φιδωτούς δρόμους για τα κτήματα, για να καλλιεργήσουν τη γη, για τα γεννήματά της. Άλλοι τραβούσαν για τα «κλουσταριά», για τα «τσ’καλαδιά», για τ’ «ατζ’γγαναριά» και για αλλού. Αχάραγα ακόμη το Μαριγώ ντάκα ντούκα άρχιζε να χτυπά το χτένι στην «κριβατή» και να βάζει το φαγί στη «γουνιά», για να σιγοβράζει, μια και έλεγαν οι παλιοί πως «τ’αχτέρ’ βγαίν’ γι δ’λειά». «Άμα σι κατουρήσ’ γιου ήλιους μες στου στρώμα, θα τσ’μάσι ούλ’ τ’ μέρα», έλεγε η Πηνελό πη η Αιακατέλαινα, η βρακούσα, που ήταν και χωρατατζού. Τα σοκάκια στο χωριό σωστό πανηγύρι. Ήταν η κα θιερωμένη μέρα για εξωτερική καθαριότητα, καθώς το ε πέβαλε και ο νόμος. Από στόμα σε στόμα ερχόταν το μή νυμα: Μουρή, χουρουφύλακας θα πιράσ’ τσι θα σι γράψ’. Έβγα να φρουκαλήσ’ς. Τα παιδιά έτρεχαν ν’ αγοράσουν ασβέστη βόλους, για να τους λιώσουν οι γυναίκες μέσα σε γκαζοντενεκέδες και για ν’ ασπρίσουν τους τοίχους, τα «ξινουτρόχαλα», τα πεζούλια και τις αυλές. Οι φροκαλιές, διαλεγμένες από το μπακάλικο, είχαν την τιμητική τους. Αμα ήταν καινούργιες, τις πρόσεχαν πολύ, να μην «ξιπατουθούν», πριν από την ώρα τους. Εί χαν και το «φρουκαλιά’» για δύσκολους και κακοτράχα λους δρόμους. Με επιμέλεια καθάριζαν τις χωματένιες αυλακώσεις, που χώριζαν τις μαρμαρόπετρες και η μια γειτόνισσα έλεγε στην άλλη, σαν τύχαινε να είναι και λεύ τερη: Καλουφρουκάλεί, μουρή Σουφέλ ’, να μη πιράσ’ γα μπρός τσι μας ξουμπλιάσΊ Τα παιδιά κουβαλούσαν νερό με τα κουμάρια από το μοναδικό τσεσμέ και οι μάνες πρωί πρωί άσπριζαν τα πε ζούλια με λουλακή ασβέστη, για να μοσχοβολά και για να τα δει ο χωροφύλακας και να μην τις γράψει. Καθώς φροκαλούσαν οι λεύτερες, σκυφτές, μια και η φρόκαλιά ήταν με μικρό χέρι, μέσα από το καρέ της αμε ρικάνικης μπλούζας που φορούσαν -δώρο του μετανά στη- ξεπρόβαλλε δειλά δειλά ο όμορφος κόρφος τους, σαν πρωτάνοιχτο μπουμπούκι. Χαμηλά φαινόντουσαν τα κάτασπρα πόδια, λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Περνώ ντας το Μητρέλ’ ο Πιτσ’λίάρ’ς, ο λάτρης της γυναίκας, δεν έχανε την ευκαιρία ν’ απολαύσει τις ομορφιές της νιότης, που η φρόκαλιά ήταν η αιτία να ξεπροβάλλουν μπροστά στα παθιασμένα μάτια του. Αισθανόταν καμέ
νος, μια και το Λιμπέλ’, η γυναίκα του, δε διέθετε τέτοια προσόντα και ήταν και λίγο μεστωμένη. Πηγαινοερχόταν λοιπόν από το Σταυρί στο σπίτι του, δήθεν ότι θα ψωνί σει καμιά «σ’πιά» ή κανένα «βουβαρίσιου», που οι ψαρο μανάβηδες έφερναν από τον κόλπο της Καλλονής και α πό το Βουβάρι. Με την πρόφαση αυτή, καθώς έβλεπε τις κοπέλες να φροκαλούν σκυφτές, έλεγε γελώντας: Φάτι, μάτια, ψάρια τσι, τσ ’λιά, πιρίδρουμου! Ή ακόμη τσι του δες παργουριά, καθώς δύσκολα τύχαινε να έρθουν μπρο στά του τέτοιες ευκαιρίες. Ο Θεός ας τον αναπαύσει, μα ζί και το Αιμπέλ’, στον όμορφο κόσμο που βρίσκονται. Πολλοί καβγάδες γίνονταν, καθώς η μια γειτόνισσα δεν ήθελε να γίνει παρακόρη και να φροκαλεί την πόρτα της άλ λης. Κι έλεγε η Φτέρπ’στην Αφρουδίτ’: Από την πόρτα σου περνώ τσι τηγανίζου μύδια, για να «π’θέψ’» την άλλη, όταν κανένα φρόκαλο ερχόταν καλά λάθος στη δική της μεριά. Ακολουθούσε το πλύσιμο στα πεζούλια και μετά το ά σπρισμα, που ήταν σωστή καλλιγραφία. Από αυτό φαινό ταν πόσο νοικοκυρά ήταν η Αγιασώτισσα ή πόσο τσαπα τσούλα, όταν σκορπούσε ασβέστες εδώ κι εκεί, κατά την τότε νοοτροπία. Ακόμη ο χωροφύλακας, που γύριζε στις γειτονιές και επέβλεπε το Σάββατο για την καθαριότητα, ήταν προβληματισμένος με τις όρνιθες, που κουτσουλσύσαν ασύστολα εδώ κι εκεί, καθώς ερωτοτροπούσαν με τον πετεινό, τον κοκκινολαίμη, από το πρωί ως το βράδυ. Αν τύχαινε και κουτσούλιζαν τα ασπρισμένα σκαλιά, ο κα βγάς άναβε. Καμιά φορά έκαναν και πιλάφι όποια όρνι θα το παράκανε και η γειτόνισσα καταριόταν για το χαμό της. Έφτους π ’ τν έφαγι να μην τ ’χουνέψ’! Τα σκουπίδια και τις καβαλίνες με σακούλες τα έρι χναν στις ρίζες των δέντρων για λίπασμα, για να έχουν και βιολογικά προϊόντα, χωρίς χημικά και ορμόνες που αφθονούν στον αιώνα μας. Αφού τέλος στέγνωναν τα ασπρισμένα σκαλοπάτια, έ βγαζαν μπροστά στις πεντακάθαρες εξώπορτες τα «σκαμνέλια», τα «καριγλέλια», τα λανάρια, τις ανέμες και οι κοπέλες τα τελάρα με τα εργόχειρα, τα δετά και βελονά κια, για ν’ αρχίσει η καθημερινή δουλειά για τις προίκες και για το ντύσιμο της φαμίλιας. Οι «αφλουγές» έπαιρναν και έδιναν. Ο γείτονας έλεγε καλημέρα στο γείτονα. Ο παπάς το Πιτσ’λέλ ’ευλογούσε τις γειτόνισσες, που ευτυχισμένες, μια και δεν ήθελαν και πολ λά, απολάμβαναν την ομορφιά της πάστρας και της δροσε ρής, πεντακάθαρης και υγιεινής αγιασώτικης ατμόσφαιρας. Οι φροκαλιές, πλυμένες και φροντισμένες, θα ξανάρχιζάν την ίδια δουλειά το άλλο Σάββατο, πρώτα ο Θεός και γεροί να ’μαστέ... Μ ΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜ ΒΔΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
Ο 50ΗΙΛΕΜΑΝΝ, Η ΤΡΟΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Μ ια ιδια ίτερη γερμ α νοελλη νική σχέση Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κα νείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη γλώσσα, έ νας είναι αγώνας. Πάντα α μ ύ ν ε τ α ι π ε ρ ί π ά τ ρ η ς . ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ Αρχισε, όπως στα παραμύθια. Η βιογραφία του μεγάλου Γερμανού αρχαιολόγου Ηοίηποΐι δοΗΙίοπιαηη (Ερρίκου Σλίμαν - ο ίδιος έγραφε το όνομά του στα ελληνικά «Σχλιέμανν») θα μπορούσε να είχε τον τί τλο: Το παραμύθι του φτωχού Ηοΐηποΐι που έφυγε α πό το πατρικό του, για να πλουτίσει, για ν ’ ανακαλύ ψει τον κόσμο των αρχαίων Ελλήνων και στο τέλος για να βρει ακόμα και χρυσούς θησαυρούς. Ο ΗοΐηποΗ δούΐίοπιαηη γεννήθηκε στις 6 Ιανουάρι ου του 1822 στη γερμανική πόλη Νου-ΒαοΓο\ν, στο Μ6θΈ1οηάιΐΓ£-$(:Ιι\νοηη. Ο πατέρας του, ένας φτωχός πάστορας με ουμανιστική εκπαίδευση, του διηγόταν για την Τροία, για τους ήρωες του Ομήρου και τις περιπέτειές τους, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, τον Οδυσσέα και τον Αγαμέμνονα, και για το πώς άρχι σαν όλα με τον Πάρη και την ωραία Ελένη. Αυτές ό μως οι ιστορίες είχαν ένα θλιβερό τέλος* η διήγηση πάντα τέλειωνε με τη διαπίστωση ότι η Τροία κατα στράφηκε τελείως και ότι χάθηκε από το πρόσωπο της γης. Το αγόρι είχε γοητευθεί τόσο πολύ από τις διηγήσεις αυτές, που ο πατέρας του του χάρισε τα Χριστούγεννα το βιβλίο του Ι οιτογ ΨοΙΐβΟΞοΜοήΐε ίϋτ Κΐηάβτ [Παγκόσμια Ιστορία για παιδιά]. Στο βιβλίο αυτό βρήκε το παιδί μια απεικόνιση της φλέγόμενης Τροίας, με τα πελώρια τείχη και τις Σκαιές Πύλες, εί δε τον Αινεία κατά τη φυγή να σηκώνει στην πλάτη του τον πατέρα του Αγχίση και να κρατά από το χέρι το γιο του Ασκάνιο. «Πατέρα», φώναξε το παιδί, «λά θος έκανες! Ο Ι οιτογ πρέπει να είδε την Τροία, αφού την απεικονίζει εδώ». Και στην παρατήρηση του πα τέρα του ότι η εικόνα είναι επινόημα της φαντασίας του συγγραφέα, ρώτησε ο εφτάχρονος αν η Τροία εί χε πράγματι τέτοια πελώρια τείχη· και, απαντώντας ο πατέρας του καταφατικά, συνέχισε: «Πατέρα, αν υ πήρχαν τότε τέτοια τείχη, δεν είναι δυνατό να κατα στράφηκαν τελείως, θα είναι θαμμένα κάτω από τα ε ρείπια και τη σκόνη των αιώνων». Και η ενδιαφέρου σα αυτή συζήτηση τέλειωσε, διασκεδάζοντας τον πα τέρα, με την παρατήρηση του γιου του ότι θα ανακα λύψει μια μέρα την Τροία. Οι πρώτες παιδικές εντυ πώσεις είχαν για το δοΗΗοιηαηη αποφασιστική σημα-
Ο ΗυίηηοΗ 5ιΙιΠυηιιιηη (1822 - 1890)
σία στη μετέπειτα ζωή του, όπως γράφει στον πατέρα του σε επιστολή του από το Παρίσι το 1868. Αρχίζει να μαθαίνει λατινικά το 1832, σε ηλικία δέ κα χρονών, και ήδη τα Χριστούγεννα του ίδιου χρό νου γράφει στον πατέρα του, ο οποίος ήξερε λατινικά αλλά όχι ελληνικά, μια έκθεση σε λατινική γλώσσα για τα σημαντικότερα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, για τις περιπέτειες του Αγαμέμνονα και του Οδυσσέα. Σοβαρά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας αναγκάζουν το νεαρό ΗοίηποΗ να διακόψει, σε ηλικία 14 χρονών, τη σχολική εκπαίδευση και ν ’ αρχίσει να εργάζεται ως μαθητευόμενος σ’ ένα μικρέμπορο, στην πόλη ΡΙΐΓδΐοηύοΓβ, για να μπορέσει να ζήσει. Πεντέμισι χρόνια πουλάει ρέγκες, καφέ, βούτυρο, οινόπνευμα κτλ., αλέθει πατάτες για την απόσταξη του οινοπνεύ ματος και καθαρίζει το μαγαζί. Όλες αυτές οι δου λειές τον κρατούν στο πόδι από τις 5 το πρωί ως τις 11 το βράδυ και δεν του αφήνουν καθόλου καιρό για πνευματικές ενασχολήσεις. Ξεχνά λοιπόν αυτά που έ μαθε και αυτά που άκουσε από τον πατέρα του, ώ σπου μια μέρα μπαίνει μέσα στο μαγαζί ένας μεθυ σμένος και αρχίζει ν ’ απαγγέλλει με πάθος Όμηρο στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Ο δοΜίοπιαηη συγκι
νείται τόσο πολύ από τη μελωδική γλώσσα, παρ’ όλο που δεν την καταλαβαίνει, ώστε παρακαλεί το μεθυ σμένο ν ’ απαγγείλει τρεις φορές τους στίχους, κερνώ ντας τον κάθε φορά ένα ποτό. Αναφερόμενος στη βιο γραφία του σ’ αυτό το συγκεκριμένο περιστατικό, γράφει: «Απ’ αυτή τη στιγμή δεν έπαψα να παρακαλώ το Θεό να μου σταθεί τυχερό να μάθω ελληνικά». Από τότε περνούν δεκαέξι περιπετειώδη χρόνια, όταν το 1856 βρίσκει ο πολύγλωσσος $οΗ1ίοιηαηη τον καιρό ν ’ ασχοληθεί και με την ελληνική γλώσσα. Στα δεκαέξι αυτά χρόνια έχει μάθει αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά, ισπανικά, ιταλικά, πορτογαλικά, ρωσικά, σουηδικά και πολωνικά. Αρχίζει λοιπόν το 1856 να μαθαίνει πρώτα νέα και μετά αρχαία ελληνικά, τα τελευταία μάλιστα, δέον να σημειωθεί, ως ζωντανή γλώσσα. Με τά την εκμάθηση και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, είναι σε θέση να καταλάβει τον Όμηρο και άλλους αρ χαίους Έλληνες κλασικούς. Το καλοκαίρι του 1859 μάλιστα επισκέπτεται την Ελλάδα και συγκεκριμένα τις Κυκλάδες και την Αθήνα. Οι επαγγελματικές του ασχολίες στην Πετρούπολη εξελίσσονται τόσο καλά, που ήδη το 1863 εκτιμάται ό τι έχει πολύ μεγάλη περιουσία: «Περί το τέλος του 1863 είχα αποκτήσει μια τέτοια περιουσία, που ούτε θα μπορούσα ποτέ να είχα ονειρευτεί. Μέσα στην α νακατωσούρα της επαγγελματικής μου ζωής δεν είχα όμως σταματήσει ποτέ να σκέφτομαι την Τροία». Το όνειρο της ζωής του, την επίσκεψη δηλαδή στα μέρη, στα οποία έδρασαν οι ομηρικοί ήρωες, πραγμα τοποιεί ο πάμπλουτος δούΐίοπιαηη για πρώτη φορά το 1868. Μετά την Κέρκυρα και την Κεφαλληνία αποβι βάζεται στην Ιθάκη και κάνει ανασκαφές στο «Κά στρο του Οδυσσέα». Αναγνωρίζει το νησί από τα στοιχεία που αναφέρονται στην «Οδύσσεια» και έτσι βλέπουμε, μια ωραία μέρα, στην πλατεία του χωριού έναν πλούσιο και αλλόκοτο ξένο να διαβάζει στους α πογόνους του πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια νεκρού Οδυσσέα στίχους της «Οδύσσειας», και διαβάζοντας να κλαίει και μαζί με αυτόν και οι ακροατές του. Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει στην Πελοπόννησο και αρχίζει τις ανασκαφές στα ερείπια των Μυκηνών. Στη συνέχεια επισκέπτεται την Αθήνα και φεύγει με το πλοίο από τον Πειραιά για τα Δαρδανέλια και α πό εκεί για το Βιιηατβαδοΐιί, όπου εικάζεται η αρχαία Τροία (Ίλιον). Εδώ αναζητά ο δοΜίοπιαηη τις δύο αναβλύζουσες πηγές, όπως αναφέρει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα», στη ραψωδία X (Έκτορος άναίρεσις), στους στίχους 147-152: 145 οι δέ παρά σκοπιήν και έρινεόν ήνεμόεντα τείχεοζ αΐέν υ π ’ έκ κ α τ’ αμαξιτόν έσσεύοντο, χρουνώ δ ’ ικανόν καλλιρρόω*ένθα δέ πηγαί
δοιαί άναΐσσουσι Σκαμάνδρου δινήεντος. ή μέν γάρ θ ’ ϋδατι λιαρω ρέει, άμφί δέ καπνός 150 γίνεται εξ αυτής ώς ει πυρός αίθομένοιο' ή δ ’ έτέρη θέρεϊπρορέει είκυία χαλάζη ή χιόνι ψυχρή ή εξ ϋδατος κρυστάλλω. ένθα δ ’ ε π ’ αύτάων πλυνοί εϋρέες εγγύς έασι, καλοί, λαΐνεοι, δθι εϊματα σιγαλόεντα. Στο ΒίΐηαΓάαδθϊύ διαπιστώνει όμως πολλές ανο μοιογένειες. Δε βρίσκει μόνο δύο πηγές, αλλά 34! Εκτός τούτου έχουν όλες την ίδια θερμοκρασία των 17°Ό. Και η απόσταση όμως από τον Ελλήσποντο διαφέρει. Δεν είναι 4,8 χιλιόμετρα, όπως αναφέρεται αλλού στην «Ιλιάδα», αλλά 12,8 χιλιόμετρα. Μετά από εντατική σπουδή της τοπογραφίας της περιοχής, συναντά ο δοΜίοπιαηη έναν εντυπωσιακό λόφο με φυσική οχύρωση ονόματι ΗίδδατΙίΓ, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ν ’ ανταποκρίνεται στις εν-
δείξεις της «Ιλιάδας». Αποφασίζει λοιπόν ν ’ αρχίσει εδώ τις ανασκαφές, πράγμα το οποίο ανακοινώνει και στο βιβλίο του ΙΙάυΓυ, άοτ Ρβ1οροηηβ8 υηά Ττογά [Ιθάκη, Πελοπόννησος και Τροία], που δημοσιεύει στα τέλη του 1868. Τον επόμενο χρόνο τον περνά, σχεδόν αποκλει στικά, στην Αμερική. Από την Ινδιανάπολη γράφει στον πατέρα του στις 18 Μαΐου του 1869: «Ο αρχιε πίσκοπος της Ελλάδας, ο πρώην δάσκαλός μου, μου έστειλε για εκλογή τα πορτρέτα πολλών γυναικών α πό την Αθήνα. Εγώ διάλεξα α π ’ όλες αυτές την πιο α ξιαγάπητη, τη Σοφία Εγκαστρωμένου, και φαίνεται ότι ο αρχιεπίσκοπος, προτού να προσχωρήσει στον υ ψηλό κλήρο και όταν ακόμα πίστευε ότι θα έμενε α μαρτωλός, είχε σκοπό να την παντρευτεί. Όπως και να έχουν τα πράγματα, σκοπεύω, αν όλα πάνε καλά, να πάω τον Ιούλιο στην Αθήνα, να παντρευτώ τη Σο φία και στη συνέχεια να σας επισκεφθούμε, γιατί, α φού τρελαίνομαι για την ελληνική γλώσσα, δεν μπο ρώ παρά μόνο με μιαν Ελληνίδα να ευτυχήσω». Έτσι παντρεύτηκε το φθινόπωρο του 1869 τη σχεδόν κατά 30 χρόνια νεότερη Σοφία, τόσο όμορφη, όσο η εικόνα που είχε για την ωραία Ελένη, και αρχίζει τον Απρί λιο του 1870 με μια προσωρινή ανασκαφή στο ΗίδδαΓΐίΈ. Τον επόμενο χρόνο, το 1871, οι ανασκαφές κρατούν δύο μήνες και το 1872 και 1873 από τεσσερισήμισι μήνες. Στις 14 Ιουνίου του 1873 ανακαλύπτει τους «θησαυρούς του Πριάμου». Την πρώτη ανασκα φή στην Τροία (ΗίδδαΓΐίΈ) ακολουθεί μια δεύτερη (1878 - 1879) και το 1882, με τη συνεργασία του Οοιρίοΐά, μια τρίτη. Η τελευταία ανασκαφή, πάλι με τον Οόφίάΐά, εκτελείται το 1890, το χρόνο θανάτου του Ηοΐηποΐι δοΜίοηταπη. Ο δοΙιΙίοΓηαηη και οι συνεργάτες του άνοιξαν με τις ανασκαφές τους στην Τροία έναν ολόκληρο κό σμο για την Αρχαιολογία, έναν κόσμο που ξεπερνά κάθε φαντασία. Εννέα πόλεις κάτω από τη γη σε δια φορετικά στρώματα. Έ νας προϊστορικός κόσμος, τον οποίο κανείς δεν ήξερε ούτε και φανταζόταν, ήρ θε στην επιφάνεια. Αλλά σε ποιο στρώμα βρισκόταν η αρχαία Τροία; Ο δοΐιΐΐοϊηαηη πιστεύει στην αρχή ό τι τους «θησαυρούς του Πριάμου» τους ανακάλυψε στο δεύτερο και μετά στο τρίτο στρώμα από κάτω. Μόλις λίγο πριν από το θάνατό του αποδεικνύεται ότι οι θησαυροί και τα ερείπια του κάστρου δεν α νήκουν στον Πρίαμο, αλλά σε μια εποχή χίλια χρό νια παλαιότερη α π ’ αυτήν του Τρωικού πολέμου. Το κάστρο του Πριάμου βρίσκεται στην πραγματικότη τα στο έκτο στρώμα, που μέχρι τότε είχε μείνει απα ρατήρητο. Αυτή η διαπίστωση δεν υποβαθμίζει στο παραμικρό το έργο του δοΐιΐίοπιαηη. Θλίψη προξενεί μόνο το γεγονός ότι ο Γερμανός αρχαιολόγος δεν
μπόρεσε πια να δει το κάστρο του Πριάμου και τις Σκαιές Πύλες. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των τεσσάρων ανασκαφών στην Τροία ο δοΗΙίοπιαηη κά νει ανασκαφές στις Μυκήνες, στον Ορχομενό και στην Τίρυνθα. Το όνειρο του μεγάλου οραματιστή Ηοΐπποΐι δοΗΠοηταπη είχε πάρει, ξεκινώντας από τους ομηρι κούς στίχους, σάρκα και οστά. Πιστεύοντας απόλυ τα στον Όμηρο τον ξαναζωντάνεψε, γράφοντας και ο ίδιος ιστορία. Ίσως ποτέ άλλοτε δε δικαιώθηκαν ά μεσα και δεν καρποφόρησαν τόσο πλούσια πίστη και ενθουσιασμός ενός ανθρώπου, που αγάπησε την Ελλάδα και έζησε αυτή την αγάπη του σε όλες τις πτυχές της. Η ιδιαιτερότητα του δοΐιΐΐοπιαηη οφείλεται στο γε γονός ότι πραγματοποιώντας το προσωπικό του ό νειρο εκπληρώνει ταυτόχρονα ένα όνειρο της ανθρω πότητας, το οποίο δεν έχει χάσει τίποτα από τη μα γεία του εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο θεμελιώνει μια ιδιαίτερη γερμανοελληνική σχέ ση, ίσως γιατί πρωταρχικά δεν υπερέχουν οικονομι κά, αλλά ιδεατά κίνητρα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ
Ο Παναγιώτης
Βερναρδάκης, διδάκτορας Οι
κονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1945 και είναι γιος του γνωστού φιλολόγου Δημητρίου Γρηγορίου Βερναρδάκη (1890 - 1973) και εγγονός του διεθνούς φήμης ελληνιστή και καθηγητή στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Γρηγορίου Νικολάου Βερ ναρδάκη (1848 - 1925). Σπούδασε στα Πανεπιστή μια της Φραγκφούρτης και του Μαΐηζ της Γερμα νίας Πολιτική Οικονομία και Οικονομία Επιχειρή σεων. Διατέλεσε ηγετικό στέλεχος στο γερμανικό τραπεζικό τομέα και καθηγητής Οικονομικών σε α νώτερα και ανώτατα γερμανικά εκπαιδευτικά ι δρύματα επαγγελματικού προσανατολισμού, όπως στο υηίνοΓδίΐγ οί Αρρΐίοά δαοποοδ της Φραγκφούρ της. Τελευταία ασχολείται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα με την ελληνική οικονομία στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τον Αύγουστο του 2002 εκδόθηκε στη Γερμανία το βιβλίο του Οήσοΐιβηΐαηά αΐ8 12. ΜΐΐβΗβά άβτ ΕυΓοραΈοήση ΨίηζΦαί'ΐΞ -υηά Ψοάιηιη&υηίοη- Ραΐνΐβη υηά ΡεπρβΡίίνεη [Η Ελλά δα ως 12ο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης - Γεγονότα και προοπτι κές]. Ο Παναγιώτης Βερναρδάκης ασχολείται ε κτός από τα οικονομικά και με φιλολογικά θέματα.
ΤΟ ΟΜ ΟΓΕΝΕΙΑΚΟ Μ ΑΣ Π Ε ΡΙΣ Κ Ο Π ΙΟ Ο Παναγιώτης Τζέγκος και ο μόχθος του σε τρεις ηπείρους Σ υνεχίζοντα ς την προσπάθεια χαρτογράφησης των απανταχού της γης μεταναστών μας, πή ρα συνέντευξη στις 25.8.2003, ημέρα Δευτέρα, κάτω από το γερο-πλάτανο του Κήπου της Πα ναγίας, από τον ομογενή αντιπρόσωπο - ανταπο κριτή του περιοδικού μας Παναγιώτη Ευστρατί ου Τζέγκο ή Παγίδα. Συμπληρωματικά στοιχεία πήρα και από την επιστολή που μου έστειλε από τη Μελβούρνη στις 16.12.2003. Με τη δημοσίευσή της θέλαμε να δώσουμε, εκτός από τα άλλα, και μια μικροχαρά σ’ έναν τίμιο Αγιασώτη μετανάστη-δουλευτή, ο οποίος μόχθησε στα ανθρακωρυ χεία του Βελγίου, στο Σικάγο, στο Σίντνεϊ και στη Μελβούρνη. Προπορεύτηκε όμως το μοιραίο στις 27.10.2004, που μας λύπησε βαθύτατα ό λους, αφού χάσαμε έναν αξιόλογο συμπατριώτη, έναν γκαρδιακό φίλο, έναν πρόθυμο συνεργάτη... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γ εννή θηκα στην Αγιάσο στις 11 Μαρτίου 1931. Γονείς μου ο Ευστράτιος Γεωργίου Τζέγκος και η Δέσποινα Ευστρατίου Ασπρομάτη. Αδέρφια μου ο Γρηγόρης, που γεννήθηκε το 1924, η Ελένη, χήρα Ανέστη Βαρδαλά, η οποία ζει στο Σικάγο, η Μαρία, χήρα Ευστρατίου Μιχαήλ Τζανετόγλου, η ο ποία ζει επίσης στο Σικάγο, ο Γεώργιος, ο οποίος εί ναι εγκαταστημένος οικογενεικά στο Σίντνεϊ, και τελευταία η Μελπομένη, σύζυγος Γεωργίου Πανα-
Ο Γεώργιος Τζέγκος και μετέπειτα Φραντζίσκος (Αγιάσος 1869 - Σικάγο 1939) με τη σύζυγό του Μαρία, το γένος Παλαιολόγου, παππούς και γιαγιά του Παναγιώτη Τζέγκου, ήρθαν στο Σικάγο στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Στιγμιότυπο από το γάμο του Παναγιώτη Τζέγκου με την Ευγενία (Νίτσα) Αντωνίου Καραμήτρου, ο οποίος τελέστηκε στις 29.12.1961, στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας $ουΙΙι Υ ηγγβ, Ρ γβΗγηπ. Πίσω δια κρίνεται ο προξενητής και κουμπάρος Παναγιώτης Γιουρουκέλης ή Αμερικανός, από τη Μυτιλήνη.
γιώτη Σάββα (Φίδ’), η οποία επίσης είναι εγκατα στημένη στο Σίντνεϊ. Πήγα στο «Αγριγια)!’κου» Δημοτικό Σχολείο το 1938, αλλά και στο «Μπουτζαλιά)!’κου», και είχα δα σκάλους τη Δέσποινα Βάλεση, τη Δέσποινα ΠαπάνηΚουτρή, τη Θεοχτίστη Κουνέλη, το Στρατή Σκλεπάρη και το Στρατή Φωτεινέλη, με τον οποίο τα πήγαινα πολύ καλά. Μια δυνατή όμως κλοτσιά στο δεξί πόδι, από δάσκαλο που δε με χώνευε, με ανάγκασε το 1944 να φύγω από το σχολείο, πα ρ’ όλο που οι γονείς μου δεν ήθελαν να σταματήσω. "Εμεινα σε τάξεις και δεν πήρα χαρτί ότι τέλειωσα το δημοτικό. Είχα συμμαθη τές και συμμαθήτριες τον Παναγιώτη Τζανή, τη Μα ρία Συναδινού (Βαρού), την Ελένη Τακιδέλη, την Ευαγγελία Χατζελεωνίδα, το Σταύρο Τάλιο, ο οποί ος πέθανε στην Αυστραλία, τη Μαίρη Δεμιργκέλη, σύ ζυγο αργότερα του καθηγητή Μήτσου Σκλεπάρη, το Γρηγόρη Ασωμάτου (Μάμτιτι), το Γεώργιο Ιακώβου, τον Ευστράτιο Πανανή και πολλούς άλλους, που ή ταν ή συνομήλικοί μου ή μικρότεροι που με έφτασαν. Τα πρώτα χρόνια ασχολήθηκα με τα βουνά, με τα μεροκάματα. Είχαμε δυο κτήματα, ένα στη Γριμάνη, που είχε ελιές και καστανιές, και ένα στις Σκάφες, που είχε μόνο ελιές. Ο γέρος όμως έπαιρνε και κα νένα κισίμι και δουλεύαμε, γιατί ήμασταν πολυμε λής οικογένεια και η ζωή δύσκολη. Όταν χρειαζό ταν, δούλευα και στο εργαστήριο του πατέρα μου, ο οποίος έφτιαχνε παγίδες, λανάρια, ανέμες, φίμω τρα, αδράχτια, σφοντύλια και πολλά άλλα χρήσιμα είδη. Δούλεψα ως εργάτης. Όπου έβρισκα μεροκά ματο, δεν το άφηνα. Τα πράματα ήταν στριμωγμένα στο χωριό. Πολλές φορές μαζί με άλλόυς πήγαινα στα ξύλα, καθώς και στις «γκουγκτζέλες». Αγορα-
Ο Παναγιώτης Τζέγκος δροσίζεται με το νερό βρυσούλας του Αγίου Δημητρίου, η οποία άλλοτε υπήρχε κοντά στο καφενείο της Ρηνιώς Καρέτου.
στές ήταν οι φουρνάρηδες, ο Γιαννακός Ζερβός, ο Παναγιώτης Σάββας (Φίδ’), ο Παναγιώτης Χαλέλης. Ακόμα μάζευα «πέτ’κα» από το Καστέλι, καθώς και «σμάτσ’» από τη Γριμάνη, και τα πουλούσα στα τα μπακαριά, στο Μιχάλη Ευαγγελινό, στο Δημήτριο Κάναρο, στο Δημήτριο Ταμβάκη, καθώς και σε άλ λους. Το «σμάτσ’» ήταν θάμνος, που έπρεπε να τον κόψεις, να κρατήσεις τα λεπτά κλαδιά με τα φύλλα και να τα αφήσεις να ξεραθούν.
Αναμνηστική οικογενειακή φωτογραφία (Μελβούρνη, 1990). Διακρίνονται ο Πανα γιώτης και η Ευγενία Τζέγκου, με τις θυγατέρες τους Ευστρατία (αριστερά) και Δ έ σποινα.
Από το 1949 περίπου άρχισα τις εξορμήσεις μου στην Αθήνα. Δούλεψα για αρκετό καιρό σε μαγει ρείο ως λαντζιέρης. Επίσης δούλεψα σε οικοδομές, κουβαλώντας με τον τενεκέ λάσπη. Όταν υπήρχε δουλειά, ερχόμουνα και στο χωριό. Θυμάμαι που έ να φθινόπωρο ήρθα και βοήθησα τον πατέρα μου να μαζέψουμε τα κάστανα. Ακόμα θυμάμαι πως ένα δυο καλοκαίρια ήρθα και δούλεψα στη Λίμνο, τότε που γινόταν το έργο της μεταφοράς του νερού από τις Πέντε Βρύσες στην περιοχή της Παναγιούδας, ο πού έχει γίνει μεγάλη χαβούζα. Σ ’ αυτό το έργο δού λεψαν συγχωριανοί, όπως ο Παναγιώτης Περιβολαρέλης (Καδής), ο Χρυσόστομος Στεφανής, ο Ευ στράτιος Μιχαήλ Λιάκατος, ο Στέλιος Μαϊστρέλης (Φασίτ’ς) και πολλοί άλλοι. Το Μάρτιο του 1954 πήγα στρατιώτης. Παρου σιάστηκα στο Κέντρο Εκπαίδευσης Καλαμάτας ως πεζικάριος. Χωριανοί συστρατιώτες μου ο Χρίστος Ψυρούκης (Μπέρδα), ο Παναγιώτης Δημέλης (Πλατσιόνα), ο Γεώργιος Τζίνης (Τσ’καλάς), που τώρα εί ναι εγκαταστημένος στο Σίντνεϊ, ο Ευστράτιος Σω τηρίου Καμαρός και ο Θεμιστοκλής Ηλία Τσομπανέλης. Μετά από τέσσερις μήνες ήρθα στη Βέροια και στη συνέχεια στο Βέρμιο και στη Θεσσαλονίκη, από όπου με απόσπασαν στην προκάλυψη. Εμένα, αν και ήμουν αριστερός, με πήγαν στον Πρώτο Λό χο της Α ' Στρατιάς, στη Λάρισα, από όπου και απο λύθηκα το Δεκέμβριο του 1955. Ή ταν εποχή αντικομουνιστικής προπαγάνδας. Μας χτυπούσαν κιόλας, όταν οι βολές μας δεν πετύχαιναν το στόχο. Μετά το στρατιωτικό έμεινα στον Πειραιά και δε γύρισα στην Αγιάσο. Βρήκα μια δουλειά σ ’ ένα ερ γαστήριο ζαχαροπλαστικής και έπαιρνα μεροκάμα
Μπροστά σε σιντριβάνι του Σικάγου (1991). Ο Παναγιώ της Τζέγκος φωτογραφίζεται με τις αδερφές του Μαρία Τζανετόγλου και Ελένη Βαρδαλά (δεξιά).
το 40 δραχμές. Στο χρόνο απάνω, επειδή πουλούσα με χωρίς τιμολόγια και αγοράζαμε υλικά με ψεύτι κα τιμολόγια, μας έπιασε η Εφορία και έκλεισε το εργαστήριο. Αφεντικό μου ήταν ο γαμπρός μου Ευ στράτιος Μιχαήλ Τζανετόγλου. Τέλη του 1956 βγήκαμε στα πρακτορεία, για να φύ γουμε στο εξωτερικό. Μάθαμε για το Βέλγιο και απο φασίσαμε να πάμε εκεί. Ο γαμπρός μου έκανε αποχα ρακτηρισμό, του έδωσαν εύκολα το διαβατήριο και έ φυγε μέσα σε δέκα μέρες περίπου. Εμένα με καθυστέ ρησαν και με ταλαιπώρησαν πολύ επί έξι μήνες. Επι τέλους έκανα τη δήλωσή μου και έφυγα για το Βέλγιο στις 3 Μαΐου 1957 και όχι το 1956 που είχα γράψει σε παλιότερο σημείωμά μου. Εδώ θα ήθελα να συμπλη ρώσω πως η οικογένειά μας είχε αντιμετωπίσει δύ σκολες καταστάσεις. Επί Γερμανών ο αδερφός μου
Αναμνηστική φωτογραφία στο Σικάγο το 1991, στο σπίτι της Στέλλας Γεωργίου Τζέγκου, χήρας Περικλή Τσικουρή, καταγόμενου από την Καλαμά τα. Διακρίνονται, από αριστε ρά: Δημήτριος Περικλή Τσικουρής, Ελένη Βαρδαλά, Στέλλα Τσικουρή, Ελένη Περι κλή Τσικουρή (πίσω), Πανα γιώτης Τζέγκος, Μαρία Τζανε τόγλου (πίσω) και θυγατέρα του Δημητρίου Τσικουρή.
Γρηγόρης και οι συμπατριώτες Παναγιώτης Κασέτας, Παναγιώτης Δουγραματζής ή Κουκουβάλας και Γιάν νης Βρανέλης πήγαν στο Βόλο και εντάχτηκαν επί έξι μήνες στον ΕΛΑΣ. Το 1944 μάλιστα πήραν μέρος και στα Δεκεμβριανά. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ήρθαν στην Αγιάσο. Ο αδερφός μου βγήκε για κάποιο χρονικό διάστημα στο βουνό, οπότε άρχισαν και οι διώξεις του πατέρα μου. Θυμάμαι που ο Δημήτρης Καλαντζής, αξιωματικός της Εθνοφυλακής Αγιάσου, απειλούσε και μάλιστα έδωσε δέκα μέρες διορία να ψάξουμε, να βρούμε το Γρηγόρη και να τον πείσουμε να κατέβει και να παραδοθεί. Βγήκαμε στο βουνό και τον γυρεύαμε, αλλά πού να τον βρούμε. Ο Καλαντζής εξαγριώθηκε και απειλούσε, επειδή δεν πετύχαμε αυ τό που μας ανέθεσε. Ο πατέρας μου του απάντησε α ποστομωτικά: Αώσε μας τη διεύθυνσή του, να πάμε να τον βρούμε! Πάντως λίγο αργότερα παραδόθηκε με άλλους σε απόσπασμα, ενώ ο Κυριάκος Πασχαλιάς τους είπε να κρυφτούν. Πέρασαν από Στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο για την πράξη τους, άλλ’ η ποινή δεν εκτελέστηκε. Το γραφείο εργασίας, σε συνεργασία με τις εται ρείες ανθρακωρύχων, μας έδωσε κάποια τρόφιμα «εκστρατείας» και ένα σημείωμα, στο οποίο γράφο νταν αυτά που δικαιούμασταν να φάμε. Ο καταστη ματάρχης όμως θυμάμαι πως μας έδωσε ό,τι τον συ νέφερε και όχι ό,τι έγραφε το σημείωμα. Από τον Πειραιά φτάσαμε στο Μ πρίντιζι, όπου μείναμε ένα βράδυ. Μετά φτάσαμε με το τρένο στο Βέλγιο. Εκεί μας συγκέντρωσαν σ’ ένα χώρο. Ήμασταν εργάτες όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από άλλα κρά τη. Ή ταν εκεί οι πάτρωνες που έπαιρναν τα άτομα
Ο Παναγιώτης Τζέγκος, σε δρόμο κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης Αγιάσου, φωτογραφίζεται με συρματοκάλαθο, κατασκευής του μικροβιοτέχνη πατέρα του Ευ στρατίου, για τον οποίο γράψαμε σε παλαιότερο τεύχος. (Φ ω τογραφία Γιάννη Χ ατζηβασιλείου, 28.8.2003)
που τους χρειάζονταν. Δούλεψα στο Σαλερουά για λίγο καιρό και από εκεί μεταφέρθηκα στο Λαλουβιέρ, όπου γινόταν εξόρυξη γαιάνθρακα. Αρχικά μείναμε στην επιφάνεια, αλλά μετά έγινε το βάφτι-
Στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της «Παλλεσβιακής Ένωσης Μελβούρνης και Βικτωρίας», το Νοέμβρη του 1996. Διακρί νονται, από δεξιά, ο νομάρχης Αέσβου Αλέκος Μαθιέλης, ο σεβ. μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Φραντζής, ο πρόε δρος της «Παλλεσβιακής Ένω σης Μελβούρνης και Βικτώριας» Νικόλαος Τρεμούλας και ο Παναγιώτης Τζέγκος με το μικρόφωνο και το χαροποιό λόγο του...
σμα. Φτάναμε συνήθως στα 650 μέτρα βάθος. Για έ να μικρό διάστημα εργάστηκα και σε βάθος 12001250 μέτρων. Για προφύλαξη είχαμε μάσκες, αλλά κάποτε δεν τις βάζαμε. Δούλεψα περίπου τρία χρό νια, από τις αρχές Μαΐου του 1957 ως το τέλος του 1959. Οι αμοιβές ήταν καλές. Το 1959 με ειδοποίησε ο πατέρας μου ότι εγκρί θηκε η πρόσκληση για την Αυστραλία. Ήρθα στην Ελλάδα και πήγα στην Αγιάσο. Στις αρχές του 1960 πέρασα από γιατρούς και στα τέλη του Απριλίου του 1960 ήρθε η βίζα. Έφυγα αεροπορικώς για το Σίντνεϊ στις 3 Μαΐου 1960. Το ταξίδι κράτησε τέσσερις μέρες. Φτάσαμε στο Αεροδρόμιο Μεΐδοοΐ του Σίντνεϊ το πρωί στις 7 Μαΐου. Με φιλοξένησαν ο γαμπρός μου Γεώργιος Σάββας και η αδερφή μου Μελπομένη, που έμεναν στο ΚοάΓοπι, κοντά στην Αγία Τριάδα. Έμεινα μαζί τους επί ενάμιση χρόνο. Εργάστηκα στην Εταιρεία Μοιτίδ, στα αυτοκίνητα, και από εκεί πήγα σε κάποιο εργοστάσιο ζυθοποιίας. Μετά έγινε το προξενιό και πήγα στη Μελβούρνη. Παντρεύτηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1961, στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας δουΐΗ Υαιτα, ΡταΙιταη, την Ευγενία (Νίτσα) Γεωργίου Βογιατζή, που καταγόταν από την Ανεμότια Λέσβου. Την υιοθέτησαν ο Αντώ νιος και η Θεοδούλα Καραμήτρου, που ήταν στενοί συγγενείς από το ίδιο χωριό και δεν είχαν παιδιά. Προξενητής και κουμπάρος ο Παναγιώτης Γιουρουκέλης ή Αμερικάνος. Από τότε εγκαταστάθηκα στη Μελβούρνη. Αλλαξα πολλές διευθύνσεις. Αποχτήσαμε δυο θυγατέρες, τη Δέσποινα που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1965 και την Ευστρατία που γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974. Και οι δυο σπούδασαν. Η
μεγάλη είναι παντρεμένη με τον Παναγιώτη Νικολά ου Βέτσικα, από το Αμπελικό με αγιασώτικη κατα γωγή, και έχουν ένα παιδί, το Νίκο που γεννήθηκε το 1999. Η μικρή μας κόρη είναι ανύπαντρη. Στη Μελβούρνη εργάστηκα στην αμερικανική αυτοβιομηχανία Οοηοταΐ Μοΐοτδ Ηοΐάοπ. Όταν όμως πληροφορήθηκα ότι ο Σταύρος Παναγιώτη Βαρβά κης είχε πάει στα οπάλια και ότι είχε πέσει πάνω σε καλή παρτίδα, ξεσηκώθηκα και πήγα και εγώ να βρω την τύχη μου. Συνεργάστηκα με συγχωριανούς, τον Αντώνιο Παναγιώτη Σάββα (Φίδ’), το Χριστόφα Πα ναγιώτη Σάββα (Φίδ’), το Μιχάλη Ηρακλή Δεμιργκέ λη, το Μιχάλη Νικολάου Δεμιργκέλη και το Θεμι στοκλή Βασιλείου Μακαρώνη. Τα οπάλια ήταν στη Νότια Αυστραλία, στο ΌοοΓογ Ρεάγ. Όσοι πήγαιναν δεν είχαν τις γυναίκες τους μαζί. Έβγαζες άδεια και σου έδιναν αριθμό. Έβαζαν σύνορα στο χώρο σου και δούλευες. Αν έβρισκες, είχε καλώς, διαφορετικά έχανες. Υπήρχαν και έξοδα συντήρησης της επιχεί ρησης. Χρησιμοποιούσαμε γεννήτριες για ρεύμα και βάζαμε δυναμίτες. Εμείς δουλεύαμε στα τυφλά. Τα χώματα τα ανεβάζαμε με τον κουβά. Κάτι βγάζαμε. Ο Αντώνιος Σάββας και οι Δεμιργκέληδες είχαν κα λύτερα αποτελέσματα. Έρχονταν αγοραστές, Αμερι κανοί, Γιαπωνέζοι, Αυστραλοί, και πουλούσαμε το προϊόν. Εργάστηκα τρία περίπου χρόνια, από το 1964 - 1967. Στο διάστημα αυτό ήρθαν και άλλες αγιασώτικες παρέες. Ήρθαν ο Ευστράτιος Δούκα Κωμαΐτης (Γούλα), ο Παναγιώτης Ευστρατίου Κα πάτος (Χότζας), ο Γιάννης Γεωργίου Δουλαδέλης, ο Γιάννης Δημητρίου Αξιομάκαρος, κουνιάδος του Γρηγόρη Παπαπορφυρίου (Τσίρου), ο Ευστράτιος Νικολάου Σμυρνιός, ο οποίος εξακολουθεί να δου-
Αναμνηστική φωτογραφία στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της «Παλλεσβιακής Ένωσης Μελβούρνης και Βικτορίας» το Νοέμβρη του 2000. Διακρί νονται, από αριστερά, η Ευ γενία Τζέγκου με το σύζυγό της Παναγιώτη, ο νομάρχης Αέσβου Δημήτριος Βουνάτσος με τη σύζυγό του Μυρσίνη και ο συνονόματος-συνεπώνυμός του Αγιασώτης Δημή τριος Μιχαήλ Βουνάτσος με τη σύζυγό του Μαρία.
λεύει ακόμη εκεί, και άλλοι. Εγώ επέστρεψα στη Μελβούρνη, κοντά στην οικογένειά μου τον Ιούλιο του 1967, που στην Αυστραλία ήταν χειμώνας. Εντωμεταξύ ήρθε γράμμα από το Αμερικανικό Προξενείο και μου εξηγούσε ότι ο γαμπρός μου Ανέστης Βαρδαλάς επιμένει να με πάρει κοντά του, με την πρόσκληση που μου έκανε στο Βέλγιο το 1957. Πήρα τη βίζα και φύγαμε το Μάρτιο του 1968 στην Αμερική, για μόνιμη εγκατάσταση στο Σικάγο. Ταξι δέψαμε με το υπερωκεάνιο «Αυστραλίς» του Χανδρή. Το ταξίδι ήταν ωραίο, από τα λίγα. Κάναμε πε ρίπου ένα μήνα. Ξεκινήσαμε από τη Μελβούρνη, φτάσαμε στο Σίντνεϊ, στη Νέα Ζηλανδία, στα νησιά Φίτζι και διασχίσαμε τον Ειρηνικό Ωκεανό. Όταν φτάσαμε στον Παναμά, ήταν η ώρα 6 το απόγευμα. Η διεύθυνση μάς ανακοίνωσε ότι θα διανυκτερεύσουμε εκεί πέρα και ότι τα ξημερώματα θα μπούμε στο κανάλι, για να το δούμε και για ν ’ απολαύσουμε τις ομορφιές του, όπως και έγινε. Πρέπει να ήμα σταν περίπου δυο χιλιάδες επιβάτες. Κατά τη διάρ κεια της μέρας μέναμε στο κατάστρωμα. Είχε χο ρούς, κεράσματα, φαγητά. Επειδή το υπερωκεάνιο σε κάποιο σημείο της διαδρομής έπιασε φωτιά και έ παθε βλάβη, δεν ήταν δυνατό ν ’ αγκυροβολήσει σε α μερικανικό λιμάνι. Φτάσαμε επομένως στη Τζαμάι κα και ξεμπαρκάραμε. Ο Χανδρής, με δικά του έξο δα, μας έστειλε στο Μ αϊάμι της Φλόριντας, από ό που εμείς με κανονισμένα εισιτήρια φτάσαμε στο Σ ι κάγο, όπου στάλθηκαν και οι αποσκευές μας. Στο Σικάγο μας φιλοξένησαν ο γαμπρός μου Ανέστης Βαρδαλάς και η αδερφή μου Ελένη. Αρχικά δούλεψα ένα μήνα περίπου σ’ ένα εργοστάσιο «ΖοηίΐΗ», που έφτιαχνε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και άλλα. Η δουλειά ήταν αρκετά σκληρή. Μετά πή
γα σ’ ένα άλλο εργοστάσιο, που παρασκεύαζε φαγη τά για γάτες, για σκυλιά, αλλά και άλλα προϊόντα. Πλήρωνε καλά. Εδώ εργάστηκα δυόμισι περίπου χρόνια, ως τον Ιούνιο του 1970. Στην Αμερική δε μας άρεσε, πα ρ’ όλο που η δουλειά που έκανα ήταν καλή. Φύγαμε και ήρθαμε στην Ελλάδα. Τότε είχαμε το πρώτο μας παιδί, τη Δέσποινα. Θέλαμε να μεί νουμε στην Ελλάδα, αλλά δε μας άρεσε το σύστημα της δικτατορίας. Έτσι αναχωρήσαμε και πάλι και ήρθαμε στην Αυστραλία. Εγκατασταθήκαμε στη Μελβούρνη και αγοράσα με σπίτι. Οργανώσαμε μια επιχείρηση και πουλού σαμε το παραδοσιακό γεύμα ίίδΐϊ αηά οΜρδ, αποτελούμενο από ψάρι και τηγανητές πατάτες. Εργαστή καμε πέντε με έξι χρόνια. Μετά αρρώστησα και στα μάτησα τη δουλειά, καθώς και η σύζυγός μου. Έ κα να τρεις εγχειρήσεις, μικρές μεγάλες, και λόγω αυ τών συνταξιοδοτήθηκα το 1980. Και αργότερα όμως εξακολούθησα να εργάζομαι ως ελαιοχρωματιστής. Στη Μελβούρνη συμμετείχα σε εκδηλώσεις-συγκεντρώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τον αφοπλισμό και την ειρήνη, για το Σκοπιανό-Μακεδονικό, καθώς και για άλλα. Προσφέραμε τις υπη ρεσίες μας, τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου, στην «Παλλεσβιακή Ένωση Μελβούρνης και Βικτορίας» (ΡαΙΙοδνΐαΓί Εποδΐδ Μοΐάοππιο απά νΐοΐοπα). Είμαι αντιπρόσω πος - ανταποκριτής του περιοδικού «Αγιάσος» του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασω τών. Τώρα είμαι γραμμένος στο Ροηδίοη Οΐυό, που είναι το αντίστοιχο ΚΑΠΗ, και επικοινωνώ με πολ λούς συμπατριώτες. Μου αρέσουν τα ταξίδια και έ χω έρθει εννιά με δέκα φορές στην Ελλάδα, άλλοτε μόνος μου και άλλοτε με την οικογένειά μου. Γράφω και στιχάκια».
Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου παίρνει συνέντευξη από τον ο μογενή Παναγιώτη Ευστρατί ου Τζέγκο, στον Κήπο της Πα ναγίας, στις 25.8.2003.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΤΡΑΚΗΣ Ο ανυπότακτος Αγιασώτης ιδεολόγος αγωνιστής
Ο Γιάννης
Πατράκης γεννήθηκε το 1905 στην
Αγιάσο. Γονείς του ήταν ο Προκόπιος Κωνσταντίνου Πατράκης και η Αμερισούδα Ευστρατίου Ασβεστά. Είχε τρία αδέρφια, το Δημήτριο, που ξενιτεύτηκε στην Αμερική, τη Μαρία, μετέπειτα σύζυγο του Ανα στασίου Συμεών Χατζηγιάννη, του μεγάλου κεραμίστα από τη Βίγα του Τσανάκ Καλέ της Μικράς Ασίας, και την Αφροδίτη, μετέπειτα σύζυγο του Θεοφάνη Βασιλείου Αξιομακάρου. Άσκησε το επάγγελμα του αγγειοπλάστη. Πα ντρεύτηκε τη Χρυσώ Προκοπίου Δεμιργκέλη και από κτησε μια κόρη, τη Μαρία, μετέπειτα σύζυγο Μιχαήλ Βαλεντίνου. Από μικρός εντάχτηκε στο κομουνιστικό κίνημα. Πριν από τον πόλεμο είναι ήδη ένας καταξιωμένος α γωνιστής, που μαζί με τους Γρηγόρη Κουντουρέλη, Φώτη Μπράτσο, Αντώνη Καναρέλη, Αντώνη Παπου τσή, Στρατή Σκλέπο, Προκόπη Μπουρλή, Δημήτρη Τσουπή και άλλους, έχουν κάνει το έδαφος πρόσφο ρο για το στήσιμο αντιστασιακής οργάνωσης στην Αγιάσο. Με τους Αντώνη Καναρέλη, Στρατή Πασχα λιά, Σωκράτη Φραντζή και μερικούς άλλους, στις αρ χές του 1942, αποφασίζουν να συνδεθούν με τη Μυτι λήνη. Ο Κουντουρέλης έχει ήδη κάνει συζητήσεις για τη συγκρότηση του «μετώπου», στη βάση της απόφα σης της 7ης Ολομέλειας της Γ ' Διεθνούς, για σύμπη ξη μετώπων όλων των κομουνιστικών, σοσιαλιστι κών, αριστερών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των ανερχόμενων στην Ευρώπη φασισμού - ναζισμού. Ο
Πασχαλιάς είχε ήδη γνωριστεί με το Μανόλη Λαμπαδαρίδη (από τους πρώτους που έστησαν την αντιστα σιακή οργάνωση της Λέσβου, υπεύθυνος οργανωτι κού της ΚΕΑΑΛ και αργότερα του ΕΑΜ), με τον ο ποίο τελικά έγινε η «σύνδεση». Έτσι, ο αρχικός πυρή νας έγινε οργάνωση, στην οποία τελικά προσχώρησαν πολλοί νέοι πατριώτες και νεολαίοι, που αργότερα έ φτιαξαν την ΕΠΟΝ. Όταν ανέβηκε ο Λαμπαδαρίδης στην Αγιάσο, σχηματίστηκε Επιτροπή από τους Γιάν νη Πατράκη και Λεωνίδα Κουζέλη, η οποία ανάλογα με τις καταστάσεις που αντιμετώπιζε η Οργάνωση (διεύρυνση, επέκταση σε άλλα χωριά, κτλ.) άλλαζε σύνθεση. Δέον να σημειωθεί ότι επί εαμοκρατίας ο Γιάννης Πατράκης διατέλεσε δήμαρχος Αγιάσου. Η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας έδωσε στην ντόπια αντίδραση το δικαίωμα με χαλκευμένες και ανυπόστατες κατηγορίες να στέλνει στις φυλακές, στα ξερονήσια και στο εκτελεστικό απόσπασμα, χι λιάδες έντιμους και ηρωικούς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Θύμα αυτής της πρακτικής υπήρξε και ο Γιάννης Πατράκης, ο οποίος καταδικάστηκε άδικα με την αριθμ. 13/8-5-1947 απόφαση του Δικαστηρίου Συ νέδρων Μυτιλήνης σε ισόβια δεσμά για φόνο. Πολύ αργότερα απαλλάχτηκε από τη φοβερή αυτή κατηγο ρία. Είχε όμως ήδη υποστεί τη μαρτυρική ζωή της φυ λακής και της εξορίας. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας,μαζί με αρκε τούς άλλους Αγιασώτες αγωνιστές, τον Κώστα Αϊβα λιώτη, το Στρατή Ακριβλέλη, το Στρατή Αξιομάκαρο, το Γαβριήλ Περιβολαρέλη, το Στρατή Γριμανέλη και
Κοντά στο τεζάχι καφενείου, παρέα με παιδιά, που η συμ μετοχή τους μαρτυρεί κάποια εκδήλωση... Διακρίνονται, α πό αριστερά, ο Αντώνης Πα πουτσής (Α’κάρ’), ο Ευστράτιος-Γεώργιος Δημητρίου Τζέ γκος (Γλέζης), ο Γ ιάννης Πα τράκης, ο Γαβριήλ Περιβολαρέλης και ο Δημήτριος Γρηγο ρίου Τσουπής.
άλλους. Από εκεί στις 30 του Μάρτη του 1948 έγινε η μεταγωγή του τις Εγκληματικές Φυλακές Γυάρου. Η Γυάρος ή Γιούρα χρησιμοποιήθηκε ως τόπος συγκέ ντρωσης πολιτικών κρατουμένων σε δυο χρονικές πε ριόδους της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και της κατοπινής δικτατο ρίας. Και τις δυο φορές ο στόχος ήταν κοινός: να κα θυποτάξουν το λαϊκό κίνημα, χρησιμοποιώντας την ωμή βία και τρομοκρατία, την απομόνωση, τον υπο σιτισμό, με σκοπό το βιασμό της συνείδησης και την ανήθικη τακτική της απόσπασης «δηλώσεων αποκή ρυξης». Υπήρξαν όμως και αγωνιστές που δε λύγι σαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης Πατράκης. Παραθέτω μια σειρά γεγονότων, που στηρίζονται σε αδιάσειστα ντοκουμέντα και που πιστοποιούν το άκαμπτο αγωνιστικό του φρόνημα Στις 12 του Ιούνη του 1951 υπέβαλε αίτηση απονομής χάριτος. Στο δελ τίο απονομής χάριτος ο διευθυντής των Φυλακών γνωμοδοτεί ότι «Ό υπό κρίσιν κατάδικος κρατείται εν ταις υ π ’ εμέ φυλακαις από 30.3.1948, μεταχθείς έκ τών φυλακών Αίγίνης. Καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα δεν έτιμωρήθη πειθαρχικως. Πλην όμως λό γω της έμμονης του εις τας άναρχοκομμουνιστικάς του ιδέας, αϊτινες ήσαν ή κυριωτέρα αιτία τών τελεσθέντων αδικημάτων, δεν παρέχει βάσιμα έχέγγυα ομαλής εν τη κοινωνία διαβιώσεως. Διά ταύτα προ τείνω όπως μη τύχη του ευεργετήματος της χάριτος, άλλα παραμείνει εν ταις φυλακαις, ίνα σωφρονισθη και διαπαιδαγωγηθη έθνικως». Στις II του Απρίλη του 1952 εκδόθηκε γνωμάτευση των ιατρών της Υγει ονομικής Υπηρεσίας των Εγκληματολογικών Φυλα κών Γυάρου, με την οποία διαπιστώνεται ότι πάσχει από χρόνιο βρογχικό κατάρρου και ότι χρήζει τακτι κής μεταγωγής σε άλλες φυλακές. Στις 17 του Απρίλη του 1952 ο διευθυντής Φυλα κών Γυάρου υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αιγαί ου, που έδρευε στη Σύρο, αίτηση μεταγωγής του στις Φυλακές Μυτιλήνης για λόγους υγείας. Στο σχετικό έγγραφό του σημειώνει ότι «Ούτος δεν υπέβαλε δήλωσιν άποκηρύξεως ΚΚΕ». Ποτέ δεν αποκήρυξε τις ιδέες του. Έμεινε πάντα ακλόνητος κομουνιστής. Χήρεψε το 1956 και ξανα παντρεύτηκε με τη Σοφία το γένος Δημητρίου Ζερδελέλη. Πέθανε στην Αγιάσο στις 6.3.1969 από βρογχι κό άσθμα, σε ηλικία 64 ετών. Ο Γιάννης Πατράκης υπήρξε ένας σεμνός και έ ντιμος αγωνιστής, ένα λαμπρό παράδειγμα ψυχικής αντοχής, παλικαριάς και αξιοπρέπειας. Το πανύψη λο ηθικό του ανάστημα και η στάση ολόκληρης της ζωής του κληροδοτεί στους νεότερους το φωτεινό πρότυπο του ανθρώπου, ο οποίος δε συμβιβάζεται με ό,τι μειώνει την αξιοπρέπειά του, με ό,τι τσαλα-
Από κάποια επίσκεψη στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Προκόπιος Νικολάου Καλέλης, ο Γιάννης Πατράκης, με την πρόωρα αποβιώσασα θυγατέρα του Μαρία, και ο Μιχάλης Συνοδινός. (Τη φω τογραφία παραχώ ρησε ο Σ τρατής Π αν. Ευαγγελινέλης)
πατά τις αξίες και τα ιδανικά του. Αναδείχνει την έννοια «άνθρωπος» στην ύψιστή της διάσταση, γιατί στο κακοτράχαλο μονοπάτι της ζωής του βάδιζε πά ντα «άνω θρώσκων» και δε λύγισε ποτέ σ’ αυτούς που με χίλιους δυο ανήθικους τρόπους επιχείρησαν να τον κάνουν να «θρώσκει κάτω», σκύβοντας το κε φάλι και υποτασσόμενος στους εκβιασμούς τους. Δε λύγισε ούτε στη βία ούτε στα μαρτύρια ούτε μπρο στά στη μακρόχρονη αρρώστια που του κατάτρωγε τα σωθικά, ούτε στον πόνο του χωρισμού από την οικογένειά του. Προσκυνάμε τη μεγαλοσύνη αυτών των ανθρώ πων. Τους καρπούς των θυσιών τους απολαμβάνουμε σήμερα, γ ι’ αυτό έχουμε την ηθική υποχρέωση να συ νεχίζουμε τους αγώνες, ώστε με τη σειρά μας να φτιά ξουμε και να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές μια καλύτερη κοινωνία. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΛΗΣ Υ.Γ. Ευχαριστώ τον Παράσχο Ευστρατίου Λιάκατο, που με παρότρυνε στο γράψιμο αυτό του ταπεινού σημειώματος, παρέχοντάς μου άγνωστα και άκρως ενδιαφέροντά στοιχεία από το σπά νιο προσωπικό του αρχείο.
ΠΗΓΕΣ - ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Π.Κ. Κεμερλή - Α.Σ. Πολυχρονιάδη, Η Αντίσταση στη Αέσβο (Πηγές και Πτυχές της), Αθήνα 1988. Βασίλη Καλογερά, Αγιασώτες πολιτικοί κρατούμενοι στη Γυάρο, περ. «Αγιάσος» 11 (1999), σ. 9-12. Αρχείο Παράσχου Ευστρατίου Λιακάτου. Δημοτολόγιο - Αηξιαρχείο Δήμου Αγιάσου.
ΑΕΣΒΙΑΚΑ ΑΡΧΕΙΟΑΙΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ Προαπελευθερωτικά Πιστοποιητικά Γέννησης και Βάφτισης Π α ίρ νοντα ς αφορμή από το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας, δημοσιεύουμε παρακάτω δυο πιστοποιητικά γέννησης και βάφτισης. Το πρώτο Εκδόθηκε στις 13.8.1903 και μας το παραχώρησε ο ξυλουργός Παναγιώτης Δημητρίου Βασιλτσωτέλλης. Αναδεκτή η Βασιλική, θυγατέρα του Παναγιώτη Ευστρατίου Καπτανή και της Ειρήνης Χατζημιχαήλ Χ α τζη νικ ολά ου, ενώ ανάδοχος ο Μιχαήλ Παναγιώτη Κουλαξιζέλλης. Το μυστήριο τέλεσε στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου ο ιερομόναχος Θεόφιλος. Το δεύτερο Εκδόθηκε στις 10.4.1906 και μας το παραχώρησε ο ξυλογλύπτης Δημήτριος Χαράλαμπου Καμαρός. Αναδεκτός ο Χαράλα μπος, γιος του Δημητρίου Παναγιώτη Καμαρού και της Ρήγαινας Παπαχαραλάμπους, ενώ ανάδοχος ο Βασί λειος Παναγιώτη Καλέλλης. Το μυστήριο τέλεσε στον παραπάνω Ιερό Ναό ο ιερομόναχος Βασίλειος. Και στα δυο πιστοποιητικά υπάρχει για την επικύρωση η ΣΦΡΑΓΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ 1882 και οι υ πογραφές ως μάρτυρα του Στέφανου Βρανίδη. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην έκδοση των πιστοποιητικών είναι δυο έτη και οχτώ μήνες περίπου, ενώ τα διπλότυπα που κόπηκαν 593. Ό αριθμός αυτός μαρτυρεί τις γεννήσεις - βαφτίσεις παιδιών, κυρίως της Αγιάσου, στον ενδιάμεσο χρόνο. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Το πιστοποιητικό γέννησης και βάφτισης της Βασιλικής Παναγιώτη Καπτανή (διαστάσεων 21
χ
21 εκ.).
Το πιστοποιητικό γέννησης και βάφτισης του Χαράλαμπου Παναγιώτη Καμαρού (διαστάσεων 21 χ 21 εκ.).
Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε ΙΣ • Η Βασιλική Καπτανή (1903-1991)παντρεύτηκε τον ξυλουργό Δημήτριο Ευστρατίου Βασιλτσωτέλλη ή Κουτσούκα (1906 - 1987) · Ο Παναγιώτης Ευστρα τίου Καπτανής ή Καπτανέλλης ήταν επιδέξιος υπο δηματοποιός. Πρώτη σύζυγός του η Ειρήνη Χατζημι χαήλ Χατζηνικολαΐδου και δεύτερη η Βλοτίνα Μαμώλη · Ο κτηματίας Μιχαήλ Παναγιώτη Κο(υ)λαξιζέλλης (1882 - 1955) ήταν αδερφός του δασκάλου και ιστορικού της Αγιάσου Στρατή Κ ουλαξιζέλλη ή Κακκάβη · Ο Χαράλαμπος Δημητρίου Καμαρός (1904 - 1982) εργάστηκε ως πριονιστής (μπισκιτζής) και ως μάστορης πιεστηρίου ελαιοτριβείων. Αδερφός του ο καφετζής και επίσης μάστορης πιεστηρίου ελαι οτριβείων Παναγιώτης Καμαρός (1903 - 1972). Σύζυ γός του η Αρτεμίσια Ευστρατίου Μουτζουρέλη. Η Ρήγαινα ήταν θυγατέρα του παπα-Χαράλαμπου Κου
ρού. Βλ. Αγιασιωνίτη (Στρατή Καλυφού), Παπα-Χαράλαμποζ Κουράς, ο σεμνός λευίτης της παλαιός Αγιάσου, περ. «Αγιάσος» 90 (1995), σ. 12 · Το βαφτιστικό Ρήγαινα (Ρήγινα, Ρηγινέλ’) ήταν συνηθισμένο στην Αγιάσο. Στις μέρες μας συσκοτίστηκε με το βαφτιστικό Ειρήνη και τείνει να εκλείψει · Γνωστός ο ιερομόναχος Βασίλειος Δ. Κτιλέλλης (Κτειλέλλης) · Ο Στέφανος Βρανιάδης ή Βρανίδης (1859 - 1938) ή ταν γιος του φωτισμένου δασκάλου και λογίου Βασι λείου Βράνη ή Βρανίδη (1817 - 1882) · Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιά σου γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται ως τις μέρες μας μυστήρια, κυρίως βαφτίσεις, και από μη Αγιασώτες. Παλαιότερα μάλιστα, πριν από την απε λευθέρωση του νησιού, έρχονταν προσκυνητές και α πό τα μικρασιατικά παράλια, παρ’ όλο που οι μετα κινήσεις ήταν δύσκολες και γίνονταν με αραμπάδες ή με ζώα. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού σέ βονταν και τιμούσαν την Παναγία την Αγιασώτισσα.
Λ Ε Σ Β ΙΑ Κ Ο Ι Α Π Ο Η Χ Ο Ι ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ Π ο λ λ ο ί, δικοί μας και αλλοεθνείς, δέθηκαν με το νησί της λυρικής ποίησης, το αγάπησαν και το υπη ρέτησαν ο καθένας με τον τρόπο του. Έ νας από δαύ τους και ο αείμνηστος Κεφαλλονίτης λαογράφος Δη μήτριος Λουκάτος, τον οποίο ενενηνταπεντάχρονο πέρυσι, στις 25 του Οκτώβρη, παραμονή της ονομα στικής του γιορτής, ξεπροβοδίσαμε, από τον Ιερό Ναό της Αγίας Φωτεινής Νέας Σμύρνης, αυγγετ^Κ' συμπατριώτες, συνάδελφοι, φίλοι και μαθητές, με4 προεξάρχοντα το Λέσβιο ιεράρχη Συμεών Κούτσα... Ο Δημήτριος Λουκάτος σπούδασε οτη Φιλοσοφι κή Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέ χεια έλαβε διδακτορικό δίπλα>μα από τη Σορβόνη. Υπηρέτησε ευδόκιμα στη Μέση Εκπαίδευση, ως συ ντάκτης στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ως καθηγητής Λαογραφίας στις Φιλο σοφικές Σχολές των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων και Κρήτης (Ρεθύμνου), καθώς και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών... Ως λαογράφος εργάστηκε μέχρι το γέρμα του βί ου του με νεανική ζέση, με ευσυνειδησία, με γνώση, με μεθοδικότητα, συνεχίζοντας επάξια την επιστη μονική παράδοση και το έργο των πα λα ιότεροι του, Νικολάου Πολίτη, Στίλπωνα Κυριακίδη και Γεωργικ ού Μέγα. Τα βιβλία του, τα δημοσιεύματά του |§ πεΙ ριοδικά, σε επετηρίδες, σε πρακτικά, τα λεξικογραφικά λήμματά του, οι ανακοινώσεις το\ι σε συνέ δρια, οι διαλέξεις του, οι επιφυλλίδες του, ο μόχθος του ως προέδρου της Ελληνικής Λαογραφικής Εται ρείας από το 1978 και συνάμα ως διευθυντή του δελ τίου «Λαογραφία», καθώς και άλλες δραστηριότη τές του, τον κατέστησαν σεβαστό όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, όπως προκύπτει από τις γενόμενες τιμητικές διακρίσεις και βραβεύσεις... Επωφελές παράλληλλα στάθηκε και το διδακτικό του έργο, για το οποίο αισθανόταν ξεχωριστή χαρά και περηφάνια. Και τούτο, γιατί πίστευε πως ηϊαξιοσύνη και το μεγαλείο του δασκάλου πυργώνονται με την ευδοκίμηση των μαθητών του. Ή ταν απαιτητι κός, γιατί δεν ήθελε να ευτελίζεται η επιστήμη. Ήταν όμως πρόθυμος συντρέχτης σε αυτούς που διέθεταν έφεση για μάθηση. Ό,τι ήξερε δεν το κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά το πρόσφερε με γενναιοδωρία σε ό λους όσοι το είχαν ανάγκη. Στόχος του να κεντρίζει τους νεότερους, να τους προβληματίζει, να τους ε γκαρδιώνει, να τους εμφυσά την αγάπη για την έρευ
να. Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης προσφοράς και αυτό το ομολογούν αυτοί που μαθήτεψαν κοντά του... Για τη Λέσβο ο Δημήτριος Λουκάτος έτρεφε ιδι αίτερη αγάπη. Τη γνώρισε τον Αύγουστο του 1940, λίγο πριν από τη φασιστική επίθεση του Μουσολίνι, κατά την πρώτη του αποστολή από την Ακαδημία Αθηνών για λαογραφική επιτόπια έρευνα, για απο θησαύριση επιστημονικού υλικού. Του δόθηκε η ευ καιρία να επισκεφτεί πολλά από τα χωριά, να έρθει σ’ επαφή με τους κατοίκους, τους γηγενείς και τους πρόσφυγες, και να καταγράψει στοιχεία εθιμικής και φιλολογικής λαογραφίας και όχι μόνο. Παράλληλα γνώρισε διανοούμενους και καλλιτέχνες. Έ νας από δαύτους και ο Αντώνης Πρωτοπάτσης, ο οποίος μά λιστα του φιλοτέχνησε και το δημοσιευόμενο σκίτσο. Πολύ τον συγκίνησε και η συνάντησή του στην Καλ λονή με το Νισύριο μητροπολίτη Μήθυμνας Διονύ σιο Μηνά. Και στα κατοπινά όμως χρόνια δεν έκο ψε τους φιλικούς δεσμούς του με τους Λέσβιους, δεν έπαψ£ να ενδιαφέρεται για το νησί... ^ λ Δ η ίιή τ ρ ιο ς Λουκάτος ήρθε και στη νυφούλα του λεσβιακού Ολύμπου. «Τις ημέρες του Δεκαπε νταύγουστου του 1940 εγνώρισα την Αγιάσο με εν διαφέρουσες λαογραφικές καταγραφές) και επισκέφθηκα με εκτίμηση το πρωτοποριακό σας Αναγνω στήριο», μου έγραψε, εκτός των άλλων, στην από Παλαιό Φάληρο επιστολή του της 24.9.1991. Από το 19^0 εξάλλου αποδέχτηκε και στήριξε το περιοδικό «Αγιάσος». Άπλωσε χέρι του με εγκαρδιότητα και μας βοήθησε ^®την εκδοτική μας προσπάθεια. |\λ λ ο ΐ£ μας τηλεφωνούσε, άλλοτε μας έστελνε καρ|ογράμματα, γραμμένα με κοφτό, περιεκτικό τρόπο, Α λού^οτορ-οδη^ες, σε παρατηρήσεις, σε διορθώ σεις, σε συμβουλές, σε παροτρύνσεις, άλλοτε μας έ στελνε δημοσιεύματά του και άλλοτε μας καλούσε στα γραφεία της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρεί ας, στην οδό Διδότου, για πνευματικά δωρήματα και για ορμήνιες. Και όλα αυτά με αξιοθαύμαστη α μεσότητα, χωρίς χρονοτριβή. Πώς τα κατάφερνε έ νας πολυάσχολος πανεπιστημιακός, όπως ο Δημή τριος Λουκάτος, ν ’ ανταποκρίνεται, ουσιαστικά και όχι φιλοφρονητικά, σε όλους όσοι τον βομβάρδιζαν καθημερνά, είναι άξιο απορίας... Ο Δημήτριος Λουκάτος στάθηκε άγρυπνη συνεί δηση της Ελληνικής Λαογραφίας. Ως επιστήμονας έ δωσε πολλά και πλούτισε τη σχετική βιβλιογραφία. Ως δάσκαλος υπήρξε πρότυπος. Ως άνθρωπος έδωσε δείγματα υπευθυνότητας, σεμνότητας και ευγένειας. Ο πανύστατος ύπνος του μας έκανε φτωχότερους... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΤΟ ΤΣΑΓΑΚΙ Σου ’φτιαξα τσαγάκι στο φλιτζάνι και σε περιμένω να το πιεις, έστυψα και λίγο λεμονάκι α π ’ τη μυρωδιά ν ’ αναστηθείς. Έλα στη μικρή μου καμαρούλα, νά ’βρεις της αγάπης ζεστασιά, αν είναι μικρούλα, μη σε νοιά ζει, θα ’βρεις τη μεγάλη μου καρδιά.
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ Στην επίγεια ζωή Κυρίαρχος των πάντων Ανθρωπος ο Μ έγας, Ανθρωπος το Τέρας.
Ρούφα το τσαγάκι το ζεστό σου, βούτα παξιμάδι σπιτικό, ξέχνα τα προβλήματά κι απλώσου μέσα στης γαλήνης το ρυθμό.
Των θεών και των πνευμάτων, Των καλών και αγαθών, Των φτωχών και αδυνάτων, Ζώων, φυτών και θαλασσών.
Κι όταν μακριά θενά βρεθούμε κι όταν η ζωή μας μοιραστεί, πίνε το τσαγάκι με λεμόνι, μια αγάπη να θυμάσαι που όε ζει.
Για τη λάθος του ζωή Δημιουργεί και καταστρέφει, Πλάθει τους θεούς στα μέτρα του Και στερνά... πεθαίνει...
ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Αθήνα, 2004
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΕΛ9 ΓΑΒΕΣ Του Νικέλ’ γίν’ στου χουριό μας πρώτους τώρα κυνηγός, κάθα μέρα στουν τρουβά του κρέμιτι τσ’ ένας λαγός. Γάδαρους να βγει μπρουστά του, δε γλιτών’ απ’ του Νικέλ’, μια τ’φιτσιά τσι παρ’ τουν κάτου, πάγ’ γιαγνίς του γαδουρέλ\ Σα βάλ’ του σκούφου πα σ ’ τσιφάλ’ τσι πιάσ’ τσι τ’ καραμπίνα, του βράδ’ σαν έρτ* στου καφινέ γι τρουβάδια Ντ σίγκα. Μουτουσικλέτα αγόρασι, στη 6’λειά ντ για να παγαίν’ Πουλ’χνίτου τσι στα Βασιλ’κά να θάφτ’ απουθαμέν’. Λμα πιθάν’ κανές Πουλ’χνιάτ’ς, ούλ’ του Νικέλ’ φουνάζιν τσι ούλα του τα σχέδια απί τν αρχή αλλάζιν. Πρόβλημά ’νι γι απουθαμέν’, αγιάτριφτου, μιγάλου, άμα δεν ήνταν του Νικέλ’, γιο ’νας θα ’θαφτ’ τουν άλλου. Μαξούλ’ έχ’ τώρα του Νικέλ’ τσι ζει πλια αθρουπάτα, πριν έτρουγι κουμμάτ’ ψουμέλ’, ιλιές τσι μια ντουμάτα. Έγινι πιριζήτητους τώρα στς απουθαμέν’, παντού τούνι φουνάζιν τσι δεν τα προυλαβαίν’. Αγιάσος, 15.11.1996 ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
Θα ’θελες μόνο ένα λουλούδι ή λίγα λόγια στο χαρτί, θα ’θελες ένα αγγελούδι να σου χα ϊδέψ ει το αφτί. Κάτι μικρό, χωρίς αξία, που όμως θα φέρει ευεξία και θα ’να ι εκείνη η βραδιά μέλι που στάζει στην καρδιά. Το βράδυ πέφτεις και κοιμάσαι στο σιδερένιο σου κρεβάτι κι όλα παύεις να τα θυμάσαι, τρέχεις καβάλα πάνω σ τ’ άτι. Περνάς απέραντα λιβάδια, πηδάς επάνω α π ’ τα ποτάμια και φτάνεις σε μέρος μαγικό, που σε εμπνέει, ονειρικό. Μ παίνεις μέσα στο σπιτάκι, κάθεσαι δίπλα από το τζάκι, σ ’ ένα γραφείο με χαρτιά κι ένα κλωνάρι από μυρτιά. Μ προστά η παλιά η μηχανή, που έχει από τότε ξεχαστεί και στέκεται μόνη εκεί
και μένει πάντοτε σβηστή. Τα μάτια σου μετά σηκώνεις, το βλέμμα σου ευθύς ορθώνεις και βλέπεις στο παράθυρο του ονείρου σου το λάφυρο... Το ’χεις σχεδόν προεξοφλήσει, δεν ξέρω αν θες να βρεις μια λύση να κάνεις μέλλον τ ’ όνειρό σου, να καβαλήσεις τ ’ άλογό σου. Εμείς οι γύρω σου, που ξέρεις, σου δίνουμε κάτι μικρό, μια πνοή, για να φυσήξεις το σύννεφο από καπνό. 19.1.2000
ΛΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΡΟΑΗΜΗΤΡΑΚΗΣ
ΔΙΩΞΙΤΙ ΤΑ ΣΠΟΥΡΕΛΪΑ... Λιώξιτι τα σπουρέλϊα ούλ’ απί του χουριό σας, όσ’ που τα τρώτι κάνιτι ζημιά στουν ιαφτό σας. Μπριλάντια λάδια έχουμι τσι τρώτι τν αριτσίν’ τσ’ ύστιρα απαντέχιτι του λάδ’ σας ν ’ ακριβύν’. Τύφλις τσι μούτζις να ’χιτι απί τν αράδα ούλ’ σας, όσ’ τρώτι τα σπουρέλϊα, ζημιά κάν’ν του σακούλ’ σας. Οποιους τρω του σπουρέλϊου, καρκίνους θα τουν πιάσ’, τσ’ όσου κιρδίσ’ απί τιμή, σ’ γιατροί θα τα ξουδιάσ’. Του κράτους να του προυστατέψ’ του λάδι μι του νόμου τσι τς παραβάτις να τς παγαίν’ αμέσους σ’ λιμητόμου. Ό σ’ φέρνιτι σπουρέλϊα, ζημιώνιτι τς αγρότις τσι τς κάνιτι να γίνουντι ακόμ’ τσι ιμουδότις. Τς αγρότις σεις τς ζημιώνιτι, ακόμα τσι του κράτους, για να μαζώξουνι τς ιλιές, φέτου τουν ίβγι πάτους. Απί τς αγρότις ζιούμι ούλ’ τσι θέλιν προυστασία, ποιος όμους, αφού βρίστσιν του κράτους σ’ αφασία; Αγιάσος, 26.2.1997 ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΣΟΥ ΣΤΕΡΝΩ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ Επί τη ευκαιρία αυτή, χρόνια πολλά, Στρατή μου, να χαίρεσαι τ’ ασκέρι σου και να ’χεις την ευχή μου. Σου στέρνο ένα αίνιγμα, σου γράφω τα στοιχεία, αν δεν το βρεις, το θεωρώ μεγάλη αποτυχία. Και για να εξηγούμαστε, είμαι απ’ την Αγιάσο, στη Μυτιλήνη κάθομαι, μα δε θα σε ξεχάσω. Λεν ξέρω αν κατάλαβες ποιο είναι τ ’ όνομά μου, σου είπα ένα σημαδιακό, ποιο είναι το χωριό μου. Κι άλλα πολλά σημαδιακά, αφού ένα δε φτάνει, τρεις γιους λεβέντες έχω ’γω και ξάδερφο το Γιάννη. Ξαδέρφη τη γυναίκα σου η μάνα μου την έχει και πάλι, αν δεν κατάλαβες, μπα, τίποτα δεν τρέχει. Να μη στεναχωριόμαστε και λύσει καμιά μύτη, και τη γιαγιά μου, αν ήξερες, τη λέγαν Αφροδίτη. Βασιλικώ η μάνα μου, Γιώργος ο σύζυγός μου κι Αναστασέλης λέγεται κάποιος συγχωριανός μου. Μιχάλης και Αντώνιος, θείοι μου και αδέρφια, ο Παναγιώτης κι ο Στρατής τα δυο μου τα ξαδέρφια. Ηρώ, Ελένη, Μυρσινιώ, γραμμένα ένα κι ένα, Χρύσα του Στρατού η κυρά, του Παναγιώτη Ρένα. Οχ! Ξέχασα τη Στυλιανή τη θεία να συστήσω, α, μάλιστα, κατάλαβα, πρέπει να σταματήσω. Λοιπόν, χαιρετισμούς πολλούς δώαε στη σύζυγό σου, παρακαλώ και στον ψηλό, θέλω να πω, το γιο σου. Για όλα αυτά χρειάστηκε σκέψη και μαεστρία, τι άλλο θέλεις, για να βρεις πως είναι η... Μαρία; Μυτιλήνη, 8.11.1987
ΚΑΡΥΩΤΙΚΟΣ ΒΟΡΙΑΣ Χειμώ νιασε και ο βοριάς τα δέντρα ξεριζώνει και οι καιρογνώστες της Καρυάς προσμένουν και το χιόνι. Το χ ιό ν ι και την παγωνιά, τους παγοσταλαχτίτες, κουτσούρες ξύλα στη γωνιά και τις μεγάλες νύχτες. Βοριάς φυσάει στο χωριό, στα σπιτικά τρυπώνει και φέρνει κρύο τσουχτερό σ ’ αυτούς που μένουν μόνοι. Μ ετράς τα τζάκια και θα βρεις πως λιγοστά καπνίζουν κι αυτούς που ζούνε, αν τους δεις, με τα ραβδιά βαδίζουν. Μετρούν παιδιά στην ξενιτιά και πιο πολλά εγγόνια, μα τα δικά τους γερατειά βαραίνουν με τα χρόνια. Βοριάς φυσάει στο χωριό κι ανησυχούν οι γέροι, μη φτάσει στο καμπαναριό κι άλλο μαντάτο φέρει.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ «Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ» Η αναπαράσταση του Π αραδοσιακού Α γιασώ τικου Γάμου Ο π ω ς γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας, μια από τις σημαντικότερες φετινές εκδηλώ σεις του Αναγνωστηρίου ήταν η αναπαράσταση του Παραδοσιακού Αγιασώτικου Γάμου. Μια θεα τρική, μουσική και χορευτική παράσταση, με ιδιω ματικά κείμενα, σε σκηνοθεσία του Αντώνη Μηνά, που παρουσιάστηκε με επιτυχία την Παρασκευή 30 του Ιούλη 2004 το βράδυ στο Μεσότοπο και το Σάββατο 7 Αυγούστου 2004 στο κατάμεστο Κινη ματοθέατρο του Αναγνωστηρίου, αφιερωμένη στη μνήμη του Πάνου Πράτσου, με την ευκαιρία της συ μπλήρωσης δύο χρόνων από το θάνατό του. Πήραν μέρος οι παρακάτω ερασιτέχνες, ηθοποι οί, μουσικοί και χορευτές: Παρουσιάστρια: Μαρία Καζαντζή. Ηθοποιοί - Χορευτές: Χρυσούλα Αθανασιάδη, Χαρίκλεια Αλεντά, Αρχοντούλα Βαρβά κη, Ευθαλία Βεγιάζη, Ευστράτιος Βεγιάζης, Γρηγο ρία Βερδούκα, Σαπφώ Βερίλη, Αθανασία Βουρλή, Εριφύλη Γλεζέλη, Προκοπία Γουγουτά, Μαρία Γυρέλη, Χρυσούλα Καζαντζή, Ελένη Καλουτζή, Ελευ θέριος Καμπιρέλης, Μαρία Κανάρου, Ειρήνη Καραγεωργάκη, Ευστρατία Κορομηλά, Παναγιώτης Κορομηλάς, Σοφία Λαδιέλη, Ευστράτιος Μ αγλο γιάννης, Ειρήνη Οικονόμου, Σαπφώ Παυλή, Νίκος Πετρουζέλης, Σταύρος Σαββέλος, Ειρήνη Σκλεπά ρη, Ραφαήλ Σουσαμλής, Μαρία-Στέλλα Σταυρακέλη, Χρυσούλα Σταυρακέλη, Κωνσταντίνος Στόι κος. Τραγούδι: Κατίνα Βουρλή. Μουσικοί: Ευ στράτιος Καζαντζής (σαντούρι), Αναστάσιος Κα
ζαντζής (ευφώνιο), Γιάννα Μαϊστρέλη (βιολί), Χ ρί στος Κονσολάκης (κιθάρα), Θεόφιλος Χτενέλης (τουμπελέκι). Χοροδιδάσκαλος: Μ αρία Κουζέλη. Αν και η όσο το δυνατόν πληρέστερη καταγρα φή της τοπικής παράδοσης απαιτεί ενδελεχή έρευ να και δεν είναι στους στόχους του παρόντος ση μειώματος, εντούτοις θα επιχειρήσουμε μια συνο πτική αναφορά στο εθιμοτυπικό του Π αραδοσια κού Αγιασώτικου Γάμου, στηριζόμενοι στο σενά ριο της παράστασης και σε κάποιες πληροφορίες πρεσβύτερων. Στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν οι γυναίκες, συγγενείς, φιλενάδες, γειτόνισσες. Ανύπαντρες κό ρες σταύρωναν και έκοβαν το τσουρέκι πάνω από το κεφάλι της νύφης, μοιράζοντας τις καθιερωμέ νες ευχές. Συνήθιζαν ακόμα να γράφουν τα ονόμα τά τους κάτω από τα παπούτσια της νύφης, για να ευοδωθεί και το δικό τους... ζευγάρωμα! Ύστερα στόλιζαν και τραγουδούσαν τη νύφη. Τραγουδούσε η καλλίφωνη της παρέας, η κορυφαία, και επανα λάμβαναν οι υπόλοιπες, ο χορός. Χ α ρ ά ή ρ η στον σπίτι μας τσι ήλιους στην αυλή μας, χαρήκαντον γι φίλοι μας τσι σκάσαν γι ονχτροί μας. Ν υφούλα μου, νυφούλα μου, σγουρή ματζουρανούδα μου. Γαμπρός είνι βασιλικός, γι νύφη τσυπαρίσσι
Ο ηθογράφος-επιθεωρησιογράφος Αντώνης Μηνάς και οι ε ρασιτέχνες που συμμετείχαν στην αναπαράσταση των δρω μένων του Παραδοσιακού Αγιασώτικου Γάμου.
τσι γιον κουμπάρους στου μπαχτσέ μια κρουσταλλένια βρύση. Τριαντάφ υλλου νύφη, γαμπρό Ν ύφη μ καμπάνα φράγκισσα, δεσπ ο ηκό ρολόι, π ο υ σε σημαίνουν στη Φραγκιά κι ακούγεσαι στην Πόλη. Αφού τέλειωνε το στόλισμα και το τραγούδισμα της νύφης, κατέφθανε ο γαμπρός με την παρέα του και με τη μουσική κομπανία. Και τούτο, γιατί θεω ρούνταν απαγορευμένο στο γαμπρό να πάει στο σπίτι της νύφης, πριν τη στολίσουν και την τρα γουδήσουν. Η νύφη τους κερνούσε. Σειρά είχαν τα «κρεμάσματα» ή «ανικριμασίδια» στη νύφη. Συνή θως ήταν φλουριά, λίρες τρακοσάρες, ντούμπιες, πεντόλιρα, χρυσές αλυσίδες και άλλα. Πρώτα «κρέμαζε» ο γαμπρός και μετά οι συμπέθεροι, οι γονείς και τα πεθερικά της νύφης. Η μητέρα της νύ φης «κρέμαζε» συνήθως στο γαμπρό ένα δαχτυλίδι. Ύ στερα η μουσική έπαιζε τον «ινφ ’κάτου. και ά νοιγε το χορό το ζευγάρι των μελλόνυμφων. Ακο λουθούσαν οι συμπέθεροι και μετά οι άλλοι καλε σμένοι. Ό ταν πια απόκαμαν από το χορό, ερχόταν η ώρα της προικοδοσιας. Καλούσαν το συμβολαιο γράφο, για να συντάξει το προικοσύμφωνο και στρογγυλοκάθονταν δίπλα του οι γονείς και τα πε θερικά. Πέρα από τα ακίνητα περιουσιακά στοι χεία, που μεταβιβάζονταν στην κόρη (σπίτι, λιο χτήματα, περιβόλια, σωθύρια, κ.ά.), πλήθος ήταν και τα κινητά (ζώα, ρούχα, υφαντά, είδη οικιακού εξοπλισμού, κ.ά.). Κι επειδή μερικές φορές το προίκισμα της νύφης από τη μάνα της δεν είχε τε-
Οι φιλενάδες κόβουν το τσουρέκι πάνω από το κεφάλι της νύφης και εύχονται.
λειωμό, ο πατέρας αναγκαζόταν να της βάλει φρέ νο. «Ε, μουρή, τσι συ! Άσι τσι τίπουτα για τ ’ άλλα τα μουρά που ακλουθούν!» Φυσικά, το προίκισμα της νύφης ήταν ανάλογο με την κοινωνική τάξη, στην οποία ανήκε η οικογένειά της, και συνεπώς με την οικονομική της επιφάνεια. Ακολουθούσε το κέρασμα του κόσμου. Κρασί, ρακί, τσουρέκια και ο πατροπαράδοτος ζιρντές (γλύκισμα με ρύζι, νερό και ζάχαρη) προσφέρονταν σ’ όλους τους καλεσμένους, που ανταπέδιδαν με ανοιχτόκαρδες ευχές. Και έφτανε η ώρα να πάνε στην εκκλησία. Στην κεφαλή της γαμήλιας πομπής η μουσική κομπανία, πίσω η νύφη πι ο γαμπρός, πα ραπίσω οι συμπέθεροί και τέλος οι καλεσμένοι. Να σημειώσουμε ότι στα παλιά τα χρόνια οι γό μοι γίνονταν στο σπίτι της νύφης και όχι στην εκ κλησία, όπως επικράτησε αργότερα. Κι αν μάλιστα
Η παραδοσιακή κομπανία του Αναγνωστήριον.
οι μελλόνυμφοι δεν είχαν βέρες ή στέφανα, τους έ φερνε ο παπάς από την εκκλησία. Ο παπάς έδινε στο ζευγάρι να πιει κρασί και μετά και στον κου μπάρο, για να «κολλήσει», δηλαδή για να παντρευ τεί και αυτός, αν φυσικά ήταν ανύπαντρος. Το βρά δυ γινόταν το γαμήλιο γλέντι στα καφενεία. Ενδιαφέροντα κοινωνιολογικά στοιχεία γύρω από το γάμο μας δίνει η Βασιλική Κουρβανιού στο βιβλίο της «Ιστορικά της Αγιάσου» (έκδοση Δήμου Αγιάσου 2002). Σύμφωνα με το τοπικό εθιμικό δί καιο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπήρχε η συνήθεια της προικοδότησης της πρωτότοκης θυ γατέρας με ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περι ουσία της οικογένειας και του αποκλεισμού των αγοριών και των άλλων θυγατέρων, πράγμα που δη μιουργούσε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η μονογραμμική μεταβίβαση των κληρονομικών δικαιω μάτων αντανακλούσε τη βούληση της κοινότητας για μη κατάτμηση της έτσι κι αλλιώς περιορισμένης στα νησιά γης, που ήταν διαθέσιμη προς κληροδο σία. Αντανακλούσε επίσης την προσπάθεια αναπα ραγωγής της κοινωνικής τάξης μέσα στην ιεραρχη μένη δομή της κοινότητας, μέσω των γυναικών που έμεναν, αφού συχνά οι άντρες ως ναυτικοί ή έμπο ροι έφευγαν. Η θηλυκή πρωτοτόκια ταυτίζεται με περιουσία, κοινωνικό κύρος, κληρονομική απο κλειστικότητα, ενώ οι μη πρωτότοκοι, κυρίως τα μικρότερα κορίτσια, περιθω ριοποιούνταν, ανα γκάζονταν να καταφεύγουν σε μοναστήρια ή να δουλεύουν σαν σκλάβες για την πρωτότοκη αδελ φή, τα δε αγόρια αντιστάθμιζαν τον κληρονομικό αποκλεισμό τους με την προσωπική τους εργασία
Η νύφη κερνά το γαμπρό, ο οποίος ανταποδίδει με ένα «ανικριμασίδ’».
και με τη στροφή τους στη θάλασσα, στο εμπόριο και στη βιοτεχνία. Στην ντοπιολαλιά της Αγιάσου σώζεται ο όρος «απανουπρούτσ’» (απανωπροίκι), που αποδίδει την επιπλέον από τη νόμιμα αναλογούσα προίκα που παίρνει ο γαμπρός, εάν η νύφη δεν είναι παρθένος. Το απανωπροίκι μπορεί να δοθεί μόνο από σχετικά εύπορες οικογένειες και μόνο αυτών των οικογενει ών οι μη παρθένες κόρες έχουν τη δυνατότητα να α ποκατασταθούν κοινωνικά με την καταβολή του. Το απανωπροίκι είναι ένα επιπλέον ακίνητο ή χρυσά νομίσματα (λίρες). Μ ’ αυτό εξαγοράζεται η χαμένη τιμή (παρθενία) της νύφης, αποκαθίσταται η τάξη
Ο γαμπρός και η νύφη χορεύ ουν το χορό που είναι γνω στός ως «ινφ’κάτους».
που διασαλεύτηκε με την παραβίαση της νόρμας που απαγορεύει τις σεξουαλικές σχέσεις πριν από το γά μο στις γυναίκες και αποσοβείται η «παρέκκλιση». Αν πριν από το γάμο είναι γνωστή στην κοινότητα η μη παρθενία της νύφης, τότε το απανωπροίκι δεν αρκεί για να την αποκαταστήσει κοινωνικά. Χαρα κτηρίζεται ως «προσβαλμένη» και δεν παίρνει γα μπρό της «σειράς» της, αλλά κατώτερό της ή ηλι κιωμένο ή χήρο. Από την άλλη πλευρά ο γαμπρός, α νεχόμενος την κατάσταση, βελτιώνει την κοινωνική του θέση σε ατομική βάση, αφού αποκτά πλούσιους και ισχυρούς αγχιστεις, και είναι κοινωνικά αποδε κτό να πάρει προίκα καθ’ υπέρβαση του κοινωνικού «ΐειΐιΐδ (|υο. Ο νόμιμος γάμος που ακολουθεί και τον οποίο ευλογεί η εκκλησία, νομιμοποιεί πλήρως τα παραπάνω και εξαλείφει τον ψόγο από τη νύφη, πράγμα που φαίνεται να είναι η στρατηγική τόσο της οικογένειας όσο και της εκκλησιάς. Η αναπαράσταση του Παραδοσιακού Αγιασώ τικου Γάμου δεν ήταν μια απλή πολιτιστική δρα στηριότητα που προστέθηκε στις τόσες άλλες. Υπη ρετεί βαθύτερες στοχεύσεις. Ό πω ς τονίζεται και στο Πρόγραμμα της 2ης Συνάντησης Μουσικοχορευτικών Παραδοσιακών Σχημάτων Λέσβου, «Σή μερα που τα έθιμα σιγά σιγά ξεφτίζουν, σήμερα που πιότερο από κάθε άλλη φορά, μέσα στις συμπληγάδες της παγκοσμιοποίησης, ψάχνουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα, είναι παρήγορο το γε γονός ότι κάποιοι πολιτιστικοί - πνευματικοί σύλ λογοι προσπαθούν να ορθώσουν τείχη αντίστασης στη λαίλαπα του δήθεν εκσυγχρονισμού. Είναι α νάγκη να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι
Ο συμβολαιογράφος συντάσσει το προικοσύμφωνο.
νέοι, πω ς κάπου υπήρχαν στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κώδικες συμπεριφοράς, που προσδιό ριζαν τα όρια του επιτρεπτού και του ηθικού». Ο λαϊκός μας πολιτισμός αποτελεί την εθνική μας ταυτότητα. Ρίζωσε εδώ και χιλιάδες χρόνια σ’ αυτή τη γη, καλλιεργήθηκε κι εμπλουτίστηκε με τις παραδόσεις πολλών προγονικών γενεών. Έ χει τό σο βαθιές ρίζες που κανείς, όσο κι αν προσπαθεί να τον ευνουχίσει, δε θα μπορέσει ποτέ να τον ξερι ζώσει από τη λαϊκή συνείδηση. Κρατάμε τις παρα δόσεις, σημαίνει μαθαίνουμε και τιμούμε την ιστο ρία μας. Γιατί οι ιστορικές παραδόσεις είναι ο α κρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο κάθε λαός χτίζει το παρόν και το μέλλον του. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Μ ΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
Το Κινηματοθέατρο του Ανα γνωστηρίου ήταν κατάμεστο στις 7.8.2004, κατά την ανα παράσταση των δρωμένων του Παραδοσιακού Αγιασώτι κου Γάμου.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ ΚΑΛΥΜΝΟΥ «ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ» Ιστορικότητα και πολιτιστική προσφορά Η Κάλυμνος, η Καλύδνα του Ομήρου, είναι έ να από τα νησιά των Ανατολικών Σποραδών, γνω στών αργότερα ως Δωδεκάνησα, τα οποία εποικησαν οι Δωριείς από τον 1 Ιο αιώνα. Ακολουθώντας τη μοίρα του Αιγαίου γνώρισε πολλούς κατακτητές: Πέρσες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Ιππότες του Αγί ου Ιωάννου και από το 1523 Οθωμανούς, μαζί με έ να ιδιότυπο καθεστώς προνομίων, το οποίο ευεργέ τησε την τοπική οικονομία και συνέβαλε στη διαφύ λαξη της ελληνοπαγούς φυσιογνωμίας του νησιού. Αρχέγονη απασχόληση των Καλυμνίων υπήρξε η σπογγαλιεία, επάγγελμα σκληρό και επικίνδυνο και γ ι’ αυτό «προνόμιο» των άγονων νησιών του Αιγαίου. Η εφαρμογή του σκάφανδρου στη σπογ γαλιεία από το 1870, παρά τα πολλά θύματα που δημιουργεί στους σφουγγαράδικους πληθυσμούς, αυξάνει κατακόρυφα την παραγωγή σπόγγων, ώ στε να καλυφθεί η ζήτηση την οποία προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση σε Ευρώπη και Αμερική. Καλύμνιοι σπογγέμποροι οργώνουν Ρωσία, Ευ ρώπη και Αμερική, δημιουργούν σημαντικούς ε μπορικούς οίκους και στα τέλη του 19ου αιώνα η Κάλυμνος γνωρίζει οικονομική ευρωστια, απαραί τητο υπόστρωμα της πνευματικής και πολιτιστικής ακμής η οποία ακολουθεί. Οι Καλύμνιοι, δραστήριοι μαχητές της ζωής, σφουγγαράδες και καπεταναιοι, έμποροι και μετα νάστες σε Ευρώπη και Αμερική, γίνονται κοινωνοί των νέων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της επο χής και λειτουργούν ως μεταλαμπαδευτές των νέ ων ιδεών στο νησί τους. Η κυριαρχούσα εμπορική τάξη ευνοεί τα γράμματα και το διαφωτισμό, ι δρύονται σχολεία και ιστορικά εκπαιδευτήρια από μεγάλους ευεργέτες και ο πόθος αποφυγής του επι κίνδυνου σφουγγαράδικου επαγγέλματος, μαζί με τη δωρεάν παροχή παιδείας, δημιουργεί στο νησί έ κρηξη παραγωγής επιστημόνων, κυρίως εκπαιδευ τικών και γιατρών. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η Κάλυμνος διοικείται από μια πρωτοπόρο τοπική αυτοδιοίκη ση, τη Δημογεροντία, η οποία ασκεί σαφέστατη σο σιαλιστική πολιτική με παροχή δωρεάν παιδείας και υγείας για όλο το λαό και με κοινωνική πρό νοια, η οποία καλύπτει το σύνολο των αναγκών των αναξιοπαθούντων. Κάτω από αυτές τις δια-
μορφούμενες συνθήκες, η κοινωνία του νησιού, στην αυγή του 20ού αιώνα, αναζητούσε επιτακτικά ένα νέο θεσμό, παράλληλο με αυτόν της Παιδείας και της Εκκλησίας, ο οποίος θα λειτουργούσε συ νεκτικά και καθοδηγητικό για μορφωτικούς, εθνι κούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς. Στα μεγάλα α στικά κέντρα εμφανίζεται ήδη η «μόδα» των μαζι κών χώρων ψυχαγωγίας, η οποία αρχίζει να επι βάλλεται και στις μικρές επαρχιακές κοινωνίες: Εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και καφενεία λει τουργούν ταυτόχρονα και ως χώροι διαλέξεων, καθώς και μουσικών και καλλιτεχνικών παραστά σεων. Αυτή η μόδα, που στο υπό οθωμανική κατο χή Ανατολικό Αιγαίο εξαπλώνεται σύντομα και παίρνει συνήθως την ονομασία «Αναγνωστήρια», θα «πιάσει» εύκολα και στην Κάλυμνο. Το 1904 με πρωτοβουλία δεκατεσσάρων Καλυ μνίων πατριωτών ιδρύεται το ιστορικό Αναγνωστή ριον Κάλυμνου «Αι Μούσαι». Ιδρυτικά μέλη ήταν τρεις δάσκαλοι (Μιχ. Πικραμένος, Γ. Καθοπούλης, Γ. Μαγκούλιας), τρεις φιλόλογοι (Διον. Ρεΐσης, Χριστόδ. Ροδίτης, Γ. Μανιάς), δυο ζωγράφοι (Μιχ. Αλαχούζος, I. Κουφός), ένας έμπορος (Γ. Π απαμι χαήλ), ένας μηχανικός (Αλ. Ανδρέης) και τέσσερις άλλοι (Άνθ. Πεταλάς, κατόπιν ιερέας, Δρ. Γεωργίου, Γ. Καβουκλής και Θ. Τσαβούσης). Αμέσως με την ί δρυση τα μέλη του θα γίνουν 250, άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου. Σκοπός του Καταστατικού του, το οποίο διατη ρεί την ίδια μορφή μέχρι σήμερα με κατά καιρούς απλώς φραστικές αλλαγές, είναι: «Η τόνωση της πνευματικής ζωής και η ανύψωση του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου του λαού της Κάλυμνου με βάση τις παραδόσεις του». Μετά από κάποιες περιπέτειες με τους Τούρ κους, οι οποίοι καταθορυβημένοι από τη δράση του το έκλεισαν για λίγο, θα αποκτήσει, με τη βοήθεια της Δημογεροντίας, ένα ιδιόκτητο εντευκτήριο στο κέντρο της προκυμαίας του νησιού. Απόκτησε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη με 3.000 τόμους περίπου, μια μικρή θεατρική σκηνή με αυλαία και χώρο ανάγνω σης, του οποίου τους τοίχους στόλιζαν πίνακες των μεγάλων Καλύμνιων ζωγράφων. Στην αίθουσά του γινόντουσαν διαλέξεις, θεα τρικές παραστάσεις, συναυλίες, αλλά κυρίως ο χώ ρος λειτουργούσε ως μια πνευματική όαση, στην ο-
ποια όλοι αισθανόντουσαν ελεύθεροι, ώστε να μπορούν να σκέπτονται και να διαβουλεύονται. Διάβαζαν εφημερίδες οι οποίες ερχόντουσαν κυ ρίως από την Πόλη και τη Σμύρνη, συζητούσαν την τρέχουσα εθνική και διεθνή κατάσταση και κυρίως χάραζαν πορεία στα μεγάλα κοινωνικά και εθνικά θέματα που απασχολούσαν το νησί. Σ ’ αυτή την ι στορική αίθουσα, μέσα από γόνιμες συζητήσεις, διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη, η οποία ασκούσε αυστηρή κριτική σε θεσμούς και σε πρόσωπα, στη θέση της σημερινής τέταρτης εξουσίας, θα λέγαμε, την οποία όλοι υπολόγιζαν και σεβόντουσαν. Ό ταν οι κατακτητές, κυρίως οι Ιταλοί, οι οποί οι διαδέχτηκαν τους Τούρκους το 1912, διαπίστω σαν το ρόλο του Αναγνωστηρίου και τους έγινε ζω ντανός εφιάλτης, προσπάθησαν να το αποδυναμώ σουν με συλλήψεις, φυλακίσεις και εξορίες όλων ό σοι σύχναζαν στο χώρο του. Ατέλειωτα είναι τα ε πεισόδια που διαδραματίστηκαν με τους κατακτη τές στην αίθουσά του, κατά τη διάρκεια των τριά ντα χρόνων της ιταλικής κατοχής στα Δωδεκάνη σα, ώσπου, με αφορμή την αιματηρή ανταρσία του καλυμνιακού λαού εναντίον τους, λόγω του εκκλη σιαστικού ζητήματος το 1935, το έκλεισαν. Ό λα τα υπάρχοντά του, βιβλία και πίνακες αξίας, θεατρική σκηνή, έπιπλα, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Μετά την απελευθέρωση της Δωδεκάνησου το 1948, όταν όλες οι δυνάμεις της Καλύμνου άρχι σαν να ανασυγκροτούνται, επαναλειτούργησε και το Αναγνωστήριο, με τα υπάρχοντά του λεηλατημέ να, σ’ ένα νοικιασμένο κτίριο κ α τ’ αρχήν. Στη συ νέχεια προσπάθησε να συνεχίσει τη δράση του μέσα από πολλές δυσκολίες, με μικρό διάστημα αδράνει ας κατά τα χρόνια της δικτατορίας. Από το 1978 το Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι» διάγει την τρίτη περίοδο δράσης του, από την πρώτη λειτουργία του το 1904 και βρίσκεται σε νέα πορεία. Στεγάζεται στο νεοκλασικό κτίριο που ανήγειρε ο Δήμος στο κέντρο της προκυμαίας του νησιού, στη θέση του παλαιού Αναγνωστηρίου, ση μειώνοντας μια ζωντανή και αξιόλογη παρουσία πανελλήνιας απήχησης. Διοικείται από ενδεκαμελές Συμβούλιο το ο ποίο εκλέγεται κάθε δυο χρόνια και πόροι του εί ναι οι συνδρομές των μελών του, ενισχύσεις του Δήμου, κρατικών φορέων, αλλά και των φίλων και των συνεργατών του. Στο ισόγειο λειτουργεί εντευκτήριο, ενώ στον ό ροφο αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, με βιβλιοθήκη, στην οποία διοργανώνονται διαλέξεις, καλλιτεχνι
κές εκθέσεις, συνέδρια και πνευματικά συμπόσια, ενώ μέλη του συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια και εκδηλώσεις πανελλήνιας και διεθνούς εμβέλειας. Το Αναγνωστήριο εορτάζει με λαμπρότητα τις ε θνικές επετείους με εκλεκτούς ομιλητές, οι οποίοι αναπτύσσουν κάθε φορά επίκαιρο ειδικό θέμα, ενώ την όλη εκδήλωση πλαισιώνει σχετικό καλλιτεχνι κό πρόγραμμα. Κύρια όμως συνισταμένη της πνευματικής δρά σης του Αναγνωστηρίου, από την εποχή της τρίτης επανασύστασής του το 1978, είναι η εκδοτική του προσπάθειά. Στηριζόμενο στους πνευματικούς αν θρώπους του νησιού, αλλά και σε διακεκριμένους του πνεύματος φίλους της Καλύμνου, έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 17 αυτοτελείς τόμους με θέματα ι στορικά, αρχαιολογικά, γλωσσικά, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά. Ταυτόχρονα παρουσιάζει ανά διετία περίπου την περιοδική έκδοση «Καλυμνιακά Χρονικά» με σύνολο 14 τόμων από το 1978 μέχρι σήμερα. Τα «Καλυμνιακά Χρονικά» είναι η περιο δική έκδοση η οποία αποτυπώνει τη μορφωτική ταυτότητα της Καλύμνου και ταυτόχρονα δημιουρ γεί ένα δίαυλο επικοινωνίας με τα άλλα νησιά του Αιγαίου, αλλά και με τους όπου γης Καλύμνιους μετανάστες. Στα «Καλυμνιακά Χρονικά» διαμορ φώνεται κάθε φορά η κοσμοεικόνα της Καλύμνου και από τις σελίδες τους κρίνονται και αξιολογού νται οι συντεταγμένες της πνευματικής πορείας του ίδιου του Αναγνωστηρίου. Ενός Σωματείου, το οποίο, παρά τα χρονικά κενά δράσης που γνώρισε κατά την αιωνόβια λειτουργία του, αποδείχτηκε ε ξαιρετικά ανθεκτικό στο χρόνο. Και αυτή του την ανθεκτικότητα την οφείλει στο γεγονός ότι βρισκό ταν πάντα σε ισχυρές συνάψεις με τα ενδιαφέροντά και τους προβληματισμούς της καλυμνιακής κοι νωνίας. Μπορεί η λειτουργία του να προσαρμόζε ται στις ανάγκες και στις αξίες κάθε εποχής, αλλά ο χαρακτήρας του μένει πάντα σταθερός και αναλ λοίωτος. Είναι ένα Σωματείο πολιτιστικής παρέμ βασης, που δίνει πάντοτε το δικό του ιδιαίτερο π α ρόν στην τοπική κοινωνία, αλλά και στο γενικότε ρο πνευματικό γίγνεσθαι του τόπου μας, με υψηλό αίσθημα ευθύνης, με σύνεση και με σοβαρότητα. Έ τσι ξεκίνησε και έτσι προσπαθεί να συνεχίσει. Κάλυμνος, Ιούλιος 2002
ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. ΠΛΤΕΛΛΗΣ Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Καλύμνου «Αι Μούσαι»
ΤΟ ΠΕΝΤΑΤΑΞΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΘΗΛΕΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ Η δασκάλα Βασιλική Χατζηπροκοπίου-Κονταράτου θυμάται και αφηγείται... «Αν βρεθείς στον Ηλεκτρικό Σταθμό Πειραιά, θα δεις απέναντι σου, στο λιμάνι, τα καράβια των εσωτερικών γραμμών. Προχωρείς λίγο προς τα π ά νω και αριστερά είναι πάρα πολλά πρακτορεία έκ δοσης εισιτηρίων, ενώ δεξιά σου τα πλοία του Αργοσαρωνικού. Πέρα, προς τον Άγιο Νικόλαο, βλέπεις μεγάλα σκάφη, που ενώνουν με τα μακρινά ταξίδια τους τις πέντε ηπείρους. Μέσα στο λιμάνι και προς τις αποθήκες του, βλέπεις αραγμένα ε μπορικά βαπόρια να ξεφορτώνουν ή να φορτώ νουν λογής λογής εμπορεύματα. Αυτά τ ’ αφήνουμε και προχωρούμε για το εσω τερικό της πόλης, για το κέντρο της, όπου διασταυ ρώνονται όλες οι συγκοινωνίες και όπου υπάρ χουν οι μεγάλες πλατείες, όπω ς η Κοραή, που είναι και η μεγαλύτερη. Σε άλλη πλατεία βρίσκεται ένας φάρος, όχι βέ βαια σαν αυτόν που είναι στον προλιμένα και φω τίζει, να μπουν μέσα στο λιμάνι τα πλοία. Αυτός ο φάρος είναι το Δημοτικό Θέατρο. Εκεί φέγγουν οι γλόμποι το βράδυ και φαίνεται σαν ένα όνειρο. Το Θέατρο φέγγει μες στην ψυχή μας. Απέναντι όμως, σε μια άλλη πλατεία, ήταν το Πεντατάξιο Διδασκα λείο Θηλέων Πειραιά. Να λοιπόν κι ένας άλλος φά ρος, που φώτιζε τα κορίτσια, όταν σπούδαζαν εκεί, για να δώσουν και αυτά με τη σειρά τους τα φώτα στα ελληνόπουλα, σε όλα τα σημεία της χώρας μας. Λέω ήταν, γιατί σήμερα σ’ αυτό το μέρος υπάρχει έ να μισοτελειωμένο πολυώροφο κτίριο, κουκουλω μένο με γιγαντοαφίσες. Ό ταν το βλέπω αυτό, όπως είναι για χρόνια άψυχο, θυμάμαι το διευθυντή μας που μας έλεγε τότε ότι ο Δήμος με τη διαθήκη του δωρητή δε συμφωνούσαν, γιατί ο δωρητής μόνο για «παρθενικόν σχολείον» το προόριζε. Εκεί λοιπόν, αφού δεν υπάρχει πια σχολείο, δε βλέπεις τα κορίτσια μιας περασμένης εποχής με τις μαύρες σχολικές ποδιές τους, τα άσπρα γιακαδάκια τους και προπαντός με την ομορφιά της νιότης τους να στολίζουν αυτό το όμορφο και ζωντανό κομμά τι της πόλης. Τώρα βλέπεις ανθρώπους βιαστικούς, να κυνηγούν το χρόνο και το χρήμα. Βλέπεις χιλιά δες τροχοφόρα, όλα απρόσωπα και άγνωστα. Ποιος Πειραιώτης ή από άλλο μέρος της Ελλά δας δε θα ήθελε να στείλει το κορίτσι του σ ’ αυτό το σχολείο; Είχαν όλοι το ίδιο όνειρο, να βγει το
Αναμνηστική φωτογραφία μετά από συναυλία και χορω διακό πρόγραμμα του Διδασκαλείου στο Αημοτικό Θέατρο Πειραιά (Ιούλης του 1936). Διακρίνονται από αριστερά, με τον καθηγητή της Ενόργανης Μουσικής Θεόδωρο Ασπρέα, οι απόφοιτες ήδη Ιουλία Κομποπούλου (Πειραιάς), Σοφία Κουτσουδάκη (Κρήτη), η οποία αργότερα έγινε ηθοποιός, Βασιλική Ιωάννου (Καλαμάτα) και Βασιλική Κονταράτου. (ΦΩΤΟ-ΡΑΑΙΟ Κ. Ζερβού και I. Κ αραγιάννη. Οδός Φ ίλω νος 70, Π ειραιεύς)
κορίτσι τους δασκάλα και ν ’ αποκτήσει ένα βρα χιόλι για το μέλλον του. Δεν μπορεί άνθρωπος να φανταστεί τι σχολείο ήταν αυτό. Ή ταν ένα μεγάλο τετράγωνο μονώροφο κτίριο, με χοντρά ντουβάρια και με παλαιά τερά στια κουφώματα. Το κτίριο άρχιζε από πάνω, από την πλατεία, και τέλειωνε στον κάτω δρόμο, στην οδό Κολοκοτρώνη. Γύρω γύρω απέξω υπήρχαν πολυτελή ζαχαρο πλαστεία και καταστήματα νεωτερισμών. Είχε δυο τεράστιες αυλές και μια μεγάλη αίθουσα για τις γιορτές. Η αίθουσα αυτή ήταν γεμάτη προπλάσμα τα ανθρώπινων μελών ή ζώων. Υπήρχε μάλιστα
και ένας ολόκληρος σκελετός ανθρώπου μέσα σε μια βιτρίνα. «Γιωργάκη» τον λέγαμε. Η αίθουσα αυτή χρησιμοποιόταν για πέμπτη τάξη. Μ παίναμε στο μάθημα και τελειώναμε στις 3 μετά το μεσημέ ρι, Ή ταν ενδιαφέροντα όλα τα μαθήματα, γιατί ά ξιζαν πολύ οι καθηγητές μας. Ό λοι μετεκπαιδευμέ νοι στην Ελβετία. Κρεμόμασταν από τα χείλη τους. Το Διδασκαλείο λειτουργούσε ως σχολείο εργα σίας, γιατί όλα τα μαθήματα γίνονταν ομαδικά. Για κάθε θέμα επισκεπτόμασταν τις βιβλιοθήκες για α ναζήτηση πηγών και βοηθημάτων. Για παράδειγμα, στα Θρησκευτικά ο καθηγητής μάς έδινε το θέμα «Θρησκεία, Υγεία». Ψάχναμε, το επεξεργαζόμα σταν και τα συμπεράσματα τα παρουσιάζαμε στο τέλος για κριτική. Είχα την τύχη να φοιτήσω σ ’ αυ τό το σχολείο και να πάρω Απολυτήριο. Έ ξω από τη μεγάλη αίθουσα που προαναφέραμε υπήρχαν εργαστήρια χειροτεχνίας. Σ ’ αυτά δουλεύα με τ ’ απογεύματα ως αργά, με τα φώτα. Τι φτιάχνα με; Ανάγλυφους χάρτες ή ζώα με πηλό και με γύψο. Τα βάφαμε και έπειτα τα κορνιζώναμε. Ή ταν τέλεια έργα. Μαζί με αυτά τα χειροτεχνήματα εκθέταμε και
πολλά άλλα έργα μας στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου. Περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι και τα θαύμαζαν για την τελειότητά τους. Αυτό γινόταν στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Σε άλλη μεριά του σχολικού συγκροτήματος υ πήρχε εργαστήριο βιβλιοδεσίας. Αλλού πάλι είχαμε αίθουσα γραφομηχανών. Μαθαίναμε και στενο γραφία. Επίσης μαθαίναμε αρκετά γαλλικά, που σχεδόν ήμασταν τέλειες στη γλώσσα. Στην αίθουσα παίζαμε και μαντολινάτες. Ξέρα με κιθάρα και μαντολίνο. Ο καθηγητής μας παρα κολουθούσε και έπιανε το λάθος καθεμιάς από μα κριά. Θυμάμαι που είχαμε δυο δίδυμες αδελφές, που η μια έπαιζε βιολί και η άλλη αρμόνιο, γιατί εί χαμε και τέτοιο όργανο στη μεγάλη αίθουσα. Κά ποτε στο Δημοτικό Θέατρο, όπου έτυχε να παρου σιάσουμε έργο, είχαμε μια συμμαθήτρια υψίφωνο. Με τη φωνή της, χωρίς μικρόφωνο, βούιζε το Θέα τρο. Πού πήγαν όλες αυτές οι αγαπημένες φίλες; Σκορπίσαμε. Χωρίσαμε στο πέρασμα των χρόνων και έμειναν αναμνήσεις μόνο και πόνος. Πολλές πήγαν στη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της πατρί-
Το Απολυτήριο της Βασιλικής Γεωργίου Κονταράτου, το οποίο έλαβε το 1936 από το Αιδασκαλείο Θηλέων Πειραιά.
δας μας. Εγώ έτυχε να διοριστώ στο όμορφο νησί του Αγαίου, στη Λέσβο. Τα κορίτσια που φοιτού σαν ήταν από όλα τα διαμερίσματα της χώρας μας, από την Κρήτη, από τα νησιά, από τη Θεσσαλία, α πό τη Στερεά Ελλάδα. Στις τραπεζαρίες σερβιριζόταν μεσημεριανό φαγητό για τις μαθήτριες που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο ή δεν είχαν τις οικογένειές της στον Πειραιά και έμεναν οικότροφοι σε σπίτια συγγε νών ή γνωστών. Αυστηρή πολύ ήταν η καθηγήτρια της θεωρητι κής μουσικής. Ό ταν μας εξέταζε, έλεγε: Άνοιξε το σολφέζ, τάδε σελίδα, τάδε σειρά και μέτρο. Έ πρεπε να βρεις τον ήχο κάθε νότας αμέσως. Μερικές δεν είχαν και αυτί, όπω ς λέμε, ταλέντο δηλαδή. Γι’ αυ τές ήταν αληθινή δοκιμασία. Για να πάρεις δεκάρι, έπρεπε να πιάνεις τις νότες στον αέρα. Ό ταν θέλα με να διδάξουμε τραγούδια στο πρότυπο δημοτικό που υπήρχε, από την προηγούμενη μέρα διαβάζαμε αυτό που θα διδάσκαμε, παρουσία της καθηγήτριας που θα μας βαθμολογούσε. Κατά τον ίδιο τρόπο δ ι δάσκαμε και άλλα μαθήματα. Δύσκολα τα δεκάρια, γιατί χρειάζονταν μεγάλη προετοιμασία και ξενύχτια στο διάβασμα. Υπήρχε ακόμη και εργαστήριο Φυσικής και Χημείας, με όλα τα μέσα για τα μαθή ματα αυτό. Οι καθηγητές μας ήταν τα πρότυπά μας. Τους λατρεύαμε. Ή ταν όλοι άριστοι επιστήμονες μετεκ παιδευμένοι στην Ελβετία. Ή ταν τόσο σπουδαίοι παιδαγωγοί, που κρεμόμασταν από τα χείλη τους. Στα Ελληνικά είχαμε τον Ιωάννη Πατσουράκο, στη Φυσική τον Αντώνιο Καμπάνη, στην Ιχνογρα φία την Αναστασία Ναυπλιώτου, στη Γυμναστική
τη Λουίζα Παγκάλου, στα Θρησκευτικά το Γεώργιο Τζατζάνη, στην Ενόργανη Μουσική το Θεόδωρο Ασπρέα και στη Θεωρητική την Ισμήνη Αναστασιάδου, στα Παιδαγωγικά την Ισμήνη Τζαβάρα, η ο ποία σκοτώθηκε στους βομβαρδισμούς του Πει ραιά στις 11 Ιανουάριου 1941, στα Γαλλικά την Αναστασία Τσαμπελάκη, στην Οικιακή Οικονομία την Αναστασία Μοίρα, στη Χειροτεχνία τη Δουκά κη, ενώ στα Μαθηματικά το Μαρή. Στους βομβαρ δισμούς, πρέπει να πω ότι σκοτώθηκε και μια συμμαθήτριά μας, η Κυριακή Πολυμενάκου. Σ ’ ένα μεγάλο διάδρομο, ψηλά στο βάθος, κρεμό ταν ένα άσβεστο καντήλι. Στο διάδρομο αυτόν γινό ταν η πρωινή μας προσευχή με τη δοξολογία. Στην μπροστινή αυλή υπήρχε η προτομή του δωρητή Ιά κωβου Ράλλη και μια μαρμάρινη επιγραφή με σκα λισμένα γράμματα: ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ. Στοιχεία για την ίδρυση του σχολείου αυτού, ίσως υ πάρχουν στα αρχεία του Δήμου Πειραιά, γιατί θυ μάμαι πω ς μας έλεγαν οι καθηγητές μας ότι ήταν δημοσυντήρητο και ότι ο ευεργέτης στη διαθήκη του το ήθελε μόνο Παρθενικόν Σχολείον. Ας σημειωθεί ότι μετά την κατάργησή του λειτούργησε επί πολλά χρό νια η Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία. Ό ταν πήραμε το απολυτήριό μας, ήμασταν π α νέτοιμες να διδάξουμε τα παιδιά που θα μας εμπι στευόταν η πατρίδα μας, να τα πλάσουμε, βελτιώ νοντας ό,τι καλό υπήρχε σ ’ αυτό. Λέω ρτι ήμασταν έτοιμες δασκάλες, γιατί πήραμε πολλά εφόδια. Ξέ ραμε Γενική Παιδαγωγική, Ψ υχολογία του Παιδός, Ειδική Διδακτική, και ήμασταν κατατοπισμένες στις νεότερες μεθόδους της σύγχρονης μετάδοσης των γνώσεων».
Η Αγιάσος στις ομορφιές της τον Απρίλη του 1947. Διακρί νονται, από αριστερά, η Ελέ νη Παναγιώτη Πράτσου-Βαμβουρέλη, η Μελπομένη Προ κοπίου Χατζηγιάννη-Τζανετή και η Βασιλική (Κούλα) Με νέλαου Χατζηποκροπίου-Κοντάρατου.
ΣΠΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ Ο Α ργείος ποιητής που α γα π ά την Αγιάσο Σ τ ι ς 27 του Μάρτη, στο Πνευματικό Κέντρο της Ένωσης Σπάρτης Μ ικράς Ασίας (Αλατσάτων 27, Νέα Ιωνία), πραγματοποιήθηκε εκδήλω ση, κατά την οποία έγινε παρουσίαση της ποιη τικής συλλογής του συνεργάτη του περιοδικού «Αγιάσος» Σπύρου Καραμούντζου «Δοξαρίσματα». Το πρόγραμμα της επιτυχημένης αυτής εκδήλωσης περιελάμβανε: Χαιρετισμό του διδά κτορα Φιλολογίας και τ. Σχολικού Συμβούλου Δημήτρη Ρεντίφη, προλογική ομιλία του Γιάννη Χατζηβασιλείου, ομιλία του εκπαιδευτικού και μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Αυ γερινού Μαυριώτη, απαγγελία ποιημάτων από την εκπαιδευτικό Κική Χάρη Σαπουντζάκη και από την ηθοποιό Έ φη Αναγνωστοπούλου, κα θώς και εκτέλεση μελοποιημένων ποιημάτων της συλλογής από το μουσικό Στέφανο Ψαραδάκο και συνεργάτες του. Στο τέλος πήρε το λό γο ο ποιητής Σπύρος Καραμούντζος, ο οποίος αναφέρθηκε στο έργο του και ευχαρίστησε ό λους όσοι βοήθησαν στην επιτυχία της όμορφης ποιητικής βραδιάς. Συντονιστής της εκδήλωσης ο πρόεδρος της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας Χάρης Σαπουντζάκης. Την εκδήλωση παρακολούθησαν και Λέσβιοι. Εκ μέρους του Δ.Σ. του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών παραβρέθηκε ο Χρίστος Γλεζέλης. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε το εισαγωγικό προλόγισμα του Γιάννη Χατζηβασιλείου. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Ε ίν α ι εξαιρετικά δύσκολο να παρακολουθή σεις σε όλο το μάκρος της τη διαδρομή ενός πνευ ματικού δημιουργού, να σταθμίσεις σωστά την προσφορά του, να φιλοτεχνήσεις αλάθευτα το πορ τρέτο του. Και τούτο, γιατί λογής λογής σκόπελοι, υποκειμενικοί και αντικειμενικοί, παρακωλύουν την ορθοτομία του λόγου και νοθεύουν την αμεροληψία της κρίσης. Υ ιοθετώντας όμως το Γηυΐΐυιπ ίπ ρ&Γνο, θα προσπαθήσω στον ελάχιστο χρόνο, τον οποίο μου δίνει η αμείλικτη κλεψύδρα, να καταθέ σω την ταπεινή προσωπική μου αποτίμηση για τον άνθρωπο, για το δάσκαλο, για τον ποιητή.
Ο Σπύρος Καραμούντζος είδε το φως της ζωής σ ’ ένα γραφικό χωριό της Αργολίδας, στην ορεινή Καρυά, που το ψυχομέτρι της στις μέρες μας λιγό στεψε δραματικά, ακολουθώντας τον ολισθηρό κα τήφορο της ελληνικής ερημούμενης υπαίθρου. Ό ντας παιδί όμορφης αγροτικής μεγαλοφαμιλιας, μπήκε από νωρίς στο στίβο της τραχιάς δούλεψης και απόχτησε πείρα του ανθρώπινου μόχθου. Δ ι δάχτηκε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και στο «ιππόβοτον» Άργος, σε χρόνους σκληρής ε πιβίωσης. Πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες της α νέχειας, της στέρησης, του αυταρχισμού, του σπα ραξικάρδιου αιματοκυλίσματος της ανθρωπότη τας, της κατοχής, της πείνας, των ενδοαντιστασιακών συγκρούσεων και του εμφύλιου σπαραγμού, ο οποίος πύργωσε το μίσος και ύψωσε μεσούρανα την οιμωγή του λαού. Ο Σπύρος Καραμούντζος διψούσε για μάθηση, όπω ς και τ ’ αδέρφια του, ο Παναγιώτης, στρατηγός εν αποστρατεία σήμερα, και ο Δημήτρης, ευσυνεί δητος μύστης της ιατρικής επιστήμης. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και στα διοδρόμησε ως μαχόμενος δάσκαλος της τάξης, ως Προϊστάμενος Γραφείου και ως Σχολικός Σύμβου λος. Υπηρέτησε στη Μακεδονία, στην Αττική και στην Ηλεία, όπου είχα την καλή τύχη να τον γνω ρίσω το 1987 και να συγκαταλεχτώ από την πρώτη στιγμή στους φίλους του. Ο Σπύρος Καραμούντζος ως εκπαιδευτικός διέ θετε γνωστική αρματωσιά, ψυχοπαιδαγωγική κα τάρτιση, πλούσια κοιτάσματα καρδίας, ανοιχτωσιά σκέψης, δημοκρατικότητα, ενθουσιασμό και μεθοδι κότητα. Ή ταν δάσκαλος με ανθρωπιά, με μειλιχιότητα, που ενέπνεε σεβασμό σε μικρούς και σε μεγά λους, που κέρδιζε εξαρχής την εκτίμησή τους. Ένιωσε έντονα τις χαρές, τις αγωνίες και τις πίκρες του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, που το τίμησε όσο λίγοι. Αφησε φήμη καλή. Ό που εργάστηκε, διαπότισε το περιβάλλον του με το ήθος του, με την α γάπη του, με την εντιμότητά του, με την ακεραιότη τα του χαρακτήρα του, με την αξιοσύνη του. Συχνά πυκνά τον σταματούν στο δρόμο συνάδελφοι και μαθητές, για να του πουν τον καλό το λόγο, για να του εκφράσουν οφειλόμενες ευχαριστίες. Ο Σπύρος Καραμούντζος είναι γεγονός ότι άρ γησε να πάρει στα χέρια του το κοντύλι της τέχνης
του λόγου. Η βραδύτητά του αυτή οφείλεται, εκτός των άλλων, στο υπηρεσιακό του καθήκον, το οποίο τον απορροφούσε και δεν του άφηνε περιθώρια για άλλη κίνηση, για άλλη δράση. Είναι κάτι που συμ βαίνει σε πολλούς σκυταλοδρόμους της προκοπής. Ό ταν όμως έφτασε στο γέρμα της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας και συνταξιοδοτήθηκε, νικήθη καν σιγά σιγά οι δισταγμοί του και ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο κάλεσμα των μουσών. Ο Σπύρος Καραμούντζος έτρεφε από παλιά ιδι αίτερη αγάπη για τη λογοτεχνία. Μελετούσε τους Έλληνες κλασικούς, το Σολωμό, τον Κάλβο, το Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Κρυστάλλη, τον Κα βάφη, το Σικελιανό, το Βάρναλη, και όχι μόνο. Κα θημερινά τρυγούσε τις κατάφορτες κυψέλες των χρυσικών της τέχνης του λόγου, συντηρώντας το ζώπυρο της δημιουργίας που έκρυβε μέσα του. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και δεν ήταν πια μπορετό να τιθασέψει τα θησαυρίσματα της ψυχής του. Αποπειράθηκε με τη συλλογή «Αλκυόνες», η ο ποία κυκλοφόρησε στην Αθήνα πριν από τέσσερα χρόνια, ν ’ ανεβεί το πρώτο σκαλί, για να θυμηθού με τον Αλεξανδρινό ποιητή, και δε σκόνταψε. Το εγχείρημά του ξάφνιασε πολλούς, ακόμη και φίλους του και γνωστούς του, που δεν είχαν εκτι μήσει σωστά τον άνθρωπό τους, την άγρυπνη συ νείδησή του, τον πακτωλό των συναισθημάτων του, το εύρος των ενδιαφερόντων του. Η κριτική υ ποδέχτηκε τις «Αλκυόνες» θετικά. Γράφτηκαν ευ νοϊκά σχόλια, επισημάνθηκαν όμως και κάποιες α δυναμίες, όπως είναι φυσικό. Ο προλαλήσας Δημή τρης Ρεντίφης, φιλόλογος με γερή παιδεία και με α
συνήθιστη ευαισθησία, αφιέρωσε ξεχωριστό πολυ σέλιδο μελέτημα για την παραπάνω ποιητική συλ λογή, το οποίο αποτελεί, θα λέγαμε, αξονική τομο γραφία του καλοδεχούμενου πρωτολειακού αμη τού του Σπύρου Καραμούντζου. Τα επόμενα χρόνια ο Σπύρος Καραμούντζος συ νέχισε τους ποιητικούς του βηματισμούς με βαθύτε ρη γνώση, με περισσότερη πείρα. Εξέδωσε το 2004 τη συλλογή «Δοξαρίσματα», που την απαρτίζουν έξι θεματολογικές ενότητες. Αναμένεται να δουν σύντο μα το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη ποιητικές συλλογές «Τα φυλλοβολήματα» και «Τα χαϊκού». Ο ποιητής Σπύρος Καραμούντζος και στις δυο εκδομένες συλλογές του ακολουθεί βασικά, από ά ποψη μορφής και περιεχομένου, την παραδοσιακή τεχνοτροπία, η οποία έκρινε πω ς εναρμονιζόταν περισσότερο με την ιδιότητά του ως εκπαιδευτικού, με την ψυχοσύνθεση του, με τις παγιωμένες από χρόνια αισθητικές αντιλήψεις του. Δε σημαίνει, βέ βαια, πω ς απορρίπτει τη νεωτερική ποίηση, πως παραγνωρίζει το ευρύ φάσμα των γόνιμων στοιχεί ων της. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν οι συλλο γές του και από άποψη περιεχομένου. Βασικοί θεματολογικοί άξονες, η φύση, ο άνθρωπος, η κρινωνία και τα προβλήματά της, οι υπερτοπικές και υπερχρονικές αξίες, που κάποτε ανατρέπονται, οι η θικές αρχές που αποδυναμώνονται, ο έρωτας, η α γάπη για την πατρίδα και το ανύπνωτο χρέος για τα γονικά. Γι’ αυτά όμως, φίλοι και φίλες, θα σας μιλήσει αναλυτικά και στοχαστικά ο εκλεκτός συ νάδελφος Αυγερινός Μαυριώτης. *
Στιγμιότυπο από την εκδήλω ση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής «Δοξαρίσματα». Διακρίνονται, από αριστερά, η ηθοποιός Έφη Α ναγνοστο πούλου, ο εκπαιδευτικός-συγγραφέας Αυγερινός Μαυριώ της (κύριος ομιλητής), η εκ παιδευτικός Κική Χάρη Σαπουντζάκη και ο Γιάννης Χ α τζηβασιλείου που προλογίζει.
Τ ’ Ν Ε Σ Τ Ο Υ Ρ ’ ΤΟΥ ΠΑΘ ΜΑ
ΓΙ Σ Υ Σ Τ Α Σ ’ Γ ιάνν’ς σ’νουδέβ’ τη γ ’ναίκα ντ τσι τν αδριφή ντ για μιαν ιπίσκιψ’. Μόλις φτάξαν στου μέρους που θέλαν, Γιάνν’ς αντάμουσι μια κυρία γνουστή τ ’ σι μιγάλ’ ηλικία. Λουγικό ήταν να συστήσ’ τ ’ σ’νουδειά ντ. Απού δω γι αδριφή μ’, γι Αέν’, τσ’ απού δω γι γ ’ναίκα μ’, γι Γραμματική. - Συ θα ξέρ’ς πουλλά γράμματα, για να σι λέγιν Γραμματική; - Ναι, αμέ, κουτούτσ’, ξύλου απιλέτ’στου, απάντ’σι Γιάνν’ς.
Η Κ ’Σ Α ΤΟ Υ... Στου δικαστηρίου φουνάζ’ γιου πρόιδρους τ’ μάρτυρα να καταθέσ’ για τν υπόθισ’, τι είδι τσι τι ξέρ’ για του ζιβγάρ’, που μαλώναν κάθα λίγου τσι λιγάκ’. - Λοιπόν, μάρτυς, πες μας τι ξέρεις και τι είδες. - Ή κ ’σα, κυρ πρόιδρι, πους κάθα λίγου τσι λιγάκ’ τν έδιρνι τ ’ γ ’ναίκα ντ γιου παλιάθριπους. - Αυτό δεν μπορεί να εκτιμηθεί, γιατί το άκουσες, δεν το είδες. Σι ούλις τς ιρουτήσεις τ ’ πρόϊδρ’ γι μάρτυρας ίλιγι ήκ’σα του. Αγανακτισμένους γιου πρόιδρους τς λέγ’: - Μάρτυς, φύγε, η μαρτυρία σου δεν πιάνεται. Φεύγουντας γι μάρτυρας, έρ’ξι μια πουρδή. Ε, έλα εδώ, τς είπι γιου πρόιδρους. - Τι ήταν αυτό; - Ποιο αυτό; - Αυτό που έκανες. - Γιατί; Είδις του, κυρ πρόιδρι; Εν του είδις. Άρα ήκ’σις του τσι ε πιάνιτι! ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
Ο Νέστορας ο Αρβανιτέλης είχε φορτώσει μια μέ ρα το γάιδαρο του με ξερά καυσόξυλα. Όπως ανέβαι νε στο χωριό, από τον Αϊ-Δημήτρη, έκανε και παρατη ρήσεις στο γάιδαρο του, να μην πηγαίνει καταμεσής, γιατί ο αμαξωτός είναι για τ ’ αυτοκίνητα και όχι για τα ζα... Έφτασε στο σπίτι, ξεφόρτωσε το γάιδαρο, τον έδεσε στην πόρτα του γείτονα και άρχισε να κουβαλά μέσα τα ξύλα. Για κακή του όμως τύχη, όπως έπιασε έ ναν κούφιο κορμό κερασιάς, να τον πάει στη στοίβα, κάτω από τη σκάλα, τον χτύπησε ένας σκόρπιός, που ήταν κρυμμένος μέσα στη φλούδα. Αυτό ήταν... Οι πό νοι ανυπόφοροι, αβάσταχτοι. Τα προσωρινά γιατρο σόφια της Λένης δεν πήγαν μπροστά. Είδε και αποεί δε, έχυσε προς τα κάτω και έφτασε σε χρόνο μηδέν στο φαρμακείο των Πάνου Ευαγγελινού - Γιάννη Χατζη λεωνίδα, πηδώντας και χορεύοντας από τον πόνο. - Τζάνουμ, κυρ Γιάνν’, βάλι μ’ τίπουτα να συχάσου, γιατί θα κριπάρου α π ’ τς πόν’! Ο φαρμακοποιός του έβαλε αμμωνία πάνω στο τσίμπημα, του έκανε και μια ένεση. Οι πόνοι άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται υποφερτοί. - Φχαριστώ, κυρ Γιάνν’, Θιος να σ’ έχ’ γιρό! Πό σου κάν’ γι κόπους σ’, να τς φέρου ύστιρα, γιατί τώ ρα εν έχου απάνου μ’. Εν ήνταν βλέπ’ς στου πρό γραμμα έγιουτου του τυχιρό... - Άντε, να πας στο καλά, περαστικά σου, δε θέλω τίποτα... Εμ όχ’ δα τσ’ έδιατσ’... - Άντε πήγαινε στο καλά! - Άγι, μπάριμ, άμα γίνιν τα τσιράσια, θα σ’ φέρου κανένα, α βγάλου τ ’ καβάλα! Τον ξαναευχαρίστησε και κίνησε για το σπίτι. Δεν πρόλαβε όμως να πάει στο σπίτι του παπα-Κανιμά και είδε τη Λένη να κατρακυλά κυριολεκτικά την κα τηφόρα, κλαίγοντας και φωνάζοντας από τον πόνο. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει... - Δώτσι μι τσι μένα γι έρμους! - ΓΓλάλι στου κυρ Γιάνν’, του φαρμακουποιό, τσι πε τ ’ πους γιου ίδιους μάστουρ’ς ποίτσι τη δ ’λειά! ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
Ο Π Ο ΙΟ Υ Σ Ε Χ ’ Β Ο Υ Α Ε Β Γ ΙΤ Ι Νέστουρας ανέβινι τ ’ πατουμέν’ καβάλα πα στου γάδαρού ντ. Γι γ ’ναίκα ντ πουρπάτγει απού πίσου. Τουν είδι ένας τσι τ ’ λέγ’. Ε Νέστουρα, γιατί συ καλ’τσέβ’ς τσι γι γ ’ναίκα σ’ πουρπατεί; Γιατί φτή δεν έχ’ γάδαρου, απάντ’σι Νέστουρας. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)
ΤΟ ΗΜ ΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ Φ .Σ.Α.
Ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών Αθήνας, «ΠΑΛΛΕΣΒΙΑΚΌ}! ΕΝΩΣΗ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ»
συνεχίζοντας την πολύχρονη δράση του, εξέδωσε
Σ τ η ν Αττική τελευταία δημιουργήθηκε νέο σω ματείο με την επωνυμία «Παλλεσβιακή Ένωση Ν. Ιωνίας και Ηρακλείου Αττικής», το οποίο μάλιστα πραγματοποίησε και την πρώτη ανοιχτή εορταστι κή συνάντησή του στο Π αναιτώλιο της Αλσούπολης, στις 10.10.2004, με μυτιληνιά ούζο, με χορό και με περισσό κέφι, αποβλέποντας στη στενότερη επαφή των Μυτιληνιών, στη γνώση των στόχων του και στην περαιτέρω ενδυνάμωσή του. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ Σ τ ις 22.12.2004, αντιπροσωπεία μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Αγιάσου, με τη συνοδεία του δι ευθυντή Γρηγορίου Χατζηφώτη και των δασκάλων Γεωργίου Ξενέλη, Χριστίνας Σαμοθράκη, Μυρσίνης Βουνάτσου και Ευθυμίας Μποχορίκου, επισκέφτηκε το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ» Αγιάσου, και αφού έψαλε τα κάλαντα στους τροφί μους, τους μοίρασε δώρα και ευχήθηκε καλές γιορτές. Μ ια α ξιέπαινη πρω τοβουλία, που φανερώ νει την ευαισθησία τω ν μαθητών προς τους ανθρώ πους που α ντιμ ετω πίζουν προβλήματα, καθώ ς και το άνοιγμα του σχολείου π ρος την κοινω νία. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΕΝΕΛΗΣ
Η προμετωπίδα του Ημερολογίου
και εφέτος ένα καλαίσθητο Ημερολόγιο τοίχου, αξιοποιώντας καλλιτεχνικές φωτογραφίες (Κήπος Γλεζέλη, Σταυρί, Δημαρχείο, Αναγνωστήριο, Αγο ρά, Κήπος της Παναγίας) του φίλου και συνεργάτη Στράτου Ανδρικού. Την επιμέλεια είχαν ο πρόε-
Στιγμιότυπο από την επίσκε ψη της αντιπροσωπείας μαθη τών του Δημοτικού Σχολείου Αγιάσου στο Ιδρυμα Κοινωνι κής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», στις 22.12.2004).
δρος του Συλλόγου Βασίλειος Λούπος και τα μέλη του Δ.Σ. Μαρία Μουτζουρέλη-Δαριτση και Ειρήνη Καραφύλλη-Οικονομιδου. Μαρτυρεί και αυτή η προσπάθεια την αγάπη προς το γενέθλιο τόπο, ο ο ποίος π α ρ ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει παρουσιάζει αξιόλογη δράση σε διάφορους τομείς. Το Ημερολόγιο αυτό διατίθεται στα Γραφεία του Συλλόγου και όσοι επιθυμούν μπορούν να το προ μηθευτούν, για να τους συντροφεύει με τα εικονικά του θυμητάρια, όπου και αν βρίσκονται.
ΤΟ ΗΜ ΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΣΑΜ
Ο Σύλλογος
αυτό εγχείρημα μαρτυρεί την αγάπη προς το Ανα γνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο έχει γίνει γνωστό και σεβαστό στο πανελλήνιο. Και το Ημερολόγιο αυ τό ανήκει στην κατηγορία των συλλεκτικών και αξί ζει να το προμηθευτεί κανείς από τα Γραφεία του Συλλόγου (Αγίου Συμεών 11, Μυτιλήνη, τηλ. 2251042481). Είναι καλοτυπωμένο και δίνει χαρακτηριστι κά στιγμιότυπα θεατρικής δράσης. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΟΙ ΝΕΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΜΑΣ
Αγιασωτών Μυτιλήνης «η Αγία
Ο παρακάτω πίνακας των επιτυχόντων στα
Σιών», σωματείο που ιδρύθηκε το 1997, κατά το έτος 2004 δρομολόγησε αρκετές δραστηριότητες, επωφε λείς για τον τόπο μας, και κατάφερε να τις φέρει σχε δόν όλες σε πέρας, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του προέδρου Στρατή Γυρέλη και των μελών του Δι οικητικού Συμβουλίου. Μια από αυτές και η έκδοση του θεματικού Ημερολογίου τοίχου 2005 (φύλλα 13 + 2, διαστάσεων 34 χ 24 εκ.), το οποίο αποτελεί συ νέχεια του προηγούμενου Ημερολογίου. Το εκδοτικό
ΑΕΙ και στα ΤΕΙ της χώρας καταρτίστηκε από το συνεργάτη μας εκπαιδευτικό ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΙΧΑΗΛ ΞΕΝΕΛΗ, τον οποίο και αισθανόμα στε την υποχρέωση να ευχαριστήσουμε θερμά. Επειδή όμως η συγκέντρωση, η εξακρίβωση και η δημοσίευση των στοιχείων που αφορούν τους απανταχού Αγιασώτες είναι έργο δυσχερές, παρακαλούμε οι ενδιαφερόμενοι να ενημερώσουν τη Διεύθυνση του περιοδικού, για ενδεχόμενες παραλείψεις ή για οτιδήποτε άλλο.
Η προμετωπίδα του Ημερολογίου
Κορομηλάς Παναγιώτης του Δημητρίου, Ηλε κτρονικής ΤΕΙ Λαμίας, Κουρουλή Εριφύλη του Ιωάννη, Νοσηλευτικής ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Μπου γάτσα Λήμητρα του Λεωνίδα, Βιολογικής Γεωρ γίας ΤΕΙ Ιονίων, Σταυρακέλης Γρηγόριος του Παναγιώτη, Ηλεκτρολογίας ΤΕΙ Πάτρας, Γιουβανάκη Χρυσοβαλάντη του Ιωάννη, Δασοπονίας ΤΕΙ Λάρισας, Βεγιάζη Βασιλική του Ευστρατίου, Τουριστικών Επιχειρήσεων ΤΕΙ Πειραιά, Σάββα Μ αρία του Μ ιχαήλ, Γεωπονίας-Ζωικής Παραγω γής Βόλου, Τοπαλής Στυλιανός του Γρηγορίου, Πολιτισμικής Τεχνολογίας Αιγαίου, Τσομπανέλη Ευαγγελία του Η λία, Χημείας Αθήνας, Λβδελέλης Κωνσταντίνος του Βασιλείου, Τοπικής Αυτοδιοί κησης ΤΕΙ Καλαμάτας, Γαββές Εμμανουήλ του Γαβριήλ, Π ολιτικών Μ ηχανικών Θεσσαλονίκης, Χατζέλη Μαριάνθη-Ταξία του Παναγιώτη, Π ο λιτικής Επιστήμης Αθήνας, Γιαννατσή Μυρσίνη του Λημοσθένη, Οργάνωσης και Διοίκησης Ε πι χειρήσεων Πειραιά, Μαριγλής Ιωάννης του Γρη γορίου, Οικονομικών Επιστημών Θεσσαλονίκης, Μηνάς Παναγιώτης του Αντωνίου, Ηλεκτρολο γίας ΤΕΙ Λαμίας, Παραμυθέλης Βασίλειος του Μ ιχαήλ, Τοπικής Αυτοδιοίκησης ΤΕΙ Καλαμάτας.
ΑΥΤΟ Ι ΠΟ Υ Φ Ε Υ Γ Ο Υ Ν Μ ΙΧΑΛΗΣ Γ. ΞΕΝΕΛΗΣ (1913 - 2004)
Ο Μ ιχάλης
Ξενέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο
στις 17 Α πριλίου 1913, πέντε μήνες μετά την α πελευθέρωση της Λέσβου από τον τουρκικό ζυγό. Πατέρας του ήταν ο κτηματίας Γεώργιος Ευ στρατίου Ξενέλης (1883 - 1970) και μητέρα του η Αμερισούδα Ευστρατίου Λιβάνου (1884 - 1961). Ή τα ν το τρίτο π α ιδ ί της εξαμελούς φ αμίλιας, με τά το Στρατή και τη Μ αριγώ, που είναι μακαρί τες σήμερα, ενώ μικρότεροι του ήταν ο Κ ομνη νός και ο Δημήτρης, καθώ ς και Ελένη, σύζυγος Βαρθολομαίου Καπτανή, που επίσης δε βρίσκε ται στη ζωή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα κτήματά τους στον Άγιο Ιωάννη Μυχούς. Φοίτησε στο άλ λοτε Αρρεναγωγείο Αγιάσου, έχοντας δάσκαλό του τον Περικλή Στυλιανίδη, ο οποίος ήταν και διευ θυντής του Σχολείου. Στη συνέχεια φοίτησε στην Α ' τάξη του Ημιγυμνασίου Αγιάσου. Μια μέρα ό μως ο καθηγητής των Γαλλικών Δημήτριος Κύ πριος τον έδειρε, επειδή δεν ήξερε το μάθημα, και από τότε έφυγε από το σχολείο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα Δ ί καια του Έβρου κατά την περίοδο 1934 - 1935, έ χοντας συνταγματάρχη το Γεώργο Κονδύλη, ο ο ποίος διατέλεσε πρωθυπουργός και αντιβασιλιάς.
Από μικρός, με την προτροπή του πατέρα του, θέλοντας να γίνει ξυλουργός, πήγε κοντά στους Μιχάλη Βασιλείου Σουσαμλή (Βάσο) και Πανα γιώτη Μ αστραντωνά (Βιλάκ’). Στη συνέχεια όμως τον πήρε βοηθό ο Βασίλειος Βίγλατζης (Μανταμαδιώτης) και τον μύησε στην τέχνη του σαμαρά. Ή ταν η εποχή που η Αγιάσος βρισκόταν στην ακμή της και είχε περισσότερα από 1000 υποζύγια (άλο γα, φοράδες, μουλάρια, γαϊδάρους). Έ τσι, αφού έ μαθε καλά την τέχνη, από το 1938 άνοιξε δικό του μαγαζί στην Κάτω Αγορά, πίσω από το καφενείο του Καλφαγιάννη, μέχρι το 1973, οπότε και συντα ξιοδοτήθηκε από το ΤΕΒΕ. Συνέχισε όμως να δου λεύει και μετά τη συνταξιοδότησή του, στο σπίτι, μέχρι το 1990, οπότε λόγω της ηλικίας του σταμά τησε την εργασία και παρέδωσε τα εργαλεία του στη Λαογραφική Συλλογή του φίλου του Στρατή Τζίνη. Στη δουλειά του ήταν άριστος τεχνίτης, λεπτολό γος και μερακλής, γνωστός όχι μόνο στην Αγιάσο, αλλά και στα γειτονικά χωριά. Το 1950 παντρεύτηκε τη Βλοτίνα Ιωάννη Γζουντέλη (Τινού), με την οποία απέκτησε ένα γιο, το δάσκαλο Γεώργιο Ξενέλη. Ή ταν σε όλη του τη ζωή πράος και μειλίχιος. Ή ταν άνθρωπος μετριοπαθής και χαμηλών τόνων και αγαπητός από όλους τους συγχωριανούς του. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, πλήρης ημερών και μετά από σύντομη ασθένεια, ξεκίνησε το αιώνιο τα ξίδι. Άφησε πίσω του σωστή οικογένεια, σημαντικό έργο και κρυστάλλινο χαρακτήρα, μακριά από π ά θη και μίση. Γ.Ξ.
Ο σαγματοποιός Μιχάλης Ξε νέλης στο παραγώνι του «Πα ραδοσιακού Σπιτιού» του Στρατή Παναγιώτη Τζίνη. (Από τη Λ αογραφική Συλλογή του Στρατή Π. Τζίνη, 1995)
Ιη πιο· πι ο π ;ιπι ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Χ Ρ . ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΛΗ (1910 - 2003)
Η Σταυρούλα Χρυσόστομου
Κουντουρέλη γεν
νήθηκε το 1910 στην Αγιάσο της τουρκοκρατούμενης ακόμη Λέσβου. Ή ταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ο Ευστράτιος Βασιλείου Γραμμέλης πρόσφερε 20 € στη μνήμη του Παναγιώτη Ευστρατίου Τζέγκου. Ο Βασίλειος Λούπος πρόσφερε 10 € στη μνήμη του Παναγιώτη Ευστρατίου Τζέγκου. Η Ευγενία (Νίτσα) Τζέγκου (Μελβούρνη) πρόσφερε 50 δολ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτη Τζέγκου. Ο Δημήτριος Βουνάτσος (Μελβούρνη) πρόσφερε 10 δολ. στη μνήμη του Παναγιώτη Ευστρατίου Τζέγκου. Η Μυρσίνη Βλαστάρη (Βαγιάνα) πρόσφερε 20 € στη μνήμη του κουνιάδου της Πανάρετου (κατά κό σμον Παναγιώτη) Βλαστάρη ή Βαγιάνα, επισκόπου Λάρισας και Τυρνάβου (Γ.Ο.Χ.), καθώς και στη μνή μη του Παναγιώτη Θεοδώρου Δημέλη, εγγονού του Παναγιώτη Θεοδώρου Δημέλη.
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ο Νίκο Ιωάννη Νταλιάνη και στη Σταυρούλα
Πατσέλη και αδερφή του Βασιλείου, του Ευστρατίου και της κατά πολλά έτη νεότερης Παναγιώτας, συζύ γου του Αΐόσιΐ Β γ&8ϊπ§ ϊοπ, η οποία, σύμφωνα με υπάρχουσα πληροφορία, πέρασε από το κολαστήριο του ΟαοΗαιι. Το 1936 παντρεύτηκε τον ομοχώριο της Χρυσόστομο Στυλιανού Κουντουρέλη (1895 - 1963) και απόχτησαν δυο παιδιά, το Στυλιανό και τον Κώ στα, που ζουν και δραστηριοποιούνται στην Αθήνα. Σ ’ όλο το μάκρος της ζωής της έδειξε φιλοπονια, α γάπη για το συνάνθρωπο και καρτερικότητα. Αντι μετώπισε πολλές δυσκολίες, όταν ο σύζυγός της, α δερφός του Γρηγορίου Κουντουρέλη, πρωτοπόρου του αριστερού κινήματος στη Λέσβο, εξορίστηκε σε νησιά, όπου γινόταν συστηματικός συνειδησιακός και ιδεολογικός βιασμός. Εργάστηκε σκληρά για την οικογένεια της, είδε αποκαταστημένα τα παιδιά της και πήρε στην αγκαλιά της έξι εγγόνια. Πλήρης ημε ρών άφησε τη στερνή της πνοή, στις 26.8.2003, στο Καματερό Αττικής, όπου διέμενε κοντά στο γιο της Κώστα, και αναπαύεται στο Κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Ιωάννη Γουγουτά, που τέλεσαν το γάμο τους στις 22.5.2004, στον Ιερό Ναό Μεταμόρφωσης του Σω τήρα, στη Μεταμόρφωση της Αττικής, εκφράζουμε ολόψυχα τα θερμότατα μας συγχαρητήρια και ευ χόμαστε να ζήσουν ευτυχισμένοι. Σ τ ι ς 6.6.2004, στον Ιερό Ναό Αγιας Γλυκερίας (Γαλάτσι), τελέστηκε ο γάμος του Ανδρέα Ιωάννη Μήτση και της Μ αριάνθης Παναγιώτη Οικονομιδη. Ευχόμαστε ολόψυχα η νέα τους ζωής να είναι χαρούμενη και ευτυχισμένη. ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σ τ ι ς 23.10.2004, στον Ιερό Ναό της Μεταμόρ φωσης του Σωτήρα, στη Μεταμόρφωση της Αττι κής, τελέστηκε το μυστήριο του γάμου του Βασι λείου Δημητρίου Σαμαρά και της Ευδοκίας Ευστα θίου Λούπου. Εκφράζουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια και ευχόμαστε ο βιος τους να είναι ανέφελος, πλήρης χαράς και ευτυχίας. Οικογένεια ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ και ΓΙΩΤΑΣ ΛΟΥΠΟΥ
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Διατίθενται αντίτυπα των βιβλίων που ε ξέδωσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Α γιά σος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. 5€. 2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θ ρύλος και ιστορία της Α γιάσον της νήσου Αέσβου, Αθήνα 1997. 15€. Τα βιβλία διατίθενται από το Σύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφεί ων, ή επί αντικαταβολή (6€ και 17€ αντίστοιχα). Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (45€). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (2645, 1985-1988), Γ' τόμος (46-67, 1988-1991), Δ ' τόμος (68-85, 1992-1994), Ε ' τόμος (86-103, 1995-1997) και Σ Τ ' τόμος (104-121, 1998-2000).
ΓΑΜΟΙ • Σ τα μ ά τη ς Παναγιώτη Γεραγώτης Ανδρονίκη Παναγιώτη Πολυπάθου (17.10.2004)
• Βασίλειος Δημητρίου Σαμαράς Ευδοκία Ευσταθίου Λούπου (23.10.2004, Ιερός Ναός Μεταμόρφωσης Σωτήρα, στη Μεταμόρφωση της Αττικής)
ΘΑΝΑΤΟΙ • Βισβίκη Σταυρούλα Ευαγγέλου (το γένος Ευστρατίου Βέτσικα. 11.9.2004, Κοιμητήριο Καισαριανής 13.9.2004)
• Δημέλης Παναγιώτης Θεοδώρου (Αθήνα, 22.10.2004. Φενεός, 23.10.2004)
• Σπανέλης Δημοσθένης Γεωργίου • Στεφανή Μερόπη, χήρα Ευρυγένη • Τσουκαρέλης Ανδρέας Γρηγορίου • Λινάρδου Ελένη, χήρα Γρηγορίου • Γλεζέλη Αιμιλία, χήρα Βρανιάδη (Αθήνα, 24.11.2004, Κοιμητήριο Αγίου Βασιλείου Περιστεριού, 25.11.2004)
• Βαμβαλέλης Ευστράτιος Προκοπίου • Λιακάτου Βλοτίνα, χήρα Ευστρατίου • Χατζηγιάννης Αναστάσιος Ασημάκη • Πανάρετος Βλαστάρης (Βαγιάνας) Νικολάου (Επίσκοπος Γ.Ο.Χ., Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αάρισας, 5.12.2004, Μονή Αγίων Αποστόλων Ραψάνης, 6.12.2004)
• Αξιομακάρου Αναστασία, χήρα Φ ιλίππου
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ Α ισθανόμαστε την υποχρέωση να ευχαριστή ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ Στη λεζάντα της πρώτης στήλης της σελίδας 28 του τεύ χους 143 (2004) να γραφεί Ευστράτιος Θεμιστοκλή Χατζη προκοπίου α ν τ ί Μιχαήλ Δημητρίου Πράτσος. Στην κάτω λεζάντα της σελίδας 22 του προηγούμενου τεύχους να γρα φεί 7.8.2004 αντί 7.7.2004, και στη δεύτερη στήλη της σελί δας 38 Τζανετής Αριστείδης Βασιλείου α ν τ ί Τζανετής Αρι στείδης Ευστρατίου.
σουμε θερμά όλους όσοι μας συμπαραστάθηκαν στο μεγάλο μας πένθος για την απώλεια, στις 27.10.2004 στη Μελβούρνη, του αγαπημένου συζύ γου, πατέρα και παππού Παναγιώτη Ευστρατίου Τζέγκου. Η σύζυγος ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΕΓΚΟΥ