ΜΗΝΙΑΙΟΝ
ΔΕΛΤΙΟΝ
TOY ΕΝ ΑΓΙΑΣΩ THΣ ΛΕΣΒΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠPΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ THΣ ΘΕΟΤΟKOY ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
ΙAKΩΒΟΥ
ΚοΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:
ΕΜΜ.
Γ.
ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (+) Αρχι επισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρώτη περίοδος της Εικονομαχίας (Σημειώματα)............ Σελ. ΣΤΡΑΤΗ ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΛΗ, Η Αγιάσος είνε η «Αγία Σιών» και όχι ο «Άγιος Άσσου».............................. » Ο Ομολογητής Συνάδων Μιχαήλ...................................... »
33
41 51
XΡOΝIKA
Η περί το Ι. Προσκύνημα κίνησις......................................... Βιβλιογραφικόν δελτίον..............................................................
» »
56 59
ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΜΑΪΟΣ
1940 ΕΤΟΣ Δ'
ΑΡΙΘΜ. 3-4
ΑΓΙΑ
ΣΙΩΝ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑΣΩ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΊΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ κ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΕΤΟΣ Δ' ΑΡΙΘΜ. 3-4-5
ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος
ΜΑΡΤΙΟΣ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ, ΜΑΪΟΣ 1940
ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (+) ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (ΣΗΜΕΙΏΜΑΤΑ)
Ήδη από των μέσων του ζ' αιώνος ανεφάνησαν εν τη Ασία εικονομαχικαί ιδέαι παρά τοις αιρετικοίς, εν αρχή δε του η' αιώ νος, μετά την αποτυχούσαν πολιορκίαν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Αράβων επί του ηγεμόνος αυτών Γιεζήτ (720—724), εξη γέρθη εν Συρία και Παλαιστίνη διωγμός κατά των εΙκόνων, υπο κινηθείς, ως φαίνεται, υπό των Ιουδαίων άμα και των Αράβων εκ φανατισμού και αποστροφής προς την χριστιανικήν θρησκείαν. Εικονομαχικάς όμως Ιδέας κατά την εποχήν εκείνην εν τη Ασία ησπάζοντο και τινες ορθόδοξοι, κατά τας λοιπάς δοξασίας χρι στιανοί, και δη Επίσκοποι. Αρχηγός αυτών («έξαρχος» και «ηγήτωρ») κατά την επίση μον της αιρέσεως ανακίνησιν υπήρξεν ο Επίσκοπος Νακωλείας (παρά την Φρυγίαν) Κωνσταντίνος, όστις έτη τινά προ της ενάρ ξεως της εικονομαχίας μετέβη εις ΚΠολιν, ίνα συνεννοηθή, ως εκ των υστέρων εδείχθη, μετά του βασιλέως Λέοντος Γ' (717—741). Ο Μητροπολίτης Συνάδων Ιωάννης, υφ' ον ως Επίσκοπος Να κωλείας υπήγετο ο Κωνσταντίνος, κατήγγειλεν αυτόν ως εικονο μάχον προς τον Πατριάρχην Γερμανόν Α' (715-730). Αλλ' ήσαν, φαίνεται, γνωστά τα εικονομαχικά φρονήματα του Κωνσταντίνου και εν τη Βασιλευούση, διότι ο Πατριάρχης και προ της λήψεως των γραμμάτων του Μητροπολίτου Συνάδων εκάλεσεν αυτόν εις απολογίαν. Κατ’ αυτήν απεδείχθη ότι ο Κωνσταντίνος κατέφθα σεν εις αιρετικάς δοξασίας εκ παρεξηγήσεως του χωρίου, «ου ποιή σεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης» (Εξόδ. 20, 4). Ο Πατριάρχης, εξηγήσας την αληθή έννοιαν της προς τους Ιου δαίους δοθείσηςυπό του Θεού απαγορευτικής ταύτης εντολής, απέ δειξεν ότι η απαγόρευσις αναφέρεται εις την θεοποίησιν της φύ σεως, εις την κτισματολατρείαν και ότι ή σχετική προσκύνησις και τιμή, ην οι χριστιανοί αποδίδουσιν εις τας εικόνας, δεν είναι
λατρεία, επομένως η εντολή ουδόλως εις αυτήν αναφέρεται. Ο Επίσκοπος Νακωλείας εφάνη πειθόμενος και παρεκάλεσε μάλι στα τον Πατριάρχην ίνα απομακρυνθή της επισκοπής αυτού, εν η πολλοί υπήρχον οι εικονομαχικάς έχοντες δοξασίας. Εκ τούτου επίστευσεν ο Πατριάρχης ότι ο Επίσκοπος Νακωλείας ειλικρινώς ανεγνώρισε την πλάνην αυτού· όθεν προέτρεψεν αυτόν ίνα επανακάμψας εις την επαρχίαν αυτού υποστηρίξη την αλήθειαν, έδωκε δε εις αυτόν γράμματα δια τον Μητροπολίτην Συνάδων, εν οις αφηγούμενος τανωτέρω ο Πατριάρχης έγραψεν εις τον Μη τροπολίτην όπως ησυχάση, αφού προσκαλέσας τον Επίσκοπον Νακωλείας και αναγνώσας εις αυτόν τα πατριαρχικά γράμματα πληροφορηθή και προφορικώς περί της μεταμελείας αυτού, «τούτο ουν η υμετέρα θεοφιλία μήτε την θεοφιλή αυτής σύνοδον σκυλή ναι ποιήση, μήτε αυτή εν σκανδάλω τινί εν τούτω γενέσθω, αλλά δη μεταστελλομένη αυτόν και τα παρόντα ημών γράμματα υπαναγινώσκουσα της εν τούτοις συγκαταθέσεως αυτού πληροφο ρίαν λαμβάνουσα υπερευχέσθω της των κρατίστων δεσποτών και βασιλέων πολυχρονίου ευζωΐας και νίκης». Ο Πατριάρχης Γερμανός ουδόλως υπώπτευσε τον δόλον του Επισκόπου Νακωλείας, αλλ' ως βραδύτερον εν τη Ζ' Οικου μενική Συνόδω έλεγεν ο Πατριάρχης Ταράσιος, «ταύτα τα γράμ ματα λαβών ο Νακωλείας απέκρυψε και ουκ έδωκεν αυτά τω Μητροπολίτη αυτού». Περί τούτου επληροφόρησε τον Πατριάρχην Γερμανόν ο Μητροπολίτης, υπήρξε δε εύλογος η έκπληξις του Πατριάρχου Γερμανού, μαθόντος, ότι επανελθών ο Νακωλείας εις την επαρχίαν αυτού διέδιδεν αναφανδόν τας εικονομαχικάς κακο δοξίας, πολλούς προσαιτερισθείς «οπαδούς και συναιρέτας και συνδρόμους εκ του ιερού καταλόγου»· όθεν έσπευσε να γράψη προς αυτόν τα εξής : «Ιωάννης ο θεοφιλέστατος της Συναδέων Μητροπολίτης γεγράφηκεν ημίν ως ουκ απέδωκεν αυτώ η θεοφι λία σου τα ημέτερα γράμματα· εφ' οις ου μετρίως επί σοι ελυπή θημεν, εν δευτέρω θεμένω ως έοικε και τον του Θεού φόβον και την οφειλομένην τοις μέλεσι του Χριστού παρ’ αλλήλων αγάπην τε και τιμήν. Τούτου χάριν, δια των παρόντων ημών γραμμάτων παραγγέλλομεν τη θεοφιλία σου παρευθύς δι’ εαυτής αποδούναι την προλεχθείσαν ημών επιστολήν τω ειρημένω θεοφιλεί αυτής Μητροπολίτη και πάσαν αυτώ τιμήν απονέμειν και υπείκειν αυτώ κατά την πρέπουσαν ιερεύσι τάξιν. Και καθώς τους ημετέρους λόγους εδέξατο η θεοφιλία σου και τούτοις εξακολουθείν ωμο λόγησεν, εμμεινάτω μη τω ιδίω νοΐ πληροφορουμένη. Ουκ αγνοεί γαρ ούτε μην επελάθετο, ως γε λογιζόμεθα, ότι και αποτάξασθαι της οικίας επισκοπής παρεκάλεσεν ημάς, προτείνουσα επανά στασιν μελετάσθαι κατ’ αυτής, εφ' οις, ως έλεγεν αυτή, ου συνη πίστατο διαβεβαιουμένη μηδέν προς ύβριν του Κυρίου ή των αγίων Αυτού, ένεκεν της τούτων εικόνος ειπείν ή διαπράξασθαι, αλλ' η μόνον την γραφικήν προτείνειν διδασκαλίαν περί του μηδέν των εν κτίσμασι της θείας αξιούν τιμής, ήντινα και ημείς εδιδά χθημεν ούτως έχειν και βεβαίως κρατούμεν και ομολογούμεν. Και
Αυτόγραφον σημείωμα του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου περί των εικονομαχικών πηγών.
τα γραφέντα δε παρ’ ημών προς τον μνημονευθέντα θεοφιλή Μη τροπολίτην αυτής υπανέγνωμεν αυτή και τούτοις εμμένειν καθω μολόγησε, και τα ίσα της τοιαύτης επιστολής παρέσχομεν αυτή. Μη ουν θελήσης σκάνδαλον γενέσθαι λαώ απειροκάκω, μεμνημέ νος του φοβερού βήματος του Κυρίου, όπερ και τοις ένα των μι κρών σκανδαλίζουσιν επάγειν ηπείλησε. Τούτο δε γινωσκέτω, ως μέχρις αν την ημετέραν επιστολήν αποδώ τω θεοφιλεστάτω αυτής Μητροπολίτη, εξ επιτιμίων της αγίας και ομοουσίου Τριάδος ουκ έχει εξουσίαν οιασδήποτε εφάψασθαι λειτουργίας ιερατικής. Δει γαρ ημάς μάλλον αυστηρότερον αυτή προσαχθήναι ήπερ ανου θέτητον αυτήν καταλιπείν τη παρά του Θεού κατακρίσει εσομένην υπεύθυνον». Ο Πατριάρχης Ταράσιος ακούσας αναγινωσκομένην την επιστολήν ταύτην εν τη Ζ’ Οικουμενική Συνόδω είπεν, «ως και προέφην, τίμιοι αδελφοί, η εισαγωγή της επεισάκτου καινοτομίας ταύτης γέγονεν εκ του προειρημένου ανδρός Επισκόπου Νακω λείας». Αλλά καθ’ ον χρόνον ο Επίσκοπος οδτος διέμενεν εν Κωνσταντινουπόλει μετέβη εκεί και ο Επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως (προς Β. της Γαλατίας) Θωμάς, ουχί πάντως ένεκα τυχαίας συμ πτώσεως. Ούτος δολιώτερον του Νακωλείας επολιτεύθη, διότι, καί τοι περί πολλών και διαφόρων συνεζήτησε πραγμάτων μετά του Πατριάρχου Γερμανού, ουδένα λόγον περί της προσκυνήσεως των είκόνων εποιήσατο, μόλις όμως επανέκαμψεν εις την επαρχίαν αυτού, «ως από δόγματος κοινού και αναντιρρήτου τινός διασκέ ψεως την των εικόνων καθαίρεσιν εποιήσατο», ευρέως διαδόσας την αίρεσιν. Υπήρξε δε πάλιν ευνόητος η έκπληξις του ανυπό πτου Πατριάρχου Γερμανού, όστις γράψας προς τον Κλαυδιου πόλεως διεμαρτύρετο δια την πολιτείαν αυτού και προέτρεψε να παύση ταράττων τους λαούς δια των αιρετικών αυτού κακοδο ξιών. «Χρόνω πολλώ γενομένη παρ’ ημίν η υμετέρα θεοφιλία συναυλιζομένη και γραφικών έσθ’ ότε λόγων και ζητημάτων προ βαλλομένη, ουδένα λόγον κεκίνηκε ποτέ ημίν περί είκόνων είτε αγίων ανδρών ή και αυτού του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού και της κατά σάρκα Αυτού και αγίας Μητρός, είτε ως συζητούσα και το ακριβές ευρείν βουλομένη, ήγουν ερωτώσα οποίον ημίν περί τούτου το φρόνημα και ει κατά λόγον επί το εν τούτοις γινόμενον ουδεμίαν φέρον κατάκρισιν παρά τω Θεώ τοις ποιούσιν, αλλ' ούτε ως βεβαία πληροφορία αποβολής και ανακρίσεως άξιον το τοιούτον τιθεμένη προς το συμβουλεύειν ημίν επιδέδωκεν εαυ τή, ώστε και ημάς της ομοίας έχεσθαι γνώμης». Εκ της εκφρά σεως προς τον Θωμάν επιστολής του Πατριάρχου, «νυν δε πόλεις όλαι και πλήθη των λαών ουκ εν ολίγω περί τούτου θορύβου τυγχάνουσι», καταφαίνεται ότι το έδαφος εν τη Ασία ήτο παρε σκευασμένον προς διάδοσιν της εικονομαχίας, η δε μυστηριώδης των δύο Επισκόπων εις Κωνσταντινούπολιν μετάβασις και η αμέσως μετά την επάνοδον αυτών έναρξις της εικονομαχικής κινήσεως μαρτυρεί αναμφιβόλως, ότι οι αιρεσιάρχαι ούτοι εις Κωνσταντινού πολιν μετέβησαν, ίνα συνεννοηθώσι μετά του Βασιλέως Λέοντος.
Η έναρξις της εικονομαχίας εν Κωνσταντινουπόλει ηδύνατο να προξενήση μέγιστον θόρυβον και να συντελέση εις την αποτυ χίαν αυτής, αλλ' εύκολον ήτο νυν μετά τας εν ταις επαρχίαις εικονομαχικάς ενεργείας να υποστηριχθή η εικονομαχία και εν Κωνσταντινουπόλει υπό του Λέοντος, όστις, φαίνεται, απέκτησε εικονομαχικάς ιδέας εκ της γνωριμίας μετά των εικονομάχων επισκόπων εν Ασία, όπου επί μακράν εστρατήγησε και εθεώρησε την εικονομαχίαν ως λίαν συντελεστικήν εις επίτευξιν των απο πειρών αυτού προς μεταρρύθμισιν του κράτους (1). Τω 726 έχομεν την πρώτην είδησιν περί της ενάρξεως της εικονομαχίας υπό του Αυτοκράτορος Λέοντος, φαίνεται όμως ότι δεν εξεδόθη διάταγμα, ως ο Παπαρρηγόπουλος διατείνεται, αλλ' απλώς ως ο αυτοκράτωρ «ήρξατο λόγον ποιείσθαι» περί καθαι ρέσεως των εικόνων, κατά την έκφρασιν του χρονογράφου Θεο φάνους, όπερ δηλοί ουχί έκδοσιν διατάγματος, αλλ' ότι μετά την επιτυχίαν των ενεργειών των δύο επισκόπων της Νακωλείας και της Κλαυδιουπόλεως εν ταις επαρχίαις, ήρξατο και ούτος να ομι λή περί της καταργήσεως των είκόνων ώστε κατά ταύτα δεν δυ νάμεθα να θεωρήσωμεν ως εφευρέτην και αρχηγόν της εικονομα χικής αιρέσεως τον Λέοντα. Κατά τινα μαρτυρίαν του πατριάρ χου Κων/πόλεως Νικηφόρου, ο αυτοκράτωρ έγραψε προς τον πά παν Γρηγόριον τον Β' προτρέπων αυτόν να συντελέση εις την κατάργησιν των εικόνων. Αλλ' έπρεπε να πείση πρώτον τον Πατριάρχην Κων/πόλεως Γερμανόν, όστις άγαν επιεικής ων απέφευγε πάσαν μετά της Αυλής σύγκρουσιν. Τούτο γνωρίζων ο Λέων προσεπάθησε να συνεν νοηθή μετ’ αυτού, όπερ όμως δεν κατώρθωσε, καθ’ όσον ο μεν Πα τριάρχης ζητεί την άρσιν των καταχρήσεων, ούτος δε την τελείαν των εικόνων καθαίρεσιν. Ο Πατριάρχης Γερμανός, πρώτος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας κατά των εικονομάχων και απολογητής της προσκυνήσεως των αγίων είκόνων. Τα κατά τον Γερμανόν (2), ο όποιος τοσούτον παρεξηγήθη ένε κα της μετριοπαθούς αυτού στάσεως, δεν είναι επακριβώς γνωστά. Αι εντυπώσεις εκ της πρώτης ασθενούς αυτού κατά της εικονομα χίας αντιδράσεως συνετέλεσαν ίνα παρασιωπηθή το όνομα αυτού, μόλις δε μετά παρέλευσιν ημίσεως αιώνος ήρξατο να παρουσιάζηται ως ήρως της Ορθοδοξίας. Εγεννήθη τω 630 εκ γονέων ανηκόν των εις μεγάλην οικογένειαν της Κων/πόλεως. Ο πατήρ του Ιου στινιανός ήτο πατρίκιος και εφρόντισε να δώση εις αυτόν κατάλ ληλον παίδευσιν, προπαρασκευάζων δ’ αυτόν εις πολιτικά αξιώ ματα, εισήγαγεν εις την Νομικήν Σχολήν της Κων/πόλεως προς σπουδήν της νομικής επιστήμης. Βραδύτερον ο Γερμανός ησχο (1) Ι. Φορόπουλος, Άποψις της πολιτείας των εικονομάχων Αυτοκρα τόρων ιδία εν τη Δύσει και αι αυτόθι πολιτικαί αυτής συνέπειαι, Εκκλ. Αλήθεια VIII, 1887-8, σ. 90 εξ. (2) Γεδεών, Πατρ. Π. σ. 67.
λήθη λίαν και περί την θεολογίαν, διότι από μνήμης ηδυνήθη να γράψη ιστορίαν όλων των Οικουμενικών Συνόδων. Εις την εν Σι κελία γενομένην δολοφονίαν του Κώνσταντος Β' (641—668) τω 668 υπό Μαζιζίου τινός, Αρμενίου το γένος, μετέσχε και ο πατήρ του Γερμανού Ιουστινιανός, και δια τούτο η περιουσία του εδη μεύθη υπό Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (668-685), ο δε υιόςτου κατετάχθη εις τον κλήρον της Αγίας Σοφίας. Προς συγκρότησιν της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου συνειργάσθη μετά του Πατριάρχου Κων/πόλεως Γεωργίου, κατά δε την Πενθέκτην Σύνοδον εχρημά τισε γραμματεύς αυτής και μετ’ ολίγον, αποθανόντος του Μητρο πολίτου Κυζίκου, έλαβε μέρος εις ζητήματά τινα, τα οποία παρε ξηγήθησαν υπό των ιστορικών. Οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου συμμετείχον των αιρέσεων και των σχισμάτων, εκ πολιτικών λό γων αποβλεπόντων, τα πολλά, την Ανατολήν, την αποσχισθεί σαν πολιτικώς και θρησκευτικώς από της Ορθοδόξου Πολιτείας και Εκκλησίας. Κατά την εποχήν ταύτην, καίτοι ουδεμία ελπίς υπήρχε να προσελκύσωσι την Συρίαν, Παλαιστίνην και Αίγυπτον, εναπέμεινεν όμως η Αρμενία, ήτις ηδύνατο να χρησιμεύση ως πρόχωμα κατά των Αράβων. Όθεν το ζήτημα το αφορών την Αρμενίαν έπρεπε τα μάλιστα να ενδιαφέρη την πολιτείαν. Κατά το 711 αυτοκράτωρ εγένετο ο Αρμένιος Φιλιππικός Βαρδάνης, όστις έχων βοηθούς τον Πατριάρχην Κων/πόλεως Ιωάννην, τον Κυζίκου Γερμανόν και τον Ανδρέαν Κρήτης, εξέδωκε διάταγμα τω 712 καταργούν τας αποφάσεις της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Περί τούτου ομιλών ο Παπαρρηγόπουλος λέγει ότι ο Γερμανός απλώς υπεστήριξε τας πολιτικάς βλέψεις του Αυτοκράτορος, άλ λοι δ’ ιστορικοί αποδέχονται ότι ούτος κατεδίκασε την ΣΤ' Οι κουμενικήν Σύνοδον. Αλλ’ αν λάβωμεν υπ’όψει ότι ο Γερμανός συμμετέσχε της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, προς δε και την απο λογίαν του Ιωάννου, συμπεραίνομεν ότι οι ανωτέρω εβιάσθησαν και υπεχώρησαν εις την θέλησιν του Αυτοκράτορος. Τον Ιούνιον του 713 ο Φιλιππικός καθηρέθη και διεδέχθη αυτόν ο Αναστά σιος. Επ’ αυτού αποθνήσκει ο Πατριάρχης Ιωάννης τω 715 και εκλέγεται ως διάδοχος αυτού ο Γερμανός, ο οποίος αμέσως συγ καλεί σύνοδον εξ 150 πατέρων, ήτις καταδικάζει τον μονοθελητι σμόν και επικυροί τα πρακτικά της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Μετά τον Αναστάσιον εγένετο αυτοκράτωρ ο Θεοδόσιος και μετά τούτον Λέων ο Ίσαυρος, παρά του οποίου ο Γερμανός έλαβε λόγον «ασάλευτον φυλάττειν την Εκκλησίαν». Αλλά, δυστυχώς, ένεκα του εικονομαχικού ζητήματος αναπόφευκτος εφαίνετο η μεταξύ των ανωτάτων αρχόντων της Εκκλησίας και Πολιτείας σύγκρουσις. Μέχρι του 726 εικάζομεν ότι αι πρώται του Αυτοκράτορος και του Πατριάρχου συσκέψεις περιεστράφησαν περί την κατάχρησιν και την θεωρητικήν όψιν του ζητήματος, καθ’ ην οι εικονομάχοι παρεξηγούντες την Αγίαν Γραφήν ισχυρίζοντο ότι η προσκύνησις των είκόνων ήτο ειδωλολατρεία. Φαίνεται ουχ ήττον ότι η ιδέα αύτη εύρισκε την δικαιολογίαν αυτής εν μέρει εν τοις αγάλμασι, τα οποία ενιαχού της Εκκλησίας υπήρχον. Περί των
αγαλμάτων προκειμένου ο Πατριάρχης φαίνεται ήθελε να υποχω ρήση εις την καθαίρεσιν αυτών. Αι φράσεις τουλάχιστον του Πα τριάρχου παραπονουμένου κατά των εικονομάχων «ου γαρ ηρκέ σθησαν τη δια σανίδων μόνον εκποιήσει τα των αγίων περιαιρεί σθαι εικονίσματα, αλλά και την εν γραφίδι εφάμιλλον τούτοις κόσμησιν των σεπτοτάτων ναών εξορύττεσθαι», δίδουσι σαφείς τινας υπαινιγμούς ότι οι εικονομάχοι κατ’ αρχάς εζήτησαν να καθαιρέσωσιν αποτυπώματά τινα ξύλινα των αγίων και ότι ο Πα τριάρχης συγκατένευσεν εις τούτο, ελπίσας ότι οι εικονομάχοι περαιτέρω δεν θα προβώσιν. Ότι η προϋπόθεσις αύτη είναι βάσι μος μαρτυρεί αυτός ο Πατριάρχης γράφων προς τον Θωμάν Κλαυ διουπόλεως μετά την υπόμνησιν, ότι εν Καισαρεία της Φιλίππου υπήρχεν ανδριάς τις εκ χαλκού, εικόνα φέρων του Κυρίου, παρι στώσαν την θεραπείαν της αιμορροούσης γυναικός και πολλά ποιουμένην θαύματα «τούτο ου λέγομεν ημείς ουχ ώστε τας εκ χαλκών στήλας επιτηδεύειν ημάς, αλλ' ή μόνον δηλώσαι, ότι το κατ’ εθνικήν συνήθειαν μη αποποιησαμένου του Κυρίου, αλλ' ευ δοκήσαντος εν αυτώ επιδείκνυσθαι εφ' ικανόν χρόνον της αυτού αγαθότητος την θαυματουργίαν, το παρ’ ημίν ευαγέστερον κρα τήσαι έθος κακίζειν ουχ όσιον». Η ανωτέρω προϋπόθεσις βασιμω τέρα γίνεται και εκ του γνωστού επεισοδίου της αποκαθηλώσεως της εικόνος του Σωτήρος του Αντιφωνητού ως εκαλείτο (1). Η εικών αύτη έκειτο άνωθεν της χαλκής πύλης και εν τοις χαλκο πρατείοις, τ.έ. εν τη συνοικία εκείνη, εν η έζων εργάται μεταλλι κών κατασκευασμάτων (2). Ο Θεοφάνης και ο Κεδρηνός ονομάζου σιν αυτήν εικόνα, ο Ζωναράς εκτύπωμα, ο Κωδινός στήλην χαλ κήν, ρητώς επιλέγων ότι η βραδύτερον στηθείσα εις αντικατάστα σιν της καθαιρεθείσης δεν ήτο πλέον στήλη, αλλά ψηφιδωτή ει κών. Η καθαίρεσις της εικόνος ταύτης δεν εγένετο συνεπεία δια τάγματος περί γενικής των εικόνων καθαιρέσεως, διότι άλλως, ως εν τοις εφεξής θα ίδωμεν, δεν θα παρήγε τοιαύτην εντύπωσιν τοις κατοίκοις της Κωνσταντινουπόλεως. Ενδιαφέρει δ’ ημίν λεπτομε ρεστέρα περί του ζητήματος τούτου αφήγησις, ως ταύτην αναγρά φει ο βιογράφος του αγίου μάρτυρος Στεφάνου του νέου, «εν δε της εικόνος καθαιρέσει ζήλω θείω ρωσθείσαι αι τίμιαι γυναίκες και ρωμαλέως εισπηδήσασαι και της κλίμακος δραξάμεναι και τον Σπαθάριον καθαιρέτην χαμάζε ρίψασαι και διασύρασαι τω θα νάτω παρέπεμψαν. Και ευθέως εισδραμούσαι καταλαμβάνουσι τον πατριαρχών οίκον, λιθοβολούσαι τον δυσσεβή Αναστάσιον». Προ παντός εκ της λεπτομερείας ταύτης εξεπήγασε μέγα χρονο λογικόν λάθος, όπερ και ο Παπαρρηγόπουλος και πάντες ανεξαι ρέτως οι ιστορικοί παρεδέχθησαν, ότι δήλον ότι η καθαίρεσις της εικόνος του Αντιφωνητού εγένετο επί του Πατριάρχου Αναστα σίου (3). Προς δικαιολογίαν της γνώμης ταύτης φρονούσιν ότι η κα (1) Walch, 178. (2) Περί των Χαλκοπρατείων, Ν. Kramoselteen, Χρονικό του ιστορι κοφιλολογικού Συλλόγου, Οδησσός IV, 1894 σ. 309-16. (3) Πρβλ. Pargoire, l’Eglise Byzantine, σ. 255. Πρβλ. Hefele, III 636.
θαίρεσις του Πατριάρχου Γερμανού εγένετο τη 17 Ιανουαρίου 729 και ήτο εψηφισμένος έτι ο Αναστάσιος, ότε τη 19 Ιανουαρίου συνέβη το επεισόδιον της εικόνος του Αντιφωνητού, άλλοι μεταφέ ρουσιν αυτό εις μεταγενεστέραν εποχήν. Τούτο είναι αδικαιολό γητος αναχρονισμός, δυνάμενος να εξηγηθή μόνον εκ του γεγο νότος ότι ο βιογράφος του Αγίου Στεφάνου δεν ηθέλησε να παρα στήση τον άγιον Πατριάρχην Γερμανόν, τον αγωνισθέντα υπέρ των αγίων εικόνων, ως στέρξαντα την καθαίρεσιν των αγαλμά των, διό και αναχρονιστικώς ανέγραψε το επεισόδιον εις τον εικο νομάχον Πατριάρχην Αναστάσιον. Ο αναχρονισμός καταφαίνε ται εκ των εξής: Ο βιογράφος διηγείται την έναρξιν της εικονο μαχίας, ακολουθών κατά λέξιν τον χρονογράφον Θεοφάνην και δανειζόμενος φράσεις ολοκλήρους παρά του Ιωάννου του Δαμα σκηνού. Αλλά φθάσας εις το μέρος, ένθα ο χρονογράφος ομιλεί περί του επεισοδίου των χαλκοπρατείων, γενομένου κατά το 726, ποιείται άλμα χρονολογικόν κατά δύο έτη και αντιγράφει παρά του Θεοφάνους ό,τι ούτος αφηγείται περί των τελευταίων ετών της πατριαρχείας του Γερμανού. Είτα αναγράφει το επεισόδιον των χαλκοπρατείων, όπερ ούτος από του 726 μετακινεί εις το 730. Ότι δε το επεισόδιον τούτο εγένετο κατά το 726 καταφαίνεται εκ της μεγάλης εντυπώσεως, ην παρήγαγε παρά τω λαώ, καθ’ όσον συνέβη όλως μεμονωμένως προ της εκδόσεως διατάγματος κατά των εικόνων εκ των μαρτυριών του Θεοφάνους και του συγγρα φέως των υπό το όνομα Γρηγορίου πάπα Ρώμης προς τον Αυτο κράτορα Λέοντα φερομένων επιστολών, οίτινες αμφότεροι ανά γουσιν αυτό εις τον 9ον Ινδικτιώνα, τ.έ. 725—6. Επειδή δε το επεισόδιον εγένετο τη 19 του Ιανουαρίου, δια τούτο αναμφιβόλως πρόκειται περί του 726 (1). Το επεισόδιον δε τούτο κατέδειξεν ότι ο Αυτοκράτωρ ηπατήθη, προϋποθέσας ότι ίσως ευχερής είναι η των εικόνων καθαίρεσις. Μετά μικρόν δε η κατ’ αυτού αντίδρασις εκ μέρους του λαού εξεδηλώθη και δι’ επαναστάσεως. Ως γνωστόν, ο επαναστάτης Κοσμάς τη 18 Απριλίου 727 επεφάνη εις τα πρό θυρα της Κων/πόλεως μετά του στόλου αυτού αφορμηθείς από των Κυκλάδων. Ο Αυτοκράτωρ δια της πανθομολογουμένης αυ τού στρατηγικής εμπειρίας κατενίκησε και κατέστρεψε τους επανα στάτας, διό και οι εικονομάχοι εν τω ιπποδρομίω της Κων/πόλεως αλαλάζοντες εκραύγαζον ότι τούτο εγένετο «ευμενία Χριστού ακούσης τε της Θεοτόκου». Η επιτυχία αύτη ενέπνευσε θάρρος εις τον Αυτοκράτορα, όστις δραστηρίως ήδη παρεσκευάζετο εις την έναρξιν της εικονομαχίας, συμβούλους έχων εν τούτω πάντων μάλιστα τους επισκόπους Κωνσταντίνον και Θωμάν εν ταις επαρχίαις και εν τη πρωτευούση Βησήρ τινα, υπούργημα εν τη αυλή αυ τού κατέχοντα, υπηρετήσαντα δε πρότερον εν τη Αυλή των Καλι φών. Απητείτο όμως του Πατριάρχου η συγκατάθεσις και ταύτην εζήτησεν ο Αυτοκράτωρ αυτοπροσώπως εν συνδιαλέξει, εν η ο Πα (1) Άλλως τε, το επεισόδιον της καθαιρέσεως της εικόνος του Αντιφωνητού εγνώσθη εν τη Δύσει κατ’ αυτό το 726 (Hefele III, 639).
τριάρχης άριστα και σαφέστατα κατέδειξε την σημασίαν της προς τας εικόνας αποδιδομένης τιμής. Οποία δ’ υπήρξεν η έκβασις της συνδιαλέξεως ταύτης μαρτυρεί ο χρονογράφος σημειών «εκ τούδε του χρόνου αναιδώς τω μακαρίω Γερμανώ προσετρίβετο, μεμφό μενος πάντας τους προ αυτού βασιλείς και αρχιερείς και χρι στιανικούς λαούς ως ειδωλολατρήσαντας εν τη προσκυνήσει των αγίων και εικόνων σεπτών, μη χωρούντες δια πολλήν απιστίαν και πολλήν ιδιωτείαν των περί σχετικής προσκυνήσεως ψόγων». (Η συνέχεια εις το επόμενον)
Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΕΙΝΕ Η «ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ» ΚΑΙ ΟΧΙ Ο «ΑΓΙΟΣ ΑΣΣΟΥ» Του κ. ΣΤΡΑΤΗ
ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΛΗ
Τώρα θα διακόψωμε την ιστορία (1) της Αγιάσου και θα πα ρεμβάλωμε μία παράγραφο (2), στην οποίαν θα εξετάσωμε, εάν είχε και άλλο όνομα η Αγιάσος σε ωραιοτέρα εποχή. Ο λόγος δε δια τον οποίον θα παρεμβάλωμε αυτή την παράγραφο, είνε ότι το αρχαιότερο γραπτό βοήθημα για την εξέταση του αρχι κού ονόματος της Αγιάσου εγράφη στα χρόνια της τουρκοκρα τίας, για τα οποία κάναμε λόγο στην προηγούμενη παράγραφο, και συγκεκριμένως μεταξύ των ετών 1567 έως 1652. Το γραπτό αυτό βοήθημα είνε ένας Κώδικας της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτι λήνης. Ο Κώδικας του 1567-1652 δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχει όμως μία περίληψις αυτού γραμμένη από τον Μανταμαδιώτη Σταυράκη Αναγνώστου στο Παράρτημα της «Λεσβιάδος» του, την οποίαν έγραψε στα 1850 (μετά τη σελίδα 151). Είνε δε η περίληψις αυτή αξία πίστεως, διότι ο Σ. Αναγνώστου είδε με τα μάτια του τον Κώδικα, αφ' ου, όπως μάς λέγει ο ίδιος, αυτός τον ανεκάλυψε εν τω Δημογεροντίω της πόλεως Μυτιλήνης ύστερα από πολλάς πολλάκις επαναληφθείσας ερεύνας και ερωτήσεις του. Κατά την περίληψι αυτή ο Κώδικας εκείνος περιείχε: -α΄) Κατάλογον των σεβασμίων Μητροπολιτών της Μυτιλήνης μεταξύ των ετών 15671652, τον οποίον αντέγραψεν ο Αναγνώστου — β') Κατάλογον των χωρίων των υπαγομένων εις την επαρχίαν της Μυτιλήνης, τον οποίον επίσης αντέγραψεν ο Αναγνώστου, προσθέτων μετά το όνομα εκάστου χωρίου και δικές του παρατηρήσεις μέσα σε παρενθέσεις— και γ') διάφορα έγγραφα, τα οποία δεν αντέγρα ψε, έβγαλεν όμως από αυτά δικά του συμπεράσματα. Από τα τρία αυτά την τοπική ιστορία της Αγιάσου ενδιαφέρει ο Κατά λογος των χωρίων, διότι εις τον Κατάλογον αυτόν θ’ αναζητηθή το όνομα της Αγιάσου, και όταν δεν υπάρχη θα ερευνηθή μήπως (1) Περίληψιν αυτής της παραγράφου έγραψεν ο γράφων στον πρώ τον τόμον της «Αγίας Σιών» (σελίδες 62-64), κατατάσσει δε αυτήν εν εκτά σει εδώ, διότι εδώ είνε η σειρά της χρονολογικώς. (2) Η λέξις ορέοικοι της προηγουμένης παραγράφου ετονίσθη από τυπογραφικό λάθος εις την λήγουσαν (ορεοικοί).
αναφέρεται με κανένα άλλο όνομα. Ο Κατάλογος εκείνος ανέφερε 38 χωρία, τα οποία ήσαν καταγραμμένα με την εξής σειρά : 1) Κάστρον 14) Άνδρια δέκα 27) Γείρος 2) Ακρωτήριον 15) Ασώματος 28) Μηστιγνά 3) Χάλικας 16) Βασιλικό 29) Θερμή 4) Λουτρά 17) Βρυσιά 30) Πάμφιλλα 5) Γέρας 18) Πολιχνίτος 31) Αφάλων 32) Μόρια 6) Μεσαγρός 19) Γρίππα 7) Σκόπελος 20) "Αγιος Νικόλαος 33) Τόπος Ερεσσού 8) Πλομάρι 34) Μεσότοπος 21) Λισβόριον 9) Αμπελικόν 22) Κατάπυργος 35) Άγρα 10) Κάτω Τρίτος 36) Τένεδος 23) Βασιλικιώτης 11) Ίππειος 37) Μοσχονήσια 24) Δαμάνδρι 12) Κεράμια 38) Αιγίδα 25) Κυδώνα 13) Αγία Σιών 26) Πηγή Τα έξη χωρία τα ευρισκόμενα υπό τους αριθμούς 10 έως 15 συμπεριλαμβανόμενο, το Κάτω Τρίτος, ο Ίππειος, τα Κεράμια, η Αγία Σιών, τα Άνδρια δέκα και ο Ασώματος, είνε κατά το πλείστον τα χωρία, τα οποία αποτελούσαν τον σύνδεσμον των Κοινοτήτων του «τέως δήμου Αγιάσου» με τις εξής διαφορές : Ο σύνδεσμος εκείνος περιλάμβανε τα χωρία Κάτω Τρίτος, Μυχού, Ντίπι, Ίππειος, Κεραμνιά, Σκούντα, Λάμπες, Ασώματος, Νυχτάτα και Αγιάσος. Περιλάμβανε δηλαδή, επί πλέον μεν τα χωρία Μυ χού, Ντίπι, Σκούντα, Λάμπες και Νυχτάτα, τα οποία δεν αναφέ ρονται στον Κατάλογον των χωρίων του Μητροπολιτικού Κώδι κος, επί έλαττον δε τα Άνδρια δέκα, τα οποία αναφέρονται στον Κατάλογο των χωρίων, δεν υπάρχουν όμως σήμερα, περιλάμβανε και την Αγιάσο, η οποία θα είνε η «Αγία Σιών» του Κώδικος. Ότι το υπ' αριθμόν 13 χωριό «Αγία Σιών» του Κώδικος είνε η σημερινή Αγιάσος, το βεβαιώνουν —α') η πατροπαράδοτος ιστορία της Αγιάσου, την οποίαν περισυνέλεξεν ο γράφων, και κατά την οποίαν η Αγιάσος στα πρώτα χρόνια της ελέγετο «Αγία Σιών», διότι «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών» ωνομάζετο από την επι γραφή αυτής η παλαιά εικών της Παναγίας, η οποία ελθούσα από την Ιερουσαλήμ δημιούργησε την Αγιάσο και έδωσε σ’ αυτή το όνομα αυτής, το οποίο φανέρωνε και την Παναγία, η οποία ήτο η θεμελιώτρια και πολιούχος του χωρίου της, και το χωριό, το οποίο είχε αυτή την Παναγία Πολιούχο του Αγία —β’) ο πρώ τος ιστοριογράφος της Αγιάσου Παναγιώτης Αποστόλου, ο όποιος στην αρχή του «Ιστορίου» του γράφει, ότι η «Αγιάσσος=Αγία Σιών», έστω και εάν δεν μας λέγη τι πράγμα είνε αυτή η Αγία Σιών, έστω και εάν γράφη την Αγιάσο με δύο σσ (=Αγιάσσος), τα οποία δεν δικαιολογούνται ορθογραφικώς — γ’) ο δεύτερος ιστοριογράφος της Αγιάσου Βασίλειος Βράνης, ο όποιος εις το «Εξακουστόν Προσκύνημά» του γράφει, ότι το αρχαίον εικόνι σμα της Παναγίας το φέρον την επιγραφήν «Αγία Σιών» υπήρ ξεν η αιτία του πρώτου συνοικισμού της Αγιάσου και ότι από
τις λέξεις «Αγία Σιών» εσχηματίσθη η Αγιάσος — δ’) η σειρά την οποίαν κατέχει, η «Αγία Σιών» μέσα εις τον Κατάλογον των χωρίων του Μητροπολιτικού Κώδικος, διότι εις τον κύκλον των χωρίων Κάτω Τρίτου, Κεραμιών, Ανδρίων και Ασωμάτου δεν δικαιολογείται γεωγραφικώς η ύπαρξις άλλου χωρίου πλην της Αγιάσου, εκτός εάν αποδειχθή, ότι άλλη είνε η «Αγία Σιών» του Κώδικος, της οποίας τα ίχνη τότε πρέπει να αναζητήσωμε σε άλλα μέρη της αγροτικής περιφερείας των μνημονευθέντων
Το β' χειρόγραφον του Π. Αποστόλου («Αγία Σιών» Γ' σ. 56)
χωρίων, και ότι άλλη είνε η σημερινή Αγιάσος, η οποία τότε θα εκτίσθη μετά την εποχήν, κατά την οποίαν εγράφη ο Κώδικας, διότι αλλέως θα την ανέφερεν, αφ' ου ήτο χριστιανικό χωριό με το οποίο θα επικοινωνούσε ο Μητροπολίτης της Μυτιλήνης - ε') ο υπό στοιχείον Α σωζόμενος άλλος Κώδικας της ιδίας ιεράς Μη τροπόλεως Μυτιλήνης, ο όποιος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από τα 1729 έως τα 1753, και ο όποιος εις τα έγγραφα αυτού τα σχετιζόμενα με την Αγιάσο, τα οποία δημοσίευσε στον Α' τόμον
της «Αγίας Σιών» (σελίδες (36-40) ο Πανοσ. Πρωτοσύγκελλος κ. Ιάκωβος Κλεόμβροτος, αναφέρει την Αγιάσο, άλλοτε με το όνομα Αγιάσος, και άλλοτε με το όνομα Αγία Σιών. Στο έγ γραφο δε του 1742 αναφέρει παράλληλα και τα δύο αυτά ονόμα τα. Στο έγγραφο αυτό φαίνεται ότι η Αγία Σιών και η Αγιάσος είνε το ίδιο χωριό. Ο Κυρίτζης Συναδινός, λέγει εν περιλήψει αυτό το έγγραφο, αφιέρωσεν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον (3) του χωρίου Αγία Σιών ένα κόσμημα υπό τον όρον να μη έχη ο Επί τροπος της Εκκλησίας της Αγιάσου άδειαν και εξουσίαν να το πω λήση—στ') ο Πανοσ. Πρωτοσύγκελλος κ. Ιάκωβος Κλεόμβροτος, ο όποιος εις τα προλεγόμενα της εν τη «Αγία Σιών» δημοσιεύσεως του των περί Αγιάσου εγγράφων του υπό στοιχείον Α Μητροπο λιτικού Κώδικος, (για τα οποία κάναμε λόγο αμέσως παραπάνω), γράφει ότι τα επίσημα έγγραφα των Μητροπολιτικών Κωδίκων μαρ τυρούν, ότι η Αγιάσος έχει την προέλευσιν αυτής εκ της Αγίας Σιών, και ότι η ονομασία Αγιάσος προέρχεται εκ της συγκοπής των λέξεων Αγία Σιών, ήτοι εκ του ονόματος της φημισμένης και θαυματουργού εικόνος της Θεοτόκου, η οποία φυλάσσεται μετά πολλής ευλαβείας ως τιμαλφής θησαυρός εις τον εκεί περικαλλή ναόν της Θεομήτορος — και ζ’) ο Σταυράκης Αναγνώστου, ο ανακαλύψας τον Κώδικα του 1567-1652 και αντιγράψας τον Κατά λογον των χωρίων της Επαρχίας Μυτιλήνης, ο όποιος μετά το υπ' αριθμόν 13 χωριό «Αγία Σιών» (σελίδα 156) γράφει τα εξής μέσα σε παρένθεσι: «(Αγίαν Σιών ονομάζει ο γράψας την Αγιά σον)». Από τις μαρτυρίες αυτές αποδεικνύεται, ότι η Αγία Σιών του Κώδικος είνε η σημερινή Αγιάσος, ότι η Αγιάσος είνε άλλη μορφή της Αγίας Σιών απλοποιημένη γλωσσικώς (4), και ότι η Αγιάσος πρέπει να γράφεται με ένα σ, το οποίο είνε το σ της λέξεως Σιών. Κάθε λόγος περισσότερος για την υπόθεσι αυτή είνε, νομίζω, περιττός. Και όμως ο λόγος θα συνεχισθή, διότι ο τελευταίος μάρτυς, <5 Σταυράκης Αναγνώστου, μετά τις εν παρενθέσει λέξεις «(Αγίαν Σιών ονομάζει ο γράψας την Αγιάσον)» συνεχίζει ως εξής: «(αλό γως όμως και λανθασμένως, καθώς και τώρα ατόπως τινές των εκκλησιαστικών, και μάλιστα και εκ των Αγιασωτών πολλοί και εναβρυνόμενοι και πιστεύοντες ούτως αυτήν ονομάζουσιν)». Το γνωρίζω, μας λέγει με αυτά ο Σ. Αναγνώστου, ότι ο Αρχιερεύς (Ιγνάτιος), ο όποιος έγραψε τον Κατάλογον των χωρίων μέσα εις τον Μητροπολιτικόν Κώδικα, με το όνομα Αγία Σιών ονο μάζει την Αγιάσον, την ονομάζει όμως χωρίς εύλογη αιτία και κατά λάθος. Το γνωρίζω, συνεχίζει ο ίδιος, ότι και τώρα, όπου γράφω τη Λεσβιάδα μου (1850) μερικοί από τους εκκλησιαστικούς (3) Στο έγγραφο του 1742 βλέπομε, ότι η Εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου δεν ονομάζεται «Κοίμησις της Θεοτόκου», αλλά της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είπαμε στην περί της Εκκλησίας αυτής παράγραφον (Αγία Σιών, Τόμος Β'σελ. 89-96). (4) Η γλωσσική εξέλιξις της Αγίας Σιών-Αγιάσου έγινε όπως είπαμε στην Αγίαν Σιών, Τόμος Α’ σελ. 41-43.
και πάρα πολλοί από τους Αγιασώτας καμαρώνοντες και πιστεύον τες ονομάζουν την Αγιάσο Αγίαν Σιών, την ονομάζουν όμως όλοι, χωρίς να έχη το όνομα αυτό τον τόπον του. Πώς δε πρέπει να την ονομάζουν όλοι, μάς το λέγει στις σελίδες 136, 137 και 138 της Λεσβιάδος του. Πρέπει, λέγει, να την ονομάζουν «Άγιον Άσσου», διότι ο Γεραγώτης Άγιος Γρηγόριος, ο ζήσας περί τα 1150 και χρηματίσας επίσκοπος της Άσσου, της ευρισκομένης εις την χώραν της Τρωάδος, έκτισε την Αγιάσο. Ο γράφων, αν και έχη σχηματισμένη την πεποίθηση ότι η Αγία Σιών είνε η ιστορική και γλωσσική μητέρα της Αγιάσου, είνε υποχρεωμένος να αποδείξη, ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου δεν έχει καμία συγγένεια ιστορική, γλωσσική και ορθογραφική με
Το επιτύμβιον σημείωμα κλπ. («Αγία Σιών» Γ' σ. 57)
την Αγιάσο, δια τον απλούστατον λόγον ότι δεν έχει καμία θέσι μέσα στην Αγιάσο. Δια να γίνη όμως πιστευτός, θα καταχω ρίση πρώτα το τι ακριβώς γράφει σχετικώς ο Σ. Αναγνώστου, διότι αυτό είνε άγνωστο εις τους πολλούς, επειδή η Λεσβιάδα του, εκτυπωθείσα προ 90 ετών (1850), είνε σήμερα δυσεύρετη. Ιδού τι γράφει: «Η Αγιάσσος (5) είνε η δευτέρα και η πλέον καλώς κατω κειμένη κωμόπολις της νήσου μετά το Πλομάριον· κειμένη μεσο γείως επί του υψηλοτέρου όρους της Λέσβου Ολύμπου, και συγ κειμένη εκ χιλίων περίπου οικιών, όλων χριστιανικών έχουσα προ τεσσαράκοντα σχεδόν χρόνων Σχολείον Ελληνικόν, και λαμ πράν οικοδομήν Αλληλοδιδακτικού αποκτώσα ήδη. (5) Την Αγιάσσο ο Σ. Αναγνώστου την γράφει με δύο σσ (=Αγιάσ σος), αφ' ου ως δεύτερο συνθετικό μέρος παραδέχεται τη λέξι Άσσος.
»Εν αυτή υπάρχει ναός περικαλλής και περίβλεπτος «Κοί μησις (6) της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου» και Εικών αυτής θαυματουργός, ην οι εγχώριοι δοξάζουσιν ως μίαν εκ των του Αποστόλου Λουκά· πλήθος προσκυνητών και πανηγυριστών καθ’ όλον τον Αύγουστον μήνα συρρέει αφ' όλην την νήσον εις τον ναόν τούτον και από Κυδωνίας, Μοσχοννήσια και Πέργαμον και λοιπά της Ανατολής μέρη. Όθεν γίνεται και εμπόριον τοπι κόν οπωσούν ικανόν και ωφέλιμον δια τους κατοίκους. »Έλαβε δε η κωμόπολις την καταγωγήν και το όνομα τούτο από την εφεξής, ως εγώ νομίζω, αιτίαν. Αναφέρεται εις τον Βίον Αγίου τινός Γρηγορίου (7), καταγομένου εκ των χωρίων της εν Μυτιλήνη Ιεράς (γης: τανύν Γέρας), ότι· ούτος επίσκοπος γενό μενος Άσσου, ήτις είνε το αρχαίον Πέργαμον του Πριάμου της Τρωάδος, κείμενον επί της Ασίας κατέναντι της Επαρχίας και του Λεπετύμνου όρους της Μηθύμνης και των χωρίων Αργέννου (λευκού Ακρωτηρίου), Συκαμιναίας και Κλειούς, και καλούμενον και την σήμερον ακόμη κατά παραφθοράν Πεγράμ τουρκιστί· και καλώς χρόνον τινά ποιμάνας την Επαρχίαν του, παρητήθη του θρόνου ύστερον και μεταβάς εις την πατρίδα του ‘Ιεράν, έκλεξε, λέγει, το υψηλότερον όρος της νήσου και το πλησιέστερον της πατρίδος του, όπου κτίσας και ναΰδιον επ' ονόματι της Παναγίας ασκήτευσεν εκεί. Εις τον Άγιον τούτον ζώντα συνέρρεον πλήθος αφ' όλην την νήσον χάριν ευλαβείας και εξομολογήσεως φέρον τες και τους ασθενείς των· θανόντα δε ενταφίασαν εντός του ιδίου ναού (8). Έλεγον δε προτρέποντες αλλήλους, επήγαμεν, ή ας υπάγωμεν εις τον Άγιον Άσσου, όθεν εσχηματίσθη η Άγιος Άσσου: Αγι’άσσος. «Μετά τον θάνατον αυτού ανακαινίσαντες και αυξήσαντες τον ίδιον ναόν της Θεοτόκου άλλοι τινές, και δι’ ευλάβειαν προς την Θεοτόκον και προς τον ίδιον πρώτον κτίτορα και Άγιον, ως Αρχιερέα λεγόμενον (κατά την επικρατούσαν συνήθειαν), και άγιον τωόντι κατά την αρετήν, κατώκησαν εκεί, ολίγοι το πρώ τον βεβαίως, δια να αποφεύγωσιν ως μακράν και μεμονωμένοι και τας καταδρομάς της τότε βαρβαρότητος. Διότι τα μεγαλύτερα χριστιανικά χωρία επί της νήσου παρατηρείται όλα σχεδόν ότι κείνται συγκεντρωμένα εις τόπους αφανείς, αποθαλασσίους και μελαγχολικούς και αποκεκρυμμένους εντός κοιλάδων ορεινών (6) Στα 1850 ο Σ. Αναγνώστου την Εκκλησία της Υπεραγίας Θεό τόκου (έγγραφο του 1742) την λέγει «Κοίμησιν της Θεοτόκου». (7) Η σημείωσις αυτή είνε του Σ. Αναγνώστου και έχει ως εξής: «Εορταζομένου κατά την τετάρτην Μαρτίου και ακμάσαντος 1150 χρόνους μ.X. Βλέπε Συναξαριστήν Νικοδήμου Τόμος Α’ σελ. 184. Και τον Βίον αυτού εις το Νέον Εκλόγιον». (8) Και αυτή η σημείωσις είνε του Σ. Αναγνώστου και πρέπει να την προσέξουν οι αναγνώσται, διότι ανατρέπει τα όσα λέγει εις τον Βίον του Αγίου σχετικώς με την ταφή του : «Οι δε κάτοικοι της Γέρας βεβαιώνου σιν, ότι απέθανεν ο Άγιος εν τω Ιερώ, όπου εκ παραδόσεως δείκνυται και ο τάφος αυτού μέχρι σήμερον, και πανήγυριν ετήσιον εκτελούσιν εις μνήμην του συνερχόμενοι πανδημεί εκ των περιχώρων».
(ένεκα φόβων βεβαίως), και κατά το μάλλον και ήττον μακράν της παραλίας, αφ' ης τους απεμάκρυνεν ο φόβος των πειρατών. Μετά πολλούς δε τώρα τόσους αιώνας επολλαπλασιάσθησαν μεν αυτοί, αλλ' η συνήθεια διαμένει μέχρι σήμερον, και πολύ συντρέ χει πλήθος εις την Αγιάσσον· διότι και ο καιρός του πανηγυρίζειν αρμόδιος είνε εις τους κατοίκους της νήσου κατά τον Αύγουστον μήνα. »Την παραγωγήν της ονομασίας ταύτης δεν διϊσχυρίζομαι εγώ να την στηρίξω, απλώς γνωμοδοτών (και ίσως πιθανώς, ίσως και εσφαλμένως), και δίδων νύξιν μόνον εις άλλους αξιωτέρους να ενασχοληθώσιν αυτοί προς εύρεσιν του ορθού, εκλαμβάνοντες αυτοί τα γραφόμενά μου ως παιδιάν μάλλον, ή ως των φρονημά των μου απλά απομνημονεύματα, ή ως υποκνισμούς και υποκεν τήματα, ή ορθότερον ειπείν ως πρόσκλησιν εις τας σοβαρωτέρας εκείνων ερεύνας και σπουδαιολογίας». Αυτά γράφει για την Αγιάσο και την ιστορία της και την παραγωγή της ο Σ. Αναγνώστου στις σελίδες 136, 137 και 138 της Λεσβιάδος του. Με αυτά εν περιλήψει λέγει, ότι η Αγιάσος, όπως αυτός νομίζει, έγινεν από τον Άγιον Άσσου, αλλά και την παραγωγήν αυτήν δεν διϊσχυρίζεται να την στηρίξη. Απλώς λέ γει ποία είνε η ατομική του γνώμη, η οποία μπορεί να είνε και ορθή, μπορεί να είνε και λανθασμένη. Στη σελίδα όμως 156 μιλά πολύ διαφορετικά. Εκεί επιβάλλει την ατομική του γνώμη ως επι στημονικό αξίωμα, το οποίο δεν έχει ανάγκην αποδείξεως, εν ω δεν φέρει καμία μαρτυρία, η οποία να ενισχύη την ατομική του γνώμη. Όσοι, λέγει, ονομάζουν την Αγιάσσο Αγίαν Σιών, την ονομάζουν αλόγως, λανθασμένως και ατόπως. Δεν μας λέγει όμως το πώς επενοήθη και επλάσθη με την φαντασίαν του Αρχιερέως Ιγνατίου και των Εκκλησιαστικών και των Αγιασωτών, και πώς επεκράτησε να γράφεται το όνομα Αγία Σιών από του 1567, οπότε αρχίζει ο Μητροπολιτικός Κώδικας, έως τα 1850, οπότε αυτός έγραφε τη Λεσβιάδα του, δίχως να υπάρχη στην πραγμα τικότητα ; Δεν μας λέγει επίσης ούτε το διατί, αν το Αληθινό όνομα της Αγιάσου ήτο Άγιος Άσσου δεν την αναφέρει ο Κώδι κας με το αληθινό της όνομα, παρά την αναφέρει με το όνομα Αγία Σ ων, χωρίς αυτό το τελευταίο όνομα να υπάρχη στην πραγματικότητα ; Ότι η Αγιάσος δεν έχει καμία απολύτως σχέσι με τον Γε ραγώτην Άγιον Γρηγόριον τον Άσσου φαίνεται : Α') Από την Ακολουθίαν της ιστορίας του Αγίου τούτου και την μη εφαρμογήν αυτής μέσα στην Αγιάσο, όπως τουλάχι στον την διηγείται ο Σ. Αναγνώστου. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου μετά την παραίτησί του από τον θρόνον επέστρεψε στην πατρίδα του Γέραν, αυτός παρουσιάζεται δρων εις την Αγιάσο, η οποία δεν βρίσκεται στην Γέραν. Ενώ ο Άγιος Άσσου ασκή τευε στο αψηλότερο βουνό της Λέσβου, δηλαδή στον Όλυμπο, και στο πλησιέστερα στη Γέρα, ο Όλυμπος δεν είνε το πλησιέ στερα βουνό στη Γέρα. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος Άσσου έχτισε
στον Όλυμπο ναό της Παναγίας, στον Όλυμπο υπάρχει ναΐσκος του Προφήτ’ Ηλία. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου ετάφη μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, κανένας τάφος κανενός Αγίου Γρηγορίου Άσσου, ούτε κανενός άλλου Αγίου Γρηγορίου, δεν υπάρχει μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, δεν υπάρχει δε ούτε εξωκκλήσι επ' ονόματι του Αγίου Γρηγορίου στην αγροτική περιφέρεια της Αγιάσου. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου ετάφη στην Αγιάσο, οι κάτοικοι της Γέρας (κατά την σημείωσι) βεβαιώνουν ότι ο Άγιος αυτός ετάφη στην πατρίδα του Γέραν, όπου εκ παραδόσεως δεικνύουν και τον τά φον του. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου έκτισε την Αγιάσο και είνε ο Πολιούχος Άγιος αυτής, ο Άγιος αυτής λάμπει με την Απουσίαν του από το θρησκευτικό στερέωμα της Αγιάσου. Εν ω ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου έκτισε την Αγιάσο στο αψη λότερο βουνό της Λέσβου, η Αγιάσος βρίσκεται εις τόπον αφανή, αποθαλάσσιον και μελαγχολικόν και αποκεκρυμμένον εντός κοι λάδος ορεινής. Εν ω η συνήθεια να πηγαίνουν οι χριστιανοί εις τον Άγιον Άσσου διαμένει μέχρι σήμερον, (δηλαδή μέχρι του 1850, ότε ο Αναγνώστου έγραφε τη Λεσβιάδα του), το πλήθος των προσκυνητών και των πανηγυριστών (κατά τη δευτέρα παρά γραφο) συντρέχει στην Αγιάσο και από την Λέσβον και από τας Κυδωνίας και από τα Μοσχονήσια και από την Πέργαμον και από τα λοιπά μέρη της Ανατολής κατά τον μήνα Αύγουστον (και όχι στις 10 Ιουλίου, οπότε εορτάζεται ο Άγιος Γρηγόριος ο Άσσου), χάριν μιας θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας, την οποίαν οι Αγιασώτες, (διατί όχι όλοι οι Λέσβιοι και οι Μικρασιάται Αιο λείς;) παραδέχονται ως μίαν εκ των του Αποστόλου Λουκά. Εν ω η θαυματουργός Εικών της Παναγίας λάμπει και Ακτινοβολεί μέσα στην Αγιάσο και μαγνητίζει τα πλήθη των Λεσβίων και των Αιολέων της Μικράς Ασίας, δεν λέγεται γι’ αυτή πώς επονομά ζεται, εν ω το όνομα αυτής υπήρχε στα 1850 χαραγμένο πάνω στο επίχρυσο επικάλυμμα της Εικόνος της Παναγίας του εικονο στασίου παρά την Ωραία Πύλη «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών», εν ω το όνομα αυτής υπήρχε και γραμμένο στον πρώτο στίχο της επιγραφής της Εκκλησίας της Παναγίας, της ευρισκομένης εις τον Νάρθηκα επάνω από την κυρία είσοδο, ο οποίος (στίχος) λέγει «Ναός πέλω έγωγε της Θεοτόκου Αγίας Σιών». Δεν λέγεται για την εικόνα αυτή ούτε πώς ήρθε στην Αγιάσο, ούτε πώς επεβλήθη και βασίλεψε στις καρδιές των Λεσβίων και των Αιολέων. Από όλα αυτά φαίνεται, ότι η ιστορία του Αγίου Γρηγορίου Άσσου δεν είνε γραμμένη επί τόπου, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζεται μέσα στην Αγιάσο. Δεν γνωρίζει ο Αναγνώστου ακριβώς τις τοποθε σίες της Αγιάσου και της Γέρας, γι’ αυτό και ο ίδιος ακυρώνει την ιστορία του με την σημείωσή του. Το αψηλότερο βουνό της Λέσβου το εκλαμβάνει ως το πλησιέστερο στη Γέρα, και την Αγιάσο την παραδέχεται ως ένα τμήμα της Γέρας, εν ω αυτή Αποτελεί ιδιαιτέρα περιφέρεια, η οποία χωρίζεται από τη Γέρα με δύσβατα βουνά.
B') Από το Νέον Εκλόγιον Αββακούμ του Ιεροδιακόνου και Ανθίμου μοναχού των Αγιορειτών. Ο Αναγνώστου όμως λέγει, ότι τις πληροφορίες του δια τον βίον του Αγίου Γρηγορίου "Ασ σου τις εδανείσθη από τον Συναξαριστήν του Νικοδήμου και από το Νέον Εκλόγιον. Ο Συναξαριστής Νικοδήμου του Αγιορείτου (εν Βενετία 1819, εν τη τυπογραφία Πάνου Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων) αναφέρει μόνον, ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο "Ασσου εορτάζεται στις 4 Μαρτίου (εν ω σήμερα στις 10 Ιουλίου) και ότι έζησε στα 1150 μ.X. Το δε Νέον Εκλόγιον (εκ της Πατριαρ χικής τυπογραφίας, εν Κων/πόλει 1863) στις σελίδες 248-252 ανα φέρει τον Βίον και την Πολιτείαν του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Επισκόπου Άσσου. Από τον Βίον αυτόν θα ανα φέρωμε εν περιλήψει μόνον τα μετά την παραίτησιν του από τον θρόνον, διότι αυτά είνε και τα ενδιαφέροντα (9)· λέγει ότι έκλεξε το πλησιέστερον (και όχι το υψηλότερον) όρος της πατρίδος του, ότι το όρος αυτό ονομάζεται Πρίας (και όχι Όλυμπος), ότι εις ένα τόπον δύσβατον, ευρισκόμενον εις τους πρόποδας του Πρίαν τος και καλούμενον Μικρόν Λευκοπέδι (και όχι στην Αγιάσο), έκτισε μοναστηράκι (και όχι χωριό) και ναόν επ' ονόματι της Παναγίας (και όχι τον ναόν της Παναγίας της Αγιάσου), ότι εκεί κοντά ετάφη (και όχι στην Αγιάσο), ότι επί του τάφου του (ο όποιος δεν υπάρχει στην Αγιάσο) εκτίσθη ύστερον ναός επ' ονό ματι του Αγίου τούτου (εν ω ναός Αγίου Γρηγορίου δεν υπάρ χει στην Αγιάσο) και ότι από τον τάφον του αναβλύζει ύδωρ ευλογίας (εν ω το Αγίασμα της Αγιάσου αναβλύζει από τη Ζωο δόχο Πηγή, στην οποίαν έμενε κατά πρώτον η θαυματουργός εικών της Παναγίας. Δεν λέγει δε σε κανένα μέρος, ότι, επειδή οι ευλαβείς και οι ασθενείς προτρέποντες αλλήλους έλεγαν: πάμε στον Άγιον Άσσου, εσχηματίσθη η Αγιάσος. Δεν λέγει ότι έκτισε την Αγιάσο, αλλ' ότι εσύστησε μοναστήρι εις την περιοχή της Γέρας, το οποίον ωνομάζετο του «Οσίου Γρηγορίου» (10). Η ιστορία λοιπόν του Αγίου Άσσου, όπως την διηγείται ο Σ. Ανα γνώστου, δεν είνε σύμφωνη με το Νέον Εκλόγιον. Γ') Από την Ιεράν Ακολουθίαν του Αγίου Γρηγορίου Άσσου. Όσοι δυσκολεύονται να κάνουν τον έλεγχο της ιστορίας του Αγίου Άσσου, όπως την διηγείται ο Σ. Αναγνώστου, με το Νέον Εκλόγιον, μπορούν να τον κάνουν ευκολώτερα με την ιεράν Ακο λουθίαν του Αγίου τούτου, η οποία, όπως όλες οι ιερές Ακο λουθίες, είνε μία περίληψις της ιστορίας του. Σ’ αυτή θα διαβά σουν, ότι ο Άγιος Γρηγόριος υπάρχει της 'Ιεράς (και όχι της (9) Ανασκευήν της ιστορίας του Αγίου Άσσου (όπως την διηγείται ο Σ. Αναγνώστου) επί τη βάσει του Νέου Εκλογίου έχει γραμμένη και ο Βράνης εις το «Εξακουστόν Προσκύνημα» του (σελίδες 34 και 35). (10) Βλέπε Σταύρον Καρυδώνη «Τα εν Καλλονή της Λέσβου ιερά Σταυροπηγιακά μοναστήρια του Αγίου Ιγνατίου» (εν Κων/πόλει 1900, εκ του Πατριαρχικού τυπογραφείου). Πρόλογος σελ. ιε΄ —Και Πρωτοσυγκέλλου Ιακώβου Κλεομβρότου «Συνοπτική ιστορία της Εκκλησίας της Λέσβου», Παράρτημα «Ποιμένος», ετος 1936, σελ. 65.
Αγιάσου) καύχημα και αγλάισμα, ότι η Ιερά (και όχι η Αγιάσος ), η την ιεράν αυτού πλουτούσα λάρνακα, κομπάζει, ότι ο Γρηγόριος, ενοικήσας χώρα Ιεράς (και όχι Αγιάσου), πρόμαχος αυτής ανεδείχθη, ότι η του Πνεύματος χάρις τη Ιερά (και όχι τη Αγιάσω) δέδωκε δώρον πολύτιμον τον σεβάσμιον τάφον του, ότι εν Ιερά (και όχι εν Αγιάσω) ο τάφος του Γρηγορίου πηγάζει ιάματα, ότι ο όσιος Γρηγόριος επί το όρος το του Πρίαντος (και όχι του Ολύμπου) έδραμε. Η ιστορία λοιπόν του Αγίου "Ασσου, όπως την διηγείται ο Σ. Αναγνώστου, δεν είνε σύμφωνη ούτε με την Ιεράν Ακολουθίαν του Αγίου τούτου. Δ') Από το θηλυκό άρθρο της Αγιάσου. Εάν η Αγιάσος έγινεν από τον Άγιον "Ασσου, έπρεπε να έχη αρσενικό άρθρο και να λέγη ο Αγιάσος, διότι αρσενικό άρθρο έχουν όλα τα εξωκ κλήσια και όλα τα χωρία και όλες οι αγροτικές τοποθεσίες, οι οποίες έχουν πρώτο συνθετικό μέρος το αρσενικό ο Άγιος, π.χ. ο Αγιοβασίλης, ο Αγιάννης, ο Αγιοδημήτρης, ο Αγιοσπυρίδω νας κτλ. Η Αγιάσος όμως έχει άρθρο θηλυκό, το οποίο φανερώ νει ότι το πρώτο συνθετικό της μέρος είνε το θηλυκό η Αγία, οπότε και το δεύτερο θα είνε η Σιών. Εάν σε μερικά χωριά λέ γωνται αρσενικά ονόματα με θηλυκό άρθρο, όπως η Στρατής, η Μήτρους, η Γιώργους, η Ν(ι)κόλας, η Αγιουνικόλας κτλ., στην αιτιατική παίρνουν αρσενικό άρθρο, του Στρατή, του Μήτρου, του Γιώργου, του Νικόλα, τουν Άγιουν(ι)κόλα κτλ. Αν ήτο από αυτά τα αρσενικά ονόματα και η Αγιάσος, θα έπρεπε στην αιτιατική να πάρη αρσενικό άρθρο και να λέγη : τον Αγιάσο και όχι την Αγιάσο. Ε') Από την αυτοψίαν, η οποία διαλύει όλες τις αμφιβολίες. Στην Αγιάσο δεν υπάρχει τίποτε, το οποίο να σχετίζεται με τον Άγιον Άσσου, στη Γέρα όμως με την ανασκαφή, την οποίαν έκαμε στα 1935 παρά τον Σκόπελον ο Πρωτοσύγκελλος κ. Ιάκωβος Κλεόμβροτος, απεδείχθη ότι εκεί είνε ο τάφος του Αγίου Άσσου και τα οστά του και τα ερείπια του Καθολικού του μο ναστηρίου του (11). Ομοία ιστορία και παραγωγή της Αγιάσου γράφει και ο συντάξας το άρθρον «Αγιάσος» μέσα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία του «Πυρσού». Η Αγιάσος, λέγει, ωνομάσθη ούτως εκ τινος εκ Γέρας Επισκόπου Αγίου Άσσου, μονάσαντος αυτόθι περί τα 1150. Αντί όμως να λέγη παρακάτω, ότι στην Αγιάσο υπάρχει ο τάφος του κτίτορος αυτής Αγίου Άσσου, ή ότι στην Αγιάσο φυλάσσονται τα οστά του πρώτου οικιστού αυ τής Αγίου Άσσου, λέγει ότι στην εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου φυλάσσεται μία θαυματουργός εικών της Θεοτόκου, η οποία, όπως λέγεται, είνε η ετέρα εκ των δύο σωζομένων αυτο γράφων του Αποστόλου Λουκά, της άλλης ευρισκομένης εις την Τήνον. Και αντί να συνεχίζη ότι στην Αγιάσο γίνεται προσκύνημα (11) Περιοδικόν «Ποιμήν» Μυτιλήνης, έτος 1935, σελ. 183,
εις το όνομα του πολιούχου της Αγίου Άσσου στις 10 Ιουλίου, λέγει ότι στην Αγιάσο συρρέουν χιλιάδες προσκυνητών από όλα τα χωρία της Λέσβου στις 15 Αυγούστου, επέτειο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την εικόνα της Παναγίας την αφήνει και αυτός μετέωρη, όπως και ο Σ. Αναγνώστου. Τα ίδια περίπου γράφει και ο Οικονόμος Σ. Τάξης στη ((Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου» (1909, Κάιρον, σελ. 95 και 98), κατά τον Πρωτοσύγκελλον δε κ. Ιάκωβον Κλεόμ βροτον (12) και ο Παπαδόπουλος Κεραμεύς στη «Μαυρογορδάτειο Βιβλιοθήκη» (Παράρτημα του IE' Τόμου του εν Κων/πόλει Ελλη νικού Φιλολογικού Συλλόγου, σελ. ιστ'), και ο Ευστράτιος Δρά κος στην «Ιστορία της Εικοσιφοινίσσης Μονής του Παγγαίου και αγιολογία της Λέσβου» (Δράμα 1928, σελ. 15). Αυτοί, λέγει ο Πρωτοσύγκελλος, «αναγνώσαντες την βιογραφίαν του Αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου Άσσου, εις το Νέον Εκλόγιον και παρα συρθέντες από μερικά τοπογραφικά σημεία αυτής, εκ κακής ερμηνείας υπεστήριξαν λίαν εσφαλμένως την γνώμην, ότι ο Επί σκοπος ούτος της Άσσου Άγιος Γρηγόριος είνε αυτός ούτος ο μετακομίσας την εικόνα εκ των Αγίων Τόπων, και ότι εκεί όπου σήμερον εύρηται ο ναός της Αγιάσου, ίδρυσε μονήν επ' ονόματι της Θεοτόκου, και ότι εντός του ναού τούτου της Θεοτόκου οι μοναχοί ενταφίασαν αυτόν αποθανόντα. Η γνώμη αύτη ανα τρέπεται άρδην, δεδομένου ότι ο Άγιος Γρηγόριος Άσσου, ως απέδειξαν αι κατά το 1935 γενόμεναι ανασκαφαί, εμόνασεν εις την περιφέρειαν της Γέρας, όπου ευρέθησαν τα ερείπια του μοναστηρίου του και ο τάφος του». Το γενικά συμπέρασμα όλων των προεκτεθέντων είνε ότι η Αγιάσος δεν είνε ο «Άγιος Άσσου», αλλά η «Αγία Σιών» του Μητροπολιτικού Κώδικος. (12) I. Κλεομβρότου «Συνοπτική Ιστορία της Εκκλησίας της Λέσβου», Παράρτημα «Ποιμένος», έτος 1937, σελ. 155.
Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΣΥΝΑΔΩΝ ΜΙΧΑΗΛ (*) Ο Μιχαήλ εγεννήθη εν Συνάδοις της Φρυγίας κατά το β' τέταρτον του Η' μ.X. αιώνος. Επί πατριάρχου Παύλου του Δ' (780-784) μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, όπου συνεδέθη δι’ αδελφικής κατά Χριστόν φιλίας με άνδρα μαθήσεως και αγιό τητος, τον Θεοφύλακτον (1), διατελούντα εν τη υπηρεσία του Τα (*) Σ.Δ. Η υπόθεσις περί του ότι πιθανόν ιδρυτής του Ι. Προσκυ νήματος να υπήρξεν ο άγιος Μιχαήλ ο Επίσκοπος Συνάδων, ην από της «Αγίας Σιών» προυτείναμεν προς μελέτην και συζήτησιν, παρεκίνησε τον εξ Αγιάσου φιλόπονον φοιτητήν της Θεολογίας κ. Βασίλειον Αϊβαλιώτην ν’ ασχοληθή εις την μελέτην και σταχυολόγησιν των πατερικών πηγών της βιογραφίας του ρηθέντος Ομολογητού, λίαν δ’ ευχαρίστως δημοσιεύομεν ενταύθα το μετά πολλής της επιμελείας συντεταγμένον επί τη βάσει των πηγών τούτων σχετικόν άρθρον του. (1) Μιχαήλ I. Γαλανού. Οι Βίοι των Αγίων. Μήν Μάϊος 162.
ρασίου, ο όποιος ήτο τότε πρωτοασηκρήτις (2). Ότε δε ούτος ανήλ θεν επί του Πατριαρχικού θρόνου, τω 784, εχειροθέτησεν αμφοτέ ρους μοναχούς «και τοις εν τω πατριαρχείω ευκτηρίοις ενέτα ξεν» (3)· είτα εχειροτόνησεν αυτούς Αρχιερείς, και τον Μιχαήλ διώρισεν εν τη Μητροπόλει Συνάδων. Ως τοιούτος ο Μιχαήλ, έλαβε μέρος εις την Ζ' εν Νικαία Οικουμενικήν σύνοδον, την συγκληθείσαν τω 787. Εν αυτή λαβών τον λόγον κατά την δευτέραν πράξιν, είπε : «κατά τας αναγνω σθείσας συνοδικάς επιστολάς του μακαριωτάτου πάπα της πρε σβυτέρας Ρώμης Αδριανού ούτως ομολογώ και αποδέχομαι τας τιμίας και ιεράς εικόνας κατά την αρχαίαν παράδοσιν και τους μη ούτω φρονούντας αναθέματι υποβάλλω» (4)· τον λόγον έλα βεν ωσαύτως και κατά την τρίτην πράξιν (5). Κατά την πέμπτην δε πράξιν, αποτεινόμενος εις τον προεδρεύοντα της συνόδου πα τριάρχην Ταράσιον, είπεν: «Ο Παστιλλάς έλεγε, πανάγιε Δέ σποτα, τους παρερμηνεύοντας και επιβούλους της θείας γραφής ανάθεμα» (6). Εις τα πρακτικά δε της ανωτέρω συνόδου υπογρά φει ως εξής: «Μιχαήλ ανάξιος επίσκοπος Συνάδων. ..» (7). Ότε τω 806 ο βασιλεύς Νικηφόρος Α' ηρνήθη να πληρώση τους επί της Ειρήνης συμφωνηθέντας φόρους εις τους Άραβας και ο αρχηγός αυτών Ααρών εξεστράτευσεν εις Μ. Ασίαν, φθάσας μέχρι της Αγκύρας, τότε ο βασιλεύς, ευρεθείς εις δύσκολον θέσιν, «απέστειλε προς τον Μητροπολίτην Συνάδων και Πέτρον τον ηγούμενον Γουλαίου και Γρηγόριον τον οικονόμον Αμάστρης, αιτών ειρήνην γενέσθαι· και πολλά διαλεχθέντων αυτών εστοίχι σαν την ειρήνην» (8). Τω 812 εστάλη υπό του βασιλέως Μιχαήλ Ραγκαβέ ως πρέ σβυς μετ’ άλλων δύο προς τον αυτοκράτορα των Φράγκων Κάρολον τον Μέγαν. Τούτον εύρον εις Ακουΐσγρανον (Aix-la-Chap pelle), ανεγνώρισαν αυτόν ως αυτοκράτορα εν τη καθεδρική εκ κλησία της πόλεως ταύτης και απήλθον έπειτα εις Ρώμην, ίνα κυρώσωσι και αυτόθι την νέαν συμμαχίαν (9). Επεσκέφθη δε τον πάπαν Ρώμης Λέοντα τον Γ' και προσεκόμισεν αυτώ τα εκ μέ ρους του πατριάρχου Νικηφόρου Α' αποσταλέντα συνοδικά γράμ ματα· γράφει δε ο πατριάρχης τα εξής χαρακτηριστικά δια τον Μιχαήλ εν τη επιστολή του προς τον πάπαν : «Μιχαήλ δε τω οσιω τάτω μητροπολίτη της φιλαδέλφου και φιλοχρίστου πόλεως τα πα ρόντα ημών συνοδικά γράμματα προς την υμετέραν ηγαπημένην και ποθεινήν αδελφότητα ενεχειρίσαμεν. Και πεπείσμεθα μεν εκ της ήδη προλαβούσης αυτού εντεύξεώς τε και ομιλίας, ως φιλο (2) (3) (4) (5) (6) (7) (8) (9) Έθνους.
Βυζαντινόν αξίωμα, δηλούν τον Αρχιγραμματέα του αυτοκράτορος. R. Ρ. Bollandi. Acta sanctorum. Martius, τόμ. I. Mansi. Amplissima collectio conciliorum, τόμ. 12, σελ. 1091. Ένθ. ανωτ. τόμ. 12, σελ. 1151. Mansi, τόμ. 13, σελ. 189. Mansi, τόμ. 13, σελ. 137 και 381. Θεοφάνους Χρονογραφία, τόμ. Α', σελ. 748. Παπαρρηγοπούλου Κ. — Καρολίδου Π. Ιστορία του Ελληνικού Έκδοσις πέμπτη, τόμ. Γ', μέρος Β', σελ. 184.
φρόνως παρ’ υμών ορισθήσεται και δεχθήσεται, παρακαλούμεν δε και δια την ημετέραν μετριότητα, γνησιώτερα και οικειότερα τα της αποδοχής και τιμής και αναπαύσεως αυτώ παρ’ όρων γενέ σθαι. Και γαρ και προς την υμετέραν αγάπην, πάνυ το θερμόν και γνήσιον κέκτηται, και εν τοις της Εκκλησίας πράγμασι, το σπουδαίον και πρόθυμον επιδείκνυται, ώσπερ και εν λόγω και βίω και αρετή το προύχον αποφέρεται, ος και μέλλει Θεού ευο δούντος τούτω και υμάς κινούντος, τα της αγάπης και ομονοίας σύμβολα, τουτέστι τας τιμίας υμών κεραίας των εν χερσί συλλα βών αντίγραφα προς ημάς κομίζειν, εις πλείονα ευφροσύνην πνευ ματικήν και καταρτισμόν της εν Κυρίω φιλικής ημών διαθέσεως»(10*). Κατά την εν Ρώμη διαμονήν του εγνώρισε μοναχόν τινα Γρηγό ριον, τον οποίον επιστρέφων εις Κωνσταντινούπολιν έφερε μεθ’ εαυτού «και τη ευαγεστάτη μονή τη εν τω Ακρίτα δίδωσι, τοις εκείσε συναριθμήσας» (11). Επί του εικονομάχου βασιλέως Λέοντος Ε' του Αρμενίου ανήλθεν ο Μιχαήλ μετά του πατριάρχου Νικηφόρου και άλλων κληρικών εις τα ανάκτορα, όπου είχε καλέσει αυτούς ο βασιλεύς. Προέτεινε δε ούτος εις αυτούς να παρουσιάση ενώπιόν των αντι προσώπους των εικονομάχων και να διεξαχθή συζήτησις· αυτός δε ως μεσίτης ήθελεν ακούσει τας γνώμας αμφοτέρων και κρίνει ποίοι κατέχουν την αλήθειαν. Αλλ' ο Μιχαήλ μετά θάρρους και παρρησίας του απαντά : «Ει μεσίτης ει, δια τι ου ποιείς έργον μεσίτου; ότι τους μεν κρύπτεις εν τω παλατίω, και επισυνάγεις, και παροτρύνεις, άδειαν δίδως του διδάσκειν αυτούς τα ασεβή δόγματα· οι δε ουδέ επί ταις αμφόδοις τολμώσί τι φθέγξασθαι, πανταχού τοις προστάγμασί σου καταπτυσσόμενοι. Ουκ έστιν τούτο μεσιτείας αλλ’ η τυραννίδος γνώρισμα» (12). Ο βασιλεύς βλέπων ότι ο Μιχαήλ δεν ήτο δυνατόν να αλ λάξη φρονήματα εξώρισε τούτον τω 815 εις την Ευδοκιάδα (13) της Καππαδοκίας· κατόπιν συναντώμεν τούτον φρουρούμενον «εις εν των νησιών του κόλπου, της αγίας Γλυκερίας λεγόμενον» (14), και εις διαφόρους άλλους τόπους (15). Ούτω καταβεβλημένος εκ των κακουχιών, απέθανεν εν τη εξορία εις ηλικίαν άνω των ογδοή κοντα ετών(16) περί το 820 (17). (10) Ε. Π. Migne, τόμ. 100, σελ. 200. (11) Μανουήλ Ι. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Τεύχος Α', σελ. 49. (12) Επιτάφιος εις τον όσιον πατέρα ημών και ομολογητήν Νικήταν, συγγραφείς υπό Θεοστηρίκτου μαθητού αυτού μακαριωτάτου. Εν A.S. Avril, τόμ. 1, σελ. XXIX. (13) R. Ρ. Bollandi. Acta sanctorum. Maius, V, σελ. 258. (14) Επιτάφιος εις τον όσιον πατέρα ημών και ομολογητήν Νικήταν, συγγραφείς υπό Θεοστηρίκτου μαθητού αυτού μακαριωτάτου. Εν A.S. Avril, τόμ. I, σελ. XXXI, (15) Κατά τον Μέγαν Συναξαριστήν του Κωνστ. Δουκάκη (Μήν Μάϊος σελ. 418) ο Μιχαήλ εκτός της Ευδοκιάδος εξωρίσθη εις χώραν Αρεούς κα λουμένην και εις τόπον καλούμενον Ευραντίσια και Αλλαχού. (16) Μιχ. Ι. Γαλανού, Οι Βίοι Αγίων. Μην Μάϊος, σελ. 164. (17) Κρουμβάχερ Κ.—Σωτηριάδου Γ., Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτε χνίας, τόμ. Α’, σελ. 389.
Ο Μιχαήλ συνεδέετο στενώς μετά του Θεοδώρου Στουδίτου, ο όποιος έπαιζε σπουδαίον ρόλον κατά τους χρόνους της εικο νομαχίας, καταστάς περίφημος δια τους υπέρ των εικόνων αγώ νάς του· εκ των πολλών επιστολών τούτου σώζονται δύο, σχετι ζόμεναι με τον θάνατον του Μιχαήλ. Εις μίαν εξ αυτών, απευθυ νομένην εις τον ομόφρονά του Πέτρον τον Νικαίας, αφ' ενός μεν εκφράζει τον βαθύν πόνον και την λύπην της ψυχής του δια τον θάνατον του μακαρίου Πατρός, του οποίου εξαίρει τας αρε τάς, αφ' ετέρου δε παρέχει πληροφορίας πότε και πώς απέ θανεν ούτος. Η επιστολή αύτη έχει ως εξής: «Ήκουσε πάντως η ιερά σου ακοή το περί τον μακάριον και κοινόν Πατέρα ημών μητροπολίτην Συνάδων πάθος· και ωδύρατό σου η αγία ψυχή επ’ αυτώ τα εικότα· επεί και έτι του στεναγμού ουκ αποπαύσοι· ουδέ της οιονεί εκ της διχοτομίας γενομένης αλγηδόνος απολήξειεν. Αλλά δεύρο και παρ’ ημών, ώ τριπόθητε, διδάχθητι εναργέστε ρον ως αν και ημείς το οφειλόμενον χρέος τίσωμεν· και αυτός ιστορικώτερον επιγνούς τα κατ’ αυτόν ραστώνην τινά λάβοις εκ της εξηγορίας. Ω! ω! υγιαίνων ην ο πατήρ, τα συνήθη ενεργών της ανυποκρίτου αυτού αγάπης, και προς τους αδελφούς και Πα τέρας δεξιώσεως. Τις γαρ ο πλέον εκείνου φιλοξενίαν ασπαζόμε νος και θεραπεύων φιλομένους ; ον ουχί η επάλληλος των επι φοιτώντων παρουσία και επιμονή εδάμαζεν όσον ηνία μάλλον η σπάνις τούτων και παλινοδία. Και τι δει προς σε τον ευ ειδότα υποδειγματίζειν το λεγόμενον ; Εν ουν, ως είρηται εν τούτοις. Επεί δε παρήν η ημέρα της μετά την Πεντηκοστήν δευτέρας εορ τάσιμος, αναστάς από της εστιάσεως, ελήφθη πόνοις καταρροίας από της κεφαλής γενομένης επί τον σπόνδυλον και τους τόπους των μεταφρένων. Εφ' ω κινηθέντες οι ταπεινοί, εύρομεν αυτόν κάμνοντα τω όντι και διασαφούντα τας αιτίας της συμπτώσεως. Είτα επειδή υπεστρέψαμεν οίκοι, αύθις τη εξής παραγενόμενοι εύρομεν αυτόν έτι βαλλόμενον σφοδροτέραις αλγηδόσι και δια καεί πυρετώ· μόλις δυνηθέντα ημίν ηρέμα προσφθέγξασθαι· και την απόγνωσιν του ζην εν σαρκί αινιττόμενον. Τι το εξής; τη τρίτη ημέρα και δεσμοί της γλώττης πάμπαν, και ου μετ’ ου πολύ ο πικρός θάνατος. Αλλ' ημίν μεν, δια την στέρησιν του αγίου ανδρός, το πικράν ειρήσθω· εκείνω δε και πάνυ γλυκύ, δια το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι· ου τι αν είη μακαριώτερον; Έκειτο ουν ο μακαρίτης (καλόν γαρ και τούτο υπογράψας, ώσπερ τι ξένον θέαμα) αιδέσιμος τη όψει, αγγελοειδής τω σχήματι· της ενδημησάσης προς Κύριον ψυχής ώσπερ τινάς ηλιοειδείς χαρα κτήρος εναπομαξαμένης τω ιερώ σώματι, μεθ’ ου και εφ' ω λελά τρευκε τη αγία Τριάδι. Ηθροίσδη εξαπίνης όμιλος, ομού μεν μοναστών, ομού δε και μιγάδων, πολύς ότι μάλιστα περιεκέ χυτο εις αυτό ως ιερόν κειμήλιον αποβλέπων, ή μάλλον οικειό τερον ειπείν, ως έμπνουν και φωνείν δυνάμενον. Εχείτο δά κρυα των μεν αιδημόνων αψοφητί, των δε θεραπευτών εκρα γέστερον. Ούτως ουν συν ψαλμωδίαις ταις καθηκούσαις και επι κλήσεσιν ιεραρχικαίς παρεδόθη τω τάφω, καθ’ ον τρόπον ειώθει
ο μακάριος λειτουργείν Κυρίω· και γε προσετέθη ο Πατήρ τοις Πατράσιν, ο ομολογητής τοις ομολογηταίς, ο διδάσκαλος τοις δι δασκάλοις, ο υποφήτης τοις υποφήταις· προσθείημεν δ’ αν και ταύτα· ο εγκρατής τοις εγκρατέσιν, ο αγνός τοις φιλάγνοις, ο φιλόξενος τοις φιλοξένοις, ο μέτριος τοις μετριόφροσιν· ο πάντα τοις πάσιν ευ γεγονώς, καθ’ όσον οίόν τε, ίνα τους πάντας ή τους πλείονας κερδίση· αποστολικοίς κατορθώμασιν επειρειδό μενος. Και νυν ημείς μεν οι ταπεινοί ορφανικώς αποδυρόμενοι τον ως αληθώς και φιλοπάτορα και φιλάδελφον η δε κατ’ αυτόν εκκλησία, είτ’ ουν το μικρόν ποίμνιον, ηπορημένον λίαν, και ανα καλούμενον τον ποιμένα και Πατέρα, οία εικός νεοττούς» (18). Εις άλλην δε επιστολήν απευθυνομένην Αντωνίω επισκόπω γρά φει σχετικώς με τον θάνατον του Μιχαήλ τα εξής :«Γινώσκειν δε σε βουλόμεθα, ότι εις των λαμπτήρων απέστη προς Κύριον ούτος δη ο αγιώτατος Μητροπολίτης Συνάδων» (19). Ο Μιχαήλ ανήκει εις τους ασκητικούς συγγραφείς, συν τάκτας βίων αγίων (20)· εις αυτόν αποδίδεται «διήγησις των παμ μεγίστων θαυμάτων των Αγίων Αρχαγγέλων» (21). Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμην του την 23ην Μαΐου. Το πρόβλημα το οποίον ανακύπτει εκ της μελέτης του βίου του Αγίου τούτου, είναι ο κα θορισμός του τόπου του θανάτου αυτού. Εκ της πρώτης των ανω τέρω μνημονευθεισών επιστολών του Θεοδώρου Στουδίτου δυνά μεθα να καταλήξωμεν εις τινα συμπεράσματα. Κατ’ αυτήν, παρέ στησαν κατά τον ενταφιασμόν του Αγίου αφ' ενός μεν «... όμι λος... μοναστών... και μιγάδων πολύς», αφ' ετέρου δε αυτός ο Θεόδωρος Στουδίτης· αλλ' η επιστολή εγράφη κατά την τρίτην εξορίαν του Θεοδώρου, η οποία εγένετο εις τα εξής μέρη: Σμύρ νην, Μετώπην και Βονέταν (22). Επομένως δια τον καθορισμόν του τόπου του θανάτου του Μιχαήλ πρέπει να αναζητήσωμεν Μονήν τινα, ευρισκομένην πλησίον των τριών τούτων μερών. Β. X. ΑΪΒΑΛΙΩΤΗΣ Φ.Θ.
(18) Ε. Π. Migne, τόμ. 99, στ. 1612-1613. (19) Ε. Π. Migne, τόμ. 99, στ. 1629. (20) Α. Δ. Κυριακού, Εγχειρίδιον Πατρολογίας, σελ. 230. (21) Leonis Allatii. De scriptis Symeones Metaphrastaue diatriba. Εν Π. Migne, τόμ. 114, στ. 105. (22) Κρουμβάχερ Κ.—Σωτηριάδου Γ., Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτε χνίας, τόμ. Α', σελ. 293.
ΧΡΟΝΙΚΑ Αι ευχαί του Σεβ. Μητροπολί του. Επί τω Αγίω Πάσχα ο Σεβασμιώ τατος Μητροπολίτης ημών, απαντών εις τα υποβληθέντα αυτώ συγχαρη τήρια υπό του αιδεσ. Αρχιερατικού Επιτρόπου, του Ι. Κλήρου του Ι. Προσκυνήματος και της Επιτροπείας αυτού, απέστειλε το εξής τηλεγρά φημα : Πρωτοπρεσβύτερον Εμμ. Μυτιληναίον, Αρχιερατικόν Επίτροπον Αγιάσον
Χριστός ανέστη. Ευχαρι στούντες επευλογούμεν πάν τας πατρικώς. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ
Εγκαίνια νέων "Ιδρυμάτων. Τη 19η Μαΐου ε.έ. ετελέσθησαν εν πάση επισημότητι και εν συρροή πλήθους τα εγκαίνια του Γηροκο μείου Μυτιλήνης, του Παραρτήματος Λοιμωδών Νόσων του Β. I. Ν. και του «Οίκου Αδελφών» του αυτού Νοσοκομείου, οφειλομένων, ως γνω στόν, και τούτων εις την πρωτοβου λίαν του Σεβ. Μητροπολίτου ημών. Ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος, μη δυνηθείς ένεκεν απροόπτου κωλύμα τος να παρευρεθή, υπέβαλε τη Α.Σ. το εξής τηλεγράφημα: Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μυτιλήνην
Υποβάλλω ευλαβή υιϊκά συγχαρητήρια επί εγκαινι σμώ νέων Ιδρυμάτων, αξιο θαυμάστων έργων μεγα λουργού ποιμαντορίας υμε τέρας Σεβασμιότητος. Πρωτοπρεσβύτερος ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
Ο Πανοσ. Πρωτοσύγκελλος. Τη Κυριακή της Σταυροπροσκυνή σεως,καθώς και τη Κυριακή της Σαμα ρείτιδος, ετέλεσε την θ. λειτουργίαν εν τω Ι. Προσκυνήματι ο Πανοσ. Πρω τοσύγκελλος κ. Ιάκωβος, συμπαρα στατούμενος υπό του Ιερατείου του Προσκυνήματος, και ωμίλησεν επικαί ρως προς το πολυπληθές εκκλησία σμα.
Θείον κήρυγμα. Εν τω Ι. Προσκυνήματι εκήρυξαν τον θ. λόγον κατά την Αγίαν και Μεγ. Τεσσαρακοστήν ο αιδ. Πρωτο πρεσβύτερος Εμμαν. Γ. Μυτιληναίος και οι θεολόγοι καθηγηταί κ. κ. Περ. Φωτόπουλος και Παν. Κουτσουνάρης. — Εν τω ι. ναώ της Αγ. Τριάδος εκήρυξεν ανελλιπώς κατά Κυριακήν εν τη θ. λειτουργία ο θεολόγος κα θηγητής κ. Π. Φωτόπουλος. — Προς το παιδικόν εκκλησίασμα κατά τας μαθητικάς λειτουργίας της Δευτέρας εν τω ι. ναώ της Αγ. Τριά δος εκήρυξε καταλλήλως ο αιδ. Πρωτοπρεσβύτερος Εμμαν. Γ. Μυ τιληναίος. — Τη Μεγ. Παρασκευή τον θ. λό γον εκήρυξεν εν τω ι. ναώ της Αγ. Τριάδος ο θεολόγος καθηγητής κ. Κωνστ. Τζηρίδης.
Ιερά Εξομολόγησις. Πολλοί χριστιανοί εξ Αγιάσου και των λοιπών κοινοτήτων της περιφε ρείας προσήλθον εις το μυστήριον της ιεράς Εξομολογήσεως παρά τω πνευματικώ του Ι. Προσκυνήματος αιδ. Εμμ. Γ. Μυτιληναίω. Πολλοί προσήλθον το πρώτον εφέτος εις την Εξομολόγησιν.
— Ο αυτός επεσκέφθη την κοινό τητα Ασωμάτου επί Εξομολογήσει των πιστών τη Κυριακή των Βαΐων και ωμίλησεν επικαίρως εν τη ακο λουθία του εσπερινού.
Η θεία Ευχαριστία. Καθ’ όλην την Αγίαν και Μεγά ληνΤεσσαρακοστήν πολυπληθέστατοι χριστιανοί προσήλθον εις το μυστή ριον της θ. Ευχαριστίας, παραδει γματική δ’ υπήρξεν η τάξις μεθ’ ης και εις τας δύο λειτουργίας της τε Μεγ. Πέμπτης και του Μεγ. Σαββά του και κατά την αγίαν νύκτα της Αναστάσεως εκοινώνησαν κατά με γάλος μάζας οι πιστοί των Αχράν των μυστηρίων, — Οι μαθηταί του Ημιγυμνασίου και του Αστικού Σχολείου προσήλ θον εις την θ. Μετάληψιν μετά προη γουμένην Εξομολόγησιν εν τω Ι. Προσκυνήματι τω Σαββάτω του Λα ζάρου, ιερουργούντος του αιδ. Αρχιερατικού Επιτρόπου, όστις και ηρμήνευσε προς αυτούς την ανα γνωσθείσαν ευαγγελικήν περικοπήν. — Οι μαθηταί αμφοτέρων των Δη μοτικών Σχολείων προσήλθον εις την θ. Μετάληψιν κατά την Προηγιασμέ νην της Μεγ. Τετάρτης εν τω Ι. Προσ κυνήματι, ωμίλησε δε προς αυτούς επικαίρως ο αιδ. Αρχιερατικός Επί τροπος, παρ’ ω εξωμολογήθησαν προηγουμένως οι των δύο ανωτέρων τάξεων.
Κατηχητικά Σχολεία. Τα μαθήματα των Κατηχητικών Σχολείων, διακοπέντα επί ταις εορ ταίς του Αγ. Πάσχα, επανελήφθη σαν μετ’ αυτάς κανονικώς και συνε χίσθησαν καθ’ όλον τον μήνα Μάιον.
Η Μεγ. Εβδομάς. Αι ιεραί ακολουθίαι της Αγίας και Μεγ. Εβδομάδος, ων προέστη ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος, διε ξήχθησαν εν τω Ι. Προσκυνήματι
μετά της συνήθους σεμνότητος και ευταξίας. Πολλά των ιερών ασμάτων έψαλε χορός εκ μελών του Ανα γνωστηρίου, καταρτισθείς υπό των κ. κ. Ευστρ. X"Αποστόλου, καθηγη τού, και Χριστ. X"Παναγιώτου, δη μοδιδασκάλου, αμφοτέρων αποφοί των της Ριζαρείου Εκκλησ. Σχολής. Ο χορός οδτος έψαλε μελωδικώτατα και το περίφημον τροπάριον της Κασσιανής μετά προηγουμένην ανά λυσιν τούτου από του I. άμβωνος, γενομένην υπό του αιδ. Πρωτοπρεσβ. Εμμαν. Γ. Μυτιληναίου. Ο τελευ ταίος οδτος ωμίλησε τη Αγία και Μεγ. Παρασκευή κατά την ακολου θίαν των Βασιλικών Ωρών, διδάξας από του Αγίου Πάθους «πού δύνα ται να οδηγήση η αμαρτία και πού πρέπει να φθάνη η αρετή». — Μετά της αυτής τάξεως και ευ κοσμίας διεξήχθησαν αι Ιεραί ακο λουθίαι και κατά την νύκτα του Πά σχα, καθ’ ην πολυπληθείς χριστια νοί παρέμειναν μέχρι τέλους της θ. λειτουργίας.
Ο Εσπερινός της Αναστάσεως. Μεγαλοπρεπώς ετελέσθη και κατά το έτος τούτο την 10.30' π.μ. της Κυριακής του Πάσχα ο Εσπερινός της Αγάπης, καθ’ ον το Ευαγγέλιον ανεγνώσθη εις εξ γλώσσας. Ψαλλο μένων των Αποστίχων εγένετο η καθιερωμένη λιτανεία του Λαβάρου της Αναστάσεως, ήτις κατέληξενεις την εν τη αυλή του Ι. Προσκυνήμα τος εξέδραν, αφ' ης ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος ηυχήθη τα πρέ ποντα προς το παρακολουθήσαν πλή θος των πιστών και διένειμε τα πα σχαλινά ωά προς τους εκπροσώ πους των τοπικών Αρχών. — Μετά την Ιεράν ταύτην τελετήν ο αιδεσιμ. Αρχιερατικός Επίτροπος μετά του Προέδρου της Επιτροπείας του Ι. Προσκυνήματος κ. Θεμ. Μα καρώνη και άλλων μελών της Επι
τροπείας επεσκέφθη την υποδιοίκη σιν Χωροφυλακής και τον Αστυνο μικόν Σταθμόν, και ηυλόγησε την πασχαλινήν τράπεζαν των οργάνων της τάξεως.
Η Βασιλική εορτή. Τη Δευτέρα του Πάσχα, επί τη εορτή του Αγ. Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, αγομέ νης της επετείου του σεπτού ονόμα τος της A.Μ. του Βασιλέως ημών Γεωργίου του Β', ετελέσθη εν τω Ι. Προσκυνήματι η νενομισμένη πάνδη μος δοξολογία παρουσία των τοπι κών Αρχών, μετέχοντος όλου του Ιερατείου της Κωμοπόλεως. Καταλ λήλως ωμίλησεν ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος, όστις προέστη της τελετής. — Προς την εορτάζουσαν Βασιλι κήν Μεγαλειότητα ο Αρχιερ. Επί τροπος υπέβαλε τηλεγραφικώς τας ευχάς Κλήρου και Λαού. Η A.Μ. ευηρεστήθη ν’ απαντήση ως ακολού θως : Αιδεσιμώτατον Πρωτοπρεσβύτερον Εμμ. Μυτιληναίον, Αρχιερατικόν Επίτροπον Αγιάσον
Ευχαριστώ εγκαρδίως ά παντας. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ .
Εις το Σανατόριον. Ο αιδεσ. Αρχιερατικός Επίτρο πος, μετά πρόσκλησιν του Διευθυν του του Θεραπευτηρίου Λέσβου «Η Υγεία» ιατρού κ. Ευστρ. Αντωνίου, μεταβάς εις το Θεραπευτήριον τούτο τη Μεγάλη Δευτέρα μετά μεσημβρίαν, έξωμολόγησε πάντας τους εν αυτώ νοσηλευομένους, καθώς και τα μέλη του Προσωπικού του Θεραπευτηρίου, τη δ’ επομένη, Μεγάλη Τρίτη, τελέ σας την θ. Λειτουργίαν των Προη γιασμένων εκήρυξε τον θ. λόγον και μετέδωκεν αυτοίς των Αχράντων
Μυστηρίων. Τη Μεγάλη Παρασκευή ομοίως κληθείς ετέλεσεν αυτόθι τη 3 μ.μ. την Ακολουθίαν του Επιτα φίου και εδεήθη κατά την εντός του κτιρίου του Ιδρύματος λιτάνευσιν του ιερού Επιταφίου υπέρ των εν αυτώ νοσηλευομένων· εις το τέλος της ακολουθίας ωμίλησεν επικαίρως εν μέσω γενικής συγκινήσεως. Επί σης ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος ετέλεσεν αυτόθι την πρωΐαν της Κυ ριακής του Πάσχα την Ακολουθίαν της Αναστάσεως, παραμυθήσας και πάλιν δι’ ολίγων επικαίρων και θερ μών λόγων τους ασθενείς.
Πανηγύρεις εξωκκλησίων. Ετελέσθησαν αι πανηγύρεις των εξωκκλησίων 1) Αρχιστρατήγου Μι χαήλ Πενθίλης τη Δευτέρα της Δια καινησίμου, 2) Αγ. Γεωργίου τη Τρί τη της Διακαινησίμου, 3) Ταξιαρχών Καστελλίου τη Κυριακή των Μυρο φόρων, 4) Αγ. Ιωάννου Θεολόγου τη 8η Μαΐου και 5) Αγ. Κωσταντί νου και Ελένης τη 21η Μαΐου. — Ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτρο πος ετέλεσε την θ. λειτουργίαν εν τω πανηγυρίσαντι εξωκκλησίω των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης και εκήρυξε τον θ. λόγον εν τω εξωκκλη σίω του Αγ. Γεωργίου. Ο καθηγη τής κ. Π. Φωτόπουλος εκήρυξε τον θ. λόγον εν τω εξωκκλησίω του Αρ χιστρατήγου Μιχαήλ Πενθίλης.
Αγίασμα Ζωοδόχου Πηγής. Τη Παρασκευή της Διακαινησίμου ετελέσθη η καθιερωμένη πανήγυρις εν τω Αγιάσματι της Ζωοδόχου Πη γής «Καρυάς», ένθα μετεφέρθη εν λιτανεία η Ιερά εικών της Θεομήτο ρος από του Ι. Προσκυνήματος κατά τα από τριετίας καθιερωθέντα. Τον θ. λόγον εκήρυξεν ο αιδ. Αρ χιερατικός Επίτροπος, όστις προέ στη της ιεράς λιτανείας και του μετά
την θ. λειτουργίαν τελεσθέντος α γιασμού. — Κατά την θ. λειτουργίαν εμνη μονεύθη το όνομα του αειμνήστου Μεγάλου ευεργέτου Στεφ. Βρανίδου.
Έρανος Παναγίου Τάφου. Εντολή του Σεβ.
Μητροπολίτου
ημών διεξήχθη κατά την Μεγ. Εβδο μάδα έρανος υπέρ της επισκευής του τρούλλου του πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, συνελέγη δε πο σόν 10.000 δραχμών, όπερ παρεδόθη τη Ι. Μητροπόλει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», Σύγγραμμα περιοδικόν εκ διδομενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώ σεως Σμυρναίων. —Ο πρώτος τόμος του αξιολογωτάτου τούτου έργου, ούτινος η έκδοσις συντελείται υπό επιτροπής προεδρευο μένης υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. κ. Ιακώβου, εξεδόθη τω 1938 εν Αθήναις, εκυκλοφόρησε δ’ ήδη και ο δεύτε ρος αυτού τόμος (1939), επίσης εν Αθήναις λίαν φιλοκάλως εκδε δομένος. Οι εκδόται των «Μικρασιατικών Χρονικών», ως εν τω προλόγω του Α' τόμου χαρακτηριστικώτατα γράφει ο Σεβ. Μητρο πολίτης Μυτιλήνης, προέβησαν εις την ανάληψιν του ουχί ευκόλου τούτου έργου, διότι δεν επιθυμούν «ν’ αφήσωσι να ριφθή εις λήθην ο πολυμερής και πολυσύνθετος Μικρασιατικός πολιτισμός, μηδέ ν’ αλλοιωθώσι τα κατά την ιστορίαν αυτού από γε της παρόδου του χρόνου», ενθαρρύνεται δ’ εις την συνέχισιν του έργου εκ της προθυμίας και του ζήλου, «ον συνήντησαν πανταχού και παρά πάσιν, όπου δήποτε και αν απετάθησαν οι αναλαβόντες το έργον». «Τοιουτοτρόπως το καταρτιζόμενον ήδη Μικρασιατικόν αρχείον πλουτίζεται οσημέραι δαψιλώς και εντός ολίγου χρονικού διαστήματος θα περισυλλεγή εκεί υλικόν παντός είδους λαογρα φικόν και επιστημονικόν άξιον λόγου, αν κρίνη τις εκ των συγ κεντρωθέντων μέχρι σήμερον στοιχείων». Απλή επισκόπησις των περιεχομένων των εκδοθέντων δύο τόμων δύναται να παράσχη εις τον αναγνώστην την έννοιαν της εκτάσεως και της σημασίας του έργου των «Μ. X.». Εις ταύτα συνειργάσθησαν ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος (τόμ. Α' σελ. 35 εξ. Η Μ. Ασία ως κέντρον της δράσεως του Αποστ. Παύλου), ο Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. κ. Ιάκωβος (τόμ. Α' σ. 1, Πρόλογος άνευ τίτλου), ο Πανοσ. Αρχιμ. Κύριλλος Ζαχόπουλος (τόμ. Α' σ. 280, Αρραβώνες και γάμοι εν τω νομώ Αϊδινίου· (τόμ. Β' σ. 357, Η διαδικασία του διαζυγίου εν Μ. Ασία), ο Πανοσ. Πρωτοσ. Κύριλλος Ψύλλας (τόμ. Β' σ. 117, Απομνημονεύματα κληρικού), οι Καθηγηταί του Πανεπιστημίου κ. κ. Κ. Άμαντος (τόμ. Β' σ. 49, Άγνωστον αφιέρωμα του Νικηφόρου Κρήτης εις μονήν της Φωκαίας), Νικ. Βέης (τόμ. Α' σ. 193, Συμβολή εις τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης· τόμ. Β' σ. 1, Επιστολαί Κωνστ. Κούμα
και Αδαμ. Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην· τόμ. Β' σ. 38, Μικρά συμβολή εις την λογοτεχνικήν βιβλιογραφίαν της Σμύρνης κατά τον ΙΘ' αιώνα), Δημ. Μπαλάνος (τόμ. Α' σ. 58, Ο Σμύρνης Πολύκαρπος), Στ. Σεφεριάδης (τόμ. Α' σ. 54, Η Σμύρνη κατά την επανάστασιν του 1821), Λεων. Φιλιππίδης (τόμ. Β' σ. 110, Τα «προνόμια» και η ελληνική ορθόδοξος κοινότης Σμύρνης), ο Μέ γας Χαρτοφύλαξ και ακαδημαϊκός κ. Μανν. Γεδεών (τόμ. Α' σ. 63, Λεόντιος ο Καισαρεύς· τόμ. Β' σ. 263, Διαθήκη Μαξίμου μονα χού, κτίτορος της ενΛυδία μονής Κοτινής), και οι κ. κ. Σπ. Μαρι νάτος (τόμ. Α' σ. 72, Η Κρήτη και ο χεττιτικός Μικρασιατικός κόσμος κατά την β' χιλιετηρίδα προ Χριστού), Α. Σ. Αναστασιάδης (τόμ. Α' σ. 90, Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης), Γ. I. Αναστασιά δης (τόμ. Α΄ σ. 116, Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνι κήν αναγέννησιν σ. 230, Σπασμένη Μπιστόλα), Αντ. Ι. Αθηνο γένης (τόμ. Α' σ. 137, Το Ομήρειον Παρθεναγωγείον της Σμύρ νης), Σωκρ. Σολομωνίδης (τόμ. Α' σ. 159, Η Σμύρνη προ δύο αιώνων), Γ. Κ. Υπερίδης (τόμ. Α' σ. 175, Η κοινωνία της Σμύρ νης προ 70 ετών), I. Παπαγιαννόπουλος (τόμ. Α' σ. 193, Το Ρε μπελιό του 1797), Σύλβιος (τόμ. Α' σ. 268, τόμ. Β' σ. 367, Λαογραφία Σμύρνης, Γητειές και ξόρκια), Βασίλ. Δεληγιάννης (τόμ. Α' σ. 287, Το εν τη περιφερεία Προύσης χωρίον Κουβούκλια· τόμ. Β' σ. 400, Το χατζηλήκι στα Κουβούκλια Προύσης), Λεων. Πολυδ. Κυβετός (τόμ. Α' σ. 394, Χρονικόν βραχύ του Βουρνόβα· τόμ. Β. σ. 462, Παραλειπόμενα εις Χρονικόν του Βουρνόβα), I. Γεωργίου (τόμ. Α' σ. 413, Η εν Καππαδοκία Νέβσεχιρ· τόμ. Β' σ. 63, Η φυλε τική εξέλιξις εν Μικρά Ασία), Αλέξ. Μπενάκης (τόμ. Α' σ. 471, Βιογραφ. σημειώματα. Οικογένεια Λέτρη), Κ. Α. Ψάχος (τόμ. Β' σ. 50, Η ελληνική παιδεία και η μουσική εν τη Μικρά και τη άλλη Ασία), Κ. Γ. Κωνσταντινίδης (τόμ. Β' σ. 92, Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν), I. Μαγκριώτης (τόμ. Β' σ. 133, Ο διδάσκαλος εν Μ. Ασία), Αδαμ. Ν. Διαμαντόπου λος (τόμ. Α' σ. 3, Ο εν Μ. Ασία Ελληνικός Πολιτισμός· τόμ. Β' σ. 148, Βασίλειος Μητροπολίτης Σμύρνης), Γ. Βαλέτας (τόμ. Β' σ. 199, Σελίδες από την πνευματικήν ιστορίαν της Σμύρνης), Β. Αδαμαντιάδης (τόμ. Β' σ. 292, Σελίδες τινές εκ του κοινοτικού βίου των τελευταίων δεκαετηρίδων της Προύσης), Σόλων Βέρας (τόμ. Β' σ. 319, Οι Έλληνες ιατροί της Σμύρνης), Β. Κ. Βασιλειά δης (τόμ. Β'σ. 391, Ήθη και έθιμα Κυδωνιών), και Ν. Μηλιώρης (τόμ. Β' σ. 421, Βουρλά και Βουρλιώτες). Εκάστου τό μου προτάσσεται λεπτομερής «Βιβλιογραφία» των εν αυτώ ανα φερομένων συγγραφών, επιτάσσεται δ’ αυτού «Αλφαβητικόν Ευρετήριον» και περιέχονται εν αμφοτέροις τοις τόμοις πολλαί διασαφητικαί εικόνες και χάρται, ων πίνακες εύρηνται εις την αρχήν εκάστου εξ αυτών. Ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών και οι φιλογενείς και φιλό μουσοι συνεργάται της Α.Σ. δύνανται να είναι υπερήφανοι δια το ωραίον και από πάσης απόψεως χρησιμώτατον εις το έθνος και εις τον καθόλου πολιτισμόν έργον των, την
επιτυχή δε συνέχισιν αυτού εγγυάται ασφαλώς η επί κεφαλής αυτού παρουσία του Σεβ. Μυτιλήνης Ιακώβου, όστις, τυγ χάνων και αυτός Μικρασιάτης — ως ο ίδιος γράφει — και υπη ρετήσας εν Σμύρνη ως Αρχιδιάκονος της Ι. Μητροπόλεως και κα θηγητής του Ομηρείου και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου, και είτα ως Επίσκοπος βοηθός του αειμνήστου Μητροπολίτου Σμύρ νης Βασιλείου υπό τον τίτλον «Χριστουπόλεως», συνεδέθη ψυχι κώς «προς την πολυύμνητον Σμύρνην και την όλην Μικρασίαν, ης οφθαλμός και αγλάισμα υπήρχεν η τετιμημένη της Ιωνίας πρωτεύουσα». Μητροπολίτου Αθηναγόρα, του από Μεγ. Πρωτοσυγκέλλων, Φως από τα βάθη των υδάτων. Φυλλάδιον δεύτερον. Πλωμάριον Μυτιλήνης 1938.— Ο Σεβ. συγγραφεύς παρέχει δια της μελέτης του ταύτης, άνατυπωθε(σης εκ του «Ποιμένος» της Ι. Μητροπό λεως Μυτιλήνης, την πιθανωτέραν παραγωγήν της ονομασίας της δευτέρας πόλεως της Λέσβου. Η μελέτη «αφιερούται τω πολυφι λήτω εν Χριστώ αδελφώ Μητροπολίτη Μυτιλήνης και Πλωμαρίου και Εξάρχω Πάσης Λέσβου Κυρίω Ιακώβω, Ιεράρχη όντως ναμα τοδότη, νέω πολιστή της Μυτιλήνης δια των μεγάλων αυτού ευεργετικών, φιλανθρωπικών και ανθρωπιστικών καταστημάτων, δι’ ων ούτος ατρύτοις πόνοις καθ’ εκάστην κοσμεί αθορύβως την πρωτεύουσαν του θρόνου αυτού, αλλά και την όλην επαρχίαν, αναδειχθείς εν τούτω ανώτερος πάντων των Ιεραρχών της Εκκλη σίας, μετά στοργής, τιμής και εγκαρδίου αδελφικής αγάπης». Μητροπολίτου Αθηναγόρα του από Μεγ. Πρωτοσυγκέλλων, Φως από τα βάθη των υδάτων. Φυλλάδιον πέμπτον. Ερμηνευτι κόν σημείωμα επί δύο δυσνοήτων χωρίων της Καινής Διαθήκης. Αθήναι 1939.—Ο ανεξάντλητος και ακαταπόνητος εργάτης των θεολογικών γραμμάτων, ο γεραρός Μητροπολίτης πρώην Παραμυ θίας κ. κ. Αθηναγόρας εν τη λίαν εμπεριστατωμένη ταύτη μελέτη παρέχει νέαν όλως πρωτότυπον και αξίαν ιδιαιτέρας προσοχής ερμηνείαν των χωρίων Ιωάνν. θ’ 8 («νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος») και Α' Κορινθ. ι΄ 4 («έπι νον εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χρι στός»), άτινα σχετίζει προς άλληλα ο Ιερός Χρυσόστομος. Μητροπολίτου Λαοδικείας Δωροθέου, Η Μαρία της Ευαγγε λικής Περικοπής της Παναγίας. Ισταμπούλ 1938.—Του αυτού, Λόγος εις την Μεγάλην Παρασκευήν, εν ΚΠόλει 1938. — Με την ιδιάζουσαν εις αυτόν ποιητικότητα και χάριν, με την οποίαν γνω ρίζει να εξωτερικεύη τον πάμπλουτον εσωτερικόν του κόσμον ο ευφραδέστατος συγγραφεύς του «Γραμμένου Λόγου», μάς δίδει δύο ακόμη υπέροχα δείγματα της πνευματικότητος του και της θαυμασίας τέχνης του. Η ανάγνωσις των έργων του Σεβ. Λαοδι κείας αποτελεί πραγματικόν ψυχικόν λουτρόν. Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, Ακμή και παρακμή εν τη Εκκλη σία. Προεδρικός λόγος εκφωνηθείς εν τη πανηγυρική συνεδρία της
30ής Δεκεμβρίου 1939 (ανάτυπον εκ των Πρακτικών της Ακα δημίας Αθηνών). —Μετά της διακρινούσης αυτόν ευστοχίας και εναργείας ο Πρόεδρος της Ακαδημίας κ. Δημήτριος Σ. Μπαλά νος εν πάση χριστιανική αντικειμενικότητι και επιστημονική ειλη κρινεία εξετάζει δια της μελέτης του ταύτης τα αίτια της εν τη Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά περιόδους παρα τηρουμένης ακμής και παρακμής, και συνιστά επί τη βάσει του γνησίως ορθοδόξου πνεύματος την διάκρισιν του εν τη θρησκεία ουσιώδους από του επουσιώδους και παρεμβλήτου, την οποίαν δύναται να επιτύχη ο μελετών την εποχήν της ακμής της Εκκλη σίας και «προς τούτο—λέγει —έχομεν ανάγκην κλήρου αληθώς με μορφωμένου και ισταμένου εις το πνευματικόν επίπεδον των λοι πών επιστημόνων». Καθορίζει δ’ως εξής την έννοιαν της μορφώ σεως ταύτης του ιερού κλήρου : «Λέγοντες δε μόρφωσιν, δεν εν νοούμεν μόνον την απόκτησιν θεωρητικών γνώσεων, αλλά κυρίως την ορθήν κατανόησιν του αληθούς χριστιανικού πνεύματος και της ουσίας του Χριστιανισμού, προ παντός δε την μόρφωσιν όντως χριστιανικού ήθους και χαρακτήρος, ως και σθένους μετά συνέ σεως προς διακήρυξιν της αληθείας άνευ ταπεινών υπολογισμών, υστεροβουλιών και ανθρωπαρεσκειών». Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, τακτικού Καθηγητού της Πατρολο γίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, Ακαδημαϊκού, Η Ελληνική Εκκλησία και αι σχέσεις της προς τας άλλας Εκκλησίας (ανα τύπωσις εκ της επιστημ. επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής 19391940).—Η μελέτη αύτη ανεκοινώθη υπό του σοφού Καθηγητού εν τη εν Sondershausen της Γερμανίας Ακαδημία του Λουθήρου τη 18η Αυγούστου 1938 και εδημοσιεύθη το πρώτον γερμανιστί εν τω περιοδικώ «Zeitshrift Fuer Systematische Theologie» (έτος 1938, σελ. 227 κ.ε.). Εν αυτή, αφ' ου πρώτον παρέχει ο σ. χάριν των ετε ροδόξων ακροατών του «εξηγήσεις δι’ εσφαλμένας τινάς αντιλή ψεις, αίτινες υπάρχουν εν τη Δύσει περί της Εκκλησίας μας», διαγράφει ακολούθως τας προς τας ετεροδόξους Εκκλησίας σχέ σεις της ημετέρας και καθορίζει ότι «ορθοδοξία και προτεσταν τισμός εννοούνται καλλίτερον και αι σχέσεις αυτών διεπλάσθη σαν φιλικώτερον ή μεταξύ ορθοδοξίας και καθολικισμού», προς τον τελευταίον διανοιγέντος «βαθέος χάσματος» ιδία από της επισήμου καθιερώσεως του δόγματος του παπικού αλαθήτου. Περί του έργου της ενώσεως των Εκκλησιών προκειμένου ο σ. εκθέτει και ενταύθα την και άλλοθεν γνωστήν ορθοτάτην γνώμην του, καθ’ ην, ενώ την «εν τη κυρία σημασία της λέξεως ένωσιν των Εκκλησιών θεωρεί τουλάχιστον υπό τας σημερινάς συνθήκας και την σημε ρινήν νοοτροπίαν αδύνατον», εν τούτοις «πάση δυνάμει δέον να επιδιωχθή η επίτευξις συνεργασίας των Εκκλησιών επί ηθικού και κοινωνικού πεδίου», διότι «η συνεργασία αύτη θα γνωρίση τας Εκκλησίας καλλίτερον μεταξύ των, θα τας προσεγγίση, θα μειώση την σημασίαν των διαφορών και τότε θα προκύψη βαθμηδόν μία πραγματική αδελφωσύνη πάντων των χριστιανών». Η ωμή ειλη
κρίνεια μεθ’ ης ο σ., ως αληθής ερμηνευτής του ορθοδόξου ελλη νικού πνεύματος, αντιμετωπίζει τα πράγματα, είναι η καλλιτέρα συμβολή εις το έργον της συνεννοήσεως των Εκκλησιών. Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, Λόγος περί του έργου του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χρυσάνθου κατά την δεξίωσιν αυτού ως τακτικού μέλους της Ακαδημίας εν τη συνεδρια της 10 Φεβρουαρίου 1940 (ανάτυπον εκ των Πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών IE΄ 1940).— Εις την δια του θανάτου του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου κενωθείσαν θέσιν τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών εξελέγη επαξίως ο και εν τη Αρχιεπισκοπή Αθηνών και Πάσης Ελλάδος διάδοχος αυτού Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. κ. Χρύσανθος Φιλιππίδης, γενό μενος επισήμως εν αυτή δεκτός τη 10η Φεβρουαρίου 1940. Μετά τον κ. Πρόεδρον της Ακαδημίας, εκθέσαντα τα του βίου και της ποιμαντικής δράσεως του νέου ακαδημαϊκού, περί του συγγραφι κού του έργου ωμίλησεν ο ακαδημαϊκός κ. Δημ. Σ. Μπαλάνος εντολή της ακαδημαϊκής συγκλήτου. Μετά περιεκτικήν εξέτασιν του περισπουδάστου συγγράμματος του Μακαριωτάτου «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», όπερ ο ομιλητής εχαρακτήρισεν ως «προϊόν μακροχρονίων μελετών και μόχθων», εξ ου καταφαίνεται «η εξαίρετος φιλοπονία, ευρυμάθεια και υγιής κρίσις του συγγρα φέως» (σ. 3), ο κ. Δ. Μπαλάνος εξήτασε και τα «σπουδαιοτάτης σημασίας άρθρα», τα οποία κατά καιρούς προήλθον εκ του καλά μου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου και τα οποία ευρίσκον ται κατεσπαρμένα εις διάφορα περιοδικά και δη εις την «Εκκλησ. Αλήθειαν», το επίσημον όργανον του Οικουμ. Πατριαρχείου, του οποίου ο Μακ. ήτο εις των συντακτών από του 1911, εις το υπ' αυτού ιδρυθέν και κατά τα έτη 1916—1917 εκδιδομενον εβδο μαδιαίον εν Τραπεζούντι περιοδικόν «Οι Κομνηνοί», εις το εν ΚΠόλει από του 1932 εκδιδόμενον επίσημον δελτιον του Πατριαρ χείου «Ορθοδοξία» και εις το επίσημον δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία», ως και εις το «Αρχείον Πόντου», όπου και εσχάτως εδημοσίευσε μετά προλεγομένων ανέκδοτον έργον του Βησσαρίωνος «προς την σύνοδον ή περί των καθ’ ημάς». Τα άρθρα ταύτα είναι «ποικίλου περιεχομένου και διαφόρου ύλης, ου μόνον εκκλησιαστικής, θρησκευτικής και θεολογικής, αλλά και εις ιστο ρικά, εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά ζητήματα ανα φερόμενα, έτι δε λόγοι, νεκρολογίαι και βιβλιοκρισίαι» (σ. 4). Εκ των άρθρων τούτωνιδιαιτέρως εξετάζονται ενταύθα τα αναφερό μενα εις την κατάστασιν του Κλήρου (σ. 5), εις την έξαρσιν των αγαθών της υγιούς θρησκευτικότητος, διακρινομένης από της δεισιδαιμονίας (σ. 6), εις τας σχέσεις της Εκκλησίας μας προς την Αγγλικανικήν Εκκλησίαν (σ. 7), εις το περί του δευτέρου γάμου των κληρικών, το περί εγγάμων αρχιερέων ζήτημα (σ. 8), και εις το περί της εκκλησιαστικής μουσικής ζήτημα (σ. 9). Εν τέλει συμπεραίνει ο ρήτωρ: «εννοεί άριστα ο Μακαριώτατος ότι η Εκκλησία δεν είναι ακίνητον τι όλον και ότι δεν δύναται αύτη
να αδιαφορή προς την εξέλιξιν της κοινωνίας, της επιστήμης και της πνευματικής καθόλου ζωής, ουδέ προς το πνεύμα του αιώνος και τας περιστάσεις, αλλ' ότι τουναντίον οφείλει να εναρμονίζη εαυτήν προς την σύγχρονον ζωήν, με ευρύτητα αντιλήψεων, καίτοι πας τις πρέπει να έχη υπ' όψει, ότι εις πάσαν αγαστήν προσπάθειαν διορθώσεως ή ανακαινίσεως θα ανθίσταται εκά στοτε η αμάθεια, ως και αι κακαί έξεις, προλήψεις, δυσπιστίαι και συμφέροντα». Το συμπέρασμα τούτο του κ. Δ. Μπαλάνου αποτελεί αναμφιβόλως το άριστον εγκώμιον του σεπτού Πρωθιε ράρχου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Καθηγητού του Κανονικού Δικαίου και της Ποιμαντικής (Προέδρου της Εφορείας του Πανεπιστημια κού Ναού). Ο Πανεπιστημιακός Ναός της Υ. Θ. της Καπνικα ρέας. Ανάτυπον εκ της επιστ. Επετηρίδος της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστ. Αθηνών (1937). Εν Αθήναις 1938.— Ο πολλά μο χθήσας δια τε την απόκτησιν και δια την οργάνωσιν πανεπιστη μιακού ναού και έτι μοχθών δια την ολοένααρτιωτέραν εμφάνισιν του ως τοιούτου ορισθέντος βυζαντινού ναού της Υ. Θ. της Κα πνικαρέας, μετ’ αληθούς στοργής εκθέτει τα κατά την οργάνωσιν και την μέχρι σήμερον ανάλογον προς τον σκοπόν του διαρρύ θμισιν του ναού τούτου. Η απόκτησις ιδίου πανεπιστημιακού ναού όχι μόνον δια τας πρακτικάς ασκήσεις των φοιτητών της θεολο γικής σχολής, αλλά, προ πάντων, ως κέντρου χριστιανικής πνευμα τικής ζωής μεταξύ της σπουδαζούσης νεότητος, απετέλεσε το όνειρον πολλών γενεών καθηγητών και φοιτητών, αρμόζει δε πας έπαινος και πάσα τιμή εις τους δυνηθέντας να καταστήσωσι πρα γματικότητα το παλαιόν τούτο όνειρον και μεταξύ τούτων πρώ τος δικαιούται επί τούτω να σεμνύνηται ο σεβαστός Καθηγητής κ. Αμ. Σ. Αλιβιζάτος, εις την στοργήν του οποίου οφείλεται και η παρούσα μελέτη.
Κωνστ. Δ. Παπαδημητρίου, Καθηγητού της Μουσικής εν τη Ριζαρείω Σχολή, Ο Ιωάννης Θ. Σακελλαρίδης και το παρ’ ημίν μουσικήν ζήτημα (ανάτυπον εκ του περιοδικού «Εκκλησία»). Εν Αθήναις 1939.—Σπουδαιοτάτη συμβολή εις την ερμηνείαν και κατανόησιν του πολυτίμου έργου του πολυκλαύστου μουσικοδι δασκάλου αοιδίμου Ιωάνν, Θ. Σακελλαρίδου. Ο σ. εξετάζει μετά πάσης ευσυνειδησίας και αντικειμενικότητος εν πρόσωπον και εν έργον, τα οποία υπήρξαν και εξακολουθούν έτι να είναι «σημεία αντιλεγόμενα». Ακριβώς δε αι αρεταί αύται καθιστώσι λίαν πολύτιμον την προκειμένην μελέτην, αποτελούσαν σπουδαίον τίτλον τιμής δια τον συγγραφέα της.
Εκδότης—Διευθυντής ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος Κατοικία εν Αγιάσω
Τυπογραφεία “ΠΡΩΪΝΗΣ,,