ΑΓΙΑ
ΣΙΩΝ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑΣΩ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ κ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΕΤΟΣ Δ’
ΑΡΙΘΜ. 6-7-8
ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1940
Πρωτοπρεσβύτερος
ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
(+)
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ AΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (ΣΗΜΕΙΏΜΑΤΑ)
[2]
Ταύτα εγένοντο κατά το 727· ώστε μέχρι του χρόνου εκείνου ήλπιζεν ο Λέων ν’ αποσπάση την συναίνεσιν του Πατριάρχου και μη τυχών τούτου, ανευλαβέστατα εφέρετο προς αυτόν. Τι ερρέθη εν νέα συνδιαλέξει μεταξύ Πατριάρχου και Αυτοκράτορος αγνοού μεν, ο δε παρά του Θεοφάνους αναγραφόμενος διάλογος, ως ορθώς παρατηρεί ο Παπαρρηγόπουλος, είνε μεταγενεστέρας εφευ ρέσεως, διότι τω όντι δεν ήτο δυνατόν ν’ αγνοή ο Πατριάρχης το βαπτιστικόν του Βασιλέως όνομα. Ως βέβαιον μόνον δυνάμεθα να θεωρήσωμεν το γεγονός ότι μετά την συνέντευξιν ταύτην ο Αυτοκρά τωρ, ζητών εκ παντός τρόπου ν’ απαλλαγή του Πατριάρχου, προσεπάθει να εύρη πρόφασιν ενοχοποιούσαν αυτόν, «ίν’ ως φα τριαστήν και ουχ ως ομολογητήν καθέλη του θρόνου». Εκ τού του δε συνασπιστής του Αυτοκράτορος παρέστη ο σύγγελος του Πατριάρχου Αναστάσιος, εικονομάχος κληρικός, εις αντιμι σθίαν παρά του Αυτοκράτορος βραδύτερον καταλαβών τον Πατριαρχικόν θρόνον. Ο Αυτοκράτωρ, παρασκευάσας καταλλή λως το ζήτημα, θέλων όμως να περιβάλη την παραίτησιν του Πατριάρχου δια νομιμότητος, τη 7η Ιανουαρίου 730 συνεκάλεσε «Σιλέντιον κατά των αγίων σεπτών εικόνων», ως λέγει ο Θεο φάνης (1), κατά τας πληροφορίας δε του Πατριάρχου Νικηφόρου συνήθροισε πολύν λαόν, όπερ σημαίνει ότι ο λαός της βασιλευού σης, αρκούντως ήδη αποδεχόμενος τας εικονομαχικάς ιδέας, εχρη σιμοποιείτο υπό των εικονομάχων εις επιτυχίαν των βουλευμά των αυτών. Ούτω δε, καλέσας τον Πατριάρχην εις το συμβούλιον τούτο, εν τω οποίω απεφασίσθη η καθαίρεσις των εικόνων, πρου βάλλετο αυτώ δίλημμα ή να υπογράψη των εικόνων την καθαίρε σιν ή να υποστή δίκην επ' εγκλήματι καθοσιώσεως ως φατρια (*) Συνέχεια από σελ. 41. (1) Σελ. 629.
στής, ως υποκινών τα πλήθη κατά του Αυτοκράτορος. Ο άγιος Πατριάρχης εξελέξατο την μέσην οδόν «απετάξατο την αρχιερω σύνην, επιδούς το ωμοφόριον και ειπών μετά πολλούς διδασκαλι κούς λόγους· εάν ειμι Ιωνάς βάλλετέ με εις την θάλασσαν, χωρίς γαρ οικουμενικής Συνόδου καινοτομήσαι πίστιν αδυνατώ, βασι λεύ». Και ούτω παρητήσατο του θρόνου ο άγιος Πατριάρχης μετά 14 ετών πατριαρχείαν, απήλθε δε εις τον εν Πλατωνίω πατρικόν οίκον, ένθα μετ’ ολίγα έτη, εκατοντούτης περίπου, απέθανε και ετάφη εν τη Μονή της Χώρας, η δ’ Εκκλησία γεραίρει την μνήμην αυτού τη 12η Μαΐου. Τινά των συγγραμμάτων αυτού υπό των εικονομάχων κατεστράφησαν, αλλά και τα σωζόμενα ολίγα μαρ τυρούσιν ότι ήτο έξοχος θεολόγος και ρήτωρ· αι επιστολαί αυτού είνε πολύτιμος πηγή, ως είδομεν, προς γνώσιν της αρχής της εικονομαχίας, απέναντι της οποίας ετήρησε στάσιν αξίαν της με γάλης αυτού φρονήσεως και της επιεικείας, άμα δε και του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας. Εν Πλατωνίω έτι ευρισκόμενος, εξηκο λούθει δια συγγραμμάτων αγωνιζόμενος υπέρ της Εκκλησίας. Υπήρξεν ο πρώτος απολογητής της Ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας και ως εκ τούτου έχει εξαιρετικήν σημασίαν, διότι μέχρι της στιγμής ταύτης ωρισμένη διδασκαλία δικαιολογούσα την προσκύνησιν των εικόνων δεν υπήρχεν υπήρχε μόνον η παράδο σις και το ιερόν έθος. Ως εκ τούτου και οι πρώτοι απολογηταί της Ορθοδοξίας ευρέθησαν εις δύσκολον θέσιν, τούτο δε ωφέλησε λίαν τους εικονομάχος. Κατά τον Άγιον Γερμανόν, αι εικόνες χρησιμεύουσιν ίνα δι’ αυτών εκφράζωμεν την αγάπην ημών, ην δικαίως τρέφομεν προς τους αληθείς δούλους του Κυρίου. Το θετικόν τούτο επιχείρημα είνε απλούν και ισχυρόν. Αι εικόνες χρησιμεύουσι προς χειραγωγίαν των μη δυναμένων να εξαρθώσι μέχρι του ύψους της πνευματικής θεωρίας, των εχόντων δηλ. ανάγ κην απτών παραστάσεων. Αι εικόνες των αγίων υπομιμνήσκουσι τον ενάρετον αυτών βίον και προκαλούσι την μίμησιν. Επί πλέον αι άγιοι εικόνες επιτελούσι θαύματα, άπερ ου μικρόν συντελούσιν εις την ευσέβειαν, και, τέλος, μακράς χρόνος καθώρισε το έθος τούτο της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, η δ’ εξαφάνισις αυ τών δεν ήτο ακίνδυνος. Εις ταύτα τα σημεία περιορίζεται η απο λογία του Πατριάρχου Γερμανού, εξ αυτών δ’ εννοούμεν ότι λίαν ασθενής ήτο η απολογία υπέρ της Ορθοδοξίας. Αι πρώται ενέργειαι κατά της προσκυνήσεως των αγίων εικό νων μετά την παραίτησιν του Πατριάρχου Γερμανού και ή απολογία Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο Πατριάρχης Γερμανός, εφησυχάζων εν Πλατωνίω και προφητικώ όμματι προβλέπων την κατίσχυσιν του αγαθού, έλεγεν: «Ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, μετά γαρ τον σάλον και την κρατούσαν νυν ατα ξίαν, ευ οίδα, ότι η αιθρία της αυτού αγαθότητος επιλάμψει φαεινέ στερον και του περικειμένου χειμώνος τον λαόν αυτού κλυδωνι ζόμενον εξελείται ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ου γαρ το
σούτον ριζωθήσεται ή κακία ως της αγαθής υπερισχύσαι δυνά μεως», αλλ' η Εκκλησία έπρεπε να υποστή τους αγώνας, ους υφίσταται εν τοιούτοις ζητήμασι. Διάδοχος του Αγίου Γερμανού εξελέγη ο Αναστάσιος, τέως πρωτοσύγγελος αυτού, συνεργάτης δε του Λέοντος, προχειρι σθείς τη 23η Ιουνίου. Οποία δε κατάστασις εδημιουργήθη εν τη Εκκλησία έκτοτε, υποδεικνύει ο Πατριάρχης Νικηφόρος, λέγων εν τη ιστορία αυτού «εξ εκείνου τοίνυν πολλοί των ευσεβούντων, όσοι τω βασιλείω ου συνετίθεντο δόγματι, τιμωρίας πλείστας και αικισμούς υπέμειναν». Καν έτι η λέξις «δόγμα» εν τω χωρίω τούτω δεν σημαίνει διάταγμα εκδοθέν υπό του Αυτοκράτορος Λέοντος, ουχ ήττον βα σιμώτατα δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι το πρώτον κατά Ιανουά ριον του 730 εξέδοτο ο Λέων διατάγματα κατά των αγίων εικό νων και έκτοτε ήρξατο επισήμως η εικονομαχία. Έκτοτε επέτεινε τον διωγμόν, ον περιγράφει ο Γερμανός, «κίν δυνος ουχ ο τυχών, έλεγεν, αλλά λίαν ολέθριος πάσαν σχεδόν την οικουμένην εμπεριείληχε, πλείστων ιερέων και λαϊκών, περισ σοτέρως δε των μοναχικώ ασκουμένων τάγματι θεοσεβεστάτων ανδρών, μεταναστών των οικείων γεγενημένων, και εν εξορία και γυμνητεύσει μετά και των του σώματος αφαιρέσεως μελών εις διασποράν και ερήμωσιν παραπεμφθέντων... Και έμπαλιν τα της θείας θυσιαστηρίας των σεβασμίων και ιερών τραπεζώσεων συμβολικά επενδύματα εν χρυσώ και πορφύρα συμποικιλθέντα χύδην απομαρξάμενοι, εν τοις εαυτών οίκοις ανέθεσαν, ότι και χαρακτήρες αγίων εύρηνται ιστορούμενοι. Προς δε τούτοις και το πάσης ανοσιουργίας ανάμεστον δραν ουκ ενάρκησαν, τα γαρ των μακαρίων και αοιδίμων μαρτύρων λείψανα υπό των της Εκ κλησίας διδασκάλων συγκομισθέντα και εν τιμίοις κιβωτίοις εν τεθέντα απογυμνώσαντες πυρί κατηνάλωσαν». Ο κατά των αγίων εικόνων και λειψάνων διωγμός επεξετάθη και εις έτερα της Εκ κλησίας ιερά έθιμα· κατηργήθησαν αι νηστείαι, αι εορταί και αι τελεταί, παρεισήχθη εις την Εκκλησίαν επικίνδυνος ορμή ανα τροπής των παραδόσεων αυτής, ιδιαζόντως δε επολεμήθησαν τα μοναστήρια, ων η περιουσία εδημεύθη. Υπερβολική ίσως είνε η πληροφορία χρονογράφων τινών ότι ο Αυτοκράτωρ επυρπόλησε την οικουμενικήν Σχολήν Κωνσταντινουπόλεως μετά των καθη γητών και της βιβλιοθήκης αυτής. Δύσκολον είνε δυστυχώς επί τη βάσει μόνον των ορθοδόξων χρονογράφων να εξακριβώσωμεν την αλήθειαν περί των μεγάλων γεγονότων της εποχής εκείνης. Τον αγώνα αυτών διεξήγον οι εικονομάχοι κυρίως δια της βίας, αλλά φαίνεται ότι απελογήθησαν των ιδεών αυτών και δια συγ γραμμάτων. Τοιαύτα συγγράμματα είχεν υπ' όψει αυτού ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Προς δε τούτοις επ' ονόματι Κωνσταντίνου του Ε’ εκυκλο φόρησεν εικονομαχικόν τι σύγγραμμα, όπερ μετά ταύτα ανήρε σεν ο Πατριάρχης Νικηφόρος· ποιήματά τινα εικονομαχικά διέ σωσεν ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, αλλ' απολέσθησαν τα ιστορικά
των εικονομάχων επισκόπων έργα, και ο θησαυρός της εικονο κλαστικής θεολογίας, ον ο Ιωάννης Γραμματικός και ο Αντώ νιος Συλαίου βραδύτερον συνέταξαν. Ούτως ελάχιστα συγγράμ ματα εικονομαχικά έχομεν. Το αληθές είνε ότι ο Λέων δεν εξε τράπη κατά της Ορθοδοξίας τόσον όσον οι διάδοχοι αυτού. Κατά την εποχήν ταύτην η Ορθοδοξία έχει σπουδαιότατον υπέρμαχον αυτής Ιωάννην τον Δαμασκηνόν. Ούτος κατήγετο εκ Δαμασκού εξ ελληνικής οικογενείας, ανετράφη δ’ εν τη αυλή του Καλίφου Αβδούλ-Μάλικ υπό το αραβικόν επώνυμον Μανσούρ, όπερ φέρων ο πατήρ αυτού, ανώτατα υπουργήματα παρά τοις Καλίφαις κατέλαβε, κληροδοτήσας ταύτα εις τον υιόν αυτού Ιωάννην. Αλλ' ούτος κατά τας αρχάς του η' αιώνος ήλθεν εις Ιερουσαλήμ επί Πατριάρχου Ιωάννου και εκάρη υπ' αυτού μο ναχός του Αγίου Σάββα, και εκείθεν ηγωνίσθη επί ελευθέρου εδάφους υπέρ της Ορθοδοξίας, καταρξάμενος εκ Δαμασκού. Επαι δεύθη υπό Κοσμά τινος μοναχού εκ Καλαυρίας, αιχμαλώτου, ον είχεν εξαγοράσει ο πατήρ αυτού. Καταπλησσόμεθα εκ της πολυ μαθείας του ανδρός, ήτις χαρακτηρίζεται ως σύνοψις πάσης της αρχαίας γνώσεως, το σπουδαιότατον δε εκ των συγγραμμάτων αυτού ωνόμασε «Πηγήν γνώσεως». Πρώτος σχεδόν μετεχειρίσθη την Αριστοτελικήν φιλοσοφίαν εν τη συστηματοποιήσει της διδα σκαλίας της Εκκλησίας, ην πρώτος αυτός επεχείρησε. Θαυμα σμού δ’ άξιον πώς εν τη αυχμηρά εκείνη ερήμω κατώρθωσε να γράψη τοσαύτα και τοιαύτα. Υπέρ της προσκυνήσεως των εικό νων απελογήθη γράψας τρεις λόγους προς τους διαβάλλοντας, ων οι δύο τελευταίοι αμφισβητούνται, διότι είνε επανάληψις του πρώτου. «Εχρήν μεν ημάς, λέγει εν αρχή, αεί της εαυτών συναι σθανομένους αναξιότητος σιγήν άγειν και Θεώ την των ημαρτη μένων ημίν προσάγειν εξομολόγησιν αλλ' επειδή πάντα καλά εν καιρώ αυτών, ορώ δε την Εκκλησίαν ... βαλλομένην ώσπερ θαλαττίω κλύδωνι, κύμασιν αλλεπαλλήλοις-κορυφουμένω εξ επα χθεστάτης φοράς των πονηρών πνευμάτων κινουμένην τε και τα ραττομένην και τον χιτώνα Χριστού τον άνωθεν υφαντόν διαιρούμε νον, ον ασεβών ηυθαδιάσαντο διελείν παίδες, και το σώμα Αυτού εις διαφόρους κατατομάς τεμνόμενον, ο έστιν ο του Θεού λόγος και η της Εκκλησίας άνωθεν κεκρατηκυία παράδοσις, ουκ εύλογον ηγησάμην σιγάν και δεσμόν επιθείναι τη γλώσση». Η διδασκαλία αυτού είνε μεγίστης ιστορικής σημασίας, προσ παθεί δε να υποστηρίξη τας δογματικάς και ιστορικάς βάσεις της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Μετεχειρίσθη υπέρ του ζητήματος τούτου επιχειρήματα, ων την ορθότητα, ως λέγει ο Παπαρρηγόπουλος, και την δύναμιν πας νουνεχής και ειλικρινής άνθρωπος δεν δύναται ή να ομολογήση. Η εικών προ παντός, λέγει, είνε παράστασις όντος τινός οφείλουσα πιστώς ν’ αποδίδη το πρωτότυπον, αλλ' ενίοτε αποκλίνουσα απ' αυτού είτε επί το χείρον, είτε επί το βέλτιον, αναλόγως της τέχνης του είκονογρά φου· ως παράστασις η εικών φυσικώ τω λόγω είνε ουσιωδώς δια φορος του πρωτοτύπου· ώστε η εικών του βασιλέως δεν είνε
αυτός ο βασιλεύς, διότι η εικών είνε άψυχον τι και ανενέργητον, απλή φασματώδης παράστασις είτε δια χρώματος είτε δια γλυ φής. Αφ' ου λοιπόν τοιούτο τι είνε η εικών, πώς είνε δυνατόν να παρασταθώσι σώματα άϋλα, άποια, απήλικα και αμεγέθη, οίον ο Θεός; αλλ' οίκοθεν νοείται ότι όπως ανθρωποπαθώς, κατ’ ανάγκην της αδυναμίας του ανθρώπου, ο Θεός εν τη Αγία Γρα φή παρουσιάζεται με χείρας και οφθαλμούς, ούτω και εν εικόνι δύναται να παρασταθή ίνα δι’ αυτής ο ανθρώπινος νους δύνα ται να αναβή εις το πρωτότυπον. Ταύτα προκειμένου περί του Θεού· αλλά πολύ φυσικώτερον είνε να εικονισθή ο θεάνθρωπος Σωτήρ και πας άγιος και να αναστηλωθή προς δόξαν του Θεού. Συμβαίνει όμως μετά των αγίων να ζωγραφίζωνται και κακά πνεύματα. Δέον λοιπόν ν’ αποδίδωμεν τιμάς και εις τοιαύτας εικό νας· ως εκ του σκοπού εκάστης εικόνος παριστώσης τον θρίαμ βον των αγίων κατά των δαιμόνων, πρέπει ν’ απονέμωμεν τιμήν και εις τοιαύτας εικόνας, κείσθω δε εις παράδειγμα το άγιον Ευαγγέλιον. Σεβόμεθα το άγιον Ευαγγέλιον, καίτοι εν αυτώ γί νεται λόγος περί ιχθύων, αλόγων ζώων, δαιμόνων κ.λ.π., όπως απ' εναντίου αποκρούομεν αιρετικόν Ευαγγέλιον, καίτοι εν αυτώ αναφέρονται σεπτά ονόματα· το παν είνε ο σκοπός της εικόνος και διηγείται επεισόδιον τι, κατά το οποίον ζωγράφος τις κατά παραγγελίαν Έλληνός τινος εζωγράφησε τον Ιησούν Χρι στόν όμοιον με τον Δία, επέγραψε δε το όνομα του Σωτήρος, ίνα οι χριστιανοί εννοώσιν ότι προσκυνούσι τον Χριστόν και ουχί τον Δία· αι χείρες του ασεβούς ζωγράφου εξηράνθησαν. Σκοπός της δι’ εικόνος ευσεβούς παραστάσεως είνε η δόξα του Θεού, προαγωγή της ηθικής, εξ ου το καθήκον του έχειν εικό νας και τιμάν αυτάς. Αι σκέψεις αυτού επί του προκειμένου συνοπτικώς είνε αι εξής : Πλήρης ζωή του ανθρώπου είνε και η αισθητική και η πνευματική. Δεν ζη ο άνθρωπος μόνον αισθητι κώς ή και μόνον πνευματικώς· το σώμα πρέπει να αισθάνηται ψηλαφητώς ό,τι πνευματικώς παριστά ο νους, όπως τιμώμεν το Ευαγγέλιον, εξ ου δια των ώτων εισδύουσιν αι διδαχαί αυτού εις τον νουν ημών. Ούτω δέον να τιμώμεν τας αγίας εικόνας, διότι αύταί εισι το μέσον, δι’ ου αναβιβαζόμεθα εις την πνευματικήν θέαν του αοράτου Θεού, αδύνατον δε να φθάσωμεν εις το πνευμα τικόν άνευ του αισθητικού, «αδύνατον ημάς εκτός των σωματι κών ελθείν επί τα νοητά». Τούτο είνε απόρροια αναγκαία της διφυούς πνευματικής και σωματικής του ανθρώπου υποστάσεως. Τούτου ένεκα εν τοις μυστηρίοις έχομεν δύο όψεις, την αισθητικήν και την πνευματικήν. Δεν προσευχόμεθα διανοούμενοι μόνον, αλλά και ψάλλοντες, ώστε αύται αι συνθήκαι της πνευματικής ζωής του ανθρώπου απαιτούσι των εικόνων την ύπαρξιν. Ευνόη τον ότι αι εικόνες ζωηρότερον εξυψούσιν ημάς προς το παριστα νόμενον. Επί τη θέα εικόνος αγίου ανδρός παρελαύνει προ της διανοίας ημών ο βίος ο άγιος μετά των θαυμάτων και της διδα σκαλίας αυτού. Εκάστη εικών είνε σιωπώσα βίβλος προσιτή και εις τους αγραμμάτους· «υπόμνημα γαρ έστιν η εικών και όπερ
τοις γράμμασι μεμυημένοις εστίν η βίβλος, τούτο και τοις αγραμ μάτοις η εικών, και όπερ τη ακοή ο λόγος, τούτο τη οράσει η εικών, νοητώς δ’ αυτήν εννοούμεν». Εκάστη εικών παράγει ωρισμένην εν τω ανθρώπω ηθικήν διάθεσιν, εξεγείρει αυτόν εις δοξολογίαν και μετάνοιαν, εμπνέει ανάλογα αισθήματα, εξ ίσου αν μη πολ λάκις εντονώτερον του λόγου επιδρά η εικών επί της ψυχής. Δι’ εμέ δεν είνε αρκετά τα βιβλία, δεν έχω πολύν καιρόν προς ανάγνωσιν αυτών. Εισέρχομαι εις το κοινόν της ψυχής ιατρείον, εις την Εκκλησίαν, βεβαρημένος υπό πολλών σκέψεων το χρώμα της εικόνος εξεγείρει με εις θεωρίαν, ως ηλιακή ακτίς εισχωρεί το βλέμμα μου, διεγείρει την ψυχήν μου προς την του Θεού δοξο λογίαν. Θεωρώ την υπομονήν του μάρτυρος, την αμοιβήν αυτού δια του αμαραντίνου στεφάνου και ωσεί δια πυρός εκκαίομαι υπό της επιθυμίας ν’ αμιλληθώ προς αυτόν. Κύπτω, προσκυνώ δια του μάρτυρος τον Θεόν και τυγχάνω σωτηρίας. Δια την αγαθήν επίδρασιν των εικόνων απαιτείται αγαθή ψυχή, αλλά πολλάκις και επί των ασεβών ψυχών επέδρασαν και επιδρώσι. Συνωδά τού τοις δέον να τιμώμεν τας εικόνας ως εχούσας μεγάλην σημασίαν και ηθικήν επίδρασιν επί της ψυχής, αλλ' επί πλέον δέον να τιμώ μεν ακολουθούντες τη παραδόσει και ταις διατάξεσι της Εκκλησίας. Η ληστρική αύτη έφοδος κατά σεπτού έθους δεν είνε επαινετή. Συνίσταται δ’ η ουσία της εικόνος ουχί εν τη πολυτίμω ύλη του χρώματος ή του ξύλου, αλλ' εν τω παριστανομένω. Τεμάχια ξύ λου συνηρμολογημένα εις σταυρόν καθίστανται αντικείμενον τιμής, διαλυόμενα δε ούδεμίαν αξίαν έχουσιν. Ή τιμή των εικό νων μεταβαίνει εις το πρωτότυπον. Ο ασπαζόμενος την εικόνα αγίου τινός ασπάζεται αυτόν τον παριστανόμενον, όπως ο προσ κυνών τον ναόν προσκυνεί τον εν αυτώ υπάρχοντα Θεόν. Διαφέ ρει δ’ η λατρεία της τιμής. Η πρώτη αποδίδεται τω Θεώ, η δε δευτέρα τοις αγίοις, καθισταμένοις αξίοις τιμής ένεκα της προς τον Θεόν εγγύτητος αυτών και της υπέρ των ανθρώπων μεσιτείας, «έτερον γαρ έστι της λατρείας η προσκύνησις και έτερον η εκ τιμής προσαγομένη τοις κατά τι αξίωμα υπερέχουσιν». Ωσαύτως τιμής άξια τα λείψανα των αγίων ανδρών, ως και παν καθόλου ιερόν αντικείμενον και πας ιερός τόπος, ως φορείς της θείας χάριτος. Τα υπό των εικονομάχων προσαγόμενα χωρία της Γραφής απα γορεύουσιν ουχί την σχετικήν τιμήν των αγίων εικόνων, αλλά την θεοποίησιν και λατρείαν της φύσεως. Εις τους Ιουδαίους απηγο ρεύθη τοιούτο τι έθος δια το προς την ειδωλοτατρείαν ευόλισθον και, τέλος, καταδείξας την ανάγκην της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, επάγεται: «Προσκυνούμεν ουν ταις είκοσιν ου τη ύλη προσφέροντες την τιμήν, αλλά τοις εν αυταίς εικονιζομένοις». Ούτω θαυμασίως απελογείτο ο ιερός Δαμασκηνός, απευθυνόμενος δ’ εις τον Αυτοκράτορα και δεικνύων υποταγήν, λέγει: «Ου βασι λέως έστι νομοθετείν τη Εκκλησία· βασιλέως έστιν η πολιτική ευταξία, η δε της Εκκλησίας κατάστασις ποιμένων και διδασκά λων». Εκ τούτου καταδεικνύεται οποία μεγάλη συζήτησις εξη γέρθη εν τη ελληνική κοινωνία κατά την εποχήν εκείνην και
οποίας εκδουλεύσεις προσέφερεν ο ιερός Δαμασκηνός. Αύτη η πρώτη σοβαρά αντίπραξις κατά των εικονομάχων. Αι κατά της εικονομαχίας αντιδράσεις των Εκκλησιών Ιεροσο λύμων και Ρώμης, η απόσπασις του Ιλλυρικού. Εις ταύτα προσέθηκε και νέα ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεό δωρος, όστις, συγκαλέσας σύνοδον και ανακηρύξας τας εξ οικου μενικάς Συνόδους, κατεδίκασε την αναφυείσαν αίρεσιν των εικο νομάχων (1). Ο Πάπας προσέλαβε θέσιν ανταρτικήν απέναντι του Αυτοκράτορος. Φέρονται επιστολαί τινες Γρηγορίου του Β’, αλλά φαίνεται ότι εγράφησαν μετά την Ζ' οικουμενικήν Σύνοδον. Το αληθές είνε ότι ο Πάπας ήγειρεν επανάστασιν και εξεδίωξε τον Έλληνα έξαρχον της Ραβέννης, ο δε βασιλεύς των Λογγοβάρ δων Λουιθ-Πράνδος, δολίως εργαζόμενος, εισέβαλεν εις τας ελλη νικός χώρας, ζητών να κατακτήση αυτάς και συνεργαζόμενος οτέ μέν μετά του εξάρχου κατά του Πάπα, οτέ δε μετά του Πάπα κατά του εξάρχου, όθεν και εφονεύθη. Διάδοχος του Πάπα Γρη γορίου του Β' εξελέγη Γρηγόριος ο Γ', όστις ήτο θερμός των εικό νων υπέρμαχος· οδτος συνεκρότησε σύνοδον εξ 28 επισκόπων εν Ρώμη, εν η ανεθεμάτισε τους εικονομάχους. Ο Αυτοκράτωρ αγα νακτήσας έκλεισεν εις φυλακήν τους απεσταλμένους του Πάπα εν Κων)πόλει, έστειλε δε και στόλον το 733 προς σύλληψιν του Πάπα, αλλά δυστυχώς κατεστράφη ο στόλος εν τω Αδριατικώ πελάγει και περιωρίσθη ο Αυτοκράτωρ μόνον εις την δήμευσιν των πατριμονίων, κτημάτων του Πάπα, και αφαίρεσιν εκ της δικαιοδοσίας αυτού του Ιλλυρικού. Έχομεν λοιπόν τας πρώτας ενεργείας του Λέοντος κατά των αγίων εικόνων και τας πρώτας αντιδράσεις των ορθοδόξων, οίτινες επέδρασαν επί της εφεξής ιστορίας. Ούτως η απόσπασις του Ιλλυρικού υπήρξε μία των σπου δαίων αιτιών του σχίσματος. Τούτο ως τμήμα του ρωμαϊκού κρά τους κατά την εποχήν καθ’ ην εμορφούντο τα ανεξάρτητα εκκλη σιαστικά και πολιτικό κέντρα, ανήκεν εις την Δύσιν, επομένως ήτο δυνατόν να υπαχθή υπό την επίδρασιν του παπισμού. Αφού δε εδημιουργήθη νέον εκκλησιαστικόν κέντρον, το του Βυζαντίου, το Ίλλυρικόν δεν ηδύνατο να μορφώση ιδιαίτερον και προσέκλινε μάλλον προς την Δυτικήν Εκκλησίαν άλλως τε, το τοιούτο εξη γείται και εκ του ότι κατά τους χρόνους του Αρειανισμού ήτο και τούτο μετά της Δυτικής Εκκλησίας ορθόδοξον. Κατά δε την διαίρεσιν του κράτους εις Ανατολικόν και Δυτικόν, μέρος του Ιλλυρικού περιελήφθη μετά του ανατολικού κράτους, οπότε ο θρόνος Κων)πόλεως ήρξατο να εξασκή πατριαρχικά δικαιώματα επ' αυτού. Ίνα λοιπόν υπερασπίση εαυτόν ο παπισμός, προσεπά θησεν όπως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ανακηρυχθή έξαρχος όλου του Ιλλυρικού, εξαρτώμενος εκ του Πάπα, όπερ και κατώρ (1) Mansi XIII, 271. Hefele III, 721.
θωσεν, αλλά τούτο διήρκεσε μόνον τρεις αιώνας, διότι κατά τον στ΄ αιώνα ήτο ήδη η από του Πάπα εξάρτησις απλή σκιά άνευ πραγματικότητος, εις δε τας διαφόρους υποθέσεις του Ιλλυρικού, εκκλησιαστικάς τε και πολιτικάς, επενέβαινεν η εν Κων/πόλει εκκλησιαστική και πολιτική αρχή. Του Πάπα η επέμβασις ήτο ανώμαλος, η επέμβασις δ’ αυτού εις υποθέσεις καθαρώς ελληνικών χωρών ήτο επί πλέον προσβλητική δια την εν Κων/πόλει Αρχήν, ήτις, επιληφθείσα ήδη της καλής ευκαιρίας επί Αυτοκράτορος Λέοντος, απέσπασεν εντελώς το Ιλλυρικόν από πάσης επιβλέ ψεως και επεμβάσεως του Πάπα, διότι οριστικώς αι Εκκλησίαι του Ιλλυρικού υπήχθησαν υπό την δικαιοδοσίαν του Πατριάρ χου Κων/πόλεως. Υπό την δικαιοδοσίαν αυτού εκκλησιαστικώς υπήχθη και η κάτω Ιταλία. Το έργον του Λέοντος Γ' εστί πρά γματι αξιέπαινον. (Ακολουθεί)
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ Του
κ. ΣΤΡΑΤΗ
ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΛΗ
Τα χρόνια αυτά αρχίζουν από τα 1632, οπότε κατηργήθη το παιδομάζωμα, η δε Αγία Σιών—Αγιάσος έγινε γνωστή στο Κρά τος και υπεδουλώθη, και φθάνουν έως το 1701, οπότε η ιδία Αγία Σιών — Αγιάσος απέκτησε ένα βασιλικό φερμάνι, με το οποίο απηλλάγη από όλες τις φορολογίες προς το Κράτος. Ό,τι θα πού με για τα 70 περίπου χρόνια αυτού του τμήματος της ιστορίας στηρίζεται σχεδόν όλο στην παράδοσι. Η κατάργησις του παιδομαζώματος υπήρξεν ένας σπουδαίος ιστορικός σταθμός για τους ραγιάδες (1), διότι μετά την κατάρ γησιν αυτού, χάρις εις τους Κιοπρουλήδες τους βεζύρηδες, κατέ παυσεν η τρικυμία των πρώτων χρόνων της τουρκοκρατίας, ο φα Σ.Δ. Η φράσις «Οι δε κάτοικοι της Γέρας βεβαιώνουσιν, ότι απέ θανεν ο Άγιος εν τω Ιερώ» εις το τελευταίον μέρος της σελίδος 46 της προηγουμένης παραγράφου πρέπει να διορθωθή ως εξής : «Οι δε κάτοικοι της Γέρας βεβαιώνουσιν, ότι άπέθανεν ο Άγιος εν τη Ιερά» (δηλ. εν τη Γέρα). (1) Κατά τον Π. Καρολίδην η κατάργησις του παιδομαζώματος δεν έγινε στα 1632 με διάταγμα του Σουλτάνου Μουράτ Δ' (1623-1640), αλλά την ιδία περίπου έποχή σιωπηρώς από τον φθόνο και την αντιζηλία και το συμφέρο των εκ γενετής μωαμεθανών, οι οποίοι, βλέποντες ότι από τους συλ λεγομένους χριστιανόπαιδας ο Σουλτάνος εξέλεγε στην Κωνσταντινούπολι τους ωραιοτέρους και ευφυεστέρους, τους οποίους κρατούσε στο Παλάτι και προώριζε για τα ανώτατα αξιώματα του Κράτους, ήθελον και αυτοί να εισαγάγουν τα τέκνα των εις το σώμα των Γενιτσάρων, αφ' ου μάλιστα επε τρέπετο πλέον σ’ αυτούς να παντρεύωνται για να ανανεώνεται το σώμά των με τα τέκνα των. Το σώμα αυτό, με την πάροδον του χρόνου, κατέστη αυταρχικό και ανυπότακτο, δι’ αυτό και πολλοί Σουλτάνοι επεζήτησαν να το καταργήσουν. Κατηργήθη επί Μαχμούτ Β' στα 1826.
νατισμός των Κυρίων υπεχώρησεν, οι πιέσεις των χριστιανών με τρίασαν, οι τακτικές εξισλαμίσεις ολιγόστεψαν, οι ραγιάδες γε νικώς ανέπνευσαν και διηύθυναν τα κοινοτικά των με περισσο τέρα ελευθερία ως αυτόνομοι, προοδεύσαντες στη ναυτιλία και το εμπόριο, δημιούργησαν περιουσίες και ίδρυσαν φανερά σχολεία αντί των κρυφών, στα οποία καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμ ματα, εκμαθόντες δε την τουρκική και άλλες ξένες γλώσσες, προσελήφθησαν και ως υπάλληλοι σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, διωρίσθησαν και Μεγάλοι Διερμηνείς (2) της Κυβερνήσεως για τις επίσημες σχέσεις αυτής προς τα κράτη της Ευρώπης ως υποδου λωμένοι Έλληνες και όχι ως αρνησίθρησκοι χριστιανοί, όπως εγί νετο προηγουμένως. Η γαλήνη των ραγιάδων γενικώς ήρθε φυσικά και στους χριστιανούς της Λέσβου, οι οποίοι τότε, εκμαθόντες την γλώσσαν των Κυρίων των και ανοίξαντες γνωριμίες με αυτούς, φιλιωθήκαν μεταξύ των, συνενοούντο και συναναστρέφοντο. Απέκτησαν τώρα κάποια ασφάλεια ζωής, τιμής, περιουσίας, και έμεναν έξω από τα σπίτια των και μετά την δύσιν του ηλίου, ιδίως κατά τις σε ληνοφώτιστες νύκτες. Δεν κατεπιέζοντο ως πρότερον, δεν εξευ τελίζοντο και δεν απεκαλούντο άπιστοι και γουρούνια, παρά μό νον από τους αξέστους, και μόνον κατά τις εξάψεις των. Δεν ηγγαρεύοντο πλέον στις πολυποίκιλες εργασίες των Κυρίων των μονάχα για της ημέρας το ψωμί, αλλά επληρώνοντο από τους Κυρίους των δια τους κόπους των ως ημερομίσθιοι εργάται, λαμ βάνοντες και δώρα από τα προϊόντα των Κυρίων. Ειργάζοντο εντατικά στα αγροκτήματα αυτών, εξελιχθέντες και στη ναυτιλία και στο εμπόριο, και δημιούργησαν περιουσίες. Εσηκώνοντο και τώρα όρθιοι, όταν περνούσε κανένας Κύριος, και έκαναν προ αυτού δουλικούς χαιρετισμούς και εδαφιαίες υποκλίσεις, αλλά δεν έδιδαν πλέον τα υποζύγια αυτών εις τους Κυρίους των για να ιππεύσουν και να ξεκουρασθούν, διότι οι περισσότεροι Κύριοι είχαν τώρα δικά των καλοθρεμμένα άλογα αποκλειστικώς για ιππασία και σπανιώτατα επορεύοντο πεζοί. Εάν δε υπήρχαν και Κύριοι πτωχοί, φορτωμένοι «τουρκοφτώχεια», (η οποία έμεινε πα ροιμιώδης στο στόμα του λαού), και ζητούσαν κανένα υποζύγιο, αυτοί απεδοκιμάζοντο από τους ιδίους τους ομοφύλους των. Εκκλησιάζοντο χωρίς κανένα φόβο, συνερχόμενοι δε χωρίς εμπόδια σε θρησκευτικές συγκεντρώσεις στα φημισμένα προσκυ νήματα, ανεβίωσαν τα θρησκευτικά πανηγύρια των προγόνων των, τα οποία ήσαν και εμποροπανηγύρεις. Επανδρεύοντο δίχως δι σταγμούς, πηγαίνοντες φανερά στην εκκλησία, και όχι όπως πριν στα σπίτια με μεγάλες προφυλάξεις. Έλυον ειρηνικά όλες τις διαφορές των ενώπιον των Δημογερόντων, των Μητροπολιτών και των Αρχιερατικών Επιτρόπων ως ανεγνωρισμένων δικαστών (2) Το αξίωμα των Μεγάλων Διερμηνέων ήτο πολύ υψηλά εις την Οθω μανική Αυτοκρατορία, κατελαμβάνετο δε από τους Έλληνας Φαναριώτας έως τα 1821, οπότε κατηργήθη.
και αστυνόμων, και ουδέποτε κατέφευγαν εις την «ιεράν κρίσιν» του Καδή της Μυτιλήνης, δηλαδή ουδέποτε πήγαιναν να εκδικα σθούν από τον Καδή της Μυτιλήνης επί τη βάσει του ιερού νόμου των μωαμεθανών, έστω και εάν επρόκειτο για κληρονομικά ζητή ματα. Πήγαιναν κάποτε και στον Καδή, αλλά μόνον οι Άρχοντες αυτών για υπηρεσιακά ζητήματα, και κυρίως όταν επρόκειτο να επικυρώσουν το Πρακτικά της εκλογής αυτών δια να αναλάβουν τα καθήκοντά των από τον Πασά και τον Ναζίρη, ή όταν επρόκειτο να πάρουν την γνωμάτευσί του, επί τη βάσει της οποίας να ζητήσουν από την Κων/πολι άδεια για να κτίσουν ή να επι σκευάσουν καμμιά εκκλησία. Προσήρχοντο με το κεφάλι αψηλά εις τους γυναικωνίτας των εκκλησιών και εξέλεγαν με ζωηρά τόνο τους Άρχοντας αυτών, δηλαδή τους Δημογέροντας των Κοινοτήτων και τους Επιτρόπους των Εκκλησιών, πότε δια μυστικής ψηφοφορίας, και πότε δια κοι νής βοής της συνελεύσεως, αναλόγως της εκτιμήσεως και εμπι στοσύνης, της οποίας απελάμβαναν οι υποψήψιοι. Εις την δια κοινής δε βοής ψηψοφορίαν η συνέλευσις αμέσως διελύετο χωρίς να ψηφισθούν οι άλλοι υποψήφιοι. Από τους Δημογέροντας εξε πήδησαν τώρα οι Κοτσαμπασήδες, οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων όπως θα πούμε σήμερα, οι οποίοι, αποκτήσαντες μεγάλα σπίτια, τα «Αρχοντικά», (κατ’ αντίθεσιν προς τα «Φτωχικά»), και σεβα στές κτηματικές περιουσίες, είχαν μεγάλη επιρροή πάνω στους συγχωριανούς των, δανείζοντες δε και τους Κυρίους των, υπεχρέω ναν αυτούς να παραβλέπουν σε πολλές υποθέσεις των Κοινοτή των, των Εκκλησιών και των συγχωριανών των. Αυτοί τώρα πή ραν το προνόμιο να φορούν χρωματιστά φορέματα και γούνες, να ιππεύουν άλογα, να οπλοφορούν, να πυροβολούν και να παί ζουν στα δάκτυλά των κομπολόγια. Ανεγνωρίσθησαν επισήμως ως κηδεμόνες των συγχωριανών των, παρευρισκόμενοι απαραιτή τως, όταν δι’ οιανδήποτε αιτίαν το Κράτος ήρχετο εις την ανάγκην να «πατήση» (3) (δηλ. να άνοιξη με τη βία) κανένα σπίτι των συγχωριανών των. Επί πλέον έκαναν ως αυτόνομοι παραστάσεις στον Πασά και στον Ναζίρη, οσάκις εγίνοντο καταχρήσεις ή αυ θαιρεσίες εκ μέρους κατωτέρων υπαλλήλων εις βάρος των συγχω ριανών των, συνεργαζόμενοι δε με τους Μητροπολίτας των, ενερ γούσαν δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κων/πολι και μεταθέσεις σκληροκαρδίων και σκληροτραχήλων Πασάδων και Ναζίρηδων (4), ενισχυόμενοι πολλές φορές και από τους φρονιμω τέρους και δυσαρεστημένους Τούρκους. Στις αναφορές των Δη μογερόντων της Μυτιλήνης, οι οποίοι πάντοτε πρωτοστατούσαν (3) Το ρήμα πατώ λέγεται και με τη σημασία του ληστεύω, π.χ. «χθες πατήσαν το σπίτι (ή το μαγαζί) του τάδε», λέγεται και με τη ση μασία του εισβάλλω επιφέρων καταστροφήν, π.χ. «ο ποταμός πάτησε τα χωράφια». (4) Οι Δημογέροντες, ως μη ερχόμενοι συχνά σε επαφή, άρα και σε προστριβές με τους Καδήδες, δεν ήρχοντο και στην ανάγκη να ζητούν την μετάθεσι αυτών.
στις ενέργειες αυτές, υπέγραφαν και σφράγιζαν και οι Δημογέ ροντες των χωρίων της υπαίθρου, δια να φαίνεται ότι η ζητου μένη δια της αναφοράς μετάθεσις είνε θέλημα όλων των ραγιά δων της Λέσβου. Επειδή δε για τις ενέργειες αυτές εχρειάζοντο χρήματα, όλες οι χριστιανικές Κοινότητες, ως όλες ωφελούμενες, κατέβαλαν το ανάλογο αυτών επί τη βάσει του αριθμού των οικο γενειών εκάστη από τα «Δημοτικά» των Κοινοτήτων. Δυστυχώς υπήρχαν και ανάξιοι Κοτσαμπασήδες, ενίοτε δε και επικίνδυνοι. Τοιούτοι κυρίως ήσαν οι νεόπλουτοι, οι δημιουρ γήσαντες εκ του μηδενός δια μιας περιουσίες με την «μπακαλική, τη μανιφατούρα, και με τα δυο στο λάδι και τρία στο ξείδι» των συναλλαγών, δηλ. με τους σκοτεινούς λογαριασμούς, κατά τους οποίους το ξείδι επληρώνετο ακριβώτερα από το λάδι, και προσ
Αγιασώτικο δείπνο. (Φωτογραφία του κ. Πάνου Ε. Κολαξιζέλλη)
αυξήσαντες τις περιουσίες των με τις προίκες των συζύγων των, οι οποίοι από φιλοδοξία ήθελαν με κάθε τρόπο να «περάσουν στα κοινά» (δηλ. να διοικήσουν την Κοινότητα), και να καθήσουν στο Παγκάρι της Εκκλησίας με επίδειξι, γινόμενοι το καμάρι της παρέας των και το καρφί στα μάτια των εχθρών των. Δια να κατορθώσουν δε αυτό, κατέβαλλαν μεγάλες ενέργειες παρά τω λαώ να τους ανακηρύξη Άρχοντας, όχι δια μυστικής ψηφοφορίας, διότι ασφαλώς θα απετύγχαναν, αλλά δια κοινής βοής της συν ελεύσεως, η οποία όμως στην πραγματικότητα ήτο κοινή βοή των φίλων και κολάκων των. Επειδή δε τα ίδια έκαναν και οι κομ ματικοί αυτών αντίπαλοι, επακολουθούσαν εξυβρίσεις, αντεγκλή σεις, εμπτυσμοί, ραπίσματα, διωγμοί των αντιπάλων από τον γυ ναικωνίτη και οχλοβοή μεγάλη, χωρίς να αναμιγνύεται καθόλου
ο «ζαπτιές» (δηλ. ο εποπτεύων χωροφύλαξ), με την δικαιολογία ότι αυτά είνε οικογενειακές υποθέσεις των ραγιάδων, στις οποίες το Κράτος τότε μόνον επεμβαίνει, όταν χυθή αίμα και γίνη κανέν κακούργημα. Όταν ούτως ή αλλέως περνούσαν στα κοινά, φρόντιζαν περισσότερο για τα ατομικά των συμφέροντα και τα συμφέροντα των φίλων των, και ολιγώτερο για τα συμφέροντα της Κοινότητος και της Εκκλησίας. Δια να έχουν τα «διαμέσα» (ήτοι τα χατήρια) στην Κυβέρνησι, και δια να κάνουν τα θελή ματά των ανεξέλεγκτα, υπεχρέωναν τον Πασά και τον Ναζίρη με δώρα δήθεν ιδικά των, πληρωνόμενα όμως από τα «Δημοτικά» των Κοινοτήτων, και προκατέβαλλαν τους φόρους, εισπράττοντες αυτούς κατόπιν από τους συγχωριανούς των «με το αζημίωτο», δηλ. με πολύ μεγάλο τόκο. Όσο έκυπταν απέναντι των Τούρκων, τόσο ήσαν θρασείς και υπερήφανοι απέναντι των συγχωριανών των. Τους κομματικούς των αντιπάλους απειλούσαν ότι «θα βάλουν μέσα σε ένα παπούτσι τα δυο ποδάρια των», και τους συκοφαντούσαν ότι εξυβρίζουν τάχα το πρόσωπον του Προφήτου ή του Σουλτάνου και ότι γίνονται «φουσατμπασήδες», ήτοι αρχη γοί ενός φουσάτου, δηλ. μιας παρέας ωπλισμένων, σχεδιαζόν των να κάνουν επανάστασι. Αυτοί λοιπόν όχι μόνον δεν εστέ κοντο στο ύψος της αποστολής των, αλλά και υπερέβαιναν πολ λάκις και αυτούς τους Τούρκους δια την φιλοχρηματίαν, υπερη φάνειαν, αυθαιρεσίαν και αυταρχικότητα, δι’ αυτό και η λέξις Κοτσαμπασής, η σημαίνουσα στην αρχή τον πρώτον Δημογέ ροντα, κατήντησε να σημαίνη πολιτευόμενον φιλοχρήματον, αυ ταρχικόν, αυθαίρετον, αρχομανή, φιλόδοξον, δι’ αυτό και η λέξις Κοτσαμπασισμός, η σημαίνουσα στην αρχή την διοίκησι των ραγιάδων με τους εναρέτους Γέροντας, κατήντησε να σημαίνη αυθαιρεσίες και απολυταρχικές ενέργειες. Αυτούς τους Άρχον τας είχεν υπ' όψει της και η σοφία του λαού, όταν έπλαθε τη φράσι «Να σε φυλάγη ο Θεός από καινούργιο Άρχοντα», η οποία λέγεται και σήμερα για τους ξιππασμένους νεοπλούτους, έστω και εάν δεν είνε ανακατεμένοι στα κοινά. Οι Αρχόντισσες ή Αρχοντίνες, χάρις εις την οικονομική ευρω στία των συζύγων των Αρχόντων, έπιαναν τώρα πολλά κουκού λια του μεταξοσκώληκος, εξαναγκάσασαι τους άνδρας των να πληθύνουν τις συκαμιές, ύφαιναν, έρραβαν και έπλεκαν διά φορα πανικά πολυτελείας, και κεντούσαν μαντήλια και προσόψια (=μαρχαμάδες) κατά τα σχέδια και τις φασιές των προ της τουρ κοκρατίας γενεών. Έκαναν έπιπλα πολυτελείας, και κυρίως κασ σέλες λουστραρισμένες και σεντούκια με πύργους, κυπαρίσσια και κλαδιά με φύλλα και άνθη σκαλισμένα στις προσόψεις των (5). Απέκτησαν πολύτιμα κοσμήματα, ως σκουλαρίκια, φλωριά, μαρ γαριτάρια και βραχιόλια, οι πλουσιώτερες δε της Μυτιλήνης και
(5) Τα σεντούκια αυτής της εποχής από την Αγιάσο ηγοράσθησαν τε λευταίως από τους πλανοδίους μεταπράτας.
«κουλαγίνες» (6). Αγόραζαν εικονίσματα Αγίων και έτσι έδωσαν μεγάλη ώθησι εις την ανάπτυξι της μεταξοσκωληκοτροφίας, υφαν τικής, ραπτικής, πλεκτικής, κεντητικής, χρυσοχοΐας, ξυλουργικής και αγιογραφίας. Εκκλησιαζόμεναι φορούσαν μεταξωτές φού στες μακρυές με πολλές πτυχές (7) αντί του καθημερινού βρα κίου, και εστολίζοντο με τα κοσμήματα αυτών χωρίς κανένα κίνδυνο διαρπαγής εκ μέρους των Κυρίων. Οι τεχνίτες ειργάζοντο τώρα φανερά εις τα «εργαστήρια» αυτών, τα οποία στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ωνο
Νυφιάτικο κέρασμα σ’ ‘Αγιασώτικα σπίτι. (Φωτογραφία του κ. Πάνου Ε. Κολαξιζέλλη)
μασθήκαν μαγαζιά, και ωργάνωσαν τις «συντεχνίες» των (σινά φια ή ισνάφια ή εσνάφια κοινώς λεγόμενες), δηλ. τα σωμα (6) Η κουλαγίνα ήτο χρυσή αλυσίδα πλατεία, αποτελουμένη από πολλές ψιλές αλυσίδες συγκολλημένες μεταξύ των σ’ όλους τους κρίκους των με άλλους κρίκους, και έχουσα κατά διαστήματα χρυσούς κόμβους, από τους οποίους εκρέμοντο πολύτιμοι λίθοι, μαργαριτάρια ή φλωριά. Εκρεμάζετο κατά το μέσον αυτής εις τον λαιμόν, οπότε τα δύο σκέλη της περιστρεφόμενα επί του στήθους κυκλικώς και στηριζόμενα με καρφίτσες επί του φορέματος περιέβαλον τα επί του στήθους ανηρτημένα μαργαρι τάρια και φλωριά, τα δε άκρα της ενώνοντο επί του ομφαλού. Μία τοιαύτη κουλαγίνα με κόμβους μικρούς και χωρίς τα εξαρτήματα των κόμβων περι βάλλει σήμερα τα επί του στήθους της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της Αγιάσου ευρισκόμενα πολύτιμα κοσμήματα. Ήτο το πολυτιμώτερο κόσμημα, διότι εκτός που ήτο χρυσή, ήτο καμωμένη με το χέρι και η δι’ αυτήν εργα σία ήτο ακριβωτέρα του χρυσού. Λέγεται ως έργον Λεσβιακής τέχνης. Από αυτή παρέμεινεν η φράσις «Μην κάνης έτσι και δεν έχασες την κουλα γίνα», η οποία λέγεται στην Αγιάσο για κείνους, οι οποίοι στενοχωρούν ται πολύ, ενώ δεν έχασαν μεγάλης αξίας πράγματα. (7) Τις μακρυές φούστες με πολλές πτυχές φορούσαν οι γυναίκες εκκλησιαζόμενες έως στα χρόνια μας.
τείά των, μέλη των οποίων ήσαν οι ομότεχνοι (ή σύντεχνοι, ή συντεχνίτες), δηλ. οι επαγγελλόμενοι εις ένα τόπον την ιδίαν τέ χνην, οι οποίοι διηρούντο εις μαστόρους (ή τεχνίτας), εις καλφάδες (ή εργοδηγούς) και εις τσιράκια (ή μαθητευομένους). Ο σκοπός των ήτο να εξασκούν οι ομότεχνοι μονοπωλιακώς την τέχνην ή το επάγγελμα αυτών, να φροντίζουν δια την υπόληψιν του επαγ γέλματός των, τιμωρούντες τους δολίους τεχνίτας, να κανονίζουν τας τιμάς των υπ' αυτών παραγομένων βιοτεχνικών προϊόντων και να φροντίζουν δια την πώλησιν αυτών, χωρίς όμως να είνε ενωμένοι οικονομικώς. Οι συντεχνίες αυτές, τιθέμενες υπό την προστασίαν ενός Αγίου, διοικούντο υπό Επιτροπής εκλεγομένης από τους μαστόρους, ο πρόεδρος των οποίων εκαλείτο πρωτομά ατορας. Αυτός κρατούσε το κουτί της συντεχνίας, μέσα στο οποίο κάθε Κυριακή έρριπταν οι ομότεχνοι τις εβδομαδιαίες συνδρομές των, με τις οποίες εγίνετο στην Εκκλησία κατά την ημέρα της μνήμης του προστάτου Αγίου αρτοκλασία και μνημόσυνο των ζώντων και τεθνεώτων ομοτέχνων, εβοηθούντο ποικιλοτρόπως οι άποροι ομότεχνοι, και εγίνοντο διάφορα κοινωφελή έργα κατόπιν γνωμοδοτήσεως των μελών. Ο πρωτομάστορας δίκαζε και τις μικροδιαφορές μεταξύ των ομοτέχνων. Εάν δε οι διαφορές ήσαν μεταξύ μελών διαφόρων συντεχνιών, τις δίκαζαν οι πρωτομαστό ροι όλων των συντεχνιών, αποτελούντες τη κοινώς λεγομένη «μα στοράντζα», η οποία ελέγετο και κομίσια. Πέρασαν δυστυχισμένα χρόνια από τις αφορίες των καρπών της γης και είδαν «θεϊκές οργές», δηλ. μεγάλες καταστροφές από σεισμούς, πυρκαϊές, χαλάζια, πλημμύρες, ξηρασίες, γενικές ασθένειες των φυτών, ενσκήψεις ακρίδων και τον σίφνα, έζησαν όμως και ευτυχισμένα χρόνια, κατά τα οποία διασκέδαζαν θορυ βωδώς μπροστά στα μάτια των Κυρίων. Τις περισσότερες διασκε δάσεις έκαναν τις αποκρηές, οπότε περιεφέροντο μετημφιεσμένοι και φορούντες «μουτσούνες» εις τα πρόσωπα αυτών. Τα «κοπελ λάρια» τραγουδούσαν δίχως φόβο παίζοντα μικρά παγιαύλια και εκρούοντο με τις παλάμες συνοδεία πάνω στο ρυθμό του τραγου διού μικρά πήλινα επιμήκη τούμπανα (=τύμπανα), στενά στο μέσον και ανοιχτά στα άκρα με μια τεντωμένη φούσκα (=κύστι) στο ένα άκρο, τα οποία ελέγοντο «τουμπελέκια», επαίζοντο (8) δε αναρτώμενα από τον αριστερό ώμο υπό την μασχάλην έως τα χρόνια της μικρής μας ηλικίας. Τα παλληκάρια είχαν τα «παι γνίδια» των, δηλ. τη λαϊκή ορχήστρα των, η οποία σκόρπιζε την ευθυμία και έκανε τα συμπόσια και τον χορόν χαρούμενα. Της ορχήστρας αυτής το κυριώτερο όργανο ήτο ο αρχαίος άσκαυ λος, γκάιντα κοινώς λεγόμενος, ως συνοδεύον δε όργανον δια τας υποκρούσεις το ααντούρι με τις μεταλλικές χορδές τις κρουόμενες με τα μικρά ραβδιά. Ο άσκαυλος απετελείτο από ένα δερμάτινο ασκό τοποθετούμενο πλαγίως υπό την μασχάλην, ο όποιος εις (8) Από το ρήμα παίζω, με τη σημασία του γνωρίζω ένα μουσικό ορ γανο, τα μουσικά όργανα λέγονται παιγνίδια και οι οργανοπαίκται λέ γονται κοινώς «παιγνιαδοτόροι» (στον ενικό ο παγνιδιάτορας).
το εμπρόσθιο μέρος είχε προς τα κάτω μεν ένα αυλό, προς τα επάνω δε ένα επιστόμιο σωλήνα, με τον οποίον ο εκτελεστής γέ μιζε αέρα τον ασκόν, πιέζων δε τον ασκόν με την μασχάλην του, εξανάγκαζε τον αέρα να εξέρχεται δια του αυλού και να ηχή. Οι Κοτσαμπασήδες τώρα απόκτησαν και μία αριστοκρατική ορχή στρα, της οποίας τα κυριώτερα όργανα ήσαν το βιολί (9) και το κλαρίνο (10), ως συνοδεύον δε όργανον δια τις υποκρούσεις το λαγούτο, το οποίο ομοιάζει με μεγάλο μαντολίνο, υποτίθεται δε ότι θα είνε η αρχαία βάρβιτος. Στα πανηγύρια είχαν επί πλέον και την θορυβώδη ορχήστρα των Τσιγγάνων, η οποία εβιάσθη να εκμάθη τους «σκοπούς» της αρεσκείας των ραγιάδων. Πότε με τα παγιαύλια των ποιμενοπαίδων, πότε με τις ορχή στρες, και πότε με τα τραγούδια τα συνοδευόμενα με τις κρού σεις των παλαμών πάνω στο ρυθμό του τραγουδιού, χόρευαν τον αρχαίο ελληνικό χορό, τον λεγόμενο «συρτό» (11) με τα πλάγια βήματα και χωρίς πηδήματα, τον χορευόμενον από πολλούς χο ρευτάς κρατουμένους από των χειρών, με ένα πρωταγωνιστή, τον μπροστινό, ο όποιος έσυρε τον χορό κατά κυκλική διεύθυνσι ανε μίζοντας μαντήλι και κάμνοντας πολλές «φιγούρες» (δηλ. πολ λές χορευτικές παραλλαγές και επιδείξεις) και στροφές προς τα δεξιά και αριστερά, και τον οποίον αντικαθιστούσαν διαδοχικώς οι άλλοι συγχορεύοντες. Μετά τον «συρτόν» χόρευαν τον «Καλα ματιανό», ο οποίος ανήκε (και ανήκει) εις το γένος των συρτών χορών, (αφ' ου οι χορεύοντες αυτόν πιάνονται από τα χέρια απο τελούντες μία χορευτική αλυσίδα), ήτο όμως (και είνε) ιδιόρ ρυθμος, διότι είνε τονισμένος εις το μη συνηθιζόμενο μέτρο των επτά ογδόων σε κάθε μουσική πατούτα, γι’ αυτό και είχε (και έχει) ιδιαίτερες κινήσεις και βηματισμούς. Μετά τον Καλαματιανό αποσπώμενοι ανά δύο από τον κύκλο των συρτών χόρευαν τον αντικρυστό «καρσιλαμά» με ένα μέτριο ρυθμό, τον επίσης αντικρυ στό «ζεϊμπέκικο» χορό με πολύ αργό ρυθμό, και στο τέλος τον «πηδηχτό» με όλη την παρέα, ο όποιος ανήκε (και ανήκει) στο γένος των συρτών, διαφέρει όμως απ' αυτούς δια τον πολύ γοργό και ζωηρά ρυθμό, και δια τα πολλά πηδήματα, τσακίσματα, σφυ ρίγματα και δυνατά επιφωνήματα, και τούτον με ένα πρωταγωνι στή αντικαθιστάμενο διαδοχικώς. Αργότερα, όταν ήρθαν στη Μυτιλήνη Πασάδες Αρβανίτες, και δι’ αυτών και φύλακες και (9) Βιολί στον ενικό σημαίνει το γνωστό μουσικό όργανο, βιολιά στον πληθυντικό σημαίνει μικρή ορχήστρα μαζί και οι παιγνιδιατόροι και η πα ρέα, π.χ. «έρχονται τα βιολιά». (10) Το κλαρίνο παίρνει και μεταφορική σημασία στις φράσεις του λαού, π.χ. «στέκομαι κλαρίνο» = στέκομαι ευθυτενώς εις προσοχήν απέναντι του ανωτέρου μου. (11) Μία επιγραφή ευρεθείσα εις την Καρδίτσαν της Βοιωτίας, όπου το αρχαίον Ακραίφνιον, και χρονολογουμένη από των αρχών του α' μ.X. αιώνος, αναφέρει ότι «ο αγωνοθέτης Επαμεινώνδας Επαμεινώνδου τας πατρίους πομπάς και την των συρτών όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσεν». Από αυτά πείθεται κανείς ότι οι συρτοί χοροί είνε αρχαιότατοι και γνη σίως ελληνικού
εργάτες Αρβανίτες, έμαθαν από αυτούς και τον «τσάμικο» χορό με ξευκαρωμένα μαχαίρια εις τα χέρια. (Η διαδοχική αυτή σειρά των χορών διατηρείται έως σήμερα στις μάζες του λαού). Οι «τραγουδιστήδες» και οι «χορευτήδες» διέκοπταν κάθε λίγο το χορό και το τραγούδι για να πιουν ένα πιοτό, το οποίο κερνού σαν οι συγγενείς και φίλοι, πολλές φορές δε και οι Κύριοι οι έχοντες γνωριμίες με αυτούς, και άφηναν να πέση κατά γης λίγο κρασί εις μνήμην των νεκρών, διότι έτσι συνήθιζαν να κάμνουν και οι προπάτορες αυτών προ της τουρκοκρατίας. Τότε εκαλλιεργήθη κατ’ απομίμησιν εκ του τουρκικού και ο «αμανές» με ένα τραγου διστή, δηλ. τα δίστιχα ερωτικά ασμάτια, στα οποία επαναλαμ βάνεται συχνά η τουρκική λέξις αμάν, η οποία σημαίνει έλεος. Δεν είχαν ακόμα καφενεία ως δημόσια κέντρα αναψυχής, συναλλαγής, διασκεδάσεως, αργίας, συζητήσεως, χαρτοπαιξίας και αναγνώσεως εφημερίδων και περιοδικών δια τους ανθρώπους πάσης τάξεως, και οι οικογενειάρχαι του καιρού εκείνου, την μεν ημέραν ως κέντρα τοιούτου είδους είχαν τα μπακάλικα με τα ξύλινα παράθυρα χωρίς τζαμλίκι, τα οποία ήσαν συγχρόνως και νταβέρνες, γι’ αυτό και είχαν εις το βάθος ένα σοφά για τους «μπεκρήδες», ο όποιος χρησίμευε και ως κάθισμα και ως κλίνη, τα δε βράδυα ως κέντρα χρησιμοποιούσαν εκ περιτροπής τα σπί τια των, στα οποία έκαναν φιλικές ή οικογενειακές συγκεντρώ σεις φωτιζόμενοι με τις «δαδοπυράδες» ή με το λυχνάρι του λα διού. Στα κέντρα των σπιτιών οι μεν άνδρες διηγούντο ιστορίες πίνοντας ρακί, κρασί, φασκόμηλο βρασμένο με ξερά σύκα, και τρώγοντας διάφορα γλυκίσματα με μέλι ή με βράσμα, δηλαδή με συμπυκνωμένο δια του βρασμού χυμό των σταφυλών, οι γρηές διηγούντο παραμύθια φανταστικά προς τέρψιν των ακροωμένων, οι δε γυναίκες της δουλειάς έπλεκαν κάλτσες, έρραβαν, κεντού σαν και έκαναν νήμα από μπαμπάκι ή μαλλί, το οποίο έκλωθαν καθήμεναι κατά γης δια να έχουν ανοιχτά τα πόδια των εμπρός, ώστε να μπορούν με τις ακάλυπτες πατούνες να δίδουν την ώθησι στην περιστροφική κίνησι του «αδραχτιού», αφήνουσαι για την ημέρα την θορυβώδη κρεββατή), καθώς και το καλάμισμα και μα σούρισμα με το εκκωφαντικό χειροκίνητο ροδάνι. Κατά την ώρα αυτή τα παλληκάρια ερχόμενα στο κέφι γύριζαν στους δρόμους τραγουδούντα, περισσότερο κάτω από τα παράθυρα της ερωμένης των, και έτσι ανεβίωσαν τους κώμους των αρχαίων, οι οποίοι τώρα, (κατά άλλη δε εκδοχή από της εποχής των Γενοβέζων), ωνομάσθηκαν «πατινάδες», εγίνοντο δε και κατά τα γλυκοχα ράγματα και συνωδεύοντο με την ορχήστρα. Οι άνδρες της Αγιάσου, της Μυτιλήνης και άλλων χωρίων, τα οποία δεν κατονομάζονται, κατά τις εορτές των Χριστουγέν νων, του Αγίου Βασιλείου και των Θεοφανείων έψαλλαν τα κά λαντα (12) στα σπίτια των Αρχόντων ως ευπορωτέρων, όπως (12) Τα κάλαντα μετά τους πολυχρονισμούς μετ’ εγκωμίων προς όλους τους εν τη οικία κατέληγον στη ζητιανιά, γι’ αυτό μερικοί υποθέτουν, ότι
φαίνεται στο δίστιχο «Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, κι’ αν είνε ορι σμός σας,—Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ Αρχοντικό σας». Οι γυναίκες δε κατά την εορτήν του Αγιού Γιαννιού του λιοτροπιού έφεραν στην επιφάνεια τα λησμονηθέντα «κάψαλα», δηλ. τις φωτιές εις τους δρόμους μετά την δύσιν του ηλίου και τα υπεράνω των φλογών πηδήματα δια να αποδιώξουν τα σω ματικά και ψυχικά μιάσματα, έφεραν στην επιφάνεια και τον παραμελημένο «κλήδωνα» με το δοχείο το περιέχον το «αμίλητο νερό», με τα «σημάδια», δηλ. με τα διάφορα αντικείμενα, τα οποία έρριπτον μέσα στο δοχείο, και με τα ερωτικά ή σκωπτικά δίστιχα, τα απαγγελλόμενα κατά την εξαγωγήν εκάστου «σημαδιού» δια να προφητεύσουν ποίον θα πάρη ως σύζυγον η κοπέλλα που βά ζει στο δοχείο το σημάδι. Οι κοπέλλες έκαναν ν’ αναβιώσουν οι «κούνιες», δηλ. οι αιώρες των αρχαίων. Αναρτούσαν με διπλό σχοινί δεμένο εις τα άκρα από τους οριζοντίους κλάδους ενός δέν δρου ή από τους δοκούς των οικιών ένα σανίδι μήκους ενός περί που μέτρου σε οριζοντία στάσι. Στα δύο άκρα αυτού του σανιδιού καθήμεναι ανά δύο αντικρυστά και κρατούσαι τα σχοινία αιωρούν το ρυθμικά, όπως αιωρείται το εκκρεμές του ωρολογίου, ωθούμενες από τις άλλες, οι οποίες εστέκοντο όρθιες ψάλλουσαι τα «τρα γούδια της κούνιας» (τα οποία συνήθως ήσαν δίστιχα ερωτικά ή και άλλου περιεχομένου), και οι οποίες διαδοχικά θα αιωρούντο ανά δύο. Επί πλέον, φορούσαι κοσμήματα και φορεσιές πολύχρω μες, χόρευαν με το τραγούδι ή με την ορχήστρα και τον συρτό ομαδικώς σε μια πλατεία του χωριού κατά το απομεσήμερο των Κυριακών και των άλλων εορτών με σεμνότητα και αρμονικότητα κινήσεων, αποτελούσαι εν τω συνόλω ένα θέαμα ευχάριστο και προκαλούσαι παλλαϊκούς συναγερμούς, μεγάλες συγκινήσεις των ερωτευμένων και ατελείωτα χειροκροτήματα του πλήθους. Εκτός από τις ακαρπίες και θεομηνίες, οι οποίες δεν λεί πουν από καμμιά έποχή, δύο άλλα ακόμα ήσαν τα δυσάρεστα. Η βιαία στρατολογία χριστιανών ναυτών και ναυτοπαίδων, και η επιδρομή του ξακουστού τότε Γάλλου πειρατού Κρεβελιέ (13). Και τώρα δηλαδή, όπως και στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρα τίας, αξιωματικοί του στρατού, συνοδευόμενοι από ζεύγη Ατσιγ γάνων παιζόντων εμβατήρια με τους ζουρνάδες και τα τούμπανα, περιήρχοντο τα χωρία και βίαζαν τους Δημογέροντας να τους δείξουν τα πρωτοπαλλήκαρά των για να τα στρατολογήσουν στα πολεμικά καράβια, να τους δείξουν και τους ευρώστους νεανίας για να τους στρατολογήσουν ως βοηθούς των Ατσιγγάνων των θα είνε ο αρχαίος αγερμός (ή αγυρμός), δηλ. η πρώτη ημέρα των Ελευ σινίων, κατά την οποίαν εγίνοντο και έρανοι, ζητείες, συνάξεις ελεημοσύνης υπέρ κοινωφελών σκοπών ή επαιτών, ή ότι θα είνε η περιφορά της ειρεσιώ νης, δηλ. του κλάδου της ελαίας ή της δάφνης του περιτυλιγμένου εν είδει στεφάνου, η γινομένη υπό των ζητιάνων τραγουδούντων σε ωρισμένες εορ τές της αρχαίας εποχής. (13) Δ.Γ. Βερναρδάκη «Συνοπτική Ιστορία της νήσου Λέσβου». Και Π. Ι. Σαμάρα «Επιδρομές στη Λέσβο».
εργαζομένων μέσα στα ίδια καράβια, αλλά οι υποδεικνυόμενοι ήσαν πολύ ολίγοι, διότι προωρίζοντο μονάχα για το εις τον Ταρσανά της Μυτιλήνης ναυπηγούμενο καράβι, και δεν εβιάζον το να εξισλαμισθούν παρεκινούντο μόνον με τας υποσχέσεις, ότι εξισλαμιζόμενοι θα πάρουν αξιώματα, θα πληρώνωνται πα χειές μισθοδοσίες και θα έχουν πολλές απολαύσεις της σαρκός. Μπορούσαν δε και να κρυβούν χωρίς να πάθουν τίποτε οι συγ γενείς των, αρκούσε να τους «ξεγράψουν» δημοσία με τον κήρυ κα της Κοινότητος, δηλαδή να τους αποκηρύξουν από την συγγέ νειά των και να τους αποκληρώσουν από την πατρομητρική περιουσία, οπότε η περιουσία η αναλογούσα εις τους ξεγραφομέ νους μετεγράφετο υπό των γονέων επ' ονόματι των τέκνων των ξεγραφομένων. Και ο Κρεβελιέ στα 1676 επέπεσε με τους κουρσάρους του στο χωρίον Πέτρα, από το οποίο άρπαξε ό,τι πολύτιμο μπορούσε να μεταφέρη, φεύγοντας δε πήρε μαζί του και 500 Πετριανούς ως σκλάβους, κατά τα άλλα όμως επεκράτη σε αυτή την εποχή μία γαλήνη των ραγιάδων εις τη Λέσβο, φθά νουσα μέχρις αφυπνίσεως αυτών, γι’ αυτό και τα 70 περίπου χρόνια αυτού του τμήματος της ιστορίας, από τα 1632 έως τα 1701, λέγονται «χρόνια της γαλήνης των Λεσβίων». Τα χρόνια όμως αυτά βάσταξαν και άλλα 70 χρόνια ύστερα, δηλαδή μέχρι του ρωσσοτουρκικού πολέμου του 1770 — 1771, οπότε, ελθόντων Ρώσσων εις την Μυτιλήνην και εξαφθέντος του φανατισμού των Τούρκων, νέα πάλιν τρικυμία ξέσπασε στο κεφάλι των χριστια νών της Λέσβου. Αυτό με άλλες λέξεις λέγει, ότι πολλά από αυτά, τα οποία αναφέρομεν ως γενόμενα μεταξύ του 1632 έως τα 1701, έγιναν και μεταξύ του 1701 έως τα 1770, ο γράφων όμως πήρε εδώ μόνον τα πρώτα 70 χρόνια της γαλήνης έως τα 1701, διότι στα 1701 ήρθε στην Αγιάσο το βασιλικό φερμάνι, το οποίο αναγκάζει αυτόν να χωρίση εις δύο τα χρόνια της γαλήνης. (Συνεχίζεται)
Η ΙΕΡΑ ΑΣΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Πρωτοπρ. ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
Η εορτή της τελετής της Παρθένου Μαρίας, την οποίαν χα ρακτηριστικώτατα γνωρίζει η Εκκλησία μας ως εορτήν της Κοι μήσεως της Θεοτόκου, όχι μόνον δεν υστερεί, αλλά και υπερέχει ενίοτε από τας άλλας θεομητορικός εορτάς εις ποιητικήν και μου σικήν έμπνευσιν, ως αποτελούσα, αυτό τούτο, την εορτήν του θριάμβου της Παναγίας και της πανηγυρικής Της εισόδου εις τα υπερκόσμια Άγια των Αγίων, όπου πλησίον του θρόνου της δό ξης του εξ Αυτής σαρκωθέντος Υιού του Θεού πρωτεύει μεταξύ των εκλεκτών του Θεού. Η ωραία ασματογραφία, την οποίαν διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί μελωδοί αφιέρωσαν εις την ιεράν ταύτην εορτήν, αρχομένη από των Προεορτίων της ιδ' Αυγούστου και φθάνουσα εις το κατακόρυφον της εμπνεύσεως κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής (ιε' Αυγούστου), τερματίζεται εις τα Με θέορτα, τα οποία συνεχίζονται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία μέχρι της κγ' Αυγούστου, ότε, κατά την τυπικήν διάταξιν της Εκκλη σίας μας, αποδίδοται η εορτή και επαναλαμβάνονται τα ιερά άσματα της ημέρας της εορτής. Τα άσματα των Προεορτίων της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προπαρασκευάζουν τους πιστούς εις την υποδοχήν της μεγάλης ταύτης εορτής και, τρόπον τινά, παρακολουθούν τας ετοιμασίας, αι οποίαι γίνονται δια την θριαμβευτικήν εκ του κόσμου έξοδον της Μητρός του Κυρίου, η οποία, μακράν του να είναι αφορμή πένθους—ως είναι των κοινών θνητών ο θάνατος— θα είναι αφορ μή πανηγύρεως και χαράς. Εν κυμβάλοις ηχήσωμεν, εν ωδαίς αλαλάξωμεν, εορτήν εξόδιον προεξάρχοντες και επιτύμβια άσματα φαιδρώς εκβοήσωμεν (1)
Είναι δε αφορμή πανηγύρεως και απαιτούνται φαιδρά άσμα τα εις την κατά το φαινόμενον επιθανάτιον ταύτην εορτήν, διότι η «Μήτηρ του Θεού» πρόκειται να μεταβή «προς τα άνω..., προς παλίνζωον και θείαν μεθισταμένη λαμπρότητα» (1 23 ) και αυτή ακόμη η μέλλουσα ν’ απέλθη εκ του κόσμου τούτου, «η έμψυχος πόλις του πάντων δεσπόζοντος», μετά χαράς «επείγεται» εις τας χείρας του Υιού Αυτής την παναγίαν ψυχήν να παραδώση, «μεθιστα μένη προς αιωνίαν κατοίκησιν», όπου «εις τα κρείττω βασίλεια» θα συνδιαμένη εφεξής («συγχορεύειν») μετά του Υιού Αυτής (*). Δια (1) Το α' Στιχηρόν Προσόμοιον του Εσπερινού. (2) Αυτόθι. (3) Το β' Στιχηρόν του Εσπερινού.
τούτο κανείς δεν πρέπει να καθυστερήση, πάντες ανεξαιρέτως πρέπει να παρευρεθούν εν ευλαβεί συναγερμώ, Ιερέων ο σύλλογος, βασιλείς τε και άρχοντες, συν παρθένων τάγμασι νυν προφθάσατε, άπας λαός τε συνδράμετε, ωδήν επιτάφιον αναπέμποντες ομού (4).
Η Θεοτόκος Μαρία, η χρηματίσασα «οίκος τον του παντός συνοχέα ο χωρήσας», απερχομένη εκ του κόσμου τούτου, «μετα βαίνει οικήσαι προς ουρανούς», διότι έχει ήδη αναδειχθή δια της εν Αυτή σαρκώσεως του Θείου Λόγου «ουρανός Χριστού και θρό νος και μέγα παλάτιον» (°), γενομένη Νύμφη, η του Θεού Βασίλισσα Παρθένος, των εκλεκτών η δόξα, καύχημα των παρθένων (6).
Ωραιότατα εκφράζεται η όλη έννοια της όλης ασματογρα φίας ταύτης εις το εξής περιληπτικώτατον ποίημα : Λαοί, προσκιρτήσατε, χείρας κροτούντες πιστώς, και πόθω αθροίσθητε σήμερον, χαίροντες και φαιδρώς αλαλάζοντες πάντες εν ευφροσύνη· του Θεού γαρ η Μήτηρ μέλλει των επιγείων προς τα άνω απαίρειν ενδόξως, ην εν ύμνοις αεί, ως Θεοτόκον, δοξάζομεν (7).
Η ασματογραφία της κυρίας ημέρας της εορτής εκφράζει την έκπληξιν της Εκκλησίας δια τον θάνατον της Μητρός του Θεού. Ω του παραδόξου θαύματος ! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται ! (8)
Διερμηνεύει τον θαυμασμόν των πιστών δια την εκ των περά (4) Το (5) Το (6) Το γούστου. (7) Το (8) Το
γ’ Στιχηρόν του Εσπερινού. α’ τροπάριον της στ' ωδής του Κανόνος. β' Στιχηρόν των Αποστίχων του Μικρ. Εσπερινού της ιε' Αυ
Προεόρτιον Απολυτίκιον. α' Στιχηρόν Αυτόμελον του Μεγ. Εσπερινού.
των της Οικουμένης θαυμαστήν συνάθροισιν των Αποστόλων του Χριστού επί τον νεκρόν της Πανάγνου Μαρίας. Θεαρχίω νεύματι πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο (9).
Περιγράφει τον θρίαμβον, όστις επιφυλάσσεται εις την εκ του κόσμου τούτου απερχομένην «παντάνασσαν θεόπαιδα», της οποίας την Κοίμησιν δοξάζουσιν «Εξουσίαι, Θρόνοι, Αρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις και Χερουβίμ, και τα φρικτά Σεραφίμ», και ενώπιον της οποίας «προσπίπτουσι βασιλείς συν Αρχαγγέλοις και Αγγέ λοις» (10), ενώ η Γεσθημανή προτρέπεται να ευφρανθή, διότι γίνε ται «της Θεοτόκου το άγιον τέμενος» και οι πιστοί καλούνται να ψάλουν προς την απερχομένην Θεοτόκον, «τον Γαβριήλ κεκτημέ νοι ταξίαρχον», το Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω δια σου το μέγα έλεος (11).
Η πανηγυρική αύτη αναφώνησις προς την Κεχαριτωμένην Παρθένον αποτελεί οιονεί την επωδόν, ήτις επαναλαμβάνεται εις το τέλος και των τριών «Στιχηρών» του Εσπερινού, δια των οποίων προοιμιάζεται η όλη ιερά ασματογραφία της εορτής, και επισφραγίζει τα αισθήματα της χαράς και της ικανοποιήσεως, υπό των οποίων διαπνέεται ο ιερός υμνογράφος, βλέπων δια των οφθαλμών της θερμής του πίστεως ότι ο τάφος της Θεοτόκου γί νεται «κλίμαξ προς ουρανόν» (12) και οραματιζόμενος την «ευπρε πή» ταύτης δόξαν «θεοφεγγέσιν εκλάμπουσαν χάρισι», βέβαιος ότι η αναδειχθείσα «του υψίστου θρόνος» δεν είναι πλέον νεκρά, διότι «γήθεν προς ουρανόν μετέστη σήμερον» (13). Συγκέντρωσιν των αισθημάτων τούτων της Εκκλησίας, και, τρόπον τινά, συστηματικωτέραν αυτών εκδήλωσιν αποτελεί το κατωτέρω ποίημα του Θεοφάνους, εν τω οποίω επί πλέον διαζω γραφείται ζωηρώς ο παγκόσμιος θρίαμβος της Θεομήτορος», ον θριαμβευτικώς επίσης εξυμνεί,
(9) (10) (11) (12) (13)
Το Το Το Το Το
α' γ' β' α' β'
Δοξαστικόν του Μεγ. Εσπερινού. Στιχηρόν του Μεγ. Εσπερινού. Στιχηρόν του Μεγ. Εσπερινού. Στιχηρόν του Μεγ. Εσπερινού. Στιχηρόν του Μεγ. Εσπερινού,
Δεύτε, φιλεόρτων το σύστημα, δεύτε και χορείαν στησώμεθα· δεύτε καταστέψωμεν άσμασι την Εκκλησίαν, τη καταπαύσει της Κιβωτού του Θεού. Σήμερον γαρ ουρανός εφαπλοί τους κόλπους, δεχόμενος την τετοκυίαν τον εν πάσι μη χωρούμενον· και η γη την πηγήν της ζωής αποδιδούσα, την ευλογίαν στολίζεται και ευπρέπειαν. Άγγελοι χοροστατούσι συν Αποστόλοις, περιδεώς ενατενίζοντες εκ ζωής εις ζωήν μεθισταμένης της τεκούσης τον αρχηγόν της ζωής (14).
Οι Άγγελοι λοιπόν παρίστανται αοράτως εις την επικήδειον της Θεοτόκου εκφοράν μετά των «εκ περάτων» συναθροισθέντων εν Γεθσημανή Αποστόλων και παρακολουθο ύντες την θαυμαστήν εκφοράν του ηγιασμένου σκήνους, «υπερκοσμίως προώχοντο»—ως ψάλλει άλλος ποιητής—και προέτρεπον τας «ανωτέρας ταξιαρ χίας» να υποδεχθούν «υπερκοσμίως» την εις τους ουρανούς ανερ χομένην «του αεννάου Φωτός Μητέρα» (15).. Περί εορτής άρα μεγίστης πρόκειται και δια τούτο ο ιερός υμνογράφος δεν θεωρεί τα ιδικά του άσματα ως ικανά δια την εξύμνησιν της λαμπρότητος της και παρίσταται αγνοών και επι καλούμενος του θεοπνεύστου Προφητάνακτος την συνδρομήν, τον οποίον προσκαλεί από το βάθος των αιώνων να ενισχύση την προσπάθειάν του με την ιδικήν του θεόπνευστον λύραν, Αναβόησον, Δαβίδ, τις η παρούσα Εορτή ; (16)
και παρίσταται ο Προφητάναξ υπακούων εις την πρόσκλησιν και ερχόμενος εις το μέσον των πανηγυριστών δια να τους διαφωτίση με το Ιδικόν του προφητικόν κύρος, το οποίον γίνεται ακόμη μεγα λείτερον με την πραγματοποίησιν της παλαιάς του προρρήσεως, δια την οποίαν και σεμνύνεται εκείνος, Ην ανύμνησα, φησίν, εν τω βιβλίω των Ψαλμών, ως θυγατέρα θεόπαιδα και Παρθένον,* 16 (14) Το Δοξαστικόν της Λιτής. (16) Το α’ Δοξαστικόν του Μεγ. Εσπερινού. (16) Το Κάθισμα της α’ Στιχολογίας του Όρθρου.
μετέστησεν αυτήν προς τας εκείθεν μονάς Χριστός, ο εξ αυτής άνευ σποράς γεννηθείς (17).
Άλλος πάλιν ιερός ποιητής, ο διάσημος Κοσμάς ο Μαϊουμά, φέρει εις το μέσον την Μαριάμ, την αδελφήν του Μωυσέως, και την καθιστά αρχηγόν της πανηγύρεως, και, όπως μετά την θαυ μαστήν διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης, την παρουσιάζει προε ξάρχουσαν και τώρα των δοξολογιών, τας οποίας οι πιστοί ανα πέμπουν προς τον Μονογενή Υιόν της Παρθένου επί τη εξαιρέτω ταύτη της Μητρός Του εορτή, Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η Ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τυμπάνων τω σω άδοντας Μονογενεί· ενδόξως ότι δεδόξασται (18).
Μετά του αυτού ενθουσιασμού και ο ιερός Δαμασκηνός υμνών την δόξαν της ημέρας ταύτης, συγκαλεί τον κόσμον ολό κληρον και τα υπερκόσμια εις εγκωμιασμόν αυτής και ψάλλει, Κροτείτωσαν σάλπιγγες των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων νυν ευφημείτω· περιηχείτω αήρ απείρω λαμπόμενος φωτί Άγγελοι υμνείτωσαν της Παρθένου την Κοίμησιν (19). (Ακολουθεί)
(17) Αυτόθι. (18) Ο Ειρμός της α' ωδής του Κανόνος του Κοσμά. (19) Το α' τροπάριον της ε' ωδής του Κανόνος του Δαμασκηνού.
ΧΡΟΝΙΚΑ Αρχιερατικαί ιερουργίαι. Ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών ετέ λεσε την θ. λειτουργίαν τη Κυριακή των Αγίων Πατέρων εν τω Ιερώ Προσκυνήματι επί μνημοσύνω των αοιδίμων Ιδρυτών και Ευεργετών του Ιερού Νοσοκομείου και του Γη ροκομείου Αγιάσου και αφ' ου εδί δαξεν επικαίρως το ευσεβές εκκλησία σμα, επήνεσε πάντας τους συμβαλόν τας και συμβάλλοντας εις το φιλά δελφον έργον των Ιδρυμάτων τούτων. — Επίσης η Α.Σ. ετέλεσε την θ. λειτουργίαν τη Δευτέρα της Πεντη κοστής εν τω πανηγυρίζοντι ιερώ ναώ της Αγίας Τριάδος. — Την 30ήν Ιουνίου η Α.Σ. εχο ροστάτησε κατά τον εσπερινόν εν τω πανηγυρίζοντι εξωκκλησίω των Αγ. Αναργύρων,τω κειμένω εις μαγευτι κήν τοποθεσίαν της Κοινότητος Ασω μάτου. Τον εσπερινόν παρηκολούθη σαν ο κ. Νομάρχης, ο κ. Μέραρχος και οι κ. κ. Επιτελείς της Μεραρχίας. — Την 7ην Ιουλίου ε.έ. ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών ηυλόγησεν εν τω Ι. Προσκυνήματι τους γάμους του ιατρού κ. Χριστοδ. Λιναρδή μετά της δ. Ελένης Ευστρ. Κολαξιζέλλη, θυγατρός του εκλεκτού συνεργάτου της «Αγ. Σιών» κ. Ευστρατίου Κο λαξιζέλλη, κοινοτικού συμβούλου και επιτρόπου του Ιερού Προσκυνήμα τος.
Η Ζ' εν Αγιάσω Φροντιστηρ. Εφημεριακή Σύναξις. Τη 12—13 Ιουνίου ε.έ., προσκλή σει του αιδ. Αρχιερατικού Επιτρό που, συνήλθον εν Αγιάσω οι αιδεσ. εφημέριοι των ιερών ναών Αγιάσου, Ασωμάτου, Ιππείου, Κάτω Τρίτους,
Σκούντας, Μυχούς και Λάμπου Μύ λων εις την Ζ' Φροντιστηριακήν αυ τών Σύναξιν, ης η έναρξις εγένετο δι’ αγρυπνίας, τελεσθείσης την εσπέραν της 12ης Ιουνίου εν τω Ιερώ Προσκυνήματι, καθ’ ην ανεγνώσθη σαν αι υπέρ της ειρήνης ευχαί και ωμίλησεν επικαίρως ο Αρχιερατι κός Επίτροπος. Την πρωίαν της 13ης ετελέσθη η θ. λειτουργία, ιερουρ γούντος του Αρχιερατικού Επιτρό που μετά πάντων των μετεχόντων της Συνάξεως αιδεσ. Ιερέων και των διακόνων του Ι. Προσκυνήματος, μετά δε την θ. λειτουργίαν ηρμη νεύθη εν ειδική συγκεντρώσει η αναγνωσθείσα αποστολική περικο πή και εξήχθησαν εξ αυτής πρα κτικά συμπεράσματα περί της άπο στολής των πρεσβυτέρων της Εκ κλησίας προ πάντων κατά την σημε ρινήν δύσκολον εποχήν. Ανεπτύχθη σαν είτα αι σχετικαί προς τα καθή κοντα και τα δικαιώματα των εφη μερίων διατάξεις του νέου Ενορια κού Νόμου και εδόθησαν αι δέουσαι δια την εκτέλεσιν των οδηγίαι, αφ' ου ελύθησαν σχετικαί απορίαι των αιδ. εφημερίων, και ανεκοινώθησαν αι εκ της τελευταίας επιθεωρήσεως των Ιερών ναών εντυπώσεις και παρατη ρήσεις. Κατά δε την μεταμεσημβρι νήνσυγκέντρωσιν ανεκοινώθησαν υφ' εκάστου εκ των μελών πληροφορίαι σχετικαί με την εν τη ενορία των εφαρμογήν των διατάξεων των από της προηγουμένης Συνάξεως εκδο θεισών εν τω μεταξύ μητροπολιτικών εγκυκλίων, και εδόθησαν και πάλιν σχετικαί οδηγίαι δια την περαιτέρω πιστήν τούτων εφαρμογήν, μεθ’ ο έλυθη η Σύναξις.
Προς τον Σεβ. Μητροπολίτην υπε βλήθη το εξής τηλεγράφημα :
νήθησαν υπό της Επιτροπείας του I. Προσκυνήματος.
Σεβασμ. Μητροπολίτην Μυτιλήνης
Επιθεώρησις φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων.
Υποβάλλων υιϊκά σέβη αφωσιω μένον ιερού κλήρου περιφερείας, συγκροτούντος Ζ' Φροντιστηρια κήν Σύναξιν, επικαλούμαι ευλα βώς πολύτιμον αρχιερατικήν ευλο γίαν πεπνυμένου Πατρός και Ποι μενάρχου. Πρωτοπρεσβύτερος Μυτιληναίος. Εις τούτο η Α.Σ. ευηρεστήθη ν’ απαντήση ως ακολούθως : Πρωτοπρεσβύτερον
Εμμανουήλ
Αγιάσον
Συγχαίροντες ευλογούμεν πάν τας πατρικώς. Μυτιλήνης Ιάκωβος. Τα μέλη της Συνάξεως εφιλοξενή θησαν μερίμνη της εντίμου Επιτρο πείας του Ι. Προσκυνήματος, την δε μεσημβρινήν αυτών τράπεζαν ετίμη σαν ο Ειρηνοδίκης κ. Μιλτ. Μαρκό πουλος και ο Ανθυπομοίραρχος κ. Αρ. Κατσαρός.
Επίσημοι επισκέψεις. Την κωμόπολιν μας επεσκέφθη μετ’ επίσκεψιν του Σανατορίου ο υφυ πουργός Τ.Τ.Τ. κ. Στ. Πολυζωγό πουλος μετά της αξιοτίμου κυρίας του, συνοδευόμενος υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ, Ιακώ βου και του Νομάρχου Λέσβου κ. Αγησ. Κοζύρη μετά της αξιοτίμου κυρίας του. Εις το Σανατόριον μετα βάντες υπεδέχθησαν τους επισήμους ξένους ο αιδεσ. Αρχιερατικός Επί τροπος και οι κ.κ. Υποδιοικητής της Χωροφυλακής, Πρόεδρος της Κοινό τητος, Πρόεδρος του Ι. Προσκυνή ματος και Προϊστάμενος Τ.Τ.Τ. Αγιάσου. Την μεσημβρίαν εφιλοξε
Ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών, ως Πρόεδρος των φιλανθρωπικών ιδρυ μάτων της Κωμοπόλεώς μας, επεθεώ ρησεν επανειλημμένως τας συντε λουμένας εργασίας δια την στέγα σιν του Γηροκομείου και εμελέτησεν επί τόπου μετά του μηχανικού κ. Αλεξ. Πανταζή τα κατά την οριστι κήν στέγασιν του Νοσοκομείου.
Η στέγασις των δημοσίων υπη ρεσιών. Κατόπιν σχετικής εγκρίσεως του Σεβ. Μητροπολίτου ημών απεφασί σθη υπό της Επιτροπείας του Ι. Προσκυνήματος όπως το μεγαλοπρε πές οίκημα του Νέου Ξενώνος παρα χωρηθή επί μικρώ σχετικώς ενοικίω δια την ευπρόσωπον και αξιοπρεπή στέγασιν των δημοσίων υπηρεσιών Αγιάσου. Τούτου γενομένου ευχα ρίστως δεκτού υπό των προϊσταμέ νων των εν λόγω υπηρεσιών και εγκριθέντος κατ’ αρχήν και υπό του κ. Νομάρχου, ετακτοποιήθησαν ήδη αι σχετικαί μελέται μετ’ επιτόπιον επίσκεψιν του τε Σεβ. Μητροπολίτου ημών και του κ. Νομάρχου, και γίνον ται αι προαπαιτούμεναι προπαρα σκευαστικαί εργασίαι δια την άμε σον εφαρμογήν των αποφασισθέν των.
Μεγάλη δωρεά
φιλανθρώπου.
Ο εξ Αγιάσου κ. Ευστράτιος Α λεντάς παρεχώρησεν εις το αυτόθι Ιερόν Νοσοκομείον εις μνήμην των κατά καιρούς αποβιωσάντων συγγε νών του δια δωρεάς εν ζωή μίαν οικίαν μετά των εν αυτή επίπλων και σκευών και μετά παρακειμένου οικίσκου, υπό τον όρον όπως εκποιη θώσι ταύτα παρά της Εφορίας και
το προϊόν της εκποιήσεώς των δια τεθή προς αποπεράτωσιν ενός ορό φου του ημιτελούς νοσοκομειακού κτιρίου προς οριστικήν στέγασιν των προσωρινώς στεγασθέντων εν τη οι κία Δ. X"Σπύρου Ιατρείων κλπ. Η Εφορία του Ι. Νοσοκομείου, απο δεχθείσα ευγνωμόνως την δωρεάν, ενέγραψε τον κ. Ευστρ. Αλεντάν εις τους Μεγάλους Ευεργέτας του Ι δρύματος, επισκεφθείς δε κατ' οίκον αυτόν ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών, ως Πρόεδρος του Ιδρύματος, ηυχαρίστη σε και ηυλόγησεν αυτόν και την οι
κογένειάν του, αφ' ου και επ' εκκλη σίας επήνεσε την φιλάνθρωπον πρά ξιν του. Προεδρεύοντος του Σεβασμ. Μη τροπολίτου απεφασίσθη υπό της Ε φορίας του Ι. Νοσοκομείου η δια πλειοδοσίας εκποίησις των δωρηθέν των προς ον σκοπόν ώρισεν ο δωρη τής, εδόθησαν δε αι δέουσαι εντολαί προς τον μηχανικόν κ. Αλ. Παντα ζήν προς καταρτισμόν των σχετικών μελετών δια την εργασίαν της απο περατώσεως του α’ ορόφου του εν λόγω νοσοκομειακού κτιρίου.
ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΗΣ
ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘεοΤΟΚΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑΣΩ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΏΝ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
ΕΟΡΤΩΝ
ΚΑΙ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΩΝ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ—ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1940
Πέμπτη 1 Αυγούστου
Π. Μ. Μ.Μ.
Η τελετή της Προόδου του Τιμίου Σταυρού. Μετά τον Εσπερινόν ο Μέγας Παρακλητικός Κανών.— Εναρκτήριος των εορτών ομιλία του Αρχιερατικού Επιτρόπου αιδ. Εμμ. Γ. Μυτιληναίου. Κυριακή 4 Αυγούστου
Π.Μ.
Η υπό της Ι. Συνόδου και της Ι. Μητροπόλεως ορισθείσα Δοξολογία επί τη επετείω της «συντελεσθείσης μετα βολής εν τη διοικήσει του Κράτους».
Δευτέρα 5 Αυγούστου
Μ.Μ.
Ο Μέγας Εσπερινός της εορτής της του Σωτήρος.
Μεταμορφώσεως
Τρίτη 6 Αυγούστου
Π.Μ.
Ο Όρθρος και η Θ. Λειτουργία, μεθ’ ην η καθιερωμένη Λιτανεία των Αγίων Λειψάνων και των Ιερών εικό νων.— Ομιλία του αιδ. Πρωτοπρεσβυτέρου Εμμ. Γ. Μυτιληναίου. Σάββατον 10 Αυγούστου
Αρχιερατική Θ. Λειτουργία εν τω Ναϋδρίω του Νεκροτα φείου, μεθ’ ην ο Σεβ. Μητροπολίτης θα προσευχηθή επί των τάφων. Μ.Μ. Ο Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.
Π.Μ.
Κυριακή 11 Αυγούστου Π.Μ.
Ο Όρθρος και η Θ. Λειτουργία.—Θείον Κήρυγμα.
Η Α.Σ. ο Μητροπολίτης θα ιερουργήση εν τω ιερώ Ναώ της Αγίας Τριάδος επί μνημοσύνω του Αειμνήστου ιδρυτού του Ναού X”Σκορδά.
Μ.Μ.
Ο Εσπερινός, μεθ’ ον ο Μέγας Παρακλητικός Κανών, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.—Όμιλία του Σεβ. Μητροπολίτου.
Δευτέρα 12 Αυγούστου
Μ.Μ.
Ο Μικρός Παρακλητικός Κανών, χοροστατούντος Σεβ. Μητροπολίτου.
του
Τρίτη 13 Αυγούστου Μ.Μ.
Ο Μέγας Παρακλητικός Σεβ. Μητροπολίτου.
Κανών, χοροστατούντος
του
Τετάρτη 14 Αυγούστου
Μ.Μ.
Πανηγυρικός Εσπερινός της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ. Πέμπτη 15 Αυγούστου
Π.Μ.
Αρχιερατική Θ. Λειτουργία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυ τιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.—Περιφορά της 'Ιεράς Εικόνος της Θεομήτορος. Κυριακή 18 Αυγούστου
Π.Μ.
Μ.Μ.
Αρχιερατικόν Μνημόσυνον των Ευεργετών και Δωρητών του Ι. Προσκυνήματος και της Κοινότητος Αγιάσου, ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ. Ο Σεβ. Μητροπολίτης ημών θα ευλογήση τους γάμους τριών νεανίδων, προικοδοτουμένων εκ του κληροδοτή ματος του αειμνήστου X"Βλασίου Συγκελέλλη υπό της Επιτροπείας του Ι. Προσκυνήματος.
Πέμπτη 22 Αυγούστου
Μ.Μ.
Μέγας Εσπερινός της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμή σεως της Θεοτόκου, χοροστατούντος του Σεβ. Μητρο πολίτου Μυτιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.
Παρασκευή 23 Αυγούστου Π.Μ.
Αρχιερατική Θ. Λειτουργία επί τη Αποδόσει της εορτής, ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.
Π.Μ.
Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου Πανηγυρικόν Συλλείτουργον επί τη ενάρξει του νέου Εκκλησιαστικού έτους, προεξάρχοντος του Πανοσ. Πρωτοσυγκέλλου κ. Ιακώβου Κλεομβρότου. Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου
Π.Μ. Μ.Μ.
Πανηγυρικόν Συλλείτουργον επί τη εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου. Διάλεξις του αιδ. Πρωτοπρεσβυτέρου Εμμ. Γ. Μυτιλη ναίου επί του θέματος : «Η Θεομητορική Εκκλησια στική ποίησις».
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου Μ.Μ.
Ο Μέγας Εσπερινός της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Σάββατον 14 Σεπτεμβρίου Π.Μ.
Η τελετή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, καθ’ ην θα προβληθή εις προσκυνησιν το Τίμιον Ξύλον. Θεία Λει τουργία, προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτι λήνης κ.κ. ΙΑΚΩΒΟΥ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ Γ. Βαλέτα, Αιολική Βιβλιογραφία, Λέσβος, Αδραμυτινός Κόλπος, 1566—1939. Μυτιλήνη (έκδοσις Λεσβιακής Εκθέσεως του 1939). — Η «Αγία Σιών» είναι ιδιαιτέρως ευτυχής δυναμένη σήμερον ν’ ασχοληθή με το λαμπρόν τούτο προϊόν της εργατικό τητος και της φιλοπατρίας του εκλεκτού συνεργάτου της κ. Γ. Βα λέτα, καθηγητού του εν Μυτιλήνη Γυμνασίου θηλέων και γνωστο τάτου εις τους κύκλους των λογίων δια τας άλλας επίσης λαμ πράς εργασίας του, τας αναφερομένας εις την νεοελληνικήν και δη την λεσβιακήν γραμματείαν. Πιστεύων ο σ. εις τον «αιολισμόν» ως αποτελούντα ιδιαιτέραν «πνευματικήν και ψυχικήν εκδήλω σιν», και αποβλέπων εις την προπαρασκευήν μιας γενικωτέρας «ιστορίας του αιολικού πνευματικού πολιτισμού», την οποίαν «ονει ρεύεται», ηθέλησε να συγκεντρώση, όπως ο ίδιος γράφει εις τον Πρόλογον του, «τα αιολικά βιβλία—το μόχθο και τη δημιουργία του αιολισμού» και να παρουσιάση μίαν κατά το δυνατόν αρτίαν αναγραφήν των έργων τούτων. Εξηγεί δε ο ίδιος ότι την λέξιν «αιολική» εκλαμβάνει «με την τοπική της μονάχα εκδοχή», όπως εκφράζεται και από τον τίτλον του έργου, διότι «είνε αχώριστα και αδιάσπαστα αυτά τα μέρη εκεί κάτω ..., υπάρχει μια αδιά κοπη παρουσία στις ψυχές των ανθρώπων εκεί κάτω, μια σωστή ψυχική ανταπόκριση. Υπάρχει και ψυχική συγγένεια— ανάλογη με την κλιματολογική, φυσική, τοπογραφική ταυτότητα. Όλη η αιο λική περιοχή, τα νησιά και τα ακρογυάλια του Αδραμυτινού κόλπου έχουν την ίδια μοίρα, την ίδια ζωή. Έχει και συγγένεια καταγωγής. Η Λέσβος είνε πάντα η μητρόπολη που σκορπίστηκε πολύς πληθυσμός της και βρήκε άνετη ζωή στ’ αντικρυνά μέρη», πλείστοι δε εκ των Λεσβίων συγγραφέων τόσον έχουν συνδεθή προς την μικρασιατικήν ακτήν του Αδραμυτινού κόλπου, όπως π.χ. ο Βενιαμίν και ο Σταυρίδης, άλλοι δε και κατάγονται εξ αυ τής, όπως ο Κόντογλου, ο Βενέζης, ο Πελεκίδης και ο Σημηριώτης, ώστε «ο χωρισμός θα ήταν όχι μόνο άδικος, μα και επιπόλαιος και ανιστόρητος». Έργα συγγραφέντα υπό συγγραφέων καταγομένων εκ Λέ σβου, Σμύρνης και των άλλων παραλίων του Αδραμυτινού κόλ που, ανεξαρτήτως του τόπου της εκδόσεώς των, καθώς και έντυπα — εις 1487 αριθμούμενα—ιδόντα το φως της δημοσιότητος εις τυ
πογραφεία των μερών τούτων, βιβλιογραφούνται λεπτομερέστατα υπό του σ., κατατασσόμενα χρονολογικώς, από των Ωδών του Ανακρέοντος των εκδοθεισών εν Παρισίοις υπό του Ερρ. Στε φάνου τω 1556 μέχρι του εν τη επιφυλλίδι της Αθηναϊκής εφη μερίδος «Ασύρματος» δημοσιευομένου από 10ης Ιουλίου 1939 Μυθιστορήματος του κ. Στρατή Μυριβήλη «Η Παναγιά η Ψαρο πούλα» και των ειδικών εντύπων προσκλήσεων των διαλέξεων της Λεσβιακής Εκθέσεως του 1939, και παρέχεται τοιουτοτρόπως μία ζωντανή εικών της πνευματικής παραγωγής των μερών τού των, της οποίας εργάται τινές πιθανόν να μη συμπεριελήφθησαν ένεκα του αδυνάτου της ευρέσεως των έργων των, ως ο ίδιος ο σ. υποπτεύει, παραπέμπων εις την «μελλοντικήν έρευναν», η οποία «θα κάνει αναμφισβήτητα συμπληρώσεις και προσθήκες νέων ονομάτων». Εκ των βιβλιογραφουμένων έργων ελάχιστα είναι όσα η από μνήμης η κατ’ ανακοίνωσιν άλλων ανέγραψε, μη κατορθώσας ο ίδιος να ίδη, παρά τας επιμόνους προσπαθείας του, ο σ., άτινα και σημειοί δι’ αστερίσκου, είναι δ’ ευνόητος ο ενθου σιασμός του σ. δια την συγκέντρωσιν του πράγματι πολυτίμου τούτου υλικού, το οποίον αντιπροσωπεύει τεσσάρων αιώνων πνευματικούς μόχθους και πνευματικήν καλλιέργειαν της προ νομιούχου πράγματι ταύτης γωνίας της ελληνικής γης. Δίκαιον έχει λοιπόν ο σ. όταν γράφη «εγώ είμαι αληθινά μεθυσμένος από συγκίνηση, γιατί βρίσκουμαι αυτή τη στιγμή μέσα στην πολύτιμη σύναξη των αποστόλων του αιολικού πολιτισμού, δημιούργημα καθαρό και φυσικά της αγαπημένης πατρίδας μου», διότι μόνον άνθρωπος αγαπών ειλικρινώς τον πολιτισμόν και την πατρίδα του θα ηδύνατο να επιληφθή τοιούτου έργου, του οποίου τας δυσκολίας και την αξίαν ολίγοι δύνανται να εκτιμήσωσιν. Η χρονολογική κατάταξις της ύλης, την οποίαν ο σ. προυτί μησε, διότι φρονεί ότι είναι «η καλλίτερη και η εκφραστικώτερη» ή «τουλάχιστο είναι η φυσικώτερη», θα παρείχεν ευνοήτους δυσ χερείας εις την επιστημονικήν χρήσιν του βιβλίου και ακριβώς δια τούτο ο σ. προσέθηκεν εν τέλει Αλφαβητικόν Ευρετήριον των κυρίων ονομάτων με παραπομπήν εις τους αύξοντας αριθμούς των αναγραφομένων βιβλίων, καθώς και μεθοδικόν ευρετήριον καθ’ ύλην, εν τω οποίω παραπέμπει και πάλιν εις τους αύξοντας αριθμούς των βιβλιογραφηθέντων έργων κατατάσσει αυτά εις Λο γοτεχνικά (Αρχαία —Νέα — Μεταφράσεις), Φιλολογικά, Γλωσσο λογικά, Γραμματικά, Γλωσσικόν ζήτημα, Λαογραφικά, Ιστο ρικά, Αρχαιολογικά, Γεωγραφικά, Φιλοσοφικά, Νομικά, Κοινω
νικά — Πολιτικά, Θεολογικά, Ιατρικά, Οικονομολογικά, Φυσικά, Σχολικά, Παιδαγωγικά, Μουσικά, διάφορα Επιστημονικά, Μαθη ματικά και Βιβλιογραφικά. Ιδιαιτέρως, τέλος, κατατάσσει εις το «Ευρετήριο κατ’ είδος» Εφημερίδας, Περιοδικά, Ημερολόγια— Λευκώματα, Κανονισμούς—Καταστατικά και Μονόφυλλο—Κατα λόγους—Προγράμματα—Προσκλήσεις. Το βιβλίον, εκδοθέν επ' ευκαιρία της Λεσβιακής Εκθέσεως του 1939, πολύ δικαίως «αφιε ρώνεται στον κ. Αγησίλαο Κοζύρη, Νομάρχη Λέσβου, φιλόμουσο και πολιτισμένο», εις την πρωτοβουλίαν του οποίου οφείλεται και η λαμπρά εκείνη Έκθεσις και η ενθάρρυνσις του σ. εις την έκδο σιν του πολυτιμοτάτου τούτου έργου του. Το βιβλίον περιέχει και χαρακτηριστικά σκιτσογραφήματα πολλών Λεσβίων λογίων, άτινα εφιλοτέχνησεν ο κ. Μ. Παρα σκευαΐδης, καθώς και σμικρύνσεις πανομοιοτύπων των εξωφύλ λων ή των τίτλων πολλών δυσευρέτων σήμερον εκ των βιβλιο γραφουμένων εντύπων. Νίκου Δ. Σωτηράκη, Βενιαμίν ο Λέσβιος Αρμοστής των Νή σων Αιγαίου. Δύο ιστορικά έγγραφα. Μυτιλήνη, 1940. — Ο εν Μυ τιλήνη καθηγητής κ. Ν. Δ. Σωτηράκης, λίαν αξιεπαίνως ασχολη θείς εις την μελέτην της προσωπικότητος και του έργου του μεγά λου Λεσβίου διδασκάλου Βενιαμίν δια της εν τω «Ποιμένι» της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης προηγηθείσης μελέτης του «Βενιαμίν Λέσβιος, μέρος Α' Βιογραφία», παρέχει δια της παρούσης μελέτης, ήτις ανατυπούται εκ του «Δελτίου» της I. Μητροπόλεως Μηθύ μνης, νέας περί τούτου πληροφορίας, αναφερομένας εις το έργον του ως Αρμοστού των Νήσων Αιγαίου και προερχομένας εκ δύο εγγράφων, δημοσιευθέντων ήδη, κατά την μαρτυρίαν αυτού του σ., εν τω έργω του εκ Θήρας κ. Μιχ. Α. Δανέζη «Σαντορίνη» 19391940 (σελ. 92 και 94) και εκείθεν αναδημοσιευομένων ενταύθα.
Εκδότης—Διευθυντής ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος Κατοικία εν Αγιάσω
Τυπογραφεία "ΠΡΩΪΝΗΣ,,