ΑΓΙΑ
ΣΙΩΝ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑΣΩ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΊΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ κ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΕΤΟΣ Δ΄ ΑΡΙΘΜ. 9
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος
1940
ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (+) αρχιεπισκΟπου ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (*) (ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ)
[3] Παρατηρήσεις επί των περί της εικονομαχίας και των δύο μερίδων, εικονομάχων και ορθοδόξων, ειδήσεων. Εν αρχή της εικονομαχίας αι δύο μερίδες απηρτίζοντο εκ του Αυτοκράτορος και των περί αυτόν, και εκ των Μοναχών, οί τινες κατά ταύτην την περίστασιν τα μέγιστα έδρασαν και ων δυστυχώς ή ιστορία είνε άγνωστος ένεκα της επικρατησάσης συγ χύσεως και ανωμαλίας. Πριν όμως εισέλθωμεν εις την ρήξιν των δύο μερίδων, εξετάσωμεν οποία ην η σχέσις της κοινωνίας προς την μεταρρύθμισιν επί της βασιλείας του Λέοντος, δηλ. εν αρχή της εικονομαχίας. Οι χρονογράφοι αναφέρουσιν ότι μετά το 730 ο Αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα διωγμού κατά των εικόνων και Μοναχών, εκ των οποίων πολλοί εμαρτύρησαν, ως και πολλοί των κλη ρικών εξεδιώχθησαν, «πολλοί τε κληρικοί και μοναχοί και ευλα βείς λαϊκοί υπερεκινδύνευσαν του ορθού της πίστεως λόγου, τον μαρτυρικόν αναδυσάμενοι στέφανον». Αλλά τας τοιαύτας πλη ροφορίας δέον να θέσωμεν υπό κάθαρσιν και δη το ότι πολλοί εμαρτύρησαν, όπερ φαίνεται ότι προσετέθη εις το του Θεοφάνους σύγγραμμα υπό ξένης χειρός, διότι ο μεταφραστής της ιστορίας του Θεοφάνους Αναστάσιος βιβλιοθηκάριος δεν μετέφρασε και ταύ την την πρότασιν λέγει απλώς «multi clerici ac monachi et reli giosi laici pro recto periclitati sunt verbo», εξ ου φαίνεται ότι δεν υπήρξεν η τελευταία φράσις· άλλως τε, ο Λέων ευρίσκετο τότε απησχολημένος εκ των πολέμων αυτού κατά των Αράβων και προς τούτοις οι εικονομάχοι ήσαν ολίγιστοι. Η βασιλεία του Λέοντος ήτο προπαρασκευαστική δια την εικονομαχίαν. Εκτός της μαρτυρίας ταύτης έχομεν και την μαρτυρίαν του Γερμανού(*) (*) Συνέχεια από σελ. 72.
Πατριάρχου, καθ’ ην αι εικόνες και τα ιερά λείψανα εκβαλλό μενα εκαίοντο. Αλλά και ενταύθα δέον να υποθέσωμεν ότι εγί νοντο μεμονωμένα επεισόδια, καθ’ α εξεβάλλοντο εικόνες Ναών τινων και εκαίοντο λείψανα νόθα, άτινα κατ’ εκείνην την εποχήν ήσαν πολλά. "Οτι μεμονωμένως κατεστρέφοντο άγια λείψανα επιβεβαιούται υπό της εν Κων/πόλει κατά το 754 γενομένης Συνόδου υπό εικονομάχων, οίτινες κατέκριναν την τοιαύτην πρά ξιν. Περί δε των λειψάνων ο Θεοφάνης αναφέρει μόνον την εξύ βρισιν των της Αγίας Ευφημίας· επομένως η πληροφορία αύτη του Γερμανού έχει ωρισμένην έννοιαν, διότι άλλως, αν κατεστρέ φοντο γενικώς προς τοις αγίοις λειψάνοις και αι άγιαι εικόνες των Ναών, εν ολίγω χρονικώ διαστήματι δεν θα υπήρχον πλέον εικόνες εν τοις Ναοίς, εν ω παρατηρούμεν ότι 24 έτη μετά το διάταγμα τούτο, τω 754, εν τω Ναώ των Βλαχερνών, όπου (27 Αυγούστου) συνήλθεν η Σύνοδος, υπήρχον εικόνες, αίτινες κατά διαταγήν του Αυτοκράτορος εξεβλήθησαν. Ούτω λοιπόν βλέπομεν ότι σφοδρά εισέτι επίθεσις και φανα τισμός εκ μέρους των εικονομάχων δεν εξεδηλώθη, αλλ' η κοινή γνώμη εκυμαίνετο, διότι άλλοτε επληθύνοντο και άλλοτε ηλατ τούντο οι εικονομάχοι. Προς τούτοις δε υπήρχε μέση τις τάσις, θέ λουσα μεν τας εικόνας, αλλ' υψηλά ανηρτημένας, ίνα μη ταύτας ασπάζωνται και αποτελουμένη από των ημιεικονομάχων. Εκ των ανωτέρω συμπεραίνομεν, ότι εξεδίδοντο μεν διατάγματα κατά των εικόνων, δεν εφηρμόζοντο όμως. Ταύτα επί Λέοντος, όστις υπήρξεν εις εκ των αρίστων ηγεμόνων του Βυζαντινού κράτους και ανορθωτής αυτού. Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ε΄, η συγκρότησις της εικονομαχι κής μερίδος και ο κατά των ορθοδόξων, μάλιστα δε των Μονα χών, αγών. ΤονΛέοντα διεδέχθη ο υιός αυτού Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775). Ούτος υπήρξε μεγαλοφρονέστερος, δραστηριώτερος και ευστα θέστατος ηγεμώνήτο μεν συνετός, ως ο πατήρ του, αλλ’ ήτο τολ μηρότερος αυτού· επειδή δε σφοδρότερον του πατρός του επολέ μησε τας εικόνας, δια τούτο οι χρονογράφοι προσήψαν αυτώ πολ λούς ψόγους. Η πρώτη δεκαετία της βασιλείας του υπήρξεν ήσυ χος, διότι ο τότε εχθρός, οι Άραβες, είχον αρκούντως ταπεινωθή, αλλ’ η βασιλεία αυτού πληρούται υπό ταραχών ένεκα της εικονο μαχίας, ην υπεστήριζεν αυτός, ανατραφείς ήδη εν αυτή, μετά πολ λής αποτομότητος, δυσαρεστήσας τους ορθοδόξους. Ούτω δε δρα ξάμενος της ευκαιρίας ο Αρταβαστός ο γαμβρός αυτού, απόντος του Αυτοκράτορος εις εκστρατείαν, κηρύττεται εν ονόματι των ορθοδόξων Αυτοκράτωρ και χρίεται υπό του Πατριάρχου Ανα στασίου, αλλ’ ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, επιπεσών κατά της Κωνσταν τινουπόλεως, κυριεύει ταύτην και εκδικείται φρικτώς τους επανα στάτας, διαπομπεύσας αυτούς εν τω ιπποδρομίω· λέγεται δε συνάμα περί του Αναστασίου του Πατριάρχου, ότι ετυφλώθη, αλλά τούτο δεν έχεται αληθείας, διότι πάλιν μετά τινα έτη εγέ
νετο Πατριάρχης, όπερ βεβαίως θα ήτο αδύνατον φαίνεται λοιπόν ότι το ετυφλώθη εγράφη αντί του «ετύφθη». Το 753 ο Αυτοκράτωρ μετά τον θάνατον του Αναστασίου δεν εξέλεξε Πατριάρχην αμέσως πριν η κανονίση το θρησκευτι κόν ζήτημα και προπαρασκευάση την μερίδα των εικονομάχων, ης ηγείτο, οι δε συν αυτώ ήσαν άπασα η αυλή και δη ο στρατός, όστις πράγματι ελάτρευε τον Αυτοκράτορα αυτού, δι’ ου εξη σκήθη η βία κατά των εικονολατρών. Πλην όμως τούτων ο Αυτοκράτωρ είχεν υπέρ εαυτού και τον λαόν επομένως σφαλερά είνε η γνώμη τινών ότι ο λαός ήτο μετά των Μοναχών, διότι βλέπο μεν τούτον πρωτοστατούντα κατά των Μοναχών και χαίροντα επί τω σατυρισμώ αυτών, ως δείκνυται εκ πολλών επεισοδίων. Ούτως ο Αυτοκράτωρ, ίνα έτι μάλλον τον λαόν κατά των Μονα χών εξεγείρη, διέταξεν όπως τους συλλαμβανομένους τούτων δέ νωσι μετά γυναικών και ούτω περιφέρωσι τούτους ανά τας οδούς, όπερ βεβαίως ήτο παράνομον. Προς τούτοις αυλικός τις Γεώργιος, φίλος του Κωνσταντίνου Ε΄ νεανίας αστείος και γνωστός τοις πάσι, προσήλθεν εις τον Άγιον Στέφανον τον νέον και παρεκά λεσεν αυτόν όπως κατατάξη αυτόν μεταξύ των Μοναχών, όπερ και εγένετο, αλλά δραπετεύσας ήλθεν εις τον Αυτοκράτορα, όστις πάλιν, ίνα εξεγείρη το μίσος κατά των Μοναχών, προσεκάλεσε τον λαόν εις το ιπποδρόμιον, ένθα παρεπονέθη ότι οι Μοναχοί και τους εγγυτάτους αυτού φίλους προσπαθούσι να προσελκύωσι, και εις επίμετρον τούτου παρουσίασε και τον Γεώργιον μετά του μοναχικού σχήματος, όπερ μετά του μοναχικού σκούφου εποδο πατήθη, ο δε Γεώργιος δι’ αφθόνου ύδατος προς καθορισμόν απελούσθη. Εύδηλον ότι η σκηνή αύτη ηρέθισε τον λαόν, όστις ήρξατο να κραυγάζη κατά των Μοναχών και απήτησε τον θάνα τον του Αγίου Στεφάνου. Ούτος πράγματι υπέστη φρικτόν θάνα τον υπό γυναικών και παίδων, υβριζόμενος και μετά τον θάνατον αυτού, «και γαρ μετά το εκπνεύσαι αυτόν τοις λίθοις και τοις ξύλοις το σώμα νεκρόν έτυπτον. Ου μόνον γαρ οι άνδρες, αλλά και αι γυναίκες και παίδες τας διατριβάς κελεύσει του τυράννου καταλείψαντες μετά των λίθων έτρεχον... Ως δε τον του βοός τόπον οι σύροντες κατέλαβον, κάπηλός τις ιχθύας εν τω τηγάνω κατοπτών επί της δημοσίας τον Άγιον συρόμενον ιδών και δόξας αυτόν έτι ζην, δαυλόν εκ του πυρός δραξάμενος και δους κατά της κεφαλής του Αγίου . . .». Όμοια συνέβησαν και κατά το μαρτύριον του Αγίου Ανδρέου και άλλων. Εκ τούτων δε παρα τηρούμεν το μίσος του λαού κατά των Μοναχών. Πλην ενταύθα δέον να παρατηρήσωμεν ότι οι Αυτοκράτορες κατά ταύτην την εποχήν είχον συλλέξει αρκετόν χυδαίον όχλον εις την πρωτεύου σαν, επομένως την περισσοτέραν ταραχήν δέον ν’ αποδώσωμεν τούτοις· «έστιν ιδείν καθ’ ημών αδολεσχούντας τους καθημένους εν πύλαις και εις ημάς ψάλλοντας τους πίνοντας οίνον», έλεγεν ο "Αγιος Στέφανος. Ούτω λοιπόν έχομεν τους Μοναχούς κατα διωκομένους υπό του Κωνσταντίνου του Ε΄, ήτοι μοναχομαχίαν, όπερ ουδόλως δικαιολογείται, διότι, εάν πράγματι συνέβαινον ατο
πήματα εν τοις μοναστηρίοις, έδει όπως ο Αυτοκράτωρ δια κα ταλλήλου μέσου άρη αυτά, και ουχί ένεκα της καταχρήσεως να άρη και αυτήν την χρήσιν. Διωκόμενοι οι Μοναχοί, απήρχοντο εις διαφόρους χώρας. Εις Ιταλίαν μετέβησαν πλείσται χιλιάδες, εκεί δ’ οι Μοναχοί υπήρξαν οι σκαπανείς της πνευματικής κινήσεως και ένεκα τούτου επέσπασαν τον φθόνον των Λατίνων, οίτινες παντοιοτρόπως κατεπολέμησαν αυτούς. Άλλοι πάλιν κατέφυγον εις Παλαιστίνην και άλλοι αλλαχού. Ούτω τουλάχιστον περί τας 100 χιλ. Μοναχών υπήρχον εν τω κράτει, όπερ εξηγείται εξ αυτής της καταστάσεως του λαού, ζητούντος ήδη την πρακτικήν ηθικήν εξάσκησιν των χριστιανικών αρετών. Είνε αληθές ότι ο βίος των Μοναχών δεν ήτο τόσον ηθικός, διότι υπήρχον ομού μοναστήρια ανδρών και γυναικών, όπερ έδωκε πάλιν ουκ ολίγην αφορμήν ίνα συκοφαντώνται οι Μοναχοί. Ούτω διωκόμενοι ούτοι, αναλαμβά νουσι την υπεράσπισιν των θεσμών της Εκκλησίας. Αιτίαι της κατά των Μοναχών καταφοράς, μη λαμβανομένης υπ' όψει της εν τη εικονομαχία στάσεως αυτών, υπήρχον και έτε ροι, ώστε, ανεξαρτήτως των διαθέσεων των εικονομάχων βασι λέων, υπήρχον και πραγματικοί αιτίαι. Ευνόητον εκ τούτου ότι και Αυτοκράτορες μη εικονομάχοι εδίωξαν τους Μοναχούς, ως ο Νικηφόρος Φωκάς. Πολλά κτήματα περιήρχοντο εις τα μονα στήρια, είνε δε γεγονός η υπερπλήρωσις των μοναστηρίων και η καταφυγή εις αυτά προσώπων προς αποφυγήν της στρατιω τικής υπηρεσίας· ώστε, ανεξαρτήτως του θρησκευτικού ζητή ματος, υπήρχον πρόσφοροι δια τους Αυτοκράτορας αιτίαι όπως καταδιώξωσι τους Μοναχούς. Ότε το 745 ο Στέφανος εθα νατώθη, οι εικονομάχοι εδικαίωσαν την πράξιν, διότι προέτρεπε τους ανθρώπους να μισώσι τον κόσμον, ώστε εν ταις σκέψεσι των εικονομάχων παρουσιάσθη το ζήτημα των Μοναχών διάφο φορον του των εικόνων. Τούτο ήτο ανάγκη πολιτική· εντεύθεν εξη γείται διατί και ο λαός ηδύνατο να εκφανατισθή κατά των Μονα χών. Ούτω λέγομεν ότι η εικονομαχική Πολιτεία, έχουσα αφορ μάς ανεξαρτήτως της εικονομαχίας,κατεδίωξε τους Μοναχούς δια δικαιολογιών. Αλλ' ο Κωνσταντίνος δεν είχε τούτον τον λόγον να καταδιώξη τους Μοναχούς, το αληθές δ’είναι ότι κατεδίωκεν αυτούς ως προμάχους της Ορθοδοξίας, διότι, καθ’ην στιγμήν πάν τες ίσταντο ανενέργητοι κατά της εικονομαχίας, μόνον οι Μοναχοί τολμώσι ν’ αντισταθώσι κατ’ αυτής. Ότι δε τω όντι κατεδίωκεν ο Κωνσταντίνος τους Μοναχούς δια τον λόγον τούτον, εξηγείται εκ του γεγονότος ότι, εν ω ώφειλε να διαλύση άπαντα τα μονα στήρια, εκ των μοναστηρίων Κωνσταντινουπόλεως τρία διέλυσε, την μονήν των Δαλμάτων, του Στουδίου και του Καλλιστράτου, και το δη σπουδαιότερον, επέτρεπε τοις Μοναχοίς να μένωσιν εν τοις μοναστηρίοις αυτών, εάν εδέχοντο τας εικονομαχικάς δόξας. Τούτου ένεκεν ικαναί χιλιάδες Μοναχών ανεχώρησαν εις την Δύσιν και Παλαιστίνην, ελάχιστοι δ’ ήσαν οι μαρτυρήσαντες. Αλλ’ εν ταις επαρχίαις τα πράγματα έλαβον ευρυτέρας διαστάσεις. Ο διοικητής του θέματος των θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδρά
κων, ανήρ περιώνυμος δια τα πολεμικά αυτού προτερήματα, ανέ λαβε δεινόν διωγμόν κατά των Μοναχών, κατέστρεψε τα μονα στήρια και ηνάγκαζε τους Μοναχούς να νυμφευθώσιν. Ο δε βιο γράφος του Στεφάνου του νέου λέγει ότι ο Λαχανοδράκων εν Εφέσω έθαψε ζώντας 30 Μοναχούς. Τα λεγόμενα υπό τούτου πρέπει να ληφθώσι μετά μεγάλης προσοχής, διότι αναφέρει ότι ταύτα εγένοντο κατά το 765, αλλ’ ο Λαχανοδράκων εγένετο διοικητής των θρακησίων (αρχαίας Λυδίας και Ιωνίας) κατά το 766 ή 767· άρα ψευδές το υπ’ αυτού λεγόμενον. Τα περί του Λα χανοδράκοντος διηγείται ο Θεοφάνης, λέγων : «Τω δ’ αυτώ έτει (766), μιμησάμενος ο Λαχανοδράκων τον διδάσκαλον αυτού,πάντα μοναχόν και μονάστριαν τους υπό το θέμα των θρακησίων όντας συνήγεν εις Έφεσον και εξαγαγών αυτούς εις πεδίον καλούμενον Τζουκανιστήριον, έφη προς αυτούς ότι ο μεν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λα βέτω γυναίκα ταύτη τη ώρα, οι δε τούτο μη ποιούντες τυφλούμε νοι εις Κύπρον εξορισθήσονται. Και άμα τω λόγω το έργον ετελέ σθη, και πολλοί μεν μάρτυρες εν εκείνη τη ημέρα ανεδείχθησαν, πολλοί δε λιποτακτήσαντες απώλοντο, ους και ωκειούτο ο Δρά κων». Αλλά προφανώς αντιφάσκει προς εαυτόν ο χρονογράφος, ως φαίνεται εκ της τελευταίας φράσεως· δύο ήσαν αι ποιναί δια τους μη υπακούοντας Μοναχούς, τύφλωσις και εξορία. Τούτο δέον να έχωμεν υπ’ όψει και εν ταις λοιποίς σχετικαίς πληροφορίας. Εκτός του Μιχαήλ Λαχανοδράκοντος έτεροι διοι κηταί, οίτινες εδίωξαν τους Μοναχούς, εισίν ο Μάνης, στρατηγός του θέματος του Βουκελλαρίων (της κατά την Μικράν Ασίαν Γαλατείας), και Μιχαήλ Μελισσηνός, αδελφός της τρίτης του βασι λέως συζύγου Ευδοκίας, στρατηγός της Φρυγίας. Περί τούτων δεν έχομεν ακριβείς πληροφορίας. Προκειμένου περί των ευρωπαϊ κών του κράτους επαρχιών, ουδεμίαν έχομεν είδησιν και επομέ νως αγνοούμεν αν και εκεί κατεδιώχθησαν οι Μοναχοί και οι ορθόδοξοι. Ευνόητον δ’ ότι όπου υπήρχον εικονομάχοι, εκεί εγί νοντο καταδιώξεις των Μοναχών γενικώς δε λέγομεν ότι οι πλείους των Μοναχών εδραπέτευσαν, ολίγοι δ’ εμαρτύρησαν. Ακριβείς έχομεν ειδήσεις ότι εμαρτύρησαν οι εξής : (16 Μαΐου 761) ο Πέτρος, (4 Ιουνίου 761) ο Ιωάννης, (τέλος του 765) Στέφανος ο νέος, (17 Μαρτίου 767) ο Παύλος, (20 Σεπτεμβρίου 767) ο Αν δρέας, (8 Ιουλίου 771) Παύλος ο νέος. Οι Μοναχοί μόνον επί Κωνσταντίνου Ε' κατεδιώχθησαν, επί δε του διαδόχου αυτού Λέοντος επανήλθον. Ότι δε επί Κωνσταντίνου Ε' πολλοί εκ των Μοναχών εδέχθησαν την εικονομαχίαν, μαρτυρείται εκ του ότι επί Λέοντος του Δ' εγένετο Πατριάρχης ο εικονομάχος μοναχός Παύλος, επί τω όρω όπως πολεμήση την Ορθοδοξίαν και υποστη ρίξη την εικονομαχίαν ώστε ο λαός πολεμεί τας εικόνας, ο στρα τός συμπράττει και μόνον οι Μοναχοί ανθίστανται, δι’ αυτό κατεδιώκοντο.
Η σχέσις της ανωτέρας Ιεραρχίας και του Κλήρου καθόλου προς την εικονομαχίαν. Τι δ’έπραττεν η Ιεραρχία κατά την εποχήν εκείνην; ούτε εκ των επισκόπων ούτε εκ των άλλων κληρικών έχομεν μάρτυρα· ο Πατρι άρχης Γερμανός είνε το μόνον προπύργιον της Ορθοδοξίας κατά την πρώτην περίοδον της εικονομαχίας και το πρώτον αυτής θύμα. Εντεύθεν ορμώμενοι οι ιστορικοί υποστηρίζουσιν ότι ολόκληρος η Ιεραρχία εδέχθη την εικονομαχίαν. Βεβαίως δέον να παραδεχθώ μεν ότι δια την Ιεραρχίαν το ζήτημα της προσκυνήσεως των εικόν ων είχε σημασίαν, οίαν και δια τον λαόν. Ένεκα δε της απαιδευ σίας, ήτις τότε επεκράτει, δεν πρέπει να παραδεχθώμεν την Ιεραρ χίαν ανωτέραν πνευματικώς των λαϊκών. Εις την αυτήν βαθμίδα παιδεύσεως ευρίσκετο κλήρος και λαός, και τας αυτάς πνευματικάς δυνάμεις είχον αμφότεροι. Εάν η προσκύνησις των εικόνων είχε ριζοβολήσει εις τον λαόν, είχεν επίσης ριζοβολήσει και εις την Ιεραρχίαν. Η εικονομαχική προπαγάνδα πολλά μετεχειρίσθει μέσα, Ιδία δε παρουσίαζε την τιμήν των εικόνων ως ειδωλολατρείαν, διότι θεωρητικώς μέχρι τούδε η προσκύνησις των εικόνων δεν ήτο δεδι καιολογημένη, αλλ’ απλώς ήτο μόνον καθιερωμένη ιστορικώς· επομένως δεν είνε διόλου παράδοξον ότι το εικονομαχικόν ζήτημα διήγειρε σύγκρουσιν δύο αισθημάτων : α') του αισθήματος της ευ λαβείας προς τας εικόνας και β') του αισθήματος του φόβου μήπως κατολισθήσωσιν εις την ειδωλολατρείαν. Ο Λέων εκάλει τους προκατόχους αυτού ειδωλολάτρας. Οι εικονομάχοι είχον μελετήσει το ζήτημα, παρουσίασαν δε πολλάς σοφιστείας, στηριζομένας δήθεν επί της Αγίας Γραφής και επί της διδασκαλίας των Πατέρων. Οι εικονομάχοι, σχηματίσαντες κατ’ αρχάς την ιδέαν ότι πρόκειται περί ειδωλολατρείας, ανειλι κρινώς υστερον στηρίζουσι τας δοξασίας αυτών δι’ απάτης. Κατ’ αρχήν η απολογητική υπέρ των εικόνων ην ασθενής, τα δε συγ γράμματα του ιερού Δαμασκηνού δεν είχον ακόμη διαδοθή. Τα παιδία εν τω σχολείω εδιδάσκοντο εικονομαχικάς δοξασίας, ούτω δ’ η νέα γενεά εν ταις εικονομαχικαίς ιδέαις εμορφούτο· ολίγοι κατενόουν την αλήθειαν, ώστε το ζήτημα το εικονομαχι κόν, όπως την κοινωνίαν εύρεν απαράσκευον, ούτω και τον κλή ρον, και εσάλευσε την πεποίθησιν περί της ορθότητος της προσ κυνήσεως των εικόνων. Όπως είχον τα πράγματα ήρκει επί σκοποι τινες να κηρύξωσι την εικονομαχίαν, ίνα διαδοθή παν ταχού· όθεν σφαλερά η γνώμη ότι όλοι οι επίσκοποι εκ πεποι θήσεως ήσαν εικονομάχοι. Εκ των πατριαρχών Κωνσταντινουπό λεως κατά την πρώτην περίοδον της εικονομαχίας ο Αναστάσιος και ο Κωνσταντίνος εταλαντεύοντο εν τη εικονομαχία, μόνον δε ο τρίτος, Νικήτας ο αγράμματος, ην εικονομάχος.Εκ των επισκόπων ο Νακωλείας, ο Κλαυδιουπόλεως Θεοδόσιος, ο Εφέσου Ιωάννης, ο Νικομηδείας Κωνσταντίνος και τινες άλλοι ήσαν εικονομά χοι, οίτινες παρέσυραν τους λοιπούς ουχί εκ πεποιθήσεως, αλλ’ εκ των ανωτέρω ψυχολογικών γεγονότων. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ δια με
γάλης πομπικής πράξεως εσπούδαζε να καταργήση τας εικόνας ενθυμούμεθα τους λόγους του Πατριάρχου Γερμανού προς τον Λέοντα,βιαζόμενον να συγκατανεύση εις την κατάργησιν των εικόν ων, «χωρίς γαρ οικουμενικής Συνόδου καινοτομήσαι πίστιν αδυ νατώ, βασιλεύ», διό ο βασιλεύς απεφάσισε να συγκρατήση μεγά λην Οικουμενικήν Σύνοδον προς κατάργησιν των εικόνων. Επί Λέοντος δεν ήτο δυνατόν να συγκροτήσωσιν οι εικονομάχοι Σύνο δον, αλλά συνωδά τοις έμπροσθεν ειρημένοις, τούτο καθίσταται δυνατόν επί Κωνσταντίνου. Η μεγάλη εικονομαχική Σύνοδος του 754.
Περί της Συνόδου ταύτης ολίγα τινά γινώσκομεν (1). Αι συνε δριάσεις αυτής παρετάθησαν επί μακρόν· ήρξαντο από της 10ης Φεβρουαρίου του 753 και έληξαν τη 27η Αυγούστου του αυτού έτους. Αι συνεδριάσεις εγένοντο κατ’ αρχάς εν τω εν Βοσπόρω ανακτόρω της Ηερείας, είτα δε τελευταίως εν Βλαχέρναις, εν τω ναώ της Θεοτόκου, από του οποίου αφηρέθησαν πάσαι αι εικόν ες. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν υπήρχε, μόλις δε κατά την συνεδρίασιν της 8ης Αυγούστου εξελέγη τοιούτος ο Σωλαίου της Φρυγίας Κωνσταντίνος, ον ο Αυτοκράτωρ, αναβιβάσας επί του άμβωνος, ανεκήρυξε «Κωνσταντίνου του Οικουμενικού Πα τριάρχου πολλά τα έτη». Η Σύνοδος αύτη δεν δύναται να κληθή οικουμενική, διότι δεν έλαβον μέρος ούτε ο Πάπας ούτε οι τρεις Πατριάρχαι της Ανατολής. Πρόεδρος της Συνόδου εγένετο ο Εφέσου Θεοδόσιος. Η συνεδρίασις της 27ης Αυγούστου εν Βλα χέρναις έληξε θριαμβευτικώς. Ο Αυτοκράτωρ και η Σύνοδος υπέ γραψαν όρον, δι’ ου κατηργούντο αι εικόνες, κατεδικάζοντο οι εικονόφιλοι και ανεθεματίζοντο ο Πατριάρχης Γερμανός, ο Κύ πρου Γεώργιος και Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η Σύνοδος ανέκρα ξε : «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, ότι συ, βασιλεύ, ηλευθερώσω ημάς εκ των ειδώλων».Την Σύνοδον απήρτιζον 338 επίσκοποι, ων οι πλείστοι ηπατώντο, διότι το ζήτημα περί προσκυνήσεως των εικόνων θεωρητικώς ήτο άλυτον. Το δογματικόν μέρος της Συνόδου είνε καλώς γνωστόν, ο δε μακράς αυτής όρος σώζεται εις τα πρακτι κά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (787) (2). Εν τω όρω τούτω κατ’ αρχήν η Σύνοδος αποφαίνεται ότι η προσκύνησις των εικόνων προήλθεν εκ του διαβόλου. Ούτος, μισών τον άνθρωπον μετά την εκδίωξιν αυτού εκ της μακαριότητος, ηθέλησε να συμπαρασύρη και τον άνθρωπον, διό παρεισήγαγε την ειδωλολατρείαν, ήτις εξηφανίσθη δια του Ιησού Χριστού, αλλ’ εισήγαγεν αυτήν πάλιν δια της προσκυνήσεως των εικόνων. Τούτου ένεκεν η Σύνοδος συνήλθεν ίνα, αφού γραφικώς συζητήση περί «των απατηλών ομοιω μάτων χρωματουργίας, της κατασπώσης εκ των υψηλών και Θεώ πρεπούσης λατρείας εις χαμαίζηλον και υλικήν κτισματολατρείαν τον των ανθρώπων νουν, εκφωνήση το αυτή δοκούν». Αι αποδείξεις (1) Hefele III, 693 εξ. (2) Mansi XIII, 205-363.
αυτής διακρίνονται εις δύο τάξεις, εις λογικάς, απορρεούσας εκ του νου, και εις θρησκευτικάς, απορρεούσας εκ της Αγίας Γραφής και της ιεράς παραδόσεως. Η Σύνοδος, αρχομένη των ερευνών αυτής, ερωτά πώς είνε δυνατόν να εικονισθή ο Ιησούς Χριστός. Τούτο είνε αιρετικόν, η τοιαύτη εικόνισις είνε Νεστο ριανική. Διότι ο ζωγράφος, απεικονίζων τον Ιησούν, απεικονίζει την εξωτερικήν όψιν του, μη δυνάμενος να εικονίση την εσωτερικήν, ούτω δε χωρίζει τας δύο του Ιησού φύσεις, ως εκήρυττεν ο Νεστό ριος και συγχέει τας δύο φύσεις του Χριστού, ως εποίει ο Μονοφυ σιτισμός, διότι παριστά μίαν μόνην του Χριστού φύσιν, την ανθρω πίνην, νομίζων, ταυτοχρόνως, ότι παριστά και την θείαν φύσιν, καθόλου δ’ ειπείν αι εικόνες υπομιμνήσκουσι πάσαν αίρεσιν. «Εποίησε γαρ, λέγει η Σύνοδος, ο ζωγράφος εικόνα, ονομάσας αυτήν Χριστόν και έστι το Χριστός όνομα Θεός και άνθρωπος· λοιπόν η εικών του Θεού και ανθρώπου η συμπεριέγραψε κατά το δοκούν τη αυτού ματαιότητι το απερίγραπτον της θεότητος τη περιγραφή της κτιστής σαρκός, η συνέχεε την ασύγχυτον ένωσιν εκείνη τω της συγχύσεως ανομήματι περιπεσών, δύο βλασφημίας εκ τούτου τη θεότητι προσάψας δια της περιγραφής της συγχύ σεως, ταις αυταίς ο προσκυνήσας βλασφημίαις υπεβέβλητο». Ώστε προς αποφυγήν του κακού τούτου, συμπεραίνει η Σύνοδος, πρέπει να μη εικονίζηται ο Χριστός, διότι ούτος είνε το ύψιστον αντικείμενον της πίστεως εν υψίστη υπάρξει, μη δυναμένη να παρασταθή και να εικονισθή δια των ασθενών ανθρωπίνων χειρών. Αλλ' εάν λέγωσιν οι προσκυνούντες τας εικόνας ότι εικονί ζουσι μόνον την σάρκα αυτού, τότε πάλιν εις έτερον ανομίας βά ραθρον εμπίπτουσι, κατά την Σύνοδον ταύτην, διότι, κατά την γνώμην αυτής, οι τοιούτοι χωρίζουσι την σάρκα εκ της θεότητος και ιδιοϋπόστατον αυτήν παρεισάγοντες, έτερον πρόσωπον δίδουσι τη σαρκί, εκ τούτου δεικνύοντες τετάρτου προσώπου προσθήκην εν τη Αγία Τριάδι. Μετά τας σκέψεις ταύτας η Σύνοδος ανακρά ζει:«Εις τοιαύτην βλασφημίαν τε και ασέβειαν εμπίπτοντες αισχυν θήτωσαν και εντραπήτωσαν και παυέτωσαν οι δρώντες, οι ποθούν τες και σεβόμενοι την ψευδωνύμως γενομένην και λεγομένην υπ’ αυτών του Χριστού εικόνα». Ούτω κρίνοντες οι εικονομάχοι, ερω τώσιν εαυτούς : «Δέον άρά γε το παράπαν η Εκκλησία να στερή ται εικόνος του Λυτρωτού; «Ουχί», απαντώσι· παρ’ημίν υπάρχει η υψίστη εικών του Χριστού και δια ταύτης δέον να δεικνύωμεν ότι εσμέν μαθηταί αληθείς του Χριστού. Η εικών αύτη εστίν «η Ευχαριστία». Μετά την ανάπτυξιν των λογικών τούτων αποδείξεων κατά της εικονίσεως του Χριστού, μεταβαίνει η Σύνοδος εις την απόδει ξιν των εξής σκέψεων : α') Η χριστιανική Εκκλησία, μέση Ιουδαί σμού και εθνισμού τυγχάνουσα, ουδεμιάς συνήθους αυτών τελε τής μετέχει, βαίνουσα κοινήν τινα ευσεβείας και μυσταγωγίας θεοπαράδοτον οδόν, του μεν Ιουδαϊσμού τας εναίμους θυσίας και ολοκαυτώσεις μη παραδεχομένη, του δ’ εθνισμού προς ταις θυσίαις και πάσαν ειδωλοποιΐαν τε και ειδωλολατρείαν βδελυσ
σομένη. Εάν λοιπόν ουδέν των ξένων υπάρχη εν αυτή, άρα και η εξεικόνισις, ην εφεύρεν ο εθνισμός, δέον να η αλλοτρία της χρι στιανικής θρησκείας, β') Αλλά και πώς την μητέρα του Θεού, εν η επεσκίασε το πλήρωμα της θεότητος, δι’ ης ημίν έλαμψε το απρόσιτον φως, την υψηλοτέραν των ουρανών και αγιωτέραν των Χερουβίμ, η τους μέλλοντος να συμβασιλεύσωσι τω Χριστώ και κρίνωσι την οικουμένην και συμμόρφους της δόξης Αυτού όντας εν τη χυδαία του εθνισμού τέχνη να εικονίζωσι κατατολμώσι; γ') Καθόλου δε η εξεικόνισις των Αγίων ταπεινοί την εκκλησίαν, «ου θεμιτόν γαρ τοις ελπίδα αναστάσεως κεκτημένοις χριστια νοίς δαιμονολατρών έθεσι χρήσθαι και τους τοιαύτη μέλλοντος φαιδρύνεσθαι αγίους εν αδόξω και νεκρά ύλη καθυβρίζειν· ημείς γαρ παρά των αλλοτρίων ου δεχόμεθα αποδείξεις της καθ’ ημάς πίστεως». Εφεξής η Σύνοδος προς ταις λογικαίς ταύταις κατ’ αυτήν αποδείξεσι προσάγει αποδείξεις εκ της Αγίας Γραφής και της παραδόσεως, και εκφράζει πλήρη πεποίθησιν, ότι η Αγία Γραφή απαγορεύει την προσκύνησιν των εικόνων, ως «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυ νείν», «Θεόν ουδείς πώποτε εώρακε» και «ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε, ούτε είδος αυτού εωράκατε» (Ιωάνν. 4, 24. 1, 18. 5, 37) και «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω» (Δευτ. 5, 8). Από της από ψεως των αγιογραφικών τούτων φράσεων εφαρμόζουσιν οι εικο νομάχοι επί της χριστιανικής προσκυνήσεως των εικόνων τους λόγους του Αποστόλου «και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ. 1, 23, 25). Εκ της ιεράς παραδόσεως οι εικονομάχοι προσάγουσι το χωρίον του Επιφανίου Κύπρου «εν τούτω έχετε, τέκνα αγαπητά, μνήμην του μη αναφέρειν εικόνας επ' εκκλησίας, μήτε εν τοις κοιμητηρίοις των αγίων, αλλά αεί έχετε τον Θεόν εν ταις καρ δίαις υμών, αλλ’ ούτε κατ’ οίκον κοινόν ουκ έξεστι γαρ χρι στιανώ δι’ οφθαλμού μετεωρίζεσθαι ρεμβασμώ του νου». Η μαρ τυρία αύτη του Επιφανίου εν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω απεδείχθη ανύπαρκτος, πλαστή και νόθος. Είτα προσάγουσι μαρτυρίας των τριών μεγάλων πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας. Απέδει ξεν όμως πάλιν η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ότι τα προσαχθέντα χωρία παρελήφθησαν και εξηγήθησαν μονομερώς και παρακεκομ μένως, εκτός της σειράς του λόγου. (Ακολουθεί)
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΚΟΥΖΕΛΛΗΣ, Ο ΕΞ ΑΓΙΑΣΟΥ Του Πανοσιολ. Πρωτοσυγκέλλου κ.
ΙΑΚΩΒΟΥ Γ. ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ
Εις την σεμνήν χορείαν των ανωτέρων κληρικών, οίτινες προήλθον εκ της Αγιάσου (1), εξέχουσαν θέσιν κατέχει ο Πατριάρ χης Ιεροσολύμων Προκόπιος Κουζέλλης. Εγεννήθη εν Αγιάσω κατά την τελευταίαν δεκαετηρίδα του 18ου αιώνος, ως δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ τε της φράσεως του προς την Κοινότητα της Αγιάσου αποσταλέντος παρ’ αυτού εν έτει 1880 γράμματος « . . . και το βαρύ του γήρατος φέροντες'» και του γεγονότος ότι παρητήθη από της Πατριαρχίας κατά το 1875, δια πολλούς μεν άλλους λόγους, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, αλλ’ ιδία «δια το πολιόν αυτού γήρας». Πότε και διατί εγκατέλειψε την γενέτειράν του και ήλθεν εις Ιεροσόλυμα δια να καταταχθή εις την Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα, δεν γνωρίζομεν. Ίσως να προσεκλήθη υπό συγγε νούς ή άλλου γνωστού προσώπου, ή και να έσπευσεν όλως αυθορ μήτως εξ ευσεβείας και πόθου ιερού δια να υπηρετήση τον Πανάγ. Τάφον. Είναι άξιον παρατηρήσεως, ότι η Αγιάσος ανέκα θεν διετήρει μετά του Παναγ. Τάφου δεσμούς πολύ ισχυροτέ ρους ή αι άλλαι Κοινότητες της Λέσβου. Απόδειξις τούτου είναι, ότι οι περισσότεροι χριστιανοί της Αγιάσου, αν μη πάντες, έτασ σον ως πρόγραμμα εις την ζωήν των να μεταβούν εις προσκύ νησιν των Αγ. Τόπων, αδιάφορον εάν όλοι δεν ηδύναντο να εκπληρώσουν τον ιερόν τούτον πόθον. Πάντως εις παλαιούς χρόνους πολλοί από τους χριστιανούς της Αγιάσου εταξί δευον εις Ιεροσόλυμα και φαίνεται, ότι τινές εξ αυτών παρέ μεναν επί σκοπώ να καταταχθώσιν εις την Αγιοταφιτικήν Αδελ φότητα. Η εξαιρετική αύτη αγάπη, ην οι ευσεβείς κάτοικοι της «Αγίας Σιών», ως ελέγετο αρχικώς η Αγιάσος, έτρεφον εκ πα λαιών χρόνων προς την Αγίαν Σιών, την μητέρα των Εκκλησιών, εξηγείται άριστα, εάν λάβη τις υπ’ όψιν την κρατούσαν παρά δοσιν, ότι η θαυματουργός εικών της Θεοτόκου, η επιγραφομένη «Αγία Σιών», εκομίσθη εξ Ιεροσολύμων κατά τους χρόνους των εικονομαχικών ερίδων και ότι επομένως η ονομασία της πατρίδος των έλκει την καταγωγήν της εκ της περιφήμου εικόνος των Αγίων Τόπων. (1) Εξ Αγιάσου κατήγοντο : ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ιερεμίας Καβίκος ο από Σαμακοβίου, ο Μητροπολίτης Νισάβας Νεκτάριος Μαμώλης, ο εν Κυδωνίαις Χωροεπίσκοπος Καλλίνικος, ο Επίσκοπος Περιστεράς Παρθέ νιος Γιαννέτης,βοηθός του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Μεθοδίου Αρώνη· ωσαύ τως εξ Αγιάσου κατήγοντο και οι θεολόγοι κληρικοί : ο Αρχιμ. Γρηγόριος Καλαγάνης, ο Ιεροδ. Βασίλειος Μιχαηλίδης, ως και οι Αγιοταφίται Αρχι μανδρίται Μόδεστος Τράγος, Προκόπιος Κορομηλάς και Βαρθολομαίος, οίτινες εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα του Π. Τάφου ως έξαρχοι εν Ταϊγα νίω Ρωσίας και εν Βεσσαραβία της Ρουμανίας.
Ο Προκόπιος Κουζέλλης το 1851 υπηρέτει ως Πρωτοσύγκελ λος παρά τω Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίλλω, υστερον δε προή χθη, χειροτονηθείς Αρχιεπίσκοπος Γάζης. Κατά Ιανουάριον του 1869 υπέγραψεν ως Αρχιεπίσκοπος Γάζης την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν επιστολήν, δι’ης η Εκκλησία Ιεροσολύμων κατεδίκασε τους κατά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στασιάσαν τας Βουλγάρους (2). Φαίνεται ότι ο Προκόπιος συνεκέντρου πολλά προσόντα και ικανότητας, διότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, ο όποιος διεκρίθη καθ’ όλην την μακράν πατριαρχίαν του δια την μεγαλουργόν δράσιν και συγκεκριμένως δια τους επιτυχείς αγώνας του ως προς την περιφρούρησιν των Ιερών Προσκυνημάτων και δια την εξαιρετικήν πρόνοιαν, ην έλαβε δια την παιδείαν του ποιμνίου του, ης εστία υπήρξεν η υπ’ αυτού ιδρυθεί σα περίπυστος Θεολ. Σχολή του Σταυρού, δεν ήτο δυνατόν παρά να έχη ως Πρωτοσύγκελλον και συνεργάτην του κληρικόν δυνά μενον ν’ ανταποκριθή προς τας αξιώσεις, ας συνεπήγετο η έξοχος εκκλησιαστική δράσις αυτού ως Πατριάρχου. Άλλως τε, η εκλογή του Προκοπίου ως διαδόχου του Κυρίλλου, γενομένη δια ψήφων κανονικών υπό της Ι. Συνόδου εις εποχήν λίαν ταραχώδη δια το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, μαρτυρεί την ικανότητα του ανδρός. Η εκλογή του ως Πατριάρχου εγένετο υπό τας ακολούθους περιστάσεις (3). Από του έτους 1848-72 την Εκκλησίαν Ιεροσολύμων διεκυβέρνησεν ο κατά πάντα άξιος αναδειχθείς Πατριάρ χης Κύριλλος. Κατά το 1872 η Ιερά Σύνοδος ήλθεν εις διάστασιν προς τον Πατριάρχην δια τους εξής δύο ουσιώδεις λόγους: α') διότι ούτος διεχειρίζετο αυθαιρέτως την κινητήν και ακίνητον περιουσίαν του Κοινού του Π. Τάφου, μη θελήσας ποτέ να δώση εις την Ι. Σύνοδον λόγον των πράξεών του, και 2) διότι ηρνήθη να υπογράψη τον όρον της Μ. Εκκλησίας, δι’ ου εκηρύσσοντο σχι σματικοί οι Βούλγαροι, καίτοι δις εν επισήμω συνεδριάσει (24 Ιανουαρίου 1869 και 19 Δεκεμβρίου 1870) μετά της περί αυτόν 'Ιεράς Συνόδου διηρμήνευσε το φρόνημα της Εκκλησίας Ιερο σολύμων, ήτις κατέκρινε την κίνησιν των Βουλγάρων, εχαρακτή ρισεν ως απολύτως αντικανονικάς τας αξιώσεις αυτών και ανε γνώρισεν ως εντελώς ορθά τα ληφθέντα υπό της Μ. Εκκλησίας μέτρα εν τη περιστάσει ταύτη. Η μεταστροφή του φρονήματος του Κυρίλλου προήλθε κατόπιν επιμόνων ενεργειών του εν Κωνσταντινουπόλει Ρώσου Πρεσβευτού Ιγνάτιεφ, εργαζομένου υπέρ των Βουλγάρων, συμφώνως, άλλως τε, προς την στάσιν, ην (2) Μ. Γεδεών, Έγγραφα Πατριαρχικά και Συνοδικό περί του Βουλγα ρικού ζητήματος (1852—1873), εν Κωνσταντινουπόλει 1908, σ. 204. — Χρυσο στόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, σ. 758—59.
(3) Πληροφορίας εν σχέσει με την εκλογήν και την δράσιν του Προκο πίου ως Πατριάρχου Ιεροσολύμων ηρύσθημεν εκ του περισπουδάστου διτό μου έργου του Πανοσιολ. Αρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρά «Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ' αυτών δίκαια του Ελληνικού Έθνους», εν Ιεροσο λύμοις 1933.
ετήρησεν η Ρωσική Εκκλησία, αφ' ης ανεκινήθη το Βουλγαρι κόν ζήτημα (4). Η Ιερά Σύνοδος διέκοψε κατ’ αρχάς τας σχέσεις της μετά του Πατριάρχου και εν τέλει εκήρυξεν αυτόν έκπτωτον από του θρόνου δι’ αποφάσεως, ληφθείσης την 6ην Νοεμβρίου 1872, μετ’ ολίγας δε ημέρας εξέλεξεν ως τοποτηρητήν του χηρεύοντος θρόνου τον Αρχιεπίσκοπον Γάζης Προκόπιον Κουζέλλην. Η εκθρόνισις του Κυρίλλου διέθεσε δυσμενέστατα την Ρωσι κήν Κυβέρνησιν προς την Ιεράν Σύνοδον. Ο εν Κωνσταντινουπό λει Πρεσβευτής της Ρωσίας Ιγνάτιεφ, πληροφορηθείς μετ’ αγανα κτήσεως την εκθρόνισιν του Κυρίλλου, ετηλεγράφησεν εις Πετρού πολιν, συνιστών την άμεσον κατάσχεσιν των εν Βεσσαραβία ακι νήτων του Π. Τάφου και, ει δυνατόν, πάντων των εν Ρωσία τοιού των, διότι «τα ημέτερα συμφέροντα, ως έγραφεν, επιβάλλουσιν ημίν μηδένα να αναγνωρίσωμεν Πατριάρχην επί του Ιεροσολ. Θρόνου εκτός του Πατριάρχου Κυρίλλου». Και πράγματι, η Ρωσική Κυβέρνησις κατέσχε δι’ αυτοκρατορικού διατάγματος πάντα τα εν Βεσσαραβία και Καυκάσω κτήματα του Παν. Τάφου και πα ρείχεν εκ των προσόδων αυτών εις τον εκθρονισθέντα Πατριάρ χην Κύριλλον ετησίαν επιχορήγησιν 10.000 ρουβλίων. Η εκθρόνισις του Κυρίλλου εξήγειρε ταυτοχρόνως κατά της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος τους ορθοδόξους ιθαγενείς, οίτινες τη υποκινήσει των Ρώσων προέβησαν εις εκνόμους πράξεις, κακο ποιήσαντες πολλούς εκ των Ελλήνων μοναχών και πολιορκήσαν τες επί 3 ημέρας το Πατριαρχείον. Ο Προκόπιος, ως τοποτηρητής, κατώρθωσε να λύση την πολιορκίαν και να αποκαταστήσει οπωσδήποτε την τάξιν δι’ επεμ βάσεως των Προξένων των άλλων Κρατών και ιδία του της Γερ μανίας βαρώνου Άλτεν, ταυτοχρόνως δε απέστειλεν εξ αποφάσεως της Ι. Συνόδου τριμελή Επιτροπήν εις Κωνσταντινούπολιν, ήτις εξέθηκε δια ζώσης εις τε τον Οικουμ. Πατριάρχην και τον Μ. Βεζύρην τα λαβόντα χώραν λυπηρά γεγονότα, ζητήσασα την άμεσον παύσιν του Πατριάρχου, διότι ούτος, καίτοι εκηρύχθη έκπτωτος, εξηκολούθει να ιερουργή, να εμφανίζηται ως Πατριάρ χης και να φανατίζη τους οπαδούς του. Την 6ην Δεκεμβρίου 1872 εκοινοποιήθη το διάταγμα της παύσεώς του καθ’ ην ώραν ούτος ετέλει την θείαν λειτουργίαν μετά πάσης μεγαλοπρεπείας εν τω πανηγυρίζοντι Μοναστηρίω του Αγ. Νικολάου, τη δ’ επομένη ο έκπτωτος Πατριάρχης Κύριλλος μετά είκοσιν επτά ετών λαμπράν και ένδοξον πατριαρχίαν εγκατέλειπε την Αγίαν Πόλιν και απήρχετο εν συνοδεία στρατιωτών εις Ιόππην, ένθα επιβάς τουρ κικού ατμοπλοίου ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν. Την ιδίαν ημέραν εξελέγη υπό της Ι. Συνόδου Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο τοποτηρητής του θρόνου Αρχιεπίσκοπος Γάζης (4) Α. Δημητριέβσκη, Ο Κόμης Ιγνάτιεφ ως εκκλησιαστικός πολιτικός πράκτωρ εν τη Ορθοδόξω Ανατολή εν «Ανακοινώσεσι της Ορθοδόξου Π. Εταιρίας», τόμος XX, σ. 92 και τόμος XXV, σ. 56-65.
Προκόπιος, αφού υπέγραψε τα 11 θεμελιώδη άρθρα (5), άτινα είχε συντάξει η Διοικούσα I. Σύνοδος, τα 7 μεν κατά τον χρόνον της χηρείας του θρόνου, τα δε 4 κατά την ημέραν της πατριαρχικής εκλογής επί σκοπώ να προληφθώσιν απολυταρχικαί διαθέσεις, ας ενδεχομένως θα εξεδήλωνεν ο νέος Πατριάρχης κατά το παρά δειγμα του προκατόχου του. Το αποτέλεσμα της εκλογής ανεκοι (5) Τα 11 άρθρα έχουσιν ως εξής : Α') Νομοθετική και διοικητική αρχή του Κοινού του Π. Τάφου, διεξά γουσα, συμφώνως τω προσεχώς συνταχθησομένω Κανονισμώ, απάσας ανε ξαιρέτως τας υποθέσεις αυτού, τας αφορώσας την κυβέρνησιν του ι. ημών Μοναστηρίου και των εντός και εκτός της Παλαιστίνης εξαρτημάτων αυτού, τας παντοίας εξωτερικάς αυτού σχέσεις, τα ιερά προσκυνήματα και την ηθικήν προαγωγήν και περίθαλψιν των Ορθοδόξων χριστιανών του Πατριαρ χικού θρόνου των Ιεροσολύμων, αναγνωρίζεται η τέως εν ενεργεία ι. Σύνοδος, προσλαβούσα εκ της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος τον αρχιμαν δρίτην Άνθιμον τον ταμίαν, τον αρχιμανδρίτην Βενιαμίν, τον αρχιμανδρίτην Ιερώνυμον, τον αρχιμανδρίτην Επιφάνιον, τον αρχιμανδρίτην Γεράσιμον, τον αρχιδιάκονον Φώτιον και τον Καμαράσην Πολύκαρπον, ενεργούσα κατά πλειονοψηφίαν, έχουσα πρόεδρον τον κατά καιρόν Πατριάρχην των Ιεροσο λύμων και φέρουσα το όνομα «Διοικούσα Σύνοδος του Κοινού του Πανα γίου Τάφου». Β') Ουδεμία πράξις, ουδεμία δοσοληψία, ουδείς διορισμός εις θέσεις, ουδεμία παύσις, ουδεμία παραδοχή νέου μέλους εν τη Αδελφότητα ουδεμία αποπομπή εξ αυτής, ουδέν συμβόλαιον μετά των οικείων ή ξένων, ουδέν δά νειον, ουδεμία προσφορά ενεργείται άνευ της γνώσεως, συναινέσεως και αποφάσεως της Διοικούσης Συνόδου. Γ') Πάσα αλληλογραφία αφορώσα υποθέσεις του Ιερού ημών Κοινού απορρέει εκ της εγκρίσεως της Διοικούσης Συνόδου και υποβάλλεται εις την γνώσιν αυτής. Δ') Πάσα σχέσις και πάσα συνεννόησις προς την Υψηλήν Κυβέρνησιν και προς τας λοιπάς αρχάς πολιτικάς τε και εκκλησιαστικάς, αφορώσαι υποθέσεις του Ιερού ημών Κοινού, εισίν άκυροι, εάν μη γίνωνται εν γνώσει της Διοικούσης Συνόδου και επί παρουσία τινών εκ των μελών αυτής. Ε') Άπαντες ανεξαιρέτως οι υπάλληλοι ή τα μέλη του Ιερού ημών Κοινού, οι τε εντός και οι εκτός της Παλαιστίνης, ουδενί άλλω οφείλουσιν υπακούειν και ούδεμίαν άλλην αναγνωρίζειν αρχήν, ειμή την Διοικούσαν Σύνοδον, ο δε παραβάτης τιμωρείται δια παύσεως εκ της θέσεώς του ή δι’ αποπομπής. ΣΤ') Η Διοικούσα Σύνοδος έχει ιδιαιτέραν σφραγίδα, διηρημένην εις τμήματα και φέρουσαν το Ιερόν Κουβούκλιον του Π. Τάφου μετ’ επιγρα φής : Διοικούσα Σύνοδος του Κοινού του Παναγίου Τάφου. Πάσαι δε αι πράξεις αυτής, καταχωριζόμεναι εις ιδιαίτερον Κώδικα, επικυρούνται δια της σφραγίδος αυτής. Ζ') Άπαντα τα επίσημα έγγραφα, καθώς και αι επιστολαί, αι αφορώσαι υποθέσεις του Ιερού ημών Κοινού, ίνα ώσινέγκυροι, οφείλουσι να φέρωσιν εκτός της υπογραφής του κατά καιρόν Πατριάρχου την σφραγίδα της Διοι κούσης Συνόδου και την υπογραφήν του Αρχιγραμματέως. Η') Ο Πατριάρχης, εκ του μέσου της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος εκλεγόμενος, οφείλει αναγνωρίζειν αυτήν και μόνην ως κέντρον, εις ο ανή κουσι τα ιερά προσκυνήματα, αι εκκλησίαι μετά των σκευών αυτών, τα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καθιδρύματα, τα εντός τε και εκτός του Τουρ κικού κράτους ιερά καταγώγια και τα τούτων εξαρτήματα και εν ενί λόγω άπασα ή τε κινητή και ακίνητος περιουσία του Κοινού του Π. Τάφου. Θ') Ο Πατριάρχης οφείλει διεξάγειν απάσας ανεξαιρέτως τας υποθέσεις του Κοινού του Π. Τάφου δια των αρμοδίων υπαλλήλων, εκλεγομέ νων υπό της Διοικούσης Συνόδου εκ του μέσου της Αγιοταφιτικής Αδελ φότητος και υπευθύνων ενώπιον αυτής.
νώθη αμέσως εις την Υψηλήν Πύλην, εκδοθέντος τη 30η Δεκεμ βρίου του αυτοκρατορικού Βερατίου του αναγνωρίζοντος την εκλογήν (6), το οποίον μετά του ανακτορικού παρασήμου επέδω κεν ο Διοικητής της Ιερουσαλήμ Ναζήφ πασάς εις τον Πατριάρ χην, προσελθόντα εις το Διοικητήριον μετά της Αδελφότητος του Π. Τάφου. Μετά ταύτα εγένετο μεγαλοπρεπώς, κατά το έθος, η ενθρόνισις του νέου Πατριάρχου εν τω πανιέρω ναώ της Αναστά σεως, ότε ούτος ανέλαβεν επισήμως πλέον τα καθήκοντά του, απο λύσας τα ειρηνικά γράμματα προς τους Πατριάρχας και Προέ δρους των αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Ο Ιγνάτιεφ, πληροφορηθείς πάντα ταύτα, ήρχισε να εργά ζηται εκ του εμφανούς πλέον μέσον του Ρωσικού Προξενείου Ιεροσολύμων δια την εξέγερσιν του λαού κατά του Πατριαρχείου. Και πράγματι οι Ορθόδοξοι ιθαγενείς, βλέποντες ότι είχον έκδη λον την προστασίαν των Ρώσων, εζήτησαν την μεταρρύθμισιν του καθεστώτος, εις τρόπον ώστε να υπεισέλθωσι δι’ αντιπροσωπειών των εις την διοίκησιν της Εκκλησίας. Δια να εκβιάσωσι δε τον νέον Πατριάρχην και την Ι. Σύνοδον προέβησαν εις βιαίας πρά ξεις και εκνόμους ενεργείας, ήτοι δεν ανεγνώρισαν ως νόμιμον και κανονικήν την εκλογήν του Προκοπίου, έπαυσαν να φοιτούν Ι΄) Η Αγιοταφιτική Αδελφότης υποχρεούται φροντίζειν περί της απαι τουμένης αξιοπρεπούς διατηρήσεως του Πατριάρχου, παρέχουσα αυτώ, ανα λόγως των περιστάσεων, πάντα τα προς συντήρησιν αυτού τε και της περί αυτόν συνοδείας μέσα, και αναγνωρίζειν απάσας τας ελλόγους και δεδι καιολογημένας αυτού δαπάνας. IΑ') Ο Πατριάρχης, διαμένων μεθ’ όλης αυτού της συνοδείας εν τω Πατριαρχείω, παραλαμβάνει δι’ ενυπογράφου καταλόγου τόσα μόνον πρά γματα, όσα αναγκαιούσιν αυτώ τε και τοις περί αυτόν, ουδαμώς δε επι τρέπεται αυτώ κατέχειν παρ’ εαυτώ ούτε έγγραφα ούτε ιερά σκεύη τω μονα στηρίω ανήκοντα. (6) Εν τω Βερατίω μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής άξια προσο χής : «Μηδείς κατ’ ουδένα τρόπον αφαιρείτω από των χειρών του Πατριάρ χου τας αρχαίας εκκλησίας και μονάς, τας εν τω Θεοφρουρήτω κράτει μου ευρισκομένας, μηδέ επεμβαινέτω, τας δε εκκλησίας και μονάς, αίτινες ανέ καθεν υπό την εξουσίαν και κυριότητα αυτού, άνευ ιερού ορισμού μηδείς επί προφάσει εξετάσεως παρενοχλείτω ή εκβιαζέτω. Όταν ο Πατριάρχης ή οι αντιπρόσωποι αυτού παραλαμβάνωσι τα κατάλοιπα των αποθανόντων μοναχών, μη επεμβαινέτωσαν το δημόσιον, των ορφανών αι κηδεμονίαι ή οι υπάλληλοι αυτών· μηδείς δ’ έτερος παραβιαζέτω. Όταν ο ειρημένος' Πα τριάρχης υποβάλλη ζητήματα, αναγόμενα εις θρησκευτικάς διατάξεις, αφο ρώντα τους εν ‘Ιεροσολύμοις μοναχούς και λοιπούς, λαμβανέσθωσαν υπ’ όψει. Ο Πατριάρχης έχει το δικαίωμα, όπως παραλαμβάνη τα χρήματα και τα λοιπά πράγματα, άτινα οι Ρωμαίοι της Αυτοκρατορίας μου είτε μο ναχοί είτε ιερείς είτε άλλοι κληρικοί, ήθελον τυχόν αφιερώσει, προσφέρει ή κληροδοτήσει δια την αγίαν Πόλιν. Όταν ο Πατριάρχης ή οι αντιπρόσωποι αυτού θεωρώσι τους λογαριασμούς των μοναχών, οίτινες όντες επί τροποι εν ταις εκκλησίαις και ταις μοναίς καταχρώνται των Πατριαρχικών προσόδων, μηδείς επεμβαινέτω. Τα αφιερωμένα κτήματα ταις εκκλησίαις, άμπελοι, κήποι, τσιφλίκια, μύλοι, αγροί, βοσκήσιμοι γαίαι, οικίαι, εργαστή ρια, καρποφόρα ή μη δένδρα, αγιάσματα, μοναστήρια και πάντα τα όμοια τούτοις πράγματα, κατεχέτω και εξουσιαζέτω ο Πατριάρχης, καθ’ ον τρό πον ανέκαθεν κατείχοντο και εξουσιάζοντο, μηδείς δε των ισχυρών ή έτε ρός τις παρενοχλείτω αυτόν».
εις τας εκκλησίας, οι Ιερείς των εστασίασαν, ηρνούντο να μνημο νεύουν του ονόματος του Πατριάρχου, κατέλαβον βία πλείστα όσα μοναστήρια και εξεδίωξαν απ' αυτών τους μοναχούς, έκλεισαν την συγκοινωνίαν του Κεντρικού μοναστηρίου μετά του ναού της Αναστάσεως δια της εκκλησίας του αγίου Ιακώβου κλπ. Ο Προ κόπιος, ο όποιος ήτο ανήρ σεβαστός και συνετός, προσεπάθει ν’ αντιμετωπίζη την κατάστασιν δια των μέτρων της επιεικείας· δυστυχώς όμως το ιθαγενές στοιχείον τοσούτον είχε διαφθαρή, ώστε απέναντι της ανοχής και της μακροθυμίας του Πατριάρχου εγνώριζε να αντιτάσση μόνον θράσος και αυθάδειαν. Ο Προκόπιος, θέλων να προλάβη τον κίνδυνον τον προερχό μενον από μέρους των ιθαγενών Ορθοδόξων, εργαζομένων δι’ όλων των δυνάμεών των δια την ανατροπήν του ισχύοντος καθε στώτος εν τω Πατριαρχείω, απέστειλε τα 11 θεμελιώδη άρθρα, άτινα υπέγραψε κατά την ημέραν της εκλογής του, προς τους εν Κωνσταντινουπόλει Επιτρόπους του Παναγ. Τάφου, όπως ούτοι μεριμνήσωσιν από κοινού μετά του Οικουμ. Πατριάρχου και επι κυρωθούν υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως, ίνα ούτω καταστή δυ νατόν και συνταχθή βάσει αυτών ο νέος κανονισμός, δι’ουθα απε σοβείτο πας κίνδυνος. Τούτο όμως δεν εγένετο, διότι, κατά την γνώμην του Οικουμ. Πατριάρχου και άλλων ειδημόνων, τα άρθρα ταύτα, τα οποία συνετάχθησαν «κατά τας δεινάς εκείνας περι στάσεις υπό το κράτος του δεσποτισμού, εξεταζόμενα νυν εν πνεύματι ησύχω, ευρίσκονται εν πολλοίς εσφαλμένα και χρή ζοντα διορθώσεως». Η Κυβέρνησις, έγραφον οι εν Κωνσταντινου πόλει Επίτροποι του Παναγ. Τάφου προς την Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα , είναι αδύνατον να εγκρίνη ταύτα ως έχουν νυν, διότι δι’ αυτών «η υπό πολιτικήν έποψιν μεγάλη αξία του Πατριάρχου υποβιβάζεται, η δε Κυβέρνησις η τοσαύτα προνόμια δίδουσα τω Πατριάρχη δια του Βερατίου ουδέποτε παραδεχθήσεται τοιούτον υποβιβασμόν και άρθρα κανονισμού εις αντίφασιν ευρισκόμενα προς το Βεράτιον. Είναι απαράδεκτον υπό της Κυβερνήσεως η υπογραφή του Πατριάρχου να επικυρούται υπό της σφραγίδος της Συνόδου και της υπογραφής του Γραμματέως. Είναι απαράδεκτον υπό των άλλων Εκκλησιών ο όρος Διοικούσα Σύνοδος μετά την εκλογήν και αναγνώρισιν του Πατριάρχου, διότι ούτως εν τη διοι κήσει μιας εκκλησίας παρεισάγονται δύο Αρχαί: ο Πατριάρχης μία και η Διοικούσα Σύνοδος μία». Καθ’ον χρόνον διεξήγετο η αλληλογραφία και αντηλάσσοντο αι σκέψεις μεταξύ Πατριάρχου Προκοπίου και των εν Κωνσταντι νουπόλει Επιτρόπων του Π. Τάφου εν σχέσει με την τροποποίη ση των άρθρων, έτερα σοβαρά ζητήματα απήτουν την άμεσον λύσιν των και απησχόλησαν σοβαρώς το Πατριαρχείον και την Κυβέρνησιν. Ήσαν δε ταύτα : 1) Το ζήτημα της επαναλήψεως των σχέσεων μετά της Ρωσίας, το οποίον διεκανονίσθη κατά τον Μάιον του 1873, χωρίς όμως και να επιτευχθή η άρσις της τε κατασχέσεως των εν Βεσσαραβία και Καυκάσω κτημάτων του Π. Τάφου και της απαγορεύσεως της αποστολής της ετησίας επι
χορηγήσεως, ήτις προ του Προκοπίου εστέλλετο τακτικώς από μέρους της Ι. Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας και του υπουρ γείου Εξωτερικών. 2) Το μέγα και ακανθώδες και πολύπλοκον προσκυνηματικόν ζήτημα της Βηθλεέμ, το οποίον ως εξής αφη γείται ο Αρχιμ. Κάλλιστος Μηλιαράς εν τω αξιολόγω έργω του «Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ' αυτών δίκαια του Ελληνικού Έθνους» εν σελ. 713 εξ. : «Ήδη, κατά Μάιον του 1868, επί Πατριάρχου Κυρίλλου είχον καή εν τω Σπηλαίω της Γεννήσεως εν τε τη οροφή και τοις πέ ριξ οι περδέδες, οίτινες οι Λατίνοι διετείνοντο, ότι ανήκον αυ τοίς. Κατώρθωσαν δ’ επί τέλους να παραστήσωσιν ως ιδίους αυ τών μόνον τους πέριξ, ήτοι μίαν λωρίδα προς το άνω μέρος των τοίχων του αγίου Σπηλαίου, πλάτος έχουσαν ημίσεος μόνον πή χεως. Έλαβον δε υψηλήν διαταγήν να αντικαταστήσωσιν αυ τούς. Κατεσκεύασαν δε οι Λατίνοι νέους περδέδες εν Γαλλία και διεφύλαττον αυτούς εν τω Γαλλικώ προξενείω εν Ιερουσαλήμ . Δεν εφήρμοσαν όμως τότε την διαταγήν ταύτην, διότι δεν εύρισκον την κατάλληλον ευκαιρίαν. Βραδύτερον, επί Πατριάρχου Προκοπίου, οι Λατίνοι, βλέποντες τας τότε ταραχάς και ακατα στασίας των ημετέρων και τους Ορθοδόξους ιθαγενείς εξεγερ θέντας κατά της Αδελφότητος, εκάλυψαν λαθραίως όλους τους τοίχους του Σπηλαίου από άνωθεν έως κάτω τη 15η Φεβρουα ρίου 1873. Οι ημέτεροι διεμαρτυρήθησαν εντόνως προς τον Μ. Βεζύρην κατά της ανηκούστου αυθαιρεσίας των Λατίνων, κατα πατούντων τα πανάρχαια δίκαια του Γραικικού Έθνους εν τω Σπηλαίω της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού και απήτησαν όσον τάχιστα, ίνα καταβιβασθώσιν οι περδέδες. Έπαυσαν δε να ιε ρουργώσι —καθώς και οι Αρμένιοι — εν τω αγίω Σπηλαίω, εφ' όσον παρέμενον οι περδέδες, ενώ οι Λατίνοι εξηκολούθουν να ίερουργώσιν. Η διαταγή του Μ. Βεζύρου περί άρσεως των περ δέδων εξεπληρώθη μόλις κατά τας αρχάς Μαρτίου. Την 3ην όμως του αυτού μηνός ο Μουτεσαρίφης Ναζήφ πασάς, ο Γάλλος πρόξενος και οι Λατίνοι απήλθον εις Βηθλεέμ και εκρέμασαν άλλους περδέδες, οίτινες εκάλυπτον όλον το εσωτερικόν του Σπη λαίου, ήτοι την ορθομαρμάρωσιν, εναντίον του φιρμανίου του statu quo, ενώ δε ώφειλον να έχωσι το αυτό πλάτος, όπερ και οι καέντες, ήτοι ημίσεως μέτρου, οι τεθέντες ήσαν τριών μέτρων πλάτους και δια λατινικών επιγραφών και συμβόλων κεκοσμημένοι. »Τη 25η Μαρτίου 1873 έλαβε χώραν νέον πραξικόπημα των Λατίνων εν Βηθλεέμ· εν ημέρα Κυριακή, λιτανεύοντες οι Λατίνοι διήλθον δια των κολωνών εκ του μέσου και δια της αριστεράς πύλης του Ναού, της ανηκούσης ημίν και τοις Αρμενίοις, παρά τα ειθισμένα, κακοποιήσαντες ημετέρους και Αρμενίους ιερείς και κανδηλάπτας, και πολλούς άλλους πληγώσαντες. Βραδύτερον εγένετο νέα φοβερά συμπλοκή εν Βηθλεέμ· οι Λατίνοι τρίτην ήδη φοράν θρασέως και αυθαιρέτως κατασυνέτριψαν όλας τας καν δήλας ημών, τας κρεμαμένας εις τας κολώνας της Βασιλικής, και ο Μουτεσαρίφης, πληροφορηθείς τούτο, έστειλεν απεσταλμένον
να κρεμάσωσι τας κανδήλας οι ημέτεροι, ενώ δε ούτοι εκρέμων ταύτας, οι Λατίνοι πάλιν κατασυνέτριψαν αυτάς ενώπιον του απεσταλμένου. Την νύκτα της 13ης προς την 14ην Απριλίου, ένεκα νέας συγκρούσεως ημετέρων και Λατίνων δια το κρέμασμα των κανδηλών εν τη Βασιλική της Βηθλεέμ, το κακόν εγενικεύθη επί τοσούτον, ώστε και εν τω αγίω Σπηλαίω εγένετο αναστάτω σις των πάντων και ανατροπή γενική. Οι νέοι λατινικοί περδέδες αφηρέθησαν και εξηφανίσθησαν· εν τη συγκρούσει ταύτη συνέ βησαν πολλαί πληγώσεις και μωλωπισμοί. Τη 14η Απριλίου απήλθον εις Βηθλεέμ ο Διοικητής της Ιερουσαλήμ μεθ’ όλου του Μετζλησίου (Συμβουλίου) και ο Γάλλος Πρόξενος προς εξακρίβω σιν των διαπραχθέντων. Απεστάλησαν δε κατά διαταγήν του Διοι κητού της Βηθλεέμ και ημέτεροι, ο Γέρων Δραγουμάνος και ο ηγούμενος Ιόππης. Κατ’ αρχάς εγένετο γενική καταγραφή, πα ρόντων και αντιπροσώπων των Λατίνων και Αρμενίων, των ζημιών, όσαι εγένοντο εν τοις διαφόροις μέρεσι της Βασιλικής. Το Μετζλήσιον συνεφώνησεν, όπως έκαστον των τριών Εθνών το ποθετήση τα ίδια αυτού σκεύη, όσα αφηρέθησαν ή συνετρίβησαν αντί των απολεσθέντων περδέδων, ο Μουτεσαρίφης ηθέλησε να τοποθετήση προσωρινώς άλλους κατά τα μέτρα των απολεσθέν των. Η τότε ενέργεια περιεστράφη εν τοις εξής : 1) ανεγνωρίσθη υπέρ ημών το της ιδιοκτησίας δικαίωμα, όπερ επικυρούται δια της χρήσεως, 2) το της επισκευής δικαίωμα εν τοις συντροφικοίς προσκυνήμασιν, όπερ έστι τοις ημετέροις παρακεχωρημένον δια των Χάττι Σεριφίων, των εκδοθέντων κατά τα έτη της Εγείρας 1255 και 1257, 3) οι περδέδες να αναρτηθώσιν όμοιοι κατά πάντα τοις καείσιν, οίτινες περιγράφονται εν τω Μασμπατά τω γενομένω κατά την πυρπόλησιν αυτών και 4) η Εκκλησία των κολωνών ανήκει ημίν, δυνάμει των τελευταίων Χάττι Σεριφίων, των εκδο θέντων τη 15η Μαρτίου 1852 και 29η Απριλίου 1853. Κατά τας γενομένας ανακρίσεις των ενοχοποιουμένων κατ’ απαίτησιν των Προξένων Αυστρίας, Ιταλίας και Ισπανίας, απεδείχθη, ότι οι Φραγκισκανοί ήσαν οι αίτιοι όλου του κακού και ότι αυτοί ήσαν ητοιμασμένοι δι’ όπλων και ροπάλων προ του πραξικοπήματος. »Κατά Μάιον του 1873 ήλθεν εκ Κωνσταντινουπόλεως ιδιαί τερος απεσταλμένος της Κυβερνήσεως, ο Ζιβέρ βέης, προς εξέ τασιν της υποθέσεως. Μετά πολλά και διάφορα συμβούλια του τε Μουτεσαρίφου και του Ζιβέρ βέη, εγένετο η εξής λύσις : α') αυτουργοί του πραξικοπήματος της 13ης προς την 14ην Απριλίου εθεωρήθησαν μόνον οι καλόγηροι των δύο εν Βηθλεέμ μοναστηρίων, του γραικικού και λατινικού, β') οι δύο αρχηγοί των εν Βηθλεέμ μοναστηρίων του τε λατινικού και ελληνικού και τινες των ανθρώπων αυτών παυθήσονται και μετατεθήσονται αλλαχού, γ') το διαφιλονεικούμενον τμήμα του παλαιού περδέ, όπερ απώλετο την νύκτα της 13ης Απριλίου, κατασκευασθήσεται υπό των Λατίνων, τεθήσεται δε υπό της Κυβερνήσεως, δ') το εν τω αγίω Σπηλαίω διαφιλονεικούμενον δολάπιον θεωρηθήσεται ως ανήκον εις τους Λατίνους, ε') η ανοικοδόμησις του εν τη άγια
Φάτνη αλταρίου γενήσεται υπό της Κυβερνήσεως και ς·') οι Λατίνοι έχουσι, καθ’ α εκ πλείστων μαρτυριών απεδείχθη, το δικαίωμα του διαβιβάζειν δια της υπό τας κολώνας θύρας του μοναστηρίου αυτών τα βαπτιζόμενα νήπια, τας νύμφας και τους νεκρούς αυτών, ουχί όμως και του διέρχεσθαι λιτανεύοντες δι’αυτής. Υπό τους όρους τούτους ελύετο τέλος πάντων το πολύκροτον τούτο ζήτημα. Μόλις ταύτα πάντα συνεφωνήθησαν, αίφνης οι Λατίνοι διήγειραν δύο έτι απαιτήσεις: α') αποζημίωσιν δια την εν τη άγια Φάτνη απολεσθείσαν εικόνα και β') απήτουν να τελώσι δύο λιτα νείας δις του έτους δια της Εκκλησίας των κολωνών, ήτοι την 1ην Μαΐου και την τελευταίαν του ιδίου, λιτανεύοντες εκ του μο ναστηρίου αυτών δια της Βασιλικής εις το Σπήλαιον του γάλακτος προς μεταφοράν του βρέφους και εκείθεν την τελευταίαν ημέραν εις το μοναστήριον αυτών. Τη 3η Ιουλίου υπεγράφη το πρωτόκολ λον, την δε 4ην ο Μουτεσαρίφης μετά του Ζιβέρ βέη και του Γάλ λου Προξένου Rostan, μεταβάντες εις Βηθλεέμ, εφήρμοσαν άπαντα τα εν τω πρωτοκόλλω διαλαμβανόμενα, ήτοι ανεκαίνισαν το εν τη αγία Φάτνη αλτάριον, έθηκαν το διαφιλονεικούμενον μικρόν τεμάχιον του περδέ και εκανόνισαν τα πάντα κατά τα συμπεφω νημένα εν μεγάλη χαρά αμφοτέρων των ενδιαφερομένων μερών. Ούτως ελύθη μεταξύ των ημετέρων και των Λατίνων το τόσον σοβαρόν Βηθλεεμιτικόν ζήτημα δια μόνης της θυσίας δύο αδελ φών, του Μητροπολίτου Βηθλεέμ Αγαπίου και του Δραγουμάνου Ανθίμου, αντικατασταθέντων κατά το συναφθέν πρωτόκολλον. Τη 6η Ιουλίου 1873 ανεχώρησεν ο Ζιβέρ βέης εις Κωνσταντινού πολιν, αφού απέκρουσε τας δύο τελευταίας απαιτήσεις των Λατί νων, την της αποζημιώσεως, ήτις κατ’ αρχάς ανήρχετο εις 1000 λίρας, είτα δε εις 500, και την των λιτανειών. »Την λύσιν του ζητήματος ο Π. Προκόπιος εγνωστοποίησε τοις εν Κωνσταντινουπόλει Επιτρόποις δι’ επιστολής αυτού από 6ης Ιουλίου 1873 ως εξής: «Μετά πολλάς και ποικίλας περιπε τείας και αποδυσπετήσεις το πολύκροτον και ακανθώδες Βηθλεε μιτικόν ζήτημα έφθασεν εις την ποθητήν λύσιν χάρις εις την νοη μοσύνην και την δραστηριότητα των της Σεβαστής Κυβερνήσεως απεσταλμένων. Η αποσταλείσα Επιτροπή εξεπλήρωσε μέχρι κεραίας την εαυτής αποστολήν και ημείς απηλλάγημεν θεία συνάρσει του επί τοσούτον χρόνον καταπνίγοντος ημάς δεινού εφιάλτου». Υπό το αυτό πνεύμα έγραψεν ο Π. Προκόπιος και προς τον Π. Αντιοχείας Ιερόθεον εν επιστολή από 9ης Ιουλίου του αυτού έτους, ότι το «Βηθλεεμιτικόν ζήτημα ελύθη, μηδέ του ελαχίστου των επί του παγκοσμίου της αγίας Βηθλεέμ προσκυνή ματος αδιαφιλονεικήτων ημών προνομίων και δικαιωμάτων παρα βλαφθέντος ή παραμειωθέντος». Μετά την αισίαν λύσιν του Βηθλεεμιτικού ζητήματος ο Προ κόπιος ησχολήθη με το γνωστόν ζήτημα των αξιώσεων των Ορθοδόξων ιθαγενών, το οποίον εδημιουργήθη αφ' ης εγένετο η εκθρό νισις του Κυρίλλου. Είναι αληθές, ότι χάρις εις τα ληφθέντα υπό του Προκοπίου και της Ι. Συνόδου μέτρα το κίνημα των ιθαγε
νών κατεστάλη προσωρινώς, αλλά τα αιτήματα αυτών, άτινα είχον υποβληθή εις την Κυβέρνησιν, παρεπέμφθησαν υπ’ αυτής εις τον Πατριάρχην Προκόπιον προς εξέτασιν μετά της εξής σπου δαιοτάτης παρατηρήσεως : «Παν ό,τι προσβάλλει τα προνόμια του θρόνου απαράδεκτον. Τα λοιπά παραπέμπονται καθ' όλου εις την έγκρισιν του Πατριάρχου». Ο Προκόπιος, συγκαλέσας κατ’ επανάληψιν την Ι. Σύνοδον, συνεσκέφθη και εξήτασε μετ’ αυτής επισταμένως εν προς εν τα αιτήματα των ιθαγενών. Απεφασίσθη να συνταχθή αναιρετική απάντησις, εν η να εκτεθούν τα όσα είναι δυνατόν να παραχω ρηθούν εις τους ιθαγενείς χωρίς να θιγούν ουδ' επ' ελάχιστον τα προνόμια του θρόνου. Η απάντησις απεστάλη εις την Υψηλήν Πύλην. Επειδή όμως οι ιθαγενείς ηνόχλουν την Κυβέρνησιν και το Οικουμ. Πατριαρχείον δι’ επιτροπών και αναφορών, προσ εκλήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά Σεπτέμβριον του 1874 ο Διοι κητής της Ιερουσαλήμ Κιαμήλ πασάς, ίνα ενημερώση την Κυβέρ νησιν επί του ζητήματος των ιθαγενών. Ο Διοικητής πριν η ανα χωρήση εξ Ιεροσολύμων συνειργάσθη μετά του Πατριάρχου Προ κοπίου και της I. Συνόδου, και είχεν ήδη έτοιμον το σχέδιον δια την λύσιν του ζητήματος. Η Κυβέρνησις ενέκρινε το υποβληθέν υπό του Διοικητού σχέδιον, προσθέσασα εις αυτό το αίτημα του λαού να λαμβάνη μέρος δικαιωματικώς εν τη εκλογή του Πατριάρ χου, ουχί δια λαϊκών, αλλά δια 12 κληρικών εγγάμων, υποδει κνυομένων υπό του λαού. Εν τω μεταξύ ο Πατριάρχης Προκόπιος, μη δυνάμενος πλέον λόγω του καταλαβόντος αυτόν γήρατος, αφ' ενός μεν να συνεχίση τους αγώνας του δια την περιφρούρησιν των προνομίων και των δικαιωμάτων, τα άποια έχει το Ελληνικόν Έθνος επί των Αγίων Τόπων, αφ' ετέρου δε να ανταποκριθή εις τα δυσβάστακτα χρέη του Πατριαρχείου, περιελθόντος εις μεγάλην ένδειαν συνεπεία της συνεχιζομένης υπό των Ρώσων κατασχέσεως των προσόδων των εν Βεσσαραβία και Καυκάσω αγιοταφιτικών κτημάτων, υπέβαλε την παραίτησιν του την 26ην Φεβρουαρίου 1875, εκλεγέντος ως τοποτηρητού του χηρεύσαντος θρόνου του αρχιεπισκόπου Φιλα δελφείας Ιωάσαφ. (Το τέλος εις το επόμενον)
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ (*) Του
[2]
κ. ΣΤΡΑΤΗ
ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΛΗ
Ας έρθωμε και στην ιστορία της Αγιάσου. Γι' αυτή δεν ανα φέρει τίποτε ούτε ο Π. Αποστόλου, ούτε ο Β. Βράνης. Ο γρά φων συνεχίζει: Για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν περισσότε ρον καιρόν οι Αγιασώτες την αφάνειαν αυτών, την ισοδυναμού (*) Συνέχεια από σελ. 82.
σαν με την ανεξαρτησίαν των, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μη φαίνωνται στο Κράτος. Γι’ αυτό δεν κατέβαιναν στην κάτω της Καρύνης πεδιάδα, διότι κατά την έποχή εκείνη ο δρόμος Μυτι λήνης— Κεραμιών — Καρύνης — Γεφύρας της Κόβελης—Βορείου άκρου της Μεγάλης Λίμνης έως στα Μέσα του κόλπου της Καλλο νής ήτο από τους κεντρικωτέρους, αφ' ου με αυτόν συγκοινωνού σε με τη Μυτιλήνη όλο το βόρειο τμήμα του νησιού μας, το οποίο σήμερα συγκοινωνεί με τον αμαξωτό δρόμο, ο όποιος από τη Μυτιλήνη πηγαίνει εις τις Λάμπες και διευθύνεται εις τα Μέσα, ο δρόμος όμως αυτός, καθώς και ο άλλος, ο διερχόμενος δια του Αγίου Δημητρίου και του νοτίου άκρου της Μεγάλης Λίμνης, έγιναν στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Για την ίδια αίτια οι Αγιασώτες δεν έλεγαν τίποτε για την αφάνειαν αυτών «μήτε του παπά» άλλου χωρίου, αν και κατά τις επαφές αυτών με τους παπάδες για άλλες υποθέσεις ουδέποτε εψεύδοντο. Αλλά, όπως όλα τα μυστικά δεν μένουν μυστικά επ' άπειρον, έτσι και η αφάνεια της Αγιάσου με όλες τις προφυλάξεις φανερώθηκε. Μεταξύ του 1632 και του 1640 η Αγιάσος έγινε γνωστή στο Κράτος και εφορολογήθη και ησθάνθη της δουλείας τον ζυγό, (αν και ο ζυγός της δεν ήτο επαχθής), γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια της γαλήνης των Λεσβίων έως στα 1701 στην ιστορία της Αγιάσου λέγονται «χρόνια της υποδουλώσεως των Αγιασωτών». Τα χρόνια δε αυτά τελείωσαν στα 1701, διότι στα 1701 οι Αγιασώτες ανεγνωρίσθησαν από το Κράτος με βασιλικό φιρμάνι ως «ασύδο τοι», δηλ. ως μη φορολογούμενοι. Δεν λέγεται το πώς η υπό το όνομα «Αγία Σιών» Αγιάσος έγινε γνωστή στο Κράτος. Πιθανόν οι προσκυνηταί, πηγαίνοντες κατά την έποχή αυτή ελεύθερα ομαδικώς εις την Παναγίαν «Αγίαν Σιών» του ομωνύμου χωρίου, και όχι όπως πρότερον φο βισμένοι και μεμονωμένοι, να έδωσαν την αφορμή εις τον Κου μαντάντη της περιφερείας να ανεβή και αυτός το τότε άθλιο μο νοπάτι της Καρύνης, να δη την Αγίαν Σιών από κοντά, να εξα κριβώση ότι έχει περί τα 30 σπίτια, και αφ' ου βεβαιωθή ότι τα σπίτια αυτά δεν είνε εξαρτήματα της μεγάλης εκκλησίας της, να την καταγράψη μέσα στα «δεφτέρια» του και να την αναφέρη στον Πασά και στον Ναζίρη. Πιθανόν και οι Δημογέροντες άλ λων χωρίων κατά τις συνομιλίες αυτών με τον Κουμαντάντη της Σκούντας, τον Πασά και τον Ναζίρη, να ανέφεραν σ’ αυτούς τυ χαίως ότι σε μια βορειανατολική κλεισούρα του Ολύμπου βρί σκεται ένα χωριό, το οποίο ονομάζεται «Αγία Σιών». Πιθανόν και οι Δημογέροντες άλλων χωρίων, μαθόντες την αφάνειαν των Αγιασωτών και φθονήσαντες αυτούς διότι δεν πλήρωναν καμμιά φορολογίαν, να την έκαναν «επιταυτού» (δηλ. εκ προμελέτης) γνωστή στο Κράτος, διότι, όπως θα δούμε σε άλλη παράγραφο αργότερα, και στα 1729 οι Δημογέροντες της Μυτιλήνης και άλλων πολλών χωρίων της υπαίθρου έκαναν για την ιδία αιτία σταυροφορία κατά των Αγιασωτών εις την Κων/πολι. Όταν, ή ούτως ή αλλέως, η Αγία Σιών έγινε γνωστή στο
Κράτος, ήρθε σ’αύτή ο Κουμαντάντης της περιφερείας, συνοδευό μενος και από «ζαπτιέδες», δια να την τακτοποιήση απέναντι του Κράτους. Ήτο πολύ χαρούμενος, διότι, όπως έλεγεν ο ίδιος, επί των ημερών του προσετέθη ένα χωριό στη στρατιωτική υποδιοί κησί του. Το πρώτο δε που θέλησε να μάθη ήτο το «πότε και πώς εδημιουργήθη το χωριό αυτό». Και όταν πήρε την απάντησι, ότι «το χωριό αυτό, το φέρον το όνομα της Παναγίας του «Αγίας Σιών», ως ον Εκείνης δημιούργημα, υπήρχε λίγο μικρότερα και κατά την κατάκτησι της Λέσβου στα 1462, αλλά ο Σπαχής, ο οποίος διωρίσθη πρώτος Κουμαντάντης της περιφερείας από τον ίδιο τον Μωάμεθ με φιρμάνι του, και ο οποίος ήτο ιδρυτής της οικογενείας του στη Λέσβο, το χαρακτήρισε ως εκκλησία και δεν το κατέγραψε μέσα στα δεφτέρια του»,θυμήθηκε ότι ήτο απόγονος εκεί νου του Σπαχή, και ότι είχε στο «κονάκι» του (ήτοι στο κατάλυμά του) εκείνο το φιρμάνι του Μωάμεθ. Και αφ' ου κάτι μόνος του ψιθύρισε, είπε κατόπιν στους κατοίκους του : («Εγώ τώρα θέλω δεν θέλω θα το καταγράψω μέσα στα δεφτέρια», αφήνοντας με αυτά να υπονοηθή ότι και αυτός, εάν ήτο αυτεξούσιος ή εάν ευρίσκετο υπό άλλες περιστάσεις, όπως ο Σπαχής, θα αγνοούσε το χωριό των. Ακολούθως ενήργησε δια του Μητροπολίτου Μυτιλήνης και έγινε εις τον γυναικωνίτη της εκκλησίας της Παναγίας Αγίας Σιών εκλογή Δημογερόντων, για εκλογή δε Επιτρόπων της εκ κλησίας δεν έδειξε κανέν ενδιαφέρον. Στην εκλογή αυτή, όπως σε όλες τις τοιούτου είδους εκλογές, οι πλουσιώτεροι είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, η μεσαρία είχε το δικαίω μα μόνον του εκλέγειν και οι άποροι απεκλείσθησαν, με την δι καιολογία ότι, αφ' ου δεν εφάνησαν ικανοί να αποκτήσουν μία μικρή περιουσία, δεν θα είνε ικανοί να εκλέξουν τους ικανωτέ ρους, πολύ περισσότερο να κυβερνήσουν τα κοινά. Από τους από ρους είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν οι ((καλαμαράδες», δηλαδή οι εγγράμματοι οι φέροντες πάντοτε εις την ζώνην των ένα «καλαμάρι», ήτοι μία θήκη κονδυλοφόρων, στο ένα άκρο της οποίας ήτο κολλημένο ένα μελανοδοχείο, οι οποίοι, όντες διάδο χοι των «νοταρίων», δηλ. των συμβολαιογράφων επί Βυζαντινών και Γενοβέζων, τώρα επί τουρκοκρατίας ήσαν οι γραμματείς των Κοτζαμπασήδων, οι συντάσσοντες τα επίσημα έγγραφα και συμ βόλαια και γράφοντες τις επιστολές των αγραμμάτων, τις αιτή σεις κτλ., με την δικαιολογία ότι οι καλαμαράδες ως εγγράμμα τοι κρίνουν και σκέπτονται ορθά (14). Εκλογικά σφαιρίδια ήσαν πότε γιάλινες άσπρες ψήφες για το ναι και μαύρες για το όχι, και πότε γιάλινα κουμπιά λευκού και μαύρου χρώματος, κάλπη δε ήτο το μαντήλι του κλητήρος της Κοινότητος. Κατά την ώρα (14) Οι καλαμαράδες επί της Μεγάλης Ελληνικής επαναστάσεως του 1821 ήσαν οι γραμματείς των καπεταναίων, μετά την απελευθέρωσι δε συσπειρωθέντες, απετέλεσαν το υπό τον Αλέξ. Μαυροκορδάτον κόμμα. Έσατυρίσθησαν με τον τύπον του λογιωτάτου εις την «Βαβυλωνίαν» του Βυζαντίου.
της εκλογής οι μεν ψηφίζοντες εκάθηντο κατά γης εις τις βαθμί δες του γυναικωνίτου, οι δε υποψήφιοι δια το αξίωμα του Άρ χοντος εκάθηντο πάνω σε καθίσματα εις το μέσον του γυναικω νίτου, εκεί πού είνε μία προεξοχή επάνω από την κυρία είσοδο της εκκλησίας, γι’ αυτό και η προεξοχή αυτή πήρε το όνομα «Αρχοντικό», οπότε στο Αρχοντικό αυτό εκκλησιάζοντο οι γυναί κες των Αρχόντων. Όταν τελείωσεν η εκλογή, ο Κουμαντάντης είπεν, ότι σε άλλη εκλογή, όταν οι υποψήφιοι τυγχάνουν της απολύτου εμπι στοσύνης των εκλογέων, μπορούν να εκλέγουν τους Δημογέρον τας αυτών χωρίς ψηψοφορία δια κοινής βοής της συνελεύσεως. Κατόπιν υπεχρέωσεν όλους τους παρευρεθέντας να βάλουν την υπογραφήν των εις το πρακτικό της εκλογής, διότι, όπως είπεν, εάν ο αριθμός των υπογραφών είνε ολιγώτερος του αριθμού των ψηφιζόντων, η εκλογή ακυρώνεται από τον Καδή της Μυτιλήνης και επαναλαμβάνεται. Δια να μην αυξομειώνεται, είπεν, αυτός ο αριθμός, πρέπει όλοι οι ψηφίζοντες να μένουν στον γυναικωνίτη μέχρι τέλους της ψηφοφορίας (γι’ αυτό και εξερχόμενοι για οιαν δήποτε αιτίαν θα συνοδεύωνται από τον ζαπτιέ)· πρέπει και όσοι δεν έλαβον μέρος στη πρώτη ψηψοφορία να αποκλεισθούν της συνελεύσεως. Το πρακτικό της εκλογής εστάλη στον Καδή της Μυτιλήνης προς θεώρησιν και επικύρωσιν, προς τον ίδιον δε, είπε, θα στέλ λωνται και αι τυχόν ενστάσεις, διότι από τον ίδιο θα εκδικά ζωνται. Το πρακτικό θεωρηθέν και επικυρωθέν εστάλη κατόπιν στον Πασά και στον Ναζίρη, οι οποίοι ανεκήρυξαν ως Δημογέ ροντας της Αγιάσου τους έχοντας τις περισσότερες άσπρες ψή φες. Καλέσας τότε αυτούς ο Κουμαντάντης, τους έδωσε τη σφρα γίδα της Κοινότητος, η οποία ήτο μεταλλίνη και είχε εις το μέ σον χαραγμένες εις την τουρκική τις λέξεις «Δημογεροντία Αγιά σου» δια να σφραγίζουν με αυτή παρά τις υπογραφές των όλα τα επίσημα έγγραφα. Κατόπιν τους έκανε θεωρία για τα δικαιώ ματα αυτών και τις υποχρεώσεις, «Θα φροντίζετε», τους είπε στην ελληνική, «για τα συμφέροντα της Κοινότητος σας, αλλά θα έχε »τε υπ' όψει σας και τα συμφέροντα του Κράτους, Θα είσθε οι »προστάται των συγχωριανών σας, αλλά και οι κατάσκοποι του «Κράτους, οι διαφωτίζοντες αυτό όταν του συμβαίνη τίποτε κα »κό. Θα κρατείτε με ακρίβεια τα ληξιαρχικά βιβλία της Κοινότη »τός σας στην ελληνική, αφ' ου δεν ξέρετε την τουρκική, διότι επί «τη βάσει αυτών θα φορολογείσθε συνολικώς από τον Ναζίρη, »επί τη βάσει αυτών θα κατανέμετε εσείς τη συνολική φορολογία »του χωριού σας στους συγχωριανούς σας αναλόγως της οικονομι »κής αντοχής εκάστου, επί τη βάσει αυτών θα εισπράττετε τις «φορολογίες. Στην ελληνική κατ’ ανάγκην θα συντάσσετε και «όλα τα επίσημα έγγραφα, αναφορές, αιτήσεις, χαριστήρια, έγ «γραφα ιδιοκτησίας και αγοροπωλησίας, Θα φροντίζετε για την «ασφάλεια του χωριού σας από τους κλέφτες κατά τις νύχτες με «τους «πασβάντηδες» (=νυχτοφύλακας), για την ασφάλεια της
«αγροτικής περιφερείας σας με τους «μπεκτσήδες» (=αγροφύλα »κας), και την επιδιόρθωσι των καταστρεφομένων γεφυρών για »την συγκοινωνία των κατοίκων και των κρατικών οργάνων, επι «βάλλοντες εις τους συγχωριανούς σας να πληρώνουν Δημοτικά »και Αγροφυλακτικά. Θα φροντίζετε δια την τήρησι της τάξεως «μέσα στο χωριό σας με τη προσωπική επιρροή σας και με την «επέμβασι των υπαλλήλων της Κοινότητος. Και εάν, ο μη γένοιτό »ποτε, αυτό δεν είνε δυνατόν, να το αναφέρετε αμέσως εις εμέ »με πεζοδρόμο. Θα αναφέρετε επίσης όταν πληροφορηθήτε ότι »ήρθαν ξένοι κλέφτες απ' τη θάλασσα, ή ότι σχηματίζονται φου »σάτα. Θα επιβλέπετε την ποιότητα των τροφίμων, τις διατιμήσεις »και την ακρίβεια των οκάδων και των πήχεων. Συνεργαζόμενοι »δε με τον Μητροπολίτη σας ή τον Αρχιερατικό Επίτροπο του »χωριού σας, θα εκδικάζετε όλες τις υποθέσεις των συγχωριανών «σας πλην των κακουργημάτων, και θα εξομαλύνετε τις διαφο »ρές των, επιβάλλοντες και μικρές τιμωρίες και έχοντες ως εκτε »λεστή των αποφάσεων σας τον ζαπτιέ, ο όποιος θα σάς επι »σκέπτετε κατά διαλείμματα. Ένα μοναχά δεν θέλω να ακούσω, »να μην εμποδίσετε ποτέ κανένα χωριανό σας, όταν θελήση να «εκδικασθή από την Ιεράν κρίσιν του σοφολογιωτάτου Καδή της «Μυτιλήνης. Το Κράτος, όπως βλέπετε, σάς αναγνωρίζει ως «δικαστάς και αστυνόμους του και σάς χαρίζει τόσες αρχές και «εξουσίες, όσες δεν χαρίζει κανένα άλλο κράτος στους ραγιάδες «του, και σείς λοιπόν πρέπει να το αγαπάτε όπως αγαπάτε τους «γονείς σας. «Εις τα θρησκευτικά σας και εις εκείνα τα οποία σχετίζον «ται με τα προνόμιά σας, εγώ δεν ανακατεύομαι. Για τα προι «κοσύμφωνα, τις διαθήκες και τα διαζύγια θα συνενοείσθε με «τον Μητροπολίτη σας. Σαν πρόκειται για σπουδαία ζητήματα, «θα συγκαλείτε γενικές συνελεύσεις των προκρίτων για να δια «μοιράζεσθε όλοι τις ευθύνες, και όταν σε κανένα ζήτημα δεν «ξέρετε τι να κάμετε, αναφέρετέ το εις εμέ και είμαι πρόθυμος «να σάς συμβουλεύσω και να σάς οδηγήσω. Και τώρα που θα «χωρίσουμε, φωνάξετε με την καρδιά σας : Πολλά τα έτη του «Σουλτάνου μας !». «Πολλά τα έτη του Σουλτάνου μας ! πολλά τα έτη του Πασά και του Ναζίρη μας! πολλά τα έτη του Κουμαντάντη μας !» φώ ναξαν οι Δημογέροντες. Μετά ταύτα ο Κουμαντάντης εγκατέστησε στην Αγιάσο πεν τέξη τουρκικές οικογένειες, τις οποίες περισυνέλεξε από τα πεδινά χωρία της υποδιοικήσεως του. Για να τις στεγάση έκτισε ισάριθμα σπιτάκια παρά τα σπίτια των Αγιασωτών και ένα μικρό ομοίωμα λουτρού στο μέρος της Πουτζαλιάς που λέγεται σήμερα λουτρός, υποσχεθείς ότι αργότερα θα χτίση και τζαμί και θα φέρη ένα χότζα (=ιεροδιδάσκαλο)· ούτε τζαμί όμως έκτισε, ούτε χότζα έφερε ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοι του. Οι Τούρκοι αυτοί της Αγιάσου με τους χριστιανούς ομοχωρίους των περνούσαν ως καλοί γείτονες και φίλοι, και ουδέποτε «ρίξαν το ζουνάρι για καυγά»,
δηλαδή ουδέποτε επροκάλεσαν τους χριστιανούς, διότι το ρίξιμο του ζωναριού της μέσης των βρακοφορούντων έως στα χρόνια μας εθεωρείτο πρόκλησις. Δεν έμεναν όμως ευχαριστημένοι διότι εδυσκολεύοντο να ζήσουν στα βουνά, και διότι κατά τις μεγάλες εορτές των μωαμεθανών ηναγκάζοντο να πηγαίνουν στα τζαμιά των πεδινών χωρίων. Στην Αγιάσο έμειναν έως στη Μεγάλη Ελλη νική επανάστασι του 1821, οπότε έφυγαν ομαδικώς στα πεδινά χωρία της περιφερείας, από τα οποία και κατήγοντο. Οι χριστιανοί της Αγιάσου τα ιερά κειμήλια και τώρα τα είχαν κρυμμένα εις τον παρά την Ζωοδόχον Πηγήν ευρισκόμενον κρυψώνα· τις άγιες εικόνες κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας και κατά την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου ) τις περιέφεραν μέσα στην αυλή της εκκλησίας· τα ίδια έκαναν και τον Επιτάφιο και την Ανάστασι κατά τας νύχτες του Μεγάλου Σαββάτου και της Λαμπρής. Και τα σήμαντρα της εκκλη σίας δεν τα χτυπούσαν, δια να μη θεωρείται ο ήχος των ως πρό κλησις από τους μωαμεθανούς συγχωριανούς των, και εξακολου θούσαν να κάνουν με τον κράχτη το προσκλητήριο των χριστια νών στις τελετές. Κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο είχαν πολ λούς προσκυνητάς και χόρευαν και με την αριστοκρατική ορχή στρα των Κοτσαμπασήδων, η οποία ήρχετο δια το φημισμένο πανηγύρι. Στις 2 Φεβρουαρίου έκαναν το καθιερωμένο μνημόσυνο του Μεγάλου Αφιερωτού των κειμηλίων και των λοιπών Ευεργε τών και Αφιερωτών της εκκλησίας, στην κορυφή του Μαυρη γιώτη και του · Προφήτ’ Ηλία έκαμαν την αρχαία ηλιολατρεία των, κατά την ώρα της ανατολής, διότι τότε μπορούσαν να δουν κατά πρόσωπο τον Ήλιον, τη λαμπροδευτέρα με το Χριστός Ανέστη έρριπταν τους χαρμόσυνους πυροβολισμούς εις τον κατά τα Πιτζίλια Αστράτηγον, και στις 21 Μαΐου έκαναν στο εκκλη σάκι του Αγίου Κωνσταντίνου το μνημόσυνο του Κ. Παλαιολό γου και όλων των υπέρ της πίστεως και της πατρίδος θυσιασθέν των, λέγοντες και το γνωστό δημοτικά τραγούδι «Κάντου γιη Μα ρίγια πας του παναθύρι» κτλ. Όταν δε εδανείζοντο χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας, τα παρέδιδαν, τα παρελάμβανον και τα επέστρεφαν χωρίς γραμμάτια και μάρτυρας στην αυλή της εκκλησίας, απέξω από την κόγχην του Αγίου Βήματος, πιστεύον τες ότι παρίσταται ως μάρτυς της πράξεως αυτών η Παναγία των. (Αυτό δε εγίνετο έως στα τέλη του 19ου αιώνος). Στα καλά χρόνια χόρευαν και τραγουδούσαν με τα τουμπε λέκια και παγιαύλια, με τις γκάιντες και τα σαντούρια, με τους ζουρνάδες και τα τούμπανα, εκτάκτως δε και με την αριστοκρα τική ορχήστρα των Κοτσαμπασήδων.Έκαναν φιλικές συγκεντρώ σεις εις τα σπίτια των με τα παραμύθια της γιαγιάς και τις ιστο ρίες του παππού και με τις πολυποίκιλες εργασίες των γυναικών, είχαν τις πατινάδες, τα κάψαλα, τον κλήδονα, τις κούνιες και τους Κυριακάτικους χορούς των γυναικών εις την «χορεύτρια», η οποία ήτο μία μεγάλη πεζούλα ευρισκομένη κατά τον Νέον Ξενώνα της εκκλησίας, γι’ αυτό και το μέρος αυτό λέγεται και σήμερα «χο
ρεύτρια», αν και εκτίσθησαν σπίτια, τα οποία τότε δεν υπήρχαν Απέκτησαν κοσμήματα, έκαναν πολλά μεταξωτά και αγόρασαν κασσέλλες και σεντούκια από τους Αντριώτες, οι οποίοι, όντες τότε αλευρομυλωνάδες εμπειρότατοι, ήσαν και σεντουκτσήδες φημισμένοι. Είχαν και τις παιδιές των. Τα κοπελλάρια έπαιζαν τα κυνηγήματα (ή τον κυνηγητό), τα καλύμματα (ή το κρυφτό), τις καβάλλες, το λιθάρι εις μήκος και εις ύψος, τη σκοποβολή με τα λιθάρια, τις ομάδες με λιθάρια ομοιάζοντα με δίσκους, τις ψήφες ως τυχηρό παιγνίδι, και άλλα. Τα παληκάρια επί πλέον αιωρούντο με τις «ανεμόκουνιες», χρησιμοποιούντα τους κορμούς των πεύκων, στο κέντρον του βάρους των οποίων άνοιγαν με τη σμίλα μια οπή όχι διαμπερή, δια της οπής δε αυτής στήριζαν τους κορμούς πάνω σε κατακορύφους πασσάλους ύψους ενός περίπου μέτρου, οπότε οι κορμοί, λαμβάνοντες οριζοντία στάσι, περιεστρέ φοντο κυκλικώς με μία ώθησι, όπως γίνεται στη λοταρία. Στη χονδρή άκρη του κορμού, τη βραχυτέρα, εκάθηντο καταλλήλως στηριζόμενοι εκείνοι οι οποίοι θα αιωρούντο περιστρεφόμενοι χω ρίς να κάμουν καμμία κίνησι, στη ψιλή δε άκρη, τη βραχυτέρα, εκάθητο μόνον ένας, ο «ποδαρεστής», ο οποίος με κατάλληλες κι νήσεις των ποδών θα έδιδε τον «άνεμο» (λεγόμενο και φόρα, και αέρα) στην ανεμόκουνια δια την περιστροφική κίνησι. Τα κοπελ λούδια έπαιζαν τα απλούστερα παιγνίδια των κοπελλαριών, (κυνηγήματα και καλύμματα), προτιμούσαν όμως το σχοινάκι για πηδήματα και τα «πετράδια» για την ευκινησία των δακτύλων, τα οποία προτιμούν και έως σήμερα. Έλυαν ειρηνικά όλες τις διαφορές των στο «κοινό» κελλί της εκκλησίας κατά την ημέραν του Σαββάτου. Στο ίδιο κελλί συνέ τασσον και όλα τα επίσημα έγγραφα, καταχωρούντες μέσα στους Κώδικας τα αντίγραφα αυτών. Στο ίδιο κελλί προσήρχοντο και οι μωαμεθανοί, όταν είχαν δοσοληψίες με τους χριστιανούς της Αγιάσου και υπέγραφαν τα εις την ελληνικήν συντασσόμενα έγγραφα αυτών, όπως φαίνεται από το «Ομολογητικόν έγγραφον του Αχμέτ υιού τουμουλά-σάχη, ότι παραιτείται παντός δικαιώ ματος εκ του πωληθέντος υπό των αδελφών του ρωμαίικου κιου ταπιού εις τον εξ Αγιάσου Παπά Καλλίνικον, το οποίον έχει ημε ρομηνίαν 1752 μαΐου 1, και φέρει εξ τουρκικές υπογραφές, μία σφραγίδα και ένα δακτυλικόν αποτύπωμα», όπως φαίνεται και από το «Πωλητήριον της Σταματίνας συζύγου του ποτέ Χριστόφα προς τον ενδοξότατον Ισμαήλ πασιπα Αράπην, αφορών τα από του Κωνσταντή Νταμγαλή προερχόμενα κτήματα, το οποίο φέρει ημε ρομηνίαν 1775 μαΐου 3» (15). Αφ' ου οι Δημογέροντες της Αγιάσου ήσαν δικασταί και αστυνόμοι, ας πούμε τι έκαναν κατά τις διαδικασίες για να ανα καλύψουν την αλήθεια. Εάν επρόκειτο για μικροϋποθέσεις, υπε χρέωναν τον ενάγοντα, τον εναγόμενον ή τον μάρτυρα να φιλήση (15) Περιοδικόν «Αγία Σιών», τόμος Α', σελ. 5 : «Το περισωθέν πα λαιόν Αρχείον του Ιερού ναού της Παναγίας της Αγιάσου».
ένα σταυρό καμωμένο με τους δείκτας των χειρών και να πη συγ χρόνως : «Να με κάψη ο Θεός, (ή να με παρασφάξη ο Θεός, ή να κόψη ο Θεός τη ζωή μου), όταν λέγω ψέμματα». Όταν επρό κειτο για μεγάλες υποθέσεις, τον υπεχρέωναν να βάλη το χέρι του πάνω στο Ευαγγέλιο της εκκλησίας επί παρουσία και ενός ιερωμένου και να πη συγχρόνως: «Να ξεραθή (=να παραλύση) το χέρι μου, όταν λέω ψέμματα». Και εις εκτάκτους περιστάσεις τον υπεχρέωναν να σβύση το καντήλι της Παναγίας του εικονο στασίου μέσα στην εκκλησία επί παρουσία αυτών και των ιε ρέων και να πη συγχρόνως : «Όπως σβύνω εγώ το καντήλι της Παναγίας, έτσι και η Παναγία να σβύση τη ζωή μου, όταν λέγω ψέμματα». Όταν εις μίαν υπόθεσιν δεν παρουσιάζετο κανείς να μαρτυ ρήση, εξέδιδον από την Ιερά Μητρόπολι της Μυτιλήνης έγγραφον αφορισμού κατά του αγνώστου, ο όποιος εγνώριζε και δεν μαρ τυρούσε. Το έγγραφο αυτό εδιαβάζετο από τον άμβωνα της εκκλη σίας δια να λάβη γνώσιν όλο το εκκλησίασμα και ήτο αποτελε σματικό, διότι επιστεύετο ότι ο αφοριζόμενος με το ανάθεμα της εκκλησίας και των εκκλησιαζομένων θα μείνη μετά θάνατον βρυκολακιασμένος—άλυωτος. Για να μαλακώσουν την καρδιά ενός σκληροκαρδίου, του έδειχταν από το «κοινό» κελλί της εκκλησίας τους τάφους τους ευρισκομένους τότε στην αυλή της εκκλησίας, λέγοντες: «Ορίστε τι θα γίνωμε, μαλάξετε την καρδιά σας, έλεος εις τον πλησίον σας. Θέλετε κατά την ώρα της κηδείας σας να λέγη ο αντίδικός σας — χόρτασι αχόρταγι, και κατά την ώρα του ενταφιασμού σας — χώρησι αχώρητι;» (χώρεσε μέσα σ’ αυτόν τον τάφον εσύ ποy δεν χωρού σες μέσα στον τόσο βιo που είχες;) Οι τιμωρίες των δεν ήσαν ραβδισμοί και φυλακίσεις και χρη ματικές ποινές, αλλά στερήσεις εκκλησιαστικών δικαιωμάτων. Όταν επρόκειτο για μικροϋποθέσεις, ως τιμωρία επέβαλαν την στέρησιν του θυμιάσματος αυτών από τον ιερέα και τον διάκονον εντός της εκκλησίας χωρίς να ερωτήσουν τον Μητροπολίτη των. Όταν δε επρόκειτο για μεγάλες υποθέσεις επέβαλαν το εξωκ κλησίασμα, με το οποίο ο τιμωρούμενος δεν είχε το δικαίωμα να εισέρχεται μέσα στην εκκλησία, ούτε να παρευρίσκεται στις τελε τές, ούτε να μετέχη των αχράντων μυστηρίων. Για να επιβάλουν όμως το εξωκκλησίασμα, εξέδιδον από την Ιερά Μητρόπολι έγγρα φον εξωκκλησιάσματος, το οποίον εδιαβάζετο από τον άμβωνα της εκκλησίας. Εις τους μη ευχαριστουμένους από την εκδιδομένη απόφασι, έλεγαν, ότι μπορούν να ξαναπαρουσιασθούν για την ιδία υπόθεσι κατά τον Δεκαπενταύγουστο, οπότε θα παρευρίσκετο ως δικα στής και ο Μητροπολίτης της Μυτιλήνης, ελπίζοντες ότι έως τότε ο καιρός θα επενεργήση κατευναστικώς. Όταν δε επρόκειτο για διαθήκες, δωρεές, διαζύγια και προικοσύμφωνα, τους υπεδείκνυαν ότι μπορούν να εφεσιβάλουν την υπόθεσιν αυτών εις το Μητροπο λιτικό δικαστήριο της Μυτιλήνης.
Κατά την στρατολογία χριστιανών ναυτών και ναυτοπαίδων ο κήρυξ της Κοινότητος έπαιζε ένα σπουδαίο πρόσωπο, διότι όταν μάθαινε από τους Δημογέροντας ποίοι εστρατολογήθησαν, δια λαλούσε τα ονόματα αυτών δια να τον ακούσουν οι ενδιαφερό μενοι και να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Εάν δε τύχαινε να συναντήση στον δρόμο κανένα απ' αυτούς επί παρουσία των αξιωματικών του στρατού, δια να του δώση νύξιν να κρυφθή, τον ρωτούσε αν είδε πουθενά το Α πρόσωπο, διότι εστρατολο γήθη, εν ω το Α πρόσωπο ήτο ο ερωτόμενος, ο οποίος, αντιλαμ βανόμενος περί τίνος επρόκειτο, έδιδε μία αρνητική απάντησι και αμέσως τραβούσε στα βουνά. Από τους αποκρυπτομένους για να περνά η ώρα των εκτίσθησαν εις τα κατωφερή πλευρά των βουνών τα πρώτα άνδηρα, δηλ. τα πρώτα σέτια, οι πρώτες ημι κυκλικές πεζούλες γύρω στους κορμούς των ελαιοδένδρων, δια να συγκρατούν τα χώματα και τους καταπίπτοντας καρπούς, δια να χρησιμεύουν ως καθίσματα και ως βάθρα δια την ίππευσι και αφίππευσι των υποζυγίων. Από τη στρατολογία των ναυτοπαίδων έμεινεν η φράσις: «Να σε φυλάγη ο Θεός απ' τη βρεχτούρα του Τσιγγάνου», η οποία επλάσθη από την εξής αιτίαν : Επειδή πολλές φορές οι ναυτόπαι δες νυστάζοντες διέκοπτον την ρυθμική κίνησι των φυσηρών, ο Τσιγγάνος τους ράντιζε στο πρόσωπο με τη βρεχτούρα βουτηγμένη στο νερό. Από το ράντισμα αυτό επροκαλούντο δυνατοί σπασμοί σ’ όλο το νευρικό σύστημα των ναυτοπαίδων, οι οποίοι δεν ελη σμονούντο ούτε όταν απελύοντο. Ερωτώμενοι τότε πώς τα πέρα σαν, έλεγαν τη φράσι αυτή που αναφέραμε: «Να σε φυλάγη ο Θεός απ' τη βρεχτούρα του Τσιγγάνου». Η υποδούλωσις της Αγιάσου βάσταξε έως στα 1701, οπότε ήρθε το ευεργετικώτατο φιρμάνι, για το οποίο θα πούμε στην επομένη παράγραφο.
ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΙ ΕΟΡΤΑΙ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΕΝ ΤΩ I. ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΙ Κατά τα ανέκαθεν καθιερωμένα η περίοδος των πανηγύρεων του Ι. Προσκυνήματος ήρξατο και κατά το έτος τούτο από της πρώτης του παρελθόντος Αυγούστου δια της εορτής της «Προό δου του Τιμίου Σταυρού». Την Θ. Λειτουργίαν ετέλεσεν ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος και Ιερατικός Προϊστάμενος του Ιερού Προσκυνήματος επί παρουσία πολυπληθούς εκκλησιάσματος εν τοπίων και ξένων προσκυνητών, εκήρυξε δε κατ’ αυτήν τον θείον λόγον, παραστήσας ζωηρώς τους πνευματικούς σκοπούς της περιόδου του Δεκαπενταυγούστου και προτρέψας τους ευσεβείς προσκυνητάς, όπως ενώσωσιν, ιδία κατά την περίοδον ταύτην, τας θερμός προσευχάς των μετά των ανά την Οικουμένην υπέρ της ειρήνης του κόσμου και της ευσταθείας των Εκκλησιών κατά την τεταραγμένην ταύτην εποχήν προσευχομένων πιστών χριστιανών. Προ της Θ. Λειτουργίας εγένετο, κατά το ανέκαθεν ισχύον ενταύθα Ιεροσολυμιτικόν Τυπικόν, η τελετή της Προόδου του Τιμίου Ξύλου, μετά δε την Θ. Λειτουργίαν ετελέσθη δι’ αυτού ο Μικρός Αγιασμός, μεθ’ ον πάντες ησπάσθησαν εν ευλαβεία το Τίμιον Ξύλον. Αυθημερόν το εσπέρας ετελέσθη μετά τον Εσπερινόν η Πρώτη Παράκλησις εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, καθ’ ην και πάλιν ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος ωμίλησε προς το πολυπληθές εκ κλησίασμα των προσκυνητών, αναπτύξας τας υποχρεώσεις αυτών και προτρέψας εις την πιστήν τούτων εκτέλεσιν, ίνα τύχωσι πράγματι της ποθουμένης ευλογίας του Θεού και καρ ποφορήσωσιν οι κόποι και αι θυσίαι, εις ας υπεβλήθησαν χάριν του προσκυνήματος των. Από της εσπέρας της επομένης μέχρι της εσπέρας της Παρα σκευής κατά τας ακολουθίας των Παρακλήσεων, ων προΐστατο ο Αρχιερατικός Επίτροπος, ωμίλει ούτος καθ’ εκάστην εσπέραν, λαβών ως γενικόν θέμα την ανάπτυξιν των υψηλών ιδεών της εν Λουκ. α'46-55 ωδής της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ειδικώτερον ωμίλησε κατά τας ευκαιρίας ταύτας περί του τι διδάσκει εν τη προσευχή ταύτη η Θεοτόκος: α΄) Περί της αληθινής χαράς, β') Περί της αξίας και των καρπών της ταπεινώσεως, γ΄) Περί της πατρικής αγάπης του Θεού, δ') Περί της δικαιοσύνης του Θεού, ε') Περί της παντοδυναμίας του Θεού και στ') Περί της πιστότητος του αγαθού, δικαίου και παντοδυνάμου Θεού. Καθ’ εκάστην πρωίαν ετελείτο, ως πάντοτε, η Θ. Λειτουργία, παριστάμενος δε κατ’ αυτήν και πάλιν ο Αρχιερατικός Επίτροπος , ωμίλησεν εν συνεχεία προπαρασκευαστικώς προς τους εκκλη
σιαζομένους περί των ιερών μυστηρίων της Θείας Ευχαριστίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως, και έδωκε τας δεούσας δια την ορθήν εις αυτά προσέλευσιν εκκλησιαστικάς οδηγίας. Κατά δε την Θ. Λειτουργίαν της Κυριακής 11ης Αυγούστου ωμίλησε περί της εν τοις Ιεροίς Ευαγγελίοις διεζωγραφουμένης εικόνος της Θεομήτορος, παραστήσας αυτήν ως τέλειον υπόδειγμα άξιον μι μήσεως παρά τοις χριστιανοίς και υποδείξας ότι η μίμησις αύτη αποτελεί την μόνην πραγματικήν προς την Μητέρα του Κυρίου τιμήν. Την Κυριακήν 11ην Αυγούστου εξεδόθη δαπάναις του Ι. Προσκυνήματος έκτακτον ειδικόν φύλλον του δελτίου του γρα πτού κηρύγματος «Φωνή Κυρίου», αφιερωμένον εις τα από της μεγάλης εορτής της Θεομήτορος επίκαιρα διδάγματα, όπερ εκτυ πωθέν εις 8.000 αντιτύπων, διενεμήθη εν τοις ι. ναοίς καθ’ άπασαν την επαρχίαν Μυτιλήνης και προς τους ευλαβείς προσκυνητάς της Αγιάσου. Την πρωίαν της 6ης Αυγούστου επί τη εορτή της Μεταμορφώ σεως του Σωτήρος ετελέσθη πανηγυρικόν Συλλείτουργον εν τω Ι. Προσκυνήματι, προεξάρχοντος του Αρχιερατικού Επιτρόπου, όστις και ανέπτυξε μετά την ανάγνωσιν του Ιερού Ευαγγελίου τα από της εορτής επίκαιρα διδάγματα, μεθ’ ο μετά της επιβαλλο μένης τάξεως και σεμνότητος εγένετο ανά την κωμόπολιν η κα θιερωμένη λιτανεία των ιερών εικόνων και των αγίων Λειψάνων, ψαλλομένου του εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον Μικρού Παρακλη τικού Κανόνος. Εν τη πλατεία της 4ης Αυγούστου εγένετο δέησις «υπέρ ειρήνης και καταστάσεως του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως». Την τε Θ. Λειτουργίαν και την ιεράν λιτανείαν παρηκολούθησε μέγα πλήθος ευσεβών προσκυνητών. Ο Σεβασμ. Μητροπολίτης ημών ανήλθεν εις Αγιάσον από της πρωίας του Σαββάτου 10ης Αυγούστου, ότε και ετέλεσε την Θ. Λειτουργίαν και τρισάγιον υπέρ των αυτόθι αναπαυομένων εν τω ναϋδρίω του Νεκροταφείου, συμπαραστατούμενος υπό του Αρχιερατικού Επιτρόπου. Την άφιξιν του Σεβασμ. Μητροπολί του ανήγγειλαν χαρμοσύνως κρουόμενοι οι κώδωνες του Ι. Προσ κυνήματος, μετά δε την Θ. Λειτουργίαν προσήλθον και υπέβαλον τα σέβη των προς την Α.Σ. αι τοπικαί αρχαί, αι επιτροπείαι των ιερών ναών και πολλοί επίλεκτοι πολίται. Αυθημερόν το εσπέρας η Α.Σ. εχοροστάτησεν εν τω Ι. Προσκυνήματι κατά τον Εσπερινόν και την επομένην πρωί ετέλεσε παρουσία των τοπι κών αρχών και πλήθους ευσεβών την Θ. Λειτουργίαν εν τω ιερώ ναώ της Αγίας Τριάδος επί μνημοσύνω του αειμνήστου κτίτορος του Ναού Γρηγ. X”Σκορδά, ένθα εδίδαξε το πολυπληθές εκκλη σίασμα από της αναγνωσθείσης ευαγγελικής περικοπής. Η Α.Σ. εχοροστάτησεν αυθημερόν το εσπέρας εν τω I. Προσκυνήματι κατά την ακολουθίαν του Εσπερινού και του μετ’ αυτόν Μεγ. Παρακλητικού Κανόνος, και εδίδαξε το ευσεβές εκ κλησίασμα, επαινέσασα την ευλάβειαν και τον ζήλον των πανταχό θεν της νήσου συρρευσάντων πολυπληθών προσκυνητών και υπο
δείξασα τας υποχρεώσεις των πραγματικών χριστιανών και την αληθινήν προς την Θεομήτορα τιμήν. Η Α.Σ. εχοροστάτησε και κατά τους εσπερινούς και τας παρακλήσεις της Δευτέρας 12ης Αυγούστου και της Τρίτης 13ης Αυγούστου, διδάξασα επίσης πατρι κώς το ευσεβές πλήθος των προσκυνητών. Την εσπέραν της Τετάρτης 14ης Αυγούστου, παραμονής της επισήμου εορτής του I. Προσκυνήματος, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης ενεδύθη εν τη αιθούση του Συνοδικού άπασαν την αρχιερατικήν Αυτού στολήν και περιεβλήθη τα Παράσημα, δι’ ων έχει τιμηθή, επί κεφαλής δε του Ι. Κλήρου, φέροντος επίσης πλήρη ιερατικήν στολήν, εισήλθεν εν πομπή, προπορευομένων φανών και εξαπτε ρύγων και παιανιζούσης της επί τούτω ελθούσης εις Αγιάσον μουσικής του Εθν. Ορφανοτροφείου Μυτιλήνης, εις τον Ναόν του Ι. Προσκυνήματος και από του Θρόνου προέστη της ακολουθίας του Μεγάλου Εσπερινού της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτό κου, καθ’ ην έψαλλον εμμελέστατα υπό την διεύθυνσιν των κ.κ. Αθ. Πούπουρα και Δημ. Κυπραίου οι εκκλησιαστικοί χοροί του I. Προσκυνήματος, και μετά το πέρας του οποίου εξήλθε μετά της αυτής πομπής και ανήλθεν εις το Συνοδικόν, από του εξώστου του οποίου ηυλόγησε τα εν τη ευρυχωροτάτη αυλή του I. Προσ κυνήματος μυρμηκιώντα πλήθη των προσκυνητών. Την πρωίαν της 15ης Αυγούστου, περί ώραν 5ην π.μ., ετέλεσε την Θ. Λειτουργών εν τω βορείω παρεκκλησίω του Ι. Προσκυνή ματος χάριν των επειγομένων ν’ αναχωρήσωσιν ευσεβών προσκυ νητών ο Αρχιερατικός Επίτροπος, πολυπληθείς δε προσήλθον μετ’ αυτήν οι χριστιανοί εις την μετάληψιν των Αχράντων Μυ στηρίων, ακολούθως δε, περί ώραν 8ην π.μ., ετελέσθη η πανηγυρική επί τη εορτή αρχιερατική Λειτουργία υπό της Α.Σ. του Μητροπο λίτου ημών,συμπαραστατουμένου υπό του Ιερατείου της κωμοπό λεως και βοηθουμένου υπό δύο διακόνων. Η Α.Σ. περιεβλήθη τα αρχιερατικά Αυτής άμφια έξω του Αγίου Βήματος επί της εν τω σωλέα επί τούτω στηθείσης εξέδρας, μετά δε την Θ. Λειτουργίαν προέστη της εν τω περιβόλω του I. Προσκυνήματος λιτανεύ σεως της Ιεράς Εικόνος της Θεομήτορος, μεθ’ ην ωμίλησε προς τα κατακλύζοντα τον περίβολον ευσεβή πλήθη, ευχαριστήσασα τας τιμησάσας την πανήγυριν αρχάς της νήσου και δούσα πολυτίμους πατρικάς υποθήκας προς τους πιστούς. Μετά την απόλυσιν η μουσική του Εθν. Ορφανοτροφείου Μυτιλήνης ανέκρουσε τον Εθνικόν ύμνον και η Α.Σ. συγκεκινημένη ηυχήθη υπέρ του Έθνους, του Βασιλέως και του Εθνικού Κυβερνήτου, και υπέρ της γαληνεύσεως του κόσμου, μεθ’ ο, αφ' ου ησπάσθη την Ιεράν Ει κόνα της Θεομήτορος, ανήλθεν εις το Συνοδικόν, συνοδευομένη υπό του Ιερατείου, υπό των παρευρεθέντων κατά την Θ. Λειτουρ γίαν Νομάρχου Λέσβου κ. Αγησ. Κοζύρη, Ανωτέρου Διοικητού Χωροφυλακής Νήσων Αιγαίου κ. Α. Δημάκη, Δημάρχου Μυτιλήνης κ. Δ. Σουρλάγκα, Εφέτου κ. Θ. Γιαννοπούλου μετά των αξιοτίμων κυριών των, υπό των τοπικών αρχών Αγιάσου και υπό των επιτρόπων του I. Προσκυνήματος. Χιλιάδες ευσεβών προσκυνητών
παρήλασαν ακολούθως προ της εις την είσοδον του Νάρθηκος, κατά παλαιάν συνήθειαν, αναρτηθείσης Ιεράς Εικόνος της Θεο μήτορος. Τον τε Εσπερινόν της Παραμονής και την Θ. Λειτουργίαν της Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μετέδωκαν εις τους έξω του Ναού προσκυνητάς μεγάφωνα επί τούτω εγκατασταθέντα υπό του εν Μυτιλήνη τεχνικού γραφείου Κρητικοπούλου. Μετά δε την απόλυσιν της Θείας Λειτουργίας η μουσική του Εθν. Ορφανοτροφείου περιήλθε την κωμόπολιν ανακρούουσα διάφορα εμβατή ρια και κατέληξεν εις τον «Κήπον της Παναγίας», όπου συνεκεν τρώθησαν πολλοί των προσκυνητών προς αναψυχήν. Την μεσημβρίαν η Α.Σ. μετά των λοιπών επισήμων παρεκά θησεν εις γεύμα παρατεθέν υπό της Επιτροπείας του I. Προσκυ νήματος, επισκεφθείσα δε ακολούθως το Σανατόριον, κατήλθε το εσπέρας εις την έδραν Αυτής. Την νύκτα της επομένης της εορτής, ήτοι της Παρασκευής 16ης Αυγούστου, ετελέσθη εν τω Ι. Προσκυνήματι, προϊσταμένου του Αρχιερατικού Επιτρόπου, Αγρυπνία υπέρ των επιτρόπων, συνδρομητών και αφιερωτών του Ι. Προσκυνήματος και υπέρ των εξ Αγιάσου ξενητευόντων χριστιανών, ωμίλησε δε κατ’ αυτήν επικαίρως ο Αρχιερατικός Επίτροπος. Την Κυριακήν 18ην Αυγούστου ετελέσθη, προεξάρχοντος του Σεβασμ. Μητροπολίτου, η επιμνημόσυνος Θεία Λειτουργία υπέρ των αοιδίμων ιδρυτών, ευεργετών, συνδρομητών, αφιερωτών και προσκυνητών του Ι. Προσκυνήματος, ωμίλησε δ’ επικαίρως η Α. Σ., μακαρίσασα την μνήμην των αοιδίμων τούτων ευσεβών χρι στιανών, επανήλθε δε και πάλιν η Α.Σ. εις Αγιάσον την μετά μεσημβρίαν της Πέμπτης 22ας Αυγούστου και εχοροστάτησε κατά τον Εσπερινόν της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τελεσθέντα υπό του Αρχιερατικού Επιτρόπου. Την εσπέραν η Α.Σ. εφιλοξενήθη εν τω ευσεβεί οίκω του ταμίου του Ι. Προσκυνήματος κ. Λεων. Χατζηκωνσταντή και την πρωίαν της επομένης ετέλεσε την επί τη Αποδόσει της εορτής Θείαν Λει τουργίαν, συμπαραστατουμένης υπό του Ιερατείου του Ι. Προσ κυνήματος, και ωμίλησε μετά την ανάγνωσιν του Ιερού Ευαγγε λίου, διδάξασα πατρικώς τους και πάλιν κατά χιλιάδας συρρεύ σαντας ευσεβείς προσκυνητάς και κατακλείσασα δια των ευλο γιών Αυτής την περίοδον ταύτην της πανηγύρεως του Ι. Προσ κυνήματος. Καθ’ όλην την διάρκειαν της Νηστείας του Δεκαπενταυγού στου ο Πνευματικός του Ι. Προσκυνήματος εδέχετο τους ευσεβείς προσκυνητάς εις το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως, πολλοί δε τούτων το πρώτον ήδη ήρχοντο εις επαφήν προς το μυ στήριον τούτο ή εξωμολογήθησαν δια πρώτην φοράν μετά μακράν από του μυστηρίου αποχήν. Οι επ' ευκαιρία των εορτών του Δεκαπενταυγούστου προσελ θόντες εις τα μυστήρια της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας υπήρξαν και πάλιν πολυπληθέστατοι και ίσως και πολυ
πληθέστεροι των τελευταίων ετών, όπως και μεγαλειτέρα υπήρξεν η εφετεινή συρροή προσκυνητών. Ετελέσθη δε προς διευκόλυνσιν αυτών διπλή λειτουργία και κατά την Παραμονήν της εορτής. Τη προπαραμονή της Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο Αρχιερατικός Επίτροπος επεσκέφθη κατ’ οίκον πάντας τους κατακεκλιμένους ασθενείς και αναπήρους και αφ' ου μετά κατάλ ληλον νουθεσίαν ετέλεσεν επ' αυτών το μυστήριον της Ιεράς Εξο μολογήσεως, έχρισεν αυτούς δια του αγίου Ευχελαίου και διένειμεν εις τους εξ αυτών εγγραμμάτους εποικοδομητικά θρησκευτικά βιβλία. Την παραμονήν της Εορτής εκομίσθη υπό των ιερέων του Ι. Προσκυνήματος η Θεία Ευχαριστία προς τους ασθενείς τούτους.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Συμπεσούσης εφέτος της εθνικής επετείου της 4ης Αυγούστου εν ήμερα Κυριακή, ετελέσθη παρουσία των τοπικών αρχών και πολυπληθεστάτου εκκλησιάσματος εν τω Ι. Προσκυ νήματι πανηγυρικόν Συλλείτουργον υπό του Ιερατείου αυτού, καθ’ ο ωμίλησεν από του ιερού Άμβωνος ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος περί της θρησκευτικότητος του Ελληνικού Έθνους. Μετά την απόλυσιν της Θ. Λειτουργίας ετελέσθη η υπό της Ι. Συνόδου και της I. Μητροπόλεως καθωρισμένη Δοξολογία, καθ’ ην και πάλιν ομιλήσας ο Αρχιερατικός Επίτροπος εξήρε την ση μασίαν των πανδήμων τούτων υπέρ του Έθνους προσευχών και ετόνισε τας ιδιαιτέρας υποχρεώσεις, αίτινες εκ των περιστάσεων επιβάλλονται εις τους χριστιανούς Έλληνας πολίτας και τας ελπί δας τας οποίας δικαίως στηρίζει το Έθνος επί των νεαρωτέρων αυτού μελών δια την συνέχισιν της ιστορικής του σταδιοδρομίας, ηυχήθη δ’ εν τέλει υπέρ του Βασιλέως και του Εθνικού Κυβερνή του. Ακολούθως εγένετο κατάθεσις στεφάνου υπό της Ε.Ο.Ν. Αγιάσου επί του Ηρώου των εν πολέμοις πεσόντων και επηκο λούθησε δεξίωσις εν τω Κοινοτικώ Καταστήματι, καθ’ ην ωμίλη σεν η ηγέτις της Ε.Ο.Ν. θηλέων Αγιάσου δ. Έλλη Κοντούλη και ο δημοδιδάσκαλος κ. Ευστρ. Τσόκαρος. Ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτροπος παρηκολούθησε μετά του I. Κλήρου και την αφ' εσπέρας γενομένην λαΐκήν συγκέντρωσιν εν τη πλατεία 4ης Αυγούστου, καθ’ ην ωμίλησεν ο ιατρός κ. Ευστρ. Χατζηπροκοπίου και εγένετο δεκτόν ψήφισμα ευγνωμοσύ νης και πίστεως προς τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν, επεσκέφθη δε μετά και των λοιπών τοπικών αρχών και τους εν τη πλατεία του Σταθμού επί τη εορτή διασκεδάζοντας κατά την με σημβρίαν της Κυριακής πολίτας και φαλαγγίτας. Επί τη εθνική ταύτη επετείω ο αιδ. Αρχιερατικός Επίτρο πος συνεχάρη τηλεγραφικώς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Ιωάννην Μεταξάν, όστις απήντησεν ευχαριστών. Τηλεγραφικώς επίσης συνεχάρησαν τον κ. Πρόεδρον και ο Πρόεδρος της Κοινό τητος κ. Ιω. Χατζηλεωνίδας, ως και πάντες οι προϊστάμενοι των εν Αγιάσω οργανώσεων και υπηρεσιών, η Επιτροπεία του I. Προσ κυνήματος, η Eφορεία του Ι. Νοσοκομείου και πλήθος πολιτών.
Eκδότης—Διευθυντής ΕΜΜ. Γ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος Κατοικία εν Αγιάσω
Τυπογραφεία "ΠΡΩΪΝΗΣ"