Λαογραφια 003 ζακυνθυνοι τεχνιτεσ διονυσησ φλεμοτομοσ

Page 1

ΔΙΟΝΥΙΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ

κδο'ση ΕΟΜΜΕΧΔΗΜΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ . 11 ι

Ιlι\

lr,

I~' ·

I

11

J /,

ιu

ιιι ι Ι' ~ιι rιrι~ ι'

ι




θΙΝΟΙΤ __ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

ΙΤΕΣ

ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑΠΟΙΗΙΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ

Δ/ΝΣΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ/ΤΜΗΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΚΔΟΣΕΩΝ



ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ

εκδοσn ΕΟΜΜΕΧ- ΔΗΜΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ


Σημαίες των Ζακυνθινών Συντεχνιών. Λεπτομέρεια από τον πολυπρόσωπο πίνακα του Γιαννάκη Κοράη ή Καστρινού <<Λιτανεία του Ιερού Οστού του

Αγίου Χαραλάμπη» που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου.


ΠΡΟΑΟΓΟΣ Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο δείγμα μιας εκδοτικής προσπά­

θειας που ξεκινάει η σημερινή Δημοτική Αρχή του Δήμου Ζα­ κυνθίων. Πιστεύω ότι η προσπάθεια αυτή δίνει μιαν άλλη διάσταση,

ίσως την καλλίτερη, στις δραστηριότητες που μπορεί να έχει έστω κz ένας μικρός Δήμος, όπως ο δικός μας. Η συνισταμένη των τοπικών πολιτισμών είναι η εθνική μας ποικιλόμορφη και πλούσια κουλτούρα, η οποία μας προσδιορίζει

ως έθνος καz λαό. Θεωρήσαμε χρέος μας την καταγραφή καz παρουσίαση των

λαϊκών επαγγελμάτων που στο παρελθόν ασκήθηκαν στον τόπο μας καz με τον τρόπο τους συνέβαλαν καz επηρέασαν την ιστορία καz την κουλτούρα της Ζακύνθου. Γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιασθεί συγκεντρωτικά το θέμα αυτό καz λίγο πριν το τέ­

λος του εικοστού αιώνα ο λαϊκός πολιτισμός της Ζακύνθου,

oz

δημιουργοί του καz τα έργα τους τείνουν να εξαφανιστούν. Ευχαριστώ όλους όσους συνέβαλαν στην έκδοση αυτού του

βιβλίου. Το Δ . Σ. του ΕΟΜΜΕΧ καz ιδιαιτέρως τον πρόεδρο κ. Νικόλαο Α ναστασάκη καθώς και τον φίλο

Τ. Υφ υπ.

κ. Πανα­

γιώτη Δελημήτσο, που χάρη στην αγάπη τους για τη Ζάκυνθο

καz τον λαϊκό πολιτισμό, στήριξαν την έκδοση αυτού του βι­ βλίου.

Τελειώνοντας ευχαριστώ τον λογοτέχνη Διονύση Φλεμοτόμο, που ανέλαβε και έφερε σε πέρας κατά τον καλλίτερο δυνατό τρό­

πο τη διαπραγμάτευση του όλου θέματος. ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΒΙΤΣΟΣ



ε την έκδοση αυτή, επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση ενός σχεδόν ξεχασμένου τομέα του τοπικού μας πολιτισμού, της τέχνης των Ζακυνθινών μαστόρων. Αυτών που ανώνυμα, αθόρυβα και διακριτικά πρόσθεσαν κάτι το πολύ σημαντικό στην ιστορία του νησιού μας και που, χωρίς καλά- καλά να το γνωρίζουν, βοήθησαν, ως ένα σημείο βέβαια, την πολύμορφη ανάπτυξη της Ζακύνθου στα χρόνια που προηγήθηκαν. Μ' άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό προσπαθεί να αποδείξει, πως παράλληλα με την πολιτιστική ανάπτυξη του προσεισμικού Τζάντε, υπήρχε και μια άλλη, ryoυ .ξεχνώντας τον εξευτελισμό που έπαθε τα τελευταία χρόνια η λέξη από την πολλή και κακή της χρήση, θα την ονομάσουμε «λαϊκή». Απ' την αρχή βέβαια πρέπει να πούμε, πως το θέμα μας είναι ανεξερεύνητο και πως με την έκδοση αυτή είναι αδύνατον να το εξαντλήσουμε. Προσπαθήσαμε όμως να το φωτίσουμε όσο το δυνατόν περισσό­ τερο και να σας παρουσιάσουμε ό,τι σήμερα απέμεινε από το πέρασμα του χρόνου και τις φοβερές θεομηνίες που κατά καιρούς, και μάλιστα συχνούς, χτύπησαν το νησί μας. Ίσως δε να ήταν και η τελευταία ευκαιρία για να καταγραφούν κα ι να φωτογραφηθούν τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα και να δημοσιευθούν σ' αυτόν εδώ τον τόμο μαζί με τις πολύτιμες πληροφορίες και τα πατροπαράδοτα μυστικά, που μας εκμυστηρεύτηκαν οι στερνοί τους δημιουργοί. Αυτό, γιατί εκτός από το σε ισμό και τη φωτιά, προηγήθηκαν της εποχής μας η βιομηχαν ι κή πρόοδος και η ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων, που μαζί με τ' άλλα επακόλουθά τους, έκαναν το θέμα μας παρωχημένο. Έτσι, προτού χαθούν οριστικά, βρήκαμε τα τελευταία απομεινάρια ενός μακραίωνου και πολύτιμου λαϊκού πολιτισμού, που πολλές φορές κυριολεκτικά τα ξεθάψαμε από τα ερείπια και τις σκόνες και προσπαθήσαμε να τα διατηρήσουμε έστω και στις σελίδες ενός βιβλίου. Οι λαϊκοί μας τεχνίτες είναι γεγονός πως σαν οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο ανήκουν σε μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική από την δική μας εποχή, που τα μαζικά μέσα παραγωγής, επικοινωνίας και μεταφοράς ήταν σχεδόν άγνωστα ή βρίσκονταν στη νη πιακή τους ακόμα ηλικία. Τότε που ο άνθρωπος είχε μεγαλύτερη ανάγκη έκφρασης και δημιουργίας και οι σχέσεις του ήταν περισσότερο απλές και ανθρώπινες. Τον καιρό, που το κέρδος και η προσφορά ήταν σχεδόν παράλληλες έννοιες και που ο παραγωγός δεν ήταν, όπως συμβαίνει σήμερα, κάτι το άγνωστο και το απρόσωπο για τον καταναλωτή, αλλά φιλικός και οικείος. Οι παραδοσιακοί αυτοί δημιουργοί ανήκουν σε μιαν αλλιώτικη κοινωνία, που ο καθένας τους ήταν φορέας και εκφραστής μιας πρωτότυπης εργαστηριακής δραστηριότητας που επεξεργαζόταν τις πρώτες ύλες και ξεκινώντας από την αιώνια ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει την απλή ζωή και να προχωρήσει τα πράγματα πέρα από εκεί που τα άφησε η φύση, προσπαθούσε να ικανοπο ιή σει τις απαραίτητές του ανάγκες για την καθημερινή ζωή, τη δουλειά, τη διασκέδαση και τη λατρεία. Οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, aξιοποιούσαν τη μακρόχρονη και πατροπαράδοτη επαγ­ γελματική τους γνώση και εκφράζονταν αβίαστα και ελεύθερα, με κέφι και προ πάντων με μεράκι στη δουλειά τους. Έχοντας στο νου τους την αναγκαιότητα μιας πιο άνετης και όμορφης ζωής, έσκυβαν με αγάπη, αυτοσχέδια τις περισσότερες φορές, πάνω στην άψυχη ύλη και της έδιναν μορφή και σκοπιμότητα. Πολύ συχνά μάλιστα είχαν με το αντικείμενο της δουλειάς τους μια σχέση έντονα ερωτική, σχέση ζωής και θανάτου: «Θα πεθάνω » μας είπε κάποιος από τους τελευταίους σαμαράδες, «όταν ψοφήσει και το τελευταίο γαϊδούρι». Κι ένας πεταλωτής, που σπάνια πια στην εποχή μας βρίσκει ζώα για να τα πεταλώσει, είχε κρεμάσει τα τελευταία εργαλεία της δουλειάς του σε κάποια γωνιά του μαγαζιού του, που φοβόταν μήπως κι αυτό γίνει ξενοδοχείο, σαν σε εικονοστάσι Τα δύο αυτά δείγματα είναι, πιστεύουμε, πολύ ενδεικτικά και μετά απ' αυτά τα δικά μας σχόλ ια σίγουρα περιπεύουν. Οι Ζακυνθινοί, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουμε από παλιότερους ιστοριοδίφες, απ' τα πανάρχαια ακόμα χρόνια ασχολήθηκαν με επιτυχία με διάφορες τέχνες και κατασκεύασαν μόνοι τους τα αναγκαία αντικείμενα της καθημερινής τους ζωής. Από πολύ παλιά για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως είχαν ασχολη­ θεί με την ναυπηγία, την υφαντική, την κεραμοποιία και πως έπλεκαν χορδές τόξων. Από νωρίς επίσης σκάλιζαν την πέτρα και έδιναν μορφή στο άψυχο ξύλο. Η μεγάλη όμως ακμή της Ζακυνθινής βιοτεχνίας, αρχίζει τον IE' αιώνα και συνεχίζεται ικανοποιητικά και ολόκληρο τον ΙΣΓ, αρχίζοντας μετά να παρακμάζει, χωρίς βέβαια ως και τις αρχές του αιώνα μας, να

εξαφανισθεί οριστικά. Πολλά μάλιστα από τα προϊόντα της εποχής εκείνης δεν περιορίζονταν μόνο στην τοπική αγορά, αλλά τροφοδοτούσαν και πολλές άλλες . Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε ότι στο νησί κατασκευάζονταν επί Βενετοκρατίας από ντόπιο γιδόμαλλο, γεροί τάπητες που τους χρησιμοποιούσαν στις γόνδολες της ισχυρής και παντοδύναμης τότε μητρόπολής του, της φημισμένης Βενετίας. Αλλά και στα κατοπινά χρόνια πολλά προϊόντα έβγαιναν έξω από το νησί και μας εκπροσωπούσαν επάξια, φέρνο­ ντας μάλιστα και αρκετά κέρδη, όπως τα φημισμένα <ψπούτρα· τση Μπισμπάρδαινας» και οι διάφορες πήλινες κατασκευές.

9


Η τοπική βιοτεχνία ασχολήθηκε κυρίως με την σαπωνοποιία, την υφαντουργία, την κατασκευή βαμβα­ κερών και μεταξωτών υφασμάτων, την καραμοποίία, τη βυρσοδεψία, την κατασκευή πούδρας, την αση­ μουργία, την ξυλογλυπτική, καθώς και με πολλά άλλα είδη. Συγχρόνώς υπήρχαν και απλοί λαϊκοί τεχνίτες, που χωρίς βέβαια να προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο στην τοπική οικονομία, την κράτησαν ωστόσο και τη στήριξαν ικανοποιητικά. Αυτοί ήταν οι φάβροι, οι σαμαράδες, οι καλαθάδες, οι πεταλωτήδες και πολλοί άλλοι μαστόροι, που θα τους συναντήσετε στις σελίδες που ακολουθούν . Εδώ, ας πούμε, πως με την έκδοση αυτή δε θέλουμε να καλύψουμε όλο το φάσμα της Ζακυνθινής

παραγωγής από τη γέννησή της έως σήμερα, αλλά περιοριστήκαμε, για μιαν αρχή, στα επαγγέλματα που έστω και παρηκμασμένα διατηρήθηκαν έως και τις αρχές του αιώνα μας. Μια πιο εκτεταμένη έρευνα αξίζει σίγουρα να γίνει Εμείς, αν για κάτι τέτοιο, γίνουμε η αφορμή, θα είμαστε ικανοποιημένοι Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πριν τελειώσει το μικρό αυτό εισαγωγικό μας σημείωμα, πως από τον πρώτο κιόλας αιώνα της Βενετοκρατίας, οι τεχνίτες του νησιού, ενώθηκαν και έκαναν τις δικές τους Συντε­ χνίες, που ήταν, όπως είναι φυσικό, οργανωμένες σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Με τον τρόπο αυτό οι Ζακυνθινοί μαστόροι προστάτευαν το επάγγελμά τους, ενώ συγχρόνως δημιουργούσαν και τις προϋποθέ­ σεις για να προοδεύσουν οι πιο ικανοί. Υπήρχε σημαντική βοήθεια για τα μέλη της κάθε Συντεχνίας, καθώς και ιδιαίτερο ταμείο για την παροχή των συντάξεων. Οι επαγγελματικές αυτές Συντεχνίες, γνωστές σαν Σκουόλες, είχαν δικές τους εκκλησίες, αποκλειστικό προστάτη τους · Αγιο, σημαίες και λάβαρα που είχαν το προβάδισμα σε κάθε γιορτή, λιτανεία και επίσημη υποδοχή, καθώς και δική τους διοίκηση. Διοικητής της Σκουόλας ήταν ο Πρωτομαiατορας ή Πρώτος, που έβγαινε μετά από επίσημη και μυστική ψηφοφορία των μελών. Στην εκλογή αυτή για να εξασφαλισθεί η τάξη και το αδιάβλητό της, παρευρίσκονταν οι εκπρόσωποι του Προβλεπτή. Οι Πρωτομαίστορες είχαν το δικαίωμα να παρουσιάζονται στις Αρχές για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των μελών της Συντεχνίας τους, όπως επίσης να αναφέ­ ρονται στην Βενετία. Ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται σε κάθε διατίμηση των προϊόντων, να προβαίνουν σε πραγματογνωμοσύνες και γενικά να βοηθούν την παραγωγή των αγαθών και τη διεξαγωγή του εμπορίου. Οι Σκουόλες αυτές ήταν δηλαδή σώματα συγκροτημένα, που μπορούσαν να οργανώσουν την επαγγελματική τους ζωή και να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, πράγματα που την εποχή εκείνη ήταν ακατόρθωτα για έναν ιδιώτη ποπολάρο. Οι Συντεχνίες κρατήθηκαν στα χρόνια των Βενετών, ατόνησαν λίγο με την πτώση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, αλλά υπήρχαν και στο διάστημα της Αγγλικής Προστασίας και πολλές από αυτές διατηρή-

θηκαν έως και τα τέλη σχεδόν του ΙΘ' αιώνα.

·

Από τις πιο παλιές Σκουόλες, όπως μας Πληροφορεί ο Λεωνίδας Χ. Ζώης στο βιβλίο του «Αι εν Ζακύνθω Συντεχνίαι» (1893), ήταν αυτές των ξυλουργών και των χτιστών. Υπήρχαν επίσης Συντεχνίες των σιδη­ ρουργών, των υποδηματοποιών, των βυρσοδεψών, των ναυπηγών, των οπλουργών κ. ά. Οι κεραμείς δεν είχαν ιδιαίτερη Συντεχνία, αλλά υπάγονταν σ· αυτήν των κτιστών, χωρίς να έχουν δικό τους Πρωτομαίστο­ ρα. Ο συνολικός αριθμός των Συντεχνιών της Ζακύνθου ξεπερνούσε τις 20. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως στο βιβλίο αυτό προσπαθήσαμε να διασώσουμε και μερικά από τα ονόματα των τελευταίων μαστόρων της Ζακύνθου. Είναι αυτά που θυμούνται όσοι από τους ομότεχνούς τους ζουν ακόμα και κυρίως αυτών που δούλεψαν στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές του δικού μας αιώνα. Σίγουρα παραλείψαμε αρκετούς. Η καθημερινή μας όμως ιστορία σπάνια καταγράφεται και ποτέ, σχεδόν, δεν διατηρείται σε αρχεία. Ας μας συγχωρέσουν λοιπόν όσοι ξεχάστηκαν. Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω τον ΕΟΜΜΕΧ και τον Δήμαρχο Ζακυνθίων κ. Ιωάννη Βίτσο που ανέλαβαν την έκδοση αυτού του βιβλίου καθώς και όλους αυτούς που με βοήθησαν στην πραγματοποίησή του.

-

Εύχομαι η αξιόλογη αυτή προσπάθεια του Δήμου μας να μην είναι και η μόνη. Η τοπική μας αυτοδιοίκη­ ση εκτός από τα καθημερινά και πεζά προβλήματα πρέπει να ασχολείται και με κάποια άλλα βαθύτερα και πιο πνευματικά. Το βιβλίο αυτό ανοίγει ένα δρόμο . Θέλω να πιστεύω πως βρισκόμαστε μόνο στην αρχή του .

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

10


Apyupoyfiύπrε~ αργυρογλυπτική παρουσίασε μια ξεχωριστή άνθιση στο νησί απ' τα πολύ παλιά χρόνια. Η τότε οικονομική άνεση στη Ζάκυνθο γέμισε κυριολεκτικά τον τόπο με άφθονο ασήμι και χρυσάφι και έδωσε πολλή δουλειά στα χέρια των άξιων και φημισμένων τεχνιτών του εί­ δους, που συνεχώς δούλευαν στα ονομαστά εργαστήριά τους, δημιουργώντας αληθινά αριστου ργή μα τα. ' Οι μοναδικοί αυτοί καλλιτέχνες, έφτιαξαν στο Τζάντε αθάνατα έργα εκκλησιαστικής και κοσμικής χρήσης που στόλιζαν τα παλάτια της εποχής εκείνης και τις πολυάριθμες εκκλησίες του. Ασημένια δισκοπότηρα, βατσέλια (δίσκοι), πουκάμισα εικόνων, πολυέλαιοι, κασελέτα, πολυκάντηλα, επικαλύμματα Ευαγγελίων και Αποστόλων, θυμιατά, λειψανοθήκες, μανουάλια, αφιερώματα αλλά και σερβίτσια, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα και πολλά άλλα αντικείμενα οικογενειακής ανάγκης, βρίσκονταν πλούσια σε κάθε γωνιά της Ζακυνθινής γης και φανέρωναν την τότε ευμάρειά της. Υπάρχει, σε προφορική βέβαια παράδοση, η μαρτυρία, πως στα aρχοντόσπιτα του νησιού την εποχή εκείνη, όταν παρέθεταν επίσημο γεύμα σε διάφορα σημαντικά πρόσωπα, έπαιρναν, σαν τελείωναν, τα ασημένια σερβίτσια και τα πετούσαν στη θάλασσα, θέλοντας έτσι να αποδείξουν πως μπροστά στο πρόσω­ πο που φιλοξενούσαν, δεν υπολόγιζαν ούτε κι αυτό το ασήμι. Παράδοση βέβαια, αλλά όσο κι αν έχει περιβληθεί από τον θρύλο, κρύβει μέσα της και αρκετή αλήθεια. Κάτι τέτοιο εξ άλλου το μαρτυρούν και τα λιγοστά αντικείμενα που σώθηκαν ύστερα από τόσες καταστροφές και υπάρχουν σήμερα σε κάθε μέρος του νησιού. Η τέχνη της αργυρογλυπτικής στη Ζάκυνθο έχει συνδεθεί κυρίως με τον ερχομό στο νησί των μεγάλων Καλαρρυτινών μαστόρων στα προεπαναστατικά χρόνια. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι και πριν φτάσουν στο Τζάντε οι φημισμένοι αυτοί τεχνίτες, η αρyυρογλυπτική παρουσίαζε σ' αυτό, μια ξεχωριστή άνθιση. Οι Καλαρρυτινοί απλώς της έδωσαν μεγαλύτερη διάσταση και έμαθαν τα πολύτιμα μυστικά της τέχνης τους στους ντόπιους ομότεχνούς τους . Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία που μας δίνει ο Λεωνίδας Χ . Ζώης στο βιβλίο του «Αι εν Ζακύνθω Συντεχνίαι», που ήδη αναφέραμε στην εισαγωγή μας, πως η τοπική Συντεχνία των Αργυροχρυσοχόων ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο πριν το 1668. Ο Ζώης βγάζει αυτό το συμπέρασμα, γιατί ερευνώντας το χαμένο πια

Αρχειοφυλακείον του νηοιού, βρήκε διαταγή της Διοίκησης Ζακύνθου που εκδόθηκε στις 28 Μαίου 1668, ύστερα από αίτηση της ίδιας Σκουόλας και όριζε στους aργυροχρυσοχόους να μην αγοράζουν χρυσάφι, ασήμι ή κοσμήματα από άγνωστα πρόσωπα και τους υποχρέωνε να αναφέρουν την αγορά τους στους αρμοδίους εντός τριών ημερών και να μην τα χρησιμοποιούν αν δεν περάσουν 15 τουλάχιστον μέρες από την ώρα της αγοράς. Αυτό γινόταν για να αποφευχθεί η παράνομη αγοραπωλησία παρόμοιων αντικειμένων και ιδιαίτερα για να μην μπορούν να πωληθούν στην αγορά πολύτιμα αντικείμενα από τους διάφορους κλέφτες, που όπως φαίνεται την εποχή εκείνη δεν ήταν και λίγοι στο νησί. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε πως στη Συντεχνία των αργυροχρυσοχόων ανήκαν τότε και οι ωρολογοποιοί της Ζακύνθου. Δυστυχώς οι συχνοί σεισμοί, οι πειρατείες και οι άλλες καταστροφές του νησιού, καθώς και η συνήθεια που είχαν οι παλιότεροι αργυρογλύπτες, να μην υπογράφουν πάντοτε τα έργα τους, έγιναν αιτία να μην γνωρίζουμε σήμερα όλα τα ονόματα των τεχνιτών αυτού του είδους. Ύστερα όμως από την πολύχρονη προσπάθεια διαφόρων ιστοριοδιφών του νησιού μας και κυρίως του ακούραστου Ντίνου Κονόμου,*1

μπορούμε να δημοσιεύσουμε, έστω και ένα μικρό κατάλογο των ονομάτων τους. Αυτοί είναι οι: - Φραντζέσκος Χαλικιάς, από παλιά τοπική οικογένεια, - Τζουάνες Μαργαρώνης, πρόγονος του γνωστού ντόπιου ξυλογλύπτη, - Ιωάννης Μηλατιανός, aπόγονος προσφυγικής οικογένειας του Μεγάλου Κάστρου της Κρήτης, - Δημητριος και Ιωάννης Βλήτος, από οικογένεια της Πελοποννήσου, - Σταυριανός Βλαντής, Οράτιος Γεωργίου Λατίνος, από τη γνωστή aρχοντική οικογένεια,- Γεώργιος Ιωάννου Αρβανιτόπουλος, Πελοποννή­ Όιος, -Στέφανος Σκούρτας, Νικόλαος Ροθεότος, -Διονύσιος Βερτζάγιας, από παλιά τοπική οικογένεια, Γεώργιος Ντελής, ηπειρωτικής καταγωγής,- Αθανάσιος Τζημούρης, Καλαρρυτινός,- Γεώργιος Διαμαντή Μπά­

φας, και αυτός Καλαρρυτινός,- Χριστόδουλος Γκέρτζας,- Κωσταντής, Γεώργιος και Ιωάννης Μπλούτζος, Καλαρ­ ρυτινοί πρόσφυγες και οι Ηπειρώτες- Νικόλαος Τζάμης, -Ιωάννης Τουντουνάκης και- Γρηγόρης Γράσσος.

Στα ονόματα αυτά προσθέτουμε και μεις μερικά άλλα, που είναι καρπός μιας μικρής προσωπικής έρευνας: -Νικόλαος Τσάμνας, - Νικόλαος Μπότσαρης, -Διονύσιος Δακο'υρός, Γεώργιος Βυθούλκας, -Δημήτριος Κατηλιανός,- Σπυρίδων Καρδιανός και Μανώλης ή Εμμανουήλ Μάργαρης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, πως στο νησί φτιάχνονταν παλιότερα και τα περίφημα γορδόνια, οι πολύ λεπτές δηλαδή χρυσές αλυσίδες, καθώς και όμορφα σκουλαρίκια και πολύτιμα άλλα κοuμήματα.

*1

Βλ . Ντίνου Κονόμου, Ζάκυνθος πεντακόσια χρόνια, Τόμος Ε', τεύχος Β', Αθήναι

1989. 11


2

ι _ Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.

Από

τον «Απόστολο»

της εκ­

κλησίας του Αγίου Νικολάου των Σχίνων στο χωριό Φιολίτη. Πίσω όψη.

2

Λειψανοθήκη από την εκκλησία του Α γ Χαραλάμπη στο ποτάμι

3.

Λεπτομέρεια της εικόνας

4. Άγγελος.

5

Λεπτομέρεια από τη

Λάρνακα

του

Αγ

Διονυσίου

(Έργο του Γεωργίου Διαμ Μπά­ φα).

5.

Η ασημένια επέ νδυση της Εικό­ νας του Αγίου Χαραλάμπη στο ποτάμι

(Έργο

του

Τζουάνε

Μαργαρώνη).

6.

Το πάνω μέρος της Καθέδρας της Χρυσοπηγής στη Μπόχαλη.


4


7


9.

Η ράχη από το Ευαγγέλιο της Χρυσοπηγής.

10.

Ασημέvιος δίσκος (βατσέλι) από τοv

'Αγιο Νικόλαο τωv Σχίvωv,

στο χωριό Φιολίτη.

11.

Το Ευαγγέλιο της Χρυσοπηγής στη Μπόχαλη, ενυπόγραφο

·Ερ­

γο του (εωργίου Διαμαντή Μπά­ φα.

11


12

12. 13.

Το Ευαγγέλιο της Χρυσοπηγής. Ο · Α γιος Νικόλαος στο Μουζά­ κι.

14.

Ευαγγέλιο από τηv Εκκλησία του

Ay.

Νικολάου τωv Σχίvωv στο

χωριό Φιολίτη.

15.

Η πίσω όψη του ίδιου Ευαγγε­ λίου.

16.

Μια άλλη λεπτομέρεια της εικ.

16

5


τέχνη των βαρελοποιών αναπτύχθηκε στη Ζάκυνθο απ· τα πολύ παλιά χρόνια κι αυτό ήταν επόμενο, μια και ένα από τα βασικά προϊόντα του νησιού είναι το κρασί και στην προσεισμι­ κή πόλη, οι ταβέρνες ξεπερνούσαν σε αριθμό και αυτές ακόμα τις εκκλησίες, που προσει­ σμικά πλησίαζαν τις εκατό . Το πότε ακριβώς εμφανίζονται οι βαρελοποιοί στο νησί είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, άγνωστο. Πρέπει όμως η τέχνη αυτή να ξεκίνησε πολύ πριν το 1605, μια και γνωρίζουμε πως στις 24 Μαρτίου αυτού του χρόνου, οι αδελφοί Χαροκοπουλέοι, «Κάτοικοι εις το Κάστρο», που είχαν στην ιδιοκτησία τους την εκκλησία της Παναγίας «εις την Μπούντα του Κρύου Νερού», την παραχώρησαν στην Μαίστράντζα των βαρελοποιών και των «Πάντοτε διαδόχων» tους, σαν συντεχνιακή εκκλησία. *2 Η δουλειά των βαρελοποιών, που στη Ζάκυνθο ήταν περισσότερο γνωστοί με τ· όνομα μπουτιέροι, ήταν αρκετά δύσκολη και προ πάντων εποχιακή. Μόνο λίγο πριν τον τρύγο οι κρασοπαραγωγοί και οι ταβερνιάρηδες σκέφτονταν πως είχαν ανάγκη να φτιάξουν νέα βαρέλια και να επιδιορθώσουν τα παλιά και μόνο τότε οι μπουτιέροι μπορούσαν να δουλέψουν και να κερδίσουν τα απαραίτητα για την διαβίωσή τους χρήματα. Πολύ χαρακτηριστικά μάλιστα οι ίδιοι λέγανε: «Οι μουτιέροι και οι γαϊδάροι ένα μήνα έχουν τη χάρη» διασκεδάζοντας πολύ λεπτά και έξυπνα τα τυχερά του επαγγέλματός τους και τον οικονομικό τους πόνο. Τα βαρέλια φτιάχνονταν συνήθως από ξύλα βελανιδιάς και καστανιάς. Πιο παλιά, σαν λύση ανάγκης βέβαια, τα κατασκεύαζαν και από πεύκο ή ευκάλυπτο, αλλά χαλούσαν γρήγορα και γι · αυτό τα απέφευγαν. Κατάλληλο ήταν και το βαρέλι που γινόταν από ξύλο μουριάς. Σάπιζε όμως εύκολα και γι· αυτό το χρησιμοποιούσαν σπάνια. Το ξύλο το κόβανε με πελέκημα. Τα πελεκητά βαρέλια ήταν τα πιο γερά γιατί το ξύλο κοβόταν σύμφωνα με τα νερά του και έτσι άντεχε περισσότερο, όταν έβραζε ο μούστος. Πρώτα σκίζανε τις δούγιες, ή ντούγιες, δουλειά που ήθελε ιδιαίτερη τέχνη, γιατί θά ·πρεπε να γίνουν πιο μικρές στις άκρες και λίγο πιο μεγάλες στη μέση, για να πάρει έτσι, όταν ενωθούν, κυκλικό σχήμα το βαρέλι. Μετά τις πλάνιζαν και τις έδεναν μ' ένα μόνο σιδερένιο στεφάνι στο κάτω μέρος. Κατόπιν σήκωναν λίγο το βαρέλι, το τοποθετούσαν πάνω σε μικρές πέτρες και άναβαν από κάτω φωτιά. Την άναβαν τόσο, ώστε να μπορεί να πυρώνεται το βαρέλι, χωρίς να καίγεται. Με το πύρωμα οι δούγιες άρχιζαν να ενώνονται σιγά - σιγά και το βαρέλι έπαιρνε το σχήμα του. Τότε τοποθετούσαν ένα- ένα τα υπόλοιπα στεφάνια για να συγκρατηθούν οι δούγιες και να μπορούν οι μπουτιέροι να δουλεύουν πιο άνετα. Στη συνέχεια γινόταν η Τζένα, το λούκι δηλαδή που υπάρχει στα άκρα της κάθε δούγιας για να μπουν τα φούντια (οι βάσεις) του βαρελιού. Για να φτιάξουν τα φούντια, πλάνιζαν ίσια ξύλα και τους έδιναν το στρογγυλό τους σχήμα με την βοήθεια του κομπάσσου (διαβήτη). Οι παλιοί μπουτιέροι δεν γνώριζαν διόλου γεωμετρία, ούτε και είχαν μάθει ποτέ τους μαθηματικούς τύπους. Υπολόγιζαν, με οδηγό μόνο την πείρα τους, το άνοιγμα του κομπάσσου και πάντοτε σχεδόν κατάφερναν το σωστό αποτέλεσμα. Τα ξύλα τα κάρφωναν πρώτα με καβίλιες (ξυλόπροκες) και ύστερα τα έκοβαν με το . γυριστάρι (ειδικό πριόνι). Κατόπιν πλανίζανε την φάτσα τους και έκοβαν με την μαχαίρα τις γωνίες της κάτω πλευράς. Τα φούντια ήταν έτοιμα και τα τοποθετούσαν στο βαρέλι. Ακολουθούσαν το ψάθωμα, η τοποθέτηση δηλαδή ψαθιού από τις διάφορες λίμνες του νησιού ανάμε­ σα στις δούγιες και γύρω από τα φούντια για να μην υπάρχουν κενά και το άνοιγμα της τρύπας που θα έμπαινε η κάνουλα. Κατόπιν γίνονταν τα ανοίγματα στο πάνω μέρος του βαρελιού, οι λεγόμενες μπούκες. Αυτές ήταν στρογγυλές ή τετράγωνες, ανάλογα με την επιθυμία του πελάτη. Παλιότερα, σε πολύ μεγάλα βαρέλια, έφτιαχναν και πόρτες στα φούντια που χωρούσαν άνθρωπο για να μπει να τα καθαρίσει. Τελευταία δουλειά, πριν το βαρέλι παραδοθεί στον κάτοχό του, ήταν το σφούγγωμα στην θάλασσα, που γινόταν και για λόγους aπολύμανσης. Το σφούγγωμα δεν γινόταν ποτέ με γλυκό νερό, γιατί τότε το βαρέλι έπαιρνε μια παράξενη μυρωδιά, που δεν έφευγε ποτέ και ήταν επίφοβο να μεταδοθεί και στο κρασί. Υπήρχαν πολλά είδη βdρελιών, που τα περισσότερα διατηρούνται και σήμερα. Τα πιο γνωστά ήταν: - Η μπόμπα: Μεγάλο βαρέλι με εξογκωμένη κοιλιά. -Η πίπα: Μακρόστενο βαρέλι με ελάχιστη κλήση. - Το καρτέλλο: Μικρό βαρελάκι. -Η μαστέλλα: Για το βράσιμο του μούστου. - Ο μπότης: Βαρελάκι για την μεταφορά κρασιού κ.ά. Στο νησί ζουν σήμερα ελάχιστοι βαρελοποιοί που συνεχίζουν την μακρόχρονη παράδοση της τέχνης της μπουτιεροσύνης. Μερικοί απ' αυτούς είναι οι: Νιόνιος Αρκαδιανός ή Γαλαντής, Ρίκκος Ριχάλδος, Νίκος Καραμαλίκης, Γεράσιμος Μπάστας, Νίκος Πέπας, Διονύσιος Μπάστας κ.ά.

*2

Βλ. Λ.Χ. Ζώη, Αι εν Ζακύνθω Σ υντεχνίαι, εν Ζακύνθω 1893, σ. 82.

17


17.

Τα Εργαλεία του Βαρελά: Κο­

μπάσσο.

δαγκάνες,

δρέπανο,

τρυπητήρια, αμώνι.

18.

Άλλα

Εργαλεία

του

Βαρελά:

Σφυριά. σίδερο ή πατητό. τζενα­ δόρος, σκερπάνες. μαχαίρια.

19.

Το φούντι. Ο Βαρελάς τα έφτια­ χνε με τη βοήθεια του Κομπάσ­

σου (διαβήτη) και ύστερα έκοβε το ξύλο στα άκρα του με τη μα­ χαίρα.

20.

Το ψάθωμα. Η τελευταία εργα­ σία

του Βαρελά

για να καλυ­

φθούν τα κενά.

18 1-9


22 21.

Μπόμπες. Ο πιο συνηθισμένος

τύί'ιος Ζακυνθινού Βαρελιού.

23

22.

Πίπα.

23.

Βαρέλια με κρασί


'~I (/ι

I

,,'~j ~fι /}

ιι(

;~·

25.

24.

Σ υγχροvος '

Βαρελ ά

γ~αφει και θαυ . ς. Ο ιδιος .

λιες», συvεχίζο μασιες «Ομι­ παράδοση.

vτας μιαν άλλη

26

Μαστέλλα


Και1α0άδες καλαθοπλεχτική ήταν μια από τις aρχαιότερες τέχνες. Πολύ πριν παρουσιασθεί η αγγειο­ πλαστική, οι άνθρωποι κατασκεύαζαν τα καλάθια και τα επίχριζαν με πηλό για να γίνουν δοχεία με στεγανά τοιχώματα και να μπορούν να μεταφέρουν μ· αυτά το λάδι, το κρασί και τ · άλλα υγρά π ροϊόντα τους. Αργότερα, όταν τα πρώτα αγγεία έκαναν την εμφάνισή τους, ο άνθρωπος διατήρησε την παλιά του αυτή τέχνη, μόνο που την περιόρισε για την μεταφορά και την αποθήκευση των στερεών προϊόντων του. Η τέχνη του καλαθά ήταν απλή, αλλά ήθελε ιδιαίτερη μαεστρία και γρηγοράδα. Άρχιζε τη δουλειά του με 8 βέργες από αλυγαριά, σχίνο ή άλλο εύπλαστο θάμνο. Τις 4 τις έσκιζε με το σουγιά στις άκρες, ανοίγοντας μικρές τρύπες για να περάσουν σταυρωτά οι υπόλοιπες. Τις έδενε με βούρλο για να μην ανοίγουν και άρχιζε το κυκλικό τους πλέξιμο. Όταν τελείωνε τον πάτο (βάση), έπλεκε τις βέργες σε σχήμα στεφανιού και μετά τις ανέβαζε προς τα πάνω για να αποτελέσουν το σκελετό του κυρίως καλα­ θιού. Για να μην ανοίγουν τις έδενε στο επάνω μέρος και ξεκινούσε το πλέξιμο των τοιχωμάτων με σχισμένα καλάμια που προηγουμένως τα είχε μουσκέψει για να μαλακώσουν. Όταν το πλέξιμο των καλαθιών έφτανε στο επιθυμητό ύψος, ο καλαθάς έπλεκε και πάλι ένα στεφάνι με τις βέργες, που σκοπό το υ είχε να κρατήσει γερό το καλάθι Στα μεγάλα καλάθια και κυρίως σ· αυτά που προορίζ ονταν για μεταφορές με τα ζώα, πλεκόταν και ένα άλλο γερό στεφάνι στη μέση του καλαθιού, για ν· αντέχει περ ισσότερο η κατασκευή. Στο τέλος πλέκονταν τα χερούλ ια και το καλάθι ήταν έτοιμο. Στα μικρά καλάθια γινόταν ένα μόνο. Στα μεγάλα δύο μικρά. Υπήρχαν και καλάθια που δεν είχαν καθόλου χερούλι Πλέκονταν πολλά καλάθια, σε διαφορετικά σχήματα και μεγέθη και ανάλογα με το σκοπό και τη χρήση τους είχαν και τη ν δική τqυς ονομασία. Μερικά από αυτά ήταν: Η καλάθα, το μαλαθούνι , το τρυ(y)οκά­ λαθο, η κόφα, η κοφίνα, το κοφίνι , η κανίστρα, το κανίστρι, η απλάδαινα κ . ά. Εκτός aπ· όλα αυτά, ο καλαθάς έπλεκε συχνά και τα τυροβόλια, που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως οι κάτοικοι της ορεινής περιοχής για την κατασκευή τυριού. Τα καλάθια τα πουλούσαν στα μανάβικα. Μπορούσαν όμως να τα βρουν οι ενδιαφερόμενοι και στα εργαστήρια των ίδ ιων των κατασκευαστών τους. Σ υχνά οι ίδ ιοι οι χωρικοί έφτιαχναν τα καλάθια που απαιτούσε η δουλειά τους.

26.

Ο πάτος του καλαθιού.

27.

Καλαθάδες από το

Salvator (1900).

27

Zante

του


28.

Η αρχή του πλεξίματος. Η βάση

του καλαθιού γίνεται συνήθως από βέργες εύπλαστου θάμνου.

29.

Τυροβόλια κρεμασμένα στο μα­ δέρι. άλλα

Υπάρχουν βέβαια και τ · που

τα

φτιάχνουν

οι

Οβραίοι. Αυτά όμως είναι καλύ­ τερα.

30.

Τρυ(γ)οκάλαθο

φορτωμένο σε

γαiδούρι. Χαρακτηριστική σκηνή . της Ζακυνθινής υπαίθρου.

31.

Ένας από τους τελευταίους κα­ λαθάδες πλέκει το τυροβόλι.

32.

28

29

Καλάθια.


31

32


Καπεflάδεs -Καπεilούδεs

ο

ι καπελάδες και κυρίως οι καπελούδες, ήταν μια πολύ χαρακτηριστική νότα στην προσει­ σμική Ζάκυνθο. Άντρες και γυναίκες έφτιαχναν στο μαγαζί τους το απαραίτητο για την τότε εποχή καπέλο και προσπαθούσαν να συμπληρώσουν μ' αυτό την κομψή τους εμφάνι­ ση.

Η εργασία του καπελά απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και προ πάντων δεξιοτεχνία. Βασικό τους υλικό ήταν το πίλημα που ερχόταν από την Ευρώπη και κυρίως από την Ιταλία και είχε περίπου το σχήμα χωνιού. Η κατασκευή του καπέλου άρχιζε με το γομάρισμα, το πέρασμα δηλαδή του πιλήματος μ· ένα ειδικό υγρό που ήταν φτιαγμένο μέ γόμα «δραγάντε» και λίγη ζελατίνα, με τη βοήθεια ενός πινέλου . Ύστερα το πέρναγαν από ατμό για να μαλακώσει και το φορούσαν σ· ένα καλούπι Αυτά είχαν πολλά νούμερα, από το 53 ως το 62, ανάλογα με το μέγεθος του καπέλου που ήθελαν να φτιάξουν και ήταν φτιαγμένα από γύψο ή ξύλο. Κατόπιν το έδεναν στο κάτω μέρος για να σηκωθούν τα χείλα και του κανόνιζαν το «μπολ». Στη συνέχεια, αφού πρώτα στέγνωνε, το βάζανε ανάποδα στο τσέρκι και σιδέρωναν τα χείλη τοι,ι για να πάρουν καμπυλωτό σχήμα. Του βάζανε μετά το πετσί από μέσα και απ' έξω κορδέλα. Ακολούθως το βάζανε στον τόρνο και το γυαλίζανε μ' ένα βρεγμένο πανί που το είχαν ζεστάνει με το σίδερο. Τέλος το

βγάζανε απ' το καλούπι και φτιάχνανε την λακούβα και τα δυο αυτιά που έχει στο πάνω μέρος και το λουστράρανε, φτιάχνοντας συγχρόνως και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τα καλοκαιρινά καπέλα έρχονταν σε κορδέλες ρολό και οι καπελάδες απλώς τα έραβαν. Τα αντρικά καπέλα, τα έφτιαχναν οι καπελάδες και τα γυναικεία οι καπελούδες. Υπήρχαν όμως και καπελάδες που έφτιαχναν και από τα δυο είδη. Γίνονταν βέβαια πολλές πρόβες πριν ετοιμαστούν και οι γυναίκες ιδιαίτερα περνούσαν αρκετές ώρες στις καπελούδες τους. Για παραγγελίες υπήρχαν και πολλά φιγουρίνια. Συχνά οι καπελάδες έκαναν και μεταποιήσεις παλιών καπέλων, που προσπαθούσαν να τα επιδιορθώσουν ή να τα προσαρμόσουν στις απαιτήσεις της μόδας. Υπήρχαν αρκετά είδη καπέλων. Μερικά από αυτά ήταν:· - Ο παναμάς: Ψάθινο βαρύτιμο καπέλο . -Η ρεμπούμπλικα: Είδος μαλακού καπέλου με γύρο. -Το κασκέτο: Είδος καπέλου με γείσο. τ ο τρικαντό: τρίπτυχο καπέλο. -Η σκουφέπα: Για τα μωρά. - Τ ο κλάκ: Ψηλό κυλινδρικό καπέλο που συμπτυσσόταν με πλάκα με ελαφρή πίεση. -Το καπελλίνο: Γυναικείο καπέλο. - Τ ο μπαγιασό: Ψάθινο καπέλο. -Το μπορσαλίνο : Αντρικό καπέλο. - Τ ο αντίκα κάζα - Ο μερινός: Επίσης αντρικό καπέλο κ.ά. Τα καλοκαιρινά καπέλα είχαν κι αυτά διάφορα ονόματα που προέρχονταν κυρίως από το υλικό που ήταν φτιαγμένα. Μερικά από αυτά ήταν: -Το βούρλινο -Η καλαμία -Η σίκαλη - τ ο κλώστινο - τ ο ροδανίδι κ.ά. Μερικοί από τους τελευταίους τεχνίτες του είδους, που δούλευαν προσεισμικά στο νησί ήταν οι: Νικόλαος Μαλαπέτσας, Μιχάλης Καπανδρίτης, Νιόνιος Λεκατσάς, αδελφές Σοφιανού, Μαγδαληνή Λιβώ­ του, Ρεγγίνα Μοθωναίου, Λιβαθηνού κ.ά.

-


33,34.

Τύποι Ζακυνθινών με τα χαρα­ κτηριστικά τους καπέλα. Φωτο­ γραφίες από το

Zante

του Salν­

ator (1900). 35.

Μικρά σίδερα, για το σιδέρωμα

του καπέλου.

34 33

35

36

36.

Γύψινο καλούπι.

37.

Ξύλινο καλούπι.


τ

Καροτrο~οi

ο επάγγελμα του καροποιού, τα παλιότερα χρόνια που τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν

είχαν ακόμα εμφανισθεί, ήταν πολύτιμο και εnικερδέστατο. Τα καροποιεία της Ζακύνθου ήταν πολλά και δούλευαν ασταμάτητα. Η τέχνη παραδιδόταν από πατέρα σε παιδί και η επιχείρηση, τις περισσότερες φορές, ήταν καθαρά οικογενειακή. Τα κάρα φτιάχνονταν με παραγγελία. Ο καροποιός έδειχνε το υλικό πρώτα στον ενδιαφερόμενο για να διαλέξει. Ύστερα δινόταν η εντολή και άρχιζε η κατασκευή . Οι τεχνίτες ξεκινούσαν π ρώτα από το φανάρι, το κέντρο της ρόδας. Του έκαναν 14 τρύπες, όσοι ήταν οι άξονες, και του έβαζαν τα 14 μπρατσόλια. Στη συνέχεια έβαζαν 7 ροδόξ υλα για να γίνει το εξωτερικό στεφάνι. Για την εργασία αυτή προτιμούσαν ξύλο από περνάρι ή φτελιά. Το περνάρι το διάλεγαν γιατί δεν σάπιζε εύκολα και τη φτελιά επειδή είχε περισσότερο λούσο. Μετά έβρισκαν το κέντρο και έκαναν μια τρύπα για να περάσει η μπόσολα , που ήταν φτιαγμένη από μαντέμι και φορούσαν στο φανάρι, στεφάνια από σιδερένια ριγέπα. Ακολούθως γινόταν η σκά ρα (το πάτωμα) του κάρου από ξύλο συνήθως οξυάς. Ήταν στενή μπροστά, για να μπορεί να μπει το άλογο και φαρδιά πίσω για να χωρούν τα αντικείμενα που μετέφερε. Είχε μάκρος 1,20 περίπου μέτρα και αποτελείτο από 1Ο παiδφ πλάτους 4 πόντων. Στο κάτω μέρος της έβαζαν δυο γερούς τάκους γ ια να μπει ο άξονας . Η δουλειά αuτή γινόταν με προσοχή, γιατί ήταν μια από τις σημαντι ­ κότερες της κατασκευής. Μετά έφτιαχναν τις μπάντες (τα πλάγ ια) που έμπαιναν ορθά και στο πάνω τους μέρος κατέληγαν σ· ένα απλό στόλισμα, σαν είδος κουκουνάρας. Είχαν μήκος 80 περίπου πόντους και φτιάχνονταν από περνάρι. Αφού τις τοποθετούσαν, κάρφωναν πάνω τους τις πλάγιες σανίδες. Κατόπιν έφτιαχναν τις δ.ύο πόρτες, μ ια μπροστά και μια π ίσω και τις τοποθετούσαν στην κατασκευή . Τέλος με ιδιαίτερη τέχνη και μαστοριά, τοποθετούσαν το εξωτερικό στεφάνι της καρόροδας . Αυτό υπήρχε σε ίσια κομάτια, στο μήκος περίπου της ρόδας . Πριν το χρησιμοποιήσουν, το τύλιγαν σε μια παλιά καρόροδα και το άφηναν εκεί για να πάρει καμπύλο σχήμα. Μετά το έκοβαν, 5 περίπου πόντους λιγότερο από την περιφέρε ια της ρόδας και το κόλλαγαν στο φάβρο (σιδηρουργό) . Στη συνέχεια το έβαζαν στη φωτιά για να διασταλεί και αμέσως, με αστραπιαία ταχύτητα, το φόραγαν στη ρόδα που π ροηγουμένως την είχαν σκεπάσει μ· ένα στρώμα πηλού για να μην καεί. Γ ια τον ίδιο λόγο οι παραγιοί, που ήταν από ώρα έτοιμοι, έριχναν στη ρόδα άφθονο νερό. Μετά πλάνιζαν το ξύλο στην άκρη της ρόδας και το κάρο στηνόταν με την τοποθέτηση του άξονα, που πάνω του είχε π ροσαρμοστεί η σχάρα. Η δουλειά όμως του καροποιού δεν είχε ακόμα τελειώσει. Το κάρο έπρεπε να ξυλωθεί και να χρωματι­ στεί. Το έλυναν λοιπόν και το έβαφαν με μπλε συνήθως κα ι κόκκινο χρώμα. Τέλος με μιαν ειδική στάμπα, έβαζαν την φίρμα και το έμβλημα του καροποιείου . Η αποτύπωση γινόταν με φούμο και ξύλι. Τ ο κάρο τώρα ήταν έτοιμο. Το ξαναστήλιωναν και το παρέδιναν στον πελάτη . Εκτός από τα κάρα, οι καροποιοί έφτιαχναν τα χερόκαρα, τα καροτσίνια, τις καρότσες κ . ά. Μερικοί απ ό τους πιο γνωστούς καροποιούς των τελευταίων χρόνων ή ταν οι: Διονύσιος Αυγουστίνος ή Δρόσος, Διονύσιος Λόξας, Βασίλειος Μ παμπάνος, Γεώργιος Κουτσολάουρης, Χαράλαμπος Αυγουστίνος ή Δρόσσος, Παναγιώτης Φωτεινόπουλος, Ηρακλής Φωτεινόπουλος , Σ π υρίδων Φωτεινόπουλος , Θοδωρής Φωτεινόπουλος , Διονύσιος Λόξας, Σ π υρίδων Ζαχαρίας, Νικόλαος Π έπας, Νικόλαος Παπαδάτος , Σπυρί­ δων Παπαδάτος κ.ά. Καροποιεία δεν υπάρχουν πια στη Ζάκυνθο, αλλά και τα κάρα που βρίσκονται στο νησί είναι ελάχιστα.

38: · Ενα από 39.

τα τελευταία κάρα.

Ρό.δα κάρου. Τα

14

μπρατσόλια

του βάφονταν συνήθως κόκκινα. Το εξωτερικό στεφάνι, φτιαχνό­ ταν από

7 ροδόξυλα,

και χρωμα­

τιζόταν μπλε για αντίθεση.

40.

Το κάτω μέρος του κάρου. Η κα­ τασκευή του προϋπέθετε ιδιαί­ τερες γνώσεις του μάστορα.

41.

Το φανάρι της ρόδας. Από εδώ άρχιζε η κατασκευή της ρόδας.

42.

Τα ζευλιά.

Ένα απαραίτητο

εξάρτημα του κάρου.

38


39

40

41

42


43.

Η σούστα. Μ '

αυτή μετέφεραν

συνήθως οι Κηπουροί τα εμπο ­ ρεύματά τους στην πόλη (Φωτο ­ γραφία από την προσεισμική Ζά ­ κυνθο).

44.

Καροποιός με το ν παραγιό του, στο

προσεισμικό

Καροποιείο

του Δρόσου.

45.

Η φίρμα του καροποιείου. Απο­ τυπωνόταν με φούμο και ξύδι.

· Εμπαινε

συνήθως

πόρτα του κάρου.

43

44

45

στην πίσω


Καταe5Jtίευά6τpιεs δcχτυών Τα δίχτυα των ψαράδων τα έπλεκαν γυναίκες στις διάφορες γειτονιές της Πόλης. Οι περισσότερες τεχνίτρες του είδους βρίσκονταν κυρίως στις γειτονιές του · Αμμου και των Γύφτικων. Για το πλέξιμο, που γινόταν με ψαρόνημα και πιο σπάνια με κίτρινες μεταξωτές κλωστές, χρησιμοποιούσαν την σαίτα και τα μόδουλα. Πρώτα γέμιζαν τις σαίτες με γνέμα. Ύστερα με την βοήθεια του μόδουλου, που ήταν ένα καλάμι μικρό ή μεγάλο, ανάλογα με το μέγεθος που ήθελαν να κάνουν το μάτι του διχτυού, άρχιζαν μεθοδικά το πλέξιμο. Για να μην πληγώνονται, έδεναν ένα πανί στο μικρό τους δάχτυλο. Τα πιο συνηθισμένα από τα είδη των διχτυών που έπλεκαν ήταν: -Οι βουρκοί (για χέλια) - Οι μπ ιζόβολοι (για κεφάλους) και -Οι τράτες. Τέλος έβαζαν στα δίχτυα τις βολυμήθρες και τους φελλούς. Τις βολυμίθρες τις έφτιαχναν μόνες από πλάκες βολυμιού. Τους φελλούς τους αγόραζαν έτοιμους. Η δουλειά τους ήταν πολύ κουραστική και πληρωνόταν με ελάχιστα χρήματα.

47

46.

Το γέμισμα της σαίτας με το γνέ­ μα.

47.

Δύο μεγέθη σαίτας, δίχτυ και μό­ δουλο.

48.

Αρχή από το πλέξιμο με τη σαίτα και το μόδουλο.

49.

Η δουλειά κοντεύει vα τελειώ­ σει.

49

48


Κεραμοnοιοt κεραμοποιία, είναι μια από τις aρχαιότερες τέχνες. Απ' τα πολύ παλιά χρόνια, οι άνθρωποι ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους για την αποθήκευση, μεταφορά και φύλαξη των αγαθών τους, κατασκευάζοντας τεράστια πιθάρια. Πολύ νωρίς επίσης έφτιαξαν πήλινα αγγεία για καθαρά τελετουργικές σκοπούς. Με τον καιρό μάλιστα άρχισαν να τους δίνουν και ιδιαίτε­ ρη μορφή και σχήμα και να τα διακοσμούν με γούστο και μεράκι, συνδυάζοντας έτσι το πραχτικό και χρήσιμο, με το αισθητικό κcιι ωραίο. Η Ζάκυνθος, σταυροδρόμι ρευμάτων και πολιτισμών, δέχτηκε πολλές ξένες επιδράσεις, τις οποίες όμως aφομοίωσε και δημιούργησε τη δική της αγγειοπλαστική, με αξιοθαύμαστα έργα σημαντικής τεχνι­ κής και τέχνης. Εργαστήρια κεραμοποίfας υπήρχαν, όπως μαρτυρούν τα διάφορα τοπωνύμια (Καμινάκι, Λαγανάς κ.ά.), σ' ολόκληρο σχεδόν το νησί. Κυρίως όμως βρίσκονταν στην άκρη της Πόλης, στην περιοχή που ονομάζεται Καμίνια. Εκεί, με τέχνη και μαστοριά, φτιάχνονταν τα τούβουλα, οι τουβουλέπες, τα κεραμίδια, οι γλά­ στρες, τα πιθάρια, οι βίκες, τα βάζα, οι μπάτηδες, οι λαΊνες, οι μαστραπάδες, τα κανάτια, οι κοριαλοί, οι κάνταροι, οι σγούρνες, τα κατρουγιάλια, οι γουργούρες, τα κανάτια και τόσα όλλα είδη, που κάλυπταν ικανοποιητικό τις ανάγκες του τόπου και πολλές φορές τροφοδοτούσαν και τις ξένες αγορές. Ο κεραμοποιός, που στη Ζάκυνθο είναι περισσότερο γνωστός σαν καμινάρης, δούλευε σκληρά και είχε καθημερινά να αντιμετωπίσει τις κακές καιρικές συνθήκες, μια και τον περισσότερο χρόνο της δουλειάς του, τον περvούσε στην ύπαιθρο. · Αρχιζε την εργασία του κόβοντας το αργυλώδες χώμα απ· το βουνό Εξηνταβελόνι, που το κοπάνιζε με την aξίνα, ώσπου να λυώσει και να γίνει σαν καρύδι. Προτιμούσε το αφρόχωμα, που ήταν και το πιο κατάλληλο για τη δουλειά του. Μετά, το μετέφερε στο χώρο του καμινιού και γέμιζε μ' αυτό την λούμπα που είχε επίτηδες εκεί ανοιγμένη, μαζί με αρκετό νερό. Αυτό γινόταν aποβραδίς και το πρωί έβγαζε τη λάσπη και αμέσως την γύριζε (ζύμωνε) με το χέρι, πολλές φορές, ώσπου να γίνει πηλός. Η δουλειά αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική και απαιτούσε αρκετό κόπο γιατί, όπως λέει και η παροιμία: «0 πηλός αν δεν δαρθεί δεν κάνει κεραμίδια». Στη συνέχεια, έπαιρνε το καλούπι του τούβουλου, της πλάκας ή του κεραμιδιού, το έβαζε σε άμμο, για να μην κολλάει και το τοποθετούσε κάτω σε καθαρό χώρο. Μετά έπιανε λάσπη, την έβαζε μέσα στο καλούπι και την έστρωνε με βρεγμένο χέρι. Τραβούσε κατόπιν το καλούπι και έβγαζε από το αντικείμενο τα ρεγκλίδια. Τις κατασκευές του τις έβαζε στον ήλιο μέχρι ν· aσπρίσουν. Ήταν έτοιμες, όταν τις έπιανε και δεν λύγιζαν.

Ακολουθούσε το ψήσιμο των πήλινων αντικειμένων, δουλειά επίσης δύσκολη, που απαιτούσε και πολλή πείρα. Τα πήλινα έμπαιναν το ένα πάνω στο άλλο κ~ι γέμιζαν το καμίνι. Άφηναν όμως κενά ανάμεσά τους, που έφταναν ως τις τρύπες που βρίσκονταν στην οροφή. Από αυτές ο καμινάρης έβλεπε αν η φωτιά ήταν καθαρή και πότε τα γύρω από αυτήν αντικείμενα είχαν ψηθεί. Την έκλεινε τότε με πηλό και η φωτιά πήγαινε σε άλλη τρύπα. Το ίδιο επαναλαμβανόταν, ώσπου να ψηθούν όλα τα αντικείμενα. Η φωτιά του καμινιού αναβόταν με πυρηνόξυλα κυρίως. Συχνά όμως χρησιμοποιούσαν και ροκανίδια ή και άλλα εύφλεκτα υλικά. Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν και τις βίκες, τα κανάτια, τις γλάστρες και τα άλλα στρογγυλά κατασκευά­ σματα. Εδώ όμως, αντί για καλούπι, χρησιμοποιούσαν τον τροχό. Αξιοπρόσεχτη ήταν και η κατασκευή του καμινιού.

Στην αρχή έσκαβαν στο χώμα μια μεγάλη λακούβα και μέσα της άρχιζαν να χτίζουν με συμπαγή τούβουλα τη βάση της κατασκευής που λέγεται νύχι. Με τούβουλα γίνονταν επίσης και οι κολώνες, που είχαν ημικυκλικό σχήμα και ο αριθμός τους ήταν ανάλογος με το μέγεθος του καμινιού. Στο πλάγιο τμήμα άφηναν ένα μικρό άνοιγμα για να μπαίνουν από εκεί τα εύφλεκτα υλικά και να ανάβουν την φωτιά. Στο πάνω μέρος, άφηναν αρκετές τρύπες για να περνούν οι φλόγες. Το είδος αυτό του καμινιού είχε σχήμα κύβου και λεγόταν κόσκινο.

Μετά έκαναν το καταpάκωμα. Έβαζαν δηλαδή στα κενά που άφηναν το σε σχήμα ημιθόλιου κτίσμα,

τούβουλα, κεραμίδια και ασβέστη για να συμπληρωθεί το κενό. Ακολουθούσε το χτίσιμο των τοίχων, απ' έξω με πέτρα και από μέσα με χωματένιους πλήθους, για να κρατούν την θερμοκρασία. Στον μπροστινό τοίχο άφηναν μια μικρή πόρτα, για να μπορούν να μπαινοβγαί­ νουν και να τοποθετούν από εκεί στο καμίνι τα αντικείμενα που ήθελαν να ψήσουν. Τέλος, με συμπαγή επίσης τούβουλα έχτιζαν την οροφή, που είχε σχήμα ημιθολίου και λεγόταν κουλού­ μπα.

Ο τύπος αυτού του καμινιού, που είχε επικρατήσει στη Ζάκυνθο, λεγόταν, λόγω του σχήματός του, τούρκικος. Κατά καιρούς εμφανίστηκαν στην περιοχή και άλλα είδη καμινιών. Μερικοί από τους πιο γνωστούς τεχνίτες του είδους είναι οι: Αντώνης Μπιριρής, Κων/νος Βελιανίτης, Κώστας Μεϊντάνης, Φώτης Μεϊντάνης, Λάζαρος Μεϊντάνης, Νιόνιος Γούναρης, οι Καρδαραίοι, οι Μυλω­ ναίοι καθώς και οι Διονύσιος, Δημήτριος και Κωνσταντής Τζουάνες που κυρίως ασχολήθηκαν με την αγγειοπλαστική .


50.

Τούρκικο καμίvι.

50


51.

Από εδώ άναβε η φωτιά στο κα­ μίνι.

52. · Οτι

απέμεινε από τον τροχό.

51 52

53.

Κεραμοποιοί της προσεισμικής ·Ζακύνθου τους

έχοντας

διάφορες

μπροστά

κατασκευές

τους. Φωτογραφία από το του Salνator

54.

Zante

(1900).

Κεραμοποιός την ώρα της δου­ λειάς του. Στο βάθος η λούμπα

και μπροστά της ο γυρισμένος πηλός, σκεπασμένος για να μην στεγνώσει.



55 57

58

55.

Βάση καμινιού. Οι τρύπες της μεγάλωσαν από τον χρόνο και τη λησμονιά.

56.

Η οροφή του Καμινιού.

57.

Χειροποίητη γλάστρα. Το χρώμα

της έχει ξεβάψει και τα λουλού­ δια της έχουν ξεραθεί από τον καιρό.

58.

Ζακυνθινά πιθάρια ξεχασμένα στην αυλή κάποιου σπιτιού στον Άμμο.

·


r

Κ ηροπriά@Jτεs

ο

ι κηροπλάστες έφτιαχναν δύο είδη κεριών. Τα πρώτα γίνονταν από γνήσιο μελισσοκέρι και ήταν τα καλύτερα και τ· άλλα από παραφήνα και ήταν τα πιο φτηνά και τα περισσότερο διαδεδομένα.

Ο τρόπος της δουλειάς τους ήταν ο εξής: Σ ' ένα καζάνι έλυωναν το μελισσοκέρι ή μείγμα παραφήνας και στεατίνης και έχυναν το ζεστό αυτό !Jλικό σε δοχεία διαφόρων μεγεθών, ανάλογα με το ύψος του κεριού που ήθελαν να φτιάξουν. Ύστερα με ειδικό μηχάνημα έστριβαν τις κλωστές, «ΤΟ γνέμα», που θα χρησιμοποιούσαν για φυτίλι και το βάφτιζαν, με την βοήθεια της ρόδας, πολλές φορές στο δοχείο, ώσπου να πάρουν τα κεριά το πάχος που ήθελαν. Το λιανοκέρι για παράδειγμα ήθελε 4-5 βουτιές, οι λαμπάδες περισσότερες. · Οι κηροπλάστες έφτιαχναν επίσης διάφορα αφιερώματα που είχαν τη μορφή ζώου, ανθρώπου, παιδιών ή και μελών του ανθρώπινου σώματος. Τα αναθήματα αυτά, που ήταν τα πιο φτηνά, τα πήγαιναν οι πιστοί στις εκκλησίες και τα κρεμούσαν από τις καθέδρες των ε ικόνων της Παναγίας και των Αγίων, σε ανάμνηση κάποιου θαύματος. Τα έφτιαχναν χύνοντας σπάνια μελισσοκέρι και πιο συχνά μείγμα παραφήνης και στεατίνης σε γύψινα καλούπια, που τα κατασκεύαζαν στα Καμίνια οι πηλοπλάστες πλάθοντας πρώτα το σχήμα που ήθελαν σε πηλό που τον έψηναν και βγάζοντας ύστερα το αρνητικό σε γύψο. Έφτιαχναν επίσης και τις τεράστιες λαμπάδες, αντίγραφα των Βενετσιάνικων, που τις πήγαιναν οι συγγενείς των πεθαμένων στην εκκλησία στο πρώτο θ/ήμερο μνημόσυνο. Στην προσεισμική Ζάκυνθο, με την υπέρμετρη θρησκευτικότητα, υπήρχαν αρκετά κηροπλαστεία. Π ολ­ λά μάλιστα διατηρήθηκαν και μετά τους σεισμούς του '53. Γνωστοί κηροπλάστες ήταν: Ο Νικολάου Νικόλαος, που είχε το μαγαζί του στον ·Α γιο Παύλο, ο Σπύρος Καμπανάς, στην ίδια περιοχή, ο Διονύσιοις Βούρτσης, στα Τσαρουχαρέικα, καθώς και οι νεότεροι Διονύσιος Κόκλας, Κων/νος Γριμάνης, Σπύρος Πομώνης και αδελφοί Δραγώνα. Το 1827 υπήρχε επίσης κηροπλαστείο στο χωριό ΆΑγιος Δημήτρης, που το είχε ο Διονύσιος Σταμίρης. Κερί φτιάχνουν τέλος και οι μοναχοί της Μονής ' Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων, που καλύπτει όμως μόνο τις ανάγκες του Προσκυνήματος, καθώς και ο νόντσολος (νεωκό­ ρος) της εκκλησίας της Αγίας Μαύρας, στο χωριό Μαχαιράδο.

59

59.

Καλούπια Κηροπλάστη.

60.

Καλούπι για κέpιvα ομοιώματα.

60


61.

Κέρινα ομοιώματα. Δείγματα κά­ ποιου θαύματος τ· Αγίου ή της

Παναγίας.

62.

Η ρόδα.

63.

Κηροπλάστης μαζεύει το γνέμα.

. 61

62 63


Μ αvτοnατοτrοrοt · τ ο μαντολάτο είναι το γνησιότερα ζακυνθινό έδεσμα. Προέρχεται από την Ιταλία και έγινε

γνωστό στο νησί κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Γ όνομά του το οφείλει σ· ένα από τα βασικά υλικά κατασκευιiς του. το αμύγδαλο, που στα Ιταλικά λέγεται mandola. Ο Λεωνί­ δας Χ. Ζώης, στο Λεξικό του.*3 το μεταφράζει «αμυγδαλόπηκτον, αμυγδάλωμα, αμυγδαλωτόν» . Οι ονομασ ίες όμως αυτές , λόγιες και δυσκολοπρόφερτες, δεν καθιερώθηκαν ποτέ κι έτσι το εθνικό αυτό προϊόν της Ζακύνθου εξακολουθεί να έχει την παλιά του ονομασία. Τ ο μαντολάτο τρώγεται κυρίως κατά την περίοδο της εβδομάδας της Τυροφάγου, επειδή ένα από τα υλ ι κά της κατασκευής του είναι το aσπράδι του αυγού, που μαζί με το γάλα και το ψάρι είναι τα μόνα φαγητά που ε π ιτρέπονται αυτές τις μέρες από την Εκκλησία μας. Παλιότερα όμως ήταν το πιο καλό δώρο για τις επισκέ ψεις . Τ ο πήγαινε επίσης ο γαμπρός στη νύφη, όταν της έφερνε το δαχτυλίδι και ήταν το απαραίτητο κέρασμα του γάμου . Βασικά υλικά του είναι το μέλι, το aσπράδι του αυγού και το καβουρδισμένο αμύγδαλο. Πρώτα ψήνεται στο καζάνι το μέλι. Μετά χτυ πούν το aσπράδι των αυγών και το ρίχνουν και αυτό μέσα, συνεχίζοντας το ψήσιμο . Τέλος ρίχνουν το αποφλο ιωμένο αμύγδαλο. Όταν το μείγμα πήξει, το βγάζουν και το απλώνουν στην τάβλα. Το κόβουν με την μαχαίρα και το διπλώνουν με ειδικό χαρτί. Το μαντολάτο είναι έτοιμο. Τον κρόκο των αυγών που περίσσευε, οι μαντολατοποιοί τον πουλούσαν στους ζαχαροπλάστες ή στις νοικοκυρές που έφτιαχναν μ· αυτούς διάφορα γλυκά.

Μερικά από τα πιο ονομαστά μαντολατοποιεία, παλιότερα και νεώτερα, είναι: Του Καιροφύλα, του Κολπονδίνου, του Βάρτζελη, του Βεντουρή, του Βασιλά, του Κατσώνη, του Γιατρά, του Αβούρη, του Μάνεση, του Δραγώνα, του Καπνίση, του Καλημέρη, του Σούλη, των Πομώνη - Σεμιτέκολου κ . ά. Σ τα μαντολατοποιεία φτιάχνεται επίσης και τοι πατροπαράδοτο Ζακυνθινό παστέλι. *3 Βλ Λ. Χ . Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου , Τόμος Β· ,

- Αθήναι 1963, σ. 20.

64

64.

Το Καζάνι που ψήνονται τα υλι­

66. Από την κατασκευή του μαντολά­

κά για το μαντολάτο.

του. Το βράσιμο στο Καζάνι και

Το άπλωμα του μαντολάτου στο

κλες είναι έργο του μαντολατο­

uαδέρι.

ποιού Τιμ. Βεντουρή.

το χτύπημα του αυγού. Οι κού­

65.

67. Το κόψιμο του μαντολάτου. · Εργο κι αυτό του Τιμ. Βεντου­ ρή.

37


65

66

67


Τό( μπούτρα τοη Μπt®μπάρδαιvας

τ

α τελευταία χρόνια, ένα από τα πιο ξακουσμένα προϊόντα του νησιού ήταν τα περίφημα

<ψπούτρα τση Μπισμπάρδαινας» που η φήμη τους ξεπερνούσε τα όρια του νησιού και έφτανε μέχρι και στις αγορές του εξωτερικού. Κυκλοφορούσαν μέσα σε πράσινους ή κόκκινους μπουσούλους (κουτιά) και σε σακούλες. Τα έφτιαχναν η Σοφία Βισβάρδη και οι απόyονοί της και πολλές φορές είχαν τιμηθεί με αξιόλογα βραβεία, που η φωτογραφία τους- στόλιζε το χαρτάκι με τη φίρμα τους. Πολύ χαρακτηριστικά, η ετικέτα που υπήρχε στο πίσω μέρος του κουτιού έγραφε: «... πούδρα κατα­ σκευασμένη επιστημονικώς κατέχει την πρώτη θέσιν εις το είδος της και προτιμάται υφ' όλης της υψηλοτέρας aριστοκρατίας. Όταν γίνεται χρήσις αυτής δέον το πρόσωπον να είναι ολίγον υγρόν». Την πούδρα όμως αυτήν δεν την προτιμούσε μόνο η «υψηλή αριστοκρατία», αλλά και ο απλός λαός. Τη ζητούσαν μάλιστα και άντρες που την χρησιμοποιούσαν στο ξύρισμα. Απαραίτητη ήταν επίσης και για τους χρυσοστιλβωτές, που την χρησιμοποιούσαν στο γυψάρισμα.

·

Το εργοστάσιο της Σοφίας Βισβάρδη κατασκεύαζε 14 είδη πούδρας «λευκής και τριανταφυλλούς», όπως αναγραφόταν στη φίρμα του. Προμήθευε επίσης την τότε Βασιλική Αυλή και είχε πάρει μέρος στην Παγκόσμια έκθεση Παρισίων (1889-1900), στην Δ' Ολυμπιακή έκθεση Αθηνών (1888) και στην Α' Διεθνή έκθεση Χανίων Κρήτης (1990). Η πούδρα κατασκευαζόταν από ρύζι, κριθάρι και διάφορους καρπούς. Τα υλικά αυτά ψήνονταν σε ταψάκια μαζί με μια ειδική πέτρα του βουνού. Μετά τα άλεθαν και γίνονταν πολτός, που τον έβαζαν σε μια στέρνα με αρκετό νερό. Στη συνέχεια, έβγαζαν το νερό και έβραζαν το χυλό που είχε απομείνει για να γίνει aπαλός. Τον έβαζαν στον ήλιο και, αφού πρώτα στέγνωνε, τον έλυωναν μ' ένα ειδικό σφυράκι και τον κοσκίνιζαν με μια μεταξωτή κρισάρα. Τέλος τ· aρωμάτιζαν και το προϊόν ήταν έτοιμο να μπει στους μπουσούλους και στις σακούλες, για να προμηθεύσει την αγορά. Δυστυχώς τα φημισμένα αυτά πούδρα έχουν πάψει να βγαίνουν και η τοπική αγορά στερείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της είδη.

68.

Η πούδρα είναι έτοιμη, σε λίγο θα μπει στους μπουσούλους και

στις χαρτοσακούλες.

68


70

'

,

....

•, .

\,

ι

71


"'

d€i41f/Jω& ·~~ ιι:.Ν "ΛΚΥ"·

I n·ι-οΜΗ8ΕΥΤ .. ΙΑ THf Β.ΑVΛΗΣ:.

~~ev;., ~ ~Μ •&JiιιιιειΜ %ιψ-6U.,..

.

1389-1900

ίv_ τi\ ~'Ολv~,~ή'Εχeισιι~7)νιίΝ 1688 ιu.ι. w t.n. λ 1 '1>ιιlνιί lM.Jf.δ'E.v .Lwι.ωv "Χfιοwιιι; ~ 1000. I

,

'JIArAIHEYfff4 fiinN {ΓοΥΔΡι1Σ ;1t'Y1rl1l J -,ΡιΛΝΤΑfιγΜΟΥΙ), I

ΠΜΚΟΣΜΙΟΝ ε.nΑΝΟι-eJιτικοΝ

n1r

Κο

Ht:

&~vcu tδ ~.:τιτ-vχέdτa.ιτ.οv Μ.ν1-ωv. t.ό jλ CtvOV δια. ωίί όrτοι. ou δuνa.t4Α.ι fi ~μ.rt "α.ς ν ' ι)-vo..~l'\. uιν οω~ a.m~

~ραι.ωτwω... ι.uιιt .οrν~\m:ιοτ ι1:τa.. .rιq;ίς .V&,-τ.δτt: ~ νΑ.

· τ.ιιν ια:τa.~~~"

7'1)_!:'01 ·

ο .;cpσvtJς -τ-

'ΟSJρ ~liς ..,άto.tM<>..- - ~'Γvιut~ι.ων "Ci..vcM~ b~· ώ.χp~ n ru:.\~.tpcwιiιι.. Κv~, ι~. _ _ •

69.

Για όσους θυμούνται, το χαρτάκι

αυτό βρ/σκοταν στο πίσω μέρος του μπουσούλου.

70. 71.

Το καζάνι για την πούδρα. Ειδικό σφυρί για το σπάσιμο της

π~τρας. Ανδρικό εργαλείο προ­ σαρμοσμένο για γυναικεία χέρια.

72.

Η φίρμα του προϊόντος.

όσα γράφει ήταν αληθινά!

Όλα


Μnρουτζοχυτήρ~α ·ο · ι εκκλησίες στη Ζάκυνθο, πριν το σεισμό και την φωτιά του

1953, ήταν αναρίθμητες.

Εκτός

από τις ενοριακές, υπήρχαν και πολλές άλλες ιδιόκτητες (φαμιλιακές) ή συντεχνιακές, ναοί ιδρυμάτων και μετόχια διαφόρων εκτός Ζακύνθου Μοναστηριών. ·Ο λες ήταν στολισμένες με αναρίθμητα έργα τέχνης που τους δημιουργούς τους, τους συναντάμε σε άλλα κεφάλαια του βιβλίου. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν, πως πολλές απ' τις καμπάνες του νησιού και αρκετοί πολυέλαιοι των εκκλησιών του, έχουν κατασκευασθεί στην Ζάκυνθο. Τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε στην πόλη το μπρουτζοχυτήριο του Γκιουστότζη, που συγχρόνως ήταν και μηχανουργείο και σ' αυτό είχαν χυθεί αρκετές καμπάνες (Χρυσοπηγής, Αγίου Μάρκου κ.ά.), καθώς και πολλοί πολυέλαιοι (Αγίου Νικολάου Μουζακίου κ.ά.). Βέβαια, η τέχνη αυτή δεν είναι μια από τις σημαντικότερες του νησιού. Δείχνει όμως το πού έφτασε η Ζακυνθινή παραγωγή και γι' αυτό τη συμπεριλαμβάνουμε στο βιβλίο μας.

73

73.

Πολυέλαιος από τον Άγιο Νικό­

λαο στο Μουζάκι.

74.

Μια από τις καμπάνες της Χρυ­ σοπηγής.

74


75.

Οι κάμπάνες της Χρυσοπηγής.

76.

Η φίρμα του κατασκευαστή.

77. Καμπάνες με την ημερομηνία κατασκευής τους.

75 •

1

76

77


Ναυτrηyομαραy/Ci.οt

τέχνη του ναυπηγομαραγκού καλλιεργήθηκε στο νησί απ ' τα πολύ παλιά χρόνια. Έχουμε

επίσημες και τεκμηριωμένες μαρτυρίες, πως όταν ήρθαν οι Βενετσ ιάνοι στη Ζάκ υ νθο, υπήρχαν στην παραλία της περιοχής διάφορα «γή πεδα», που χρησ ί μευ αν σαν να υ πηγεία. • Επειδή όμως, είτε με τις εποικήσεις που καλλιέργησε η Βενετσιάνικη πολιτική, ε ίτε με την κάθοδο των κατοίκων του Καστρόλοφου στον Αιγιαλό, ο πληθυσμός άρχισε να μεγαλώνε ι, οι τότε αρχές αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν πολλά από αυτά τα γή πεδα για να κατοικηθούν. Τότε ο ι ναυπηγο ί αντέ­ δρασαν και έκαναν παράπονα στο Γενικό Ναύαρχο της εποχής Ιερώνυμο Π ιζάνη . Αυ τός θέλοντας να τους ικανοποιήσει, εξέδωσε την 1η Ιουνίου του 1537, διάταγμα με το οποίο οι αρχές δεν μπορούσαν να παραχωρήσουν οικόπεδα, χωρίς την επικύρωσή του. Έδινε επ ίσης εντολή στον τότε Προβλεπτή Ζακύν­ θου Λεονάρδο Φωσκαρίνη να εξετάζει όλα τα κενά τμήματα της παραλίας και να προ σδιο ρίζε ι τα μέρη που ήταν κατάλληλα για ναυπηγεία. Από την παραπάνω πληροφορία καταλαβαίνουμε, το πόσο μεγάλη αξία είχε για το νησί η τέχνη αυτή και το πόσο μεγάλη αξία της έδινε η τότε Κυβέρνηση , αποβλέποντας βέβαια κα ι στα με γάλη κέρδη που απέδιδε. Πραγματικά, η ναυπηγία αναπτύχθηκε στο παρελθόν πολύ ικανοποιητι κά. Στους ντόπιο υς ταρσανάδες , εκτός από τους Ζακυνθινούς , πο υ ο αριθμός τους δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος , έφταναν καθημε­ ρινά και πολλοί άλλοι πελάτες, όχι μόνο από τα υ πόλοιπα Επτάνησα, αλλά και από την του ρκο κ ρατούμενη Ελλάδα. · Στην ανάπτυξη της κερδοφόρας α υτής τέχνης συνετέλεσαν , η π ρονο μ ια κή γεωγραφική θέση του νησιού, η εξασφάλιση των διακιν ούμενων π ροϊόντων από την Οθω μαν ική απε ιλή, καθώς ε πίση ς και η έντονη αγρότική παραγωγή και η αστική βιοτεχνία. Στο νησί στήθηκαν πολλά ναυ πηγεία. Το πιο γνωστό απ ' όλα ήταν αυ τό πο υ βρισκόταν στη ν παραλία της πόλης και έμεινε γνωστό με το όνομα «ΤΟ Αρσενάλε». Σ το φη μισμένο αυτό ναυ πηγε ίο , πο υ π ιθανότατα

υπαγόταν στο δημόσιο , άραζαν πολλά πλοία και η δουλειά του ή ταν ασταμάτη τη . Η παράδοση των Ζακυνθινών ναυπηγε ίων, των «Σκουέρων» ή «Σκιέρων» όπως λεγόνταν παλιότερα, διατηρήθηκε έντονη στο νησί μέχρι και τα χρόν ια της Αγγλοκρατίας . Στα χρόν ια τη ς Επτανήσο υ Πολι­ τείας, η ναυπήγηση εμπορικών πλοίων, « Μπαστιμέντων», συνεχίστηκε ι κανοπ οιητικά και ο απόηχός της κράτησε για λίγο ακόμα.

Σήμερα ελάχιστοι ναυ πηγομαραγ κο ί δουλεύουν στο νησί κα ι μια παράδοση που ξεκ ινά απ' τις αρχές του 16ου α ιώνα, αρχίζει να ξεχνιέται για πάντα. Για να πάρουμε μια μικρή μόνο γε ύ ση από την ακμή της Ζακυνθ ινής ναυ πηγ ίας , αναφέρουμε πως ο Αρχιδούκας της Αυστρίας Σαλβατώρ , γράφει στον πρώτο τόμο του περίφημου «ΖΑΝΤΕ » του, πως το 1811 η ντόπ ια ναυτιλία είχε να επιδείξει δεκατέσσερα μεγάλα ιστιοφόρα και εκατόν έντε κα πλοιάρια ... Τα τελευταία χρόνια, οι ναυ πηγομαραγκοί του νησιού, κατασκεύ αζαν πλοία, μέχ ρι κα ι 18 μέτρα, χωρίς ιδιαίτερες γεωμετρικές γνώσεις, αλλά μόνο με τη δική τους αλάνθαστη τεχνική αντίληψη. Για τη δουλειά τους χρησιμοποιούσαν ξύλο απο ευκάλυ πτο και κυ παρίσσ ι, δέντρα που υ πάρχουν άφθονα στο νησί.

Πρώτα σκάρωναν την καρρένα του καραβιού. Ύστερα βάζανε .τα ξύλα που πιάνανε το 1/ 3 το υ μήκους του πλοίου , το φορμάρανε και μετά συμπλήρωναν το σκελετό με τα λεγό μενα στραβόξυλα. Ακολουθούσε η τοποθέτηση της σκάτσας (σωτροπιού), που έδενε την καρρένα και ύστερα τοποθετούσαν το σκελετό της κουβέρτας , με ανάλογη κλίση. Στη συνέχεια έφτιαχναν το πάνω μέρος του καϊκιού και μετά τις κου παστές . Ύστε ρα πέτσωναν το

πλοίο, αρχίζοντας από την κουβέρτα . Ακολουθούσε το καλαφάτισμα με το ανάλογο κορδόνι, που λεγόταν · στουπί και τέλος έμπαινε το σκάφος στα ίσια και οι τεχνίτες τοποθετούσαν τις βάσε ις της μηχανής, το πάτωμα και τα κομοδέσια, που σκέπαζαν την μηχανή και τα ανοίγματα. Οι ναυπηγομαραγκοί χρησιμοποιούσαν τα ίδ ια εργαλεία με τους άλλους μαραγ κού ς. Τα βασικότερα είναι: ο καταρράχτης, η σκερπάνα, το σκερπάνι, ο γρύλος, η ροκάνα, τα σκαρπέλα, οι βαριές κ.ά.

Μερικοί από τους π ιο φημισμένους τελευτα ίους τεχνίτες του ε ίδους είναι ο ι: Στα ύ ρος Χριστοδουλό ­ πουλος, Ανδρέας Αμπελάς ή Κόπος, Ιωάννης και Χαράλαμπος Βαλάση ς, Άγγε λος Μαρίν ος, Ιωάννης Λογοθέτης, Διονύσιος Σκαρτσής, Ευστάθιος Μ πετίνης, Διονύσιος Μ πετίνης , Ν ικόλαος Σκαρτσής κ.ά.

44


78.

Η κατασκευή τελείωσε. Οι τεχνί­ τες φωτογραφίζονται μπροστά του.

Στο βάθος

79.

διακρίνεται η

Κατάστρωμα κουβέρτας πετσω­ μένης.

προσεισμική πόλη και οι στέγες

του Αγίου Νικολάου του Μώλου

80.

και του παλιού θεάτρου.

79

80

Ξύλα για την κατασκευή καϊκιού.


81.

Πέτσωμα.

82.

Η πλώρη.

83. ·Ε να

τμήμα της πρύμνης.

84. Κοράκι πλώρης με πέτσωμα. 85. Πέτσωμα ιι;:ιύμνης. 86. Παπαδιά ή καθρέφτης.

81

.....

··~, ~

.

82

83


84

85

~-

:..:- ... ~

-~

·-· ~.. -~ --. 86

--~


Ξυrlοyήύπτεs τέχνη της ξυλογλυπτικής αναπτύχθηκε στη Ζάκυνθο, όσο ελάχιστες άλλες. Οι ταγιαδόροι του νησιού δούλεψαν για αιώνες με κέφι, φαντασία και μεράκι, δίνοντας στο άψυχο ξύλο μορφή και υπόσταση και στόλιζαν με τα έργα τους σπίτια και εκκλησίες, διατηρώντας έτσι μια τέχνη που άρχισε στο νησί απ· τα πολύ παλιά χρόνια. Το πότε ακριβώς·aρχίζει η τέχνη της ξυλογλυπτικής στη Ζάκυνθο μας είναι άγνωστο. Το παλιότερο τεκμήριο για την ύπαρξή της είναι ο περίφημος aρχιερατικός θρόνος, το «Δεσποτικό», που υπήρχε στην προσεισμική εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων, καθεδρικού ναού του νησιού, και είχε χαρακτηρι­ στεί, από τους ειδικούς, σαν αυθεντικό έργο του 14ου αιώνα. Μαρτυρίες για παλιότερα έργα δεν έχουν βρεθεί. Υποθέτουμε όμως, βλέποντας την τελειότητα αυτού του θρόνου, πως η τέχνη των ταγιαδόρων, είχε ανθίσει από πολύ παλιότερα. Ο Ζακυνθινός ξυλογλύπτης εκείνου του καιρού, δανειζόταν τα πρότυπά του από διάφορες πηγές, αλλά κυρίως από τη φημισμένη Βενετία. Πολύ συχνά όμως ξέφευγε από το έτοιμο σχέδιο, το «δισένιο», και προχωρούσε πέρα από αυτό, αξιοποιώντας την δική του ευαισθησία, φαντασία και πείρα. Οι μαστόροι αυτού του είδους διατηρούσαν εργαστήρια, όπου δίδασκαν την τέχνη και τα μυστικά τους στους νεότερους. Συνήθως όμως η τέχνη αυτή περνούσε από πατέρα σε παιδί ή σε άλλους στενούς συγγενείς και διατηρήθηκε έτσι ως και στις μέρες μας . Μεγάλη ακμή παρουσιάζει η ξυλογλυπτική τέχνη στον εκκλησιαστικό κυρίως χώρο. Υπήρχαν στην προσεισμική Ζάκυνθο αρκετοί ναοί που θα μπορούσαν άφοβα να χαρακτηριστούν μουσεία αυτής της τέχνης, όπως για παράδειγμα η Φανερωμtνη της χώρας, η Αγία Μαύρα στο Μαχαιρόδο, η εκκλησία της Παναγίας στο Σκουληκάδο κ.ά. Η δουλειά του ξυλογλύπτη ήταν παντού έντονη στις εκκλησίες του Τζάντε. Άρχιζε από την οροφή, το γνωστό ταμούζο. Η διακόσμηση εκεί γινόταν με απλά ή και πολύπλοκα γεωμετρικά σχήματα και αρκετές φορές, όπως στην Κυρία των Αγγέλων και στην Αναφωνήτρια του Σκουληκάδου, με μορφές αγγέλων που θύμιζαν έν:rονα τα φημισμένα αναγεννησιακά έργα και την μεγάλη Δυτική επίδραση της Ζακύνθου. Η ουρανία είχε πάντα επίπεδο το κεντρικό της τμήμα και κατέληγε σε καμπυλωτά άκρα, με απλή διακόσμη­ ση, που ενώνονταν συνήθως με το ταπέτσο του τοίχου, που κι αυτό ήταν ξυλόγλυmο. Αληθινό όμως κόσμημα ήταν η προσπετίβα, το τέμπλο, που συχνά αποτελούσε και το καλύτερο δείγμα δουλειάς του καλλιτέχνη. Τα ζακυνθινά τέμπλα ήταν διακοσμημένα συνήθως με λουλούδια, γεωμετρικά σχήματα, γιρλάντες, ελικοειδείς ταινίες, ολόσωμους αγγέλους, ανθρώπινες μορφές, γοργόνες, αετούς, παραστάσεις απ· την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και συχνά κατέληγαν σε μιαν επιβλητική αετωματική απόληξη, που θύμιζε πολύ aρχαιοελληνικές παραστάσεις. Τα περισσότερα ήταν ρυθμού Μπαρόκ και έδειχναν την ανθρώπινη ικανότητα να μετουσιώνει το άψυχο ξύλο σε ποίημα και δέηση προς το Θείο. . Μ' ανάλογα θέματα διακοσμούσαν οι ταλιαδόροι και το γυναικωνίτη, το γυναιτίκι όπως το λέμε στη Ζάκυνθο, μόνο που εδώ η διακόσμηση ήταν πιο απλή. Ένας από τους καλύτερους γυναικωνίτες βρίσκε­ ται σήμερα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο χωριό Μουζάκι και είναι αληθινό κομψοτέχνημα . . Η εργασία του ξυλογλύπτη συμπληρωνόταν και με πολλά άλλα αντικείμενα μέσα στην εκκλησία, εξίσου απαραίτητα και σημαντικά . Έτσι στις ιερές στέγες του νησιού συναντάμε αξιόλογα παγκάρια, τετράποδα, Δεσποτικά, Άγιες Τράπεζες, στασίδια, Γολγοθάδες, σκαλιστές εξώπορτες, μανουάλια και δεκάδες άλλα ανεκτίμητης αξίας έργα του καλλιτέχνη. Η Ζακυνθινή όμως ξυλογλυπτική έχει να παρουσιάσει αριστουργήματα και στο κοσμικό της μέρος. Η οικονομική ανάπτυξη του νησιού απ· την μια μεριά και απ' την άλλη η λατρεία των κατοίκων του για το ωραίο, ώθησαν σημαντικά την ανάπτυξη αυτής της τέχνης όχι μόνο στα μεγάλα aρχοντόσπιτα, αλλά και στα σπίτια του απλού κόσμου. Η οροφή των κεντρικών δωματίων ήταν συχνά διακοσμημένη με ξύλο που πολλές φορές ήταν στολισμέ­ νο με τετράγωνα ή ρομβοειδή φαντώματα. Με σκαλιστό ξύλο είχαν επενδυθεί επίσης και οι εσωτερικές σκάλες, τα σολέρια και τα πλαίσια των παραθύρων. Αριστουργήματα όμως ήταν τα λεπτοκαμωμένα έπιπλα που στόλιζαν τα παλιά ζακυνθινά σαλόνια. Καρέκλες, γιόντσολες, κομό, μπουφέδες, τραπέζια, σκρίνια, ανθοστήλες και αναρίθμητα άλλα αντικείμενα της οικογενειακής ζωής υπήρχαν σε κάθε γωνία της Πόλης και των χωριών του νησιού και αποτελούσαν αδιάψευστα σημάδια για την καπατσωσύνη του ντόπιου ταγιαδόρου. Κοντά σ· αυτά φτιάχτηκαν και οι πιο λαϊκές κασέλες που πάνω τους βρίσκονταν σκαλισμένα ζώα, πουλιά, κυπαρίσσια, σκηνές της καθημερινής ζωής και χιλιάδες άλλα απλά σχέδια. Πολύ πιο περιορισμένη ήταν η παρουσία της μικροτεχνίας, χωρίς το είδος αυτό να λείπει εντελώς από το νησί. Κυρίως δουλεύτηκαν οι ρόκες, οι βελονοθήκες, οι κουτάλες , τα σφραγγιστερά, οι σφραγίδες της Λειτου ργιάς, οι μικρο κορνίζες και πολλά άλλα αντικείμενα, που παρ· ότι απλά, μας εντυπωσιάζουν με την ευρηματικότητα του λαϊκού καλλιτέχνη. Αξίζει επίσης να αναφερθεί, πως την τέχνη του ξυλογλύπτη την εξασκούσαν και κληρικοί, όπως ο Ιερομόναχος Βενιαμίν Μαρκέτος, αλλά και πολλοί ευγενείς, όπως ο κόντε Νικόλαος Λογοθέτης, γεγονός που δείχνει πως η ξυλογλυπτική στη Ζάκυνθο ξεπέρασε από νωρίς τα όρια της λαϊκής εργασίας και είχε τη μορφή της μεγάλης τέχνης. Σήμερα δουλεύουν στο νησί αρκετοί τεχνίτες τουείδους που συνεχίζουν τη μακρόχρονη παράδοση, στολίζοντας τις νέες εκκλησίες με aντιγραφές παλιότερων έργων ή δικές τους aυθεντικές δημιουργίες . Υπάρχουν επίσης και πολλοί που σκαλίζουν έπιπλα, κασέλες, καθρέφτες και διάφορα άλλα αντικείμενα. Μερικοί από τους νεώτερους Ζακυνθινούς ξυλογλύπτες είναι οι: Θεόφιλος και Διονύσιος Ανδραβιδιώ­ της, Ιωάννης Θεοδόσης, Διονύόιος Γιαννιτσάνος, Τιμόθεος Κεφαλλονίτης ή Κουρελής, Σπυρίδων Κεφα­ λονίτης, Λαμπρινός Κουτουλογένης, Ναπολέων Κακολύρης, Φώτης Μπελέτης, Δημήτης Σταμίρης, Αδελφοί Τσουκαλά, Νίκος Σοφός κ.ά.

48


87.

Προσκυνητάρι

από

τον

Άγιο

Δημήτρη. Σήμερα σώζεται στο Μεταβυζαντινό

Μουσείο

Ζα­

κύνθου.

87


88.

Λεπτομέρεια της εικόνας

87.


89.

Στέψη του Αγίου (Λεπτομέρεια από την Καθέδρα στην Έκκλη­ σία του Α γ. Νικολάου στο Μουζά­ κι.



90.

Μερικά από τα εργαλεία του ξυ­ λογλύπτη. Νικάστρο, κόχα, μα­ χαίρι και καπλαμαδόσφυρο.

91. Άλλα δύο εργαλεία του ξυλογλύ­ πτη. Μπατούλα και σπεταριούλα.

92.

Παλιότερα πριόνια. Κουραστάρι και Νταβάτζερο ή ξεγυριστήρι.

93.

Σύγχρονος ξυλογλύπτης

στο

εργαστήρι του.

94. Στο εργαστήρι των αδελφών Τσουκαλά. Η τέχνη περνά στον νεώτερο της οικογένειας.

93

94

I

J


95

95. Λεπτομέρεια από την ,εικόνα 111.

97. Λεπτομέρεια από την εικόνα 104.

Τμήμα τέμπλου από το Μεταβυ­

98. Λεπτομέρεια τέμπλου από το Μεταβυζαντινό Μουσείο.

96.

ζαντινό Μουσείο.

96


97 98


10(

99. Τμήμα από ξυλόγλυπτη γιόντσο­ λα. Ο φυτικός διάκοσμος πλού­ σιος. Προπάντων τα τριαντάφυλ­ λα.

100.

Τετράποδο από το χωριό Κατα­ στάρι.

101.

Η βάση ξυλόγλυπτου μανουά­ λιου από την εκκλησία της Χρυ­ σοπηγής στη Μπόχαλη.

102.

Δεόμενος Άγγελος.

Έργο των

αδελφών Τσουκαλά.

103.

Θήκη-Στεφάνι για νυφικά στέ­ φανα.

104. Αριστούργημα ξυλογλi:ιπτη από την παναγία την Καταστάρα.



105.

Λεπτομέρεια από Ζακυvθιvό τέ­ μπλο (Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύvθου).

106.

Λεπτομέρεια από

το Παγκάρι

που σώζεται στο Μεταβυζαντινό Μουσείο.

105

106

107.

Ξυλόγλυπτος Επιτάφιος. Η ανα­

γέννηση δεv ξεχάστηκε ακόμη στο νησί

107


108

109

108. Ξυλόγλυπτη καθέδρα από τηv Καταστάρα,

έργο

τωv Αφώv

Τσουκαλά. Η επιχρύσωση έγιvε

πρόσφατα από τοv Σπ. Παvταζή.

109.

Ξυλόγλυπτη Κορvίζα με παρα­

στάσεις από το Βίο της Θεοτό­

κου (Μεταβυζαvτιvό Μουσείο Ζακύvθου).

11 Ο. Παγκάρι από τη Χρυσοπηγή. 111 . . Η πίσω πλευρά από το τετράπο­ δο της Καταστάρας.

110


105.

Λεπτομέρεια από Ζακυνθινό τέ­

μπλο (Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου).

106.

Λεπτομέρεια από

το Παγκάρι

που σώζεται στο Μεταβυζαντινό Μουσείο.

105

106

107.

Ξυλόγλυπτος Επιτάφιος. Η ανα­

γέννηση δεν ξεχάστηκε ακόμη στο νησί.

107


108

109

108.

Ξυλόγλυπτη καθέδρα από την Καταστάρα,

έργο

των Αφών

Τσουκαλά. Η επιχρύσωση έγινε πρόσφατα από τον Σπ. Πανταζή.

109.

Ξυλόγλυπτη Κορνίζα με παρα­ στάσεις από το Βίο της Θεοτό­ κου

(Μεταβυζαντινό Μουσείο

Ζακύνθου).

11 Ο.

Παγκάρι από τη Χρυσοπηγή.

111.

Η πίσω πλευρά από το τετράπο ­ δο της Καταστάρας.

110



τ

OπiloυρyoC ο κυνήγι ανήκει στην καθημερινή ζωή του Ζακυνθινού . Πολλές φορές μάλιστα ξεπερνά το απλό χόμπι και γίνεται πάθος. Δεν υπάρχει σίγουρα στο νησί σπίτι, που να μην έχει έστω και ένα όπλο. Πολύ φυσικό λοιπόyJ να κάνουν από νωρίς την εμφάνισή τους οι οπλουργοί και

μάλιστα να δουλεύουν πολύ ικανοποιητικά.

Είναι δύσκολο να βρούμε, μi τα στοιχεία που γνωρίζουμε σήμερα, το πότε ακριβώς άρχισε αυτή η τέχνη . Πιστεύουμε όμως πως είναι πολ ύ παλιά, όσο, ώστε και το πάθος του Ζακυνθινού για το κυνήγι Οι οπλουργοί της Ζακύνθου, που είχαν δική τους συντεχνία πολύ πριν το 1830, επισκεύαζαν συνήθως όπλα. Συχνά όμως κατασκεύαζαν και δικά τους. Δούλευαν αυτοσχέδια και με απλά υλικά. Τα όπλα τους τα έφτιαχναν κυρίως από ατσάλι και σίδερο. Είχαν ελάχιστα μέσα και δούλευαν πολύ με το χέρι Χειροποίητα ήταν και τα διάφορα εργαλεία τους. Πολύ αυστηρός ήταν ο κανονισμός που αφορούσε τη δουλειά τους. Τους υποχρέωνε να ζητούν συνεχώς άδειες από τους πελάτες τους, να κρατούν ειδικά βιβλία, θεωρημένα από την Αστυνομία και να καταγράφουν με προσοχή την ημέρα που επέστρεφαν το όπλο . Συχνά γίνονταν έφοδοι στα οπλουργεία και έλεγχος όλων των βιβλίων τους. Αν μάλιστα ο οπλουργός δε γνώριζε να δηλώσει με ακρίβεια τα στοιχεία του κατόχου του κάθε όπλο υ που είχε στο μαγαζί του, τελούσε υπό κράτηση και δικαζόταν σαν παράνομος κάτοχος όπλου. Ο κανονισμός των οπλουργών είχε τυπωθεί απ' ης αρχές σε απλή δημοτική και είχε μοιρασθεί σε

όλους τους τεχνίτες του είδους. Τα σκληρά αυτά μέτρα τα είχαν πάρει οι αρχές γιατί οι Ζακυνθινοί εκτός από καλοί κυνηγοί, ήταν και φοβεροί παλικαράδες. Για τούτο ας θυμηθούμε το γνωστό μονάχα τραγούδι: «Με σμπάρο εγεννήθηκα, με κάνες με φασκιώσαν και με πιστολομάχαιρα, στην κούνια μ· aσημώσαν». Μερικοί από τους τελευταίους οπλουργούς είναι: Ο Πυρομάλης, ο Νέγκας, ο Καταπόδης, οι Τσαφταρι­ δαίοι κ.ά. Οπλουργεία υπήρχαν τελευταία και σε χωριά της Ζακύνθου.

112

112. Όπλο

φτιαγμένο απόΖακυνθινό

Οπλουργό. Απαραίτητο <<στολί­ δι» κάθε ντόπιου σπιτιού.

113.

Πιστόλα από ντόπιο οπλουργό. Για την ασφάλεια και την παλλη­ καροσύνη.

113


Παni1wμαrούδεs τα παλιότερα χρόνια, που η προίκα ήταν απαραίτητη, οι παπλωματούδες έκαναν χρυσές δουλειές. Εργάζονταν κυρίως στο σπίτι της νύφης, που της έραβαν το καινούργιο της πάπλωμα, αλλά μερικές φορές δούλευαν και στο σπίτι τους, για παραγγελίες διαφόρων εμπόρων. Πρώτα χτυπούσαν το μπαμπάκι, που ήταν σε διάφορες ποιότητες, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση

του πατέρα της νύφης ."Το χτύπημα γινόταν παλιότερα με το δοξάρι και τελευταία με μια ξύλινη βέργα.

Στη συνέχεια από σατέμι, ψευτολινό ή αλαντζά, έφτιαχναν το φάκελλο. Τον γέμιζαν με το μπαμπάκι με ειδικές κινήσεις και τον έστρωναν πάνω σ· ένα μακρόστενο τραπέζι. Εκεί τον έραβαν με τεράστιες και γερές βελόνες. Τα παπλώματα είχαν πολλά χρώματα. Τα πιο συνηθισμένα όμως ήταν κόκκινα ή θαλασσιά από τη μια μεριά και κίτρινα από την άλλη. · Οταν άρχιζε το πάπλωμα στο σπίτι της νύφης, οι συγγενείς και οι φίλοι έριχναν πάνω του χρήματα και γλυκίσματα, για να το aσημώσουν. Αυτά τα έπαιρναν οι παπλωματούδες και ήταν τα τυχερά τους. Παλιά πρόληψη, ήθελε κατάλληλες μέρες για την αρχή ενός παπλώματος τη Δευτέρα και κυρίως την Πέμπτη. Τις άλλες μέρες συνήθως τις απέφευγαν. Την τέχνη αυτή, τον παλιότερο καιρό, την εξασκούσαν αποκλειστικά οι Εβραίες (Οβρίες), αργότερα όμως την έμαθαν και πολλές χριστιανές. . Ονομαστή παπλωματού του παλιού Τζάντε ήταν η περίφημη Ρόδω. Μερικές άλλες από τις νεότερες ήταν οι: Τζόγια Γιατρά, Κατερίνα Λογοθέτη, Λούλα Λογοθέτη, Ευσταθία Κόκλα, Παναγιώτα Λογοθέτη, Ελισάβετ Αμπελά, Μαύρα Στήθου κ.ά:

114.

Παπλωματού την ώρα της δου­

115.

λειάς της.

Το ράψιμο με την μεγάλη βελό­ να.

114

115


ο

Πεnε~άvοί

πελεκάνος ήταν ο τεχνίτης, ή μάλλον ο καλλιτέχνης, που έδινε ζωή στην σκληρή πέτρα. Παλιότερα μάλιστα, που τα οικοδομικά υλικά και τα διάφορα αντικείμενα οικιακής χρήσης ήταν περιορισμένα, η προσφορά του ήταν αναγκαία και απαραίτητη. Η τέχνη r,ταν πατροπαράδοτη και προφορικά δινόταν από γενιά σε γενιά. Καλλιεργήθηκε σ· ολόκληρο σχεδόν το νησί και κυρίως στην ορεινή περιοχή του, που η πέτρα είναι για τους κατοίκους της καθημερινότητα. . Οι ξακουστοί αυτοί δημιουργοί, δούλεψαν περίτεχνα απ' τα πανάρχαια ακόμα χρόνια και στόλισαν με αθάνατα έργα φατσάδες εκκλησιών και aρχοντόσπιτων με αετώματα και υπέρθυρα, σκάλισαν κιονόκρανα, βροντάλες, καμπαναριά, πορτόνια, πιλαστράδες γωνίες, σκαλιά, γεφύρια, πεζούλια με προσκεφάλια, οικό­ σημα, βενετσιάνικα λιοντάρια, δικέφαλους αετούς, φιλιατρά πηγαδιών και δεκάδες άλλα αντικείμενα, δείγματα της προσεγμένης τους τέχνης και αντιπροσωπευτικά στοιχεία του λαϊκού μας ' πολιτισμού. Την πέτρα τη χρησιμοποιούσαν επίσης, παλιότερα, και για να καλύψουν όλες τις απαραίτητες ανάγκες τους. Δηλαδή κατασκεύαζαν μ· αυτήν πιθάρια για λάδι και κρασί, ποδόχια του λινού, απιθώκια μούστου, κορίτους για τα ζωντανά, νεροχύτες, σγούρνες, γλάστρες, κουβέλια μελισσών, μουρτάρια για την αλιάδα,

λιμπία λιοτρουβείων, τσιπουρίες και πολλά άλλα καθημερινά χρειαζούμενα, που ήταν γερά και αθάνατα, είχαν όμως το αξεπέραστο πρόβλημα της μεταφοράς. Για τη δουλειά τους οι πελεκάνοι διάλε_γαν τις πέτρες που βρίσκονταν στις Β. και ΒΑ. πλευρές των βουνών της Ζακύνθου (Μακρειά Ράχη, Βραχιώνας κ.λπ.). Εκεί βρίσκονταν οι πιο καλές και «ύγειες» πέτρες πού ήταν καθαρές και σπάνια είχαν μέσα τους ξένα σώματα. Παλιότερα έπαιρναν πέτρα και από τα νταμάρια του Γέρακα και του Αη-Σώστη. Η πέτρα όμως που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, είναι πορώδης και καταστρέφεται εύκολα. Έτσι οι πελεκάνοι την εγκατέλειψαν γρήyορα, για να στραφούν στα νταμάρια της Ρίζας και να καταλήξουν στις πιο aνθεκτικές της ορεινής περιοχής. Οι πελεκάνοι περνούσαν πολλές ώρες στα νταμάρια για να βγάλουν την πέτρα που τους χρειάζονταν. · Οταν μάλιστα είχαν αναλάβει μεγάλα οικοδομήματα, καθόνταν εκεί κι ολόκληρους μήνες. Πρώτα καθάριζαν την πέτρα που χρησιμοποιούσαν απ' το χώμα και μετά με το πηγκούνι, άνοιγαν σ· όλη την επιφάνειά της ένα μικρό αυλάκι που προσπαθούσαν να το φτιάξουν με όσο γινόταν περισσότερη γωνία. Ύστερα βάζανε στ· αυλάκι τα φύλλα (μεταλλικές πλάκες) που μπαίνανε ζευγάρι - ζευγάρι και μέσα τους τοποθετούσαν τις σφήνες. Το σύστημα αυτό λεγόταν κουνιέρα. Το ίδιο όνομα ε ίχε και το νταμάρι που _ έβγαζαν τις πέτρες. Σφήνες μπαίναν δυο σε κάθε ζευγάρι φuλλα, μια μπροστά και μια πίσω. Μετά τις φέρναν χτυπώντας τες στο ίδιο επίπεδο και αν άκουγαν την πέτρα να καμπανίζει, καταλάβαιναν πως ήταν κατάλληλη. Τη χτυπούσαν τότε δυνατά και σχιζόταν. Τέλος τη μετέφεραν στο εργαστήρι όπου, αφού την έκαναν επίπεδη, άρχιζαν να τη σκαλίζουν. Για κυρίαρχο μοτίβο στο σκάλισμα της πέτρας οι πελεκάνοι χρησιμοποιούσαν το λουλούδι. Δε σταματού­ σαν όμως εδώ. Συχνά φιλοτεχνούσαν ζώα, πουλιά, ανθρώπους, φυτά, σκηνές της καθημερινής ζωής, γοργόνες, οικογενειακές στιγμές και λαϊκά δίστιχα, που τις περισσότερες φορές ήταν δικής τους έμπνευσης. Η δουλειά του πελεκάνου γινόταν αθόρυβα. Έτσι ελάχιστα ονόματά τους σώθηκαν ως σήμερα. Ευτυ­ χώς όμως υπάρχουν ακόμα στο νησί αρκετοί συνεχιστές της τέχνης τους. Δεν δημοσιεύουμε τα ονόματά τους γιατί είναι αρκετά και σίγουρα πολλοί θα μας ξεφύγουν.

116.

Ξεχασμένο φιλιατρό.

117.

Ξεχασμένη

πέτρινη

στο χωριό Φιολίτη_

τσιπουρία

118.

Λιθάρι.


119

120


119. Πέτρινες κατασκευές για την καθημερινή χρήση.

Παλιότερα

ήταν απαραίτητα για κάθε χωρια­

τόσπιτο. Τώρα στολίζουν εξοχι­

.κές 120.

επαύλεις.

Παράθυρο από τον "Α γιο Χαρα­ λάμπη στο Ποτάμι.

121. Κυρία των Άγγελων. Η κεντρική είσοδος.

121


123

122. Πέτρινη γλάστρα πάνω σε αρ­ χαίο κιονόκρανο. Συνδυασμός εποχής και νοοτροπίας.

123. Λεπτομέρεια της εικ. 121. 124. Λεπτομέρεια της εικ. 121. 125. Προσκυνητήρι στη θέση που βρισκόταν η Ευαγγελίστρια στο χωριό Μουζάκι.

122

124



126

126. Το σπάσιμο .της πέτρας. Η πρώτη εργασία του πελεκάνου.

127.

Το φατσάρισμα, για να ·χει η πέ­ τρα «πόληψη».

128.

Λινός για το πάτημα των σταφυ­ λιών.

129.

'Εργο του σύγχρονου τεχνίτη Ρι­ χάρδου Καραμαλίκη.

130.

Από το καμπαναριό της Κυρίας των Αγγέλων.

131.

Φουρούσια

από

ζακυνθινό

μπαλκόνι, όταν τα πάντα ήταν πέ­ τρινα.

127



132

132. Το καμπαναριό του Α γ. Χαραλά­ μπη στο ποτάμι. Συνδιασμός πα­

λαιότερης και νεώτερης τεχνι­ κής.

133.

Το Καμπαναριό της Χρυσοπηγής στο Ρωμήρι.

134.

Το καμπαναριό του Α γ. Νικολά­ ου των Σχίνων στο χωριό Φιολί­ τη, ένα από τα καλύτερα της Ζα­ κύνθου.

135.

Από την εκκλησία του Α γ. Χαρα­ λάμπη στο Ποτάμι.

133


134

135


136. Τα εργαλεία του πελεκητή. Σκαρπέλλο, μαντρακάς, μαρτε­

λίνα, σφήνες, φύλλα, σκάρα, πι­ γκούνι, σφυρί.

137. Πέτρα για κοπάνισμα του Κομπό­ στου.

138.

Λατομεία στον Βασιλικό. Από δω έβγαζαν την πέτρα τους οι πε ­ λεκάνοι.

139.

136 138 137

Λιθάρι.


Πυροτεχvουρyοt α πυροτεχνήματα, γνωστά στη Ζάκυνθο περισσότερο με τ· όνομα Φωτίες, είναι αρχαία συνή·θεια των τοπικών πανηγυριών, φερμένη σίγουρα από την ονομαστή Βενετία. Παλιότε­ ρα ο Ζακυνθινός δεν μπορούσε να καταλάβει πανηγύρι χωρίς αυτά και όσοι θυμούνται τα προγράμματα των γιορτών της κάθε εκκλησίας, δεν θάχουν σίγουρα ξεχάσει την τελευταία τους φράση που πολύ χαρακτηριστικά έγραφε: «Κατά το εσπέρας της εορτής θα παιανίζει εις το προαύ­ λιον του Ναού η φιλαρμονική και θα καώσιν ωραία πυροτεχνήματα». «Φωτίες» καίγονταν επίσης και το απόγευμα του Πάσχα «δια το επίσημον της εορτής» και σε διάφορες άλλες επετείους. Έτσι οι ντόπιοι πυροτεχνουργοί έβρισκαν πάντα δουλειά και τους παρουσιαζόταν συχνά η ευκαιρία να επιδείξουν την όμορφη τέχνη τους. Φημισμένος τεχνίτης του είδους ήταν ο Φραγκίσκος Γκουστόζης, που βρήκε τραγικό θάνατο στις 9 Αυγούστου του 1908, από έκρηξη που έγινε στο εργαστήρι του, δίπλα από την εκκλησία του Εσταυρωμέ­ νου, την ώρα που έφτιαχνε ένα συροτέχνημα. Γνωστός πυροτέχνης ήταν επίσης και ο Πατέλλης Ξένος, που κι αυτός σκοτώθηκε από ανάφλεξη της μπαρούτης, στις 13 Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Δύσκολο και αρκετά επικίνδυνο λοιπόν το επάγγελμα αυτό, αλλά παρ· όλα αυτά διατηρήθηκε ως και στις μέρες μας. . Βασικά υλικά για τη δουλειά του πυροτεχνουργού ήταν το μπαρούτι, που το έφτιαχνε ο ίδιος με καμένες κληματόβεργες και η δυναμίτη. Χρησιμοποιούσε επίσης για τις κατασκευές του, ένα μεγάλο μουρτάρι, που κοπάνιζε το κάρβουνο και τ· άλλα υλικά, μικρά καλάμια για τα μασούρια, πισσωμένο σπόγγο για τσ δέσιμό τους και τα απαραίτητα κοπίδια του. Τα πιο συνηθισμένα πυροτεχνήματα ήταν: οι σουροκέπες, οι πολύκροτες μπόμπες, οι καταρράχτες, η μονόκροτη και η οχτάποδη μπόμπα, οι ρόδες, το καπελλέτο, το ομοίωμα του «Γιούδα» που καιγόταν τ· απόγευμα της Λαμπρής στο πανηγύρι του Αγίου Λαζάρου, ο «Μουσολίνης», κύριο χαρακτηριστικό της γιορτής της Αγίας Μαύρος στο Μαχαιράδο κ.ά. Γνωστοί πυροτεχνουργοί του νησιού, εκτός από τον Φραγγίσκο Γκιουστόζη και τqν Πετέλλη Ξένο, που ήδη αναφέραμε, ήταν και οι: Άγγελος Γκιουστόζης ή Κουλός, ο Βασίλης Μπάστας, ο Γεώργιος Καντιά­ νος, ο Τ. Ανδρεόλας, ο Α. Σταυρόπουλος, καθώς και οι Ιταλοί Μ. Τρενταντούε και I. Δεμάνκα που έζησαν στη Ζάκυνθο.

140.

Η ρόδα που πριν από λίγο χάριζε πανηγυριώτικους

ήχους

στηv

γειτονιά τ· Αγίου Λαζάρου, τ ·

απόγευμα της Λαμπρής.

140


141.

Οι κληματόβεργες καίγονται. Τα

κάρβουνά τους θα γίνουν η πρώ­ τη ύλη για το μπαρούτι.

141

142

Ιι

143


.144

142. Το κοσκίνισμα. Η δουλειά του πυροτεχνουργού γίνεται συνή­ θως στην εξοχή, μακριά από κα­ τοικημένη περιοχή.

143.

Τα

υλικά

κοπανίζονται

στο

μουρτάρι. Η δουλειά του πυρο­

τεχνουργού είναι αρκετά επίφο­ βη.

144.

Ο Πυροτεχνουργός κατασκευά­

ζει μασούρι απι5 καλάμι.

145. 146.

Το γέμισμα του μασουριού. Το δέσιμο της μπόμπας. Γίνεται . πάντα με πισωμένο σπάγγο.

145

146


ο

Σαμαράδεg ι σαμαράδες έφτιαχναν από παλιά, στη Ζάκυνθο τα σαμάρια για τα άλογα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια.

Η δουλειά τους είχε αρκετά επαγγελματικά μυστικά και ήταν κουραστική και δύσκολη. Για να φτιάξουν το σαμάρι, έπαιρναν πρώτα τις πλάντρες, ξύλα δηλαδή από φτελιά ή περνάρι. Τα έκοβαν με στάμπες και έφτιαχναν τα δυο καμπύλα ξύλα του σαμαριού, το μπροστοκούρμι και το πισωκούρμι. Ύστερα έκαναν το ξετρούπισμα. Άνοιγαν δηλαδή τρύΠες στα δυο αυτά ξύλα για να μπουν οι ντούγιες, τα πλάγια ξύλα, και να. τελειώσει έτσι ο σκελετός της κατασκευής. Στη συνέχεια έφτιαχναν τη στρωματεία, που έμπαινε πάνω από το σώμα του ζώου για να μην το πληγώνουν τα ξύλα. Αυτή γινόταν από αλευροσακούλες και ζαχαροσακούλες και γεμιζόταν από ψαθί που το έκοβαν από διάφορες λίμνες . Η στρωσεία της γινόταν με τα πόδια και τα χέρια του σαμαρά και ήταν αρκετά δύσκολη και κουραστική δουλειά. Μερικοί μερακλήδες, έβαζαν στο σαμάρι που έφτιαχναν για τα ζώα τους πετσί στο πάνω μέρος της στρωματείας για περισσότερη αντοχή. Το πετσί αυτό, που λεγόταν προβεία, το αγόραζαν από τους ταμπάκηδες. Πολλοί επίσης έβαζαν στο σαμάρι τους, ένα πολύ πιο ανθεκτικό ρούχο, το ράσο. Τέλος το σαμάρι το στόλιζαν με χρυσόσκονη και κοκ~ινάδια από τσόχα. Στα σαμάρια που προορίζονταν για τα άλογα, κρεμούσαν χάντρες από κοράλλια, που τις έλεγαν κολλά­ νες. Ύστερα έφτιαχναν τη θηλιά για το λα-ιμό του ζώου από ύφασμα και ψαθί. Οι τεχνίτες αυτοί, εκτός από ,τα καινούργια, επιδιόρθωναν και τα παλιά. Έφτιαχναν επίσης και μπαρντί­ μια, κεφαλιές για άλογα, γκέμια ιππασίας, καπιστράνες για γίδες, γαϊδούρια και άλογα, θηλιές για κάρα κ.ά. Οι σαμαράδες της Ζακύνθου είχαν ιδρύσει απότις 27 Ιουνίου του 1722 δική τους συντεχνία. Μερικοί από τους πιο γνωστούς τελευταίους σαμαράδες είναι οι: Νικόλαος Μεγαδούκας, Άγγελος Μεγαδούκας, Διονύσιος Στεργιώτης, Μαστρομπάμπης Νίας, Βεντουρής Ιωάννης, Παπαδάτος Νικόλαος, Μαρούδας Γεώργιος, Μαρούδας Διονύσιος, Αμπελάς Χαράλαμπος, Αντώνιος Παπαδάτος ή Τζιγάντες, Γεώργιος Έγκαρχος, Σπυρίδων Ξένος, Γιάννης Μποζίκης κ.ά.

147

· . 147.

Κι αυτό έργο του σαμαρά.


148

148.

Μπροστοκούρμι και πισωκούρμι.

149.

Ένα άλλο έργο του Σαμαρά.

149


150

150. 151.

Ο σκελετός του Σαμαριού. Μια γωνιά στο εργαστήρι του Σαμαρά.

152.

Διάφορα εργαλεία του Σ αμ αρά.

153.

Σαμαράς.

151

152



·• ... :,

·:::.

===::-:·. ··:

··

1

ι

154

154.

Διάφορα εργαλεία του Σαμαρά.

155.

Διάφορα εργαλεία του Σαμαρά.

155


Σαπιοvοποtοt σαπωνοποιία είναι ένας κλάδος της ζακυνθινής βιοτεχνίας, που άνθισε στο νησί από τον ΙΘ' αιώνα. Το σαπούνι που κατασκευαζόταν τότε, ήταν παντού περιζήτητο. Εφοδίαζε τις αγορές της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας, του Πύργου και πολλών άλλων πόλεων, δίνοντας στον τόπο αρκετά κέρδη. Το ζακυνθινό σαπούνι είχε μεγάλη φήμη, γιατί ήταν αγνό. Οι σαπωνοποιοί του νησιού απέφευγαν να χρησιμοποιούν, κατά την κατασκευή του, ξένες ουσίες και προ πάντων μια σκόνη, που ονομαζόταν «aσπρόχωμα». Έτσι η χρήση του δεν ήταν επίφοβη και η νοικοκυρά, όταν το χρησιμοποιούσε, δε φοβόταν μήπως καταστρέψει τα ρούχα της μπουγάδας της. Ένας άλλος λόγος της υπεροχής του είναι πως, επειδή δεν φτιαχνόταν με διάφορες ξένες ουσίες, αλλά με φυσικά υλικά, δεν είχε πρόσθετο βάρος κι έτσι συνέφερε τον καταναλωτή. Οι σαπωνοποιοί κατασκεύαζαν δύο είδη σαπουνιών: Το λευκό από λάδι ελιάς και το πράσινο από πυρηνέλαιο. Η κατασκευή του απαιτούσε τρεις μέρες, όπου τα υλικά βράζονταν στο λέβητα. Μετά το έβαζαν σε ειδικές σαπωνοθήκες, τις τζιβιέρες και το άφηναν εκεί για ένα εικοσιτετράωρο περίπου. Την επομένη το έκοβαν. Πρώτα μ· ένα ειδικό εργαλείο, το καρφί, που ήταν ένας ξύλινος πήχυς με πρόκες, χάραζαν το σαπούνι και το χώριζαν σε μικρά κομάτια. Ύστερα, μ' ένα κοπίδι, που ήταν στηριγμένο σε ξύλινη ράβδο, το έκοβαν. Τέλος πατούσαν τη σφραγίδα στο κέντρο του κάθε κοματιού και aποτυπωνόταν πάνω η φίρμα και το σήμα του σαπωνοποιού. Κατά μια παλιά συνήθεια, που ήθελε να διευκολύνει την παραγωγή αυτού του είδους στο νησί, το εξαγόμενο σαπούνι δεν είχε δ<.tσμούς. · Πιο ακριβό ήταν το λευκό, που ήταν και το αγνότερο. Έκανε για όλες σχεδόν τις χρήσεις. Εκτός από την μπουγάδα, το χρησιμοποιούσαν και για πλύσιμο του σώματος, λούσιμο, ξύρισμα και ήταν τόσο αγνό που οι σαπωνοποιοί, όταν ήθελαν να το διαφημίσουν, το έβαζαν στο στόμα τους. Ονομαστά σαπωνοποιεία ήταν: Του Γκιούρου (1867), του Μερκάτη (1871 ), του Σ πυρ. Μπαζάκη, των Αδελφών Φιλιώτη, του Ν. Καιροφύλα, των Αδελφών Αναστασίου, του Αντωνίου Βράχα και Σία, του Σαρακί­ νη, του Χιώνη, του Αρβανιτάκη, του Σοφού, του Κάπαρη, του Στραμή, του Αυγουστίνου, του Κολυβά, του Πομώνη κ.ά. Σήμερα υπάρχει στο νησί ένα μόνο σαπωνοποιείο.

156

157


156.

Σαπωνοποιός στη δουλειά του με το «καρφί>> στο χέρι.

157.

Το σαπούνι χωρίζεται σε πλάκες.

158.

Το σφράγισμα του Σαπουνιού.

159.

Και πάλι Το σφράγισμα του Σα­

πουνιού.

160.

Το κόψιμο του Σαπουνιού σε πλάκες.

161.

Λεπτομέρεια από

162, 163.

τις εικόνες



162, 163. Λέβητας 164.

του Σαπωvοποιείου.

Προϊόvτα Σαπωvοποιείου.

162

163



Ταμπά})nδ ES' πό παλιά, υπήρχαν στο νησί πολλά βρ υσοδεψ~ία, που στην τοπική διάλεκτο ονομάζονταν Ταμπάκικα . Η δουλειά αυτή ήταν μάλιστα μια από τις σπουδαιότερες του τόπου και βοη­ θούσε πολύ στην οικονομία της Ζακύνθου. Στην αρχή τα ταμπάκια ήταν μέσα στην πόλη. Επειδή όμως τα δέρματα πλένονταν στη θάλασσα και κινδύνευε έτσι η δημόσια υγεία, οι αρχές απαγόρευσαν στους ταμπάκηδες να εργάζονται στη Χώρα και τους υποχρέωσαν να πηγαίνουν στις περιοχές του Εσταυρωμένου και του · Αμμου που ήταν

τότε έξω από την κατοικημένη περιοχή. Αυτοί όμως, για λόγους σημαντικούς, που δε γνωρίζουμε, αγνοούσαν τις διαταγές και δεν συμμορφώθηκαν ποτέ. Έτσι ο Διοικητής της Ζακύνθου αναγκάζεται να πάρει πιο δραστικά μέτρα και για να δοθεί πια μια οριστική λύση στο θέμα, εκδίδει στις 4 Ιανουαρίου του 1815 διάταγμα με το οποίο απειλούσε τους βυρσοδέψες με τη δήμευση των δερμάτων και την εκδίωξή τους από τα εργαστήριά τους, αν δεν συμμορφώνονταν. Αυτοί τότε υπέκυψαν και μεταφέρθηκαν στο Αργάσι. Από εκεί όμως κλάπηκαν κάποτε δέρματα μεγάλης αξίας και η περιοχή κρίθηκε από τις αρχές ακατάλληλη. Νέα διαταγή ειδοποιούσε τότε τους ταλαιπωρημένους αυτούς τεχνίτες να εγκαταλείψουν τα εργαστήρια και τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν στην περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στην Εκκλησία της Επισκοπιανής και τη γέφυρα του Αγίου Γερασίμου, δίπλα στο ποτάμι. Οι ταμπάκηδες τότε, που δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για μια ακόμα φορά, αντέδρασαν και πρόβαλαν διάφορα επιχειρήματα για τα βρώμικα νερά του χειμάρρου, που το καλοκαίρι λιγόστευαν κι έτσι δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στην θάλασσα οι ακαθαρσίες με κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Οι αρχές όμως ήταν ανένδο­ τες κι έτσι οι βυρσοδέψες μεταφέρθηκαν οριστικά στη μόνιμη πια περιοχή τους, που και σήμερα ονομά­ ζεται ταμπάκικα. Στην αρχή οι ταμπάκηδες ήταν ενωμένοι με τους υποδηματοποιούς και αποτελούσαν μια συντεχνία με προστάτη τους τον ·Α γιο Λάζαρο. Αργότερα όμως, για οικονομικούς όπως φαίνεται λόγους, αποσπάσθη­ καν και ίδρυσαν δική τους χωριστή Σκουόλα, που προστάτη της είχε τον· Αγιο Σπυρίδωνα του Ντανούφρη, στην περιοχή του Ψηλώματος . Οι ταμπάκηδες της Ζακύνθου επεξεργάζονταν με πατροπαράδοτο τρόπο τα δέρματα, που τα προμη­

θεύονταν από τους μακελλάρηδεc; (κρεοπώλες) του νησιού. Κάθε τεχνίτης, μάλιστα, είχε και το δικό του

αποκλειστικό προμηθευτή . Δέρματα έφερναν στους ταμπάκηδες και οι χωρικοί, όταν έσφαζαν τα ζωντανά τους.

· Ηταν πολλά είδη δερμάτων και το καθένα είχε το δικό τ.9υ τρόπο επεξεργdσίας. Τα πιο γνωστά ήταν: 1. ΤΑ ΧΟΝΤΡΑ ή 80/ΔΟΠΕΤΣΑ Αυτά προέρχονταν από βόδια, μοσχάρια, χοίρους και άλογα και η επεξεργασία τους γινόταν ως εξής: πρώτα τα δέρματα με το μαλλί τους προς το έδαφος και τα αλάτιζαν. Κατόπιν τα έριχναν στη θάλασσα και αφού τα μούσκευαν καλά, τα έκοβαν κάθετα στη μέση, από το κεφάλι προς την ουρά. Μετά τα έβαζαν στις στέρνες, που ήταν γεμάτες λυωμένο ασβέστη . Αυτές τις έφτιαχναν, κόβοντας το λαιμό από μεγάλα πλιθάρια, σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για το λάδι και βάζοντάς τα μέσα στο χώμα. Τα δέρματα τα άφηναν στον ασβέστη 8 περίπου μέρες. Μετά τα έβγαζαν, τα ξέπλεναν και τους έκοβαν το μαλλί με το διμάνικο. Κατόπιν μ· ένα μακρύ ειδικό όργανο, το σπαθί, τους έβγαζαν τα λίπη και με το κυρτό διμάνικο τους αφαιρούσαν τον ασβέστη. Κατόπιν τα ξανάριχναν στην θάλασσα, για δυο

· Εβαζαν

·

περίπου μέρες.

Ακολουθούσε το βάψιμο, που γινόταν ως εξής: Πρώτα, σε μια πέτρινη πλάκα που έμοιαζε πολύ με τραπέζι, έτριβαν με το λιθάρι φλούδες πεύκου, που προηγουμένως τις είχαν σπάσει σε μικρά κομάτια. Για να μαζέψουν το τριμένο πεύκο, που έπρεπε να γίνει σαν πούδρα, χρησιμοποιούσαν, σαν βουρτσάκι, μια ουρά ζώου . Το ίδιο έκαναν και με τα βελανίδια, που κυρίως τα έφερναν από την Πάτρα. Στη συνέχεια, έβαζαν τα δέρματα σε μια ξύλινη σκάφη, το σκαφίδι, και ρίχνανε μέσα τα τριμένα βελανίδια και τον πεύκο μαζί με αρκετό ζεματιστό νερό. Μ' αυτόν τον τρόπο τα δέρματα έπαιρναν ένα καφέ χρώμα. Μετά τα έβγαζαν από το σκαφίδι και τα έτριβαν πάλι από την εσωτερική πλευρά με το διμάνικο . Τα ξανάβαζαν στο σκαφίδι, συνολικά τρεις φορές, και ύστερα τα άπλωναν σε μια σανίδα και μ· ένα ειδικό εργαλείο, τη λίσα, τα έτριβαν πολλές φορές. Για την εργασία αυτή τα δέρματα δεν έπρεπε νά είναι πολύ στεγνά.

· Τέλος τα άλειφαν με ξύγκι και μ· ένα μπουκάλι, τη γυαλίστρα, τα έτριβαν για να γυαλίσουν. Τα δέρματα αυτά προορίζονταν κυρίως για μετζασόλες. 2.

ΛΙΑΝΑ ΔΕΡΜΑ ΤΑ

Αυτά προέρχονταν από γίδες και προβάτες και η επεξεργασία τους ήταν αρκετά διαφορετική. · Επαιρναν στην αρχή το δέρμα της γίδας και το βάζανε στο σαμά, ένα ειδικό μείγμα από ακαθαρσίες σκύλων και νερό, για να μαλακώσει. Εκεί τα άφηναν για δυο περίπου μέρες και κατόπιν τα έβαζαν και αυτά στο σκαφίδι με πεύκο και βελανίδι. Τα στέγνωναν στον ήλιο και μετά τα πέρναγαν από το πίσω μέρος με ξίγκι, χρησιμοποιώντας, αντί πινέλο, την ουρά μιας προβατίνας . Το ξίγκι έπρεπε να ποτίσει το δέρμα και να περάσει από την άλλη μεριά.


Μετά έβαζαν τα δέρματα στη θάλασσα για να μαλακώσουν και τα πατούσαν, στηριγμένοι πάνω σε ξύλινα στρίποδα. Στη συνέχεια τα έβαφαν με βιτριόλι για να γίνουν μαύρα. Τέλος τα έτριβαν με λεμονόκουπες για να γυαλίσουν και τα δέρματα ήταν έτοιμα. Την ίδια ακριβώς εργασία έκαναν και για το δέρμα της προβάτας, μόνο που εδώ χρησιμοποιούσαν αντί για ξίγκι, λάδι και δεν τα έβαφαν με βιτριόλι, αλλά με πεύκο. Τα δέρματα από τις γίδες τα χρησιμοποιούσαν για το πάνω μέρος των παπουτσιών και από τις προβάτες για τις φόδρες τους. Μ ε τον παραπάνω τρόπο, οι ταμπάκηδες έφτιαχναν και τη βακέττα , από δέρμα μοσχαριού, μόνο που κι εδώ η βαφή δεν γινόταν με βιτριόλι, αλλά με πεύκο. Το δέρμα αυτό ήταν από τα πιο γερά και, εκτός από την κατασκευή παπουτσιών το χρησιμοποιούσαν και για το δέσιμο των βιβλίων. Οι τα μπάκηδες, εκτός από τα παραπάνω δέρματα έφτιαχναν επίσης και ασκιά για την αποθήκευση των υγρών π ροϊόντων και προβείες, που κυρίως τις χρησιμοποιούσαν οι μητέρες σαν αδιάβροχα, στις κούνιες των μωρών. Την ασβεστότριχα που περίσσευε την πουλούσαν στους χωρικούς για να πλέκουν σακιά και στους νεόνυμφους, που γέμιζαν μ· αυτή το στρώμα του νυφικού τους κρεβατιού. Μερικοί από τους πιο γνωστούς ταμπάκηδες των τελευταίων χρόνων είναι: Ο Διονύσιος Σαμιώτης ή

Λογκάρης, ο Διονύσιος Σαμιώτης ή Λαλής, ο Σταύρος Πήλικας ή Φραγκιός, ο Νικόλαος Πήλικας ή Φραγκ ιός, ο Σπύρος Σαμιώτης ή Αίας, ο Διονύσιος Σαμιώτης ή Νιονιέτος κ.ά. ·

165

165. · Οτι

απόμεινε από το παλιό λιθά­

ρι. Μ'

αυτό τριβόταν το πεύκο

για να χρωματιστεί το δέρμα.


2

5

1. Ξ uβτρα 2.. Δ l.tJCxVLUO

0.

ΔLt-fcXVι uo uvρτο

.ft.

Λί6αι

5. ΓvαΑi6τρα

f; //(

Ιι

IΔfltJ


το Πιθάρι


Τ5αyπάρηδεs- Ύ6αpουχάδεs-

ο

ι τσαγκάρηδες, που δεν ήταν και λίγοι στην προσεισμική Ζάκυνθο, έφτιαχναν τα απαραίτητα

για τους κατοίκους του νησιού παπούτσια, από δέρμα που προμηθεύονταν από τους ντό­

πιους ταμπάκηδες. Τα παπούτσια, τις περισσότερες φορές, φτιάχνονταν κατόπιν παραγγελίας του πελάτη.

Υπήρχαν ειδικά φιγουρίνια για την επιλογή. Η κατασκευή γινόταν με τα καλαπόδια, που υπήρχαν σε διάφορα νούμερα.

Υπήρχαν παπούτσια πρώτης και δεύτερης ποιότητας, ανάλογα με τη γειτονιά που βρισκόταν το τσαγκα­ ράδικο. Στην «Όξω Μερία» πουλούσανε τα παπούτσια τση φουρτούνας ή μαρφάτα (MAL FATA), και στη «Μέσα Μερία» τα τσιβίλε (ευγενικά). Πολύ ενδιαφέρον παρουσίαζε πολλές φορές και ο τρόπος που οι τσαγκάρηδες έπαιρναν τα μέτρα των παπουτσιών. Στ· αρχοντικά, για παράδειγμα, η κυρά και οι θυγατέρες μένανε αθέατες από το μάστορα. Για να μπορεί αυτός να πάρει μέτρα, πρόβαλαν το γυμνό τους πόδι μέσα από μια τρύπα, που ήταν επίτηδες φτιαγμένη σε μια πόρτα του αρχοντικού. Οι χωρικοί, επίσης, που για οικονομικούς λόγους δεν μπορούσαν να φέρουν τη φαμίλια τους για να ψωνίσουν παπούτσια, έφερναν κοντά τους δείγματα από καλάμι. Έτσι τους έβλεπες συχνά να μπαίνουν στη χώρα τις παραμονές κυρίως των Χριστουγέννων και του Πάσχα με το ζυμπίλι τους γεμάτο καλαμάκια. · Υπήρχαν πολλά είδη παπουτσιών. Τα πιο γνωστά ήταν: Οι γοντολέτες, οι σάνες, οι μούλες, τα παπούτσια με καπινσινέλα, οι ούρκες, οι γόβες, τα γοβάκια, τα σκαρπίνια κ.ά. Για τους φτωχότερους όμως Ζακυνθ ινούς και ιδιαίτερα για τους ορεινούς, υπήρχαν τα φτηνά και ανθεκτικά τσαρούχια, που τα έφτιαχναν οι τσαρουχάδες. Τ ο ζακυνθινό τσqρούχι δεν έχε καμιά απολύτως σχέση με το γνωστό ελληνικό . Για να φτιαχτεί το τσαρούχι, οι τεχνίτες του παίρνανε το πετσί και το χαράζανε με την στάμπα. Ύστερα το κόβανε και το μουρτάρανε στο καλαπόδι. Το έραβαν πάνω σε λάστιχο με λουρί και το ξελούριαζαν με το κοπίδι. Τέλος του έβαζαν λουριά και γάντζους και το τσαρούχι ήταν έτοιμο. Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες αυτού του είδους ήταν: η φαρτσέττα, η τανάλια μονταρίσματος, η μακκινέτα γιa τη γυαλάδα στις σιόλες, το λαμπούγιο που γυάλιζε τα τακούνια, η τανάλια για τις πρόκες, τα σουγλιά κ.ά. Οι τσαγκάρηδες και οι τσαρουχάδες της Ζακύνθου είχαν από παλιά δική τους συντεχνία που προστάτης της ήταν ο · Αγιος Λάζαρος. Στην προσεισμική πόλη, υπήρχε ένας δρόμος, που άρχιζε από την πλατεία των Αγίων Σαράντων και τέλειωνε στον · Αγιο Παύλο, με τα περισσότερα καταστήματα του είδους. Η γειτονιά αυτή λεγόταν χαρακτηριστικά Τσαρουχαρέίκα. Μερικοί από τους τελευταίους τσαρουχάδες είναι οι: Ορφανίδης Δημήτριος, Κινατίδης Ηλίας, Κινατί­ δης Φάνης, Δεληγιαννόπουλος Σπύρος, Ορφανίδης Ευκλείδης, Μποτώνης Παναγιώτης κ.ά.

166


166.

Διάφορα εργαλεία του τσαγκάρη και τσαρουχά.

167.

167

Ο Μπάγκος του Τσαγκάρη.



168. Ένας

από

τους

τελευταίους

τσαγκάρηδες.

169.

Ένας

από

τους

τελευταίους

τσαρουχάδες.

170.

169.

170

Ζακυνθινά Τσαρούχια.


Τυπογράφοι ρία είδη aφθονούσαν στο αλλοτινό Τζάντε. Οι εκκλησίες, οι ταβέρνες και τα λογής-λογής έντυπα. Εκτός λοιπόν από τους καλλιτέχνες που στόλιζαν τις πρώτες και τους βαρελάδες, που φρόντιζαν για τις δεύτερες, υπήρχαν και οι τυπογράφοι, που κύριο σκοπό τους είχαν την ικανοποίηση της εκδοτικής μανίας των Ζακυνθινών. Το πρώτο τυπογραφείο εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο το 1809, όταν οι Άγγλοι, που τότε την κατείχαν, την έκαναν πρωτεύουσα των Επτανήσων. Το τυπογραφείο αυτό, που ήταν γνωστό με πολλές ονομασίες (Κοινή τυπογραφία των Ιονίων Νήσων, Βασιλική τυπογραφία εις τας Ιονίους νήσους, Κοινή τυπογραφία των Ιονίων Ελευθερωμένων Νήσων και Γενική τυπογραφία Ζακύνθου), σκοπό του είχε την εκτύπωση των Κυβερνητικών εγγράφων. Την διεύθυνσή του είχαν στην αρχή ο Γ. Ρώσης και ο Δη μ. Ζερβός και αργότερα ο Α. Κορνήλιος. Εκτός όμως από τα δημόσια κείμενα, το τυπογραφείο αυτό άρχισε να εκδίδει από το 1811 και την Ιταλόφωνη εφημερίδα GAZZETTA ZACINTINA που απ' την επόμενη κι όλος χρονιά κυκλοφο­ ρούσε και σε Ελληνική μετάφραση. Το 1814 το τυπογραφείο μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και στο νησί διατηρήθηκε ένα μικρό του μόνο τμήμα. Μέχρι το 1843 το Σύνταγμα απαγόρευε την ίδρυση τυπογραφείων. Τη χρονιά όμως αυτή δόθηκε από την Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων η άδεια, με την προϋπόθεση όμως πως τα βιβλία που θα τυπώνονταν, δεν θα αφορούσαν κυβερνητικά έργα και πως θα υπήρχε λογοκρισία από τον γραμματέα της Γερουσίας. Τότε, οι Ιγνάτιος Μαρτζώκης, Γεώργιος Δε-Ρώσης και Κωνσταντίνος Ρωσσόλιμος, άνοιξαν το πρώτο ιδιωτικό τυπογραφείο και τύπωσαν σ' αυτό το πρώτο στην ελληνική μόνο γλώσσα περιοδικό της Επτανή­ σου, τον Σπινθήρα. Μετά από την κατάργηση της λογοκρισίας, το 1848, λειτούργησαν στο νησί πολλά τυπογραφεία, που άρχισαν να εκδίδουν εκτός από τα φιλολογικά και πολλά πολιτικά έντυπα. Τα πιο γνωστά από τα τυπογραφεία που ιδρύθηκαν στη Ζάκυνθο ήταν: - Ο «Παρνασός» του Σεργίου Ραφτάνη -«Η Αυγή» του Ν. Κοντόγιωργα 1 Το «Επτάνησος» του Χρ. Χιώτη -Το «Φώσκολος» των Μ. Βούλτσου και Σπ. Καψοκέφαλου -Το «Πρόοδος» των Ε. Φινομένου και Κ. Τσουκαλά -Τα τυπογραφεία των Δ. Κλάδη, I. Μάργαρη κ.ά. Σ· αυτά τυπώθηκαν δεκάδες βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και μονόφυλλα και κρατήθηκε έτσι ζωντανή η πνευματική παράδοση του νησιού. '

171


172

" I[ τ

'.\·ι:υ:;;ι.z:.ιί;

-:·(.ς ίι::?

'J :σχ~-:ως

G • ·

Ί'o~;io-;ou Π:ί.εχάσ·η

έχΖοΟzίcιfι.; άr.~ν:·{jι:εω;

ΙCΙ'ο::ιιοι·J ι.:. ι οι-.

171.

Στοιχειοθέτηση πριv από το τύ­

173.

172.

Από το τυπογραφείο ο «Σολω­ μός».

πωμα.

Η πρώτη σελίδα βιβλίου «Εκ της

174.

τυπογραφfας, ο Ζάκυvθος.

Από το τυπογραφείο ο <<Παρ­ νασσός».

ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩr, Ι:. Κ 'fll~ ΠΠΟlΊ'ΑΦΙΑΣ Ο, ΖΛΚ1'.:-<ΘΟ'Σ Κ ω)·σrαηί,·ου 'Ι•ωσσο.lί:•οι:.

l S.J Ι .

174

liE

Ο 01

ΦΑ.Ν EPΩ:UEXJ!t

TJ;t 10.11 ΔΗ.ΚΚ~ΙΒΡ101' 1886.

IHi ΤΟΝ

.... ΧΗΙΝΗΣΈΟΝ

ΟΔ. ΚΑΤΡΑΜΗΝ ΤΠΟ

Α ΝΤΩ Ν ΙΟl'

Ι88

ΠΑΡΑ.ΣΧU


ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ τοr

..

ΒΟΥΛΕΥΤΟΥ ΜΠΑΧΩΜΗ ΕΙΣ ΟΣΑ ΚΑΤ' ΛΥΤΟΥ EΔHMOJIIEYJIEN

ΕΝ

ΖΑΙ<ΥΝΘΩ,

ΤΤΠΟΙ'ΡΑΦΕΙΟΝ

Ο ΠΑΡΝΑΣΣU~

175

175. Άλλο δείγμα Ζακυvθιvού Τυπο­ γραφείου.

176.

ΑDΓΟΣ ΙΙC.ΩΝΗΘΕΙC

Yl10

Α.~ ιιι

tq 19 y8 •

~

I '

.,,

τοτ 1rιοτ ιτι•.ικοτ ι ι

a

& •-τ ι ο., ι ι 7 ι

176.

Από το τυπογραφείο <<Η Αυγή>~.


Υψάvτpεs- Κεvrήοτρεs

Α

πό πολύ νωρίς, οι γυναίκες της Ζακύνθου έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο εμπόριο

και την οικονομία του νησιού. Ιδιαίτερα οι υφάντρες, οι φάντρες, όπως χαρακτηριστικά τις

ονόμαζαν, που κλεισμένες διαρκώς στα μουχλιασμένα υπόστεγα των σπιτιών τους, δού­ λευαν μέρα και νύχτα ασταμάτητα για να ανακουφίσουν οικονομικά τους άντρες τους και να φανούν έτσι χρήσιμες στην οικογένειά τους. · Τα υφαντά τους ήταν παντού φημισμένα και περιζήτητα. Είπαμε και στον πρόλογο του βιβλίου πως οι τάπητες που έπλεκαν στα χρόνια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, έφταναν μέχρι και τη Βενετία και έμπαιναν στις εκεί γόνδολες. Τα σαλιωτά τους επίσης, που ήταν είδος υφάσματος που στην κατασκευή του οι υφάντρες συνήθιζαν να το σαλιώνουν με το χέρι, πήγαιναν ως και την μακρινή Τύνιδα, που τα χρησιμοποιούσαν οι ιθαγενείς για να φτιάχνουν σαρίκια. Η υφαντουργία έφερνε συχνά στο νησί αρκετά κέρδη. Το 1893, σύμφωνα με μαρτυρία που μας δίνει η γνωστή Ζακυνθινή λογία Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου στο άρθρο της « Η γυναικεία βιοτεχνεία Ζακύνθου», που δημοσιεύθηκε στα υπ. αρ. 9 και 1Ο τεύχη του περιοδικού « Ελλη νίς», οι υφάντρες της Ζακύνθου ξεπερνούσαν τις 3.000 και τα υφάσματα που ύφαιναν κάθε χρόνο, αντιπροσώπευαν το ποσό του «ενός και ημίσεος εκατομμυρίου». Την εποχή εκείνη υπήρχε στη Ζάκυνθο ένα μόνο χειροκίνητο εργοστάσιο υφαντικής, με 6 μόνο aργα­ λειούς, που ανήκε στην Γαρουφαλιά Στράνη. Οι αργαλειοί όμως που βρίσκονταν στα διάφορα σπίτια του

νησιού, ξεπέρναγαν τις

3.000.

·

Οι φάντρες δούλευαν με παραγγελίες . Τα νήματα που χρειάζονταν, τους τα έδιναν οι ίδιοι οι έμποροι. Οι περισσότεροι αργαλειοί υπήρχαν στη γειτονιά του Αγίου Λαζάρου, στο δρόμο που και σήμερα ονομά­ ζεται «Υφαντουργείων» . Πλέκονταν πολλά είδη υφαντών. Πιο φημισμένα από αυτά ήταν: Τα σαλιωτά, οι αλαντζάδες, τα μπουκα­ σιά, οι μαντράδες, τα τραπεζομάντηλα, οι μπόλιες, τα φλωρινιά, οι κουβέρτες, τα το υβαλίθια, οι μπελερί­ νες, οι σκούφες, οι κουρελούδες, τα χαλιά κ.ά. Παράλληλα με τις υφάντρες υπήρχαν παλιότερα και στο νησί αρκετές κεντήστρες που δούλευαν με παραγγελίες και κρατούσαν άσβηστη την παράδοση του ζακυνθινού κεντήματος. Εκτός από τα περίφημα ασπροκέντια, χαρακτηριστικά δείγματα του ντόπιου πολιτισμού, έφτιαχναν και τα ονομαστά κεντήματα με το. κοπανέλι. Κεντούσαν επίσης μπάντες, για τους τοίχους που βρίσκονταν πάνω από το κρεβάτι, βουρτσοθήκες, βελονpθήκες, παπουτσοθήκες, εικόνες και πολλά άλλα αντικείμενα, που τα στόλιζαν με φαντασία και μεράκι. Χαρακτηριστικό κόσμημα στο κέντημά τους ήταν συνήθως το λουλούδι. Συχνά όμως κένταγαν και πουλιά, ζώα, γεωμετρικά σχήματα, σκηνές οικογενειακής ζωής κ.ά. · Ενα όμορφο δείγμα της λαϊκής ζακυνθινής κεντήστρας βρίσκεται στην εκκλησία της Παναγίας της Βλαχέραινας, στο Αργάσι. Πρόκειται για το καπίτολο του ναού, που εικονίζει τη Θεοτόκο να κρατά την Τιμία Εσθήτα. Ζακυνθινά κεντήματα υπάρχουν επίσης σε όλα σχεδόν τα σπίτια του νησιού. 177.

Τα μιτάρια. Το χέρι της γιαγιάς δείχνει από που περνούσε το γνέμα.


... 179

181


182

178.

Σύγχρονος αργαλειός με κου.­ ρελού.

179. Η ανέμη. Εδώ μαζεύεται το γνέ­ μα.

180.

Το υφαντό που υφαίνεται στον αργαλιό συνηθίζεται στα χωριά

της Ρίζας.

181.

Το κοπανέλι. Μας ήρθε από την Ιταλία μέσω Κρήτης.

182.

Χτένι και ξυλόχτενο στα χέρια μιας παλιάς υφάντρας.

183.

Κέντημα με κοπανέλι (έργο Κ. Κάντηλα).

t83


184. Βουρτσοθήκη .

Έργο παλιάς

Ζακυνθινής Κεντήστρας.

185.

· Ερ γα Κεντήστρας.

184


~

i

J

~~·~--------------------

188

186.

Κεντητός σταυρός. Εικόνα από Ζακυνθινό εικονοστάσι.

187.

Εδώ η Ζακυνθινή τεχνήτρα. Με­

τέφερε στο πανί τη φύση του νησιού της.

188.

· Ε να άλλο κέ ντημα.


189

~· ••

•••8

• •ι

• •

... •..• .. .•••. .•••.. .•••..... • ,,,•,...... .. ' .... ,., , ' . •. ... • I • ...,........ ., . ,•• , ' , ' , ••• • 8

ι

• I

~,

..., '

••

'

189.

Ζακυνθινό κέντημα.

Έργο της

Κυρά- Τζόγιας Σταμίρη. Το λευ­ κό είχε πάντα στο νησί ιδιαίτερη προτίμηση.

190.

Υφαντό της ορεινής ζώνης.

191. Έργο ΖακυνθινήςΎφάντρας.

190

ι

ι

ι ·

ι

'ι

ι

',

~

8 8 '

I 8

•ι

I I

,

~

••

~·-

••••

,

~

4'


192

192. Έργο

Ζακυνθινής

τεχνήτρας.

· Ενα πλέον δείγμα πολιτισμού.

Ένα ακόμη έργο Ζακυνθινής

193.

τεχνήτρας.

194.

.. ,........... . ., Ι

.,

, Ι

, t

•φ

6

... \

,

f;

J

ιιι

I _.

, ••, ,..# • !' •

• •

Ι

'

•'

·•

)

~"

1ιι'

..

,'••..•.,ι...,,·•..,.. ...ι ι.,,....•,:... ' .• ,,:. .

...•

.-

..

, tι ' '

••

1 _.

' ,..88

' . .....

••""ι\' ••f ••

'•

,.ι

,• t• \

t / ' .Ι ι '' ''• I ., ι" : •' ,.,,

f

\

'

1

\

' ••• 41 ••• ,

,

• ,•

• ,

.,.

' ~,

'• '•

,

., , .' •

.

ιιι

.....,•••.,...,..., •••., •..,,.,••••••,. ,

~ · ι _.

... ~·:

~*~....

t1.tt ~;-,

,,.-

I \ ι• • Ι.'

..

•' 'ι· '

ι

.

·· .....:.. . . . ···~ :· :

I"

f ι

' •

Ζακυνθινό κέντημα.

· t:

ι

• :. ι

a' Α,,ι\

.... I

t

ι ι .· ι

'tf ' ',.., ••, \ \ J '

ι.,",.._ c •••· ·ι, ,• \• • ~ , ' • ,,, ' '·,· ' -·~ .....,ι ιι .,. ._

... • '·

193

194


Φά~pοι -πεrαilωτήδεs

Β

να από τα πιο σκληρά και ακάθαρτα επαγγέλματα των περασμένων χρόνων, ήταν κι αυτό του

σιδερά, του φάβρου, όπως λέγεται στη Ζάκυνθο. Ο τεχνίτης αυτός, ώρες σκυμένος πάνω στο καμίνι με το φυσερό, προσπαθούσε να μαλακώσει το σκληρό σίδερο, να του δώσει μορφή και να το αξιοπο ιήσει Συχνά μάλιστα έβγαιναν από τα χέρια του αληθινά αριστουργή-

ματα.

Συνήθως οι φάβροι έφτιαχναν οικοδομικά και γεωργικά εργαλεία, πορτόνια, σιδεριές, μπαρκόνια, σταυ­ ρούς, φανάρια και πολλές όλλες σιδεροκατασκευές. Ζέσταιναν το σίδερο στο καμίνι, που κρατούσαν άσβεστη πάντα τη φωτιά του, με τη βοήθε'ια του φυσερού και ύστερα το χτυπούσαν στο αμόνι, για να του δώσουν το σχήμα που ήθελαν. Με το nύρωμα έκαναν τότε και τα διάφορα κολλήματα. · Αριστα δείγματα της δουλειάς τους συναντάμε σήμερα σε διάφορα εξοχικά σπίτια, σε καμπαναριά εκκλησιών, σε μερικές πλατείες, αλλά κυρίως στο κεντρικό νεκροταφείο της πόλης. Εκεί μερικές από τις σιδεριές που κλείνουν τις αιώνιες κατοικίες, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Πολλοί από τους φάβρους της Ζακύνου ήταν και πεταλωτήδες. Η «ειδικότητά» τους μάλιστα αυτή ήταν ιδιαίτερα γραφική. · Εδεναν πρώτα το ζώο σ ' ένα κουλούρι, του σήκωναν τα πόδια και του έκοβαν τα νύχια. Ύστερα το πετάλωναν . Το πέταλο, πριν το χρησιμοποιήσουν, το έβαζαν στη φωτιά να ζεσταθεί, για να έχει έτσι πιο καλή εφαρμογή. Μετά το κάρφωναν με καρφιά από μαλακό σίδερο, που έφτιαχναν οι ίδιοι Τα πέταλα είχαν τρία συνήθως μεγέθη, ανάλογα με την κατηγορία του αλόγου πο υ ήταν πρώτο (μεγάλο), δεύτερο (μεσαίο) και τρίτο (μικρό). · Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που τα ζώα, και κυρίως τα άλογα δεν στέκονταν να τα πεταλώσουν . Ο πεταλωτής, τους έβαζε τότε την ντεβασιά ή δαγκούνα στο αυτί ή στο πάνω χείλος τους . Αυτή ήταν ένα ξύλο, που στην άκρη του είχε μια τρύπα aπ· όπου περνούσαν ένα ριγανέλο (λεπτό σχοινί), που τον κόμπο του τον έδεναν με ειδικό τρόπο οι καρολόγοι, για να είναι λεπτός. Περνούσαν λοιπόν το σχοινί από το αυτί ή το πάνω χείλος του ζώου και το έστριβαν. Αυτό τότε πονούσε περισσότερο σ· εκείνο το σημείο και ξέχναγε το πετάλωμα. Έτσι ο πεταλωτής έκανε ήσυχος τη δουλειά του. Αυτό γινόταν συνήθως όταν πετάλωναν τα μπροστινά πόδια. Για τα πισ ινά όμως, που το ζώο έχει περισσότερη δύναμη, εφάρμοζαν μιαν άλλη πραχτική μέθοδο. Έπαιρναν ένα μικρό κυκλικό λουρί και το περνούσαν απ' το πόδι του ζώου. Αυτό είχε δυο σιδερένιους κρίκους . Τον ένα τον έδεναν μ' ένα σχοινί απ' την ουρά και απ' τον άλλο πέρναγαν ένα γερό καναβίδι, που το κρατούσαν δυο άντρες, τεντωμένο με δύναμη. Το ζώο έτσι δε μπορούσε να κουνηθεί, γιατί θα τραβούσε την ουρά το υ και θα πονούσε. _ Μερικοί από τους πιο γνωστούς φάβρους των τελευταίων χρόνων είναι οι: Ανδρέας Κλάδης, που είχε το φαβραρείο του στο Εβραϊκό Γέπο, Γεώργιος Βλαχόπουλος, Νικόλαος Βλαχόπουλος, Λέλος (Βενιζέ­ λος) Βλαχόπουλος, Γεώργιος Τσιρόπουλος ή Στάμος, Νικόλαος Καλούτσικος, Σπύρος Καρατζάς, Ζώης Παπαδάτος, Θοδωρής Παπαδάτος ή Ζώης, Φώτης Μαυρωτάς ή Ρόκκος, Ζέππος Δεκάντιος, Σπύρος Βιλιάρδος ή Ματίος, Δεμέτης Γιακουμής, Μίκιος Δεμέτης, Καρδιανός κ.ά. Μερικοί από αυτούς, όπως οι Ζώηδες, οι Βλαχοπουλαίοι, ο Δελέτης κ.ά. ήταν και πεταλωτήδες. Υπήρχαν όμως και αποκλειστικοί πεταλωτήδες που είναι οι: Παρασκευάς Παπαδάτος, Σπύρος Μιλάνος, Γιώργος Ρουμελιώτης ή Σμπόρας, Γιάyνης Αμπελιάς, Δ. Πέπας κ.ά.

195 '


196

197

195.

Πετάλωμα γαίδάρου. Σκηνή που σπάνια συναντούμε στις μέρες μας.

196.

Η δαγκούνα στο αυτί του ζώου.

Το πετάλωμα έτσι γινόταν πιο εύ­ κολο.

197. .. Το

χτύπημα στ · αμόνι. Εδώ το

άψυχο σίδερο παίρνει μορφή.

198.

Το φυσούνι. Απαραίτητο για τ ·

άναμα

της

ηλεκτρισμός

αποθήκη.

198

φωτιάς.

Σήμερα ο

τ · οδήγησε στην


199

200

201


202

199. Ένας

από τους τελευταίους φά­

βρους.

200. 201.

Τροχός για ειδικές εργασίες. Καράγολας. Εργαλείο για να γυ­ ρίζει σίδερα. Μ' αυτόν φτιάχτη­ καν τα πρώτα παγκάκια της πλα­ τείας.

202.

Το ζέσταμα

του σίδερου στο

καμίνι. Με τη φωτιά το σκληρό μαλακώνει.

203.

Μόρσα ή μέγκενη (Σ φικτήρας).

204. · Ενα καλλιτέχημα Ζακυνθινού φάβρου. ·

203


205

206

•,

207


208

205.

Παλιά χειροποίητη ψα,',ίδα.

Ένα

από τα βασικά εργαλεία του φά­ βρου.

206.

Τα εργαλεία του πελαλωτή. Πά­ νω: σατράνι, σφυρί, καλιβομάχαι­ ρα ή καλιβόνια, τανάλια και ρά­ σπα ή λίμα. Κάτω: καρφιά και πέ­ ταλα.

207.

Ντεβασιά κρεμασμένη από

το

παραθυρόφυλλο του πεταλωτή.

208.

Τράπανος ή τρυπάνι.

209.

Μαίανδροι στο κεντρικό νεκρο­

ταφείο.

210.

Από το κεντρικό Ζακύνθου.

210

209

νεκροταφείο


211.

Η γορδοvιέρα.

212.

Σύvχροvο φαvάρι. Στολίδι· απα ­ ραίτητο για <<τση κολώvες τση πλατείας Ρούγας».

211

212

213.

Καμίvι παλιότερων καιρώv, η φω ­

τιά του κιvδύvευε vα μηv ξαvαvά­ ψει.

213


cpαvoπorof ο επάγγελμα του φανοποιού το εξασκούσαν στην προσεισμική Ζάκυνθο, αποκλειστικά οι Εβραίοι. Κρατούσαν μάλιστα με πείσμα τα μυστικά του και δεν έπαιρναν ποτέ στο μαγαζί τους Ζακυνθινά μαστορόπουλα για να μάθουν την τέχνη. Μετά τον πόλεμο όμως, που τα

εβρέικα χέρια λιγόστεψαν, πήραν βοηθούς και μερικούς Χριστιανούς και τους έμαθαν τη

δουλειά. Οι Ζακυνθινοί όμως είχαν συνηθίσει και έτσι ονόμαζαν όλους τους τεχνίτες του είδους «Οβραίους». Οι φανοποιοί κατασκεύαζαν συνήθως λιβανιστήρια, λύχνους (πετρελαίου και λαδιού), ρογιά, τυροβόλια, μπρίκια του καφέ, πύλιες για λάδι, βρύσες, ποτιστήρια, καρδάρες κ.ά. Τα τελευταία χρόνια έ(ρτιαχναν επίσης και τη σερπαντίνα για τα ψυγεία πάγου. Σαν υλικά χρησιμοποιούσαν ντενεκέ και λαμαρίνα γαλβανιζέ. Τα κολλήματα γίνονταν παλιότερα με ρετσίνι από πεύκο. Κύρια εργαλεία του φανοποιού ήταν: η στράντσα για τις γωνίες, ο κύλινδρος, η γορδονιέαρ, τα ψαλλίδια κ.ά.

· Μερικοί από τους πιο γνωστούς Εβραίους φανοποιούς ήταν: ο Μωσάκης, ο Τσεζάνας, ο Μούρδος κ.ά.

214.

Το καμινέτο ή κολλητήρι και ξυ­ λόσφυρα.

215.

"Αλλες δυο κατασκευές του φα­

νοποιού. Δοχείο για νερό και σύ­ γλος.

216.

Φανοποιός επί τω έργω.

216


218


220

217.

Εργαλεία του φανοποιού. Πάνω η μπεκόρνα

στράντζα

218.

-

αριστερά η μικρή

-

δεξιά το ξυλόσφυρα.

Τυροβόλια. Υπάρχουν στρογγυ­

λά και τετράγωνα.

219.

Τα εργαλεία του φανοποιού από

αριστερά πάνω σειρά: ζουμπά­ δες, ψαλίδες

-

κάτω σειρά κοπί­

δι, ψαλίδα, βαριοπούλα.

220.

Ο κύλινδρος.

221.

Η στράντζα.

222.

Από τις κατασκευές του φανο ­ ποιού.

221

222


ο επάγγελμα του χρυσοστιλβωτή προέρχεται σίγουρα απ' την Βενετία και ο ι εχνίτης του είδους είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς του Επτανησιακού χώρου. Οι καλλιτέχνες αυτοί συνέχιζαν τη δουλειά του ξυλογλύπτη και στόλιζαν με χρυσάφι τα έργα του. Η ύ παρξή τους στα περασμένα χρόνια μαρτυρεί για μια ακόμα φορά, την οικονο­ μική ανάπτυξη του νησιού και το λεπτό γούστο των κατοίκων του. Κυριότερα εργαλεία τους ήταν: Τα πινέλα, τα ξυστήρια, οι μπουρνιδόροι (στιλβωτήρια), το κουσούνι, οι φτέρες και ο ζουμπάς για το σαγρέ. Η δουλειά αυτή απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και προ πάντων υπομονή. Έπαιρναν πρώτα το ξυλόγλυ­ πτο που ήθελαν να χρυσώσουν και το καθάριζαν καλά από τις σκόνες. Ύστερα το περνούσαν με κόλλα. Για την κατασκευή της δίνει πολύ σημαντικές οδηγίες ο Παναγιώτης Δοξαράς στο βιβλίο του «ΠΕΡΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑΣ» (Εν Αθήναίς 1871) και συγκεκριμένα στο τελευταίο το υ κεφάλαιο, που επιγράφεται : «EPMHNIA ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΙΜΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΙΟΜΑΤΟΣ». « Έπαρε», γράφει, «Κόλα τοδέσκα άσπρη λείτρα μία, διάλεξέ την να είναι καλή, δια να λιώνη εις το βράσιμο ν, βάλε την εις ένα αφόριο τζουκάλι, να χωράη νερό

καρτούτζα πέντε δια να μοσκεύη ώρας έξι, έπειτα βάλε την εις την φωτίαν να βράση ώστε να αναλύση όλη καλά. ύστεραν ευγαλέτην να ρεποσάρη καμπόσον, και απέκει δος την εις το ξύλο. Στεγνώνοντας, την μίαν φορά, δήνεις το άλλο έως τρία, ή και τέσσερα χέρια ως καθώς είναι το ξύλο, και αν είναι το ξύλο γλυκό δίνεις ένα χέρι κόλα ή και δύο περισσότερα, και αν είναι το ξύλο σκλιρό δος τρία μόνον». Στη συνέχεια ο χρυσοστιλβωτής γυψάρει το ξυλόγλυπτο. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιεί λεπτούς γύψους που τους έχει κοσκινισμένους καλά και την κόλλα που του περίσσεψε από την προηγούμενη φάση της εργασίας του . Το γυψάρισμα γίνεται πολλές φορές και ο τεχνίτης προσπαθεί να μην του γίνει σκληρό και δεν του πετύχει το χρύσωμα. Ακολουθεί το ξεχόντρισμα. Με ειδικά εργαλεία δηλαδή, ο επιχρυσωτής ξύνει τους κόμπους και τα μέρη που έχουν περισσότερο ύψος και ανοίγει τις τρύπες και τα λούκια που τυχόν έχουν κλείσει με το γυψάρισμα. Στη συνέχεια γίνεται το βάψιμο με το μπόλο. Πολύτιμες πληροφορίες γι' αυτό μας δίνει και πάλι ο Παν. Δοξαράς: «Ετοψάζεις τα μπόλε καλά και παστρικά με τούτον τον τρόπον. βάλε μησί οyyιά μπόλο αρμένο, και μισή μπόλο οριοντάλε, και ολίγο ξήγγη να είναι από το ξηγγοκέρη, την ποσότιτα έως ένα ρεβηθόσπυ­ ρο, και τρύψε τα καλά, έπειτα ανακατόνης ολίγο με νερό, και ολίγη κόλα aχαμνή και δίνεις έτζι νεράτο το πρώτο χέρι, έπειτα ακολουθάς πλέον δυναμερόν ήγουν δασίτερον ολίγον με την ίδιαν στράτα βάνοντας εις το μπόλε τρία μερδικά νερό, και ένα κόλα, έως να δώσης τέσσαραιας φοραίς ή και πέντε». Ακολούθως ο τεχνίτης με τη βοήθεια του νερού και των πινέλων του κολλάει προσεκτικά τα φύλλα του χρυσού. Τέλος το βερνικώνει και όπου θέλει να γίνουν aνταύγειες το περνάει με κρόκο αυγού. Το φόντο

γίνεται ματ και γι' αυτό βάζουν αντί για νερό λάδι Δεν είναι όμως ανθεκτικό και γι' αυτό το αποφεύγουν. Ο χρυσοστιλβωτής πρέπει να προσέχει τον καιρό όταν δουλεύει και προ πάντων την καθαριότητα, γιατί και ένας κόκκος μόνο σκόνης, μπορεί να δυσκολέψει το έργο του. Πολύ συχνά την τέχνη αυτή την εξασκούσαν και διάφοροι ζωγράφοι, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης Ταμβάκης και ο Παναγιώτης Πλαίσας - Νίκος, ο νεώτερος. Στα παλιότερα χρόνια επίσης υπήρχαν και πολλοί ιερωμένοι χρυσωτές. Φημισμένοι τεχνίτες αυτού του είδους είναι οι: ιερ. Βενιέρης Ιωάννης, Μινώτος, ιερ. Χαλκοματάς Αναστάσιος, Βαρθάλης Ιωάννης, Σιμινικόπουλος, Βούτος ΠαΊσιος, Κορωνιός Νικολέτος, Καλάνδριας Αντώνιος, Γκάγκας Καίσαρ, Πανταζής Σπυρίδων, Πανταζής Αντώνης κ.ά. Σήμερα ο μοναδικός τεχνίτης του είδους στο νησί είναι ο Σπύρος Πανταζής, από παλιά οικογένεια χρυσοστιλβωτών. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως την τέχνη αυτή μαθαίνει και η Μαρία Πλέσσα­ Σταμίρη, η πρώτη γυναίκα χρυσοστιλβώτρια.


223.

Το χρυσωμένο πλαίσιο ταιριάζει αποκλειστικά με την αναγεννη­ σιακf) εικόνα.

Αλλη μια Βενε-

τσιάνικη επίδραση.

224.

Το χρυσάφι δίνει περισσότερο πλούτο στο ξυλόγλυπτο.

ι


....

225


225.

Ξυλόγλυπτος και επιχρυσωμέ­ νος πολυέλαιος από το εργαστή­

ρι του Σ π. Πανταζή.

226.

Γολγοθάς. Ο χρυσωτής χρύσωνε

εδώ μόνο το ανάγλυφο τμήμα. Το φόντο βάφτηκε μαύρο για να

πενθήσει τον Σταυρωμένο Χρι­ στό.

227. Λεπτομέρεια από την Καθέδρα του Α γ. Νικολάου στο Μουζάκι.

227


228

229


228.

Ροζέτα για το ξύλιvο ταβάvι. Κι αυτή επιχρυσωμέvη.

229.

Στεφαvοθήκη

για

το

οικογε­

vειακό εικοvοστάσι.

230.

Λεπτοκαμωμέvος καθρέφτης.

230


231

231. Ο επιτάφιος του Αγίου Διονυ­ σίου.

Για

vα γίνει δούλεψαν

τρείς τεχνίτες. Ο ταγιαδόρος, ο χρυσωτής, και ο πιτόρος.

232.

Δείγμα επιχρύσωσης.

233.

Επιχρυσωμένο μικρό ξυλόγλυ­ πτο.

234. Χρυσοστιλβωτής στο εργαστήρι τού.

235. Τα εργαλεία του χρυσωτή. Δο­ χείο για γύψο, κουσούνι, ξυστή­ ρια, φτέρα, μαχαίρι, μπουρνιδό­ ροι.

232

233


234

235


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. 2.

Αργυρογλύπτες

Βαρελοποιοί

3.Καλαθάδες

4.Καπελάδες-Καπελούδες

5. Καροποιοί 6. Κατασκευάστριες διχτυών 7. Κεραμοποιοί 8. Κηροπλάστες 9. Μαντολατοποιοί 1Ο. Μπούτρα τση Μπισμπάρδαινας 11. Μπρουτζοχυτήρια 12.Ναυπηγομαραγκοί

13. 14. 15. 16. 17.

Ξυλογλύπτες Οπλουργοί Παπλωματούδες

Πελεκάνοι Πυροτεχνουργοί

1Β.Σαμαράδες

19. Σαπωνοποιοί 20. ταμπάκηδες 21. Τσαγκάρηδες-Τσαρουχάδες 22. Τυπογράφοι 23. Φάβροι-Πεταλωτήδες 24. Φανοποιοί 25. Υφάντρες-Κεντήστρες 26. Χρυσοστιλβωτές


Ευχαριστώ όλους όσους βοήθησαν για την έκδοση αυτού του βιβλίου. Τους τελευταίους τεχνίτες, τους συγγενείς τους καθώς και τους φίλους Χριστόδουλο Σούρμπη και Νίκο Μπιάζη που βοήθησαν στη φωτογράφιση . Δ.Φ.

-

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αρβανιτάκη Τασίας, Η τέχνη της ξυλογλυπτικής στη Ζάκυνθο μέχρι το 1955, Ζάκυνθος · 82, 1, (1983), σ. 84-87.

-Της ίδιας, Η τέχνη της ξυλογλυπτικής στη Ζάκυνθο μετά το 1953, Ζάκυνθος · 83, 2, (1984), σ. 58-60. Γιακουμέλου Διονυσίου, Η λιθογλυπτική του Γυριού, Ζάκυνθος · 82, 1, (1983), σ. 69-71. Γιαννοπούλου Μαριέπας, Η γυναικεία βιοτεχνία Ζακύνθου, περ. Ελληνίς, 9 και 1Ο, σο. 241-244 και 286-291 . Δοξαρά Παναγιώτη, Περί ζωγραφίας, εν Αθήναις 1871. Ζήβα Διονύση, Η αρχιτεκτονική της Ζακύνθου από τον ΙΣΓ μέχρι τον /Θ' αιώνα, Αθήναι 1970. Ζώη Χ. Λεωνίδα, Αι εν Ζακύνθrμ συντεχνίαι, εν Ζακύνθ~ 1893. -Του ίδιου, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1965. -Του ίδιου, Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήναι 1955.

-

- Ζώρα Πόπη, Δύο μεγι;ίλοι μαστόροι του aσημιού, Αθανάσιος Τζημούρης - Γεώργιος Διαμαντής Μπάφας, Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1972. - Κονόμου Ντίνου, Ζάκυνθος, Πεντακόσια χρόνια (1478-1978), Τόμος ε·, τεύχος a·, Αθήνα 1989. - Λυκούρεση Νίκου, Οι Κοιλιωμενιάτες μαστόροι της Πέτρας, Περίπλους 8, σ. 202-208.



ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ»

ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟ

1991

ΣΕ

2000

ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ

&

ΣΙΑ Α.Ε.

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΟΜΜΕΧ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΟΜΜΕΧ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΑΚΙΩΛΑΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ε=ΩΦΥΛΛΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΑΓΓΕΛΘΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΙΣ

ΕΟΜΜΕΧ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑΠΟΙΗτΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

&

ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ

Δ / ΝΣΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠrΥΞΗΣ / ΤΜΗΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ / ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΚΔΟΣΕΩΝ





Ό

Υ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΙΜΟΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ Μ.ΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΙΕΩΝ κ X_EIPOTEXNIAI

' ~~"'

,,


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.