Περιοδικό Γεωγραφίες_Τεύχος 18

Page 1


ΤΕΥΧΟΣ 18 – ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2011 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόχειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ), Νίκος Παπαμίχος (ΑΠΘ), Βίλμα Χαστάογλου (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht).

Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διά- στημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλε- ται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύ- πωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας. 5. Οι βιβλιογραφικές ανα- φορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Οι συνεργάτες/συνεργάτιδες του περιοδικού που δημοσιεύουν επιστημονικά άρθρα λαμβάνουν δωρεάν δύο τεύχη ανά συγγραφέα και εκείνοι/ες που δημοσιεύουν σύντομες συνεργασίες ένα τεύχος ανά συγγραφέα. 7. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντί- τυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 176, 210 95 49 144, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου.


000:Layout 1

9/27/11

Π

10:26 AM

Ε

Page 1

Ρ

Ι

Ε

Χ

Γ Ε Ω - Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η Τ Ε Σ Δ Ι Ε Θ Ν Ι Κ Η Μ Ε Τ Α Ν Α Σ Τ Ε Υ Σ Η Κ Α Ι Κ Ε Ν Τ Ρ Α Κ Ρ Α Τ Η Σ Η Σ Σ Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η

3 7

Bernd Kasparek The European Detention Landscape

13

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Α

19 36 58 81

93

97

104

Α Ρ Θ Ρ Α

Μπεόπουλος Νίκος Οι παρεμβάσεις της αγροτοπεριβαλλοντικής πολιτικής στο τοπίο: σκέψεις και ερωτήματα

109

Γαλάνη Λία, Ρόκκα Αγγελική, Παπαγεωργίου Γεώργιος, Μίχας Παύλος Αναπαραστάσεις της έννοιας «ποταμός» από μαθητές της Ε’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Παπαγεωργίου Μαριλένα Η γεωγραφία και χωροταξία του θερμαλιστικού τουρισμού στην Ελλάδα Χατζηγιαννάκη Ζωή Ένα προσωρινό νησί: Η παραγωγή του χώρου στη Σαντορίνη

Ε

Ν

Α

Σαγιάς Ιων Διεθνές Συνέδριο: EURS Journal “Repositioning Europe in an era of global transformation”, Βιέννη, 15-17 Σεπτεμβρίου 2010

Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ε Ι Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ι Κ Ω Ν Ε Ρ Γ Α Σ Ι Ω Ν Κ Α Ι Δ Ι Α Τ Ρ Ι Β Ω Ν

Ο γάλλος γεωγράφος Emile Kolodny και η νησιωτική Ελλάδα Emile Kolodny Μια ταραχώδης επάνοδος στην Αμοργό

Μ

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

Λαφαζάνη Όλγα Από το Αιγαίο στην Πάτρα, από την Αθήνα στον Έβρο: Εντάσσοντας τον αποκλεισμό, αποκλείοντας την ένταξη

Μ Ι Κ Ρ Ο

11

Ο

Τ Ο

116

Ερευνητική ομάδα Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ Βασικές αρχές σχεδιασμού Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού Φαρούπου Αννα Παγκοσμιοποίηση και μετασχηματισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η περίπτωση της Δανίας Βαταβάλη Φερενίκη Νέες γεωγραφίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο και διαδικασίες παραγωγής κατοικίας. Ιωάννινα και Αργυρόκαστρο μετά το 1989

Β Η Μ Α

Τ Ω Ν

Φ Ο Ι Τ Η Τ Ω Ν

Μυωφά Νικολία-Σπυριδούλα Ανάπτυξη μεθόδου για την επανάχρηση-ανάπλαση κτιρίων και εκτάσεων σε αστικούς χώρους μέσα από τη μελέτη της ευρωπαϊκής εμπειρίας


000:Layout 1

9/27/11

10:26 AM

Page 2


001:Layout 1

9/27/11

10:26 AM

Page 3

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Γ

Ε

Ω

-

Ε

Π

Ι

Κ

Α

Ι

Ρ

Ο

Τ

Η

Τ

Ε

ΔΙΕΘΝΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ αρατηρούμε ‒ίσως περισσότερο από ποτέ‒ τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια ολοένα αυξανόμενη ποινικοποίηση της διεθνικής μετανάστευσης και των ίδιων των μεταναστών/ριων. Σε ένα ευρύ μέρος του τύπου, στην τηλεόραση, στις δηλώσεις πολιτικών και κυβερνητικών στελεχών, στη δράση και την απήχηση ακροδεξιών ομάδων, η κοινή συνισταμένη είναι η πεποίθηση ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλάδας είναι οι «λαθρο»-μετανάστες. Ο κυρίαρχος αυτός λόγος αποκρυσταλλώνεται και στις εφαρμοζόμενες ή προτεινόμενες πολιτικές. Πολιτικές που ‒αλληλοδιαπλέκομενες‒ διαμορφώνουν ένα ευρύ δίχτυ ελέγχων, κράτησης, αποτροπής εισόδου και απελάσεων που απλώνεται πλέον σε όλον τον ελλαδικό χώρο. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανακοίνωσε πριν από λίγους μήνες την κατασκευή 14 νέων κέντρων κράτησης: από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τους νομούς Έβρου και Ροδόπης μέχρι τη Σπάρτη, την Πάτρα, την Ηγουμενίτσα και την Αθήνα. Ταυτόχρονα επανήλθε στη συζήτηση το χτίσιμο ενός τείχους 12,5 χιλιομέτρων στον Έβρο, στο κύριο σημείο εισόδου στην Ελλάδα μεταναστών/ριων χωρίς χαρτιά, ενώ το Υπουργείο έδωσε στη δημοσιότητα και τα σχέδια του τείχους. Ταυτόχρονα τόσο η Κυβέρνηση1 όσο και ο Δήμος Αθηναίων2 εξήγγειλαν πρόσφατα προτάσεις πολιτικών για την «εξυγίανση» του κέντρου της Αθήνας, προτάσεις που συμπυκνώνονται στην αυξημένη, αποδοτικότερη και εντονότερη αστυνόμευση. Οι σημερινές ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ ζήτησαν από δύο ειδικούς στα θέματα αυτά, την Όλγα Λαφαζάνη και τον Bernd Kasparek, να περιγράψουν τα φαινόμενα αυτά, η πρώτη για την Ελλάδα και ο δεύτερος για το σύνολο της ΕΕ.

Π

1. Προτάσεις του υπουργικού συμβουλίου που περιλαμβάνουν πρωτοβουλίες από τα υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας, Παιδείας, Προστασίας του Πολίτη, Περιβάλλοντος και Υποδομών. Αναλυτικά το Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας: http://s.enet.gr/resources/articlefile s /s xe diodra s hs giat okentrothsa8hnas—2.pdf. 2. Ο Δήμος Αθηναίων εξήγγειλε «Μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στο κέντρο της Αθήνας». Έχει ενδιαφέρον ότι η πρώτη δέσμη μέτρων, περιλαμβάνει πέντε προτάσεις οι οποίες θα υλοποιηθούν από το Δήμο σε συνεργασία με την κυβέρνηση εκ των οποίων η πρώτη αφορά εντατικότερη αστυνόμευση ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις αφορούν το θέμα της μετανάστευσης. Αναλυτικά οι προτάσεις του Δήμου Αθηναίων: http://www.city ofathens.gr/node/13370.

ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ: ΕΝΤΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ, ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ Όλγα Λαφαζάνη1

την Ελλάδα την περίοδο του Μνημονίου και της οικονομικής κρίσης οι μετανάστες/ριες μεταμορφώνονται τόσο από τον κυρίαρχο λόγο όσο και από τις προτεινόμενες πολιτικές σε αποδιοπομπαίους τράγους. Οι μετανάστες λοιπόν και

Σ

1. Υποψήφια διδάκτωρ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. olafazani@hua.gr

3

Σ


001:Layout 1

4

9/27/11

10:26 AM

Page 4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011

όχι η οικονομική και η (ελλιπής) κοινωνική πολιτική της Ελλάδας φαίνεται να ευθύνονται για την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια, όχι μόνο στο κέντρο της Αθήνας αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Όπως υποστηρίζει και ο Étienne Balibar οι μετανάστες πρέπει να μετατραπούν σε αντικείμενα και υποκείμενα του φόβου. Να βιώνουν το φόβο της απόρριψης και του διαρκούς ελέγχου ενώ ταυτόχρονα να εμπνέουν το φόβο στον γηγενή πληθυσμό. Επιχειρήσεις-σκούπα, καταστολή, απελάσεις, τείχη και εγκλεισμός των ξένων παρουσιάζονται ως ενδεδειγμένες λύσεις για τα δεινά όχι μόνο του κέντρου της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα επιχειρήσω μια βαθύτερη ανάγνωση αυτού του λόγου και των προτεινόμενων πολιτικών εντοπίζοντας κάποιες αλληλένδετες παραδοχές που έχουν να κάνουν τόσο με τον τρόπο συγκρότησης της έννοιας του «παράνομου» μετανάστη όσο και με τις πεποιθήσεις που διέπουν τις μεταναστευτικές πολιτικές. Τέλος, θα προσπαθήσω να αναδείξω και τις υποβόσκουσες προσλήψεις για το χώρο που αναδεικνύουν τέτοιου τύπου πολιτικές προτάσεις.

Παρανομοποίηση της μετανάστευσης Μια σύντομη επισκόπηση της μεταναστευτικής πολιτικής της Ελλάδας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη συζήτηση για την έννοια του παράνομου μετανάστη. Ο πρώτος νόμος που αφορά τη μετανάστευση προς την Ελλάδα ‒και ταυτόχρονα η πρώτη φορά που εμφανίζεται ο όρος «παράνομος» μετανάστης, τόσο στον νομικό όσο και στον δημόσιο λόγο‒ είναι το 1991 (Ν. 1975/1991), ενώ η πρώτη νομιμοποίηση ‒αποτέλεσμα (και) του δυναμικού αντιρατσιστικού και μεταναστευτικού κινήματος‒ γίνεται το 1998 (με τα προεδρικά διατάγματα 358/1997 και 359/1997). Ακολουθούν δύο ακόμα μαζικές νομιμοποιήσεις το 2001 (Ν. 2910/2001) και το 2005 (Ν. 3386/2005). Η πολυσυζητημένη διαφορά λοιπόν μεταξύ «νόμιμων» και «παράνομων» μεταναστών είναι, στην ουσία, μια νομοθετική ρύθμιση. Τόσο η ιδιότητα του πολίτη όσο και η παρανομία σηματοδοτούν μια κοινωνική σχέση με το κράτος, είναι νομικά στάτους και άρα πολιτικά κατασκευασμένες ταυτότητες. Ο ανθρωπολόγος N. De Genova επισημαίνει πως, όταν αναγνωρίσουμε τον έντονα πολιτικό χαρακτήρα όλων των ερωτημάτων που αφορούν τη μετανάστευση χωρίς χαρτιά και ορίσουμε με ακρίβεια το πρόβλημα του κράτους ως τον ορίζοντα αναφοράς τέτοιων ερωτημάτων, γίνεται αμέσως ορατό ότι όλες οι μεταναστεύσεις χωρίς χαρτιά κατασκευάζονται ως ιστορικά συγκεκριμένα προϊόντα των διαδράσεων συγκεκριμένων μεταναστευτικών κινήσεων με τις διακριτές πολιτικές και νομοθετικές ιστορίες συγκεκριμένων κρατών. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει παράνομη μετανάστευση ή παράνομοι άνθρωποι ως τέτοιοι. Η παρανομία δεν είναι μια αναλυτική κατηγορία που περιγράφει ένα μοναδικό, παγκόσμιο, ουδέτερο και πάνω από την ιστορία και το χώρο αντικείμενο. Το αντίθετο. Η μεταναστευτική παρανομία παράγεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, χωρικά και πολιτισμικά πλαίσια και αποσκοπεί στην καθυπόταξη της μετανάστευσης. Υπό αυτή την έννοια, είναι οι ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες καθώς και οι πολιτικές ελέγχου της μετανάστευσης που κατασκευάζουν τους μετανάστες ως «παράνομους» και ταυτόχρονα ως αντικείμενα του φόβου, ενώ η διεύρυνση του συνοριακού καθεστώτος και στο εσωτερικό των πόλεων κάνει αυτό το φόβο συστατικό της καθημερινής τους ζωής.


001:Layout 1

9/27/11

10:26 AM

Page 5

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Προτεινόμενες πολιτικές αντιμετώπισης του «προβλήματος» Οι πρόσφατα προτεινόμενες πολιτικές που συνοπτικά αναφέρθηκαν παραπάνω διαφορικά αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως νόμιμους/παράνομους και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση ως ένα πρόβλημα που πρέπει και μπορεί να λυθεί με τις κατάλληλες πολιτικές. Ο κοινωνιολόγος της μετανάστευσης S. Castles τονίζει πως πίσω από τέτοιου τύπου πολιτικές προτάσεις κρύβονται δύο πολύ διαδεδομένες πεποιθήσεις που διέπουν τις πολιτικές για τη μετανάστευση. Η πρώτη είναι η οικονομίστικη αντίληψη που βασίζεται στα νεοκλασικά οικονομικά μοντέλα κόστους-οφέλους: οι άνθρωποι μετακινούνται εάν αυτό μεγιστοποιεί την προσωπική τους χρησιμότητα και δεν μετακινούνται ή, ακόμα, γυρίζουν πίσω στις χώρες τους εάν η καμπύλη κόστους-οφέλους αλλάξει. Η τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ενδεικτική αυτής της αντίληψης. Την πρώτη πενταετία του 2000, τη «χρυσή περίοδο» των Ολυμπιακών αγώνων με τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι μετανάστες ήταν ευπρόσδεκτοι καθώς η ζήτηση για εργασία ‒ιδιαίτερα στους κλάδους των κατασκευών, της γεωργίας, του τουρισμού και της οικιακής εργασίας‒ ήταν αυξημένη. Αντίθετα, την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι ίδιοι αυτοί μετανάστες μεταμορφώνονται σε απειλητικούς ξένους που πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα ή να απομακρυνθούν για να κρατηθεί η πόλη όρθια, όπως δηλώνει και ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης: «οι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα και, αν δε γίνει αυτό, η έννομη τάξη θα πρέπει να τους απομακρύνει, καθώς η κατάσταση είναι δραματική και έχουμε ευθύνη όλοι να κρατήσουμε την πόλη όρθια».2

Η δεύτερη είναι η γραφειοκρατική αντίληψη ότι οι ρυθμίσεις που σχεδιάζονται για να κατηγοριοποιούν τους μετανάστες και διαφορικά να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την είσοδό τους και την παραμονή τους στη χώρα καταφέρνουν αποτελεσματικά να διαμορφώνουν τη συλλογική τους συμπεριφορά. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Χρήστος Παπουτσής, οι «παράνομοι» μετανάστες πρέπει να πάρουν καθαρά το μήνυμα: «Στην Ελλάδα θα παραμείνουν μόνο εκείνοι οι μετανάστες που έχουν δικαίωμα διεθνούς προστασίας ή δικαίωμα ασύλου και εκείνοι που έχουν άδεια νόμιμης εργασίας και παραμονής στην χώρα μας. Κανείς άλλος. Όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να πάρουν καθαρά το μήνυμα. Θα φύγουν από την Ελλάδα, είτε με εθελοντικό επαναπατρισμό είτε με υποχρεωτική απέλαση. Σε αυτή την κατεύθυνση είμαστε απολύτως αποφασισμένοι».3

Οι δύο αυτές πεποιθήσεις συναθροίζονται στο συμπέρασμα ότι οι μεταναστευτικές κινήσεις μπορούν να ρυθμίζονται απόλυτα, να ανοίγουν και να κλείνουν όπως μια βρύση, με την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών. Αλλά η μετανάστευση δεν είναι μια γραμμική, κανονιστική κίνηση που μπορεί να ρυθμιστεί με μια ανάλυση κόστους-οφέλους σε ατομικό επίπεδο ή με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, όπως φαίνεται να υποθέτουν τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι ελληνικές μεταναστευτικές πολιτικές. Η μετανάστευση είναι μια σύνθετη κοινωνική διαδικασία με τις δικές της εσωτερικές δυναμικές. Εκκινεί στην παγκόσμια κλίμακα από τις παγκόσμιες χωροκοινωνικές ανισότητες, καθορίζεται από τις «πρώην» αποικιοκρατικές σχέσεις, συντηρείται από δι-εθνικά κοινωνικά και οι-

2. Ολόκληρη η δήλωση του Γ. Καμίνη: http://www.skai.gr/ news/greece/article/169848/gkaminis-oi-paranomoimetanastes-na-egataleipsoun-tihora/.

3. Αναλυτικά η συνέντευξη του Χ. Παπουτσή: http://www.athina984.gr/node/150 358.

5


001:Layout 1

6

9/27/11

10:26 AM

Page 6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011

κογενειακά δίκτυα και τροφοδοτείται από την επιθυμία των ανθρώπων να δραπετεύσουν. Μια επιθυμία που συχνά είναι πολύ πιο έντονη, αποφασιστική και εφευρετική από ό,τι οι κρατικές πολιτικές μπορούν να προβλέψουν και να ελέγξουν. Το παράδειγμα των πολιτικών που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό είναι ενδεικτικό. Σύμφωνα με πολλές πηγές, παρά την ολοένα και εντονότερη στρατιωτικοποίηση της χερσαίας συνοριακής ζώνης μεταξύ των δύο χωρών (τείχη, θερμικές κάμερες, εντατικές περιπολίες όχι μόνο από σώματα ασφαλείας αλλά και από πολίτες), οι μετανάστες/ριες χωρίς χαρτιά όχι μόνο συνεχίζουν να φτάνουν στις ΗΠΑ, αλλά ο αριθμός τους φαίνεται να κυμαίνεται τελείως άσχετα από τις πολιτικές ελέγχου.

«Η Ελλάδα δεν θα γίνει αποθήκη παράνομων μεταναστών της Ευρώπης» Χρήστος Παπουτσής, Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Πίσω από τις προτεινόμενες αυτές πολιτικές φαίνεται να υποβόσκουν και πολύ συγκεκριμένες προσλήψεις του χώρου. Έτσι, ο χώρος προσλαμβάνεται ως ομοιόμορφος, κενός και ουδέτερος, ένας χώρος που μπορεί να διαχωριστεί, να οριοθετηθεί και να ιεραρχηθεί. Είναι σαν να αναγνωρίζονται μόνο οι υλικές διαστάσεις του χώρου αγνοώντας τις πολύπλοκες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ιστορικές σχέσεις που τον διέπουν. Αλλά, τόσο οι τοπικές κοινωνίες, οι αντιρατσιστικές ομάδες και οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις όσο και (κυρίως) οι ίδιοι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που διασχίζουν τα σύνορα, μέσα από το λόγο, τη δράση και τις πρακτικές τους προβάλλουν και διεκδικούν διαφορετικά καθεστώτα συνόρων. Η χωροθέτηση περισσότερων κέντρων κράτησης στην ελληνική επικράτεια, το χτίσιμο του τείχους στον Έβρο, η εντονότερη και ολοένα αυξανόμενη αστυνόμευση, από τα σύνορα ως τα κέντρα των μεγάλων πόλεων, είναι ακριβώς η πολιτική που καθιστά την Ελλάδα «αποθήκη παράνομων μεταναστών». Η μετανάστευση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και μόνο με ολοκληρωμένες προτάσεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής μπορεί να αντιμετωπιστεί η ελλιπής κοινωνική ένταξη, η φτώχεια και η ανεργία που μαστίζει αυτή την περίοδο στην Ελλάδα τόσο τους μετανάστες/ριες όσο και τους γηγενείς. Η αστυνόμευση, τα τείχη και η καταστολή δεν μπορούν να σταματήσουν τη μετανάστευση όσο οι συνθήκες που τη γεννούν παγκοσμίως παραμένουν οι ίδιες. Ή, όπως λέει και η Jean-Marie, μια γυναίκα από τη Σομαλία:

4. Απόσπασμα συνέντευξης δημοσιευμένο στο κείμενο «From Lesvos To An Unknown Land», όλο το κείμενο στο: http://eipcp.net/n/1254869514.

«Η γάτα κυνηγάει το ποντίκι και το ποντίκι είναι πάντα γρηγορότερο. Έτσι είμαστε και εμείς, πάντα. Η μετανάστευση υπήρχε από πάντα, από την αρχή του κόσμου και γιατί να σταματήσει τώρα; Στην Αφρική τίποτα δεν αλλάζει. Όλα παραμένουν ίδια και εμείς θέλουμε να φύγουμε από εκεί».4


001:Layout 1

9/27/11

10:26 AM

Page 7

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

THE EUROPEAN DETENTION LANDSCAPE Bernd Kasparek 1

ncarceration and imprisonment have been ever-present in human history. The modern penal prison, whose birth and inner logic has been so aptly described by Michel Foucault, is a rather recent addition under this historical perspective. Foucault’s main argument is that the emergence of the prison as the central institution of punishment was not due to a humanitarianisation of punishment. Rather, he argues, it was more productive as a technology of power. To this end, the prison is only one element of a network of institutions, such as the military, schools, factories and hospitals. This technology of power – Foucault refers to it as “discipline” – is historically connected with the rise of the European nation-states. Benedict Anderson describes the central role of these institutions in making the nation state imaginable and thus feasible. The nation-state as a form of government is insofar successful as it is the dominant political form globally. Nevertheless, it is undergoing severe challenges in the last decades. Phenomena such as globalisation, issues such as climate change or nuclear proliferation, have underscored the notion that the nation-state may not be the appropriate political arena. However, there is yet another development which challenges the nation-state and its notion of a homogeneous and sedentary population: international migration and the increased global mobility of people. With the advent of cheap mass transportation and international means of telecommunication, the nation state is undergoing severe transformations. These new mobile populations, migrants and refugees, who move between states and cross borders, similarly pose a challenge to the nation state as their mobility makes classical forms of government unfeasible. While there is a large and increasingly critical discussion on new discourses and technologies of governing migration, two of the most obvious institutions in the classical arsenal of the nation state immediately come to mind: the border and the detention centre.

I

The practice of detention But is it even possible to speak of the detention centre per se, even likening it to a historical form such as the modern prison? The Global Detention Project, based in Geneva, describes itself as an “inter-disciplinary research endeavour that investigates the role detention plays in states’ responses to global migration, with a special focus on the policies and physical infrastructures of detention”. However, the project itself relies on a very generic and vague definition of detention, i.e. “[m]igration-related detention is the practice of detaining – typically on administrative (as opposed to criminal) grounds – asylum seekers and irregular immigrants until they can be deported, their identities established, or their claims adjudicated”. As this quote demonstrates, there is not even a single purpose of detention, and it also lacks a legal canonization. At most one can categorize detention as a practice that aims to inhibit – one might want to say “freeze” – migrant mobility and grant the state access to the bodies of the migrants. To this end, detention ap-

1. Υποψήφιος διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Μονάχου, bk@antira.de.

7


001:Layout 1

8

9/27/11

10:26 AM

Page 8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011

pears as a precondition to government. Empirically, however, it is not always that easy to analyze the role and function of detention. Marc Speer describes a particular detention centre in Western Ukraine, referred to as Pavshino. A former garrison of the Soviet army, put into a new use. In general, migrants caught on either side of the Ukrainian border with the Schengen area (i.e. Hungary, Slovakia and Poland) were imprisoned there for six months, after which the migrants would usually reattempt the clandestine crossing of the European Schengen border. Speer reports of humanitarian inadequate standards, of migrants that had to sleep outside in the Ukrainian winter, of a lack of food and even water, lack of access to an asylum system that existed only on paper anyways, and widespread corruption. On the other hand, Speer is sure to point out that apart from this outrageous practice of maltreatment, the Ukrainian state does not take any initiative aimed at deportations or any other more pro-active initiative aimed at stopping irregular migration per se. Isolated, Pavshino appears as a mere site of torture. The ambiguity about what constitutes detention, and how it is in no way a homogeneous practice, also boils down to the very institutions, i.e. the detention centres. The GDP is currently grappling to define a methodology that allows to map such diverse materializations like a U.S. high-tech migrant detention centre akin to maximum-security prison and a temporal and ad-hoc detention site. Especially around the borders, where migration patterns and routes change at all times, detention centres often seem like an improvised site. Recently, there have even been proposals to establish “mobile detention centres”, containers that can be picked up and deployed following the changing routes of irregular migration.

Mapping the European Detention landscape Migreurop is a network of migrant rights organizations based in France, that names as one of its four goals countering the “Europe of camps”. In 2009 Migreurop released a map of camps in Europe and around the Mediterranean Sea. This map is an astonishing document as it visualizes the wide-spread use of detention in and around Europe. While the map categorizes between open camps and closed detention centres, and also differentiates between admission and deportation camps, it is in fact a map of detention: the vast majority of points on the map are circles, signifying closed camps. As Migreurop themselves state, “‘[t]he Europe of camps is the whole set of devices that forces the disruption of migration paths” (Migreurop website). The map itself does not reflect this knowledge about the network of institutions, discourses and practices. It certainly excludes data points such as police stations that are also used for (temporary) detention, thus obscuring the pervasiveness of detention in European societies. But despite all these limitations, the map does nevertheless state clearly how extensively the use of detention is as part of a European government of migration. There is a clear concentration of detention centres both inside and outside the Schengen border, but also deep inside European territory as well as in remote transit regions of migration towards Europe.


001:Layout 1

9/27/11

10:26 AM

Page 9

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Detention and Border Given this empirical data and the categorical ambiguity, how can we come to a better understanding of detention, and the use of detention in Europe? I suggest looking at detention and detention centres in relation to the second preeminent technology of migration control in Europe: the border. The inception of the Schengen Agreements and their incorporation into the EU treaties has led to an “invention” of a European external border that did not exist as an entity in itself before. One might argue that, from the outset, the Schengen border was imagined differently than the hitherto prevalent border of nation states as a two-dimensional line separating two states. National borders mark the geographical threshold from where on national sovereignty can be exercised. They are thus a derivative of national territory and form no different political terrain. The European external border however exhibits different characteristics. I argue that for one, it was soon understood that this particular border is specialized, thus defining a territory on its own, with a particular mobile population and consequences for the art of government. But when I say territory on its own, it is important to keep in mind that it is not a well-separated territory with borders, edges of its own; it is rather a political space created by the movements of migration and the sovereign attempts of government.

9


001:Layout 1

10

9/27/11

10:26 AM

Page 10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011

This quasi deterritorial characteristic of the border, and its production through migration, can be better understood by studying yet another map: the Interactive Map on Migration (IMAP), a project of several key institutions involved in the international government of migration. The map aims to represent movements of migrations and displays them as lines and curves cutting through the usual representation of states and their borders. If we combine the Migreurop map with the IMAP, it is no surprise that most detention centres occur along heavily traveled routes of irregular migration. To this end, we can understand detention centres, and their wide-spread existence in Europe, as a result of the transformation, spatialisation and deterritorialisation of the European external border, on the one hand, and as a new quality in governing migration, on the other hand. Despite all rhetoric of the “fight against illegal migration” and metaphors such as “fortress Europe”, it is no secret that the borders of Europe are porous, permeable and are indeed crossed day by day undocumentedly. This is not an idealistic wish, the knowledge about the porosity of borders has long reached technocrats of migration control in the respective think tanks and i.e. the European Commission. As a consequence, however, we cannot identify borders as a device of exclusion; rather they manifest a policy of differential inclusion. The border creates a hierarchy of rights of those crossing them, turning them into refugees, or asylum seekers, or illegal and exploited laborers, or high-skilled and thus highly welcome migrants. The detention centre then is the site of first interface: it is where this process of differential inclusion of the movements of migration is produced. Under this perspective, we can understand why the detention centre materializes as a high-tech site in one place and a make-shift temporal site in another context. As the border is reproduced along the routes of migration, detention centres, as institutional manifestations spring up, are abandoned, or solidified. Pavshino, which itself has been closed since, is merely one element of a larger network of institutions of differential inclusion and the government of migration.


002:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 11

Ο ΓΑΛΛΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΟΣ EMILE KOLODNY

Μ

Ι

Κ

Ρ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Ο ΓΑΛΛΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΟΣ EMILE KOLODNY ΚΑΙ Η ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ε ιδιαίτερη χαρά οι Γεωγραφίες φιλοξενούν σε αυτό το τεύχος ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του Emile Kolodny για την Αμοργό. Ο κ. Kolodny ανήκει στην ομάδα των προικισμένων, νέων τότε, γάλλων γεωγράφων που ήλθαν στην προδικτατορική Ελλάδα για να πραγματοποιήσουν έρευνες για τις διατριβές τους. Η μετάφραση από τα γαλλικά όπως και η σύνταξη του σύντομου βιογραφικού του έγιναν από τη συνάδελφο Θεοδοσία Ανθοπούλου την οποία το περιοδικό ευχαριστεί θερμά.

Μ

εννημένος στο Παρίσι το 1932, με βασικές πανεπιστημιακές σπουδές Γεωγραφίας και Ιστορίας (Β.Α., Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, 1959), ο Emile Kolodny είναι διδάκτωρ Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Paris I-Sorbonne (Doctorat d’Université, 1961) και στη συνέχεια διδάκτωρ Γραμμάτων και Επιστημών του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Aix-en-Provence (Doctorat d’Etat, 1973). Σήμερα είναι Επίτιμος Διευθυντής Έρευνας του Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS) της Γαλλίας. Εισερχόμενος το 1964 στο CNRS, αφιέρωσε το κύριο μέρος των ερευνών του στην ανθρωπογεωγραφία των νησιών της Μεσογείου και της Ελλάδας: οι πληθυσμοί και η χωρική κατανομή τους, οι εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, οι νησιωτικές πόλεις και οι μεταναστευτικές κινήσεις. Οι έρευνές του εστίασαν στην Κορσική, την Κρήτη και την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, τα νησιά της Αδριατικής. Σημαντικό, επίσης, κομμάτι της δουλειάς του Emile Kolodny για τη γεωγραφία του ελληνικού πληθυσμού και τη μεσογειακή μετανάστευση αποτελεί η έρευνα για τις μεταναστευτικές κινήσεις του εργατικού δυναμικού από την Ελλάδα και τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ομοσπονδιακή Γερμανία (CNRS, 1976-1980). Η πρώτη επαφή του Emile Kolodny με το νησί της Αμοργού έγινε το 1966, από όπου και ξεκίνησε τη μακρά του έρευνα για τον πληθυσμό των ελληνικών νησιών, η οποία ολοκληρώθηκε σε μια πρώτη φάση με την υποστήριξη του Doctorat d’Etat, το 1973. Στη δύσκολη αυτή περίοδο της δικτατορίας, όπου η συλλογή κοινωνικοδημογραφικών στοιχείων (στοιχεία δημοτολογίου, κινήσεις πληθυσμού, κ.λπ.) μπορούσε να θεωρηθεί «ύποπτη» ενώ η πρόσβαση σε αρχειακές πηγές δεν ήταν εύκολη υπόθεση για έναν κοινωνικό επιστήμονα-γεωγράφο, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, στο πλαίσιο συνεργασίας με το CNRS, του παρείχε τα απαραίτητα «γράμματα συστάσεως» προκειμένου να συλλέξει το απαραίτητο ερευνητικό του υλικό. Το τρίτομο έργο του Ο πληθυσμός των νησιών της Ελλάδας. Δοκίμιο νησιωτικής γεωγραφίας στην ανατολική Μεσόγειο, που εκδόθηκε το 1974, αποτελεί μέχρι σήμερα πολύτιμη συνεισφορά για τη γνώση και κατανόηση του με-

Γ

Α

11


002:Layout 1

12

9/27/11

10:27 AM

Page 12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 11-12

σογειακού κόσμου και του νησιωτικού χαρακτήρα ως μια ιδιαίτερη γεωγραφική, κοινωνικοπολιτισμική, οικονομική και γεωπολιτική συνθήκη στην Ελλάδα. Στην Αμοργό επανήλθε στο τέλος της δεκαετίας του 1980, στο πλαίσιο του προγράμματος «Grèce Revisitée», με τη συνεργασία ΕΚΚΕ-CNRS. Tα αποτελέσματα της ερευνητικής αυτής δουλειάς δημοσίευσε, το 1992, στο βιβλίο του Ένα Κυκλαδίτικο χωριό: Χώρα Αμοργού (Un village cycladien: Chora d‘Amorgos, Publications de l’Université de Provence: Aix en Provence). Μέλος του Ινστιτούτου Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Provence, της ερευνητικής μονάδας TELEMME του Πανεπιστημίου του Aix-en-Provence και του επιστημονικού συμβουλίου του περιοδικού Méditerranée, πήρε τη σύνταξή του το 1997. Ο Emile Kolodny δημοσίευσε πλήθος άρθρων σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους. Μεταξύ των βιβλίων που εξέδωσε ξεχωρίζουμε: La géographie urbaine de la Corse (Thèse d’Université), Παρίσι: SEDES, 1962, 334 σελίδες, 46 χάρτες και γραφικά, 11 σχέδια. La population des îles de la Grèce - Essai de géographie insulaire en Méditerranée orientale (Thèse d’Etat), Αιξ-αν-Προβάνς: EDISUD, 1974, τρεις τόμοι (2 τόμοι κείμενο, 829 σελίδες και Άτλας, 140 σελίδες) Samothrace sur Neckar ‒ Des migrants grecs dans l’agglomération de Stuttgart. Aix en Provence, Institut de Recherches Méditerranéennes ‒ Centre d’Etudes de Géographie Méditerranéenne-CEGM, 1982, 175 σελίδες, 3 χάρτες. Un village cycladien : Chora d’Amorgos, Αιξ-αν-Προβάνς: Publications de l’Université de Provence, 1992, 269 σελίδες, 18 χάρτες, γραφικά και σχέδια. Iles et populations en Méditerranée orientale, Κωνσταντινούπολη: Les Editions Isis‒ Analecta Isisiana LXXIX, 2004, 342 σελίδες. Συλλογή 15 άρθρων (1966-2003). Εκδόσεις από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών «Constitution et évolution démographique d’un isolat en montagne: le bassin du Lassithi en Crète», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 1(1969): 51-63. Η Σαμοθράκη στις όχθες του Νεκάρ. Έλληνες μετανάστες στη Στουτγάρδη, Αθήνα: EKKE, 1985, 149 σελίδες. «Νεοκαισάρεια (Πιερίας): παράδειγμα μαζικής μετανάστευσης από ένα χωριό της δυτικής Μακεδονίας προς την Ομοσπονδιακή Γερμανία», στο Δαμιανάκος, Σ. (επιμ.), Διαδικασίες Κοινωνικού Μετασχηματισμού στην Ελλάδα, Αθήνα: EKKE, 1987: 45-74. «Premiers éléments d‘une enquête à Amorgos (Cyclades)», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74Α(1990), ειδικό τεύχος: 107-124.


002:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 13

EMILE KOLODNY

ΜΙΑ ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ Emile Kolodny

ριν από σαράντα χρόνια, στις 22 Απριλίου 1966, ανακάλυπτα –σχεδόν κατά τύχη– το νησί της Αμοργού. Αυτή η πρώτη διαμονή σε ένα μακρινό νησί των Κυκλάδων μου άνοιξε το δρόμο για μια πρωτότυπη αντίληψη της ελληνικής νησιωτικότητας και τον προσανατολισμό των μετέπειτα ερευνών μου σε αυτό το θέμα. Την εποχή εκείνη, ξεκινούσα ένα διδακτορικό στη γεωγραφία σχετικά με «τον πληθυσμό των νησιών της Ελλάδας». Ήταν η δεύτερη αποστολή μου με το CNRS σε αυτή τη χώρα. Η πρώτη, την προηγούμενη χρονιά, με οδήγησε στην Αθήνα, όπου πλέον της διαμονής μου αντέγραφα απογραφές και διάφορες στατιστικές. Έχοντας ήδη διασχίσει την Κρήτη, επισκέφθηκα τα γειτονικά νησιά των Αθηνών: τον Αργοσαρωνικό, την Εύβοια και τις Βόρειες Σποράδες. Κατόπιν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου: Σάμο, Χίο, Λέσβο και Λήμνο. Επρόκειτο πιο πολύ για ένα είδος «μορφωτικού τουρισμού» παρά για πραγματική έρευνα πεδίου, μια πρώτη επαφή με τον κόσμο των νησιών. Και, συγκεκριμένα, επρόκειτο για πολλαπλές διαδρομές με τα πόδια και το λεωφορείο, παρατήρηση του πεδίου σε συνδυασμό με θέαση των τοπίων, της κατοικίας και των ανθρώπων και με τη συγκέντρωση βασικών τεκμηρίων από φορείς. Έχοντας στοιχειώδη μόνο γνώση των μοντέρνων ελληνικών, οι επαφές μου με τον κόσμο παρέμεναν εξαιρετικά περιορισμένες. Έπρεπε απαραίτητα να καταγράψω αναγνώσματα και διαθέσιμες στατιστικές, να σημειώσω τα στοιχεία που ανίχνευσα και τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις και να αναβάλλω για αργότερα τις έρευνες εμβάθυνσης. Με την επιστροφή μου στο Aix ξεκίνησα σοβαρά τη μελέτη των ελληνικών με πανεπιστημιακά μαθήματα μαζί με τη συστηματική εκμάθηση της μεθόδου Assimil, ιδιαίτερα χρήσιμη για την καθημερινή ζωή. Από την άλλη, ο καθηγητής Octave Merlier μου έδωσε ευγενικά μια σειρά δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα. Τόσο καλά ώστε, κατά την αποστολή της άνοιξης του 1966, ήμουν σχεδόν ικανός να φέρω σε πέρας μια βασική συνομιλία και να θέτω ακριβείς ερωτήσεις. Και, επίσης, να κατανοήσω αυτό που λεγόταν τριγύρω μου στο δρόμο, στη γέφυρα των καραβιών και στις ταβέρνες. Η στιγμή να προσεγγίσω τα νησιά είχε φθάσει. Όλα –ή σχεδόν όλα– ήταν έτοιμα για έναν αυθεντικό απόπλου για τα Κύθηρα. Κατεβαίνω την Τετάρτη 20 Απριλίου στον Πειραιά, όπου μαθαίνω ότι το Κεφαλληνία που εξυπηρετεί τις ακτές της Πελοποννήσου μέχρι το νησί της Αφροδίτης μόλις τυλίχθηκε στις φλόγες στον όρμο της Σαλαμίνας. Θλιβερή μοίρα αυτών των σαπιοκάραβων του ελληνικού εμπορικού στόλου που επιτρέπει καμιά φορά στον εφοπλιστή να εισπράξει τις αποζημιώσεις της καταστροφής. Αγοράζω, κατά συνέπεια, ένα εισιτήριο για την επόμενη με προορισμό τη Φολέγανδρο, νησί εξορίας των αντιφρονούντων της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Νωρίς το πρωί επιβιβάζομαι στο Λήμνος, παλιό αγγλικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση των άγονων γραμμών (lignes stériles) του Αιγαίου, επιδοτούμενων από το κράτος. Είναι το συλλογικό

Π

13


002:Layout 1

14

9/27/11

10:27 AM

Page 14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 13-18

μέσο για τα χαμένα νησιά που εξυπηρετεί εβδομαδιαία τις Κυκλάδες, όταν ο καιρός το επιτρέπει. Το μοτέρ του πλοίου παθαίνει βλάβη με το που βγαίνει από το λιμάνι. Με ρυθμό χελώνας το Λήμνος ξαναβρίσκει με δυσκολία τον δρόμο του προς την Ερμούπολη-Σύρα. Μετά ακολουθούν οι νυκτερινές σκάλες στην Πάρο, Νάξο και Ίο. Η θάλασσα γίνεται πραγματικά κακή και το πλοίο αποφεύγει τη Σίκινο και τη Φολέγανδρο. Ξυπνώ την αυγή: βρισκόμαστε στη Σαντορίνη! Μου προτείνουν να κατέβω, να ξαναγυρίσω στην Ίο για να περιμένω ένα υποτιθέμενο καΐκι. Αρνούμαι την ευγενική πρόταση και επιμένω να συνεχίσω την πορεία. Οι τρεις άλλοι ταξιδιώτες για την Φολέγανδρο –ο γιατρός, ένας αξιωματικός της χωροφυλακής και ο τηλεγραφητής– επιλέγουν χωρίς ενδοιασμούς επιστροφή στη Νάξο. Το Λήμνος επιχειρεί μια ταραχώδη έξοδο από τον όρμο της Σαντορίνης. Ρίχνει στη συνέχεια άγκυρα στα ανοικτά της Ανάφης. Μια μικροσκοπική βάρκα που ταλαντεύεται από τα κύματα μεταφέρει κάποιους ταξιδιώτες, όπως και τον ταχυδρόμο (tachydromos: ιδιωτικός ταχυδρόμος των νησιών), περικυκλωμένο από πολλά καλάθια. Όπως στα περισσότερα Κυκλαδονήσια εκείνη την εποχή, το πλοίο δεν πλευρίζει την αποβάθρα. Ξαναφεύγουμε στη συνέχεια για Ηρακλειά, Σχοινούσα και Κουφονήσι, όπου αναπαράγονται οι ίδιες σκηνές επικίνδυνων μεταφορτώσεων. Είμαστε Παρασκευή απόγευμα: έχω ήδη χάσει μια ημέρα στον Πειραιά και θαλασσοπορούμε εδώ και τριάντα κάτι ώρες. Βρισκόμαστε στο μέσον του πουθενά και πάντα εξίσου μακριά από τα Κύθηρα και τη Φολέγανδρο. Η θάλασσα ηρέμησε, το καράβι πλησιάζει ένα ορεινό και άγονο νησί. Μπαίνουμε στον μικρό όρμο των Καταπόλων, ναυτικό κέντρο της Αμοργού. Εκτιμώ ότι είναι καιρός να εγκαταλείψω το Λήμνος και τον επικίνδυνο περίπλου του. Κατεβαίνω στη βάρκα, πληρώνω τον οβολό μου στον βαρκάρη και ξαναβρίσκω επιτέλους την αποβάθρα. Παίρνουμε θέση στη Βόλγα του Βαγγέλη που ξεκινά σκαρφαλώνοντας για τη Χώρα, κύριο χωριό της Αμοργού, χρησιμοποιώντας έναν μη ασφαλτοστρωμένο δρόμο, πρόσφατα ανοιγμένο. Φιλοξενούμαι στης Γεωργίας, σε ένα εξωραϊσμένο υπόστεγο με διάσπαρτα κρεβάτια στο χώμα. Εκεί βρίσκω μια λάμπα πετρελαίου και ένα μικροσκοπικό δοχείο νερού για το πρωινό πλύσιμο. Στη συνέχεια, για πρώτη φορά ανεβαίνω το Πλατύστενο, το λιθόστρωτο μονοπάτι που ελίσσεται μέχρι την κορυφή του χωριού Κάστρο. Γνωρίστηκα με τον Μάρκο, τον κουρέα μπροστά στο μικρομάγαζό του που βλέπει στη Λόζα, απέναντι από την εκκλησία. Το βράδυ, δείπνησα λιτά στον Δημήτρη το Γιαννακό, τον επονομαζόμενο «Πάρβα». Το άνοιγμα του δρόμου στέρησε από τον αγωγιάτη (agoyate: μουλαράς) τον επιούσιο. Μόλις άνοιξε το καπηλειό του. Μια που η πελατεία είναι σπάνια, έχουμε όλον τον καιρό για κουβέντα. Μου διηγείται τη ζωή του ως αγωγιάτης, τον άνθρωπο και τα ζώα που μοχθούν στο καλντερίμι (kalderimi: πέτρινο μονοπάτι) που οδηγεί στη Χώρα. Ο Πάρβας έγινε ο πιστός μου φίλος των νησιών, αυτός στον οποίο –όταν ήρθε η στιγμή– αφιέρωσα το διδακτορικό μου. Με παρουσιάζει στους πελάτες του, μεταξύ των οποίων στον Δημήτρη Πρέκα, βοσκό-μουσικό, που με πηγαίνει να δω το κοπάδι του. Πιάνω, επίσης, κουβέντα με τους θαμώνες, άπληστοι για νέα του ευρύτερου κόσμου. Έμεινα μια βδομάδα στην Αμοργό. Διαμονή που συνδυάστηκε με μια έρευνα στο Δημαρχείο και στο συνδικάτο των γεωργών. Μου δίνουν πολλαπλές αριθμη-


002:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 15

EMILE KOLODNY

τικές πληροφορίες, για την απαλλοτρίωση του 1952 και τη διανομή της μοναστηριακής περιουσίας της Παναγίας Χοζοβιώτισσας. Έχω γόνιμες συνεντεύξεις με τους κατοίκους, και καθένας μου περιγράφει με λεπτομέρειες το επάγγελμά του. Μεταξύ των οποίων το επάγγελμα του ταχυδρόμου, που κάνει το πήγαινεέλα μεταξύ του νησιού και των Αθηνών, κουβαλώντας καλάθια με τρόφιμα και στην επιστροφή, βασικό ανεφοδιασμό: ρύζι, ζυμαρικά και διάφορα μεταποιημένα προϊόντα. Η πρώτη διαμονή, το 1966, πραγματοποιείται τη στιγμή που το χωριό της Χώρας (460 κάτοικοι) ανοίγεται στον εκσυγχρονισμό. Ο σκονισμένος δρόμος, χαραγμένος το 1964, θα στρωθεί στη συνέχεια με πίσσα και θα διαπλατυνθεί. Τοποθετούνται οι πρώτοι στύλοι ηλεκτρικού ρεύματος και το δίκτυο θα λειτουργήσει την επόμενη χρονιά. Προς το παρόν δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο τουρίστες στο χωριό. Ξαναγύρισα στη συνέχεια αρκετές φορές στην Αμοργό, συνεχίζοντας τις εργασίες μου και παρατηρώντας την εξέλιξη του νησιού και των κατοίκων του. Κατά τη διάρκεια της δεκαετία του ’80, συμμετείχα σε μια σειρά έρευνες σχετικά με τον αγροτικό κόσμο στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών της Αθήνας, επιλέγοντας φυσικά την Αμοργό ως πεδίο έρευνας. Γεγονός που μου έδωσε το προνόμιο να μείνω κατά μεγάλες περιόδους, ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές, στη Χώρα. Έτσι, η καριέρα μου ως ερευνητής, που είχε ξεκινήσει με μια σφαιρική ανάλυση της ελληνικής νησιωτικότητας, ολοκληρώθηκε με μια εμβάθυνση στη μονογραφία ενός κυκλαδίτικου χωριού και του πληθυσμού του σε διάρκεια περισσότερων γενεών. Μετά τη δημοσίευση, είχα την απεριόριστη χαρά να ξαναγυρίσω στη Χώρα, την άνοιξη του 1993, για να ευχαριστήσω τους κατοίκους και να προσφέρω στους πιο άξιους ένα αντίτυπο του βιβλίου μου. Στη συνέχεια ήρθε η σιωπή. Οι Έλληνες δεν έγραφαν ποτέ, ή τόσο λίγο. Σκεφτόμουν συχνά ότι τα ελληνικά ταχυδρομεία δεν είχαν παρά δύο μόνο λειτουργίες: την αποστολή των καρτ-ποστάλ που στέλνουν οι τουρίστες και τη διανομή των εμβασμάτων των μεταναστών και των ναυτικών, που έφυγαν στην Αθήνα και το εξωτερικό. Μια μέρα μου ανακοίνωσαν στο τηλέφωνο ότι ο Λεωνίδας ο καφετζής είχε εγκαταλείψει το καπηλειό του (το Κρεμλίνο) και τα βαρέλια σπιτικής ρετσίνας για τον άλλο κόσμο. Η χήρα του η Αφροδίτη, η νοσοκόμα του χωριού, αναζήτησε ένα αντίτυπο του βιβλίου, στο οποίο ο σύζυγός της κατείχε επίλεκτη θέση. Της πρόσφερα ευχαρίστως ένα. Μετά τίποτα πλέον. Κανένας δεν πληροφόρησε στο εξής τον κύριο Αιμίλιο (kyrios Emilios) –επονομαζόμενος Κιμίλιος (Kimilios: το κειμήλιο)– για αυτά που συνέβαιναν στη Χώρα Αμοργού. Παραιτήθηκα από την ιδέα ότι θα ξαναγύρναγα στην Αμοργό. Τα χρόνια πέρναγαν, βγήκα στη σύνταξη και οι διαμονές μου στην Ελλάδα αραίωναν: ένα ταξίδι στην Κρήτη, ένα συνέδριο στη Σίφνο και ένα άλλο στη Μυτιλήνη. Μια φορά, σε μια πτήση προς Ισραήλ, αναγνώρισα την Αμοργό και τα γειτονικά νησιά. Με ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ποιος ξέρει πόσα άτομα μπορεί, σε μια δεκαετία, να ακολούθησαν το μοιραίο παράδειγμα του Λεωνίδα; Ξαναεπέστρεψα, ωστόσο, στην Αμοργό στις 3 Ιουλίου 2006. Χωρίς να έχω προετοιμάσει αυτό το ταξίδι ούτε να έχω προειδοποιήσει κάποιον, με άδεια τα χέρια. Καμιά φορά καλύτερα να αφήνεις στη τύχη τα πράγματα… Ήμασταν προσκεκλημένοι, ο Régis Darques (ο νέος συνάδελφός μου και παλιός μου φοιτητής στο διδακτορικό) και εγώ, σε ένα Συμπόσιο στη Σίφνο, στις δυ-

15


002:Layout 1

16

9/27/11

10:27 AM

Page 16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 13-18

τικές Κυκλάδες. Έχοντας προετοιμάσει μαζί μια εισήγηση, είχαμε ζητήσει από τους διοργανωτές να καθυστερήσουμε τέσσερις μέρες την επιστροφή μας στη Γαλλία. Η ιστορία ήταν να επισκεφτούμε ένα γειτονικό νησί, τη Σέριφο ή τη Μήλο. Από περιέργεια, ρωτώ στο σιφνιώτικο πρακτορείο τις δυνατές ανταποκρίσεις από την Πάρο, που έγινε μεγάλο σταυροδρόμι των Κυκλάδων. Πράγματι, ένα καράβι θα έφευγε την επομένη για Κατάπολα. Ο πειρασμός είναι ξαφνικός και έντονος. Αποφασίζουμε επιτόπου να πάμε στην Αμοργό, να μείνουμε δύο μέρες, πριν επιστρέψουμε στον Πειραιά και στο αεροδρόμιο των Αθηνών. Περνάμε μια νύκτα στην Παροικιά, πρωτεύουσα της Πάρου, κατακλυσμένη από τον μαζικό τουρισμό. Την επόμενη το πρωί, επιβιβαζόμαστε στην Παναγία Τήνου. Τρεις ώρες αργότερα, να ’μαστε στην αποβάθρα στα Κατάπολα, χαμένοι στο πλήθος των τουριστών. Ως γνώστης, η πρώτη χρήσιμη κίνηση είναι να εξασφαλίσεις τις δυνατότητες αναχώρησης στο πρακτορείο του Συνοδινού, που το κρατά ο Νίκος, παλιός δήμαρχος της Χώρας, και η γυναίκα του η Πηνελόπη. Με αναγνωρίζουν αμέσως. Τα πρώτα νέα είναι σκληρά να τα συνειδητοποιήσω. Ο Πάρβας, ο φίλος μου εδώ και σαράντα χρόνια, ο σωσίας του Αστερίξ, με τον μπερέ μόνιμα στο κεφάλι, μόλις έφυγε, πριν τρεις μέρες, εξαιτίας ενός γενικευμένου καρκίνου. Ο Μάρκος ο μπαρμπέρης απεβίωσε εδώ και τρία χρόνια. Όπως και ο Δημήτρης Πρέκας, που έμεινε στον τόπο, στο μαντρί με τα πρόβατα, από έμφραγμα. Ο Δημήτρης, που είχε την ίδια ηλικία με μένα, και άλλοι ακόμα. Ανεβαίνουμε με το λεωφορείο στη Χώρα. Πρώτα απ’ όλα δίνω τα συλλυπητήριά μου στη Φλώρα, χήρα του Πάρβα, στο καφέ της Πλατείας (Platea). Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε στην «πανσιόν» του Ηλία Γιαννακού, επονομαζόμενος Καστάνης, όπου έμενα συνήθως τα τελευταία χρόνια κατά την διάρκεια των ερευνών μας. Μας δέχεται με ανοικτές αγκάλες και μας ανακοινώνει ότι είμαστε και οι δυο μας προσκεκλημένοι του και αρνείται κάθε αντίρρηση. Αφήνουμε τα πράγματά μας και ανηφορίζουμε το Πλατύστενο. Καταγράφουμε πολλές νέες κατασκευές, κτισμένες σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες νόρμες ενός διατηρητέου τόπου: σπίτια με επίπεδες ταράτσες, ασπρισμένα με ασβέστη, πόρτες και παράθυρα βαμμένα μπλε ή πράσινα, κ.λπ. Το σύνολο δεν έχει αλλάξει αισθητά, αλλά έχει πυκνώσει. Παρατηρούμε την εξάπλωση τουριστικών καταστημάτων: καφέ και «τυπικές» ταβέρνες, μαγαζιά με σουβενίρ και κοσμηματοπωλεία, όπου κανένα τοπικό προϊόν δεν προτείνεται. Μερικά από αυτά τα εμπορικά έχουν επιμελώς ανακαινισθεί από αρχιτέκτονες που ήρθαν από αλλού. Απευθύνονται σε μια εύπορη πελατεία με τις αντίστοιχες τιμές. Το μεγαλύτερο μέρος των καταστημάτων διευθύνονται από Αθηναίους και ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, και κλείνουν όταν τελειώσει η σεζόν. Το παλιό παντοπωλείο (pandopolio: μαγαζί όπου πουλιούνται τα πάντα) του Νίκου Λουδάρου μετατράπηκε σε ένα κοινότοπο μίνι μάρκετ. Ο Αντώνης ο τσαγκάρης πήρε τη σύνταξή του: πάει ο καιρός που το μικρομάγαζό του, ο Λευκός Οίκος, χρησίμευε ως κοινοβούλιο για τους αυτόχθονες. Με την απώλεια του Λεωνίδα και του Πάρβα, δεν μένει ένα παρά μόνο καφενείο (kafenio) όπου συγκεντρώνονται οι επιζώντες της παλιάς γενιάς. Μια νέα γενιά διαδέχθηκε τους παλιούς, και νέοι ενήλικες είναι στις επάλξεις. Ο Μάρκος, ο γραμματέας κοινότητας, δείχνει με περηφάνια το καινούριο του δημοτολόγιο (dimotologio: μητρώο Δημοτών) σε ηλεκτρονική μορφή. Από τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1998, οι έξι μικροσκοπικές κοινότητες της Αμοργού


002:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 17

EMILE KOLODNY

συνενώθηκαν σε έναν μοναδικό Δήμο (dème). Το κτίριο που τον στεγάζει κτίσθηκε στην είσοδο της Χώρας. Ο δήμαρχος κατάγεται από τα Κατάπολα. Σε οικονομικό επίπεδο, η υπεροχή των Καστάνηδων (Kastanides) μοιάζει να κρατεί καλά. Ο Ηλίας πρόσθεσε στο ξενοδοχείο του ένα κάμπινγκ στο δρόμο της θάλασσας. Ο Χρίστος και ο γιος του κρατάνε το λεωφορείο, που αύξησε αισθητά τη συχνότητα των διαδρομών. Και ο Γιώργος, ο φούρναρης, τροφοδοτεί με ψωμί και γλυκά τη Χώρα και τα Κατάπολα. Συνεχίζουμε την επίσκεψή μας στο νησί. Ο Régis πηγαίνει στο βυζαντινό μοναστήρι, που κρέμεται σε έναν γκρεμό στην νότια πλευρά. Στην επιστροφή του, παίρνουμε το λεωφορείο για την Αιγιάλη, στην βορειοανατολική άκρη της Αμοργού. Μας προσφέρεται ένα ευχάριστο γεύμα στην Λαγκάδα, στο σκιερό προαύλιο της ταβέρνας του Νίκου, με ένα μενού που περιλαμβάνει κατσικάκι. Κατεβαίνουμε στη συνέχεια με τα πόδια στον Όρμο, που έχει γίνει παραθεριστικό κέντρο, για να ξαναπάρουμε το λεωφορείο. Θυμάμαι ότι το 1971, φθάνοντας εκεί από το νησάκι της Δονούσας, είχα νοικιάσει ένα αγώγι για να φθάσω στη Χώρα. Το μουλάρι κουβαλούσε τα μπαγκάζια μου γιατί ήθελα να περπατήσω: πέντε ώρες δρόμος μέχρι να φθάσω στο καφενείο του Πάρβα. Μαθαίνω κατά τύχη ότι ο αγωγιάτης μου (mon agoyate) της εποχής εκείνης έχει, επίσης, πεθάνει. Επιστροφή στη Χώρα, όπου ακολουθούν συγκινητικές συναντήσεις. Η νέα επάνοδος του Κυρίου Αιμίλιου (Kyrios Emilios) διαδόθηκε στο χωριό και το συναπάντημα των παλιών γνώριμων ήταν ειλικρινές και πολύ ζεστό. Και ένας εύθυμος τύπος μας κερνά το απεριτίφ. «Λοιπόν Αιμίλιε, δεν με αναγνωρίζεις; Ναι, ίσως, μοιάζεις στο γιο του ψαρά, ένας έφηβος που δεν ήθελε να πάει άλλο στο σχολείο, και πουλούσε ψάρια στα στενάκια της Χώρας». Είναι πράγματι αυτός, ο Νικήτας Γαβαλάς, ο κακός μαθητής, που έγινε επιχειρηματίας και έχει το ξενοδοχείο και τα στούντιο «Πανόραμα». Όμως το μελτέμι σηκώθηκε και φυσά στο Αιγαίο. Στη Χώρα, το απόγευμα, πέφτει η δροσιά. Μετά έρχονται τα άσχημα νέα. Έχει φουρτούνα (fortuna: θύελλα), με ανέμους που φθάνουν τα 9 μποφόρ. Η θαλάσσια κυκλοφορία απαγορεύεται, τα περισσότερα νησιωτικά λιμάνια –ακόμα και ο Πειραιάς– δεν προσεγγίζονται, και κανένα σκάφος δεν βγαίνει. Ιδού. Κατά τη διάρκεια των ερευνών μου, λάμβανα πάντα υπόψη τα καπρίτσια του Αίολου και του Ποσειδώνα, γυρνώντας γενικά στην Αθήνα 3 μέρες νωρίτερα. Αυτή τη φορά, δεν τήρησα την μακρόχρονη πρακτική της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Σε αυτή τη φάση, ο άνθρωπος αποδεικνύεται ανήμπορος απέναντι στα στοιχεία, όποια και αν είναι η πρόοδος στις υποδομές των λιμανιών και στην συμπεριφορά στη θάλασσα των εξελιγμένων πλοίων. Τα πράγματα εξελίσσονται γρήγορα, ώστε να καταστεί αδύνατο να επιστρέψουμε στην Αθήνα στα προβλεπόμενα χρονικά όρια. Το ταξιδιωτικό πρακτορείο που οργάνωσε το συνέδριο στη Σίφνο αναλαμβάνει το διάβημα προς την Air France για τη μεταφορά της πτήσης της Πέμπτης για Σάββατο απόγευμα. Μας ζητήθηκε να στείλουμε με φαξ μια βεβαίωση, που παραδόθηκε από το Λιμεναρχείο (Limenarchio) των Καταπόλων. Τα πράγματα καθυστερούν, η Δημητρούλα, προερχόμενη από τα Δωδεκάνησα, μένει μπλοκαρισμένη στην Κάλυμνο. Με μια νέα κάθε φορά καθυστέρηση της σκάλας της στην Αμοργό. Πέμπτη απόγευμα, επιτέλους, ανακοινώνεται η άρση του απαγορευτικού και η πιθανή άφιξη του παλιού φέρι προς τα μεσάνυκτα. Μαζεύουμε τα πράγματα, μετά πάμε να ευχαριστήσουμε τον Ηλία για την γενναιόδωρη φιλοξενία του. Κα-

17


002:Layout 1

18

9/27/11

10:27 AM

Page 18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 13-18

τόπιν ένας τελευταίος γύρος κατά μήκος του Πλατύστενου και η αναμονή του λεωφορείου, που προβλέπεται στις 21.15 μ.μ. Ο ήλιος έχει δύσει στη Χώρα, χαιρετώ για μια τελευταία φορά την οικογένεια του Πάρβα. Κατεβαίνω με τον Régis προς το λεωφορείο και εκεί μπερδεύω τα βήματά μου και ξαπλώνω πάνω στην σκόνη. Με βοηθούν να σηκωθώ. Μου κτυπά καμπανάκι, προφανώς την βγάζω καλά: γρατσουνιές στα γόνατα, μώλωπες στα δεξιά πλευρά, αλλά τίποτα σπασμένο. Γιατί αυτή η αναποδιά της τελευταίας στιγμής; Μου έρχεται ακροθιγώς η ιδέα ότι ίσως οι καλοί φίλοι από τα παλιά, ο Πάρβας, ο Λεωνίδας, ο Μάρκος, ο Δημήτρης αποπειρώνται να με κρατήσουν στην Αμοργό. Δεν είναι ωστόσο ακόμα η ώρα μου. Η ρομαντική προοπτική να αναπαυθώ, όταν έρθει η μέρα, στη ρίζα μιας ελιάς προστατευμένος από το μελτέμι δεν με συγκινεί πλέον. Οριστικά. Στα Κατάπολα, το ναυτιλιακό πρακτορείο-εστιατόριο που παραδίδει τα εισιτήρια μας υποδέχεται. Μετά από μερικές πλύσεις και την τοποθέτηση κάποιου επιδέσμου, καθόμαστε στο προαύλιο. Παραγγέλνουμε χταπόδια και διάφορες σαλάτες. Ένας συνδαιτυμόνας από το γειτονικό τραπέζι με αναγνωρίζει. Θυμάμαι τον πατέρα του, τον Μάρκο το βοσκό. Είναι ο Νίκος Μενδρινός, που έγινε ασφαλιστικός πράκτορας. Μας κερνά τη ρετσίνα και σηκώνουμε τα ποτήρια εις υγείαν. Η νύκτα είναι γλυκιά. Η γοητεία των νησιών επιχειρεί και πάλι. Τονωμένοι, επιβιβαζόμαστε και περνάμε τη νύκτα στην καμπίνα. Την επόμενη, άφιξη νωρίς το πρωί στον Πειραιά, σε πλήρη καύσωνα. Παίρνουμε το μετρό μέχρι την πλατεία Συντάγματος. Ξαναβρίσκω την οδό Απόλλωνος, όπου έχω επί μακρόν μείνει στο ταπεινό σπίτι των αδελφών Χριστοδούλου. Δίπλα, ένα άνετο ξενοδοχείο είχε ανακαινισθεί με μια εντυπωσιακή θέα στην Ακρόπολη. Η συνέχεια είναι η διαδρομή στη συνοικία των βιβλιοπωλείων, τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι με τις αποθήκες των παλαιοβιβλιοπωλών, και η δοκιμή του καλύτερου πρόβειου γιαουρτιού της πρωτεύουσας πίσω από την Ομόνοια. Την επομένη, τη στιγμή που αφήναμε το ξενοδοχείο, ένα φαξ επιβεβαίωνε τις θέσεις μας στην πτήση AF 1733 Paris-CDG. Τα μεσάνυκτα θα φθάσουμε στη Μασσαλία-Προβηγκία όπου η Samary, η γυναίκα του Régis, και η υπόλοιπη οικογένεια μας περιμένουν. Το ταξίδι στα ελληνικά νησιά τέλειωσε καλά για αυτήν τη χρονιά. Aix, 20 Ιουλίου 2006

Μετάφραση: Ε. Ανθοπούλου


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 19

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

19

Α

ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΡΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ Νίκος Μπεόπουλος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η επικείμενη εφαρμογή από τη χώρα μας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο θα μπορούσε να συμβάλει, μέσω της προβολής των δράσεων και της έρευνας που αναπτύσσονται σε άλλες χώρες για το τοπίο, στην ενίσχυση των δημόσιων παρεμβάσεων για την προστασία του. Μια εικόνα για το χαρακτήρα της ασκούμενης σήμερα αλλά εντελώς περιορισμένης ελληνικής πολιτικής για την προστασία του αγροτικού τοπίου μάς δίνει η ανάλυση του μέτρου «Διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφραχτών» που εκπονήθηκε στο πλαίσιο των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων του «Έγγραφο Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006». Το άρθρο εστιάζει στον τρόπο αξιοποίησης από την τεχνικοπολιτική σφαίρα των επιστημονικών πορισμάτων της «Οικολογίας των τοπίων» -μιας νέας επιστήμης που παρέχει την οικολογική επιχειρηματολογία για την προστασία αυτών των γραμμικών στοιχείων- και της «Γεωπονίας» -μιας παλιάς επιστήμης, που αναλύει τα αποτελέσματα της γεωργικής δραστηριότητας στα αγροτικά τοπία και την εξέλιξή τους-, δηλαδή των δύο άμεσα εμπλεκόμενων με την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου επιστημονικών πειθαρχιών.

Reflections and queries related to the emergence of public policies for rural landscapes as expressed by agrienvironmental measures Nikos Beopoulos ABSTRACT The forthcoming application of the European Treaty for Rural Landscape in Greece could contribute to the strengthening and reinforcement of public policies by revealing research findings and impacts of relevant activities that have been carried out in other countries. A reflection on the nature and content of certain restricted national policies for the protection of rural landscape, currently practiced in the country, is provided by the analysis of the activity known as “Preservation and restoration of hedgerows” that has been designed and is incorporated into the agrienvironmental measures in the context of the “Document for Rural Development Planning, 2000–2006”. This article focuses on the way certain notions and scientific findings that stem from a new science known as ‘Landscape ecology” can be utilized in order to ensure the ecological arguments and rationalization that are useful for providing the basis for the protection of such amenities. The article is also founded on an old science, “Agronomy”, which analyses the impact of agricultural activity on rural landscapes and their evolution. These are the two disciplines that are directly involved with the implementation of the specific measure under examination.

Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, nbeop@aua.gr


003:Layout 1

20

9/27/11

10:27 AM

Page 20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

Εισαγωγή Οι αλλαγές στα τοπία, μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, γίνονται με ταχύτητα και εύρος χωρίς προηγούμενο. Γενικά, η αστικοποίηση, η εντατικοποίηση της γεωργίας και η ανάπτυξη των υποδομών μεταφοράς θεωρούνται οι κύριες αιτίες αλλαγής των παραδοσιακών τοπίων. Οι απαιτήσεις τεχνολογικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας οδήγησαν στην τυποποίηση και την απλοποίησή τους, παράγοντας, τόσο σε τοπική όσο και παγκόσμια κλίμακα, τοπία μειωμένης διαφορετικότητας χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Antrop 1997, Gustavsson κ.ά. 2003). Σταδιακά, από τη δεκαετία του 1970, οι μεταλλαγές που υπέστησαν τα τοπία, σε συνδυασμό με την ανάδυση του προβληματισμού για το περιβάλλον και τη διαχείριση του χώρου, συνέβαλαν στην κατανόηση της ύπαρξης και της αξίας τους. Σήμερα, οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών αντιλαμβάνονται τη σημασία τους και αξιώνουν την προστασία τους ως συστατικών στοιχείων του πλαισίου ζωής και οικολογικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, ως φορέων μνήμης και ταυτότητας (Jacobs κ.ά. 2000). Ακόμη, η εμβληματική αξία των τοπίων αξιοποιείται ως μέσο προώθησης του τουρισμού και ορισμένων τοπικών προϊόντων (Vollet κ.ά. 2008). Οι πολλαπλές και γρήγορες μεταλλαγές των τοπίων και η αναμφισβήτητη αλλά ασαφής και πολύμορφη κοινωνική ζήτηση για τοπία είχαν αποτέλεσμα να εκδηλωθούν σε όλη την Ευρώπη παρεμβάσεις, μέσω της εφαρμογής μέτρων δημόσιας πολιτικής, για να ανακοπεί η καταφανής τάση αυτής της εξέλιξης των τοπίων. Η αναπτυσσόμενη πολιτική διαχείρισής τους βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ενώ στην Ελλάδα μόλις σε προκαταρκτικό. Για να αποκτήσουμε μια εικόνα για το χαρακτήρα των ‒έτσι και αλλιώς περιορισμένων‒ ελληνικών δημόσιων παρεμβάσεων επιλέξαμε να αναλύσουμε το μέτρο «Διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφραχτών» για την προστασία του αγροτικού τοπίου που εκπονήθηκε στο πλαίσιο των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων του «Έγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ)» (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, 2005). Στόχος του άρθρου δεν είναι να αναλυθούν και να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της εν λόγω παρέμβασης αλλά να ανιχνευθούν τα χαρακτηριστικά της και να διερευνηθεί ο τρόπος αξιοποίησης από την τεχνικοπολιτική σφαίρα των επιστημονικών πορισμάτων της «Οικολογίας των τοπίων» και της «Γεωπονίας», επιστημονικών πειθαρχιών άμεσα εμπλεκόμενων με την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου. Πριν να εξετάσουμε αυτό το μέτρο δημόσιας πολιτικής για το τοπίο, θα εστιάσουμε την ανάλυσή μας σε τρεις επιστημονικούς ορισμούς του. Όχι για να τηρήσουμε τον κανόνα ενός τυπικού που απαιτεί μια εισαγωγική συζήτηση πάνω στο θέμα του επιστημονικού ορισμού του όρου εξαιτίας της φανερής πολυσημίας του, αλλά γιατί θεωρούμε ότι οι ορισμοί αυτοί εξυπηρετούν την προσέγγισή μας. Θα αναφερθούμε πρώτα στον ορισμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο, επειδή η δημόσια πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση θα επηρεαστεί από την έννοια που υιοθετεί η Σύμβαση. Στη συνέχεια, θα παρουσιαστούν οι προσεγγίσεις για το τοπίο της «Οικολογίας του τοπίου» και της «Γεωπονίας», δύο επιστημονικών πειθαρχιών σε άμεση σχέση με τη διαχείριση των φυτοφραχτών, δομικού στοιχείου των τοπίων. Η οικολογία των τοπίων, μια νέα επιστήμη, παρέχει την οικολογική επιχειρηματολογία για την προστασία αυτών των γραμμικών στοιχείων και η γεωπονία, παλιά επιστήμη, αναλύει τα αποτελέσματα της γεωργικής δραστηριότητας στα αγροτικά τοπία και την εξέλιξή τους.


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 21

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

Ορισμοί του τοπίου Το τοπίο είναι τρέχων γλωσσικός όρος που έχει σημασία για τον καθένα μας, χρησιμοποιείται για να στηρίξει τις διαφορετικές πρακτικές διαχείρισης των δημόσιων πολιτικών και τροφοδοτεί την επιστήμη όντας σήμα και συντελεστής αποκάλυψης των καταστάσεων και εξελίξεων που συντελούνται στο χώρο. Ο τρέχων ορισμός των λεξικών παραπέμπει στην έννοια «της γεωγραφικής ενότητας μιας περιοχής που κοιτάζει και συλλαμβάνει με το βλέμμα ο παρατηρητής». Για τις επιστήμες, ο ορισμός και η αναπαράστασή του παραλλάσσονται ανάλογα με το στόχο τους. Κατά κανόνα, η έννοια του κινείται ανάμεσα σε δύο άκρα, άλλοτε γίνεται αντιληπτό ως τοπικός συνδυασμός «αντικειμενικών» υλικών χαρακτηριστικών, ορατών, ενδεχομένως μετρήσιμων και συνδεμένων μεταξύ τους με πολλαπλές σχέσεις συστημικού τύπου και, άλλοτε, θεωρείται μόνο ως «υποκειμενική» αναπαράσταση του περιβάλλοντος, ένα ιδιαίτερο «βλέμμα», η ύπαρξη του οποίου είναι στενά συνδεμένη με τον παρατηρητή, άτομο ή κοινωνική ομάδα (Derioz 2008). Αν και η διπλή κατάσταση, «αντικειμενική» και «υποκειμενική», της έννοιας του τοπίου την καθιστά πλουσιότερη, η απαραίτητη άρθρωση ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαστάσεις ανάλυσης του τοπίου φαίνεται να δημιουργεί κάποιες δυσκολίες στην καθορισμό της ακριβούς θέσης. Ιστορικά το τοπίο ανήκει στη γεωγραφία χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί κεντρική έννοια της. Από καιρό προνομιακό αντικείμενο μελέτης και έρευνας των γεωγράφων, έδωσε πολλές εργασίες που χρησιμοποιούν διαφορετικές προβληματικές. Από τη σκοπιά του άρθρου μας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η προσέγγιση της αγροτικής γεωγραφίας, που ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα ασχολήθηκε με τη μελέτη των αγροτικών τοπίων. Για αυτήν, το αγροτικό τοπίο αποτελεί το αποτύπωμα του αγροτικού συστήματος, δηλαδή του τρόπου αγροτικής αξιοποίησης ενός συγκεκριμένου χώρου.1 Έτσι, τα τοπία διαφέρουν ανάλογα με τον τρόπο οργάνωσης του κάθε αγροτικού συστήματος· κατά κάποιον τρόπο, το τοπίο αποτελεί την υπογραφή του συστήματος (Jouve 1988, Bonnamour 1993, Terrasson 2007). Το τοπίο ως επιστημονικό αντικείμενο, αφού παραμελήθηκε για αρκετά χρόνια, επανήλθε στο επιστημονικό προσκήνιο κατά τη δεκαετία του 1970. Η ανανέωση του ενδιαφέροντος συμβάδιζε με την ανάδυση του προβληματισμού για τα θέματα του περιβάλλοντος. Νέο στοιχείο επίσης, αν και αποτελεί αναμφισβήτητο αντικείμενο της γεωγραφίας, το τοπίο δεν της ανήκει πια αποκλειστικά. Μια γρήγορη βιβλιογραφική ανασκόπηση δείχνει ότι πολλές, πολύ διαφορετικές, επιστήμες ενδιαφέρονται άλλες από καιρό και άλλες πολύ πρόσφατα για αυτό. Ορισμένες ανήκουν στις επιστήμες της φύσης, όπως η γεωπονία ή η οικολογία (κυρίως οικολογία του τοπίου), πολλές άλλες ανήκουν στις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η εθνολογία, η οικονομία, η ιστορία, η αρχαιολογία, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, η χωροταξία και η νομική επιστήμη. Από το τέλος της δεκαετίας του 1980, η νέα κατάσταση που διαμορφώνουν στην αναπαράσταση του χώρου η πληροφορική, οι τεχνικές επεξεργασίας των εικόνων και οι νέες τεχνικές προσομοιώσεις οδηγούν στην ανανέωση των προσεγγίσεων του.

1. Το αγροτικό σύστημα ως έκφραση των σχέσεων ανθρώπου και περιβάλλοντος και ως μέσο αποκάλυψης των περιφερειακών διαφοροποιήσεων αποτελεί συστατική έννοια της Συγκριτικής Γεωργίας και ορίζεται ως: ένα οργανωμένο και με σκοπό σύνολο από αγροτικές δομές και τεχνικές παραγωγής (γεωργία και κτηνοτροφία), καθώς και ανταλλαγές που αναπτύσσονται σε έναν συγκεκριμένο χώρο αξιοποίησης, σε σχέση με το τοπικό φυσικό περιβάλλον και την οικονομία και τη συνολική κοινωνία (Jouve 1988).

21


003:Layout 1

22

9/27/11

10:27 AM

Page 22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

Συμβούλιο της Ευρώπης

2. Η Σύμβαση υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρώπης την 19η Ιουλίου 2000 και η διαδικασία υπογραφής της άνοιξε στις 20 Οκτωβρίου 2000 με την υπογραφή της από 18 κράτη κατά την υπουργική διάσκεψη στη Φλωρεντία. 3. Χρησιμοποιήθηκε η επίσημη μετάφραση της Σύμβασης από το σχέδιο νόμου που κατέθεσε το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων στη Βουλή των Ελλήνων (Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων 2009). 4. Ο J. De Montgolfier προτείνει δύο ορισμούς της έννοιας. Ο ένας βρίσκεται πιο κοντά σε οικονομικές προσεγγίσεις: «κοινή κληρονομιά είναι ένα σύνολο αγαθών που θα μπορούν να διατηρούν στο μέλλον (μέσω της κατάλληλης διαχείρισης) δυνατότητες προσαρμογής σε χρήσεις μη προβλεπτές στο παρόν», και ο άλλος πιο κοντά σε κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις: «μια κοινή κληρονομιά είναι ένα σύνολο υλικών και άυλων στοιχείων που συμβάλλουν στη διατήρηση της αυτονομίας και της ταυτότητας του συνόλου, καθώς και στην προσαρμογή του στη διάρκεια του χρόνου σε ένα μεταβαλλόμενο σύμπαν» (de Montgolfier 1987).

Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ανταποκρινόμενο στην κοινωνική και πολιτική ζήτηση που αναπτύχθηκε στο τέλος του 20ού αιώνα, υιοθέτησε το 2000 την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο με στόχο να αναδείξει τον έλεγχο της εξέλιξης των τοπίων ως ένα σημαντικό ευρωπαϊκό πρόβλημα (Conseil de l’Europe 2000). Αυτή η Σύμβαση είναι το πρώτο διεθνές νομικό εργαλείο που αφορά ειδικά το τοπίο. Μέχρι σήμερα, έχει επικυρωθεί από 30 ευρωπαϊκές χώρες και υπογραφεί από άλλες 6. Στις 31 Μαρτίου 2009, κατατέθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων στο ελληνικό κοινοβούλιο σχέδιο νόμου για την επικύρωσή της.2 Η Σύμβαση, στο άρθρο 1Α, δίνει τον εξής ορισμό: «Τοπίο σημαίνει μία περιοχή, όπως γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους, του οποίου ο χαρακτήρας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων».3 Κεντρικός ρόλος αποδίδεται στην πρόσληψη του χώρου που θεωρείται ότι έχει μεικτή φύση, είναι δηλαδή ταυτόχρονα φυσικό και πολιτιστικό (ανθρώπινο) προϊόν, και είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης των ανθρώπων. Η έννοια του τοπίου με αυτόν τον επιχειρησιακό ορισμό έχει στόχο να καλύψει διαχειριστικές απαιτήσεις και να συγκεράσει τις διαφορετικές απόψεις των επιστημονικών πειθαρχιών και των κοινωνικών αντιλήψεων. Στη Σύμβαση, το τοπίο παρουσιάζεται ως βασικό στοιχείο του πολιτισμού και της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αναγνωρίζοντας την ποικιλομορφία και την ποιότητά του, που «συμβάλλει στη διαμόρφωση της τοπικής κουλτούρας και αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς», θεωρεί απαραίτητη την επεξεργασία μιας συνολικής πολιτικής διατήρησής του. Για τη Σύμβαση το τοπίο είναι στοιχείο της κοινής κληρονομιάς και η παρούσα γενιά έχει ευθύνη απέναντι στις παρελθούσες και τις μελλοντικές γενιές.4 Σημειώνεται ακόμη ότι οι δραστηριότητες των δημόσιων αρχών για το τοπίο δεν μπορούν να παραμείνουν πια μόνο στο πεδίο μελέτης ή στο πεδίο περιορισμένης παρέμβασης. Το τοπίο πρέπει να γίνει πολιτικό θέμα γενικού ενδιαφέροντος επειδή συμβάλλει στην ευημερία των ευρωπαίων πολιτών και οι πολίτες της δεν αποδέχονται πια να καθορίζουν τα τοπία τους τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις που αποφασίζονται χωρίς αυτούς. Οικολογία του τοπίου Η οικολογία των τοπίων είναι πρόσφατη επιστήμη που χρησιμοποίησε τις έννοιες της διαταραχής και του μωσαϊκού των τοπίων για να εισάγει την ιδέα ενός ετερογενούς χώρου. Σε δύο βιβλία αναφοράς με κοινό τίτλο Οικολογία του τοπίου που εκδόθηκαν το ένα το 1986 (Forman και Godron) και το άλλο το 2001 (Turner κ.ά.), το τοπίο ορίζεται ως μια έκταση που παρουσιάζει χωρική ετερογένεια για τουλάχιστον έναν παράγοντα ενδιαφέροντος (Turner κ.ά. 2001) ή ακόμη μια ετερογενής έκταση αποτελούμενη από στοιχεία που αλληλεπιδρούν το ένα με τα άλλα (Forman και Godron 1986). Επιπλέον, θεωρώντας τον άνθρωπο ως ιδιαίτερης σημασίας στοιχείο των περιβαλλοντικών διαδικασιών και όλο και πιο σημαντικό παράγοντα του κατακερματισμού των φυσικών περιβαλλόντων, η οικολογία των τοπίων διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του παραδείγματος «οικοσύστημα» στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Έτσι, η οικολογία των τοπίων είναι ένα επίπεδο


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 23

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

οργάνωσης των οικολογικών συστημάτων ανώτερο από το οικοσύστημα, που χαρακτηρίζεται από την ετερογένεια και τη δυναμική του, και το οποίο κυβερνάται σε ένα βαθμό από τις ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά υπάρχει ανεξάρτητα από την πρόσληψή του (Burel και Baudry 1999). Η οικολογία των τοπίων μελετά τις αιτίες και τις συνέπειες της χωρικής ετερογένειας εντός των οικολογικών συστημάτων, αναλύοντας τόσο τα επακόλουθα των διαδικασιών (process) στα χωρικά πρότυπα (patterns), όσο και την επίδραση των προτύπων στις διαδικασίες (Turner κ.ά. 2001). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η σύνθεση ενός τοπίου, για παράδειγμα το ποσοστό των τύπων βλάστησης που το συγκροτούν, δεν επαρκεί για να καταλάβουμε τους μηχανισμούς που εκτυλίσσονται σε αυτό. Είναι σημαντικό να πάρουμε υπόψη τη χωρική τους διάταξη (Wiens κ.ά. 1993). Ο ίδιος τύπος βλάστησης δεν θα απαρτίζεται από τα ίδια είδη αν έχει τη μορφή διάσπαρτων κηλίδων ή αποτελεί ένα συσσωματωμένο συνεχές σύνολο. Αυτή η σχετικά νέα προσέγγιση, πρόταση των Forman και Godron στη δεκαετία του 1980, έκανε πολλούς ερευνητές να εστιάσουν στην ανάλυση των χωρικών προτύπων (Wu κ.ά. 2002, Li και Wu 2004). Όμως, η οικολογία του τοπίου ενσωματώνει το χώρο στην οικολογική ανάλυση και δεν περιορίζεται σε απλή ποσοτικοποίηση της ετερογένειας (Lawton 1996). Αποδίδει σημασία στις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε οικολογικές λειτουργίες και χωρικές δομές σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης, από τους πληθυσμούς (Wiens κ.ά. 1993, Tischendorf και Fahrig 2000) ως τις ροές ενέργειας και ύλης (Turner κ.ά. 1993). Στο εσωτερικό της επιστήμης αναπτύσσονται δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη έχει τις ρίζες της στη γεωγραφία του Troll και τις μελέτες διαχείρισης του τοπίου με αντικείμενο το τοπίο σε «ανθρώπινη κλίμακα» (Bastian 2001). Στην Ευρώπη, όπου κυριαρχεί, ενδιαφέρεται κυρίως για την ιστορία των τοπίων που κατασκεύασε ο άνθρωπος (Antrop 2005). Η δεύτερη προσέγγιση στηρίζεται στην οικολογία των οργανισμών (Wiens κ.ά. 1993), που εκτόπισε από το κέντρο ενδιαφέροντος τον άνθρωπο και αποδέχεται ότι η κλίμακα του τοπίου πρέπει να εξαρτάται περισσότερο από την πρόσληψη και τις απαιτήσεις των υπό μελέτη οργανισμών παρά από την ανθρώπινη άποψη (McGarigal και Cushman 2002). Τα «τοπία» μιας μέλισσας ή μιας καφέ αρκούδας διαφέρουν ουσιωδώς, ωστόσο δεν παύουν να είναι ετερογενείς εκτάσεις, που αναλύονται με τα εργαλεία της οικολογίας του τοπίου (Turner κ.ά. 2001). Η προσέγγιση αυτή, επονομαζόμενη «οικολογική», αναπτύσσεται κυρίως στη Βόρεια Αμερική (Turner 1989, Turner κ.ά. 2001, Wu και Hobbs 2002). Πάντως, οι δύο αντιλήψεις δεν αντιτίθενται, αφενός γιατί τα ανθρώπινα τοπία μπορούν να θεωρηθούν ως ιδιαίτερη περίπτωση της οικολογίας του τοπίου που αναπτύσσεται στις αγγλοσαξονικές χώρες και, αφετέρου, επειδή η μελέτη των ανθρώπινων τοπίων επιτρέπει, δίνοντας έμφαση στην ιστορία των τοπίων, να κατανοήσουμε καλύτερα τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις ανθρώπινες δραστηριότητες και τα οικολογικά φαινόμενα. Οι οικολόγοι θεωρούν ότι οι ανθρώπινες πιέσεις, άμεσα εξαρτώμενες από την οικονομία, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα, είτε πρόκειται για «αξιοπρόσεκτα» οικοσυστήματα5 είτε για τη «συνηθισμένη» φύση. Στη δεύτερη περίπτωση, η «συνηθισμένη» βιοποικιλότητα θεωρείται απαραίτητο στοιχείο για τη διασφάλιση της διάρκειας ορισμένων υπηρεσιών που παρέχουν τα οικοσυστήματα (επικονίαση, έλεγχος της διάβρωσης, παρουσία φυσικών παρασίτων των θηρευτών των καλλιεργειών, κ.ά.). Η διατήρηση της «συνηθισμένης» φύσης

5. Επιστημονικό πεδίο του κλάδου της Οικολογίας διατήρησης και αποκατάστασης.

23


003:Layout 1

24

9/27/11

10:27 AM

Page 24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

προσεγγίζεται από την οικολογία του τοπίου με όρους χωρικής οργάνωσης (γραμμικών δομών, κηλίδων, ζωνών με ρυθμιστικό ρόλο) και ανάλυσης των αποτελεσμάτων της σύνδεσης (ροών νερού, εδάφους, γύρης) καθώς και του κατακερματισμού στη δυναμική των φυτικών και ζωικών ειδών. Κατά συνέπεια, η ανθρώπινη πίεση οδηγώντας, εκτός των άλλων, στον κατακερματισμό των περιβαλλόντων μειώνει τους διαθέσιμους στα είδη χώρους και διαταράσσει τους οικολογικούς διαδρόμους που διασφαλίζουν τη λειτουργία του τοπίου ως δεσμού ανάμεσα σε «συνηθισμένα» περιβάλλοντα και «αξιοπρόσεκτα» περιβάλλοντα. Γεωπονία

6. Τα αγροτικά τοπία καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της έκτασης μιας χώρας. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, από τα 13.195.700 εκτάρια της εθνικής επικράτειας, το 69% των εκτάσεων είναι γεωργικές και το 22% καταλαμβάνουν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας 1986).

Η γεωργία, προκειμένου να ανταποκριθεί στις μεταπολεμικές διατροφικές ανάγκες και στις οικονομικές απαιτήσεις της αποδοτικότητας και του ανταγωνισμού, υιοθέτησε μια αγροτική πολιτική που είχε κέντρο βάρους την εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής και έκφρασή της την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Τα συστήματα καλλιέργειας γίνονται συνεχώς πιο τεχνητά και ομοιογενή, οι δραστηριότητες καλλιέργειας και εκτροφής ζώων συνήθως διαχωρίζονται και, ως επακόλουθο της εντατικοποίησης της παραγωγής, στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, που δεν μπορούσαν πια να είναι ανταγωνιστικές, ξεκινά η μαζική αγροτική έξοδος και η περιθωριοποίηση της γεωργίας τους. Παράλληλα, τα τελευταία 50 χρόνια, η εντατικοποίηση της παραγωγής αύξησε αφενός την πίεση στο περιβάλλον και αφετέρου αναδιαμόρφωσε τα αγροτικά τοπία με την εκτέλεση έργων αποξήρανσης και αποστράγγισης, τη συνένωση των αγροτεμαχίων και την εξειδίκευση των συστημάτων παραγωγής. Ως αγροτικά τοπία χαρακτηρίζουμε τα τοπία των οποίων οι εκτάσεις σε μεγάλο βαθμό καταλαμβάνονται από καλλιέργειες, λιβάδια και φυσική βλάστηση.6 Στο προκύπτον μωσαϊκό, οι διάφορες χρήσεις του εδάφους (καλλιεργούμενα χωράφια, πολυετείς καλλιέργειες, κοφτολίβαδα, λιβάδια, κ.λπ.) προσαρμόζονται στις περιβαλλοντικές συνθήκες (εδαφολογία, τοπογραφία, δυναμική της βλάστησης) και, κατά αντίστροφο τρόπο, τις αλλάζουν. Τα αγροτικά τοπία, δημιούργημα των αγροτών, αλλάζουν κάτω από την επίδραση της εξέλιξης των τεχνικών, τα προγράμματα των αγροτών, την αγροτική πολιτική, καθώς και από την αντίληψη που έχουν διαμορφώσει οι πληθυσμοί που κατοικούν σε αυτά. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της φάσης εντατικοποίησης της γεωργίας, το ενδιαφέρον για την ποιότητα των αγροτικών τοπίων είναι ανύπαρκτο. Το τοπίο ήταν απλώς το αποτέλεσμα της χωρικής οργάνωσης των συστημάτων καλλιέργειας. Η εξαφάνιση στοιχείων του, όπως οι φυτοφράχτες, οι λόγγοι και τα αναχώματα, τα οποία προσέδιδαν ταυτότητα και καθόριζαν την αγροοικολογική λειτουργία της κάθε περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να επικρατήσει μια ομοιομορφία στα αγροτικά τοπία. Τελικά, η απότομη προσαρμογή της υπαίθρου στις απαιτήσεις της σύγχρονης γεωργίας και της γεωργικής εξόδου, μετά από το μέσο του 20ού αιώνα, επέφεραν ευρύτατες και ταχύτατες αλλαγές στην εξέλιξη των τοπίων. Έτσι, ενώ η συνολική γεωργική παραγωγή αυξανόταν, το τοπίο ως δημόσιο αγαθό υποβαθμιζόταν. Από τη δεκαετία του 1970 ξεκινούν οι αντιδράσεις στον «παραγωγίστικο» προσανατολισμό της γεωργίας. Καταγγέλλονται, αρχικά, η ρύπανση των νερών


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 25

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

από τα νιτρικά άλατα γεωργικής προέλευσης και, διαδοχικά, η διάβρωση των εδαφών, η ρύπανση από φυτοφάρμακα, η μείωση της βιοποικιλότητας. Επίσης, στην αρχή της δεκαετίας, ανησυχίες προκάλεσε η πληθυσμιακή απερήμωση των ορεινών κυρίως αγροτικών περιοχών και η εισβολή βλάστησης στα λιβάδια (ανοιχτά τοπία) αυτών των περιοχών. Την ίδια περίοδο, σε ορισμένες χώρες, σημειώνονται αντιδράσεις στα έργα αναδασμού που γίνονταν σε πολύ μεγάλες εκτάσεις και προκαλούσαν βαθιές αλλαγές στο αγροτικό τοπίο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για την ποιότητα του χώρου στα μοντέλα γεωργικής παραγωγής δημιούργησε νέα τοπία, τα οποία η υπόλοιπη κοινωνία δεν φαίνεται να είχε σε εκτίμηση. Η γεωπονία, η επιστήμη που συγκεντρώνει τις χρήσιμες στη γεωργία θεωρητικές γνώσεις προκειμένου να αναλύσει τον πολυλειτουργικό ρόλο7 που αποδίδει η κοινωνία σήμερα στη γεωργία και τις πολύπλοκες σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα σε αγροτικές δραστηριότητες, περιβαλλοντικές διαδικασίες και δυναμικές των διαφόρων περιοχών, επιδίωξε να συναρθρώσει τις τεχνικές, οικολογικές και κοινωνικές διαστάσεις των συστημάτων που μελετάει. Για το σκοπό αυτό, ανέπτυξε νέες έννοιες, μεθόδους και εργαλεία τόσο στο εσωτερικό της ίδιας της γεωπονικής επιστήμης όσο και στις σχέσεις της με τις άλλες επιστημονικές πειθαρχίες (Μπεόπουλος 2006). Έννοιες-κλειδιά για τη γεωπονία είναι αφενός το αγροτεμάχιο, προνομιακή χωρική δομή ανάλυσης (εκεί διαμορφώνεται η παραγωγή), και αφετέρου το σύστημα καλλιέργειας. Το σύστημα καλλιέργειας, με βάση τον ορισμό του de Gasparin (1849), συνίσταται, κατά βάση, στην επιλογή της χρήσης των φυσικών πόρων που εφαρμόζει στην πράξη ο άνθρωπος για να πάρει φυτική παραγωγή.8 Οι γεωπόνοι αξιολογούσαν και επινοούσαν συστήματα καλλιέργειας χωρίς να ξεπερνούν την κλίμακα του αγροτεμαχίου. Δεν αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης οι συνέπειες της γειτνίασης ανάμεσα σε αγροτεμάχια και οι σχέσεις τους με τα άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος. Και αυτό μολονότι τα συστήματα καλλιέργειας διατηρούν μεταξύ τους σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης, τόσο στο πλαίσιο των μονάδων διαχείρισης της παραγωγής (γεωργικές εκμεταλλεύσεις, λεκάνες συλλογής) όσο και σε εκείνο των ενοτήτων οικολογικής λειτουργικότητας (λεκάνες απορροής, δίκτυο φυτοφραχτών), και η διάταξή τους στο χώρο συμμετέχει στη διαμόρφωση των αγροτικών τοπίων. Οι γεωπόνοι, για να μελετήσουν τις ευρύτερες από το αγροτεμάχιο χωρικές ενότητες, ενσωμάτωσαν στην πραγμάτευση του συστήματος καλλιέργειας την προσέγγιση των γεωγράφων. Για τους γεωγράφους, η έννοια χρησιμοποιείται στην κλίμακα μιας περιοχής με στόχο να κατανοηθούν οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αξιοποιούν τους φυσικούς πόρους της για να πάρουν πρωτογενή παραγωγή. Από τους γεωγράφους πάλι, δανείστηκαν την έννοια του τοπίου με τη σημασία του «χρηστικού τοπίου» (Sautter 1985). Σε αυτή την περίπτωση, το τοπίο περιέχει ενδείξεις για τη λειτουργία των συστημάτων καλλιέργειας ως η μορφή με την οποία δηλώνεται ο τρόπος χρήσης των φυσικών πόρων από τον άνθρωπο για γεωργική παραγωγή (Deffontaines 1996, Jouve 2006). Το τοπίο στις γεωπονικές προσεγγίσεις χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο και ως αντικείμενο ανάλυσης. Το κέντρο βάρους δεν είναι στην ανάλυση του τοπίου καθαυτού αλλά, κυρίως, στην ανάλυσή του ως μέσο γνώσης της αγροτικής δραστηριότητας και, ακολούθως, στο ρόλο της αγροτικής δραστηριότητας στην πα-

7. Ο όρος πολυλειτουργικότητα είναι ένας νεολογισμός κάτω από τον οποίο συγκεντρώνονται οι τρεις λειτουργίες της γεωργίας: η οικονομική, η περιβαλλοντική και η κοινωνική (Μπεόπουλος 2005).

8. Ένας σύγχρονος ορισμός είναι ο παρακάτω: «Το σύστημα καλλιέργειας είναι το σύστημα των τεχνικών δράσης που εφαρμόζεται για τη λήψη φυτικής παραγωγής. Περιλαμβάνει τη διαχείριση του χώρου (οργάνωση αγροτεμαχίων, αποστράγγιση, άρδευση, κ.λπ.) και υλοποιείται σε ένα κλάσμα γης που δέχεται, όσον αφορά τη χρήση των πόρων, παρόμοιο χειρισμό» (Papy 2008).

25


003:Layout 1

26

9/27/11

10:27 AM

Page 26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

9. Ο αγρότης είναι ένας «αγρότης-τεχνίτης παραγωγός μορφών» (Deffontaines 1994).

ραγωγή του τοπίου (Deffontaines 1996). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ενδιαφέρει να γίνει κατανοητό, με την ανάπτυξη κατάλληλων εργαλείων και μεθόδων, με ποιο τρόπο οι αγροτικές μορφές, με τα σήματα και τα ίχνη που αφήνουν, θα μπορούσαν να επιτρέψουν να κατανοηθεί η γεωργική δραστηριότητα ως παράγοντας διαμόρφωσης και οργάνωσης των τοπίων. Η έννοια του τοπίου εισάγει τη χωρική διάσταση και, έτσι, διευκολύνει την αντίληψη των δεσμών που αναπτύσσονται ανάμεσα στις αγροτικές πρακτικές και τις μορφές οργάνωσής τους στο χώρο.9 Κατά συνέπεια, το τοπίο, ως αποτέλεσμα γεωργικών πρακτικών, αποκαλύπτει τις βασικές επιλογές σχετικά με την αξιοποίηση των φυσικών πόρων και την προσαρμογή στους περιορισμούς του περιβάλλοντος, αλλά και τις ρήξεις, που παρατηρούνται σήμερα εξαιτίας της εξέλιξης των χρήσεων, επακόλουθο της εντατικής χρησιμοποίησης των εισροών. Παράλληλα, οι γεωπόνοι ενέταξαν στις μελέτες παραγωγής του τοπίου μέσω της γεωργικής δραστηριότητας γνώσεις που άντλησαν από την οικολογία των τοπίων σχετικά με τις αλλαγές των οικολογικών διαδικασιών που επιφέρει η άσκηση των συστημάτων καλλιέργειας στην κλίμακα μιας περιοχής (Burel και Baudry 1999). Για παράδειγμα, δομικά στοιχεία, όπως η βλάστηση στα όρια των χωραφιών, οι τάφροι, το μέγεθος και η μορφή των αγροτεμαχίων, οι διάφοροι οικότοποι και υγρότοποι, στοιχεία άμεσα εξαρτώμενα από το επίπεδο εντατικοποίησης, εκλαμβάνονται πια ως συστατικά στοιχεία του συστήματος καλλιέργειας (Baudry και Papy 2001). Αποτελούν, έτσι, συμπλήρωμα των αγροτεμαχίων παραγωγής στο ρόλο τους για τη διασφάλιση των πόρων. Σήμερα, οι αγροτικές δομές που εξετάζει η γεωπονία, ανάλογα με το επίπεδο χωρικής ολοκλήρωσης, είναι το αγροτεμάχιο (στοιχειώδης μονάδα διαχείρισης μιας γεωργικής περιοχής), η νησίδα αγροτεμαχίων (αγροτεμάχια με την ίδια καλλιέργεια), η επικράτεια μιας γεωργικής εκμετάλλευσης (η διαχείρισή της γίνεται σε συνάφεια με τους στόχους και τις ανάγκες της παραγωγής), η έδρα της εκμετάλλευσης (συγκεντρώνει συνήθως τον αγροτικό εξοπλισμό και ενδεχομένως τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις) και τα διάμεσα στοιχεία (φυτοφράχτες, τάφροι δρόμων, έργα αποστράγγισης, κ.λπ.) (Deffontaines κ.ά. 1995, Hunter 2002, Thenail και Baudry 2004). Κατά συνέπεια, η γεωπονία, αν και ως επιστημονική πειθαρχία αναπτύχθηκε με στόχο τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής σε ποσότητα και ποιότητα, μπορεί πια να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση και αξιολόγηση της πολυλειτουργικής γεωργικής διαχείρισης του αγροτικού χώρου. Ειδικότερα, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της δομής και της σημερινής εξέλιξης των τοπίων αλλά και στην αξιολόγηση των συνεπειών της εξέλιξης του τοπίου στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

Δημόσιες παρεμβάσεις για το τοπίο Τα τελευταία χρόνια, το τοπίο αποτελεί αντικείμενο όχι μόνο της έρευνας αλλά και πολλών δημόσιων παρεμβάσεων. Η δημόσια πολιτική για το τοπίο ασκείται από παράγοντες του δημοσίου, που ορίζουν τους στόχους (να παραχθούν τα επιθυμητά τοπία) και τα απαιτούμενα εργαλεία και έχει στόχο να δημιουργήσει συνθήκες ευνοϊκές για την αλλαγή των κοινωνικών συμπεριφορών απέναντι στο περιβάλλον. Κατά συνέπεια, μια δημόσια πολιτική για το περιβάλλον είναι μια κοι-


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 27

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

νωνική και όχι μόνο νομική διαδικασία που δρα ουσιαστικά στην παραγωγή μορφών του χώρου (Donadieu κ.ά. 2004). Η ανάλυση μιας δημόσιας πολιτικής για το τοπίο μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη γιατί επιτρέπει να διευρύνουμε τις γνώσεις μας σε διάφορα θέματα. Για παράδειγμα, δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε κατά πόσο τα επιστημονικά πορίσματα αποκτούν επιχειρησιακή αξία κατά την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής, αν τα κανονιστικά και θεσμικά πλαίσια επιτρέπουν να αναπτυχθεί πραγματική δημόσια πολιτική για το τοπίο, αν οι δημόσιες παρεμβάσεις επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ενεργών παραγόντων και την ανάπτυξη των γεωργικών περιοχών, αν ανακύπτουν προβλήματα κατά την εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής που επιβάλλεται στην εθνική πολιτική, να εκτιμηθεί η απόσταση ανάμεσα στις πραγματοποιήσεις και τους στόχους, κ.ά. Γνωρίζοντας ότι συγκροτημένη ειδική δημόσια πολιτική για το αγροτικό τοπίο δεν υπάρχει ακόμη, αποφασίσαμε να αναλύσουμε τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα που το επηρεάζουν. Τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα και το τοπίο Ο προβληματισμός για την προστασία του αγροτικού περιβάλλοντος σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα μέτρα αρχίζουν να λαμβάνονται στην αρχή της επόμενης δεκαετίας (ευρωπαϊκή οδηγία των «νιτρικών» το 1991, μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής του 1992). Τα μέτρα αυτά, σε συνεργία με τη διαμεσολαβημένη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κοινωνική πίεση, επιχειρούν να ενσωματώσουν το σεβασμό του περιβάλλοντος στις γεωργικές πρακτικές. Προτείνονται κανονιστικά, αναγκαστικά, προτρεπτικά ή, ακόμη, παιδαγωγικά μέτρα για να βελτιώσουν τις πρακτικές που διασφαλίζουν καλύτερα την προστασία και/ή τη διατήρηση των φυσικών πόρων. Στην Ευρώπη, ορόσημο για τα αγροτικά τοπία αποτελεί το 1992, επειδή η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ του ίδιου έτους αναγνωρίζει επισήμως το ρόλο των αγροτών ως διαχειριστών τοπίων και περιοχών. Αργότερα, το 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Βερολίνο συμπλήρωσε τη μοναδική διάσταση της ΚΑΠ, που είχε στόχο τη στήριξη αγορών και γεωργικών τιμών (πρώτος πυλώνας σύμφωνα με την καθιερωμένη ορολογία), με μιαν άλλη διάσταση (τον δεύτερο πυλώνα) με στόχο την αγροτική ανάπτυξη. Αυτός ο δεύτερος πυλώνας της ΚΑΠ, καθώς και ο σχετικός Κανονισμός Αγροτικής Ανάπτυξης, αναγνωρίζει τον πολυλειτουργικό ρόλο της γεωργίας, επιδιώκει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να λάβει υπόψη του τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, να διαφοροποιήσει τις οικονομικές δραστηριότητες και να συμβάλει στη διατήρηση της κοινής κληρονομιάς (Dwyer κ.ά. 2007). Έτσι, η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ του 1999, μέσω της έννοιας της πολυλειτουργικότητας, αναγνώριζε ότι στις πολλαπλές λειτουργίες της γεωργίας περιλαμβάνεται και η λειτουργία διατήρησης και παραγωγής τοπίων. Ο Κανονισμός Αγροτικής Ανάπτυξης θέσπισε το πλαίσιο κοινοτικής στήριξης για την αειφόρο αγροτική ανάπτυξη και επέβαλε στα κράτη μέλη να καταρτίσουν, σε εθνικό επίπεδο, ένα Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης για την περίοδο 2000-2006 προκειμένου να εφαρμόσουν τον προαναφερθέντα κανονισμό.

27


003:Layout 1

28

9/27/11

10:27 AM

Page 28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

10. Το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 2007-2013 έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίκειται η εφαρμογή του (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων 2009).

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ του 2003, σε ισχύ σήμερα, αποτέλεσε συνέχεια των παλαιότερων και επέβαλε την αποσύνδεση των ενισχύσεων από την παραγωγή. Οι αγρότες παίρνουν μια ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση με τον όρο να σέβονται τους ευρωπαϊκούς κανόνες στα θέματα του περιβάλλοντος και της διατροφικής ασφάλειας. Κόβοντας το δεσμό ανάμεσα στις ενισχύσεις και τον όγκο και τη φύση της παραγωγής, καλούνται πια οι εκμεταλλεύσεις να καθορίσουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες όχι σε συνάρτηση με τις προσδοκώμενες ενισχύσεις αλλά σε σχέση με την προς ικανοποίηση ζήτηση. Από το 2007 ισχύει ένα νέο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο 2007-2013 και το οποίο περιλαμβάνει μέτρα που, σε μεγάλο βαθμό, επανέρχονται από την προηγούμενη προγραμματική περίοδο.10 Στη συνέχεια του άρθρου, θα εξετάσουμε ποια θέση καταλαμβάνει το τοπίο στην αγροπεριβαλλοντική πολιτική. Είναι προφανές ότι το περιβάλλον και το τοπίο δεν καλύπτουν τα ίδια πεδία σημασίας ή δράσης, έστω και αν υπάρχουν σχέσεις ανάμεσα στις δύο έννοιες. Επίσης, αν και τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα έχουν στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, εντάσσονται στο πλαίσιο μια τομεακής πολιτικής, της ΚΑΠ, που αφορά τη γεωργία. Τα προς μελέτη αγροπεριβαλλοντικά μέτρα περιλαμβάνονται στο ελληνικό πρόγραμμα «Έγγραφο Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) 2000-2006», σε εφαρμογή από το 2003 (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων 2005). Μέσω των θεσπισθέντων αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, η αναλαμβανόμενη δημόσια δράση στοχεύει να επηρεάσει τους παράγοντες παραγωγής του τοπίου, τους αγρότες, είτε σε ό,τι αφορά τις υλικές διαδικασίες διαμόρφωσης του τοπίου είτε ως προς αναπαραστάσεις τους για αυτό (Moquay κ.ά. 2004). Η παρέμβαση στους υλικούς τρόπους παραγωγής των τοπίων, μέσω των αγροπεριβαλλοντικών ενισχύσεων, αφορά τις γεωργικές πρακτικές που είναι ο κύριος παράγοντας αλλαγής των τοπίων, διατηρώντας ορισμένες πρακτικές ή προωθώντας κάποιες άλλες. Μπορούμε να φανταστούμε ότι τα διάφορα μέτρα πολιτικής κινούνται σε ένα δίπολο όπου στον ένα πόλο υπάρχουν μέτρα που έχουν ως αιτιολόγηση μόνο το τοπίο και στον άλλο μέτρα που έχουν άλλες στοχεύσεις χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το τοπίο, αν και είναι δυνατό να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα τοπία. Τυπικό παράδειγμα του πρώτου πόλου αποτελεί ο χαρακτηρισμός ενός τοπίου ως προστατευόμενου. Τέτοιο μέτρο στα ελληνικά αγροπεριβαλλοντικά μέτρα είναι η «Προστασία Παραδοσιακού Ελαιώνα της Άμφισσας». Στον άλλο πόλο ανήκουν τα μέτρα της ενεργειακής πολιτικής (για παράδειγμα, πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, αιολικά πάρκα). Προφανώς, ανάμεσα στα δύο άκρα υπάρχουν μέτρα με κέντρο βάρος άλλοτε στο τοπίο και άλλοτε σε άλλους στόχους. Για παράδειγμα, η «Ανακατασκευή αναβαθμίδων σε επικλινείς εκτάσεις για την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση» έχει στόχο την προστασία της γεωργικής γης από τη διάβρωση αλλά επίσης τη διατήρηση του αγροτικού τοπίου και των χαρακτηριστικών του. Ή, ακόμη, μέτρα με καθαρά τομεακή στόχευση, διαφορετική από το τοπίο, αλλά τα οποία ενσωματώνουν μερικώς και το ενδιαφέρον για το τοπίο, όπως η «Εκτατικοποίηση της κτηνοτροφίας» με στόχο τη στήριξη του εισοδήματος των κτηνοτρόφων ορισμένων μειονεκτικών περιοχών και, έμμεσα, τη συντήρηση των τοπίων των λιβαδιών λόγω της οικολογικής τους σημασίας. Στην


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 29

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον για το τοπίο είναι περιθωριακό, το μέτρο έχει καθαρά γεωργική στόχευση. Μια άλλη διάσταση των δημόσιων παρεμβάσεων μέσω των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων είναι ότι το τοπίο μπορεί να αντιμετωπίζεται συνολικά ή, συνηθέστερα, η αντιμετώπισή του εστιάζει σε ορισμένα εμβληματικού χαρακτήρα στοιχεία του. Στην τελευταία περίπτωση, η παρέμβαση είναι άμεση και δραστική, αν και τα στοιχεία του απομονώνονται από τον άμεσο περίγυρό τους και το τοπίο ως σύνολο χάνεται· ωστόσο, τα επιχειρήματα υπέρ του τοπίου διατηρούν τη σημασία τους. Οι παρεμβάσεις επικεντρώνονται στην αποκατάσταση καταστραμμένων ή απειλούμενων με καταστροφή στοιχείων, που θεωρούνται καθοριστικά για τη συνολική λειτουργία του, όπως φυτοφράχτες, αναβαθμίδες, κ.ά. Ο περιορισμός των παρεμβάσεων σε ορισμένα στοιχεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ρεαλιστική προσέγγιση, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι μια συνολική προσέγγιση θα έπρεπε να ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργεί το πλήθος των υπό διερεύνηση στοιχείων και οι μη σαφώς προσδιορισμένες σχέσεις μεταξύ τους. Οι παρεμβάσεις σε ορισμένα γραμμικά και σημειακά στοιχεία του τοπίου, όπως σε φυτοφράχτες και χλοασμένες λωρίδες, αποτελούν αντικείμενο πολλών ευρωπαϊκών μέτρων πολιτικής για το περιβάλλον ή τη γεωργία. Στην Ελλάδα, εφαρμόζεται ένα παρόμοιο μέτρο, το αγροπεριβαλλοντικό μέτρο με τίτλο «Διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφραχτών».11 Το μέτρο στοχεύει, όπως σημειώνεται, στη «διατήρηση των τροφικών πεδίων καθώς και των θέσεων ανάπαυσης των αρπακτικών και των μεταναστευτικών πτηνών και στη διατήρηση και βελτίωση των ενδιαιτημάτων της άγριας πανίδας». Για το σκοπό αυτό επιδοτεί τη διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφραχτών στους Νόμους Έβρου και Ιωαννίνων.12 Στις δεσμεύσεις των δικαιούχων περιλαμβάνονται η διατήρηση σε καλή κατάσταση των φυτοφρακτών και των νησίδων φυσικής βλάστησης, που βρίσκονται εντός ή στα όρια της εκμετάλλευσης, και φυτεύσεις με είδη τα οποία χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για τη δημιουργία των φυσικών φρακτών. Οι φυτοφράχτες, γραμμικά στοιχεία του τοπίου Οι φυτοφράχτες είναι δομές του τοπίου που απαντώνται σε πολλά μέρη του κόσμου. Μπορούν να οριστούν ως γραμμική διάταξη δέντρων ή θάμνων που δημιουργήθηκαν από το άνθρωπο για να εκπληρώσουν διάφορες λειτουργίες. Μια ιδιαίτερη δομή αποτελεί το μποκάζ, ένα δίκτυο φυτοφραχτών που περιβάλλουν τα αγροτεμάχια και απαντάται κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Baudry κ.ά. 2000). Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας άφησε το αποτύπωμά του στο αγροτικό τοπίο, κυρίως με τη βαθιά αλλοίωση του σχήματος και του μεγέθους των αγροτεμαχίων που άρχισε στη δεκαετία του 1950 με τα έργα αναδασμού. Προωθούμενος από τις δημόσιες αρχές για να βελτιωθούν οι επιδόσεις της γεωργίας με τη διευκόλυνση της εκμηχάνισης, ο αναδασμός οδήγησε σε συνένωση και σε μεγέθυνση των αγροτεμαχίων, καταστρέφοντας στοιχεία του τοπίου, όπως οι φυτοφράχτες, τα αναχώματα, οι ξερολιθιές, τα μονοπάτια κ.ά., στη διάρκεια των συμπληρωματικών έργων του αναδασμού ή με πρωτοβουλία των αγροτών. Τα έργα αυτά μετέβαλαν ριζικά τα αγροτικά τοπία. Συνεπώς, οι ανάγκες εντατικοποίησης της παραγωγής είχαν ως αποτέλεσμα οι τόσο χρήσιμοι άλλοτε φυτοφράχτες να χάσουν τη σημασία τους

11. Πρόκειται για το μέτρο 3:11 των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων του άξονα 3, που περιλαμβάνεται στο «Έγγραφο Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) 2000-2006» (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων 2005). 12. Το μέτρο προβλεπόταν να εφαρμοστεί σε 4.000 εκτάρια στο ηπειρωτικό τμήμα του Νομού Έβρου με προτεραιότητα στις παρεμβάσεις και σε 1.000 εκτάρια του Νομού Ιωαννίνων σε συγκεκριμένα δημοτικά διαμερίσματα. Να σημειώσουμε ότι η αποδοχή του μέτρου ήταν μηδενική. Τη μη ένταξη των αγροτών στο μέτρο θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα αδύνατα σημεία του: για παράδειγμα, η σύλληψή του έγινε χωρίς την συμμετοχή των ενεργών τοπικών παραγόντων, των αγροτών, ενώ υπήρξε έλλειψη πληροφόρησης και εμψύχωσης για αυτό το νέο πρόγραμμα· θέματα τα οποία δεν απασχολούν το παρόν άρθρο και δεν έχουν διερευνηθεί ακόμη.

29


003:Layout 1

30

9/27/11

10:27 AM

Page 30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

επειδή σκιάζουν τις καλλιέργειες αλλά κυρίως επειδή εμποδίζουν σημαντικά τη διέλευση και τις εργασίες των γεωργικών μηχανημάτων (Μπεόπουλος 1996). Όπως συχνά συμβαίνει, έπρεπε να ξεριζωθούν πολλοί φυτοφράχτες για να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο ρόλος τους στα τοπία. Στη δεκαετία του 1970, επιστημονικές μελέτες, κυρίως στη Γαλλία (Ministère de l’Agriculture 1980), αποκάλυψαν τον πολλαπλό ρόλο τους στην προστασία των παρακείμενων καλλιεργειών, στη μείωση των απωλειών εδάφους και νερού μέσω επιφανειακής απορροής, στη διευκόλυνση των μετακινήσεων (οικολογικοί διάδρομοι) για πολλά ζωικά και φυτικά είδη. Στη συνέχεια, οι μελέτες για το ρόλο των φυτοφραχτών επεκτάθηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου, ως ανεμοφραχτών, ως παραγόντων περιορισμού των απωλειών εδάφους και νερού και ως ευνοϊκών συντελεστών της ανάπτυξης των παρακείμενων καλλιεργειών σε αγροδασικά συστήματα. Μία από τις προσεγγίσεις του τοπίου το αντιμετωπίζει ως έκφραση ορισμένων περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του συνόλου ή ορισμένων στοιχείων του. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φυτοφράχτες είναι εκ νέου στο κέντρο του ενδιαφέροντος για το ρόλο τους στη βιοποικιλότητα και την κυκλοφορία του νερού. Η παρουσία φυτοφραχτών στον αγροτικό χώρο συνιστά την ορατή έκφραση της βιοποικιλότητας, οικολογική λειτουργία που απειλείται από τις αλλαγές χρήσης των γεωργικών εκτάσεων. Το ενδιαφέρον για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας δεν αφορά μόνο την «αξιοπρόσεκτη» (προστατευόμενοι τόποι και είδη) αλλά και τη «συνηθισμένη», που εξασφαλίζει τη λειτουργία των οικοσυστημάτων (συμβολή στους βιογεωχημικούς κύκλους, την επικονίαση, τη μετακίνηση των οργανισμών, κ.ά.). Έρευνες έχουν δείξει, επίσης, ότι οι φυτοφράχτες συντελούν στη ρύθμιση της παροχής των ποταμών κατά την εκδήλωση πλημμυρών και μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της ρύπανσης των νερών από τα νιτρικά και τα φυτοφάρμακα, επιβραδύνοντας ή συγκρατώντας την απορροή τους (Sharpley κ.ά. 2000, Viaud κ.ά. 2004). Η αποκάλυψη του ρόλου και οι αντιδράσεις στην καταστροφή τους είχαν σαν αποτέλεσμα να αποκατασταθεί σταδιακά η σημασία τους, σε ένα βαθμό και για τους αγρότες. Στην περίοδο της εντατικοποίησης της γεωργίας που βιώνουμε, οι φυτοφράχτες και τα δέντρα της παλιάς αγροτικής οικονομίας αποτελούν σήματα των απειλών που αντιπροσωπεύει για τα τοπία και το περιβάλλον αυτή η αναπτυξιακή επιλογή αλλά και σύμβολα μιας πολιτιστικής ταυτότητας και, τέλος, σύμβολα μετάβασης σε αξίες που φέρνει ένα νέο αναπτυξιακό σχέδιο για τη γεωργία. Έτσι, σήμερα, μετά από τις σφοδρές κριτικές για τις εκριζώσεις, απαιτούνται για τα έργα αναδασμού Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και σε ορισμένες περιοχές εφαρμόζονται μέτρα εγκατάστασης ή αποκατάστασης φυτοφραχτών, χλοασμένων λωρίδων, συστάδων δέντρων, κ.ά. Πάντως, ακόμη και σήμερα συνεχίζεται, με μικρότερο ρυθμό, η απομάκρυνση φυτοφραχτών και αναχωμάτων συνδεμένη περισσότερο με οδικά έργα και ατομικές πρωτοβουλίες. Οι έρευνες για τους φυτοφράχτες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν οδηγήσει στη διατύπωση ορισμένων πολύ σημαντικών πορισμάτων αλλά και ερωτημάτων. Όπως αναφέραμε, το τοπίο αποτελεί αντικείμενο έρευνας από διαφορετικές επιστημονικές πειθαρχίες. Για την οικολογία των τοπίων, το τοπίο δεν είναι μόνο ένα κλάσμα που κοιτάζει και αντιλαμβάνεται ένας παρατηρητής από μια οπτική γωνία· είναι επίσης μια λειτουργική ενότητα από την οποία εξαρτώνται κυρίως η βιοποικιλότητα και η ποιότητα του νερού. Στο πλαίσιο των δημόσιων πολιτικών για τους φυτοφράχτες, αυτή η επιστημονική πειθαρχία επιδιώκει να αναλύσει τις νέες


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 31

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

μορφές φυτοφραχτών που παράγονται και να κατανοήσει την εξέλιξη και ενσωμάτωσή τους στον υπάρχοντα ιστό του τοπίου. Μερικά από τα ερευνητικά πορίσματα είναι τα ακόλουθα: Φαίνεται ότι οι φυτοφράχτες που φυτεύτηκαν πρόσφατα δεν εποικίζονται εύκολα εκτός αν είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τους παλιούς (π.χ. από την πανίδα των κολεόπτερων). Επίσης, οι νέοι φυτοφράχτες, έστω κι αν παρουσιάζουν δομή που με όρους όγκου των ξυλωδών ορόφων μπορούν να θυμίζουν την αρχιτεκτονική των παλιών και να υπαινίσσονται τη δυνατότητα εγκατάστασης ενός οικολογικού περιβάλλοντος κοντινού με αυτό των παλιών, δεν φιλοξενούν, για παράδειγμα, ποώδη φυτά, που χαρακτηρίζουν τους παλιούς. Δηλαδή, η διατήρηση των φυτοφραχτών δεν εξασφαλίζει απαραιτήτως την οικολογική βιωσιμότητα, έστω και αν οπτικά το τοπίο παραλλάσει πολύ λίγο, παρά μόνο όταν η διαχείρισή τους είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη (Le Du Blayo κ.ά. 2004). Ανοιχτά παραμένουν και ορισμένα ερωτήματα, όπως το μέγεθος των μονάδων τοπίου που απαιτείται για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οικολογικών λειτουργιών, η απαραίτητη ποικιλομορφία μεταξύ των τοπίων που θα εξασφαλίσει ένα μέγιστο οικολογικών θώκων (Baudry κ.ά. 2000). Ερωτήματα που δείχνουν ότι η δομική και λειτουργική συνάφεια των τοπίων με κυρίαρχη την αγροτική δραστηριότητα αποκτά νόημα μόνο σε κλίμακα ανώτερη από το μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Είναι προφανές ότι η διαχείριση των φυτοφραχτών υποθέτει την άσκηση πρακτικών διαχείρισης, όπως εγκατάσταση, κλάδεμα μορφώματος, συντήρηση και εξασφάλιση των όρων διατήρησής τους. Κατά συνέπεια, η δράση πάνω στους φυτοφράχτες γίνεται διαμέσου του συστήματος των τεχνικών, ερευνητικό αντικείμενο της γεωπονίας. Στη γεωπονία, οι προσεγγίσεις του τοπίου γίνονται με δύο συμπληρωματικούς τρόπους. Από τη μια, υιοθετείται μια οπτική προσέγγιση πάνω στα σήματα εντός του τοπίου και, από την άλλη, μια προσέγγιση που εστιάζει στις στρατηγικές εκχώρησης της κατοχής και των χρήσεων των αγροτεμαχίων, στρατηγικές που εξηγούν την οργάνωση του τοπίου και των συνδεδεμένων δικτύων. Οι δύο προσεγγίσεις παραπέμπουν στις τεχνικές πράξεις, στον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο οι αγρότες ή άλλοι διαχειριστές των τοπίων δρουν πάνω σε αυτό (Deffontaines 1998, Thenail κ.ά. 2004). Από γεωπονική άποψη, η κατανόηση της διαχείρισης των φυτοφραχτών σημαίνει, ταυτόχρονα, να γνωρίσουμε τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, τον απαιτούμενο χρόνο εργασίας και να συνδέσουμε το παραδοσιακό αντικείμενο της γεωπονίας, το καλλιεργούμενο χωράφι, με το οργανωμένο σύνολο των τεχνικών διαχείρισης. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι φυτεύσεις φυτοφραχτών σπάνια γίνονται σε σχέση με τα ενδεχόμενα αποτελέσματά τους στον έλεγχο της επιφανειακής απορροής και τη μεταφορά ρυπαντικών υλικών. Γενικότερα, η εγκατάσταση και η συντήρηση φυτοφραχτών δύσκολα ενσωματώνονται στη λειτουργία των εκμεταλλεύσεων. Η φροντίδα των ορίων των χωραφιών υποθέτει ότι αυτή η πράξη δεν είναι συμπτωματική σε σχέση με τις άλλες γεωργικές δραστηριότητες της εκμετάλλευσης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ενσωματώνεται σε ένα προγραμματισμένο σύνολο τεχνικών παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη διαχείριση των φυτοφραχτών, πάντα όμως στο πλαίσιο λειτουργίας της αγροτικής εκμετάλλευσης. Οι εργασίες για τους φυτοφράχτες και τα όρια των χωραφιών αντιπροσωπεύουν χρόνο εργασίας που ποικίλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης, συνήθως προϋποθέτει χειρονακτική εργα-

31


003:Layout 1

32

9/27/11

10:27 AM

Page 32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

σία και διαχείριση του ανταγωνισμού ως προς το χρόνο με άλλα καθήκοντα που απαιτούν καλλιεργητικές φροντίδες (Le Du Blayo κ.ά. 2004). Οι έρευνες της γεωπονίας για τη διαχείριση των φυτοφραχτών και των περιθωρίων των χωραφιών καταγράφουν τα ατομικά και συλλογικά συστήματα διαχείρισης, καθώς και τις δυσκολίες στην υιοθέτηση νέων συστημάτων. Φαίνεται ότι το μακρύ διάστημα που παρήλθε από τότε που οι αγρότες φύτευαν και συντηρούσαν τους φυτοφράχτες είχε ως αποτέλεσμα απώλεια της τεχνογνωσίας στη συντήρηση των νέων φυτοφραχτών. Απαιτείται χρόνος για να φτιαχτούν νέα μοντέλα διαχείρισής τους που θα μπορούν να ενσωματώνονται στα νέα τεχνικά συστήματα. Παρατηρήσεις για τις δυναμικές που εκτυλίσσονται στον αγροτικό χώρο δείχνουν ότι απέναντι σε τεχνικά προβλήματα διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία αντιμετώπιζαν και μερικές φορές έλυναν εμπειρικά οι αγρότες, σήμερα επιβάλλονται οι ειδικοί και οι επιστήμονες (Lamarche 2003). Αποτέλεσμα: η σταδιακή εγκατάλειψη των τοπικών πρακτικών διαχείρισης των φυτοφραχτών και η προσφυγή από τους αγρότες σε υπεργολαβίες για να καλύψουν τις υποχρεώσεις αγροπεριβαλλοντικών μέτρων (Dupraz κ.ά. 2004). Να σημειώσουμε, επίσης, ότι εκτός από τη διαχείριση των ορίων και των περιθωρίων, η γεωπονική επιστήμη παρέχει στοιχεία για τη δυναμική του μωσαϊκού των τοπίων, που είναι ένας βασικός παράγοντας στην εξέλιξη των δικτύων των γραμμικών στοιχείων.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις Υπάρχει μια κοινωνική ζήτηση για το τοπίο εδώ και 25 χρόνια. Έχει τις ρίζες της, πρώτα, στην ανάπτυξη του τουριστικού φαινομένου τον 20ό αιώνα, κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ελκυστικότητα των αναγνωρισμένων και φημισμένων τοπίων των τουριστικών οδηγών, είτε πρόκειται για τοπία «φύσης» (ορεινά τοπία, βραχώδεις ακτές), τοπία «της υπαίθρου» (τοπία αμπελώνων, αναβαθμίδων, παλιά απόκρημνα χωριά) ή αξιοπρόσεκτες αστικές θέσεις (Luginbühl 2001). Σταδιακά, αυτό το ενδιαφέρον διολισθαίνει, από «το γραφικό» στο «όλα τα τοπία» (Berlan-Darqué και Kalaora 1991), που διευρύνει την πραγματικότητά του στο σύνολο της επικράτειας και περιλαμβάνει πια τα «συνηθισμένα τοπία» (Bigando 2004) αλλά και τα «υποβαθμισμένα» βιομηχανικά τοπία και τις γεωργικές χέρσες εκτάσεις. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η στροφή στο τοπίο επηρεάστηκε καθοριστικά από την περιβαλλοντική ανησυχία που εμφανίστηκε στις δεκαετίες 1970-1980, αν και δεν συγχέεται με αυτή. Όπως προαναφέραμε, η πολιτική για τα τοπία μέσω της διατήρησης των φυτοφραχτών γίνεται με μέτρα αγροτικής πολιτικής που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος στον αγροτικό χώρο. Η αγροτική πολιτική γενικά εξακολουθεί να έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στο τοπίο, αφού οι επιλογές των συστημάτων παραγωγής είναι αυτές που διαμορφώνουν τα τοπία. Ακόμη και σήμερα η καταστροφή αναχωμάτων και φυτοφραχτών συνεχίζεται. Στη σύλληψή τους, οι δημόσιες πολιτικές για το τοπίο το αντιμετωπίζουν τομεακά, ενώ πρόκειται για ένα πολύπλοκο αντικείμενο (να μην ξεχνάμε την αισθητική και συμβολική του διάσταση), του οποίου η κατανόηση και ο έλεγχος δεν συμβιβάζεται εύκολα με αναλύσεις και δράσεις τομεακές. Τέλος, να σημειώσουμε τη δυσκολία της ενσωμάτωσης μιας νέας δημόσιας πολιτικής με στόχο το τοπίο σε ένα αγρο-


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 33

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

τικό πλαίσιο που υπάρχει και λειτουργεί με αποτελεσματικό τρόπο. Η ανάλυση του συγκεκριμένου μέτρου «Διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφραχτών» των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων δείχνει ότι η έννοια του τοπίου που χρησιμοποιεί η τεχνικοδιοικητική σφαίρα δεν φαίνεται να στηρίζεται σε κάποια επιστήμη του τοπίου. Οι φυτοφράχτες φυτεύονται χωρίς καμία έρευνα πάνω στα αγροοικολογικά κριτήρια της περιοχής και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα υπάρχοντα ερευνητικά πορίσματα. Η υιοθέτηση του μέτρου φαίνεται να υπακούει στη λογική ότι είναι ένα μέτρο που εφαρμόζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να είναι το προϊόν μιας πραγματικά μελετημένης τοπικής πολιτικής. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και αν το μέτρο είχε επιτυχία με το να φυτεύονται φυτοφράχτες (αν και είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα το μέτρο είχε παταγώδη αποτυχία από την άποψη των συμμετοχών), η επιτυχία του θα ήταν βραχυπρόθεσμη· οι φυτοφράχτες, μη έχοντας δεχτεί προσαρμοσμένη διαχείριση, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οικολογική βιωσιμότητα και επιπλέον θα παρέμεναν ξένοι στη λειτουργία της αγροτικής εκμετάλλευσης. Είναι φανερό ότι αν το τοπίο είναι αντιληπτό χωρίς άρθρωση με τις κοινωνικές και τις βιοφυσικές διαδικασίες που εκτυλίσσονται στο χώρο, η εφαρμογή της πολιτικής αποκατάστασης των φυτοφρακτών θα περιοριστεί σε φυτεύσεις για τις οποίες η θέση ή τα κοινωνικά και οικολογικά χαρακτηριστικά θα έχουν πολύ μικρή σημασία. Η επικείμενη για τη χώρα μας εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο θα μπορούσε να παίξει το ρόλο προβολής ειδικών και ολοκληρωμένων δράσεων, καθώς και της έρευνας για το τοπίο. Παρόλο που η εφαρμογή της στις περισσότερες χώρες είναι σχετικά πρόσφατη, έρευνες και προγράμματα διαχείρισης των τοπίων στην Ευρώπη υπάρχουν πολλά. Οι εν λόγω εμπειρίες προέρχονται από πολλά και διαφορετικά τοπία, έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές και διαφορετικές μέθοδοι και η αποτελεσματικότητά τους δεν έχει αξιολογηθεί αρκετά. Απαιτείται συνεπώς η ανάλυση και ο έλεγχος της καταλληλότητας αυτών των εμπειριών. Τα τοπία είναι εξελικτικά προϊόντα, παράγοντες των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και παραλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος. Συγκροτούνται, λειτουργούν και αλλάζουν. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι των μελλοντικών τοπίων. Σήμερα, η ζωηρή ανησυχία μας για την καταστροφή των αγροτικών τοπίων δεν προκύπτει μόνο από την εξέλιξη των γεωργικών πρακτικών της εντατικής γεωργίας αλλά και από την εμφάνιση νέων τοπίων που αρχίζουν να γίνονται λίγο-πολύ αποδεκτά (τοπία αστικά, μετασχηματισμός παραδοσιακών γεωργικών τοπίων). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ Antrop, M. (1997), «The concept of traditional landscapes as a base for landscape evaluation and planning. The example of Flanders Region», Landscape Urban Planning 38: 105-117. Antrop, M. (2005), «Why landscapes of the past are important for the future», Landscape and Urban Planning 70: 21-34. Bastian, O. (2001), «Landscape ecology - towards a unified discipline?», Landscape Ecology 16: 757-766. Baudry, J., Bunce, R.G.H. και Burel, F. (2000), «Hedgerows: an international perspective on their origin, function and management», Journal of Environmental Management 60: 7-22. Baudry, J. και Papy, F. (2001), «The role of landscape heterogeneity in the sustainability of cropping systems», στο Nösberger, J., Geiger H.H. και Struik P.C. (επιμ.), Crop Science ; Progress and Prospect, Ουάλινγκφορντ: CABI Publishing.

33


003:Layout 1

34

9/27/11

10:27 AM

Page 34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 19-35

Berlan-Darqué, M. και Kalaora B. (1991), «Du pittoresque au “tout paysage”», στο «De l’agricole au paysage», Etudes Rurales 121-124: 185-195. Bigando, E. (2004), «Entre le social et le sensible, l’émergence d’un ordinaire paysager», Bulletin de l’Association de Géographes Français, Géographies 2: 205-218. Bonnamour, J. (1993), Géographie rurale. Position et méthode, Παρίσι/Μιλάνο/Βαρκελώνη/Βόννη: Masson-Collection Recherches en Géographie. Burel, F. και Baudry, J. (1999), Écologie du paysage. Concepts, méthodes et applications, Παρίσι: TEC & DOC. Conseil de l’Europe (2000), «Convention européenne du paysage», Série des traités européens 176, Φλωρεντία, 20 Οκτωβρίου 2000 (http://conventions.coe.int). Deffontaines, J.P. (1994), L’agriculteur-artisan-producteur de formes, Natures-Sciences-Sociétés 2: 337-342. Deffontaines, J.P., Thenail, C. και Baudry, J. (1995), «Agricultural systems and landscape patterns: how can we build a relationship?», Landscape and Urban Planning 31: 3-10. Deffontaines, J.P. (1996), «Du paysage comme moyen de connaissance de l’activité agricole à l’activité agricole comme moyen de production du paysage. Un point de vue d’agronome», Comptes Rendus de l’Académie d’Agriculture de France 4: 57-69. Deffontaines, J.-P. (1998): Les sentiers d’un géoagronome, Παρίσι: Arguments. Derioz, P. (2008), «L’approche paysagère: un outil polyvalent au service de l’approche opérationnelle et interdisciplinaire des problématiques environnementales», στο Interdisciplinarité et gestion environnementale: Partage d’expériences autour de la psychologie environnementale, Journées scientifiques ARPEnv, Université de Nîmes, 6-7 Ιουνίου 2008. Donadieu, P., Dumont-Fillon, N. και Fedila, S. (2004), «De l’utopie à la réalité: les règles de construction des paysages. Le cas de trois chartes communales de paysage dans le Parc naturel régional du Vexin français», στο Puech, D. και Rivière Honegger, A. (επιμ.), L’évaluation du paysage: une utopie nécessaire?, CNRS «Mutations des territoires en Europe», Université Paul Valéry, Montpellier III: 409-423. Dupraz, P., Latouche, K. και Turpin N. (2005), «Effets de seuils et coordination des efforts agrienvironnementaux», Συμπόσιο Territoires et enjeux du développement régional, 9-11 Μαρτίου 2005, Lyon. Dwyer, J., Ward, N., Lowe, P. και Baldock, D. (2007), «European Rural Development under the Common Agricultural Policy’s ‘Second Pillar’: Institutional Conservatism and Innovation», Regional Studies 41(7): 873-888. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (1986), Κατανομή των εκτάσεων της χώρας κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως (προαπογραφικά στοιχεία της απογραφής Γεωργίας-Κτηνοτροφίας του έτους 1981), Αθήνα. Forman, R.T.T. και Godron, M. (1986), Landscape Ecology, Νέα Υόρκη: John Wiley & Sons. Gustavsson, R. και Peterson, A. (2003), «Authenticity in landscape conservation and management: the importance of the local context» στο Palang, H. και Fry, G. (επιμ.), Landscapes interfaces: cultural heritage in changing landscapes, Dordrecht: Kluwer Academic Publishers: 319-356. Hunter, M.D. (2002), «Landscape structure, habitat fragmentation and the ecology of insects», Agricultural and Forest Entomology 4: 159-166. Jacobs, P. και Mann, R. (2000), Landscape prospects of the next millennium, Landscape Urban Planning 47: 129-133. Jouve, P. (1988), «Quelques réflexions sur la spécificité et l’identification des systèmes agraires», Les Cahiers de la recherche-développement 20: 5-16. Jouve, P. (2006), La dimension spatiale des systèmes de culture: comparaison entre agriculture tempérée et agriculture tropicale, Cahiers Agricultures 3: 255-260. Lamarche, Η. (2003), «Bocagement, reconstitution et protection du bocage: évaluation des politiques publiques de paysagement du territoire», Rapport final de synthèse, Ερευνητικό πρόγραμμα: «Politiques publiques et paysages: analyse, évaluation, comparaison». Lawton, J. (1996), «Patterns in ecology», Oikos 75: 145-147. Le Du-Blayo, L., Burel, F., Baudry, J., Le Coeur, D. και Thenail, C. (2004), «Impact des politiques de rebocagement sur la qualité écologique du réseau bocager, l’aménagement et l’entretien du milieu rural par les exploitations agricoles», Συνέδριο: «De la connaissance des paysages à l’action paysagère», Cemagref, 2/12/2004 έως 4/12/2004, Μπορντώ, Γαλλία. Li, H. και Wu, J. (2004), «Use and misuse of landscape indices», Landscape Ecology 19: 389-399.


003:Layout 1

9/27/11

10:27 AM

Page 35

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΟΠΟΥΛΟΣ

Luginbühl, Y. (2001), «La demande sociale de paysage», εισήγηση για την εναρκτήρια συνεδρία της 28ης Μαΐου 2001, Conseil National du Paysage. McGarigal, K. και Cushman S.A. (2002), «Comparative evaluation of experimental approaches to the study of habitat fragmentation effects», Ecological Applications 12: 335-345. Ministère de l’Agriculture (1980), «Bocage et aménagement rural: quel avenir?», Bulletin Technique d’Information 353-355: 615-899. de Montgolfier, J. (1981), Le patrimoine du futur, Παρίσι: Economica. Moquay, P., Aznar, O., Candau, J., Guerin, M. και Michelin, Y. (2004), «Paysage de territoire, paysage décor, paysage identité… Réseaux, modèles et représentations mobilisés dans les processus de discussion de politiques paysagères intercommunales», Συνέδριο: «De la connaissance des paysages à l’action paysagère», Cemagref, 2/12/2004 έως 4/12/2004, Μπορντώ, Γαλλία. Μπεόπουλος, Ν. (1996), «Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του αναδασμού στην ημιορεινή ζώνη», ΤΟΠΟΣ 11: 61-86. Μπεόπουλος, Ν. (2005), «Πολυλειτουργικότητα: από μια αμφίσημη έννοια σε μια αμφίσημη πολιτική», στο: Καρανικόλας, Π. και Μαρτίνος, Ν. (επιμ.), Διεθνές εμπόριο γεωργικών προϊόντων και πολυλειτουργική γεωργία, Αθήνα, Μαΐστρος: 171-198. Μπεόπουλος, Ν. (2006), «Σκέψεις για τη γεωπονία και την εξέλιξή της», Τριπτόλεμος 21: 87-92. Papy, F. και Ambroise, R. (2008), «Paysage et agriculture: réflexions agronomiques sur un choix de société», παρουσίαση στο «Journées Jean-Pierre Deffontaines», Παρίσι, 1 και 2 Απριλίου 2008, Centre INRA de Versailles. Sautter, G. (1985), «Paysagismes», στο Blanc-Pamard, C. και Lericollais, A. (επιμ.), A travers champs, agronomes et géographes, Παρίσι: ORSTOM-Collection Colloques et Séminaires. Sharpley, A.N., Foy, B. και Withers P.J.A. (2000), «Practical and innovative measures for the control of agricultural phosphorus losses to water: an overview», Journal of Environmental Quality 29: 1-9. Terrasson, D. (2007), «Introduction», στο Berlan-Darqué, M., Luginbühl. Y. και Terrasson, D. (επιμ.), Paysages: de la connaissance à l’action, Παρίσι: Quae éditions-Collection Update Sciences & Technologies. Thenail, C. και Baudry, J. (2004), «Variation of farm spatial land use pattern according to the structure of the hedgerow network (bocage) landscape: a case study in northeast Brittany», Agriculture, Ecosystems & Environment 101: 53-72. Tischendorf, L. και Fahrig, L. (2000), «How should we measure landscape connectivity?», Landscape Ecology 15: 633-641. Turner, M.G. (1989), Landscape ecology: The Effect of Pattern on Process, Annual Review of Ecology and Systematics 20: 171-197. Turner, M.G., Romme, W.H., Gardner, R.H., O’Neill, R.V. και Kratz, T.K. (1993), «A revised concept of landscape equilibrium: Disturbance and stability on scaled landscapes», Landscape Ecology 8: 213-227. Turner, M.G., Gardner R.H. και O’Neill, R.V. (2001), Landscape Ecology in theory and practice, Νέα Υόρκη: Springer. Viaud, V., Mérot, P. και Baudry J. (2004), «Hydrochemical buffer assessment in agricultural landscapes: from local to catchment scale», Environmental Management 34: 559-573. Vollet, D., Candau, J., Ginelli, L., Michelin, Y., Menadier, L., Rapey, H. και Dobremez, L. (2008), «Landscape elements: Can they help in selling ‘Protected Designation of Origin’ products?», Landscape Research 3(33): 365-384. Wiens, J., Stenseth, N., Horne, B.V. και Ims R.A. (1993), «Ecological mechanisms and landscape ecology», Oikos 66: 369-380. Wu, J. και Hobbs, R. (2002), «Key issues and research priorities in landscape ecology: an idiosyncratic synthesis», Landscape Ecology 17: 355-365. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (2005), Έγγραφο Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ), Τροποποίηση ΕΠΑΑ-2004, Αθήνα. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (2009), Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας, 2007-2013, Τέταρτη έκδοση, Μάιος 2009, Αθήνα. Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (2009), Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου, Σχέδιο Νόμου, Αθήνα 31 Μαρτίου 2009.

35


004:Layout 1

36

9/27/11

10:28 AM

Page 36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «ΠΟΤΑΜΟΣ» ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ Ε΄ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Λία Γαλάνη, Αγγελική Ρόκκα, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Παύλος Μίχας

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας έρευνας για την κατανόηση της έννοιας του ποταμού από τους μαθητές/-τριες της Ε’ τάξης του δημοτικού σχολείου όπως αυτά προκύπτουν από αντιπροσωπευτικά σχέδιά τους και συνεντεύξεις. Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν δύο ομάδες μαθητών (n =125 και n =113) ηλικίας 11 ετών από πέντε ελληνικά σχολεία της Α’βάθμιας εκπαίδευσης, όπου διδάχθηκαν ένα από δύο παράλληλα σχέδια μαθήματος, με σκοπό να οικοδομηθούν αναπαραστάσεις για την έννοια του ποταμού. Ακολούθησε η ανάλυση των σχεδίων και των συνεντεύξεων πριν (pre-) και μετά (post-) τη διδασκαλία (n=60/ομάδα). Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι οι μαθητές/-τριες αντιλαμβάνονται τις διαφορές μεταξύ της πραγματικότητας και της εικονογραφικής απόδοσής της, αναπαράγουν τα στερεοτυπικά μοντέλα του ποταμού όπως παρουσιάζονται στα διδακτικά βιβλία χωρίς να χρησιμοποιούν πολύπλοκες δομές για να τα αναπαραστήσουν. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι τα μοντέλα των ποταμών είναι ρεαλιστικότερα όταν η διδασκαλία της αντίστοιχης σχολικής ύλης εμπλουτίζεται με πραγματικές εικόνες.

An investigation into drawing representations of rivers from 5th grader students Lia Galani, Aggeliki Rokka, George Papageorgiou, Pavlos Michas ABSTRACT This research addresses children’s understanding of rivers as revealed in their drawing representations and in subsequent interviews. Two matched groups (n=125 and n=113) aged 11 years from five Greek primary schools were taught one of two parallel lesson schemes. Τhe one was from the current school book and the other a new lesson based on how a river was built and enriched with realistic pictures. The naïve interpretation of children’s drawings and models is questioned. Data were collected pre- and post- intervention through individual drawings and interviews (n = 60/group). Interview data indicated that children perceive the differences between reality and pictorial representation. Children are able to represent stereotypical models of rivers they encounter in books, and they don’t use sophisticated details to represent rivers. These models are more realistic when the teacher enriches the lesson with pictures.

Εισαγωγή ν και αρκετές έρευνες έχουν γίνει σχετικά με τις ιδέες των μαθητών για την έννοια του ποταμού και πώς ο εκπαιδευτικός μπορεί να τη διερευνήσει, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα μεθοδολογιών έρευνας που οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να εμβαθύνουν στις σκέψεις και στις ιδέες των μαθητών (Driver κ.ά. 1994). Μια μεθοδολογία έρευνας που δεν είναι ευρέως διαδεδομένη, αλλά δίνει πολύτιμες πληροφορίες, είναι η διερεύνηση των ιδεών των μαθητών/-τριών μέσα από τα σχέδιά τους. Οι Hayes κ.ά. (1994) έχουν αποδείξει ότι, στα μαθήματα που συνδέονται με τις επιστήμες και περιέχουν μοντέλα απεικονίσεων, οι μαθητές «λατρεύουν να αποδίδουν

Α

Λία Γαλάνη, Γεωγράφος, Εκπαιδευτικός, lia.galani@gmail.com Αγγελική Ρόκκα, Αν. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε., Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Γεώργιος Παπαγεωργίου, Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε., Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, gpapageo@eled.duth.gr Παύλος Μίχας, Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε., Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, pmichas@eled.duth.gr


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 37

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

εικαστικά τις έννοιες». Η απόδοση των εννοιών με σκίτσο είναι επίσης μια χρήσιμη εναλλακτική μορφή έκφρασης για τα παιδιά που έχουν τη δυσκολία να εκφράζουν τις σκέψεις και τις ιδέες τους προφορικά (Rennie και Jarvis 1995). Επιπλέον, κάποιες έννοιες αποδίδονται ευκολότερα από τους μαθητές μέσω των σχεδίων παρά μέσα από γραπτές περιγραφές. Σχέδια χρησιμοποιούνται σε ποικίλες δραστηριότητες προκειμένου να διερευνηθεί η κατανόηση των εννοιών στις φυσικές επιστήμες. Στο χώρο της εκπαίδευσης δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται παρόμοια προσέγγιση. Στην έρευνα της Mackintosh (2005) χρησιμοποιείται η προσέγγιση των δομιστών προκειμένου να διερευνηθούν οι απεικονίσεις των μαθητών και μέσω αυτών οι εναλλακτικές ιδέες που σχετίζονται με το «ποτάμι». Στην έρευνα συμμετείχαν μαθητές/-τριες του δημοτικού σχολείου που ζούσαν σε πόλη χτισμένη στις εκβολές ενός ποταμού. Στους μαθητές/-τριες δόθηκαν λέξεις σχετικές με το ποτάμι οι οποίες αφορούσαν όρους σχετικούς με το ποτάμι, το οικοσύστημα του ποταμού, τη βροχή, τα σύννεφα κ.λπ. Στη συνέχεια, κλήθηκαν να σχεδιάσουν το ποτάμι από τις πηγές ως τις εκβολές. Αποδείχτηκε ότι τα παιδιά έχουν εναλλακτικές ιδέες κυρίως στα θέματα που σχετίζονται με τη ροή, τις πηγές και τις εκβολές. Στις αναπαραστάσεις του ποταμού δεν παρουσίασαν το μοντέλο του ποταμού αλλά τμήματα της ροής του. Σύμφωνα με την ερευνήτρια, προκειμένου οι μαθητές/-τριες να αναπτύξουν τρισδιάστατα νοητικά μοντέλα των ποταμών, θα πρέπει να τους δοθεί περισσότερος χρόνος για την απόκτηση εμπειριών μέσα από επισκέψεις σε διαφορετικά σημεία του ποταμού από τις πηγές ως τις εκβολές, παρά για να «προσηλωθούν» στην ορολογία για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις διαδικασίες μέσα από βιβλία ή εικόνες. Ανάλογες ιδέες είχαν χρησιμοποιηθεί και πιο πριν στη γεωγραφία από τους May (1996), Harwood και Jackson (1995), Platten (1995α, 1995b), Lunnon (1969) και Piaget (1929, 1930). Σε έρευνες των Goodnow και Levine (1973), Glen κ.ά. (1995) και Dove (1997), εξετάστηκαν σκίτσα μαθητών που παρουσίαζαν το ποτάμι. Διερευνήθηκαν οι απεικονίσεις των μαθητών/-τριών, αλλά και πώς προσανατολίζουν οι μαθητές το ποτάμι στο χαρτί. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι μαθητές τείνουν να ζωγραφίζουν συνήθως το ποτάμι από αριστερά προς τα δεξιά ή από πάνω προς τα κάτω. Ο Dove (1997), ερευνώντας το λόγο για τον οποίο σχεδιάζεται το ποτάμι με αυτόν τον προσανατολισμό, συμπέρανε ότι επιλέγεται αυτή η προοπτική είτε γιατί αυτός είναι ο τρόπος γραφής στη Δύση (από αριστερά προς τα δεξιά) είτε γιατί η απεικόνιση συνάδει με τη ροή του ποταμού (από ψηλά προς τα χαμηλά) είτε γιατί οι εξεταζόμενοι επηρεάζονται από τις απεικονίσεις που βλέπουν σε εγχειρίδια τα οποία παρουσιάζουν το ποτάμι με αυτήν την προοπτική. Οι Dove κ.ά. (1999) μελέτησαν απεικονίσεις μαθητών/-τριών ως προς την έννοια της λεκάνης απορροής και του υδροκρίτη. Τις απεικονίσεις αυτές τις οργάνωσαν σε 5 διαφορετικές κατηγορίες. Το ποτάμι: ως μία ενιαία γραμμή, ως ενιαία γραμμή μόνο με πηγές ή μόνο με εκβολές, ως ενιαία γραμμή με πηγές και εκβολές, ως ένα σύστημα ποταμών. Οι μισοί από τους μαθητές/-τριες τοποθέτησαν το ποτάμι σε αγροτικές εκτάσεις και οι άλλοι μισοί σε αστικό περιβάλλον. Μόνο στο 7% των σχεδίων των μαθητών/-τριών απεικονίζονταν η βροχή ή το χιόνι. Η μελέτη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη μελέτη των Shepardson κ.ά. (2005), καθώς δείχνει ότι οι μαθητές δεν αναγνωρίζουν καμία σύνδεση μεταξύ υδροκρίτη και υδρολογικού κύκλου.

37


004:Layout 1

38

9/27/11

10:28 AM

Page 38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

Οι Dove κ.ά. (2000), σε νεότερη έρευνά τους και πάλι μέσα από απεικονίσεις, εξέτασαν τις αντιλήψεις των παιδιών της πόλης σχετικά με το ποτάμι. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι τα παιδιά «φέρουν» στην τάξη στερεοτυπικές εικόνες ποταμών, που απεικονίζουν καθαρό νερό, άφθονη βλάστηση και βρίσκονται στην ύπαιθρο. Οι στερεοτυπικές αυτές εικόνες μπορούν να αποτρέψουν την αναγνώριση άλλων τοπίων του ποταμού. Αποδείχτηκε ότι οι εικόνες που χαρακτηρίζουν το ποτάμι για τους μαθητές/-τριες ανταποκρίνονται στις εικόνες που παρουσιάζουν τα σχολικά τους βιβλία. Επιπλέον, οι ποταμοί στα κλασικά μοντέλα που παρουσιάζονται στους μαθητές αποστραγγίζουν φυσικά τοπία και όχι κατοικημένες περιοχές. Στα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις στερεοτυπικές εικόνες των μαθητών όταν κάνουν παρουσιάσεις εικόνων στα παιδιά. Το πρόβλημα με τις στερεοτυπικές εικόνες δεν σχετίζεται με την ακρίβεια της απόδοσης των οντοτήτων που εικονίζονται σε αυτές, αλλά με το γεγονός ότι μπορεί να αποδειχτούν αποτρεπτικές ως προς την αναγνώριση άλλων εικόνων που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη γεωμορφή. Άρα οι εκπαιδευτικοί, κατά τη διδασκαλία του ποταμού, θα πρέπει να μην μένουν σε στερεοτυπικά μοντέλα αλλά να χρησιμοποιούν πλήθος εικόνων που θα παρουσιάζουν διαφορετικά τοπία του ποταμού. Οι Shepardson κ.ά. (2007) στην έρευνά τους σε 915 μαθητές διαφορετικών ηλικιακών και κοινωνικών ομάδων με θέμα «Τι είναι υδροκρίτης; Διερεύνηση των αντιλήψεων των μαθητών στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ως επιστήμης και του εθνικού σχεδιασμού εκπαίδευσης» προσδιόρισαν 44 έννοιες που απεικονίζουν τις απαντήσεις των μαθητών πάνω στους υδροκρίτες. Οι μαθητές του δημοτικού σχολείου (ηλικιακή ομάδα που μας ενδιαφέρει) δεν προσδιόρισαν τα χωρικά όρια του υδροκρίτη. Η υδρολογία του υδροκρίτη περιορίστηκε στις έννοιες «κίνηση από ψηλότερο σε χαμηλότερο επίπεδο», εξάτμιση, συμπύκνωση. Οι μαθητές/-τριες υπογράμμισαν τη μεταφορά και την αποθήκευση, τον μετασχηματισμό (κύκλος του νερού) και όχι την προέλευση του νερού. Μόνο το 29% των ερωτηθέντων μαθητών αυτής της ηλικίας ενσωμάτωσε στο ποτάμι την απορροή ή τα υπόγεια νερά. Η δομή του υδροκρίτη για τους περισσότερους μαθητές περιορίστηκε στα ενιαία ρεύματα και λίγοι μαθητές προσδιόρισαν τους παραπόταμους ή μίλησαν για ένα σύστημα ποταμών ή μια λίμνη. Στις λειτουργίες υδροκρίτη δεν εμφανίστηκαν τα ιζήματα, οι θρεπτικές ουσίες, οι ρύποι. Οι ερευνητές συντάσσονται με την άποψη του Haury (2000), δηλαδή την ανάπτυξη της έννοιας του υδροκρίτη σε διδακτικά πλαίσια και δημιουργία Προγραμμάτων Σπουδών βασισμένων στις αντιλήψεις των μαθητών. Η παρούσα εργασία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας και απεικονίζει την προσπάθεια διερεύνησης των νοητικών αναπαραστάσεων που έχουν οι έλληνες μαθητές του δημοτικού σχετικά με τα ποτάμια όπως προκύπτουν μέσα από ελεύθερη απεικόνισή τους. Αφετηρία αυτού του προβληματισμού αποτέλεσε ο εντοπισμός της αδυναμίας των μαθητών να μιλήσουν για το ποτάμι και να εξηγήσουν στοιχεία της γεωμετρίας του ποταμού με αναφορά στο αίτιο δημιουργίας των ποταμών. Έγινε ακόμη προσπάθεια να διερευνηθεί κατά πόσο συνδέονται οι νοητικές αναπαραστάσεις που έχουν οι μαθητές με πραγματικές εικόνες του χώρου και κατά πόσο μια διδακτική παρέμβαση που προβάλει τη δομή του ποταμού μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των αναπαραστάσεων αυτών.


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 39

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Το παρόν άρθρο ξεκινάει με μια εκτεταμένη βιβλιογραφική ανάλυση στην οποία τεκμηριώνεται το ερευνητικό ερώτημα. Ακολουθεί μια εκτενής περιγραφή της μεθοδολογίας της εμπειρικής έρευνας που ακολούθησαν οι συγγραφείς και του υλικού που χρησιμοποιήθηκε. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων αφορά τόσο τις αναπαραστάσεις των ποταμών από τους μαθητές όσο και την τοποθέτηση πάνω σε αυτές στοιχείων της γεωμετρίας του ποταμού που προβάλλονται σε φωτογραφίες. Τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στο τέλος της εργασίας ευελπιστούμε ότι συνεισφέρουν θετικά στη μελέτη των ανοιχτών επιστημονικών ερωτημάτων που παρουσιάζονται στην αρχή της εργασίας.

Μεθοδολογία έρευνας Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την υλοποίηση της παρούσας ποιοτικής έρευνας ήταν αυτή των προ- (pre) και μετά- (post) συνεντεύξεων με τη χρήση ομάδας ελέγχου και πειραματικής ομάδας (Cambel και Stanley 1963, Kerlinger 1970, Cohen και Manion 2000, Mermian κ.ά. 2002, Papageorgiou και Johnson 2005). Στο σχήμα 1 παρουσιάζεται η διαγραμματική αναπαράσταση της ερευνητικής διαδικασίας, κατά την οποία σε κάθε ομάδα (pre1, pre2) ζητήθηκε να ζωγραφίσει ένα ποτάμι «από την αρχή του ως το τέλος του με όσες περισσότερες λεπτομέρειες ήταν δυνατό» και στη συνέχεια να τοποθετήσει προεπιλεγμένες εικόνες (φωτογραφίες) πάνω στο σκαρίφημα σε διαφορετικά χαρακτηριστικά σημεία του ποταμού. Η προ-αξιολόγηση θεωρείται αποδεκτή και έγκυρη δεδομένου ότι είναι η αρχική και αντιστοιχεί σε ό,τι μέχρι τώρα γνωρίζουν οι μαθητές/-τριες που είναι κοινό και στις δύο ομάδες (ομάδα ελέγχου και πειραματική ομάδα). Στη συνέχεια, εφαρμόστηκε στην ομάδα ελέγχου το ισχύον μοντέλο διδασκαλίας, όπως παρουσιάζεται στο σχολικό βιβλίο του ΟΕΔΒ, ενώ στην ομάδα της κύριας έρευνας εισήχθη ένα καινοτόμο μοντέλο διδασκαλίας της ενότητας, το οποίο σχεδιάστηκε με βάση την υπόθεση της έρευνας. Μετά την πάροδο ενός μήνα, ο οποίος κρίθηκε αναγκαίος προκειμένου να απαλειφθούν οι παράγοντες που σχετίζονται με τη βραχυπρόθεσμη μνήμη και να επιτευχθεί ο έλεγχος της διάρκειας της γνώσης, έγινε μια εκ νέου αξιολόγηση των δύο ομάδων (post1, post2). Ακολούθησε η συγκριτική μελέτη των δεδομένων που προέκυψαν μέσα από τις pre και post αξιολογήσεις, και εντοπίστηκε η πρόοδος των υποκειμένων για κάθε ένα μοντέλο διδασκαλίας χωριστά και η συγκριτική μελέτη των δεδομένων των post αξιολογήσεων προκειμένου να εξαχθούν συγκριτικά συμπεράσματα για τα δύο διδακτικά μοντέλα. Η έρευνα υλοποιήθηκε σε δέκα τμήματα της Ε΄ τάξης δημοτικού, δηλαδή σε πέντε δημοτικά σχολεία, διαφορετικών περιοχών της Αττικής: 14ο Δ.Σ. Αθηνών, 36ο Δ.Σ. Αθηνών, 126ο Δ.Σ. Αθηνών, 1ο Δ.Σ. Ν. Ψυχικού και 3ο Δ.Σ. Παπάγου. Οι περιοχές αυτές συγκεντρώνουν αστικό πληθυσμό διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών επιπέδων. Το 14ο Δ.Σ., το 36ο Δ.Σ. και το 126ο Δ.Σ. βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, είναι σχολεία με αρκετούς αλλοδαπούς/-ες μαθητές/-τριες (το 1/3 των μαθητών), το 1ο Δ.Σ. Ν. Ψυχικού είναι ένα σχολείο μέσης αστικής τάξης και το 3ο Δ.Σ. Παπάγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχολείο μέσης και ανώτερης αστικής τάξης. Αναζητήθηκαν σχολεία με δύο τμήματα στην Ε΄

39


004:Layout 1

40

9/27/11

10:28 AM

Page 40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

τάξη ώστε να μην εισχωρήσει ο κοινωνικός ή οικονομικός παράγοντας στο επίπεδο της έρευνας. Επίσης, επιλέχτηκαν τμήματα με ίσο κατά το δυνατό συνολικό αριθμό κοριτσιών και αγοριών, ώστε να μην υπάρχει δυσκολία στην επιλογή των ατόμων που συμμετείχαν στη συνέντευξη.

Σχήμα 1: Σχηματική αναπαράσταση της ερευνητικής διαδικασίας.

Ομάδα ελέγχου

Πειραματική ομάδα

Pre - 1

Pre - 2

Ισχύον σχολικό εγχειρίδιο

Προτεινόμενο διδακτικό υλικό

Post - 1

Post - 2

Σύγκριση pre - 1 και post - 1

Σύγκριση pre - 2 και post - 2

δεδομένων

δεδομένων

Σύγκριση post - 1 και post - 2 δεδομένων

Οι μαθητές/-τριες φοιτούσαν στην Ε΄ δημοτικού και σε όλη την εκπαιδευτική τους πορεία είχαν παρακολουθήσει το ίδιο Πρόγραμμα Σπουδών μέσα από τα εγκεκριμένα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο βιβλία του Υπουργείου Παιδείας (ΟΕΔΒ). Αυτό ήταν σημαντικό γιατί πρακτικά σήμαινε ότι οι έννοιες που επεξεργάστηκαν οι μαθητές/-τριες στην πορεία της εκπαίδευσής τους μέχρι τη στιγμή της έρευνας και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν ομοιογενής. Από τους μαθητές/-τριες που πήραν μέρος στη συνέντευξη οι 30 ήταν κορίτσια και οι 30 αγόρια, ώστε να μην υπεισέρχεται ο παράγοντας του φύλου στην έρευνα. Η επιλογή των μαθητών/-τριών που συμμετείχαν στην έρευνα έγινε από τους εκπαιδευτικούς με κριτήριο τη συνολική επίδοσή τους σε όλα τα μαθήματα και όχι μόνο στο μάθημα της Γεωγραφίας. Έτσι δημιουργήθηκαν 3 εξάδες μαθητών (αγοριών και κοριτσιών) που μαθησιακά χαρακτηρίζονταν από υψηλή, μέση και χαμηλή επίδοση αντίστοιχα. Αυτό έγινε για να ελαχιστοποιηθούν επιρροές που οφείλονται σε μαθησιακούς παράγοντες. Η επιλογή της Ε΄ δημοτικού για τη διεξαγωγή της έρευνας έγινε με κριτήριο το γεγονός ότι η Ε΄ δημοτικού είναι η πρώτη τάξη του ελληνικού σχολείου στην οποία η Γεωγραφία εμφανίζεται ως διακριτό αντικείμενο μιας και τα στοιχεία γεωγραφίας που έχουν επεξεργαστεί μέχρι τώρα οι μαθητές/-τριες έχουν γίνει μέσα από το μάθημα της Μελέτης του Περιβάλλοντος. Οι απεικονίσεις που αποτελούσαν τμήμα μιας ευρύτερης συνέντευξης σχετικά με το ποτάμι έγιναν σε διαθέσιμη αίθουσα του σχολείου. Οι ερευνητές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν κρατούσαν σημειώσεις αλλά συμμετείχαν στη


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 41

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

συζήτηση. Οι μαθητές/-τριες γνώριζαν ότι οι απαντήσεις τους δεν επηρεάζουν τη βαθμολογία τους, ότι συμμετέχουν ανώνυμα σε έρευνα και ότι μαγνητοφωνούνται. Γενικά, καθ’ όλη τη διάρκεια των συνεντεύξεων, δεν έδειξε να τους απασχολεί το μαγνητόφωνο. Στην όλη διαδικασία συμμετείχαν συνολικά 238 μαθητές/-τριες και προέκυψαν 60 pre και 60 post πρωτόκολλα. Τα τριάντα από αυτά ήταν συνεντεύξεις μαθητών/-τριών (15 αγόρια και 15 κορίτσια με υψηλή, μέση και χαμηλή επίδοση αντίστοιχα), που στη συνέχεια συμμετείχαν στο μάθημα που διεξήχθη με χρήση του ισχύοντος σχολικού εγχειριδίου και του Προγράμματος Σπουδών, και τα άλλα 30 (15 αγόρια και 15 κορίτσια με υψηλή, μέση και χαμηλή επίδοση αντίστοιχα) που στη συνέχεια θα συμμετείχαν στο μάθημα με χρήση του τροποποιημένου Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών και του καινοτόμου διδακτικού υλικού. Τα προς επεξεργασία πρωτόκολλα ήταν 120, αριθμός που κρίνεται επαρκής για τη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας (Cohen και Manion 2000: 131).

Διδακτικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε Το διδακτικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε σε καθεμία από τις ομάδες αντικατοπτρίζει την ερμηνεία του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών της Γεωγραφίας. Στην ομάδα ελέγχου εφαρμόστηκε το ισχύον σχολικό εγχειρίδιο των Κουτσόπουλου κ.ά. (2007), Γεωγραφία Ε΄ Δημοτικού. Μαθαίνω για την Ελλάδα, που βασίζεται στο Πρόγραμμα Σπουδών όπως έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ 1366, τ.Β’ 18.10.2001/ 1373-1376, χωρίς να γίνουν παρεμβάσεις ή διορθώσεις (Σχήμα 2). Όπως φαίνεται, στο σχολικό βιβλίο γίνεται αναφορά στη δομή του ποταμού (πηγές, κυρίως ροή και εκβολές) κυρίως με ορισμούς. Το σχήμα που προτείνεται είναι ασαφές καθώς δεν υπάρχει αντιστοίχιση του λεξιλογίου με την εικόνα. Η έλλειψη πραγματικών εικόνων του χώρου μέσα από φωτογραφίες, ενισχύει τη δημιουργία στερεοτυπικών εικό-

Σχήμα 2: Η παρουσίαση της δομής του ποταμού μέσα από το ισχύον βιβλίο Γεωγραφίας της Ε΄ Δημοτικού (Κουτσόπουλος κ.ά. 2007, σελ. 66).

41


004:Layout 1

42

9/27/11

10:28 AM

Page 42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

νων στους μαθητές, οι οποίες βασίζονται στην προσομοίωση του ποταμού (μοντέλο) όπως αυτό παρουσιάζεται στην εικόνα 19.1 του βιβλίου που απεικονίζεται στο Σχήμα 2. Η πραγματική εικόνα που έχει επιλεγεί προκειμένου να γίνει η ταυτοποίηση με τους παραποτάμους δεν είναι σαφής, αφού δεν βοηθά τους μαθητές να διακρίνουν τον ποταμό από τους παραποτάμους με βάση κάποιο χαρακτηριστικό, π.χ. πλάτος (εικόνα 19.2 του βιβλίου που απεικονίζεται στο Σχήμα 2). Στον αντίποδα του ισχύοντος σχολικού υλικού αναπτύχθηκε από τους ερευνητές ένα υλικό που, ενώ στηρίζεται στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, παρουσιάζει με άλλη προσέγγιση τη δομή του ποταμού (Σχήμα 3).

Σχήμα 3: Η παρουσίαση της δομής του ποταμού μέσα από την καινοτόμο διδακτική παρέμβαση που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα.

Όπως φαίνεται στο σχήμα, το σκαρίφημα που παρουσιάζει τη δομή του ποταμού είναι εμπλουτισμένο και με άλλα φυσικά χαρακτηριστικά του ποταμού που συνοδεύονται από το αντίστοιχο λεξιλόγιο. Οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται είναι πιο περιγραφικοί και οδηγούν με τη σειρά τους, μέσω της γλώσσας, στον εμπλουτισμό των εικόνων και στη δημιουργία πληρέστερων αναπαραστάσεων του χώρου. Η ύπαρξη φωτογραφιών, η παρουσίαση των εννοιών της διάβρωσης και της απόθεσης και η ένταξή τους στο σκαρίφημα, βοηθά στην ανατροπή των στερεότυπων και στην κατανόηση του ποταμού ως δυναμικό φαινόμενο.


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 43

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Αποτελέσματα Οι αναπαραστάσεις των μαθητών εξετάστηκαν αναλυτικά και οι απαντήσεις τους κωδικοποιήθηκαν σε κατηγορίες σχετικές με τους στόχους της έρευνας. Η κάθε αξιολόγηση έγινε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο περιελάμβανε την αξιολόγηση των σκαριφημάτων των μαθητών και τον εντοπισμό των οντοτήτων που απεικονίζονταν σε αυτά. Το δεύτερο επίπεδο περιελάμβανε την ταυτοποίηση πραγματικών φωτογραφιών με σημεία του ποταμού. Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων: Α) Αναπαραστάσεις του ποταμού Η απεικόνιση από τους μαθητές/-τριες ενός κατά το δυνατό ολοκληρωμένου μοντέλου ποταμού, δηλαδή ενός μοντέλου που παρουσιάζει τον υδροκρίτη, τη ροή και τη γεωμετρία του ποταμού, είναι πολύ σημαντική, αφού μέσα από αυτή διαπιστώνεται ο νοητικός χάρτης που σχηματίζουν οι μαθητές/-τριες μετά τη διδασκαλία. Με τον όρο «νοητικός χάρτης» στη γεωγραφία εννοούμε την κοσμοεικόνα που διαμορφώνει το κάθε άτομο χωριστά για τον κόσμο και που συνδέεται με μοναδικές για τον καθένα εμπειρίες και στιγμιότυπα. Εννοείται βέβαια ότι «ο νοητικός χάρτης» κάθε ατόμου χωριστά δε μένει σταθερός στο χρόνο. Εμπλουτίζεται συνεχώς, ανάλογα με την εκπαίδευση και τις εμπειρίες του, που δεν είναι οι ίδιες για όλους. Ο νοητικός χάρτης κάθε ενήλικα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πιο εξελιγμένη, μια πληρέστερη εικόνα του νοητικού χάρτη και κατά συνέπεια του κοσμοειδώλου που σχημάτισε όταν ήταν παιδί. Αυτό όμως που ενδιαφέρει την εκπαίδευση δεν είναι να εξασφαλίσει τη μόνιμη ομοιομορφία σε ατομικό επίπεδο, αλλά να κατοχυρώσει ότι όλοι οι μαθητές που θα τελειώσουν το σχολείο θα έχουν αποκτήσει μια όσο γίνεται πιο ικανοποιητική εικόνα του κόσμου. Οι αναπαραστάσεις των μαθητών/-τριων που είναι πιο κοντά στο παραπάνω μοντέλο και που παρουσιάζουν το νοητικό χάρτη που κάθε μαθητής/-τρια χωριστά έχει για το ποτάμι αποτελούν ίσως έναν δείκτη προκειμένου να διερευνηθεί αν οι μαθητές/-τριες που αποδίδουν πληρέστερα το μοντέλο του ποταμού α) έχουν σαφέστερη εικόνα των διεργασιών που συμβαίνουν στο ποτάμι μέσα στο χρόνο και β) ίσως εξαιτείας αυτού μπορούν να ερμηνεύσουν καλύτερα τόσο το ίδιο το φαινόμενο όσο και τις δράσεις του ανθρώπου που σχετίζονται με αυτό. Σημαντική επίσης είναι και η χρήση επιστημονικών γεωγραφικών όρων στην περιγραφή του ποταμού, που δείχνει ουσιαστικά αποτελέσματα στον εμπλουτισμό του «γεωγραφικού λεξιλογίου» των μαθητών/-τριών. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 1, τόσο στην εφαρμογή του ισχύοντος διδακτικού εγχειριδίου όσο και στην καινοτόμο δράση, μετά τη διδασκαλία σαφώς διαφοροποιείται η εικόνα των μαθητών για το ποτάμι.

43


004:Layout 1

44

9/27/11

10:28 AM

Page 44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

Πίνακας 1: Μοντέλα αναπαραστάσεων των ποταμών από τους μαθητές - Συγκριτική παρουσίαση Μοντέλο

Σχηματική αναπαράσταση

pre-x*

pre-p*

post-x

Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει στη θάλασσα

12 40%

8 26,67%

6 20%

Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και σχηματίζει διακλαδώσεις στη θάλασσα

6 20%

6 20%

6 20%

Ευθεία γραμμή με διακλαδώσεις σε βουνό και θάλασσα αντίστοιχα

2 6,67%

Καμπύλη ή οφιοειδής γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει στη θάλασσα

Καμπύλη ή οφιοειδής γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και σχηματίζει διακλαδώσεις στη θάλασσα

2

10 33,33%

post-p

6,67%

4 13,33% 1

4 13,33%

3,33%

5 16,67%

Καμπύλη ή οφιοειδής γραμμή με διακλαδώσεις σε βουνό και θάλασσα αντίστοιχα

6 20%

22 73,33%

Οριζόντια ευθεία γραμμή χωρίς απεικόνιση βουνών και εκβολών

1 3,33%

1 3,33%

1 3,33%

1

3,33%

Άλλο

5 16,67%

5 16,67%

5 16,67% 1

3,33%

Επεξήγηση πίνακα: Τα μοντέλα που παρουσιάζονται στον πίνακα (πρώτη στήλη) και οι σχηματικές αναπαραστάσεις τους (δεύτερη στήλη) προέκυψαν μέσα από τις απεικονίσεις μαθητών και αποτελούν κατηγοριοποίησεις τους. Στην κατηγορία «άλλο» περιλαμβάνονται απεικονίσεις που δεν εντάσσονται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Η στήλη pre-x παρουσιάζει τις απεικονίσεις των ποταμών στην ομάδα μαθητών όπου δοκιμάστηκε το ισχύον μοντέλο (ομάδα ελέγχου) πριν τη διδασκαλία του σχολικού εγχειριδίου (προ-αντιλήψεις). Η στήλη pre-p παρουσιάζει τις απεικονίσεις των ποταμών στην ομάδα μαθητών όπου δοκιμάστηκε το καινοτόμο μοντέλο (πειραματική ομάδα) πριν τη διδασκαλία του υλικού που δημιουργήσαμε (προ-αντιλήψεις). Η στήλη post-x παρουσιάζει τις απεικονίσεις των ποταμών στην ομάδα ελέγχου ένα μήνα μετά τη διδασκαλία του σχολικού εγχειριδίου. Η στήλη pre-p παρουσιάζει τις απεικονίσεις των ποταμών στην πειραματική ομάδα ένα μήνα μετά την παρέμβαση.


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 45

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Ισχύον μοντέλο: Ως προς τις αναπαραστάσεις του ποταμού φαίνεται ότι στο ισχύον μοντέλο η νοητική εικόνα των μαθητών/-τριών για το ποτάμι δεν αλλάζει πολύ ακόμη και μετά τη διδασκαλία του μαθήματος. Πριν από τη διδασκαλία του μαθήματος, το 40% των μαθητών/-τριών παρουσιάζει τις πηγές του ποταμού σαν μια ευθεία γραμμή χωρίς δίκτυο παραπόταμων στις πηγές και χωρίς εκβολές, μόνο το 6,67% παρουσιάζει το ποτάμι ως ευθεία γραμμή με πηγές και εκβολές και το 20% παρουσιάζει τις εκβολές χωρίς να παρουσιάζει τις πηγές. Στο μοντέλο του ποταμού ως καμπύλη γραμμή, το 13,33% παρουσιάζει το ποτάμι ως καμπύλη γραμμή με εκβολές, ενώ το 20% παρουσιάζει ποικίλα μοντέλα ποταμών που δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Ενδεικτικά παραθέτουμε: «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από τη λίμνη του Μόρνου και καταλήγει στην Αθήνα». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το χορτάρι και καταλήγει στα δέντρα». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε λίμνη ή και σε θάλασσα, αλλά προτιμώ σε λίμνη». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από λίμνη στο βουνό και καταλήγει πάλι σε λίμνη» (στο σκαρίφημα παρουσιάζεται το δίκτυο των παραπόταμων αλλά δεν απεικονίζεται η λίμνη στην οποία εκβάλλει το ποτάμι). «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από βουνό και καταλήγει σε πεδιάδα» (κανένα από τα δύο δεν απεικονίζεται). «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από έναν βράχο με λουλούδια και καταλήγει σε έναν πολιτισμό» (μάλλον εννοεί πόλη). Μετά τη διδασκαλία του μαθήματος, το 73,33% απεικονίζει τις πηγές σαν ευθεία γραμμή και το 26,67% σαν δίκτυο παραπόταμων. Ως προς την κυρίως ροή, και πάλι το 46,67% τις απεικονίζει σαν ευθεία γραμμή και το 33,33% σαν οφιοειδή γραμμή. Ως προς τις εκβολές, το 46,67% απεικονίζει το δέλτα, το υπόλοιπο 53,33% δείχνει τις εκβολές σαν ευθεία γραμμή και το 20% απεικονίζει άλλα μοντέλα ποταμών που δεν εντάσσονται σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες. Ενδεικτικά παραθέτουμε: «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε λίμνη». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το δάσος και καταλήγει σε κάτι βράχους». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε λίμνη». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε ένα χωριό. Το βουνό και το χωριό δεν απεικονίζονται». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από βουνό και καταλήγει σε λίμνη». Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το ποτάμι ‒για τον μεγαλύτερο αριθμό μαθητών που συμμετέχουν στο ισχύον μοντέλο διδασκαλίας‒ παραμένει μια ευθεία γραμμή. Από το σύνολο των μαθητών, το 6,67% απεικονίζει το ποτάμι σαν ευθεία με δέλτα και πηγές ταυτόχρονα, το 20% απεικονίζει τους μαιάνδρους, τις πηγές και το δέλτα ενώ οι υπόλοιποι μαθητές/-τριες απεικονίζουν ατελή μοντέλα ποταμών. Στο σύνολο των μαθητών/-τριών, ακόμη και μετά τη διδασκαλία, το 13,33% δεν απεικονίζει τα βουνά. Ενδεικτικά αναφέρουμε: • Το 6,67% των μαθητών/-τριών στην κατηγορία ευθεία γραμμή με διακλαδώσεις στη θάλασσα δεν απεικονίζει το βουνό ενώ το ονομάζει.

45


004:Layout 1

46

9/27/11

10:28 AM

Page 46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

• Το 6,67% των μαθητών/-τριών στην κατηγορία ευθεία γραμμή το παρουσιάζει ως δίκτυο ευθειών που ξεκινούν από διαφορετικά βουνά και συγκλίνουν στις εκβολές, χωρίς το ποτάμι να έχει κυρίως ροή. Καινοτόμο μοντέλο: Στο προτεινόμενο μοντέλο, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται πιο ενθαρρυντικά ως προς την εξέλιξη των απεικονίσεων, άρα και των ιδεών των μαθητών για τα ποτάμια. Αναλυτικότερα, πριν τη διδασκαλία του φαινομένου το 60% των μαθητών/-τριών απεικονίζει τις πηγές σαν μία απλή γραμμή που ξεκινάει από τα βουνά, το 3,33% σαν ένα δίκτυο παραποτάμων. Την κυρίως ροή το 46,67% των μαθητών/-τριών την αναπαριστά ως ευθεία γραμμή και το 33,33% ως καμπύλη. Τις εκβολές το 73,33% των μαθητών/-τριών τις αναπαριστά σαν ευθεία γραμμή που καταλήγει στη θάλασσα και το 20% ως δέλτα. Στις απεικονίσεις των ποταμών ως ευθεία γραμμή, το 6,67% των μαθητών/-τριών δεν απεικονίζει ούτε το βουνό ούτε τη θάλασσα ενώ ονομάζει τις παραπάνω οντότητες και το 16,67% προτείνει διαφορετικά μοντέλα ποταμών. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Ζιγκ ζαγκ που καταλήγει σε καταρράκτη». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το χωριό και καταλήγει στη θάλασσα». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από λίμνη/πεδιάδα και καταλήγει σε δέλτα στη θάλασσα». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει στο χωριό». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από πεδιάδα και καταλήγει στη θάλασσα». «Ευθεία γραμμή που ξεκινάει από ένα δέντρο και καταλήγει σε ένα φράγμα». «Καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από καταρράκτη που βρίσκεται στο βουνό και καταλήγει στα λουλούδια». Μετά την παρέμβαση, το 73,33% των μαθητών/-τριών απεικόνισε το πλήρες μοντέλο του ποταμού (καμπύλη γραμμή με δίκτυο παραπόταμων στις πηγές και δέλτα στις εκβολές. Αυτό είναι σημαντικό καθώς αποτελεί έναν πρώτο δείκτη ότι οι μαθητές/-τριες κατανοούν τη δομή του ποταμού με τον τρόπο που την έχουν διδαχθεί και την αναπαριστούν με μεγάλη ακρίβεια: το 3,33% απεικόνισε το ποτάμι σαν μία απλή οφιοειδή γραμμή (δεν απεικόνισε ούτε πηγές ούτε εκβολές/δέλτα), το 3,33% πρότεινε άλλο μοντέλο ποταμού: «ελαφρά καμπύλη γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε λίμνη», ενώ ένα ποσοστό 3,33% εξακολουθεί να απεικονίζει το ποτάμι σαν «ευθεία γραμμή που ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει σε λίμνη» η οποία δεν απεικονίζεται. Σημαντικά είναι, επίσης, τα αποτελέσματα ως προς τις αποκλίνουσες απόψεις, δηλαδή τις απόψεις που δεν έχουν ενταχθεί σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες (για παράδειγμα το ποτάμι πηγάζει από μια λίμνη ή μια πεδιάδα και καταλήγει σε λίμνη ή σε πεδιάδα αντίστοιχα). Διευκρινίζεται ότι οι απαντήσεις των μαθητών/-τριών αυτών δεν έχουν ενταχθεί σε ένα από τα παραπάνω μοντέλα, όχι γιατί είναι κατ’ ανάγκη λανθασμένες, αλλά γιατί αποκλίνουν από το μοντέλο του ποταμού που εξετάζεται. Και σε αυτή την περίπτωση το ποσοστό των μαθητών που αποκλίνουν στην παρέμβαση είναι μόλις το 1/3 του ποσοστού που αποκλίνει στο ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών. Στα σχήματα 4 και 5 παρουσιάζονται ενδεικτικά κάποιες από τις αναπαραστάσεις των μαθητών. Μία ακόμη παρατήρηση που προκύπτει συμπληρωματικά ως προς τις προηγούμενες είναι ότι στο ισχύον μοντέλο οι απεικονίσεις των μαθητών παραμένουν ελάχιστα βελτιωμένες ακόμη και μετά τη διδασκαλία, ενώ ο εμπλουτισμός των


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 47

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

απεικονίσεων του ποταμού με επιπλέον στοιχεία είναι σαφής στο καινοτόμο διδακτικό μοντέλο. Pre 1 Post 1

Σχήμα 4: Αναπαραστάσεις των ποταμών από την ομάδα ελέγχου, πριν (pre) και μετά (post) από τη διδασκαλία του φαινομένου (οι pre και post αναπαραστάσεις ανήκουν στους ίδιους μαθητές).

Pre 2

Post 2

Σχήμα 5: Αναπαραστάσεις των ποταμών από την πειραματική ομάδα, πριν (pre) και μετά (post) από τη διδασκαλία του φαινομένου (οι pre και post αναπαραστάσεις ανήκουν στους ίδιους μαθητές).

47


004:Layout 1

48

9/27/11

10:28 AM

Page 48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

Αναλύοντας τις αναπαραστάσεις των μαθητών/-τριών, επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί σε ποιο σημείο του ποταμού που απεικονίστηκε οι μαθητές/-τριες τοποθετούν χαρακτηριστικά σημεία όπως οι πηγές και οι εκβολές, καθώς και ποια άλλα χαρακτηριστικά απεικονίζουν.

Σχήμα 6: Η θέση των πηγών στο σκαρίφημα.

Ομάδα ελέγχου Pre-1 Post -1

Πειραματική ομάδα

Θέση

Μαθητές

%

βουνά

25

83,33%

άλλο

5

16,67%

βουνά

29

96,67%

άλλο

1

3,33%

Pre-2 Post-2

Θέση

Μαθητές %

βουνά

21

70%

άλλο

9

30%

βουνά

30

100%

άλλο

0

Πίνακας 2: Η θέση των πηγών στο σκαρίφημα

Όπως φαίνεται στο Σχήμα 6, στο ισχύον διδακτικό μοντέλο, πριν τη διδασκαλία οι μαθητές/-τριες σε ποσοστό 83,33% ανέφεραν ως αφετηρία του ποταμού τα βουνά και σε ποσοστό 16,67% ανέφεραν ότι το ποτάμι ξεκινάει από «λίμνες», «βράχο με λουλούδια», «χορτάρι». Μετά τη διδασκαλία παρατηρούμε ότι το 96,67% αναφέρεται στο βουνό. Το 60% ταυτοποιεί τις πηγές με το βουνό. Στο τμήμα του καινοτόμου διδακτικού μοντέλου, πριν τη διδασκαλία το 70% των μαθητών/-τριών αναφέρεται στο βουνό, ενώ το 30% προτείνει τη «λίμνη», τον «καταρράκτη» ή την «πεδιάδα» ως αφετηρία του ποταμού. Μετά την παρέμβαση όλοι οι μαθητές/-τριες αναφέρονται στο βουνό, το 96,67% αναφέρεται σε πηγές και στο ίδιο ποσοστό ταυτοποιεί τις πηγές με τα βουνά.

Σχήμα 7: Η θέση των εκβολών του ποταμού στο σκαρίφημα


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 49

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Ομάδα ελέγχου Pre-1

Πειραματική ομάδα

Θέση

Μαθητές

%

θάλασσα

22

73,33%

άλλο

9

30%

25

83,33%

5

16,67%

Post -1 θάλασσα άλλο

Pre-2 Post-2

Θέση

Μαθητές

%

θάλασσα

21

70%

άλλο

10

33,33%

θάλασσα

29

96,67%

άλλο

1

3,33%

Πίνακας 3: Η θέση των εκβολών του ποταμού στο σκαρίφημα

Μελετώντας το Σχήμα 7 και τον Πίνακα 3 που παρουσιάζουν τη θέση στην οποία τοποθετούν οι μαθητές/-τριες στο σκαρίφημά τους τις εκβολές, παρατηρούμε ότι στο ισχύον διδακτικό μοντέλο, πριν τη διδασκαλία, το 73,33% αναφέρει ότι το ποτάμι «χύνεται στη θάλασσα», το 6,67% ανέφερε και τη λέξη δέλτα ταυτόχρονα με τη θάλασσα, το 20% ανέφεραν τη λέξη εκβολές ενώ το 20% αναφέρει ότι το ποτάμι εκβάλλει στην «πόλη», στο «δάσος», σε μια «λίμνη», σε μια «πεδιάδα». Μετά τη διδασκαλία του μαθήματος, το 83,33% αναφέρει ότι «το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα», το 43,33% αναφέρει ταυτόχρονα με τη λέξη θάλασσα τη λέξη εκβολές. Το 13,33% αναφέρει ταυτόχρονα με τη λέξη θάλασσα τη λέξη δέλτα, ενώ ένα ποσοστό 20% αναφέρει ότι το ποτάμι εκβάλλει σε «βράχους», σε «λίμνη» ή στο «χωριό». Συνολικά 16,67% επιπλέον μαθητές/-τριες χρησιμοποιούν μετά τη διδασκαλία πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο. Στο καινοτόμο διδακτικό μοντέλο, πριν τη διδασκαλία το 70% αναφέρεται στη λέξη θάλασσα, το 10% από αυτούς αναφέρεται ταυτόχρονα και στο δέλτα, ενώ 20% αναφέρει ότι «το ποτάμι εκβάλλει στη λίμνη», «σε ένα φράγμα», «στο χωριό», «στα χωράφια». Μετά την παρέμβαση, το 96,67% αναφέρει ότι το ποτάμι εκβάλλει στη θάλασσα και το απεικονίζει. Επίσης, το 90% αναφέρει τη λέξη εκβολές, το 46,67% αναφέρει ταυτόχρονα και το δέλτα, ενώ μόνο το 3,33% αναφέρει ότι το ποτάμι εκβάλλει σε λίμνη. Βλέπουμε επομένως ότι ως προς τις εκβολές οι μαθητές/-τριες απεικονίζουν ορθότερα και χρησιμοποιούν σε πολύ υψηλό ποσοστό εξειδικευμένο γεωγραφικό λεξιλόγιο.

Σχήμα 8: Άλλα στοιχεία του ποταμού που απεικόνισαν οι μαθητές.

49


004:Layout 1

50

9/27/11

10:28 AM

Page 50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

Ομάδα ελέγχου

Πειραματική ομάδα

Θέση

Μαθητές

%

Pre-1 καταρράκτες

4

13,33%

μαίανδροι

2

λίμνη

Θέση Pre-2

Μαθητές

%

καταρράκτες

3

10%

6,67%

μαίανδροι

4

13,33%

3

10%

λίμνη

7

23,33%

δέλτα

6

20%

δέλτα

6

20%

φαράγγι

0

φαράγγι

0

παραπόταμοι

2

6,67%

παραπόταμοι

1

3,33%

Post -1 καταρράκτες

2

6,67%

καταρράκτες

3

10%

μαίανδροι

7

23,33%

μαίανδροι

26

86,67%

λίμνη

3

10%

λίμνη

4

13,33%

δέλτα

9

30%

δέλτα

26

86,67%

φαράγγι

2

6,67%

φαράγγι

2

6,67%

παραπόταμοι

7

23,33%

παραπόταμοι

19

63,33%

Post-2

Πίνακας 4: Άλλα στοιχεία του ποταμού που απεικόνισαν οι μαθητές

Στο Σχήμα 8 και στον Πίνακα 4 παρουσιάζονται τα άλλα στοιχεία που οι μαθητές απεικόνισαν στις αναπαραστάσεις των ποταμών. Είναι εμφανές ότι μετά το ισχύον μοντέλο διδασκαλίας δεν υπάρχει εμπλουτισμός των αναπαραστάσεων με πολύ περισσότερα στοιχεία. Τα ποσοστά παρουσιάζονται ελαφρώς ενισχυμένα. Εν αντιθέσει, μετά την καινοτόμο διδακτική παρέμβαση η υπεροχή είναι εμφανής. Από τα στοιχεία που απεικονίζονται πολύ υψηλή είναι η συχνότητα ουσιαστικών στοιχείων δομής του ποταμού. Έτσι, το 86,67% απεικονίζει τους μαιάνδρους, το 86,67% απεικονίζει το δέλτα και το 63,33% απεικονίζει τους παραποτάμους. Οι απεικονίσεις των καταρρακτών, του φαραγγιού και του καταρράκτη συγκεντρώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά. Β) Αναγνώριση φωτογραφιών, τοποθέτησή τους στο χώρο (σκαρίφημα) και ερμηνεία τους Σε συνέχεια της απεικόνισης του ποταμού ζητήθηκε από τους μαθητές/-τριες η αναγνώριση χαρακτηριστικών τοπίων του ποταμού μέσα από φωτογραφίες και την τοποθέτησή τους στο χώρο. Ήδη τονίστηκε πόσο σημαντικό είναι οι μαθητές/τριες να αναγνωρίζουν και να ταυτοποιούν πραγματικές εικόνες πάνω σε ένα σκαρίφημα και πώς η εκπαίδευση των μαθητών θα πρέπει να διέρχεται σταδιακά από τις σχηματικές αναπαραστάσεις στις ρεαλιστικές εικόνες. Ο Castner (2003) δηλώνει ότι η απόδοση της πραγματικότητας «είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που αποδίδεται σε μια φωτογραφία». Υπό αυτό το πρίσμα, επιλέχθηκαν ρεαλιστικές φωτογραφίες που απεικονίζουν το περιβάλλον καθώς οι πλασματικές και τεχνητές φωτογραφίες δεν μπορούν να είναι πειστικές. Οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο οι μαθητές/-τριες είναι ικανοί να αναγνωρίζουν πραγματικά τοπία και κατά πόσο τα τοποθετούν στην ορθή θέση στο σκαρίφημά τους. Στις φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν και που έχουν επιλεγεί με εκπαιδευτικά κριτή-


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 51

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

ρια δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή ώστε το κύριο θέμα να παρουσιάζεται σε πρώτο πλάνο και τα δευτερεύοντα στοιχεία να είναι τοποθετημένα στο υπόβαθρο. Έτσι, καθεμιά από τις φωτογραφίες που επιλέχθηκαν απεικονίζει ένα μόνο χωριστό και ανεξάρτητο στοιχείο του ποταμού (Σχήμα 9). Δόθηκε μεγάλη προσοχή στην ευκρίνεια των εικόνων (να μην είναι θολές ή σβησμένες σε κάποια σημεία). Επιλέχθηκαν εικόνες που δεν περιείχαν περιττές λεπτομέρειες, μιας και οι μαθητές/τριες αυτής της ηλικίας έχουν την τάση να παρατηρούν το ασήμαντο, αφήνοντας έξω από το πεδίο παρατήρησης ουσιαστικά θέματα.

Σχήμα 9: Οι φωτογραφίες που κλήθηκαν να αναγνωρίσουν οι μαθητές/-τριες και να τις ταυτοποιήσουν με σημεία του ποταμού στο σκαρίφημά τους

Ακολουθεί η ανάλυση περιεχομένου και η κωδικοποίηση απαντήσεων αναλυτικά για καθεμιά φωτογραφία:

Δέλτα

Μαίανδροι

Φαράγγι

Αναγνώριση της εικόνας

Ναι Όχι

Θέση στο χώρο

Εκβολές Άλλο

Αναγνώριση της εικόνας

Ναι Όχι

Θέση στο χώρο

Πεδιάδα Άλλο

Αναγνώριση της εικόνας

Ναι Όχι

Θέση στο χώρο

Πηγές Άλλο

Πίνακας 5: Ανάλυση περιεχομένου της αναγνώρισης των χαρακτηριστικών τοπίων του ποταμού

Οι απαντήσεις των μαθητών/-τριών «άλλο» και «δεν ξέρω», παρά το γεγονός ότι στο σχολιασμό εκλαμβάνονται ως λανθασμένες, εντούτοις διατηρήθηκαν ως διαφορετικές καταγραφές καθώς παρέχουν χρήσιμα στοιχεία για τις ιδέες των μαθητών. Στο φαράγγι, η πρόταση «ακολουθεί το ανάγλυφο» εντάσσεται στις λάθος απαντήσεις στην επεξεργασία που θα ακολουθήσει αλλά αποτελεί κατα-

51


004:Layout 1

52

9/27/11

10:28 AM

Page 52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

γραφή, καθώς θεωρούμε πολύ σημαντικό τον εντοπισμό μαθητών που δεν αντιλαμβάνονται τη δυναμική του φαινομένου.

Σχήμα 10: Αναγνώριση του δέλτα των ποταμών

Ομάδα ελέγχου

Πειραματική ομάδα

Αναγνώριση Μαθητές

%

ναι

6

20%

όχι

24

80%

Post-1 ναι

14

46,67%

όχι

16

53,33%

Pre-1

Pre-2 Post-2

Αναγνώριση Μαθητές

%

ναι

5

16,67%

όχι

25

83,33%

ναι

29

96,67%

όχι

1

3,33%

Πίνακας 6: Αναγνώριση του δέλτα των ποταμών

Σχήμα 11: Θέση του δέλτα στο χώρο

Ομάδα ελέγχου

Pre-1 Post-1

Πειραματική ομάδα

Θέση

Μαθητές %

εκβολές

20

66,67%

άλλο

10

33,33%

εκβολές

24

80%

άλλο

6

20%

Pre-2 Post-2

Θέση

Μαθητές %

εκβολές

20

66,67%

άλλο

10

33,33%

εκβολές

30

100%

άλλο

0

Πίνακας 7: Θέση του δέλτα στο χώρο

Η αναγνώριση του ονόματος του «δέλτα» στο τμήμα που εφαρμόστηκε το ισχύον διδακτικό μοντέλο γίνεται για το 46,67% το οποίο αναγνωρίζει την εικόνα του δέλτα, ενώ το 53,33% το ονομάζει «ποτάμι που φτάνει στη θάλασσα και έχει ένα άνοιγμα» ή «ένα ποτάμι που ανοίγει και χύνεται στη θάλασσα».


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 53

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Στο καινοτόμο διδακτικό μοντέλο αφορά το σύνολο των μαθητών (100%) για το πρόγραμμα της παρέμβασης. Μόνο το 3,33% δεν αναγνώρισε το δέλτα (το ονομάζει εκβολές αλλά όχι δέλτα που είναι το ζητούμενο). Περισσότερο θετική είναι για το ισχύον πρόγραμμα η τοποθέτηση του δέλτα στο χώρο. Στο ισχύον πρόγραμμα, μετά τη διδασκαλία του φαινομένου το 80% αναγνωρίζει ότι το δέλτα βρίσκεται στις εκβολές και το 20% το τοποθετεί στο βουνό ή δηλώνει ότι δεν ξέρει. Ενδεικτικές απαντήσεις: Μαθητής/-τρια 16β: «Εδώ στη λίμνη…» Μαθητής/-τρια 18β: «Υπάρχει λίγο πιο πάνω…. Στο δάσος…» Μαθητής/-τρια 24β: «Δεν το έχω ζωγραφίσει…» Στην παρέμβαση, όλοι οι μαθητές τοποθετούν το δέλτα στη σωστή θέση.

Σχήμα 12: Αναγνώριση των μαιάνδρων του ποταμού

Ομάδα ελέγχου

Pre-1

Post-1

Πειραματική ομάδα

Αναγνώριση

Μαθητές

%

ναι

0

όχι

30

100%

ναι

2

6,67%

όχι

28

93,33%

Pre-2

Post-2

Αναγνώριση

Μαθητές

%

ναι

0

όχι

30

100%

ναι

24

80%

όχι

6

20%

Πίνακας 8: Αναγνώριση των μαιάνδρων του ποταμού

Σχήμα 13: Η θέση των μαιάνδρων στο χώρο

53


004:Layout 1

54

9/27/11

10:28 AM

Page 54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

Ομάδα ελέγχου

Pre-1

Post-1

Πειραματική ομάδα

Θέση

Μαθητές %

πεδιάδα

23

76,67%

άλλο

7

23,33%

πεδιάδα

28

80%

άλλο

2

20%

Pre-2

Post-2

Θέση

Μαθητές

%

πεδιάδα

22

73,33%

άλλο

8

23,33 %

πεδιάδα

30

100%

άλλο

0

Πίνακας 9: Η θέση των μαιάνδρων στο χώρο

Από τους μαθητές/-τριες που συμμετείχαν στο ισχύον μοντέλο, μετά τη διδασκαλία του φαινομένου μόνο το 6,67% αναγνωρίζει τους μαιάνδρους. Ενδεικτικές απαντήσεις: Μαθητής/-τρια 13β: «Ένα ποτάμι να προχωράει….» Μαθητής/-τρια 16β: «Ένα ποτάμι που πάει πέρα δώθε….» Το 80% τοποθετεί τους μαιάνδρους στην πεδιάδα και το 20% δηλώνει «δεν το έχω», «δεν υπάρχουν». Στο τμήμα του καινοτόμου διδακτικού μοντέλου, μετά τη διδασκαλία το 80% ονομάζει τους μαιάνδρους και το 20% δεν τους αναγνωρίζει. Ενδεικτικές απαντήσεις: Μαθητής/-τρια 29β: «Ποταμός….» Μαθητής/-τρια 30β: «Δεν ξέρω….» Από τους μαθητές/-τριες που συμμετείχαν στην παρέμβαση, το σύνολο των μαθητών τοποθετεί τους μαιάνδρους στην πεδιάδα.

Σχήμα 14: Αναγνώριση του φαραγγιού

Ομάδα ελέγχου

Πειραματική ομάδα

Αναγνώριση Μαθητές

%

Αναγνώριση

Μαθητές

%

ναι

5

16,67% Pre-2

ναι

5

16,67%

όχι

25

83,33%

όχι

25

83,33%

Post-1 ναι

17

56,67% Post-2

ναι

26

86,67%

όχι

13

43,33%

όχι

4

13,33%

Pre-1

Πίνακας 10: Αναγνώριση του φαραγγιού


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 55

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

Σχήμα 15: Θέση του φαραγγιού στο χώρο

Ομάδα ελέγχου Πειραματική ομάδα Pre-1 Post -1

Θέση

Μαθητές

%

πηγές

26

86,67%

άλλο

4

13,33%

πηγές

22

73,33%

άλλο

8

26,67%

Pre-2 Post-2

Θέση

Μαθητές

%

πηγές

18

60%

άλλο

18

60%

πηγές

29

96,67%

άλλο

1

3,33%

Πίνακας 11: Θέση του φαραγγιού στο χώρο

Η ταυτοποίηση του φαραγγιού είναι ικανοποιητική κυρίως σε επίπεδο αναγνώρισης του φαινομένου μέσα από τις pre και post απαντήσεις (κάθετα) και για τα δύο τμήματα. Στο τμήμα της διδασκαλίας του ισχύοντος προγράμματος, η αναγνώριση της οντότητας παρουσιάζεται ενισχυμένη για 11 από τους μαθητές/-τριες, με αποτέλεσμα το 56,67% να αναγνωρίζει το φαράγγι, ενώ σε επίπεδο παρέμβασης παρουσιάζεται ενισχυμένη για 20 μαθητές/-τριες, αγγίζοντας το 83,33%. Η θέση του φαραγγιού είναι ορθή για το 76,67% στο ισχύον διδακτικό μοντέλο και για το 93,33% για το καινοτόμο διδακτικό μοντέλο. Επισημαίνεται ότι στη φωτογραφία που δίνεται στους μαθητές/-τριες ο σχηματισμός φαίνεται καθαρά ότι αφορά το κομμάτι του ποταμού μετά τις πηγές.

Συμπεράσματα Η παρούσα έρευνα επιβεβαιώνει ως προς τις απεικονίσεις συμπεράσματα ερευνών των Goodnow και Levine (1973), Glen κ.ά. (1995) και Dove (1997), στις οποίες έχει γίνει αναφορά στην αρχή του άρθρου. Οι μαθητές/-τριες, όταν απεικονίζουν το ποτάμι, προσανατολίζουν κάθετα το χαρτί τους, η δε κατεύθυνση του ποταμού για τους περισσότερους είναι ή «από πάνω προς τα κάτω», αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο το ότι ο υδροκρίτης του ποταμού βρίσκεται συνήθως στα βουνά και οι εκβολές σε χαμηλότερα επίπεδα (θάλασσα). Η φορά του ποταμού στις περισσότερες από τις απεικονίσεις είναι από αριστερά προς τα δεξιά ακολουθώντας τη φορά της δυτικής γραφής, ενώ μικρότερος αριθμός μαθητών/-τριών ζωγραφίζει το ποτάμι στο κέντρο της σελίδας κατά τρόπο ώστε να είναι διακριτή η κλίση. Επίσης, έρχεται να επιβεβαιώσει τις έρευνες των Mackintosh (2005) και Dove (2000) που αναφέρονται στον καθοριστικό ρόλο που παίζει το βίωμα στην απεικόνιση των γεωγραφικών οντοτήτων. Δεδομένου ότι η παρούσα έρευνα έγινε σε αστική περιοχή, πολλοί από τους μαθητές/-τριες, αν και είχαν δει ποτάμι, δεν

55


004:Layout 1

56

9/27/11

10:28 AM

Page 56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 36-57

το είχαν παρατηρήσει ή δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα του ποταμού και, κατά συνέπεια, απεικόνισαν αποσπασματικά κυρίως σημεία που είχαν επισκεφτεί. Μέσα από την παραπάνω παρατήρηση γίνεται σαφές πόσο απαραίτητη είναι η μελέτη πεδίου στο μάθημα της Γεωγραφίας, αλλά, επειδή αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, εξίσου αποτελεσματική στη διδασκαλία μπορεί να αποδειχθεί η χρήση εποπτικού υλικού (προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες, βίντεο, κ.λπ.). Η αναγνώριση εικόνων του χώρου (φωτογραφιών) και η ταυτοποίησή τους με το χώρο που απεικονίζουν –όπως φαίνεται και από την έρευνα– είναι μια δύσκολη διαδικασία για τους μαθητές/-τριες. Η διαδικασία αυτή γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν πρόκειται να ταυτοποιηθούν περιοχές ή τοπία που δεν αποτελούν μέρος των εμπειριών τους. Το περιεχόμενο των Προγραμμάτων Σπουδών της Γεωγραφίας αναφέρεται –όπως είναι φυσικό– και σε έννοιες που είναι έξω από το άμεσο περιβάλλον του μαθητή. Tα παιδιά, όπως φάνηκε και στην έρευνα του Dove (2000), έχουν την τάση να προσεγγίζουν τις γεωγραφικές έννοιες σύμφωνα με εκείνο που ήδη ξέρουν, ενισχύοντας έτσι τις προηγούμενες αντιλήψεις τους. Οι πραγματικές εικόνες του χώρου είναι πολύ ισχυρές. Οι μαθητές/-τριες που έχουν σχηματίσει με εποπτικό τρόπο συγκεκριμένη εικόνα για κάποιο σημείο του ποταμού, ακόμα και μετά τη διδασκαλία του φαινομένου δύσκολα αλλάζουν αντιλήψεις. Εντούτοις, μέσα από τη διδακτική παρέμβαση της παρούσας έρευνας φαίνεται ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που προσεγγίζονται διδακτικά οι έννοιες αυτές και ότι ένα διδακτικό μοντέλο όπως αυτό που προτείνεται στην έρευνα, που στηρίζει το αίτιο δημιουργίας του φαινομένου και παρουσιάζει το φαινόμενο όχι μόνο με χρήση σκαριφήματος αλλά και με προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες του χώρου, μπορεί να συμβάλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, ένα διδακτικό μοντέλο του ποταμού ενισχυμένο με ρεαλιστικές εικόνες οδηγεί τους μαθητές στην πληρέστερη απεικόνιση και ερμηνεία (στο μέτρο της ηλικίας των μαθητών) όχι μόνο της δομής αλλά και των γεωμετρικών στοιχείων του ποταμού (μαίανδροι, δέλτα, κ.λπ.). Σημαντικό πλεονέκτημα της διδακτικής προσέγγισης που προτείνεται είναι ότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις εποικοδομητικές παρεμβάσεις, που σημαίνει ότι η προσέγγιση στηρίζεται στην παραδοχή ότι η γνώση δεν μεταδίδεται παθητικά παρά οικοδομείται από τα άτομα που τη δέχονται. Οι νέες ιδέες των μαθητών χτίζονται πάνω και σε αναφορά με τις προϋπάρχουσες γνώσεις. Η αλλαγή στο νοητικό χάρτη του ποταμού που έχουν οι μαθητές μετά τη διδακτική παρέμβαση συνοδεύεται από αντίστοιχη αλλαγή στον τρόπο έκφρασης ή στην περιγραφή του ποταμού, όπου το επιστημονικό γεωγραφικό λεξιλόγιο των μαθητών παρουσιάζεται σαφώς εμπλουτισμένο. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η προσέγγιση των Γεωγραφικών εννοιών και οι ανάγκες της εποχής απαιτούν η γεωγραφική γνώση στο σχολείο να ξεφύγει από τα παραδοσιακά σχήματα. Αξιώνουν την εκπαίδευση ενεργών πολιτών που δεν θα δέχονται αξιώματα, που θα προσεγγίζουν ερευνητικά τη γνώση και θα «αμφιβάλλουν» με τη θετική έννοια του όρου για όσα υπάρχουν γύρω τους. Προς αυτή την κατεύθυνση θετική μπορεί να είναι η αξιοποίηση των διδακτικών προσεγγίσεων που αξιοποιούν τα νοητικά μοντέλα που δημιουργούν τα παιδιά και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί για την αναθεώρηση των υπαρχουσών διδακτικών θεωριών και την οικοδόμηση καινούριων.


004:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 57

ΛΙΑ ΓΑΛΑΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΟΚΚΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Cambell, D.T. και Stanley, J.C. (1963), «Experimental and quasi-experimental designs for research on teachings», στο Handbook of research on teaching, Σικάγο: Rand Mc Nally. Castner, H.W. (2003), «Photographic mosaics and geographic generalizations: A perceptual approach to geographic education», Journal of Geography 102(3): 121-127. Cohen, L. και Manion, L. (2000), Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας, Αθήνα: Μεταίχμιο. Dove, J., Everett, L. και Preece, P. (1999), «Exploring a hydrological concept through children’s drawings», International Journal of Science Education 21(5): 485-497. Dove, J.E. (1997), «Student preferences in the depiction of the Water Cycle and Selected Landforms», International Research in Geographical and Environmental Education 6:135-147. Dove, J., Everett, L. και Preece, P. (2000), «The urban child’s conception of a river», Education 313 8(2): 52-56. Driver, R., Squires, A., Rushworth, R. και Wood-Robinson, V. (1994), Making sense of secondary science: Research into children’s ideas, Λονδίνο: Routledge. Glenn, S.M., Bradshaw, K. και Sharp, M. (1995), «Handedness and the development of direction and sequencing in children’s drawings of people», Educational Psychology 15: 11-21. Goodnow, J.J. και Levine, R. (1973), «The grammar of action: Sequence and syntax in children’s copying», Cognitive Psychology 4: 82-98. Harwood, D. και Jackson, P. (1995), «Why did they build this hill so steep?: Problems in assessing primary children’s understanding of physical landscape features in the context of the UK National Curriculum», International Research in Geographical and Environmental Education 2(2): 64-79. Haury, D.L. (2000), Watersheds: A confluence of important ideas, Κολόμπους, Οχάιο: ERIC Clearinghouse for Science Mathematics and Environmental Education. Hayes, D., Symington, D. και Martin, M. (1994), «Drawing during science activity in the primary school», International Journal of Science Education 16: 265-277. Kerlinger, F.N., (1970), Foundations of Behavioral Research, Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart & Winston. Lunnon, A.J. (1969), «A further case for the visual», Geographical Education 3: 331-339. Mackintosh, M. (2005), «Children’s understanding of rivers», International Research in Geographical and Environmental Education 14(4): 318-322. May, T. (1996), «Children’s ideas about rivers», Primary Geographer 29: 12-13. Mermian, B.S. κ.ά. (2002), Qualitative Research in Practice, Σαν Φρανσίσκο: Jossey-Bass Publishers. Papageorgiou, G. και Johnson, Ph. (2005), «Do particle ideas help or hinder pupil’s understanding of phenomena?», International Journal of Science Education 27(11): 1299-1317. Piaget, J. (1929), The Child’s Conception of the World, Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul. Platten, L.B. (1995α), «Talking geography. An investigation into young children’s understanding of geographical terms. Part 1», International Journal of Early Years Education 3(1): 74-92. Platten, L.B. (1995β), «Talking geography. An investigation into young children’s understanding of geographical terms. Part 2», International Journal of Early Years Education 3(3): 69-84. Rennie, L.J. και Jarvis, T. (1995), «Children’s choice of drawings to communicate their ideas about technology», Research in Science Education 25: 239-252. Shepardson, D.P., Harbor, J. και Wee, B. (2005), «Water towers, pump houses, and mountain streams: Students’ ideas about watersheds», Journal of Geoscience Education 53(4): 381-386. Shepardson, D.P., Wee, B., Priddy, M., Schellenberger, L. και Harbor, J. (2007), «What Is a Watershed? Implications of Student Conceptions for Environmental Science Education and the National Science Education Standards», Science Education 91(4): 554-578. Κουτσόπουλος, Κ., Σωτηράκου, Μ. και Ταστσόγλου, Μ. (2007), Γεωγραφία Ε΄ Δημοτικού, Μαθαίνω για την Ελλάδα, Αθήνα: ΟΕΔΒ. Πρόγραμμα Σπουδών Γεωγραφίας Ε΄ Δημοτικού, ΦΕΚ 1366, τ. Β’, 18.10.2001: 1373-1376.

57


005:Layout 1

58

9/27/11

10:28 AM

Page 58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Μαριλένα Παπαγεωργίου

ΠΕΡIΛΗΨΗ Ο θερμαλισμός στη νεότερη εποχή αποτέλεσε την πρώτη μορφή τουρισμού που αναπτύχθηκε στη χώρα, με τα θερμαλιστικά θέρετρα να απολαμβάνουν την πρωτοκαθεδρία έναντι πολλών άλλων τουριστικών προορισμών για μεγάλο διάστημα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν διατηρήθηκε για πολύ. Οι ιαματικές πηγές και οι λουτροπόλεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειώσει σημαντικές απώλειες από άποψη τουριστικής κίνησης, χαρακτηρίζονται από εγκατάλειψη και παρακμή και έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητά τους ως τουριστικοί προορισμοί. Στο πλαίσιο αυτό, απώτερος στόχος του άρθρου είναι να διατυπώσει κάποιες γενικές κατευθύνσεις χωροταξικής οργάνωσης και σχεδιασμού του θερμαλιστικού τουρισμού σε εθνικό επίπεδο που θα συμβάλουν στην άρση της προβληματικής εικόνας που η εν λόγω μορφή τουρισμού παρουσιάζει στην Ελλάδα σήμερα. Για το σκοπό αυτό, το άρθρο καταφεύγει σε μια πρωτότυπη καταγραφή των γεωγραφικών όψεων (γεωγραφική ανάλυση) του θερμαλιστικού τουρισμού της Ελλάδας, την οποία χρησιμοποιεί ως βασικό «εργαλείο» για την εξαγωγή των κατάλληλων χωρικών/γεωγραφικών συμπερασμάτων, τα οποία και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την καταλληλότητα των χωροταξικών κατευθύνσεων που προτείνονται.

The geography and spatial planning of mineral water spa tourism in Greece Marilena Papageorgiou ABSTRACT In modern times, spa tourism constituted the first form of tourism that Greece began to rekindle, while spa destinations constituted the prevailing tourist resorts found in the country for a long period of time in the recent past (20th century). Unlikely, this prosperity didn’t last long. During the last decades, hot springs areas and spa towns experience a period of continuous recession, decline and abandonment; hence, they are loosing their competitiveness as tourist destinations. Within this framework, the aim of this paper is to formulate the necessary guiding principles (planning guidelines) for the spatial organization of spa tourism at a national level, opting to contribute to the upgrading of spa destinations in Greece. To this purpose, the present article proceeded to a novel attempt to sketch the essential geographical and spatial aspects (geographical analysis) for the area of Greece, the conclusions of which served as the essential “tool” for the formulation of the appropriate planning guidelines for the country.

1. Εισαγωγή: περί θερμαλιστικού τουρισμού Ο θερμαλισμός αποτελεί μια δραστηριότητα η οποία ξεκίνησε να αναπτύσσεται δεκάδες αιώνες πριν, όταν ο άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί τον φυσικό πόρο των ιαματικών πηγών για θεραπευτικούς σκοπούς και για τη βελτίωση της υγείας του γενικότερα (Gerbod 2004). Έχοντας διανύσει μια ιδιαίτερα μεγάλη διαδρομή χρονικά, η δραστηριότητα του θερμαλισμού κατάφερε να διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτη, αποτελώντας πλέον μια ειδική μορφή τουρισμού (θερμαλιστικός τουρισμός), μέρος της ευρύτερης μορφής τουρισμού που προσδιορίζεται σήμερα με τον όρο «τουρισμός υγείας» (Παπαγεωργίου 2009). Μάλιστα, αποτελώντας μια μορφή τουρισμού που καθ’όλη τη διάρ-

Μαριλένα Παπαγεωργίου, Δρ. πολεοδομίας-χωροταξίας, mpapageorgiou95@hotmail.com


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 59

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

κεια του 19ου και το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα περιστρεφόταν γύρω από τη θεραπεία, σήμερα ο θερμαλιστικός τουρισμός περιστρέφεται περισσότερο γύρω από την υγεία, την αναζωογόνηση και την ευεξία, ως αποτέλεσμα των σύγχρονων τάσεων και εξελίξεων στην Ευρώπη και διεθνώς (FEDERTERME 2004). Όσον αφορά την Ελλάδα (τη γενέτειρα του θερμαλισμού: 5ος π.Χ. αιώνας), η αξιοποίηση του φυσικού πόρου των ιαματικών πηγών θα ξεκινήσει σχεδόν από την πρώτη στιγμή σύστασης του νέου Ελληνικού Κράτους (αρχές 19ου αιώνα) δεδομένης και της ωφέλειας που η ευρωπαϊκή εμπειρία είχε αποδείξει ότι μπορεί να αποφέρει στην οικονομία ενός κράτους (Λέκκας 1935). Περνώντας μια δύσκολη περίοδο στην αρχή, ο θερμαλιστικός τουρισμός της Ελλάδας θα βρεθεί τελικά σε διαρκή ανοδική πορεία από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά, λόγω των συστηματικών προσπαθειών της Πολιτείας, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1910 (Δαμβέργης 1919). Έκτοτε, σταδιακά τόσο οι θερμαλιστικοί τόποι όσο και η ίδια η τουριστική κίνηση θα αυξηθούν σημαντικά, με αποκορύφωμα τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 (ΕΟΤ 1954, ΕΟΤ 1966, Σπαθή 2000), δεδομένης και της τάσης/μόδας που επικρατούσε εκείνη την εποχή και είχε αναδείξει τα ελληνικά θερμαλιστικά θέρετρα στον κατεξοχήν τόπο έλξης προσωπικοτήτων του πολιτικού, επιχειρηματικού και καλλιτεχνικού χώρου τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού (Ζαχαρόπουλος και Μπαρμπίκας 2001). Ωστόσο, η περίοδος αυτή θα διαρκέσει μόλις έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Έκτοτε, σύμφωνα και πάλι με τα διαθέσιμα στοιχεία (Σπαθή 2000), θα ξεκινήσει μια αρνητική πορεία, που έως και το 1997 (που τηρήθηκαν τα τελευταία στατιστικά σε επίπεδο χώρας) θα οδηγήσει σε απώλειες της τάξης του 25%. Με βάση δε τα αποσπασματικά στοιχεία που τηρεί πλέον το αρμόδιο Τμήμα του ΕΟΤ για περιορισμένες περιπτώσεις εγκαταστάσεων (εκμετάλλευσης ΕΟΤ και μόνον), εκτιμάται ότι η καθοδική αυτή πορεία συνεχίζεται έως και σήμερα.1 Ως βασικές αίτιες για αυτή την εξέλιξη και γενικά την πτωτική πορεία της εν λόγω μορφής τουρισμού στη χώρα δεν μπορεί παρά να αναφερθούν: η αλλαγή του τουριστικού προτύπου τις τελευταίες δεκαετίες (ήλιος-θάλασσα) (Lickorish και Jenkins 1997) που εκτόπισε τις λουτροπόλεις από την πρωτοκαθεδρία που απολάμβαναν ως τουριστικά θέρετρα, η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης και η διστακτική/επιφυλακτική πλέον σύσταση από τους γιατρούς στους ασθενείς της συγκεκριμένης (εναλλακτικής) μεθόδου θεραπείας2 και, τέλος, η έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού από το κεντρικό επίπεδο διοίκησης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα έως και σήμερα3 που δεν επέτρεψε ούτε την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων θερμαλισμού ούτε και τον εκσυγχρονισμό των προσφερόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τα νέα πρότυπα διεθνώς (υγεία-ευεξία). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω συγκυριών, σήμερα η εικόνα στους θερμαλιστικούς προορισμούς έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις σε σχέση με το παρελθόν (Γοσποδίνη 2005). Οι λουτροπόλεις, από τόποι που άλλοτε προσέλκυαν άτομα όλων των κοινωνικών, οικονομικών και ηλικιακών τάξεων, σήμερα έχουν μετατραπεί σε «γεροντουπόλεις», ενώ ο θερμαλιστικός τουρισμός φαίνεται να «συντηρείται» σχεδόν αποκλειστικά από την κοινωνική πολιτική του κράτους (και τα ασφαλιστικά ταμεία) και να προσελκύει άτομα χαμηλών εισοδημάτων από μικρά αστικά ή και αγροτικά κέντρα της χώρας (Σπαθή 2000, Παπαγεωργίου 2009). Παράλληλα, σύμφωνα με πρόσφατη εμπειρική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στους σπουδαιότερους θερμαλιστικούς προορισμούς της Ελλάδας, τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή ει-

1. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, ο ΕΟΤ τηρούσε αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για το σύνολο των ελληνικών λουτροπόλεων. Έκτοτε, μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, η ΕΣΥΕ (σε συνεργασία με τον ΕΟΤ) συνέχισε να τηρεί στατιστικά στοιχεία, σε ειδικό μάλιστα κεφάλαιο των Επετηρίδων της με τίτλο «Ιαματικαί Πηγαί – Λουτροπόλεις». Όμως, όταν μετά τη δεκαετία του 1990 η θερμαλιστική κίνηση βρισκόταν ήδη σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η ΕΣΥΕ σταμάτησε να δημοσιεύει στοιχεία. Ωστόσο, ο ΕΟΤ και η ΕΤΑ -οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες- δεν επέδειξαν το απαιτούμενο ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα από το 1997 και μετά τα στοιχεία να είναι αποσπασματικά και ελλιπή. 2. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 20072008 στις τρεις σπουδαιότερες λουτροπόλεις της Ελλάδας (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έρευνα βλ. κεφ. 6 και υποσημ. 10), σε δείγμα 700 θερμαλιστών μόλις το 34% περίπου ακολουθούσε συμβουλή γιατρού πριν επισκεφτεί μια λουτρόπολη. Συνήθως, ο λόγος για τον οποίο οι θερμαλιστές επέλεγαν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ήταν επειδή τους το συνιστούσαν τρίτοι, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 20% περίπου έκανε θερμαλισμό χωρίς να γνωρίζει ή να έχει συμβουλευτεί κάποιον για τις θεραπευτικές ιδιότητες των ιαματικών πηγών που επισκεπτόταν. 3. Μετά τη δεκαετία του 1960 -όταν εφαρμόστηκε για τελευταία φορά από το κράτος γενικευμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των τόπων θερμαλισμού (ΕΟΤ 1966)- οι μοναδικές παρεμβάσεις/πρωτοβουλίες ήταν: α) ανάθεση μελέτης από το ΥΠΕΧΩΔΕ με τίτλο: «Στρατηγικό πλαίσιο χωρικών κατευθύνσεων για την ανάπτυξη του ιαματικού τουρισμού στην Ελλάδα», η οποία όμως μετά την ολοκλήρωσή της (το 2000) «έμεινε στα συρτάρια» του Υπουργείου, β) ψήφιση του Ν. 3498/2006, που όμως σε καμία περίπτωση δεν υπεισήλθε σε θέματα

59


005:Layout 1

60

9/27/11

10:28 AM

Page 60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

οργάνωσης και ανασυγκρότησης των τόπων θερμαλιστικού τουρισμού και, τέλος, γ) ψήφιση (το 2009) του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) για τον Τουρισμό, το οποίο όμως, ως στρατηγικό χωροταξικό σχέδιο, περιορίστηκε σε μια απλή αναφορά ότι η ανάπτυξη του θερμαλιστικού τουρισμού θα πρέπει να προωθηθεί σε έντεκα (11) περιοχές της Ελλάδας: Αιδηψός-Καμένα Βούρλα-Θερμοπύλες-Υπάτη-Σμόκοβο, Κυλλήνη-Καϊάφας, Κύθνος, Μέθανα, Λουτράκι, Νιγρίτα, Κως-Ρόδος-Νίσυρος, Σάμος-Ικαρία, Χίος-Μυτιλήνη, Λουτράκι Πέλλας, Σιδηρόκαστρο.

κόνα των εν λόγω περιοχών -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- συνοψίζονται στα ακόλουθα: υποβαθμισμένες εγκαταστάσεις, αναχρονιστικές υπηρεσίες, εγκαταλελειμμένα κτίρια, έλλειψη υποδομών και υπηρεσιών ελεύθερου χρόνου, αλλοίωση ταυτότητας τόπου, απαξίωση, μαρασμός, παρακμή (Παπαγεωργίου 2009). Στο πλαίσιο αυτό, το παρόν άρθρο εστιάζει στη διερεύνηση των βασικών γεωγραφικών όψεων του θερμαλιστικού τουρισμού, επιδιώκοντας να εξάγει τα κατάλληλα χωρικά και γεωγραφικά συμπεράσματα. Απώτερος σκοπός του άρθρου είναι, αξιοποιώντας τα συμπεράσματα αυτά, να καταλήξει στη διατύπωση γενικών κατευθύνσεων χωρικής αναδιοργάνωσης και σχεδιασμού σε εθνικό επίπεδο, με στόχο την αντιστροφή της αρνητικής εικόνας και τη βιώσιμη ανάπτυξη των τόπων που αναπτύσσεται η εν λόγω μορφή τουρισμού, ώστε οι λουτροπόλεις να αποκτήσουν και πάλι τη θέση που τους αξίζει στο τουριστικό σκηνικό της χώρας.

2. Μεθοδολογική προσέγγιση της έρευνας Αποτελώντας την πρώτη ουσιαστική μορφή τουρισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα σχεδόν από τα μέσα του 19ου αιώνα, η δραστηριότητα του θερμαλισμού και οι ιαματικές πηγές προκάλεσαν σε σημαντικό βαθμό το ενδιαφέρον των ερευνητών, ειδικά κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ειδική έκδοση του ΕΟΤ του έτους 1966 (Λουτροπόλεις και Ιαματικές Πηγές), κατόπιν διερεύνησης που είχε πραγματοποιηθεί από τον υδρολόγο Ν. Λεούση, οι σχετικές με τις ιαματικές πηγές εργασίες που είχαν δημοσιευτεί στην Ελλάδα από το έτος 1837 έως και τότε (1966) ανέρχονταν σε περίπου πεντακόσιες (500), ενώ οι συγγραφείς που ασχολούνταν συστηματικά με το συγκεκριμένο θέμα εκείνη την εποχή αριθμούσαν τους εκατόν πενήντα (150) περίπου. Όμως, παρά το συστηματικό ενδιαφέρον από την πλευρά των επιστημόνων, η πλειονότητα των συγγραμμάτων που προέκυψαν τότε εξειδίκευε κυρίως σε χημικά, υδρολογικά και ιατρικά ζητήματα και όχι τόσο στη μορφή και τα χαρακτηριστικά της μορφής τουρισμού που αναπτυσσόταν με βάση τον φυσικό πόρο των ιαματικών πηγών. Έκτοτε, αν και η συχνότητα των ελληνικών δημοσιευμάτων έχει περιοριστεί σημαντικά, ο θερμαλιστικός τουρισμός εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ερευνών και επιστημονικών συγγραμμάτων, αυτή τη φορά όμως μέσα από μια πιο οικονομική, επιχειρηματική, ιστορική και αρχιτεκτονική ματιά. Αντίστοιχα, όσον αφορά τη διεθνή βιβλιογραφία, η πλειονότητα των συγγραμμάτων που έχουν εντοπιστεί και αναφέρονται στο θερμαλιστικό τουρισμό είτε τον προσεγγίζουν από εννοιολογική και οικονομική σκοπιά είτε πρόκειται για οδηγούς τουριστικής κυρίως χρησιμότητας. Εξαίρεση ίσως αποτελεί ένα γαλλόγλωσσο σύγγραμμα (Jamot 1988) το οποίο εξετάζει τη γεωγραφική όψη του θερμαλιστικού τουρισμού της Γαλλίας και μόνον, αλλά και ένα γερμανόγλωσσο σύγγραμμα (Glaus, 1975) το οποίο, αν και επιχειρεί να καταλήξει σε κατευθύνσεις σχεδιασμού για τις περιοχές των ιαματικών πηγών, εστιάζει στην τοπική/πολεοδομική κλίμακα και όχι στην εθνική κλίμακα, όπως επιχειρεί το παρόν άρθρο. Επομένως, όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ενώ τόσο ο φυσικός πόρος των ιαματικών πηγών όσο και η ειδική μορφή του θερμαλιστικού τουρισμού έχει μελετηθεί αρκετά διαχρονικά, η γεωγραφική και η χωροταξική διάσταση παρα-


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 61

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

μένει μια οπτική γωνία που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς (έως και καθόλου) ‒ειδικά για τη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας.4 Στο πλαίσιο αυτό, η πρωτοτυπία του παρόντος άρθρου έγκειται ακριβώς στην οπτική με την οποία επιχειρεί να εξετάσει την εν λόγω μορφή τουρισμού ειδικά για τη χώρας μας. Συγκεκριμένα, το άρθρο εξετάζει τη γεωγραφική κατανομή του φυσικού πόρου των θερμομεταλλικών πηγών και συνεχίζει παρουσιάζοντας τους τόπους (ιαματικές πηγές) που τελικά επιλέχθηκαν για την ανάπτυξη του θερμαλιστικού τουρισμού διαχρονικά. Ακολούθως παρουσιάζει τη γεωγραφία της θερμαλιστικής κίνησης (σε επίπεδο δεκαετίας) για μεγάλο διάστημα του παρελθόντος έως και σήμερα, ενώ επιλεκτικά (για τις τρεις σπουδαιότερες λουτροπόλεις της χώρας) αναφέρεται και στη γεωγραφική εμβέλεια (βάσει προέλευσης θερμαλιστών) που οι θερμαλιστικοί προορισμοί της χώρας παρουσιάζουν. Υπενθυμίζεται ότι απώτερος σκοπός του άρθρου είναι η γεωγραφική ανάλυση να αξιοποιηθεί για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που θα επιτρέψουν τη διατύπωση γενικών κατευθύνσεων χωροταξικού σχεδιασμού σε εθνική κλίμακα.

4. Εξαίρεση ίσως αποτελεί η μελέτη που είχε υλοποιηθεί για λογαριασμό του ΥΠΕΧΩΔΕ το έτος 2000 από το ΚΕΠΑΜΕ με τίτλο «Στρατηγικό πλαίσιο χωρικών κατευθύνσεων για την ανάπτυξη του ιαματικού τουρισμού στην Ελλάδα», η οποία, αν και αφορά σε κατευθύνσεις χωροταξικού σχεδιασμού για το θερμαλιστικό τουρισμό της χώρας, ως μελέτη δεν μπορεί να συγκαταλεχθεί στα επιστημονικά συγγράμματα/βιβλιογραφία, ενώ επίσης οι αναφορές στις γεωγραφικές όψεις της εν λόγω μορφής τουρισμού στην Ελλάδα -παραδόξως- ήταν ελάχιστες.

3. Καταγραφή και χωρική κατανομή των μεταλλικών πηγών Αν και οι θερμομεταλλικές πηγές της χώρας άρχισαν να θεωρούνται σημαντικό δημόσιο αγαθό ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο ακριβής τους αριθμός αποτελούσε έναν «άλυτο γρίφο» μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Προφανώς, οι λόγοι για την καθυστέρηση αυτή ήταν από τη μια πλευρά η διαρκής μεταβολή της εδαφικής επικράτειας της Ελλάδας μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα περίπου, ενώ από την άλλη πλευρά η έως και πρόσφατα δυσκολία ακριβούς καταμέτρησης και καταγραφής των θερμομεταλλικών πηγών λόγω τεχνικών αδυναμιών. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη συστηματική καταγραφή ξεκίνησε μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, μέχρι το 1918 οι καταγεγραμμένες θερμομεταλλικές πηγές ήταν μόλις 98, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1931, μετά από συστηματική έρευνα της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά 54 πηγές (39 δημόσιες και 15 ιδιωτικές). Όμως και πάλι σύντομα διαπιστώθηκε ότι οι πηγές που δεν είχαν καταγραφεί παρέμεναν πολλές. Αφορμή για τη διαπίστωση αυτή στάθηκε το γεγονός ότι σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος περίοικοι έκαναν λουτρά σε σημεία που έως τότε δεν ήταν γνωστά για την ύπαρξη ιαματικών πηγών. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 επιχειρείται εκ νέου η καταγραφή του φυσικού πόρου στο σύνολο της χώρας. Με τη συνεργασία των Δημάρχων και των Προέδρων αυτή τη φορά, που με προθυμία υποδείκνυαν κάθε σημείο ανάβλυσης πηγής εντός των ορίων της εδαφικής αρμοδιότητάς τους, η νέα έρευνα κατέγραψε 752 θερμομεταλλικές πηγές. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, η γεωγραφική κατανομή του πόρου, βάσει της τότε διοικητικής διαίρεσης, είχε ως ακολούθως (Λέκκας 1938): Στερεά Ελλάδα Θεσσαλία Ήπειρος Μακεδονία Θράκη Πελοπόννησος Νησιά5 Σύνολο

156 57 56 115 25 114 229 752

θερμομεταλλικές πηγές » » » » » » » » » » » » θερμομεταλλικές πηγές

5. Ειδικότερα από τις 229 ιαματικές πηγές που εντόπισε η έρευνα στο νησιωτικό χώρο, οι 23 ήταν στην Εύβοια, οι 34 στα νησιά του Ιονίου, οι 30 στις Κυκλάδες, οι 42 στα νησιά του Αιγαίου και οι υπόλοιπες 100 στην Κρήτη.

61


005:Layout 1

62

9/27/11

10:28 AM

Page 62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Όμως, παρά την αναλυτική έρευνα της δεκαετίας του 1930, η καταγραφή του συνόλου των θερμομεταλλικών πηγών ‒για ευνόητους λόγους‒ επαναλήφθηκε μόλις τη δεκαετία του 1980 από το τότε Υπουργείο Ενέργειας και Φυσικών Πόρων και το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ). Αν και οι εποχές και τα μέσα είχαν εξελιχτεί σημαντικά μετά από σχεδόν μισό αιώνα, η νέα καταγραφή δεν διαφοροποιήθηκε πολύ από την προηγούμενη στη μέθοδο που ακολούθησε. Χρησιμοποιώντας ως «οδηγό» την απογραφή της δεκαετίας του 1930, αλλά και τους τοπικούς άρχοντες ‒και πάλι‒ για την υπόδειξη πηγών που ενδεχομένως η προηγούμενη έρευνα είχε παραλείψει, η νέα καταγραφή υλοποιήθηκε σε τρεις φάσεις. Αρχικά, το 1983 έγινε η καταγραφή των θερμομεταλλικών πηγών στα νησιά του Αιγαίου. Ακολούθως, το 1985 πραγματοποιήθηκε η έρευνα στην Πελοπόννησο και, τέλος, το 1988 ολοκληρώθηκε η καταγραφή στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά. Σύμφωνα με το τρίτομο έργο του ΙΓΜΕ (Γκιώνη-Σταυροπούλου 1983, Ορφανός 1985, Σφέτσος 1988), που περιλαμβάνει τα δελτία απογραφής των θερμομεταλλικών πηγών της Ελληνικής Επικράτειας, ο αριθμός των θερμομεταλλικών πηγών της χώρας κατά τη δεκαετία του 1980 ανερχόταν σε 470. Υπολειπόταν, δηλαδή, κατά 282 πηγές από την προηγούμενη καταγραφή της δεκαετίας του 1930. Ειδικότερα, η μείωση που παρατηρήθηκε αιτιολογήθηκε από τους ερευνητές του ΙΓΜΕ ως εξής: α) οι πρόσφατες και πιο σύγχρονες χημικές αναλύσεις των νερών πολλών από τις καταγεγραμμένες από την προηγούμενη έρευνα ως θερμομεταλλικές πηγές έδειξαν ότι η μεταλλικότητα τους δεν ήταν τόσο σημαντική ώστε να καταγραφούν ως τέτοιες, β) πολλές από τις πηγές που είχαν απογραφεί τη δεκαετία του 1930 είχαν στερέψει στην πορεία και γ) πολλά συμπλέγματα πηγών με την ίδια χημική σύσταση νερών καταγράφηκαν από τη νέα έρευνα ως μια πηγή. Πίνακας 1: Κατανομή θερμομεταλλικών πηγών Ελλάδας ανά Περιφέρεια (απογραφή 1980) Περιφέρειες

Αριθμός θερμομεταλλικών πηγών

Σύνολο Ελλάδας

Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης

22

4,7%

Κεντρικής Μακεδονίας

56

12%

Δυτικής Μακεδονίας

25

5,3%

Ηπείρου

27

5,8%

Θεσσαλίας

49

10,3%

Ιονίων Νήσων

17

3,6%

Δυτικής Ελλάδας

64

13,9%

Στερεάς Ελλάδας

91

19,4%

Αττικής

18

3,8%

Πελοποννήσου

38

8%

Βορείου Αιγαίου

25

5,2%

Νοτίου Αιγαίου

33

6,9%

Κρήτης

5

1,1%

ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑΔΑΣ

470

100%

Πηγή: ιδία επεξεργασία δελτίων απογραφής ΙΓΜΕ (1983, 1985, 1988)


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 63

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από γεωγραφική άποψη, σύμφωνα με το σχετικό χάρτη του ΙΓΜΕ (ΙΓΜΕ 1995), που απεικονίζει τις θερμομεταλλικές πηγές που κατέγραψε η έρευνα της δεκαετίας του 1980, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι ο εν λόγω φυσικός πόρος κατανέμεται σχεδόν σε όλο το μήκος και πλάτος της εδαφικής Επικράτειας της Ελλάδας.6 Ειδικότερα, παρατηρώντας ακόμη πιο προσεκτικά, διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των θερμομεταλλικών πηγών εντοπίζεται κοντά στις ακτές, ένα μικρότερο μέρος στις πεδινές εκτάσεις και ένα ακόμη πιο μικρό μέρος στις ορεινές περιοχές.7 Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο χάρτη του ΙΓΜΕ, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις (clusters) του φυσικού πόρου εντοπίζονται σε τέσσερις (4) κυρίως περιοχές (πλην των νησιών) και συγκεκριμένα: στη βόρεια-κεντρική Ελλάδα (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας), τη βορειοδυτική Ελλάδα (σύνορα με την Αλβανία), την κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία και Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας) και τη δυτική Πελοπόννησο (Νομοί Αχαΐας, Ηλείας και Μεσσηνίας). Ειδικότερα, όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή του πόρου των θερμομεταλλικών πηγών βάσει της υφιστάμενης διοικητικής διαίρεσης, παρατηρούμε ότι οι Περιφέρειες με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις είναι οι: Στερεάς Ελλάδας (19,3%), Δυτικής Ελλάδας (13,9%), Κεντρικής Μακεδονίας (12%) και Θεσσαλίας (10,3%), ενώ η Αττική μόνη της διαθέτει το 3,8% του συνολικού πόρου της χώρας (Πίνακας 1). Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι, ακόμη και στις Περιφέρειες με τις εντονότερες συγκεντρώσεις, οι θερμομεταλλικές πηγές δεν ισοκατανέμονται. Έτσι, όσον αφορά την κατανομή του πόρου σε επίπεδο Νομών, οι Νομοί με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις είναι οι: Φθιώτιδας (9,8%: 46 πηγές), Αιτωλοακαρνανίας (7,9%: 37 πηγές), Καρδίτσας (5,1%), Εύβοιας (4,9%), Ηλείας (4,5%), Κυκλάδων (4,5%), Κιλκίς (3,6%) και Μεσσηνίας (3%) (Χάρτης 1). Χάρτης 1: Κατανομή θερμομεταλλικών πηγών Ελλάδας σε επίπεδο Νομών (απογραφή 1980)

Πηγή: ιδία επεξεργασία από αναλυτικά στοιχεία Πίνακα 1 σε επίπεδο Νομού

6. Ο πλούτος της Ελλάδας σε θερμομεταλλικές πηγές οφείλεται στην ιδιαίτερη μορφολογία της, τον τεκτονικό προσανατολισμό της και το συντελεστή ηφαιστειότητας που τη χαρακτηρίζει. Ειδικότερα, τα μεγάλα ρήγματα του Ευβοϊκού-Μαλιακού, των λιμνών Κορώνειας-Βόλβης, της δυτικής Πελοποννήσου, του νοτίου και βορείου Αιγαίου, το ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου, η ηφαιστειότητα της δυτικής Θράκης αλλά και του Μαλιακού Κόλπου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία υπόγειων διόδων που επέτρεψαν την ανάβλυση μεταλλικών υδάτων στην επιφάνεια της ελληνικής επικράτειας (ΣΔΚΙΠΕ-ΕΘΕ 2006). Τα δεδομένα αυτά (πυκνότητα και συνδυασμός γεωλογικών διεργασιών) είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν στο σύνολο της επιφάνειας της χώρας να εντοπίζονται μεταλλικές πηγές ποικίλης προέλευσης, θερμοκρασίας και χημικής σύστασης. Ειδικότερα, από άποψη προέλευσης, οι μεταλλικές πηγές της Ελλάδας διακρίνονται σε: α) μετεωρικές: όταν τα νερά προέρχονται από τον υδρολογικό κύκλο β) μαγματικές ή ενδογενείς: όταν τα νερά συνδέονται με την κρυστάλλωση πλουτωνιτών και ηφαιστιτών και γ) μικτές: όταν η ανάβλυση προέρχεται από μίξη νερών των δύο προηγούμενων κατηγοριών (Αγγελίδης 2008). 7. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των θερμομεταλλικών πηγών εντοπίζεται στις παράκτιες περιοχές (και όχι στα ορεινά) οφείλεται στο ότι τα υπόγεια νερά εν γένει ακολουθούν τη συντομότερη διαδρομή από τα βάθη προς την επιφάνεια της γης. Έτσι, λογικό είναι οι περισσότερες αναβλύσεις να εντοπίζονται στις ακτές ή και τις πεδιάδες, που είναι τα χαμηλότερα σημεία μιας τοπογραφικής επιφάνειας (ΓκιώνηΣταυροπούλου 1983).

63


005:Layout 1

64

9/27/11

10:28 AM

Page 64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

4. Οι τόποι θερμαλιστικού τουρισμού της Ελλάδας Όπως διαπιστώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Ελλάδα διαθέτει έναν σημαντικό αριθμό θερμομεταλλικών πηγών που, σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή του ΙΓΜΕ, ανέρχονται σε 470. Ωστόσο, όπως είναι λογικό, ο θερμαλιστικός τουρισμός της χώρας δεν αναπτύχθηκε στο σύνολο των παραπάνω πηγών. Αντίθετα, οι πηγές που τελικά επιλέχθηκαν για το σκοπό αυτό ήταν πολύ λιγότερες καθώς, για να αναπτυχθεί η συγκεκριμένη μορφή τουρισμού, έπρεπε να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως: επαρκής ποσότητα (ροή) νερών, ικανοποιητική χημική σύσταση, ενδεδειγμένες θεραπευτικές ιδιότητες αλλά και ικανοποιητική προσβασιμότητα του φυσικού πόρου. Στις ακόλουθες γραμμές, ύστερα από εκτενή έρευνα σε διάφορα συγγράμματα (που ξεκινούν ακόμη και από τον 19ο αιώνα), επιχειρείται ο προσδιορισμός των θέσεων που αναπτύχθηκε τελικά ο θερμαλιστικός τουρισμός, από τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους έως και σήμερα. Ξεκινώντας από την εποχή της απελευθέρωσης του ελληνικού κράτους, ο θερμαλισμός ως μορφή τουρισμού δεν υφίστατο σε καμία περιοχή. Μόνο κάποια ελάχιστα λουτρικά κτίρια -υπολείμματα της βυζαντινής εποχής- υπήρχαν διάσπαρτα σε διάφορες ιαματικές πηγές, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσαν υποδομές θερμαλιστικού τουρισμού (Δαλέζιος 1891). Ωστόσο, οι πρώτες ενέργειες για την αποκατάσταση των λουτρικών χώρων και την αξιοποίηση των ιαματικών πηγών δεν άργησαν να γίνουν. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η πρώτη κυβέρνηση Καποδίστρια (18291831) έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για τις ιαματικές πηγές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη αξία τους τόσο ως θεραπευτικό μέσο όσο και ως οικονομικό πόρο της χώρας (Δαμβέργης 1906). Ως αποτέλεσμα των όλων διεργασιών εκείνης της εποχής (χημικές αναλύσεις, αυτοψίες, κ.λπ.) μόλις το 1836 η Κύθνος θα αποτελέσει τον πρώτο θερμαλιστικό προορισμό της χώρας, χάρη και στο προσωπικό ενδιαφέρον της Βασίλισσας Αμαλίας που σύχναζε στο νησί για λουτροθεραπείες (ΚΕΠΑΜΕ 2000). Έκτοτε, αν και έγιναν αρκετές ακόμη προσπάθειες για αξιοποίηση κι άλλων ιαματικών πηγών στην ηπειρωτική χώρα, η πρόοδος ήταν αποκαρδιωτική. Τελικά, η κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα όταν, επί κυβερνήσεως Τρικούπη, το Κράτος πέτυχε την ενοικίαση των πρώτων δημόσιων ιαματικών πηγών σε ιδιώτες επενδυτές. Η Υπάτη, η Κυλλήνη και λίγο αργότερα ο Καϊάφας ήταν οι πρώτες πηγές που παραχωρήθηκαν από το Κράτος και, μέσω των επενδύσεων που υλοποιήθηκαν εκεί από ιδιώτες επενδυτές, μεταμορφώθηκαν σε αξιοπρεπή θερμαλιστικά θέρετρα της ηπειρωτικής χώρας (Χαριτάκης 1935). Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι οργανωμένες περιοχές θερμαλιστικού τουρισμού άρχισαν να πληθαίνουν. Οι σπουδαιότεροι λουτρότοποι που αναδείχθηκαν εκείνη την εποχή, με απήχηση και στο εξωτερικό, ήταν η Αιδηψός, τα Μέθανα, η Κυλλήνη, το Λουτράκι, η Κύθνος και η Υπάτη. Ακόμη, άλλοι διαμορφωμένοι λουτρότοποι ‒αν και όχι μεγάλης εμβέλειας‒ ήταν ο Καϊάφας, το Πλατύστομο, το Σμόκοβο, ο Τρύφος (Βόνιτσα), η Βουλιαγμένη, η Αίγινα, το Τσάγεσι (Αγυιάς), οι Γαργαλιάνοι, το Κουνουπέλι, η Δρανίτσα-Καϊτσα και του Μουρτσιάνου (Μεσολόγγι) (Δαμβέργης 1919). Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε σύγγραμμα της εποχής (Παπαμάρκου 1916), «εκ των 43 ιαματικών υδάτων, των ανηκόντων τω Δημοσίω, ευρίσκονται υπό ενοικίασιν μόνο τα 23...», γεγονός που σημαίνει ότι, παρ’ όλες τις έως τότε προσπάθειες, πολλές από τις ιαματικές πηγές της χώρας, αν και είχαν τις δυνατότητες, παρέμεναν αναξιοποίητες.


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 65

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, μέχρι και τις αρχές του περασμένου αιώνα οι περιοχές θερμαλιστικού τουρισμού μετά βίας ξεπερνούσαν τις είκοσι (20), ενώ από άποψη γεωγραφικής κατανομής οι περισσότερες εντοπίζονταν στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, ένας μικρότερος αριθμός στη δυτική Πελοπόννησο και ένας ακόμη πιο μικρός στα νησιά. Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία του 1920 ξεκινά μια νέα περίοδος. Η προσάρτηση νέων εδαφών στην Ελληνική Επικράτεια καθώς και η ψήφιση του Ν. 2108/1920 «Περί ανακυρήξεως μιας πηγής υδάτων μεταλλικών ή μη εις ιαματικήν πηγήν και αδείας εκμεταλλεύσεως αυτής» ανοίγουν το δρόμο για μια σειρά νέων έργων και παραχωρήσεων ιαματικών πηγών, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της γεωγραφίας του θερμαλιστικού τουρισμού. Ανάμεσα στις νέες περιοχές που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή συγκαταλέγονται οι Ελευθερές, η Αριδαία, ο Λαγκαδάς, κ.ο.κ., δηλαδή περιοχές στη Μακεδονία κυρίως (Λέκκας 1938). Τελικά, μέχρι και το έτος 1939, η χώρα μετρούσε συνολικά σαράντα (40) περιοχές θερμαλιστικού τουρισμού (Πίνακας 2), οι οποίες χωρικά εντοπίζονταν κυρίως στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, μετά στη Μακεδονία και ακολούθως στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου (Χάρτης 4). Φτάνοντας στη δεκαετία του 1950, και παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ο θερμαλιστικός τουρισμός άρχισε να εισέρχεται σε μια περίοδο ακμής, με τον αριθμό των θερμαλιστικών προορισμών να αυξάνει αλματωδώς. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι περιοχές θερμαλιστικού τουρισμού στην Ελλάδα έφταναν τις εξήντα πέντε (65), από σαράντα (40) που ήταν το 1950, σημειώνοντας αύξηση κατά 62,5%. Ειδικότερα, όσον αφορά στη χωρική τους κατανομή (Χάρτης 5), οι βασικοί λουτρότοποι εξακολουθούσαν να εντοπίζονται στις ίδιες περιοχές με τη δεκαετία του 1930, μόνο που αυτή τη φορά προστέθηκαν και νέοι, στην Ήπειρο αλλά και σε επιπλέον νησιά του Νοτίου Αιγαίου. Πίνακας 2: Εξέλιξη αριθμού ιαματικών πηγών σε αναγνωρισμένη (από το κράτος) λειτουργία Έτος

Αριθμός ιαματικών πηγών σε αναγνωρισμένη λειτουργία

Έτος

Αριθμός ιαματικών πηγών σε αναγνωρισμένη λειτουργία

1931

35

1953

51

1932

38

1954

55

1933

38

1955

61

1934

38

1956

62

1935

39

1957

63

1936

39

1958

60

1937

39

1959

65

1938

38

1960

65

1939

40

1961

67

1940

29

1962

67

....

1963

64

1950

40

1964

57

1951

44

....

....

1952

49

2008

93

. ...

Πηγή: ΕΟΤ 1954, ΕΟΤ 1966, και ιδία επεξεργασία στοιχείων Τμήματος Ιαματικών Πηγών ΕΟΤ (2008)

65


005:Layout 1

66

9/27/11

10:28 AM

Page 66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Σχετικά με τις ακριβείς περιοχές όπου αναπτυσσόταν ο θερμαλιστικός τουρισμός εκείνη την εποχή, αποκαλυπτικός είναι και ο Ν. 4086/1960 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τίνων περί ιαματικών πηγών», ο οποίος, επιχειρώντας να διακρίνει τις ιαματικές πηγές σε τουριστικής και τοπικής σημασίας, στην ουσία καταγράφει και τις αξιοποιημένες ή εν δυνάμει αξιοποιήσιμες ιαματικές πηγές της χώρας (βλέπε Πίνακα 3). Πίνακας 3: Ιαματικές πηγές τουριστικής και τοπικής σημασίας βάσει Ν.4086/1960 Ιαματικές πηγές Τουριστικής σημασίας

Θέση/περιοχή Αιδηψός, Θερμοπύλες, Καμένα Βούρλα, Πλατύστομο, Υπάτη, Βουλιαγμένη, Μέθανα, Λουτράκι, Κουνουπέλι, Κυλλήνη, Καΐάφας,Ελευθερές, Νιγρίτα, Λαγκαδάς, Σουρωτή, Σμόκοβο, Ικαρία, Ποτάμιο (Σάμος), Κύθνος, Σάριζα (Άνδρος), Ξινό Νερό, Καλλιθέα Ρόδου και Κίρρα.

Τοπικής σημασίας

Εχίνος, Τραϊανούπολη, Ψαρόθερμα Σαμοθράκης, Γεννησαία, Κρηνίδες, Αριδαία, Μεγάλη Βρύση-Γιάννες, Πικρολίμνη-Ξυλοκερασία, Σιδηρόκα στρο, Άγκιστρο, Θέρμη Σεδών, Νέα Απολλωνία, Αγία Παρασκευή, Άγιοι Απόστολοι Δουμπιών, Αμμουδάρα, Κιβωτός, Αγραπιδιά, Δρανίτσα-Καϊτσα, Κόκκινο Νερό, Πρέβεζα, Χανόπουλο, Καβάσιλα, Αμάραντος Κόνιτσας, Κόκκινο Στεφάνι, Κρεμαστά Χούνης, Μουρτσιάνου, Στάχτη, Χέλοβας-Μπανιώτη, Αγραπιδόκαμπος, Λιτσεκίου-Ριγανίου, Άγιος Βάρβαρος Τρύφου, Πουρνάρι Πελοπίου, Φρασιανά, Σελιανίτικα Αιγίου, Αραχωβίτικα, Σουβάλα Αίγινας, Ευρυάλη Γλυφάδας, Παλαιοβράχα, Γιάλτρα, Αμάρυνθος Βάθειας, Βρωμονέρι, Ηραίας, Λουτρά Ελένης, Χριστιανό Πολυχνίτου, Πολίχνιτος, Θέρμη, Άγιος Ιωάννης, Κόλπος Γέρας, Αγιάσος, Άργενος, Εφταλού, Κορνό Λήμνου, Αγιάσματα Κεράμου, Αδάμαντας Μήλου, Άθερμα Θήρας, Πλάκα Θήρας, Άγιος Φωκάς Κω, Θέρμα Καλύμνου, Μανδράκι Νισύρου, Τζαμουδιανά, Λιμπιναρέ και Πανασός Πηγή: Σπαθή, 2000

8. Αν και πλήρες αρχείο με τον ακριβή αριθμό των θερμομεταλλικών πηγών που να είναι αναγνωρισμένες ως «ιαματικές» δεν υπάρχει, σύμφωνα με εκτίμηση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ιαματικών Πηγών του ΕΟΤ κ. Μάνου Χατζηγεωργίου (2008), αυτές ανέρχονται σε περίπου 93. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι, πολύ σύντομα, όλες οι ιαματικές πηγές της χώρας (ακόμη και αυτές που ήδη ήταν χαρακτηρισμένες ως τέτοιες) θα πρέπει να επανεξεταστούν και να επανεγκριθούν, καθώς βάσει του νέου Ν. 3498/2006 θα πρέπει να συσταθεί εκ του μηδενός το Μητρώο Ιαματικών Πηγών της χώρας.

Στις μέρες μας πια, σύμφωνα και με τα στοιχεία που τηρούνται από το Τμήμα Ιαματικών Πηγών του ΕΟΤ (2008), ο αριθμός των ιαματικών πηγών σε αναγνωρισμένη (από το κράτος) λειτουργία είναι περίπου 938 (βλ. Χάρτη 2). Ωστόσο, αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι στο σύνολο των 93 αυτών ιαματικών πηγών συγκαταλέγονται και αρκετές με υποτυπώδεις υποδομές θερμαλισμού ‒ακόμη και υπαίθριες‒ ενώ επίσης υπάρχουν και αρκετές που προσφέρονται μοναδικά για ποσιθεραπεία, με τις εγκαταστάσεις τους να περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε εμφιαλωτήρια μεταλλικού νερού. Συμπερασματικά, όσον αφορά τη γεωγραφία του θερμαλιστικού τουρισμού, η Ελλάδα διαθέτει περίπου 93 περιοχές ιαματικών πηγών αξιοποιημένων ή εν δυνάμει αξιοποιήσιμων για θερμαλιστικό τουρισμό, διάσπαρτων σε ολόκληρη την Επικράτεια. Ωστόσο, από αυτές ένα μέρος μόνο (λίγο παραπάνω από το μισό) διαθέτει σχετικές εγκαταστάσεις (υδροθεραπευτήρια, ποσιθεραπευτήρια, κ.λπ.), με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις να εντοπίζονται στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, τη βόρεια Ελλάδα και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (βλ. Χάρτη 3).

5. Η διαχρονική εξέλιξη της θερμαλιστικής κίνησης και η γεωγραφία της Στο προηγούμενο κεφάλαιο παρουσιάστηκε η γεωγραφία του θερμαλιστικού τουρισμού, υπό την έννοια του εντοπισμού των περιοχών όπου αναπτύσσεται η εν λόγω δραστηριότητα στη χώρας μας. Από την άλλη πλευρά, στο παρόν κεφάλαιο


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 67

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Χάρτης 2: Ιαματικές πηγές σε αναγνωρισμένη (από το κράτος) λει- Χάρτης 3: Θέσεις και αριθμός θερμαλιστικών εγκαταστάσεων (2008) τουργία (2008) Πηγή: Σπαθή 2000, και στοιχεία από επιτόπια έρευνα της συγγραφέως Πηγή: ιδία επεξεργασία από ΣΔΚΙΠΕ-ΕΘΕ 2006, και στοιχεία Τμή- σε σειρά θερμαλιστικών τόπων ματος Ιαματικών Πηγών ΕΟΤ (2008) Σημείωση: Με σκούρο χρώμα απεικονίζονται οι ιαματικές πηγές τουριστικής σημασίας, ενώ με πιο ανοιχτό οι ιαματικές πηγές τοπικής σημασίας

επιχειρείται η απόδοση της γεωγραφίας της θερμαλιστικής κίνησης διαχρονικά, δηλαδή η συνδυασμένη απεικόνιση τόσο των περιοχών όπου αναπτύχθηκε ο θερμαλιστικός τουρισμός όσο και της τουριστικής κίνησης που παρουσίασε καθεμιά από τις περιοχές αυτές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ουσιαστική ανάπτυξη του θερμαλιστικού τουρισμού στην Ελλάδα ξεκίνησε κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν δηλαδή ξεκίνησαν να δημιουργούνται οι πρώτες λουτροπόλεις. Όμως, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για την τουριστική κίνηση είναι ελάχιστα και αποσπασματικά, τόσο σε επίπεδο θερμαλιστικού προορισμού όσο και σε επίπεδο χώρας. Στην ουσία, τα πρώτα διαθέσιμα και συστηματικά στοιχεία ξεκινούν από το έτος 1931 και μετά (Πίνακας 4). Όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και στο Χάρτη 4, εκείνη την εποχή (δεκαετία 1930), η θερμαλιστική κίνηση σχεδόν ισοκατανεμόταν στις 40 περίπου περιοχές (βλ. Πίνακα 2) που ανέπτυσσαν το θερμαλιστικό τουρισμό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται σε συγγράμματα της εποχής (ΕΟΤ 1954, ΕΟΤ 1966), οι Περιφέρειες με τα μεγαλύτερα ποσοστά θερμαλιστικής κίνησης ήταν οι εξής: Στερεά Ελλάδα (22,8%), Κεντρική Μακεδονία (22,09%), Πελοπόννησος (16,46%), Δυτική Ελλάδα (11%), κ.ο.κ. Παράλληλα, σε επίπεδο προορισμού, οι πέντε σπουδαιότερες περιοχές σε θερμαλιστική κίνηση ήταν: το Λουτράκι (15,28%), τα Λουτρά Αιδηψού (11,63%), τα Μέθανα (7,99%), η Θέρμη Σεδών (4,7%) και ο Καϊάφας (4,55%), δηλαδή περιοχές σε εντελώς διαφορετικές «γωνιές» της Ελλάδας.

67


005:Layout 1

68

9/27/11

10:28 AM

Page 68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Πίνακας 4: Θερμαλιστική κίνηση Ελλάδας (1931-1964) Έτος

Άτομα

Λούσεις

Έτος

Άτομα

Λούσεις

1931

43.448

582.662

1952

111.032

1.418.656

1932

42.099

614.848

1953

103.580

1.368.369

1933

51.344

707.309

1954

116.646

1.542.087

1934

63.086

904.551

1955

112.457

1.455.520

1935

61.443

854.035

1956

114.949

1.617.347

1936

43.548

821.726

1957

116.525

1.511.821

1937

64.111

918.584

1958

115.989

1.491.460

1938

57.598

819.075

1959

110.340

1.374.885

1939

50.716

731.362

1960

119.374

1.497.954

1940

39.686

542.457

1961

123.807

1.546.233

...

...

...

1962

130.224

1.727.466

1950

100.210

1.365.865

1963

134.403

1.756.080

1951

103.200

1.341.230

1964

148.272

1.814.162

Πηγή: ιδία επεξεργασία από ΕΟΤ 1954 και ΕΟΤ 1966

Φτάνοντας στη δεκαετία του 1950, και παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ο θερμαλιστικός τουρισμός άρχισε να εισέρχεται σε μια περίοδο ακμής, με τις περιοχές θερμαλισμού αλλά και την κίνηση των θερμαλιστών να αυξάνουν αλματωδώς (Πίνακες 2 και 4). Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή της θερμαλιστικής κίνησης, όπως παρατηρούμε και στο Χάρτη 5, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις συνέχισαν να εντοπίζονται στις ίδιες περιοχές με τη δεκαετία του 1930, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, οι Περιφέρειες με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ήταν οι: Στερεάς Ελλάδας (30,14%), Κεντρικής Μακεδονίας (17,69%), Αττικής (13,56%), Πελοποννήσου (9,78%), κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την κατανομή των θερμαλιστών ανά λουτρότοπο, η πλειονότητα αυτών εντοπιζόταν στις εξής περιοχές: Λουτρά Αιδηψού (14,84%), Μέθανα (9,21%), Λουτράκι (8,64%), Λουτρά Σμοκόβου (6,61%), Καμένα Βούρλα (6,58%), Λουτρά Λαγκαδά (5,78%), Λίμνη Καϊάφα (4,51%) και Λίμνη Βουλιαγμένης (4,28%). Παρατηρούμε δηλαδή ότι, τη δεκαετία του 1950, το κέντρο βάρους της θερμαλιστικής κίνησης άρχισε να μετατοπίζεται ελαφρώς προς την ανατολική Στερεά Ελλάδα, έναντι της σχετικής ισοκατανομής που ίσχυε τη δεκαετία του 1930. Επίσης, το Λουτράκι, που μέχρι τότε διαχρονικά βρισκόταν στην κορυφή, υποχώρησε αισθητά καταλαμβάνοντας την 3η θέση. Τη δεκαετία του 1960, η μετατόπιση του κέντρου βάρους της θερμαλιστικής κίνησης προς τη Στερεά Ελλάδα εντάθηκε ακόμη περισσότερο (Χάρτης 6). Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν τόσο ο Ν. 4086/60, ο οποίος κατέταξε πολλές από τις ιαματικές πηγές της εν λόγω Περιφέρειας σε τουριστικής σημασίας (προσελκύοντας σημαντικές επενδύσεις σε αυτές), όσο και οι νέες μεταφορικές υποδομές (Ν.Ε.Ο. Αθηνών-Λαμίας, πορθμεία Αρκίτσας και Αιδηψού) που έκαναν τις λουτροπόλεις της συγκεκριμένης περιοχής πολύ πιο προσβάσιμες από οποιεσδήποτε άλλες στην Ελλάδα. Για του λόγου το αληθές, η κατάταξη των λουτροπόλεων βάσει της θερμαλιστικής τους κίνησης τη δεκαετία του 1960 είχε ως εξής: Λουτρά


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 69

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αιδηψού (17,94%), Καμένα Βούρλα (11,6%), Μέθανα (10,8), Λουτρά Σμοκόβου (8,2%), Λουτρά Υπάτης (6,93%), Λουτράκι (5,5%), κ.ο.κ. Τη δεκαετία του 1970 η θερμαλιστική κίνηση της Ελλάδας εξακολούθησε να είναι ανοδική στο σύνολό της, φτάνοντας τους 1.366.715 θερμαλιστές σε επίπεδο δεκαετίας (Γράφημα 1). Ωστόσο, από την αύξηση αυτή επωφελήθηκαν και πάλι σχεδόν μόνο οι λουτροπόλεις της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (Χάρτης 7). Ενδεικτικά, τις δέκα πρώτες θέσεις εκείνη την εποχή κατέλαβαν οι εξής περιοχές: Λουτρά Αιδηψού (19,24%), Καμένα Βούρλα (11,03%), Μέθανα (9,9%), Λουτρά Υπάτης (9,24%), Λουτρά Σμοκόβου (7,2%), Λουτρά Καϊάφα (4,4%), Θερμά Ικαρίας (4,2%), Λουτράκι (4,1%), Λουτρά Κυλλήνης (3,5%) και Θερμοπύλες (2,6%). Με άλλα λόγια, σχεδόν η μισή θερμαλιστική κίνηση της χώρας (49,41%) συγκεντρωνόταν σε τέσσερις μόλις λουτροπόλεις, εκ των οποίων οι τρεις βρίσκονταν στην ανατολική κεντρική Ελλάδα.

Γράφημα 1: Θερμαλιστική κίνηση Ελλάδας ανά δεκαετία (1951-1997) Πηγή: ιδία επεξεργασία από Σπαθή 2000 Σημείωση: στο διάγραμμα απεικονίζεται το άθροισμα των θερμαλιστών των επιμέρους ετών ανά δεκαετία

Περνώντας στη δεκαετία του 1980 όπου, όπως φαίνεται και στο Γράφημα 1, ο ελληνικός θερμαλιστικός τουρισμός βρισκόταν στο απόγειο του, η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας σχεδόν άρχισε να μονοπωλεί την εγχώρια θερμαλιστική αγορά (Χάρτης 8). Συγκεκριμένα, οι πέντε (5) ιαματικές πηγές τουριστικής σημασίας της Στερεάς Ελλάδας (Αιδηψός, Καμένα Βούρλα, Υπάτη, Θερμοπύλες, Πλατύστομο) τη δεκαετία του 1980 συγκέντρωναν σχεδόν τη μισή θερμαλιστική κίνηση της χώρας (42,15%), ενώ με μεγάλη απόσταση ακολουθούσαν οι Περιφέρειες: Κεντρικής Μακεδονίας (16,26%), Αττικής (9,51%), Δυτικής Ελλάδας (8,38%), Θεσσαλίας (7,33%), κ.ο.κ. Ειδικότερα, όσον αφορά στη γεωγραφική κατανομή ανά προορισμό, η πλειονότητα των θερμαλιστών εντοπιζόταν στις ακόλουθες περιοχές: Λουτρά Αιδηψού (22,85%), Λουτρά Υπάτης (8,2%), Καμένα Βούρλα (8,18%), Μέθανα (7,62%) και Λουτρά Σμοκόβου (6,1%), δηλαδή ως επί το πλείστον σε περιοχές της κεντρικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Όμως, τη δεκαετία του 1990, που ο θερμαλιστικός τουρισμός είχε περάσει ήδη σε στάδιο παρακμής, οι ελληνικοί λουτρότοποι και η τουριστική κίνηση άρχισαν να συρρικνώνονται αριθμητικά. Όπως παρατηρούμε και στο Χάρτη 9, τη δεκαετία του 1990 «εξαφανίστηκαν» αρκετοί λουτρότοποι, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, την Αιτωλοακαρνανία και την Πελοπόννησο, είτε γιατί εγκαταλείφθηκαν ‒λόγω ιδιαίτερα χαμηλής τουριστικής κίνησης‒ είτε γιατί κάποιες από τις πηγές στέρεψαν. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά στις υπόλοιπες περιοχές που συνέχισαν να λειτουργούν, η υποχώρηση της τουριστικής τους κίνησης υπήρξε ιδιαίτερα έντονη. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την αρνητική εξέλιξη αποτέλεσαν τα

69


005:Layout 1

70

9/27/11

10:28 AM

Page 70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Θερμαλιστική κίνηση (αριθμός θερμαλιστών) ανά προορισμό (1931-1997)

Χάρτης 4: Δεκαετία 1930

Χάρτης 6: Δεκαετία 1960

Λουτ ρ ά

Χάρτης 5: Δεκαετία 1950

Χάρτης 7: Δεκαετία 1970


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 71

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Χάρτης 8: Δεκαετία 1980

Χάρτης 9: 1991-1997

Πηγή: ιδία επεξεργασία βάσει στατιστικών στοιχείων από ΕΟΤ 1954, ΕΟΤ 1966, Σπαθή 2000 Σημείωση: Η κίνηση ανά δεκαετία προκύπτει από το άθροισμα των θερμαλιστών για τα επιμέρους έτη

Αιδηψού, τα οποία όχι απλά διατήρησαν θετικό το πρόσημο της μεταβολής του αριθμού των θερμαλιστών αλλά «γιγάντωσαν» ακόμη περισσότερο την απόστασή τους από τις υπόλοιπες λουτροπόλεις. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, τα Λουτρά Αιδηψού από το 1991 έως και το 1997 προσέλκυσαν το 28,10% της θερμαλιστικής κίνησης της χώρας (Σπαθή 2000), δηλαδή τετραπλάσιο αριθμό θερμαλιστών από την αμέσως επόμενη λουτρόπολη της Ελλάδας, η οποία προσέλκυσε μόλις το 7,37% του συνόλου. Σήμερα, λόγω και της διαρκούς πτώσης του θερμαλιστικού τουρισμού μετά τη δεκαετία του 1980, οι αρμόδιες υπηρεσίες σταμάτησαν να τηρούν αναλυτικά και πλήρη στατιστικά στοιχεία.9 Τα μόνα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα μετά το έτος 2000 αφορούν κυρίως τον αριθμό θερμαλιστών και λούσεων από λίγες μόνο περιοχές και συγκεκριμένα αυτών που βρίσκονται υπό τη διαχείριση της ΕΤΑ. Επομένως, συνολική εκτίμηση και εικόνα για τη γεωγραφία του θερμαλιστικού τουρισμού στη σύγχρονη εποχή είναι αδύνατον να υπάρξει. Παρ’ όλα αυτά, όπως όλα συνηγορούν: α) οι άρτια οργανωμένες περιοχές θερμαλιστικού τουρισμού έχουν μειωθεί αισθητά από τη δεκαετία 1980 και μετά, αφού αρκετές έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως και β) η κίνηση της Αιδηψού εξακολουθεί να μονοπωλεί την εσωτερική αγορά, αφήνοντας μακράν πίσω της τις υπόλοιπες περιοχές-λουτροπόλεις της Ελλάδας. Τελικά, όπως διαπιστώνεται από τα παραπάνω, αν και η θερμαλιστική κίνηση αρχικά χαρακτηριζόταν από ομοιόμορφη σχετικά κατανομή στον ελληνικό χώρο, προσφάτως η εικόνα αυτή έχει αλλοιωθεί σημαντικά. Σήμερα, η πλειονότητα των θερμαλιστών συγκεντρώνονται σε ένα μόνο κομμάτι της χώρας (ανα-

9. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 1.

71


005:Layout 1

72

9/27/11

10:28 AM

Page 72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

τολική Στερεά Ελλάδα), διαμορφώνοντας μια εικόνα με βασικότερο χαρακτηριστικό την έντονη ανισοκατανομή. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι, από το σύνολο των θερμαλιστικών προορισμών, τις μεγαλύτερες «αντιστάσεις» στο χρόνο και τη φθορά φαίνεται να κρατούν αυτές του παράκτιου χώρου (κατά βάση της ηπειρωτικής χώρας).

6. Εμβέλεια θερμαλιστικών προορισμών: έρευνα στις τρεις σπουδαιότερες λουτροπόλεις

10. Αναλυτικότερα, το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε επιχειρούσε να αποτυπώσει τα ακόλουθα χαρακτηριστικάστοιχεία των θερμαλιστών: φύλο, ηλικία, τόπο μόνιμης κατοικίας, εισόδημα, συχνότητα και επίσκεψης της λουτρόπολης, διάρκεια διαμονής, τύπος καταλύματος διαμονής, είδος επιλεγεισών υπηρεσιών (θεραπευτικός θερμαλισμός, θερμαλισμός υγείας/ευεξίας), πρότερη ενημέρωση για τις θεραπευτικές ιδιότητες των ιαματικών πηγών (και, εάν ναι, προέλευση της γνώσης αυτής: από γιατρούς, από τρίτους, κ.λπ.), τρόπος πληρωμής θερμαλιστικών υπηρεσιών (ιδιωτική επιβάρυνση, ασφαλιστικό ταμείο κ.λπ.), επιδιώξεις από την επιλογή των θερμαλιστικών υπηρεσιών (θεραπεία, πρόληψη, αναζωογόνηση, αισθητική κ.λπ.), επίσκεψη άλλων λουτροπόλεων (και, εάν ναι, ποιών), είδος άλλων δραστηριοτήτων κατά τη διαμονή τους στη λουτρόπολη πέραν του θερμαλισμού (περιηγητικό τουρισμό, πολιτιστικό τουρισμό κ.λπ.). Παράλληλα, μέσω του ερωτηματολογίου ζητήθηκε για πρώτη φορά από θερμαλιστές να «βαθμολογήσουν» τις λουτροπόλεις, εκφράζοντας το βαθμό ικανοποίησής τους (πολύ/αρκετά/λίγο/καθόλου ικανοποιημένος) για τα ακόλουθα: α) ποιότητα προσφερόμενων θερμαλιστικών υπηρεσιών, β) ποιότητα θερμαλιστικών εγκαταστάσεων-υποδομών, γ) περιβάλλον (φυσικό και οικιστικό) της λουτρόπολης και δ) προσφερόμενες υπηρεσίες διασκέδασης και ψυχαγωγίας της λουτρόπολης.

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία που τηρήθηκαν τη δεκαετία του 1990, οι τρεις σπουδαιότερες λουτροπόλεις (από άποψη τουριστικής κίνησης) είναι τα Λουτρά Αιδηψού, τα Καμένα Βούρλα και τα Λουτρά Υπάτης. Δηλαδή τρεις περιοχές στην ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ειδικότερα, τα Λουτρά Αιδηψού από το 1991 έως και το 1997 προσέλκυσαν το 28,10% της θερμαλιστικής κίνησης τη χώρας, τα Καμένα Βούρλα το 7,37% και τα Λουτρά Υπάτης το 6,36%. Με δεδομένη λοιπόν την αντιπροσωπευτικότητα των τριών αυτών λουτροπόλεων ‒καθώς συγκεντρώνουν το 41,83% της θερμαλιστικής κίνησης της χώρας‒ μέσω εκτεταμένης επιτόπιας έρευνας επιχειρήθηκε η αποτύπωση της γεωγραφικής εμβέλειάς τους, με απώτερο σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων ακόμη και σε επίπεδο χώρας. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε, αυτή αφορούσε τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων. Συγκεκριμένα, 300 ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν σε 8 από τις 24 εγκαταστάσεις των Λουτρών Αιδηψού, 250 ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν στις 2 σε λειτουργία εγκαταστάσεις των Καμένων Βούρλων (η τρίτη εγκατάσταση εδώ και χρόνια δεν λειτουργεί, βλ. Εικόνα 4) και 150 ερωτηματολόγια στη μια και μοναδική εγκατάσταση των Λουτρών Υπάτης. Η έρευνα διήρκησε έναν ολόκληρο χρόνο (Ιούνιος 2007-Μάιος 2008). Φυσικά, τα ερωτήματα που περιλάμβανε η έρευνα ήταν αρκετά. Ωστόσο, για ευνόητους λόγους, το παρόν άρθρο εστιάζει μόνο στο ερώτημα που αφορούσε τον τόπο μόνιμης κατοικίας των θερμαλιστών, δηλαδή την προέλευσή τους.10 Ξεκινώντας με τα Λουτρά Αιδηψού, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η πλειονότητα των θερμαλιστών προερχόταν κατά φθίνουσα σειρά από τους ακόλουθους Νομούς: Αττικής 41,67%, Λάρισας 7%, Θεσσαλονίκης 6,67%, Αχαΐας 3,67%, Ημαθίας 3,67%, Καρδίτσας 3,33%, Μαγνησίας 2,67%, Κοζάνης 2,67%, Βοιωτίας 2,33%, Τρικάλων 2%, Πιερίας 2% και Εύβοιας 2%. Παράλληλα, αναφορικά με τους υπόλοιπους θερμαλιστές, το 1,67% προερχόταν από τον Νομό Σερρών, από 1,33% προερχόταν από τους Νομούς Πέλλας, Αιτωλοακαρνανίας και Φθιώτιδας, από 1% από τους Νομούς Καβάλας, Φλώρινας, Αργολίδας, Κορινθίας και Χανίων, από 0,67% από τους Νομούς Έβρου, Μεσσηνίας, Ηρακλείου και Ρεθύμνου και από 0,33% από τους Νομούς Δράμας, Ξάνθης, Γρεβενών, Ιωαννίνων, Ευρυτανίας, Φωκίδας και Αρκαδίας. Τέλος, από το σύνολο των ερωτηθέντων, 3 άτομα (1%) δήλωσαν ως τόπο μόνιμης κατοικίας το εξωτερικό και συγκεκριμένα τις χώρες της Κύπρου, του Καναδά και της Κροατίας. Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα της έρευνας για την προέλευση των θερμαλιστών των Λουτρών Αιδηψού, αυτό που προκύπτει είναι ότι η πρώτη λουτρόπολη της χώρας παρουσιάζει μεγάλη εμβέλεια, αφού προσελκύει θερμαλιστές


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 73

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

σχεδόν από όλες τις περιοχές της Ελλάδας (Χάρτης 10). Μοναδικές περιοχές οι οποίες δεν καταγράφηκαν από την έρευνα ως τόποι προέλευσης θερμαλιστών ήταν οι νησιωτικές, τόσο του Ιονίου όσο και του Αιγαίου Πελάγους (Πίνακας 4). Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι, πλην της περίπτωσης της Αττικής, οι υπόλοιποι τόποι προέλευσης που δηλώθηκαν ήταν σε αρκετές περιπτώσεις κάποιες μικρές πόλεις της επαρχίας και όχι τόσο πρωτεύουσες Νομών.

Χάρτης 10: Προέλευση (τόπος μόνιμης κατοικίας) θερμαλιστών Λουτρών Αιδηψού Πηγή: ιδία επεξεργασία από αποτελέσματα επιτόπιας έρευνας της συγγραφέως (20072008)

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τα Καμένα Βούρλα, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας, η πλειονότητα των θερμαλιστών δήλωσε ως τόπο μόνιμης κατοικίας ‒κατά φθίνουσα σειρά‒ τους ακόλουθους Νομούς: Αττικής 58%, Φθιώτιδας 7,6%, Βοιωτίας 6,8%, Θεσσαλονίκης, 4,8%, Λάρισας 4%, Αχαΐας 2,8%, Καρδίτσας 2,4% και Μαγνησίας 2%. Επίσης, από 1,2% δήλωσαν ως τόπο προέλευσης του Νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Ευρυτανίας, Μεσσηνίας, από 0,8%

Εικόνα 1: Η σύγχρονη θερμαλιστική εγκατ/ση “Thermae Sylla” στα Λ. Αιδηψού

Εικόνα 2: Η θερμαλιστική εγκατάσταση (υδροθεραπευτήριο) του ΕΟΤ στα Λ. Αιδηψού

Πηγή: φωτογραφικό αρχείο συγγραφέως (2009)

73


005:Layout 1

74

9/27/11

10:28 AM

Page 74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

δήλωσαν τους Νομούς Τρικάλων και Εύβοιας και από 0,4% τους Νομούς Ημαθίας, Κιλκίς, Γρεβενών, Ιωαννίνων, Αργολίδας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Λακωνίας και Χανίων. Τέλος, το υπόλοιπο 4% από τους 250 ερωτηθέντες δήλωσε ως τόπο μόνιμης κατοικίας το εξωτερικό (3 άτομα τη Γερμανία, 2 την Αυστρία, 2 τη Ρωσία και από 1 την Ιταλία, Γαλλία και την Ολλανδία). Πίνακας 5: Προέλευση (τόπος μόνιμης κατοικίας) θερμαλιστών ανά λουτρόπολη (%) Περιφέρεια προέλευσης θερμαλιστών

Λ. Αιδηψού

Καμ. Βούρλα

Λ. Υπάτης

Ανατολική Μακεδονία & Θράκη

2,33

-

-

Κεντρική Μακεδονία

15,33

5,6

4,67

Δυτική Μακεδονία

4,0

0,4

0,67

Ήπειρος

0,33

0,4

0,67

Θεσσαλία

15,0

9,2

26,7

Δυτική Ελλάδα

5,0

3,2

16,67

Στερεά Ελλάδα

6,33

16,4

12,67

Αττική

41,67

58,0

36,0

Πελοπόννησος

3,0

3,2

0,67

Βόρειο Αιγαίο

-

-

-

Νότιο Αιγαίο

-

-

-

Κρήτη

2,33

0,4

-

Ιόνια Νησιά

-

-

-

Εξωτερικό

1,0

4,0

1,33

Σύνολο

100%

100%

100%

Πηγή: ιδία επεξεργασία από αποτελέσματα επιτόπιας έρευνας (2007-2008)

Παρατηρώντας τα παραπάνω αποτελέσματα για τα Καμένα Βούρλα, διαπιστώνει κανείς ότι η εμβέλεια της δεύτερης σπουδαιότερης λουτρόπολης της Ελλάδας είναι σαφώς πιο περιορισμένη απ’ ό,τι των Λουτρών Αιδηψού, δηλαδή της πρώτης λουτρόπολης της χώρας (Χάρτης 11). Ειδικότερα, όσον αφορά στους εγχώριους θερμαλιστές που εντοπίστηκαν στα Καμένα Βούρλα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πάνω από το 50% δήλωσε ως τόπο κατοικίας την Αττική, ενώ αντίθετα δεν εντοπίστηκαν καθόλου θερμαλιστές ούτε από την Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης, ούτε από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, πλην ενός ατόμου που προερχόταν από την Κρήτη (Πίνακας 5). Επίσης, στην ίδια λογική με την περίπτωση των Λουτρών Αιδηψού, εκτός των θερμαλιστών που δήλωσαν ως τόπο μόνιμης κατοικίας την Αττική, οι υπόλοιποι στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονταν από κάποια μικρή πόλη της επαρχίας της Ελλάδας, παρά από κάποια πρωτεύουσα Νομού. Όσο για το σχετικά σημαντικό ποσοστό θερμαλιστών (4%) που εντοπίστηκε να προέρχεται από το εξωτερικό, αυτό μάλλον είναι παραπλανητικό. Το γεγονός ότι τα Καμένα Βούρλα προσελκύουν αλλοδαπούς επισκέπτες εξηγείται από την ύπαρξη του πολυτελούς ξενοδοχειακού συγκροτήματος (Γαλήνη), του οποίου η διαφημιστική εκστρατεία απευθύνεται κυρίως στην Ευρώπη. Επομένως,


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 75

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Χάρτης 11: Προέλευση (τόπος μόνιμης κατοικίας) θερμαλιστών Καμένων Βούρλων Πηγή: ιδία επεξεργασία από αποτελέσματα επιτόπιας έρευνας της συγγραφέως (2007-2008)

η παρουσία αλλοδαπών στην πόλη δεν οφείλεται τόσο στη φήμη της ως λουτρόπολη όσο στη διεθνή εμβέλεια του ξενοδοχειακού συγκροτήματος που διαθέτει. Όσον αφορά τα Λουτρά Υπάτης, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, εκτός από ένα ποσοστό της τάξης του 36% που δήλωσε ως τόπο μόνιμης κατοικίας την Αθήνα και γενικότερα το Νομό Αττικής, οι υπόλοιποι θερμαλιστές δήλωσαν ότι προέρχονταν από τους ακόλουθους Νομούς, κατά φθίνουσα σειρά: Λάρισας 14,7%, Αιτωλοακαρνανίας 12%, Καρδίτσας 8,67%, Φθιώτιδας 5,33%, Θεσσαλονίκης, Αχαΐας και Βοιωτίας από 4%, Μαγνησίας και Ευρυτανίας από 2%, Τρικάλων 1,33% και Σερρών, Γρεβενών, Θεσπρωτίας, Ηλείας. Εύβοιας, Φωκίδας και Λακωνίας από 0,67%. Τέλος, 2 άτομα από τα 150 συνολικά (ποσοστό 1,33%), δήλωσαν ως τόπο μόνιμης κατοικίας το εξωτερικό και συγκεκριμένα τη Ρουμανία.

Εικόνα 3: Άποψη από το εξωτερικό της σύγχρονης θερμαλιστικής εγκατ/σης «Γαλήνη Spa» στα K. Βούρλα

Εικόνα 4: Η εγκαταλελειμμένη θερμαλιστική εγκατάσταση (υδροθεραπευτήριο) «Ασκληπιός» στα Κ. Βούρλα

Πηγή: φωτογραφικό αρχείο συγγραφέως (2009)

75


005:Layout 1

76

9/27/11

10:28 AM

Page 76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Εικόνα 5: Η μοναδική θερμαλιστική εγκατάσταση (υδροθεραπευτήριο) των Λ. Υπάτης Πηγή: φωτογραφικό αρχείο συγγραφέως (2009)

Ερμηνεύοντας τα παραπάνω αποτελέσματα, η εμβέλεια της τρίτης σπουδαιότερης λουτρόπολης της Ελλάδας είναι σαφώς πιο περιορισμένη και από της πρώτης αλλά και από της δεύτερης. Ειδικότερα, όπως φαίνεται και στον Χάρτη 12, η πλειονότητα των θερμαλιστών που επισκέπτονται τα Λουτρά Υπάτης προέρχονται κατά κύριο λόγο από όμορες περιοχές και νομούς της Φθιώτιδας, ενώ μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 12,68% προέρχεται από πιο απομακρυσμένες περιοχές (Ν. Θεσσαλονίκης, Αχαΐας, Σερρών, Γρεβενών, Θεσπρωτίας, Ηλείας, Λακωνίας και από το εξωτερικό). Τέλος, όπως στα Καμένα Βούρλα και στα Λουτρά Αιδηψού, έτσι και στα Λουτρά Υπάτης η πλειονότητα των θερμαλιστών προερχόταν κυρίως από μικρές πόλεις αλλά και χωριά της επαρχίας, παρά από κάποια μεσαία ή και μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Συνοψίζοντας, τα συμπεράσματα που προκύπτουν για τη γεωγραφική εμβέλεια των τριών σπουδαιότερων λουτροπόλεων της χώρας είναι ότι, στην ουσία, μόνο η πρώτη καταφέρνει να προσελκύσει επισκέπτες σχεδόν απ’ όλες τις «γωνιές» της Ελλάδας. Αντίθετα, τόσο η δεύτερη ‒αν και προσελκύει αρκετούς επισκέπτες από το εξωτερικό‒ όσο και η τρίτη κυρίως λουτρόπολη περιορίζονται

Χάρτης 12: Προέλευση (τόπος μόνιμης κατοικίας) θερμαλιστών Λουτρών Υπάτης Πηγή: ιδία επεξεργασία από αποτελέσματα επιτόπιας έρευνας της συγγραφέως (2007-2008)


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 77

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

σε μεγάλο βαθμό σε επισκέπτες που προέρχονται από σχετικά κοντινές περιοχές, δείχνοντας μια σημαντική αδυναμία να λειτουργήσουν ως ισχυροί θερμαλιστικοί πόλοι σε επίπεδο χώρας. Επομένως, εφόσον η δεύτερη και η τρίτη λουτρόπολη της Ελλάδας εμφανίζουν την εικόνα αυτή, θα ήταν αρκετά ασφαλές να ειπωθεί ότι, πλην των Λουτρών Αιδηψού, το σύνολο των υπολοίπων θερμαλιστικών προορισμών της Ελλάδας παρουσιάζουν από μεσαία έως και μικρή γεωγραφική εμβέλεια, αποτελώντας ως επί το πλείστον τουριστικούς πόλους τοπικής εμβέλειας.

7. Συμπεράσματα: κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης και σχεδιασμού του θερμαλιστικού τουρισμού σε εθνικό επίπεδο Επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσει κανείς την ανάλυση που προηγήθηκε, τα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται ως προς τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του θερμαλιστικού τουρισμού της Ελλάδας συνοψίζονται ως ακολούθως: • Όσον αφορά τη γεωγραφία του θερμαλιστικού τουρισμού, αυτή περιορίζεται στο 1/5 των θερμομεταλλικών πηγών (ή συμπλεγμάτων πηγών) της χώρας ενώ, από άποψη χωρικής κατανομής, η πλειονότητα των λουτροπόλεων και των θερμαλιστικών προορισμών εντοπίζεται στην παράκτια ζώνη, ένα μικρότερο μέρος στην πεδινή ενδοχώρα και ένα ακόμη πιο μικρό στις ορεινές περιοχές, • Σχετικά με τη γεωγραφία της θερμαλιστικής κίνησης ‒παρά τις απώλειες που σημειώθηκαν τελευταία‒ αυτό που παρατηρείται είναι η μετατόπιση των θερμαλιστών από περιοχές της ενδοχώρας σε περιοχές του παράκτιου χώρου, με αποτέλεσμα να επικρατεί έντονη ανισοκατανομή σε σύγκριση και με το παρελθόν. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των θερμαλιστών σήμερα συγκεντρώνεται μόλις σε πέντε (5) τόπους (κυρίως στην κεντρική Ελλάδα), ενώ μόλις μια λουτρόπολη (Λ. Αιδηψού) προσελκύει σχεδόν το 1/3 της θερμαλιστικής κίνησης της χώρας, • Αναφορικά με τη γεωγραφική εμβέλεια, πλην της περίπτωσης της Αιδηψού, οι υπόλοιπες ελληνικές λουτροπόλεις και θερμαλιστικοί προορισμοί μετά βίας μπορούν να «σταθούν» ως τουριστικοί πόλοι εθνικής εμβέλειας, αφού η συντριπτική πλειονότητα αυτών εκτιμάται ότι «απευθύνεται» σε πολύ πιο περιορισμένο χώρο, που συνήθως δεν ξεπερνά τα όρια των κοντινών τους περιοχών. Με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα και προκειμένου να αντιστραφεί η αρνητική πορεία του θερμαλιστικού τουρισμού της Ελλάδας, οι στρατηγικοί στόχοι/αρχές που θα πρέπει να τεθούν είναι οι ακόλουθοι (Beriatos και Papageorgiou 2009, Παπαγεωργίου 2009): • διεύρυνση της γεωγραφίας της θερμαλιστικής κίνησης, ώστε να σταματήσει η υπερσυγκέντρωση σε μια περιορισμένη γεωγραφική περιοχή και να επωφεληθεί από τη συγκεκριμένη μορφή τουρισμού όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα πληθυσμού απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, • «μετατόπιση» της θερμαλιστικής κίνησης από τις ακτές στην ενδοχώρα, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή βιώσιμη ανάπτυξη και στους υπόλοιπους θερμαλιστικούς προορισμούς της Ελλάδας, πέραν της παράκτιας ζώνης, • διαφοροποίηση της έντασης της ανάπτυξης των περιοχών θερμαλιστικού τουρισμού, με στόχο την αξιοποίηση κάθε θερμαλιστικού πόρου βάσει των αντικειμενικών δυνατοτήτων του. Άλλωστε, όπως φάνηκε και από την ανάλυση, η υπάρχουσα ζήτηση για τη συγκεκριμένη μορφή τουρισμού βρίσκεται σε φθίνουσα

77


005:Layout 1

78

9/27/11

10:28 AM

Page 78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

πορεία και ως εκ τούτου η χώρα δεν έχει ανάγκη από την ύπαρξη πολλών και έντονα αναπτυγμένων θερμαλιστικών πόλων, • συμπληρωματικότητα των θερμαλιστικών προορισμών μεταξύ τους -δεδομένης και της τοπικής κυρίως εμβέλειάς τους- ώστε ένας λουτρότοπος να μην λειτουργεί εις βάρος και ανταγωνιστικά ως προς κάποιον άλλο της ίδιας περιοχής και τελικά να επιτυγχάνεται η επιθυμητή διάχυση της θερμαλιστικής κίνησης. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες κατευθύνσεις χωροταξικής οργάνωσης και σχεδιασμού (σε εθνικό επίπεδο), που θα οδηγούσαν στην επίτευξη των παραπάνω στόχων και θα επέτρεπαν την ανάκαμψη του θερμαλιστικού τουρισμού στην Ελλάδα, είναι οι ακόλουθες: Διαβάθμιση της έντασης ανάπτυξης των θερμαλιστικών προορισμών Ειδικότερα, προτείνεται η πιο απλή διαβάθμιση/ιεράρχηση των θερμαλιστικών πόλων σε: α) περιοχές ήπιας ανάπτυξης του θερμαλιστικού τουρισμού β) περιοχές έντονης ανάπτυξης τους θερμαλιστικού τουρισμού Σκοπός της υιοθέτησης της παραπάνω διαβάθμισης δεν είναι η εκ των προτέρων καθήλωση κάποιων περιπτώσεων θερμαλιστικών προορισμών σε χαμηλού επιπέδου ανάπτυξη. Αντίθετα, στόχος είναι η εν λόγω δραστηριότητα να ενταχθεί όσο το δυνατόν πιο αρμονικά στον άμεσο/οικείο χώρο της, στον οποίο θα προσδώσει την ανάλογη αναπτυξιακή προοπτική. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε εξασφαλίζεται ότι μια ιδιαίτερη μεγάλη μερίδα του πόρου των ιαματικών πηγών θα παραμείνει αξιοποιημένη, ενώ από την αξιοποίηση αυτή θα επωφεληθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα του εγχώριου πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται επίσης η διεύρυνση της γεωγραφίας του θερμαλιστικού τουρισμού, καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση αδύναμων μέχρι σήμερα θερμαλιστικών πόλων, της ενδοχώρας κυρίως. Δημιουργία τοπικών δικτύων οργανωμένης συνεργασίας μεταξύ των θερμαλιστικών προορισμών Ειδικότερα, προτείνεται η δημιουργία τοπικών δικτύων μεταξύ λουτροπόλεων ή/και πόλων θερμαλιστικού τουρισμού που εμπίπτουν στην ίδια γεωγραφική ενότητα. Όσον αφορά την επιλογή των λουτροπόλεων ή/και των θερμαλιστικών πόλων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δίκτυο ‒σε συνδυασμό με τη διαβάθμιση της ανάπτυξης που αναφέρθηκε προηγουμένως‒ δύο είναι οι πιθανές εκδοχές που αξίζει να εξεταστούν: α) ομοιογενή δίκτυα θερμαλιστικών πόλων: δηλαδή δικτύωση μεταξύ περιοχών θερμαλιστικού τουρισμού μόνο ήπιας ή μόνο έντονης ανάπτυξης του θερμαλιστικού τουρισμού, και β) ετερογενή (πολωμένα) δίκτυα θερμαλιστικών πόλων: δηλαδή δικτύωση περιοχών ήπιας ανάπτυξης θερμαλιστικού τουρισμού με έναν ή δύο πόλους έντονης ανάπτυξης κάθε φορά και γενικότερα δικτύωση περιοχών διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης. (Ωστόσο, είναι προφανές ότι εκτός από τις παραπάνω εκδοχές μπορούν να υπάρξουν και ενδιάμεσες καταστάσεις ή συνδυασμοί τους.) Με τη δημιουργία οργανωμένων και θεσμοθετημένων τοπικών δικτύων αναμένεται να επιτευχθεί (Μπεριάτος 1999): α) η άμβλυνση των αντιθέσεων/ανισοτήτων μεταξύ θερμαλιστικών προορισμών και υποδομών της ίδιας γεωγραφικής περιοχής, με ταυτόχρονη αναβάθμισή τους, β) η αποδοτικότερη προ-


005:Layout 1

9/27/11

10:28 AM

Page 79

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

βολή/προώθηση των τόπων θερμαλιστικού τουρισμού (ενδεχομένως μέσω δημιουργίας τοπικών «διαδρομών υγείας»), γ) η αναγκαία ανταλλαγή εμπειριών και τεχνογνωσίας μεταξύ των λουτροπόλεων του δικτύου, και δ) η διευκόλυνση της εφαρμογής των στρατηγικών στόχων για την ανάπτυξη του θερμαλιστικού τουρισμού μέχρι τουλάχιστον το επίπεδο της Περιφέρειας. Παράλληλα, στο πλαίσιο των τοπικών δικτύων, ιδανική θεωρείται και η επίτευξη της οριζοντιοποίησης της διαχείρισης των ιαματικών πηγών, δηλαδή της ενιαίας διαχείρισης των θερμαλιστικών εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στο ίδιο δίκτυο λουτροπόλεων, υπό την ίδια ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Άλλωστε, με την επέκταση της δικτύωσης και στο διαχειριστικό κομμάτι επιτυγχάνεται, επίσης, η συμπληρωματικότητα στη λειτουργία των θερμαλιστικών προορισμών, έναντι της ανταγωνιστικότητας που κυριαρχεί σήμερα μεταξύ των τουριστικών προορισμών, κατάσταση η οποία δεν θα πρέπει να επιδιώκεται στις περιπτώσεις των ελληνικών λουτροπόλεων. Εν κατακλείδι, αυτό που είναι σημαντικό να ειπωθεί είναι ότι, αν και ο θερμαλιστικός τουρισμός είναι αρκετά παραγκωνισμένος στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια μορφή τουρισμού με μεγάλη παράδοση στη χώρα μας η οποία έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, ειδικά στη σύγχρονη εποχή που μια χώρα για να παραμείνει τουριστικά ανταγωνιστική θα πρέπει να προσφέρει διαφοροποιημένα και αυθεντικά τουριστικά προϊόντα. Ωστόσο, όπως έγινε εμφανές από τη γεωγραφική ανάλυση που προηγήθηκε, η συγκεκριμένη μορφή τουρισμού παρουσιάζει έντονα γεωγραφικά προβλήματα τα οποία μόνον ύστερα από έναν ορθολογικό χωρικό σχεδιασμό σε εθνικό επίπεδο (καταρχήν) μπορούν να αντιμετωπιστούν. Σε κάθε περίπτωση, στόχος της όποιας πολιτικής χωρικού σχεδιασμού θα πρέπει να είναι η διεύρυνση της γεωγραφίας της εν λόγω μορφής τουρισμού, η μετατόπιση της θερμαλιστικής κίνησης από τις ακτές στην ενδοχώρα, η διαφοροποίηση της έντασης της ανάπτυξης των προορισμών ανάλογα με τη δυναμικότητα που παρουσιάζουν, καθώς και η συμπληρωματικότητα μεταξύ τους, ώστε να αμβλυνθεί το φαινόμενο παραγκωνισμού πολλών από των σημερινών λουτροπόλεων της χώρας.

ΠΗΓΕΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Beriatos, E. και Papageorgiou, M. (2009), «Towards sustainable spa tourism activities in Greece», στο Brebbia, C.A., Neophytou, M., Beriatos, E., Ioannou, I. και Kungolos A.G., Sustainable Development and Planning IV, Σαουθάμπτον/Βοστόνη: WIT Press: 773-782. FEDERTERME - Federazione Italiana delle Industrie Termali e delle Acque Minerali Curative (2004), Rapporto sul sistema termale in Italia (Rapporto di richerca, coordinatore dela ricerca: Emilio Becheri), Ρώμη: Federterme. Gerbod, P. (2004), Loisirs et santé: les thermalismes en Europe des origines à nos jours, Παρίσι: Honoré Champion. Glaus, O. (1975), Planen und bauen moderner heilbaeder, Ζυρίχη: Verlag Karl Krämer und Co. Jamot, C. (1988), Thermalisme et villes thermales en France, Κλερμόν-Φεράν: Publications de l’Institut d’Etudes du Massif Central. Lickorish, L. και Jenkins C. (1997), An introduction to tourism, Οξφόρδη: Butterworth-Heinemann. Αγγελίδης, Ζ. (2008), Ιαματικοί φυσικοί πόροι και θερμαλισμός, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ελευθερίου Κορδελιού.

79


005:Layout 1

80

9/27/11

10:28 AM

Page 80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 58-80

Γκιώνη-Σταυροπούλου, Γ. (1983), Απογραφή θερμομεταλλικών πηγών Ελλάδος Ι: Αιγαίο Πέλαγος, Υδρολογικές και Υδρογεωλογικές Έρευνες Αρ.39, Αθήνα: ΙΓΜΕ. Γοσποδίνη, Α. (2005) «Χωρικές πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη των μικρών ελληνικών Πόλεων», Αειχώρος 4(1): 136-161. Δαλέζιος, Ο. (1891), Τα ιαματικά λουτρά της Ελλάδος, Αθήνα: χ.ε. Δαμβέργης, Α. (1906), Περί των ιαματικών υδάτων της Ελλάδας, Αθήνα: χ.ε. Δαμβέργης, Α. (1919), Περί της σκοπιμωτέρας διευθετήσεως των εν Ελλάδι ιαματικών πηγών, Αθήνα: χ.ε. ΕΟΤ (1954), Λουτροπόλεις και ιαματικαί πηγαί 1951-1952-1953, Αθήνα: ΕΟΤ. ΕΟΤ (1966), Λουτροπόλεις και ιαματικές πηγές, Αθήνα: ΕΟΤ. ΙΓΜΕ (1995), Χάρτης Θερμομεταλλικών Πηγών της Ελλάδας, κλίμακα 1:500.000, Αθήνα: ΙΓΜΕ. Ζαχαρόπουλος, Κ. και Μπαρμπίκας, Η. (2001), Τα Λουτρά της Ελλάδας. Περιηγητικός Οδηγός, Β΄ Έκδοση, Αθήνα: Καστανιώτης. ΚΕΠΑΜΕ (Κέντρο Χωροταξικών-Πολεοδομικών-Αρχιτεκτονικών Μελετών και Ερευνών) (2000), Στρατηγικό πλαίσιο χωρικών κατευθύνσεων για την ανάπτυξη του ιαματικού τουρισμού στην Ελλάδα, Αθήνα: ΚΕΠΑΜΕ-ΥΠΕΧΩΔΕ. Λέκκας, Ν. (1935), «Η σύγχρονος μέριμνα-καταγραφή, κατάταξις, αναλύσεις των ιαματικών πηγών – Νομοθετική ρύθμισης – Εξυγιαντικά έργα – Υγειονομικά μέτρα – Διορισμός ειδικών λουτριάτρων», στο Χαριτάκης, Κ., Αι ιαματικαί πηγαί και λουτροπόλεις της Ελλάδος, Αθήνα: χ.ε.: 90-98. Λέκκας, Ν. (1938), Αι επτακόσιαι πενήντα μεταλλικαί πηγαί της Ελλάδος, Αθήνα: ΙΓΜΕ. Μπεριάτος, Η. (1999), «Η σημασία των Δικτύων Συνεργασίας στην Ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών και Ελληνικών Πόλεων», στο Οικονόμου, Δ. και Πετράκος, Γ. (επιμ.), Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής, Αθήνα/Βόλος: Gutenberg/Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας: 529-551. Ορφανός, Γ. (1985), Απογραφή θερμομεταλλικών πηγών Ελλάδος ΙΙ: Πελοπόννησος, Υδρολογικές και Υδρογεωλογικές Έρευνες Αρ.39, Αθήνα: ΙΓΜΕ. Παπαγεωργίου, Μ. (2009), «Οι νέες τάσεις χωρικού σχεδιασμού του θερμαλιστικού τουρισμού», στο Κοτζαμάνης, Β., Κούγκολος, Α., Μπεριάτος, Η., Οικονόμου, Δ. και Πετράκος, Γ. (επιμ.), Πρακτικά 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας: 871- 879. Παπαμάρκου, Α. (1916), Συνοπτική περιγραφή των ιαματικών υδάτων της Ελλάδος, Αθήνα: Εστία. ΣΔΚΙΠΕ - ΕΘΕ (Σύνδεσμος Δήμων και Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδος – Ελληνική Θερμαλιστική Εταιρεία) (2006), Ιαματικές πηγές και λουτροπόλεις – ελληνικός θερμαλισμός, Θεσσαλονίκη: Σ.Δ.Κ.Ι.Π.Ε. – Ε.Θ.Ε. Σκαρπιά-Χόιπελ, Ξ. (1996), Λουτροθεραπεία και αναψυχή: ιστορική εξέλιξη των λουτρών, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Σπαθή, Σ. (2000), Ο ιαματικός τουρισμός και η ανάπτυξη του τουρισμού υγείας στην Ελλάδα, Αθήνα: ΚΕΠΕ. Σφέτσος, Κ.Σ. (1988), Απογραφή θερμομεταλλικών πηγών Ελλάδος ΙΙΙ: Ηπειρωτική Ελλάς, Υδρολογικές και Υδρογεωλογικές Έρευνες Αρ.39, Αθήνα: ΙΓΜΕ. Τμήμα Ιαματικών Πηγών ΕΟΤ (2008), Συνέντευξη με Προϊστάμενο κ. Μάνο Χατζηγεωργίου. ΦΕΚ 1138, τ. Β΄, 2009, Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΣΧΑΑ) για τον Τουρισμό και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτού. ΦΕΚ 230, τ. Α΄, 2006 (Ν. 3498/2006), Περί ανάπτυξης του ιαματικού τουρισμού και άλλες διατάξεις. ΦΕΚ 112, τ. Α΄, 1960 (Ν. 4086/1960), Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών περί ιαματικών πηγών. Χαριτάκης, Κ. (1935), Αι ιαματικαί πηγαί και λουτροπόλεις της Ελλάδος, Αθήνα: χ.ε.


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 81

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΝΗΣΙ: Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Ζωή Χατζηγιαννάκη1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εργασία αυτή επιχειρεί μια έρευνα των πολύπλοκων τρόπων παραγωγής του χώρου στη Σαντορίνη. Στόχος αυτής της έρευνας είναι να τους αναζητήσει, να τους κατανοήσει και, μέσα απ’ αυτό, να προσπαθήσει να προβάλει μία αντίληψη του χώρου σε συνάρτηση με τον χρόνο, ως σύνολο αλληλεπιδράσεων και συσχετισμών. Η αναίρεση της στατικότητας και της αποσπασματικότητας ίσως καταφέρει να αποτρέψει και να αποβάλει κατηγοριοποιήσεις και χαρακτηρισμούς ενός τόπου, οι οποίοι γίνονται πολύ συχνά αιτία σοβαρών προβλημάτων στην εξέλιξή του. Για την πραγματοποίηση της έρευνας αυτής έχουν χρησιμοποιηθεί και πρακτικά μεθοδολογικά εργαλεία, όπως το video και η φωτογραφία.

Fleeting island: The production of space in Santorini Zoe Xatzigiannaki ABSTRACT This paper seeks to study and understand the complex ways in which space is produced in the island of Santorini, Greece. This understanding may allow for the recognition of space as mobile (concurrent with time) and as a totality composed by various associations and interplays. The denunciation of space as fixed and fragmentary could thus possibly discourage practices of general classifications and representations of a place which often hinder the unfolding of its enormous multiform potential. This spatial research requires the inclusion and collaboration of both theoretical and practical methods such as video and photography.

Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο του χώρου, όπου τους τοποθετούμε για μεγαλύτερη ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας, η ανάμνηση ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε και τα σπίτια, οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα, αλίμονο! Όπως τα χρόνια. Μαρσελ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, «Από τη μεριά του Σουάν» (μτφρ. Π. Ζάννα, Αθήνα: Ηριδανός, 1969-70)

1. Εισαγωγή Η περίπτωση της Σαντορίνης παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω της τεράστιας αλλαγής που βιώνει τα τελευταία χρόνια, αλλαγή που οφείλεται κυρίως στον τουρισμό. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της αλλαγής είναι ότι έγινε αρκετά απότομα. Ο καταστροφικός σεισμός του 1956 είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση πολλών κατοίκων του νησιού, την εγκατάλειψη των καλλιεργιών καθώς και κάποιων βιοτεχνικών μονάδων. Ο σεισμός, όμως, αποτέλεσε και το πρώτο τουριστικό έναυσμα με τις φωτογραφίες που έκαναν το γύρο του κόσμου αποκαλύπτοντας, πα-

1. Δρ. Goldsmith College, University of London, zoichatzi@yahoo.gr

81


006:Layout 1

82

9/27/11

10:29 AM

Page 82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

ράλληλα με την τεράστια καταστροφή, το εντυπωσιακό ηφαιστειογενές τοπίο του νησιού. Ένα μέρος λοιπόν που έδειχνε να έχει χάσει οποιαδήποτε αξία μεταμορφώθηκε σε μικρό σχετικά διάστημα μέσω του τουρισμού, ο οποίος και έγινε η κύρια ενασχόληση και πηγή εσόδων των κατοίκων φέρνοντας έτσι μεγάλη αλλαγή όχι μόνο στην οικονομία αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία, στο χώρο, στη διαχείριση του χρόνου. Η αλλαγή αυτή είναι προϊόν συνδυασμών αμέτρητων ετερόκλητων παραγόντων, που είναι δυναμικοί και γι’ αυτό παράγουν χώρους οι οποίοι δεν είναι ποτέ στάσιμοι. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν να μελετηθούν επαρκώς αυτοί οι χώροι, που συνεχώς μεταβάλλονται; Ποια προσέγγιση θα διευκόλυνε την κατανόηση της πολύπλοκης και συνεχούς παραγωγής τους, γεγονός που δημιουργεί νέες και απρόσμενες καταστάσεις; Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να υπενθυμίσει κανείς ότι η μελέτη του χώρου απαιτεί τη συνεργασία πολλών διαφορετικών τομέων, όπως της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας, της γεωγραφίας. Η έννοια του χώρου, όπως αυτή μελετάται και ορίζεται από πολλούς θεωρητικούς (Harvey 1990, Lefebvre 1996, Grosz 2001, Massey 1994, Soja 2005), είναι πολυδιάστατη, δεν υποδηλώνει μόνο τον αρχιτεκτονικό ή πολεοδομικό χώρο αλλά τον χώρο ως ενότητα η οποία μεταβάλλεται από φυσικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς παράγοντες. Κατά τον Lefebvre ο χώρος παράγεται: δεν προσδιορίζεται απλά και μόνο ως υλικός, δεν είναι αντικείμενο, περιέχει αντικείμενα και ορίζεται από τις μεταξύ τους σχέσεις μέσα στον χρόνο. Στην πολύπλοκη αυτή έννοια του χώρου έρχονται να προστεθούν και οι ιδέες του γίγνεσθαι (becoming) και της πολλαπλότητας (multiplicity) των Deleuze και Guattari. Ο χώρος δεν είναι λοιπόν μόνο τα κτίρια, οι δρόμοι, κ.λπ., αλλά και η κίνηση, οι ήχοι, οι μυρωδιές, το φως, οι άνθρωποι. Είναι η συνεύρεση και η αλληλεπίδραση όλων αυτών. Γι’ αυτό και η κατανόηση και η ανάλυσή του απαιτεί την αναγνώριση όλων των αισθήσεων. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο η χρήση πρακτικών εργαλείων, όπως το videο και η φωτογραφία, κρίνεται απαραίτητη στην έρευνα αυτή. Αλλά και σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο, η τεράστια ανάπτυξη των οπτικοακουστικών μέσων έχει καταστήσει δυνατή τη χρήση τους σε πολλούς τομείς, εμπλουτίζοντάς τους με νέα δεδομένα, αποδεικνύοντας έτσι την ικανότητά τους να παρέχουν μια μεθοδολογία ανάλογων δυνατοτήτων με αυτή της θεωρίας, η οποία τις περισσότερες φορές τα χρησιμοποιεί ως απλές αναπαραστάσεις και εικονογραφήσεις ενός κειμένου. Οι σκέψεις και τα συμπεράσματα που αναλύονται παρακάτω προέκυψαν τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική έρευνα η οποία περιελάμβανε τη δημιουργία ενός video (DV PAL 16:9, έγχρωμο, 25”) και μιας σειράς φωτογραφιών (http://www.zoehatziyannaki.com/santo.html), καθώς επίσης και αρκετές συνεντεύξεις, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε DVD. Για να λυθούν ως ένα βαθμό οι δυσκολίες που υπάρχουν στην παράθεση του video, που εδώ είναι δυνατή μόνο μέσα από φωτογραφίες, σημειώνεται ότι υπάρχει η δυνατότητα επίσκεψης της ιστοσελίδας: http://www.youtube.com/watch?v=56rdqD08Hn4, στην οποία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς κάποια αποσπάσματα απο το video.


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 83

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

2. Μεθοδολογικά εργαλεία Οι θεωρίες του Lefebvre (1996) για τον χώρο, και ιδιαίτερα η κεντρική του ιδέα ότι ο χώρος παράγεται, είναι προϊόν του κοινωνικού γίγνεσθαι και, κατά συνέπεια, αναπόσπαστο κομμάτι του χρόνου, είναι η βάση γι’αυτήν την έρευνα. Παράλληλα, οι απόψεις του Deleuze (ιδιαίτερα στις συνεργασίες του με τον Guattari) έχουν προσφέρει πάρα πολλά στη θεωρία και ανάλυση του χώρου. Η ιδέα του γίγνεσθαι, που έχει απασχολήσει πολύ αυτήν την έρευνα, έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν της παραγωγής του χώρου.1 Το γίγνεσθαι στους Deleuze και Guattari έχει έννοια θετικής και δημιουργικής εξέλιξης του κόσμου, που είναι δυνατή μόνο όταν το πεδίο των συσχετισμών των δυνάμεων αφήνεται ελεύθερο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι το γίγνεσθαι είναι πάντοτε παραγωγικό, μπορεί να είναι και απλώς αναπαραγωγικό, με την έννοια της άκαρπης επανάληψης (becoming-thesame: το-ίδιο-γιγνεσθαι). Το γίγνεσθαι είναι ένας συνεχής μετασχηματισμός, ένα συνεχές πέρασμα από μια κατάσταση σε άλλη, μία μετάβαση που δεν έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση από ένα σημείο σε κάποιο άλλο, αλλά βρίσκεται μεταξύ (in-between) των σημείων ή, καλύτερα, των εντάσεων που δημιουργούνται. Έτσι αυτή η συνεχής μετάβαση γίνεται αντιληπτή ως πολλαπλότητα, δηλαδή ως το σύνολο των ετερογενών οντοτήτων/μονάδων, οι οποίες δεν είναι ποτέ στάσιμες, αλλά και δεν λειτουργούν ποτέ αυτόνομα. Είναι το προϊόν αμέτρητων δυναμικών και παραγόντων, που διαπλέκονται, σχετίζονται και διαχωρίζονται μεταξύ τους πάλι με αμέτρητους διαφορετικους τρόπους. Η κατανόηση των εννοιών του γίγνεσθαι και της πολλαπλότητας βοηθάει να αντιληφθούμε την έννοια της πτύχωσης (fold), που ο Deleuze αναπτύσσει και σε άμεση σχέση με τον χώρο και την αρχιτεκτονική: ο χώρος είναι ένα σύνολο πτυχώσεων, που συνεχώς ξεδιπλώνονται και αναδιπλώνονται η μία μέσα στην άλλη. Ένα κτίριο αποτελείται απο πτυχώσεις του μέσα και του έξω, του προσωπικού και του κοινού, του παλαιού και του νέου, του υλικού και του άυλου κ.ο.κ. Πώς όμως συμβάλλουν οι πρακτικές μεθόδοι; Πώς μπορεί μια εικόνα (σταθερή ή κινούμενη) ή ένας ήχος να προσφέρει κάτι παραπάνω στην έρευνα του χώρου εκτός απο μια απλή οπτική ή ηχητική περιγραφή/πληροφορία; Όπως είδαμε η έννοια του χώρου είναι πολυδιάστατη. Απαιτεί να μπορεί κανείς να σκέφτεται μέσα από την όραση (to think through the eye) και να βλέπει με το μυαλό (to see with the mind). Οι Deleuze και Guattari δηλώνουν ότι, όπως ο ρόλος της φιλοσοφίας είναι η δημιουργία εννοιών (concepts), έτσι και της τέχνης είναι η δημιουργία θυμικών/συναισθημάτων (affects and percepts). To θυμικό/συναίσθημα δεν είναι υποδεέστερο της έννοιας, αλλά αποτελεί και αυτό μετατροπή, μετάβαση ενός πράγματος σε κάτι άλλο – σύμφωνα με την ιδέα του γίγνεσθαι των Deleuze και Guattari. Η γνώση και η σκέψη μπορούν λοιπόν να παραχθούν είτε μέσα από ένα γραπτό κείμενο είτε από ένα έργο τέχνης είτε ατενίζοντας ένα φυσικό τοπίο. Πολλοί άλλοι θεωρητικοί (Pink 2001, Rogoff 2000, Back 2004, Grosz 2008) αναγνωρίζουν την ικανότητα των εικόνων και των ήχων να αποτελέσουν γνώση από μόνα τους, γνώση η οποία είναι διαφορετική στον τρόπο με τον οποίο που αποκτάται αλλά και ως αποτέλεσμα από αυτή που μπορεί να προσφέρει ένα γραπτό κείμενο. Για την εκτέλεση του video στη συγκεκριμένη έρευνα χρησιμοποιήθηκε ψηφιακή βιντεοκάμερα που δεν είναι επαγγελματική αλλά ερασιτεχνική, δηλαδή

1. Ο Massumi (1992: 192, υποσημ. 45) υποστηρίζει ότι στους Deleuze και Guattari ο όρος του γίγνεσθαι ισοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο με αυτόν της παραγωγής. Ο ίδιος μιλώντας για τις πολλαπλές δυνατότητες μετασχηματισμού του ανθρώπινου σώματος αναφέρει και τις δύο έννοιες: «It is an interlocking of synthesis, natural, and cultural, passive and active: productions of production, productions of recording, productions of consumption. Production. Becoming. It is continually changing as all of those levels are supposed and actualized to different degrees as the body jumps from one more or less indeterminate state to the next» (1992: 83).

83


006:Layout 1

84

9/27/11

10:29 AM

Page 84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

η εικόνα δεν είναι ιδιαίτερα υψηλής ευκρίνειας. Αυτό το γεγονός, καθώς και το ότι η χρήση της είναι χωρίς τρίποδο, παίζει αναπόφευκτα κάποιο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο ο θεατής αντιλαμβάνεται το video, μιας και το μέσο (και η χρήση του) είναι από μόνο του ένα σημαντικό μεθοδολογικό εργαλείο. Για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιλογή της ερασιτεχνικής βιντεοκάμερας και η λήψη στο χέρι μπορούν να θυμίσουν καταγραφή ταξιδιωτικής εμπειρίας και, συνεπώς, να δημιουργήσουν συνειρμούς και ιδέες γύρω από τον τουρισμό. Η σημαντική συμβολή του video έγκειται, ωστόσο, στην ευκαιρία επεξεργασίας εικόνας, ήχου και χρόνου, δηλαδή στις απεριόριστες δυνατότητες του μοντάζ. Η επεξεργασία του ήχου μαζί με τις κινούμενες εικόνες κατασκευάζουν ένα ηχητικό/ρυθμικό τοπίο, όπου οι ροές των πραγμάτων, των ανθρώπων, των διαφορετικών γλωσσών, μουσικών, χρωμάτων κ.λπ. συναντιούνται. Καθένα από αυτά τα στοιχεία και η εκάστοτε σύνθεσή του με τα άλλα προτείνουν τρόπους μέσα από τους οποίους παράγεται ο χώρος. Για παράδειγμα, όταν ένας ήχος «εισάγεται» σε μία εικόνα υπάρχει αυτομάτως η δημιουργία μιας άλλης κατάστασης: μια κίνηση, μια αλλαγή τοπίου. Κάθε διαφορετική γλώσσα που ακούγεται απο τους διαφορετικούς επισκέπτες του νησιού ταράζει, μεταμορφώνει το τοπίο. Για την εκτέλεση των φωτογραφιών χρησιμοποιήθηκε τρίποδο για να επιτρέψει την ευκρινή απεικόνιση του τοπίου, η οποία δεν θα ήταν δυνατή την ώρα της δύσης εάν η φωτογραφική μηχανή κρατιόταν στο χέρι, και παράλληλα για να υπάρχει συνεχές «γράψιμο» από τα φώτα των αυτοκινήτων και τη θολή εικόνα των περαστικών ανθρώπων και οχημάτων. Έτσι η φωτογραφία παρόλο που φαίνεται, λόγω της στατικής εικόνας που παράγει, να είναι ένα όχι τόσο ικανό εργαλείο (όσο το video) για να αποτυπώσει τη σχέση χώρου-χρόνου, καταφέρνει να εκφράσει με έναν ιδιαίτερα σημαντικό, για τη συγκεκριμένη έρευνα, τρόπο τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφορετικών ταχυτήτων μέσω των οποίων παράγεται ο χώρος. Η φωτογραφία, δηλαδή, μπορεί να λειτουργήσει ως ένα πλάνο προβολής των σχέσεων μεταξύ των εκάστοτε κινήσεων. Στη συνέχεια ελπίζω ότι θα μπορέσω να δείξω τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η θεωρητική και η πρακτικη έρευνα μπορούν να συνεργαστούν για να βοηθήσουν στην κατανόηση της αρκετά περίπλοκης εξέλιξης του χώρου της Σαντορίνης.

3. Περιπτώσεις μελέτης Ποιες είναι λοιπόν οι κύριες δυναμικές που παράγουν σήμερα τον χώρο στη Σαντορίνη; Θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: τις παγκόσμιες και τις τοπικές. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι καθόλου απόλυτος, αφού τα όριά τους είναι ασαφή, αλλά διευκολύνει στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων τους και το αποτέλεσμά τους. Οι παγκόσμιες ευθύνονται για ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: στον τρόπο ζωής, στην κουλτούρα, στις κοινωνικές σχέσεις, στην οικονομία, στο περιβάλλον, ακόμη και για αλλαγές στη διαχείριση και αντίληψη του χρόνου (π.χ. οι εποχές στη Σαντορίνη ορίζονται ως «υψηλή» και «χαμηλή» σαιζόν, καθώς τον χειμώνα διαμορφώνεται μία τελείως διαφορετική κατάσταση από


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 85

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

το καλοκαίρι). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί η έντονη κινητικότητα, δηλαδή οι άνθρωποι όπως και τα προϊόντα βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση. Παρόλο που οι διεθνείς δυναμικές δείχνουν με την πρώτη ματιά να είναι εντονότερες, οι τοπικές παραμένουν εξίσου καθοριστικές. Αυτές είναι: καταρχήν το τοπίο, που λόγω της ιδιαιτερότητάς του είναι άλλωστε και ο κύριος λόγος προσέλκυσης τουρισμού, και δεύτερον η παράβλεψη/παράβαση του νόμου σε όλους τους τομείς, αλλά κυρίως στην οικοδομική δραστηριότητα, αφού αυτή συγκεντρώνει το μεγαλύτερο οικονομικό ενδιαφέρον. Η ανάμιξη και η αλληλεπίδραση, λοιπόν, των παγκόσμιων και τοπικών δυναμικών δημιουργούν το σημερινό τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται τόσο από διάφορες νέες υβριδικές μορφές όσο και από συνεχή κινητικότητα. Η κινητικότητα αυτή υπάρχει σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο χώρος είναι προϊόν των συνεχών διαδρομών, των περασμάτων των επισκεπτών στο νησί. Έτσι, όλες αυτές οι αλλαγές δεν επηρεάζουν μόνο τον τοπικό αλλά και τον παγκόσμιο χάρτη, μέσα από τα δίκτυα που δημιουργούνται. Επομένως, η θέση της Σαντορίνης στον ανθρωπογεωγραφικό χάρτη αλλάζει εφόσον καλείται να παίξει νέους ρόλους. Μέχρι στιγμής φαίνεται να μην υπάρχουν οι όροι για να περιγράψουμε αυτό το νέο τοπίο που δημιουργείται, αφού οι μορφές του δεν είναι γνώριμες αλλά ούτε και σαφείς. Στην προσπάθεια αναγνώρισής του έχω ξεχωρίσει τρεις περιπτώσεις μελέτης. • Η πρώτη εστιάζει στο νέο αρχιτεκτονικό και χωροταξικό τοπίο, που διαφοροποιείται από το παλιό, λόγω των νέων απαιτήσεων των κατοίκων (ντόπιων και μεταναστών) και βεβαίως των τουριστών. • Η δεύτερη αφορά τον νέο ρόλο που παίζει ο «θαλάσσιος» χώρος της Σαντορίνης – η καλδέρα. Η διαχείρισή του και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους σχετίζεται με τον «χερσαίο» χώρο. • Η τρίτη, τέλος, επικεντρώνεται στο θέμα του ηλιοβασιλέματος. Στα φαινόμενα της (οικονομικής) επένδυσης και του χαρακτηρισμού του ως «ρομαντικό» με σκοπό την τεράστια προσέλκυση επισκεπτών για την απόλαυση αυτού του φυσικού «θεάματος». Θα ήθελα να τονίσω ότι οι τρεις αυτές περιπτώσεις είναι απόλυτα συνδεδεμένες και ότι ο διαχωρισμός εδώ γίνεται για την πιο αποτελεσματική μελέτη τους. 3α. Διάσπαρτη δόμηση Η πρώτη περίπτωση μελετάει το φαινόμενο της διάσπαρτης δόμησης, που είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, καταρχήν της τεράστιας και απότομης οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, της δυνατότητας δόμησης σε 4 στρέμματα, της έλλειψης οποιουδήποτε σχεδίου, των πολλών αυθαιρεσιών, αλλά και της εκτεταμένης χρήσης του αυτοκινήτου. Οι διάσπαρτοι «οικισμοί» που συναντάμε στην Σαντορίνη απαρτίζονται κυρίως από: τουριστικά καταλύματα, κατοικίες (οι περισσότερες με όλες τις σύγχρονες παροχές) και, τέλος, από διαφόρων ειδών εμπορικά καταστήματα (τράπεζες, super market, ηλεκτρονικά είδη, κ.λπ.). Η μορφή και η λειτουργία των διάσπαρτων αυτών «οικισμών» θυμίζει αυτές των προαστίων μεγαλουπόλεων, χωρίς όμως να διαθέτουν καμία οργάνωση ή σχέδιο, αλλά αντίθετα εκδηλώνεται ένα

85


006:Layout 1

86

9/27/11

10:29 AM

Page 86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

ανακάτεμα ετερόκλητων χαρακτηριστικών και χρήσεων του χώρου που παρουσιάζει ενδιαφέρον, αναδεικνύοντας μία νέα υβριδική χωροταξική τάση/κατάσταση. Επιπλέον χαρακτηρίζεται και από όλη την αρνητική σημασία που αποδίδεται στην αστική διάχυση, συνήθως σε αντίθεση με τα θετικά χαρακτηριστικά του κέντρου της πόλης (Ingersoll 2006, Hylton 2000): αισθητικά προβληματική, οδηγεί σε απομόνωση, αναιρεί το φυσικό/αγροτικό τοπίο. Από την άλλη, η αστική διάχυση δίνει λύσεις σε προβλήματα στέγασης και βελτίωσης του επιπέδου ζωής σε πάρα πολλούς πολίτες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη Σαντορίνη. Η διάσπαρτη δόμηση εκδηλώνεται σε άμεση σχέση όχι μόνο με την τουριστική ανάπτυξη γενικότερα αλλά και με τους παλαιότερους/παραδοσιακούς οικισμούς, δηλαδή είναι το αποτέλεσμα αμέτρητων διαφορετικών τοπικών και παγκόσμιων παραγόντων και συσχετισμών. Αυτό σημαίνει ότι η αντιπαράθεση της με τους παραδοσιακούς οικισμούς (που συχνά συνίσταται και σε μία σύγκριση παλαιού-νέου τρόπου ζωής, όπως και αισθητικά ωραίου-άσχημου) δεν βοηθάει στην κατανόησή της. Αντίθετα πιστεύω ότι πρέπει να σκεφτούμε αυτή την περίπτωση ως αναπόσπαστο κομμάτι που βρίσκεται μεταξύ όλων των άλλων, ως μία πτύχωση που κατά τον Deleuze (2006) ξεδιπλώνεται και αναδιπλώνεται μέσα σε άλλες. Η διάσπαρτη δόμηση ως δίπλωση και αναδίπλωση παλαιών και νέων (δομικών) μορφών και τάσεων, φυσικών και πολιτισμικών στοιχείων, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και αυθαιρεσίας και του δημόσιου συμφέροντος, των γενικών αναπτυξιακών, οικονομικών αναγκών και της διαφθοράς των τοπικών αρχών κ.λπ. Όλα αυτά υποδεικνύουν όχι μία πολωμένη κατάσταση αλλά μια ρευστή, δυναμική και συνεχώς μεταλλασσόμενη. Ο Ingersoll (2006: 9) υποστηρίζει ότι η «ακαταστασία» της αστικής διάχυσης μοιάζει, κάποιες φορές, με τυχαία τοποθετημένες εικόνες χωρίς αφηγηματική σειρά, σαν ταινία που παίζει αλλά συνεχώς κόβεται απότομα. Γι’ αυτό το μέσο με το οποίο μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή είναι το αυτοκίνητο. Στο video (εικόνες: 1.1 και 1.2, http://www.youtube.com/watch?v=56rdqD08Hn4) προσπαθώ να δώσω μία εικόνα της διάσπαρτης δόμησης στη Σαντορίνη μέσα από ένα κινούμενο αυτοκίνητο, όχι μόνο γιατί έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη προσέγγιση της και υποδηλώνεται η άμεση σχέση που έχουν με αυτό, αλλά και γιατί η κινούμενη θολή εικόνα παραπέμπει στη ρευστή τους φύση, σε ένα συνεχές γίγνεσθαι που μετασχηματίζεται μέσα από αναρίθμητους παράγοντες (για το ρόλο του split-screen, δηλαδή του διπλού πλάνου που διακρίνεται στις εικόνες 1.1-1.2 γίνεται αναφορά στην επόμενη ενότητα).

Video εικ.1.1

Video εικ.1.2


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 87

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

Αλλά και στις φωτογραφίες (εικόνες 2.1 και 2.2) η ρευστότητα αυτή πιστεύω ότι υπονοείται με τις «γραμμές» που αφήνουν τα φώτα των κινούμενων οχημάτων. Η φωτογραφία έχει τη δυνατότητα να υποδεικνύει την κίνηση μέσω των συσχετισμών που την απαρτίζουν. Οι «γραμμές» των φώτων των αυτοκινήτων είναι το οπτικό αποτέλεσμα του συσχετισμού της ταχύτητας του κλείστρου και αυτής των αυτοκινήτων. Όπως άλλωστε και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που αποτυπώνεται στη φωτογραφία είναι αποτέλεσμα ταχύτητας και φωτός. Οι Deleuze και Parnet (2006: 30-31) υποστηρίζουν ότι η ταχύτητα είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων και δεν έχει αρχή και τέλος αλλά ξεκινάει και τελειώνει ανάμεσα σε κάποια φευγαλέα σημεία (in-between). Η ταχύτητα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα ακινητοποιημένο πλάνο (fixed plane) που είναι η προβολή του συνόλου των κινήσεων και όχι το σταμάτημά τους. Η φωτογραφία έχει λοιπόν τη δυνατότητα να παράγει αυτό το ακινητοποιημένο πλάνο και έτσι να βοηθάει στην αντίληψη των σχετικών δυνάμεων και των αλληλεπιδράσεών τους. Έτσι έχουμε δύο διαφορετικά πρακτικά εργαλεία που ενεργοποιούν μεν διαφορετικούς συσχετισμούς, μπορούν όμως να εκφράσουν αποτελεσματικά μία ιδιότητα του χώρου.

Εικ.2.1

Εικ.2.2

3β. Η Καλδέρα Η δεύτερη περίπτωση μελετάει τον «θαλάσσιο» χώρο της Σαντορίνης και τους τρόπους με τους οποίους αυτός παράγεται. Προσπαθεί να μελετήσει την κινητικότητα στη θάλασσα και, πιο συγκεκριμένα, την καλδέρα της Σαντορίνης, όχι ως κάτι ουδέτερο ή απλά ως ένα φυσικό τοπίο προς θέαση αλλά ως χώρο με κοινωνική και οικονομική σημασία. Ο «θαλάσσιος» χώρος (και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον εναέριο) οριοθετείται και διέπεται από παρόμοιες παραμέτρους με τον χερσαίο, χωρίς φυσικά να υπάρχουν οι ίδιοι τρόποι μελέτης τους. Η καλδέρα της Σαντορίνης αποτυπώνεται σε καρτ-ποστάλ, διαφημίσεις και ταξιδιωτικούς οδηγούς ως ένα φυσικό και α-χρονικό τοπίο μοναδικής ομορφιάς. Η καλδέρα όμως «κατοικείται» κάθε μέρα (τους καλοκαιρινούς μήνες) από αμέτρητα κρουαζιερόπλοια και πολλά άλλα σκάφη. Δεν είναι απλά και μόνο οι διεθνείς μικρόκοσμοι των κρουαζιερόπλοιων που μεταλλάσσουν το ρόλο της αλλά κυρίως

87


006:Layout 1

88

9/27/11

10:29 AM

Page 88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

η αλληλεπίδρασή τους με το υπόλοιπο περιβάλλον και οι σχέσεις που δημιουργούν. Για παράδειγμα, στη Σαντορίνη πάρα πολλά καταστήματα ανοίγουν την ώρα που φτάνουν τα κρουαζιερόπλοια και λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με αυτή την πελατεία. Το δυστύχημα του Sea Diamond είναι επίσης ενδεικτικό της οικονομικής, περιβαλλοντικής και ενδεχομένως πολιτικής σημασίας της καλδέρας. Τα παραδείγματα αυτά αποκαλύπτουν ότι δεν είναι δυνατόν η καλδέρα να είναι μόνο ένα φυσικό τοπίο προς τουριστική εκμετάλλευση, αλλά ότι παίζει πολλαπλούς ρόλους σε πολύ σημαντικούς τομείς. Στο video (εικόνες 1.3-1.4, http://www.youtube.com/watch?v=56rdq D08Hn4) η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα του ρόλου της μελετάται μέσα από τη χρήση του split-screen (χωρισμένη οθόνη: τεχνική στην οποία δύο διαφορετικά πλάνα που κινηματογραφήθηκαν ξεχωριστά προβάλλονται στην ίδια οθόνη) η οποία και χρησιμοποιείται καθ’όλη τη διάρκεια του συγκεκριμένου video. Ενδεικτικά, η πρώτη ενότητα ξεκινάει με μια εικόνα της καλδέρας χωρίς ήχο, στη συνέχεια ο ήχος δυναμώνει και προστίθεται η δεύτερη εικόνα, που προβάλλει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα από την οποία προέρχεται και ο ήχος. Στην «καρτ-ποσταλική» δηλαδή εικόνα έρχεται να προστεθεί ένα συγκεκριμένο γεγονός που συμβαίνει. Αυτή η παράθεση δεν επιθυμεί να συγκρίνει και να αναδείξει αντιθέσεις μεταξύ των δύο εικόνων, αλλά την πολλαπλότητα των πραγμάτων και των παραγόντων (αλληλεπιδράσεις υποκειμένων αντικειμένων, εικόνων, ήχων, κ.λπ.) που μέσω της δημιουργίας (και της κατάργησης) συμπλεγμάτων (assemblages) παράγουν τον χώρο. Κάτι άλλο που επίσης επιχειρεί να τονίσει αυτή η παράθεση είναι η ιδεατή και παράλληλα στατική αντίληψη του χώρου, η οποία προβάλλεται μέσα από καρτ-ποστάλ, διαφημίσεις κ.λπ. Γι’αυτό και σε κάθε ενότητα του video η πρώτη (κάτω) εικόνα δεν εναλλάσσεται όπως η επάνω, αλλά παραμένει σταθερή.

Video Eικ.1.3

Video Eικ.1.4

Η περίπτωση της καλδέρας στρέφει την προσοχή στην παράλληλη μελέτη του χερσαίου, θαλάσσιου (και εναέριου) χώρου. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητο όσο και αποκαλυπτικό, γιατί δίνει τη δυνατότητα ανακάλυψης και ίσως μετασχηματισμού του μέχρι τώρα χάρτη της Σαντορίνης, αλλά και γιατί βοηθάει στην κατανόηση μιας ευρείας και συνολικής έννοιας του χώρου μέσω των δικτύων, των διαδρομών και των διασυνδέσεων που τον ορίζουν.


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 89

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

3γ. Το ηλιοβασίλεμα Η τρίτη περίπτωση μελέτης, που αφορά το φαινόμενο του ηλιοβασιλέματος, δηλαδή την προσέλκυση των επισκεπτών με σκοπό την ενατένιση αυτού του φυσικού φαινομένου, αλλά και τις υπόλοιπες λειτουργίες που σχετίζονται άμεσα ή με αφορμή αυτό, όπως η χαρακτηριστική περίπτωση των γαμήλιων τελετών. Αυτή η μελέτη δεν επιδιώκει απλά και μόνο μια ανάλυση της εμπορευματοποίησης ενός φυσικού φαινόμενου, το οποίο προσφέρεται ως θέαμα προς κατανάλωση, μιας και μια τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν κατά την γνώμη μου μονοδιάστατη. Προσπαθεί επιπλέον να προσεγγίσει τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό τοπίο και το πώς μέσα από αυτή τη σχέση ο καθένας από μας διαμορφώνει το χώρο. Σύμφωνα με τoυς Deleuze και Guattari, η ενατένιση της φύσης από τον άνθρωπο δεν σημαίνει τον διαχωρισμό του από αυτή, δηλαδή το τοπίο είναι «εκεί» κι εγώ «εδώ», αλλά εγώ ενυπάρχω μέσα σε αυτό και αυτό μέσα σε μένα. Eίναι οι τρόποι που αλληλεπιδρούμε και με τους οποίους το αντιλαμβάνομαι, οι τρόποι που παράγουν τον χώρο μέσω συνεχών διαδικασιών εδαφοκυριαρχίας (territorialization) και απο-εδαφοκυριαρχίας (de-territorialization). Στις διαδικασίες αυτές παίζουν ρόλο αναρίθμητοι παράγοντες, που τις μετατρέπουν αναλόγως με την εκάστοτε συμμετοχή και συμπεριφορά (υποκειμένων, αντικειμένων, φυσικών συνθηκών κ.λπ.). Οι γαμήλιες τελετές, για παράδειγμα, επιδιώκουν να γίνονται αυτήν την ώρα γιατί υπάρχει η συσχέτιση του ηλιοβασιλέματος με το ρομαντικό στοιχείο. Στην Οία συσσωρεύεται ένας τεράστιος αριθμός επισκεπτών για να δει το ηλιοβασίλεμα, και στο video (εικόνες 1.51.6, http://www.youtube.com/ watch?v=56rdqD08Hn4) μπορεί να παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις τους. Δηλαδή το ηλιοβασίλεμα εκφράζεται στο χώρο ως «ρομαντισμός», δεν είναι απλά μία κωδικοποίησή του αλλά ένας τρόπος εδαφοκυριαρχίας του.

Video Eικ.1.5

Video Eικ. 1.6

Ο χαρακτηρισμός του ηλιοβασιλέματος ως «ρομαντικό» (και πολύ συχνά της Σαντορίνης γενικότερα2) είναι όμως και ένας τρόπος ελέγχου (συνειδητός ή μη) και χειρισμού αυτού του φυσικού φαινομένου, ο οποίος το περιορίζει αναπαράγοντας συνεχώς αυτή του την «ιδιότητα». Με άλλα λόγια εμποδίζει τη δημιουργία διαφορετικών αλληλεπιδράσεων και σχέσεων ανάμεσα σε υποκείμενοφυσικό φαινόμενο που πραγματοποιείται μέσω συναισθημάτων/θυμικών. Η παρεμπόδιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα περιορισμένες χρήσεις και εκφράσεις του χώρου (όπως γαμήλιες τελετές και μαζικές επισκέψεις στην Οία), δηλαδή οι δια-

2. Σε πάρα πολλούς ιστότοπους η Σαντορίνη διαφημίζεται ως ρομαντικός προορισμός: Santorini is a beautiful and romantic Island of Greece with its own characters and unique style. Santorini has the reputation for extraordinary beauty, breath taking sunset, stunning views and unforgettable landscape. Santorini is a suitable place for the couples looking for a relaxing and charming holiday (https://www.amazines.com). Days at leisure to enjoy the sun, the unforgettable view and the most romantic sunset in the world (http://www.athensgreece.us). Or what could be more romantic than exchanging wedding vows at the beautiful chapel of Aghia Irini (Saint Irini) with a Santorini sunset as a backdrop? (http://www.simply-santo ri ni.com). Oia is a romantic place because of its beautiful panoramas that tourists admire at the sunset (http://www.greeceindex.com).

89


006:Layout 1

90

9/27/11

10:29 AM

Page 90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

δικασίες εδαφοκυριαρχίας και απο-εδαφοκυριαρχίας (εάν υπάρχουν) είναι στείρες, δεν υπάρχει ελεύθερη ανταλλαγή μεταξύ των δυναμικών που τις διέπουν και ο χώρος που παράγεται είναι κατά κάποιο τρόπο οριοθετημένος, αυτό που οι Deleuze και Guattari ονομάζουν becoming-the-same. H περίπτωση του ηλιοβασιλέματος επιχειρεί, μέσα από το παράδειγμα της επονομασίας και προώθησής του ως «ρομαντικό», να μελετήσει τους τρόπους ελέγχου και περιορισμού του χώρου. Αυτό γίνεται με την παρεμπόδιση δράσεων/αντιδράσεων που είναι δυνατές μόνο μέσω της απελευθέρωσης των συναισθημάτων/θυμικών. Οι αλληλεπιδράσεις κόσμου-ηλιοβασιλέματος είναι αναρίθμητες και διαφορετικών εντάσεων και μορφών, φτάνει μόνο να σκεφτεί κανείς ότι εκτός από την όραση, που θεωρούμε ως βασική, παίζουν ρόλο και όλες οι άλλες αισθήσεις (π.χ. την ώρα του ηλιοβασιλέματος στο video ακούγεται ο ήχος της κιθάρας ενός μουσικού ο οποίος δίνει μία άλλη αίσθηση του χώρου, που και πάλι γίνεται αντιληπτή διαφορετικά από τον κάθε επισκέπτη). Αυτή η περίπτωση μελέτης αποσκοπεί δηλαδή σε μια υποκειμενική αντίληψη των πολλαπλών δυνατοτήτων του χώρου που προσφέρει η αναγνώριση του ρόλου των συναισθημάτων/θυμικών.

4. Συμπεράσματα Ποια είναι λοιπόν τα συμπεράσματα και οι ιδέες που μπορεί να γεννά η ανάλυση των τριών αυτών περιπτώσεων μελέτης για τον χώρο της Σαντορινης; Είναι το γίγνεσθαι απλώς αναπαραγωγικό ή μπορεί να είναι και παραγωγικό, ικανό να απελευθερώσει νέες δημιουργικές μορφές; Καταρχήν δεν υπάρχει καμία κοινωνία που εξελίσσεται με μόνο τον ένα ή τον άλλο τρόπο (Massumi 1992: 116), η εξέλιξη είναι και παραγωγική –πολλών μορφών– αλλά και μη παραγωγική, με την έννοια της στείρας αναπαραγωγής. Αυτές είναι δυο δυνάμεις οι οποίες συνυπάρχουν σε κάθε κοινωνία με διαφορετικές βέβαια εντάσεις. Και στις τρεις περιπτώσεις μελέτης βλέπουμε ότι υπάρχει μεν μια έντονη προσπάθεια για ένα οργανωμένο και αποδοτικό (τουριστικά και οικονομικά) χώρο, όπου έχουμε έλεγχο και γι’αυτό διαχωρισμό και κατακράτηση των δυναμικών και των κινήσεων: το χαρακτηριστικό της διάσπαρτης δόμησης είναι γενικά η ομοιομορφία, ο μιμητισμός διαδεδομένων και συχνά παροχυμένων μορφών με ένα αποτέλεσμα προβληματικό, η καλδέρα είναι ένας ασφυκτικά οργανωμένος χώρος που τον ορίζουν οι διαδρομές των δεκάδων κατά εβδομάδα κρουαζιερόπλοιων και συμβατικών πλοίων, τέλος, το ηλιοβασίλεμα είναι επονομαζόμενο, οριοθετημένο και αυστηρά ελεγχόμενο. Σίγουρα όμως υπάρχουν και κινήσεις που διαφεύγουν τον έλεγχο και αυτές οι κινήσεις έχουν πάρα πολλές μορφές. Μερικές φορές αιτία τους είναι η χαλαρή νομοθεσία, η ισχυρή ιδιωτική πρωτοβουλία ή κάποιος φυσικός παράγοντας που εξακολουθεί να είναι έντονος. Έτσι και στις τρεις περιπτώσεις μελέτης υπάρχουν πολλά στοιχεία που «διαφεύγουν» τη συμβατική και προδιαγεγραμμένη πορεία και είναι, ίσως, ταυτόχρονα ικανά να «αναταράξουν» (Lorraine 2004: 172) το τοπίο: Τέτοιες κινήσεις μπορεί να είναι τυχαίες και πολύ περιορισμένες, αλλά μπορεί να πάρουν και μια πιο συντονισμένη και εκτεταμένη μορφή: οι ευφάνταστες αρχιτεκτονικές δημιουργίες που μπορεί να διακρίνει κανείς στη διάσπαρτη δόμηση, που προέρχονται ακριβώς απο


006:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 91

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ

τη μίξη ετερόκλητων στοιχείων, η ανάμιξη διαφορετικών γλωσσών, ήχων και νοοτροπιών που δίνουν τελικά μια άλλη διάσταση π.χ. στο ηλιοβασίλεμα, το πέραδώθε των πλοιών στην καλδέρα κ.λπ. Αυτά τα παραδείγματα μπορεί να είναι απλώς κάποια «διασκεδαστικά» συμβάντα, αλλά μπορεί και να έχουν μία απρόβλεπτη και δημιουργική εξέλιξη.3 Για να υπάρξει απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που παράγουν τον χώρο, με άλλα λόγια για να είναι το γίγνεσθαι παραγωγικό και όχι αναπαραγωγικό, πρέπει ο χώρος να νοείται ως ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων αμέτρητων διαφορετικών δυναμικών που τον καθιστούν αναπόσπαστο κομμάτι του χρόνου: κινούμενο, μεταβατικό και προσωρινό. Κατά τη γνώμη μου, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο να περιορίσει και ίσως να εξαλείψει τις στερεοτυπικές κατηγοριοποιήσεις ενός μέρους, οι οποίες τις περισσότερες φορές πηγάζουν και στηρίζονται στο «πάγωμα» του χρόνου και κυρίως του χώρου (εξύμνηση στοιχείων του παρελθόντος και εξιδανίκευση μιας ανέγγιχτης από τον πολιτισμό φύσης) και οι οποίες στερούν από ένα τόπο καταρχήν τη δυναμική του, δεν τον αντιμετωπίζουν ως κάτι εξελισσόμενο παρά ως κάτι σταθερό το οποίο πρέπει να διατηρηθεί με οποιαδήποτε μέσα για να μπορέσει να «επιβιώσει». Αντί λοιπόν να έχουμε ενσωμάτωση και ενδυνάμωση, με τα σύγχρονα δεδομένα και απαιτήσεις, των στοιχείων ενός τόπου (παραδοσιακοί οικισμοί, φυσικά τοπία ιδιαίτερου κάλλους κ.ά.) έχουμε την προσπάθεια διατήρησής τους ως έχουν, για απλή θέαση και κατανάλωση. Από την άλλη, τα μέρη τα οποία δεν παρουσιάζουν ανάλογο και άμεσο ενδιαφέρον αφήνονται στη μοίρα τους και αντιμετωπίζονται ως χωριστή περίπτωση. Αυτή η απόπειρα διατήρησής (σύλληψης του χώρου ως στατικού) έχει λοιπόν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διπόλων, κυρίως μεταξύ νέου-παλιού, αλλά και άσχημου-ωραίου, φύσης-πολιτισμού κ.λπ. Τα δίπολα αυτά κατακερματίζουν τον χώρο (και φυσικά τον χρόνο, από όπου και η διαφοροποίηση χαμηλής-υψηλής σαιζόν) και εμποδίζουν την κατανόησή του ως προϊόν διαφορετικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων, ως μια πολλαπλότητα και μια οντότητα εν τω γίγνεσθαι, και έτσι την ικανότητά του να δημιουργεί επαφές (δίκτυα) με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα αυτά δημιουργούν πολλά προβλήματα, εμφανή στην εξέλιξη της Σαντορίνης (και ίσως πολλών άλλων τουριστικών προορισμών) σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι λύση μπορεί να βρεθεί, τουλάχιστον για αρχή, στον τρόπο αντίληψής μας για τον χώρο. Με άλλα λόγια να μάθουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως μία αίσθηση, ένα πέρασμα· να μάθουμε, σύμφωνα με την Arsic (2004), να φεύγουμε και να φτιάχνουμε συνεχώς ένα καινούργιο σπίτι. Η περίπτωση της Σαντορίνης πρέπει να εκτιμάται πάντα με τις δυναμικές και τις σχέσεις που την συντάσσουν στο παρόν: δηλαδή με όλα όσα συνδέεται υλικά ή όχι, όπως και με κάθε υποκείμενο, αντικείμενο, ήχο, φως, υφή κ.λπ. Για μια τέτοια εκτίμηση είναι απαραίτητη η αναγνώριση του συναισθήματος/θυμικού που ενεργοποιείται από τα οπτικοακουστικά μέσα. Έτσι η κινούμενη εικόνα (στο video) ή το χωρίς αρχή, μέση και τέλος σύμπαν των φωτογραφιών (Fusserl 2000) βοηθούν στην πραγματοποίηση τέτοιων συσχετισμών και μιας συνολικής αντίληψης του χώρου. Ένας αρχικός λοιπόν στόχος ίσως είναι να προσπαθήσουμε να «σχεδιάσουμε» όχι ένα συμβατικό χάρτη της Σαντορίνης αλλά ένα χάρτη των κινούμενων εντάσεων που συνεχώς μετασχηματίζονται μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση.

3. Πολλές τάσεις που θεωρούμε ότι έχουν θετική εξέλιξη για τον τουρισμό, με την έννοια ότι βοηθούν στη βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου, από όλες τις πλευρές έχουν προέλθει από την ευφάνταστη μίξη ετερόκλητων στοιχείων. Στη Σαντορίνη, π.χ., η επιρροή του τουρισμού συνεισέφερε σε μια ανάπτυξη της γαστρονομίας, με την έννοια ότι τα τοπικά προιόντα πήραν άλλες μορφές, αποδίδοντας έτσι έναν δημιουργικό και εξελίξιμο συνδυασμό του τοπικού με το παγκόσμιο. Σε άλλα τουριστικά μέρη αυτό έχει επιτευχθεί σε άλλους, πολιτιστικούς, κυρίως, τομείς, όπως πολύ συχνά στην αρχιτεκτονική.

91


006:Layout 1

92

9/27/11

10:29 AM

Page 92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 81-92

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Arsic, B. (2004), «Thinking Leaving», στο Buchanan, I. και Lambert, G. (επιμ.), Deleuze and Space, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. Back, L. και Bull, M. (2004), The Auditory Culture Reader (Sensory Formations), Οξφόρδη: Berg publishers. Deleuze, G. και Guattari, F. (2004), A thousand plateaus: Capitalism and Schizophrenia, Λονδίνο: Continuum. Deleuze, G. και Guattari, F. (2003), What is Philosophy?, Λονδίνο, Verso. Deleuze, G. and Parnet, C. (2006), Dialogues, Λονδίνο: Continuum. Flusser, V. (2000), Towards a philosophy of Photography, Λονδίνο: Reaktion Books. Grosz, E. (2001), Architecture from the outside, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης, MIT Press. Harris, A.P. (2004), «To See with the Mind and Think through the Eye: Deleuze, Folding Architecture, and Simon Rodia’s Watts Towers», στο Buchanan, I. και Lambert, G. (επιμ.), Deleuze and Space, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. Hasley, M. (2004), «Environmental visions, Deleuze and the modalities of Nature», Ethics & the Environment 9(2). Ingersoll, R. (2006), Sprawltown, Πρίνστον: Princeton Architectural Press. Knowles, C. and Sweetman, P. (2004), Picturing the Social Landscape, Λονδίνο: Routledge. Lefebvre, H. (1996), The Production of Space, Οξφόρδη: Blackwell. Lorraine, T. (2004), «The nomadic subject in smooth space», στο Buchanan, I. και Lambert, G. (επιμ.), Deleuze and Space, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. Massey, D. (1984), Spatial divisions of labour: social structures and the geography of Production, Λονδίνο: Macmillan. Massey, D. (1994), Space, Place and Gender, Μινεάπολις: University of Minnesota Press. Massumi, B. (1992), A user’s guide to Capitalism & Schizophrenia, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης: MIT Press. Pink, S. (2001), Doing Visual Ethnography, Λονδίνο: Sage. Rogoff, I. (2000), Terra infirma: geography’s visual culture, Λονδίνο: Routledge. Soja, W.E. (2005), Thirdspace: Expanding the scope of geographical imagination, στο Massey, D., Allen, J., και Sarre, P. (επιμ.), Human Geography Today, Κέμπριτζ: Polity Press. University of Cincinnati, School of Planning (2004), Santorini: Sustainable Regional Development; Phase A: Analysis. Wylie, J. (2006), «Depths and folds: on landscape and the gazing subject», Environment and Planning D: Society and Space 24(4). Χατζηγιαννάκη, Ζ. (2010), «Ο ρόλος των οπτικοακουστικών μέσων στην έρευνα του χώρου», Διμηνιαία ηλεκτρονική έκδοση Τεχνικών Χρονικών, ΤΕΕ. Εικόνες: 1.1-1.6: φωτογραφίες από το video (DV PAL 16:9, έγχρωμο, 25”) 2.1 και 2.2: Φωτογραφίες (σύνολο: 12 C-prints) από την σειρά SantoREni: έργο σε εξέλιξη (http://www.zoehatziyannaki.com/santo.html)


007:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 93

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 93-96

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ

Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

-

Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

ΕΠΑΝΑΤΟΠΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ EUROPEAN URBAN AND REGIONAL STUDIES, 15-17.9.2010, EUROPAHAUS, ΒΙΕΝΝΗ Ίων Σαγιάς1

άθε δύο χρόνια το περιοδικό European Urban and Regional Studies διοργανώνει σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις συνέδρια που εστιάζουν στα κρίσιμα και πάντα επίκαιρα ζητήματα της άνισης ανάπτυξης και των προβλημάτων που αυτή γεννά. Παράλληλα, στα συνέδρια αυτά εξετάζονται κριτικά οι τρέχουσες πολιτικές σχεδιασμού σε αστικό και περιφερειακό επίπεδο. Οι συμμετοχές είναι πάντα εξαιρετικά πολυπληθείς και πολυεθνικές, προέρχονται δε τόσο από τον ευρωπαϊκό βορρά όσο και τον ευρωπαϊκό νότο. Τα συνέδρια του περιοδικού τα τελευταία 6 χρόνια (Roskilde, Istanbul, Vienna) διερευνούν τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, των περιφερειακών ανισοτήτων και της αστικής ανάπτυξης. Οι εισηγήσεις προέρχονται από πολλά επιστημονικά πεδία που περιλαμβάνουν κυρίως την οικονομική γεωγραφία, την αστική γεωγραφία και κοινωνιολογία, την πολιτική επιστήμη και την περιφερειακή ανάπτυξη. Οι θεματικές ενότητες στις οποίες επικεντρώθηκε το 8ο συνέδριο στη Βιέννη (15-17 Σεπτεμβρίου 2010) προέκυψαν από τη δια-

Κ

1. Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών, ΕΜΠ, isayas@central.ntua.gr

πίστωση ότι η εδαφική επικράτεια της ευρωπαϊκής ένωσης διευρύνεται σε μια εποχή όπου η οικονομική και πολιτική κρίση φαίνεται να θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση τη συνέχιση μιας περιόδου συνεχούς μεγέθυνσης, ενώ αναδύονται νέες ανισότητες μεταξύ και εντός των εθνικών κρατών. Παράλληλα, χώρες όπως η Βραζιλία η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα (γνωστές και ως BRICs) αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στον σύγχρονο διεθνή καταμερισμό εργασίας, γεγονός το οποίο φαίνεται να οδηγεί στην επανατοποθέτηση των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου στον καταμερισμό αυτό. Οι πολύπλευρες επιπτώσεις αυτών των αναδιαρθρώσεων και ανακατατάξεων αποτέλεσαν τον πυρήνα του επιστημονικού διαλόγου στη Βιέννη. Συγκεκριμένα ο προβληματισμός των εισηγήσεων έθεσε ερωτήματα όπως: μπορούν στις σημερινές συνθήκες να εφαρμοσθούν πολιτικές για την ανάπτυξη «δημιουργικών»/«ανταγωνιστικών» πόλεων και είναι σε θέση οι εν λόγω πολιτικές να μειώσουν τις ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών; Ποιες πολιτικές μπορούν

93


007:Layout 1

94

9/27/11

10:29 AM

Page 94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 93-96

σε μια περίοδο ύφεσης να αναστρέψουν τα φαινόμενα χωρικού και κοινωνικού αποκλεισμού που οξύνθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης; Οι εισαγωγικές κεντρικές ομιλίες (keynote papers) της πρώτης ημέρας από τους Ron Boschma (Πανεπιστήμιο Utrecht-Ολλανδία), με τίτλο «Regional branching and regional innovation policy» (Περιφερειακή διακλάδωση και πολιτική περιφερειακής καινοτομίας), και Andreas Novy (Οικονομικό και Επιχειρησιακό Πανεπιστήμιο Βιέννης, Αυστρία), με τίτλο «Political Economy of social innovation and social cohesion in Vienna» (Η πολιτική οικονομία της κοινωνικής καινοτομίας και η κοινωνική συνοχή στη Βιέννη), κινήθηκαν στη θεματική «Δημιουργικότητα και Αειφορία» και έθεσαν τις κύριες διαστάσεις του διαλόγου για τη σημασία και την αξιολόγηση της σύγχρονης οικονομικής στρατηγικής και των μέτρων πολιτικής στην ΕΕ. Οι κεντρικές ομιλίες της δεύτερης μέρας από τον Frank Moulaert (Καθολικό Πανεπιστήμιο της Lueven, Βέλγιο) «Spaces of Social Innovation: How Europe moves its Boundaries» (Χώροι κοινωνικής καινοτομίας: Πώς η Ευρώπη επεκτείνει τα όριά της) και τον Κωστή Χατζημιχάλη (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα) «Uneven Geographical Development and Socio-Spatial Justice/Solidarity: European regions after the 2009 financial crisis» (Άνιση Γεωγραφική Ανάπτυξη και χωρο-κοινωνική δικαιοσύνη/αλληλεγγύη: Οι Περιφέρειες της Ευρώπης μετά την οικονομική κρίση του 2009) προχώρησαν το διάλογο ένα

βήμα παραπέρα, εξετάζοντας την πολιτική οικονομία και τη γεωγραφία της περιόδου της κρίσης και των ανακατατάξεων που η τελευταία φαίνεται να προκαλεί. Τέλος, οι κεντρικές ομιλίες της τρίτης ημέρας από τους Merje Kuus (Πανεπιστήμιο British Columbia, Καναδάς), με τίτλο «Whose regional expertise?: Know-how and Know-where in Brussels» (Για ποια περιφερειακή ειδικότητα? Τεχνογνωσία και χωρο-γνωσία στις Βρυξέλλες), και Mick Dunford (Πανεπιστήμιο Sussex, Ηνωμένο Βασίλειο), με τίτλο «Models of Development and Global Convergence: the Rise of China and of a Polycentric World», (Πρότυπα ανάπτυξης και σύγκλιση σε παγκόσμιο επίπεδο: Η ανάδυση της Κίνας σε ένα πολυκεντρικό Κόσμο), συνέδεσαν την ευρωπαϊκή προοπτική με τις αλλαγές στο διεθνοποιημένο τεχνολογικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Οι εισηγήσεις της Συνάντησης οργανώθηκαν στις παρακάτω ομάδες εργασίας: Επιχειρηματικές συγκεντρώσεις στο χώρο, δημιουργικότητα και γνώση (Clusters, Creativity and Knowledge) Στην ομάδα αυτή εντάχθηκαν 17 εργασίες από χώρες. Οι ομιλητές και ομιλήτριες επικεντρώθηκαν στη συμβολή της επιχειρηματικότητας, των οικονομιών συγκέντρωσης και των δικτύων παραγωγής καινοτομίας στη δημιουργία νέων χωρικών διαφοροποιήσεων στις περιφέρειες της Ευρώπης. Οι εισηγήσεις ανέδειξαν σημαντικούς διαρθρωτικούς παράγοντες οι οποίοι διευκολύνουν/εμποδίζουν την ανάπτυξη των τομέων έντασης γνώσης, ασκώντας

παράλληλα κριτική στην μονομέρεια της προσέγγισης του Ρ. Φλόριντα η οποία επικεντρώνεται στους soft 3Τ παράγοντες (Talent, Technology and Tolerance) για την ανάπτυξη «δημιουργικών πόλεων/πόλων». Αμφισβήτησαν παράλληλα την υπόθεση ότι η λεγόμενη «δημιουργική» τάξη χαρακτηρίζεται από σημαντική κινητικότητα και τόνισαν τη σημασία του χώρου και της ιστορίας της αναπτυξιακής πορείας στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών προσέλκυσης/ανάπτυξης των τομέων τεχνολογικής αιχμής. Μεταβολές στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και περιφερειακή ανάπτυξη - Δίκτυα γνώσης και πολιτική καινοτομίας (Changing Global Divisions of Labour and Regional Development-Knowledge networks and innovation policy) Οι δύο αυτές ομάδες εργασίας περιελάμβαναν 18 εισηγήσεις και ο διάλογος επικεντρώθηκε στις σημαντικές αλλαγές οι οποίες παρατηρούνται στον πλανητικό καταμερισμό εργασίας και στις επιπτώσεις της αναδιάταξης αυτής σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και στη βαρύνουσα σημασία των δικτύων καινοτομίας στην προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης. Διαπιστώθηκε ότι οι τοπικές χωρο-κοινωνικές ιδιαιτερότητες και οι διαφορετικές χωρικές πολιτικές αναδεικνύονται και στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων ως σημαντικοί τροφοδότες της περιφερειακής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις περισσότερες εισηγήσεις. Στο πλαίσιο αυτών των ομάδων εργασίας παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν τα σημαντικά ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος «Constructing Regional


007:Layout 1

9/27/11

10:29 AM

Page 95

ΙΩΝ ΣΑΓΙΑΣ

Advantage (CRA)» («Κατασκευάζοντας περιφερειακό πλεονέκτημα» - http://www.lunduniversity.lu.se/) το οποίο χρηματοδοτήθηκε από European Science Foundation και τα ομόλογα ιδρύματα σε 8 Ευρωπαϊκές χώρες. Αστική αλλαγή, λαϊκός κοσμοπολιτισμός και δημιουργικές υποκουλτούρες - Αστική ανάπλαση και τουρισμός (Urban Change, Vernacular Cosmopolitanisms and Creative Subcultures, Urban Redevelopment and Tourism) Στις δύο αυτές ομάδες εργασίες παρουσιάστηκαν 15 εισηγήσεις οι οποίες εστίασαν κατά κύριο λόγο στις όψεις της άνισης ανάπτυξης του αστικού χώρου και στις ανισότητες που προκύπτουν από την υιοθέτηση νεο-φιλελεύθερων πολιτικών σχεδιασμού. Ζητήματα μετανάστευσης, κοινωνικού διαχωρισμού και ποικιλομορφίας καθώς και οι επιπτώσεις των αστικών αναπλάσεων, των μεγάλων έργων-ναυαρχίδων και στρατηγικών προώθησης «επιχειρηματικών» πόλεων εξετάστηκαν με βάση την εμπειρία από πολλές πόλεις της Ευρώπης. Οι διαπιστώσεις των περισσότερων εργασιών ανάδειξαν τη σημασία της συγκειμενικότητας και της ιδιαίτερης ιστορίας της αναπτυξιακής πορείας και των αναπτυξιακών επιλογών στη διαμόρφωση του σύγχρονου αστικού κοινωνικού τοπίου. Στο πλαίσιο της ομάδας για την αστική αλλαγή και τον λαϊκό κοσμοπολιτισμό παρουσιάστηκαν 4 από τις εργασίες οι οποίες προετοιμάστηκαν για το ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού με τίτλο: «Diversity, Inequality and Urban Change» (Ποικιλομορφία, ανισότητα και

αστική αλλαγή) το οποίο επιμελείται ο Β. Αράπογλου, λέκτορας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Οι εν λόγω εισηγήσεις εστίασαν ιδιαίτερα στις διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις της ποικιλομορφίας, στην κοινωνική συνοχή και στη σημασία της αστικής πολιτικής και των κοινωνικών πολιτικών στη σύγχρονη αστική ανάπτυξη. Πολιτική οικονομία των πόλεων και των περιφερειών σε μια εποχή μετασχηματισμού - Οικονομική και περιβαλλοντική αειφορία στις πόλεις και τις περιφέρειες - Διακυβέρνηση, πόλεις και περιφέρειες (Political Economy of Cities and Regions in an Era of Transformation - Economic and Environmental Sustainability in Cities and Regions - Governance, Cities and Regions) Οι ομάδες εργασίας αυτές εξέτασαν ζητήματα αναπτυξιακής πολιτικής και μορφών διακυβέρνησης καθώς και τις ιδιαίτερες επιπτώσεις τους στον αστικό και περιφερειακό χώρο και την αειφορία. Οι 17 εργασίες που παρουσιάστηκαν πραγματεύτηκαν μια πληθώρα πολιτικών και προγραμμάτων ανάπτυξης σε διάφορες πόλεις και περιφέρειες της Ευρώπης, στο σύγχρονο διευρυμένο πλαίσιο ανταγωνισμού χωρών και επιχειρήσεων. Η πλειονότητα των ερευνητών/-τριών υποστήριξε ότι, παρά τη σύγκλιση σε ό,τι αφορά το είδος των μέτρων και προγραμμάτων πολιτικής που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι επιπτώσεις τους δεν είναι ομοιόμορφες. Επίσης κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι ανισότητες και η κατασπατάληση φυσικών πόρων δεν έχει μετριασθεί

παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις των παρεμβάσεων που εξετάστηκαν. Κινητικότητα και Μετανάστευση - Ευρωπαϊκά σύνορα: Οικονομικές περιφέρειες και ταυτότητα Ευρωπαϊκά σύνορα: Ενσωμάτωση, αποκλεισμός και ταυτότητα (Mobility and Migration - European Borders and Boundaries: Economic Peripheries and Identity European Borders and Boundaries: Inclusion, Exclusion and Identity) Η θεματική ενότητα αυτή περιελάμβανε 3 ομάδες εργασίας στις οποίες παρουσιάστηκαν 17 εργασίες. Οι εισηγήσεις επικεντρώθηκαν στις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής διεύρυνσης και των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ευρώπη και από χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Τα ειδικότερα θέματα που εξετάστηκαν ήταν η επίδραση της διεύρυνσης και της μετανάστευσης στην ευρωπαϊκή οικονομία και τον ανταγωνισμό επιχειρήσεων και περιφερειών, στην κοινωνική συνοχή και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η 8η Συνάντηση-Συνέδριο του EURS στη Βιέννη συνέχισε στην παράδοση των ιδιαίτερα επιτυχημένων επιστημονικών συνεδρίων τόσο από πλευράς οργάνωσης όσο και επιλογής τόπου. Το Europahauss βρίσκεται σε ένα «καλό» προάστιο της Βιέννης, μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει έναν καφέ παρακολουθώντας τους σκίουρους να πηδάνε από το ένα δέντρο στο άλλο και ‒αν δεν θέλει να εξερευνήσει τη νυχτερινή ζωή στη Βιέννη η οποία, παρά τις περί του αντιθέτου φήμες,

95


007:Layout 1

96

9/27/11

10:29 AM

Page 96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 93-96

είναι ιδιαίτερα δυναμική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα‒ να δοκιμάσει τις πολλές διαφορετικές μπύρες και μια μεγάλη ποικιλία κρασιών στο μπαρ των εγκαταστάσεων κουβεντιάζοντας για ποδόσφαιρο με τον έλληνα σερβιτόρο. Αν όμως θελήσετε να γευθείτε τοπικές σπεσιαλιτέ μάλλον θα απογοητευτείτε και θα

πρέπει αναγκαστικά να περιπλανηθείτε στο κέντρο της πόλης. Τέλος, μια αξιοπρόσεκτη και ευχάριστη διαπίστωση: στη Συνάντηση της Βιέννης υπήρξε σημαντική αύξηση των ελλήνων εισηγητών/-τριών και ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς, τόσο από ελληνικά όσο και από άλλα ευρωπαϊκά ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα. Ίσως το γεγονός

αυτό αποτελεί μια απάντηση στο μύθο της εσωστρέφειας των ελλήνων ερευνητών/-τριών αλλά και ένας λόγος για το οποίο η επόμενη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί το 2012 στο Ρέθυμνο. Ραντεβού στο Ρέθυμνο λοιπόν!


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 97

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΤΟ ΠΡΩΗΝ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Ερευνητική Ομάδα Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ1

Σύνοψη

1. Ερευνητική Ομάδα: Νίκος Μπελαβίλας, Δρ. Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Επικ. Καθηγητής ΕΜΠ (επιστημονικός υπεύθυνος), Νάντια Σουρέλη, Αρχιτέκτων Μηχ. ΑΠΘ, Υποψ. Δρ Πολεοδομίας University of California Los Angeles (συντονίστρια έρευνας), Πολίνα Πρέντου, Αρχιτέκτων Μηχ. ΕΜΠ (συντονίστρια έρευνας), Φερενίκη Βαταβάλη, Δρ. Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος ΕΜΠ, Μαρία Καλαντζοπούλου, Πολιτικός Μηχ.Συγκοινωνιολόγος, Υποψ. Δρ. ΕΜΠ, Πασχάλης Σαμαρίνης, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Υποψ. Δρ. ΕΜΠ, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Υποψ. Δρ. ΕΜΠ, Βασιλική Βαλληνδρά, Αρχιτέκτων Μηχ. ΕΜΠ, Μαρίνα Θεοδώρου, Αρχιτέκτων Μηχ. ΕΜΠ, Θεοδώρα Χατζή-Ροδοπούλου, Αρχιτέκτων Μηχ. ΕΜΠ, Θωμαή Χριστοπούλου, Αρχιτέκτων Μηχ. ΠΘ, Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Πολιτικός Μηχ. ΕΜΠ. Σύμβουλοι έρευνας: Βάσω Τροβά, Αρχιτέκτων Μηχ., Αναπλ. Καθηγήτρια Παν/μίου Θεσσαλίας, Φαίδων Γεωργιάδης, Πολεοδόμος-Χωροτάκτης, Γιάννης Ψυχάρης, Οικονομολόγος, Αναπλ. Καθηγητής Παντείου Παν/μίου.

To ερευνητικό πρόγραμμα «Βασικές αρχές σχεδιασμού Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού» εκπονήθηκε το 2009-2010 από το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ για λογαριασμό της ΤΕΔΚΝΑ και των Δήμων Ελληνικού-Αργυρούπολης, Αλίμου και Γλυφάδας. Το πεδίο της έρευνας αφορά την έκταση του πρώην αεροδρομίου, η οποία ανέρχεται σε 5.287 στρέμματα, και της όμορης παράκτιας έκτασης, η οποία καλύπτει 976 στρέμματα. Διερευνήθηκαν οι δυνατότητες, το κόστος και η εφικτότητα διαμόρφωσης ενός πάρκου μητροπολιτικής εμβέλειας και υψηλού πρασίνου στο Ελληνικό. Κατεγράφησαν τα πολεοδομικά, θεσμικά και τεχνικά στοιχεία του χώρου του πρώην αεροδρομίου και της ακτής του Σαρωνικού, τα δεδομένα πράσινων και ελεύθερων χώρων στο μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας, διερευνήθηκαν οι σχέσεις της περιοχής και η θέση της στο συγκρότημα και αξιολογήθηκαν τα υφιστάμενα σενάρια αξιοποίησης. Ελέγχθηκαν τα διαθέ-

σιμα οικονομικά στοιχεία της μέχρι τώρα λειτουργίας των εγκαταστάσεών του και εξετάστηκαν τα τεχνικοοικονομικά δεδομένα της δημιουργίας του πάρκου. Κατεγράφη επίσης η διεθνής εμπειρία επανάχρησης πρώην αεροδρομίων και λειτουργίας πάρκων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα της έρευνας τεκμηριώνουν την εφικτότητα όπως και την πολεοδομική και περιβαλλοντική αναγκαιότητα της δημιουργίας του πάρκου. Υποδεικνύουν επίσης μια βασική στρατηγική βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων φάσεων για την υλοποίησή του.

Η αναγκαιότητα Η Αθήνα δεν έχει ανάγκη μόνο τον χώρο του πρώην αεροδρομίου ως χώρο μητροπολιτικού πρασίνου, αλλά εκτάσεις διαταγμένες σε κλίμακες γειτονιάς, δήμου, μητρόπολης που σύμφωνα με τις ελληνικές προδιαγραφές θα έπρεπε να υπερβαίνουν τις 35.000 στρέμματα. Αυτός δε ο στόχος ενός «ανεκτού επιπέδου πρασίνου» είναι χαμηλός σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών πρωτευουσών.

97


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 97-103

98

Η χωροθέτηση

1 Στο επίπεδο χώρων πρασίνου μητροπολιτικής εμβέλειας, η πόλη διαθέτει μόνο την πράσινη ζώνη του κέντρου (αρχαιολογικοί χώροι, λόφοι, κήποι και άλση της ιστορικής Αθήνας), το «Αττικό Άλσος» στα Τουρκοβούνια, το πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» στο Ίλιον και λίγα μικρά δημοτικά πάρκα. Εντέλει, το μητροπολιτικό συγκρότημα διαθέτει σήμερα μόλις 3,84 μ2 ελεύθερων δημόσιων αδόμητων χώρων (εκτός του οδικού συστήματος), εκ των οποίων το 35% είναι επιφάνειες χωρίς φύτευση καλυμμένες κατά κανόνα με σκληρά δομικά υλικά (άσφαλτο, τσιμέντο). Το υπόλειμμα των 2-2,5 μ2 πρασίνου/κάτοικο υστερεί κατά πολύ από το επίσημο όριο των 8,0 μ2 πρασίνου/κάτοικο.2 Επιπλέον, το δίκτυο χώρων πρασίνου το οποίο προβλέφθηκε και σχεδιάστηκε μετά το 1985,3 αλλά πριν από την πολεοδομική και πληθυσμιακή διόγκωση της Αθήνας, την αστική διάχυση σε πρώην αγροτικές και δασικές γαίες στα Μεσόγεια και το Θριάσιο όπως και στις πλαγιές των ορεινών όγκων, καθώς και πριν τις μεγάλες περιαστικές

πυρκαγιές, υλοποιήθηκε μόνο κατά ένα πολύ μικρό τμήμα του. Ακόμη και αν είχε υλοποιηθεί το δίκτυο χώρων πρασίνου που προβλέφθηκε κατά τις δεκαετίες 1980-90, θα εξακολουθούσε να υφίσταται η αναγκαιότητα για νέους χώρους πρασίνου. Αντίθετα, παρά τις ανάγκες, οι χωροθετήσεις των ολυμπιακών εγκαταστάσεων του 2004 εξάντλησαν μεγάλα αποθέματα ελεύθερων χώρων δεσμεύοντάς τα για άλλες χρήσεις μόνιμου χαρακτήρα. Τα αποθέματα αυτά αναλογούν σε ένα επιπλέον 1,23 μ2 πρασίνου/κάτοικο της Αθήνας. Η κατάσταση στη γραμμική, δυνητικά ελεύθερη έξοδο της πόλης προς νότο, δηλαδή στην παράκτια ζώνη, είναι ανάλογη. Μεγάλα τμήματά της στα δυτικά είναι αποκλεισμένα λόγω της λιμενοβιομηχανικής λειτουργίας στα ανατολικά και τα νότια, λόγω της καταπάτησης από χρήσεις αναψυχής, ενώ άλλα αποκλείστηκαν μετά το 2004 μέσω των ιδιωτικοποιήσεων ακτών κολύμβησης και λιμένων αναψυχής (Εικόνα 1).

Από τη χαρτογράφηση του συνόλου των διαθέσιμων ελεύθερων χώρων της μητροπολιτικής Αθήνας (Εικόνα 2) προκύπτει η έλλειψη διαθέσιμης γης μητροπολιτικής κλίμακας ισομερώς κατανεμημένης στο λεκανοπέδιο. Αναζητώντας μεγέθη τα οποία υπερβαίνουν την ελάχιστη κρίσιμη μάζα μονάδας 50 στρ., δεν εντοπίζεται επαρκής αριθμός αδόμητων χώρων (δημόσιων ή ιδιωτικών) οι οποίοι θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την έκταση του πρώην αεροδρομίου, ούτε ενιαίος διαθέσιμος χώρος ανάλογου μεγέθους. Τα τοπικά πάρκα τα οποία μπορούν να δημιουργηθούν στις ελάχιστες διαθέσιμες εκτάσεις των υποβαθμισμένων συνοικιών είναι αναγκαία σε συνδυασμό με μητροπολιτικά πάρκα, όχι όμως αντί αυτών. Η χωροθέτηση του πάρκου στο Ελληνικό σχετίζεται και με την ανάγκη απόλυτης προστασίας των τριών μοναδικών θεσμοθετημένων πράσινων εκτάσεων μεγάλου μεγέθους εντός του αστικού ιστού: το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης» στο Ίλιον, στη βορειοδυτική Αθήνα, και τα δύο εν δυνάμει, στο Ελληνικό και στο Γουδί. Ήδη όμως στο Γουδί έχει γίνει ζημιά ανάλογη με αυτή που δρομολογείται στο Ελληνικό. Από την αρχική έκταση 3.500 στρεμμάτων του χώρου, έχουν απομείνει μόνο 900 στρέμματα αμιγούς πρασίνου.4 Η έρευνα αποκαλύπτει ότι δεν μπορεί να χωροθετηθεί ένα αντίστοιχου μεγέθους πάρκο στα νοτιοδυτικά όπου εντοπίζεται η μεγάλη έλλειψη, δηλαδή στον ευρύτερο Πειραιά, και όπου οι αναλογίες πέφτουν στο 1,55 μ2 πρασίνου/κάτοικο. Εκεί ως μοναδική λύση εμ-


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 99

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

φανίζεται η αξιοποίηση ενός συστήματος πράσινων χώρων στα μεγάλα brown-fields, στα πρώην βιομηχανικά οικόπεδα της Δραπετσώνας, της Λεύκας και του Νέου Φαλήρου. Αυτό το σύστημα μπορεί να ανακουφίσει τοπικά τις όμορες περιοχές, δεν θα αναπληρώσει όμως την έλλειψη των μεγάλων μητροπολιτικών νησίδων πρασίνου εντός του αστικού ιστού. Αντίστοιχες επεμβάσεις μεσαίας κλίμακας στον Ελαιώνα, στο Χαϊδάρι, στη Δάφνη, στο Γαλάτσι και τη Νέα Ιωνία θα δημιουργήσουν το συμπληρωματικό πράσινο δίκτυο τοπικών πάρκων. Σε ό,τι αφορά την προσβασιμότητα του Ελληνικού, η έρευνα των χρονοαποστάσεων, όπως προκύπτει από την ανάπτυξη του δικτύου μέσων σταθερής τροχιάς στο Λεκανοπέδιο, δείχνει ότι ο χώρος μέσα στους επόμενους μήνες θα είναι προσβάσιμος σε χρόνο 15’ από το Σύνταγμα, 30’ από το Αιγάλεω, το Περιστέρι και τον Πειραιά και μικρότερο των 60’ από τις υπόλοιπες περιοχές της Αθήνας με εξαίρεση το Πέραμα και τα βόρεια της Αττικής Οδού. Στο Ελληνικό επομένως μπορεί να δημιουργηθεί ένα πάρκο που η εμβέλειά του θα φθάνει σε όλη την Αθήνα.

Ο χρόνος κατασκευής Η διαδικασία κατασκευής ενός πάρκου τέτοιας κλίμακας είναι μία υπόθεση δεκαετιών. Αυτό συνέβη με τη δημιουργία του Εθνικού Κήπου, του Πεδίου του Άρεως, της Καισαριανής, του άλσους του Λυκαβηττού, του Φιλοπάππου και με όλα τα δυτικοευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά πάρκα μεγάλου μεγέθους.

99

2 Στην περίπτωση της Αθήνας σήμερα, τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη συνηγορούν σε αυτή τη στρατηγική μακράς πνοής, καθώς είναι επιτακτικές και προς την ίδια κατεύθυνση οι σημερινές και οι μελλοντικές ανάγκες της πόλης. Με έναν σταδιασμό, η σημερινή γενιά θα απολαύσει έναν σπουδαίο ελεύθερο πράσινο χώρο και η επόμενη γενιά θα παραλάβει ένα πλήρες πάρκο υψηλού πρασίνου. Η έρευνα προσανατολίζει σε ένα ανάλογο σενάριο. Το πρώην αεροδρόμιο προτείνεται να ανοίξει στο κοινό με ελάχιστες παρεμβάσεις και παράλληλες φυτεύσεις που θα υποβοηθήσουν και θα επιταχύνουν τη δημιουργία του πάρκου. Έργα ήπιων διαμορφώσεων με ορίζοντα δύο δεκαετιών, μικρό κόστος κατα-

νεμημένο σε φάσεις και η φύση η οποία σε μεγάλο βαθμό «κάνει μόνη της τη δουλειά» θα αποδώσουν καλά αποτελέσματα.

Το κόστος κατασκευής και συντήρησης Το έργο του πάρκου του Ελληνικού παρουσιάστηκε ως ένα πανάκριβο έργο με κόστος που έφθανε από 400 έως 700 εκ. ευρώ και ανάλογα υψηλό κόστος συντήρησης. Αυτό συνέβη διότι την περίοδο 20032007 προγραμματίστηκε εκεί μία εκτεταμένη αστική ανάπλαση, ουσιαστικά η δημιουργία μίας πολυτελούς μικρής πόλης, με επιφάνειες κτιρίων οι οποίες κυμαίνονταν στις


008:Layout 1

100

3

9/27/11

10:30 AM

Page 100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 97-103

τελικές προτάσεις από τα 1.300.000 μ2 έως τα 1.450.000 μ2. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα δαπανηρό έργο τόσο ως προς το κτιριακό του σκέλος όσο και ως προς το σκέλος των διαμορφώσεων ελεύθερων χώρων και πρασίνου. Από την παρούσα έρευνα προκύπτει ότι το κόστος κατασκευής του πάρκου προϋπολογίστηκε τότε έως και 16 φορές ακριβότερα από τα αντίστοιχα έργα αναπλάσεων πρώην αεροδρομίων ή κατασκευής αντίστοιχων πάρκων στον ευρωπαϊκό χώρο. Το πραγματικό κόστος κατασκευής του πάρκου σε ό,τι αφορά τα έργα πρασίνου εκτιμάται σε 47 εκ. ευρώ για τμήμα που είναι σήμερα διαθέσιμο για φυτεύσεις-διαμορφώσεις και σε 101 εκ. ερώ για όλη την έκταση. Αντιστοίχως τα έξοδα συντήρησης, καθημερινής φροντίδας και φύλαξης του πάρκου, με βάση τα συγκριτικά στοιχεία και τα τεχνικά στοιχεία του έργου, εκτιμώνται στην ολοκλήρωση της πρώτης φάσης στα 5 εκ. ευρώ/έτος ενώ για τη δεύτερη φάση για το σύνολο της έκτασης στα 10-12 εκ. ευρώ/έτος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων τον Νοέμβριο του 2010 και τα οποία παρουσιάζονται αναλυτικά στην έρευνα, τα συνολικά έσοδα τα οποία επρόκειτο να εισπραχθούν μεταξύ των ετών 2004-2010 μέσω

βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων συμβάσεων των ολυμπιακών και άλλων εγκαταστάσεων του Ελληνικού και του Αγίου Κοσμά ανέρχονται σε 87,3 εκ. ευρώ. Δεν εισπράχθηκαν 40,1 εκ. ευρώ και ταυτόχρονα ξοδεύτηκαν 28,2 εκ. ευρώ.5 Η μεγάλη απόκλιση οφείλεται στο ότι οι επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν κυρίως μακροχρόνιες συμβάσεις, διέκοψαν τις πληρωμές προς τις δύο διαχειρίστριες εταιρείες του Ελληνικού Δημοσίου μετά το 2008 (Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε. και Εταιρία Τουριστικών Ακινήτων Α.Ε.). Ακόμη και με βάση τις υπάρχουσες κρατικές συμβάσεις, αν υπήρχε ορθή διαχείριση και συνέπεια πληρωμών, το πάρκο θα είχε υλοποιηθεί ήδη και θα είχαν εξασφαλιστεί σε βάθος χρόνου τα έξοδα λειτουργίας του.

Η σημερινή κατάσταση του χώρου Οι διαδοχικές παραχωρήσεις εκτάσεων του χώρου σε ένα πλήθος φορέων, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου, έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα σύνθετο καθεστώς ως προς τη λειτουργία του, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της έκτασης και των αρμοδιοτήτων διαχείρισης (Εικόνα 3). Η κατάσταση έχει ενταθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας πε-

νταετίας, καθώς ο χώρος του πρώην αεροδρομίου όπως και ο παράκτιος χώρος κατατμήθηκαν σε δεκάδες τμήματα με θεσμικές εκχωρήσεις κυρίως μακράς διάρκειας και αδικαιολόγητες νέες περιφράξεις. Οι περιφράξεις αυτές τεμαχίζουν το χώρο και εμποδίζουν την κίνηση. Έχουν συνολικό μήκος 56 χμ., εκ των οποίων τα 40 χμ. κατασκευάστηκαν μόλις τα 3-4 τελευταία χρόνια. Ορισμένες από τις χρήσεις οι οποίες προβλέφθηκαν από τις μεταολυμπιακές συμβάσεις (π.χ. εμπορικό κέντρο στη Μαρίνα Αγίου Κοσμά) είναι απολύτως ασύμβατες με την έννοια των ελεύθερων ακτών και του πάρκου. Με εξαίρεση τη συμβολική μοναδική κατεδάφιση ενός ερειπωμένου από πολλά χρόνια μικρού κτιρίου, τα αυθαίρετα αναψυκτήρια παραμένουν στο χώρο και λειτουργούν επιβαρυντικά. Εν ολίγοις, η κατάτμηση, η εγκατάλειψη και η κυριαρχία των παλαιών και νέων αυθαιρέτων ή των πρόχειρων και κακής ποιότητας κατασκευών χαρακτηρίζουν το χώρο.

Η τελική πρόταση για το Μητροπολιτικό Πάρκο του Ελληνικού Η έρευνα καταλήγει σε μία σειρά προτάσεις οι οποίες συμπυκνώνονται στα ακόλουθα σημεία:


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 101

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

101

4 Πρωταρχική προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός χώρου που θα αποτελεί όντως Μητροπολιτικό Πάρκο είναι η εγκατάλειψη του ιδιαίτερα δαπανηρού σχεδίου δόμησης νέων πολεοδομικών ενοτήτων, η ακύρωση του προγράμματος πώλησης τμημάτων ή του συνόλου του χώρου και η ακύρωση των επίσης πολυδάπανων οδικών έργων στα σκέλη των λεωφόρων Ποσειδώνος και Αλίμου. Προϋποτίθεται και είναι απολύτως απαραίτητη η άμεση άρση των εσωτερικών περιφράξεων καθώς και η άμεση απομάκρυνση των αντιαισθητικών και πρόχειρων λυόμενων εκθεσιακών κατασκευών στον προαύλιο χώρο του αεροδρομίου, ώστε αφενός μεν να αποφευχθεί ο περαιτέρω κατακερματισμός του χώρου που θα καθιστούσε μελ-

λοντικές παρεμβάσεις ακόμα δυσκολότερες και αφετέρου να αναστραφεί η εικόνα υποβάθμισης που παρουσιάζεται σήμερα. Στην παράκτια ζώνη είναι απαραίτητη η άμεση εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας περί ακτών6 και περί λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, με παράλληλη ανάκληση διοικητικών αποφάσεων «εξαιρέσεων» οι οποίες έχουν εκδοθεί από το πρώην υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ. Είναι δυνατή η άμεση απόδοση σε δημόσια χρήση πάρκου του 56% του χώρου: δηλαδή η άμεση απόδοση του νότιου τμήματος έκτασης 1.705 στρεμμάτων και, με την άρση των περιφράξεων του Ολυμπιακού Πόλου Ελληνικού, η άμεση απόδοση του αντίστοιχου βόρειου τμήματος έκτασης 1.801 στρεμμάτων

σε δημόσια χρήση πάρκου και αθλητισμού. Στη συνέχεια προτείνεται η σταδιακή απόδοση των υπολοίπων τμημάτων μετά από τις απαιτούμενες θεσμικές ρυθμίσεις με τους εμπλεκόμενους φορείς. Τμήματα αυτών των ζωνών διατίθενται για να αποτελέσουν άμεσα πεδίο ανάπτυξης δραστηριοτήτων, ευαισθητοποίησης των πολιτών και συμμετοχής τους στη δημιουργία του πάρκου. Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση του «Παναττικού Δικτύου Κινημάτων Πόλης και Ενεργών Πολιτών» για τη δημιουργία «αστικών αγρών» σε συνεργασία με τους ΟΤΑ στο Ελληνικό συνάδει απόλυτα με την προτεινόμενη ταυτότητα του χώρου. Θεωρείται μη ρεαλιστική, πολεοδομικά και οικονομικά ασύμφορη η απομάκρυνση των εγκαταστά-


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 97-103

102

5 σεων μεταφορών. Προτείνεται η εξαίρεση από την ανοικτή χρήση των τμημάτων με χρήση μεταφορών (Τραμ, ΕΘΕΛ, ΚΤΕΟ, Αττικό Μετρό) έκτασης 189 στρεμμάτων με έλεγχο της δόμησης και ενίσχυση του πρασίνου. Η σταδιακή αξιοποίηση του υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού των εκατοντάδων υφιστάμενων κτιρίων θα οδηγήσει σε μία ουσιαστική και κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά ορθή λύση στο ζήτημα των συμπληρωματικών χρήσεων του πάρκου. Εκ των 480 κτιρίων, η επανάχρηση των 241 συνολικής επιφάνειας 366.160 μ2 με αποκλειστική διάθεση των εσόδων στο πάρκο, μέσα από ήπιες χρήσεις κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες αναλύονται διεξοδικά στα σχετικά κεφάλαια, αποτελεί τη διέξοδο στο θέμα της βιωσιμότητας και της λειτουργικότητάς του. Μία στρατηγική αξόνων για τον συνολικό χαρακτήρα και τις χρήσεις στις επιμέρους χωρικές ενότητες συγκεκριμενοποιεί την πρόταση.

Αναλυτικά προτείνεται η χρήση αμιγούς πρασίνου για το 60,8% του χώρου και οι μικτές χρήσεις πρασίνου με αθλητισμό, αναψυχή, πολιτισμό, έρευνα, διοίκηση και χρήσεις τοπικού κέντρου για το μεγαλύτερο τμήμα του υπολοίπου, εγκατεστημένες στα υπάρχοντα κτίρια (Εικόνες 4, 5). Η δημιουργία ενός μεγάλου ανοιχτού αθλητικού πόλου μητροπολιτικής εμβέλειας, με συγκέντρωση των εγκαταστάσεων του Αγίου Κοσμά εντός του υφιστάμενου αθλητικού πόλου του πρώην αεροδρομίου, αποφόρτιση των παράκτιων εγκαταστάσεων από ορισμένα νέα κτίρια και εγκαταστάσεις και δημιουργία ναυταθλητικού κέντρου στην Ολυμπιακή Μαρίνα, το οποίο θα καλύψει και τις ανάγκες των τοπικών ερασιτεχνικών ή/και αθλητικών ναυταθλητικών συλλόγων. Η πλήρης απελευθέρωση της ακτής από τις χρήσεις μαζικής αναψυχής με ελεύθερη πρόσβαση και συνολική διαμόρφωση του θαλάσ-

σιου μετώπου κατ’ εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος των Ακτών. Στις ελεύθερες ζώνες που θα προκύψουν, προτείνεται η ανάπλαση της φυσικής ακτογραμμής και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου (εκβολές ρεμάτων, αμμώδεις παραλίες, ακρωτήριο Αγίου Κοσμά κ.ά.), η ενίσχυση του πρασίνου και η δημιουργία ενός μεγάλου περιπάτου-ποδηλατόδρομου που θα ενώσει την περιοχή με τις υπόλοιπες ακτές προς βορρά και νότο. Η δημιουργία ενός κέντρου πολιτισμού, εκπαίδευσης και έρευνας στην περιοχή του πρώην Δυτικού Αεροσταθμού. Προτείνεται η ανάπτυξη και ένταξη στο πάρκο του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, η δημιουργία Επιστημονικού-Εκπαιδευτικού Ενυδρείου υπό τον έλεγχο του φορέα, η ανάδειξη των παράκτιων, ενάλιων, χερσαίων αρχαιοτήτων και των συλλογών που φυλάσσονται ήδη εκεί, με τη δημιουργία Αρχαιολογικού Μουσείου στα κτίρια τα οποία σήμερα λειτουργούν ως αποθήκες και εργαστήρια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Προτείνεται επίσης η διατήρηση του ιστορικού υλικού της πολιτικής και πολεμικής αεροπορίας με τη δημιουργία Μουσείου Αεροπορίας στα ιστορικά hangars (Εικόνα 6). Στους χώρους της πρώην αμερικανικής βάσης και περί αυτής προτείνεται η επανάχρηση πολλών από τα υφιστάμενα κτίρια για τη δημιουργία ενός τοπικού κέντρου με κοινωνικού χαρακτήρα χρήσεις και μικρής κλίμακας χρήσεις αναψυχής και τοπικού εμπορίου. Σε αυτά είναι δυνατόν να προστεθούν επίσης χρήσεις διοίκησης τοπικής εμβέλειας για τις ανάγκες των όμορων δήμων.


008:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 103

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το μεγάλο διατηρητέο κτίριο του πρώην Ανατολικού Αεροσταθμού, λόγω του μεγέθους και του συμβολισμού του, δύναται να αποκτήσει αντίστοιχο μητροπολιτικό ρόλο εφόσον η χρήση και η κλίμακά της είναι συμβατή με τη λειτουργία του πάρκου. Προτείνονται χρήσεις με σαφείς όρους λειτουργίας (εκθέσεις, συνέδρια, επιστημονικά και καλλιτεχνικά γεγονότα κ.λπ.) και περιορισμούς δόμησης στο συγκεκριμένο συγκρότημα. Αντίθετα θεωρούνται ασύμβατες μητροπολιτικές χρήσεις μαζικού εμπορίου (mall) ή μαζικής αναψυχής λόγω της έντασής τους, της ασυμβατότητας με την αρχιτεκτονική και τη δομή του συγκροτήματος, όπως και της ασυμβατότητας με το ρόλο ενός πάρκου υψηλού πρασίνου. Ασύμβατες επίσης για αρχιτεκτονικούς ή/και λειτουργικούς λόγους για το συγκεκριμένο συγκρότημα του πρώην Ανατολικού Αεροσταθμού θεωρούνται μεγάλης κλίμακας χρήσεις διοίκησης (π.χ. υπουργεία) ή εκπαίδευσης (π.χ. ΑΕΙ). Συνυπολογίζοντας τα παραπάνω, πιστεύουμε ότι είναι σαφείς και επιστημονικά τεκμηριωμένοι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού είναι απολύτως απαραίτητο για τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου, εφικτό και φθηνό. Μπορεί να υλοποιηθεί σε στάδια, με παρεμβάσεις άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, να λειτουργήσει με ποικιλία δραστηριοτήτων για τους επισκέπτες του, να φιλοξενεί χρήσεις κοινωνικού χαρακτήρα που θα καλύπτουν επιτακτικές ανάγκες ιδιαίτερα σήμερα και, τέλος, να συντη-

103

6 ρείται με ρεαλιστικό κόστος και σε βάθος χρόνου. Το πλήρες υλικό της έρευνας «Βασικές αρχές σχεδιασμού Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού» είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα: www.arch.ntua.gr/envlab ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2. Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (2004). Έγκριση πολεοδομικών σταθερότυπων (standards) και ανώτατα όρια πυκνοτήτων που εφαρμόζονται κατά την εκπόνηση των γενικών πολεοδομικών σχεδίων, των σχεδίων χωρικής και οικιστικής οργάνωσης «ανοικτής πόλης» και των πολεοδομικών μελετών [Υπουργική Απόφαση αρ. πρωτ. 10788 (ΦΕΚ Δ´ 285/05.03.2004)], Αθήνα: ΥΠΕΧΩΔΕ. 3. Βλ. Ν. 1515/1985 (ΦΕΚ Α´18/ 18.02.1985), Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) ή ΠΔ 14.07.1999 (ΦΕΚ Δ´ 580/ 27.07.1999), Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας όπως και τις μελέτες για τα πάρκα Γουδί-Ιλισσός, Σελεπίτσαρι ΝίκαιαςΚερατσινίου, Φαληρικός Όρμος κ.ά. 4. Ι. Πολύζος (επιστ. υπεύθυνος), Θ. Βλαστός, Μ. Μαντουβάλου, Ν. Μπελαβίλας, Γ. Πατρίκιος, Δ. Πολυχρονόπουλος, Β. Τροβά, κ.ά., Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδί –

Ιλισός, Αθήνα: Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος Ε.Μ.Π. και Οργανισμός Αθήνας, 1997-1999. 5. Συνολικά έσοδα, έξοδα και περιθώριο από την Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ και την ΕΤΑ ΑΕ από το πρώην αεροδρόμιο και την παράκτια ζώνη (2004–30.09.2010) (σε εκ. ευρώ). Πηγή: Παναγιώτου (2010) [απάντηση αρ. πρωτ. ΥΠ.ΠΟ.Τ./ΓΡ.ΥΠ./Κ.Ε./ 420/23-11-2010 και συνημμένο έγγραφο της Ολυμπιακά Ακίνητα αρ. 27955/19-112010, Πίνακας 2, σε ερώτηση και Α.Κ.Ε. αρ. 5971/181/5-11-2010], Λάμπρου (2010) [απάντηση αρ. πρωτ. ΥΠ.ΠΟ.Τ./ΓΡ.ΥΠ./ Κ.Ε./420/9.11.2010 και συνημμένα έγγραφα καταστάσεων λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης – Εκθεσιακό Κέντρο Ελληνικού αρ. 5616/16-11-2010, σε ερώτηση & ΑΚΕ αρ. 5971/181/5-11-2010]. Επεξεργασία στοιχείων: Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ (2010). 6. ΠΔ 05.03.2004 (ΦΕΚ Δ’ 254/2004), Καθορισμός ζωνών προστασίας, χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης στην παραλιακή ζώνη της Αττικής από το Φαληρικό Όρμο μέχρι την Αγία Μαρίνα Κρωπίας, Αθήνα: Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


009:Layout 1

104

9/27/11

10:30 AM

Page 104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 104-108

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ1

Άννα Φαρούπου2

έξαρση του φαινόμενου της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής φιλελευθεροποίησης της αγοράς, τα νέα κοινωνικά δεδομένα (γήρανση του πληθυσμού, υπογεννητικότητα, εισροή μεταναστών κ.λπ.) δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την προώθηση αλλαγών τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Ο καθοριστικός ρόλος του κράτους ως ρυθμιστή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής αντικαθίσταται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς ενώ παρατηρείται ένας έντονος μετασχηματισμός μέσα από την προώθηση υπερεθνικών σχημάτων αλλά και αποκεντρωτικών διαδικασιών. Μια νέα μορφή διακυβέρνησης έρχεται να αντικαταστήσει την παραδοσιακή μορφή άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής. Μέρος του δημοσίου τομέα ιδιωτικοποιείται και την ευθύνη για την υλοποίηση επιμέρους κρατικών επιλογών και προγραμμάτων αναλαμβάνουν από κοινού μέσα από επενδύσεις και οι ιδιωτικοί φορείς, προωθώντας ένα νέο καθεστώς εταιρικής σχέσης και συνεργασίας. Μπροστά στις ραγδαίες αυτές αλλαγές που σε καμιά περίπτωση δεν

Η

1. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, ΜΠΣ «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου», κατεύθυνση: Ανάπτυξη και Διαχείριση του Ευρωπαϊκού Χώρου. Επιβλέπων καθηγητής Κ. Χατζημιχάλης. 2. Στέλεχος Υπουργείου Εσωτερικών, email: a.faroupou@ypes.gr

αποτελούν τυχαίες πολιτικές επιλογές, το κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας σταδιακά συρρικνώνεται και οι κοινωνικές πολιτικές αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, καθώς προτεραιότητα της πολιτικής εξουσίας συνιστά κυρίως η προώθηση της ανταγωνιστικότητας και η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το τοπικό επίπεδο καλείται να αναπροσαρμοσθεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τον γενικευμένο ανταγωνισμό για επενδύσεις και θέσεις εργασίας, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις αυξανόμενες προσδοκίες για ποιότητα υπηρεσιών και εξοικονόμηση χρόνου από τους πολίτες. Η άνιση διάχυση των παγκόσμιων δυνάμεων δημιουργεί «νέα κέντρα και περιθώρια». Το τοπικό και το παγκόσμιο συνδέονται και το τοπικό αποκτά στρατηγική σημασία ως κέντρο ανάδειξης και διαχείρισης των παγκόσμιων προκλήσεων και επιλογών. Πολλά κράτη, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν επενδύσεις, να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να «αξιοποιήσουν» με τον καλύτερο τρόπο πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, προχωρούν στην υιοθέτηση αποκεντρωτικών ρυθμίσεων


009:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 105

ΑΝΝΑ ΦΑΡΟΥΠΟΥ

και αλλαγών στο αυτοδιοικητικό τους σύστημα διαμορφώνοντας νέους δήμους με μεγαλύτερα πληθυσμιακά μεγέθη και διευρυμένες αρμοδιότητες. Η έννοια του «μεγέθους» είναι μια πολύ αφηρημένη και σύνθετη ιδέα και πολλοί δήμοι μπορεί να είναι την ίδια στιγμή και μικροί αλλά και μεγάλοι, ανάλογα με τις διαφορετικές μεταβλητές. Το μέγεθος μπορεί να μεταφρασθεί με βάση τον πληθυσμό, την πληθυσμιακή πυκνότητα, την τοπική οικονομία, το γεωγραφικό μέγεθος, τους πόρους, τις αρμοδιότητες, την αρχή της επικουρικότητας, το βαθμό αποκέντρωσης μιας χώρας κ.λπ. Συνήθως, τα δύο δυνητικά μέτρα μεγέθους είναι ο πληθυσμός και η επιφάνεια (CDLR Report 2001: 8). Η επίδραση του μεγέθους στην αποτελεσματικότητα καθίσταται ιδιαίτερα πολύπλοκη. Οι λιγοστές έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα μας έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα (CDLR Report 2001: 11). Ένα σημαντικό επιχείρημα για τις συγχωνεύσεις δήμων και τη δημιουργία μεγάλων τοπικών εδαφικών οντοτήτων είναι η ύπαρξη οικονομιών κλίμακας. Ωστόσο, αυτή η θεωρία βασίσθηκε πάνω στην υπόθεση της απόλυτης ομοιομορφίας της παραγωγής (output). Οι τοπικές κοινωνίες όμως δεν είναι ομοιόμορφες οντότητες, παράγουν ποικίλα είδη προϊόντων, κάποια από αυτά είναι μετρήσιμα ενώ κάποια άλλα δεν είναι (CDLR Report 2001: 10, Mouritzen 2005). Κάποιες από τις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης που θεωρούνται εντάσεως κεφαλαίου (π.χ. ύδρευση, αποχέτευση, διαχείριση απορριμμάτων κ.λπ.) όπως επίσης και τα βασικά έξοδα μιας κοινότητας (π.χ. μισθοί

δημάρχου, συμβούλων, γραμματέων, κ.λπ.) μπορεί να θεωρηθούν καθαρές περιπτώσεις, οικονομικών κλίμακας (Mouritzen 2005). Οι περισσότερες όμως δραστηριότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι συνήθως εντάσεως εργασίας, οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για οικονομίες κλίμακας, διότι πρόκειται για υπηρεσίες που έχουν σχέση με τον άνθρωπο, π.χ. θέματα εκπαίδευσης, βοήθεια στο σπίτι, ημερήσια φροντίδα για παιδιά, αντιμετώπιση και εξάλειψη διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων κ.λπ. (CDLR Report 2001: 10, Mouritzen 2005). Ενώ υπάρχουν οικονομικά οφέλη όταν από τους μικρούς δήμους μεταφερόμαστε σε μεγάλους, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν έχουμε να κάνουμε με υπερβολικά μεγάλους δήμους διότι τότε έχουμε μεγαλύτερο κόστος υπηρεσιών. Οι υπερβολικά μεγάλοι δήμοι λοιπόν καθίστανται οικονομικά ασύμφοροι (Mouritzen 2005). Πολύ πιθανόν, σύμφωνα με κάποιες πρόσφατες έρευνες, η αποτελεσματικότητα να μπορεί να επιτευχθεί σε μεσαία μεγέθη: ούτε πολύ μεγάλα αλλά ούτε και πολύ μικρά (γύρω στις 30.000 με 40.000 κατοίκους), (CDLR Report 2001: 10, Mouritzen 2005, Jorgensen και Vagnby 2005: 7). Αναφορικά με τη συσχέτιση του μεγέθους και της παροχής ικανοποιητικών υπηρεσιών, λέγεται ότι οι πολίτες απολαμβάνουν υψηλότερο βαθμό ικανοποίησης στις μεγάλες τοπικές ενότητες επειδή συνήθως είναι πιο εύρωστες οικονομικά και παρέχουν πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες· ωστόσο έχει διαπιστωθεί ότι οι πολίτες μιας μικρής αλλά ομοιογενούς εδαφικής οντότητας είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες. Στις συγχωνεύσεις

ετερογενών δήμων έχουμε αύξηση του αισθήματος ανικανοποίητου, αντίθετα με την περίπτωση όπου ομοιογενείς ενότητες συγχωνεύονται και είναι πιθανότερο το αποτέλεσμα να ικανοποιεί περισσότερο (CDLR Report 2001: 15, Mouritzen 2005). Αν και είναι αρκετά καλά τεκμηριωμένο ότι οι δήμοι με πληθυσμό κάτω των 7.000 κατοίκων δεν ανταποκρίνονται σε διοικητικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες, έρευνες που διεξήχθησαν στην Ελβετία και την Ολλανδία καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η σχέση ανάμεσα στις διαχειριστικές ικανότητες και το μέγεθος των τοπικών κοινωνιών ποικίλει ανάλογα με το πολιτικό πεδίο (CDLR Report 2001: 11). Αναφορικά με τη συσχέτιση πληθυσμιακής κλίμακας, δημοκρατίας και πολιτικής συμμετοχής είναι διαδεδομένο ότι, εάν επιθυμεί κανείς να αυξήσει τη δημοκρατία και τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, πρέπει να μειώσει το μέγεθος των ΟΤΑ (CDLR Report 2001: 12). H συμμετοχή των πολιτών στις εκλογικές αναμετρήσεις φθάνει στο ζενίθ της στους δήμους με πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 40.000 κατοίκων ενώ η συμμετοχή μέσα από πολιτικά κόμματα και οργανώσεις είναι σαφώς μεγαλύτερη και πιο δυναμική στους μεγάλους δήμους. Οι μεγάλοι δήμοι είναι πολύ πιθανόν να οδηγούν σε μια πιο επαγγελματική θεώρηση της πολιτικής (Mouritzen 2005). Στις μικρές εδαφικές ενότητες παρατηρείται μεγαλύτερη επιρροή των πολιτών στις λήψεις συλλογικών αποφάσεων, στενότεροι δεσμοί μεταξύ ηγεσίας και πολιτών, μεγαλύτερη ομοιογένεια, υψηλότερος βαθμός συμμετοχής, δια ζώσης επα-

105


009:Layout 1

106

9/27/11

10:30 AM

Page 106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 104-108

φές με τους πολιτικούς ηγέτες και τους πολίτες, τελικά καλύτερη αίσθηση του ανήκειν (CDLR Report 2001: 20). Ευνοείται όμως η ολιγαρχία καθώς αναπτύσσονται ισχυρότεροι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής ομοιομορφίας, ενώ ασθενούν η πολιτική επικοινωνία και οι πολιτικοί θεσμοί (κόμματα, ομάδες πίεσης, ΜΚΟ κ.λπ.)· επιπλέον, οι πολιτικοί ταγοί αδυνατούν πολλές φορές να λάβουν αποφάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τα τοπικά συμφέροντα. Εντέλει το μικρό μέγεθος ευνοεί την επικράτηση των ομάδων ελίτ (CDLR Report 2001: 12, Mouritzen 2005). Στις μεγάλες εδαφικές ενότητες παρατηρείται ποσοτική και ποιοτική προσέλευση υποψηφίων αντιπροσώπων στα τοπικά συμβούλια· επίσης παρατηρείται μεγαλύτερο πεδίο δράσης των ομάδων συμφερόντων αντιπροσωπεύοντας έτσι μια πιο πλουραλιστική κοινωνία, μεγαλύτερη πιθανότητα για την ενίσχυση μιας συσπειρωμένης κοινωνίας των πολιτών (CoE/CDLR Report 2001). Επιπλέον, στους μεγάλους ΟΤΑ το κόστος συμμετοχής είναι μεγαλύτερο αλλά παρατηρείται και μικρότερη αναλογία μεταξύ πολιτών και ηγετών. Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως είναι ότι στις μεγάλες τοπικές κοινωνίες οι πολίτες χάνουν την αίσθηση της κοινότητας και της πολιτικής τους ταυτότητας, αναπτύσσουν σύνδρομα αποξένωσης και ενδιαφέρονται λιγότερο για τις δημόσιες υποθέσεις, αποστασιοποιούνται από την πολιτική εξουσία και παραμένουν απαθείς επειδή το κόστος της συμμετοχής στην δημοκρατική διαδικασία είναι πολύ υψηλό και η συμμετοχή περιορίζεται σε λιγο-

στούς πολίτες (CDLR Report 2001: 12-13). Σύμφωνα με έρευνες (1999) που έγιναν στη Δανία, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κοινότητα και τους πολιτικούς μειώνεται όσο το μέγεθος του δήμου αυξάνεται (Mouritzen 2005, CDLR Report 2001: 14). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή των πολιτών είναι μεγαλύτερη στις μικρές εδαφικές ενότητες, αποδείχθηκε από σχετικές έρευνες ότι το μέγεθος των δήμων δεν επηρεάζει το ενδιαφέρον και τις γνώσεις των πολιτών για τις τοπικές πολιτικές υποθέσεις, ούτε και την αντίληψη των πολιτών για τους τοπικούς άρχοντες και την εμπιστοσύνη τους για τις τοπικές πολιτικές αποφάσεις (Larsen Albrekt Christian 2002: 317). Οι συγχωνεύσεις τοπικών ή περιφερειακών αρχών πρέπει να αποτελεί αντικείμενο επισταμένης ανάλυσης και διαβούλευσης πριν την λήψη των τελικών αποφάσεων και όταν αυτές επιχειρούνται θα πρέπει να είναι επιλεγμένες και εξατομικευμένες. Όπου η τοπική ή περιφερειακή αρχή κρίνεται υπερβολικά μικρή, τότε το ενδεχόμενο εξωτερικών ενώσεων και συνεργασιών θα πρέπει να εξετάζεται ως πιθανή λύση. Αυτού του είδους οι συνεργασίες μπορούν να είναι οριζόντιες, κάθετες καθώς επίσης και διασυνοριακές. Στην περίπτωση που η τοπική ή περιφερειακή αρχή κρίνεται υπερβολικά μεγάλη, τότε το ενδεχόμενο της αποκέντρωσης και της αποσυγκέντρωσης θα πρέπει να εξετάζεται ως ενδεχόμενη λύση. Τέλος, προτού ορίσουμε το θέμα του μεγέθους των τοπικών διοικήσεων, πρωταρχική σημασία έχει να ξεκαθαρίσουμε τι είδους τοπική αυ-

τοδιοίκηση επιθυμούμε και στη συνέχεια να προβούμε στον προσδιορισμό του μεγέθους. Διότι πρόκειται καθαρά για πολιτικό θέμα (CDLR Report 2001: 9).

Μεταρρύθμιση στη Δανία Η Δανία, χώρα του σκανδιναβικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου Καπιταλισμού Ευημερίας, αποτελεί παράδειγμα χώρας της ΕΕ που προχώρησε, το χρονικό διάστημα 20022007, σε αλλαγές στο αυτοδιοικητικό της σύστημα. Η χώρα αντιμετωπίζει, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τεράστιες προκλήσεις. Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχουν φέρει τη Δανία ενώπιον νέων προκλήσεων, όπως είναι η εισροή ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ομοιογένειας της κοινωνίας. Στο μέλλον η μεγαλύτερη πρόκληση για τη Δανία θα είναι η γήρανση του πληθυσμού. Το περίφημο κράτος πρόνοιας θα καταπονηθεί σοβαρά από τις ανάγκες του ηλικιωμένου πληθυσμού ενώ, από την άλλη, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη συρρίκνωση του ενεργού εργατικού δυναμικού που αποτελεί βασική πηγή της φορολογίας επί του εισοδήματος. Εάν δεν αλλάξει κάτι, η Δανία δεν θα είναι σε θέση να διατηρήσει το επίπεδο των κοινωνικών παροχών που παρέχει αυτή τη στιγμή στους πολίτες της. Εκτιμάται ότι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους προωθήθηκε η διοικητική μεταρρύθμιση και η δημιουργία μεγάλων εδαφικών ενοτήτων ήταν το αναμενόμενο


009:Layout 1

9/27/11

10:30 AM

Page 107

ΑΝΝΑ ΦΑΡΟΥΠΟΥ

πρόβλημα των δήμων για τη στελέχωση των υπηρεσιών τους στο μέλλον (Μouritzen 2005). Επανεξετάζοντας λοιπόν τη λειτουργία του συστήματος τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, το οποίο είχε ήδη διανύσει περίπου 30 χρόνια ζωής, διαπιστώθηκε ότι το μικρό μέγεθος το διοικητικών δομών των δήμων, ο μη ξεκάθαρος καταμερισμός των αρμοδιοτήτων και η ύπαρξη επικαλύψεων ανάμεσα στα τρία διοικητικά επίπεδα καθιστούσαν το σύστημα δαπανηρό και αναποτελεσματικό. Η μέχρι τότε διαίρεση των αρμοδιοτήτων θεωρήθηκε ότι δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσα ενώ το μέγεθος των Περιφερειών και των Δήμων δεν ήταν ικανό να συμβάλει στην αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων και ο υφιστάμενος καταμερισμός των αρμοδιοτήτων του δημοσίου τομέα ήταν ακατάλληλος. Το έμβλημα της διοικητικής μεταρρύθμισης της Δανίας αποτυπώθηκε στην φράση «αποτελεσματικότερος και απλούστερος δημόσιος τομέας». Έτσι, μετά την ολοκλήρωσης της μεταρρύθμισης οι 14 Κομητείες αντικαταστάθηκαν από 5 Περιφέρειες (β΄ βαθμός αυτοδιοίκησης), ενώ οι 275 Δήμοι (α΄ βαθμός αυτοδιοίκησης) μειώθηκαν σε 98. Μετά τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, το μέγεθος των Δήμων αυξήθηκε και μεταφέρθηκαν περαιτέρω αρμοδιότητες στους ΟΤΑ, οι μεγάλοι Δήμοι θέτουν τις βάσεις για μια πιο ξεκάθαρη κατανομή αρμοδιοτήτων και διευκολύνουν την κεντρική εξουσία να ενισχύσει περαιτέρω την διοίκηση μέσω στόχων στο πλαίσιο της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (New Public Management). Σημαντική αρνητική αλλαγή είναι η αποδυνάμωση του β΄ βαθ-

μού αυτοδιοίκησης, καθώς έχουμε μείωση του αριθμού των Περιφερειών, στέρηση της οικονομικής τους αυτοτέλειας και απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των αρμοδιοτήτων τους. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι η δημιουργία μεγάλων δήμων με μέσο όρο πληθυσμιακού μεγέθους τους 55.000 κατοίκους, από 18.800 στο παρελθόν, γεγονός που συνεπάγεται αξιοσημείωτη μείωση των αιρετών και μεγάλη απόσταση μεταξύ πολιτών και τοπικών αρχών ειδικά σε απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές. Η νέα αυτή μορφή των δήμων θέτει υπό αμφισβήτηση κατά πόσο το μεγάλο μέγεθος των νέων ΟΤΑ μπορεί να εγγυηθεί καλύτερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες προς τους πολίτες, ενώ δίνει τη δυνατότητα ακόμα περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον δημόσιο τομέα. Τέλος, ένα από τα αρνητικά της εν λόγω μεταρρύθμισης είναι η ισχυροποίηση του ρόλου του κράτους, το οποίο ασκεί ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο στους ΟΤΑ, παρεμβαίνει σε διαδημοτικές συνεργασίες και αναλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που απώλεσε η περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Η δομή της τοπικής αυτοδιοίκησης ενός κράτους δεν θα πρέπει να επιλέγεται με πρωταρχικό κριτήριο την ικανότητα των δήμων να παρέχουν ικανοποιητικές κοινωνικές υπηρεσίες διότι, σε αυτή την περίπτωση, η σπουδαιότητα της τοπικής δημοκρατίας που δεν είναι μετρήσιμη μειώνεται. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι άλλο θέμα είναι η τοπική δημοκρατία και άλλο η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα. Το πρώτο είναι η στέρεα βάση για να λειτουργήσουν όλα τα υπό-

λοιπα. Εάν η παροχή ικανοποιητικών υπηρεσιών είναι το ζητούμενο, οι αρμοδιότητες θα πρέπει να ανατίθενται σε ανώτερο διοικητικό επίπεδο, ίσως περιφερειακό, ή σε διαδημοτικές συνεργασίες, ή ακόμα και σε κατά τόπους εθνικές υπηρεσίες όπου μπορεί να εξασφαλισθεί το ιδανικό πληθυσμιακό μέγεθος. Η Δανία, χώρα με ένα από τα δικαιότερα πολιτικά συστήματα του κόσμου, στην προσπάθειά της να συνεχίσει να παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς πρόσθετους φόρους παρά τα διογκούμενα κοινωνικά προβλήματα, επιχειρεί αλλαγές σε τοπικό επίπεδο που περιορίζουν την τοπική δημοκρατία. Η τοπική δημοκρατία δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Είναι όμως πολύ σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας. Δεν είναι όλα στη ζωή μας μετρήσιμα, υπάρχουν αξίες που στηρίζουν κοινωνίες και η τοπική δημοκρατία είναι μια από αυτές. Διότι η αντιπροσώπευση και η εγγύτητα είναι θεμελιώδεις αξίες και αποτελούν τις βάσεις για να στηριχθεί η τοπική δημοκρατία. Το θέμα δεν είναι η τοπική δημοκρατία να έχει περιεχόμενο με καλύτερες υπηρεσίες, διότι αν δεν υπάρχει ικανοποιητική εκπροσώπηση στα δημοτικά συμβούλια και οι πολίτες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την τοπική εξουσία, τότε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Henrik Stougaard:3 «...υπάρχει φόβος για το τέλος της τοπικής δημοκρατίας και της μονόπλευρης επικράτησης του κράτους στη χώρα. Η τοπική δημοκρατία είναι ένας θησαυρός που οι προηγούμενες γενιές κληροδότησαν στις επόμενες γενιές και έχουμε την υποχρέωση να τη διαφυλάξουμε».

107


009:Layout 1

108

9/27/11

10:30 AM

Page 108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 104-108

Οι τοπικές οντότητες είναι σχολεία δημοκρατίας για τους πολίτες και τους ηγέτες, για την προώθηση της δημοκρατίας και τη διευκόλυνση της μαζικής συμμετοχής. Ακόμα και αν ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι άνθρωποι είναι «όντα εγγύτητας» (CDLR Report 2001: 15). Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η Δανία είναι μια χώρα στην οποία η δημοκρατία και τα κοινωνικά κεκτημένα είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Συνεπώς, ακόμα και έπειτα από τις ανωτέρω μεταρρυθμίσεις, η χώρα εξακολουθεί να παραμένει από τις δημοκρατικότερες του κόσμου. ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3. Μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Roskilde της Δανίας, ο οποίος ανήκει στο πολιτικό κόμμα Socialistisk Folkeparti.

Ενδεικτική ξενόγλωσση βιβλιογραφία Council of Europe-CDLR Report (1994), Definition and Limits of the Principle of Subsidiarity. Council of Europe (1997), Structure and operation of local and regional democracy, situation in 1997, Denmark. Council of Europe-CDLR report (2001), Relationship between the size of local and regional authorities and their effectiveness and economy of their action. Council of Europe (2004), Recommendation 12 of the Committee of Ministers to member states on the processes of reform of boundaries and/or structure of local and regional authorities. Council of Europe (2005), Recommendation 164 on local and regional democracy in Denmark. Esping-Andersen, G. (1990), The three worlds of Welfare Capitalism, Κέμπριτζ: Polity Press. Esping-Andersen, G. (1998), Welfare States in Transition, National Adaptations in Global Economies, Λονδίνο: Sage Publications.

Esping-Andersen, G. (2003), Why We Need a New Welfare State, Οξφόρδη: Oxford University Press. Harvey, D. (1989), «From managerialism to enterpreneurialism: the transformation of governance in late capitalism», Geografiska Annaler 71b: 317. Harvey, D. (2001), Spaces of capital: towards a critical geograghy, Εδιμβούργο: Edinburg University Press. Harvey, D. (2005), Spaces of neoliberalization: towards a theory of uneven geographical development, Στουτγάρδη: Franz Steiner. Healey, P., Cameron, S.J., Davoudi, S., Graham, S., Madanipour, A. (1996), Managing Cities. The new urban Context, Λονδίνο: John Wiley. Mouritzen, P.E. (2007), «Reforming Local Government in Denmark: How and Why?», The Local World Collection. Centre per a la Innovació Local. Diputació de Barcelona 2007. Mouritzen, P.E. (2005), «Denmark, Local Government in Denmark: Ripe for Reform?», The Local World Collection. Centre per a la Innovació Local. Diputació de Barcelona 2005.


010:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 109

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

ΝΕΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗ ΜΕΘΟΡΙΟ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ. ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ ΜΕΤΑ ΤΟ 19891

Φερενίκη Βαταβάλη2

1. Εισαγωγή

1. Η διατριβή με τίτλο «Νέες γεωγραφίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο και διαδικασίες παραγωγής κατοικίας. Ιωάννινα και Αργυρόκαστρο μετά το 1989» εκπονήθηκε στον Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, με τριμελή συμβουλευτική επιτροπή την Μαρία Μαντουβάλου, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ (επιβλέπουσα), το Γιάννη Πολύζο, καθηγητή ΕΜΠ, και το Βασίλη Νιτσιάκο, καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Υποστηρίχτηκε το Δεκέμβρη του 2010. 2. Διδάκτωρ ΕΜΠ, fereniki3@hotmail.com

Αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι η διερεύνηση, μέσα από την παραγωγή της κατοικίας, των νέων γεωγραφικών ιεραρχιών και αλληλεξαρτήσεων που αναπτύσσονται στην ελληνοαλβανική μεθόριο, μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο συμμετέχουν σε αυτές οι πόλεις των Ιωαννίνων και του Αργυροκάστρου μετά το 1989. Με τις πολιτικές εξελίξεις στην Αλβανία και το άνοιγμα των συνόρων το 1989 συναντιούνται και αλληλεπιδρούν στην ελληνοαλβανική μεθόριο δύο κόσμοι που μεταλλάσσονται ταχύτατα σε μία πορεία με διαφορετική αφετηρία, διαφορετική διαδρομή αλλά κοινό προσανατολισμό σε ένα νεοφιλελεύθερο πρότυπο ανάπτυξης. Κεντρικό στοιχείο της αλληλεπίδρασης αυτής είναι η συνάρθρωση παγκόσμιων διεργασιών με τοπικές σχέσεις. Μάλιστα οι παρατηρήσεις από το πεδίο της έρευνας αναδεικνύουν την παραγωγή κατοικίας, ενός τομέα που στο πλαίσιο των παγκόσμιων αναδιαρθρώσεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παραγωγική διαδικασία, ως βασικό

στοιχείο των διασυνοριακών ανταλλαγών. Μέσα από μία διαδικασία διαρκούς ταλάντευσης και αλληλοτροφοδότησης μεταξύ πεδίου και θεωρίας αναδείχθηκε ως κεντρικό πεδίο διερεύνησης το θέμα των γεωγραφικών μετασχηματισμών. Οι σύγχρονοι γεωγραφικοί μετασχηματισμοί συνδέονται με τη μεγάλη μείωση του χρόνου ανακύκλησης του κεφαλαίου ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσα από ποικίλες διαδικασίες και ρευστές σχέσεις. Η επιτάχυνση των παγκόσμιων ανταλλαγών αναδεικνύει νέους χωρο-χρονικούς συσχετισμούς και αποδίδει ιδιαίτερη δυναμική στις διαπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις. Όλα αυτά έχουν διαφορετικές επιπτώσεις για διαφορετικούς τόπους και ομάδες και συνοδεύονται από πρωτόγνωρες ανισότητες. Πάνω στο ζήτημα της παραγωγής νέων γεωγραφιών αναδεικνύονται τρεις άξονες διερεύνησης: Οι νέες γεωγραφίες των παραμεθόριων περιοχών. Οι παραμεθόριες περιοχές, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του επονομαζόμενου «σιδηρού παραπετάσματος», υφίστανται

109


010:Layout 1

110

9/27/11

10:31 AM

Page 110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 109-115

Χάρτης 1: Βορειοδυτική Ελλάδα και Νότια Αλβανία – ελληνοαλβανική μεθόριος, 2010.

σοβαρούς μετασχηματισμούς, καθώς συμπυκνώνουν διαδικασίες ιδιαίτερης σημασίας για το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που μάλιστα αλληλεπιδρούν με την καθημερινότητα των τοπικών κοινωνιών. Εκεί συναρθρώνονται σύνθετες ροές, συναντιούνται διαφοροποιημένα περιβάλλοντα, παράγονται νέες κεντρικότητες και πυκνώνουν χωροχρονικές μεταλλαγές. Νέες γεωγραφίες και οι πόλεις. Μία σειρά φαινόμενα και διαδικασίες καθιστούν τις πόλεις επίκεντρο των σύγχρονων οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών. Σημειώνεται ταχύτατη αστικοποίηση πληθυσμού, που συνοδεύεται από χωρική εξάπλωση νέων δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των πόλεων, έμφαση δίνεται στην ποιοτική οικοδόμησή τους και στην παροχή πολλαπλών καταναλωτικών επιλογών, κάτι που συνυφαίνεται με τη σημασία που αποκτά η αστική γη και η οικοδομή. Οι μεταλλαγές στην παραγωγή κατοικίας. Η ανάδειξη του τομέα της οικοδομής και της κτηματαγοράς σε κεντρικούς παραγωγικούς τομείς έχει στο επίκεντρο την κατοικία. Η κατοικία συνδέεται με τις πρόσφατες αλλαγές στη δομή των

νοικοκυριών, την προώθηση της ατομικής ιδιοκτησίας, την πληθυσμιακή κινητικότητα, τα νέα καταναλωτικά πρότυπα, τις μεταλλαγές στις σχέσεις εργασίας, την άνοδο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τις αλλαγές στη χωρική συγκρότηση των πόλεων. Μέσα από αυτή τη γενική οπτική, βασική υπόθεση που διατυπώνεται είναι ότι μετά το 1989 αναδύονται νέες γεωγραφίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο, με ευρύ μετασχηματισμό και επαναπροσδιορισμό του ρόλου των Ιωαννίνων και του Αργυροκάστρου (Gjirokastër). Πρόκειται για δύο σημαντικές ιστορικές πόλεις, η πρώτη στην Ελλάδα και η δεύτερη στην Αλβανία, που απέχουν περίπου 100 χμ. και λειτουργούν ως βασική πύλη επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών, αντιδρούν παράλληλα και με διαφορετικό τρόπο στις συντελούμενες αναδιαρθρώσεις (Χάρτης 1). Συμμετέχουν σε δίκτυα ροών και ανταλλαγών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εντάσσονται σε νέες ιεραρχίες και παρουσιάζουν αλληλεξαρτήσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και ευρύτερα. Σε αυτό το πλαίσιο ισχυριζόμαστε ότι η παραγωγή κατοικίας, όχι μόνο αποτελεί προνομιακό πεδίο για τη μελέτη των νέων γεωγραφιών της ελληνοαλβανικής μεθορίου, αλλά αποτελεί και βασικό στοιχείο των ροών που αναπτύσσονται σε αυτή.

νόρων χωρίς να γίνεται κάποια προσπάθεια αυτή να οριστεί, καθώς υποστηρίζεται ότι η μεθοριακότητα είναι μία κατάσταση που βιώνεται, ερμηνεύεται και κατ’ επέκταση προσδιορίζεται με διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα. Το επίκεντρο της έρευνας είναι τα Γιάννενα και το Αργυρόκαστρο. Χρονικά η έρευνα αφορά το διάστημα μεταξύ του 1989, όπου ανοίγουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, και του 2007, το οποίο στην αρχή τέθηκε για πρακτικούς λόγους, αλλά στην πορεία αποδείχτηκε ότι αποτελεί μία σημαντική τομή λόγω της έναρξης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Βασικό στοιχείο της μεθόδου προσέγγισης του θέματος είναι η διερεύνηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του πεδίου της έρευνας ακριβώς λόγω της σημασίας που αποκτά η δράση ατόμων και ομάδων στη συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία. Αυτό οδήγησε στην επιλογή της πραγματοποίησης κατευθυνόμενων ελεύθερων συνεντεύξεων με προνομιακούς πληροφορητές, κυρίως συντελεστές της παραγωγής κατοικίας. Η ποιοτική προσέγγιση του πεδίου συμπληρώνεται από την επεξεργασία στατιστικών στοιχείων προκειμένου να συντεθεί μια γενική εικόνα των μεταλλαγών.

2. Οργάνωση έρευνας και μέθοδος

3. Μεταλλαγές στην ελληνοαλβανική μεθόριο: Ιωάννινα και Αργυρόκαστρο

Χωρικά η έρευνα αφορά τη ζώνη της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μία περιοχή που βρίσκεται κοντά στη γραμμή των ελληνοαλβανικών συ-

Η χάραξη της συνοριακής γραμμής που χωρίζει την ελληνική εθνική επικράτεια από την αλβανική γίνεται το 1913, έτος κατά το οποίο


010:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 111

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Εικόνα 1: Πανοραμική άποψη των Ιωαννίνων (Πηγή: http://www.greekscapes.gr)

ιδρύεται και το αλβανικό κράτος. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα σύνορα γίνονται σχεδόν αδιαπέραστα, οριοθετώντας δύο επικράτειες που οργανώνονται με βάση διαφορετικό πολιτικό σύστημα και ακολουθούν διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης. Ένας γεωγραφικός χώρος που για πολλούς αιώνες λειτουργούσε ως ενιαίο σύνολο με εσωτερικές κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις διασπάται και οι άνθρωποι βιώνουν άμεσα την απαγόρευση επικοινωνίας. Η σχέση μεταξύ των δύο πλευρών των συνόρων προσλαμβάνει νέες διαστάσεις μετά το 1989, με βασική συνιστώσα την άρση της απαγόρευσης των διασυνοριακών μετακινήσεων. Οι διαφορές στα εισοδήματα, τις τιμές, τα καταναλωτικά αγαθά, τις ευκαιρίες απασχόλησης, τις υποδομές, αλλά και τη λειτουργία των θεσμών προκαλούν έντονες ροές: μεταναστευτικές ροές, οικονομικές συναλλαγές, συνεργασία της δημόσιας διοίκησης, πολιτιστικές ανταλλαγές. Ένα πλήθος επίσημων και άτυπων, μαζικών ή μεμονωμένων επαφών συγκροτούν ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων. Στο πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσεται στην ελληνοαλβανική μεθόριο, τα Γιάννενα, η μεγαλύτερη πόλη στη βορειοδυτική Ελ-

Εικόνα 2: Πανοραμική άποψη του Αργυροκάστρου.

λάδα, αποκτούν ιδιαίτερο ρόλο (Εικόνα 1). Ο ρόλος αυτός διαμορφώνεται μέσα από τη συνάρθρωση μίας σειράς διαφορετικών παραγόντων –τοπικών και υπερτοπικών– οι οποίοι συνέπεσαν στο χρόνο προσδίδοντας ιδιαίτερη δυναμική στην πόλη: εισροή μεταναστών από την Αλβανία, αύξηση του αριθμού των φοιτητών, μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ανάμεσα στις πόλεις που συνδέονται με τα Γιάννενα είναι και το Αργυρόκαστρο, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της νότιας Αλβανίας (Εικόνα 2). Παρά τους πόρους από τη μετανάστευση, το εμπόριο με την Ελλάδα, την άτυπη και εγκληματική οικονομία των συνόρων και την παρουσία ξένων οργανισμών, η πόλη χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακή στασιμότητα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, την κυριαρχία των άτυπων δραστηριοτήτων που διαμορφώνουν ένα εσωστρεφές περιβάλλον, αλλά και στον ανταγωνιστικό ρόλο των Ιωαννίνων.

4. Αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή κατοικίας στα Ιωάννινα στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού Η δυναμική των Ιωαννίνων, ως συνδυασμός τοπικών και υπερτοπικών παραμέτρων, οδηγεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σε σταδιακή άνοδο της οικοδομικής δραστηριότητας. Η άνοδος αυτή που κλιμακώνεται το 2005, αφορά κυρίως την κατοικία και συνδέεται στενά με το σύστημα στεγαστικών δανείων αλλά και με την προοπτική επιβολής ΦΠΑ στις νέες κατασκευές από το 2006. Συνοδεύεται από μία στροφή από μεσαίου μεγέθους κατοικίες προς μεγαλύτερες και μικρότερες μονάδες, από διαμερίσματα πολυκατοικιών σε μονοκατοικίες, από μικρές πολυκατοικίες σε συγκροτήματα κατοικιών. Επίσης σημειώνεται μετατόπιση της οικοδομικής δραστηριότητας από κεντρικές συνοικίες στις επεκτάσεις της πόλης, η οποία ενθαρρύνεται από τα μεγάλα έργα υποδομής και στηρίζεται στους πολεοδομικούς σχεδιασμούς του ’80. Το στοιχείο αυτό προκάλεσε σοβαρές αλλαγές στη χωρική συγκρότηση της πόλης, με διάχυση δραστηριοτήτων στο χώρο που αναδεικνύουν νέες όψεις

111


010:Layout 1

112

9/27/11

10:31 AM

Page 112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 109-115

σεις με όλα τα εμπλεκόμενα υποκείμενα. Το επενδυτικό περιβάλλον προϋποθέτει μία σχετική ευελιξία στην οποία ανταποκρίνονται τόσο οι παλιοί ντόπιοι εργολάβοι, όσο και νέοι εργολάβοι που προέρχονται από άλλες περιοχές της Ελλάδας ή από την Αλβανία και, πολύ λιγότερο, από εταιρείες εθνικής εμβέλειας. Ενδιαφέρον Χάρτης 2: Ευρύτερη περιοχή Ιωαννίνων – οικιστική συγκρότηση και είναι επίσης ότι πολοδικό δίκτυο, 2010 (Υπόβαθρο: Google Earth). λοί επενδυτές ασχολούνται ευκαιριακά στην ανάπτυξη του μητροπολιτικού ή συγκυριακά με τον τομέα της οιχώρου (Χάρτης 2). κοδομής, αναδεικνύοντας το εύρος Η ανάπτυξη του τομέα της κακαι τη δυναμική του τομέα της κατοικίας συνδέεται με αλλαγές στους τοικίας, αλλά και την ελκυστικόμηχανισμούς και τις διαδικασίες πατητα των Ιωαννίνων για επένδυση, ραγωγής. Η αυτοστέγαση ενισχύενόμιμων ή μη, κεφαλαίων από την ται από τα στεγαστικά δάνεια, αλλά Ελλάδα ή και την Αλβανία. Εξάλαφορά κυρίως ομάδες που χρησιμολου, το εύρος των ευκαιριών που ποιούν αποταμιεύσεις: ανώτερα προσφέρει ο τομέας της οικοδομής κοινωνικο-οικονομικά στρώματα φαίνεται και στην ταχύτατη ανέλιξη (γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες) των Αλβανών μεταναστών από ερκαι, πιο πρόσφατα, μετανάστες από γάτες σε εργολάβους. την Αλβανία που αξιοποιούν την Η δυναμική της πόλης εκφράζεεμπειρία τους από οικοδομικές ερται και μέσα από τις διαδικασίες γασίες. Από την άλλη, η εμπορική διαμόρφωσης γαιοπροσόδου. Οι παραγωγή κατοικίας διογκώνεται τιμές των ακινήτων αφενός παρουμε βασικό στοιχείο τη στροφή προς σιάζουν μία γενική άνοδο που συνμεγαλύτερες και νέου τύπου επενδέεται βέβαια και με το δανειοδοδύσεις, κυρίως με τη μορφή συτικό σύστημα, αφετέρου παρουσιάγκροτημάτων με μεζονέτες (Εικόνα ζουν διαφοροποιήσεις τέτοιες που 3). Ωστόσο, η εμπορική παραγωγή δημιουργούν πολλαπλές δυνατότηκατοικίας στα Γιάννενα διατηρεί τες ενσωμάτωσης μέσω της κατοισχετικά μικρές κλίμακες και ελέγκίας, σημείο πολύ σημαντικό σε χεται από μικρού και μεσαίου μεγέσχέση με τους μετανάστες. θους κατασκευαστικές εταιρείες Ιδιαίτερη σημασία έχει και το που μπορούν να προσαρμόζονται είδος της κατοικίας. Το διαμέρισμα στις ιδιαιτερότητες της μικρής ιδιοτης πολυκατοικίας αποτελεί όχημα κτησίας και να αναπτύσσουν σχέ-

εισόδου στη ζωή της πόλης για τους μετανάστες από την Αλβανία (που απορροφούν τα παλιά διαμερίσματα) και για τον πληθυσμό που προέρχεται από τον γύρω ορεινό χώρο. Ταυτόχρονα οι μονοκατοικίες στις επεκτάσεις της πόλης και οι καταναλωτικές συνήθειες που συνδέονται με αυτές συμπυκνώνουν το όνειρο της κοινωνικής ανόδου για τα ανώτερα και για τα μεσαία στρώματα (Εικόνα 4).

5. Μετάβαση και παραγωγή κατοικίας στο Αργυρόκαστρο Η παραγωγή κατοικίας στο Αργυρόκαστρο επηρεάζεται πολλαπλά από τα μεγάλα ποσοστά μετανάστευσης των ντόπιων στην Ελλάδα και τις τακτικές επαφές με την ελληνική πλευρά των συνόρων: τα μεταναστευτικά εμβάσματα τοποθετούνται κυρίως στην κατοικία, μεταφέρεται τεχνογνωσία για την κατασκευή, εφαρμόζονται οικοδομικές μελέτες ελλήνων μηχανικών, μεταφέρονται καταναλωτικά πρότυπα, επίδραση στα ημερομίσθια και τις αξίες της γης. Βασική παράμετρος στην παραγωγή κατοικίας είναι οι ασάφειες στην ιδιωτικοποίηση των ακινήτων και την επιστροφή των ιδιοκτησιών στους προ του 1945 ιδιοκτήτες. Οι ασάφειες αυτές, σε συνδυασμό με την ασάφεια στις πολεοδομικές ρυθμίσεις και τη γενικότερη κατάρρευση των κρατικών θεσμών, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον γενικευμένης απορρύθμισης. Το περιβάλλον αυτό φαίνεται να εμποδίζει πιο σύνθετες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα την είσοδο επενδυτών από άλλες


010:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 113

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Εικόνα 3: Συγκρότημα με μεζονέτες στις επεκτάσεις των Ιωαννίνων. Η κατασκευή του στηρίζεται στο σύστημα της αντιπαροχής.

περιοχές της Αλβανίας ή από την Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσονται σταδιακά πρακτικές και μηχανισμοί που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες της ιδιοκτησίας και των κοινωνικών σχέσεων. Η αυτοστέγαση, συνήθως στηριζόμενη στην προσωπική εργασία συγγενών και φίλων, αποτελεί βασικό μηχανισμό για την εξασφάλιση στέγης ιδιαίτερα στις πρώτες φάσεις (Εικόνα 5). Στα τέλη του ’90 κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα παραδείγματα εμπορικής κατοικίας, κατά κανόνα με τη μορφή πολυκατοικιών, τα οποία συνδυάζονται με αυτοκατασκευή, κάτι που εξυπηρετεί τελικά και τους αγοραστές και τους επενδυτές (Εικόνα 6). Η εμπορική κατοικία στηρίζεται κυρίως σε μηχανισμό αντίστοιχο με αυτόν της ελληνικής αντιπαροχής για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες: το μικρό κατασκευαστικό κεφάλαιο, τις σχέσεις των τοπικών αρχών με τον κατασκευαστικό τομέα, το ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η αναπτυξιακή στασιμότητα της πόλης, σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας της τοπικής αγοράς, ωθεί τους πετυχη-

Εικόνα 4: Μονοκατοικία στις επεκτάσεις των Ιωαννίνων.

μένους εργολάβους να αναζητήσουν επενδυτικές ευκαιρίες στα Τίρανα. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι τιμές των ακινήτων αξιολογούνται από τους πληροφορητές μας ως δυσανάλογα υψηλές σε σχέση με τη δυναμική της πόλης, κάτι που αποδίδεται στην αγοραστική δύναμη που προσδίδει η μετανάστευση και η οικονομία των συνόρων σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Παρόλα αυτά είναι χαμηλότερες από τις τιμές στην ελληνική πλευρά των συνόρων. Είναι όμως σημαντικό ότι η διαφοροποίηση στις τιμές της κατοικίας μεταξύ των δύο πλευρών των συνόρων δίνει τελικά δυνατότητες απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας και στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Η γειτνίαση και η τακτική επικοινωνία με την ελληνική πλευρά των συνόρων συμβάλλει στον επαναπροσδιορισμό των προτύπων για την πόλη και κατοικία. Η ζωή στο Αργυρόκαστρο συγκρίνεται διαρκώς με τα Γιάννενα τα οποία γίνονται σημείο αναφοράς. Αντίστοιχες συγκρίσεις γίνονται και σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της κατοικίας. Μόνο που εκεί τα πρότυπα εμφανί-

ζουν μία σχετική μετατόπιση ως προς τα «ελληνικά».

6. Συμπεράσματα: Ανάδυση νέων γεωγραφιών στην ελληνοαλβανική μεθόριο και παραγωγή κατοικίας Μέσα από τη μελέτη των διαδικασιών παραγωγής κατοικίας προέκυψε ένα πλούσιο υλικό για τις αρθρώσεις που εμφανίζονται στη ζώνη της μεθορίου. Α. Το άτυπο και νέες γεωγραφίες: συνδέσεις και τομές στην οικονομία των συνόρων Στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο στην Αλβανία μετά το 1989, το είδος, το εύρος και η συμμετοχή των άτυπων δραστηριοτήτων στις οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες τις αναδεικνύει σε δομικό στοιχείο της ανάπτυξης των δύο πόλεων. Τα κενά και οι ασάφειες του επίσημου συστήματος αλλά και η εμφάνιση άτυπων σχέσεων στην παραγωγική διαδικασία ανοίγουν ευκαιρίες για ορισμένους και αποκλείουν άλλους

113


010:Layout 1

114

9/27/11

10:31 AM

Page 114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 109-115

Εικόνα 5: Αυτοστέγαση στο Αργυρόκαστρο. Η κατασκευή των κατοικιών στηρίζεται σε προσωπική εργασία των ιδιοκτητών.

από τη δραστηριοποίηση στον τομέα της οικοδομής. Συγκεκριμένα, από την παραγωγή κατοικίας προκύπτει ότι οι διαφοροποιήσεις στο χαρακτήρα του άτυπου μεταξύ ελληνικής και αλβανικής επικράτειας ενισχύουν τις διαπεριφερειακές σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις και ροές και διαμορφώνουν μία ιδιαίτερα δυναμική σχέση μεταξύ των Ιωαννίνων και του Αργυροκάστρου. Για παράδειγμα, οι σχέσεις των τοπικών εργολάβων με τις τοπικές αρχές στο Αργυρόκαστρο είναι τόσο ισχυρές που αποκλείουν εργολάβους από την Ελλάδα, ενώ στα Γιάννενα τέτοιες σχέσεις χρειάζονται μόνο για μεγάλα έργα. Επίσης η φθηνή και ανασφάλιστη εργασία των απασχολούμενων στην οικοδομή αντιστοιχεί σε διαφορετικές απολαβές στη μία και την άλλη πλευρά των συνόρων. Προκύπτει δηλαδή ότι η ανάπτυξη άτυπων δραστηριοτήτων σε ένα διεθνικό περιβάλλον δημιουργεί ευκαιρίες και διόδους για διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και ομάδες οικονομικών συμφερόντων, διευρύνοντας τη συμμετοχή όλο και περισσότε-

Εικόνα 6: Πολυκατοικία αντιπαροχής στο Αργυρόκαστρο. Οι εργασίες στα διαμερίσματα ολοκληρώνονται από τους αγοραστές σε διαφορετικές φάσεις.

ρων στην παραγωγή και την κατανάλωση. Παρόλα αυτά, οι ανισότητες είναι μεγάλες: ορισμένοι μένουν εκτός, άλλα ακόμα και για αυτούς που συμμετέχουν άλλοι απλά επιβιώνουν, άλλοι πλουτίζουν και άλλοι αποτυγχάνουν. Β. Κατανάλωση και νέες γεωγραφίες: κοινωνική πόλωση ή ενσωμάτωση; Βασικό συστατικό των νέων γεωγραφιών της ελληνοαλβανικής μεθορίου είναι οι ροές που δημιουργούνται μετά το 1989 με άξονα την κατανάλωση. Μάλιστα η κατοικία και η κατανάλωση που στρέφεται γύρω από αυτή αναδεικνύονται σε κομβικό στοιχείο για την παραγωγή διαχωριστικών γραμμών εντός του αστικού χώρου, αλλά και μεταξύ των δύο πόλεων. Υποστηρίζεται ότι αναπτύσσονται ισχυροί μηχανισμοί που οδηγούν σε ενσωμάτωση πλατιών στρωμάτων στην καταναλωτική κοινωνία. Σε αυτό συμβάλλουν από τη μία οι μηχανισμοί που αναπτύσσονται από το κράτος και την αγορά για τη διευκόλυνση της απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας και

από την άλλη η ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων και πρακτικών (π.χ. οικογενειακά δίκτυα, αυτοκατασκευή). Πρόκειται όμως για μία διαδικασία που εξελίσσεται με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Πάντως οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στα σύνορα σε τιμές, μηχανισμούς και θεσμούς αυξάνουν τις επιλογές για τον τόπο όπου μπορεί να ικανοποιηθούν συγκεκριμένα καταναλωτικά όνειρα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με πολλούς μετανάστες που αγοράζουν κατοικίες στην Αλβανία μιας και δεν μπορούν να αγοράσουν στα Γιάννενα. Γ. Χωροχρονικοί μετασχηματισμοί και νέες γεωγραφίες: διαπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις και αστικές δυναμικές Το άνοιγμα των συνόρων το 1989 μετατρέπει ταχύτατα τα ελληνοαλβανικά σύνορα από ένα ερμητικά κλειστό όριο σε ένα πεδίο καθημερινών ροών, αλλάζοντας δραματικά και διαρκώς τη σχέση μεταξύ χώρου και χρόνου. Από την άποψη της αστικής δυναμικής αποκαλύ-


010:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 115

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

πτεται η διαπλοκή των γεωγραφικών επιπέδων, η διάχυση των κεντρικοτήτων, η ασάφεια στα όρια και η πολυπλοκότητα των συνδέσεων στην ανάπτυξη του μητροπολιτικού χώρου. Όλα αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία με δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε μία διεθνική ζώνη όπου τα σύνορα παίζουν ιδιαίτερο ρόλο. Οι αλλαγές στη σχέση χώρου-χρόνου παράγονται και βιώνονται με διαφορετικούς τρόπους από τις διαφορετικές ομάδες, αντικατοπτρίζοντας σοβαρές ανισότητες. Ωστόσο οι κοινωνικές πρακτικές καθιστούν τα όρια ανάμεσα στους ευνοημένους και τους χαμένους ασαφή και ρευστά. Για παράδειγμα οι Αλβανοί μετανάστες από εργάτες γίνονται εργολάβοι ή επίσης αποκτούν μονοκατοικίες στις επεκτάσεις των Ιωαννίνων. Επίσης οι εργολάβοι από την Ελλάδα αποκλείονται από επενδύσεις στο Αργυρόκαστρο. Το γεγονός αυτό ανταποκρίνεται σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, όπου, παράλληλα με διαδικασίες αποκλεισμού και περιθωριοποίησης, αναπτύσσονται ισχυροί μηχανισμοί ενσωμάτωσης. Συνολικά θα λέγαμε ότι οι χωροχρονικοί μετασχηματισμοί στην ελληνοαλβανική μεθόριο

λειτουργούν ταυτόχρονα προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: εμποδίζουν και μαζί ωθούν άτομα και ομάδες να μπουν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε μία συμπληρωματική διαδικασία που επιταχύνει το μετασχηματισμό του χώρου συνολικά, αλλά με διαφορετικές ταχύτητες από ομάδα σε ομάδα και από τόπο σε τόπο. Ενδεικτική βιβλιογραφία Andrusz, G., Harloe, M. και Szelenyi, I. (επιμ.) (1996), Cities after socialism: urban and regional change and conflict in post-socialist societies, Οξφόρδη: Blackwell. Bauman, Z. (2008), Ζωή για κατανάλωση, Αθήνα: Πολύτροπον. Davis, M. και Monk D.B. (επιμ.) (2007), Evil Paradises. Dreamworlds of Neoliberalism, Νέα Υόρκη: The New Press. Hall, P. και Pain, Κ. (επιμ.) (2006), The polycentric metropolis. Learning from the mega-city regions in Europe, Λονδίνο: Earthscan. Hall, T. (2005), Αστική γεωγραφία, Αθήνα: Κριτική. Hamilton, I., Dimitrovska Andrews, K., και Pichler-Milanovic, N. (επιμ.) (2005), Transformation of cities in central and eastern Europe, United Nations University Press. Harvey, D. (2009), Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Lowe, S. και Tsenkova, S. (επιμ.) (2003), Housing change in East and Central Europe. Integration or fragmentation?, Άλντερσοτ: Ashgate. Newman, D. (2006), «The lines that continue to separate us: borders in our “borderless” world», Progress in Human Geography 30(2):1-19. Tsenkova, S. (2009), Housing policy reforms in post socialist Europe. Lost in transition, Χαϊδελβέργη: Physica-Verlag. UNECE (2002), Country profiles on the housing sector. Albania, Νέα Υόρκη και Γενεύη: United Nations. World Bank (2007), «Albania urban sector review», Report No. 37277-AL. Zukin, S. (1999), The cultures of cities, Κέμπριτζ/Οξφόρδη: Blackwell. Καραμούζης, Ν. και Χαρδουβέλης, Γ. (2007), Αγορά κατοικίας: τάσεις και επενδυτικές ευκαιρίες, Αθήνα: Σάκκουλας. Μάσσεϋ, Ν. (1995), Η παγκοσμιότητα του τοπικού, Η Νέα Οικολογία: 56-61. Μπάουμαν Ζίγκμουντ (2008[2007]), Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο. Σάσεν Σάσκια (2003[1996]), Χωρίς έλεγχο; Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Μεταίχμιο. Χάρβεϊ Ντέϊβιντ (2006 [2003]), Ο νέος ιμπεριαλισμός, Αθήνα: Καστανιώτης. Χάρβεϊ Ντέϊβιντ (2007 [2005]), Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Αθήνα: Καστανιώτης Χειμωνίτη-Τερροβίτη Στέλλα (2005), Εξελίξεις στην αγορά κατοικιών, ΚΕΠΕ, Εκθέσεις 43.

115


011:Layout 1

116

9/27/11

10:31 AM

Page 116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 116-122

Τ

Ο

Β

Η

Μ

Α

Τ

Ω

Ν

Φ

Ο

Ι

Τ

Η

Τ

Ω

Ν

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ-ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΚΤΙΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ1

Νικολία-Σπυριδούλα Μυωφά

Προβληματισμοί-στόχοι

1. Διπλωματική εργασία, Τομέας Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος και Συγκοινωνιών, Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής Τεχνολογίας και Σχεδιασμού του Χώρου, Πολυτεχνική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών, 2007, Επιβλέπουσα: Βαρβάρα Δεσποινιάδου, georgiafil@gmail.com

Βασικό προβληματισμό της παρούσας διπλωματικής αποτελεί η εύρεση μιας κατάλληλης μεθόδου για την επανάχρηση-ανάπλαση κτιρίων ή εκτάσεων σε αστικούς χώρους μέσα από τη μελέτη της ευρωπαϊκής εμπειρίας. Ωστόσο η έμφαση δίνεται κυρίως στην ανάπλαση που ως διαδικασία περιλαμβάνει και την επανάχρηση. Η ανάπλαση αφορά την αναμόρφωση μιας πόλης, μιας γειτονιάς αλλά και την επαναξιοποίηση παλιών κτιρίων. Η επανάχρηση αποτελεί μία από τις έννοιες (είναι η πιο σύγχρονη) που προσδιορίζουν την ανάπλαση και αφορά κυρίως την αξιοποίηση υφιστάμενων κτιρίων. Η κλίμακα ενός έργου ανάπλασης ποικίλει. Αντικείμενο ανάπλασης μπορεί να είναι από ένα μεμονωμένο κτίριο μέχρι και ολόκληρη γειτονιά και πόλη. Αντιθέτως, η επανάχρηση αφορά κυρίως την αξιοποίηση υφιστάμενων κελυφών. Η ανάπλαση του λιμανιού και του εσωτερικού της πόλης Ρόττερνταμ της Ολλανδίας αποτελεί παράδειγμα ανάπλασης μεγάλης κλίμακας. Επίσης, τα Docklands του Ανατολικού Λον-

δίνου αποτελούν παράδειγμα ανάπλασης μεγάλης κλίμακας και αποκατάστασης των παλιών λιμενικών εγκαταστάσεων. Στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανάπλασης σε όλες τις κλίμακες. Η Ελλάδα, όμως, δεν έχει να αναδείξει έργα μεγάλης κλίμακας όπως τα αντίστοιχα της υπόλοιπης Ευρώπης. Όσα προγράμματα ανάπλασης έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας είναι κλίμακας γειτονιάς και αφορούν κυρίως την επανάχρηση εγκαταλειμμένων κτιρίων. Στόχος της εργασίας είναι η επισκόπηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας σε θέματα ανάπλασης-επανάχρησης και η προσαρμογή της στα ελληνικά δεδομένα και, ειδικότερα, στην περίπτωση της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε είναι πώς οι πολιτικές των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για την περίπτωση της ΧΡΩΠΕΙ. Για το λόγο αυτό αναλύονται τέσσερα ευρωπαϊκά παραδείγματα αναπλάσεων και, συγκεκριμένα, το εργοστάσιο της Fiat στο Τορίνο, το πάρκο La Villette στο Παρίσι και το αεροδρόμιο Riem στη Γερμανία, που απο-


011:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 117

ΝΙΚΟΛΙΑ-ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΜΥΩΦΑ

με βάση το ιστορικό πλαίσιο, την υφιστάμενη κατάσταση και το θεσμικό πλαίσιο εξάγουμε συμπεράσματα για τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν (Πίνακας 1). Όπως προέκυψε από την ανάλυση των ευρωπαϊκών παραδειγμάτων μπο-

τελούν επιτυχημένα παραδείγματα, καθώς και η περίπτωση του πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού που δείχνει την ανεπάρκεια του συστήματος αναπλάσεων στη χώρα μας. Μελετώντας τα τέσσερα παραδείγματα ανάπλασης-επανάχρησης

ρούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες είναι η αποτελεσματικότητα και η επάρκεια των συνεργατικών σχημάτων και κυρίως η συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις οργανώσεις πολιτών.

Πίνακας 1 Ανάλυση της Ευρωπαϊκής εμπειρίας Προϋπάρχουσα χρήση

Υφιστάμενη κατάσταση

Θεσμικό πλαίσιο

Συμπεράσματα

Εργοστασιακό Αυτοκινητοβιομηχανία συγκρότημα Fiat στο Τορίνο

Μοντέρνος χώρος με πληθώρα χρήσεων: λιανικό εμπόριο, αίθουσα εκθέσεων εμπορίου, συνεδριακό κέντρο, αίθουσα συνεδριάσεων, ξενοδοχείο, καταστήματα, πινακοθήκη, κινηματογραφικός πολυχώρος, οδοντιατρική κλινική, γραφεία και εγκαταστάσεις εκπαίδευσης.

Φορέας εφαρμογής: Ανώνυμη εταιρία (Lingotto s.p.a.). Συμμετοχή Δήμου Τορίνο κατά το 1/3.

Σημαντικό παράδειγμα των δυσκολιών που μπορούν να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της ανάπλασης.

Villette

Εγκαταστάσεις σφαγείων και κρεαταγοράς

Πάρκο La Villette (δημόσιο πάρκο). Υπαίθριο πολιτιστικό κέντρο. Συνδιασμός πληθώρας δραστηριοτήτων (πολιτισμού, αναψυχής εκπαίδευσης). Δημιουργία 4 βασικών τομέων: Πόλη των Επιστημών και της Βιομηχανίας, Πόλη της Μουσικής, Grande Halle. Πάρκο Αναψυχής.

Λογική παρέμβασης αμιγώς δημοσίου τομέα.

Αποτελεί καινοτόμο εγχείρημα. Γενικότερα έχει ασκηθεί θετική κριτική. Η μόνη αρνητική κριτική έχει να κάνει με τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν στη γύρω αστική περιοχή (τιμές γης και ύψη ενοικίων).

Έκταση αεροδρομίου του Riem

Αεροδρόμιο

Δημιουργία μιας νέας πόλης: Messestadt Riem η οποία περιλαμβάνει συνδυασμό χρήσεων. Η έκταση του πρώην αεροδρομίου διαιρέθηκε σε 3 κύριες ζώνες: Επιχειρηματικό και εμπορικό κέντρο, αγορά, γραφεία, λιανικό εμπόριο και κατοικία.

Συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.

Αποτελεί επιτυχημένο παράδειγμα αναδιαμόρφωσης έκτασης παλιού αεροδρομίου. Είναι το μοναδικό παράδειγμα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η νέα πόλη προσφέρει υψηλή ποιότητα ζωής στους κατοίκους της.

Η έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού από το 2001 έχει μετατραπεί σε μια νεκρή ζώνη στην οποία συγκεντρώνονται "ανεπιθύμητες" εγκαταστάσεις και απόβλητα. Η ελεύθερη έκταση, των 5.300 στρεμμάτων, ολοένα και συρρικνώνεται με την παραχώρηση τμημάτων της για αγιοποίηση σε διάφορες ιδιωτικές εταιρείες.

Η θεσμική κατοχύρωση της μελλοντικής οργάνωσης του χώρου είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών ιδιοκτητών του χώρου και και επομένως των τροποποιήσεων στο καθεστώς των χρήσεων.

Είναι αναγκαίο να ληφθεί όσο το δυνατόν πιο άμεσα απόφαση σχετικά με το πώς θα αξιοποιηθεί ο χώρος.

Έκταση Αεροδρόμιο αεροδρομίου του Ελληνικού

117


011:Layout 1

118

9/27/11

10:31 AM

Page 118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 116-122

Περίπτωση μελέτης- βιομηχανία ΧΡΩΠΕΙ Η Α.Ε. Χρωματουργία Πειραιώς, γνωστή ως ΧΡΩΠΕΙ, ήταν μια από τις παλαιότερες βιομηχανίες που εγκαταστάθηκαν στην οδό Πειραιώς. Οι εγκαταστάσεις της βιομηχανίας βρίσκονται σε μια έκταση 108 στρεμμάτων μεταξύ του σταδίου «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στο Νέο Φάληρο (3ο διαμέρισμα Δήμου Πειραιά, συνοικία Σούδα) και της οδού Πειραιώς, στο νότιο τμήμα της δίπλα από τις άλλες μεγάλες βιομηχανίες της περιοχής (π.χ. ΗΒΗ, Ελαΐς, Κεραμεικός, κ.λπ.). Η έκταση της πρώην βιομηχανίας είναι χωρισμένη σε δυο τμήματα: • Πρώην αποθηκευτικοί χώροι έκτασης 50 στρεμμάτων. Η έκταση αυτή χωρίζεται σε δύο οικοδομικά τετράγωνα (40 και 10 στρεμμάτων). • Κτιριακό συγκρότημα επί της οδού Πειραιώς. Τα «κτίρια ΧΡΩΠΕΙ» είναι διατηρητέα βιομηχανικά κτίρια. Σύμφωνα με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Πειραιά (Χάρτης Π1), η έκταση των 40 στρεμμάτων χαρακτηρίζεται με τη χρήση «αστικό πράσινο-ελεύθερος χώρος» και επομένως απαγορεύεται η δόμηση. Η υπόλοιπη έκταση των 10 στρεμμάτων χαρακτηρίζεται με τη χρήση «γενική κατοικία» και είναι δυνατή η χωροθέτηση χρήσεων κατοικίας,

Εικόνα 1 Χρήσεις γης γύρω από τη ΧΡΩΠΕΙ

εμπορίου μικρής κλίμακας, εργαστηρίων, διοίκησης-υπηρεσιών, εκπαίδευσης, αθλητισμού, κ.ά. και όχι η ανέγερση μεγάλων κέντρων εμπορίου και αναψυχής (στα οποία περιλαμβάνονται μεγάλα super-market, πολυκινηματογράφοι, κ.ά.). Επίσης, το βιομηχανικό συγκρότημα έχει ενταχθεί στη ζώνη ανάπλασης της οδού Πειραιώς. Από το 1989 εώς το 1999 ιδιοκτήτης της έκτασης των πρώην αποθηκευτικών χώρων ήταν η Εθνική Τράπεζα. Η Εθνική Τράπεζα, ως ιδιοκτήτης της έκτασης, επιζητούσε αγοραστή. Οι τοπικοί φορείς και όσοι ήταν αντίθετοι στην

πώληση κατάφεραν να εμποδίσουν την αγοροπωλησία με διάφορες παρεμβάσεις. Τελικά, το 1999 ο Όμιλος Χαραγκιώνη αγόρασε από την Εθνική Τράπεζα την έκταση των 50 στρεμμάτων με πλειστηριασμό. Στόχος της εταιρίας είναι ο αποχαρακτηρισμός της έκτασης από πράσινο και η ανέγερση εμπορικού κέντρου. Οι προσπάθειες, όμως, του Ομίλου Χαραγκιώνη να οικοδομήσει την έκταση των 50 στρεμμάτων μέχρι τώρα έχουν αποβεί άκαρπες χάρη στις αντιδράσεις των κατοίκων και των τοπικών φορέων. Τα κτίρια της παλιάς βιομηχανίας, ιδιοκτησίας του Ελληνικού

Πίνακας 2 Περιγραφή των κυριότερων χαρακτηριστικών της έκτασης της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ Ιδιοκτήτες

Προϋπάρχουσα Χρήση

Υφιστάμενη Χρήση

Έκταση

Όμιλος Χαραγκιώνη

Πρώην αποθηκευτικοί χώροι βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ

Εγκαταλειμμένη-κενή έκταση

50 στρέμματα

Ελληνικός Οργανισμός Φαρμάκων (Δημόσιο)

Συγκρότημα βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ

Οι εγκαταστάσεις της πρώην βιομηχανίας παραμένουν εγκαταλειμμένες

58 στρέμματα


011:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 119

ΝΙΚΟΛΙΑ-ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΜΥΩΦΑ

Χάρτης Π1: Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Πειραιά

Η υφιστάμενη κατάσταση

Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), είναι εγκαταλειμμένα. Το 2000 η τότε κυβέρνηση συναίνεσε στην αναπαλαίωση των ιστορικών κτιρίων και στη μελλοντική στέγαση σε αυτά του Δικαστικού Μεγάρου και των Δικαστικών Υπηρεσιών του Πειραιά. Παρόλα αυτά, από τότε

μέχρι και σήμερα δεν έχει υλοποιηθεί κάτι τέτοιο αφού για την αγορά του ο ΕΟΦ ζητά 75 εκ. ευρώ. Το 2007, το κτιριακό συγκρότημα, διαμορφώθηκε για τις ανάγκες της σειράς «Δέκα» (ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού).

Η ανάπλαση των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων (τα συμφέροντα του Ομίλου έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των κατοίκων με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν διαμαρτυρίες από την τοπική κοινωνία), αλλά και του περίπλοκου ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Επίσης, η έλλειψη οικονομικών πόρων είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο το θέμα της αξιοποίησης των 50 στρεμμάτων παραμένει στάσιμο. Ο Δήμος Πειραιά δεν μπορεί να «σηκώσει» το οικονομικό βάρος ενός τέτοιου έργου. Αυτή η κατάσταση, όμως, έχει ως αποτέλεσμα ο χώρος της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ να παρουσιάζει υποβαθμισμένη εικόνα ως απόρροια της εγκατάλειψης. Πλέον ο χώρος έχει μετατραπεί σε χωματερή στην οποία εναποτίθενται απορρίμματα κάθε είδους, δηλαδή σε μια νεκρή ζώνη στην οποία συγκεντρώνονται “ανεπιθύμητες”

Πίνακας 3 Προτάσεις αξιοποίησης της έκτασης των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ Προτάσεις για την αξιοποίηση της έκτασης των 50 στρεμμάτων της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ Όμιλος Χαραγκιώνη

1)Δημιουργία Εμπορικού Κέντρου του «Πάρκου Αιγαίου» (2003) 2)Δημιουργία εμπορικού, ψυχαγωγικού και πολιτιστικού πάρκου, του «Aegean Park» (2005) 3)Δημιουργία χώρων πρασίνου συνολικής έκτασης 20 στρεμμάτων, εμπορικού κέντρου και μαιευτηρίου (2007)

Δήμος Πειραιά

Αξιοποίηση της έκτασης των 50 στρεμμάτων ως χώρο πρασίνου, αναψυχής, άθλησης και κατοικιών (όπως ορίζει το ΓΠΣ)

Νομαρχία Πειραιά

Η Νομαρχία Πειραιά προτείνει την απαλλοτρίωση της έκτασης από το κράτος με αποζημίωση του Ομίλου Χαραγκιώνη και την εκπόνηση Επιχειρησιακού Σχεδίου Ανάπλασης με κύριους άξονες τη δημιουργία πάρκου αναψυχής, σταδίου κλασικού αθλητισμού, ανοιχτού θεάτρου και υπόγειου χώρου στάθμευσης

3ο Δημοτικό Διαμέρισμα Πειραιά

Αξιοποίηση της έκτασης ως χώρου πρασίνου, αναψυχής και αθλητισμού

“Λιμάνι Αγωνίας”1

Δημιουργία πάρκου αναψυχής με υψηλό ποσοστό πρασίνου. Διαφωνεί ριζικά με την οικοπεδοποίηση της έκτασης των πρώην αποθηκευτικών χώρων της βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ

119


011:Layout 1

120

9/27/11

10:31 AM

Page 120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 116-122

Εικόνα 2. «Εδώ είναι πάρκο», «Το πάρκο ανήκει στο λαό» είναι τα συνθήματα των κατοίκων.

Φωτογραφία 1: Κεντρική είσοδος βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ

Φωτογραφία 2: Μπροστινή όψη του βιομηχανικού συγκροτήματος ΧΡΩΠΕΙ

Φωτογραφία 3: Πίσω όψη του βιομηχανικού συγκροτήματος ΧΡΩΠΕΙ

εγκαταστάσεις και απόβλητα. Οι κάτοικοι της περιοχής, όμως, κάνουν λόγο για σκόπιμη εναπόθεση απορριμμάτων, έτσι ώστε η επιχειρούμενη οικοπεδοποίηση να βρει πρόσφορο έδαφος και να φανεί ως έργο που στόχο έχει την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το κτιριακό συγκρότημα της πρώην βιομηχανίας επί της οδού Πειραιώς, δεν έχει ληφθεί κάποια τελική απόφαση σχετικά με το εάν θα εγκατασταθούν εκεί το Δικαστικό Μέγαρο και οι Δικαστικές Υπηρεσίες Πειραιά. Το «Λιμάνι της Αγωνίας» θεωρεί ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να αναπλαστούν τα ιστορικά βιομηχανικά κτίρια. Επιπλέον θα ωφεληθεί και η ευρύτερη περιοχή, αφού θα αποφορτιστεί συγκοινωνιακά το κέντρο του Πειραιά και θα αναπτυχθεί η περιοχή της Σούδας. Το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων σε επίπεδο Τ.Α. έγινε με τη συνάντηση του Νομάρχη με τον Δήμαρχο Πειραιά στις 16.01.2009. Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε η ενδυνάμωση της

συνεργασίας τους προς όφελος των πολιτών με την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων του Πειραιά. Δόθηκε, λοιπόν, μεγάλη βάση στις «κοινές δράσεις και παρεμβάσεις». Καθορίστηκαν 10 σημεία αιχμής που χρήζουν άμεσης αλλαγής και ένα από αυτά ήταν η απαλλοτρίωση των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ και η απόδοσή τους στους πολίτες. Επίσης ο Νομάρχης συνυπέγραψε την απόφαση του Δημάρχου για απαλλοτρίωση καθώς και δεσμεύτηκε ότι θα συμβάλει οικονομικά στην προσπάθεια ανάπλασης.

σχήμα. Το σχήμα αυτό θα είναι είτε αμιγώς δημόσιο είτε ιδιωτικό χωρίς να τίθεται θέμα συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού τομέα. • Δεν υπάρχει θεώρηση του κόστους κατασκευής και συντήρησης. • Έλλειψη αντισταθμιστικών οφελών. • Απουσία μελέτης επιπτώσεων Η ανάπλαση-επανάχρηση της έκτασης πρέπει να βασιστεί σε μια «από κάτω προς τα πάνω λογική» που είναι λιγότερο ιεραρχική και στηρίζεται σε μια συμμετοχική δυναμική. Επίσης πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (Όμιλος Χαραγκιώνη, Τ.Α. και Τοπικές Ομάδες) σε όλες τις φάσεις του έργου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάπλαση της έκτασης των 108 στρεμμάτων δεν θα είναι ενιαία λόγω του διαφορετικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος αλλά και λόγω του είδους της έκτασης δομημένης ή αδόμητης. Όσον αφορά την έκταση των 50 στρεμμάτων ιδιοκτησίας του Ομίλου Χαραγκιώνη, θα πρέπει να ξεκινήσει διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ της

Πρόταση Έχοντας αναλύσει την περίπτωση της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ, συμπεραίνουμε τους λόγους που εμποδίζουν την υλοποίηση της ανάπλασης: • Οι στόχοι δεν είναι αποσαφηνισμένοι. • Υπάρχει απουσία συστηματικής διαβούλευσης. • Δεν έχει ληφθεί κάποια απόφαση σχετικά με το πιστωτικό


011:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

Page 121

ΝΙΚΟΛΙΑ-ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΜΥΩΦΑ

ιδιοκτήτριας εταιρίας, της Τ.Α., των κατοίκων αλλά και των τοπικών ομάδων, όπως το Πειραϊκό Δημοτικό Δίκτυο «Λιμάνι της Αγωνίας» και ο «Μορφωτικός-Εκπολιτιστικός Σύλλογος Νέου Φαλήρου». Το σημαντικό είναι να ακουστούν οι διάφορες προτάσεις για την αξιοποίηση της έκτασης και να ληφθεί μια τελική απόφαση. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η κατάλληλη τεχνική διαβούλευσης. Οι οργανωμένοι πυρήνες είναι η μέθοδος διαβούλευσης που ταιριάζει καλύτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί αντιπροσωπεύονται όλοι οι πολίτες και επομένως ακούγονται πολλές απόψεις. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου είναι αναγκαίο να ληφθούν μοναδικές αποφάσεις και να ακουστούν καινοτόμες ιδέες, όπως στην περίπτωση των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ. Τα αποτελέσματα διαρθρώνονται σε κείμενο το οποίο παρουσιάζεται στους ενδιαφερόμενους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διάφορες προτάσεις για την ανάπλασηεπανάχρηση της έκτασης της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ θα πρέπει να συνοδεύονται από μελέτες επιπτώσεων στο 3ο Δημοτικό Διαμέρισμα αλλά και, ευρύτερα, σε ολόκληρο το Δήμο Πειραιά. Η επιτυχία της ανάπλασης-επανάχρησης της έκτασης θα κριθεί από τη συνεργασιμότητα δημόσιουιδιωτικού τομέα, δηλαδή της Τ.Α. και του Ομίλου Χαραγκιώνη, λόγω κυρίως των οικονομικών δυσχερειών του Δήμου Πειραιά.2 Η συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας λήψης αποφάσεων είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την ολοκλήρωση του προγράμματος αστικής ανάπλασης. Επίσης, σημα-

ντικό παράγοντα για την υλοποίηση ενός επιτυχημένου προγράμματος αποτελεί και η ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών, διότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε σε ένα επιτυχημένο εγχείρημα μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες περιπτώσεις. Με βάση τη λογική αυτή, τα συνεργατικά σχήματα (ΣΔΙΤ) μπορούν να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα. Γενικότερα, από την ευρωπαϊκή εμπειρία μπορούμε να αντλήσουμε πολλά παραδείγματα τόσο για την ανάπλαση της συγκεκριμένης έκτασης όσο και για άλλες περιπτώσεις. Η ανάπλαση του πετρελαιοκίνητου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή Bankside στο Λονδίνο αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα επανάχρησης εγκαταλελειμμένου κτιρίου το οποίο μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα και στην περίπτωση του βιομηχανικού συγκροτήματος ΧΡΩΠΕΙ. Το συγκρότημα της βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ αποτελείται από κτίρια τα οποία έχουν χτιστεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η ιστορική τους αξία είναι μεγάλη και πολλά από αυτά βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση και γι’αυτό πρέπει να παραμείνουν. Προτείνουμε, λοιπόν, να ανακαινιστούν και να επαναχρησιμοποιηθούν φιλοξενώντας ένα μουσείο βιομηχανίας ή το Δικαστικό Μέγαρο και τις Δικαστικές Υπηρεσίες Πειραιά. Η ανάπλαση των εγκαταστάσεων σφαγείων και κρεαταγοράς στην περιοχή Villette στο Παρίσι μπορεί να ήταν λογική παρέμβασης αμιγώς δημοσίου τομέα, αποτελεί ωστόσο ένα πολύ επιτυχημένο εγχείρημα ανάπλασης έκτασης και επαναξιοποίησης παλιών κτιρίων,

λόγω της δημιουργικότητας της πρότασης που κατατέθηκε. Η δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού πάρκου το οποίο να είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πόλη και τις δραστηριότητές της είναι ένα καινοτόμο εγχείρημα που θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και για την περίπτωση της ανάπλασης της έκτασης των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ. Εν κατακλείδι, οι πρώην αποθηκευτικοί χώροι της βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ αποτελούν ένα αστικό κενό το οποίο είναι αναγκαίο να επαναξιοποιηθεί. Η έκταση αυτή των 50 στρεμμάτων δεν είναι αναγκαίο να μετατραπεί αποκλειστικά σε χώρο πρασίνου και αναψυχής. Το Μητροπολιτικό Πάρκο Πειραιά, το οποίο με βάση τις εξαγγελίες του Δημάρχου αναμένεται να δημιουργηθεί στη θέση των οικοπέδων ΧΡΩΠΕΙ, μπορεί να περιέχει ένα συνδυασμό χρήσεων (πράσινο, αναψυχή, εμπορικά καταστήματα, υπόγειοι χώροι στάθμευσης, κ.ά.) που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη του 3ου Δημοτικού Διαμερίσματος Πειραιά. Επομένως τα κριτήρια που πρέπει να τεθούν για την ανάπλασηεπανάχρηση της έκτασης είναι τα ακόλουθα: κοινωνικά (εγκατάσταση κοινωνικών υποδομών), οικονομικά (εμπορικά καταστήματα, επαγγελματικές στέγες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας), περιβαλλοντικά (δημιουργία χώρου πρασίνου και αναψυχής για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής) και πολιτισμικά (μουσείο βιομηχανίας στο κτίριο της ιστορικής ΧΡΩΠΕΙ).

121


011:Layout 1

122

9/27/11

10:31 AM

Page 122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 18, 2011, 116-122

Διάγραμμα 1: Απεικόνιση των σταδίων που πρέπει να ακολουθηθούν για την ανάπλαση της πρώην βιομηχανίας ΧΡΩΠΕΙ

Πολίτες

1ο στάδιο ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ

Ιδιοκτήτρια εταιρία

Τοπική αυτοδιοίκηση

Τοπικές ομάδες

2ο στάδιο ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

Τοπική αυτοδιοίκηση-κεντρική κυβέρνηση-Ε.Ε.

3ο στάδιο ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΡΩΝ

Διαδικασία απαλλοτρίωσης ή/και χρηματοδότηση από την Ε.Ε.

4ο στάδιο ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Παρουσίαση διαφόρων προτάσεων και μελέτες περιπτώσεων

Τελική απόφαση για την αξιοποίηση της έκτασης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Αποτελεί Πειραϊκό Δημοτικό Δίκτυο. Ιδρύθηκε το 1998. 2 Υπάρχει και η δυνατότητα χρηματοδότησης από την Ε.Ε. (ή και συγχρηματοδότησης με την Ε.Ε.).


011:Layout 1

9/27/11

10:31 AM

C

Page 123

O

N

T

E

N

G E O - C O M M E N T A R Y

E V E N T S

T R A N S N A T I O N A L M I G R A T I O N A N D D E T E N T I O N C A M P S I N E U R O P E

93

3 7

Olga Lafazani From the Aegean to Patras, from Athens to Evros: integrating exclusion, excluding integration Bernd Kasparek The European detention landscape

A S M A L L T R I B U T E E M I L E K O L O D N Y

11 13

Emile Kolodny A turbulent return to Amorgos

A R T I C L E S

19

36 58 81

97

Nikos Beopoulos Reflections and queries related to the emergence of public policies for rural landscapes as expressed by agrienvironmental measures Lia Galani, Aggeliki Rokka, George Papageorgiou, Pavlos Michas An investigation into drawing representations of rivers from 5th grader students Marilena Papageorgiou The geography and spatial planning of mineral water spa tourism in Greece Zoe Xatzigiannaki Fleeting island: The production of space in Santorini

104 109

D E B A T E S

Ion Sagias International Conference report “Repositioning Europe in an era of global transformations”, Journal Urban and Regional Studies, 1517/9/2010, Europahaus, Wien

B R I E F I N G

Research team, Laboratory of Urban Environment, NTUA Urban planning principles for a metropolitan park in the old Hellinikon Airport, Athens Anna Faroupou Globalization and restructuring of local government: The case of Denmark Fereniki Vatavali New geographies along the Greek-Albanian border and housing production processes. Ioannina and Gjirokastër after 1989

S T U D E N T S ’

116

S

A N D

R E S E A R C H

T O

The French geographer Emile Kolodny and insular Greece

T

F O R U M

Nikolia-Spyridoula Miofa A method for re-use and re-development of building and open spaces in cities through European experiences


N°18 - AUTUMN 2011 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Vilrna Hastaoglou (AUTH), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Nikos Papamichos (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text. 6. The author/s will receive two complimentary copies of the journal after pubhcation.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 176, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.