Περιοδικό Γεωγραφίες_Τεύχος 21

Page 1


000:Layout 1

5/13/13

Π

1:32 PM

Ε

Page 1

Ρ

Ι

Ε

Χ

Ο

Μ

Ε

Ν

Α

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ DOREEN MASSEY ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ, ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2012

104

3 5

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

12 23 31

Ιστορικό Κωστής Χατζημιχάλης Έπαινος για την Doreen Massey Doreen Massey Radical Spatiality and the Question of Democracy Συνέντευξη της Doreen Massey

35

55 70 85

140

…για τον Γιώργο Μαρνελάκη (1975-2013)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙEΡΩΜΑ: ΣΤΕΓΑΣΤΙΚOI ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟI ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟI ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟI ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠOΛΕΩΝ ΑΘHΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝIΚΗΣ

33

122

Σταμάτης Καλογήρου Εισαγωγή Σταύρος-Νικηφόρος Σπυρέλλης Ο ρόλος του κλάδου απασχόλησης και της επαγγελματικής ιεραρχίας στη διαμόρφωση των στεγαστικών διαχωρισμώντης Μητροπολιτικής Αθήνας Ευγενία Τούση Χωροκοινωνικοί συσχετισμοί-μετασχηματισμοί: από την προσφυγική εγκατάσταση στη Νίκαια στη σημερινή εικόνα Αλεξάνδρα Ζαμάνη, Γεώργιος Καραβοκύρος, Βύρων Κοτζαμάνης, Κωνσταντίνος Λαλένης Αξιολόγηση της μετά-ολυμπιακής χρήσης του οικισμού του Ολυμπιακού Χωριού της Αττικής Γεωργία Γεμενετζή Αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο φαινόμενο της αστικής διάχυσης και τη δομή του οικιστικού δικτύου: διαπιστώσεις από τη Θεσσαλονίκη

Ιωάννης Λαϊνάς Μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής και μετασχηματισμός χρήσεων γης. Οι χωρικές επιδράσεις της αττικής οδού στα μεσόγεια

Φερενίκη Βαταβάλη Η παραγωγή κατοικίας στα Ιωάννινα και το Αργυρόκαστρο ως συνιστώσα των χωροχρονικών μετασχηματισμών της ελληνοαλβανικής μεθορίου Αρτέμης Κουρτέσης, Βασίλης Αυδίκος Η νέα πολιτική οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής 2014-2020: Μια πρώτη ανάλυση και κριτική

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

155 159

Χάρης Κωνσταντάτος «Χώροι της κρίσης, εμπειρίες και πρακτικές»: Σεμινάρια του Αιγαίου, Σύρος 2012 Μαρία Καλαντζοπούλου, Πέννυ Κουτρολίκου, Δήμητρα Σιατίτσα «Καθεστώτα κρίσης και αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις της νότιας Ευρώπης», παρουσίαση του εργαστηρίου που πραγματοποιήθηκε στο ΕΜΠ, 7-9 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

165

Θάνος Ανδρίτσος Από την κοινωνική δικαιοσύνη και την πόλη στις εξεγερμένες πόλεις, μια αναφορά στη ριζοσπαστική γεωγραφία μέσα από το έργο του David Harvey

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Αθήνα 2012, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς | νήσος

169 172

Ελένη Πορτάλιου Αθηνά Αθανασίου


000:Layout 1

5/13/13

1:32 PM

Page 2


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 3

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Γ

Ε

Ω

-

Ε

Π

Ι

Κ

Α

Ι

Ρ

Ο

Αναγόρευση της Ντορήν Μάσσεϋ (Doreen Massey) σε Επίτιμη Διδάκτορα του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Ιστορικό Η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου στη συνεδρία 139/05.04.2012, έπειτα από σχετική πρόταση του καθηγητή του Τμήματος Κωστή Χατζημιχάλη, ενέκρινε την απονομή του τίτλου της Επίτιμης Διδάκτορος του Τμήματος στην Ντορήν Μάσσεϋ (Doreen Massey, Ομότιμη Καθηγήτρια στο Open University του Ηνωμένου Βασιλείου). Η εκδήλωση έγινε στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου τη Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2012. Εκτός από την τιμητική εκδήλωση στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, η Ντορήν, με πρωτοβουλία υποψηφίων διδακτόρων του Τμήματος Γεωγραφίας και του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων, επισκέφτηκε την Ακαδημία Πλάτωνος την Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 2012. Από την επίσκεψη αυτή προέρχεται και η συνέντευξη που ολοκληρώνει το αφιέρωμα. Η Ντορήν Μάσσεϋ, γεννημένη στο Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου, μετά τη συνεργασία της με το Center for Environmental Studies (1968-1986) και την παράλληλη απασχόληση στο Τμήμα Γεωγραφίας του LSE (1980-1982), εκλέχτηκε καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας του Open University το 1982, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 2010. Στο Open University ήταν για πολλά χρόνια πρόεδρος (1982-1993) και συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός δυναμικού πυρήνα διδασκόντων και ερευνητών, καθώς και στη συγγραφή πολλών καινοτόμων διδακτικών βιβλίων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η δουλειά της είχε σημαντική επιρροή στη διεθνή γεωγραφική σκέψη και πρακτική για το χώρο, και το 1998 της απονεμήθηκε το βραβείο Prix International Vautrin Lud (το «Νόμπελ της Γεωγραφίας») για τη συνολική προσφορά της στην επιστήμη. Συγγραφέας και επιμελήτρια 28 βιβλίων, εκ των οποίων πέντε έχουν μεταφραστεί και στα Πορτογαλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Φιλανδικά και Ελληνικά, καθώς και πλέον των 200 άρθρων σε περιοδικά, προσκεκλημένη σε διαλέξεις και σεμινάρια σε όλο τον κόσμο, είναι γνωστή και στο Χαροκόπειο, το οποίο έχει επισκεφτεί και έχει δώσει διαλέξεις το 1997, το 2000 και το 2005. Έχει επίσης συμμετάσχει σε σεμινάρια στο ΑΠΘ και στο ΕΜΠ το 1992, και στην Ερμούπολη της Σύρου το 1995. Στη συνέχεια παρατίθενται οι τιμητικές διακρίσεις και οι εκδόσεις έργων της στη ελληνική γλώσσα. Τιμητικές Διακρίσεις: 1987 Επίτιμο μέλος του Colegio Mexicano de Geografos y Posgraduados. 1994 Απονομή του Victoria Medal of the Royal Geographical Society. 1998 Απονομή του Prix Vautrin Lud («Nobel de Géographie»).

Τ

Η

Τ

Ε

3

Σ


001:Layout 1

4

5/13/13

1:33 PM

Page 4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

1999 Ιδρυτικό μέλος της Academy of Learned Societies in the Social Sciences. 2000 Συνεργασία με τη Royal Society of Arts. 2001 Επίτιμη συνεργάτης στο St. Hugh’s College, Oxford University. 2002 Συνεργασία με τη British Academy. 2003 Anders Retzius Medal in Gold, απονομή από τη Swedish Society of Anthropologists and Geographers. 2003 Centenary Medal of Royal Scottish Geographical Society. 2006 Επίτιμη DSc, Edinburgh University 2006 Επίτιμη DLitt, National University of Ireland. 2008 Επίτιμη Αντιπρόεδρος της Geographical Association. 2009 Επίτιμη Doctor of Letters, University of Glasgow. Βιβλιογραφία της Doreen Massey στα ελληνικά Συνέντευξη της D. Massey στο περιοδικό ΑΝΤΙ (4.7.1985) με θέμα: «Αγορά εργασίας, τοπική αυτοδιοίκηση και οργάνωση του χώρου». Mc Dowell L. και Massey D. (1992), «Ένας χώρος για τις γυναίκες», μτφρ. Ντ. Βαίου, στο Χατζημιχάλης Κ. (επιμ.), Περιφερειακή Ανάπτυξη και Πολιτική. Κείμενα από τη διεθνή εμπειρία, Αθήνα: Εξάντας, σελ. 111-125. Massey D. (1995), «Η παγκοσμιότητα του τοπικού», μτφρ. Γ.Παρασκευόπουλος, Νέα Οικολογία 134, σελ. 56-61. Massey D. και Allen J. (2001) (επιμ.), Η Γεωγραφία έχει Σημασία!, μτφρ. Κ. Παυλογεωργάτου, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Massey D. (2001), Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας, μτφρ. A. Πατσού, Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. Συνέντευξη της D. Massey στο περιοδικό Γεωγραφίες 1/2001, με θέμα τις πρόσφατες εργασίες της. Massey D. (2008), Για το χώρο, μτφρ. Ι. Μπιλμπή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 5

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

ΕΠΑΙΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ DOREEN MASSEY Του Κωστή Χατζημιχάλη1 Είναι μεγάλη χαρά που έχουμε σήμερα μαζί μας, για άλλη μια φορά, την καθηγήτρια Doreen Μassey. Στη συγκυρία της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε ως κοινωνία, ως δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά και ως Τμήμα Γεωγραφίας, η παρουσία της εδώ είναι έμπρακτη συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Τιμώντας στο πρόσωπό της τη γεωγράφο, την καθηγήτρια, τη φεμινίστρια και την αριστερή δημόσια διανοούμενη, το Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου τιμά και τον εαυτό του. Όπως της αρέσει να σημειώνει, η τιμή που της αποδίδεται σήμερα είναι σχεσιακή: περιλαμβάνει την αποδοχή του επαίνου και την ανταπόδοσή του, κάτι που έχει υλοποιήσει άμεσα με την παρουσία της στο Τμήμα και γενικότερα στην Ελλάδα και, έμμεσα, με το έργο της, ιδιαίτερα αυτό που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στο Κέντρο Πολιτισμού της Βαρκελώνης και στην ερώτηση τι σημαίνει γι’ αυτήν ο δημόσιος χώρος, η Doreen απαντά, σε ελεύθερη δική μου μετάφραση, ότι: «…είναι μια αρένα, ώστε να συγκροτηθεί μέσω διαβουλεύσεων ο συλλογικός χώρος. Ο δημόσιος χώρος υπόκειται σε γεωμετρίες δύναμης, με συμφωνίες και αντιδικίες, αλλά πάντα προϋποθέτει συλλογική χρήση και όχι ατομική. Καθήκον μας ως προοδευτικοί γεωγράφοι και δραστήριοι πολίτες είναι η ανάδειξη των δημοκρατικών πτυχών συγκρότησης του δημόσιου ως συλλογικού χώρου, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις». Ας κρατήσουμε μερικές έννοιες-κλειδιά από τα παραπάνω: τη διαφορά μεταξύ δημόσιου και συλλογικού, τη διαβούλευση, τις γεωμετρίες δύναμης, το χώρο χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Είναι έννοιες που διατρέχουν το σύνολο του έργου της, χαρακτηρίζουν την προσωπική της ζωή και μας εισάγουν στην πολύπλευρη προσωπικότητα που τιμούμε σήμερα. Δεν είναι φυσικά δυνατό να συνοψίσω σε μια σύντομη παρουσίαση τη δραστηριότητά της από το 1960 μέχρι σήμερα. Θα αναφερθώ συνοπτικά και επιλεκτικά σε ορισμένες δημοσιεύσεις, στην εμπειρία της ως καθηγήτρια στο Open University (OU) και στη δράση της ως πολιτικά ενεργή πολίτης και φεμινίστρια-ακτιβίστρια, μέσα και έξω από θεσμούς. Η Doreen Barbara Massey γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, σε μία από τις δύσκολες εργατικές συνοικίες με μεγάλη πυκνότητα εργατικών κατοικιών. Οι φιλεργατικές κοινωνικές πολιτικές του μεταπολεμικού Ηνωμένου Βασιλείου της επέτρεψαν να ολοκληρώσει τη μέση εκπαίδευση σε καλά σχολεία μέχρι το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου σπούδασε γεωγραφία. Στην Οξφόρδη, βιώνοντας την ταξική και έμφυλη διαφορά με τους ελίτ συμφοιτητές της, ριζοσπαστικοποιείται και αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά και φεμινιστικά. Η πρώτη της εργασία είναι στο Center for Environmental Studies (CES) στο Λονδίνο, τη σημαδιακή χρονιά του 1968, όπου ασχολείται με τον περιφερειακό προγραμματισμό και την εφαρμογή μοντέλων βιομηχανικής χωροθέτησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πηγαίνει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας στις ΗΠΑ. Η επιστροφή της στο Λονδίνο στο

1 Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, hadjimichalis@hua.gr.

5


001:Layout 1

6

5/13/13

1:33 PM

Page 6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

CES συμπίπτει με τις απαρχές της αποβιομηχάνισης του Ηνωμένου Βασιλείου και σηματοδοτεί για την ίδια μια στροφή προς ριζοσπαστικές προσεγγίσεις της βιομηχανικής χωροθέτησης. Το 1973 δημοσιεύει στο Antipode το κλασικό κείμενο «Towards a critique of industrial location theory» και ακολουθούν τρία βιβλία σε συνεργασία με τον Richard Meegan σχετικά με τη βιομηχανική αναδιάρθρωση και τις χωρικές ανισότητες. Οι εργασίες αυτές συνέβαλαν σημαντικά στον επαναπροσδιορισμό των ζητημάτων γύρω από τα οποία αρθρώνεται η γεωγραφική συζήτηση (στo Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι μόνο), αναδεικνύοντας την εργασία (και την έλλειψή της) ως σημαντικό παράγοντα για την κατανόηση και ερμηνεία των περιφερειακών ανισοτήτων. Στη συζήτηση αυτή, σταθμό αποτελεί το βιβλίο της Spatial Divisions of Labour (Massey 1984 [β’ έκδοση 1995]), όπου επεξεργάζεται περαιτέρω τις χωροθετικές επιλογές των επιχειρήσεων από μια οπτική με επίκεντρο την εργασία (και τις διαφορετικές μορφές της), εισάγοντας την έννοια του χωρικού καταμερισμού της εργασίας. Χρησιμοποιεί μια «γεωλογική μεταφορά», όπως έχει αποκληθεί, για να αναφερθεί στις διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης μιας περιφέρειας –οι οποίες αποτυπώνονται σαν γεωλογικά στρώματα– με βάση το ιστορικά διαμορφωμένο παραγωγικό της παρελθόν και τις μεταβολές του ρόλου της στον χωρικό καταμερισμό της εργασίας. Οι κοινωνικές σχέσεις, όπως υποστηρίζει η ίδια, δεν αναπτύσσονται απλώς στο χώρο, αλλά αποτελούν φορείς και παραγωγούς χωρικών σχέσεων. Το βιβλίο σήμανε αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική γεωγραφία και, όπως υπογραμμίζει ο Phelps (2008: 83):

2 Δική μου μετάφραση.

«…Αποτελεί ταυτόχρονα μια κριτική στη θεωρία της χωροθέτησης και της υπάρχουσας οικονομικής γεωγραφίας και μια νέα προσέγγιση για να αντιληφθούμε την άνιση οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα θεωρητικό επίτευγμα και ταυτόχρονα για μια εμπειρική και αναλυτική διερεύνηση της συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης».2

Μετά από μια σύντομη παραμονή στο τμήμα γεωγραφίας του Berkeley, το 1982 εκλέγεται καθηγήτρια στο Open University όπου, όπως η ίδια λέει σε μια συνέντευξη (Massey 1998: 85), «πίστευα ότι ήταν ένα μέρος όπου θα μπορούσα να είμαι διανοούμενη, δασκάλα και ερευνήτρια, χωρίς να βρίσκομαι μέσα σε ένα πιο τυπικό πανεπιστήμιο». Στο Τμήμα Γεωγραφίας ήταν για πολλά χρόνια πρόεδρος και συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός δυναμικού πυρήνα διδασκόντων και ερευνητών/τριών, καθώς και στη συγγραφή πολλών καινοτόμων διδακτικών βιβλίων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Open University επίσης σημαίνουν μια πρόκληση και μια δέσμευση για τη γεωγραφία της Μassey. Οι προπτυχιακοί φοιτητές έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αφού πρόκειται για εξ αποστάσεως εκπαίδευση, συχνά μιλάμε για φοιτητές που δεν διαθέτουν μια συγκεκριμένη δυναμική σπουδών, και κατά, κύριο λόγο, αποτελούν εξαιρετικά διαφορετικές και διάσπαρτες περιπτώσεις. Μπορεί να είναι νοικοκυρές, άνεργοι, έγκλειστοι σε φυλακές ή ακόμα και στρατιώτες στα υποβρύχιά τους. Άτομα που δύσκολα θα μπορούσαν να είχαν πρόσβαση σε οποιοδήποτε από τα άλλα βρετανικά πανεπιστήμια με υποχρεωτικές παρουσίες. Έτσι, ο διδακτικός προγραμματισμός που αναπτύχθηκε από τη Massey αποσκοπεί να γοητεύσει τους φοιτητές ώστε να μελετούν και να ενδιαφέρονται για τη γεωγραφία. Γι’ αυτό το λόγο η δημιουργία των εγχειριδίων σε απλή και κατανοητή γλώσσα με πολλά παραδείγματα και, παράλληλα, η δημιουργία των προγραμμάτων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης που συνοδεύουν τα βιβλία έχουν


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 7

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

ουσιαστική σημασία για να προσεγγίσει αυτό το τόσο ποικίλο και τόσο απαιτητικό φοιτητικό κοινό. Σε συνεργασία με τον John Allen και τους άλλους συναδέλφους στο Open University έχουν συντάξει μερικά λαμπρά εγχειρίδια-κλειδιά όπως τα: Geography Matters! (1984, και στα ελληνικά το 2001 από το ΕΑΠ), The Economy in Question (1988), Geographical Worlds (1986), Uneven Re-Development: Cities and Regions in Transition (1988). Πολλά από τα κείμενα και video του Open University χρησιμοποιούμε και στο Τμήμα μας. Η Massey επενδύει στο σύνολο της γεωγραφικής γνώσης από τις πιο περίπλοκες διεργασίες της φυσικής γεωγραφίας μέχρι τις πιο εκλεπτυσμένες έννοιες και διαδικασίες της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής γεωγραφίας. Παρά το γεγονός ότι είναι αναγνωρισμένη ως οικονομική και πολιτική γεωγράφος, έχει ευρύτατες γνώσεις γεωμορφολογίας, κλιματολογίας και υδρολογίας, και είναι βαθιά γνώστρια των drumlins, αυτών των ιδιόμορφων ανάγλυφων σχηματισμών παγετώδους προέλευσης. Είναι επίσης γνωστή η προσπάθειά της για τη γεφύρωση του, περιττού για την ίδια, χάσματος μεταξύ φυσικής και ανθρώπινης γεωγραφίας. Υποστηρίζει όμως ότι ακόμα κι αυτή τη φυσική γεωγραφία πρέπει να την αντιληφθούμε στο πλαίσιο της κοινωνίας και του κοινωνικού, σε ένα πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, αλλιώς δεν κάνουμε γεωγραφία αλλά γεωλογία. Το 1991, δυο χρόνια μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου και στην απαρχή της βίαιης έκρηξης των ιδιαιτεροτήτων του τόπου (εθνική καθαρότητα, διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της ΕΣΣΔ) και της ανάδυσης εθνικισμών και τοπικισμών, η Massey δημοσίευσε το κείμενο «A Global Sense of Place». Ένα μη επιστημονικό άρθρο, με την αυστηρή έννοια, το οποίο φιλοδοξούσε να γνωρίσει στο ευρύτερο κοινό την έννοια των τόπων ως παραγόμενων σχεσιακά, των οποίων η ιδιαιτερότητα δεν είναι το αποτέλεσμα της απομόνωσης και της κλειστότητας, αλλά των σχέσεων με άλλους τόπους. Το κείμενο αυτό έχει μεγάλη απήχηση και

7


001:Layout 1

8

5/13/13

1:33 PM

Page 8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Ασκεί έντονη κριτική στις παραδοσιακές αντιλήψεις, γεωγραφικές και μη, οι οποίες συνδέουν την ταυτότητα ενός τόπου με υποθέσεις περί αυθεντικότητας, μοναδικότητας και περιχαράκωσης. Υπογραμμίζει με πολλά παραδείγματα από τη δική της γειτονιά στο Λονδίνο, το Kilburn, ότι οι τόποι έχουν όντως χαρακτήρα, ταυτότητα και ατμόσφαιρα, αλλά αυτά δεν προέρχονται μόνο από εσωτερικά και αποκλειστικά τοπικά χαρακτηριστικά αλλά και από τις σχέσεις και ανταλλαγές με άλλους μακρινούς τόπους, με την παρουσία και συγκατοίκηση με τους «Άλλους» που ζουν και εργάζονται στο Kilburn. Απόψεις ενάντια σε τοπικιστικές, εθνικιστικές και ρατσιστικές προσεγγίσεις, τόσο επίκαιρες και στη δική μας Αθήνα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έκδοση του βιβλίου Space, place and gender το 1994. Παρόλο που τα περισσότερα κείμενα που περιλαμβάνει είχαν δημοσιευτεί και παλιότερα, στο βιβλίο αυτό αναπτύσσεται με ιδιαίτερα συγκροτημένο και προσιτό τρόπο μια επιχειρηματολογία, την οποία η Μassey επεξεργάζεται σταδιακά από τη δεκαετία του 1970, για το χώρο και τον τόπο. Όπως τονίζουμε στο βιβλίο με την Ντίνα Βαΐου (βλ. Βαΐου και Χατζημιχάλης 2012), σημαντική συνεισφορά στην επιχειρηματολογία αυτή είναι η οπτική του φύλου στη μελέτη του χώρου και του τόπου. Όπως η ίδια έχει αναφέρει, αν και δραστηριοποιείται πολιτικά ως φεμινίστρια από τη δεκαετία του 1960, για ένα μεγάλο διάστημα αναρωτιόταν «πώς να εντάξει το φεμινισμό» στη δουλειά της. «Ανέφερα τις γυναίκες, έκανα σκληρά σχόλια για τους άνδρες, έκανα όλα αυτά τα κλασικά πράγματα, αλλά δεν έβαζα μια φεμινιστική θεωρία στη δουλειά μου. Οι συζητήσεις στις οποίες συμμετείχα στο γυναικείο κίνημα δεν είχαν σχέση με όσα συζητούνταν στη φεμινιστική γεωγραφία» (Massey 1998: 87). Έτσι, οι προβληματισμοί του φεμινισμού εισάγονται στη δουλειά της όταν προβληματοποιείται η έννοια του φύλου ως αναφορά στις γυναίκες (και ιδίως σε γυναίκες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και επιλογές ζωής) και συνδέεται με τη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα. Μέσα από την οπτική αυτή, που επιτρέπει σύνθετες και αντι-ουσιοκρατικές αναλύσεις για τη σχέση φύλου και χώρου, επανεξετάζει τους τρόπους με τους οποίους συγκροτείται ο τόπος και ο χώρος, καθώς και τη σημασία τους για την κατανόηση του φύλου και των έμφυλων σχέσεων. Παράλληλα με την ακαδημαϊκή και ερευνητική της δραστηριότητα, έχει ενεργό παρουσία, με αρθογραφία, συνεντεύξεις, εκπομπές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, σε μια σειρά θέματα που απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο στη Μεγάλη Βρετανία σε μεταβαλλόμενες συγκυρίες (αποβιομηχάνιση και ανεργία, περιφερειακή πολιτική, ζητήματα τοπικής ανάπτυξης, κ.ά.). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, προσκαλείται από την τότε κυβέρνηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, ως σύμβουλος σε θέματα τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης (βλ. το σχετικό βιβλίο της: Massey 1987). Την ίδια περίοδο συμμετέχει και στο Greater London Enterprise Board (GLEB), μια μονάδα που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο της Μητροπολιτικής Διοίκησης του Λονδίνου, με αντικείμενο τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη βιομηχανική αναδιάρθρωση υπέρ των εργαζομένων (βλ. συνέντευξη στο ΑΝΤΙ, 1986). Είναι τακτική συνεργάτιδα πολλών εφημερίδων και περιοδικών, και από το 1996, μαζί με τους Stuart Hall και Michael Rustin, είναι εκδότρια του πολιτικού/πολιτιστικού περιοδικού Soundings. Όταν το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο ήρθε στην εξουσία στη Νότια Αφρική, το 1994, προσκάλεσε τη Massey και δυο ακόμη αγγλίδες καθηγήτριες να συμμε-


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 9

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

τάσχουν στη συγκρότηση των ερευνητικών ομάδων που θα συνέβαλαν στον μακροοικονομικό σχεδιασμό. Οι τρεις τους δούλεψαν μαζί με την Πρόεδρο του Κοινοβουλίου της Νοτίου Αφρικής και συνέταξαν μια σειρά από αναφορές που κατέληξαν σε προτάσεις φεμινιστικής παρέμβασης στα οικονομικά αναπτυξιακά σχέδια. Η δεύτερη δραστηριότητα της Massey στη Νότια Αφρική ήταν να συζητήσει με διαφορετικούς ανθρώπους για προβλήματα περισσότερο γεωγραφικά: τη συγκρότηση και το νέο ρόλο των περιοχών και την αποκέντρωση της χώρας. Το θέμα ήταν περίπλοκο γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή ο χωρισμός σε περιοχές (με τη μορφή των Bantustan) θεωρείτο καθαυτό μέρος του Απαρτχάιντ. Το 2005 και το 2009 κυκλοφορούν δυο ακόμη βιβλία-σταθμοί: το For Space (στα ελληνικά το 2009) και το World City. Στο πρώτο οργανώνει και συστηματοποιεί μεγάλο μέρος των θεωρητικών και επιστημονικών προτάσεων οι οποίες υπήρχαν στη δουλειά της τα προηγούμενα χρόνια και έχουν αναδείξει το χώρο και τη χωρικότητα, όπως και τη σχέση τους με τα καινούργια κοινωνικά κινήματα. Στο δεύτερο, βασιζόμενη στην πολυετή εμπειρία αλλά και στράτευση σε ζητήματα της ανάπτυξης του Λονδίνου, εισάγει την έννοια της γεωγραφικής ευθύνης και υποστηρίζει ότι η χρηματική και οικονομική επιτυχία της πόλης σχετίζεται με την αυξανόμενη ανέχεια και ανισότητα στον κόσμο, στο ΗΒ αλλά και στο εσωτερικό της μητρόπολης. Ο τίτλος του βιβλίου της Για το Χώρο νομίζω ότι έχει άμεση αναφορά στον Αλτουσέρ και στο έργο Για τον Μαρξ. Όπως υποστηρίζει, η επαφή της με το έργο του Αλτουσέρ την βοήθησε να ξεπεράσει την ουσιοκρατία που υπάρχει σε πολλά κείμενα του Μαρξ και να αναπτύξει φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες που επηρεάστηκαν από άλλους στοχαστές, όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, και σύγχρονούς της, όπως ο Stuart Hall, η Chantal Mouffe, ο Ernesto Laclau και ο Michael Rustin. Τρία σημαντικά σημεία αναδεικνύονται στις σελίδες του βιβλίου: 1. Ο χώρος είναι προϊόν αλληλεξαρτήσεων, συγκροτείται μέσω αλληλεπιδράσεων από το παγκόσμιο ως το τοπικό. Με την έννοια αυτή, ο χώρος και η χωρικότητα είναι αναπόσπαστο μέρος και προϊόν της διαδικασίας συγκρότησης ταυτοτήτων, όπως και πολιτικών υποκειμένων. 2. Ο χώρος είναι η σφαίρα της δυνατότητας να υπάρχει πολλαπλότητα, να συνυπάρχουν ξεχωριστές τροχιές, να υπάρχουν περισσότερες από μία φωνές/εκδοχές για «την πραγματικότητα». Η χωρικότητα είναι μία από τις συνιστώσες συγκρότησης της διαφοράς, η οποία δεν επιτρέπει να θεωρούμε τη ματιά της Δύσης συνολική και καθολική. 3. Ακριβώς εξαιτίας των παραπάνω, ο χώρος δεν είναι ποτέ μια παγιωμένη οντότητα ή ένα κλειστό σύστημα, βρίσκεται συνεχώς «εν τω γίγνεσθαι». Από μια τέτοια οπτική, το μέλλον αναδύεται ως «ανοικτό», χωρίς δηλαδή να υπάρχει μια προδιαγεγραμμένη ή γνωστή κατεύθυνση προόδου, ανάπτυξης, εκσυγχρονισμού, πράγμα που απαιτεί διαφορετικές προσεγγίσεις της πολιτικής (βλ. Βαΐου και Χατζημιχάλης 2012). Στο World City αναλύει τη δεσπόζουσα οικονομική θέση του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στον κόσμο, και υπογραμμίζει ότι το Λονδίνο έγινε μια πλούσια μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού έχοντας εγκαθιδρύσει ένα πλέγμα σχέσεων και έναν έλεγχο ροών σε παγκόσμιο επίπεδο, παλαιότερα ως το κέντρο μιας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας και σήμερα ως κόμβος των χρηματοπιστωτικών δικτύων. Αυτά δημιουργούν μια ευθύνη στο Λονδίνο και στις ελίτ

9


001:Layout 1

10

5/13/13

1:33 PM

Page 10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

που ελέγχουν μέσω των γεωμετριών δύναμης τα δίκτυα και τις ροές. Οι έντονες ανισότητες με το Βορρά του Ηνωμένου Βασιλείου και η άνιση γεωγραφικά ανάπτυξη με τον υπόλοιπο κόσμο δεν είναι ανεξάρτητες από τη διαρκή ευημερία της λονδρέζικης ελίτ και συγκεκριμένων περιοχών στο εσωτερικό του Λονδίνου. Τα άυλα παγκοσμιοποιημένα χρηματοπιστωτικά δίκτυα δεν μπορούν να λειτουργήσουν αν δεν είναι γειωμένα σε τόπους όπως το Λονδίνο. Δεν θα μπορούσαν να είναι παγκόσμια αν δεν είναι συγχρόνως και τοπικά. Μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις μας καλεί να αναρωτηθούμε, όχι μόνο πώς ο κόσμος έχει υποταχθεί στην παγκοσμιοποίηση (δηλαδή στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία), αλλά και πώς έχουμε αποδεχτεί τον κυρίαρχο Λόγο και τις διηγήσεις περί παγκοσμιοποίησης ως μοναδικές αλήθειες. Μετά την έκδοση του For Space, στις πολιτικές δυσκολίες της εποχής προστέθηκαν οι αμφιβολίες σχετικά με την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να έχει ένα διαπρεπή ρόλο στο πανεπιστήμιο ή να επιλέξει μια ήρεμη και πρόωρη συνταξιοδότηση. Την εποχή εκείνη, το 2007, της έρχεται μια αναπάντεχη πρόσκληση να επισκεφθεί τη Βενεζουέλα και να συμμετέχει στους προβληματισμούς για την ανασυγκρότηση της χώρας. Η έκπληξή της γίνεται εντονότερη –όπως γράφει η ίδια στο «When Theory meets Politics» στο Antipode το 2008–, όταν ένα τεράστιο πανό σε κεντρικό δρόμο του Καράκας έχει το σύνθημα «La Nueva Geometrίa del Poder» (Η Νέα Γεωμετρία της Δύναμης). Μια έννοια με την οποία ασχολείται τα τελευταία χρόνια και την έχει αναπτύξει δημόσια, την οποία βλέπει τώρα ως πολιτικό σύνθημα, να έχει ταξιδεύσει και να έχει επανα-επεξεργαστεί σε άλλους τόπους. «Πώς απευθύνεσαι σε ευρύτερα ακροατήρια;», αναρωτιέται στο παραπάνω κείμενο. Πώς αντιλαμβάνεσαι το ρόλο του δημόσιου διανοούμενου; Και πώς αποφεύγεις τις δυσκολίες της θέσης και του ρόλου σου; Ευρύτερα πολιτικά ερωτήματα τα οποία βρίσκονται στον πυρήνα της γεωμετρία δύναμης, με την τριπλή έννοια της δύναμης επιβολής, της εξουσίας ως θεσμού και του κοινωνικοχωρικού ελέγχου. Η γραφή, ο λόγος και η επαφή που έχει κάποιος μαζί της είναι απλός και μη εξεζητημένος. Χρησιμοποιεί συχνά προσωπικές εμπειρικές παρατηρήσεις από την καθημερινότητα που συνδυάζονται με πολιτικές και φιλοσοφικές έννοιες για να καταλήξουν σε πρωτότυπες γεωγραφικές παρατηρήσεις. Η μέθοδος αυτή υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το φεμινιστικό πρόταγμα «το προσωπικό είναι πολιτικό» και αναδεικνύει εκείνα τα μικρά και καθημερινά που άλλοι τα προσπερνούν. Παράλληλα έχει μοναδική ευχέρεια να γενικεύει, να δει τη μεγάλη εικόνα, και να υποδείξει νέες θεωρητικές έννοιες και κατευθύνσεις. Σημαντικό ρόλο στη δουλειά της, σε αντίθεση με άλλους διάσημους συναδέλφους της, έχουν οι πρωτογενείς έρευνες πεδίου, με ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους, αμφισβητώντας πάντα τα έτοιμα διοικητικά όρια των τόπων και των περιφερειών που μελετά. Τέλος, οι συχνές δημόσιες παρεμβάσεις της, οι συνεργασίες της με χώρες και κινήματα στη Λατινική Αμερική, οι συνεντεύξεις στη τηλεόραση, η συμμετοχή σε ντοκιμαντέρ (όπως το The future of landscape and the moving image), η συνεργασία με την Tate Modern, κ.ά., την καθιστούν μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες διανοούμενες στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και τη Λατινική Αμερική. Στο πρόσφατο θαυμάσιο βιβλίο τους Doreen Massey: Un sentido global del lugar (Η Παγκόσμια Αίσθηση του Τοπικού), οι Καταλανοί συνάδελφοι Abel Albet και Nuria Benach υποστηρίζουν ότι, παρά τη σημαντική διεθνή προσφορά της


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 11

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Doreen και την επιρροή της στη γεωγραφική σκέψη, δεν μπορούν να μιλήσουν για μια πιθανή «σχολή Massey». Έχουν δίκιο. Ποτέ δεν είχε τη φιλοδοξία να δημιουργήσει έναν αυτοαναφορικό κύκλο μαθητών και συναδέλφων, αλλά πάντα η ακαδημαϊκή της ενασχόληση ήταν σε ομάδες και είχε σχέση με την πολιτική δράση. Η διδασκαλία της και τα βιβλία της δεν προωθούν μόνο τη γεωγραφία αλλά κι έναν κριτικό, αυτόνομο και υπεύθυνο τρόπο να «σκέφτομαι μέσω της χωρικότητας». Τα παραπάνω συνθέτουν μια συνολική φυσιογνωμία επιστήμονα, δασκάλας και δημόσιας διανοούμενης την οποία θα τολμούσα να ονομάσω «ο τρόπος της Massey». Ένας τρόπος χαμηλών τόνων αλλά με εσωτερική δυναμική και διεθνή αναγνώριση, που συνδυάζει τη διδασκαλία με τον πολιτικό και φεμινιστικό ακτιβισμό, ανοικτός και παγκόσμιος όσο και τοπικός, εδραιωμένος σε μια απλή καθημερινή ζωή. Γι΄αυτό τον τρόπο, και για όλα τα άλλα, σε ευχαριστούμε Doreen. Αναφορές Albet, A. και Benach, N. (2012), Doreen Massey: Un sentido global del lugar, Βαρκελώνη: Icaria. Allen, J. και Massey, D. (1985) (επιμ.), Geographical Worlds, Οξφόρδη: Oxford University Press και Open University. Allen, J. και Massey, D. (1988) (επιμ.), The Economy in Question, Λονδίνο: Sage. Allen, J. και Massey, D. (1988) (επιμ.), Uneven Re-Development : cities and regions in transition, Λονδίνο: Routledge. Allen, J., Massey, D. και Cochrane, A. (1998), Rethinking the Region, Νέα Υόρκη: Routledge. Massey, D. (1973), «Towards a Critique of Industrial Location Theory», Antipode 5(3): 33-39. Massey, D. (1985), Spatial Divisions of Labour. Social Structures and the geography of production, Λονδίνο: Macmillan (β’ έκδοση 1995). Massey, D. (1987), Nicaragua, Milton Keynes: Open University Press. Massey, D. (1991), «A global sense of place», Marxism Today (Ιούνιος 1991). Massey, D. (1994), Space, Place and Gender, Οξφόρδη: Polity. Massey, D. (1998), Power Geometries and the Politics of Space-Time, Hettner Lecture, Department of Geography, University of Heidelberg (ένα από τα κείμενα του μικρού αυτού τόμου κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 2001: Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας, Αθήνα: ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Παπασωτηρίου). Massey, D. (2007), World City, Κέμπριτζ: Polity. Massey, D. (2008), «When theory meets politics», Antipode (3)40: 492-497. Massey, D. και Allen, J. (επιμ.) (1984), Geography Matters! A Reader, Κέμπριτζ: Cambridge University Press, σε συνεργασία με το Open University Press. Massey, D. και Meagan, R. (1979), The geography of industrial reorganisation: the spatial effects of the restructuring of the electrical engineering sector under the industrial reorganisation corporation, Οξφόρδη: Pergamon Press. Massey, D. και Meagan, R. (1982), The Anatomy of Job Loss: The how, why and where of employment decline, Λονδίνο: Methuen. Massey, D., Quintas, P. και Sarre, P. (1992), High-Tech Fantasies. Science parks in society, science and space, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Phelps, N. (2008), «Spatial Divisions of Labour (1984) Doreen Massey», στο Hubbard, P., Kitchin, R. και Valentine, G.G. (επιμ.), Key Texts in Human Geography, Λονδίνο: Sage: 83-90 Βαΐου, Ντ. και Χατζημιχάλης, Κ. (2012), Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, Αθήνα: Ίδρυμα Ν. Πουλαντζάς/Εκδόσεις Νήσος.

11


001:Layout 1

12

5/13/13

1:33 PM

Page 12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

RADICAL SPATIALITY AND THE QUESTION OF DEMOCRACY Doreen Massey1 1 Professor Emeritus, Open University, UK d.b.massey@open.ac.uk

It is a great honour to have been awarded an Honorary Doctorate here at the Geography Department at Harokopio University in Athens. I remember first coming here in 2000 to present a paper about the importance and the structure of the discipline. The Geography Department then was in its infancy, but I had known about plans for it for quite a while before, through my friend and colleague Professor Costis Hadjimichalis, one of the people who, as I understand it, was instrumental in its founding. So it was a joy to be one of the early celebrants of its birth. To be invited back now, to receive this degree from you, is therefore also much more than an honour: it is a deep personal pleasure. I was also visited in 2005, when the theme of my lecture here concerned London: a world city that is fiercely contested politically, that is a focus of networks of power that dominate both the wider nation of the United Kingdom and vast parts of our planet, a city that is, in all the aggregate statistics, immensely wealthy – and the places and the architectures of that wealth flaunt their success over the central areas, a city that is rightly proud of its street-level multicultural nature, but also a city that is riven by deep inequalities, and finally, and perhaps most importantly in the present context, a city that is a centre of global finance and that has been crucial in the invention, birth and dissemination of what we have all learned to call neoliberalism. That was in 2005. The economic triumph of neoliberalism seemed then so assured, the bankers so confident, the ideology of markets so unarguable, the new class of the super-rich so convinced that the good times (for them) would go on for ever. There was a host of warnings from the Left (it is not true that no-one predicted this crisis), but they were ignored. And then, from 2007, economically it all imploded. The political challenges and opportunities that we face today are very different, and it is in this present context that I want to develop the theoretical propositions of this essay. Yet some things endure. And I should like to take a moment to acknowledge the enduring friendship both of Costis Hadjimichalis, whom I have already mentioned, and of Professor Dina Vaiou, of the National Technical University of Athens. Their commitment and solidarity, their hospitality and warmth, and their intellectual contribution have been immensely important to me for decades. Among the many ways through which we came to know each other over the years were the Aegean Seminars which they organised – a mixture of intellectual exploration, personal friendship, social commitment, and much fun, that perfectly expresses Costis and Dina’s contribution (and is also what we all need). What those seminars, and our longer and wider endeavours, have been about is trying to understand the world through a radical, and geographical, perspective. This is a perspective that has had to be actively forged; indeed the process is still going on. And among our commitments was a theme – very appropriate to the present occasion – that geography matters. That the spatiality of a society makes a difference to the


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 13

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

way it works; that distinct societies and social settlements have distinct geographies; that building a new world means building new geographies too. That geography really does matter could hardly be more evident in the present conjuncture (Massey, forthcoming). The crisis of the Eurozone has its roots in geography and in the inability to take geography seriously. The failure to construct a financial architecture that could adequately work with the pre-existing economic uneven development between countries led to a further deepening of that economic inequality. Today, and with unconscious but deep irony, the hegemonic discourses explain the collapse of their geographically inadequate model by turning the blame on to individual constituent spaces (Spain, or Greece) while in fact it is the elites themselves who have produced the problem. In other words, having not taken sufficient care with uneven development (geography) in their construction of the euro they then set about politically constructing the inevitable disastrous result precisely in those terms. It is a geographical sleight of hand that is now having grave consequences. First, it runs the risk of setting the peoples of different countries against each other: the people of Greece or Spain against the people of Germany, for instance. Second, and this is the purpose, in this geographical conjuring trick the real enemy disappears. The capitalist reality, which is that the struggle is between on the one hand the financial sector and the elites and on the other hand the majority of the people of all the countries, is effectively obscured. Third, by this means in turn the political frontier is converted from being one between classes and social and economic interests into being one between countries and peoples. And fourth, this entails the moulding of our political identities in terms of geography and nationality rather than in terms of class (I’m not saying that geographical identities are never appropriate, but in this particular instance they are worse than inappropriate). All of this follows from a lack of understanding of, and a political manipulation of, geographies. For sure, geography matters. In the present essay I want to take up again this theme of geography matters, but in a rather different way, and in response to another issue that has come to the forefront at the current moment. This is the question of democracy. It has become commonplace to argue over the last three decades of neoliberal hegemony that we have been witness to a serious evisceration both of the public sphere and of democracy. We have observed this in a thousand ways, and some of them will be taken up later in this essay. It has also been widely noted that some of this closing down of the potential for democracy has had a specifically geographical configuration. Indeed ‘the privatisation of public space’ has become a major theme both within some critical social sciences and among political protesters. It is a privatisation that selectively refuses access, and denies the right to gather, protest or demonstrate. London’s contribution to the Occupy Μovement, to take one example, was deeply moulded by this denial – its original choice of location, outside London’s Stock Exchange (hence the name LSX) – being refused precisely on the grounds that this square was now private property (the subsequent move, to the steps of St. Paul’s Cathedral, and on to land owned in part by the Church and in part by the [financially dominated] Corporation of London was in fact to prove highly propitious – see Massey 2012). To this, many other less

13


001:Layout 1

14

5/13/13

1:33 PM

Page 14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

2 There are many other reasons too, the rejection of any forms of ‘constituted’ (as opposed to ‘constituent’) power being one of them – see Hardt and Negri 2001, Holloway 2002.

recognised phenomena could be added. I would argue, for instance, that the weakened and often decrepit form of representative democracy that we have in many European countries has become, even more than before, spatially centralised on to major (capital) cities. This follows a certain spatial centralisation of capital, and of elites. The voices of poor regions, and of rural areas, rarely get heard. Reporters, of tv, radio and the print media, rarely venture to report seriously beyond the capital city, and so on. Indeed, in this regard much of the opposition to the neoliberal regime has been just as guilty. In the so-called critical social sciences there is a persistent tendency to replace the term society with the word city. Everything is about ‘the city’. There are reasons for this – for instance the argument that it is from the cities that alternatives are most likely to be articulated (but even then what of the Zapatistas and the Naxalites?). But it is both theoretically inadequate and in itself undemocratic (and smacks a bit of self-absorption too, since this is where many of the protagonists are based) to reduce the politically recognised world to that of the large metropolis. The general point, however, is unarguable – that ‘democracy’ in whatever terms has taken a severe battering. It is in part as a result of this that there is a strong current within many of today’s street-level protest movements, not for the reinvigoration of current forms of democracy (party politics and representative democracy) but for their complete rejection.2 Instead, the proposal is for direct democracy, decision-making in assemblies, the pursuit of consensus and, at a wider level, the emergence of ‘the common’. Part of what I want to argue here is that these two approaches to democracy are implicitly founded on contrasting spatial imaginations, contrasting background assumptions about the geography of society, and that excavations of these spatial contrasts may contribute to the debates between them. However I want to begin with a wider argument: that there are deep connections, connections that go beyond the, perfectly correct, observations about public space and so forth, between democracy and the conceptualisation of space.

Space: co-evalness and respect

3 This is only one element. On the conceptualisation of space more generally see Massey 2005.

What I should like to propose, then, is that there may be deep relations between spatiality and democracy, relations that stem from the very conceptualisation of these two phenomena. One of the characteristics of space that is probably undisputed is that it is the dimension of multiplicity. That is to say, if time is the dimension of succession (one thing after another), of development, and of becoming in the Bergsonian sense, space – in contrast – is the dimension of the existence at the same time of more than one thing, event, trajectory, etc. Space is the dimension of the simultaneity of a multiplicity of trajectories.3 This is important. Space is in that sense the essential dimension of our thrown-togetherness. A number of political implications follow from this. The first, simplest and most obvious is that it is space, as that dimension of contemporaneous co-existence, that is the ground for posing to us that most fundamental of political questions: how are we going to live together. It is, in that sense, the grounding dimen-


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 15

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

sion of the social (in its most general sense, referring not just to human society but to our condition of living in a non-human world too – that is, the social in contrast to the individual). The second, and consequent, implication is that it is space that poses to each of us the challenge of the existence of others, human and other-thanhuman. Taken seriously, this characteristic of the spatial dimension urges upon us an attitude of outward-looking-ness. It begins, thereby, to pose the challenge of democracy. This sounds so bland. It is easy to agree without taking seriously its political implications. For what is at issue here is a radical contemporaneity: the acknowledgment of co-evalness. The anthropologist Johannes Fabian, who has written much about background conceptualisations of space and time within his own discipline, argues that ‘co-evalness aims at recognizing contemporarity as the condition for truly dialectical confrontation’ (1983: 154). Co-evalness concerns a stance of recognition, of equality in mutual engagement. It is an imaginative space of interaction that speaks of the power-relations in that interaction, and it is informed by an underlying conceptualisation of space as the dimension of contemporaneous multiplicity. This is a challenge posed by spatiality that, as has often been noted, is frequently evaded. Fabian’ s critique is of a discipline (anthropology) which has a history of ‘placing’ its objects of study – in this case peoples in what we now call the

15


001:Layout 1

16

5/13/13

1:33 PM

Page 16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

global South – not only far away in space but also back in time. As he writes, ‘The absence of the Other from our Time has been his [sic] mode of presence in our discourse – as an object and victim. That is what needs to be overcome’ (Fabian 1983: 154). However it is not only in anthropology that this happens. Constantly, in social and political discourse, and in the implicit imaginations of space and time on which they depend, the initiating recognition of equality that is required by radical contemporaneity is evaded. We speak of sequences such as developed–developing–underdeveloped, we implicitly imagine societies as ‘backward’, and so forth. It is the compression of contemporaneous heterogeneity into temporal sequence, of the multiplicity of space into a singular temporality. Its pervasiveness, and its political significance, is captured by Fabian in his Introduction when he writes, ‘The radical contemporaneity of mankind is a project’ (1983: xi). It is, I suggest, a project fundamental to democracy. There are two immediate implications of this evasion of this challenge of space. The first is that there is assumed to be only one temporality, one big historical path onto which different societies can be placed. The denial of the multiplicity of space entails also the denial of the multiplicity of temporal trajectories. It could be argued that the whole notion of ‘modernity’ and of ‘the modern’ themselves entail this convening of spatial heterogeneity into temporal sequence. In what follows, however, I shall argue that it has become of particular significance during our three decades of neoliberalism. The second implication of this evasion of the challenge of radical contemporaneity is that we do not, in the founding imaginative constructions of our interaction, recognise the others as of equal standing. We relegate them to the past (occasionally we may elevate them to the future) when what is required is simple acknowledgement of our simultaneous existence in our difference. It is something of this that Jacques Derrida seems to be trying to catch when he aligns this recognition of the character of the spatial with an attitude of ‘respect’. If Fabian concentrates (as I have done) on the denial of contemporaneity, then Derrida is focussing on the distance implied in the multiplicity of space and on rejecting any founding characterisation as more or less worthy of respect. Thus he writes, ‘There is no respect… without the vision and distance of a spacing’ (1997: 60, emphasis in the original; cited in Donald 1999: 166). There are many aspects of Derrida’s conceptualisation of space and time with which I take some issue (see Massey 2005), but this is a really important point. A real recognition of the radical contemporaneity of others as an essential aspect of spatiality demands an attitude of respect. It is important to emphasise, however, that these notions of co-evalness and respect refer to initiating stances in moments of interaction. In no way do they imply that there will not be antagonism. Indeed it is an argument of this essay that one necessary element of true political engagement is the drawing of clear frontiers of contestation. Still less does urging respect and a recognition of co-evalness imply the development of some stance of liberal toleration. Absolutely not. The engagement may be one of fierce opposition, but before the fight, or at the same moment, there is respect. Respect in that sense is one of the challenges posed by the dimension of space.


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 17

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Much of this argument is already present in our debates; indeed I have myself often written about it. But I wanted to rehearse it here in order to draw it into new arguments. Most especially, this question of respect and co-evalness is implicated in the question of ‘voice’, and of whose voices are heard, and whose are not. One, among many, of the essential preconditions for an adequate democracy at whatever level, from the household to the nation to the global arena, is that voices are equally heard. How one responds to what those voices say is another matter.

Space; multiplicity, democracy and neoliberalism This matter of the essential character of space as the dimension of multiplicity is key, I believe, in the current conjuncture. It is a deep, but rarely remarked-upon irony of the present age that we are bombarded by ‘choice’, consumer choice, and dragooned into making a thousand ‘choices’ we don’t give a damn about, while at the level that really matters – the question of, for instance, the kind of society in which we would like to live or what future we should like to build – we are told, implacably, absolutely, that There Is No Alternative. For three decades, three neoliberal decades, the idea has become established, certainly here in Europe, that there is no other way. The notion has become established as the hegemonic common sense, in the Gramscian meaning, though as we shall see there are ironic contradictions here, that there is no alternative. The only way forward is that promoted by the elites. According to them, there is only one possible path to follow, only one basis on which to build a future. There is, in other words, no co-existing multiplicity of possible futures. Now, it is clear that, in one sense, this is quite normal. The battle to establish the hegemony of a particular political position, and a particular strategy for the future, is the very nature of political struggle (see below). Everyone, in political argument, claims their way to be the only one. Yet, I would argue, this strategy has been of a different nature, and certainly more successful, in this period of neoliberalism than has been typical of other social settlements. There are many reasons for this success. However, one element is key: the establishment of the idea that ‘markets’ or ‘the market’ are/is a force of nature – a force external to society. This can be detected in many ways. There is the language that is used to describe the financial markets as they roam Europe attacking country after country – an external force, a wild beast maybe, certainly not the product of particular social strata and their economic and political interests. There is the understanding of ‘human nature’ and of the long histories of human societies as ‘naturally’, as part of their very nature, given to market trading: an understanding beautifully demolished by Karl Polanyi in The Great Transformation as long ago as 1944, but still living on as an effective underpinning of political discourses on the Right. There is that shrug of resignation and powerlessness by ordinary folk as something happens that they do not like: ‘well, it’s the market I suppose, isn’t it’. A ‘thing’ one cannot gainsay. There is, within the academy itself, the pretension on the part of neoclassical economics to be a natural, or physical, science, rather than a social science. The degree to which these ideas, this ideological scaffolding, currently infuses the hegemonic common sense is astonishing.

17


001:Layout 1

18

5/13/13

1:33 PM

Page 18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

The assumption that markets are natural is so deeply rooted in the structure of thought, certainly here in Europe, that even the fact that it is an assumption seems to have been lost to view. This is real hegemony. This particular nature of the current hegemonic claim to be the only way forward has serious consequences for democracy. Most obviously, the re-situating of ‘the economic’ into the realm of the natural or the scientific removes it from the sphere of political and ideological contestation. It becomes a matter for ‘experts’ and for ‘technocrats’. The recent imposition of technocrats into the governments in Athens and in Rome is just one of the most obvious examples of this. The widespread popular understanding of ‘the troika’ that governs European monetary policy as ‘expert’ rather than as both political and as working for certain interests rather than others is another. But there are subtler and deeper ways too in which this removal of economic questions from political contestation has been accomplished. In the United Kingdom, for instance, one popular view on the streets at the moment of the formation of the present government as a coalition of parties (unusual in the UK) was that: ‘it is good if they stop their political squabbling and get together to sort this thing (economic crisis) out’. In fact of course what we needed was more, but real, political argument over the nature of the crisis, its roots in class and political interests, and radically alternative ways out. And of course the coalition government that emerged from this getting together is not ‘expert’ at all; as at the European level it is politically committed to a right-wing strategy, not only in which the poor pay for the crisis but in which the deepening of neoliberalism and the further dismantling of the public sector and the public sphere is avidly pursued. Yet all the while they told, and tell, us: ‘We really don’t want to do this, we know it hurts, but there is no alternative’. There are many other examples that could be given but the point is that this assertion of the naturalness of markets and the economic, and the consequent rhetorical removal of that sphere from political debate is crucial in the assertion of, and the success of, neoliberal ideological hegemony. And it is an assertion that, in itself, is anti-democratic. Of course, there are many ways in which the last thirty years of what we have come to call neoliberal hegemony have entailed attacks on democracy. At the local level, as already mentioned, there has been the loss of public spaces, a loss of the kinds of spaces propitious for the development of democratic subjects. And indeed privatisation in general is a way of reducing democratic control, whether it be of industries, services, or spaces. Or again, genuine democracy requires a reasonable degree of equality (in contrast to ‘liberalism’ – and the appeal to democracy when Western governments intervene in other countries is often no more than a cover for liberalism – see Massey 2011). But neoliberal economic strategies produce increasing inequality. Indeed that redistribution from labour to capital was one of the aims of neoliberalism’s introduction by the currently hegemonic strata. There are therefore many who argue that neoliberalism in its very constitution represents a threat to democracy; and I agree with this. However, given the preceding discussion I would add two reasons for it, beyond those that are usually cited. The first is what was discussed above: the removal of the economic from the sphere of political contest, through the claim that markets are natural, and so forth. But that in turn, I would argue, has been – and is – central to the claim that there


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 19

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

is no alternative. And what that claim represents is a denial of multiplicity. And that in turn is a denial of democracy. Keeping open the possibility of there being alternatives, and thus the possibility of political argument, is the essence of democracy. What are at issue here are implicit spatial imaginaries: the denial of the multiplicity of the present closes down the possibility of alternative futures, and thus the possibility of politics. This is key at the present moment. For while there is most certainly an acute crisis of the economic model of neoliberalism, it has not yet been thrown into crisis at the ideological level (Massey 2011). Certainly, there are challenges to this ideological dominance, from the indignados and Occupy through Melenchon in France and Syriza in Greece, to the radical experiments underway at both grassroots and governmental levels in Latin America. Indeed, the ferocity and mendacity of the attacks launched against every one of these initiatives themselves demonstrate the importance to the current elites precisely of maintaining their slogan that there is no alternative. And there has as yet been no serious fracturing of, nor the production of rupturing contradictions within, their ideological carapace. But without fracturing the hegemonic common sense it will be impossible to break the dominance of the current economic discourse: to establish the multiplicity of futures between which we can, and must, choose. And only if that can be achieved can a moment of conjunctural rupture, in the Gramscian sense, be arrived at in which a change in the balance of social and political forces may finally be possible.

Contrasting spaces of democracy The very establishment of real alternatives is, then, equivalent to the spatialisation of the political terrain. But we can go further. For one of the things at issue in this argument, I would like to propose, concerns our spatial imaginations of both society and democracy. In discourses, and political debates, about forms of society and alternative forms of democracy, these implicit spatialities are rarely brought to light. Yet making these spatialities explicit may help us to understand more clearly the alternatives before us. It is perhaps easiest to begin with aspects of the implicit spatialities of the current neoliberal hegemonic position, since these are reasonably well recognised. The irony of the counterposition between the celebration of ‘choice’ within, and the lack of choice without, has already been pointed to. It is also ironic that, given neoliberalism’s resonance with many aspects of what has been called postmodernism, and given that one of the most significant challenges posed by postmodernists has been to the modernist conception of Grand Narratives, the current postulation of the mantra of ‘There is No Alternative’ shares so much of the structural form of a Grand Narrative. Here there is only one possible model of successful development, and societies are evaluated, and imaginatively positioned, on a line measuring out their progress along that path. This is a classic case of the imaginary temporal convening of contemporaneous spatial heterogeneity (ie. between societies) into a simple sequence; it is an annihilation at that level of the multiplicity of space. Given that this age of postmodernity is frequently described as

19


001:Layout 1

20

5/13/13

1:33 PM

Page 20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

‘spatial’, in contrast to the dominance of the modern imaginary by temporality (Jameson 1991), this is an irony indeed. As has been argued, what is most required at the current moment is a blasting open of this closure and a challenge to the ideological hegemony through the assertion of radical alternatives. One of the achievements of that street-level movement of indignados and Occupations over the autumn and winter of 2011-2012 was to do just that. And a sophisticated understanding and political use of space was critical in their success (see Massey 2012, for a fuller discussion of this in relation to London). In London, Occupy LSX finally set up camp alongside and on the steps of St. Paul’s Cathedral, but still amongst the buildings of finance capital. Its very location was an assertion of the presence of a stream of thought that disrupted the assumptions of its surroundings. The incongruity of the symbolic humility of the tents, huddled between the soaring stone edifices, itself spoke of radical challenge. (I would argue that it instituted a political frontier – see below.) St. Paul’s Cathedral, indeed, was thrown into confusion by the very requirement to make a real choice (in this age of meaningless choices), a dilemma that led to two senior clergy and one other member of the Church, who were more sympathetic to the (right to) protest, leaving their jobs. This was a dramatic eruption into, and disruption of, the smooth space of neoliberal capitalism. In that sense it posed a radical alternative, irreconcilable with the dominant ideology. It was posing questions we weren’t supposed to ask: a kind of shock-tactics of the imagination – which is just what is needed, and what is essential for the operation of real democracy. Occupy LSX enriched democracy in another spatially-aware way too. Out of merely a place of passage (public space in the very loosest sense of that term) it created a site for the nourishment, potentially at least, of engaged political subjectivity. It was, it told us, ‘open’ – open to passers-by, open to debate, open through the web to global connections and conversations. A place of engagement. However, drawing upon this sense of openness and engagement, Occupy LSX also asserted, in the concluding line of its main explanatory leaflet (its Initial Statement): ‘This is what democracy looks like’. This is a proposal that has been much in use in these circles at least since Seattle. The reference in London was to the democracy internal to the site, conducted through discussion and direct democracy. And certainly, this did exemplify one challenging alternative form of democracy. However, different kinds of democracy do different jobs. Moreover they imply and require different kinds of spaces and places. This mode of direct democracy leading to consensus makes one of two assumptions. Either it assumes, and in spite of the invitation at the end of the Statement to ‘come and join us!’, the exclusion of the enemy with whom one could never agree (in other words, it is not really an open space) or – and if taken to be the only form of real democracy – it assumes that in the end there can be universal consensus, even with one’s structural and political antagonists, a position that relies upon both the possibility of a full totality and essentialist immanentism. What it does not include is that kind of passionate conflict of values and ideas that are not simply reconcilable (the conflict with finance capital, with the 1%, the conflict between classes). Yet I would argue, along with many others (for instance, Chantal Mouffe, 2005) that this radical confrontation of political visions, the drawing of political frontiers, is what real


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 21

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

politics (in the Mouffian sense of ‘the political’ in distinction from the daily practice of ‘politics’) is all about. Real choice. The approach to democracy at Occupy does not contain, within its own space, its own society, such political choice. This approach is consistent with that proposed by Michael Hardt and Antonio Negri (2001, 2004), and it lies behind many of the experiments in democracy that have been developed within the social-forum movement also.4 But in its claim to be the only form of democracy it entails a particular spatial imaginary of society as potentially reconcilable into a totality, stemming from universally immanent desires. Here, in this kind of consensual direct democracy, there is a dependence upon an image of society, of the ‘place’ of democracy, as potentially coherent. Here there are no internal frontiers of political antagonism, no radical heterogeneity. Within these societies/places/spaces there will be no engagement with – or, perhaps, no recognition of the potential existence of – the political antagonist. It is, in contrast, the insistence upon the necessary presence of the possibility of radical heterogeneity – of the possibility of challenge from radically distinct political projects – that is central to that stream of political philosophy that derives from the work of Antonio Gramsci and that draws in particular upon the concept of hegemony. In this view, any apparent coherence or unity of a society or place is understood to be a political achievement – a constructed hegemony – which is not therefore in fact totalising but always open to the possibility of radical contest. There is no assumption of any potential unfractured wholeness. This is place as always multiple and always, at least potentially, contested. It is a view that, first of all, respects the inescapable challenge of multiplicity that is thrown up to us by the very existence of the spatial dimension, and its presentation to us of the existence of others. It is also a view that is in accord with arguments within geography that have challenged notions of place as settled coherences to insist upon the inevitable need for their negotiation. This is not, then, a smooth or coherent unity, but a space that is fractured (differentially over time) and struggled over. It is for that reason democratic: it is multiple.

Conclusion Different kinds of democracy, then, do different jobs, and they are each open to different deficiencies. A system of political parties and representative democracy without a public sphere of engagement with the potential for the formation of an informed citizenry can result merely in an empty formalism. Consensual small groups of the like-minded may fail to engage in their practices of democracy with radically different political projects. In practice, of course, different forms of democracy are rarely found in pure form. And they may not even live up to their own potential. Actually-existing representative democracy in many European countries has over recent years totally failed to produce the political frontiers between different visions that, in principle, it has the potential for. What it seems wisest to conclude is that we need many different forms of democracy to co-exist in a society, performing different kinds of roles in different

4 There has, of course, been much critical debate about this form of democracy. See Featherstone 2012, especially chapter 17, for a discussion.

21


001:Layout 1

22

5/13/13

1:33 PM

Page 22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

kinds of spaces. A society is not really ‘democratic’ only because of its formal structures but also as a result of its more general ‘texture’. And that means lots of different spaces, and different kinds of spaces, of engagement. Finally, behind that again, lies the need for a more general stance. An attitude that infuses people’s engagement with the world. An attitude that recognises multiplicity and the existence of others with their own, different, trajectories; an attitude, in that sense, that is outwardlooking. An attitude that acknowledges co-evalness – an achievement more difficult than is commonly recognised – and that enters into any engagement with a stance of respect. And all these attributes, I would argue, are in one way and another tied up with the hard discipline of developing a radically spatialised imagination.

References Derrida, J. (1997), Politics of friendship, London: Verso. Donald, J. (1999), Imagining the modern city, London: The Athlone Press. Fabian, J. (1983), Time and the Other: how anthropology makes its object, New York: Columbia University Press. Featherstone, D. (2012), Solidarity: hidden histories and geographies of internationalism, London: Zed Books. Hardt, M. and Negri, A. (2004), Multitude, New York: Penguin Books. Hardt, M. and Negri, A. (2001), Empire, Cambridge, Mass: Harvard University Press. Holloway, J. (2002), Change the world without taking power, London: Pluto Press. Jameson, F. (1991), Postmodernism, or, the cultural logic of late capitalism, London: Verso. Massey, D. (2011), ‘Ideology and economics in the present moment’, Soundings: a journal of politics and culture, issue 48, Summer, pp.29-39. Massey, D. (2012), ‘Londres, diciembre de 2011’, in Albet, A. and Benach, N. (eds), Un sentido global del lugar, Barcelona: Icaria: Espacios Crítícos, pp.247-264. Massey, D. (forthcoming), ‘Espacio, lugar y política en la coyuntura actual; Urban (Madrid). Mouffe, C. (2005), The democratic paradox, London: Verso. Polanyi, K. (1944/2001), The great transformation, Boston, Mass: Beacon Press.


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 23

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

ΠΟΛΛΑΠΛΟI ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ: ΣΥΝEΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ DOREEN MASSEY Για τη συζήτηση με την Doreen Massey και την επιμέλεια του άρθρου συνεργάστηκαν οι υποψήφιοι διδάκτορες και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γιώργος Βελεγράκης, Χάρης Κωνσταντάτος, Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Παναγιώτης Πάντος, Ίρις Πολύζου, Γεωργία Σολδάτου, Αγάπη Τσίκλη και Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου. Η γεωγράφος Doreen Massey, ομότιμη καθηγήτρια στο Open University του Ηνωμένου Βασιλείου, βρέθηκε το Νοέμβριο του 2012 στην Αθήνα, με αφορμή την αναγόρευσή της σε επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Επισκεφθήκαμε μαζί της χώρους κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, τον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Βοτανικός Κήπος» στην Πετρούπολη και το καφενείο του «Ευρωπαϊκού Χωριού» στην Ακαδημία Πλάτωνος. Μας μίλησε για το ενδιαφέρον της για τα αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα, για την ελπιδοφόρα πολιτικοκοινωνική κατάσταση στη Λατινική Αμερική, για την ανάγκη μιας πιο επεξεργασμένης προσέγγισης γύρω από την έννοια της κρίσης, για το διαρκές ερώτημα της δημοκρατίας. Τελευταία ζήσαμε τα κινήματα «των πλατειών», όπου ξανατέθηκε το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας. Παράλληλα, η κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης αλλά και η πιθανότητα μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα ανοίγουν ξανά το θέμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πιστεύετε ότι πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές μορφές δημοκρατίας ή μπορούν να λειτουργήσουν μαζί; Η εμπειρία σας από τη Λατινική Αμερική θα μπορούσε ίσως να μας διαφωτίσει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα; Ντορήν Μάσσεϋ: Όπως ξέρετε, μόλις γύρισα από την Αργεντινή και θα σας μεταφέρω την εμπειρία μου, η οποία συνδέεται με το ερώτημά σας. Η δύναμη της δεξιάς στη Λατινική Αμερική είναι ακόμα τεράστια: ελέγχουν τον τύπο –στην Αργεντινή ελέγχουν μέχρι και τη γη – με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για μια προοδευτική κυβέρνηση να κάνει όσα θα ήθελε. Έτσι, υπάρχει φοβερή πίεση από την αριστερά, καθώς επίσης από τους φτωχούς και τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Όταν ήμουν στην Αργεντινή, γίνονταν διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, η οποία θεωρoύνταν ότι δεν έκανε αρκετά, και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Πιστεύω ότι, για να προχωρήσει μια αλλαγή, οι διαδικασίες είναι μακροχρόνιες και επίπονες. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον είναι ένα συνολικότερο αίσθημα μιας ηπείρου που βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής Ευρώπης. Μολονότι για πολλούς από εμάς η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικής εναλλακτικής απέναντι στις ΗΠΑ, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η αποκρυστάλλωση ενός ουσιώδους κομματιού του μονοπολικού νεοφιλελεύθερου κόσμου μας. Αντίθετα, στη Λατινική Αμερική προσπαθούν να αμφισβητήσουν το νεοφιλελευθερισμό και να χτίσουν νέες μορφές δημοκρατίας. Υπάρχει η αίσθηση μιας νέας ταυτότητας, η οποία αρνείται την κυριαρχία των ΗΠΑ, σε αντίθεση με την Ευρώπη, που αυτή τη στιγμή σκύβει το κεφάλι μπροστά τους «θεούς» της τρόικας, του νεοφιλελευθερισμού και των οικονομικών ελίτ.

23


001:Layout 1

24

5/13/13

1:33 PM

Page 24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

Παράλληλα, βέβαια, στη Λατινική Αμερική καλούνται να αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα, όπως αυτό της διαφθοράς. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι, για παράδειγμα, στη Βενεζουέλα η διαφθορά δεν είναι κάτι καινούργιο και να θυμόμαστε ότι, όταν άνθρωποι σαν τον Ούγκο Τσάβες και τον Έβο Μοράλες κερδίζουν τις εκλογές, οι δομές και το προσωπικό του παλιού κράτους δεν αλλάζουν αυτόματα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο Τσάβες, ο Μοράλες κ.ά. ενθαρρύνουν μορφές συμμετοχικής, άμεσης δημοκρατίας. Έτσι, στη Βενεζουέλα, προκειμένου να δοθεί το ερέθισμα για αυτοοργάνωση, το κράτος έδωσε το δικαίωμα σε κάθε 400 νοικοκυριά να στήσουν τα λεγόμενα κοινοτικά συμβούλια (consejos comunales). Τα συμβούλια αυτά χρηματοδοτούνται για να σχεδιάζουν και να πραγματοποιούν διάφορα τοπικά έργα, για να διαχειρίζονται δηλαδή το χώρο τους. Πιστεύω πως αυτό είναι πολύ σημαντικό και πως πραγματικά επιτρέπει στους ανθρώπους να αποκτήσουν την αίσθηση ότι έχουν φωνή. Άνθρωποι που προηγουμένως δεν ένιωθαν κομμάτι της πόλης εισέρχονται τώρα στον πολιτικό χάρτη. Βέβαια, οι δομές αυτές έχουν τις δικές τους αμφισημίες, μιας και η χρηματοδότησή τους προέρχεται από το κράτος, το οποίο αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Χωρίς την κρατική βοήθεια, τα κοινοτικά συμβούλια δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, ενώ η σύνδεσή τους με το κράτος δημιουργεί αντιφάσεις και εντάσεις. Τι πιστεύετε, λοιπόν, πως μας δείχνει το παράδειγμα των χωρών της Λατινικής Αμερικής για τη σχέση μεταξύ αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας; Ντ.Μ.: Το παράδειγμα των χωρών αυτών αναδεικνύει τη σχεδόν απαραίτητη ένταση μεταξύ της αντιπροσωπευτικής και της άμεσης δημοκρατίας και, από την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής, έχω την ελπίδα ότι οι δύο αυτές μορφές μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εγείρει την κλασική αντιπαράθεση με τη δεξιά και η άμεση δημοκρατία παράγει πολιτικά


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 25

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

υποκείμενα – αν και η ενασχόληση όλων των μελών μιας κοινωνίας με τα κοινά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αρκετές μελέτες που γίνονται στη Λατινική Αμερική δείχνουν ότι άνθρωποι που δεν συμμετείχαν στα κοινά έχουν τώρα εμπλακεί ενεργά και μαζικά. Συγκεκριμένα, γυναίκες μέσης ηλικίας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτές τις δομές και για πρώτη φορά αναπτύσσουν μια αίσθηση δημόσιας συμμετοχής και αναγνώρισης. Βέβαια, στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, υπάρχει συχνά ένα πολύ γνωστό πρόβλημα: οι λεγόμενες «δυνατές φωνές», που προέρχονται για παράδειγμα από έμπειρους ακτιβιστές, τείνουν πολλές φορές να επιβάλλονται σε εκείνους με λιγότερη εμπειρία ενεργούς συμμετοχής στα κοινά, που συνηθίζουν να αναθέτουν ό,τι τους αφορά στους άλλους. Τέτοιου είδους αντιθέσεις είναι αναπόφευκτες, καμία μορφή δημοκρατίας δεν λειτουργεί χωρίς αυτές. Για κάποια ιδεατή μορφή δημοκρατίας δεν έχω να σας δώσω απάντηση, πιστεύω όμως ότι καμία από τις δύο μορφές δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την άλλη. Όσον αφορά την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, είδαμε ότι αποτέλεσε ολοκληρωτική καταστροφή για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης τα τελευταία 30 χρόνια – ιδίως από τότε που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα άρχισαν να εφαρμόζουν δεξιές πολιτικές. Όμως, έχω σοβαρές φιλοσοφικές και πολιτικές ενστάσεις γύρω από την ιδέα ότι η άμεση δημοκρατία είναι η μόνη αληθινή μορφή δημοκρατίας. Δεν πιστεύω ότι η άμεση, συμμετοχική και συναινετικού τύπου δημοκρατία μπορεί να είναι η μόνη δυνατή, καθώς εντέλει υπάρχουν διαρκώς οι αντίπαλοι, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να επιτυγχάνουμε πάντα συναίνεση. Με άλλα λόγια, πρέπει να θέτουμε πολιτικά σύνορα και να αντιμαχόμαστε την απέναντι πλευρά. Τελικά, ακολουθώ περισσότερο τη σκέψη του Γκράμσι, πιστεύοντας ότι πρέπει να παλεύουμε για την ηγεμονία, σε αντίθεση με την ιδέα ότι αυτή θα προκύψει μέσα από την κοινή μας συγκατάθεση, όπως πιστεύει ο Νέγκρι.

25


001:Layout 1

26

5/13/13

1:33 PM

Page 26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

Θεωρείτε δηλαδή ότι υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ της γκραμσιανής και της νεγκριανής πολιτικής θεώρησης; Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι ουσιώδεις διαφορές τους; Ντ.Μ.: Έμαθα αρκετά διαβάζοντας τους Χαρντ και Νέγκρι, όμως πιστεύω ότι η ιδέα του πλήθους, όπως τη θέτουν, είναι εντέλει α-πολιτική, μιας και συνδέεται με την υπόθεση ότι στο τέλος μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε. Για παράδειγμα, στο κίνημα Occupy του Λονδίνου, όπου συμμετείχα, κάθε βράδυ γινόταν συνέλευση. Οι διοργανωτές είχαν την πεποίθηση ότι ο καθένας μπορούσε να λάβει μέρος στη συζήτηση και ότι ο τελικός στόχος ήταν να υπάρξει συναίνεση. Εδώ υπονοείται μία από τις εξής δύο βασικές παραδοχές: είτε θεωρούσαν ότι μόνο όσοι συμφωνούσαν με το κίνημα θα ήταν παρόντες – το οποίο συνεπάγεται ότι επρόκειτο για έναν κλειστό χώρο, στον οποίο συμμετέχουν όσοι συμφωνούν εκ των προτέρων – είτε πίστευαν ότι επρόκειτο για έναν πραγματικά ανοιχτό χώρο, στον οποίο όλοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και τελικά να συμφωνήσουν. Τότε όμως θα μπορούσαμε να δώσουμε τα χέρια και με τους τραπεζίτες, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις εταιρείες αγροτικής καλλιέργειας και, τελικά, χάρη στο γεγονός και μόνο ότι είμαστε άνθρωποι, να καταλήξουμε σε συναίνεση. Με αυτό προσωπικά δεν συμφωνώ. Αντιθέτως, πιστεύω ότι πάντα υπάρχει αντιπαράθεση και, για να είμαστε δημοκρατικοί, πρέπει να επιτρέπουμε τη δυνατότητα θεμελιωδών συγκρούσεων. Η έννοια της συναίνεσης πρέπει λιγάκι να μας ανησυχεί, διότι τι θα γίνει εάν μια κοινωνική ομάδα δεν συμφωνεί; Μου φαίνεται ότι αυτή η λογική καταλήγει να είναι η άλλη όψη του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει πάντα να κρατάμε ζωντανή τη δυνατότητα της αντιπαράθεσης και γι’ αυτό χρειαζόμαστε πολλές μορφές δημοκρατίας. Στο τοπικό επίπεδο, ωστόσο, δεν νομίζετε ότι προσφέρονται μεγαλύτερες δυνατότητες για την επίτευξη συναίνεσης; Μα, ακόμα και στο τοπικό επίπεδο συναντάμε διαφορές. Υπάρχουν δύο είδη «τοπικότητας» όσον αφορά τη δημοκρατία. Από τη μία πλευρά, το Occupy ήταν ένα τοπικό κίνημα με την έννοια του πολιτικά αυτοπροσδιορισμένου χώρου, γεγονός που έδινε τη δυνατότητα επίτευξης συναίνεσης. Από την άλλη, τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα δεν προσδιορίζονται απαραίτητα από ομάδες πολιτικά συναφείς, αλλά από τον κοινό χώρο στον οποίο λειτουργούν. Εκεί υπάρχουν αντιπαραθέσεις και πολιτικός ανταγωνισμός, οπότε η συναίνεση δεν είναι δεδομένη. Υπεισέρχονται, επίσης, ταξικά ζητήματα: μπορεί να υπάρχουν ομάδες με διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να είμαστε ιδεαλιστές, διότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμφωνούν, και αυτό δεν πρέπει να οδηγεί σε αποκλεισμούς. Στο τοπικό επίπεδο μπορούν να γίνονται διαπραγματεύσεις για τη μορφή της δημοκρατίας που επιθυμούμε να έχουμε και, γι’ αυτό, το τοπικό επίπεδο αποτελεί προνομιακό πεδίο άσκησης της πολιτικής. Εκεί μπορούμε να αναπτύξουμε την πολιτική μας διάσταση, να μάθουμε εντέλει να είμαστε πολίτες, πολιτικά υποκείμενα. Να προσθέσω όμως ότι, παράλληλα, έχει μεγάλη σημασία και η κατανόηση του παγκόσμιου πλαισίου, μέσα στο οποίο διαμορφώνονται άλλης κλίμακας δομές


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 27

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

εξουσίας, ιδιαίτερα περίπλοκες. Η διαμόρφωσή τους με έναν τρόπο διαφορετικό από τον σημερινό αποτελεί κατά τη γνώμη μου επίσης πολιτική προτεραιότητα. Η εναντίωση σε μια δεξιά Ευρώπη και στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης είναι ένας μεγάλος αγώνας, που υπερβαίνει την τοπική κλίμακα. Ένα άλλο θέμα, που απασχολεί ιδιαίτερα το κίνημα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι πώς, μέσα στο πλαίσιο της κρίσης, η οποία καταστρέφει την παραγωγική υποδομή, αλλά και μέσα στο γενικότερο ανταγωνιστικό πλαίσιο των καπιταλιστικών αγορών, μπορούμε να προχωρήσουμε σε συνεργατικές μορφές εργασίας και παραγωγής. Πώς μπορεί εδώ η Αριστερά να κινηθεί πέρα από το κράτος και την αγορά; Ποιο είναι, και εδώ, το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής; Nτ.M.: Δεν θα έβαζα το κράτος και την αγορά στο ίδιο ακριβώς «κάδρο». Αυτό που είναι σημαντικό είναι ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας. Και, ενώ ομολογούμε ότι είναι απολύτως θεμελιώδες, πολλές φορές το αφήνουμε εκτός της προβληματικής μας. Οι συνεταιριστικές μορφές τουλάχιστον θέτουν αυτό το ερώτημα. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορούμε να τις βλέπουμε αυτόνομα. Αποτελούν βήμα προς τα εμπρός, αλλά, αν θα πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους λειτουργώντας μέσα στο ευρύτερο καπιταλιστικό σύστημα, μπορεί να είναι πολύ προβληματικές. Εκεί είναι που συναντάμε τις «μεγάλες δομές», όπως είναι το κράτος. Προσωπικά δεν θα χρησιμοποιούσα την έκφραση «πέρα από το κράτος». Για μένα, το κράτος είναι μια αρένα πάλης, δεν είναι απαραίτητα καλό ή κακό. Γεννήθηκα παιδί της εργατικής τάξης και με πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας. Ως παιδί δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το κράτος πρόνοιας. Είναι πολύ δύσκολο να πω απλά «ας τα εγκαταλείψουμε όλα αυτά». Είναι πραγματικά σοβαρό πώς κατασκευάζουμε ιδέες συναφείς με την έννοια του κράτους, την ιδέα του δημοσίου, της συλλογικότητας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο ως κοινωνία μοιραζόμαστε κινδύνους και κόστη, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ένας τρόπος για την παραγωγή της ιδέας της συλλογικότητας είναι μέσα από το κράτος. Σήμερα το κράτος δεν θυμίζει κάτι τέτοιο, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Τη δεκαετία του 1950 η λέξη «δημόσιο» αποτύπωνε κάτι καλό, ενώ η λέξη «ιδιωτικό» κάτι κακό. Μπορεί πάντα να υπήρχε κριτική, αλλά οι δημόσιες επενδύσεις θεωρούνταν σε γενικές γραμμές κάτι θετικό. Η εκπαίδευση δεν νοούνταν ως κόστος, όπως συμβαίνει στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά ως επένδυση, πράγμα που δείχνει έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης. Αν μπορούν να αλλάξουν αυτές οι θεωρήσεις, τότε μπορεί να αλλάξει και η σχέση του ατόμου με το κράτος ή το τι μπορεί να κάνει ένα κράτος. Συνεπώς, δεν θα ήθελα απλά να αποκλείσω κάθε μορφή κρατικής δομής. Για παράδειγμα, αν σκεφτούμε τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα, για τα οποία μίλησα νωρίτερα, αυτά έχουν ενεργοποιηθεί από το κράτος και η ύπαρξή τους στηρίζεται στο κράτος. Αυτό είναι που θέτει το αρχικό πλαίσιο λειτουργίας και τους παρέχει πόρους που, εκτός από χρήματα, είναι κατάρτιση και υποδομές. Έτσι γίνεται δυνατή η τοπική αυτοδιάθεση, κατά κάποιον τρόπο. Όμως δημιουργείται και μια εξάρτηση από το κράτος. Και, καθώς το κράτος κυριαρχείται από το σοσιαλιστικό κόμμα, εκείνο είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία αυτών των σχέ-

27


001:Layout 1

28

5/13/13

1:33 PM

Page 28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

σεων. Και εκεί υπεισέρχονται εκείνες οι φωνές –δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε ακροαριστερές– που υποστηρίζουν ότι το κράτος παρέχει τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να μετέχουν όχι για να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα για αυτόνομο λόγο, αλλά για να ελέγξει τα δυνητικά αυτόνομα κινήματα. Προσωπικά, πιστεύω πως θα πρέπει να συνδυάζεται ένα προοδευτικό κράτος με έναν μεγάλο αριθμό αυτόνομων κινημάτων. Τα κοινοτικά συμβούλια είναι χρήσιμα, καθώς συνδυάζουν και τα δύο, όπως επίσης και οι ευρείες διαβουλεύσεις που καθιέρωσε ο Τσάβες. Θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο ένα πλέγμα που να συνδυάζει σε κάποιο βαθμό όλες αυτές τις σχέσεις. Γι’ αυτό και η αίσθησή μου είναι ότι αυτό που επιχειρείται στη Λατινική Αμερική σήμερα είναι ένα τεράστιο πείραμα, ριψοκίνδυνο αλλά και πολύ ελπιδοφόρο. Θέλω να πω ότι το πέρασμα από τις παλιές ολιγαρχίες και δικτατορίες σε αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ένα καταπληκτικό πείραμα. Και, όπως σε κάθε πείραμα, παίρνεις ρίσκο και δεν ξέρεις ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Όταν βρίσκεσαι εκεί, νιώθεις πραγματικά ότι είναι μια τεράστια διαδικασία και ότι το αποτέλεσμα είναι άγνωστο, αβέβαιο. Η πολιτική είναι αβέβαιη και θα πρέπει να παίρνονται ρίσκα. Προσωπικά, αισθάνομαι απολύτως αλληλέγγυα σε αυτήν τη διαδικασία. Αν υπάρχει μια παγκόσμια πρόκληση για το νεοφιλελευθερισμό σήμερα, είναι αυτή η ήπειρος στο Νότο που τα βάζει με το Βορρά. Μου φαίνεται ότι είναι μια σημαντική ιστορία, και οι ΗΠΑ το γνωρίζουν αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που επέτρεψαν τα πραξικοπήματα παλαιότερα στην Ονδούρα και τώρα στην Παραγουάη. Οι δύο αυτές χώρες, αμέσως μετά τα πραξικοπήματα, εισήλθαν στις αγορές. Κανένα πρόβλημα, απόλυτη ελευθερία των δυνάμεων της αγοράς! Γι’ αυτό οι ΗΠΑ πίεσαν να μην επανεκλεγεί ο Τσάβες, δαπανώντας εκατομμύρια δολάρια και διαδίδοντας πολλά ψευδή δημοσιεύματα στον τύπο της χώρας.


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 29

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Μιλήσατε πριν για ανταγωνισμό μεταξύ των συνεταιρισμών. Είναι απαραίτητα κακός αυτός ο ανταγωνισμός; Για παράδειγμα, η ανταλλαγή υπηρεσιών μεταξύ συνεταιρισμών δεν είναι κάτι θετικό; Nτ.M.: Η ισότιμη ανταλλαγή φυσικά. Για κάτι τέτοιο, όμως, χρειαζόμαστε μια ολόκληρη αλλαγή είτε της παραγωγής είτε συγκεκριμένων τομέων που θα λειτουργούν συνεταιριστικά. Αν δεν δομήσουμε μια διαφορετική οικονομία, οι συνεταιρισμοί θα χτυπηθούν κυρίως από τις δυνάμεις εκτός του συνεταιριστικού τομέα. Κάτι που βρίσκω ενδιαφέρον είναι πως η Λατινική Αμερική χτίζει μια ένωση που δεν είναι μόνο οικονομική. Υπάρχουν πολλές συμμαχίες (UNASUR, ALBA, Petrocaribe) που δεν έχουν να κάνουν με το ελεύθερο εμπόριο, αλλά με την αλληλοβοήθεια. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και αλλού. Και δεν είναι μόνο οι επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί. Στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κάθε χώρα πρέπει να ανταγωνίζεται τις άλλες, κάθε περιφέρεια τις άλλες περιφέρειες, κάθε πόλη τις άλλες πόλεις. Πρόκειται για ένα είδος «γεωγραφικοποίησης του ανταγωνισμού», που αποτελεί βασικό σχήμα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας: σαν να μας λένε ότι όλοι οι χώροι πρέπει να συμπεριφέρονται σαν να ήταν ανταγωνιζόμενα υποκείμενα. Όμως, ένας από τους όρους που μπορούμε να αμφισβητήσουμε είναι αυτός καθαυτός ο ανταγωνισμός. Η Λατινική Αμερική σήμερα επιχειρεί να δείξει ότι οι χώρες μπορούν να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να αιχμαλωτίσει τη φαντασία μας, εμείς όμως μπορούμε και πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Θα σας μιλήσω με ένα παράδειγμα. Την προηγούμενη περίοδο, όταν στο Λονδίνο είχαμε κατά κάποιον τρόπο μια αριστερή δημοτική αρχή, αναπτύχθηκε μια σχέση μεταξύ της πόλης και του Καράκας της Βενεζουέλας. Το Καράκας μάς έδωσε φθηνό πετρέλαιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τις δημόσιες συγκοινωνίες, με αποτέλεσμα οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι να έχουν φθηνότερο εισιτήριο για τις καθημερινές τους μετακινήσεις. Σε αντάλλαγμα, το Λονδίνο πρόσφερε στο Καράκας τεχνογνωσία σε θέματα δημόσιων συγκοινωνιών φιλικών προς το περιβάλλον, κάτι που διαφορετικά το Καράκας θα έπρεπε να το αναζητήσει σε ιδιωτικές συμβουλευτικές εταιρείες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στο καπιταλιστικό πλαίσιο, αυτό ήταν απλά μια ισότιμη ανταλλαγή ή μια διαπραγμάτευση, αν θέλετε. Και όμως, αυτή η εξαιρετική πρωτοβουλία αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από άλλους πολιτικούς χώρους. Η παράταξη των φιλελεύθερων δημοκρατών, ένα κεντρώο κόμμα στο δήμο, δήλωσε ότι αυτή η κίνηση «υποβαθμίζει το κράτος μας σε κράτος του τρίτου κόσμου», εξαιτίας του γεγονότος και μόνο ότι είχαμε μια ισότιμη ανταλλαγή με μια χώρα του παγκόσμιου Νότου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η δεξιά, όταν κέρδισε τις επόμενες δημοτικές εκλογές, ήταν η κατάργηση αυτής της συμφωνίας μεταξύ Λονδίνου και Καράκας! Αυτό δείχνει ότι η συμβολική ισχύς τέτοιων κινήσεων είναι τεράστια. Πιστεύω ότι υπάρχουν δυνατότητες για την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών. Για παράδειγμα, παλαιότερα σκεφτόμουν ότι, αν υπήρχαν αρκετές πόλεις στην Ευρώπη με αριστερή δημοτική αρχή, θα μπορούσαν να στήσουν ένα τέτοιο δίκτυο, αρνούμενες να ανταγωνίζονται η μία την άλλη και, αντίθετα, να αναπτύσσουν προγράμματα που να στηρίζονται στη συνεργασία και την ισότιμη ανταλλαγή.

29


001:Layout 1

30

5/13/13

1:33 PM

Page 30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

Θα θέλαμε, τέλος, να σας ρωτήσουμε ποια είναι η εντύπωση που αποκομίσατε, στη διάρκεια του ταξιδιού σας, από την Αθήνα της κρίσης. Nτ.M.: Όταν κάποιος επισκέπτεται σήμερα την Αθήνα και έχει μια επιφανειακή – απλά οπτική – επαφή με την πόλη, τότε μπορεί μεν να δει τα κλειστά μαγαζιά και τους αστέγους, μπορεί όμως και εύκολα να πει (όπως πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι) «Κρίση; Ποια κρίση;»: οι άνθρωποι πηγαίνουν στις δουλειές τους, διασκεδάζουν, τα μαγαζιά στο κέντρο της πόλης φαίνονται να λειτουργούν κανονικά. Αυτό όμως είναι απλώς μια εικόνα. Για παράδειγμα, όταν ήμουν στη Νικαράγουα τη δεκαετία του 1980, με την πρώτη κυβέρνηση των Σαντινίστας, η χώρα βρισκόταν σε ολοκληρωτική κρίση με τον πόλεμο των Κόντρας και όμως οι άνθρωποι συνέχιζαν να ξυπνάνε το πρωί, να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον, να τα βολεύουν με κάποιον τρόπο κ.λπ. Επομένως, πιστεύω ότι οι προσεγγίσεις μας για την κρίση θα πρέπει να είναι πιο σαφείς, πιο στοχαστικές και πιο αναλυτικές. Η αριστερά της γενιάς μου θεωρούσε την κρίση μια μικρή φωτιά, μια σπίθα που θα γινόταν η φλόγα της ελπίδας για την κατάρρευση του καπιταλισμού – μια κατάρρευση που θεωρούσαμε ότι περιμέναμε ήδη πολύ καιρό. Βλέπουμε όμως ότι αυτό δεν συμβαίνει έτσι απλά. Γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε πιο σαφείς και πιο συγκεκριμένοι όταν μιλάμε για κρίση. Ας δούμε, για παράδειγμα, το θέμα της ενεργειακής κρίσης σήμερα. Στη δύση θεωρούμε ότι η ενεργειακή κρίση δεν μας επιτρέπει να ανάψουμε το κλιματιστικό μας όσο θα θέλαμε ή ότι πρέπει να κλείνουμε τα φώτα όταν βγαίνουμε από ένα δωμάτιο. Και αυτήν την κατάσταση τη θεωρούμε κρίση γιατί είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός που θίγει σημαντικούς ανθρώπους, όπως είναι οι πλούσιοι της δύσης. Αλλά η κρίση της έλλειψης ηλεκτρικής ενέργειας για τον παγκόσμιο νότο ή το γεγονός ότι παιδιά πεθαίνουν από την πείνα κάθε μέρα, αυτό δεν αποτελεί είδηση, γιατί ακριβώς συμβαίνει κάθε μέρα και συμβαίνει σε «αυτούς» και όχι σε «εμάς». Έτσι, θεωρούμε ότι πρόκειται για ένα ατυχές αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα. Το γεγονός αυτό, η φτώχεια του παγκόσμιου Νότου, με κάνει να σκέφτομαι ότι βρισκόμαστε διαρκώς σε κρίση. Γιατί όμως δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «κρίση» όταν τόσο πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από αυτό το σύστημα; Μια σαφέστερη και βαθύτερη ανάλυση σε σχέση με την κρίση στην οποία αναφερόμαστε, πιστεύω ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολύ χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Δεν είναι απλά θέμα ορολογίας. Είναι μια εμβάθυνση στη σκέψη μας, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού των πολιτικών μας προτεραιοτήτων.


001:Layout 1

5/13/13

1:33 PM

Page 31

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

…για τον Γιώργο Μαρνελάκη (1975-2013) Από την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013 δεν είναι πια μαζί μας ο Γιώργος Μαρνελάκης, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. «Έφυγε», όπως συνηθίζεται να λέμε, περιβαλλόμενος από την αγάπη του συντρόφου του και της κοινωνικής οικογένειας που ο ίδιος είχε συγκροτήσει γύρω του. Ένα μέλος κι εγώ αυτής της κοινωνικής οικογένειας, γνώρισα τον Γιώργο τα τελευταία χρόνια των προπτυχιακών του σπουδών στη σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, εκεί γύρω στο 1998, όταν παρακολούθησε παραπάνω από μία φορές το μάθημα «Φύλο και Χώρος» που διδάσκαμε τότε με την Άννη Βρυχέα. Στον μικρό χώρο που προσπαθούσε να ανοίξει εκείνο το μάθημα, μέσα σε έναν ακαδημαϊκό περίγυρο που αντιστεκόταν αν όχι αντιδρούσε ενεργητικά στην ύπαρξή του, επέστρεψε ο Γιώργος, μετά τις λαμπρές μεταπτυχιακές του σπουδές στο Λονδίνο, για να συμβάλει, ως διδάσκων πια, με νέες ιδέες και επεξεργασίες. Η επιστροφή του συνέπεσε με την ευτυχή συγκυρία όπου, χάρη στις στοχευμένες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, δόθηκε η δυνατότητα για ανάπτυξη σπουδών φύλου στα πανεπιστήμια. Έτσι, βρέθηκε να διδάσκει στην Αθήνα και το Βόλο μαθήματα για τους τρόπους με τους οποίους η συγκρότηση και ερμηνεία του αστικού χώρου ενσωματώνει και αναπαράγει αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα, το φύλο, το σώμα. Παράλληλα συμμετείχε σε μια σειρά από συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις όπου είχε την ευκαιρία να αναπτύξει καινοτόμες προσεγγίσεις του (αστικού) χώρου. Για τον Γιώργο Μ. η σεξουαλικότητα και το φύλο, ως στρατηγικές για την προσέγγιση της γνώσης, δεν μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα. Διαμορφώνουν δύο διακριτά πεδία επιστημονικού προβληματισμού και συγκρότησης θεωρητικών επιχειρημάτων που σχετίζονται αλλά δεν ταυτίζονται: «δεν μπορεί να υπάρξει έννοια ομο- ή ετερο-σεξουαλικότητας χωρίς μια έννοια φύλου».1 Παράλληλα, ως έννοιες που συγκροτήθηκαν για την προσέγγιση μορφών καταπίεσης, χρειάζεται να μελετηθούν ξεχωριστά, προκειμένου να επανασυνδεθούν, αποφυσικοποιώντας κάθε πιθανό συνδυασμό τους. «Πόσο σταθερή και συμμετρική είναι η διάκριση ομοφυλοφιλία/ετεροφυλοφιλία; Πόσο η σεξουαλική ταυτότητα έχει έμφυλο νόημα και περιεχόμενο ή ιδιαίτερη τοποθεσία στο σώμα; Πόσο αληθινό είναι το έμφυλο δίπολο γυναίκα/άνδρας», αναρωτιόταν ο Γιώργος σε ένα από τα πρώτα σχετικά του κείμενα. Η εμβάθυνση του Γιώργου Μ. στις λεσβιακές/γκέι και τις φεμινιστικές σπουδές, στις queer κριτικές και την ψυχανάλυση, τον οδήγησε σε αναζητήσεις αναλυτικών κατηγοριών που δεν ορίζονται μονολιθικά και σταθερά, αλλά παραμένουν ανοικτές και περιεκτικές. Από αυτή την άποψη, συναντούν προσεγγίσεις του χώρου και της χωρικότητας οι οποίες αντιμετωπίζουν τα εμπόδια, τις μετατοπίσεις, τον κατακερματισμό, ως εγγενή χαρακτηριστικά του χώρου, ειδικότερα του χώρου της πόλης, με τις πολλαπλές αντιθέσεις και βαθμούς απροσδιοριστίας και έκπληξης. Στους φανταστικούς, φαντασιακούς, συμβολικούς, αλλά και πολύ υλικούς χώρους ο Γιώργος αναζητάει μεθόδους και θεωρητικά εργαλεία για να διερευνήσει «αδύνατες χωρικότητες» που συνδέονται με τη σεξουαλικότητα την επιθυμία, την απόλαυση, τα πεδία (ομο)ερωτικής κοινωνικότητας. Στις αναζητήσεις του αυτές εντάσσεται και μια πιο πρόσφατη ερευνητική του κατεύθυνση σε σχέση με την ανάδειξη του σώματος σε διεπιστημονικό ερευνητικό εγχείρημα. Η αντι-

1 Φράσεις από κείμενα του Γιώργου Μαρνελάκη

31


001:Layout 1

32

5/13/13

1:33 PM

Page 32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013

μετώπιση του σώματος, της πιο κοντινής μας γεωγραφίας, «ως εργαλείου για την παραγωγή (queer) γνώσης και έρευνας» αντιπαρατίθεται σε παγιωμένες προσλήψεις του ως δοσμένου από τη φύση και αμετάβλητου. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τη δουλειά του για το cruising, για το AIDS ως αφετηρία για να ξανασκεφτούμε την παγκοσμιοποίηση, για τη συγκρότηση της πόλης ως αντικείμενο λόγου, για τις πολιτικές των σωμάτων και τα ερωτήματα που αυτές εγείρουν για τις μεθόδους, τις υποθέσεις και τις πρακτικές της έρευνας. Από την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου ξεκίνησε και πάλι το μεταπτυχιακό μάθημα «Έμφυλες Πολιτισμικές Προσεγγίσεις του Αστικού Χώρου» που, από το 2005, διδάσκαμε μαζί με τον Γιώργο. Η μακροχρόνια γνωριμία μας, η ανταλλαγή και κάποτε σύγκρουση επιχειρημάτων (και, βέβαια, γενεών και επιλογών ζωής), τα πλησιάσματα και οι απομακρύνσεις, όλη αυτή η επιτελεστικότητα της καθημερινότητας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα δύσκολο αν όχι ανέφικτο εγχείρημα. Όμως το μάθημα αποτέλεσε ένα πεδίο εξαιρετικά γόνιμης συνεργασίας, ένα άνοιγμα χώρου και απόλαυσης, από όπου δεν χάθηκαν οι ιδιαίτερες θέσεις μας και ενδιαφέροντα, αλλά δοκιμάστηκαν τρόποι συνύπαρξης, ανάπτυξης επιχειρημάτων και διεύρυνσης των επεξεργασιών. Είναι τόσο απίστευτη και αβάσταχτη η οριστική απουσία του... Ντίνα Βαΐου Καθηγήτρια ΕΜΠ 8 Μαρτίου 2013


002:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 33

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

Θ

Ε

Μ

Α

Τ

Ι

Κ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Α

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σταμάτης Καλογήρου1 Το σύντομα αυτό αφιέρωμα στη θεωρητική και ποσοτική γεωγραφία εξετάζει τους χωρικούς μετασχηματισμούς των μητροπολιτικών περιοχών Αθήνας και Θεσσαλονίκης μέσα από κοινωνικοοικονομικούς και στεγαστικούς διαχωρισμούς. Παράλληλα εξετάζει τη διάχυση των δομημένων επιφανειών ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης νέων οικισμών και μεγάλων έργων μεταφορικής υποδομής με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας 2004. Αφορμή για το αφιέρωμα αυτό αποτέλεσε η διεπιστημονικότητα του δέκατου έβδομου κατά σειρά Ευρωπαϊκού Συμποσίου Ποσοτικής και Θεωρητικής Γεωγραφίας (17th European Colloquium on Quantitative and Theoretical Geography – ECQTG2011) που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 3-5 Σεπτεμβρίου 2011. Το συμπόσιο αυτό διατηρεί στη μακρά ιστορία του μια από τις βασικές του επιδιώξεις που είναι η συμμετοχή και αλληλεπίδραση μεταξύ καταξιωμένων ερευνητών και νέων συναδέλφων που επιχειρούν τα πρώτα τους βήματα στην ακαδημαϊκή έρευνα. Ως εκ τούτου το αφιέρωμα αυτό εστιάζεται σε εργασίες νέων ερευνητών. Η ανάληψη της διοργάνωσης του Συμποσίου στην Αθήνα έγινε το Σεπτέμβριο του 2009 με πρόταση του συγγραφέα προς την επιτροπή European Research Group S4 (Spatial Simulation for Social Sciences) με στόχο την προβολή του επιστημονικού έργου που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα στη γεωγραφία και ιδιαίτερα στη θεωρητική και ποσοτική γεωγραφία, καθώς και την προβολή του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Επίσημος φορέας διοργάνωσης του ECQTG2011 στην Ελλάδα ήταν η Ελληνική Εταιρεία Δημογραφικών Μελετών ενώ η φιλοξενία του έγινε από το Τμήμα Γεωγραφίας και το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο που διέθεσε τις εγκαταστάσεις στο ιστορικό κτίριο του Πανεπιστημίου καθώς και ανθρώπινους πόρους για την επιτυχή διοργάνωσή του. Η διοργάνωση του Συμποσίου συνέπεσε χρονικά με την εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και μια γενικότερη αναστάτωση στην πόλη των Αθηνών, καθιστώντας πρόκληση την υποδοχή και φιλοξενία επιστημόνων από όλον τον κόσμο. Οι εργασίες αποτυπώνουν ορισμένες παθογένειες του προτύπου ανάπτυξης των πρόσφατων δεκαετιών και αναδεικνύουν σοβαρές χωρικές ανισότητες όχι μόνο ως μια κριτική θεώρηση της επιλογών που καθόρισαν το μετασχηματισμό των μητροπολιτικών κέντρων αλλά και με πρόθεση εποικοδομητικής συμμετοχής στο δημόσιο διάλογο ώστε να αποφευχθούν τα ίδια λάθη σε μελλοντικά αναπτυξιακά εγχειρήματα. Ο τόμος των περιλήψεων (Kalogirou 2011α) και ο τόμος των πρακτικών (Kalogirou 2011β) του συμποσίου ECQTG2011 που περιλαμβάνει 85 πλήρεις εργασίες στα αγγλικά που προέκυψαν μετά από κρίση, έχουν δημοσιευτεί ξεχωριστά σε μορφή βιβλίου και είναι διαθέσιμοι σε ηλεκτρονική μορφή από τον συγγραφέα. Από τις εργασίες που συντέλεσαν καθοριστικά στην διεπιστημονικότητα του συμποσίου, παρουσιάζονται παρακάτω πέντε. Ο Σταύρος-Νικηφόρος Σπυρέλλης στην εργασία του εξετάζει την ύπαρξη κοινωνικών διαχωρισμών στον αστικό χώρο της Μητροπολιτικής Περιοχής της Αθήνας, βάσει του κοινωνικό-επαγγελματικού χαρακτήρα, του κλάδου εργασίας του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και της θέσης του στην κλίμακα της επαγγελματικής ιεραρχίας. Συμπεραίνει ότι οι στεγαστικοί διαχωρισμοί στην μητροπολιτική Αθήνα, όπως ανατολής-δύσης και βορρά-νότου, συνδέο-

1 Λέκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, e-mail: skalo@hua.gr

33


002:Layout 1

34

5/13/13

1:34 PM

Page 34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 33-34

νται περισσότερο με τη θέση του εργαζόμενου στην κοινωνικοοικονομική ιεραρχία και το εισόδημά του παρά με τον τομέα της απασχόλησης. Η ανάλυση ανέδειξε ενδιαφέρουσες συγκεντρώσεις εργαζόμενων στους κλάδους δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών γύρω από το κέντρο της Αθήνας και εργαζόμενων στον τομέα των μεταφορών στην περιοχή του Πειραιά. Η παρατήρηση ότι στην περιοχή της Νίκαιας Αττικής εντοπίζονται έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στον τομέα της στέγασης αποτέλεσε αφορμή για την εργασία της Ευγενίας Τούση. Εξετάζοντας διάφορες περιοχές της Αττικής εντόπισε οικιστικές νησίδες με παλαιά προσφυγικά σε άσχημη κατάσταση συντήρησης, όπου διαμένουν κοινωνικές ομάδες με εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα. Αναζητώντας τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψαν οι σημερινές κοινωνικοοικονομικές ανισότητες διαμόρφωσε ένα κατάλληλο μεθοδολογικό πλαίσιο, όπου καίριο ρόλο έχει η ιστορική προσέγγιση ως μεθοδολογικό εργαλείο. Με την ανάλυση των διαδικασιών χωρο-κοινωνικού μετασχηματισμού η εργασία καταλήγει στη διαμόρφωση της σημερινής χωρικής ταυτότητας της περιοχής της Νίκαιας όπου διακρίνονται σημαντικές χωρικές ανισότητες και εγείρει ζητήματα χάραξης πολιτικής. Στην εργασία τους η Αλεξάνδρα Ζαμάνη και οι συνεργάτες της αξιολογούν την χρήση του Ολυμπιακού Χωριού μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 μέσω του προσδιορισμού του βαθμού οικιστικής ικανοποίησης των κατοίκων καθώς και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Θεωρούν ότι η οικιστική ικανοποίηση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την πορεία του οικισμού, ικανό να τον εξελίξει από μία «τεχνητή» σε μία ευημερούσα σύγχρονη πόλη μέσω της αποτροπής παραγωγής φαινομένων χωρικής και κοινωνικής υποβάθμισης. Μια άλλη έρευνα που συνδέεται με τις υποδομές που αναπτύχθηκαν με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας 2004 αποτελεί η εργασία του Ιωάννη Λαϊνά αντικείμενο της οποίας αποτελεί η καταγραφή και η ανάλυση του μετασχηματισμού των χρήσεων γης, υπό την επίδραση μεγάλων έργων μεταφορικής υποδομής, στην πεδιάδα των Μεσογείων Αττικής. Η έρευνα εστιάζει στις χωρικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην περιφέρεια της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας σε μία προσπάθεια επισήμανσης και τεκμηριωμένου σχολιασμού των βασικών παραγόντων που καθοδήγησαν την αστική ανάπτυξη εις βάρος των γεωργικών εκτάσεων υψηλής

παραγωγικότητας και άλλων ευπαθών γαιών. Από την εμπειρία της πεδιάδας των Μεσογείων Αττικής, εκτός από τις γνωστές έως σήμερα παθογένειες του σχεδιασμού, αναδεικνύονται και άλλοι ιδιαίτερα κρίσιμοι παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε ένα παρόμοιο μελλοντικό εγχείρημα. Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με της εργασία της Γεωργία Γεμενετζή η οποία διερευνά τη θεωρητική, εννοιολογική και μεθοδολογική σχέση ανάμεσα στην αστική διάχυση και το οικιστικό δίκτυο με εμπειρικό πεδίο διερεύνησης τη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη όπου αναδεικνύεται η αμφίδρομη σχέση της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου. Η εργασία καταλήγει ότι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σχέσης αυτής είναι η ανάδυση μικρής κλίμακας πολυκεντρικότητας, που οδηγεί προς την ενίσχυση της μονοκεντρικότητας στο υπερκείμενο χωρικό επίπεδο, εντείνοντας στην πραγματικότητα το φαινόμενο της μητροπολεοποίησης.

Αναφορές Kalogirou, S. (2011α), Book of Abstracts of the 17th European Colloquium on Quantitative and Theoretical Geography, Αθήνα, Ελλάδα, 2-5/9/2011. Kalogirou, S. (2011β), Proceedings of the 17th European Colloquium on Quantitative and Theoretical Geography, Αθήνα, Ελλάδα, 2-5/9/2011.


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 35

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Σπυρέλλης Σταύρος-Νικηφόρος1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αυτή η εργασία εξετάζει την ύπαρξη κοινωνικών διαχωρισμών στον αστικό χώρο της Μητροπολιτικής Περιοχής της Αθήνας, βάσει του κλάδου απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και της θέσης του στην κλίμακα της επαγγελματικής ιεραρχίας. Πρώτον, παρουσιάζεται η κυριαρχία της αθηναϊκής οικονομίας στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας κατά τα τελευταία 60 χρόνια. Δεύτερον, ερευνώνται οι κοινωνικοί διαχωρισμοί που αναπτύχθηκαν στην περιοχή της πρωτεύουσας κατά την ίδια περίοδο ενώ αποτυπώνεται ο κοινωνικός τύπος των απογραφικών τομέων της απογραφής του 2001. Εντοπίζοντας τους κυριότερους οικονομικούς κλάδους της αθηναϊκής οικονομίας, εξετάσαμε αρχικά την δημιουργία πόλων συγκέντρωσης εταιριών σε συγκεκριμένες περιοχές της πρωτεύουσας ενώ στην συνέχεια αναλύσαμε τον στεγαστικό διαχωρισμό βάσει του κλάδου απασχόλησης και της θέσης στην επαγγελματική ιεραρχίας του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Τα συμπεράσματά μας είναι ότι οι στεγαστικοί διαχωρισμοί στη μητροπολιτική Αθήνα συνδέονται περισσότερο με την θέση του εργαζόμενου στην κοινωνικοοικονομική ιεραρχία παρά με τον κλάδο στον οποίο απασχολείται. Παρόλα αυτά η ανάλυση μας ανέδειξε ιδιαίτερες συγκεντρώσεις, εργαζόμενων στους κλάδους δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και εργαζόμενων στον τομέα των μεταφορών, σε περιορισμένες περιοχές της αστικού ιστού.

The role of economic sectors and occupational hierarchies in shaping housing segregation in metropolitan Athens. Spyrellis Stavros Nikiforos ABSTRACT This paper examines the segregation trends in the Athenian metropolitan urban zone, based on the economic sector that the economically active population is employed in and their position in the occupational scale of employment. First, the dominance of the Athenian economy over the national economic activity during the past 60 years is presented. Furthermore, the social divisions deployed in the capital during the same period are investigated as are the social types of census tracts that are captured in the 2001 national census. After identifying the main economic sectors of the Athenian economy, we researched the concentrations of specific companies in particular areas of the capital and then investigated the existence of residential segregation trends due to the economic sector and the position in the occupational scale of employment. The results of this analysis showed that the residential segregation in metropolitan Athens is significantly linked to occupational status rather than the economic sector of employment. In addition, this analysis revealed specific concentrations, of the public and social services and transports sectors workers, in limited/specific areas of the urban landscape.

1 Yπ. Διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Παρίσιων VII. Εργαστήριο: UMR no 8504 Géographie-Cités,CNRS. email: s.spyr@parisgeo.cnrs.fr, st.spyr@gmail.com

35


003:Layout 1

36

5/13/13

1:34 PM

Page 36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Εισαγωγή Αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι η ανάδειξη των στεγαστικών διαχωρισμών στη Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας (ΜΖΑ) έχοντας ως κύριους άξονες αναφοράς τον κλάδο απασχόλησης και την επαγγελματική ιεραρχία. Στο παρελθόν έχουν υπάρξει πολλές έρευνες που να περιγράφουν και να αναλύουν τους μηχανισμούς κοινωνικού διαχωρισμού και πόλωσης στην Αθήνα και την Αττική (Arapoglou 2006, Emmanuel 2002, Leontidou 1989, 1990, Maloutas 2004, 2007α, 2007β). Αρκετές είναι και οι έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με τη χωροθέτηση διάφορων οικονομικών κλάδων στον αστικό ιστό της ελληνικής πρωτεύουσας είτε αυτό αφορούσε σε παραδοσιακούς τομείς όπως η βιομηχανία και η βιοτεχνία (Kourliouros 1997, Petrakos και Economou 1999, Sayas 2004), είτε τομείς που βρέθηκαν στο επίκεντρο τα τελευταία χρόνια μέσα από την μετα-βιομηχανική εξέλιξη της οικονομίας (Gospodini 2007, 2009). Με την έρευνά μας αυτή προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε τα παραπάνω και, χρησιμοποιώντας δείκτες χωρικής συσχέτισης και χωροθέτησης, να εξετάσουμε τη διασπορά του τόπου κατοικίας των εργαζόμενων, ανά κλάδο επαγγελματικής απασχόλησης, επιδιώκοντας έτσι να εντοπίσουμε την ύπαρξη θυλάκων, μεταξύ των απογραφικών τομέων, με υψηλότερη του μέσου συγκέντρωση εργαζόμενων σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους,2 αλλά και την ύπαρξη ιδιαιτεροτήτων ως προς τους κοινωνικούς αποκλεισμούς για τους εργαζόμενους σε κάθε οικονομικό κλάδο κατ’ αναλογία με το συνολικό κοινωνικοοικονομικό προφίλ της Μητροπολιτικής Ζώνης της Αθήνας. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήσαμε προέρχονται από την γενική απογραφή πληθυσμού του 2001. Για τη συγκεκριμένη εργασία λάβαμε υπόψη μας τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό που διαβιεί στο χώρο που χαρακτηρίσαμε ως Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας. Με αυτό τον όρο αναφερόμαστε στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας χωρίς όμως να λαμβάνουμε υπόψη το σύνολο της Αττικής. Στόχος μας ήταν να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά των περιοχών που έχουν συνδεθεί με τον κυρίως αστικό ιστό και δεν βρίσκονται στο περιαστικό χώρο της πρωτεύουσας. Οι περιοχές αυτές διαφοροποιούνται ως προς τον σχεδιασμό και τους κανόνες του δομημένου περιβάλλοντος ενώ συγχρόνως παρουσιάζουν έναν κοινωνικοοικονομικό τύπο αρκετά διαφορετικό από την υπόλοιπη μητροπολιτική περιοχή.3

Η ανάλυση των δεδομένων και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων έγινε σε μια αναλυτική κλίμακα 3.200 απογραφικών τομέων, ενός υπόβαθρου το οποίο είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (EKKE και ΕΣΥΕ 2005). Για την κατηγοριοποίηση του δείγματος μας βασιστήκαμε στην Ευρωπαϊκή Κοινωνικό-επαγγελματική Κατάταξη (ESeC) (Rose και Harrison 2007),4 ενώ τα δεδομένα μας προέρχονται από την εφαρμογή Πανόραμα απογραφικών δεδομένων 1991-2001 (EKKE και ΕΣΥΕ 2005). Η Ευρωπαϊκή Κοινωνικό-Επαγγελματική Κατάταξη (ESeC) αντικατοπτρίζει κοινωνικές διαστρωματώσεις και ανισότητες με βάση τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά των ατόμων, αποδέχεται ως εκ τούτου ότι οι σχέσεις παραγωγής εξακολουθούν να διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην κοινωνική διαίρεση. Η ΕΚοΚ είναι ένα χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης των διαφοροποιήσεων που μπορούν να αποδοθούν στην κοινωνικό-οικονομική δομή και τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά του καθενός, όπως το επάγγελμα και η κοινωνική θέση (Breen 2005, Erikson και Goldthorpe 1992). Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η εργασία δεν αποτελεί χώρο αμφισβήτησης ή υπεράσπισης της επεξηγηματικής χρησιμότητας αυτής της κατηγοριοποίησης για την ελληνική πραγματικότητα5 αλλά ούτε και σύγκρισης με άλλες κατηγοριοποιήσεις που χρησιμοποιούν συνεχείς μεταβλητές, όπως ο μισθός ή το επίπεδο εκπαίδευσης. Οι αναλύσεις που έγιναν για αυτή την εργασία πραγματοποιήθηκαν σε δύο στάδια, αρχικά με την ανάλυση των κυριότερων κοινωνικών τύπων των απογραφικών τετραγώνων και την δημιουργία μιας κοινωνικό-οικονομικής τυπολογίας για την περιοχή του ενδιαφέροντος μας. Η τυπολογία αυτή βασίζεται στην ιεράρχηση των 3.200 απογραφικών τομέων βάσει του κοινωνικό-οικονομικού τους χαρακτήρα. Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην διαμόρφωση επτά κατηγοριών απογραφικών τομέων οι οποίοι περιγράφουν τις κυριότερες κοινωνικές δομές. Επειδή η ΕΚοΚ δεν περιλαμβάνει τον μη ενεργό πληθυσμό επιλέξαμε πριν την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων μας να αναλύσουμε ανεξάρτητα και αυτό τον παράγοντα αναζητώντας πιθανές συγκεντρώσεις. Η ανάλυση αυτή ανέδειξε ισοκατανομή στην ΜΖΑ. Συγκεκριμένα ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός έχει μια μέση παρουσία 58% ανά ΑΤ, αναλογία η οποία παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις μόνο στο 6% των τομέων.


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 37

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Το δεύτερο κομμάτι αφορά την ανάλυση των κλάδων της αθηναϊκής οικονομίας και πραγματοποιήθηκε με την χρήση στατιστικών δεικτών ανάλυσης (correspondence analysis) και κατηγοριοποίησης με στόχο να εντοπιστούν οι σχέσεις και να αναλυθούν οι βασικοί άξονες διακύμανσης (axes of variation) που χαρακτηρίζουν τη ΜΖΑ. Για την πραγματοποίηση των παραπάνω χρησιμοποιήσαμε μια αναλυτική μορφή των κατηγοριών της ΕΚοΚ που μας έδωσε την δυνατότητα να εξετάζουμε συγχρόνως τον οικονομικό κλάδο εργασίας αλλά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Η παραπάνω βάση δεδομένων περιελάμβανε 73 μεταβλητές χωρισμένες σε 7 διαφορετικούς οικονομικούς κλάδους. Κάθε ένας από τους 7 αυτούς κλάδους διαβαθμίζεται σε μια δεκαβάθμια κλίμακα που αποτυπώνει την επαγγελματική ιεραρχία. Τέλος, εντάσσονται περιπτώσεις μεταβλητών οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από την ΕΚοΚ αλλά λόγο της ιδιαιτερότητας τους δεν κατατάσσονται σε κάποιον συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο. Επιγραμματικά είναι οι μεγάλοι εργοδότες, οι καλλιτέχνες και οι μικρό-εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι που δεν εντάσσονται σε συγκεκριμένο κλάδο.

Η Αθήνα στο επίκεντρο της ελληνικής οικονομίας Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα η περιοχή της πρωτεύουσας αποκτά ιδιαίτερη σημασία και παύει να ανταγωνίζεται την περιφέρεια στους περισσότερους οικονομικούς τομείς. Συγχρόνως μονοπωλεί τις βιομηχανικές πρωτοβουλίες δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα στην επαρχία και την πρωτεύουσα (Burgel 1976: 105) σε μια χώρα που μέχρι τότε κύριο μέλημα της κρατικής πολιτικής αποτελούσε η αγροτική οικονομία και όχι η δημιουργία στέρεων βάσεων για μια βιομηχανική ανάπτυξη. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η πρωτεύουσα αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, από «παρασιτική» μετατρέπεται σε μια ζώνη όλο και περισσότερο παραγωγική (Leontidou 1990: 78). Κινητήρια δύναμη αποτέλεσαν αρχικά οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, πληθυσμοί που προέρχονταν από περιοχές περισσότερο αναπτυγμένες βιομηχανικά των οποίων η άφιξη ανανέωσε την ελληνική κοινωνία και βοήθησε στην επιβίωση της εθνικής οικονομίας σε μια περίοδο παγκόσμιας κρίσης (Leontidou 1989: 173-184, 1990: 74, Prevelakis 2000: 82).

Πίνακας 1: Κλάδοι οικονομίας και κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες.

Πηγή: (EKKE και ΕΣΥΕ 2005, Rose και Harrison 2007)

37


003:Layout 1

38

5/13/13

1:34 PM

Page 38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Η ανάπτυξη αυτή αποτέλεσε σημαντικό πόλο έλξης για τους νέους πληθυσμούς που συνέρρεαν μαζικά στην πρωτεύουσα τα επόμενα χρόνια. Αποτέλεσμα ήταν κατά το μεσοπόλεμο να εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια εκβιομηχάνισης. Η ανάπτυξη αυτή, που υπολείπεται σημαντικά των υπολοίπων χωρών της βόρειας Ευρώπης (Leontidou 1989, Thomadakis 2011), αποτυπώνεται κυρίως στην ελαφρά βιομηχανία μικρής κλίμακας ενώ οι μεγάλες εργοστασιακές εγκαταστάσεις αποτελούν την εξαίρεση. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η ελληνική οικονομία εμφανίζεται άμεσα εξαρτημένη από τον εξωτερικό παράγοντα και την συμμαχική βοήθεια. Οι συνθήκες αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα την βιομηχανική υπανάπτυξη και την μειωμένη ανταγωνιστικότητα.6 Η Αθήνα όμως παραμένει το διοικητικό κέντρο και η αδιάψευστη οικονομική πρωτεύουσα απορροφώντας τόσο τις επενδύσεις από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό (Burgel 1976: 357, 2003: 106, 115, Louri, Papanastassiou και Lantouris 2000) εγκαθιδρύοντας έναν ιδιότυπο «αθηναϊκό ιμπεριαλισμού» (Burgel 2003: 254) και αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό7 ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την δεκαετία του 1950 και 1960.8 Από το 1950 μέχρι και το 1970 ο πληθυσμός της πρωτεύουσας υπερδιπλασιάστηκε,9 πυροδοτώντας έτσι έντονες αλλαγές στην κοινωνική σύσταση της πρωτεύουσας και προκαλώντας την κοινωνική πόλωση της Αθήνας.10 Το γεγονός ότι η ελλιπώς ανεπτυγμένη βιομηχανικά Αθήνα αποτέλεσε τον κεντρικό προορισμό των αθρόων εσωτερικών μετακινήσεων αναδεικνύει και το αμφίδρομο της σχέσης που χαρακτήρισε την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας και την αύξηση του πληθυσμού. Η συνεχής ενδυνάμωσή της, ως υπερεθνικό κέντρο λήψης αποφάσεων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη βασικών υποδομών, όπως το λιμάνι του Πειραιά και το σιδηροδρομικό δίκτυο, εξασφάλιζαν τα εχέγγυα για τη βιομηχανική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή όμως ποτέ δεν έφτασε σε επίπεδα που να μπορεί να δικαιολογήσει την αστική και πληθυσμιακή μεγέθυνση που έλαβε χώρα μεταπολεμικά στη περιοχή της πρωτεύουσας (Leontidou 1990, Maloutas 2007α). Άλλωστε η ολοκλήρωση της φάσης της αστικοποίησης στη Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου που υπολείπονταν μιας στέρεας βιομηχανικής βάσης, διήρκησε περισσότερο απ’ ό,τι στις χώρες του ανεπτυγμένου βορρά, έτσι η έλξη των πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα δεν θα μπορούσε να είναι

αποτέλεσμα μόνο της βιομηχανικής ανάπτυξης αλλά και άλλων παραγόντων (Petrakos και Economou 1999).11 Κυριότερα αίτια των μετακινήσεων αποτέλεσαν ο μεσοπολεμικός έλεγχος της μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η κρίση στην αγροτική οικονομία μετά από σχεδόν μια δεκαετία πολεμικών συγκρούσεων αλλά και η ανωνυμία που προσέφερε η πρωτεύουσα μέσα σε ένα εμφυλιακό κλίμα. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, δεν ήταν η προσφορά εργασίας που τράβηξε τους πληθυσμούς αλλά η μεγάλη ζήτηση και η συγκέντρωση εργατικού δυναμικού που προσελκύει τη βιομηχανία στην Αθήνα.12 Κατά τις επόμενες δεκαετίες βασιζόμενη και στο τρίγωνο της «βιομηχανικής αποκέντρωσης» που δημιούργησαν οι περιοχές των Οινοφύτων, της Κορίνθου και του Λαυρίου, η πρωτεύουσα εξακολούθησε να απορροφά τους πληθυσμούς που δεν κατάφερναν να φύγουν, μέσω της οργανωμένης από το κράτος, μετανάστευσης προς το εξωτερικό. Οι επεκτάσεις αυτές στα όρια της Αττικής, άλλωστε, θα πρέπει να καταχωρηθούν ως αθηναϊκή ανάπτυξη μιας και οι περισσότεροι εργαζόμενοι κατοικούσαν στην Αθήνα (Sarrigiannis 2000: 183). Μέχρι και τα τέλη του 1970, η παραδοσιακή βιομηχανία της πόλης εξακολουθεί να αναπτύσσεται, έστω και φθίνουσα (Prevelakis 2000: 87). Αυτό είναι αποτέλεσμα της περιφερειακής βιομηχανικής ανάπτυξης αλλά και της αποβιομηχάνισης.13 Για πρώτη φορά στην απογραφή πληθυσμού του 1981 αποτυπώνεται μια σχετική σταθεροποίηση του πληθυσμού. Σημαντικό συστατικό της αθηναϊκής οικονομίας και κυρίαρχο κομμάτι της δομής της πόλης εξακολουθεί να αποτελεί ο κατασκευαστικός τομέας αλλά και οι μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις που βρίσκονται διάσπαρτες αρχικά στο κέντρο της πόλης αλλά και στα προάστια και την περαστική ζώνη της πρωτεύουσας μετά το 1970. Τέλος με την πάροδο των χρόνων και την προοδευτική αποβιομηχάνιση στο επίκεντρο έρχεται ο τριτογενής τομέας παραγωγής.14 Από το 1980 η χώρα μπαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απολαμβάνει τα προνόμια των πακέτων στήριξης και αποκτά έναν ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό και συγκεκριμένη πορεία προς την ευρωπαϊκή σύγκληση. Η αθηναϊκή βιομηχανική παραγωγή, πέρα από την αποβιομηχάνιση αλλά και το άνοιγμα των αγορών με την παγκοσμιοποίηση, αποτυγχάνει να ακολουθήσει τις εξελίξεις και να εκμοντερνίσει την παραγωγή της ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό αλλά και την πρόκληση της ένταξης στην ευρωπαϊκή οι-


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 39

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

κονομία. Παρά ταύτα η πρωτεύουσα και πάλι βρίσκεται στο επίκεντρο των διεργασιών, θέση την οποία θα ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο μετά και την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το 1997. Κατά τη δεκαετία του 1990 υπήρξε μια πρωτόγνωρη αλλαγή για την κοινωνική δομή της πόλης αφού για πρώτη φορά έγινε υποδοχέας μεταναστών από άλλες χώρες κυρίως της βαλκανικής χερσονήσου και κατά κύριο λόγο της Αλβανίας (Arapoglou 2006, Arbaci 2007, Lianos 2001, Maloutas 2007α, Rovolis και Tragaki 2006). Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της ενδυνάμωσης των δομών και του εξευρωπαϊσμού των χώρων της νότιας Ευρώπης κατά την περίοδο 1980-1990 που έδωσαν την εντύπωση του περιορισμού των ανισοτήτων μεταξύ βορρά και νότου μετατρέποντας τις νοτιοευρωπαϊκές οικονομίες σε υποδοχείς μεταναστών (Leontidou 2010). Το 2001 διέμεναν στην Αττική 188.000 κάτοικοι αλβανικής υπηκοότητας (5,3% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής) και 43.200 (1,2%) από χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης εκτός της ΕΕ. Συνολικά, το ποσοστό μη ελλήνων κατοίκων στην περιοχή της πρωτεύουσας έφτασε το 11% συγκεντρώνοντας περίπου το 41% των μεταναστών που εισήρθαν στην χώρα (Lianos 2001). Ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι αλλαγές στη δομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της πρωτεύουσας, αφού οι μη έλληνες εργαζόμενοι από περίπου 2% το 1990 το 2001 έφτασαν να αποτελούν το 13%.15 Η ένταξη των πληθυσμών αυτών στην αγορά εργασίας κατάφερε να αναζωογονήσει την λειτουργία των μικρών εταιριών της ΜΖΑ ενώ συγχρόνως τροφοδότησε την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του τομέα των κατασκευών (Arapoglou 2006: 20-23). Η Αθήνα εξελίσσεται σε μια μεγάλη περιφερειακή ευρωπαϊκή πόλη. Συγκεντρώνει τα υψηλά κλιμάκια διοίκησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο υπηρεσιών και μια σημαντική ανάπτυξη των μεταβιομηχανικών οικονομικών κλάδων (Gospodini 2009: 7) χωρίς όμως να ασκεί επιρροή στην ευρύτερη περιοχή της (Petrakos και Economou 1999). Θα πρέπει βέβαια να αναφέρουμε εδώ ότι μετά το 1990 η ευρωπαϊκή περιφέρεια μπαίνει για πρώτη φορά στη διαδικασία της διεθνοποίησης των εταιριών. Έτσι η ελληνική οικονομία προχωρά σε επενδύσεις κυρίως στις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου και της ανατολικής Ευρώπης, επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο το χαμηλό κό-

στος εργασίας και όχι τη διαδικασία εξαγωγών (Louri κ.ά. 2000). Από γεωπολιτική άποψη η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας προσπαθεί να γίνει περισσότερο εξωστρεφής: σε επίπεδο σχεδιασμού άλλωστε με τη μετάβαση από το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (1985), στην πρόταση για το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αττικής (2009) και το σχέδιο Αθήνα-Αττική 2021, που κατατέθηκε το 2011 με τίτλο «Αθήνα μεσογειακή πρωτεύουσα», αποτυπώνεται μια ουσιαστική μετατόπιση στο επίπεδο των στρατηγικών στόχων, στην ταυτότητα και τη δυναμική της πρωτεύουσας. Σήμερα οι κεντρικές γειτονιές της πόλης εξακολουθούν να αποτελούν τον πυρήνα της οικονομίας της μητρόπολης παρά τη σχετική δημογραφική μείωση αλλά και την αύξηση της ανεργίας σε παραδοσιακούς τομείς της τοπικής οικονομίας. Το κέντρο έζησε μια περίοδο παρακμής των ζωνών που ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την βιομηχανική και βιοτεχνική οικονομία (1970-1980) ενώ, από τα τέλη του 1980 και κατά τη διάρκεια του 1990, η πόλη στιγματίστηκε από την ανάπτυξη ζωνών συνδεδεμένων με αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας όπως οι εξειδικευμένες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, των προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας, αλλά και της βιομηχανίας του πολιτισμού και των μέσων. Αυτή η φάση της επαναστικοποίησης (Gospodini 2007β, Hutton 2004) αρχικά εντοπίζεται στην εμπορική και οικονομική καρδιά της πόλης, σε ένα πυκνό κοινωνικό περιβάλλον που ευνόησε την ανάπτυξη λειτουργιών υψηλού γνωστικού επιπέδου ενώ συγχρόνως προσέφερε και τις απαραίτητες υποδομές (Hutton 2009: 3). Μετά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 παρατηρήθηκε ο σχηματισμός νέων εξειδικευμένων επιχειρηματικών συγκεντρώσεων, στα προάστια αλλά και την περιαστική ζώνη της πρωτεύουσας.

Η εξέλιξη των διαχωρισμών και τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της πρωτεύουσας Όπως ήδη αναφέραμε οι μετακινήσεις πληθυσμών προς το λεκανοπέδιο της Αττικής επέφεραν αλλαγές στις προϋπάρχουσες ισορροπίες, εισάγοντας νέες φόρμες κοινωνικής πόλωσης. Κατά την περίοδο 1950-1960 παρατηρείται στην Αθήνα ενδυνάμωση των κοινωνικών διαχωρισμών που αποτυπώνεται κυρίως μέσω της διαίρεση του λεκανοπεδίου σε ανατολικές και δυτικές. Οι νέοι

39


003:Layout 1

40

5/13/13

1:34 PM

Page 40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

πληθυσμοί που φτάνουν στην πρωτεύουσα κατανέμονταν στο χώρο ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες και με κύριο σκοπό την αυτοστέγαση. Οι εύποροι των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων εγκαθίστανται στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών στις κεντρικές συνοικίες (Marmaras 1991) ενώ η μεγάλη εργατική μάζα της εσωτερικής μετανάστευσης καλύπτει τις ανάγκες της μέσω της αυτοστέγασης, νόμιμης ή παράνομης, στις δυτικές συνοικίες του λεκανοπεδίου και στα όρια του σχεδίου της πόλης δημιουργώντας με την πάροδο των χρόνων μεγάλους οικισμούς (Allen κ.ά. 2004, Leontidou 1989, 1990, Maloutas 2007α).16 Η παραγωγή κατοικιών μέσω του συστήματος της αντιπαροχής, που έφτασε στο απόγειό του κατά τις δεκαετίες του 1960-1970, άμβλυνε σχετικά τις αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων, όμως η έλλειψη κεντρικού κρατικού σχεδιασμού αστικής ανάπτυξης κατά την ίδια περίοδο οδήγησε σε μια εκτεταμένη υποβάθμιση των περιβαλλοντικών συνθηκών διαβίωσης στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας σε μια περίοδο, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980, που η περιβαλλοντική ευαισθησία αυξάνεται ενώ συγχρόνως το βιοτικό επίπεδο δείχνει να ανεβαίνει και ο πληθυσμός να είναι σε θέση να γίνεται περισσότερο καταναλωτικός (Leontidou 1990: 93, Sapountzaki και Karka 2001: 423). Έτσι παρότι η εισροή νέων πληθυσμών στην Αθήνα περιορίζεται, συγχρόνως πυροδοτείται μια ενδοαστική κινητικότητα προς τα προάστια, η οποία προοδευτικά άλλαξε περαιτέρω την δομή της πόλης. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στο σχηματισμό νέων προαστίων στην ανατολική πλευρά του λεκανοπεδίου, ενδεδειγμένων κυρίως για τις μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες που είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν, αλλά και την περαιτέρω εξάπλωση των ήδη σχηματισμένων προαστίων στα δυτικά του λεκανοπεδίου. Σε γενικές γραμμές παρατηρείται μια άναρχη αστική επέκταση και προαστικοποίηση17 που επέφερε την έκρηξη του αστικού κέντρου προς την περιφέρεια και η δημιουργία ισχυρών γραμμικών κέντρων σε μεγάλους αστικούς άξονες (Gospodini 2009, Sarrigiannis 2000: 219). Οι αλλαγές αυτές επέφεραν τον περιορισμό της σημασίας του κέντρου της πόλης ως μεγαλοαστικού πόλου, ενώ ενδυνάμωσαν περαιτέρω τη διχοτόμηση μεταξύ ανατολής και δύσης. Ο σχηματισμός των νέων προαστίων στα ανατολικά του λεκανοπεδίου βασίστηκε στις υψηλές τιμές της αγοράς κατοικίας και οδήγησε προοδευτικά στο σχηματισμό ομογενοποιημένων κοινωνικά

ζωνών (Maloutas 2010: 15). Παράλληλα άλλαξε σημαντικά την ταυτότητα του κέντρου της πόλης18 το οποίο εξελίχθηκε σε μια περιοχή κοινωνικά ανάμικτη, με αυξημένη συγκέντρωση μεταναστών. Όλες αυτές οι αλλαγές είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση του πληθυσμού στους κεντρικούς δήμους της Αθήνας19 και του Πειραιά, ενώ πολύ υψηλά ποσοστά πληθυσμιακής αύξησης εξακολούθησαν να καταγράφονται στα προάστια. Η αποκέντρωση, προαστικοποίηση και κίνηση προς τις παραλιακές περιοχές (coastalisation) (Sayas 2006: 72) που έλαβε χώρα κατέστη δυνατή μέσω της ανάπτυξης σημαντικών δικτύων επικοινωνίας κατά τη δεκαετία του 1990.20 Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και, περισσότερο, κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, οι νέες γενιές των ανώτερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων εξακολουθούν να κινούνται προς τα βόρειο και νότιο ανατολικά προάστια της Αθήνας (Arapoglou και Maloutas 2011) χωρίς όμως αυτό να αλλάζει τη βαρύτητα των κεντρικών περιοχών οι οποίες εξακολουθούν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (Arapoglou 2006, Sayas 2006). Σημαντικό βέβαια είναι να λάβει κανείς υπόψη του και το ρόλο των μεταναστών στους κοινωνικούς διαχωρισμούς που αναπτύσσονται στη ΜΖΑ την τελευταία εικοσαετία.21 Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πληθυσμιακού χαρακτήρα των μεταναστών που διαμένουν στην περιοχή της ελληνικής πρωτεύουσας, σε αντιδιαστολή με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μητροπόλεις (Arbaci και Malheiros 2010), είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία έχει κοινό τόπο καταγωγής, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι αλβανοί υπήκοοι. Το χαρακτηριστικό αυτό συνεισφέρει στον περιορισμό της εμφάνισης διαχωρισμών βάση της εθνικότητας. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η άφιξη των πληθυσμών αυτών οδήγησε στην αύξηση των κοινωνικών πολώσεων στην περιοχή της πρωτεύουσας (Arapoglou 2006, Arapoglou και Sayas 2009, Kandylis, Maloutas και Sayas 2012). Συγχρόνως, όμως, κατά την ίδια περίοδο και ειδικά στις κεντρικές περιοχές της πρωτεύουσας, εν αντιθέσει με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως η Στοκχόλμη, η Ρώμη το Παρίσι ή το Λονδίνο (Cassiers και Kesteloot 2012), έχει παρατηρηθεί μείωση των κοινωνικών διαχωρισμών. Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα συνδέεται με την άφιξη των μεταναστών, αλλά και του μηχανισμού του καθ’ ύψος διαχωρισμού που αναπτύ-


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 41

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

χθηκε στις περιοχές αυτές (Arapoglou 2006, Maloutas 2007α). Αποτύπωση των κοινωνικών διαχωρισμών και πολώσεων στη Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας το 2001 Το τμήμα αυτό της έρευνάς μας στόχο έχει να αποτυπώσει της κοινωνικές δομές της ΜΖΑ. Αυτό επετεύχθη μέσω της ανάλυσης του κοινωνικού τύπου των ΑΤ που καθορίστηκε από τις οκτώ βασικές κατηγορίες22 της ΕΚοΚ (Πινάκας 2). Πινάκας 2: Κατανομή των βασικών κοινωνικό-επαγγελματικών ομάδων στη Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας. ΕΚοΚ (ESeC). 1 Μεγάλοι εργοδότες, Υψηλού επιπέδου μάνατζερ και στελέχη διοίκησης, Υψηλού επιπέδου επαγγελματίες. 2 Χαμηλού επιπέδου μάνατζερ και στελέχη διοίκησης, Χαμηλού επιπέδου επαγγελματίες, Καλλιτέχνες 3 Ενδιάμεσα επαγγέλματα. 4 Μικροεργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι. 5 Χαμηλές θέσεις με καθήκοντα επιστασίας και τεχνολογικής απασχόλησης. 6 Χαμηλές θέσεις στις πωλήσεις και σε άλλες υπηρεσίες. 7 Χαμηλές θέσεις τεχνιτών. 8 Θέσεις χωρίς ειδίκευση.

Πληθυσμός 190,035

% 13.6 %

158,216

11.3%

256,879 218,034

18.5 % 15.7 %

23,615

1.7 %

140,729

10.1 %

149,462 253,064 1,390,036

10.8 % 18.2 % 100%

Πηγή: (EKKE και ΕΣΥΕ 2005, Rose και Harrison 2007)

Η αποτύπωση την αποτελεσμάτων των επτά κοινωνικοεπαγγελματικών ομάδων που ανέδειξε η ανάλυσή μας (Χάρτης 1) συνηγορεί κατά πολύ με τα συμπεράσματα προγενέστερων ερευνών (Arapoglou 2006, Maloutas 2007α) αφού δείχνει ότι πολύ μεγάλο μέρος των απογραφικών τομέων, το 67% (ομάδες 3,4 & 5), φιλοξενούν κοινωνικά μεικτούς ή σχετικά μεικτούς πληθυσμούς ενώ συγχρόνως ακολουθείται το παραδοσιακό διζωνικό μοντέλο πόλωσης της Αθήνας μεταξύ ανατολής και δύσης. Συνολικά το 32% των απογραφικών τομέων υποδηλώνουν έναν πολωμένο κοινωνικό χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα στο 21% των απογραφικών τομέων, ομάδες

1&2 της τυπολογίας όπου διαμένει το 19.4% του πληθυσμού, παρατηρούνται υψηλές και πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ανώτερων κοινωνικό-επαγγελματικών κατηγοριών (ΕΚοΚ 1&2) ενώ στο 14% των ΑΤ, ομάδες 6&7 της τυπολογίας όπου διαμένει το 13.5%, παρατηρούνται υψηλές συγκεντρώσεις ατόμων που εργάζονται στο άλλο άκρο της επαγγελματικής κλίμακας (ΕΚοΚ 7&8). Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι στις περιοχές αυτές οι κατηγορίες που έχουν υψηλές εκπροσωπήσεις αποτελούν το 50% τουλάχιστον του πληθυσμού που διαμένει, εκπροσώπηση η οποία παράλληλα συνδυάζεται με πολύ χαμηλή παρουσία των αντίθετων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση για τις ομάδες 1&2 της τυπολογίας μας ο πληθυσμός του ΕΚοΚ 1&2 αποτελεί το 51% και του ΕΚοΚ 7&8 το 12%, ενώ στις ομάδες 6&7 της τυπολογίας μας ο πληθυσμός του ΕΚοΚ 7&8 αποτελεί το 56% ενώ του ΕΚοΚ 1&2 μόλις το 9%. Μια ακόμη παρατήρηση σχετίζεται με τη διασπορά των διάφορων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο πληθυσμός του ΕΚοΚ 1 κατανέμεται κατά 20% στην πρώτη ομάδα της τυπολογίας μας, κατά 22% στην δεύτερη και κατά 24% στην τρίτη. Δηλαδή 2 στους 10 που απασχολούνται σε θέσεις υψηλού επιπέδου ή είναι μεγάλοι εργοδότες κατοικούν σε περιοχές με υψηλή εκπροσώπηση εργαζόμενων της ίδιας κλίμακας, ποσοστό που δεν αναδεικνύει ιδιαίτερη τάση κοινωνικού διαχωρισμού. Ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι το 45% του ΕΚοΚ 1 συγκεντρώνεται σε περιοχές ιδιαίτερα υψηλού κοινωνικού τύπου (ομάδες 1&2) ενώ οι 7 στους 10 κατοικούν σε περιοχές οι οποίες είναι σίγουρα άνω του μέσου κοινωνικόεπαγγελματικού προφίλ (ομάδες 1,2&3). Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε και στην περίπτωση της τέταρτης ομάδας της τυπολογίας μας που περιλαμβάνει το 10.8% των ΑΤ. Ο πληθυσμός που διαμένει σε αυτές τις περιοχές προέρχεται κατά 25,1% από τα ΕΚοΚ 1&2 και κατά 31 % από τα ΕΚοΚ 7&8. Συγχρόνως, οι συγκεκριμένοι απογραφικοί τομείς είναι χωροθετημένοι σε κεντρικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από πολύ πυκνή οικοδόμηση πολυκατοικιών της περιόδου της άνθησης της αντιπαροχής. Τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για περιοχές όπου υπερισχύει ο καθ’ ύψος κοινωνικός διαχωρισμός.23 Σχετικά τώρα με τα χωρικά επίκεντρα των συγκεντρώσεων των ομάδων αυτών, οι απογραφικοί τομείς υψηλού κοινωνικού τύπου δημιουργούν τρεις βασικούς

41


003:Layout 1

42

5/13/13

1:34 PM

Page 42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Χάρτης 1: Βασικές κοινωνικοεπαγγελματικές ομάδες στη Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας (απογραφικοί τομείς 2001). Βασισμένο στις 8 ευρωπαϊκές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες.

νέων ισχυρών κέντρων στα προάστια. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περιοχή των δήμων Αμαρουσίου και Χαλανδρίου η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εξελίσσεται σαν ένα υπερτοπικό κέντρο για τα βόρεια προάστια.24 Στην παρούσα μελέτη, αναλύσαμε μια βάση δεδομένων 17.447 ανωνύμων εταιρειών (στοιχεία ICAP) στη μητροπολιτική ζώνη της Αθήνας. Για τη διεξαγωγή αυτής της έρευνας, ομαδοποιήσαμε τις εταιρίες ανάλογα με τον κλάδο που δραστηριοποιούνται χρησιμοποιώντας το Σύστημα Ταξινόμησης Οικονομικών Δραστηριοτήτων (European Community 2008). Πινάκας 3: Η κατανομή των ανώνυμων εταιριών ανάλογα με τον τομέα ταξινόμησης οικονομικών δραστηριοτήτων (2009) Τομείς ταξινόμησης οικονομικών δραστηριοτήτων (ΝΑCE αναθ.2) Γεωργία, δασοκομία και αλιεία

0.6 %

Ορυχεία και λατομεία

0.2 %

Μεταποίηση

Πηγή: (EKKE και ΕΣΥΕ 2005, Rose και Harrison 2007)

πόλους. Τις παραδοσιακά εύρωστες γειτονιές του κέντρου, των βόρειων και των νοτιοανατολικών, παραλιακών, προαστίων. Στα δυτικά προάστια αλλά και σε αυτά που βρίσκονται περιμετρικά του λεκανοπέδιου συναντώνται οι απογραφικοί τομείς χαμηλότερου κοινωνικού τύπου. Επίκεντρα αποτελούν η περιοχή βαριάς βιομηχανίας στο Θριάσιο πεδίο, η περιοχή περιμετρικά του πρώην βιοτεχνικού και βιομηχανικού πάρκου του Ελαιώνα. Τέλος οι βορειοδυτικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από αυθαίρετη δόμηση και έλλειψη υποδομών και σχεδιασμού. Σημειωτέον ότι μια ανάλογη τομή μεταξύ ανατολής και δύσης παρατηρείται και στην περιοχή γύρω από το λιμάνι του Πειραιά.

Η χωροθέτηση των οικονομικών κλάδων στον αθηναϊκό ιστό, η δημιουργία ενός τρίτου πόλου υπηρεσιών Ο συνδυασμός της ανάπτυξης των υποδομών, μετά τη δεκαετία του 1980, και της εντατικής επέκτασης του κέντρου τα τελευταία 25 χρόνια οδήγησαν στη δημιουργία

%

12.2 %

Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού

3.5 %

Παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων, διαχείριση αποβλήτων & δραστηριότητες εξυγίανσης

0.4 %

Κατασκευές

10.5 %

Χονδρικό και λιανικό εμπόριο - επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών

30.3 %

Μεταφορά και αποθήκευση

3.2 %

Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης

5.6 %

Ενημέρωση και επικοινωνία

5.5 %

Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες

2.8 %

Διαχείριση ακίνητης περιουσίας

8.8 %

Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες

8.1 %

Διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες

4.4 %

Δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση

0.0 %

Εκπαίδευση

0.9 %

Δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα

1.8 %

Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία

0.6 %

Λοιπές δραστηριότητες προσωπικών υπηρεσιών

0.4 % 100%

Πηγή: (στοιχεία ICAP για το 2009)


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 43

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε, πρώτον, ότι ο δήμος της Αθήνας εξακολουθεί να είναι το αναμφισβήτητο οικονομικό κέντρο για όλους τους τομείς της οικονομίας συγκεντρώνοντας το 32% των ανωνύμων εταιριών του δείγματος μας. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο τομέας «Μεταφορών και Αποθήκευσης» όπου πρώτος έρχεται ο Δήμος του Πειραιά. Συγχρόνως η ανάλυση μας έδειξε ότι η περιοχή Αμαρουσίου και Χαλανδρίου συγκεντρώνει το 10,5% των εταιριών, αποτελώντας έναν τρίτο πολύ ισχυρό οικονομικό πόλο με επίκεντρο τον τομέα των σύγχρονων τεχνολογιών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα παρατηρούμε ότι ο τομέας «επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων» ενώ αντιπροσωπεύει στο σύνολο της ΜΖΑ το 8,1% στους συγκεκριμένους δήμους φτάνει στο 14% της τοπικής οικονομίας ενώ ο τομέας «ενημέρωσης και επικοινωνίας» από το 5,5% στο 11%. Συγχρόνως παραδοσιακοί τομείς της αθηναϊκής οικονομίας όπως το εμπόριο, από 30,3% στην ΜΖΑ πέφτει στο 20%, και η μεταποίηση, από 12,2% στην ΜΖΑ πέφτει στο 5,4%. Ενδεικτικά, για τους σημαντικότερους τομείς της αγοράς, θα παραθέσουμε τα αποτελέσματα της ανάλυσης μας. Το 10% των εταιριών του δείγματός μας εντάσσονται στον τομέα των κατασκευών, που αποτελεί παραδοσιακά έναν από τους σημαντικότερους για την αθηναϊκή οικονομία. Οι δήμοι Αμαρούσιου και Χαλανδρίου παρουσιάζουν τη δεύτερη και τρίτη υψηλότερη συγκέντρωση τέτοιων ανώνυμων εταιριών στη ΜΖΑ καλύπτοντας το 12.8% της αγοράς. Για τον τομέα «Εμπορίας και Επισκευής Αυτοκινήτων» που είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος του δείγματος, περιλαμβάνοντας το 30% των ανώνυμων εταιριών, στους συγκεκριμένους δήμους εντοπίζεται το 7,4% οι οποίοι βρίσκονται στην τέταρτη και πέμπτη θέση της κατάταξης αντίστοιχα. Στον συγκριμένο τομέα μεγαλύτερη συγκέντρωση παρουσιάζουν, πέραν του δήμου Αθηναίων, οι δήμοι Πειραιώς και Περιστερίου. Αναλυτικότερα το 75% των εταιρίες δραστηριοποιείται στον κλάδο του χονδρικού εμπορίου και το 16% στον κλάδο του λιανικού εμπορίου. Η διαφορά αυτή βέβαια είναι αποτέλεσμα του μεγέθους των ανωνύμων εταιριών που συμπεριλάβαμε στην ανάλυση μας. Για τομείς πιο συγχρόνους, όπως αυτόν της «Ενημέρωσης και Επικοινωνίας» ή «Επαγγελματικές, Επιστημονικές και Τεχνικές Δραστηριότητες», οι δήμοι Αμαρούσιου και Χαλανδρίου δημιουργούν, με διαφορά, τον δεύτερο σημαντικότερο πόλο μετά τον κεντρικό δήμο.

Έτσι στην πρώτη περίπτωση οι δύο δήμοι συγκεντρώνουν το 20% των εταιριών ενώ στην δεύτερη το 18%. Μάλιστα, σε κλάδους όπως της «Παραγωγής Κινηματογραφικών Ταινιών κ.λπ.» των «Τηλεπικοινωνίων» και της «Διαφήμισης και της Έρευνας», συγκεκριμένοι δήμοι ανταγωνίζονται το δήμο της Αθήνας συγκεντρώνοντας το 35%, το 30% και το 29% αντίστοιχα των εταιριών που δραστηριοποιούνται συνολικά στους συγκεκριμένους κλάδους. Ένα στοιχείο που δείχνει την υπερ-τοπική σημασία αυτού του κέντρου είναι ότι συγκεντρώνει το 18.4% των επιχειρήσεων «Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας» μονοπωλώντας ουσιαστικά, μαζί με το δήμο της Κηφισιάς (3.7%), τον τομέα αυτό για τα βόρεια προάστια. Για τον συγκεκριμένο τομέα, οι δήμοι Αμαρουσίου και Χαλανδρίου έπονται των δήμων της Αθήνας, του Πειραιά και της Γλυφάδας, η οποία, σημειωτέον, αποτελεί κέντρο για τις περιοχές της νότιας Αττικής. Τέλος ένα ακόμα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι στον τομέα «Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας» συγκεντρώνουν το 20%, ο δήμος Αμαρουσίου μόνος του συγκεντρώνει το 15.2%. Το τελευταίο αυτό ποσοστό θα πρέπει να αποδοθεί στο μεγάλο αριθμό κινηματογραφικών αιθουσών και χώρων ψυχαγωγίας που έχουν ανοίξει στα τεράστια εμπορικά κέντρα που λειτουργούν στην περιοχή και όχι επειδή οι συγκεκριμένοι δήμοι αποτελούν ένα ολοκληρωμένο κύτταρο πολιτισμού. Σημαντική πάντως είναι η πολύ χαμηλή συγκέντρωση εταιριών «Μεταποίησης» στους συγκεκριμένους δήμους, ακολουθώντας το μοτίβο των διαχωρισμών που επικρατεί στο λεκανοπέδιο. Στον τομέα «Μεταποίησης» πρώτος έρχεται ο δήμος της Αθήνας με ποσοστό 18.3% ενώ ακολουθούν ο δήμος Περιστερίου και ο δήμος Ασπροπύργου. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο για τον συγκεκριμένο οικονομικό τομέα είναι η διασπορά που εμφανίζει στο σύνολο του λεκανοπεδίου και ιδιαίτερα στις συνοικίες του Πειραιά και στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, αναδεικνύοντας έτσι τον ιδιαίτερο ρόλο που εξακολουθεί να παίζει για την αθηναϊκή οικονομία. Τέλος, στον τομέα της «Μεταφοράς και Αποθήκευσης» όπως ήδη αναφέραμε κυριαρχεί ο δήμος του Πειραιά, λόγω της ύπαρξης του λιμανιού. Ενδιαφέρον όμως προκαλεί και η μεγάλη συγκέντρωση, το 10% που παρατηρείται στο δήμο Ασπροπύργου. Αυτό σίγουρα είναι απόρροια της βιομηχανίας που παραδοσιακά υπάρχει στην περιοχή Ασπροπύργου και Ελευσίνας, αλλά και της μεγάλης αύξησης που παρουσιάστηκε κατά την δεκαετία

43


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

44

του 2000 στις εγκαταστάσεις αποθηκών, βιομηχανιών και βιοτεχνιών στο δήμο Ασπροπύργου και στις γύρω περιοχές, όπως στη Μαγούλα και στη Μάντρα Αττικής, οι οποίες χάρη στον εκσυγχρονισμό των υποδομών (Αττική Οδός και Προαστιακός Σιδηρόδρομος) βρέθηκαν σε κομβικό σημείο.

Οικονομικοί κλάδοι και επαγγελματική ιεραρχία Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσής μας επικεντρωθήκαμε σε κάθε οικονομικό κλάδο ξεχωριστά και, με τη χρήση στατιστικών μεθόδων, προσπαθήσαμε να καθορίσουμε τις σχέσεις και να αναλύσουμε τους βασικούς άξονες διακύμανσης των μεταβλητών στην ΜΖΑ. Επιπλέον, η χρήση μιας αναλυτικότερης εκδοχής της βάσης δεδομένων μας επέτρεψε την εξέταση τόσο των οικονομικών τομέων όσο και των κοινωνικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού λεπτομερώς.

Για την ανάλυσή μας χρησιμοποιήσαμε δύο στατιστικούς δείκτες, το συντελεστή χωροθέτησης (Location Quotient)25 που υπολογίζει την απόκλιση του ποσοστού συγκέντρωσης μιας μεταβλητής σε έναν απογραφικό τομέα σε σχέση με το σύνολο της ΜΖΑ και τον τοπικό δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης26 (Local Moran’s I) βάσει του οποίου εξετάσαμε τις ομαδοποιήσεις που αναπτύσσονται στον χώρο και κυρίως τις θετικές τοπικές αυτοσυσχετίσεις (Anselin 1995, Sanders 1990, Zaninetti 2005). Τέλος αποτυπώσαμε τα αποτελέσματά μας σε μια σειρά από χάρτες ούτως ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε αν η χωρική συγκέντρωση των εργαζόμενων στους διάφορους κλάδους ακολουθεί την γενική χωρική κατανομή των κοινωνικών διαχωρισμών στην ΜΖΑ που ανέδειξε το πρώτο μέρος της έρευνας μας. Πίνακας 5: Τυπολογία των απογραφικών τομέων στους πέντε κυριότερους οικονομικούς κλάδους. Συντελεστής χωροθέτησης οικονομικά ενεργού πληθυσμού (2001)

Πινάκας 4: Η κατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στους ευρύτερους οικονομικούς κλάδους (2001)

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

Κλάδοι Οικονομίας Πληθυσμός Δημόσιο και Κοινωνικές υπηρεσίες 318,991 Βιομηχανία και Κατασκευές 311,426 Εμπόριο, Εστίαση και Ξενοδοχειακά 311,351 Οικονομία 177,025 Μεταφορές 131,572 Γεωργία 57,574 Προσωπικές - Λοιπές Υπηρεσίες 36,445 Μεγάλοι εργοδότες 20,921 Καλλιτέχνες 20,352 Μικροεργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι χωρίς ξεκάθαρο κλάδο 4,378 1,390,036 100%

% 22.9 % 22.4 % 22.4 % 12.7 % 9.5 % 4.1 % 2.6 % 1.5 % 1.5 % 0.3 %

Πηγή: (EKKE και ΕΣΥΕ 2005, Rose και Harrison 2007)

Στον πίνακα 4 αποτυπώνεται η κατανομή του ενεργού πληθυσμού στους επτά κυριότερους οικονομικούς κλάδους και στις τρεις υποπεριπτώσεις που, όπως αναφέραμε, είναι δύσκολο να ενταχθούν σε κάποιον κλάδο. Προκειμένου όμως να αναλυθούν τα ειδικότερα χαρακτηριστικά των οικονομικών κλάδων και η κατανομή τους στη ΜΖΑ, απομονώσαμε τους πέντε κυριότερους (κλάδοι 1 έως 5) και προχωρήσαμε σε μια πιο λεπτομερή ανάλυση.

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

Οι πέντε βασικοί κλάδοι της οικονομίας (πινάκες 4 και 5) απασχολούν το 90% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της ΜΖΑ. Όπως μπορεί κανείς να διακρίνει, σε κάποιους κλάδους υπερισχύει σημαντικά η αναλογική συνεισφορά στον γενικό πληθυσμό των απογραφικών τομέων, όπως στον κλάδο 1 «Δημόσιο και Κοινωνικές Υπηρεσίες» και τον κλάδο 3 «Εμπόριο, Εστίαση και Ξενοδοχειακά», ενώ αντίθετα σε άλλους όπως στις περιπτώσεις του κλάδου 2 «Βιομηχανίας και Κατασκευών» και του κλάδου 4 των «Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών» παρατηρούνται υψηλότερα ποσοστά ισχυρής παρουσίας σε συγκεκριμένους απογραφικούς τομείς, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες εντοπισμού ιδιαιτεροτήτων στις στρατηγικές στέγασης των εργαζόμενων.


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 45

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Πινακας 6: Τυπολογία των απογραφικών τομέων στους πέντε κυριότερους οικονομικούς κλάδους. Διασπορά δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης οικονομικά ενεργού πληθυσμού (2001)

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

Πρόσθετες πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω αποτελεσμάτων μπορούν να αντληθούν από την κατανομή του πληθυσμού κάθε κλάδου στην δεκαβάθμια κλίμακα που εκφράζει την ιεραρχία των σχέσεων εργασίας (πίνακας 7). Για

παράδειγμα, στην περίπτωση των κλάδων 2 και 4 δεν συμπίπτουν χωρικά οι υψηλές συγκεντρώσεις αφού ο πληθυσμός τους είναι αντίθετα κατανεμημένος στην επαγγελματική κλίμακα. Όπως μπορούμε να δούμε, το 55% όσων απασχολούνται στην βιομηχανία και τις κατασκευές βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κλίμακας, όταν στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου κατά ένα ποσοστό, σχεδόν 80%, οι απασχολούμενοι εργάζονται στα υψηλότερα κλιμάκια. Μια ανάλογη αντίθεση παρουσιάζεται και μεταξύ των κλάδων 1 και 3 με πολύ υψηλότερα ποσοστά όμως στις μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες. Παρατηρώντας τη χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης χωρικής αυτοσυσχέτισης των δύο αυτών κλάδων (χάρτες 3 και 5) μπορούμε να διακρίνουμε τον ίδιο διαχωρισμό ανατολής-δύσης. Στην περίπτωση του κλάδου 2, το 45% των απογραφικών τομέων ομαδοποιούνται στον χώρο ενώ στον κλάδο 4 ομαδοποιείται το 39% (πινάκας 6).

Πίνακας 7: Κατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά επαγγελματικό κλάδο και θέση στην επαγγελματική ιεραρχία (2001).

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

45


003:Layout 1

46

5/13/13

1:34 PM

Page 46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Χάρτες 2 και 3: Αποτύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του συντελεστή χωροθέτησης και του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης για τον κλάδο 2 «Βιομηχανίας και Κατασκευών».

Χάρτες 4 και 5: Αποτύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του συντελεστή χωροθέτησης και του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης για τον κλάδου 4 «Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών».

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 47

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Χάρτες 6 και 7: Αποτύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του συντελεστή χωροθέτησης και του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης για τον κλάδο 3 «Εμπόριο, Εστίαση και Ξενοδοχειακά».

Χάρτες 8 και 9: Αποτύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του συντελεστή χωροθέτησης και του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης για τον κλάδο 1 «Δημόσιο και Κοινωνικές Υπηρεσίες».

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

47


003:Layout 1

48

5/13/13

1:34 PM

Page 48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Μια δεύτερη, λιγότερο ισχυρή αντίθεση παρατηρήθηκε μεταξύ των κλάδων 1 και 3, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του ενεργού πληθυσμού της πρωτεύουσας. Ο κλάδος «Εμπορίου, Εστίασης και Ξενοδοχειακών» παρουσιάζει μια θετική υπερεκπροσώπηση στη δυτική πλευρά του ΜΖΑ ενώ ο κλάδος των «Δημοσίων και Κοινωνικών Υπηρεσιών» στην ανατολική, και στις δύο όμως περιπτώσεις οι ομαδοποιήσεις αυτές δεν είναι εκτεταμένες ενώ το 64% και το 67% των απογραφικών τομέων αντίστοιχα παρουσιάζουν τυχαία κατανομή του ενεργού πληθυσμού (πίνακας 6). Στην περίπτωση του κλάδου 3 (χάρτης 6), στο 30% των απογραφικών τομέων αποτυπώνεται αρνητική υποεκπροσώπηση εντοπισμένη χωρικά στις ανατολικές περιοχές της πόλης γύρω από τα εύπορα τμήματα του κεντρικού δήμου αλλά και τα βόρεια προάστια ενώ ένας μικρότερος πυρήνας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα γύρω από την περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη περιοχή των Μεγάρων. Συνολικά στο μεγαλύτερο μέρος της ΜΖΑ αποτυπώνεται μια ισορροπημένη κατανομή των εργαζόμενων σε «Εμπόριο, Εστίαση και Ξενοδοχειακά». Διαφωτιστικά είναι και τα αποτελέσματα του δείκτη Moran’s Ι (χάρτης 7) που αποκαλύπτουν την ύπαρξη θε-

τικής τοπικής συσχέτισης «χαμηλών» (το 16% των απογραφικών τομέων) στο βορειοανατολικό τμήμα της πρωτεύουσας και θετικής τοπικής συσχέτισης «υψηλών» στο δυτικό. Η απουσία απασχολούμενων στον κλάδο «Εμπορίου, Εστίασης και Ξενοδοχειακών» στα βόρεια προάστια συνδέεται με τον χαρακτήρα τους ως περιοχών κατοικίας που επιβάλλει την περιορισμένη παρουσία εμπορικών επενδύσεων. Επιπλέον, μπορεί να εξηγηθεί και από την κατανομή των εργαζόμενων στον κλάδο 3 όπου η πλειοψηφία, εργαζόμενη στα χαμηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας, πιθανώς να μην μπορεί να αντεπεξέλθει στο κόστος διαβίωσης των περιοχών αυτών. Μια ανάλογη ομαδοποίηση συναντάται και σε μεγάλο μέρος του κεντρικού δήμου που αποτελεί το σημαντικότερα εμπορικό κέντρο της πόλης αποδεικνύοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος τον εργαζόμενων στην περιοχή δεν διαμένουν σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά, οι περιοχές κατοικίας στα δυτικά φαίνεται να είναι πιο «κατάλληλες» για όσους απασχολούνται στον συγκεκριμένο κλάδο, ενώ ανάλογη περίπτωση αποτελούν και τα παραλιακά τμήματα της πόλης που ενδείκνυνται για τέτοιου είδους επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Χάρτες 10 και 11: Αποτύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του συντελεστή χωροθέτησης και του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης για τον κλάδο 5 «Μεταφορές».

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 49

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Μια παρόμοια κατανομή πληθυσμού στην επαγγελματική ιεραρχία με αντίστροφο όμως προσανατολισμό εντοπίζεται στον κλάδο «Δημόσιων και Κοινωνικών Υπηρεσιών». Ωστόσο, διαφέρει λίγο από τη γενική κοινωνικοεπαγγελματική τυπολογία της Μητροπολιτικής Αθήνας (χάρτες 8 και 9) αφού παρατηρείται μια διαφοροποίηση στην ομαδοποίηση των περιοχών στην ανατολική ζώνη. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την κατανομή του πληθυσμού στην επαγγελματική κλίμακα, όπου οι μεσαίες κατηγορίες αποτελούν την πλειοψηφία, και ως εκ τούτου τα πλούσια προάστια διαφοροποιούνται, τείνοντας περισσότερο προς μια τυχαία κατανομή ενώ επίκεντρο αποτελούν οι πιο πρόσφατες αστικές διευρύνσεις προς τα ανατολικά που παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις μεσαίων κοινωνικών ομάδων. Τέλος, ένα ιδιαίτερο μοτίβο εντοπίζεται στον κλάδο των «Μεταφορών», αφού χωρίζει το λεκανοπέδιο σε βόρειο και νότιο τμήμα. Οι εργαζόμενοι στον συγκεκριμένο κλάδο δείχνουν μια ισχυρή παρουσία στα νότια, παραθαλάσσια μέρη της ΜΖΑ, μια αναλογική συμμετοχή στα μεσαία και δυτικά τμήματα και μια ισχυρή υποεκπροσώπηση στα βόρεια τμήματα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την ύπαρξη δύο μεγάλων πόλων, του λιμανιού του Πειραιά και του παλαιού διεθνούς Αεροδρομίου στο Ελληνικό, το οποίο ήταν το κύριο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας μέχρι το 2001, χρονιά κατά την οποία διεξήχθη και η απογραφή.

Συσχετισμοί μεταξύ οικονομικών κλάδων και επαγγελματικών κατηγοριών Έχοντας ολοκληρώσει τη χωρική ανάλυση των κυριότερων οικονομικών κλάδων, εξετάσαμε την κατανομή του πληθυσμού κατά επαγγελματική κατηγορία. Για να το κάνουμε αυτό, χρησιμοποιήσαμε μια βάση δεδομένων που κατηγοριοποιούσε τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ανάλογα με την ιεράρχηση των σχέσεως εργασίας (πίνακας 8). Η εξέταση της κατανομής του ενεργού πληθυσμού κατά επαγγελματική κατηγορία μας έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια σαφέστερη εικόνα των κοινωνικών χαρακτηριστικών των οικονομικών κλάδων. Επιπλέον, προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στις διαφορετικές επαγγελματικής κατηγορίες και τους κλάδους της οικονομίας προχωρήσαμε σε μια τελική πολυμεταβλητή ανάλυση ούτως ώστε να ερευνήσουμε τους κύρι-

Πίνακας 8: Η δεκαβάθμια κλίμακα των επαγγελματικών κατηγοριών βασισμένη στις σχέσεις εργασίας όπως αυτές ορίζονται στο ΕΚοΚ (2001) Κοινωνικό-επαγγελματικές κατηγορίες Πληθυσμός % 1 Υψηλού επιπέδου μάνατζερ και στελέχη διοίκησης (+ μεγάλοι εργοδότες ) 37,127 2.7 % 2 Υψηλού επιπέδου επαγγελματίες 153,475 11% 3 Χαμηλού επιπέδου μάνατζερ και στελέχη διοίκησης 35,577 2.6 % 4 Χαμηλού επιπέδου επαγγελματίες (+ καλλιτέχνες) 122,069 8.9 % 5 Ενδιάμεσα επαγγέλματα 256,879 18.5 % 6 Μικροεργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι (γεωργία ή μη, χωρίς κλάδο) 218,034 15.7 % 7 Χαμηλές θέσεις με καθήκοντα επιστασίας και τεχνολογικής απασχόλησης 23,615 1.7 % 8 Χαμηλές θέσεις στις πωλήσεις και σε άλλες υπηρεσίες 140,729 10.1 % 9 Χαμηλές θέσεις τεχνιτών 149,462 10.8 % 10 Θέσεις χωρίς ειδίκευση 253,064 18.2 % 1,390,036 100% Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

ους άξονες διακύμανσης και να εντοπίσουμε πιθανές αποκλίσεις επαγγελματικών κατηγοριών ανάλογα με τον κλάδο εργασίας. Τα Διαγράμματα 1 και 2 απεικονίζουν τα αποτελέσματα της ανάλυσης βασικών συνιστωσών (Principal Component Analysis). Στα αποτελέσματα μας αποτυπώνονται οι δύο πρώτες συνιστώσες ή άξονες των δεδομένων. Ο πρώτος άξονας «εξηγεί» το ένα πέμπτο της ποικιλομορφίας του συνόλου του δείγματος μας, με ποσοστό Eigenvalue 17,1%. Ο δεύτερος άξονας συμβάλλει πολύ λιγότερο με ένα ποσοστό 5%. Ως εκ τούτου, η ανάλυση μας εξάγει ένα αθροιστικό ποσοστό της τάξεως του 22,1% της διακύμανσης, ποσοστό που κρίνεται ικανοποιητικό αν λάβουμε υπόψη τον αυξημένο αριθμό μεταβλητών που συμπεριλάβαμε στην ανάλυση μας. Στο πρώτο διάγραμμα τα σημεία υποδηλώνουν την επαγγελματική κατηγορία και τον οικονομικό κλάδο εργασίας του πληθυσμού. Για παράδειγμα το σημείο 30 αναφέρεται στον τρίτο οικονομικό κλάδο και στην πρώτη επαγγελματική κατηγορία, άρα στους μάνατζερ και τα στελέχη διοίκησης υψηλού επίπεδου που απασχολούνται στο κλάδο του εμπορίου και της εστίασης. Αντιστοίχως το 23 στο αναφέρεται στον δεύτερο οικονομικό κλάδο και στην τέταρτη κατά σειρά επαγγελματική κατηγορία.

49


003:Layout 1

50

5/13/13

1:34 PM

Page 50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Διάγραμμα 1 και 2: Ανάλυση των βασικών συντελεστών του ενεργού πληθυσμού των πέντε κυριότερων κλάδων οικονομίας.

Πηγή: (EKKE και ELSTAT 2005)

Το πρώτο διάγραμμα αποτυπώνει μια σαφή συσχέτιση της περιοχής κατοικίας κατ’ αναλογία με την επαγγελματική κατηγορία ανεξαρτήτως του οικονομικού τομέα απασχόλησης. Μεγάλοι εργοδότες, ειδικευμένοι επαγγελματίες, διευθυντικά και άλλα στελέχη διαχείρισης από όλους τους κλάδους της οικονομίας είναι συγκεντρωμένοι στο θετικό άκρο της σύνθεσης των δεδομένων ενώ οι χαμηλότερες κατηγορίες, χαμηλές θέσεις στον τριτογενή τομέα, τεχνίτες και ανειδίκευτοι σε όλους τους κλάδους είναι συγκεντρωμένοι στο αρνητικό άκρο. Η μόνη τάξη που φαίνεται να διαφοροποιείται από αυτό το μοτίβο είναι «οι μικροί εργοδότες και οι αυτοαπασχολούμενοι», όπου παρουσιάζεται μια σχετικά ανεξάρτητη διασπορά των επαγγελματικών κατηγοριών. Στο δεύτερο διάγραμμα αποτυπώνεται μόνο ο οικονομικός κλάδος απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και αναδεικνύει την αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στους κλάδους 1 και 5. Η διαφορο-

ποίηση αυτή αποτυπώνεται στον δεύτερο άξονα της ανάλυσης βασικών συνιστωσών. Ως συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δεύτερος άξονας, με χαμηλή συνεισφορά της τάξης του 5%, δείχνει ότι η διαίρεση, λόγω των οικονομικών κλάδων εκφράζεται μέσα από την αντίθεση των τομέων «Δημοσίων και Κοινωνικών Υπηρεσιών» και «Μεταφορών». Από την άλλη πλευρά, ο πρώτος άξονας, με μια πολύ πιο ουσιαστική συμβολή, δείχνει ότι ο διαχωρισμός μεταξύ των απογραφικών τομέων βασίζεται κυρίως στις επαγγελματικές κατηγορίες.

Συμπεράσματα H στρατηγική στέγασης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που διαμένει στη Μητροπολιτική Ζώνη της Αθήνας σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη θέση των εργαζό-


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 51

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

Χάρτης 12: Συνθετική αποτύπωση του κοινωνικοεπαγγελματικού χαρακτήρα της Μητροπολιτικής Ζώνης της Αθήνας.

μενων στην επαγγελματική κλίμακα. Δηλαδή κυριότερο ρόλο παίζουν οι οικονομικές απολαβές και πολύ λιγότερο η χωροθέτηση της εργασίας ή ο κλάδος της απασχόλησης. Τα παραπάνω είναι απόρροια τριών κυρίως παραγόντων. 1) Της έλλειψης οργανωμένης παραγωγής κατοικίας από το κράτος ή από ιδιώτες στη ΜΖΑ. Το στοιχείο αυτό διευκολύνει τη δημιουργία περιοχών κατοικίας που χαρακτηρίζονται από κοινό οικονομικό status και αποτρέπει τη δημιουργία περιοχών υψηλής συγκέντρωσης εργαζόμενων από συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. 2) Του πολύ υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης. Το 2001 το 70% του πληθυσμού της ΜΖΑ ήταν ιδιοκτήτες της κατοικίας τους ενώ το 30% δήλωσε ότι κατοικούσε υπό καθεστώς ενοικίασης. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει τις περιορισμένες δυνατότητες στεγαστικής κινητικότητας ειδικότερα για τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (βλέπε Emmanuel 2002, Maloutas 2007β).

3) Της ευρύτατης διάδοσης του ιδιωτικού αυτοκινήτου που, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα εκτεταμένο οδικό δίκτυο, δίνει τη δυνατότητα καθημερινών μετακινήσεων. Το τελευταίο ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στην πρωτεύουσα μετά το 2000. Τέλος, η ανάλυση της χωροθέτησης των ανωνύμων εταιριών στη ΜΖΑ έδειξε ότι ακολουθεί το υπάρχον σχέδιο κοινωνικών διαχωρισμών και ότι ουσιαστικά οι εταιρίες επιλέγουν την περιοχή εγκατάστασης τους ανάλογα με τον κοινωνικό επαγγελματικό τύπο μιας περιοχής, κινούμενες δηλαδή οι ίδιες προς το εργατικό δυναμικό στο οποίο στοχεύουν. Η ανάλυση μας ανέδειξε και κάποιες τοπικές διαφοροποιήσεις. Η πρώτη αφορά τους απασχολούμενους στον κλάδο των «Μεταφορών» που συγκεντρώνονται στην περιοχή του Πειραιά σε διπλάσια ποσοστά από ότι στην υπόλοιπη ΜΖΑ (17% έναντι 9%). Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι αναμενόμενο λόγο του τύπου της περιοχής, το σημαντικό όμως είναι ότι η συγκέντρωση αυτή είναι ανεξάρτητη της θέσης στην επαγγελματική ιεραρχία. Μια δεύτερη περίπτωση αποτελούν οι εργαζόμενοι στον κλάδο «Δημόσιων και Κοινωνικών Υπηρεσιών» οι οποίοι συγκεντρώνονται στην περιοχή γύρω από το κέντρο της Αθήνας σε ποσοστά σημαντικά υψηλοτέρα από ότι στην υπόλοιπη ΜΖΑ (27% έναντι 21%). Σε κάθε περίπτωση βέβαια ο αριθμός τους και η διασπορά τους δεν επιτρέπει να μιλήσουμε για ισχυρή συγκέντρωση, παρόλα αυτά όμως αποτυπώνεται μια ξεκάθαρη προτίμηση η οποία συνδέεται με την παρουσία των δημόσιων υπηρεσιών στο κέντρο της πρωτεύουσας, την υπερπροσφορά κατοικίας αλλά και το γεγονός ότι η περίοδος 1960-1980, όπου κατασκευάστηκε το μεγαλύτερο κομμάτι του στεγαστικού δυναμικού της περιοχής, αποτελεί και περίοδο κατά την οποία η εργασία στον δημόσιο τομέα και τις δημόσιες επιχειρήσεις θεωρείτο ιδανική, δεδομένου ότι παρείχε οικονομική διασφάλιση και μονιμότητα.

Σημειώσεις 2. Ανάλογη εργασία για τη Μητροπολιτική Ζώνη της πόλης του Παρισιού (Préteceille 2003). 3. Στις περιοχές αυτές ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ανερχόταν σε 60.000 (4% του συνολικού πληθυσμού της Αττικής). Συγκεκριμένα, υπερέβαινε κατά πολύ τον μέσο όρο απασχόλησης στους τομείς της «Βιομηχανίας» (28% με μέσο όρο 22%) και «Γεωργίας»

51


003:Layout 1

52

5/13/13

1:34 PM

Page 52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

(16,5% με μέσο όρο 4%) ενώ υπολειπόταν σε τομείς όπως αυτοί των «Δημόσιων και Κοινωνικών Υπηρεσιών» (16% με μέσο όρο 22%) και της «Οικονομίας» (8% με μέσο όρο 13%). 4. Η Ευρωπαϊκή Κοινωνικό-Επαγγελματική Κατάταξη (ΕΚεΚ) αντικατοπτρίζει κοινωνικές διαστρωματώσεις και ανισότητες βάση των επαγγελματικών χαρακτηριστικών των ατόμων, αποδεχόμενη, ότι οι σχέσεις παραγωγής εξακολουθούν να διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην κοινωνική διαίρεση (Rose και Harrison 2007). Η ΕΚεΚ είναι ένα χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης των διαφοροποιήσεων που μπορούν να αποδοθούν στην κοινωνικό-οικονομική δομή και τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά του καθενός, όπως το επάγγελμα και η κοινωνική θέση (Breen 2005, Erikson και Goldthorpe 1992). 5. Βλέπε Maloutas 2007γ. 6. Βλέπε Louri και Pepelasis Minoglou 2001. 7. Για τον Burgel, αυτό το οικονομικό «θαύμα» βασίζεται σε τέσσερεις πυλώνες: τις ξένες επενδύσεις, τον διεθνή τουρισμό, τα εμβάσματα των ελλήνων εργατών στο εξωτερικό και τα εισοδήματα του εμπορικού ναυτικού Burgel 1976: 129. 8. Τα στοιχεία του εμπορικού επιμελητήριου για το έτος 1969 δείχνουν ότι η Αθήνα κυριαρχεί στις γύρω ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές ενώ συγχρόνως ισχυροποιεί την θέση της και σε απομακρυσμένες περιοχές όπως η Μακεδονία και ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη (Burgel 2003: 106, 115). Από το 1950 και μετά οι άμεσες βιομηχανικές επενδύσεις από το εξωτερικό στρέφονται προς την ελληνική και ειδικότερα την αθηναϊκή οικονομία με στόχο τη διεύρυνση της βιομηχανικής βάσης της χώρας (Louri κ.ά. 2000). Η Αθήνα απορροφά περίπου το ένα τέταρτο των ξένων επενδύσεων κατά την περίοδο αυτή (Burgel 1976: 357). 9. Βλέπε Rontos 1995: 69. 10. Ο επίσημος πληθυσμός της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας από 1.378.586 κατοίκους το 1951 αυξήθηκε σε 1.852.709 το 1961, 2.540.241 το 1971, 3.027.300 το 1981, 3.071.900 το 1991, 3.761.810 το 2001 και 3.812.330 το 2011 (Rontos 1995, Sarrigiannis 2000, ELSTAT). 11. Αναλυτικά Allen κ.ά. 2004: 59-65. 12. Ο Μαλούτας για το λόγο αυτό χαρακτηρίζει την Αθήνα της εποχής ως «αρχέτυπο της νοτιοευρωπαικής άναρχης αστικοποίησης» (Maloutas 2007α: 736). 13. Εκτιμάται ότι η φάση της αστικοποίησης στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε στα μέσα της μέσα της δεκαετίας του 1970 (Petrakos και Economou 1999), περίοδο κατά την οποία η βιομηχανία έφτανε στο απόγειό της, παράγοντας το 20,2% του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος (Louri και Pepelasis Minoglou 2001). Τέλος, κατά την περίοδο 1971-1982, το κράτος εισάγει μια νέα πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης με σκοπό την αποκέντρωση της παραγωγής. 14. Τόσο οι αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο όσο και τα σημάδια που άφησαν στην κοινωνική και χωρική δομή της πρωτεύουσας έχουν αναπτυχθεί σε πολλές εργασίες (Chorianopoulos 2003, Kourliouros 1997, Louri 1989, Louri και Anagnostaki 1995, Sayas 2004, Vaiou, Golemis, Lambrianidis, Chadjimichalis και Chronaki, 1999). 15. Οι πληθυσμοί αυτοί απορροφήθηκαν κυρίως σε θέσεις χωρίς ειδίκευση και δευτερεύοντος σε χαμηλές θέσεις πωλήσεων και υπηρεσιών (Kandylis κ.ά. 2012: 271). 16. Μερικά παραδείγματα της αυθαίρετης επέκτασης στο δυτικό λεκανοπέδιο κατά την περίοδο 1950-1970 είναι τα Νέα Λιόσια που σημείωσαν από το 1951 έως το 1961 αύξηση πληθυσμού +485% και +76,7%, από το 1961 έως το1971, το Καματερό με +320% και

+244% αντίστοιχα, και η Πετρούπολη με +428,5% και 118,7% κ.ά. (Sarrigiannis 2000: 159,187). 17. Τέτοια παραδείγματα στην ανατολική πλευρά του λεκανοπεδίου αποτελούν οι δήμοι Αμαρουσίου, Πεύκης, Βριλησσίων, Αγίας Παρασκευής και Μελισσιών, οι περισσότεροι εκ των οποίων πριν από το 1950 αποτελούσαν μικρούς οικισμούς κοντά στην πόλη. Η διαμόρφωση αυτών των δήμων ήταν αποτέλεσμα του κύματος αποκέντρωσης της δεκαετίας του 1970 που επέφερε μεγάλες αλλαγές στην κοινωνική δομή της ελληνικής πρωτεύουσας. Ενδεικτικά, κατά τη δεκαετία 1970-1980, ο πληθυσμός του δήμου Βριλησσίων παρουσίασε αύξηση της τάξης του 97,5% ενώ από το 1980 έως το 2001 αύξηση 591%. Κατά τις ίδιες περιόδους ο δήμος Αγίας Παρασκευής παρουσίασε αύξηση 79,4% και 85% (Sarrigiannis 2000: 218, ΕΣΥΕ 2001). 18. Στα 750 ΑΤ του δήμου της Αθήνας οι μονογονεϊκές οικογένειες αποτελούν κατά μέσο όρο το 32% των νοικοκυριών ενώ στις υπόλοιπες περιοχές του ΜΖΑ αποτελούν κατά μέσο όρο το 19%. Αντίστοιχα, τα νοικοκυριά χωρίς κάποια πυρηνική σχέση αποτελούν το 7,5% και το 4%. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι παρότι κατά μέσο όρο στη ΜΖΑ οι οικογένειες με παιδιά αποτελούν το 42% του νοικοκυριών ανά ΑΤ στο δήμο της Αθήνας το ποσοστό αυτό πέφτει στο 28%. 19. Μείωση κατά 27.400 άτομα μεταξύ 1991 και 2001 για το δήμο της Αθήνας. 20. Η σημαντική βελτίωση των δικτύων μεταφορών, όπως η Αττικής οδός, η περιφερειακή του Υμηττού, το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος δικαιολογούν εν μέρει και την αύξηση του πληθυσμού σε περιοχές που παλαιοτέρα ήταν αποκομμένες από τον αστικό ιστό όπως το Πικέρμι, το Κρυονέρι η ο Διόνυσος, που έχουν δει τον πληθυσμού τους να διπλασιάζεται μεταξύ 1991 και 2001 (132%, 121% και 106% αντίστοιχα) (Sintès 2008: 259). 21. Σχετικά με τις στεγαστικές πρακτικές των μεταναστών, στις περισσότερες περιπτώσεις η εγκατάσταση αυτών των πληθυσμών χαρακτηρίζεται από κακές συνθήκες διαβίωσης στα παλαιότερα και λιγότερο ακριβά τμήματα του ιδιωτικού οικιστικού αποθέματος σε ιδιαίτερα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το κέντρο της πόλης (Maloutas 2007α: 748, Maloutas και Karadimitriou 2001). Συγχρόνως οι μετανάστες εγκαθίστανται και σε περιοχές του περιαστικού χώρου της πρωτεύουσας σε ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας κατοικίες κοντά σε ζώνες βιομηχανικών εγκαταστάσεων ή γεωργικής παραγωγής. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι η στρατηγική στέγασης των μεταναστών συνδέεται άμεσα και από το χώρο εργασίας τους (Kandylis κ.ά. 2012: 279). 22. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο αρχικός σχεδιασμός των ΕΚοΚ προβλέπει 9 ξεχωριστές κατηγορίες (Rose και Harrison 2007) κάνοντας ένα διαχωρισμό μεταξύ των μικροεργοδοτών και των αυτοαπασχολούμενων ανάλογα με το αν εντάσσονται στο κλάδο της γεωργίας ή όχι. Στην ανάλυσή μας επιλέξαμε να μη λάβουμε υπόψη αυτόν το διαχωρισμό και να τα αθροίσουμε στο ΕΚοΚ 4. Πρώτον διότι, αφαιρώντας την περιαστική ζώνη, ουσιαστικά μειώσαμε στο ελάχιστο την πιθανότητα εντοπισμού σημαντικής παρουσίας εργαζόμενων από τον γεωργικό τομέα, καθώς στο σύνολο των απογραφικών τομέων οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι με πολύ μικρές αποκλίσεις καλύπτουν το 2,2 % ενώ στους 350 απογραφικούς τομείς που αφαιρέσαμε αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 13% του ενεργού πληθυσμού. Δεύτερον, διότι όπως έχει παρατηρηθεί και από άλλες εργασίες (Maloutas 2007γ) ο διαχωρισμός των μικροεπαγγελματιών σε αγρότες και μη αποκλίνει λίγο από τον αρχικό στόχο της συγκεκρι-


003:Layout 1

5/13/13

1:34 PM

Page 53

ΣΤΑΥΡΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΕΛΛΗΣ

μένης κατηγοριοποίησης που στόχο έχει να εξετάζει τον τύπο της επαγγελματικής σχέσης. 23 Βλέπε Maloutas και Karadimitriou 2001. 24 Το Μαρούσι μεταξύ 1970 και 2001 σημειώσε αύξηση 48,6%, των μόνιμων κατοίκων. Συγχρόνως βρίσκεται στη διασταύρωση της Λεωφόρου Κηφισίας και Αττικής οδού ενώ έχει και εύκολη πρόσβαση σε Προαστιακό και Μετρό. Το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο δήμο βρίσκεται το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ), το επίκεντρο της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και πολλά από τα κτήρια που χτίστηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες δείχνει ότι κατά την προετοιμασία των Αγώνων πολλές υποδομές της περιοχής επισκευάστηκαν. Ταυτόχρονα, το Μαρούσι είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα όπου, μετά το πέρας των Αγώνων, μέρος της υποδομής που δημιουργήθηκε στεγάζει άλλες χρήσεις. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούμε λίγο ως πολύ και στο δήμο Χαλανδρίου. 25. Ο συντελεστής χωροθέτησης (Location Quotient) παίρνει τιμές μεγαλύτερες του μηδενός. Αν LQ=1 το ποσοστό μιας ομάδας σε έναν συγκεκριμένο απογραφικό τομέα είναι ίδιο µε το ποσοστό της στο σύνολο της πόλης. Αν LQ<1 ποσοστό μιας ομάδας σε έναν συγκεκριμένο απογραφικό τομέα είναι μικρότερο από το ποσοστό της στο σύνολο της πόλης. Αν LQ>1 ποσοστό μιας ομάδας σε έναν συγκεκριμένο απογραφικό τομέα είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό της στο σύνολο της πόλης και δηλώνει τάση διαχωρισμού. 26. Ο τοπικός δείκτης χωρικής αυτοσυσχέτισης (Local Moran’s I) βοηθάει στην ανάλυση των τοπικών διακυμάνσεων των τιμών των μεταβλητών με στόχο τον εντοπισμών συσχετίσεων και την δημιουργία τοπικών «συμπλεγμάτων». Παρέχει ένα μέτρο συγκρισης για την τάση κάθε απογραφικού τομεα να παίρνει τιμές που συσχετίζονται, πέραν της τυχαίας κατανομής, με τις τιμές των απογραφικών τομέων που τον περιβάλουν. Ως Υψηλό-Υψηλό χαρακτηρίζεται ένας απογραφικός τομέας με υψηλές τιμές που περιβάλλεται από υψηλές γειτονικές τιμές, η υπόπεριοχή γύρο από τέτοια σημεία χαρακτηρίζεται από τοπική θετική αυτοσυσχέτιση. Ως Χαμηλό-Χαμηλό χαρακτηρίζεται ένας απογραφικός τομέας με χαμηλές τιμές που περιβάλλεται από χαμηλές τιμές, επίσης έχουμε θετική τοπική αυτοσυσχέτιση. Ως Χαμηλό-Υψηλό Χαμηλό χαρακτηρίζεται ένας απογραφικός τομέας με χαμηλές τιμές που περιβάλλεται κυρίως από υψηλές τιμές, η υπό-περιοχή γύρω από τέτοια σημεία χαρακτηρίζεται από τοπική αρνητική αυτοσυσχέτιση. Ως Υψηλό-Χαμηλό χαρακτηρίζεται ένας απογραφικός τομέας με υψηλές τιμές που περιβάλλεται κυρίως από χαμηλές τιμές, επίσης έχουμε αρνητική τοπική αυτοσυσχέτιση.

Βιβλιογραφία Allen, J., Barlow, J., Leal, J., Maloutas, T. και Padovani, L. (2004), Housing and Welfare in Southern Europe, Οξφόρδη: Blackwell. Anselin, L. (1995), «Local Indicators of Spatial Association-LISA», Geographical Analysis 27(2): 93-115.

Arapoglou, V. (2006), «Immigration, Segregation and urban development in Αthens: the relevance of the la debate for Southern European Metropolises», The Greek Review of Social Research 121: 11-38. Arapoglou, V. και Maloutas, T. (2011), «Segregation, inequality and marginality in context: the case of Athens», The Greek Review of Social Research 136: 135-155. Arapoglou, V. και Sayas, J. (2009), «New Facets of Urban Segregation in Southern Europe: Gender, Migration and Social Class Change in Athens», European Urban and Regional Studies 16(4): 345-362. Arbaci, S. (2007), «Ethnic Segregation, Housing Systems and Welfare Regimes in Europe», European Journal of Housing Policy 7(4): 401-433. Arbaci, S. και Malheiros, J. (2010), «De-Segregation, Peripheralisation and the Social Exclusion of Immigrants: Southern European Cities in the 1990s», Journal of Ethnic and Migration Studies 36(2): 227-255. Breen, R. (2005), «Foundations of a neo-Weberian Class Analysis», στο E. Wright (επιμ.), Approaches to Class Analysis, Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Burgel, G. (1976), Athènes, étude de la croissance d’une capitale méditerranéenne, Αθήνα: Exandas. Burgel, G. (2003), La ville contaimporaine: de la Seconde Guerre mondiale à nos jours, επιμ. J.-L. Pinol, Παρίσι: Le Seuil. Cassiers, T. και Kesteloot, C. (2012), «Socio-spatial Inequalities and Social Cohesion in European Cities», Urban Studies 49(9): 1909-1924. Chorianopoulos, I. (2003), «North-South Local Authority and Governance Differences in EU Networks», European Planning Studies 11(6): 671-695. EKKE και ΕΣΥΕ (2005), «Panorama of Greek census data 1991– 2001», Application under experimental and restricted use at the EKKE. Emmanuel, D. (2002), «Segregation, polarization and inequalities in the geography of Athens: The role of Housing Market and Urban Development Processes», Geographies 3, 46-70. Erikson, R. και Goldthorpe, J. (1992), The Constant Flux: A study of class mobility in industrial societies, Οξφόρδη: Clarendon Press. European Community (2008), NACE Rev. 2- Statistical classification of economic activities in the European Community, Λουξεμβούργο: Office for Official Publications of the European Communities. Gospodini, A. (2007α), «The Post-Industrial City: New Economies, Spatial Transformations and New Landscapes», Aeichoros 6(1): 100-145. Gospodini, A. (2007β), «The Landscapes of Cultural and Leisure Economies in Greek Cities», Aeichoros 6(1): 10-29. Gospodini, A. (2009), «Post-industrial Trajectories of Mediterranean European Cities: The Case of Post-Olympics Athens», Urban Studies 46: 1157-1186. Hutton, T. (2004), «Post-industrialism, post-modernism and the reproduction of Vancouver’s central area: retheorising the 21stcentury city», Urban Studies 41(10): 1953-1982. Hutton, T. (2009), «Trajectories of the New Economy: Regeneration and Dislocation in the Inner City», Urban Studies 46(5-6): 987–1001.

53


003:Layout 1

54

5/13/13

1:34 PM

Page 54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 35-54

Kandylis, G., Maloutas, T. και Sayas, J. (2012), «Immigration, inequality and diversity: socio-ethnic hierarchy and spatial organization in Athens, Greece», European Urban and Regional Studies 19(3), 267-286. Kourliouros, E. (1997), «Planning industrial location in Greater Athens: The interaction between deindustrialization and antiindustrialism during the 1980s Planning Industrial Location in Greater Athens: The Interaction Between Deindustrialization and Anti-industrialism», European Planning Studies, 3741. Leontidou, L. (1989), Cities of silence: Working-class space in Athens and Piraeus, 1909-1940, Αθήνα: ETVA (Cultural Technological Foundation of the Hellenic Bank of Industrial Development) and Themelio. Leontidou, L. (1990), The Mediterranean city in transition: Social change and urban development, Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Leontidou, L. (2010), «Urban Social Movements in “Weak” Civil Societies: The Right to the City and Cosmopolitan Activism in Southern Europe», Urban Studies 47(6): 1179-1203. Lianos, T. (2001), «Illegal Migrants to Greece and their Choice of Destination», International Migration 39(2), 3-28. Louri, H. (1989), «Regional policy and investment behaviour: The case of Greece, 1971-1982», Regional Studies 23(3), 231239. Louri, H. και Anagnostaki, V. (1995), «Entry in Greek Manufacturing Industry : Athens vs the rest of Greece», Urban Studies 32(7): 1127-1133. Louri, H., Papanastassiou, M. και Lantouris, J. (2000), «FDI in the EU Periphery: A Multinomial Logit Analysis of Greek Firm Strategies», Regional Studies 34(5): 419-427. Louri, H. και Pepelasis Minoglou, I. (2001), «A Quantitative Exploration on the Determinants of (De-)Industrialisation: The case of Greece», International Review of Applied Economics 15(4), 397-410. Maloutas, T. (2004), «Segregation and Residential Mobility: Spatially Entrapped Social Mobility and Its Impact on Segregation in Athens», European Urban and Regional Studies 11(3): 195211. Maloutas, T. (2007α), «Segregation, Social Polarization and Immigration in Athens during the 1990s: Theoretical Expectations and Contextual Difference», International Journal of Urban and Regional Research 31(4), 733-758. Maloutas, T. (2007β), «Middle class education strategies and residential segregation in Athens», Journal of Education Policy 22(1): 49-68. Maloutas, T. (2007γ), «Socio-Economic Classification Models and Contextual Difference: The “European Socio-economic Classes” (ESeC) from a South European Angle», South European Society and Politics 12(4), 443-460. Maloutas, T. (2010), «Μobilité sociale et ségrégation à Αthènes: Formes de séparatisme social dans un contexte de mobilité spatiale réduite», Actes de la recherche en sciences sociales 184(4): 2-21. Maloutas, T. και Karadimitriou, N. (2001), «Vertical social differentiation in Athens: alternative or complement to community segregation?», International journal of urban and regional research 25(4): 699-716.

Marmaras, E. (1991), The Urban Building in Interwar Athens, Athens: ETVA (Cultural Technological Foundation of the Hellenic Bank of Industrial Development). Petrakos, G., & Economou, D. (1999), «Internationalisation et changements structurelles des systèmes urbains», στο G. Petrakos και D. Economou (επιμ.), Le développement des villes grecques - Approches interdisciplinaires de l’analyse urbaine et de la politique, Αθήνα: Gutenberg and University of Thessaly Publications. Prevelakis, G. (2000), Athènes.Urbanisme, culture et politique, Παρίσι: Harmattan. Préteceille, E. (2003), La division sociale de l’espace francilien. Typologie socioprofessionnelle 1999 et transformations de l'espace résidentiel 1990-99, Paris: Observatoire Sociologique du Changement. Rontos, K. (1995), «L’évolution de la répartition regonale de la population. 1951-2001», στο I. Lampiri-Dimaki και N. Kyriazi (επιμ.), Population et société en Grece à l’horizon 2000, Αθήνα: Papazisis. Rose, D. και Harrison, E. (2007), «The European socio-economic classification: a new social class schema for European research», European Societies 9(3): 459–490. Rovolis, A. και Tragaki, A. (2006), «Ethnic characteristics and geographical distribution of immigrants in Greece», European Urban and Regional Studies 13(2): 99-111. Sanders, L. (1990), L’analyse statistique des données en Géographie, Μονπελιέ: RECLUS. Sapountzaki, K. και Karka, H. (2001), «The Element of Sustainability in the Greek Statutory Spatial Planning System: A Real Operational Concept or a Political Declaration? », European Planning Studies 9(3): 407-426. Sarrigiannis, G. (2000), Athens 1830-2000: Evolution, urbanisme, transportation, Αθήνα: Symmetria. Sayas, J. (2004), «An exploration of the social and spatial division of labour in the athenian urban space», The Greek Review of Social Research 113, 167-206. Sayas, J. (2006), «Urban sprawl in the periurban coastal zones of Athens», The Greek Review of Social Research. Sintès, S. (2008), «Lire les résultats du recensement grec de 2001. Tendances du peuplement et pratiques sociales de l’espace», Espace Géographique 37(3): 253-269. Thomadakis, S. (2011), State and development in Greece, επιμ. K. Kostis και S. Petmezas, Αθήνα: Alexandria Publications. Vaiou, D., Golemis, C., Lambrianidis, L., Chadjimichalis, K. και Chronaki, Z. (1999), «L’expulsion et le retour de la production industrielle à Athènes de 2000», στο G. Petrakos και D. Economou (επιμ.), Le développement des villes grecques Approches interdisciplinaires de l’analyse urbaine et de la politique, Αθήνα: Gutenberg and University of Thessaly Publications. Zaninetti, J.-M. (2005), Statistique spatiale: Méthodes et applications géomatiques, Παρίσι: Hermès-Lavoisier.


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 55

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

ΧΩΡΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ Ευγενία Τούση1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αφορμή για την παρούσα εργασία αποτέλεσε παρατήρηση στο χώρο, σύμφωνα με την οποία, στην περιοχή της Νίκαιας Αττικής, εντοπίζονται έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στον τομέα της στέγασης. Το βασικό ερευνητικό ερώτημα σχετίζεται με την αναζήτηση των διαδικασιών μέσα από τις οποίες προέκυψαν οι σημερινές κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, ειδικότερα σε περιοχές όπως η Νίκαια που θεωρούνται διαχρονικά ως «υποβαθμισμένες». Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, διαμορφώθηκε κατάλληλο μεθοδολογικό πλαίσιο, όπου καίριο ρόλο έχει η ιστορική προσέγγιση ως μεθοδολογικό εργαλείο. Με άλλα λόγια η διερεύνηση λαμβάνει το 1922 ως αφετηρία, αφού η περιοχή πριν ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Παράλληλα, ο σχεδιασμός της έρευνας δίνει έμφαση στην αμφίδρομη σχέση κοινωνικού και γεωγραφικού χώρου, προσπαθώντας να καλύψει ένα ευρύ χρονικό φάσμα από το 1922 μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας τόσο μελέτη δευτερογενών πηγών όσο και εκπόνηση πρωτογενούς έρευνας. Η πρωτογενής έρευνα απαρτίζεται από επιτόπια χωρική παρατήρηση καθώς και από τη χρήση ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων κοινωνιολογικής έρευνας. Η ποσοτική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της αναλογικής στρωματοποιημένης τυχαίας δειγματοληψίας σε σχεδιασμένο δείγμα 200 νοικοκυριών και τα πορίσματά της εμπλουτίστηκαν από συμπεράσματα που εξήχθησαν μέσα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις, ομάδες εστίασης και βιογραφικές ιστορίες αφήγησης.

Socio-spatial transformations in Nikea: From the refugee settlement to the contemporary urban scenery Evgenia Tousi ABSTRACT This article is about the study of social and demographic changes in accordance with spatial transformations, in the Greek urban scenery, since the Asia Minor Disaster in 1922. According to historical sources, around 1.200.000 refugees found shelter in urban and rural areas, from which 48% were hosted in the wider area of the urban agglomeration of Athens. This demographic flow, affected every aspect of life for many decades afterwards. In addition to this, some other factors such as post-war urbanization, industrialization of 60s, de-industrialization of 70s, alterations in urban planning legislation and the inflow of economic emigrants since 1990, alter the urban scenery. To analyze these issues in depth, a pilot case study is used, chosen with suitable criteria, including the size of population, the contiguity with industrial units, the demographic changes from the urbanization, as well as, the demographic changes from the inflow of migrants since 1990. The case study presented in this article took place in the area of Nikea, a suburb of Piraeus in Attica. The aim is not only to interpret social-spatial transformations of the Greek urban scenery, but also to emphasize on the interaction of spatial and social parameters, ending up to nowadays. To achieve this aim, specific methodological choices were followed, including bibliographical research as well as field work, consisting of quantitative and qualitative analysis and spatial observations. The qualitative methods include semi-conducted interviews, focus groups and biographical-life history research.

1 Αρχιτέκτων ΕΜΠ, ΜΔΣ ΕΜΠ, υποψήφια διδάκτωρ ΕΜΠ, email: zenia_tousi@yahoo.gr.

55


004:Layout 1

56

5/13/13

1:35 PM

Page 56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

1.Εισαγωγή 1.1 Λίγα λόγια για το προσφυγικό ζήτημα. Πώς καταλήγουμε στη σημερινή χωροκοινωνική φυσιογνωμία; Αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της χωροκοινωνικής εξέλιξης των αστικών προσφυγογενών οικισμών του λεκανοπεδίου Αττικής, λαμβάνοντας ως μελέτη περίπτωσης την περιοχή της Νίκαιας. Αναμφίβολα, η τεράστια δημογραφική αλλαγή που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτέλεσε ορόσημο για την περαιτέρω εξέλιξη της χώρας, επηρεάζοντας καθοριστικά τόσο τις αστικές όσο και τις αγροτικές περιοχές. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, το 1922 φτάνουν στις ελληνικές ακτές 1.200.000 πρόσφυγες, δηλαδή το 1/4 του τότε πληθυσμού της χώρας. Η χώρα, απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τη δημογραφική αυτή αλλαγή, βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα που σχετίζονταν όχι μόνο με την οικονομική και στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων αλλά κυρίως με την κοινωνική ένταξη του τεράστιου όγκου του προσφυγικού πληθυσμού στην ελληνική κοινωνία. Σε γενικές γραμμές ο ρυθμός αποκατάστασης των προσφύγων ήταν εξαιρετικά βραδύς,2 με αποτέλεσμα τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού για αρκετές δεκαετίες αργότερα. Ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 12 κύριους και 34 μικρότερους αστικούς οικισμούς, στην περίμετρο της πόλης, ένα ως τέσσερα χιλιόμετρα από τα όρια της τότε κτισμένης περιοχής.3 Αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών και ιδιαίτερα της πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν οι βαρύτατες συνέπειες, που υπήρξαν καθοριστικές για τη μελλοντική άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας και οι οποίες είναι ορατές μέχρι σήμερα. Σήμερα παρατηρούμε ότι οι προσφυγογενείς αυτές περιοχές παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα μεταξύ τους. Η πηγή της διαφορετικής χωροκοινωνικής μετεξέλιξης θα πρέπει καταρχήν να αναζητηθεί στον αρχικό τρόπο σχεδιασμού των συνοικισμών αυτών και στο κοινωνικοοικονομικό προφίλ των ομάδων που εγκαταστάθηκαν εκεί. Παράλληλα, η οριστική αποκατάσταση των προσφύγων στις αστικές περιοχές αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από το συντηρητικό κομμάτι της υπάρχουσας αστικής τάξης, με αποτέλεσμα να δοθεί περισσότερη έμφαση στην αγροτική αποκατάσταση από την ΕΑΠ. Μέσα σε αυτό το αντιφατικό και ταυτόχρονα πιεστικό

πλαίσιο, η ΕΑΠ ξεκίνησε το έργο της αποσκοπώντας στην αφομοίωση του προσφυγικού συνόλου στην ελληνική κοινωνία, η οποία θα συντελούνταν μέσα από την απόκτηση κατοικίας και την εύρεση εργασίας (Γκιζελή 1984). Παρόλα αυτά, όμως, ο ρόλος της ΕΑΠ περιορίστηκε κυρίως στη στεγαστική αποκατάσταση, με αποτέλεσμα η εύρεση εργασίας να παραμένει στο πεδίο διαπραγμάτευσης σε ατομική βάση, με εξαίρεση την αποκατάσταση των καλλιεργητών στις αγροτικές περιοχές. Μετά την αρχική εγκατάσταση και την περίοδο του μεσοπολέμου, τα ταραγμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, η εντεινόμενη αστικοποίηση στα τέλη της δεκαετίας του 1950 επηρεάζει την περιοχή του λεκανοπεδίου και τους προς μελέτη συνοικισμούς. Σε μεγάλο βαθμό δεν επηρεάστηκαν οι πυκνοκατοικημένοι προσφυγικοί πυρήνες, όπου για πολλές δεκαετίες κυριαρχούσε το προσφυγικό στοιχείο. Στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν αδόμητες εκτάσεις γύρω από τους πυρήνες αυτούς, οι εσωτερικοί μετανάστες4 κινήθηκαν ως αυθαίρετοι οικιστές διευρύνοντας τα όρια των περιοχών αυτών (Τούση 2007). Ειδικότερα στο δυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου ολόκληρες εκτάσεις διαμορφώθηκαν μέσα από τη διαδικασία της αυτοστέγασηςκαταπάτησης γης. Μέχρι λοιπόν τα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι προσφυγικοί συνοικισμοί είχαν ομοιογενή πληθυσμό ως προς τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Επρόκειτο για νοικοκυριά με εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα και βασική απασχόληση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ως εργάτες ή τεχνίτες 5. Η μεταπολεμική, όμως, αστικοποίηση καθώς και η ανάπτυξη του συστήματος της αντιπαροχής αλλάζουν σταδιακά το τοπίο. Στους προσφυγικούς πυρήνες, τα οικόπεδα δίνονται για αντιπαροχή, ενισχύοντας έτσι οικονομικά τα νοικοκυριά. Παράλληλα, το μοίρασμα των ιδιοκτησιών και οι αγοραπωλησίες μεταξύ των δικαιούχων στα συγκροτήματα προσφυγικών κατοικιών διαμορφώνουν ένα πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος της αντιπαροχής.6 Επιπρόσθετα σε αυτό, η ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου των κατασκευών ανοίγει ένα πεδίο επαγγελματικής απασχόλησης για τους εργάτες που επηρεάστηκαν αρνητικά από την αποβιομηχάνιση του 1970. Όλες αυτές οι αλλαγές αρχίζουν σταδιακά να επηρεάζουν τη χωροκοινωνική φυσιογνωμία των προσφυγικών πυρήνων: από τη μία πλευρά ανανεώνεται το κτιριακό απόθεμα και από την άλλη νέοι κάτοικοι εισέρχονται στα διαμερίσματα που προέκυψαν


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 57

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

από το νεκροταφείο της Ανάστασης. Η συσσώρευση του από την αντιπαροχή. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου πληθυσμού αυτού στον Πειραιά άλλαξε άρδην τη φυαρχίζει να διαφαίνεται περισσότερο κατά τη δεκαετία σιογνωμία της πόλης και των μέχρι τότε υφιστάμενων του 1980, όπως προκύπτει και από τα δεδομένα της συνοικιών. Για αρκετά χρόνια οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν ΕΣΥΕ. Θα λέγαμε λοιπόν ότι η δεκαετία αυτή αποτελεί κάτω από άθλιες συνθήκες, χωρίς νερό, φως, περίθαλψη, σημαντικό σημείο τομής ανάμεσα στο χθες και το σήοδοποιία, οργανώνοντας αγώνες που υποστηρίζονταν μερα, αφού ακόμη και στις περιοχές αυτές βελτιώνονται από τα λαϊκά στρώματα και σιγά -σιγά έπαιρναν ταξική αισθητά οι συνθήκες διαβίωσης. μορφή. Το οικιστικό τοπίο της Νίκαιας διαμορφώνεται Μέσα σε αυτό το αστικό τοπίο, όπου αλληλεπιδρά πληθώρα παραγόντων και μηχανισμών, έρχεται να προστεθεί το ζήΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΕΝΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ τημα της ένταξης των οικονομικών ΕΤΟΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ μεταναστών από τη δεκαετία του ΕΣΥΕ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ 1990 μέχρι σήμερα. Ειδικότερα οι ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΙ περιοχές με παλαιά προσφυγικά απο18319 3232 664 τελούν πόλο έλξης για τους οικονο- 1961 1971 23984 1168 112 μικούς μετανάστες λόγω χαμηλών 1981 28210 6490 50 28594 6902 27 ενοικίων, οδηγώντας έτσι στην εκ 1991 2001 32936 6621 3 νέου διαμόρφωση των ισορροπιών διαβίωσης μέσα στον αστικό χώρο. Πίνακας 1.2.1: Δεδομένα απογραφών ΕΣΥΕ 1961-1991, Κατοικία 1.2 Εισαγωγικά στοιχεία για την αναπτυξιακή διαδρομή της περιοχής της Νίκαιας

σταδιακά από κρατικά συγκροτήματα προσφυγικών κατοικιών και από προσφυγικά καταλύματα που προήλθαν από διαδικασίες αυτοστέγασης. Οι συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1880, κινούνταν στα πλαίσια οριακής λιτότητας, όπως αποκαλύπτουν και οι απογραφές της ΕΣΥΕ στους παρακάτω πίνακες.

Η ιστορία της περιοχής της Νίκαιας, όπως και πολλών άλλων γειτονικών της περιοχών, είναι συνυφασμένη με ιστορικές εξελίξεις που στιγμάτισαν τη φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, οι διώξεις κατά των Αρμενίων, που συνεχίστηκαν και επί του ελληνικού πληθυσμού από το ΕΤΟΣ ΜΑΓΕΙΡΙΟ ΛΟΥΤΡΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ 1915 περίπου μέχρι και το 1922, ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ- ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΡΕΥΜΑ ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΟΙΚΙΑΣ ανάγκασαν πολλά άτομα να έρθουν ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΟΙΚΙΑΣ ΜΕ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗ στην περιοχή του Πειραιά αναζητώ- ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ντας μια καλύτερη τύχη. Επειδή ο 1.404 20.963 2.397κεντρικός Πειραιάς θεωρείτο οικι- 1961-18.319 9.55743.3% 6.3% 95% 10.7% στικά κορεσμένος, έστρεψαν τους Αρμένιους προς τις ακραίες συνοι- 1971-23.984 17.7129.340 24.912 12.98870.4% 37.13% 99% 51% κίες γύρω από τον Πειραιά. Την περίοδο εκείνη διαδραματίζονται τα 1981-28.210 23.70023.200 28.320 24.370δραματικά γεγονότα στη Μικρά 82% 80% 99% 84.35% Ασία που καταλήγουν στην κατα1991-28.186 28.13028.111 28.153 27.654στροφή της Σμύρνης. 99% 99% 99.8% 98% Πάνω από εκατό χιλιάδες πρόσφυγες έφθασαν το 1922 στον Πει- 2001-32.636 32.42532.312 32.521 32.238 – 99.3% 99% 99.8% 98.7% ραιά και στεγάστηκαν σε σχολεία, σπίτια, πλατείες, γέφυρες, εκκληΠίνακας 1.2.2: Δεδομένα απογραφών ΕΣΥΕ 1961-2001, Κατοικία σίες, καθώς και στο χώρο μπροστά

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΡΜΑΝΣΗ

-

-

7.940 2.73% 14.539 51% 19.582 60%

57


004:Layout 1

58

5/13/13

1:35 PM

Page 58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

καθοριστικός, διαμορφώνοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα τους συνοικισμού. Με άλλα λόγια, οι «γειτονιές» ήταν αλληλεπικαλυπτόμενες χωρικές ενότητες που ορίζονταν υποκειμενικά και είχαν τη βάση τους στη 1961-18.319 1971-23.984 22.204-88.27% 1.323- 5.2% γεωγραφική εγγύτητα, οριοθετώντας 1981-28.210 27.680-95.8% 12.790 – 44.27% την εννοιολογική διάκριση της κοι1991-28.186 28.095-99.67% 27.410 – 97% 24.941 νωνίας σε μια «οικιακή σφαίρα» που 2001-32.636 32.526- 99.6% 31.983 – 98% 30.026 βρισκόταν σε συνεχή αντίστιξη με Πίνακας 1.2.3: Δεδομένα απογραφών ΕΣΥΕ 1961-2001, Κατοικία τη «δημόσια», ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούσαν ως συγκοιΠραγματικά, τόσο όσον αφορά τον τύπο, την ποιόνωνούντα δοχεία και όχι αντιθετικά μεταξύ τους. τητα κατοίκησης και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της καΕστιάζοντας στη σημερινή εικόνα της περιοχής, ο συτοικίας, όσο και τις ανέσεις που αυτή παρέχει, η ουσιανειδητός αυτός χαρακτήρας της γειτονιάς έχει σε μεγάλο στική βελτίωση σημειώνεται στις αρχές της δεκαετίας βαθμό εξαλειφθεί και αυτό οφείλεται εν μέρει στις έντοτου 1990. Ενδεικτικό αυτής της ανόδου του βιοτικού επινες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στη στέγαση, οι πέδου είναι το γεγονός ότι στην απογραφή του 1981 εμοποίες ενδεχομένως συσχετίζονται με αντίστοιχες ανιφανίζεται για πρώτη φορά το φαινόμενο των κενών κασότητες στον τομέα της εκπαίδευσης και της εργασίας. τοικιών. Με άλλα λόγια, με την πρώτη ευκαιρία που δόΆλλωστε, η σημερινή δημογραφική σύνθεση του πληθηκε εγκαταλείφθηκαν τα παλαιά προσφυγικά προς αναθυσμού έχει αλλάξει αφού, εκτός από απογόνους των ζήτηση καλύτερων στεγαστικών καταλυμάτων. προσφύγων, εντοπίζονται και άλλες ομάδες κατοίκων: Όσον αφορά την ταυτότητα του προσφυγικού συνοικισμού, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πρώτοι κά• Εσωτερικοί μετανάστες της μεταπολεμικής αστικοτοικοί του προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μιποίησης και οι απόγονοί τους από αγροτικές περιοχές κράς Ασίας και άνηκαν σε διαφορετικά επίπεδα κοινωτης χώρας. νικοοικονομικής διαστρωμάτωσης. Έτσι, οι δεσμοί ανά• Εσωτερικοί μετανάστες από προσφυγογενείς συμεσα στα διάφορα νοικοκυριά ήταν σπάνιοι καθώς ο νοικισμούς της περιφέρειας. πληθυσμός ήταν ιδιαίτερα ανομοιογενής. Βαθμιαία άρ• Κάτοικοι από άλλες αστικές περιοχές της Αττικής. χισαν να αναπτύσσονται σχέσεις γειτονίας που ενισχύ• Κάτοικοι από άλλες αστικές περιοχές της περιφέθηκαν με γάμους μεταξύ των διαφόρων μελών των νοιρειας. κοκυριών και πνευματικές συγγένειες. • Οικονομικοί μετανάστες από χώρες του εξωτερικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα δίκτυο στενών κοινωνικών σχέσεων-διαπλεκομένων δεΚαθεμία από αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες ήρθε σε σμών που εξαπλώνονταν σε όλη τη συνοικία και ανταδιαφορετική χρονική περίοδο στην περιοχή, με πιο πρόνακλώνταν στη χρήση του δημόσιου χώρου, στη μικροσφατη την εγκατάσταση των οικονομικών μεταναστών. κλίμακα της πόλης. Ο εξαιρετικά ανεπτυγμένος, συνειΤο προσφυγικό παρελθόν όμως και η ελλιπής χάραξη ποδητός χαρακτήρας των δεσμών γειτονίας οφειλόταν σε λιτικής για την ουσιαστική αναβάθμιση της περιοχής μεγάλο βαθμό στην κοινωνική, πολιτική και γεωγραφική φαίνεται να έχουν εγκλωβίσει σήμερα έναν σημαντικό απομόνωση αυτού του τμήματος του πληθυσμού από το αριθμό νοικοκυριών στο φαύλο κύκλο της υποβάθμισης, ρεύμα της ζωής μέσα στην πόλη. Αναμφίβολα όμως η οποία έχει και χωρικά αντισταθμίσματα. Σε αντίθεση υπήρχε και μια άλλη αιτία: στην πατρίδα τους πριν από με άλλες προσφυγογενείς περιοχές που μέσα από την το διωγμό η ζωή της γειτονιάς ήταν πολύ ανεπτυγμένη αντιπαροχή7 κατόρθωσαν να ανανεώσουν το κτιριακό και βασισμένη στο διαχωρισμό των διάφορων εθνοτικών τους απόθεμα, η περιοχή της Νίκαιας δεν ακολούθησε ομάδων σε ξεχωριστές συνοικίες εντός της πόλης (Χίρσε μεγάλο βαθμό αυτό το δρόμο. Τα αίτια γι’ αυτό θα σον [1972,23]). Έτσι, για πολλές δεκαετίες αργότερα, πρέπει να αναζητηθούν στον αρχιτεκτονικό τύπο των στη συνείδηση των κατοίκων ο ρόλος της γειτονιάς ήταν προσφυγικών συγκροτημάτων, όπου οι πολλοί ιδιοκτήΕΤΟΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣΣΥΝΟΛΟ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ

ΥΔΡΕΥΣΗ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ

ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΔΙΚΤΥΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ

ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 59

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

τες και τα μικρά οικόπεδα δεν αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την αντιπαροχή. Το σύστημα της αντιπαροχής λειτούργησε κυρίως στην περιοχή που δόθηκαν οικόπεδα κατά την προσφυγική εγκατάσταση καθώς και σε κομμάτια που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης μεταγενέστερα. Για την εις βάθος διερεύνηση της αλληλεπίδρασης χωρικών και κοινωνικών παραμέτρων διαμορφώνεται κατάλληλο μεθοδολογικό πλαίσιο, ευέλικτο ώστε να παρακολουθεί τις μεταβολές που σημειώνονται τόσο σε επίπεδο χωρικό όσο και στη σύνθεση και κοινωνικοοικονομική δομή του πληθυσμού της περιοχής διαχρονικά.

2. Θεωρητικό πλαίσιο-μεθοδολογικές επιλογές Έναυσμα για τη διερεύνηση αυτή αποτέλεσε η παρατήρηση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στον τομέα της στέγασης στην περιοχή της Νίκαιας που λαμβάνεται ως μελέτη περίπτωσης. Το ζήτημα αυτό και η χωρική έκφρασή του σχετίζονται τα τελευταία χρόνια με έννοιες όπως «εδαφική» και «κοινωνική» συνοχή, οι οποίες κατέχουν εξέχουσα θέση τόσο στα κείμενα της ΕΕ όσο και σε κατευθύνσεις σχεδιασμού εθνικού επίπεδου. Επί της ουσίας, όμως, οι ανισότητες δεν έχουν εξαλειφθεί και τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται μοιάζουν να μην καταλήγουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η παρούσα διερεύνηση προτείνει ουσιαστικά μια εναλλακτική μεθοδολογία προσέγγισης και ερμηνείας των ζητημάτων αυτών, δίνοντας έμφαση στην ιστορική προσέγγιση ως εργαλείο για την ερμηνεία της σημερινής εικόνας. Με άλλα λόγια, δίνεται έμφαση στη μελέτη όχι μόνο σε συγχρονικό επίπεδο αλλά και σε διαχρονικό. Βασικό ερευνητικό ζήτημα αποτελούν οι διαδικασίες χωροκοινωνικού μετασχηματισμού με στόχο την ερμηνεία της σημερινής εικόνας. Οι διαδικασίες αυτές σχετίζονται τόσο με τη μελέτη των κοινωνικόοικονομικών χαρακτηριστικών διαχρονικά σε συνάρτηση με τις συνθήκες στέγασης, όσο και με τις μεταλλαγές της χωροκοινωνικής ταυτότητας σε μια περιοχή με ιδιαίτερα φορτισμένο ιστορικό παρελθόν. Βασικός ερευνητικός άξονας είναι η αμφίδρομη σχέση κοινωνικού και γεωγραφικού χώρου, η οποία έχει υποστηριχθεί από πολλούς επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων.8 Σύμφωνα με αυτό, ο χώρος συνδέει τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του με το φυσικό περιβάλλον, αλλά κυρίως εκφράζει την υλικότητα των κοι-

νωνικών σχέσεων, δηλαδή τους τρόπους και τις διαδικασίες παραγωγής, κατασκευής, αντίληψης και νοηματοδότησης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης εντός και διαμέσου των ανθρωπογενών γεωγραφιών (Tuan 1996, Gregory 2000α). Η έννοια του χώρου είναι στην ουσία μια έννοια «ομπρέλα», η οποία εμπεριέχει τόσο την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τον φυσικό «απόλυτο» γεωγραφικό χώρο όσο και τη συνεχή εμπλοκή των κοινωνικών σχέσεων με τους χωρικούς σχηματισμούς και τις μορφοποιήσεις που παράγονται από αυτές και που, με τη σειρά τους, τις επηρεάζουν ή τις καθορίζουν (Ιωσιφίδης 2003). Είναι, λοιπόν, στην ουσία αδύνατο να διαχωρίσουμε το χώρο από την κοινωνία, τις κοινωνικές από τις χωρικές σχέσεις. Μιλάμε πάντα για χωροκοινωνικούς σχηματισμούς (socio-spatial formations), δηλαδή για δυναμικές διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής κοινωνικών φαινομένων και σχέσεων μέσα από το χώρο και το αντίστροφο. Υπό το πρίσμα αυτό, η παρατήρηση στο χώρο οδήγησε στη δημιουργία μιας υπόθεσης εργασίας, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη και διαφοροποίηση των συνθηκών στέγασης στην περιοχή της Νίκαιας είναι προϊόν κοινωνικών μετασχηματισμών με χωρικές αναφορές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σχέση επιπέδου εκπαίδευσης-τομέα απασχόλησης-συνθηκών στέγασης, όπου υποθέτουμε9 ότι στην συγκεκριμένη περιοχή η άνοδος του επιπέδου εκπαίδευσης τόσο των απογόνων των προσφύγων όσο και των νέων κατοίκων οδήγησε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η υπόθεση αυτή δεν ισχύει καθολικά σε όλες τις περιπτώσεις, αφού καίριο ρόλο παίζουν οι στρατηγικές επιβίωσης, ατομικές και συλλογικές κατά περίπτωση.10 Σαν μεθοδολογικό εργαλείο, αλλά και έννοια-κλειδί, χρησιμοποιείται η έννοια του «θύλακα», προς ανίχνευση των χωροκοινωνικών διαφοροποιήσεων. Η διερεύνηση περιλαμβάνει τόσο τη μελέτη δευτερογενών πηγών όσο και το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή πρωτογενούς έρευνας. Για την ερμηνεία, όμως, μετασχηματισμών ή άλλων φαινομένων που είναι αναγνωρίσιμα στο χώρο, οφείλει να εκπονηθεί και μια έρευνα που αφορά στα ιδιαίτερα κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ατόμων που εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτές. Ο τρόπος που τα άτομα αυτοπροσδιορίζονται ή αποδίδουν χαρακτηριστικά στους «Άλλους»11 καταλήγει να είναι καθοριστικός για το χώρο, αφού όλες αυτές οι κοινωνι-

59


004:Layout 1

60

5/13/13

1:35 PM

Page 60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

κές διεργασίες έχουν και χωρικές διαστάσεις. Η παραδοχή αυτή με βάση τη βιβλιογραφία βρίσκει αναφορές στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης διαχρονικά, από την αρχική συγκρότηση του οικισμού μέχρι τη σημερινή εποχή όπου τα παλαιά προσφυγικά φιλοξενούν ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, ευάλωτες σε διάφορες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Αναφορικά με το βασικό ερευνητικό αντικείμενο, που δεν είναι άλλο από τη διαβίωση σε αστικές περιοχές που θεωρούνται διαχρονικά «υποβαθμισμένες», η έννοια της ταυτότητας, περισσότερο ως «συλλογική-κοινωνική», εμπλέκεται καθοριστικά στις διαδικασίες μετασχηματισμού. Στη βιβλιογραφία συχνά συσχετίζεται η διαβίωση σε περιθωριοποιημένες συνοικίες με την έννοια των «υποβαθμισμένων συλλογικών ταυτοτήτων» (Παπαδοπούλου 1999). Έτσι, μέσα από την παρούσα διερεύνηση ανιχνεύονται και οι μεταλλαγές πάνω στο ζήτημα αυτό, τόσο μέσα από αλλαγές στις στεγαστικές συνθήκες όσο και μέσα από τη βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσηςεργασίας και τη διαφοροποίηση των καταναλωτικών συνηθειών. Με άλλα λόγια, σε μια προσφυγογενή συνοικία όπως η Νίκαια, που θεωρείτο παραδοσιακά ως «εργατική», ποια είναι η πραγματική σημερινή χωροκοινωνική εικόνα; Έχει νόημα να αναλύουμε το σήμερα με όρους του χθες, χωρίς να εμβαθύνουμε στη σημερινή κατάσταση; Μήπως τελικά έχουμε την επαναδημιουργία «χώρων» αποκλεισμού κοινωνικά και χωρικά, με νέους όρους σύμφωνα με τις συνθήκες της τρέχουσας αστικής πραγματικότητας; Ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός, που αναφέρθηκε προηγουμένως, εκφράζει ένα πολυσύνθετο φαινόμενο το οποίο προσλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και μη οικονομικές διαστάσεις. Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, αν και σχετίζεται άμεσα με την έννοια της φτώχειας, δεν ταυτίζεται με αυτήν, ιδίως στην περίπτωση που η τελευταία εκφράζεται σε εισοδηματικούς όρους.12 Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο καλύπτεται από ογκώδη βιβλιογραφική συζήτηση ξεπερνώντας τα όρια της παρούσας εργασίας, οφείλουμε να αναφέρουμε τους βιβλιογραφικούς συσχετισμούς μεταξύ φτώχειας-αποκλεισμού-εκπαίδευσης-εργασίας, αφού αποτελούν βασικό άξονα πάνω στον οποίο διαρθρώνεται το μεθοδολογικό πλαίσιο της παρούσας διερεύνησης. Όπως έχει διαπιστωθεί σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών13 και από άλλους φορείς και μελετητές, η σχέση της εκπαίδευσης με τη φτώχεια εμφανίζεται αρ-

κετά πολύπλοκη και εντάσσεται σε ένα σύνολο ευρύτερων αιτιακών διεργασιών μέσα στο πλαίσιο ενός κύκλου σωρευτικής αιτιότητας, ο οποίος τείνει να προσλάβει τη μορφή σπείρας που κινείται προς τα κάτω (Τσολάκογλου 1999). Ειδικότερα από τις μέχρι σήμερα μελέτες του φαινομένου της φτώχειας προκύπτει ότι μεταξύ φτώχειας και εκπαίδευσης υπάρχει μια αμφίδρομη αιτιακή σχέση και επομένως το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός αφενός δρουν ως κλασικοί εν δυνάμει φτωχογόνοι παράγοντες και αφετέρου προσδιορίζονται και αποτελούν με τη σειρά τους συνέπεια των καταστάσεων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στις οποίες έχουν περιέλθει τα άτομα ή τα νοικοκυριά (Χρυσάκης 1999). Εστιάζοντας στο σχεδιασμό της έρευνας πεδίου για τη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, αυτό που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η σημερινή εικόνα και σχέση εκπαιδευτικού επιπέδου-εργασίας σε συνάρτηση με τις συνθήκες στέγασης και τις καταναλωτικές συνήθειες, οι οποίες υποδηλώνουν το επίπεδο διαβίωσης. Παράλληλα, όλα αυτά θα πρέπει να συσχετιστούν με τις αλλαγές στη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού, αφού νέες ομάδες κατοίκων έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή. Με άλλα λόγια, έχει όντως βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης των απογόνων των προσφύγων ή οι νέοι κάτοικοι «ανεβάζουν» τον μέσο όρο; Επίσης, άξιο διερεύνησης είναι και το τι συμβαίνει ακριβώς με τους οικονομικούς μετανάστες, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα και συνεπώς δεν αναφέρονται στις επίσημες καταγραφές. Προφανώς, για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν για όλα αυτά τα ερευνητικά ζητήματα μπορεί να γίνει και σύγκριση με τα επίσημα στοιχεία απογραφών παλαιότερων δεκαετιών, ώστε να αναδειχθεί η όποια μετεξέλιξη. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, η έρευνα πεδίου κατευθύνεται τόσο στην πολεοδομική εξέλιξη του χώρου όσο και στη διερεύνηση των δημογραφικών αλλαγών και των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των κατοίκων. Χωρίζεται έτσι σε χωρικό και κοινωνικό επίπεδο. Σε χωρικό επίπεδο, πραγματοποιείται ακριβής καταγραφή, αποτύπωση και χαρτογραφική απεικόνιση των εναπομεινάντων προσφυγικών στη Νίκαια του 2010, ομαδοποίηση σύμφωνα με τον τύπο του οικοδομικού τετραγώνου και την τυπολογία της κάτοψης, διαδικασία που συμβάλει στη σαφέστερη κατανόηση των μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα και βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 61

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

Παράλληλα, σκιαγραφώντας την κοινωνική φυσιογνωμία της περιοχής, μέσα από ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους κοινωνιολογικής έρευνας, δίνεται μια σαφέστερη εικόνα για τα προς διερεύνηση ζητήματα. Όσον αφορά την ποσοτική ανάλυση, χρησιμοποιήθηκε σχεδιασμένο στατιστικό δείγμα 200 νοικοκυριών, με τη μέθοδο της αναλογικής στρωματοποιημένης τυχαίας δειγματοληψίας. Η χρήση της μεθόδου αυτής κρίθηκε κατάλληλη με βάση το γεγονός ότι εμπεριέχει την έννοια του «στρώματος», δηλαδή το διαχωρισμό του πληθυσμού σε επιμέρους ομάδες με βάση κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Λαμβάνεται λοιπόν ένα τυχαίο δείγμα από κάθε στρώμα, ανάλογο με το μέγεθος του στρώματος σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό του δείγματος. Στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης η ποσοτική αυτή μέθοδος λειτούργησε ως εξής: Αφού προηγήθηκε η «ανάγνωση» του συγκεκριμένου αστικού χωρικού πεδίου έρευνας ως προς τις συνθήκες στέγασης, διαμορφώθηκε ο διαχωρισμός της περιοχής σε θύλακες αναφορικά με τις συνθήκες στέγασης. Σύμφωνα με τον βασικό θεωρητικό άξονα της αμφίδρομης σχέσης κοινωνικού και γεωγραφικού χώρου, υποθέτουμε ότι οι διαφορές στην ποιότητα των συνθηκών στέγασης υποδηλώνουν και ανάλογες διαφορές στα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Μετά από καταγραφή του αριθμού του συνόλου των νοικοκυριών που διαμένουν σε κάθε θύλακα (προσεγγιστικά), σχεδιάστηκε14 το δείγμα ώστε το πλήθος των νοικοκυριών που θα ερωτηθούν από κάθε θύλακα να είναι ανάλογο με τη σχέση του πληθυσμού του θύλακα αναφορικά με το συνολικό πληθυσμό. Έτσι έχουμε: • Θύλακες I και III (ιστορικό κέντρο Νίκαιας): 6.220 νοικοκυριά περίπου • Θύλακας II: 3.500 νοικοκυριά περίπου • Θύλακας IV: 3.000 νοικοκυριά περίπου • Θύλακας V: 870 νοικοκυριά περίπου • Θύλακας VI και VII: 2.500 νοικοκυριά περίπου Έτσι, ο τύπος διαμορφώνεται ως εξής: Nν.ε = Νδ x Νν.θ/Νν.σ, όπου: Νν.ε: αριθμός νοικοκυριών που επιλέχτηκαν σε κάθε θύλακα Νδ: αριθμός ερωτηματολογίων Νν.σ: συνολικός αριθμός νοικοκυριών Νν.θ: αριθμός νοικοκυριών σε κάθε θύλακα

Εικόνα 2.1: παρουσίαση στατιστικής μεθόδου, Τούση 2007

Οι θεματικές ενότητες των ερωτηματολογίων, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: • Κατοικία • Περιοχή κατοικίας • Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά Οι τρεις αυτές κατηγορίες διακρίνονται σε μικρότερες υποκατηγορίες : • Κατοικία: ποιότητα οικιστικού αποθέματος, εμβαδό κατοικίας, πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα κατοικίας, βαθμός ικανοποίησης από την ίδια την κατοικία χωρίς να ληφθεί υπόψη η περιοχή • Περιοχή κατοικίας: υποδομές τεχνικές και κοινωνικές, λόγοι εγκατάστασης στην περιοχή, χρόνια διαμονής στην περιοχή, βαθμός ικανοποίησης από την περιοχή κατοικίας, πρόθεση για μετεγκατάσταση • Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά: επίπεδο εκπαίδευσης, τομέας απασχόλησης, υπηκοότητα, τύπος νοικοκυριού, καταναλωτικές συνήθειες Τα ποσοτικά δεδομένα εμπλουτίστηκαν με στοιχεία ποιοτικής έρευνας, που συλλέχθηκαν μέσα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις, ομάδες εστίασης και βιογραφικές ιστορίες αφήγησης. Ο συνδυασμός των πορισμάτων σε κοινωνικο και χωρικό επίπεδο συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση των διαδικασιών μετασχηματισμού, δίνοντας ερμηνείες για τα κρίσιμα ερευνητικά ζητήματα.

61


004:Layout 1

62

5/13/13

1:35 PM

Page 62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

Εικόνα 2.2: Κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στην περιοχή της Νίκαιας, Τούση 2007

3. Αποτελέσματα από την έρευνα πεδίου 3.1 Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά σε συσχετισμό με τις συνθήκες στέγασης στους θύλακες Όπως ήδη αναφέρθηκε, στόχος της παρούσας διερεύνησης είναι να αναδείξει το φάσμα των χωροκοινωνικών μετασχηματισμών στη συγκεκριμένη αστική περιοχή που χρησιμοποιείται εδώ ως μελέτη περίπτωσης. Σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν, ο πληθυσμός της περιοχής της Νίκαιας μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν ομοιογενής ως προς τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αφού αποτελούνταν μόνο από μικρασιάτες πρόσφυγες και τους απογόνους τους. Την περίοδο αυτή έχουμε την εγκατάσταση των πρώτων εσωτερικών μεταναστών από αγροτικές περιοχές, οπότε νέες ομάδες κατοίκων εισέρχονται στην περιοχή. Κοινό χαρακτηριστικό των ομάδων που διαμένουν στην περιοχή είναι το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο με ανάλογο αντίκτυπο στον τομέα απασχόλησης και το εισόδημα, στοιχεία που επηρεάζουν αναμφίβολα και τις συνθήκες στέγασης.

Η σημαντική τομή μέσα στην πορεία του χρόνου σημειώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπου σύμφωνα και με την ΕΣΥΕ παρατηρείται σαφής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, βασικός πυρήνας συγκρότησης του τρόπου διαβίωσης είναι η οικογένεια και, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις η διευρυμένη οικογένεια. Στις αρχές, όμως, της δεκαετίας του 1990, αρχίζει να διαφαίνεται μια αλλαγή στον τύπο νοικοκυριού, ως απόρροια της εξόδου και συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην εκπαίδευση, με την εμφάνιση μονογονεϊκών νοικοκυριών. Την τάση αυτή έρχεται να ενισχύσει και η εγκατάσταση των οικονομικών μεταναστών στην περιοχή, ιδιαίτερα στους θύλακες Ι και ΙΙΙ, όπου τα χαμηλά ενοίκια στα προσφυγικά αποτελούν πόλο έλξης. Επικαιροποιώντας τα δεδομένα της έρευνας, μιας και έχουν περάσει πέντε χρόνια από το 2007 που αναφέρεται η συγκεκριμένη ανάλυση, εντοπίζεται αύξηση του αριθμού των οικονομικών μεταναστών15 στην περιοχή του ιστορικού κέντρου. Ειδικότερα κατά την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, ο τρόπος κατοίκησης έχει μετα-


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 63

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

βληθεί, αφού όλο και περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες διαμένουν σε ομάδες 8-10 ατόμων στα προσφυγικά των 30τ.μ. για να μοιράζονται το ενοίκιο. Προφανώς οι δαπάνες για συντήρηση των κτισμάτων είναι ελάχιστες τόσο από πλευράς ενοικιαστών όσο και ιδιοκτητών, με αποτέλεσμα τα προσφυγικά να αφήνονται στην πλήρη κατάρρευση. Ο αριθμός των κτισμάτων αυτών είναι μεγάλος, αφού με βάση την έρευνα πεδίου έχει διατηρηθεί το 35%-40% περίπου και δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες οικιστικές νησίδες όπως σε άλλες προσφυγογενείς περιοχές. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος επιλογής της συγκεκριμένης μελέτης περίπτωσης. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στη σύνθεση του πληθυσμού και στον τύπο νοικοκυριού, σε γενικές γραμμές η οικογένεια εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός πυρήνας του μοντέλου διαβίωσης στην περιοχή. Με βάση τα δεδομένα της έρευνας, οι επικρατέστεροι τύποι νοικοκυριού είναι οι οικογένειες Ελλήνων (γονείς-παιδιά) και τα άτομα τρίτης ηλικίας (άνω των 65 ετών). Η ανάλυση που ακολουθεί ως προς τη σχέση επιπέδου εκπαίδευσης-τομέα απασχόλησης-συνθηκών στέγασης εστιάζει σε μια συγκριτική διερεύνηση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους νοικοκυριού. Με βάση τα δεδομένα της έρευνας, σημειώνεται μια σαφής βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης με άμεση απόρροια τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης απασχόλησης στα άτομα από 35 ετών και άνω, ενώ τα νοικοκυριά ατό-

μων τρίτης ηλικίας χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, με σημαντικά ποσοστά λειτουργικά και οργανικά αναλφάβητων (τουλάχιστον 1420% σε όλους τους θύλακες). Για να μπορέσουμε να δούμε την εξέλιξη του επιπέδου εκπαίδευσης των κατοίκων μέσα στην πορεία του χρόνου, παρατίθενται παρακάτω τα δεδομένα απογραφών της ΕΣΥΕ 1961-1991, σε αντιπαραβολή με τα δεδομένα της ποσοτικής δειγματοληψίας που πραγματοποιήθηκε στην παρούσα διερεύνηση. Προφανώς, έχει σημειωθεί σημαντική βελτίωση, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το επίπεδο εκπαίδευσης στις οικογένειες ελλήνων16 ποικίλει ανάλογα με το θύλακα στον οποίο διαμένουν τα νοικοκυριά. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι στους θύλακες Ι και ΙΙΙ παρατηρείται το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο στα άτομα τρίτης ηλικίας όσο και στις οικογένειες ελλήνων. Η περιοχή αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι το ιστορικό κέντρο, το οποίο χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες στέγασης λόγω των παλαιών προσφυγικών. Αντίθετα, στους θύλακες V, VI, VII, όπου οι συνθήκες στέγασης είναι σαφώς καλύτερες, διαπιστώθηκε υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, το οποίο, όπως θα δούμε στον πίνακα που ακολουθεί, έχει άμεση σχέση με τον τομέα απασχόλησης και με το εισόδημα. Λαμβάνοντας ως παράδειγμα την κοινωνικοοικονομική ομάδα «εργάτες, τεχνίτες, οικοδόμοι», μπορούμε να δια-

ΕΤΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΩΝ(ΤΕΙ)

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

ΕΧΟΝΤΕΣ ΤΕΧΝΙΚΗ Ή ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ

ΜΗ ΑΠΟΦΟΙ- ΑΝΑΛΦΑΤΗΣΑΝΤΕΣ ΒΗΤΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

1961

421- 0.5%

_

4.220 – 5%

_

30.647 – 36.8%

2.478 – 2.97%

33.755 – 40.5%

11.411 -13.7%

1971

656 ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ, 804 ΦΟΙΤΗΣΑΝ Ή ΦΟΙΤΟΥΝ –2%

_

6.016 – 8.3%

6.560 – 9.07%

31.456 – 43.5%

980 -1.35%

25.360 – 35.1%

9.628 -13.3%

1981

1.396 ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ, 749 967 ΦΟΙΤΗΤΕΣ-4.1% – 11.8%

9.021 – 14%

10.708 – 45.3%

34.356

_ – 18%

13.654 – 8%

5.915

1991

122 ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 2.472 ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΑΕΙ, 1.681 ΦΟΙΤΗ -ΤΕΣ -5.53%

9.686 – 12.5%

17.444 – 22.57%

31.656 - 40.9%

_

8.258 – 10.6%

4.516 – 6%

879 ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ, 571 ΦΟΙΤΗΤΕΣ

Πινακας 3.1.2: Αποτελέσματα έρευνας πεδίου , Τούση 2007

63


004:Layout 1

64

5/13/13

1:35 PM

Page 64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

πιστώσουμε τις διαφοροποιήσεις που σημειώνονται όσο προχωράμε σε θύλακες με καλύτερες συνθήκες στέγασης. Έτσι από 37% στους θύλακες Ι και ΙΙΙ, το ποσοστό πέφτει στο 5,2% στους θύλακες VI και VII. Για να δούμε τις μεταλλαγές στην κοινωνικοοικονομική σύνθεση του προς μελέτη πληθυσμού, παρατίθενται και τα δεδομένα των απογραφών της ΕΣΥΕ για τα έτη 1961-2001, όπου φαίνεται μια σαφής μεταβολή του τομέα απασχόλησης.

Με βάση τα στοιχεία της έρευνας πεδίου αναφορικά με την ποιότητα κατοίκησης, και σε συσχετισμό με όλα τα προηγούμενα, εντοπίζεται μια σαφής σχέση ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τον τομέα απασχόλησης και τις συνθήκες στέγασης,17 επιβεβαιώνοντας τις αρχικές υποθέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την πρωτογενή έρευνα, τα νοικοκυριά ατόμων τρίτης ηλικίας διαθέτουν τις δυσμενέστερες συνθήκες στέγασης και ειδικότερα στην περιοχή των προσφυγικών (θύλακες Ι και


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 65

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

Πίνακας 3.1.4: Αποτελέσματα έρευνας πεδίου, Τούση 2007 ΕΤΟΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝ. ΕΛΕΥΘΕΡ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

ΕΜΠΟΡΟΙΠΩΛΗΤΕΣ ΥΠ.ΤΡΑΠΕΖΩΝ /ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

ΓΕΩΡΓΟΙ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΑΛΙΕΙΣ, ΥΛΟΤΟΜΟΙ

ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ (ΟΡΥΧΕΙΑ, ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ, ΛΑΤΟΜΕΙΑ, ΑΛΥΚΕΣ Κ.ΛΠ.)

1961-29.423 ΑΤΟΜΑ

-

-

2.556 ΑΤΟΜΑ -8.6%

3.660 ΑΤΟΜΑ -12.4%

235 ΑΤΟΜΑ - 0.79%

22.328 ΑΤΟΜΑ - 75.8%

1971-27.596 ΑΤΟΜΑ

1.164 ΑΤΟΜΑ - 4.28 %

72 ΑΤΟΜΑ –0.26%

2.208 ΑΤΟΜΑ -8.12%

2.840 ΑΤΟΜΑ -10.4%

164 ΑΤΟΜΑ -0.6%

17.880 ΑΤΟΜΑ - 65.8%

1981-29.463 ΑΤΟΜΑ

2.391 ΑΤΟΜΑ - 8.1%

531 ΑΤΟΜΑ -1.8%

2.974 ΑΤΟΜΑ -10.09%

3.652 ΑΤΟΜΑ -12.3%

124 ΑΤΟΜΑ -0.42%

19.586 ΑΤΟΜΑ –66.4%

1991-30.331 ΑΤΟΜΑ

3.009 ΑΤΟΜΑ - 9.92%

421 ΑΤΟΜΑ -1.38%

3.775 ΑΤΟΜΑ -12.4%

4.747 ΑΤΟΜΑ -15.65%

121 ΑΤΟΜΑ -0.4%

14.969 ΑΤΟΜΑ - 49.3%

2001-35.279 ΑΤΟΜΑ

5.846 ΑΤΟΜΑ - 16.5%

505 ΑΤΟΜΑ -1.43%

5.300 ΑΤΟΜΑ -15%

5.283 ΑΤΟΜΑ -14.97%

119 ΑΤΟΜΑ - 0.34%

17.228 ΑΤΟΜΑ - 48%

Πίνακας 3.1.5: Δεδομένα ΕΣΥΕ, 1961-2001.

65


004:Layout 1

66

5/13/13

1:35 PM

Page 66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

ΙΙ-ιστορικό κέντρο). Η ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος είναι χαμηλή τόσο από άποψη συντήρησης, όσο και ως προς τη διάρθρωση και διάταξη των χώρων της κατοικίας, με αποτέλεσμα τον ανεπαρκή αερισμό και ηλιασμό των κατοικιών. Αντίθετα, οι θύλακες VI, V, VI, VII, που περιλαμβάνουν περιοχές που εντάχθηκαν στο σχέδιο μεταγενέστερα ή εξαρχής δόθηκαν οικόπεδα στους πρόσφυγες δικαιούχους, μοιάζουν σήμερα να παρέχουν καλύτερη ποιότητα κατοίκησης. Σκιαγραφώντας το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των σημερινών κατοίκων αυτής της προσφυγογενούς περιοχής, η οποία παραδοσιακά θεωρείτο μια εργατική συνοικία, δεν θα μπορούσε να λείπει από τη μελέτη μια στοιχειώδης διερεύνηση των καταναλωτικών συνηθειών των νοικοκυριών, ανάλογα με τον τύπο τους και το θύλακα που μένουν. Αναλύοντας τα δεδομένα, βλέπουμε ότι το μοντέλο της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας έχει αναμφίβολα επηρεάσει και τη συνοικία αυτή, ειδικά στην περίπτωση των νοικοκυριών όπου τα εισοδήματα κινούνται σε ένα μέσο επίπεδο. Στην περίπτωση βέβαια των νοικοκυριών ατόμων τρίτης ηλικίας, ειδικά στην περιοχή του ιστορικού κέντρου, οι καταναλωτικές συνήθειες μειώνονται στο ελάχιστο λόγω χαμηλών εισοδημάτων, με αποτέλεσμα διάφορα είδη να μην υπάρχουν καν στα νοικοκυριά αυτά. Σύμφωνα λοιπόν με όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορεί να έχει σημειωθεί μια αισθητή βελτίωση των όρων διαβίωσης στην περιοχή, με ανάλογο αντίκτυπο στο κοινωνικοοικονομικό προφίλ, αλλά κάποιες ομάδες κατοίκων φαίνεται να μην μπορούν να παρακολουθήσουν αυτή τη γενικότερη πρόοδο. Ειδικότερα η είσοδος και εγκατάσταση νέων κατοίκων στις περιοχές που εντάχθηκαν στο σχέδιο μεταγενέστερα καθώς και στα κομμάτια της Νίκαιας που αναδομήθηκαν μέσω αντιπαροχής «ανεβάζει» τον μέσο όρο, αφού οι νέοι αυτοί κάτοικοι διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, απασχολούνται σε πιο προσοδοφόρες θέσεις εργασίας και διαμένουν σε καλύτερης ποιότητας κατοικίες. Μάλιστα, κατά την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, εμφανίζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην κρίση απ’ ό,τι οι κάτοικοι του ιστορικού κέντρου, μεταξύ των οποίων και ένας σημαντικός αριθμός οικονομικών μεταναστών. Ειδικότερα οι οικονομικοί μετανάστες έχουν αυξηθεί σε αριθμό από το 2007 (είναι πολύ πάνω από 13%) που πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη δειγματοληψία. Επικαιροποιώντας την έρευνα, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία βρίσκει αρκετούς οικονομι-

κούς μετανάστες που διαμένουν στα προσφυγικά σε μια εξαιρετικά ευάλωτη θέση με ασταθή εισοδήματα και κυρίως χωρίς νόμιμη άδεια παραμονής. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι το γεγονός ότι οι κατοικίες των μεταναστών δεν διαφέρουν σε ποιότητα συντήρησης από τα εγκαταλελειμμένα προσφυγικά όπως φαίνεται στις ακόλουθες φωτογραφίες.

Εικόνες 3.1.1 και 3.1.2: σημερινή κατάσταση προσφυγικών Νικαίας, έρευνα πεδίου, Τούση 2009.

3.2 Αποτελέσματα για την περιοχή μελέτης συνολικά: Μεταλλαγές πάνω στο ζήτημα της χωροκοινωνικής ταυτότητας μέσα από τα δίκτυα και τις σχέσεις σε επίπεδο γειτονιάς Σύμφωνα με όλα όσα προηγήθηκαν, η φυσιογνωμία της περιοχής της Νίκαιας συντίθεται μέσα από σημαντικές αντιθέσεις τόσο όσον αφορά το δομημένο περιβάλλον όσο και τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των κατοίκων στους διάφορους θύλακες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των κατοίκων για το δήμο στον οποίο ζουν. Όπως προέκυψε από τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία στο ιστορικό κέντρο θεωρεί τη συνοικία αυτή υποβαθμισμένη (53.3%) αλλά παρόλα αυτά δεν θα την εγκατέλειπε ακόμη και αν είχε την οικονο-


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 67

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

μική δυνατότητα. Εδώ διαφαίνονται οι ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί με τη γειτονιά και η συμβολική διάσταση του χώρου, μέσα από τα κοινά βιώματα και το ιστορικό παρελθόν. Πρόκειται άλλωστε για άτομα που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή εκεί, χωρίς ενδιάμεσες μετεγκαταστάσεις. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι το γεγονός ότι, παράλληλα με την αντίληψη περί «υποβαθμισμένης» περιοχής κατοικίας, εκφράζεται και μια αντίστοιχη άποψη σχετικά με την κοινωνική τους ταυτότητα. Με άλλα λόγια τα άτομα αυτά δήλωσαν ότι εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους ως υποκείμενα κοινωνικού αποκλεισμού, εξαιτίας κυρίως των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ως ασπίδα ενάντια στον αποκλεισμό δήλωσαν ότι λειτουργούν ακόμη τα δίκτυα στήριξης στη γειτονιά, ειδικά στην περίπτωση του ιστορικού κέντρου. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε όλους τους θύλακες οι κάτοικοι διακρίνονται από μονιμότητα στην εγκατάσταση, και ως βασικό λόγο γι’ αυτό δήλωσαν την ύπαρξη γονέων και συγγενών στην περιοχή. Σημαντικό είναι και το στοιχείο ότι οι κρίσεις για το αν η περιοχή θεωρείται υποβαθμισμένη είναι καθαρά υποκειμενικές και βασισμένες στη βιωματική εμπειρία από τον συγκεκριμένο θύλακα διαβίωσης, αγνοώντας σημαντικά προβλήματα που παρατηρούνται στον ίδιο δήμο. Δηλαδή, όσο κινούμαστε στους θύλακες IV, V, VI, VII, το ποσοστό των κατοίκων που θεωρεί τη συνοικία υποβαθμισμένη18 πέφτει αισθητά φθάνοντας στο 37,8% από 53,3% στο ιστορικό κέντρο. Σύμφωνα με την άποψη των κατοίκων, στους υπόλοιπους θύλακες η ζωή στη γειτονιά έχει χάσει τη συμβολική αξία που είχε σε παλαιότερες δεκαετίες. Έτσι, η χαλάρωση του κοινωνικού δεσμού που ανιχνεύεται μέσα από μια πληθώρα διαφορετικών σφαιρών της συλλογικής ζωής βρίσκει εδώ την έκφρασή της μέσα από τη διαφορετική νοηματοδότηση του δημόσιου χώρου σε μικρογεωγραφικό επίπεδο. Οι δεσμοί γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα εσωστρεφές μοντέλο διαβίωσης βασισμένο στην ανάπτυξη ατομοκεντρικών κοινωνιών, όπου η έννοια κάθε μορφής συλλογικότητας περνάει σε δευτερεύον επίπεδο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στις οικιστικές νησίδες των παλαιών προσφυγικών εντοπίζονται, σε μεγάλο βαθμό ακόμη, σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας σε επίπεδο γειτονιάς, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική σύνθεσή της έχει αλλοιωθεί εξαιτίας της εγκατάστασης των οικονομικών μεταναστών. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, οι οικονομικοί μετανάστες δεν συμμετέχουν στα υφιστάμενα

δίκτυα κοινωνικών σχέσεων σε επίπεδο γειτονιάς και μάλιστα περιορίζονται στον οικιακό τους χωρο ή επιλέγουν συναθροίσεις σε δημόσιους χώρους μακριά από την εμβέλεια της οικιακής τους σφαίρας. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η διατήρηση των σχέσεων αυτών στη γειτονιά από πλευράς κατοίκων ελληνικής καταγωγής, πέρα από τη συλλογική μνήμη, σχετίζεται και με το γεγονός ότι το επίπεδο διαβίωσης κινείται στο πλαίσιαο οριακής λιτότητας στις οικιστικές αυτές νησίδες. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές, μέσα στην πορεία του χρόνου και την αναπτυξιακή διαδικασία μετασχηματισμού του αστικού ιστού, οδήγησαν σε βελτίωση των όρων διαβίωσης, αλλά παρόλα αυτά ένα κομμάτι του πληθυσμού φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στον φαύλο κύκλο της υποβάθμισης, μέσα από τη διαγενεακή μεταβίβαση των αντίστοιχων χαρακτηριστικών. Εδώ υπεισέρχεται και ο ρόλος της πολιτικής που ακολουθήθηκε διαχρονικά και που τελικά υπαγόρευσε τη σημερινή κατάσταση. Έτσι, αντί επιλόγου, παρατίθεται ένας σύντομος προβληματισμός πάνω στη χάραξη πολιτικής σχετικά με το ζήτημα των προσφυγικών περιοχών.

4. Αντί επιλόγου... Το παρόν άρθρο είχε ως κύριο στόχο να αναδείξει το φάσμα των χωροκοινωνικών μετασχηματισμών σε μια περιοχή μελέτης που καθορίστηκε από την προσφυγική εγκατάσταση, όπως και πολλές άλλες –αστικές και αγροτικές– σε ολόκληρη τη χώρα. Μέσα από σκληρή προσπάθεια αλλά και επιδράσεις εξωγενών παραγόντων, οι αρχικές ανισότητες εξομαλύνθηκαν, δίνοντας όμως τη θέση τους σε νέους τύπους και χώρους αποκλεισμού. Μπορεί σήμερα τα προσφυγικά να είναι μεμονωμένες οικιστικές νησίδες σε ολόκληρη την Αττική, αν όμως κανείς τις μελετήσει αθροιστικά, κατανοεί ότι πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο όγκο κτιριακού αποθέματος, στο οποίο ζουν ομάδες του πληθυσμού στο πλαίσιο οριακής λιτότητας, ειδικά κατά την τρέχουσα οικονομική συγκυρία. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, ο άλλοτε εργατικός χαρακτήρας της Νίκαιας, έχει αντικατασταθεί από έναν (μικρο-)αστικό τρόπο ζωής όπου, ανάλογα με το θύλακα και το εισόδημα, εμφανίζεται ξεκάθαρα το μοντέλο της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας. Ποιος είναι όμως ο ρόλος της πολιτικής διαχρονικά και ποιο θα είναι

67


004:Layout 1

68

5/13/13

1:35 PM

Page 68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 55-69

το μέλλον όλου αυτού του υπό κατάρρευση κτιριακού αποθέματος; Απαντώντας στο πιο πάνω ερώτημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, πέρα από σημειακές μεμονωμένες αναπλάσεις, δεν έχουν υλοποιηθεί ολοκληρωμένες λύσεις για το θέμα των προσφυγικών. Ειδικά στην περιοχή του ιστορικού κέντρου έχει διατηρηθεί το 35-40% του αρχικού αποθέματος, με βάση την έρευνα πεδίου. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κτιρίων και νοικοκυριών, τα οποία σε σύντομο χρονικό ορίζοντα θα έρθουν αντιμέτωπα με το αδιέξοδο που θα δημιουργήσει η αδυναμία συντήρησης των κτισμάτων αυτών. Άλλωστε οι σημειακές και μεμονωμένες αναπλάσεις δεν δίνουν λύση, αντίθετα οξύνουν τις ήδη υφιστάμενες αντιθέσεις (Νικολαϊδου 1990). Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν προσεγγιστεί το ζήτημα σε ένα ευρύτερο επίπεδο πέραν του κτιριολογικού, τέτοιου τύπου περιοχές θα συνεχίσουν να υποβαθμίζονται ολοένα και περισσότερο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το παρόν άρθρο προσπαθεί να υπενθυμίσει το ζήτημα αυτό, πριν αφεθούν τα οικιστικά αυτά συγκροτήματα στην πλήρη κατάρρευση και αποσύνθεση, σε αντιδιαστολή με τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ευαγγελίζονται μια «εδαφική και κοινωνική συνοχή». Προφανώς δεν πρόκειται μόνο για τη Νίκαια, που λειτουργεί εδώ πιλοτικά ως μελέτη περίπτωσης, αλλά και για άλλες περιοχές όπως: Δραπετσώνα, Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Αιγάλεω, Περιστέρι, Τζιτζιφιές-Καλλιθέα κ.ά. Σε όλες αυτές τις περιοχές, υπάρχουν θύλακες με αντίστοιχα προβλήματα όπως η Νίκαια. Έτσι, η χάραξη πολιτικής πάνω στα ζητήματα του χώρου οφείλει να δείξει ιδιαίτερη μέριμνα για το θέμα αυτό, εστιάζοντας όχι μόνο στο κτιριοδομικό κομμάτι αλλά και στη διερεύνηση των κοινωνικών παραμέτρων, οδηγώντας σε μια προσέγγιση συνολική, χωροκοινωνική, προς εξάλειψη των υφισταμένων ανισοτήτων.

Σημειώσεις 2. Για να αποκτήσουμε μια πιο σαφή εικόνα των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων, αρκεί να ανατρέξουμε σε ιστορικές πηγές και μαρτυρίες της εποχής, καθώς και σε άρθρα ελληνικών και ξένων εφημερίδων (όπως Βραδινή, Certain Samaritans κ.ά.). 3. Πηγή: Γ.Μ. Σαρηγιάννης, Αθήνα 1830-2000: Εξέλιξη, Πολεοδομία, Μεταφορές, Αθήνα: Συμμετρία, 2000. 4. Μέσα από την πρωτογενή έρευνα (Τούση 2007-2009) έχει εντοπιστεί και ένας άλλος τύπος εσωτερικών μεταναστών: πρόκειται για πρόσφυγες και απογόνους πρώτης γενιάς που μετά τον εμφύλιο

αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις αγροτικές περιοχές που ζούσαν, εξαιτίας περιθωριοποίησης και αποκλεισμού λόγω πολιτικών επιλογών και πεποιθήσεων. Ο τύπος αυτός εσωτερικών μεταναστών παρατηρήθηκε ότι συνειδητά επέλεξε τη μετεγκατάσταση σε προσφυγικές αστικές περιοχές, λόγω κοινής πολιτισμικής καταγωγής αλλά και πολιτικών προσανατολισμών. 5. Όπως προκύπτει και από τις απογραφές της ΕΣΥΕ. 6. Το σύστημα της αντιπαροχής δεν αναπτύχθηκε σε όλες τις προσφυγικές περιοχές με τον ίδιο τρόπο, εξαιτίας του αρχιτεκτονικού τύπου των κτισμάτων, του πλήθους των δικαιούχων και των χαμηλών συντελεστών δόμησης που ίσχυαν κατά περιόδους στις διάφορες προσφυγικές περιοχές. Για παράδειγμα, μια τέτοια περιοχή ήταν και το ιστορικο κέντρο της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου ο σ.δ. 1,4 έδωσε μεν μια ώθηση στην αντιπαροχή αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο σε άλλες περιοχές (π.χ. Καλλίπολη στον Πειραιά). 7. Η μοναδική περίπτωση (για τους προσφυγικούς οικισμούς του λεκανοπεδίου) διατήρησης της ιστορικής μνήμης και ομαλής ενσωμάτωσης αρχιτεκτονικών στοιχείων στις νέες κατασκευές εντοπίζεται στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου με το Π.Δ. 467Δ/2001, το ιστορικό της κέντρο κρίθηκε ως παραδοσιακός οικισμός και ορισμένα κτίρια διατηρητέα. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις είτε αφέθηκαν τα προσφυγικά στην πλήρη κατάρρευση είτε δημιουργήθηκαν νέα κτίρια μέσα από τη διαδικασία της αντιπαροχής. 8. Για παράδειγμα: Doreen Massey, «Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας», Λίλα Λεοντίδου, «Πόλεις της σιωπής», Ε. Παναγιωτάτου «Θέματα Ανάπτυξης του Χώρου», Ρενέ Χίρσον, «Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής», και πολλοί άλλοι. 9. Η υπόθεση αυτή προέκυψε μέσα από συνεντεύξεις αιχμής με τους κατοίκους της περιοχής. 10. Δηλαδή ακολουθούνται κατά περίπτωση και άλλου τύπου στρατηγικές προς άρση του κοινωνικού αποκλεισμού και όχι η προσπάθεια για βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης. 11. Οι «άλλοι», δηλαδή οι πρόσφυγες, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη δυσπιστία από τον γηγενή πληθυσμό, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο απόηχος να φτάνει ως τις μέρες μας, όπως προέκυψε από την πρωτογενή έρευνα. Η περιθωριοποηση αυτή ενίσχυσε καθοριστικά την κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό των προσφυγικών συνοικισμών διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη ταυτότητα, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η αλληλεγγύη, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια σε επίπεδο γειτονιάς. Η παρούσα διερεύνηση, εκτός των άλλων, ανιχνεύει το κατά πόσο υπάρχει σήμερα αυτή η ενισχυμένη βαρύτητα και συμβολική στο μικρογεωγραφικό επίπεδο που ορίζεται κατά περίπτωση ως «γειτονιά». 12. Mazel (1996: 49): «ούτε όλες οι καταστάσεις φτώχειας παραπέμπουν σε καταστάσεις αποκλεισμού, ούτε όλες οι καταστάσεις αποκλεισμού παραπέμπουν σε καταστάσεις φτώχειας». 13. ΕΚΚΕ (1996), Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα, τόμοι Α’ και Β’, Αθήνα. 14. Με τη βοήθεια της Μ. Δεμέναγα, απόφοιτης του τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. 15. Πάνω από 17.000 νοικοκυριά οικονομικών μεταναστών με βάση τα στοιχεία του Δήμου Νικαίας. 16. Ερωτήθηκε ο υπεύθυνος του νοικοκυριού σε κάθε περίπτωση και συλλέχθηκαν ποιοτικά δεδομένα για το επίπεδο εκπαίδευσης των υπολοίπων μελών του νοικοκυριού και τον τομέα απασχόλησης τους. 17. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η βελτίωση συνθηκών στέγασης και εισοδήματος δεν οφείλεται πάντα σε ταυτόχρονη βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης, όπως στην περίπτωση της Νίκαιας. Σε μεγάλο βαθμό παίζουν ρόλο οι στρατηγικές επιβίωσης του εκά-


004:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 69

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

στοτε πληθυσμού συλλογικά αλλά και του κάθε νοικοκυριού, με αποτέλεσμα σε άλλες προσφυγικές περιοχές, όπως π.χ. η Νέα Ερυθραία, να έχουμε σημαντική άνοδο βιοτικού επιπέδου μέσα από την απασχόληση στο εμπόριο και όχι από άνοδο του επιπέδου εκπαίδευσης (πορίσματα πρωτογενούς έρευνας στο πλαίσιο εκπόνησης Τούση Ε., Διδακτορικής Διατριβής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Ε. Παναγιωτάτου). 18. Παράλληλα θεωρούν ότι δεν έχουν ανάγκη τα δίκτυα στήριξης στη γειτονιά, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του δικού τους νοικοκυριού και την επίλυση των διαφόρων ζητημάτων της καθημερινότητας μέσα από τη βελτίωση του ατομικού τους εισοδήματος.

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Gans, H. (1961), «Planning and Social life: Friendship and neighbor relations in suburban communities», Journal of the American Institute of Planners, 27(2). Kuller, R. (1973), Architectural psychology», Proceedings of the Lund conference, Lund, Studentlitteratur. Proshansky, H.M. (1970), Environmental psychology: man and his physical setting, Νέα Υόρκη: Holt, Reinhart and Winston Taylor, B.R. (1988), Human territorial functioning: an empirical, evolutionary perspective on individual and small group territorial cognitions, behaviours and consequences, Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Thill, P. (1997), People, paths and purposes: notations for a participatory envirotecture, Σιάτλ: University of Washington Press.

Ελληνόγλωσση Βρυχέα, Α.(1997), Κατοίκηση προσφύγων: χώροι διαφοράς και συλλογικής μνήμης (επιστημονικό συμπόσιο). Βρυχέα, Α. (2003), Κατοίκηση και Κατοικία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Copans, J. (2004), Η επιτόπια εθνολογική έρευνα, Αθήνα: Gutenberg. Cuche, D. (2001), Η έννοια της κουλτούρας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Gutenberg. Γκέφου-Μαδιανού, Δ. (2006), Εαυτός και άλλος: εννιολογήσεις, ταυτότητες και πρακτικές στην Ελλάδα και την Κύπρο, Αθήνα: Gutenberg. Γκιζελή, Β. (1984), Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί και Προέλευση της Κοινωνικής Κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930, Αθήνα: Επικαιρότητα. Δήμος Νικαίας (2004), Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Χρονικό Μνήμης. ΕΚΚΕ (1995), Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα, Τόμοι Α’ και Β’, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Θανοπούλου, Μ. και Πετρονώτη, Μ. (1987), «Βιογραφική προσέγγιση: Μια άλλη πρόταση για την κοινωνιολογική θεώρηση της ανθρώπινης εμπειρίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 64. Ιωσιφίδης, Θ. (2003), Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Κριτική. Κατσούλης, Η. (2004), Η έννοια της καθημερινότητας στην κοινωνική θεωρία, Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Κουβέλη, Α. (1995), Κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες στον τομέα της στέγασης. Μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Τυπολογία νοικοκυριών, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Κουβέλη, Α. (1997), Στεγαστικές συνθήκες στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Τυπολογία κατοικίας, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Κυριαζή, Ν. (1999), Η κοινωνιολογική έρευνα: κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κωνσταντοπούλου, Χ. (2000), Εμείς και οι άλλοι: αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Αθήνα: ΕΚΚΕ/Gutenberg. Λεοντίδου, Λ. (2001), Πόλεις της σιωπής, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (1998), Διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στον Πειραιά: Μετακινήσεις, οικογένεια, εργασία, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Μιχελή, Λ. (1992), Προσφύγων βίος και πολιτισμός: από τις πόλεις της ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου, Αθήνα: Γαλάτεια TV. Ναυρίδης, Κ. και Χρηστάκης, Ν. (1997), Ταυτότητες, Ψυχοκοινωνική συγκρότηση, Αθήνα: Καστανιώτης. Νικολαϊδου, Σ. (1991), Η ανάπλαση ως μέσο άσκησης στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα: κοινωνιολογική διερεύνηση των αποτελεσμάτων ορισμένων περιπτώσεων ανάπλασης, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Οικονόμου, Δ., (1987), «Η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα: Βασικές ερμηνευτικές υποθέσεις, πιστοδότηση της στέγης και πολιτική ενοικίων», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 64. Παναγιωτάτου, Ε. (1983), Θέματα Ανάπτυξης του χώρου, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Παπαδοπούλου, Δ. (1999), Κοινωνικός Αποκλεισμός: για τους ανθρώπους που παραμερίζουμε, Αθήνα: Αρμός. Rossi, A. (1991), Η Αρχιτεκτονική της πόλης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Σχολή Μωραϊτη, Επιστημονικό Συμπόσιο (1997), Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα: οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Τζανακάρης, Β. (2009), Στο όνομα της Προσφυγιάς, Αθήνα: Μεταίχμιο. Τούση, Ε. (2007), Πολεοδομικός Σχεδιασμός και αναβάθμιση της Ποιότητας ζωής. Η περίπτωση της Νίκαιας, Διπλωματική Εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Τούση, Ε. (2009), Διαδικασίες Χωρο-κοινωνικού Μετασχηματισμού και Ταυτοτική συγκρότηση. Η περίπτωση των προσφυγικών στη Νίκαια Αττικής, Διπλωματική εργασία Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Κατεύθυνση Πολεοδομίας-Χωροταξίας. Τσολάκογλου, Γ. (1999), εισήγηση για τον συλλογικό τόμο Κοινωνικός Αποκλεισμός: για τους ανθρώπους που παραμερίζουμε..., Αθήνα: Αρμός. Φιλιππίδης, Δ. (2001), Μοντέρνα Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Μέλισσα. Χίρσον, Ρενέ (2004), Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, Αθήνα: ΜΙΕΤ. Χρυσάκης, Μ. (1999), εισήγηση για τον συλλογικό τόμο Κοινωνικός Αποκλεισμός: για τους ανθρώπους που παραμερίζουμε..., Αθήνα: Αρμός.

69


005:Layout 1

70

5/13/13

1:35 PM

Page 70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑ-ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Αλεξάνδρα Ζαμάνη,1 Γεώργιος Καραβοκύρος,2 Βύρων Κοτζαμάνης,3 Κωνσταντίνος Λαλένης4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο οικισμός του Ολυμπιακού Χωριού είναι ένα οικιστικό έργο μεγάλης κλίμακας το οποίο κατασκευάστηκε στο πλαίσιο της προετοιμασίας της χώρας για την υποδοχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο οικισμός αποτελεί τμήμα της κρατικής στεγαστικής πολιτικής καθώς οι 2.292 οικιστικές του μονάδες διατέθηκαν σε δικαιούχους του Οργανισμού Κοινωνικής Κατοικίας (ΟΕΚ). Σήμερα, τον πληθυσμό του Ολυμπιακού Χωριού συνθέτουν 10.000 περίπου κάτοικοί διαφορετικών δημογραφικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στην αξιολόγηση της μετα-ολυμπιακής χρήσης του οικισμού μέσω της διεξαγωγής επιτόπιας έρευνας. Για τις ανάγκες της μελέτης συντάχθηκε ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκε από δείγμα των κατοίκων του οικισμού με στόχο τη συλλογή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων σχετικά με το πλαίσιο ζωής στον νέο τόπο κατοικίας, τον προσδιορισμό της οικιστικής ικανοποίησης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Η αξιολόγηση της μετα-ολυμπιακής χρήσης του οικισμού στηρίχθηκε στη στατιστική επεξεργασία των στοιχείων που συλλέχτηκαν και στις συσχετίσεις μεταξύ της οικιστικής ικανοποίησης και των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των κατοίκων που συμμετείχαν στην έρευνα. Η οικιστική ικανοποίηση για την παρούσα μελέτη αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την πορεία του οικισμού, ικανό να τον εξελίξει από μία «τεχνητή» σε μία ευημερούσα σύγχρονη πόλη μέσω της αποτροπής παραγωγής φαινομένων χωρικής και κοινωνικής υποβάθμισης.

Post–Occupancy Evaluation of Olympic Village settlement in Athens-Greece Alexandra Zamani, George Karavokiros, Byron Kotzamanis, Konstantinos Lalenis ABSTRACT Olympic Village is a new large scale urban settlement, which was constructed in order to be used during the 2004 Olympic Games in Athens. Nowadays, it is a part of the public housing policy, since its population of approximately 10.000 inhabitants consists of beneficiaries of the Workers Housing Organization, with various demographic, socioeconomic and cultural characteristics. This study examines the post occupancy evaluation of the settlement by its present residents via a survey. A questionnaire was designed and distributed to a sample of the Olympic Village population, in order to obtain quantitative and qualitative data. The post-occupancy evaluation of the settlement was based on statistical analysis of the collected data and focused on the correlations between residential satisfaction and demographic and socioeconomic parameters of the inhabitants. Residential satisfaction was examined as an essential factor capable of transforming an artificial settlement such as Olympic Village into a viable, modern dwelling city, which avoids social and spatial exclusion.

1 Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, email: adazamani@gmail.com. 2 Ερευνητής, Τομέας Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος Σχολής Πολιτικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, email: george@itia.ntua.gr. 3 Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας , email: bkotz@prd.uth.gr. 4 Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, email: klalenis@prd.uth.gr.


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 71

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

1. Πολιτικές στέγασης και κοινωνικής κατοικίας στη Νότια Ευρώπη Το δικαίωμα στη στέγαση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, αναγνωρισμένο σε διεθνές επίπεδο και θεσμοθετημένο μέσω των συνταγμάτων μεγάλου αριθμού κρατών μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.5 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει ξεχωριστή πολιτική στον τομέα της κατοικίας διότι η παροχή στεγαστικής συνδρομής σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους συμπεριλήφθηκε στη νομική βάση των πολιτικών της μόλις το έτος 2009 με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Σήμερα, εκτιμάται ότι περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη δεν έχουν πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση (CEHODHAS 2012). Σε κάθε χώρα, η στεγαστική πολιτική, ιδιαίτερα ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας, αποτελεί υπηρεσία του κράτους πρόνοιας και βρίσκεται σε συνάρτηση με το είδος του προνοιακού της καθεστώτος. Κοινά χαρακτηριστικά στη δομή και λειτουργία των προνοιακών συστημάτων τους παρουσιάζουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης –Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία– οι οποίες συνθέτουν ένα διακριτό μεσογειακό μοντέλο (Mingione 1996, Ferrera 1996). Η συγκριτική έρευνα των Allen, Barlow, Leal, Maloutas και Padovani (2004) αναδεικνύει τις συστημικές ομοιότητες των προνοιακών και στεγαστικών συστημάτων των μεσογειακών χωρών που τις διαφοροποιούν τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Τα κοινά χαρακτηριστικά των προνοιακών τους συστημάτων είναι η δημόσια διοίκηση, στην οποία κυριαρχούν οι ρυθμίσεις ενός πελατειακού κράτους, ο άτυπος τομέας, ο οποίος οδηγεί σε μια δυαδική αγορά εργασίας στην οποία προστατεύονται κυρίως όσοι βρίσκονται «εντός» σε αντίθεση με όσους βρίσκονται «εκτός», και στον ισχυρό ρόλο της οικογένειας στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Αντίστοιχα, τα κοινά χαρακτηριστικά των στεγαστικών τους συστημάτων είναι ο έμμεσος ρόλος του κράτους το οποίο περιορίζει τη στεγαστική του πολιτική στη διευκόλυνση της πρόσβασης των νοικοκυριών στην ιδιοκατοίκηση που ξεπερνά σε όλες τις χώρες το 60% επί του συνόλου των κατοικιών, η περιορισμένη ανάπτυξη της κοινωνικής κατοικίας και το ελαστικό σύστημα χωρικού σχεδιασμού το οποίο στηρίζει την αυτοστέγαση.

Πίνακας 1: Ανάπτυξη Τομέα Κοινωνικού Ενοικίου στις Νότιο Ευρωπαϊκές Χώρες, 2007 % % των κατοικιών των ενοικιαζόμενων κατοικιών κατοικιών Ελλάδα Ισπανία Ιταλία Πορτογαλία

0 1 5 3

0 9 26 14

% της ανέγερσης

0 10,3 3

Πηγή: Czischke & Pittini, 2007

Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, στη Νότια Ευρώπη, σε αντίθεση με τη Βόρεια, υπάρχει περιορισμένη ανάπτυξη του τομέα του κοινωνικού ενοικίου καθώς προωθείται η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την ανάπτυξη του τομέα του κοινωνικού ενοικίου στις χώρες της Νότιας Ευρώπης παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα, στην Ελλάδα ο τομέας του κοινωνικού ενοικίου δεν έχει αναπτυχθεί.6 Στην Ισπανία αποτελεί τον μικρότερο όλης της Ευρώπης, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1% επί των συνολικών κατοικιών ενώ τα ποσοστά ιδιοκτησίας φθάνουν στο 85% . Η κοινωνική στέγη χρηματοδοτείται κυρίως από το Εθνικό Σχέδιο Στέγασης, δευτερεύοντως από τα Περιφερειακά καθώς και από ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεσμεύονται για τη χορήγηση δανείων με ευνοϊκούς όρους. Στην Ιταλία ο τομέας του κοινωνικού ενοικίου, στον οποίο στηρίζεται η κύρια πολιτική της κοινωνικής κατοικίας της χώρας, συγκεντρώνει μόλις το 5% επί των συνολικών κατοικιών. Η μικρή ανάπτυξή του οφείλεται στη σταθερή πώληση των παραγόμενων προς ενοικίαση οικιστικών μονάδων. Έτσι, παρά την κατασκευή, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, περισσότερων του ενός εκατομμυρίου κατοικιών, το ποσοστό δεν αυξήθηκε εξαιτίας της πώλησης μεγάλου τμήματος αυτών στους ενοικιαστές τους σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Για τον ίδιο λόγο, δεν αναπτύχθηκε ο τομέας του κοινωνικού ενοικίου (3% επί του συνολικού αποθέματος κατοικιών) στην Πορτογαλία, όπου η κοινωνική στέγαση αποτελεί μια αποκεντρωμένη υπηρεσία παροχής στέγης μέσω της πώλησης ή της ενοικίασης οικιστικών μονάδων (CEHODHAS 2012). Η περιορισμένη ανάπτυξη του τομέα του κοινωνικού ενοικίου στις χώρες της Νότιας Ευρώπης οφείλεται κυρίως στην προώθηση της ιδιοκατοίκησης από το κράτος

71


005:Layout 1

72

5/13/13

1:35 PM

Page 72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

και στη μαζική πώληση των παραγόμενων κατοικιών κοινωνικού ενοικίου εξαιτίας της αδυναμίας των υπευθύνων φορέων να τις διαχειριστούν (Allen, Barlow, Leal, Maloutas και Padovani 2004). Εστιάζοντας στην Ελλάδα, αξιοσημείωτο είναι ότι το μοναδικό όργανο άσκησης κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), καταργήθηκε7 εξαιτίας των επιβεβλημένων μέτρων για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που προκύπτουν από τις δανειακές συμφωνίες της χώρας. Η κατάργηση του οργανισμού στο πλαίσιο της γενικότερης συρρίκνωσης των προνοιακών δομών αφαιρεί από το κράτος τη δυνατότητα παροχής στέγης στους δικαιούχους εργαζόμενους και στις ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες, δημιουργώντας εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα και συμβάλλοντας στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας ιδρύθηκε8 το 195 με στόχο τη χορήγηση στέγης σε εργάτες και υπαλλήλους. Αποτελούσε έναν αυτόνομο και αυτοχρηματοδοτούμενο οργανισμό εποπτευόμενο από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Η χρηματοδότησή του στηρίζονταν στις εισφορές των ίδιων των εργαζομένων (1% επί των αποδοχών τους) και των εργοδοτών τους (0.75% επί των αποδοχών των εργαζομένων που απασχολούν). Η στεγαστική συνδρομή του περιλάμβανε την παροχή έτοιμης κατοικίας σε ανεγειρόμενους οικισμούς, τη δανειοδότηση για αγορά, ανέγερση ή επισκευή κατοικίας, την επιδότηση ενοικίου καθώς και τη χρηματοδότηση προγραμμάτων για «ειδικές» κατηγορίες δικαιούχων που χρήζουν ανάγκης. Η τυπολογία των οικισμών που παρήχθησαν από τον οργανισμό χαρακτηρίζεται από το μέγεθος και τον τρόπο χωροθέτησή τους. Συγκεκριμένα, οι οικισμοί οργανωμένης δόμησης του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας χωροθετούνται στις παρυφές των πόλεων-αστικών κέντρων και είναι στην πλειονότητά τους (88,5%) μικρού μεγέθους καθώς απαρτίζονται από μερικές δεκάδες (από 12 έως 150) κατοικιών. Οι οικισμοί μεσαίου μεγέθους αποτελούν μικρό ποσοστό (11,05%) επί του συνόλου των οικιστικών συγκροτημάτων και απαρτίζονται από 151 έως 370 κατοικίες (Επιτόπια Έρευνα στη Δ/νση Κατασκευών ΟΕΚ 2011). Ο οικισμός του Ολυμπιακού Χωριού, για τον οποίο ακολουθεί διεξοδική ανάλυση, αποτελεί εξαίρεση στην παραπάνω τυπολογία και λόγω της μεγάλη του κλίμακας χαρακτηρίζεται ως το κυριότερο πολεοδομικό-οικιστικό έργο της χώρας.

2. Χωροθέτηση και Πολεοδομική Οργάνωση του Οικισμού του Ολυμπιακού Χωριού

Χάρτης 1: Πολεοδομική Οργάνωση Οικισμού Πηγή: Ολυμπιακό Χωριό Α.Ε

Ο τρόπος παραγωγής κατοικίας μέσω της οργανωμένης δόμησης έχει τις ρίζες του στις αρχές του «μοντέρνου κινήματος». Τα πλεονεκτήματα αυτού του συστήματος, όπως η τυποποίηση, το μειωμένο κόστος και η ταχύτητα της κατασκευής, οδήγησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τις βιομηχανικά αναπτυγμένες, να το επιλέξουν και να το εφαρμόσουν σε μεγάλη έκταση για την παραγωγή πολλών οικιστικών περιοχών (Μαντουβάλου και Μαυρίδου 1993). Στην Ελλάδα η οργανωμένη δόμηση ως τρόπος παραγωγής κατοικίας αποτελεί την εξαίρεση, καθώς ο κανόνας είναι η μεμονωμένη ατομική) δόμηση (Χριστοφιλόπουλος 2002). Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, μέχρι την κατάργησή του, αποτελούσε τον κύριο φορέα κατασκευής οικισμών οργανωμένης δόμησης καθώς η παραγωγή τους είχε σχεδόν αποκλειστικά


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 73

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

περιοριστεί σε φορείς κοινωνικής πολιτικής (Αραβαντινός 2000) Ο οικισμός του Ολυμπιακού Χωριού αποτελεί το μεγαλύτερο έργο κοινωνικής κατοικίας στην ιστορία του οργανισμού και το μεγαλύτερο έργο οργανωμένης δόμησης στην ιστορία της χώρας. Ο οικισμός πολεοδομικά οργανώνεται σε τέσσερις βασικές ζώνες (χάρτης 1). Το Αθλητικό Κέντρο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του οικισμού, τη Ζώνη Πρασίνου η οποία αναπτύσσεται γραμμικά στο κεντρικό του τμήμα, τη Ζώνη Κατοικίας εκατέρωθεν της Ζώνης Πρασίνου και τη Ζώνη του Πολεοδομικού Κέντρου η οποία έχει χωροθετηθεί στο δυτικό του τμήμα με πρόσοψη στη κεντρική Λεωφόρου Κύμης, που αποτελεί τον βασικό κυκλοφοριακό άξονα που συνδέει τον οικισμό με την ευρύτερη περιοχή και την πόλη της Αθήνας. Η ευρύτερη περιοχή του οικισμού αποτελείται από δύο περιοχές με τελείως διαφορετική κοινωνικοοικονομική δυναμική, το δήμο Αχαρνών και την πρώην Κοινότητα Θρακομακεδόνων. Από τη μία πλευρά τα κύρια χαρακτηριστικά του δήμου Αχαρνών είναι η υψηλή πυκνότητα και η ανεργία, το χαμηλό εισοδηματικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, η ανομοιογένεια του πληθυσμού (Ρομά, μετανάστες, πρόσφυγες), η χαμηλή αξία γης και η συγκέντρωση ενός συνόλου ανεπιθύμητων χρήσεων (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σταθμοί τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρικής ενέργειας) (Delladetsima 2005). Από την άλλη πλευρά, η πρώην Κοινότητα των Θρακομακεδόνων αποτελεί ένα νέο προάστιο με καθαρά οικιστικό χαρακτήρα εξαιρετικά υψηλών αξιών γης, τον πληθυσμό του οποίου συνθέτουν κάτοικοι ιδιαίτερα υψηλού εισοδηματικού και μορφωτικού επιπέδου (Μαλούτας 2000). Ο ρόλος του οικισμού στην ευρύτερη περιοχή είναι εξαιρετικά σημαντικός και ο τρόπος που θα επηρεάσει την ανάπτυξή της εξαρτάται από τη διαχείριση, τις πολιτικές και τις πρακτικές που θα εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια της μετα-ολυμπιακής του χρήσης. Σήμερα ο οικισμός αποτελεί τμήμα της κρατικής στεγαστικής πολιτικής, καθώς ο πληθυσμός του συντίθεται από δικαιούχους του Οργανισμού Κοινωνικής Κατοικίας, οι οποίοι επιλέχθηκαν κατόπιν κλήρωσης εφόσον πληρούσαν προκαθορισμένα κριτήρια. Ο συνολικός πληθυσμός του οικισμού, όπως προέκυψε από την επεξεργασία των ερωτηματολογίων που συμπλήρωσαν οι δικαιούχοι στο πλαίσιο της απογραφής τους για την κλήρωση κατοικιών του Ολυμπιακού Χωριού που διεξήχθη από τον οργανισμό το έτος 2003 ανέρχεται σε 8.662

άτομα διαφορετικών δημογραφικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών γνωρισμάτων (Zamani, Karavokiros, Kotzamanis και Lalenis 2010). Αποτελεί λοιπόν πρόκληση να εξεταστεί πώς το οικιστικό συγκρότημα οργανωμένης δόμησης του Ολυμπιακού Χωριού με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά μπορεί να έχει μια επιτυχή μετα-ολυμπιακή λειτουργία. Θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις έχουν αποδείξει ότι είναι αδύνατο να αποσυνδέσουμε τη λειτουργία του χωρικού από τον κοινωνικό ιστό (Βρυχέα 2003). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι νέες πόλεις και τα μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα που αναπτύχθηκαν με τα πρότυπα του μοντερνισμού αντιμετώπισαν προβλήματα ως προς τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των κατοίκων στον νέο τόπο κατοίκησης. Μετά τη μαζική τους εγκατάσταση, οι κάτοικοι είχαν δυσκολίες τόσο στη απόκτηση μεταξύ τους σχέσεων όσο και στην ικανοποίηση των αναγκών τους (Morris 1997). Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάστηκαν φαινόμενα υποβάθμισης και κρίθηκε απαραίτητο να ασκηθούν ειδικά προγράμματα ανάπλασης και αστικής αναζωογόνησης. Έτσι, καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχή μεταολυμπιακή λειτουργία του οικισμού του Ολυμπιακού Χωριού αποτελεί η συγκράτηση και η ενσωμάτωση του πληθυσμού στη νέα περιοχή κατοικίας, μέσω της οικειοποίησης των χώρων και της ικανοποίησης των αναγκών τους. Η παρούσα μελέτη εστιάζεται στην αξιολόγηση της μετα-ολυμπιακής χρήσης του οικισμού μέσω του προσδιορισμού της οικιστικής ικανοποίησης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Για τις ανάγκες της μελέτης συντάχθηκε ειδικό ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκε από τους κατοίκους και η αξιολόγηση της μεταολυμπιακής χρήσης στηρίχθηκε στη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων που συλλέχθηκαν και στις συσχετίσεις μεταξύ της οικιστικής ικανοποίησης και των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των κατοίκων που συμμετείχαν στην έρευνα. Η οικιστική ικανοποίηση είναι πρωτεύον κριτήριο, το οποίο προσδιορίζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων ενός οικιστικού περιβάλλοντος και επηρεάζει την κινητικότητα του πληθυσμού από και προς τον οικισμό (Amerigo και Aragones 1997). Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την πορεία του οικισμού, ικανό να τον εξελίξει από μία «τεχνητή» σε μία ευημερούσα σύγχρονη πόλη, καθώς προσδιορίζει τη «σύνδεση» των κατοίκων με τον νέο τόπο κατοικίας, καθορίζει το βαθμό

73


005:Layout 1

74

5/13/13

1:35 PM

Page 74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

συγκράτησης του πληθυσμού και διαμορφώνει την επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή.

3.Υφιστάμενες και Προβλεπόμενες Κοινωνικές Υποδομές του Οικισμού Στον Πίνακα 2 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι υφιστάμενες και προβλεπόμενες, βάσει της εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης και της τροποποίησης αυτής, μονάδες κοινωνικού εξοπλισμού του οικισμού του Ολυμπιακού Χωριού. Από τα στοιχεία του Πίνακα 2, είναι φανερό ότι μεγάλο τμήμα των προβλεπόμενων υποδομών δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί ενώ ταυτόχρονα αρκετές από τις υλοποιημένες υποδομές δεν έχουν μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί. Πίνακας 2: Υφιστάμενες & Προβλεπόμενες Υποδομές Οικισμού Ολυμπιακού Χωριού. Κατηγορίες Εκπαίδευση Νηπιαγωγεία Δημοτικά Γυμνάσιο - Λύκειο Πρόνοια Βρεφονηπιακοί Σταθμοί Υγεία Πολυκλινική Πολιτιστικές Εξυπηρετήσεις Κτίριο Πολλαπλών Χρήσεων Ολυμπιακό Μουσείο Εμπορικό Κέντρο Εμπορικά Καταστήματα

Προβλεπόμενες Υφιστάμενες 4 2 1

3 2 1

4

1

1

1

1 1 1 29

0 0 0 29 (7 σε λειτουργία) 1 2 (1 σε λειτουργία) 0 1 1

Αθλητικό Κέντρο Κτίρια Γραφείων

1 2

Ναοί Αστυνομικό Τμήμα Πυροσβεστικός Σταθμός

1 1 1

Οι υποδομές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των 790 μαθητών της πρωτοβάθμιας και των 637 μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση χώρων μέσω του διαχωρισμού αιθουσών διδασκαλίας καθώς και την τοποθέτηση προκατασκευασμένων αιθουσών στους αύλειους χώρους των σχολείων. Η συνύπαρξη υπεράριθμων μαθητών στους περιορισμένους σχολικούς χώρους οδηγεί στη μεί-

ωση της μαθησιακής απόδοσης ενώ παράλληλα εντείνει τον κίνδυνο ατυχημάτων. Επίσης ο οικισμός του Ολυμπιακού Χωριού υστερεί σε προνοιακές υποδομές. Από τους τέσσερις (4) προβλεπόμενους βρεφονηπιακούς σταθμούς έχει κατασκευασθεί και λειτουργεί μόνο ο ένας, ενώ παράλληλα καμία άλλη υποδομή πρόνοιας απαραίτητη σε κάθε βιώσιμη πόλη, όπως υποδομές για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και κέντρα ημερήσιας φροντίδας ηλικιωμένων, δεν προβλέπεται να υλοποιηθεί. Στη ζώνη του πολεοδομικού κέντρου του οικισμού προβλέπεται η κατασκευή εμπορικού κέντρου υπερτοπικού χαρακτήρα το οποίο θα περιλαμβάνει λειτουργίες εμπορίου, ψυχαγωγίας και κοινωνικών εξυπηρετήσεων. Πλησίον του εμπορικού κέντρου του οικισμού προβλέπεται η λειτουργία εγκαταστάσεων πολιτιστικών δραστηριοτήτων (Ολυμπιακό Μουσείο και Πολιτιστικό Κέντρο). Καμία από τις παραπάνω υποδομές δεν έχει μέχρι σήμερα υλοποιηθεί. Η μη υλοποίηση του προβλεπόμενου εμπορικού κέντρου καθώς και των προβλεπόμενων υποδομών πολιτισμού και ψυχαγωγίας αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβλήματα του Ολυμπιακού Χωριού. H απουσία αυτών των υποδομών δεν βοηθούν την ενσωμάτωση του οικισμού στην ευρύτερη περιοχή, αντίθετα συμβάλλουν στην απομόνωσή του και αφαιρούν κάθε δυνατότητα ανάπτυξης τομέων που θα συνέβαλλαν στην ανάδειξη της ταυτότητάς του, όπως ο εκπαιδευτικός τουρισμός. Παράλληλα δυσχεραίνουν τη ζωή των κατοίκων καθώς αναγκάζονται να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε θέματα εμπορίου και ψυχαγωγίας είτε στους όμορους δήμους είτε στην ευρύτερη περιοχή της Λεκανοπεδίου. Στο βόρειο και νότιο τμήμα της ζώνης του πολεοδομικού κέντρου έχουν κατασκευαστεί δύο κτήρια γραφείων χωρητικότητας 1.000 και 480 τ.μ. αντίστοιχα, τα οποία προορίζονταν για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών. Από αυτά μόνο το ένα έχει χρησιμοποιηθεί ενώ το άλλο παραμένει αναξιοποίητο εξαιτίας της κρατικής κακοδιοίκησης. Όσον αφορά τον τομέα του λιανικού εμπορίου, κατασκευάστηκαν 29 μικρά καταστήματα, διάσπαρτα στη ζώνη κατοικίας, για την κάλυψη των καθημερινών εμπορικών αναγκών των κατοίκων. Από το σύνολο των καταστημάτων σήμερα λειτουργούν μόνο τα επτά (7). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι όλα τα καταστήματα λειτουργούσαν κατά τον πρώτο χρόνο κατοίκησης του οικισμού. Όμως οι καθυστερήσεις στην εγκατοίκηση σε συνδυασμό με τα υψηλά μισθώματα δεν επέτρεψαν


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 75

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

τη βιωσιμότητά τους. Γενικότερα, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η εγκατοίκηση των μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων οφείλει να γίνει μαζικά και ταχύτατα, σε διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, ώστε να υπάρχει ικανός αριθμός κατοίκων που να υποστηρίξει την λειτουργία των υπηρεσιών και να διαμορφώσει την τοπική κοινωνική ζωή που στη συνέχεια θα φέρει την απαιτούμενη κοινωνική συνοχή των κατοίκων και την ενσωμάτωσή τους στο νέο περιβάλλον κατοικίας (Θέος 2007). Στην περίπτωση του Ολυμπιακού Χωριού δεν υπήρξε έγκαιρη εγκατοίκηση, καθώς το πρώτο τρίμηνο εγκαταστάθηκαν μόλις 650 νοικοκυριά (28% του συνόλου). Η υφιστάμενη υποδομή υγείας του Ολυμπιακού Χωριού απαρτίζεται από ένα Ενισχυμένο Κέντρο Υγείας (Πολυκλινική), με παράλληλη χρήση ως υπερτοπικό Κέντρο Αποκατάστασης Κινητικών Προβλημάτων. Το Κέντρο Υγείας του οικισμού λειτουργεί με ιδιωτικά κριτήρια, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των κατοίκων να μην έχει την οικονομική δυνατότητα να το επισκεφτεί. Η υφιστάμενη υποδομή υγείας κρίνεται επαρκής να καλύψει τόσο τις ανάγκες του οικισμού όσο και της ευρύτερης περιοχής, αρκεί να ενταχθεί στο κρατικό σύστημα υγείας δίνοντας τη δυνατότητα στο σύνολο των κατοίκων να έχει πρόσβαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας των μονάδων του οικιστικού συγκροτήματος. Στο βόρειο τμήμα του οικισμού έχει κατασκευαστεί το Αθλητικό Κέντρο του οικιστικού συγκροτήματος, το οποίο διαθέτει υψηλών προδιαγραφών αθλητικές εγκαταστάσεις. Στόχο του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας για τις αθλητικές υποδομές του οικισμού αποτελούσε η αξιοποίηση του αθλητικού κέντρου, μέσω παραχώρηση της διαχείρισης και εκμετάλλευσής του, ώστε το τίμημα να διατεθεί για να αντισταθμίσει τα αυξημένα έξοδα της συντήρησης και διαχείρισης των κοινόχρηστων χώρων και εγκαταστάσεων του Ολυμπιακού Χωριού και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και το περιβάλλον των κατοίκων του οικισμού (Ομάδα Ολοκλήρωσης Έργου της Ολυμπιακό Χωριό ΑΕ 2004). Μέχρι σήμερα ο στόχος δεν έχει υλοποιηθεί. Το αθλητικό κέντρο του οικισμού δεν έχει αξιοποιηθεί και οι αθλητικές εγκαταστάσεις είτε υπολειτουργούν είτε έχουν εγκαταλειφτεί. Όσον αφορά την ασφάλεια του οικισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία του αστυνομικού τμήματος του οικισμού, το οποίο στεγάζεται σε αδιάθετα διαμερίσματα, στο Ολυμπιακό Χωριό εμφανίζεται αυξημένη παραβατικότητα. Συγκεκριμένα έχουν καταγραφεί περιστατικά κλοπών, καταστροφών κτιρίων, ενδοοι-

κογενειακής βίας και νεανικής παραβατικότητας (συμμορίες). Από τα παραπάνω, τα πλέον ανησυχητικά περιστατικά αποτελούν αυτά της νεανική παραβατικότητα καθώς, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, αποτελούν για τα συγκροτήματα οργανωμένης δόμησης μεγάλης κλίμακας την πρώτη ένδειξη για την εκκίνηση φαινομένων υποβάθμισης, χωρικού και κοινωνικού αποκλεισμού (Θέος 2007).

4. Μεθοδολογία Έρευνας και Στατιστικής Επεξεργασίας Δεδομένων Δείγματος Η έρευνα στον οικισμό διήρκησε πέντε μήνες, από τον Οκτώβριο 2010 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011 και πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του Συλλόγου των Κατοίκων του Ολυμπιακού Χωριού. Για τις ανάγκες της έρευνας καταρτίστηκε σχετικό ερωτηματολόγιο το οποίο επισυνάπτεται ως παράρτημα του άρθρου. Το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε διαφορετικά είδη ερωτήσεων, όπως πολλαπλής επιλογής, με κλίμακα διαβάθμισης καθώς και «ανοιχτές» ερωτήσεις που επικεντρώνονταν σε συλλογή προσωπικών πληροφοριών, απόψεων και σχολίων. Στόχος ήταν μέσω των ερωτήσεων να συλλεχτούν ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα σχετικά με το πλαίσιο ζωής στον νέο τόπο κατοικίας, η ανάλυση των οποίων θα έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό της οικιστικής ικανοποίησης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Συνολικά συλλέχτηκαν 69 συμπληρωμένα ερωτηματολόγια που αντιστοιχούν στο 3,2% του συνολικού πληθυσμού των δικαιούχων. Η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε είτε στα διαμερίσματα των κατοίκων είτε κατόπιν ραντεβού σε χώρους συνάθροισης του οικισμού. Η επιλογή του δείγματος στηρίχθηκε στην τυπολογία των οικιστικών μονάδων στις οποίες κατοικούν οι συμμετέχοντες στην έρευνα. Η κατανομή των διαμερισμάτων τους ανά είδος ακολουθεί την αντίστοιχη του συνόλου των οικιστικών μονάδων του οικισμού. Στο Ολυμπιακό Χωριό υπάρχουν δύο τύποι οικιστικών μονάδων, τα μεγαλύτερα διαμερίσματα τα οποία διαθέτουν τέσσερα δωμάτια (1.296 διαμερίσματα, 56,54%), και τα μικρότερα τα οποία διαθέτουν τρία δωμάτια (996 διαμερίσματα, 43,46%), εκτός κουζίνας και μπάνιου. Αντίστοιχα, το 56,52% (39 άτομα) των συμμετεχόντων στην έρευνα κατοικεί στα μεγαλύτερα διαμερίσματα του Ολυ-

75


005:Layout 1

76

5/13/13

1:35 PM

Page 76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

μπιακού Χωριού, ενώ το υπόλοιπο 43,48% (30 άτομα) κατοικεί στα μικρότερα διαμερίσματα του οικισμού. Το δείγμα στη συνέχεια ελέγχθηκε ως προς την αντιπροσωπευτικότητά του για το σύνολο του πληθυσμούστόχου της έρευνας, που είναι οι δικαιούχοι του οικισμού και τα νοικοκυριά αυτών. Από την ανάλυση αποκλείστηκαν οι συμμετέχοντες δικαιούχοι που ανήκαν σε ηλικιακές κλάσεις μικρότερες των 35 ετών, διότι το μέγεθος του δείγματος ήταν πάρα πολύ μικρό ώστε να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό για το σύνολο των δικαιούχων-κατοίκων που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες ηλικιών. Τα κριτήρια/μεταβλητές βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η σύγκριση του δείγματος με τον συνολικό πληθυσμό ήταν το φύλο και η ηλικία του δικαιούχου. Η ακριβής κατανομή των δικαιούχων βάσει των ανωτέρω κριτηρίων είναι γνωστή από τα αποτελέσματα της ανάλυσης και επεξεργασίας των δεδομένων της απογραφής για τη συμμετοχή τους στην κλήρωση των οικιστικών μονάδων του οικισμού, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον ΟΕΚ το έτος 2003, Η σύγκριση του δείγματος της έρευνας με τον συνολικό πληθυσμό του οικισμού δείχνει ότι όλες οι ομάδες των δικαιούχων εκπροσωπούνται σωστά και οι μικρές διαφορές μεταξύ του δείγματος και του πραγματικού πληθυσμού που προκύπτουν βρίσκονται εντός των ορίων του τυπικού δειγματοληπτικού σφάλματος. Κύριοι στόχοι της στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων της έρευνας είναι: • η εκτίμηση του βαθμού ικανοποίησης των δικαιούχων μετά την εγκατάστασή τους στον οικισμό, • ο προσδιορισμός των παραγόντων που επηρεάζουν την οικιστική ικανοποίηση των κατοίκων και • η διερεύνηση στατιστικών συσχετίσεων μεταξύ των προσδιορισμένων παραγόντων και αυτόν της οικιστικής ικανοποίησης. Η στατιστική ανάλυση βασίστηκε κυρίως στις ποσοτικοποιημένες απαντήσεις των ερωτηματολογίων και τα δεδομένα αναλύθηκαν μέσω μιας σειράς στατιστικών μεθόδων με κυριότερες την ανάλυση παλινδρόμηση και των πινάκων διπλής εισόδου (crosstab analysis).

5. Κύρια Γνωρίσματα Δικαιούχων-Συμμετεχόντων στην Έρευνα Τα κύρια χαρακτηρίστηκα που συνθέτουν τη φυσιογνωμία των συμμετεχόντων στην έρευνα είναι η οικογενει-

ακή κατάσταση, το φύλο, η ηλικία, η σύνθεση των νοικοκυριών, η εργασιακή και εισοδηματική κατάσταση, το επίπεδο μόρφωσης και ο τόπος καταγωγής τους. Όσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση των ερωτηθέντων, από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι στην πλειοψηφία τους 81,16% (56 άτομα) είναι έγγαμοι. Οι άγαμοι αποτελούν το 7,25% (5 άτομα) των ερωτηθέντων, οι διαζευγμένοι το 4,35% (3 άτομα), οι εν διαστάσει 1,45% (1 άτομο) και οι χήροι/ες το 5,80% (4 άτομα). Ως προς το φύλο, από το σύνολο των 69 συμμετεχόντων στην έρευνα οι 49 (71%) είναι άνδρες και οι 20 (29%) είναι γυναίκες. Η πλειονότητα (75,40%) αυτών εγκαταστάθηκε στο Ολυμπιακό Χωριό κατά το έτος 2006. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στον οικισμό κατά τα έτη 2005 (4,34%), 2007 (15,94%), 2008 (1,45%) και 2009 (2,89%). Εξετάζοντας την ηλικιακή τους δομή παρατηρούμε ότι το σημαντικότερο τμήμα τους (69,60%) αποτελεί ενεργό πληθυσμό που ανήκει στην ηλικιακή κλάση 35 έως 44 ετών, ενώ το 27,53% των συμμετεχόντων στην έρευνα αποτελείται από άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 55 ετών. Από την ανάλυση της σύνθεσης των νοικοκυριών παρατηρούμε ότι στην πλειοψηφία τους οι οικογένειες του μετα-ολυμπιακού οικισμού αποτελούνται από δύο έως και τέσσερα μέλη (71,00%, 49 νοικοκυριά). Το 21,73% αυτών αποτελούν πολυμελή νοικοκυριά τα οποία συνθέτονται από 5 έως και 8 μέλη. Από το σύνολο των νοικοκυριών οκτώ (8) οικογένειες (11,59%) φροντίζουν άτομα τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα αναπηρίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το 18,84% (13 άτομα) των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει αλλάξει η σύνθεση του νοικοκυριού τους από το χρόνο εγκατάστασής τους στον οικισμό έως σήμερα. Εξετάζοντας την εργασιακή κατάσταση των συμμετεχόντων στην έρευνα, παρατηρούμε ότι εμφανίζουν υψηλό ποσοστό ανέργων (14,92%), εξαιρετικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό (3,8%) για το έτος 2003, όπως προέκυψε από την επεξεργασία των δεδομένων της απογραφής των δικαιούχων του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) για την κλήρωση των οικιστικών μονάδων του οικισμού (Zamani, Karavokiros, Kotzamanis και Lalenis 2010). Όπως σημειώνουν οι ερωτώμενοι, η ανεργία πλήττει τα νοικοκυριά του οικισμό του Ολυμπιακού Χωριού, καθώς πολλοί από τους δικαιούχους έχασαν την εργασία τους από τη στιγμή της


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 77

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

εγκατάστασης έως σήμερα. Οι εργαζόμενοι αποτελούν το 80,61% του δείγματος και οι συνταξιούχοι το 4,47%. Αναφερόμενοι στην εργασιακή κατάσταση των συζύγων τους, δήλωσαν ότι το ένα τρίτο περίπου (34,54%) αυτών δεν εργάζεται, το 10,90% είναι άνεργοι/ες και το 3,63% είναι συνταξιούχοι/ες. Η ανάλυση των στοιχείων εισοδηματικής κατάστασης των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα δείχνει ότι κατά την πλειοψηφία τους ανήκουν στις χαμηλές και μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες. Συγκεκριμένα το ήμισυ και πλέον των νοικοκυριών (59,70%) κατατάσεται στη μεσαία εισοδηματική κλάση (15.000-30.000€ ετησίως), τα υψηλά εισοδήματα (>30.000€ ετησίως) αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό (8,95%), ενώ το ένα τρίτον περίπου των νοικοκυριών (31,35) έχει εξαιρετικά χαμηλό ετήσιο εισόδημα (0-15.000€ ετησίως). Συγκρίνοντας την εισοδηματική κατάσταση των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα με την αντίστοιχη του συνόλου των δικαιούχων βάσει της απογραφής τους το έτος 2003, παρατηρούμε ότι οι κάτοικοι συνεχίζουν να προέρχονται από όλες τις εισοδηματικές κλάσεις αλλά, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείγματος, σημειώνεται αύξηση στις μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες (32.75% το 2003) και μείωση στις χαμηλές (015,000€ ετησίως) που αντιπροσώπευαν κατά το έτος 2003 το υψηλό ποσοστό του 60% (Zamani, Karavokiros, Kotzamanis, Lalenis 2010). Σημαντικό ποσοστό των δικαιούχων που συμμετείχαν στην έρευνα (28,98%) έχει υψηλό ή πολύ ψηλό επίπεδο μόρφωσης, συνεχίζοντας σπουδές μετά το λύκειο ή κατέχοντας πτυχίο Πανεπιστήμιου (ΑΕΙ) ή Τεχνολογικού Ιδρύματος (ΤΕΙ). Το ένα τρίτο περίπου αυτών (30,43%) είναι απόφοιτοι λυκείου ενώ σημαντκό ποσοστό (37,68%) έχει χαμηλή ή βασική εκπαίδευση. Συγκρίνοντας το επίπεδο εκπαίδευσης των δικαιούχων που συμμετείχαν στην έρευνα με το αντίστοιχο του συνόλου των δικαιούχων όπως προέκυψε από την επεξεργασία των στοιχείων της απογραφής τους το έτος 2003, παρατηρούμε ότι παρουσιάζεται μείωση των δικαιούχων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (37,96% το 2003) και αύξηση των δικαιούχων με χαμηλή ή βασική εκπαίδευση (28,32% το 2003) (Zamani, Karavokiros, Kotzamanis και Lalenis 2010). Τέλος όσον αφορά τον τόπο καταγωγής των ερωτηθέντων, η ανάλυση δείχνει ότι το 39,39% των συμμετεχόντων στη έρευνα κατάγεται από το Π.Σ. Αθηνών, ενώ

το 4,54 % αυτών είναι αλλοδαποί οικονομικοί μετανάστες.

6. Ανάλυση Αποτελεσμάτων – Ευρημάτων Έρευνας Πέντε χρόνια μετά την εγκατάσταση στο Ολυμπιακό χωριό, οι δικαιούχοι κλήθηκαν να αναφέρουν ποια είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και ποια τα σημαντικότερα μειονεκτήματα του νέου τόπου κατοικίας τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα (διάγραμμα 1) που αποκομίζουν οι κάτοικοι από την εγκατάσταση τους στο Ολυμπιακό Χωριό είναι η ρυμοτομία του οικισμού (40,17%), η οποία παρέχει υψηλό ποσοστό ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, το αίσθημα της ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με την ποιότητα κατασκευής της νέας τους κατοικίας (26,50%) και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής (17,09%). Ακολουθούν η ύπαρξη ζωνών πρασίνου (6,84%), η ησυχία της νέας πόλης (4,24%) και η ποιότητα των αθλητικών εγκαταστάσεων του οικισμού (1,71). Διάγραμμα 1: Πλεονεκτήματα Διαμονής στον οικισμό το Ολυμπιακού Χωριού

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τους ερωτώμενους, τα κυριότερα μειονεκτήματα του Ολυμπιακού Χωριού (διάγραμμα 2) είναι η ανεπαρκής διοίκηση του οικισμού από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς (21,12%), η απουσία εμπορικών καταστημάτων (21,12%), υπηρεσιών ψυχαγωγίας και πολιτισμού (17.39%) και οι ελλείψεις σε κοινωνικές υποδομές (13.04%). Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, σημαντικό μειονέκτημα για τους κατοίκους αποτελεί η απόσταση του οικισμού από το κέντρο της Αθήνας και τον τόπο εργασίας τους (12,42%). Άλλα μειονεκτήματα που επισημάνθηκαν από τους ερωτηθέντες είναι τα ανεπαρκή

77


005:Layout 1

78

5/13/13

1:35 PM

Page 78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

μέσα μαζικής μεταφοράς (4,97%), τα κατασκευαστικά προβλήματα των κατοικιών τους (3.11%), η έλλειψη κοινωνικής συνοχής (3.11%), η αίσθηση της ανασφάλειας στη νέα πόλη (2,48%) και η παρουσία αδέσποτων ζώων (1,24%).

Διάγραμμα 3: Μέσος βαθμός ικανοποίησης από συγκεκριμένες τομείς, με βαθμολογία κυμαινόμενη σε κλίμακα μεταξύ 1 και 5 και διάστημα εμπιστοσύνης 95%.

Διάγραμμα 2: Μειονεκτήματα Διαμονής στον οικισμό του Ολυμπιακού Χωριού

Στα ερωτηματολόγια, οι δικαιούχοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν την ικανοποίησή τους γενικά από τον νέο τόπο κατοίκισης και ειδικά για τους κυριότερους τομείς που επηρεάζουν τη διαβίωσή τους στο Ολυμπιακό Χωριό. Οι απαντήσεις δόθηκαν σε μια κλίμακα από το 1, που σημαίνει «πολύ δυσαρεστημένοι», έως και το 5, που σημαίνει «πολύ ικανοποιημένοι». Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στο διάγραμμα 3, το οποίο δείχνει τον μέσο βαθμό ικανοποίησης των συμμετεχόντων στην έρευνα, συνολικά από τον οικισμό και ειδικά από τους επιμέρους τομείς κοινωνικών υποδομών και σχέσεων με τους υπόλοιπους κατοίκους. Το διάστημα εμπιστοσύνης σύμφωνα με το οποίο προέκυψαν τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης είναι 95%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του διαγράμματος 3, o μέσος βαθμός ικανοποίησης των ερωτηθέντων από την διαβίωσή τους στον οικισμό του Ολυμπιακού Χωριού βρίσκεται περίπου στη μέση της κλίμακας (2,72). Ειδικότερα, όσον αφορά στην ικανοποίηση από τους επιμέρους τομείς, τη χαμηλότερη βαθμολογία συγκέντρωσαν οι τομείς του πολιτισμού/ψυχαγωγίας (1,36) και της διοίκησης/διαχείρισης του οικισμού από το δήμο Αχαρνών (1,46) και από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (1,96) αντίστοιχα. Αντίθετα, υψηλή παρουσιάζεται η ικανοποίηση των ερωτηθέντων από την ποιότητα κατασκευής των κατοικιών τους (2,91) και τις σχέσεις τους με τους γείτονες και τους υπόλοιπους κατοίκους του οικισμού (3,14).

Υψηλό ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα (35%) που αξιολόγησε με χαμηλή βαθμολογία την ικανοποίησή του από τον οικισμό εξέφρασε τα γενικά συναισθήματά του για το Ολυμπιακό Χωριό με λέξεις όπως: «εγκαταλειμμένο», «απομακρυσμένο», «ξεχασμένο» και «παραμελημένο». Από την άλλη πλευρά, ένα μικρότερο ποσοστό των ερωτηθέντων δήλωσε ότι είναι ικανοποιημένο (18%) ή πολύ ικανοποιημένο (3%) από τον οικισμό και χαρακτήρισε το Ολυμπιακό Χωριό με λέξεις όπως: «όμορφο», «ήσυχο», «ήρεμο» και «ύπαιθρος-εξοχή». Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σχετικά υψηλό βαθμό συγκέντρωσε ο τομέας των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων του οικισμού. Η καλή γειτνίαση αποτελεί εξαιρετικά θετικό εύρημα και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα δυνατά σημεία του οικισμού, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος RESTATE, σύμφωνα με το οποίο οι σχέσεις μεταξύ των γειτόνων αποτελούν ένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά των υποβαθμισμένων γειτονιών εργατικής κατοικίας της Ευρώπης (Καραβέργος 2008). Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της στατιστικής ανάλυσης των στοιχείων των ερωτηματολογίων, κρίθηκε σημαντικό να διερευνηθεί με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό επηρεάζει το μέγεθος και η ποιότητα της κατοικίας τη συνολική ικανοποίηση των κατοίκων. Η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ της ικανοποίησης από την ποιότητα της κατοικίας και της συνολικής ικανοποίησης από τον οικισμό διερευνήθηκε με τη μέθοδο ανάλυσης του πίνακα διπλής εισόδου (crosstab analysis). Από την ανάλυση δεν προκύπτει μια σαφής ένδειξη ότι η ποιότητα της κατοικίας επηρεάζει σημαντικά τη συνολική ικανοποίηση των κατοίκων, καθώς δεν απο-


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 79

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

δεικνύεται στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ αυτών των δύο μεταβλητών. Αντίθετα, στατιστικά σημαντική συσχέτιση παρουσιάζεται μεταξύ του μεγέθους της κατοικίας και της συνολικής ικανοποίησης από τον οικισμό. Τα μεγέθη των διαμερισμάτων στο Ολυμπιακό Χωριό ποικίλλουν μεταξύ 84m2 και 115m2. Στο Ολυμπιακό Χωριό, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν δύο τύποι οικιστικών μονάδων, τα μεγαλύτερα διαμερίσματα τεσσάρων δωματίων και τα μικρότερα τριών δωματίων εκτός κουζίνας και μπάνιου. Στο διάγραμμα 4, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της σύγκριση του βαθμού ικανοποίησης των συμμετεχόντων στην έρευνα ανάλογα με το μέγεθος της κατοικίας τους. Σύμφωνα με τα αποτελεσμάτων της ανάλυσης οι κάτοικοι που ζουν στα μεγαλύτερα διαμερίσματα των τεσσάρων δωματίων τείνουν να είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από αυτούς που ζουν στα μικρότερα διαμερίσματα των τριών δωματίων. Διάγραμμα 4: Σύγκριση βαθμού ικανοποίησης ανάλογα με το μέγεθος της κατοικίας

σύγκριση με εκείνους που ανήκουν στις άλλες δύο κατηγορίες. Διάγραμμα 5: Σύγκριση βαθμού ικανοποίησης ανάλογα με το εισόδημα

Τα αποτελέσματα της διερεύνησης της συσχέτισης της συνολικής ικανοποίησης με την ηλικία των ερωτηθέντων παρουσιάζονται στο διάγραμμα 6. Η ηλικιακή κατηγορία 25-34 εξαιρέθηκε λόγω μικρού αριθμού δείγματος. Διάγραμμα 6: Σύγκριση βαθμού ικανοποίησης με την ηλικία των δικαιούχων

Επιπλέον, διερευνήθηκε η συσχέτιση των μεταβλητών του εισοδήματος και της ηλικίας των ερωτηθέντων με τη συνολική ικανοποίησή τους από τον οικισμό. Το εισόδημα που δήλωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα κατηγοριοποιήθηκε σε τρεις κλάσεις. Οι πρώτη αφορά στα χαμηλά εισοδήματα κάτω των 15.000 ευρώ, η δεύτερη στα μεσαία εισοδήματα μεταξύ 15.000 και 25.000 ευρώ, και η τρίτη στα υψηλότερα εισοδήματα πάνω από 25.000 ευρώ. Στο διάγραμμα 5, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της σύγκριση του βαθμού ικανοποίησης των συμμετεχόντων στην έρευνα ανάλογα με το μέγεθος του εισοδήματός τους. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κάτοικοι που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική κατηγορία είναι ελαφρώς πιο ικανοποιημένοι σε

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης, οι κάτοικοι με ηλικία μεταξύ 45 και 54 ετών παρουσιάζονται περισσότερο ικανοποιημένοι σε σύγκριση με αυτούς που ανήκουν σε μικρότερες και μεγαλύτερες ηλικιακές κλάσεις. Το αποτέλεσμα υποδηλώνει ότι οι ελλείψεις των κοινωνικών υποδομών του οικισμού είναι καθοριστικές για την ποιότητα ζωής των κατοίκων που ανήκουν σε αυτές τις δύο ηλικιακές κατηγορίες. Το εν λόγω συμπέρασμα ενισχύεται περαιτέρω από τα επεξηγηματικά σχόλια που συμπλήρωσαν στα ερωτηματολόγια οι ερωτηθέντες. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης παλινδρόμησης δείχνουν ότι δεν προκύπτει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του συνολικού βαθμού ικανοποίησης και οποιασδήποτε άλλης μεταβλητής ή συνδυασμό μετα-

79


005:Layout 1

80

5/13/13

1:35 PM

Page 80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

βλητών εκτός από αυτή της οικειοποίησης, σύνδεσης των ερωτηθέντων με τον τόπο κατοικίας τους. Κατά την ανάλυση της διακύμανσης9 (ANOVA) μεταξύ του συνολικού βαθμού ικανοποίησης από τον οικισμό και της οικειοποίησης των ερωτηθέντων με τον τόπο κατοικίας διαπιστώθηκε ότι η τιμή P (P-value) βρίσκεται σε επίπεδα κάτω του 0,01, γεγονός που υποδηλώνει μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών με επίπεδο εμπιστοσύνης άνω του 99%. Η διερεύνηση του βαθμού οικειοποίησης των κατοίκων με τον νέο τόπο διαμονής και της «σύνδεσής» τους με αυτόν έγινε μέσω της επεξεργασίας των απαντήσεων τους, με κλίματα από το 1 που σημαίνει «καθόλου» έως το 5 που σημαίνει «πάρα πολύ», στην ερώτησης «Σε ποιο βαθμό αισθάνεστε το Ολυμπιακό Χωριό σαν το σπίτι σας και τη γειτονιά σας;». Οι συμμετέχοντες στην έρευνα που εμφανίζονται να έχουν υψηλή «σύνδεση» με τον νέο τόπο κατοικίας του δήλωσαν ότι οι αγαπημένοι χώροι στο Ολυμπιακό Χωριό εκτός της κατοικίας τους, στους οποίους αισθάνονται «σαν το σπίτι τους» και στους οποίους νιώθουν ότι «ανήκουν», είναι οι χώροι περιπάτου του οικισμού και οι χώροι συνάθροισης του οικισμού. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε περιοχή εργατικών κατοικιών της Μαδρίτης, βάσει της οποίας η «σύνδεση» με τον τόπο κατοίκησης και οι σχέσεις με τους γείτονες αποτελούν ισχυρότερους παράγοντες προσδιορισμού της οικιστικής ικανοποίησης από αυτούς της ποιότητας κατασκευής των οικιστικών μονάδων και των υποδομών του οικισμού (Amerigo και Aragones 1997). Τέλος, μέσω των ερωτηματολογίων, διερευνήθηκε η πρόθεση των δικαιούχων να εγκαταλείψουν το Ολυμπιακό Χωριό. Ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς (13%) εξέφρασε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει τον οικισμό στο άμεσο μέλλον, ενώ υψηλό ποσοστό των ερωτηθέντων (36%) απάντησε ότι η μελλοντική του διαμονή στο Ολυμπιακό Χωριό θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη που θα έχει ο οικισμός και από το βαθμό υλοποίησης προβλεπόμενων κοινωνικών υποδομών και εξυπηρετήσεων. Αυτή η πρόθεση είναι ένα αρνητικό σημάδι για το μέλλον του Ολυμπιακού Χωριού, διότι η εγκατάλειψη των οικιστικών μονάδων από τους δικαιούχους σηματοδοτεί την εκκίνηση φαινομένων κοινωνικού και χωρικού αποκλεισμού και γενικότερης υποβάθμισης του οικισμού.

7. Συμπεράσματα Η παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε στην αξιολόγηση της μετα-ολυμπιακής χρήσης του οικισμού μέσω του προσδιορισμού του βαθμού οικιστικής ικανοποίησης των κατοίκων καθώς και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Για τις ανάγκες της έρευνας σχεδιάστηκε ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκε από τους κατοίκους του Ολυμπιακού Χωριού με στόχο να αποτυπωθεί η γνώμη τους και συλλεχθούν ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα για το πλαίσιο ζωής στο νέο τόπο κατοικίας. Το δείγμα (3,2% του συνολικού πληθυσμού) ελέγχθηκε ως προς την αντιπροσωπευτικότητά του, και στη συνέχεια τα δεδομένα αναλύθηκαν μέσω μιας σειράς στατιστικών μεθόδων με κυριότερες την ανάλυση παλινδρόμηση και των πινάκων διπλής εισόδου (crosstab analysis). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ο μέσος βαθμός ικανοποίησης των κατοίκων του Ολυμπιακού Χωριού, σε μια κλίμακα από το 1 που σημαίνει «πολύ δυσαρεστημένοι» έως και το 5 που σημαίνει «πολύ ικανοποιημένοι», βρίσκεται περίπου στη μέση της κλίμακας και ανέρχεται σε 2,72. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εμφανίζονται προβληματισμένοι σχετικά με το μέλλον του οικισμού, και τους απασχολούν ιδιαίτερα οι ελλείψεις στον τομέα του εμπορίου, του πολιτισμού και της ψυχαγωγίας καθώς η ανεπαρκής διοίκηση/διαχείριση του οικισμού από τους αρμόδιους φορείς. Επίσης, η απόσταση του οικισμού από το κέντρο της Αθήνας και από τον τόπο εργασίας αναφέρθηκε ως βασικό μειονέκτημα του Ολυμπιακού Χωριού. Υψηλό ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα που αξιολόγησε με χαμηλή βαθμολογία την ικανοποίησή του από τον οικισμό εξέφρασε τα γενικά συναισθήματά του για το Ολυμπιακό Χωριό με λέξεις όπως «εγκαταλειμμένο», «απομακρυσμένο», «ξεχασμένο» και «παραμελημένο». Από την άλλη πλευρά, τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που αποκομίζουν οι κάτοικοι από την εγκατάστασή τους στον οικισμό είναι η ρυμοτομία του, η οποία παρέχει υψηλό ποσοστό ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, το αίσθημα της ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με την ποιότητα κατασκευής της νέας τους κατοικίας και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Έτσι, το μικρότερο ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσε ότι είναι ικανοποιημένο ή πολύ ικανοποιημένο από τον οικισμό χαρακτήρισε το Ολυμπιακό Χωριό με λέξεις όπως «όμορφο», «ήσυχο», «ήρεμο» και «ύπαιθρος-εξοχή».


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 81

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

Στο πλαίσιο της έρευνας, διερευνήθηκε η ύπαρξη στατιστικών συσχετίσεων μεταξύ του βαθμού ικανοποίησης από τον οικισμό και των παραγόντων της ποιότητας της κατοικίας, του μεγέθους της κατοικίας, της ηλικίας του δικαιούχου και της εισοδηματικής του κατάστασης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, παρουσιάζεται στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους της κατοικίας και της συνολικής ικανοποίησης από τον οικισμό. Επίσης, παρουσιάζεται συσχέτιση μεταξύ της εισοδηματικής κατάστασης των δικαιούχων και της συνολικής ικανοποίησης από τον οικισμό. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κάτοικοι που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική κατηγορία (μεταξύ 15.000€ και 25.000€) είναι ελαφρώς περισσότερο ικανοποιημένοι, σε σύγκριση με εκείνους που ανήκουν τόσο στις χαμηλότερες (λιγότερο από 15.000€) όσο και στις υψηλότερες (πάνω από 25.000€) κατηγορίες εισοδήματος. Η διερεύνηση της συσχέτισης της συνολικής ικανοποίησης με την ηλικία των δικαιούχων δείχνει ότι οι κάτοικοι με ηλικία μεταξύ 45 και 54 ετών παρουσιάζονται περισσότερο ικανοποιημένοι σε σύγκριση με αυτούς που ανήκουν σε μικρότερες και μεγαλύτερες ηλικιακές κλάσεις. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι ελλείψεις των κοινωνικών υποδομών του οικισμού είναι καθοριστικές για την ποιότητα ζωής των κατοίκων που ανήκουν σε αυτές τις δύο ηλικιακές κατηγορίες. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης παλινδρόμησης δείχνουν ότι δεν προκύπτει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του συνολικού βαθμού ικανοποίησης και οποιασδήποτε άλλης μεταβλητής ή συνδυασμό μεταβλητών εκτός από αυτή της οικειοποίησης-«σύνδεσης» των ερωτηθέντων με τον τόπο κατοικίας τους. Ακόμη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, υψηλό βαθμό συγκέντρωσε ο τομέας των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων του οικισμού, εύρημα που μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα δυνατά σημεία του οικισμού. Τέλος, μέσω των ερωτηματολογίων, διερευνήθηκε η πρόθεση των δικαιούχων να εγκαταλείψουν το Ολυμπιακό Χωριό. Ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς (13%) εξέφρασε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει τον οικισμό στο άμεσο μέλλον, ενώ υψηλό ποσοστό των ερωτηθέντων (36%) απάντησε ότι η μελλοντική του διαμονή στο Ολυμπιακό Χωριό θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη που θα έχει ο και από τον βαθμό υλοποίησης προβλεπόμενων κοινωνικών υποδομών και εξυπηρετήσεων.

Η κατασκευή του οικισμού του Ολυμπιακού Χωριού ήταν ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής του χρήσης. Η μετα-ολυμπιακή χρήση του οικισμού δεν φαίνεται να σημειώνει την ίδια επιτυχία, καθώς ο βαθμός οικιστικής ικανοποίησης των 2.292 νοικοκυριών που διαμένουν στον οικισμό δεν είναι ιδιαίτερα υψηλός. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της μη υλοποίησης μεγάλου τμήματος των προβλεπόμενων κοινωνικών υποδομών και της ανεπαρκούς διοίκησής του από τους εμπλεκόμενους φορείς. Η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος φορέας για την υλοποίηση των υποδομών του οικισμού, αναμένεται να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στον οικισμό και να συμβάλει στην περαιτέρω απομόνωσή του. Καθοριστική για την πορεία του οικισμού είναι η άμεση αναπλήρωση των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και η ενεργός συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων στη διοίκησή του με στόχο την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων και την αύξηση της οικιστικής τους ικανοποίησης η οποία αποτελεί κύριο παράγοντα εξέλιξης του Ολυμπιακού Χωριού σε μία σύγχρονη πόλη, καθώς προσδιορίζει τη «σύνδεση» των κατοίκων με τον νέο τόπο κατοικίας, καθορίζει το βαθμό συγκράτησης του πληθυσμού και διαμορφώνει την επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή.

Σημειώσεις 5 Στην Ελλάδα το δικαίωμα στη στέγαση κατοχυρώνεται στο άρθρο 21§4 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο της φροντίδας του κράτους». 6 Εξαίρεση αποτελούν μερικές εκατοντάδες κατοικιών που διατέθηκαν από το Υπουργείο Υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης σε έκτακτες περιπτώσεις στέγασης ειδικών κοινωνικών ομάδων όπως πρόσφυγές και σεισμόπληκτους (Allen, Barlow, Leal, Maloutas και Padovani 2004). 7 Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας καταργήθηκε. βάσει των άρθρων 1§6 και 2§1 του ν. 4046/12, σε εκτέλεση των όρων του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής. 8 Ιδρυτικός Νόμος ΑΟΕΚ: Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. φύλλου 195/24-08-1954. 9 -------------------------------------------------------------------------Regression Analysis - Linear model ----------------------------------------------------------------------------Dependent variable: Overall satisfaction (q1) Independent variable: Familiarity with the Olympic Village (q16) Analysis of Variance -----------------------------------------------------------------------------

81


005:Layout 1

82

5/13/13

1:35 PM

Page 82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

Source Sum of Squares Df Mean Square F-Ratio P-Value ----------------------------------------------------------------------------Model 26.6558 1 26.6558 36.36 0.0000 Residual 49.1123 67 0.733019 ----------------------------------------------------------------------------Total (Corr.) 75.7681 68 Correlation Coefficient = 0.593134 R-squared = 35.1808 percent R-squared (adjusted for d.f.) = 34.2133 percent Standard Error of Est. = 0.856166 Mean absolute error = 0.621702 Durbin-Watson statistic = 1.41774 (P=0.0059) Lag 1 residual autocorrelation = 0.289161 Equation of the fitted model: q1 = 1.143 + 0.485035 * q16 ------------------------------------------------------------------------------

Βιβλιογραφία Allen, J., Barlow, J., Leal, J., Maloutas, T. και Padovani, L. (2004), Housing and welfare in Southern Europe, Οξφόρδη: Blackwell. Αραβαντινός, Α., (2000), Πολεοδομικός Σχεδιασμός: Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου, Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. Amerigo, M. και Aragones, J.I. (1997), «A Theoretical and Methodological Approach to the study of Residential Satisfaction», Journal of Environmental Psychology 17. Βρυχέα, A., (2003), Κατοίκιση και Κατοικία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. CEHODHAS (2012), δικτυακός τόπος διαθέσιμος στο: http://www.housingeurope.eu. Czischke, D. και Pittini, A. (2007), Housing Europe 2007Q Review of Social, Co-operative and Public Housing in the 27 EU Member State, Βρυξέλες: CECODHAS European Social Housing Observatory. Delladertsima, P.M. (2005), The Globalized City: Economic Restructuring and Social Polarization in European Cities - The Olympic Village: A Redevelopment Marathon in Greater Athens, Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Ε.Μ.Π., Τµήµα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Τοµέας Πολεοδοµίας και Χωροταξίας, Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος, (2001), Ερευνητικό πρόγραµµα: Διερεύνηση πολεοδοµικών-κοινωνικών παραµέτρων στο Δήµο Αχαρνών και διατύπωση κατευθύνσεων στρατηγικού σχεδιασµού για µια βιώσιµη ανάπτυξη, Αθήνα. Ferrera, M. (1996), «The “Southern” model of welfare in social Europe», Journal of European Social Policy 6. Fleury-Bahi, G., Félonneau, M. και Marchand, D. (2008), Processes of Place Identification and Residential Satisfaction, Volume 40, Thousand Oaks, California: Sage Publications. Morris, E.S. (1997), British Town Planning and Urban Design, Λονδίνο: Longman. Θέος, Ζ. (2007), Σημειώσεις από το κοινωνικό πρόγραμμα του Ολυμπιακού Χωριού, αδημοσίευτες, Αθήνα. Καραβέργος, Γ. (2008), Πτυχιακή Εργασία Μεταπτυχιακού Διπλώματος, «Πολιτικές και Πρακτικές στο θέμα Κοινωνικής Κατοικίας. Η γειτονιά Hoograven της Ουτρέχτης στην Ολλανδία», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.

Κοτζαμάνης, Β. (2002), Εισαγωγή στις Μεθόδους Κοινωνικής Έρευνας, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Λαλένης, Κ. (2010), Σημειώσεις, Προδιαγραφές Σύνταξης Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Μαλούτας, Θ. (2000) (επιμ.), Κοινωνικός και οικονομικός Άτλας της Ελλάδα. Οι πόλεις, Αθήνα-Βόλος: ΕΚΚΕ-Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ., (1993) «Αυθαίρετη δόμηση: Μονόδρομος σε αδιέξοδο», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 7. Mingione, Ε., (1996), «Urban poverty in the advanced industrial world: Concepts, analysis and debates», στο E. Mingione (επιμ.), Urban poverty and the underclass. A reader, Οξφόρδη: Blackwell. Morris, E.S. (1997), British Town Planning and Urban Design, Λονδίνο: Longman. Ολυμπιακό Χωριό Α.Ε. (2003), Ο Οικισμός του Ολυμπιακού Χωριού, Ολυμπιακό Χωριό Α.Ε., Αθήνα. Ομάδα Ολοκλήρωσης Έργου (2004), Αξιοποίηση Αθλητικού Κέντρου, Ολυμπιακό Χωριό ΑΕ, Αθήνα. Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (2002), Οδηγίες για την συμμετοχή στην Απογραφή των δικαιούχων για την Κλήρωση κατοικιών του Ολυμπιακού Χωριού, Εκδόσεις Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Αθήνα. Valera, S. και Guardia, J. (2002), «Urban Social Identity and Sustainability: Barcelona’s Olympic Village», Environment and Behaviour 34, Thousand Oaks, California: Sage Publications. Χριστοφιλόπουλος, Δ., (2002), Πολιτιστικό περιβάλλον-χωρικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη: διαμόρφωση πολιτιστικού (ανθρωπογενούς) περιβάλλοντος μέσω χωροταξικού & πολεοδομικού σχεδιασμού: η πόλη του 21ου αιώνα, Αθήνα: Ν. Σάκκουλας. Zamani, A., Karavokiros, G., Kotzamanis, B. και Lalenis, K. (2011), Post–Occupancy Evaluation of Olympic Village settlement in Athens-Greece, European Colloquium on Quantitative and Theoretical Geography ECQTG2011, Athens, Greece. Zamani, A., Karavokiros, G., Kotzamanis, B. και Lalenis, K. (2010), The social identity of the Post - Olympic use of the Olympic Village settlement in Athens-Greece,1248, ERSA 2010 CONGRESS, Jonkoping, Sweden.


005:Layout 1

5/13/13

1:35 PM

Page 83

Α. ΖΑΜΑΝΗ, Γ. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΣ, Β. ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Κ. ΛΑΛΕΝΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ 1. Σε ποιο βαθμό είστε ικανοποιημένος/η από το Ολυμπιακό Χωριό; (1= Καθόλου, 5=Πάρα πολύ) Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε………………………………………… 2. Μπορείτε να αναφέρετε τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν το Ολυμπιακό Χωριό; ……………………………………………………………………… 3. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα κυριότερα πλεονεκτήματα της διαμονή σας στο Ολυμπιακό Χωριό; ……………………………………………………………………… 4. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα κυριότερα μειονεκτήματα της διαμονή σας στο Ολυμπιακό Χωριό; ……………………………………………………………………… 5. Πότε εγκατασταθήκατε στο Ολυμπιακό Χωριό; ……………………………………………………………………… 6. Πόση είναι η επιφάνεια (τμ) της κατοικίας σας στο Ολυμπιακό Χωριό; ……………………………………………………………………… 7. Από πόσα δωμάτια, εκτός κουζίνας και μπάνιου, αποτελείται η κατοικία σας στο Ολυμπιακό Χωριό ……………………………………………………………………… 8. Η κατοικία σας στο Ολυμπιακό Χωριό καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του νοικοκυριού σας; Ναι Όχι Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… 9. Με την εγκατάστασή σας στο Ολυμπιακό Χωριό θεωρείτε ότι βελτιώθηκαν οι συνθήκες «κατοίκισης» του νοικοκυριού σας; Ναι Όχι Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… 10. Σε ποιο βαθμό είστε ικανοποιημένος από την επάρκεια κάλυψης των αναγκών σας στους ακόλουθους τομείς; (1= Καθόλου, 5=Πάρα πολύ) α) Ποιότητα κατασκευής της κατοικίας σας Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… β) Υγείας - Πρόνοιας Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… γ) Εκπαίδευσης Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… δ) Μετακινήσεων με Δημόσιες Συγκοινωνίες Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………… ε) Ασφάλειας Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………

στ) Πολιτισμού – Ψυχαγωγίας Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… ζ) Αθλητισμού - Αθλοπαιδιών Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… η) Διοίκησης από το Δήμο Αχαρνών (Αποκομιδή σκουπιδιών, κοινόχρηστο χώροι κ.α.) Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… θ) Από τον ΟΕΚ Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… 11. Σε ποιο βαθμό έχετε αναπτύξει σχέσεις με τους γείτονές σας στο Ολυμπιακό Χωριό; Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… 12. Πόσο από τον ελεύθερο χρόνο σας περνάτε στο Ολυμπιακό Χωριό (για ψυχαγωγία, αγορές κ.ά.) Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… 13. Τα εμπορικά κ.ά. καταστήματα που χρησιμοποιείτε για τις αγορές σας και την κάλυψη των αναγκών του νοικοκυριού σας βρίσκονται κυρίως: Στη «γειτονιά μου» στο Ο.Χ. Στους όμορους Δήμους Μέσα στα όρια του Ο.Χ. Σε άλλες περιοχές Αθήνας-Πειραιά 14. Με ποια μέσα μετακινήστε κυρίως μετά την εγκατάστασή σας στο Ολυμπιακό Χωριό; Λεωφορείο Ταξί Τρόλλεϋ Μοτοσικλέτα Μετρό / Προαστιακός Ποδήλατο Ι.Χ. Αυτοκίνητο 15. Η χωροθέτηση του ΟΧ μακριά από το κέντρο της πόλης θεωρείτε ότι επηρεάζει την ποιότητα ζωής σας; Ναι Όχι Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… 16. Σε ποιο βαθμό αισθάνεστε το Ολυμπιακό Χωριό σαν το «σπίτι» σας και τη «γειτονιά» σας Καθόλου 1 2 3 4 5 Πάρα πολύ Δικαιολογήστε αν θέλετε ………………………………………… 17. Υπάρχουν στο Ολυμπιακό Χωριό κατάλληλοι χώροι συνάθροισης των κατοίκων ; ……………………………………………………………………… 18. Υπάρχει κάποιος αγαπημένος χώρος ή μέρος στο ΟΧ (εκτός της σημερινή σας κατοικίας) που να μπορείτε να χαρακτηρίσετε «σπίτι» σας και στο οποίο νιώθετε ότι «ανήκετε»; Ναι Όχι Αν ναι, ποιος είναι αυτός και γιατί; ………………………………… 19. Σχεδιάζετε να μετακομίσετε από το Ο.Χ. στα επόμενα 10 χρόνια; Ναι Όχι Δε γνωρίζω Δικαιολογήστε αν θέλετε …………………………………………

83


005:Layout 1

84

5/13/13

1:35 PM

Page 84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 70-84

19α. Αν ναι, σε ποιο μέρος σκοπεύετε να εγκατασταθείτε; Σε άλλη περιοχή της Αττικής Στον τόπο καταγωγής μου Σε άλλο μέρος (διευκρινίστε) 19β. Αν ναι, για ποιους λόγους;

27. Έχει αλλάξει η σύνθεση του νοικοκυριού από την εγκατάστασή σας στο Ολυμπιακό Χωριό έως σήμερα; Ναι Όχι Αν ναι, δικαιολογήστε αν θέλετε, …………………………………

20. Αν μπορούσατε να επιλέξετε ελεύθερα, θα θέλατε να κατοικούσατε Στο Ολυμπιακό Χωριό Σε άλλη περιοχή της Αττικής (διευκρινίστε ποια) Σε άλλη πόλη (διευκρινίστε ποια) Στην εξοχή-επαρχία Στο εξωτερικό Άλλο (διευκρινίστε) Αν θέλετε, δικαιολογείστε την απάντησή σας………………………………………

28. Στο νοικοκυριό σας υπάρχει άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα αναπηρίας; Ναι Όχι

Δημογραφικά & Κοινωνικό – Οικονομικά στοιχεία Ερωτώμενου:

29. Ποιο είναι το μορφωτικό σας επίπεδο; Δημοτικού Πτυχιούχος Τ.Ε.Ι. 3τάξιο Γυμνάσιο Πτυχιούχος Α.Ε.Ι. Τεχνική Σχολή ισότιμη του Γυμνασίου Άλλο (Παρακαλώ προσδιορίστε) Γενικό Λύκειο Μεταλυκειακή εκπαίδευση (ΙΕΚ)

21. Είστε:

30.Ποιο είναι το επάγγελμά σας; ……………………………………

Άνδρας

Γυναίκα

22. Που γεννηθήκατε;………………………………………

31. Είστε:

23. Σε ποιο Δήμο της Αττικής κατοικούσατε πριν τη μετεγκατάστασή σας στο Ολυμπιακό Χωριό;…………………………………

32. Ο/η σύζυγος είναι (αν υπάρχει) είναι: Εργαζόμενος/η Άνεργος/η Συνταξιούχος

24. Σε ποιά από τις παρακάτω κατηγορίες ανήκετε ηλικιακά; 25-34 45-54 35-44 55 και άνω

33. Μπορείτε να υποδείξετε κατά προσέγγιση σε ποια κλίμακα τοποθετείται το ετήσιο εισόδημα του νοικοκυριού σας; Εις 5000 ευρώ 20.001 – 25.000 ευρώ 5001– 10.000 ευρώ 25.001 – 30.000 ευρώ 10.001 –15.000 ευρώ 30.001 ευρώ και πάνω 15.001 – 20.000 ευρώ

25. Ποιά είναι η οικογενειακή σας κατάσταση; Άγαμος/η Διαζευγμένος/η Έγγαμος/η Χήρος/α 26. Ποιό είναι το σύνολο των ατόμων που διαμένουν στην ίδια κατοικία με εσάς; (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού σας) Αριθμός και ιδιότητα σε σχέση με τον ερωτώμενο/η μελών νοικοκυριού…………………………………………………………………

Εργαζόμενος/η

Άνεργος/η

Συνταξιούχος

Δεν εργάζεται


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 85

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ: ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Γεωργία Γεμενετζή1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εργασία διερευνά τη θεωρητική, εννοιολογική και μεθοδολογική σχέση ανάμεσα στην αστική διάχυση και το οικιστικό δίκτυο. Αρχικά γίνεται επισκόπηση των θεωριών και προσεγγίσεων της αστικής διάχυσης, από την οποία προκύπτει ένας νέος ορισμός της αστικής διάχυσης. Η αστική διάχυση αποτιμάται περισσότερο ως δυναμική διαδικασία αποσυγκέντρωσης παράλληλα με την αστική επέκταση παρά ως μια στατική μη βιώσιμη αστική μορφή. Η βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι η αστική διάχυση μπορεί να οδηγήσει μέσω της «αποσυγκεντρωμένης συγκέντρωσης» σε μια περισσότερο πολυκεντρική οργάνωση του οικιστικού δικτύου. Στη συνέχεια εξετάζεται η επιλεκτική ή μη κατανομή των τάσεων αποσυγκέντρωσης του πληθυσμού από τον κύριο αστικό πόλο στην περιοχή επιρροής του και η αλληλοσυσχέτισή τους με τη μεταβολή του βαθμού πολυκεντρικότητας. Η αναγνώριση της πολυκεντρικότητας βασίζεται σε τρεις διαστάσεις των κέντρων: το μέγεθος, τη χωρική θέση και τη συνδεσιμότητα. Η εργασία καταλήγει ότι οι τάσεις αστικής διάχυσης επηρεάζουν τη δομή του οικιστικού δικτύου προς την ανάδυση «μικρής κλίμακας» πολυκεντρικότητας, η οποία εντείνει στην πραγματικότητα τη μονοκεντρική δομή στο υπερκείμενο χωρικό επίπεδο. Η Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης αποτελεί το εμπειρικό πεδίο για τη διερεύνηση των ερωτημάτων.

Interconnections between urban sprawl and the structure of urban system: Implications from Thessaloniki Georgia Gemenetzi ABSTRACT Τhis paper explores the theoretical, conceptual and methodological relationship between urban sprawl and the structure of urban system. In first, it deals with the theories of the nature of urban sprawl, from which a new definition arises. Urban sprawl is considered to be more a dynamic process of population deconcentration along with spatial expansion than a static unsustainable urban form. The main question is whether urban sprawl can lead through the process of “deconcentrated concentration” to a more polycentric structure. Secondly, the paper examines the uniform or selective distribution of population deconcentration trends from a major urban pole to its influence area and its interrelationships to the shift of the polycentricity degree. The identification of the polycentricity is based on three dimensions of the centres: the size, the spatial position and the connectivity. The paper concludes that urban sprawl influences urban structure towards the emergence of “small scale” polycentricity, which -in fact- implies increasing monocentricity on a higher spatial level. Empirical evidence is extracted from the Influence Area of Thessaloniki, which consists of the central city and the surrounding municipalities and towns.

1 Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός ΑΠΘ, Εντεταλμένη διδασκαλίας ΤΜΧΑ ΑΠΘ και ΤΜΧΠΠΑ ΠΘ, e-mail:gemenetzi@gmx.net

85


006:Layout 1

86

5/13/13

1:36 PM

Page 86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

Εισαγωγή Η παρούσα εργασία βασίζεται στη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως με τίτλο «Αστική διάχυση και οικιστικό δίκτυο: έννοιες και εργαλεία ανάλυσης με εφαρμογή στην Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης», η οποία εγκρίθηκε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ το 2011. Η εργασία παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο ένα τμήμα της θεωρητικής και εμπειρικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής και αφορά τη διερεύνηση της θεωρητικής, εννοιολογικής και μεθοδολογικής συσχέτισης της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου. Η εργασία διαρθρώνεται σε πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται εις βάθος επισκόπηση των προσεγγίσεων, θεωριών και μεθόδων μέτρησης του φαινομένου της αστικής διάχυσης με σκοπό τη διατύπωση ενός πλαισίου προσδιορισμού του όρου της «αστικής διάχυσης». Στο δεύτερο μέρος εισάγονται οι ορισμοί που υιοθετούνται για τις κεντρικές έννοιες, από τη συνθετική θεώρηση των οποίων προκύπτει η υπόθεση εργασίας. Στο τρίτο μέρος τεκμηριώνονται και παρουσιάζονται οι μεθοδολογικές επιλογές και το πεδίο εφαρμογής. Στο τέταρτο μέρος γίνεται ο εμπειρικός έλεγχος των θεωρητικών ζητημάτων μέσα από την επεξεργασία στατιστικών δεδομένων. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος παρουσιάζονται τα συμπεράσματα για τη σχέση αστικής διάχυσης και οικιστικού δικτύου έχοντας ως βάση την εμπειρική έρευνα στο πεδίο εφαρμογής.

1. Το φαινόμενο της αστικής διάχυσης: προσεγγίσεις, θεωρίες, τρόποι μέτρησης Η «αστική διάχυση» (urban sprawl) είναι ένας όρος που σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει μια πληθώρα φαινόμενων που συνδέονται με την ανάπτυξη των πόλεων, τις μορφές αστικοποίησης και τις διαδικασίες αστικών αλλαγών. Υπάρχει μια ογκώδης βιβλιογραφία, που προέρχεται κυρίως από τις βορειοαμερικάνικες και αγγλοσαξονικές χώρες, η οποία έχει εμπλουτιστεί ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990. Παρακάτω επιχειρείται μια προσέγγιση κατανόησης της φύσης και της δυναμικής της αστικής διάχυσης μέσα από την επισκόπηση θεωρητικών προσεγγίσεων ορισμών και μεθόδων μέτρησης. Η καταγραφή τους επιτρέπει, μέσω του φιλτραρίσματος, την αναγνώριση της προέλευσης του

όρου και τη διατύπωση ενός πλαισίου προσδιορισμού του όρου για την παρούσα εργασία. Επίσης, είναι σημαντική για την εκτίμηση των διαφορετικών τρόπων μέτρησης που απασχολεί την έρευνα στο εμπειρικό πεδίο. Στο εξής οι όροι «αστική διάχυση» και «διάχυση» θα χρησιμοποιούνται ισότιμα. Σήμερα, υπάρχει πληθώρα ορισμών για τη διάχυση, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, όπως της πολεοδομίας, της οικονομίας ή της γεωγραφίας, που αναδεικνύουν τις πολλαπλές ερμηνείες που επιδέχεται το φαινόμενο καθιστούν δύσκολο τον ακριβή ορισμό του. Σε γενικές γραμμές, οι ορισμοί της διάχυσης μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κύριες κατηγορίες που βασίζονται: α) στην πυκνότητα, β) στις χρήσεις γης, γ) στη χωρική μορφή και δ) στις επιδράσεις (Chin 2002: 2-5), καθεμία από τις οποίες περιγράφεται από ειδικότερες ιδιότητες και χαρακτηριστικά (Πίνακας 1). Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ορισμών, ή γενικότερα των προσεγγίσεων αναγνώρισης της διάχυσης, βασίζεται σε ένα συνδυασμό επιμέρους ιδιοτήτων που εντάσσονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες. Η συχνότητα εμφάνισης των ιδιοτήτων αυτών ποικίλει σημαντικά, ενώ άλλες προσεγγίζονται ποιοτικά και άλλες ποσοτικά αποτελώντας ταυτόχρονα δείκτες μέτρησης της αστικής διάχυσης. Έτσι, οι ορισμοί της διάχυσης διακρίνονται σε ποιοτικούς και ποσοτικούς, αλλά μπορεί να βασίζονται και σε συνδυασμό των ποιοτικών και ποσοτικών παραμέτρων, καθεμία από τις οποίες μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα κριτήρια, ισοβαρή ή μη. Επιπλέον, με βάση τις ειδικότερες ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά, και κυρίως τον τρόπο μέτρησής τους, διακρίνονται σε αυτούς που αναγνωρίζουν τη διάχυση ως δυναμικό φαινόμενο και σε αυτούς που την εκλαμβάνουν ως στατική κατάσταση. Η πυκνότητα –και κυρίως η χαμηλή πυκνότητα– αποτελεί το πιο κοινό και κύριο χαρακτηριστικό για την αναγνώριση και μέτρηση της αστικής διάχυσης (Glaeser and Kahn 2003, Fulton κ.ά. 2001, Galster κ.ά. 2001, Sierra Club 1998, Ewing 1997, κ.λπ.), καθώς αναπαριστά την αναλογία ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη αστική δραστηριότητα και την επιφάνεια γης στην οποία λαμβάνει χώρα η δραστηριότητα αυτή. Δημοφιλής δείκτης αναγνώρισης της διάχυσης είναι και η καμπύλη πυκνότητας (density gradient) (Frenkel και Ashkenazi 2008, Torrens 2008). Πρόκειται για ένα απλουστευτικό μοντέλο της κατανομής της πυκνότητας σε σχέση με τη γραμμική απόσταση από το κέντρο. Η αποσυγκέντρωση από έναν


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 87

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

Πίνακας 1: Ορισμοί και χαρακτηριστικά της αστικής διάχυσης στη βιβλιογραφία Κατηγορία Πυκνότητα

Ιδιότητες Χαμηλή πυκνότητα

Βαθμωτή μεταβολή της πυκνότητας Αποσυγκέντρωση

Υψηλή κατανάλωση γης

Χρήσεις γης

Χωρική μορφή

Επιδράσεις

Χαρακτηριστικά-Περιγραφή Πληθυσμός, θέσεις απασχόλησης, κατοικίες, νοικοκυριά, επιφάνεια της γης

Αναφορές EEA (2006) CEMAT (2006) Glaeser και Kahn (2003) Χαμηλότερη πυκνότητα όσο αυξάνει η απόσταση Wassmer και Edwards (2005) από την κεντρική περιοχή Fulton κ.ά. (2001) Galster κ.ά. (2001) Αποσυγκέντρωση αστικών λειτουργιών Torrens και Alberti(2000) Προαστιοποίηση, Αποαστικοποίηση Pendall (1999) Sierra Club (1998) Ανισορροπία πληθυσμιακής αύξησης - γεωγραφικής εξάπλωσης Chin (2002) Μετατροπή γεωργικής γης σε αστική Downs (1998) Ewing (1997) Ewing κ.ά. (2002)

Διαχωρισμός των χρήσεων γης

Ομοιογενής οικιστική ανάπτυξη Μονολειτουργικές περιοχές

Ewing κ.ά. (2002) Burchell κ.ά. (1998) Downs (1998)

Τρόποι ανάπτυξης των χρήσεων γης (σχεδιασμόςπρογραμματισμός)

Απρογραμμάτιστη ανάπτυξη Εξάρτηση από ιδιωτική μηχανοκίνητη μεταφορά Ιδιοκτησιακό καθεστώς

Razin και Rosentraub (2000) Black (1996) Pendall (1999) Burchell κ.ά. (1998) Downs (1998)

Γεωμετρικά χαρακτηριστικά

Γραμμική-ασυνεχής-εγκατεσπαρμένη ανάπτυξη Προαστιακή μορφή Ζήτημα βαθμού: από συμπαγή ως διάσπαρτη ανάπτυξη Fractal γεωμετρία

Peiser (2001) Harvey και Clark (1965) Ewing (1997) Downs (1998) Gordon και Richardson (1997) Frankhauser (2007)

Αισθητική

Άσχημη αστική ανάπτυξη Μονότονη αστική ανάπτυξη

Peiser (2001), Calthorpe κ.ά. (2001), Duany κ.ά. (2000)

Παράδειγμα

Los Angeles

Galster κ.ά. (2001)

Προσβασιμότητα

Μειωμένη προσβασιμότητα Αύξηση των μετακινήσεων

Ewing (1997) Anas και Rhee (2006)

Περιβαλλοντικέςκοινωνικέςοικονομικές

Αύξηση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, απώλεια αγροτικής γης, αυξημένο οικονομικό κόστος για το κοινωνικό σύνολο

Johnson (2001) Camagni κ.ά. (2000) Mills (1999) Gordon & Richardson (1997) Brueckner (2000)

Πηγή: Γεμενετζή (2011: 24)

κεντρικό πυρήνα στην αστική περιφέρεια αποτελεί επίσης ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αστικής διάχυσης και αναφέρεται συνήθως στον πληθυσμό και τις θέσεις απασχόλησης. Χρησιμοποιείται είτε για τον ποιοτικό προσδιορισμό της διάχυσης (Burchell κ.ά. 1998, Wassmer και Edwards 2005) είτε ως ποσοτικός δείκτης (Galster κ.ά. 2001, Glaeser και Kahn 2003,

Ewing κ.ά. 2002, Torrens 2008, Frenkel και Ashkenazi 2008, Tsai 2005, Hess κ.ά. 2001) επιδεχόμενος πολλές διαφορετικές οπτικές θεώρησης. Αυτές συνοψίζει ο Mitchell (2004: 17-21) προσεγγίζοντας την αποσυγκέντρωση μέσα από θεωρίες που την ταυτίζουν με την αποαστικοποίηση (counter-urbanisation) του πληθυσμού. Σε μια πρώτη προσέγγιση η αποσυγκέντρωση μπορεί να

87


006:Layout 1

88

5/13/13

1:36 PM

Page 88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

αναφέρεται απλώς στις μετακινήσεις του πληθυσμού. Έτσι, η αποσυγκέντρωση προσδιορίζεται ως η μετεγκατάσταση του αστικού πληθυσμού από τις μεγάλες στις μικρότερες περιοχές των οποίων α) η γεωγραφική θέση παραμένει αδιευκρίνιστη, β) η γεωγραφική τοποθεσία μπορεί να ποικίλλει από τις γειτονικές στον αστικό πυρήνα περιοχές ως τις περισσότερο περιφερειακές περιοχές. Σε μια δεύτερη προσέγγιση, η αποσυγκέντρωση συμβαίνει όταν οι ρυθμοί καθαρής μετανάστευσης των μικρών περιοχών υπερβαίνουν αυτούς των μεγάλων. Η καθαρή μετανάστευση υπολογίζεται ως η διαφορά του αριθμού των εισερχόμενων και εξερχόμενων κατοίκων. Στο πλαίσιο αυτό η αποσυγκέντρωση γίνεται αντιληπτή ως η αντιστροφή των μεταναστευτικών ροών. Επίσης, η αποσυγκέντρωση μπορεί να βασιστεί στη συνολική πληθυσμιακή αλλαγή, αντί μόνο στην καθαρή μετανάστευση. Στην πληθυσμιακή αλλαγή συνυπολογίζονται η φυσική μεταβολή του πληθυσμού και όλων των ειδών οι πληθυσμιακές μετακινήσεις. Η αποσυγκέντρωση σηματοδοτεί την αναστροφή της πληθυσμιακής τάσης, ως αλλαγή στο ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης των μεγάλων οικιστικών εγκαταστάσεων προς όφελος των μικρότερων. Τέλος, η υψηλή κατανάλωση της γης αποτελεί χαρακτηριστικό της διάχυσης και συχνά ταυτίζεται με το ρυθμό αστικοποίησης μιας περιοχής. Εκτός από τους ορισμούς που βασίζονται στη γενική κατηγορία της πυκνότητας, υπάρχουν προσεγγίσεις που προσδιορίζουν την αστική διάχυση με βάση τις χρήσεις γης και ειδικότερα το διαχωρισμό των χρήσεων γης και την έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού όσον αφορά τη χωρική ανάπτυξη (Ewing κ.ά. 2002, Burchell κ.ά. 1998, Downs 1998, κ.λπ.). Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, στη μελέτη για την αστική διάχυση στην Ευρώπη, τη συσχετίζει μεταξύ άλλων με τον ελλιπή έλεγχο στο διαχωρισμό της γης: «Η ανάπτυξη είναι ανομοιόμορφη, εγκατεσπαρμένη με τάση για ασυνέχεια ... Οι διάχυτες πόλεις είναι το αντίθετο των συμπαγών πόλεων, γεμάτες με άδειους χώρους που δείχνουν την ανικανότητα στην ανάπτυξη και τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης» (EEA 2006: 6). Εξάλλου, αρκετές είναι οι προσεγγίσεις που προσδιορίζουν την αστική διάχυση με βάση τη χωρική μορφή. Αυτές διακρίνονται σε δύο ειδικότερες κατηγορίες που βασίζονται α) στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της αστικής ανάπτυξης και β) στην αισθητική ή, ορθότερα, στην έλλειψή της. Αστικές μορφές διαφοροποιημένες μεταξύ τους, όπως η συνεχής προαστιακή ανάπτυξη, η γραμμική

ανάπτυξη κατά μήκος οδικών αρτηριών, η διάσπαρτη (scattered), ασυνεχής και εγκατεσπαρμένη (leap-frog) ανάπτυξη,2 περιγράφονται από το γενικό όρο της διάχυσης (EEA 2006, Downs 1998, Ewing 1997, Harvey και Clark 1965 στο: Chin 2002). Αξίζει να σημειωθεί η άποψη του Ewing (1997:108) ότι η διάχυση δεν έχει μια συγκεκριμένη αστική μορφή, αλλά «αποτελεί ζήτημα βαθμού» (Εwing 1997: 108). Τέλος, ένας σημαντικός αριθμός προσεγγίσεων προσδιορίζει την αστική διάχυση με βάση τις επιπτώσεις της, οι οποίες περιγράφονται ειδικότερα α) από την προσβασιμότητα και β) τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Ιδιαίτερα η μειωμένη προσβασιμότητα αποτελεί έναν αρκετά κοινό δείκτη αναγνώρισης της διάχυσης (Galster κ.ά. 2001, Ewing κ.ά. 2002, Burchell κ.ά. 1998, Torrens και Alberti 2000, Sierra Club 1998, Anas και Rhee 2006, Torrens 2008, Hess κ.ά. 2001). Διατυπώθηκε αρχικά από τον Ewing (1997: 109) και προσδιορίστηκε κυρίως με βάση το μέσο μήκος μετακίνησης και τη μέση χρονοαπόσταση που απαιτείται για την πρόσβαση σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, συνηθέστερα την απασχόληση. Συνοψίζοντας, είναι φανερό πως η αστική διάχυση αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο είτε προσεγγίζεται ποιοτικά είτε ποσοτικά. Είναι χαρακτηριστική η σαφώς ποιοτική προσέγγιση αναγνώρισης της διάχυσης του Peiser (2001: 278): «ο όρος χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως για να σηματοδοτήσει την αλόγιστη χρήση της γης, την αδιάκοπη μονότονη ανάπτυξη, την ασυνεχή ανάπτυξη και τη μη αποτελεσματική χρήση της γης», η οποία περιλαμβάνει τη διάσταση της πυκνότητας, της χωρικής μορφής αλλά και των επιπτώσεων της διάχυσης. Από τις ποσοτικές προσεγγίσεις, αυτή των Galster κ.ά. (2001) ενσωματώνει ένα πλήθος διακριτών διαστάσεων και θεωρείται η πιο ολοκληρωμένη και επεξεργασμένη μέθοδος μέτρησης της διάχυσης, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι έχει τις περισσότερες ετεροαναφορές (686) στην αναζήτηση που έγινε βάσει του προγράμματος Google Scholar. Συγκεκριμένα, οι Galster κ.ά. (2001: 685) ορίζουν τη διάχυση ως «τη μορφή των χρήσεων γης σε μια αστική εγκατάσταση η οποία εμφανίζει χαμηλά επίπεδα του συνδυασμού οχτώ διακριτών διαστάσεων: πυκνότητας, συνέχειας, συγκέντρωσης, ομαδοποίησης (clustering), κεντρικότητας, πυρηνικότητας (nuclearity), μικτών χρήσεων και εγγύτητας». Η προσέγγιση αυτή, αν και ενδιαφέρουσα, είναι αρκετά μηχανιστική και δύσκολη στην εφαρμογή της, καθώς απαιτεί αναλυτικά


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 89

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

στοιχεία των χρήσεων γης που είναι δύσκολο να βρεθούν ειδικά σε μια μεγάλη αστική περιοχή. Η ποσοτικοποίηση του φαινόμενου, ανεξάρτητα από τα μετρήσιμα μεγέθη που χρησιμοποιούνται, δεν επαρκεί για τη διάκριση της διάχυσης από τη μη διάχυση. Γενικά, η διάχυση έχει δύο όψεις: γίνεται αντιληπτή ως στατική κατάσταση (sprawl) αλλά και ως δυναμική διαδικασία (sprawling) (Kratochwill 2005: 9,11). Έτσι, για την κατανόηση της έντασης της διάχυσης σε μια περιοχή, η εξαγωγή συμπερασμάτων βασίζεται συχνά στη σύγκριση είτε της ίδιας περιοχής σε διαφορετικές χρονικές περιόδους είτε διαφορετικών περιοχών την ίδια χρονική περίοδο ή/και σε βάθος χρόνου. Ο παράγοντας του χρόνου θεωρείται κρίσιμο στοιχείο στη μέτρηση της διάχυσης (Ewing 1994) Σύμφωνα με τους Harvey και Clark (1965) (στο Chin 2002) η διάχυση δεν μπορεί να μετρηθεί και να περιγραφεί σε μια χρονική στιγμή, καθώς είναι μια μορφή ανάπτυξης. Εκτός από τον χρονικό παράγοντα, κρίσιμο στοιχείο για την αναγνώριση της αστικής διάχυσης είναι η αποσαφήνιση των ορίων της περιοχής που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διάχυσης, με άλλα λόγια ποια είναι η χωρική κλίμακα στην οποία αναγνωρίζεται η διάχυση. Η αστική μορφή μπορεί να ειδωθεί από ποικίλες γεωγραφικές κλίμακες και να ταξινομηθεί σε επίπεδα μητροπολιτικής περιοχής, πόλης και γειτονιάς. Οι περισσότερες προσεγγίσεις-θεωρίες αναγνώρισης και μέτρησης της διάχυσης έχουν ως χωρικό επίπεδο αναγνώρισης της διάχυσης την πόλη ή τη μητροπολιτική περιοχή. Έτσι, η διάχυση μπορεί να αφορά σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή και την περιβάλλουσα ζώνη της, ή ακόμη σε μια μητροπολιτική περιοχή που περιλαμβάνει την κεντρική πόλη και τις γύρω περιοχές, αστικές ή μη, με τις οποίες διατηρεί λειτουργικές σχέσεις.

2. Αστική διάχυση και οικιστικό δίκτυο: συσχετίσεις, βασικές υποθέσεις και ερευνητικά ερωτήματα 2.1 Ορίζοντας τις κεντρικές έννοιες: «αστική διάχυση» και «οικιστικό δίκτυο» Είναι σαφές από τις πολλαπλές διαφορετικές προσεγγίσεις του φαινομένου της αστικής διάχυσης (βλ. κεφ. 1) ότι η αστική διάχυση δεν ορίζεται μονοσήμαντα. Επιπλέον, η αστική διάχυση γίνεται αντιληπτή:

α) ως στατική κατάσταση, όσον αφορά κυρίως την αστική μορφή, δηλαδή τη μορφολογική διάταξη, αλλά και β) ως χωροχρονική δυναμική διαδικασία, όσον αφορά τόσο τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές όσο και τις χωρικές, η οποία μετεξελίσσει την αστική δομή. Έχοντας ως σημείο εκκίνησης την παραδοχή ότι η διάχυση αποτελεί κατά βάση ένα δυναμικό φαινόμενο, αυτή μπορεί να αναγνωριστεί μέσα από τις παρακάτω βασικές θεωρήσεις: • ως αστική επέκταση μιας πόλης στην περιφέρειά της • ως αστική αποσυγκέντρωση μιας πόλης στην περιφέρειά της. Και οι δύο αυτές θεωρήσεις συνδέουν το φαινόμενο της αστικής διάχυσης με την προϋπόθεση της ύπαρξης μίας μονοκεντρικής αστικής δομής ή ενός αστικού πόλου αλλά και με τη μεταβολή των αστικοαγροτικών σχέσεων με βάση τόσο τα δομικά (φυσικά) όσο και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της πόλης και της υπαίθρου. Με βάση τις προηγούμενες τοποθετήσεις, η αστική διάχυση ορίζεται ως εξής (Γεμενετζή 2011: 109,110): η δυναμική διαδικασία αστικής αποσυγκέντρωσης ενός κέντρου στην περιβάλλουσα περιοχή επιρροής του παράλληλα με την αύξηση της επιφάνειας για αστικές χρήσεις. • Το φαινόμενο της αστικής διάχυσης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κέντρου και ασύμμετρων σχέσεων εξάρτησης της περιφέρειάς του από αυτό. • Η περιοχή επιρροής του κέντρου, η οποία ταυτίζεται συνήθως με τη μητροπολιτική περιοχή, καθορίζεται από δύο παραμέτρους: α) τον ορισμό του κέντρου και β) τον προσδιορισμό των ιεραρχικών σχέσεων εξάρτησης που δημιουργεί. Η περιοχή επιρροής αποτελεί την ευρύτερη χωρολειτουργική ενότητα στην οποία λαμβάνουν χώρα οι τάσεις αποσυγκέντρωσης και η αύξηση των αστικών χρήσεων. Μπορεί να προσδιοριστεί με βάση το πεδίο των καθημερινών μετακινήσεων ή γενικότερα τις λειτουργικές ή διοικητικές εξαρτήσεις. Το οικιστικό δίκτυο ορίζεται ως ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων κέντρων που περιλαμβάνονται σε μια χωρική ενότητα (Αγγελίδης 2000:90). Ειδικότερα, τα δομικά στοιχεία συγκρότησης του οικιστικού δικτύου είναι: τα κέντρα και οι δικτυώσεις-αλληλεξαρτήσεις (Bourne 1975, Αγγελίδης 1997). Οι έννοιες αυτές αναλύονται ως εξής: • Τα κέντρα αποτελούν στην πραγματικότητα τους κόμβους του οικιστικού δικτύου. Κάθε κέντρο μπορεί να

89


006:Layout 1

90

5/13/13

1:36 PM

Page 90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

έχει διαφορετικό μέγεθος και εμβέλεια. Κατ’ επέκταση, τα κέντρα ταξινομούνται σε μια κάθετη ιεραρχικά αναπτυγμένη δομή κέντρων διαφορετικών βαθμίδων (Bourne 1975, Αγγελίδης 1997). Ο πληθυσμός είναι μόνο μία από τις παραμέτρους, αν και η πιο σημαντική, που προσδιορίζει τη θέση των κέντρων σε ένα ευρύτερο αστικό σύστημα (Ιωάννου 2005: 150). • Η έννοια της δικτύωσης περιγράφει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ των κέντρων. Προσδιορίζεται από δύο κατηγορίες δικτύων: α) αυτή που βασίζεται στην έννοια της χωρικής/γεωγραφικής γειτνίασης και περιγράφεται από τα σταθερά δίκτυα υποδομών και τις ροές που πραγματοποιούνται λόγω των δικτύων αυτών και β) αυτή που βασίζεται στην ανταλλαγή άυλων ροών και πληροφοριών και στα δίκτυα συνεργασίας (Knaap 1998). Στην εργασία αυτή, όσον αφορά την ιεράρχηση των κέντρων, το οικιστικό δίκτυο μελετάται ως ένα σύνολο κάθετα ιεραρχημένων κέντρων. Αναφορικά με τις κατηγορίες των δικτυώσεων, αυτή που λαμβάνεται υπόψη για τη μελέτη του οικιστικού δικτύου είναι η δικτύωση που οφείλεται στη χωρική γειτνίαση και στα σταθερά δίκτυα υποδομών. Στο παρελθόν διάφορες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για την περιγραφή και την ερμηνεία της δομής του οικιστικού δικτύου, οι περισσότερες από τις οποίες συνδέονται με τον οικονομικό ρόλο της πόλης, με πιο χαρακτηριστική τη θεωρία των κεντρικών τόπων του Christaller (1933/1966). Σήμερα η θεωρία της πολυκεντρικής ανάπτυξης (βλ. ESPON 2005) κυριαρχεί στην ανάλυση της οργάνωσης του οικιστικού δικτύου, ενώ παράλληλα αποτελεί βασική κατεύθυνσης πολιτικής, καθώς χρησιμοποιείται ως σχεδιαστικό εργαλείο ή όραμα για τη χωρική ανάπτυξη μιας περιοχής (Davoudi 2003:979). 2.2 Διαμορφώνοντας την υπόθεση εργασίας: από την αστική διάχυση στην πολυκεντρική ανάπτυξη Η εργασία εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στις τάσεις της αστικής διάχυσης και τη δομή του οικιστικού δικτύου και ειδικότερα διερευνά πώς οι διαδικασίες της αστικής διάχυσης μεταβάλλουν τη δομή του οικιστικού δικτύου. Η αστική διάχυση μελετάται ως μια δυναμική διαδικασία αστικών αλλαγών που επιδρά στη δομή και λειτουργία του οικιστικού δικτύου. Οι αλλαγές αυτές προέρχονται από τη μακρά διαδικασία εκτεταμένης αστικοποίησης και αποσυγκέντρωσης που κατευθύνεται από τα μεγάλα

κέντρα/πόλεις σε γειτονικά μικρότερα κέντρα/πόλεις, παλιά και καινούρια. Η κεντρική υπόθεση εργασίας διατυπώνεται ως εξής: Η αστική διάχυση μπορεί να οδηγήσει μέσω της «αποσυγκεντρωμένης συγκέντρωσης» στην πολυκεντρική ανάπτυξη (Εικόνα 1). Εικόνα 1: Σχηματική αναπαράσταση της υπόθεσης εργασίας: η αστική διάχυση μπορεί μέσω της αποσυγκεντρωμένης συγκέντρωσης να συμβάλει στην ανάπτυξη της πολυκεντρικότητας

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 125

Η πολυκεντρικότητα χαρακτηρίζει μια κατάσταση η οποία είναι αφενός αντίθετη στη μονοκεντρικότητα, αφετέρου στη διασπορά και, κατ’ επέκταση, βρίσκεται ανάμεσα στις έννοιες της συγκέντρωσης και της αποσυγκέντρωσης. Έτσι, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ο καλύτερος δυνατός βαθμός πολυκεντρικότητας ανάμεσα στη μονοκεντρικότητα και τη διάχυση (ESPON 2003: 13), χρησιμοποιώντας σαφή ποσοτικά κριτήρια. Εντούτοις, με ποιοτικούς όρους, ο καλύτερος βαθμός πολυκεντρικότητας μπορεί να οριστεί ως «αποσυγκεντρωμένη


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 91

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

συγκέντρωση». Εξάλλου, η «αποσυγκεντρωμένη συγκέντρωση» χρησιμοποιήθηκε ως όραμα ή πρωταρχική αρχή χωροταξικού σχεδιασμού (Albrechts 1998: 417, 422, Knaap 1998). Η εν δυνάμει διαδικασία της αποσυγκεντρωμένης συγκέντρωσης είναι αυτή που προσδιορίζει τη σχέση της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου. Ειδικότερα, η αποσυγκεντρωμένη συγκέντρωση αναφέρεται στην επιλεκτική συγκέντρωση των τάσεων αποσυγκέντρωσης από το κυρίαρχο κέντρο σε ορισμένα κέντρα της περιβάλλουσας περιοχής επιρροής του. Συνολικά, οι τάσεις αποσυγκέντρωσης δεν είναι ούτε απλές ούτε μονοδιάστατες. Επηρεάζουν την οργάνωση της σφαίρας επιρροής ενός –συνήθως μητροπολιτικού επιπέδου– κέντρου, καθώς ορισμένες από τις αποσυγκεντρωμένες δραστηριότητες τείνουν να επανασυγκεντρώνονται σε υπάρχοντα ή νέα κέντρα πόλεων, στις «πόλεις στις παρυφές» αλλά και σε πιο απομακρυσμένες πόλεις (Hall και Pfeiffer 2000: 121-123). Ενώ δηλαδή η αποσυγκέντρωση των αστικών δραστηριοτήτων είναι μια μορφή δυναμικής διαδικασίας αστικής διάχυσης, το τελικό αποτέλεσμα αυτής –σε μια στατική κατάσταση– σχετίζεται με την ενδυνάμωση του ρόλου και του μεγέθους των δευτερευόντων κέντρων είτε ως οικιστικών υποδοχέων είτε ως κέντρων απασχόλησης. Τίθεται έτσι το ερώτημα της μεταβολής των κάθετα ιεραρχημένων δομικών στοιχείων του οικιστικού δικτύου προς την κατεύθυνση της πολυκεντρικής ανάπτυξης. Πρόκειται για κρίσιμο ζήτημα καθώς η πολυκεντρικότητα είναι επιθυμητή και προωθείται από τις ευρωπαϊκές πολιτικές χωρικής και περιφερειακής ανάπτυξης ως κύριο μέσο για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης, σε αντίθεση με την αστική διάχυση, για την οποία η επικρατέστερη άποψη είναι ότι αντιτίθεται στην αειφορία (EE 1997, EE 1999). Η οριοθέτηση του χωρικού πλαισίου εξέτασης της υπόθεσης εργασίας βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η υφιστάμενη δομή του οικιστικού δικτύου είναι μονοκεντρική. Βασική παραδοχή είναι ότι το οικιστικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός κέντρου από το οποίο ξεκινούν οι τάσεις αποσυγκέντρωσης στην περιοχή επιρροής του. Συνοψίζοντας, απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διερεύνηση της υπόθεσης εργασίας είναι: α) η επιλογή ενός χωρικού επιπέδου στο οποίο είναι γνωστό ότι παρατηρούνται τάσεις αστικής διάχυσης βάσει του ορισμού και

β) η επιλογή ενός μονοκεντρικού αστικού συστήματος. Τα ειδικότερα μεθοδολογικά ερωτήματα που διατυπώνονται για τη διερεύνηση του παραπάνω ερωτήματος είναι τα εξής: 1. Πώς κατανέμεται η διαδικασία αποσυγκέντρωσης στην περιοχή επιρροής του αστικού κέντρου; Είναι ομοιόμορφη, εμφανίζονται δηλαδή τάσεις γενικευμένης διασποράς, ή ανομοιόμορφη, εμφανίζονται δηλαδή τάσεις συγκέντρωσης σε ορισμένες υπό-περιοχές; 2. Σε περίπτωση που παρατηρείται συγκέντρωση, αυτή είναι τυχαία ή εμφανίζει μορφές ομαδοποίησης π.χ. ανάλογα με την απόσταση από το αστικό κέντρο; 3. Τελικά τι είδους πολυκεντρικότητα δημιουργείται; Τι είδους κέντρα αναδύονται και πώς μεταβάλλεται ο ρόλος τους διαχρονικά;

3. Πεδίο εφαρμογής και μεθοδολογικά ζητήματα 3.1. Επιλογή του πεδίου εφαρμογής Η Θεσσαλονίκη και η περιοχή επιρροής της αποτελεί το κατάλληλο εμπειρικό πεδίο για την έρευνα καθώς πληροί μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής διάχυσης. Αυτά είναι: α) η αποσυγκέντρωση του πληθυσμού που μπορεί να συνδυάζεται χωρικά με νεφελώματα κατοικιών, χαμηλής πυκνότητας περιοχές κατοικίας ή ακόμη, νέες περιοχές επέκτασης προσαρτημένες σε περιαστικούς οικισμούς και β) η αύξηση της επιφάνειας της περιφέρειας της πόλης για αστικές χρήσεις, όχι μόνο λόγω της διάχυσης της κατοικίας, αλλά και λόγω της διασποράς τριτογενών δραστηριοτήτων, συνήθως με τη μορφή των «ταινιακών» γραμμικών αναπτύξεων και των συγκεντρώσεων γύρω από κόμβους μεταφορών (Καυκαλάς 1999). Το χρονικό διάστημα στο οποίο διερευνάται η υπόθεση εργασίας στο πεδίο εφαρμογής είναι η δεκαετία 1991-2001. Επιλέγεται η περίοδος αυτή για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στον ελληνικό χώρο οι τάσεις αναστροφής των μεταναστατευτικών κατευθύνσεων από αγροτικές-αστικές σε αστικές-αγροτικές ξεκινούν τη δεκαετία του 1980. Οι αγροτικές και ημιαστικές περιοχές σημειώνουν πληθυσμιακή ανάκαμψη, ενώ οι εγκατασταθέντες στις τελευταίες προέρχονται ιδίως από τα ΠΣ Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Κυριαζή-Άλισσον 2003: 428-430). Επομένως, είναι πιο πιθανό οι τάσεις αυτές να

91


006:Layout 1

92

5/13/13

1:36 PM

Page 92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

εντατικοποιούνται κατά την επόμενη δεκαετία συμβάλλοντας στην αστική διάχυση. Δεύτερον, από το τέλος της δεκαετίας του 1980 οι ελληνικές πόλεις υφίστανται τις συνέπειες των νέων συνθηκών: της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, του εντεινόμενου ανταγωνισμού και της απελευθέρωσης της αγοράς. Ειδικά, οι αρχές της δεκαετίας του 1990, που χαρακτηρίζονται από την ολοκλήρωση των υποδομών, την αύξηση του ρόλου του εμπορίου και των υπηρεσιών, το άνοιγμα των συνόρων και την έλευση των νέων οικονομικών μεταναστών σηματοδοτούν μια νέα περίοδο μετασχηματισμών όχι μόνο για την πολεοδομική μορφή της πόλης αλλά και για τη δομική οργάνωση και λειτουργία της περιοχής επιρροής της, η οποία συνδέεται με την πόλη με ισχυρές σχέσεις εξάρτησης. Εντούτοις, στην πραγματικότητα η σημερινή περιοχή επιρροής του ΠΣΘ έχει υπερβεί κατά πολύ τα θεσμοθετημένα όρια της ΕΠΘ (βάσει του Ν1561/85), θέτοντας ζήτημα επαναπροσδιορισμού της περιφέρειας του αστικού κέντρου. 3.2. Οριοθέτηση της Περιοχής Επιρροής της Θεσσαλονίκης: η πόλη-περιφέρεια Η περιοχή επιρροής της Θεσσαλονίκης συνιστά την περιοχή εκείνη που δέχεται τη μεγαλύτερη δυναμική της Θεσσαλονίκης και στην οποία λαμβάνουν χώρα οι κυριότερες τάσεις αποσυγκέντρωσης από το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο ορισμός του αστικού κέντρου και των ιεραρχικών σχέσεων εξάρτησης που δημιουργεί προσδιορίζουν την άμεση περιοχή επιρροής της Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, αυτή ορίζεται στη βάση της λογικής της πόλης-περιφέρειας ή Λειτουργικής Αστικής Περιοχής (ΛΑΠ) (Caruso 2001, Antikainen 2005) που έχει την έννοια της τοπικής αγοράς εργασίας. Η ΛΑΠ ή πόλη-περιφέρεια, όπως θα ονομάζεται εφεξής, αποτελείται από α) τον αστικό πυρήνα που ταυτίζεται με τον τόπο συγκέντρωσης των θέσεων απασχόλησης και β) τον λειτουργικό δακτύλιο, ο οποίος πολώνεται γύρω από τον πυρήνα και συγκεντρώνει το εργατικό δυναμικό, σημαντικό ποσοστό του οποίου μετακινείται καθημερινά στον πυρήνα για εργασία. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η πόλη-περιφέρεια προσδιορίζεται επί τη βάσει διαφορετικών ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων. Τα συνηθέστερα είναι η πυκνότητα, το μέγεθος του πληθυσμού και των θέσεων απασχόλησης, η χρονοαπόσταση από το οικονομικό κέντρο και κυρίως το ποσοστό

του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που μεταβαίνει καθημερινά από τη γύρω περιοχή στον κεντρικό αστικό πυρήνα για εργασία (Antikainen 2005: 450-452, Caruso 2001, Adam 2002). Αλλά και για τον ελληνικό χώρο υπάρχουν διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις προσδιορισμού της πόλης-περιφέρειας (Αγγελίδης 2004, Prodromidis 2008, Γεμενετζή 2010, Αρβανιτίδης και Δωρής 2011).3 Λόγω του κυρίαρχου ρόλου του ΠΣΘ στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ως το μεγαλύτερο αστικό και παραγωγικό κέντρο, με τη συγκέντρωση υπερτοπικών λειτουργιών και τις συνεπαγόμενες ισχυρές διασυνδέσεις της πόλης με τις περισσότερες περιοχές της Περιφέρειας, το σύνολο της περιφέρειας υποδεικνύεται ως το επίπεδο αναφοράς και διερεύνησης του γεωγραφικού προσδιορισμού της Περιοχής Επιρροής. Λαμβάνοντας υπόψη την εντατικοποίηση της προαστιοποίησης και την αύξηση της κινητικότητας του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, βασική παραδοχή είναι ότι το ΠΣΘ, ως το ισχυρό κέντρο απασχόλησης της περιφέρειας, ασκεί επιρροή στο σύνολο όλων των δήμων της περιφέρειας με την έννοια της καθημερινής μετακίνησης εργαζομένων σε αυτό. Η τιμή του κριτηρίου της καθημερινής μετακίνησης που θα επιλεγεί πρέπει να εκφράζει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης όλων των Δήμων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που δύναται να συνιστούν το λειτουργικό δακτύλιο, με τον αστικό πυρήνα της, δηλαδή το ΠΣΘ. Για κάθε δήμο υπολογίζεται ο αριθμός των εργαζομένων που μετακινούνται καθημερινά στο ΠΣΘ για εργασία και το ποσοστό αυτών στο σύνολο των εργαζομένων του δήμου. Ο μέσος όρος του αριθμού των εργαζομένων που μετακινούνται καθημερινά στο ΠΣΘ και ο αντίστοιχος μέσος όρος των ποσοστών μετακίνησης των εργαζόμενων από τους δήμους της ΠΚΜ στο ΠΣΘ αποτελούν τις δύο κατώτατες τιμές που πρέπει να ισχύουν για να εντάσσονται οι δήμοι αυτοί στην Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης. Οι μετακινήσεις από την κατοικία στην εργασία αντικατοπτρίζουν την ένταση των σχέσεων, τις ιεραρχίες και τις εξαρτήσεις μεταξύ των διαφορετικών διοικητικοχωρικών ενοτήτων και του ΠΣΘ. Επειδή οι πολωτικές ροές ενδέχεται να παρουσιάζουν εδαφικές ασυνέχειες, απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την οριοθέτηση της Περιοχής Επιρροής είναι η εδαφική συνέχεια με την κεντρική περιοχή. Τα διοικητικά όρια των καποδιστριακών δήμων αποτελούν τη βάση για τη γεωγραφική οριοθέτηση της περιοχής.


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 93

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

Χάρτης 1. Η Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 170,180 και ιδία επεξεργασία

Εφαρμόζοντας την παραπάνω μεθοδολογία για την οριοθέτηση της Περιοχής Επιρροής (ή πόλης-περιφέρειας) της Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι πρέπει να ισχύουν ταυτόχρονα τα παρακάτω τρία κριτήρια: • ο αριθμός των εργαζομένων που μετακινούνται καθημερινά στο ΠΣΘ για εργασία από ένα δήμο της ΠΚΜ πρέπει να είναι ίσος ή μεγαλύτερος των 237 ατόμων. • το ποσοστό των εργαζομένων που μετακινούνται καθημερινά στο ΠΣΘ για εργασία από ένα δήμο της ΠΚΜ πρέπει να είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 7,5%. • η χωρική συνέχεια των δήμων που πληρούν τα ανωτέρω κριτήρια με το ΠΣΘ. Η εφαρμογή των παραπάνω κριτηρίων ορίζει την Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης. Η υπό μελέτη περιοχή περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρύτερη Περιοχή Θεσσαλονίκης, όπως έχει οριστεί στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (Ν. 1561/85) συμπεριλαμβανομένων και των Νέας Φιλαδέλφειας και Μεσαίου του δήμου Καλλιθέας και, επιπλέον, τους δήμους Μυγδονίας, Ασσήρου, Λαγκαδά, Κορώνειας και Καλλινδοίων του Ν. Θεσσαλονίκης αλλά και τους δήμους Πικρολίμνης και Γαλλικού του Ν. Κιλκίς καθώς και το δήμο Καλλικράτειας του Ν. Χαλκιδικής. Η περιοχή αυτή χωρίζεται σε τρεις επιμέρους μακροζώνες (Χάρτης 1):

- το Αστικό Κέντρο, το οποίο ταυτίζεται με το ΠΣΘ, - τον Περιαστικό Δακτύλιο, ο οποίος περιλαμβάνει την Περιαστική Ζώνη και τη Λοιπή Περιοχή που έχουν οριστεί στο ΡΣΘ με την αναγωγή των ορίων τους στα σημερινά διοικητικά όρια των Δήμων, - την Εξωτερική Περιφερειακή Ζώνη, η οποία αναπαριστά τις νέες περιοχές που δέχονται σημαντικές επιδράσεις από το ΠΣΘ, οι οποίες ως ένα βαθμό αντανακλούν και διαφορετικά επίπεδα αστικοποίησης. Ο διαχωρισμός του συστήματος σε μακροζώνες δίνει ορισμένες συνολικές ενδείξεις με αναφορά στη δυναμική του αστικού και περιφερειακού συστήματος (βλ. κεφ. 4.1). Παράλληλα, οι δύο εξωτερικές μακροζώνες4 διαχωρίζονται σε επιμέρους μικροζώνες που για μεθοδολογικούς λόγους ταυτίζονται με τα όρια των Καποδιστριακών Δήμων. Η χωρική υποδιαίρεση σε περισσότερες μικροζώνες επιτρέπει τον προσδιορισμό χωρικών ανομοιοτήτων και διαφορών στη χωροχρονική ανάπτυξη τους, ώστε να αναγνωριστούν ειδικότερες τάσεις ανάπτυξης και να συσχετιστούν με την αποσυγκέντρωση από το Αστικό Κέντρο του ΠΣΘ και κατ’ επέκταση με το φαινόμενο της αστικής διάχυσης.

93


006:Layout 1

94

5/13/13

1:36 PM

Page 94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

Η γεωμορφολογία και τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης ήταν καθοριστικά για την εξέλιξη των οικισμών και των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Οι κύριοι οδικοί άξονες συνετέλεσαν σημαντικά στην οργάνωση του οικιστικού δικτύου και στην κατανομή των μεγαλύτερων σε μέγεθος οικισμών, και ιδιαίτερα αυτοί των οποίων η λειτουργία τους ως βασικές αρτηρίες είναι διαχρονικά εδραιωμένη και βρίσκονται στο δυτικό και βόρειο τμήμα. Έτσι, στο δυτικό και βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης που χαρακτηρίζεται από πεδινές εκτάσεις και κυριαρχούν παραδοσιακά οι αγροτικές δραστηριότητες, το δίκτυο των οικισμών είναι πιο πυκνό και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερους σε πληθυσμιακό μέγεθος οικισμούς συγκριτικά με το ανατολικό. Το ανατολικό τμήμα λόγω της ημιορεινής μορφολογίας του χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά πιο χαλαρό οικιστικό δίκτυο. Οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος οικισμοί, των οποίων ο πληθυσμός υπερβαίνει τους πέντε χιλιάδες κατοίκους, βρίσκονται στην παράκτια ζώνη. 3.3. Μεθοδολογία Βασική αρχή της μεθοδολογικής προσέγγισης είναι η μελέτη της μεταβολής του οικιστικού δικτύου από μια παλαιότερη κατάσταση στη σημερινή του, η οποία μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο πολυκεντρική, λαμβάνοντας υπόψη την εν δυνάμει αναγνώριση των τάσεων αστικής διάχυσης στην περιοχή μέσα από τη διερεύνηση διαδικασιών αποσυγκέντρωσης. Ειδικότερα, η πολυκεντρικότητα αποτελεί τόσο το εργαλείο ανάλυσης της οργάνωσης του οικιστικού δικτύου, που είναι απαραίτητο για τη διερεύνηση της συσχέτισης των τάσεων αστικής διάχυσης με την προϋπάρχουσα δομή του οικιστικού δικτύου, όσο και το εργαλείο περιγραφής της επιρροής των τάσεων αστικής διάχυσης στη δομή του οικιστικού δικτύου. Οι τάσεις αστικής διάχυσης μελετώνται μέσα στο πλαίσιο της εξέτασης των συνολικών τάσεων ανάπτυξης της περιοχής που αναδεικνύουν τη δυναμική εικόνα του οικιστικού δικτύου. Για τη διερεύνηση του βαθμού πολυκεντρικότητας μιας περιοχής και της μεταβολής του η προσέγγιση βασίζεται στην αναγνώριση και μέτρηση τριών διαστάσεων των κέντρων: - του μεγέθους - της χωρικής θέσης και - της συνδεσιμότητας

που περιγράφουν τόσο τη μορφολογική όσο και τη λειτουργική διάσταση της πολυκεντρικότητας (ESPON 2003). Η σχετική αλλαγή των κέντρων σε ένα αστικό σύστημα βασίζεται σε μια δυναμική διαδικασία αλλαγής από μια μορφή συγκέντρωσης σε μια μορφή αποσυγκέντρωσης που συμβαίνει μέσα στο αστικό σύστημα. Αυτή η αλλαγή επηρεάζεται από δύο παράγοντες: ο πρώτος είναι οι εσωτερικές αλλαγές, δηλαδή οι μετακινήσεις και μετεγκαταστάσεις που συμβαίνουν εντός του αστικού συστήματος και ο δεύτερος η εξωτερική εισροή και η κατανομή της στο αστικό σύστημα. Σύμφωνα με τους Berry και Horton (1970: 88) «η βάση της ανάδυσης νέων κέντρων και η αλλαγή στο σχετικό μέγεθος του παλιού βασίζεται περισσότερο στη σχετική αλλαγή που συμβαίνει στο αστικό σύστημα παρά στην ανακατανομή των υπαρχουσών δραστηριοτήτων» και σε αυτό το πλαίσιο μελετάται η δυναμική διαδικασία αποσυγκέντρωσης. Η αποσυγκέντρωση από το κέντρο ισοδυναμεί με την υπέρβαση του ρυθμού μεταβολής του, από το ρυθμό θετικής μεταβολής της συνολικής περιοχής επιρροής του ή, με άλλα λόγια, με τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής του κέντρου στο σύνολο της περιοχής επιρροής του. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μια γενική έκφραση της αποσυγκέντρωσης επιβεβαιώνοντας τις τάσεις αστικής διάχυσης σε σχέση με τη μείωση της κυριαρχίας του αστικού κέντρου. Η αποσυγκέντρωση από το αστικό κέντρο-πυρήνα της περιοχής δεν οφείλεται απαραίτητα στην απώλεια από τον κεντρικό πυρήνα, αλλά στη συνολική αύξηση της περιοχής και την εγκατάσταση στις περιφερειακές περιοχές του πυρήνα. Η εγκατάσταση στις περιοχές αυτές μπορεί να είναι ομοιόμορφη ή ανομοιόμορφη. Έτσι, κρίνεται σημαντικό να διακριθούν οι περιοχές εκείνες που εμφανίζουν χαρακτηριστικά «συγκέντρωσης της αποσυγκέντρωσης». Πρόκειται για τις περιοχές στις οποίες κατευθύνονται οι τάσεις αστικής διάχυσης. Η ανάπτυξη μιας περιοχής βασίζεται στην υπόθεση ότι σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη της συνολικής περιοχής. Έτσι, κατασκευάζεται ένας στατιστικός δείκτης που συγκρίνει την τοπική ανάπτυξη ή φθίνουσα πορεία μιας περιοχής με τη συνολική μέση αλλαγή που αφορά στο σύνολο της περιοχής μελέτης. Ο δείκτης αυτός ισούται με τη μεταβολή της ποσοστιαίας κατανομής του επιλεγμένου μεγέθους μιας χωρικής ενότητας (περιοχής) στο σύνολο της περιοχής μελέτης και δείχνει τη δυναμική, δηλαδή την αύξηση ή μείωση της κυριαρχίας των επιμέρους ενοτήτων στη συνολική περιοχή. Ειδικότερα, αν Αi


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 95

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

είναι το επιλεγμένο μέγεθος μιας περιοχής i και Α το αντίστοιχο μέγεθος για το σύνολο της περιοχής, η μεταβολή του οποίου συμβαίνει σε ένα χρονικό διάστημα t1t2 τότε ο δείκτης αυτός εκφράζεται ως εξής: Αi (t2) / Α(t2) - Αi (t1) / Α(t1) Αi (t1) / Α(t1) Στην πραγματικότητα ο παραπάνω δείκτης αποτελεί μια απλή και γενικευμένη εκδοχή της μεθόδου ανάλυσης μετατόπισης της κατανομής (shift-share analysis): δείχνει ποιες περιοχές επωφελούνται περισσότερο από τη συνολική μέση αύξηση και ποιες υστερούν σε σχέση με τη συνολική μέση ανάπτυξη ακόμα και αν εμφανίζουν θετικούς ρυθμούς μεταβολής. Όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του δείκτη σε μια περιοχή τόσο πιο ελκτική εμφανίζεται στη συγκέντρωση ενός μεγέθους. Γενικά, η τιμή του δείκτη είναι ενδεικτική του βαθμού εσωτερικής ανακατανομής του πληθυσμού ή της τοπικής ανάπτυξης μιας περιοχής. Η αρνητική τιμή δεν συνεπάγεται απαραίτητα και απόλυτη μείωση του επιλεγμένου μεγέθους σε μια περιοχή, αλλά υστέρηση σε σχέση με τη συνολική ανάπτυξη. Αυτή μπορεί να οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες ή, ακόμη, στην ελκτικότητα γειτονικών περιοχών. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει σαφής μέθοδος αποτίμησης της πολυκεντρικότητας γίνεται επιλογή των βασικότερων κριτηρίων που μπορούν να αποδώσουν καλύτερα τη θεώρηση των κέντρων και τη μεταβολή τους. Παράλληλα, τα κριτήρια αυτά πρέπει να ενσωματώνουν και να περιγράφουν, ποιοτικά αλλά και ποσοτικά, την έννοια της αστικής διάχυσης ώστε να είναι δυνατή η διερεύνηση της σχέσης της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου (Πίνακας 2).

Πίνακας 2: Κριτήρια και δείκτες για τη σχέση αστικής διάχυσης και πολυκεντρικότητας Άξονας διερεύνησης πληθυσμός

συνδεσιμότητα

Δείκτες-μέθοδοι μεταβολή της ποσοστιαίας κατανομής

Τύπος κριτηρίων τάσεις διάχυσης – συγκέντρωση της αποσυγκέντρωσης

ποσοστιαία κατανομή: ταξινόμηση σε ομάδες (βαθμίδες) ημερήσιες ροές μετακίνησης

μέγεθος κέντρων – αριθμός κέντρων ανά βαθμίδα: μεταβολή της πολυκεντρικότητας υφιστάμενη πολυκεντρικότητα

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 155

Έτσι, επιλέγεται το βασικό μέγεθος του πληθυσμού καθώς αντανακλά τις τάσεις της αστικής διάχυσης και ταυτόχρονα περιγράφει τη δομή του αστικού συστήματος και τις τάσεις μεταβολής του. Ειδικότερα, ο πληθυσμός περιγράφει τη λειτουργία των κέντρων ως οικιστικών πόλων. Επιπλέον, για τον υπολογισμό της πολυκεντρικότητας χρησιμοποιείται ο αριθμός των κέντρων ανά βαθμίδα και η μεταβολή τους. Για την ταξινόμηση των κέντρων υπολογίζεται η ποσοστιαία κατανομή των επιλεγμένων μεγεθών ανά μικροζώνη στο σύνολο της περιοχής επιρροής για δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους και κατασκευάζονται οι αντίστοιχοι θεματικοί χάρτες. Γίνεται ομαδοποίηση σε έξι τάξεις που αντιστοιχούν σε έξι διαφορετικές βαθμίδες κέντρων ώστε να είναι διακριτή η μεταβολή του αριθμού των κέντρων ανά βαθμίδα αλλά και του ποσοστού συμμετοχής τους στο σύνολο της περιοχής ανά βαθμίδα. Τέλος, οι ημερήσιες ροές μετακίνησης από τον τόπο κατοικίας στον τόπο εργασίας δείχνουν τη συνδεσιμότητα των κέντρων που αποτελεί βασικό δείκτη της πολυκεντρικότητας. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται προέρχονται από: - ΓΓ ΕΣΥΕ-Απογραφή Πληθυσμού 2001, 1991. Μόνιμος Πληθυσμός - ΓΓ ΕΣΥΕ-Απογραφή Πληθυσμού 2001. Απασχολούμενοι κατά τόπο μόνιμης διαμονής και ένδειξη τόπου εργασίας και Απασχολούμενοι εκτός του δήμου μόνιμης διαμονής κατά Δήμο εργασίας Το επίπεδο των κέντρων ταυτίζεται με το γεωγραφικό επίπεδο των Καποδιστριακών Δήμων. Αυτή η επιλογή αιτιολογείται από το ότι ο Δήμος αποτελεί τη μικρότερη διοικητική και χωρική ενότητα για την οποία είναι δυνατή, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από τη Γ.Γ. ΕΣΥΕ, η χωροχρονική συσχέτιση των αξόνων διερεύνησης και, κατ’ επέκταση, ο εμπειρικός έλεγχος της υπόθεσης εργασίας.

4. Εμπειρική διερεύνηση: τάσεις αστικής διάχυσης και πολυκεντρικής ανάπτυξης στην Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης 4.1 Τάσεις πληθυσμιακής αποσυγκέντρωσης Ο πληθυσμός της Περιοχής Επιρροής της Θεσσαλονίκης παρουσίασε τη δεκαετία 1991-2001 σημαντική αύξηση (11,69%), υψηλότερη από αυτήν της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (9,86%) και διπλάσια από αυτήν

95


006:Layout 1

96

5/13/13

1:36 PM

Page 96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

των δήμων που επωφελούνται από τη συνολική αύξηση της περιοχής, ισχυροποιώντας τη θέση τους στο αστικό σύστημα. Οι τάσεις αποσυγκέντρωσης δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο σύνολο της περιοχής επιρροής του αστικού κέντρου. Αντίθετα η πληθυσμιακή ανάπτυξη φαίνεται να κατευθύνεται επιλεκτικά σε ορισμένες περιοχές. Τις μεγαλύτερες τάσεις «συγκέντρωσης της αποσυγκέντρωσης» εμφανίζουν οι δήμοι που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση και εγγύτητα με το ΠΣΘ και γενικά όλοι οι δήμοι που βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του Περιαστικού Δακτυλίου. Ειδικότερα, οι Δήμοι που επωφελούνται περισσότερο από τη συνολική μέση αλλαγή είναι οι Δήμοι Θέρμης, Θερμαϊκού και Ωραιοκάστρου, οι οποίοι –ανεξάρτητα από το αρχικό τους μέγεθος– εμφανίζουν αύξηση της ποσοστιαίας τους κατανομής τους στο σύνολο της περιοχής μεγαλύτερη από 80% και, εν συνεχεία, οι δήμοι Χορτιάτη και Μίκρας, στους οποίους η αύξηση κυμαίνεται μεταξύ 20% και 80%. Οι περιοχές αυτές εμφανίζονται ιδιαίτερα ελκτικές στην προσέλκυση του νέου πληθυσμού που εγκαθίσταται στην Περιοχή Επιρροής όσο και στην ενδεχόμενη εσωτερική μετανάστευση που προέρχεται κυρίως από το ΠΣΘ. Μια άλλη ομάδα περιοχών αφορά τους περισσότερο αποκεντρωμένους χωρικά από το ΠΣΘ δήμους που βρίσκονται ανατολικά αυτού Χάρτης 2. Μεταβολή της ποσοστιαίας κατανομής του πληθυσμού των Δήμων στο σύνολο της περιοχής, (Βασιλικών, Επανομής, Μη1991-2001 χανιώνας και Καλλικράτειας), τους γειτονικούς στα βορειοδυτικά δήμους του ΠΣΘ (Εχεδώρου και Καλλιθέας) και το δήμο Μυγδονίας στα βόρεια του ΠΣΘ οι οποίοι εμφανίζονται επίσης ελκτικοί, καθώς η πληθυσμιακή δυναμική τους υπερβαίνει αυτήν της συνολικής περιοχής. Αντίθετα, οι δήμοι που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του Περιαστικού Δακτυλίου και στο βόρειο τμήμα της Εξωτερικής Περιφερειακής Ζώνης και είναι οι πιο αποκεντρωμένοι χωρικά υστερούν σε ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με το Πηγή: Γεμενετζή 2011: 215 σύνολο της περιοχής. Αυτοί στο σύνολο της χώρας (6,9%). Η αύξηση αυτή αποτελεί ένδειξη της πόλωσης γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το ΠΣΘ εμφανίζει χαμηλό ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης (6,85%). Πρόκειται για τάση που συνεχίζεται από την προηγούμενη δεκαετία 1981-1991 (6,1%), και σε συνδυασμό με το σημαντικό ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης (22,3%) του Περιαστικού Δακτυλίου και τον αξιόλογο ρυθμό της Εξωτερικής Περιφερειακής Ζώνης (11%) καταδεικνύει μια τάση συνεχούς αποσυγκέντρωσης από το ΠΣΘ προς όφελος της Περιοχής Επιρροής του. Ο Xάρτης 2 δείχνει τις χωρικές ανισοτροπίες στην κατανομή των τάσεων αποσυγκέντρωσης από το ΠΣΘ. Η συμμετοχή του πληθυσμού του ΠΣΘ στο σύνολο της Περιοχής Επιρροής μειώνεται από 81,6% το 2001 σε 78% το 1991 προς όφελος της λοιπής περιοχής. Η μείωση αυτή οφείλεται αφενός στην καθαρή αρνητική μεταβολή του δήμου Θεσσαλονίκης και αφετέρου στην κατανομή του μεγαλύτερου μέρους του «νέου πληθυσμού» στη λοιπή περιοχή. Από την Περιοχή Επιρροής επωφελείται σημαντικά ο Περιαστικός Δακτύλιος που αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής του κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες ενώ σε σταθερό επίπεδο διατηρείται η Εξωτερική Περιφερειακή Ζώνη. Εντούτοις, εντός των μακροζωνών παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 97

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

εμφανίζουν θετικό ρυθμό μεταβολής, όπως και το ΠΣΘ, αλλά είναι μικρότερος από τη μέση συνολική αλλαγή δίνοντας σημάδια φθίνουσας πορείας. Οι δήμοι Κορώνειας και Καλλινδοίων εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό υστέρησης στην πληθυσμιακή ανάπτυξη που οφείλεται στον αρνητικό ρυθμό μεταβολής τους και στην απώλεια πληθυσμού από αρκετούς οικισμούς τους. Συνολικά η εξάπλωση του πληθυσμού και οι τάσεις διάχυσης κατευθύνονται στην περιοχή γύρω από το ΠΣΘ και στο ανατολικό τμήμα αυτού. 4.2. Τάσεις πολυκεντρικότητας: αλλαγές στην κατανομή του πληθυσμού, ταξινόμηση και ιεράρχηση των κέντρων Για τη διερεύνηση των τάσεων πολυκεντρικότητας της περιοχής μελέτης εξετάζεται η χωρική ανακατανομή του πληθυσμού και η επιρροή τους στη δομή του αστικού συστήματος. Για κάθε μέγεθος το αστικό σύστημα χωρίζεται σε έξι βαθμίδες κέντρων, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο εύρος της ποσοστιαίας κατανομής στο σύνολο της περιοχής, το οποίο διατηρείται διαχρονικά σταθερό. Κάθε βαθμίδα κέντρων αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο αριθμό κέντρων για κάθε χρονική περίοδο που εξετάζεται. Το πρώτης τάξης κέντρο αντιστοιχεί στο ΠΣΘ το οποίο υπερέχει σε πολλαπλάσιο βαθμό από τα κέντρα δεύτερης τάξης. Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθεί από την εξέταση της μεταβολής των κέντρων των επομένων βαθμίδων, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο της περιοχής μειώνεται με βάση τη διερεύνηση των τάσεων πληθυσμιακής αποσυγκέντρωσης που προηγήθηκε. Σε μια ιδεατή κατάσταση πολυκεντρικότητας το αστικό σύστημα εμπεριέχει ισοδύναμα κέντρα. Επομένως, για τις τάσεις πολυκεντρικότητας εξετάζεται αν το σύστημα κινείται είτε προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης κάποιας συγκεκριμένης

βαθμίδας κέντρων είτε προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των κέντρων που ανήκουν στις μεγαλύτερες βαθμίδες. Από τη σύγκριση των Xαρτών 3 και 4 παρατηρείται χωρική ανακατανομή του πληθυσμού με αύξηση του ειδικού βάρους κυρίως των δήμων που βρίσκονται ανατολικά και σε γειτνίαση με το ΠΣΘ, κάτι που είναι αναμενόμενο λόγω των τάσεων «συγκέντρωσης της αποσυγκέντρωσης» (βλ. χάρτη 2). Όσον αφορά το πληθυσμιακό μέγεθος, το 1991 τα σημαντικότερα οικιστικά κέντρα της περιοχής μελέτης αποτελούν οι δήμοι Εχεδώρου, Λαγκαδά και Αγίου Αθανασίου στα δυτικά και βόρεια του ΠΣΘ, οι οποίοι κατατάσσονται στα κέντρα τρίτης βαθμίδας (από 1.31 έως 2.00%). Στα κέντρα τέταρτης βαθμίδας (από 0.91% έως 1.30%) ανήκουν οι δήμοι που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του Περιαστικού δακτυλίου και ο δήμος Μίκρας ανατολικά του ΠΣΘ. Οι υπόλοιποι δήμοι εντάσσονται στα κέντρα πέμπτης και έκτης βαθμίδας. Ως προς τη χωρική τους θέση τα σημαντικότερα κέντρα συγκεντρώνονται στο δυτικό τμήμα της περιοχής με αποτέλεσμα την άνιση χωρικά οργάνωση του αστικού συστήματος. Το 2001 η κατάσταση μεταβάλλεται καθώς νέοι οικιστικοί υποδοχείς αναδεικνύονται οι Δήμοι Θέρμης και Θερμαϊκού ανατολικά του ΠΣΘ που εντάσσονται στα Χάρτης 3. Κατανομή του πληθυσμού, 1991

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 237

97


006:Layout 1

98

5/13/13

1:36 PM

Page 98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

Χάρτης 4. Κατανομή του πληθυσμού, 2001

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 237

κέντρα τρίτης τάξης ανεβαίνοντας μία και δύο βαθμίδες αντίστοιχα. Αλλά και οι γειτονικοί του ΠΣΘ δήμοι Ωραιοκάστρου και Χορτιάτη βελτιώνουν τη θέση τους στο αστικό σύστημα και αναδεικνύονται σε οικιστικούς υποδοχείς τρίτης τάξης ανεβαίνοντας αντίστοιχα δύο και μία βαθμίδες στην ταξινόμηση των κέντρων. Οι αλλαγές αυτές συσχετίζονται άμεσα με τα υψηλά ποσοστά «συγκέντρωσης της αποσυγκέντρωσης» του πληθυσμού που εμφανίζουν οι περιοχές αυτές. Παράλληλα, ο δήμος Εχεδώρου αυξάνει την ποσοστιαία πληθυσμιακή κατανομή του με αποτέλεσμα να αλλάζει βαθμίδα κέντρου από την τρίτη στη δεύτερη. Ο δήμος Χαλκηδόνας που δεν επωφελείται από τη συνολική αύξηση της περιοχής μετα-

βάλλει τη θέση του προς τα κάτω στην ιεραρχία των κέντρων κατά μία βαθμίδα. Η μεταβολή των μικροζωνών στις βαθμίδες των κέντρων συνοδεύεται από μια περισσότερο ισόρροπη χωρικά κατανομή των κέντρων ανά βαθμίδα μεταξύ του ανατολικού και δυτικού τμήματος. Συνολικά, όσον αφορά τον πληθυσμό, παρατηρείται μια τάση ομογενοποίησης γύρω από το ΠΣΘ καθώς οι γειτονικές σε αυτό περιοχές μειώνουν τη διαφορά τους με το ΠΣΘ ως προς την πληθυσμιακή συγκέντρωση. Η μετατόπιση της πληθυσμιακής συγκέντρωσης από το δυτικό στο ανατολικό τμήμα συσχετίζεται και με την αναβάθμιση του οδικού άξονα Θεσσαλονίκη-Νέα Καλλικράτεια από βασικό εθνικό δίκτυο σε αυτοκινητόδρομο, η οποία μειώνει τη χρονοαπόσταση από το ΠΣΘ προσελκύοντας πληθυσμό. Αναφορικά με τη μεταβολή της οργάνωσης του αστικού συστήματος, το αστικό σύστημα γίνεται περισσότερο πολυκεντρικό αφού αυξάνει ο αριθμός των κέντρων που ανήκουν στις υψηλότερες βαθμίδες (δεύτερη έως τέταρτη) και κατ’ επέκταση η ποσοστιαία κατανομή του πληθυσμού τους στις βαθμίδες αυτές (Εικόνα 2). Η πολυκεντρικότητα του συστήματος ενισχύεται από την περισσότερο ισόρροπη κατανομή των κέντρων με βάση τη χωρική τους θέση.

Εικόνα 2: Αριθμός κέντρων και ποσοστιαία κατανομή πληθυσμού ανά βαθμίδα, 1991-2001

Πηγή: Γεμενετζή 2011: 239


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 99

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

4.3. Οι ημερήσιες ροές μετακίνησης: διερεύνηση της πολυκεντρικότητας

από χίλιους οχτακόσιους εργαζόμενους εξέρχονται καθημερινά προς το δήμο Λαγκαδά. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί μόλις στο 6% του συνόλου του εξερχόμενου εργατικού δυναμικού, ενώ αντίστοιχο μέγεθος για τους υπόλοιπους δήμους αντιστοιχεί συνήθως σε περισσότερο από το 50% του συνόλου του εξερχόμενου εργατικού δυναμικού, διαφορά που καταδεικνύει την ένταση στη σχέση εξάρτησης ή λειτουργικής πολυκεντρικότητας. Οι πιο ισχυρές ροές μετακίνησης (>50%) καταγράφονται με τη μορφή ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ του αστικού κέντρου (ΠΣΘ) και των υπόλοιπων Δήμων. Αυτό επιβεβαιώνει την υπεροχή του κεντρικού πόλου ως το κατεξοχήν ισχυρό κέντρο, κάτι που είναι, ωστόσο, αναμενόμενο από τον ορισμό της Περιοχής Επιρροής. Τη μικρότερη εξάρτηση από τον κεντρικό πόλο εμφανίζουν οι δήμοι Χαλάστρας (24%), Αξιού (38%), Κουφαλίων (41%), Χαλκηδόνας (45%) και οριακά ο δήμος Καλλιθέας (49%). Αυτοί εμφανίζουν αξιόλογα ποσοστά (κατ’ αντιστοιχία 60%, 47%, 24%, 25% και 19%) λειτουργικής εξάρτησης από το δήμο Εχεδώρου, ο οποίος αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο απασχόλησης στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα στο σύνολο της περιοχής.

Οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των κέντρων του αστικού συστήματος είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της λειτουργικής πολυκεντρικότητας. Για τη διερεύνηση της πολυκεντρικότητας χρησιμοποιείται ο δείκτης των ημερήσιων ροών μετακίνησης από τον τόπο μόνιμης διαμονής (τόπο προέλευσης) στον τόπο εργασίας (τόπο προορισμού) για το 2001. Για την εμπειρική διερεύνηση των ροών μετακίνησης των εργαζομένων γίνεται επεξεργασία αδημοσίευτων στοιχείων από τη ΓΓ ΕΣΥΕ (Απογραφή Πληθυσμού 2001. Απασχολούμενοι κατά τόπο μόνιμης διαμονής και ένδειξη τόπου εργασίας και Απασχολούμενοι εκτός του δήμου μόνιμης διαμονής κατά δήμο εργασίας). Στο Χάρτη 5 απεικονίζονται οι βαθμίδες των κέντρων με βάση το πληθυσμιακό τους μέγεθος, το οποίο εκφράζεται ως ποσοστιαία κατανομή στο σύνολο της περιοχής. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης επιλέγεται να εκφρασθούν ως ποσοστό του αριθμού των εργαζομένων που εξέρχονται καθημερινά από τον τόπο προέλευσης στον τόπο προορισμού επί του συνόλου των εργαζομένων που εξέρχονται καθημερινά προς το σύνολο της Περιοχής Επιρροής. Ο αριθμός των Χάρτης 5. Σχέσεις αλληλεξάρτησης με βάση τις ημερήσιες μετακίνησης με σκοπό την εργασία 2001 εργαζομένων που εξέρχονται από τον τόπο προέλευσης στον τόπο προορισμού εκφρασμένος σε απόλυτα μεγέθη θεωρείται ότι δεν εκφράζει ικανοποιητικά τις σχέσεις αλληλεξάρτησης. Κι αυτό γιατί όσο μεγαλύτερος είναι σε πληθυσμιακό μέγεθος ο τόπος προέλευσης τόσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των εργαζομένων που εξέρχονται από αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτός μπορεί να αποτελεί μόνο ένα μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού που εξέρχεται καθημερινά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ΠΣΘ, Πηγή: Γεμενετζή 2011:252 από το οποίο περισσότεροι

99


006:Layout 1

100

5/13/13

1:36 PM

Page 100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

Γενικά, στο δυτικό τμήμα της περιοχής φαίνεται να αναπτύσσεται ένα πολυκεντρικό υποσύνολο, το οποίο χαρακτηρίζεται από περισσότερο πολύπλοκα μοτίβα καθημερινής μετακίνησης. Η πολυκεντρικότητα στο υποσύνολο αυτό οφείλεται αφενός στην ύπαρξη του δήμου Εχεδώρου ως το βασικότερο κέντρο έλξης ροών μετακίνησης και αφετέρου στην εμφάνιση ορισμένων δευτερευόντων κέντρων όπως είναι οι δήμοι Αγίου Αθανασίου και Γαλλικού που λειτουργούν ως δευτερεύοντες πόλοι έλξης μετακινήσεων από τους γειτονικούς δήμους. Οι πυκνές ροές αμφίδρομης καθημερινής μετακίνησης μεταξύ του δήμου Εχεδώρου και του ΠΣΘ δημιουργούν ένα δίπολο που ενισχύει τις τάσεις πολυκεντρικότητας στο δυτικό τμήμα. Ο δήμος Εχεδώρου λειτουργεί ως ενδιάμεσο κέντρο ανάμεσα στο ΠΣΘ και το δυτικό τμήμα του Περιαστικού Δακτυλίου. Στην ενδυνάμωση της πολυκεντρικότητας με την έννοια της συνδεσιμότητας μεταξύ των περιοχών συμβάλλουν και οι αμφίδρομες ροές μετακίνησης μεταξύ του ΠΣΘ και του δήμου Ωραιοκάστρου, ο οποίος παρουσιάζει σχέσεις εξάρτησης και από το δήμο Εχεδώρου. Αξιοσημείωτη είναι η περιορισμένη τάση λειτουργικής εξάρτησης από το δήμο Λαγκαδά, παρά το γεγονός ότι κατατάσσεται μαζί με τους δήμους Ωραιοκάστρου και Θέρμης στα τρίτης τάξης κέντρα απασχόλησης στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Στο ανατολικό τμήμα της Περιοχής Επιρροής, ο δήμος Θέρμης αποτελεί το κυρίαρχο κέντρο με όρους έλξης μετακινήσεων, καθώς προς αυτόν δημιουργούνται σημαντικές ροές από τους γειτονικούς δήμους Βασιλικών (19%) και Μηχανιώνας (11%), αλλά και από το ΠΣΘ (17%). Περιορισμένες λειτουργικές σχέσεις εξάρτησης από το δήμο Θερμαϊκού εμφανίζει ο γειτονικός δήμος Μηχανιώνας. Οι αμφίδρομες ροές μετακίνησης μεταξύ του ΠΣΘ και του δήμου Θέρμης καταδεικνύουν ένα δεύτερο δίπολο στο ανατολικό τμήμα του Περιαστικού Δακτυλίου. Συνολικά, με όρους συνδεσιμότητας το αστικό σύστημα της περιοχής εμφανίζει τάσεις λειτουργικής πολυκεντρικότητας ανάμεσα στο ΠΣΘ και στις γειτονικές με αυτό περιοχές του ανατολικά και δυτικά. Οι δήμοι Εχεδώρου και Θέρμης που αποτελούν τους δευτερεύοντες ισχυρότερους πόλους έλξης μετακινήσεων είναι ταυτόχρονα τα σημαντικά κέντρα συγκέντρωσης πληθυσμού αλλά και θέσεων απασχόλησης στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Γενικά, το δυτικό υποσύστημα της περιοχής μελέτης είναι περισσότερο πολυκεντρικό με βάση τις ημερήσιες ροές μετακίνησης συγκριτικά με το

ανατολικό. Ταυτόχρονα δείχνει πιο αδύναμες σχέσεις εξάρτησης από το ΠΣΘ, καθώς αρκετοί δήμοι στο δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα του Περιαστικού Δακτυλίου εμφανίζουν ποσοστά <50%. Υπό αυτή την έννοια η περιοχή αυτή είναι μεν περισσότερο πολυκεντρική, αλλά φαίνεται να λειτουργεί πιο αυτόνομα και να οργανώνεται έχοντας ως σημαντικό πόλο το δήμο Εχεδώρου. Η οργάνωση του αστικού συστήματος συνδέεται με τον τρόπο ανάπτυξης της περιοχής στο παρελθόν και τη συγκέντρωση της βιομηχανικής δραστηριότητας σε αυτή. Η ανατολική περιοχή εμφανίζει το 2001 στο σύνολό της ισχυρές σχέσεις εξάρτησης όσον αφορά την εργασία από το ΠΣΘ (>50%). Αυτό είναι μια ένδειξη της πρόσφατης ανάπτυξης της ως αναπόσπαστο λειτουργικό τμήμα της Θεσσαλονίκης που έχει κυρίως ρόλο οικιστικού υποδοχέα. Ταυτόχρονα, αυτού του είδους η ανάπτυξη φαίνεται να εγγράφει παράλληλες κεντρικότητες. Η Θέρμη αποτελεί περιφερειακό στοιχείο της Θεσσαλονίκης και την ίδια στιγμή αποτελεί κέντρο με περιφερειακά στοιχεία τους οικισμούς των δήμων Μηχανιώνας και Βασιλικών. Η συγκέντρωση των τάσεων αποσυγκέντρωσης στα νοτιοανατολικά σε συνδυασμό με την προϋπάρχουσα θέση της Θέρμης στο οικιστικό δίκτυο την αναδεικνύει σε ενδιάμεσο κέντρο τόσο από την άποψη μεγέθους όσο και από την άποψη ελκτικότητας ροών μεταξύ του ισχυρού πόλου και του νοτιοανατολικού τμήματος της περιοχής επιρροής που μελλοντικά μπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο τροφοδότησης της ανάπτυξης της γύρω περιοχής, αναπαράγοντας δυναμικές αποσυγκέντρωσης και πολυκεντρικότητας Η μεταβολή των ημερήσιων ροών μετακίνησης θα αποτελούσε έναν εξαιρετικά χρήσιμο δείκτη για τη διερεύνηση της μεταβολής των τάσεων πολυκεντρικότητας, καθώς θα μπορούσε να δείξει αν τα μοτίβα μετακίνησης μεταλλάσσονταν σε πιο περίπλοκα ή αν κατευθύνονταν προς συγκεκριμένους πόλους. Ωστόσο η έλλειψη διαχρονικών στοιχείων δεν επιτρέπει αυτή τη διερεύνηση.

5. Διαπιστώσεις για την αλληλεπίδραση αστικής διάχυσης και οικιστικού δικτύου: μικρής κλίμακας πολυκεντρικότητα ή ενίσχυση της μητροπολεοποίησης; Από τη διερεύνηση της κατανομής του πληθυσμού είναι σαφές ότι οι τάσεις αστικής διάχυσης δεν εκδηλώνονται ομοιόμορφα.. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, όσον αφορά γενικά την κατανομή του εισερχόμενου πληθυ-


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 101

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

σμού που εγκαθίσταται ή ανακατανέμεται στην Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης, επωφελούνται κυρίως οι περιοχές που βρίσκονται σε εγγύτητα με το αστικό κέντρο, δηλαδή το ΠΣΘ, και ιδιαίτερα αυτές που διατρέχονται από σημαντικούς οδικούς άξονες. Εντούτοις, η κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης δεν μπορεί να αποδοθεί μονοσήμαντα στη γεωγραφική θέση των οικισμών σε σχέση με το κέντρο και τους κύριους οδικούς άξονες. Ακόμη και σε περιοχές που είναι ισότιμες με βάση τη χρονοαπόσταση από το κέντρο παρατηρείται διαφοροποίηση στην ελκτικότητά τους. Περισσότερο ελκτικές εμφανίζονται οι περιοχές που βρίσκονται νοτιοανατολικά και βόρεια του ΠΣΘ. Σε αυτό συμβάλλουν οι χωροθετημένοι πόροι και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των περιοχών αυτών που συνδέονται με τις ποιότητες του φυσικού περιβάλλοντος, παράλληλα με τη μέχρι σήμερα διαφοροποίηση της ταυτότητας τους από τους οικισμούς στο δυτικό τμήμα, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περισσότερο αγροτικά χαρακτηριστικά Η κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης στο νοτιοανατολικό τμήμα έχει ως αποτέλεσμα τη διαχρονική μετατόπιση των κέντρων υψηλότερης βαθμίδας από το βορειοδυτικό στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης. Αντίστοιχα, η ισχυρή κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης στις περιοχές γύρω από το κέντρο ισχυροποιεί τη θέση τους στο αστικό σύστημα. Συνολικά, οι τάσεις αποσυγκέντρωσης μεταβάλλουν τη δομή του οικιστικού δικτύου καθώς συμβάλλουν στην ανάδυση νέων κέντρων και την ισχυροποίηση άλλων. Η περιοχή γίνεται περισσότερο πολυκεντρική λόγω της μείωσης της κυριαρχίας του κεντρικού πόλου και της ενίσχυσης του αριθμού και του ποσοστού συμμετοχής των κέντρων υψηλότερων βαθμίδων. Η ανάπτυξη πολυκεντρικών τάσεων από άποψη μεγέθους συνοδεύεται και από μία περισσότερο ισόρροπη χωρικά κατανομή των κέντρων μεταξύ ανατολικού και δυτικού τμήματος. Ωστόσο, πρόκειται για «μικρής κλίμακας» πολυκεντρικότητα, τόσο με όρους χωρικής θέσης δεδομένου ότι τα νέα κέντρα συσπειρώνονται χωρικά γύρω από το ΠΣΘ, όσο και με όρους μεγέθους των κέντρων δεδομένου ότι δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές μακροσκοπικά. Παρά την ενδυνάμωση των διαφόρων περιοχών οι βασικές ισορροπίες διατηρούνται. Είναι χαρακτηριστικό πως οι περιοχές που αποτελούν παγιωμένα κέντρα καταφέρνουν να διατηρήσουν την υψηλή τους θέση στο αστικό σύστημα παρά την περιορισμένη δυναμική τους.

Όσον αφορά την πολυκεντρικότητα με βάση τις ημερήσιες ροές μετακίνησης το δυτικό τμήμα εμφανίζεται πιο πολυκεντρικό. Σε αυτό οι ροές μετακίνησης χαρακτηρίζονται από πολύπλοκες μορφές, γεγονός που συνδέεται με την προϋπάρχουσα δομή του αστικού συστήματος και το ρόλο των οικισμών. Οι πολύπλοκες ροές μετακίνησης δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτέλεσμα της διάχυσης καθώς δε συνοδεύονται από τάσεις πληθυσμιακής αποσυγκέντρωσης. Αντίθετα, το ανατολικό τμήμα χαρακτηρίζεται από μονοκεντρική δομή ως προς τις σχέσεις αλληλεξάρτησης καθώς οι μικρό-ζώνες (δηλαδή οι Δήμοι) λειτουργούν ως τόποι εξαρτημένοι αποκλειστικά από το ΠΣΘ. Γενικά δεν παρατηρείται συσχέτιση ανάμεσα στις τάσεις «συγκέντρωσης της αποσυγκέντρωσης» και τις ροές μετακίνησης, καθώς η ενίσχυση των περιοχών στο νοτιοανατολικό τμήμα δεν τις αναδεικνύει σε τόπους έλξης μετακινήσεων. Εξαίρεση αποτελεί ο δήμος Θέρμης που φαίνεται να λειτουργεί ως ενδιάμεσο κέντρο, ανάμεσα στον ισχυρό πόλο του ΠΣΘ και το ανατολικό τμήμα της περιοχής επιρροής του. Η μεγάλη εξάρτηση της Θέρμης από το ΠΣΘ –όσον αφορά την εργασία– εκτιμάται ως αποτέλεσμα της διάχυσης καθώς η περιοχή ενισχύει το ρόλο της ως οικιστικός υποδοχέας. Ταυτόχρονα, η λειτουργία της ως πόλος έλξης τόσο από το κέντρο όσο και από ορισμένες γειτονικές περιοχές, σε συνδυασμό με τις τάσεις συγκέντρωσης, αποκαλύπτει ότι η Θέρμη μπορεί να λειτουργήσει μεσοπρόθεσμα ως στοιχείο τροφοδότησης της ανάπτυξης της υπόλοιπης περιοχής επιρροής ανατολικά, αναπαράγοντας δυναμικές αποσυγκέντρωσης και πολυκεντρικότητας. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι τάσεις αποσυγκέντρωσης δεν συμβάλλουν σε μια ολοκληρωμένη πολυκεντρική ανάπτυξη, με την έννοια της ενίσχυσης των κέντρων παράλληλα με τη δημιουργία ισχυρών σχέσεων αλληλεξάρτησης. Εντούτοις, για τη διατύπωση ενός περισσότερου ασφαλούς συμπεράσματος είναι απαραίτητη η διερεύνηση της τάσης μεταβολής των ροών μετακίνησης. Συνοψίζοντας, η αστική διάχυση οδηγεί στην ανάδυση τάσεων πολυκεντρικότητας μέσω της διαδικασίας της αποσυγκεντρωμένης συγκέντρωσης. Πρόκειται, όμως, για αποσπασματική διάσταση της πολυκεντρικότητας, καθώς δεν επηρεάζει ταυτόχρονα και τις τρεις διαστάσεις της πολυκεντρικότητας, δηλαδή το μέγεθος, τη θέση, και τη συνδεσιμότητα. Η ανάδυση των τάσεων πολυκεντρικότητας οφείλεται στη διπλή διαδικασία αστικοποίησης και προαστιοποίησης/αποαστικοποίησης, δηλαδή στην πραγματικότητα στην αυξανόμενη συγκέ-

101


006:Layout 1

102

5/13/13

1:36 PM

Page 102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 85-103

ντρωση (πόλωση) στο σύνολο της περιοχής επιρροής του κέντρου και στην αποσυγκέντρωση (αστική διάχυση) από το κέντρο εντός των ορίων της περιοχής επιρροής του. Η άμεσα γειτονική στο κέντρο περιοχή είναι αυτή που συγκεντρώνει περισσότερο τις τάσεις αποσυγκέντρωσης. Έτσι, καταγράφεται τάση χωρικής και λειτουργικής ομογενοποίησης του κέντρου και της γύρω περιοχής του που εξασθενεί τα αστικά και αγροτικά χαρακτηριστικά και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των μορφών αστικοποίησης που εμφανίζουν τόσο σημάδια διασποράς όσο και επανασυγκέντρωσης γύρω από το κέντρο. Έτσι, μέσα από τη θεωρητική και εμπειρική συσχέτιση της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου προκύπτουν ερωτήματα αναφορικά με τη διάκριση ανάμεσα στο (αρνητικό) φαινόμενο της αστικής διάχυσης και τις (βιώσιμες) πολυκεντρικές αστικές μορφές, αφού και οι δύο αποτελούν ζήτημα βαθμού, έχουν ασαφείς ορισμούς και δυσκολίες αντικειμενικής μέτρησης. Η διάκριση ανάμεσα σε μια πολυκεντρική περιοχή που ορίζεται από ένα οργανωμένο σύστημα κέντρων και μια διάσπαρτη πόλη-περιφέρεια παραμένει συγκεχυμένη. Από την εφαρμογή στο εμπειρικό πεδίο αναδεικνύεται η αμφίδρομη σχέση της αστικής διάχυσης και του οικιστικού δικτύου. Τελικά κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σχέσης αυτής είναι η ανάδυση μικρής κλίμακας πολυκεντρικότητας, που οδηγεί προς την ενίσχυση της μονοκεντρικότητας στο υπερκείμενο χωρικό επίπεδο, εντείνοντας στην πραγματικότητα το φαινόμενο της μητροπολεοποίησης. Ευχαριστίες Η συγγραφέας ευχαριστεί τους δύο ανώνυμους κριτές οι οποίοι με τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις τους συνέβαλαν στη βελτίωση του άρθρου καθώς και τον κ. Γ. Καυκαλά, Καθηγητή ΑΠΘ, του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική στην ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής από την οποία προέρχεται το άρθρο αυτό.

Σημειώσεις 2 Στην αγγλική γλώσσα, στην οποία έχει αναπτυχθεί ένα πλούσιο λεξιλόγιο για την αστική διάχυση, χρησιμοποιούνται οι όροι «scattered» και «leap-frog» για να περιγράψουν τις μορφές της αστικής ανάπτυξης. Η απόδοσή τους στην ελληνική γλώσσα ως διάσπαρτη ή εγκατεσπαρμένη ανάπτυξη δεν αποκαλύπτει τις βασικές διαφορές καθώς ο όρος «leap-frog» αναφέρεται σε μορφές συνεκτικής ή μη

ανάπτυξης, οικιστικής ή άλλης χρήσης, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ελεύθερες εκτάσεις. 3 Για μια πληρέστερη ανάλυση των μεθοδολογικών προσεγγίσεων καθορισμού των πόλεων-περιφερειών βλ. Γεμενετζή 2011: 87-91. 4 Η μακροζωνη του ΠΣΘ που συνιστά τον Πυρήνα της Περιοχής Επιρροής της Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει συνολικά 16 Δήμους ως διοικητικές ενότητες αλλά αποτελεί ένα αστικό κέντρο καθώς καταλαμβάνει μια συνεχή οικιστικά περιοχή. Κατά συνέπεια, στη διερεύνηση των τάσεων αστικής διάχυσης με κοινωνικοοικονομικούς όρους προσεγγίζεται μεθοδολογικά ως μία ενιαία ζώνη. Αποτελεί δηλαδή το κέντρο από το οποίο ξεκινούν οι τάσεις αποσυγκέντρωσης.

Βιβλιογραφία Αγγελίδης, Μ. (2004), Οι Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Χωρική Ανάπτυξη, Μια μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Αγγελίδης, Μ. (2000), Χωροταξικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη, Αθήνα: Συμμετρία. Αγγελίδης, Μ. (1997), Το οικιστικό δίκτυο στην Ελλάδα – Υπάρχουσα κατάσταση, πρότυπο πολιτικής, χωροταξική εξειδίκευση, Αθήνα: ΥΠΕΧΩΔΕ, ΕΜΠ. Αρβανιτίδης, Π. και Δωρής, Γ. (2011), «Λειτουργικές Αστικές Περιοχές: Μια προσπάθεια προσδιορισμού της οικονομικής επιρροής των ελληνικών αστικών κέντρων», Αειχώρος 15: 130-151. ΓΓ ΕΣΥΕ - Απογραφή Πληθυσμού 2001: Μόνιμος Πληθυσμός, Απασχολούμενοι κατά τόπο μόνιμης διαμονής και ένδειξη τόπου εργασίας, Απασχολούμενοι εκτός του Δήμου μόνιμης διαμονής κατά Δήμο εργασίας. Γεμενετζή, Γ. (2011), Αστική Διάχυση και Οικιστικό Δίκτυο: έννοιες και εργαλεία ανάλυσης με εφαρμοφή στην Περιοχή Επιρροής της Θεσσαλονίκης, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Γεμενετζή, Γ. (2010), «Οι Λειτουργικές Αστικές Περιοχές στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας: προς μια αναδυόμενη πολυκεντρικότητα», Γεωγραφίες 16: 166-189. Ιωάννου, Β. (2005), Τουρισμός και Οικιστικό Δίκτυο, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: ΕΜΠ. Καυκαλάς, Γ. (1999) (επιμ.), Θεσσαλονίκη, Μείωση της Μονοκεντρικότητας στο Πολεοδομικό Συγκρότημα και ο Ρόλος του Τριτογενούς Τομέα, Θεσσαλονίκη: Ζήτη. Κυριαζή-Άλισσον, Ε. (2003) «Εσωτερική μετανάστευση στην Ελλάδα: Σύγχρονες τάσεις-προοπτικές» στο Σιάμπος, Γ. (επιμ.), Πληθυσμός και ανάπτυξη στην Ελλάδα, Αθήνα: Κορφή. Albrechts (1998), «The Flemish diamond: precious gem and virgin area», European Planning Studies 6: 411-424. Adam, B. (2002), «Suburbanisation Processes in Germany: Implications for Urban and Rural Areas», Built Environment 28(4): 319-330. Anas, A. και Rhee, H.-J., (2006), «Curbing excess sprawl with congestion tolls and urban boundaries», Regional Science and Urban Economics 36: 510-541. Antikainen, J. (2005), «The Concept of Functional Urban Area, Findings of the ESPON Project 1.1.1», Informationen zur Raumentwicklung, Helft 7.05: 447-452.


006:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 103

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΜΕΝΕΤΖΗ

Berry, B.J.L. και Horton, F. (1970), Geographic Perspectives on Urban Systems with Integrated Readings, Englewood Cliffs, N. J.: Prentice-Hall. Black, T.J. (1996), «The Economics of Sprawl», Urban Land 55(3): 6-52. Bourne, L.S. (1975), Urban Systems: Strategies for Regulation - a comparison of policies in Britain, Sweden, Australia and Canada, Οξφόρδη: Clarendon Press. Brueckner, J.K. (2000), «Urban Sprawl: Diagnosis and Remedies», International Regional Science Review 23(2): 160-171. Burchell, R.W., Lowenstein, G., Dolphin W.R., Galley, C.C., Downs, A., Seskin, S., Grey Still, K. και Moore, T. (1998), “The Costs of Sprawl – Revisited”, TRCP Report 39, Ουάσινγκτον. Calthorpe, P. και Fulton, W. (2001) The Regional city: planning for the end of sprawl, Ουάσινγκτον: Island Press. Caruso, G. (2001), Peri-urbanisation: the situation in Europe, Final Report prepared for the DATAR, France. Camagni, R., Gibelli, M.C., Rigamonti, P. (2000), «Urban mobility and urban form: the social and environmental costs of different patterns of urban expansion», Paper presented at the 40th Congress of the European Regional Science Association, Barcelona, 29 Αυγούστου – 1 Σεπτεμβρίου 2000. CEMAT (2006), «Glossary of key expressions used in spatial development policies in Europe», Document presented at the 14th Session of the European Conference of Ministers responsible for Spatial/regional Planning, Λισαβόνα, Πορτογαλία, 2627 Οκτωβρίου 2006. Chin, N. (2002), «Unearthing the roots of urban sprawl: a critical analysis of form, function and methodology», CASA Working Paper 47, Λονδίνο: Centre for Advanced Spatial Analysis (CASA), UCL. Downs, A. (1998) «How America’s Cities are Growing? The Big Picture», Brookings Review 16(4): 8-12, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: <http://www.brookings.edu/press/REVIEW/fa98/downs.pdf> (ανάκτηση: 30-10-2008). Duany, A., Plater-Zyberk, E. και Speck, J. (2000), Suburban nation: The rise of sprawl and the decline of the American dream, Νέα Υόρκη: North Point Press. ΕΕΑ (2006), Urban Sprawl in Europe, the ignored challenge, Copenhagen. Ewing, R., Pendall, R. και Chen, D. (2002), Measuring Sprawl and Its Impact, Smart Growth America, Ουάσινγκτον. Ewing, R. (1997), «Is Los Angeles - Style Sprawl Desirable?», Journal of the American Planning Association 63(1): 107-118. ESPON (2003), ESPON Project 1.1.1: The Role, Specific Situation and Potentials of Urban Areas as Nodes in a Polycentric Development – Third Interim Report, Part 3, Luxembourg: ESPON. ESPON (2005), ESPON Project 1.1.1: Potentials for Polycentric Development in Europe, Final Report, March, Luxembourg: ESPON. Frenkel, Α., Ashkenazi, Μ. (2008) «Measuring urban sprawl: how can we deal with it», Environment and Panning B: Environment and Design 35: 56-79. Fulton, W., Pendall, R., Nguyen, M. και Harrison, A. (2001), «Who sprawls most? How growth patterns differ across the U.S.», Center on Urban and Metropolitan Policy, The Brookings Institution, Ουάσινγκτον.

Galster, G., Hanson, R., Ratcliffe, M.R., Wolman, H., Coleman, S. και Freihage, J. (2001), «Wrestling sprawl to the Ground: defining and measuring an elusive concept», Housing Policy Debate 12(4): 681-717. Gordon, P. και Richardson, H.W. (1997), «Are Compact Cities a Desirable Planning Goal?», Journal of the American Planning Association 63(1): 95-106. Glaeser, E. και Kahn, M. (2003), «Sprawl and urban Growth», NBER Working Paper Series No 9733. Hall, P. και Pfeiffer, Ul. (2000), Urban Future 21, Λονδίνο: Spon Press. Harvey, E.O. και Clark, W. (1965), «The Nature and Economics of Urban Sprawl», Land Economics 41(1): 1-9. Hess, G. κ.ά. (2001), «Just What Is Sprawl, Anyway?», διαθέσιμο ηλεκτρονικά: <http://www4.ncsu.edu/~grhess/papers/sprawl.pdf>. Johnson, M. P. (2001), «Environmental Impacts of Urban Sprawl: a Survey of the Literature and proposed Research Agenda», Environment and Planning A 33(4): 717-736. Knaap, W. (1998), “The Rhine-Ruhr area in transformation: towards a European metropolitan region?», European Planning Studies 6: 379-393. Kratochwill, S. (2005), European images around Sprawl(ing), από το Ευρωπαικό Πρόγραμμα URBS PANDENS. Mills, E. S. (1999), The Brawl over so-called Sprawl, Illinois Real Estate Letter: 1-7. Mitchell, C.J.A. (2004), «Making sense of counterurbanisation», Journal of Rural Studies 20: 15-34. Peiser, R. (2001), «Decomposing urban sprawl», Town Planning Review 72(3): 275-298. Pendall, R. (1999), «Do Land Use Controls Cause Sprawl», Environment and Planning B 26(4): 555-571. Prodromidis, P.-I. (2008), Deriving Labor Market Areas in Greece from commuting flows (No 99), Αθήνα: KEPE. Razin, E. και Rosentraub, M. (2000), «Are Fragmentation and Sprawl Interlinked? North American Evidence», Urban Affairs Review 35(6): 821-836. Sierra Club (1998), The dark side of the American Dream, http://www.sierraclub.org/sprawl/report98/, ανάκτηση: 2709-2008. Stead, D. (2002), «Urban-Rural Relationships in the West of England», Built Environment 28(4): 299-310. Torrens, P.M. (2008), «A toolkit for measuring sprawl», Appl. Spatial Analysis 1: 5-38. Torrens, P.M. και Alberti, M. (2000), Measuring Sprawl, Working Paper Series, UCL, Working Paper Series, No. 27, Λονδίνο: Centre for Advanced Spatial Analysis, University College, παρουσιάστηκε στο Association of Collegiate Schools of Planning Conference, Atlanta, GA, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: www.casa.ucl.ac.uk (ανάκτηση: 12/10/2007). Tsai, Y-H. (2005), «Quantifying Urban Form: Compactness versus Sprawl», Urban Studies 42(1): 141-161. Wassmer, R.W., και Edwards, D. (2005), «Causes of Urban Sprawl (Decentralization) in the United States: Natural Evolution, Flight from Blight and the Fiscalization of Land Use», working paper, Sacramento State University, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: <http://localgov.fsu.edu/readi n g s _ p a p e r s / G r o w t h % 2 0 M a n a g / Wa s s m e r E d w a r d sCausesSprawl.pdf> (ανάκτηση:12/10/2007).

103


007:Layout 1

104

5/13/13

1:36 PM

Page 104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. ΟΙ ΧΩΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΟΔΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑ Ιωάννης Λαϊνάς1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η καταγραφή και η ανάλυση του μετασχηματισμού των χρήσεων γης, υπό την επίδραση μεγάλων έργων μεταφορικής υποδομής. Το γεγονός της αλληλεπίδρασης των χρήσεων γης και των μεταφορών έχει προσεγγίσει το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής κοινότητας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς ο εντεινόμενος ρυθμός αλλαγής τους, ιδιαίτερα στις μητροπολιτικές περιοχές, όπως και ο τρόπος με τον οποίο επεκτείνονται οι πόλεις, εγείρει μια σειρά προβληματισμών. Η παρούσα έρευνα εστιάζει στην ελληνική εμπειρία και ειδικότερα στις χωρικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην περιφέρεια της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Οι χωρικοί μετασχηματισμοί που παρατηρούνται παρουσιάζονται μέσα από τη διαχρονική ανάλυση των χρήσεων γης, σε μία προσπάθεια επισήμανσης και τεκμηριωμένου σχολιασμού των βασικών παραγόντων που καθοδήγησαν την αστική ανάπτυξη εις βάρος των γεωργικών εκτάσεων υψηλής παραγωγικότητας και άλλων ευπαθών γαιών. Η πεδιάδα των Μεσογείων επιλέχθηκε ως μελέτη περίπτωσης, καθώς είναι μια περιοχή που παρουσιάζει έντονη οικιστική ανάπτυξη, παράλληλα με τη χωροθέτηση μερικών από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής της τελευταίας δεκαετίας. Έτσι, επιχειρείται μια κριτική θεώρηση στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται και υλοποιούνται οι χωρικές πολιτικές στην Ελλάδα, καθώς μέσα από αυτό το παράδειγμα, εκτός από τις γνωστές έως σήμερα παθογένειες του σχεδιασμού, αναδεικνύονται και άλλοι ιδιαίτερα κρίσιμοι παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε ένα παρόμοιο μελλοντικό εγχείρημα.

Transport infrastructure projects and land use transformations. The spatial impact of Attiki Odos in Mesogia region Ioannis Lainas ABSTRACT The subject of this article is to examine the phenomenon of transformation of land use under the influence of major transport infrastructure projects. The fact that land use and transport are two interacting systems has attracted the interest of the academic community, particularly the last two decades, as the growing rates of transformation of land use, especially in metropolitan areas, as well as the way that cities expand, raise a number of concerns. Furthermore, the research focuses on spatial policies that are applied in the periphery of Metropolitan area of Athens. The study that follows includes a diachronic analysis of land use, and tries to underline the key points of urban development and its consequences on the exurban agricultural and other frail land. In particular, the plain Mesogia region has been chosen as the case study, an area which in recent years shows strong growth, and where some of the largest transport infrastructure projects have sited during the last decade. Thus, the article attempts a critical examination on the today’s spatial planning in Greece and highlights the emerging critical factors that should be considered in a similar future project.

1

Μεταπτυχιακός Φοιτητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, email: iwlainas@gmail.com.


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 105

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

Εισαγωγή Οι μεταφορικές υποδομές σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο αποτελούν ένα σύστημα το οποίο προκύπτει μέσα από τη σύνθεση των δικτύων, των υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που συμβάλουν στη μετακίνηση των αγαθών και των ατόμων. Ως τυπικές μεταφορικές υποδομές μεγάλης κλίμακας θεωρούνται οι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηρόδρομοι, οι λιμένες αλλά και τα εκτεταμένα δίκτυα αγωγών (π.χ. φυσικού αερίου, πετρελαίου). Τα αεροδρόμια αναφέρονται σκοπίμως ξεχωριστά στη διεθνή βιβλιογραφία, ως αερομεταφορές, καθώς παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διαφέρουν από τα συνήθη μεταφορικά δίκτυα (Bronzini 2004). Η μελέτη των μεταφορικών υποδομών και δικτύων απαιτεί τη συμμετοχή ερευνητών οι οποίοι προέρχονται από διάφορα επιστημονικά πεδία. Σημαντικότεροι είναι οι συγκοινωνιολόγοι, οι περιβαλλοντολόγοι, οι οικονομολόγοι, οι χωροτάκτες πολεοδόμοι, οι γεωγράφοι και οι πολιτικοί μηχανικοί. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι τα έργα υποδομής συνεπάγονται αλληλεπιδράσεις με άλλα συστήματα σχεδιασμού (π.χ. πολεοδομικός σχεδιασμός) και προγραμματισμού των κρατών (π.χ. οικονομικός προγραμματισμός) ακόμη και των πολιτικών που προτίθενται να εφαρμόσουν (π.χ. περιφερειακή πολιτική), γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα πολύπλοκα (Small 1992). Έτσι, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διερεύνηση της έννοιας του σχεδιασμού των μεταφορικών υποδομών. Συγκεκριμένα, πώς νοείται ο σχεδιασμός των μεταφορικών υποδομών σε μια περιοχή, και ειδικότερα σε μια μητρόπολη, όπου οι ανάγκες για μετακινήσεις είναι αυξημένες και τα συστήματα που αλληλεπιδρούν βρίσκονται στην πλήρη ανάπτυξή τους. Ποιες είναι οι αρχές τις οποίες μετέρχεται ο σχεδιασμός των μεταφορών ανάλογα με τη μορφή που λαμβάνουν και ποιες είναι οι επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων; Τέλος, επειδή το ζήτημα των μεταφορικών υποδομών αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο από κάθε χώρα (ιδιαίτερα εμπλουτισμένη για σχετικά ζητήματα θεωρείται η βιβλιογραφία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής), αξίζει να διερευνηθεί ποια είναι η ελληνική εμπειρία σε τέτοιου είδους σχεδιασμό. Ως μελέτη περίπτωσης στο παρόν άρθρο επιλέγεται η πεδιάδα των Μεσογείων, μια περιοχή στην οποία παρουσιάζονται ιδιαίτερες δυναμικές ανάπτυξης μετά από την απόφαση χωροθέτησης του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου και τον προγραμματισμό συ-

γκοινωνιακών έργων, που διαφοροποίησαν ολοκληρωτικά τη γεωγραφία της περιοχής και τη σχέση της με το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας. 1. Θεωρητικό Πλαίσιο Είναι γεγονός πως η οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα μιας μητροπολιτικής περιοχής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανοποιητική απόδοση του συστήματος των μεταφορών της (Mayer and Miller 2001). Ειδικότερα, οι μεταφορικές υποδομές, εκτός από τη πρωταρχική και άμεσα αντιληπτή συμβολή τους στη μετακίνηση των ατόμων και των αγαθών, επιφέρουν και μακροπρόθεσμες μεταβολές στο επίπεδο ανάπτυξης μιας περιοχής (μεταβολές στα πρότυπα χωρικής οργάνωσης και οικονομικής δραστηριότητας κυρίως) καθώς διανοίγονται νέες προσβάσεις στο χώρο. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα επικρατεί η άποψη πως η επένδυση στα συστήματα μεταφορών εξυπηρετεί μεταξύ άλλων και σκοπούς εθνικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Έτσι, ο σχεδιασμός ενός συστήματος μεταφορών σε μια μητροπολιτική περιοχή εκτός από τις βασικές λειτουργίες της σύνδεσης και της μετακίνησης, συχνά εξυπηρετεί και μια σειρά από άλλους στόχους και πολιτικές (ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μιας απομονωμένης περιοχής, παροχή σύγχρονων υπηρεσιών μετακίνησης, βελτίωση του επιπέδου ζωής κ.λπ.) (Πετράκος και Ψυχάρης 2004). Η διαδικασία σχεδιασμού ενός ολοκληρωμένου συστήματος μεταφορικών υποδομών ειδικά σε μια μητροπολιτική περιοχή δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα, καθώς θα πρέπει ταυτόχρονα να βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών ειδικοτήτων στα αντίστοιχα επίπεδα αναφοράς. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας οδού, ενώ οι υπεύθυνοι κυκλοφοριολόγοι εξετάζουν εναλλακτικές προτάσεις μετακίνησης, άλλοι μπορεί να προτείνουν μια ενδεχόμενη μείωση της κυκλοφορίας μέσα από την κατασκευή μιας νέας οδού ταχείας κυκλοφορίας και οι πολεοδόμοι μηχανικοί να ασχολούνται με τις επιπτώσεις στην αστική ανάπτυξη και την επάρκεια των υπηρεσιών στην περιοχή επέμβασης (Badoe and Miller 2000, Cascetta 1999). Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εκτός από τους υπεύθυνους για το σχεδιασμό υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι μετέχουν στο όλο εγχείρημα. Ο ιδιωτικός τομέας με τις αποφάσεις που μπορεί να λάβει επηρεάζει ορισμένες φορές σε σημαντικό βαθμό το σχεδιασμό των μεταφορικών υποδομών, καθώς μια ενδεχόμενη

105


007:Layout 1

106

5/13/13

1:36 PM

Page 106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

αλλαγή στη χωροθέτηση μιας επιχείρησης μπορεί να ανακατανείμει σημαντικούς φόρτους και να διαμορφώσει μια διαφορετική κατάσταση που να χρήζει νέο σχεδιασμό. Αλλά και ο δημόσιος τομέας μετέχει συχνά στο σχεδιασμό εισάγοντας νέες απαιτήσεις και παραμέτρους. Οι απαιτήσεις αυτές βέβαια άλλες φορές μπορεί να υπόκεινται στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (π.χ. λιγότερο δαπανηρή λύση ή βελτίωση των προσβάσεων σε μια περιοχή για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού) και άλλες όχι (Πολύζος 1996). Παρατηρείται μια εμπλοκή από διαφορετικές ομάδες και φορείς γεγονός που υποδεικνύει το πολυδιάστατο και σύνθετο χαρακτήρα του. Ωστόσο μπορεί να αναγνωριστεί ένας κοινός στόχος όλων αυτών των εμπλεκόμενων μερών, ο οποίος θα πρέπει να είναι η παροχή όλων εκείνων των χρήσιμων πληροφοριών και αναλύσεων στους φορείς λήψης των αποφάσεων, πληροφορίες που να είναι όχι μόνον οι επιθυμητές και αρεστές αλλά να συμβάλουν με τρόπο αντικειμενικό, στην κατανόηση όλων εκείνων των συνεπειών (βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων) που μπορεί να επιφέρουν τα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής σε μια περιοχή. Συνεπώς ο σχεδιασμός των μεταφορών πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πολιτικοί οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες, οι οποίοι πρέπει να διαμορφώνονται κάτω από συνθήκες διαφάνειας και δημοκρατικού προγραμματισμού (Γιαννόπουλος 2002). Ο όρος σχεδιασμός, σύμφωνα με τον Οικονόμου (2009), αναφέρεται στη διαδικασία προσδιορισμού των αναγκαίων παρεμβάσεων σε ένα ζήτημα της πραγματικότητας με σκοπό την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων για την αλλαγή της. Παρά τις αναντιστοιχίες που διαπιστώνονται μεταξύ της ελληνικής και της αγγλικής ορολογίας (η οποία έχει επικρατήσει στη διεθνή βιβλιογραφία), ο όρος σχεδιασμός σε γενικές γραμμές χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη συνάρτηση με το χώρο (χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί τον κανόνα πχ ο σχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής ενός κράτους, δεν έχει τέτοια διάσταση). Με τον όρο χρήση γης εννοείται ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η κάθε επιφάνεια του εδάφους υποδηλώνοντας μια συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα ή φυσική λειτουργία. Ανάλογα με τη γεωγραφική κλίμακα θεώρησης, όταν μια χρήση αφορά σε μια δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως αμιγής, ενώ όταν αφορά σε δύο ή σε περισσότερες που δεν έχουν τη δυνατότητα να διαχωριστούν, αναφέρεται ως μικτή (Λου-

κάκης 2008). Βασικός σκοπός του σχεδιασμού των χρήσεων γης είναι η προστασία του κοινού ή του δημοσίου συμφέροντος και η εγκαθίδρυση ενός πλέγματος χρήσεων που δεν θα αποτελεί απειλή παραδείγματος χάρη για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και γενικά την κοινωνική ευημερία. Είναι κάτι αναγκαίο καθώς διαφορετικά αν κάθε άτομο αποφάσιζε σχετικά με τις χρήσεις γης θα επικρατούσε αναρχία στο χώρο. Γίνεται συνεπώς κατανοητό πως τα συστήματα σχεδιασμού των χρήσεων γης στοχεύουν στο να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις των ιδιοκτητών για τις χρήσεις γης (Cloke 1989). Οι στόχοι που προωθούνται σε έναν τόπο, τα μέτρα με τη βοήθεια των οποίων εκπληρώνονται, καθώς και οι επιπτώσεις που προκαλούνται, συνιστούν την Πολιτική. Ο χαρακτήρας που λαμβάνει η κάθε πολιτική επικαθορίζεται από τους στόχους της. Έτσι, όταν γίνεται λόγος για πολιτική χρήσεων γης, γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για τον προσδιορισμό της χωροθέτησης των ποικίλων δραστηριοτήτων και επομένως του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται κάθε σημείο του εδάφους (Οικονόμου 2009). Οι χρήσεις γης και η αστική ανάπτυξη από τη μία πλευρά και οι μεταφορές από την άλλη είναι δύο συστήματα που αλληλοεπηρεάζονται. Ειδικότερα, ένα σύστημα μεταφορών είναι αποτελεσματικό και αποδοτικό όταν οι χρήσεις γης είναι συναρτημένες με αυτό. Αντίστροφα, οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε μια περιοχή για να λειτουργούν εύρυθμα και αποδοτικά θα πρέπει να εξυπηρετούνται από τις συνδέσεις και τα δίκτυα των μεταφορών. Συνεπώς, γίνεται κατανοητό πως ο τομέας της πολεοδομίας και ο τομέας των μεταφορών θα πρέπει να αποτελούν και να προσεγγίζονται ως ένα αλληλοσυνδεόμενο σύστημα ώστε να υποστηρίζεται η όσο το δυνατόν εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη της πόλης (Βλαστός 2007). Πριν από δύο αιώνες περίπου άρχισαν να αναπτύσσονται οι πρώτοι προβληματισμοί αναφορικά με την αλληλεπίδραση μεταφορών και χρήσεων γης, καθώς η ανάπτυξη των μηχανοκίνητων μέσων μεταφοράς δημιούργησε νέες δυναμικές στο χώρο. Με την πάροδο των ετών διαπιστώθηκε πως τα μέσα μεταφοράς και οι υποστηρικτικές προς τη λειτουργία τους υποδομές κατείχαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της αστικής δομής, επικαθορίζοντάς τη και διαμορφώνοντας τη δική τους λογική στην ανάπτυξη των νέων περιοχών των πόλεων. Έτσι, το θεωρητικό πλαίσιο από τους προβληματισμούς στα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το διά-


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 107

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

στημα του μεσοπολέμου έχει μεταβεί πλέον σε μια σύγχρονη θεώρηση, γνωστή ως ο κύκλος αναδράσεων χρήσεων γης και μεταφορών. Βάσει αυτού του συστήματος, είναι δυνατή η ερμηνεία της εξέλιξης της μορφής της πόλης διαχρονικά, ανάλογα με τις επικρατούσες σε κάθε εποχή πρακτικές και τεχνολογίες στα συστήματα μεταφορών (Μηλάκης 2006). Tην τελευταία εικοσαετία έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα η αλληλεπίδραση των μεταφορών και της αστικής δομής, με ιδιαίτερη έμφαση στις χρήσεις γης. H Handy (1997) παρουσίασε μια έρευνα που διαπραγματεύεται την αλληλεπίδραση των επιλογών μετακίνησης με τη χωροθέτηση των χρήσεων γης, οι Burchell κ.ά. (1998, 2002) διερευνούν τη σχέση μεταξύ της αστικής εξάπλωσης και της δημιουργίας νέων μεταφορικών δικτύων, καθώς και τις επιπτώσεις που παρουσιάζονται στο κοινωνικό σύνολο, ενώ o Miller (2005) συσχετίζει τη χωροθέτηση των χρήσεων γης με τη προσβασιμότητα και τα δίκτυα μεταφορών. Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί πως οι πολιτικές παρέμβασης στις χρήσεις γης παρουσιάζουν μικρότερο πολιτικό κόστος σε σχέση με άλλες πολιτικές (π.χ. πολιτικές τιμολόγησης) με αποτέλεσμα να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε διάφορα κείμενα πολιτικής. Ειδικότερα, βασικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρεμβαίνουν στο ζήτημα της αλληλεπίδρασης χρήσεων γης και μεταφορών, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις. Με βασικό στόχο τον περιορισμό της χρήσης του ΙΧ αυτοκινήτου, τη μείωση του μέσου μήκους των μετακινήσεων και την προώθηση της χρήσης της δημόσιας συγκοινωνίας από την πλευρά των μεταφορών, προτείνεται η ανάπτυξη συμπαγών αστικών δομών, με υψηλή οικιστική πυκνότητα και μεικτές χρήσεις γης. Ειδικότερα, τα βασικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που στοχεύουν στις παραπάνω κατευθύνσεις: η Πράσινη Βίβλος για το Αστικό περιβάλλον (CEC 1990), η ανακοίνωση Προς μια Θεματική Στρατηγική για το Αστικό Περιβάλλον (CEC 2004) και το Πράσινο Βιβλίο για τη Διαμόρφωση νέας Παιδείας Αστικής Κινητικότητας (CEC 2007). Παράλληλα, έχουν δημοσιευτεί Ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (CEC 1997,1998) και κείμενα της ομάδας των Ειδικών Συμβούλων για το Αστικό Περιβάλλον (Expert Group on the Urban Environment 2001) στα οποία γίνεται σαφές ότι η παρέμβαση στις χρήσεις γης μπορεί και πρέπει να αποτελεί ένα βασικό εργαλείο στη ρύθμιση των συστημάτων μεταφορών.

Ωστόσο, παρόλο που τα παραπάνω κείμενα προσφέρουν ένα σύνολο από συγκεκριμένες παρεμβάσεις και προτάσεις πολιτικών για έναν ολοκληρωμένο κυκλοφοριακό και πολεοδομικό σχεδιασμό, δεν έχει γίνει σαφής ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να εφαρμοστούν. Αυτό, καθώς το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, ενώ εκλείπουν τα μέτρα και τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς την κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου κυκλοφοριακού και πολεοδομικού σχεδιασμού (Μηλάκης 2006). Η διερεύνηση της επίδρασης των συστημάτων μεταφορών στα πολεοδομικά χαρακτηριστικά γενικότερα, και ειδικότερα στις χρήσεις γης, δεν έχει την ίδια απήχηση στην επιστημονική κοινότητα όσο η αντίστροφη πορεία που αναφέρθηκε προηγουμένως. Τα πεπραγμένα γύρω από αυτό το ζήτημα σχετίζονται κυρίως με έρευνες που αναλύουν τις επιπτώσεις στα πολεοδομικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων και στις χρήσεις γης, που προκαλούνται από τη λειτουργία μεγάλων έργων στο σύστημα των μέσων μαζικής μεταφοράς (π.χ. μητροπολιτικός σιδηρόδρομος, δίκτυο μετρό) (Badoe και Miller 2000, Cervero και Landis 1997, Gentlemen κ.ά. 1983). Σε μικρότερο βαθμό έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας συγκοινωνιακά έργα μικρότερης κλίμακας καθώς και συγκοινωνιακά έργα άλλου τύπου όπως μια οδική αρτηρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μελέτη της Πιτσιάβα-Λατινοπούλου (1984) που διαπραγματεύεται τις επιπτώσεις της κατασκευής τριών οδικών αρτηριών στη Β. Ελλάδα, με τη χρήση μοντέλου χρήσεων γης-μεταφορών αλλά και της ιστορικής συγκριτικής ανάλυσης. Όπως διαπιστώνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία, τα δίκτυα των μεταφορικών υποδομών και η χωροθέτηση των χρήσεων γης φαίνεται να αλληλεπηρεάζονται, καθώς συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι αλλαγές που σχετίζονται με το δίκτυο των μεταφορών (δημιουργία νέων συνδέσεων ή επεκτάσεις υπαρχόντων δικτύων) να επηρεάζουν τελικά την απόφαση για τον τόπο εγκατάστασης μιας επιχείρησης ή τη δημιουργία μιας νέας επένδυσης ή δραστηριότητας στο χώρο. Αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης είναι εκτός από τον μετασχηματισμό του χώρου, και η αλλαγή στη ζήτηση για μεταφορές (Iacono κ.ά. 2008). Στην περίπτωση των απλών δικτύων μεταφορών, καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση χωροθέτησης μιας δραστηριότητας αλλά και στην επιλογή της μετακίνησης είναι η εξασφάλιση επαρκούς προσβασιμότητας

107


007:Layout 1

108

5/13/13

1:36 PM

Page 108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

στο χώρο αλλά και σε ένα σύνολο από άλλες δραστηριότητες (πχ εργασίας, ψυχαγωγίας, αγορών κ.ά.). Σε πιο σύνθετες περιπτώσεις όπως η κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου, η απόφαση χωροθέτησης σχετίζεται και με άλλες παραμέτρους όπως ο χρόνος ταξιδίου και η απόσταση μεταξύ των δραστηριοτήτων που πρέπει να καλυφθεί (Ryan 1999). Ένας ακόμη παράγοντας που καταλαμβάνει μια πολύ σημαντική θέση στη θεώρηση του παραπάνω συστήματος είναι η αγορά γης. Σε γενικές γραμμές ισχύει ότι οι επιπτώσεις στην αγορά γης από τη δημιουργία μιας νέας μεταφορικής υποδομής μεγάλης κλίμακας σχετίζεται με το βαθμό προσβασιμότητας που προσφέρει αυτή η νέα σύνδεση στην περιφέρεια της πόλης, και μάλιστα ότι είναι περίπου ανάλογη με την αύξηση της ταχύτητας (και τη μείωση του χρόνου ταξιδίου) που επιτρέπεται από τη νέα σύνδεση (Iacono κ.ά. 2008). Η δημιουργία νέων οικιστικών αναπτύξεων έξω από τα όρια μιας πόλης και κοντά σε στρατηγικής σημασίας δίκτυα μεταφορών είναι γεγονός ότι αυξάνει τις μετακινήσεις δημιουργώντας ταυτόχρονα και ένα διάχυτο μοντέλο ανάπτυξης για την αστική περιοχή (Couch κ.ά. 2007, Headicar και Curtis 1998). Έτσι, εκτός από τις χρήσεις γης, εισάγεται και το ζήτημα της χωρικής ανάπτυξης-επέκτασης των περιοχών στις οποίες δημιουργούνται νέες συνδέσεις και μεγάλα έργα υποδομής (Salas-Olmedo 2008). Ωστόσο, το ζήτημα αυτό σχετίζεται άμεσα με τις στρατηγικές αστικής ανάπτυξης και το πρότυπο που ακολουθείται σε κάθε περίπτωση.

2. Η αλληλεπίδραση Μεταφορών και Χρήσεων Γης Οι προσεγγίσεις σε θεωρητικό επίπεδο αναφορικά με την αλληλεπίδραση μεταφορών-αστικής ανάπτυξης και χρήσεων γης τοποθετούνται στις αρχές τις δεκαετίας του 1950, όπου οι Mitchell και Rapkin (1954) προβαίνουν στη διαπίστωση ότι ανάλογα με τη κατηγορία των χρήσεων γης που χωροθετούνται σε μια περιοχή προκαλούνται και διάφοροι τύποι μετακινήσεων. Για πρώτη φορά, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των χρήσεων γης στη δημιουργία νέων μετακινήσεων στο χώρο, πράγμα που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο εκπονούνταν οι τότε κυκλοφοριακές μελέτες. Έτσι, μετά από αυτή τη πολύ σημαντική διαπίστωση, οι νέες μελέτες αφορούν πλέον μεγάλες αστικές περιοχές, και λαμβάνουν υπόψη τους τις χρήσεις γης, προβάλλοντας την άποψη πως ο καθορισμός των χρήσεων

γης σε μια αστική περιοχή για ένα ορισμένο έτος-στόχο, μπορεί να καθορίσει το πλέγμα των μετακινήσεων, και βάση αυτής της υπόθεσης μπορεί να σχεδιαστεί το κατάλληλο δίκτυο μεταφορών που να ικανοποιεί τις μελλοντικές ανάγκες για το έτος-στόχο. Υπόθεση εργασίας αυτού του μοντέλου ήταν ότι θα υπάρχει μια σταθερή σχέση ανάμεσα στις δραστηριότητες και στη ζήτηση για μετακινήσεις. Παραδείγματα περιοχών που εκπονήθηκαν κυκλοφοριακές μελέτες βάσει της παραπάνω θεώρησης αποτελούν οι αστικές περιοχές του Σικάγο, του Ντιτρόιτ, της Τρι Στέιτ στη Νέα Υόρκη αρχικά, και έπειτα επεκτάθηκαν και σε άλλες αστικές περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας, όπως η Γλασκώβη και το Μπέλφαστ (Πιτσιάβα-Λατινοπούλου 1984). Και στην ελληνική βιβλιογραφία αναγνωρίζεται πως οι χρήσεις γης αλληλεπιδρούν με τις μεταφορές. Ειδικότερα επισημαίνεται πως βασικά χαρακτηριστικά των χρήσεων γης, όπως το είδος τους, ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται στο χώρο, η πυκνότητα κ.ά. επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό, τη συχνότητα, και εν γένει το είδος και τη ζήτηση για μετακινήσεις. Με αυτό τον τρόπο επηρεάζεται και η κυκλοφορία, και επομένως το μέγεθος και η μορφή του συστήματος των μεταφορών (Φραντζεσκάκης και Γιαννόπουλος 1986). Ωστόσο, η αντίθετη περίπτωση, δηλαδή οι συνέπειες των μεταφορών στις χρήσεις γης, είναι ένα ζήτημα που δεν έχει αναλυθεί με την ίδια έκταση. Αυτό που επισημαίνεται είναι πως οι μεταφορικές υποδομές ανάλογα με τη θέση και τις παροχές που προσφέρουν (βαθμό κινητικότητας, μέγιστη ταχύτητα, προσβασιμότητα κ.ά.) προσφέρουν συγκεκριμένα οφέλη, τα οποία οι διάφορες δραστηριότητες και χρήσεις γης προσπαθούν να εκμεταλλευτούν επιλέγοντας ανάλογα με το σύστημα μεταφορών που τις εξυπηρετεί και τον αντίστοιχο τόπο εγκατάστασής τους. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποσαφηνιστεί το πλαίσιο με το οποίο λειτουργεί ο παραπάνω μηχανισμός, διότι τα αποτελέσματά δεν έχουν συστηματικά διερευνηθεί (Wegener και Furst 1999). Oι Still κ.ά. (1999) επισημαίνουν πως οι βασικοί λόγοι για τους οποίους δεν έχει εξεταστεί το πεδίο αυτό είναι ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων υποστηρίζεται πως οι απρόβλεπτες-απρογραμμάτιστες επιπτώσεις στις χρήσεις γης μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της κλασικής διαδικασίας σχεδιασμού. Παράλληλα, αναφέρεται πως συναντώνται δυσκολίες στην εξοικείωση με τις μεθόδους πρόβλεψης των επιπτώσεων στις χρήσεις γης (π.χ. από μια αλλαγή στο σύστημα μεταφορών).


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 109

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

Τέλος, συχνά δεν κρίνεται αναγκαίο ή δεν υπάρχει σαφής πρόβλεψη για την ανάλυση των επιπτώσεων στις χρήσεις γης κατά την εφαρμογή του σχεδιασμού των μεταφορών. Το πλέγμα συνεπώς των σχέσεων-αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συγκοινωνιακών και των πολεοδομικών πρακτικών μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, παρόλο που αναγνωρίζεται διεθνώς η ύπαρξή του. Η έλλειψη μιας επαρκούς και αιτιολογημένης μεθοδολογίας οδήγησε τους Wegener και Furst (1999) στη διατύπωση μιας σχηματικής προσέγγισης που διερευνά και ερμηνεύει τις σχέσεις μεταξύ των χρήσεων γης και των μεταφορών. Το σχήμα 1, γνωστό ως ο κύκλος ανάδρασης μεταξύ χρήσεων γης και μεταφορών, και οι σχέσεις που προβάλλονται από αυτό μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες παρατηρήσεις: Αρχικά, ο διαχωρισμός των χρήσεων γης σε οικιστικές, βιομηχανικές, εμπορικές ζώνες, κ.ά., καθορίζει τον τόπο εγκατάστασης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων όπως η κατοικία, οι αγορές, η εκπαίδευση η ψυχαγωγία κ.λπ. Στη συνέχεια, ο διαχωρισμός των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο προκαλεί μετακινήσεις μέσω ενός συστήματος μεταφορών ώστε Σχήμα 1. Ο Κύκλος Ανάδρασης μεταξύ Χρήσεων Γης και Μεταφορών

Πηγή: Wegener και Furst (1999)

να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της απόστασης. Ο τρόπος με τον οποίο οι μεταφορικές υποδομές κατανέμονται στο χώρο προξενούν διάφορες χωρικές αλληλεπιδράσεις οι οποίες μπορούν να προσεγγιστούν και να μετρηθούν ως προσπελασιμότητα. Τέλος, η κατανομή της προσπελασιμότητας καθορίζει μεταξύ και άλλων παραγόντων τις αποφάσεις για τον τόπο εγκατάστασης μιας δραστηριότητας. Έτσι, ως αποτέλεσμα συντελεί σε μετασχηματισμούς του συστήματος των χρήσεων γης. Στην παραπάνω σχηματική απόδοση επισημαίνεται η προσπελασιμότητα ως ο καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση του τόπου εγκατάστασης των δραστηριοτήτων του πληθυσμού. Φυσικά, δεν είναι ο μοναδικός, υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν τη μορφή της ανάπτυξης των περιοχών που δέχονται μια αλλαγή στο μεταφορικό τους σύστημα. Ειδικότερα, πολύ σημαντικό ρόλο κατέχουν οι στόχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης και εν γένει της πολιτείας για την ανάπτυξη της περιοχής. Οι στόχοι της πολιτείας προωθούνται μέσα από τη θεσμοθέτηση κατάλληλα διαμορφωμένου θεσμικού πλαισίου, την ύπαρξη δεσμεύσεων και την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη της περιοχής και (χρήσεις γης, όροι δόμησης κ.λπ.). Επιπλέον, το γεγονός της διαθεσιμότητας της γης, των κτιρίων αλλά και της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς επίσης και η έλξη που προβάλλει κάθε περιοχή σε ορισμένες μορφές ανάπτυξης (πχ λόγω δημιουργίας οικονομιών κλίμακας) κατέχουν σημαντικό ρόλο (Λαμπριανίδης 2001). Στην Ελλάδα, η συσχέτιση του κυκλοφοριακού με τον πολεοδομικό σχεδιασμό δεν προβλέπεται, παρόλο που κρίνεται ως αναγκαία, καθώς, όπως διαπιστώθηκε, ο σχεδιασμός των μεταφορών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολεοδομικού σχεδιασμού (ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι μεταφορικές υποδομές επηρεάζει αδιαμφισβήτητα τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι πόλεις). Η ανυπαρξία ενός ολοκληρωμένου-καθολικού σχεδιασμού μεταφορών, και η μη συσχέτισή του με τον αναπόσπαστο (εκ φύσεως) πολεοδομικό σχεδιασμό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία των πόλεων (Σερράος 2000). Σε αντίθεση με χώρες του εξωτερικού όπου εφαρμόζονται ενιαία συστήματα κυκλοφοριακού και πολεοδομικού σχεδιασμού, στην Ελλάδα η εκπόνηση αστικών κυκλοφοριακών μελετών και η κατασκευή του αστικού και περιαστικού δικτύου επηρεάζεται στο μεγαλύτερο βαθμό και επικαθορίζεται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των οδών στις εκτός σχεδίου

109


007:Layout 1

110

5/13/13

1:36 PM

Page 110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

περιοχές. Ο σχεδιασμός των μεταφορών και οι κυκλοφοριακές μελέτες εκτελούνται κατά περίπτωση ανάλογα με την κλίμακα, και η λεπτομέρεια του όλου εγχειρήματος ποικίλει ανάλογα με τον μελετητή, ο οποίος προβαίνει συχνά σε ενδεικτικές θεωρήσεις (Βλαστός 2007). Ακόμη, στην Ελλάδα, όπως επισημαίνουν και οι Βλαστός και Μηλάκης (2006), η συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό εκδηλώνεται σπάνια και αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους (ιστορικούς, πολιτικούς κοινωνικούς), με αποτέλεσμα ένα από τα βασικά συστατικά του σχεδιασμού των μεταφορικών υποδομών να εκλείπει (σύμφωνα με τον Boulding (1974) η κοινωνική συμμετοχή καθώς και η έκφραση του οράματος και των προσδοκιών των πολιτών, οι συμμετοχικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων αποτελούν βασικά στοιχεία στο σχεδιασμό των μεταφορών).

3. Μελέτη περίπτωσης Η περιοχή των Μεσογείων για τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας είχε κατά το πρόσφατο παρελθόν (αρχές δεκαετίας 1990) διατηρήσει στην ενδοχώρα της τον παραδοσιακά αγροτικό της χαρακτήρα. Κατά την μεταπολεμική περίοδο εξάλλου της έντονης αστικοποίησης οι ορεινοί όγκοι του Υμηττού και της Πεντέλης λειτούργησαν ως όρια για την ανάπτυξη της Αθήνας από τα ανατολικά. Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του 1980 παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού η οποία στη συνέχεια εντείνεται, παράλληλα με τις περιοχές παραθεριστικής κατοικίας στα παράλια, που αναπτύσσονται ταχέως, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ένταση του φαινομένου της αστικοποίησης στην περιοχή (Chorianopoulos κ.ά. 2010, Λουκάκης 2008). Οι δυναμικές ανάπτυξης της περιοχής των Μεσογείων αλλάζουν ριζικά με την απόφαση χωροθέτησης του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου και τον προγραμματισμό συγκοινωνιακών έργων, που διαφοροποίησαν ολοκληρωτικά τη γεωγραφία της περιοχής και τη σχέση της με το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας. Τα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής (Αττική Οδός, Προαστιακός Σιδηρόδρομος, Διεθνές Αεροδρόμιο) διευκολύνουν τη μετακίνηση ατόμων και αγαθών με αποτέλεσμα την έντονη ανοικοδόμηση της περιοχής, την αύξηση του πληθυσμού και την εγκατάσταση υπερτοπικών δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα κυρίως (Δελλαδέτσιμας 2004, Μαραγκουδάκη 2002).

3.1 Χωρικές Ρυθμίσεις Το Θεσμικό Πλαίσιο για τη ρύθμιση του χώρου των Μεσογείων περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αντιστοιχούν σε όλες τις κλίμακες του χωρικού σχεδιασμού. Στο ΡΣΑ (Ν. 1515/85 «Ρυθμιστικό Σχέδιο και Πρόγραμμα Προστασίας Περιβάλλοντος της Ευρύτερης Περιοχής Αθήνας»), η περιοχή των Μεσογείων (Ανατολική Αττική) αναγνωρίζεται ως μία από τις πέντε χωροταξικές ενότητες στις οποίες χωρίζεται η πρωτεύουσα, με κέντρο το Λαύριο. Παρόλο που στο προσαρτημένο στο Νόμο παράρτημα διατυπώνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις και μέτρα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, ακόμη και παρεμβάσεις τοπικής κλίμακας, δεν αναφέρεται κάτι ειδικότερο για την συγκεκριμένη περιοχή καθώς οι λεπτομέρειες αυτές αφορούν κυρίως τις κεντρικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Ωστόσο, μερικές από τις γενικές προβλέψεις-στόχους που αφορούν και τη συγκεκριμένη περιοχή αποτελούν, μεταξύ άλλων, η διαφύλαξη της γεωργικής γης, η προστασία των δασών, των υγροτόπων κι άλλων στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, η προστασία της φυσικής και ιστορικής κληρονομιάς, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, η ανάσχεση της εξάπλωσης της πόλης και η σταθεροποίηση του πληθυσμού. Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με διάφορα νομοθετήματα. Στην τροποποίηση του 1992 εισάγεται το ζήτημα της χωροθέτησης του νέου αεροδρομίου καθώς και η δημιουργία του νέου οδικού άξονα που θα συνδέει την πρωτεύουσα με το νέο αεροδρόμιο (Αττική Οδός). Με τον Ν. 2338/1995 «Σύμβαση Ανάπτυξης Αεροδρομίου» (ΦΕΚ 202/Α’) ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εγκατάσταση και λειτουργία του νέου αεροδρομίου στα Σπάτα και συμπληρώνεται ο Νόμος του 1985, προβλέποντας πλέον μεταξύ άλλων τον χαρακτηρισμό της περιοχής του Ελληνικού ως μητροπολιτικό Πάρκο, την σημειακή χωροθέτηση του Ιπποδρόμου, θέση που επανεξετάστηκε στη συνέχεια. Έπειτα, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του μητροπολιτικού χώρου της Αθήνας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 εκδόθηκε ο Ν. 2730/1999 «Σχεδιασμός Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη και Εκτέλεση Ολυμπιακών Έργων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 130/Α’), με τον οποίο επιβλήθηκαν ορισμένες τροποποιήσεις επί του Ν. 1515/85. Οι κυριότερες αφορούσαν τη δημιουργία του Ολυμπιακού Χωριού στις Αχαρνές, στη δημιουργία ενός συστήματος πόλων υπερτοπικής σημασίας στους οποίους χωροθετούνται Ολυμπιακά Έργα καθώς και συ-


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 111

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

μπληρωματικές αθλητικές εγκαταστάσεις (π.χ. ο Ιππόδρομος που μεταφέρεται στο Μαρκόπουλο). Τέλος, με τον ίδιο νόμο προβλέπεται και η δημιουργία νέων μεταφορικών συνδέσεων, σιδηροδρομικού κυρίως τύπου (προαστιακός σιδηρόδρομος, μετρό και τραμ) που απαιτούνται για τις ανάγκες των ολυμπιακών αγώνων, αλλά προφανώς επηρεάζουν και τις μετακινήσεις σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο. Τα τελευταία χρόνια στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας προωθήθηκαν, ολοκληρώθηκαν και τέθηκαν λειτουργία νέες σημαντικές υπερτοπικής εμβέλειας εγκαταστάσεις όπως το νέο αεροδρόμιο στη περιοχή των Σπάτων, η Αττική Οδός, το μετρό και ο προαστιακός σιδηρόδρομος στα Μεσόγεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον ολοένα αυξανόμενο κορεσμό των κτιρίων και της κυκλοφορίας στον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της Αθήνας ενέτειναν το φαινόμενο της προαστιοποίησης σε ευρύτατες εκτάσεις του Αττικού χώρου με σοβαρούς κινδύνους για το φυσικό απόθεμα της περιοχής (το φαινόμενο βέβαια προϋπήρχε στην περιοχή των Αθηνών και διογκώθηκε αρχικά καλύπτοντας όλη τη διαθέσιμη γη εντός του λεκανοπεδίου) (Αραβαντινός 2007). Έτσι, στο πλαίσιο του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας, προωθείται για τον έλεγχο της ανεξέλεγκτης και απρογραμμάτιστης προαστιοποίησης και για την όσο το δυνατό αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούνται, η θεσμοθέτηση μέσω Προεδρικών Διαταγμάτων μιας σειράς από ειδικές μελέτες (κυρίως Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου και Ζώνες Προστασίας Ορεινών Όγκων). Το 2003 (σχεδόν έπειτα από 20 χρόνια από την ψήφιση του Ρυθμιστικού Σχεδίου) θεσμοθετείται τελικά η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου για την περιοχή των Μεσογείων. Βέβαια, υπήρχε προγενέστερο θεσμικό πλαίσιο για τα εκτός σχεδίου γήπεδα του Λεκανοπεδίου, το οποίο προέρχονταν από το ΠΔ 707/Δ/79 για τις Ζώνες Αττικής και τροποποιούσε τους όρους και περιορισμούς δόμησης των γηπέδων που βρίσκονταν εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των ορίων των προ του 1923 οικισμών του Νομού Αττικής. Ωστόσο, η παράλληλη ισχύ για τον περιαστικό χώρο των διατάξεων του ΠΔ για την εκτός σχεδίου δόμηση (ΦΕΚ 870/Δ’/86) και οι αδυναμίες του διατάγματος του 1979, σε συνδυασμό με την απουσία ενός συνολικού πλαισίου σχεδιασμού στον εκτός σχεδίου χώρο, διαμόρφωσε ένα εκτατικό μοντέλο χωροθέτησης δραστηριοτήτων αστικού χαρακτήρα (Οικονόμου 1995).

Η ΖΟΕ Μεσογείων καλείται τελικά το 2003 να ελέγξει μεταξύ άλλων την άναρχη διασπορά και την οικιστική διάχυση οικιστικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων (όπως βιομηχανίες, βιοτεχνίες, παραθεριστική κατοικία κα) στις εξωαστικές περιοχές, να προστατεύσει το φυσικό περιβάλλον και την πολύτιμη γεωργική γη της περιοχής αλλά και να οργανώσει την ανάπτυξη του χώρου σύμφωνα με τους επιθυμητούς στόχους και τη μελλοντική ανάπτυξη. Έτσι, μέσω της ΖΟΕ Μεσογείων, η περιοχή οργανώνεται βάση τριών γενικών ζωνών χρήσεων γης: τις Ζώνες Προστασίας, τις Οικιστικές Ζώνες και τις Ζώνες Παραγωγικών Δραστηριοτήτων. Ειδικά για καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες χρήσεων προβλέπονται συνολικά δώδεκα ζώνες χρήσεων στις οποίες προσδιορίζεται με ακρίβεια το περιεχόμενο και οι όροι δόμησης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει προχωρήσει σε αρκετές παρατηρήσεις επί των όρων της ΖΟΕ, επιβάλλοντας αυστηρότερους όρους ή επιπλέον απαγορεύσεις (Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας 2002). Στη περιοχή των Μεσογείων μετά την ψήφιση του Ν. 1337/1983 ο οποίος εισήγαγε τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και μετέπειτα με τον Ν. 2508/1997 όπου είχαμε μια γενίκευση του πολεοδομικού σχεδιασμού, οι περισσότεροι δήμοι προχώρησαν στην εκπόνηση τέτοιων σχεδίων. Το πρόβλημα που εντοπίζεται αναφορικά με τον πολεοδομικό Σχεδιασμό σε επίπεδο Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου έγκειται στο γεγονός της παλαιότητας των σχεδίων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις. Παρά τις τροποποιήσεις των περισσότερων σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεν έχει γίνει ουσιαστικά η προβλεπόμενη αναθεώρηση των σχεδίων βάση των προδιαγραφών του Ν. 2508/97. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κοινός τόπος των τροποποιήσεων των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων δεν ήταν άλλος από την απαίτηση των τοπικών παραγόντων και κοινωνιών για ένταξη νέων εκτάσεων στο σχέδιο πόλης. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις Δήμων στα Μεσόγεια που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Στο Δήμο Παλλήνης το 1989 εγκρίνεται το πρώτο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο στο οποίο γίνεται μια πρώτη τροποποίηση το 1991 (ΦΕΚ 563/Δ’/1991), και ακολουθούν η τροποποίηση του 1993 (ΦΕΚ 1243/Δ’/1993) και η τελευταία του 1999 (ΦΕΚ 859/Δ’/99). Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης περίπου 13.000 στρέμματα, για τα οποία μέχρι σήμερα εκ-

111


007:Layout 1

112

5/13/13

1:36 PM

Page 112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

κρεμούν οι πολεοδομικές μελέτες. Στο Δήμο Σπάτων το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο εγκρίνεται το 1989 (ΦΕΚ 652/Δ’/1989), τροποποιείται το 1994 για πρώτη φορά (ΦΕΚ 665/Δ’/1994) και άλλη μια φορά το 1999 (ΦΕΚ 252/Δ’/1999). Η τροποποίηση του 1999 αφορούσε την επέκταση του σχεδίου πόλης κατά 6.700 στρέμματα και άλλα 1.700 για τη δημιουργία Επιχειρηματικού Πάρκου. Στο Δήμο Παιανίας εγκρίνεται το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο το 1986 (ΦΕΚ 1062/Δ’/86) και τροποποιείται το 1997 (ΦΕΚ 896/Δ’/1997). Η τροποποίηση αυτή είχε ως βασικό σκοπό την ένταξη στο σχέδιο περίπου 2.300 στρεμμάτων (Καθημερινή 2001). Για τον Δήμο Κρωπίας συντάσσεται και εγκρίνεται πρώτη φορά Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο το 2004 (ΦΕΚ 8991/Δ/2004). Ο Δήμος αυτός αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα λόγω της ύπαρξης πολλών αυθαιρέτων κτισμάτων. Με τον εν λόγω Γενικό Πολεοδομικό επιχειρείται η ένταξη 10.000 στρεμμάτων στο σχέδιο πόλης, ώστε να νομιμοποιηθεί σημαντικός αριθμός αυθαιρέτων, ωστόσο μέχρι σήμερα, λόγω του ότι οι προτεινόμενες περιοχές εμπίπτουν σε δασικές εκτάσεις, εκκρεμεί η ένταξή τους στο σχέδιο (Καθημερινή 2001). Η παρούσα ανάλυση θα μπορούσε να επεκταθεί και στους υπόλοιπους ΟΤΑ των Μεσογείων, ωστόσο η παράθεση των παραπάνω στοιχείων είναι άκρως αντιπροσωπευτική για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται το ζήτημα του πολεοδομικού σχεδιασμού στην περιοχή των Μεσογείων. Τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια των περισσότερων δήμων καλύπτουν μόνο τον κεντρικό πυρήνα των πόλεων και οι τροποποιήσεις γίνονται με στόχο την ένταξη μεγάλων περιοχών στο σχέδιο πόλης, περιοχές που τις περισσότερες φορές είναι ήδη διαμορφωμένες λόγω της εκτεταμένης ύπαρξης αυθαιρέτων κτισμάτων (Καθημερινή 2007). Εκείνο που παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό της περιοχής είναι οι απόψεις σημαντικών ατόμων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της χωρικής ανάπτυξης της Πεδιάδας των Μεσογείων. Ειδικότερα, ο Λουκάκης (2003), επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος για την πεδιάδα των Μεσογείων το 1995, επισημαίνει πως, παρά τις προβλέψεις για πληθυσμιακή αύξηση στα Μεσόγεια, οι οποίες τελικά επιβεβαιώθηκαν (από 100.000 κατοίκους το 1995 αυξήθηκαν σε 150.000 κατοίκους το 2001), στο σύνολό τους οι Δήμοι φάνηκαν απροετοίμαστοι και συνεχίζουν να είναι για τη μελλοντική ανάπτυξη. Ο Πολεοδομικός Σχεδιασμός δεν είναι μόνον οι επεκτάσεις των σχεδίων αλλά

και η κατασκευή των απαραίτητων υποδομών, δικτύων, χώρων πρασίνου (Καθημερινή 2007). Όπως επισημαίνει και ο Οικονόμου, αν και τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια δεν έχουν εξαντλήσει τη χωρητικότητά τους, η οικιστική ανάπτυξη στην περιοχή των Μεσογείων έχει ήδη ξεπεράσει τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής καθώς η αγροτική ή ελεύθερη γη μετατρέπεται συνεχώς σε αστική, οι υποδομές υποβαθμίζονται, αφού δεν έχουν δημιουργηθεί για το σημερινό μέγεθος πληθυσμού. Παράλληλα, επισημαίνεται πως οι ανάγκες σε πράσινο και ελεύθερους χώρους δεν διασφαλίζονται και ο πολεοδομικός χώρος που παράγεται είναι προβληματικός καθώς δεν υπάρχει επάρκεια στο οδικό δίκτυο, στους χώρους στάθμευσης και στους κοινόχρηστους χώρους (Καθημερινή 2006). 3.2 Τα μεγάλα έργα υποδομής Στην Αττική, αλλά και ειδικότερα στη πεδιάδα των μεσογείων, έχουν υλοποιηθεί την τελευταία δεκαετία σημαντικά έργα υποδομής, μεγάλης κλίμακας, πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα. Αφορμή αποτέλεσε το γεγονός της ανάληψης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, όπου εκτός από τα ολυμπιακά έργα δρομολογήθηκαν μια σειρά από παρεμβάσεις στον τομέα των μεταφορών. Ειδικότερα, το μετρό αποτελεί ένα σημαντικό μέσο μετακίνησης στην πρωτεύουσα, ενώ λόγω των ολοένα και αυξανόμενων αναγκών επεκτείνεται σταδιακά εκτός από τις κεντρικές περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών και στα προάστια. Το μετρό προσφέρει στους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης της Αθήνας γρήγορη και άνετη μετακίνηση, βελτιωμένη πρόσβαση στο κέντρο και σύνδεση με το διεθνές αεροδρόμιο των Σπάτων. Αναφορικά με το τελευταίο, αδιαμφισβήτητα το έργο αυτό, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε η απόφαση χωροθέτησής του, ήταν αναγκαίο καθώς το προηγούμενο αεροδρόμιο (στο Ελληνικό) είχε υπερβεί τη φέρουσα ικανότητα λειτουργίας του (Μαραγκουδάκη 2002). Το αεροδρόμιο των Σπάτων (Ελευθέριος Βενιζέλος) αποτελεί έναν σημαντικό κυκλοφοριακό κόμβο διεθνούς εμβέλειας. Η λειτουργία του στην πεδιάδα των Μεσογείων έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην γεωγραφία και την οικονομία της περιοχής, λόγω του ότι παράγει και έλκει μετακινήσεις αλλά και ένα σύνολο από συμπληρωματικές και άμεσα συσχετιζόμενες με τη λειτουργία του δραστηριότητες.


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 113

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

Επακόλουθο της λειτουργίας ενός σημαντικού πόλου μεταφορών όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων ήταν η επιτακτική ανάγκη για σύνδεση και κάλυψη των αναγκών που θα δημιουργούνταν. Παράλληλα, το γεγονός ότι το λεκανοπέδιο της Αττικής ήδη αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά κυκλοφοριακά προβλήματα ενέτεινε την ανάγκη για την κατασκευή νέων οδικών συνδέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, υλοποιείται το έργο της κατασκευής της Αττικής οδού, ενός σύγχρονου αυτοκινητοδρόμου, που αποτελεί τον περιφερειακό δακτύλιο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Η Αττική οδός στην πεδιάδα των Μεσογείων συνδέει το αεροδρόμιο με την Αθήνα, και σε αυτό συνέβαλαν βέβαια και άλλα συμπληρωματικά έργα όπως η περιφερειακή οδός του Υμηττού και η κατασκευή του προαστιακού σιδηροδρόμου. Μάλιστα, ο σιδηρόδρομος και το μετρό στην πεδιάδα των Μεσογείων διατρέχουν την Αττική οδό, η οποία πλέον αποτελεί ένα μέσο διασύνδεσης όλων των μεταφορικών μέσων και υποδομών της Αττικής: οδικών εναέριων και σταθερής τροχιάς. Παράλληλα, διευκόλυνε την πρόσβαση στους λιμένες του Πειραιά και της Ραφήνας. Η κατασκευή και η λειτουργία των παραπάνω έργων επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο οικιστικής ανάπτυξης της πρωτεύουσας. Η βελτίωση της προσβασιμότητας στα Μεσόγεια οδήγησε στον σαφή προσανατολισμό της οικοδομικής και οικιστικής ανάπτυξης προς την συγκεκριμένη περιοχή. Μάλιστα, το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να μην τηρούνται οι ισχύοντες κανόνες και περιορισμοί δόμησης και να κυριαρχεί η άναρχη και αυθαίρετη επέκταση των οικισμών (Καρτάλης και Χρυσουλάκης 2008). Ταυτόχρονα, στα Μεσόγεια άρχισαν να παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στο πρότυπο οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, κατά μήκος της Αττικής Οδού και πλησίον του αεροδρομίου χωροθετούνται πλέον μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες (αλυσίδες καταστημάτων, εταιρίες παροχής υπηρεσιών), αποθηκευτικοί χώροι, αντιπροσωπίες, ξενοδοχειακές μονάδες. Η δραστηριοποίηση των παραπάνω επιχειρήσεων δημιουργεί ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο απειλεί σε σημαντικό βαθμό τον παραδοσιακά αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής (Κατσάρα κ.ά., 2009). Κυρίαρχο ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία έχει η Αττική οδός, κατά μήκος της οποίας παρατηρούνται σημαντικοί μετασχηματισμοί τόσο των χρήσεων γης όσο και της οικιστικής ανάπτυξης. Στη συνέχεια, γίνεται μια προσπάθεια εντοπισμού

αυτών των αλλαγών για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τον τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο έργο όπως η Αττική επιδρά στη φυσιογνωμία των Μεσογείων. 3.3 Ο μετασχηματισμός των χρήσεων γης 1996-2010 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η καταγραφή και γενικότερα η επισκόπηση των χρήσεων γης σε μια πόλη ή σε ένα τμήμα της αποτελεί βασικό στοιχείο κατά τη διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού. Παράλληλα, όμως, οι καταγραφές των χρήσεων γης παρέχουν τα απαραίτητα στοιχεία που συμβάλουν στην ερμηνεία πολλών πολεοδομικών φαινομένων, αποτυπώνοντας μεταξύ άλλων τον τρόπο με τον οποίο μια πόλη αναπτύσσεται, εξελίσσεται και μετασχηματίζεται. Στη παρούσα έρευνα επιχειρείται μια διαχρονική παρουσίαση των χρήσεων γης στο παρόδιο τμήμα της Αττικής Οδού (από τον κόμβο της με την Περιφερειακή οδό του Υμηττού μέχρι τον κόμβο του Αεροδρομίου), αλλά και σε τμήματα των δήμων της περιοχής (Δήμοι Παλλήνης και Κρωπίας) προκειμένου να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο τα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής (που λειτούργησαν την τελευταία δεκαετία στην πεδιάδα των Μεσογείων) έχουν επιδράσει στις χρήσεις γης της περιοχής. Το γεγονός της αλληλεπίδρασης χρήσεων γης και μεταφορικών συστημάτων όπως αναλύθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο είναι αδιαμφισβήτητο. Στη παρούσα έρευνα επιχειρείται, μέσα από τη μέθοδο της ιστορικής συγκριτικής ανάλυσης επί των χρήσεων γης, να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα και να διερευνηθεί η επίδραση των μεταφορικών υποδομών στις πολεοδομικές παραμέτρους της πεδιάδας των Μεσογείων. Έτσι, ο μετασχηματισμός των χρήσεων γης, εάν παραδείγματος χάρη αποδίδεται προς χρήσεις που αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη εξάρτηση με τα έργα μεταφορικής υποδομής (π.χ. εγκαταστάσεις μεταφορών, διαμετακομιστικοί εμπορευματικοί σταθμοί, υποστηρικτικές προς τις μεταφορές υποδομές), τότε δίνεται η δυνατότητα σε μια περεταίρω ερμηνεία και εις βάθος ανάλυση των αλληλεπιδράσεων χρήσεων γης και μεταφορών. Η προγενέστερη καταγραφή των χρήσεων γης προέρχεται από τη Μελέτη-Ανάπτυξη Μετρό που πραγματοποιήθηκε το 1996 σε ολόκληρη την Αττική. Η μελέτη αυτή καταγράφει συστηματικά και αναλυτικά της χρήσεις γης στις εντός σχεδίου περιοχές, ενώ, αναφορικά με

113


007:Layout 1

114

5/13/13

1:36 PM

Page 114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

τις εκτός σχεδίου, υπάρχει καταγραφή η οποία ωστόσο δεν ακολουθεί τον αναλυτικό τρόπο παρουσίασης για τις εντός σχεδίου περιοχές. Δεδομένου όμως ότι η περιοχή μελέτης, και ειδικότερα το τμήμα της Αττικής οδού, δεν υφίσταντο το 1996, γίνεται κατανοητό πως οι σημερινές χρήσεις γης, στην πλειονότητά τους, αποτελούν νέες χρήσεις γης που σύμφωνα και με αεροφωτογραφίες εμφανίστηκαν στη γεωργική γη της περιοχής. Τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια των Δήμων της περιοχής θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολύ καλή πληροφόρηση για τις προγενέστερες χρήσεις γης, ωστόσο, στην πλειοψηφία τους, τα σχέδια των δήμων θεσμοθετήθηκαν με το προγενέστερο καθεστώς του Ν. 1337/83, με αποτέλεσμα οι καταγραφές να περιορίζονται στο εντός σχεδίου τμήμα τους. Παράλληλα, οι αναθεωρήσεις που έχουν γίνει στα περισσότερα Γενικά Πολεοδομικά αφορούν την ένταξη νέων περιοχών στο σχέδιο πόλης, ενώ οι καθολικές αναθεωρήσεις των Σχεδίων με τις επιταγές του Ν. 2508/97 παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις. Η καταγραφή των χρήσεων γης που υπάρχουν στην περιοχή σήμερα προέκυψαν μέσα από έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας την άνοιξη του 2010 (Μάρτιος-Απρίλιος). Παράλληλα, για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με τις χρήσεις γης και τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται χωρικά, κρίθηκε απαραίτητη η σύγκριση μεταξύ της υφιστάμενης κατάστασης και των θεσμοθετημένων χρήσεων γης. Έτσι, μεταξύ άλλων, θα δοθούν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα του σε ποιο βαθμό οι διατάξεις της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου Μεσογείων ακολουθούνται στην πράξη και αν διαφαίνονται οι επιδράσεις των μεταφορικών υποδομών στις χρήσεις γης. Για να καταστεί δυνατή η διαχρονική σύγκριση των χρήσεων

γης, επιλέχθηκε η κατηγοριοποίηση που προτείνεται από τη Μελέτη Ανάπτυξης του Μετρό του 1996, καθώς διαφορετικά θα υπήρχε ο κίνδυνος παραπλανητικού αποτελέσματος και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Το 1996 πραγματοποιείται μια αναλυτική καταγραφή των χρήσεων γης σε όλη την Αττική, η οποία ωστόσο ειδικά για την πεδιάδα των Μεσογείων περιορίζεται στο Χάρτης 1. Οι Χρήσεις Γης στη Πεδιάδα των Μεσογείων το 1996

Πηγή: Μελέτη Ανάπτυξης Μετρό 1996, Ιδία Επεξεργασία


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 115

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

Στον Χάρτη 1, παρατηρούνται οι οικισμοί της περιοχής, στους οποίους κυριαρχεί η χρήση της κατοικίας. Ειδικότερα, στους Δήμους Σπάτων, Παιανίας και Κρωπίας, κυριαρχεί η αμιγής κατοικία, οι εμπορικές χρήσεις είναι περιορισμένες και είναι κυρίως τοπικού χαρακτήρα. Ο Δήμος Παλλήνης φαίνεται να παρουσιάζει μια τάση ανάπτυξης βιομηχανικών και βιοτεχνικών χρήσεων, εμπορικών χρήσεων, ενώ σημαντική σε σχέση με τους υπόλοιπες περιοχές είναι και η παρουσία της γενικής κατοικίας. Στο σύνολό τους οι περιοχές Χάρτης 2. Οι Χρήσεις Γης στη Πεδιάδα των Μεσογείων – Ευρύτερη περιοχή Αττικής Οδού δεν μπορούν να θεωρηθούν κορεσμένες από άποψη αποθέματος γης, καθώς διαφαίνονται αδόμητοι και ελεύθεροι χώροι ειδικά στην περίπτωση του Δήμου Παλλήνης. Με το γκρι χρώμα οδικού δικτύου επισημαίνεται η Αττική Οδός, καθώς είναι ένα έργο που δεν υφίσταται στην παρούσα φάση. Σε μεγάλο ποσοστό η περιοχή που πρόκειται να κατασκευαστεί το έργο είναι γεωργική γη Β’ Προτεραιότητας, και ισχύουν πολύ αυστηροί όροι δόμησης, που σκοπό έχουν την προστασία της. Υποδοχείς βιομηχανίας-βιοτεχνίας υπάρχουν στην περιοχή (ΒΙΠΑ Κρωπίας, ΒΙΠΕ Παιανίας). (Η ζώνη έχει έκταση 3.500 στρέμματα και προβλέπονταν από το διάγραμμα 1 του Ν.1515/1985 για το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας). Η Πολεοδόμηση των περιοχών αυτών παρουσίασε σημαντικές καθυστερήσεις και τα πολεοδομικά σχέδια που υπάρχουν δεν έχουν βρει εφαρμογή μέχρι σήμερα και δεν λειτούργησαν στη πράξη (Κουρσάρη 2008). Χρήσεις χονδρεμπορίου εντοπίζονται στην Παλλήνη, ενώ στο Δήμο Κρωπίας εντοπίζεται μια ζώνη για την υποδοχή γενικής κατοικίας. Στα όρια του Δήμου Παιανίας με τον Δήμο Γλυκών νερών εντοπίζεται μια εκτεταμένη ζώνη αμιγούς κατοικίας. Γενικά η εικόνα που δίνεται από Πηγή: Έρευνα Πεδίου 2010- Ιδία Επεξεργασία τον παραπάνω χάρτη είναι ότι τα

εντός σχεδίου τμήμα των Οικισμών. Αναφορικά με τον εκτός σχεδίου χώρο, στον οποίο μετέπειτα θα χωροθετηθούν σημαντικά έργα μεταφορικής υποδομής, η καταγραφή των χρήσεων είναι σε ένα γενικότερο επίπεδο επισημαίνοντας τη γεωργική γη, τους βασικούς υποδοχής κατοικίας (αμιγούς και γενικής), τους υποδοχείς βιομηχανίας-βιοτεχνίας, καθώς επίσης και τον υποδοχέα του αεροδρομίου (Χάρτης 1).

115


007:Layout 1

116

5/13/13

1:36 PM

Page 116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

Μεσόγεια του 1996 είναι μια περιοχή με μικρούς οικισμούς που στο εσωτερικό της έχει καταφέρει να διαφυλάξει σε σημαντικό βαθμό τη γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, οι οικιστικοί υποδοχείς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεν φαίνονται κορεσμένοι ενώ υπάρχουν συγκεντρώσεις βιομηχανίας σε οργανωμένους υποδοχείς. Παράλληλα, όσο απομακρυνόμαστε από την ενδοχώρα των Μεσογείων, αρχίζουν να εμφανίζονται και άλλες χρήσεις εκτός από την κατοικία (Δήμος Παλλήνης και Δήμος Καλών Νερών) με σημαντικότερες αυτές των μεταποιητικών δραστηριοτήτων και του χονδρεμπορίου που δεν παρουσιάζουν μια ορισμένη χωρική συγκέντρωση, αλλά είναι διάσπαρτες καθώς επίσης σημαντική είναι και η ύπαρξη εμπορικών δραστηριοτήτων τοπικού κυρίως χαρακτήρα. Το 2010, δεκαπέντε περίπου έτη μετά την καταγραφή των χρήσεων γης από τη Μελέτη Ανάπτυξης Μετρό, οι χρήσεις γης στην περιοχή των Μεσογείων, και ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής Οδού, έχουν διαφοροποιηθεί σε σημαντικό βαθμό. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας κατανομής των χρήσεων γης, με μια πρώτη ανάγνωση του Χάρτη 2, αποτελούν ο κατακερματισμός της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, η διασπορά των χρήσεων χονδρεμπορίου και βιομηχανίας (ιδιαίτερα στις περιοχές πλησίον κόμβους της Αττικής Οδού) και η επέκταση των κατοικιών στον ύπαιθρο χώρο (ειδικά στην περιοχή της Παιανίας). Στο σύνολό τους, οι οικιστικοί υποδοχείς δεν φαίνεται να έχουν εξαντλήσει τη χωρητικότητά τους, ωστόσο η επέκταση των κατοικιών με άναρχο και απρογραμμάτιστο τρόπο είναι γεγονός. Επιπλέον παρατηρείται σε σχέση με το χάρτη του 1996 μια συρρίκνωση-περικύκλωση των ελάχιστων δασικών πόρων της περιοχής από άλλες χρήσεις.

Η απρογραμμάτιστη επέκταση των χρήσεων γης δημιουργεί σε αρκετές περιπτώσεις προβλήματα συγκρούσεων μεταξύ βιομηχανίας, κατοικίας και της διαφυλασσόμενης γεωργικής γης. Παράλληλα, διαφαίνεται μια νέα τάση στην περιοχή για χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων κυρίως εμπορικού και αστικού τύπου. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες επιλέγουν να χωροθετηθούν πλησίον του αεροδρομίου και της Αττικής οδού εκμεταλλευόμενες το πλεονέκτημα της άμεση πρόσβασης Χάρτης 3: Μετασχηματισμός των χρήσεων γης στο Δήμο Παλλήνης– Ευρύτερη Περιοχή Αττικής Οδού 1996-2010

Πηγές: Έρευνα Πεδίου, Μελέτη Ανάπτυξης Μετρό-Ιδία Επεξεργασία


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 117

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

και γρήγορης μετακίνησης που προσφέρει η Αττική Οδός, αλλά και της γειτνίασής τους με το αεροδρόμιο. Σημαντικές πυκνώσεις των παραπάνω χρήσεων παρατηρούνται στους κόμβους των οδικών αξόνων με την Αττική Οδό (χονδρεμπορίου και βιομηχανίας), αλλά και στους σταθμούς του μετρό και του προαστιακού σιδηροδρόμου (χρήσεων κατοικίας). Όπως προκύπτει και από το Χάρτη 3, στον οποίο παρουσιάζεται η διαχρονική μεταβολή των χρήσεων γης στο τμήμα του Δήμου Παλλήνης που το διατρέχει η Αττική Οδός, η τοποθέτηση των κοινόχρηστων χώρων (όπου υπάρχουν) φαίνεται να γίνεται με τυχαίο και αποσπασματικό τρόπο (φαίνεται να αποτελούν περισσότερο βοηθητικά στοιχεία διευθέτησης της κυκλοφορίας στις διασταυρώσεις παρά χώροι που μπορούν να αξιοποιηθούν). Επιπλέον παρατηρείται μια σταδιακή μετατροπή των χρήσεων του εμπορίου (κυρίως τοπικού) σε χονδρεμπόριο, καθώς και επέκτασης των βιομηχανιών χρήσεων σε χώρους μη εγκεκριμένους γι’ αυτή τη χρήση.

Συμπεράσματα Μέχρι σήμερα, η έρευνα γύρω από την αλληλεπίδραση των συστημάτων χρήσεων γης και μεταφορών δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα (αναφορικά με την παραγωγή υποδειγμάτων), παρά το έντονο επιστημονικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ ο σχεδιασμός των μεταφορών βασίζεται στις δραστηριότητες και τα χαρακτηριστικά του συστήματος των μεταφορών, στην πράξη η πολιτική που εφαρμόζεται για τη χωροθέτηση και το μέγεθος των υποδομών δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά αλλά αντανακλά την οικονομική δομή της περιοχής (και εξαρτάται μεταξύ άλλων από πολιτικούς κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς παράγοντες). Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά ευρήματα που μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε πολλά ζητήματα που ανακύπτουν στις σύγχρονες πόλεις στα πλαίσια της παραπάνω αλληλεπίδρασης. Στη διεθνή εμπειρία τονίζεται πως αποτέλεσμα της κατασκευής ενός έργου μεταφορικής υποδομής αποτελεί η βελτίωση της προσβασιμότητας μιας περιοχής, εγκαθιδρύοντας νέες σχέσεις και προσβάσεις στο πλέγμα των αγορών και των διάφορων δραστηριοτήτων, παράλληλα με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της περιοχής σε σχέση με άλλες πιο απομονωμένες. Η προσπελα-

σιμότητα κατέχει τον καίριο ρόλο στις αποφάσεις χωροθέτησης των χρήσεων, ενώ η μορφή του δομημένου περιβάλλοντος (κόστος της γης, πυκνότητα κ.ά.) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες, αλλά μπορεί να αποτελεί και εμπόδιο για την ανάπτυξη των μεταφορών. Η προσπάθεια διερεύνησης της σχέσης μεταξύ χρήσεων γης και μεταφορών είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, λόγω της διαφορετικής μορφής και της περίπλοκης λειτουργίας των στοιχείων που συνθέτουν μια αστική περιοχή. Ωστόσο, μπορούν να εντοπιστούν δύο βασικές αρχές που μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στα αρχικά στάδια μιας ερευνητικής διαδικασίας που έχει ως σκοπό την κατανόηση αυτής της αλληλεπίδρασης. Η πρώτη διαπίστωση σχετίζεται με το ότι το σύστημα των χρήσεων γης επηρεάζει σημαντικά τη συχνότητα, το μήκος, το σκοπό και ορισμένα ακόμη βασικά χαρακτηριστικά των μετακινήσεων. Η δεύτερη διαπίστωση έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα μεταφορών με τη μορφή που λαμβάνει καθώς και με τη βελτίωση της προσβασιμότητας που επιφέρει σε μια περιοχή δημιουργεί ευκαιρίες ή ωφέλειες για τη χωροθέτηση συγκεκριμένων χρήσεων γης. Έτσι, επισημαίνεται πως το σύστημα των μεταφορών (συμπεριλαμβανομένων και των υποδομών) προβάλλεται ως ένας από τους βασικότερους παράγοντες επηρεασμού της εγκατάστασης των χρήσεων γης. Η επιλογή της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, και ειδικότερα της πεδιάδας των Μεσογείων, συγκαταλέγεται ως μια πρόσφορη μελέτη περίπτωσης, καθώς στη συγκεκριμένη περιοχή έχουν χωροθετηθεί σχετικά πρόσφατα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής (Αττική Οδός, Προαστιακός Σιδηρόδρομος, επέκταση του Μετρό, Διεθνές Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος) και η περιοχή άρχισε να παρουσιάζει σημαντικούς χωρικούς μετασχηματισμούς. Η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου των Μεσογείων που θεσπίζεται το 2003 καλείται να ελέγξει μια ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα, αναφορικά με της χρήσεις γης και τη δόμηση στον εξωαστικό χώρο. Ειδικότερα, τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη θέσπιση του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών, μέχρι την έγκριση της ΖΟΕ, ήταν αρκετά για μια εξάπλωση του αστικού ιστού η οποία δεν εντάσσονταν στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού ή ορισμένων κατευθύνσεων για την οργάνωση του χώρου. Ο εξωοικιστικός χώρος, στη συγκεκριμένη περιοχή, υπέστη σοβαρούς δομικούς μετασχηματισμούς, με βασικές συνέπειες την αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, τη συρρίκνωση και τον κατακερματισμό της

117


007:Layout 1

118

5/13/13

1:36 PM

Page 118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

γεωργικής γης, την ανοργάνωτη μορφή των αστικών δικτύων, τη διασπορά κτισμάτων στον ύπαιθρο χώρο και την ανεξέλεγκτη αστική ανάπτυξη, η οποία όπως φαίνεται από όλα τα στοιχεία παίρνει τη μορφή της αστικής διάχυσης. Αναφορικά με τις χρήσεις που επικρατούν (σε αυτή τη γνώριμη για την ελληνική πραγματικότητα κατάσταση καθώς η πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας αποτελείται από διαφορετικές φάσεις μιας μεγέθυνσης που προχωρά αποσπασματικά, με ασχεδίαστο και άναρχο τρόπο), διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες σχετίζονται άμεσα με τα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής που λειτούργησαν στην πεδιάδα των Μεσογείων. Έτσι, παρά τις σαφείς προβλέψεις ήδη από το ΡΣ Αθηνών του 1985 για την οργάνωση των βιομηχανικών περιοχών και των βιοτεχνικών πάρκων, οι οποίες εξειδικεύτηκαν με τη ΖΟΕ Μεσογείων, παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό μια ανεξέλεγκτη επέκταση αυτών των χρήσεων, εκτός των εγκεκριμένων περιοχών. Όπως φαίνεται από τη συγκριτική ανάλυση των Χαρτών (1 και 2), στο τμήμα της Αττικής Οδού που διατρέχει την πεδιάδα των Μεσογείων παρατηρούνται νέες εγκαταστάσεις επιχειρήσεων χονδρεμπορίου, κτήρια αποθηκών, εταιρίες μεταφορών, δηλαδή δραστηριοτήτων που σχετίζονται και έλκονται άμεσα με τη λειτουργία του αεροδρομίου και της Αττικής Οδού. Η χωροθέτηση αυτών των δραστηριοτήτων δεν εμπίπτει στις περισσότερες των περιπτώσεων με τις θεσμοθετημένες από τη ΖΟΕ περιοχές προβάλλοντας τη γνωστή παθογένεια των βιομηχανικών και επιχειρηματικών ζωνών (Ευαγγελίδου κ.ά. 2009) (ΒΙΠΑ ΒΙΟΠΑ) που θεσμοθετήθηκαν κατά το παρελθόν στην Ελλάδα (η θεσμοθέτηση αυτών των ειδικών περιοχών στην πράξη ακολουθήθηκε από μια άνοδο των τιμών της γης, κάνοντας ασύμφορο το κόστος εγκατάστασης των επιχειρήσεων εντός των περιοχών, ενώ για πολλές ζώνες εκκρεμούν ακόμη και σήμερα οι μελέτες πολεοδόμησης και η ουσιαστική οργάνωσή τους). Έτσι, διαπιστώνεται πως η περιοχή σήμερα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στον τομέα της οργάνωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Περιοχές όπως η Παλλήνη αλλά και τα Σπάτα ή το Κορωπί αντιμετωπίζουν προβλήματα μείξης των μονάδων βιομηχανίας και βιοτεχνίας με τις περιοχές κατοικίας, και προβλήματα διασποράς αυτών των χρήσεων στον περιαστικό χώρο, δημιουργώντας ένα από τα συχνότερα πο-

λεοδομικά προβλήματα (πρόκειται για οχλούσες δραστηριότητες) που χρήζει άμεσης διευθέτησης. Εκτός από την άναρχη διασπορά στον εξωαστικό χώρο (που σε μεγάλο ποσοστό αποτελεί γεωργική υψηλής παραγωγικότητας) των χρήσεων του χονδρεμπορίου και της βιομηχανίας, παρατηρείται και μια σημαντική αύξηση των χρήσεων που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση των μεταφορών. Όπως φαίνεται και από τον Χάρτη 2, κατά μήκος της Αττικής Οδού χωροθετούνται διάφορες δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία του αυτοκινητοδρόμου και του προαστιακού σιδηροδρόμου που τον διατρέχει (σταθμοί μετεπιβίβασης, χώροι στάθμευσης, διαμετακομιστικοί-εμπορευματικοί σταθμοί, αμαξοστάσια, τερματικοί σταθμοί λεωφορείων, υποστηρικτικές εγκαταστάσεις του προαστιακού σιδηροδρόμου κ.ά.). Διαπιστώνεται επομένως μια άμεση συνάφεια των νέων χρήσεων που εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής Οδού με τον ίδιο τον αυτοκινητόδρομο αλλά και τον πόλο του αεροδρομίου. Παράλληλα, αναδεικνύεται ακόμη μια φορά η ανικανότητα των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου και σχεδιασμού των χρήσεων γης να επέμβουν αποφασιστικά και καθολικά στις απαιτούμενες ρυθμίσεις. Επομένως, η απόφαση χωροθέτησης ενός μεγάλου έργου όπως η Αττική Οδός στην πεδιάδα των Μεσογείων επέφερε σημαντικούς μετασχηματισμούς τόσο στις χρήσεις γης όσο και στην αστικοποίηση της περιοχής. Επιπλέον, όπως δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας, μέσα από τη βελτίωση της προσπελασιμότητας της περιοχής, παρατηρήθηκαν διαχρονικά μια σειρά από νέες χρήσεις, οι οποίες, όπως αναλύθηκε, σχετίζονται άμεσα τα τοπικά χαρακτηριστικά της περιοχής και την απόφαση χωροθέτησης του Νέου Αεροδρομίου. Βασικό παράγοντα σε όλη αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε το γεγονός ότι οι περιοχές αυτές παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις στον πληθυσμό, διαθεσιμότητα σε γη, παράλληλα με την ανικανότητα ή/και αποτυχία των μηχανισμών εφαρμογής και ελέγχου των θεσμοθετημένων χωρικών ρυθμίσεων. Άλλη μια παράμετρος που επιβεβαιώνει τις ανωτέρω διαπιστώσεις (περί επίδρασης των μεταφορών στις χρήσεις γης και την αστικοποίηση της περιοχής) αποτελεί το γεγονός της έντονης ανάπτυξης που παρατηρείται στους κόμβους της Αττικής Οδού. Έτσι υποστηρίζεται πως η πύκνωση της δόμησης αλλά και η κυριαρχία συγκεκριμένου τύπου χρήσεων, στους κόμβους του αυτοκινητοδρόμου και στους σταθμούς του προαστιακού σι-


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 119

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

δηρόδρομου δεν έγινε τυχαία. Οι κόμβοι είναι οι πύλεςείσοδοι στην κυκλοφορία που προσφέρουν άμεση πρόσβαση στο δίκτυο του αυτοκινητοδρόμου, και ενισχύουν την προσπελασιμότητα της περιοχής. Οι χρήσεις αυτές σχετίζονται τόσο με την ανάπτυξη της κατοικίας, η οποία ειδικά στο σταθμό της Παιανίας παρουσιάζει μια σημαντική διασπορά στον εξωαστικό χώρο, αλλά και με μια σειρά νέες οικονομικές δραστηριότητες, κυρίως εμπορικές, που αναπτύχθηκαν είτε λόγω της εγγύτητας του αεροδρομίου είτε λόγω της άμεσης πρόσβασης στον αυτοκινητόδρομο. Η χωροθέτηση αυτών των δραστηριοτήτων προσέλκυσε την εγκατάσταση επιπλέον οικονομικών δραστηριοτήτων αστικού τύπου κυρίως. Συνεπώς, θα μπορούσε να ειπωθεί με σχετική βεβαιότητα πως τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας παρατηρούνται έντονοι μετασχηματισμοί στις χρήσεις γης αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι οικισμοί. Η ένταση του φαινομένου συμπίπτει χρονικά με τη λειτουργία μερικών από τα μεγαλύτερα έργα μεταφορικής υποδομής της χώρας. Δεδομένης της αυξημένης συσχέτισης των μορφωμάτων (των χρήσεων αλλά και της μορφή αστικής εξάπλωσης) που παρατηρούνται με τις μεταφορικές υποδομές, ο όλος προβληματισμός ανάγεται στο μεγάλο ζήτημα της αλληλεπίδρασης μεταφορών-χρήσεων γης, που απασχολεί και διχάζει την επιστημονική κοινότητα, τριάντα χρόνια και πλέον. Φυσικά, η επένδυση και η δημιουργία νέων συγκοινωνιακών υποδομών δεν αρκεί από μόνη της για να παρατηρηθούν μεταστροφές στο αναπτυξιακό πρότυπο μιας περιοχής. Χρειάζεται ένα σύνολο από πρόσθετους παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τις ευρύτερες αναπτυξιακές τάσεις της περιοχής, τις αναπτυξιακές πολιτικές που εφαρμόζονται σε εθνικό αλλά και τοπικό επίπεδο, και γενικότερα τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες.

Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Αραβαντινός, Α. (2007), Πολεοδομικός Σχεδιασμός για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου, Αθήνα: Συμμετρία. Αττάρτ, Β. και Πολύζος, Ι. (2004), «Η Ιδιωτική Πολεοδόμηση Καθοριστική στην Επέκταση του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας», Γεωγραφίες 7: 3-7.

Βλαστός, Θ. (2007), «Κυκλοφοριακός Σχεδιασμός Προς τη Βιώσιμη Πόλη», στο Αραβαντινός, Α., Πολεοδομικός Σχεδιασμός για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου, Αθήνα: Συμμετρία. Βλαστός, Θ. και Μηλάκης, Δ. (2006), Πολεοδομία Vs Μεταφορές. Από την Απόκλιση στη Σύγκλιση, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών, Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιαννόπουλος, Γ. (2002), Σχεδιασμός Μεταφορών. Η διαδικασία πρόβλεψης των Μελλοντικών Μετακινήσεων, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Δελλαδέτσιμας, Π. Μ. (2004), «Η Τρέχουσα Δυναμική της Ανάπτυξης της Αθήνας: Συμβατικό- νέο πρότυπο και έργα υποδομής», Γεωγραφίες 7. Ευαγγελίδου, Μ., Ζήφου, Μ. και Λαλένης, Κ. (2009), «Ο Σχεδιασμός των “Ζωνών Παραγωγικών Δραστηριοτήτων”: Χρόνιες Αδυναμίες, Διαφαινόμενες Τάσεις και Προβλήματα», στο Κοτζαμάνης, Β., Κούγκολος, Α., Μπεριάτος, Η., Οικονόμου, Δ., και Πετράκος, Γ. (επιμ.), Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Τόμος Ι, 457-472. Κατσάρα, Α., Φαρασλής, Ι, Γοσποδίνη, Α. και Περάκης, Κ. (2009), «Οι Διαχρονικές Αλλαγές της Αστικής Διάχυσης της Αττικής με τη Χρήση της Τηλεπισκόπισης», στο Κοτζαμάνης, Β., Κούγκολος, Α., Μπεριάτος, Η., Οικονόμου, Δ., και Πετράκος, Γ. (επιμ.), Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Τόμος ΙΙΙ, 16511659. Κουρσάρη, Ε. (2008), «Αθήνα και Αστική Διάχυση. Νέες Διαρθρώσεις του Περιαστικού Χώρου και Αναδυόμενες Γεωγραφίες της Πόλης», Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία, ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική και Σχεδιασμός του Χώρου, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Λουκάκης, Π. (2003), «Τοπική Ανάπτυξη και Χωρικός Σχεδιασμός», στο Καλφάτης, Θ., Πάκος, Θ. και Σκούντζος, Θ. (επιμ.), Επτάνησα 20ος-21ος Αιώνας, Οικονομία, Δημογραφία, Περιβάλλον και Πολιτισμός, Αθήνα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας-Πάντειο Πανεπιστήμιο-Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Λαμπριανίδης, Λ. (2001) Οικονομική Γεωγραφία, Στοιχεία Θεωρίας και Εμπειρικά Παραδείγματα, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Λουκάκης, Π. (2008), «Χωροταξική Πολιτική». Σημειώσεις του Μαθήματος Χωροταξική Πολιτική, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Μαραγκουδάκη, Κ. (2002), «Η Επίδραση του Αεροδρομίου των Σπάτων στην Περιοχή των Μεσογείων», Διπλωματική Εργασία, Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών στην Χωροταξία Πολεοδομία και Περιφερειακή Ανάπτυξη, Βόλος: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Μηλάκης, Δ. (2006), «Χρήσεις Γης και Μεταφορές. Διερεύνηση της Επίδρασης των Πολεοδομικών Χαρακτηριστικών Μάκροκαι Μίκρο- Κλίμακας στις Επιλογές Μετακίνησης», Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Οικονόμου, Δ. (1995), «Χρήσεις γης και Δόμηση Εκτός Σχεδίου: Η Ελληνική Εκδοχή της Αειφορίας», Πρακτικά Συνεδρίου, Πε-

119


007:Layout 1

120

5/13/13

1:36 PM

Page 120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 104-121

ριφερειακή Ανάπτυξη Περιβάλλον Χωροταξία στο Πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, Τόμος Β: 63 -73. Οικονόμου, Δ. (2009), «Χωροταξική Πολιτική», Σημειώσεις του Μαθήματος Χωροταξική Πολιτική, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Πετράκος, Γ. και Ψυχάρης, Ι. (2004), Περιφερειακή Ανάπτυξη στην Ελλάδα, Αθήνα: Κριτική. Πιτσιάβα-Λατινοπούλου, Μ. (1984), «Αλληλεπίδραση Μεταφορών και Χρήσεων Γης σε Αστικές Περιοχές», Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σερράος, Κ. (2000), «Η Διάρθρωση Εντατικών Χρήσεων Γης μέσα από την Πρακτική του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδιασμού στην Ελλάδα – Σχετικές Κατευθυντήριες Αρχές», στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Χρήσεις Γης και Κυκλοφορία στο Κύριο Οδικό Δίκτυο, Αθήνα: Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών: 27-35. Φραντζεσκάκης, Ι.Μ. και Γιαννόπουλος Γ.Α. (1986), Σχεδιασμός των Μεταφορών και Κυκλοφοριακή Τεχνική, Τόμος 1, Αθήνα: Παρατηρητής.

Ξενόγλωσση Badoe, D. και Miller, E. (2000), «Transportation – Land use Interaction: Empirical Findings in North America, and their implications for modeling», Transportation Research 5(4): 235263. Boulding, K.E. (1974), «Reflections on Planning: The value of uncertainty», Strategy & Leadership 3(2): 11-12. Cascetta, E. (1999), Transportation Systems Engineering: Theory and Methods, Netherlands: Kluwer Academic Publishers. Cervero, R. και Landis, J. (1997), «Twenty Years of the Bay Area rapid transit system: land –use and development impacts», Transportation Research 31(4): 309-333. Chorianopoulos, I., Pagonis, A., Koukoulas, S. και Drymoniti, S. (2010), «Planning, Competitiveness and Sprawl in the Mediterranean City: the Case of Athens», Cities 27(4): 249259. Cloke, P. (1989), Rural land use planning in Developed Nations, Λονδίνο: Unwin Hyman. Couch, C., Leontidou, L. και Petschel-Held, G. (2007), Urban Sprawl in Europe: Landscapes, Land-use Change and Policy, Οξφόρδη: Blackwell Publishing. Gentlemen, H., Mitchell, C. G. B., Walmsley, D. A. και J. Wicks (1983), The Glasgow Rail Impact Study, Berkshire: Transport and Road Research Laboratory. Handy, S. (1997), How Land Use Patterns Affect Travel Patterns, Σικάγο: Council of Planning Librarians. Headicar, P. και Curtis, C. (1998) «The Location of New Residential Developments: Its Influence on Car-based Travel», στο Banister, D. (επιμ.), Transport policy and the Environment, Λονδίνο: Spon. Iacono, M., Levinson, D. και Geneidy, A. (2008), «Models of Transportation and Land Use Change: A Guide to the Territory», Journal of Planning Literature 22: 323-340.

Meyer, M. και Miller, E. (2001), Urban Transportation Planning: A Decision- oriented Approach, Νέα Υόρκη: McGraw-Hill. Miller, H. J. (2005), «Place Based versus People-based Accessibility», στο Levinson, D.M., Krizek, K.J. (επιμ.), Access to Destinations, Άμστερνταμ: Elsevier. Mitchell, R.B. και Rapkin, C. (1954), Urban Traffic: A Function of Land Use, Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Ryan, S. (1999), «Property Values and transportation facilities: Finding the Transportation – Land Use Connection», Journal of Planning Literature 13: 412-427. Salas-Olmedo, H. (2008), «Spatial and Transport Planning Integrated Policies: Guidelines For Northwest Spain», Transport Studies Unit Oxford University Centre for the Environment, Working Paper 1034: 1-26. Still, B.G., May, A.D. και Bristow, A.L. (1999), «The Assessment of Transport Impacts on Land Use: Practical Uses in Strategic planning», Transport Policy 6(2): 83-98. Διαδίκτυο Burchell, R.W., Lowenstein, G., Dolphin, W.R., Galley, C.C., Downs, A., Seskin, S., Still, K.J. και Moore, T. (2002) TCRP Record 74 Costs of Sprawl- 2000, National Research Council, Washington D.C. Διαθέσιμο στο: <URL: http://onlinepubs.trb. org/onlinepubs/tcrp/tcrp_rpt_74-a.pdf> [Πρόσβαση 25 Νοεμβρίου 2011]. Burchell, R.W., Shad, N.A., Listokin, D., Phillips, H., Downs, A. Seskin, S., Davis, J.S., Moore, T., Helton, D. and Gall, M. (1998) TCRP Record 39: The Costs of Sprawl- Revised, National Research Council, Washington D.C. Διαθέσιμο στο: <URL: http://ntl.bts.gov/lib/21000/21500/21538/PB99124 216.pdf> [Πρόσβαση 12 Νοεμβρίου 2011]. Commission of the European Communities (CEC) (1990), Green Paper on the Urban Environment, Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Διαθέσιμο στο: <URL:http://ec.europa.eu/environment/urban/pdf/ com90218final_en.pdf> [Πρόσβαση 25 Νοεμβρίου 2011]. Commission of the European Communities (CEC) (1997), Towards an Urban Agenda in the European Union, Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Διαθέσιμο στο: <URL:http://ec.europa.eu/regional_policy/ sources/docoffic/official/communic/pdf/urban/urban_19 7_en.pdf> [Πρόσβαση 15 Δεκεμβρίου 2011]. Commission of the European Communities (CEC) (1998), Sustainable Urban Development in The European Union: A framework for action, Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Διαθέσιμο στο: <URL:http://aei.pitt.edu/6794/01/003662_1.pdf> [Πρόσβαση 15 Δεκεμβρίου 2011]. Commission of the European Communities (CEC) (2004), Towards a Thematic Strategy on the Urban Environment, Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Διαθέσιμο στο:<URL: http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/site/en/com/2004/com2004_0060en01.pdf> [Πρόσβαση 15 Δεκεμβρίου 2011]. Commission of the European Communities (CEC) (2007), Green Paper Towards a New Culture for urban mobility, Office for Official Publications of the European Communities, Luxem-


007:Layout 1

5/13/13

1:36 PM

Page 121

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΪΝΑΣ

bourg. Διαθέσιμο στο: <URL: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/en/com/2007/com2007_0551en01.pdf> [Πρόσβαση 15 Δεκεμβρίου 2011]. Expert Group on the Urban Environment (2001), Towards More Sustainable Urban Land Use: Advice to the European Commission for Policy and Action, Διαθέσιμο στο: <URL: http://ec.europa.eu/environment/urban/pdf/landuse_wg.pdf> [Πρόσβαση 25 Δεκεμβρίου 2011]. Wegener, M. and Furst, F. (1999), Land-Use Transport Interaction: A State of the Art, Deliverable 2a of the project TRANSLAND (Integration of Transport and Land Use Planning), Διαθέσιμο στο: <URL: http://129.3.20.41/eps/urb/papers/ 0409/0409005.pdf> [Πρόσβαση 3 Δεκεμβρίου 2011]. Καθημερινή (2001), Ηλεκτρονική Έκδοση Εφημερίδας Καθημερινή, «Παροξυσμός διαπλοκής για επέκταση σχεδίων», Διαθέσιμο στο: <URL:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ ell_2_4/03/01_I7064477%3DI7064477%3D|01%26010301!cod40301$35271.html> [Πρόσβαση 2 Δεκεμβρίου 2011]. Καθημερινή (2006) Ηλεκτρονική Έκδοση Εφημερίδας Καθημερινή, «Μεσόγεια 2006». Διαθέσιμο στο: <URL:http:www.

kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathcommon_1_13/05/200 6_1285725> [Πρόσβαση 6 Δεκεμβρίου 2011]. Καθημερινή (2007), Ηλεκτρονική Έκδοση Εφημερίδας Καθημερινή, Ένα χωριό κάθε χρόνο στα Μεσόγεια». Διαθέσιμο στο: <URL: http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi /_w_ articles _civ_11_25/11/2007_250129>, «Η ασφυκτική οικιστική πίεση στα Μεσόγεια», Διαθέσιμο στο:<URL: http://news. kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_28/03/2007_221043 > [Πρόσβαση 2 Δεκεμβρίου 2011]. Καρτάλης, Κ. και Χρυσουλάκης, Ν. (2008), «Ο Χώρος Εάλω», Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Διαθέσιμο στο: <URL: http://archive.enet.gr/online/online_text/c=112,id=52533184, 60357952> [Πρόσβαση 27 Νοεμβρίου 2011]. Πολύζος Ι. (1996), «Μεγάλα Έργα δεν είναι μόνο τα έργα κυκλοφορίας;», Εφημερίδα Εποχή. Διαθέσιμο στο http://courses.arch. ntua.gr/fsr/117876/9.pdf, [Πρόσβαση 2 Νοεμβρίου 2011]. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (2002), Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ, Γραφείο Επαγγελματικών Θεμάτων. Διαθέσιμο στο: <URL:http://www.tee.gr/online/epikaira/ 2002/2218/pg 038.shtml> [Πρόσβαση 5 Νοεμβρίου 2011].

121


008:Layout 1

122

5/13/13

1:37 PM

Page 122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

Α

Λ

Λ

Α

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

Α

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ ΩΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΤΩΝ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ Φερενίκη Βαταβάλη1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Οι πολιτικές εξελίξεις που συνταράσσουν την Αλβανία το 1989 οδηγούν στο άνοιγμα των έως τότε κλειστών ελληνοαλβανικών συνόρων και στον ραγδαίο μετασχηματισμό της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Μέσα από καθημερινές πρακτικές και τοπικά δίκτυα σχέσεων αναπτύσσονται μεταξύ των δύο πλευρών της συνοριακής γραμμής ανταλλαγές και αλληλεξαρτήσεις που προκαλούν σοβαρούς χωροχρονικούς μετασχηματισμούς σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Βασικός ισχυρισμός του άρθρου είναι ότι η παραγωγή κατοικίας αποτελεί βασικό συστατικό των διασυνοριακών ανταλλαγών και κεντρικό στοιχείο των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η οικοδομική δραστηριότητα γύρω από την κατοικία είναι έντονη και στις δύο πλευρές της μεθορίου και προκαλεί ταχύτατες αλλαγές στη συγκρότηση του χώρου, ιδιαίτερα στις μεθοριακές πόλεις. Το κείμενο εστιάζει στις διαδικασίες παραγωγής κατοικίας στις μεθοριακές πόλεις των Ιωαννίνων στην ελληνική πλευρά και του Αργυροκάστρου στην αλβανική πλευρά και βασίζεται σε έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε στις δύο πόλεις στο διάστημα 2006-2010, κυρίως μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις παραγόντων που εμπλέκονται στην παραγωγή κατοικίας.

Housing production in the cities of Ioannina and Gjirokastër as an element of the spatiotemporal transformations of the Greek-Albanian borderland Fereniki Vatavali ABSTRACT The reforms that were promoted at the national political system of Albania led to the opening of Greek-Albanian borders in 1989 and the rapid transformation of the Greek-Albanian borderland. The exchanges and interdependencies between the two sides of the borderline that have been developed since then, applied through everyday practices and local social networks, have caused wide spatiotemporal transformations during the last two decades. The main statement of this paper is that housing production plays a key role in the socioeconomic relations at the Greek-Albanian borderland and so in the cross-border exchanges and interdependencies. Construction activity in housing sector has been very intensive in both sides of the borderline causing rapid spatial transformations, particularly in the border cities. This paper focuses on the processes of housing production in two border cities, the city of Ioannina on the Greek side and the city of Gjirokastër on the Albanian side, and it is based on fieldwork conducted between 2006 and 2010, mainly by interviewing actors involved in housing production.

1. Δρ. Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, email: fereniki3@hotmail.com


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 123

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

1. Εισαγωγή2 Η κατάρρευση του «σιδηρού παραπετάσματος» το 1989 αποτελεί την αφετηρία δραματικών πολιτικών αλλαγών στην Αλβανία. Οι πολιτικές εξελίξεις οδηγούν στο άνοιγμα των έως τότε κλειστών ελληνοαλβανικών συνόρων και στο ραγδαίο μετασχηματισμό της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Μέσα από καθημερινές πρακτικές και τοπικά δίκτυα σχέσεων αναπτύσσονται μεταξύ των δύο πλευρών της συνοριακής γραμμής ανταλλαγές και αλληλεξαρτήσεις που προκαλούν σοβαρούς χωροχρονικούς μετασχηματισμούς σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ροές ανθρώπων, κεφαλαίων και προτύπων έχουν συμβάλει στον χωροχρονικό μετασχηματισμό της ελληνοαλβανικής μεθορίου στο διάστημα μετά το 1989 και πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2007, παράγοντας νέες γεωγραφίες. Βασικός ισχυρισμός αυτού του άρθρου είναι ότι η παραγωγή κατοικίας, ένας τομέας που στο πλαίσιο των παγκόσμιων αναδιαρθρώσεων της δεκαετίας του 1990 μετασχηματίζεται ραγδαία και αποκτά μεγάλη σημασία για την παγκόσμια οικονομία (Harvey 2008; Χάρβεϊ 2011; Harvey 2012, Balla κ.ά. 2007), αποτελεί βασικό συστατικό των διασυνοριακών ανταλλαγών και των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων στην ελληνοαλβανική μεθόριο, επηρεάζοντας άμεσα τη συγκρότηση του χώρου, ιδιαίτερα στις μεθοριακές πόλεις. Υπό αυτό το πρίσμα, το άρθρο εστιάζει στις διαδικασίες παραγωγής κατοικίας στις μεθοριακές πόλεις των Ιωαννίνων στην ελληνική πλευρά του συνόρου και του Αργυροκάστρου στην αλβανική πλευρά και βασίζεται σε έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε στις δύο πόλεις στο διάστημα 2006-2010. Η έρευνα πεδίου περιλαμβάνει κυρίως συνεντεύξεις με παράγοντες που εμπλέκονται στην παραγωγή κατοικίας (μηχανικοί, εργολάβοι, τεχνίτες, κτηματομεσίτες) και τις διαδικασίες ανάπτυξης του αστικού χώρου (στελέχη της δημόσιας διοίκησης, εκπρόσωποι επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων, επιχειρηματίες, κ.λπ.), αποσπάσματα από τις οποίες ενσωματώνονται στο άρθρο. Το υλικό από την έρευνα πεδίου, σε συνδυασμό με ποσοτικά στοιχεία για την πληθυσμιακή σύνθεση και την οικοδομική δραστηριότητα στις δύο πόλεις καθώς και σχετικά στοιχεία από εκθέσεις εθνικών και διεθνών οργανισμών, αξιοποιείται για να διερευνηθούν, μέσα

από τις διαδικασίες παραγωγής κατοικίας, όψεις των μεταναστευτικών ροών, της κινητικότητας του κατασκευαστικού κεφαλαίου και των ανταλλαγών στα καταναλωτικά πρότυπα στις δύο μεθοριακές πόλεις και ευρύτερα στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η διερεύνηση των σχετικών διαδικασιών αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι τέτοιου είδους διερευνήσεις μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση σημερινών φαινομένων και διαδικασιών που επαναπροσδιορίζουν τις γεωγραφικές σχέσεις και ιεραρχίες στην ευρύτερη περιοχή της ελληνοαλβανικής μεθορίου, με έμφαση στις παραγωγικές και κοινωνικές μεταλλαγές.

2. Χωροχρονικοί μετασχηματισμοί και οι γεωγραφίες των μεθοριακών περιοχών 2.1. Χωροχρονικοί μετασχηματισμοί και διαπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις Η ενιαιοποίηση της παγκόσμιας αγοράς μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του πολιτικού συστήματος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η απελευθέρωση των διαδικασιών μεταφοράς κεφαλαίου από χώρα σε χώρα ιδιαίτερα με την ανάπτυξη ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι εξελίξεις στους τομείς των μεταφορών και των επικοινωνιών, αποτελούν πραγματικότητες που βρίσκονται στο επίκεντρο σημαντικών μεταλλαγών που συντελούνται τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τα νέα αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ταχύτητα, την πολυμορφία και τη ρευστότητα των φαινομένων, σκιαγραφούν μία νέα σημαντική τροπή στην πορεία του καπιταλισμού που θα βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης για μία σειρά από επιστημονικές πειθαρχίες. Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι διάφορες απόπειρες ερμηνείας των πρόσφατων μετασχηματισμών μέσα από την οπτική του χώρου (Harvey 2001, Χάρβεϊ 2006, Χάρβεϊ 2007, Harvey 2009, Χάρβεϊ 2011, Μάσσεΰ 1995, Σάσεν 2003, Sassen 1998, Castells 1997, Murray 2006). Λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκή τάση του καπιταλισμού να εκμηδενίζει το χώρο μέσα από το χρόνο, αναγνωρίζεται ως ιδιαιτερότητα για το διάστημα μετά το 1970 η μεγάλη συμπίεση στη σχέση μεταξύ χώρου και χρόνου, με «διαλυτικές επιπτώσεις στις πολιτικές και

123


008:Layout 1

124

5/13/13

1:37 PM

Page 124

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

οικονομικές πρακτικές, στην ισορροπία ταξικών δυνάμεων και στην πολιτισμική και κοινωνική ζωή» (Harvey 2009: 372. Βλ. επίσης Harvey 2001, Χάρβεϊ 2006). Η μεγάλη μείωση του χρόνου ανακύκλησης του κεφαλαίου, ως προϋπόθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνεπάγεται ανάλογη επιτάχυνση των ανταλλαγών και υπέρβαση ή εξάλειψη των χωρικών περιορισμών στην κίνηση και την επικοινωνία. Η δυναμική και η ταχύτητα των μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο και συναρτώνται άμεσα με τη μετάβαση στην ευέλικτη συσσώρευση αναγνωρίζονται ως ένας νέος «άγριος γύρος στη διαδικασία εκμηδένισης του χρόνου» (Harvey 2009: 385). Ο γύρος αυτός περιγράφεται χωροχρονική συμπίεση, μέσα στην οποία «ο κόσμος ξαφνικά μοιάζει πολύ μικρότερος και ο χρονικός ορίζοντας μέσα στον οποίο μπορούμε να σκεφτούμε πάνω στην κοινωνική δράση πολύ συντομότερος» (Harvey 2001: 123). Τελικά, η συνεχής συμπίεση του χρόνου-χώρου κατευθύνει την εξέλιξη της καπιταλιστικής δραστηριότητας, τόσο ως προς το εύρος της όσο και ως προς τις μορφές της, με διαφορετικές επιπτώσεις για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και σφαίρες δραστηριοτήτων (Μάσσεΰ 1995). Η νέα σχέση μεταξύ του χώρου και του χρόνου συνδέεται με την ανάδυση νέων μορφών χωρικής οργάνωσης και νέων γεωγραφικών συσχετισμών. Σταθερά, ασφαλή και χωρικά παγιωμένα συστήματα μεταφορών και κοινωνικών υποδομών, σε συνδυασμό με μία συνεκτική αγορά εργασίας, πολιτισμικές αξίες και δομές, ισχυρά συστήματα διακυβέρνησης και ηγεμονικές ταξικές συμμαχίες –όλα αυτά που περιγράφονται με τον όρο διαρθρωμένη συνοχή– εξασφαλίζουν την κίνηση του κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού από τόπο σε τόπο (Χάρβεϊ 2006: 117). Η σταθερότητα που παράγεται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές επικράτειες υπονομεύεται και τροφοδοτείται ταυτόχρονα από τις πιέσεις συσσώρεύσης κεφαλαίων, από τεχνολογικά επιτεύγματα που αποδεσμεύουν την παραγωγή και την κατανάλωση από χωρικούς περιορισμούς, από κοινωνικές συγκρούσεις που μπορεί να απομακρύνουν το κεφάλαιο ή το εργατικό δυναμικό και από εξελίξεις στις καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης, όπως π.χ. η άνοδος του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, και το θεσμικό πλαίσιο που τις ευνοεί. Ως αποτέλεσμα, η δυναμική που προκύπτει καθιστά «τις διαπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις πιο σημαντικές από τη γεωγραφικά προσδιορισμένη συνοχή» (Harvey 2001: 330).

Η διαπίστωση αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα τη δεκαετία του 1990, καθώς πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες ροών χάρη στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των εθνικών κρατών, των εθνικών συνόρων και της εδαφικότητας, καθώς και χάρη στην αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών σε οικονομικά και πολιτισμικά ζητήματα. Στο πλαίσιο μίας νεοφιλελευθερης προσέγγισης, το κράτος διατηρεί τη σημασία του αλλά επαναπροσδιορίζει το ρόλο του. Πρακτικά αποσύρεται από πολλούς τομείς κοινωνικής πρόνοιας και αφήνει έδαφος για την ανάπτυξη της αγοράς, ενώ παράλληλα μέρος της εξουσίας του μεταφέρεται είτε στον υπερτοπικό χώρο, είτε σε τοπικό επίπεδο, σε πόλεις και περιφέρειες (ενδεικτικά: Μπάουμαν 2008, Σάσεν 2003, Ferguson και Jones 2002, Murray 2006). Από τη μία δηλαδή ο ρόλος του κράτους είναι καταλυτικός σε σχέση με την προώθηση διαδικασιών και τη συγκρότηση νέων θεσμικών καθεστώτων που δίνουν νέες διαστάσεις στις παγκόσμιες ανταλλαγές. Από την άλλη, οι αλλαγές που σημειώνονται αντανακλούν μία τάση κατακερματισμού και διάχυσης της κυριαρχίας και ταυτόχρονα μία τάση επαναπροσδιορισμού στις ιεραρχίες της εξουσίας (O’Dowd και Wilson 2002). Βασικό συστατικό στο παγκόσμιο σύστημα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας έτσι όπως διαμορφώνεται είναι «τα πραγματικά εδάφη επί των οποίων αποκτά αντικειμενική υπόσταση μεγάλο μέρος της παγκοσμιοποίησης μέσω συγκεκριμένων θεσμών και διαδικασιών» (Σάσεν 2003: 40). Με αυτή την έννοια, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των εδαφών αντιστοιχούν σε διαφοροποιήσεις στην κατανομή των οφελών που παράγει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ευνοώντας κυρίως τις εθνικές οικονομίες των κρατών με ισχυρή θεσμική συγκρότηση. Η διαφοροποίηση μεταξύ πραγματικών εδαφών, είτε πρόκειται για κράτη και περιφέρειες είτε για πόλεις, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την ανάπτυξη των σύγχρονων ανταλλαγών και εν τέλει των σύγχρονων χωρικών αλληλεξαρτήσεων (Σάσεν 2003). Οι διαφοροποιήσεις δηλαδή των εδαφών, π.χ. ως προς το ισχύον θεσμικό σύστημα, τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού, την ποιότητα των υποδομών και τις δυνατότητες κατανάλωσης, σε συνδυασμό με τις πολιτικές ελέγχου των συνόρων, οδηγούν σε ανάδυση νέων χωρικών ιεραρχιών και ροών που, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες, είναι άλλοτε έντονες και άλλοτε ήπιες, εμποδίζουν και ταυτόχρονα ωθούν εδαφικές οντότητες να μπουν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (Χάρβεϊ 2006). Οι ιεραρχίες και οι ροές αυτές παράγουν μία νέα γεωγραφία ή –


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 125

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

καλύτερα– νέες γεωγραφίες, μία σύνθεση διαφορετικών τόπων και πληθυσμιακών ομάδων σε ένα πολύμορφο παγκόσμιο δίκτυο συνδέσεων, όπου η σχέση μεταξύ χώρου και χρόνου άλλοτε διαστέλλεται και άλλοτε συστέλλεται. 2.2. Νέες γεωγραφίες των παραμεθόριων περιοχών Στους γεωγραφικούς μετασχηματισμούς που συντελούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εντάσσονται και σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα και τη λειτουργία των εθνικών συνόρων, καθώς και στο ρόλο των παραμεθόριων περιοχών της Ευρώπης –και όχι μόνο– στις παγκόσμιες ανταλλαγές. Οι εξελίξεις σε σχέση με τα εθνικά σύνορα στην Ευρώπη ακολουθούν πολλαπλές κατευθύνσεις. Η κατάρρευση του «σιδηρού παραπετάσματος» που διχοτομούσε μέχρι πρόσφατα τον ευρωπαϊκό χώρο συνοδεύεται από τη δημιουργία νέων κρατών που προκύπτουν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται ή ενισχύονται υπερεθνικοί σχηματισμοί και συνεργασίες που αίρουν τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους στις διασυνοριακές μετακινήσεις. Και ενώ νεοφιλελεύθεροι κύκλοι υποστηρίζουν ότι οι εξελίξεις οδηγούν σε πρωτόγνωρη κινητικότητα ανθρώπων, αγαθών και κεφαλαίων και στη δημιουργία μίας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς σύνορα και με υποβαθμισμένο το ρόλο των κρατών (Ohmae 1999), στην πράξη «ο παγκόσμιος θρίαμβος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει προκαλέσει το μεγαλύτερο κύμα κατασκευής τειχών και οχύρωσης συνόρων στην ιστορία» (Davis 2005). Ο έλεγχος της διασυνοριακής κινητικότητας εμφανίζει πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις. Αλλού οι διαδικασίες διέλευσης των συνόρων γίνονται ελαστικότερες, αλλού αυστηρότερες και αλλού διακόπτονται πλήρως. Η διαπερατότητα των συνόρων παρουσιάζει μεγάλες διαβαθμίσεις ανάλογα με τους συσχετισμούς των δύο πλευρών που αυτά χωρίζουν. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η κρισιμότητα των διεθνών πολιτικών για τη διαχείριση των συνόρων και των διασυνοριακών ροών που στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών αποκτούν πρωτόγνωρο εύρος, ένταση, πυκνότητα και σημασία. Μία γενική κατεύθυνση για τη ρύθμιση της διασυνοριακής κινητικότητας μέσα από συνθήκες και συμφωνίες υπερεθνικών σχηματισμών (συμφωνία Σένγκεν, κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ) είναι η διευκόλυνση της κινητικότητας των πολιτών και της ροής προϊόντων των ανεπτυγμένων

χωρών και ταυτόχρονα η περιφρούρηση της επικράτειάς των χωρών αυτών απέναντι στο κύμα μεταναστών από τις φτωχές χώρες. Στο όνομα μάλιστα της ασφάλειας, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, έχουν εντατικοποιηθεί οι έλεγχοι σε βάρος των φτωχών και εξαθλιωμένων του κόσμου (Klein 2007). Οι χωρικές οριοθετήσεις, οι περιορισμοί και ρυθμίσεις των ροών που επιβάλλονται, αποτελούν βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία του καπιταλισμού, με τίμημα τον περιορισμό των ελευθεριών και την αύξηση των ανισοτήτων (Davis 2005). Η ταυτόχρονη κατάρρευση εμποδίων και ανάδειξη νέων οριοθετήσεων σε σχέση με τα εθνικά σύνορα επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο και ένταση τις παραμεθόριες περιοχές. Οι παραμεθόριες περιοχές είναι περιοχές που βιώνουν με έντονο τρόπο τους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς και συμπυκνώνουν με ιδιαίτερο τρόπο τις ιεραρχίες και τις ροές των νέων γεωγραφιών. Συμπυκνώνουν φαινόμενα και διαδικασίες σχετικά με τις σύγχρονες μεταναστευτικές ροές, το παγκόσμιο εμπόριο, τα δίκτυα άτυπων συναλλαγών, την καλλιέργεια εθνικών ιδεολογιών, τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, την πολιτισμική διάχυση, τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Είναι ζώνες που συμμετέχουν με ιδιαίτερη ένταση στη σύγχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη, λόγω της ιδιαίτερης συνάρθρωσης σε αυτές δυνατοτήτων ροών και μεγάλων διαφοροποιήσεων, και που με τη σειρά τους συμβάλουν σε μία μεγάλη πύκνωση εκεί χωροχρονικών μεταλλαγών. Είναι ζώνες όπου πυκνώνουν οι σύγχρονες παγκόσμιες διαδικασίες, παράγοντας νέες κεντρικότητες σε τόπους που, υπό άλλες συνθήκες ή σε άλλες εποχές, θα ήταν ξεχασμένοι και εκτός του ενδιαφέροντος των κέντρων εξουσίας (Thomassen 1996, Green 2005). Είναι ζώνες όπου αλληλεπιδρά με άμεσο τρόπο το παγκόσμιο με το τοπικό, όπου δηλαδή συναρθρώνονται ευρύτερες διαδικασίες της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας με τις καθημερινές πρακτικές του ντόπιου πληθυσμού. Όσον αφορά τις καθημερινές πρακτικές στις παραμεθόριες περιοχές, αυτές επηρεάζονται άμεσα από την ίδια την παρουσία και τη λειτουργία του συνόρου, ανεξάρτητα από το βαθμό διαπερατότητάς του, αλλά και από το εύρος και τα χαρακτηριστικά των κοινωνικοοικονομικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές του (Newman 2006α, Newman, 2006β). Υπό αυτό το πρίσμα, οι παραμεθόριες περιοχές αποτελούν ζώνες εντός των οποίων η δυναμική της αλλαγής, οι καθημε-

125


008:Layout 1

126

5/13/13

1:37 PM

Page 126

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

ρινές πρακτικές και οι κοινωνικές ταυτότητες επηρεάζονται από την ίδια την παρουσία του συνόρου. Η μεθοριακή γραμμή, ως το στοιχείο οριοθέτησης μεταξύ διαφορετικών εθνικών επικρατειών, αντανακλά και συγχρόνως ενισχύει τις διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές του συνόρου. Όμως, πέρα από πεδίο περιορισμών, εντάσεων, συγκρούσεων, διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, οι παραμεθόριες περιοχές αποτελούν τόπους ιδιαίτερων ωσμώσεων και ανταλλαγών. Υπό μία οπτική, η ώσμωση που παράγεται στις παραμεθόριες περιοχές τις οδηγεί στο να αναπτύξουν δικά τους χαρακτηριστικά και οργάνωση, πάνω στα οποία θα συντεθούν κεντρικές πολιτικές, οικονομικές συναλλαγές, καθημερινές πρακτικές και εθνικές ιδεολογίες σε νέους διεθνικούς χώρους (Chen 2005, Dalakoglou 2008, Νιτσιάκος 2010). Από μία άλλη οπτική, οι παραμεθόριες ζώνες μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αποτελέσουν τόπους μεταβατικούς, τόπους ανάπτυξης πολιτισμικής, γλωσσικής και κοινωνικής υβριδικότητας, που λειτουργούν ως κόμβοι επικοινωνίας και «πιο ομαλής» μετάβασης από τη μία εθνική επικράτεια στην άλλη (Newman 2006β). Τέτοιες προσεγγίσεις αναδεικνύουν, όχι μόνο τη συνθετότητα των φαινομένων που συντελούνται στις παραμεθόριες ζώνες, αλλά και την ανάγκη κατανόησης των χωρικών σχέσεων πέρα από τις σαφείς οριοθετήσεις που υποδηλώνουν δίπολα όπως μέσα-έξω, εμείς-άλλοι, εδώ-εκεί, εμπόδιο-σύνδεση, κλειστό-ανοιχτό.

3. Μεταλλαγές στην ελληνοαλβανική μεθόριο: Ιωάννινα και Αργυρόκαστρο Η χάραξη της συνοριακής γραμμής που χωρίζει την ελληνική εθνική επικράτεια από την αλβανική γίνεται το 1913, έτος κατά το οποίο ιδρύεται και το αλβανικό κράτος. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα σύνορα γίνονται σχεδόν αδιαπέραστα, οριοθετώντας δύο επικράτειες που οργανώνονται με βάση διαφορετικό πολιτικό σύστημα και ακολουθούν διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης. Ένας γεωγραφικός χώρος που για πολλούς αιώνες λειτουργούσε ως ενιαίο σύνολο ενταγμένο στα κοινωνικά και παραγωγικά δίκτυα των Βαλκανίων της οθωμανικής περιόδου διασπάται βίαια και οι άνθρωποι βιώνουν άμεσα και καθημερινά την απαγόρευση επικοινωνίας (Νιτσιάκος 2010, Νιτσιάκος και Μάντζος 2003). Η απαγόρευση της επικοινωνίας όχι απλά διαταράσσει αλλά διακόπτει με βίαιο τρόπο δίκτυα οικονομικών συναλλα-

γών, παραγωγικών δραστηριοτήτων και διακοινοτικών, ενδοκοινοτικών ή διαπροσωπικών σχέσεων, χωρίζοντας ακόμα και συγγενείς πρώτου βαθμού. Η σχέση μεταξύ των δύο πλευρών των συνόρων προσλαμβάνει νέες διαστάσεις μετά το 1989, με βασική συνιστώσα την άρση της απαγόρευσης των διασυνοριακών μετακινήσεων (Νιτσιάκος 2010, Green 2005). Το ερμητικά κλειστό σύνορο, μία από τις πιο ακραίες εκφάνσεις του «σιδηρού παραπετάσματος», γίνεται ένα διαπερατό όριο ανάμεσα σε δύο επικράτειες με πολύ διαφορετική διαδρομή στα μεταπολεμικά χρόνια. Παλιές σχέσεις αναγεννιούνται και ταυτόχρονα αναδύονται νέες ροές και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ένα πλήθος επίσημων και άτυπων, οργανωμένων και απρογραμμάτιστων, μαζικών ή μεμονωμένων επαφών συγκροτούν ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων που τέμνει τα σύνορα. Ένα πλέγμα που, αν και δεν είναι πάντα εύκολα ορατό, επηρεάζει ριζικά τη ζωή του πληθυσμού των παραμεθόριων περιοχών, αλλά με διαφορετικό τρόπο για επιμέρους ομάδες. Οι διαφορές στα εισοδήματα, τις τιμές, τα καταναλωτικά αγαθά, τις ευκαιρίες απασχόλησης, τις υποδομές, αλλά και τη λειτουργία των θεσμών προκαλούν έντονες διαπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις και ροές που μεταλλάσσονται μέσα στο χρόνο: πολύμορφες μεταναστευτικές ροές, εμπορικές συναλλαγές, ροές κεφαλαίων, συνεργασίες της δημόσιας διοίκησης, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές ανταλλαγές, ροές προτύπων ζωής, κ.λπ. Το κοινό ιστορικό παρελθόν και τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία της γλώσσας, της αρχιτεκτονικής ή της μουσικής αποτελούν παράγοντες που διευκολύνουν την επικοινωνία και ενισχύουν τις ανταλλαγές. Ρυθμιστής των διασυνοριακών ροών είναι ο κρατικός μηχανισμός των δύο χωρών, με βασικές παραμέτρους τη μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους, το ειδικό καθεστώς μετακίνησης για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, τη συνεργασία τοπικών φορέων στο πλαίσιο διακρατικών ή ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και την αναβάθμιση των οδικών συνδέσεων μεταξύ των δύο χωρών, που σε άλλες περιπτώσεις ενθαρρύνει και σε άλλες περιπτώσεις αποθαρρύνει τη διασυνοριακή κινητικότητα για συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες. Στο πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσεται και που μεταβάλλει ριζικά τους χωρικούς συσχετισμούς και τις ιεραρχίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο, οι πόλεις των Ιωαννίνων και του Αργυροκάστρου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία (Χάρτης 1). Τα Ιωάννινα, η μεγαλύτερη πόλη στη Βορειοδυτική Ελλάδα που αυξάνει σταθερά τον


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 127

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Χάρτης 1. Βορειοδυτική Ελλάδα και Νότια Αλβανία – ελληνοαλβανική μεθόριος, 2010.

πληθυσμό της τις τελευταίες δεκαετίες (Πίνακας 1), αποκτούν κομβική θέση για μία εκτεταμένη διεθνική ζώνη. Ο νέος ρόλος της πόλης βασίζεται στην ιστορική σημασία της στα Νοτιοδυτικά Βαλκάνια και διαμορφώνεται μέσα από τη συνάρθρωση μίας σειράς διαφορετικών παραγόντων –τοπικών και υπερτοπικών– οι οποίοι συνέπεσαν στο χρόνο και ευνοούνται από το άνοιγμα των ελληνοαλβανικών συνόρων, προσδίδοντας ιδιαίτερη δυναμική στην πόλη, όπως η εισροή μεταναστών από την Αλβανία (Πίνακας 2), η αύξηση του αριθμού των φοιτητών στο πανεπιστήμιο, τα μεγάλα έργα μεταφορικών υποδομών, οι ιδιωτικές επενδύσεις στους τομείς του εμπορίου, της αναψυχής και του τουρισμού και η διείσδυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην παραγωγική διαδικασία.

Ανάμεσα στις πόλεις που συνδέονται με τα Ιωάννινα είναι και το Αργυρόκαστρο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Νότιας Αλβανίας, σε απόσταση περίπου 100 χμ. από τα Ιωάννινα. Παρά τους πόρους που συγκεντρώνονται από τη μετανάστευση, τις εμπορικές δραστηριότητες που αξιοποιούν τη γεωγραφική γειτνίαση με την Ελλάδα, την άτυπη και εγκληματική οικονομία των συνόρων και τη συστηματική παρουσία ξένων οργανισμών, η πόλη χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακή στασιμότητα που συνοδεύεται από σοβαρές πληθυσμιακές απώλειες (Πίνακας 3, Πίνακας 4), ιδίως από την εκροή των πιο δυναμικών κοινωνικών ομάδων (UNDP 2004, Dalakoglou 2008). Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην αδράνεια και την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, την κυριαρχία των άτυπων δραστηριοτήτων που διαμορφώνουν ένα εσωστρεφές περιβάλλον, αλλά και στον ανταγωνιστικό ρόλο των Ιωαννίνων. Τα Ιωάννινα και το Αργυρόκαστρο δεν είναι μόνο ένα ζευγάρι πόλεων που αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους στο διάστημα μετά το 1989. Σε σχέση με άλλα ζευγάρια πόλεων της ελληνοαλβανικής μεθορίου, όπως η Ηγουμενίτσα και οι Άγιοι Σαράντα, η Κόνιτσα και η Πρεμετή ή η Καστοριά και η Κορυτσά, το ζευγάρι Ιωάννινα-Αργυρόκαστρο διακρίνεται για τη δυναμική του εξαιτίας του πληθυσμιακού όγκου που το χαρακτηρίζει, του πλούσιου πλέγματος οικονομικών, διοικητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται γύρω του και της λειτουργίας του, σε άμεση συνάρτηση με την αναβάθμιση του ιστορικού οδικού άξονα Άρτα-Ιωάννινα-Αργυρόκαστρο-Τεπελένι-Αυλώνα, ως κύρια πύλη εισόδου από τη μία χώρα στην άλλη για ανθρώπους και

Πίνακας 1: Μεταβολές πραγματικού πληθυσμού στο Δήμο Ιωαννιτών, στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων, στην Περιφέρεια Ηπείρου και στο σύνολο της Ελλάδας, 1951-2011. 1951

1961

1971

Δήμος Ιωαννιτών* 50.284 55.162 61.292 Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων** 153.748 155.326 134.688 Περιφέρεια Ηπείρου 330.543 352.604 310.308 Ελλάδα 7.632.801 8.388.553 8.768.641

1981

1991

2001

71.135

87.070

97.657

147.304 158.193 324.683 339.576 9.740.417 10.259.900

170.239 353.820 10.964.020

2011

Μεταβολή Μεταβολή 1991-2001 1991-2011 111.740 12,2% 14,4% 167.400 336.650 10.787.690

7,6% 4,2% 6,9%

-1,7% -4,9% -1,6%

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ * Με βάση το Σχέδιο Καλλικράτη ο Δήμος Ιωαννιτών περιλαμβάνει τους καποδιστριακούς Δήμους Ιωαννιτών, Ανατολής, Μπιζανίου, Παμβώτιδος και Περάματος και την Κοινότητα Νήσου Ιωαννίνων. ** Πρώην Νομός Ιωαννίνων.

127


008:Layout 1

128

5/13/13

1:37 PM

Page 128

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

Πίνακας 2: Αλλοδαποί αλβανικής υπηκοότητας στο Δήμο Ιωαννιτών, στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων, στην Περιφέρεια Ηπείρου και στο σύνολο της Ελλάδας. Σύνολο αλλοδαπών

* Αλλοδαποί αλβανικής υπηκοότητας

Επίσημα στοιχεία*

Δήμος Ιωαννιτών ****** Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων Περιφέρεια Ηπείρου Ελλάδα

Σύνολο πληθυσμού*

Εκτίμηση** Μέλη της ελληνικής μειονότητας

Αλλοδαποί αλβ.υπηκοότ. (εκτίμηση)/ σύνολο πληθυσμού

4.886

3.956

7-10.000

-

97.657

7,1%-10,2%

8.598

6.539

20-25.000

17.000 ****

170.239

11,7-14,7%

15.692 762.191

13.564 438.036

40.000 550.000-600.000

120.000 *****

353.820 10.206.539

11,3% 5,4-5,9%

Πηγή: *ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή 2001. ** Εκτιμήσεις του Προξενείου της Αλβανίας στα Γιάννενα, 2005 *** Διεύθυνση Αστικής Κατάστασης, Αλλοδαπών και Μεταναστών, Περιφέρεια Ηπείρου, 31/12/2004. **** Εκτίμηση για το πλήθος αιτήσεων που έχουν κατατεθεί για χορήγηση ΕΔΤΟ. Συνέντευξη με Λ., Αστυνομική Διεύθυνσης Ιωαννίνων, Γιάννενα, 17/3/2005. ***** Εκτιμήσεις ελληνικού προξενείου στο Αργυρόκαστρο, 2007. ****** Δήμος Ιωαννιτών με βάση το Σχέδιο Καλλικράτης.

Πίνακας 3: Πληθυσμιακή εξέλιξη στο Δήμο Αργυροκάστρου, στο Νομό Αργυροκάστρου, στην Περιφέρεια Αργυροκάστρου και στο σύνολο της Αλβανίας, 1945-2001. 1945 Δήμος Αργυροκάστρου 9.400* Νομός Αργυροκάστρου Περιφέρεια Αργυροκάστρου Αλβανία

1985 22.700*

1989 24.216** 66.373 155.998 3.181.693

2001 20.601 54.647 112.831 3.069.275

Μεταβολή % 1989-2001 -22,5 -17,7 -27,7 -3,5

Πηγές: INSTAT * Μπερτζολι, Κυριαζί, ό.π., σ.76. ** Βερέμης κ.α., ό.π., σ.55.

Πίνακας 4: Διαπεριφερειακή μετανάστευση από και προς την Περιφέρεια Αργυροκάστρου, 1989-2001.

Από Αργ. προς Προς Αργ. Από

Μπεράτι 600 1.034

Diber Δυρράχιο Ελμπασάν Φιερι 5 1.817 183 2.074 47 38 197 443

Κορυτσά 705 272

Kukes 15 47

Lezhe 30 38

Σκόδρα 85 30

Τίρανα Αυλώνα 7.634 3.950 139 401

Σύνολο 17.098 2.686

Πηγή: INSTAT (2004), Migration in Albania. Population and Housing Census 2001.

αγαθά, αλλά και σε συμβολικό επίπεδο (Dalakoglou 2008). Κεντρικό σημείο της δυναμικής των δύο πόλεων είναι η μεγάλη άνθηση του τομέα της οικοδομής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Διαγράμματα 1, 2 και 3). Η οικοδομική έκρηξη που σημειώνεται έχει στο επίκεντρο την παραγωγή κατοικίας και οδηγεί σε ραγδαία εξάπλωση των δύο πόλεων και σε μεταλλαγή της εικόνας

και της συγκρότησης του χώρου σε αυτές (Εικόνα 1 και 2). Και στις δύο πόλεις η έντονη οικοδομική δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στην αυξημένη ρευστότητα λόγω φτηνών δανείων, «μαύρου χρήματος» ή και συστηματικής αποταμίευσης των νοικοκυριών. Υποστηρίζεται από το άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό των Αλβανών και ενεργοποιεί τις τοπικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις, τους ντόπιους μηχανικούς και τις εμπορικές


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 129

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Διάγραμμα 1: Νέες οικοδομές στο Δήμο Ιωαννιτών (Σχέδιο Καλλικράτης), 19892007 (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ)

Διάγραμμα 2: Νέες κατοικίες στο Δήμο Ιωαννιτών (Σχέδιο Καλλικράτης), 19892007 (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ)

Διάγραμμα 3: Νέες οικοδομές στο Δήμο Αργυροκάστρου, 1997-2006 (Πηγή: Δήμος Αργυροκάστρου)

129


008:Layout 1

130

5/13/13

1:37 PM

Page 130

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

Εικόνα 1. Πανοραμική άποψη των Ιωαννίνων (Πηγή: http://www.greekscapes.gr)

Εικόνα 2. Πανοραμική άποψη του Αργυροκάστρου.

επιχειρήσεις οικοδομικών υλικών και οικιακού εξοπλισμού, διαμορφώνοντας σχέσεις που τέμνουν τη γραμμή των συνόρων. Τελικά η παραγωγή κατοικίας όχι μόνο είναι σημαντικό στοιχείο των διασυνοριακών ροών στις οποίες συμμετέχουν οι δύο πόλεις, αλλά αποτελεί βασική συνιστώσα των χωροχρονικών μετασχηματισμών της ελληνοαλβανικής μεθορίου.

4. Απασχόληση στον τομέα της οικοδομής και οι «ευελιξίες» της μεθορίου Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ο τομέας της οικοδομής αποτελεί τόσο στα Ιωάννινα (Πίνακας 5) όσο και στο Αργυρόκαστρο (UNDP 2004) έναν εξαιρετικά σημαντικό τομέα απασχόλησης. Εκτός από τις παγκόσμιες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, στην περίπτωση των δύο πόλεων η πολυμορφία, η ρευστότητα και η ευελιξία στα χαρακτηριστικά της απασχόλησης στην οικοδομή συνδέεται με τις πολλαπλές δυνατότητες που εμφανίζονται στη ζώνη της μεθορίου και κυρίως με την πολυμορφία της μετανάστευσης των Αλβανών (Νιτσιάκος 2010).


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 131

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Πίνακας 5: Οικονομικά ενεργός πληθυσμός στον κλάδο των κατασκευών στο Νομό Ιωαννίνων, 1991, 2001 (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ). Έτος 1991 2001

Σύνολο οικονομικά ενεργού πληθυσμού 30.348 66.083

Σύνολο απασχολούμενων στον κλάδο των κατασκευών 3.716 6.640

Απασχολούμενοι αλβανοί υπήκοοι στον κλάδο των κατασκευών 1.045

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σημειώνεται μαζική εισροή Αλβανών μεταναστών στα Ιωάννινα, μεγάλο ποσοστό των οποίων απασχολείται στον τομέα των κατασκευών. Τα χαμηλά ημερομίσθια και η ανασφάλιστη εργασία, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για νέες κατοικίες και εμπορικές επιφάνειες, τους εντάσσει γρήγορα στην τοπική αγορά εργασίας, όπου μάλιστα μεταφέρουν και όλη την τεχνογνωσία που κατέχουν στις οικοδομικές κατασκευές και ιδιαίτερα στη λιθοδομία. Η μείωση στο κόστος παραγωγής που προκύπτει αποφέρει μεγάλα κέρδη στους εργολάβους που ασχολούνται με τη μαζική κατασκευή συγκροτημάτων με μονοκατοικίες περιφερειακά της πόλης. Συγχρόνως μειώνεται σημαντικά το κόστος απόκτησης νέας κατοικίας ή αναβάθμισης παλιάς κατοικίας για τα νοικοκυριά σε περιπτώσεις αυτεπιστασίας των οικοδομικών εργασιών. Σταδιακά οι αμοιβές των Αλβανών μεταναστών στα Ιωάννινα αυξάνονται και τελικά εξισώνονται με τις αμοιβές των ντόπιων. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς μετατρέπονται σταδιακά από εργάτες σε τεχνίτες και στη συνέχεια σε εργολάβους που δραστηριοποιούνται είτε στα Ιωάννινα, είτε στην αλβανική πλευρά των συνόρων, αναδεικνύοντας τις ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξη στη ζώνη της μεθορίου. Οι περιγραφές πληροφορητών από τα Ιωάννινα για τη συμβολή των Αλβανών μεταναστών στην τοπική αγορά εργασίας είναι χαρακτηριστικές: [Με την είσοδο μεταναστών από την Αλβανία στα Ιωάννινα] έγινε μεγάλη οικονομική αλλαγή, γιατί βοήθησε πάρα πολύ στο να βρίσκουν εργατικά χέρια, είτε σε οικοδομές, είτε σε γεωργικές εργασίες, είτε σε κτηνοτροφικές εργασίες. Και αυτό συνέτεινε να πιεστεί το μεροκάματο. Διότι αν δεν υπήρχαν αυτοί την τελευταία δεκαετία, το μεροκάματο θα ήταν πάρα πολύ υψηλό σήμερα. Και δεν θα γίνονταν καμία οικοδομή στα Ζαγοροχώρια, στα Τζουμέρκα, στην Κόνιτσα κ.λπ. Φτιαχτήκαν πάρα πολλά σπίτια, πάρα πολλές οικοδομές, και τα μεροκάματα, όπως γνωρίζουμε, ήταν χαμηλά. Και αυτό επηρέασε. Και όταν ο άλλος χτίζει οικονομικά αυτό επηρέασε γενικότερα στην οικονομία, διότι ει-

σήλθε χρήμα στην αγορά. Αυτός που το είχε κρατημένο, το έβγαλε από το σεντούκι και έκανε διάφορες δουλειές. Α.Κ., επιχειρηματίας, Ιωάννινα, 6/5/2005. Πρώτον έχουμε πολύ μεγάλη βοήθεια στα εργατικά χέρια. Εργατικά χέρια φτηνά από το 1990 μέχρι το 2003-2004. Διότι τώρα πια τα εργατικά χέρια έχουν εξομοιωθεί με τους Έλληνες. Τη δεκαπενταετία από το 1990 μέχρι το 2004 είχαμε φτηνά εργατικά χέρια. […] Βέβαια το φτηνό εργατικό προσωπικό βοήθησε και εκτός πόλεως περιοχές, όπως Ζαγόρι, όπως άλλες περιοχές. Και εδώ όμως, [στα Ιωάννινα]. Δεν υπάρχουν Έλληνες εργάτες. […] Και εγώ πιστεύω ότι βοήθησε πάρα πολύ την οικοδομή. Αυτή τη στιγμή δε βρίσκεις συνεργεία… Θα βρεις έναν εργολάβο Έλληνα με δέκα ανθρώπους [από την Αλβανία]. Και τα περισσότερα συνεργεία πια είναι Αλβανοί. Βορειοηπειρώτες ή Αλβανοί, οι οποίοι έχουν φτιάξει συνεργεία δικά τους, οι οποίοι πια έχουν ακόμα και μερικούς Έλληνες εργάτες στη δούλεψή τους. Α.Γ., πολιτικός μηχανικός-μελετητής, Ιωάννινα, 29/4/2008.

Εκτός από την επαγγελματική εξέλιξη των Αλβανών μεταναστών, η απασχόλησή τους σε οικοδομικές εργασίες στα Ιωάννινα τους φέρνει σε άμεση επαφή με νέες μεθόδους κατασκευής, με νέα οικοδομικά υλικά, με νέα αρχιτεκτονικά πρότυπα, με μηχανικούς και εμπόρους. Οι νέες εμπειρίες και οι γνωριμίες αξιοποιούνται σε νέες οικοδομές στην Αλβανία, είτε πρόκειται για την προσωπική τους κατοικία, είτε πρόκειται για έργα που αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν, κάτι που είναι ιδιαίτερα έντονο στο Αργυρόκαστρο (Dalakoglou 2008, Dalakoglou 2009). Όλα αυτά εξελίσσονται ιδιαίτερα γρήγορα, καθιστώντας τους ανταγωνιστικούς και στην ελληνική και στην αλβανική πλευρά των συνόρων. Στο Αργυρόκαστρο η απασχόληση στον τομέα της οικοδομής επηρεάζεται άμεσα και με πολλούς τρόπους από τις τάσεις της οικοδομικής δραστηριότητας στην ελ-

131


008:Layout 1

132

5/13/13

1:37 PM

Page 132

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

ληνική πλευρά των συνόρων. Οι διαφορές στα ημερομίσθια ωθούν ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού της πόλης, ιδιαίτερα των τεχνιτών, να μεταναστεύσει προς την Ελλάδα, όπως επισημαίνει με απογοήτευση πληροφορητής από την πόλη: Εδώ δεν έμεινε ένας χτίστης. Όσοι ξέρουν να σκαλίσουν πέτρα και αυτά φεύγουν όλοι Ελλάδα.[…] Όποιος είναι καλός μάστορας τον συμφέρει να πάει Ελλάδα. Γιατί να κάτσει εδώ; Φ.Τ., αρχιτέκτων, μελετητής, εργολάβος κατασκευών, υπάλληλος τοπικής αυτοδιοίκησης, Αργυρόκαστρο, 22/1/2009.

Μάλιστα, πληροφορητές μας τονίζουν ότι η αυξημένη ζήτηση για εργατικά χέρια στον τομέα της οικοδομής και η γεωγραφική γειτνίαση που επιτρέπει ενδιάμεσες μορφές μετανάστευσης έχουν καταστήσει τα Ιωάννινα προνομιακό προορισμό απασχόλησης για τεχνίτες και εργάτες οικοδομής του Αργυροκάστρου. Εδώ [δηλ. στο Αργυρόκαστρο] υπάρχουν πολλοί μαστόροι τεχνίτες. Μάλιστα οι μισοί και πάνω από τους μισούς δουλεύουνε στα Ιωάννινα. Να πας στο χωριό μου, μπορεί να έχει 40-50 οικογένειες οι οποίες ζουν στα Ιωάννινα, δουλεύουν εκεί και τα Σαββατοκύριακα έρχονται εδώ. Στη Δερβιτσάνη, πάνω από 50-60 οικογένειες, οι άνδρες δηλαδή δουλεύουν στα Ιωάννινα, οι γυναίκες είναι στο σπίτι εδώ πέρα και τα Σαββατοκύριακα έρχονται και φεύγουν. […] Και από το Αργυρόκαστρο, υπάρχουν που δουλεύουν στα Ιωάννινα. Έρχονται το Σαββάτο εδώ, την Κυριακή φεύγουν ξανά. Νοικιάζουν ένα μικρό σπιτάκι στα Ιωάννινα κι έρχονται το Σαββάτο εδώ, Παρασκευή το βράδυ. Πέντε ευρώ είναι να έρθεις. Πολλοί έχουν και αυτοκίνητα δικά τους και έρχονται. Είναι πάρα πολλοί. Αυτό έχει σχέση με τις δουλειές στα Ιωάννινα. […] Ξέρεις ποιος έχει δουλειά στα Ιωάννινα; Έχουν αυτοί που παίρνουν οικοδομές. Αυτοί οι χτίστες. Αυτοί που παίρνονται με τις λάσπες, σοβατζήδες του λέτε εσείς. Ηλεκτρολόγοι. Τέτοιες δουλειές που έχουν να κάνουν με την οικοδομή. […] Γι’ αυτό που πάει αυτοί που εργάζονται σε οικοδομές. Εγώ έχω το γιό το δικό μου. Έχει τελειώσει ηλεκτρονικός και δουλεύει οικοδομές, γιατί δεν υπάρχει δουλειά. Στα Ιωάννινα είναι, «δε θέλω να έρθω εδώ» μου λέει, και πάει και δουλεύει οικοδομές. Στρώνει τα πλακάκια. Ν.Τ., Επιμελητήριο Ιωαννίνων-Παράρτημα Αργυροκάστρου, Αργυρόκαστρο, 5/1/2007.

Είναι μαστόροι. Οι περισσότεροι έχουν γεννηθεί με τέχνη αυτοί. Οι πιο πολλοί από αυτούς δουλεύουν σε τέχνες. Είδαν εδώ στα Ιωάννινα υπάρχει πολύ ανάπτυξη στην οικοδομή και γι’ αυτό μείναν εδώ. Οι πιο πολλοί από αυτούς, και Βορειοηπειρώτες, πάνε μέσα κάθε Κυριακή και φέρνουν πράγματα από εκεί. E.S., εργάτης οικοδομής, Ιωάννινα, 17/3/2005.

Ωστόσο, με τον καιρό η αύξηση των εισοδημάτων του ντόπιου πληθυσμού από τη μετανάστευση και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, αλλά και η μικρή προσφορά εργασίας από εργάτες και τεχνίτες, αυξάνουν τα ημερομίσθια στα επαγγέλματα της οικοδομής, σε μία πορεία σύγκλισης με τα ελληνικά ημερομίσθια, με άμεσες επιπτώσεις στις τιμές της κατοικίας. Για παράδειγμα: Ο μπετατζής –που μπορείς να το συγκρίνεις με τη Ελλάδα– παίρνει γύρω στις 5.000 λεκ/κμ. Αντιστοιχούν σε 40€/κμ. Ενώ είναι 50€/κμ στην Ελλάδα απ’ ότι ξέρω, αλλά βάζει τα ΙΚΑ και τα αυτά μόνος του, ενώ εδώ τα βάζει η εταιρεία. Γιατί δεν έχει άδεια επαγγέλματος ο εργάτης. Ούτε ο ηλεκτρολόγος… Αυτουνού το ΙΚΑ το βάζουμε εμείς. Είναι λίγο υψηλή η τιμή των μπετατζήδων στην Αλβανία. Στα Τίρανα βρίσκεις πιο φτηνούς. Αλλά εδώ στη Νότια Αλβανία είναι όπως στην Ελλάδα. Και παραπάνω είναι η τιμή. Αν σκεφτείς ότι ΙΚΑ και αυτά τα βάζουμε εμείς. Φ.Τ., αρχιτέκτων, μελετητής, εργολάβος κατασκευών, υπάλληλος τοπικής αυτοδιοίκησης, Αργυρόκαστρο, 22/1/2009.

Μία επιμέρους κατηγορία απασχολούμενων στον τομέα της οικοδομής είναι οι μηχανικοί. Παρότι το μεγαλύτερο μέρος των μηχανικών των δύο πόλεων παραμένουν στον τόπο τους και επωφελούνται από τις αυξημένες επαγγελματικές ευκαιρίες που εμφανίζονται λόγω της άνθισης του τομέα των κατασκευών, υπάρχουν αρκετοί μηχανικοί των οποίων οι δραστηριότητες επεκτείνονται και στην άλλη πλευρά των συνόρων. Μηχανικοί από τα Ιωάννινα αναλαμβάνουν μελέτες ειδικών κτιριακών κατασκευών στη Νότια Αλβανία, εμπλέκονται στην υλοποίηση δημόσιων έργων, εκπονούν κατά παραγγελία μελέτες για ιδιωτικές κατοικίες ή παραχωρούν έτοιμα κατασκευαστικά σχέδια σε γνωστούς και φίλους από την Αλβανία. Η σχέση τους με την παραγωγή κατοικίας είναι περιορισμένη και από απόσταση, καθώς το κλειστό κύκλωμα των τοπικών μηχανικών στις περιοχές της Νότιας Αλβανίας, σε συνδυασμό με την απουσία ενός πλαισίου


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 133

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

που διασφαλίζει τις εργασιακές σχέσεις και τις αμοιβές, τους αποκλείει πρακτικά από οποιαδήποτε επιτόπου δραστηριότητα. Για τους μηχανικούς του Αργυροκάστρου η διασυνοριακή κινητικότητα είναι σαφώς πιο έντονη και οι επαγγελματικές στρατηγικές τους είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις οικογενειακές στρατηγικές για τον τόπο ανατροφής των παιδιών τους και απόκτησης νέας κατοικίας. Υπάρχει ένα σημαντικό μέγεθος μηχανικών από το Αργυρόκαστρο που, με διαφορετικές διαδρομές και επιλογές μέσα στο χρόνο, έχει εργαστεί στο διάστημα μετά το 1989 και στις δύο πλευρές των συνόρων, σε αρκετές περιπτώσεις ταυτόχρονα και στις δύο. Είναι σαφές ότι οι εξελίξεις στην απασχόληση στις δύο πόλεις συνδέονται με τις πολλαπλές μορφές μετανάστευσης των Αλβανών που διαμορφώνουν μία ευέλικτη διεθνική αγορά εργασίας. Εποχιακή μετανάστευση, απασχόληση κάποιες μέρες την εβδομάδα στην ελληνική και τις υπόλοιπες στην αλβανική πλευρά των συνόρων, ή ο συνδυασμός απασχόλησης στην οικοδομή στην ελληνική πλευρά και σε εμπορικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες στην αλβανική πλευρά είναι μερικές μόνο από τις μορφές που προσλαμβάνει η μετανάστευση στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Εξάλλου το μικρό τοπικό κατασκευαστικό κεφάλαιο και η μικρή κλίμακα της οικοδομικής παραγωγής και στις δύο πόλεις προϋποθέτει την ύπαρξη μίας «δεξαμενής» από διαθέσιμους τεχνίτες, εργάτες και μικρά συνεργεία που να προσαρμόζονται εύκολα και γρήγορα στη ζήτηση. Οι αλβανοί μετανάστες, ιδιαίτερα όσοι από αυτούς ανήκουν στην ελληνική μειονότητα και απολαμβάνουν ειδικά προνόμια σε σχέση με τη διέλευση των συνόρων, είναι η ομάδα εκείνη που βιώνει άμεσα και ίσως περισσότερο από ότι ο υπόλοιπος πληθυσμός τους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς της μεθορίου. Συγκεκριμένα, οι αλβανοί μετανάστες αποτελούν βασικό παράγοντα των διασυνοριακών ροών, δεδομένου ότι αφενός υφίστανται τους περιορισμούς από τη λειτουργία των συνόρων και αφετέρου απολαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος ευκαιριών οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, που πιθανόν δεν έχουν άλλες ομάδες. Για όσους από αυτούς απασχολούνται στην οικοδομή, η διασυνοριακή κινητικότητα τους επιτρέπει να επωφελούνται από τις ευκαιρίες που προκύπτουν στη μία ή στην άλλη πλευρά των συνόρων και να επιβιώνουν σε περιόδους ύφεσης αναζητώντας εργασία στην άλλη πλευρά των συνόρων. Παράλληλα, οι συνθήκες ευέλικτης εργασίας στη ζώνη της μεθορίου αποτελούν βασικό πλεονέκτημα για το μετακινούμενο κατα-

σκευαστικό κεφάλαιο, ανεξάρτητα από την προέλευσή του, καθώς αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση τα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι μετανάστες είναι η ομάδα εκείνη που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα ημερομίσθια στις δύο πλευρές των συνόρων και εν τέλει τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στη ζώνη της μεθορίου. Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι οι μετανάστες αφενός συγκρατούν τα μεροκάματα στα Ιωάννινα και αφετέρου αυξάνουν τα μεροκάματα στο Αργυρόκαστρο, σε μία κατεύθυνση εξομάλυνσης των τιμών μεταξύ των δύο πλευρών των συνόρων. Για τους ίδιους τους μετανάστες τα εισοδήματα από την εργασία στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερα σε σχέση με την Αλβανία, καθιστώντας –παρά την άδικη αντιμετώπιση από τους εργοδότες– πολύ πιο ελκυστική την εργασία στην ελληνική πλευρά των συνόρων.

5. Το κατασκευαστικό κεφάλαιο και τα τοπικά κοινωνικά δίκτυα Τα κοινωνικά δίκτυα, δηλαδή επίσημοι ή άτυποι κοινωνικοί σχηματισμοί που συγκροτούνται από άτομα και ομάδες στη βάση σχέσεων φιλίας, συγγένειας, κοινών συμφερόντων ή αλληλεγγύης (Davis 2006, UN-HABITAT 2003), έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη ροή του κατασκευαστικού κεφαλαίου στη ζώνη της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Τόσο στα Ιωάννινα όσο και στο Αργυρόκαστρο η παραγωγή εμπορικής κατοικίας ελέγχεται από μικρές και μεσαίου μεγέθους κατασκευαστικές εταιρείες. Εκτός από τη δυνατότητά τους να προσαρμόζονται εύκολα στις ιδιαιτερότητες της μικρής ιδιοκτησίας και τις ασάφειες των πολεοδομικών ρυθμίσεων, μπορούν να αναπτύσσουν τις απαραίτητες σχέσεις με όλα τα υποκείμενα που εμπλέκονται στην παραγωγή της κατοικίας (οικοπεδούχοι, μηχανικοί, προμηθευτές υλικών, δημόσιοι υπάλληλοι, κτηματομεσίτες, πελάτες). Ωστόσο και στις δύο πόλεις εντοπίζονται ορισμένες ιδιαιτερότητες στην κίνηση του κατασκευαστικού κεφαλαίου που συνδέονται με το ρόλο και την ισχύ των τοπικών κοινωνικών δικτύων. Από τη δεκαετία του 1990 σημαντικές είναι οι μεταλλαγές που σημειώνονται στο τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου που ασχολείται με οικοδομικές δραστηριότητες στα Ιωάννινα. Οι μεταλλαγές αυτές δεν είναι ανεξάρτητες ευρύτερων μεταλλαγών που σημειώνονται στις επιχειρήσεις με επέκταση σε νέα χωρικά πεδία και νέους τομείς δραστηριότητας, μεγαλύτερες επενδύσεις,

133


008:Layout 1

134

5/13/13

1:37 PM

Page 134

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

αλλά και με την ανάπτυξη νέων ευέλικτων στρατηγικών που επιτρέπουν την ταχύτερη κυκλοφορία των κεφαλαίων σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Βασικό στοιχείο των νέων στρατηγικών επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι η εξάρτηση από τα τοπικά δίκτυα κοινωνικών σχέσεων. Η δυναμική του τομέα της κατοικίας καθιστά την αγορά των Ιωαννίνων ελκυστική για μικρούς και μεσαίους εργολάβους από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και για μικρούς επενδυτές από άλλους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων, που σε κάθε περίπτωση εισέρχονται στην αγορά μέσα από γνωριμίες και συνεργασίες με τοπικούς παράγοντες. Σε δίκτυα σχέσεων μεταξύ επιχειρηματιών και οικοπεδούχων θεμελιώνεται άλλωστε ο μηχανισμός της αντιπαροχής που, εκτός από την ανέγερση πολυκατοικιών, οδηγεί στην κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων με μονοκατοικίες στις νέες επεκτάσεις της πόλης. Την ευελιξία που χαρακτηρίζει τις μικρές και μεσαίες κατασκευαστικές επιχειρήσεις ή τους μικρομεσαίους εργολάβους και τη δυνατότητά τους για ελιγμούς μέσα σε μία δυναμική αγορά με πολλούς διαφορετικούς παίχτες φαίνεται ότι δεν διαθέτουν οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες εθνικής εμβέλειας, παρά τις πολιτικές διασυνδέσεις σε ανώτερο επίπεδο που μπορεί να έχουν, με αποτέλεσμα πρακτικά να αποκλείονται από την παραγωγή κατοικίας στα Ιωάννινα. Γνωριμίες με τοπικούς παράγοντες του κλάδου των κατασκευών αξιοποιούν και οι Αλβανοί μετανάστες που έχουν εργαστεί ως εργάτες ή τεχνίτες και σταδιακά μεταλλάσσονται σε εργολάβους. Αντίστοιχος είναι και ο τρόπος εισόδου στην αγορά των Ιωαννίνων επενδυτών από την Αλβανία οι οποίοι διοχετεύουν εκεί «μαύρο χρήμα» αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον με μεγάλη ζήτηση και σημαντικές αποδόσεις. Πληροφορητής από τα Ιωάννινα ανακαλεί την εμπειρία του από επαφές με ενδιαφερόμενους επενδυτές από την Αλβανία: Εμένα ήρθανε. Με βρήκανε να μου δώσουν λεφτά να είμαι εγώ μπροστά και να κάνουμε αντιπαροχές. Να αγοράζουμε γη… Αλλά δεν έδειξα και εγώ το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί λέω: «Παιδιά εντάξει, κάντε τα μόνοι σας. Δεν κατάλαβα, μαζί θα τα κάνουμε; Για ποιο λόγο;» Αυτοί θέλαν ένα κάλυμμα. Να βάλουν κάποιον μπροστά να μη φαίνονται. Μπορεί να ήταν έτοιμοι. Να ήταν μία πρόταση. Δεν ξέρω αν θα υλοποιούνταν ποτέ ή ήταν μία σκέτη πρόταση. Πάντως κάτι τέτοια, αγορές κτλ, ξέρω πολύ καλά ότι έχουν γίνει αρκετές. Από ακί-

νητα. Από Αλβανούς. […] Πάντα είναι κεφάλαια από μέσα… Πάντα με δύο γίνεται. […] Χρησιμοποιείται αυτός που είναι Βορειοηπειρώτης. Με τέτοιους κάνουν συνεργασία. Δεν μπορεί μόνος του να ’ρθει κάποιος να κάνει με ένα Γιαννιώτη. Έχω ακούσει αλλά δεν ξέρω κάτι συγκεκριμένο. Γ.Α, επιχειρηματίας, Ιωάννινα, 30/4/2008.

Στην περίπτωση του Αργυροκάστρου το κατασκευαστικό κεφάλαιο βρίσκεται στα χέρια λίγων ισχυρών τοπικής κλίμακας επιχειρήσεων που διατηρούν στενές σχέσεις με στελέχη της δημόσιας διοίκησης και ιδιαίτερα με τις δημοτικές αρχές. Για παράδειγμα, η λειτουργία του συστήματος έκδοσης οικοδομικών αδειών βασίζεται στις συγγενικές ή φιλικές σχέσεις του εκάστοτε δημάρχου με τους κατασκευαστές και τους εργολάβους της πόλης, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα κλειστό σύστημα εκτεταμένης διαφθοράς που αποκλείει την είσοδο στην παραγωγή κατοικίας επιχειρήσεων από άλλες πόλεις της Αλβανίας. Οι μεγάλες οι εταιρείες κατά κάποιο τρόπο δημιουργήθηκαν από τη σχέση που είχαν με το δήμαρχο, με τα συμφέροντα. Δηλαδή, για να πάρεις την άδεια για κάποια πολυκατοικία τότε έπρεπε να μπεις δυνατά στις σχέσεις.[…] Ο κάθε δήμαρχος έχει τα δικά του συμφέροντα. Αυτός ο δικός μας ας πούμε εδώ δεν παίρνει λεφτά, αλλά προσέχει σε ποιους δίνει τις αντιπαροχές. Ή για συμφέροντα πολιτικά δικά του. Οι άλλοι παίρνουν λεφτά. Φ.Τ., αρχιτέκτων, μελετητής, εργολάβος κατασκευών, υπάλληλος τοπικής αυτοδιοίκησης, Αργυρόκαστρο, 22/1/2009.

Η ύπαρξη αυτού του κλειστού συστήματος σχέσεων αποθαρρύνει κατασκευαστικές εταιρείες από άλλες περιοχές της Αλβανίας και από το εξωτερικό που δεν έχουν επαφές με τις τοπικές αρχές να αναπτύξουν δραστηριότητα στο Αργυρόκαστρο ή μεμονωμένα νοικοκυριά να υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας. Μοιάζει σαν τα τοπικά πολιτικά και οικονομικά δίκτυα αφενός να παραβιάζουν το αναγνωρισμένο δικαίωμα στην κατοικία για όλους και αφετέρου να καταργούν τους κανόνες της ανταγωνιστικής αγοράς και να εμποδίζουν την ελεύθερη κίνηση του κατασκευαστικού κεφαλαίου. Πέρα από τη διαπλοκή τοπικών πολιτικών και οικονομικών εξουσιών, για τις επιχειρήσεις από την Ελλάδα


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 135

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

στα εμπόδια εισόδου στην αγορά του Αργυροκάστρου προστίθενται οι ασάφειες στο σύστημα ιδιοκτησίας και η γενικότερη πολιτική και οικονομική αστάθεια της χώρας (World Bank 2006, World Bank 2007), όπως επισημαίνουν και κατασκευαστές από τα Ιωάννινα. Παράλληλα, η αναπτυξιακή στασιμότητα του Αργυροκάστρου, που σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στον ανταγωνιστικό ρόλο των Ιωαννίνων, ωθεί τους πετυχημένους ντόπιους εργολάβους να αναζητήσουν επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλες περιοχές. Βασικός προορισμός τους είναι τα Τίρανα για τα οποία διαθέτουν τόσο την απαραίτητη εμπειρία ως προς τους όρους λειτουργίας της αγοράς, όσο και τις πολιτικές διασυνδέσεις που θα ευνοήσουν τις δραστηριότητές τους εκεί. Σύμφωνα με στοιχεία προνομιακού πληροφορητή από το Αργυρόκαστρο, 7 από τις 48 κατασκευαστικές εταιρείες με επίσημη έδρα το Αργυρόκαστρο δραστηριοποιούνταν το 2009 αποκλειστικά ή μερικώς στα Τίρανα. Από τις επιλογές των τοπικών εργολάβων φαίνεται ότι πρακτικά εξαιρούνται τα Ιωάννινα και γενικότερα η Ελλάδα, όχι τόσο λόγω του κυκλώματος που ελέγχει την παραγωγή κατοικίας και το οποίο είναι μάλλον ανοιχτό σε νέες εισροές, αλλά εξαιτίας του θεσμικού πλαισίου και ιδιαίτερα του φορολογικού συστήματος που δρουν αποθαρρυντικά. Μέσα από τη δραστηριότητα των κατασκευαστικών επιχειρήσεων είναι σαφές ότι η λειτουργία των τοπικών κοινωνικών δικτύων σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους της τοπικής αγοράς των δύο πόλεων συμβάλλει ουσιαστικά στις χωροχρονικές μεταβολές της ελληνοαλβανικής μεθορίου, άλλοτε ενθαρρύνοντας και άλλοτε εμποδίζοντας τις επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας, άλλοτε επιταχύνοντας τις διαδικασίες παραγωγής του χώρου και ενδυναμώνοντας τις χωρικές αλληλεξαρτήσεις και άλλοτε δρώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση.

6. Στρατηγικές απόκτησης κατοικίας και πρότυπα κατανάλωσης Κρίσιμος παράγοντας για την επιλογή του τόπου απόκτησης νέας κατοικίας για τον πληθυσμό της ελληνοαλβανικής μεθορίου είναι οι νέοι συμβολισμοί των δύο πόλεων και οι καταναλωτικές δυνατότητες που παρέχονται σε αυτές. Τα Ιωάννινα και το Αργυρόκαστρο επηρεάζονται τόσο από ευρύτερες διεργασίες που επιδιώκουν τη διαμόρφωση μίας ελκυστικής εικόνας μέσα από την παροχή πολλαπλών δυνατοτήτων πρόσβασης σε αγαθά και

υπηρεσίες (Zukin 1995, Hall 1998), όσο και από τις ιδιαίτερες δυναμικές που εκδηλώνονται στην μεθοριακή ζώνη μετά το άνοιγμα των συνόρων. Οι δύο πόλεις λειτουργούν ανταγωνιστικά και συμπληρωματικά, με ανάλογες επιπτώσεις για την προσέλκυση νέων κατοίκων. Οι διαφορετικές στρατηγικές που αναπτύσσονται από τις διαφορετικές ομάδες έχουν ως βασικό κριτήριο τις δυνατότητες κατανάλωσης και ανταποκρίνονται σε ορισμένα καίρια ερωτήματα για τα νοικοκυριά: «εδώ ή εκεί;», «τώρα ή στο μέλλον;», «ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής;» και «παλιά ή νέα κατοικία;», αναδεικνύοντας και πάλι όψεις των χωροχρονικών μετασχηματισμών της μεθορίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόκτηση μίας κατοικίας στα Ιωάννινα εξασφαλίζει μία σταθερή σχέση με έναν τόπο ελκυστικό και δυναμικό, υπόσχεται τη συμμετοχή σε μία διαδικασία διαρκούς ανανέωσης και αποτελεί από μόνη της απόδειξη κοινωνικής ανόδου. Πέρα από τους διαχρονικούς συμβολισμούς της για μία περιοχή που υπερβαίνει τα σημερινά σύνορα, η πόλη προσφέρει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα εκτεταμένο δίκτυο χώρων κατανάλωσης που περιλαμβάνει μεγάλα εμπορικά συγκροτήματα, διεθνείς αλυσίδες καταστημάτων, εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ, μουσεία και χώρους τέχνης, καθώς και ένα αναβαθμισμένο δίκτυο δημόσιων χώρων. Το σχόλιο επιχειρηματία από τα Ιωάννινα είναι ενδεικτικό της δυναμικής της πόλης: Η ανάπτυξη εδώ είναι τρομακτική. Υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. […] Όλοι θέλουν να αποκτήσουν έδρα στα Ιωάννινα, είτε αυτό λέγεται σπίτι, είτε… Είναι λογικό. Είναι δηλαδή αυτονόητα πράγματα. Τώρα ο άλλος να είναι στην Ηγουμενίτσα και το παιδί του στο πανεπιστήμιο στα Ιωάννινα. Δε θέλει να έχει μία κατοικία στα Ιωάννινα; Ποιος δε θέλει να είναι στην πρωτεύουσα, μέσα στα γεγονότα; […] Για τον Αλβανό τα Ιωάννινα είναι όπως είναι η Αθήνα για τον Γιαννιώτη. Κάτι αντίστοιχο […]. Σου λέει «πάω στην πρωτεύουσα. Πάω να κάνω τα ψώνια. Πάω να διασκεδάσω.» Ξέρω πάρα πολλούς Αλβανούς που χαλάν πολλά λεφτά στα μπουζούκια. Που έρχονται από τα Τίρανα. Υπάρχει και το καθημερινό, αλλά έρχονται και από τα Τίρανα. Γ.Α, επιχειρηματίας, Ιωάννινα, 30/4/2008.

Υπό αυτές τις συνθήκες οι ντόπιοι αναβαθμίζουν τη σχέση τους με την πόλη αποκτώντας μία νέα μονοκατοικία περιφερειακά του παλιού ιστού, στις νέες επεκτάσεις (Εικόνα 3). Παράλληλα νέες πληθυσμιακές ομά-

135


008:Layout 1

136

5/13/13

1:37 PM

Page 136

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

δες επιδιώκουν να αποκτήσουν ένα σπίτι στα Ιωάννινα είτε για προσωπική χρήση, άμεση ή μελλοντική, είτε για εκμετάλλευση. Εκτός από τους κατοίκους του αγροτικού χώρου και των κοντινών πόλεων της Βορειοδυτικής Ελλάδας, οι δυνατότητες πρόσβασης σε μία μεγάλη ποι-

Σχετικά έχει αλλάξει η ζωή των ανθρώπων. Όμως η πόλη ακόμα δεν έχει αλλάξει. […] Έχει αλλάξει η καθημερινή ζωή. Τα πράγματα, από μέσα τα σπίτια κτλ. Από την ποιότητα της ζωής που ζουν οι άνθρωποι κτλ. Και αυτό είναι φυσικό. Άμα ήταν κλειστοί… Τώρα είναι ανοιχτοί. Πάνε, έρχονται, δίνουν, παίρνουν. Έτσι γίνεται η ανάπτυξη. Όμως από επενδύσεις στην πόλη, μπορώ να πω το Αργυρόκαστρο είναι σε μία φάση λίγο πίσω. Χρειάζεται να γίνουν έργα. F.D., Προξενικός Σύμβουλος Αλβανίας, Ιωάννινα, 17/3/2005.

Εικόνα 3. Συγκρότημα αυτοτελών μονοκατοικιών στις επεκτάσεις των Ιωαννίνων.

κιλία αγαθών και υπηρεσιών προσελκύουν πολλά νοικοκυριά από τη Νότια Αλβανία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να ζήσουν στα παλιά διαμερίσματα των κεντρικών συνοικιών που αποτελούν την πιο προσιτή λύση για αυτούς. Άλλωστε, από το 1989 και μετά τα Ιωάννινα αντιπροσωπεύουν για τους κατοίκους της Αλβανίας και τους Αλβανούς μετανάστες τη συμβολική «πύλη προς τη Δύση» και κυρίως τον «παράδεισο» της κατανάλωσης και της ασφάλειας που μάλιστα γειτνιάζει γεωγραφικά με τον τόπο καταγωγής τους, συνδυάζοντας κατά μία έννοια το «εδώ» και το «εκεί». Ταυτόχρονα, το Αργυρόκαστρο, χάνοντας την ακτινοβολία που εξέπεμπε ως παραγωγικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο πριν από το 1989, βρίσκεται στο επίκεντρο ραγδαίων μεταλλαγών με σοβαρές επιπτώσεις στις στρατηγικές απόκτησης κατοικίας. Οι μεταλλαγές αυτές, εκτός από δημογραφικές και παραγωγικές πτυχές, περιλαμβάνουν επαναπροσδιορισμό των εννοιών που προσδίδονται στην πόλη και τη ζωή σε αυτή, με αναφορά κυρίως στα Ιωάννινα. Η εμπειρία των Ιωαννίνων μέσω της μετανάστευσης ή των τακτικών επισκέψεων εκεί επιτρέπει τη σύγκριση ως προς τα χαρακτηριστικά του αστικού περιβάλλοντος και τις δυνατότητες κατανάλωσης.

Οι στρατηγικές που διαμορφώνονται για την απόκτηση κατοικίας από τον πληθυσμό του Αργυροκάστρου διαφοροποιούνται μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές ταχύτητες κοινωνικού μετασχηματισμού του πληθυσμού της μεθορίου. Για τα πιο δυναμικά στρώματα της πόλης η απόκτηση κατοικίας στα Ιωάννινα αποτελεί επιλογή κοινωνικής καταξίωσης, καθώς εξασφαλίζει την είσοδο σε ένα πεδίο διευρυμένων καταναλωτικών επιλογών, άσχετα αν οι επιλογές αυτές είναι προσιτές στα στρώματα αυτά. Η εγκατάλειψη του Αργυροκάστρου συχνά συνοδεύεται από πώληση της κατοικίας που διαθέτουν εκεί ως μία πράξη οικονομικής ενίσχυσης των στρατηγικών επιλογών τους και συμβολικής αποδέσμευσης από την πόλη, ιδιαίτερα όταν η οικογένεια έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Για τα λιγότερο δυναμικά στρώματα, αυτά που δεν διαθέτουν τα κοινωνικά και οικονομικά εφόδια για να εγκαταλείψουν το Αργυρόκαστρο, η απόκτηση μίας, συχνά αυθαίρετης, μονοκατοικίας (Εικόνα 4) ή κυρίως ενός διαμερίσματος στις νεόδμητες πολυκατοικίες που χτίζονται κατά τα «ελληνικά» πρότυπα (Εικόνα 5) αποτελεί εναλλακτική επιλογή που παραπέμπει άμεσα σε τρόπους ζωής και πρότυπα κατοικίας που προέρχονται από τη γειτονική χώρα. Ναι, πολλοί [αφήνουν τα παλιά σπίτια για να αγοράσουν ένα διαμέρισμα]. Αυτό το φαινόμενο ήταν ανεπτυγμένο. Τώρα τελευταία έχει κάπως μειωθεί. Αλλά ήταν πολύ αναπτυγμένο. Δηλαδή, όλη η πόλη, επειδής είδε την αύξηση, κατέβηκε κάτω. Και οι δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες κάποτε ήταν πάνω στην πόλη, κατέβηκαν όλες κάτω, στην καινούρια πόλη. Όχι, αυτό ήταν ένα φαινόμενο πάρα πολύ ανεπτυγμένο. Π.Μ., δημοσιογράφος-πανεπιστημιακός, Αργυρόκαστρο, 6/1/2009.


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 137

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

Τέλος, για τον αγροτικό πληθυσμό της γύρω περιοχής, το Αργυρόκαστρο εξακολουθεί να προσφέρει την εμπειρία της πόλης, ενώ για να αποκτήσουν σπίτι εκεί εκποιούν ότι περιουσιακό στοιχείο μπορεί να διαθέτουν. Όπως σημειώνει πληροφορητής: Γνωρίζουμε τώρα εδώ ανθρώπους που είχανε 300 κεφάλια πρόβατα. Τα πούλησαν και πήραν ένα διαμέρισμα. Το πήραν εδώ στο Αργυρόκαστρο ή το πήραν και στα Τίρανα. Π.Μ., δημοσιογράφος, πανεπιστημιακός, Αργυρόκαστρο, 6/1/2009.

Εικόνα 4: Μονοκατοικία στο Αργυρόκαστρο.

Εικόνα 5. Πολυκατοικία στο Αργυρόκαστρο.

7. Συμπεράσματα Τα Ιωάννινα και το Αργυρόκαστρο αποτελούν ένα ζευγάρι πόλεων στην ελληνοαλβανική μεθόριο που, μέσα σε σοβαρές διαφοροποιήσεις και ανισότητες, όχι απλά αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους σε όλο το διάστημα μετά το 1989 αλλά ακολουθούν αλληλεξαρτώμενες διαδρομές. Οι δύο πόλεις αντιδρούν παράλληλα και με διαφορετικό τρόπο στις παγκόσμιες αναδιαρθρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι μεταλλαγές από το άνοιγμα των ελληνοαλβανικών συνόρων. Συμμετέχουν σε δίκτυα ροών και ανταλλαγών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εντάσσονται σε νέες ιεραρχίες και παρουσιάζουν αλληλεξαρτήσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και ευρύτερα. Ο νέος ρόλος που αναλαμβάνουν οι δύο πόλεις είναι άμεσα συναρτημένος με τους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς της ελληνοαλβανικής μεθορίου, αλλά και αντίστροφα, οι χωροχρονικοί μετασχηματισμοί της ελληνοαλβανικής μεθορίου συνδέονται άμεσα με τη δυναμική των δύο πόλεων. Η παραγωγή κατοικίας στις δύο πόλεις αποτελεί βασικό συντελεστή των χωροχρονικών μετασχηματισμών της ελληνοαλβανικής μεθορίου στο διάστημα μετά το 1989, καθώς γύρω από αυτή αναπτύσσεται ένα πυκνό δίκτυο παραγωγικών δραστηριοτήτων, ανθρώπινων ροών και οικονομικών ανταλλαγών. Ειδικότερα, η απασχόληση στον τομέα της οικοδομής, οι επενδύσεις κεφαλαίων στην κατασκευή κατοικιών και οι στρατηγικές απόκτησης κατοικίας είναι ένα τρίπτυχο που διαμορφώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παραγωγής κατοικίας και επηρεάζει τις ροές στη ζώνη της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Η αγορά εργασίας, που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην οικοδομική παραγωγή, διαμορφώνεται

137


008:Layout 1

138

5/13/13

1:37 PM

Page 138

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 122-139

με βάση τις ανάγκες και τα δεδομένα μίας διεθνικής ζώνης και επηρεάζεται από τις ευελιξίες των διαφορετικών μορφών μετανάστευσης. Οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις ορίζουν τη στρατηγική τους με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μίας διεθνικής αγοράς, δηλαδή την προσφορά, τη ζήτηση, τη λειτουργία των θεσμών και τα περιθώρια κέρδους, ενώ η δραστηριότητά τους εξαρτάται από τη δυνατότητα συμμετοχής ή τον αποκλεισμό τους από τα τοπικά κοινωνικά δίκτυα. Τα νοικοκυριά διαμορφώνουν τις στρατηγικές τους για απόκτηση κατοικίας πάνω σε ένα βασικό δίλημμα που από τη μία τοποθετεί τα Ιωάννινα των πολλαπλών καταναλωτικών ευκαιριών και από την άλλη τις «ελληνικές» πολυκατοικίες του Αργυρόκαστρου. Οι κάτοικοι της ελληνοαλβανικής μεθορίου βιώνουν άμεσα και καθημερινά τους ταχύτατους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς. Το ερμητικά κλειστό σύνορο, η στατικότητα, η απομόνωση και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις δίνουν τη θέση τους σε ένα δυναμικό περιβάλλον. Ραγδαία αλλάζει η σημασία και η εμπειρία του συνόρου, καθώς και οι καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων, οι καταναλωτικές συνήθειες, οι επιθυμίες και οι προτεραιότητές τους. Όμως οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους για τις επιμέρους ομάδες. Βέβαια, παρά τις διαφοροποιήσεις αυτές, φαίνεται ότι οι μηχανισμοί παραγωγής κατοικίας, βασική παράμετρος στη νέα γεωγραφία της μεθορίου, διαταράσσουν τις γραμμικές σχέσεις και αποτρέπουν τις μεγάλες κοινωνικές πολώσεις. Οι Αλβανοί μετανάστες στα Ιωάννινα ανελίσσονται από εργάτες σε εργολάβους, ενώ οι ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις αποκλείονται από την αγορά του Αργυροκάστρου. Οι μετανάστες από την Αλβανία αποκτούν τα παλιά διαμερίσματα των Ιωαννίνων σε περιοχές με έντονη αστικότητα και οι ντόπιοι νέες μονοκατοικίες περιφερειακά της πόλης σε περιοχές με σοβαρές ελλείψεις σε αστικές υποδομές και εξυπηρετήσεις. Οι οικονομικές ελίτ της Νότιας Αλβανίας κατοικούν στα Ιωάννινα, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός της ίδιας περιοχής εισρέει μαζικά στο Αργυρόκαστρο. Τα ημερομίσθια στα Ιωάννινα παραμένουν υψηλότερα από ότι στο Αργυρόκαστρο, παρά τις τάσεις σύγκλισης. Τελικά, η παραγωγή κατοικίας στην ελληνοαλβανική μεθόριο όχι απλά αποτελεί βασικό συστατικό των διασυνοριακών ροών και των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, αλλά πολλαπλασιάζει τις μορφές καθημερινής ζωής. Συμβάλλει έτσι αποφασιστικά στη νέα γεωγραφία

της μεθορίου, με διαφορετικές επιπτώσεις για τις διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού.

Σημείωση 2 Το άρθρο αυτό βασίζεται στη διδακτορική διατριβή: Βαταβάλη Φερενίκη (2010), Νέες γεωγραφίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο και διαδικασίες παραγωγής κατοικίας. Ιωάννινα και Αργυρόκαστρο μετά το 1989, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ (αδημοσίευτη).

Βιβλιογραφία Balla, Evangelia, Mantouvalou, Maria και Vatavali Fereniki (2008), «Housing production, ownership and globalization: social aspects of changes in Greece and Albania», στο Seminars of the Aegean, Χανιά, 2007: 33-43. Castells, Manuel (1997), The rise of the network society, Blackwell. Chen, Xiangming (2005), As Borders Bend: Transnational Spaces on the Pacific Rim, Rowman & Littlefield Publishers. Dalakoglou, Dimitris (2008), An Anthropology of the Road. Transnationalism, Myths and Migration on the Albanian-Greek Cross-Border Motorway, Thesis Submitted for the Degree of Doctor of Philosophy, Department of Anthropology UCL (αδημοσίευτο). Dalakoglou, Dimitris (2009), «Building and Ordering Transnationalism: Greek Houses in Albania», στο Miller, Daniel (επιμ.) (2009), Anthropology and the Individual, Berg: 51–68. Davis, Mike (2005), «The Great Wall of Capital», στο Sorkin, Michael (επιμ.) (2005), Against the Wall, The New Press. Davis, Mike (2006), Planet of slums, Verso. Ferguson, Yale H. και Jones Barry, R.J. (επιμ.) (2002), Political Space, SUNY. Green, Sarah (2005), Notes from the Balkans. Locating marginality and ambiguity on the Greek-Albanian border, Princeton University Press. Hall, Tim (2005), Αστική γεωγραφία, Κριτική. Harvey, David (2001), Spaces of capital. Towards a critical geography, Edinburgh University Press. Harvey, David (2008), «The right to the city», στο New Left Review 53: 23-40. Harvey, David (2009), Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Μεταίχμιο. Harvey, David (2012), Rebel cities. From the right to the city to the urban revolution, Verso. Klein, Naomi (2007), The shock doctrine. The rise of disaster capitalism, Penguin Books. Murray, Warwick (2006), Geographies of globalization, Routledge. Newman, David (2006α), «The lines that continue to separate us: borders in our “borderless” world», στο Progress in Human Geography 30(2): 1-19. Newman, David (2006β), «Borders and Bordering. Towards an Interdisciplinary Dialogue», στο European Journal of Social Theory 9(2): 171-186.


008:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 139

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ

O’Dowd, Liam και Wilson, Thomas (2002), «Frontiers of sovereignty in the new Europe», στο Alkan Nail (2002), Borders of Europe, Center for European Integration Studies, RheinischeFriedrich-Wilhelms-Universität Bonn. Ohmae, Kenichi (1999), The borderless world, Harper Paperbacks. Sassen, Saskia (1998), Globalization and its discontents, The New York Press. Thomassen Bjørn (1996), «Border Studies in Europe: Symbolic and Political Boundaries, Anthropological Perspectives», στο Europaea. Journal of the Europeanists 2(1): 37-48. UNDP (2004), Local Sustainable Development Strategy. Gjirokaster Municipality. Gjirokaster Municipality, UNDP. UN-HABITAT (2003), The challenge of slums. Global report on human settlements 2003, Earthscan Publications Ltd. World Bank (2006), The status of land reform and real property markets in Albania, The World Bank Office, Tirana. World Bank (2007), Albania urban sector review, Report No. 37277AL. Zukin, Sharon (1999), The cultures of cities, Blackwell.

Βερέμης, Θάνος, Κουλουμπής, Θεόδωρος, Νικολακόπουλος, Ηλίας (επιμ.) (1995), Ο ελληνισμός της Αλβανίας, ΕΛΙΑΜΕΠ, Ι.Σιδερης. Μάσσεϋ, Ντορήν (1995), Η παγκοσμιότητα του τοπικού, Η Νέα Οικολογία: 56-61. Μπάουμαν, Ζίγκμουντ (2008), Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Μεταίχμιο. Νιτσιάκος, Βασίλης (2010), Στο σύνορο. «Μετανάστευση», σύνορα και ταυτότητες στην αλβανο-ελληνική μεθόριο, Οδυσσέας. Νιτσιάκος, Βασίλης, Μάντζος, Κώστας (2003), «Μετανάστευση και σύνορα. Η Ήπειρος μετά το 1990. Η περίπτωση της επαρχίας Κόνιτσας», Γεωγραφίες 5: 86-97. Σάσεν, Σάσκια (2003), Χωρίς έλεγχο; Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, Μεταίχμιο. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2006), Ο νέος ιμπεριαλισμός, Καστανιώτης. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2007), Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Καστανιώτης. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2011), Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτης.

139


009:Layout 1

140

5/13/13

1:37 PM

Page 140

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ 2014-2020: ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ Αρτέμης Κουρτέσης,1 Βασίλης Αυδίκος2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το άρθρο παρουσιάζει και αναλύει τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πολιτική Οικονομικής, Κοινωνικής και Εδαφικής Συνοχής, για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου 2013. Στο πρώτο τμήμα του άρθρου αναλύονται τα ποσοτικά χαρακτηριστικά της νέας πολιτικής Συνοχής (νέα ταξινόμηση περιφερειών, ποσά και διάρθρωση των ενισχύσεων ανά κατηγορία περιφέρειας, κλπ) και οι διαφαινόμενες επιπτώσεις στην περίπτωση της Ελλάδας και των ελληνικών περιφερειών. Στο δεύτερο τμήμα αναλύονται οι προτεινόμενες μεταβολές στο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020, ενώ στο τρίτο και τελευταίο τμήμα ακολουθεί μια συνθετική συζήτηση των ανωτέρω, που στοχεύει να αναδείξει τις αντιθέσεις του νέου πολιτικού και οικονομικού τοπίου της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ-27.

The new Economic, Social and Territorial Cohesion Policy 2014-2020: a primary analysis and critique Artemis Kourtesis, Vassilis Avdikos ABSTRACT The article presents and analyzes the European Commission proposals of the Economic, Social and Territorial Cohesion Policy for the new programming period 2014-2020. The first part of the article analyzes the quantitative elements of the EU Cohesion policy as they were decided at the European Council of February 2013 (e.g. new classification for the regions, the overall amounts and the structure of the financial aid, etc) and their likely impacts for Greece and its regions. The second part analyzes the proposed changes in the institutional and regulatory framework of the Cohesion Policy for the new programming period 2014-2020, while the third and final part attempts a synthesis of the findings of the two parts which aims to shed some light at certain contrasts of the new political and economic landscape of the EU’s-27 Cohesion Policy.

Εισαγωγή3 Στις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2013) για τις πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές της Ε.Ε. για το διάστημα 2014-2020, παρουσιάζονται οι συνολικές δαπάνες για την Πολιτική Συνοχής, οι οποίες αγγίζουν το ποσό των 325 δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός που συνεπάγεται ότι για πρώτη φορά μετά την Ενιαία Πράξη (1986) (Μούσης 2011), με την οποία η Συνοχή κατέστη βασικός Στόχος της Συνθήκης για

1 Λέκτορας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, email: artemios.kourtesis@gmail.com 2 Λέκτορας (υπό διορισμό), Τμήμα Περιφερειακής Οικονομικής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδος, email: v.avdikos@gmail.com


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 141

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

την Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Ένωση μειώνει τους πόρους για την Πολιτική Συνοχής. Η μείωση αυτή σε ποσοστιαίους όρους είναι σχετικά μικρή (6,2% περίπου σε σχέση με την περίοδο 2007-2013) αλλά η συμβολική της σημασία μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη, ιδίως με δεδομένο ότι αφορά μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι παραδοσιακές 4 χώρες Συνοχής της Ε.Ε. των 15 κρατώνμελών βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρωτόγνωρη δημοσιονομική κρίση. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και ο διάλογος των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών-μελών κατά την περίοδο της διαπραγμάτευσης4 σηματοδοτούν μια νέα εποχή για την Πολιτική Συνοχής, αφού φέρουν σημαντικές αλλαγές, τόσο στο θεσμικό πλαίσιο του προγραμματισμού, όσο και στους κανόνες εφαρμογής της Πολιτικής Συνοχής, και διαμορφώνουν νέες γεωμετρίες ισχύος στην Ευρώπη των 27. Οι κυριότερες αλλαγές, πέρα από τη μείωση των συνολικών δαπανών για την Πολιτική Συνοχής και τις αυξομειώσεις των δαπανών στις επιμέρους κατηγορίες των περιφερειών, έχουν να κάνουν με την εισαγωγή δύο νέων αιρεσιμοτήτων (conditionalities) στην εφαρμογή των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, με τον περιορισμό των θεματικών-επενδυτικών προτεραιοτήτων κάθε ταμείου (ΕΤΠΑ, ΕΚΤ) και τη στενότερη σύνδεσή τους με τους στόχους της Ευρώπης 2020, καθώς και το επίπεδο εφαρμογής, όπου οι μεταβολές αφορούν κυρίως τη στενότερη σύνδεση των ροών χρηματοδότησης με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, την επέκταση της εφαρμογής των καινοτόμων χρηματοδοτικών εργαλείων (όπως τα Jessica, Jeremie), την επανεισαγωγή των πολύ-ταμειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων και τις προσπάθειες απλοποίησης της διαχειριστικής διαδικασίας. Όλα τα παραπάνω μεταβάλλουν άρδην τους κανόνες και το θεσμικό περιβάλλον μέσα από το οποίο εφαρμόζεται η Πολιτική Συνοχής, μεταφέροντας περισσότερη ισχύ στα θεσμικά όργανα της ΕΕ αποδυναμώνοντας μερικά την ισχύ του εθνικού κράτους. Οι μεταβολές ισχύος καθώς και πολλές θεσμικές-κανονιστικές μεταβολές φαίνεται ότι βρίσκουν οντολογικό καταφύγιο και εδράζονται ιδεολογικά σε έναν νέο κυρίαρχο λόγο, την λεγόμενη κατά τόπους προσέγγιση (place based approach5) η οποία πρωτοεμφανίζεται σε κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2008 (European Commission 2008) και αργότερα μέσα από το Barca report (Barca 2009). Μέσω της «κατά τόπους προσέγγισης» η ΕΕ προτείνει μια στροφή στην γενική θεώρηση των περιφερειακών ενισχύσεων. Η μέθοδος της «κατά τόπους προσέγ-

γισης» θεωρητικά επιβάλλει την περιφερειακή εξειδίκευση των αναγκών και προγραμμάτων, καταργώντας κατά έναν τρόπο πολλές από τις οριζόντιες πολιτικές των προηγούμενων ΚΠΣ. Σύμφωνα με το Barca report (2009), οι λύσεις που θα προτείνονται για την κάθε περιφέρεια «θα πρέπει να είναι κομμένες και ραμμένες στις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περιφέρειας», όπως και ότι η κατά τόπους προσέγγιση «θα πρέπει να ενισχύει την ανάπτυξη στοχευμένων πολιτικών αλλά και τον σωστό συνδυασμό πολιτικών στις περιφέρειες» (Swedish Presidency 2009). Η κατά τόπους προσέγγιση, έτσι όπως χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά κείμενα ή κείμενα πολιτικής δίνει περισσότερη έμφαση στο τοπικό παρά στο εθνικό ή υπερεθνικό χωρικό επίπεδο (OECD 2009) και ενισχύει την άποψη ότι οι «από τα κάτω» τοπικές στρατηγικές ανάπτυξης μπορούν να κινητοποιήσουν τα ενδογενή κεφάλαια (τοπικές δεξιότητες και κουλτούρες, τοπικές δι-επιχειρησιακές συνδέσεις και δίκτυα, κ.λπ.) να αναπτυχθούν ταχύτερα (Bachtler 2010). Στην περίπτωση της ΕΕ, όμως, το ιδεολογικό οικοδόμημα της «κατά τόπους προσέγγισης» ενισχύει στην πράξη, όπως θα δούμε και παρακάτω αναλύοντας το θεσμικό-κανονιστικό πλαίσιο της νέας Πολιτικής Συνοχής, ένα μονο-κεντρικά κατευθυνόμενο πολυ-επίπεδο μοντέλο διακυβέρνησης (βλ. και Mendez 2011), μέσα στο οποίο υπάρχουν μεγάλες διακρατικές διαφορές τόσο στην μεταβίβαση εξουσιών στο τοπικό επίπεδο, όσο και στην ύπαρξη των κατάλληλων μηχανισμών που θα αναλάβουν τον σχεδιασμό της κατά τόπους ανάπτυξης. Ακόμη, μέσα από τον νέο λόγο της κατά τόπους αναπτυξιακής προσέγγισης, φαίνεται να αποδυναμώνονται άλλες συζητήσεις που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στην Πολιτική Συνοχής, όπως o στόχος της σύγκλισης των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών, μέσω της αναδιανομής των ενισχύσεων. Οι Barca, McCann και Rodriguez-Pose (2012) αναφέρουν ότι «(πλέον) η σύγκλιση δεν θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος της αναπτυξιακής πολιτικής. Μάλλον μια (νέα) αναπτυξιακή προσέγγιση με στόχο τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης όλων των περιφερειών θα πρέπει να είναι το επίκεντρο της αναπτυξιακής πολιτικής ... και εάν η σύγκλιση είναι να προωθηθεί, αυτό πρέπει να γίνει με ανάπτυξη και όχι με ανακατανομή».6 Όταν, λοιπόν, ο στόχος της «ανάπτυξης» γίνεται αυτοσκοπός και προβάλλεται εκτός του πλαισίου της σύγκλισης και της αναδιανομής των ενισχύσεων, τότε υπάρχει πιθανότητα η συζήτηση για την περιφερειακή πολιτική να

141


009:Layout 1

142

5/13/13

1:37 PM

Page 142

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

μετατραπεί σε μια α-πολιτικοποιημένη συζήτηση (βλ. και Hadjimichalis 2011), που εμπνέεται από νεοφιλελεύθερες αφηγήσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη (New regionalism), ενώ δεν λαμβάνει υπόψη της τα πολιτικά αίτια της άνισης ανάπτυξης και το κυρίαρχο μέσο για τη μείωση των ανισοτήτων (αναδιανομή). Έτσι, μέσα από τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης και τις αποφάσεις που θα παρθούν μέχρι το τέλος του 2013 για την Πολιτική Συνοχής δημιουργούνται διάφορες αντιθέσεις και νέες πολιτικές και χωρικές ιεραρχίες. Το άρθρο δεν θα ασχοληθεί εκτενώς με αυτές, αλλά θα προσπαθήσει, στο τελευταίο μέρος του, να αναδείξει μερικές από αυτές. Η μεθοδολογία του άρθρου βασίστηκε σε εκτενή βιβλιογραφική έρευνα των κειμένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με το ΠΔΠ 2014-2020 και την Πολιτική Συνοχής 2014-2020. Στο πρώτο τμήμα του άρθρου αναλύονται οι ποσοτικές μεταβολές των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (νέα ταξινόμηση περιφερειών, διάρθρωση των ενισχύσεων ανά κατηγορία περιφέρειας κλπ). Ως προς τις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (78/2/2013) θα πρέπει να επισημανθεί ότι εκκρεμεί η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,7 το οποίο δεν μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις, αλλά έχει το δικαίωμα να εγκρίνει ή να απορρίψει στο σύνολό της τη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στο δεύτερο και τρίτο τμήμα αναλύονται οι προτεινόμενες μεταβολές στο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής για την νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020 (προτεραιότητες Ταμείων, αιρεσιμότητες, θεσμικό πλαίσιο εφαρμογής, κλπ) ενώ στο τελευταίο τμήμα ακολουθεί μια συνθετική συζήτηση των παραπάνω, που στοχεύει να αναδείξει ορισμένες αντιθέσεις του νέου πολιτικού και οικονομικού τοπίου της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ-27. Τέλος, σε κάθε τμήμα του άρθρου υπάρχει ανάλυση των επιπτώσεων των μεταβολών στην περίπτωση της Ελλάδας.

2. Νέα ταξινόμηση περιφερειών και κατανομή των πόρων Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2013) αλλάζει η διάκριση και η τυπολογία των περιφερειών που είναι επιλέξιμες για χρηματοδοτική ενίσχυση. Πλέον θα διακρίνονται σε περιφέρειες

Λιγότερο Ανεπτυγμένες (πρώην σύγκλισης, με κατά κεφαλή ΑΕΠ μικρότερο από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ-27), περιφέρειες Μετάβασης (πρώην σταδιακής εισόδου/εξόδου, με κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ 75% και 90% του μέσου όρου της ΕΕ-27) και περιφέρειες Περισσότερο Ανεπτυγμένες (πρώην ανταγωνιστικότητας, με κατά κεφαλή ΑΕΠ μεγαλύτερο του 90% του μέσου όρου της ΕΕ-27). Ειδικά για τις περιφέρειες οι οποίες ήταν περιφέρειες σύγκλισης (κατά κεφαλή ΑΕΠ <75%) κατά την προηγούμενη προγραμματική περίοδο 2007-2013, και στην επόμενη (2014-2020) θα έχουν αλλάξει κατηγορία (δηλαδή θα είναι «μετάβασης» ή «περισσότερο ανεπτυγμένες») οι χρηματοδοτήσεις που θα λάβουν θα είναι τουλάχιστον το 60% των ενισχύσεων της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη, για τις υπόλοιπες περιφέρειες σε μετάβαση, οι ενισχύσεις που θα λάβουν θα είναι αντιστρόφως ανάλογες με το κατά κεφαλή ΑΕΠ τους. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου, οι ενισχύσεις θα μειωθούν, σε απόλυτα ποσά, για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, ενώ αντίθετα θα αυξηθούν για τις περιφέρειες σε μετάβαση8 και για τις περισσότερο ανεπτυγμένες. Από τον παρακάτω πίνακα, που δείχνει τη διάρθρωση των ενισχύσεων, εξάγονται μερικά χρήσιμα συμπεράσματα: α) Η κατά κεφαλή δαπάνη για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες θα φθάσει τα 1.380 ευρώ, ενώ, στην προηγούμενη περίοδο, η αντίστοιχη δαπάνη ήταν 1.300 ευρώ,9 β) Οι ενισχύσεις που θα δοθούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες μαζί με το Ταμείο Συνοχής φθάνουν στο 70,9% (230,7 δις ευρώ) των συνολικών πόρων, ενώ στην προηγούμενη περίοδο οι αντίστοιχες ενισχύσεις έφθασαν στο 81,6% (282,9 δις ευρώ), γ) Η ένταση της ενίσχυσης (κατά κεφαλή δαπάνη) για τις περιφέρειες μετάβασης μειώνεται από 724 ευρώ (μέσος όρος των περιφερειών σταδιακής εισόδου και σταδιακής εξόδου) σε 437 ευρώ κατά κεφαλή,10 δ) αντίθετα, οι ενισχύσεις για τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες αυξάνονται κατά περίπου 6 δις ευρώ, με την κατά κεφαλή δαπάνη να φθάνει τα 161 ευρώ, από 147 την περίοδο 2007-2013. Συνεπώς, παρατηρείται μια μικρή μεταφορά στην κατανομή των πόρων και στην ένταση της ενίσχυσης σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, με τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες (πρώην ανταγωνιστικότητας) να ενισχύονται σχετικά περισσότερο. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η έμφαση που δίνει στην ενίσχυση της απασχόλη-


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 143

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Πίνακας 1. Κοινοτικές ενισχύσεις 2007-2013 και 2014-2020

Περιφέρειες/ Δράσεις

2007-2013 2014-2020 Ενισχύσεις (%) Αρ. Πληθυσμός κ.κ. Περιφέρειες/ Ενισχύσεις (%) Αρ. Πληθυσμός κ/κ Περιφερειών (εκ) ενισχύσεις* Δράσεις Περιφερειών (εκ) ενισχύσεις

Σύγκλισης

199

57,4%

86

153

1300

Σταδιακής εξόδου

13,9

4,0%

16

16,4

848

Σταδιακής εισόδου

11,4

3,3%

13

19

600

12,6%

155

296

147

Ανταγωνιστικές 43,5 Εδαφική Συνεργασία

8,7

2,5%

Ταμείο Συνοχής

70

20,2%

Σύνολο

346,5

100

Λιγότερο Ανεπτ. Σε μετάβαση

164,3 50,5%

65

119

1380

9,8%

51

72,4

437

Περισσότερο Ανεπτυγμένες Εδαφική Συνεργασία

49,5 15,3%

155

307

161

Ταμείο Συνοχής

66,4 20,4%

Λοιπές χρηματ/σεις Σύνολο

31,7

8,9

2,7%

4,2

1,3%

325

100

Πηγή: EUROSTAT 2011, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 2013, ιδία επεξεργασία

σης η στρατηγική για την Ευρώπη 2020 οδηγεί στην παράλληλη ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ). Για το λόγο αυτό, στην πρόταση της Επιτροπής για τον Οριζόντιο Κανονισμό των Διαρθρωτικών Ταμείων (EC 2011α) προβλέπεται ότι το ΕΚΤ θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το 25% των συνολικών πόρων για τη Συνοχή, δηλαδή 81 δισ. ευρώ τουλάχιστον. Με τους πόρους αυτούς, το ΕΚΤ θα συνεισφέρει στη χρηματοδότηση προγραμμάτων/δράσεων για την καταπολέμηση της ανεργίας, επενδύσεις σε δεξιότητες, την εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την καταπολέμηση της φτώχειας. Επιπρόσθετα, σε επίπεδο περιφερειών, προβλέπεται ότι 25% των πόρων των λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών θα προέρχεται από το ΕΚΤ, ενώ το ποσοστό αυξάνεται σε 40% για τις περιφέρειες σε μετάβαση και 50% για τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες (οι προτάσεις της Επιτροπής ειδικά για το ΕΚΤ εξετάζονται σε επόμενο τμήμα).11 Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, με περίπου 178 δισ ευρώ, θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί έργα στις τρεις κατηγορίες περιφερειών, με ιδιαίτερη έμφαση σε έργα έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας, τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, έργα για την

κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, βοήθειας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενέργειας, κοινωνικών υποδομών, αστικής αειφορικής ανάπτυξης κ.λπ. ενώ θα υπάρχει μειωμένη έμφαση σε έργα υποδομών ιδίως στον τομέα μεταφορών. Ακόμη, θα υπάρξουν δυνατότητες συγχρηματοδότησης πολλών έργων μέσα από risk capital-risk funds και ταμεία τοπικής ανάπτυξης (local development funds). Το Ταμείο Συνοχής θα συνεχίσει να ενισχύει κράτημέλη των οποίων το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα είναι μικρότερο του 90% του μέσου όρου της ΕΕ-27. Οι πόροι του ταμείου (66,4 δις ευρώ) θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις για έργα στους τομείς των υποδομών μεταφορών και του περιβάλλοντος, ενώ πλέον θα μπορεί να χρηματοδοτεί και έργα στον τομέα της ενέργειας, τα οποία θα έχουν άμεσο όφελος στο περιβάλλον. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου, 10 δισεκατομμύρια από τους πόρους του Ταμείου Συνοχής θα είναι δεσμευμένα (ring fenced) για την ενίσχυση έργων μεταφορών που θα ενταχθούν στη Διευκόλυνση «Συνδέοντας την Ευρώπη», ένα νέο Ταμείο που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ενίσχυση των Διευρωπαϊκών Δικτύων, με συνολικούς πόρους 29,3 δισ. ευρώ.

143


009:Layout 1

144

5/13/13

1:37 PM

Page 144

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

ΕΚΤ) ήταν πιθανόν να κυμανθούν σε περίπου 11,22 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020.12 Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την τελική κατανομή ενισχύσεων για την Ελλάδα, όπως αποφασίστηκε στο Συμβούλιο του Φεβρουαρίου 2013. Έτσι, η Ελλάδα θα λάβει 14,32 δισ. ευρώ από τα τρία Ταμεία (ΕΚΤ, ΕΤΠΑ, ΤΣ), ενώ μέσω της ρήτρας επανεξέτασης του ΑΕΠ το 2016, ενδέχεται να λάβει άλλα 2 δις ευρώ, ανεβάζοντας την συνολική ενίσχυση στα 16,32 δις ευρώ. Στα 2,5 δις ευρώ που θα λάβουν οι περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες (Αττική, Ν. Αιγαίο) συμπεριλαμβάνονται 1,375 δις ευρώ, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2013). Όσον αφορά το Ταμείο Συνοχής, η Ελλάδα, αν και δεν ήταν αρχικά επιλέξιμη, καθώς το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα για τα έτη 2008-2010 Πίνακας 2. Επιλεξιμότητα περιφερειών για την περίοδο 2014-2020 και σύγκριση ήταν οριακά μεγαλύτερο του 90% του με την περίοδο 2007-2013 μέσου όρου ΕΕ-27, τελικά θα λάβει την συνολική ενίσχυση των 3,41 δις ευρώ σε με2014-2020 Λιγότερο Μετάβασης Περισσότερο ταβατική και ειδική βάση.14 Ανεπτυγμένες (75%-90%) Ανεπτυγμένες Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η Ελ(<75%) (5) (6) (>90%) (2) λάδα λαμβάνει τελικά μειωμένες ενισχύσεις Σύγκλισης Ήπειρος, Α. Μακεδονία Πελοπόννησος, 2007/Θράκη, Δ. Ελλάδα, Ι. Νησιά, σε σύγκριση με την περίοδο 2007-2013. 2013 Θεσσαλία Β. Αιγαίο, Κρήτη Αυτό συμβαίνει επειδή, με βάση τα διαθέΣταδιακής Κ. Μακεδονία Δ. Μακεδονία Αττική σιμα στοιχεία, η Ελλάδα έχει πλέον πέντε Εξόδου μόνον «λιγότερο ανεπτυγμένες» περιφέΣταδιακής Στ. Ελλάδα Ν. Αιγαίο Εισόδου ρειες (κατά κεφαλή ΑΕΠ < 75%) σε σύΑνταγωνιστικές γκριση με την προηγούμενη περίοδο που είχε οκτώ, οι οποίες τις απέφεραν συνολικά τερο ανεπτυγμένες». Αυτό θα επιφέρει σημαντικές με9,4 δις ευρώ από τα 16,7 εκ ευρώ των Διαρθρωτικών Ταταβολές στο συνολικό ύψος της χρηματοδότησης που θα μείων. λάβει η Ελλάδα. Είναι σαφές ότι η επιλογή της χρονικής περιόδου Στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο, η Ελαναφοράς για τα στατιστικά στοιχεία που θα χρησιμολάδα έλαβε συνολικά 20,4 δις ευρώ (ΕΤΠΑ+ΕΚΤ:16,7 ποιηθούν για τα κατά κεφαλή ΑΕΠ των περιφερειών είχε δις, ΤΣ:3,7 δις ευρώ) (ΕΣΠΑ 2007). Σύμφωνα με τους καθοριστική σημασία για το ύψος των πόρων που έλαβε αρχικούς ενδεικτικούς υπολογισμούς (EC 2011α, 2011β) η Ελλάδα, δεδομένης της συνεχούς και βαθειάς ύφεσης οι χρηματοδοτήσεις των διαρθρωτικών ταμείων (ΕΤΠΑ, στην οποία έχει εισέλθει η χώρα από το τέλος του 2009. Η περίοδος αναφοράς 2007-2009 δεν αποτυπώνει τη σηΠίνακας 3. Κοινοτικές Ενισχύσεις της Πολιτικής Συνοχής για την μαντική σχετική επιδείνωση των δεικτών για την ΕλΕλλάδα, 2014-2020 (σε δις ευρώ) λάδα, δεδομένου ότι την περίοδο εκείνη, και ειδικά το 2009, η Ελλάδα δεν είχε ακόμη πληγεί σε μεγάλο βαθμό Λιγότερο ανεπτυγμένες 6,31 από την κρίση, σε αντίθεση με τις περισσότερο αναΜετάβασης 2,1 Περισσότερο ανεπτυγμένες 2,5 πτυγμένες χώρες της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το επίΤαμείο Συνοχής 3,41 πεδο ανάπτυξης της χώρας και των περιφερειών της σε Ρήτρα επανεξέτασης13 2 σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ εμφανίζεται σημαντικά Σύνολο 16,32 αυξημένο σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Η ρήτρα Πηγή: Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2013, ιδία επεξεργασία επανεξέτασης το 2016 που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό ΣυμΓια το πρόγραμμα Εδαφικής Συνεργασίας (που καλύπτει το σύνολο της ΕΕ), συμφωνήθηκε να δοθούν 8,9 δισ. ευρώ, αν και οι αρχικές προτάσεις της Επιτροπής έκαναν λόγο για 11,3 δισ. ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, θα δοθούν 6,6 δισ. ευρώ για τη διασυνοριακή συνεργασία, 1,8 δισ. ευρώ για τη διακρατική συνεργασία και 0,5 δις ευρώ για τη διαπεριφερειακή συνεργασία. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, αλλά και με βάση τα στατιστικά στοιχεία των ετών 2007-2009 που θα ληφθούν υπόψη για την κατάταξη των Ελληνικών περιφερειών στις τρεις επιμέρους κατηγορίες περιφερειών, η κατάταξη των ελληνικών περιφερειών διαμορφώνεται όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας: Έτσι, η Ελλάδα θα έχει πέντε περιφέρειες «λιγότερο ανεπτυγμένες», έξι σε «μετάβαση» και δύο «περισσό-


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 145

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

βούλιο, όπως επίσης και η έκτακτη ενίσχυση των περισσότερο αναπτυγμένων περιφερειών της (ουσιαστικά της Αττικής) με 1,375 δισ. ευρώ εισήχθησαν ακριβώς για την «διόρθωση» της αδυναμίας των στατιστικών στοιχείων να εκτιμήσουν τις συνέπειες της ύφεσης.

3. Τα ταμεία και οι θεματικές προτεραιότητες Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, το ΕΤΠΑ και το ΕΚΤ θα χρηματοδοτήσουν τις περιφέρειες με διαφορετικές ποσοστώσεις ανάλογα τον τύπο της περιφέρειας. Ο Πίνακας 4 δείχνει τα ποσοστά χρηματοδότησης του κάθε Ταμείου:

Πίνακας 4 Κατηγορία Περιφέρειας Λιγότερο Ανεπτυγμένη Μετάβασης Περισσότερο Ανεπτυγμένη

ΕΚΤ 25% 40% 50%

ΕΤΠΑ 75% 60% 50%

Πηγή: EC 2011, ιδία επεξεργασία

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η αρχική αυτή πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει υποστεί διαφοροποιήσεις στις συζητήσεις στο Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον άμεση αναφορά στο ΕΚΤ αλλά στους 3 θεματικούς στόχους (8-10) που αναφέρονται κατά κύριο λόγο –αλλά όχι αποκλειστικά– στο ΕΚΤ.15 Παρά τις διαφοροποιήσεις αυτές, σύμφωνα με ενδεικτικούς υπολογισμούς, τα παραπάνω οδηγούν στην εκτίμηση ότι ως προς τα Διαρθρωτικά Ταμεία η Ελλάδα θα λάβει περίπου το 30% των ενισχύσεων από το ΕΚΤ και το υπόλοιπο 70% από το ΕΤΠΑ. Στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο (2007-2013) το μερίδιο του ΕΚΤ ήταν περίπου 25% και του ΕΤΠΑ 75%. Αυτό θα σημαίνει για την Ελλάδα μια μικρή αναλογικά μετατόπιση των ενισχύσεων από τις υποδομές και το παραγωγικό περιβάλλον προς τους ανθρώπινους πόρους. Η μετατόπιση αυτή θα ισχύει ειδικά στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες οι οποίες θα πρέπει να επανασχεδιάσουν τα επιχειρησιακά τους προγράμματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει τον καθορισμό σε κεντρικό επίπεδο 11 θεματικών στόχων16 στους οποίους

θα πρέπει να επικεντρώνονται οι δράσεις που θα συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία (και το Ταμείο Συνοχής). Οι στόχοι αυτοί είναι: 1. Έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία 2. Τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) 3. Ανταγωνιστικότητα Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) 4. Μετάβαση προς μια οικονομία με μειωμένη χρήση άνθρακα 5. Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή καθώς επίσης πρόληψη και διαχείριση κινδύνων 6. Προστασία του περιβάλλοντος και αποτελεσματική διαχείριση πόρων 7. Βιώσιμες μεταφορές και άρση προβλημάτων σε βασικές υποδομές δικτύων 8. Απασχόληση και υποστήριξη της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού 9. Κοινωνική ένταξη και καταπολέμηση της φτώχειας 10. Εκπαίδευση, απόκτηση δεξιοτήτων και διά βίου μάθηση 11. Ενίσχυση θεσμικής ικανότητας και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση Επιπρόσθετα, οι στόχοι αυτοί δεν έχουν όλοι την ίδια βαρύτητα. Σε συνάφεια με τους κεντρικούς στόχους της στρατηγικής για την Ευρώπη 2020, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στους θεματικούς στόχους που αποβλέπουν στην ενίσχυση της γνώσης και της καινοτομίας, των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, της επιχειρηματικότητας (και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων), στη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και στην κοινωνική ένταξη και την καταπολέμηση της φτώχειας. Έτσι, τουλάχιστον το 80% των πόρων του ΕΤΠΑ στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και στις περιφέρειες μετάβασης θα πρέπει να διατίθεται στην ενίσχυση της Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (Στόχος 1), των ΤΠΕ (Στόχος 2), της Ανταγωνιστικότητας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (Στόχος 3) και της Μετάβασης προς μια οικονομία με μειωμένη χρήση άνθρακα (Στόχος 4), με τον 4ο Στόχο να δέχεται τουλάχιστον το 20% των πόρων του ΕΤΠΑ. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, οι αντίστοιχοι στόχοι θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50% των πόρων του ΕΤΠΑ, με τον 4ο στόχο να δέχεται τουλάχιστον το 6% των πόρων του. Για όσες περιφέρειες ανήκαν στην κατηγορία «σύγκλισης» (κατά κε-

145


009:Layout 1

146

5/13/13

1:37 PM

Page 146

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

φαλή ΑΕΠ< 75%) στην περίοδο 2007-2013, και τώρα εντάσσονται στις περιφέρειες σε μετάβαση ή στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες (για Ελλάδα: Κρήτη, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά), τότε τουλάχιστον το 60% των πόρων του ΕΤΠΑ θα πρέπει να διατεθεί στους στόχους 1, 2, 3, και 4. Ως προς το ΕΚΤ, ο θεματικός στόχος 9 (Κοινωνική ένταξη και καταπολέμηση της φτώχειας) θα πρέπει να απορροφά το 20% των πόρων του, ενώ η συγκέντρωση της προσπάθειας του ΕΚΤ σε περιορισμένο αριθμό δράσεων θα διασφαλίζεται περαιτέρω με την επιλογή περιορισμού αριθμού δράσεων εντός των θεματικών στόχων. Οι 11 αυτοί θεματικοί στόχοι εξειδικεύονται ακόμη περισσότερο στους κανονισμούς του κάθε Ταμείου. Έτσι, ο κανονισμός του ΕΤΠΑ «αναλύει» τους 11 στόχους σε 39 ειδικότερες «επενδυτικές προτεραιότητες» δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν έναν δεσμευτικό κα-

Η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επηρεάσει τις επιλογές των κρατών-μελών σχετικά με τη χρήση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων δεν είναι καινούρια. Και κατά την τρέχουσα περίοδο, τα κράτημέλη είχαν υποχρέωση να δεσμεύσουν μέρος των πόρων που ελάμβαναν για τη χρηματοδότηση τομέων που είχαν σχέση με τη στρατηγική της Λισσαβόνας.18 Οι παρούσες προτάσεις της Επιτροπής όμως, προχωρούν περισσότερο τόσο στο θεματικό περιορισμό όσο και στο δεσμευτικό χαρακτήρα των θεματικών στόχων και μπορούν να δημιουργήσουν ένα αισθητά πιο δεσμευτικό πλαίσιο, ειδικότερα σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις των προτεινόμενων κανονισμών. Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει την κατανομή των πόρων ανά τύπο περιφέρειας όπως αυτή προκύπτει από τους θεματικούς περιορισμούς (σε επίπεδο θεματικών στόχων) που περιέχονται στις προτάσεις της Επιτροπής.

Πίνακας 5. Ποσοστώσεις κάθε ταμείου ανά κατηγορία περιφέρειας

Ταμείο ΕΚΤ

ΕΤΠΑ

Κάθε 100 ευρώ που παίρνει μια περιφέρεια Δράσεις Καταπολέμηση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού Άλλες δράσεις ΕΚΤ (απασχόληση, κατάρτιση -εκπαίδευση, υγεία) Σύνολο ΕΚΤ Ε&Τ, ΤΠΕ, ανάπτυξη ΜΜΕ Οικονομία χαμηλής εκπομπής άνθρακα Αστική ανάπτυξη Άλλες δράσεις ΕΤΠΑ (μεταφορές περιβάλλον, ΤΠΕ, κλιματική αλλαγή, υγεία-πρόνοια, εκπαίδευση) Σύνολο ΕΤΠΑ Σύνολο

Λιγότερο ανεπτυγμένη 5

Μετάβασης (60%)19 Μετάβασης20 8

8

Περισσότερο Ανεπτυγμένη 10

20

32

32

40

25

40

40

50

33 4,5 3,75 33,75

24 12 3 21

36 12 3 9

30 10 2,5 7,5

75 100

60 100

60 100

50 100

Πηγή: COM (2011α), ιδία επεξεργασία

τάλογο «επιλέξιμων» τομέων δράσης. Αντίστοιχα, ο κανονισμός του ΕΚΤ «αναλύει» τους 4 θεματικούς στόχους (8-11) τους οποίους πρέπει να ενισχύσει σε 18 επενδυτικές προτεραιότητες, από τις οποίες τα κράτη μέλη, σε κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα θα πρέπει να επικεντρώνουν το 80% των κατανομών τους σε μόλις τέσσερις (για τις περισσότερο αναπτυγμένες περιφέρειες). Τα αντίστοιχα ποσοστά επικέντρωσης σε 4 προτεραιότητες είναι 70% για τις περιφέρειες μετάβασης και 60% για τις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες.17

Όπως φαίνεται και στον Πίνακα,21 οι αλλαγές που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να οδηγήσουν σε αισθητό περιορισμό των βαθμών ελευθερίας που έχουν τα κράτη-μέλη στη διαμόρφωση και εφαρμογή της Πολιτικής Συνοχής. Προφανώς ο περιορισμός αυτός είναι μεγαλύτερος (και κρισιμότερος) για τα κράτη εκείνα για τα οποία οι πόροι των Διαρθρωτικών Ταμείων έχουν μετατραπεί στο βασικό τους χρηματοδοτικό εργαλείο ανάπτυξης, σε αντίθεση με τα κράτη για τα οποία οι πόροι αυτοί έχουν συμπληρωματικό μόνον χαρακτήρα.


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 147

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Οι περιορισμοί για τις παρεμβάσεις που θα προτείνουν τα κράτη μέλη προέρχονται από δύο διαφορετικούς παράγοντες και το συνδυασμό τους: α) Την υποχρεωτική συμμετοχή του ΕΚΤ κατά ένα αυξημένο ποσοστό των συνολικών πόρων των Ταμείων (από 25-50%) και β) ως προς το ΕΤΠΑ, από την έμφαση σε 4 συγκεκριμένους θεματικούς στόχους από τους 11. Και ως προς τους δύο αυτούς παράγοντες, οι περιορισμοί αφορούν κατά μείζονα λόγο τις περιφέρειες «μετάβασης» και τις «περισσότερο αναπτυγμένες». Έτσι, όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα, μια περιφέρεια που ανήκει στην κατηγορία των «περισσότερο αναπτυγμένων» θα πρέπει να διαθέσει υποχρεωτικά το 45-50% των πόρων του επιχειρησιακού της προγράμματος σε δράσεις του ΕΚΤ, εκ των οποίων μάλιστα το 20% (ή 10% των συνολικών πόρων) θα πρέπει να κατευθυνθούν σε δράσεις για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Από το υπόλοιπο 50% των συνολικών πόρων του προγράμματος που θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το ΕΤΠΑ, το 80% (δηλαδή το 40% των συνολικών πόρων) θα πρέπει να κατευθυνθεί στους 4 θεματικούς στόχους που έχουμε αναφέρει και το 5% (δηλαδή το 2,5% των συνολικών πόρων) σε δράσεις αστικής ανάπτυξης. Οι περιορισμοί αυτοί αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια του κράτους-μέλους ή/και της περιφέρειας μόλις το 15% των πόρων του ΕΤΠΑ (ή το 7,5% των συνολικών πόρων) το οποίο μάλιστα θα πρέπει να κατευθυνθεί στους υπόλοιπους 6 θεματικούς στόχους, για τους οποίους ισχύουν πρόσθετοι περιορισμοί (όπως π.χ η μη επιλεξιμότητα έργων υποδομών μεταφορών, περιβάλλοντος για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών των πολιτών). Το πλαίσιο αυτό γίνεται συγκριτικά λιγότερο δεσμευτικό όσο κινούμαστε στις κατηγορίες μετάβασης και στις λιγότερο αναπτυγμένες. Οι κατηγορίες μετάβασης έχουν περισσότερους πόρους του ΕΤΠΑ στη διάθεση τους (το 60% των συνολικών πόρων) αν και οι υπόλοιποι περιορισμοί παραμένουν οι ίδιοι. Επίσης, για τις περιφέρειες μετάβασης και τις λιγότερο αναπτυγμένες, παραμένει επιλέξιμη η χρηματοδότηση υποδομών στους τομείς μεταφορών και περιβάλλοντος. Τέλος, οι «λιγότερο αναπτυγμένες» περιφέρειες αφενός έχουν περισσότερους πόρους του ΕΤΠΑ στη διάθεσή τους (δεδομένου ότι οι πόροι του ΕΚΤ θα πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστον το 25% του συνόλου) αφετέρου μπορούν να διαθέσουν τους μισούς από αυτούς (50%) σε θεματικούς στόχους εκτός των 4 Στόχων που έχει θέσει ως προτεραιότητα η Επιτροπή.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, για τις 8 ελληνικές περιφέρειες που θα βρεθούν στις κατηγορίες μετάβασης και περισσότερο αναπτυγμένων περιφερειών, θα υπάρξουν σημαντικοί περιορισμοί στον καθορισμό προτεραιοτήτων/επιλέξιμων δράσεων. Θα μειωθεί αισθητά ο ρόλος του ΕΤΠΑ σε σχέση με την τρέχουσα περίοδο και ακόμη περισσότερο οι δυνατότητες χρηματοδότησης υποδομών. Αυτό σε συνθήκες γενικευμένης ύφεσης μπορεί να δράσει ανασταλτικά στην αναπτυξιακή προοπτική των συγκεκριμένων περιφερειών, δεδομένης της ουσιαστικής έλλειψης εναλλακτικών πόρων από το αμιγώς εθνικό τμήμα του ΠΔΕ καθόλη την επόμενη προγραμματική περίοδο. Επιπρόσθετα, ορισμένες από τις ελληνικές περιφέρειες που ανήκουν στις δύο κατηγορίες εκτός Σύγκλισης (π.χ. η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου) είναι αμφίβολο αν μπορούν να απορροφήσουν με τρόπο ουσιαστικό σημαντικούς πόρους από το ΕΚΤ δεδομένου του μικρού πληθυσμού και της οικονομικής τους διάρθρωσης, ενώ αντίθετα μπορεί να έχουν ακόμη σημαντικές ανάγκες σε επίπεδο υποδομών. Παρότι είναι εν μέρει κατανοητή η οπτική γωνία της Επιτροπής για την προσπάθεια συντονισμού και συγκέντρωσης όσο μεγαλύτερου ποσοστού των διαθέσιμων Κοινοτικών πόρων στην επίτευξη μιας ενιαίας στρατηγικής (όπως είναι η στρατηγική για την Ευρώπη 2020), αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι η προσέγγιση αυτή είναι το ίδιο αποτελεσματική για το σύνολο των κρατών και, ακόμη περισσότερο, των περιφερειών της ΕΕ. Η αποτελεσματικότητα των διαφόρων τύπων παρεμβάσεων των Διαρθρωτικών Ταμείων συναρτάται με το επίπεδο ανάπτυξης των περιφερειών αλλά και με τις πιθανές ιδιαιτερότητες των περιφερειών (γεωγραφική μορφολογία, οικονομική διάρθρωση, κ.ο.κ) και την «χωρικότητα» των αναπτυξιακών αναγκών τους. Η έμφαση που δίνει η Επιτροπή σε άυλες δράσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ενίσχυση της απασχόλησης (μέσω της ενίσχυσης του ρόλου του ΕΚΤ), καθώς και σε δράσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της καινοτομίας μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία για χώρες (και περιφέρειες) αναπτυγμένες που έχουν αντιμετωπίσει τις βασικές τους ελλείψεις σε υποδομές, και που βρίσκονται αντιμέτωπες με οικονομικές-κλαδικές αναδιαρθρώσεις του επιχειρηματικού τους ιστού. Για τις περιπτώσεις όμως περιφερειών που εμφανίζουν υστέρηση στο επίπεδο των υποδομών τους (τόσο ως προς την πιθανή έλλειψη υποδομών ή την ανάγκη

147


009:Layout 1

148

5/13/13

1:37 PM

Page 148

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

βελτίωσης και εκσυγχρονισμού αυτών) η επιβολή άνωθεν συγκεκριμένων θεματικών στόχων προσανατολισμένων στην ενίσχυση της οικονομίας της γνώσης και της έρευνας ή της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορεί να αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματική στο να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων και οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, ειδικότερα λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, περιφέρειες που βρίσκονται αντιμέτωπες με οξεία οικονομική ύφεση θα πρέπει πιθανώς να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους πόρους των Ταμείων για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με στόχο την σχετικά άμεση οικονομική ανάπτυξη και όχι να πρέπει να δεσμεύσουν σημαντικό τμήμα των Διαρθρωτικών Ταμείων για δράσεις σημαντικές μεν, αλλά των οποίων οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές σε σημαντικό βάθος χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στις εθνικές και περιφερειακές αρχές να καθορίσουν τις αναπτυξιακές τους προτεραιότητες –φυσικά σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή– και όχι να υπάρχει ένας αυστηρός καθορισμός άνωθεν (top down) των επιλέξιμων τομέων δράσης, οι οποίες μάλιστα να επιβάλλονται εξίσου σε πολύ διαφορετικές περιπτώσεις. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι αυτή η άνωθεν επιβολή θεματικών στόχων δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τη λεκτική έμφαση στις «κατά τόπους» προσεγγίσεις που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και που αποσκοπούν ακριβώς στο να αναδείξουν τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιφέρειας/χωρικής ενότητας, να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες αδυναμίες της και να προωθήσουν τα αναπτυξιακά τους χαρακτηριστικά. 4. Αιρεσιμότητες και μηχανισμοί εφαρμογής της Πολιτικής Συνοχής 4.1 Αιρεσιμότητες Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τις αποφάσεις του Φεβρουαρίου 2013, που βασίζονται στις προτάσεις της Επιτροπής, επιχειρεί να μεταβάλει δραστικά το πλαίσιο χρηματοδότησης των κρατών-μελών και να το συνδέσει αφενός με την έγκαιρη ολοκλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων κανονιστικού και θεσμικού χαρακτήρα και αφετέρου με την πρόοδο της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής των κρατών-μελών (αιρεσιμότητα). Θέτει συνεπώς δύο «αιρέσεις» (condition-

alities) για την εφαρμογή και την ομαλή ροή των χρηματοδοτήσεων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία.22 Εκ των προτέρων αιρεσιμότητα (ex-ante conditionality) Στο άρθρο 17 της πρότασης της Επιτροπής για τον Κανονισμό των Διαρθρωτικών Ταμείων (COM 2011: 615 final), η Επιτροπή συνδέει ρητά την έναρξη της εφαρμογής των επιχειρησιακών προγραμμάτων με την εκπλήρωση προϋποθέσεων ανά Διαρθρωτικό Ταμείο, είτε κατά την έγκριση των σχετικών επιχειρησιακών προγραμμάτων είτε το αργότερο μέχρι τις 31.12.2016. Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να διακόψει τις σχετικές χρηματοδοτήσεις μέχρι την εκπλήρωση των αντίστοιχων προϋποθέσεων. Στο παράρτημα IV της ίδιας πρότασης, η Επιτροπή αναφέρει 40 περίπου προϋποθέσεις (κατανεμημένες ανά θεματικό στόχο και Ταμείο) κυρίως κανονιστικού και θεσμικού χαρακτήρα, που θα πρέπει να έχουν εκπληρώσει τα κράτη μέλη (ή να βρίσκονται σε διαδικασία εκπλήρωσης τους). Ενδεικτικά εδώ αναφέρουμε ορισμένες προϋποθέσεις σχετικά με: α) Το Στόχο 1-Έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία: Απαιτείται η ύπαρξη διαμορφωμένης εθνικής ή περιφερειακής στρατηγικής για έρευνα, καινοτομία και την «έξυπνη εξειδίκευση» των περιφερειών, σε συνάφεια με τα Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων, που να προωθεί τη μόχλευση ιδιωτικών πόρων στους τομείς αυτούς και που να συνάδει με τα χαρακτηριστικά επιτυχημένων εθνικών ή/και περιφερειακών συστημάτων καινοτομίας. β) Το Στόχο 3-Ανταγωνιστικότητα Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ): Απαιτείται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την εφαρμογή της «Small Business Act» και τη στήριξη στις μικρές επιχειρήσεις (π.χ. τη δυνατότητα ίδρυσης νέων επιχειρήσεων σε 3 ημέρες και με κόστος 100 ευρώ, τη λήψη μέτρων που να επιτρέπουν την έναρξη λειτουργίας των επιχειρήσεων εντός 3 μηνών) κ.λπ. γ) Το Στόχο 8-Απασχόληση και υποστήριξη της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού: Απαιτείται η διαμόρφωση πολιτικών για την αγορά εργασίας σύμφωνα με τις Κοινοτικές Κατευθυντήριες Γραμμές για την Απασχόληση, κ.ο.κ. Η υιοθέτηση των προτάσεων της Επιτροπής ως προς την εισαγωγή προϋποθέσεων για την έναρξη εφαρμογής των Διαρθρωτικών προγραμμάτων θα δημιουργήσει ένα αρκετά πιο σύνθετο περιβάλλον στις εθνικές και περι-


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 149

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

φερειακές διοικήσεις για την προετοιμασία της επόμενης προγραμματικής περιόδου. Μακροοικονομική αιρεσιμότητα Στο άρθρο 21 της πρότασής της, η Επιτροπή δημιουργεί στενή σύνδεση των χρηματοδοτήσεων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία με την δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή των κρατών-μελών. Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα κράτη-μέλη για τα οποία υπάρχει σύσταση του Συμβουλίου για υπερβολικό έλλειμμα ή χρέος (Άρθρο 126[7]) ή που βρίσκονται σε καθεστώς ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματο-οικονομικής Σταθερότητας (EFSF) ή/και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ή από τον αντίστοιχο κανονισμό του Συμβουλίου για χώρες εκτός Ευρωζώνης,23 να τροποποιήσουν τη Σύμβαση Εταιρικής Σχέσης (Σ.Ε.Σ.) και τα επιχειρησιακά τους προγράμματα ώστε να συμβάλουν στη μακροοικονομική προσαρμογή τους. Σε αντίθετη περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει την πληρωμή μέρους ή και του συνόλου των πόρων για τα επιχειρησιακά προγράμματα. Ειδικότερα για χώρες που βρίσκονται υπό καθεστώς ενίσχυσης από τον EFSF και τον ESM, όπως η Ελλάδα, η Επιτροπή μπορεί επιπρόσθετα, χωρίς προηγούμενη πρόταση του κράτους-μέλους, να μεταβάλει τη Σύμβαση Εταιρικής Σχέσης και να εμπλακεί άμεσα στην εφαρμογή και διαχείρισή της.24 Επίσης, η Επιτροπή θα αναστέλλει την καταβολή πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων μετά από σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου, μετά από δική της εκτίμηση σχετικά με την ελλιπή πρόοδο του προγράμματος προσαρμογής καθώς και μετά από σχετική εισήγηση του Δ.Σ. του ESM το οποίο δεν θα εγκρίνει την εκταμίευση πόρων από αυτό.25 Η αιτιολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη στενή σύνδεση της πολιτικής Συνοχής με την ευρύτερη μακροοικονομική πολιτική των κρατών-μελών είναι «η διασφάλιση του ότι η αποτελεσματικότητα της πολιτικής Συνοχής δεν θα υπονομεύεται από ασθενείς μακρο-δημοσιονομικές πολιτικές» (COM 2011β: 500 final, σ. 26). Εντούτοις, δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα ως προς την λογική και την πιθανή αποτελεσματικότητα τέτοιων διατάξεων: α) Η πολιτική Συνοχής διαμορφώνεται σε επίπεδο περιφερειών (NUTS II) και όχι σε επίπεδο κρατών. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να πληγούν από αυτές τις διατά-

ξεις περιφέρειες οι οποίες δεν συμμετέχουν παρά ελάχιστα στον καθορισμό και την εφαρμογή των κεντρικών δημοσιονομικών και μακρο-οικονομικών επιλογών. β) Όπως έχει καταστήσει απολύτως σαφές, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική κρίση για το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωζώνης, οι αιτίες που μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα είναι ποικίλες και κατά κανόνα ξένες προς την Πολιτική Συνοχής. Συνεπώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριώσει κάποιος τη συσχέτιση μεταξύ δύο πολιτικών που επηρεάζονται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες και να θέσει συνθήκες αιρεσιμότητας ανάμεσα τους. γ) Με τις προτάσεις της Επιτροπής είναι δυνατόν να δημιουργηθούν δύο κατηγορίες περιφερειών/χωρών εντός της πολιτικής Συνοχής. Αυτές που έχουν προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης (EFSF και ESM) και για τις οποίες η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής στη εφαρμογή της αιρεσιμότητας είναι αισθητά αυξημένη, και αυτές που είναι εκτός μηχανισμών στήριξης και για τις οποίες η εφαρμογή των διατάξεων της μακρο-οικονομικής αιρεσιμότητας απαιτεί πιο συλλογικές διαδικασίες (απόφαση του Συμβουλίου, κ.ο.κ). Μια τέτοια διάκριση θέτει θέμα ίσης μεταχείρισης και ισότιμης εφαρμογής μιας Κοινοτικής πολιτικής που αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. δ) Η επιβολή ποινών στις περιπτώσεις που η δημοσιονομική εξυγίανση δεν προχωρά με τους επιθυμητούς ρυθμούς δεν αποδεικνύεται πάντοτε αποτελεσματική. Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπου η δημοσιονομική προσαρμογή των κρατών δυσχεραίνεται σημαντικά λόγω εκτεταμένης ύφεσης, η πρόσθετη αφαίρεση πόρων από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις είναι πιθανόν να επιδεινώσει αντί να βελτιώσει το πρόβλημα, ιδίως σε περιπτώσεις όπου εκ των πραγμάτων οι πόροι των Διαρθρωτικών Ταμείων είναι και οι μόνοι διαθέσιμοι για προγράμματα Δημοσίων επενδύσεων και τη στήριξη των ιδιωτικών. 4.2 Μηχανισμοί Εφαρμογής της πολιτικής Συνοχής Ως προς τα βασικά στάδια και μηχανισμούς εφαρμογής, η Επιτροπή δεν προτείνει σημαντικές μεταβολές. Τα στάδια εφαρμογής της πολιτικής παραμένουν τρία όπως και στην τρέχουσα περίοδο, με διαφορετικές ονομασίες περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα:

149


009:Layout 1

150

5/13/13

1:37 PM

Page 150

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

1. Το Κοινοτικό Στρατηγικό Πλαίσιο – ΚΣΠ (αντικαθιστά ουσιαστικά τις Κοινοτικές Κατευθυντήριες Γραμμές της τρέχουσας περιόδου) είναι το βασικό στρατηγικό κείμενο αναφοράς που θα χρησιμεύσει για την εκπόνηση των Συμβάσεων Εταιρικής Σχέσης και των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. 2. Οι Συμβάσεις Εταιρικής Σχέσης – ΣΕΣ (αντικαθιστούν τα Εθνικά Στρατηγικά Πλαίσια Αναφοράς) είναι τα κείμενα-πλαίσια που θα διέπουν τις δράσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων για την επόμενη προγραμματική περίοδο. 3. Τα Επιχειρησιακά Προγράμματα – ΕΠ παραμένουν ο βασικός μηχανισμός εφαρμογής των δράσεων των Διαρθρωτικών Πολιτικών και εξειδικεύουν τις στρατηγικές προτεραιότητες, στόχους και δράσεις των ΣΕΣ. Εντός των σταδίων αυτών, όμως, η Επιτροπή προτείνει αρκετές μεταβολές στην εφαρμογή των Διαρθρωτικών πολιτικών. Έμφαση σε ολοκληρωμένες παρεμβάσεις Καταρχήν, προτείνεται η ουσιαστική επανένταξη των Ταμείων για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου και για την Αλιεία και Ναυτιλία στο πλαίσιο δράσης των Διαρθρωτικών Ταμείων. Η Επιτροπή προτείνει επίσης την επανεισαγωγή των πολυταμειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων αποσκοπώντας στη βελτίωση της δυνατότητας σχεδιασμού ολοκληρωμένων δράσεων. Τα πολυταμειακά επιχειρησιακά προγράμματα όμως θα υπόκεινται σε αρκετούς περιορισμούς. Ο πρώτος αφορά την υποχρεωτική συμμετοχή του ΕΚΤ στα ΠΕ.Π. στα ποσοστά που αναφέρθηκαν σε προηγούμενη ενότητα, και ο δεύτερος αφορά στον μονοταμειακό χαρακτήρα των αξόνων προτεραιότητας εντός ενός Ε.Π. σε συνδυασμό με την υποχρέωση αντιστοίχισης αξόνων προτεραιότητας και θεματικών στόχων. Ως αντιστάθμισμα σε αυτούς τους περιορισμούς, οι κανονισμοί των Ταμείων προβλέπεται να παρέχουν διευρυμένο πεδίο δράσης σε κάθε Ταμείο σε σχέση με την υφιστάμενη περίοδο. Τέλος, εντός των Ε.Π. η Επιτροπή προωθεί στις προτάσεις της26 παρεμβάσεις τύπου Leader (community led local development27), με στόχο την εφαρμογή ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής και παρεμβάσεων σε χωρικά επίπεδα μικρότερα της Περιφέρειας (Nuts II), με την ενεργό συμμετοχή των τοπικών δημοσίων και ιδιωτικών φορέων. Αυτά αποτελούν μια πρώτη πρακτική εφαρμογή της κατά τόπους προσέγγισης, αν και δεν έχει

ακόμη προσδιοριστεί το ύψος των ενισχύσεων που θα απορροφηθούν από τα συγκεκριμένα σχήματα τοπικής ανάπτυξης. Νέα χρηματοδοτικά εργαλεία Εκτός των μεταβολών που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή προτείνει την επέκταση της χρηματοδότησης μέσω νέων χρηματοδοτικών εργαλείων (όπως τα Jeremie και Jessica). Η λογική για την υιοθέτηση τέτοιων μεθόδων στηρίζεται στις δυνατότητες μόχλευσης των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων (οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση πρόσθετων πόρων είτε από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων είτε από ιδιωτικούς χρηματοδοτικούς φορείς) και στη δυνατότητα ανανέωσης των πόρων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (revolving funds). Στο βαθμό που τα εργαλεία αυτά πράγματι προσελκύουν πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια σε συγκεκριμένες δράσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, η περαιτέρω εφαρμογή τους μπορεί να ενισχύσει τους συνολικούς πόρους (ιδιωτικούς και δημόσιους) που διατίθενται για τη Συνοχή και να έχει θετικές μακροχρόνιες επιπτώσεις. Υπάρχει όμως η πιθανότητα η εκτεταμένη χρήση τους να οδηγήσει σταδιακά στη δέσμευση ολοένα και περισσότερων Κοινοτικών πόρων σε τέτοιες δράσεις, με επακόλουθο τη σταδιακή υποκατάσταση των επιχορηγήσεων ως βασικού μηχανισμού χρηματοδότησης των Διαρθρωτικών Ταμείων από τα εργαλεία αυτά και, κατά συνέπεια, τη δημιουργία ενός πλαισίου ενισχύσεων που να κυριαρχείται από δανειακές μορφές χρηματοδότησης και όχι από δημόσια (ευρωπαϊκή) ενίσχυση. Επιπρόσθετα, η επιλογή των τομέων στους οποίους θα εφαρμόζονται αυτού του είδους οι χρηματοδοτήσεις θέλει εκτεταμένη ανάλυση ώστε να διασφαλιστεί ότι θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται επαρκώς τομείς που δεν προσελκύουν ιδιωτική χρηματοδότηση (π.χ. υποδομές Δημόσιας Υγείας, βασικές τηλεπικοινωνιακές υποδομές, κ.ο.κ) ή που δεν παράγουν έσοδα. Είναι σημαντικό επίσης να αποτυπωθεί στις λεπτομέρειες του και να αξιολογηθεί ο τρόπος εφαρμογής μέχρι τον τελικό ωφελούμενο (π.χ. για την περίπτωση των ΜΜΕ) επειδή στα τελικά στάδια εφαρμογής μπορεί να προκύπτουν προβλήματα που δεν εμφανίζονται κατ’ ανάγκην στο στάδιο του σχεδιασμού. Για παράδειγμα, οι δράσεις τύπου Jeremie στην Ελλάδα εφαρμόζονται μέσω ενδιάμεσων φορέων (ελληνι-


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 151

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

κές τράπεζες) οι οποίοι λόγω της οικονομικής συγκυρίας αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας και θέτουν προϋποθέσεις συμμετοχής για τις ΜΜΕ που ουσιαστικά τις αποθαρρύνουν. Έμφαση στην επίτευξη στόχων. Σύνδεση της χρηματοδότησης με την αποτελεσματικότητα Η Επιτροπή προτείνει τη σύνδεση των ροών χρηματοδότησης με την επίτευξη στόχων και τη δημιουργία «αποθεματικού καλών επιδόσεων» ίσου με το 7% των πόρων των Ταμείων, μέσω μιας ενδιάμεσης αξιολόγησης της εφαρμογής των ΣΕΣ το 2019, βάση της οποίας θα κατανεμηθεί το αποθεματικό αυτό στα επιχειρησιακά προγράμματα που επιτυγχάνουν τους στόχους τους. Η εισαγωγή ανάλογων κανόνων χρηματοδότησης θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο εφαρμογής περισσότερο δεσμευτικό από το υφιστάμενο αλλά είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κάποιος υπέρ της αντίθετης κατεύθυνσης. Είναι προφανές ότι έχουν σημασία οι συγκεκριμένοι στόχοι που θα τεθούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη σύνταξη της «Σύμβασης Εταιρικής Σχέσης» και των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, καθώς και η πρόβλεψη κάποιων βαθμών ελευθερίας για έκτακτες συγκυρίες που μπορεί να εμποδίζουν τον προγραμματισμένο ρυθμό εφαρμογής των προγραμμάτων.

5. Επίλογος Όπως φαίνεται καθαρά από τα προηγούμενα, οι τελικές αποφάσεις για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) της περιόδου 2014-2020 και ειδικότερα για τη νέα Πολιτική Συνοχής θα παίξουν τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωση των πολιτικών για την περιφερειακή ανάπτυξη στην ΕΕ. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι ενισχύσεις των διαρθρωτικών ταμείων ίσως να είναι οι μόνες ενισχύσεις που θα λάβουν οι περιφέρειες, αφού το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων φαίνεται να παραμένει «παγωμένο» για τα επόμενα χρόνια. Το άρθρο παρουσίασε τις κυρίαρχες προτάσεις και αποφάσεις για το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο των νέων ενισχύσεων σε περιφερειακό και τομεακό επίπεδο, οι οποίες φαίνεται να αλλάζουν ουσιαστικά το τοπίο της περιφερειακής ανάπτυξης και προσπαθειών σύγκλισης, τουλάχιστον όπως το γνωρίζαμε έως σήμερα. Οι κυριότερες προτάσεις για τη νέα προγραμματική περίοδο αφορούν τη νέα ταξινόμηση των περιφερειών, τη μείωση του προϋπολο-

γισμού για την Πολιτική Συνοχής, την περαιτέρω ενίσχυση του ΕΚΤ έναντι του ΕΤΠΑ, τον περιορισμό του θεματικού εύρους των συγχρηματοδοτούμενων παρεμβάσεων και την άμεση σύνδεσή τους με την στρατηγική «Ευρώπη 2020», την εισαγωγή αιρεσιμοτήτων, όπου επιχειρείται η σύνδεση της Πολιτικής Συνοχής με την μακροοικονομική κατάσταση κάθε κράτους-μέλους και τη διεύρυνση της χρήσης των χρηματοδοτικών εργαλείων (Jeremie, Jessica). Τα παραπάνω υποστηρίζονται σθεναρά από τα λεγόμενα «παλαιά» κράτη-μέλη, τα οποία εμμένουν σε μια πιο «σφιχτή» Πολιτική Συνοχής και των οποίων οι προτεραιότητες βρίσκονται πιο κοντά στην «Ευρώπη 2020». Για παράδειγμα, η Σουηδία προέβαλε ως εθνική προτεραιότητα την ισορροπία των φύλων (gender balance), ενώ μαζί με την Φινλανδία υποστήριξαν την αύξηση της χρηματοδότησης για τις απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιφέρειες. Ακόμη, το Βέλγιο και η Αυστρία έθεσαν ως προτεραιότητά τους την αειφορική διαχείριση του αστικού περιβάλλοντος (Council of the EU-General Affairs 2011). Μέσα σε αυτό το νέο τοπίο συνυπάρχουν προτάσεις οι οποίες δημιουργούν αβεβαιότητα για το κατά πόσο μπορούν οι λιγότερο ανεπτυγμένες και πιο αδύναμες περιφέρειες της ΕΕ να ακολουθήσουν ταχείες αναπτυξιακές τροχιές. Αν και αναγνωρίζεται, μέσα από το ιδεολογικό κέλυφος της «κατά τόπους» προσέγγισης, η ανάγκη οι πολιτικές για την συνοχή να έχουν εδαφικό χαρακτήρα, τελικά η «χωρικότητα» των λύσεων απουσιάζει από τις προτάσεις για την Πολιτική Συνοχής. Δεδομένου ότι η κατά τόπους προσέγγιση νοείται, ως η από τα κάτω (bottom up) παραγωγή πολιτικών που θα βοηθήσουν τις (φτωχότερες) περιφέρειες να ενεργοποιήσουν τις όποιες λανθάνουσες δυναμικές τους και να προχωρήσουν ταχύτερα στην περιφερειακή σύγκλιση, θα περίμενε κανείς οι προτάσεις για τη νέα Πολιτική Συνοχής α) να διέπονται από ευελιξία ως προς τις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων για τις τροχιές ανάπτυξης που μπορεί να ακολουθήσει μια περιφέρεια, β) να αναγνωρίζουν την περιπλοκότητα και την πολλαπλότητα των αναγκών τις κάθε περιφέρειας και γ) να προκρίνουν την ετερογένεια και την ενσωμάτωση των απόψεων στην σύνθεση των επενδυτικών προτεραιοτήτων. Αντί αυτών, οι προτάσεις για την Πολιτική Συνοχής εμφανίζουν σχετική ακαμψία, η οποία φαίνεται κατά κύριο λόγο στον δεσμευτικό χαρακτήρα των θεματικών προτεραιοτήτων που παρουσιάστηκαν πιο πάνω και ο οποίος αποκλείει την ενίσχυση περιφερειών από συγκεκριμένες δράσεις (πχ. βασικές

151


009:Layout 1

152

5/13/13

1:37 PM

Page 152

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

υποδομές-μεταφορές). Έτσι, πέρα των παραδοσιακών ιεραρχιών μεταξύ των κρατών-μελών, μερικές νέες περιφερειακές ιεραρχίες αρχίζουν να διαμορφώνονται ή να ενισχύονται. Πόλεις ή μεγα-περιφέρειες (mega-regions) (Λονδίνο, Παρίσι, Φρανκφούρτη, Ρώμη) που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, βρίσκουν τις θεματικές προτεραιότητες πολύ κοντά στις ιδιαίτερες αναπτυξιακές ανάγκες τους (πχ. δράσεις του Κοινωνικού Ταμείου, δράσεις για αστική ανάπτυξη, εξοικονόμηση και καλύτερη χρήση της ενέργειας κ.λπ.), ενώ κάποιες άλλες περιφέρειες που έχουν ανάγκη από περισσότερα έργα υποδομών (πχ μεταφορές και δίκτυα), αυτά φαίνεται να μην βρίσκονται μέσα στις προτεραιότητες της Πολιτικής Συνοχής για την περίοδο 2014-2020. Ακόμη, τα διαφορετικά συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης και ο βαθμός αποκέντρωσης των εξουσιών σε τοπικό επίπεδο των 27 κρατών-μελών δεν διαμορφώνουν μια ισότιμη βάση και αφετηρία για την αποτελεσματική λειτουργία μιας κατά τόπους προσέγγισης. Για παράδειγμα, οι Stahlecker και Koschatzky (2010) επισημαίνουν σε μελέτη τους ότι η Γερμανία (και η ομοσπονδιακή δομή της) βρίσκεται ήδη ένα βήμα μπροστά στην επιτυχή εισαγωγή του «κατά τόπους» μοντέλου πολιτικής αφού έχει ήδη διαμορφώσει την περιφερειακή πολιτικής της μέσω του συντονισμού των διαφόρων επιπέδων της δημόσιας διοίκησης, όπου οι επενδυτικές προτεραιότητες καθορίζονται μέσα από ένα είδος κοινής ευθύνης μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των ομοσπονδιακών κρατιδίων, τα οποία είναι υπεύθυνα για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των δράσεων σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε κρατιδίου. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι μέσω της κατά τόπους προσέγγισης δεν αναγνωρίζεται η χωρικότητα των προβλημάτων που γεννούν την άνιση-κατά τόπους-ανάπτυξη. Διάφορα θέματα που άπτονται εδαφικών πολιτικών, όπως η προσβασιμότητα (accessibility), οι χωρικές δυνατότητες (territorial capacities and assets), τα δίκτυα πόλεων-περιφερειών κ.λπ., τα οποία έχουν αναλυθεί μέσα από τις προσπάθειες του ESPON, δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει την αναπτυξιακή ατζέντα της περιφερειακής πολιτικής. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των προτάσεων της Επιτροπής, απορρέει κυρίως από την «ανάγκη» για ενιαίο συντονισμό και παρακολούθηση των αναπτυξιακών δράσεων της ΕΕ, η οποία ανάγκη, με τη σειρά της, προβάλλεται ως μια απάντηση στην «ετερογονία» των σκοπών (Μητσός 2012) της Πολιτικής Συνοχής, καθώς στην ΕΕ των 27 συμπλέουν διαφορετικές

πολιτικές και στόχοι (οικονομική ανάπτυξη, σταθερότητα, έξοδος από την κρίση, δημοσιονομικά προβλήματα κλπ), που πολλές φορές δεν μπορούν να συνυπάρξουν ή μπορούν και να αλληλοεξουδετερώνονται. Στο τέλος των διαπραγματεύσεων για την Πολιτική Συνοχής (λίγο πριν το τέλος του 2013) θα μπορούμε να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα για την μελλοντική περιφερειακή πολιτική της ΕΕ, τις νέες ιεραρχίες που αναπτύσσονται αλλά και για την θέση των ελληνικών περιφερειών μέσα σε αυτές. Μέχρι τότε, η διαδικασία των διαπραγματεύσεων αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών για το συσχετισμό δυνάμεων στην ΕΕ και τη μελλοντική περιφερειακή πολιτική.

Σημειώσεις 3 Οι συγγραφείς επωφελήθηκαν μέσω της συμμετοχής τους στην ερευνητική ομάδα του ΕΛΙΑΜΕΠ για τη μελέτη «Αξιολόγηση των επιδράσεων στην πορεία της ελληνικής οικονομίας των πολιτικών που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Μέρος 2ο: Οι Προτάσεις για την Προγραμματική Περίοδο 2014-2020». 4 Αναλυτική παρουσίαση των θέσεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και της διαδικασίας διαπραγμάτευσης στο http://www.consilium. europa.eu/special-reports/mff. 5 Για παλαιότερες θεωρήσεις της κατά τόπους προσέγγισης, βλ. Winnick 1966, Bolton 1992. 6 Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που πλέον, όπως παρουσιάζεται παρακάτω, η ΕΕ μιλά για «λιγότερο ανεπτυγμένες» περιφέρειες και όχι περιφέρειες «σύγκλισης». 7 Σύμφωνα με το άρθρο 312 (2) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ. 8 Η σύγκριση των περιφερειών σε μετάβαση γίνεται με το άθροισμα των περιφερειών σταδιακής εισόδου και εξόδου της προηγούμενης περιόδου. 9 Αν και η κατά κεφαλή δαπάνη δεν αντανακλά τις πραγματικές κατά κεφαλή ενισχύσεις που μια περιφέρεια και εν συνεχεία το κράτος-μέλος λαμβάνει, γιατί χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι υπολογισμού των πραγματικών ενισχύσεων (Berlin Formula κ.λπ.), χρησιμοποιείται εδώ ως ένα ενδεικτικό μέσο για να δούμε την τάση των αλλαγών στις κατανομές για την περιφερειακή πολιτική. 10 Αυτό προκύπτει επειδή, παρά την αύξηση των κονδυλίων για τις περιφέρειες μετάβασης από 25,3 δις. ευρώ σε 31,7 δις, ευρώ, ο πληθυσμός των περιφερειών αυτών υπερδιπλασιάστηκε. 11 Ήδη οι συζητήσεις που γίνονται στο επίπεδο του Συμβουλίου έχουν οδηγήσει σε τροποποίηση (επί το ελαστικότερο) της «υποχρεωτικής» συμμετοχής του ΕΚΤ. Προς το παρόν φαίνεται πως αντικαθίσταται από την υποχρεωτική δέσμευση πόρων για τις 3 θεματικές προτεραιότητες (που αφορούν κυρίως - αλλά όχι μόνον- το ΕΚΤ) σε ποσοστά ελαφρώς μικρότερα των αρχικά προβλεπομένων ανά κατηγορία περιφέρειας. 12 Για τις μεθόδους υπολογισμού των ενισχύσεων τις κάθε κατηγορίας περιφέρειας βλέπε Συμβούλιο της EE 2012 13 Ρήτρα επανεξέτασης των στατιστικών στοιχείων επιλεξιμότητας: το 2016 η Επιτροπή θα επανεξετάσει όλα τα συνολικά κονδύ-


009:Layout 1

5/13/13

1:37 PM

Page 153

ΑΡΤΕΜΗΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

λια στη βάση μιας σύγκρισης των στατιστικών στοιχείων του 2012 και των ετών 2014-15 για το ΑΕΠ. Σε περίπτωση που υπάρξει σωρευτική παρέκκλιση άνω του +/- 5% τότε θα αναπροσαρμόσει όλα τα κονδύλια, με ανώτατο ποσό αναπροσαρμογής τα 4 δις. ευρώ. Η όποια αναπροσαρμογή θα κατανεμηθεί σε ίσα μερίδια στα έτη 2017-2020. Η εκτίμηση για την πιθανή πρόσθετη ενίσχυση των 2 δισ, ευρώ για την Ελλάδα γίνεται με βάση τις τρέχουσες αλλά και εκτιμώμενες οικονομικές συνθήκες για την επόμενη διετία. 14 «Τα επιλέξιμα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής κράτη μέλη το 2013, αλλά με κατά κεφαλήν ονομαστικό ΑΕΕ που υπερβαίνει το 90% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΕ της ΕΕ-27, όπως υπολογίζεται βάσει του πρώτου εδαφίου, λαμβάνουν υποστήριξη από το Ταμείο Συνοχής σε μεταβατική και ειδική βάση» (SEC (2011), 1142, final, σελ. 92). 15 Council of the EU, 11027/12 ADD 1 REV 2, 26 June 2012. 16 Οι στόχοι αυτοί αναφέρονται στο Άρθρο 9 της πρότασης της Επιτροπής για τον Οριζόντιο κανονισμό των Δ. Ταμείων COM (2011) 615 final. Για ποιο αναλυτική περιγραφή του κάθε στόχου βλέπε COM (2011b) 500 final. 17 Στις συζητήσεις στο Συμβούλιο, εισήχθη μια σχετική ευελιξία στην εφαρμογή των ποσοστώσεων αυτών, με τη δυνατότητα παρέκκλισης για μεμονωμένες περιφέρειες, υπό τον όρο ότι αυτές θα αντισταθμίζονται με μεγαλύτερα ποσοστά σε άλλες περιφέρειες, ούτως ώστε να τηρούνται τα ποσοστά αυτά σε εθνικό επίπεδο (βλ. υποσημείωση 9). 18 Η υποχρέωση αυτή είναι γνωστή με τον αγγλικό όρο earmarking. 19 Μετάβασης 60%: αναφέρεται στις περιφέρειες Κρήτης, Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων και Βορείου Αιγαίου, δηλαδή σε αυτές που εφαρμόζεται ο κανόνας του 60% της προηγούμενης (2007-2013) χρηματοδότησης. Ο διαχωρισμός γίνεται γιατί κατ’ εξαίρεση αυτές οι περιφέρειες εφαρμόζουν διαφορετικές ποσοστώσεις στο ΕΤΠΑ από τις υπόλοιπες περιφέρειες μετάβασης. 20 Μετάβασης: αναφέρεται στις υπόλοιπες περιφέρειες μετάβασης, Στερεάς Ελλάδας και Δυτικής Μακεδονίας, οι οποίες ακολουθούν τις ποσοστώσεις στο ΕΤΠΑ των περισσότερο ανεπτυγμένων περιφερειών. 21 Ο πίνακας βασίζεται στις προτάσεις της Επιτροπής λαμβάνοντας υπόψη κάποιες από τις μεταβολές που έχουν επέλθει κατά τις συζητήσεις στο Συμβούλιο. 22 Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις για τις δύο μορφές αιρεσιμότητας αφορούν και τα πέντε Ταμεία (ΕΤΠΑ, ΕΚΤ, Συνοχής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Αλιείας). 23 Κανονισμός (EC) 332/2002. 24 Παράγραφος 4 του Άρθρου 21 της πρότασης της Επιτροπής (COM (2011) 615 final. 25 Παράγραφος 6 του Άρθρου 21 της πρότασης της Επιτροπής (COM (2011) 615 final. 26 Άρθρα 28-31 της Πρότασης για τον Κανονισμό των Διαρθρωτικών Ταμείων COM (2011) 615 final. 27 Βλέπε http://ec.europa.eu/regional_policy/sources/docgener/ informat/2014/community_en.pdf.

Βιβλιογραφία Bachtler, J. (2010), «Place based policy and regional development in Europe», Horizons 10(44): 54-58. Barca, F. (2009), An Agenda for a Reformed Cohesion Policy: A place-based approach to meeting European Union challenges and expectations, Βρυξέλλες. Barca, F., McCann, P. και Rodriguez-Pose, A. (2012), «The case for regional development intervention: place based versus place neutral approaches», Journal of Regional Science 52: 134152. Bolton, R. (1992), «Place prosperity Vs people prosperity revisited an old issue with a new angle», Urban Studies 29(2), 185-203. Council of the European Union-General Affairs meeting (2011), Cohesion Policy post 2013, 16.12.2011. Council of the European Union-Presidency Note, 11027/12 ADD 1 REV 2, Cohesion Policy legislative package-Presidency compromise on thematic concentration, 26/6/2012, Βρυξέλλες. Council of the European Union-Presidency Note, 11027/12 ADD 4 REV 1, Cohesion Policy legislative package - Presidency compromise on thematic performance, 20/6/2012, Βρυξέλλες. Council of the European Union-Press release 11221/12 Presse 262, Council agrees on further elements of new EU cohesion policy, 26/6/2012, Λουξεμβούργο. European Commission SEC (2008), Regions 2020: An Assessment of Future Challenges for EU Regions, Βρυξέλλες. European Commission, COM (2011) 615 final, «Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council laying down common provisions on the ERDF, the ESF, the Cohesion Fund, the EAFRD, and the EMFF covered by the Common Strategic Framework and laying down general provisions on the ERDF, the ESF and the Cohesion Fund and repealing Regulation (EC) 1083/2006», EC: Βρυξέλλες. European Commission, COM(2011β) 500 final, «A Budget For Europe 2020 (2011)- Part II - Policy Fiches», Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, EC: Βρυξέλλες. European Commission, SEC (2011) 868 final, Staff Working Paper (2011), «A Budget for Europe 2020: the current system of funding, the challenges ahead, the results of stakeholders consultation and different options on the main horizontal and sectoral issues», EC: Βρυξέλλες. European Commission-COM (2011α) 500 final, «A Budget For Europe 2020 (2011)- Part I», Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, EC: Βρυξέλλες. Hadjimichalis, C. (2011) “Uneven geographical development and socio-spatial justice and solidarity: European regions after the 2009 financial crisis”, European Urban and Regional Studies 48(3): 254-274 Mendez, C. (2011), «EU Cohesion Policy and Europe 2020: Between place-based and people-based prosperity», Paper for presentation at the RSA Cohesion policy network conference, 29-30 November 2011, Βιέννη. OECD (2009) Regions Matter. Economic recovery, innovation and sustainable growth, Παρίσι: OECD.

153


009:Layout 1

154

5/13/13

1:37 PM

Page 154

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 140-154

Stahlecker, T. και Koschatzky, K. (2010), «Cohesion policy in the light of place based innovation support: New approaches in multi-actors, decentralized regional settings with bottom-up strategies?», Working Papers Firms and Region, No R1/2010, Fraunhofer ISI: Karlsruhe. Swedish Presidency (2009), «Make use of the territorial potential!», Swedish EU Presidency Conference, Kiruna. Winnick, L. (1966), «Place Prosperity vs. People Prosperity: Welfare Considerations in the Geography of Economic Activity», στο Essays in Urban Land Economics, Λος Άντζελες: Real Estate Program, UCLA. ΕΣΠΑ (2007), Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007-2013, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM (2012) 388 τελικό, Τροποποιημένη πρόταση «Κανονισμός του Συμβουλίου για τον καθορισµό του πολυετούς δηµοσιονοµικού πλαισίου για την περίοδο 20142020», 6/7/2012, Ε.Ε., Βρυξέλλες.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, EUCO 37/13 (2013), Συμπεράσματα, Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014-2020, 8/2/2013, Ε.Ε., Βρυξέλλες. Μητσός, Α. (2012), «Ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός ως η Ευρωπαϊκή απάντηση στην πρόκληση της ανάπτυξης ή απλό εργαλείο αναδιανομής; Το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο και η θέση της Ελλάδας σε αυτό», στο Aξιολόγηση των επιδράσεων στην πορεία της ελληνικής οικονομίας των πολιτικών που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, Μέρος 2ο, ΕΛΙΑΜΕΠ-ΤτΕ διαθέσιμο και στο h t t p : / / w w w. e l i a m e p . g r / w p - c o n t e n t / u p l o a d s / 2 0 1 2 /10/ΜΕΛΕΤΗ-ΕΛΙΑΜΕΠ-Β-ΜΕΡΟΣ1.pdf. Μούσης, Ν. (2011), Ευρωπαϊκή Ένωση: Δίκαιο, Οικονομία, Πολιτική, Αθήνα: Παπαζήσης. Συμβούλιο της Ε.Ε (2012), 9772/12, Σημείωμα της Προεδρίας Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, 14/5/2012, Βρυξέλλες. Συμβούλιο της ΕΕ (2012), 11539/12, Σημείωμα της Προεδρίας: ΠΔΠ 2014-2020-Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, 19/6/2012, Βρυξέλλες, διαθέσιμο και στο www.register.consilium.europa.eu/ pdf/el/12/st11/st11539.el12.pdf.


010:Layout 1

5/13/13

1:38 PM

Page 155

ΧΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΣ

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ

Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

-

Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

«ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ»: ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΣΥΡΟΣ 2012 Χάρης Κωνσταντάτος1

1 Υποψήφιος διδάκτωρ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, h_konstantatos@yahoo.gr.

Στις αρχές του Σεπτέμβρη 2012, πραγματοποιήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, στην αίθουσα των φιλόξενων Γενικών Αρχείων του Κράτους, η τετραήμερη διεθνής γεωγραφική συνάντηση των «Σεμιναρίων του Αιγαίου». Πρόκειται για τη δέκατη διοργάνωση στη σειρά των πολύ ιδιαίτερων διεθνών ερευνητικών σεμιναρίων για θέματα χώρου που περίπου κάθε τρία χρόνια από το 1983 λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικά ελληνικά νησιά. Στα «Σεμινάρια» συμμετέχουν έμπειροι και νεότεροι ερευνητές που προσεγγίζουν τα ζητήματα του χώρου από ριζοσπαστικές και κριτικές θεωρητικές και μεθοδολογικές σκοπιές. Οι συζητήσεις χαρακτηρίζονται από τον μηεπίσημο και ζωντανό τρόπο διεξαγωγής τους, καθώς όσοι/ες μετέχουν μοιράζονται σε μεγάλο βαθμό κοινές ανησυχίες και επιστημονικούς και κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς. Παράλληλα, η άτυπη συνεύρεση σε κοινές δραστηριότητες μετά τις –αποκλειστικά πρωινές– συνεδριάσεις συμβάλλει επίσης πολύ στη δημιουργία ενός γόνιμου κλίματος

ανταλλαγής απόψεων και διαλόγου μεταξύ των συμμετεχόντων. Τα «Σεμινάρια του Αιγαίου» δεν έχουν ολοήμερες και παράλληλες συνεδριάσεις, ούτε «κεντρικές» ομιλίες, προβάλλοντας στην πράξη ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής γνώσης από την ιεραρχημένη «εντατικοποίηση» του επιστημονικού διαλόγου και της ακαδημαϊκής διαδικασίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σε μεγάλο βαθμό, τα «Σεμινάρια» είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, αφού οι μετέχοντες/ουσες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη αξία στην περίπτωση προσκεκλημένων από το εξωτερικό: η παρουσία πολλών γνώριμων αλλά και νεότερων ερευνητών στα φετινά «Σεμινάρια» αποτέλεσε και μια έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης και σύσφιξης των ανθρώπινων και επιστημονικών δεσμών, σε μια χώρα που βρίσκεται σήμερα στη μέγγενη του νεοφιλελεύθερου πειραματισμού. Στα φετινά «Σεμινάρια» συμμετείχαν συνολικά περίπου πενήντα ερευνητές/τριες από 8 χώρες, ενώ παρουσιάστηκαν είκοσι τρεις ερευνητικές εργασίες. Οι συζητήσεις στα οκτώ στρογγυλά τραπέζια προσέγγισαν από διαφορετικές θεματικές οπτικές τα ζητήματα της πολυδιάστατης και μακροχρόνιας καπιταλιστικής κρίσης και του χώρου – ιδιαίτερα των εμπειριών και πρακτικών που αναδύονται στο σημερινό πλαίσιο στις κοινωνίες που πλήττονται βαρύτερα στον παγκόσμιο και, ιδιαίτερα, Ευρωπαϊκό Νότο.

155


010:Layout 1

156

5/13/13

1:38 PM

Page 156

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 155-158

Στην εναρκτήρια συνεδρίαση («Κοινωνικο-χωρικοί μετασχηματισμοί στη Νότια Ευρώπη»), ο Edward Soja μίλησε για την έννοια και τις διαφορετικές σημασιοδοτήσεις της χωρικής δικαιοσύνης, την άμεση επικαιρότητα της έννοιας και τον ενοποιητικό ρόλο που μπορεί να παίξει μεταξύ κινημάτων και διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων. Τα κύρια ερωτήματα που έθεσε ο Soja αφορούν τους τρόπους επιδίωξης χωρικής δικαιοσύνης: οι δομικές αναπτυξιακές ανισότητες στην Ευρωζώνη και γενικότερα στο υπερεθνικό επίπεδο, οι δυνατότητες σύμπτυξης ευρειών συμμαχιών «ριζοσπαστικά» σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού – ιδιαίτερα στο επίπεδο των πόλεων και περιφερειών. Ακολούθως, οι Vicente Granados και Arantxa Rodriguez επικέντρωσαν στις διαφορετικές χωρικές αποκρίσεις στην κρίση στο αποκεντρωμένο Ισπανικό κράτος, εστιάζοντας στις περιπτώσεις της Ανδαλουσίας και της Χώρας των Βάσκων. Αφού παρουσίασαν εμπειρικά δεδομένα για το οικονομικό και πολιτικό υπόβαθρο και τις πρόσφατες εξελίξεις στις δυο αυτές περιφέρειες, εξέτασαν την επίδραση των «σχεδίων διάσωσης» στη συγκρότηση των λαϊκών και θεσμικών απαντήσεων στην κρίση και έθεσαν το ερώτημα αν

εισερχόμαστε σε μια κοινωνικοπολιτικά «μετα-φιλελεύθερη» περίοδο. Ο Enzo Mingione περιέγραψε την κρίση του τοπικού κοινωνικού κράτους, επικεντρώνοντας στην Ιταλία. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά και σημερινές μεταλλαγές, τους κινδύνους και νέες ανάγκες προνοιακής πολιτικής που δημιουργούνται. Ο Mingione αναλύει το τοπικό κράτος πρόνοιας στο σημερινό πλαίσιο των περικοπών και της απορύθμισης και θέτει το ερώτημα: μια νέα, πιο τοπική, μορφή παροχής πρόνοιας είναι σήμερα συμβατότερη με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό ή οι κοινωνικές εντάσεις θα οδηγήσουν, μέσα από διαδοχικά σοκ, σε μια «νέα κοινωνική κατάσταση»; Στο επόμενο στρογγυλό τραπέζι («Θεωρίες περιφερειακής ανάπτυξης υπό επανεξέταση»), η Dianne Perrons υποστήριξε ότι η σημερινή καπιταλιστική κρίση στον παγκόσμιο Βορρά και οι ογκούμενες ανισότητες ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους ανοίγουν το πεδίο της αναζήτησης εναλλακτικών τρόπων ανάπτυξης που να βασίζονται σε μια άλλη σχέση οικονομίας και κοινωνίας. Πρότεινε περισσότερο περιεκτικές και βιώσιμες προσεγγίσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη βασισμένες στην έν-

νοια των ανθρώπινων δυνατοτήτων – και όχι στενά στο εισόδημα ή το ΑΕΠ– για τον υπολογισμό της ευημερίας. Στην εισήγησή τους, οι Κωστής Χατζημιχάλης και Ray Hudson έθεσαν το ζήτημα πώς οι κυρίαρχες κατευθύνσεις στη θεωρία και τις πολιτικές της περιφερειακής ανάπτυξης (προσεγγίσεις της «Νέας Οικονομικής Γεωγραφίας» και «Νέας Περιφερειακότητας»), πριν και στη διάρκεια της κρίσης, αποδείχθηκαν συμβατές και υποστηρικτικές του νεοφιλελευθερισμού και επέτυχαν να κατανοήσουν τις πολυεπίπεδες γεωγραφικές αιτίες της. Υποστήριξαν ότι η σημερινή κρίση των κυρίαρχων υποδειγμάτων αναδεικνύει την ανάγκη επαναπολιτικοποίησης της σκέψης και δράσης για τις πόλεις και τις περιφέρειες, που να βασίζεται στην εμπειρία των τοπικών λαϊκών κινητοποιήσεων. Την επόμενη ημέρα των «Σεμιναρίων», η συνεδρίαση με θέμα «Γη και στέγαση στο καθεστώς της λιτότητας» ξεκίνησε με παρουσίαση των Michael Edwards και Παύλου-Μαρίνου Δελλαδέτσιμα. Οι εισηγητές εστίασαν στο ζήτημα της σχέσης της γαιοπροσόδου και, γενικότερα, του νεοφιλελεύθερου τρόπου λειτουργίας της κτηματαγοράς στην ΕΕ, τις ογκούμενες περιφερειακές ανισότητες και την υποβάθμιση της εργασίας και της παραγωγικής επένδυσης. Εξετάζοντας διαφορετικά παραδείγματα από χώρες της Ευρώπης, πρότειναν μηχανισμούς κοινωνικής επανάκτησης των κερδών από τη γη όπως ο έλεγχος των ενοικίων, η φορολόγηση της περιουσίας, η θέσπιση δικαιωμάτων προτίμησης προς όφελος της κοινωνίας στις περιπτώσεις αστικών αναπλάσεων, κ.ά. Η Έλενα Πατατούκα εστίασε στις στεγαστικές δυναμικές στην Αθήνα και τους μετασχηματισμούς στην αγορά γης εξαιτίας της κρίσης και εξέτασε στις σημερινές τάσεις στην κτηματαγορά, τις δυναμικές επένδυσης/αποεπένδυσης – που λειτουργούν συχνά παράλληλα σε ίδιες περιοχές, τις προοπτικές (ή μη) μονοπωλιακής συγκέντρω-


010:Layout 1

5/13/13

1:38 PM

Page 157

ΧΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΣ

σης ιδιοκτησίας γης στην ελληνική πόλη, με την ιστορικά μικρή και πολυδιασπασμένη ιδιοκτησία να αποτελεί ταυτόχρονα «πρόβλημα» και μοχλό αντίστασης στη σημερινή συγκυρία. Αντλώντας επίσης υλικό από έρευνα στην Αθήνα, οι Δημήτρης Μπαλαμπανίδης και Ίρις Πολύζου μελέτησαν τις επιλογές μεταναστών όσον αφορά τη στέγαση και τις εμπορικές δραστηριότητες και υποστήριξαν ότι, αντίθετα με την κυρίαρχη απεικόνιση της μετανάστευσης ως αιτία των φαινομένων αστικής παρακμής και αποδιάρθρωσης, οι δραστηριότητες των μεταναστών αποτελούν σημαντικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής στην πόλη. Στην παρουσίασή της, η Δήμητρα Σιατίτσα εντόπισε την εμφάνιση και κεντρικότητα του ζητήματος της κατοικίας στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων» και των «πλατειών» στις ΗΠΑ, την Ισπανία και την Ελλάδα. Υποστήριξε ότι το στεγαστικό ζήτημα είναι προνομιακό για την σύνδεση με τους τοπικούς αγώνες, την κατανόηση των παραμέτρων της κρίσης και την ανάπτυξη νέων συλλογικών αιτημάτων και πρακτικών για το δικαίωμα στην κατοικία. Η συνεδρία των «Σεμιναρίων» με θέμα «Τοπικές, “από τα κάτω” οπτικές» ξεκίνησε με παρουσίαση των Rosa Cerarols, Fabia Diaz, Maria Dolors Garcia Ramon και Toni Luna, που ξεκινώντας από μια ιστορική ανάλυση των στεγαστικών συστημάτων στη μεταπολεμική Ισπανία παρουσίασαν αποτελέσματα έρευνάς τους σε γειτονιές της μητροπολιτικής Βαρκελώνης και εξέτασαν τα κρισιακά φαινόμενα που εκδηλώνονται και τις αντίστοιχες κοινωνικές χωροχρονικές στρατηγικές ζωής που αναπτύσσονται σε επίπεδο γειτονιάς. Η Ευαγγελία Αθανασίου αναφέρθηκε στο αποτύπωμα της κρίσης και των αλλαγών στην καθημερινή ζωή πάνω στον δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης. Τόνισε ότι τα κινήματα και οι στρατηγικές που απαντούν στην κρίση

του δημόσιου χώρου διαφέρουν όσον αφορά την θεματολογία, την ιδεολογία και τους δρώντες και εικονογράφησε τη γεωγραφία των αποκρίσεων στην κρίση αντιπαραβάλλοντας παραδείγματα πρόσφατων επίσημων πολιτικών με κοινωνικές, συλλογικές δράσεις αστικής γεωργίας στην Θεσσαλονίκη. Στην παρουσίασή τους, η Φερενίκη Βαταβάλη και Μαρία Ζήφου αναφέρθηκαν στους μετασχηματισμούς του χωρικού σχεδιασμού τις δυο τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, με παράδειγμα την περίπτωση του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού. Υποστήριξαν ότι η διαδικασία απορύθμισης και επανα-ρύθμισης που επιβάλουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επανακαθορίζει τις σχέσεις μεταξύ δημόσιου και αγοράς, κεντρικής κυβέρνησης, αυτοδιοίκησης, ειδικών και πολιτών. Η παράκαμψη του θεσμοθετημένου σχεδιασμού και η συγκέντρωση εξουσίας επιδρούν στη μορφή και λειτουργία των πόλεων, παράγοντας νέες κοινωνικοχωρικές ανισότητες. Οι δυο συνεδρίες της τρίτης ημέρας των Σεμιναρίων ήταν αφιερωμένες σε εισηγήσεις και παρουσιάσεις που επικέντρωσαν στις έννοιες της βίας, του ελέγχου και του «Άλλου». Οι Lasse Koefoed και Kirsten Simonsen στη εισήγησή τους συνέδεσαν την «υποκει-

μενική βία» των δολοφονικών ρατσιστικών επιθέσεων στη Νορβηγία το 2011, με τη συμβολική βία του δημόσιου λόγου περί «οριενταλοποίησης» του σκανδιναβικού κράτους πρόνοιας και έναν αυξανόμενο –συστημικού χαρακτήρα– ξενοφοβικό λαϊκισμό. Οι συγγραφείς έθεσαν ερωτήματα για τη νέα μορφή «πολιτισμικής πολιτικής» στην Ευρώπη και την άνοδο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του φυλετισμού και του φόβου. Στην εισήγησή τους, οι Μαρία Καλαντζοπούλου, Πέννυ Κουτρολίκου και Όλγα Λαφαζάνη αναφέρθηκαν σε όψεις της «κρίσης» στην Αθήνα και τον «λόγο» των πολιτικών και πρακτικών σχετικά με τον «Άλλο». Επισήμαναν ότι στη σημερινή συγκυρία της κρίσης οι μετανάστες εμφανίζονται στον κυρίαρχο λόγο ως υπεύθυνοι για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής ιδιαίτερα στα κέντρα των πόλεων και στιγματίζονται ως «πρόβλημα». Οι συγγραφείς εξέτασαν τις διασυνδέσεις μεταξύ των πρακτικών λόγου και των πολιτικών για το κέντρο της Αθήνας και το πώς αυτές υλοποιούνται σε νομιμοποιημένες καθημερινές πρακτικές και θεσμικά μέτρα. Ακολούθως, ο Martin LembergPedersen παρουσίασε την έρευνά του για τον αυξανόμενο ρόλο και επιρροή

157


010:Layout 1

158

5/13/13

1:38 PM

Page 158

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 155-158

των ιδιωτικών εταιριών ασφάλειας στις ευρωπαϊκές συνοριακές περιοχές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η στροφή προς πολυεθνικές εταιρείες για την αγορά και λειτουργία προηγμένων τεχνολογιών ελέγχου των μεταναστευτικών ροών δεν πηγάζει μόνο από εθνικιστικά κίνητρα, αλλά εκπορεύεται συστηματικά από οικονομικά συμφέροντα για την εξεύρεση αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού. Οι τάσεις στρατικοποίησης του ελέγχου των συνόρων επιδεινώνουν την ανθρωπιστική κρίση των προσφύγων, το δημοκρατικό έλλειμμα και τα φαινόμενα διαφθοράς. Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας, οι Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος και Λουκία-Μαρία Φατσέα αναφέρθηκαν στην δύσκολη –μεταξύ ασφάλειας και ενσωμάτωσης– θέση των μεταναστών στην Ελλάδα της κρίσης. Οι συγγραφείς αποτιμούν ότι στη σημερινή συγκυρία, δυσχεραίνεται η νομιμοποίηση και η ενδυνάμωση των μεταναστευτικών κοινωνικών δρώντων, τα αισθήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας αυξάνονται, η ανεργία και η άτυπη απασχόληση αποκτούν και άνισα φυλετικά χαρακτηριστικά. Στη ίδια θεματολογία, ο Θωμάς Μαλούτας εστίασε στην κυρίαρχη εικόνα του «μετανάστη-εισβολέα» που χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει μια συστηματική εκστρατεία «ανακατάληψης» των πόλεων και «επανεφεύρεσης» του χαρακτήρα τους. Ωστόσο, τα πραγματικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την εικόνα του «μετανάστη-εισβολέα» και –σε κάθε περίπτωση– αποδεικνύουν ότι η παρουσία των μεταναστών στην αγορά εργασίας και κατοικίας επιδεινώθηκε από κάθε άποψη την περίοδο της σημερινής κρίσης. Τα θέματα των συζητήσεων την τελευταία ημέρα των «Σεμιναρίων» αφορούσαν τον δημόσιο χώρο, τις κοινωνικές αντιστάσεις, τις αυξανόμενες ταξικές πολώσεις. Στην παρουσίασή του, ο Robin Dunford ανέλυσε τα κινήματα των πλατειών όπως το «Occupy» στο Λονδίνο μέσα από το πρίσμα της αναρ-

χικής πολιτικής θεωρίας και πρακτικής. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, παρόμοια κινήματα και οι μορφές οργάνωσης που υιοθετούν αναδεικνύουν το ρόλο των πρακτικών «μέσα και ενάντια» στο κράτος και παρέχουν χώρους πολιτικής δραστηριότητας και αντίστασης σε νέους συλλογικούς δρώντες. Οι Γεωργία Αλεξανδρή και Βενετία Χατζή παρουσίασαν ορισμένες πρόσφατα εμφανισμένες μορφές διαμαρτυρίας σε σχέση με την επιβολή του οριζόντιου «χαρατσιού» στα ηλεκτροδοτούμενα νοικοκυριά. Συζήτησαν τις από τα κάτω, τοπικού χαρακτήρα αντιστάσεις στη συγκεκριμένη έμμεση φορολόγηση της κατοικίας, την εμπλοκή διαφορετικών δρώντων και το ρόλο των δημόσιων χώρων της πόλης για την ανάπτυξη δράσεων κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην εισήγησή του, ο Andrew Sayer επιχειρηματολόγησε γιατί «δεν μπορούμε να αντέξουμε τους πλούσιους»! Ο συγγραφέας συσχέτισε τη σημερινή κρίση με την «κυριαρχία των πλουσίων» τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, κυριαρχία που βασίστηκε στην οικειοποίηση εισοδήματος μέσω των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών συσσώρευσης χρέους και της τοκογλυφίας. Στο νεοφιλελευθερισμό, ο δημόσιος τομέας, αντί να φορολογήσει τους πλούσιους, δανείζεται από αυτούς. Ο Sayer υπογράμμισε ότι χρειάζεται να υπάρξει κοινωνικός έλεγχος στη δημιουργία χρέους, μέσα από μέτρα όπως χαμηλά επιτόκια, παραγωγικές επενδύσεις και έλεγχοι στη συσσωρευμένη περιουσία. Τέλος, σε μια «εκτός προγράμματος» παρουσίαση, ο Enrico Pugliese επιχείρησε να αντιπαραβάλει την εμπειρία «εξόδου από την κρίση» της Αργεντινής την τελευταία δεκαετία με τις αντίστοιχες προοπτικές της Ελλάδας σήμερα. Για τον συγγραφέα, η «μετανεοφιλελεύθερη» αναπτυξιακή πολιτική κυβερνήσεων στην Αργεντινή και άλλες Λατινοαμερικάνικες χώρες ήταν αναπόσπαστη από παράλληλες κοινωνικές διαδικασίες, όπως οι πρακτικές εργατικής αυτοδιαχείρισης εγκαταλελειμμέ-

νων επιχειρήσεων και οι οργανώσεις γειτονιάς και κοινότητες αλληλεγγύης. Τα «Σεμινάρια του Αιγαίου»: μια αντισυμβατική διαδικασία παραγωγής γνώσης Στα φετινά σεμινάρια, δυο εισηγήσεις, αλλά και πολλές από τις παράπλευρες συζητήσεις που έλαβαν χώρα στις συνεδρίες και στον ελεύθερο χρόνο εστίασαν σε ζητήματα κριτικής των κυρίαρχων μηχανισμών παραγωγής ακαδημαϊκής γνώσης και των σημερινών προταγμάτων για την «απελευθέρωσή» της. Ο Lawrence D. Berg μίλησε για την κρίση της διανοητικής παραγωγής, με όρους «συσσώρευσης δια της υφαρπαγής» στον τομέα των ακαδημαϊκών περιοδικών. Η άνθηση των παραγωγών ακαδημαϊκού λόγου τα τελευταία χρόνια επερωτά το ρόλο των εκδοτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην επιστημονική διαδικασία που σταδιακά εμπορευματοποιείται και ιδιωτικοποιείται – όπως και τα πανεπιστήμια. Σήμερα που οι κυβερνήσεις, τα πανεπιστήμια και το κοινό που χρηματοδοτούν τα ακαδημαϊκά περιοδικά γίνονται πιο σκεπτικιστές σε σχέση με την αξία της «δημόσιας επιστήμης», οι επιστήμονες καλούνται να αγωνιστούν ενάντια στον αποκλεισμό των ίδιων και των πολιτών από τη γνώση που οι ίδιοι παράγουν. Τέλος, ο Olivier Thomas Kramsch στην εισήγησή του απέτισε έναν «φόρο τιμής» στη γενιά ριζοσπαστών γεωγράφων που συγκρότησε ιστορικά τα «Σεμινάρια του Αιγαίου» και πρότεινε να «κρατηθεί αναμμένο το φως» της κοινωνικής επιστημονικής ανάλυσης στην ακαδημαϊκή πράξη από μια νέα γενιά κριτικών ερευνητών και επιστημόνων. Παρόμοιες σκέψεις και προτεραιότητες κινητοποιούν και όσους και όσες συμμετείχαμε φέτος στην οργανωτική επιτροπή των «Σεμιναρίων του Αιγαίου» και αποτελούν κίνητρο για τη συνέχιση και εξέλιξη αυτού του εξαιρετικά ενδιαφέροντος, επιστημονικά και πολιτικά, εγχειρήματος.


011:Layout 1

5/13/13

1:38 PM

Page 159

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

«ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΜΠ, 7-9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013 Μαρία Καλαντζοπούλου1, Πέννυ Κουτρολίκου2, Δήμητρα Σιατίτσα3 (εκ μέρους της ομάδας encounter Athens4)

1 Μαρία Καλαντζοπούλου, πολιτικός μηχανικός, υποψήφια διδάκτορας ΕΜΠ. 2 Πέννυ Κουτρολίκου, αρχιτέκτων, διδάκτωρ πολεοδομίας UCL. 3 Δήμητρα Σιατίτσα, αρχιτέκτων, υποψήφια διδάκτορας ΕΜΠ. 4 encounterathens.wordpress.com, email: encounterathens.mail@gmail.com.

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007 στις ΗΠΑ και επεκτάθηκε στην Ευρώπη έγινε καταρχήν ιδιαίτερα αισθητή το 2010 στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου (και όχι μόνο) και κλιμακώνεται με ένταση που αγγίζει συχνά τα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης. Η κρίση καταγράφεται στη ραγδαία και πρωτοφανή αύξηση της ανεργίας, στην εντεινόμενη φτώχεια, στην κατάρρευση των όποιων κρατικών δομών πρόνοιας κ.ά. Αν και παρουσιάζεται ως κρίση χρέους, βιώνετε ως απόρροια μιας σειράς πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που επιβάλλονται «άνωθεν», τόσο από διεθνείς όσο και από τοπικούς «παίχτες», οι οποίες εγγράφονται σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο πολιτικό υπόδειγμα. Συνοδεύονται δε από όλο και περισσότερο αυταρχισμό, παραβιάζοντας συχνά βασικούς κανόνες δημοκρατίας, ή/και καταργώντας στοιχειώδη ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Σε αυτή τη συγκυρία, της αυξανόμενης φτώχειας και των εντεινόμενων ανισοτήτων, οι πόλεις συγκροτούν το θέατρο για την πιο οδυνηρή έκφραση της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα γίνονται κεντρικοί τόποι εκδήλωσης της δυσαρέσκειας, της συγκρότησης κοινωνικών αγώνων και συλλογικών πρωτοβουλιών αλληλεγγύης. Ως απάντηση στις πολλαπλές εκφάνσεις της κρίσης, ένα ευρύ

φάσμα αστικών κοινωνικών κινημάτων αναδύεται επιχειρώντας να εκφράσει τις πιεστικές ανάγκες ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, με αιτήματα και δράσεις που συχνά σχετίζονται με όλες τις κλίμακες λήψης αποφάσεων και εισάγουν νέους συλλογικούς τρόπους οργάνωσης της καθημερινής ζωής στην πόλη. Στο πλαίσιο αυτό, και παράλληλα με τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις που στοχοποιούν τους λαούς των νοτιοευρωπαϊκών χωρών, ανακύπτουν ερωτήματα για τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές σχετικά με τις εκφάνσεις και τα βιώματα αυτής της κρίσης, με τις υιοθετούμενες πολιτικές «ανάκαμψης», καθώς και με τις αντιδράσεις και τις διεκδικήσεις που συγκροτούνται σε τοπικό επίπεδο. Η ομάδα encounter Athens (σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Διακυβέρνησης και Δημόσιων Πολιτικών (IGOP) του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης και με χρηματοδότηση από το Antipode Foundation και την υποστήριξη του Τομέα Χωροταξίας και Πολεοδομίας του ΕΜΠ) διοργάνωσε ένα τριήμερο εργαστήριο στην Αθήνα (7-9 Φεβρουαρίου 2013) για να διερευνήσει τα ερωτήματα αυτά μαζί με ερευνητές και ακτιβιστές από πόλεις της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας. Με έμφαση στις εκφάνσεις της κρίσης στις πόλεις και τις διεκδικήσεις για «πιο δίκαιες πόλεις», το εργαστήριο οργανώθηκε σε τέσσερις θεματικές ενότητες που συ-

159


011:Layout 1

160

5/13/13

1:38 PM

Page 160

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 159-164

μπύκνωναν τα βασικά ζητήματα προς διερεύνηση: «Καθεστώτα κρίσης σε πόλεις της νότιας Ευρώπης», «Υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη», «Η κρίση της κατοικίας» και «Το τοπικό ως αναφορά για νέες κινητοποιήσεις, δίκτυα αλληλεγγύης και δράσεις». Στην πρώτη ενότητα επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί η έννοια του «καθεστώτος κρίσης» στις πόλεις της νότιας Ευρώπης μέσα από την περιγραφή των διαδικασιών που οδήγησαν στην «κρίση», των μέτρων και μεταρρυθμίσεων που φέρονται ως «θεραπεία» της κρίσης, και τον κεντρικό ρόλο του χώρου σ’ αυτήν. Τόσο από τις επιμέρους παρουσιάσεις, όσο και από τον σχολιασμό τους και την οργάνωσή τους σε ομοιότητες και διαφορές από τον Κωστή Χατζημιχάλη φάνηκε πως, παρά το γεγονός ότι οι μηχανισμοί που οδήγησαν στο αυξημένο χρέος στις τέσσερις χώρες του ευρωπαϊκού νότου δεν είναι ταυτόσημοι, αναδεικνύεται ως εν πολλοίς κοινή η στρατηγική επιβολής μιας ομογενοποιημένης αντίληψης για την κρίση που εντούτοις δεν υπερβαίνει σε καμία από τις τέσσερις περιπτώσεις τα εθνικά σύνορα. Αντίθετα από την κυρίαρχη διήγηση, η κρίση σε κάθε χώρα δεν είναι πρόβλημα μόνο εθνικό, πλήρως αποκομμένο από ευρύτερες ανακατανομές και αναδιαρθρώσεις του

διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα και της λειτουργίας του ευρώ. Εντούτοις, παρατηρεί κανείς πως η στρατηγική ή «θεραπεία» για την αντιμετώπιση είναι ταυτόσημη, ακολουθεί το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και υποβάλλεται ή επιβάλλεται με πανομοιότυπα ρητορικά σχήματα. Ανάλογα, αν και με διαφορετικές ταχύτητες, είναι και τα «συμπτώματα της κρίσης», τα οποία συνομολογήθηκε από τις τέσσερις εισηγήσεις πως βιώνονται ως συμπτώματα της «θεραπείας» μάλλον παρά αυτής καθαυτής της κρίσης (καλπάζουσα ανεργία, δραματική μείωση εισοδήματος, κατασχέσεις, αύξηση φορολογίας και στα χαμηλά εισοδήματα, ενισχυμένος ρόλος των τραπεζών στις πολιτικές αποφάσεις, έλλειμμα δημοκρατίας, κυριαρχία τεχνοκρατών, κλπ). Κοινά επίσης αναδεικνύονται ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων και των ελιγμών τους, τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού, η αποκατάσταση της επικυριαρχίας και η υποστήριξη των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων και των εθνικών ελίτ που σε γενικές γραμμές συναπαρτίζονται από κέντρα πολιτικής εξουσίας, ΜΜΕ, μεγάλο κεφάλαιο και τράπεζες και οι συστηματικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση εκτεταμένων ιδιωτικοποιή-

σεων των υπηρεσιών διασφάλισης δημόσιων αγαθών, καθώς και ευρύτερης συρρίκνωσης και παραίτησης του κράτους από τις αρμοδιότητές του ως μέρος της στρατηγικής για την εξοικονόμηση πόρων και την αντιμετώπιση του χρέους. Οι αυστηρά «θεματικές» ενότητες του εργαστηρίου εγκαινιάζονται ουσιαστικά με την δεύτερη ενότητα στην οποία παρουσιάστηκαν παραδείγματα υπερ-νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης από τη σκοπιά της φιλοσοφίας και της στρατηγικής προώθησης και επιβολής τους μέχρι τη σκοπιά των αντιστάσεων και των ευρύτερων μορφών διαπραγμάτευσης που αναπτύχθηκαν κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Μέσα από τα παραδείγματα, ιδιαίτερα αυτά που αφορούσαν μεγα-επενδύσεις, αναδείχθηκαν οι κοινές στρατηγικές και επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων. Ορισμένοι από τους πιο βασικούς άξονες κοινής στρατηγικής είναι ο ηθικός εκβιασμός των μαστιζόμενων από πρωτόγνωρα υψηλή ανεργία τοπικών κοινωνιών, με το επιχείρημα ότι «η επένδυση φέρνει απασχόληση», η συστηματική υποεκτίμηση των επιπτώσεων (περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών) από τις επενδύσεις σε συνδυασμό με την υπερεκτίμηση των προσδοκώμενων ωφελειών, η συστηματική απόκρυψη του ότι στα «έξοδα» συμμετέχει τόσο με την παραχώρηση γης όσο και με οικονομικούς πόρους η τοπική αυτοδιοίκηση ή το κράτος, ενώ από τα «έσοδα» ωφελείται κυρίως ο επενδυτής που σε αρκετές περιπτώσεις (όπως π.χ. στη μαρίνα για VIPs στο Port Vell της Βαρκελώνης) έχει ρόλο μεταπράτη και, τέλος, η συστηματική προσφυγή σε αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις περιορισμένης ή ανύπαρκτης διαβούλευσης, σκοπούμενης παραπληροφόρησης των τοπικών κοινωνιών, ακόμα και θεσμικής αναπροσαρμογής (περιβαλλοντικής, φορολογικής, εργασιακών σχέσεων κλπ) στα μέτρα και κατά τη βούληση των υποψήφιων επενδυτών.


011:Layout 1

5/13/13

1:38 PM

Page 161

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

Στα παραδείγματα συμπεριλαμβάνονται αστικές αναπλάσεις με άξονες την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του χώρου, είτε ελεύθερα για κοινό και επισκέπτες σε κλίμακα γειτονιάς όπως στην περίπτωση της Mouraria στη Λισαβόνα, είτε υπό μορφή περιτοιχισμένου χώρου προς κατανάλωση από και για υψηλά εισοδήματα όπως στην περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη, του Euro Vegas στη Μαδρίτη ή ίσως και του Ελληνικού στην Αθήνα. Αναδείχθηκαν παράλληλα οι αναλογίες συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης στα κυκλώματα προαγωγής και εμπορευματοποίησης των πόλεων, η εκτεταμένη διαφθορά και διαπλοκή πολιτικών τοπικών αρχόντων με εκπροσώπους των επενδυτικών συμφερόντων (όπως π.χ. στη Ρώμη, στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη) κι ανεξάρτητα από το βαθμό αυτονομίας των ΟΤΑ από τη σκοπιά των αρμοδιοτήτων και πόρων σε κάθε χώρα. Στα περισσότερα παραδείγματα αναδείχθηκε η ρητορική τόνωσης της οικονομίας μέσω του κατασκευαστικού τομέα, ακόμα και σε συνθήκες στις οποίες η ίδια ρητορική έχει πρόδηλα αποτύχει υπό τη μορφή της «φούσκας ακινήτων» αφήνοντας πίσω της πέρα από ιδιωτικά χρέη, αλλοιωμένα τοπία, κενά ή ημιτελή κτίρια και κοινωνικά νεκρούς ή κοινωνικά αποκλεισμένους χώρους (no man’s land). Το ίδιο πρόσχημα για την τόνωση της οικονομίας χρησιμοποιείται ακόμα και υπέρ της κατασκευής του υπερταχέως σιδηροδρομικού άξονα TAV Τορίνο-Λυών, ενός χρονίζοντος σχεδίου με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, που συναντά την αντίσταση της τοπικής κοινωνίας εδώ και 20 χρόνια και το οποίο, όμοια με άλλα ανάλογα παραδείγματα ανατιμάται με πολλαπλασιασμό του κόστους του, ήδη πριν ξεκινήσει να κατασκευάζεται. Σχολιάζοντας, ο Νίκος Μπελαβίλας πρόσθεσε μεταξύ άλλων πως απέναντι στην κυριαρχία ολιγαρχικών συμφερόντων και ολιγαρχικής και αυταρχικής

διακυβέρνησης μοιάζει να διαμορφώνονται νέοι τρόποι αντίστασης και νέοι τρόποι αντίληψης του κόσμου, στους οποίους η υπεράσπιση του περιβάλλοντος προβάλλει καίρια ως παγκόσμια αξία με σημαίνουσα και ανατρεπτική δυναμική. Η τρίτη ενότητα του εργαστηρίου αφορούσε το στεγαστικό ζήτημα την περίοδο της κρίσης, αναγνωρίζοντας τόσο την κομβική θέση του τομέα της κατοικίας στους μηχανισμούς που οδήγησαν στην κρίση (κτηματομεσιτική κερδοσκοπία, χρηματιστικοποίηση της παραγωγής και πρόσβασης στην κατοικία κα.), όσο και τις ιδιαίτερα δραματικές διαστάσεις που λαμβάνουν η στεγαστική επισφάλεια, η στεγαστική ανεπάρκεια, αλλά και η απώλεια της στέγης για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Κοινή διαπίστωση η εντεινόμενη στεγαστική κρίση η οποία οφείλεται όχι απλά στη γενικότερη φτώχυνση και ανεργία των κοινωνιών, αλλά και στην πλήρη εξάρτηση της πρόσβασης στην κατοικία από το δανεισμό την τελευταία δεκαετία, στην κατάργηση των ήδη περιορισμένων στεγαστικών πολιτικών, στις πολιτικές φορολόγησης των ακινήτων και στην περαιτέρω απορρύθμιση του τομέα της κατοικίας, που προκύπτουν ως απαιτή-

σεις των μνημονίων και των ευρωπαϊκών συμφωνιών δημοσιονομικού περιορισμού. Οι κατασχέσεις, οι εξώσεις, οι κακές συνθήκες στέγασης, η αύξηση των αστέγων είναι κοινό φαινόμενο στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης, παράλληλα με ένα μεγάλο αχρησιμοποίητο οικιστικό απόθεμα, απούλητες κατοικίες και κενά κτίρια που ωστόσο δεν αξιοποιούνται για την κάλυψη των αυξανόμενων στεγαστικών αναγκών. Στις παρουσιάσεις αναδείχθηκαν εμπειρίες, πρακτικές και κινηματικές δράσεις που διεκδικούν το δικαίωμα στην κατοικία και την πόλη και πολλές φορές υλοποιούν έμπρακτα ένα διαφορετικό μοντέλο κατοίκησης. Οι καταλήψεις στέγης, εκκινώντας από τις εμπειρίες των κινημάτων για την κατοικία στη Ρώμη και στη Φλωρεντία, το κίνημα καταλήψεων (okupa) στην Ισπανία και την πρόσφατη καταστολή των καταλήψεων στην Ελλάδα, συζητήθηκαν ως μια πρακτική που αν και έχει έναν πολύ πρακτικό στόχο, αυτόν της άμεσης στέγασης ανθρώπων, αποτελούν παράλληλα ένα συλλογικό πειραματικό εργαστήρι αλληλεγγύης, συμβίωσης και ανάπτυξης νέων φαντασιακών για την κατοικία και την πόλη πέρα από την ιδιόκτητη οικογενειακή μονάδα αλλά και την κρατικά παρεχόμενη

161


011:Layout 1

162

5/13/13

1:38 PM

Page 162

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 159-164

κοινωνική κατοικία. Οι αγώνες ενάντια στις εξώσεις και τις κατασχέσεις, μέσα από το εμβληματικό παράδειγμα της Plataforma de afectados por la hipoteca (Πλατφόρμα πληττόμενων από την υποθήκη) στην Ισπανία και τους αναδυόμενους αγώνες στην Λισαβόνα και την Ελλάδα, αναδείχθηκαν ως κομβικής σημασίας στη συγκυρία της κρίσης καθώς μετασχηματίζουν το ατομικό πρόβλημα της αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου σε συλλογικό, με τρόπο που διαπραγματεύεται συνολικά το μοντέλο πρόσβασης στην κατοικία. Στη συζήτηση που ακολούθησε τις παρουσιάσεις και το σχολιασμό του Σταύρου Σταυρίδη για το «δικαίωμα στην κατοικία», ανάμεσα στα άλλα συζητήθηκαν, ο ρόλος της ιδιοκτησίας, η ανάγκη για ευρείες συμμαχίες ανάμεσα σε επιμέρους ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά πρόσβασης και πρόσληψης της έννοιας της κατοικίας, τα πρακτικά ζητήματα της οργάνωσης και της υλικής πραγματικότητας των δράσεων, η κατοικία ως «κοινό αγαθό» και η ανάγκη αναζήτησης νέων συλλογικών τρόπων εξασφάλισής της, καθώς και οι δυσκολίες υπέρβασης εδραιωμένων αντιλήψεων για την κατοικία και την κατοίκηση. Η τέταρτη ενότητα αφορούσε το τοπικό, ως πεδίο αναφοράς για κινητοποιήσεις και δράσεις αλληλεγγύης. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, το τοπικό έχει αναδειχθεί ως ουσιαστικό πεδίο διεκδικήσεων και αντιστάσεων ενάντια στους νεοφιλελεύθερους μετασχηματισμούς που προωθήθηκαν στις πόλεις, επηρεάζοντας κι αυτό με τη σειρά του τις ευρύτερες αντιλήψεις για κρίσιμα ζητήματα. Παρ’ όλες τις κριτικές (για αποσπασματικότητα προσέγγισης, έλλειψη συνεργασίας ή αναποτελεσματικότητα στην επίτευξη θεσμικών αλλαγών), το τοπικό επίπεδο εξακολουθεί να παραμένει κεντρικό και στην περίοδο της κρίσης, τόσο σε σχέση με το πώς βιώνεται η κρίση στις γειτονιές και στην καθημερινή ζωή, αλλά και ως πεδίο δράσεων αλληλεγγύης και αντί-

στασης. Μάλιστα, την περίοδο αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η διασύνδεση του τοπικού με άλλες πρωτοβουλίες, διεκδικήσεις και κλίμακες, από το επίπεδο της γειτονιάς και της πόλης μέχρι το διακρατικό ή ακόμη και το παγκόσμιο. Στις παρουσιάσεις αναδείχθηκαν και συζητήθηκαν μια σειρά διαφορετικών ζητημάτων και πρακτικών που κρίνονταν ως σημαντικά για τις συγκεκριμένες γειτονιές και ομάδες, εκφράζοντας παράλληλα και την πολλαπλότητα των τοπικών πρωτοβουλιών. Η παροχή κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης όταν τα γύρω είναι ρευστά ή σε κρίση, αλλά και η μάχη ενάντια σε διακρίσεις και ανισότητες ήταν κάποια από τα κεντρικά ζητήματα που έθεσαν τοπικές πρωτοβουλίες, όπως αυτή των Εξαρχείων, της Plataforma Ghetto και του Movimiento sem Emprego (Κίνημα των Ανέργων) από τη Λισαβόνα. Η διαπλοκή κοινωνικοπολιτικού και χωρικού στις τοπικές δράσεις έγινε ιδιαίτερα εμφανής, είτε μέσω διεκδικήσεων χώρων για κατοικία ή/και κοινωνικές και πολιτιστικές χρήσεις και ενάντια στο ξεπούλημα ή την εγκατάλειψή τους όπως στο Can Batlo στη Βαρκελώνη, ή/και με το ρίζωμα των πρωτοβουλιών σε συγκεκριμένες γειτονιές. Παράλληλα, η επανα-πολιτικοποίηση του κόσμου πέρα από τους «παραδοσιακούς» τρόπους, η εντεινόμενη συνείδηση της σχέσης τοπικού-υπερ-τοπικού και η διασύνδεση με άλλες δράσεις και πρωτοβουλίες, τέθηκαν ως πραγματικότητες αλλά και ως ζητούμενα για τη δημιουργία ενός ευρύτερου πλαισίου δράσεων – ιδιαίτερα από πρωτοβουλίες από τη Μαδρίτη και τη Λισαβόνα –, με ταυτόχρονο σχολιασμό της εμπειρίας από τις δυσκολίες ανάλογων πρακτικών. Τέλος, η αναφορά στην οργανωτική μορφή των πρωτοβουλιών (κινήματα, τοπικές κινήσεις πολιτών, ΜΚΟ, ερευνητικές/ακτιβιστικές πλατφόρμες) αλλά και η σχέση τους με τους θεσμούς (πχ. με δήμο, περιφερειακή ή κεντρική κυβέρνηση) έθεσε ερωτήματα τόσο σε σχέση

με την ελευθερία δράσης αλλά και με την πιθανότητα επιτυχίας και συνέχειας, και ανέδειξε τοπικές και συλλογικές διαφοροποιήσεις, όπως για παράδειγμα ανάμεσα σε δράσεις στο Παλέρμο, στο Μιλάνο και στην Αθήνα. Στο σχολιασμό της η Ντίνα Βαϊου υπογράμμισε τη σημασία του τοπικού ως «ενδιάμεσης» κλίμακας, ως μιας κλίμακας σωματοποίησης της εμπειρίας, στην οποία οι ανισότητες –που βαθαίνουν με την κρίση– βιώνονται πιο άμεσα, επισημαίνοντας επιπλέον την ανάγκη πιο ουσιαστικής εισδοχής στη συζήτηση και στη δράση στο τοπικό επίπεδο του πρίσματος του φύλου και της εθνικότητας. Στο πλαίσιο του εργαστηρίου πραγματοποιήθηκε επίσης μια δημόσια εκδήλωση με ομιλητές την Margit Mayer, τον Boaventura de Sousa Santos και τον David Harvey. Η Mayer έκανε μια ιστορική επισκόπηση της διαδικασίας νεοφιλελευθεροποίησης εστιάζοντας στις πόλεις, τις οποίες θεωρεί προνομιακά πεδία εκδήλωσης της κρίσης αλλά και ανάδυσης κοινωνικών κινημάτων. Αναλύοντας αυτό που ονομάζει «Πολιτικές λιτότητας 2.0», εστίασε στην καταστροφή όχι μόνο της Κεϋνσιανής πόλης αλλά και των όποιων υποδομών της, τη χρήση του θεάματος και των «δημιουργικών τάξεων» ως φτηνού τρόπου αστικής ανάπτυξης, αλλά κυρίως στον όλο και μεγαλύτερο ρόλο ιδιωτικοποιημένων μορφών διακυβέρνησης όπου μη εκλεγμένοι μάνατζερ διαχειρίζονται τεράστιες περιοχές υπό καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης» (ειδικά στις πόλεις που αντιμετωπίζουν την πιο σκληρή λιτότητα). Σχολίασε επίσης τις εσωτερικές αντιφάσεις των μετώπων αντίστασης από τα επιμέρους κοινωνικά κινήματα, τονίζοντας ιδιαίτερα το πώς συχνά οι ταυτότητες ή οι δράσεις τους αντανακλούν ακριβώς το παιχνίδι του αντιπάλου και αναπαράγουν διαιρέσεις και κατακερματισμό που εξυπηρετεί βασικές καθεστωτικές στρατηγικές όπως η ολοένα και πιο επιθετική αστυνόμευση και καταστολή, η εμπορευματοποίηση


011:Layout 1

5/13/13

1:38 PM

Page 163

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

του χώρου (κυρίως μέσα από διαδικασίες gentrification) κ.ά. Ο De Sousa Santos ξεκίνησε περιγράφοντας αυτό που βιώνουμε ως το πιθανό τέλος ενός ολόκληρου κύκλου του καπιταλισμού, απέναντι στο οποίο δεν αρκεί να ξέρουμε τι δεν θέλουμε, αλλά χρειάζεται να σχηματοποιήσουμε τι θέλουμε να το διαδεχθεί. Αντιμετωπίζουμε κατά τη γνώμη του, ταυτόχρονα, μια οικονομική, πολιτική και πολιτισμική κρίση κατά την οποία οι όποιες δημοκρατίες και τα συντάγματά μας (ειδικά σε όσες χώρες τελούν υπό την εποπτεία της Τρόικας) είναι υπό αίρεση ενώ, παράλληλα, τα διαμορφούμενα καθεστώτα και οι πολιτικές τους είναι φασιστικά. Αναφέρθηκε στην Ευρώπη ως ένα αμάλγαμα από πολλές Ευρώπες και τη σημασία που έχει η αποκατάσταση νέων συσχετισμών ανάμεσα στις Ευρώπες αυτές, αλλά κι ανάμεσα στην αγροτική Ευρώπη και την Ευρώπη των πόλεων. Κάλεσε για νέους τρόπους πολιτικής στους οποίους, αντίστοιχα με την παγκόσμια κλίμακα του «εχθρού», πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κλίμακες που υπερβαίνουν το τοπικό. Σχολίασε ιδιαίτερα την ανάγκη αγώνα για αλλαγή και αναμόρφωση της εξουσίας και εκτός εθνικών συνόρων, με αξιοποίηση των θεσμών αλλά χωρίς στείρα προσήλωση στην υφιστάμενη «αστική» νομιμότητα στο μέτρο που αυτή μπορεί πάντα να επανακαθορίζεται ανάλογα με τα εκάστοτε αιτήματα και τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις. Ως τρεις βασικότερες αρχές για την οικοδόμηση του νέου πολιτικού παραδείγματος ανέδειξε την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την απο-εμπορευματοποίηση και την απο-αποικιοποίηση. Τέλος, ο Harvey ξεκίνησε το σχόλιό του αναγνωρίζοντας τη σημασία των νέων μορφών άσκησης πολιτικής, από τα κάτω, από τα κοινωνικά κινήματα και της σημασίας που έχει να αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε πολιτική. Πώς δηλαδή νοηματοδοτούμε ένα πολιτικό πρόγραμμα για τον κόσμο στον οποίο

θέλουμε να ζήσουμε, με δεδομένη την παρούσα καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τις τρεις κατ’ αυτόν πιο «μοιραίες» αντιφάσεις του καπιταλισμού: το περιβαλλοντικό ζήτημα, τον ανατοκισμό και την αέναη συσσώρευση και, τέλος, την αυξανόμενη αποξένωση ανάμεσα στο άτομο και την εργασία, την κοινωνία, τους τόπους παραγωγής και κατανάλωσης κεφαλαίου κ.ο.κ. Εκτιμά πως η παρούσα κρίση έχει ταξικά χαρακτηριστικά και βλέπει σ’ αυτήν ως βασικό παράγοντα την διαμόρφωση μιας παγκόσμιας ταξικής ολιγαρχίας που υπαγορεύει ή επιβάλλει πολιτικές. Επισήμανε την ανάγκη αναστοχασμού πάνω στη δυνατότητα αποκατάστασης της «αξίας χρήσης» των πραγμάτων (κατοικίας, εργασίας κλπ) έναντι της κυρίαρχης ανταλλακτικής τους αξίας και την ιδιαίτερη σημασία που έχει αυτό για την απο-εμπορευματοποίηση και επανα-νοηματοδότησή τους. Η αναζήτηση νέων οργανωτικών μορφών, η ευελιξία στην κλίμακα διεξαγωγής των αγώνων και η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού προγράμματος που θα μπορεί να ενώσει τη μεγάλη πλειοψηφία του, όχι εξίσου πολιτικοποιημένου, κόσμου ήταν κάποια από τα βασικά σημεία σκέψης που πρότεινε. Το εργαστήριο έκλεισε με μια ενότητα συμπερασμάτων και συζήτησης για τυχόν επόμενα βήματα, όπως π.χ. τη δημιουργία μιας πιο σταθερής δικτύωσης μεταξύ των συμμετεχόντων (με την προοπτική διεύρυνσης και προς άλλες ομάδες και κινήματα), την παραγωγή κοινών υλικών, κειμένων και διεκδικήσεων ή την διοργάνωση αντίστοιχων συναντήσεων στο μέλλον. Η συνάντηση, μετάφραση, σύγκριση και απο κοινού κατανόηση των διαφορετικών εμπειριών της κρίσης αλλά και των αντιστάσεων σε αυτή στις χώρες της νότιας Ευρώπης ήταν και είναι ένα ουσιαστικό βήμα για την επεξεργασία κοινών διεκδικήσεων και εναλλακτικών προτάσεων και πρακτικών ως απάντηση στην κρίση και στον

μονόδρομο των «αναπόδραστων» πολιτικών που επιβάλλονται για την αντιμετώπισή της. Σε αυτή την προοπτική το εργαστήριο θεωρήθηκε μια πολύ σημαντική εμπειρία απο όλους τους συμμετέχοντες, αλλά ποιές θα μπορούσαν να είναι οι δυνατότητες συνέχισης ενός τέτοιου εγχειρήματος; Ακούστηκαν πολλές ιδέες, που κυμαίνονταν απο την υποβολή προτάσεων προς χρηματοδότηση κοινών προγραμμάτων και συναντήσεων, μέχρι ακόμα και τη δημιουργία ενός Ευρω-μεσογειακού πολιτικού χώρου. Χωρίς να καταλήξει σε κάποια συγκεκριμένη απόφαση για τη συνέχεια στο άμεσο μέλλον η συζήτηση ανέδειξε μια σειρά απο ουσιαστικά ζητήματα, όπως ενδεικτικά: τη σχέση ακαδημαϊκών – ακτιβιστών, τη σχέση δηλαδή της παραγωγής γνώσης και θεωρίας με την κοινωνικο-πολιτική δράση· την αναγνώριση ότι πέρα από αυτά που μας ενώνουν δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι διαφορετικές ταυτότητες, καταβολές, ιστορικές εμπειρίες, προσεγγίσεις, ιδεολογίες, ακόμα και στρατηγικές και ο χρόνος που χρειάζονται ώστε να ζυμωθούν μεταξύ τους · τη χρησιμότητα – σκοπιμότητα ή μη του γεωγραφικού προσδιορισμού της νότιας Ευρώπης, την πιθανότητα να μιλήσουμε για έναν Ευρω-Μεσογειακό χώρο, αλλά πρωτίστως την ανάγκη να απευθύνουμε ένα μήνυμα για μια «άλλη Ευρώπη»· τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος και τις υλικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση νέων συναντήσεων και κοινών (επεξ)εργασιών. Ιδιαίτερα για όσες και όσους συμμετείχαμε από την «ελληνική» πλευρά, το εργαστήριο, πέρα απ’ τη χαρά της συνύπαρξης και διαπραγμάτευσης των προβληματισμών μας με μια σειρά από πρωτοβουλίες και ακαδημαϊκούς από τις άλλες τρεις χώρες, μας πρόσφερε πολύ ουσιαστικές κατευθύνσεις σκέψης και δράσης, που, σε συνδυασμό με τις σχέσεις και συνδέσεις που ήδη αναδείχθηκαν, μένει να μπορέσουμε να τις συ-

163


011:Layout 1

164

5/13/13

1:38 PM

Page 164

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 159-164

ζητήσουμε και να τις αξιοποιήσουμε στο πλαίσιο προσέγγισης της δικής μας πραγματικότητας για τη διαμόρφωση πιο «ενημερωμένων» αντιστάσεων, κριτικής και αιτημάτων για την πόλη και την κοινωνία που θέλουμε.

νικό / Committee for the Metropolitan Park of Hellinikon (Athens), Ελλάδα Mauro Castro – Plataforma Defensem el Port Vell / The Platform “Defend Port Vell” (Old Port) (Barcelona), Ισπανία

Όλες οι παρουσιάσεις και τα υλικά του εργαστηρίου μπορείτε να τα βρείτε στην ιστοσελίδα: http://urbanrise.net/

Beatriz Garcia (Observatorio Metropolitano Madrid) – “Neoliberal Madrid: From M·30 operation to Eurovegas project” (Madrid), Ισπανία

Λίστα κινημάτων και συμμετεχόντων

3η ενότητα

1η ενότητα

Irene di Noto – Blocchi Precari Metropolitani / Precarious Metropolitan Blocks (Rome), Ιταλία

Marc Marti-Costa (IGOP, Universidad Autónoma de Barcelona), Ισπανία Jorge Malheiros (Neturb – Manifesto Urbano), Πορτογαλία Marvi Maggio (COBAS & INURA Florence), Ιταλία Maria Kalantzopoulou Athens), Ελλάδα

(Encounter

Alessio Capezzuoli – Movimiento di Lotta per la casa Firenze / Housing struggle movement of Florence (Florence Italy), Ιταλία Δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης Εξαρχείων-Νεάπολης-Μουσείο / Network of social solidarity Exarhia-NeapoliMuseum (Athens), Ελλάδα

2η ενότητα

Iro Tsampazi - Ανοιχτή κοινωνική κατάληψη “Επιβίωση” / “Survival” open social squat (Thessaloniki), Ελλάδα

Rodrigo Cardoso - Cidades pela Retoma e Transição / Cities for recovery (Porto), Πορτογαλία

Pau Llonch – Plataforma de Afectados por la Hipoteca (PAH) / Platform of mortgage victims (Sabadell), Ισπανία

Ana Estevens – Neturb – Manifesto Urbano / Neturb – Urban Manifest (Lisbon), Πορτογαλία

Miguel Α. Martinez -“Squatting, housing and the M15” (Madrid), Ισπανία

Gianluca Pittavino (infoaut.org) – NOTAV (Torino) - Ιταλία Paolo di Veta (BPM) – Riprendiamoci la città. Roma non è in vendita / Take back the city. Rome is not for sale (Rome) - Ιταλία Andreas Danos – Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο στο Ελλη-

Rita Silva and Andre Ferrera (HABITA) – Colectivo pelo Direito à Habitação e à Cidade / Collective for the rights to housing and city (Lisbon), Πορτογαλία Antonio Guterres – Rede ex-Bairros Criticos / Network of ex-Critical Neighbourhood (Lisbon), Πορτογαλία

4η ενότητα Επιτροπή κατοίκων Εξαρχείων / Citizens committee of Exarhia (Athens), Ελλάδα Επιτροπή κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος / Citizens committee of Akadimia Platonos (Athens), Ελλάδα Marc Dalmau Torva - Plataforma Recuperem Can Batlló / Platform for the Recuperation of Can Batlló (Barcelona), Ισπανία Eduardo Maura – Análisis 15-M Madrid / Analysis 15-M Madrid (Madrid), Ισπανία Jorge Cancela – Associação para a Valorização Ambiental da Alta de Lisboa / Uptown Lisbon Association for Environmental Enhancement (Lisbon), Πορτογαλία Almada Flavio – Plataforma Gueto / Ghetto Platform (Lisbon). Πορτογαλία Joao Jordao – Movimento Sem Emprego / Unemployed movement (Lisbon). Πορτογαλία Giulia Cantaluppi, Isabella Inti & Matteo Persichino - temporiuso.net (Milan). Ιταλία Luisa Tuttolomondo – I Cantieri che vogliamo / The yard we want (Palermo). Ιταλία

5η ενότητα Michael Janoschka και Jacobo Abellán – CONTESTED CITIES. In-between research and activism, Ισπανία Loris Narda – Uninomades & Edufactory, Ιταλία


012:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 165

ΘΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΤΙΣ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ. ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ DAVID HARVEY

Θάνος Ανδρίτσος1

Εισαγωγή Ο David Harvey είναι ένας από τους γνωστότερους διανοητές της εποχής μας και ο γεωγράφος που κατάφερε να αποκτήσει τη μεγαλύτερη αναγνώριση έξω από τα όρια της επιστήμης του. Η εργασία αυτή είναι μια μελέτη πάνω σε ειδικές πλευρές που διατρέχουν το σύνολό του έργου του, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Μεθοδολογία: Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται σημαντικές στιγμές της ερευνητικής του διαδρομής. Με τον τρόπο αυτό γίνονται περισσότερο κατανοητές οι συγκυρίες μέσα στις οποίες γράφτηκαν τα σημαντικότερα έργα του. Το δεύτερο επικεντρώνεται στη θεωρία για την αστικοποίηση και στο πώς αυτή συνδέεται με τους μετασχηματισμούς των πόλεων από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Στο τρίτο, παρουσιάζεται η προσέγγισή του για τα κοινωνικά κινήματα των πόλεων και τη σύνδεση τους με την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Στο τέλος, παρατίθεται μια συνέντευξη που παραχώρησε για τους σκοπούς της εργασίας.

Μέρος Α. Στιγμές σε μια μεγάλη πορεία 1 Υποψήφιος διδάκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, t.andritsos@gmail.com

Στα πρώτα του χρόνια ως καθηγητής στο Μπρίστολ πρωταγωνιστεί στην ποσο-

τική επανάσταση στη γεωγραφία. Μέσα σε αυτό το κλίμα του θετικισμού, χαρακτηριστικό του ύστερου μοντερνισμού, γράφει το πρώτο του έργο, το Explanation in Geography, του 1969. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, το κλίμα αμφισβήτησης και δυσαρέσκειας, έφερνε στο προσκήνιο προβλήματα που ο μοντερνιστικός ορθολογικός σχεδιασμός των πόλεων και η κρατική πολιτική του κεϋνσιανού κράτος δεν είχαν επιλύσει. Σε αυτό το τοπίο έγιναν τα πρώτα βήματα της ριζοσπαστικής γεωγραφίας. Το Social Justice and The City, του 1973, αποτελεί το πρώτο και πιο ολοκληρωμένο έργο αυτής της προβληματικής. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι ότι η ίδια η διαδικασία της αστικοποίησης παράγει χωρικές και κοινωνικές ανισότητες, λειτουργεί για τη συσσώρευση και την κυκλοφορία του κεφαλαίου και εντέλει τη μεταφορά εισοδήματος προς τις ανώτερες τάξεις. Με το βιβλίο αυτό, κάνει μια μεγάλη στροφή προς το μαρξισμό, κάνοντας ταυτόχρονα μια στροφή και από το δικό του θετικιστικό παρελθόν. Τα επόμενα χρόνια ασχολείται με τη θεμελίωση της θεωρίας του, με βασικότερο έργο, το Limits to Capital. Αναζητά μια συνεκτική θεωρία για την αστικοποίηση με στόχο να επεκτείνει την μαρξιστική θεωρία στην πόλη και να καλύψει κενά του «Κεφαλαίου». Χρησιμοποιεί τον όρο ιστορικός γεωγραφικός

165


012:Layout 1

166

5/13/13

1:39 PM

Page 166

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 165-168

υλισμός, επιδιώκοντας να αμφισβητήσει την κυριαρχία του χρόνου (ιστορία) πάνω στο χώρο (γεωγραφία). Η βασική συμβολή αυτής της σκέψης δεν είναι μόνο η εισαγωγή της πολιτικής οικονομίας στη γεωγραφική πειθαρχία, αλλά και η εισαγωγή του χώρου στην οικονομία και τις κοινωνικές επιστήμες, ως μια παράμετρος που όχι μόνο αντανακλά τις κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες αλλά αλληλεπιδρά καθοριστικά σε αυτές. Έπειτα, αφιερώνεται στην επέκταση του θεωρητικού πλαισίου που παρήγαγε με έργα όπως τα The Urbanization of Capital και Consciousness and The Urban Experience. Στη συνέχεια μελετά τη νέα ιστορική φάση του καπιταλιστικού συστήματος μετά την κρίση του 1970. Έργοσταθμός είναι η Κατάσταση της Μετανεωτερικότας του 1989. Η μελέτη του, παρότι έχει ως βάση την οικονομία, επιχειρεί μια συνολική θεωρία για τους μετασχηματισμούς των προηγούμενων ετών. Έχει δύο βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο, ότι η μετανεωτερικότητα αποτελεί μια νέα φάση, εντός του καπιταλιστικού συστήματος που καθορίζεται από τη μετάβαση από τον φορντισμό στην «ευέλικτη συσσώρευση», κατά το οποίο η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο εντείνεται. Το δεύτερο, ότι μέσα σε αυτό το τοπίο καπιταλιστικής επίθεσης η μεταμοντέρνα ρητορική έχει αδυνατήσει παρά ενισχύσει την αναζήτηση χειραφετητικών εναλλακτικών. Επιστρέφει στην Αγγλία το 1987. Από την εμπειρία του στον αγώνα ενάντια στο κλείσιμο των εργοστασίων εκκίνησε η προσπάθεια να απαντήσει σε ερωτήματα όπως οι διεκδικήσεις των αγώνων και η σχέση του τοπικού με το παγκόσμιο, που ολοκληρώθηκε με την έκδοση του Justice, Nature and the Geography of Difference. Τόσο σε αυτό όσο και στα έργα στις αρχές του 2000 (π.χ. Spaces of Hope) κάνει κάλεσμα για μια νέα αισιοδοξία που πρέπει να εκπέμψει η αριστερά και η ριζοσπα-

στική γεωγραφία. Το 2003, με τον Νέος Ιμπεριαλισμός, εισέρχεται στη συζήτηση γύρω από τον παγκόσμιο καπιταλισμό και την αμερικάνικη ηγεμονία. Στο Νεοφιλελευθερισμό, του 2005, κάνει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η επόμενη σημαντική στροφή θα έρθει μετά το 2007 και το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης. Το 2010 εκδίδονται δύο νέο βιβλία, το Companion to Marx’s Capital και το Αίνιγμα του Κεφαλαίου στο οποίο επιχειρεί να συνοψίσει τις χωρικές απαρχές της κρίσης και τις προτάσεις για ένα εναλλακτικό μέλλον. Το 2010 και το 2011 είναι έτη μεγάλης κοινωνικής αναταραχής. Μέσα σε αυτό το κλίμα θα εκδώσει τις Εξεγερμένες Πόλεις, όπου συσχετίζει τα αίτια της κρίσης με τον αγώνα για την υπέρβασή της βάσει των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Μέρος Β: Οι πόλεις του Κεφαλαίου - Οι μετασχηματισμοί των πόλεων μέσα από τη θεωρία τις αστικοποίησης του Harvey Το Β μέρος χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο περιγράφονται τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη θεωρία του Harvey για την αστικοποίηση και στα επόμενα τρία η εξέλιξη της θεωρίας του σε σύνδεση με τις αλλαγές στην πάροδο του χρόνου. Το ενδιαφέρον του βρίσκεται περισσότερο στη διαδικασία της αστικοποίησης παρά στο αποτέλεσμα, το πράγμα «πόλη» (Harvey 1996β). Οι επενδύσεις στη γη λειτουργούν πάντοτε σε σχέση με την ανάπτυξη και την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως, έχουν πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών και τα κέρδη από αυτές χρειάζονται πολύ περισσότερα χρόνια για να πραγματοποιηθούν. Αυτό οδηγεί σε εμφάνιση και έκρηξη του πλασματικού κεφαλαίου και δημιουργία όλων των μορφών χρηματοπιστωτικών εργα-

λείων, μέσω των οποίων γίνεται εφικτή η κατασκευή κτιρίων και η ενίσχυση της ζήτησής. Ο καπιταλισμός πάντοτε έχτιζε σπίτια και τα γέμιζε με πράγματα. Έτσι, για παράδειγμα, η έκρηξη της αστικοποίησης με την προαστιοποίηση στις μεταπολεμικές ΗΠΑ, συνδέθηκε με μια ολόκληρη ενίσχυση της κατανάλωσης και της κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Επίσης, οι επενδύσεις στο κτισμένο περιβάλλον λειτουργούν ως μια δίοδος υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που δεν μπορούν να αποφέρουν το επιθυμητό ποσοστό κέρδους. Για να το επιτύχουν αυτό, μπορούν να μετακινούνται γεωγραφικά. Κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε τη σύγχρονη οικιστική έκρηξη στην Κίνα, την Ινδία ή και στη Ρωσία. Το 1973 που γράφεται το Social Justice and The City είναι η σημαδιακή χρονιά του τέλους των 30 χρυσών χρόνων της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Λειτουργεί σαν έργο κριτικής για μια ολόκληρη ιστορική φάση. Αναδεικνύει ότι οι πολιτικές που υιοθετούνταν, όπως και οι «κρυφοί μηχανισμοί» της διανομής του εισοδήματος που ενισχύονταν από τις πολεοδομικές πρακτικές, όχι μόνο δε μείωναν αλλά αντιθέτως αύξαναν τις κοινωνικές και χωρικές ανισότητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μελετά τις επιλογές χωροθέτησης, την κατασκευαστική δραστηριότητα, τα μεταφορικά έργα, τις ανισότητες που δημιουργούνταν, το ζήτημα των γκέτο κ.α. Μετά την κρίση της δεκαετίας του 70, όλα αρχίζουν να αλλάζουν. Κατά τον ίδιο (Harvey 1985) η μαζική ροή κεφαλαίων στη γη και το κτισμένο περιβάλλον, γίνεται επιτακτική όταν ο πρωτογενής κύκλος της συσσώρευσης, η παραγωγή και η κατανάλωση, αντιμετωπίζει δυσκολίες. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο επενδύεται στη γη και τις πόλεις αναζητώντας από αυτές να γίνουν κερδοφόρες και επιτάσσοντας την επιχειρηματική λειτουργία τους. Αυτό συνδέεται με την υπερδιό-


012:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 167

ΘΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ

γκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη συνολική απορρύθμιση των αγορών. Μεταβάλλεται και σταδιακά αναιρείται ο ρόλος του κράτους ως εγγυητή κάποιας μορφής κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, ενώ ενισχύεται ο ανταγωνισμός των πόλεων που επιτείνει την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και φέρνει τεράστιες αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στις πόλεις. Παράλληλα, από εκεί που στα μεταπολεμικά χρόνια, ο δανεισμός για κατοικία αφορούσε κυρίως τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, σιγά σιγά εντάσσονται στο παιχνίδι και κατώτερες ομάδες ή μειονοτικοί πληθυσμοί. Από αυτό το ευρύτερο πρίσμα παρακολουθεί τις εξελίξεις και τον πλούσιο θεωρητικό διάλογο γύρω από θέματα όπως η σημασία του πολιτισμού και της κουλτούρας στη διαμόρφωση των πόλεων, οι πρακτικές του gentrification στα αστικά κέντρα, οι αλλαγές στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση κ.ά. Αυτές οι μεταβολές βρίσκονται στην καρδιά των αιτιών της σημερινής κρίσης, που μελετά στο σύγχρονο έργο του. Αναδεικνύει τον βαθιά ταξικό χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής γιγάντωσης από τη δεκαετία του 1970 και κυρίως μετά το 2000 αλλά και τις ληστρικές πολιτικές υπέρβασής της κρίσης προς όφελος της αστικής τάξης. Υποστηρίζει ότι, μέχρι σήμερα δεν έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο σχέδιο σταθεροποίησης του καπιταλισμού και δεν υπάρχει κάποια αλλαγή πολιτικού και οικονομικού παραδείγματος, αλλά βαθύτερα καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Μέρος Γ: Οι πόλεις της ελπίδας - Η ανακατάληψη των πόλεων για την αντικαπιταλιστική πάλη Στο τρίτο μέρος, που χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, παρουσιάζονται οι επεξεργασίες του για το ρόλο της πόλης

και της διεκδίκησής της, στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Όπως υποστηρίζει, υπάρχουν τρία είδη θεωρίας (Harvey 2009). Η θεωρία του status quo που μελετά την πραγματικότητα, χωρίς να την αμφισβητεί. Η αντεπαναστατική θεωρία που συσκοτίζει την κατανόηση της πραγματικότητας και αποσπά την προσοχή από τα θεμελιώδη. Τέλος, η επαναστατική θεωρία που επιδιώκει να κατανοήσει την πραγματικότητα, διαμορφώνοντας ωστόσο ένα συνεχές πεδίο αξιολόγησης της αλήθειας, με κριτήριο κάθε φορά τη συμβολή στην αλλαγή της. Έτσι ο Harvey, επιδιώκει να διατυπώσει μια επαναστατική θεωρία για την πόλη και την αστικοποίηση. Ο βασικός προβληματισμός του είναι πως η διαδικασία της πόλης, που στον καπιταλισμό κυριαρχείται από την αστική τάξη, μπορεί να γίνει και το κέντρο της επανάστασης εναντίον της. Ένα γεγονός που αποτελούσε πάντοτε σημείο μελέτης και αντιπαράθεσης ήταν η Παρισινή Κομμούνα και ο χαρακτήρας της. Ο Harvey υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια εξέγερση της πόλης αλλά συνάμα προλεταριακή (Harvey 2003). Η οπτική του διαφοροποιείται από μια παραδοσιακή μαρξιστική αφήγηση που υποτιμά τη σημασία του τοπικού στοιχείου αλλά και από αναλύσεις για τα κοινωνικά κινήματα πόλης (κυρίως του Castells) που αναδεικνύουν μόνο τον αστικό-δημοτικό χαρακτήρα. Το επιχείρημά του, είναι ότι ο ταξικός και ο τοπικός προσδιορισμός των Κομμουνάρων δεν είναι αντιπαραθετικοί αλλά αλληλένδετοι όπως και οι έννοιες της τάξης και της κοινότητας. Αυτή η συλλογιστική είναι βασική στο σύνολο της σκέψης του για το υποκείμενο του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τη σχέση μεταξύ της ενότητας και της διαφορετικότητας, του ειδικού ή/και τοπικού με το γενικό ή/και παγκόσμιο. Η προσπάθεια του είναι η διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου

που να ενοποιεί τις αντιστάσεις διαφορετικών υποκειμένων και ομάδων σε διαφορετικές κλίμακες και τόπους σε ένα ενιαίο κίνημα. Και αυτό αποτελεί ένα βασικό πεδίο διαλόγου και αντιπαραθέσεων (π.χ. με την Massey, την Deutsche κ.α.). Χρησιμοποιεί τον όρο militant particularism, φράση που είχε εισάγει ο Raymond Williams, για να δείξει ότι οι ειδικές συνθήκες στον τόπο και τον χρόνο διαμορφώνουν μια σύνθετη μορφή στράτευσης και αγώνων που μπορούν να είναι προσδεδεμένοι στον τόπο αλλά να έχουν παγκόσμια επιδίωξη. Αντίστοιχα διαχειρίζεται την ενότητα του υποκειμένου της ανατροπής σε σχέση με τις διαφορές και τις ετερότητες. Υποστηρίζει ότι η αναγνώριση της σημασίας της φυλής, τους φύλου, της θρησκείας, της σεξουαλικότητας δεν πρέπει να αναιρεί την προσπάθεια για τη διατύπωση ορισμένων θεμελιωδών αιτημάτων (Harvey 1996α). Χωρίς μια επιδίωξη το ειδικό να γενικευτεί και το τοπικό να γίνει παγκόσμιο, οι διαφορετικές αντιστάσεις είναι καταδικασμένες να ηττώνται προσκρούοντας στις υπερτοπικές διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι, σε αντίθεση με το κεφάλαιο, είναι περισσότερο προσδεδεμένοι στον τόπο, έχουν δηλαδή μικρότερες δυνατότητες κινητικότητας. Έτσι, η συγκρότηση του καθολικού μπορεί να γίνει μόνο με βάση τις ιδιαιτερότητες όπως και η οργάνωση σε τοπικό επίπεδο είναι αναγκαία για κάθε προσπάθεια ευρύτερης πολιτικής δράσης (Harvey 2001). Σε αυτή την προβληματική επανέρχεται στις Εξεγερμένες Πόλεις, ένα πολιτικό-επιστημονικό μανιφέστο. Η βασική του θέση είναι ότι η διεκδίκηση της πόλης αποτελεί βασική πλευρά της αντικαπιταλιστικής πάλης. Παρουσιάζει τρεις άξονες εναλλακτικής θεώρησης. Την αναδιαμόρφωση της προσέγγισης των τοπικών αγώνων, τη σύγχρονη προσέγγιση για τη φύση της εργατικής τάξης και το «ξαναγράψιμο» της ιστο-

167


012:Layout 1

168

5/13/13

1:39 PM

Page 168

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 165-168

ρίας των εργατικών αγώνων του παρελθόντος. Τέλος, μελετά το ζήτημα της «οργάνωσης μιας πόλης». Μια αριστερή πολιτική οφείλει να αγωνιστεί ώστε τοπικές πρωτοβουλίες να συνοδευτούν από τη δημιουργία νέων δημοκρατικών εργαλείων που κάνουν τους πολίτες συμμετέχοντες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, σε διαφορετικά επίπεδα εντός μια δομής ιεραρχικής διακυβέρνησης. Το κρίσιμο σημείο είναι σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα, οι πολίτες να απελευθερώνονται και να υπερβαίνουν τα όρια του ειδικού και να γίνονται φορείς μιας συλλογικής προσπάθειας.

Επίλογος: Πώς να διαβάσουμε σήμερα τον David Harvey Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα, η κατανόηση της σκέψης του David Harvey; Σίγουρα, θα ήταν άδικο να αναζητούμε την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη σημερινή εποχή. Ωστόσο, το μεγάλο του έργο είναι από πολλές απόψεις πολύτιμο, τόσο για τους νεότερους μελετητές της πόλης και του χώρου, όσο και συνολικά για τις νεότερες γενιές που αναζητούν την κατανόηση των μετασχηματισμών των πόλεων και του κα-

πιταλιστικού συστήματος ευρύτερα, αλλά διερευνούν τις δυνατότητες διαφορετικής πορείας της ανθρωπότητας.

Harvey, D. (2012) Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution. Νέα Υόρκη: Verso. [Στα ελληνικά, Harvey, D. (υπό έκδοση) Εξεγερμένες Πόλεις. Αθήνα: ΚΨΜ]

Σημείωση

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

2 Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία. Τομέας Πολεοδομίας Χωροταξίας. Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Επιβλέπουσα: Ντίνα Βαΐου, 2012.

Βαΐου, Ντ. και Χατζημιχάλης, Κ. (2012) Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη. Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Νήσος. Castree, N. & Gregory, D. (eds) (2006) David Harvey: a critical reader, Malden-Oxford-Victoria: Blackwell. Massey, D. (1991) "Flexible sexism", Environment and Planning D: Society and Space, 9(1), 31-57. Peet, R. & Thrift, N. (eds) (1989) New Models in Geography The political-economy perspective. Λονδίνο: Unwin Hyman. Peet, R. (2000) "Celebrating Thirty Years of Radical Geography", Environment and Planning A, 32(6), 951-53. Sheppard, E. S. & Barnes, T. J. (eds) (2000) A Companion to Economic Geography. Oxford: Blackwell. Soja, E. (1989) Postmodern Geographies: the reassertion of space in critical social theory. Λονδίνο: Verso. Topalov, C. (1983) "Capital, History and the Limits of Economics: Harvey, D.", International Journal of Urban and Regional Research, 7(4), 60307.

Βιβλιογραφικές αναφορές Harvey, D. (2009) Social Justice and the City. Άθενς: University of Georgia Press. [A έκδοση: 1973] Harvey, D. (1985) The Urbanization of Capital. Οξφόρδη: Blackwell. Harvey, D. (2009). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Αθήνα: Μεταίχμιο [Α έκδοση στα αγγλικά: The condition of Postmodernity, 1989] Harvey, D. (1996a) Justice, Nature and the Geography of Difference. Κέμπριτζ: Blackwell. Harvey, D. (1996b) “Cities or urbanization?”, City 1(1), 38- 61. Harvey, D. (2001) Spaces of Capital: Towards a Critical Geography. Νέα Υόρκη: Routledge. Harvey, D. (2003) Paris, Capital of Modernity. Νέα Υόρκη-Λονδίνο: Routledge


013:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 169

ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης, Ο Χώρος στην αριστερή σκέψη, Αθήνα: 2012, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς | νήσος

Ελένη Πορτάλιου1

1

Καθηγήτρια ΕΜΠ.

Το ομώνυμο βιβλίο της Ντίνας Βαΐου και του Κωστή Χατζημιχάλη «επιχειρεί ένα είδος συνθετικής αριστερής ιστοριογραφίας», σύμφωνα με τη διατύπωση των συγγραφέων του. Η εξαντλητική και επιτυχής προσέγγιση αυτού του στόχου το καθιστά βιβλίο αναφοράς, καταρχήν για την επιστημονική κοινότητα στους τομείς της γεωγραφίας, της κοινωνιολογίας της πόλης, της πολεοδομίας, της χωροταξίας, αλλά και της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού, και στη συνέχεια για τις επιστήμες που έχουν αντικείμενο τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών. Θα προσεγγίσω την ύλη του ως αναγνώστρια, εστιάζοντας στη δική μου κατανόηση βασικών στοιχείων που το συγκροτούν, χωρίς φυσικά να επιχειρώ ένα οδηγό ανάγνωσης. Το βιβλίο συγκροτείται σε 4 Σεμινάρια που καλύπτουν 4 ιστορικές περιόδους. Η πρώτη περίοδος αναφέρεται στους κλασικούς του μαρξισμού Μαρξ και Ένγκελς που, αν και «δίνουν ελάχιστη σημασία στη γεωγραφία ως επιστήμη», αναφέρονται σε θέματα που την αφορούν, όπως στην καπιταλιστική πόλη, στο ζήτημα της κατοικίας, στη γεωγραφία του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου, κυρίως όμως στην ιδιοκτησία της γης, στην αντίθεση πόλης-υπαίθρου και στη γαιοπρόσοδο, που «αποτελεί κεντρική έν-

νοια στην κλασική μαρξιστική θεωρία για την προσέγγιση της τιμής της γης». Με ορισμένες αναφορές στον Λένιν και στην πάντα πρωτότυπη και ριζοσπαστική σκέψη της Λούξεμπουργκ, οι συγγραφείς εστιάζουν στην αναρχική σκέψη στα θέματα χώρου: στον ρώσο γεωγράφο Πέτερ Κροπότκιν, στο γεωγράφο κομμουνάρο Ελιζέ Ρεκλύ, στην Παρισινή Κομμούνα και στους Ισπανούς αναρχοσυνδικαλιστές. Αξίζει να τους μελετήσουμε σήμερα, που όχι μόνο έχει αμφισβητηθεί εκ βάθρων το πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης και η χωρική οργάνωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά, επίσης, μέσα από επίκαιρες διαδικασίες αλληλέγγυας κοινωνικής οικονομίας, αναδύονται, εντοπισμένες χωρικά, συνεταιριστικές μορφές κάλυψης βασικών κοινωνικών αναγκών. Περνώντας από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές, τις υλίστριες φεμινίστριες και τους αποπολεοδομιστές, ρεύματα που ενθέτουν χωρικά τη συλλογική οργάνωση της καθημερινής ζωής, το 1ο Σεμινάριο, δηλαδή η ιστορική περίοδος των κλασικών, καταλήγει στον Αντόνιο Γκράμσι. Στο έργο του κομμουνιστή διανοητή και ιδρυτή του ΙΚΚ, που πέθανε στη φυλακή, πραγματώνεται μια ιδανική σχέση του μαρξισμού με τη χωρική οργάνωση σε 5 σημεία, τα οποία μεταφέρω εδώ από το βιβλίο, γιατί αναδεικνύουν τόσο τη δυνατότητα καθοριστικής συμ-

169


013:Layout 1

170

5/13/13

1:39 PM

Page 170

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 169-171

βολής της μαρξιστικής θεωρίας στην αριστερή σκέψη για το χώρο όσο και την εξαιρετικής ευρύτητας συμβολή των επιστημών του χώρου στη μαρξιστική προβληματική. Οι πέντε κατηγορίες αναλύσεων του Γκράμσι αφορούν: «στις πολύ αναλυτικές περιγραφές χωροκοινωνικών προβλημάτων στην Ιταλία της δεκαετίας του 1920», «στην εθνική και χωρική εδαφική ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού», «στη σημασία της κοινωνίας των πολιτών και της έννοιας του πολιτικού», «στην εισαγωγή της έννοιας της ηγεμονίας» και «τέλος, στην πολιτική, οικονομική, ιδεολογική αλλά και εδαφική συγκρότηση του εθνικού κράτους». Ο Γκράμσι μάς εισάγει στο 2ο και 3ο Σεμινάριο και στις εξαιρετικά γόνιμες δεκαετίες 1960, 1970 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, έχοντας αρχίσει τον προβληματισμό «για ένα ιστορικό και γεωγραφικό υλισμό, που συνέχισαν αργότερα ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Henri Lefebvre, ο David Harvey και άλλοι/ες». Την περίοδο αυτή όλες οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αναδιαρθρώθηκαν εκ βάθρων υπό το φως των παγκόσμιων επαναστατικών διαδικασιών, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η επιστήμη ως κοινωνική κατασκευή επωάζεται στα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα ή/και συμβάλλει στη διατύπωση και κατανόησή τους. Μια επαναστατική τομή χαρακτηρίζει τις αριστερές προσεγγίσεις του χώρου αυτή την περίοδο. Ο Νίκος Πουλαντζάς τοποθετείται κριτικά «στον περιθωριακό ρόλο που είχε προσδώσει η μαρξιστική έρευνα μέχρι το 1970 στις μεταλλαγές του χώρου και του χρόνου» και διατυπώνει τη θέση ότι «οι μεταλλαγές των χωροχρονικών μητρών αναφέρονται στην υλικότητα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, τις δομές του κράτους, των πρακτικών και τεχνικών της καπιταλιστικής οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας». Το αντικείμενο, βέβαια, του Πουλαντζά δεν είναι ο χώρος. Όμως, με

τις προσεγγίσεις του για το κράτος και το κεφάλαιο, τα νέα κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονται στη σφαίρα της αναπαραγωγής, καθώς και με τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου, ελευθερώνει το πεδίο συνάντησης του μαρξισμού με την αριστερή σκέψη για το χώρο. Στις επαναστατικές δεκαετίες που αναφερθήκαμε δημιουργούνται τα μνημειώδη έργα του Henri Lefebvre, κομμουνιστή φιλόσοφου και ένθερμου υποστηρικτή του γαλλικού Μάη, ως συνέχεια της θεωρητικής του παραγωγής των προηγούμενων χρόνων, έργα που αφορούν στην καθημερινή ζωή, τη σχέση της μαρξιστικής σκέψης με την πόλη, το δικαίωμα στην πόλη και την παραγωγή του χώρου. Η τριμερής διαλεκτική του Lefebvre για την προσέγγιση μιας κοινωνικής θεωρίας του χώρου, που περιλαμβάνει τις κοινωνικές πρακτικές και τον υλικό χώρο, τις αναπαραστάσεις του χώρου και τους χώρους της αναπαράστασης και το λόγο για το χώρο, παραμένει πάντα ακρογωνιαίος λίθος στην κατανόηση του χώρου και την ερμηνεία των χωρικών αλλαγών, τόσο από την πλευρά της εξουσίας όσο και των κυριαρχούμενων τάξεων. Τα κοινωνικά κινήματα πόλης και οι παρεμβάσεις του κοινωνικού κράτους στη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της συλλογικής κατανάλωσης αποκτούν θεωρητικό έρεισμα και φέρνουν στο προσκήνιο το έργο του Manuel Castells, ιδιαίτερα το Η πόλη και οι αποκάτω, με το οποίο ο συγγραφέας του επιχειρεί, πλην των θεωρητικών διατυπώσεων, μια πολιτική σύγκλιση με τις θέσεις του Πουλαντζά για το δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό. Στα κινήματα που έλαμψαν τον Μάη του 1968 περιλαμβάνονται οι καταστασιακοί με ριζοσπαστικές προσεγγίσεις της καθημερινής ζωής, του χώρου, του θεάματος και των τεχνών και εξίσου ανατρεπτικές πρακτικές. Στο πεδίο των γόνιμων συγκλίσεων αλλά και αντιπαραθέσεων «των χρυ-

σών δεκαετιών για την αριστερή και ειδικά τη μαρξιστική προβληματική για τις πόλεις και τις περιφέρειες και έμμεσα για το χώρο» πραγματοποιείται η συνάντηση αυτής της προβληματικής με τη σχολή των Annales και «τον ιστορικό και γεωγραφικό υλισμό» του Φερνάν Μπρωντέλ, σύμφωνα με τη διατύπωση του Hobsbawm. Στα σημαντικά έργα του Η γραμματική των πολιτισμών και, κυρίως, Η Μεσόγειος αναπτύσσονται, σύμφωνα με τη συμπύκνωση των συγγραφέων του βιβλίου που παρουσιάζουμε, τρία βασικά σημεία: «Από την καθημερινή ζωή στην κοσμο-οικονομία και ξανά στην καθημερινή ζωή», «Η εδαφική οικονομία και η οικονομία των πόλεων», «Ο χρόνος και ο χώρος ως κοινωνικές κατασκευές, με βαθιές δομές και συνέχειες». Οι πόλεις είναι σημαντικό επίδικο των «χρυσών δεκαετιών» όπως και τα συναφή θέματα της αστικοποίησης, των χωρο-κοινωνικών διαχωρισμών, της ρύθμισης του χώρου, των ιστορικών κέντρων και των αναπλάσεων. Ταυτόχρονα, η αριστερή σκέψη για το χώρο επεκτείνεται στις διευρυμένες χωρικές επικράτειες των περιφερειών και της άνισης ανάπτυξης που τις χαρακτηρίζει, καθώς και του γεωγραφικού καταμερισμού της εργασίας, δηλαδή σε θεματικές οι οποίες πιστοποιούν την τεράστια σημασία της χωρικής ανάλυσης για την κατανόηση των διαδικασιών συσσώρευσης του κεφαλαίου σε τοπική, περιφερειακή, εθνική και διεθνή κλίμακα (Ernest Mandel, Stuart Holland, Alain Lipietz, και άλλοι/ες). Αυτή την περίοδο των νέων κοινωνικών κινημάτων επανεμφανίζεται δυναμικά το ιστορικό αλλά ανανεωμένο φεμινιστικό κίνημα, δρώντας καταλυτικά στη συγκρότηση φεμινιστικών προσεγγίσεων του χώρου. Ασκεί κριτική στις άφυλες προσεγγίσεις, που λειτουργούν αποκρυπτικά ως προς τις πολλαπλές ταυτότητες των υποκειμένων στα οποία αναφέρεται η μαρξιστική προβληματική για το χώρο. Μια


013:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 171

ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ

πλούσια θεωρητική παραγωγή και ένα πλήθος εκδόσεων πολιορκούν το κάστρο της αριστερής σκέψης για να επιβάλουν την έμφυλη προσέγγιση του χώρου σε αντικείμενα που κατεξοχήν ορίζονται από το φύλο, όπως η συλλογική κατανάλωση, η κατοικία και ο δημόσιος χώρος της πόλης. Το 1973 ο David Harvey, ήδη καταξιωμένος ως φιλελεύθερος θετικιστής γεωγράφος, ξεκινά με το βιβλίο του Social Justice and the City μια νέα πορεία στην αριστερή θεωρία για το χώρο, η οποία θα αποδειχθεί εξαιρετικά δημιουργική και παραγωγική και θα ασκήσει πολύ μεγάλη επιρροή μέχρι σήμερα. Τα αντικείμενα που επεξεργάζεται εν πολλοίς συμπίπτουν με βασικά θέματα της μαρξιστικής ανάλυσης του καπιταλισμού, τα οποία επανασυνθέτει εισάγοντας τη χωρική διάσταση. Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται, επίσης, από την παρουσία της Dorren Massey και τη σημαντική και καθοριστική συμβολή της στη γεωγραφία που επηρέασε σημαντικά την αριστερή σκέψη και αναγνωρίστηκε με την απονομή στην ίδια του Νόμπελ της Γεωγραφίας. Οι σχέσεις παραγωγής, οι κοινωνικές σχέσεις και οι ταξικές συγκρούσεις εμπεριέχουν και εμπεριέχονται, κατά τη Massey, σε χωρικές σχέσεις. Σημαντική είναι και η συμβολή της στην εισαγωγή της οπτικής του φύλου στη μελέτη του τόπου και του χώρου με το έργο της Space, place and gender. Το πιο πρόσφατο έργο της For space υποστηρίζει τη σημασία του χώρου, την πρωτοκαθεδρία του απέναντι στο χρόνο καθώς και την εντοπιότητα που υποστασιοποιεί τις παγκόσμιες χωρικές αλλαγές. Το Σεμινάριο 4 αρχίζει χρονικά όταν η επαναστατική ένταση των θεωρητικών αναζητήσεων για το χώρο έχει κοπάσει και οι μεγάλες αφηγήσεις, επικίνδυνες πολιτικά αν και αντιφατικές, θεωρούνται ξεπερασμένες, στο πλαίσιο ενός περιρρέοντος σχετικισμού που συμπλέει με την άνοδο του νεοφιλελευθε-

ρισμού και την κυριαρχία του ατομικού και του ιδιωτικού απέναντι στο συλλογικό και το δημόσιο. Η κρίση του μαρξισμού είχε ήδη διακηρυχθεί από τους μαρξιστές και ο κριτικός μαρξισμός είχε ανοίξει τα φτερά του. Όμως, παρότι ο νεκρός ανύπαρκτος σοσιαλισμός, του οποίου ο θάνατος συμπυκνώθηκε συμβολικά το 1989, δεν ήταν συγγενής μας, η πτώση του σηματοδοτεί την πολιτική υποχώρηση όλων των εκδοχών της αριστεράς παγκόσμια. Η ανάκαμψη θα αρχίσει από την κοινωνία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ο νεοφιλελευθερισμός έχει φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας τους νέους παρίες της παγκόσμιας κυριαρχίας του κεφαλαίου κι όταν το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα θα επιχειρήσει να βάλει τέλος στα πέτρινα χρόνια. «Μεταξύ άλλων, και για τα ζητήματα του χώρου διαμορφώνεται ένα αρνητικό πλαίσιο για αριστερό προβληματισμό, τουλάχιστον με τους όρους που είχε αναπτυχθεί έως τότε, αλλά και νέες προκλήσεις και αιτήματα επαναπροσδιορισμού» διαπιστώνουν οι συγγραφείς του Χώρου στην αριστερή σκέψη. Η λεγόμενη πολιτισμική στροφή αναδεικνύει σημαντικά λανθάνοντα ζητήματα, τα οποία αφορούν στις επιστήμες του χώρου αλλά και μια σχετική αποστασιοποίηση από τις μεγάλες ανισότητες και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις που τέμνουν κάθετα τις οριζόντιες κοινωνικές διαστρωματώσεις. Στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται αριστερή σκέψη για το χώρο, συγγραφείς όπως ο Edward Soja, ο David Harvey, η Sharon Zukin, ο Neil Smith, ο Mike Davis, ο Edward Said, o Homi Bhabha, η Maria Todorova, η Judith Butler και άλλοι/ες, προσεγγίζουν νέα χωρικά αντικείμενα, διευρύνοντας με τρόπο καταλυτικό τις θεματικές της αριστερής σκέψης. Την περίοδο αυτή το έργο του Φουκώ, που είχε ήδη ανοίξει νέους ορίζοντες στα θέματα της εξουσίας και της βιοεξουσίας, γίνεται επίκαιρο και επηρεάζει τις προβληματικές για το χώρο.

Θα τελειώσω με ορισμένες γενικού χαρακτήρα παρατηρήσεις. Η ιστοριογραφία της αριστερής σκέψης για το χώρο των συγγραφέων δεν αναζητεί και, άλλωστε, δεν διαπιστώνει μια εξελικτική διαδικασία αλλά μια αντιφατική, σε σχέση με το πριν και το μετά, πορεία των επιστημόνων και θεωρητικών του χώρου, που κινούνται στο ευρύχωρο πλαίσιο της πληθυντικής αριστεράς. Παρότι αδογμάτιστοι, οι συγγραφείς κάνουν αυστηρές επιλογές ως προς τα ρεύματα σκέψης που μπορούν να συμβιώσουν στο βιβλίο. Η φαινομενικά λιτή εξαγγελία της εισαγωγής και ταυτόχρονα αναφορά στις πηγές («Ας κρατήσουμε προς το παρόν την υπόθεση/θέση ότι οι κοινωνίες μέσω συγκεκριμένων, συχνά συγκρουσιακών σχέσεων δημιουργούν όχι μόνο την ιστορία τους αλλά και τους χώρους τους, σε συνθήκες όμως που δεν τις έχουν επιλέξει οι ίδιες») μπορεί να θεωρηθεί οδηγός για τον ορισμό και τη συγγένεια των επιλογών του βιβλίου. Το βιβλίο Ο χώρος στην αριστερή σκέψη θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ιστοριογραφία των έμφυλων προσεγγίσεων του χώρου, των κοινωνικών κινημάτων, των μαρξιστικών ρευμάτων, των μεταβλητών γεωγραφιών του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας και της άνισης ανάπτυξης ή των βασικών αριστερών θεωριών κατά χωρικό αντικείμενο. Πρωτίστως, όμως, αποτελεί ένα συνθετικό εγχείρημα, που αναδεικνύει την αλληλοπλοκή όλων των παραγόντων οι οποίοι συνθέτουν τα χωρικά αντικείμενα. Η αναφορά μου σε συγκεκριμένους, διακεκριμένους και διακεκριμένες θεωρητικούς του χώρου δεν υποδηλώνει, σε καμία περίπτωση, ότι η ιστορία είναι αφήγηση της δράσης των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Έγινε για την οικονομία της παρουσίασης ενός ενιαίου έργου που συντίθεται από ένα σύνολο παραγόντων και προσώπων και στο οποίο οι επώνυμες αναφορές λειτουργούν ως οδοδείκτες.

171


014:Layout 1

172

5/13/13

1:39 PM

Page 172

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 172-173

Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης, Ο Χώρος στην αριστερή σκέψη, Αθήνα: 2012, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς | νήσος

Αθηνά Αθανασίου1

Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. 1

Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, της Ντίνας Βαΐου και του Κωστή Χατζημιχάλη, είναι ένα βιβλίο που δίνει χώρο στη δυνητικότητα του αριστερού στοχασμού και της αριστερής πολιτικής πράξης· ένα βιβλίο που αλλάζει τον τρόπο που φανταζόμαστε το χώρο κριτικά και που ο χώρος μας επιτρέπει να φανταστούμε. Πολιτικά γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας σηματοδοτούνται συνήθως με τους χωρικούς τους ενδείκτες: η κατάληψη της Βαστίλης, η Παρισινή Κομμούνα, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η κατάληψη της πλατείας Τιενανμέν, πρόσφατα η πλατεία Ταχρίρ και η αραβική επανάσταση, οι εξεγερμένες συλλογικότητες στις πλατείες της βόρειας και της νότιας ακτής της Μεσογείου. Αντίστοιχα, οι εξεγερσιακές ενσώματες γεωγραφίες πειθαρχούνται εκεί όπου διαδραματίζονται. Η Ντίνα Βαΐου και ο Κωστής Χατζημιχάλης στο βιβλίο τους αναφέρονται εύλογα στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, που μετέτρεψε το χώρο της πόλης σε πεδίο μάχης και ενσώματης υπεράσπισης των κατακτήσεων στα οδοφράγματα. Μετά την ήττα, οι καθεστωτικές δυνάμεις σηματοδότησαν στο χώρο την επιστροφή στην τάξη ανεγείροντας μνημείο στο λόφο της Μονμάρτης, μια τεράστια άσπρη βασιλική, προκειμένου να υπογραμμίσουν το δήθεν «κοινό αίσθημα» της αστικής και εκκλησιαστικής εξουσίας (σελ. 36). Τέτοιες οριακές στιγμές της πόλης παρέχουν το πεδίο για την ανάδυση μιας νέας γραμματικής της αγωνιστικής συλλογικότητας, αλλά και μιας νέας γραμματικής για την πολιτική του χώρου. Μοιάζει ο δημόσιος χώρος των νεωτερικών πόλεων και μη-

τροπόλεων να είναι πάντα στοιχειωμένος από το φάντασμα της εξέγερσης και της επιθυμίας του ανασχεδιασμού. Ή, από την άλλη πλευρά, αλλά σε συνάρτηση με την πρώτη, μοιάζει πάντα η επανάσταση να εμπεριέχει μια φαντασία του χώρου. Το βιβλίο στοχάζεται με υποδειγματική συστηματικότητα και ευαισθησία τη σχέση της Αριστεράς με το χώρο. Διερευνά τους τρόπους με τους οποίους ο χώρος εισέρχεται στην προβληματική της Αριστεράς, ιχνηλατώντας μια πυκνή αριστερή ιστοριογραφία, από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τους αναρχικούς γεωγράφους, τις υλίστριες φεμινίστριες, τον Γκράμσι, τον Λεφέβρ και τους Καταστασιακούς, έως τον Ντέιβιντ Χάρβεϋ και την Ντορήν Μάσσεϋ, αλλά και νεότερα ρεύματα που αναδιατυπώνουν τη μαρξιστική παράδοση μέσα από την επίδραση της μετααποικιακής προσέγγισης, της θεωρίας του Μισέλ Φουκώ, των έμφυλων οπτικών για την πόλη και των νέων κοινωνικών κινημάτων χώρου. Το βιβλίο, που προέκυψε από τέσσερα σεμινάρια που έγιναν το 2003 στο Ινστιτούτο Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς» και επαναλήφθηκαν στα «Σεμινάρια της Ερμούπολης» το 2006, περιλαμβάνει επίσης κείμενα-παρεμβάσεις των: Γιώργου Πατρίκιου, Χάρη Κωνσταντάτου, Δήμητρας Σιατίστα, Σαλώμης Χατζηβασιλείου, Ρούλης Λυκογιάννη, Αγάπης Τσίκλη και Μαρίας Χαϊδοπούλου-Βρυχέα. Καθώς οι συγγραφείς χαρτογραφούν τους κοινωνικούς δρόμους, τα περάσματα και τους τόπους που οραματίστηκε και οραματίζεται η Αριστερά, μας εμπνέουν να στοχαστούμε διατοπικά για το ποιος


014:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 173

ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

είναι ο χώρος της ριζοσπαστικής πολιτικής σήμερα. Ενώ καταπιάνονται με τη διαλεκτική χώρου και αριστερής σκέψης, μας προσφέρουν ένα καινοτόμο εγχειρίδιο αναφοράς που φέρει το οραματικό αποτύπωμα για μια πληθυντική ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά που «πιάνει τόπο» και «λαμβάνει χώρα», δηλαδή για μια Αριστερά που κινείται και συμβαίνει – που συμβαίνει στην κοινωνία και για την κοινωνία, που συμβαίνει στο χώρο αλλά και που δημιουργεί χώρο. Η αριστερή σκέψη για το χώρο αναμετριέται με τις ποικίλες όψεις εξουσιαστικής κυριότητας επί του χώρου, που σχετίζονται με την καπιταλιστική «συσσώρευση μέσω υφαρπαγής», σύμφωνα με τον Χάρβεϋ, αλλά και με τις ιεραρχικές προδιαγραφές φύλου, σεξουαλικότητας, εθνότητας και αρτιμέλειας. Ο χώρος δεν είναι απλώς εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και αρένα πειθάρχησης, αλλά και φορέας μετασχηματιστικής πολιτικής δράσης. Σ’ αυτή τη διαλεκτική είναι που μας εισάγει το βιβλίο τούτο: στο χώρο δρομολογούνται αλλά και λοξοδρομούν οι νόρμες που συγκροτούν τους κυρίαρχους και κυριαρχικούς «κοινούς τόπους». Η συλλογιστική του βιβλίου στο σύνολό του διαπερνιέται από την ιδέα των «γεωμετριών δύναμης», μια φουκωική έννοια που επεξεργάστηκε η Ντορήν Μάσσεϋ και που αφορά διαφορετικές κλίμακες χώρου, από το σώμα μέχρι το παγκόσμιο σύστημα. Μέσα από αυτή την οπτική, ο χώρος επιτελείται ως μια πολυσήμαντη αλληλοτομία κοινωνικών σχέσεων, διαδικασιών εξουσίας, διαφοροποιημένης και σχεσιακής συγκρότησης των ενσώματων υποκειμένων. Η κεντρική αυτή μέριμνα του βιβλίου αφορά τη μετασχηματιστική ποιητική, μέσω της οποίας οι άνθρωποι υλοποιούν τη δυνατότητά τους να αλλάζουν τις συνθήκες που τους «βάζουν στη θέση τους», δηλαδή τους υπάγουν στις έμφυλες, ταξικές, οικονομικές και εθνικές προϋποθέσεις του ανήκειν. Οδηγούμαστε, έτσι, να αναζητήσουμε, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού, πώς συν-

δέεται το σώμα με το χώρο, τι είδους σχέσεις εξουσίας αυτή η σύνδεση εμπεριέχει και διαταράσσει. Πώς πιάνει τόπο και δημιουργεί χώρο η εμπρόθετη δράση των ενσώματων υποκειμένων και η δυνατότητά της να υπερβαίνει την εξουσία μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή. Κι ακόμη, πώς χαρτογραφείται, βιώνεται και σωματοποιείται ο χώρος από όσες και όσους υποβάλλονται στη βία της αορατότητας ή της υπερβολικής έκθεσης, και πού η διεκδίκηση ελεύθερης ορατότητας στο δημόσιο χώρο είναι καθημερινό αίτημα επιβίωσης. Η σχέση εξουσίας και χώρου αποτυπώνεται σε πολλαπλές ιστορικές περιστάσεις πειθάρχησης, εξαίρεσης και καταστολής, όπως είναι το απαρτχάιντ, η αποικία, το γκέτο, η θηλυκοποιημένη οικιακότητα, οι «περιφέρειες-ρεζέρβες εργατικής δύναμης» (Ερνέστ Μαντέλ, σ. 119), τα κέντρα κράτησης μεταναστών, τα σημεία στρατιωτικού ελέγχου, τα καθεστώτα συνοριακής αστυνόμευσης, η εξορία των «επικίνδυνων πολιτών» και ο φρονηματικός περιορισμός κοινωνικών μιασμάτων και παριών. Όμως δεν είναι μόνο η βίαιη περιφρούρηση των «κοινών τόπων» του ανήκειν που διαδραματίζεται στη σκηνή του δημόσιου χώρου, αλλά και οι ετερόδοξες χρήσεις του, εκείνες οι χρήσεις που παρεμβαίνουν στη συναινετική κοινοτοπία του χώρου, αντιμιλώντας στις εθιμοτυπίες της. Τέτοιο παράδειγμα διαφορετικής επανενοίκησης, το οποίο τόσο εύστοχα αναπτύσσουν οι συγγραφείς, ήταν και τα «σπίτια χωρίς κουζίνες»: η καμπάνια των υλιστριών φεμινιστριών στα τέλη του 19ου αιώνα για τον ανασχεδιασμό του αστικού και οικιακού χώρου με βάση μια εναλλακτική έμφυλη οικο-νομία. Το βιβλίο αυτό μας εμπνέει να επερωτήσουμε σχέσεις εξουσίας που «λαμβάνουν χώρα» σε εδαφοποιημένα ή απεδαφοποιημένα πεδία, όπως είναι το έθνος-κράτος και τα μεταεθνικά δίκτυα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και η κυκλοφορία του κεφαλαίου, η οικογένεια και οι έμφυλες νόρμες. Όμως οι ανάγκες και οι επιθυμίες των ανθρώ-

πων εμπλέκονται σε γεωμετρίες και γεωγραφίες δύναμης, χωρίς να υποτάσσονται σ’ αυτές: είτε απειθαρχούν στις ενδεδειγμένες θέσεις είτε αρνούνται να εκχωρήσουν τη θέση τους. Καθώς διάβαζα το βιβλίο Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, έπεσε στα χέρια μου, στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ πριν από λίγες εβδομάδες, μια μικρή έκδοση με τον τίτλο Transport Stories: Μικρές ιστορίες καθημερινού ρατσισμού στα ΜΜΜ. Μια μετανάστρια από την Αλβανία αφηγείται μια σκηνή στο τρόλεϊ, με έναν ηλικιωμένο κύριο που επιχειρεί να «συμμαχήσει» μαζί της, υποθέτοντας την ελληνική της υπηκοότητα, εναντίον των πακιστανών επιβατών, μέχρι που το κινητό της χτυπάει και εκείνη απαντά στα αλβανικά, οπότε η διάθεση του ηλικιωμένου κυρίου μεταστρέφεται ριζικά. «Ο παππούς με έκανε να θυμηθώ», γράφει, «πως τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δεν μιλούσαμε στους δρόμους και πουθενά έξω αλβανικά, αλλά ούτε και ελληνικά, για να μην μας καταλάβουν. Ορισμένες φορές γινόμασταν αντιληπτοί ακριβώς εξαιτίας της παρατεταμένης σιωπής. Σαν ηθοποιοί βουβών ταινιών». Αυτό λοιπόν το αίτημα και η δυνατότητα των «εκτός τόπου» να παράγουν άλλες χωρικότητες και συσσωματώσεις, να κάνουν διανοητούς και εφικτούς άλλους χώρους, είναι στην καρδιά της προβληματικής του χώρου στην αριστερή σκέψη. Η διεκδίκηση χώρου επιτελείται μέσω της ίδιας της έκθεσης του σώματος, που είναι ταυτόχρονα εντοπίσιμο και «εκτός τόπου». Κι έτσι είναι απολύτως εύστοχος ο τρόπος με τον οποίο οι συγγραφείς συμπυκνώνουν την ουσία του συναρπαστικού αυτού εκδοτικού εγχειρήματος, δίνοντας το λόγο στον Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα… Πλησιάζω δύο βήματα κι αυτή απομακρύνεται δυο βήματα. Περπατάω δέκα βήματα και ο ορίζοντας πάει δέκα βήματα πιο κει. [...] Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Ακριβώς γι’ αυτό – για να προχωράμε».

173


014:Layout 1

5/13/13

1:39 PM

Page 174

C

O

N

T

G E O - C O M M E N T A R Y AWARD DOREEN MASSEY AN HONORARY DOCTOR’S DEGREE AT THE GEOGRAPHY DEPARTMENT, HAROKOPIO UNIVERSITY, ATHENS, NOVEMBER 2012

3 7 12

E

104 122

History Costis Hadjimichalis Commendation of the honorand Doreen Massey

140

Radical spatiality and the question of Democracy

23 31

35 55 70

A tribute to Giorgos Marnelakis (1975-2013)

S

Ioannis Lainas Transport infrastructure projects and land use transformations. The spatial impact of Attiki Odos in Mesogia region Fereniki Vatavali Housing production in the cities of Ioannina and Gjirokastër as an element of the spatiotemporal transformations of the Greek-Albanian borderland Artemis Kourtesis, Vassilis Avdikos The new economic, social and territorial cohesion policy 2014-2020: A primary analysis and critique

E V E N T S

155 159

Stamatis Kalogirou Introduction

A N D

S T U D E N T S ’

The role of economic sectors and occupational hierarchies in shaping housing segregation in metropolitan Athens

165

Evgenia Tousi Socio-spatial transformations in Nikea: From the refugee settlement to the contemporary urban scenery Alexandra Zamani, George Karavokiros, Byron Kotzamanis, Konstantinos Lalenis

Georgia Gemenetzi Interconnections between urban sprawl and the structure of urban system: Implications from Thessaloniki

D E B A T E S

Charis Konstantatos 10th Seminar of the Aegean, Syros, 2012 Maria Kalantzopoulou, Penny Koutrolikou, Dimitra Siatitsa Crises regimes and social movements in cities of Southern Europe, International Workshop, Athens, 2013

Stavros-Nikiforos Spyrellis

Post-occupancy evaluation of Olympic village settlement in Athens-Greece

85

T

Interview with Doreen Massey

A R T I C L E S SPECIAL SECTION: HOUSING SEGREGATION AND SPATIAL RESTRUCTURING IN ATHENS AND THESSALONIKI

33

N

F O R U M

Thanos Andritsos From social justice to rebel cities. A review of radical geography through the work of David Harvey

B O O K

R E V I E W S

Dina Vaiou, Costis Hadjimichalis (2012) Space in Left Thought, Athens: N. Poulantzas Institute/nissos (in Greek)

169 172

Eleni Portaliou Athina Athanasiou


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.