ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΟΜΙΚΟΥΔΗΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ – ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ & ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΟΥΣ & ΕΝΝΟΙΕΣ
ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ, ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ & ΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΣΤΑ ΝΕΑ & ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΑΠΟ Α΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΕΩΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Θεσσαλονίκη 2014
978-618-81707-3-5
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
Γιάννης Νοµικούδης
ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ 2 ΝΕΑ & ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ & ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΟΥΣ & ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ, ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ & ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΠΟ Α΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Ε ΩΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Πρόλογος συγγραφέα Ο ορισμός και η επεξήγηση ενός όρου ή μιας έννοιας είναι βασικές προϋποθέσεις για την κατανόησή τους. Είναι συχνό το φαινόμενο να προσπαθεί ένας μαθητής να εμπεδώσει και να εξασκηθεί πάνω σε κάποιο θέμα, χωρίς να έχει καταλάβει ούτε την βασική σημασία ούτε το σκοπό του. Σίγουρα ο τελευταίος που ευθύνεται γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο μαθητής.. Από την άλλη θα ήταν υπερβολικό να αναζητηθούν και να αποδοθούν ευθύνες στους εκπαιδευτικούς. Ο κυριότερος ίσως λόγος είναι το γεγονός ότι δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία στις λέξεις από τις οποίες αποτελούνται οι διάφοροι όροι,είτε γιατί κρίνεται περιττό και επουσιώδες είτε γιατί θεωρείται αρκετό το να δίνονται μόνο η επεξήγηση και κάποια παραδείγματα. Αυτό ίσως θα ήταν φυσιολογικό αν οι μαθητές συναντούσαν λέξεις δανεισμένες από άλλες γλώσσες, τις οποίες δεν θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Στη Γλώσσα όμως,όπως και στις περισσότερες επιστήμες, σχεδόν όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι ελληνικές. Αυτό δίνει τη δυνατότητα κατανόησής τους από την ετυμολογία και την αρχική τους σημασία και μόνο. Στο συγκεκριμένο σκεπτικό βασίζεται η εργασία αυτή. Οι όροι που έχουν επιλεγεί καλύπτουν την ύλη του Δημοτικού,του Γυμνασίου και των κυριότερων θεμάτων του Λυκείου. Δίνεται αρχικά η ετυμολογία και η αρχική σημασία τους,καθώς και η χρήση τους σήμερα στην καθημερινή γλώσσα. Ακολουθεί η επεξήγησή τους,με την ακριβή και εξειδικευμένη σημασία τους στη Γλώσσα και στη Γραμματική. Τέλος παρατίθενται κάποια επιπλέον στοιχεία, όπου είναι δυνατό, όπως και παραδείγματα για την καλύτερη κατανόηση των όρων αυτών. Το βιβλίο απευθύνεται τόσο στους μαθητές,όσο και στους εκπαιδευτικούς. Επίσης φιλοδοξεί να βοηθήσει τους γονείς ή όποιον άλλον προσπαθεί να συνδράμει στην εργασία των μαθητών. Για το λόγο αυτό η γλώσσα και το ύφος είναι όσο το δυνατόν πιο απλά,ώστε να είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση για τον καθένα. Δεν χρησιμοποιούνται εξειδικευμένοι επιστημονικοί όροι και δεν απαιτούνται κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις για την κατανόησή τους. Οι έννοιες παρουσιάζονται αλφαβητικά,με τρόπο που διευκολύνει πολύ την γρήγορη ανεύρεσή τους. Ελπίζουμε η συμβολή της εργασίας αυτής να είναι ουσιαστική και να δώσει μια διαφορετική διάσταση στην καθημερινή σχολική εργασία. Φιλικά Γιάννης Νομικούδης
3
ΒΑΡΥΤΟΝΑ Βαρύτονος χαρακτηρίζεται ο τραγουδιστής που η φωνή του είναι ενδιάμεση, μεταξύ βαθύφωνου και οξύφωνου.Γενικότερα, είναι αυτός που ηχεί έντονα,δυνατά. Στη Γραμματική, βαρύτονη λέγεται η λέξη που δεν τονίζεται στη λήγουσα. Μπορεί δηλαδή να είναι παροξύτονη ή προπαροξύτονη. Π.χ. οι λέξεις: πά-νω και αν-θρω-πος είναι βαρύτονες.
Βαρύτονα ρήµατα λέγονται τα παροξύτονα, δηλαδή αυτά που τονίζονται στην παραλήγουσα. Π.χ. τα ρήματα λύνω, πηγαίνω είναι βαρύτονα.
ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΑ Η αρχική σημασία του επιθέτου βέβαιος ήταν αυτός που βαδίζει με σιγουριά, για να φτάσει να εκφράζει τον σίγουρο, τον αναμφισβήτητο. Βέβαιος ακόμα είναι αυτός που βεβαιώνει, που επικυρώνει κάτι, ο καταφατικός. Στη Γραμματική, βεβαιωτικά λέγονται τα µόρια που χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώσουν το νόημα μιας φράσης. Στα Νέα Ελληνικά βεβαιωτικό είναι το μόριο ναι, ενώ στα Αρχαία Ελληνικά : ναί, δή, γέ, γοῦν κ.ά. Επίσης, τα βεβαιωτικά ε̟ιρρήµατα χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώσουν το νόημα μιας φράσης. Π.χ. αληθινά, βέβαια, κά
ΒΕΡΜΠΑΛΙΣΜΟΣ Η λατινική λέξη verbal σημαίνει λόγος και από αυτήν προέρχεται η γαλλική verbalisme, που μεταφέρθηκε στη γλώσσα μας με τον όρο βερμπαλισμός.
Βερµ̟αλισµός λέγεται η μεγαλοστομία, η ανούσια φλυαρία, η τάση να δίνουμε περισσότερη αξία στις λέξεις παρά στο νόημά τους, με τη χρησιμοποίηση ηχηρών αλλά κούφιων, χωρίς νόημα φράσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βιβλιο-γραφία (γραφή για βιβλία) ονομάζεται ο κατάλογος με τα βιβλία που έχουν σχέση με κάποιο θέμα για επεξεργασία ή για μελέτη. Ο κατάλογος αυτός δίνεται σε όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει το θέμα ή να κάνει κάποια εργασία πάνω σε αυτό. Σημειώνεται στο τέλος ενός επιστημονικού βιβλίου,με σκοπό να παρουσιάσει τις πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται το όνομα του συγγραφέα,ο τίτλος του έργου του, ο τόπος και το έτος που εκδόθηκε και ο εκδοτικός οίκος.
24
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Η λέξη βίος είχε βασικά την έννοια του τρόπου αλλά και της διάρκειας της ζωής. Επομένως, η βιο-γραφία δείχνει την καταγραφή αυτών των θεμάτων. Στο χώρο της Λογοτεχνίας, βιογραφία ονομάζεται η εξιστόρηση της ζωής και των πράξεων των ανθρώπων που διακρίθηκαν με τη συμπεριφορά τους, είτε θετικά είτε αρνητικά. Η βιογραφία είναι τόσο ιστορικό όσο και λογοτεχνικό είδος. Σπουδαίες βιογραφίες αποτελούν οι "Παράλληλοι βίοι" του Πλουτάρχου και τα "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντα.
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ Βοηθητικό γενικά, χαρακτηρίζεται αυτός που βοηθάει, ο κατάλληλος, ο πρόθυμος για βοήθεια, ο χρήσιμος. Στη Γραμματική, βοηθητικά λέγονται τα ρήµατα που χρησιμοποιούνται για τον σχηματισμό των χρόνων και των εγκλίσεων ρημάτων. Για παράδειγμα για τον σχηματισμό του παρακειμένου χρησιμοποιείται το έχω στην ενεργητική και το είμαι στη μέση φωνή:Έχω λύσει–είμαι λυμένος Επίσης βοηθητικά χαρακτηρίζονται τα μόρια να και θα επειδή βοηθούν στο σχηματισμό χρόνων και εγκλίσεων των ρημάτων. Π.χ. Να λύνω - θα λύσω
ΒΟΥΛΗΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Βούλομαι σημαίνει θέλω και βούληση είναι η θέληση για να γίνει κάτι. Βουλητικός είναι ο σχετικός με τη βούληση, που έχει δυνατή θέληση, ο θεληματικός. Στο Συντακτικό, βουλητικές ̟ροτάσεις λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το μόριο «να» και φανερώνουν τη θέληση κάποιου να γίνει κάτι. Π.χ. Τους είπε ότι ήθελε να επισκεφθεί το μοναστήρι.
ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΑ Η λέξη βραχύς στα Αρχαία Ελληνικά,όπως και η λατινική brevis, που προέρχεται από την ίδια ρίζα, σημαίνει κοντός, μικρός. Βραχύς δηλαδή είναι ο μικρός, ο σύντομος, ο κοντός, στο ύψος ή το μήκος αλλά και αυτός που διαρκεί λίγο, αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια, ο σύντομος, ο γρήγορος, ο στιγμιαίος. Στη Γλωσσολογία, βραχύχρονο ή α̟λά βραχύ λέγεται ένα γράμμα ή ένας φθόγγος που είναι σύντομος στην προφορά του. Βραχέα φωνήεντα είναι το ε και το ο. Επίσης βραχεία συλλαβή χαρακτηρίζεται αυτή που έχει βραχύ φωνήεν. Π.χ. λό-φε, μό-νος 25
ΓΑΜΜΑ Το γάµµα είναι το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου και αρχικά η προφορά του ήταν όπως το σημερινό γκ,αλλά από τον 1ο περίπου αιώνα π.Χ. άρχισε να προφέρεται όπως και σήμερα. Η προέλευσή του είναι από το φοινικικό αλφάβητο και συγκεκριμένα, είναι το πρώτο γράμμα της λέξης gimel, που σημαίνει καμήλα στη γλώσσα αυτή.
ΓΕΝΙΚΗ Η λέξη γενικός προέρχεται από το γένος, που φανερώνει το είδος. Στη Γραμματική, γενική ̟τώση ονομάζεται μία από τις πλάγιες πτώσεις των ονομάτων, απ' την οποία παίρνουμε και το θέμα τους. Μερικοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε γενική επειδή από το θέμα αυτό γεννιούνται και όλες οι παράγωγες της λέξης. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η γενική οφείλει το όνομά της στο γεγονός ότι μια από τις βασικές χρήσεις της είναι να δηλώνει το γένος των ονομάτων. Στο Συντακτικό στα Νέα Ελληνικά έχουμε τα παρακάτω είδη: - Η γενική κτητική: το αυτοκίνητο του Κώστα - Η γενική διαιρετική: μαθητές της τάξης Η γενική ιδιότητας: μωρό 2 μηνών - Η γενική αξίας: γούνα εκατό χιλιάδων Η γενική αιτίας: πεθαίνω της δίψας Στα Αρχ. Ελληνικά η Γενική σαν ονοματικός προσδιορισμός διακρίνεται σε: o Κτητική : τοῦ Θεμιστοκλέους. Διαιρετική: τοῦ ἰππικοῦ. o Ύλης: ράβδος χρυσού. Ιδιότητας: πέντε ετῶν Αξίας: δύο δραχμῶν Αιτίας: τούτου αἴτιος ἐστί. Υποκειμενική: ανταλλαγή ἐλευθέρων καί δούλων Αντικειμενική: μιμηταί ἐναρέτων ἀνδρῶν Συγκριτική: υψηλότερος τοῦ πατρός Σαν επιρρηματικός προσδιορισμός μπορεί να δείχνει : Χρόνο: τῆς νυκτός ἐκείνης, οὐδείς ἐκοιμήθη Αιτία: των πράξεων λυπάται Όταν το κατηγορούμενο είναι ουσιαστικό μερικές φορές μπαίνει σε γενική πτώση, που ονομάζεται γενική κατηγορηματική και μπορεί να φανερώνει: Κτήση: η βασιλεία εστίν τῆς πόλεως Διαιρετική: Εἶς ἐξελέγη τοῦ στρατεύματος. Ύλη: τό στέμμα ἦν χρυσοῦ Επίσης, υπάρχει ένα είδος μετοχής που χαρακτηρίζεται Γενική Απόλυτη,γιατί το υποκείμενό της δεν έχει σχέση με τους όρους της πρότασης. Π.χ. Δρυός πεσούσης,πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται.
ΓΕΝΟΣ Από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα geno- που σημαίνει υπάρχω, είμαι προέρχεται το ρήμα γίγνομαι στα Αρχαία Ελληνικά και από αυτό το ουσιαστικό γένος. Γένος είναι η καταγωγή, το έθνος, φυλή,το φύλο, η ράτσα.
26
Στη Γραμματική, το γένος χρησιμοποιείται για τη διάκριση ουσιαστικών, επιθέτων, μετοχών και αντωνυμιών σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα. Στη γλώσσα μας υπάρχει διάκριση των ονομάτων ανάλογα με το γένος,ενώ αντίθετα σε άλλες,όπως η αγγλική δεν συμβαίνει αυτό. Η διάκριση αυτή πολλές φορές είναι φυσικού γένους, δηλαδή τα συγκεκριμένα, ονόματα είναι έμψυχα και αρσενικά ή θηλυκά στην πραγματικότητα: Ο πατέρας,η ανηψιά,η γάτα. Στα περισσότερα όμως ονόματα και κυρίως στα άψυχα και στα αφηρημένα η διάκριση είναι γραμματικού γένους: Το βιβλίο, ο πληθυσμός,η αγάπη,το μίσος.
ΓΛΩΣΣΑ Στα Αρχαία Ελληνικά η άκρη του σταχιού λεγόταν γλῶξ, ενώ γλωχίν ονομαζοταν η αιχμή,η μύτη. Από τις λέξεις αυτές φαίνεται να προήλθε από το σχήμα της και η γλώσσα, το σαρκώδες αυτό όργανο που βρίσκεται μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων και χρησιμεύει στην πρόσληψη και το μάσημα των τροφών αλλά και για την άρθρωση του λόγου.
Γλώσσα ονομάζεται γενικά το όργανο του λόγου, το σύνολο των λέξεων και των φράσεων τις οποίες μεταχειρίζεται ένας λαός ή μια ομάδα ανθρώπων για να συνεννοείται προφορικά ή γραπτά αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι εκφράζουν τη σκέψη τους. Χρειάστηκαν πάνω από 1.000.000 χρόνια, για την εξέλιξή της και την διαμόρφωσή της. Οι γλώσσες που μιλούν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι η κινεζική, η αγγλική, η ισπανική, η ρωσική,η γαλλική κ.α.
ΓΝΩΜΙΚΟ Γνώμη ονομάζεται αυτό που πιστεύει κανείς σχετικά με κάποιο θέμα. Από τη λέξη αυτή προήλθε το γνωµικό, που αποτελεί μια σύντομη φράση,η οποία όμως είναι μεστή και περιεκτική σε νόημα. Συνήθως έχει τη μορφή παροιμίας ή αποφθέγματος και ο σκοπός της είναι διδακτικός. Π.χ. Μάθε τέχνη κι άστηνε.
ΓΡΑΜΜΑ Η αρχική σημασία της λέξης γράφω ήταν «χαράζω, σκαλίζω». Από το ρήμα αυτό προέρχεται και το γράμμα, που δηλώνει αυτό που έχει γραφεί, χαραχτεί, το γραμμένο, το χαραγμένο.
Γράµµα δηλαδή είναι το σύμβολο του φθόγγου μιας γλώσσας σε ένα αλφάβητο αλλά κι ο ίδιος ο φθόγγος που παριστάνεται με το σύμβολο. Στον πληθυντικό αριθμό, τα «Γράμματα» σημαίνουν τη μόρφωση, την παιδεία και πιο συγκεκριμένα τη φιλολογία.
27
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Η λέξη γραμματική προέρχεται από το γράμμα και αυτό από το γράφω. Έτσι ονομάζεται ο κλάδος της Φιλολογίας ο οποίος εξετάζει την αρχή, την ουσία, τις μορφές της γλώσσας. Γραµµατική λέγεται το σύνολο των νόμων και κανόνων που υπάρχουν σε μια γλώσσα και συντελούν στη σωστή χρήση της. Διαιρείται σε τέσσερα βασικά μέρη: 1) Το φθογγολογικό, που εξετάζει τους φθόγγους, τα γράμματα, το σχηματισμό των λέξεων, τον τονισμό τους και τα πάθη των φθόγγων. 2) Το τυπολογικό, που ασχολείται με τα διάφορα μέρη του λόγου, τους κανόνες τους και τον τρόπο κλίσης τους. 3) Το ετυμολογικό, που ερευνά την προέλευση των λέξεων. 4) το συντακτικό,που μελετά τον τρόπο που συνδέονται οι όροι της πρότασης,μέσα σε αυτήν. Η γραμματική έγινε επιστήμη από τους αρχαίους Έλληνες και συγκεκριμένα, από τους Αλεξανδρινούς,μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. Από αυτούς την πήραν οι Ρωμαίοι, που τη διέδωσαν στους άλλους λαούς της Ευρώπης.
ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ- ΓΡΑΦΗ Η λέξη γραφή προέρχεται από το ρήμα γράφω και είναι η παράσταση του λόγου με γράμματα, το γράψιμο. Με την ίδια λέξη φανερώνεται καθετί που είναι γραμμένο σε χαρτί, πέτρα, ξύλο ή μέταλλο. Με τη γραφή ο άνθρωπος μπορεί και καταγράφει και διαβάζει το περιεχόμενο των σκέψεών του. Ξεκίνησε ζωγραφίζοντας πάνω σε πέτρα σύμβολα που παρίσταναν μια ολοκληρωμένη ιδέα και γι' αυτό ονομάζονται ιδεογράμματα,ενώ η γραφή λεγόταν ιδεογραφική. Αυτή εξελίχθηκε και σιγά σιγά πήρε τη μορφή που ξέρουμε στις περισσότερες γλώσσες.
∆ΕΛΤΑ Το ∆έλτα είναι το 4ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Η προφορά του στην αρχή ήταν ίδια με το σημερινό ντ,αλλά από τον 1ο περίπου αιώνα π.Χ. προφέρεται όπως και σήμερα.Προέρχεται από το φοινικικό αλφάβητο και είναι το πρώτο γράμμα της λέξης Dalet που σημαίνει πόρτα.
∆ΑΣΕΙΑ Το επίθετο δασύς σημαίνει πυκνός. Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη κυρίως αλλά και από άλλους συγγραφείς η φράση δασύ πνεύμα χαρακτηρίζοντας τον φθόγγο Η. Η δασεία είναι το ένα από τα δύο πνεύματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που παριστάνεται με το σημείο (').
28
Η δασεία πήρε τη θέση του παλιού "Η", που με τον καιρό έπαψε να χρησιμοποιείται. Την τοποθετούσαν πάνω στο αρχικό φωνήεν που είχε δασεία προφορά. Δασυνόμενες λέξεις είναι οι εξής: Υ:όλες οι λέξεις που αρχίζουν από ύψιλον Α: ᾍδης, ἅγιος, ἁβρός,αἷμα, ἅμαξα, ἁδρός, ἅμα, ἁμαρτάνω, ἅπαξ,ἅλυσις, ἁρπάζω, ἅρπαξ, ἁψίς, ἁπλώνω, ἁπαλός,ἅλας, Ἁλικαρνασσός,αἵρεση, ἅλωση , ἁρμονία,Αἷμος, ἁγνός, ἁψιμαχία, ἅρμα, ἁλιεύω, ἁλωνίζω,ἁπλοῦς, ἁρμόζω , ἁγνίζω. Ε:Ἕνα, ἕξι, ἑκατό,ἕδρα, ἕλκος, ἑρπετό,Ἕκτωρ, Ἕλλη , Ἑλλάς, Ἑλικών , ἑβδομάς ἕλος, εἵλωτας, Ἑλένη, ἕνωσι , εἱμαρμένη, ἑορτή, ἑστία, Ἑρμῆς, ἑαυτός, εὑρίσκω, ἑξῆς,ἑπτά, ἑσπέρα, ἑρμηνεία,ὁ ἑταῖρος κι ἡ ἑταιρεία, Ἕβρος, εὕρημα, ῾Εβραῖος, ἑπομένως , ἕως. Η:Ἥλιος, ἡμέρα, ἧλος,ἧττα, ἧπαρ, Ἥρα, ἥρως,ἥμερος, ἡδονή, ἡνία,ἥσυχος , ἡλικία,Ἥβη, ἡδύς, Ἡσίοδος, ἡγοῦμαι , ἡγούμενος,ἥμισυς, Ἡρόδοτος, Ἥφαιστος, ἡφαίστειον, Ἡρώδης, Ἡρακλῆς. Ι: Ἵππος, ἵνα, ἱερός, Ἱερουσαλήμ, ἱδρώς, ἵπταμαι , ἱλαρός, ἵσταμαι , ἱκανός, ἱερεύς , ἱκεσία, ὁ ἱέραξ κι ἡ ἱστορία,ἱμάντας, ἵλεως, ἱστίο,ἱμάτιον, ἱστός, ἱδρύω. Ο:Ὅμοιος, ὁμοῦ, ὁδός,ὅρκος, ὅπλον, ὁρμαθός,ὅρμος, ὅριον, ὁρμή,ὅμως, ὅσιος, ὁπλή,ὅμιλος, ὁμίχλη, ὁμαλός,ὅρασις, ὁμὰς , ὁδηγός,Ὅμηρος, ὁρίζω, ὅρος (ὁ),ὅσος, ὅστις, ὅτε, ὅλος. Ω: Ὥρα, ὥριμος, ὡραῖος,ὡς , ὧδε,ὡσαύτως, ὥστε.
∆ΕΙΚΤΙΚΗ Το ρήμα δείκνυμι σημαίνει δείχνω και δεικτικός είναι αυτός που δείχνει, που υποδεικνύει, που φανερώνει κάτι. Στη Γραμματική, δεικτικές λέγονται οι αντωνυµίες που χρησιμοποιούνται για να δείξουν ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα με σκοπό να το ξεχωρίσουν από το σύνολο στο οποίο ανήκει. Δεικτικές αντωνυμίες στα Ν.Ελληνικά είναι: Αυτός-αυτή-αυτό, εκείνος–εκείνηεκείνο, ετούτος-ετούτη–ετούτο, τέτοιος–τέτοια-τέτοιο τόσος- τόση–τόσο Στα Αρχαία Ελληνικά έχουμε τις δεικτικές αντωνυμίες: οὗτος, αὕτη, τοῦτο, ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο ὅδε, ἥδε, τόδε, τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε ή τοσοῦτος, τοσαύτη,τοσοῦτο(ν),τηλικόσδε,τηλικήδε,τηλικόνδε ή τηλικοῦτος,τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν)
∆ΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ Δεκαπεντα-σύλλαβος είναι αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές. Στην ποίηση,δεκα̟εντασύλλαβος λέγεται ο στίχος με 15 συλλαβές. Έχει την αρχή του στα βυζαντινά χρόνια και λέγεται και πολιτικός. Ιαμβικός λέγεται κάθε στίχος που τονίζεται στις συλλαβές 2,4,6... Στα δημοτικά τραγούδια ο στίχος είναι 15σύλλαβος ιαμβικός με τομή, σταμάτημα στην όγδοη συλλαβή, όπου χωρίζεται σε ημίστιχα. Π.χ. Ο–γέ- ρο–Δή–μος–πέ- θα–νε/ -ο–γέ- ρο –Δή- μος- πά-ει
29
∆ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ Δευτερεύω σημαίνει έρχομαι ή είμαι δεύτερος, αλλά πολλές φορές έχει την έννοια του «είμαι ασήμαντος». Στη Γραμματική, δευτερεύουσα ή εξαρτηµένη ̟ρόταση λέγεται αυτή που στο λόγο προσδιορίζει την κύρια και δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, ώστε να δώσει νόημα. Υπάρχουν πολλών ειδών δευτερεύουσες προτάσεις: Αιτιολογικές,αναφορικές, αποτελεσματικές,εναντιωματικές,παραχωρητικές,παραβολικές,τελικές,υποθετικές, χρονικές,ονοματικές,ειδικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές. Εκφράζουν κάτι σχετικό με την ονομασία τους και χρησιμοποιούνται σαν ονοματικοί ή επιρρηματικοί προσδιορισμοί της κύριας πρότασης.
∆ΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ∆ευτερόκλιτος χαρακτηρίζεται αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δεύτερη κλίση της αρχαίας ή νέας ελληνικής γραμματικής. Η δεύτερη κλίση της Αρχαίας περιλαμβάνει ονόματα με καταλήξεις –ος για τα αρσενικά και τα θηλυκά και –ον για τα ουδέτερα.
∆ΗΜΟΤΙΚΗ Δημοτικός είναι γενικά αυτός που προέρχεται ή που αναφέρεται ή ανήκει στο δήμο, στο λαό. Με την έννοια αυτή δηµοτική είναι η γλώσσα που μιλιέται από το λαό, η καθομιλούμενη. Οι διαφορές ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο στάθηκαν εμπόδιο στην πνευματική εξέλιξη του ελληνικού λαού. Αυτό συνέβη γιατί οι μορφωμένοι περιφρονούσαν τη γλώσσα του λαού και προσπάθησαν να αναστήσουν την αρχαία αττική, με τη μορφή της καθαρεύουσας. Παρ’ όλα αυτά ο λαός συνέχισε να μιλάει στη δημοτική, ενώ πολύ σημαντική ήταν η δημιουργία των δημοτικών τραγουδιών στη λαϊκή γλώσσα.
30
Οι σημαντικότεροι ποιητές και πεζογράφοι μετά την Επανάσταση έγραψαν στη Δημοτική. Το ίδιο γίνεται με το θέατρο και τον τύπο. Το 1974 η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας έγινε υποχρεωτική στο δημοτικό σχολείο και ελεύθερη στο γυμνάσιο και τις ανώτατες σχολές. Όταν το σύνταγμα του 1975 αναγνώρισε τη δημοτική γλώσσα ως επίσημη και άρχισε να διδάσκεται στα σχολεία. Το 1982 καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα γραφής.
∆ΙΑΘΕΣΗ Η λέξη διάθεση (δια–θέση,από το ρήμα τίθημι) είναι στην κυριολεξία η τακτοποίηση πραγμάτων μέσα στο χώρο, η τοποθέτηση, η διευθέτηση, η διάταξη, το συγύρισμα. Επίσης, διάθεση λέγεται η ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση κάποιου προσώπου. Στη Γραμματική, η διάθεση του ρήµατος, δείχνει σε ποια κατάσταση βρίσκεται το υποκείμενο. α) Η ενεργητική διάθεση φανερώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί. Π.χ. λύνω β) Η παθητική διάθεση φανερώνει ότι το υποκείμενο πάσχει. Π.χ. τρίβομαι γ) Η μέση διάθεση φανερώνει ότι το υποκείμενο κάνει μια ενέργεια, που επανέρχεται στον εαυτό του. Π.χ. ξυρίζομαι, χτενίζομαι δ) Η ουδέτερη διάθεση φανερώνει ότι το υποκείμενο απλά βρίσκεται σε μια κατάσταση. Π.χ. χαίρομαι,αρρωσταίνω
∆ΙΑΛΕΚΤΟΣ Η δια-λεκτος προέρχεται από το ρήμα διαλέγω και φανερώνει το γλωσσικό ιδίωμα ενός τόπου, την τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας. Συνήθως διαφέρει από την καθομιλουμένη ως προς τους φθόγγους, τους γραμματικούς τύπους, τη σύνθεση του λεξιλογίου, τη σημασία των λέξεων, τη σύνταξη. Αυτό όμως δεν κάνει πολύ δύσκολη τη συνεννόηση μεταξύ των κατοίκων που την μιλούν με αυτούς της υπόλοιπης χώρας. Στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν κατά την αρχαιότητα πολλές διάλεκτοι, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν: η δωρική, η ιωνική, η αιολική και η αρκαδοκυπριακή. Και στη νεότερη Ελλάδα εξακολουθούν να υπάρχουν διαλεκτικές διαφορές. Έτσι υπάρχει η διάλεκτος των Επτανησίων, των Κρητικών, των Ηπειρωτών κ.λ.π.
∆ΙΑΛΟΓΟΣ Το ρήμα διαλέγω και διαλέγομαι σημαίνει συζητώ. Επομένως, διάλογος είναι η συζήτηση, η συνομιλία δύο ή περισσότερων προσώπων, το καθένα από τα οποία διατυπώνει τις απόψεις του για το συζητούμενο θέμα.
31
Στη Λογοτεχνία, χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Πλάτωνα και τον Λουκιανό. Στη ρητορική χρησιμοποιείται επίσης κάθε φορά που ο ρήτορας θέλει να κάνει το λόγο του πιο εντυπωσιακό. Ρωτά και απαντά ο ίδιος, παίζοντας συγχρόνως το ρόλο του πρώτου και του δεύτερου προσώπου. Τον εκφραστικό αυτό τρόπο χρησιμοποίησαν όλοι οι αρχαίοι ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης κ.ά., καθώς και οι εκκλησιαστικοί ρήτορες, όπως ο Μέγας Βασίλειος κ.ά.
∆ΙΑΛΥΤΙΚΑ Από το ρήμα λύω και τη λέξη λύτης , προήλθαν οι παράγωγές τους δια-λύτης και δια-λυτικός, που δείχνει αυτόν που προκαλεί διάλυση, που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για διάλυση, για διάσπαση. Στη Γραμματική, διαλυτικά λέγεται το σημείο στίξης που αποτελείται από δύο τελείες (¨) που σημειώνονται πάνω από τα φωνήεντα ι και υ, όταν αυτά δεν σχηματίζουν δίψηφα με τα προηγούμενά τους φωνήεντα. Για παράδειγμα γράφουμε παϊδάκια και έτσι ξεχωρίζει η προφορά της και δεν την μπερδεύουμε με τη λέξη παιδάκια.
∆ΙΑΡΚΗΣ Το επίθετο διαρκής προέρχεται από το ουσιαστικό διάρκεια και χαρακτηρίζει αυτόν που διαρκεί για πολύ,ο αδιάκοπος, ο συνεχής, ο μόνιμος. Στη Γλωσσολογία, διαρκή είναι τα σύµφωνα των οποίων ο χρόνος προφοράς διαρκεί όσο και η εκπνοή του αέρα. Στη Γραμματική, ο Μέλλοντας που δείχνει μια πράξη που θα συμβεί στο μέλλον και θα κρατήσει για μεγάλο διάστημα ή θα εξακολουθεί για πολύ, ονομάζεται Μέλλοντας ∆ιαρκείας ή Εξακολουθητικός. Π.χ. Θα γράφω,θα διαβάζω,θα λύνω.
∆Ι∆ΑΓΜΑ Η λέξη δίδαγμα προέρχεται από το ρήμα διδάσκω και σημαίνει διδασκαλία, μάθημα αλλά και ό,τι μας διδάσκει η πείρα, ό,τι αποχτιέται από την πείρα. Επίσης, πολλές φορές έχει την έννοια του συμπεράσματος, του κανόνα.
∆ίδαγµα είναι ένα στοιχείο ενός λογοτεχνικού κειμένου που συνοψίζει το συμπέρασμα στο οποίο ο συγγραφέας επιθυμεί να καταλήξουμε. Σκοπός του διδάγματος συνήθως είναι να διαπαιδαγωγήσει και να δώσει αφορμή για σκέψεις και προβληματισμό.
32
∆ΙΗΓΗΜΑ Ηγούμαι σημαίνει οδηγώ, είμαι αρχηγός και δι-ηγούμαι (δια-ηγούμαι) όταν οδηγώ κάποιον μέσα από συγκεκριμένους δρόμους. Με αυτήν την έννοια, διήγηση είναι η καθοδήγηση του ακροατή προς κάποιο γεγονός, με άλλα λόγια με τη διήγηση οδηγούμε αυτόν που μας ακούει σε γνωριμία με ένα γεγονός,περιγράφοντάς το. ∆ιήγηµα ονομάζεταιτο πεζό λογοτεχνικό είδος με μικρή έκταση, τελειότερο από τη διήγηση, στο οποίο ο λογοτέχνης παρουσιάζει με τέχνη μια ιστορία από τη ζωή του ή τη ζωή κάποιου άλλου, με σκοπό τη δημιουργία συναισθημάτων και συγκινήσεων στον αναγνώστη,
∆ΙΘΥΡΑΜΒΟΣ Η λέξη διθύραμβος προέρχεται από το τίτυρος που σημαίνει τράγος, αφού αυτοί που τον έψαλλαν ήταν μεταμφιεσμένοι σε Σατύρους, οι οποίοι είχαν μορφή τράγου ή είναι σύνθεση του Δι- και της λέξης θρίαμβος.
∆ιθύραµβος ονομάζεται ένα μελοποιημένο ποίημα που συνοδευόταν από χορό και ψαλλόταν προς τιμή του Διονύσου. Η προέλευσή του είναι πιθανότατα από τη Φρυγία, από όπου ήλθε στη χώρα μας η λατρεία του Διόνυσου. Ο Αρίωνας βελτίωσε πολύ την τεχνική του και του έδωσε τέτοια εξέλιξη ώστε στην Αθήνα λίγο αργότερα αποτελούσε χορικό άσμα στις τραγωδίες και στις κωμωδίες. Σιγά σιγά άρχισε να παίρνει θέματα και από άλλους μύθους άσχετους με τον Διόνυσο και τους διονυσιακούς ύμνους κι άρχισε να εμπνέεται και από άλλους μύθους. Με τον καιρό μάλιστα παραμελήθηκε η μουσική του και περιορίστηκε σε καθαρά ποιητικό είδος.
∆ΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ Το επίθετο δικατάληκτος (δύο -κατά -ληκτός)δείχνει αυτόν που έχει 2 καταλήξεις. Στη Γραμματική, δικατάληκτο λέγεται ένα ε̟ίθετο, όταν έχει κοινή κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό. Για παράδειγμα το επίθετο «ευγενής»,έχει τον ίδιο τύπο και κλίνεται κατά τον ίδιο τρόπο και στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος. Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός Ονομαστική: ο, η ευγενής οι ευγενείς Γενική: του,της ευγενούς των ευγενών Αιτιατική: τον, την ευγενή τους , τις ευγενείς Κλητική: - ευγενή - ευγενείς
33
∆ΙΠΛΑ ΣΥΜΦΩΝΑ Διπλό ονομάζεται κάθε στοιχείο που αποτελείται από 2 άλλα απλούστερα ή από 2 όμοια μέρη.
∆ι̟λό χαρακτηρίζεται ένα σύµφωνο που δημιουργήθηκε από την συγχώνευση δύο άλλων. Καθένα δηλαδή από αυτά τα γράμματα παριστάνει δύο φθόγγους συγχωνευμένους. Το ζ προέρχεται από τα γράμματα δ και σ. Το ξ από την συγχώνευση των γραμμάτων κ, γ ή του χ και του σ Το ψ από την συγχώνευση των γραμμάτων π, β ή του φ και του σ
∆ΙΠΛΟΘΕΜΑ Διπλόθεμος (διπλός–θέμα) στην κυριολεξία είναι αυτός που έχει διπλά, δύο θέματα. Όταν μιλάμε για λέξεις, δι̟λόθεµο χαρακτηρίζεται αυτή που έχει 2 θέματα. Π.χ. η λέξη ἀστήρ έχει στην Ονομαστική το μακρό θέμα ἀστηρ-, ενώ στη Γενική ἀστέρ-ος το βραχύ θέμα ἀστερ-.
∆ΙΦΘΟΓΓΟΣ ∆ι- φθογγος (δις και φθόγγος ) είναι ο συνδυασμός δύο φθόγγων. Στα Αρχαία Ελληνικά δίφθογγοι ήταν οι: αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου. Οι δίφθογγοι προφέρονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διακρίνονται κατά την προφορά οι δύο φθόγγοι. Σήμερα έχασαν αυτή την προφορά, αλλά γράφονται για να διατηρείται η ιστορική ορθογραφία και στην Γραμματική των Νέων Ελληνικών αποκαλούνται δίψηφα φωνήεντα.. Σχηματίστηκαν όμως στη νεότερη γλώσσα και νέες δίφθογγοι. Από αυτές κύριες δίφθογγοι είναι οι συνδυασμοί άι,όι ούι και αη, όπως στις λέξεις νεράιδα,κορόιδο,βούιζα, αηδόνι. και καταχρηστικές όταν το γιώτα ακολουθείται από ένα άλλο φωνήεν, οπότε το γιώτα προφέρεται γι-. Π.χ. γυαλιά,φαρδιά,παλιότερα.
∆ΙΧΡΟΝΑ Η λέξη δίχρονος (δις-χρόνος) δείχνει κάποιον που αποτελείται από δύο χρόνους ή είναι δύο χρόνων. Στη Γραμματική των Αρχαίων Ελληνικών, ορισμένα φωνήεντα που είναι άλλοτε μακρά και άλλοτε βραχέα χαρακτηρίζονται δίχρονα.
34
ΧΟΡΙΚΟ Χορός στο αρχαίο θέατρο είναι η ομάδα χορευτών, τραγουδιστών ή χορευτών και τραγουδιστών μαζί,η χορωδία δηλαδή.
Χορικά ονομάζονται τα λυρικά μέρη ενός δράματος,τα οποία ήταν γραμμένα σε δωρική διάλεκτο και ψάλλονταν από το χορό. Ο χορός έψαλε τα χορικά κατά την είσοδό του στη σκηνή (πάροδος), ανάμεσα σε δύο επεισόδια (στάσιμα) ή όταν αποχωρούσε από τη σκηνή (έξοδος). Τα χορικά συνοδεύονταν από ρυθμικές κινήσεις και από μουσική που τη συνέθετε ο ποιητής.
ΧΟΡΟΣ Χορός λέγεται η ρυθμική κίνηση ενός ή περισσότερων προσώπων που εκτελείται με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού. Στο αρχαίο δράμα, χορός ονομαζόταν η ομάδα χορευτών, που τραγουδούσαν τα χορικά άσματα με συνοδεία μουσικής και ταυ-τόχρονα κινούνταν στο ρυθμό της Χορός ονομαζόταν και το τραγούδι και η ομάδα που το ερμήνευε. Με την ανάπτυξη της τραγωδίας και της κωμωδίας, ο χορός αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα στοιχεία τους, αντιπροσωπεύοντας το λαό. Με τα χορικά άσματα δηλαδή εκφραζόταν η κοινή γνώμη.
ΧΡΟΝΙΚΟ Χρονικό λέγεται η αφήγηση ιστορικών γεγονότων ή το σύντομο άρθρο εφημερίδας που σχολιάζει κάποιο γεγονός της ημέρας. Ένα χρονικό παρουσιάζει τα γεγονότα σε στυλ ημερολογίου,κατά αυστηρή χρονική σειρά και χωρίς να γίνεται προσπάθειας ερμηνείας και σύνδεσης των γεγονότων. Πάντως οι πληροφορίες που παρατίθενται είναι χρήσιμες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πηγή για τη συγγραφή ιστορικών έργων. Π.χ. «Το χρονικό του Μορέως» ήταν ένα έργο στο οποίο περιγραφόταν η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους.
ΧΡΟΝΙΚΟΣ Χρονικός γενικά, είναι αυτός που έχει σχέση, ανήκει ή αναφέρεται στο χρόνο. Στη Γραμματική, και στο Συντακτικό χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις:
111
α) χρονικός ονομάζεται ο σύνδεσµος που χρησιμοποιείται για να εισάγει δευτερεύουσα χρονική πρόταση συνδέοντας την με μια κυρία. Στα Αρχαία Ελληνικά: ὡς - ὅτε, ὁπότε - ὁσάκις, ὁποσάκις – ἡνίκα, ὁπηνίκα ἐπεί, ἐπειδή - ὅταν, ὀπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν - ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν. Στα Νέα Ελληνικά: Όταν, σαν, ενώ,καθώς, αφού, αφότου, πριν, μόλις, προτού, ώσπου, ωσότου, όσο που, όποτε β) χρονικό λέγεται το ε̟ίρρηµα που προσδιορίζει κυρίως ρήμα και φανερώνει χρόνο. Στα Αρχαία Ελληνικά: πότε;, ὅτε, τότε, ὁπηνίκα, πηνίκα;,ποτέ, νῦν, πρίν, ἔπειτα, πάλαι, χθές, σήμερον, αὔριον, αὖ, αὖθις Στα Νέα Ελληνικά: Τώρα, πριν, χτες, αύριο, πέρσι, φέτος, ποτέ, κάποτε.
Χρονική λέγεται η δευτερεύουσα ̟ρόταση που εισάγεται με χρονικό σύνδεσμο και φανερώνει πότε έγινε η πράξη που περιγράφεται στην κύρια πρόταση. Π.χ. Θα μαζέψω τα πράγματά μου, όταν το αποφασίσω ἐγώ.
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ Χρονο-γράφημα είναι ένα γραπτό κείμενο που αναφέρεται στο χρόνο,δηλαδή σε κάτι επίκαιρο. Το χρονογράφηµα δημοσιεύεται κυρίως στα περιοδικά και τις εφημερίδες και σχολιάζει ανάλαφρα και χιουμοριστικά κάποιο επίκαιρο γεγονός. Συνήθως στόχος του χρονογράφου είναι πέρα από την απλή περιγραφή του γεγονότος να κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε αυτό και να προβληματιστεί.
ΧΡΟΝΟΣ Χρόνος στην αρχαία ελληνική γλώσσα ονομάζεται η χρονική διάρκεια της προφοράς ενός φωνήεντος ή μιας συλλαβής. Υπάρχουν τα μακρόχρονα (η, ω ), τα βραχύχρονα (ε, ο)και τα δίχρονα φωνήεντα (α, ι, υ).
Χρόνοι ρηµάτων ονομάζονται οι ρηματικοί τύποι που δείχνουν πότε έγινε αυτό που περιγράφει το ρήμα. Ενεστώτας: μια πράξη που γίνεται στο παρόν ή επαναλαμβάνεται. π.χ. Η Μαρία παίζει με τις φίλες της. /Έρχομαι συχνά σε αυτό το πάρκο. Παρατατικός: κάτι που γινόταν στο παρελθόν για μεγάλο διάστημα ή επαναλαμβανόταν συχνά. π.χ. Η Μαρία έπαιζε με τις φίλες της./ Ερχόμουν συχνά σε αυτό το πάρκο.
112
Αόριστος: μια πράξη που έγινε στο παρελθόν για μια φορά ή για σύντομο χρονικό διάστημα. π.χ. Η Μαρία έπαιξε με τις φίλες της. /Ήρθα σε αυτό το πάρκο. Μέλλων: στα Αρχαία δείχνει μια πράξη που θα γίνει στο μέλλον. Διαρκής- Εξακολουθητικός Μέλλοντας: στα Νέα φανερώνει μια πράξη που θα συμβαίνει στο μέλλον για αρκετά μεγάλο διάστημα ή θα επαναλαμβάνεται. π.χ. Η Μαρία θα παίζει με τις φίλες της. /Θα έρχομαι συχνά σε αυτό το πάρκο. Στιγμιαίος Μέλλοντας: δείχνει κάτι που πρόκειται να γίνει μια φορά στο μέλλον ή να κρατήσει πολύ λίγο,για μια στιγμή. π.χ. Η Μαρία θα παίξει με τις φίλες της./ Θα έρθω σε αυτό το πάρκο. Παρακείμενος: φανερώνει μια πράξη που έχει ξεκινήσει στο παρελθόν αλλά τη στιγμή που μιλάμε έχει ολοκληρωθεί. π.χ. Η Μαρία έχει παίξει με τις φίλες της. Έχω έρθει σε αυτό το πάρκο. Υπερσυντέλικος: δείχνει κάτι που είχε γίνει στο παρελθόν πριν από μια άλλη πράξη. π.χ. Είχα έρθει σε αυτό το πάρκο, πριν μου μιλήσεις εσύ γι’ αυτό. Ο Συντελεσμένος ή Τετελεσμένος Μέλλοντας: φανερώνει μια πράξη που θα έχει ολοκληρωθεί στο μέλλον πριν συμβεί κάποια άλλη. π.χ. Η Μαρία θα έχει παίξει με τις φίλες της όταν θα την φωνάξει η μητέρα της. Θα έχω φτάσει στο πάρκο, όταν εσύ θα είσαι στη διασταύρωση.
ΨΙ Το ψι είναι το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι διπλό σύφωνο και σχηματίζεται από το συνδυασμό του πι και του σίγμα.
ΨΙΛΗ Στα Αρχαία Ελληνικά και την καθαρεύουσα οι λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν και δίφθογγο παίρνουν ένα σημαδάκι, που λέγεται αντίστοιχα ψιλή ή δασεία. Στην προφορά της Αρχαίας Ελληνικής, κάποια φωνήεντα προφέρονταν με δασύ,πυκνό τρόπο. Πριν δηλαδή από την εκφώνησή τους ο ομιλητής εξέπνεε, έβγαζε μια άχνα,μια ποσότητα αέρα και το φωνήεν ακουγόταν πιο έντονα. Στην περίπτωση αυτή οι λέξεις έπαιρναν δασεία,δασύνονταν. Οι λέξεις που δεν δασύνονταν έπαιρναν ψιλή. π.χ. Έδοξε,ευτυχία
ΩΜΕΓΑ Το ωµέγα είναι το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
113
20 ΑΥΤΟΠΑΘΗΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 21 ΑΦΑΙΡΕΣΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 4 6 6 6 7 7 7 7 8 8 8 9 9 9 9 10 10 11 11 11 12 13 13 15 15 15 15 16 16 16 16 17 17 17 17 18 18 18 18 19 19 19 19 20 20
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΛΦΑ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΚΛΙΤΟ ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
21 21 22 22 22 23 23 23 24 24 24 24 25 25 25 25 26 26 26 27 27 27 28 28 28 28 29 28 30 30 30 31 31 31 32 32 32 33 33 33 34 34 34 34 35
ΑΛΛΗΛΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΟΜΟΙΩΣΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ΑΝΩΜΑΛΟ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΡΘΡΟ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑ ΑΣΙΓΜΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΟ ΑΣΥΝΔΕΤΟ ΣΧΗΜΑ ΑΤΟΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΤΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΑΥΞΗΣΗ
114
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΑ ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΑΦΩΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ΒΗΤΑ ΒΑΘΜΟΣ ΒΑΡΕΙΑ ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΗ ΒΕΡΜΠΑΛΙΣΜΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ ΒΟΥΛΗΤΙΚΗ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΑ ΓΑΜΜΑ ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΝΟΣ ΓΛΩΣΣΑ ΓΝΩΜΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΔΕΛΤΑ ΔΑΣΕΙΑ ΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΛΥΤΙΚΑ ΔΙΑΡΚΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΔΙΠΛΟΘΕΜΑ ΔΙΦΘΟΓΓΟΣ ΔΙΧΡΟΝΑ ΔΙΨΗΦΟ
35 35 36 36 37 37 37 38 38 38 39 39 39 40 40 40 41 41 41 42 42 43 44 44 44 44 45 45 45 46 46 46 46 47 47 48 48 48 49 49 50 50 50 51 51 51 52 52
ΔΟΚΙΜΙΟ ΔΟΤΙΚΗ ΔΡΑΜΑ ΔΥΪΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΨΙΛΟΝ ΕΓΚΛΙΣΗ ΕΓΚΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΘΛΙΨΗ ΕΚΦΟΡΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΖΩ ΕΜΜΕΤΡΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΙΚΟΣ ΕΝΡΙΝΑ ΕΝΩΤΙΚΟ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΕΠΙΘΕΤΟ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΕΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
52 52 53 53 53 53 54 54 54 54 55 55 55 55 56 56 56 57 57 57 58 58 58 58 59 59 59 60 60 60 61 61 61 62 62 62 63 63 63 63 64 64 64 65 65 65 65 66
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΕΥΦΩΝΙΑ ΖΗΤΑ ΗΤΑ
115
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΗΜΙΠΕΡΙΟΔΟΣ ΘΗΤΑ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΦΩΝΗΕΝ ΘΕΤΙΚΟΣ ΘΗΛΥΚΟ ΙΩΤΑ-ΓΙΩΤΑ ΙΑΜΒΙΚΟΣ ΙΑΜΒΟΣ ΙΔΕΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΙΟΚΛΙΤΑ ΙΔΙΩΜΑ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΣ ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΙΩΤΑΚΙΣΜΟΣ ΚΑΠΠΑ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΑ ΚΑΝΟΝΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΙΔΑ ΚΛΗΤΙΚΗ ΚΛΙΣΗ ΚΛΙΤΟ ΚΟΙΝΟΣ ΚΟΜΜΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΚΟΡΩΝΙΔΑ ΚΡΑΣΗ ΚΤΗΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΥΡΙΟ ΟΝΟΜΑ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ ΛΑΜΔΑ ΛΕΚΤΙΚΟ ΡHMA ΛΕΞΗ ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΙ
66 66 66 67 67 67 68 68 68 69 69 69 69 70 70 70 70 71 71 71 72 72 72 72 73 73 73 73 74 74 74 74 75 75 75 76 76 76 77 77 78 78 78 78 79 79 79 79
ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΑ ΜΕΓΕΘΥΝΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΛΛΑΣΤΑ ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΡΟ ΜΟΝΟΘΕΜΑ ΜΟΝΟΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΜΟΡΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΥΘΟΣ ΝΙ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΗΜΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΞΙ ΟΔΟΝΤΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΟΜΑΛΟ ΟΜΙΚΡΟΝ ΟΜΟΙΟΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΑ ΟΜΩΝΥΜΑ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΟΞΕΙΑ ΟΞΥΤΟΝΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΙ ΠΑΘΗ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΑ
80 80 80 80 80 81 81 81 82 82 82 82 83 83 83 83 83 84 84 84 84 84 85 85 85 86 86 86 87 87 87 87 88 88 88 88 88 89 89 89 90 90 90 90 91 92 92 92
116
ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΠΑΡΗΧΗΣΗ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΠΑΡΟΞΥΤΟΝΗ ΠΑΡΩΝΥΜΑ ΠΑΥΛΑ ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΤΤΟΣΥΛΛΑΒΑ ΠΕΡΙΦΡΑΣΗ ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΡΙΘΜ. ΠΡΟΘΕΣΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΗ ΠΡΟΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ Η ΚΟΙΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟ ΠΡΟΦΟΡΑ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΚΛΙΤΑ ΠΤΩΣΗ ΡΟ ΡΗΜΑ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΡΥΘΜΟΣ ΣΙΓΜΑ
92 ΣΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ 93 ΣΟΝΕΤΟ 93 ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ 93 ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ 93 ΣΤΙΞΗ 94 ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ 94 ΣΤΙΧΟΣ 94 ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ 95 ΣΥΓΚΟΠΗ 95 ΣΥΓΚΟΠΤΟΜΕΝΑ 95 ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ 95 ΣΥΓΚΡΙΣΗ 96 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ 96 ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ 96 ΣΥΖΥΓΙΑ 96 ΣΥΛΛΑΒΗ 97 ΣΥΛΛΑΒΙΣΜΟΣ 97 ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ 97 ΣΥΜΠΛΕΚΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 97 ΣΥΜΦΩΝΟ 98 ΣΥΝΑΙΡΕΣΗ 98 ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 98 ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟ 98 ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΥΝΘΕΤΗ ΛΕΞΗ 99 ΣΥΝΙΖΗΣΗ 99 ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ 99 ΣΥΝΤΑΞΗ 99 ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ 99 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ 100 ΣΥΝΩΝΥΜΑ 100 ΣΥΣΤΟΙΧΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 100 ΣΥΣΧΕΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 100 ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ 101 ΤΑΥ 101 ΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ 101 ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ 101 ΤΑΥΤΟΣΗΜΑ 101 ΤΕΛΕΙΑ 102 ΤΕΛΕΙΑ ΑΝΩ 102 ΤΕΛΕΙΑ ΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ 102 ΤΕΛΙΚΟΣ 102 ΤΟΝΟΣ 103 ΤΟΠΙΚΟΣ
103 103 103 104 104 104 105 105 105 105 105 106 106 106 106 107 107 107 108 108 108 108 108 109 109 109 109 110 110 110 110 110 111 111 111 111 112 112 112 113 113
117
ΤΟΠΟΝΥΜΙΑ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΤΡΟΠΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΤΡΟΧΑΪΚΟ ΤΥΠΟΣ ΥΨΙΛΟΝ ΥΓΡΑ ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΥΠΟΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΥΠΟΔΙΑΣΤΟΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ -ΥΠΟΘΕΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΥΦΑΙΡΕΣΗ ΦΙ ΦΘΟΓΓΟΣ ΦΩΝΗ ΦΩΝΗΕΝ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟ ΧΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΧΑΣΜΩΔΙΑ ΧΕΙΛΙΚΟΛΗΚΤΑ ΧΟΡΙΚΟ ΧΟΡΟΣ ΧΡΟΝΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΨΙ ΨΙΛΗ ΩΜΕΓΑ