18 minute read
Hot Flashes in Winter ......................................................... Οι Αλυκές της Καλλονής στη Λέσβο φιλοξενούν 252 είδη πουλιών .................................................................................................... In Lesvos, the salt lake of Kalloni is home to 252 bird species.
MARY KATRANTZOU
THE QUEEN OF PRINTS
Advertisement
© JASON LLOYD-EVANS Μία Ελληνίδα στα σαλόνια της Παγκόσμιας Βιομηχανίας της Μόδας. A Greek woman in the Fashion Industry. Interview: Thanassis Lalas
GR Γεννήθηκε στην Αθήνα από δυο γονείς που διέθεταν αυτό που συνδυαστικά τη βοήθησε να κάνει τη δική της έφοδο στον ουρανό. Η μητέρα της διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων –μέρα-νύχτα αγκαζέ με την αισθητική–, ο πατέρας της από παιδί στην κλωστοϋφαντουργεία, κληρονόμος ενός ένδοξου παρελθόντος, αφού η οικογένειά του ήταν εκείνη που «σημάδεψε» με τα «Σπορτέξ» τα αθλητικά παπούτσια στην Ελλάδα.
Από παιδί, αφέθηκε στο φύσημα των διαθέσεων. Για αλλού ξεκίνησε ως έφηβη κι αλλού βρέθηκε όταν πήρε τις πρώτες αποφάσεις της ζωής της. Ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το λίγο, κυνηγούσε πάντα το όνειρο... Ναι, κυνηγούσε το όνειρο και το όνειρό της, όσο παράξενο και ν’ ακούγεται, δεν άντεξε το συνεχές κυνηγητό της... Λαχάνιασε κι έγινε πραγματικότητα...
Σπούδασε στο Λονδίνο σχέδιο μόδας. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα και με την ευρηματικότητά της κατέκτησε μία θέση εκεί όπου οι θέσεις είναι για λίγους. Κατά καιρούς, έχει δεχθεί διθυραμβικά σχόλια, ακόμη και από την αμερικανική έκδοση της «Vogue», ενώ έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία μόδας σε ολόκληρο τον κόσμο. Σήμα κατατεθέν της, τα prints, εκτυπώσεις πάνω σε υφάσματα... Οι υφασμάτινες δημιουργίες της «κοιτάχτηκαν» στους καθρέφτες του Λευκού Οίκου. Τα κομμάτια της την έβαλαν στα δημιουργικά σαλόνια των Victoria’s Secret, Longchamp, Adidas και άλλων σημαντικών εταιρειών που αποτελούν σύμβολα γούστου. Μισέλ Ομπάμα, Μελάνιa Τραμπ, Beyonce, Adele, Sarah Jessica Parker και Cate Blanchett λατρεύουν τα ρούχα της. Η ίδια φοράει ρούχα του Αlaïa, πάντα μαύρα και σχεδόν ποτέ δικές της δημιουργίες. «Νομίζω ότι υπάρχουν δύο τύποι σχεδιαστών: αυτοί που φορούν τα δικά τους ρούχα και γίνονται υπερασπιστές της μάρκας τους, και εκείνοι που φορούν μονόχρωμα ρούχα για να μετατοπίσουν το επίκεντρο μακριά από τους εαυτούς τους και κοντά στο έργο τους. Σίγουρα ανήκω στη δεύτερη κατηγορία»… Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Αθήνα; Ναι, στην Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Έφυγα όταν ήμουν 19 ετών για να σπουδάσω στο Rhode Island στην Αμερική. Τι θέλατε να σπουδάσετε; Αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό πήγα στην Αμερική. Πώς έτσι; Μου είχε μπει στο μυαλό από νωρίς... Ήμουν αρκετά δημιουργική από παιδί και κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω κάτι δημιουργικό. EN From birth, Mary was destined for a life in fashion. Born in Athens to artistically-inclined parents, it was only a matter of time before she would taste success. Her mother, an interior decorator, spends days and nights submerged in making aesthetic decisions. Her father, the heir to the ‘Sportex’ shoe brand in Greece, was active in the textile industry.
As a child, Mary was a free spirit. In her teens, she began a journey down one path, but eventually wound up following another. Never satisfied with making small steps, she chased her dreams by leaps and bounds. Mary eventually settled on studying fashion design in London. Her talent and ingenuity were quickly noticed, and it was not long before she was in a prestigious position. Mary’s work has been embraced to rave reviews by the fashion world, including the American version of Vogue, and has won several awards. Her trademark fabric prints have been featured in fashion houses such as Victoria’s Secret, Longchamp, Adidas and others. Influential women such as Michelle Obama, Melania Trump, Beyonce, Adele, Sarah Jessica Parker and Cate Blanchett have worn and praised her designs. As for Mary herself, she wears clothing by Αlaïa, very rarely her own, and almost always black. She comments, “I think there are two types of designers: those who wear their own clothing and defend their brand, and those who wear monochrome to shift focus away from themselves and their work. I definitely belong to the second category.“ Were you born and raised in Athens? Yes, I was. I left for Rhode Island when I was 19 to study. What did you want to study? Architecture. That’s why I went to America. How did that come about? It had entered my mind from an early age. I was quite creative as a child and I realised that I had to do something creative in life. Did fashion cross your mind? No, fashion never crossed my mind. It was natural, I think, because where I grew up, there were no fashion houses with their own collections. I was certainly interested in everything that had to do with design. However, there were no programmes in Greece at the time, nothing to lead me to where I am today as a professional. Back then, if someone loved design, there were two choices: either the Fine Arts or Architecture.
© PANOS DAVIOS © JASON LLOYD-EVANS
© HUGO COMTE ©PAOLO BARBI Η MAΙΡΗ KATΡΑΝΤΖΟΥ συνεργάστηκε με τον οίκο Bvlgari για μια σειρά από τσάντες, που θυμίζουν έργα τέχνης.
ΜARY KATRANTZOU in collaboration with Bvlgari, released a series of bags; they are works of art.
GR Σας είχε περάσει από το μυαλό η μόδα; Όχι. Η μόδα δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό και είναι φυσικό νομίζω, γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχαν οίκοι μόδας που να δημιουργούν τη δική τους κολεξιόν. Ενώ με ενδιέφερε οτιδήποτε γύρω από το σχέδιο, δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα κάποια επαγγελματική διέξοδος που να οδηγεί σε αυτό που κάνω σήμερα. Αν αγαπούσες το σχέδιο, η διέξοδος ήταν η Σχολή Καλών Τεχνών και η αρχιτεκτονική. Τη Σχολή Καλών Τεχνών την είχατε αποκλείσει; Δεν είχα αποκλείσει τίποτα... Απλώς, η αρχιτεκτονική μου φαινόταν τότε η καλύτερη λύση. Επιλέγοντας την αρχιτεκτονική, συνδύαζα κάτι δημιουργικό με ένα επάγγελμα που θα μπορούσα να κάνω όταν θα επέστρεφα στην Αθήνα. Βέβαια, πρέπει να σας πω ότι από παιδί ζωγράφιζα. Πρέπει να ήμουν 14-15, όταν άρχισα να ζωγραφίζω. Έπιανα τον εαυτό μου κάθε μέρα, μετά το σχολείο, να θέλει να ζωγραφίζει... Και στο σχολείο ζωγράφιζα. Πήγαινα στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου μου δινόταν η ευκαιρία να κάνω διάφορα γύρω από τη ζωγραφική. Και θυμάμαι την καθηγήτριά μου να με ενθαρρύνει προς αυτό. Σας επηρέασε; Για να είμαι ειλικρινής, σε εκείνη την ηλικία, δεν άκουγα κανέναν... Η συγκεκριμένη καθηγήτρια ήταν η μόνη που έπαιρνε αυτό το κόλλημά μου σοβαρά, λίγο πιο σοβαρά απ’ ό,τι το έπαιρνα ακόμη κι εγώ. Νομίζω ότι σε αυτή την ηλικία άρχισα να σκέφτομαι να ασχοληθώ με αυτό που μου δίνει τόση χαρά. Οι δικοί σας πώς αντιδρούσαν σε αυτή την εμμονή σας; Μεγάλωσα μέσα σε ένα σπίτι, σε ένα περιβάλλον, πολύ δημιουργικό. Είχα τη μαμά μου που είχε επιλέξει να κάνει αυτό που της έδινε χαρά. Επομένως, η μαμά μου και η γιαγιά μου, κάπου υποσυνείδητα, με επηρέασαν να κάνω αυτό που τελικώς κάνω... Αν μιλήσετε με τη μητέρα μου, θα την ακούσετε να λέει ότι σχεδίαζα ρούχα από τα 5 μου... (γέλια) Εγώ δεν το θυμάμαι! Όταν ακούω τη μαμά μου, είμαι στο τσακ να πιστέψω ότι στα 6 μου έραβα κιόλας... (γέλια) Τελικά, έχετε καταλάβει πώς βρίσκει κάποιος τον δρόμο του; Ανάμεσα σε αυτά που κάνεις, ακολουθείς εκείνο με τη μεγαλύτερη ένταση... Αν ακολουθήσεις αυτό που σε κάνει να νιώθεις καλά, να αισθάνεσαι χαρούμενος και δημιουργικός, αργά ή γρήEN Did you rule out the School of Fine Arts? I didn’t rule out anything. It was simply my best option; by choosing to study architecture, I channelled my creative energy into a profession that I could fall back on. In any case, I’ve been drawing since I was a child. Throughout my teens and all through school, I was constantly drawing. At Athens College, I began exploring the field of design. I remember my college professor encouraging me to do so. Did your teacher have an impact on you? To be honest, I wasn’t listening to anyone at that age. My professor was the only one who took my passion seriously..., a little more seriously than I! That is when I began thinking about turning my passion into a career. How did your family and those closest to you react to your passion? I grew up in a very creative environment. My mother loved what she did. Between her and my grandmother, they somehow influenced me subconsciously to do what I do. If you ask my mother, she will say that I’ve been designing clothes since I was 5. I don’t remember; with everything she says, I’m half-convinced that I was sewing at 6 (laughing)! So, have you come to any conclusions on how one finds their way in life? Among all the things you do, follow the one with the most intensity! If you follow what makes you feel creative and happy, sooner or later, you will find your calling in life. I don’t know if our instincts lead us; I believe that if you trust your instincts, they can play massive roles in determining fate. However, I think that many people question their instincts out of fear. Coincidence also plays a role in life. For example, had I not met my boyfriend after my first year of studies, I would not have wound up in London, where he studied. To not waste time, I looked for a quarterly programme that might interest me. What I found was a programme in textile design. When I began, I realised just how much I enjoyed working with colours; until then, it had never crossed my mind. If not for Mario and London, I would not be where I am today.
GR γορα, θα βρεθείς τελικά σε αυτό που θέλεις πραγματικά να κάνεις. Δεν ξέρω αν αυτό που μας οδηγεί είναι το ένστικτο... Πιστεύω ότι το ένστικτο παίζει μεγάλο ρόλο αν το εμπιστευτείς –γιατί υπάρχουν και πολλοί που του γυρίζουν από φόβο την πλάτη–, αλλά εξίσου μεγάλη σημασία στη ζωή έχουν και οι συμπτώσεις... Για παράδειγμα, εγώ είχα αποφασίσει να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Γνώρισα όμως τον φίλο μου στην Ελλάδα, το καλοκαίρι μετά τον πρώτο χρόνο σπουδών μου, και αυτός έκανε MSC στο Λονδίνο και αποφάσισα να τον ακολουθήσω στο Λονδίνο για να είμαστε μαζί... Για να μη χάσω τον χρόνο μου, έψαξα να βρω στο Λονδίνο να κάνω ένα τριμηνιαίο πρόγραμμα στην αρχή, γύρω από αυτό που με ενδιέφερε και το μόνο τριμηνιαίο που βρήκα, ήταν ένα πρόγραμμα για τον σχεδιασμό υφασμάτων. Όταν μπήκα σε αυτό, ανακάλυψα πόσο μου άρεσε να δημιουργώ με τα χρώματα... Αυτό δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τότε. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Μάριο, δεν θα είχα πάει στο Λονδίνο και αν δεν είχα πάει στο Λονδίνο, δεν θα είχα κάνει σχεδιασμό υφασμάτων και δεν θα είχα πορευτεί προς τα εκεί που πορεύτηκα. Τι είναι το ταλέντο; Ταλέντο είναι να βλέπεις το μέλλον σου. Ωστόσο, όποιο κι αν είναι το ταλέντο σου, σημασία έχει πώς το καλλιεργείς και πόσο δουλεύεις γι’ αυτό. Όταν αποφάσισα να κάνω το μάστερ μου στη μόδα, δεν ήξερα τίποτα από μόδα. Με θυμάμαι, για τρεις μήνες, να κάθομαι να διαβάζω ό,τι είχε συμβεί τα τελευταία 100 χρόνια στον χώρο της μόδας. Χρειάζεται να έχεις και μια τρέλα μέσα σου, να κυνηγάς να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς για τον χώρο που θέλεις να ασχοληθείς κι ύστερα να του αφοσιωθείς... Τι καταλάβατε κάποια στιγμή που ούτε το φανταζόσασταν; Ότι ο χώρος που ήθελα να βρεθώ και να δημιουργήσω, δεν είχε θέση για όλους και έπρεπε να δουλέψω σκληρά για να τα καταφέρω να πάρω εγώ αυτή τη θέση που υπήρχε... Ωστόσο, θεωρώ ότι δεν είχα φιλοδοξία να κάνω τη δική μου εταιρεία στη μόδα. Ήμουν αρκετά κλειστή ως χαρακτήρας και δεν είχα αφήσει τον εαυτό μου να σκεφτεί κάτι τέτοιο... Κάποια στιγμή το σκέφτηκα κι αμέσως θυμήθηκα πώς μεγάλωσα... Υποθέτω ότι, μαθαίνοντας να περπατάς σε δρόμους που πιστεύεις ότι δεν ξέρεις, βρίσκεις τον δρόμο σου. Πρώτη φορά λέω τέτοια πράγματα σε μια συνέντευξη... Περίεργο! Άρα ανοίγει μια πόρτα κάποια στιγμή και βλέπουμε φως σε αυτό που αγνοούσαμε... Νομίζω ότι όλοι κουβαλάμε μέσα μας ένα φως, την ύπαρξη του οποίου αγνοούμε μέχρι τη στιγμή της φανέρωσής του. Γιατί; Ίσως επειδή δεν χρειάστηκε να το ψάξουμε ή δεν δώσαμε στον εαυτό μας τον χρόνο να κοιτάξει πιο βαθιά μέσα μας. What does talent actually mean? Talent is conceptualising where you want to be in the future. Whatever your talent may be, what matters is that you work hard to cultivate it. When I decided to pursue a masters in fashion, I knew nothing about it. I remember spending three months just reading to educate myself on the past 100 years in fashion. You need to have ‘a madness’ inside of you, a hunger to learn as much as you can about your passion before you dedicate your life to it. What have you realised about yourself today that you weren’t conscious of when you began down this path? There isn’t room for everyone in this industry, creative or not; even when I started out, I had to compete to earn my shot. Back then, I didn’t have the ambition to create my own fashion brand. As a person, I was insular and didn’t allow myself to dream that big. Though, at some point, I had to start. I had to grow up and learn to walk with confidence down an unfamiliar path. Somehow, I found my way. Strange…? This is the first time that I have said such things in an interview! Eventually, a door opens in ourselves to illuminate the darkness. I think we all carry this light within us, though we may be unaware that it exists until it manifests. Why is this? Perhaps we are not mindful enough or do not give ourselves time to look deeper inside. EN
© PANOS DAVIOS
Find your destination. Do something GREAT.
Scan me!
REGION OF CENTRAL MACEDONIA
MANAGING AUTHORITY
Ο.P. Region of Central Macedonia
PORTR
Η Μύκονος του 1950, μέσα από τον φακό του μεγάλου φιλέλληνα Αμερικανού φωτογράφου Robert McCabe. Mykonos in the 50s, as seen through the lens of the great American photographer and philhellene, Robert McCabe.
Text: Romina Xyda
OF INNOCEN N CE AITS
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ στο πλοίο «Δέσποινα». Η ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ στις λάτζες ήταν εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη. ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ στην οδό Ματογιάννη. Η ΓΙΟΡΤΗ στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα.
LEFT PAGE
OΝ ΤΗΕ DECK of the ship Despina. THE DEBARKATION to tenders was extremely difficult and dangerous. A FARMER on Matogianni Street. A FEAST at St Panteleimon Monastery.
ΠΑΝΩ/ABOVE
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ καλαματιανό στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα.
DANCING Kalamatiano at Agios Panteleimon festival.
Τέλη δεκαετίας του ’30. Σε κάποιο σπίτι, στα προάστια της Νέας Υόρκης, ο εκδότης της εφημερίδας «The New York Mirror», Charles B. McCabe, αφήνει στα χέρια του πεντάχρονου γιου του Robert μία φωτογραφική μηχανή. Ο μικρός περνάει ατέλειωτες ώρες μέσα στον σκοτεινό θάλαμο που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού τους. Θέλει να γίνει ρεπόρτερ, αλλά, καθώς μεγαλώνει, το ενδιαφέρον του απομακρύνεται από την ανασύνθεση μιας ιστορίας, για να στραφεί στη σύνθεση της εικόνας. Ο Robert θα γίνει φωτογράφος…
Το καλοκαίρι του 1954, ο τότε φοιτητής του Princeton –σπούδασε αγγλική φιλολογία και η διπλωματική του αφορούσε τη σχέση του Λόρδου Βύρωνα με την Ελλάδα– φτάνει με τον αδελφό του Charles στην Ελλάδα. Για δεκαπέντε ημέρες, έχουν σχεδιάσει. Το σχέδιο «ναυαγεί», αυτή η «εκπληκτικά όμορφη γωνιά του κόσμου», όπως τη χαρακτηρίζει, κρατά τα δύο αδέλφια ένα ολόκληρο καλοκαίρι. «Η θάλασσα ήταν γαλάζια, ο ουρανός καθαρός – πολύ διαφορετικά από τα προάστια της Νέας Υόρκης, όπου ζούσα», αναφέρει. Γοητευμένος από μία χώρα που δεν γνωρίζει ακόμη τη λέξη «τουρισμός» –«ένιωθα λες και ανακάλυπτα χαμένους πολιτισμούς στην καρδιά της ζούγκλας»–, ο Robert θέλει να την ανακαλύψει και να τη φωτογραφήσει έτσι όπως ακριβώς είναι: ανέγγιχτη.
Το επόμενο καλοκαίρι αποφασίζει να επιστρέψει ξανά και με το θράσος της νιότης ταξιδεύει αυτή τη φορά ως μέλος του πληρώματος κάποιου φορτηγού-πλοίου, αφού πρώτα έχει πείσει τον πλοιοκτήτη του να του εξασφαλίσει είσοδο σε αυτό. Και κάπως έτσι, φτάνει στη Μύκονο. Ένα νησί «ήσυχο, μαγικό, με ένα και μοναδικό δωδεκαθέσιο λεωφορείο και πληθώρα από γαϊδουράκια… Την ημέρα της άφιξής μου φιλοξενούσε περίπου δεκαπέντε επισκέπτες».
Η Μύκονος ισοδυναμεί για τον McCabe με ένα «ανεξάρτητο νησιωτικό πριγκιπάτο», με τον δικό της πολιτισμό, τους δικούς της χορούς, τα τραγούδια της, την ποίηση, την κουζίνα, τα υφάσματα, την αρχιτεκτονική, ακόμα και τη γλώσσα της. Όσο δύσκολη κι αν φαντάζει η αποτύπωση όλων των παραπάνω στον φωτογραφικό φακό, εκείνος το καταφέρνει. Ψαράδες στον γιαλό, μικρά παιδιά που παίζουν, άνθρωποι των πανηγυριών, επιβάτες πλοίων για τα άλλα κυκλαδίτικα νησιά, μαυροφορεμένες γυναίκες του μόχθου, πλανόδιοι πωλητές με γαϊδουράκια, χοροί και τραγούδια, σκαμμένα πρόσωπα και ζεστά χαμόγελα ποζάρουν στην κάμερά του με αθωότητα, χαρίζοντας στις εικόνες του ζωντάνια κι ευαισθησία. Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη των εικόνων του McCabe: οι εκπληκτικά ζωντανές εικόνες ανθρώπινου ενδιαφέροντος…
Έκτοτε, η ανάγκη του να επιστρέφει γίνεται κάτι σαν τρόπος ζωής. Παντρεμένος με Ελληνίδα, ο 88χρονος σήμερα φωτογράφος, που έλαβε τιμητική πολιτογράφηση ως Έλληνας πολίτης, το 2020, δεν έπαψε ποτέ να μιλάει για τις ομορφιές της Ελλάδας, ιδίως για εκείνες που παραμένουν ανέγγιχτες στο πέρασμα του χρόνου: «Ποιο είναι το αγαπημένο μου μέρος στην Ελλάδα; Οποιοδήποτε χωριό σε νησί χωρίς τουρίστες και με μια καλή ταβέρνα. Ή ένας απομονωμένος κόλπος με την καλύβα ενός βοσκού… Να απολαμβάνω φίλους, φαγητό, τοπία και τις ελληνικές θάλασσες…».
GR In a suburban house in 1930s New York City, Charles B. McCabe, the publisher of ‘The New York Mirror’, gave a camera to his son, Robert. The boy and his father spent endless hours in their basement darkroom developing photographs. Initially, Robert wanted to be a reporter. However, as he grew up, he shifted interest from journalism to photography. While studying English Literature at Princeton University (his dissertation was on Hellenic culture and its influence on Lord Byron), Robert and his brother Charles travelled to Greece in the summer of ‘54. They planned to stay fifteen days. However, their plans changed, and this “amazingly-beautiful corner of the world,” as Robert remarked, did not release its hold on the two brothers until summer’s end. “The sea was blue, the sky clear... It was very different from the suburb of New York where I lived,” he recalled. Robert was smitten by what he saw: a country yet unmarked by tourist traffic. He wanted to photograph Greece exactly as it was – untouched. According to him, “I felt as though I were discovering lost civilisations in the heart of the Amazon jungle.” The following summer, Robert returned to Greece aboard a freighter. The audacity of his youth convinced the captain to allow him to work aboard the ship to cover the expense of his passage. That is, more or less, how Robert wound up on Mykonos, an island that, according to him, was “quiet, magical, with a single twelve-seater bus and an army of donkeys… On the day I arrived, the island was hosting fifteen visitors or so.” For young McCabe, Mykonos was equivalent to an “independent island principality” with its own culture, dances, songs, poetry, cuisine, textiles, architecture, and language. No matter how difficult it was to capture those elements through the camera’s lens, he somehow pulled it off: sun-drenched fishermen, children at play, villagers revelling at saints-day celebrations, travellers aboard ships bound for other Cycladic isles, toiling women clad in black, street vendors with donkeys, weathered faces and warm smiles grace his images with vitality and sensitivity. That is where the power of Robert’s stunning photography lies: his uncanny ability to capture the essence of human life lived in the moment. Robert’s need to continuously return to Greece became his way of life. Married to a Greek, the 88-year-old photographer received his honorary naturalisation in February 2020, bestowing his Greek citizenship. He has never stopped extolling the beauties of Greece, especially those that have remained untouched by time; “What’s my favourite place in Greece? Any village on an island that doesn’t have tourists, but does have a good taverna. Or an isolated bay with a shepherd’s hut… To enjoy friends, food, landscapes and the Greek seas…”
EN
‘MYKONOS: PORTRAIT OF A VANISHED ERA’, BY AUTHOR ROBERT MCCABE, IS PUBLISHED BY PATAKIS PUBLICATIONS. Η ΗΣΥΧΗ καθημερινότητα προτού ο τουρισμός αλλάξει για πάντα το πρόσωπο του νησιού.
THE QUIET PACE of daily life, before tourism changed the face of the island forever.
EASTER BEST
AT ITS
Η μεγαλύτερη γιορτή του χριστιανισμού γιορτάζεται στην Κέρκυρα όπως… πουθενά αλλού. On Corfu, they celebrate the greatest feast of the Christian year like nowhere else.
Text: Romina Xyda