Τα κείμενα των Φιλίππων

Page 1



‡ú ÄƒĂžÄ–Ç™ĂžÄ†Ăş Ä?ĒĆ ‰ĂĄĖĉĉĒĆ ĘƒʿʳʾĘ—Ę´ ɾʨʲʧʙʯʴČ k _cm]ekn l]ocm hkp

Ę„ʯʸʪĘ— ɾʭĘ—Ę›ʭʞʳʾĘ˜Ę¨Ę ÄŚ ٨ʤĘ—ĘŹĘ—ʭʾʥʴ ÉľĘŽĘ¤ĘżĘľĘ Ę´ÄŚ

k _etm_kn tn ]hgao

^]negc]n ocn ]ne]n

ɡĘ—ĘłĘ§ĘŞĘ Ę´ ɡĘ—ʳʤʪʤʨʰʴČ ɺʜʲʤʹʧĘœĘ Ę´ ɸĘ—ʲĘ—ʭʾʯʸĘœĘ Ę´ÄŚ

c d]nkn okp l]l]`e]h]ioc 6 k ]hamef]ikn

d]g]hkn M da]omefk ]i]gk_ek _e] oki _etm_k raehti]

ÉżĘ?Ę°Ęœʞʲʯʴ É¸Ę˛Ę Ę›ʯʲʤĘ˜ĘœĘ Ę´ÄŚ ʆʧʨʯʴ ɺħ ĘƒĘ—ʲĘ—Ę›ʤĘ—Ę­Äľ bcn]ha `pnfkg]; ]gg]>>> kmdeke

^g]^aman ]i]_itnaen

Ę­Ę—ʨʧĘœĘ Ę´ÄŚ ÉľĘ­ĘľĘżĘ­Ę Ę´ Ćą ĘƒʞʭʳʾĘ—ʭʾʧʭʯʴ ĘƒʯʸʺĘ—ĘŞĘ Ę´ÄŚ c l]ric

hefmk gajefk ]ith]gti

ɸʪʜʨĘ?ʲʧĘ— Ę…ĘąĘ—ĘłĘœĘžĘ¨Ę ÄŚ ĘŒĘ˜Ę¨Ę Ę´ ĘŒĘ?ʲʞʺʗʴČ Ę…ʤʳʞʪ LJ LJdž^LJ LJ LJ w lkgp ha noai]rtmcn]oa fpmea _etm_k hkp

oe gan fe anp; hl]hlc<

lanomkq] `kpi]^atn

Ę‘Ę˜ʤʴČ ĘƒʯʳʏĘ˜Ę´ Ę’Ę—ʲʹĘ—ʭʾʧĘœĘ Ę´ÄŚ ɸʤʿʲʛʯʴ Ę’ʲʯʭĘ˜Ę´ k _etm_kn raehti]n lamec_aeo]e nok kmkn nph^kgk ]lk oen al]i]no]oefan lmklknaen noen aja_amnaen ocn f]m`e]n

k f>l> f]^]qcn nok jaik`kraek ^]gf]ie]

|ÞúÄ?ĊĂăē ĔĊßú ÄƒĂşÄ‚ ÄƒĂžÄ–Ç™ĂžÄ†Ăş ĉĈĎ ßĊēÄ?Ä?Ä€ÄƒĂşÄ† ßĂú lmkgk_kn= dk`tmcn _fkicn

Ä?Ĉ ‰ÞċÄ?ĂÝēĄ ‰ĂĄĖĉĉĒĆ ÄƒĂşÄ‚ Ä‰ĂşÄŠÄˆÄŽÄ‹Ä‚Ä“Ä‹Ä?Ä€ÄƒĂşÄ† aen]_t_c= hl]hlcn _]h^magcn

Ä?ĀĆ Ä‰ĂžÄŠÄ–ÄˆĂ˝Äˆ ÇƒÇ Ç ÇŠWÇƒÇ Ç‚Ç…



‡ú ÄƒĂžÄ–Ç™ĂžÄ†Ăş Ä?ĒĆ ‰ĂĄĖĉĉĒĆ ĘƒʿʳʾĘ—Ę´ ɾʨʲʧʙʯʴČ k _cm]ekn l]ocm hkp

Ę„ʯʸʪĘ— ɾʭĘ—Ę›ʭʞʳʾĘ˜Ę¨Ę ÄŚ ٨ʤĘ—ĘŹĘ—ʭʾʥʴ ÉľĘŽĘ¤ĘżĘľĘ Ę´ÄŚ

k _etm_kn tn ]hgao

^]negc]n ocn ]ne]n

ɡĘ—ĘłĘ§ĘŞĘ Ę´ ɡĘ—ʳʤʪʤʨʰʴČ ɺʜʲʤʹʧĘœĘ Ę´ ɸĘ—ʲĘ—ʭʾʯʸĘœĘ Ę´ÄŚ

c d]nkn okp l]l]`e]h]ioc 6 k ]hamef]ikn

d]g]hkn M da]omefk ]i]gk_ek _e] oki _etm_k raehti]

ÉżĘ?Ę°Ęœʞʲʯʴ É¸Ę˛Ę Ę›ʯʲʤĘ˜ĘœĘ Ę´ÄŚ ʆʧʨʯʴ ɺħ ĘƒĘ—ʲĘ—Ę›ʤĘ—Ę­Äľ bcn]ha `pnfkg]; ]gg]>>> kmdeke

^g]^aman ]i]_itnaen

Ę­Ę—ʨʧĘœĘ Ę´ÄŚ ÉľĘ­ĘľĘżĘ­Ę Ę´ Ćą ĘƒʞʭʳʾĘ—ʭʾʧʭʯʴ ĘƒʯʸʺĘ—ĘŞĘ Ę´ÄŚ c l]ric

hefmk gajefk ]ith]gti

ɸʪʜʨĘ?ʲʧĘ— Ę…ĘąĘ—ĘłĘœĘžĘ¨Ę ÄŚ ĘŒĘ˜Ę¨Ę Ę´ ĘŒĘ?ʲʞʺʗʴČ Ę…ʤʳʞʪ LJ LJdž^LJ LJ LJ w lkgp ha noai]rtmcn]oa fpmea _etm_k hkp

oe gan fe anp; hl]hlc<

lanomkq] `kpi]^atn

Ę‘Ę˜ʤʴČ ĘƒʯʳʏĘ˜Ę´ Ę’Ę—ʲʹĘ—ʭʾʧĘœĘ Ę´ÄŚ ɸʤʿʲʛʯʴ Ę’ʲʯʭĘ˜Ę´ k _etm_kn raehti]n lamec_aeo]e nok kmkn nph^kgk ]lk oen al]i]no]oefan lmklknaen noen aja_amnaen ocn f]m`e]n

k f>l> f]^]qcn nok jaik`kraek ^]gf]ie]

|ÞúÄ?ĊĂăē ĔĊßú ÄƒĂşÄ‚ ÄƒĂžÄ–Ç™ĂžÄ†Ăş ĉĈĎ ßĊēÄ?Ä?Ä€ÄƒĂşÄ† ßĂú lmkgk_kn= dk`tmcn _fkicn

Ä?Ĉ ‰ÞċÄ?ĂÝēĄ ‰ĂĄĖĉĉĒĆ ÄƒĂşÄ‚ Ä‰ĂşÄŠÄˆÄŽÄ‹Ä‚Ä“Ä‹Ä?Ä€ÄƒĂşÄ† aen]_t_c= hl]hlcn _]h^magcn

Ä?ĀĆ Ä‰ĂžÄŠÄ–ÄˆĂ˝Äˆ ÇƒÇ Ç ÇŠWÇƒÇ Ç‚Ç…


Γλωσσική & υφολογική επιμέλεια ΝΙΚΟΣ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ Επιμέλεια ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Α. ΚΩΤΣΙΝΗ ΒΑΛΙΑ ΛΕΙΒΑΔΙΤΟΥ Διορθώσεις ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Α. ΚΩΤΣΙΝΗ Σχεδιασμός έκδοσης Ιωάννης Κ. Τσίγκας KAΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι Τ+F 210 68 59 273 | Ε info@kapaekdotiki.gr www.kapaekdotiki.gr ISBN: 978-618-5191-00-9



Περιεχόμενα

2009

2010

H Πάχνη

ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΔΟΥΝΑΒΕΩΣ

22

59

Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

Μισέλ Φάις

ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ

Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

74

ΒΛΑΒΕΡΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ Θεόδωρου Γρηγοριάδη

94

ΤΙ ΛΕΣ ΚΙ ΕΣΥ, ΜΠΑΜΠΗ; Σάκη Σερέφα

116

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΩΣ ΑΜΛΕΤ Λούλας Αναγνωστάκη

135

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΕΡΙΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ Κοσμά Χαρπαντίδη

145

ΒΑΣΙΛΗΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Θοδωρή Γκόνη

10

εισαγωγη

Μπάμπη Γαμβρέλη

14

Διαμαντή Αξιώτη

159

ΘΑΛΑΜΟΣ /ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΕΙΜΩΝΑ Ευριπίδη Γαραντούδη

193


2011

2014

Η ΘΑΣΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ & Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

ΖΗΣΑΜΕ ΔΥΣΚΟΛΑ, ΑΛΛΑ... ΟΡΘΙΟΙ

219

305

Βασίλη Βασιλικού

2012

Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη

DONNA ABBANDONATA × ΠΟΛΥ ΜΕ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΣΑΤΕ ΚΥΡΙΕ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ Γλυκερίας Μπασδέκη

335

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΠΟΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Κοσμά Χαρπαντίδη

237

2013 Ο ΓΗΡΑΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ Κώστα Ακρίβου

257

Ο Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

297

349

Γιώργου Χρονά

Ταυτότητες παραγωγών

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ Βιογραφικά σημειώματα

357


10

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Τα κείμενα των Φιλίππων

Είναι, λοιπόν, καιρός της καυχήσεως, καθώς είναι καιρός της εργασίας και της ταπεινοφροσύνης. Ξεκινώντας το 2009, στόχος μας ήταν ένα φεστιβάλ, όπως αυτό των Φιλίππων, να έχει δικό του χαρακτήρα, δικό του χρώμα, δικό του ρυθμό, δικό του βλέμμα, διαφορετικό κάθε χρόνο. Να μπορεί να παραγγέλνει παραστάσεις, να έχει δικές του παραγωγές, πέρα από αυτές που φιλοξενεί και υποδέχεται, να είναι τόπος ενός πραγματικού ραντεβού που αφορά πάντα το σήμερα. Ένα φεστιβάλ «τοπικό», με την πατούσα του «εδώ και τώρα» και το μέτωπο ψηλά, άγρυπνο και ανήσυχο. Με αυτές τις σκέψεις ξεκινήσαμε. Αναδείξαμε καινούριους χώρους, ζωντανέψαμε την πόλη και το αίσθημά μας. Είδαμε το φρούριο, το λιμάνι, να ανεβαίνει, να πλαταίνει, τον κόσμο να περιμένει στην ουρά για ένα εισιτήριο, για το ταξίδι. Ο Πλόος Ωραίος! Δεν κρύψαμε ποτέ ότι έχουμε ιδιαίτερη αδυναμία στους συγγραφείς, στους ποιητές και στα κείμενα, σ’ αυτούς τρέξαμε αμέσως, απ’ αυτούς ζητήσαμε «βοήθεια» και μας την προσέφεραν απλόχερα. Είμαστε ευγνώμονες και υπερήφανοι για τα κείμενα που μας εμπιστεύθηκαν, για τις παραστάσεις που «χτίστηκαν» με τα λόγια τους, για τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί μας. Και τώρα, που βλέπουμε όλα αυτά τα κείμενα εδώ συγκεντρωμένα, καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που μας κράτησε, μας στήριξε, μας εγκαρδίωσε –μέσα στις τόσες ευλογημένες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε– και νιώθουμε διπλά ευγνώμονες. Τους οφείλουμε πολλά. Στη Λούλα Αναγνωστάκη, στον Βασίλη Βασιλικό, στον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, στους Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη, στον Γιώργο Χρονά, στον Σάκη Σερέφα, στον Μισέλ Φάις, στον Διαμαντή Αξιώτη, στον Κοσμά Χαρπαντίδη, στον Κώστα Ακρίβο, στον


Ευριπίδη Γαραντούδη, τη Γλυκερία Μπασδέκη, τον Νίκο Ε. Καραγιαννακίδη. Αλλά και τον Μάνο Ελευθερίου, τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, τον Κώστα Καναβούρη, τη Λυδία Ελιόγλου, που μας «πρόλαβαν» και τυπώθηκαν πριν από αυτήν τη συγκεντρωτική έκδοση. Τους ευχαριστούμε για τους δρόμους που μας άνοιξαν. Θοδωρής Γκόνης

Καλλιτεχνικός Διευθυντής Φεστιβάλ Φιλίππων & ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας

Υ.Γ.1 Ευχαριστούμε την ΚΑΠΑ Εκδοτική, τον Θόδωρο Κουλεδάκη και τον Γιάννη Τσίγκα για τη φροντίδα, την αγάπη και την πίστη που έδειξαν για «Τα Κείμενα των Φιλίππων». Υ.Γ.2 Φυσικά πάντα υπάρχουν και οι «αλιβάνιστοι άγιοι» που βοήθησαν όσο κανείς, αλλά αυτοί ξέρουν, γνωρίζουν, πού πρέπει να πέφτει το καλό.


12

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ



Το νήμα των Φιλίππων

Σχεδόν συνομήλικοι. Γεννημένοι στους σπαρακτικούς απόηχους του Εμφυλίου. Στα χρόνια της στέρησης και της μετανάστευσης. Μέσα στην ημετέρα φτώχεια. Την άγια! Μπολιασμένοι στο αλάτι της γειτόνισσας θάλασσας και την άσβεστη μυρωδιά του καπνού. Εκείνο μέσα στα αρχαία θραύσματα των Φιλίππων και ’γω πάνω στους γρανιτένιους λόφους του Προφήτη Ηλία. Εκείνο να το λούζουν οι θρύλοι και η ιστορία και μένα οι λιωμένες φωνές των εξόριστων και τα πνιχτά τραγούδια του Καζαντζίδη. Μανούλα θα φύγω… Πουθενά δεν πήγαμε. Εδώ μείναμε. Μείναμε και στεριώσαμε. Αυτό μέσα στη φροντίδα και τη θαλπωρή Δασκάλων επιφανών και ’γω μέσα στη σκόνη της αλάνας, σουτάροντας ξεφούσκωτες μπάλες. Μείναμε και μεγαλώναμε. Παράλληλα και χωριστά. Έως εκείνο το απόγευμα που ήρθε η κυρία Ευαγγελία στο σπίτι και με πήρε μαζί της. Με τα καλύτερα με έντυσε η μάνα μου. Φιγουρίνι ο γιoς σου, κυρά Περσεφόνη, της φώναξε η γειτόνισσα κι εκείνη καμάρωνε ισιώνοντας το γιακά από το γαλάζιο μπλουζάκι. Δασκάλα στα ορεινά χωριά της Θράκης η κυρία Ευαγγελία, επιβλητική μέσα στα παραπανίσια κιλά της, ξεκίνησε, από το δρόμο ακόμη, να μου διηγείται την ιστορία του Ιππόλυτου. Μπλέχτηκα. Πάθη, όλεθροι, θανατικά, θεοί να παρακολουθούν, να μάχονται… Τα έχασα! Πού πάω; Στο ΚΤΕΛ και μετά με λεωφορείο, γραμμή για τους Φιλίππους. Με το παλιό Volvo να αγκομαχά στις ανηφόρες του Αγίου Σίλα και με τον οδηγό του να σφυρίζει επίμονα ένα σκοπό του Μενιδιάτη… Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε… Κι έπειτα, ένας δρόμος ευθεία. Ο κάμπος άχνιζε ακόμη από το πέρασμα της ζέστης. Συστάδες δέντρων ίσκιωναν την ξεφτισμένη άσφαλτο. Ιούλιος μήνας και η πέτρα, εκεί. Αγέρωχη μέσα στα περάσματα της ζωής. Χρονιά του ’64 και ’γω παιδάκι στα έξι μου. Σχεδόν συνομήλικοι… Η πρώτη βάπτιση. Απέναντι, ο Ζυγάκτης ποταμός.


Πέρασαν πολλά από πάνω μας. Μπήκαμε και στο μαρτύριο της εφηβείας, χάσαμε και την κυρία Ευαγγελία. Νύχτα ήρθαν και την πήραν οι χωροφύλακες. Στη Γυάρο, είπαν. Απρίλης ήταν, έμπαινε Πάσχα. Πολλά δεν ήθελε για να «κόψουμε δρόμο». Οι παρέες κάλπαζαν σε άλλους παραδείσους, έρωτες φούντωναν και ξανεμίζονταν, θερινά σινεμά, βόλτες πάνωκάτω στην πλατεία Ομονοίας, καλοκαίρια στο νησί, ποδοσφαιρικά παπούτσια με τάπες και φανέλες από τον Βουνιόζο. Ποιοι Ιππόλυτοι; Μέχρι που ήρθε η μεταπολίτευση. Πόσοι άνθρωποι στους δρόμους; Πόσες σημαίες; Καινούρια ζάλη! Τραγούδια και συνθήματα. Μπορεί και τραγούδια-συνθήματα. Πού να το καταλάβεις. Άλλος πυρετός. Άλλη αφοσίωση. Άλλη στράτευση. Γύρισε και η κυρία Ευαγγελία. Κουρασμένη. Μισή. Του «εσωτερικού» λέγανε. Καινούρια πάθη. Αμόνοιαστα… Αύγουστος του ’76. Κατέβαινα μπροστά από το σπίτι της. Χαιρετηθήκαμε. Πότιζε μία ορτανσία. Επτά χρόνια, όλα ξεραμένα, μου είπε κι έσκυψε να δέσει ένα φιογκάκι στο κλαδί της τριανταφυλλιάς. Κοντοστάθηκα. Σαν κάτι να περίμενα. Σαν κάτι να περίμενε. Δε χρειάστηκαν πολλά λόγια. Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε μαζί στους Φιλίππους. Όπως και τότε. Αυτή γυρτή πάνω στη σοφία της και ’γω να προσπαθώ για τη νέα προσαρμογή. Ένα φως ξεμύτισε από ψηλά… Καίει ακόμη. Ανέσπερο. Θαρρείς σε καντηλάκι που το φροντίζει μία θεόσταλτη πίστη. Το άναψε παραμονή Δεκαπενταύγουστου ο κύριος Μίνως… Μήδεια επί σκηνής. Στο κοίλον εμείς. Στην ιερή του ησυχία. Φρόνιμοι. Ακόμη… Δεθήκαμε. Και μεγαλώναμε. Και ωριμάζαμε. Έτη και έπη. Με Βολονάκη, με Κουν, με Μινωτή, με Ευαγγελάτο, με Σολωμό, με Βουτσινά… Τα πρώτα ρίγη. Κι έπειτα τα άλλα. Με Τσιάνο, με Παπαβασιλείου, με Τερζόπουλο, με Βογιατζή… Όρνιθες και Πέρσες. Τσαρούχης και Χρήστου. Ποια θεία χάρις με αξίωσε θεατή τους;


Κι ύστερα η πτώση. Μας χτύπησε και η ευμάρεια. Κατέφτασαν και οι ορδές των νεόπλουτων. Κι ένα όραμα κονόμας και ανόδου μάς μπέρδεψε τον βίο. Ξεσαλώσαμε. Λιγοστέψαμε. Εμείς κι εμείς… Και η παρακμή. Θυμάμαι τα πλήθη να αποχωρούν μπροστά από τον Χατζιδάκι. Πόση ντροπή… Με αυτήν επάνω μας, βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ στο Ιμαρέτ. Η Άννα, ο Αντώνης, ο Κωνσταντίνος, ο Θοδωρής, εγώ… Και ήρθε και ο Γκόνης. Είχα να τον δω από εκείνη τη συναυλία του Ξυδάκη στο Παλιό Ωδείο. Πυρήνας αισθητικής συνομωσίας. Κάτι άλλαζε… Όλα άλλαζαν! Όπως και τότε. Που ήρθε η κυρία Ευαγγελία στο σπίτι και με πήρε μαζί της… Μπαμπησ Γαμβρελησ



18

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

2009


2009-2014

Λιμενοβραχίονας, Αποθήκες Οργανισμού Λιμένος – Τελωνείο Χαλίλ Μπέη Τζαμί – Παλιά Μουσική Ιμαρέτ Κάστρο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων Λασπόλουτρα είναι το φετινό μας τραγούδι. Η περιπέτεια, το ρίσκο, η ανάγκη να είμαστε ανοιχτοί, να δοκιμάζουμε νέες εμπειρίες. Οι «άλλοι» χώροι παραστάσεων, το άλλο ύφος προγραμματισμού. Να τροφοδοτήσουμε το κοινό με ερεθίσματα αναζήτησης, αμφιβολίας και αμφισβήτησης. Σημασία έχει από πού κλέβεις θάρρος, πώς βγαίνεις έξω, πώς περματάς. Πάνω σε ποια βήματα πατάς. Λαζαρίδης, Λαλένης, Καραντινός. Να κλέβεις παλιό χρήμα, παλαιό χνάρι. Να μπορέσει να συνεχίσει στις δεκαετίες που έρχονται, να παραμείνει ο μαγικός τόπος ξανά-συνάντησης καλλιτεχνών και κοινού, να αποκτήσει τα μέσα, για να γίνει ένα από τα σημαντικά Φεστιβάλ στην Ελλάδα και την Ευρώπη. θ.γκ.

19


20

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ


21

2009-2014

Αντώνης & Κωνσταντίνος Κούφαλης Η πάχνη Πρωτότυπο θεατρικό έργο


22

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Τα πρόσωπα Στέφανος Γύρω στα δεκαοχτώ. Λεπτός, νευρώδης με μια ιδιαίτερη χροιά στον λόγο του. Ντύσιμο απλό, ανεπιτήδευτο. Δούκας Μεγαλύτερος. Όχι περισσότερο από εικοσιπέντε. Έντονα χαρακτηριστικά, σκληρό πρόσωπο, παρουσία που εκπέμπει δυναμισμό. Μαύρα ρούχα. Ο χώρος Ένας δρόμος και μία μηχανή. Ένα παλιό σινεμά. Ο χρόνος Αργά το βράδυ.


ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Με προσέχεις; ΔΟΥΚΑΣ: [Κουνάει καταφατικά το κεφάλι ενώ περιεργάζεται τη μηχανή του.] ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Εμένα κοίτα… ΔΟΥΚΑΣ: Σε κοιτάω… ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Αφού ασχολείσαι με τη μηχανή… Που λες… Ανέβαινα μια στενή σκάλα… ΔΟΥΚΑΣ: [Συνεχίζει να τον αγνοεί.] ΣΤΕΦΑΝΟΣ: … που οδηγούσε σε μια γκρίζα πολυκατοικία απ’ αυτές που ξεφυτρώνουν σε μια

νύχτα στα προάστια για να στεγάσουν μετανάστες. Αυτές που κανείς δεν κοιτάει παρά μόνο από απόσταση. «Κοίτα πόσο ψηλή είναι…». Σ’ αυτή την άχαρη, κατακόρυφη, τσιμεντένια ευθεία δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα, ούτε τι έψαχνα. Κοιτούσα αφηρημένα και –περίεργο– δίνω μία κι αρχίζω ν’ ανεβαίνω. Κάτι με έσπρωχνε, δουλειά δεν είχα –η βάρδια μου τελείωσε στις δώδεκα–, είχα αφήσει το μηχανάκι στη θέση του κι ύστερα βρέθηκα εκεί σαν να με σήκωσε ένα αόρατο χέρι και μ’ ακούμπησε μαλακά στην είσοδο… Παντού τσίκνα και μυρωδιά ανοιγμένης κονσέρβας, όταν μέσα στο μαύρο σκοτάδι, άκουσα γέλια πνιχτά που κόβονταν απότομα από άγριο βήχα. Αναγνώρισα τη φωνή της, έβηχε κι έβριζε ξαπλωμένη στο μεγάλο κρεβάτι με τον τούλινο ουρανό, ακουμπισμένη χαλαρά στον ώμο ενός άντρα που φορούσε μάσκα κι είχαν ανάμεσά τους ένα ζώο –όχι δεν ήταν σκυλί– που έγλειφε αργά το σηκωμένο του φύλο. «Τι θέλεις εδώ», είπα. «Στρίβε, λογαριασμό σε κανέναν». «Μάνα εγώ…» «Ποια μάνα σου, ρε». «Αφού είσαι η μάνα μου, δεν είσαι;» «Πούστη δρόμο, ή περίμενε τη σειρά σου». «Μάνα δεν θέλω να σ’ ενοχλήσω. Εγώ τα άπλυτα ήρθα να πάρω, δεν πρέπει να κουράζεσαι. Το πλυντήριο είναι στην ταράτσα και το καλάθι βαρύ. Αν δεν θέλεις να με βλέπεις, άσε να το κουβαλήσω κι ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι μου. Θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς, ούτε θα σε διώξω ούτε θα σε προσβάλω». Πήγε να κατέβει απ’ το κρεβάτι, το ένα της πόδι να κρέμεται, το άλλο διπλωμένο, τα χάρτινα δάχτυλά της έτρεμαν γύρω από το βαμμένο στόμα χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν.


24

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

«Το ξέρω πως σιχαίνεσαι να σου φέρομαι διαφορετικά αλλά ο γιατρός είπε…» «Εγώ άρρωστη; Άντε μη…» «Με τόσα χάπια που κατεβάζεις…» «Όρμα», λέει στο ζώο και με δείχνει με το κόκκινο νύχι. Από κει και μετά τα ’χω χαμένα. Αρχίζω το τρέξιμο αλλά δεν βρίσκω τη σκάλα, μένει η ταράτσα κι όπως είμαι αγύμναστος τα φτύνω πριν φτάσω στον έκτο. Μυρίζω τα χνώτα του ζώου στον σβέρκο μου, τα ’χω παίξει… Κάπως έτσι… [Παύση.] Βρέθηκα ξανά στην είσοδο. Το μηχανάκι σου ήταν εκεί αναμμένο κι εσύ κάπνιζες με τα χέρια στις τσέπες. Ψιχάλιζε… ΔΟΥΚΑΣ: Αυτό ήταν; Έπεσες με γεμάτο στομάχι. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν είχα φάει τίποτε. ΔΟΥΚΑΣ: Μην δίνεις σημασία. Τα όνειρα είναι όπως τα βότσαλα, μόλις τα βγάλεις από το νερό, θαμπώνουν. Άντε πάμε. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Να πάμε; ΔΟΥΚΑΣ: Ανέβα… [Ο Δούκας ανεβαίνει στη μηχανή, ο Στέφανος εξακολουθεί να είναι όρθιος.] ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Μα ήταν ολοζώντανο, ρε μαλάκα! Σαν να το ζούσα με τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό κλειδωμένο. Νομίζω πως αν κρατούσα στον ύπνο μου τη μικρή της μηχανή θα μπορούσα να αποτυπώσω το όνειρο σ’ όλη του τη φρίκη. Τώρα ούτε εσύ με πιστεύεις κι εγώ αναγκάζομαι να αμυνθώ. Αλλά τα περασμένα Χριστούγεννα τής πήρε δώρο μια ψηφιακή κάμερα, τόση δά, την κρατάς και πατάς το κουμπί με το ίδιο χέρι. «Την αγόρασα γιατί το ένα χέρι της είναι σαν παράλυτο», είπε ο μαλάκας και ’γω σπάστηκα. Από τότε την κράτησα εγώ γιατί έτρεμε τόσο πολύ όταν πατούσε το κουμπί που όλες οι φωτογραφίες βγαίνανε κουνημένες. Όποτε καθόταν, έπρεπε να σταυρώνει τα γόνατά της και να ξεκουράζει το αριστερό της χέρι κρατώντας το πηγούνι της. «Αλλιώς τρελαίνομαι», έλεγε μορφάζοντας όσο για να με κάνει να νιώσω κλωτσιά στο στομάχι. ΔΟΥΚΑΣ: Ώρα να την κάνεις από κει, μεγάλωσες. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Αυτό είπα κι εγώ. ΔΟΥΚΑΣ: Και τι απάντησε; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: «Μαζί κι οι τρεις κι ας είναι στην κόλαση…». Ξέρεις την κόλασή μας; Έχει ξύλινο φράχτη και κουρτινάκια στην κουζίνα. Μπλε πορτοπαράθυρα και καφέ μοκέτα από τοίχο σε τοίχο. Ένα καθιστικό με έναν καναπέ, δύο μουσταρδί πολυθρόνες και ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες στην κουζίνα. Το δωμάτιό μου είναι πάνω απέναντι απ’ το πλυντήριο, το δικό τους παραδίπλα και στη σειρά το μπάνιο με τον μεγάλο καθρέφτη και τα ντουλαπάκια γεμάτα φάρμακα. Τα συνήθισα τα χάπια. Έμαθα να ξεχωρίζω τα μωβ από τα ροζ και τα ροζ από τα ιώδη. Έμαθα τις δόσεις, άλλα τρεις, άλλα δύο φορές και σπάνια κάποιο μέρα παρά μέρα. Χάπια, ουσίες, δηλητήρια και βιταμίνες σ’ ένα μπολάκι δίπλα στο σημάδι που αφήνει


Η ΠΑΧΝΗ

25

το πιάτο της. Κι ένα ποτήρι νερό ξέχειλο. Τα παίρνει ένα ένα σπρώχνοντάς τα αδέξια στο στόμα, ο λαιμός της είναι διάφανος, τα βλέπω να σκαλώνουν, κοντοστέκεται, πίνει νερό, τα χάπια κατεβαίνουν ώσπου στο τέλος χαμηλώνει το ποτήρι, γλείφει δειλά το πάνω χείλι και κρατάει τα μάτια κλειστά για μια στιγμή που μου φαίνεται αιώνας… [Παύση.] Πόσες στιγμές έχει ένας αιώνας; Πόσες ευχές μπορεί να χωρέσει; ΔΟΥΚΑΣ: Τι μουρμουρίζεις; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τίποτα! ΔΟΥΚΑΣ: Πώς «Τίποτα»; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Βγαίνουν από μέσα μου. Η βρύση του μυαλού μου έκλεισε αλλά η γλώσσα μου στάζει. Λίγο λίγο, στάλα στάλα ο κουβάς με τ’ απόνερα ξεχειλίζει μουσκεύοντας τη μοκέτα από τοίχο σε τοίχο. Το σύμπαν να κολυμπάει στα σκατά, ποιος γαμεί, αρκεί το πατάκι να μείνει στεγνό. Αρκεί οι απέναντι να μείνουν απέναντι… [Παίρνει βαθιά ανάσα…] Ο άντρας της είναι Επίτροπος –τίτλος τιμής για εν ενεργεία βιαστές και κλέφτες– στην τοπική ενορία. Τύπωσε μάλιστα και κάρτες –«Κύριος Σώζοι… τηλέφωνο…». Ξεκίνησε από πλασιέ μεταχειρισμένων DOGDE, εξελίχθηκε σε ιδιοκτήτη μάντρας εξαρτημάτων DOGDE. Είχε επινοήσει ένα σύστημα διάθεσης των ανταλλακτικών που γρήγορα τον έκανε πλούσιο. Πουλούσε με το κιλό. Την τιμή καθόριζε το βάρος κι όχι η αξία ή η σπανιότητα κι όπως η τιμή ανά κιλό ήταν κρατημένη, ο καθένας που έψαχνε την ευκαιρία την έβρισκε μπροστά του με ελάχιστα. Το νέο μαθεύτηκε κι η μάντρα γέμιζε πελάτες κι αργόσχολους που αναζητούσαν τάσια, επινικελωμένα χερούλια, καθρέφτες χρωμίου, σιδερένια μασπιέ και κουτιά αναρτήσεων. ΔΟΥΚΑΣ: [Τον διακόπτει.] Γουστάρεις κινέζικο; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τι είπες; ΔΟΥΚΑΣ: Κινέζικο. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν κάνω κέφι. ΔΟΥΚΑΣ: Γιαπωνέζικο, κορεάτικο; Το ταϊβανέζικο δεν λέει. Απόψε έχει γαλλικό. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τον χαβά σου… ΔΟΥΚΑΣ: Ξέρεις τι θέλεις επιτέλους; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Άσε με, μαλάκα, φτάνει. ΔΟΥΚΑΣ: Τι να σ’ αφήσω, ρε Στέφανε. Ώρες ώρες μου ’ρχεται να σε πατήσω. ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Παράτα με. ΔΟΥΚΑΣ: Μίλα όμορφα ρε. Έτσι κάνουν οι φίλοι; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν θέλω να καπνίζεις όταν οδηγείς. ΔΟΥΚΑΣ: Με είδες να καπνίζω; ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Κοίτα μπροστά σου. ΔΟΥΚΑΣ: Κοιτάω.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.