Μαξίμ Γκόρκι Βάσσα Ζελεσνόβα Μετάφραση: Αλέξανδρος Κοέν
Πρόσωπα
Βάσσα Πετρόβνα Ζελεσνόβα Άννα κόρη της Βάσσα
Σεμιόν γιος της Βάσσα
Πάβελ γιος της Βάσσα
Νατάλια σύζυγος του Σεμιόν
Λιουντμίλα σύζυγος του Πάβελ και κόρη του Μιχαήλ
Πρόχορ Ζελεσνώφ αδερφός του Ζαχάρ και γαμπρός της Βάσσα
Μιχαήλ Βασίλιεβιτς αδερφός του Ζαχάρ
Λίπα η υπηρέτρια
Ζαχάρ Ζελεσνώφ σύζυγος της Βάσσα (δεν εμφανίζεται) Το έργο εκτυλίσσεται στα 1909 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στον Βόλγα.
12
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
Βάσσα Ζελεσνόβα Χειμώνας· νωρίς το πρωί. Ευρύχωρο δωμάτιο: υπνοδωμάτιο και γραφείο της Βάσσα Ζελεσνόβα. Δωμάτιο φορτωμένο. Σε μια γωνία πίσω από παραβάν, το κρεβάτι· αριστερά από το κρεβάτι, τραπέζι καλυμμένο με έγγραφα πιασμένα με πλακάκια αντί για πρες παπιέ. Δίπλα στο τραπέζι, ψηλό γραφείο· μπροστά από το παράθυρο, καναπές. Λάμπες με πράσινα αμπαζούρ. Στη δεξιά γωνία, σόμπα από πορσελάνη· δίπλα της, χρηματοκιβώτιο και πόρτα που οδηγεί σε προσευχητάριο. Πάνω στο παραβάν, καρφιτσωμένα έγγραφα που ανεμίζουν όποτε περνάει κάποιος από δίπλα τους. Στο βάθος, μεγάλη πόρτα που οδηγεί στην τραπεζαρία – φαίνεται το τραπέζι με τον πολυέλαιο κρεμασμένο από πάνω. Πάνω στο τραπέζι, αναμμένο κερί.
Ε Ν Α [Στο δωμάτιο της Βάσσα μπαίνει η Λίπα και κοιτάζει ολόγυρα. Από την πόρτα που οδηγεί στο προσευχητάρι μπαίνει η Βάσσα: στερεώνει τα γυαλιά της και διορθώνει τα μαλλιά της. Η Λίπα σερβίρει το τσάι στην τραπεζαρία.]
ΒΑΣΣΑ: Επτά και τέταρτο. Άργησες, Λίπα. ΛΙΠΑ: Συγνώμη, Βάσσα Πετρόβνα, αλλά ο Ζαχάρ Ιβάνοβιτς χειροτέρεψε πάλι τα ξημε-
ρώματα. Πέρασε δύσκολη νύχτα. ΒΑΣΣΑ: Είπε κάτι; ΛΙΠΑ: Όχι, δεν μπορεί. Ίσα τα βλέφαρα που ανοίγει. ΒΑΣΣΑ: Άλλο; ΛΙΠΑ: Ο Κότκιχ περιμένει απάντηση. ΒΑΣΣΑ: Δύο ρούβλια ο τόνος· ένα καπίκι τα πενήντα κιλά. ΛΙΠΑ: Μα, είναι ελάχιστα για τους μεταφορείς. ΒΑΣΣΑ: Δεν είναι μεγάλη η απόσταση: σαράντα μέτρα. Τους βγαίνει περίπου ένα ρούβλι τη μέρα. ΛΙΠΑ: Ναι, αλλά πρέπει και να φάνε. Ο Κότκιχ λέει, η τιμή πρέπει ν’ ανέβει στα τέσσερα ρούβλια τον τόνο. Αφού ο περασμένος μας χρόνος έκλεισε με σημαντικό κέρδος και όλα πήγαν καλά… ΒΑΣΣΑ: Καλά; Τι να το κάνω εγώ το καλά; Εγώ στοχεύω πάντα στο καλύτερα. Δεν έχει αξία η ζωή, όταν τη ζεις μονάχα για το καλά. – Ο Πρόχορ; ΛΙΠΑ: Γκρινιάζει. ΒΑΣΣΑ: Επειδή δεν λάδωσες τις πόρτες. ΛΙΠΑ: Επειδή χρειάζεται βοηθό. Εγώ δεν προλαβαίνω να τον περιποιούμαι. ΒΑΣΣΑ: Σου κολλάει; ΛΙΠΑ: Είναι ανυπόφορος, σιχαμένος. Όλη την ώρα τα ίδια και τα ίδια: περιφέρεται και τραγουδάει. Μου προκαλεί θλίψη και μόνο που τον βλέπω. Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός; ΒΑΣΣΑ: Αλκοολικός. ΛΙΠΑ: Με υποχρεώσατε. ΒΑΣΣΑ: Δεν μου ’πες, πώς τα πας με τα νέα σου καθήκοντα; Συνήθισες;
14
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΛΙΠΑ: Δύσκολα. Νόμιζα πως με χρειαζόσασταν μόνο για σας. Αλλά εδώ είμαι μία, και
τρέχω για όλους. Δεν προλαβαίνω, Βάσσα Πετρόβνα. Αν μου παίρνατε μια βοηθό… ΒΑΣΣΑ: Αυτό δά μου ’λειπε! Εγώ στη δουλειά μου δεν είχα ποτέ χαραμοφάηδες. ΛΙΠΑ: Μα, δεν προλαβαίνω. ΒΑΣΣΑ: Κόψ’ τον ύπνο! ΛΙΠΑ: Δεν λέω,η δουλειά σας μια χαρά, μα… ΒΑΣΣΑ: …Μα, οι άνθρωποί της σκάρτοι; Αυτό θες να πεις; ΛΙΠΑ: Δεν μπορώ να κρίνω εγώ τους ανθρώπους. ΒΑΣΣΑ: [Πηγαίνει προς το τραπέζι.] Πάρε αυτό να βγάλεις αντίγραφα! Η Άννα δεν τηλεγράφησε ακόμη; ΛΙΠΑ: Όχι. ΒΑΣΣΑ: Ξύπνησαν όλοι; ΛΙΠΑ: Ο Πάβελ Ζαχάροβιτς δεν έχει πάει καν για ύπνο. ΒΑΣΣΑ: Άρρωστος κι αυτός; ΛΙΠΑ: Όχι, περίμενε τη γυναίκα του. Αλλά η Λιουντμίλα Μιχαήλοβνα δεν γύρισε σπίτι απόψε. ΒΑΣΣΑ: [Χαμηλόφωνα.] Πρόσεχε, Λίπα – σε προειδοποιώ… ΛΙΠΑ: [Τρόμος.] Εμένα; Γιατί; ΒΑΣΣΑ: Ηδονίζεσαι να μου κάνεις δυσάρεστες ανακοινώσεις. ΛΙΠΑ: Βάσσα, εγώ το μόνο που… ΒΑΣΣΑ: Φέρε το τσάι μου! [Η Λίπα κάνει να φύγει.] Άκουσέ με! Όποιος κι αν σε ρωτήσει: η Λιουντμίλα έμεινε σπίτι επειδή είναι άρρωστη. Και να θυμάσαι: πέρασε όλο το βράδυ στου πατέρα της. Το κατάλαβες; Πες κι αυτουνού να έρθει! [Η Λίπα κάνει να φύγει.] Και πού ’σαι: θέλω ν’ ακούσεις προσεκτικά τι θα πούνε για τη Λιουντμίλα. Πήγαινε να καθίσεις στην τραπεζαρία! [Η Λίπα βγαίνει. Η Βάσσα ακουμπάει τα χέρια στο γραφείο, ανεβάζει τα γυαλιά στο μέτωπο και μουρμουρίζει σκυθρωπή.]
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
15
Δ ΥΟ ΜΙΧΑΗΛ: [Μπαίνει.] Καλημέρα! ΒΑΣΣΑ: Πού είναι η κόρη σου η Λιουντμίλα; Πατέρας είσαι εσύ! ΜΙΧΑΗΛ: Εγώ νίπτω τας χείρας μου. Είναι υπεράνω των δυνάμεών μου. ΒΑΣΣΑ: Ρεζιλεύτηκε ο γιος μου. ΜΙΧΑΗΛ: Και η κόρη μου ρεζιλεύτηκε. ΒΑΣΣΑ: Λοιπόν, όποιος ρωτήσει: πέρασε όλο το βράδυ σ’ εσένα. Σαφές; ΜΙΧΑΗΛ: Σαφές. ΒΑΣΣΑ: Η ανόητη! Να την αρπάξω απ’ το μαλλί… [Γέλιο.] Πώς είναι ο Ζαχάρ; ΜΙΧΑΗΛ: Άσχημα. ΒΑΣΣΑ: Ακόμη να υπογράψει το χαρτί; ΜΙΧΑΗΛ: Ακόμη. ΒΑΣΣΑ: Ο παπάς; Συμφωνεί; ΜΙΧΑΗΛ: Ζητάει τριακόσια ρούβλια. ΒΑΣΣΑ: Κομμάτια να γίνει! Ας βγάλει κι αυτός ένα διάφορο. Οι υπόλοιποι; ΜΙΧΑΗΛ: Όλοι εντάξει. ΒΑΣΣΑ: [Αναστεναγμός.] Όταν τελειώσει αυτό, να δούμε τι θα κάνουμε και με τα παιδιά. ΜΙΧΑΗΛ: Εξυπακούεται· μπορεί να ’χουμε αντιδράσεις. ΒΑΣΣΑ: [Σκεπτική.] Κι η Άννα άφαντη. Ούτε ένα τηλεγράφημα. – Σσς! Ποιος είναι εκεί;
16
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΤΡΙ Α ΠΑΒΕΛ: [Στην τραπεζαρία.] Εγώ. ΒΑΣΣΑ: Και γιατί κρύβεσαι; Θα μπορούσες τουλάχιστον να πεις μια καλημέρα στη μητέρα σου. ΠΑΒΕΛ: [Μπαίνει.] Ωραία, λοιπόν! Καλημέρα! Μπα, κι ο πεθερός! Πού είναι η κόρη σου; ΜΙΧΑΗΛ: [Σκυθρωπός.] Κανονικά εγώ έπρεπε να ρωτήσω. Μου την πήρατε με τις ευλογίες της εκκλησίας. [Ο Μιχαήλ βγαίνει.]
ΒΑΣΣΑ: Πήγαινε, Μιχαήλ Βασίλιεβιτς! ΠΑΒΕΛ: Μανούλα μου, νιώθω τόσο ντροπιασμένος. Υποφέρω. Βοήθησέ με! Εσύ, το
ξέρω, μ’ αγαπάς. ΒΑΣΣΑ: Έλα, φτάνει – κάνε υπομονή! ΠΑΒΕΛ: Τι υπομονή να κάνω; Δεν αντέχω άλλο. ΒΑΣΣΑ: Εγώ στο ’χα πει: αυτή δεν ήταν γυναίκα για σένα. Έπρεπε να παντρευτείς μια πιο φρόνιμη. ΠΑΒΕΛ: Ποια; Εκείνη την κακοφτιαγμένη; Τέρας εγώ – να παντρευόμουνα και τέρας; ΒΑΣΣΑ: [Σβήνει το κερί.] Σταμάτα! Τα παράπονα και οι θρήνοι είναι γελοία τη σήμερον ημέρα. ΠΑΒΕΛ: Θεέ μου! Η σύζυγος του Πάβελ Ζαχάροβιτς Ζελεσνώφ πουτάνα. Εσύ, μαμά, δεν ντρέπεσαι γι’ αυτό; Δεν υποφέρεις; ΒΑΣΣΑ: Είπα, σταμάτα! [Προς την τραπεζαρία.] Θα μπορούσες να ’χεις σβήσει τα φώτα. ΠΑΒΕΛ: Μαμά, δώσ’ μου χρήματα να φύγω στην πόλη! Δεν αντέχω να μένω άλλο εδώ μέσα. ΒΑΣΣΑ: Ο πατέρας σου ξεψυχάει κι εσύ θες να φύγεις στην πόλη; Ντροπή σου! ΠΑΒΕΛ: Τι άλλο να κάνω; [Καταρρέει στον καναπέ και κλαίει αποκαμωμένος. Η Βάσσα παρακολουθεί τον Πάβελ με τα γυαλιά κατεβασμένα. Στην τραπεζαρία μπαίνει η Νατάλια, πλησιάζει την πεθερά της και της φιλάει το χέρι.]
ΒΑΣΣΑ: Καλώς τη Νατάλια! Σε πλάκωσε το πάπλωμα;
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
17
ΝΑΤΑΛΙΑ: Έμεινα ξύπνια ως τις τρεις να προσέχω τον Ζαχάρ. [Ακούει σαστισμένη.] Ποιος κλαίει;
ΒΑΣΣΑ: Ο Πάβελ! – Ντροπή σου! Τι γκρίνια κι αυτή! ΝΑΤΑΛΙΑ: [Μπαίνει στο γραφείο.] Τι είναι, Πάβελ; – Λίπα, νερό! ΒΑΣΣΑ: [Η Λίπα την κοιτάζει ερωτηματικά.] Ω Θεέ μου! Δώσ’ της, λοιπόν! Αχ, Πάβελ, μακάρι να μπορούσα να σε κρύψω κάπου! ΠΑΒΕΛ: Το ξέρω πως ντρέπεσαι για μένα. Γι’ αυτά που με πληγώνουν, όμως, δεν ντρέπεσαι. ΝΑΤΑΛΙΑ: Έλα – είσαι άντρας· δεν κάνει να κλαις! ΠΑΒΕΛ: Μην μ’ ακουμπάς! Αφού με σιχαίνεσαι. Εμένα η γυναίκα μου είναι πόρνη.
18
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΤΕ ΣΣΕ ΡΑ [Στην τραπεζαρία μπαίνει ο Μιχαήλ· στρίβει το μουστάκι του.] ΒΑΣΣΑ: Τι συμβαίνει; ΜΙΧΑΗΛ: Βάσσα, πρέπει να σας μιλήσω. ΒΑΣΣΑ: Τι έγινε; – Λίπα, πήγαινε έξω! ΜΙΧΑΗΛ: Η Λιουντμίλα έφυγε με τον θείο Πρόχορ. ΒΑΣΣΑ: [Στηρίζεται στον τοίχο.] Πού πήγαν; ΜΙΧΑΗΛ: Στο κτήμα. ΒΑΣΣΑ: Ε, καλά! Νόμιζα πως έφυγαν για πάντα, και τρόμαξα. Ο Πάβελ το ξέρει; ΜΙΧΑΗΛ: Φοβάμαι πως θα το καταλάβει. Καταστράφηκε η κόρη μου, καταστράφηκε κι η δουλειά μας· οι κόποι μιας ζωής πάνε χαμένοι. ΒΑΣΣΑ: Αυτό θα το δούμε. ΜΙΧΑΗΛ: Ο Πρόχορ είναι εχθρός όλων μας. ΒΑΣΣΑ: [Ενοχλημένη.] Σταμάτα την γκρίνια! Με βλέπεις εμένα να βαρυγκωμώ; Ώστε, λοιπόν, ο Πρόχορ… ΜΙΧΑΗΛ: [Έντονος.] Όλοι τον θεωρούν καλό και ευσυνείδητο. Καλοσύνη και ευσυνειδησία: το μάθαμε πια. Παραμύθια όλα. Τι να την κάνω την καλοσύνη; Ό,τι αξίζω θέλω και τίποτε παραπάνω. Τις λοιπές ευγένειες κρατήστε τις για τον εαυτό σας! Άσε που τον ευσυνείδητο τον παριστάνεις πάντα για να τραβήξεις την προσοχή. Όμως, έτσι κάνεις κακό σε όλους, κι η δουλειά πάει κατά διαόλου. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος. ΒΑΣΣΑ: [Συνέρχεται.] Και τι θα του κάνεις; ΜΙΧΑΗΛ: Εγώ; Θα… ΒΑΣΣΑ: Λοιπόν; Ακούω. ΜΙΧΑΗΛ: [Παύση.] Θα δω τι θα του κάνω. Όπως και να ’χει, εσείς πρέπει να μιλήσετε με το αφεντικό. ΒΑΣΣΑ: Ναι, πρέπει. – Κι η Άννα άφαντη. Ούτε ένα τηλεγράφημα. ΜΙΧΑΗΛ: Μα, τι μπορεί να κάνει κι αυτή; ΒΑΣΣΑ: [Προς την πόρτα.] Εσύ δεν την ξέρεις. Γι’ αυτό μην μιλάς! ΜΙΧΑΗΛ: Αχ, είναι όλα τόσο δύσκολα. ΒΑΣΣΑ: Εμ, την εύκολη ζωή εύκολα τη ζεις. Μόνο που η εύκολη ζωή σε οδηγεί στην αποχαύνωση, καθώς λένε. [Βγαίνουν.]
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
19
Π Ε ΝΤ Ε [Μπαίνει αθόρυβα η Λίπα. Κάνει τον σταυρό της και ψιθυρίζει.]
ΛΙΠΑ: Η Λιουντμίλα. Όλη νύχτα την πέρασε με τον θείο του άντρα της. Κύριε, προστάτευσον τους δούλους σου εν πάσι τοις έργοις τους! Αν είναι δυνατόν! ΣΕΜΙΟΝ: [Μπαίνει.] Τι αν είναι δυνατόν; ΛΙΠΑ: [Καθώς φεύγει.] Τίποτε… Δεν ξέρω… ΣΕΜΙΟΝ: Τίποτε… Δεν ξέρω… Ηλίθια! – Βάλε μου τσάι! Πώς είναι ο πατέρας; ΛΙΠΑ: Άσχημα. ΣΕΜΙΟΝ: Τόσο καιρό η ίδια κατάσταση: άσχημα. [Χασμουριέται.] Ήπιαν όλοι τσάι; ΛΙΠΑ: [Δειλά.] Ο Πάβελ μας ούτε που τ’ άγγιξε. Η γυναικούλα του δεν κοιμήθηκε σπίτι απόψε. ΣΕΜΙΟΝ: [Ευχάριστη έκπληξη.] Έλα! Γεγονός; ΛΙΠΑ: [Πνιχτή φωνή.] Ναι, ναι· ήτανε με τον Πρόχορ. Τι θα ’λεγε ο Ζαχάρ… ΣΕΜΙΟΝ: Απίστευτο! Είχε, δεν είχε – τα κατάφερε τελικά ο θείος Πρόχορ. Βρε τον κολασμένο! ΛΙΠΑ: Ότι τα κατάφερε: τα κατάφερε. Όμως, τι ντροπή! ΣΕΜΙΟΝ: Μούτρα που θα κατεβάσει τώρα ο Πάβελ.
20
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΕΞΙ ΠΡΟΧΟΡ: [Μπαίνει ουρλιάζοντας.] Ε, αυτό ήταν: θα στα βγάλω εγώ τ’ αυτιά! ΣΕΜΙΟΝ: Ποιανού; ΠΡΟΧΟΡ: Αυτό το τέρας ο ανιψιός μου: αμόλησε τον γάτο στον περιστερώνα μου. Κα-
κοχυμένε Ριγκολέττο! Μου κοπήκανε τα ήπατα. ΣΕΜΙΟΝ: [Πονηρά.] Γιατί είναι έτσι κόκκινα τα μάτια σου… Και τα ρούχα σου τσαλακωμένα; Με τα ρούχα κοιμήθηκες; ΠΡΟΧΟΡ: [Κοιτάζεται.] Να κοιμήθηκα εγώ; Εγώ βολοδέρνω σαν το φάντασμα. Πρέπει ν’ αλλάξω. ΣΕΜΙΟΝ: Πρέπει. ΠΡΟΧΟΡ: Βάλε μου τσάι, μωρή βρόμα! Αυτό το σκιάχτρο ο Πάβελ… Ο γάτος του μού ’πνιξε το αρσενικό περιστέρι και δύο μικρά πιτσιλωτά… ΣΕΜΙΟΝ: Μα, τι να έχει πια εναντίον σου ο Πάβελ; ΠΡΟΧΟΡ: Είναι βλαξ. Αυτή η γυναίκα έπρεπε να γίνει θεατρίνα… Ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Μα, γυναίκα αυτουνού; ΛΙΠΑ: [Μπαίνει.] Πρόχορ Ιβάνοβιτς! ΠΡΟΧΟΡ: Παρακαλώ; ΛΙΠΑ: Σας θέλει ο επιστάτης. ΠΡΟΧΟΡ: Επιστάτης είμαι εγώ και μόνον εγώ. Κι εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ μέσα. Τ’ άκουσες, νυφίτσα; Δίνε του! ΣΕΜΙΟΝ: [Στη Λίπα.] Τι θέλει; ΛΙΠΑ: Ρωτάει αν μπορεί να δει… ΠΡΟΧΟΡ: Εμένα; Επ’ ουδενί λόγω. Εγώ είμαι αόρατος. Πες του εκ μέρους μου πως είναι μικρόνους και απατεώνας. ΣΕΜΙΟΝ: [Γέλιο.] Μα, γίνεται αυτό; Μικρόνους και μαζί απατεώνας; ΠΡΟΧΟΡ: Στα μέρη μας, ανιψιέ μου, ακόμη κι οι απατεώνες βλάκες είναι. ΣΕΜΙΟΝ: Αχ, θείε – τρελαίνομαι να σας βλέπω θυμωμένο. ΠΡΟΧΟΡ: Είσαι κι εσύ σπίρτο μονάχο!
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
21
Ε ΠΤ Α ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: [Μπαίνει με ρόμπα.] Καλημέρα! [Η Λίπα καλημερίζει με νεύμα κεφαλιού. Ο Σεμιόν
με ειρωνικό γελάκι χτυπάει τα πόδια του. Ο Πρόχορ στρίβει το μουστάκι του μουρμουρίζοντας.] Εγώ θα ήθελα γάλα. Τι συμβαίνει, Σεμιόν; Γιατί τόσο χαρούμενος; ΣΕΜΙΟΝ: Η όψη σας λουλουδίζει ολάκερη τη φύση. ΠΡΟΧΟΡ: Ακόμη και τα ζώα. ΣΕΜΙΟΝ: [Ξεφυσάει.] Εγώ είμαι το ζώο; ΠΡΟΧΟΡ: Όλη η φύση δεν είπες; Και τα ζώα στη φύση ανήκουνε. ΣΕΜΙΟΝ: [Ξεκαρδίζεται.] Καλό! Εξαιρετικό! Όχι, μπράβο! ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: [Στη Λίπα.] Το βλέπεις; Ο πατέρας του ψυχομαχεί, κι αυτός χασκογελάει. ΣΕΜΙΟΝ: [Σοβαρεύεται, δικαιολογείται.] Επτά μήνες ψυχομαχεί ο πατέρας μου. ΠΡΟΧΟΡ: Και παρ’ όλο που είναι άνθρωπος αποφασιστικός, τον θάνατό του δεν λέει να τον αποφασίσει. ΛΙΠΑ: [Της ξέφυγε.] Ω Θεέ μου! ΠΡΟΧΟΡ: Τι δηλοί αυτό το «Ω Θεέ μου»; ΛΙΠΑ: Τίποτε. ΠΡΟΧΟΡ: Πώς τίποτε; ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: [Στη Λίπα.] Καλύτερα να πηγαίνεις στη δουλειά σου, Λίπα. Ο θείος Πρόχορ δεν έχει ηθικές αναστολές, κι η συναναστροφή σου μαζί του καθόλου καλό δεν σου κάνει. [Η Λίπα βγαίνει.] Δεν τις ανέχομαι τις ρουφιάνες. [Στον Πρόχορ.] Λοιπόν, εγώ πάω για ύπνο. Θα σηκωθώ στις τέσσερις. Να είστε έτοιμος – σύμφωνοι; ΣΕΜΙΟΝ: Βόλτα θα πάτε; ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: Ναι, με την τρόικα. ΠΡΟΧΟΡ: Έλα μαζί μας! Φέρε και τη γυναίκα σου μαζί! ΣΕΜΙΟΝ: [Ξύνει το κεφάλι του λυπημένος.] Δεν πρόκειται να ’ρθει. Άλλωστε είναι εδώ κι ο Πάβελ. ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: Τι σχέση έχει ο Πάβελ; ΣΕΜΙΟΝ: Ε, δεν θα ’ναι πολύ ωραίο. ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: Ποιο δεν θα ’ναι ωραίο; [Γέλιο αμηχανίας του Σεμιόν. Ο Πρόχορ τον κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι με οίκτο.] ΠΡΟΧΟΡ: [Στον ανιψιό του.] Πάψε να συμπεριφέρεσαι σαν να είναι όλος ο κόσμος δικός σου. Σεμνά!
22
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
Ο Κ ΤΩ ΒΑΣΣΑ: [Στη Λιουντμίλα.] Ειδωθήκαμε και πριν; ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: Όχι. ΒΑΣΣΑ: Και τότε γιατί δεν μου λες καλημέρα; ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: [Θερμή.] Συγνώμη. Ξεχάστηκα. ΠΡΟΧΟΡ: [Έχει σηκωθεί.] Πολύ καλή σας μέρα! ΒΑΣΣΑ: [Αποφεύγει το φιλί της Λιουντμίλα. Ψυχρή.] Τι είναι αυτά που κάνεις; Μου λες; ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ: [Παύση.] Δεν ξέρω. Ειλικρινά σας μιλώ: δεν ξέρω. [Φεύγει τρέχοντας.]
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
23
Ε Ν Ν Ε Α ΠΡΟΧΟΡ: Μάλιστα… ΒΑΣΣΑ: [Κατευναστική.] Πρόχορ Ιβάνοβιτς, εσύ που ούτε χαζός είσαι ούτε κακός άνθρωπος…
ΠΡΟΧΟΡ: Κυρίως το πρώτο… ΒΑΣΣΑ: …Θα ’χεις ασφαλώς αντιληφθεί πως η συμπεριφορά σου είναι προκλητική για
την οικογένεια, και φέρνει με σκανδαλώδη τρόπο ξανά στην επιφάνεια εκείνη την παλιά περιπέτεια… ΠΡΟΧΟΡ: Αυτά μου τα ’χει πει άπειρες φορές ο αδερφός μου ο Ζαχάρ. Κι εγώ κάθε φορά τού απαντούσα πως είναι πολύ αργά πια για να βάλω μυαλό. ΒΑΣΣΑ: Μα, δεν λυπάσαι καθόλου αυτό το νεαρό κορίτσι που επιθυμεί να ζήσει, επιθυμεί… ΠΡΟΧΟΡ: Να με συγχωρείς, αλλά και τα νεαρά κορίτσια και τα κοριτσάκια τα καταλαβαίνω πολύ καλύτερα από σένα. Ακόμη και τις ώριμες κυρίες τις ξέρω πάρα πολύ καλά. Κι αυτές και τις ορέξεις τους. ΒΑΣΣΑ: [Χαμηλόφωνα.] Ο Πάβελ είναι ανιψιός σου… ΠΡΟΧΟΡ: Ναι, και καλά θα κάνεις να του πεις εκ μέρους μου, αν έχει πάρει απόφαση να μου ξεκάνει όλα τα περιστέρια με τον γάτο του, θα του βγάλω τ’ αυτιά. ΒΑΣΣΑ: [ Ύστερα από σκέψη.] Μα, τι είσαι πια; Εχθρός της οικογένειας; ΠΡΟΧΟΡ: Εχθρός της οικογένειας! Σε παρακαλώ. Ο αδερφούλης μου και σύζυγός σου –και προσεχώς μακαρίτης– μ’ άφησε στον άσο και με τις δικές σου ευλογίες – το ξεχνάς; Άκου, της οικογένειας! Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω. Τριάντα χιλιάδες ρούβλια μου έφαγε η οικογένεια. Δεν αρκούν; ΒΑΣΣΑ: [Χαμηλόφωνα.] Ώστε το πας για πόλεμο, ε; ΠΡΟΧΟΡ: Πόλεμο; Με ποιον; ΒΑΣΣΑ: Με τ’ ανίψια σου προφανώς. ΠΡΟΧΟΡ: Άσε τους συναισθηματισμούς και δεν ωφελούν! Κανένας πόλεμος. Υπάρχει πάντα ο νόμος, Βάσσα Πετρόβνα. Το ρωμαϊκό δίκαιο· τα δικά μου, δικά μου. Ο Ζαχάρ θα το πάρει απόφαση και θ’ αναχωρήσει εις Κύριον, και τότε εσύ κι εγώ θα τα μοιραστούμε όλα εν ειρήνη και δικαιοσύνη. Την καλημέρα μου! [Βγαίνει. Η Βάσσα τον παρακολουθεί με το βλέμμα και κάνει να του επιτεθεί.]
24
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΔΕ Κ Α [Η Νατάλια κάθεται στο τραπέζι και σερβίρεται τσάι. Μπαίνει η Βάσσα.]
ΒΑΣΣΑ: [Πνιχτή φωνή.] Πώς είναι ο Πάβελ; ΝΑΤΑΛΙΑ: Ηρέμησε λίγο.[Σιγή. Η Βάσσα βηματίζει στην τραπεζαρία.] Τον λυπάμαι. ΒΑΣΣΑ: Ορίστε; ΝΑΤΑΛΙΑ: Λέω, τον λυπάμαι. ΒΑΣΣΑ: Εγώ πάλι λυπάμαι μονάχα τους φυλακισμένους. Που είναι αθώοι και παρ’ όλα
αυτά φυλακισμένοι, καταδικασμένοι να μην μπορούν να εργαστούν – ενώ, όταν ήταν ελεύθεροι, δούλευαν ασταμάτητα. Αυτούς που θέλουν να εργαστούν και δεν μπορούν: αυτούς λυπάμαι εγώ. ΝΑΤΑΛΙΑ: Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν χειρότερα κι απ’ τους φυλακισμένους. ΒΑΣΣΑ: [Σκεπτική.] Εμένα κανείς δεν με λυπήθηκε. Όταν ο Ζαχάρ αποφάσισε να κηρύξει πτώχευση, εγώ ήμουν έγκυος στον Πάβελ – στον έκτο μήνα. Το θέμα βρομούσε δικαστήρια και φυλακές. Την εποχή εκείνη εμείς δανείζαμε κρυφά κρατώντας ενέχυρα. Μπαούλα ολόκληρα με τις περιουσίες άλλων ανθρώπων βρίσκονταν στο σπίτι μας· έπρεπε τα πάντα ν’ αποθηκεύονται και να κρύβονται. «Ζαχάρ», του λέω, «ας περιμένουμε λίγο να γεννήσω πρώτα το παιδί!». Και τότε αυτός με αρπάζει και με κάνει… Δύο ολόκληρους μήνες έτρεμα απ’ τον φόβο. ΝΑΤΑΛΙΑ: Μάλλον γι’ αυτό ο Πάβελ γεννήθηκε έτσι κακοσχηματισμένος. ΒΑΣΣΑ: Όχι, αυτό έγινε αργότερα. Όταν πήγε πέντε χρόνων, συνειδητοποίησα πως δεν αναπτυσσόταν σωστά. Κι ήταν κι άλλα… κι άλλα… ΝΑΤΑΛΙΑ: Στον υπάλληλο που απολύσατε τις προάλλες μιλήσατε καθόλου; ΒΑΣΣΑ: Να του πω τι; Αφού ήταν άχρηστος. Ας πάει από κει που ’ρθε! ΝΑΤΑΛΙΑ: Θέλω να πω, του μιλήσατε για τη ζωή; ΒΑΣΣΑ: Τη ζωή ποιανού; ΝΑΤΑΛΙΑ: Τη ζωή – τη ζωή γενικά. ΒΑΣΣΑ: [Δεν κατάλαβε.] Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοείς; ΝΑΤΑΛΙΑ: [Διδακτικά.] Λέει πως κάθε μας πράξη είναι και μία αμαρτία. ΒΑΣΣΑ: [Έκπληκτη.] Βλάκας. ΝΑΤΑΛΙΑ: [Πρόκληση.] Εσείς πια όλους τους περιφρονείτε. ΒΑΣΣΑ: [Ειρωνεία.] Ώστε κάθε μας πράξη είναι και μία αμαρτία. Και η εργασία; Αμαρ-
ΒΑΣΣΑ ΖΕΛΕΣΝΟΒΑ
25
τία κι η εργασία; Τι άλλο θα βρουν για να δικαιολογήσουν την οκνηρία τους! Θυμάμαι, κάποτε –ήταν προτού έρθεις εσύ εδώ– είχε έρθει ένας απ’ αυτούς τους περιπλανώμενους ιεροκήρυκες. Κάθεται, λοιπόν, στην κουζίνα και αρχίζει το κήρυγμα: «Κάθε πράξη του ανθρώπου είναι και μία αμαρτία». Γυρίζω τότε εγώ και του λέω, «Το βλέπεις, φίλε, αυτό το ψωμί; Άσ’ το στο τραπέζι και μην το τρως! Χέρια ανθρώπου το πλάσανε. Μην το ακουμπήσεις, αν δεν θέλεις ν’ αμαρτήσεις! Και τώρα πάρε δρόμο!». Έτσι τον έδιωξα. ΝΑΤΑΛΙΑ: [Μουρμουρητό.] Μήπως είχε δίκιο αυτός; ΒΑΣΣΑ: [Δεν την άκουσε. Χτυπάει το κουδούνι.] Όλοι παριστάνουν τους έξυπνους. Ο Ζαχάρ δεν έκανε ποτέ τον έξυπνο· ένας απλός χωρικός ήταν και να πού έφτασε. ΝΑΤΑΛΙΑ: [Σηκώνεται.] Και τώρα πεθαίνει. ΒΑΣΣΑ: Ε, και; Την έζησε τη ζωή του. ΝΑΤΑΛΙΑ: Όμως, εσείς διαρκώς παραπονιόσασταν για κείνον. ΒΑΣΣΑ: Ως σύζυγος, ναι. Έκανε μια ζωή ακόλαστη· κι αν τώρα πεθαίνει είναι απ’ τις ακολασίες του. Απ’ την άλλη πάλι είναι άνθρωπος ανεκτίμητος, κι όσο κι αν τον επαινέσεις του αξίζει και με το παραπάνω. ΝΑΤΑΛΙΑ: Είστε τόσο αντιφατική. ΒΑΣΣΑ: [Χαμηλόφωνα.] Κι εσύ τόσο ηλίθια.