Περιοδικό Κέφαλος - Τεύχος 2-3 - Μάιος-Δεκέμβριος 2018

Page 1

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ Χρόνος 1ος • Τεύχος 2-3 • Μάιος - Δεκέμβριος 2018

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα – Νικηφόρος Λύτρας – 1872

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Λόγος - Τέχνη - Πολιτισμός Email: kefalos.periodiko@gmail.com Web: kefalosmagazine.blogspot.gr Facebook: facebook.com/kefalosperiodiko Twitter: twitter.com/KefalosMagazine

Σελίδα 2


Σελίδα 3

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΚΕΦΑΛΟΣ» Αγαπητοί αναγνώστες και συνεργάτες του περιοδικού μας: «Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς», ευχόμαστε σε όλους σας Καλή Αποκοπή (καλή χρονιά στα κεφαλονίτικα), χαρούμενο το νέο έτος με 2019 ευχές: υγείας, χαράς, ευτυχίας, έμπνευσης, δημιουργίας και επιτυχίας σε όλους σας! Ο Κέφαλος έκλεισε αισίως το 1ο έτος λειτουργίας του και ήδη έχει μπει στο δεύτερο. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε όλους σας για τη μεγάλη αγάπη που δείξατε σε αυτό το δύσκολο εγχείρημά μας. Είμαστε νέοι, εικοσάρηδες, που μέσα στην κρίση αξιών που ζει η χώρα μας και ολόκληρος ο κόσμος, πήραμε την απόφαση με λίγη δόση κεφαλονίτικης κουρλαμάρας, να φέρουμε ξανά στο πνευματικό προσκήνιο το νησί μας. Ένα νησί που χάρισε μεγάλους πνευματικούς ανθρώπους στον κόσμο. Χαιρόμαστε πολύ που είμαστε το πρώτο αμιγώς λογοτεχνικό περιοδικό της Κεφαλονιάς, μετά από πολλά χρόνια. Ξεκινήσαμε δειλά το ταξίδι μας, ακριβώς πριν ένα χρόνο, και ενώ πιστεύαμε πως στο πρώτο έτος του ταξιδιού μας, δεν θα έχουμε μεγάλη ανταπόκριση, κάναμε μεγάλο λάθος. Μέχρι σήμερα έχουν συνεργαστεί με το περιοδικό μας πάνω από 200 σύγχρονοι Έλληνες Λογοτέχνες από την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό! Είναι μεγάλη τιμή που μας αγκάλιασαν όλοι τους με το έργο τους, το οποίο κοσμεί τις σελίδες του περιοδικού μας. Αυτό το 1ο έτος, λοιπόν, ο «Κέφαλος» πραγματοποίησε πολλές δράσεις. Κατ’ αρχήν εκδόθηκε το 1ο τεύχος μας τον Μάρτιο και σήμερα το νέο μας διπλό τεύχος (αριθμός 2-3) με τη συμμετοχή 60 τουλάχιστον λογοτεχνών, όλων των ηλικιών (από 15 ετών και άνω)! Ξεκίνησε τον Ιούνιο το εγχείρημα της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και ήδη συμμετέχουν πάνω από 120 λογοτέχνες και τον Μάρτιο του 2019 θα εκδοθεί ο 1ος τόμος ηλεκτρονικά και ελπίζουμε και έντυπα αργότερα μέσα στο εν λόγω έτος. Μάλιστα στα πλαίσια της δράσης μας «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» ήδη έχουν δημοσιευτεί 50 συνεντεύξεις και ετοιμάζονται άλλες 70 από τις 7 Ιανουαρίου -σε όσους δεν έχουν σταλεί τα ερωτηματολόγια, θα σταλούν τις επόμενες ημέρες, σίγουρα όμως πριν τα Θεοφάνια. Πραγματοποιήσαμε την άνοιξη τον «1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης» με συμμετοχή 619 ποιημάτων! Από τον Μάιο τρέχει ο «Διαγωνισμός Βραβείων Βιβλίου 2017 & 2018», ο οποίος θα λήξει τον Ιανουάριο του 2019 και η απονομή θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο (μαζί με την απονομή του «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης»). Ήδη είναι σχεδόν έτοιμο το «Λογοτεχνικό Ημερολόγιο του 2019» του «Κέφαλου», με τη συμμετοχή 140 λογοτεχνών και θα εκδοθεί εντός του μήνα -σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να ζητήσουμε συγγνώμη για την καθυστέρηση της έκδοσης του, αλλά λόγω που είναι η πρώτη μας έκδοση βιβλίου, δυστυχώς μας πήρε πολύ χρόνο η σελιδοποίηση και γενικά το στήσιμο του ημερολογίου, αλλά του χρόνου θα είμαστε έτοιμοι εγκαίρως πριν τα Χριστούγεννα, γιατί θα έχουμε μεγαλύτερη εμπειρία. Επιπλέον, πριν το Πάσχα ετοιμάζεται να εκδοθεί η ανθολογία του «1ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού» μας. Τέλος, αφήσαμε ν’ αναφέρουμε τελευταίο τον «1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας» που πραγματοποιούμε από τον Σεπτέμβριο και θα λήξει τον Μάρτιο. Τώρα, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως το περιοδικό εφέτος θα γίνει από τετραμηνιαίο, τριμηνιαίο, διότι οι συμμετοχές είναι τόσες πολλές και δεν χωρούν όλες σ’ ένα τεύχος και γιατί δεν θέλουμε ν’ αδικήσουμε κανέναν. Έτσι αυξήσαμε τον αριθμό των τευχών μας για να συμμετάσχουν όλοι ανεξαιρέτως εναλλάξ. Γι’ αυτό το λόγο το τεύχος με αριθμό 4 θα εκδοθεί την 1η Φεβρουαρίου με συμμετοχή μόνο όσων μας είχαν στείλει έργα τους για το 1ο τεύχος και έχουν δημοσιευτεί σ’ εκείνο το τεύχος μόνο ένα μέρος τους. Από το τεύχος του Απριλίου, οι συμμετοχές θα είναι πάλι ανοιχτές σε όλους μέσω προσκλήσεων. Επίσης, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως όπως και το 2018, έτσι και το 2019 τα τεύχη μας είναι μόνο ηλεκτρονικά, αυτό το τονίσαμε στην πρόσκληση συμμετοχής και για το τεύχος 2-3. Από το 2020 τα τεύχη μας θα είναι και έντυπα. Επιπλέον, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ξεχωριστά τα μέλη των κριτικών επιτροπών των τριών διαγωνι-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 4

σμών μας, για τη συμμετοχή τους σε αυτές και την άψογη συνεργασία τους μαζί μας. Πιο συγκεκριμένα ευχαριστούμε πολύ τους: Σμαραγδή Μητροπούλου, Σπύρο Κοπανιτσάνο, Έλενα Λιάτου, Φίλιππο Φιλίππου, Σοφία Σκλείδα, Χαρά Χρυσάφη, Βίκυ Δρακουλαράκου, Πάνο Κουμπούρα, Μιλτιάδη Ντόβα, Ιωάννη Κορρέ, Νικολέτα Ζαμπάκη, Εύα Πετροπούλου Λιανού, Τζωρτζίνα Κουριαντάκη, Σοφία Ατσαλή, Τάσο Μιχαηλίδη, Νατάσσα Θάνου, Χρίστο Δασκαλάκη, Χρήστο Τσιαήλη, Μαρία Ανδρεαδέλλη, Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Βασίλη Γεργατσούλη, Κυριάκο Ολυμπίου και Ειρήνη Μαθιουδάκη, Εν κατακλείδι, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για ακόμη μία φορά για τη στήριξη σας σ’ ένα περιοδικό νέων ανθρώπων που αποφάσισαν να μείνουν στην Ελλάδα και να αγωνιστούν για ένα καλύτερο μέλλον, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες. Πολλοί δυστυχώς στις ημέρες μας αν και λένε πως «στηρίζουν» τους νέους, τελικά στην πράξη τους απαξιούν -όχι όλοι- και τους αποθαρρύνουν, διότι τους θεωρούν πολύ «μικρούς» για να ασχοληθούν με κάτι μεγάλο, όπως για τη δική μας περίπτωση είναι η λογοτεχνία. Εσείς, όμως, αποτελείτε τη φωτεινή αχτίδα στο γκρίζο πνευματικό ουρανό της εποχής μας και σας ευχαριστούμε πολύ! Καλή συνέχεια στο λογοτεχνικό ταξίδι κι αυτής της χρονιάς! Οι Εκδότες Πλούταρχος Πάστρας & Αντωνία Σαμόλη


Σελίδα 5

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν στη νέα μας δράση, η οποία έχει τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ». Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι (πόσοι και πόσοι δεν κρατούν στα συρτάρια τους τα πνευματικά τους έργα είτε γιατί δεν μπόρεσαν να τα δημοσιεύσουν λόγω οικονομικής αδυναμίας, είτε γιατί έτυχε), αρχικά μέσω της ιστοσελίδας του περιοδικού μας και στο τέλος της χρονιάς μέσω του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν ebook. ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ Η πρώτη δημοσίευση-πρώτο βήμα, θα είναι η ανάρτηση αφιερώματος στην ιστοσελίδα του περιοδικού μας, το οποίο θ' αποτελείται από ένα βιογραφικό (με έμφαση στο λογοτεχνικό σας έργο), λογοτεχνικά σας έργα και μία συνέντευξη. Για τη συνέντευξη θα σας σταλεί ερωτηματολόγιο με 20 ερωτήσεις, οι οποίες θ' αφορούν το έργο σας και τη λογοτεχνία. Εσείς θα το απαντήσετε και θα μας το στείλετε πάλι πίσω στο email μας: kefalos.diagonismoi@gmail.com. ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΜΑ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 6

Το δεύτερο βήμα είναι η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα έχει συμπληρωθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς και θα εκδοθεί στις αρχές του 2019. Σκοπός την εν λόγω Εγκυκλοπαίδειας είναι να συμπεριλάβει αν όχι όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς, τουλάχιστον τους περισσότερους, είτε έχει εκδοθεί κάποιο έργο τους είτε όχι. Κάθε χρόνο θα εκδίδονται νέοι τόμοι με νεώτερους σύγχρονους λογοτέχνες - όχι ηλικιακά, αλλά πρωτοεμφανιζόμενους- και με όσους δεν έχουν συμπεριληφθεί στις προηγούμενες. Δηλαδή θα είναι μία διαρκής ανοικτή ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια, η οποία θα συμπληρώνεται συνεχώς με περισσότερους σύγχρονους λογοτέχνες. Θα είναι μία παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές και τους μελλοντικούς ιστορικούς, οι οποίοι θα μπορούν να έχουν πρόσβαση, σε μία ανοικτή λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια. Σε μία κιβωτό όλων των Ελλήνων Λογοτεχνών που ζουν και έζησαν, δημιουργούν και δημιούργησαν στα χρόνια της νέα χιλιετίας. Όλοι οι τόμοι (πάντα σε μορφή e-book) θα σταλούν σε όλες τις Βιβλιοθήκες της χώρας και σε όλες τις ελληνόφωνες Βιβλιοθήκες του εξωτερικού, για να συμπεριληφθούν στις ηλεκτρονικές συλλογές τους, οι οποίες αποτελούν τα κύρια εργαλεία για όλους τους ερευνητές. Επίσης, κάθε πέντε χρόνια όλα τα λήμματα των τόμων της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» θα συμπληρώνονται με νεώτερες πληροφορίες. ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Για να συμμετάσχετε και σεις στη δράση μας για τη συγκρότηση της πρώτης «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», πρέπει να μας αποστείλετε στο email μας: kefalos.diagonismoi@gmail.com μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 -σε αρχεία word τα κείμενα και σε jpg τις φωτογραφίες- τα εξής: Βιογραφικό έως 2.500 λέξεις. Έως τρία λογοτεχνικά σας έργα π.χ. διηγήματα έως 1500 λέξεις το καθένα ή τρία ποιήματα ή συνδυασμός και των δύο. Μία προσωπική σας φωτογραφία. Φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου ή των βιβλίων σας - Αυτό αφορά όσους έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο. Εμείς θα σας στείλουμε το ερωτηματολόγιο, το οποίο θα είναι βασισμένο πάνω στο βιογραφικό σας και σε λογοτεχνικά ζητήματα, και μόλις το απαντήσετε θα μας το στείλετε πάλι στο email: kefalos.diagonismoi@gmail.com, για να το δημοσιεύσουμε άμεσα μαζί με το αφιέρωμα σας στην ιστοσελίδα μας. Αργότερα στο τέλος του χρόνου, όλα τα βιογραφικά των λογοτεχνών και δείγματα του έργου τους θα συγκεντρωθούν και θα εκδοθούν απολύτως δωρεάν σε ηλεκτρονικό βιβλίο, το οποίο θα είναι προσβάσιμο σε μία ειδική ιστοσελίδα, στην οποία θα περιέχονται όλοι οι τόμοι της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών». Η Εκδοτική και Συντακτική Ομάδα του περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Σελίδα 7

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: Αειθαλές - ΒΑΛΙΑ ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 8

Τα Χριστούγεννα στην Κεφαλονιά ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ Σε ολόκληρη την Κεφαλονιά παλαιότερα, αλλά τώρα όσο πάει σε λιγοστά χωριά, «να ξημερώνει του Χριστούγεννου», όταν «βραδιώσει» καλά, ανάβουν τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, αυτή που πρέπει να κρατήσει με τη στάχτη της ως τ' Αγιασμού, και παίρνουν αμέσως ένα δαυλί κάρβουνο- και γράφουν πάνω στις πόρτες και στα παράθυρα σταυρούς. Αυτό γίνεται για τα «πάγανα», που έτσι δεν θα τολμήσουν να μπουν στο σπίτι. Υπάρχει όμως ο «φουγάρος» (η καπνοδόχος) του σπιτιού ανοιχτός. Τα παγανά μπορούν να κατέβουν από εκεί, πολύ περισσότερο που τα τραβάει η «γωνιά» (η εστία). Οι νοικοκυρές, λοιπόν, βάνουν στο άνοιγμα της καπνοδόχου ένα κόσκινο (μία κρησάρα), που θα τα εμποδίσει επίσης να περάσουν. Λένε ότι αποσχολούνται τα παγανά να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου, αλλά μπερδεύονται ή δεν τολμούν να πουν «τρία», και χάνουν την ώρα τους. Αλλά μπορούν να έμπουν στο σπίτι ακολουθώντας απ' έξω κάποιον που έρχεται το βράδυ αργά. Εδώ χρειάζεται άμυνα με τη φωτιά. Θα πρέπει ο άντρας ή άλλος του σπιτιού, που έρχεται, να έχει φωτιά μαζί του -ν' ανάψει έστω το τσιγάρο του- ή να πάει κατευθείαν στη «γωνιά» να σκαλίσει τη θράκα. Τότε το ξωτικό θα φύγει. Η καλή νοικοκυρά φροντίζει και για ό,τι είναι έξω από το σπίτι (ρούχα, «αγγειά», σαπούνια, έπιπλα) να μπαίνουν μέσα τις νύχτες αυτές, για να μην τα λερώνουν τα παγανά. Το συμμαζεμένο σπιτικό και το φροντισμένο νοικοκυριό, δείγματα οργανωμένης οικογενειακής ζωής, βρίσκονται στις μεγαλύτερες απαιτήσεις τους τις ημέρες αυτές. Αλλά δεν μπορεί να μην εξηγήσει κανείς ότι πίσω από τις δεισιδαιμονίες αυτές, άσχετα αν είναι ιστορικές ή μεταφυσικές, κρύβεται και η παλιά αγωνία του ανθρώπου για το χειμώνα και για τα σκοτάδια του, πολύ περισσότερο που ακούμε την κεφαλονίτισσα νοικοκυρά να λέει σαν ευχή ή σαν ξόρκι, την ώρα που σημαδεύει τις πόρτες και τα παράθυρα με το σταυρό: Χριστός γεννάται, το φως αξαίνει και το σκοτεινό μικραίνει. Και η ελπίδα «ν' αξήνει» το φως οδηγεί βέβαια τη σκέψη στη βλάστηση και στην παραγωγή, που τις περιμένει ο αγροτικός κόσμος για την κτηνοτροφία και τη σοδειά. Ωραία όμως είναι στην Κεφαλονιά, όπως και στην άλλη Επτάνησο, η εστιακή τελετή της παραμονής των Χριστουγέννων, που συνδυάζει τη λατρεία της φωτιάς και της εστίας (δηλ. της οικογενειακής ενότητας) με την άμυνα από τα δαιμονικά όντα. Είναι μια τελετή που συγκεντρώνει πολλά έθιμα της ημέρας αυτής, από το ψήσιμο του εορταστικού άρτου και την αρχαιοελληνική σπουδή ως την ψαλτική του απολυτίκιου των Χριστουγέννων: Μαζεύεται το βράδυ η οικογένεια γύρω από τη φωτιά (όπου έχουν ανάψει τρία ενωμένα κούτσουρα) και


Σελίδα 9

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

εκεί η μητέρα τούς φέρνει μια φρεσκοψημένη κουλτούρα, στρογγυλή, σφραγισμένη στην ένωσή της με την «αγία σφράιση», και που έχει βάλει μέσα ένα νόμισμα. Την παίρνει ο πατέρας και τη χαράζει σε κομμάτια, όσοι είναι του σπιτιού, κι ύστερα τη δίνει να την πιάσουν όλοι τους, γύρω και πάνω από τη φωτιά. Ο πατέρας παίρνει λάδι και κρασί (της παραγωγής του, αν έχει) και το ρίχνει από το γύρο της κουλούρας να πέσει σταυρωτά στη φωτιά. Και ψάλλουν τότε όλοι μαζί το Η γέννησίς σου... Την ίδια στιγμή τραβάει ο καθένας το κομμάτι του («σπάνε την κουλούρα») και κοιτάνε μήπως τους έτυχε το νόμισμα (όπως δηλ. γίνεται αλλού με τη βασιλόπιτα). Τρώνε ύστερα το κομμάτι τους, πίνουν κι από λίγο κρασί και περνάνε το βράδυ τους με φαγητά νηστίσιμα και με τηγανίτες. Την τελετή αυτή τη λένε «βάφτισμα τση φωτιάς» ή «σπάσιμο τση κουλούρας», τη λένε και «πάντρεμα τση φωτιάς», αλλά το όνομα αυτό αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές, όταν βάζοντας στη φωτιά το ένα κούτσουρο πλάι στο άλλο έλεγαν πως «τα παντρεύουν» (μαγική πράξη ευγονίας) και πρόσθεταν μάλιστα για το τρίτο κούτσουρο πως είναι «ο κουμπάρος». (Τα τρία όμως κούτσουρα έχουν μαγικο-θρησκευτική σημασία). Ο σοφός μας Ηλίας Τσιτσέλης, που έγραψε για το έθιμο αυτό στα 1889, το ονομάζει «κουλούρα της γωνιάς». Αξίζει να παραθέσω αποσπάσματα από την περιγραφή του, για να φανεί η παλαιότητα του εθίμου, καθώς και ορισμένες λεπτομέρειες της εποχής, αλλά και η διαφορά στη γλωσσική διατύπωση των περιγραφών, όπως το απαιτούσε τότε η λόγια παράδοση. «Εν των ωραίων αληθώς εθίμων, των δυστυχώς οσημέραι εκλειπόντων, είναι και η εν τοις οίκοις τελετή της Κουλούρας της Γωνίας (...) κατά το εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων. Πάντοτε, οσάκις έλαβον μέρος είς τοιαύτην τελετήν, ησθάνθην άφατον ενθουσιασμόν και εθνικήν υπερηφάνειαν, βλέπων τηρούμενα παρά τω λαώ λείψανα της αρχαίας λατρείας. (...) Η κουλούρα πλάσσεται εν τω οίκω, συνήθως εκ της αυτής των χριστοψώμων ζύμης, εις σχήμα δακτυλίου, επιπάσσεται δε σησάμοις και σταφίσι, σφηνούνται δ' εν αυτή αμύγδαλα και δε σησάμοις και στάφισι, σφηνούνται δ' εν αυτή αμύγδαλα και κάρυα, μετά ή και άνευ του κελύφους, εις την σταυροειδή δε συνένωσιν των δύο άκρων σφραγίζεται με την αγία "σφράγιση", ην έκαστος συνήθως έχει οίκοι. Προπάντων δε πρέπει να περιέχη το νόμισμα, αργυρούν συνήθως, σελλίνιον άλλοτε, νυν δε δραχμήν ή ημίδραχμον. Το εσπέρας της παραμονής, εις τας πόλεις μας κυρίως συναθροίζονται οι στενότεροι συγγενείς και φίλοι εις τον οίκον, ένθα θα κοπή η κουλούρα. Επί του δαπέδου του μαγειρείου, όπερ είναι συνήθως πλακόστρωτον, τίθενται επάλληλοι τρεις δαυλοί ανημμένοι, πέριξ δ' αυτών τοποθετούνται οι κεκλημένοι και οι του οίκου, και αυτών των παιδίων και των υπηρετών μη εξαιρουμένων, προς ους ο οικογενειάρχης φέρει την κουλούραν, έχουσαν ημικεχαραγμένα τα τεμάχια, και εν ίσω προς τους όσους θα "πιάσουν" αριθμώ, υπολογιζομένων και των απόντων του οίκου, δι' ους "πιάνει" εν των μελών του οίκου, δια το καλόν, ως λέγουσι. Τότε ο οικογενειάρχης χύνει ποτήριον ακράτου οίνου και ελαίου επί της πυράς, ψάλλων ή απλώς λέγων το τροπάριον: "Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών...". Του καπνού δ' υψουμένου αποχωρίζουσι τα τεμάχια οι εν τη τελετή, και έκαστος εν ευθύμω περιεργεία τρέπεται εις την έρευναν περί του νομίσματος, διότι εις όποιον πέση θεωρείται καλορίζικος. Πολλοί, και μάλιστα αι κόραι, τηρούσι το νόμισμα ως καλόν οιωνόν περί της ταχείας αυτών αποκαταστάσεως. Μετά ταύτα πίνουσιν ολίγον οίνον, αφού φάγωσι τεμάχιον κουλούρας, πολλάκις δ' έπεται αμέσως το νηστήσιμον δείπνον με τα βεβρασμένα χόρτα, τας ελαίας, τας τηγανίτας και τα τούτοις όμοια, μένουσι δε μέχρι βαθείας νυκτός, έως ου οι κώδωνες της εκκλησίας καλούσι δια την ακολουθίαν του Όρθρου των Χριστουγέννων, όπου άλλοτε μετέβαινον όλοι οικογενειακώς, δια ν' ακούσωσι το "Χριστός γεννάται"». Και τελειώνει την περιγραφή του ο Τσιτσέλης με την εξής σωστή παρατήρηση: «Το έθιμον έχει σχέσιν προς την αρχαίαν λατρείαν της Εστίας, ήτις ετιμάτο παρά τοις Ρωμαίοις, αλλά και παρ' Έλλησιν επίσης, ως δωματίτις, εφέστιος, ένοικος, σύνοικος, πατρώα».


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 10

Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς στην Κεφαλονιά ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ «Ξημερώνει τ' Αϊ-Βασιλειού» λένε την παραμονή, κι αυτό φαίνεται καλά στους δρόμους και στην αγορά. Οι χωρικοί με τα γαϊδουράκια τους πουλούν «ασκινοκάρες» (αγριοκρεμμύδες), «μυρσίνες κι ελατόκλαρα». (Οι μυρτσίνες και τα ελατόκλαρα ήταν από πολύ παλιά χρόνια απαραίτητη διακοσμητική πρασινάδα για τις Γιορτές του Χρόνου στην Κεφαλονιά, πολύ προτού γενικευθεί η μόδα του χριστουγεννιάτικου δέντρου). Στην αγορά μπροστά από κάθε μαγαζί απλώνεται ένας ταβλάς με «παστέλι», και στα εμπορικά του Λιθόστρατου (αν πάρουμε παράδειγμα τ' Αργοστόλι) έχουν στηθεί τραπέζια με «λοταρίες», όπου ο κάθε πελάτης μπορεί να δοκιμάσει την τύχη του. Όλα κολυμπάνε στο πράσινο (μυρτσίνες παντού) και βλέπει κανείς στις γωνιές των μαγαζιών τα στητά ελατόκλαρα, με το μπαμπάκι επάνω τους, να προκαλούν το χειμώνα... Το μεσημέρι, όλες μαζί οι καμπάνες σημαίνουν «πανηγυρικάτα», κι αυτή είναι η πιο έντονη ώρα της ημέρας, που κάνει τους Κεφαλονίτες ν' αλληλοχαιρετιούνται με τριπλές ευχές: -Καλή σ' αποκοπή! -Καλός σ' Άης Βασιλής! - Καλός μας χρόνος! Αλλά το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο από τη γιορτή της παραμονής είναι τα «κάλαντα», που τα ψάλλουν στις πολιτείες και στα χωριά με περισσή αρμονία και διάρκεια, και που τα λόγια τους διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Βγαίνουν μικροί και μεγάλοι το βράδυ και μένουν ως αργά τη νύχτα (αφού η μουσική και το φαναράκι μπορούν να εξουδετερώσουν τα παγανά), τραγουδώντας κάτω από τα σπίτια το ιστορικό της γιορτής, και λέγοντας επαίνους (κοπλιμέντα) στους αφεντάδες ή στους νοικοκυραίους του τόπου. Στις πόλεις, λένε συνήθως τη γνωστή σύνθεση της φυλλάδας: «Πόλιν ακούσατ' άρχοντες κτλ.», αλλά θα σημειώσω εδώ το αγροτικό κεφαλονίτικο τραγόυδι του Αϊ-Βασίλη, όπως το λένε π.χ. στην Ανωγή της Παλικής (που το ξέρω έτσι από τη μητέρα μου Χαρίκλεια). Αρχιμινιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου κι αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου. Άης Βασίλης έρκεται από την Καισαρεία, βαστάει κρίθινο ψωμί και μια χεριά ραπάνια, που προσφαΐζει το ψωμί και τρώει τα ραπάνια. Βασίλη, πούθεν έρκεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις; Από το σπίτι μ' έρκομαι και στο σκολειό μου πάω. Βασίλη αν ξέρεις γράμματα, πες μας τ' αρφαβητάρι. Εκούμπησε στο ξύλο του να πει τ' αρφαβητάρι, το ξύλο του ήτανε ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα


Σελίδα 11

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

κι απάνου στους χλωρούς βλαστούς [ερδ'ολοα εκακαριώντα, όχι περδίκια μοναχά, παρί και περιστέρια. Τα περιστέρια εφύγανε και στσι βρυσούλες πάνε, παίρνουν νερό, ραντίζουνται, ραντίζουν τα φτερά τους, ραντίζουν του αφέντη τους, ραντίζουν την κυρά τους. Και καταλήγουν σε επαίνους, που είναι πολλών λογιών. Αρχίζουν από τα εγκώμια στους ερωτότροπους γιους (ένα παλιό, σχεδόν βυζαντινό, παίνεμα): Κυρά, με τους πολλούς ιγιούς, τους καλαναθρεμμένους, τσου χτένισες, τσου εστόλισες και στο σκολειό τσου στέρνεις. Εκεί τσου δέρνει ο δάσκαλος, εκεί τσου μαγκλαβίζει (μαλώνει). Μωρές, το πού 'ν' τα γράμματα, μωρές, το πού 'ν' ο νους σας; Τα γράμματα 'ναι στο χαρτί κι ο νους μας στσι κοπέλες, κι ο λογισμός μας περβατεί πέρα στσι μαυρομάτες, πέρα στσι γαϊτανόφρυδες και στσι ξανθομαλλούσες. Και τελειώνουν με τα ιδιότυπα επτανησιακά: Με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τ' όνομα σου, Γερασιμάκη αφέντη μου, καλησπερίσματά σου. Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα ένα σταυρό στη μέση κι απ' όλα τα ονόματα Σπυράγγελος μ' αρέσει. Και πάλ' εματακοίταξα κι είδα 'να-δυο στεφάνια, και με το καλονύχτισμα, καλά σας Θεοφάνια. Έχουν όμως και ειδικές ευχές, μαζί με τους επαίνους για κάθε περίπτωση. Στις κάπως ώριμες κοπέλες λένε: Το νέον έτος εύχομαι, ωραία δεσποσύνη, να σου χαρίσει το γαμπρό και τη... συζυγοσύνη. Αν είναι κανείς ταξιδεμένεος του σπιτιού (όπως είναι πάντα): Καληώρα δω, καληώρα κει, καληώρα σ' άλλη χώρα, καληώρα και του Πίπη μας, όθεν κι αν είναι τώρα. Και στους γραμματισμένους: Του Δημητράκη του 'πρεπε πιτσούνι και ξεφτέρι και μια πενούλα ολόχρυση στο δεξιό του χέρι. Ακολουθεί, τέλος, η ευγενική απαίτηση της αμοιβής: Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τ' είν' ο ορισμός σας,


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 12

κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας. Ή όπως λένε στα χωριά: Δώσε μας και τον κόκορο, δώσε μας και την κότα, δώσε μας και του μπαναμά, να πάμε σ' άλλη πόρτα. Ο Τσιτσέλης, που περιέγραψε κι αυτή τη γιορτή, σε δημοσίευμά του το 1910 στο ημερολόγιο του Ζιζανίου (Αργοστόλι) γράφει: «Ενθυμούμεθα οι γεροντότεροι τους παλαιούς ειδικούς τραγουδιστάς και στιχοπλόκους, τους δι' όλης της νυκτός ψάλλοντας τον γνωστόν Άη Βασίλη, τον εν πολλοίς πλήρη επαίνων κολακευτικών, διά τους του οίκου και διά πάν ό,τι ευηρέστει τους εν αυτώ, και καταλήγοντα εις την αίτησην του δώρου-μποναμά (buona mano), του τε χρηματικού και του εκ ροσολίων και γλυκισμάτων και πτηνών». Η γλυκιά αρμονία των τραγουδιών και των παινεμάτων αυτών, όπως τα ψάλλουνε με μουσικά όργανα οι παρέες των μεγάλων, ιδιαίτερα στ' Αργοστόλι και στο Ληξούρι, είναι από τα πιο αξέχαστα ακροάματα. Μπορώ να πω πως η καλή τους εκτέλεση εξελίχθηκε σε μια συμφωνική τοπική μουσική, από τις χαρακτηριστικότερες της Κεφαφλονιάς (κι ας είναι διαφορετικά τ' αργοστολιώτικα από τα ληξουριώτικα κάλαντα), που έχει δώσει στο απλό λαϊκό μοτίβο τους μιαν εφτανησιώτικη πολυφωνική και συγχορδιακή τελείωση. Κι αυτό το χαίρεται κανείς περισσότερο όταν τ' ακούει να γεμίζουν τους δρόμους και τις γειτονιές, από την ώρα του πρώτου ηλεκτρικού φωτός της παραμονής ως το γλυκό ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς. Ο αποχαιρετισμός του παλιού και το καλωσόρισμα του καινούργιου χρόνου -έθιμο θορυβώδες, που άρχισε στα ρωμαϊκά και διατηρήθηκε στα βυζαντινά και στα νεότερα ευρωπαϊκά χρόνια- γίνεται με τρόπο πανηγυρικό και σχεδόν βενετσιάνικο, στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τ' Αργοστολίου, το «Λιθόστρατο» (Λιθόστρατο τον λένε και τώρα, ύστερ' από τους σεισμούς, κι ας μην εφρόντισαν να του κρατήσουν τους «λίθους», αλλά τον σκέπασαν με άσφαλτο). Εκεί συγκεντρώνεται όλος ο κόσμος το βράδυ της παραμονής και με σφυρίγματα, τριζόνια, κόρνους και σιδερικά διώχνουν τον παλιό χρόνο (θα έλεγε κανείς πως του κάνουν καζούρα, αν δεν ήταν η εξήγηση πως με τους θορύβους κυνηγιούνται και τα παγανά), αλλά και χαριεντίζεται το ένα φύλο με τ' άλλο, εξακοντίζοντας κολόνιες στο πρόσωπο και στα μάτια από μικρά κομψοφτιαγμένα δοχεία, τις περίφημες «ψικαστήρες». (Είναι και αυτό ένα έθιμο εθνογραφικά αναγνωρισμένο, το έθιμο του «αλληλορομαντισμού», που έχει μαγική επίδραση για την ευετηρία και την καλή πορεία του νέου χρόνου.) Μέσα σ' όλον αυτόν τον σχεδόν αποκριάτικο θόρυβο, οι μπάντες της μουσικής περνάνε κάθε τόσο πέρα-δώθε στο Λιθόστρατο και μ' ένα χρονιάτικο ρυθμικό εμβατήριο θυμίζουν την αυριανή πρώτη μέρα του χρόνου. Ύστερα ο κόσμος αποσύρεται για το δείπνο. Θα φάει δίχως άλλο «τηγανίτες» (πλακουτσές στο τηγάνι, με μέλι ή ζάχαρη και με κανέλα), θα παίξει και γα το καλό μια «κοντσίνα», επειδή τούτες τις μέρες το έθιμο επιτρέπει την «τράπουλα», ακόμη και στα παιδιά. Μερικοί κόβουν αποβραδίς και την αθηναϊκή βασιλόπιτα με το νόμισμα. Η κεφαλονίτικη όμως παράδοση γνωρίζει περισσότερο τη «βασιλίτσα», μεγάλο ζυμωτό ψωμί της Πρωτοχρονιάς, με χοντρό σταυρό στην «απαναριά» του και καρύδια ολόγυρα, που θα την κόψει αύριο στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης. Ξημέρωσε Πρωτοχρονιά. Πάλι οι μπάντες της μουσικής θα βγουν στους δρόμους του Αργοστολίου και του Ληξουρίου, παίζοντας το ειδικό ρεφρέν για τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι. Είναι η μέρα της «μάντσιας» τους και όλοι προσφέρουν πρόθυμα. Την ίδια ώρα στα χωριά, τα παιδάκια θα χτυπάνε τις πόρτες και δίνουν στις καλοχτένιστες νοικοκυρές την «αγιοβασιλίτσα» της χρονιάς, μια αγριοκρεμμύδα (ασκινοκάρα ή σκυλοκάρα ή κουτσουνοκάρα), που της χρυσώνουν τα φύλλα και το βολβό, κι ανακατεύ-


Σελίδα 13

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ουν με τα φύλλα της ζουμπούλια και βιολέτες (νάρκισσους) της εποχής. «Καλός χρόνος και Καλός σ' Άης Βασίλης», λένε στη νοικοκυρά, κι εκείνη θα τους δώσει «μποναμά» για το «πουγκί» τους και συκάδια για την τσέπη τους. Και θα πάρει την ασκινοκάρα, που είναι ένα πανελλήνιο ελπιδοφόρο σύμβολο αναβλάστησης, θα σταθεί στο παράθυρο, θα κοιτάξει προς τα βουνά και προς της θάλασσα και θα πει: Καλημέρα σας, βουνά, καλημέρα, θάλασσα, και καλή Πρωτοχρονιά! Δυνατή σαν τα βουνά (να είμαι), γρήγορη σαν τα νερά, άξια σαν τη θάλασσα. Κι ύστερα θα βάλει την «αγιοβασιλίτσα» στη «γωνιά» του σπιτιού, με την ευχή και την ελπίδα να ξαναρίξει τα φύλλα της μέσα στο χρόνο... Η μέρα σήμερα περνάει και στην Κεφαλονια με τις ίδιες χρονιάτικες προφυλάξεις που παίρνουν σ' όλη την Επτάνησο και στην άλλη Ελλάδα. Προσέχουνε το καλό «ποδαρικό», ή τον άνθρωπο με το καλό «'στρικό» (αστρικό), προσέχουν να μη δανείσουν και να μη δανειστούν, να μην κλάψουν και να μη στενοχωρηθούν, κοιτάνε να διαβάσουν και να κάμουν μια δουλειά προκομμένη, για να δουλεύουν έτσι όλο το χρόνο. Στα χωριά δίνουν μεγάλη σημασία στα πουλερικά και στην πτηνοτροφία -είναι η σοβαρότερη σπιτική οικονομία τους- κι απαιτούν από τους ξένους να καθίσουν κάπου και να πουν: Αυγά, πουλιά, όλο κιού, και κανένα κλου! δηλαδή να μη βγουν ποτέ κλούβια τ' αυγά της κλώσας. Κι όπου υπάρχει κτηνοτροφία, η νοικοκυρά με τη σειρά της θα πρέπει να βγει από το σπίτι της και να πάει στη στάνη, να φέρει στον τσοπάνη της μια καλοζυμωμένη βασιλίτσα και κρασί, και να του ευχηθεί την καλή χρονιά. Το καλό των προβάτων ή των γιδιών απαιτεί, εκείνη τη βασιλίτσα ή κουλούρα της ημέρας, ο τσοπάνης να τη σπάσει πάνω στα κέρατα του κριαριού ή του τράγου, και να πει: Χίλια χρόνια, χίλια γίδια! (ή χίλια πρόβατα!) Στους δρόμους, ύστερα, των χωριών και της πολιτείας, τα «χρόνια πολλα» και τα «αφέντη μου» δίνουν και παίρνουν. Όλοι οι μικροδουλευτάδες και οι κάθε είδους φτωχοί, ή όσοι είπαν τη νύχτα τα κάλαντα και δεν πήραν αμοιβή, συνηθίζουν να γυρίζουν όλο το πρωί της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα δίσκο ή ένα «πιάτελο» στο χέρι, όπου έχουν βάλει «πορτογάλι» (πορτοκάλι), στολισμένο με μοσχοκάρφια («πρόκες και γαρούφαλο»). Το πορτοκάλι αυτό είναι ένα μέσο αξιόπρεπης επαιτείας. Το προτείνουν απλώς σε κείνον που θα συναντήσουν και του λένε: «Χρόνια Πολλά». Αυτό σημαίνει ότι περιμένουν ένα φιλοδώρημα. Είναι γνωστό ότι από τα ρωμαϊκά χρονιά και τα βυζαντινά χρόνια οι πολίτες αντάλλασσαν δώρα, «καρπούς» και γλυκίσματα την Πρωτοχρονιά. Γλυκά και δώρα ανταλλάσουμε και σήμερα. Τέτοια, λοιπόν, σημασία μιας συμβολικής ανταλλαγής έχει και το πορτοκάλι του φτωχού Κεφαλονίτη. Κάτι προσφέρει κι αυτός στον αφέντη, που του δίνει μπονάμα μόνο που ο αφέντης δεν το παίρνει κι έτσι ο φτωχός μπορεί να το προσφέρει και σ' άλλους. Ο Ηλίας Τσιτσέλης επρόσεξε επίσης το έθιμο αυτό, και το περιέγραψε το 1910, με παρόμοια εξήγηση:


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 14

«Περίεργον έθιμον είναι και το υπό των πτωχών παίδων, των επαιτών και των νεωκόρων εθιζόμενον, καθ' ο περιφέρουσιν ούτοι προς χρηματολογίαν επί δίσκου ή πιατέλου πορτοκάλλιον, εις ο ενσφηνούνται πρόκες γαρυφάλλου. Το έθιμον δύναται, νομίζομεν, να εξηγηθή ως εξής: Είναι ημέρα δώρων προς αλλήλους. Ο πτωχός όμως δεν έχει πλούσια και πολυτελή, ουδέ χρήματα, και προσφέρει απλούν πορτοκάλλιον προς τον εις όν αποτείνεται, ούτος δε τω αντιδωρεί χρήματα, επιστρέφων το πορτοκάλλιον τω πτωχώ δωρητή». Πατροπαράδοτο φαγητό του μεσημεριού στην Κεφαλονιά ήταν παλαιότερα η «πουτρίδα», δηλαδή χοιρινό κρέας, με «κάβολε» (κουνουπίδι) ή «μάπα» (λάχανο) ή «γουλί» στην κατσαρόλα. Εκεί εκόβανε και τη βασιλίτσα, κι ετρώγανε και λίγα κλωνιά από «ρόγδι» (ρόδι) για το καλό. Κι ύστερα, ολόκληρη η μέρα κι η νύχτα τ' Αϊ-Βασιλειού περνάει με «τζόγο» (χαρτοπαίγνιο). Είναι το έθιμο που χρειάζεται για να εκβιάσει την Τύχη και τον πλουτισμό. Ξεκίνησε από απλή δοκιμή της τύχης κι έγινε πάθος, που τούτες τις μέρες παραγίνεται στα σπίτια και στα σαλόνια. Ο Λασκαράτος δεν παρέλειψε να σατιρίσει, από την εποχή του, τούτη τη μανία του τζόγου, παρωδώντας τα γνωστά λόγια των καλάντων με τα δικά του ειρωνικά: Άης Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει, βαστάει τραπουλόχαρτα και παίζει την πασέτα. Βασίλη, πούθεν έρχεσαι; Βασίλη, πού πηγαίνεις; Από τις λέσχες έρχομαι και πηαίνω και στα σπίτια. Κι αλλού: Βασίλη, πως σ' εκάμανε οι χριστιανοί τση ημέρας; ...εσένα σ' εορτάζουνε με φαραό-πασέτα! Ο τζόγος όμως των παιδιών και της γειτονιάς είναι εντελώς εθιμικός και πρόσκαιρος. Με τις εισπράξεις που έχουν από τα κάλαντα και τους μποναμάδες, παίζουν στους δρόμους διάφορα παιγνίδια της δεκάρας ή της δραχμής, το «πατρινό», το «πίτσι», το «τοιχάκι» κ.ά., κι ακόμα παίζουν το κάρφωμα του πορτοκαλιού, όπου όποιος ξέρει να ρίξει καρφωτό το «φράγκο» του και να τρυπήσει («μία κι άφανη!») παίρνει δικό του το πορτοκάλι.


Σελίδα 15

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 16

Εκδόθηκε η πρώτη προσωπική ποιητική συλλογή του Πλούταρχου Πάστρα Εκδόθηκε η πρώτη προσωπική ποιητική συλλογή του Εκδότη μας Πλούταρχου Πάστρα, με τίτλο: «Στις συμπληγάδες της προσφυγιάς», από τις Εκδόσεις Όστρια. Είναι ένα βιβλίο με 51 ποιήματα χαϊκού με θέμα τη ζωή των προσφύγων. Τον αδίστακτο και αιμοβόρο πόλεμο, τη μεγάλη αναχώρηση από την πατρίδα με προορισμό την ειρήνη της Ευρώπης, μια ειρήνη όμως με φράκτες, δυστυχία, πείνα και ρατσισμό… Πορφυρή βροχή τα πρόσωπα των παιδιών βάφει κόκκινα. Κλείνουν οι πύλες οι ναοί της ελπίδας έγιναν φράκτες. Στόχος των εν λόγω ποιημάτων είναι να μεταφέρουν στο χαρτί, τις κακουχίες που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι, βλέποντας τα κύματα να τους τραβούν μέσα στο βυθό, κουφάρια συγγενών τους να επιπλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας, τα παιδιά τους να κείτονται πάνω στην χρυσοποίκιλτη άμμο, όπως ο μικρός Αϊλάν… Νέοι Ηρώδες έθαψαν τον Αϊλάν μέσα στην άμμο. Στο βάθος όμως αχνοφαίνεται το φως της ελπίδας, εκείνων των ανθρώπων που άνοιξαν διάπλατα τις αγκαλιές τους προσφέροντας τους ακόμη και από το υστέρημα τους, όπως οι γιαγιάδες της Μυτιλήνης. Γλυκές γιαγιάδες ζεστά σφιχταγκαλιάζουν προσφυγόπουλα. Τέλος, θα κλείσουμε την εν λόγω παρουσίαση με το ποίημα του οπισθόφυλλου με τίτλο: «Προσφυγάκι του Αιγαίου». Είμαι προσφυγάκι στο Αιγαίο,


Σελίδα 17

οι γονείς μου πλέουν στ’ ανοιχτά, κουφάρια ενός αδυσώπητου πολέμου κολυμπούν άψυχα μες στα ψυχρά νερά της προσφυγιάς. Εγώ πάνω στην πορφυρή άμμο, αναζητώ μόνος μία μητέρα, να με πάρει στη ζεστή της αγκαλιά, και να μου δώσει ένα χάδι σκουπίζοντας τα δάκρυα του πόνου πάνω από το μάγουλο που τσούζει από την αλμύρα των μανιασμένων κυμάτων και από τις ακτίνες του ήλιου που κατακαίουν το δερματάκι μου. Ξέρετε που μπορώ να τη βρω; Γιατί η ψυχούλα μου δεν αντέχει πλέον να πονά, θέλει μόνο μία στέγη να την προστατέψει από τις κακουχίες των πράξεων των μεγάλων και των απάνθρωπων συναισθημάτων τους, που πλήγωσαν την καρδούλα μου ανεπανόρθωτα, χωρίς να φταίω σε τίποτα και δίχως κάποιος να μου εξηγήσει το γιατί… Πείτε της μονάχα να μη με φοβάται, δεν είμαι τέρας, δεν είμαι δαίμονας, παρά μονάχα ένα παιδί που ζητάει να βρει ξανά τη στοργική αγάπη της μητέρας του. Πλούταρχος Πάστρας

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 1ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ «ΚΕΦΑΛΟΣ» 1.Ο Διαγωνισμός χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες διαγωνιζομένων: Α) Μαθητών μέχρι 18 ετών. Λογοτεχνικά Είδη Κατηγορίας: α. Διήγημα με Ελεύθερο Θέμα. β. Ιστορία Flash Fiction (Ιστορία μικρού μήκους) με Ελεύθερο Θέμα. γ. Παραμύθι με Ελεύθερο Θέμα. Β) Νέων από 18 έως 30 ετών. Λογοτεχνικά Είδη Κατηγορίας: α. Διήγημα με Ελεύθερο Θέμα. β. Διήγημα με Φανταστικό Θέμα (Λογοτεχνία του Φανταστικού). γ. Διήγημα με Αστυνομικό Θέμα (Αστυνομικό Διήγημα). δ. Ιστορία Flash Fiction (Ιστορία μικρού μήκους) με Ελεύθερο Θέμα. ε. Παραμύθι με Ελεύθερο Θέμα. στ. Δοκίμιο με Ελεύθερο Θέμα. Γ) Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. Λογοτεχνικά Είδη Κατηγορίας: α. Διήγημα με Ελεύθερο Θέμα. β. Διήγημα με Φανταστικό Θέμα (Λογοτεχνία του Φανταστικού). γ. Διήγημα με Αστυνομικό Θέμα (Αστυνομικό Διήγημα). δ. Ιστορία Flash Fiction (Ιστορία μικρού μήκους) με Ελεύθερο Θέμα.

Σελίδα 18


Σελίδα 19

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ε. Παραμύθι με Ελεύθερο Θέμα. στ. Δοκίμιο με Ελεύθερο Θέμα. 2. Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να λάβουν μέρος σ’ ένα ή σε δύο ή σε όσα θέλουν ή και σε όλα τα λογοτεχνικά είδη της κατηγορίας που ανήκουν, όμως, με μόνο ένα έργο σε καθ' ένα είδος από αυτά. 3. Όσοι επιθυμούν να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό τα έργα τους θα πρέπει να είναι αδημοσίευτα και να έχουν τις εξής προδιαγραφές-κανόνες: α. Στην κατηγορία Διήγημα με Ελεύθερο Θέμα, το διήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 2.500 λέξεις. β. Στην κατηγορία Διήγημα με Φανταστικό Θέμα (Λογοτεχνία του Φανταστικού), το διήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 2.500 λέξεις. γ. Στην κατηγορία Διήγημα με Αστυνομικό Θέμα (Αστυνομικό Διήγημα), το διήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 2.500 λέξεις. δ. Στην κατηγορία Ιστορία Flash Fiction (Ιστορία μικρού μήκους) με Ελεύθερο Θέμα, η ιστορία δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 250 λέξεις. ε. Στην κατηγορία Παραμύθι με Ελεύθερο Θέμα, το παραμύθι δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 2.500 λέξεις. στ. Στην κατηγορία Δοκίμιο με Ελεύθερο Θέμα, το δοκίμιο δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 15 σελίδες Α4 με Γραμματοσειρά Times New Roman και μέγεθος Γραμματοσειράς 12. 4. ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι προδιαγραφές-κανόνες που έχουμε θέσει στην παράγραφο 3, θα πρέπει να τηρηθούν αυστηρά ως προς τα όρια των λέξεων ή των σελίδων (αυτό στην περίπτωση του δοκιμίου). Έργα που δεν τηρούν τους παραπάνω κανόνες και ξεπερνούν το όριο των λέξεων ή των σελίδων, τότε θ' ακυρώνονται, δεν θα διαγωνίζονται και ούτε θα λαμβάνουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής οι δημιουργοί τους. 5. Τα έργα πρέπει να είναι υπογεγραμμένα όλα με το ίδιο ψευδώνυμο. 6. Τα έργα πρέπει να αποσταλούν σε αρχείο word μόνο μέσω email στο: kefalos.diagonismoi@gmail.com με ένδειξη στο θέμα: «ΓΙΑ ΤΟΝ 1ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ» και την αντίστοιχη κατηγορία στην οποία συμμετέχουν: «Μαθητών έως 18 ετών» ή «Νέων από 18 έως 30 ετών» ή «Ενηλίκων από 31 ετών και άνω». Επίσης, να επισυνάψετε ένα δεύτερο αρχείο word, με τα στοιχεία επικοινωνίας σας (Ονοματεπώνυμο, ηλικία, διεύθυνση κατοικίας, αριθμός τηλεφώνου). 7. Ο διαγωνισμός θα διαρκέσει έως τις 31 Μαρτίου 2019. 8. Τα έργα θα κριθούν από δύο κριτικές επιτροπές, οι οποίες είναι οι εξής: ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΩΣ 18 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΝΕΩΝ ΕΩΣ 30 ΕΤΩΝ 1. Σμαραγδή Μητροπούλου - Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης, Λογοτέχνιδα 2. Σπύρος Κοπανιτσάνος - Θεατρολόγος, Συγγραφέας


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 20

3. Έλενα Λιάτου - Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας 4. Φίλιππος Φιλίππου - Κλινικός Εκπαιδευτής Φοιτητών Νοσηλευτικής, Συγγραφέας 5. Σοφία Σκλείδα - Διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής, Υποψήφια Μεταδιδάκτορας Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Λογοτέχνιδα 6. Χαρά Χρυσάφη - Συγγραφέας, Εκπαιδευτικός 7. Βίκυ Δρακουλαράκου - Λογοτέχνιδα 8. Πάνος Κουμπούρας - Φιλόλογος, Λογοτέχνης ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΠΟ 31 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ 1. Μιλτιάδης Ντόβας - Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Λογοτέχνης 2. Νικολέτα Ζαμπάκη - Υποψήφια Διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Τμήματος Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., Λογοτέχνιδα 3. Εύα Πετροπούλου Λιανού - Συγγραφέας Παιδικής Λογοτεχνίας, Ποιήτρια 4. Τζωρτζίνα Κουριαντάκη - Καθηγήτρια Αγγλικών, Λογοτέχνιδα 5. Σοφία Ατσαλή - Λογοτέχνιδα 6. Τάσος Μιχαηλίδης - μεταδιδακτορικός ερευνητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ, Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Λογοτέχνης. 7. Ιωάννης Κορρές - Απόφοιτος Πυροσβεστικής Ακαδημίας, Διπλωματούχος Εγκληματολογικών Επιστημών και Διερευνητικής Ψυχολογίας, Διπλωματούχος Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, Διπλωματούχος Δικαστικής Ψυχολογίας, Ποιητής 8. Νατάσα Θάνου - Συγγραφέας Παιδικής Λογοτεχνίας, Ποιήτρια 9. Χρήστος Δασκαλάκης - Ψυχολόγος, Συγγραφέας 9. Στην Κατηγορία Μαθητών έως 18 ετών θα απονεμηθούν στους διακριθέντες του κάθε είδους: τρία Μετάλλια μαζί με τρία Βραβεία στους τρεις πρώτους, πέντε Έπαινοι και πέντε Τιμητικές Διακρίσεις. Επίσης, όλοι οι μη διακριθέντες συμμετέχοντες θα λάβουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ως επιβράβευση για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία, αρκεί το έργο ή τα έργα που θα μας στείλουν να τηρούν τους κανόνες-προδιαγραφές που θέσαμε παραπάνω. 10. Στην Κατηγορία Νέων από 18 έως 30 ετών θα απονεμηθούν στους διακριθέντες του κάθε είδους: τρία Μετάλλια μαζί με τρία Βραβεία στους τρεις πρώτους, πέντε Έπαινοι και πέντε Τιμητικές Διακρίσεις. Επίσης, όλοι οι μη διακριθέντες συμμετέχοντες θα λάβουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ως επιβράβευση για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία, αρκεί το έργο ή τα έργα που θα μας στείλουν να τηρούν τους κανόνες-προδιαγραφές που θέσαμε παραπάνω. 11. Στην Κατηγορία Ενηλίκων από 31 ετών και άνω θα απονεμηθούν στους διακριθέντες του κάθε είδους: τρία Μετάλλια μαζί με τρία Βραβεία στους τρεις πρώτους, πέντε Έπαινοι και πέντε Τιμητικές Διακρίσεις. Επίσης, όλοι οι μη διακριθέντες συμμετέχοντες θα λάβουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ως επιβράβευση για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία, αρκεί το έργο ή τα έργα που θα μας στείλουν να τηρούν τους κανόνες-προδιαγραφές που θέσαμε παραπάνω. 12. Τα αποτελέσματα του «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας ΚΕΦΑΛΟΣ» θ' ανακοινωθούν


Σελίδα 21

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τον Οκτώβριο του 2019. 13. Η τελετή βράβευσης θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στα τέλη του 2019, σε ειδική εκδήλωση, όπου θα απονεμηθούν τα Βραβεία, τα Μετάλλια, οι Έπαινοι και οι Τιμητικές Διακρίσεις. 14. ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - Θα εκδοθούν οι εξής έντυπες και καλαίσθητες Ανθολογίες του Διαγωνισμού: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΘΕΜΑ - Θα συμπεριληφθούν τουλάχιστον τα 50 πρώτα Διηγήματα με Ελεύθερο Θέμα της κατηγορίας Νέων από 18 έως 30 ετών και τα 50 πρώτα Διηγήματα της κατηγορίας Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - Θα συμπεριληφθούν τουλάχιστον τα 50 πρώτα Διηγήματα με Αστυνομικό Θέμα της κατηγορίας Νέων από 18 έως 30 ετών και τα 50 πρώτα Διηγήματα της κατηγορίας Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - Θα συμπεριληφθούν τουλάχιστον τα 50 πρώτα Διηγήματα με Φανταστικό Θέμα της κατηγορίας Νέων από 18 έως 30 ετών και τα 50 πρώτα Διηγήματα της κατηγορίας Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ FLASH FICTION - Θα συμπεριληφθούν τουλάχιστον οι 75 πρώτες Ιστορίες Flash Fiction της κατηγορίας Νέων από 18 έως 30 ετών και οι 75 πρώτες Ιστορίες Flash Fiction της κατηγορίας Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ - Θα συμπεριληφθούν τουλάχιστον τα 75 πρώτα Παραμύθια της κατηγορίας Νέων από 18 έως 30 ετών και τα 75 πρώτα Παραμύθια της κατηγορίας Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΟΚΙΜΙΟΥ - Θα συμπεριληφθούν τα 20 πρώτα Δοκίμια από τις κατηγορίες Νέων από 18 έως 30 ετών και Ενηλίκων από 31 ετών και άνω. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΩΝ FLASH FICTION ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΩΣ 18 ΕΤΩΝ - Θα συμπεριληφθούν τα 50 πρώτα Διηγήματα και οι 100 πρώτες Ιστορίες Flash Fiction της κατηγορίας Μαθητών έως 18 ετών. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΩΣ 18 ΕΤΩΝ - Θα συμπεριληφθούν τα 100 πρώτα Παραμύθια της κατηγορίας Μαθητών έως 18 ετών. ΚΕΦΑΛΟΣ - ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 22

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΣ 2017 & 2018 1. Ο Διαγωνισμός χωρίζεται σε δύο κατηγορίες : Α) Βιβλία που εκδόθηκαν το 2017 (1/1/2017 έως 31/12/2017). Είδη: α. Προσωπική Ποιητική Συλλογή. β. Μυθιστόρημα ή Νουβέλα. γ. Προσωπική Συλλογή Διηγημάτων. δ. Παραμύθι. ε. Δοκίμιο ή Επιστημονική Μελέτη (π.χ. ιστορίας, λογοτεχνίας, λαογραφίας κλπ.). Β) Βιβλία που εκδόθηκαν το 2018 (1/1/2018 έως 31/12/2018). Είδη: α. Προσωπική Ποιητική Συλλογή. β. Μυθιστόρημα ή Νουβέλα. γ. Προσωπική Συλλογή Διηγημάτων. δ. Παραμύθι. ε. Δοκίμιο ή Επιστημονική Μελέτη (π.χ. ιστορίας, λογοτεχνίας, λαογραφίας κλπ.). 2. Οι διαγωνισμός είναι διεθνής και μπορούν να λάβουν μέρος Έλληνες συγγραφείς ή συγγραφείς που έχουν εκδώσει το βιβλίο τους στην ελληνική γλώσσα (όχι μετάφραση). 3. Μπορείτε να συμμετάσχετε είτε σε μία κατηγορία είτε και στις δύο κατηγορίες, αλλά μόνο μ' ένα είδος π.χ. το 2017 με Μυθιστόρημα και το 2018 με Προσωπική Ποιητική Συλλογή ή με Μυθιστόρημα πάλι, εφόσον έχουν εκδώσει πάλι το ίδιο είδος.


Σελίδα 23

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

4. Δεν γίνονται δεκτές συμμετοχές ανέκδοτων βιβλίων. 5. Το έργο ή τα έργα πρέπει να αποσταλούν με -ΠΡΟΣΟΧΗ: ΜΕ ΑΠΛΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, ΟΧΙ ΣΥΣΤΗΜΕΝΗ- σ' ένα αντίτυπο στην εξής ταχυδρομική διεύθυνση: Σεργίου Πατριάρχου 20, 11471 - Αθήνα στο όνομα του Παραλήπτη θα γράψετε Πλούταρχος Πάστρας και θα σημειώσετε κάτω από τη διεύθυνση: «Για το Διαγωνισμό Βραβείων Βιβλίου ΚΕΦΑΛΟΣ 2017 & 2018», αναφέροντας απαραίτητα το έτος έκδοσης του βιβλίου ή των βιβλίων. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Μπορούν να συμμετάσχουν και βιβλία σε μορφή ebook. Απλώς θα τα στέλνετε ηλεκτρονικά -όχι ταχυδρομικά- στο εξής email: kefalos.diagonismoi@gmail.com. 6. Μόλις το/τα αποστείλετε ταχυδρομικώς, ενημερώστε μας μ' ένα μήνυμα στο email στο: kefalos.diagonismoi@gmail.com. Επίσης, να επισυνάψετε ένα αρχείο word ή pdf, με τα στοιχεία επικοινωνίας σας (Ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμός τηλεφώνου και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). 7. Τελευταία ημερομηνία αποστολής των βιβλίων ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2019. 8. Τα βιβλία θα αξιολογηθούν από κριτική επιτροπή και θα δοθεί από ένα βραβείο σε κάθε είδος και για κάθε έτος. Π.χ. Ένα βραβείο στο είδος Προσωπική Ποιητική Συλλογή για το 2017 και ένα ακόμη για το 2018. 9. Η τελετή βράβευσης θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το πρώτο εξάμηνο του 2019, μαζί με την απονομή του «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας Κέφαλος» που θα προκηρυχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. 10. Οι μη διακριθέντες θα λάβουν Έπαινο Τιμής Ένεκεν. ΚΕΦΑΛΟΣ - ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 24

H εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών Του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών Ο Αγγλος γλωσσολόγος David Crystal, συγγραφέας (μεταξύ πολλών άλλων) τού «English as a global language» (Cambridge 1997), μιλώντας στην εφημερίδα «Guardian» είπε: «Ισως μια μέρα η Αγγλική να είναι η μόνη γλώσσα που θα έχει μείνει να μάθει κανείς. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι η μεγαλύτερη πνευματική καταστροφή που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας». Ο Crystal αναφερόμενος στον θάνατο των γλωσσών (D. Crystal: Language Death, Cambridge 2000) είπε την επίμαχη φράση για να δείξει ότι η κυριαρχία και επικράτηση στην επικοινωνία των ανθρώπων μίας και μόνο γλώσσας, οποιασδήποτε, αποτελεί πολιτισμική, ιστορική, αξιακή, πνευματική καταστροφή, προϋποθέτοντας τον θάνατο όλων των άλλων γλωσσών. * Ανησυχητικά στοιχεία Είναι από καιρό γνωστό στους ειδικούς (γλωσσολόγους, ανθρωπολόγους, περιβαλλοντολόγους, ιστορικούς, μελετητές τού πολιτισμού κ.ά.) ότι από τις 140.000 περίπου γλώσσες που υπολογίζεται (Μ. Krauss: The world's language in crisis, 1998) ότι μιλήθηκαν στον κόσμο σήμερα σώζονται εν χρήσει περίπου 6.000. Απ' αυτές 3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ' οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό μία περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!), έτσι που στο τέλος τού 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι θα έχουν μείνει συγκριτικά ασφαλείς μόνο περί τις 600 γλώσσες. Τα στοιχεία είναι ανησυχητικά και οι προβλέψεις αληθινά δυσοίωνες. Τι μπορεί να γίνει; Τι μπορεί να σώσει τις απειλούμενες, κινδυνεύουσες με εξαφάνιση γλώσσες και τι μπορεί να βοηθήσει έναν άλλο μεγάλο αριθμό γλωσσών, συρρικνούμενων ή υποχωρουσών ή αποδυναμούμενων ή και κακοποιούμενων, που και στην περίπτωσή τους υποσκάπτεται έμμεσα και μακροπρόθεσμα η ίδια η επιβίωσή τους; Το θέμα συζητήθηκε στις θαυμάσιες εκδηλώσεις τού «Μεγάρου συν» (Megaron plus) στην εναρκτήρια εκδήλωση-συζήτηση μεταξύ τού πρώτου ονόματος σήμερα στη γαλλική γλωσσολογία, τού καθηγητή Claude Hagege, και τού γράφοντος τις γραμμές αυτές. Θα αναφερθώ εφεξής στις προσωπικές μου απόψεις για το θέμα. * Οι προϋποθέσεις σωτηρίας Ας μπούμε, λοιπόν, κατευθείαν στην καρδιά τού θέματος: Εχουν μέλλον οι γλώσσες μας; Απαντώ: Ναι, υπό προϋποθέσεις. α) Με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει οργανωμένη-συντονισμένη ευαισθητοποίηση των πολιτών σε όσο γίνεται περισσότερες χώρες και ότι θα συνοδευθεί από έμπρακτη υποστήριξη, θεσμικού-υποχρεωτικού τύπου, η υιοθέτηση και προώθηση τής γλωσσικής πολυμορφίας, τής εκμάθησης και


Σελίδα 25

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τής χρήσης περισσοτέρων γλωσσών πέρα από τη μητρική. β) Οτι θα υπάρξει αγώνας να συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα τής εξαφάνισης, ο «θάνατος των γλωσσών» που επέρχεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. γ) Οτι θα υπάρξει έμπρακτη καλλιέργεια τής γλωσσικής πολυμορφίας (τής πολυγλωσσίας) στην Εκπαίδευση και στην Επικοινωνία. Να μπορεί να μαθαίνει ο μαθητής στο σχολείο περισσότερες γλώσσες με δική του επιλογή (έστω και «μικρότερες», λιγότερο γνωστές γλώσσες, π.χ. την Πορτογαλική, ή και μεγαλύτερες, την Ισπανική, τη Γαλλική, τη Γερμανική). Να καθιερωθεί δε η δυνατότητα χρήσης περισσοτέρων γλωσσών σε μορφές επικοινωνίας όπως τα όργανα τής E.E., τα Συνέδρια, οι ομιλίες κ.λπ., με τη διευκόλυνση τής διερμηνείας/μετάφρασης. δ) Να δοθεί έμφαση στην κατάρτιση και αξιοποίηση διερμηνέων και μεταφραστών σε ποικίλες γλώσσες. Γιατί η μετάφραση είναι η άμυνα των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών απέναντι στην κυριαρχία τής μίας γλώσσας, αλλά συγχρόνως και πηγή εμπλουτισμού κάθε γλώσσας με νέες λέξεις. ε) Να εξασφαλισθεί η καλύτερη δυνατή γνώση και χρήση τής μητρικής γλώσσας, γιατί αυτό θα βοηθήσει να παραμείνει κανείς αμετακίνητος στη γλώσσα του με αίσθημα ασφαλείας και αυτοεκτίμησης. Και μη ξεχνάμε: το κάστρο μιας γλώσσας πέφτει από μέσα. Αλώνεται εσωτερικά, με την παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση τής γνώσης τής μητρικής γλώσσας. Οσο καλύτερα έχουμε κατακτήσει τη μητρική μας γλώσσα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αντοχές μας στην επίδραση και κυριαρχία μιας άλλης γλώσσας. Οι δε μικρές γλώσσες, όπως η δική μας, χρειάζονται μεγάλες αντοχές. * Αγώνας για ενημέρωση Το αν έχουν μέλλον ή όχι οι γλώσσες μας, με τη γενική έννοια που δώσαμε πιο πάνω, εξαρτάται από την εγρήγορση ή τον εφησυχασμό τον δικό μας, αν είμαστε δηλαδή διατεθειμένοι ή όχι να αναλάβουμε έναν αγώνα ενημέρωσης τής Κοινής Γνώμης και να πείσουμε για την ανάγκη να διαφυλαχθούν οι γλώσσες που κινδυνεύουν. Σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι πάντα η ουσία και οι πραγματικές διαστάσεις τής γλώσσας, κάθε ανθρώπινης γλώσσας. H ουσία, λοιπόν, είναι ότι η γλώσσα είναι ο τρόπος που βλέπει, οργανώνει, ταξινομεί και εκφράζει τον κόσμο μας κάθε λαός. Αρα, η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά ένα σημαντικό οντολογικό γεγονός: γεγονός ιστορικό, πολιτισμικό, αξιακό, οικολογικό, είναι όρος ταυτότητας (εθνικής και ατομικής) και ποιότητας σκέψεως. Ο γλωσσικός μονισμός μιας εργαλειακής αντίληψης υποβαθμίζει τραγικά τη σημασία τής γλώσσας. Στην κινητοποίηση για εξασφάλιση ενός μέλλοντος στις γλώσσες πρέπει να ορθώνεται ένα αδιαπραγμάτευτο όχι στον γλωσσικό ηγεμονισμό, στην παγκοσμιοποίηση μιας οποιασδήποτε γλώσσας ως κοινού μέσου επικοινωνίας, όπως πάει να συμβεί με την Αγγλική. H εναλλακτική - σωτήρια για τις γλώσσες πρόταση είναι η εδραίωση στη συνείδηση όλων τής γλωσσικής πολυμορφίας, τής εκμάθησης και χρήσης περισσοτέρων γλωσσών. Οσοι αντιλαμβάνονται τη γλωσσική πολυμορφία όχι ως «ευλογία» αλλά αρνητικά σαν «Βαβέλ» (που στην Εβραϊκή σημαίνει «σύγχυση γλωσσών»), στον βωμό τού πρακτικισμού και τής εργαλειακής αντίληψης τής γλώσσας αποκηρύσσουν τον πλούτο και το ιστορικό - πολιτισμικό αξιακό γεγονός τής διαφορετικότητας στη γλώσσα, υιοθετώντας την αρχή ενός «γλωσσικού επεκτατισμού» και παραγνωρίζοντας την άμεση οικολογική διάσταση τής γλώσσας στο τρίπτυχο: γλώσσα - πολιτισμός - περιβάλλον. Ο «γλωσσικός επεκτατισμός» οφείλεται σε μια στρεβλωτική για τα πνευματικά-αξιακά γεγονότα αντίληψη περί ομοιογενοποίησης τής γλώσσας, που οδηγεί στη στυγνή προσπάθεια αφομοίωσης τής ασθενούς από την ισχυρότερη γλώσσα και σε μια «ύβριν» προς την καθιερωμένη φυσική ποικιλία των γλωσσών. H αντίληψη αυτή στοιχεί προς μια αγοραία σύλληψη τής γλώσσας, που θεωρεί κυρίαρχο παράγοντα «την


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 26

αγορά των γλωσσών» (ποια «πουλάει» περισσότερο), χωρίς να αντιλαμβάνεται σε ποια ιστορική - αξιακή παραβίαση και σε ποια ισοπέδωση οδηγεί αυτή η άποψη. Γενικά σ' έναν τέτοιο αγώνα αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι να μη γίνουμε συνένοχοι στη γλωσσοκτονία που πάει να επιβληθεί είτε μέσω τής μονοκρατορίας μίας γλώσσας, είτε με την ανοχή - και συν-ενοχή μας - όταν στέκουμε απαθείς παρατηρητές στην καταπάτηση των γλωσσικών δικαιωμάτων μικρότερων ομάδων, που έτσι σύρονται αναπόδραστα στη μονογλωσσία τής κυρίαρχης γλώσσας («επίσημης» - «κοινής» - «γλώσσας εμπορικών συναλλαγών» - γλώσσας κύρους κ.τ.ό.). Τέτοια φαινόμενα πρέπει να αποτραπούν και τη θέση τής αθέλητης έστω γλωσσοκτονίας πρέπει να πάρουν η καταγραφή, μελέτη, περιγραφή και διάσωση των απειλουμένων γλωσσών ή των ασθενέστερων ή των συρρικνουμένων κ.λπ., γενικά των καταπιεζομένων γλωσσών. * Χιλιάδες οι απειλούμενες Ισως σκεφθεί κανείς ότι το όλο ζήτημα είναι απλώς θεωρητικό πρόβλημα των διανοουμένων, των γλωσσολόγων και των οιονεί οικολόγων τής γλώσσας, ωστόσο εύκολα θα αντιληφθεί ότι είναι πρόβλημα που - στις διάφορες εκφάνσεις του - μάς αφορά όλους. Γιατί δεν είναι μόνο οι εξαφανισθείσες γλώσσες (Χεττιτική, Αρχ. Αιγυπτιακή, ινδιάνικες Αμερικής, αυστραλιανές, αφρικάνικες κ.λπ.) ούτε μόνο οι χαρακτηριζόμενες ως «νεκρές» (Αρχ. Ελληνική και Λατινική) που επιβιώνουν μέσα από τη συνέχειά τους (N. Ελληνική, Ιταλική) ή τις εξελιγμένες μορφές (Γαλλική, Ρουμανική, Ισπανική, Πορτογαλική κ.ά. από τη Λατινική). Είναι κυρίως μερικές χιλιάδες απειλούμενες γλώσσες σ' όλον τον κόσμο λόγω μείωσης των ομιλητών και γλώσσες συνεχώς συρρικνούμενεςαπό τον περιορισμό έως την αποθάρρυνση από τη χρήση τους (όπως είναι τα δικά μας Τσιγγάνικα, Βλάχικα, Αρβανίτικα ή τα Πομάκικα). Με την κυριαρχία τής Αγγλικής στην E.E., ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες, όπως η Ελληνική, Δανική, Φινλανδική, Νορβηγική, Πορτογαλική κ.ά., πέρασαν στις υποχωρούσες επικοινωνιακά γλώσσες, ενώ και περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες (Γερμανική, Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική) έναντι τής κυριαρχίας τής Αγγλικής είναι στην πράξη γλώσσες επικοινωνιακά αποδυναμούμενες. Τέλος, σταδιακό, έστω και μακροπρόθεσμο, κίνδυνο διατρέχουν οι κακοποιούμενες γλώσσες, γλώσσες δηλαδή που οι φυσικοί ομιλητές τους εμφανίζουν έντονο λειτουργικό αναλφαβητισμό (δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα ένα απαιτητικό κείμενο, δεν μπορούν να γράψουν, να αναγνώσουν κείμενα κ.λπ.) και που η χρήση τους στην επικοινωνία είναι αισθητά υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο), εμφανίζοντας αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική. Τέτοια γλώσσα είναι, μεταξύ άλλων, η Ελληνική. Επομένως, υπό διάφορες μορφές και σε διαφορετική έκταση, προβλήματα εξαφάνισης ή συρρίκνωσης, υποχώρησης, αποδυνάμωσης και κακοποίησης εμφανίζουν σχεδόν όλες οι φυσικές γλώσσες. Και ναι μεν ισχύει η αρχή ότι μια γλώσσα εκλείπει κυρίως όταν εξαφανισθούν πλήρως οι φυσικοί ομιλητές της αλλά και η διαδικασία τής απώλειας (ολικής, μερικής, διαφόρων τύπων και μορφών και έκτασης) πλήττει σήμερα όλες τις γλώσσες, πράγμα που επιβάλλει μια σταυροφορία και έναν αγώνα για την επιβίωσή τους. * Πρωτοβουλίες από την E.E. H Ενωμένη Ευρώπη, πιο «μαζεμένος» και πιο ενιαίος παγκόσμιος οργανισμός συνένωσης και συνεργα-


Σελίδα 27

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

σίας λαών, μπορεί να αποτελέσει από τη φύση της ένα «πιλοτικό» αλλά ουσιαστικό παράδειγμα υιοθέτησης τής αρχής τής γλωσσικής πολυμορφίας. Ο σεβασμός τής χρήσης και των 20 γλωσσών τής E.E. (και η δυνατότητα εκμάθησης μιας ή περισσότερων απ' αυτές στα σχολεία τής E.E.), γλώσσες που όλες τους διαθέτουν - περισσότερο ή λιγότερο - μια ιστορική παρουσία και μια πολιτισμική διάσταση, θα αποτελούσε το καλύτερο, λειτουργικά επεξεργασμένο και ελέγξιμο, παράδειγμα διατήρησης και ανάπτυξης τής γλωσσικής πολυμορφίας. H οικονομικίστικη αντίληψη για το υπερβολικό κόστος διερμηνείας και μετάφρασης όλων των γλωσσών τής E.E. αποτελεί οικονομική αποτίμηση τής ιστορίας, τού πολιτισμού, τού αξιακού χαρακτήρα κάθε μεμονωμένης γλώσσας και de facto αμφισβήτηση τής αρχής τής ισότητας που διέπει θεσμικά τα κράτη-μέλη τής E.E. Διότι αν αφαιρέσεις ή υποβαθμίσεις τη γλώσσα αυτού ή εκείνου τού λαού, αφαιρείς την ταυτότητά του, παρεμβαίνεις στη σκέψη του, αγνοείς τον πολιτισμό του, ξεχνάς την ιστορία του, υποτιμάς την αξία του και τον βλέπεις ως «οικονομικό μέγεθος» με βάση τη λογική τής αγοράς που είναι άλλη λογική από τον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό και το πνεύμα γενικότερα. Ο γλωσσικός ηγεμονισμός (σήμερα τής Αγγλικής, αύριο ίσως κάποιας άλλης) οδηγεί σε μια χρησιμοθηρική-πρακτικίστικη αντίληψη τής ζωής, τής κοινωνίας, τής επικοινωνίας και τής ίδιας τής υπόστασης των λαών, για να εξοικονομηθούν ορισμένα ποσά από Ευρώ, που συχνά κατασπαταλώνται σε πολλές άλλες άνευ σημασίας διευθετήσεις. H μετάφραση και η διερμηνεία διευκολύνουν τη συνάντηση ατόμων και λαών, ενώ συγχρόνως διαφυλάσσουν τη γλωσσική και εθνική αξιοπρέπεια των λαών τής Ενωμένης Ευρώπης. H γλωσσική πολυμορφία αποτελεί «ευλογία» για τον πολιτισμό μας· δεν είναι «επικοινωνιακή δυσπλασία» που χρειάζεται να καταπολεμηθεί! Πρώτη Δημοσίευση: Το Βήμα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 28

Ο Νομπελίστας Μπομπ Ντίλαν Του Πλούταρχου Πάστρα Εκδότη Λογοτεχνικού Περιοδικού Κέφαλος «Τραγούδησε με τη φωνή μου, ω Μούσα, και μέσα από μένα, πες την ιστορία» απήγγειλε ο μεγάλος τραγουδιστής της ροκ μουσικής, Μπομπ Ντίλαν στην ομιλία του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με αυτούς τους στίχους του Ομήρου που χρησιμοποίησε ως επίλογο, αυτοσυστήθηκε για πρώτη και μοναδική φορά σ’ έναν νέο κόσμο, σ’ εκείνο των μεγάλων λογοτεχνών. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ο Μπομπ Ντίλαν -πραγματικό όνομα Ρόμπερτ Άλλεν Ζίμμερμαν- γεννήθηκε στη Μινεσότα μία ηλιόλουστη ημέρα της Άνοιξης, στις 24 Μ α ΐ ο υ

τ ο υ

1 9 4 1 .

Από μικρός είχε την τάση ν’ ασχοληθεί με τη μουσική, την οποία υπηρέτησε και αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Όταν ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα,

φυσαρμόνικα

και

πιάνο.

Η πρώτη του μουσική απόπειρα έγινε όταν εντάχθηκε στο συγκρότημα με όνομα Golden C

h

o

r

d

s

.

Το 1959 πέρασε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Το έργο του Όταν ήταν φοιτητής αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές του και να πάει να συναντήσει στη Νέα Υόρκη το μεγάλο είδαλμα του, το Γούντι Γκάθρι. Το 1960 ξεκίνησε η πρώιμη καριέρα του. Τραγουδούσε σε διάφορους χώρους, όπως σε πλατείες και folk bars στην περιοχή του Γκρίνουϊτς Βίλατζ. Το 1962 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος από τη δισκογραφική εταιρεία Κολούμπια. Σ’ αυτό το δίσκο συμμετείχε και με δύο τραγούδια που έγραψε ο ίδιος: το «Talking New York» και το «Song for


Σελίδα 29

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Woody». Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε ένα δεύτερο δίσκο, ο οποίος τον έκανε γνωστό σε όλη την Αμερική, με τίτλο: «The Freewheelin’ Bob Dylan». Από εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε η μεγάλη του καριέρα με μεγάλες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Τα επόμενα χρόνια ο Μπομπ Ντίλαν κυκλοφορεί τρεις από τους σημαντικότερους δίσκους του για τη ροκ μουσική. Αυτοί είναι: «Highway 61 Revisited», ο «Bringing it all back home» και ο «Blonde on Blonde».Το 1965 το τραγούδι του «Mr. Tambourine Man» γίνεται ο ύμνος της γενιάς της αμφισβήτησης. Το επόμενο έτος ξεκινά τις παγκόσμιες περιοδείες του με το συγκρότημα του, The Hawks. Tον Μάιο εκείνης της χρονιάς δίνει μία από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες συναυλίες του στην Αγγλία. Το 1968 κυκλοφορεί ένα νέο δίσκο, ο οποίος δείχνει το πόσο άλλαξε το ύφος και η κοσμοθεωρία του Μπομπ Ντίλαν, μετά το ατύχημα που είχε. Επηρεάστηκε πολύ από τη φολκ μουσική και τη θρησκεία. Ο δίσκος αυτός είχε τίτλο: «John Wesley Harding». Το 1969 κυκλοφορεί ο δίσκος του: «Nashville Skyline» στον οποίο συμμετέχουν ο Τσάρλι Ντάνιελς και ο Τζώννυ Κας. Το 1975 ο Μπομπ Ντίλαν κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών που έγραψε όταν ήταν στην απομόνωση του στο σπίτι του στο Γούντστοκ. Εκείνη τη χρονιά επιστρέφει στη μουσική σκηνή δυναμικά και πραγματοποιεί μεγάλες συναυλίες. Η τελευταία του συναυλία με τους «Band» έγινε το Νοέμβριο του 1976. Τη δεκαετία του ’80 συνεχίζει τη δισκογραφική του δουλειά, να κάνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο και το 1989 κυκλοφορεί το δίσκο του «Oh Mercy». Το 1992 ο Μπομπ Ντίλαν πραγματοποιεί μία μεγάλη συναυλία-γιορτή για τα τριάντα χρόνια της καριέρας του. Από τότε μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει πολλούς νέους δίσκους, παρά τ’ άσπρα του μαλλιά. Το 1997 κυκλοφορεί το δίσκο: «Time Out of Mind», το «Modern Times» το 2006, το «Together Through Life» το 2009, το «Tempest» το 2012 και το «Shadows In The Night» το 2015.

Βραβεύσεις Ο Μπομπ Ντίλαν, αυτός ο μεγάλος τραγουδοποιός-ποιητής, απέσπασε πολλές διακρίσεις στη πολύχρονη και πολύ επιτυχημένη μουσική του καριέρα. Αυτές είναι: το «Εθνικό μετάλλιο των τεχνών», το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», το «Βραβείο Γκράμι για Συνολική Προσφορά», το «Βραβείο Πριγκίπισσα της Αστουρίας για τις τέχνες», το «Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού» το 2000, το «Πολικό Μουσικό Βραβείο», το «Βραβείο Grammy» και το ύψιστο παγκόσμιο λογοτεχνικό βραβείο,


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 30

το «Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας» το 2016. Μουσικός ή λογοτέχνης; Δύσκολο να δώσει κάποιος μία σαφή απάντηση στο ερώτημα αν ο Μπομπ Ντίλαν είναι ένας μουσικόςτραγουδοποιός ή λογοτέχνης. Πολλοί τον θεωρούν ως έναν τραγουδοποιό, του οποίου οι στίχοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ποιήματα. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που ανάγει τον Μπομπ Ντίλαν σ’ ένα σύγχρονο ραψωδό, που με τους στίχους των τραγουδιών του ή των μελοποιημένων ποιημάτων του, διαμόρφωσε την παγκόσμια κουλτούρα και δη την αμερικανική. Αυτό που μπορεί να προκάλεσε αυτή τη διχογνωμία μπορεί να είναι ότι οι «ταγοί» της κλασσικής λογοτεχνίας δύσκολα δέχονται την «πτώση» από τον ιδανικό παράδεισο του συντηρητισμού στη γη -της επαγγελίας;- της νεωτερικότητας. Ας αφήσουμε όμως η ιστορία ν’ αποφανθεί γι’ αυτό τον αιώνιο έφηβο.


Σελίδα 31

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: Αγνάντιο - Ραφαέλλα Μαρίνου - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Σελίδα 32

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΝΕΑ

Ζωγραφικά έργα του Παύλου Σάμιου για τον Ηρακλή στο Νομισματικό Μουσείο: Ο Παύλος Σάμιος, στο πλαίσιο της περιοδικής έκθεσης «Ηρακλής, Ήρως Διαχρονικός και Αιώνιος» που πραγματοποιείται στο Νομισματικό Μουσείο, παρουσιάζει μία σειρά έργων, η οποία είναι αφιερωμένη στον Ηρακλή. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο του 2019.

Αφιέρωμα για τον Δημοσθένη Σκουλάκη στο Μουσείο Μπενάκη: Το εκθεσιακό αφιέρωμα του Μουσείου Μπενάκη στα 50 περίπου χρόνια δημιουργίας του Δημοσθένη Σκουλάκη (1957-2014) θα διαρκέσει από τις 27/2/2019 έως τις 5/5/2019.

Έκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Βακιρτζή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών: Η ατομική έκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Βαρκιτζή παρουσιάζεται στον εκθεσιακό χώρο Νικολάου Κεσσανλή της Ανωτάτης Σχολής Κάλων Τεχνών από τις 4/1/2019 έως τις 9/1/2019.

Έκθεση ζωγραφικής της Μαρίας-Σμαράγδας Σκούρτα στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών: Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών παρουσιάζει την έκθεση της Μαρίας-Σμαράγδας Σκούρτα, με τίτλο Πομπηία: Μεγεθύνσεις και Μεταμορφώσεις, μετά την φωτιά. Η έκθεση θα διαρκέσει από τις 18/1/2019 έως τις 18/2/2019.


Σελίδα 33

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Κρατικά Βραβεία Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου 2017 Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανακοίνωσε τους νικητές των Κρατικών Βραβείων Παιδικού Βιβλίου 2017. Πρόκειται για εκδόσεις του έτους 2016, στις οποίες κατέληξε η αρμόδια κριτική επιτροπή κάνοντας την επιλογή της από τις βραχείες λίστες, έπειτα από επανειλημμένες συνεδρίες και μακρές συζητήσεις. Από τη Διεύθυνση Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού δόθηκε στη δημοσιότητα και το σκεπτικό βράβευσης για τα βιβλία που πλειοψήφησαν, καθώς και για εκείνα που μειοψήφησαν σε κάθε κατηγορία.

Αναλυτικά: Το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου απονεμήθηκε κατά πλειοψηφία στον Κώστα Χαραλά για το έργο του με τίτλο Μαύρο πρόβατο στο Τέξας, Εκδόσεις Μεταίχμιο 2016. Το Κρατικό Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία στον εικονογράφο Αχιλλέα Ραζή και στη συγγραφέα Αργυρώ Πιπίνη για το έργο τους με τίτλο Μελάκ, μόνος, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο 2016. Το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία στην Αλεξάνδρα Μητσιάλη για το έργο της με τίτλο Ξυπόλυτοι ήρωες, Εκδόσεις Πατάκη 2016. Το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά απονέμεται κατά πλειοψηφία στην Έλσα Μυρογιάννη για το έργο της με τίτλο Τα φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο 2016. Την αρμόδια κριτική επιτροπή Κρατικών Βραβείων Παιδικού Βιβλίου συναποτελούν: η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θράκης Αναστασία Οικονομίδου (πρόεδρος), η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Μένη Κανατσούλη (αντιπρόεδρος), η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τασούλα Τσιλιμένη, η καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ Αγγελική Γιαννικοπούλου, η συγγραφέας Σοφία Μαντουβάλου, ο εικονογράφος Τζουλιάνο Καγκλής, η εικονογράφος Ίρις Σαμαρτζή, η κριτικός Κατερίνα Δερματά και η κριτικός Χρύσα Κουράκη.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 34

10ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ» ΣΥΡΟΥ 2019 Σας στέλνουμε την 1η ανακοίνωση για το 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο των Εκπαιδευτικών για τις ΤΠΕ «Αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας στη Διδακτική Πράξη» Σύρου που θα γίνει στην Ρόδο στις 12, 13, 14 Απριλίου 2019 Σκοπός του Συνεδρίου Σκοπός του Συνεδρίου είναι ο γόνιμος προβληματισμός και ο δημιουργικός διάλογος αναφορικά με την εφαρμογή των «Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας στην Εκπαίδευση» (ΤΠΕ-Ε), καθώς και τις σύγχρονες πρακτικές έτσι όπως διαμορφώνονται στη σχολική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα στοχεύει στο να ευαισθητοποιήσει τους/τις εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση ανάδειξης των θεμάτων διδακτικής μεθοδολογίας με την αξιοποίηση των ΤΠΕ. Το 10ο Συνέδριο απευθύνεται κυρίως στους:  Εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης  Εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης  Επιμορφωτές/τριες ΤΠΕ  Επιμορφωτές/τριες και επιμορφούμενους/ες στην διδακτική αξιοποίηση των ΤΠΕ Β΄ Επιπέδου.  Μέλη πανεπιστημιακών παιδαγωγικών τμημάτων  Φοιτητές/τριες (Παιδαγωγικών Τμημάτων και Τμημάτων Η/Υ & Πληροφορικής). Μεταπτυχιακούς/ές φοιτητές/τριες των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση Θεματολογία του Συνεδρίου Εκπαιδευτικό Λογισμικό και υπηρεσίες στήριξης του εκπαιδευτικού έργου  Παρουσιάσεις διδασκαλιών με αξιοποίηση των ΤΠΕ που πραγματοποιήθηκαν από εκπαιδευτικούς σε σχολικά εργαστήρια ή/και στις τυπικές αίθουσες διδασκαλίας.  Σενάρια διδασκαλίας μαθημάτων  Αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία μαθημάτων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.  Ανοιχτό Εκπαιδευτικό Περιεχόμενο με χρήση του OER Canvas.  Σενάρια χρήσης ανοιχτού λογισμικού από τον κατάλογο της ΕΕΛΛΑΚ  Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη.  Υπηρεσίες υποστήριξης σχολείων και εκπαιδευτικών. Τεχνική Υποστήριξη. Υποστήριξη παιδαγωγικού έργου.  Εξ αποστάσεως εκπαίδευση – Τηλεκπαίδευση.  Θεωρητική στήριξη και μεθοδολογία για την ένταξη των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη.  Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού Λογισμικού.  Ανάπτυξη και Αξιοποίηση Ανοικτού Λογισμικού.  Θέματα Εκπαιδευτικής Πολιτικής στις ΤΠΕ.  Διαδραστικοί πίνακες.  Εκπαιδευτική Ρομποτική.  Αξιοποίηση των μαθησιακών αντικειμένων από τα αποθετήρια υλικού.  Εκπαιδευτική Καινοτομία  Οι ΤΠΕ στη διδασκαλία και ενσωμάτωση προσφυγικών πληθυσμών  Η χρήση των ΤΠΕ και αυτοματισμών για μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες


Σελίδα 35

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

 Εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα Μάθηση με κινητές συσκευές (Mobile learning) Διαδίκτυο  Εκπαιδευτική χρήση του Διαδικτύου.  Σχεδίαση/υλοποίηση δικτυακών τόπων με περιεχόμενο σχετικό με την εκπαίδευση.  Θέματα ασφάλειας για τo σχολικό δίκτυο/διαδίκτυο.  Σχεδίαση της δομής και του περιεχομένου «σχολικών ιστοσελίδων».  Παρουσιάσεις εργασιών με χρήση Διαδικτύου στα σχολεία.  Χρήση του Διαδικτύου στην επιμόρφωση και εκπαίδευση εξ αποστάσεως.  Διαδίκτυο και συνεργατική μάθηση. Συνεργασία σχολείων, μαθητών για την εκπόνηση εργασιών με τη χρήση του Διαδικτύου.  Υπηρεσίες Κοινωνικής Δικτύωσης (Web 2.0).  Παρουσίαση εφαρμογών Web 2.0 στα εργαστήρια, με δραστηριότητες και φύλλα εργασίας.  Ιστολόγια (Blogs), Wikis, Κοινότητες Μάθησης, CMS, LMS.  Θεωρητική στήριξη και μεθοδολογία για την ένταξη των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη.  Δράσεις eTwinning  Ασφάλεια στο Διαδίκτυο Ανοιχτές τεχνολογίες, ανοιχτά δεδομένα Διοργάνωση:  ·Ελληνική Ένωση για την αξιοποίηση των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση e-Δίκτυο-ΤΠΕ-Ε (www.ediktyo.eu)  ·Πανελλήνια Ένωση εκπαιδευτικών για τις Φυσικές Επιστήμες «Μιχάλης Δερτούζος» (www.ekped.gr)  ·Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων, Σύρος http:// www.syros.aegean.gr)  ·Σύλλογος Επιμορφωτών για την αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην Εκπαίδευση (ΣΕΠ - ΤΠΕ@Ε http://sep-tpe.gr/) ·Πανελλήνια Επιστημονική Ένωση Νηπιαγωγών για την Αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (Π.Ε.E.Ν.Α@ΤΠΕ) Συνδιοργανωτές:  ·Περιφερειακή Διεύθυνση Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης Νοτίου Αιγαίου  ·Διεύθυνση Π/θμιας Εκπαίδευσης Νομού Κυκλάδων  ·Διεύθυνση Π/θμιας Εκπαίδευσης Νομού Δωδεκανήσων  ·Διεύθυνση Δ/θμιας Εκπαίδευσης Νομού Δωδεκανήσων  ·1ο ΠΕΚΕΣ Νοτίου Αιγαίου  ·2ο ΠΕΚΕΣ Νοτίου Αιγαίου  ·eTwinning ·Εταιρία Ελεύθερου Λογισμικού – Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα (ΕΕΛΛΑΚ) Οδηγίες για την αποστολή εισηγήσεων δείτε στο http://e-diktyo.eu/2018/11/prosklisi-ypovolis-eisigiseonergas/ Αναλυτικά:


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 36

Σημαντικές Ημερομηνίες 30 Νοεμβρίου 2018 Þ 1η ανακοίνωση διοργάνωσης του Συνεδρίου 1 Φεβρουαρίου 2019 Þ Υποβολή περίληψης μέχρι 500 λέξεων για όλες τις κατηγορίες εργασιών 15 Φεβρουαρίου 2019 Þ Ενημέρωση αποδοχής 15 Μαρτίου 2019 26 Μαρτίου 2019 5 Απριλίου 2019 12 - 14 Απριλίου 2019

Þ Υποβολή πλήρων κειμένων για όλες τις κατηγορίες εργασιών Þ Υποβολή τελικών κειμένων για τα πρακτικά του Συνεδρίου Þ Ανακοίνωση προγράμματος Συνεδρίου Þ Διεξαγωγή Συνεδρίου

Σημαντικές παρατηρήσεις  Η παρακολούθηση του συνεδρίου είναι δωρεάν  Για την διαμονή σας ήδη η οργανωτική επιτροπή έχει κλείσει συμφωνίες με ξενοδοχεία με τιμές που κυμαίνονται από 25€ - 50€. Περισσότερες πληροφορίες στο site του συνεδρίου τις επόμενες ημέρες Η ενημέρωση αποδοχής εργασίας μετά την υποβολή περίληψης μέχρι 500 λέξεων για όλες τις κατηγορίες εργασιών έχει ως στόχο τον έγκαιρο προγραμματισμό της μετακίνησης. Δικτυακός τόπος: www.e-diktyo.eu Επικοινωνία: ntzimop@sch.gr


Σελίδα 37

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ - Βασιλική Δοξαρά - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 38

ΝΈΟ ΒΙΒΛΙΟ: «40 Ιστορίες Χίλιες Εικόνες» του Φίλιππου Φιλίππου Το παρών λογοτεχνικό βιβλίο διηγημάτων αποτελείται από 40 διηγήματα τα οποία έχουν γραφτή τα τελευταία δυο χρόνια. Η κύρια θεματολογία τους περιστρέφεται γύρο από την ψυχική ασθένεια (κατάθλιψη, σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη) καθώς και θέματα εξαρτήσεων (αλκοολισμό, ναρκωτικά) κάποια άλλα αναφέρονται σε προβλήματα σύγχρονα και όχι μόνο της κοινωνίας μας (ανορεξία, δυσλεξία, άνοια, παιδική κακοποίηση, σεξουαλικότητα). Επίσης θα συναντήσουμε και διηγήματα που περιστρέφονται γύρο από την σφαίρα του φανταστικού. Τέλος ως καινοτομία του παρόντος βιβλίου μπορούν να χαρακτηριστούν τα διηγήματα που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος αλλά και πρόσφατα της σύγχρονης ιστορίας που σημάδεψαν τον τόπο μας (Ε.Ο.Κ.Α. πόλεμος του 1974). Ο συγγραφέας βαθύς γνωστής κάποιων από αυτών των καταστάσεων μιας και εργάζεται στο χώρο της ψυχικής υγείας ως νοσηλευτικός λειτουργός τα τελευταία 16 χρόνια δεν θα μπορούσε να παραμείνει ως ένας απλός παθητικός θεατής, έχει επηρεαστεί από διάφορα γεγονότα και καταστάσεις. Προβλήματα όπως ο στιγματισμό ο αποκλεισμός και η απομόνωση των ατόμων αυτών αλλά και του αγώνα που τα ίδια τα άτομα και οι οικογένειες τους κάνουν καθημερινά είναι μερικά από τα στοιχεία που συναντούμε. Παράλληλα όμως με τα συναισθήματα που τους κυριαρχούν είναι και η περιγραφή των βιωμάτων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, είναι αυτά που συνθέτουν και αποτελούν τα βασικά στοιχεία του κάθε διηγήματος. Επιπρόσθετα τα επακόλουθα που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν σημαντικών γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου δεν θα τον άφηναν ποτέ αμέτοχο ως ενεργό πολίτη με άποψη. Αφηγήσεις του πατέρα του ο οποίος έλαβε μέρος στην υπεράσπιση των εδαφών της κυπριακής δημοκρατίας κατά τον πόλεμο του 1974 συμμετέχοντας στις πιο αιματοβαμμένες μάχες της οροσειράς του Πενταδάκτυλου έχουν σημαδεύσει αλλά και προβληματίσει αρκετά τον ίδιο. Μέσα από το βιβλίο αυτό μπορεί κάποιος να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα συναισθήματα αλλά και τον αγώνα αυτών των ατόμων όπως και της αντιμετώπισης που τυγχάνουν από άτομα, σύνολα και κοινωνία. Κύριο μήνυμα η αξία και η αξιοπρέπεια της ίδιας ζωής του ατόμου.


Σελίδα 39

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΝΈΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΩΡΙΩΝΑΣ» του Δρ. Μιλτιάδη Ντόβα Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΩΡΙΩΝΑΣ» η τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή, ολιγόστιχης ποίησης, και δη, Χαϊκού, του γνωστού Ηπειρώτη Ποιητή, Εκπαιδευτικού και Διδάκτορα της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Μιλτιάδη Ντόβα υπό τον τίτλο «Αψίδα». Η παρούσα ποιητική συλλογή -όγδοη κατά χρονολογική σειρά έκδοσης εν συνόλω- περιλαμβάνει εκατόν πενήντα τρία Χαϊκού, τα οποία καλύπτουν ευρύ φάσμα ποικίλων μορφών προβληματισμού και τα οποία αποτελούν ένα σχετικά σημαντικό πρόσφατο τμήμα της «δουλειάς» του εν λόγω συγγραφέα. Στα πλαίσια αυτής της ποιητικής συλλογής μπορεί να ειπωθεί ότι αποτυπώνονται με γλαφυρό τρόπο μέσα από μια γραφή με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού και διεκδίκησης, οι δυναμικές σχέσεις Κοινωνίας, Φύσης και Ανθρώπου σε μια ποιητική προσέγγιση και προοπτική με κέντρο τον Άνθρωπο ως μέρος-μέλος της Φύσης και της Κοινωνίας και επίκεντρο παράλληλα αυτών, αποδίδοντας και συγκροτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα αρμονικό σύμπλεγμα των εν λόγω στοιχείων βασισμένο στην αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, αλλά κύρια της περιεκτικότητας σε μια μορφή Ποίησης, όπου εφαρμόζει με επιτυχία την αρχή: «ουκ εν τω πολλώ το εύ» υποσχόμενοι παράλληλα στον Αναγνώστη ένα Υπέροχο Ταξίδεμα!!!


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 40

ΝΈΟ ΒΙΒΛΙΟ: «Έρωτας είναι» της Στέλλας Πετρίδου «Έρωτας είναι» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της ποιήτριας Στέλλας Πετρίδου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «άλφα πι». Πρόκειται για μια συλλογή που υμνεί τον έρωτα και που τον θέτει εκεί που πραγματικά του αξίζει, ώστε να αποτελεί πόλο έλξης για τον άνθρωπο, πηγή ζωής, έμπνευσης, χαράς και δημιουργίας. Στην περιγραφή του βιβλίου της η ίδια η ποιήτρια γράφει: «Και τι είναι ο έρωτας, θα πεις. Ένα φτερούγισμα στο στήθος, μια ζωντανή σπίθα αγάπης, ένας κρυφός πόθος, που βασανίζει το είναι σου και στροβιλίζει ακούσια τη σκέψη σου. Τα βέλη του χτυπούν βαθιά στην καρδιά σου, κυριεύοντάς την, ταλαντεύοντάς την, πολιορκώντας την, διατάζοντάς την, καθοδηγώντας την. Τι κι αν επί της ουσίας ο φτερωτός άγγελος κατοικοεδρεύει στο κεφάλι σου; Τα φτερουγίσματα στο στήθος και τα τρελά καρδιοχτύπια του είναι πάντα εκεί, στα βάθη της καρδιάς σου φωλιασμένα, για να σε κάνουν να νιώσεις και να πεις πως, ναι, υπάρχει ο έρωτας του πάθους, ναι, μεθά στ’ αλήθεια τ’ άγγιγμά του, ναι, γεννά το ρίγος η ανάσα του, ναι, φέρνει τον πόνο η απουσία του, γιατί, ναι, αυτός είναι η ψυχή, αυτός και το σώμα, αυτός και το μυαλό. Αυτός είναι το φως στο σκοτάδι, η φυγή απ’ τη μοναξιά, το μαντήλι στο δάκρυ, η ελπίδα, η χαρά κι η αγάπη». Η συλλογή στην πλειοψηφία της υπηρετεί την έμμετρη ποίηση και για το λόγο αυτό περιβάλλεται από έναν έμφυτο λυρισμό. Αποτελείται από εξήντα ένα ποιήματα και δώδεκα τραγούδια, όλα αφιερωμένα στον έρωτα. Στο βιβλίο φιλοξενούνται πέντε προλογικά σημειώματα σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών, του Γιώργου Μανέτα, του Λευτέρη Μουφτόγλου, του Κώστα Βασιλάκου, της Ελένης Βεζύρογλου και της Χρύσας Νικαλάκ, αλλά και τα σκίτσα ενός εξαίρετου λογοτέχνη και σκιτσογράφου, του Γεώργη Διλμπόη. Στο μουσικό μέρος της συλλογής συμμετέχουν δεκαέξι μουσικοί, που δίνουν άλλη δυναμική στους στίχους της μέσα από τη ζωντανή και ταξιδιάρικη μελωδία τους. Συνθέτης των τραγουδιών (εκτός από ένα που συνέθεσε η ίδια) είναι ο Νίκος Μαρδάς. To σύνολο ερμηνευτών είναι δέκα και συγκεκριμένα ο Νίκος Καλλίνης, οι Γιώργος και Σταύρος Μυλωναδάκης, η Χριστίνα Παπαδοπούλου, η Μαρία Καραγκιόζη, ο Νίκος Μαρδάς, η Μαρία Καζατζή, ο Μάκης Ψαραδέλλης, ο Πάνος Γαληνός και η Δέσποινα Ραφαήλ. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του Παντελή Γάτη. Ακούστε τα τραγούδια της συλλογής στο παρακάτω λινκ: https://www.youtube.com/watch?v=PaMxQWP2fPg&list=PLYao8S_sTZQAGY85wEXbQJhiMnAPOJd hU


Σελίδα 41

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΝΈΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΕΝΑΣ ΜΠΑΜΠΑΣ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΛΟΥΒΙ» της Δήμητρας Σωκράτους Η μικρή Δανάη μαθαίνει από τη μαμά ότι ο μπαμπάς της βρίσκεται σ’ ένα σιδερένιο κλουβί. Αναρωτιέται διαρκώς τι κάνει, γιατί βρίσκεται εκεί και πότε θα επιστρέψει στο σπίτι, κοντά της. Θέλει πολύ να τον δει και να τον αγκαλιάσει ξανά. Δυνατή παρηγοριά κι όμορφη συντροφιά, το παπαγαλάκι της, ο Μπάμπης, που κάνει τα πάντα για να της συμπαρασταθεί. Θα καταφέρει η Δανάη να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά της; Θ’ ανταμώσει με τον «μπαμπάκη» της; Και πώς αλλάζει η ζωή της μ’ έναν μπαμπά στο σιδερένιο κλουβί; Μια ιστορία της Δήμητρας Σωκράτους σε εικονογράφηση της Ευφροσύνης Μαύρου, η οποία παρουσιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία το βίωμα και τις πραγματικότητες ενός κοριτσιού με έγκλειστο γονέα στη φυλακή, προσδοκώντας την ενδυνάμωση και τ’ αγκάλιασμα όλων αυτών των παιδιών. Το βιβλίο ‘Ένας μπαμπάς στο σιδερένιο κλουβί’ απευθύνεται σε αναγνώστες άνω των 8 ετών. Λειτουργεί ως ένα πρώτο εργαλείο αποενοχοποίησης του διαλόγου γύρω από το ιδιαίτερο θέμα του γονεϊκού εγκλεισμού στη φυλακή, και πραγματεύεται ζητήματα όπως: η γονεϊκή απομάκρυνση κι αποξένωση η ανάγκη επικοινωνίας και διατήρησης των οικογενειακών δεσμών κατά τον εγκλεισμό το ψυχολογικό, συναισθηματικό, κοινωνικό φορτίο και στίγμα που συνοδεύει τα παιδιά και τις οικογένειές τους η επιστροφή κι επανένταξη του έγκλειστου γονέα στην οικογένεια, στην καθημερινότητα και στην κοινότητα Το βιβλίο είναι εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου για τη Βιβλιοθήκη Εκπαιδευτικού και Μαθητή (κατάλογος Ιανουαρίου 2019). Βρίσκεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία σε Κύπρο κι Ελλάδα (ISBN 978-9963-2232-2-0).


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 42

Για περισσότερες πληροφορίες: f page: Δήμητρα Σωκράτους https://goo.gl/mci6tb t: 00 357 96 21 99 21 e: dsocratous@hotmail.com Η συγγραφέας Η Δήμητρα Σωκράτους αποφοίτησε από το Τμήμα Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, με δευτερεύον πτυχίο στις Γαλλικές Σπουδές (2005). Έλαβε Μεταπτυχιακό Drama and Theatre in Education (Πανεπιστήμιο Warwick, Αγγλία, 2007) και Μεταπτυχιακό Arts and Culture Management (Rome Business School, Ιταλία, 2017). Είναι εκπαιδευτικός, θεατροπαιδαγωγός και εκπαιδεύτρια ειρήνης κι ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διετέλεσε Συντονίστρια του Εργαστηρίου Νεολαία και Πολιτισμός του ΠΑΦΟΣ 2017 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπως και συν-συντονίστρια του Κυπριακού Δικτύου Νεολαίας του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κοινοβουλίου. Έλαβε διάφορα βραβεία και διακρίσεις για το ακαδημαϊκό, κοινωνικοπολιτιστικό και λογοτεχνικό της έργο. Της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινωνικής Προσφοράς (Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2005). Σύντομο βίντεο για την εθελοντική κοινωνικοπολιτιστική της δράση αναρτήθηκε στην επίσημη ευρωπαϊκή ιστοσελίδα για το Ευρωπαϊκό Έτος Εθελοντισμού 2011. Εξέδωσε τα παιδικά βιβλία «Η Μαίρη και το Λευκό Μπιζέλι» στο ιδιαίτερο θέμα του παιδικού καρκίνου και την ποιητική συλλογή «Αλήθειες, όνειρα κι ειρήνη», η οποία περιλήφθηκε στον κατάλογο επικρατέστερων έργων για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Μικρά Παιδιά 2017 (Κύπρος). Η εικονογράφος Η Ευφροσύνη Μαύρου, έχοντας σπουδάσει στο Λονδίνο, ασχολήθηκε με το σχέδιο και τη δημιουργία ενδυμάτων για αρκετά χρόνια. Με πείρα σε διάφορους τομείς τέχνης (σκηνογραφία, ζωγραφική, μεταξοτυπία, κατασκευή κουκλών, cut-out art), τον τελευταίο χρόνο ασχολείται αποκλειστικά με το σχέδιο, την εικονογράφηση βιβλίων και με δημιουργικά εργαστήρια για παιδιά και άτομα τρίτης ηλικίας


Σελίδα 43

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΚΡΙΝΑ - Σάρα Σινάνι - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 44

ΝΈΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΣΜΑΤΑ ΝΕΚΡΙΚΑ» του Πάνου Χατζηγεωργιάδη Ως "Άσματα Νεκρικά” τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Μουσικοσυνθέτη, λογοτέχνη και δημοσιογράφου κ. Πάνου Χατζηγεωργιάδη. Μορφολογικά αποτελείται απο είκοσι έξι ποιήματα έμμετρου ύφους, ενός εώς τεσσάρων στροφών. Ενοιολογικά ομοιάζει με παλαικού τύπου ποιηση ορμώμενη εκ του 19ου αιώνος, αλλά με σαφείς αναφορές στο σήμερα. Νεκρές παρθένες κόρες, τάφοι, φαντάσματα, Δούκισσα της Πλακεντίας, βρυκόλακες, η στιγμή η επί της κλίνης του θανάτου, απολογισμός της ζωής, προβληματισμός. Όλα αυτά τα σχήματα, τα παρμένα απο άλλες εποχές αλλα πάντοτε διαχρονικά, βασισμένα στο λατινικό ρητό MEMENTO MORI χρησιμοποιούνται με έναν και για έναν σκοπό. Την πνευματική αφύπνιση, την αντίδραση ενάντια στον υλισμό της τεχνολογικής μας εποχής και την αλλαγή των προτεραιοτήτων όπου έχει φέρει στις μέρες μας. Αλλαγή η οποία έχει καταβαραθρώσει την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής. Ως σημείον πνευματικής αντιστάσεως στον υλισμό λοιπόν συνετέθει το παρόν μικρό σε όγκο μα ευελπιστεί κάποιος δυνατό σε ποιότητα πόνημα τον Φεβρουάριο του 2017 και έλαβε μορφή πιο συγκεκριμένη τον Σεπτέμβριο του 2018. Είθε το νόημα αυτής της προσπάθειας να μπορέσει να γίνει κατανοητό στις μέρες μας. Ένα μήνυμα της μνήμης θανάτου, της πεπερασμένης μας ύπαρξης μέσα στο διάβα του χρόνου και της αιωνιότητος που το έχουμε ανάγκη περισσότερο απο οτιδήποτε άλλο. Σύντομο βιογραφικό Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης είναι μουσικοσυνθέτης, μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου. Ασχολείται επίσης ως πάρεργο με την Λογοτεχνία με παρουσία και βραβεύσεις εδώ και περίπου δέκα χρόνια. Δημοσιογραφεί επί δεκαετία. Ασχολείται επίσης με την πολιτική θεωρώντας πως η ενασχόληση με τα κοινά δεν είναι απλό δικαίωμα του ενεργού πολίτη μα και καθήκον.


Σελίδα 45

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΚΡΥΦΤΟ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ - Γκογκίδη Αγγελική - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 46

Κριτική Άννας Παπά για το Παραμύθι: «Όνειρα χαράς και λύπης» της Νατάσσας Συμεωνίδου-Θάνου

Ο ΝΕ Ι Ρ Α Χ Α ΡΑΣ Κ ΑΙ Λ ΥΠ Η Σ Α Π Ο Ε Ν Α Π ΑΙ ΔΙ Τ Ο Υ Π Ο Λ Ε Μ Ο Υ, Τ Ο Υ ΞΕ ΡΙ ΖΩ ΜΟ Υ… Γράφει η Άννα Παππά Δασκάλα-Συγγραφέας Εξήντα εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σήμερα ξεριζωμένοι από τις εστίες τους σε όλο τον κόσμο. Ανάμεσά τους παιδιά εκτεθειμένα συχνά σε απειλές όπως η εκμετάλλευση, το τράφικινγκ, η παιδική εργασία, επιδίδονται σε έναν καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Πολλά από αυτά έχουν περάσει σχεδόν όλη τους τη ζωή σε καταυλισμούς. Εκείνη τη νύχτα το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό που ο μικρός Φερναντίτο ήταν αδύνατον να κλείσει μάτι. Το παγκάκι ποτέ δεν υπήρξε το ιδανικό κρεβάτι για ένα παιδί, πόσο μάλλον όταν το χτυπάει ο τσουχτερός βοριάς! Με τα μάτια του ορθάνοιχτα ψάχνει, ψάχνει ένα καλύτερο μέρος να κουρνιάσει. Οι λίγοι περαστικοί αδιαφορούν γι’ αυτό το παιδί. Παιδί του δρόμου είναι άλλωστε, τι τους νοιάζει; Ένα παλιό βαγόνι, βαλμένο για διακόσμηση, είναι το τωρινό του σπίτι. Ο μικρός Φερναντίτο δεν είχε κανέναν στη ζωή. Οι γονείς του και τ’ αδέλφια του σκοτώθηκαν στον πόλεμο, όταν ένας όλμος τρύπησε τη στέγη του σπιτιού τους. Ο ίδιος σώθηκε από θαύμα και από τότε ήξερε καλά ότι ήταν μόνος του. Έφτασε στον προορισμό του που είναι η αρχή ενός άλλου ταξιδιού, όχι το τέλος του δρόμου. Κάποιοι γνωστοί τον είχαν φέρει σε μια άλλη πατρίδα, πιο φιλική γι’ αυτόν, μακριά από τις σφαίρες του πολέμου. Έφτασε στον προορισμό του, και ταυτόχρονα έφτασε στην αρχή ενός άλλου ταξιδιού, όχι στο τέλος της διαδρομής του. Πρέπει να χαμογελάσει κάποια στιγμή με την ψυχή του, να συνεχίσει να παίζει και να ονειρεύεται. Η καθημερινότητα σκληρή, μόνο το βράδυ τα όνειρα τον συντροφεύουν, όνειρα τρελά, όνειρα πολλά, όνειρα γεμάτα παιχνίδια και παιδιά… Ο μικρός Φερναντίνο δε θα σταματήσει ποτέ να ονειρεύεται. Να ονειρεύεται πως κάποια μέρα το χαμόγελο θα έρθει στα χείλη του. Πως κάποτε θα αποκτήσει ένα ζεστό όμορφο σπιτικό με δυο μεγάλες αγκαλιές. Κι εκείνη η μέρα θα έρθει… μόλις το πιστέψει βαθιά…


Σελίδα 47

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Το παραμύθι της κ. Νατάσσας Συμεωνίδου-Θάνου με εικόνες από τη Μαρία Φλωριάν, έρχεται την πιο κατάλληλη στιγμή να μιλήσει για την αγάπη και τη συνεργασία, την αλληλέγγυα στάση των ανθρώπων στην Ελλάδα απέναντι στο μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ιστορία που μας κάνει να αναρωτηθούμε για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής. Μια συγγραφέας που αγγίζει τις δικές μας ψυχές και μια εικονογράφος που…ζωγραφίζει υπέροχα τα όνειρα!


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 48

Κριτική για το «Ανθρώπινο σημειωματάριο» του Βασίλη Φλαμπουράρη Του Nikolay Milchev (Νικολάι Μίλτσεφ) Διάσημου Βούλγαρου ποιητή με πολλά βραβεία στη χώρα του και στο εξωτερικό. Υποψήφιος 3 φορές για το Διαβαλκανικό βραβείο ποίησης. Πριν σε συνεπάρει σε μια άλλη διάσταση και σε απαλύνει , η ποίηση σε διδάσκει να παρατηρείς . Να κοιτάς στην αυλή σου, πίσω από τη γωνία του δρόμου, πίσω από τον κάδο ,στον ουρανό. Κοιτάζοντας με τα μάτια της ποίησης σημαίνει να βλέπεις. Να βλέπεις πράγματα που υπάρχουν, αλλά που έχουν άλλο νόημα. Να τα βλέπεις καθώς έρχονται από την πραγματικότητα, και στη συνέχεια εξαφανίζονται σε σας. Αυτή είναι η ποίηση του Βασίλη Φλαμπουράρη και ώριμη και απώτερη-αντίπερα. Πάντα πίστευα ότι η καλή ποίηση είναι πρωτίστως μια λεπτομέρεια που σημαίνει και ομιλίες-λόγια . Μια λεπτομέρεια που συνοψίζει. Και στο σπουργίτι και στις γάτες και στην παριζιάνικη patisserie και στη μητέρα που είναι μητέρα και αστέρι στον ουρανό- είναι ποίηση, γιατί μπορείς να τα αισθανθείς μέσα στο δέρμα σου και να τα ψάξεις βαθιά μέσα στις αισθήσεις σου. Με την πρώτη ματιά, η ποίηση Βασίλη είναι σαν την ποίηση για την τσέπη και το χέρι σας - νομίζετε ότι μπορείτε να τα μεταφέρεις παντού μαζί σου. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα αλίευμα-δόλωμα. Και η πρώτη αίσθηση. Η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι στίχοι στέκονται εκεί που πρέπει όπου βρίσκονται - πέρα από το πραγματικό, και εσύ απλά μόνο τους θυμάσαι. Τους θυμάσαι όμορφα και βαθιά. Είμαι χαρούμενος με το γεγονός ότι η λακωνικότητα σ' αυτούς τους στίχους είναι εκτός μόδας, η οποία υπενθύμισε πρόσφατα ξένα, ως επί το πλείστον ανατολίτικα μοτίβα. Εδώ όμως συναντούμε χαρακτηριστικά παραδείγματα της λυρικής μινιατούρας, που για μένα έχει τα σημάδια και τα στοιχεία της αρχαιότητας. Έχω ακούσει ότι η πολυτέλεια δεν φαίνεται αλλά δείχνει να είναι το πιο φυσικό πράγμα. Αυτό συμβαίνει με το ανθρώπινο σημειωματάριο. Εδώ η πολυτέλεια της ποίησης, επίσης, δεν είναι προφανής, αλλά φαίνεται σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τέτοια ποιήματα είναι εύκολο να διαβαστούν, αλλά τα σκέφτεσαι για πολύ καιρό και παραμένουν μαζί σας ,για να είναι μαζί σας αλλού, και να σε κάνουν να αισθάνεσαι όμορφα μαζί τους, και μερικές φορές - να σε θεραπεύουν. Χαίρομαι και είμαι πραγματικά ευτυχής που τέτοιοι στίχοι, μεταξύ άλλων, θεραπεύουν. Μας αντιμετωπίζουν με μια ξεχασμένη, φυσική ομορφιά. Γιατί όταν εσύ και η αυλή, και το τζάκι, και το σπουργίτι είναι ουρανός - τότε όλα είναι ψηλά. Και μπροστά στα μάτια σας.


Σελίδα 49

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 50


Σελίδα 51

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Βραβεύτηκε το βιβλίο «Ξαστέρωμα» του Δρ. Μιλτιάδη Ντόβα Βραβεύτηκε στα πλαίσια του «3ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης Κωνσταντίνος Π. Καβάφης» που διηξήγαγε για το 2017, η International Art Society και η International Art Academy με το «3ο Τρίτο Βραβείο» του εν λόγω Διαγωνισμού, η ποιητική συλλογή «Ξαστέρωμα», δείγμα κι απόπειρα, τόσο ελευθερόστιχης, όπως κι ομοιοκατάληκτης ποίησης, του γνωστού Ηπειρώτη Ποιητή, Συγγραφέα, Διδάκτορα της Φιλοσοφίας, και Εκπαιδευτικού Μιλτιάδη Ντόβα. Η ποιητική συλλογή «Ξαστέρωμα», η οποία αποτελείται από 35 τριάντα πέντε σελίδες, περιλαμβάνει τριάντα τρία ποιήματα, 25 είκοσι πέντε ελευθερόστιχα και 8 οκτώ ομοιοκατάληκτα, τα οποία καλύπτουν ευρύ φάσμα ποικίλων μορφών προβληματισμού και τα οποία αποτελούν ένα σχετικά σημαντικό, πρόσφατο τμήμα της δουλειάς του εν λόγω συγγραφέα. Στα πλαίσια αυτής της ποιητικής συλλογής ο Συγγραφέας παντρεύει το βίωμα και το όνειρο με τη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη καταλήγοντας στην κριτική ενατένιση και αποτύπωση στο πλαίσιο μιας απόπειρας έκφρασης της δυναμικής μέσω της Ποιητικής Κριτικής, των γενιών του Σήμερα, αλλά και των γενιών που ακολουθούν!


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 52

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΛΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ ΣΚΙΟΥΡΙΝΟΥ Ο Χειμώνας μπήκε πια για καλά. Πυκνό χιόνι, σκέπασε το δάσος μ’ ένα κάτασπρο σεντόνι. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και οι ετοιμασίες για τις γιορτές είχαν αρχίσει εδώ και μέρες . Η οικογένεια Σκιουρούλη είχε τελειώσει με την καθαριότητα και στόλιζε το σπίτι. Το μικρό σκιουράκι , ο Ρούλης , ήταν πολύ χαρούμενο γιατί σε λίγες μέρες θα πήγαινε για ψώνια με τους δικούς του. Η κυρα-Μάρω ,η αλεπού ήδη ψώνιζε τα Χριστουγεννιάτικα δώρα της οικογενείας της . Όσο για την κυρία λαγουδίνα είχε τελειώσει και με τα ψώνια και άρχισε να ετοιμάζει ένα σωρό λιχουδιές για το γιορτινό τραπέζι . Όλα τα σπίτια άστραφταν από τα φωτάκια των στολισμένων δέντρων. Το δάσος έμοιαζε παραμυθένιο, ντυμένο στα κατάλευκα και φεγγοβολούσε από τα χρωματιστά λαμπιόνια που αστραφτοβολούσαν κάθε νύχτα. Στο σχολείο τα ζωάκια ήταν πολύ χαρούμενα . Οι συζητήσεις τους στρέφονταν συνέχεια γύρω από τις διακοπές. Έλεγαν πώς θα περάσουν τις γιορτές, τι δώρα θα πάρουν , πού θα πάνε ,τι ζήτησαν από τον Άγιο Βασίλη κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Ένα μικρό σκιουράκι όμως , ο Λίνος , άκουγε τις συζητήσεις των φίλων του χωρίς να μιλάει και τα ματάκια του ήταν μελαγχολικά και βουρκωμένα. « Εσύ πώς θα περάσεις τις διακοπές των Χριστουγέννων»; Τον ρώτησε η Νίτσα η αλεπουδίτσα . Το σκιουράκι βούρκωσε . « Ε,ε,ε, εγώ δυστυχώς είμαι μόνος και δεν έχω διάθεση να ετοιμάσω τίποτα» , μουρμούρησε ο Λίνος . «Γιατί είσαι μόνος σου» ; ρώτησε ο Ρούλης. «Δεν έχεις γονείς εσύ»; «Όχι, δυστυχώς τους έχασα και τους δύο πριν από αρκετό καιρό κι έτσι έμεινα ολομόναχος στη ζωή», απάντησε ο Λίνος θλιμμένα. Όταν τελείωσε το μάθημα η Νίτσα ,η αλεπουδίτσα, πλησίασε τον Ρούλη και του είπε «Δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη θέση του Λίνου . Πρέπει να είναι πολύ δυστυχισμένος». «Το ίδιο κι εγώ», είπε το σκιουράκι . « Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι για να περάσει κι αυτός όμορφα τις γιορτές»; «Έτσι νομίζω, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε»; «Θα το συζητήσω με τους γονείς μου και θα σου πω»,είπε ο Ρούλης . Πράγματι μόλις έφτασε στο σπίτι κουβέντιασε με τη μαμά του για το ορφανό σκιουράκι . Η κυρία Σκιουρούλη συγκινήθηκε πολύ. Του είπε να καλέσει τον Λίνο να περάσει μαζί τους τις ημέρες των διακοπών. Την επόμενη μέρα το σχολείο έκλεινε .Τα μαθήματα σταματούσαν και άρχιζαν οι διακοπές των Χριστουγέννων . Στο τελευταίο διάλειμμα, ο Ρούλης πλησίασε τον Λίνο και τον κάλεσε να περάσει τις γιορτές μαζί του. Ο Λίνος συγκινήθηκε πολύ. Τον ευχαρίστησε και του είπε πως δεν θα ήθελε να του γίνει βάρος. Όμως ο φίλος του τον αγκάλιασε και του είπε πως και γι’ αυτόν θα ήταν καλύτερα, αφού δεν είχε αδέρφια .Όταν τελικά τον έπεισε, μαζί με την Νίτσα την αλεπουδίτσα πήγαν στο σπίτι του, ετοίμασαν μια τσάντα με τα πράγματά του και πήγαν στο σπίτι της οικογένειας Σκιουρούλη. Η μαμά σκιουρίνα τον τακτοποίησε στο δωμάτιο του γιού της και τα δυο σκιουράκια έπαιξαν χαρούμενα για πολλή ώρα. Το απόγευμα η μαμά του Ρούλη είπε : «Μήπως θέλετε να πάμε για μερικά ψώνια»; «Ναι ! ! ! φώναξαν τα ζωάκια όλο χαρά ,φύγαμε κιόλας» . Όταν έφτασαν στην αγορά οι δυο φίλοι δεν ήξεραν τι να πρωτοθαυμάσουν. Όλες οι βιτρίνες ήταν στολισμένες και γεμάτες παιχνίδια, ρούχα, Αγιο-βασίληδες, αγγελούδια κι ένα σωρό άλλα όμορφα πράγ-


Σελίδα 53

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ματα . Ο μπαμπάς και η μαμά Σκιουρούλη, ψώνισαν στα δυο σκιουράκια ρούχα , παιχνίδια , ζαχαρωτά και κάτι πολύ όμορφες μπότες για τα χιόνια. Ο Λίνος φαντάστηκε πως ήταν με τους γονείς του και η καρδιά του πλημμύρισε από χαρά. Το βράδυ των Χριστουγέννων το σπίτι άστραφτε από τα στολίδια και όλοι ήταν χαρούμενοι . Οι συγγενείς έφεραν πολλά δώρα και στα δυο σκιουράκια και δεν προλάβαιναν ν’ ανοίγουν δέματα. Το ίδιο όμορφα πέρασαν και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς . Δίπλα στο τζάκι βρήκαν τα δώρα που άφησε ο Αγιοβασίλης. Τα χαρούμενα ξεφωνητά τους ακούστηκαν σε όλο το δάσος. Οι χαρούμενες μέρες των διακοπών όμως, έφτασαν στο τέλος . Ο Λίνος, που πέρασε υπέροχα με την οικογένεια του φίλου του, άρχισε να σκέφτεται πόσο δύσκολα θα συνήθιζε και πάλι τη μοναξιά. Τα ματάκια του έπαψαν να έχουν την λάμψη που είχαν όλες αυτές τις μέρες . Μια μέρα πριν αρχίσουν τα μαθήματα, ετοίμασε τα πράγματά του και πήγε να αποχαιρετήσει τους γονείς του Ρούλη.Τους αγκάλιασε με βουρκωμένα μάτια και τους ευχαρίστησε για όλα .Χαιρέτησε και τον Ρούλη και ετοιμάστηκε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή όμως, η κυρία Σκιουρούλη έτρεξε τον αγκάλιασε και του είπε : «Λίνο μου, θα ήθελες να μείνεις για πάντα κοντά μας ; Σ’ έχουμε αγαπήσει όλοι και αν μείνεις, εμείς θα έχουμε δύο παιδάκια και ο Ρούλης μας έναν αδερφό . Ο Λίνος κόντεψε να λυποθυμήσει από συγκίνηση .Τρύπωσε στην αγκαλιά της μαμάς Σκιουρίνας και άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν για πολλή ώρα . Ήταν δάκρυα χαράς όμως αυτήν τη φορά . Ο μπαμπάς πήρε την τσάντα του Λίνου και την πήγε και πάλι στο δωμάτιο .Ο Ρούλης αγκάλιασε τον Λίνο χαρούμενος και του είπε : « Έλα Λίνο. Πάμε να κάνουμε τα μαθήματά μας. Αύριο ανοίγει το σχολείο .» Παρασκευή Αδαμίδου Κηπουρίδου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 54

Απόγνωση Η μέρα έφτασε στο τέλος. Ο ορίζοντας βάφτηκε με χρώματα της Δύσης. Ο ήλιος έδωσε τα σκήπτρα στην αδερφή του τη σελήνη και βυθίστηκε στην αγκαλιά της θάλασσας.Ο Αργύρης με βαριά βήματα έφτασε σ’ εκείνο το μοναχικό παγκάκι, κάθισε , έσκυψε το κεφάλι και το στήριξε στα δυο του χέρια, σε στάση απελπισίας και βαθιάς απόγνωσης. Αποκομμένος εντελώς από το περιβάλλον, αφέθηκε αδύναμος σ’ έναν πραγματικό κυκεώνα σκέψεων, που ούτε αρχή είχαν, μα ούτε και τέλος. Εικόνες μπερδεμένες, κομμάτια ενός παζλ κυλούσαν, με ρυθμούς αστραπής, μπροστά στα μάτια του. Σαν παιδί έζησε μια πολύ όμορφη ζωή με δυο γονείς που φρόντιζαν να μην τους λείψει τίποτε. Τον μεγάλωσαν, τον σπούδασαν, τον βοήθησαν να πάρει το δρόμο του.Μετά το στρατό βρήκε μια αξιόλογη θέση σε γνωστή εταιρεία, με καλές αποδοχές και η ζωή του κυλούσε όμορφα. Στην εταιρεία γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Βίκυ, και μέσα σε λίγους μήνες αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους.Σ’ αυτό το παγκάκι είχαν δώσει το πρώτο τους φιλί. Δεν άργησε να έρθει το πρώτο παιδί, ο Άρης.Πόσο τυχεροί τυχεροί κι ευτυχισμένοι αισθάνθηκαν τότε! Οι μισθοί τους ήταν ικανοποιητικοί και η ζωή κυλούσε αρμονικά, με αγάπη κι αισιοδοξία.Όταν ήρθε και το δεύτερο παιδί, η Σοφία, η χαρά και η αγάπη βασίλευε στην οικογένεια. Τα καλοκαίρια φρόντιζαν να παίρνουν μαζί άδεια και απολάμβαναν οικογενειακές στιγμές σε πανέμορφες ακρογιαλιές νησιών, αποθηκεύοντας ενέργεια και δύναμη προκειμένου να αντέχουν τον υπόλοιπο καιρό, που οι υποχρεώσεις της οικογένειας και της εργασίας απαιτούσαν κουράγιο και ιδιαίτερη φροντίδα. Είχαν την άνεση να αποπληρώνουν κάποιο δάνειο κι αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι. Οι δόσεις ήταν σχεδόν όσο και το ενοίκιο. Με λίγα χρήματα παραπάνω θα είχαν δική τους στέγη. Έτσι όμορφα κυλούσε η ζωή μέχρι την στιγμή της μεγάλης ανατροπής.Ανατροπής την οποία προκάλεσε η οικονομική κρίση και γύρισε στην κυριολεξία τα πάνω κάτω.Αρχικά μειώθηκαν οι μισθοί. Ακολούθησε η απόλυση της Βίκυ, στα πλαίσια μιας προσπάθειας της εταιρείας να μειώσει το προσωπικό. Η ζωή τους άλλαξε πάρα πολύ κι αυτό δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Η αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βοηθούσε να αντιμετωπίζουν την κατάσταση και να αλληλοστηρίζονται. Άλλα δυο χρόνια κύλησαν και δυστυχώς οι συνθήκες όλο και δυσκόλευαν.Οι μειώσεις στο μισθό του Αργύρη δεν έμοιαζαν να έχουν τέλος. Είχαν πια μεγάλη δυσκολία να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Στερούνταν πολλά προκειμένου να μπορούν να αποπληρώνουν τις δόσεις του δανείου. Η απόλυτη απόγνωση όμως ήρθε όταν η εταιρεία αποφάσισε να βάλλει λουκέτο αφήνοντας άνεργους δεκάδες υπαλλήλους. Έτσι έμεινε κι ο Αργύρης χωρίς δουλειά σε μια εποχή δύσκολη, που οι θέσεις εργασίας σπάνιζαν και η ανεργία μάστιζε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι στην κυριολεξία δεν ήξεραν πώς να επιβιώσουν. Απλήρωτοι λογαριασμοί, απλήρωτες δόσεις του δανείου συσσωρεύονταν με τον καιρό και τους βύθιζαν στο φόβο και την ανασφάλεια. Αδυνατούσαν πια να προσφέρουν στα παιδιά ακόμη και τα βασικά. Τα χρήματα που είχαν στην άκρη είχαν εξαντληθεί από καιρό.Η επιβίωσή τους κρεμόταν από κάποια λίγα χρήματα που έδιναν οι γονείς , από το υστέρημά τους, γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν τα εγγόνια σ’ αυτήν την κατάσταση. Αγωνίστηκε, μάτωσε να βρει μια οποιαδήποτε δουλειά, μα στάθηκε αδύνατο. Πνιγόταν, ασφυκτιούσε,


Σελίδα 55

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

άρχισε να χάνει το κουράγιο και την αυτοεκτίμησή του, έγινε νευρικός, απότομος, ευέξαπτος. Το ίδιο και η Βίκυ που έβλεπε την καταστροφή να πλησιάζει απειλητική σαν τυφώνας να σαρώσει τα πάντα αφήνοντας γύρω μονάχα συντρίμια κι αποκαίδια. Ο Αργύρης,ένας αξιοπρεπής, μορφωμένος, καλλιεργημένος άνθρωπος κατέληξε με πόνο ψυχής να στέκει στην ουρά για να διασφαλίσει το φαγητό της οικογένειας.Ήθελε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ναι μόνο αυτό ήθελε, γιατί περιμένοντας σ’ εκείνη την ατέλιωτη ουρά αισθανόταν πως έχανε και το τελευταίο πράγμα που του είχε απομείνει. Την αξιοπρέπια με την οποία είχε συνηθίσει να ζει και τον έκανε να νοιώθει άνθρωπος. Προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του και στραβά κουτσά κάτι κατάφερνε μέχρι τη στιγμή που έχασε και το σπίτι σε πλειστηριασμό κι έμειναν χωρίς στέγη. Εκεί δεν άντεξε. Κατέρρευσε. Τι μέρα κι αυτή. Κορωνίδα αποδείχτηκε της καταστροφής του.Η Βίκυ με τα παιδιά πήγε στο σπίτι της μητέρας της κι εκείνος πήρε τους δρόμους. Θλιμένος, δύσθυμος, απογοητευμένος όπως ήταν δεν τον χωρούσε ο τόπος.Ολόκληρη τη μέρα περπατούσε άσκοπα πλημμυρισμένος από ανάμεικτα συναισθήματα θυμού, οργής,ντροπής απόγνωσης, πανικού. Ένα αίσθημα αδικίας τον έπνιγε. Όλα τα έβλεπε μαύρα.Ούτε μια ακτίνα φωτός δεν υπήρχε να φωτίσει, έστω αμυδρά, το σκοτεινό τούνελ της ζωής του. «Σκατοζωή», ψιθύρισε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Αγκάθια είναι γεμάτος ο δρόμος σου.Μια τραμπάλα είσαι. Μια του ύψους μια του βάθους.Πότε μας χαμογελάς και στρώνεις το μονοπάτι μας με ροδοπέταλα και πότε μας πετάς άπονα στ’ αγκάθια και σφυρίζεις αδιάφορα. Έτσι μου’ρχεται …..» Σταμάτησε και ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. Ανασήκωσε το κεφάλι και με μια απότομη κίνηση σκούπισε τα δάκρυα που αυλάκωναν τα χλωμά του μάγουλα.Οι σκέψεις του παρέπαιαν μεταξύ λογικής και παράνοιας. Με τα μάτια της φαντασίας είδε πίσω από τα κουρασμένα του βλέφαρα την μοίρα του. Μια κακάσχημη, ξεδοντιασμένη γριά, μια μέγαιρα , που καθόταν στο παραγώνι και ύφαινε τις τύχες των ανθρώπων. Για άλλους χρησιμοποιούσε χαρούμενο, πολύχρωμο υφάδι με υφή μεταξιού και για άλλους γκριζόμαυρο του πένθους και της δυστυχίας με υφή τραχιά, αγκαθωτή, που πληγώνει και σκορπάει ψυχικό άλγος. Εκείνη του έριξε ένα αδιάφορο, παγωμένο βλέμμα, γέλασε ανατριχιαστικά και του γύρισε την πλάτη, αδιαφορώντας για την οργή του. «Τι σου έκανα γρια στρίγκλα και με οδήγησες σε τέτοια μονοπάτια πόνου και απελπισίας; Μια απαίσια σκύλα είσαι. Σκληρή και άδικη. Σε άλλους χαρίζεις απλόχερα χάδια και χαμόγελα κι άλλους τους πετροβολάς ανελέητα. Καταστρώνεις τα άνομα σχέδιά σου και τα εφαρμόζεις, αδιαφορώντας για τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων, που βυθίζεις στην θλίψη και τον πόνο. Πόσο στρίγγλα, πόσο σκληρή και άπονη είσαι μαζί μου! Την κατάρα μου να έχεις. Αναπαμό να μη σου δώσει ο θεός, αδυσώπητη σκύλα, που μόνο δυστυχία κλήρωσες για μένα, στερώντας μου τα πάντα » μουρμούρισε και το μάτι του γυάλιζε από οργή. Αμέσως μετά έστρεψε το βλέμμα στη θάλασσα. Είχε πανσέληνο και ο αδηφάγος καθρέφτης της αντανακλούσε το φως του. Το φεγγάρι έριχνε άπλετο φως στην επιφάνεια και την έκανε ν’ αστράφτει, βάφοντας ασημιά τα μικρά κυματάκια. Τι καταλαβαίνει η θάλασσα από πόνο κι απελπισία; Άπονη κι εγωίστρια απαξιεί ν’ ασχοληθεί με τα βάσανα του ανθρώπου. Εξοργίστηκε. Τα έβαλε με θεούς και δαίμονες. Στο βάθος μια ψαρόβαρκα έπλεε αργά πάνω στα ήρεμα νερά.Αποξεχάστηκε για λίγο αγναντεύοντας την θάλασσα προσπαθώντας να αντλήσει λίγη γαλήνη από την πλάση. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 56

Η φαντασία του κάλπαζε. Φαντάστηκε πως κολυμπούσε σε σκοτεινά, βαθιά νερά ανάμεσα σε καρχαρίες που απειλούσαν να τον κατασπαράξουν. Όσο κι αν κολυμπούσε στο ίδιο σημείο βρισκόταν και στεριά πουθενά. Η ψυχή του έγινε ένα κουβάρι. Αρνητικές σκέψεις κυρίεψαν πάλι το νου του. Διέξοδος πουθενά. Όλα μαύρα. Η ελπίδα αποδημητικό πουλί που πέταξε μακριά. Τα όνειρα θνησιγενή.Το τοπίο της ζωής του μια έρημος γεμάτη θίνες που τις σαρώνει ο άνεμος.Κι αυτός ένας διψασμένος, ταλαιπωρημένος ταξιδιώτης, που όσο κι αν προσπαθούσε να βρει μια όαση να ξεδιψάσει, δυστυχώς μόνο άνυδρα πηγάδια συναντούσε ανίκανα να τον κρατήσουν στη ζωή. Αλήθεια πόση απόγνωση χρειάζεται για να περάσει κανείς από τον κόσμο των λογικών στην αντίπερα όχθη; ‘Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Ο Αργύρης υποψιαζόταν πως ένα βήμα απείχε από την παράνοια. Ήταν έτοιμος να πλάσει έναν δικό του κόσμο και να περιχαρακωθεί μέσα του. Για να μην αγωνιά, να μη φοβάται, να μην αισθάνεται ανάξιος πατέρας και σύζυγος να μη νοιώθει ντροπή που δεν μπορεί να προσφέρει στην οικογένειά του αυτά που δικαιωματικά της αξίζουν. « Τι χρώμα έχει άραγε η απόγνωση; Το χρώμα της ομίχλης που σε κάνει να μην βλέπεις ορίζοντα μπροστά σου ή το μαύρο μιας σκοτεινής αφέγγαρης νύχτας που σαν πέπλο καλύπτει τους ορίζοντές σου και σε αφήνει να κολυμπάς σε σκοτεινά νερά;»Αναρωτήθηκε μ’ έναν κόμπο θλίψης να κρέμεται από τα πικραμένα του χείλη. Το μονότονο τραγούδι των γρύλλων πάνω στα λιόδεντρα που συνήθως το απολάμβανε του δημιούργησε ένα απίστευτο εκνευρισμό. Το θρόισμα του ανέμου στις φυλλωσιές που κάποτε τον χαροποιούσε και τον γέμιζε αισιοδοξία τον έκανε να πεταχτεί επάνω. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένα βάρος πλάκωνε το στήθος του σαν σιδερένια μπάλα. Κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Κουλουριάστηκε στην υγρή άμμο και ξέσπασε σ’ ένα λυτρωτικό κλάμα. Μοναδικοί μάρτυρες τ’ αστέρια που έλαμπαν στο στερέωμα και ο φλοίσβος της θάλασσας που σίγησε ξαφνικά, από συμπόνια για τον δυστυχή, που πότιζε την άμμο με δάκρυα πόνου και απόγνωσης. Το ολόγιομο φεγγάρι βολτάριζε στη στράτα του ουρανού, σιγοσφυρίζοντας με αδιαφορία, ασυγκίνητο απ’ τα βάσανα των ανθρώπων. Το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας σε απόσταση αναπνοής τον έκανε να ριγήσει. Από μικρό παιδί δεν άντεχε τη στριγκή φωνή αυτού του νυχτόβιου πουλιού. Τον τρόμαζε και τον ανατρίχιαζε. «Άντε να χαθείς γρουσούζικο πουλί», μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε. Βυθίστηκε στο τέλμα μιας ατέρμονης μοναξιάς. Τα δροσερά ρυάκια της ελπίδας στέρεψαν οριστικά. Η απόγνωση θέριεψε μέσα του, έγινε πυρκαγιά. Κεραυνός εν αιθρία, που πυρπόλησε τα πάντα. Ελπίδες, όνειρα, χαρά, ευτυχία μια χούφτα στάχτη, αγνάντευαν το τίποτα και το πουθενά. Είχε την εντύπωση πως, μαζί με τις ακτίνες του φεγγαριού, σερνόταν σαν ερπετό κι ένα κύμα απελπισίας, που τρύπωνε από τις ρωγμές της ψυχής του βίαια, κατακτητικά για να την γεμίσει πόνο, αδιέξοδο κι απελπισία. Έκανε το κεφάλι του να βουίζει και τα μάτια του να φλογίζονται από καυτά δάκρυα. Το μυαλό του έκανε αναδρομές στο ευτυχισμένο χθες. Οι καλές στιγμές κυλούσαν σαν σκηνές ταινίας μπροστά στα μελαγχολικά του μάτια, που έσταζαν πίκρα και πόνο. Δυστυχώς γι’ αυτόν η ευτυχία είχε γίνει παρελθόν. Είχε γίνει ανάμνηση, που τον πλήγωνε, τον κατακερμάτιζε. Παρόν και μέλλον στα μάτια του έμοιαζε με ανήλιαγο ουρανό, με καταιγίδα σφοδρή , που ορμούσε στη ζωή του, με εχθρικές διαθέσεις,με μοναδικό σκοπό να καταστρέψει, να ισοπεδώσει, να αφανίσει. Η ψυχή του έπρεπε να ξεχάσει τι θα πει ονειρεύομαι, ελπίζω, κάνω σχέδια, περιμένω κάτι. «Βάστα καρδιά, νταγιάντα» έπρεπε να λέει και να κάνει κουράγιο, μα δεν φαινόταν αποφασισμένος για κάτι τέτοιο. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βγει από τις σκοτεινές δαγκάνες της απόγνωσης, που τον είχαν τυλίξει


Σελίδα 57

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ασφυκτικά και δεν τον άφηναν να πάρει ανάσα. Οι λιακάδες της ζωής του είχαν τελειώσει και τα μαύρα σύννεφα μόνο μπόρες και καταιγίδες προμηνούσαν. Κι αυτός αδύναμος σαν ξερό δεντρί, πού να βρει αντοχές για να αντισταθεί στους μανιασμένους αέρηδες και στις μπόρες που έπλητταν τη ζωή του. Ένιωθε πως η μοίρα τον μεταμόρφωσε σε θλιβερό ναυάγιο, τσακισμένο σκαρί, που αδύναμο να αντισταθεί στα αφρισμένα κύματα, αφήνεται να βυθιστεί στη υγρή αγκαλιά της τρικυμισμένης θάλασσας. Σιγά σιγά άρχισε να ωριμάζει μέσα του μια απονεννοημένη απόφαση. Δεν άξιζε να συνεχίσει να ζει.Έπρεπε να φύγει από μια τέτοια ζωή που μόνο πληγές του άνοιγε, πληγές ανεπούλωτες, χαίνουσες. Άχρηστη ζωή, αφού και που ζούσε δεν ήταν ικανός να προσφέρει τίποτα στους αγαπημένους του. Τι να την κάνει τέτοια ζωή. Αγαπούσε την οικογένειά του, αλλά έπρεπε να να φύγει για πάντα από τη ζωή τους. Τον τρόμαξαν οι σκέψεις του.Σαν αγγελοπαρμένος επέστρεψε στο μοναχικό παγκάκι και σχεδόν σωριάστηκε επάνω του. Ένας θεός ήξερε πόσο ήθελε να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν και να του δίνουν χαρές.Να τα δει να παίρνουν το δρόμο τους στη ζωή, να κάνουν οικογένεια, να δει εγγονάκια, να χαίρεται μαζί τους. Την Βίκυ την αγαπούσε παρά το γεγονός πως οι οικονομικές δυσκολίες είχαν δυσκολέψει αρκετά την σχέση τους και κάποιες τριβές δεν μπορούσαν να τις αποφύγουν τελευταία. Όμως την αγαπούσε, την αγαπούσε ακόμη. Ας όψεται η κρίση.Με βαριά καρδιά πήρε τελικά την μεγάλη απόφαση. Λίγο μετά την αμμουδερή παραλία υπήρχε μια βραχώδης περιοχή με κοφτερά βράχια. Από εκεί θα έπεφτε και θα έδινε τέλος στην κόλαση που ζούσε.Δεν έμενε παρά να κατηφορίσει προς τα εκεί. Μ’ ένα άλμα θα τελείωναν όλα και θα βυθιζόταν στην ανυπαρξία. Έκανε να σηκωθεί με μια αποφαστιστική κίνηση.Δυο χέρια τον αγκάλιασαν από τους ώμους κι ένιωσε να του φιλάει κάποιος τα ανακατεμένα μαλλιά. «Το φαντάστηκα πως μπορεί να είσαι στο παγκάκι μας. Ανησύχησα Αργύρη μου. Σε αναζητούσα παντού.Σήκω αγάπη μου, να πάμε στο σπίτι. Σε ζητούν τα παιδιά. Σ’ αγαπώ, μου έλειψες. Δεν υπάρχει ζωή για μένα μακριά σου.» Τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε.Αγκαλιάστηκαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής . Η αγάπη άνοιξε μια χαραμάδα ελπίδας. Θα αγωνιζόταν με νύχια και δόντια να κερδίζουν το παιχνίδι που λέγεται ζωή. Παρασκευή Αδαμίδου,Κηπουρίδου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 58

ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ Λες κι ήταν η κοιλιά της ένα μπαλόνι γεμάτο νερό που έσκασε. Μεσάνυχτα, μέσα στον ύπνο της κι ένα χλιαρό υγρό πλημμύρισε τον τόπο μουσκεύοντας νυχτικά και κλινοσκεπάσματα. Η έκπληξη δεν κράτησε παρά λίγα μόνο λεπτά, όσο κρατά το ξύπνημα κι ίσως λιγάκι παραπάνω. Το μωρό της ερχόταν. Κάπως πρόωρα, δεκαπέντε μέρες νωρίτερα από τις προβλέψεις του γιατρού και των υπερήχων, αλλά ερχόταν. Αν και είχε μεγάλη ανυπομονησία για τούτη τη στιγμή, πολλές φορές είχε προσευχηθεί να μην την εύρισκε ανάμεσα στις γιορτές. Να έφευγαν ήθελε οι καλές οι μέρες, να μην τις πέρναγε έξω από το σπίτι, να μην αναστάτωνε τη γαλήνη των γονιών της, να μην τους ξεσήκωνε να τρέχουν χρονιάρες μέρες στο νοσοκομείο πέρα δώθε… Πενήντα χιλιόμετρα η απόσταση, χειμώνας καιρός. Δεν ήταν δα και παίξε γέλασε. Ξύπνησε τη μάνα. Γεννάς, είπε αυτή αναγνωρίζοντας τα σημάδια κι αρχίζοντας για πολλοστή φορά τη διήγηση των τριών δικών της τοκετών μέσα στο ίδιο σπίτι, πάνω στο ίδιο κρεβάτι με την αρωγή μονάχα μιας μαμής και κάποιας έμπειρης γειτόνισσας. Γεννώ… Κι αναζήτησε το κινητό που φορτίζονταν μόνιμα στο άλλο το κομοδίνο, στην άδεια πλευρά του κρεβατιού. Με χέρι σταθερό έστειλε το μήνυμα στον Ωκεανό, σ’ ένα καράβι που σήμερα αύριο θα έπιανε λιμάνι. Θα ήταν δυο τα ξημερώματα, προπαραμονή των Χριστουγέννων, όταν έκλεισαν τη βαλίτσα κι επιβιβάσθηκαν στο ταξί. Η μάνα σταυροκοπιόταν συνέχεια κι όλο την κρυφοκοίταζε αδυνατώντας να το πιστέψει πως το δεκαεννιάχρονο κορίτσι , που σαν χτες της φαίνονταν πως έφερε στον κόσμο, είχε πάψει πια να είναι μια ξέγνοιαστη κοπελιά και πως σε λίγο θα περνούσε τη δοκιμασία της γέννας. Το αργότερο ως το πρωί θα έχεις δίπλα σου την κολλητή σου, είπε σε κάποια στιγμή ίσα ίσα για να πει κάτι. Μια κολλητή που θα τη νοιάζεσαι μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου… Έτσι… Κι ύστερα τρόμαξε. Οι τελευταίες λέξεις της φάνηκαν άστοχες, δυσοίωνες. Σταυροκοπήθηκε για να επανορθώσει ρίχνοντας βλέμμα τρυφερό στην ετοιμόγεννη. Εκείνη ήτανε σιωπηλή, βυθισμένη σε μακρινές σκέψεις, απέραντες. Δεν άκουγε. Υπομονή, είπε η μάνα ξανά. Μα να ξέρεις πως ό,τι σε λίγο θα συμβεί θα είναι δικό σου, καταδικό σου. Θα το περάσεις ολομόναχη. Να είσαι δυνατή. Η κοπέλα και πάλι δεν μίλησε. Σάλεψε λίγο μοναχά προσπαθώντας να βολέψει το βαρύ της το σώμα στο άβολο για την κατάστασή της κάθισμα κι ευχήθηκε τουλάχιστον να προλάβει, ν’ αντέξει όλα εκείνα τα πενήντα χιλιόμετρα και να μη γίνει να γλιστρήσει το μωρό στα χέρια εκείνου του μισοκοιμισμένου ταξιτζή που αν και την καθησύχαζε διαρκώς πως είχανε δει πολλά τέτοια τα μάτια του, καμία εμπιστοσύνη δεν ενέπνεε ότι θα ήταν ικανός στην ανάγκη να εκτελέσει και χρέη μαιευτήρα. Καρτερώντας υπομονετικά τις ωδίνες που σε λίγο θα ερχόταν αβάσταχτες, χάραξε το τζάμι και σφίγγοντας πάνω της σαν πανωφόρι τη σιωπή, ακούμπησε πάνω στη νύχτα. Το ταξί έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το τοπίο εναλλάσσονταν γοργά μπροστά στα μάτια της, μεταπηδώντας διαδοχικά από το μαύρο το βελούδινο του σκοταδιού και της ερημιάς, στο χρυσαφένιο μεταλλικό του φωτός που αναβόσβηνε στα στολισμένα παράθυρα και τις προσόψεις των σπιτιών. Αργούσε ακόμη το ξημέρωμα κι όλες οι παραστάσεις της γέννησης φεγγοβολούσαν μεγαλόπρεπες πάνω στα τζάμια δίνοντας τόνους γιορτινούς στα ήσυχα χωριά. Πρώτη φορά το πρόσεξε και το απόλαυσε κατανοώντας το ως τα κατάβαθα της ψυχής της… Ήταν μια εύκολη γέννα. Έτσι είπε ο γιατρός κι επιβεβαίωναν και οι άλλοι οι παριστάμενοι. Η ίδια διαφωνούσε βέβαια έχοντας φρέσκια την ανάμνηση όλων εκείνων των φοβερών πόνων κι ανοιχτές τις πληγές του σώματός της. Διαφωνούσε ακόμη εξ αιτίας των ειδυλλιακών εικόνων της θείας γέννησης, που χρυσαφένιες στόλιζαν τα τζάμια των παραθυριών και φευγαλέες περνούσαν προ ολίγου μπροστά στα μάτια


Σελίδα 59

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

της αποκρύπτοντας την ταλαιπωρία του κορμιού και την περιπέτεια της ψυχής της γυναίκας. Όλα ευτυχώς είχανε πάει καλά, τόσο καλά ώστε το μεσημέρι είχε καταφέρει να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Πονούσε ακόμη, αλλά ένιωθε πως είχε τη δύναμη να περιποιηθεί η ίδια το μωρό και τον εαυτό της…. Έτσι το απόγεμα έστειλε σπίτι τη μάνα με τις χρονιάρες μέρες για πρόσχημα. Άλλοι στο θάλαμο δεν υπήρχαν, αφού κανένα μωρό δεν είχε διαλέξει εκείνες τις μέρες για να γεννηθεί κι αυτό το θεώρησε μεγάλη τύχη. Της άρεσε που θα ήταν εκεί ολομόναχη. Ήθελε να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει και με την ησυχία της να το χωνέψει πως το βελούδινο πλάσμα που κοιμόταν ήσυχο δίπλα της χαμογελώντας που και που κι αναστενάζοντας, ήταν δικό της κατά δικό της, όπως ήταν δικοί της οι πόνοι που πέρασε. Δικές της επομένως θα ήταν στο εξής και οι χαρές, δικό της και το θαύμα… Ένα κτητικό συναίσθημα για το βρέφος την κατακυρίευσε ύστερα. Κι ήτανε τόσο έντονη η ταραχή που σε κάποια στιγμή ένιωσε να παραλογίζεται… Το πρώτο βράδυ έμεινε ξάγρυπνη. Λίγο η κούραση, λίγο η αλλαγή, λίγο η έγνοια, λίγο οι πόνοι οι ύστεροι κι ο ύπνος ερχόταν κι έφευγε για να την πάρει τελικά λιγάκι πριν το ξημέρωμα… Την ξύπνησε ο θόρυβος που έκανε η καθαρίστρια σέρνοντας ένα τεράστιο σφουγγαρόπανο στο πάτωμα και η κοπέλα που άφησε μια κούπα γάλα και δυο φρυγανιές στο κομοδίνο. Αλαφιασμένη αναζήτησε την κούνια με το μωρό και μόλις που συγκρατήθηκε για να μη φωνάξει από τη φρίκη, όταν είδε σκυμμένες πάνω του τέσσερεις απίστευτες μορφές να το χαϊδολογούν και να το ξομπλιάζουν. Ήταν οι γυναίκες του διπλανού θαλάμου της γυναικολογικής κλινικής που στεγάζονταν στον ίδιο όροφο με το μαιευτήριο, οι άρρωστες. Τις αναγνώρισε αμέσως επειδή είχαν τραβήξει την προσοχή της αποβραδίς. Ήταν όλες τους σε άθλια κατάσταση...Κυκλοφορούσαν ατημέλητες, αδύναμες, εξαντλημένες κυριολεκτικά από την πάλη με την ασθένεια, ξαπόσταιναν δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο κι εκεί στον ίσκιο του από κάτω άνοιγαν την καρδιά τους η μια στην άλλη κι έλεγαν τους καημούς και τα βάσανά τους. Να ήταν το ύφος της, να ήταν ο φόβος του απαγορευμένου, να ήταν η συναίσθηση της εικόνας των, να ήταν ποιος ξέρει τι κι ώσπου ν’ ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της, ώσπου να προλάβει να διαμαρτυρηθεί, σαν ξωτικά εξαφανίστηκαν μεμιάς, αφήνοντας τον θάλαμο αδειανό και στο μυαλό της τη σκέψη πως τίποτα δεν είχε συμβεί και πως όλα ήταν μια παραίσθηση, μια εντύπωση που γέννησε η ταλαιπωρία του κορμιού και η μοναξιά της... Η ομάδα των γυναικών διαλύθηκε σαν καπνός, έμεινε όμως για κάμποση ώρα στο δωμάτιο μια θανατερή μυρωδιά που όρκο έπαιρνε πως την είχε νιώσει κι άλλες φορές μέσα στον ύπνο της την περασμένη νύχτα ταυτόχρονα με την αίσθηση της παρουσίας προσώπων που μπαινόβγαιναν, χρησιμοποιούσαν το μπάνιο, έσκυβαν πάνω της και την παρατηρούσαν καθώς κοιμόταν, τακτοποιούσαν τα σκεπάσματα του νεογέννητου και μιλούσαν ψιθυριστά για να μην την ξυπνήσουν… Ύστερα ο διάδρομος γέμισε ζωή, ποδοβολητά κι ευχές. Παραμονή των Χριστουγέννων κι εκείνη το είχε ξεχάσει... Στο δωμάτιό της, όπως και σ’ όλα τ’ άλλα μπήκαν ομάδες παιδιών και μέλη διάφορων συλλόγων τραγουδώντας Κάλαντα. Ήρθε κι ο ίδιος ο Δεσπότης με γλυκά και βιβλιαράκια. Ήρθαν και κάμποσοι φίλοι. Προς μεγάλη της χαρά και ανακούφιση κατά το μεσημέρι μπροστά της εμφανίστηκε ουρανοκατέβατος κι ένας νεαρός που κουβαλούσε ένα τεράστιο μπουκέτο τριαντάφυλλα. Τα έστελναν από ένα καράβι της είπε αμήχανα και σε τι μπελάδες τον έβαλαν το φτωχό που είδε κι έπαθε να τη βρει μέσα σε ολόκληρο νοσοκομείο… Στην κάρτα ήταν γραμμένα δυο λόγια τυπικά και η όλη σύνθεση ήταν ολοφάνερα προϊόν παραγγελίας κι όχι προσωπικής επιλογής. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν όλα αυτά. Αδυναμία επικοινωνίας και άλλα πολλά και συγκλονιστικά που θα τα μάθαινε ωστόσο αργότερα… Ησύχασε. Προς το απόγευμα οι θόρυβοι των επισκεπτών σταμάτησαν εντελώς. Οι φίλοι και οι συγγενείς είχαν κάνει ήδη το καθήκον τους προς τ’ αγαπημένα πρόσωπα και είχαν αρχίσει από ώρα να εγκαταλείπουν το χώρο νοσταλγώντας τη θαλπωρή των στολισμένων σπιτιών τους. Στους διαδρόμους και τους θαλάμους δεν κυκλοφορούσαν παρά βαριεστημένες μόνο νοσοκόμες που θερμομετρούσαν τους νοσηλευόμενους, μοίραζαν χαπάκια και όλες μα όλες τους ανεξαιρέτως είχανε βάλει στόχο τα τριαντάφυλλά της υπενθυμίζοντάς της αδιάκοπα το κακό που θα μπορούσαν να κάνουν σε κείνη και το μωρό αν παρέμεναν στο δω-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 60

μάτιο. Κακό; Κι άρχισε ένας αγώνας ανάμεσα στα δυο μέρη. Οι αδελφές να βγάζουν έξω το μπουκέτο κι εκείνη να τρέχει να το περιμαζεύει. Ξανά και ξανά και οι φιλονικίες να μην έχουν σταματημό… Τον πανικό τον ένιωσε, όταν είχε πια σκοτεινιάσει κι απέξω δεν ακούγονταν παρά το ελαφρύ φύσημα του ανέμου που έμπαινε από ένα μονίμως χαραγμένο παράθυρο κι έπαιζε με την ασημένια γιρλάντα του φωτισμένου έλατου. Η σιωπή που βασίλευε πλέον παντού είχε γίνει αφόρητη κι ασήκωτη η μοναξιά. Ας έφευγε γρήγορα τουλάχιστον αυτή η νύχτα… Για να περάσει η ώρα είπε να πάρει αγκαλιά το τόσο ήσυχο και βολικό μωρό της. Την τελευταία στιγμή όμως συλλογίστηκε πως ίσως και να μην έπρεπε να ταράξει τον ύπνο του και ν’ αρχίσει να το κακομαθαίνει… Πάσχισε ν’ ανοίξει ένα βιβλίο, δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια της, ν’ αρπάξει έναν υπνάκο, αλλ’ αμέσως το μετάνιωσε φοβούμενη πως θα επαναλαμβάνονταν ο εφιάλτης των ανεπαίσθητων θορύβων, των ψίθυρων, της άσχημης μυρωδιάς και της ανεπιθύμητης παρουσίας. Πέρασαν ώρες πολλές, κανείς δεν φάνηκε κι αυτό ενίσχυσε την εντύπωση της παραίσθησης δίχως να την καθησυχάσει ωστόσο κι ολότελα. Η αγωνία κι ο φόβος κατά βάθος παρέμεναν ταράζοντάς τη σύγκορμη. Έπρεπε να σιγουρευτεί, ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα, εάν και εφόσον αυτό υπήρχε…. Προς τα μεσάνυχτα της ήρθε μια ιδέα. Αποφάσισε να παραστήσει την κοιμισμένη για να μπορέσει να παρακολουθήσει με την άνεσή της το τι ακριβώς συνέβαινε μέσα στο δωμάτιό όταν εκείνη βυθίζονταν στα όνειρα. Έσβησε λοιπόν το φως και περίμενε… Δεν θα πρέπει να πέρασε ούτε μισή ώρα και μια αθόρυβη σχεδόν κίνηση άρχισε ολόγυρα. Απ’ το παράθυρο έμπαινε το φως του φεγγαριού και των αστεριών μιας υπέροχης βραδιάς και της επέτρεπε να διακρίνει αρκετά καθαρά τα δρώμενα. Χωρίς ιδιαίτερο κόπο, αλλά με παραπανίσια φρίκη αναγνώρισε με μιας τις τέσσερις γνωστές φιγούρες που σέρνοντας με κόπο τα βήματά τους μπήκαν με προφύλαξη και την περικύκλωσαν σκύβοντας από πάνω της ακριβώς όπως οι μοίρες του παραμυθιού… Δεν επρόκειτο λοιπόν για παραλήρημα, για τίποτα εξωπραγματικό. Γυναίκες ήταν με σάρκα και οστά. Τις άκουγε να ψιθυρίζουν ακατάληπτα λόγια, τις έβλεπε καθαρά, ένιωθε τη θανατερή τους ανάσα να της καίει το πρόσωπο και τα σκελετωμένα τους δάχτυλα να την ακουμπούν στο μέτωπο, να της μετρούν τον πυρετό, να στρώνουν κάποιες τούφες από τα μαλλιά της, να τακτοποιούν τα σκεπάσματα του μωρού στην κούνια κι ύστερα να πισωπατούν και να φεύγουν κορφολογώντας το μπουκέτο της, αποδεκατίζοντας έτσι τη μοναδική απόδειξη συμπαράστασης, έγνοιας κι αγάπης που είχε λάβει από την άκρη του κόσμου… Άνοιξε το στόμα της να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, μα φωνή δεν βγήκε. Ένας κόμπος στο λαιμό, ένα περίεργο συναίσθημα έπνιξε κάθε δίκαιη αντίδραση. Αδυνατώντας να ερμηνεύσει τη στάση της, αγανακτώντας με τον ίδιο της τον εαυτό, αδιαφορώντας τέλος αν θα την άκουγαν, έκρυψε το πρόσωπο στο μαξιλάρι της και ξέσπασε σ’ αναφιλητά… Κοιμήθηκε βαθιά ως τις πρωινές ώρες κι όταν ξύπνησε ήταν ανάλαφρη σαν πουλί. Θα κοιμόταν κι ως το απόγευμα ευχαρίστως αν δεν την ξεσήκωνε η έγνοια του μωρού. Η φροντίδα του δεν της πήρε και πολλή ώρα. Όταν τέλειωσε και τ’ ακούμπησε στην κούνια έκλεψε δυο στιγμές και κάθισε στο μπαλκόνι. Έξω η μέρα ήταν αστραφτερή, σχεδόν ανοιξιάτικη κι όλα τριγύρω ήσυχα. Χριστούγεννα… Το τηλέφωνό της χτύπησε πολλές φορές από εκεί και ύστερα ραγίζοντας τη σιωπή του ορόφου. Προς το μεσημέρι όμως βουβάθηκε. Στο εξής ακούγονταν μόνο τα βιαστικά βήματα του προσωπικού που κυνηγούσε το χρόνο της βάρδιας με ανυπομονησία. Η χτεσινή θλίψη με μιας επέστρεψε στην ψυχή της. Πόσο μετάνιωνε που έστειλε τη μάνα στο σπίτι, πόσο λυπόταν που της έλαχε ένας άδειος θάλαμος, πόσο άτυχη ήταν που το χωριό της απείχε πενήντα χιλιόμετρα από το νοσοκομείο… Βγήκε στο διάδρομο. Ερημιά. Το μπουκέτο της με τα τριαντάφυλλα μοναχά γερμένο στον τοίχο. Το περιμάζεψε για εκατοστή ίσως φορά και το έστησε στο κομοδίνο δίπλα της αποφασισμένη να δώσει μάχη μέχρι τελικής πτώσεως αν χρειαζόταν για να το κρατήσει εκεί. Συμπλήρωσε νερό στο βάζο κι απόμεινε να


Σελίδα 61

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

το κοιτάζει γερμένη στο μαξιλάρι … Τι ν’ απόγιναν κι οι γυναίκες της νύχτας οι φοβερές; Σε μια στιγμή της πέρασε από το νου να κάνει γι’ άλλη μια φορά την κοιμισμένη… Μεταξύ ύπνου και ξύπνου θα ήταν όταν ένιωσε έντονη την παρουσία ανθρώπων δίπλα της. Σαν ψέματα της φάνηκε, σαν όνειρο. Ήταν όμως αλήθεια. Οι τέσσερεις άρρωστες ήταν και πάλι εκεί. Συγυρισμένες και καθαρές αυτή τη φορά μα πάντοτε φοβερά εξαντλημένες. Να ήταν το ύφος της το μελαγχολικό, το πεινασμένο για έναν λόγο Χριστουγεννιάτικα, να ήταν η συναίσθηση της εικόνας τους της τόσο βελτιωμένης, να ήταν ποιος ξέρει τι και δεν έφυγαν, δεν χάθηκαν από μπροστά της σαν τις άλλες τις φορές. Είχανε έρθει ως φαίνεται αποφασισμένες να μείνουν...Μ’ ένα δειλό χαμόγελο στα μαραμένα χείλη, μ’ έναν τεράστιο δισταγμό, μ’ ένα σωρό μπερδεμένες κουβέντες προσπάθησαν όλες μαζί με μια φωνή, με κοινή σκέψη, να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στο θάλαμο… Ήθελαν είπαν να τις αφήσει να δουν τα τριαντάφυλλα που είχαν έρθει από τη θάλασσα. Τους είχε μιλήσει γι’ αυτά το παιδί που την έψαχνε χτες. Εκείνες βέβαια τίποτα δεν κατάλαβαν με την πρώτη ματιά εφόσον έμοιαζαν τόσο πολύ με τ’ άλλα τα κανονικά. Τώρα που τα έβλεπαν όμως από κοντά η διαφορά ήταν ξεκάθαρη. Αλλιώτικα ήτανε τούτα, παράξενα και πιο μυριστικά… Μα για φαντάσου παραξενιές, να καλλιεργούν λουλούδια οι άντρες πάνω στα καράβια… και πως… μα πως γίνεται να μην τους τα χαλάει η θάλασσα… Εξήγηση δεν έδωσε στις απορίες τους. Δεν πρόλαβε και δεν το θεώρησε απαραίτητο. Την καθήλωσαν χείμαρρος οι άλλες κουβέντες της καρδιάς και η ταπεινή τους εξομολόγηση πως δεν ερχόντουσαν για πρώτη φορά. Παραφυλούσαν είπαν τον ύπνο της και την επισκέπτονταν μόνο τότε για να μη την ταράζουν. Τη συμπονούσαν έτσι όπως την έβλεπαν μικρή και μοναχούλα, μια σιωπηλή βρεφοκρατούσα. Ως χτες οργίζονταν και για τον πατέρα τον άφαντο και το είχαν αποφασίσει αυτές, οι γυναίκες, οι μάνες, οι γιαγιάδες, οι αδελφές στιγμή να μην την αφήσουν από τα μάτια τους γιατί λαχτάριζαν κάθε φορά που την έβλεπαν μελαγχολική κι απόμακρη… Μιλούσαν μιλούσαν κι εκείνη τις άκουγε και δεν χόρταινε. Η ώρα κυλούσε σαν το νερό κι όσο κυλούσε τόσο εκείνες ομόρφαιναν, γλύκαιναν… Τα μάγουλά τους κοκκίνισαν, ξαναφύτρωσαν τα μαλλιά τους, αφράτεψαν τα σκελετωμένα τους τα δάχτυλα και η ανάσα τους η θανατερή σαν καλικάντζαρος τόσκασε από το χαραγμένο παράθυρο... Το νυχτέρι βάσταξε ως αργά τη νύχτα. Θα μπορούσε να κρατήσει ως το πρωί κι ακόμα περισσότερο με χωρατά, χαρές και νανουρίσματα. Ήταν μεσάνυχτα όταν αποφάσισαν να το διαλύσουν και να γυρίσουν στα κρεβάτια τους. Καληνυχτίστηκαν με κρύα καρδιά σαν να ήταν παλιές γνώριμες, αντάλλαξαν ευχές και φιλιά και λίγο πριν χωρίσουν μοιράστηκαν οι πέντε τα ρόδα τα θαλασσινά τα περασμένα από μυριάδες κύματα…. Νίτσα Νάσιου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 62

Η στραπατσαρισμένη καρέκλα Καλοκαίρι του 1977, γράφει η Λούλα και συνεχίζει… Ενώ ο τόπος βράζει απ’ τη ζέστη, Ο Λευτέρης, η Λούλα, η Κρινούλα και η Λουκία περιμένουν με αγωνία στο σπίτι του Ηλεία, τον Λουκά, και καμιά εικοσαριά φίλους και συμφοιτητές τους από την σχολή καλών τεχνών για να αρχίσει το πάρτι που έχει οργανώσει ο Ηλείας στην αυλή της μονοκατοικίας του στα Μελίσσια. Γύρω στις 10 το βράδυ κάποια από τα παιδιά κόβουν βόλτες στον κήπο, κρατώντας στα χέρια τους τα πλαστικά ποτηράκια τους με το ποτό τους. Άλλα χορεύουν στους ρυθμούς του ροκ ενώ ο Λευτέρης με την Λούλα και τον Ηλεία σερβίρουν τον κόσμο. Οι δίσκοι τους, φορτωμένοι με καναπεδάκια και διάφορα εδέσματα που έχει φτιάξει ο ίδιος ο οικοδεσπότης για τους καλεσμένους, αδειάζουν λίγο-λίγο. Άλλοι πάλι, που δεν αρέσκονται να επιδίδονται σε χορευτικές φιγούρες, σχηματίζουν πηγαδάκια και σιγοτραγουδάνε και πότε- πότε πιάνουν και την κουβεντούλα. Ο Λουκάς κατά τις 2 τα χαράματα κάνει τον γύρο του κήπου που γίνεται το πάρτι και με πάθος τραβάει φωτογραφίες και βίντεο. Ε, χορεύουμε του λέει η Λουκία, μα εκείνος της γνέθει πως είναι ώρα για αποτύπωση της βραδιάς στο φακό του. Κατόπιν θα χορέψουμε της απαντά. Ο Λευτέρης εν τω μεταξύ δείχνει κουρασμένος από το πηγαινέλα με τους δίσκους και κάθεται και ο ίδιος σε μια καρέκλα για λίγο. Σηκώνεται όμως σε κάνα ημίωρο και τη θέση του την παίρνει αμέσως η Κρινούλα, τότε εκείνη σκύβει κάτω, γραπώνει το πίσω πόδι της καρέκλας και με κάποιο εργαλείο που βγάζει μέσα από τη τσάντα της καταφέρνει να χαλάσει το πόδι της καρέκλας. Η Λούλα μες στον απόηχο της δυνατής μουσικής κάνει νοήματα στο νεαρό φίλο της ευρύτερης παρέας, εκείνον με την φωτογραφική μηχανή, τον Λουκά, που τραβάει σε video το σκηνικό της γιορτής. Η Κρινούλα απιθώνει την τσάντα της πάνω στη κουτσή καρέκλα και πριν προλάβει να βολέψει το κορμί της, ουρλιάζει, υποτίθεται απ τον πόνο, που της προκαλεί η πτώση της απ το κάθισμα της . Μέσα σε κλίμα πανικού τα παιδιά έλεγαν πως σε εκείνη την ίδια την καρέκλα καθόταν προηγουμένως ο Λευτέρης και δεν είχαν παρατηρήσει κάτι περίεργο. Ήταν μια κανονική καρέκλα όμοια με τις άλλες εικοσιπέντε, που υπήρχαν διάσπαρτες στον κήπο, συμπλήρωσε ο ίδιος που στο μεσοδιάστημα ξαναπήρε τον δίσκο του σερβιρίσματος στα χέρια του. Ο Ηλείας αφήνει το δίσκο κάτω και τρέχει αλαφιασμένος να δει τι συμβαίνει. Κάποιος σπεύδει να καλέσει ασθενοφόρο για να δώσουν τις πρώτες βοήθειες στην κοπέλα. Εκείνη πετάγεται από καταγής και παρά τους πόνους, που φαίνεται να νοιώθει από την πτώση της, αρνείται βοήθεια τέτοιου τύπου, προβάλλοντας το επιχείρημα πως είναι ανεκτός ο πόνος και πως δεν έχει καν μελανιές Ο πόνος μοιάζει να υποχωρεί καθώς περνούν οι ώρες και το γλέντι συνεχίζεται. Το ουρλιαχτό το διαδέχεται η μελωδία και τα χοροπηδητά. Ο Ηλείας δεν μπορεί να ησυχάσει, αν δεν βρεθεί η αιτία που οδήγησε την προσκεκλημένη του σε μπελάδες και τους φίλους σε αναστάτωση. Ωστόσο η Λούλα κάνει πέρα την καρέκλα την σπρώχνει στο βάθος του κήπου και oi φίλοι λένε καλύτερα έτσι για να είναι και κάπως αθέατη μια θέση εκεί, αν και το φεγγαρόφωτο δεν ευνοεί τα μυστικά… Άσε, προτιμώ να παραμείνω όρθιος για κάμποσο για να γεύομαι πιο καλά, καθώς θα περιφέρομαι, την αποψινή μαγεία της σελήνης, ακούγεται να λέει ένας φίλος που κρατά στο χέρι του μια μαργαρίτα που


Σελίδα 63

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

μόλις μάδησε. Ποιος μαδάει τις μαργαρίτες λέει η Λούλα, καθώς δεν έχει οπτικό πεδίο καλό στον χώρο εκείνο που βρίσκεται τώρα. -Ο Ηλίας πετάει το κοτσάνι της μαργαρίτας κάτω, στο χώμα. -Και που να ήξερες, είπε σχεδόν στα φωναχτά… πόσο σε έχω στο μυαλό μου... -Κι εκείνη έκανε πως δεν ακούει και για να το δικαιολογήσει, τοποθέτησε προς στιγμή την αριστερή της παλάμη στα αυτί της και με ανασηκωμένα τα βλέφαρα και με το δεξί της χέρι τεταμένο μπροστά της καθώς έστριβε ολόκληρη την δεξιά της παλάμη για να δείξει στον Ηλεία αυτό που δεν ήταν αλήθεια. To φωναχτό του μήνυμα το είχε πάρει… Εξάλλου κι εκείνη με ανήκουα χέρια σχεδόν ακολούθησε το πρόσταγμα της σκέψης της..που ήταν να μην ανταποκριθεί σε αδυναμίες της, όσο διαρκούσε το πάρτι εκείνης της νύχτας. Τότε εκείνος βαδίζει στον κήπο με ένα ποτήρι μισογεμάτο με ποτό και ξαναπαρατηρεί λίγο το ολόγιομο φεγγάρι και λίγο τη μεριά που μάλλον ήταν η επίμαχη καρέκλα. Μα όχι, δε διακρίνει κάτι καθώς την περιεργάζεται. Αρνείται να το βάλει κάτω και ειδοποιεί και το Λουκά να προσέξει μία-μία και τις εικοσιπέντε καρέκλες… Η Λούλα τον παροτρύνει να μην το ψάχνει πιο πολύ το θέμα και συνεχίζει να επιδεικνύει τις χορευτικές της δεξιότητες, σαν να μην τρέχει τίποτα. Ο Λευτέρης αδυνατεί να πιστέψει το περιστατικό με την πτώση της κοπέλας λόγω της καρέκλας, καθόσον υποστηρίζει πως λίγο νωρίτερα είχε καθίσει στην ίδια θέση και αυτός. Μία ο Ηλείας και μία ο Λευτέρης προσπαθούν να ερευνήσουν γιατί και πως συνέβηκε να πέσει κάτω η Κρινούλα. Μα η Κρινούλα δεν πτοείται, απλά στέκεται λίγο κατσουφιασμένη, όταν την πιέζουν να απαντήσει με λεπτομέρεια για το συμβάν. Ίσως να ζαλίστηκε απ’ το ποτό, σκέφτηκαν τα άτομα που ήταν τριγύρω της. Ναι, αλλά διαδόθηκε πως υπάρχει στον χώρο και μια σπασμένη καρέκλα. Ο Ηλείας αρχίζει να έχει υπόνοιες πως η Λούλα κάτι πρέπει να ξέρει για την εμπλοκή καλεσμένων στο απρόσμενο και παράδοξο εκείνης της αυγουστιάτικης νύχτας. Ένα εργαλείο κάτω στο χώμα μαρτυράει ίσως κάτι ,συλλογίζεται ο Ηλείας. Παιδιά, τίνος είναι ο κόφτης εδώ χάμω; Μα κανένας δεν απάντησε στην ερώτηση του Ηλεία, γιατί ίσως δεν ήξεραν, αναλογίστηκε. Καλά, ας εξετάσουμε πρώτα τις καρέκλες μία μία και ύστερα βλέπουμε τι θα κάνουμε, λέει ο Λευτέρης που δεν λησμονεί και τον πανικό που επεκράτησε ωσότου γίνει καλά η κοπέλα. Μυστήριο! Κάτι κρύβεται, για αυτό εγώ ανησυχούσα αναμένοντας τους καλεσμένους υποστήριξε ο οικοδεσπότης. Εδώ, είπε, δεν είμαστε μόνον συμφοιτητές αλλά και φίλοι φίλων. Καθώς κοίταζαν μία-μία τις καρέκλες, εντοπίστηκε μια σπασμένη, που έγερνε και που πιθανότατα σε εκείνη είχε καθίσει η Κρινούλα, μα τώρα ήταν σπρωγμένη στο βάθος. Ουάου, φώναξαν, ίσως από ενθουσιασμό ίσως και από απόγνωση. Ο Λουκάς έστρεψε το βλέμμα του στον Λευτέρη και του έκανε νεύμα να δυναμώσει την μουσική, για να μην ταραχτούν τα παιδιά, ή πιθανόν για να μην εστιάσουν στο γεγονός και χάσουν το κέφι τους για συνέχεια. Ω, μα εσείς κάτι έχετε σκαρώσει εδώ πέρα, είπε έξαλλος εκείνος που ήταν ανάμεσα στους πρώτους που είχαν πάει στο πάρτι. Ναι –ναι, αν δεν έλθει και η Κρινούλα να βοηθήσει την κατάσταση, αποκρίθηκε ο Λευτέρης, δε θα βγά-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 64

λουμε άκρη. Έτσι, αποφάσισαν να εξετάσουν την εν λόγω καρέκλα, που όση ώρα καθόταν ο ίδιος δεν υπήρχε σημάδι για τέτοιου είδους περιπέτειες. Η Λούλα με το σημειωματάριο της ανά χείρας τότε, κάλεσε την Κρινούλα και την παρακάλεσε να πει την αλήθεια, εξάλλου το πάρτι άρχισε να διαλύει, είχε γλυκοχαράξει πια. Τα ποτήρια της αυγής είχαν σπάσει. Και ακούστηκε να λέει με τη χαρακτηριστική του τραχιά φωνή ο Λευτέρης: - Επιτέλους βρήκα ότι η καρέκλα που καθόμουν πρώτα εγώ και ύστερα η Κρινούλα, τώρα κουτσαίνει. Την εντόπισα στη άλλη μεριά του κήπου. Πώς έγινε και της λείπει κομμάτι από το πίσω της πόδι δεν μπορώ να καταλάβω. Και στο κάτω –κάτω λέει ο Hλείας, άντε και κάποιος την έσπασε και δεν το πήραμε χαμπάρι οι περισσότεροι... -Μα γιατί να προβεί κάποιος από μας σε τέτοια πράξη και από πάνω να την πληρώσει και με την πτώση του. -Α, λογαριάζεις πως το άτομο που κάθισε είναι ταυτόσημο και με το άτομο που έπεσε. Υποθέτω πως κάτι τέτοιο συμβαίνει. -Μάλλον τώρα διαισθάνομαι πως την μέριασε το τρίο Λουκάς- Κρινούλα- Λούλα, γιατί τελικά κάτι θα σκαρφίστηκαν να κάνουν, γι’ αυτό βρέθηκε και το κοπτάκι στη χωμάτινη αυλή. Μάλλον δεν πρόλαβαν να το κρύψουν, δεν το σκέφτηκαν. Και τώρα με το φώς του ήλιου φωτίστηκε καλύτερα το μυαλό μου και θυμήθηκα που είπε πριν μέρες η τρελοπαρέα της Κρινούλας, ευθύς μπροστά μου, «Ένα σενάριο μπορεί να βρει υλικό και μέσα σε ένα φιλικό πάρτι». Μα μην λες παλαβομάρες, θα ρίσκαρε να κάτσει στην σπασμένη καρέκλα η ίδια που υποθετικά σχεδίαζε κάτι; Και ύστερα θα έσπαγαν ποτέ απ’ όσο τους γνωρίζουμε μια καρέκλα φίλου; -Και τότε πετάχτηκε η πέτρα του σκανδάλου και είπε: «Ναι όντως, εγώ διάλεξα μια καρέκλα παλιά, παρόμοια με τις άλλες για να την ραγίσω, τούτο το θεσπέσιο βράδυ που οι φίλοι μας διασκεδάζουν αμέριμνοι και σιγοτραγουδούν κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο. Ας μην ραγίσει και η φιλία μας... Μετά το πέρας της αποστολής μας, συμπλήρωσε κρατώντας τη φωτογραφική μηχανή παραμάσχαλα, ο Λουκάς, που εκτελούσε τις οδηγίες της Λούλας, αναλαμβάνουμε, είπε, αγαπημένε μας Ηλεία να την αποκαταστήσουμε τη ζημιά. Ε, βέβαια και θα την επισκευάσουμε, απάντησε η θεοπάλαβη παρέα της Κρινούλας, δεν θα την αφήσουμε έτσι στραπατσαρισμένη. Για την ανάγκη του σεναρίου, συμπράξαμε στο ατόπημα… Ας μην χαλάμε τις καρδιές μας. Η Καρέκλα θα επισκευαστεί, τώρα νοιώθω καθώς απολογούμαστε και πως κάποια ιστορία γεννιέται μέσα μου και πάλι, ψέλλισε η Λούλα, τούτη την φορά έχει να κάνει με τις διαφορετικές ή και τις παρόμοιες αντιδράσεις μιας μεγάλης παρέας. Μα και το φεγγαρόφωτο δεν θα το αφήσω έξω, ούτε απ’ αυτή την ιστορία, ούτε και από την επόμενη. Και την αγωνία του οικοδεσπότη, ώσπου να μάθει τι έχει γίνει, δεν θα την αποκρύψω από το κείμενο που θα παρουσιάσουμε. Η αντίδραση της παρέας ολόκληρης, αλλά και κυρίως του οικοδεσπότη, την βάραινε. Ωστόσο στόχευσε στο σχέδιο της, παραμερίζοντας για λίγο τις αρνητικές της σκέψεις. Γιατί και αυτές θα τις άλλαζαν τη διάθεση για να συνεχίσει το μυστήριο σενάριο της, που ένα μέρος του θα το απάρτιζε ολόκληρη σχεδόν η παρέα και ο τόπος που λάμβανε χώρα το πάρτι με τις πολλές καρέκλες.


Σελίδα 65

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Κάτι ψυχανεμίστηκα, είπε γελώντας ο Ηλείας, δείχνοντας να θέλει να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. -Αλλά όχι, συνέχισε να λέει, δεν ήθελα να το πιστέψω, πως θα ήμαστε οι ήρωες λίγο-πολύ της πλοκής της «στραπατσαρισμένης καρέκλας», που γύρευε να δημιουργήσει η Κρινούλα, μαζί με τoυς συμμαθητές της, τη Λούλα και το Λουκά, για να την παρουσιάσουν ως μέρος εργασίας τους σε εργαστήριο θεάτρου τέχνης, που τον ελεύθερο χρόνο τους φοιτούσαν. Και τότε, η Λούλα, που κράταγε σημειώσεις για το σενάριο μαζί με το Λουκά, το φωτογράφο, διάβασαν στα γρήγορα τούτη την ιστορία, που έλαβε χώρα μέσα στο πάρτι του φίλου τους, του Ηλεία και λίγο καιρό μετά γυρίστηκε και σε ταινία, με τίτλο « Η στραπατσαρισμένη καρέκλα». Τα εικοσιπέντε παιδιά που συμμετείχαν στη γιορτή δεν έλειψαν από την παράσταση. ΑΝΝΑ ΚΟΚΚΙΝΗ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 66

Παραμονή Χριστουγέννων Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η ίδια έβλεπε έξω από το παράθυρο τα χιόνια να πέφτουν. Την φάνηκε στην αρχή αστείο. Χιόνια είχε να δει στο χωριό της εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια από τότε που ήταν 10 χρονών παιδί. Ξαφνικά μελαγχόλησε. Η μνήμη της ταξίδευσε πίσω 40 ολόκληρα χρόνια τότε που στην αυλή του πατρικού της έπαιζε χιονοπόλεμο και γελούσε με τους γονείς της. Τώρα τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Οι γονείς της είχαν πεθάνει εδώ και χρόνια. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ξαφνικά το κουδούνι της πόρτας χτύπησε! Δεν ήταν ο Άγιος Βασίλης των παιδικών της χρόνων αλλά τα παιδιά και τα εγγόνια της. Το σπίτι πλημμύρησε από χαρά και γέλια. Παιδιά έτρεχαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Οι ευχές έπαιρναν και έδιναν. Γέλια ,τραγούδια. Κοίταξε ξανά προς το παράθυρο. Είδε το χιόνι και τα εγγόνια της να παίζουν μαζί του. Έτρεξε βιαστικά, φόρεσε τα γάντια και το σκούφο της, πήρε από τα χέρια τα παιδιά της και τρέχοντας τα οδήγησε στην αυλή. Πήρε το Χιόνι κάνοντας το μια μπάλα και τους την πέταξε. Τα γέλια και οι φωνές έσβησαν με μιας τις όποιες δυσάρεστες αναμνήσεις. Η ίδια βροντοφώναζε, αυτά είναι τα καλύτερα μου Χριστούγεννα! ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ


Σελίδα 67

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Το κορίτσι του σταθμού Την έβλεπαν καθημερινά από το απέναντι κτήριο να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να τους χαιρετά με χαμόγελο. Οι εργαζόμενοι μεταξύ τους το συζητούσαν και το σχολίαζαν. Ένιωθαν ότι τους έφτιαχνε την μέρα. Κανείς τους δεν ήξερε κάτι για το μικρό κορίτσι. Τους ήταν αρκετό το ότι τους παρακολουθούσε με χαμόγελο και τους χαιρετούσε. Η δουλειά στον σιδηρόδρομο απαιτούσε αρκετή προσοχή. Μόλις τα τρένα προσέγγιζαν το κτήριο, το μικρό κορίτσι τους χαιρετούσε με χαμόγελο. Οι οδηγοί ανταπέδιδαν με σφυρίγματα από τις σφυρίκτες τους και χαμόγελα. Ποτε της δεν έλειψε, πότε δεν τους εγκατέλειψε! Πάντα ήταν εκεί για να τους χαμόγελα και να τους χαιρετά. Μέσα από το γυάλινο παράθυρο που στεκόταν το μικρό κορίτσι η μητέρα της εργαζόταν σε μια εταιρία. Άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος που το κοριτσάκι βρισκόταν εκεί. Μη έχοντας που να τη αφήσει την έφερνε μαζί της στη δουλειά. Η ίδια την έβλεπε να χαιρετά τα τρένα που περνούσαν με χαμόγελο. Όμως ποτε της δεν είχε φανταστεί τι διαστάσεις είχε πάρει μεταξύ των εργαζομένων, οι οποίοι την έψαχναν καθημερινά για ένα χαμόγελο, ένα χαιρέτισμα, για να τους φτιάξει την μέρα. Μια μέρα το κορίτσι δεν εμφανίστηκε στο παράθυρο. Το ίδιο έγινε και τες επόμενες μέρες. Πάνε δυο μήνες τώρα που κανείς δεν έχει δει το κορίτσι, άλλα ούτε και ξέρει τι απέγινε. Όλοι στο σταθμό είναι λυπημένοι, στενοχωρημένη. Η μέρα τους δεν περνά ευχάριστα. Τα σφυρίγματα των τρένων και των εργαζομένων δεν είναι όπως παλιά. Μια μελαγχολία πλανιέται πάνω από το σταθμό. Η μητέρα της είχε αντιληφθεί το τι γινόταν, έτσι έγραψε σε ένα πλακάς κάτι και το κρέμασε στο άδειο πλέων παράθυρο. Οι εργαζόμενοι αν και το πρόσεξαν δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τι έγραφε. Άρχισαν να περνούν από το μυαλό τους χιλιάδες σκέψεις. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων όταν κτύπησε το κουδούνι. Ανοίγοντας η μητέρα του μικρού κοριτσιού αντίκρισε δυο άντρες φορώντας την στολή των εργαζομένων στους σιδηρόδρομους. Της ζήτησαν να μάθουν τι απέγινε το γλυκό κοριτσάκι που τους έφτιαχνε την μέρα και την διάθεση. Η μητέρα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το μικρό της αγγελάκι είχε επηρεάσει θετικά σε τέτοιο βαθμό τους εργαζόμενος. Τους εξήγησε ότι πλέων άρχισε να φοιτά στο σχολείο. Οι ίδιοι αν και ανακουφιστήκαν, στεναχωρήθηκαν που δεν θα την έβλεπαν όμως ξανά. Αυθόρμητα ρώτησαν την μητέρα αν μπορούσαν να κάνουν μια μικρή χριστουγεννιάτικη έκπληξη στο κορίτσι. Σήμερα μέρα των Χριστουγέννων το κουδούνι του σπιτιού της έχει κτυπήσει. Ανοίγοντας την πόρτα η μικρή βρέθηκε σε ένα ευχάριστο θέαμα. Απέναντι της στεκόντουσαν όλοι οι άγνωστοι μέχρι χθες φίλων της του σιδηροδρόμου και της χαμογελούσαν ενώ κάποιοι της τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ένας είχε ντυθεί Άγιος Βασίλης. Ενώ κρατούσαν δώρα και γλυκά. «σε ευχαριστούμε μικρέ μας άγγελλε που μας έφτιαχνες την μέρα» της είπε κάποιος για να προσθέσει άλλος «μας έλειψες πολύ». Η μητέρα της, την κοιτούσε και της χαμογελούσε. Ένας- ένας άρχισαν να την αγκαλιάζουν. Κάποιος τρίτος της έδωσε δώρο τη σφυρίχτρα του. Το κοριτσάκι μπόρεσε μόνο να πει «σας ευχαριστώ όλους αυτά είναι τα καλύτερα μου Χριστούγεννα!». ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 68

Μάθημα ελπίδας Η απόφαση του ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων και μάλιστα το γρηγορότερο. Το θέαμα ήταν ήδη αρκετά αποκρουστικό και «αηδιαστικό» για τον ίδιο. Ένιωθε θυμό, οργή περίμενε αυτή τη στιγμή! Ο ίδιος είχε υποσχεθεί σε κάποιο τρίτο ότι θα του πουλούσε το νεογέννητο κουτάβι μιας και ήταν αναγνωρισμένης ράτσας και μάλιστα σπάνιας αλλά το πιο σημαντικό ήταν τα λεφτά που θα είσπραττε. Τα λεφτά ήταν πολλά! Άλλωστε τον ίδιο δεν φαινόταν να τον ένοιαζε και τόσο το πώς νιώθει ένα ζώο. «Τα ζώα είναι ζώα δεν είναι άνθρωποι» έλεγε συχνά με υποτιμητικό ύφος και συμπλήρωνε «αυτά τα έχουμε για να μας υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να βγάζουμε κέρδη από αυτά όχι να ξοδεύουμε για αυτά». Πράγματι αυτά πίστευε και έκανε. Κάθε φορά που γεννούσε η σκυλίτσα του την επομένη ειδοποιούνταν οι επίδοξοι αγοραστές και τότε το παζάρι άρχιζε και μάλιστα μπροστά στα μάτια των ίδιων των ζωών. Τώρα όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ό ίδιος θα ήθελε . Η σκυλίτσα αν και γέννησε δυστυχώς το κουταβάκι γεννήθηκε με δυο πόδια και όχι τέσσερα. Τα μπροστινά του πόδια δεν υπήρχαν. Ο ίδιος αντί να το αγκαλιάσει να το βοηθήσει ή και να ζητήσει βοήθεια από κάποιο ειδικό να προσπαθήσει τέλος πάντων να το προστατεύσει αυτός το αντιμετώπισε με μένος και οργή. Άλλωστε ο ίδιος θα έχανε αρκετά λεφτά από το γεγονός αυτό μα το πιο σημαντικό ήταν ο φόβος μήπως και μαθευτεί ότι η σπάνιας ράτσας σκυλίτσα του γέννησε ένα ανήμπορο, κουτσό και σακατεμένο κουτάβι που του έλειπαν τα δυο μπροστινά πόδια, με αποτέλεσμα όπως ο ίδιος πίστευε να πληγεί η αξιοπιστία του με αποτέλεσμα να μην μπορούν να «εξαγοράζουν» από αυτό οι υποψήφιοι αγοραστές ξανά κουτάβια μιας και θα θεωρούσαν ότι πιθανό να επαναλαμβανόταν το ίδιο γεγονός. Όμως πέρα από αυτό εκείνο που τον έκαιγε περισσότερο ήταν η οικονομική ζημιά που θα είχε από την μη εξεύρεση αγοραστών. Με όλα αυτά να του κυριεύουν το μυαλό και θολωμένος όπως ήταν το μάζεψε με μιας αποχωρίζοντας το από την μητέρα του, το έριξε με απαξιωτικό τρόπο σε μια μαύρη σακούλα, διασταύρωσε το δρόμο του σπιτιού του και το πέταξε με δύναμη στον κάλαθο των αχρήστων. Για τον ίδιο αυτό ήταν το σωστό και το πρέπον. Δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Για καλή τύχη του μικρού κουταβιού ένας νεαρός έφηβος ο Μόδεστος κατευθύνθηκε λίγα λεπτά αργότερα στον ίδιο κάλαθο για να αφήσει κάτι, όπου και αντιλήφθηκε την μικρή μαύρη σακούλα με το μικρό κουταβάκι. Αν και ξαφνιάστηκε αρκετά από το θέαμα που αντίκρισε τόσο για το πεταγμένο μικρό κουτάβι άλλα πολύ περισσότερο από το γεγονός ότι του έλειπαν τα δυο μπροστινά του πόδια, το λυπήθηκε. Ένιωσε την καρδία του να ματώνει, τα μάτια του να γίνονται υγρά. Το πηρέ προσεκτικά στην αγκαλιά του, το χάιδεψε και προσπάθησε να του προσφέρει ζεστασιά και αγάπη. Ο ίδιος ήταν σίγουρος και είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τι ήθελε να κάνει. Το πρώτο του μέλημα ήταν αφού το προστάτευσε να το πάει σε κάποιο ειδικό με την οικογένεια του για να δουν τι μπορούν να κάνουν. Ξαφνικά το πρόσωπό του άλλαξε όψη. Έγινε κόκκινο, γεμάτο οργή και μίσος «πως είναι δυνατό άνθρωπος να έχει κάνει κάτι τέτοιο σε ένα μικρό και απροστάτευτο ζώο, γιατί τόσο μίσος και οργή» για να συνεχίσει «αν ο ίδιος ήταν στην θέση του θα του άρεσε, αν έχανε το χέρι του να τον πετάξουν στο κάλαθο των αχρήστων». Στην συνέχεια άφησε να του φύγει ένα δάκρυ και χαϊδεύοντάς το, το πήρε στο σπίτι. Στην συνεχεία η τροπή που πήρε η ιστορία του μικρού κουταβιού με τα δυο πίσω πόδια είναι αυτή που θα ζήλευε ο κάθε ένας και που δεν φανταζόταν κανείς πότε. Μαζί με την οικογένεια του η οποία το αποδέχτηκε με αγάπη πήγαν σε κτηνίατρο για να δουν τι μπορούν να κάνουν. Εκεί τους ανακοινώθηκε ότι πρόκειται για μια πολύ σπάνια ανωμαλία. Ότι το σκυλάκι η σκυλίτσα για την ακρίβεια μπορεί να ζήσει, να είναι λειτουργική με την μόνη διαφορά ότι θα έχει δυο πόδια μόνο πίσω. «Θα την αγαπώ και θα την προσέχω» τους απάντησε με περηφάνια κοιτώντας τους στα μάτια ο έφηβος Μόδεστος. Ενώ στην συνεχεία τους συμπλήρωσε «ήδη ξέρω και το όνομα που θα της δώσω θα την ονομάσω συμβολικά Ελπίδα για να δίνει μέσα από το δικό της παράδειγμα και αγώνα την ελπίδα σε όλους τους ανθρώπους». Οι γονείς του


Σελίδα 69

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

και ο κτηνίατρος έμειναν άφωνοι να τον κοιτάζουν όχι τόσο για τα λόγια που τους είπε μα προπαντός για την αποφασιστικότητα που έβλεπαν στο πρόσωπό του. Πρώτος ο πατέρας του αγκαλιάζοντας τον τόλμησε να του πει «Μπράβο Μόδεστε μου» ενώ η μητέρα του, του πρόσθεσε «Μόδεστε μου για άλλη μια μέρα με έχεις κάνει περήφανη». Ήταν τότε που ο κτηνίατρος τον ρώτησε «σε λένε Μόδεστο;» Με αμηχανία ο έφηβος απάντησε καταφατικά. Τότε κουνώντας το κεφάλι του πρόσθεσε «τώρα εξηγούνται όλα» για να του προσθέσει «κοίταξε απέναντι σου εκείνη την εικόνα στην οποία απεικονίζεται ένας άνδρας και διάφορα ζώα που βρίσκονται γύρο του ξέρεις ποιος είναι;» Η οικογένεια έμεινε αμήχανα και απορημένα να τον κοιτάζει. Ο ίδιος χαμογέλασε προσέγγισε τον έφηβο Μόδεστο και του λέει «είναι ο Άγιος ο οποίος σύμφωνα με τον Χριστιανισμό είναι ο προστάτης των ζώων των αβοήθητων και ταλαιπωρημένων ζώων και το όνομα του είναι Άγιος Μόδεστος» Η οικογένεια αγκαλιάζει τον έφηβο Μόδεστο ενώ η μητέρα του του πρόσθεσε «τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο». Σήμερα είναι Σάββατο απόγευμα και έχουν περάσει από τότε 5 ολόκληρα χρόνια. Ο Μόδεστος είναι απόφοιτος πανεπιστήμιου στο κλάδο της ψυχολογίας. Βρίσκεται σε μια κατάμεστη αίθουσα από κόσμο αλλά όχι σαν ακροατής. Είναι ομιλητής για πολλοστή φορά σε διαλέξεις που τον καλούν οργανωμένα σύνολα. Δίπλα του στέκει περήφανη και το κοιτάζει η Ελπίδα του στα δυο πισίνα της πόδια. Είναι το μικρό κουταβάκι που βρήκε κάποτε πεταγμένο στο κάλαθο. Ο ίδιος εξιστορεί με αγάπη τη σημασία του αγώνα που πρέπει να κάνει κάθε ανήμπορος άνθρωπος στη ζωή του ανεξαρτήτων δυσκολιών, είτε αυτές είναι ψυχολογικές ή σωματικές. Ως παράδειγμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την Ελπίδα του, η οποία μέσα από τον δικό της αγώνα την στήριξη και επιμονή τόσο του ίδιου και της οικογένειας του αλλά αργότερα όλου του κόσμου που έμαθε την ιστορία της έχει γίνει σήμερα σύμβολο της θέλησης για αγώνα και αγάπη για ζωή. Η ίδια τρέχει, περπατά, χαμογελά και τρώει μέσα στην αίθουσα. Το ακροατήριο χειροκροτεί εκστασιασμένο και αναφωνεί το ονόματος της, ενώ ο Μόδεστος χαμογελά με περηφάνια. Ανάμεσα στο ακροατήριο και ένας μεσήλικας άντρας με ακρωτηριασμένο το δεξί του χέρι ο οποίος έχει σκυφτό το κεφάλι του και κλαίγει γοερά. Πρόκειται για το ίδιο άτομο που πριν 5 χρόνια πετούσε το μικρό κουτάβι στον κάλαθο, ενώ ο ίδιος 2 χρόνια αργότερα έχανε το χέρι του σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο ίδιος είναι σήμερα εδώ ελπίζοντας να πάρει λίγη δύναμη και ελπίδα για να συνεχίσει τη ζωή του νικώντας παράλληλα και την κατάθλιψη που τον έχει κυριεύσει και η ειρωνεία από το κουταβάκι που ο ίδιος πέταξε με οργή και θυμό στο κάλαθο χαρακτηρίζοντας το ανίκανο και άχρηστο……. και μια τελευταία λεπτομέρεια τότε το πετούσε με τα δυο του χέρια……. ΦΊΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ


Σελίδα 70

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΧΟΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ: ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ Νοέμβριος 1943 Δεν το βλέπω αυτό. Δεν το ακούω. Δεν το ζω. Αυτά τα άψυχα κορμιά στον προαύλιο χώρο μου, αποκλείεται να είναι αλήθεια. Να δεις που θα σηκωθούν, είναι παιδιά που παίζουν «κλέφτες και αστυνόμους». Τα κατεργάρικα, πριν λίγο μιλούσαν και Γερμανικά, θαρρείς ακούστηκαν και πυροβολισμοί, δυνατοί όμως, μπράβο τους… Μια-δυο σφαίρες διαπέρασαν τα ντουβάρια, μα δεν είναι δα και μεγάλη ζημιά. Θα τους το συγχωρήσει ο δάσκαλος, είναι καλός, στο παιχνίδι δε τους βάζει όρια…

Ιανουάριος 1955 Οι τοίχοι μου γεμάτοι υγρασία, κι απέξω ξεφλουδισμένοι κι ασοβάτιστοι. Εικόνα εγκατάλειψης. Και τα πατώματά μου κρύα, να παγώνουν τα πέλματα των παιδιών που δεν έχουν και χοντρά παπούτσια. Τι να τα κάνουν τα γράμματα, αν τα μισά τους δεν επιβιώσουν; Δεν θέλω να ακούω άλλο για τριγωνομετρία, αστρονομία, Παπαδιαμάντη και Νεύτωνα. Θέλω να υποδέχομαι χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα, γιατί χωρίς αυτά δεν είμαι τίποτα, δεν έχω αξία, δεν έχω λόγο ύπαρξης. Παίρνω την κιμωλία και γράφω στον πίνακα: «Μπορεί να μην το πιστεύετε τώρα, αλλά η γνώση που σας προσφέρεται τώρα, εδώ, θα σας εξασφαλίσει καλύτερες μέρες, αργότερα». Αφήνω την κιμωλία. Δεν ξέρω αν το πιστεύω κι εγώ. Την άλλη μέρα, ο δάσκαλος λέει πως, όποιος το έγραψε αυτό, έχει απόλυτο δίκιο. Σε μερικά πρόσωπα έλαμψε για λίγο μια σπίθα ελπίδας.

Οκτώβριος 1964 Καλύτερα τα πράγματα με το συσσίτιο. Οι τοίχοι μου ζεστάθηκαν από το αχνιστό γάλα, αλλά τα μάτια μου-τα παράθυρά μου-είναι αυτά που χαίρονται το πιο ζεστό θέαμα: παιδιά, που μπορεί να μη χορταίνουν με ποικιλία και αφθονία γευμάτων, αλλά τουλάχιστον παίρνουν την απαραίτητη ενέργεια για να «λειτουργήσουν» ως μαθητές. Κάποια από αυτά θυσιάζουν το μερίδιό τους, το βούτυρο και το τυρί, για να ταϊστούν τα μικρότερα αδέρφια, ή για να το δώσουν ως πρώτη ύλη στη μάνα: εκείνη ξέρει να τα πολλαπλασιάσει, ώστε κανένας να μη νιώσει την έλλειψη, την ανέχεια. Στερημένα χρόνια… και μόνο τρεις ή τέσσερις στους δέκα να συνεχίζουν στο Γυμνάσιο. Που να μπορέσεις να πείσεις τους γονείς σου πως αξίζεις; Ο δάσκαλος συχνά παρακαλά: «Αφήστε τον να δείξει την αξία του, είναι άριστος», για να πάρει τη συνηθισμένη απάντηση: «Και ποιος θα με βοηθάει στο χωράφι;»

Απρίλιος 1968 Πραγματικά με ξεπερνάει… αφού δεν είμαστε σε πόλεμο, πώς και θυμίζουμε στρατόπεδο; Και τι σημαιοστολισμοί είναι αυτοί, από πότε γιορτάζουμε τον Απρίλιο εθνική επέτειο; Κι ο δάσκαλος της Ε΄ γιατί απολύθηκε; Κι ήταν ο μόνος που ετοίμαζε τόσο ωραίες γιορτές, με την κιθάρα του… κρίμα.

Μάιος 1975


Σελίδα 71

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν. Εκείνος ο μελετηρός, ο «γυαλάκιας», πώς δεν τον θυμάμαι… το όνομά του ακουγόταν σε ποσοστό τουλάχιστον επτά προς ένα κάθε φορά που έβαζε «πρόβλημα» ο δάσκαλος. Άσος στα μαθηματικά, όχι ότι πήγαινε πίσω και στα άλλα. Γι’ αυτόν σημαιοστολίστηκα; Χαλάλι του… Με ξαναέχτισε, ολική ανακατασκευή, με ψήλωσε δυο ορόφους, για να στεγάζω και το γυμνάσιο, και με γέμισε θερμαντικές εστίες. Η αποθήκη μου είδε καινούριες μπάλες, απέκτησα κλειστό γυμναστήριο, εργαστήριο φυσικοχημείας και χάρτες. Τώρα μάλιστα… αλλιώς άντε να πείσεις τα παιδιά πως είμαι το δεύτερο σπίτι τους. Δεν με ξέχασε, κι ας έγινε σπουδαίος επιστήμονας, διδάκτωρ στο Χάρβαρντ, άκουσα σήμερα, στην κατάμεστη καινούρια αίθουσα των εκδηλώσεων. Φούσκωσα από υπερηφάνεια που αποφοίτησε από αυτό το Δημοτικό. Θέλει να δώσει τη δυνατότητα να ακολουθήσουν κι άλλα παιδιά τον δρόμο του, είπε. «Χωρίς απαραίτητα να υπάρχει μετανάστευση στο τέλος του δρόμου αυτού», εξήγησε, με σπασμένη φωνή. Στο τέλος πρόσθεσε πως «μπορεί το σχολείο να ξαναχτίστηκε, μα τα θεμέλιά του είναι πολύ γερά» και πως «έτσι γίνεται και με την μάθηση: αν πάρεις γερές βάσεις από τα πρωτάτα σου, θα είναι λιγότερο δύσκολο να αναπτυχθείς και να “ψηλώσεις”».

Σεπτέμβριος 1982 Άλλη εποχή. Από φέτος το Δημοτικό σχολείο απέκτησε δικό του κτίριο, και ξεχωριστή αυλή. Οι χώροι μου υποδέχτηκαν κορίτσια, κι αμέσως η αισθητική μου απέκτησε… φινέτσα! Γιατί, εκτός από το «μεικτό» σχολείο, ήρθε και η κατάργηση της ποδιάς, και τώρα η μια συναγωνίζεται την άλλη στα μοδάτα ντυσίματα… Πειράγματα με τα αγόρια στα διαλείμματα, τα πρώτα γλυκά σκιρτήματα να αποτυπώνονται στα θρανία, στα δέντρα της αυλής και στις κερκίδες. Και στην τάξη… άλλα μπερδέματα! Οι τόνοι έχουν μαλώσει με τις περισπωμένες, τις ψιλές και τις δασείες και φαίνεται πως επικράτησαν οι πρώτοι, πανηγυρικά. Ο δάσκαλος πασχίζει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. «Η δύναμη της συνήθειας, βλέπετε…», απολογείται κάθε φορά που το «πολυτονικό» τον εξουσιάζει. Οι μαθητές μπορεί και να γελάσουν. Εκείνος σκέφτεται: «Τι έρχεται μετά; Η κατάργηση όλων των γραμματικών κανόνων;»

Ιανουάριος 1991 Λουκέτο παντού, δυο μήνες τώρα. Και πίσω από το λουκέτο, ό,τι μπορεί να επιστρατευτεί: θρανία, σάκες, βιβλία, έδρες, καρέκλες, όλα στην υπηρεσία των νεαρών καταληψιών. Οι τοίχοι μου γεμίζουν συνθήματα κατά κάποιου «πολυνομοσχεδίου», αλλά οι μαθητές, ανήσυχοι, μιλούν για κάτι πολύ σοβαρότερο. Φαίνεται πως υπήρξαν θύματα στις πορείες τους, και συμπλοκές στις καταλήψεις τους. Αποφασίζουν πως δεν θα κάνουν πίσω, κι εγώ, που ήμουν πάντα στο πλάι τους, λέω πως κάτι θα ξέρουν και αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις. Μόνο που, αν μπορούσα, θα τους το έλεγα: «Μη με αφήνετε να φθείρομαι. Όταν όλα τελειώσουν και δικαιωθεί ο αγώνας σας, μη με ξεχάσετε. Ήμουν και θα είμαι το καταφύγιό σας, από ό,τι και όποιον σας κατατρέχει. Αν δε με φροντίσετε θα γίνω “άλλοθι” στο στόμα των κατηγόρων σας. “Μόνο καταστροφές στη σχολική περιουσία ήταν ο θλιβερός απολογισμός των καταλήψεων”, θα πούνε. Μην το επιτρέψετε.»

Φεβρουάριος 2005 Δε λέω, ωραίοι οι τοίχοι μου με τα γκράφιτι, αλλά δε με έχουν αφήσει σε χλωρό κλαρί. Η διευθύντρια, παραιτημένη, δήλωσε , προχθές, πως δεν ξαναβάφεται τίποτα. «Είναι πολύτιμα τα χρήματα της Σχολικής


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 72

Επιτροπής, δεν μπορούμε να τα κατασπαταλάμε», ανέφερε στο σύλλογο των διδασκόντων. Εσωτερικά, οι αίθουσές μου είναι πια εξοπλισμένες με άσπρους πίνακες, και καινούριους προβολείς. Σύγχρονες εγκαταστάσεις, προσαρμοσμένες στη νέα χιλιετία, μα μερικές δεν προλαβαίνουν να παλιώσουν. Πέφτουν θύματα των νέων καταλήψεων, φαινόμενο πολύ συχνό πια…

Δεκέμβριος 2012 « Τα τελευταία μας Χριστούγεννα στην Ελλάδα. Βρήκε ο πατέρας μου, οι συγγενείς του, δηλαδή, μας βρήκαν, δουλειά σε βιομηχανία αυτοκινήτων. Στο Ντίσελντορφ, νομίζω…» « Οι δικοί μας είναι στην Αυστραλία. Κι εμείς μέχρι το καλοκαίρι θα έχουμε ήδη εγκατασταθεί.» « Ευτυχώς υπάρχουν και τα social media. Πότε θα κάνεις λογαριασμό, επιτέλους;» «Τα social media υπάρχουν, η Στέλλα, όμως μας τελείωσε… Θα με ξεχάσει φίλε… πες ότι ήδη έγινε.» « Έτσι είναι αυτά Χρήστο, άρχισε να συνηθίζεις στην ιδέα…» «Ναι, Χρήστο, άρχισε να συνηθίζεις στην ιδέα. Καθώς οι δάσκαλοί σου θα συνηθίσουν στην ιδέα της όλο και μεγαλύτερης σχολικής διαρροής για λόγους μετανάστευσης. Καθώς η χώρα θα συνηθίσει στην απώλεια όλο και περισσότερων νέων ανθρώπων προς άλλες χώρες ή ηπείρους, ανάμεσά τους και μερικά φωτεινά πνεύματα, που θα φοιτήσουν και θα διαπρέψουν σε ξένες χώρες. Όπως ο ευεργέτης μου. Παλιά, το 1960.»

Ιούνιος 2018 Άλλη μια σχολική χρονιά έφτασε στο τέλος της. Σε λίγες μέρες, θα μπω στους καλοκαιρινούς ρυθμούς μου, και τις φωνές τους θα τις ακούω κάποια, λίγα, απογεύματα, όταν θα τους «κλέβω» από την παραλία, για να παίξουν λίγο στις μπασκέτες μου, και να τα πούνε. Αυτό θα γίνεται συνήθως όταν δεν θα υπάρχει καύσωνας, γιατί τότε δεν θα έχω καμιά ελπίδα απέναντι στην παραλία… Οι συζητήσεις τους θα περιστρέφονται γύρω από το καινούριο κινητό τηλέφωνο, τις σύντομες διακοπές τους και τους «σπασίκλες» περίοικους, που δεν θέλουν να ακούν φασαρία μετά τις έντεκα. Ποτέ δεν τους έφτανε η ημέρα για να τα πούνε όλα. Μα έτσι θα είναι πάντα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πώς να τους πείσεις ότι δε βρίσκονται στο σπίτι τους; Αφού είναι… ΜΑΡΙΑ-ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΛΑΣΤΑΝΗ


Σελίδα 73

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΟΥΡΑΝΙΟ ΦΩΣ - Άννα Μαρία Αχιλλεοπούλου - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 74

ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΣΤΕΡΙΑΣ Η μάνα του τον φώναζε Αρτούρι. Το θυμάται σαν όνειρο. Μετά χάθηκε η φωνή της. Χαθήκαν όλες οι φωνές που ήξερε. Πολύ νωρίς. Ορφάνεψε. Έμεινε μονάχος. Όπως και άλλα παιδιά. Πολλά. Ο Αρτούρι δεν είχε πάει σχολείο ούτε μια μέρα. Δεν του 'κοβε λέγαν. Ορφανεμένος, πάντα ξυπόλυτος με τριμμένα ρούχα, πρόθυμος για κάθε δουλειά στα χωράφια. Πιάναν τα χέρια του. Δούλευε από παιδί με τους μεγάλους. Μάθαινε πολλά ανάμεσά τους. Εκείνοι τον πείραζαν, τον εκμεταλλεύονταν κάποτε. Κάπως έτσι μάθαινε τη ζωή. Με τα καλά και τα κακά. Μα δεν κρατούσε κακία σε κανέναν. Όταν τον άφηναν ήσυχο, ονειρευόταν. Πήγαινε μακριά. Πολύ μακριά τους. Εκεί έπλεκε τα όνειρα με τις ιστορίες που άκουγε. Σκεφτόταν δυνατά. Μονολογούσε. Ή μάλλον βρισκόταν σε διάλογο με τον άλλο του εαυτό. Τον ταξιδιάρη. Όπως όλη μέρα σήμερα. Η στεριά. Και η άλλη στεριά. Απέναντι. Ανάμεσά τους η θάλασσα. Ο Αρτούρι σκέφτεται. Πόσο θα του πάρει να κολυμπήσει ως την αντίπερα ακτή; Τέσσερις ώρες, πέντε, ε;... Λιγότερο από έξι, ε;... Θ' αντέξει; Τα πνευμόνια, η καρδιά του αντέχουν; Έχουν δοκιμάσει ποτέ; Το συζήτησαν, το χουν κανονίσει από πριν; Γίνεται λες... γίνεται; αναρωτιέται. Δεν είναι πιο πολύ, όχι... Με τα χέρια στις τρύπιες τσέπες, έχει καρφωμένο το βλέμμα πέρα από τη θάλασσα. Όλες του οι αισθήσεις ήδη ξεκίνησαν το ταξίδι. Όχι, δεν πρέπει να ναι πιο πολύ... Τον θαμπώνει ο ήλιος, αλλά ακούει καθαρά τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων. Βλέπει την κίνηση των χρωμάτων πάνω στο φίδι που κατεβαίνει από το λόφο. Θα ναι ο δρόμος. Όχι, όχι... Δεν είναι πιο πολύ... Στέκεται σχεδόν ακίνητος ως τη δύση. Παρακολουθεί το λόφο να γεμίζει λαμπιόνια. Ανάβουν τα φώτα στον πέρα κόσμο. Καθώς κοιτά, αχνίζουν έντονα φώτα και προβολείς στη σειρά. Σα λιτανεία προχωράει αργά στην κατηφόρα. Ως τη θάλασσα. Που τους χωρίζει. Εκεί που ξέπνοος θα φτάσει κάποιο χάραμα. Γυμνός ίσως. Σαν τον Οδυσσέα. Τυλιγμένο μες τα φύκια, θα τον βρει μια ωραία ξανθιά κοπέλα. Σίγουρα ξανθιά θα ναι! Θα τον αγκαλιάσει και θα τον φιλοξενήσει στον Παράδεισο αντίκρυ. Για όσο θέλει εκείνος. Ακούτε... για όσο θέλει! Ναι, σαν τον Οδυσσέα. Ο Αρτούρι δε θυμάται ποιος του μίλησε γι αυτόν. Ήταν μια μεγάλη αληθινή ιστορία. Από τα πολύ πολύ παλιά. Έτσι λένε. Μιλούσε για ένα μακρινό πόλεμο. Για μιαν όμορφη γυναίκα. Μιλούσε για νιάτα που γίνανε γεράματα. Για τσακωμούς και σκοτωμούς. Για πονηριά και λάθη. Ως και οι Θεοί ανακατεύτηκαν. Μικροί και μεγάλοι. Γιατί και οι θεοί είναι σαν τους ανθρώπους. Δεν είναι όλοι ίσοι. Όλα τούτα για μια γυναίκα, ακούτε;... Λες και δεν υπήρχε στη γη καμιά άλλη... Αλλά το πιο ωραίο μέρος ήταν για τον Οδυσσέα. Πέθαινε από νοσταλγία για το σπίτι του. Ταξίδευε και ταξίδευε και γυρισμό δεν είχε. Χάθηκε στις θάλασσες. Εκεί μέσα χάθηκε. Έτσι λένε. Κι όλα τούτα γίνανε αυτό που λένε μύθος, ακούτε; Γίνανε βέβαια όλα στ' αλήθεια, αλλά ακουγότανε και από στόμα σε στόμα. Τα έλεγε τραγουδιστά κάποιος που δεν έβλεπε. Στεκότανε όρθιος ώρες μπροστά στους αφεντάδες και τραγούδαγε τα βάσανα τα θαλασσινά του Οδυσσέα. Και όλοι οι αφεντάδες κλαίγαν, και πολλά τον φιλεύανε. Καθόταν μετά στην κουζίνα να φάει απ' όλα τα καλά, και τα δουλικά ξανά τον βάζανε να τους τα πει. Δεν τρώγανε, μόνο κλαίγανε συνέχεια εκείνοι. Ετούτος όμως γιόμιζε το δισάκι του, γιόμιζε τις δίπλες στο ρούχο του, κρέμαγε και γύρω από το λαιμό του παστά περασμένα σε χλωρά κλαριά και φύλλα. Και καθόλου δεν έκλαιγε. Γιατί να κλάψει; Αυτή ήταν η δουλειά του. Να κάνει τους άλλους να κλαίνε. Κι αυτός να τρώει καλά. Και να συνεχίζει την ιστορία του πιο κάτω, σ' άλλο αρχοντικό. Κάποτε με τα ίδια λόγια. Κάποτε με άλλα. Όπως του ερχόταν. Να τους κάνει πάντως να κλάψουν. Για να επιζεί. Από έναν Οδυσσέα από τα πολύ πολύ παλιά. Έτσι είχαν πει στον Αρτούρι. Ή κάπως έτσι. Αυτά θυμόταν από τον Οδυσσέα που κολύμπησε ως μια στεριά ξένη. Ναυαγός. Τι έγινε μετά, δεν ήξερε. Κανείς δεν του είπε τη συνέχεια. Ποιος ξέρει μια μεγάλη ιστορία από την αρχή ως το τέλος, ε;... Ο Αρτούρι ο ξυπόλυτος μπορούσε εύκολα να τη φανταστεί. Ο Οδυσσέας φόρεσε ρούχα και παπούτσια. Έφαγε και ήπιε. Μετά αγκάλιασε την όμορφη κοπέλα. Όπως γίνε-


Σελίδα 75

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ται στα παραμύθια. Πάντα έχουμε χαρές και πανηγύρια. Αν δε μας αρέσει το τέλος, το αλλάζουμε. Το παραμύθι είναι κάτι ψεύτικο. Το πλάθουμε όπως μας βολεύει. Εδώ ωστόσο, μιλάμε για τη ζωή. Και η ζωή έχει μεγάλη φαντασία. Δεν της αρέσουν καθόλου τα παραμυθάκια. Ούτε και τα πανηγύρια πολύ. Εδώ έχουμε όνειρα ξυπνητά σε γερό κορμί νεανικό. Του Αρτούρι. Εδώ έχουμε δυο στεριές και μια θάλασσα στη μέση. Εδώ μιλάμε για ώρες κολύμπι νυχτιάτικα. Χωρίς φεγγάρι. Χωρίς αστέρια. Ίσως και με κύμα. Όπως απόψε. Απόψε είναι η νύχτα, λέει ο Αρτούρι. Απόψε θα κολυμπήσει με τον Οδυσσέα του. Καλύτερα οι δυο τους μαζί. Προσεύχεται στο θεό του. Ελπίζει να μη ναυαγήσουν σε αφιλόξενα νερά. Κοιτάζει γύρω. Τι να μην πάρει μαζί του στα ξένα, αναρωτιέται... Τι πίσω του σα φύγει θ' αφήσει... Δε θέλει και πολλή σκέψη. Περνά στο λαιμό του ένα πέτσινο τσαντάκι. Μέσα έχει το λιγοστό οβολό του. Και ό,τι αποδεικνύει ποιος είναι. Δεν αποχαιρετάει. Πετά στη νυχτερινή βρεγμένη αμμουδιά το μοναδικό του σακάκι. Μαζί με τη μητρική του γλώσσα... Ο Αρτούρι κοντοστέκεται. Θα γυρίσει πίσω το βλέμμα; Κάνει ένα βήμα προς το πέλαγος. Σταματάει. Θα κοιτάξει πίσω σου; Η θάλασσα με το ανάκατο βουητό... Τα πόδια του στο νερό. Ένα ρίγος τον διαπερνά. Θέλει πίσω του να δει. Το νερό είναι παγωμένο. Μέχρι εκεί που ξεκινούν τα φώτα απέναντι. Μια έκταση νερό σκοτεινό. Μη φοβάσαι... μη φοβάσαι, λέει. Πόσο είναι, τέσσερις ώρες... πέντε... δεν είναι παραπάνω. Όχι, δεν είναι παραπάνω... Άκου, θα τα καταφέρεις, θα τα καταφέρεις σου λέω... Η θάλασσα σε καλεί... Τι πειράζει που είναι απόψε σκοτεινή;... Ο Αρτούρι δε γυρνάει να κοιτάξει. Ο Οδυσσέας για άλλη μια φορά στη θάλασσα. Να παλεύει με του Ποσειδώνα την οργή. Τα κύματα να καταπίνουν τους συντρόφους του. Κορμιά άψυχα και υπολείμματα του πλοίου του να επιπλέουν. Η Αθηνά να μη βοηθάει πλέον. Ή ίσως να κουράστηκε να λογομαχεί με τους άλλους θεούς. Διότι έτσι διασκεδάζουν οι Ολύμπιοι. Παίζουν με τους θνητούς σαν άλογα σε ιπποδρομίες. Ποντάρουν σα σε κούρσες στις διαμάχες τους. Στα πάθη, τα λάθη και τις αδυναμίες τους. Να περνά η ώρα. Είναι τόσο ανόητα όντα τα δημιουργήματά τους. Και τόσο ανιαρά εκεί ψηλά που δε φτάνει ανθρώπου μάτι. Κολύμπα, σκέφτεται ο Αρτούρι, κολύμπα. Μη σταματάς. Ακολούθα τον Οδυσσέα τον ναυαγισμένο. Κολύμπα, κολύμπα... Κάποτε θα φτάσεις τη στεριά. Μόνο κολύμπα, μη σταματάς... Ξέρει ότι αν τώρα σταματήσει, θα τον αρπάξουν οι Σειρήνες. Αν κουραστεί, θα κατρακυλήσουν πάνω του τα βράχια. Θα του συνθλίψουν το μυαλό. Θα του πνίξουν τα όνειρα. Μόνη του επιλογή ν' ακολουθήσει τον Οδυσσέα στο ναυάγιο. Ανάσα... Πάρε ανάσα και κολύμπα... κολύμπα... Μην κοιτάζεις πίσω. Μόνο μπροστά... Εκεί, εκεί... Στα φώτα που πότε έρχονται καταπάνω του και πότε φεύγουν... Φυσάει. Ο Αρτούρι είναι παγωμένος. Νιώθει το νερό να βαραίνει πάνω του. Μη σκέφτεσαι... Όχι τώρα... Πλάι στον Οδυσσέα σου κολύμπα... Έχει κάνει μυριάδες φορές τούτη τη νυχτερινή την αλμυρή διαδρομή... Λαχανιάζει. Πόσες ώρες, είπες, είναι;... Κάπου τόσες... Καλά, καλά, μόνο να μη σκέφτεται. Η σκέψη κουράζει πιο γρήγορα, δεν το ξέρει;... Γιατί να ταράζεται;... Ειν' αλμυρό το νερό που καταπίνει... Τον πνίγει... Πού χάθηκες Οδυσσέα;... Πανικός. Πού είναι η στεριά μας;... Βαριανασαίνει. Μου υποσχέθηκες μια στεριά στην ιστορία σου... Έναν παράδεισο μες τα τραγούδια σου, έναν παράδεισο... Πόσο μακριά ακόμα;... Κάνε κάτι, δε βλέπω πια... Οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν, Οδυσσέα... Αλμυρό το παγωμένο νερό στο λαρύγγι του Αρτούρι. Του κόβει την ανάσα. Πνίγεται... Λίγο ακόμα... Χέρι, πόδι... χέρι πόδι με δυσκολία... Πάνω από το νερό... Φτάνουμε Οδυσσέα;... Κάτω από το νερό... Σ' ένα βάθος σκοτεινό... Ακουμπά μια κρυστάλλινη αμμουδιά. Δε βλέπει κορίτσια εδώ... Δεν ακούει τραγούδια εδώ... Τα καταφέραμε, Οδυσσέα... τα καταφέραμε;... Όχι;... ναυαγήσαμε, Οδυσσέα;... Ο Αρτούρι θέλει να ξεκουραστεί... Να κοιμηθεί... Πόσες ώρες περάσαν, Οδυσσέα;... Οδυσσέα... σε κούρασε το ταξίδι, σύντροφέ μου;... Πέσε να ξεκουραστείς στο πλάι μου, Οδυσσέα... πέσε... Σαν ανατείλει... θα είμαστε στον παράδεισό σου... Όταν ανατείλει... Αν ανατείλει... Όταν βγει ο ήλιος της άλλης μέρας... Αν βγει ξανά... Εκεί, στην άλλη στεριά... Εκεί, στον Παράδεισο που τους περιμένει... Με παπούτσια κάθε μέρα... Και χορταστικό φαΐ... Και την όμορφη ξανθιά αγαπημένη... Μα πώς;... Που δεν είχε ο Αρτούρι ποτέ του κολυμπήσει;... Δίχως να το ξέρει, ακολούθησε μια Χίμαιρα...


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 76

Ποιος θεός στο πλευρό του να σταθεί;... Γιατί να τον βοηθήσει;... Ποιος αλήθεια να τον λυπηθεί μέσα στο όνειρό του το βυθισμένο;... Ποιος;... Ο Αρτούρι προδόθηκε. Δεν ανέτειλε ποτέ... ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΘΕΜΑ


Σελίδα 77

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΠΡΩΙΝΟ ΧΕΙΜΩΝΑ - Χάμζα Αχμέντ - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 78

ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΑΒΟ-ΠΑΠΑΓΑΛΟ! ΣΚΗΝΗ Α. Η Αγάπη στο μανάβικο. Η μικρή Αγάπη την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων έκανε έφοδο στο μανάβικο της γειτονιάς της για να προμηθευτεί φρέσκα ,φρεσκότατα λαχανικά . Ένα κουνουπίδι και ένα λάχανο , τις φυσικές βιταμίνες της μητέρας φύσης . Βρήκε αμέσως το κουνουπιδάκι που επιθυμούσε ! Ας δούμε όμως τι γίνεται με όλα τα άλλα γύρω της . ΣΚΗΝΗ Α1 .Ο Διάλογος με το μανάβη. Η Αγάπη πήρε μια ανάσα και ρώτησε το μανάβη της τον κύριο Ευθύμη . -Αγάπη : Μήπως έχετε ένα μικρούλι λαχανάκι ; Τότε βιάστηκε εκείνος και της αποκρίθηκε : -Μανάβης : Ότι βλέπεις έχει εκεί ! ΣΚΗΝΗ Α2 .Ο Δρόμος προς την αναζήτηση του λάχανου . Ήταν όλα λίγο μεγαλύτερα του μεγέθους που αναζητούσε για το μαγείρεμά της με το λάχανο . Όμως σκέφτηκε έπειτα ότι το μισό θα το κόψει φρέσκο για σαλάτα αφού βοηθά το λάχανο στην καλή λειτουργία του εντέρου και το άλλο μισό θα μπει με μια ωραία κόκκινη σαλτσούλα στο φαγητό του μεσημεριανού με το ψάρι . Όλα αυτά θα τα ετοίμαζε η μικρή σε ηλικία Αγάπη με πολύ πολύ αγάπη και στοργή για τις μικρές της κόρες . ΣΚΗΝΗ Α3. Ο Δρόμος προς το ταμείο . Καθώς η Αγάπη τώρα κατευθύνεται με το λάχανο προς το ταμείο μονολογεί λέγοντας : ‘’Βαρύ είναι ‘’. Μια όμορφη κυρία που Φωτεινή την λέγανε ,με λίγο αλλήθωρα όμως τα μάτια της κοντοστέκει τώρα δίπλα της και της απαντά : -Φωτεινή : Κάνεις και βαράκια με αυτό . ΔΩΡΕΑΝ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ !!!! Στο μανάβικο , έχεις και λάχανο και γυμναστική !!! Τι άλλο θες ;!!! -Αγάπη : Ναι , σωστά τα λέτε της αποκρίθηκε με θάρρος τώρα και χαμόγελο ευθύς η μικρή Αγάπη . Τα πήρε λοιπόν και τα πήγε στο ταμείο . Την ώρα όμως που άρχισε να ψάχνει τα ψιλά της , ενώ 1.64 λεπτά το λάχανο και το κουνουπίδι κοστίζει , της έλεγε ο Ευθύμιος , ακούστηκε ένα Γδουπ και ένα Ψέλισμα . -Μανάβης : Α μην τρομάζεις από τον ήχο , ο παπαγάλος μας είναι . -Αγάπη : Α ! Σήμερα λοιπόν είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσω τον παπαγάλο σας και να ανοίξω κουβεντούλα μαζί του ! -Φωτεινή : O Άντυ μας είναι εκεί στο βάθος , πήγαινε , πήγαινε και έρχομαι κι εγώ από πίσω σου !


Σελίδα 79

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΚΗΝΗ Β. Ο μαναβο-παπαγάλος Άντυ γνωρίζει την Αγάπη – ένας συλλογικός διάλογος. Πήγα λοιπόν γεμάτη χαρά και με ένα πλατύ χαμόγελο κι ο παπαγαλάκος μας πηγαινο-ερχόταν στο κλαρί του ! Έλεγε λογάκια το χρυσό μου το παπαγαλάκι !!! Όταν πονούσε το δοντάκι του έκανε : Γκρρρ. -Φωτεινή : Πώς κάνεις όταν πονά το δοντάκι σου ; -παπαγάλος Άντυ : ΓΚΡΡΡ Όταν πάλι ήθελε να φάει του έδιναν το κέικ , έτρωγε αυτός όσο ήθελε και το υπόλοιπο το έριχνε κάτω στο κλουβί του , απότομα . -Μανάβης : Έλα πάρε ένα κομματάκι κεικ . ( το δίνει στο στόμα του Άντυ δηλαδή στο ράμφος ) -Άντυ : Τρώει το μισό κέικ , ακούγεται τσακ τσκα τσακ και το υπόλοιπο ΤΣΑΦ πέφτει κάτω μεμιάς ! -Αγάπη : Εμείς πρέπει να ψάξουμε για να το βρούμε , να φροντίσουμε από πριν να προμηθευτούμε τα υλικά μας από το μπακάλι και το μαγαζάκι με τους ξηρούς καρπούς που έχει αμύγδαλα , φουντούκια και κάθε λογής αποξηραμένα φρούτα !! -Φωτεινή : Ναι , θέλει μαγείρεμα το κέικ και τρόπο να δέσεις τη ζύμη με τα υλικά που έχεις κατά νου . -Αγάπη : Ναι,ναι έχει μια διαδικασία μυστηριακή . ΣΚΗΝΗ Β1. Τα χαρίσματα του Άντυ. Η κυρία Φωτεινή χάιδευε το μαναβοπαπαγάλο και αυτός της έκανε ανταπόκριση τσιμπώντας το δάχτυλό της . όταν δεν ήθελε !! ΌΤΑΝ ΉΘΕΛΕ πάλι τα χαϊδέματα , ευχαριστιόταν στην κοιλίτσα του . Ο Άντυ μας όμως είχε και άλλες χαρές . Τραγουδούσε ΌΠΕΡΑ σε λεξούλες μικρές που έλεγε . Να , σου έλεγε ‘’ΚΑΛΗΜΕΡΑ’’ με τα υπέροχα πρασινοκίτρινα χρώματα από τις τρίχες του να παίρνουν ζωή και να ανυψώνονται καθώς το ροζέ –μαύρο ράμφος του ανοιγόκλεινε . ΣΚΗΝΗ Β2 . Ο Διάλογος των παντρεμένων κυριών . -Φωτεινή : Eίναι το :‘’NEXT TOP IDOL’’!! -Αγάπη : Είσαι πολύ όμορφος , πες μου όμως ποιο είναι το όνομά σου ; Ο Άντυ ο μαναβοπαπαγάλος μας χάρηκε , πήγαινε πέρα –δώθε στο κλαρί και ΤΣΟΥΠ σε 2 μόλις δεύτερα κατέβηκε προς τα κάτω στα στρογγυλά συρματάκια και ήταν έτοιμος να πετάξει !!!; -Φωτεινή : Θα πετάξεις ; -παπαγάλος Άντυ : TΣΟΥΠ . ( κάνει και ανεβαίνει ξανά πάνω στο κλαρί του ) -Φωτεινή : Γεια σου Αγάπη μου , πρέπει να φύγω . Αρκετά διασκεδάσαμε και κουβεντιάσαμε μικρή μου !! Χάρηκα πολύ !!! Ε να , έχω αφήσει τα αγόρια μου μόνα τους στο σπίτι , θα με ψάχνουν εδώ και ώρα ! -Αγάπη : Κι εγώ χάρηκα !! (ο χρόνος για εμάς τις μαμάδες είναι περιορισμένος , σκέφτεται η Αγάπη)


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 80

ΣΚΗΝΗ Γ. ‘’Ανήμερα Χριστουγέννων ‘’. Μια ημέρα προ των Χριστουγέννων η Αγάπη ξαναπήγε στο μανάβικο της γειτονιάς έχοντας μαζί της τώρα τις μικρές της κορούλες , την Ειρήνη και την Ελπίδα για ευχές όπως συνήθιζαν κάθε χρόνο αλλά και κάλαντα Χριστουγεννιάτικα. Ο παπαγάλος μας ο Άντυ είχε στο λοφίο του ένα αστέρι φωτεινό σαν αυτό της Βηθλεέμ που έλαμπε την ημέρα της γεννήσεως του θεανθρώπου μας , Ιησού . ΣΚΗΝΗ Γ2. ‘’Ο Διάλογος του μαναβο-παπαγάλου με τα παιδιά ‘’. -Ειρήνη : Άντυ νομίζω πως σήμερα είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου και ταιριάζεις απόλυτα με τα τραγούδια και τις μυρωδιές του μαγαζιού . ‘’ You are the Christmas parrot ‘’!!! -Ελπίδα : ‘’Perroquet de Noël ‘’ ! -Άντυ : Yes ,oui !!! ΣΚΗΝΗ Γ3 . ‘’Η Χριστουγεννιάτικη όψη του μανάβικου ‘’. Μυρωδιές από λαχταριστούς κουραμπιέδες και φρέσκα μελομακάρονα με αχνιστή κανελίτσα στολίζουν τώρα τον πάγκο δίπλα στο ταμείο του μανάβικου . Η φάτνη γύρω από τον Άντυ κι αυτός έτοιμος να προαναγγείλει τον ερχομό του θεανθρώπου μας! Η Παναγία μας , η Μαρία να στέκει στην άκρη και να είναι χαρούμενη όσο ποτέ , το πρόσωπό της αναβλύζει αγιοσύνη και φωτεινότητα σαν ο ήλιος τράβηξε τις ακτίνες του από μπροστά της . Ιησούς Χριστός στη Ναζαρέτ γεννάται , να παίζει το cd και έξω να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού καθώς η θερμοκρασία άγγιξε τους μηδέν βαθμούς κελσίου . ΣΚΗΝΗ Γ4 . ‘’Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα στο μανάβικο’’. Ο παπαγάλος μας ο Άντυ είναι δίπλα στη φάτνη μπροστά στο τζάμι του μανάβικου και λέει τώρα μαζί με την Ειρήνη και την Ελπίδα τα χριστουγεννιάτικα μαναβο-κάλαντα : Τρίγωνα κάλαντα μες τη γειτονιά Ήρθαν τα Χριστούγεννα στο μανάβικο ξανά ! Άστρο φωτεινό , λάμπει γιορτινό , μήνυμα θα φέρω από τον πάγκο του Μανάβικου ως τον Ουρανό ! Πλούτος στις καρδιές μας Αγάπη στη Ζωή Υγιεινή Διατροφή μα και Νηστεία ταιριάζουνε πολύ μαζί ! Γυμναστική πολύ


Σελίδα 81

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Διάβασμα Επιστημών και Τέχνες έχουν την τιμητική ! Μα πάνω από όλα είναι η Μουσική Και που ‘στε; Θέατρο μας κάνουν όλα αυτά Μαζί !!! Έτσι γίνεται παιχνίδι η Ζωή! Τα Χριστούγεννα γεννάται η ‘’Χριστουγεννιάτικη Παιδαγωγική’’ !! ΙΗΣΟΎΣ ΧΡΙΣΤΟΣ γεννάται σήμερα μα και στην καρδιά μας η Αγάπη θα γεννηθεί . Θεία Φώτιση ευχόμαστε εμείς η Ειρήνη , η Ελπίδα και ο ΆΝΤΥ Μας Μαζί ! Πτηνά , ζώα άνθρωποι , φύση και όλη η ΓΗ Αγάπη να έχουμε Όλοι μαζί με ΕΛΠΙΔΑ –ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΙΗΣΟΥ –ΧΡΙΣΤΟΥ πνοή !! ΣΚΗΝΗ Δ. Το μήνυμα των παραμυθάδων των Χριστουγέννων . Τα Χριστούγεννα όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται ένα ‘’ μήνυμα αγάπης και αισιοδοξίας ‘’. Το πνεύμα το Άγιο , το Σωτήριο , το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα ας γίνει το φως που θα λάμψει και θα θερμαίνει τις ψυχές όλων μας . Και κάπως έτσι να σας ευχηθούμε εμείς οι Παραμυθάδες των Χριστουγέννων μέσα από την καρδιά μας να έχετε ‘’ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟ 2019 ‘’. Να θυμάστε μόνο όταν πηγαίνετε με τα παιδιά σας στις εκδηλώσεις των Χριστουγέννων να τους λέτε ότι τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ή και αυτού του Χριστουγεννιάτικου καραβιού της λίμνης των Ευχών συμβολίζει την δική μας αναλαμπή και φώτιση του νου . Του πνεύματός μας τα Λαμπάκια ας ανάψουν μια και καλή με την άφιξή μας την ημέρα εκείνη στις Πολιτείες των ευχών .Να ξελαμπικάρουν μια και καλή. Αλλά και στις εκκλησίες μας μην ξεχάσουμε να πάμε κατανυκτικά με τα παιδιά μας και μόνοι μας τις Χριστουγεννιάτικες αυτές μέρες. Μόνο γλυκό θα λάβουμε και αυτό Αδυνατίζει και φωτίζει !~ -Άντυ : Αμήν ! ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΑΡΓΚΑΒΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 82

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ Σ’ ΕΡΗΜΙΚΟ ΜΟΝΥΔΡΙΟ Κάμποσα χρόνια πριν, στη Σάμο, Στο λιτό, αρχονταρίκι του Αι- Γιάννη του Ελεήμονα , με το μεγάλο τζάκι και το μακρύ φιλόξενο τραπέζι, βρεθήκαμε μια φιλική παρέα, ν’ αλλάξουμε χρόνο και κουβέντες. Στο ξυλόφουρνο της αυλής σιγοψήνονταν ένα αγριολαγός γεμιστός με ρύζι και μυρωδικά, κι’ άλλα διάφορα λαχταριστά κι ασυνήθιστα. Πρωτοχρονιάτικη νυχτερινή αναμονή ,σε μοναστήρι του 1867 χτισμένο πάνω σε ερείπια αρχαίας μονής, είναι σπάνια τύχη. Κι’ όταν άρχισε η πρόποση μ’ ένα μπαγλαμά κι’ ένα λαούτο, ξέραμε όλοι, πως θα το ξημερώναμε εν χορδαίς και οργάνοις. Τέτοιες ώρες, ,ακόμα κι’ ο ΑιΓιάννης παίζει το βυζαντινό κανονάκι του, και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτή τη χωμάτινη καρδιά, απ’ το να ραγίσει ή να κελαηδήσει σα νεροσφυριχτράκι. Σ’ αυτό το Σαμιακό τοπίο, ο άνεμος δεν κουράστηκε τρείς χιλιάδες πρωτοχρονιές τώρα, να φυσά το σουραύλι του , ολόγυρα απ’ το κάτεργο, τον μαύρο βράχο του κολπίσκου , και να φουσκώνει πανιά στα περαστικά πλεούμενα της ιστορίας. Στην ακτή, έχουν ξεβραστεί σπαράγματα αρχαίων ναυαγίων, πηδάλια Βυζαντινών δρομώνων ,σανίδες πειρατικών, τσακισμένα αρμαμέντα του αγώνα. Έχουν αράξει προσφυγικά ιστιοφόρα του 22, κι’ έχουν αποπλεύσει καϊκια πολιτικών εξορίστων .Τώρα δένουν κάβους σύγχρονα ψαράδικα, και φουσκωτά βομβαρδισμένων προσφύγων. Κι’ όλη τούτη η μακραίωνη κίνηση και ζωή, με συμφορές, θλίψη, θριάμβους, πολέμους, και ειρηνική χαρά, συμπυκνωμένη στην αύρα του τοπίου, στις κλίμακες των μουσικών οργάνων, και στη στιχουργία των τραγουδιών και της ποίησης. Στη τράπεζα των παλιών καλογήρων, τα όργανα, άρχισαν νωρίς. Τα ρεμπέτικα εναλλάσσονταν. Κατοχικά, Σμυρναίϊκα, περιθωριακά, ερωτικά. Τι όμορφα που τα είπε σε συνέντευξή του ο Χατζηδάκης τα σχετικά με τα τραγούδια που ακούγαμε πρωτοχρονιάτικα. «Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό. Μοναδικά ελληνικό. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ’ το βυζαντινό μέλος, και πέρα απ’ το δημοτικό τραγούδι;» Δώδεκα παρατέταρτο , στο πανοραμικό πλάτωμα της ανηφόρας , στοιβάζαμε κλαδιά και αγκαθόθαμνους, για τη φωτιά του μεσονυχτίου. Δώδεκα ακριβώς, δυό καράβια διέσχιζαν το μπουγάζι, ολοφώτιστα, σφυρίζοντας παρατεταμένα. Η φωτιά μας είχε θεριέψει, και οι πυρσοί που άναψαν άντρες της παρέας διαγράφοντας κυκλικές τροχιές στον αέρα, πήραν απάντηση από δυνατό προβολέα του ενός καραβιού, που αναβόσβηνε, σήματα Μορς. Κάποιος της παρέας, ανάγνωσε τη φράση «Καλή Χρονιά.». Κι’ όταν χώνεψε η φρυκτωρία μας, στη τράπεζα, με τα μισοτελειωμένα πιάτα, η ευφρόσυνη διάθεση και το τραγούδι, έφτανε μέχρι τα κοντινά μικροσπήλαια του μοναστηριού, κάνοντας τα οστά των κεκοιμημένων μοναχών να σκιρτούν, για τη συνέχιση της ζωής, στα ερημικά τους μετερίζια. Το ξημέρωμα, ο Αι- Βασίλης αθέατος ,τελούσε τη καταδική του λειτουργία στον Αι- Γιάννη . Μπαίνοντας για το άναμμα των καντηλιών, αναπόλησα τη τελετουργία, με παπά και ψάλτες στην ενορία μου. Εκείνη τη λειτουργία τη βγαλμένη απ ’τη καρδιά της αρχαίας τραγωδίας των Ικέτιδων, όπου οι ύμνοι του Ρωμανού, ψάλλονται στη κλίμακα και τη γλώσσα των τυραγνησμένων γενεών, της πικρής πατρίδας. Το ίδιο και τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά, και τα ζεϊμπέκικα της ελληνικής ψυχής. Η μουσική και τα τραγούδια μας είναι μια απόδειξη ότι ο Θεός υπάρχει. Για μερικούς, όσο μονάχα παίζουν τα βιολιά και τα λαούτα. Για άλλους, ακόμα και στη σιωπή, και στη χαρμολύπη, και στη δόξα της κάθε ανατολής της καινούριας μέρας. Καλή χρονιά. ΕΛΣΑ ΧΙΟΥ


Σελίδα 83

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΣΑΝ ΖΩΓΡΑΦΙΑ - Γκογκίδη Ευσταθία - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 84

Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Κάθε φορά, τις ανέβαζε πάνω στη σοφίτα, στο "ατελιέ" του. Τα παράθυρα –όλα, εκτός από τη μεγάλη κεντρική τζαμαρία- ήταν εγκλωβισμένα πίσω από κούτες και έτσι δεν άνοιγαν ποτέ πια, ξεμπλάζοντας μια αίσθηση αποπνικτικής απομόνωσης στο δωμάτιο. Τα βερνίκια και οι μπογιές ήταν ασυνάρτητα διασκορπισμένα στο πάτωμα. Τα έπιπλα -αν ήταν έπιπλα αυτά τα μυστήρια εξογκώματα- ήταν κρυμμένα πίσω από παχιά άσπρα σεντόνια, διεγείροντας την φαντασία ή τους φόβους των επισκεπτριών του. Ήταν το γοητευτικό άντρο των δημιουργικών ωρών του. Αρχικά τις οδηγούσε μπροστά από τον κεντρικό του πίνακα, ένα τολμηρό μανιφέστο χρωμάτων που πάντα τις άφηνε άφωνες. Δεν είχε τον αιθέριο μετεωρισμό ενός Μονέ, δεν απέκλειε το μαύρο όπως εκείνος, αλλά ούτε και βασιζόταν σε αυτό, απέφευγε το μανιχαιστικό δίπολο του φωτός και του σκότους, τον τενεμπρισμό ενός Καραβάτζο. Αντίθετα προτιμούσε μια επιδερμική, μα αρκετά επιτακτική χρήση των χρωμάτων. Φυσικά, ούτε η θεματολογία του είχε τον πολιτικό κυβισμό ενός Πικάσο ή την ευχάριστη αθυροστομία ενός Νταλί, είχε όμως κάτι από την θελκτική ουδετερότητα των πανοραμικών τοπιογραφιών της αναγέννησης, αυτή τη βίαιη μίξη των πάντων στον καμβά, τη χαώδη οχλαγωγία μιας μάχης που μπορεί και να μην διεξαγόταν πουθενά αλλού εκτός από το μυαλό του, κι αν προσπαθούσες να ανιχνεύσεις έστω κι ένα πρόσωπο σε αυτή την παντζουρλιστική μάζωξη, δεν θα έβρισκες ούτε ένα. Δεν τον ενδιέφεραν τα πρόσωπα, τα βαριόταν, τα έβρισκε υπερβολικά απλοϊκά, απελπιστικά ίδια. Ίσως αυτό να εξηγούσε την τακτική αλλαγή των γυναικών που επισκέπτονταν τη σοφίτα του. Ήξερε καλά, παρόλα αυτά, πως εκείνος ο πίνακας ήταν η καλύτερη δουλειά του για αυτό και φρόντιζε πάντα να καταλήγουν εκεί οι νυχτερινές του επισκέπτριες. Ευτυχώς για εκείνον, ποτέ δεν έβγαζε μάτι αυτή η ναρκισσιστική μηχανορραφία του. Ο πίνακας ήταν αποστομωτικός από την πρώτη ματιά και τις τράβαγε προτού εκείνος χρειαστεί να τις οδηγήσει προς το μέρος του. Ήταν μια περίτεχνη παγίδα, ένα εξαίσιο καλλιτέχνημα που είχε αποσπαστεί από το εγώ του και είχε αποκτήσει δική του υπόσταση στην μακρά ιστορία της τέχνης. Τώρα του ξεπλήρωνε την ευγνωμοσύνη, δουλεύοντας για χάρη του. Καθώς θαύμαζαν τον πίνακα και αφού τους είχε παραχωρήσει αρκετά λεπτά σιωπής γεμάτης από το ταλέντο του, τους πρόσφερε διακριτικά ένα ποτήρι κρασί. Το έβγαζε αθόρυβα από ένα ντουλάπι -ίσως το μοναδικό ντουλάπι εκεί πάνω που πράγματι χρησιμοποιούσε- και το έτεινε μαλακά προς το μέρος τους, βγάζοντας τες από την γεμάτη ένταση περισυλλογή τους. Εκείνες άδραχναν με ευγνωμοσύνη το ποτήρι και ήδη με τις πρώτες γουλιές χαλάρωναν, ξεφεύγοντας από την οδύνη της καλής τέχνης προς μια πιο χαλαρή πλευρά της. Ο πίνακας γινόταν αυτομάτως περισσότερο διασκεδαστικός. Μία από τις καλύτερες ιδιότητες του ήταν οι χαμαιλεόντιες μεταμορφώσεις του, ανάλογα με τις άφωνες υποδείξεις του δημιουργού του, λες και εκτελούσαν παρέα ένα εκλεπτυσμένο νούμερο τσίρκου. Κανένας από τους δύο δεν παρέμενε ο ίδιος ως το τέλος της παράστασης. Στη συνέχεια τις οδηγούσε αργά μπροστά από το παράθυρο. Ήταν μια μεγάλη επικλινής τζαμαρία, που κοιτούσε προς τον ουρανό, και παρόλο που ήταν σκονισμένη, παρέμενε εντυπωσιακά αποκαλυπτική προς το νυχτερινό πανόραμα. Σαφώς και δεν τους μιλούσε για αστέρια όπως θα έκανε ένας φτηνός εραστής, δεν απάγγειλε στίχους, δεν έλεγε κάποιο μεγαλόστομο απόφθεγμα. Ως γνήσιος εικαστικός, με περισσότερη εμπιστοσύνη στην εικόνα από τις λέξεις, άφηνε την πανάρχαια ενστικτώδη γοητεία του έναστρου ουρανού να τις γοητεύσει. Και τότε -μόνο τότε- όταν έκρινε πως είχε έρθει η ώρα, όταν είχαν μείνει για αρκετά λεπτά


Σελίδα 85

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

σοκαρισμένες από την σκοτεινή ομορφιά, ακουμπούσε προσεκτικά το σώμα του πίσω από το δικό τους, άπλωνε τα μεγάλα χέρια του στα εύθραυστα κορμιά τους και αποτολμούσε ένα βαθύ αγκάλιασμα που δρούσε σαν βάλσαμο, σαν φαρμάκι που σε γλυτώνει από τα δεινά σου, σώζοντας τες από την ενστικτώδη μελαγχολία που νιώθει κανείς όταν έρχεται για πολύ ώρα αντιμέτωπος με την σιωπηλή ωραιότητα των αστέρων. Όταν πλέον καταλάβαινε πως είχε φτάσει η στιγμή, ξεκινούσε να τις γδύνει αργά. Ήταν περισσότερο κάτι που δεν συνέβαινε παρά κάτι που συνέβαινε -τόσο ανεπαίσθητα επιδιδόταν σε αυτή την δραστηριότητα. Εκείνες δεν έφερναν καμιά απολύτως αντίσταση, χαμένες καθώς ήταν ακόμα στην επίδραση των χεριών του. Τις ένιωθε να σπαρταράνε ήρεμα στις κινήσεις του. Τα νεύρα τους τινάζονταν, οι τρίχες τους ορθώνονταν, το στόμα τους αποτολμούσε μικρές κραυγουλές ευχαρίστησης ή μιας επίπονης ηδονής. Τα πρόσωπά τους είχαν την ίδια ακριβώς έκφραση τόσο στην ηδονή, όσο και στον πόνο, τον ίδιο αποτρόπαιο μορφασμό, την ίδια υφέρπουσα κραυγή. Σύντομα, όλα θόλωναν. Οι κινήσεις γίνονταν κάπως βίαιες, γοργές. Εκείνος έκανε τα πάντα με δύναμη χωρίς να συναντά καμιά αντίσταση, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν είχε πια να κάνει με νεκρές και όχι με ζωντανές γυναίκες. Ύστερα, όταν όλα πια τελείωναν, απομακρυνόταν μερικά βήματα διεκδικώντας ξανά την απαραίτητη καλλιτεχνική αποστασιοποίηση. Τίναζε νευρικά τα ρούχα του, περνούσε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του σε μια προσπάθεια να επαναφέρει τον εαυτό του στην πρότερη πολιτισμένη κατάσταση. Ήθελε να απομακρυνθεί αμέσως από ό,τι είχε συμβεί. Τις έντυνε όπως ακριβώς τις είχε γδύσει κι ύστερα με τη φωτογραφική μηχανή του -την είχε πάντα αφημένη εκεί, πάνω σε ένα παλιό μπαούλο που του χρησίμευε ως ράφι- τις τραβούσε μια και μοναδική φωτογραφία, κάτω από το φυσικό φως του έναστρου ουρανού, χωρίς να τις προειδοποιήσει, σαν να προσπαθούσε να φωτογραφίσει αιφνιδιαστικά αυτό που αφήνει ο έρωτας στα πρόσωπα των γυναικών. Ή έστω, η δική του εκδοχή έρωτα. Οι φωτογραφίες δεν του χρησίμευαν κάπου, ούτε καν σε προσωπογραφίες. Όταν τις κοιτούσε έβλεπε μόνο το απρόσωπό μιας πλειοψηφίας. Το να τις φωτογραφίζει ήταν απλώς μια παλιά συνήθεια που είχε. Του άρεσε να περισυλλέγει τις κατακτήσεις του με αυτόν τον τρόπο, όπως ένας συλλέκτης πεταλούδων θα καταμετρούσε τα επιτεύγματά του αριθμώντας το άλμπουμ των καρφιτσωμένων θυμάτων του. Στην συνέχεια τις οδηγούσε έξω. Επανερχόμενος πια στην φυσική του ψυχρότητα, είχε ήδη δώσει τέλος στο έργο που είχε ξεκινήσει να παίζει όσον καιρό μετρούσε η γνωριμία τους. Εκείνες θα παρέμεναν θαμμένες για πάντα. Με το που έκλεινε την πόρτα, ανέβαινε στη σοφίτα και κοίταζε για λίγο τον πίνακα του ουρανού. Δεν υπήρχε καμιά άλλη αλήθεια. ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΩΣΤΑ-ΦΩΤΗ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 86

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΑ Βγήκα από το τρένο νιώθοντας ζαλισμένος από τον ύπνο. Ξημερώματα στην Πράγα και ο αέρας ήταν ανάκατος με την χαρμολύπη του γυρισμού. Γύριζα πίσω μετά από ένα σύντομο ταξίδι -ένα από τα πολλά σύντομα ταξίδια που επιχειρούσα τον τελευταίο καιρό προκειμένου να ξεφύγω από την ανιαρή καθημερινότητα και να αναζητήσω την έμπνευση. Με έδεναν πολλά με τη συγκεκριμένη πόλη –τα ριγμένα κίτρινα φύλλα στα πάρκα, ο παγωμένος αέρας των πρωινών, οι εικόνες κοσμικής μοναξιάς και εγκατάλειψης των προαστίων της-, αλλά έπρεπε να γυρίσω. Στεκόμουν κάτω από ένα κτίριο, περιμένοντας το λεωφορείο για το αεροδρόμιο απέναντι από το σταθμό του τρένου. Έκανε παγωνιά. Τα χέρια μου ήταν χωμένα στις τσέπες του παλτού μου. Προσπαθούσα μάταια να ζεσταθώ. Το κρύο ήταν τόσο διαπεραστικό που έμπαινε αδιάκριτα μέχρι τα βάθη των ρούχων μου, ακουμπώντας το δέρμα μου, εισχωρώντας μέχρι τα κόκκαλα μου. Ήταν μόλις πέντε παρά το πρωί όμως η κίνηση στον απέναντι σταθμό δεν έπαυε ποτέ. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν ακούραστα. Μόνο κατά διαστήματα ο δρόμος απέμενε σχεδόν έρημος, για να γεμίσει σχεδόν δευτερόλεπτα μετά από ένα ψιθυριστά μετακινούμενο πρωινό ημιπλήθος. Το κτίριο από το οποίο είχα βγει για να φτάσω στην στάση ένωνε τον σταθμό μέσω ενός υπόγειου διαδρόμου. Ήταν αρκετά παλιό. Η αρχιτεκτονική του μου θύμισε κάτι από τον γοτθικό ρομαντισμό των αγαλμάτων που κοσμούν τον καθεδρικό της Παναγίας των Παρισίων, παρά το γεγονός πως ήταν διακριτά υστερότερης περιόδου. Υπήρχαν σκαλισμένα πρόσωπα πλάι στα παράθυρα του ψηλού κτηρίου. Καταθλιπτικά, σκοτεινά, γεμάτα σκιές. Στάθηκα εκεί αποσβολωμένος από την ομορφιά, θαυμάζοντας τη θλιμμένη ωραιότητά τους. Το παιχνίδι με τις φωτοσκιάσεις που δημιουργούσαν τα μυστηριώδη πέτρινα πρόσωπα, με τη βοήθεια των προβολέων από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, με γοήτευε τόσο που θέλησα να απαθανατίσω τη στιγμή. Έβγαλα την φωτογραφική μηχανή από το σακίδιο μου, απομακρύνθηκα από τα πράγματα μου και περπάτησα τα βήματα που με χώριζαν από το κτίριο. Κοίταξα ψηλά. Βρισκόμουν ακριβώς κάτω από τα πρόσωπα των αγαλμάτων. To βλέμμα τους έπεφτε δυσερμήνευτο πάνω μου. Μια παρέα μεθυσμένων νεαρών διέκοψε την περισυλλογή μου. Πέρασαν από δίπλα μου φωνασκώντας αυθάδικα καθώς γυρνούσαν από κάποιο πάρτι, όχι τόσο μεθυσμένοι όσο ήθελαν να δείχνουν. Τα φωναχτά τους γέλια, σχεδόν βίαια, έφθασαν κοντά μου και ύστερα με προσπέρασαν, αφήνοντας πίσω τους την μελαγχολική αχλή μιας ακόμα γιορτής που έχασα. Με τη μηχανή στο χέρι έμεινα να θαυμάσω ακόμα λίγο την σμιλεμένη λύπη των πέτρινων προσώπων, λες και μπορούσαν να μου προσφέρουν κάποια παρηγοριά, να νιώσουν την ενστικτώδη εγκατάλειψη που ένιωθα από τον κόσμο εκείνο το σκοτεινό ξημέρωμα. Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να κοιτάξω πίσω. Κάτι σαν να με φώναξε με δύναμη μαγνητική προς τα χνώτα μου. Γυρνώντας το κεφάλι μου, αντίκρισα κάτι που δεν περίμενα. Είδα έναν άντρα να με παρατηρεί. Ήταν ένας ψηλός τύπος γύρω στα 30. Φορούσε μαύρο παλτό και μαύρο σκούφο. Το πρόσωπό του φάνηκε να γυαλίζει κάτω από τα φώτα του δρόμου, αλλά η φιγούρα του παρέμενε σκοτεινή, κρυμμένη στη σκιά μιας πινακίδας. Δεν απέστρεψε το κεφάλι ακόμα κι όταν γύρισα να τον κοιτάξω. Για μια στιγμή μείναμε και οι δύο μετέωροι ανάμεσα στα βλέμματά μας. Ήταν σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι αντοχής με το βλέμμα. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει. Ξαφνικά κατάλαβα: βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα πράγματα μου. Δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Ήταν κίνδυνος.


Σελίδα 87

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Υπολόγισα την κατάσταση βιαστικά. Ακόμα κι αν έτρεχα δεν θα προλάβαινα να τον φτάσω πριν αρπάξει την βαλίτσα. Τα ζωτικά πέντε μέτρα που με χώριζαν από τα πράγματα μου του έδιναν ένα μοιραία σημαντικό προβάδισμα. Ο τρόπος που είχε πετάξει με άνεση τα χέρια στις τσέπες του φανέρωνε την συνειδητοποίηση αυτής της χρονικής ανωτερότητας του. Μπορούσε εδώ και τώρα, αυτή τη στιγμή, να απλώσει το χέρι του, να πιάσει την βαλίτσα μου και να χαθεί τρέχοντας. Στιγμιαία απαρίθμησα χοντρικά τι είχα μέσα στη βαλίτσα: διαβατήρια, τετράδια με την δουλειά μου, κινητό, ταυτότητα, λεφτά. Ένα σημαντικό μέρος του εαυτού μου και των διαπιστευτηρίων μου βρισκόταν μέσα σε αυτή την βαλίτσα. Οι στίχοι μου θα χάνονταν και ήταν αμφίβολο το αν θα μπορούσα να τους επαναφέρω. Τι θα μπορούσα να κάνω για να αποτρέψω τις βλέψεις αυτού του άνδρα; Κάθε πιθανή εξέλιξη του σκηνικού που είχα μπροστά μου, μου φαίνονταν εξίσου δυσοίωνη και σκοτεινή. Κι όμως, ένιωσα πως ο φόβος μου ήταν κάτι ακόμα πιο περίπλοκο, που δεν είχε αποκλειστικά να κάνει με την απώλεια των πραγμάτων μου. Δεν ήταν αυτό που φοβόμουν, ούτε αυτό που διακυβευόταν. Η κατάσταση είχε να κάνει με την διακόρευση της αστικής σιγουριάς μου, με το απρόσμενο του ενστίκτου που παρακινεί τα ανθρώπινα όντα να βλάψουν άλλα ανθρώπινα όντα, με σκοπό να εξασφαλίσουν κάτι για τους εαυτούς τους. Μέχρι πριν από λίγα λεπτά ήμουν αυτός ο μοναχικός ταξιδιώτης βουτηγμένος στο προνόμιο της άεργης μελαγχολίας του, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό του την απρόθυμη επιστροφή από τις διακοπές στην πραγματικότητα, και ξαφνικά έπρεπε να εγκαταλείψω το ρόλο του λυρικού ποιητή και να παλέψω για να μην χάσω τα πράγματα μου. Βρισκόμουν εκεί, σε έναν ξεπαγιασμενο τσέχικο δρόμο στις πέντε το πρωί ξαφνικά ευάλωτος σε μια απειλή. Θα έμενα χωρίς διαβατήριο και ταυτότητα σε μια ξένη χώρα. Χωρίς λεφτά. Χωρίς κινητό. Θα ήμουν χαμένος. Και αυτό δεν ήταν το χειρότερο σενάριο. Ο άνθρωπος απέναντι μου θα μπορούσε να κρατάει κάποιο όπλο. Από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να βγάλει ένα μικρό κομψό περίστροφο και να σημαδεύσει επάνω μου. Και αυτό θα ήταν ήδη ένα τέλος. Το τέλος μου. Θα πατούσε την σκανδάλη κι εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να πεθάνω. Εκεί, κάτω από τα αγάλματα των παραθύρων. Κάτω από αυτές τις γοτθικές απομιμήσεις θα άφηνα την τελευταία μου πνοή. Θα έπεφτα αργά στο κρύο δάπεδο και ο δολοφόνος μου θα έφευγε με τη βαλίτσα μου, με όλα τα έγγραφα μου, με όλα τα τετράδια μου, με όλους τους στίχους μου και θα χανόταν βιαστικά στα μεθυσμένα σοκάκια της Πράγας. Η ύλη θα νικούσε το πνεύμα, ο θάνατος θα καταργούσε την διαχρονικότητα, όλες μου οι φιλοδοξίες για μελλοντική καταξίωση θα εξανεμίζονταν. Το πρόσωπό μου μάλλον φανέρωσε την αγωνία μου, γιατί τα χαρακτηριστικά του δικού του προσώπου φάνηκαν να σχηματίζουν μια απάντηση, κάτι σαν επιβεβαίωση των σκέψεων μου, σα να με διαβεβαίωνε με ληστρική θρασύτητα: "Ναι. Αυτό ακριβώς θα συμβεί. Τι θα κάνεις για αυτό;" Mε κοίταξε με πρόκληση. Ένα ειρωνικό κάλεσμα για μονομαχία άστραψε στο ανεπαίσθητο μειδίαμα του στόματος του. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε το απόμακρο πλήθος απέναντι στον σταθμό, ούτε οι σκόρπιες χαζοχαρούμενες παρέες. Όλα αυτά είχαν σωπάσει. Υπήρχε μονάχα αυτή η πρόκληση. Το μαχητικό κάλεσμα της ζωής και του θανάτου. Ωστόσο, δεν κουνήθηκε κανείς μας. Είχαμε μάλλον βολευτεί σε αυτή την παγωμένη μάχη με τα βλέμματα. Παλεύαμε όπως θα πάλευαν τα αγάλματα από πάνω μας. Άηχα, ακούνητα. Έπρεπε να κάνω κάτι. Αυτό μπορούσε να σημαίνει τα πάντα ή και τίποτε. Αν όλα ήταν ήδη χαμένα, δεν είχα τίποτε παραπάνω να φοβάμαι, σωστά; Έπρεπε να κουνηθώ. Να δράσω αιφνιδιαστικά. Ο αιφνιδιασμός είναι συνήθως το προνόμιο του επιτιθέμενου. Το μόνο που έμενε να κάνω λοιπόν ήταν να αλλάξω τους όρους το παιχνιδιού. Έπρεπε να εφεύρω έναν τρόπο ώστε να βρεθώ εγώ σε πλεονεκτική θέση. Κι αν φώναζα; Ίσως αυτό να τον φόβιζε. Ή αν περίμενα να έρθει πιο κοντά εκείνη η παρέα που


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 88

πλησίαζε. Ήταν τέσσερα άτομα, αλλά απείχαν τουλάχιστον 30 μέτρα. Τα δευτερόλεπτα εδώ ήταν πολύτιμα. Δεν θα άντεχα ως τότε. Δεν θα περίμενε ως τότε. Αργά μέσα στο κεφάλι μου, έτσι όπως πάντα επιβραδύνονται οι στιγμές της αγωνίας από τον εγκέφαλό μας, αργά αλλά γρήγορα στην αντικειμενική πραγματικότητα, έκανα να κουνηθώ από τη θέση μου. Ήταν σχεδόν ένα τρίξιμο του κορμού μου, παρά ένα βήμα. Μια προειδοποίηση προς τον θύτη. Όμως εκείνος με πρόλαβε. Προτού καν γίνει αυτή η κίνηση μου αντιληπτή, ο αντίπαλος μου με κοίταξε με ένα καλοσυνάτο κατάλοιπο ειρωνείας και μου είπε σε σπαστά αγγλικά: "Κάνετε λάθος. Η στάση για το αεροδρόμιο είναι η αμέσως επόμενη". Κι ύστερα απομακρύνθηκε, περπατώντας χαλαρά και ήρεμα, όπως θα περπατούσε ένας άνθρωπος ολότελα απαλλαγμένος από εγκληματικές παραινέσεις. ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΩΣΤΑ-ΦΩΤΗ


Σελίδα 89

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η περιπέτεια του Άη Βασίλη Μια φορά κι έναν καιρό, ή μάλλον τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένα παιδί που λάτρευε τα Χριστούγεννα. Εκείνα τα χιονισμένα Χριστούγεννα, λαχταρούσε με μεγάλη χαρά το δώρο του από τον Άη Βασίλη. Είχε ζητήσει ένα σακουλάκι με 10 χρωματιστούς βόλους. Όμως εκείνη τη χρονιά το δώρο του δεν ήρθε ποτέ και το παιδί ήταν τόσο στεναχωρημένο που άρχισε να μισεί τον Άγιο. Πολλά χρόνια αργότερα, ήρθαν πάλι χιονισμένα Χριστούγεννα και το παιδί που είχε μεγαλώσει αποφάσισε να εκδικηθεί τον Άη Βασίλη. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια. Μία κρύα νύχτα, πήγε σε όλα τα χιονισμένα σπίτια της πόλης και έκλεψε όλα τα δώρα κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τις κάλτσες. Το έκανε αυτό για να μισήσουν τα παιδιά τον Άη Βασίλη, όπως κι εκείνος. Την άλλη μέρα που τα παιδιά δεν βρήκαν τα δώρα τους στεναχωρήθηκαν πολύ, αλλά μετά θύμωσαν. Μόλις είδε ο Άγιος Βασίλης ότι τα παιδιά ήταν λυπημένα, προσπάθησε να καταλάβει τι έχει συμβεί. Τότε στο τραπέζι του σπιτιού του ζωντάνεψε ένα λαχταριστό χριστουγεννιάτικο μπισκότο που είχε κερασάκια για κουμπάκια, σαντιγί για χαμόγελο και γλάσο σοκολάτας στο περίγραμμά του. Αμέσως το μπισκότο του μίλησε με τρυφερή φωνή: -Άγιε μου Βασίλη, εγώ ξέρω που πήγαν όλα τα δώρα! Εχθές τη νύχτα πέρασε από εδώ ένας πολύ θυμωμένος άνθρωπος. Έκοψε ένα κομμάτι από το ποδαράκι μου, το έφαγε κι έφυγε κρατώντας ένα τεράστιο σάκο με δώρα! Πριν φύγει όμως, ξέχασε εδώ αυτόν τον χάρτη. Ίσως αν τον ακολουθήσουμε, βρούμε τα δώρα ξανά. Μαζί ξεκίνησαν τη δική τους περιπέτεια. Ακολουθώντας τον χάρτη, έφτασαν σε ένα μεγάλο σπίτι φτιαγμένο από γλυκά. Μπαίνοντας μέσα, συνάντησαν εκείνο παιδί που τώρα τώρα είχε γίνει ένας θυμωμένος μεγάλος άνθρωπος. Εκείνος κοίταξε νευριασμένα τον Άγιο Βασίλη και του είπε: -Όταν δεν βρήκα το δώρο σου κάτω από το δένδρο, στεναχωρήθηκα τόσο που άρχισα να σε μισώ. Έτσι, έκλεψα όλα τα δώρα των παιδιών για να σε μισήσουν κι αυτά! Τότε ο Άγιος Βασίλης έβγαλε από το σάκο του, με έναν μαγικό τρόπο, εκείνο το σακουλάκι με τους 10 χρωματιστούς βόλους. -Ξέρεις, εκείνο το βράδυ το δώρο σου μου έπεσε από το έλκηθρο και θάφτηκε στο χιόνι. Όταν το βρήκα, ήταν πια πολύ αργά. το κράτησα όμως για να στο δώσω κάποια άλλα Χριστούγεννα. Ο άνδρας άκουσε τα λόγια του Άγιου Βασίλη και συγκινήθηκε. Τότε άρχισε να θυμάται την παιδική του ηλικία και αποφάσισε να συγχωρήσει τον Άγιο Βασίλη και να επιστρέψει όλα τα δώρα πίσω στα παιδιά. Έτσι, τα Χριστούγεννα σώθηκαν και ο άνδρας έγινε ο καλύτερος βοηθός του Άγιου Βασίλη. Τέλος Από τους μικρούς συγγραφείς: Ιδομενέως Μαρίνα Παρσαλίδου Ευρυδίκη Στρούμπος Κωνσταντίνος Στρούμπου Σοφία Με την επιμέλεια της συγγραφέως Ειρήνης Μαθιουδάκη


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 90

Ο ΘΕΊΟΣ ΜΟΥ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Κλείνω τα μάτια κι απ'το μυαλό περνάει του θείου Νικόλα η μορφή .Πάντα με το εγκάρδιο χαμόγελό του ,το χωρατό και την ανοικτή καρδιά του, που ποτέ δεν θα αρνιόταν την βοήθειά του για κανένα .Μπορεί να μην είχε τα δυο ζευγάρια παπούτσια μα να έδινε και το μοναδικό, αν έβλεπε κάποιο που περπατούσε ξυπόλυτος. 'Οσο για μένα, πιο πολύ ο πατέρας που δεν γνώρισα, παρά ο θείος . Κάθε πάσχα, όταν ερχόταν με την οικογένεια του στο χωριό, για μάς σαν να ερχόταν ο άγιος Βασίλης . Όσο για την γιαγιά και τον παππού ,να πετάνε από την χαρά τους και τότε το μικρό μας σπιτάκι σαν να μεγάλωνε και γινόταν παλάτι, με την χαρά και την αγάπη της οικογένειας που άξιζε όλο το χρυσάφι του κόσμου. Πολλά ήταν τα καλά που έκανε ο θείος Νικόλας και το όνομά του πάντα τιμημένο όπου και να'ταν Κανένας δεν είχε να πεί ασχημο για κείνον, που η καλωσύνη ήταν πάντα το ευαγγέλιό του και να μην γνωρίζει η αριστερά του ,το τί ποιούσε η δεξιά του Έτσι και τούτη την ιστορία την έμαθα πρίν λίγο καιρό . Κάτι που δικαιώνει το κάνε το καλό και ρίξε το στο γυαλό. Κι ο γιαλός ήταν μια ζωή το δεύτερο σπίτι του θείου Νικόλα. Ψαράς από τα μικράτα του κι έπειτα καπετάνιος στο καΐκι του Ζαλούμη (Αφεντικός του, πριν να γίνει ιδιοκτήτης στο δικό του καΐκι ) Ήταν τότε τα χρόνια της Ε.Ο.Κ.Α Με τον ξεσηκωμό του 1955-59 . Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ κι ο καπετάν Νικόλας να κρατεί γερά το τιμονι, στο κατασκότεινο και φουρτουνιασμένο πέλαγο .Στραπές βροντές και ένας καταρράκτης η βροχή.Και ξαφνικά σαν άστραψε και φώτισε το πέλαγο λίγο μακρυτερα από το καΐκι ´ διάκρινε ένα μαύρο μπόγο να παρασύρνεται από τα κύμματα. Έδεσε τα φρύδια και άναψε τον προβολέα και με τρόμο τοτε κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος που πάλευε με την φουρτούνα κι ο αγώνας τόσο άνισος. Αν δεν τον βοηθούσαν και γρηγορα, δεν είχε καμιά ελπίδα για να σωθεί. .Δεν έχασε καιρό, ειδοποίησε τους αλλους που κοιμόντουσαν για να προσπαθήσουν να τον σώσουν. Ανάπτυξε ταχύτητα και με μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν να ψαρέψουν τον άνθρωπο που ήταν μελανιασμένος από το κρύο και σχεδόν λιπόθυμος από την προσπάθεια .Τον τύλιξαν σε κουβέρτες κάτω στο αμπάρι, του έβαλαν ζεστές θερμοφόρες κι έπειτα απο αρκετή ώρα άρχισε να συνέρχεται. Κι άρχισε να ψελίζει στα Αγγλικά “Where am Ι?. Οι ναύτες αντάλλαξαν βλέμματα. “Μα τούτος εν Εγγλέζος κι εμείς σκοτωθήκαμε να τον γλυτώσουμε . Τούτοι κρεμμάζουν καθη μέρα τους δικούς μας Καλλύττερα να τον ρίψουμεν πάλε μες στην θαλασσαν .Ένας λλιόττερος “,είπαν με σκληρά βλέμματα. Τότε ο καπετάν Νικολας είπε αυστηρά . “Εμείς εν είμαστεν φονιάδες . Αν τον σύρουμεν στην θάλασσα τότε γινόμαστε . Θα τον σώσουμεν και δεν σηκώνω κουβέντα .Ετσι σώθηκε ο Άγγλος Τον κράτησαν μαζί τους μέχρι να συνέλθει κι όταν έποιασαν στεριά τον παράδωσαν στις Αγγλικές αρχές .Ο Αγγλος , μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα και πολύ πλουσιος ήθελε να ξεπληρώσει το καλό για τον θείο Νικόλα. Με την βοήθεια του διερμηνέα λοιπόν τον ρώτησε πόσα χρήματα ήθελε να του δώσει για το καλό που έκανε . Κι εκεί πάλι φανερή η μεγαλοψυχία του καπετάν Νικόλα και λέει στον διερμηνέα . “Για μένα δεν θέλω τίποτε .Υπάρχει όμως ένα παλληκάρι στο κελί των μελλοθανάτων Είνα δικός μου κι αν θέλει ο κύριος Λόρδος να του χαρίσει την ζωή .Να τον στείλει στο εξωτερικό.Έτσι δεν θα απειλεί πια με κανένα τρόπο την Αγγλική αυτοκρατορία .Έτσι έγινε Το παλλικάρι χωρίς την θελησή του βρέθηκε στο εξωτερικό και με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω για να πολεμά τον Αγγλο κατακτητή . Ομως η καλή πράξη του καπετάν Νικόλα έσωσε δυο ζωές . ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


Σελίδα 91

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Το γαλάζιο δωμάτιο και το μπλε ρολόι Το άδειο βάζο έχει δύο δάχτυλα νερό. Η ντουλάπα απέναντι μου είναι τόσο τεράστια που θα μπορούσα να ξαπλώσω με διάπλατα τα χέρια. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και ανοίγω την ντουλάπα. Μπαίνω μέσα και πιέζομαι όσο πιο δυνατά μπορώ. Γίνομαι ένα κουβάρι με τα ρούχα και ένας τεράστιος ρόμβος συσπάστηκε και πέρασε από μέσα τους σαν πόρτα. Με τα χέρια μου ψηλαφίζω το εσωτερικό της ντουλάπας. Βρίσκω ένα χερούλι και ανοίγω την μυστική πόρτα. Στο πέρασμα της διακρίνω θολά αλλά αρκετά γνώριμα πρόσωπα, όλη η όψη των προσώπων θολή κάτι σαν πούσι τα καλύπτει. Το μόνο που προεξέχει από τα πρόσωπα είναι τα χαρακτηριστικά τους. Κάθε χαρακτηριστικό έχει την δικιά του κατασκευή. Το διακινδυνεύω και τα αγγίζω. Ξάφνου πέφτω και γλυστράω. Βρίσκομαι στην ντουλάπα με το κουβάρι των ρούχων να πιέζει το στήθος μου. Τα ξεμπεδεύω και τα ισιώνω. Ανοίγω την πόρτα της ντουλάπας και κλειδώνω. Τώρα κάθομαι στο μπαλκόνι. Τα χέρια μου ακουμπισμένα στο υγρό μαρμάρινο πάτωμα. Το αισθάνομαι για λίγο, το επεξεργάζομαι, το ψηλαφίζω, αισθάνομαι πόσο τραχύ είναι. Η μάτια μου δειλά-δειλά πέφτει επάνω στο μοτίβο του. Ξαφνικά μια τεράστια διαφανή μπάλα αισθάνομαι να με κόβει στα δύο. Περίεργο αίσθημα. Ανοίγω τα μάτια μου, είμαι κάπου άλλου. Ο αέρας αλλιώτικος, ο χώρος το ίδιο. Ένα άσπρο πέπλο καλύπτει τα πάντα. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. Μονάχα σχήματα. Πιο πέρα, υπάρχει μια βιβλιοθήκη, που ξεχωρίζει από το άσπρο μοτίβο του χώρου. Πάνω από την βιβλιοθήκη ένα βάζο. Ρίχνω ένα λουλούδι. Πιο εκεί μια κλειδαρότρυπα. Που και που αισθάνομαι κάποιος να με κοιτάζει από την χαραμάδα. Το βλέμμα μας συναντιέται . Ξαφνικά, κάθομαι στο μπαλκόνι με τα χέρια ακουμπισμένα στο υγρό μαρμάρινο πάτωμα. Το γαλάζιο αέρινο δωμάτιο είναι απέναντι μου. Το αντικρίζω. Οι κουρτίνες κινούνται με την φορά του ανέμου. Τίποτα δεν έχει αλλάξει στο αέρινο γαλάζιο δωμάτιο. Ίσως να είναι πιο γαλάζιο από πριν. Τώρα το μπλε ρολόι έχει κατακτήσει δικαίως μια θέση επάνω στο ξύλινο γραφείο μου. Ο υπέρμετρα γοητευτικός και ρυθμικός ήχος του με βοηθάει στην συγκέντρωση και στην γρήγορη διευθέτηση των λογοτεχνικών αλλά και φοιτητικών υποχρεώσεων μου. Οι λεπτοδείκτες του φαντάζουν τόσο γοητευτικά καμπυλωτοί σαν να σου ζητούν να τους ποθήσεις. Τόσο γοητευτικά αδιάλλακτοι που κινούνται μόνο μπροστά και ποτέ προς τα πίσω υποδεικνύοντας μου σε κάθε συνάντηση τους το πόσο υποταγμένη είμαι. «Το παραδέχομαι είμαι ένα άθυρμα του χρόνου» ψιθύρισα καθώς κοίταζα υπνωτισμένη το ρολόι. Έκανα μια απότομη κίνηση να πιάσω στα χέρια μου το μαύρο στύλο αλλά αποδείχτηκε μάταια καθώς δεν μπορούσα να βάλω σε μια τάξη την ενωτική συμπεριφορά των σκέψεων μου. Βυθίστηκα σε έναν ίλιγγο. Έγινα ένας δεσμώτης του χρονικού ιλίγγου. Οι σκέψεις μου συντίθενται και αποσυντίθεται. Ο χώρος γύρω μου αποδιοργανώνεται και ολοένα μοιάζει σαν έναν χαοτικό παζλ. Προσπαθώ να πιάσω τα κομμάτια αλλά εκείνα διολισθαίνουν από τα χέρια μου σαν κόκκοι άμμου. Λιώνουν, απορροφούνται από την ακόρεστη δίψα των μαύρων λεπτοδεικτών του μπλε ρολογιού. Το μπλε ρολόι αρχίζει και αποκτά ένα ακαθόριστο σχήμα και ταλαντώνεται ολοένα και πιο δυνατά. Οι λεπτοδείκτες του μπλε ρολογιού σαλεύουν και κινούνται αριστερόστροφα υποκύπτοντας σε έναν χορό ματαιοδοξίας και πόθου τον νεκρών χρόνων. Αρχίζω να γελάω υστερικά τόσο υστερικά που το γέλιο μου ακούγεται σαν κρότος στο κενό της σιωπής και συσπάται. Τώρα γελάω πιο υστερικά από πριν. Ο απόηχος της τρεμάμενης φωνής ακούγεται μονοδιάστατα. Το ρολόι συσπάται σε μια ανάγκη εκούσιας έμμεσης, σαν να θέλει να αποβάλλει και αναβιώσει τις στάχτες των χαμένων χρόνων. «Ούτε εκείνο αντέχει την ίδια του την υπόσταση» είπα εξακολουθώντας να γελάω. Ξαφνικά, το κουδούνι χτυπάει και διέκοψε ότι παράξενο συμβαίνει μέχρι εκείνη την στιγμή. Σηκώνομαι από το γραφείο με τα μάτια μου στραμμένα στο μπλε ρολόι. Οι λεπτοδείκτες του μοιάζουν ξεχαρβαλωμένοι και το χρώμα του απόκτησε μια διαύγεια που δεν είχα ποτέ ξανά πριν. Το μπλε ρολόι μοιάζει πιο μπλε από πριν. Σηκώνομαι με αργά βήματα και ανοίγω την πόρτα. ΕΥΘΑΛΙΑ ΤΕΡΤΙΚΑ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 92

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ Εκείνο το απόσπερο με ξάφνιασαν της εκκλησιάς τα σήμαντρα! Θαρρώ πως ο καιρός πάενε προς το χειρότερο! Το μουγκρητό της θάλασσας όλο και δυνάμωνε. Άτι φτερωτό που ταξίδευε ο νους μου μέσα σε ουρλιάσματα χαλάστρας τρικυμιάς έφτανε ως τα κορφοστάσια του όρους Αιγάλεω και ξαναροβόλαγε ως τη νήσο Πρώτη. Σαν το σκυλί που αλυχτούσε η αγριεμένη θάλασσα, κι ο ουρανός να ζώνεται από φίδια κατά τη μεριά του Καϊάφα. Μεγάλη κοσμοχαλασιά προμηνύονταν κι ο Κωνσταντής αδιάφορος να πίνει το κρασάκι του στην μπαράκα τ’ Αγριλιού και να μονολογεί ασυνάρτητα. Κομμάτι αντίδωρο η μπουκιά στα χείλη του και μεταλαβιά η κρασογουλιά στο στόμα του. Η ζωή του αγλύκαντη γεμάτη βάσανα. Με τη μορφή των γηρατειών που βιάστηκαν να ρυτιδώσουν το στεγνό του πρόσωπο είχε τη ζωή του παρατημένη από χρόνια. Από τότε δηλαδή που τα σήμαντρα της γης καλέσανε την καλή του στον κάτω κόσμο. Ο Κωνσταντής δεν ορφάνεψε μόνο, αλλά λόλεψε κι όλας! Θύμηση διακονιάρισσα διακόνευε κομματάκι λησμονιάς ν’ απαλαφρώσουνε τα στήθια του απ’ τον καημό που τον έπνιγε. Άντε μετά να βρει κουράγιο ο Κωνσταντής χωρίς φαμίλια και παιδιά…και ποιος να τον περιμαζώξει!! Η μόνη του παρηγόρια ήτονε το κρασί που του θόλωνε το νου κι αποξεχνιόταν… Πού να βρει πέτρα άφλογη ν’ ακουμπήσει την ψυχή του ο Κωνσταντής για να πει τον πόνο του. Το κατώφλι της χαράς το πέρασε ώρα μεσάνυχτα… Είχε αποστάσει η καρδιά του να ονειρεύεται, μα παρέμενε ανυπόταχτη και απροσκύνητη! Τρεμάμενη ψυχή που φυλλορρόησε στο φύσημα κάποιου «Θεού» και έμεινε ανάνθιστη! Κάποια στιγμή βυθισμένος στις θολές σκέψεις του τραντάχτηκε ολόσωμα! Η ματιά του άστραψε και μια φωνή που μπούκωσε την αντάρα της θάλασσας ακούστηκε ως την άκρια του φουρτουνιασμένου πέλαου. -Παρόντας σύντροφοι!! Παλιός κουμουνιστής ο Κωνσταντής που έδινε πρώτος το παρόν στην κάθε περίσταση. Σημαιοφόρος πάντα σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες και στο πόστο του αχάραγο. -Άλλαξαν τώρα οι καιροί Κωνσταντή, μονολόγησε. Ο ταβερνιάρης απογέμισε το ποτήρι του με κρασάκι βάλσαμο και κλείνοντας το μαγαζί τον αποχαιρέτησε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον άφηνε μονάχο του κι ύστερα χαιρετώντας τον αναχώρησε. Μόνος ο Κωνσταντής να κοιτάζει και να μονολογεί με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. -Όρξα ζωή… Άντε Κωνσταντή, περπάτει… Ανασηκώθηκε!.. Πόδισε τα νερά της θάλασσας κι έσκυψε να νίψει το πρόσωπο για να ξεπλύνει τους καημούς και τις τύψεις που τον βάραιναν μα κύμα θεόρατο τον άρπαξε και τον ρούφηξε σε βάθη αμέτρητα. Δεν το επέλεξε αυτός τ’ αραξοβόλι του, άλλοι ορίζουνε την τύχη μας. Σκορπιός και Μέδουσα παραφύλαγαν και τον άρπαξαν στα βύθη της θάλασσας. Γλάρος ο Κωνσταντής σε βούξημο ζωής τρικυμισμένης που ζητούσε σωτήριο κατάρτι στη στεριά μα άλλα του σκάρωνε η μοίρα του! Α ρε ζωή φτιασιδωμάτα, κερατάδικη! Σίσυφοι αγκομαχούν ν’ αλλάξουν τη φορά της παιδεψιάς μπας και δούνε οι άνθρωποι στον ήλιο πρόσωπο! Άφτερη πεταλουδίτσα η ψυχούλα του δε δέχτηκε ποτέ της ένα χάδι. Ουρανοκράτης γιος Ιαπετού έπεσε! Εκεί στα βύθη τα ανήλιαγα συναντιούνται οι ψυχές των πνιγμένων και οι Νηρηίδες τραγουδάνε πένθιμα μαζί με τις φώκιες που μοιρολογάνε τον χαμό των παιδιών τους. Οι θαλασσινές σπηλιές αναριγούν καθώς ποντίστηκε μαργαριτάρι τ’ όνειρο! Μες στη σιωπή των αιώνων αναπαύεται το κορμάκι του. Εκειό το Όνειρο! Κι η φωνή του, σάλπιγγας κλαγγή, θλιβά κατρακυλά στα τάρταρα. Φεγγάρια ροβολούν και χάνονται σ’ αυτό το συναπάντημα. Όρξα ζωή!.. Φορτώνεσαι όλες τις ανηφοριές, τραβάς κατά που φυσάν βοριάδες και Πουνεντογάρμπια κι ούτε ένα…χαμόγελο! Ζωή ’σαι θα σε προσπεράσουμε… Την άλλη μέρα τόνε βρήκανε! Βαρκούλα χωρίς πανάκι εταξίδευε… Το Κάστρο των Παραμυθιών τον καλωσόριζε. Πάνω στις ντάπιες Ιππότες νυσταγμένοι τον καρτέραγαν! Ρίξανε δέκα ντουφεκιές και σείστηκαν τα πέλαγα, κι Κωνσταντής τους αποκρίθηκε: -Παρόντας σύντροφοι…


Σελίδα 93

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ασημοκούμποτη στολή φορούσε ο Κωνσταντής χρόνια ολάκερα σαν έδινε τους αγώνες για τη λευτεριά της Πατρίδας. Ανταμοιβή του εξορία εικοσάχρονη, γιατί λέει στον αγώνα κατά των Γερμανών συστρατεύτηκε με τους κουμουνιστές. Άκου… φταίξιμο! Με τον καιρό λύγισαν οι δυνάμεις του κι όταν με το καλό τελειώσανε τα βάσανα από τις εξορίες και τις καλοπέρασες ξαναγύρισε στον τόπο του να ξαποστάσει είπε λίγο το κορμάκι του. Ήτονε κι η Ακριβούλα του μονάχη όπου σαν την Πηνελόπη εκαρτέραε κι αυτή τον Οδυσσέα της. Δεν είχε η Ακριβούλα βιος μεγάλο κι ούτε μνηστήρες να την γυροφέρνουνε για τα κάλλη της. Που νάβρει κι αυτή άλλο στήριγμα εξόν από το καρτέρεμα του Κωνσταντή της που σφόδρα τον αγάπησε όταν ήταν μικρούλα πέρδικα. Αγαπηθήκαν σφόδρα και τον παντρεύτηκε. Δύσκολα χρόνια κι οι αυγές αξημέρωτες. Δροσοσταλιές χονδρές η αγωνία της κι οι μέρες λειψές για ’κείνη. Πάντοτε σκυμμένη φυλλορροούσε κι η αγωνία την απόκαμε. Τη μέρα που άφησαν τον Κωνσταντή ελεύθερο, πέθανε απ’ τη χαρά κι απ’ την αγωνία της. Έτσι της έμεινε το όνειρο ανεκπλήρωτο. Ούτε στα στερνά της δεν τον χάρηκε! Τα γυναικεία σπλάχνα της δεν ένιωσαν τη χαρά της μητρότητας. Μέσα σε μαύρη φορεσιά μία ζωή ολάκερη… Κι αυτή κι ο Κωνσταντής κυνηγημένα ασπροπούλια και μαδημένα όνειρα κι ούτε ένα αναθαλλό ζευγάρωμα. Μόνο λυγνίζανε τους στεναγμούς μπας και τους πάρει ο άνεμος. Τώρα θωράει κι αυτή από ψηλά το πέλαο, μιλάει με τα χαράματα. Ολούθε καταχνιά οπού σκεπάζει την αχανιά του απείρου με σεντόνι μαυροϋφαδο. «Πάρε χτικιάρα γη το σπέρμα μας τ’ αμάραντο και αγκαστρώσου αγκάστρωμα γερής ζωής πανάθεμάσε! Άρε ζωή φτιασιδωμάτα και παμπόνηρη!.. Η Μοίρα τους φέρθηκε σκληρά και άδικα. Έζησαν κι οι δυο τους μια ζωή αξημέρωτη κι έσβησαν κεράκια στο πέλαγο από έναν άνεμο Πουνεντογάρμπη, ατίθασο και μένει η αυλή τους ασκούπιστη. Τα σκαλοπάτια της αυλόπορτας με τα νερογαλάζια χρώματα ακόμη καρτερούν τον Κωνσταντή το μορφονιό να τα διαβεί, κι εκείνη, νυφούλα στολισμένη καβάλα στ’ όνειρο, τους στεναγμούς του κόσμου φέρνει πάνω στ’ άνθια της. ………………………………………………………………………… Ένας παράξενος ταξιδιώτης με φωνή που έτρεμε στην παγωνιά σαν καντηλάκι εξωκκλησιού που τη φλογίτσα του τη σβήνει κακοκαίρι, ήρθε την άλλη μέρα που τον θάψανε και τον αναζήτησε. Παλιός του σύντροφος. Τούχε σωσμένη τη ζωή ο Κωνσταντής την ώρα που ανατίναζαν το Γοργοπόταμο. Μία ζωή τον έψαχνε… Τώρα στα στερνά του έμαθε για τον παλιό του σύντροφο κι είπε πριχού ο Χάρος τον προφτάσει να δει εκείνο που τον έσωσε…Με αγωνία ρώταγε. Πικρό μαντάτο του ’φεραν και τον αποκαρδιώσανε. Δάκρυ χονδρό μ’ όλη την πικρασιά της ζήσης του κύλησε θολό ποτάμι στα χαρακιασμένα μάγουλα . Πρώτη φορά του έκλαιγε. Έδεσε κόμπο την καρδιά του και χάθηκε μες στα χαμόσπιτα. Ο Κωνσταντής αντάρτης ήτονε κι αντάρτης έφυγε! Του ’μεινε τ’ όνειρο ανεκπλήρωτο. Τον πήραν και τον ’ξόρισαν καθώς ξερίζωνε βραχόπετρες για να χτιστούν μ’ αυτές σπίτια, ελπίδες και σχολειά. Και στο στερνό του Χάρου προσκλητήριο, δε λιποτάχτησε. Φωνή στερνή σαν το αστροπελέκι ακούστηκε: Παρόντας σύντροφοι!.. Τον κλάψανε οι θαλασσοσπηλιές, τον κλάψαν τα θαλασσοπούλια και τα πέλαγα. Στις ντάπιες ξενυχτήσαν οι συντρόφοι του για να τον ανταμώσουνε. Φάρος ήτονε ο Κωνσταντής, φάρος φλογόσκορπος σε κάβο μαυρισμένο απ’ της ζωής την αγριεμένη θάλασσα γι’ αυτό και τον αγάπησε… Ά ρε ζωή φτιασιδωμάτα και μπαμπέσα, χαλάλι σου!.. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 94

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ Ήταν άλλα εκείνα τα χρόνια! Όμορφα χρόνια! Νοσταλγικά παιδικά χρόνια! Και πως να σβήσουν οι παλιές εκείνες εικόνες κι οι αναμνήσεις όταν μες την ψυχή σου ακόμα μοσχομυρίζουν τα βασιλικά, τα τσετσέκια, τα γαρύφαλλα κι ο δυόσμος, η μαντζουράνα, τ’ αγιόκλημα στο φράχτη, οι βιολέτες, τα τριαντάφυλλα και τόσα...άλλα! Πάντα σκυμμένη η γιαγιά, με το μακρύ βελέσι να σέρνεται πάνω στα χώματα, με τα ιερά της χέρια τα λιπόσαρκα, και τις μπλάβες πεταγμένες φλέβες και στο δεξί της χέρι ο παντοτινός της σύντροφος, το σκαλιστήρι. Και στο ζερβί της, τα καινούργια μυρωδικά που η κάθε εποχή απαιτούσε. Δίπλα της εμείς-μικροί μπόμπιρες- με το ποτιστήρι στο χέρι έτοιμοι στην κάθε προσταγή της. Πάντα με τον καλό λόγο η γιαγιά και με τις σοφές συμβουλές της. Έτσι δίδασκαν οι παλιότεροι τους νέους, να αγαπάνε τη γη, τη φύση, τον αγώνα τον καλό και τον ωραίο. Έτσι, αθόρυβα, χωρίς πολλές κουβέντες, μπόλιαζαν τις ψυχές μας με την αγάπη, την αλήθεια, το παράδειγμα. -Αυτό το βλέπεις Κωσταντή, μου έλεγε η γιαγιά, μπορεί να φαντάζει μικρό και αδύναμο, μα σαν το ποτίσεις , το φροντίσεις και το κανακέψεις, θ’ αντρειέψει και θα πάρει τ’ αψήλου και θα φτάσει μέχρι εκεί ψηλά, να μέχρι εκεί απάνου...και μου έδειχνε τη μουσμουλιά. -Αλήθεια γιαγιά; Και πώς θα γίνει ίσαμε κει πάνου...το μικρό δενδράκι; -Αγάπη θέλει Κωσταντή, νερό κι αγάπη, τίποτα άλλο δε σου ζητά. Έλα με τα χεράκια σου τ’ αμόλευτα, εσύ να το φυτέψεις, τρανό να γίνει σαν κι εσένα, να λες, μετά από χρόνια, τούτη τη ροδιά με τ’ άνθια και τα ρόδια, πως την εφύτεψες εσύ. Χαρά!...Χαρά!...πλημμύρα η χαρά. Ένιωθα πως πετούσα στα σύννεφα. Κάθε εποχή, εκτός απ’ τα λουλουδικά, φύτευε η γιαγιά και τα εποχικά ζαρζαβατικά της. Έφτιαχνε τα τηγάνια της, για να σπείρει τον ξεραμένο σπόρο από τα σέσκουλα, το αντίδι, το σινάπι, τα καρότα. Έμπηγε με μαεστρία το κοκκάρι στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, έφτιανε τις βραγιές για τα σκόρδα κι ένα σωρό άλλα χρειαζούμενα. Αμ, εκείνες οι κολοκυθιές, οι μελιτζάνες με το βασιλικό για να μοσχομυρίζουν και να γίνονται γλυκιές, τα φασολάκια τα πηχιάρικα; Ούλα ένα χάρμα. Και στην άκρη του κήπου, στο έμπα του, τα λαπατόφυλλα, ο δυόσμος, ο μάραθος, η μαντζουράνα, κι όλα όσα χρειάζονταν για να τα έχει πρόχειρα η γιαγιά για το μαγείρεμα. Μοσχοβολιές ανεπανάληπτες που μοσχομύριζαν το φαγητό κι ολάκερο το σπίτι, κι έρχονται μες τη θύμηση κι ούτε που λεν να σβήσουν. Χρόνια φευγάτα, μα στιγμές...αιώνιες, που κυκλοφτερούν μες το μυαλό μου και ξετυλίγονται αργά το λιοβασίλεμα σαν πεταλούδες πρόσχαρες, σαν τον ανθό της νιότης. Άλλαξαν σήμερα οι καιροί, ξεμάκρυναν απ τις καλές συνήθειες οι άνθρωποι κι έγινε άχαρη η ζωή, άδεια και βαρετή. Ψαχνόμαστε να βρούμε τι μας φταίει. Μας πήρε σβάρνα η ζωή κι ούτε που λέει ν’ αλλάξει... Και πως ν’ αλλάξει δηλαδή... Κλεισμένοι στο καβούκι μας, μακριά από το χώμα, από τη μάνα γης που οι κόρφοι της, μαστάρια αστείρευτα να τα βυζαίνεις, να νιώθεις την ανάσα της και τους παλμούς της.... Ν’ ακούς τον πόνο, τον καημό της γειτονιάς, το γλέντι της φτωχολογιάς...Σήμερα ο χρόνος στην “Καστρόπορτα” διάβηκε προδομένος... Και τι δε θα δίναμε...για μια φέτα ψωμί σταρένιο, για μια χεριά ραδικοβλάσταρα, χόρτα του βουνού, κι απ’ της γιαγιάς τον κήπο τις γλυκές μοναδικές κολοκυθοκορφάδες, τα σέσκουλα, τις μελιτζάνες και τα πηχιάρικα φασολάκια. Πως νοσταλγώ τα χρόνια τα παλιά όπου σιγόβραζε ο καφές στη χόβολη, την κρεμαστή τη γλάστρα στο πηγάδι με το τριφύλλι το τετράφυλλο, τις κρεμασμένες στο μπαλκόνι πάντες, τις διάφανες στο παραθύρι της γιαγιάς κουρτίνες, όλες φτιαγμένες με το πόμολο απ’ τα χεράκια της, τη χωματένια την αυλή με το πεζούλι που έστριβε η μανούλα το μαλλί για τα προικιά της κόρης. Απ’ το παράθυρο, έμπαινε ο ήλιος σαν τον κλέφτη, και φώτιζε ολάκερη την κάμαρη του σπιτιού. Το βράδυ πάλι το φεγγάρι ασήμωνε τον κήπο, την αυλή κι ολάκερο το σπιτικό μας. Είχε η χαρά στην ’εξώπορτα


Σελίδα 95

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

καθίσει να λέει την καλημέρα σε κάθε γείτονα, περαστικό διαβάτη... Κρατώ στη χούφτα μου γιαγιά το μουσκεμένα σπυριά από το καλαμπόκι και το ξυλάκι , ως μ’ έμαθες, στο φρέσκο χώμα τρύπες να ανοίγω, να βάζω μέσα το σπυρί κι ύστερα με χώμα να το σκεπάζω. Να καρτερώ τις κονταυγές πότε θα σκάσει ο φύτρος, για να γεμίσω από χαρά, που τόσο μου’ χει λείψει. Αν, είσαι κει ψηλά γιαγιούλα και με βλέπεις, σου στέλνω τα γλυκά φιλιά μου που μου ’μαθες να δίνω. Ανάβω το καντήλι σου , κάνω την προσευχή μου κι ευχαριστώ το γεραμπή- που έλεγε ο πατέρας- που μ’ έχει στην υγειά καλά και νιώθω ευτυχισμένος. Ο κήπος κι αν χορτάριασε, κι αν ερήμωσε το σπίτι, με συντροφεύουνε γιαγιά τα λόγια τα δικά σου. Πάντα θ’ ανθούν βασιλικά δυόσμος και μαντζουράνα στα ονείρατά μου τα στερνά, κι ως ότου κλείσουνε τα μάτια, θ’ ανθεί ο κήπος μέσα μου, θα με μεθά το δείλι, θα καρτερώ τις κονταυγές ν’ ακούσω τη φωνή σου… ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 96

ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΚΟΚΟΡΑ Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ήταν ένας γέρος και μία γριά και ζούσαν στο τελευταίο σπίτι του χωριού, κοντά στο δάσος. Ο γέρος κι η γριά, ζούσαν φτωχά, μόνη περιουσία τους, μια γίδα και το περιβολάκι τους, μ’ ένα πηγάδι απ’ όπου παίρνανε νερό. Στεναχωριόταν απ’ τη φτώχεια τους, πολύ, αλλά ήταν άνθρωποι καλοί και σαν τους ζητούσαν βοήθεια, τίποτα φτωχοί συγχωριανοί τους, τους έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν! Μια μέρα, μια «κοπέλα» ντυμένη με ρούχα φτωχικά, χτύπησε την πόρτα της καλύβας τους, κρατώντας στο δεξί χέρι ένα καλάθι. -«Πεινάω!» τους λέει: «κι έχω να πιω νερό εδώ και τρία μερόνυχτα!» Αμέσως η γρια έφερε νερό απ’ το πηγάδι, αλλά φαΐ δεν είχε. Κι έσπαζε το κεφάλι της, τι να κάνει, να της δώσει φαγητό. -«Θα σφάξω τη γίδα!», λέει, και μια και δυο, σφάζει τη γίδα, την ψήνει κι έστρωσε πλούσιο τραπέζι να φάει η «κοπέλα»! Σαν φάγανε, η «κοπέλα», ευχαριστημένη, λέει στη γριά: -«Εσύ μου έδωσες ό,τι είχες και δεν είχες, εγώ θα σου δώσω μια συμβουλή! Πάρε το κρέας που απόμεινε, κρύψτο σ’ αυτό εδώ το καλάθι, βάλτο στο πηγάδι και κάθε φορά που θα θέλεις κρέας, θα παίρνεις κρέας απ’ αυτό το καλάθι!» Πέρασε ένας μήνας, δυο, τρεις, μπήκε η άνοιξη, κι ο γέρος κι η γρια ζούσαν πλούσια με το κρέας του πηγαδιού! Μια μέρα, άρχιζε σαρακοστή, ένας «ζητιάνος» χτυπάει την πόρτα της καλύβας και ζήτησε φαγητό, εκείνη την ώρα όμως ο γέρος είχε τσακωθεί με τη γρια κι απ’ τα νεύρα του, έδιωξε τον κακομοίρη το ζητιάνο! Την άλλη μέρα, πάει να πάρει κρέας η γρια απ’ το πηγάδι, τραβάει το καλάθι και τι να δει, πουθενά κρέας, μόνο ένα φίδι ήταν μέσα, την κοιτάζει κατάματα και της λέει: -«Διώξατε το «ζητιάνο», διώξατε και τον πλούτο απ’ την καρδιά σας! Για τιμωρία, θα μείνετε χωρίς κρέας μέχρι να βρείτε το αυγό του κόκορα!» Πάει η γρια στο γέρο, του λέει την ιστορία με το φίδι και τότε εκείνος απαντά: -«Θα πάμε στο σοφό, να μας πει πώς θα βρούμε το αυγό του κόκορα!» Και μια και δυο, μπροστά ο γέρος, πίσω η γρια, ξεκίνησαν να παν’ να βρουν το σοφό, που έμενε στην κορφή του βουνού! Περάσανε ένα ποτάμι κολυμπώντας, σκαρφάλωσαν βράχο-βράχο το βουνό και κάποτε φτάνουν στην καλύβα του σοφού γέροντα! -«Ξέρω τι ζητάτε!», τους λέει, σαν τους είδε ο γέρος, «ψάχνετε ένα κόκορα που θα σας κάνει το μαγικό αυγό, κι αυτό θα σας φέρει πίσω, τα πλούτη και την ευτυχία στο σπίτι σας!» «Δεν είναι μακριά αυτό που γυρεύεται μα δίπλα σας!» συνέχισε ο σοφός. -«Έχετε ένα καλάθι πάρτε το και γεμίστε το, με καλαμπόκι, βρείτε το «ζητιάνο» και παρακαλέστε τον, να το κατεβάσει με τα χέρια του, στο πηγάδι, και τότε θα γίνει το θαύμα!» Γυρνάει πίσω ο γέρος με τη γρια, σαράντα μέρες ψάχνανε το «ζητιάνο». Μια μέρα, μεγάλη βδομάδα, πάει η γρια να πάρει νερό απ’ το πηγάδι, να ‘σου πάλι το φίδι στο καλάθι να της λέει: -«Ο «άνθρωπος» που ψάχνετε βρίσκεται στο διπλανό χωριό, αν πάτε πριν ξημερώσει Μεγάλη Πέ-


Σελίδα 97

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

μπτη, θα τον βρείτε εκεί!» Και μια και δυο, ο γέρος κι η γρια κινάνε, για το διπλανό χωριό, σαν έφτασαν στην πλατεία, είδαν το «ζητιάνο» καθισμένο κάτω να ζητιανεύει! -«Σε παρακαλούμε καλέ μας, άνθρωπε», του λέει ο γέρος με τη γρια, «συγχώρεσε μας κι έλα σπίτι μας, να μας βοηθήσεις να βρούμε το μαγικό κόκορα!» Ο «ζητιάνος» ήταν καλός «άνθρωπος», λυπήθηκε το γέρο και τη γρια, αλλά τους είπε: -«Θα σας βοηθήσω, αν βοηθήσετε τον εαυτό σας, θα σας βρω το μαγικό κόκορα, αλλά θα κάνετε ό,τι σας πω!» Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, φτάνουν στο σπίτι τους, εκεί μπροστά απ’ το πηγάδι παίρνει ο «ζητιάνος» το καλαμπόκι, γεμίζει το καλάθι κι όπως είπε ο σοφός το κατεβάζει μέσα, τότε πάει ν’ ανεβάσει το καλάθι η γρια και τι να δει ένας μεγάλος κόκορας με κατάλευκα φτερά! -«Κικιρικου», τους λέει, «από σήμερα θα ‘μαι ο υπηρέτης σας!» «Τι θέλετε να κάνω για σας» -«Θέλουμε το μαγικό αυγό», του απαντά ο γέρος, «για να γλιτώσουμε απ’ τη φτώχεια, όπως μας είπε ο σοφός!» Και να ‘σου ο κόκορας μες στο καλάθι, γεννάει ένα αυγό, γεννάει δεύτερο, τρίτο, μέχρι που γεμίζει το καλάθι! Και τότε ο ζητιάνος, λέει στο γέρο: -«Αυτά τα αυγά θα τα βάψεις, θα τα βάλεις σ’ ένα μεγάλο καλάθι και θα δώσεις ένα αυγό σε κάθε χωριανό, εσύ θα κρατήσεις μόνο ένα, θα το βάλεις δίπλα στο εικονοστάσι και τη μέρα σαν θες φαγητό, θα το βάζεις στο καλάθι και θα το κατεβάζεις στο πηγάδι. Τότε μόνο το καλάθι σου, θα ‘ναι πάντα γεμάτο με όλα τα καλά της Γης, αρκεί να δίνεις!» Έτσι κι έγινε, ο γέρος κι η γρια άκουσαν το «ζητιάνο» και τη Μεγάλη Πέμπτη, βάψανε τα μαγικά αυγά, γέμισαν ένα μεγάλο καλάθι και το Μεγάλο Σάββατο βγήκαν κι άρχισαν να τα μοιράζουν σ’ όλο το χωριό, σε φτωχούς και πλούσιους! Οι συγχωριανοί για κάθε αυγό, τους έδινε ο καθένας το κατιτίς του, το περίεργο όμως ήταν ό,τι τους έδιναν ένα φλουρί κι εκείνο γινόταν δέκα! Έτσι σαν τελείωσαν το μοίρασμα ο γέρος κι η γρια βρέθηκαν με τόσα πλούτη, που ήταν πια οι πλουσιότεροι του χωριού! Έτσι ο γέρος κι η γρια γλίτωσαν απ’ τη φτώχεια, αλλά ποτέ δεν κράταγαν τον πλούτο απ’ το μαγικό αυγό μόνο για τον εαυτό τους, αλλά όπως τους είπε ο «ζητιάνος» έδιναν ό,τι είχαν με χαρά και καλοσύνη σ’ όλο το χωριό! Πρώτα είπαν στο «ζητιάνο», να γίνει σέμπρος τους και να μοιραστούν τα πάντα, εκείνος όμως με το που ξημέρωσε Δευτέρα του Πάσχα, χάθηκε ξαφνικά! -«Δεν ήταν «ζητιάνος»!» είπε ο γέρος. -«Κάτι άλλο ήταν!» συμπλήρωσε η γρια. Κι από τότε ο γέρος, η γρια, αλλά και όλο το χωριό ζούσαν ευτυχισμένα και με αγάπη! Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! Δρ. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ (A΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ-ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014).


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 98

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Σε μια φτωχή χώρα, όπου οι πλούσιοι μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι άνεργοι ξεπερνούσαν το 65% του πληθυσμού, τα παιδιά γυρνούσαν ξυπόλητα, με σχισμένα ρούχα, σχεδόν ημίγυμνα, την ίδια στιγμή που οι άρχοντες έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, σ’ αυτή τη χώρα είχαν έρθει για άλλη μια φορά τα Χριστούγεννα. Μαζί μ’ αυτά είχαν έρθει η γιορτινή διάθεση, τα στολίδια, οι χαρούμενες φωτισμένες βιτρίνες, γεμάτες παιχνίδια που κάθε παιδί λαχταρούσε, μα δεν μπορούσε να έχει… Υπήρχαν δύο κατηγορίες φτωχών στη χώρα. Όσοι άντεχαν οικονομικά να αγοράσουν τα απαραίτητα κι αυτοί που με αιματηρές οικονομίες προμηθεύονταν έστω ένα καρβέλι ψωμί… Παρόλα αυτά, ένα τεράστιο δέντρο είχε στηθεί στην πλατεία, κάθε δρόμος της πόλης είχε φωταγωγηθεί και το 1990 πλησίαζε. Η οικογένεια του Κάρλος Λόπεζ ήταν σκορπισμένη στην πόλη. Εκείνος δούλευε ως οδηγός, η γυναίκα του ήταν άνεργη και τα τρία παιδιά τους έπαιζαν στους δρόμους. Ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία φτωχών, μα προσπαθούσαν να είναι ευτυχισμένα παρά την οικονομική τους κατάσταση. Ήλπιζαν… Η ώρα ήταν περασμένη. Μόλις τα παιδιά είδαν τον ουρανό να παίρνει σκούρο μπλε χρώμα, έτρεξαν στα σπίτια τους. Το ίδιο και τα τρία αδέρφια: ο δεκάχρονος Εστεμπάν, ο εφτάχρονος Ντομένικο και η τετράχρονη Εουχένια. Ήταν πολύ αγαπημένα μεταξύ τους. Η μεγάλη όμως αδυναμία της οικογένειας ήταν η Εουχένια. Πανέμορφη, πανέξυπνη και ετοιμόλογη. Τα τρία αδερφάκια λοιπόν γύρισαν σπίτι τραγουδώντας. Φίλησαν τον πατέρα τους που ξεκουραζόταν στην πολυθρόνα, έπλυναν τα χεράκια τους και κάθισαν να φάνε το απλό βραδινό τους: σούπα με καρότα. Άρεσε πολύ στα παιδιά και ήταν οικονομικό, καθώς τα καρότα ήταν δώρο από το αφεντικό του Κάρλος, γιατί δεν ήταν αρκετά «όμορφα» για να πουληθούν στην αγορά. Η μικρή Εουχένια είχε όρεξη για κουβέντα, όχι για δυναμωτική σούπα. -Μαμά, ο Άγιος Βασίλης θα έρθει φέτος; Η Χουανίτα κοκκάλωσε… Χρήματα δεν υπήρχαν ούτε για φαγητό, πόσο μάλλον για δώρα! Προσπάθησε να χαμογελάσει: -Αγάπη μου, ο Άγιος Βασίλης δεν θα περάσει φέτος από το σπίτι μας, γιατί θα πάει μόνο σε παιδάκια πολύ δυστυχισμένα. Όμως εσύ και τ’ αδερφάκια σου είστε πολύ χαρούμενα, έτσι δεν είναι, βασιλόπουλά μου; Δεν της απάντησαν. Η Εουχένια άρχισε να κλαίει. -Μα εγώ θέλω το δώρο μου!…, ψέλλιζε. Η οικογένεια κοιτάχτηκε. Η Χουανίτα ένιωθε πολύ δυσάρεστα. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν υπήρχε Άγιος Βασίλης… Σιγά σιγά, η Εουχένια σταμάτησε να κλαίει με τη βοήθεια των αδερφών της και θρονιάστηκε στα πόδια του Κάρλος, που της έδινε φιλιά και χάδια, για να την κάνει να ξεχαστεί. Τα αγόρια έπαιζαν κυνηγητό, επηρεασμένα από αυτά που έβλεπαν στους δρόμους. Αφού η Χουανίτα τελείωσε το πλύσιμο των πιάτων, έστειλε τα παιδιά για ύπνο κι εκείνα, υπάκουα, φίλησαν τους γονείς τους και ξάπλωσαν. Τα Χριστούγεννα ερχόντουσαν σε δυο μέρες, αλλά κανένας δεν είχε ξεχάσει το περιστατικό με την Εουχένια. Ο Εστεμπάν, ως μεγαλύτερος αδερφός, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τη μεγάλη του αδυναμία, γι’ αυτό, παρά το νεαρό της ηλικίας του, σκεφτόταν το ενδεχόμενο της κλοπής. Και δεν ήταν ο μόνος… Ο Κάρλος είχε κάνει την ίδια ακριβώς σκέψη! Ο καθένας τους είχε στήσει δικό του σχέδιο, μα ο στόχος ήταν κοινός: μια πορσελάνινη κούκλα, η ακριβότερη της πόλης. Είχε ξανθές μπούκλες, όμορφα πράσινα μάτια και δυο φορέματα: ένα σμαραγδί με ασημί φιογκάκια στη μέση κι ένα δεύτερο σε απαλό ροζ χρώμα. Όλα τα κοριτσάκια την ονειρεύονταν. Ακόμα και η κόρη του αστυνομικού Ροντρίγκες, που έπαιζε μόνο με όπλα και αυτοκινητάκια, λαχταρούσε αυτή την κούκλα. Ο Εστεμπάν έστησε το σχέδιό του. Οι ρόλοι μοιράστηκαν. Το μικρό αγόρι φοβόταν, αλλά ήξερε ότι η κακή του πράξη θα έκανε καλό. Τ’ αγόρια της παρέας του στήθηκαν σαν στρατιωτάκια, όσο ο Εστεμπάν


Σελίδα 99

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τους εξηγούσε πόσο σημαντική ήταν η επιτυχής έκβαση του σχεδίου. Με διαταγή του «αρχηγού», τ’ αγόρια κρύφτηκαν πίσω απ’ τον σκουπιδοτενεκέ, μπροστά από το μαγαζί. Περίμεναν πολλή ώρα, αλλά… ατύχησαν! Το μαγαζί παρέμεινε κλειστό εκείνη την ημέρα, γιατί ο καταστηματάρχης αρρώστησε. Ο Εστεμπάν δεν έφαγε εκείνο το βράδυ. Πήγε στο δωμάτιο και έκλαψε πικρά, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει το περιστατικό με την Εουχένια. Έτσι την επόμενη μέρα ο Κάρλος πήρε άδεια από τη δουλειά και χώθηκε ύπουλα στο μαγαζί, με σκοπό να αρπάξει την κούκλα κρυφά. Απέτυχε όμως, γιατί δεν είχε κρυφτεί καλά. Ο Κάρλος και ο Εστεμπάν είχαν ακόμα πέντε μέρες, για να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους, ο καθένας με το δικό του κρυφό τρόπο. Ο Εστεμπάν όμως είχε κατακλυσθεί από απαισιοδοξία, καθώς θυμόταν την αποτυχία της πρώτης του προσπάθειας. Οι μέρες κυλούσαν σαν νερό, μα η κούκλα δεν είχε αγγιχθεί από κανένα μέλος της οικογένειας Λόπεζ. Ο Δεκέμβρης έφευγε. Οι άντρες του σπιτιού είχαν σταματήσει να προσπαθούν και έψαχναν πια να βρουν μια καλή δικαιολογία, ο καθένας για τον εαυτό του. Η Πρωτοχρονιά κατέφθανε… απειλητικά! Την παραμονή, η Χουανίτα έκανε τις ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι προσπαθώντας να δώσει χαρά στην οικογένειά της. Ο Ντομένικο έπαιζε με την Εουχένια και ήταν πραγματικά χαρούμενοι, αλλά ο Κάρλος με τον Εστεμπάν είχαν μούτρα κατεβασμένα. Το κλίμα ήταν τεταμένο. Αφού έφαγαν το βραδινό, έπεσαν για ύπνο, χωρίς να κάνουν την αντίστροφη μέτρηση για την υποδοχή του νέου έτους. Θα ξεσπούσαν σε κλάματα, αν έμεναν άλλο ένα λεπτό μαζί, να τους θυμίζει τη δυστυχία τους η στεναχωρημένη έκφραση του Εστεμπάν. Πριν κοιμηθεί, το αγόρι προσευχήθηκε απελπισμένο στο Θεό: «Μεγάλε Πατέρα, βοήθησέ με… Σε παρακαλώ, κάνε την οικογένειά μας ευτυχισμένη ξανά. Σε ικετεύω, καλέ μου Θεούλη, κάνε κάθε επιθυμία της αδερφής μου πραγματικότητα κι εγώ σου υπόσχομαι ότι θα βοηθάω τον Γκαρθία, τον συμμαθητή μου, να κάνει τις εργασίες του και ότι ποτέ δεν θα κάνω κάτι κακό!» ……………………….. Το άλλο πρωί, το πρώτο πρωινό του νέου χρόνου, όταν η οικογένεια ξύπνησε και συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαλόνι, τους περίμενε μια τεράστια έκπληξη. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο δώρα, σακούλες και κουτιά! Ήταν θαύμα! Ο Εστεμπάν ευχαρίστησε τον Θεό που άκουσε την προσευχή του, ενώ η Χουανίτα, ο Κάρλος, ο Ντομένικο και η Εουχένια είχαν αφοσιωθεί στα δώρα: μια μοτοσικλέτα τηλεκατευθυνόμενη, πολλά βιβλία και μια πορσελάνινη κούκλα, η ομορφότερη της πόλης. Ήταν μια μοναδική Πρωτοχρονιά, η καλύτερη της ζωής τους. Η αγάπη είχε κάνει το θαύμα της! ΤΕΛΟΣ ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ Μεγαλόπολη Αρκαδίας


Σελίδα 100

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΧΙΟΝΙ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη στην οποία δε χιόνιζε ποτέ. Όλα τα παιδιά έστω και για μία φορά επιθυμούσαν να δουν μια νιφάδα χιονιού. Σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης ζούσε μια φτωχή οικογένεια η οποία ήθελε να παρέχει στον μικρό τους γιο, τον Χρηστάκη, τα απαραίτητα για ένα παιδί. Αλλά αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ο Χρηστάκης από τα βάθη της καρδιάς του ήταν να δει ολόκληρη την πόλη καλυμμένη με χιόνι. Μόλις πλησίαζε η παραμονή των Χριστουγέννων, ο Χρηστάκης κολλούσε το μικρό του προσωπάκι στο παράθυρο του σπιτιού περιμένοντας να δει το χιόνι να πέφτει απ’ τον ουρανό, καλύπτοντας ολόκληρη την πόλη. Όμως κάθε φορά απογοητευόταν, καθώς ποτέ δεν αντίκριζε την εικόνα που πρόσμενε. Ο Χρηστάκης, αν και ήταν από φτωχή οικογένεια, περνούσε την ημέρα των Χριστουγέννων με τους γονείς του χωρίς να έχουν τα πάντα στο γιορτινό τραπέζι αλλά με την αγάπη να τους καλύπτει τις υλικές ανάγκες. Η οικογένεια περνούσε πολλές δυσκολίες κατά την διάρκεια του χρόνου, όπως το τσουχτερό κρύο κατά την διάρκεια του χειμώνα που τους έκανε να τρέμουν και να κοιμούνται αγκαλιασμένοι για να το αντιμετωπίσουν. Ή άλλες φορές που ο Χρηστάκης περνούσε έξω από τα ζαχαροπλαστεία και αντίκριζε τα ράφια γεμάτα από γλυκίσματα και το μικρό του στομαχάκι γουργούριζε ασταμάτητα. Η οικογένεια αυτή είχε ένα θείο. Ήταν ένας μοναχικός, εγωιστής και πάμπλουτος τσιγκούνης που δεν νοιαζόταν για την φτώχεια που επικρατούσε στην οικογένεια του Χρηστάκη, κι ας ήταν οι πιο κοντινοί συγγενείς του. Πάντα φερόταν με άσχημο τρόπο σε όλους τους συμπολίτες του και πάντα έλεγε αλαζονικά την εγωιστική φράση «οι φτωχοί είναι άξιοι της μοίρας τους». Ο πατέρας του Χρηστάκη δούλευε ως εργάτης στο εργοστάσιο του εγωιστή θείου του, του Αλέξανδρου. Το ξέρατε ότι η σημασία αυτού του ονόματος -όλως τυχαίως!- είναι η απώθηση των ανθρώπων από το άτομο που έχει αυτό το όνομα; Πράγματι, οι σχέσεις του Αλέξανδρου με την οικογένεια ήταν ανύπαρκτες. Όταν τους συναντούσε, με διακριτικό τρόπο τους απέφευγε. Ο Χρηστάκης δεν μπορούσε να κατανοήσει την άσχημη συμπεριφορά του θείου του προς την οικογένειά του. Στη μνήμη του είχε χαραχτεί ένα σημαδιακό περιστατικό. Την προηγούμενη χρονιά, την παραμονή των Χριστουγέννων είχε επισκεφτεί το θείο του, για να του πει τα κάλαντα. Εκείνος του μίλησε απαίσια και τον έδιωξε από το σπίτι του. Το παιδί έτρεμε ακόμα και στην ιδέα ότι θα τον αντίκρυζε μπροστά του, σε οποιοδήποτε μέρος. Όμως όσον αφορά στην οικογένεια, δεν ήξεραν ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν εντελώς διαφορετικά και γι’ αυτούς αλλά και για το θείο. Έτσι, την παραμονή των Χριστουγέννων ο Αλέξανδρος συνάντησε τον μικρό Χρηστάκη να χαζεύει τις βιτρίνες που ήταν γεμάτες παιχνίδια, στολίδια αλλά και χριστουγεννιάτικες χιονόμπαλες που του θύμιζαν το χιόνι που λάτρευε. Όταν όμως αντίκρισε το θείο του να πλησιάζει, ένα αίσθημα φρίκης τον κατέκλυσε και άρχισε να τρέχει μακριά του. -Περίμενε! Πού πας; Δε θέλω να σου κάνω κακό! Ο Χρηστάκης όμως συνέχισε να απομακρύνεται τρέχοντας πανικόβλητος. Εκείνη τη στιγμή κάτι άλλαξε στην ψυχή του Αλέξανδρου. Ένα φως άστραψε μέσα του. Τα συναισθήματά του ξύπνησαν και συνειδητοποίησε τα προβλήματα που είχε προκαλέσει με τη συμπεριφορά του τόσο στους συγγενείς του όσο και σε άλλους συνανθρώπους του… Την επόμενη βραδιά, τη βραδιά των Χριστουγέννων, καθώς η οικογένεια θα γιόρταζε, φτωχικά αλλά με αγάπη, όπως κάθε Χριστούγεννα, ακούστηκε δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο Χρηστάκης έτρεξε παραξενεμένος ν’ ανοίξει την πόρτα, καθώς δεν περίμεναν να έρθει κανείς. -Ποιος είναι; ρώτησε. Και τότε… άκουσε το θείο του να του μιλάει με γλυκιά φωνή, όπως ποτέ ως τότε δεν τον είχε ακούσει. Άνοιξε την πόρτα, αλλά συνέχισε να είναι διστακτικός, καθώς είχε συνηθίσει να τον φοβάται. Αντίκρισε στο άνοιγμα της πόρτας το θείο του φορτωμένο με σακούλες και κουτιά γεμάτα δώρα,


Σελίδα 101

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

στολίδια, γλυκά και καλούδια, σαν τον Άη – Βασίλη. Έτσι, τον καλωσόρισαν στο σπίτι τους και κάθισαν στο γιορτινό τραπέζι. Μόλις όμως άρχισαν να τρώνε, έξω από την πόρτα τους ακούστηκαν παιδικές φωνές, γέλια και επιφωνήματα θαυμασμού και ενθουσιασμού των παιδιών. Ο Χρηστάκης έτρεξε αμέσως έξω να δει τι συμβαίνει. Εκεί είδε το θαύμα! το πολυαγαπημένο του χιόνι που ως τότε έβλεπε μόνο στο όνειρό του. Το όνειρό του τελικά είχε πραγματοποιηθεί! Αυτό λοιπόν ήταν το θαύμα των Χριστουγέννων, που έδειξε σε όλους ότι τη μια στιγμή το παρόν μπορεί να μοιάζει αβέβαιο και την άλλη να εκτυλίσσεται μ’ ένα ευτυχές τέλος… ΤΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΓΕΩΡΓΙΑ του Λάζαρου Μεγαλόπολη Αρκαδίας


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 102

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα όμορφο κάστρο ζούσε μια ιδιαίτερη οικογένεια. Ήταν πολύ πλούσια αλλά καθόλου ευτυχισμένη. Δεν έβγαιναν ποτέ από το κάστρο τους, γιατί και οι δυο γονείς φοβούνταν την κακία των ανθρώπων. Είχαν πολλές τραυματικές εμπειρίες και δεν ήθελαν προσωπικές σχέσεις με τους συγχωριανούς τους. Με τον ίδιο τρόπο είχαν μεγαλώσει και τα παιδιά τους: Αποκλεισμένα στο κάστρο, σχεδόν φυλακισμένα. Έτσι είχαν την ελπίδα ότι τα παιδιά δεν θα γνώριζαν το κακό πρόσωπο της κοινωνίας. Δεν έβγαιναν ποτέ από το κάστρο, δεν πήγαιναν σχολείο και δεν είχαν παρέες. Έτσι σέρνονταν όλη μέρα από καναπέ σε καναπέ, εκτός από τις ελάχιστες ώρες που η μητέρα τους δίδασκε ανάγνωση, γραφή και απλές μαθηματικές πράξεις. Άφηναν τα παιδιά του χωριού να πιστεύουν πως είχαν πρόβλημα, ώστε να μην πλησιάζουν την είσοδο του κάστρου τους και να μην τους ενοχλούν. Οι γονείς πάλι, απομονωμένοι για όλη τους τη ζωή σ’ αυτό το κάστρο-καταφύγιο, το είχαν μάθει απέξω κι ανακατωτά, κι ας ήταν ένας τεράστιος και σκοτεινός χώρος. Οι μήνες περνούσαν και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Η οικογένεια κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια των εορταστικών ημερών έκλεινε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, για να νομίζουν όλοι ότι δεν έμενε κανείς στο κάστρο. Ξέχασα να σας πω ότι μισούσαν το χειμώνα, το χιόνι και το κρύο, γι’ αυτό είχαν εγκαταστήσει από ένα τεράστιο τζάκι σε κάθε δωμάτιο του κάστρου τους, ώστε να τους ζεσταίνει μέρα νύχτα. Είχε φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων. Στο χωριό αντηχούσαν οι χαρούμενες φωνούλες των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι. Κανένα παιδί όμως δεν τόλμησε να ανηφορίσει ως το κάστρο και να χτυπήσει τη βαριά του εξώπορτα, για να μοιραστεί με τους ενοίκους του το μήνυμα της Γέννησης του Θείου Βρέφους. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού πίστευαν πως η οικογένεια μέσα στο κάστρο έκανε «αντι-χριστουγεννιάτικα μαγικά», για να διαγράψει τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μέρες αγάπης και χαράς. Γι’ αυτή λοιπόν τη μυστηριώδη οικογένεια τα Χριστούγεννα πέρασαν… «φυσιολογικά»: χωρίς κάλαντα, χωρίς γλυκά, χωρίς αγάπη. Μια μέρα ρουτίνας, σαν όλες τις άλλες… Μια βδομάδα αργότερα, ξημέρωσε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τα παιδιά του χωριού ξαναβγήκαν στους δρόμους για να τραγουδήσουν τον ερχομό του νέου χρόνου από πόρτα σε πόρτα και να ευχηθούν στους νοικοκυραίους «Χρόνια πολλά, με υγεία και αγαθά!». Για μια ακόμα φορά, κανένα παιδάκι δεν είχε διάθεση να πει τα κάλαντα στο απαγορευμένο κάστρο. Έτσι η οικογένεια έμεινε κλειδαμπαρωμένη στην απομόνωσή της όλη μέρα, με ησυχία και γαλήνη. Όλα ήταν… φυσιολογικά γι’ αυτούς: μια βαρετή μέρα σαν όλες τις άλλες, τίποτα το ιδιαίτερο! Το βράδυ λοιπόν πήγαν στα κρεβάτια τους, χωρίς κανένα άγχος, χωρίς καμιά χαρά, χωρίς καμιά προσδοκία. Πού να ήξεραν όμως τι τους περίμενε! Η μικρότερη κόρη δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι έτσι κοιτούσε τον ουρανό από έναν φεγγίτη πάνω απ’ το κρεβάτι της που η μητέρα της είχε ξεχάσει να καλύψει. Την ώρα που κόντευε να την πάρει ο ύπνος, άκουσε κάτι παράξενα κουδουνίσματα που δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Ανέβηκε στη σκάλα για να πλησιάσει στο φεγγίτη. Περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα και τότε εμφανίστηκε ένα τεράστιο αστραφτερό έλκηθρο που το έσερναν είκοσι πανέμορφοι τάρανδοι. Μετέφερε έναν αξιαγάπητο Άγιο Βασίλη, γελαστό και καλοσυνάτο, με εκατομμύρια δώρα στα χέρια. Η μικρούλα έμεινε έκπληκτη κι ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ανοιγόκλεινε τα ματάκια της νομίζοντας πως έβλεπε ένα υπέροχο, γιορτινό όνειρο, που σύντομα θα τελείωνε. Κι όμως, ήταν αλήθεια! Συνέχιζε να βλέπει τον Άγιο Βασίλη με τα λαμπερά πακέτα του! Δεν ήξερε τι να κάνει. Ξύπνησε τον αδερφό της και του έδειξε το ομορφότερο έλκηθρο του κόσμου, που μετέφερε τον αγαπημένο Άγιο των παιδιών σε όλη τη γη, για να μοιράσει τα δώρα του σε όσους πίστευαν στην ύπαρξή του. «Είναι μαγικό!», έλεγαν μεταξύ τους τα παιδιά εκστασιασμένα. Φαινόταν λες και ο Άγιος Βασίλης είχε σταματήσει ακριβώς πάνω απ’ το δικό τους φεγγίτη επίτηδες, σαν να ήθελε να πείσει τα παιδιά ότι υπήρχε, ότι ήταν αληθινός!


Σελίδα 103

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Από την αναστάτωση των παιδιών ξύπνησαν και οι γονείς τους κι έτρεξαν στο δωμάτιο του κοριτσιού, για να δουν τι συμβαίνει. Έμειναν άφωνοι από το θέαμα και κυρίως από τη χαρά που φώτιζε τα προσωπάκια των παιδιών τους. Εκείνη τη στιγμή κάτι άστραψε μέσα τους: οι φόβοι τους διαλύθηκαν, η μελαγχολία της ψυχής τους πέταξε μακριά. Ένιωσαν την καρδιά τους να χτυπά μελωδικά, αισθάνθηκαν την ανάγκη να χαμογελάσουν. Ήταν απίστευτο! Αυτό ήταν το θαύμα του Άγιου Βασίλη, το θαύμα της Πρωτοχρονιάς! Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Ήταν πολύ αναστατωμένοι αλλά και ενθουσιασμένοι με όσα είχαν ζήσει… Μόνο ο πατέρας, κατά τη διάρκεια της νύχτας «ξεσκέπασε» το κάστρο και στόλισε το σπίτι με κάποια χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια που βρήκε καταχωνιασμένα σε μια αποθήκη. Το πρωί αντίκρισαν όλοι ένα πρωτόγνωρο θέαμα: ένα χώρο φωτεινό και γιορτινό! Τα παιδιά δεν χόρταιναν να κοιτάζουν γύρω τους με μάτια διάπλατα ανοιγμένα και να χαμογελούν. Ήταν τρισευτυχισμένα! Η μητέρα τους γεμάτη χαρά άνοιξε διάπλατα τις πύλες του κάστρου, σαν να καλούσε τους χωριανούς να το επισκεφτούν. Κι εκείνοι, γεμάτοι απορία για την απρόσμενη αλλαγή, ανηφόρισαν με διστακτικά βήματα προς το κάστρο, πέρασαν δειλά το κατώφλι και δέχτηκαν την πρόσκληση της οικογένειας να γιορτάσουν μαζί την πρώτη μέρα του νέου χρόνου. Οι γονείς συγκινημένοι αναρωτιούνταν: «Γιατί χάσαμε τόσα χρόνια; Γιατί φοβόμασταν τόσο τους συνανθρώπους μας; Γιατί καταδικάσαμε τα παιδιά μας στη μελαγχολία και τη μοναξιά;» Επιτέλους ένιωθαν πως ανήκαν σ’ αυτό το χωριό, πως μπορούσαν να έχουν σχέσεις με τους ανθρώπους του. Και η ψυχή τους γαλήνεψε… Όταν κάθισαν όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι, υποσχέθηκαν πως στο κάστρο τους δεν θα επικρατούσε ποτέ ξανά θλίψη και απαισιοδοξία, αλλά μόνο χαρά, αγάπη κι ευτυχία! Έτσι έζησαν αυτοί και οι συγχωριανοί τους πολύ καλά κι εμείς… ακόμα καλύτερα! ΤΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΑΡΜΠΑΛΙΑ Μαθήτρια Α΄ τάξης Γενικού Λυκείου Μεγαλόπολης


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 104

Αγαλιανά οι αροδαμοί… (Νουβέλα - Α΄ Μέρος) Πέρασαν τα χρόνια, φτερούγισαν μακριά, μα όσο κι αν τούτη την απόσταση την όρισε μεγάλη ο χρόνος, στην καρδιά μου δεν μέτρησε ποτέ. Αγαλιανά οι αροδαμοί ξανανθίζουν με την πρωινή πάχνη στη σκέψη. Δεν είναι αναπόληση, ούτε νοσταλγία. Απλά παίζω. Ξεθάβω μια εικόνα από τη μνήμη και λέω μέσα μου, εδώ στάσου κάτι θα έχει σωθεί για να σε σώσει, με κάτι θα γελάσεις, με κάτι θα κλάψεις, κάτι απ’ τα καλά κρυμμένα θα θυμηθείς, κάπου θα βρεις ένα σημάδι. Από το ελάχιστο γεννιέται το θαύμα. Τραβάω το σκουριασμένο σύρτη της παλιάς πόρτας. Το τρίξιμο έχει μια πρόκληση. Κατεβαίνω στα υπόγεια τής ψυχής. Ανάβουν χιλιάδες φανάρια. Φέγγουν ακόμα οι νύχτες μου. Και τα φεγγάρια όμως, κοιμούνται στ’ ακριβό ατλάζι τ’ ουρανού κι όταν τα ξυπνήσει η Όστρια τρέχουν και κρέμονται θριαμβολογώντας στο φεγγίτη. Και πιάνουν κουβέντα με τα γιασεμιά. Όλα ίδια τα βλέπω. Καμιά φορά φορτώνουν τα μάτια δάκρυα. Η κόκκινη κορδέλα δεμένη στα μαλλιά, οι κιτρινισμένες σελίδες στο σημειωματάριο μυρίζουν κανέλλα, τα χέρια ζυμάρι ζεστό. Επιμένω να μην αλλάζω ό,τι μού αρέσει. Δεν είναι μισοσβησμένες μορφές. Στο παχνισμένο τζάμι τού χρόνου ζωγραφίζω καινούρια άστρα, ξαναγράφω συμπληρωμένα τα ίδια ονόματα, σημαδεύω το φως. Αγαπώ αυτά τα ταξίδια πίσω απ’ τον καιρό. Βρέξει, χιονίσει, αυτό το ταξίδι στο μετερίζι τής αγάπης μυρίζει γιασεμί. Η Φεβρώνα, αδειάζει το νερό στο σιδερένιο κουβά, γυρίζει τη σκάφη αμπούμπουρα, έτσι το λένε στην Κρήτη, για να στεγνώσει, δένει σφιχτά το κεφαλομάντηλο κι απλώνει την μπουγάδα στην ταράτσα. Τα ρούχα στοιχημένα σε παρέλαση. Μπροστά τα τρίριγα σεντόνια, πίσω οι μαξιλαροθήκες, παραπίσω οι πετσέτες και τα σεμέν, μετά οι ζέρσεϊ κιλότες τής Φεβρώνας. Τελευταία τα τριμμένα σώβρακα τού Προκόπη, οι ποδιές του καφενείου και οι τρύπιες κάλτσες του. Ο μπάρμπα Δήμος κρεμανταλάς και χωρατατζής, παρατηρεί τάχα μου τη μπουγάδα, περαστικός από τη γειτονιά μας και την πειράζει, τη Φεβρώνα, αστειευόμενος τραγουδιστά: Τη Δευτέρα βάνει πλύση Και την Τρίτη την απλώνει Την Τετάρτη τη στεγνώνει Και την Πέμπτη τη μαζώνει Την Παρασκευή μπαλώνει Το Σαββάτο σιδερώνει


Σελίδα 105

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Και την Κυριακή αλλάζει Και ο κόσμος κάνει χάζι Φεβρωνιά μου, δεν πειράζει! Η θεία Ελπινίκη με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο και τα πολλά μπιμπίκια, εκεί πίσω από το κουρτινάκι τής κουζίνας, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι ως συνήθως κι ας νομίζει πως είναι αθέατη. Όταν παρατηρήσει κάτι που τής κινεί την περιέργεια, την προδίδει ο βήχας. Ο βήχας της που περιέχει και ένα περίεργο, σύντομο μγκ, ανάμεσα στα γκούχ, γκουχ. Το ίδιο και η Μυράνθη στο διπλανό σπίτι, μόνο που εκείνη δεν βήχει. Και η θεία Κλεονίκη όμως δεν πάει πίσω. Από το παραθυράκι του οντά κατασκοπεύει τα πάντα. Η Αρσινόη πάλι δεν κρύβεται. Κάθε φορά που ψάχνει να μάθει νέα, γυρίζει όλη τη γειτονιά με το λιβανιστήρι της. Παραμιλάει κι από πάνω. Η φλυαρία της ξεσηκώνει τις πιο απίθανες λεπτομέρειες. Η γριά Αριστέα ξεμωραμένη εντελώς θα χορεύει με την κατσίκα της στο δώμα. Γρυλλού τη φωνάζει γιατί τα μάτια της είναι τεράστια. Δυο ολοστρόγγυλα μάτια πολύ κοντά στα κέρατα που νομίζεις δεν κλείνουν ποτέ. Η Γρυλλού, φοράει χαϊμαλιά και φιόγκο. Όταν ακούει παλαμάκια μπεμπερίζει και χοροπηδά, όπως η γριά Αριστέα. Ο Μανώλης, που είναι μεγάλος, αλλά ποτέ δεν έχει περπατήσει, γελά βλέποντας τα καμώματά τους από ψηλά. Κάπου – κάπου τραβά δυο δοξαριές στη λύρα του ενθαρρύνοντας έτσι το χορό τους, μα η Αριστέα είναι σχεδόν κουφή και δεν ακούει. Το καταλαβαίνει από τη Γρυλλού που ξαφνιάζεται, παίρνει φόρα και την κουτουλάει μαλακά. «Άδηηηηηηηη, να μη γνωρίσεις ποτέ», λέει και σέρνει το «η», μέχρι εκεί που δεν έχει άλλη πνοή. Ο Μανώλης κάθεται στην καρέκλα του και ακούει τραγούδια στο ραδιόφωνο. Δεν παραπονιέται ποτέ. Όλοι πηγαίνουμε και τού κάνουμε παρέα. Είναι μεγάλο πειραχτήρι. Μας κάνει φάρσες και γελάει καλόκαρδα. Γελάμε κι εμείς. Τού αρέσει να βγάζει φωτογραφίες τον κάμπο με τους ανεμόμυλους. Έχει και εκείνος ανεμόμυλο στην αυλή του. Μόνος του τον έχει φτιάξει. Κάνει πολλά πράγματα και ας μην περπατάει. «Η ζωή δεν έχει μόνο πόδια», συμβουλεύει, «ζωή είναι ο νους». Το σπίτι του, έχει τα πιο πολλά λουλούδια και την καλύτερη θέα από όλα τα σπίτια τής γειτονιάς. Ο Δράκος, ανιψιός τής θείας μου, τής Ευτυχίας, μένει λίγο πιο πέρα προς τη μεσοχωριά. Κοιτάζει όλο τον κόσμο με συμπάθεια. Φοράει μια παράξενη στρατιωτική χλαίνη και δεν μιλάει πολύ. Συνέχεια λύνει ασκήσεις. Ο Δράκος λένε, είναι αυθεντία στα μαθηματικά! Εμένα, μια μέρα στο αλώνι τού μπάρμπα Μπαεράμη, όταν λίχνιζαν το στάρι τους, μού είχε μάθει, σχεδόν δηλαδή, τον πιο δύσκολο πολλαπλασιασμό, αυτόν του οκτώ. Η φωνή του, όταν μιλά για κάτι άλλο από αριθμούς, γίνεται αλλιώτικη, σαν να είναι ηθοποιός σε θέατρο. Νομίζεις πως θα κλάψει, μα όχι, μόνο στο βλέμμα του το καταλαβαίνεις, κρέμεται κάτι από λύπη στις άκριες των ματιών. Η Μαλαματένια με το αυτί πίσω από το πράσινο πανωπόρτι με το μπρούτζινο κερκέλι, σίγουρα δεν χάνει κανέναν ήχο και κανέναν ψίθυρο. Έξω από την πόρτα της έχει ένα ασβεστωμένο πεζούλι. Εκεί, εκτός από τη θειά Αρχοντούλα που είναι πολύ γριά, κάθονται για να ξαποστάσουν και οι περαστικοί. Απέναντι είναι ένας πολύ ψηλός κύριος, ο Γιάννης του γιατρού. Είναι καλός άνθρωπος αλλά κάπως τρομακτικός όταν τον δεις για πρώτη φορά. Φοράει ένα μαύρο πετσάκι στο μάτι του, γιατί τον είχε χτυπήσει νάρκη στα σπίτια των Γερμανών, στη Σελένα. Ο ίδιος διηγείται πως αυτή του η εμπειρία είναι η πιο άγρια θύμηση. Η γυναίκα του η Αρτεμισία, όταν τον ακούει να μιλάει γι΄αυτό, του λέει συχνά: «Σώπα Γιάννη, μην παραπονιέσαι μα και πάλι περισσεύει σου το γέλιο». Τα μεγάλα παιδιά, η Αρετή, ο Λεωνίδας, ο Ζαχάρης, η Ουρανία, η Έλλη, η Φαίδρα, η Πολυτίμη, ο Πολύβιος, διαβάζουν κρυφά τα περιοδικά που με στέλνουν να αγοράσω από τον Ρουσσέτο. Ο Ρουσσέτος, όταν είναι και άλλοι στο μαγαζί του, μού λέει να πω χαιρετίσματα στη νονά μου την Γιαννούλα και πως είναι η πιο όμορφη από όλες τις κοπέλες. Τότε, μού δίνει άλλο ένα περιοδικό το οποίο δεν τού έχω ζητή-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 106

σει, για να τής το πάω δώρο. Άσε που έχει χαζέψει και λέει στους άλλους πως η νονά μου με στέλνει να τής πάρω όλα αυτά τα περιοδικά. Πάντως, έχω καταλάβει πως τα παιδιά διαβάζουν κρυφά, γιατί φοβούνται τον Γυμνασιάρχη. Εκείνος δεν το επιτρέπει επειδή είναι και παππάς. Κάποιες φορές μάλιστα περνά από τα σπίτια και κάνει έλεγχο με τον αστυνόμο. Τότε φοβάμαι κι εγώ και ας μην πηγαίνω στο γυμνάσιο. Η γιαγιά μου η Γαρυφαλλιά είχε πει ένα βράδυ στον πατέρα μου όταν τρώγαμε: «επεράσανε οι δυο κεφαλές τού χωριού καμαρωτοί – καμαρωτοί, ποιος κατέχει ίντα γυρεύγουνε πάλι μόνο να ’χεις τ’ αμέντε σου». Ο τρόπος που το είπε ήταν αλλιώτικος από ό,τι συνήθιζε. Αυτός ο παράξενος τρόπος που έκρυβε φόβο και αγανάκτηση από τη μια και η Λερναία Ύδρα που μόλις είχα μάθει στην ιστορία από την άλλη, έγιναν η αιτία που έφτιαξα μια απίστευτα τρομακτική εικόνα για τις «κεφαλές του χωριού…» Ταξίδια αλαργινά. Σε κάποιες πανσέληνες νύχτες επιστρέφουν οι εξόριστοι ίσκιοι και οι ψυχές ξεκουμπώνουν το πουκάμισο να φέγγει η αγάπη. Νομίζω πως στα χέρια μου κρατώ τις μέρες και τις νύχτες εκείνες και τις ξεφυλλίζω από την αρχή με περισσότερο ενδιαφέρον. Συλλαβίζω ανθισμένα γιασεμιά. Η αγάπη τρέχει και χτυπά ρόπτρα και πορτοπαράθυρα. Ο κόσμος νυχτώνει αλλιώς, με παλιά τραγούδια και ξημερώνει μετρώντας απουσίες και ονόματα. Ξανακοιτάζω την ασβεστωμένη αυλή με τα λουλούδια και τη μικρή σκάλα που ανεβαίναμε στο πατρικό μας. Οκτώ πλατιά σκαλοπάτια όλα κι όλα, μια κορνίζα πηχτός ασβέστης γύρω από κάθε σκαλί και πάνω της, Ιούνιο μήνα, να χορεύουν οι κηλίδες τού ήλιου όταν το καταμεσήμερο περνούσε από την πυκνή φυλλωσιά του πρίνου στο χαράκι και στόλιζε βούλες – βούλες ολόκληρη τη γειτονιά του αγίου Χαραλάμπους στο Τζερμιάδων. Ο ξάδελφος μου ο Γιώργης είναι εκεί. Ακούω το γέλιο του, σαν να μην έσβησε ποτέ, σαν να μην έφυγε τόσο ωραίος και τόσο νέος για το μεγάλο ταξίδι. Η ματιά του πέφτει γεμάτη λαχτάρα πάνω στην Αρτεμισία, την χαρούμενη κοπελίτσα που μαθαίνει μοδιστρούλα στο ραφτάδικο τής Λαναρούς. Κυρία Μαρία την λένε τη μοδίστρα, αλλά το «Λαναρούς», τής πάει πιο πολύ, την κάνει Παριζιάνα. Η ματιά του Γιώργη, είναι η αιτία που κάνει την Αρτεμισία να κοντοστέκεται στο κατώφλι και να χαμογελάει ντροπαλά. Μετά του πετάει ένα φιλί στον αέρα κι εκείνος κάνει πως τεντώνει τα χέρια ψηλά για να το φτάσει. « Τό ’πιασα, να μην πέσει κάτω και λερωθεί», τής ψιθυρίζει σιγανά, να μην ακούσει η θεία μου η Θωμαή. Όμως, είναι και κάτι που βλέπω πίσω από το γέλιο και πίσω από το βλέμμα του και με τρομάζει. Θαρρείς και ένα μικρό σκοτεινό σύννεφο σηκώνεται ξαφνικά από το πουθενά και από το βάθος της σκέψης του και απλώνεται για να θολώσει τη χαρά του. Μπορεί να φταίει που είναι άρρωστος και το ξέρει, μπορεί και κάτι άλλο. Η θεια Σοφία που δεν έχει παιδιά, δυσκολεύεται να ντυθεί, να μαγειρέψει, να σκουπίσει, να πλύνει, να κατέβει τη σκάλα της. Δυσκολεύεται και να πάρει ανάσα πολλές φορές και βήχει ασταμάτητα. Έχει γίνει τεράστια, είναι και γριά. Κάνει το σταυρό της κοιτάζοντας τον ουρανό και παρακαλάει: «Λησμονιά και συμπόνεση κι ας είναι στα ξωκέντια, τίποτα άλλο». Κάποια μέρα είχε πει στη γιαγιά Γαρυφαλλιά: «Για εμένα ο κόσμος είναι εξορία, τίποτα από όσα ζήτησα δεν αλήθεψαν». Ακαταλαβίστικο μού είχε φανεί. Η άλλη θεια Σοφία, κάθεται στο μπεντένι τής εκκλησίας με άλλες γυναίκες, όλες τους γριές. Φοράει μαύρα ρούχα, μαύρο τσεμπέρι, τα χοντρά της μαύρα επίσης γυαλιά και πλέκει με το βελονάκι άσπρη κουβέρτα για την εγγονή της που και αυτή την φωνάζουν Σοφία. «Τον άντρα της, τον Τσαμαντουρογιάννη τον συγχωρεμένο, τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί στην κατοχή, μαζί με τον Καρνόλη και τους Πυθαρούληδες. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που φανιστήκανε θυγατεράκι μου», έλεγε με πόνο, η άλλη μου γιαγιά, η Κατερίνα που ήταν αδελφή της. Αναμνήσεις. Θύμησες. Στιγμές που άντεξαν και ξανάρχονται αναπάντεχα με ένα μόνο πισωγύρισμα τής μνήμης. Καταστάσεις, γεγονότα, εικόνες, πρόσωπα, μυρωδιές, ήχοι, φωνές που δεν θάφτηκαν στην αθάλη τής λήθης. Όλα είσαι εσύ, όλα ζουν μέσα σου. Στέκεσαι στην άκρη τού δρόμου τής ψυχής και αφήνεις να περνούν από μπροστά σου, όπως περνούν τα κάρα, τα ποδήλατα, τα τροχοφόρα. Κάπου – κάπου ανάβεις το κόκκινο φανάρι τού φωτεινού σηματοδότη και διαλέγεις ποιες θα σταματήσουν έστω για λίγο. «Οι αναμνήσεις βολτάρουν στη ρούγα τής καρδιάς δυο - δυο, μια χαιράμενη και μια πονεμένη. Τσιτώ-


Σελίδα 107

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

νουν τα χείλη να γελάσουν με το στοχασμό τής μιας και προλαβαίνει, να εκεί στο χίντι - χίντι η άλλη και στρογγυλοκάθεται στυφή σαν τ’ άγουρο κυδώνι πάνω στο ράφι, μα έχει και αυτή τη μυρωδιά της», είχε πει κάποτε ο θείος μου ο Στεφανής, αδελφός του πατέρα μου. Αποβροχάρης ήλιος, παλιές γειτονιές. Χαλάλι ο καιρός. Μέτρησε η αγάπη βλέμματα. Είναι που κρατούν ακόμη τριαντάφυλλα εκεί που τα παράπονα αγιάζουν. Μεσημέριασε. Μοσχοβολούν τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα. Στην κερασιά μας, κρέμονται ακόμη κάτι μεγάλα κατακόκκινα κεράσια Δεν τα φτάνω. Δεν πειράζει, ας τα φάνε τα πουλάκια. Εμένα η γιαγιά Γαρυφαλλιά θα μου δώσει ένα δροσόμηλο. Ίσως και κάτι άλλο, όπως ένα λουκούμι με άρωμα τριαντάφυλλο. Το θιαμπόλι που ακούγεται αποσπά την προσοχή μου. Έχω ήδη ξεχάσει και τα κεράσια και το δροσόμηλο και το λουκούμι. Είναι πολύ ωραία η μελωδία. Ο θείος ο Γιάννης τής Ψυχογίνας, όταν παίζει θιαμπόλι και είναι νύχτα χαμηλώνει ο ουρανός και ακούει και τότε πέφτουνε τ’ αστρουλάκια στο σοκάκι κι όταν πάλι είναι μέρα, τρίζουν οι ρίζες των δέντρων και ξεπετάγονται στα κλαδιά καινούριοι αροδαμοί. Ο θείος ο Γιάννης, ό,τι σκέφτεται, ό,τι ονειρεύεται, ό,τι νιώθει, ακόμη και ό,τι συμβαίνει το κάνει σκοπό και τραγούδι. Φύσηξε δροσερό το αεράκι κατεβαίνοντας από τη Σελένα ανάμεσα από φασκομηλιές, ρίγανη και ασφοδέλους. Φούσκωσε την καρδιά και την πλισέ μου φούστα. Γυρίζει το αδύνατο κορμάκι, μια σβούρα με τα χέρια απλωμένα. Χορεύω, χορεύει κι ο νους, χορεύει. Μπροστά από τα μάτια τρέχουν πόρτες, παραθύρια, καμάρες, αυλές, βρύσες, δέντρα, ξερολιθιές, άνθρωποι. Γεμίζουν τα μάτια αλμύρα. Τα παιδιά τής γειτονιάς ξαναμαζεύονται. Όλα μαζί, να ξοδέψουμε τη λαχτάρα μας για τη ζωή, εδώ στο κατώφλι τής φλούδας τού δικού μας κόσμου. Ο ήλιος έχει τραβήξει μια τεράστια πινελιά λευκό φως ψηλά προς τη Δίκτη. Τα μάτια ανοίγουν διάπλατα στο σταυροδρόμι κι ύστερα κλείνουν απαλά. Ο χρόνος περνά και ξαναπερνά από τα βλέφαρα φορτωμένος απαλή πούδρα και ροζ κορδέλες. Το θιαμπόλι ακούγεται αγαλιανά, πιο κοντά μου, μέσα στην ψυχή ένα σιγανό μυστικό. Ξυπνά τα κρυμμένα. Μια μαντινάδα με γυρίζει πίσω από όλες τις στράτες : Το δάκρυ είναι δυο λογιώ, ένα των πονεμένων και τ' άλλο τση συνάντησης των πολυαγαπημένων. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έφυγα. Μπορεί τότε αλλάζοντας φόρεμα να άλλαξα και ζωή, όμως αυτό δεν με εμποδίζει περιφρονώντας τις συνήθειες των πολλών, να επιστρέφω, να δηλώνω παρούσα στη συνάντηση αυτή και χαίρομαι. Τελικά δεν ξέρω να μετρώ απουσίες. Στο φρύδι του καιρού τής αγάπης όλα ξαναγίνονται παρόν. Κάτω από το σπίτι μας, οι τρεις θείες γεροντοκόρες οι Χαριθιανές, η Καλλιόπη, η Χαρίκλεια και η Κατίνα, είχαν ανάψει όπως το συνήθιζαν, με κλημοτόβεργες έξω στη δική τους αυλή, που δεν είχε πουθενά ούτε ένα πράσινο φύλλο, την πυροστιά. Οι φλόγες έγλειφαν ολόγυρα το μαυρισμένο βαθύ τηγάνι. Καθόμουν στο σκαμνάκι, με το εμαγιέ πιάτο στα χέρια και περίμενα. «Καλή ’ναι η φωτιά χειμώνα καλοκαίρι», θαύμασε η θεία Δόξα, άλλη μια γεροντοκόρη που περνούσε εκείνη την ώρα και αφού προσκλήθηκε με ενθουσιασμό από την Καλλιόπη, συμπλήρωσε την παρέα. Η θεία Δόξα παρεμπιπτόντως είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Ηράκλειο, στο μέγαρο του Φυτάκη, εκεί εργαζόταν και δεν ήταν Χαριθιανή, ήταν Γρυνοκοκολίνα, από το σόι του πατέρα μου. Οι πρώτες πατάτες είχαν κιόλας ροδοκοκκινίσει. «Βάλε τού κοπελιού να φάει πρώτο», έδωσε εντολή η Χαρίκλεια. Η Καλλιόπη έστρωνε μέσα στη μεγάλη κάμαρα το σοφρά. Είχε ήδη βάλει το βάζο με τις ελιές, το τσουκάλι με τη φάβα, έβλεπες τον λάκκο στη μέση γεμάτο κρεμμύδι ψιλοκομμένο και λάδι, μια


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 108

μοσόρα πήλινη μαρουλοσαλάτα, ένα πιάτο ασκορδουλάκους, τέσσερα κομμάτια ξερό ανθότυρο, τις μαραθόπιτες, τα βραστά κολοκύθια και δυο ντάκους εφτάζυμο ψωμί. Η Κατίνα έτρεξε να ανταποκριθεί στην εντολή τής Χαρίκλειας, αφού πρώτα φύσηξε και σκούπισε τη μύτη της που έσταζε σαν χαλασμένη βρύση στο κεντητό μαντηλάκι. Ύστερα, σήκωσε την αριστερή άκρη από το μακρύ της φουστάνι και αφού καμάρωσε με νάζι την ακόμα σφιχτή γάμπα της παρά το προχωρημένο τής ηλικίας, το μάζεψε με μια παραμάνα στη μέση και πλησίασε με την τρυπητή κουτάλα να βγάλει τις πατάτες από το λάδι. Πρόλαβα τη ματιά της γεμάτη καλοσύνη πριν μού γεμίσει το πιάτο. Τής ανταπέδωσα ένα βλέμμα ζαχαρένιο. Την ίδια στιγμή ο σκύλος μας, ο Μπόμπης, άρχισε να γαυγίζει χαρούμενος κουνώντας την ουρά. «Ω αναγκεμένο σώπα και να σού φέρω θέλει κι εσένα ό,τι περισσέψει», μάλωσε η Κατίνα τον σκύλο, αλλά χωρίς αγριάδα στον τόνο τής φωνής. Ο σκύλος συνέχισε να γαβγίζει κουνώντας την ουρά, αδιάφορος για τις τηγανιτές πατάτες. Η γιαγιά Γαρυφαλλιά τον άκουσε, άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας έξω πλησίασε και τού χάιδεψε το κεφάλι. «Ποιός έρχεται και χαίρεσαι;» τον κανάκεψε ρίχνοντας τη ματιά της λοξά στο χωματόδρομο. Δεν άργησε να φανεί ο πατέρας μου και πίσω του, αμέσως μετά, ένα αυτοκίνητο που τότε έμαθα πως το λένε ταξί. Εκείνη την ημέρα θαρρείς ο ήλιος είχε φτάσει στις πιο ασήμαντες μακρινές γωνιές τού σπιτιού μας. Όλα ντυμένα στο φως. Πρώτα ανέβηκε τη σκάλα η μητέρα κρατώντας την αδελφή μου στην αγκαλιά της, μετά η γιαγιά Γαρυφαλλιά και ακολούθησε ο πατέρας. Ήμουν η τελευταία που μπήκε στο σπίτι κι ας ήμουν η πιο ανυπόμονη. Πλησίασα με βήματα αργά στην κούνια και αντίκρισα την καινούρια ζωή που χαμογελούσε. Η γιαγιά έλεγε ευχαριστημένη, πως είχε πέσει το γέλιο από τα χείλη τού Θεού στα κεραμίδια μας κι από εκεί γλίστρησε και βρήκε τρόπο να κάνει θριαμβευτική είσοδο μαζί με το μωρό από την πόρτα. Πολύ καιρό πριν γεννηθεί η αδελφή μου, ένα βράδυ μαζί με τη γιαγιά τής είχαμε δώσει όνομα, «Μαρία». Και όταν καμιά φορά με στρίμωχναν οι στενοί συγγενείς και οι γείτονες πειράζοντάς με: «Και αν είναι αγόρι;» απαντούσα κατηγορηματικά σίγουρη πως εμάς, έτσι μας είχε πει η Άφαντη Μαριγιά. Η γιαγιά με κοίταζε τρυφερά. Το βλέμμα της καθαρό, συνηγορούσε στην απάντηση μου κάθε φορά και κάθε φορά πιάναμε την ιστορία από την αρχή. «Η Άφαντη Μαριγιά με την αφτερούγιστη καρδιά», άρχιζα πρώτη και συνέχιζε η γιαγιά: «Λίγοι την έχουν δει, αλλά περισσότεροι είναι εκείνοι που την έχουν ακούσει να ψιθυρίζει ονόματα. Όταν βγαίνει τις νύχτες στα περιβόλια και τ’ αμπέλια, κλώθει τον ουρανό με τ’ άστρα στ’ αδράχτι της. Μετά υφαίνει τις δικές μας νύχτες που είναι αλλιώτικες και τις απλώνει πάνω από όλο τον κάμπο του Λασιθιού. Γι’ αυτό, ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι, σ’ αυτό τον τόπο βλέπεις, μπορείς να δεις τα πάντα, εκτός από τη Μαριγιά. Εκείνη είναι άφαντη. Φυλάει τα παιδιά και τη βρύση στη γειτονιά τού Αργουλιά. Όταν πας να γεμίσεις το σταμνί σου αν θυμηθείς να ψιθυρίσεις…» «Ξέρω, το ξέρω, μην το πεις», τη διέκοπτα κι έλεγα με περηφάνια: «Aν είναι ντουσουμάνης μου η στράτα να πληθύνει, μα αν είναι ορτάκι, αλιμπερτά κι αγαλιανά να φτάξει κι η αθιβολή ντου πεθυμιά». Μ’ αγκάλιαζε. Με φιλούσε στο κεφάλι. « Αφού τό ’μαθες, αύριο θα σού χαρίσει μια χούφτα ψιχαλιστό νερό από την κρυφή πηγή τής κορφής και ποτέ δεν θα διψάσεις τη ζωή και την αγάπη. Έτσι ανταμείβει εκείνη η κυρά Μαριγιά, η Άφαντη», με βεβαίωνε και η ιστορία δεν είχε ποτέ τέλος, γιατί όλο και κάτι καινούριο είχε να προσθέσει. Από όλη τη διήγησή της, άκουγα με περισσότερη προσοχή το παρακάτω: «Η Άφαντη Μαριγιά, ξέρει τον τρόπο που κάνει τη ζωή να μη στενεύει ποτέ. Είναι πιο φτωχή από τους αγγέλους, φοράει άσπρο φουστάνι ξεφτισμένο, αλλά τα κόκκινα σαντάλια της δεν χαλάνε ποτέ. Λένε πως όσο πιο πολύ περπατάει τόσο αυτά ξανακαινουριώνουν. Πατάει με το ένα της πόδι εδώ κι όσο να πεις κύμινο,


Σελίδα 109

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

έχει πατήσει με το άλλο στα σοκάκια στην Πανέθημο στα Χανιά, γιατί αγαπά κι εκείνο το χωριό με τα πολλά πλατάνια και την πέτρινη βρύση στην πλατεία. Από κουβέντες, αν τύχει και σού φανερωθεί δεν έχει πολλές, μετρημένες με το ζύγι. Η Άφαντη Μαριγιά είναι εκείνη που καθρεφτίστηκε στο πηγάδι τ’ αποδιαφωτίσματα και το νερό πρόλαβε και κράτησε την εικόνα της. Από τότε κάποιοι ξεγελιούνται και την ψάχνουν στο βασιλικό πηγάδι στον Μισό Ποταμό, μάταια.» Έπαιρνε βαθιά ανάσα κι έκανε πως δεν θυμόταν και την έβγαζα από τη δύσκολη θέση λέγοντας: «Ενώ εμείς ξέρουμε πως, την Άφαντη τη Μαριγιά, την ψάχνουν όλα τα χωριά, να λύσουν τη γλωσσοφαγιά, μα όλοι ξεχνούνε, ένα, να βάψουν με καραμπογιά του ονείρου τα γραμμένα…» Όνειρο μου, να έχω κι εγώ μια αδελφή, όπως οι ξαδέλφες μου, η Αρετή, την Κατερίνα και η Νίκη, τη Γιαννούλα. Έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πρώτα πώς θα ήταν τα μάτια της, τα χέρια, η φωνή, τα μαλλιά της και μετά τα παιχνίδια μας. Το μικρό μας σπίτι γέμιζε με την παρουσία της στ’ όνειρο, ώσπου μπήκε το καλοκαίρι με τις τελευταίες παπαρούνες τού Μάη να απλώνουν την κόκκινη φορεσιά τους κάτω από τον ζεστό ήλιο των πρώτων παιδικών μου χρόνων. Εκείνη τη μέρα, η θεια Δεσποινιώ με τα στρογγυλά χαρούμενα μάγουλα, καθισμένη στο χαμηλό σκαμνί τύλιγε ένα άσπρο κουβάρι λεπτή κλωστή. Δίπλα της, η Όλγα από την Πεδιάδα με τις χρωματιστές κλωστές πλεγμένες κοτσίδα στο λαιμό, έψαχνε την δαχτυλήθρα μέσα στο κουτί. Κουβέντιαζαν. «Εμείς εδώ πάνω στο Λασίθι, στο Οροπέδιο, ακούμε το χτύπο της καρδιάς μας και μ’ αυτόν πορευόμαστε για να ζήσουμε», έλεγε η θεια Δεσποινιώ, πριν πεταχτεί πάνω σαν ελατήριο. Μια ζεστή πνοή ανέμου πέρασε μαζί με το σμήνος των περιστεριών και διέκοψε την κουβέντα τους. Τα μάτια της στράφηκαν με ζωηρό ενδιαφέρον ολόγυρα. Αφού κοίταξε με το χέρι αντήλιο προς την κάτω πλευρά του δρόμου, «ήρθε η Καλλιόπη, η Καλλιόπη με το μωρό, νά ’ναι καλορίζικο και καλογραμμένο», φώναξε ενθουσιασμένη πολύ δυνατά, για να ακούσουν και οι άλλες γειτόνισσες το καλό νέο. Εκείνη την ημέρα, στις δεκατρείς Ιουνίου του χίλια εννιακόσια εξήντα επτά, μία εβδομάδα μετά τη γέννηση τής αδελφής μου, καθώς είχα σκύψει πάνω από την κούνια και την αντίκρισα, θαύμασα το πόσο λαμπερή μού είχε φανεί. Όλο το πρόσωπό της έφεγγε και στη μέση εκεί στο σμίξιμο των φρυδιών, ένα ροζ αντιφέγγισμα όταν ζάρωνε κάπως το μέτωπο έπαιρνε το σχήμα ενός ρόδου. Η μητέρα μου δεν χρειάστηκε να επιβάλει κανένα καθεστώς σεβασμού ως προς το νέο πρόσωπο της οικογένειας, δηλαδή την αδελφή μου. Είχε προνοήσει η γιαγιά Γαρυφαλλιά και είχε κάνει καλή δουλειά. «Το να μοιράζεσαι, είναι η ευκαιρία που σού δίνει η ζωή για να έχεις μεγάλο μερίδιο στην αγάπη», με συμβούλευε. Έκλεινα τα μάτια και σκεφτόμουν αυτό το «μεγάλο μερίδιο στην αγάπη», μια φέτα κίτρινο φεγγάρι που μύριζε κυδώνι. Ο τρόπος που την αγαπούσα, ήταν ο ίδιος τρόπος που γνωρίζαμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον στην οικογένεια. Η μητέρα το ίδιο χαδιάρικα συνήθιζε ν’ απλώνει τα χέρια της, πότε πάνω στο μωρό και πότε πάνω σ’ εμένα. Κι ακόμα πιο χαδιάρικα μού φαινότανε κάποιες φορές τα φερσίματά της, όταν αισθανόμουν τη σιωπηλή μάχη που έδινε με τους σκοτεινούς κύκλους γύρω από τα μάτια της και γελούσε για να μην καταλάβω. Η μητέρα με την εμπριμέ ρόμπα απέξω, την καφέ φούστα και το μπεζ πουκάμισο από μέσα, να σκύβει πάνω από την κούνια να πλένει με ροδόνερο το πρόσωπο τής Μαρίας κι ύστερα με τα μακριά της δάχτυλα να ισιώνει τις τούφες από τα μαλλιά της. Η μητέρα να μουρμουρίζει με λεπτή, χαρούμενη φωνή λόγια προσευχής και μαντινάδες: Πάρε το ύπνε το παιδί κι άμε το στα περβόλια. Γέμισε τα στηθάκια του γαρύφαλλα και ρόδα. Κοιμήσου με τη ζάχαρη,


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 110

κοιμήσου με το μέλι και νίψου με τ’ ανθόνερο, που νίβονται οι αγγέλοι. Η μητέρα να μού κρατά το χέρι και να ζωγραφίζουμε κύκλους και κορδέλες στον αέρα για να χορεύουν οι καλές Μοίρες. Κι ύστερα να με γαργαλάει στο λαιμό και να γελάμε, μαζί δυνατά, ν’ ακούσει η Κακή Ώρα και να μην χτυπήσει την πόρτα μας. Στη φαντασία μου, η «Κακή Ώρα», ήταν γυναίκα με ονοματεπώνυμο, έπαιρνε τρομακτική μορφή χωρίς ποτέ να βλέπω το πρόσωπό της. Την συνδύαζα με το ατύχημα του πατέρα μου στο ξυλουργείο. Είχε κλέψει και την ομπρέλα μου κι όταν την άνοιγε έπεφταν σταγόνες αίμα κι όχι βροχή. Η μητέρα να μιλά ακατάπαυστα για να κρύψει το αίσθημα ανησυχίας που είχε για την υγεία τού πατέρα μετά από αυτό το ατύχημα, που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Η μητέρα προσπαθούσε με την καινούρια χαρά, να ξεχάσει τα ουρλιαχτά και τα κλάματα που την είχαν σημαδέψει σ’ εκείνο το άσχημο περιστατικό και τής ξέσχιζαν ακόμη την καρδιά όταν κάποιες φορές πεταγόταν τρομαγμένη στον ύπνο της, από τον ίδιο πάντα εφιάλτη και ζητούσε νερό. Η μητέρα έβραζε άνθη χαμομηλιού σ’ ένα τεράστιο εμαγιέ μπρίκι πάνω στο πετρογκάζ. Το σούρωνε στην γυάλινη κανάτα. Μετά γύριζε προσεκτικά την κανάτα και γέμιζε ένα φλιτζάνι. Ο θείος ο Μήτσος ο αδελφός της, τής είχε χαρίσει εκείνο το σερβίτσιο από λεπτή πορσελάνη. Πρόσθετε ένα κουταλάκι μέλι, χτυπούσε το χείλος του φλιτζανιού ανεπαίσθητα με την ανάποδη του κουταλιού και το έπινε καθισμένη στο παράθυρο τής κουζίνας αργά - αργά. Με το υπόλοιπο, ανακατεμένο με χλιαρό νερό και λίγο ξύσμα από άσπρο σαπούνι, ή έπλενε το στήθος της ή, έκανε μπάνιο τη Μαρία μας. Περίμενα πως και τι εκείνη τη στιγμή. Θαύμαζα από την προετοιμασία μέχρι τη μυρωδιά που σκόρπιζε στο μικρό δωμάτιο η ευωδιά του χαμομηλιού. «Έτσι μυρίζει η αθωότητα», έλεγε και τύλιγε το μωρό μας με επιδεξιότητα στην υφαντή πετσέτα για να το στεγνώσει. Ο πατέρας με το καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο, αδυνατισμένος μετά την περιπέτειά του αλλά πάντα όμορφος, με βλέμμα βαθύ γεμάτο καλοσύνη. Μέχρι και η τσάκιση στα μανίκια ξεχωρίζει. Για τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα του μιλούν ακόμα και στο καφενείο της Μερόπης και τον καλοτυχίζουν που έχει γυναίκα νοικοκυρά. Όρθιος στη μεσόπορτα, στηριγμένος στο μπαστούνι του ακόμα, χαμογελά ακίνητος. Σίγουρα έχει ξεφύγει τον κίνδυνο, όμως το τραύμα του απαιτεί πολλή προσοχή μέχρι να κλείσει. «Έχει ο Θεός Καλλιόπη», λέει με εμπιστοσύνη στο όνομα εκείνου που επικαλείται και πλησιάζοντας φιλά πρώτα εμένα και μετά τη Μαρία στο κεφάλι. «Εγώ δεν έχω φιλί;» Διαμαρτύρεται με νάζι η Καλλιόπη, η μητέρα, ρίχνοντάς του κλεφτές ματιές. Μια τούφα από τα πυκνά μαύρα σγουρά μαλλιά της πέφτουν στο πλάι αριστερά. Δεν βλέπω το φιλί. Αισθάνομαι όμως την ανάσα τους, ζεστή, τρυφερή. Μετά ρωτάει και ξαναρωτάει για πολλοστή φορά: «Αριστείδη, δεν ήθελες να είναι γιός;» «Να είναι καλά θέλω, να έχει καλή ζωή και καλό ριζικό», ο πατέρας αποκρινόμενος και το εννοεί. Σέρνοντας το πόδι, με αργά βήματα βγαίνει έξω στο μπαλκόνι συγκινημένος. Η γιαγιά Γαρυφαλλιά του μιλά χαμηλόφωνα. Η φωνή της είναι κάπως τραγουδιστή, ξεχωριστή. Χαράζεται εύκολα στη μνήμη. Τα μάτια της ακτινοβολούν ένα διαφορετικό φως. Αυτό το φως έρχεται από μέσα της, από την ψυχή της που ξέρει να μεταμορφώνει ακόμη και την τρικυμία σε γαλήνη. Και το σώμα της, γερασμένο ναι, αλλά δείχνει πάντα ψηλή και αρχοντική η κορμοστασιά της, αυτή τής τιμής, τής περηφάνιας. Διατηρώ καθαρότατα εκείνες τις παιδικές αναμνήσεις. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που οι κόρες των ματιών μου έμοιαζαν κουμπιά. Και τής γιαγιάς όμως, και εκείνης έτσι είχαν γίνει οι κόρες των ματιών της, δυο κουμπιά γεμάτα μέλι. Τη θυμάμαι να φτιάχνει καφέ, γλυκύ βραστό και να του κάνει παρέα, τού πατέρα μου, στο μπαλκόνι


Σελίδα 111

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

κάτω από το γιασεμί. Τα λαδοκούλουρα στο δίσκο μυρίζουν γνώριμα. Κανέλλα και πορτοκάλι, έτσι μυρίζει και το σπίτι μας. Χαμηλώνω τα βλέφαρα. Ανοίγω τα ρουθούνια. Παίζω με τον χρόνο. Γυρίζω πίσω. Είναι όλα εκεί. Η γιαγιά λυγίζει το σώμα και σκύβει προς το μέρος του. Συνεχίζει να του μιλάει χαμηλόφωνα, χαρούμενα μπορώ να καταλάβω. Εκείνος χαμογελάει. Τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Έχει ο Θεός», επαναλαμβάνει και σφίγγει αμήχανα το μπαστούνι στα χέρια του. Ζωή Δικταίου

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα ό πως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη. Εργογραφία Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή Υπό έκδοση για το 2019 Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, ποιητική συλλογή Κέρκυρα σμίλη της ψυχής, αφήγημα *Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΥ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 112

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΤΟ... Η Ρούλα ήταν μέχρι τα είκοσι ένα φυσιολογικό κορίτσι που ζούσε σε μια μέτρια οικογένεια του κέντρου. Όνειρα μικρά καθημερινά και τίποτα παραπάνω. Μετά το σχολείο εκείνη πήγε να μάθει να σχεδιάζει ρούχα κι ύστερα άρχισε να δουλεύει σε βιοτεχνίες... Εκεί ήταν που έκανε την πρώτη σκάρτη γνωριμία. Τον έλεγαν Σάκη και το είχε συνήθειο να ρίχνεται σε όλες. Η Ρούλα νόμισε πως θα ήταν η μόνη. Όμως δεν ήταν. Τον αγάπησε και παρασύρθηκε σε ένα τρίμηνο διαφορετικό από όσα είχε ζήσει μέχρι τότε στον μικρό της κόσμο. Ο Σάκης γλεντούσε τη ζωή με λεφτά δικά του, των κοριτσιών και με δανεικά. Η ζωή αυτή έμοιαζε όμορφη στη Ρούλα κι ο Σάκης ιδανικός άντρας. Όμως εκείνος βρήκε άλλο ''μοντέλο'' στους τρεις μήνες κι εξαφανίστηκε. Εκείνο το μοναδικό που έψαχνε η Ρούλα είχε ξεθωριάσει και πλέον η ιδέα της οικογένειας και του συζύγου έπαιρνε άλλες διαστάσεις στο μυαλό της, γινόταν κάτι που έμοιαζε τελειωμένο πριν καν αρχίσει. Μετά τον Σάκη πέρασαν αρκετοί από τη ζωή της και πια δεν την ένοιαζε ο αριθμός αφού η μοναδικότητα είχε χαθεί, αφού το ιδανικό που είχε πλάσει από πιτσιρίκα στο μυαλό της είχε προδοθεί.. Από το τριάρι των Πατησίων που ζούσε με τους γονείς της είχε πλέον φύγει και ζούσε μόνη, με τους κατά καιρούς έρωτές της, δουλεύοντας σε βιοτεχνίες, πότε εδώ και πότε εκεί. Παρέα της όταν έμενε μόνη ήταν το ποτό και το τσιγάρο, αυτά που της έτρωγαν τα σωθικά κι έμοιαζαν να καίνε τα γιατί της, να τα κάνουν καπνό, καπνό που ξεφυσούσε στο δυάρι της Αχαρνών που κατοικούσε μόνη. Πέρασε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς δουλειά και τότε ήταν που κάποιος αγαπητικός της πρότεινε να δουλέψει στο μπαρ ενός φίλου του. Σερβίρισμα, κουβέντα με τους πελάτες, σκόρπιοι έρωτες του τίποτα, αυτή ήταν πια η ζωή της. Ο χρόνος έμοιαζε ενιαίος, οι εποχές μετριόντουσαν με μπουκάλια και σερβιρίσματα, και τα χαράματα μετρούσε τα βήματα για να γυρίσει στο ίδιο δυάρι μέχρι το επόμενο απόγευμα που θα πήγαινε ξανά στο μπαρ. Κάποια Χριστούγεννα χάθηκε στους έρημους δρόμους του κέντρου περπατώντας. Τα λαμπιόνια των μικρομάγαζων και η αίσθηση των χαμένων στις γιορτές ανθρώπων τη συγκλόνιζαν. Εκείνη δεν είχε άλλη παρέα από το ποτό και το τσιγάρο. Kάθισε σ'ένα παγκάκι ενός ξεχασμένου πάρκου. Τα μάτια της ήταν χαμένα στον καπνό του τσιγάρου που ανέβαινε ίσα στα γκρίζα σύννεφα. Ίσα που πήρε το μάτι της λίγο πιο πέρα έναν άντρα που καθόταν κι εκείνος μόνος σ'ένα παγκάκι πιο κει. Τα μάτια τους συναντήθηκαν ξανά και ξανά κι εκείνος διστακτικά της είπε χρόνια πολλά. Η Ρούλα ανταπέδωσε κι έπειτα είπαν άλλες δυο κουβέντες… κι άλλες… κι άλλες... Έμοιαζαν δυο ναυάγια που είχαν ανταμώσει. Εκείνος ήταν σοβαρός, έμοιαζε με την εικόνα του άντρα που είχε προλάβει να πλάσει στην εφηβεία της. Τα χρόνια τους δεν ήταν τα πρώτα, ήταν τα ώριμα και μάλιστα βασανισμένα.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 113

Δεν ήθελαν πολλά, ίσως να μην ήθελαν πια και τίποτα περισσότερο από την παρέα, τα όνειρα είχαν σβήσει ή είχαν προσγειωθεί απότομα στο πεζοδρόμιο της πραγματικότητας. Εκείνος της ζήτησε να σταματήσει αυτή την άσχημη δουλειά. Τους έφταναν για να ζήσουν τα χρήματα που εκείνος έβγαζε κάθε μήνα. Αυτή δέχτηκε κι έκοψε μαχαίρι και το ποτό και το τσιγάρο για χάρη του. Μέσα της αισθανόταν πως θα περπατούσε τον δρόμο που ήθελε από μικρή, τον ίσιο, τον δρόμο που οι καραμπόλες της ζωής δεν της είχαν αφήσει να πλησιάσει. Όλα θα ήταν απλά, καθημερινά, ίσως έμοιαζαν εύκολα, όμως θα ήταν αληθινά κι αυτό τους έφτανε. Εκείνα τα Χριστούγεννα είχαν κάνει το μικρό τους θαύμα.... ΝΙΚΟΣ ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 114

ΜΙΑ ΜΕΛΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΔΟ Ο Λεωνίδας έπαιζε ξανά και ξανά τη μελωδία στο πιάνο. Εκεί που νόμιζε πως την εύρισκε και αναθαρρούσε, εκεί την έχανε. Και πάλι από την αρχή. Ο Ζήσης μπήκε κρατώντας δυο παγωμένους καφέδες. Πρόσφερε τον ένα στο φίλο του. -Ακόμη παιδεύεσαι; τον ρώτησε. -Θα τρελαθώ, ρε φίλε. Μέσα στο μυαλό μου την έχω και δεν μπορώ να τη βγάλω με τίποτα. -Δεν μπορείς να μου την τραγουδήσεις, μπας και τη βγάλουμε στην κιθάρα; -Αν μπορούσα να την τραγουδήσω, θα την είχα βγάλει κι εγώ. Είναι... τι να σου πω! Τη νιώθω μέσα μου, την ακούω, αλλά μόλις πάω να την ακουμπήσω, χάνεται. -Τέλος πάντων. Πιες τον καφέ σου και πάμε. Έχουμε ραντεβού στην Παλιά Πόλη. -Αμάν, το ξέχασα, ρε. Ο Λεωνίδας ρούφηξε μια γουλιά από το φραπέ του. Τι θα ζητήσουμε; -Πάμε και βλέπουμε. Όχι πάντως κάτω από ογδόντα ο καθένας. Με τίποτα. -Θα τα δώσει; Είναι και κάβουρας ο τύπος. -Αν δεν τα δώσει, να βρει αλλού. Μην είσαι μαλάκας. Όπου παίζουμε, γεμίζει το μαγαζί. -Ναι, ρε, αλλά... -Δεν θέλω ηττοπάθειες, τώρα. Zealous forever! Περιμένω στο όχημα. -Εντάξει, ρε φίλε. Ντύνομαι και κατεβαίνω.

Οι Zealous ξεκίνησαν να παίζουν μουσική πριν από πέντε χρόνια. Τέσσερα νέα παιδιά, μαθητές τότε, του Μουσικού Λυκείου Ρόδου. Τέσσερις ταλαντούχοι μουσικοί με όνειρα και φιλοδοξίες. Ο Σάκης, ο Τριαντάφυλλος, ο Ζήσης και ο Λεωνίδας. Ελληνικό και ξένο ροκ. Με αρκετά δικά τους τραγούδια. Πολλές διακρίσεις, έπαινοι, δημοσιότητα, ακόμη και φαν κλαμπ στο Facebook! Κάθε φορά που ανέβαιναν στη σκηνή γινόταν πανζουρλισμός από τις κοπελίτσες που τσιροκοπούσαν έξαλλα. Κάποια στιγμή, βρέθηκαν στην Αθήνα, σε ένα μαθητικό φεστιβάλ. Εκεί, τους πλησίασε ένας μάνατζερ. Τους πρότεινε να τους βγάλει δίσκο. Τα παιδιά, αρχικά, ενθουσιάστηκαν. Είχαν πολύ υλικό και ήταν η ευκαιρία τους να κάνουν το μπαμ. Όμως... πού λεφτά; Ο μάνατζερ δεν τούς κάλυπτε σχεδόν τίποτα. Το μόνο που τους εξασφάλιζε ήταν κάποιες εμφανίσεις στην Αθήνα. Τίποτα άλλο. Εισιτήρια, διαμονή, φαγητό, ακόμη και οι πρόβες σε στούντιο και οι ηχογραφήσεις για το δίσκο θα έπρεπε να πληρωθούν από τους ίδιους.


Σελίδα 115

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Πρώτος αντέδρασε ο Σάκης, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος. -Εγώ, παιδιά, δεν έχω να βάλω μία. Ο γέρος μου άνεργος, εδώ και έξι μήνες. O,τι βγάζει η μάνα μου. Κι εγώ, το χαρτζιλίκι μου, από τα μηχανάκια το βγάζω. Λυπάμαι. Οικοδόμος ο πατέρας του Σάκη. Ήρθε από την Αλβανία τη δεκαετία του ‘90. Χρυσές εποχές τότε για την οικοδομή στη Ρόδο. Τώρα, δεν χτίζεται τίποτα. Η μητέρα του Σάκη, η Γιούλη, μοδίστρα. Εδώ έμαθε. Στην Αλβανία ήταν δασκάλα. Πάλι καλά που παρακολούθησε εκείνα τα δωρεάν προγράμματα του Δήμου. Τώρα, με αυτά ζουν. Μπαλώνει ρούχα, σε ένα δωματιάκι στο σπίτι της. Βγαίνει καλό μεροκάματο. Ποιος αγοράζει σήμερα καινούρια; Όλοι μπαλώνουν τα παλιά, ξανά και ξανά, μέχρι να λιώσουν. Ο Σάκης, ο μεγάλος γιος της οικογένειας, δουλεύει τα καλοκαίρια σε ένα μαγαζί που νοικιάζει μηχανάκια και γουρούνες στους ξένους. -Ούτε εγώ μπορώ, πρόσθεσε ο Τριαντάφυλλος. Έτσι και ζητήσω από τον πατέρα μου λεφτά για δίσκο, θα με αποκληρώσει. Εδώ, κι αυτό που κάνουμε, που παίζουμε σε μπαράκια, με μισό μάτι το βλέπει. Αποκλείεται. -Ρε παιδιά, είναι ευκαιρία, επέμεινε ο Λεωνίδας. Σκεφτείτε ρε, λίγο. Θα μας βάλει να παίξουμε σε μαγαζιά στην Αθήνα. Από εκεί θα τα βγάλουμε, ρε. -Και ποιος πληρώνει, ρε Λεό, τα εισιτήρια; Το φαγητό; Τα ξενοδοχεία; -Έχει δίκιο ο Σάκης, πρόσθεσε ο Τριαντάφυλλος. Μόνο τα εισιτήρια Ρόδος – Πειραιά, πήγαινε έλα, ένα κατοστάρικο. Κατάστρωμα. Με τα όργανα αγκαλιά. Και καλά εσείς, μια κιθάρα, ένα αρμόνιο, άντε και το μπάσο. Εγώ τι να πω που πρέπει να πακετάρω τα ντραμς, μη μου τα διαλύσουνε; -Τι λες, ρε; Σιγά μην κουβαλάμε και ντραμς. Θα έχουν εκεί που θα παίζουμε, επέμεινε ο Λεωνίδας. -Πού το ξέρεις; ρώτησε ο Τριαντάφυλλος. -Το ξέρω. Εσύ, ρε, δε μιλάς; Ο Ζήσης καθόταν αγκαλιά με την κιθάρα του παίζοντας αφηρημένα κάτι ακαθόριστο. Σήκωσε το κεφάλι του, αδιάφορα. -Τι να πω; Αν δεν υπάρχουν τα φράγκα... Ο Λεωνίδας έγειρε πίσω στην καρέκλα του, παραδομένος. Είχε κάνει τόσα όνειρα! Ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, συναυλίες, εξωτερικό, γιατί όχι. Τόσα τραγούδια, έτοιμα, σε παρτιτούρες. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να ακουστούν. Να νιώσει ο κόσμος τη μουσική του, τους στίχους, αυτά που έχει να πει.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Σάκης στη Γερμανία, μετανάστης, με όλη την οικογένεια. Ο Τριαντάφυλλος, έδωσε


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 116

για τη Νομική, δεν πέρασε. Έφυγε στην Κύπρο, σε ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Τα ντραμς του έμειναν πίσω, να σκονίζονται, στην αποθήκη όπου τα τέσσερα παιδιά έκαναν τις πρόβες τους. Από τους θρυλικούς Zealous, έμειναν ο Λεωνίδας με τον Ζήση. Σπουδάζουν, ο πρώτος στη Θεσσαλονίκη, και ο άλλος στο Ρέθυμνο. Γράφουν και οι δυο τα δικά τους τραγούδια και επικοινωνούν μέσω Skype. Τα καλοκαίρια, θα βρεθούν στη Ρόδο. Οι δυο τους, παίζουν σε διάφορα μπαράκια. Κιθάρα, αρμόνιο και ένα ντέφι στο πόδι τού Ζήση. Τη φωνή τη μοιράζονται και οι δύο. Έχουν καλή χημεία και βγάζουν καλό πρόγραμμα. Ιδίως οι τουρίστες, ξετρελαίνονται. Τους ζητάνε κομμάτια που αγαπάνε, και αυτοί με ένα βλέμμα συνεννοούνται και ξεκινούν. Και τότε, γίνεται το σώσε. Τους κερνάνε, τους αγκαλιάζουν, ανεβαίνουν να τραγουδήσουν μαζί τους, κάποιες κοπελιές τους φιλούν, βγάζουν φωτογραφίες μαζί τους, κάποιες τούς δίνουν και το τηλέφωνό τους. Για μετά. Και κει, αργά τη νύχτα, ή καλύτερα, νωρίς το ξημέρωμα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, ο Ζήσης θα ανακοινώσει στο μικρόφωνο πως τα επόμενα δύο τραγούδια είναι δικά τους. Οι θαμώνες, μεθυσμένοι οι περισσότεροι, θα δυσανασχετήσουν και θ’ αρχίσουν να μαζεύονται για να φύγουν. Κανείς δεν θα καθίσει να ακούσει προσεκτικά τους στίχους, τη μελωδία αυτών των άγνωστων τραγουδιών. Ένα χλιαρό χειροκρότημα στο τέλος, πολλά χαμόγελα και... καληνύχτα.

Ο Λεωνίδας κοιτάζει ξαπλωμένος τον καπνό από το τσιγάρο του που ανηφορίζει προς το ταβάνι. Δίπλα του μία ξανθή νεαρή κοπέλα από... “Δανία μού είπε ή Βέλγιο; Να πάρει, πάντα τα μπερδεύω αυτά τα δύο”. Από το μυαλό του δεν ξεκολλάει το όνειρο που είδε χθες το βράδυ. Δυο σφαίρες φωτεινές είχαν μπει, λέει, στο δωμάτιό του και τον περικύκλωναν. Και μια γλυκιά μουσική πλημμύριζε το δωμάτιο. Και οι δυο σφαίρες άλλαζαν χρώματα με τη μουσική και χόρευαν ολόγυρα. Αυτή τη μουσική προσπαθούσε να παίξει όλο το πρωί. Αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να αναπαράγει ακριβώς τη μελωδία. Εκεί που νόμιζε πως την είχε, την έχανε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έψαξε τα ρούχα του. Ένα πέρασμα από την τουαλέτα κι έφυγε. Το πρωινό ήταν ζεστό, με ένα ελαφρύ αεράκι από τη θάλασσα να δροσίζει λίγο. Βγήκε από την Πύλη της Παναγιάς, άναψε ένα τσιγάρο και πέρασε απέναντι. Άφησε πίσω του το γλυπτό με τα Δελφίνια του Νεοφύτου και πήρε το δρόμο προς το Μανδράκι. Το κεφάλι κάτω, το τσιγάρο στο χέρι, και στο μυαλό η μουσική που του έχει καρφωθεί από χθες. Πιο αδύναμη σήμερα, ξεθωριάζει σιγά σιγά. Προσπερνά τις βάρκες που απλώνουν το εμπόρευμά τους, κοχύλια και σφουγγάρια, στον ξύλινο πεζόδρομο που ακολουθεί την ακτογραμμή. Λίγο πιο κει, οι ζητιάνοι παίρνουν κι αυτοί θέση με το δικό τους εμπόρευμα του οίκτου. Ο Λεωνίδας προσπαθεί μέσα στο μυαλό του να ξεδιαλύνει το θέμα, τα μοτίβα, τις μουσικές φράσεις που,


Σελίδα 117

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

άλλοτε πυκνές γεμάτες ένταση κι άλλοτε ήρεμες σαν χάδι, συμπλέκονται μεταξύ τους με σπάνια αρμονία. Πώς γίνεται να είναι εκεί, μέσα του και να μην μπορεί να τη δει; Χωρίς να το καταλάβει, έχει περάσει το Μανδράκι κι έχει φτάσει κιόλας στο συντριβάνι, έξω από την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Σταματάει. Μα, πού ήθελε να πάει; Μια ηλικιωμένη τουρίστρια τον πλησιάζει. -Excuse me! Would you mind taking a photo of me, please? Του προτείνει τη φωτογραφική της μηχανή. Είναι μόνη. Τον κοιτάζει με ένα ευγενικό χαμόγελο, σχεδόν ικετευτικά. Ο Λεωνίδας ανταποκρίνεται. -Of course! Where do you want? Του δείχνει το συντριβάνι και με σχεδόν παιδική συστολή, τα ελαφάκια. Ο Λεωνίδας γελάει και της γνέφει θετικά. Εκείνη, ενθουσιασμένη, του συστήνεται. -Βrigitte! -Λεωνίδας. -Leonidas! The Spartan! Thermopile? Right? -Yes! Η Μπριγκίτε, ανεβαίνει στο συντριβάνι με τη χάρη 20χρονης και ποζάρει για το φακό. Μια, δυο, τρεις πόζες. Ο Λεωνίδας το διασκεδάζει. Έχει πολύ πλάκα αυτή η κυρία. Στα νιάτα της πρέπει να ήταν αστέρι. Μετά, στα ελαφάκια. Η Μπριγκίτε στριφογυρίζει σαν χορεύτρια μπροστά στις κολόνες. Το φρούριο του Αγίου Νικολάου δεσπόζει αγέρωχο στο βάθος. Μια πόζα ακόμα, με φόντο τους ανεμόμυλους! Τέλεια! Η Μπριγκίτε πλησιάζει λαχανιασμένη τον Λεωνίδα. Του δίνει το χέρι της. -Εφκαριστό Λεονίντας. You are such a nice kid! Εφκαριστό πολί. -You ‘re welcome, απαντά ο Λεωνίδας, επιστρέφοντας τη φωτογραφική μηχανή στην Μπριγκίτε. Εκείνη κάνει να φύγει ευχαριστώντας τον για άλλη μια φορά. Κοντοστέκεται. -You know, Leonidas, you live in one of the most beautiful places on earth! So much light! So many bright colors! Beautiful people! Love all around! And music! Can you hear the music, Leonidas? I can! Η Μπριγκίτε σκάει άλλο ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και φεύγει. Τα λόγια της αντηχούν ακόμα μέσα στα αυτιά του Λεωνίδα. “Can you hear the music?”. Σηκώνει τα μάτια του και βλέπει. Τα πάντα γύρω του είναι λουσμένα στο φως. Η θάλασσα λαμπυρίζει στον πρωινό ήλιο. Τα παλιά πέτρινα κτίρια της Νομαρχίας, με τις γοτθικές αψίδες και τις νεοκλασικές κολόνες. Οι ψαράδες, παραταγμένοι με τα καλάμια τους, να κουβεντιάζουν ζωηρά για πολιτική και ποδόσφαιρο. Η “Έλλη” με τον χαρακτηριστικό της τρούλο. Τα παι-


Σελίδα 118

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

διά που κυνηγούν τα περιστέρια. Οι γλάροι να κρώζουν πάνω από το κεφάλι του. Η μουσική αρχίζει να δυναμώνει ξανά μέσα στο κεφάλι του. Και για πρώτη φορά, είναι όλα τόσο ξεκάθαρα, τόσο φωτεινά! Ο Λεωνίδας παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που τώρα δεν βιάζεται καθόλου. Ακολουθεί το ρυθμό που όλα τριγύρω του δίνουν. Όλες οι συγχορδίες, τα μέτρα, οι νότες, είναι εκεί που έπρεπε να είναι. Γύρω του. Μέσα του.

ΤΕΛΟΣ

ΤΑΣΟΣ ΚΥΡΤΑΣΟΓΛΟΥ


Σελίδα 119

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Καβαλάρηδες του Ουρανού Στα χάνια κανείς δεν σταματάει πια για να ταΐσει τ’ άλογά του, να φάει και να κοιμηθεί τινάζοντας με απέχθεια από πάνω του την κούραση μιας ημέρας που πέρασε εν αγνοία του. ΄Άλλωστε, χάνια δεν υπάρχουν σήμερα, το γνωρίζουμε όλοι, δυστυχώς, αντικαταστάθηκαν επιτυχώς από άλλου είδους καθιδρύματα. ΄Έτσι ο διαβάτης στέκεται λίγα μόνο λεπτά της ώρας στα επί τούτω ιδρυθέντα καταστήματα στις στροφές των εθνικών οδών, πίνει με απόλαυση το γλυκύ βραστό του ή το μέτριο και το βαρύ γλυκό, καπνίζει αρειμανίως το τσιγάρο του και ατενίζει με βλέμμα απλανές τους μακρινούς ορίζοντες των λογισμών του, τους οποίους στην πραγματικότητα δεν βλέπει σχεδόν ποτέ, γιατί είναι πάντα αφηρημένος και αδιάφορος, άλλα τραβούν την προσοχή του, το οδόστρωμα και οι στροφές ή τα χιλιόμετρα που καταπίνει καθημερινά η μηχανή του. ΄Ύστερα, την καβαλάει με επιδεξιότητα ιππότη και χάνεται από τα μάτια σου, για πάντα ίσως, μοναχικός καβαλάρης του παρόντος και αθεράπευτος εχθρός του μέλλοντος. Σχεδόν πάντα, ή σχεδόν πάντα, στη στροφή του δρόμου, τον περιμένει ο θάνατος ή μια γκομενίτσα. Για τον ίδιο η διάζευξη δεν σημαίνει και πολλά. Με την ίδια διάθεση, την ίδια προθυμία με την οποία μπορεί να πλαγιάσει με τη γκομενίτσα, στα διάκενα της ευθύγραμμης πορείας του χρόνου του, με την ίδια ακριβώς εναγκαλίζεται και τον θάνατο που τον παραμονεύει, σίγουρος πάντα για την τελική κατάληξη του ταξιδιού του. Γι’ αυτόν ο έρωτας δεν είναι τίποτα, μια πράξη από συνήθεια και ανάγκη μόνο, κάποτε από βαριεστιμάρα και ανία, που την επιτελεί μηχανικά και με τα μάτια στους δείχτες του ρολογιού του γιατί συνέχεια βιάζεται και το σπουδαίο είναι να σφίγγει τα ρωμαλέα σκέλη του με ηδονή στη σέλα του μηχανικού αλόγου του και να βυθίζεται στα σύννεφα, αλλόκοτος καβαλάρης του Ουρανού, ταξιδευτής στη χώρα του ποτέ και του τίποτα. Κοιτάζει πάντοτε μπροστά, κάθε άλλη κατεύθυνση την αγνοεί, όπως και κάθε παρέκκλιση απ’ την πορεία του, δεν είναι άντρας ή γυναίκα, είναι άγγελος ασώματος και διαφανής που τόσκασε απ’ τη φωλιά του και τώρα ήρθε η ώρα να επιστρέψει νικητής, τροπαιοφόρος, αιώνιος καβαλάρης του σύμπαντος κι αυτό του φτάνει, δεν δέχεται άλλη ιδιότητα ή χαρακτηρισμό, βυθίζει τα σπιρούνια του στα πλευρά του αλόγου του με πάθος αληθινό και τρυφερότητα, όπως, ενδεχομένως, κάποιος άλλος το πέος του στο μαλακό αιδοίο τρυφερής παρθένας και νιώθει απέραντα ευτυχισμένος γι’ αυτό κι αυτό τον υπακούει και καλπάζει ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του τη μαύρη γραμμή του θανάτου. Είναι απολύτως φυσικό λοιπόν να αποφεύγει επιμελώς το πλήθος, ποτέ δεν θα τον δείτε με παρέα στα γήπεδα και τις συγκεντρώσεις ή σε συναυλίες λαϊκής μουσικής κι αν χορέψει κάποτε, αυτό θα είναι ζεϊμπέκικο μόνο, ή, έστω, ροκ εν ρολ, μοναχικά και απόκοσμα. Ο Τέλης, ο Τάκης, ο Νώντας, ο Τρύφωνας, ο Θάνος. Αυτή είναι εν τέλει η ζωή τους. ΄Έτσι ζουν. Η ιστορία του ενός είναι η ιστορία και του άλλου, η ιστορία όλων. Δεν υπάρχουν διαφορές ή ιδιαιτερότητες. ΄Η μάλλον υπάρχουν, αλλά ελάχιστες και ασήμαντες. Είναι πνεύματα αγαπημένα που την κατάλληλη στιγμή χάνουν ολοσχερώς το γήινο περίβλημά τους και κόβουν την ανάσα των φιλήσυχων ανθρώπων που καθημερινά χτυπούν την κάρτα στη δουλειά τους αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα. Μια πιθανή αφήγηση λοιπόν δεν είναι δυνατόν να περιλάβει ατομικά χαρακτηριστικά και ασήμαντες λεπτομέρειες για να γεμίσει τα κενά της γι’ αυτό και μένουμε στη γενική περιγραφή, γιατί αυτή και μόνον αυτή δηλώνει και σημαίνει τα πάντα, όπως ακριβώς και οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν στις διάφορες περιστάσεις της ανθρώπινης ζωής με τον ιδιαίτερο ήχο τους κάθε φορά, ανάλογα με το τι θέλουν να δηλώσουν στο χριστεπώνυμο πλήθος. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 120

Θεία και ανθρώπινη δίκη ΄Ήταν νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ, τυλιγμένος με μια παλιά κουβέρτα, στο δάπεδο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από πιστούς, κυρίως γυναίκες. Θα έλεγα εξ ολοκλήρου από γυναίκες. Γύρω μου βρισκόταν σχεδόν ολόκληρη η οικογένειά μου, τα γυναικεία της μέλη δηλαδή. Εγώ ήμουν ο μόνος αρσενικός γιατί η ηλικία μου, ήμουνα δεν ήμουνα πέντε χρόνων, επέβαλλε την παρουσία μου εκεί και όχι στο σπίτι. Ποιος θα με πρόσεχε τις δυο μέρες που θα έλειπαν οι γυναίκες απ’ το σπίτι; Κόντευαν να κλείσουν τα μάτια μου, όταν άκουσα μια γριά λίγο πιο πέρα να λέει στις διπλανές της και να σταυροκοπιέται ταυτόχρονα, ότι ο ΄Αγιος, τον προηγούμενο χρόνο, τέτοια μέρα σαν αυτή, παραμονή της γιορτής του δηλαδή, είχε κάνει δύο θαύματα που τα είδαν τόσοι και τόσοι. «Εγώ δεν ήμουν», είπε η γριά, «μου το είπε όμως μια γειτόνισσά μου που τα είδε με τα ίδια της τα μάτια», συμπλήρωσε. Δεν άκουσα τίποτ’ άλλο γι’ αυτά τα θαύματα ούτε τι έκανε ή πώς το έκανε ο ΄Αγιος γιατί η κούραση από το ολοήμερο παιχνίδι που συμπληρώθηκε και με το δίωρο θαλασσινό ταξίδι με ανάγκασε να βυθιστώ σ’ έναν βαθύτατο ύπνο. Δεν μπορώ να υπολογίσω με ακρίβεια πόση ώρα είχε περάσει, τα μάτια μου όμως ήταν ανοιχτά, όπως θυμάμαι τώρα, τόσα χρόνια μετά, στο τέλος πια της ζωής μου, ή, τουλάχιστον, είχα αυτήν ακριβώς την αίσθηση και κοίταζα τις εικόνες του τέμπλου με μια δόση θαυμασμού αλλά και ανεξήγητου φόβου συγχρόνως. ΄Ένα παράξενο φως, υπόλευκο, μυστηριακό, υπερκόσμιο, που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το μελιχρό φως των κεριών, είχε χυθεί ολόγυρα, σαν κάποιο ουράνιο σέλας να φώτιζε απλόχερα την μισοσκότεινη εκκλησία. Το θαύμα, όμως, είχε και συνέχεια. Απ’ την αριστερή πόρτα του ιερού βγήκε ένας γέρος κοντός, ξερακιανός, μικροκαμωμένος, με κύφωση στους ώμους και τις πλάτες, με τη μορφή του αγίου που βρισκόταν μέσα στη λάρνακα και με μικρά, κοφτά και προσεκτικά βήματα κατέβηκε τα σκαλοπάτια του ιερού, πέρασε μπροστά από την λάρνακα και με το ροζιασμένο χέρι του άρχισε να κάνει το σημείο του σταυρού, όπως ακριβώς το κάνουν οι επίσκοποι, στο κεφάλι ενός παιδιού λίγο μεγαλύτερου από μένα, που βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα σωριασμένο στο έδαφος. ΄Όπως έμαθα τα ξημερώματα, το είχαν φέρει από το μεσημέρι και το απόθεσαν κατάχαμα, στα πλακάκια της εκκλησίας, οι δικοί του με ελπίδα και πίστη για την θεραπεία του. ΄Ένα ανθρώπινο κουβάρι έβλεπες κατάχαμα παρά ένα ανθρώπινο ον. ΄Ήταν παράλυτο, έλεγαν, κάποια αρρώστια σκληρή κι αθεράπευτη το βασάνιζε εκ γενετής, που η ηλικία δεν μου επέτρεψε να συγκρατήσω τ’ όνομά της. ΄Ήμουν τόσο μικρός, άλλωστε! Το περίεργο, όμως, ήταν ότι συγκράτησα για πάντα τ’ όνομά του: Θανάσης Αλυκιώτης. Δεν ξέρω πώς, ίσως η σχέση του με τις αλυκές, κοντά στις οποίες μεγάλωνα τότε, έκανε να γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο από εκείνη τη νύχτα, ούτε, βέβαια, και σήμερα, που γράφω αυτές εδώ τις γραμμές, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι , όπως ακριβώς τα περιγράφω. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος, αν όλα που σας διηγήθηκα ήταν εικόνες πραγματικές, που τις είδα με τα ίδια μου τα μάτια, ή, τελικά, τις ονειρεύτηκα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το πρωί, που ξύπνησα και σηκώθηκα για να ξεπιαστώ, είδα το παιδί αυτό, για το οποίο σας μιλάω, όρθιο, να περπατάει φυσιολογικά και να τρέχει με χαρά μέσα στην εκκλησία χωρίς να στέκεται ούτε δευτερόλεπτο ακίνητο και όλοι γύρω να μιλούν για θαύμα. Μια λέξη που τότε δεν καταλάβαινα τι σήμαινε, ίσως κάτι σπουδαίο που θα το μάθαινα, όπως πραγματικά και έγινε, όταν θα μεγάλωνα. Μια φράση όμως που άκουγα να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα μου έκανε τρομερή εντύπωση και καρφώθηκε για πάντα στο μυαλό μου: «όταν θα μεγαλώσει, ή άγιος θα γίνει ή σατανάς». Δεν μπόρεσα, βέβαια, να την εξηγήσω. ΄Ίσως γι’ αυτό δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν για όσα σήμερα σας αφηγούμαι. Και ευτυ-


Σελίδα 121

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

χώς, δηλαδή, γιατί για σκεφτείτε τι θα γινόταν τότε αν έλεγα σε κανέναν για τον γέρο και το σημείο του σταυρού! -------------------Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεσολάβησαν πολλά γεγονότα στην Ελληνική Ιστορία, αποστασία, βασιλικά πραξικοπήματα, δικτατορία. Το πρώτο καλοκαίρι, μετά την πτώση της δικτατορίας, αποφάσισα να κάνω τις διακοπές μου στη Ζάκυνθο, μαζί με την οικογένειά μου, φυσικά. Μετά από ένα περιπετειώδες, λόγω τρικυμίας, ταξίδι, κατέβαινα μισοζαλισμένος τα σκαλοπάτια του πορθμείου. Κόσμος πολύς ήταν συγκεντρωμένος σ’ ένα σημείο της προβλήτας του λιμανιού. Αστυνομία, νοσοκομειακά, φωνές, τρεξίματα, φασαρία. ΄Ήταν αδύνατον να περάσεις από εκεί και να μην γυρίσεις να κοιτάξεις. ΄Ένας άνθρωπος ήταν πεσμένος καταγής, με το πρόσωπο οικτρά παραμορφωμένο, σαν κάτι βαρύ να τον χτύπησε. ΄Ήταν νεκρός. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δεν είχα άλλωστε κανέναν γνωστό εκείνη την εποχή στο νησί. Προχώρησα προς το ξενοδοχείο, όπου θα διαμέναμε. Το είχαμε κλείσει τηλεφωνικώς από την προηγούμενη ημέρα. Στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης το γεγονός είχε γίνει ήδη το θέμα της ημέρας σε έντονες συζητήσεις αυτοσχέδιων μικρών συναθροίσεων. ΄Έτσι, χωρίς να το επιδιώξουμε, πληροφορηθήκαμε κι εμείς τα καθέκαστα. ΄Ένα φορτηγό του έκλεισε τον δρόμο και τον συνέθλιψε, κατά λάθος, έλεγαν, καθώς προσπαθούσε να στρίψει για να πάρει την κατάλληλη θέση ώστε να μπει με ευχέρεια στο πορθμείο. Τον κόλλησε κυριολεκτικά πάνω σ’ ένα άλλο όχημα. ΄Ήταν γνωστός στην πόλη και το νησί και τ’ όνομά του κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα: Θανάσης Αλυκιώτης. Ξαφνιάστηκα μόλις το άκουσα. Οι μνήμες άρχισαν να ανακαλούνται στη στιγμή. Να ήταν, άραγε, το ίδιο πρόσωπο με κείνο το κουβαράκι των παιδικών μου χρόνων; Ποιος μπορούσε, άραγε, να με πληροφορήσει; Ο ξενοδόχος, φυσικά, όμως εκείνη τη νύχτα δεν τον συνάντησα καθόλου κι ο υπάλληλος της ρεσεψιόν δεν ήταν ντόπιος. Εκείνη τη νύχτα δυσκολεύτηκα πολύ να κοιμηθώ. Τα μάτια μου δεν έκλειναν με τίποτα. Το όνομα κι ολόκληρη αυτή η παλιά ιστορία στην εκκλησία του Αγίου ερχόταν και ξαναερχόταν στη σκέψη μου και με βασάνιζε, σαν να ήταν κάτι που με αφορούσε άμεσα. Ομολογουμένως, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το πρωί σηκώθηκα πρώτος από το κρεβάτι με το πρώτο φως της ημέρας και χωρίς να πάρω πρωινό βγήκα να περπατήσω στην πόλη. Αγόρασα μια τοπική εφημερίδα και κάθισα στο πρώτο καφενείο που βρήκα για να την διαβάσω, πίνοντας ταυτόχρονα τον καφέ μου. ΄Ήταν, πράγματι, αυτός. Μάλιστα η εφημερίδα αναφερόταν διεξοδικά στο περιστατικό που σας αφηγήθηκα κι εγώ λίγο πιο πριν. ΄Έγραφε χαρακτηριστικά ότι, όταν ήταν παιδί, έπασχε από μια σπάνια μορφή παραλυσίας που δεν γιατρευόταν με τίποτα κι ότι οι δικοί του υποστήριζαν ότι ο ΄Άγιος τον είχε γιατρέψει ξημερώνοντας η γιορτή του. Αργότερα, συνέχιζε η εφημερίδα, σπούδασε δάσκαλος αλλά τελικά προτίμησε να παραμείνει μόνιμος υπαξιωματικός στο στρατό και να υπηρετήσει στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ως ειδικός ανακριτής. Βασανιστής δηλαδή για όσους θυμούνται τι ήταν ακριβώς αυτό το στρατιωτικό σώμα στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. ΄Όταν έπεσε η δικτατορία κατηγορήθηκε από δημοκρατικούς πολίτες και στρατιωτικούς για βασανιστήρια ψυχών και σωμάτων, για υπέρμετρη σκληρότητα στις ανακριτικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε, για υπερβάλλοντα ζήλο, για έλλειψη ανθρωπιάς και καλοσύνης. ΄Ήταν ένας πραγματικός σατανάς, κατέληγε το άρθρο και η Θεία Δίκη τον τιμώρησε όπως του άξιζε, χρησιμοποιώντας ως άβουλο όργανό της τον άτυχο οδηγό, του οποίου το όχημα τον συνέθλιψε κυριολεκτικά.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 122

Εκεί ακριβώς σταματούσε και το κείμενο. Δεν είχε, άλλωστε, τίποτ’ άλλο να προσθέσει η γλαφυρή γραφίδα του αυτοδίδακτου δημοσιογράφου. Το όνομα του οδηγού, όμως, μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Μου ήταν κι αυτό γνωστό. Επρόκειτο για κάποιο παλιό συμφοιτητή μου από το πανεπιστήμιο της Αθήνας, που, όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του γιατί ανακατεύτηκε αμέσως με την πολιτική και τον συνέλαβαν στα πρώτα κιόλας χρόνια της δικτατορίας, το φυλάκισαν, τον βασάνισαν και τον εξόρισαν. ΄Ήταν από τους τελευταίους που γύρισαν από τους τόπους της εξορίας. ΄Ένα διάστημα πέρασε και από το ΕΑΤ-ΕΣΑ. ΄Έτσι είχα πληροφορηθεί από κάποιους κοινούς γνωστούς. Εκεί, προφανώς, φαντάζομαι, θα είχε γνωρίσει σε βάθος και τις ανθρωπιστικές μεθόδους του νεκρού πια βασανιστή, τον γνώριζε, λοιπόν, καλά, η εφημερίδα δεν έγραφε όμως τίποτα γι’ αυτό κι ούτε έγινε ποτέ ευρύτερα γνωστό αυτό το γεγονός ή η υπόθεση της γνωριμίας τους, για να μην συσχετιστεί, ίσως, με το ατύχημα και καμιά εφημερίδα δεν έγραψε ποτέ τίποτα στο μέλλον, σαν να είχαν συνεννοηθεί όλες μαζί να μην τον ενοχοποιήσουν περισσότερο, αφού ούτε και σ’ αυτήν ακόμα τη δίκη δεν αναφέρθηκε τίποτα σχετικό, ούτε μια απλή νύξη. ΄Έτσι, όπως ήταν φυσικό, αφού δεν υπήρξε καμία υπόνοια φόνου εκ προμελέτης, στο τέλος αθωώθηκε παμψηφεί και ξαναβρέθηκε ελεύθερος στο σπίτι του. Τη δίκη την παρακολούθησα κι εγώ. Σ’ ένα διάλειμμα της βρήκα την ευκαιρία και πλησίασα τον κατηγορούμενο. Τον χαιρέτησα. Χάρηκε που με είδε. Η Θεία ή η Ανθρώπινη Δίκη έδρασε; τον ρώτησα. Με κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος. ΄Ύστερα χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. ΄Όπως θέλεις πάρτο, μου αποκρίθηκε. Σε λίγο βγήκε η απόφαση: ομόφωνα αθώος. Τελικά; Τον ξαναρωτάω. ΄Άστο, μου λέει, μην το ψάχνεις. Κάποτε μπορεί να σου πω. Δεν τον ξανάδα από τότε. Σήμερα, τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί για μια ακόμα φορά πάτησα το πόδι μου στο νησί και περπάτησα μονάχος στους ίδιους δρόμους που περπάτησα και τότε: τη χρονιά του ατυχήματος δηλαδή. Η διαφορά βρίσκεται στην ηλικία και στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Τώρα ζω πια με τις αναμνήσεις κι όλο στο παρελθόν γυρνάει ο νους μου. Τότε το μέλλον ήταν αυτό που με απασχολούσε και καθόριζε ολοκληρωτικά τις κινήσεις μου. ¨Οσο για τη Θεία ή την Ανθρώπινη Δίκη… καλά κρασιά, μια και βρισκόμαστε στο μήνα του τρύγου. Ποιος νοιάζεται, άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια! ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ


Σελίδα 123

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Πώς μπορώ να μη σας αγαπώ, παιδιά μου; στη μνήμη της Χαράς Κοσεγιάν Είχε χαρίσει το φως της ψυχής της σε πολλά παιδιά. Τώρα ένα απ’ αυτά, ενήλικος πλέον, είχε στα χέρια του το ημερολόγιό της. Το όνομά της; Χαρά!! Αχ, εκείνη η φράση που συνόδευε το τέλος κάθε σελίδας! «Μα πώς είναι δυνατό, κυρία, να μη γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ξενοφώντας; Να πάρουμε τώρα τηλέφωνο το ληξιαρχείο να μάθουμε» «Κυρίαααα, ο συμμαθητής μου λέει πως είμαι άσχημηηηηη». Τελικά, οι μέρες μου στην τάξη με τους… κουζουλόγατους (ναι, έτσι τους αποκαλώ) δεν είναι ποτέ πληκτικές. Ο καπετάν φασαρίας που πετάγεται συνέχεια, ο καλλιτέχνης που τραγουδά «καψούρικα άσματα», η drama queen και οι δύο… βοηθοί που τσακώνονται για το ποιος είναι πιο αποτελεσματικός στη διανομή των…φωτοτυπιών. Οι περισσότεροι ενίοτε καταλήγουν στο…γραφείο. Όσο για μένα, σίγουρα θα αγιάσω στην παρούσα ζωή. Ο Δημητράκης, ο Αλέκος, η Μαρουσώ (που επιμένει να τη φωνάζουν Μαρί), ο Λάμπρος και ο Μανόλης είναι μόνο μερικοί απ’ αυτούς… όμως… πώς μπορώ να μη σας αγαπώ, παιδιά μου; (……………..) «Εγώ θα μοιράσω τα ερωτηματολόγια…», φώναξε ο Μανόλης κι έκανε να τρέξει προς την έδρα. Ο Λάμπρος τον άρπαξε από το μανίκι. «Εμένα έχει ορίσει βοηθό η κυρία!» του είπε στραβοκοιτάζοντάς τον. «Εσύ είσαι αργοκίνητος! Μέχρι να μοιράσεις…» Αυτό γίνεται πάντα όποτε τους δίνω σημειώσεις για το μάθημα. Και τελικά καταλήγουν να μοιράζουν κι οι δύο, ο ένας στη δεξιά πτέρυγα κι ο άλλος στην αριστερή, μετατρέποντάς το σε…αγώνα δρόμου. Τελικά, με τις σκανταλιές σας με κάνετε να χαμογελώ. Πώς μπορώ να μη σας αγαπώ, παιδιά μου; «Πώς μπορώ να μη σας αγαπώ, παιδιά μου;» ακόμη αντηχούσαν στα αυτιά του τα λόγια της κι ας είχαν περάσει χρόνια. «Δασκάλα μου… Χαρά μου, όνομα και πράγμα…», ψιθύρισε ακουμπώντας τα λουλούδια επάνω στο μάρμαρο. Έκλεισε τα μάτια. Σίγουρα η ψυχή της του χαμογελούσε μέσα από τα κύματα του Αιγαίου. ΣΜΑΡΑΓΔΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 124

Σαν παλιό παραμύθι; Στεκόταν αμίλητη. Το βλέμμα της χαμένο στον ορίζοντα. Πού και πού ένα δάκρυ κύλαγε από τα μάτια της κι έπεφτε στο έδαφος. Σκοτείνιαζε. Κούνησε ελαφρά τα χείλη της, τραγουδώντας σιγανά έναν μουσικό σκοπό, που έμοιαζε να ανήκει σε μία άλλη εποχή. Άλλωστε και το ντύσιμό της, ο τρόπος που μιλούσε, οι κινήσεις της… έμοιαζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός παλιού κιτρινισμένου βιβλίου με παραμύθια. Κάθε πρωί η παράξενη μελωδία που τώρα σιγοτραγουδούσε γέμιζε το μοναχικό της δωμάτιο, μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο δίσκο ενός παλιού γραμμοφώνου. Κρίμα! Τόσο νέο κορίτσι… τόσο όμορφο…, έλεγαν οι κάτοικοι της μικρής κωμόπολης που ζούσε, κουνώντας με οίκτο το κεφάλι τους. Πράγματι, η ομορφιά της ξεχώριζε. Τα μεγάλα καστανά μάτια της, τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της, το λευκό αλαβάστρινο δέρμα της… σαν πριγκίπισσα του παραμυθιού έμοιαζε. Κι ας μη χαμογελούσε ποτέ. *** Αιώνες πριν, ο πόλεμος πήρε από κοντά της εκείνον που είχε ορκιστεί να την αγαπά και να την προστατεύει σ’ όλη τους τη ζωή. Εκείνον… τον πρίγκιπα της καρδιάς της. Πάνω στον πόνο της καταράστηκε τους θεούς που φθόνησαν την ευτυχία της. Κι εκείνοι την τιμώρησαν… κάνοντάς την αθάνατη… για να πονά αιώνια. Περιπλανήθηκε… περιπλανήθηκε… σε κάθε γωνιά της γης… μέχρι που βρήκε καταφύγιο σ’ ένα γιαλόκλειστο νησί στη μέση του πελάγου. Και περνούσε τον καιρό μέσα στη σιωπή και τις αναμνήσεις της. Σκούρα χρώματα την ψυχή μου βάφουν… σαν σε θυμάμαι… μια τόση δα χαραμάδα φως παλεύει να μπει στα σκοτάδια μου… ας είναι! συλλογίστηκε. Αναστέναξε και συνέχισε να μουρμουρίζει τον ίδιο παράξενο σκοπό. ΣΜΑΡΑΓΔΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


Σελίδα 125

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: Παρθενώνας - Πλούταρχος Πάστρας - Γ΄ Βραβείο στον Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ. του 2018.


Σελίδα 126

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Και τι δε θα ‘δινε. Ζει βυθισμένο σε ατέρμονη σιωπή μα εκείνη είναι εκεί…και του μιλεί. Κουράζεται, αγωνίζεται πονάει πολύ το νοιάζεται, αγχώνεται, ανησυχεί. Ζει μέσα σ’ ένα όστρακο κλειστό και δείχνει τόσο, τόσο, μοναχό.

Φιγούρες δεμένες στο ίδιο γρανάζι. Η μια ατέλειωτη αγάπη να εκφράζει μα η άλλη στέκει ξένη.. τι μαράζι!! Το κοιτάει βουβά κι αναστενάζει κι ένα δάκρυ της κυλάει και στάζει. Κάτι ψιθυρίζει και το αγκαλιάζει.

Και τι δε θα έδινε η μάνα αυτή το όστρακο να σπάσει για να βγει. Ζει και υπάρχει για να τ’ αγαπάει μα αγάπη δεν εισπράττει και πονάει. Πόσο θα ήθελε κι η μάνα αυτή, «μανούλα σ’ αγαπάω να της πει.»

Τι δεν θα ‘δινε για μια ζεστή αγκαλιά τι δε θα ‘δινε ν’ ακούσει τη φωνή του, δυο ματάκια με λατρεία να την δουν, δυο χειλάκια σ’ αγαπώ να της φωνάξουν, δυο χεράκια στο λαιμό να τυλιχτούν μια φωνή «μαμά είμαι εδώ για σένα.»

Παρασκευή Αδαμίδου Κηπουρίδου


Σελίδα 127

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Φρόντισε , Ελλάδα του καημού , τα βάσανα να άρεις του προδομένου σου λαού , που σέρνεται επαίτης . Χίλια κομμάτια της ψυχής γονάτισε να πάρεις , στης αφροσύνης τον βωμό , ο λογισμός ικέτης . Και σένα σκέψη Διαλεχτή , η αρμονική σου χάρις στην άγια τράπεζα του νου ας έλθει καταθέτης . Χίλια κομμάτια της ψυχής με μύρα να καθάρεις , ο Λόγος να’ναι ο φυσικός του κόσμου μας ηγέτης .

Ως πότε , Ελλάδα των σοφών , θα ζεις μες στη διχόνοια ; Τόσα δεινά στο διάβα σου και συ , ιδού το θάμα : Χίλια κομμάτια της ψυχής αντέχουν χίλια χρόνια ! Θεά κι ιδέα η Διαλεχτή σ’ ερείπια σωριασμένα σκάβει και σπέρνει τα όνειρα , θυμίαμα κι ανάμα . Χίλια κομμάτια της ψυχής δέονται μονοιασμένα ! ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑΣ Φιλόλογος - ποιητής

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ Δριμύ το ψύχος, μα η νύχτα λάμπει τ' αστέρια χαιρετιούνται από αγάπη σήμερα γεννιέται η λάμψη... Γεννιέται εκείνος που για πάντα θα αστράφτει μες της παντοδυναμίας του το θεϊκό το χάρτη. Σε μια φτωχή και ταπεινή φάτνη με ζώα, βοσκοί μαγεύτηκαν και μάγοι βρέθηκαν γεμάτοι δώρα.

Σε έναν ουράνιο θεάνθρωπο και βασιλέα, που το τίμιο αίμα του για σένα και για μένανε της αμαρτίας άνθρωπε, και..λιποτάκτη της νηνεμίας. Δριμύ το ψύχος, όμως μες τις καρδιές μας αναγεννάται πλούσια η ελπίδα, την ψυχή μας ο Χριστός την κυβερνά, και όχι ο διάβολος-που να μας αφανίσει θέλει, και η σατανική του καταιγίδα! ΠΕΤΡΟΣ Κ ΒΕΛΟΥΔΑΣ Καθηγητής


Σελίδα 128

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΦΑΝΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ Πόσο σκοτάδι να φωτίσει ο ποιητής; Τι ‘ναι και αυτός; Ένα κομμάτι δέρμα παραγεμισμένο νερό που οι τρικυμίες τροχιοδρομούν σε υπόγειες ακτές γίνεται ένα μ’ αθύρματα, ενόχους, ευγενείς και απολωλότα ρόδα σε χείλη αγίων.

Μετά ο ήλιος ξυπνούσε εκκωφαντικά και στα καμπαναριά οι κίσσες και τα χελιδόνια παράβγαιναν στο μαύρο τους με χάρη. Αυτός είναι ο κόσμος μας, παιδιά μου, έλεγε ο παππούς και κλωτσούσε το φαναράκι που μάζευε σαλίγκαρους το βράδυ.

Ποιος λέει δεν έκλαιγε γοερά ο Σαίξπηρ όταν στο μισοσκόταδο περιποιόταν πληγές αλόγων κατακρεουργημένων από άσκοπες μάχες, όταν βογκούσαν οι ήρωές του από ανημπόρια και τους έδινε τη χαριστική βολή της αιωνιότητας; Πόσο σκοτάδι να φωτίσει ένα σπίρτο;

ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΗ ΒΙΟΛΙΣΤΡΙΑ στον Uli και την Gaby Fritze Είμαι το όνειρο που ήθελα γίνω. Μια πετυχημένη βιολίστρια. Παίζω στις καλύτερες ορχήστρες μοιράζω αυτόγραφα φωτογραφίες και ταξιδεύω χωρίς συνοδό. Μια μέρα θα μου στήσουν άγαλμα στη Βιέννη. Αν είχα και βιολί θα ήταν πολύ καλύτερα. Προς το παρόν συλλαβίζω τις νότες με την απαράμιλλη αθωότητα ενός παιδιού που θα ζήσει τις εκτεταμένες καταστροφές που προετοιμάζονται στα εργαστήρια εξαίσιων επιστημόνων με ήθος κουλτούρα και διαύγεια για τα του κόσμου. Τι ρομαντικό.

Όλοι νομίζουν ότι είναι γρύπες. Κάποιοι ότι είναι δράκοι παραμυθιών και άλλοι θεοί που εξουσιάζουν σύννεφα και κατακλυσμούς. Για να πούμε την αλήθεια όλα αυτά τα λέω και περιμένω να κοιτάξει κάποιος πίσω απ’ τα γυαλιά μυωπίας την αφοσίωσή μου στον έναστρο ουρανό, στις θαλάσσιες χελώνες και στους πάγους που θα λιώσουν σύντομα. Μετά θα παντρευτώ και θα πετάξω επιτήδεια την ανθοδέσμη στην επόμενη ακτιβίστρια. Αλλά είμαι μόλις επτά ετών καλοί μου. ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ


Σελίδα 129

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ Πέτρινη μέρα ξημέρωσε στη γυάλινη πόλη και κρατιέμαι γερά από τα σύννεφα γιατί γέρνει και μπατάρει ο ορίζοντας τελευταία. Άνθρωποι στα Cafe κοιτάζονται με τρόμο καθώς το άγνωστο γίνεται πιο άγνωστο

και κανείς δε σηκώνει μια πέτρα να σπάσει το απέραντο τίποτα που σκέπασε τη χώρα. Λαχανιασμένοι νέοι στα copy center βγάζουν φωτοτυπίες τ’ αδιάσειστα αιτήματά τους. ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ

ΠΑΡΕΛΘΟΝ Δεσμοφύλακας που κρατάει αιχμάλωτη την θέλησή σου Κι ας σε πόνεσε τόσο Κι ας καταράστηκες την μοίρα Κι ας ήταν το χθές σου μια πληγή Ένα ψάξιμο, μια προσπάθεια , χωρίς περίπτωση ικανοποίησης Μα οι αισθήσεις δονούνται ακόμα στην θύμησή του κι ο στεναγμός προτιμά τα λίγα ψίχουλα που η ευτυχία σου χάρισε.

Μια ματιά, ένα σφίξιμο χεριού ένα χαμόγελο ευγένειας κι ένα “αντίο “που δεν ειπώθηκε εκεί που χώριζε η στράτα . Σου είχε πεί Το θυμάσαι καλά “εις στο επανειδείν.” ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ Τρίτο βραβρείο ποίησης Δ.Ε.Ε.Λ.Κ Καναδάς 1999.


Σελίδα 130

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Στον Διονύσιο Σολωμό (τριπλό Πετραρχικό Σονέτο) Κόσμος ανήθικος παντού μας τριγυρνά, διαβολικά πλασμένος, δίχως λύπη κι’ η πένα σου, Ιόνιε, μας λείπει ν’ αποτινάξουμε τον σύγχρονο βραχνά. Σ’ ένα καράβι ηρωικού ξεσηκωμού, Κολόμβε λευτεριάς, πάρε με ναύτη. Μια πυρκαγιά στα στήθια μου ανάφτει το Έθνος βλέποντας στο χείλος του γκρεμού. Το Έθνος, που το μέλλον σκοτεινό, πατρίδα μια μικρή φαρμακωμένη να ξεψυχά την βλέπω και πονώ. Οι άνθρωποι τριγύρω σκυθρωποί, ελεύθεροι, μα πολιορκημένοι, ριψάσπιδες, χωρίς καμιά ντροπή. Οι στίχοι σου αναθρέψανε γενιές, τότε που αρκούσε μοναχά το καριοφίλι της λευτεριάς ο ήλιος ν’ ανατείλει και να μεστώσουν του αγώνα οι θημωνιές. Οι σύγχρονοι οι στίχοι είναι φτωχοί αδυνατούν να ξεσηκώσουνε τα πλήθη, της ιστορίας μας αγκάλιασε η λήθη, βιώνουμ’ άλωση ξανά απ’ την αρχή.

Σαν μεγαλεία διηγιόμαστε παλιά, κλαίμε ανήμποροι μπροστά στην γκιλοτίνα, φίλων χωρίς να καρτερούμε αγκαλιά. Των τοκογλύφων η Πατρίδα μας βορά θυμάται τα παλιά τα χρόνια εκείνα, που, αρχόντισσα, πολέμαγε γερά. Της λευτεριάς εσύ, μεγάλε στοχαστή, που οδήγησες δια μέσου συμπληγάδων με την γραφή το Έθνος των ραγιάδων την Επανάσταση να ζήσουν σαν γιορτή, σαν τότε, που άπλετο έριξες το φως σ’ ανήλια σοκάκια σκλαβωμένα, την ταπεινή μου οδήγησε την πένα, βοήθα με να γίνω πιο σοφός. Στο μεγαλείο σου χαρίζοντας ωδή, επαίτης, να τινάξω δος μου χάρη σκλαβιά, που όμοια δεν έχω ξαναδεί. Η λευτεριά, αλίμονο, αργεί και για στεφάνι δεν απέμεινε χορτάρι στην έρμη, πουλημένη τούτη γη… ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΟΥΦΤΟΓΛΟΥ Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ UNESCO ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ 2016 Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ 2016


Σελίδα 131

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Αχ τρελαίνομαι Όλα γυρίζουν Τρελαίνομαι σου λέω Βοηθάμε σου λέω Δεν με βλέπεις που κάθομαι και κλαίω

Γυρίσανε Γυρνάγανε Θα γυρνάνε

Και στο ξαναλέω Ο κόσμος αλλάζει Πίνω, διψώ, παραπατώ Βοηθάμε δεν ξέρω ποιος είμαι Δεν ξέρω που να πάω

Άλλαξε άλλαζε Θα αλλάξει.

Ούτε που βρίσκομε τώρα ΡΑΦΑΗΛ ΑΓΓΕΛΗΣ

Ελπίδα ξανά Στο χείλος της ελπίδας γεννήθηκαν τα όνειρα ξανά. Γυμνοί άγγελοι παράδερναν ζητώντας φως ν' αναστηθούν. Και, ω, του θαύματος! Τί θέλει άραγε η ψυχή να ζωντανέψει! Πίστη στο νέο διάβημα. Πίστη πως ο κόσμος θα φτιάξει. Καλά ριζωμένο γνωμικό στον κόρφο σου να το φυλάξεις με ζέση να το υποστηρίξεις. Το μπορείς!

Νέος κύκλος! Νέα πάλη! Φόρα το κόκκινο στα μάγουλα το κόκκινο της αποφασιστικότητας κόκκινο, ζωντανή απόδειξη. Ας γίνουν πράξη όσα χρόνια προσπαθείς! Όσα σου τα έκρυψαν σύννεφα παροδικά στο πρώτο φως ξαναανάτειλαν λαμπερά βεγγαλικά. Και αφού λέγεται ζωή το σύντομο το πέρασμα ζήσε την σαν ανατολή. Να νοιώσεις ότι ζεις. ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ


Σελίδα 132

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Μέρες αγρύπνιας Λευκές οι νύχτες και οι μέρες σκοτεινές Το βλέμμα σώπασε αυλάκωσαν τα μάτια Πίσω απ΄το τζάμι αντιφεγγίζουνε σκιές Αχός που φθάνει σε ρωγμή επιθανάτια

Πουλιά! χορέψτε τον πυρρίχιο χορό Τον γυρισμό του Οδυσσέα να υμνείτε Σαν στην Ιθάκη επιστρέψει ένα πουρνό Απ΄ τον Αντί-νοο αρχινά, μη λησμονείτε!

Ακούν οι λέξεις της ομίχλης τη βοή Μες την παλάμη σφίγγουν δάφνινο στεφάνι σκιρτά ο βράχος στου παιάνα τη σιγή μες τις πτυχές του ρέει κίτρινο μελάνι

Γδέρνουν το μπλε με μένος, λύσσα και οργή… Εκείνο, ατάραχο κανείς δεν το ξεβάφει! ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΙΤΣΟΥ

Στου Ορφέα πάγωσε τα χείλη ο αυλός Η ιστορία γονάτισε απ’ της στρέβλωσης τα βέλη στο δάκρυ δέθηκε άλλος γόρδιος δεσμός του Εφιάλτη την ντροπή δεν υποφέρει

Βροχή Ανοίγει δρόμο η βροχή και μπαίνω μέσα Περπατώ στις λέξεις, γλιστρώ στο βάθος τους Ψάχνω στ’ απέραντο να βρω το λυκαυγές Κι αυτή η ξαφνική νεροποντή ξεσηκώνει τα στρωσίδια του λογισμού, Τα στήνει στον τοίχο του απολογισμού Ορθώνουν ανάστημα τα «πρέπει» και τα «μη», οι φλέβες της λογικής Έξω η μπόρα ταράσσει το χώμα της απραξίας Η μυρωδιά της μούχλας δίνει τη θέση της στο άρωμα της εντροπίας Αρνητής λιακάδας η βροχή, τσαλακώνει στην παλάμη τα «πρέπει» και τα «μη»

Συνοδοιπόρος, σύντροφος στης αναζήτησης το ταξίδι Ποιος θα ορίσει του κόσμου τα σωστά; Μιλάει με γρίφους η βροχή πάνω στο τζάμι Κοίτα τα δέντρα πως υψώνουνε τα μάτια στη βροχή Δες έξω! βρέχει νερό της μνημοσύνης Τα φυλλοκάρδια τ’ ουρανού ριγούν στο σκίρτημα της μνήμης Να μην ξεχάσεις, ο ήχος της ουσίας είναι αθόρυβος… ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΙΤΣΟΥ


Σελίδα 133

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Να πετάξουν τα όνειρα ξανά Σκίρτησ΄ η γης από υπόκωφο ουρλιαχτό Κείνο π΄ ακούγεται σαν λύκοι αλυχτάνε Σύννεφα υψώσανε ψηλά τον κουρνιαχτό Λέξεις γεμάτο απ΄ ανθρώπους που πονάνε

Λιώνει η αλμύρα του γιαλού τη μοναξιά Στίχοι γραφτήκαν σ΄ ένα πρόχειρο τετράδιο Πόσο απέχει η ζωή, μια δρασκελιά Όσο η ανάσα απ΄ τ΄ απέναντι δωμάτιο

Τρέμουν τα φύλλα του αγέρα τη γροθιά Σφουγγίζουν δάκρυα τα ροδοπέταλά τους Δες, έξω άνθισε στον κήπο μια μυρτιά Σε πείσμα στέκεται αγέρωχα μπροστά του

Να γίνει θέλω η ασκήμια ομορφιά Για να πετάξουνε ξανά τα όνειρά μας Να ξεχαστεί το μίσος μες τη λησμονιά Να μπει ο ήλιος μες την άδεια κάμαρά μας.. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΙΤΣΟΥ

Η ΜΥΡΣΙΝΗ Τα πελώρια τα μάτια της -κοχύλια των θαλασσώναντιφεγγίζουν τα τραγούδια του έρωτα . Λιποθυμούν οι στιγμές και χάνονται στ’ απύθμενα βάθη τους, κι όλα τριγύρω σιωπηλά , γαλήνια και ήρεμα μεθούν με τ’ αρώματα της Μυρσίνης .Κάπου στο βάθος ροδίζει η άνοιξη φορτωμένη χελιδόνια στο γαλάζιο της φόντο κι η Σελήνη γεμάτο δισκοπότηρο σε μεθά με το κρασί της μετάληψης . Λαμπάδες τ’ αστέρια φωτίζουν το ουράνιο στερέωμα και το σκάφος χαράς έμπλεο ταξιδεύει σε τυφώνες αγάπης του στέρνου της θάλασσας . Πυρά που χορεύει στις ώριμες ώρες , κεράσι που σκάει στο πρώτο απόβροχο σε καλεί με τα ουράνια τύμπανα κι ο αγέρας σου φέρνει στους μηρούς σου ηδονές πειρασμών όπου τ’ όνειρο φλέγεται.

Απόψε υφαίνει δροσερούς καρπούς η Μυρσίνη στο μετάξινο δέρμα της και στο στήθος της ανεβαίνει τα σκαλιά της λύτρωσης ο πόθος ο άγουρος . Στην ηχώ της βροχής λικνίζεται η αρμονία του σώματος με τραγούδια σιντεφένια και χρώμα ηλιόχρυσο . Απόψε η Μυρσίνη ξοδεύεται στην ανταύγεια του έρωτα , ωριμάζει στις στιγμές των ανέμων ξαπλωμένη στο πέλαγος . Βραδινή λυχνία το σώμα της φεγγίζει ηχώντας μες στη σκοτεινιά των καιρών το θούριο του έρωτα : Όσοι πιστοί προσέλθετε στη θεία μετάληψη . Τα πελώρια τα μάτια της η φύση ολάκερη κι αμβροσία τα στήθη της ξεδιψούν τα πουλιά τα γοργόφτερα. Η Μυρσίνη ξοδεύεται στων θεών το ξεστράτισμα. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΣ


Σελίδα 134

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σ’ αγαπώ Σ’ αγαπώ! Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω. Ίσως αύριο να’ ναι αργά κι ίσως από πλάι μου σε χάσω. Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω.

Σ’ αγαπώ! Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω. Ίσως αύριο να’ ναι αργά κι ίσως απ’ το δρόμο μου σε χάσω. Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω.

Σ’ αγαπώ! Κι είσαι ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μου. Είσαι η ίδια μου η ζωή, είσαι η αγάπη. Είσαι η χαρά κι η προσευχή μου. Κι είσαι ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μου.

Σ’ αγαπώ! Κι είσαι η αλήθεια μες στο ψέμα. Είσαι το υπάρχω, είσαι το φως. Είσαι μες στις φλέβες μου το αίμα. Κι είσαι η αλήθεια μες στο ψέμα.

Σ’ αγαπώ! Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω. Ίσως αύριο να’ ναι αργά κι ίσως απ’ τα όνειρα σε χάσω. Τώρα που μπορώ, θα στο φωνάξω.

Σ’ αγαπώ! Κι όσο θα μπορώ, θα στο φωνάζω. ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

Σ’ αγαπώ! Κι είσαι η ανάσα στο σκοτάδι. Είσαι η καρδιά μου, είσαι η ψυχή. Είσαι της αυγής μου το σημάδι. Κι είσαι η ανάσα στο σκοτάδι.

Άνοιξη Κι αν στην καρδιά μου στέκεις προσμονή κι απ’ το κορμί μου στάζεις ηδονή, να σε χαρώ ποθώ την ώρα που θα έρθεις. Ένα χαμόγελο σου στέλνω την αυγή κι από τα άνθη μυγδαλιάς κόβω κλαδί, να σου θυμίσω πως την άνοιξη μου φέρνεις.

Κι αν μου φανείς ξανά την πιο γλυκιά στιγμή κι αν μου ντυθείς του πόθου το ζεστό φιλί, με μια αγκαλιά θα σου δοθώ να με προσέχεις. ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ


Σελίδα 135

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Πριν ανθίσει από νοσταλγία το γιασεμί Απληροφόρητη η θάλασσα σε αδιάκοπη διαμάχη με τον καιρό κι όμως κάπου πλάι στην αθωότητα ανθίζουν ακόμη πανσέδες. Θυμάται το σώμα η ψυχή διακρίνει καθαρά αλλά δεν μαντεύει τον έρωτα κι όμως ψιθυρίζεις λέξεις, όχι τυχαίες λέξεις, μα εκείνες που γυμνωμένες από ένοχα μυστικά διαβάζουν και διαβάζονται στο βλέμμα. Ο αμέτρητος χρόνος σε μια νύχτα μόνο έγινε μνήμη κι όλα τα νερά κύλησαν στα μάτια. Αύριο, η ζωή… Οι οξειδώσεις τού φθινοπώρου δεν είναι πια κρυφή ανάγνωση τώρα, η αλήθεια φωνάζει μέσα από ρωγμές τώρα, η σκουριά συλλαβίζει την απάτη των υλικών τώρα η βροχή, όσο η σιωπή χλευάζει την απρέπεια των θορύβων.

Ξέρεις, εκεί που στεγνώνουν τα δάκρυα τελειώνουν οι πανσέληνες σκέψεις πριν ανθίσει από νοσταλγία το γιασεμί. Μαγνητίζεσαι από τη θάλασσα ατενίζεις στοχαστικά τον ορίζοντα ξύπνησες τις παλιές λέξεις στην αλμύρα θαλασσοπούλια τα παράπονα και οι λέξεις, αυτές οι παλιές, ανοιχτές αγκαλιές στην καταιγίδα. Mυθικό τοπίο τ’ όνομά σου και το δικό μου… Αδιάφορη και ξένη αμμουδιά. Μα ούτε παράπονο την ώρα τούτη θέλω να καταδεχτώ όσο κι αν σιγοτρέμει το κορμί παλμό τής προσμονής, δεν πρόκειται ν’ ακούσεις γιατί η δική μου ανάγκη έγινε ουρανός και η αλήθεια δρόμος. Αύριο, εν ονόματι της αγάπης Ζωή Δικταίου Κέρκυρα, Ιούνιος 2018


Σελίδα 136

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ο ΛΥΚΟΣ ΜΟΥ Άντρας αναγνωρίσιμος. Ωστόσο, λύκος εκ γενετής που τον έβγαλαν βίαια απ’ την σπηλιά του. Αρνείται να ζήσει με τους ανθρώπους, βυθίζεται στον κόσμο του ολοένα και πιο βαθιά έως ότου ανακαλύπτει ένα ξέφωτο στα γραπτά του που οδηγεί σε πολυσέλιδο δάσος. Εκεί αποβάλλει το ανθρώπινο προσωπείο και ανοίγει το αληθινό του πρόσωπο στο φως. Τα χειρόγραφά του φυσούν δυνατά και τρέχει ελεύθερος σαν άνεμος.

Όχι η ποίηση δεν είναι παρηγοριά. Είναι κατοικία. Το σπίτι του. Η σπηλιά του. Εκεί μπορεί ν’ ακούγεται η φωνή του σ’ όλο της το εύρος, σ’ όλη της την ένταση χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουρλιαχτό. (Εγώ τον καταλαβαίνω.) ΕΛΕΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ Δεν Έχεις Τον Θεό Σου, σελ. 56, Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, 2016

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ Ένας ριψοκίνδυνος κύβος που τολμά να ριχτεί με τα μούτρα στα σχήματα που συναγωνίζονται τις λέξεις ποιό θα ξεκλειδώσει τις αξίες καλύτερα.

Ένα νεύμα όλο νόημα που δραπέτευσε από κείμενο Βάρδου και σκόρπισε σε φοβισμένα μάτια ώσπου αποξηράθηκε.

Μία στάλα βροχής τόσο ελαφριά που δεν μπορεί να πέσει κι αιωρείται ανάμεσα σε σύννεφα και κορυφές νομίζοντας πως ταξιδεύει.

Αυτή είναι η ζωή μου.

Ένα κύμα αθόρυβο σε παραλία ξεχασμένη που αγγίζει τα βότσαλα απαλά σαν χάδι που δεν νοιώθει κανείς.

Ένας καταψύκτης που διατηρεί τιμαλφή: εικόνες, αισθήσεις, συναισθήματα και δροσίζει το σπίτι (μαζί με τους ένοικους) όταν φλέγεται από ανθρώπινο πόνο.

Αυτή είναι η ζωή μου.

Μία κεραία που συλλαμβάνει βλέμματα ψυχής και εγκλωβίζει καταιγιστικά πάθη που την μουσική του έρωτα την αναμεταδίδει πένθιμα, σαν μοιρολόι.

Ένας απόμερος δρόμος που οι φωνές δεν φτάνουν εκεί και τα λουλούδια οργιάζουν γιατί δεν είναι σε βάζα ούτε σε γλάστρες.

Ένα αστείο που δεν έφερε στα χείλη ούτε ένα μειδίαμα και όμως επιμένει να επαναλαμβάνεται ελπίζοντας πως αύριο θα τα καταφέρει.

Μία παράφραση ερωτικού κουαρτέτου διαστρεβλωμένο νόημα σε γλώσσα Μανδαρίνου που κράτησε την πιθανότητα ευτυχίας στις πιο ενδόμυχες εσοχές του.

Αυτή είναι η ζωή μου. ΕΛΕΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ Μοιραία Συνάντηση (Παραμύθι σε 90 σκηνές), σελ. 63, Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, 2017


Σελίδα 137

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Χάρη Βλέπω Εδώ θα κατοικοεδρεύσω. Εδώ μέσα σ’ αυτό το ποίημα, μέσα στον θαυμαστό του κόσμο και ως άλλος Περσέας θα εξερευνήσω τα όρια αυτού του κόσμου. Η ακανθώδης γλώσσα δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει ούτε ο παφλασμός των στίχων καθώς πέφτουν ορμητικά σαν ανταριασμένα ύδατα λες και τρέχουν να προλάβουν την συνάντηση αυτή της 17ης Οκτωβρίου. Καθώς το μολύβι μουτζουρώνει τη σελίδα το μυαλό πετάει σε τοπία με μεγάλα, απέραντα λιβάδια και αφήνομαι να με αποπλανήσουν οι λέξεις μουλιάζοντας συγχρόνως μέσα στα νερά των στίχων. Ξαφνικά μια λέξη ξεχωρίζει απ’ τις μουτζούρες: … χάρη… και τότε βάζω το δάχτυλο επάνω της να μην την χάσω και ατενίζω το άπειρο…

Με πέταξε έξω απ’ το ποίημα και κινδυνεύω να χαθώ στις αναμνήσεις της πραγματικής ζωής. Για λίγο, για λίγο μόνο, ονειρεύτηκα την ζωή μου κοντά της. Με πολύ κόπο, μπουσουλώντας σχεδόν επέστρεψα με την φωνή της και τότε είδα ολόκληρη την πρόταση: «Αυτός ο κόσμος ξανοίγεται σε άλλους κόσμους και τα όριά του καταρρέουν χάρη στην προσωρινή κατοικία του ποιήματος εφ’ όσον οι λέξεις απέδρασαν και καλπάζουν σε καινούργιες σελίδες.» Δεν πρόσεξα τα συμφραζόμενα που μιλούσαν για την εξάπλωση του ποιήματος και βρέθηκα σε λάθος ονειροπόλημα. Πέταξα ψηλά ως άλλος Ίκαρος αναζητώντας τα όρια και έπεσα στο τέλος του ποιήματος χωρίς φτερά αλλά ανασαίνοντας ακόμα το ιδιάζον άρωμα της λέξης. ΕΛΕΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ Χάριν Βιώματος, σελ. 15, Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, 2019

ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ Του Κώστα Γ. Μίσσιου γενέθλιον δώρημα Αγέρωχη λαμποκοπάς κι ορθόπλωρη αρμενίζεις μούσα της ψάπφας λιόχαρη κι αιώνια πεθυμιά μια ζωγραφιά της θάλασσας στα μάτια μου ιριδίζεις λιχνίζοντας στη σκέψη μου μύρα και γιασεμιά. Με γέννησες κι απάγκιασα σ’ απάνεμο λιμάνι κι άνθισε μύριους έρωτες ο πόθος μου ο κρυφός τα λιόδεντρα σου λάμπουνε σ’ ονείρου πυροφάνι μια και το χέρι των θεών σε κέντησε στο φως.

Μεσ’ στο Αιγαίο κολυμπάς στ’ ακρόγιαλα ανασαίνεις νησί με χίλια χρώματα γητεύτρας πινελιάς νανούρισες στους κόλπους σου σοφούς της οικουμένης εσύ θεά της άνοιξης και κόρη της ελιάς.. Είσαι λαχτάρα και καημός νησί μου ευλογημένο που με το φως σου σκέπασες θάλασσα κι ουρανό μήτρα της γης απέθαντη, ζαφείρι τιμημένο, που κάθε ωραίο κάρπισες, μεγάλο και τρανό. ΠΕΡΘΑ ΚΑΛΕΜΗ 8-11-2014


Σελίδα 138

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΣΕΛΗΝΟΦΩΣ Στην Αρχόντισσα της Επάνω Σκάλας Μαρία Αχ. Αναγνωστοπούλου Μέσα στης νύχτας τη σιωπή με μέθυσες σελήνη καθώς το φως σου τρέμισε δειλά μες στην ψυχή των λυπημένων σου ματιών με πλάνεψε η γαλήνη κι οι στοχασμοί μου φτέρωσαν σε νύχτια προσευχή.

Μέσα στης νύχτας τη σιωπή με μάγεψες σελήνη που’ ρθες μ’ αχτίδες πύρινες και μ’ έλουσες στο φως μήτρα του κόσμου απέθαντη ας είσ’ ευλογημένη στ’ άγιο σου φως π’ αλάφρωσεν ο πόνος μου ο κρυφός.

Το φως σου με σεργιάνησε στου σύμπαντος τα πλάτη και την καρδιά μου μέθυσεν η πλάνα σου η φωνή την αύρα μου κυμάτισες, τη κέντησες με αχάτη κι αβρά μ’ αλαφροκοίμησες σε σύννεφο ουρανί.

ΠΕΡΘΑ ΚΑΛΕΜΗ 21-6-2014

ΦΕΓΓΑΡΟΣΤΑΓΜΑ Μ’ έλουσες Προμηθέα μου πανσέληνο τ’ Αυγούστου κι έκλεισα μεσ’ στις χούφτες μου γλαυκό τον ουρανό μου γλύκανες τ’ ακρόχειλο με το χυμό του μούστου και μύρωσες την αύρα μου για να μεσουρανώ.

Ράντισες την ανάσα μου με φεγγαριού σταγόνες κυμάτισες τους πόθους μου με χρώμα θαλασσί με στόλισες με νούφαρα, τουλίπες κι ανεμώνες. Ο πιο μεγάλος έρωτας του κόσμου ήσουν εσύ. ΠΕΡΘΑ ΚΑΛΕΜΗ 18-9-2014


Σελίδα 139

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ανάπεμψις νεκρική (Σύγκλιση αναπεμπόμενη) Απ’ τον αυλό της Πιερίδας Μούσας πλανεύτηκα και πάνω στην ασπίδα του Άρη κείτομαι τώρα να αιμορραγώ σταγόνες στραγγισμένου ασφόδελου. Πάνω στον βράχο η Νικομάχη μου γνέφει να τη σιμώσω˙ θαρρώ κρατεί κλώνους σέλινου να με στεφανώσει, ωσάν πρώτη ιέρεια σε νεκρικούς αγώνες. Πλάνη οικτρή! Ακόμα και ’δω που ψυχορραγώ παραμένω πλανεμένη. Προσωποποιούμαι ιέρεια μα εγώ νεκρή κυλιέμαι. Σφαλίζω τα μάτια μου με όστρακου αμπάρα κρατώντας μες τις κόρες μου τα ναυαγισμένα κρωξίματα των ανάφαγων γλάρων.

Μεθυσμένος θρόος τ’ αφτιά μου τυραννάει να με οδηγήσει γρήγορα στην αγχίαλη χαράδρα. Αίφνης, απ’ τον ουρανό, ακούστηκε ήχος παιάνιος, δοξαστικός, και δυο λευκοί αγγέλοι, πάνω σε σμήνος αστεριών σταθήκανε μπροστά μου. Ο ένας πιάνει το χέρι μου κι ο άλλος την πληγή μου και ευθύς το σώμα μου, μαζί και η ψυχή μου νεφέλωμα γινήκανε δίπλα στις πλειάδες. Σύγκλιση αναπεμπόμενη! προς τον ουράνιο Πατέρα που άπλωσε μακρόθυμα την άχρονη αγκαλιά του. ΙΩΑΝΝΑ Α. ΑΓΓΕΛΗ

Νιογέννητος χρόνος Νιογέννητου χρόνου κάλαντα περιπλανώμενη φυσαρμόνικα θροΐζει. Σκορπίζει ευχές γιορτινές, παραμύθια παιδικά δωρίζει.

Φωτισμένων ποταμών ύδατα σεμνοί πατέρες τα ραντίζουν. Πλένουν μιαρά κορμιά, αδάκρυτες ψυχές βαπτίζουν.

Ρόδινων φιλιών μοσχοβολιές αγαπητικές χορδές απλώνουν. Λύνουν άναρχους χωρισμούς, αναστήματα ουρανών φιλιώνουν.

Αλησμόνητης παράδοσης φωτιές παρθενικά ζευγάρια τις πηδάνε. Λιβανίζουν βλαστήμιες σειλινές, σπίθες ακτινοβόλες περπατάνε.

Μοναχικών εκκλησιών σήμαντρα ταπεινές παλάμες τα βαράνε. Αντιλαλούν γελαστές φωνές, ύμνους αγγέλων τραγουδάνε.

ΙΩΑΝΝΑ Α. ΑΓΓΕΛΗ


Σελίδα 140

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ήσουν Είσαι Παιδί Απόψε θα σε κάνω να δακρύσεις… Κάποτε υπήρξες και εσύ ένα παιδί. Το αγοράκι μίας μάνας, το κοριτσάκι ενός μπαμπά… Κι ας μεγάλωσες κι ας σκλήρυνες κι ας άλλαξες από τις έγνοιες της ζωής. Κάποτε ήσουν κι εσύ ένα παιδί. Ένα μικρό παιδί, με μάτια γεμάτα καλοσύνη, με χέρια που ήξεραν να κάνουν μόνο αγκαλιές. Ένα παιδάκι κουτσοδόντικο, που όταν χαμογελούσες φωτίζονταν γύρω σου ο τόπος, η ζωή Ήσουν κι εσύ ένα παιδί, που κούρνιαζες στην αγκαλιά της μάνας σου και που δεν άφηνες το χέρι της μέχρι να κοιμηθείς. Ένα παιδί, που περίμενε πως και πως τον μπαμπά σου να σου χαμογελάσει, να σε πάρει μια αγκαλιά, να σου αφιερώσει λίγο χρόνο.

Ήσουν ένα παιδί που κρυβόσουνα κάτω από το πάπλωμα όταν κάτι σε φόβιζε πολύ, ένα παιδί που όταν έκλαιγες κρυφά, στέγνωναν τα δάκρυα στα μάγουλά σου. Δεν ήθελες πολλά. Την οικογένειά σου, τους φίλους σου και καμιά λιχουδιά. Ήταν αρκετά. Ήσουν ευτυχισμένο. Γιατί στα λέω όλα αυτά; Γιατί δε θέλω να ξεχάσεις. Δε θέλω να ξεχάσεις την πλευρά σου αυτή. Δε θέλω να ξεχάσεις πως ακόμα και σήμερα, είσαι το αγοράκι μίας μάνας, το κοριτσάκι ενός μπαμπά… Κι ας έχεις μεγαλώσει…


Σελίδα 141

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Κι ύστερα; Τι χρειαζόμαστε; Μικρές – μεγάλες επαναστάσεις που βγάζουν τη ζωή από τα μέσα μας, Αποπλανώντας τις οροσειρές των προβλέψεών μας.

Μα δες… Μια τρωτή ελευθερία αναμασάμε, μέσα από βογγητά στιγμών , καπνούς άγχους και πέτρινες επιθυμίες.

Μα κι εγώ, Σε ένα χάρτη “pinned up”είμαστε όλοι. ξοδεύτηκα πολύ με την τύχη. Της ζωής ακολουθούμε τα μνήματα. Δίχως την παραμικρή επανάσταση. Με έρωτα ή δίχως, πορευόμαστε με ξυραφένια βλέμματα που αμφιλεγόμενα ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Θ. ΚΟΛΙΓΙΩΤΗ ωθούν τα ανεξάντλητα των ορίων μας.

Ο πρώτος στίχος Ο πρώτος στίχος μας κατασκοπεύει πάντα από εκείνο το τέλμα της ψυχής στα βάθη της νύχτας. Σαν μια κραυγή ψάχνει να βρει ότι έχασε από τα παιδικά του χρόνια. Μες στον ζεστό αέρα του μεσημεριού σχεδόν λιπόθυμος σταμάτησε να ξαποστάσει.

Ξεδίψασε από το πηγάδι του έρωτα έκλεισε τα μάτια είδε τα βλαστάρια του πόθου να κολυμπάνε στο ύψος τον χειλιών του. Αναπάντεχα. Απρόσμενα. Χιλιάδες χρώματα αναπαύτηκαν μες στη σιωπή της νύχτας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Θ. ΚΟΛΙΓΙΩΤΗ


Σελίδα 142

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΓΑΠΗ Ήρθα προς το μέρος σου. Στις λύπες των ματιών σου περίμενα, δε σου θύμωσα. Σε κοίταζα κι αποκτούσε ο κόσμος καρδιά γεμάτη αγάπη. Μεγάλωνα μαζί σου ώσπου οι πρώτες ρυτίδες θυμήθηκαν να έρθουν σε μένα. Γυρίσαμε και είδαμε τη διαδρομή που κάναμε χέρι χέρι. Μακάρι να μην ξεχάσω, μακάρι να μην ξεχάσεις. Αυτό είπαμε μόνο. Και κλάψαμε, κλάψαμε πολύ για τις ωραίες στιγμές που ζήσαμε τότε.

Έτσι ξαναγεννιέται ο άνθρωπος… "ντύνεται" μ’ ένα χαμόγελο σταλμένο απ’ το Θεό και συνεχίζει να ζει αλλαγμένος, να γράφει κι άλλες σελίδες, να κάνει κι άλλα όνειρα μέχρις ότου τελειώσει αυτό το "για πάντα" που λένε όσοι αγαπιούνται πολύ. ΠΟΠΗ ΚΛΕΙΔΑΡΑ

Ρωγμές Ήταν η ώρα ίδια και το κλειδί στην πόρτα που γύριζε σήμαινε τον ερχομό σου.

Ήσουν εσύ κι ήμουν εγώ κι ο χρόνος απροσδιόριστος μας έκλεβε τα πάντα.

Κάτι γνώριμο στ' αυτιά μου η φωνή σου.

ΠΟΠΗ ΚΛΕΙΔΑΡΑ

Κάτι δυσνόητο στα μάτια μου η όψη σου.

Ρωγμές Με πάγωσε το άγγιγμά σου εκείνη τη φορά που αρνιόσουν τ' όνομά μου...

Το μόνο που με ζέστανε η θύμηση του πρώτου μας φιλιού. ΠΟΠΗ ΚΛΕΙΔΑΡΑ


Σελίδα 143

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΤΙΤΛΟ Απόψε μη βιάζεσαι να κοιμηθείς, αγάπη μου. Με τις ανάσες των νυχτολούλουδων μια καληνύχτα θα σου στείλω. Να την πάρει ο Αποσπερίτης της αγρύπνιας μου απ’ τις γρύλιες σου να τρυπώσει, στο μαξιλάρι σου με ασήμι να την ακουμπήσει , τ’ όνειρό σου να ευωδιάσει.

Κι εγώ θα πάρω τις παρτιτούρες μου αγκαλιά, θα φορέσω τη γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά των χαδιών σου, το κόκκινο εκείνο μπλουζάκι της πρώτης μας αγκαλιάς, το κατάλευκο μπουστάκι του πρώτου μου ρίγους, θα γίνω είκοσι χρονών και θα ‘ρθω στ’ όνειρό σου… Να το αναστατώσω και να με ξαναερωτευτείς… ΘΕΜΙΣ ΤΑΤΑΡΗ-ΜΠΙΛΛΗΡΗ

ΑΤΙΤΛΟ Σιγοβρέχει… Κάθε βροχοστάλα στα τζάμια ένα άρπισμα στο πεντάγραμμο της ψυχής Κάθε βροχοστάλα μια νότα χαρμολύπης. Μια ανάμνηση Μια νοσταλγία Για όσα έζησα Για όσα αγάπησα κι έφυγαν Μα και για όσα δεν έζησα και ποθούσα και πρόσμενα και δεν ήρθαν. Για τις χαμένες Ιθάκες που ποτέ δεν έφτασα Μα και για δυο μάτια θάλασσες που κάποτε μέθεξη θεία με κοινώνησαν…

Αγαπώ το ψίθυρο της βροχής… Αγαπώ και τις αναμνήσεις μου και τις νοσταλγίες μου και τις ουτοπίες μου Μα και τη μελαγχολία της στιγμής μου αγαπώ απόψε… ΘΕΜΙΣ ΤΑΤΑΡΗ-ΜΠΙΛΛΗΡΗ


Σελίδα 144

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΛΕΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ Λεία ζωής και ψυχής, κατάθεση απρόσμενης ονειρικής αγάπης, προσφορά αδερφικής ψυχής στο στάσιμο κόσμο μου φυλακτό αιώνιο.

Στέκεται εκεί και όταν ακόμη δεν υπάρχει, μιλά λόγια καρδιάς και όταν ακόμη σωπαίνει, σε σκέφτεται κι όταν ο νους αλλού πλανιέται, χαμόγελο προσφέρει κι όταν τα μάτια τρέχουν δάκρυ.

Θείο δώρο, άγγιγμα χαμόγελου, στρέφει το νου σου στην ελπίδα, φως ανατολής, ήχος ανοιξιάτικης μπαλάντας, ταξίδι ονειρικό σε λουλουδένιο κόσμο και λόγια σιωπής, έγνοια αγάπης, ένωση σκέψης.

Ευχή σ’ Αυτόν που έστειλε το φυλαχτό κείνη την τυχερή στιγμή μιας μέρας συννεφιάς να λάμπει αστέρι ελπίδας σε ουράνιο θόλο σε ένωση ζωής με την ψυχή, σε συνύπαρξη ψυχής με τη ζωή.

Άυλη παρουσία εκεί κοντά σε κάθε δάκρυ, χαρά χαράς, ελπίδα ελπίδας και ροκ τραγούδι, ένωση φυσική, πηγή αναπνοής και στήριγμα ηθικό, χέρι απλωμένο πάντα να σε κρατά γερά σε μουσικό ρυθμό.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΚΙΑΔΑΣ

ΖΩΗ ΣΤΗ ΖΩΗ Στου ουρανού τα γαλήνια δάση ταξίδεψα για να πάρω λίγο απ’ τη δροσιά του πρωινού τους που ποτίζουν τις ρίζες της ζωή μας ως τα βάθη της ύπαρξης του ανθρώπινου είναι. Μάζεψα λίγα απ’ τα λουλούδια σου εκείνα που δεν μαραίνονται ποτέ, τη μοσκοβολιά τους χαρίζουν απλόχερα στη γοητεία της αγάπης και της πίστης.

Αντλώ δύναμη και θάρρος από σένα, το χαμόγελό σου θεμέλιος βράχος στην ψυχή μου και το χάδι του αγέρα σου ζωή στη ζωή μου δίνει. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΚΙΑΔΑΣ


Σελίδα 145

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Από την ανέκδοτη ποιητική σύνθεση «Ιόνιο» XXV Άσπρη εσύ θάλασσα όλη χαρά και πένθος θάλασσα θάλασσα βαθιά φωτοπλημμύρα και αγκαθιώνα σκοτεινέ.

XXVI Το λιόγερμα έχεις αδερφό, τη μοναξιά σταυραδερφή, πέλαγο τόσο ελληνικό στην ερημιά σου, μαύρη μου ευτυχία. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ

ΜΑΤΙΑ ΕΙΔΩΛΑ Μάτια ουράνιου τόξου είδωλα στην ακριά ενός αστροφόρου θόλου, απαύγασμα μοναδικότητας αισθήσεων, καθρέφτης συναισθημάτων ολόφωτης ψυχής. Ποτάμι κείνα, είσοδος στα βάθη της ψυχής σου δώματα, νιώθει κάποιος τυχερός σαν μπαίνει στο πορφυρό βασίλειό τους, αφήνεται στο αέρινο, άυλο θαρρείς, παίξιμό τους σε αναζήτηση του ουρανοβόλου τόξου της χαμένης του μούσας.

Λόγια και χαμόγελο σε μοναδικό συναντάμωμα πλέκουν ανοιξιάτικο στεφάνι ζωής και ψυχής στο πρόσωπό σου, νέγρικο ροκ τραγούδι ελπίδας και δύναμης ανάσα για κάθε χτύπο κατάκοπης καρδιάς. Ανάβλυσμα ουρανογέννητων χυμών ζωής και συνάμα διαμάντι πολύτιμο κάτω από τις γκρίζες πέτρες, παιδί εσύ στης ωριμότητας το νυφικό ντυμένη, βακτηρία συνοδοιπόρου στου δρόμου την ανηφοριά και καταλαγιά θυμωμένης θάλασσας. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΚΙΑΔΑΣ


Σελίδα 146

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Οδύσσεια του Κόσμου του Καζαντζάκη φως! Σταυρώνεται ο Χριστός μου, βοά Λαού ο αχός! Θλιμμένο περιστέρι, στα άδυτα της γης! Χαίρεται Οργής ξεφτέρι της δεύτερης Αυγής! Ο καπετάν Μιχάλης γεμάτος με θυμό! Χορός ο πεντοζάλης με τ’ Άστρου τον Αμνό! Ο ήλιος ταξιδεύει! Γέλιο τρανής φωτιάς! Πεφτάστερο που φεύγει στ’ άσπιλα της μυρτιάς! Δάκρυ της ικεσίας, σημάδι, φως Χριστού! Ευγενικής θυσίας λευκού Ονειρεμού! Ονειρεμού της Νιότης μ’ εσέ Δάσκαλο Οργής! Κι ο Νίκος στρατιώτης πανίερης Χαραυγής!

Της Χαραυγής που κλαίει, γελάει και πονεί! Κι ο Καζαντζάκης χαίρει κι Ευθύνη διακονεί! Χαίρεται να προσφέρει στο Πνεύμα και στο Νου! Πάλλευκο περιστέρι ‘νός άναστρου ουρανού! Του ουρανού τ’ αγύρτη, πατέρα της φωτιάς! Χαμόγελο στα μήκη, Αυγή της Ανθρωπιάς! Της Ανθρωπιάς τ’ Απείρου με το εδικό σου, φως! Μαζί με την Ψυχή σου, σταυρώνεται ο Χριστός! Δρ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ (Το παρόν ποίημα τιμήθηκε με Ειδικό Βραβείο Ποίησης από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, στα πλαίσια του Ετήσιου Διαγωνισμού της

ΨΕΛΛΙΖΟΝΤΑΣ Τα σύννεφα χαμογελούν στου Οδυσσέα τα τόξα! Κεφαλονιά μου, είσαι εσύ, της θάλασσας η δόξα!

Κεφαλονιά μου, μαγική, «έλα και μην αργήσεις»! Του Οδυσσέα την Πιστή-γυναίκα ν’ αντικρίσεις!

Είσαι νησί του πηγαιμού, Ιθάκη θυμωμένη! Ενός αλλιώτικού Θεού, Πυθία αγαπημένη!

Θωρείς και κρύβει Έρωτα, πορφύρα που γελάει! Μορφή όπου αξημέρωτα, για εκείνον τραγουδάει!

Αγαπημένη του Ηλιού, του Έρωτα, του «λάθους»! Είσαι πατρίδα ονειρεμού, με της Οργής το πάθος!

Ναι! Τραγουδά εκστατικά, μ’ Οργής ιχνηλασίες! Πανίερα κι ευλαβικά, κεντάει ιεροσυλίες!

Θλιμμένη Χώρα του Μαγιού, της ζήσης το φεγγάρι! Ιεροσυλίες στην Ψυχή, του Άγιου Γερασίμου! Κι έχει στην όψη, την Αρχή, π’ ορίζει την ευχή Ψυχής καντήλι, γδικιωμού, με τη μορφή του Άρη! μου! Χώρα τ’ Αφτάστου γελαστή, Ελλάδας το καμάρι! Και η εικόνα του «Ληστή», Παράδεισο θα «πάρει»! Θα «πάρει» δίνοντας φωτιές, με νεκρικές αψίδες! Χαρίζοντας σου, στις θυμιές, Ειλώτων προσωπίδες! Ω! Συ Δυσσέα της Οργής και της φυγής που καίει! Ξύπνα και γύρνα μην αργείς, ο τόπος σου, σε «κλαίει»!

Ευχή και θείο όνομα, όραμα γητευμένο! Δαιμόνων το παρώνομα, ψελλίζει το «καημένο»! Ψελλίζει δαίμονα κραυγή κι άγγελου ικεσία! Κεφαλονιάς θεία Αυγή, κι ευγενική θυσία! Δρ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ


Σελίδα 147

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ Ίαμβους καρδιάς αστέρια «Μοναχή το δρόμο επήρες», ω Ελλάδα ματωμένη! να! Και του Σολωμού τα λόγια είν’ πληγή που επιμένει! Για Ειρήνη, Αλληλεγγύη, κλάμα! Είν’ πληγή μίας Μαινάδας και φωτιά της ανταρσίας! Τώρα θυμωμένη στέκεις, Διώνη Οργής και απελπισίΚλάμα δεύτερο Ανάγκης, ας! ζουν! Κρύβει μέσα του, θυμάρι Φωτιές κλαίνε για Ειρήνη, της Ισότητας Μητέρες! ζουν! Κι υποδέχονται μ’ Αγάπη νέους γιους και θυγατέρες!

που σημαίνουν την καμπάστης Αυγής το πρώτο

με θυμιές που σε φοβίκι άστρα που σε θυμιατί-

Θυμιατίζουν τις εικόνες, μίας πλάσης που γελάει! Προσφυγόπουλα σ’ εσένα, Αξιοπρέπεια γυρεύουν! Με τη δόξα της Μυρσίνης που στ’ Αμίλητο μιλάει! Μα οι δυνατοί του Κόσμου, σιωπάνε και κωφεύουν! Δανειστές λεηλασίας, διαλαλούν υποχρεώσεις! Και Ανθρωπισμού η Ανάγκη στις πανίερες παραδόσεις! Το θλιμμένο το φεγγάρι, δάκρυ των αδικημένων! Ντροπή της τρανής Ευρώπης, φίλος των κυνηγημένων! Το ανάστημα λαμπρύνει και υψώνει τη μορφή σου! Δε μετριέται με το χώμα, η αναστάσιμη Ψυχή σου!

Μπρος στ’ Αχέροντα την κρήνη, σε σπηλιές των Σασσανίδων! Ιφιγένειας τ’ Αστέρι στις θυσίες των Αυλίδων! Χαρά και απελπισία, η εναλλαγή της ζήσης! Η Οργή κι η ικεσία μπρος στου Αστεριού τις κρίσεις! Κρίσεις που χαμογελάνε, στις φωτιές της Ιστορίας! Και του Σολωμού θυμάνε λόγια της Ελευθερίας!

Της Ελευθερίας λόγια, για Αγώνα Αδελφοσύνης! Η Ψυχή η μαυροντυμένη, μα γεμάτη κι όλο θάμβος! Και ο Σολωμός προβάλλει με το σκήπτρο της ΕιρήΜε του Σολωμού τις νότες και Ολύμπιους ιάμβους! νης! Δρ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ (Β΄ Βραβείο Ποίησης στα πλαίσια του 1ου Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης που διηξήχθη από την UNESCO Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Ιθάκης το 2016).


Σελίδα 148

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ O άνθρωπος με το σακίδιο είχε ένα σπίτι κάπου -αν το θυμόταν ή αν το είχε φανταστεί ποτέανάμεσα σε ερείπια έκθετα, γυμνά και σε κουρέλια φύλλων, ανυπεράσπιστα απ' τις θύελλες και τους ανέμους της αλλαγής.

Με την καρδιά ενός κλόουν ψαλιδίζει, χωρίς μνήμη πια, τα συρματόσχοινα της ασχήμιας των πεπραγμένων για να μοιράσει με το ακορντεόν του απλόχερα στους ανέμους ένα περιπλανώμενο τραγούδι,

Περιπλανιέται σε μια αέναη, χωρίς σκοπό πορεία μέσα σε αριστερόστροφους ανεμοστρόβιλους ενάντια στην φτωχή ορατότητα των δύσκολων καιρών με τις ρακένδυτες θύμησες να εισβάλλουν σαν επελάσεις χλωμού φωτός.

που ανυψώνει μαγικά την ακτίνα της τροχιάς του πάνω από απροσπέλαστες θαμπάδες αναζητώντας ένα καινούργιο καταφύγιο για να ξαποστάσει στο φως. Ο ήλιος δεν έδυσε ποτέ εκεί. Όχι ακόμα.

Ευσεβείς πόθοι αγέλαστων ημερών, ακατάληπτοι συμβολισμοί και αθλιότητες κρέμονται στα συρματοπλέγματα του προτέρου εντίμου βίου ζυγιάζοντας στον χρόνο και τον άνεμο τα αδρά τους κελεύσματα.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ

Ένα ερωτηματικό… Σε λίγες μέρες , γερασμένος πια θα φύγει... Με σκυμμένο το κεφάλι, η λύπη τον τυλίγει... 'Έστεκε, εκεί θεατής σιωπηλός ... 'Έβλεπε, κάθε πόνο, σκυθρωπός ...

Σκέφτεται, συγνώμη, να ζητήσει... Πνίγηκε, όμως, μέσα στην λύπη... Τον κόσμο, δεν τόλμα να κοιτάξει... Στων ματιών τους, τον πόνο, έχει βουλιάξει...

Γέμισε, η βαλίτσα του πόνο... Και ένα ερωτηματικό, στο μυαλό μόνο … Τι έφταιξε και δεν πήγε καλά... Και μόνο θλίψη, έφερε η χρονιά...

Ο κόσμος, δεν τον θέλει πια... Περιμένει, τον καινούργιο, με χαρά... Ελπίδα, στην ψυχή του, να γεμίσει... Το καινούργιο έτος, να προϋπαντήσει... ΔΟΝΑ ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ 25/12/2016


Σελίδα 149

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φως ελπίδα… Όταν γύρω, είναι γιορτινά... Ρίξε, το βλέμμα χαμηλά... Πίσω απ' τα φώτα, τα πολλά... Υπάρχει, σκοτάδι, καταχνιά...

Να λάμψουν, τα μάτια, της ψυχής... Στο φως της γαλήνης, να χαθείς.. Φώτα, που ζεσταίνουν, καρδιές.... Φώτα, που φωτίζουν, ψυχές....

Φως ελπίδα, δώσε εσύ Στην πονεμένη την ψυχή... Να ανάψουν, τα φώτα, της καρδιάς... Να ηχήσουν, οι καμπάνες, της χαράς...

ΔΟΝΑ ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ 28/12/2016

Η ΖΩΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΣΤΩ ΚΙ ΕΤΣΙ Τους βλέπουμε όλο και συχνότερα έξω απ' τις βιτρίνες της κανονικότητας της γκρίζας πόλης: εγκαταλελειμμένοι άνδρες και γυναίκες μέσα σε στρώσεις κουρελιασμένων ρούχων να απευθύνουν σιωπηλές εκκλήσεις στους περαστικούς. Μυρίζουν φτώχεια και μουχλιασμένα όνειρα. Φαίνονται ηττημένοι, ξεχασμένοι -μερικές φορές ελάχιστα ορατοίκυρτωμένοι από το βάρος μιας δεινής μοίρας. Κανένα κουστούμι καθωσπρεπισμού δεν έχει τσέπες αρκετά βαθιές για να καλύψει την καχυποψία στο βλέμμα ή τη σιωπή ενός άδειου τενεκέ που τον κρατά ένα βρώμικο χέρι.

Μερικές φορές έχουν ένα αμάξι σαν καταφύγιο για τη νύχτα που δεν θα τρέξει ποτέ, μα έχει καθίσματα και στέγη και κλειδαριές στις πόρτες, γιατί η ζωή εξακολουθεί, έστω κι έτσι. Εκτιμούν με ευγνωμοσύνη κάθε θερμό ρεύμα συμπόνιας, κάθε μπουκιά σωτήριου γεύματος, κάθε πρόχειρο κατάλυμα υπό βροχή ή κάθε ήχο κέρματος στα άδεια κουτιά τους. Βρίσκονται στον δρόμο παρέα με αισθήματα ενοχής και αποκαρδίωσης που ξεδιπλώνονται απαρηγόρητα σε μέρες γιορτινές δίπλα στην μισοκρυμμένη απόρριψη που εγκαταλείπουμε στα απορριμματοφόρα. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ

Τους διώχνουμε απ' τα πάρκα μας, τους δρόμους μας, τις σκέψεις μας, αναμένοντας ότι, με κάποιον τρόπο, θα επιστρέψουν στις προηγούμενες ζωές τους. Δεν μπορούν.


Σελίδα 150

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΜΑΙ Αφουγκράζομαι. Διυλίζω. Τι μας αγγίζει; Κεντημένη αύρα. Πικρός γνώριμος της λύπης Του μεστώματος.

Αριάδνη Τόσο εύπλαστη Τόσο γρανίτης. Πολλά τα φώτα στα δέντρα Έρχεται χιονιάς Το ξέρεις Το ξέρω… ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

ΖΕΣΤΑΣΙΑ Ζεστασιά με τύλιξε. Ναι, έγινε Πίστεψέ το. Μια κίτρινη αχλύς Λαμπερή και πορώδης. Βλέπω πίσω από το πέπλο Πίσω από λέξεις και μελωδίες. Ορμή και δάκρυ.

Τοπίο καλειδοσκόπιο. Ιχνηλατούμε μόνοι τις ηδονές Το σκοτάδι Τα νήματα της μοίρας μας. Κι όμως Δεν κρυώνω πια. ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

ΕΚΧΥΛΙΣΜΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑΣ Φευγαλέο χάδι Κι ο χρόνος πάντα εχθρός. Ο ήχος της σιωπής φτερούγιζε. Τη μοίρα μου την έμαθα. Μα όλη τούτη η ρώμη εξατμίστηκε Σε μια σταγόνα γέλιου. Μετάξι χωρίς αστραπόβροντα Βελούδο.

Τόσο τρυφερά κι υπόκωφα Μεθώ με σκέψεις. Γλιστρώ στον άχρονο χορό Μαινάδων ή Εστιάδων. Εκχύλισμα τρυφερότητας Κοφτερό σαν ατσάλι. ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ


Σελίδα 151

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

«Κραυγή» Σε μια άνυδρη έρημο μια καρδιά αιμορραγεί και σείεται Στροβιλίζεται σε μάταιους κύκλους Στην αιωνιότητα της άνυδρης άμμου Στον πυρήνα της ύπαρξης της ελλοχεύει ο Χρόνος και ο Θάνατος

Για να ξεπλύνει απο το ξερό στόμα την θύμηση του έρωτα και των νεκρών χρόνων Κραυγή εκ βαθέων του καθένα Άλλοτε μια άλλη όψη του φαουστικού αιτήματος. ΕΥΘΑΛΙΑ ΤΕΡΤΙΚΑ

Κορεσμένη γυρεύει το ύδωρ της ζωτικής δύναμης

ΜΕ ΤΥΦΛΩΝΕΙ ΤΟΣΗ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ Κουρασμένα παραμύθια της καθημερινότητας επιδίδονται σε γιορτινές συνήθειες. Εξαρτήσεις εναλλάσσονται τρεμοπαίζοντας με θνησιγενείς χαρές σε τιμή ευκαιρίας στις κατάφορτες από διακοσμήσεις βιτρίνες του μικρόκοσμου των επιθυμιών. Με τυφλώνει τόση λαμπρότητα.

Βουβά στιγμιότυπα απόγνωσης παγιδεύονται στον συνωστισμό των γιορτινών ημερών. Ακούω τα απομακρυσμένα κάλαντα από έναν ουρανό που χιονίζει αδιαφορία κι αναρωτιέμαι για εκείνους που κοιμούνται στο σκοτεινό τους κρύο. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ


Σελίδα 152

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ Ταξίδι μακρινό η ανάμνησή μου σε νησί αγαπημένο, ευλογημένο από χέρι θεϊκό… Λευκάδα νησί της μνήμης μου , σπαρτό. Και σε σιμώνω και κει θαρρείς ήχοι πολλοί χαϊδεύουν την ψυχή. Τζιτζίκια, αγέρας, τοπολαλιά, πρόσωπα σκαμμένα, παραδοσιακή φορεσιά. Ανθόσπαρτα καλντερίμια, ποδήλατα περνούν, καπέλα ,βαρκούλες , πουλιά κελαηδούν. Και η ανάβαση ψηλά μες στην Καρυά με οδηγά. Και μια μεγάλη σφιχτή αγκαλιά, πράσινη, μπλε, χώνομαι εκεί δα. Γιαγιά , παππούς , ω τι χαρά! Και η κουτσουπιά χαμογελά. Τη μέρα αέρας πολύς σφυρά. Τη νύχτα σκοτάδι κι ο γκιώνης βαρύς τον αδερφό του ψάχνει, μην τον έχει δει κανείς;

Και τα πλατάνια στην πλατεία σκύβουν απαλά, ακούν κουβέντες , κρατούν μυστικά. Κάτω στην ακόνη μπακακάκια πολλά στις βρύσες , στους δρόμους κοάζουν κι αυτά. Καρσάνοι, βουνά, ακρογιάλια πλατιά, όλα μια αγκαλιά.. στων πηγών την δροσιά. Λευκάδα ,νησί ποιητών , ρητόρων , ολυμπιονικών. Μαδούρη κοιτώ , Βαλαωρίτη υμνώ, Δημήτρης Γολέμης , Σικελιανός Θεόδωρος Στάμος, Σβορώνος θαυμαστός. Λευκάτα τα όρη με αποχαιρετούν Και η Αγία Μαύρα , γλυκά τρυφερά δίνει την ευλογία της από το κάστρο κοντά. Και η γλυκιά Παναγιά φανερώνεται με πολλή χαρά. Νησί Παναγίσιο, ευλογημένο απλώνω το χέρι και σε προσμένω. ΝΙΚΗ ΣΚΟΥΤΕΡΗ

Σίκλοι με μούρα, μαύρα λευκά, φακή χλωρή, ρεβίθια τσαμπί. Κι εγώ εκεί στο πεζούλι στην αυλή. Παρέα καρσάνες , μαντήλες πολλές <<Ποιανού είσαι εσύ;>> ρωτάνε φωνές. Τραταμέντα πολλά, γεύομαι λαδόπιτα , τι νοστιμιά ! Φιλοξενία απλωτή, περιέργεια απανωτή.

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Πλησιάζει η πιο χαρούμενη γιορτή τότε που ο θεάνθρωπος γεννήθηκε στη γη. Σπαργανεμένος φτωχικά μέσα στη φάτνη και γύρω ζωάκια ευλαβικά. Η αειπάρθενος Μαρία το θείο βρέφος κοίταζε με λατρεία. Κι ένα άστρο από ψηλά ανθρώπους φώτιζε προς την σπηλιά. Άγγελοι ανεβοκατέβαιναν φτερωτοί το ωσαννά έψελναν ιλαροί. Τι ουράνιες μελωδίες! Τι θεϊκές οπτασίες!

Οι μάγοι κίνησαν απ’ την ανατολή κι οι βοσκοί πλησίασαν με δέος και στοργή. Ο Ιωσήφ προστάτης φοβερός, εντολοδόχος , ταπεινός. Τα δώρα των μάγων πως κοιτά και μες στη νύχτα το μακρινό τους ταξίδι ξεκινά. Χριστούγεννα γιορτή παιδιών αγάπης, χαράς , αναγέννησης ψυχών. ΝΙΚΗ ΣΚΟΥΤΕΡΗ Νοέμβριος 2018


Σελίδα 153

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ Το παραθύρι σου γιαγιά γέφυρα και πέρασμα από τη μοναξιά. Πλέξιμο μνήμης και στιγμών, κύλισμα δακρύων , αναστεναγμών. Κόσμος περνά έξω από τη δική σου φωλιά, κλεισμένη εκεί μέσα ερημικά. Σηκώνεις χέρι , σημάδι φωτεινό το παραθύρι σου χτυπάς για να σε δω. Και σε κοιτώ και μου μιλάς Και σου μιλώ και με κοιτάς. Το παραθύρι σου κρατά καλά μέσα κι έξω όλα σου τα μυστικά.

Με περιμένεις τα πρωινά, κάθεσαι με υπομονή, λαχτάρα για συντροφιά. Σήμερα πέρασα από εκεί Χριστούγεννα να σου φέρω στην αυγή. Μα το παράθυρο κλειστό, έρημο, μοναχικό. Ανήσυχη η καρδιά μου το κοιτά, Χριστούγεννα θα κάνεις φέτος γιαγιά; Αναρωτιέμαι σιωπηλά. ΝΙΚΗ ΣΚΟΥΤΕΡΗ Νοέμβριος 2018

Φαροφύλακας Φαροφύλακα γενναίε, της θαλάσσιας απεραντοσύνης κοινωνέ ηγεμόνα στην αυτοκρατορία της απομόνωσης διάκονε της ναυσιπλοΐας σε ρώτησε ποτέ κανείς πώς νιώθεις; σκέφτηκε άραγε πώς «βγαίνει» ο διάλογος με τα στοιχεία της Φύσης; νοιάστηκε κάποιος για σένα τον μοναχικό οδοιπόρο της ζωής

που νοιάζεσαι για τις ψυχές των ναυτικών τις νύχτες όταν σκοτάδι κυκλώνει τα πλοία τους; Για σένα, φύλακα του άσβεστου φωτός στις δικές σου Θερμοπύλες. Σε ξεχνούν. Συχνά. Για σένα, το να ξεχάσεις ανεπίτρεπτο. ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΤΣΗΣ


Σελίδα 154

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Τοπογεωγραφία ανεκπλήρωτων ερώτων Αυτοί που αγαπιούνται μα δεν τους θέλει η ζωή κοντά να έρθουν, σμίγουν κι ενώνονται αλλού. στην ιδεώδη Πολιτεία του Πλάτωνα, κάτω απ’ τον Κολοσσό της Ρόδου, στα ερείπια της Παλμύρας σε μια χαμένη πόλη των Μάγιας κρυμμένη στην ζούγκλα

της Γουατεμάλας και στο λιμάνι της αρχαίας Ατλαντίδας το ξημέρωμα. Κι εγώ που σ’ αγαπώ κι είσαι μακριά μου ξέρω πού θα συναντηθούμε: στη Χώρα του Ποτέ. ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΤΣΗΣ

Τα συναισθήματα Τα συναισθήματα δεν πεθαίνουν μονάχα αλλάζουν είναι χορεύτριες καμπαρέ στο καμαρίνι πριν το επόμενο νούμερο πίσω απ’ το παραβάν μεταμορφώνονται παλιά φιδιών δέρματα

ηθοποιοί που «βγαίνουν» απ’ το ρόλο τους την ώρα της υπόκλισης. Κι η αλλαγή αυτή πάντα τα πράγματα φωτίζει. ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΤΣΗΣ

Μες τα γαλάζια μάτια σου Αγνάντευα τη θάλασσα την αύρα της ποθούσα ταξίδια ονειρευόμουνα λιμάνι όμως ζητούσα

Ήτανε όλα ψεύτικα όσα έζησα κοντά σου την τρικυμία της θάλασσας έκρυβες στην καρδιά σου

Μπροστά μου εμφανίστηκες Και μου χαμογελούσες γαληνεμένος ήσουνα μα εσύ με ξεγελούσες

Με μάγεψε η εικόνα σου τα μάτια σου η μορφή σου πλανεύτηκα απ τον έρωτα που ένιωσα μαζί σου

Μες τα γαλάζια μάτια σου απάνεμο λιμάνι γύρευα μα ήσουν θάλασσα που τις φουρτούνες πιάνει

Σαν κύμα με ταξίδεψες χωρίς καμία πυξίδα μα χάθηκα στο πέλαγος στο απέραντο που είδα ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΙΟΥΡΑ


Σελίδα 155

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ο ποιητής και ο άγιος Μια δίψα είναι που τυραννεί τον ποιητή και τον άγιο. Ένας κρατήρας φωτοβόλος μεθυσμένης και ξαφνικής ομορφιάς.

Για αυτούς που η Αγάπη δεν χωράει στις λέξεις και για τους άλλους που η Αγάπη χωράει παντού. Η συν-χώρεση τους ενώνει. Ινα ώσι εν.

Εξόριστος στον εαυτό του ο ποιητής αλλά κι ο άγιος στην οικουμένη. Χωρίς να γράφει ποιήματα ο άγιος, μιλώντας με την οικουμένη ο ποιητής.

Δρ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΙΤΟΣ

Η προσευχή κοινή υψώνεται στον δημιουργό του Παντός, από τους διψασμένους της Ομορφιάς.

Η συνάθροιση Ξεχύθηκαν στους δρόμους οι ορδές των βαρβάρων. Τα πολύχρωμα κορμιά τους σκέπασαν τον ήλιο του μεσημεριού. Σκότος μέγα κάλυψε το σύμπαν και σκιά θανάτου περιφερόμενη. Τα μάτια της Ελένης βουρκώσανε, κοιτάξανε τον ήλιο κατάματα και άναψε πάλι η φλόγα η στερνή.

Γύρισε να δει το συγκεντρωμένο πλήθος. Πηγαίνετε, τους είπε, η νίκη για πάντα δική σας. Τότε διαλύθηκαν τα στίφη, πέταξαν το βαρύ οπλισμό στο ποτάμι και ρίχτηκαν αλλόφρονες στον πυρρίχιο χορό του θανάτου. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ

Μαρτυρολόγιο Πολυεύκτου μάρτυρος και οσίου Ευστρατίου. Προς τι τόσες χιλιάδες μάρτυρες κι ακόμη το μαρτύριο να τελειώσει; Τουλάχιστον να υπήρχε, ίσως, το φωτοστέφανο!

Θα ήταν, ενδεχομένως, κάποια ανακούφιση ή , τέλος πάντων, επιβράβευση άγνωστο ποιας επιτυχίας. Πλην όμως, έτσι κι αλλιώς, ο κόπος της ημέρας ανεπιβεβαίωτος κι επισφαλής. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ


Σελίδα 156

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Χρυσά αστέρια λαμπυρίζουν στο χειμωνιάτικο ουρανό. Αχνές ελπίδες αρμενίζουν, καράβια σ’ άστατο καιρό.

Χρυσά αστέρια λαμπυρίζουν στου ονείρου τις αναλαμπές. Αγάπης ζεστασιά σκορπίζουν στις κουρασμένες τις ψυχές.

Χρυσά αστέρια λαμπυρίζουν τη νύχτα αυτή τη μαγική. Αιώνες τώρα ψιθυρίζουν μια ξεχασμένη μουσική.

Χρυσά αστέρια λαμπυρίζουν στου φεγγαριού την αγκαλιά. Οι προσδοκίες ξανανθίζουν τη μαγική αυτή βραδιά.

Χρυσά αστέρια λαμπυρίζουν σ’ απάτητες ουρανοσπηλιές. Λαγκάδια και βουνά ραντίζουν με προαιώνιες προσευχές.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΚΛΟΥΒΑΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

ΧΑΪΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Νύχτα μυστική. Ο Χριστός μας γεννιέται! Νύχτα φωτεινή. Σε μία φάτνη ο Χριστός μας γεννιέται! Χαίρετ’ η φύση. Μέσα στο στάβλο τα βόδια Τον ζεσταίνουν. Έρχεται ο Χριστός μας!

Μάνα Παναγιά τον Σωτήρα του κόσμου έφερες στη Γη. Η Πλάση γελά. Ο ουρανός ανοίγει. Μεγάλη χαρά! Φέρε Χριστέ μας Ειρήνη και Αγάπη σε όλη τη Γη! ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΚΛΟΥΒΑΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ


Σελίδα 157

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Γεννήθηκα ένα πρωί, δροσάτο του Μαΐου, σ’ ένα πανέμορφο νησί, χρυσό του Ιονίου. Η Κεφαλλονιά μου ήτανε, αυτό το ελατονήσι, που μου ΄δωσε το νάμα της, να πιω από τη βρύση.

Στην ξένη χώρα απέκτησα γυναίκα και παιδιά. Κατάφερα και έφτασα πάρα πολύ ψηλά. Μα μ’ έπιασε κάποια βραδιά μεγάλη νοσταλγία, τον Αίνο μου να ξαναδώ, λαχτάρα κι αγωνία!

Πάνω στον Αίνο ανέβηκα, ψηλά στο μοναστήρι κι ένιωσα τι θα πει ζωή, αληθινό ζαφείρι. Κράτησα μέσα μου σφιχτά, όλα τα μυστικά του και του ΄ταξα πως δεν μπορώ να ζήσω μακριά του.

Γιατί όπως πήγαινα εγώ, θα ρίζωνα στα ξένα και δεν το ήθελα ποτέ, να γίνει αυτό για μένα. Γι’ αυτό όλα τα μάζεψα, κάποιο πρωί του Μάη. Την ξένη χώρα άφησα. Είπα∙ «άλλο δεν πάει»!

Και στις σπηλιές σαν βρέθηκα, Μελισσάνη, Δρογκαράτη το ποίημά τους μελίρρυτο, σαν συμφωνία ενάτη, άκουσα. Και αντίκρισα τις στάλες καθώς πέφτουν, να φτιάχνουν μαγικά γλυπτά, θαύμα σ’ όσους τα βλέπουν.

Κι έτσι ξαναντίκρισα τα μέρη τα αγιασμένα! Δε χόρταιναν καρδιά και νους, τα μάτια μεθυσμένα που όλα με περίμεναν, κάμποι, δροσοσταλιές. Αρμύρα ξαναγεύτηκα, στου ονείρου τις σπηλιές! ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΚΛΟΥΒΑΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Πέρασαν χρόνια και καιροί κι έφυγα απ’ το νησί μου. Ανάγκη βιοπορισμού έσπρωχνε τη ζωή μου μακριά σε μέρη άγνωστα, που υπήρχανε δουλειές. Και μου ΄λειπε το άρωμα απ’ τις ακρογιαλιές.

Φωτογραφία: ΑΝΝΑΣ ΚΟΚΚΙΝΗ


Σελίδα 158

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Γητευτής ιδεών "Ελλιμενισμός" Απόσπασμα 1 Οργώνει η θάλασσα το μπλε του ουρανού κι εγώ χώνω στις τσέπες μου άμμο του έρωτά σου Σε δύση ηλίου η φύση ανάβει το ξεχασμένο ξωκλήσι στην αγκαλιά του Θεού Λεύκες και πεύκα παραδομένα στο ζωγραφικό και επικούρειο δέος, στο "ζην ηδέως"... Υποκλίνονται στο μεγαλείο, στην ένταση μιας στιγμής αιωνιότητας

Μπλε της θάλασσας Γαλάζιο του ουρανού Άσπρο της ηδονής Μωβ της απαστράπτουσας συνείδησης Στεριανός αέρας Μελτέμι ο Ανδριάντας του "Αφανούς ναύτη"... ΣΟΦΙΑ ΣΚΛΕΙΔΑ

Γητευτής ιδεών Απόσπασμα 2 "Εν Γαυρίω" * Φοράς τη θύμηση και προχωράς Στάσεις κάματος Συστάσεις που αποφεύγεις Ρηξικέλευθες αποφάσεις ενός απόντος ρεβανσισμού Αργοπορείς να βάλεις σε μια τάξη την άτακτη φυγή Κι όμως ακριβής η άφιξη στο σημείο διαφυγής Σε βαλίτσες στοιβαγμένα τα όνειρα στενάζουν κάτω από το βάρος της συνήθους συνειρμικής αναμόχλευσης αλλοτινών ερώτων, προδομένης αγάπης

Ματωμένες οι νύχτες από τα νύχια του αυτοσαρκασμού Σε καλπάζουσα αισιοδοξία η ψυχή αντιστέκεται σθεναρά, αφού συγχωρέθηκε κοινωνώντας Χριστό Έμπλεη αγνών συναισθημάτων προσφέρει δεντρολίβανο** στους μελίρρυτους περαστικούς με την εύνοια της Θεάς Αφροδίτης... ΣΟΦΙΑ ΣΚΛΕΙΔΑ *Κεντρικό λιμάνι της Άνδρου που φεύγουν τα καράβια **Στην αρχαία Ελλάδα το θεωρούσαν δώρο της θεάς Αφροδίτης στους ανθρώπους


Σελίδα 159

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Ελεγείο Μην είσαι αγέρας, ξωτικό, της θάλασσας γοργόνα; μην είσαι λάβα στο βουνό, της λίμνης μια λαγγόνα; μην είσαι το δοξάρι στη ράχη του βιολιού ή ένδοξο σκουτάρι στα χέρια ενός φρουρού;

Της γης αυτής είμαι ο καρπός, στη μήτρα της κρυμμένος ήχος βαθύς, οξύς, στριγγός, ανήλιαγα κλεισμένος φλόγα, πυρά στα σπλάχνα μου φωτάει το κορμί πνοή κι ανάσας άχνα, ελπίδας προσμονή.

Είναι η ψυχή μου μοναχή, μονιά η ερημιά της στα τρίσβαθα στη στέρφα γη, μακριά σε μια γωνιά της κι η πέτρα που μου κλείνει, στα μπράτσα μου βαριά, τη νεκρική μου κλίνη, ασήκωτη θωριά.

Μα πως σου κόψαν τα φτερά στο σκότος του απείρου; στέκει η ανδρεία σου η καρδιά στη δίνη ενός ονείρου. Σε γέλασεν ο Χάρος μια νύχτα με χιονιά κι είχες περίσσιο θάρρος στα μάτια, στην καρδιά.

Μέσα στο σκότος το βαθύ αστράφτει η μορφή σου κι όπου το βλέμμα μου στραφεί γεννάει τη θύμησή σου χίλιοι πυρσοί ανάβουν και πέφτουν κεραυνοί κι αστροπελέκια θάβουν τό άδικο στη γη.

Δεν κλαίω τ’ ανάερα φτερά, αστρόσκονη θα γίνουν να κλείουν το φως και τη χαρά στον κόσμο να τα δίνουν. Τον ήλιο που ανατέλλει, μον’ κλαίγω, δεν θα δω και του εχθρού τα βέλη, σκιά για το λαό. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΚΡΙΤΕΑΣ

Δυο ζεστά χέρια Σαν άπλωνες τα δυο ζεστά σου χέρια λευκές πελώριες στοργικές φτερούγες, πως γλίστραγα στου κόρφου τα λημέρια και κούρνιαζα στις ανθισμένες ρούγες; Με φύλαγες γλυκά βυζασταρούδι στο μέτωπο, στο μάγουλο, στο στόμα εγώ ο ανθός και εσύ ήσουν το λουλούδι και είχα του ήλιου της αυγής το χρώμα Ήσουν ο βράχος στ’ αγριεμένο κύμα, εσύ η απαντοχή στο κάθε βήμα και όταν ανάβρυζε θολό το δάκρυ μες της ποδιάς κρυβόμουνα την άκρη Και σαν ψηλά με τίναζες στ’ αστέρια γυρεύα σου την σιγουριά στα χέρια, γλυκογελούσες και με έκλεινες λογάρι στην αγκαλιά σου με κρυφό καμάρι Στο γόνα σου με χόρευες επάνω σαν την βαρκούλα, μέχρι να αποκάνω και μου ‘λεγες στ΄αυτί τραγούδια χίλια με μια γλυκιά φωνή, μ’ αγγέλου χείλια

Περήφανα τα δυο σου μάτια, οπάλια ματόκλαδα μακριά σαν την βεντάλια πετάριζαν, πολύχρωμα στολίδια σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, ίδια. Και σέρνανε το βλέμμα σου αγάλι καρσί προς το βουνό και τ’ ακρογιάλι σ’ ένα χορό, σαν τ’ απαλό το κύμα τη βάρκα, που ‘χει τον αγέρα πρύμα γλυκοφιλά τις σκλήθρες και τ’ αμπέλι και τον ανθό της μέλισσας, το μέλι στο βαθυπράσινο γλιστρά το χρώμα στη ρίζα της ελιάς, πάνω στο χώμα. Ξάφνου σημάδι σπλάχνο μου προβάλει, γέρνει η ματιά γοργά στο προσκεφάλι θρόισμα απαλό η αναπνοή σου τα βλέφαρα κλειστά, γλυκοκοιμίσου. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΚΡΙΤΕΑΣ


Σελίδα 160

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Άνθρωποι παλιάς κοπής. Είναι κάποιοι που εννοούν και πράττουν τα λεγόμενα τους. Είναι κάποιοι που σε κοιτούν οριζόντια δίχως να σκύβουν το κεφάλι,μέσα στο βυθό των ματιών σου.

Είναι κάποιοι ντροπαλοί και ευαίσθητοι. Είναι όλοι εκείνοι οι ηθικοί ,οι ταπεινοί άνθρωποι που μπορούν αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο . Αρκεί να τους πιστέψεις. ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ Περί ανέμων και υδάτων -Παραμύθια ζωής.

Μεταξύ ουρανού και γης Ο ουρανός και τα σύννεφα αντικατοπτρίζονται στην ζωντανή λίμνη των ονείρων μου. Η χορωδία των βατράχων αντηχεί μελωδικά στα αυτιά μου. Τα καλοκαιρινά χελιδόνια πετούν ανέμελα φτιάχνοντας

φωλιές στα ξύλινα σπίτια στις όχθες της. Κι εγώ δεν έχω τίποτα να πω. Απλώς κοιτώ και αναπολώ. Έναν παράδεισο σαν κι αυτόν. ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ Περί ανέμων και υδάτων -Παραμύθια ζωής.

Περιμένοντας τον πρίγκιπα. Ανεξίτηλο τοπίο μιας χαραυγής ήταν τα μάτια σου. Ανεξερεύνητο νησί έμοιαζε η καρδιά σου. Θαλασσοπόροι τρισμέγιστοι και κάθε λογής πειρατές την πολιορκούσαν. Σμαράγδια και ρουμπίνια σου προσέφεραν. Μα εσύ αμίλητη κι αδιάφορη στην μοναξιά σου.

Άγκυρα καρφωμένη στον βυθό. Στάσιμη κι αδρανής περιμένοντας τον θαυματοποιό να ζυγώσει. Υπομονετικά,καρτερικά ,με αξιοπρέπεια όπως αρμόζει σε μια νεράιδα του δάσους. ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ Περί ανέμων και υδάτων -Παραμύθια ζωής.


Σελίδα 161

Φωτογραφία: Φίλιππος Φιλίππου

Φωτογραφία: Φίλιππος Φιλίππου

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Φωτογραφία: ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΦΩΣ - Μαρία Μπουράνη - Γενικό Λύκειο Μεγαλόπολης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.