ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΠΑΣΤΡΑΣ
ΠΩΣ Ο ΣΝΟΥΠΙ ΤΟ ΚΟΥΤΑΒΑΚΙ ΕΓΙΝΕ ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ
ΚΕΦΑΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 2019
Σειρά: Παιδική Βιβλιοθήκη Περιοδικού Κέφαλος Τίτλος: Πως ο Σνούπι το κουταβάκι έγινε βοηθός του Άη Βασίλη Συγγραφέας: Πλούταρχος Πάστρας Επιμέλεια / Επεξεργασία έκδοσης και εξωφύλλου: Πλούταρχος Πάστρας Copyright © Πλούταρχος Πάστρας Copyright © Δεκέμβριος 2019 Έκδοση: Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς Email: vivlia.kefalos@gmail.com Ιστοσελίδα: kefalosperiodiko.blogspot.com Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν.2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει Κυρωθεί με το Ν.100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Μ
ια φορά κι έναν καιρό στη μακρινή Κουταβοχώρα, ζούσε ένα μικρό κουταβάκι που το έλεγαν Σνούπι. Ο Σνούπι ήταν ένα πολύ όμορφο, στρουμπουλό, μα μικροσκοπικό κουταβάκι, που έμενε μαζί με τη γαβ-γαβμαμά του και το γαβ-γαβμπαμπά του σ’ ένα μεγάλο σπίτι χτισμένο από ζάχαρη και σοκολάτα στην κορφή του λόφου Γαβ-γαβ. Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν από λευκή σοκολάτα και η σκεπή του από μαύρη. Ενώ ο κήπος του ήταν γεμάτος από ζαχαρωτές φράουλες και καραμελωμένα μήλα με ασπρόμαυρες βούλες! Ο Σνούπι αγαπούσε πολύ τη γιορτή των Χριστουγέννων και περίμενε πως και πως για να έρθουν κάθε χρόνο. Και όταν έφτανε ο Δεκέμβριος, πεταγόταν από τη χαρά του και μετρούσε αντίστροφα τις τελευταίες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. -Δέκα βασιλόπιτες, εννιά σοκολάτες, οκτώ πουτίγκες, επτά καραμέλες, έξι σοκολατάκια, πέντε δίπλες, τέσσερα μπισκότα, τρία μελομακάρονα, δύο κουραμπιέδες, ένα γλειφιτζούρι... και έφτασε η γαλοπούλα! Όπως καταλαβαίνετε παιδιά ο Σνούπι ήταν πολύ λιχούδικο κουταβάκι και αγαπούσε πολύ τα γλυκά, και ιδιαίτερα τη γεμιστή γαλοπούλα. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων, μάλιστα,
η αγωνία του μεγάλωνε τόσο πολύ, όσο η κοιλίτσα του Άι Βασίλη από τα μπισκότα που έτρωγε στα σπίτια των παιδιών που επισκεπτόταν για να τους αφήσει τα δώρα τους. Ο Σνούπι ήθελε πολύ να γνωρίσει από κοντά τον αγαπημένο του Άγιο, αλλά δυστυχώς ενώ κάθε φορά προσπαθούσε να παραμείνει ξύπνιος μέχρι αργά τα μεσάνυχτα για να τον συναντήσει, τα μικρά του ματάκια σιγά-σιγά έκλειναν, μέχρι που κοιμόταν του καλού καιρού στο καλαθάκι του. Εκείνη τη χρονιά, όμως, είπε πως κανείς στην κουταβοχώρα να μη γαβγίσει, αυτός θα τον δει! Κι έτσι πήρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί, έκατσε κάτω κι έφτιαξε το σχέδιο του. Το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων, θα σηκωνόταν πολύ νωρίς, θα έπλενε το προσωπάκι του και τα δοντάκια του, θα έτρωγε το πρωινό του και θα πήγαινε γρήγορα στο σαλόνι να το βάλει σε εφαρμογή. Ανάμεσα στο έλατο και την πολυθρόνα, θα έβαζε ένα λευκό, σχεδόν αόρατο σκοινάκι, έτσι ώστε όταν περάσει ο Άι Βασίλης, να μπλεχτούν οι μεγάλες μαύρες μπότες του σ’ αυτό και να σκοντάψει. Επίσης, στις κάλτσες που ήταν κρεμασμένες στο τζάκι, θα τοποθετούσε μέσα ζαχαρωτές καραμέλες, ώστε με το θόρυβο που θα έκαναν όταν θα τις έτρωγε ο Άι Βασίλης, θα τον έπιανε στα πράσα! Πραγματικά το σχέδιο του ήταν πολύ έξυπνο και θα είχε
πετύχει, αν ένα βράδυ πριν την παραμονή των Χριστουγέννων δεν τον είχε επισκεφτεί ένα περίεργο ξωτικό που το έλεγαν: Χιονοσκούφι. Εκείνο το βράδυ που λέτε παιδιά, έκανε τσουχτερό κρύο στην κουταβοχώρα και όλοι έπεσαν από νωρίς στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν. Ο παγερός άνεμος σφύριζε έξω από τα παράθυρα και οι χιονονιφάδες χόρευαν τρελά στο ρυθμό του. Κάποια στιγμή κι ενώ ο Σνούπι κοιμόταν στο καλαθάκι του. Ακούγεται ένα βαρύ χτύπημα στο παράθυρο. Εκείνος άνοιξε τα ματάκια του, έκανε ένα μεγάλο χασμουρητό και κοίταξε προς εκείνη τη μεριά. Δεν είδε όμως κάτι κι έτσι έκλεισε πάλι τα ματάκια του. Ένα λεπτό αργότερα ακούστηκε ένα ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα στο παράθυρο. Τότε ο Σνούπι από το φόβο του σηκώθηκε να τρέξει γρήγορα στο δωμάτιο των γονιών του, το παράθυρο, όμως άνοιξε ξαφνικά και μαζί με τον κρύο βορειά, μπήκε μέσα στο δωμάτιο ένα μικρό πλάσμα που έμοιαζε πολύ σε ξωτικό. Ο Σνούπι είχε παραμείνει ακίνητος όλη εκείνη την ώρα και τον κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μάτια. Το ξωτικό σηκώθηκε και σκούπισε από την κάπα του το χιόνι. Τότε γύρισε και είπε στο μικρό μας κουταβάκι: -Εσύ είσαι ο Σνούπι το κουτάβι; -Μάλιστα, απάντησε με σιγανή φωνή. Το ξωτικό όμως δεν
τον άκουσε καλά, γιατί είχε παραμείνει ακόμη πολύ χιόνι μέσα στα μεγάλα του μυτερά αυτιά και τον ξαναρώτησε. -Πες μου είσαι εσύ ο Σνούπι το κουτάβι; -Εγώ είμαι κύριε ξωτικό. -Μα τα χίλια κουδούνια του έλκηθρου του Άι Βασίλη, επιτέλους σε βρήκα! -Εμένα ψάχνατε; -Ε, βέβαια εσένα! -Και τι με θέλετε; -Μα πόσο περίεργο κουταβάκι είναι αυτό πια και μου κάνει όλες αυτές τις ερωτήσεις, είπε το ξωτικό παραμιλώντας φωνακτά. -Εγώ, τον ρώτησε ξανά ο Σνούπι νευριάζοντας τον τόσο πολύ που έλιωσε το χιόνι μέσα από τ’ αυτιά του. -Ναι εσύ αγαπητέ μου! Δεν βλέπεις τι ώρα είναι, έχουμε αργήσει! Δεν είναι τώρα ώρα για πολλές συζητήσεις. Έλα πάμε, πρέπει να προλάβουμε! -Να έρθω μαζί σας εγώ; Μα... -Δεν υπάρχουν μα, τον διέκοψε το ξωτικό. Βιαζόμαστε τώρα. Θα έρθεις λοιπόν μαζί μου στο Βόρειο Πόλο; -Στο Βόρειο Πόλο;
-Μάλιστα, σε περιμένει ο Άι Βασίλης και όλα τα ξωτικά του χωριού! -Ο Άι Βασίλης ρώτησε έκπληκτα ο Σνούπι. -Φυσικά, μα δεν θυμάσαι καλό μου κουταβάκι, πως αυτή ήταν η ευχή σου; -Η ευχή μου; -Βεβαίως κάτσε την έχω εδώ στη λίστα των ευχών! Και το ξωτικό ξετυλίγει ένα μεγάλο χαρτί που ήταν τυλιγμένο σε κύλινδρο από ζαχαρωτή μαγκουρίτσα και άρχιζε να ψάχνει. Έψαχνε για πολύ ώρα στη λίστα των ευχών, μέχρι που κάθε γωνία του δωματίου σκεπάστηκε από αυτήν. Κάποια στιγμή βρίσκει τ’ όνομα του και βροντοφωνάζει δυνατά από χαρά: -Ορίστε καλό μου κουτάβι! Αριθμός πεντακόσια δώδεκα μελομακάρονα, παύλα είκοσι κουραμπιέδες, κάθετος τρεις βασιλόπιτες και δυο ζαχαρωτά. -Τι είναι αυτό; -Μα η ευχή σου. Να τη: «Αγαπημένε μου Άι Βασίλη, θα ήθελα πολύ εφέτος τα Χριστούγεννα να σε γνωρίσω και να γινόμουν βοηθός σου»! -Αλήθεια, είπε ο Σνούπι, αυτό ευχήθηκα! -Και η ευχή σου εισακούστηκε του είπε το ξωτικό. Τι λες λοιπόν θα έρθεις μαζί μας;
-Μαζί σας; -Ναι, κοίταξε κάτω από το παράθυρο. Ο Σνούπι προσπάθησε να φτάσει ως εκεί αλλά ήταν πολύ δύσκολο με όλο αυτό το χαρτί. Έκατσε λοιπόν και τον βοήθησε να το τυλίξουν πάλι στη ζαχαρωτή μαγκουρίτσα και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Πράγματι κάτω στον κήπο με τις ζαχαρωτές φράουλες και τα καραμελωμένα μήλα υπήρχε ένα έλκηθρο, που το τραβούσαν όχι ένα, ούτε δύο, αλλά έντεκα τάρανδοι, με πρώτο απ’ όλους τον Ρούντολφ. Και θα μου πείτε που τον γνώρισε, μα από την κόκκινη φωτεινή του μύτη! Έτσι ο φίλος μας το κουταβάκι ντύθηκε καλά για να μην κρυώσει με τα χειροποίητα πλεκτά της γαβ-γαβγιαγιάς του. Φόρεσε έναν γαλάζιο σκούφο, δύο πράσινα γαντάκια κι ένα κόκκινο κασκόλ. Το ξωτικό πρότεινε να βγούνε από την πόρτα του σπιτιού κι όχι από το παράθυρο. Κι αυτό έγινε. Κατέβηκαν προσεκτικά τις σκάλες, άφησαν ένα γράμμα του Άι Βασίλη προς τους γονείς του για να μην ανησυχήσουν, ανέβηκαν στο έλκηθρο και πέταξαν ψηλά με κατεύθυνση το Βόρειο Πόλο. Όταν έφτασαν, το κρύο αντί να γίνει ακόμη πιο τσουχτερό μαλάκωσε. Αυτό συναίβει του εξήγησε ο Χιονονιφάδας από τ’ αναμμένα τζάκια, πάνω στα οποία βράζουν τα καζάνια με τη ζεστή μαύρη και λευκή σοκολάτα.
Για να μπουν όμως στο χωριό έπρεπε να περάσουν πρώτα από το μυστικό πέρασμα, που φρουρός του είναι ένα ξωτικό με τ’ όνομα Αστρούλης. Εκείνος μόλις τους είδε τους φώναξε δυνατά: -Ποιοι είστε εσείς που πετάτε ψηλά στον ουρανό; -Οι τάρανδοι του Άι Βασίλη, απαντάει φωναχτά ο Ρούντολφ. -Ποιοι μάραθοι, ρώτησε χωρίς να έχει ακούσει καλά ο Αστρούλης. Κι ένα γέλιο ξέσπασε ανάμεσα σε όλα τα ταρανδάκια, γιατί όλοι ξέρουν στο χωριό πως ο Αστρούλης έχει περήφανα αυτιά! Όμως δεν πέρασαν παρά μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να κατέβουν προς τα κάτω για να περάσουν από το μυστικό πέρασμα και σαν έφτασαν κοντά και τους αναγνώρισε τους ρωτά δυνατά για το σύνθημα του περάσματος: -Ποιος είναι κόκκινος, μα δεν είναι η μύτη του Ρούντολφ, έχει άσπρο πρόσωπο και μαύρα χέρια και πόδια μα δεν είναι ούτε χιονάνθρωπος κι ούτε καλικάτζαρος. -Ο Άι Βασίλης, απαντούν τότε όλα μαζί και ξαφνικά ακούγεται ένα δυνατό γέλιο, να κάπως έτσι: «Χο! Χο! Χο!» και ανοίγει το πέρασμα που οδηγεί στο χωριό του Άι Βασίλη. Το χωριό απ’ όσο είδε πάνω από το έλκηθρο, ήταν γεμάτο από μικρά ξωτικά που έτρεχαν πέρα-δώθε για να προλάβουν να είναι όλα έτοιμα το βράδυ για το μεγάλο ταξίδι του Άι
Βασίλη σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κάποια στιγμή έφτασαν και στο μεγαλοπρεπές σπίτι του. Εκεί τον περίμεναν οι χορωδίες του χωριού. Η χορωδία των «Καμπαναριών» που έψελνε την «Άγια Νύχτα», η χορωδία των «Τυμπανιστών» που τραγουδούσε τον «Μικρό Τυμπανιστή» και η χορωδία των «Καλάντων» που τραγουδούσε τα κάλαντα των Χριστουγέννων, και όλα τα υπόλοιπα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Κατέβηκαν από το έλκηθρο και πήγαν γρήγορα μέσα στο εργαστήρι των δώρων. Εκεί τους υποδέχτηκε ο Ελατοσκούφης, ο εφευρέτης των μηχανών που φτιάχνουν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ο οποίος πήρε τ’ όνομα του από το σκούφο του που έμοιαζε σε χριστουγεννιάτικο έλατο. -Καλώς ήλθατε, τους είπε ο Ελατοσκούφης. -Καλώς σε βρήκαμε, του λέει ο Χιονονιφάδας. Από εδώ είναι ο φίλος μας ο Σνούπι. Σήμερα θα είναι ο νέος βοηθός του Άι Βασίλη. -Υπέροχα, απαντά ο Ελατοσκούφης και κατευθύνονται όλοι μαζί μέσα στην αίθουσα κατασκευής των ξύλινων παιχνιδιών. Ξέρετε παιδιά το εργαστήρι του Άι Βασίλη χωρίζεται σε πολλές ομάδες και κάθε μία αναλαμβάνει την κατασκευή ενός συγκεκριμένου τύπου παιχνιδιών. Υπάρχει εργαστήρι λούτρινων παιχνιδιών, εργαστήρι πλαστικών παιχνιδιών, ερ
γαστήρι ξύλινων παιχνιδιών, εργαστήρι ηλεκτρονικών παιχνιδιών και δεν συμμαζεύεται... Ο φίλος μας ο Σνούπι άνηκε όπως ακούσατε στο προτελευταίο εργαστήρι, εκείνο των ξύλινων παιχνιδιών. Βλέπετε από νεογέννητο κουταβάκι που ήταν του άρεσε να παίζει με ξύλινα ανθρωπάκια, αλογάκια και άλλα ζωάκια. .Η δουλειά στο εργαστήρι του Άι Βασίλη ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστική. Όλοι οι βοηθοί του καθώς δημιουργούσαν τα παιχνίδια, τραγουδούσαν διάφορες χριστουγεννιάτικες μελωδίες, αλλά τ’ αγαπημένα τους ήταν τα τρίγωνα κάλαντα. Ο Σνούπι ήταν πολύ χαρούμενος που βρισκόταν εκεί που ονειρευόταν εδώ και πολλά χρόνια. Ο Ελατοσκούφης του είχε δώσει να ζωγραφίζει τα τρενάκια με διάφορα χρώματα. Ζωγράφιζε κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, γαλάζια, μωβ και πορτοκαλί τρενάκια. Μόλις τελείωσε με τα τρενάκια, ξεκίνησε να ζωγραφίζει μικρούς ξύλινους καρυοθραύστες. Ήταν πολύ απαιτητική αυτή η δουλειά όμως, γιατί κάθε παιδί ζητούσε άλλα χρώματα για το μικρό του καρυοθραύστη. Μετά του έδωσαν να κολλήσει διάφορα αυτοκόλλητα πάνω σε ξύλινα σπιτάκια. Πρώτα κολλούσαν τα παράθυρα, δεύτερον τα δέντρα γύρω-γύρω από το σπίτι, τρίτον τις πόρτες και τέλος τα κεραμίδια.
Στο τέλος, ο Ελατοσκούφης, τον έστειλε στο τμήμα περιτύλιξης των δώρων. Εκεί τον περίμενε, όμως, μία έκπληξη, ένας μεγάλος δίσκος από χριστουγεννιάτικα μπισκότα ζυμωμένα από τα χεράκια της γυναίκας του Άι Βασίλη, η οποία εκείνη την ημέρα είχε χαθεί μέσα στην κουζίνα, προσπαθώντας να προλάβει να είναι όλα έτοιμα το βράδυ της παραμονής. Όμως, δεν στεναχωριόταν καθόλου, αλλά τραγουδούσε με χαρά το τραγούδι: «Χριστούγεννα ήρθαν πάλι». Ο Σνούπι ήταν πάρα πολύ καλός και σ’ αυτή την εργασία. Μάλιστα απ’ ότι του είπε ο Ελατοσκούφης, ήταν ο πιο γρήγορος βοηθός του Άι Βασίλη στο περιτύλιγμα των δώρων. Πέρασε ακόμη και το γρηγορότερο ξωτικό του χωριού, τον Καμπανούλη. Μόλις περιτύλιξε και το τελευταίο δώρο, ακούστηκε ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν σεισμός, αλλά ήταν η κουδούνα του Άι Βασίλη που σήμανε την έναρξη των Χριστουγέννων. Πραγματικά τα δώρα ήταν όλα έτοιμα, όπως και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο μεγάλο σαλόνι της γυναίκας του, η οποία το είχε σερβίρει με τη βοήθεια της βοηθού της, της όμορφης Νεραιδένιας. Όλα τα ξωτικά μαζί με τον Σνούπι, πιάστηκαν από τα χέρια και δημιουργώντας μία μεγάλη χαρούμενη αλυσίδα από πράσινους και κόκκινους σκούφους κατευθύνθηκαν προς την τραπεζαρία. Ένα-ένα έκατσαν στις καρεκλίτσες τους και ο Σνούπι στην
τιμητική καρέκλα του καλεσμένου, δίπλα από τον Άι Βασίλη. Εκείνος μόλις τον είδε τον αγκάλιασε σφιχτά και του έδωσε ένα μεγάλο χαρτί που έγγραφε ότι ο Σνούπι ήταν ένας από τους καλύτερους βοηθούς του Άι Βασίλη τα φετινά Χριστούγεννα. Ο Σνούπι, όπως καταλαβαίνετε, πέταξε από τη χαρά του. Για πολύ ώρα χοροπηδούσε ψηλά φωνάζοντας «γιούπι», αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ, επειδή οι μυρωδιές από τα φαγητά και τα γλυκά της γυναίκας του Άι Βασίλη του έσπασαν τη μύτη. Και τι δεν πρωτοείχε πάνω το τραπέζι: ψητή γαλοπούλα, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες, μπισκότα από πορτοκάλια, φράουλες, δαμάσκηνα, ροδάκινα, κεράσια και ότι άλλο τραβούσε η όρεξη σου! Όταν τελείωσε το δείπνο κατευθύνθηκαν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού. Πήρε ο κάθε ένας από ένα καμπανάκι και μόλις ο Άι Βασίλης και ο Σνούπι ανέβηκαν πάνω στο έλκηθρο και πέταξαν ψηλά στον ουρανό, άρχισαν να τραγουδούν «Άγιος Βασίλης πάλι θα ‘ρθει». Μετά από ένα πολύ μεγάλο ταξίδι σε όλες τις ηπείρους, την Αφρική, την Αμερική, την Αυστραλία, την Ασία και την Ευρώπη, στο τέλος έφτασαν στο σπίτι του Σνούπι. Ο Άι Βασίλης και ο Σνούπι κατέβηκαν από το έλκηθρο, α
νέβηκαν προσεκτικά τις σκάλες για να μην ξυπνήσουν τους γονείς του που κοιμόντουσαν και μπήκαν στο υπνοδωμάτιο του. Τότε ο Άι Βασίλης άνοιξε το σάκο του να του δώσει το δώρο του, μα όσο κι αν έψαχνε εκείνος ήταν άδειος και φώναξε δυνατά: -Μα τ’ άσπρα μου γένια, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα! Ξέχασαν να βάλουν μέσα στο σάκο μου το δικό σου δώρο Σνούπι. -Δεν πειράζει Άγιε μου Βασίλη, απάντησε ο Σνούπι, γιατί το μεγαλύτερο δώρο για εμένα είσαι εσύ! Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Άι Βασίλης, τα μεγάλα γαλανά του μάτια δάκρυσαν και δύο σταγόνες κύλησαν πάνω στο μάγουλο του. Μετά ο Σνούπι του ζήτησε πριν τον βάλει να κοιμηθεί να του διαβάσει ένα παραμύθι, κι έτσι έγινε. Μόλις τελείωσε τον φίλησε στο μέτωπο και του είπε με βροντερή φωνή: -Καλά Χριστούγεννα Σνούπι και κατέβηκε κάτω για να φύγει από την καμινάδα. Ο Σνούπι τον κοίταξε από το παράθυρο που πέταξε ψηλά με το έλκηθρο του γελώντας χαρούμενα «χο, χο, χο»! Το πρωί των Χριστουγέννων, όμως, περίμενε μία μεγάλη έκπληξη το φίλο μας το κουταβάκι. Ο Άι Βασίλης δεν τον ξέχασε, αλλά πήγε στο Βόρειο Πόλο και ξαναγύρισε πίσω για να του φέρει το δώρο του, ένα πολύχρωμο τρενάκι με
έντεκα βαγόνια, όσα και τα ταρανδάκια που σέρνουν το έλκηθρο του. Από τότε ο Σνούπι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη χρονιά, γιατί ήταν τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής του!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ & ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ Μου `παν έλα να πάμε να δεις Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης, κι εγώ γυρεύω απόψε στον ουρανό τ’ αστέρι ψάχνω να `βρω το φωτεινό ραπαπαπαμ ραπαπαπαμ να με πάει στο μικρό βασιλιά, πέρα μακριά.... Μες στη νύχτα παιδί μοναχό, τι δώρο να σου φέρω, που `μαι φτωχό φέρνω το τύμπανο που μόνο κρατώ τα κάλαντα να ψάλλω για το Χριστό ράπαπαπαμ ραπαπαπαμ το πιο ωραίο τραγούδι θα πω, για το Χριστό... Μες στη φάτνη τα ζωα ξυπνούν κι απ’ έξω ταπεινά βοσκοί προσκυνούν στην Παναγιάς κρυμμένο στην αγκαλιά χρυσό στεφάνι, φως, φορεί στα μαλλιά ραπαπαπαμ ραπαπαπαμ σαν με βλέπει η καρδιά μου χτυπά, και μου γελά....
ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ Άγια Νύχτα, σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί και με πίστη ανυμνούμε, το Θεό δοξολογούμε μ’ ένα στόμα, μια φωνή, ναι, με μια φωνή... Η ψυχή μας φτερουγίζει πέρα στ’ άγια τα βουνά, όπου ψάλλουν οι αγγέλοι απ’ τα ουράνια θεία μέλη, στο Σωτήρα "Ωσαννά" ψάλλουν "Ωσαννά". Στης Βηθλεέμ ελάτε όλοι τα βουνά τα ιερά και μ’ ευλάβεια μεγάλη 'κει που Άγιο Φως προβάλλει προσκυνήστε με χαρά ναι, με μια χαρά.
ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Τρίγωνα, κάλαντα, σκόρπισαν παντού κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού, τρίγωνα κάλαντα μες στη γειτονιά ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά. Άστρο φωτεινό, θα `βγει γιορτινό μήνυμα θα φέρει από τον ουρανό. Τρίγωνα, κάλαντα, στο μικρό χωριό και χτυπάει χαρούμενα το καμπαναριό τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά μες στη σιγαλιά, ανοίγει η αγκαλιά κι έκανε η αγάπη την καρδιά φωλιά. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού τρίγωνα, κάλαντα μες στη γειτονιά ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά..
ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνει. Χιόνια στο καμπαναριό ξύπνησε όλο το χωριό. Ντιν ντιν νταν - ντιν ντιν νταν Κι όλοι παν στην εκκλησιά το Χριστό να προσκυνήσουν κι όλοι παν στην εκκλησιά. Λάμπει απόψε η Παναγιά. Ντιν ντιν νταν - ντιν ντιν νταν Στην ολόφωτη εκκλησιά ώρα πια κι εμείς να πάμε. Στην ολόφωτη εκκλησιά με καθάρια φορεσιά. Κι ας τραβήξουμε μπροστά μ’ αναμμένα φαναράκια. Κι ας τραβήξουμε μπροστά τυλιγμένοι στα ζεστά. Ντιν ντιν νταν - ντιν ντιν νταν
Ω! ΕΛΑΤΟ... Ω! Έλατο… Ω! Έλατο... μ’ αρέσεις, πως μ’ αρέσεις! Τι ωραία την Πρωτοχρονιά μας φέρνεις δώρα στα κλαδιά. Ω ! Έλατο… Ω! Έλατο... μ’ αρέσεις, πως μ’ αρέσεις! Ω! Έλατο… Ω! Έλατο... τι δίδαγμα η στολή σου! Ελπίδα εμπνέει σταθερή και θάρρος πάντα στη ζωή. Ω! Έλατο… Ω! Έλατο... τι δίδαγμα η στολή σου.. Ω! Έλατο… Ω! Έλατο... τα πράσινά σου φύλλα! Τα βγάζεις με καλοκαιριά και τα φοράς με το χιονιά. Ω! Έλατο… Ω! Έλατο... τα πράσινά σου φύλλα....
ΣΑΝ ΤΗ ΝΥΦΗ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ Σαν τη νύφη στολισμένο φουντωτό καμαρωτό, να το δέντρο φορτωμένο στο σαλόνι τ’ ανοιχτό. Πώς μ’ αρέσει, πώς μ’ αρέσει τι μεγάλη ομορφιά για να δω τι θα μου πέσει απ’ τα πλούσια κλαδιά. Δείτε εκεί μικρά μεγάλα τόπια, κούκλες σε κουτιά άλλα ξέσκεπα και άλλα τυλιγμένα στα χαρτιά. Πώς μ’ αρέσει, πώς μ’ αρέσει τι μεγάλη ομορφιά για να δω τι θα μου πέσει απ’ τα πλούσια κλαδιά.
ΠΑΕΙ Ο ΠΑΛΙΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ! Πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά! Καλή χρονιά χρόνια πολλά καλή χρονιά χρόνια πολλά Χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά! Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά ήρθε ο νέος με τα δώρα με τραγούδια με χαρά! Καλή χρονιά χρόνια πολλά καλή χρονιά χρόνια πολλά Χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά! Μα κι αν φεύγεις μακριά μας, στην καρδιά μας πάντα ζει κάθε λύπη και χαρά μας που περάσαμε μαζί!
ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την Θείαν γέννησιν, να πω στ' αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη. Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων. Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε, πέτρα να μην ραγίσει, και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
ΠΑΕΙ Ο ΠΑΛΙΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ! Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει. Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα (x2) Την άδεια γυρεύουμε στο σπίτι σας να μπούμε τον Άγιο με όργανα και με φωνές να πούμε. Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα (x2) Εκοίταξα στον ουρανό και είδα δυο λαμπάδες και με το καλωσόρισμα καλές σας εορτάδες. Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα (x2) Και πάλι ξανακοίταξα και είδα δυο στεφάνια και με το καληνύχτισμα καλά σας Θεοφάνεια.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ