Περιοδικό Κέφαλος - Τεύχος 4 - Ιανουάριος-Μάρτιος 2019

Page 1


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Λόγος - Τέχνη - Πολιτισμός

Email: kefalos.periodiko@gmail.com Web: kefalosperiodiko.blogspot.com Facebook: facebook.com/kefalosperiodiko Twitter: twitter.com/KefalosMagazine

Σελίδα 2


Σελίδα 3

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 4

ΒΡΑΒΕΥΣΗ Δρ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΝΤΟΒΑ

Βραβεύτηκε στα πλαίσια του «4ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης Κωνσταντίνος Π. Καβάφης» που διεξήγαγαν για το 2018, η International Art Academy και η International Art Society, τόσο με το «2ο ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΡΑΒΕΙΟ» του Διαγωνισμού, όσο και με το Τιμητικό Βραβείο «ΑΙΣΧΥΛΟΣ», η ποιητική συλλογή «Το Φως των Ποιητών», δείγμα κι απόπειρα, τόσο ελευθερόστιχης, όπως κι ομοιοκατάληκτης ποίησης, του γνωστού Ηπειρώτη Ποιητή, Συγγραφέα, Διδάκτορα της Φιλοσοφίας, και Εκπαιδευτικού Μιλτιάδη Ντόβα. Η ποιητική συλλογή «Το Φως των Ποιητών», η οποία αποτελείται από 35 τριάντα πέντε σελίδες, περιλαμβάνει είκοσι εννέα ποιήματα, 24 είκοσι τέσσερα ελευθερόστιχα και 5 πέντε ομοιοκατάληκτα, τα οποία καλύπτουν ευρύ φάσμα ποικίλων μορφών προβληματισμού και τα οποία αποτελούν ένα σχετικά σημαντικό, πρόσφατο τμήμα της δουλειάς του εν λόγω συγγραφέα. Στα πλαίσια αυτής της ποιητικής συλλογής ο Συγγραφέας παντρεύει το βίωμα και το όνειρο με τη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη καταλήγοντας στην κριτική ενατένιση και αποτύπωση στο πλαίσιο μιας απόπειρας έκφρασης της δυναμικής μέσω της Ποιητικής Κριτικής, των γενιών του Σήμερα, αλλά και των γενιών που ακολουθούν!


Σελίδα 5

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 6

ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΥΠΕΡΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ

Ο

Σουρεαλισμός γεννήθηκε από την επιθυμία για θετική δράση, από την τάση να αρχίσει και πάλι να χτίζεται κάτι μέσα από τα ερείπια του Νταντά. Ο Σουρεαλισμός βασίζεται σε μία ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων παραμελημένων ως τώρα μορφών συνειρμού, στην παντοδυναμία του ονείρου, στο ανυστερόβουλο παιχνίδι της σκέψης. Γεννήθηκε στο Παρίσι και αναπτύχθηκε στο διάστημα 1919-1924, ως επί το πλείστον από νεαρούς ποιητές της εποχής, κυρίως από την ομάδα που διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό "Litterature", Louis Aragon, André Breton και Philippe Soupault, διαμορφώνοντας την τάση που αργότερα οδήγησε στη δημοσίευση ενός Μανιφέστου που ανήγγειλε τη δημιουργία ενός νέου κινήματος. Από το Μάρτιο του 1922 ο Breton ανέλαβε αποκλειστικά τη διεύθυνση του "Litterature" και οδήγησε στην οριστική ρήξη του περιοδικού με την πρωτοπορία της εποχής όπως και με τον ντανταϊσμό, τον οποίο αποκήρυξε δημόσια (Littérature, no. 2, Απρίλιος 1922). Επιπλέον ανακοίνωσε τα σχέδιά του για ένα Διεθνές Συνέδριο που θα καθόριζε την «κατεύθυνση του νεωτερικού πνεύματος» και στο οποίο θα συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κινημάτων της Μοντέρνας τέχνης, όπως του Κυβισμού, του Φουτουρισμού, του Νταντά. Κατατάσσοντας έτσι το Νταντά στην ιστορία της τέχνης, ο Breton ήταν σαφές ότι εξέδιδε και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του. Η χρονιά της επίσημης ίδρυσης του κινήματος είναι το 1924, όπου και ιδρύθηκε το Γραφείο Σουρεαλιστικών Ερευνών, δημοσιεύτηκε το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού του Breton και κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού La Revolution Surrealiste. Η ατμόσφαιρα ευφορίας και μεγάλων προσδοκιών που επικρατούσε είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθούν με το νέο κίνημα αρκετοί νεαροί συγγραφείς και καλλιτέχνες.


Σελίδα 7

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Βασικές επιρροές αυτής της πρώιμης υπερρεαλιστικής ομάδας υπήρξαν οι Rimbaud, Lautréamont και Mallarmé, αλλά και σύγχρονοι λογοτέχνες της εποχής όπως ο Guillaume Apollinaire και Pierre Reverdy. Η προσφορά του Mallarmé «που έσπασε το σκληρό μπετόν ενός φρουρίου που θεωρούσαν απόρθητο: της σύνταξης» δεν είναι αμελητέα. Ο Lautréamont υπήρξε πραγματικά, όσο κανένας άλλος, ο εμπνευστής του κινήματος. Στο έργο "Les Chants de Maldoror" αναφερόταν o Breton, όταν έγραφε εκείνη τη φράσηκλειδί της σουρεαλιστικής δράσης: «τώρα ξέρουμε πως η ποίηση πρέπει κάπου να βγάζει». Οι σουρεαλιστές χρειάζονταν την εγγύηση του Lautréamont για να «ικανοποιήσουν τη θέληση της δύναμης στον λογοτεχνικό χώρο». Η φυσιογνωμία που υπήρξε υποδειγματική για τους σουρεαλιστές ήταν ο De Sade, του οποίου η ζωή ήταν ένα πραγματικό «μαύρο μυθιστόρημα». Γι αυτούς αποτελεί το συγκλονιστικότερο πρότυπο. Η αναζήτηση του απόλυτου στην απόλαυση σ’ όλες τις μορφές της και ιδιαίτερα στην σεξουαλική, η περιφρόνησή του για τις καθιερωμένες αξίες και για εκείνους που τις εκπροσωπούσαν, το χάρισμα του οραματιστή, συνθέτουν την ιδανική εικόνα του ανθρώπου όπως τον έβλεπαν. Άλλες σαφείς επιρροές προήλθαν από τον γερμανικό Ρομαντισμό αλλά και το αγγλικό γοτθικό μυθιστόρημα. Πυρήνα των υπερρεαλιστικών ιδεών αποτέλεσαν παράλληλα οι θεωρίες του Freud, αν και οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για τις θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχαναλυτικής μεθόδου, αλλά για τα όνειρα, ως καταστάσεις απελευθέρωσης της ανθρώπινης φαντασίας. Oι γάλλοι σουρεαλιστές ασπάζονταν τις θεωρίες του Freud σαν μια δυνατότητα έκφρασης της «πραγματικής λειτουργίας της σκέψης». Η καθημερινή πρακτική κάποιων συλλογικών παιχνιδιών το 1922 όπως τα «πειράματα υπνωτισμού» είχαν σημαντικά ενισχύσει την συνοχή της ομάδας. Ο ορισμός του Σουρεαλισμού δίνει έμφαση στο στοιχείο του αυτοματισμού, ενώ μεγάλο μέρος είναι αφιερωμένο στα όνειρα -άμεση έκφραση του ασυνείδητου κατά τον Freud, όταν το συνειδητό χαλαρώνει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Σουρεαλιστές όπως ο Breton, ο Eluard, ο Aragon, ο Robert Desnos, ο René Crevel, πειραματίζονταν ήδη με τις δυνατότητες του αυτοματισμού και των ονείρων -εκείνο που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η προσφυγή στον υπνωτισμό και τις ναρκωτικές ουσίες. Αν και δεν ομολογείται στο Μανιφέστο, ο αυτοματισμός όφειλε επίσης πολλά στα μέντιουμ και την «αυτόματη γραφή» τους και αυτό υποδηλώνεται όταν ο Breton υπογραμμίζει την παθητικότητα του υποκειμένου: «Στα έργα μας γινόμαστε βουβοί δέκτες τόσων και τόσων ήχων, απλοί μηχανισμοί καταγραφής». Οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες επηρεασμένοι από τους εκφραστικούς τρόπους του Ντανταϊσμού, όχι όμως από τον μηδενισμό του, αλλά και από τις εμπειρίες ενός παράλογου πολέμου, την πτώση των αξιών, την αποξένωση και την ψυχολογία του υποσυνείδητου, στράφηκαν στον εαυτό τους, στο υποσυνείδητο, στο όνειρο, στη φαντασίωση και στο παράλογο, σε μια προσπάθεια να δώσουν μορφή σ’ ένα «καθαρά εσωτερικό μοντέλο». Σε κάποια σουρεαλιστική προκήρυξη όπου πλέκεται το εγκώμιο της καθημερινής αφήγη-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 8

σης των ονείρων από τους γονείς στα παιδιά τους, ο Paul Eluard και ο Roger Vitrac διακηρύσσουν πως «αν ο ρεαλισμός είναι το ξεχορτάριασμα των δέντρων, ο σουρεαλισμός είναι το ξεχορτάριασμα της ζωής». Το κατεξοχήν θέμα των σουρεαλιστών, ερώτημα που υπάρχει και διατυπώνεται αδιάκοπα και που οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες άφησαν αναπάντητο είναι το αιώνιο θέμα του προορισμού του ανθρώπου, του «γιατί γεννηθήκαμε; τι μπορούμε να δεχτούμε να υπηρετήσουμε; πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε ελπίδα;» Οι σουρεαλιστές φιλοδόξησαν να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά με την ποιητική στάση. Σαν τον Rimbaud θέλουν να «πάνε να χτυπήσουν στις πόρτες της δημιουργίας» με το πλεονέκτημα των λιγότερων ψευδαισθήσεων. Ο Σουρεαλισμός επιδιώκει την αποτύπωση, είτε λεκτική είτε εικονική, αυθόρμητων συναισθημάτων και σκέψεων που δεν έχουν κοινή λογική. Παρά το ότι οι εικαστικές τέχνες κατείχαν δευτερεύουσα κατά κάποιον τρόπο θέση στη σουρεαλιστική ιεραρχία και το ενδιαφέρον του Σουρεαλισμού επικεντρωνόταν στην ποίηση, τη φιλοσοφία και την πολιτική, εντούτοις ο Σουρεαλισμός έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό κυρίως μέσω των εικαστικών τεχνών. Η μελέτη των σουρεαλιστικών έργων παραπέμπει σε μια άλλη πραγματικότητα, μια υπερπραγματικότητα, όπου η κοινή λογική καταργείται και εισάγονται στοιχεία του παραλόγου που όμως, αν τα παρατηρήσουμε και τα αναλύσουμε, δεν θα μας φανούν τόσο παράλογα. Οι Σουρεαλιστές προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το υποσυνείδητο και να ερμηνεύσουν τα «μυστικά» του. Δεν τους απασχολεί η ορθή ερμηνεία των ευρημάτων τους αλλά η ανακάλυψη και η αποκάλυψη της αβύσσου που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος. Κατέχουν το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε δύο κόσμους, την πραγματικότητα και την υπερπραγματικότητα. Είναι αυτοί που προσπαθούν να φέρουν στο φως την «αλήθεια» του ανθρώπου με όποια μέσα διαθέτουν. Γιαυτό στα πρώτα χρόνια του κινήματος χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό την ύπνωση και τις ναρκωτικές ουσίες, επιδιώκοντας να έρθουν πιο κοντά σε αυτήν την υπερπραγματικότητα που τόσο αναζητούσαν. Ο Σουρεαλισμός αποτελεί το κίνημα που προσπαθεί να συλλάβει το «ασύλληπτο» και να το αποτυπώσει είτε με λέξεις είτε με εικόνες στο χαρτί. Οι υψηλοί στόχοι και προσδοκίες που έχει θέσει ως κίνημα είναι κάτι που θα το βοηθήσει να κρατηθεί στην αιωνιότητα.


Σελίδα 9

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΑΓΡΙΝΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΠΙΤΥΧΙΩΝ

ΠΕΤΡΟΣ Κ . ΒΕΛΟΥΔΑΣ

Σ

το Αγρίνιο μας την αγαπημένη μας πόλη, πάλαι ποτέ πόλη του καπνού, σε αυτόν λοιπόν τον όμορφο τόπο, αναδείχτηκαν σπουδαίες Αγρινιώτικες προσωπικότητες. Σημαντικοί ήρωες αγωνιστές, άνθρωποι του αθλητισμού, και άνθρωποι των γραμμάτων. Έτσι στον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών, μια σπουδαία καλλιτεχνική φυσιογνωμία ήταν και αυτή του Πυθαγόρα, ο οποίος έγινε και έμεινε γνωστός όχι μόνο από τα «σουξέ» του, αλλά και από το μικρό του όνομα(δίχως το επίθετό του)Αγαπητοί μου αναγνώστες στο σημείο αυτό, ας δούμε λίγα πράγματα, σχετικά με τη ζωή και το έργο αυτού του αξιόλογου δημιουργού. Ο Πυθαγόρας Παπασταματίου γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1930 και πέθανε το 1979.Σπούδασε στην δραματική σχολή του ωδείου Αθηνών, έχοντας ως δάσκαλό του τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο πολυτάλαντος Παπασταματίου δεν έγραφε μόνο στίχους για τραγούδια μα και κείμενα για επιθεωρήσεις και σενάρια κινηματογράφου, ενώ και ο ίδιος υποδύθηκε ρόλους ως ηθοποιός για λίγο όμως διάστημα. Ήταν φίλος με τον συνθέτη Γιώργο Κατσαρό και συνεργάστηκαν και μαζί, μελοποιώντας του στίχους. Ο Πυθαγόρας υπήρξε μέλος της εταιρίας θεατρικών συγγραφέων. Ενδεικτικά σας παρουσιάζουμε καποιά τραγούδια του-τίτλους. «ΚΑΘΕ ΛΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΚΑΗΜΟΣ», που βραβεύτηκε το 1965 στο Sopecie της Πολωνίας, στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού. «Ο ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΣ», Ο «ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Ο ΛΟΧΙΑΣ», «ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ». Οι στίχοι του βραβευμένου του τραγουδιού «ΚΑΘΕ ΛΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΚΑΗΜΟΣ», είναι οι εξής: «Είναι η ζωή μια θάλασσα και μείς καπεταναίοι, κι είναι στ' άληθεια τυχεροί, όσοι πεθαίνουν νέοι. Κάθε λιμάνι και καημός κάθε καημός και δάκρυ, κι είναι η ζωή του καθενός


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 10

θάλασσα δίχως άκρη. Πολλές φορές ναυάγησα μες τα θολά νερά της, και χάθηκε η βάρκα μου στη μαύρη αγκαλιά της». *Ο Π. ΒΕΛΟΥΔΑΣ ΕΊΝΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ)ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,Δ ΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ,ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ & ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΗΠΕΙΡΩΝ, ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ

Φωτογραφία: Άννα Κοκκίνη


Σελίδα 11

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΙΓΕΓΟΝΟΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΔΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΑΑΡΩΝ ΑΠΠΕΛΦΕΛΝΤ «ΤΣΙΛΙ: ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», Εκ. Καπόν, Αθήνα 2018 ΣΟΦΙΑ ΣΚΛΕΙΔΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΜΑ, PH.D., ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Επιζήσας του Ολοκαυτώματος, ο Άππελφελντ, τραγικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του, το θίγει εμμέσως στα έργα του , χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα και εμβαθύνοντας πολύ στους πρωταγωνιστές του, των οποίων η ζωή αλλάζει άρδην από δυσοίωνες καταστάσεις και χρόνια σκοταδερά. Ανάμεσα στα πολλά μυθιστορήματα και τις ιστορίες για το Ολοκαύτωμα του συγγραφέα μας το « ΤΣΙΛΙ: ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» αποτελεί μια συγκλονιστική και συγκινητική ιστορία, στην οποία υπάρχει η κατάθεση ψυχής, των προσωπικών εμπειριών, αλλά και κατ΄επέκταση του συλλογικού δράματος πολλών αθώων ανθρώπων. Γι΄αυτό, το προσωπικό κύρος του δημιουργού δίνει ιδιαίτερη αξία τόσο στο εν λόγω έργο, όσο και στα υπόλοιπα που έχει εμπνευστεί ο ίδιος . Τον Απρίλιο του 2009 είχε πει :«Αντλώ από τη δεξαμενή των βιωμάτων μου αλλά ό,τι κάνω είναι μυθοπλασία. Θέλω να αναπλάσω τους χαμένους μου γονείς και τον πόλεμο». Καταφεύγει στη μυθοπλασία για να εκφράσει τα όσα τραγικά έζησε. Η μυθοπλασία τον αποδεσμεύει από τα δεσμά της μνήμης και τον βοηθάει και του επιτρέπει να πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις από ένα προσωπικό βίωμα εξαιρετικά οδυνηρό για να το προσεγγίσει σε πρώτο πρόσωπο. Επιπλέον, του επιτρέπει να μιλήσει για το αποτρόπαιο με τις σωστές λέξεις, με το σωστό ύφος (Μάγκυ Κόεν, Επίμετρο, Μπάντενχαϊμ 1939 , Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 174). Η ζωή της Τσίλι για παράδειγμα, περίτεχνα και παραστατικά δοσμένη με την έξοχη πένα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 12

του συγγραφέα μας, ήταν μόχθος, λησμονιά, και ανερμήνευτες ευχάριστες στιγμές. Μεγάλωσε παραμελημένη, ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα αντικείμενα της αυλής, γι΄ αυτό και στην περιπλάνηση της ζωής της ένιωθε πολλές φορές οικειότητα με τα εγκαταλειμμένα αντικείμενα που συναντούσε στο διάβα της. Στο σπίτι, καμιά φορά την ξεχνούσαν γι΄ αυτό και αυτή σταδιακά έμαθε να καταλαμβάνει όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο. Άλλωστε στην οικογένειά της , κανείς δεν έδειχνε οίκτο για τα αισθήματα του άλλου και ό, τι δεν πρόλαβε να κάνει ο πατέρας στη ζωή του, θα το έκαναν οι επιμελείς γιοι του και οι κόρες του. Αυτοί θα σπούδαζαν, αυτοί θα έφερναν διπλώματα στο σπίτι. Ήταν ένα ήσυχο πλάσμα, χωρίς καμία χάρη, σχεδόν βουβό. Ήταν κοντή και αδύνατη και στην όψη έμοιαζε με υπηρέτρια. Επειδή ήταν μικρή και αδύνατη και δεν ενοχλούσε κανέναν, αγνοούσαν την ύπαρξή της. Τελικά, η άσχημη ύπαρξή της έγινε ανέκδοτο και παράδειγμα προς αποφυγήν στα στόματα των αγροτών Η Τσίλι αποστήθιζε και αμέσως ξεχνούσε. Μπροστά στον πίνακα οι λέξεις βουβαίνονταν και τα χέρια της πάγωναν. Χοντροκέφαλη Εβραία την φώναζαν τα παιδιά χαιρέκακα. Με άλλα λόγια, στο σχολείο ήταν αντικείμενο κοροϊδίας και περιφρόνησης. Κι όμως, ποτέ δεν έκλαιγε, ποτέ δεν ζητούσε οίκτο. Κάθε μέρα πήγαινε στον τόπο των βασανιστηρίων της και κατάπινε όλες τις προσβολές. «Γιατί μας ντροπιάζεις έτσι», έλεγε ο πατέρας της, τρίζοντας τα δόντια του. Την κατηγορούσε συνέχεια για την τεμπελιά της. Όταν ο άνθρωπος θέλει μπορεί. Αυτό δεν ήταν σλόγκαν, αλλά πίστη για την οικογένειά της. Μπορεί όμως πραγματικά o καθένας και σε όλες τις περιπτώσεις; Αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη τρόπον τινά για όλους; Σ΄αυτό το ταλαιπωρημένο και αδικημένο από τη φύση και τους ανθρώπους πλάσμα έλαχε ο κλήρος να γίνει ο φύλακας της σπίθας, του θρησκευτικού βιώματος και της πίστης που θα αποβεί καθοριστική στη μετέπειτα πορεία του βίου της. Πολλές φορές στις δύσκολες και απεγνωσμένες στιγμές της ζωής της , που της προκαλούσαν απελπισία, όταν η θλίψη την περιέσφιγγε σαν μέγγενη, χρειάστηκε να επικαλεστεί λέξεις και λόγια που της είχε μάθει ο γέροντας θρησκευτικός μέντοράς της και αφύπνιζαν στην ψυχή της Τσίλι δυνατούς απόηχους που την γέμιζαν θάρρος και ελπίδα για το αύριο. H αναβίωση την οδηγούσε στην βαθμιαία εσωτερική της αναγέννηση. Λόγια παραμυθίας μέσα στο χάος που απάλυναν τις χαίνουσες πληγές της, που έμοιαζαν


Σελίδα 13

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

σαν ένα γοτθικό ανάγλυφο ενός ερειπωμένου μνημείου. Ευχές και θετικοί οιωνοί μέσα στις κραυγές αγωνίας, απώλειας και πένθους, ενώ θρασομανούσαν η κακία και το μίσος, που εξαπολύονταν από σαρδόνια μάτια γύρω της . Λίγο ακόμα έλεγε στον εαυτό της. Ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός όσο φαίνεται. Εσωτερικευμένες παραινετικές συμβουλές που ως όραμα ή ως προσωπικό βίωμα λειτουργούν ως ενισχυτικοί μηχανισμοί αυτοσυντήρησης, άμυνας και επιβίωσης. Και μια φορά άκουσε πολύ καθαρά: Μην φοβάσαι. Η μετάβαση είναι εύκολη στο τέλος. Αυτές οι εμφανίσεις τη γέμιζαν ζεστασιά , την ενδυνάμωναν ψυχικά, την γλίτωναν από την απόγνωση και την απομάκρυναν για λίγο από την επίγεια κόλαση που ζούσε. Απάλυναν και πράυναν τους φόβους της και τη χαρμολύπη της ψυχής της. Κάθε τόσο ένιωθε κάτι σαν δέος πάνω της, και ήξερε: ήταν ο Μάρεκ, που την κοίταζε- όχι χωρίς να την κριτικάρει- από μακριά. Και τη νύχτα, όταν το ραβδί ή το σχοινί έπεφτε στην πλάτη της, έλεγε στον εαυτό της: «Δεν πειράζει. Την άνοιξη, θα έρθει ο Μάρεκ να σε σώσει». Προσευχόταν συχνά, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές την ίδια προσευχή. Θεέ μου, Θεέ μου, οι λέξεις ξέφυγαν από το στόμα της. Πρέπει να πλυθείς, της ψιθύρισε μια φωνή. Φοβάμαι. Πρέπει να πλυθείς, επανέλαβε η φωνή. Έτσι έμαθε να ξορκίζει τα υπολείμματα του φόβου της, όταν αυτά σχημάτιζαν μια ομίχλη μέσα της. Παράλληλα, δεχόταν την κάθε μορφή βίας και επιθετικότητας υπομονετικά, ενοχικά, συγχωρητικά και με μακροθυμία, σαν να έπρεπε να εκτίσει την ποινή του προπατορικού αμαρτήματος για τα ανομήματα του κόσμου και της ράτσας της. Την έδερνε με ευλάβεια, σαν τιμωρία εξ ουρανού. Μέχρι που η Τσίλι ένιωσε ότι το άξιζε αυτό το ξύλο, αφού μια γυναίκα που γεννήθηκε στην αμαρτία πρέπει να εξαγνιστεί. Οι αντίξοες συνθήκες της ζωής της την απομακρύνουν από την ενθύμηση του σπιτιού και της οικογένειάς της και την οδηγούν σε μια επιλεκτική αμνησία ως εναλλακτικό και σωτήριο μηχανισμό επιβίωσης. Η ζωή της στο σπίτι τής φαινόταν τώρα μακρινή και αφηρημένη, που ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τελικά έμαθε να «δέχεται την ευτυχία της χωρίς ενθουσιασμούς», ακόμα κι όταν γεννιέται το σπέρμα της αγάπης μέσα της, πρωτανθίζει ο καρπός του έρωτα στη μήτρα της και αισθάνεται βαθιά την ευθραυστότητα του κορμιού της. Αγκαλιάζει και προστατεύει τη φοβισμένη ευτυχία της με λιτότητα, ελπίζοντας στην μακροημέρευσή της και περιορίζοντας τις ανάγκες της. Γιατί, ως γνωστόν, η αγάπη ου φυσιούται. Αγάπη είναι το ιερό αντιμνήσιο, το αγιοθύριδο


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 14

της ψυχής μας. Οι εμπειρίες της ζωής της, ο συνεγελασμός με τη φύση, η χλεύη που υφίσταται διαρκώς από τα προσβλητικά λόγια των άλλων, καθώς και η προσωπική της αυτοβύθιση και απομόνωση την οδηγούν να σπαθίσει τη σιωπή, να αποκτήσει αυτοσυνειδησία, ενσυναίσθηση, αναγνώριση του καλού και του κακού, της αλήθειας και ψέματος, της φιλανθρωπίας και της υποκριτικής διάθεσης. Έτσι αποκαθαίρονται οι λέξεις, οι σκέψεις αποκτούν ουσιαστικό νόημα. Έμαθε να αναγνωρίζει και να βλέπει το καλό, να αναζητάει στο έρεβος ψήγματα ευτυχίας, ακόμα και μέσα στην απόλυτη δυστυχία της ζωής της. Διάπυρη προσευχή της η προσμονή, η ελπίδα. Επίνειο η πίστη…Χαροποιόν το πένθος της. Ευχαριστώ Μαρία. Χάρη σε σένα είμαι ακόμα ζωντανή. Αν δεν υπήρχες, θα ήμουν ήδη σε έναν άλλο κόσμο. Σε ευγνωμονώ Μαρία. Τελικά τι είναι ευτυχία; Είναι συναίσθημα ή βίωμα; Είναι στόχος ζωής ή ουτοπία; Μπορεί να είναι αδιάλειπτη ή εξαντλείται σε περιορισμένες στιγμές; Το πρόγραμμα της ‘αρχής της ηδονής’ που σύμφωνα με τον Φρόυντ ορίζει και επιβάλλει τόσο την αποφυγή του πόνου όσο και την αποκόμιση ευχαρίστησης δεν αφορά τη δύστυχη Τσίλι που δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μεροληπτική μοίρα της και το άδικο πεπρωμένο της φυλής της. Ωστόσο, «δεν υπάρχει καμιά συμβουλή που να κάνει για όλους· ο καθένας πρέπει να δοκιμάσει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο μπορεί να γίνει ευτυχισμένος» (Φρόυντ), καθώς εκτός από την ιδιοσυγκρασία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα διαφέρουν και οι συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι εξελίσσονται και αυτονομούνται. H Tσίλι έφτασε ηρωικά και με φρυγμένα χείλη, να αντιμετωπίζει με ψηλά το κεφάλι την κάθε κακουχία και να αναδύεται τροπαιοφόρα και νικήτρια, δίχως γέρας, στεφάνια και δόξες, αλλά με μια αίσθηση εσωτερικής αγαλλίασης, ιλαρότητας και ευφορίας που πηγάζει από την μεγαλοσύνη που κρύβεται στην εταζέρα της ψυχής της. Αδικημένη και ταπεινωμένη από τον κόσμο και το οικείο περιβάλλον της, έμαθε να αγκαλιάζει θωπευτικά τους ανθρώπους, δίχως ίχνος μνησικακίας ή εχθρότητας. Χαριτώνεται από τον άγνωστο Θεό της και από τις σκιές των πολυόμματων Χερουβίμ που αθόρυβα και σταθερά κατευθύνουν και ενισχύουν τα βήματά της. Είναι μια συνάντηση εν αγάπη με τον Θεό, συγκαταβατική και σπλαχνική. Της φαινόταν ότι από όλη τη διεσπαρμένη ζωή της δεν είχε μείνει τίποτα. Ένας κυκεώνας από ήχους και σχήματα έρεε μέσα της, χωρίς να την αγγίζει. Σύμφωνα με την αριστοτελική θεωρία, όποιος στοχεύει στην ύψιστη ευδαιμονία, τη μακαριότητα, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση και να γνωρίζει ότι θα οδηγηθεί σε αυτήν μόνο μέσω της ανθρώπινης ενέργειας της συναφέστερης προς την ενέργεια του θεού.


Σελίδα 15

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν αυτό που τους λείπει, θεωρώντας ότι έτσι θα ολοκληρωθεί η ευτυχία τους, επενδύοντας αυτή την προσμονή με τις ελπίδες τους. Αν δεχτούμε τον αποφατικό ορισμό του Επίκουρου περί ευτυχίας σύμφωνα με τον οποίο ευτυχία είναι το να μην πονάμε στο σώμα και το να μην ταρασσόμαστε στην ψυχή, η Τσίλι δεν θα πρέπει να είναι ευτυχισμένη αφού όλο της το σώμα ήταν πληγιασμένο και πρησμένο. Εξάλλου, η γριά της είχε πει πως την περίμεναν ακόμα πολλές τιμωρίες. Τα αδύνατα πόδια της δεν την κρατούσαν. «Θεέ μου, Θεέ μου». Οι λέξεις ξέφυγαν από το στόμα της. Mε αυτόν τον τρόπο όμως ασυνείδητα το σώμα της ανοσοποιείται, αποκτά ισχυρή μνήμη και ενδοξοποιείται , μέσα από τη βυθομέτρηση της ίδιας της ψυχής. Αντίθετα, η συμπύκνωση της άποψης του Επίκτητου υπό τη μορφή συμβουλής: «Μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος» και η αποφθεγματική του ρήση «ανέχου και απέχου» , να έχεις υπομονή και εγκράτεια, θα ταίριαζε καλύτερα στην υποχωρητική και αλτρουιστική φύση της Τσίλι. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο επίσης γνωστό έργο του Ιστορία μιας ζωής ο Ααρών Άππελφελντ αναφέρει : «Εγώ δεν αμφέβαλλα διόλου ότι υπήρχε Θεός στους ουρανούς και ότι όριζε όχι μονάχα τα αστέρια στο στερέωμα μα και τα πλάσματά του (σελ. 48). Ήμουν βέβαιος πως ο Θεός θα με έσωζε και θα με γύριζε πίσω στους γονείς μου. Για να πω την αλήθεια, καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου οι γονείς μου αποτελούσαν ένα με το Θεό μες στο μυαλό μου, σαν ένα είδος ουράνιας χορωδίας με τη συνοδεία αγγέλων, που θα ερχόταν να με σώσει από την άθλια ζωή μου» ( σελ. 152-153). Ωθούμενος λοιπόν, από μια βαθιά θρησκευτικότητα ο συγγραφέας μας (γεγονός που έχει ενισχυθεί τόσο από τη μελέτη της Βίβλου, όσο και από την επαφή του με το έργο σπουδαίων μελετητών ,όπως του Μάρτιν Μπούμπερ, του Γκερσόμ Σόλεμ ή του Αγκνόν), ψάχνει να βρει , μέσα από τους πρωταγωνιστές των έργων του, τη χαμένη παιδικότητά του, και τελικά καταφέρνει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να βρει την ταυτότητά του, επιτυγχάνοντας μια σύζευξη παρελθόντος και παρόντος. Το ευρηματικό τέχνασμα του συγγραφέα, στο βιβλίο που έχει ως πρωταγωνίστρια την Τσίλι ,να στηρίξει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του σε ένα ψευδοερώτημα ενός τυφλού προς την Τσίλι , που προκαταβάλει την απάντηση, είναι καθοριστικό για την εξέλιξη της όλης πλοκής, την επιτυχία της διήγησης και αποδεικνύει περίτρανα το έξοχο ταλέντο του συγγραφέα μας. «Είσαι η κόρη της Μαρίας, έτσι δεν είναι;”, είπε ο γέρος και χαχάνισε.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 16

ματική της δοκιμασίας κυριαρχεί παρουσιάζοντας τη φύση σε διττό ρόλο, καθώς από τη μία προσφέρει μια ανυπέρβλητη εικόνα ομορφιάς κι από την άλλη ενέχει ένα θανάσιμο κίνδυνο, ο οποίος θα σημάνει το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη . Στο « Μοιρολόγι της φώκιας » ο Παπαδιαμάντης αφηγείται τα πάθια της γριάΛούκαινας, «μιας χαροκαμένης πτωχής γραίας», που «θητεύει» πλησίον της παντρεμένης «με μισήν δωδεκάδα παιδιά» κόρης της . Πηγαίνοντας να πλύνει τα ρούχα, παρά θίν’ αλός, αντικρύζει εκ του μακρόθεν τα Μνημούρια και αρχίζει το μοιρολόγι για τα πέντε μικρά παιδιά της και τον άντρα της που είχε χάσει αλλά και για τους δυο ξενιτεμένους γιούς της. Ακριβούλα ονομάζεται η μεγαλύτερη εγγονή της, που πηγαίνει να την βρει, ίσως σταλμένη από τη μάνα της, το πιθανότερο, όμως, διαφεύγοντας από την επιτήρησή της. Ο ήχος από τον αυλό ενός βοσκού παρασύρει την Ακριβούλα σε λάθος μονοπάτι, ιδιαζόντως απότομο, οπότε και γλιστράει, «μπλουμ! εις το κύμα» (τόσο βραχύλογα και επιγραμματικά), και πνίγεται. Ενδιαμέσως, μία φώκια, βόσκουσα στα βαθιά, ίσως άκουσε το μοιρολόγι της γριάς, το σίγουρο, την ήλκυσε ο αυλός, και, ως γίνεται συνήθως με τις φώκιες, ήρθε στα ρηχά. Ουδείς αντελήφθη τον πνιγμό. Για βράχο ριγμένο από το βοσκό, που αποκαλεί «σημαδιακό κι αταίριαστο», εξέλαβε η γερόντισσα τον πλαταγιασμό που άκουσε. Ο σύγχρονος άνθρωπος των ταραγμένων μας καιρών προκαλείται γυμνός και ανυπεράσπιστος με μόνο όπλο την άγρυπνη αυτογνωσία του να αναμετρηθεί με τις άγρυπνες δυνάμεις του Κακού , που ενεδρεύουν ακόμη και πίσω από τον μανδύα της αυταπάτης των πιο γλυκών και όμορφων απολαύσεων , έτοιμες να τον κατασπαράξουν . Αυτός ο άνθρωπος είτε είναι ο Καλός μονάκριβος 18χρονος νέος , που η άλογη βία της φύσης με το σχήμα ενός πόρφυρα – καρχαρία του αφανίζει την αγνή νιότη του , είτε είναι η μονάκριβη παιδούλα , η 9χρονη Ακριβούλα , που η άλογη βία της φύσης με τη μορφή ολισθηρού γκρεμού και αφρισμένου κύματος της αφανίζει την αθώα κι ακριβή παιδική της ζήση , δεν έχει άλλο όπλο αναμέτρησης με το Κακό παρά μόνον τα ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα μάτια της ψυχής του . Απέναντι στην άγρυπνη Κόλαση του Κακού να αντιτάξει τον ηθικό αγώνα της καλοσύνης του και της άγρυπνης αυτοσυνείδησής του . « Μεσα στα στήθια σου τ’ ακούς , Καλέ , να λαχταρίζει ; » Ν’ αφουγκραστούμε μέσα μας τον ασίγαστο παλμό της χαμένης μας παραδείσου . Ο νόστος μας , η γλυκιά επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο της καλοσύνης περνάει σήμερα μέσα από συμπληγάδες ψευδαισθήσεων , μέσα από σειρήνες αυταπάτης , που φενακίζουν την ψυχή και το μυαλό μας και μας παραδίδουν αμαχητί ευάλωτους σε μάγισσες αιχμαλωσίες , δεσμώτες σε γοητευτικά ελκυστικά δεσμά , που κρύβουν επιμελώς την αόρατη - πλην υπαρκτή - απειλή του ολέθρου μας και της αυτοκαταστροφής μας . Η εγρήγορση για την απαγκίστρωση του σύγχρονου ανθρώπου από τη θανατερή γοητεία των δεσμών αυτών είναι και η μόνη εγγύηση για την ηθική του νίκη απέναντι στις θηριώδεις δυνάμεις της άλογης και έλλογης βίας , που ελλοχεύουν παντού τριγύρω του . Όπως ο Καλός νέος αποδεσμεύεται από τις όμορφες και δυνατές αγκάλες της χαμο-


Σελίδα 17

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

γελαστής επιφανειακά θάλασσας και μπροστά στο θεριό , τον πόρφυρα – καρχαρία , « Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του » , το ίδιο και ο γερασμένος ψυχικά , ο διαβρωμένος από το κακό και τη βία σύγχρονος άνθρωπος , πρώτιστο χρέος έχει ν’ ανάψει μέσα του το φως της αυτογνωσίας , να δει την αλήθεια κατάματα και να αγωνισθεί τον αγώνα τον καλό , τον αγώνα του δικαίου . Δεν θα νικήσει σωματικά ούτε το θεριό ούτε το τέρας της εγκληματικής ενέδρας των ύπουλων κινδύνων του , θα έχει καταγάγει , όμως , θαυμαστή ηθική νίκη αθανασίας και αιώνιας ελπίδας . Στο γιαλό της απέθαντης μνήμης του θα είναι πάντα παρών , έτοιμος να δεχτεί τον ασπασμό από του δυνατού την κλαψα. « Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει: Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του. Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου, όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης, άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψ». Ο ανυπόκριτος πόνος , η συγκίνηση που κινεί τα σύμπαντα , είναι το γερό σκαρί , η βαρκούλα που μας ταξιδεύει στο μακρύ , ατέλειωτο και απλήρωτο ταξίδι προς τον νόστο του χαμένου μας παραδείσου. Όπως στον άλλο γιαλό , που η γραία Λούκαινα , η μάνα του ανθρώπου , κατέβη να ξεπλύνει τα βάσανά της και να ενθυμηθεί τ’ αποθαμένα της , η γλυκόηχη φλογέρα του καλόκαρδου μικρού βοσκού έκρυψε τον τραγικό γδούπο του άδικου θανάτου της Ακριβούλας και παραπλάνησε το θολωμένο μυαλό της γιαγιάς της να αποδώσει την επιθανάτια κραυγή της παιδίσκης σε παιγνιώδη θόρυβον του σημαδιακού και αταίριαστου σουραυλή βοσκού , κατά τον ίδιο τρόπο ο σύγχρονος άνθρωπος παραπλανάται και θολώνεται απ’ τα γλυκόηχα - πλην τραγικά - σήμαντρα της εποχής μας , που διατυμπανίζουν την εφήμερη και επίκαιρη « δόξα » των ασημάντων και με τον ανούσιο αυτό θόρυβο σκεπάζουν και αποσιωπούν την απεγνωσμένη απέλπιδα κραυγή , τον ρόγχο θανάτου της παιδικής Ακριβούλας ζωής μας . Το πτώμα της παιδικότητας του σύγχρονου ανθρώπου κείτεται απαρατήρητο στον γιαλό της καθημερινής μας αδιαφορίας . Η κοινωνική μας γολέτα , το καραβάκι της κοινωνικής μας μέριμνας , δεν πρόκειται να το παρατηρήσει ποτέ αυτό το άψυχο σώμα της παιδικής μας ψυχής , καθώς περί τον ομφαλό της περιφέρεται άσκοπα και περί άλλα τυρβάζει . Θα το συντρέξει , όμως , και θα το μοιρολογήσει το σώμα της Ακριβούλας παιδικής μας ζωής το ακοίμητο μητρικό φίλτρο της θηλαστικής μας φύσης , της φώκιας ψυχής μας . «Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της. Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 18

«Ναι», είπε σιγά η Τσίλι. Είναι η στιγμή που η μικρή πρωταγωνίστρια μεταμορφώνεται και προσαρμόζεται στο νέο περιβάλλον που καλείται να ζήσει για να μπορέσει να αντέξει τα επερχόμενα δεινά. Με αυτόν τον τρόπο, διαπλάθεται σε μια αυτόνομη εξ ανάγκης προσωπικότητα, που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον, διαδικασία λυτρωτική και εξαγνιστική της ζωής της, η οποία θα την ικανώσει συναισθηματικά , θα την ωριμάσει βιολογικά , θα την αναστήσει και θα την μεταμορφώσει σε μια νεαρή έφηβη με πλούσια ψυχικά χαρίσματα. Γιατί όπως πολύ χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο συγγραφέας μας «Αν το άτομο συνεισφέρει στο συλλογικό, ανυψώνει το συλλογικό και συνάμα ανυψώνεται το ίδιο. Ο δημιουργός που δεν έχει τη δύναμη να το κάνει αυτό δεν θα συμπεριληφθεί στη μνήμη του έθνους» ( Ιστορία μιας ζωής, σ. 199) Αναφορές σε έργα του ίδιου συγγραφέα 1. Ιστορία μιας ζωής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007 2. Μπαντενχάιμ 1939 (Βραβείο Prix Médicis, Γαλλία), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008

Φωτογραφία: ΠΟΤΑΜΙ - Ντόρα Παπαγεωργίου


Σελίδα 19

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΑΡΙΑΓΝΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΑ . « ΟΜ » ΣΗΜΑΙΝΕΙ : ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ Η ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΤΙΚΤΕΙ « ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ » . Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου . ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ : ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ

Γ

έννημα – θρέμμα της λογοτεχνικής έμπνευσης και δημιουργικότητας η « Αριάγνη » του Στρατή Τσίρκα αναδεικνύεται σε ένα από τα πλέον δυναμικά πρόσωπα που εμφανίζονται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Λυκείου . Στο απόσπασμα από το Β΄ βιβλίο ( « ΑΡΙΑΓΝΗ » ) του έργου « ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ » ( Α΄ « ΛΕΣΧΗ » , Γ΄ « Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ » ) και ιδίως στον εκπληκτικό μονόλογο της ηρωίδας , η μάνα – Αριάγνη εξυψώνεται σε ελληνικό και πανανθρώπινο σύμβολο ανθρωπισμού . Αριάγνη της Νάξος , η πιο αγνή δηλαδή . Αριάγνη Διονύση Σαρίδου , γυναίκα του άντρα της και μάνα των έξι παιδιών του . Μιχάλης , Σταμάτης , Κωστής , Νίκος και


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 20

δύο δίδυμα κορίτσια με ονόματα μουσών Ουρανίτσα και Καλλιοπάκι . Μάνα – Αριάδνη , να ξετυλίγει τον μίτο της δύσκολης επιβίωσης στον Λαβύρινθο μιας διαπολιτισμικής φτωχογειτονιάς στη μακρινή Αίγυπτο . Μάνα – Αριάγνη , νοικοκυρά και δέσποινα του σπιτικού της , κυρά κι αφέντρα του κύρη της και των παιδιών τους . - Εσύ , Κυρά , τι λες ; την πείραξε ο Διονύσης . Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα . Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε . Μάτια που μαλώνουνε . » . Αυτή η βουβή κραυγή των οργισμένων ματιών της Αριάγνης , προφητική καταγγελία του κατακερματισμού του ανθρώπου και συνάμα κήρυγμα ουμανιστικής ενότητας , μας βοηθάει να προβούμε σε σκέψεις και προβληματισμούς πάνω στο πιο ιερό σύμβολο Ανθρωπισμού , στη Μάνα . Αναζητώντας τους συσχετισμούς των εννοιών : μάνα – μητρότητα – πατέρας – άνδρας – γυναίκα – άνθρωπος , επισημαίνουμε , με αφορμή το απόσπασμα του Τσίρκα , πως μολονότι η ανδροκρατική ιδεολογία επέβαλε από την αρχαιότητα ακόμη , η λέξη ανήρ να σημαίνει άνθρωπος και η γυναίκα να θεωρείται απλά το χωράφι που το σπέρνει ο άνδρας για να του δώσει παιδιά , η φυσική αλήθεια της δυναμικής της μητρότητας ανατρέπει αυτή την ψευδή αντίληψη και βλέπουμε στην « Αριάγνη » του Στρατή Τσίρκα ο « αράπης » Γιούνες να αποκαλεί τη μάνα – Αριάγνη « Ομ Μεχάλη » , δηλαδή μάνα του Μιχάλη , που σημαίνει ότι η λέξη h-om-o - άνθρωπος – ανθρωπισμός γίνεται ταυτόσημη με την έννοια της Μάνας ! Μόνον η μητρότητα είναι οικουμενικό σύμβολο ανθρωπισμού . Μόνον η μητρότητα είναι ικανή να συνενώνει διαχρονικά και να ανατίκτει καθημερινά « τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου » . Χιλιάδες αίτια ( ανταγωνισμοί , έριδες , συμφέροντα , ρατσιστικές προκαταλήψεις , υπεροψία , βία κ.λ.π. ) διαλύουν και αποσυνθέτουν τον κοινωνικό δεσμό των ανθρώπων , τόσο στον εξωτερικό περιβαλλοντικό τους χώρο , όσο και στον εσωτερικό τους ψυχοπνευματικό κόσμο . Ο πατέρας – Διονύσης , γυρίζοντας σπίτι ξημερώματα απ’ το χαρτοπαίγνιο , όταν η Αριάγνη του λέει : « Το γουμάρι , ο ξυπόλητος που λες καμιά φορά , έσωσε το παιδί μας απόψε . » το μόνο που βρίσκει να πει είναι : « Κι άφησες αυτόν το βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας ; ». Αυτός ο « βρωμάραπας » δεν είναι άλλος από τον ιθαγενή Γιούνες , στην πατρίδα του οποίου ο κύρης – Διονύσης ζει και εμπορεύεται . Η μάνα – Αριάγνη , όμως , τα αισθάνεται με το μητρικό της ένστικτο τα κομμάτια και θρύψαλα του ιερού δεσμού των ανθρώπων , των πλασμάτων της μάνας γης . Με τη βουβή κραυγή της διαλαλεί : « Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα εκεί δεν είναι ο άνθρωπος ; Γιατί , λοιπόν , σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε ; » . Η μάνα ως οικουμενικό σύμβολο είναι η δύναμη που συνενώνει τα υλικοπνευματικά ζωτικά συστατικά του επί γης Ανθρώπου : το αίμα , το δάκρυ , τον ιδρώτα και το σπέρμα . Είναι η δύναμη που εμφυσά , ακόμη και στα άψυχα ( όπως μια ξεγδαρματιασμένη λεκάνη γεμάτη με το αίμα της μικρής της μούσας Ουρανίτσας , που την έσωσε ο « βρωμάραπας » Γιούνες ) πνοή ζώσα κοινής μνήμης : « Αυτά όλα θα μεί-


Σελίδα 21

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

νουν πίσω , δεν κλείνονται σε βαγόνια . Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας ; Τίποτα ! » . Η μάνα – Αριάγνη , κυρά και δέσποινα , φύλακας άγγελος όχι μόνον των έξι δικών της παιδιών , που της βλάστησε το σπέρμα του κύρη της Διονύση , αλλά και ενός έβδομου , ξένου , του μικρού αραπάκου Ναμπουλιόν - σπέρμα του αράπη Γιούνες - , που θα θρηνήσει τον άδικο χαμό του σαν αληθινή του μάνα , συνενώνει και ανατίκτει τα ενοποιά συστατικά του Ανθρώπου , που χαρακτηρίζουν τον ατέρμονο κύκλο της επιβίωσης και αληθινής ύπαρξής μας . Η μάνα – Αριάγνη γίνεται καθαρτήρια πηγή των βρωμερών ρύπων κατά του Ανθρώπου . Καθαρίζει τον ιδρώτα . Όχι αυτόν απ’ την κραιπάλη της μάσας και του οινοπνεύματος . Αυτός καθαρίζεται με ματσάκια πετσετάκια από αδούλευτα ευρωχαρτονομίσματα . Καθαρίζει τον ιδρώτα του μόχθου , της δημιουργίας , της αγωνίας για τον Άνθρωπο . Καθαρίζει το δάκρυ . Όχι αυτό του φαρισαϊσμού . Αυτό το στραγγίζει η Δακρυρροϊκή Α.Ε. στη χοάνη της υποκρισίας και το αποστάζει σε τσίπουρο κερδοσκοπίας χαλαρών συναισθημάτων . Καθαρίζει το δάκρυ του πόνου , το τετράφυλλο δάκρυ της ψυχής , που αναζητά ο ποιητής . Καθαρίζει το αίμα . Όχι αυτό των κουνουπιών , των μοσχαριών που άγονται « κουρμπάνι » - σφάγια θυσίας - στον άμπακο βωμό του κοιλιόδουλου Φαταούλα . Αυτό το καθαρίζει η καλλυντική , αρωματισμένη , καθωσπρεπισμένη υψηλή κοινωνία . Καθαρίζει το αίμα της καρδιάς , το αίμα του ήθους που κυλάει στις αφίλητες φλέβες της αρτηρίας Ζωής . Καθαρίζει το σπέρμα . Όχι αυτό της εκπόρνευσης . Αυτό το σφουγγίζει η Πελαγία πόρνη στα χρηματιστήρια της ηδονής . Καθαρίζει το σπέρμα της σποράς , της αναβίωσης , της ερωτικής συνουσίας σώματος και πνεύματος ψυχών ανθρωπίνων . Αυτή η διάσταση της μητρότητας ως οικουμενικού συμβόλου μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε συνοπτικά την πολύπλευρη σημασία της έννοιας « Μάνα » σε κάθε εποχή και κοινωνική πραγματικότητα . Τη μάνα ως ιδέα , τη μάνα ως γυναίκα , τη φυσική μάνα με τους πόνους της γέννας , αλλά και την θετή μάνα με τους πόνους της ανατροφής και ακόμη την γυναίκα εν δυνάμει μάνα χωρίς δικά της παιδιά , με τους πόνους της αγωνίας και της απλόχερης αγάπης προς την ιδέα – παιδί που μεγαλώνει καθημερινά μέσα της και γύρω της . Η ιδεατή , βέβαια , αυτή Μάνα έχει κοινωνικό αντίκρισμα εφ’ όσον δεν παραμένει αφηρημένη έννοια , αλλά πληρούται ταυτόχρονα με την παρουσία συγκεκριμένης μητρικής στοργής , αγάπης και υπευθυνότητας . Κάθε παιδί – άνθρωπος έχει την δική του την μοναδική και αναντικατάστατη μάνα και κάθε μάνα υπάρχει πρώτιστα και κύρια για τα δικά της παιδιά . Όμως στην έννοια μητρότητα δεν έχει θέση δίπλα καμιά γενική κτητική . Δικό της είναι το παιδί , αλλά δεν είναι κτήμα της , δεν της ανήκει . Το δώρο του υπέρτατου αγαθού της ζωής που του χάρισε είναι ανεξόφλητο . Σοφά είναι τα λόγια του Χαλίλ Γκιμπράν : « Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου . Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για τη ζωή . Για τη ζωή τους είσαι το μέσο και όχι η αρχή , κι ας μένουν κοντά σου , δεν ανήκουν σε εσένα » . Η μητρότητα από τη φύση της έχει διαγονεϊκή υπόσταση , δηλαδή συμπερι-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 22

λαμβάνει όχι μόνον τη γυναίκα – μάνα αλλά και τον άνδρα – πατέρα ως ένα αδιάσπαστο και αρραγές ζεύγμα συνευθύνης . Είναι πλήρης και επαρκής η αναφορά στην μάνα , γιατί της έλαχε το θεϊκό έργο να είναι πνοή ζωής , να είναι το οξυγόνο της κοινωνικής ευρυθμίας και γαλήνης . Η σχέση των εννοιών μάνα – γυναίκα φρονώ ότι δεν μπορεί να είναι ούτε ταυτόσημη , ούτε υπάλληλη , ούτε παράλληλη , αλλά απλά ισοδύναμη . Δεν είναι όλες οι γυναίκες μάνες , έχουν όμως όλες ένστικτο και φίλτρο μητρότητας . Ούτε , πάλι , εξαντλείται και οριοθετείται η ευθύνη να είσαι μάνα στην στέρηση του δικαιώματος να είσαι και γυναίκα , που ερωτεύεται , ψυχαγωγείται , σταδιοδρομεί επαγγελματικά , συμμετέχει στα κοινά και περιποιείται την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς της . Όμως η ύψιστη λειτουργία της μητρότητας ως διαγονεϊκή υπόσταση συνευθύνης πατέρα και μητέρας επιβάλλει να προσέξουμε τις εξής επισημάνσεις : 1. Η μητρότητα δεν είναι μόνον ένα βιολογικό γεγονός . Είναι πράξη ανατροφής και διάπλασης ηθικού χαρακτήρα του παιδιού . Πραγματική μάνα δεν είναι αυτή που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί , αλλά αυτή που του προσφέρει αγάπη , στοργή και αυτοθυσία για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του . 2. Η μητρότητα δεν είναι μόνον άσκηση κοινωνικού ρόλου οριοθετημένου σε ωράριο και πρόγραμμα καθηκόντων . Δεν είσαι μάνα και πατέρας μόνον 8 με 11 το βράδυ ή όταν θα βρεις χρόνο μετά την επίπονη εργασία και τον ρυθμό των αναγκών της καθημερινότητας για να ασχοληθείς με τα παιδιά σου . Η μάνα δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα γιατί η ίδια είναι η ανάσα για τα παιδιά της . Για να ανταποκρίνεται σ’ αυτή τη ζωογόνο λειτουργία επιβάλλεται η πολιτεία να της εξασφαλίζει κάθε δυνατή διευκόλυνση. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει τη μάνα να ξεχωρίζει στη σκέψη και στην ψυχή όλων των ανθρώπων είναι η δικαιολογημένη και αναγκαία εξιδανίκευσή της και ο έντονος συναισθηματισμός που φανερώνει η ιδέα της . Είναι η μάνα Παναγιά του σταυρωθέντος και αναστηθέντος Χριστού . Η μάνα του κάθε ανθρώπου τοποθετείται στα εικονίσματα της ψυχής . Στέκει ψηλά για να μας οδηγεί στη νίκη για την ελευθερία , για την ηθική , την αξιοπρέπεια , την αντιμετώπιση του κοινωνικού παραλογισμού και της βίας των αναγκών . Αναγκαία αντίσταση σ’ αυτή την αμείλικτη βία είναι το να θεωρούμε τη Μάνα άσπιλη , αμόλυντη , άχραντη , αειπάρθενη , πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα στον αγώνα και στην αγωνία της ζωής μας . Η μητρότητα είναι τα πάντα , βρίσκεται παντού και υπάρχει πάντοτε . Είναι η οικουμενική έννοια που πληροί τον ορισμό του δόγματος : quod semper , quod ubique ,quod ab omnibus creditum est ( ό,τι πάντοτε , πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη ) . Η ιδεατή διάσταση της μητρότητας αποτελεί αναγκαία ψευδαίσθηση ζωτικής σημασίας για τον σύγχρονο άνθρωπο . Ο μύθος της αψεγάδιαστης , της τέλειας μάνας είναι , ίσως , ο μόνος μύθος που δεν εξαπατά . Η ψυχοσύνθεσή μας κατατάσσει τη μάνα στο χρυσό γένος της μυθοπλασίας , όπου όλα είναι απόλυτα όμορφα , τέλεια και ιδανικά . Σκιά ασχήμιας , προσβολής και σπίλωσης δεν νοείται και δεν γίνεται


Σελίδα 23

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

αποδεκτή από κανένα για το πρόσωπο της δικής του μάνας , ακόμη και όταν η βία της ανάγκης την κατρακυλά σε παραπτώματα και αμαρτήματα ηθικής τάξεως . Η ιδεαλιστική διαμόρφωση της μητρότητας σχηματοποιεί έννοιες όπως Μάνα – Ελλάδα , Μάνα Ελευθερία , Μάνα Δημοκρατία , αφηρημένες και σκοτεινές πολλές φορές στην ιδεολογική τους χρησιμοποίηση , εξαγνίζεται όμως στην ιστορική αλήθεια των βιωματικών ηρωικών πράξεων και μένει αθάνατη στη μνήμη και στις καρδιές μας ως ελληνίδα μάνα της κατοχής , της εθνικής αντίστασης , του εμφυλίου σπαραγμού , της προσφυγιάς , μάνα Μικρασιάτισσα , μάνα των ξενιτεμένων , μάνα των αγνοουμένων της Κύπρου με τη φωτογραφία του παιδιού τους στην έρημη αγκαλιά τους . Η μέγιστη σύγκρουση της μάνας γίνεται με τον θάνατο . Η ίδια ως πηγή ζωής φαίνεται να διαθέτει περισσότερα αποθέματα δύναμης και καρτερίας στην άνιση μάχη της απειλής των παιδιών της από το μαύρο σκοτάδι του θανάτου . Πέρα όμως από κάθε παρηγορία , πέρα από κάθε επιφανειακή επούλωση των πληγών που επιφέρει ο μεγάλος γιατρευτής χρόνος , η απώλεια του παιδιού της είναι για τη μάνα πρώτιστα δικός της θάνατος . Ο κύκλος ζωής της μάνας ολοκληρώνεται με τη δική της ουράνια φυγή . Δεν είναι αδικαιολόγητο ότι ένας από τους πιο έντονους φόβους του ανθρώπου , από μικρή κι όλας ηλικία, είναι η απώλεια της μητρικής παρουσίας. Η μορφή της μάνας δεν πεθαίνει ποτέ . Παραμένει άσβεστη στην αθανασία της μνήμης . Η μητρότητα κατανικά όλες τις δυσκολίες της ζωής , είναι ανθεκτικότερη απ’ όλες τις κακουχίες. Παλεύει ηρωικά με την αρρώστια του παιδιού της , παλεύει την αναπηρία , παλεύει την οικονομική δυσπραγία . Πραγματική σαρανταποδαρούσα είναι η ψυχή της μάνας . Παιδεύεται μαζί με το παιδί της για την σχολική του πρόοδο , γνοιάζεται για τη δική του , με το καλό , οικογενειακή ευτυχία . Για να ανταποκριθεί σε όλα αυτά χρειάζεται άραγε και η ίδια να λάβει κάποια ειδική αγωγή ; Διδάσκεται άραγε το να είσαι μάνα ; Αν μητρότητα σημαίνει αγάπη και αρετή το ερώτημα αυτό θα άφηνε αναπάντητο ακόμη και ένας διάλογος του Πλάτωνα . Υπήρξαν άριστες μανάδες , τελείως αγράμματες , και δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να θέλει φροντιστήριο η ανατροφή των παιδιών . Πλην όμως σήμερα στην εποχή της αλλοτρίωσης , της ανεξέλεγκτης εξειδίκευσης και του ξέφρενου ρυθμού στον τρόπο ζωής , ένα κατάλληλο βιβλίο , ένα ωφέλιμο σεμινάριο , μια συμβουλή καταρτισμένων οικογενειακών συμβούλων , θα έκανε πιο αποτελεσματική την μητρική φροντίδα στο να βοηθήσει τα παιδιά της . Θέλουμε τη μάνα άγια και ιερή . Ναι . Μην ξεχνάμε όμως ότι καιροσκοπισμοί και συμφέροντα κατεστημένων εξουσιών επί αιώνες εκάλυψαν κάτω από το μαύρο πέπλο της αγιότητας της μάνας λάθη και αμαρτίες που τις πλήρωσαν γενεές επί γενεών τέκνων . Εδώ η συνευθύνη του άνδρα – πατέρα είναι τεράστια . Πόσες μανάδες


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 24

δεν έζησαν λάθρα στο σκοτάδι της σιωπής , της βιαιοπραγίας , και τα υπέμειναν όλα για να μη διαλύσουν τη συνοχή της οικογένειας ; Πόσες μανάδες δεν πήραν στο λαιμό τους γεροντοπαλίκαρα παιδιά , κάνοντας αγχόνη τον ομφάλιο λώρο του οιδιπόδειου συμπλέγματος ; Πόσες μανάδες και πόσοι πατεράδες δεν διέλυσαν οικογένειες παιδιών μπαίνοντας δυναστικά στα πόδια τους ; Καλό είναι να τα βλέπουμε κι αυτά τα λάθη για να τα αποφεύγουμε . Όπως να βλέπουμε και τον μεγάλο κίνδυνο της εποχής μας . Η ιδέα της μητρότητας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και καπηλείας από κέντρα άνομων συμφερόντων , που εκφράζονται κυρίως μέσα από το εμπόριο των « Μίντια » . Εξευτελίζεται καθημερινά η μητρότητα στα « παράθυρα» της κοινωνικής αναισχυντίας . Η μάνα πρέπει να ενδιαφέρεται για το παιδί της , ό,τι κι αν αυτό το παιδί είναι , όμως χρέος της είναι να νοιάζεται για την αξιοπρέπεια της ζωής του ηθικού ανθρώπου . Μάνα και αλλότριο συμφέρον είναι έννοιες ασυμβίβαστες . Η μάνα είναι κάθαρση και λύτρωση στην τραγικότητα του βίου . Φαίνεται , η μορφή της μάνας να συνδέεται περισσότερο με τον πόνο και τη θλίψη . Όμως το γνωρίζουμε καλά από το πρώτο κι όλας κλάμα της γέννησής μας πως από το πρόσωπο της μάνας πηγάζει η χαρά και το γέλιο . Στο φασματοσκόπιο των συναισθημάτων της συντίθεται το λευκό της χαρμολύπης . Ακόμη κι όταν είναι δακρυσμένο και στεναχωρημένο το πρόσωπο της μάνας μας είναι πάντα γελαστό . Αυτό το γελαστό πρόσωπο της Μάνας πρέπει να το διαφυλάξουμε σαν καθαρτήρια δύναμη , σαν την πιο αγνή πηγή ζωής , σαν Αριάγνη . Μάνα του Ανθρώπου ! _ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ 2. ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ : ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ 1960 , τόμος Α΄ Η ΛΕΣΧΗ - 1962 , τ. Β΄ ΑΡΙΑΓΝΗ – 1965 , τ. Γ΄ Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 3. ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ : ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ « ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ » 4Η ΕΚΔΟΣΗ 1997

*ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΟΚΙΜΙΟΥ 36ου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 2017 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ


Σελίδα 25

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

« Ο ΠΟΡΦΥΡΑΣ » ΚΑΙ « ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ »

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Ό

που και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη. Οδυσσέας Ελύτης : Άξιον εστί .

Και το κακό μας έχει βρει από καιρό - και μάλιστα στον ύπνο - και ο νους μας έχει θολώσει από καιρό - και μάλιστα στον ξύπνιο - . Καιρός , λοιπόν , ν’ ακολουθήσουμε την παρότρυνση του Ελύτη και να μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη . Δύο αριστουργήματα του έντεχνου λόγου « Ο Πόρφυρας » του Σολωμού και « Το μοιρολόγι της φώκιας » του Παπαδιαμάντη μπορούν να μας δυναμώσουν απέναντι στο Κακό και να μας ξεθολώσουν τη σύγχυση του νου μας . Στον « Πόρφυρα » ένας Άγγλος στρατιώτης κατασπαράχτηκε το 1847 από έναν πόρφυρα (σκυλόψαρο, καρχαρία), ενώ κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Το πραγματικό αυτό γεγονός αξιοποίησε ο Σολωμός για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού ποιήματος, όπου η θε-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 26

Αυτή ήτον η Ακριβούλα η εγγόνα της γριά-Λούκαινας. Φύκια 'ναι τα στεφάνια της, κοχύλια τα προικιά της... Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά τα γεννοβόλια της τα παλιά. Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.» Όσο βέβαια φωλιάζουν ακόμη φώκιες στον κόλπο ψυχής του σημερινού ανθρώπου . Και όσο βέβαια αυτός ο επαπειλούμενος άνθρωπος διαβάζει ακόμη την άφωνη γλώσσα της ψυχής του και της φύσης του . Βάλσαμο , παρηγορία και ίαμα πνευματικό κάθε φορά που μας βρίσκει το κακό , κάθε φορά που θολώνει ο νους μας να μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη . Γιατί ο Σολωμός 221 χρόνια από τη γέννησή του περιφρουρεί ακόμη την εγρήγορση της πνευματικής μας συνείδησης με το : Ανοιχτά πάντα κι΄΄αγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου . Και γιατί ο Παπαδιαμάντης 168 χρόνια από τη γέννησή του και 108 από τον σωματικό του θάνατο μέλπει ακόμη στα μύχια της ψυχής μας ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ : « Μάνα μου, εγώ είμαι τ’ άμοιρο το σκοτεινό τρυγόνι όπου το δέρνει ο άνεμος βροχή που το πληγώνει… Το δόλιο όπου κι αν στραφεί απ’ όπου κι αν περάσει δε βρίσκει πέτρα να σταθεί κλωνάρι να πλαγιάσει… Εγώ βαρκούλα μοναχή βαρκούλα αποδαρμένη μέσα σε πέλαγο ανοιχτό σε θάλασσα αφρισμένη… Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη… ». Τον κοσμοκαλόγερο κυρ - Αλέξανδρο παρουσίασε το 2002 με Θεατρικό Αναλόγιο ο Πολιτιστικός Σύλλογος « Αναγέννηση » Ακράτας. Η διαρκής μνήμη του δεν είναι παραπονιάρικο μοιρολόγι για τα σημερινά και για τα μελλούμενα δεινά μας . Είναι μύρο άγρυπνης , παρήγορης ελπίδας για την Ακριβούλα παιδική μας ψυχή . Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.


Σελίδα 27

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΣΤΗΛΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Η επιστήμη και η τέχνη ανήκουν σε όλο τον κόσμο, και μπροστά τους εξαφανίζονται όλα τα σύνορα. Βόλφγκανγκ Γκαίτε, 1749-1832, Γερμανός ποιητής & φιλόσοφος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΗΚΗΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Εισαγωγή

Ζ

ούμε σε μια εποχή όπου η επιστήμη προοδεύει με ταχύτατούς ρυθμούς ώστε να ανατρέπει δεδομένα αιώνων, να ανατρέπεται και να αναιρεί δοξασίες και κατεστημένα της σκέψης αλλά και να αυτοαναιρείται. Η μελέτη του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου παραμένει μέχρι και σήμερα μυστήριο, αίνιγμα και αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών (ψυχιατρική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, νευροεπιστήμες). Θα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 28

μπορούσαμε να πούμε πως η ανάγκη για αυτήν τη μελέτη είναι σύνθετο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Για αυτό από τα αρχαία χρόνια απασχόλησε πλήθος φιλοσόφων, επιστημόνων αλλά και απλών καθημερινών ανθρώπων (Σταματίδου2000). Τα ψυχιατρικά εγχειρίδια συχνά αναφέρονται σε μια γενικευμένη ιστορία της ψυχιατρικής ως ενός σώματος γνώσεων και θεραπευτικών εφαρμογών που εξελίσσεται προοδευτικά από τους αρχαίους χρόνους ως τις μέρες μας. Η πορεία αυτή χαρακτηρίζεται από μια κίνηση, από την άγνοια στην γνώση, από την αναποτελεσματικότητα στην αποτελεσματικότητα και από την δοξασία στην επιστημονική αλήθεια. ( Μ, Τζανάκης, 2008). Από τα πανάρχαια χρόνια και από την στιγμή που ο άνθρωπος κοινωνικοποιήθηκε η ψυχική ασθένεια υπήρξε στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Βέβαια υπήρχε με τη μορφή που ήθελε τους ασθενείς να διακατέχονται από κακά πνεύματα. Τα ακραία τελετουργικά αλλά και η προσφυγή των ασθενών σε μάγους και εξορκίσεις προκειμένου να ελευθερωθούν από αυτό που ονομάζουν κακό πνεύμα, ήταν η μοναδική προσπάθεια για αντιμετώπιση της ασθένειάς τους. Ο τρόπος σκέψης των κοινωνικών ανθρώπων έχει διαμορφωθεί από παράγοντες οι οποίοι συγκλίνουν σε μια βασική αναφορά: στην άρνηση της αποδοχής του διαφορετικού (Κ, Δημούλας et al 2001). Η ψυχική νόσος ως έννοια έντονα κοινωνικά επιφορτισμένη, επισύρει κοινωνικό στιγματισμό με αποτέλεσμα ο ψυχικά ασθενής να αντιμετωπίζεται με αυτή την άρνηση, την άρνηση της δυνατότητας του να ζήσει ανάμεσα μας, την άρνηση να δεχτούμε ότι είναι σάρκα από την σάρκα μας. ( Μ, Ζαφείρη, Ε. Ροκόμου, Δ. Τούτιου, 2008). Οι ψυχικές αρρώστιες μέσα από τους αιώνες και άσχετα εάν άλλοτε το πνεύμα θεωρήθηκε ξεχωριστό και άλλοτε ενωμένο με το σώμα, υπήρξαν πάντοτε δύσκολες και στην κατανόηση τους και στην θεραπεία τους. Η ψυχιατρική άρχισε να διαμορφώνεται ως επιστήμη στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε οι ψυχικά ασθενείς βρίσκονταν έγκλειστοι στα μεγάλα ψυχιατρικά άσυλα τα οποία εμφανίστηκαν από την αρχή του 19ου αιώνα στηριγμένα στην αρχή της θεραπευτικής απομόνωσης και της φιλανθρωπικής συμπεριφοράς προς τους ασθενείς ( Δ. Πλουμπίδης,1995). Οι ψυχικά ασθενείς θεωρούνταν αντικείμενο της φιλοσοφίας και ακόμη πιο παλιά και μέσα από τον μεσαίωνα, ο ψυχικά άρρωστος εάν δεν αγνοείτο θα «φροντιζόταν» ((δηλαδή θα φυλακιζόταν θα τιμωρείτο ή θα εξορκιζόταν) από «γιατρούς» και κληρικούς (Ν. Μάνος 1997). Τη δεκαετία του 1950 και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1955-1965 η εμφάνιση των πρώτων ψυχοφαρμάκων επέτρεψε σε πολλά από τα άτομα να ξεφύγουν από την αφάνεια την απομόνωση και το ψυχιατρείο. ( Ε. Παπαγεωργίου 2004). Άσχετα δε με το πόσο επιστημονικές ή μοντέρνες φαίνονται οι μέθοδοι μας σήμερα, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται τα ίδια κατά βάση θεραπευτικά δόγματα όπως παλιά ( φάρμακα παλιά και τώρα, εξορκισμοί ή μαγικά λόγια πάλι και σήμερα όπως π.χ. πειθώ, ερμηνείες κτλ αλλά και συνέχιση της διάστασης του μαγικού).


Σελίδα 29

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Αρχαιότητα Μια βέβαιη περιγραφή των «πνευματικών» μεταβολών βρίσκεται στην Παλαία Διαθήκη. Εκεί περιγράφονται οι πνευματικές διαστάσεις του Σαούλ που μόνο η λύρα του Δαυίδ μπορούσε να καταπραΰνει. Σε ένα Αιγυπτιακό πάπυρο το 1200 Π.Χ. περιγράφεται η πνευματική κατάσταση του ηλικιωμένου ανθρώπου: « η καρδιά γίνεται βαριά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να θυμηθεί το χθες.» Οι τραγικοί ποιητές μας δίνουν παραδείγματα της μελαγχολίας του Οιδίποδα και την ψυχωσικόμορφης κρίσης του μητροκτόνου Ορέστη, ενώ φαίνεται ότι δεν ήταν άγνωστο στους αρχαίους η προσποιητή ψυχική διαταραχή, όπως αύτη συμπεραίνεται από το περιστατικό του πολυμήχανου Οδυσσέα που υποκρίθηκε το φρενοπαθή προκειμένου να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία της Τροίας (Η. Τζαβέλας, Δ. Καραίσκος, 2012). Νεολιθική Περίοδος Οι αντιλήψεις του πρωτόγονου ανθρώπου για τις ψυχικές παθήσεις αποτυπωνόταν στους μύθους και τους θρύλους των πρώτων χρόνων της ιστορίας. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, όλα τα νοήματα οφείλονταν σε δυνάμεις που βρίσκονται έξω από το σώμα (κακά πνεύματα, δαίμονες, Θεοί). Οι αντιλήψεις αυτές αφορούσαν όλες τις αρρώστιες αλλά σχετίζονταν ιδιαίτερα με τις ασθένειες που αλλοίωναν τη συμπεριφορά του ανθρώπου (Κ. Ροσιδάκη, 1979).Αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν σε διάφορα μέρη του κόσμου έφεραν στο φως τρυπανισμένα κρανία. Θεωρείται ότι σκοπός του τρυπανισμού των κρανίων ήταν να φύγουν τα κακά πνεύματα, ελευθερώνοντας το σώμα του υποκειμένου ( Μ. Ζαφείρη, Ε. Ρόκομου, Δ. Τούτιου, 2008). Ο τρυπανισμός ίσως είναι η αρχαιότερη ένδειξη γνώσης περί ψυχικής αρρώστιας. Ήταν ευρύτατα διαδεδομένος και συνεχίσθηκε μέχρι και τον μεσαίωνα. (Ν. Μάνος,1997). Οδηγήθηκαν στην ιδέα μιας χειρουργικής επέμβασης που είχε σκοπό να ελευθερώσει το σώμα του υποκειμένου από τα κακά πνεύματα, τα οποία η «πρωτόγονη» αντίληψη θεωρούσε υπεύθυνη για τις ψυχιατρικές διαταραχές ( Π. Χαρτοκόλλης 1991). Σαμανισμός Προέρχεται από την λέξη σαμάν που σημαίνει κάτι ανάλογο προς « άνθρωπος μάγος ή της ιατρικής» στην γλώσσα Tungas της Β. Σιβηρίας ( C. Andreasen 1991).Πρόκειται για ένα άτομο προικισμένο με την ικανότητα να πέφτει σε μια κατάσταση εκστάσεως κατά την οποία υποτίθεται ότι επικοινωνεί με τα παθογόνα πνεύματα, και με κάποιον τελετουργικό τρόπο τα υποχρεώνει να εγκαταλείψουν το σώμα (στην ουσία, την ταυτότητα) του αρρώστου ( Ε. Δραινακή, Μ. Κυριακοπούλου, Α. Σερλιδάκη 2005).


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 30

Αρχαία Ελλάδα Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν τρεις απόψεις για την ψυχική ασθένεια: α) Η λαϊκή άποψη, β) Η ιατρική άποψη, γ) Η φιλολογική- φιλοσοφική σκέψη ( Κ. Γρίβας 1984). Σύμφωνα με τη λαϊκή άποψη οι ασθενείς καταλαμβάνονταν από κακά πνεύματα, όπως οι Θεοί του τρόμου, μανία και Λυσσά που τους κάνουν να περιπλανιούνται ή να είναι βίαιοι, βασικά χαρακτηριστικά του ψυχικά ασθενή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη οι ασθενείς αλυσοδένονται, περιφρονούνται ή γελοιοποιούνται (Α. Νίκα,Π. Ψωμαδέλλη 2005). Η ιατρική άποψη αναπτύχθηκε κατά τον 4 αιώνα Π.Χ. και εκπροσωπείται από τον Ιπποκράτη σύμφωνα με τον οποίο η ψυχική ασθένεια προέρχεται από τη διαντίδραση των τεσσάρων χυμών του σώματος ( αίμα, μαύρη χολή, κίτρινη χολή και φλέγμα). Με αυτό τον τρόπο μπήκε η βάση για το βιολογικό υπόστρωμα της ψυχικής ασθένειας. Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις βασικές ψυχικές διαταραχές (φρενίτιδες) δίνοντας τους ονόματα που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα: υστερία, μανία, μελαγχολία, άνοια, παράνοια (Ν. Μάνος,1997). Ειδικά η μαύρη χολή θεωρείται υπεύθυνη για την ψυχική ασθένεια οπότε και χορηγείται κατάλληλο καθαρτικό( Π. Κωστής 1995). Η φιλολογική-φιλοσοφική σκέψη, σύμφωνα με τους ιστοριογράφους εκπροσωπείται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Για τον Πλάτωνα οι ψυχικές διαταραχές είναι αναπόφευκτες εκφράσεις της ανθρώπινης ψυχής. Ο Αριστοτέλης συστηματοποίησε την ψυχολογία του ανθρώπου περιγράφοντας αναλυτικά τις ψυχικές λειτουργίες ως σκέψης θυμικό και βούληση ( Μ. Ζαφείρη, Ε. Ρόκομου, Δ, Τόντιου, 2008). Τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη διαδέχτηκαν ο Επίκουρος και ο Ζήνων που υπογράμμισαν τη σημασία της εμπειρίας και των διαπροσωπικών σχέσεων για την ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου ( Α. Νίκα, Π. Ψωμαδέλλη, 2005). Στην πραγματικότητα στην αρχαία Αθήνα οι ψυχικά ασθενείς παρέμεναν στο σπίτι τους υπό την επίβλεψη των συγγενών τους οι οποίοι τιμωρούνταν αν παραμελούσαν ή τον εγκατέλειπαν ( Δ. Πλουμπίδης, 1989). Ελληνορωμαϊκή Εποχή Η αντίληψη για τον ψυχικά ασθενή κατά την Ελληνορωμαϊκή Εποχή ήταν ένα μείγμα θεολογικών, φιλοσοφικών και ορθολογικών στοιχείων. Αυτά τα χρόνια έγιναν αρκετές απόπειρες οργανικής ερμηνείας της ψυχικής διαταραχής. Ο Ασκληπιαδης διαχώρισε τις ψευδαισθήσεις από τις παραισθήσεις. Ο Γαλήνος παρουσίασε μελέτες για το νευρικό σύστημα. Ο Σωράνος ο Εφέσιος και ο Αρεταίος ανέπτυξαν ανθρωπιστικές θέσεις για την θεραπεία των ψυχικά πασχόντων. Αυτή την εποχή θεσπίστηκαν για πρώτη φορά νόμοι που έδιναν ελαφρυντικά για την ψυχική ασθένεια και κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού ενισχύθηκε η δημιουργία του θεσμού της εισαγωγής των ψυχικά ασθενών σε ιδρύματα για φτωχούς και ασθενείς (Μ. Μαδιανός, 1994). Στην Ρωμαϊκή εποχή έχουμε και τα


Σελίδα 31

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

πρώτα νομικά θέματα για την ψυχική ασθένεια και τον ασθενή (Α. Ευτυχιάδης). Βυζαντινή περίοδος Στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, ο ψυχίατρος συνδέεται με τον επίσκοπο. Ο επίσκοπος ως τα τέλη του 5ου αιώνα λαμβάνει τη θέση του ψυχικά θεράποντα. Η ιδιότητα αυτή μεταφέρεται και στους ηγούμενους των μοναστηριών. Ιερείς και μοναχοί μελετούσαν τις ψυχικές ασθένειες για να καθορίσουν τα αίτια και να βρουν αποτελεσματικές θεραπείες. Είχαν αναλάβει τη φύλαξη και θεραπεία των ψυχικά ασθενών. Η «θεραπεία» περιλάμβανε προσκυνήματα, νηστεία, προσευχή, εξορκισμό και καταστολή του ψυχικά ασθενή (ζουρλομανδύα, αλυσίδες) (Δ. Πλουμπίδης, 1995). Ίσως και το πτωχοκομείο που ίδρυσε ο μέγας Βασίλειος να αποτελεί έκτος των άλλων και το πρώτο δείγμα ψυχιατρικής περίθαλψης. Οι εύποροι ασθενείς ζπου είχαν οικογένεια και υπηρέτες παρέμεναν στο σπίτι τους για νοσηλεία( Ν. Θεόχαρακής, 2001).

Μεσαίωνας Οι αντιλήψεις που επικρατούσαν προωθούσαν τη δαιμονολογία, την αστρολογία και τη θεραπεία με εξορκισμούς ( Σ. Καπρίνης, 1988). Η ιδέα της τρέλας άρχισε να συνδέεται με εκείνη της επικινδυνότητας μειώνοντας την ανοχή απέναντι στα άτομα που έπασχαν από ψυχικές διαταραχές. Η δεισιδαιμονία οδήγησε τον ψυχικά ασθενή προοδευτικά στο άσυλο και στην κοινωνική απομόνωση ως μίασμα ( Κ. Ρασιδάκη 1979). Εξαίρεση αποτέλεσαν οι άραβες οι οποίοι λόγω της Μουσουλμανικής τους θρησκείας πίστευαν πως οι ψυχασθενείς είναι αγαπητοί και διαλεγμένοι από το Θεό. Έτσι ανέπτυξαν ανθρωπιστική αντιμετώπιση και δημιούργησαν πρότυπα ιδρύματα για τους ψυχικά ασθενείς. Το 1247 έγινε η πρώτη εισαγωγή ψυχικά ασθενή σε μοναστήρι στην Αγγλία ( Κ. Γρίβας, 1985). Δημιουργήθηκαν τα πρώτα άσυλα όπου εγκαταλείπονταν οι ψυχικά ασθενείς μαζί με αλκοολικούς, ιερόδουλες, κλέφτες και ορφανά παιδιά σε πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης και με το στίγμα της τιμωρίας από το Θεό (Μ. Μαδιαμός, 1994). Αναγέννηση Τα ψυχικά νοσήματα περιήλθαν στα χέρια των γιατρών και έφυγαν από την δικαιοδοσία της θεολογίας. Αναγνωρίστηκε για πρώτη φόρα ότι οι ψυχικές διαταραχές είναι παθολογικές καταστάσεις. Αύτη ήταν και η πρώτη επανάσταση στην ψυχιατρική( Κ. Λυράκος, 1976). Παρόλα αυτά γίνονται εκτελέσεις μάγων μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Κωδικοποι-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 32

Το κάθε παιδί κατακτά το δικό του κόσμο, με παρότρυνση ή μη των δικών του. Θα πρέπει ήδη να χουν αφουγκρασθεί και να χουν ξενυχτήσει, πάνω στα δικά του άγχη και προβληματισμούς, στα δικά του εναγώνια ερωτήματα ,χωρίς να παραμείνουν αναπάντητα για την περαιτέρω ζωή του. Μα εμείς κάνουμε ένα μεγάλο ,τραγικό κακό, κάποιοι από μας, θεωρούμε την όλη του στάση και συμπεριφορά δεδομένη και δεν αποδεχόμαστε δεν γινόμαστε φίλοι, με την έννοια το να αποσχισθεί από μας, να κόψει νωρίς τον ομφάλιο λώρο και με δύναμη της δικής του ψυχής και του δυνατού, όπως θα ‘πρεπε χαρακτήρα του,να κινήσει για το δικό του ταξίδι. Ευχόμενοι και μόνο ,να είναι αίσιο, ούριοι άνεμοι να το περιτριγυρίζουν . Φυσικό και επόμενο είναι να συναντήσει τυφώνες, κυκλώνες, μα με τα εφόδια που ήδη του παρείχαμε θα ναι σε θέση να φανεί μάρτυρας της δικής του κατάθεσης γραπτών, διαπιστευτηρίων, ζωής του, ώστε να καταφέρει τα πάντα με τη δική του θέληση και μόνο. Παρήγορο είναι στα τωρινά τα χρόνια, που τα παιδιά αποφασίζουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Από μικρά, εννοώντας όντως φοιτητές, παίρνουν μιαν ιδέα το τι θα αντιμετωπίσουν και με ποιον τρόπο ή τρόπους θα καταφέρουν να νικήσουν τα άγρια θηρία, στην αρένα ,που λέγεται ζωή. Αιμοβόρα και αιμοδιψή, δε χορταίνουν από το αίμα του καθενός μας και δε διστάζουν να προβούν και σε άλλες κινήσεις ,πράξεις που να εφιστά απόλυτα τη δική μας προσοχή και ποτέ απόσπαση ,από το οποιοδήποτε θέμα, πρόβλημα που περνούνε. Έτσι μ αυτόν τον τρόπο, ήδη τα δεδομένα γίνονται απωθημένα και αναζητούν το δικό τους μερίδιο νίκης, κέρδους σε μια διαπραγμάτευση, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Συναισθήματα που κατακλύζουν τους ψυχικούς μας κόσμους και ζητούν από μας ,να μην παραβούμε άλλο τους κανόνες και να πάρουμε θέση ,απέναντι στα θέλω μας και τα όνειρά μας. Όνειρα που κρυμμένα όντως στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κάποια στιγμή κι αυτά ζητούν να βρουν τη χαμένη τους θέση και υπόσταση, το χαμένο τους προσανατολισμό, Μα η πυξίδα της δικής τους κατεύθυνσης ,θα δραστηριοποιηθεί αν και εφόσον φροντίσουμε να τα κατευθύνουμε εμείς σωστά και όχι δραματικά και απελπισμένα. Με το να καταφέρουν τα παιδιά μας, να αποσπαστούν, κατά κάποιο τρόπο, από τον πυρήνα που λέγεται οικογένεια, δεν αποτελεί και μαύρη σελίδα στην οικογενειακή ιστορία, παρά το τόλμημα και την ένδειξη ότι βασίζονται στις δυνάμεις τους και στα δικά τους χέρια, ώστε να δουν τη ζωή κατάματα και να της κλείσουν πονηρά το μάτι, για την υπόσχεση που δίνουν στον εαυτό τους και όσους τους περιβάλλουν, ότι μπορούν να είναι ήσυχοι και πως τώρα που τους δίνεται αυτό το δικαίωμα, να δουν τη ζωή με άλλο μάτι ,θα το κάνουν και μάλιστα με πετυχημένο και σωστό τρόπο. Αν όμως εμείς ως γονείς ,αποτελέσουμε από νωρίς, ανασταλτικούς παράγοντες για τα παιδιά μας, περνώντας τους το μήνυμα πως δε θα τα καταφέρουν,αν δεν είμαστε εμείς πάντα


Σελίδα 33

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

δίπλα τους,ώστε να δουν και να παρατηρήσουν τα πάντα, κάτω από το δικό μας πρίσμα και σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα και σταθμά, ευνουχίζοντας τους, την ελευθερία σκέψης, το ελεύθερο πνεύμα της επιβίωσης, με το δικό τους στο καθένα μοναδικό τρόπο . Πρέπει ,επιβάλλεται να αισθανθούμε και εμείς ήρεμοι και καθησυχαστικοί απέναντί τους, να το δούμε σαν ένα στάδιο μεταβατικό ,που θα επιφέρει σίγουρα την ωριμότητα της σκέψης τους, στον τρόπο λήψης διαφόρων αποφάσεων που θα τους ζητηθεί ή να πάρουν ή να θέσουν στους άλλους, προβληματισμούς ,συλλογισμούς, κατοχυρώνοντας πάντα την ουσία τους και τη βαρύτητά τους. Όντως όπως λέμε όλοι μας ,τα παιδιά μας αποτελούν μικρογραφίες των μεγάλων, Μα φαίνεται πολύ συχνά να το ξεχνούμε και να τα βάζουμε ταμπέλες, που ίσως θα φέρουν βαρέως και ανευθύνως, από τη δική τους τη μεριά, χωρίς να φταίνε σε τίποτα, αρκεί να κρατήσουμε εμείς τη δική μας στάση, επιβλητική και υποδειγματική, σαν να ναι η μοναδική και ακέραια, σαν να ναι η σωτήρια λέμβος ,για να περάσουν τις συμπληγάδες πέτρες, μα κάποια στιγμή ,η δική μας ανασφάλεια ,που κάλλιστα και εύκολα την παραχωρούμε αγόγγυστα και ακούραστα σε εκείνα ,έρθει ως μπούμερανγκ και ταρακουνήσει το είναι μας. Μα τότε θα είναι αργά, γιατί ήδη κάποιο παιδί, ή πολλά παιδιά ΄θα χουν χάσει το τρένο της επιβίβασης σε βαγόνι που θα τους κατευθύνει στον προορισμό τους, παρά θα μείνουν στάσιμα να περιμένουν στο σταθμό το επόμενο, το επόμενο ,που δε θα έρχεται όμως, αφού την τύχη, το ριζικό ,το φτιάχνουμε εμείς και μόνο εμείς, χωρίς να παραμυθιάσουμε τον εαυτό μας ότι το φέρνει η μοίρα, το πεπρωμένο. Το να καταφέρουμε να αποτελέσουμε παραδείγματα σωστά και ορθά για τα παιδιά μας ,αυτό θα είναι το μοναδικό σωτήριο και λυτρωτικό μέσο, επικοινωνίας αυτών με εμάς, χωρίς να βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να αντιπαραταχθούν με μας, να ζήσουμε τον πόνο, την απόρριψη, την απαξίωση, μα κυρίως να δούμε στο βλέμμα τους ,το κενό, ένα αίσθημα που δε θα θέλαμε με τίποτα να το ζήσουμε να το περάσουμε. Μα στη ζωή όλα έχουν ένα αντάλλαγμα ,ένα τίμημα όπως λέμε, Έτσι τιμωρείται ίσως και πολύ σκληρά ,όποιος σηκώσει κεφάλι στα πρέπει των άλλων και καταφέρει με το δικό του τρόπο, μια δική του αναβλύζουσα δύναμη ,να πει το μεγάλο όχι και να ταχθεί με το δικό του ναι, στο όνειρο, όχι στο κυνήγι μαγισσών, μα σε μια αίσθηση πληρότητας και ολοκληρωτισμού, αφού θα επιτευχθούν οι στόχοι του, οι σκοποί του ,που χει θέσει και καταθέσει, την ψυχούλα του ,που κάποιοι κατάφεραν να την ποδοπατήσουν. Με αυτόν τον τρόπο, τα απωθημένα, που όλοι κάποια στιγμή, φρόντισαν άλλοι, να μας μεταδώσουν, να μας μεταφέρουν, μα κυρίως να περάσουν το σκληρό μήνυμα πως στα μάτια του ,ο καθένας από μας ,φαντάζει ως ένα τίποτα, που απλά ήρθε στη γη ,να εκπληρώσει το καθήκον του, όπως αυτοί το βλέπουν, μακριά από τα δικά του θέλω και αναζητήσεις. Αν κάποιος γονιός ,καταφέρει να νοιώσει το παιδί του έτσι, προσπαθήσει μέσα από τις ανασφάλειές του, να μεταδώσεις ευθύνες και ενοχές στο σπλάχνο του, τότε λυπάμαι πολύ ,αλλά θα έπρεπε να μην αποφασίσει να κάνει παιδιά, παρά να ζήσει τη ζωή του, εφησυ-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 34

ούνται η θεωρία και οι κανόνες της δαιμονολογίας μέσα από το βιβλίο «Το σφυρί των μαγισσών» η οποία έγινε ο επίσημος οδηγός των αποφάσεων της ιεράς εξέτασης για άτομα με ψυχιατρικές διαταραχές. Έτσι η καθολική εκκλησία κάτω από το επώνυμο των αιρετικών αφάνισε ένα μεγάλο αριθμό ψυχικά ασθενών. Το πρώτο ψυχιατρικό άσυλο κτίστηκε το 1409 στην Βαλένθια στον ίδιο χώρο που λειτουργούσε η ιερά εξέταση. Τα άσυλα αυτά προδιαγράφουν την μακραίωνη σκληρή και απάνθρωπή μεταχείριση των ψυχικά ασθενών ( Ν. Μάνος, 1997). Σε αυτή την ιστορική περίοδο για πρώτη φορά συνδέεται η φτώχεια με την ψυχική ασθένεια, συναντιούνται ταυτόχρονά σε ένα κοινό τόπο που είναι ταυτόχρονα και νοσοκομείο και φτωχοκομείο δηλαδή το άσυλο (Κ. Γρίβας, 1985). Διαφωτισμός Ο 18ος αιώνας υπήρξε ορόσημο για τις «επαναστάσεις» στην ψυχιατρική περίθαλψή. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Α) ο johann Christian Reil εισήγαγε πρώτος τον όρο ψυχιατρική και αγωνίστηκε για την αναγνώριση της ψυχιατρικής ως ξεχωριστής έδρας στην ιατρική σχολή. Β) Το 1793 ο Pinel απελευθέρωσε τους ψυχικά ασθενείς από τις αλυσίδες τους στο φρενοκομείο Bicetre. Καθιέρωσε τη λήψη ιστορικού του ασθενή και για πρώτη φόρα περιέγραψε κλινικά συμπτώματα και κλινικές περιπτώσεις. Γ) Το 1845 ψηφίστηκε στην Μ. Βρετανία νόμος με σκοπό να αποφεύγουν τις μεθόδους βίαιης καταστολής. Δ) Το 1800 άσυλα της Αγγλίας είχαν όλες τους τις πόρτες ανοικτές, πρακτική που ακολουθήθηκε και από άλλα άσυλα ( Π. Χαρτοκόλλης 1986). Νεότερη εποχή Στις αρχές του 19ου αιώνα η ψυχιατρική αρχίζει να εμφανίζεται σαν ξεχωριστή ειδικότητα και σαν όρος κυρίως σε Γερμανικά περιοδικά. Στο δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα συντελέστηκαν αλλαγές που βοήθησαν στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής στον 20ον αιώνα όπως: α) εγκαινιάστηκε η νοσοκομειακή περίοδος της ψυχιατρικής β) Η στάση της κοινωνίας προς τους ψυχικά ασθενείς άρχισε να αλλάζει γ) εξελίχθηκαν τα ιδρύματα εγκλεισμού με την σχετική νομοθεσία (Σ. Γεωργούλας 2003). Στις αρχές του 20ου αιώνα δυο κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις συνέβαλαν ουσιαστικά σε αυτές τις εξελίξεις, η ψυχανάλυση και ο συμπεριφορισμός (Γ. Αμπατζόγλου 1991). Η πρόοδος τόσο του θεωρητικού όσο και του πειραματικού επιπέδου αναστέλλεται κατά την διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου μετά το τέλος του οποίου γίνεται το πέρασμα στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Την δεκαετία του 1960 αναπτύσσεται η κοινοτική ψυχιατρική η οποία υποστηρίζει ότι το άτομο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνία με αποτέλεσμα την εμφάνιση της «αποιδρηματοποίησης». Εμφανίστηκε στην Ιταλία ως ένα κίνημα αμφισβήτησης του ψυχιατρικού ιδρύματος. Στηρίζεται στην παροχή ίσων θεραπευτικών ευκαιριών στους ασθενείς (Κ. Μπαιρακτάρης 1998).


Σελίδα 35

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Εξέλιξη της ψυχιατρικής στην Κύπρο Οι πρώτες αναφορές στην ψυχιατρική περίθαλψή στην Κύπρο τοποθετούνται στην Βυζαντινή περίοδο όπου στα μοναστήρια μαζί με άλλους ασθενείς νοσηλεύονταν και οι ψυχικά πάσχοντες που φροντίζονταν από τους μοναχούς-μοναχές. Επί Τουρκοκρατίας ασθενείς κρατούνταν στις κεντρικές φυλακές στο Buyuk Han (μεγάλο χάνι) ή σε κελιά στο Κονάκι ( Σεράι) (1878-1882) στην παλιά Λευκωσία. Μεταξύ 1897 και 1911 λειτούργησε το ψυχιατρείο κοντά στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στη Λευκωσία όπου διέθετε 8 δωμάτια και αργότερα 19. Από το 1912 μέχρι το 1964 λειτούργησε το άσυλο της Αγίας Παρασκευής στη Λευκωσία (χωρητικότητας 100 ατόμων) με 10 δωμάτια για άνδρες και 5 για γυναίκες (Α. Γεωργιάδης 2001). Το 1963 άρχισαν να λειτουργούν εξωτερικά ιατρεία και ψυχιατρική πτέρυγα στα πλαίσια του γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας. Ενώ το 1964 άρχισε να λειτουργά το ψυχιατρείο Αθαλάσσας αντικαθιστώντας το παλιό (Ο. Εμμανουηλίδου, Ε. Καλαιτζίδου). Σταδιακά το ασυλικό μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψης υποχωρεί και αρχίζει η φιλοσοφία της κοινοτικής ψυχιατρικής. Η πρώτη απόπειρα μεταρρύθμισης άρχισε το 1985. Το 1993 το ψυχιατρείο μετονομάζεται σε νοσοκομείο Αθαλάσσας ενώ το 1997 γίνεται η αλλαγή της νομοθεσίας με την ονομασία νομοθεσία περί ψυχιατρικής Νοσηλείας νόμος. Μέσα από την εγκαθίδρυση της κοινοτικής γίνεται σταδιακά μείωση των ασθενών στο ψυχιατρείο ενώ στην πορεία ιδρύονται ξενώνες και κέντρα ημέρας. Συμπεράσματα Σίγουρα δεν είναι εύκολο να πει κάποιος από πότε υπήρξε ψυχιατρική. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί χρονικά η εμφάνιση του πρώτου ψυχιατρικού ασθενή. Πιθανών να υπήρχαν από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να σχηματίζουν μικρές κοινωνικές ομάδες και ορισμένοι με «διαφορετική» συμπεριφορά τράβηξαν την συμπεριφορά των συνανθρώπων τους, που ίσως να είχαν αντιδράσει με δέος μπροστά στο ακατανίκητο. Η ψυχιατρική διατήρησε αυτό το μυστήριο ως σήμερα διατρέχοντας όλες τις περιόδους της την μυστικιστική εμπειρική περίοδο και την επιστημονική ( Η. Τζαβέλης, Δ. Καραισκός, ) Ως ψυχιατρική μεταρρύθμιση θεωρείται η αλλαγή στη φιλοσοφία και την πρακτική της αντιμετώπισης του ψυχιατρικού ασθενή με την μετάβαση από το παραδοσιακό ψυχιατρικό ίδρυμα στις εναλλακτικές δομές ψυχιατρικής περίθαλψης και αποκατάστασης στον κοινοτικό χώρο. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση αποσκοπά στην αντικατάσταση του «ασυλικού» από το «κοινοτικό» μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψής. Επηρεάζεται λοιπόν η διαβίωση των ψυχικά πασχόντων στην κοινωνία (ξενώνες, οικοτροφεία, ανάδοχες οικογένειες, προστατευμένα εργαστήρια, κέντρα ημέρας). Παράλληλα εφαρμοστήκαν σε ευρία κλίμακα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 36

εναλλακτικοί τρόποι εργασίας όπως οι ψυχιατρικές κλινικές γενικών νοσοκομείων, νοσοκομεία μερικής νοσηλείας ή νοσηλείας στο σπίτι. Στόχος της η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με τη νόσο του στο φυσικό του χώρο ( οικογένεια εργασία φίλοι), παρακάμπτοντας διαδικασίες (ιδρηματοποίηση, στιγματισμός) που δυσχεραίνουν την κοινωνική και επαγγελματική του αποκατάσταση και επανένταξη. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας είναι η ευαισθητοποίηση του πληθυσμού και η αλλαγή στάσεων σε σχέση με τις ψυχικά διαταραχές (αποστηγματισμός), η τομεοποίηση των ψυχιατρικών υπηρεσιών και η ορθολογική ανάπτυξη πλέγματος ψυχιατρικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση και αποκατάσταση των ψυχικά ασθενών σε κοινοτικό πλαίσιο καθώς και η εξεύρεση των απαραίτητων οικονομικών πόρων για την υλοποίηση των μακρόπνοων και δαπανηρών προγραμμάτων (Β. Κονταζάκης, Ν. Χριστοδούλου 1999). Όπως είναι φανερό η ψυχιατρική μεταρρύθμιση συνδέεται στενά με την αποιδρηματοποίηση και την ανάπτυξη της κοινοτικής ψυχιατρικής (Ε. Δραινάκη, Μ. Κυριακοπούλου, Α.Σερδιδάκη, 2005). Σύμφωνα με τους νεότερούς ψυχίατρους πρέπει να αποφεύγεται όποτε είναι δυνατό η μακροχρόνια νοσηλεία των ψυχιατρικά ασθενών σε ιδρύματα. Το ψυχοσικό άτομο πρέπει να παραμένει στο δικό του κοινωνικό περιβάλλον και να υποστηρίζεται από αυτό. Η ψυχιατρική θεραπεία πρέπει να βασίζεται στην περίθαλψή εξωτερικών ασθενών. Οι ανάγκες των νοσηλευόμενων θα εξυπηρετούνται με τη σύντομη παραμονή σε μικρές ψυχιατρικές μονάδες. Επηρεάσει τόσο η αποιδρηματοποίηση των χρόνιων ασθενών όσο και η επανένταξη τους στην κοινωνία. Σε όλη τη χώρα επικρατή η ατμόσφαιρα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη δημιουργία νέων υπηρεσιών και την επίτευξη νέων στόχων (Μ. Τζανάκης 2008). Προσπάθεια για ενημέρωση του Κοίνου γύρω από την ψυχιατρική ασθένεια, διαδεδομένες αντιλήψεις σχετικά με το σώμα και την ψυχική ασθένεια οδηγεί σε φόβο και κοινωνικό στιγματισμό ενώ στο ίδιο σημείο οδηγεί και η άγνοια γύρω από την ψυχική ασθένεια. Η ψυχική ασθένεια αποτελεί ένα αντικείμενο φόβου και σοβαρών παρερμεινίων. Ο γενικός πληθυσμός ξέρει ελάχιστα πράγματα για το ζήτημα. Παρόλο που έχουν υπάρξει κάποιες προσπάθειες ενημέρωσης του κοινού από ειδικούς είναι πολύ λίγες και οι περισσότερες έχουν μια ασαφή εικόνα για την ψυχική ασθένεια ( Μ. Τζανάκης 2000). Βιβλιογραφία Αμπάτζογλου, Γ. (1991). Ψυχιατρική και ιατρική τα όρια, οι ταυτότητες και οι σχέσεις. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Οδυσσέας. Andreasen, C. (1991). Introductory Textbook of Psychiatry. Washington, U.S.A. American Psychiatric Press. Γεωργιάδης, Α. (2001). Ιστορία της Κυπριακής ιατρικής και νοσηλευτικής κατά την


Σελίδα 37

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Αγγλοκρατία (1878-1960) με ιδιαίτερη αναφορά στην ψυχιατρική περίθαλψη. Λευκωσία Κύπρος. Γεωργούλας, Σ. (2003). Αποκλίνουσα συμπεριφορά των νέων. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Εκκρεμές. Γρίβας, Κ. (1984). Δημόσια υγεία ή η κακοποίηση της κοινωνικοποίησης. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Στοχαστής. Δημουλάς, Κ. Έξαρχος, Γ. Μουσούρου, Λ. Μωυσίδης, Α. Πομπόλης, Σ. Τσαούσης, Δ. Τσάκαλος, Γ. Ψυμμένος, Ι. (2001). Κοινωνικός αποκλεισμός: Η Ελληνική εμπειρία. Αθήνα, Ελλάδα. Γρίβας, Κ. (1985). «Ψυχιατρικός ολοκληρωτισμός. Ιστορική και κοινωνική θεώρηση της Ψυχιατρικής». Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Ιανός Δραινάκη, Ε. Κυριακοπούλλου, Μ. Σερλιδάκη, Α. (2005). Η επίδραση της ψυχιατρικής διάγνωσης και ψυχιατρικής νοσηλείας στην οικογένεια του ασθενή. Συγκριτική προσέγγιση δημόσιας και ιδιωτικής περίθαλψης. Ηράκλειο, Ελλάδα. Εμμανουηλίδου, Ο. Καλαιτζίδου, Ε. (2008). Η ιστορία της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη, Ελλάδα. Ευτυχιάδης, Α. (1995). Φύση και πνεύμα. Συμβολή στην ιατρικοφιλοσοφική σκέψη. Αθήνα, Ελλάδα. Ζαφείρη, Μ. Ρόκομου, Ε. Τούτιου, Δ. (2008). Κοινωνική εργασία και αποασυλοποίηση ψυχικά ασθενείς. Αθήνα, Ελλάδα. Θεοχαράκης, Ν. (2001). Ψυχολογία του βάθους και ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των ασθενών στο Βυζάντιο. Διδακτορική διατριβή πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ελλάδα. Καπρίνης, Σ. (1998). «Η εξέλιξη της ψυχιατρικής». Θεσσαλονίκη, Ελλάδα. Κονταζάκης, Β. Χριστοδούλου, Ν. (1999). Η ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των χρόνιων ασθενών. Αθήνα, Ελλάδα, Εκδόσεις Βήτα. Κωστής,Π. (1995). Στο καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της Ελληνικής Χερσονήσουν14ος – 19ος αιώνας. Ηράκλειο, Ελλάδα. Εκδόσεις Πανεπιστημιακές. Λυράκος, Κ. (1976). Κοινωνία και ψυχή. Απόψεις κοινωνικής ψυχιατρικής. Αθήνα, Ελλάδα. Μαδιανός, Μ. (1994). Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση και η ανάπτυξη της από την θεωρία στην πράξη. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα. Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη. Ελλάδα. Εκδόσεις University studio Press. Μπαϊρακτάρης, Κ. (1998). Ψυχική υγεία και κοινωνική παρέμβαση. Εμπειρίες, συστήματα πολιτικές. Αθήνα, Ελλάδα. Εναλλακτικές εκδόσεις. Νίκα, Α. Ψωμαδέλλη, Π. (2005). Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στο παιδοψυχιατρικό νοσοκομείο Αττικής. Καταγραφή και αξιολόγηση των προγραμμάτων αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξής με βάση τις απόψεις του προσωπικού. Ηρά-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 38

κλειο, Ελλάδα. Παπαγεωργίου, Ε.(2004). Ψυχιατρική. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Παρισιάνου. Πλουμπίδης, Δ. (1989). Ιστορία της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Θεσμοί, ιδρύματα και κοινωνικό πλαίσιο 1850-1920. Θεσσαλονίκη, Ελλάδα. Εκδόσεις Σύγχρονα θέματα. Πλουμπίδης, Δ. (1995). Ιστορία της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Τρίαψις Λόγος/Εξάντας. Ροσιδάκη, Κ. (1979). Στοιχεία ψυχιατρικής. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Μωραίτου. Τζαβέλλας, Η. Καραίσκος, Δ. (2012). Ιστορία της ψυχιατρικής. Αθήνα, Ελλάδα. Τζανάκης, Μ. (2000). Ο ρόλος του νοσηλευτή στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Τσανάκης, Μ, (2008). Πέραν του ασύλου: Η κοινοτική ψυχιατρική και το ζήτημα του υποκειμένου. Κοινός τύπος ψυχιατρικής νευροεπιστημών και επιστημόνων. Χαρτοκόλλης, Π. (1991) Εισαγωγή στην ψυχιατρική. Αθήνα, Ελλάδα. Εκδόσεις Θεμέλιο.

Φωτογραφία: Π. Ανδρέου


Σελίδα 39

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ.

ΑΝΝΑ ΖΑΝΙΔΑΚΗ Από την παιδική ηλικία, θα πρέπει τα όνειρα, που τα ίδια μας τα παιδιά ,έχουν καταφέρει να τα αποτυπώσουν με το δικό τους απλό και ευφυή κατά τα άλλα τρόπο. Δεν πρέπει με τίποτα να μείνουμε στυγνοί εκτελεστές τους, παρά να φροντίσουμε να καταβάλλουμε τις δικές μας προσπάθειες ,ούτως ώστε να δουν πως δίπλα τους είναι τα άτομα που πάντα θα μπορούν να εμπιστεύονται και να χουν ένα αραξοβόλι, στις τρικυμίες είτε τα ναυάγια της ζωής τους. Κανείς στη γη ,δε γεννήθηκε, γενναίος, αλάνθαστος, μα κυρίως δε φάνηκε ,δεν απεδείχθη κε ,πως δε θέλει ,δε χρειάζεται την παραμικρή, την ελαχιστότατη βοήθεια ,από τον καθένα μας. Το βασικό που πρέπει να διδαχθεί το κάθε μας παιδί, είναι να κάνει όνειρα, σχέδια, πλάνα και ποτέ να μην ντραπεί και να λοξοδρομήσει από αυτά. Στου καθενός παιδιού την ψυχούλα ,όσο μπορούμε και είμαστε ικανοί να δούμε και να διεισδύσουμε μέσα του, το μόνο ωφέλιμο και βέβαιο ,είναι να δει ,ότι το στηρίζουμε, το υποστηρίζουμε και πάντα θα είμαστε δίπλα του, προσπαθώντας να δει και τη δική μας καλή θέληση για να το βοηθήσουμε και αν δεν τα καταφέρουμε να επιτεύξουμε τους στόχους του, όπως και το ίδιο, τουλάχιστον να μην τους ευνουχίσουμε.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 40

Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα ,από το να δεις τους δικούς σου ανθρώπους, να μη στηρίζουν και να μην υποστηρίζουν τα δικά σου θέλω, όνειρα, σχέδια, παραβλέποντας τα, με μόνη κίνηση να κάνουν πίσω σ αυτά ,παραμερίζοντάς τα, δίνοντάς τα και πάλι ευκαιρίες μεν, αλλά για μετέπειτα φορές και καταστάσεις. Όχι, κι αυτό το λέω, όσο μου επιτρέπετε, κατηγορηματικά και κυρίως πάντα από τη θέση μιας μητέρας, ενός ανθρώπου, που κατάφερε, έστω και αργά να κυνηγήσει το όνειρό της, που και πάλι βρήκε αντιστάσεις, τρικλοποδιές. Μα τώρα δεν αποτελεί το δεκανίκι των δικών της θέλω και πλάνων, αλλά το στήριγμα και η βάσιμη στήριξή της, στα δικά της πρέπει και γιατί ,σε ότι πλέον δεν την καταδιώκει, αλλά επιδιώκει να γιορτάσει τη δική της Ιθάκη, το δικό της προορισμό. Όπως και στα παιδιά μας, έτσι και σε μας τους ενήλικες, σημασία δεν έχει μόνο ο προορισμός, αλλά το ταξίδι, γεμάτο περιπέτειες ,περιπλανήσεις, μα κυρίως τις δικές τους ευχαριστήσεις, στο ότι παλεύουν, αντέχουν και κυρίως μάχονται ενάντια συνθηκών ,καταστάσεων ,ατόμων εναντίον τους, μα η δικιά τους λάβα, θέλησης και επανόρθωσης ,τυχόν λάθους του παρελθόντος, θα αποτελέσει το εφαλτήριο για τις μετέπειτα νικηφόρες μάχες, που θα δώσει ,είτε με τους γύρω της, είτε με τον εαυτό της. Τα παιδιά μας πρέπει από μικρά να είναι με τέτοιο τρόπο θωρακισμένα, ώστε αν βρεθούν σε θέση που θα απαιτεί να διασώσουν και να τεκμηριώσουν τα δικά τους θέλω και όνειρα, να μη βρεθεί κανείς να σταθεί εμπόδιο σε αυτά και κυρίως να μην καταφέρει να τα αποσπάσει τα όνειρά τους, το τι αυτά κρίνουν γι αυτά ότι τους αρμόζει τους πρέπει και θέλουν είτε να το κυνηγήσουν ,είτε να προσπαθήσουν τουλάχιστον να το προσπαθήσουν. Ο χώρος της Παιδοψυχολογίας, πάντα θα είναι ανεξάντλητος καθώς και ποτέ δε θα είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι ότι τον ερευνήσαμε και τον εξερευνήσαμε, καθώς τα παιδιά μας ,πάντα θα αποτελούν τρόπο, εφαλτήριο αναζήτησης και ανακάλυψής τους, μέσα από μεθόδους, τρόπους προσέγγισης και επίλυσης διαφόρων θεμάτων που τα απασχολούν και χρειάζονται την άμεση και απαραίτητη από τους δικούς τους και τους ειδικούς, ενασχολούμενους με αυτόν τον Τομέα, βοήθεια, στήριξη και αγάπη. Χρόνια τώρα έχουμε αντιληφθεί και καταλάβει ευρύτερα ,πως την καρδιά ενός παιδιού δεν την κατακτάς με υλικά αγαθά, όσο ακριβά και να είναι, αλλά με το δόσιμο το απλόχερο, αγάπης νοιαξίματος ,φροντίδας, ώστε να καταλάβει πως ανά πάσα ώρα και στιγμή θα είμαστε εμείς σε θέση να του σταθούμε και εκείνο δε θα αισθάνεται μόνο του και απομονωμένο, ξεκομμένο από την υπόλοιπη οικογένεια. Τώρα οι ρυθμοί οι εξαντλητικοί ,που ήρθαν να προσθέσουν ένα ακόμα πρόβλημα στην όλη διαδικασία, χειρισμού και διαχείρισης πολλών συναισθημάτων, καταστάσεων που ίσως περνάνε, αποτέλεσε αποτελεί και θα αποτελεί έναν παράγοντα αρνητικό και εμπλεκόμενο ,ίσως και με τη δική μας αποφυγή, από το εκάστοτε παρατιθέμενο πρόβλημα. Η κρίση αποτελεί ακόμα έναν παράγοντα, που στέκει τροχοπέδη, στη σωστή και ορθή επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά τους, αφού λείπουν όλη μέρα από το σπίτι και έχουν αντικαταστήσει τη δική τους ζεστασιά και οικογενειακή θαλπωρή, με τα υλικά αγαθά, όπου εξαγοράζουν ,όχι τις υποτιθέμενες, αλλά υπάρχουσες τύψεις τους και κατά κάποιο


Σελίδα 41

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τρόπο, να εφησυχάσουν, μα για πόσο ακόμα? Τα παιδιά μας, όντως μικρά ,ζητώντας τη στοργή και τα λογικά προσφερόμενα αισθήματα ,νιώθουν να παραμελούνται και εντοπίζουν σε όλη την οικογένεια, μια κατά κάποιο τρόπο, απόρριψη, αποφυγή, μα που να καταλάβουν πως οι γονείς για να ανταπεξέλθουν σε οτι θα τους ζητηθεί, θα πρέπει να είναι παρόντες και πάλι, και με την δικιά τους υπόσταση, να φέρουν σε πέρας, οτιδήποτε θελήσουν εκείνα να βοηθηθούν ,ακόμα και να προσφερθούν, ως είδος ,καθημερινών αναγκών και προτεραιοτήτων. Μα στο παιδικό τους το μυαλουδάκι ,όλα αυτά θα φαντάζουν ακόμα και ως ανύπαρκτα, αφού εκείνα ζητούν και αναζητούν ωφέλιμο και εποικοδομητικό τρόπο, χρόνο με τον μπαμπά ή τη μαμά, που όμως εκείνοι κατάκοποι από τις δυσκολίες και τις άσχημες καμιά φορά συνθήκες δουλειάς και εργασίας, απομονώνονται και αποζητούν το δικό τους χώρο και χρόνο. Ο χρόνος αυτός θα δράσει για εκείνους σε τέτοιο βαθμό, που θα γεμίσουν τις μπαταρίες τους ,την ενέργειά τους ,για οποιαδήποτε θέματα προκύψουν ή ακόμα και ήδη υπάρχουν, ώστε με καθαρό μυαλό μετά να κρίνουν και να πάρουν τις σωστές για όλους αποφάσεις. Αν δεν το ζήσει κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί και να καταλάβει ,πόση μεγάλη σημασία έχει να είσαι σε θέση να τα βρεις με τον εαυτό σου, να συζητήσεις ότι σε απασχολεί και σε προβληματίζει, σε κλίμα ήρεμο, γαλήνιο, ώστε κι ο άλλος που θα βρεθεί μετά απέναντί σου, για οποιαδήποτε συζήτηση, κουβέντα, να μην είναι τσιτωμένος από τα νεύρα και να φροντίσει να ξεσπάσει πάνω σου ή εσύ πάνω του, παρά με τρόπο ήσυχο και αφοπλιστικό ακόμα να τεθούν ερωτήματα και να δοθούν οι απαραίτητες απαντήσεις. Θα μου πείτε αν καταφέρναμε όλοι να φερόμασταν και να συμπεριφερόμασταν με αυτόν τον τρόπο ,δε θα υπήρχαν ούτε οι ασυμφωνίες χαρακτήρων, ούτε τα διαζύγια, μα κυρίως δε θα υπήρχαν εκείνα τα πονεμένα θλιμμένα ματάκια ,που παλεύουν να εξηγήσουν ,ακόμα και να αιτιολογήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, ως υπαίτια, για το ότι διαδραματίζεται και για όποιες σκηνές εξελίσσονται ,μέσα ή εκτός σπιτιού, μέσα σε ένα εντελώς απαίσιο αγχωτικό και νευρωτικό κλίμα. Μα με τη μετάβαση από την εφηβεία ,που είναι και η πιο δύσκολη και κρίσιμη ηλικιακή μετάβαση, δείχνουν να καταλαβαίνουν και να συνειδητοποιούν, το καλό της οικογένειας, των ψυχικών τους ισορροπιών, με αποτέλεσμα να κινούν εκείνα τα ίδια τα νήματα για απεγκλωβισμό και απελευθέρωσης ,των ατόμων που βλέπουν ότι το έχουν άμεση ανάγκη και επιβλητική ,ως παρότρυνση. Τα βλαστάρια μας, αν καταφέρουμε να τα ενισχύσουμε τον αυτοσεβασμό και την αυτοεκτίμηση, έχουμε πετύχει το μεγαλύτερο κομμάτι της διαπαιδαγώγησης τους, όσο αφορά το χτίσιμο του χαρακτήρα τους. Αυτός ο χαρακτήρας τους θα τους ακολουθεί πάντα και θα αποτελεί είτε χρήσιμο και χρηστικό φορτίο, χωρίς φυσικά να επιβαρύνει εκείνα τα ίδια, παρά με τις γνώσεις που θα έχουν επωμισθεί να καταφέρουν να φανούν άξιοι και ικανοί μαχητές της ζωής τους και στο κάθε τι που θα διαδραματισθεί στο μέλλον, με σύνεση και λογική . Τα δεδομένα για το κάθε παιδί από το γονιό του, είναι ποικίλα και διαφορετικά,


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 42

χασμένος και παρακινούμενος από τα δικά του πρέπει και στερημένα από δημοκρατία και επιταγές ,υποταγές, να αφήσει τους άλλους να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας και όχι της τρομοκρατίας. Γιατί για ένα παιδί, αποτελεί όλο αυτό ,τρομοκρατικό χτύπημα, στην ψυχούλα του, στην καρδούλα του, που αγνή και ανήμπορη να τα διαχειρισθεί όλα αυτά ,κλείνεται στο καβούκι του, και φέρεται παρορμητικά και κυκλοθυμικά. Με λίγα λόγια ,κάποια άτομα γίνονται ή έγιναν εγκληματίες συνείδησης προτροπής και όπως οι ίδιοι ένοιωθαν ότι έκαναν το χρέος απέναντι στα παιδιά τους, ακόμα και όταν βλέπουν τους κινδύνους να έρχονται να πλησιάζουν, δεν είναι σε θέση να τα θωρακίσουν να τα σώσουν ακόμα και να τα γλιτώσουν από μαρτύρια ζωής, καθημερινά και αυξανόμενα. Τα δεδομένα γίνονται απωθημένα και τα απωθημένα ζητούμενα. Χρόνια τώρα το έχω ψάξει πολύ το θέμα, έχω αναζητήσει την πηγή του κακού, γιατί έτσι φαίνεται σε όσους μάθανε κάποιον να τον ελέγχουν να το χειρίζονται να το χειραγωγούν. Μα αυτός ο καημένος ή η καημένη, ήρθε η ώρα που το ρολόι της ζωής της που λέγεται αναζήτηση ή του το τι έκανα ως τώρα για μένα, πού είμαι εγώ ανάμεσα τους, ακόμα και το γιατί να αισθάνομαι ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, αποτέλεσαν έναυσμα για αποζήτηση ,όχι της καταξίωσης, γιατί αυτή υφίσταται για τον καθένα μας ,ούτως ή άλλως ,μα για να διεκδικήσει χώρο και χρόνο της ζωής της ,της καθημερινότητάς της, της ίδιας της επιδίωξης για ενασχόληση με ότι την ευχαριστεί και της γεμίζει τα κενά. Κάποια κενά στη ζωή μας ,είναι αποδεδειγμένα, ότι δεν καλύπτονται με τίποτα, γιατί απλά το διάστημα που έχει περάσει τα χει παγώσει και μέσα από τη δική τους συστολή, έγιναν αδιαπέραστα και αξεπέραστα, κι όταν γίνει η παραμικρή προσπάθεια, βρίσκει αντίσταση, σε αυτό που λέγεται μη σεβασμός, παραμέρηση, μα κυρίως έλλειψη εμπιστοσύνης, επικοινωνίας. Είναι πολύ βαρύ, δυσβάσταχτο, να είσαι ανάμεσα σε πολλά άτομα και να νοιώθεις την περιβόητη μοναξιά ,παρά όταν είσαι μόνος, που είναι απόλυτα φυσικό και επόμενο. Ολοι ξέρουμε ότι η βία ,είναι καταδικασμένη από όλους μας. Πολλές φορές η σωματική ,κάποια στιγμή επουλώνονται τα τραύματα, τα σημάδια που της έχει προκαλέσει κάποιος και τώρα πια ,ίσως και κάποια. Μα εκείνο που μένει μάρτυρας αδιάψευστος ,είναι η ψυχολογική, η οποία ασκείται με ύπουλο και έντεχνο τρόπο, μέσα από την ειρωνεία, την αμφισβήτηση, την απαξίωση, τον εκμηδενισμό της προσωπικότητας του καθενός ή της καθεμιάς, μα κυρίως τον πλήρη αφανισμό, ισοπέδωση, νοητικού ακόμα επιπέδου, φερόμενοι ως δράστες, εγκλημάτων ψυχής ζωής, αν και διά ζώσης, τελούνται ιδεχθή κι απαίσια. Με το κλείσιμο της εργασίας μου αυτής, που από την πρώτη στιγμή, αισθάνθηκα απόλυτα έτοιμη να την αναλάβω και να τη φέρω εις πέρας, θέλω να ευχαριστήσω ,τον εξαίρετο και αξιολογότατο ΚΥΡΙΟ ΣΤΡΑΤΟ ΠΑΠΑΝΗ,,,ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ,ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ, όπου δανείζομαι στοιχεία, κομμάτια, τα αναπτύσσω και δίνοντας τη δική μου σκοπιά και ματιά,


Σελίδα 43

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

συνεχίζω το δικό μου λιθαράκι, στο οικοδόμημα του πολιτισμού και της παρακαταθήκης, αρθρογραφώντας και συμμετέχοντας σε ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥΣ...ΕΝΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΗ ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΣ ΓΡΑΦΗΣ .ΠΟΥ ΕΥΕΛΠΙΣΤΩ ΝΑ ΔΙΝΩ ΤΗΝ ΑΡΜΟΖΟΥΣΑ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΘΑ ΘΕΛΑ ,ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΡΑΣΩ. Τα παιδιά μας ,τα αγγελούδια μας, είναι εκείνα που θα τα βλέπουμε, θα τα καμαρώνουμε ,θα τα χαιρόμαστε, μα κυρίως θα τα παροτρύνουμε και θα μαστε δίπλα τους, για κάθε μελλοντική εφόρμηση ,που θα τους αναζωογονήσει και θα τους χαρίσει ευτυχία, ισορροπία ψυχική, μα κυρίως την ευχαρίστηση, τη θέληση για επιδίωξη και επίτευξη των δικών του γραμμών ,που έχουν ή θα έχουν στο μυαλό τους, να χαράξουν, μα με μόνη πεποίθηση και οδηγία, να είναι γερά και να δούνε τα όνειρά τους, να αποκτούν σάρκα και οστά, χωρίς να ΄γινουμε οι δυνάστες και οι διώκτες αυτών. Μα με ήσυχη και ελαφριά τη συνείδηση ότι επιτελέσαμε όσο το δυνατόν καλύτερα το έργο μας ως γονείς, να δώσουμε την ώθηση και να γίνουμε οι δικοί τους εφέτες ,στις κούρσες της ζωής τους, που είτε πρωταθλητές ,είτε συμμετέχοντες να αρκεστούν στη σκέψη, ότι κάναν την κίνηση την προσπάθεια, κι ας απέτυχαν. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες είναι όλα μέσα στη ζωή, αρκεί να δώσουμε τα κίνητρα στα παιδιά μας να μην τα παρατάνε και πως για όλους υπάρχει και δεύτερη και τρίτη ευκαιρία, αρκεί να το θέλουν πραγματικά και να επιδιώκουν ότι καλύτερο για εκείνα και μόνο για κείνα. Τότε και μόνο τότε ,θα έχουμε επιτελέσει το έργο μας ορθά και με βάσεις στέρεες και ποτέ αφημένες στις τύχες τους και στις διαθέσεις των ανέμων και των κυκλώνων. Βλέπετε ,γονιός γίνεσαι ,δε γεννιέσαι. Όλοι μας κάνουμε τα σφάλματά μας, τα λάθη μας, όπως κάνουμε και τις σωστές μας κινήσεις και επιλογές που θα τα κάνουν κάποια μέρα περήφανα, όπως νοιώθουμε εμείς για τον ίδιο μας τον εαυτό. Ναι,,, κάποια στιγμή ,πιστεύω ακράδαντα, άσχετα με τις διαμαρτυρίες που ζούμε, με τις εντάσεις που περνάμε, θα μας καταλάβουν και θα δουν, πως πίσω από κάθε μας απέλπιδα προσπάθεια ,κρυβόταν το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον γι αυτά, αρκεί να βλέπαν πιο διεισδυτικά και στα δικά μας θέλω ,στα δικά μας όνειρα, κι όχι απλά επιδερμικά ,να καταφέρονται εναντίον τους.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 44

ΜΗΝΥΜΑ ΤΑ : S.O.S

ΔΟΝΑ ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Εάν ήμουν, παιδί μικρό και μου έλεγαν, τον κόσμο ,να φτιάξω, σε ένα ταμπλό, θα έπαιρνα, μαύρο στυλό. Μαύρα τα δέντρα, μαύρα τα πουλιά , μαύρος ο ουρανός και ο ήλιος ο λαμπρός και μια ελπίδα μικρή, ζωγραφισμένη, στο χαρτί, ένα πολύχρωμο πουλί, μισοθαμενο μες την Γη. Η Γη, έχει υψώσει τα χέρια της , ζητώντας βοήθεια, απεγνωσμένα, κινδυνεύει, φωνάζει και η Φωνή της, γίνεται ,κραυγή, μέσα στο χρόνο και χάνεται και ξαναφωνάζει και πάλι χάνεται……. βρίσκει, ξανά την δύναμη, όπου η φωνή της, βγαίνει, πάλι δυνατή και κάνει αντίλαλο, αλλά δεν την ακούς, δεν δίνεις σημασία άνθρωπε αυτής της Γης!!


Σελίδα 45

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

-Εάν ,ήμουν παιδί μικρό και μού έλεγαν, τον κόσμο να φτιάξω, σε ένα ταμπλό, θα έπαιρνα μαύρο στυλό. Μαύρα, τα δένδρα, μαύρα ,τα πουλιά ,μαύρος ο ουρανός και ο ήλιος ο λαμπρός και μια ελπίδα, μικρή, ζωγραφισμένη στο χαρτί ,ένα πολύχρωμο πουλί μισοθαμένο, μες την Γη. -Η ματιά, όμως, αδιαφορεί, μοιάζει να μην την ενδιαφέρει, ούτε γιατί πέθανε το πουλί, η γιατί γέμισε , πούπουλα, η Γη .Και συνεχίζει, να βλέπει τα ψάρια, στην θάλασσα, χωρίς ζωή, τα πουλιά στην γη, χωρίς ψυχή, να μολύνονται τα ύδατα, αλλάζοντας, χρώμα και στρέφει το βλέμμα, πάλι αλλού. Ποια είναι η αιτία, για όλα αυτά, μήπως φταίει η αδιαφορία; -Τα μέσα (Μ.Μ.Μ) αναμεταδίδουν όλα τα κακά, που συμβαίνουν: οι βροχές, οι πλημύρες, οι καταστροφές, οι αθώες, χαμένες ζωές ...Οι εποχές, που χαθήκαν ..τι λυπηρό, να στρέφεις, το βλέμμα σου, αλλού και η μόνη φιλοδοξία σου: το χρήμα και το συμφέρον , το ατομικό όχι το συνολικό. Άφησε τους πολέμους, τις καταστροφές και διέθεσε τα χρήματα, για το καλό του κοινωνικού συνόλου, της ανθρωπότητας. Σεβασμός στο άτομο μας ,αγάπη για τον συνάνθρωπο μας, συμφιλίωση των λαών. Χωρίς πολέμους ,όλοι ενωμένοι για να σώσουμε την γη μας, τον πλανήτη μας. -Άκουσε τα μηνύματα S.O.S , που εκπέμπει η Γη, δεν μπορούμε πλέον ,να αγνοούμε, τις αιτίες και τις επιπτώσεις, τις κλιματικής αλλαγής , τα τελευταία χρόνια , ήταν τα πιο θερμά χρόνια. Οι θαλάσσιοι πάγοι, συρρικνώνονται, η στάθμη τις θάλασσας, ανεβαίνει, οι κλιματικές καταστροφές , διπλασιαστήκαν. -Οι επιστήμονες, κρούουν, τον κώδωνα του κινδύνου, μην κωφεύεις άνθρωπε άκου… .Μια νέα μελέτη τις NASA, αναδεικνύει ότι τα αέρια, του θερμοκηπίου, που παράγονται, είναι απ την ανθρωπινή, δραστηριότητα και όχι ,από τις αλλαγές τις ηλιακής δραστηριότητας, είναι η κινητήρια δύναμη, της υπερθέρμανσης ,του πλανήτη μας. Και πια είναι αυτή, η ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου κάνει τους πάγους να λιώνουν; Σύμφωνα, με τον < Αλ Γκόρ > όπου μας λέει: ότι η αιθάλη, που παράγεται, από την καύση ξύλων, τις δασικές πυρκαγιές ,τις μηχανές και τα καύσιμα, συλλέγεται στην Αρκτική προκαλώντας, ανησυχητική αύξηση, της θερμοκρασίας στο Β. Πόλο, όπου δημιουργεί, ένα σύννεφο ρύπανσης, που απορροφά, το φως του ήλιου και θερμαίνει τον αέρα, κατά


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 46

συνέπεια το λιώσιμο ,των πάγων. Οι πάγοι, που καλύπτουν την Γη, λειτουργούν, σαν προστατευτικός καθρέπτης που αντανακλά, ένα μεγάλο μέρος της ηλιακής θερμότητας , στο διάστημα, διατηρώντας ,τον πλανήτη μας ψυχρό. Λιώνοντας οι πάγοι, με γρήγορο ρυθμό η Γη ,θα χάνει την προστασία της, από την θερμότητα, η οποία θα βοηθήσει στο τέλος των παγετώνων!! - Και βέβαια , μετά από αυτό ,ένα είναι γνωστό, το τι θα επακολουθήσει, μα φυσικά η καταστροφή . Το τέλος του κόσμου, το τέλος του πλανήτη Γη. Ανεβαίνοντας η στάθμη των ωκεανών ,θα κατασπαράξει όλες, τις παραλιακές πόλεις ,χώρες. Μεγάλη ξηρασία, πλημύρες ,διαταραχή χλωρίδας και πανίδας, με ακραία καιρικά φαινόμενα ,η μισή γη, μέσα στην ξηρασία και η άλλη μισή, μέσα στο νερό. Όπου θα έχει επακόλουθα ,σε σένα άνθρωπε, αυτής της γης, με ένα τέλος όπου ο καθένας, μπορεί να το διανοηθεί, θα ξεπεράσει και τα χειρότερα σενάρια, αυτοκαταστροφής. Και ένα σενάριο δικό μου, να βυθιστεί όλη η Γη και να χαθεί. Θα είμαστε, μόνο μια ανάμνηση, στο άπειρο σύμπαν ,θα είναι μια καταστροφή του άνθρωπου, από τον ίδιο τον άνθρωπο, τι κρίμα, να είμαστε θεατές της καταστροφής και όχι οι πρωταγωνιστές, της διάσωσης .Η Γη ,έχει υψώσει τα χέρια της, ζητώντας βοήθεια, απεγνωσμένα, κινδυνεύει, φωνάζει και η φωνή της γίνεται κραυγή, μέσα στον χρόνο και χάνεται και ξαναφωνάζει και πάλι χάνεται …..βρίσκει, ξανά την δύναμη, όπου η φωνή της βγαίνει , πάλι δυνατή και κάνει αντίλαλο, αλλά δεν την ακούς, δεν δίνεις σημασία, άνθρωπε αυτής της Γης!! - Εκτός από όλα αυτά, οι μαγνητικοί πόλοι της Γης ,αλλάζουν θέση ,σε σχέση με τους γεωγραφικούς , με μεγάλη ταχύτητα, σύμφωνα ,με τους υπολογισμούς των επιστημόνων, η μεγαλύτερη συνεισφορά, στην μετακίνηση, του γήινου άξονα και κατά συνέπεια ,των γήινων πόλων, προέρχεται, από το λιώσιμο των πάγων και την συνεπακόλουθη αύξηση, της στάθμης της θάλασσας , επηρεάζει την κατανομή, της μάζας της Γης. Ο μαγνητικός πόλος μετακινείται, εξαιτίας των αλλαγών ,που συμβαίνουν ,στον ρευστό πυρήνα της Γης, ο οποίος περιέχει σίδηρο και άλλα μέταλλα, σε υγρή μορφή. O γεωφυσικός, Τζέφρι Λόβ ανέφερε, ότι το μαγνητικό πεδίο της Γης, αλλάζει με το πέρασμα του καιρού .Το μαγνητι-


Σελίδα 47

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

κό πεδίο, μας προστατεύει, από την διαστημική ακτινοβολία και τις ηλιακές καταιγίδες. Επομένως ,με το χάος, που υπάρχει στο εσωτερικό της γης και το χάος στο εξωτερικό, σε συνδυασμό , με την διαστημική ακτινοβολία και τις ηλιακές καταιγίδες. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τι θα επακολουθήσει , το χειρότερο σενάριο ο ήλιος ,να καταπιεί και να κάψει , κάθε ζωντανό οργανισμό και ον πάνω στην Γη, η, με έναν τεράστιο σεισμό, όπου θα ταρακουνήσει και εξαφανίσει, όλο τον πλανήτη. Και το πιο φοβερό θα είναι πέρα από κάθε φαντασία : να μην εξαφανίσει, όλη την γη, αλλά την μισή, με τους επιζήσαντες, να βλέπουν να εξαφανίζεται ,τρέμοντας και ουρλιάζοντας, παίρνοντας, μαζί κάθε ζωντανό οργανισμό και τους ανθρώπους, να εξαφανίζονται, σε κλάσματα δευτερόλεπτου και τους άλλους να κοιτάνε άφωνοι , μπροστά, στο αναπάντεχο φοβερό θέαμα, με τα πόδια τους στο χείλος του γκρεμού… μπορεί, να σωθούν ,οι μισοί, αυτοί όμως θα πεθαίνουν, κάθε μέρα, εφόσον δεν θα βρίσκουν, φαγητό και τα μικρόβια από πάνω, θα επιτίθενται, στους ήδη ταλαιπωρημένους οργανισμούς, όπου θα πεθαίνουν, χωρίς φάρμακα και περίθαλψη με ανίατες αρρώστιες και οι μύγες και τα κουνούπια, θα τρώνε, τις σάρκες τους και θα έχουν μεγαλώσει, τόσο πολύ, που με ένα τσίμπημα, θα μολυσμένους οργανισμούς και τεράστια τέρατα, έτοιμα να κατασπαράξουν κάθε τι. Οι λίγοι άνθρωποι που θα υπάρχουν, θα κρύβονται μέσα σε σπηλιές, τρώγοντας ,μονό ρίζες δένδρων και παρακαλώντας τον θεό, να τους πάρει να γλιτώσουν ,ο άνθρωπος της τεχνολογίας, θα γίνει ,μια ανάμνηση φοβερή. Ο άνθρωπος των σπηλαίων, θα ξαναγεννηθεί, επιβιώνοντας σιγά –σίγα και σύναμμα θα περιγράφει στους απογόνους για την καταστροφή της γης, δίνοντας συμβουλές, για ένα καλύτερο αύριο χωρίς τα λάθη του παρελθόντος! Τα παραπάνω ,είναι φαντασία ,κάθε ανθρώπου κανείς όμως δεν γνωρίζει, το τι θα συμβεί πραγματικά Μήπως εδώ την απάντηση, την δίνει η θρησκεία μας με την :< και ο τέταρτος Άγγελος εξέχεε την φιάλη αυτοί επί τον ήλιον και εδόθη εις αυτόν να καυματίσει τους ανθρώπους με πυρ …> και γενικά ότι αποκαλύπτει ο Θεός, με την αποκάλυψη, να μας κάνει να σκεφτούμε ,να αναλογιστούμε και να στρέψουμε, το πρόσωπο μας προς τον Θεό, ζητώντας με την προσευχή, να μας ελεήσει και να μην αντιμετωπίσει, ο


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 48

άνθρωπος, αυτά τα φοβερά γεγονότα, όπου είναι γραμμένα να συμβούν…. Ας σηκώσουμε λοιπόν όλοι τα χέρια μας προς τον ουρανό και τότε ίσως μπορέσουμε να στρίψουμε το καράβι και να μην βουλιάξει με όλους μέσα…. -Η Γη ,μας στέλνει, συνέχεια μηνύματα…………… Δεν αρκεί, όμως, να κάνουν προσπάθειες μεμονωμένες, ομάδες όπως :< η διαστημική βιομηχανία ,με τις καινοτόμες τεχνολογίες και υπηρεσίες, που προσφέρουν>…. Για όλα αυτά χρειάζεται την συνεργασία όλων των ανθρώπων, από τον μικρό έως τον μεγαλύτερο. Δίνοντας, το καλό παράδειγμα, στα παιδιά μας τα οποία είναι το μέλλον Η εκπαίδευση στο σπίτι, στο σχολείο, θα οδηγήσουν ,στην αγάπη και την προστασία, του πλανήτη μας και την διάσωση του. Την αγάπη και την προστασία της φύσης του περιβάλλοντος πρέπει να τα εμφυσήσουμε στις ψυχές των παιδιών μας την φυσιολατρία. Πρέπει όλοι μαζί να προσφέρουμε, να μάθουμε και να κάνουμε, τρόπο ζωής μας τις ενέργειες που θα βοηθήσουν, στην διάσωση της Γης. Πρέπει ,να φροντίσουμε ,την χώρα που πατάμε και τον αέρα που αναπνέουμε..Να μην επιτρέψουμε, να γίνουμε οι πρωτεργάτες στην καταστροφή της Γης , να μην στρέψουμε, το βλέμμα μας αλλού, είναι η ζωή μας ,η ζωή των παιδιών μας και των απογόνων μας . -Η τρύπα του όζοντος ,του ατμοσφαιρικού στρώματος, που μας προστατεύει από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου, υπήρξε και θα υπάρχει, ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντολογικά προβλήματα της εποχής μας . Οι επιστήμονες όμως σήμερα φέρνουν ευχάριστα νέα για την πορεία της < τρύπας>, που επηρέαζε εμάς και το περιβάλλον μας. Κατά τα λεγόμενα τους ,η τρύπα του όζοντος , δείχνει ενθαρρυντικά σημάδια, ανάκαμψης, έχει σταματήσει να μεγαλώνει και το στρώμα της, πυκνώνει πλέον και πάλι, με το όζον να αυξάνει. Όμως, αναμένεται, να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια, για να αρχίσει να συρρικνώνεται, πραγματικά , πάνω απ την Ανταρκτική. Και το ερώτημα είναι :< Τι κάνη το στρώμα του όζοντας για εμάς;> Η απάντηση είναι: -Τι συντέλεσε στο παραπάνω αποτέλεσμα; Το ανθρώπινο χεράκι : η παγκόσμια συμφωνία 1987 το έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στο να φρενάρει, την αραίωση και εξαφάνιση του όζοντος, με την απαγόρευση, των χλωροφθορανθράκων που επιβλήθηκε τότε, έχει επιφέρει το σημερινό


Σελίδα 49

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

αποτέλεσμα. Η πρόοδος αυτή θα επιταχυνόταν έως και κατά 11 χρόνια, αν καταστρέφονταν, άμεσα τα υπάρχοντα, αποθέματα των χημικών ουσιών, που καταστρέφουν το όζον, όπου είναι αποθηκευμένες, κυρίως σε παλαιά ψυγεία και πυροσβεστήρες. -Ένα τίμημα όμως που καταβλήθηκε για την σχετική ανάκαμψη του όζοντος, είναι οι χημικές ουσίες ( υδροφθοράνθρακες) που αντικατέστησαν τους χλωροφθοράνθρακες , μετά το 1987. Δυστυχώς, είναι ισχυρά αέρια, του θερμοκηπίου, με συνέπεια, να ενισχύουν την κλιματική αλλαγή, όπως ανέφερα παραπάνω ,με το λιώσιμο των πάγων. Οπότε χρήζει άμεση αντικατάσταση και αυτών των ουσιών με άλλες ,όπως οι υδροφθορο-ολεφίνες, που έχουν μικρότερες επιπτώσεις στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη. Ένα αποτέλεσμα , υπερθέρμανσης του πλανήτη και το χειρότερο σενάριο ξηρασίας, με αποτέλεσμα την καταστροφή των δασών των φυτών και κατά συνέπεια της ζωής , κάθε ζωντανού οργανισμού και ον πάνω, στην γη, θα γίνουμε μια δεύτερη χαμένη Ατλαντίδα. Σε αυτή την περίπτωση, οι επιστήμονες ελπίζουν, ότι η διεθνής κοινότητα, θα μιμηθεί, το πετυχημένο παράδειγμα, του : και θα επιδείξει, ανάλογη, πολιτική βούληση, για συντονισμένη δράση και στην περίπτωση, της κλιματικής αλλαγής. Εδώ, χρειάζεται, πάλι το ανθρώπινο χεράκι, η παγκοσμία συμφωνία, η υπογραφή των υπεύθυνων, για το καλό του πλανήτη μας, ακούγοντας, τα μηνύματα και τις κραυγές του. -Οι κλιματολογικές συνθήκες, ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, ευνοούν την εκμετάλλευση, ορισμένων , ανανεώσιμων πηγών ενέργειας , όπως είναι η ηλιακή και η αιολική, μειώνοντας έτσι τους ρύπους από το πετρέλαιο ,τον λιγνίτη και το φυσικό αέριο. Από την πλευρά μας, θα μπορούσαμε ο καθένας, να πάρουμε τα πινέλα μας για να βοηθήσουμε στον πίνακα : να μειώσουμε, την χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, χρησιμοποιώντας ,ηλιακούς θερμοσίφωνες, να βάλουμε λάμπες, χαμηλής κατανάλωσης, καθώς και να χρησιμοποιούμε, τις ηλεκτρικές συσκευές, με φειδώ. Και τέλος η αγάπη, προς την φύση. Η αγάπη, προς το περιβάλλον και η προστασία του, θα πρέπει να ναι, για κάθε άνθρωπο νόμος . -Κοιτάζοντας , γύρω μας, θαυμάζουμε την φύση, παίρνουμε το οξυγόνο, γεμίζει, το μάτι


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 50

μας, με τα υπέροχα χρώματα, τα αυτιά μας ακούνε, το μουσικό, κελαΐδισμα των πουλιών τον μουσικό ήχο, των ποταμών και γαληνεύει, το πνεύμα, η ψυχή μας. Ένα τσιγάρο, όμως στο δάσος, φτάνει για να πυροδοτήσει και να ανάψει την φλόγα, καταστρέφοντας το ,ολοσχερώς , χάνοντας ταυτόχρονα ,την ομορφιά, το οξυγόνο και κυρίως, είναι ο καπνός, που θα προκαλέσει, την καταστροφή της Γης μας, μια καταστροφή όπου δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ο ήλιος θα κατακάψει κάθε ον πάνω στην Γη ,οι υπέροχες ακτίνες του, που χαρίζουν τώρα ζωή, χαϊδεύοντας το κάθε τι, θα καίνε αλύπητα κάθε τι ον που υπάρχει πάνω στην Γη, εξαφανίζοντας κάθε ζωή ,κάνοντας αυτόν τον ωραίο και μοναδικό πλανήτη, μαύρο ,άχαρο και άψυχο, με τα μαύρα κουφάρια, ζώων και ανθρώπων, σκελετωμένα φυτά και δένδρα, να θυμίζει μόνο την απερισκεψία, του ανθρώπινου είδους τι λυπηρό…… για αυτό πρόσεξε, που πετάς, το αναμμένο σου τσιγάρο και εσύ που βάζεις εσκεμμένα φωτιά ,σκέψου… .προσωρινά διώχνεις την ομορφιά, το οξυγόνο και αργότερα, την ζωή …Μια ζωή, που μας χάρισε, ο παντοδύναμος Θεός μας, με όλη του την αγάπη. Όπου μας έδωσε νου και λογική, φτιάχνοντας, πράγματα καταστροφικά για τον άνθρωπο ,χωρίς την αγάπη για τον εαυτό μας , συνάνθρωπο μας , το σύνολο ,τον δημιουργό μας .Εμπρός ,όλοι μαζί, να σώσουμε την Γη ,ένα λιθαράκι, αγάπης βάλε, και εσύ, και εσύ .Με την αγάπη μας οδηγό, θα σώσουμε τον κόσμο μας αυτό, έλα και εσύ και εσύ, όλοι μαζί, εμπρός μαζί! -Η Τεχνολογία, όπου δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο, να στρέφεται , από την κακή χρήση κατά πάνω του σαν ένα τέρας, που θέλει να κατασπαράξει, τον δημιουργό του. Άνθρωπε, κάθε φορά, που θα ανάβεις ,το αιρκοντίσιον, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλόγιστα ,να θυμάσαι ότι συμβάλεις και εσύ στην καταστροφή του πλανήτη, μην σκέπτεσαι, το σήμερα, το εγώ σου ,σκέψου το αύριο ,το τέλος με τις καρβουνιασμένες ψυχές, στον μαύρο πλανήτη. Και εσύ που χρησιμοποιείς, αλόγιστα, το μεταφορικό μέσον, σκέψου, το αύριο συμβάλεις, στο μαύρο τέλος. Ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας ,όλα ζητάνε βοήθεια. Μην αδιαφορήσουμε, όλοι μαζί, για όλους . Και να ευαισθητοποιηθούμε , ακούγοντας τις κραυγές βοήθειας των πουλιών , των ψαριών, των ζώων, το παραπονεμένο κλάμα


Σελίδα 51

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

των υδάτων, τον λυπημένο ψίθυρο των δένδρων ,που βλέπουν τα σκελετωμένα μαυρισμένα χέρια των φίλων τους, γιατί κάποιο χέρι απρόσεκτο, έβαλε φωτιά ,η κάποιο άλλο οικιοθελώς, για το συμφέρον και για το χρήμα, χωρίς να σκέπτεται, ότι αυτή η φωτιά είναι το προσάναμμα, της δίκης του καταστροφής και τέλος ακούστε, πριν να είναι αργά την σπαρακτική κραυγή, αγωνίας της Γης!!! -Μόνο, η παγκόσμια, αντιμετώπιση του θέματος, θα μπορούσε, να αποτελέσει μακροπρόθεσμα, την λύση, για την σωτηρία της Γης, συν, την προσευχή μας και παράκληση, στον δημιουργό και πλάστη μας. Με την συνεργασία όλων, όσων, ζουν και υπάρχουν, σε αυτή την Γη. - Ας πάρουμε τα πινέλα και τα πιο όμορφα χρώματα και να ζωγραφίσουμε, όλοι μαζί τον παραπάνω πινάκα, κάνοντας , τον τόσο μεγάλο, όσο η Γη μας , να μην υπάρχει, μαύρο χρώμα, να είναι τόσο όμορφος, όπως είναι ο πλανήτης μας, ο καθένας να βάλει μια πινελιά, να αλλάξει, την ζωγραφιά και να ξεθάψουμε την χαμένη ελπίδα, να δώσει, μια πνοή ανάσα ζωής, πριν χαθεί, για πάντα. Ήρθε καιρός να αλλάξεις, τον πίνακα εσύ –εσύ όλοι μαζί, να φτιάξουμε ένα πανέμορφο πίνακα, με πανέμορφα, χρώματα και να δώσουμε, την ελπίδα, να την μεγαλώσουμε και να κάνουμε το πουλί , να πετάξει, ψηλά στον γαλάζιο ουρανό ..

Με αγάπη και σεβασμό: Δόνα Αμαρυλλίς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 52


Σελίδα 53

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΌΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΝΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Του Βασίλη Πανδή Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Εσύ είσαι, Χρήστο;» (εκδ. Φιλύρα, 2018) ο Χρήστος Ι. Δούλης μάς παρουσιάζει πέντε διηγήματα, πιάνοντας το νήμα από εκεί όπου αφέθηκε με το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Με την Αναράιδα» (εκδ. Οδός Πανός, 2015). Τα νέα αυτά διηγήματά του κατάγονται από τις λαμπρές στιγμές του είδους και του ύφους της ηθογραφίας, ζωντανεύοντας ξανά όψεις μιας παρελθούσας, αλλά όχι και τόσο μακρινής μας Κέρκυρας. Οι χαρακτήρες των διηγημάτων του Χ. Δούλη είναι χωμάτινοι, με πάθη και καημούς που βασανίζουν αλλά και νοηματοδοτούν τις ζωές τους, γεγονός το οποίο ενισχύεται από τις περιγραφές του συγγραφέα, οι οποίες (μην εξωραΐζοντας τις καταστάσεις) παραπέμπουν στους κινηματογραφικούς τρόπους του ιταλικού νεορεαλισμού. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει την τραγική διάσταση της ζωής, η οποία διαποτίζει τις ιστορίες της ζωής των ηρώων του και πηγάζει ασφαλώς από τις δύο κινητήριες δυνάμεις των πάντων: τον έρωτα και το θάνατο. Ο θάνατος κυρίαρχος· τόσο κοντά στους ανθρώπους και τόσο αμείλικτος πάντοτε απέναντί τους: «Έβαλα το χέρι μου κάτω από το πηγούνι της, το πίεσα προς τα επάνω να κλείσει η ανοιχτή τρύπα με τα άσαρκα χείλη γύρω γύρω και ξανάνοιγε. Το ξανάκανα δυο τρεις φορές, το στόμα συνεχώς μισάνοιχτο. Μια νοσοκόμα έφερε ένα καθαρό μαντήλι από μια ντουλάπα, το έβαλε στο ακίνητο κεφάλι και έδεσε κόμπο τις δύο άκρες κάτω από το πηγούνι, για να κλείσει το στόμα. Η τυφλή γιαγιά του διπλανού κρεβατιού, συνέχισε να κοιμάται. Ούτε που πήρε χαμπάρι.» (σελ. 129) Και από την άλλην πλευρά ο έρωτας, λυσιμελής και απόλυτος, ζωοδότης και τύραννος: «Νηστικοί όλη τη μέρα, μας δεν μας έγνοιαζε. Άμα το στομάχι μας πονούσε από την πείνα, το ξεγελούσαμε με λίγο νερό, κοίταζε ο ένας τον άλλον και ξεχνιόμαστε. Τις επόμενες μέρες, όλο μαζί μας βλέπανε. Όλοι ξέρανε πως ο Βλάντης τα είχε με τη Λαντία. Όταν συναντιόμαστε και του χαμογελούσα, μου έλεγε πως η φύση έκανε τα χρώματά της πιο έντονα. Τα δέντρα πιο μεγάλα, πιο πράσινα, σαν να είχε πάντα ήλιο και βοριά. Η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη ακόμα και αν είχε συγνεφιά.» (σελ. 27) Αξίζει να σημειωθεί πως η γραφή του Δούλη είναι απελευθερωμένη και η γλωσσική διαπραγμάτευση των ζητημάτων του πειρασμού και της σεξουαλικής επιθυμίας (είτε αυτή εν τέλει ολοκληρώνεται είτε παραμένει για πάντα απωθημένη) είναι εξίσου ελευθερόστομη, ενώ στα διηγήματα αυτά καυτηριάζεται και η παντοδύναμη στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα πατριαρχία και η έμφυλη αδικία που τη συνοδεύει.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 54


Σελίδα 55

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΕΝΑΣ ΜΠΑΜΠΑΣ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ Η μικρή Δανάη μαθαίνει από τη μαμά ότι ο μπαμπάς της βρίσκεται σ’ ένα σιδερένιο κλουβί. Αναρωτιέται διαρκώς τι κάνει, γιατί βρίσκεται εκεί και πότε θα επιστρέψει στο σπίτι, κοντά της. Θέλει πολύ να τον δει και να τον αγκαλιάσει ξανά. Δυνατή παρηγοριά κι όμορφη συντροφιά, το παπαγαλάκι της, ο Μπάμπης, που κάνει τα πάντα για να της συμπαρασταθεί. Θα καταφέρει η Δανάη να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά της; Θ’ ανταμώσει με τον «μπαμπάκη» της; Και πώς αλλάζει η ζωή της μ’ έναν μπαμπά στο σιδερένιο κλουβί; Μια ιστορία της Δήμητρας Σωκράτους σε εικονογράφηση της Ευφροσύνης Μαύρου, η οποία παρουσιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία το βίωμα και τις πραγματικότητες ενός κοριτσιού με έγκλειστο γονέα στη φυλακή, προσδοκώντας την ενδυνάμωση και τ’ αγκάλιασμα όλων αυτών των παιδιών. Το βιβλίο ‘Ένας μπαμπάς στο σιδερένιο κλουβί’ απευθύνεται σε αναγνώστες άνω των 8 ετών. Λειτουργεί ως ένα πρώτο εργαλείο αποενοχοποίησης του διαλόγου γύρω από το ιδιαίτερο θέμα του γονεϊκού εγκλεισμού στη φυλακή, και πραγματεύεται ζητήματα όπως: η γονεϊκή απομάκρυνση κι αποξένωση η ανάγκη επικοινωνίας και διατήρησης των οικογενειακών δεσμών κατά τον εγκλεισμό το ψυχολογικό, συναισθηματικό, κοινωνικό φορτίο και στίγμα που συνοδεύει τα παιδιά και τις οικογένειές τους η επιστροφή κι επανένταξη του έγκλειστου γονέα στην οικογένεια, στην καθημερινότητα και στην κοινότητα Το βιβλίο είναι εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου για τη Βιβλιοθήκη Εκπαιδευτικού και Μαθητή (κατάλογος Ιανουαρίου 2019). Βρίσκεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία σε Κύπρο κι Ελλάδα (ISBN 978-9963-2232-2-0). Για περισσότερες πληροφορίες: f page: Δήμητρα Σωκράτους https://goo.gl/mci6tb t: 00 357 96 21 99 21 e: dsocratous@hotmail.com Η συγγραφέας


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 56

Η Δήμητρα Σωκράτους αποφοίτησε από το Τμήμα Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, με δευτερεύον πτυχίο στις Γαλλικές Σπουδές (2005). Έλαβε Μεταπτυχιακό Drama and Theatre in Education (Πανεπιστήμιο Warwick, Αγγλία, 2007) και Μεταπτυχιακό Arts and Culture Management (Rome Business School, Ιταλία, 2017). Είναι εκπαιδευτικός, θεατροπαιδαγωγός και εκπαιδεύτρια ειρήνης κι ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διετέλεσε Συντονίστρια του Εργαστηρίου Νεολαία και Πολιτισμός του ΠΑΦΟΣ 2017 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπως και συν-συντονίστρια του Κυπριακού Δικτύου Νεολαίας του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κοινοβουλίου. Έλαβε διάφορα βραβεία και διακρίσεις για το ακαδημαϊκό, κοινωνικοπολιτιστικό και λογοτεχνικό της έργο. Της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινωνικής Προσφοράς (Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2005). Σύντομο βίντεο για την εθελοντική κοινωνικοπολιτιστική της δράση αναρτήθηκε στην επίσημη ευρωπαϊκή ιστοσελίδα για το Ευρωπαϊκό Έτος Εθελοντισμού 2011. Εξέδωσε τα παιδικά βιβλία «Η Μαίρη και το Λευκό Μπιζέλι» στο ιδιαίτερο θέμα του παιδικού καρκίνου και την ποιητική συλλογή «Αλήθειες, όνειρα κι ειρήνη», η οποία περιλήφθηκε στον κατάλογο επικρατέστερων έργων για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Μικρά Παιδιά 2017 (Κύπρος). Η εικονογράφος Η Ευφροσύνη Μαύρου, έχοντας σπουδάσει στο Λονδίνο, ασχολήθηκε με το σχέδιο και τη δημιουργία ενδυμάτων για αρκετά χρόνια. Με πείρα σε διάφορους τομείς τέχνης (σκηνογραφία, ζωγραφική, μεταξοτυπία, κατασκευή κουκλών, cut-out art), τον τελευταίο χρόνο ασχολείται αποκλειστικά με το σχέδιο, την εικονογράφηση βιβλίων και με δημιουργικά εργαστήρια για παιδιά και άτομα τρίτης ηλικίας.


Σελίδα 57

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΥΟ ΝΕΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Δ. ΜΠΙΜΗ

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΓΕΡΟΝΙΚΟΛΟΥ Στην πόλη που ζει ο συγγραφέας – ποιητής και στιχουργός Γιώργος Δ. Μπίμης, στη Λιβαδειά, παρουσιάστηκαν πρόσφατα τα δυο νέα βιβλία του, το θεατρικό «Σωκράτης, η ιδέα που νικά το θάνατο» και η ποιητική συλλογή «Αίμα και χώμα». Την παρουσίαση των δύο βιβλίων έκαναν η δικηγόρος Λαμπρινή Γερονικολού, ο ζωγράφος Παναγιώτης (Τάκης) Βαρελάς και ο εκδότης του «Εντύποις» Γιάννης Κρανιάς. Το έργο «Σωκράτης, η ιδέα που νικά το θάνατο» απέκτησε Βραβείο Θεατρικού Έργου στο διαγωνισμό «Ασημένια Σελίδα». Τα δύο βιβλία κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις «Εντύποις». Ακολουθεί η τοποθέτηση της Λαμπρινής Γερονικολού, στην εκδήλωση: Η ποίηση του Γιώργου Μπίμη, είναι η ίδια η αγάπη κι ο σεβασμός για το συνάνθρωπο, είναι η ίδια η λαχτάρα για τη ζωή και για τη βεβαιότητα της ζωής, είναι ένας ξάστερος κι ασυννέφιαστος ορίζοντας από θετικά συναισθήματα που είναι τόσο ευδιάκριτα και στους στίχους αλλά και στο πεζό του λόγο. Ένα σύμπλεγμα λυρισμού και ρεαλισμού με στοιχεία που δανείζεται ο ποιητής από την υλική πραγματικότητα για να υμνήσει τον αγωνιζόμενο άνθρωπο, τις ανάγκες και τις προσδοκίες του. Κι είναι ένα εγχείρημα κι ένα αντιπάλεμα συγχρόνως για να μπορέσει να σταθεί συνεπής κι αλληλέγγυος στους ξωμάχους και στους προλετάριους της γης, στην ασίγαστη κι άνιση αμάχη που πρέπει επιτέλους να καταπαύσει και να τερματιστεί, για να αρθούν οι πληγές και τα αίματα, για να φεγγίσει ο ήλιος της ελπίδας στον άδολο ουρανό, για να υπάρξει ένα αύριο στο μπόι των ονείρων του… Ο ποιητής δεν κυνηγάει χίμαιρες, μήτε πραγματεύεται προσωπικά ζητήματα κι ατομικές ανησυχίες γιατί γνωρίζει καλά πως η ατομική ελευθερία του εξαρτιέται από τη συλλογική ελευθερία. Ένα παιχνίδι ατέλειωτο με λέξεις, με χρώματα και με ήχους, για τη μοναδική διέξοδο που υπάρχει και που για εκείνον είναι πέρα για πέρα ορατή κι αληθινή. Κι όλα ετούτα δεμένα με έναν τρόπο μοναδικό, με εσωτερικό ρυθμό, με συνηχήσεις και με ομοιοκατάληκτα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 58

σχήματα που είναι προσβάσιμα κι ανιχνεύσιμα, που μπορούν αβασάνιστα να αποκαλυφτούν και να δημιουργήσουν μια σαφή αντίληψη για τα γεγονότα…

«Αίμα και χώμα», του Γιώργου Δ. Μπίμη Η ένταση κι η ορμή της ποίησής του μεταβάλλονται και δημιουργούν μια ανωτερότητα,


Σελίδα 59

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

μια ευπρέπεια κι ένα ηθικό ποιον, κρίσιμα, συγκινησιακά κι ευαίσθητα στοιχεία που συνθέτουν και συγκροτούν κάθε γνήσια λαϊκή ποίηση. Μια τέχνη πλούσια σε εικόνες, σε παραστάσεις και σε νοήματα, ένας πηγαίος αυθορμητισμός που στοχεύει το νου και την ψυχή του αναγνώστη, δίχως περιττά λόγια, δίχως ψεύτικα στολίδια, δίχως στημένα μέσα εντυπωσιασμού… Μια ποίηση πολιτική, μαχητική, γιομάτη πίστη για τον παράγοντα άνθρωπο που πάσχει και δεινοπαθεί, ένα τραγούδι του ανέμου που υμνεί τον καθημερινό αγώνα του, τις αξίες και τον έρωτα αλλά και τις μικρές χαρές και τις μικρές νίκες της ταλαίπωρης και της βασανισμένης ζωής του. Είναι μια διαρκής άσκηση που επιζητεί να διαμορφώσει μια νέα, δίχως προκαταλήψεις και με ποικίλες αποχρώσεις κριτική ματιά, που θα συμβάλλει στη διάκριση, στην πρόοδο και στην υπεροχή της προοδευτικής τέχνης, που θα σηματοδοτήσει την ανανέωση των ιδεών που θα συνεισφέρει στην επιτυχία του ιερού και πανανθρώπινου στόχου, της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης στη γη. Με δεδομένη την αριστερή του ιδεολογία, οι αισθητικές αναζητήσεις του καλύπτουν ευρύ φάσμα των προβλημάτων που ταλαιπωρούν τη ζωή και τον παραγκωνισμένο άνθρωπο. Μιλάμε λοιπόν για μια τέχνη ζωντανή που αγγίζει τον πυρήνα και την ουσία της αντικειμενικής πραγματικότητας… Κι ο ποιητής, παραμένει πάντα ο άνθρωπος που βίωσε τον πόνο και την αδικία κι άντεξε κι αυτό το γεγονός του αφήνει όλα τα περιθώρια ανοιχτά για να εκφράσει με ευκρίνεια και με καθαρότητα τον πόνο και την οδύνη των σπιλωμένων και των αδικημένων συντρόφων του.

Αυτό που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, όσο οι άνθρωποι δε θ’ αφουγκράζονται τις φωνές των ποιητών, τον προφητικό τους λόγο που είναι επαρκής, αναγκαίος και χρήσιμος για να πορευτεί ειρηνικά και αναμάρτητα η ζωή στο χώμα. Το λόγο που κλείνει μέσα του μια ηθική συμπεριφορά, που μεταλλάσσεται και μετατρέπεται σε μια ειλικρινή προσπάθεια, που αποκλειστικός του στόχος είναι να μας πείσει πως η ζωή έχει ωραία και υψηλά νοήματα, πως η ζωή δεν είναι ένα αταξίδευτο καράβι… Με την τέχνη του πορεύεται πλάι στο βασανισμένο άνθρωπο που αγωνιά κι επιζητεί με πάθος ν’ αλλάξει τη ροή της ιστορίας και τη μοίρα του. Μια τέχνη που λέει ‘’μπορώ’’ εκεί που οι άλλοι κλονίζονται και χάνουν το κουράγιο τους, μια τέχνη που ζητά επίμονα κι εντατικά να κάνουμε ένα βήμα εμπρός για να έρθουμε πιο κοντά στις μεγαλεπήβολες αλήθειες της ζωής… Μια ποίηση αισιόδοξη κι ανατρεπτική, σίγουρη σαν τον ήλιο που σκορπά δίκαια το φέγγος του πάνω από τις λαϊκές συνοικίες, από τα γιαπιά και από τις φάμπρικες, που φωτίζει όλες τις καρδιές κι όλα τα όνειρα, που επικροτεί και εμψυχώνει τον άνισο αγώνα για το δίκιο των αδικημένων και των κατατρεγμένων συντρόφων μας ολάκερης της γης.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 60

Ο ποιητής, παράλληλα, δε διστάζει να ασχοληθεί με τα οριακά και με τα θεμελιώδη ζητήματα: της γνώσης, της ύπαρξης, του κινήτρου, της αιτίας και του αποτελέσματος, όπως επίσης και με τα πανάρχαια φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τη θέση του μέσα σ’ αυτόν.

«Σωκράτης, η ιδέα που νικά το θάνατο», του Γιώργου Δ. Μπίμη


Σελίδα 61

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Στο βραβευμένο θεατρικό του έργο ‘’Σωκράτης, η ιδέα που νικά το θάνατο’’ γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης των φιλοσοφικών αντιλήψεων της αρχαίας Αθήνας και μια τοποθέτηση συγχρόνως, με όρους πολιτικής φιλοσοφίας αλλά και ποίησης, στα αναπάντητα ερωτήματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν και σήμερα τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία: Υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο της δημιουργίας; Πόσο λογική είναι άραγε η ένδεια κι η δυστυχία της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων στη γη; Είναι καλύτερα να πλουτίζει κανείς καταδικάζοντας στη φτώχεια όλους τους άλλους συνανθρώπους του ή μήπως είναι προτιμότερο να ζει με ανιδιοτέλεια και με αλτρουισμό; Τι είναι η φιλία, η αγάπη, η ταύτιση, η αλληλεγγύη κι η ελευθερία; Τι διαφορές υπάρχουν μεταξύ της λογικής, της νόησης, του συναισθήματος, της πεποίθησης, των προτιμήσεων και των επιλογών, από τις συμβάσεις κι από την καθιερωμένη συνήθεια; Σε τι βαθμό η κοινωνία επηρεάζει και καθορίζει την ανθρώπινη λογική; Ευαισθησία κι ευστοχία, με τις λεπτές κι ευαίσθητες αποχρώσεις των λέξεων, πότε στην αλληγορική και πότε στην συμβολική τους σημασία. Κι είναι μια προσπάθεια υγιής, ζωντανή κι αισιόδοξη, με ευοίωνες προβλέψεις, που επιζητεί με πάθος να ξεγελάσει ακόμα και το θάνατο… Ο ποιητής ταξιδεύει μακριά στους αγλαούς ορίζοντες με την ψυχή και με το πνεύμα του χωρίς όμως να χάνει το εδώ και το τώρα κι αποκλειστικό μέλημα της οδοιπορίας του είναι ν’ αλλάξουν τα πράγματα ριζικά κι ολοκληρωτικά για να ευνοηθούν επιτέλους οι πολλοί, οι πάσχοντες και οι ανίσχυροι. Θέλει ν’ αγγίξει την ψίχα της ιστορικής αλήθειας, για να πραγματωθεί το απραγματοποίητο, για να ενεργοποιηθεί η μόνη δυνατότητα που υπάρχει, για να δρομολογηθούν οι αναμενόμενες θετικές εξελίξεις για τους πολλούς… Κι είναι απόλυτα σίγουρος πως καμιά προσδοκία δε μπορεί να ματαιωθεί σε τούτο το εξιδανικευμένο όραμα, στην υπερβατική του εμπειρία και στις αιματώδεις υποσχέσεις του, που φιλοδοξούν να ακινητοποιήσουν το χρόνο για να αρθεί ο πόνος που κατακυρίευσε τη γη. Ο ξεγελασμένος κι ο παραπλανημένος άνθρωπος, μέσα σε τούτη τη χειμαρρώδη δημιουργία, μπορεί να δει, να μάθει και να ελπίσει, να ξαφνιαστεί με την αξιοσύνη της, με τη μεταμορφωτική δύναμη του λόγου, με τον προβληματισμό, με τον υψηλό διαλογισμό και με τη βαθιά πίστη στις πανανθρώπινες αξίες και στα θεσπέσια κι ονειρώδη ιδανικά. Μιλάμε λοιπόν για έναν επαναστατημένο ποιητή με πεποίθηση, με προσήλωση και με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, που παράγει ένα έργο γόνιμο, γιομάτο συνοχή, με διαδοχή γεγονότων, ιδεών και νοημάτων, που δημιουργεί αντιστάσεις έτσι καθώς εναλλάσσονται τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, εστιάζοντας πάντα το ενδιαφέρον του στο καθολικό, στο ουσιώδες, στο αναγκαίο και στο ασυμβίβαστο… Ένας καθαρμός ψυχής, ένας ειλικρινής κι αμερόληπτος διαλογισμός που βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με την αντικειμενική πραγματικότητα. Ο ποιητικός του οίστρος περισσεύει κι είναι πάντα διαθέσιμος και στρατεύσιμος για την αλλαγή εκείνων των δεδομένων που θα ενθαρρύνουν και θα διεγείρουν την


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 62

ενσυναίσθηση, την ηθική αντίληψη και για την εγερτική συνείδηση . Κι είναι σα να διακηρύττει ο ποιητής μέσα από το έργο του πως η επανάσταση των συναισθημάτων κι η εξέγερση είναι προ των πυλών αφού οι ενσυνείδητοι άνθρωποι πληθαίνουν στους δρόμους του αγώνα διαδηλώνοντας με πάθος για το χαμένο παράδεισο των συμπαντικών οραμάτων τους. Ναι, σ’ αυτό τον κόσμο της οδύνης ο ποιητής δε μπορεί να παραμείνει απαθής, ασυγκίνητος κι αδιάφορος. Κι επιστρατεύει όλες τις ψυχικές και τις πνευματικές του δυνάμεις για να εκφράσει με σαφήνεια και με πληρότητα τα βάσανα και την αγωνία των συνανθρώπων του που πάσχουν και δεινοπαθούν… Το σκοτάδι αραιώνει, ο δρόμος πλέον είναι ορατός κι εκεί, στην άκρη του ορίζοντα ανατέλλει πάλι ο θεός ήλιος, ο ηλιάτορας του στασιασμού, της ταξικής αναμέτρησης, της απελευθέρωσης και της λύτρωσης… Κι είναι θαρρώ ο λόγος του μια παρακαταθήκη, μια σημαντική και πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά για τις νέες γενιές που έρχονται στο προσκήνιο, ένας διαρκής ύμνος για την ομορφιά της ζωής, για τον έρωτα, για το δίκαιο του αγώνα, για τη θυσία και για τον ηρωικό θάνατο. Είναι μια σημαντική προσφορά στα Ελληνικά γράμματα ενταγμένη συνειδητά όμως στο πλαίσιο της αριστερής διανόησης και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.


Σελίδα 63

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ ΚΕΡΑΣ» ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟΥ Η κριτικός βιβλίων Χρύσα Νικολάκη γράφει για την ποιητική συλλογή Αμαλθείας Κέρας της Βίκυ Δρακουλαράκου: Το Κέρας της Αμάλθειας , η πρώτη ποιητική συλλογή από τη Βίκυ Δρακουλαράκου είναι πραγματικά τόσο άφθονη σε συναισθήματα και σε νοήματα που τιμά τον τίτλο της, ο οποίος στηρίζεται στο γνωστό μύθο που συσχετίζεται με το Δία και την αφθονία. Όσοι γνωρίζουν την ποίηση της Βίκυς Δρακουλαράκου σίγουρα έλκονται από την ευρηματικότητα στη νεογλώσσα που δημιουργεί. Διαβάζοντάς την, καταλαβαίνεις εξαρχής ότι είναι δική της καθώς έχει δημιουργήσει το προσωπικό της ύφος, απαλλαγμένο από την ισχνότητα των λέξεων. Έχει σχηματίσει το δικό της ποιητικό κοσμοείδωλο γεμάτο από λυρικότητα και υπαινικτικότητα. Η βάση της είναι ο υπερρεαλισμός, όμως πολλά της επίθετα έχουν καβαφικές, ελυτικές και ομηρικές καταβολές (σιδηρέος ουρανός, Ομήρου Ιλιάδα) ενώ η σκέψη της είναι καζαντζακική, a priori επαναστατική. H γλωσσολογική της δεινότητα έγκειται στην δημιουργία πρωτότυπων λεκτικών συνδυασμών που απογειώνουν τους στίχους. Προσέξτε μερικά από αυτά: «θηκάρι νιότης/ αρμαθιά μνήμης/ άτεγκτα πάθη/ αιρετικές μυρωδιές/ ο γλυκασμός της τρυφερότητας». Το άρτιο αυτό γλωσσικό της χειροτέχνημα έχει απόλυτα τη δική του φυσιογνωμία. Το ποίημα που συνδέεται άρρηκτα με τον τίτλο της συλλογής είναι οι Νύμφες Ψυχές. Λέξεις που μοιάζουν με λαμπρές πολύχρωμες γραμμές στον αέρα, όπως τα άστρα του ουρανού, στολίζουν το ποίημα. Σαν την κρυστάλλινη σφαίρα που χάρισε η νύμφη Ίδη στο Δία όταν ήταν μικρός. «Άγνωστες λέξεις στ’ όνειρο…της καρδιάς οι κονκισταδόροι», γράφει η ποιήτρια. Το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκείνο που φέρει την υψηλότερη λογοτεχνική αφθονία, απόλυτο συνταίριασμα με τον τίτλο της συλλογής. Ο έρωτας είναι Παντοκράτορας, στην όψη του ο Παράδεισος σιγεί, ισοδυναμεί με το «θείον». Στο ποίημα της Εκδρομή είναι γιορτή, είναι χαρά. Άλλοτε πάλι είναι προδότης, παρομοιάζεται με «γελαστή ονειροπαγίδα». Λιποτακτεί στην αποκορύφωση του. Πολύ συχνά στα ποιήματα της η φύση συμμετέχει προμηνύοντας τη χαρά. Ο φυσιοκεντρισμός με τον οποίο προσεγγίζει τον ερωτικό της λόγο στο ποίημα Σε χρειάζομαι μας παραπέμπει στη Σολωμική ρομαντική ποίηση. Γράφει: «Και μ’ ακούμπησες Αιρετικές μυρωδιές απλώθηκαν στο βλέμμα της αφής σου. Οι Αλκυονίδες μέρες σου ζέσταναν το χάδι!» Η ποιήτρια σε αυτό της το ποίημα εξομολογείται την ανάγκη συνύπαρξης με όλες τις αισθήσεις της.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 64

Η φύση τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία της ποιήτριας για να την οδηγήσει στην αυτογνωσία, αφού την βοηθά να συνειδητοποιήσει τα όριά της, και έπειτα στην υπέρβαση, αφού της δίνει το ερέθισμα να αναλογιστεί τις αβεβαιότητες της ζωής. Από τη μια η φύση ως πηγή ζωής, χαράς, έρωτα και από την άλλη η φύση ως φορέας καταστροφής. Μέσα από τη Σύγκρουση αυτή πραγματώνεται η σολωμική εκδοχή του «υψηλού» , η ηθική νίκη του ήρωα. Πρόκειται για μια σύγκρουση τραγική που οδηγεί στην υπέρβαση. Η σχέση της με τη φύση επαναπροσδιορίζεται με την άρνηση της πλήρους αφομοίωσής της προκειμένου να κατακτήσει την εσωτερική της Ελευθερία. Ο έρωτας παρουσιάζεται στην ποίηση της με διττή σημασία, ως άλλος Εφιάλτης άλλοτε παραδίδει τις Θερμοπύλες και άλλοτε πάλι γίνεται «Ουρανός», μέσα του περιδιαβαίνει για να λάβει την ευλογία των Θεών. Ο ουρανός αυτός, έντονο στοιχείο στην ποίηση της γίνεται σιδερένιος κι αψίθυμος στο βράδιασμα της ζωής, παραπέμποντας μας στην Οδύσσεια ομηρική ρήση (“οὐρανόν ἐς πολύχαλκον”). Άλλοτε πάλι ματώνει σαν τους ανθρώπους, για να στιγματίσει την μοναξιά τους (μ’ ένα παράσημο γράφει ματωμένου ουρανού, που αρνείται να παραδώσει, μόνο, σαν μερικούς ανθρώπους…) Ο έρωτας, πότε λυτρωτής και πότε δυνάστης ταλαντεύεται από στίχο σε στίχο, περιπλανιέται άλλοτε στο όνειρο και άλλοτε στην οδύνη. Όμως η λύτρωση της ψυχής φτάνει στη σωτήρια όταν κατορθώσει να σπάσει τα δεσμά της απώλειας. Ο σαρκασμός διάχυτος διαποτίζει τους στίχους στον επίλογο. «Ήθελες με κλεμμένα φεγγάρια και βυθισμένες άγκυρες Να ταξιδέψουμε μαζί στην καταιγίδα. Μα έμαθα Να επιπλέω πια στα ρηχά Και με μεγάλη μαεστρία. Ήθελες!» Η προσμονή, έντονο στοιχείο στην ερωτική της ποίηση έχει τον κύριο λόγο. Αυτό φανερώνεται κυρίως στα ποιήματα Αγγέλου Προσμονή, Ο ερχομός, Μαίνεται η ελπίδα, Κίρκη και Με επίγνωση. Ο ερχομός του έρωτα συμπυκνώνεται μέσα σε έξι στίχους, στο ποίημα της Κίρκη: «Από της Κίρκης Το ομηρικό νησί προσεύχομαι σιωπηλά Για ρόδινο βασίλεμα Μέσα απ’ το τωρινό Παράθυρο της δύσης». Ο μύθος περιπλέκεται πολύ συχνά στα ποιήματα της παραπέμποντας μας σε πολλά αρχαιόθεμα ποιήματα νεοελλήνων ποιητών διανθίζοντας τα με την υπερβατικότητα, δίνοντας


Σελίδα 65

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

στον έρωτα διάσταση αθάνατου κάλους. Στη «μοναξιασμένη», μέσα σε ένα πρελούδιο αρχαϊκού μύθου εξυφαίνει το «απαισιόδοξο μανιφέστο από τον κονιορτό των ονείρων.» Πλέκει τον μύθο του Ηρακλή και της Δηιάνειρας με τον καημό της προδοσίας και την μοναξιά που επιφέρει η απόγνωση. Στοιχεία μυθικά, ομηρικά, εμπλουτίζουν την σκέψη και τροφοδοτούν τη φαντασία της περιπλεγμένα με τον έρωτα, όπως βλέπουμε στο Δούρειος Ίππος. Συχνά ο Δούρειος Ίππος χρησιμοποιείται μεταφορικά ως τέχνασμα, υποδηλώνοντας τον δόλο και την πονηρία. Εδώ, γίνεται σύμβολο διεκδίκησης της χαράς, για όλη την οδύνη, την πίκρα που δέχτηκε η καρδιά. Κάνοντας αθόρυβη εισβολή απελευθερώνει τον θυμό που φωλιάζει στην ψυχή της. Στη Γλαυκή Σιωπή, ποίημα αφιερωμένο στους γονείς της, η σελήνη παίζει καθοριστικό ρόλο όπως και σε άλλα ποιήματα. Εδώ συνδιαλέγεται μαζί της, απαιτεί να της απαντήσει στα προαιώνια ερωτήματα που τυραννούν τον άνθρωπο, όπως είναι ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων. Κι εδώ είναι φανερή η επιρροή από την Ιλιάδα, θυμίζοντας μας τη γλαυκή θάλασσα (“οὐδέ Θέτις μήτηρ· γλαυκή δέ σε τίκτε θάλασσα”). Η ποιήτρια μαστιγώνει τη μοναξιά, την παρομοιάζει με σιωπητήριο. Απεγκλωβισμό από τη μοναξιά προσφέρει το όνειρο, που μοσχοβολά σαν γιασεμί. Το σπίτι, έρημο και μόνο του, προσομοιάζεται με τον άνθρωπο, τυλίγεται σφιχτά από κισσούς. Το στοιχείο της απλότητας, που προσδιορίζει την ευτυχία, αποτυπώνεται στους στίχους: «Αρχοντικό θα το ‘λεγες, χωρίς περγαμηνές και οικόσημα……φτιαγμένο από εκείνες τις σκληρές πέτρες της σιωπής, με λουλούδια ριζωμένα ανάμεσα.» θυμίζοντας μας Λειβαδίτη και Ρίτσο. Στα ουμανιστικά της ποιήματα διακρίνουμε μια ώριμη σκέψη που συστεγάζεται κάτω από το όνειρο και την ελπίδα. Ωστόσο, δεν λείπει το σαρκαστικό στοιχείο, που υποβόσκει, σαν σήμαντρο εγρήγορσης. Γράφει: «Επόμενος ονειροσταθμός Ιθάκη. κΠροσοχή! Έχει περιορισμένη ορατότητα.» Το πέταγμα, αιώνιο σύμβολο της απεραντοσύνης, του αιώνιου, γίνεται το σύμβολο του «εγώ» της. «Να πατάς με σεβασμό την ψυχή μου. Κάτω απ’ αυτήν φυλάω φτερωτούς αγγέλους» γράφει… Η δύναμη για ελευθερία και η προτροπή της αυτονόμησης από τα πρέπει διαχέει όλο το ποιητικό της έργο. “Μια βουτιά”, γράφει “μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου .Κάντην !” Η Βίκυ Δρακουλαράκου, όπως η ίδια δηλώνει: «Δεν είναι καπετάνισσα της ψυχής. Είναι μια θορυβώδης επιβάτισσα.» Και η γραφή της, αποκύημα της ψυχής της, είναι θορυβώδης, γνήσια, λυρική, έμπλεη συναισθημάτων και ονείρων. Ξέρει να μεταγγίζει στον αναγνώστη τον ποιητικό της πλούτο , κεντώντας με σταυροβελονιά το ένδυμα του μεγαλείου της. Ζωγραφίζει τον έρωτα με λέ-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 66

ξεις, ακουμπώντας πάνω στην ψυχή μας το όνειρο. Στα ενδότερα της Άνοιξης βάφει τα φεγγάρια της με το γαλανό τοπάζι των ματιών του. Λαξεύει καράβια με πανιά και υφαίνει με άνθη και όνειρα της καρδιάς την ανηφόρα. Και σαν έρθει η λησμονιά , υφαίνει έναν ιστό για να σκεπάσει την ψυχή της. Της αρέσει να ζει παραβγαίνοντας με τον εαυτό της. Η σκέψη της έχει το φευγιό και του ταξιδιού το λαχάνιασμα έχει το κορμί της. Η Βίκυ Δρακουλαράκου ξέρει να θωπεύει τις λέξεις, να τις σπάει και να τις αναπροσαρμόζει δίνοντας τους άλλο νόημα, αναγεννώντας τες μέσα απ’ τους μύθους και τις εικόνες του φυσικού κόσμου. «Kαι εγώ σαν φιλόδοξη… «Άρια +αγνή» Του πρόσφερα τον Μίτο μου Αυτό της Αριάδνης!» Πριν κλείσω αυτό το σημείωμα αισθητικής ανάγνωσης, θέλω να επισημάνω ένα σημείο: την θεατρικότητα, που είναι διάχυτη σε πάρα πολλά της ποιήματα, όπως στο ποίημα της ιερός χορός όπου μας ταξιδεύει νοερά στον μεγάλο Ιωάννη Πολέμη με το ποίημα του « Μπροστά στις Καρυάτιδες», αλλά και στον σπουδαίο μυθιστοριογράφο Κωνσταντίνο Χρυστομάνο. «Καρυάτιδες καρδιοχτυπήσαν πορφύρωσαν στη θέα του με χρυσό στεφάνωσαν Το αλαβάστρινο κορμί του.»… Αυτή η θεατρικότητα και η σκηνοθετική αρτιότητα με τα οποία διαποτίζει τα ποιήματα της απογειώνεται στο πεζοποίημα της Για να με συναντήσω. Σε αυτό, η αίσθηση που σου αφήνει είναι εκείνη η συνομιλία του ανθρώπου με το alter ego του, το παρελθόν και το παρόν του, δύο αντικρουόμενες πραγματικότητες που είναι σμιλεμένες με ερωτισμό και εσωτερίκευση. Η ποιήτρια αφουγκράζεται τον παλιό της εαυτό και εξοστρακίζει τα κακώς κείμενα ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει ένα λυτρωτικό παρόν. Δονείται μεταξύ ενός μαύρου, μεθυσμένου παρελθόντος και ενός μισό κρυμμένου παρόντος, που υπόσχεται έναν έρωτα «καθαρό και καλοντυμένο». Κρατά στις χούφτες της «το λιανισμένο θυμικό» της, κάνοντας έκκληση για βοήθεια. Και στο τέλος το κατορθώνει. «Το γλυκοχάραμα με βρήκε, γράφει, να περπατώ ανέμελα πατώντας δυνατά πάνω στην ευωδιά της Ζωής χωρίς άλλη σκέψη από το υπάρχειν». Η αντιπαράθεση αυτή φωτός – σκοταδιού, έρωτα – θανάτου, φθοράς και αναγέννησης είναι έντονη στην γραφή της προκαλώντας έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη, μεταφέροντας τον από την απώλεια στην κάθαρση, από τη μοναξιά στη συντροφικότητα, από το θάνατο στη ζωή. Και όλα αυτά με μια γλώσσα εικονοπλαστική και νεωτερίζουσα, που όμως δεν χάνει στιγμή την λυρικότητα της. Με ένα πλούσιο λεξιλόγιο και βαθύ λυρισμό ακουμπά τις λεπτές χορδές της ψυχής μας και μας σαγηνεύει με την μαεστρία της να σμιλεύει τις λέξεις εμπλουτίζοντας τες με τον μύθο , χρησιμοποιώ-


Σελίδα 67

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ντας ως μυστικό της συστατικό το νεογλωσσικό της ιδίωμα, την γλωσσική της ιδιομορφία!


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 68


Σελίδα 69

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ: 30 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΧΙΛΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Το παρών λογοτεχνικό βιβλίο διηγημάτων που κρατάτε στα χέρια σας αποτελείται από 30 διηγήματα τα οποία έχουν γραφτή τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια. Η κύρια θεματολογία τους περιστρέφεται γύρο από την ψυχική ασθένεια (κατάθλιψη, σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη) καθώς και θέματα εξαρτήσεων (αλκοολισμό, ναρκωτικά) κάποια άλλα αναφέρονται σε προβλήματα σύγχρονα και όχι μόνο της κοινωνίας μας (ανορεξία, δυσλεξία, άνοια, παιδική κακοποίηση, σεξουαλικότητα). Επίσης θα συναντήσουμε και διηγήματα που περιστρέφονται γύρο από την σφαίρα του φανταστικού. Ο συγγραφέας βαθύς γνωστής κάποιων από αυτών των καταστάσεων μιας και εργάζεται στο χώρο της ψυχικής υγείας ως νοσηλευτικός λειτουργός τα τελευταία 17 χρόνια δεν θα μπορούσε να παραμείνει ως ένας απλός παθητικός θεατής, έχει επηρεαστεί από διάφορα γεγονότα και καταστάσεις. Προβλήματα όπως ο στιγματισμό ο αποκλεισμός και η απομόνωση των ατόμων αυτών αλλά και του αγώνα που τα ίδια τα άτομα και οι οικογένειες τους κάνουν καθημερινά είναι μερικά από τα στοιχεία που συναντούμε. Παράλληλα όμως με τα συναισθήματα που τους κυριαρχούν είναι και η περιγραφή των βιωμάτων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, είναι αυτά που συνθέτουν και αποτελούν τα βασικά στοιχεία του κάθε διηγήματος. Μέσα από το βιβλίο αυτό μπορεί κάποιος να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα συναισθήματα αλλά και τον αγώνα αυτών των ατόμων όπως και της αντιμετώπισης που τυγχάνουν από άτομα, σύνολα και κοινωνία. Κύριο μήνυμα η αξία και η αξιοπρέπεια της ίδιας ζωής του ατόμου.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 70

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ: ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΟΦΙΝΑ Από τις Εκδόσεις ΔΥΑΣ Κυκλοφορεί το νέο μυθιστόρημα της Κατερίνας Κοφινά «Στο Δέλτα του Αρχοντικού» Η Κατερίνα Κοφινά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 και κατοικεί μόνιμα στη Σαλαμίνα. Μετά το λύκειο, άρχισε να εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Ξεκίνησε γράφοντας ποιήματα σε ηλικία 27 ετών. Με τέσσερα από αυτά συμμετείχε σε μια ποιητική ανθολογία που εξέδωσε η πολιτιστική κίνηση "Ρυθμοί της Σαλαμίνας" της οποίας υπήρξε μέλος. Επίσης, έχει συμμετάσχει στην ανθολογία "Νέων Σαλαμίνιων Ποιητών", εκδ. Στοχαστής, 1999. Το 1995 συμμετείχε ως ενεργό μέλος στην Κινηματογραφική Λέσχη Σαλαμίνας, ενώ από το 1997-2018 αρθρογραφούσε στην τοπική εφημερίδα "Ανατροπές", υπογράφοντας τη στήλη του κινηματογράφου. Στα 31 της χρόνια έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα. "Η μεταμόρφωση της πεταλούδας" . Με το νέο της βιβλίο ταξιδεύουμε μαζί της σε ένα παλιό Αρχοντικό, μέσα σε δυο διαφορετικές εποχές. Μια μυστηριώδης εξαφάνιση και 4 γυναίκες που τις χωρίζουν 70 χρόνια, αλλά τους δένει η δύναμη της φιλίας. Στο τέλος, αυτή η φιλία θα δώσει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα και θα λύσει κάθε μυστήριο προσφέροντας τη λύτρωση στις ηρωίδες του βιβλίου αλλά και στους αναγνώστες. Για το Βιβλίο… Ένα παλιό Αρχοντικό, χτισμένο κάτω από τους πρόποδες ενός βουνού, χωμένο μέσα στο δάσος που αγναντεύει την γαλάζια θάλασσα. 1934 Έλσα και Αριάδνη. Η δύναμη της αγάπης που τις συνδέει είναι πολύ ισχυρή. Η μια συμπληρώνει την άλλη. Η Έλσα παντρεύεται τον Άγγελο και αρχίζουν τη νέα τους ζωή στο παλιό αρχοντικό. Η αυτοκτονία του Άγγελου, η μυστηριώδης εξαφάνιση της Έλσας και ένας πόλεμος σβήνουν την ιστορία των 2 γυναικών. 2004 Μυρτώ και Αλεξάνδρα. Δύο νέες γυναίκες που δένονται και εκείνες με μια δυνατή φιλία και θα προσπαθήσουν να ξεκλειδώσουν το μυστήριο του παλιού αρχοντικού. Τέσσερις γυναίκες και ανάμεσα τους 70 χρόνια ιστορίας, που τις χωρίζουν, αλλά και τις ενώνουν ταυτόχρονα με μια αόρατη δυνατή κλωστή που σχηματίζει ένα μεγάλο Χ. Ποια είναι η αλήθεια που κρύβεται στο παλιό αρχοντικό; Ποια είναι η κατάρα που χτυπά τα αρσενικά της οικογένειας; Ποιο είναι το φονικό από τα βάθη του 16ου αιώνα που εμφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο δίπλα στο ρυάκι που ρέει μέσα από το βουνό; Ποια είναι η ομίχλη που καλύπτει τα μυστικά μιας ξεχασμένης εποχής; Τέσσερις γυναίκες τόσο δεμένες μεταξύ τους που ούτε καν το φαντάζονταν. Και η μορφή της Έλσας γοητευτική όσο ποτέ, να στέκεται ανάμεσα τους και να κινεί τα νήματα της ιστορίας.


Σελίδα 71

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 72

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ: "ΕΓΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ" ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΠΑΡΣΙΣ. Ένα παράνομο ερωτικό ζευγάρι, γόνοι γνωστών οικογενειών, δολοφονείται στο ξενοδοχείο "Φεγγάρι". Ένα αίνιγμα προς επίλυση. Ένα πέπλο μυστηρίου με τροπές και ανατροπές, με πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας να βρίσκονται μπλεγμένα. Η πλοκή, το παρελθόν των χαρακτήρων, μέσα σε μια εσωτερική ενοχή, δένονται σε μια αδιάκοπη δράση και καταλήγουν σε μια τελική ανατροπή. Ο αστυνόμος Άγγελος Αγγέλου και ο αστυνομικός συντάκτης Άρης Σάββα ενώνουν τις δυνάμεις τους για να βρουν την άκρη του νήματος και να εξιχνιάσουν την υπόθεση, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και τη διαίσθησή τους! Συνεχείς εξερευνήσεις στα άδυτα της αθηναϊκής αλλά και της κυπριακής κοινωνίας. Μέσα απ' αυτές διαγράφονται με σαφήνεια η διασημότητα και η αναγνωσιμότητα, οι μηχανισμοί αλλά και τα τερτίπια όλων των συμμετεχόντων. Το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται, ώσπου ένα απρόσμενο στοιχείο εμφανίζεται. Η όλη τροπή της υπόθεσης αγγίζει την παράνοια. Θα μπορέσουν τελικά να λύσουν το μυστήριο του διπλού φονικού.


Σελίδα 73

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ -Ντόρα Παπαγεωργίου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 74

Η ΘΕΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ Σήμερα νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να σας μιλήσω για τη θεία μου την Τζένη από το Σικάγο ή Τζέιν, όπως την αποκαλεί ακόμα ο παππούς μου. Αμφότεροι έχουν περάσει τα εβδομήντα, μόνο που όταν κάνουμε υπαινιγμούς για την ηλικία τους ο παππούς λέει ότι δεν θυμάται ακριβώς, γιατί ξέχασε πότε γεννήθηκε, σε αντίθεση με τη θεία που ισχυρίζεται ότι θυμάται με ακρίβεια την ηλικία της - τα τελευταία 15 με 20 χρόνια είναι μόνο πενήντα πέντε χρονών. Αυτός είναι κι ο κυριότερος λόγος που επιμένει να τη φωνάζουμε ακόμα θεία, ενώ υπήρξε η δεύτερη γυναίκα του παππού, μέχρι που αυτός γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα, πριν δυο χρόνια και μας ανακοίνωσε ότι χώρισαν, γιατί τα μελλοντικά τους σχέδια ήταν ασύμπτωτα, ασύμβατα, ανακόλουθα, εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο – θυμάμαι ότι χρησιμοποίησε μια δύσκολη λέξη για να μας εξηγήσει. Φυσικά, ούτε κουβέντα γι’ ασυμφωνία χαρακτήρων. Η θεία κι ο παππούς έζησαν μαζί σχεδόν σαράντα χρόνια σε ένα ανακαινισμένο, βικτοριανού τύπου, διώροφο σπίτι στο Σικάγο, στην Λεωφόρο North Oakley, γεμάτο από παλιά έπιπλα αξίας. Ο παππούς διατηρούσε ένα μεγάλο παλαιοπωλείο στη γειτονιά Schaumburg, κοντά στο γνωστό πολυκατάστημα Dainese και έκανε χρυσές δουλειές, κυρίως από τις εξαγωγές στην Ευρώπη. Όταν παντρεύτηκαν, ο παππούς έκανε δώρο στη θεία ένα μεγαλόπρεπο, ολόσωμο πορτραίτο, που ζωγράφισε ένας φίλος του ζωγράφος, αντιγράφοντας μια φωτογραφία της. Τότε η θεία μου ήταν 35 χρονών. Το πορτραίτο ήταν αρκετά μεγάλο, 2μ Χ 1,40μ, λάδι σε καμβά, κι έδειχνε τη θεία μου όρθια με μια εντυπωσιακή ξώπλατη μακριά τουαλέτα, το σώμα τρία τέταρτα γυρισμένο δεξιά, το δεξί χέρι της να ακουμπά σε κάτι ακαθόριστα υπερυψωμένο, τα μαλλιά μαζεμένα σε ένα είδος κότσου ώστε να αναδεικνύεται ο λευκός λαιμός, το πρόσωπο γυρισμένο ανφάς και το βλέμμα να κοιτάζει εμπρός, σαν να συνομιλεί με τον θεατή. Δεν ξέρω από πού εμπνεύστηκε ο ζωγράφος αυτή τη σύνθεση. Η απεικόνιση ήταν πολύ ρεαλιστική και καθαρή. Θα έλεγε κάνεις ότι είναι έργο του Νικηφόρου Λύτρα, αν το φόρεμα δεν ήταν τόσο σύγχρονο. Ο παππούς ήταν ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα κι επέμεινε να το κρεμάσουν στο πιο περίοπτο σημείο του υπερυψωμένου κι ευρύχωρου ισογείου, που ήταν και το λίβινγκ-ρουμ, στον τοίχο πολύ κοντά στην είσοδο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις ή να βγεις από το σπίτι και να μην προσέξεις το πορτραίτο. Ήταν για όλους τους επισκέπτες η πρώτη κι η τελευταία εντύπωση. Δυστυχώς η θεία δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Για λίγο δεν είπε τίποτα, από τη μια για να μη φανεί αγνώμων και στενοχωρήσει τον παππού κι από την άλλη, γιατί παρ’ όλα αυτά ένιωσε κολακευμένη, δεδομένων και των ευνοϊκών έως ενθουσιωδών σχολίων των φίλων και γειτόνων του ζευγαριού. Μετά όμως από λίγο καιρό άρχισε διακριτικά να παραπονιέται ότι το πορτραίτο την έδειχνε μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν και κάποια στιγμή έπεισε τον παππού μου να το ξεκρεμάσουν και για να μην φαίνεται το σημάδι στον τοίχο, το αντικατέστησαν με ένα Βενετσιάνικο καθρέπτη εποχής του 1900, από το παλαιοπωλείο φυσικά, αναλόγων διαστάσεων. Ήτανε όμορφη η θεία και φυσικά πολύ κοκέτα. Ντυνόταν στην τρίχα ακόμα κι όταν έβγαινε για ψώνια στη γειτονιά. Αν δεν είχε να κάνει ψώνια, ντυνόταν επίσης καλά και πήγαινε βόλτα για να τη δουν και να την κολακέψουν. Και πάντοτε πριν ξεμυτίσει κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέπτη και διόρθωνε τις τυχόν ατέλειες στο ντύσιμο, στο μακιγιάζ ή στο χτένισμα.


Σελίδα 75

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Πέρασαν καλές μέρες ο παππούς με τη θεία, μέχρι που μια μέρα, σχεδόν 25 χρόνια μετά, όταν αυτός γύρισε το μεσημέρι από την δουλειά, ανακάλυψε ότι το παλιό πορτραίτο ξαναπήρε την θέση του στον τοίχο δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού. Όταν ρώτησε σχετικά τη θεία μου, αυτή του απάντησε ότι ο καθρέφτης την έδειχνε μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Τις επόμενες μέρες αποκαθηλώθηκαν όλοι οι καθρέφτες απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα ο παππούς να ξυρίζεται στο παλαιοπωλείο. Μάταια την ικέτεψε να του αφήσει τουλάχιστον τον καθρέπτη στο μπάνιο. Τα χρόνια περνούσαν απαράλλακτα με τα προηγούμενα. Η θεία είχε σταθερές συνήθειες και η κοκεταρία της παρέμενε αναλλοίωτη. Το πώς ντυνόταν, μακιγιαριζόταν και χτενιζόταν χωρίς καθρέφτη, έκτοτε, παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο. Πάντοτε όμως, πριν βγει από το σπίτι κοιτάζεται στο πορτραίτο της και το πρόσωπο της φωτίζεται από ένα εσωτερικό φως μιας αναβλύζουσας ευτυχίας, καθώς πια βλέπει τον εαυτό της νεότερο, αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, που σαν ιός μας μολύνει με την ασθένεια των γηρατειών. Η θεία είναι πολύ περήφανη για τη μνήμη της. Αν ρωτήσετε την ηλικία της, θα σας πει, χωρίς αιδώ, ότι είναι μόνο πενήντα πέντε χρονών. Η θεία Τζένη απ’ το Σικάγο εξακολουθεί να θυμάται ακριβώς την ηλικία της, σε αντίθεση με τον παππού που δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του, αλλά κοιτάζει άφοβα το χρόνο στον καθρέφτη, κάθε πρωί που ξυρίζεται, πριν συναντήσει τους φίλους του στο καφενείο του χωριού. Νίκος Γιαννόπουλος


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 76

ΣΤΟ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕ Η σιδερένια πόρτα του κελιού άνοιξε με πολύ θόρυβο. Από μέσα βγήκαν δύο αστυνομικοί, μεγάλοι και φαρδιοί σαν ντουλάπες, οι οποίοι είχαν πάρει αγκαζέ έναν κρατούμενο, τον περιβόητο Ελληνο-Ιταλό λωποδύτη, Τζώρτζιο Μαλόνε. Ο Τζώρτζιο ήταν ένας άντρας με μεγάλες πλάτες και στενή μέση. Είχε πλούσια, γκρίζα, σπαστά μαλλιά και καλοκουρεμένα γένια. Τα σκουροπράσινα μάτια του είχαν μια μόνιμη θλίψη. Η μύτη και τα χείλη του, θύμιζαν Ιταλό γόη, στα 65 του. Στη διαδρομή της μεταφοράς του κρατούμενο προς το γραφείο του διευθυντή, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν λες και όλοι τους κρατούσαν την ανάσα τους. Ήταν σαν να περίμεναν τον Τζώρτζιο, να αποδράσει μέσα από τα χέρια των σωφρονιστικών υπάλληλων με κάποιον μαγικό τρόπο. Όταν αυτό δε συνέβη, τότε όσοι στεκόντουσαν όρθιοι, απογοητευμένοι γύρισαν πίσω στα κρεβάτια τους. Μόλις έφτασαν στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών, Μάριο Μπούραλη, οι δύο αστυνομικοί κάθισαν με το ζόρι τον Τζώρτζιο, στην καρέκλα απέναντι από τον διευθυντή. Ο διευθυντής, ένας μεσήλικος άνθρωπος, με κατακόκκινο πρόσωπο, μικρά μαύρα μάτια και ολοστρόγγυλο κεφάλι χωρίς μαλλιά, κάπνιζε με περίσσια ευχαρίστηση ένα πούρο. “Ήρθε και εσένα η ώρα σου, Τζώρτζιο για την ένεση του θανάτου,” είπε ο διευθυντής και κουνούσε το δάχτυλο του επιδεικτικά σαν τον δάσκαλο που μαλώνει τον μαθητή του. “Θέλω να πάρεις αυτή την κόλλα χαρτί και να μου γράψεις τι επιθυμείς για τελευταίο γεύμα. Πρόσεξε καλά τι θα ζητήσεις. Ότι και αν είναι, όσο ακριβό και αν είναι εμείς θα το βρούμε και θα στο μαγειρέψουμε. Και μην προσπαθήσεις να μου τη φέρεις όπως ο συγκρατούμενο σου που ζήτησε κρέας μονόκερου γιατί ακόμα και αυτό κατάφερα και το βρήκα. Ανακάλυψα μια τελευταία κονσέρβα στο site της Amazone και την αγόρασα. Δεν ευθυνόμουν βέβαια για το γεγονός ότι αυτή η κονσέρβα ήταν ένα αστείο και μέσα δεν περιείχε τίποτα...” Ο Τζώρτζιο κράτησε για λίγο το χαρτί στα χέρια του και το πέταξε πίσω στον Μάριο, λέγοντας. “Θέλω ένα αυγό στρουθοκαμήλου...” “Εύκολο!”, είπε ο Μάριος και έδωσε το χέρι του στον Τζώρτζιο. “...δεν τελείωσα. Θέλω να μου το μαγειρέψει, εδώ στις φυλακές ζωντανά, η Μίνα Καλοτυχίδη, η διάσημη τηλεμάγειρας.” “Το καταλαβαίνεις ότι αυτό που λες, δεν μπορεί να γίνει, Τζώρτζιο...” “Αυτή είναι η τελευταία επιθυμία μου σαν μελλοθάνατου και δεν μπορείς να μου την αρνηθείς,” είπε ο Τζώρτζιο και σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος, κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του. Ο διευθυντής και οι δύο αστυνομικοί, ένιωθαν έτοιμοι να εκραγούν από τα νεύρα τους. Ο Τζώρτζιο είχε καταφέρει να επιμηκύνει την ποινή του για αρκετές εβδομάδες ακόμα.


Σελίδα 77

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Την ίδια νύχτα ο Μάριος, γύρισε σπίτι του, τόσο θυμωμένος, που παραλίγο να ρίξει το αυτοκίνητο του, πάνω στον μαντρότοιχο του σπιτιού του. Όταν μπήκε μέσα, βρήκε τη γυναίκα του, να χαχανίζει σαν άλογο με τις φίλες της καθώς έπαιζαν χαρτιά, ενώ ο 14χρόνος γιος του έπαιζε βιντεοπαιχνίδια με κατακόκκινα μάτια από το ξενύχτι . Ήθελε να βάλει τις φωνές και να τους διώξει όλους ώστε να μείνει μόνος του. Μόνος μέσα στο σπίτι, μόνος στη γειτονιά, μόνος σε ολόκληρο τον κόσμο. Προτιμούσε να φάει πευκοβελόνες παρά να μείνει άλλη μια νύχτα μέσα σε αυτό το σπίτι. Φόρεσε πάλι την καπαρντίνα του και έφυγε. Κανείς μέσα στο σπίτι δεν έδειξε να νοιάζεται. Οδηγούσε για ώρες και κατέληξε σε ένα μπαρ που πήγαινε τα τελευταία χρόνια. Η μπαργούμαν, η Δώρα, γνώριζε πάντα πως να του φτιάχνει το κέφι. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μια τρυφερή σχέση, αλλά κανείς από τους δύο δεν έκανε το πρώτο βήμα. Όμως, όταν η Δώρα είδε τον Μάριο να κλαίει πάνω από το ποτήρι του, δεν άντεξε. Πέρασε μπροστά από την μπάρα και πήρε το ολοστρόγγυλο κεφάλι του και το έχωσε μέσα στα πλούσια στήθη της. “Σςς, σςςς μπέιμπι. Πες μου τι σου συμβαίνει και η Δώρα θα τα φτιάξει όλα.” Ο Μάριος της τα είπε όλα, χαρτί και καλαμάρι. “Μπέιμπι!” ξεφώνησε η Δώρα. “Νομίζω ότι αυτός ο Τζώρτζιο τα έχει χαμένα!” “Ή τα έχει 400 και μας δουλεύει όλους,” είπε ο Μάριος νιώθοντας λίγο καλύτερα. “Μα και εσύ...έπρεπε να θεσπίσεις αυτόν τον ηλίθιο κανόνα στις φυλακές με το τελευταίο γεύμα;” “Δεν τον θέσπισα εγώ, αλλά το κράτος Δώρα. Ήθελαν βλέπεις να ακολουθήσουμε το Αμερικάνικο πρότυπο. Αν ήταν στο χέρι μου, θα τους άφηνα όλους να ζήσουν μέχρι να εκτίσουν τη ποινή τους, πίστεψε με. Αυτό που με καίει είναι το πως θα πείσω αυτή τη Μίνα να έρθει στις φυλακές για να μαγειρέψει...” Η Δώρα είχε αρκετές ιδέες αλλά τις κράτησε για τον εαυτό της. Της άρεσε που ο Μάριος βρισκόταν στην αγκαλιά της. Την ώρα που η συζήτηση για τη Μίνα είχε χτυπήσει κόκκινο, εκείνη βρισκόταν στη Μύκονο και απολάμβανε την εσωτερική πισίνα του ξενοδοχείου που τη φιλοξενούσε. Πάνω στο στρώμα θαλάσσης είχε πάρει αγκαζέ το κινητό της. Τον τελευταίο χρόνο, μιλούσε μέσω facebooke με έναν 65αρη Ελληνο – Ιταλό αντικιέρ, που της φαινόταν πολύ μαγιόρος. Ένιωθε πως της έλειπε και έμπαινε κάθε 5 λεπτά στο facebooke για να κοιτάξει τα μηνύματα της. Που και που, ένιωθε πως συμπεριφερόταν σαν ηλίθια. Ήταν πράγματα αυτά για μια γυναίκα 55 χρονών;


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 78

Αφού ο Μάριος έπεισε τον μάνατζερ της Μίνας και ο μάνατζερ την ίδια τη Μίνα, μια εβδομάδα αργότερα, η διάσημη σεφ, βρέθηκε έξω από τις φυλακές Σερρών. Μαζί της υπήρχε ένα μικρό συνεργείο με 2 κάμερες, ένας υπεύθυνος ήχου, ένας σωματοφύλακας με πολιτικά και ένα κουτί με σφραγίδα Αφρικής. Ο υπόλοιπος εξοπλισμός είχε ήδη τοποθετηθεί στο προαύλιο της φυλακής, αφήνοντας τους κρατούμενους χωρίς διάλειμμα για πολύ ώρα. Βέβαια θα αποζημιωνόντουσαν με τη ζωντανή μετάδοση της εκπομπής της Μίνας. Αυτό τους είχε υποσχεθεί ο διευθυντής. Η Μίνα δε φοβόταν τίποτα και κανέναν, ούτε τους πιο σκληρούς κακοποιούς, για αυτό και είχε αρνηθεί να την περιφρουρεί ο σωματοφύλακας αλλά ο μάνατζερ της, επέμενε. Φτάνοντας στο προαύλιο, διαπίστωσε πως απέναντι από την κουζίνα που θα μαγείρευε, στεκόντουσαν όρθιοι, δύο αστυνομικοί με έναν κρατούμενο. Ο κακόμοιρος, φαινόταν πως τουρτούριζε από το κρύο. Η Μίνα ζήτησε να μιλήσει με τον διευθυντή. Ο Μάριος έσπευσε τροχάδην κοντά της. “Τι πράγματα είναι αυτά κυρ διευθυντά μου;” ρώτησε η Μίνα άγρια. “Τι...τι εννοείται κυρία Καλοτυχίδου; Δεν είναι όλα όπως τα ζητήσατε; Δε σας αρέσει κάτι;” “Ο αλυσοδεμένος άνθρωπος που μας κοιτάει, αυτό δε μου αρέσει. Αυτός κρυώνει και οι φύλακες σας, όχι μόνο φοράνε ζεστά ρούχα αλλά πίνουν και καπουτσίνο γελώντας. Αν θέλετε να συνεχίσω την εκπομπή, θέλω να ντύσετε αυτόν τον άνθρωπο και μετά να μου εξηγήσετε γιατί τον έχετε εκεί, να κοιτάει. Δε συμφωνήσαμε πως όλοι οι φυλακισμένοι θα είναι μακριά από εμένα;” “Έχ...εχ...έχετε δίκιο κυρία Καλοτυχίδου! Αμέσως, θα φροντίσω αμέσως για όλα!” Ο Μάριος, μίλησε στον ασύρματο και μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας φύλακας με μια ισοθερμική κουβέρτα, την οποία πέρασε στους ώμους του Τζόρτζιο. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Μίνας. “Όσον αφορά το γιατί αυτός ο άνθρωπος μας παρακολουθεί, είναι απλό. Αυτός είναι ο ετοιμοθάνατος που του ετοιμάζεται το γεύμα.” “Μάλιστα,” είπε ψυχρά η Μίνα ενώ πληκτρολογούσε γρήγορα στο κινητό της. Ο αγαπημένος της, της είχε στείλει ένα 'θα σ' αγαπώ για πάντα Μίνα' που την έκανε να λιώσει σαν βούτυρο σε καυτό τηγάνι. Είχαν περάσει 6 ώρες από τότε! Ανήσυχη η Μίνα, του απάντησε πως 'καλά τα γλυκόλογα αλλά αν δεν της τα έλεγε από κοντά, δεν είχαν καμία αξία για αυτήν'. Και κίνησε για να βράσει το αυγό στρουθοκαμήλου όταν συνειδητοποίησε τα λόγια του Μπούραλη. Αυτός ο φυλακισμένος ετοιμαζόταν για θανατική καταδίκη! Σαστισμένη, μπερδεύτηκε και έχυσε το πιπέρι κάτω. Γελώντας είπε στους τηλεθεατές, πως αυτό θεωρείται καλή και πιπεράτη τύχη! Μια μπούρδα που ούτε η ίδια δεν πίστευε αλλά λόγω της εμπειρίας της στην τηλεόραση, γνώριζε πως να δικαιολογήσει μια κακή στιγμή. Γνώριζε πως το αυγό για να βράσει χρειαζόταν 2 ώρες αλλά δεν ήταν σίγουρη πως 2 ώρες θα ήταν αρκετές για να μπορέσει να βοηθήσει τον μελλοθάνατο κρατούμενο. Σκέψου Μίνα, σκέψου, έλεγε από μέσα της ενώ καθάριζε τον σολομό που θα έβαζε στον α-


Σελίδα 79

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τμομάγειρα. Θα έφτιαχνε αυγό γεμιστό με σολομό και σάλτσα από κράνμπερι. Η ευκαιρία που ζητούσε της δόθηκε όταν έπεσε το σήμα για διαφημίσεις. Πρώτα κοίταξε στο κινητό της για καινούργια μηνύματα αλλά δυστυχώς δεν είχε ούτε ένα. Συσσωρεύτηκαν μέσα της η απογοήτευση, το άγχος αλλά και η πίκρα για τον κρατούμενο και βγήκαν με τη μορφή τσιρίδας που τρόμαξε όλους όσους βρίσκονταν εκεί, αλλά ανακούφισε λίγο εκείνη. Ο Μάριος έτρεξε γρήγορα κοντά της. “Κυ...κυρία Καλοτυχίδου, τι πάθατε; Σας πείραξε κανείς;” “Ναι. Εσείς.” “Ε...εγώ; Μα πως; Εγώ βρίσκομαι σε μακρινή απόσταση από εσάς...” Δε φτάνει που είναι κοντός, είναι θεόχαζος, σκέφτηκε από μέσα της η Μίνα. “Δεν είπατε στον μάνατζερ μου ότι θα μαγείρευα γεύμα σε μελλοθάνατο. Το θεωρώ ανήθικο. Έχω λάβει μέρος σε τόσες πορείες κατά αυτού του θεσμού, που έχω ξεχάσει και εγώ η ίδια τον αριθμό. ” “Να...ξέρετε...αν σας το έλεγα, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα δεχόσασταν και έπρεπε...καταλαβαίνετε είναι η τελευταία του... επιθυμία...καταλαβαίνετε...” “Αυτό που καταλαβαίνω, κύριε Μπούραλη,” είπε όσο πιο παγωμένα μπορούσε, “είναι πως θα μιλήσουν οι δικηγόροι μας. Σταματάω το γύρισμα εδώ και τώρα. Εκτός...” Ο διευθυντής είχε γίνει κόκκινος σαν το παντζάρι. “Εκτός;”, τη ρώτησε γεμάτος ελπίδα. “Εκτός αν τον αφήσετε να ζήσει. Όσα χρόνια του μένουν. 5; 10; 15;” “Αυτό είναι άνω ποταμών!” Η Μίνα τον κοίταξε με σηκωμένο το αριστερό φρύδι. “Χάρηκα πολύ για τη συνεργασία κύριε Μπούραλη. Θα μιλήσουν οι δικηγόροι μας. Και έχω την τύχη να έχω παντρέψει μια από τις καλύτερες. Την κυρία Βασιλάκη, με ποσοστό επιτυχίας 99 δίκες στις 100.” Ο Μάριος, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Έβγαλε ένα πούρο και από την ταραχή του πήγε να το καπνίσει ανάποδα. Προτιμούσε να φάει ζωντανά καβούρια παρά να λύσει το πρόβλημα που μόλις προέκυψε. Ήθελε να φύγει. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Διαδηλώσεις; Δικηγόροι; Αν το μάθαινε αυτό ο πρωθυπουργός... Σωτήριο για τον Μάριο αποδείχτηκε το γεγονός ότι τελείωσαν οι διαφημίσεις κάτι που έπιασε εξαπίνης την Μίνα και την ανάγκασε να συνεχίσει το ζωντανό πρόγραμμα. Πάνω απ' όλα ήταν επαγγελματίας. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και τα μηνίγγια της κόντευαν να σπάσουν. Δεν το πίστευε ότι κοντραρίστηκε με αυτόν τον άντρα. Αλλά το χαιρόταν πολύ μέσα της. Πάλευε για τα ιδανικά της. Ένιωθε...ζωντανή. Γιατί ευτυχισμένη ένιωθε μόνο με τον Ελληνο-Ιταλό αντικιέρ της, που δεν ήταν άλλος από τον Τζόρτζιο ο οποίος στεκόταν πάρα πολλά μέτρα μακριά της. Και μπορεί εκείνη να μην τον είχε καταλάβει αλλά αυτός την έβλεπε και την καμάρωνε. Του άρεσε πολύ ο τρόπος της στην κουζίνα. Του θύμιζε τη συγχωρεμένη τη γιαγιά του. Ελληνίδα και αυτή.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 80

Οι δύο αστυνομικοί που φρουρούσαν τον Τζόρτζιο, ήταν μιλημένοι. Ήταν δικοί του, οπότε του είχαν αφήσει τις χειροπέδες να κρέμονται χαλαρά στα χέρια του. Όταν κανείς τους κοίταζε, με μεγάλη προσοχή, ο Τζόρτζιο έστειλε στο faebooke, ένα μήνυμα στην αγαπημένη του, τη Μίνα. '...Και θα στο πω και θα στο δείξω πόσο σε λατρεύω. Σύντομα.' Όση ώρα έβραζε η σάλτσα από κράνμπερις, έβραζε και η Μίνα στο δικό της ζουμί. Αγύριστο κεφάλι ο κύριος Μπούραλης, αλλά και η Μίνα δεν πήγαινε πίσω. Θα διεκδικούσε το δικαίωμα στη ζωή για αυτόν άνθρωπο. Όμως όπως όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα, έτσι τελείωσαν και οι δύο ώρες βρασμού του αυγού και η Μίνα έπρεπε να το σερβίρει. Το έκανε με βαριά καρδιά και βουρκωμένα μάτια. Αφού στόλισε το πιάτο όσο πιο όμορφα μπορούσε, ζήτησε να πέσουν διαφημίσεις. Είχε μια ιδέα. Ήταν σίγουρη πως αφού δεν ήξερε η ίδια για ποιον λόγο γινόταν το γύρισα στις φυλακές, δεν θα είχαν ιδέα ούτε οι τηλεθεατές. Και αυτό θα ήταν αρκετό για να ξεσηκώσει το κοινό αίσθημα. Οι διαφημίσεις έπεσαν και κράτησαν παραπάνω απ' όσο έπρεπε, γιατί μαζί τους έπεσε και ο Μάριος. Κάποιος, είτε κατά λάθος, είτε επίτηδες του έβαλε τρικλοποδιά. Βρέθηκε φαρδύς – πλατύς να κείτεται στο κρύο τσιμέντο. Αμέσως έτρεξε ο νοσοκόμος που ήταν στις φυλακές για τις πρώτες βοήθειες. Είχε σκίσει το κάτω χείλος του και θα χρειαζόταν ράμματα. Η Μίνα, έκανε νόημα στον σωματοφύλακα της να μην την ακολουθήσει. Ήθελε να πάει να μιλήσει στον μελλοθάνατο μόνη της. Χωρίς συνοδείες και κουραφέξαλα. Έτσι και έκανε. Όμως, την περίμενε μια τεράστια έκπληξη. Δεν πίστευε στα μάτια της, ότι έβλεπε τα μάτια που είχε αγαπήσει τόσο πολύ. Τα θλιμμένα Ελληνο-Ιταλικά μάτια που περίμενε πως και τι να δει από κοντά. “Στο είπα μπέμπα, θα τα πούμε από κοντά πολύ σύντομα,” είπε ο Τζόρτζιο και της χάιδεψε το μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του. Η Μίνα πρώτα τον χαστούκισε και μετά έπεσε στην αγκαλιά του. Οι αστυνομικοί την απομάκρυναν από κοντά του. “Βρε...βρε παλιό...για τη δική σου ζωή παλεύω με τον βλάκα τον διευθυντή;” “Μπέμπα...κάνεις κάτι τέτοιο;” τη ρώτησε γλυκά ο Τζόρτζιο. ¨Και όχι μόνο. Αν ήξερα ότι ήταν δική σου σκευωρία όλο αυτό...” “Θα σε ανταμείψω καλά απόψε το βράδυ,” της απάντησε και της έκλεισε το μάτι πονηρά. Η Μίνα κοκκίνισε και έτρεξε πίσω στο πλατό. Οι διαφημίσεις είχαν τελειώσει και έπρεπε ήδη να είχαν βγει στον αέρα πριν 5 λεπτά. Δεν την ένοιαζε τίποτα πια. Ήταν τόσο


Σελίδα 81

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ερωτευμένη μαζί του, που την άφηνε αδιάφορη το πως μπήκε στη φυλακή ο Τζόρτζιο. Την ένοιαζε το πως θα τον έβγαζε από εκεί. “Αγαπημένες μου τηλεθεάτριες και τηλεθεατές,” είπε η Μίνα και καθάρισε τη φωνή της. “Όπως γνωρίζετε βρισκόμαστε σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα στις Σέρρες...”, πρόλαβε να πει πριν τη διακόψει ο Μάριος και πάρει εκείνος τον λόγο: “Κυρίες και κύριοι, είχαμε την ιδιαίτερη χαρά να φιλοξενούμε την κυρία Φιλομίνα Καλοτυχίδου η οποία μας μαγείρεψε μια σπεσιαλιτέ για έναν πολύ τυχερό άνθρωπο!” Η Μίνα τον κοίταξε άγρια. “Πράγματι,” είπε ο Μάριος, “ο Τζόρτζιο Μαλόνε, ήταν ένας άνθρωπος που πριν λίγα λεπτά θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τη θανατική ποινή. Όμως, όμως λέγω τα δεδομένα άλλαξαν. Ο πρωθυπουργός μας, ας τον δοξάζει ο Θεός και ας μου κόβει εμένα χρόνια να του τα δίνει μέρες, αποφάσισε να καταργήσει μια για πάντα τον θεσμό των μελλοθάνατων!” Η Μίνα αρκέστηκε στο να χαμογελάσει πονηρά. Πίστευε πως αυτό ήταν ψέμα και οι απειλές της είχαν πιάσει τόπο, μιας και ο βλάκας ο Μπούραλης, δεν ήθελε μπλεξίματα με δικηγόρους. Το πρώτο μέρος ήταν αλήθεια. Ο Μάριος δεν ήθελε μπλεξίματα. Το δεύτερο μέρος της αλήθειας ήταν πως η Ιταλική μαφία έκανε δωρεά ένα αρκετά αξιοσέβαστο ποσό στον λογαριασμό του Μπούραλη ο οποίος αν δε το δεχόταν, θα έχανε πολλά περισσότερα. Όσον αφορά τον πρωθυπουργό; Αυτός δεν είχε δώσει ποτέ την εντολή για το Αμερικάνικο πρότυπο φυλακών. Και κανείς δεν έμαθε ποτέ, γιατί και πως θεσπίστηκε. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, απλά το έθαψαν. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 82

ΟΙ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ Το παραφορτωμένο τρίκυκλο του Στέλιου είχε κολλήσει στην ανηφόρα στο ύψος του λόφου σκουπιδιών, εκεί που σήμερα έχουν φτιάξει το νεκροταφείο των Άνω Λιοσίων και μαζί του, αγκομαχούσε κι αυτός. «Πάλι μπούκωσε το άτιμο κι αν δεν προλάβω, θα το λιανίσει ο αγριάνθρωπος το κοριτσάκι μου», ξεφυσούσε όλος αδημονία. Από τα χαράματα που τον ξυπνούσε η μικρή του κόρη, το «Ζαβό», να βγούνε πότε στην ταράτσα και πότε στην αυλή με το σκαμνάκι της, έπαιρνε το τρίκυκλο και γύριζε τις γειτονιές μαζεύοντας όλα τα παλιά, μα προπαντός χαρτιά που ήταν εύκολα στη μεταπώληση. Τα πατίκωνε, τα στοίβαζε με τάξη και ήξερε ανά πάσα στιγμή το μεροκάματό του. Γύριζε σπίτι κατάκοπος και βρώμικος, αλλά κεφάτος. Οι δυο του κόρες ήταν εκεί, το βάλσαμο της ζωής του. Χαρά μαζί και παιδεμός, όπως έλεγε. Γυναίκα δεν είχε να τον περιμένει. Το έσκασε μ’ έναν μπερμπάντη ναυτικό -για Αυστραλία ειπώθηκε- αφήνοντάς του τα δυο κορίτσια αμανάτι. Δεν είχε πάρει ποτέ μήνυμά της. Ένα γράμμα, μια εξήγηση, μια ερώτηση έστω για τα παιδιά της. Τίποτα. Τα καλύτερά του χρόνια κύλησαν ανάμεσα στη δουλειά και στα κορίτσια του. Πόσο γρήγορα πέρασαν; Πόσα ήταν; Πού να θυμάται; Τα λάτρευε τα μικρά και χίλια χρόνια να ζήσουν οι γειτόνισσες που τον βοήθησαν να τ’ αναστήσει. Η Φρόσω, η μεγάλη, κρατάει τώρα το σπίτι και περιποιείται και τη μικρότερη, το «Ζαβό». Μαγείρευε, έπλενε, σιδέρωνε, καλά να’ ναι, τα κατάφερνε όλα και με το παραπάνω. Μα μεγάλωσε πολύ κι απότομα η Φροσούλα και κατάφερνε κι άλλα πράγματα κι έξω από το σπίτι. Κι αυτός, που μάνα δεν ήταν να γνωρίζει πότε μεγαλώνει ένα κορίτσι, δεν πρόλαβε να καταλάβει για πότε ήρθε ο λεγάμενος και ζήτησε το χέρι της. Για την ακρίβεια έστειλε μαντάτα με μια γειτόνισσα. Έδωσε δυο φάσκελα στον αέρα. Άκου να του δώσει το χέρι της; Δηλαδή να τη μικροπαντρέψει, να τη χώσει για τα καλά στα βάσανα της οικογένειας και να μην προλάβει να χαρεί τίποτε από τα νιάτα της το Φροσάκι του; Ποτέ των ποτών, έλεγε και κατέβαζε απανωτά για λίγο καιρό τις ρετσίνες. Αλλά δεν του πέρασε. Η Φροσούλα το είχε λιμπιστεί για τα καλά το ντερέκι. Έτσι κάνουν δυστυχώς οι περισσότερες Φροσούλες του κόσμου, πάνε και λιμπίζονται μορφονιούς, πέφτουν στην αγκαλιά τους χωρίς δεύτερη σκέψη και ύστερα... Μετά τα «τετελεσμένα» είπε το ναι με βαριά καρδιά. Θα ήταν βλακεία να προσποιηθεί και τον δύσκολο από πάνω. Όμως, όταν έμαθε πως ο περί ου ο λόγος, ήταν ναυτικός στο επάγγελμα, άρχισε να διπλοπίνει και να χάνει την όρεξή του για δουλειά. Γιατί να, ένα αγκάθι τού τρυπούσε την καρδιά: Φτάνει που άκουγε ένα σωρό για το σινάφι τους, να χάσει και τη Φρόσω του από ναυτικό; Κι ετούτος εδώ ο κρεμανταλάς, με τα χέρια κατάστικτα απ’ τα τατουάζ, φαινόταν κι αψύς


Σελίδα 83

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

αποπάνω. Δε σήκωνε πολλές κουβέντες και τού συμπεριφερόταν σαν να του κάνει και χάρη που μπήκε στο σπίτι του και τρώει απ’ το φαΐ του. Μα το μεγαλύτερο αγκάθι, αυτό που τον ζόριζε κι έπινε παραπάνω ο Στέλιος, ήταν που το γομάρι δε συμπάθησε καθόλου το «Ζαβό», αυτό το «πειραγμένο» αγγελούδι - ποιος ξέρει από τι- που κανέναν δεν πείραζε, τίποτα δε ζητούσε και τα ματάκια του είχαν μια μελαγχολική γλυκάδα, ίδια με της Έλλης Λαμπέτη που είχε δει στον κινηματόγραφο. Αλλιώς τίποτα δεν του λείπει, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει. Κυριολεκτικά. Κι ομορφούλα είναι και κάμποσο μυαλουδάκι να καταλαβαίνει έχει και δουλειές κάνει, όταν δεν ζαβώνει. Όταν δηλαδή δεν την κυριεύουν εκείνες οι εκρήξεις οργής που την κάνουν να κλείνεται για ώρες στον εαυτό της. Και τότε, δε μιλάει, δεν τρώει, δε διψάει και δεν αφήνει να την πλησιάσει κανένας. Από τα αρραβωνιάσματα ακόμα, ο ακατανόμαστος έμπαινε κι έβγαινε όποτε του κάπνιζε και με το παραμικρό απόπαιρνε και καταχέριαζε το «Ζαβό». Το ’παιζε εξουσία μέσα στο ίδιο του το σπίτι, στο αυθαίρετό του, που με τα χίλια ζόρια νομιμοποίησε και κατάφερε να ρίξει τις «βάσεις» για την προίκα των κοριτσιών. Για τη μια τους, δηλαδή, γιατί το «Ζαβό» θα ‘μενε για πάντα μαζί του. Ποιος θα βρισκότανε να πάρει μια τέτοια ύπαρξη για γυναίκα του; Και το «Ζαβό» του - που κακιά ψυχή δεν ήταν- θες από περιέργεια, θες για άγνωστους κι ανεξήγητους λόγους, χωνόταν πάντα και παντού στ’ αμείλικτα πόδια τού μαντραχαλά. Στον καμπινέ να πήγαινε εκείνος προς νερού του, πίσω του το «Ζαβό». Στο ντιβάνι του πατέρα της να άραζε, που ’κρυβε πότε κάνα μπιχλιμπίδι, πότε κάνα ψιλό στο στρώμα του, από κοντά του το «Ούφο», έτσι το βάφτισε αυτός. Ακόμα και στην ταράτσα να ‘βγαινε να χτυπήσει σπουργίτια με το φλόμπερ, από δίπλα του κι εκείνο. Το τι κατραπακιές και βλαστήμιες έριχνε καθημερινά στο «Ζαβό» ο αχαΐρευτος, δε μολογιέται. Κι αν τύχαινε κι έλειπε προσωρινά η μεγάλη αδερφή, που όσο να ’ναι προστάτευε τη μικρή, έπεφτε κι άγριο μπερντάχι, πότε με τον ζωστήρα πότε μ’ ένα αγριόξυλο που σκάλιζε για να περνάει η ώρα του. Ο Στέλιος που εξακολουθούσε να ’ρχεται αργά τα βράδια αλλά πιωμένος τώρα, ρωτούσε για τις μελανιές και τα σημάδια και γι’ απάντηση έπαιρνε: «Θα ’πεσε πουθενά το καημένο» ή «πάλι τίποτα παλαβομάρες θα ’καμε μωρέ, τι ψάχνεις;» Κουνούσε το κεφάλι σκεφτικός, έπαιρνε τη μικρή κι αποτραβιόταν στην κουζίνα πικραμένος απ’ την ανημποριά του να κάνει αυτό που θα ‘πρεπε ή που θα ’θελε κατά βάθος να πει και να κάνει. Αγκάλιαζε το «Ζαβό», του ‘δινε κάνα ζαχαρωτό και το ρωτούσε κλαίγοντας να του πει γιατί, μα γιατί δεν στέκεται μακριά του, γιατί π’ ανάθεμά το δεν φοβάται την αγριάδα του; Το «Ζαβό», που όλο και κατιτίς γροικούσε από τα μεθυσμένα λόγια του, κουνούσε απελπισμένα πέρα δώθε τα χέρια κι έφτιαχνε γκριμάτσες διάφορες, θέλοντας κάτι να του εξηγήσει, κάτι να του δώσει κι αυτουνού να γροικήσει. Κι εκείνος έγερνε το κεφάλι δυο φορές απελπισμένος, σαν να καταλάβαινε, σαν να μην ήθελε να καταλάβει κι αποκοιμιόταν χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα του.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 84

Αν βαστιόταν ακόμα στα πόδια του και δεν είχε παραδοθεί στην επιθυμία του να σβήσει, να μη βλέπει την αδικία, το χρωστούσε στο φιλότιμό του, που του υπαγόρευε να τελειώσει το διαμέρισμα της μεγάλης, που έβλεπε την κοιλιά της να φουσκώνει και στην έγνοια του για το τι θ’ απογινόταν το «Ζαβό» του. Έτσι, αυτός έφευγε κανονικά το πρωί για τη δουλειά του, ο σώγαμπρος καταχέριαζε κανονικά το ανήμπορο «Ζαβό» κι η μεγάλη κόρη, που την άλλαξε η εγκυμοσύνη, αποτραβιόταν σταδιακά από τον πατέρα της και το μόνο που την ένοιαζε ήταν πόσο χαρτζιλίκι θα ξεκολλούσε για τον άνεργο ναυτικό της. Η μόνη ελπίδα του να λυτρωθούν από την παρουσία του σατράπη ήταν να βρεθεί τρόπος να πιάσει την «καλή», να δώσει το διαμέρισμα που έταξε προίκα και να φτιάξει μια είσοδο στο πίσω μέρος της οικοδομής, για να μην τον βλέπει, ούτε να τον ακούει. Αλλά η καλή δεν πιάνεται με τα χαρτόκουτα που πετάνε τα σουπερμάρκετ, ούτε μ’ ένα τρίκυκλο που όσο και να το πατικώσεις διπλό μεροκάματο δεν αποφέρει. Έτσι ξεκίνησε και τη δεύτερη δουλειά. Το έριξε στο «ανασκάλεμα» σκουπιδιών, όπως του λέγανε να κάνει από καιρό στην πιάτσα. Πήγαινε στους λόφους της χωματερής κοντά στους λάκκους που αδειάζουν τα σκουπίδια, και μόλις τα σκουπιδιάρικα έβαζαν την ανατροπή, έτρεχε μαζί με τους άλλους και με την τσουγκράνα του ξεδιάλεγε τα πιο χρήσιμα σκουπίδια, τα κατάλληλα να πουληθούν στους εμπόρους. Αδύνατο να φανταστεί κανείς τι πετάνε οι άνθρωποι. Πόσα χρήσιμα, ολοκαίνουργια μερικές φορές πράγματα, του συμπλήρωναν το μεροκάματο, παρ’ όλο τον συνωστισμό από τους άλλους που ήταν στη δουλειά πριν από αυτόν. Άχαρη, ανθυγιεινή και επικίνδυνη δουλειά. (Είδε μπρος στα μάτια του να καταπλακώνεται ένας μικρός ρομά κι άλλοι πάρα πολλοί να κινδυνεύουν). Αλλά, απέδιδε. Σε λίγο καιρό με τις δυο δουλειές η ελπίδα της αποτίναξης του ζυγού από τον ξέμπαρκο τού αναθέρμανε τη θέληση για ζωή. Χαμογελούσε πάλι, έβαζε στο κασετόφωνο τον Πάριο κι άρχισε να παίρνει και το «Ζαβό» στο ανασκάλεμα να το γλιτώνει από τον τύραννο. Το «Ζαβό» κλότσησε στην αρχή. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αποχωριστεί το σπίτι και τις συνήθειές της. Κι αυτό ήταν και παρέμεινε μέγα μυστήριο γι’ αυτόν. «Μα γιατί μωρό μου; Γιατί να κάθεσαι, να του γίνεσαι εμπόδιο και να σε δέρνει;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε κι απάντηση πώς να ‘παιρνε; Μέχρι που της έταξε βόλτα χειμωνιάτικα στη θάλασσα, τη μεγάλη αδυναμία της και την κατάφερε να πάει μαζί του να της δείξει τους «θησαυρούς» των σκουπιδιών: υφάσματα, καρέκλες, τόπια, ρούχα, ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, πορσελάνινα βάζα, παλιά ραδιόφωνα, χτένες, περιοδικά όλων των ειδών κι αποχρώσεων, μπουκάλια, λάστιχα, φιαλίδια με λοσιόν κι αρώματα, μπιμπελό, νομίσματα, κλειδαριές κι άλλα πολλά και θαυμαστά. Θαμπώθηκε το «Ζαβό». Τόσο που έκανε εκείνη τη σπάνια γκριμάτσα, όταν είναι πολύ ευ-


Σελίδα 85

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

χαριστημένο. Σούφρωσε τα χειλάκια του προς τα πάνω, χάιδεψε το κεφαλάκι του με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο χτυπούσε ελαφρά στο μέρος της καρδιάς. Γυρίζοντας το βράδυ σπίτι, την είδε να κρατάει στο χέρι της ένα τεύχος του Playboy που είχε περιμαζέψει και να το αφήνει στην καρέκλα που κάθεται συνήθως ο γαμπρός του. Δεν έδωσε σημασία κι ούτε που του πέρασε κάτι από τον νου. Θεώρησε πως το «Ζαβό» έκανε μια καλή χειρονομία στον αχάριστο για να τον εξευμενίσει. Εκείνος πάλι, το πήρε κι έπεσε σε βαθιά μελέτη, χωρίς καν ν’ απαντήσει στην καλησπέρα του. Μα και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα κάτι παρόμοιο συνέβαινε, και πότε το ’βλεπε κι έσμιγε τα φρύδια σκεφτικός και πότε δεν έβλεπε τίποτα. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να περνάει καλά το «Ζαβό», πράγμα αδύνατο με τον άξεστο μέσα στο σπίτι. Δεν μαλάκωνε η καρδιά του με τίποτα. Με το που θα έβρισκε ευκαιρία, θα στρίμωχνε το μικρό και θα το κοπάναγε με το αγριόξυλο, που στο μεταξύ είχε τελειώσει το σκάλισμά του. Κι εκείνο, το Ζαβό», εξακολουθούσε να χώνεται στα πόδια του σαν σκυλάκι που το δέρνει το αφεντικό του κι αυτό ζητάει προστασία στα πόδια του. Μύλος. Κάποτε κατάφερε να μπαρκάρει ο τεμπέλαρος -του είχε περιορίσει τα χαρτζιλίκια κι αυτός -, αλλά το μπάρκο του δεν κράτησε και πολύ. Τον διώξανε για κάτι τσαμπουκάδες και τα ’φερε ίσα ίσα όσα έβγαλε. Πανί με πανί γύρισε. Τέτοιο ρεμάλι είχε λάχει στη Φρόσω του. Στο διάστημα που έλειψε επικράτησε καταθλιπτική ησυχία στο σπίτι. Ησυχία που την είχε ανάγκη όσο τίποτε άλλο. Κι όχι μόνο μπόρεσε να σοβατίσει τη σκάλα και να επισκευάσει το τρίκυκλό του, αλλά κατάφερε να βάλει και πέντε δεκάρες στην άκρη. Καρφάκι δεν του καιγόταν για τη Φρόσω που ήταν στο μήνα της και γκρίνιαζε με το παραμικρό. Για το ψιμάδι του νοιαζόταν που είναι μελαγχολικό και χλομό, τρώει λίγο και κοιμάται ελάχιστα, κι εκεί που θα ’πρεπε να χαίρεται που είχε απαλλαχτεί από τον δυνάστη της, έλιωνε σαν παγάκι στον ήλιο και ούτε τα ζαχαρωτά του αποζητούσε, ούτε τα χαδάκια του. Έπαιρνε μια σεζλόνγκ που είχε μαζέψει στο ξεδιάλεγμα, ανέβαινε στην ταράτσα, λικνιζόταν του σκοτωμού και κοιτούσε τον ήλιο βάζοντας αντηλιά το χέρι της. Αδιαφορούσε για όλα. Ούτε να φάει σωστά, ούτε να πιει, ούτε την αδερφή της να δει. Και βέβαια ούτε λόγος να τον ακολουθήσει στο ανασκάλεμα. Μέχρι που για καλή του τύχη βρήκε ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι μαύρα γυαλιά. Της τα έδειξε και με νοήματα της έδωσε να καταλάβει, πως για να τα πάρει, θα έπρεπε να έρχεται μαζί του στο ξεδιάλεγμα κάθε μέρα. Αλλά το «Ζαβό» πείσμωσε τόσο πολύ, έπαθε τέτοια υστερία που κόντεψε να ξεθεμελιώσει το κουζινάκι. Έσπασε πιάτα, έσκισε κουρτίνες, διέλυσε καρέκλες, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Μέχρι και το στρώμα τού πέταξε στην αυλή. Πού έκρυβε τόση δύναμη; Αλλά πείσμωσε κι αυτός και δεν της έδωσε τα γυαλιά. Πρώτη φορά φερόταν της φερόταν έτσι. αλλά τη μεθεπόμενη μέρα υποχώρησε το «Ζαβό». Φόρεσε τα γυαλιά, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και φαίνεται πως της άρεσε αυτό που είδε. Και ίσως αυτό την ερέθισε και ξαναγύρισε στο ανασκάλεμα. Ή αυτό ή το χάσιμο, η ανωνυμία που δίνουν τα μαύρα γυαλιά.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 86

Μα σαν φτάσανε στον σκουπιδότοπο κοιτούσε και δεν άπλωνε χέρι να βοηθήσει καθόλου. Τον παραξένεψε. Άλλες φορές έβγαζε διπλή και τρίδιπλη δουλειά από αυτόν. Είχε μάθει τη δουλειά πολύ καλά, γι’ αυτό κι αυγάτισε το μεροκάματο στο σπίτι. Στενοχωρήθηκε, αλλά δεν το έδειξε. Πρώτη μέρα ύστερα από τόσο καιρό την άφησε να κοιτάει σαν κυρία αφ’ υψηλού. Θα της περνούσε, σκέφτηκε. Αλλά το «Ζαβό» περπατούσε ονειροπόλα πάνω στους σωρούς των σκουπιδιών, σαν μάγισσα που έστελνε βουβές κατάρες για να μεταμορφώσει έναν βάτραχο σε βασιλιά ή το αντίθετο. Δεύτερη, τρίτη μέρα τα ίδια. Απόμεινε να την κοιτάει και να μην μπορεί να δουλέψει κι εκείνος. Τι να έλειπε από μια τέτοια ψυχούλα, αναρωτιόταν συνεχώς. Πόσος πόνος να κρύβεται μέσα του; Αχ και να έβρισκε κάνα κελεπούρι, κάτι να την κάνει να χαμογελάσει, να ’φχαριστηθεί λιγουλάκι! Πήρε να ανασκαλεύει και να ξεδιαλέγει μόνος, γιατί ο ήλιος έπεφτε και η δουλειά δεν είχε πάει καλά. Αχ, και να ’βρισκε κάτι καλό γι’ αυτήν και χαλάλι ο κόπος του, χαλάλι και το μεροκάματο και όλα! Αλλά μόνο άχρηστα πράγματα τού τυχαίνουν σήμερα. Τι να τα κάνει τα παλιοκολιέ και τους φραμπαλάδες, τι να τις κάνει τις βιντεοκασέτες πάλι; Τι να τις κάνει αυτές τις άχρηστες χειροπέδες; Χειροπέδες; επανέλαβε. Να κάτι παράξενο. Μήπως της άρεσαν; Αν τις γυάλιζε κιόλας λιγάκι στο σπίτι! Κι αν όχι, κάτι θα έπιαναν στον παλαιοπώλη. Τις έχωσε στον κόρφο του. Μόλις βρέθηκαν σπίτι, χώθηκε κρυφά στο κουζινάκι και τις έτριψε με ξίδι και σύρμα για κατσαρολικά. Τα γυαλιστερά δεν ήταν που της τραβούσαν την προσοχή; Σε λίγο οι χειροπέδες γυάλιζαν σαν τα ευχαριστημένα μάτια του. Τις άφησε στο τραπέζι, τάχα κρυμμένες κάτω από την εφημερίδα και βγήκε στο χολ να ανάψει το φως της βεράντας για το βράδυ. Ήξερε πως το «Ζαβό» που παρατηρούσε τα πάντα, αμέσως μόλις έστριβε την πλάτη του, θα πήγαινε να ψαχουλέψει. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και σκέφτηκε με πόσο μικρά, πόσο ασήμαντα πράγματα μπορεί να χαρεί ένας άνθρωπος, να γίνει σχεδόν ευτυχισμένος, κι εκεί που ήταν έτοιμος να πάει στο «Ζαβό» να μοιραστεί μαζί του τούτη τη στιγμή ευδαιμονίας χτύπησε με πάταγο η εξώπορτα της αυλής και μπήκε ο ακαμάτης. Βλαστήμησε μέσα του. Δεν πρόλαβε να διαβάσει στα ματάκια της τις πιθανές χαρές της κι ο άχρηστος λες και το ‘κανε επίτηδες γύρισε εκείνη τη στιγμή από το ταξίδι του για να του χαλάσει αυτή την ευχαρίστηση. Πέρασαν στην τραπεζαρία και στρώθηκαν όλοι μαζί - είχε καλέσει στο μεταξύ τούς γείτονες- να τρώνε τις μπριζόλες που πετάχτηκε κι έφερε απ’ την κοντινή χασαποταβέρνα με το τρίκυκλο, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Δηλαδή αυτός και οι γείτονες μιλούσαν. Γιατί ο αναίσθητος, για τις σκληρές μπριζόλες βλαστημούσε μόνο. Κι ας κρέμονταν όλοι από τα χείλη του να ακούσουν άλλα. Μιλιά δεν έβγαζε για την απρόοπτη επιστροφή του. Και τι να έλεγε άλλωστε; Μα ο Στέλιος, καλή πάστα ανθρώπου, έβγαλε την καλή του ρετσίνα, σκέφτηκε τη Φρόσω που ήταν στο μήνα της, ευχήθηκε καλά γεννητούρια κι έφερε από το δωματιάκι το κασετό-


Σελίδα 87

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

φωνο να γλεντήσουν την επιστροφή. Κι έτσι έγινε ως τα μεσάνυχτα κι όλοι θα πήγαιναν για ύπνο ευχαριστημένοι, αν δεν έφερνε τις καταραμένες χειροπέδες το «Ζαβό», να τις χαρίσει στον ναυτικό με τα καινούργια τατουάζ. Αυτά μοστράρισε ο κακούργος με καμάρι. Τίποτε άλλο δεν έφερε. Ούτε ένα ψευτόπραμα να ξεγελάσει την έγκυο, μέλλουσα γυναίκα του, ο αγύρτης. Το «Ζαβό» τού έτεινε τις χειροπέδες σαν να του χάριζε θαλαμηγό, και στάθηκε πίσω του με στραβωμένα χειλάκια να δει την έκφρασή του. Αυτός τις πήρε στα χέρια του, τις κοίταξε καλά, κοίταξε τον πεθερό του άγρια, κοίταξε και το «Ζαβό» που περίμενε να τον δει να χαμογελάει, για να βάλει το αριστερό χεράκι να χαϊδέψει το κεφαλάκι του και το δεξί στο μέρος της καρδιάς και… τότε, εκείνος ο αγροίκος τις σήκωσε ψηλά και τις κατέβασε με δύναμη από το κεφάλι στα πλευρά του ανυπεράσπιστου μικρού κοριτσιού. Μια, δυο φορές… Το «Ζαβό» έβαλε τα χέρια να προφυλαχτεί, σπρώχνει ο πατέρας να πιάσει απ’ τον λαιμό τον «εγκληματία», όπως τον φώναζε κιόλας και μπερδεύονται όλοι, άλλος να τραβάει από δω, άλλος από ‘κει τις χειροπέδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό το κομφούζιο όπου ο γαμπρός φώναζε πως επίτηδες του δείξανε τις χειροπέδες, για να τον προσβάλλουν που έκανε κάποτε φυλακή και θα τους καθάριζε όλους, αρχίζει η ετοιμόγεννη να ουρλιάζει φριχτά. Στρέφουν όλοι το βλέμμα προς αυτήν και πηγαίνουν σύσσωμοι κοντά της να τη δούνε. Όμως, το ματωμένο στο πρόσωπο και στα χέρια «Ζαβό» σερνόταν στα πόδια του μαντραχαλά με δεμένο το χεράκι του από τις χειροπέδες μαζί του, βγάζοντας πνιχτά μουγκανητά πληγωμένου αγριμιού. Αρχίζει ένα νέο πανδαιμόνιο και ξεφωνητά από όλους. Ο πατέρας να μην ξέρει ποια κόρη τον έχει πιότερο ανάγκη, ο κρεμανταλάς ναυτικός να θέλει να απαλλαγεί τινάζοντας το χέρι του από το δεμένο μαζί του «Ζαβό», λες και τον τσίμπησε κάποιο έντομο κι οι γείτονες να σταυροκοπιούνται και να μπαίνουν επιτέλους στη μέση. Τέλος η ετοιμόγεννη κατάφερε να ακουστεί: «Σπάσανε τα νερά μου». Για μια στιγμή πάγωσαν όλοι. Την κατάσταση, σαν πιο ψύχραιμοι, έσωσαν οι γείτονες. Προσφέρθηκαν να την οδηγήσουν με το αυτοκίνητό τους στην κλινική που θα ξεγεννούσε. Προέκυψε όμως το πρόβλημα για το ποιος θα τη συνοδεύσει. Ο μέλλοντας σύζυγός της ήταν δεμένος με το «Ζαβό» και μάλιστα με περίεργο τρόπο. Το αριστερό του χέρι ήταν δεμένο με το αριστερό της μικρής και τον δυσκόλευε σ’ όλες τις συνήθεις κινήσεις. Ο πατέρας ούτε λέξη ν’ ακούσει που θα άφηνε ανυπεράσπιστο το «Ζαβό» με το θηρίο να καραδοκεί. Κλειδί για τις χειροπέδες δεν υπήρχε βέβαια. Το να πήγαιναν όλοι μαζί στην κλινική το απέρριψαν αμέσως. Έτσι οι γείτονες πήραν την ετοιμόγεννη που καταριόταν τη μοίρα της κι έμειναν πίσω οι τρεις τους αμίλητοι με πρόσωπα ωχρά και βλέμματα να στάζουν δηλητήριο.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 88

Προσπάθησαν να κόψουν τις χειροπέδες μ’ ένα σιδηροπρίονο και μ’ ένα σφυροκάλεμο, αλλά δεν τα κατάφεραν και τότε ο Στέλιος τηλεφώνησε σ’ έναν κλειδαρά που διανυκτέρευε. Ήρθε ένα νυσταγμένο παλικαράκι με μπλε φόρμα που μόλις είδε τις χειροπέδες έφυγε λέγοντας πως δε θέλει μπλεξίματα με την Ασφάλεια. Μάλλον τα τατουάζ του άχρηστου τον έδιωξαν, σκέφτηκε ο Στέλιος κι είχε δίκιο. Οπότε ανεβαίνουν όλοι στο τρίκυκλο που βόγκηξε και μούγκρισε χειρότερα από την γκαστρωμένη. Πήραν τον αφώτιστο κι ανώμαλο χωματόδρομο που έβγαζε στη δημοσιά και τραβήξανε για το τμήμα της περιοχής τους. Στον δρόμο, πίσω στην καρότσα που δεν έβλεπε ούτε άκουγε εξαιτίας του θορύβου ο Στέλιος, η μικρή έφαγε κάμποσες ψιλές από το άπονο τέρας για το ρεζιλίκι που έπαθε και που θα πάθαινε, καθώς θα έπρεπε να εξηγήσει στους αστυνομικούς τα καθέκαστα. Δεν είχε καθαρή τη φωλιά του και δεν του άρεσαν τα πάρε δώσε με την αστυνομία. Ένα σωρό χρωστούμενα δανεικά και βερεσέδες άφησε στη γειτονιά που έμενε, πριν μετακομίσει στην αρραβωνιάρα του. Κι αν έβγαιναν στη φόρα; Ας έβγαιναν, θα τα πλήρωνε ο μαλάκας ο πεθερός, είπε μέσα του, κι έριξε μια μπουνιά με το ελεύθερο χέρι στα πλευρά της μικρής που βόγκηξε για άλλη μια φορά, αλλά πράγμα παράξενο, δεν μετακινήθηκε από τη θέση της καθόλου. Θες να την ξεπάστρεψα, σκέφτηκε και τράβηξε το «Ζαβό» στο μέρος του να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Με τόση δύναμη χτυπούσε το κτήνος. Μα το «Ζαβό» είχε γλαρώσει τα μάτια, όπως κάνουν οι αρκούδες των γυφταραίων που υποδύονται τη νύφη, όταν τις προστάζουν στους δρόμους κι είχε σουρώσει το στοματάκι της μ’ εκείνο τον τρόπο που λέει ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς της. Κι αν είχε ελεύθερο το αριστερό χεράκι του θα χάιδευε το κεφαλάκι του μ’ αυτό και με το δεξί θα έπιανε το μέρος της καρδιάς να του δείξει την κρυφή χαρά του. Όμως έκανε κάτι άλλο. Πλησίασε όσο μπορούσε το πρόσωπο του ναυτικού και με το λυμένο χέρι τού ίσιωσε τα μαλλιά που ανέμιζε ο αέρας της νύχτας. Θες; αναρωτήθηκε στα κατάβαθά του ξαναμμένος. Βρε λες να… Α πα πα! Μα γιατί όχι; ρώτησε ξερά ο εαυτός του. Ανθρώπινο πλάσμα με σάρκα και οστά δεν είναι κι αυτό; Δεν είναι μια γυναίκα κιόλας; Τα πέρασε τα δεκαέξι από καιρό, δεν τα πέρασε; Στο μεταξύ το «Ζαβό» που είδε την εγκαρτέρηση στο πρόσωπό του, προχώρησε με το ελεύθερο χεράκι του στο στήθος και του χάιδεψε τα τατουάζ που παρίσταναν γοργόνες και καράβια, τόσο γλυκά κι αφοσιωμένα, όπως δεν του είχαν κάνει ποτέ ούτε οι πιο καλές «κυράδες» των λιμανιών που πέρασε. Πήρε να γλυκαίνει και να μερεύει το μάτι του γορίλα και την έσφιξε λίγο πάνω του, κάνοντας κιόλας σαν να χαμογελάει, ο αγέλαστος. Τότε ξεθάρρεψε και το «Ζαβό» και στριμώχτηκε πάνω στα γόνατά του. Χοροπηδούσε το τρίκυκλο στον ανώμαλο δρόμο, χοροπηδούσε κι η καρδιά από το «Ζαβό» σαν καρυδότσουφλο στα κύματα και τα μάτια του –αν τα ‘βλεπε κάποιος- έλεγαν πως μέσα του παρακαλούσε να γυρίζουν από συνοικία σε συνοικία όλο το βράδυ, δεμένοι και σφιχταγκαλιασμένοι στο ωραιότερο ταξίδι της ζωής της. Αλλά όπως λένε, όλα τα ωραία κρα-


Σελίδα 89

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τούνε λίγο στη ζωή. Το τρίκυκλο άραξε στο προαύλιο της αστυνομίας ξεφυσώντας και χώθηκαν βιαστικά στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας που λαγοκοιμόταν με τον ασύρματο ανοιχτό. Τους κοίταξε σαν να ‘ταν εξωγήινοι. Έξυσε το κεφάλι του κι άκουγε τον λόγο της επίσκεψής τους ανόρεχτα, ψάχνοντας για το σέικερ. Στη λέξη «χειροπέδες» τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα, φόρεσε το πηλίκιό του και τους έβαλε να του τα πούνε όλα εξαρχής. Την πρώτη φορά τα είπε ο πατέρας. Τώρα μιλούσε με κατεβασμένο το κεφάλι ο ναυτικός, ενώ το «Ζαβό» πίσω του χάζευε τους άβαφους τοίχους σαν υπνωτισμένο. Ξαφνικά ο αστυνομικός νευρίασε. Εκεί που περίμενε να πιάσει τίποτε αναρχικούς για να διεκδικήσει καμιά προαγωγή, βρέθηκε μπρος σε μια γελοία ιστορία με άλλο τόσο γελοίους κι ασήμαντους για το κύρος του ήρωες. Έβρισε, ήπιε μια γουλιά καφέ και τους έβαλε να υπογράψουν στο βιβλίο συμβάντων. Στη συνέχεια, πήρε ένα δυο κλειδιά προσπαθώντας να ανοίξει τις χειροπέδες που αντιστεκόταν σθεναρά κι αφού τους ταρακούνησε τα δεμένα χέρια και τις άκουσε να κουδουνίζουν σαν σαραβαλιασμένο ξυπνητήρι, ξαναβλαστήμησε και κάθισε εξουθενωμένος. «Πού στο διάολο τις βρήκατε είπατε; Στη χωματερή; Δεν ανοίγουν, θα μείνετε εδώ απόψε», είπε σαδιστικά κι έδειξε με τα μάτια ένα πρόχειρο κρατητήριο δίπλα στο γραφείο. Αλλά είδε τα απελπισμένα βλέμματα, εκτίμησε την κατάσταση και ξανάπιασε τα κλειδιά για μια τελευταία προσπάθεια. Έστριβε τα κλειδιά και τα χέρια των δεμένων, όπως τον βόλευε, μην υπολογίζοντας τον πόνο που τους προκαλούσε. Μπορεί και να το ’κανε κι επίτηδες. Η διαδικασία τραβούσε κι ο πατέρας που σκεφτόταν την άλλη κόρη να ξεγεννάει δίχως έναν συγγενή κοντά της κι έβριζε μέσα του, κάθε που το κλειδάκι αποδεικνυόταν άχρηστο να ξεκλειδώσει τις προφανώς σκουριασμένες χειροπέδες. Ο αστυνόμος έβριζε κι αυτός φωναχτά, λες κι όλα τα κλειδιά του κόσμου είχαν εφευρεθεί για να τον βασανίσουν. Είχε πια πειστεί ότι οι χειροπέδες δε θ’ άνοιγαν κι ετοιμαζόταν να τους δείξει το κελί οριστικά αυτήν τη φορά. «Να φέρουμε κλειδαρά», πρότεινε ο ναυτικός απηυδισμένος όπως και οι άλλοι και ο αστυνόμος τον κοίταξε με μίσος, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν κάποιος αποδεικνύεται πιο πρακτικός σε ό,τι αφορά στη δουλειά τους. Ήρθε ο ίδιος κλειδαράς που φώναξαν μια ώρα πριν στο σπίτι. Προετοιμασμένος αυτός, πήρε τα χέρια με τις χειροπέδες, τις χτύπησε στο δάπεδο κάνοντάς τες να ξεράσουν κάμποση σκουριά κι έπειτα έριξε ένα σπρέι στην κλειδαρότρυπα, περίμενε λίγο και μετά τις φύσηξε δυνατά. Δούλευε με βεβαιότητα χειρουργού που κρατάει νυστέρι. Ο αστυνόμος ξεφυσούσε κι ενδόμυχα παρακαλούσε να μην ανοίξει τις καταραμένες χειροπέδες, το παλιοτσογλάνι που κορδώνεται. «Δεν πρόκειται να τις ανοίξεις ποτέ! Είναι αμερικάνικες», πέταξε την μπαρούφα του, φυσώντας του τον καπνό στα μούτρα του. Ο κλειδαράς χαμογέλασε σαν να ‘χε να κάνει με βλάκα, ξερόβηξε για να τον προσέξουν κι


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 90

ανήγγειλε θριαμβευτικά, στρίβοντας αργά ένα μαραφέτι που είχε χώσει στη μικρή κλειδαρότρυπα: «Να, πώς ανοίγουν κι οι αμερικάνικες!» Έμειναν όλοι άφωνοι. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο αστυνόμος κοίταζε τον κλειδαρά, ο κλειδαράς τις χειροπέδες, ο πατέρας τον ναυτικό, ο ναυτικός τα χέρια του και το «Ζαβό» τον ναυτικό. Και τότε συνέβη κάτι απίστευτο για όλους. Το «Ζαβό» σηκώνει το χέρι του, το χέρι με το οποίο ήταν δεμένο και πληγωμένο, αυτό που βάζει και χαϊδεύει το κεφαλάκι του για να δείξει τη χαρά του ή την ευχαρίστησή του και χαστουκίζει άγρια και πάρα πολύ δυνατά τον ναυτικό, που σωριάστηκε μαζί με την καρέκλα που καθόταν στο πάτωμα, αποσβολωμένος όσο ποτέ πιο πριν στη ζωή του. Ο αστυνόμος τον κοίταξε με απορία, ο κλειδαράς ειρωνικά, ο πατέρας θριαμβευτικά και το «Ζαβό» ανέκφραστα, μέσα απ’ τα κατάμαυρα γυαλιά του που φόρεσε βιαστικά. ΤΕΛΟΣ

ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ


Σελίδα 91

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΕΛΠΙΔΑ ΞΑΝΑ Πολύς λόγος για αγάπη. Σ' έναν ψυχρό, παγωμένο, στρωμένο με χιόνι αδιαφορίας κόσμο. Ψάχνεις στο βάθος των εικόνων του μυαλού σου να βρεις πώς γίνεται να έχει γίνει τόσο άπονος ο άνθρωπος και ταυτόχρονα, πώς μπορούμε με τόση ευκολία να προφέρομε την λέξη "αγάπη". Στις μέρες μας τις γεμάτες δυστυχία , έρχονται η "Σοφία", ο "Τηλέμαχος" η "Υπατία" χάριν ειρωνίας θα έλεγα με τις παγερές τους ανάσες να συμπληρώνουν το παζλ της απόγνωσης. Να πασχίζει ο καθένας να εξοικονομήσει τα χρήματα για να αγοράσει φθηνές θερμαντικές ύλες, γύρισαν στα κούτσουρα οι πιο πολλοί που είναι φθηνότερα και ούτε και αυτά δεν μπορούν να αγοράσουν Κι εσύ, εντάξει, τα καταφέρνεις να έχεις ζεστασιά, πώς όμως να νοιώθεις οτι είσαι καλά, όταν υπάρχει κόσμος που υποφέρει, που τουρτουρίζει που πεινάει κι εσύ να θέλεις να γίνεις πελώρια αγκαλιά να τους βάζεις όλους μέσα, να τους ζεστάνεις να τους χορτάσεις, να απαλύνεις τον πόνο. Άστεγες υπάρξεις, μα και αδέσποτες ψυχές. Και τα χέρια εκείνων που συμπονούν, να είναι κοντά, να είναι δεμένα πισθάγκωνα, χειροπόδαρα, δύσκολο να μπορέσεις να κάνεις κάτι παραπάνω, όπως τόσο πολύ θα το ήθελες. Πού είναι η αγάπη για τον συνάνθρωπο, πού είναι η αλληλεγγύη για όλους τους επί της γης λαούς, που αν βασίλευαν στις ζωές μας ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός. Σ' αυτήν την γη που όλοι χωράμε, σ' αυτήν την γη που όλους μπορεί να μας θρέψει. Μας έφεραν και ξένο πόνο, πρόσφυγες που υποφέρουν, που τους είπαν να έλθουν για καλύτερα, τους βλέπεις και κλαις εσύ πιο πολύ από εκείνους για την κατάντια του ανθρώπινου είδους που ζουν στις σκηνές μέσα στα λασπόνερα, άθλιες συνθήκες. Και τους βάζεις δίπλα στους δικούς μας άπορους, άστεγους και πονάς, πονάς. Πού να βρεις πελώρια αγκαλιά να τους χωρέσεις όλους, πού να τους πας να ζεσταθούν, πού να τις πας αυτές τις εξαθλιωμένες υπάρξεις. Ήλθαν για καλύτερα, έτσι τους είπαν. Ξυπόλυτοι, πεινασμένοι, ξεπαγιασμένοι, βλέμματα απόγνωσης. Κι αυτά τα παιδάκια, τί φταίνε; Γιατί; Όλοι ξέρουμε το γιατί κι ας μην το γράφομε. Πού είναι ο σπόρος της αγάπης; Έχει προ πολλού εξαφανιστεί. Άνθρωπος τον άνθρωπο σκοτώνει για λίγα, για πολλά, και για ευτελή ποσά , απελπισμένη απληστία το βλέμμα καθρεφτίζει, γίναμε μονάς. Τα μάτια! Σκοτεινές πηγές, ελάχιστη ζεστασιά, χωρίς εικόνες, βλέπουν χωρίς να βλέπουν βλέμματα άδεια, κρύα. Των συμφερόντων δούλοι. Σε έχθρας σενάρια, τυφλοί εκτελεστές. Και το χιονόνερο ακατάπαυστα να σκορπάει απόγνωση, το χιόνι το ρομαντικό να πέφτει, μια εικόνα φοβερή, πάνω από τις σκηνές... Πώς έτσι να έλθει άνοιξη, άνοιξη που είναι συνυφασμένη με την ψυχοσύνθεση μας. Το


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 92

κόσμημά μας, ο κόσμος μας, η γη μας και η Ελλάδα μας η ηλιογέννητη και η ηλιολουσμένη, μοιάζουν μουντά, λες και έχασαν την φωτεινή επαφή με τον ήλιο. Πού είναι τα ωραία, τα ευγενή αισθήματα, μένος κατακτητικό κυβερνάει την γη. Και η γη, γυρίζει, έτσι, όπως πάντα, γυρίζει στην διαδοχή των εποχών, των χρόνων, δίσεχτων χρόνων, με τόση πίκρα, τόσο πόνο, πώς να ανθίσει το χαμόγελο. Να γεννηθεί ελπίδα ξανά… ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ


Σελίδα 93

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

‘’ΒΑΦΤΙΣΜΕΝΗ ΚΗΔΕΙΑ’’

Της Αναστασίας Γκαργκαβάνη Ήταν Μάης, ένα ηλιόλουστο απόγευμα του 1994.Τα παιδάκια μας. Η Σία και ο Τεό βρισκόταν στο σαλονάκι του σπιτιού και το τζάκι έκαιγε από νωρίς το μεσημέρι. Οι φλόγες του φώτιζαν όλο το δωμάτιο και η μυρωδιά από το καμένο ξύλο προμήνυε πως τα μαύρα σύννεφα θα έκανα σύντομα την εμφάνισή τους στην νεαρά παιδική τους ηλικία και πως ακόμα και η βροχή δεν θα έφτανε για να παρασύρει μακριά ως το ποτάμι μήτε τα υπολείμματα της φωτιάς μήτε την άοσμη υφή που άφηνε στον αέρα της ψυχής τους ότι έκαψε αυτή . Ωστόσο μια ζεστασιά υπήρχε στο χώρο φαίνεται τα γέλια τα παιδικά τον γέμιζαν με αγάπη και τη γλυκιά προσμονή του παιχνιδιού στον ήλιο και στο ποτάμι δίπλα στις αγριοκερασιές. Όπως είπαμε η καταιγίδα που θα ερχόταν στην ζωή τους ,είχε σημάδια για το τι θα συνέβαινε στο μέλλον τους. Αυτή θα πότιζε με πικροδάφνη τις ψυχές των μικρών αγγέλων και τα φτερά τους θα έσπαζαν μα θα μάθαιναν να πετούν ψηλά αλλά χαμηλά στη γη και χωρίς αυτά ,παλεύοντας καθημερινά με ανθρωπόζωα τέρατα που το Θεό δεν έζησαν ποτέ και ούτε τι σημαίνει σεβασμός στον άνθρωπο και πόσο μάλλον στην τραγική πλευρά της ζωής . Όταν τα μαθαίνεις από μικρός γίνεσαι πρώτα σκληρός , μετέπειτα άνθρωπος και ή φιλόσοφος ή ποιητής ή εργάτης όλων και στο τέλος εκεί κοντά στα τριάντα σου έτη χριστιανός. Δεν έχεις άλλη επιλογή . Όταν η πορεία όλων των άλλων γύρω σου είναι φυσιολογική ,η σειρά αυτή που δεν αφορά το dna του ανθρώπου αλλά τον προορισμό του στη γη συνήθως συμβαίνει να παίρνει από τα εξήντα και μετά την πορεία της προς τη σκληρότητα ως τον χριστιανισμό και το Θεό και πολλοί δεν φτάνουν ποτέ στον ορισμό και την έννοια του αν-θεού-ροπή και την πνευματικότητα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα ειπωθεί σε άλλο έργο φίλοι ,ας σας ονομάζω έτσι γιατί σας αγαπώ. Ας συνεχίσουμε εδώ το διήγημα αυτό με την τελευταία της αδελφικής παρέας ή αλλιώς οικογένειας, με το μικρό μας το μωρό τη Νάικλετ. Η Νάικλετ μόλις είχε κλείσει έναν χρόνο ζωής. Ένα γλυκό γαλαζογκριζομάτικο αγγελούδι ήταν με ξανθές μπούκλες και κατακόκκινα ζουμερά χείλη ,λευκό δέρμα και αθλητική κορμοστασιά , κλάμα ζωντανό και γέλιο χωρίς φωνή, σοβαρό και δυνατό στην όψη. Η Σία η μεγάλη της αδερφή ήταν αυτή που λάτρευε να την παίρνει αγκαλιά και να την νανουρίζει δίνοντάς της το γάλα με το μπιμπερό -ζωολογικό κήπο ζωγραφισμένο πάνω του. Πόσο ευχάριστα ήταν τότε τα μεσημέρια !Η κούνια του μωρού και τα κουβερτάκια που μύριζαν λίγο από το ταλκ (όχι αυτό που αποσύρθηκε από την αγορά , το άλλο το καλό),


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 94

και λίγο από το μαλακτικό με άρωμα λουλουδιών , της αλμύρας της θάλασσας και flos. Καθώς έπεφτε το βράδυ , ο ΄΄προστάτης΄΄ του σπιτιού έπρεπε να κάνει κάποιες ανεξήγητες τελευταίες εργασίες με φίλους ή λογιστές ή κάτι που εγώ δεν έχω μάθει ακόμη ακριβώς σε ένα από τα καφέ της πόλης , πράγμα που σήμαινε ότι η μηχανή θα έπαιρνε μπρος ή κοινώς φωτιά. Έσι λοιπόν , ξεκίνησε κατά τις επτά το απόγευμα από το χωριό προς την πόλη με την επαγγελματική του μηχανή ,ήταν βλέπετε και αθλητής στην μηχανοκίνηση εκτός από επιχειρηματίας, μηχανικός αυτοκινήτων και καλλιτέχνης. Κοντά στο τρίτο χιλιόμετρο έγινε το μοιραίο κακό ή αλλιώς τροχαίο ή πολύ λαϊκά να σας το πω φίλοι μου, ένας αμόρφωτος και ασυνείδητος οδηγός αυτοκινήτου πιωμένος που είχε τη θρασυδειλία να πάρει την τύχη, τη ζωή και την ψυχή κάποιου άλλου στο λαιμό του αλλά και μιας ολόκληρης οικογένειας . Τα δικαστήρια και η νόμιμοι αποδέκτες ασφάλισης υπήρξαν εν μέρει επαρκής για κάποια έτη και μπορεί να έδωσαν ρευστό παντού και χωρίς κρίση σε μερικές ζητιάνες εκτός της βασικής οικογένειας αλλά σίγουρα η κοινωνία της ντροπής και η λεγόμενη κοινωνική πρόνοια ή δικαιοσύνη δεν έδωσε ούτε μια αξιοπρεπή θέση σε αυτή τη μάνα με τα τέσσερα παιδιά που όλα ή σπούδασαν ή έγιναν άριστοι τεχνίτες στον τομέα τους. Αυτή ήταν όλες οι μάνες και οι πατέρες μαζί για τα δικά της αδέρφια ,για τα δικά της παιδιά και τα παιδιά άλλων αθλητών ή φιλοξενούμενων της πόλης. Όμως εκείνο το μερίδιο για τα καμένα σπίτια δεν θέλησε να το λάβει ποτέ , αυτό το χρέος θα αναλάμβανε κάποια άλλη για λογαριασμό όλων των ανεύθυνων γύρω της . Για να δούμε όμως εδώ τι συμβαίνει στο σπίτι με την είδηση και την ανακοίνωση του τραγικού συμβάντος ,τα παιδιά που βρίσκονται ,πως αισθάνονται θα το μάθουμε άραγε, τι θα ακολουθήσει. Τα μικρά παιδάκια στον ύπνο τους , εκεί στο όνειρο, την ίδια ώρα που καιγόταν οι σάρκες του πατρός τους , που έσκιζε η φωτιά το τελευταίο στρώμα δέρματος του ανθρώπου που τους έδωσε πνοή, έπεφταν από τα κρεβάτια τους κάτω! Τι οδυνηρό και τελικά πόσο δόλιο παιχνίδι έπαιζε η μοίρα μαζί τους τώρα .. Την επόμενη ημέρα από νωρίς το πρωί θα τους ανακοίνωναν τα ΄΄χαρμόσυνα μαύρα ΄΄νέα , μην χάσουν. Κάποιος δεν θα υπήρχε πια στη ζωή τους από σήμερα και για το υπόλοιπο της ζωής τους σαν φυσική παρουσία. Αλλά εδώ φίλοι μου για να δείτε και την τραγική ειρωνεία της όλης ζαχαρωτής & καμένης υποθέσεως (με αριθμό πρωτοκόλλου θα το ψάξω στο επόμενο επεισόδιο και θα σας πω περισσότερα ζουμερά και μακροσκελή γεγονότα ), σαν να μην έφτανε μια Κηδεία για να προετοιμαστεί με πολλές ελίτσες και καφέδες ελληνικούς βεβαίως βεβαίως, την ίδια μέρα το έθιμο ή κοινώς κάποιες παλαβές του χωριού θέλησαν να πουν στην νεαρή τότε μητέρα πως θα έπρεπε πρώτα να βαφτίσει τα δυο μωρά της που δεν είχαν προλάβει να δεχτούν τη βαπτισματική χάρη!! ΣΟΚ.


Σελίδα 95

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Την ίδια ημέρα ήταν αναγκαίο να γίνουν δύο τελετουργίες μια βάπτιση και μια κηδεία. Ίσως ή πιο ορθά είναι η βάπτιση πιο σημαντική και ιερή τελετουργία και στιγμή για την μετέπειτα πορεία ενός ανθρώπου. Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ της δε και στην προκειμένη περίπτωση οι δυο βαφτίσεις των μωρών κοριτσιών τριών κοντά και ενός έτους αντίστοιχα ήταν μια άλλη μεγάλη τελετουργία που έχριζε ιδιαίτερης φροντίδας και δέουσας προσοχής. Τα κουμπάρια να ξέρετε ότι ούτε σταυρούς πρόλαβαν να αγοράσουν και να φορέσουν εκείνη την σακατεμένη ημέρα μα μήτε πάτησαν το πόδι τους αργότερα στο σπιτικό το νέο για να κάνουν τι άλλο φίλοι μου : TO ΧΡΕΟΣ ΤΟΥΣ-ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥΣ που δεν ήταν άλλη από το να βάλουν σταυρουδάκι στα ορφανά , αυτό το ανέλαβε πάλι η νεαρή μητέρα όπως και λαμπάδες και πολλά άλλα τέτοια σημαντικά πράγματα πνευματικά . Όλα έγιναν γρήγορα χωρίς γέλια –χωρίς κλάματα . Αρχικά η βάπτιση και στη συνέχεια η κηδεία . Η βαφτισμένη κηδεία. (Που καιρός για αυτά άλλωστε τώρα , θα έκλαιγε άλλωστε η Σία μας χρόνια αργότερα κάθε βράδυ και κάθε πρωί θα γελούσε σαν καλή θεατρίνα ζωής που έμελε να γίνει . Προσοχή δεν το ζήτησε , της έδωσαν αυτόν τον τίτλο και έπρεπε τώρα να ζήσει με αυτό αλλά χωρίς αυτόν και την αγκαλιά του). Ακολούθησε το μάζεμα των ρούχων και επίπλων με το πρώτο ξημέρωμα και φως της άλλης ημέρας μετά τα βαφτιοκηδείσια. Η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί . Όλα στοιβάχτηκαν σε ένα μεγάλο φορτηγό , μια αποθήκη χαμένων ονείρων ευτυχίας σαν τις κλασσικές στα παραμύθια που ακούμε όταν είμαστε μικρά παιδιά φίλοι μου κι όλα τώρα ξανάρχισαν σε ένα ζεστό διαμέρισμα με άλλους παππούδες και μια νέα Ευτυχία εκατό τετραγωνικών μέτρων μιας και το μέτρο ήταν βαθύ και το άλλο σπιτικό που όριζε τον προστάτη δεν υπήρχε πια . Τώρα έμεινε μόνο η κληρονομιά των προπαππούδων σε τετραγωνικά να χωριστεί για να τελειώνουμε επιτέλους με τα παραμύθια και τα ανέκδοτα του καθενός . Στα δικαστήρια στο επόμενο επεισόδιο και όχι σε αστεία τηλέφωνα βέρας και Σια με δήθεν υπογραφές και συμβόλαια ανύπαρκτα . Η αμαρτία και η αδικία επιφέρει ΚΑΤΑΡΑ. Τι είναι όμως η βάπτιση για εμάς τους χριστιανούς με λίγα λόγια; Για την Ορθόδοξη εκκλησία το βάπτισμα αποτελεί ένα από τα επτά μυστήριά της. Η βάπτιση είναι η πιο σημαντική και ιερή για την πορεία ενός ανθρώπου, εικονίζει την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στο βαπτιζόμενο άτομο. Μετά την τέλεση της , η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Η μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί μέσο της θείας παιδαγωγίας κατά την ορθοδοξία, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 96

των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η λογική του νηπιοβαπτισμού, που εισήχθη από τους πρώτους αιώνες στην πράξη της Εκκλησίας. Εισήχθη για ν' αντιμετωπίσει την ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, το ενδεχόμενο να πεθάνει κανείς αβάπτιστος, οπότε αδυνατεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Τα νήπια μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν, αυτό όμως δεν αποτελεί για την ορθόδοξη εκκλησία λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία της ορθοδόξου παραδόσεως, ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων πού αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει και συνεπώς ή θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος.

ΠΗΓΕΣ: Βάπτισμα (Χριστιανισμός)

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AC%CF%80%CF%84%CE%B9%CF%8 3%CE%BC%CE%B1_(%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1 %CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82)


Σελίδα 97

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΔΥΟ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ Της Έλενας Λιάτου, εκπαιδευτικός,συγγραφέας Πλησιάζουν Χριστούγεννα! Όλοι περιμένουν με ανυπομονησία τις Άγιες ημέρες. Οι βιτρίνες είναι στολισμένες! Χριστουγεννιάτικες μελωδίες που σε μαγεύουν, ακούγονται παντού! Στο Βόρειο Πόλο, ο Άγιος Βασίλης με τα ξωτικά του, δουλεύουν καιρό τώρα! «Ροναλντίνο, είναι όλα έτοιμα;» ρωτάει με αγωνία το βοηθό του. Εκείνος, μασώντας τα λόγια του, του ανακοίνωσε ότι έχουν μείνει δύο πακέτα χωρίς περιεχόμενο, αφού τα παιδιά δε ζητήσαν δώρο. Ο Αγάπιος, ένα πλουσιόπαιδο, βαρέθηκε τα παιχνίδια κάθε χρόνο. Φέτος ζήτησε να τον επισκεφτεί ο Άγιος στο σπιτικό του και η Ιρίνα, ένα προσφυγάκι από τη Συρία, ζήτησε μια βόλτα μαζί του το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Προβληματισμένος, αναζητά λύση. Ξαφνικά ο βοηθός του προτείνει να πάνε στη νεράιδα του δάσους. Πάντα τους βγάζει από τη δύσκολη θέση. Σύντομα τη συναντούν να χορεύει κάτω από το φως του φεγγαριού, στο ρυθμό που της ψιθυρίζει το απαλό αεράκι. Αμέσως της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής του. Η νεράιδα είναι πρόθυμη να βοηθήσει. «Μετά χαράς να βοηθήσω. Μα πρώτα πρέπει να σε ρωτήσω. Έχεις προβλήματα με την υγεία; Πίεση, ζάχαρο, ταχυκαρδία;» ρωτά με αγωνία. «Αυτά είναι συνηθισμένα, νεραϊδούλα μου, για μένα. Δεν με απασχολεί η ταχυκαρδία ούτε η πρεσβυωπία. Είναι λιγάκι ανεβασμένα σε αυτή την ηλικία, μα… ποιος δίνει σημασία;» της λέει και την ενημερώνει για τα δύο παράξενα γράμματα. Χωρίς να χάσει χρόνο, εκείνη κουνάει το ραβδί της ρυθμικά, λέει τα λόγια της τα μαγικά και… ο βοηθός έγινε Άγιος Βασίλης σωστός! «Χα! Χα!! Χα! Σε έχω ξεπεράσει λίγο στα κιλά, αλλά αυτό καθόλου δε μας αφορά» γέλασε ο Άγιος Βασίλης χαϊδεύοντας την τεράστια κοιλιά του. Αμέσως εξήγησε το σχέδιό της. Στη θέση του θα πάει ο βοηθός. Τα παιδιά δεν πρέπει να δουν τον αληθινό. Φτάνοντας πίσω στο Βόρειο Πόλο, ο Ροναλντίνο φόρτωσε όλα τα πακέτα, ενώ ο Άγιος Βασίλης χώθηκε στο εργαστήρι του. Τι έφτιαχνε; Τα βραχιολάκια της φιλίας. Πήρε τις πιο σπάνιες χάντρες, της αγάπης, της χαράς, της υπομονής, της κατανόησης, της ξενοιασιάς και τα έπλεξε με μπόλικη αγάπη. Ήταν το δώρο του για τα δύο παιδιά. Μετά έδωσε οδηγίες στο Ροναλντίνο. Ώρες πολλές ταξίδευαν στον ατελείωτο ορίζοντα. Πεφταστέρια κατέβαιναν από ψηλά κι ένα εκτυφλωτικό φως έλουζε τον ουρανό. Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι είχαν βυθιστεί σε έναν ύπνο γλυκό. Ο Αγάπιος μένει ξάγρυπνος περιμένοντας. Μια γλυκιά προσμονή γεννήθηκε στα βάθη της καρδιάς του.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 98

Ξαφνικά άκουσε ένα ελαφρύ χτύπημα στο παράθυρο. Δεν το πιστεύει ότι το όνειρό του βγήκε αληθινό. Τρέχει και χώνεται στην αγκαλιά του Ροναλντίνο. Μένει εκεί ώρα πολλή, συζητώντας. Πόσα είχαν να πουν! Φεύγοντας τού έδωσε το βραχιολάκι της φιλίας και του ζήτησε να συναντήσει την Ιρίνα από τη γειτονική πόλη και να γίνουν φίλοι. «Τι λες; Χωράει η καρδιά σου μία νέα φίλη;» τον ρώτησε κι εκείνος υποσχέθηκε να την γνωρίσει. Σε λίγο ο Ροναλντίνο βρίσκεται στη γειτονιά της μικρής. Πέρασε από το μισοσπασμένο παράθυρο του φτωχικού σπιτιού της και χάιδεψε απαλά τα σγουρά μαλλιά της. Πιάνοντάς την από το χέρι, βγήκαν έξω και ταξίδεψαν στον απέραντο ουρανό. Μόλις τελείωσε η βόλτα, της πρόσφερε το βραχιολάκι και της ζήτησε να κάνει έναν καινούριο φίλο, τον Αγάπιο. Η μικρή υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Εξαντλημένος ο Άγιος Βασίλης, περιμένει στην κεντρική πλατεία το βοηθό του. Αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι και διηγήθηκαν τις περιπέτειες τους. «Μπράβο, Ροναλντίνο! Είσαι σπουδαίος!» φώναξε ο Άγιος Βασίλης. «Δεν ήταν δύσκολο! Όμως πες μου, σε παρακαλώ, πόσο θα κρατήσει αυτό; Κουράστηκα να κουβαλώ αυτή τη στρουμπουλή κοιλιά και τούτα τα τεράστια γυαλιά», φώναξε και ξαφνικά εμφανίστηκε η νεράιδα και κουνώντας το ραβδί της ρυθμικά τον έκανε όπως πριν. Σύντομα εξαφανίστηκε, ενώ το έλκηθρο ανέβαινε στο χρυσοκίτρινο ουρανό. Ανήμερα Πρωτοχρονιάς οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα. Η Ιρίνα φτάνει στην εκκλησία με τη μητέρα της, καλοντυμένη και καλοχτενισμένη για αυτή την ξεχωριστή ημέρα. Ύστερα από λίγο έρχεται και ο Αγάπιος με τους γονείς του και στέκεται δίπλα της να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. Τι σύμπτωση! Τα δύο παιδιά βρέθηκαν τυχαία το ένα κοντά στο άλλο. «Απίστευτο! Φοράει το βραχιολάκι της φιλίας», σκέφτηκε ο Αγάπιος και ήταν σίγουρος ότι αυτή θα είναι η καινούρια του φίλη. Πόσο λαχταρά να της μιλήσει! Πράγματι! Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, τα δύο παιδιά μίλησαν και είχαν τόσα να πουν! Είχαν και ένα κοινό μυστικό. Τη «μυστική συνάντηση». Έδωσαν όρκο παντοτινής φιλίας, θαρρείς και γνωρίζονταν χρόνια. Μία νέα αληθινή φιλία ξεκίνησε από την ίδια μέρα. Ο Άγιος Βασίλης τούς έβλεπε και χαμογελούσε. Η φιλία τους δυνάμωνε μέρα με τη μέρα και θέριευε. Γιατί η φιλία δεν γνωρίζει ούτε σύνορα ούτε φυλές ούτε χρώματα. Η αληθινή φιλία, όταν μας συμβεί, είναι συναίσθημα ΜΟΝΑΔΙΚΟ!__


Σελίδα 99

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Του Φίλιππου Φιλίππου Ο Χειμώνας βρισκόταν στα καλύτερα του, άλλωστε ήταν βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς. Όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το τζάκι που είχε ανάψει από νωρίς. Η μητέρα μαζί με τον πατέρα καθάριζαν το τραπέζι από το βραδινό δείπνο που μόλις είχε τελειώσει. Τα παιδιά δηλαδή εγώ και η μικρή μου αδελφή παίζαμε σε διάφορα σημεία του σπιτιού προκαλώντας έντονο θόρυβο, φασαρία και αναστάτωση, ενώ οι διάφορες προτροπές κυρίως της μητέρας για να ηρεμίσουμε και να καθίσουμε φρόνιμοι δεν φαίνονταν με τίποτα να εισακούγονταν. Από την άλλη ο πατέρας χαμογελούσε βλέποντας όλη αυτήν την αναστάτωση από την μια αλλά και την αγωνιώδη προσπάθεια της μητέρας από την άλλη για να μας συμμορφώσει που όλο αποτύχανε. Ήταν τότε που για να μας ηρεμίσει σκέφτηκε να εφαρμόσει τον εξής τρόπο αναφέροντας μας ένα μύθο κάτι σαν παραμύθι, ο οποίος είχε μείνει χαραγμένος για πολλά χρόνια στην δική μου μνήμη ίσως μέχρι και σήμερα, κάνοντας με έκτοτε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να ήμουν τόσο εγώ αλλά και η αδελφή μου τα πιο ήσυχα παιδιά. Ποιος ήταν αυτός; Δράττοντας την συγκεκριμένη ευκαιρία που της παρουσιαζόταν στην οποία η Χριστιανική θρησκεία αναφέρει ότι μεταξύ των Χριστουγέννων και της μέρας των καλάντων (δηλαδή από τις 25 Δεκεμβρίου με 5 Ιανουαρίου) στην γη ανεβαίνουν από τον κάτω κόσμο οι καλικάντζαροι ή αλλιώς στην Κυπριακή παράδοση και τόπο λαλιά «σκαλαπούνταροι» μικρά και άσχημα στην όψη ξωτικά τα οποία έχουν σαν σκοπό τους να κάνουν διάφορες ζαβολιές και σκανταλιές τα βραδιά με κύριο σκοπό τους να βασανίζουν και να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους πάνω στην γη και ιδιαίτερα τα άτακτα και ανυπάκουα μικρά παιδιά όπως χαρακτηριστικά μας είχε αναφέρει η μητέρα μας. Έτσι η μητέρα μας συνεχίζοντας μας υπόδειξε ότι πολύ πιθανόν το συγκεκριμένο βραδύ θα έρχονταν αυτά τα ξωτικά και θα μας βασάνιζαν γιατί κάναμε φασαρίες και αταξίες, ενώ εκείνη την στιγμή ακούστηκε και ο δυνατός κρότος μιας μεγάλης αστραπής που είχε φωτίσει το δρόμο έξω από το παράθυρο για να μας υποδείξει η μητέρα ότι θα έπρεπε να κάνουμε ησυχία γιατί μόλις είχαν καταφτάσει μιας και προηγουμένως είχαν ακούσει όλες αυτές τις φασαρίες και θορύβους που κάναμε και βρίσκονταν ακριβώς έξω στο δρόμο και περιμένουν να μας αρπάξουν για να μας πάρουν μαζί τους. «Μα που να μας πάρουν την ρώτησα;» τρομαγμένος. «Μαζί τους στο κάτω κόσμο» μας είχε αναφέρει με σοβαρό ύφος, «μα δεν θέλω να πάω» θυμάμαι που της είχα αναφέρει με παράπονο «και τι θα κάνουμε εκεί;» πρόσθεσε σχεδόν με λυγμούς η μικρή μου αδελφή. «Καθίστε φρόνημα να σας πω τι είχαν πάθει κάτι αλλά άτακτα παιδιά κάτι τέτοιες μέρες που δεν άκουγαν τους γονείς τους» μας υπέδειξε με έντονο δηκτικό τρόπο κουνώντας και το χέρι της όλο νόημα και σαν να μην μας έφταναν όλα αυτά μια δεύτερη αστραπή ήρθε για να φωτίσει ακριβώς το ίδιο σημείο και να ακουστεί ένας δεύτερος πιο δυνατός κρότος από τον προηγούμενο που


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 100

από τον φόβο με έκανε να τρέμω, όσο για την μικρή μου αδελφή ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τότε η μητέρα μας πρόσθεσε «να τους ήρθαν και άλλοι τώρα θέλουν να μας περικυκλώσουν οι καλικάντζαροι το σπίτι μας γιατί έχουν μάθει ότι μέσα σε αυτό το σπίτι υπάρχουν δυο άτακτα παιδάκια και θέλουν να σας αρπάξουν να σας πάρουν μαζί τους κάτω από την γη για να δουλεύεται από το πρωί μέχρι το βράδυ σκάβοντας και κουβαλώντας αμαξάκια γεμάτα χώματα». Είχα ταραχτεί αρκετά «Όχι, όχι δεν θέλω εγώ κάτι τέτοιο» της είχα φωνάξει και έτρεξα να κρυφτώ στην αγκαλιά της ακολουθούμενος από την μικρή μου αδελφή που ήδη το είχε πράξει με το άκουσμα του δεύτερου κρότου. «Τώρα τι λέτε θα είστε φρόνημα παιδάκια;» μας ρώτησε με ένα πονηρό βλέμμα η μητέρα μας. Εμείς διστάσαμε κάπως να της απαντήσουμε μιας και αυτό θα σήμαινε το τέλος του παιχνιδιού μας όχι μόνο αυτό το βράδυ αλλά και των υπόλοιπων που θα ακολουθούσαν μέχρι την μέρα των καλάντων που ήταν στις 5 του Ιανουάριου όπου και οι καλικάντζαροι θα εγκατάλειπαν την γη. Τότε η μητέρα μας για να εξασφαλίσει την συγκατάθεση μας δεν άργησε να προχωρήσει ένα βήμα πιο κάτω δείχνοντας μας από το παράθυρο τις διάφορες σκιές που έκαναν τα δέντρα τα οποία κουνούσε με μεγάλη δύναμη και μαεστρία μια δεξιά και μια αριστερά ο άνεμος σε συνδυασμό και με το βουητό και το κούνημα των φύλλων για να μας προσθέσει ότι «κοιτάτε, κοιτάτε έξω από παράθυρο είναι οι σκιές τους που τρέχουν γύρω- γύρω από το σπίτι κτυπώντας τα πόδια τους με δύναμη και σφυρίζοντας από χαρά που σας έχουν εντοπίσει και θέλουν να σας πάρουν μαζί τους στον άλλο κόσμο κάτω από τη γη που είναι σκοτεινά και κάνει και πολύ μεγάλη ζέστη για να δουλεύεται». Τα πόδια μας λύγισαν, η καρδιά μας είχε αρχίσει να κτυπά πολύ δυνατά δεν μπορούσαμε μικρά παιδιά να αντέξουμε άλλη πίεση, έτσι με τρεμάμενη φωνή συμφωνήσαμε ότι θα ήμασταν ήσυχοι και συνεργάσιμοι για όλες τις μέρες φτάνει να έφευγαν τα ξωτικά οι «σκαλαπούνταροι» από το σπίτι μας. Αφού η μητέρα σιγουρεύτηκε ότι πλέον μετά από όλα αυτά δεν επρόκειτο να κάνουμε καμιά σκανταλιά ούτε καν τον παραμικρό θόρυβο αλλά και στην προσπάθεια της για να μας ηρεμίσει και να μας κάνει να νιώσουμε κάπως πιο άνετα μας ανέφερε ότι ο μόνος τρόπος για να φύγουν αυτά τα κακά ξωτικά οι καλικάντζαροι ήταν να κάνουμε τρεις φορές τον σταυρό μας και να φωνάξουμε δυνατά την φράση «Ιησούς Χριστός νικά» γιατί μας πληροφόρησε ότι τα κακά ξωτικά οι καλικάντζαροι το μόνο που φοβούνται είναι τον Σταυρό του Χριστού και το ίδιο το άκουσμα του ονόματος του. Έτσι μετά από αυτή την κίνηση μας η μητέρα μας είχε επιβεβαιώσει ότι είχαν πλέον φύγει από εδώ αλλά θα μπορούσαν να γυρίσουν ξανά κάποιο άλλο βράδυ μέχρι την μέρα των Καλάντων όταν μας άκουγαν ότι κάναμε φασαρία και θορύβους μα προπαντός όταν θα αντιλαμβάνονταν ότι δεν ακούγαμε τους γονείς μας. Θες η τύχη τα έφερε εκείνο το βράδυ δεν είχε ακουστεί άλλος δυνατός κρότος από κάποια αστραπή, ο δυνατός άνεμος σιγά-σιγά είχε κοπάσει και το φεγγάρι που ήταν κρυμμένο είχε κάνει την εμφάνιση του και φώτιζε τον δρόμο από άκρη σε άκρη. Αυτό ήταν για μας η απόδειξη της μητέρας ότι οι καλικάντζαροί ή αλλιώς «σκαλαπούνταροι» όπως μας


Σελίδα 101

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τους έλεγε η μητέρα είχαν φύγει μιας και είχαν σιγουρευτεί ότι είχαμε καθίσει φρόνιμοι. Μόνο ο φόβος μας δεν είχε φύγει από μέσα μας, κάθε βράδυ που έπεφτε το σκοτάδι για τις επόμενες μέρες. Είχαμε ζητήσει από την μητέρα μας κυρίως για να ικανοποιήσουμε την φοβισμένη μας περιέργεια να μας περιγράψει την όψη και την μορφή τους, μιας και όπως μας είχε αναφέρει η γιαγιά της τα παλιά χρόνια που δεν άκουγε τους γονείς της τους είχε δει ένα τέτοιο βράδυ μπροστά της και είχε φοβηθεί πάρα πολύ πριν προλάβει να κάνει το σχήμα του σταυρού με τα χεριά της και εξαφανιστούν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή που ετοιμάζονταν για να την μεταφέρουν μαζί της στον κάτω κόσμο. Η μητέρα μας τότε παίρνοντας ένα σοβαρό ύφος και με δυνατή αργή φωνή μας είχε αναφέρει τα εξής, ότι πρόκειται για πολύ άσχημα στην όψη άτομα με μεγάλα αυτιά σαν γαϊδάρου, χωρίς μαλλιά στο κεφάλι με μεγάλη άσχημη μύτη και επίσης μεγάλα κοφτερά δόντια για να μπορούν να τρώνε καλύτερα. Επίσης ότι διέθεταν μεγάλη ουρά, με σκυφτή πλάτη ενώ έβγαζαν δυνατές κραυγές. Κυκλοφορούσαν σχεδόν γυμνοί και κρατούσαν πάντοτε στα χεριά τους μεγάλες αλυσίδες για να μπορούν να δένουν τα άτακτα παιδιά και να τα μεταφέρουν μαζί τους σκλάβους στον κάτω κόσμο. Για το τέλος μας ανέφερε ότι τους άρεσε πολύ η διασκέδαση, ανάβαν μεγάλες φωτιές και χορεύαν γύρω από αυτές παράξενους χορούς παίζοντας βιολιά και ταμπούρλα, ενώ ο αρχηγός του κρατούσε στα χεριά του μια μεγάλη τρίαινα για να μπορεί να τρυπά και να αιχμαλωτίζει καλύτερα τα άτακτα παιδιά. Δεν είχε διστάσει να μας αναφέρει και κάποια αλλά παραδείγματα που είχαν συμβεί στα παλιά χρόνια με κάποια άτακτα παιδιά που δεν άκουγαν τους γονείς τους και τα πήραν αιχμάλωτα μαζί τους στον κάτω κόσμο όπου και έμειναν εκεί να τους δουλεύουν και από τότε δεν τα είχε δει κανείς ξανά. Από τότε θυμάμαι πάντα όλα τα παιδικά μου χρόνια τις συγκεκριμένες μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι τα κάλαντα που περνούσε ο ιερέας από το σπίτι μας για να το ευλογήσει με αγιασμένο νερό για να απελευθερωθούμε και να φύγουν όλα αυτά τα κακά ξωτικά και καλικάντζαροι από το σπίτι να ήταν τα χειροτέρα μου βραδιά και τα καλύτερα της μητέρας μου….


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 102

ΟΜΟΡΦΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ Της Παναγιώτας Σταύρου Το δωμάτιο της περιείχε διαφορά είδη βιβλίων, ακόμη και αυτά τα παραμύθια με τις κακές μάγισσες των παιδικών της χρόνων. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού της έβλεπες κι από ένα. Μερικές φορές, τα βιβλία είναι αυτά που μας κρατάνε συντροφιά, μας προσέχουν και μας βοηθούν για να κοιμηθούμε καλά. Άνοιξε σιγά - σιγά την πόρτα της βιβλιοθήκης και πέρασε μέσα προσεκτικά. Της άρεσε πολύ ο συγκεκριμένος χώρος διότι της θύμιζε λίγο από ταινία, παλιάς εποχής. Τουλάχιστον, όσοι έμπαιναν μέσα την λάτρευαν και έμεναν μέχρι αργά το βράδυ. Είχε την ησυχία της και κανένας, ακόμη κι η μαμά της, δεν μπορούσε να της αποσπά την προσοχή. Μάλιστα, ευχόταν από μικρή κιόλας να ανοίξει κι επίσημα την δικιά της βιβλιοθήκη. Πήγε με γοργά βήματα στο αγαπημένο της ράφι και αμέσως της τράβηξε την προσοχή το κόκκινο βιβλίο που ξεχώριζε από μακριά. Δεν το είχε ξανά δει ποτέ της. Πήγε δειλά προς εκείνο και το άρπαξε με τα χέρια της. Φύσηξε ελάχιστα την σκόνη που το στόλιζε και επεξεργάστηκε για λίγο τον τίτλο. Τι να σήμαινε άραγε; Ρώτησε τον εαυτό της και χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρε για το σπίτι της, προτού βέβαια το νοικιάσει από την ηλικιωμένη γυναίκα που δούλευε εκεί. Έβγαλε τα ρούχα της γρήγορα φορώντας τις πιτζάμες της και έπεσε με φορά στο κρεβάτι της. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της και με ανυπομονησία το άνοιξε. «Όμορφα Πλάσματα» ψιθύρισε τον τίτλο και ξεκίνησε να διαβάζει μέχρι που ένιωσε μια δυσφορία να διαπερνά σε όλο της το κορμί. Ήπιε λίγο νερό από το μπουκάλι δίπλα της αλλά ο πόνος στο κεφάλι την ενοχλούσε ακόμη, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και η καρδιά της χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς. Δεν ήξερε ακριβώς πως να ονομάσει αυτό που της συνέβαινε μιας και δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις. Δεν το είχε ξανά πάθει ποτέ. Ξαφνικά, τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν και το σώμα της μεταφέρθηκε μέσα στο παράξενο και μυστήριο βιβλίο. Ίσως να έπαθε κάποιο κακό, κάτι να είχε το βιβλίο. Ποιος ήξερε; Το σώμα της ήταν διπλωμένο κάτω στο υγρό χώμα που μύριζε κυρίως από την βροχή. Τα πουλιά είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους και εκείνη συνέχιζε, όμως, να μένει ακίνητη.


Σελίδα 103

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Μέσα σε όλη αυτή την μελωδία των πουλιών, ανοιγόκλεισε ελάχιστα τα μάτια της. Σίγουρα, θα ζούσε σε ένα όνειρο. Μόλις αντιλήφθηκε τον τόπο όπου βρισκόταν σηκώθηκε με δύναμη ψηλά και αγχωμένη άρχισε να κοίτα από εδώ κι από εκεί. Δεν έπρεπε να τις είχε συμβεί τώρα αυτό. Πίστευε πως ήταν όνειρο και έτσι αποφάσισε να τσιμπήσει τον εαυτό της αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε καμία απολύτως εξέλιξη. Το τοπίο μπορούσε να χαρακτηριστεί με χιλιάδες λέξεις αλλά σίγουρα μια ήταν που θα του έδινε τον τέλειο ορισμό «Πανέμορφο» Τα πράσινα γεμάτα ζωή δέντρα έδιναν με την σειρά τους λίγο αεράκι ενώ σε μια μικρή απόσταση υπήρχε ένας τεράστιος καταρράκτης που έτρεχαν θανατηφόρα νερά. «Τι κανείς εδώ; Γιατί πήρες το βιβλίο;» ρώτησε ο άντρας πίσω της. Η Ελένη φοβήθηκε με την ξαφνική παρουσία του και γύρισε γρήγορα να τον κοιτάξει. Ήταν ψηλός, μελαχρινός και τα μάτια του έμοιαζαν με τον γαλάζιο ουρανό. Την κοίταζε απορημένος για την εμφάνιση της και εκείνη είχε μείνει σαν στήλη άλατος να τον κοίτα εντυπωσιασμένη. Δεν είχε ξανά δει τόσο όμορφο άντρα στην ζωή της παρά μόνο στα βιβλία που διάβαζε. Μόλις συνειδητοποίησε τι έκανε τόση ώρα του γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει σαν την τρελή. «Γύρνα πίσω, σε παρακαλώ, μπορεί να κινδυνεύεις αλλά σε χρειαζόμαστε. Είσαι η μόνη που μπορεί να μας σώσει από το κακό» η φωνή του την σταμάτησε ξανά. Τι κακό; Για ποιο πράγμα μιλάει; «Τι λες; Ποιο κακό; Θέλω να γυρίσω σπίτι μου τώρα» είπε εκείνη φωνάζοντας και ο μελαχρινός άντρας την πλησίασε κλείνοντας της το στόμα με το χέρι του. Δεν έπρεπε να τους ακούσει κανείς. «Μη. Μη φωνάζεις, δεν πρέπει να μας ακούσουν. Κινδυνεύουμε Ελένη» η κοπέλα τρόμαξε, πως ήταν δυνατόν να ήξερε το όνομα της. «Ξέρω, τι σκέφτεσαι. Όλοι, σε ξέρουμε, σε περιμένουμε καιρό τώρα, για να λύσεις τα μάγια, είσαι η μόνη μας εύκαιρα» την παρακάλεσε και η Ελένη έκανε ένα βήμα πίσω. «Μα εγώ, δεν ξέρω τίποτα, απολύτως τίποτα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι διάβαζα αυτό το βιβλίο και ξαφνικά βρέθηκα σε αυτό εδώ το μέρος» έδειξε με τα χέρια της. Ο μελαχρινός άντρας σταμάτησε να μιλά και προσπάθησε να ακούσει προσεκτικά τον ήχο που εισέβαλλε στα αφτιά του. Ήταν βήματα. «Μη φωνάξεις» την τράβηξε με το χέρι του και χώθηκαν πίσω από κάτι πελώριους θάμνους.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 104

Μια ομάδα στρατιωτών πέρασε μπροστά τους, τα χαρακτηριστικά τους ήταν ιδιαίτερα, μεγάλη μύτη και μυτερά αφτιά. Κρατούσαν μεγάλα σπαθιά και ήταν ντυμένοι με ίδιες στολές, δεν άλλαζε τίποτα πάνω τους. Ευτυχώς πέρασαν από μπροστά ρους χωρίς να τους δουν, πάλι καλά την γλίτωσαν. «Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε η Ελένη τρομοκρατημένη. «Ο στρατός της Βασίλισσας» έσκυψε το κεφάλι στεναχωρημένος. «Αν δεν μας βοηθήσεις θα μας σκοτώσει όλους» της εξήγησε «Πρέπει να το κάνεις» την πρόσταξε. Εκείνος έφυγε από κοντά της και εκείνη τον ακολούθησε. «Τι μπορώ να κάνω για να σας βοηθήσω; Θα το κάνω!» είπε η Ελένη με σιγουριά. Πλέον, το είχε πάρει απόφαση, αφού ο παράξενος άντρας της είχε πείσει πως την χρειάζονταν. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και προχώρησαν μαζί μέσα στο δάσος, χωρίς να ξέρει για τον προορισμό. Λίγη ώρα αργότερα έφτασαν έξω από μια σπηλιά που καλυπτόταν από λουλούδια και πολύ πράσινο. Το άρωμα, έφτασε στα ρουθούνια της και εκείνη αμέσως το καλό δέχτηκε. «Πέρασε» της είπε ο άνδρας αλλά η Ελένη δίστασε και γύρισε να τον κοιτάξει. «Με λένε Έρικ, αν αυτό σε βοηθάει για να μπεις μέσα» του χαμογέλασε γλυκά και πέρασε μέσα. Το μέρος που αντίκρυσε με τα μάτια της ήταν ένα όνειρο, μικρά εξωτικά έκαναν βόλτες, αλλά πάλι δούλευαν κι άλλα κάθονταν σε μικρά μαγαζάκια. Ήταν ένα χωριό με περίεργους τύπους. Καθώς, προχωρούσαν η ματιά της έπεσε πάνω σε λύκους κι αμέσως φοβήθηκε, όμως ο Έρικ την καθησύχασε λέγοντας της ότι ήταν απλώς φίλοι τους. Μερικοί βέβαια, είχαν ανθρώπινη μορφή και μιλούσαν διαφορετική γλώσσα από αυτή την δική τους. «Ζεις ότι θα διάβαζες» της ψιθύρισε στο αφτί ενώ της άνοιξε την πόρτα μιας κατοικίας. Μπήκαν μέσα και η Ελένη χάζεψε για λιγάκι το δωμάτιο. «Είναι ο χώρος σου. Μπορείς να κάνεις ότι θες, αρκεί να μη φύγεις από εδώ» της υπενθύμισε και πήγε να φύγει. «Περίμενε. Πως μπορώ να βοηθήσω εγώ;» ρώτησε. Είχε αρκετές απορίες και έπρεπε να τις της λύσει επειγόντως. «Αυτό που φοράς στο λαιμό σου θα μας σώσει» της έδειξε το κολιέ της που ήταν δώρο του μπαμπά της. «Ο μπαμπάς σου, ήταν ένας από εμάς, γνώρισε την μαμά σου μέσα από τα βιβλία. Όμως, δεν κατάφερε να νικήσει την


Σελίδα 105

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Βασίλισσα κι όλοι εμείς, χαθήκαμε εδώ κάτω» άκουγε τα λόγια του και δεν ήξερε τι να πει. Είχε πάθει σοκ από την εξομολόγηση του. «Αν το κολιέ σου, σπάσει πάνω στην Βασίλισσα, θα είμαστε όλοι ελεύθεροι» της είπε. «Πως;» ρώτησε εκείνη. «Έχεις τον τρόπο» απάντησε ο Έρικ και έφυγε αφήνοντας την μόνη. Οι μέρες περνούσαν με εξάσκηση, είχε μάθει τα πάντα σχεδόν και ήταν έτοιμη για τον μεγάλο πόλεμο. Ήξερε, πως εάν έκανε λάθος θα απογοήτευε όλους όσους είχε γνωρίσει αυτόν τον καιρό και είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί τους. Βέβαια, πιο πολύ φοβόταν για τον Έρικ διότι μέσα σε αυτό το διάστημα είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται. Η ημέρα αυτή, είχε φτάσει πιο γρήγορα από όσο φανταζόταν και όλα ήταν έτοιμα. Αν έχαναν όλοι θα καταστρεφόταν και αν το κολιέ έσπαγε πάνω της όλοι θα έπαιρναν την γη που τους ανήκε, όπως ήταν τα πράγματα παλιά. Οι δύο αντιμέτωποι στρατοί είχαν πάρει την θέση τους και μόλις έκαναν το σήμα έναρξης, άρχισαν όλοι να ορμούν ο ένας πάνω στον άλλων. Η Βασίλισσά πολεμούσε και σκότωνε όποιον έβρισκε μπροστά της. Ξαφνικά, ο Έρικ βρισκόταν στην μάχη μαζί της, τα σπαθιά τους ακουμπούσαν με πάθος και κανείς δεν έχανε το έλεγχο. Ένα όμως δυνατό σπρώξιμο από τις δυνάμεις της έριξε τον Έρικ στο χώμα τραυματίζοντας τον βαθιά στον ώμο. Δυστυχώς, ο πόνος ήταν πολύ ισχυρός και ο Έρικ δεν μπορούσε να σηκωθεί. «Ελένη» φώναξε με όλη του την δύναμη και εκείνη μόλις τον αντιλήφθηκε να είναι πεσμένος κάτω έτρεξε κοντά του. Γύρω τους γινόταν το απόλυτο χάος αλλά δεν την ένοιαζε. «Είναι ευκαιρία σου» έβγαλε όση φωνή μπορούσε, διότι ο πόνος τον είχε σχεδόν καταβάλει. «Χρειάζεσαι βοήθεια Έρικ» του είπε ενώ έτρεχαν δάκρυα τα μάτια της. «Άφησε εμένα και σώσε τον κόσμο, το παραμύθι σε χρειάζεται» του έδωσε ένα φιλί στα χείλη και έβγαλε αποφασιστικά το κολιέ από το λαιμό της. Η Βασίλισσα πολεμούσε ακόμη και σκότωνε χωρίς συνείδηση. Η Ελένη ούρλιαξε το όνομα της και πέταξε με δύναμη το κολιέ πάνω της. Αμέσως όλα έσβησαν και άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν και πάλι στο δωμάτιο της αλλά όλο αυτό που έζησε ήταν αληθινό, ήταν η πραγματικότητά. Έτριψε τα μάτια της και ψιθύρισε το όνομα του Έρικ. Έβαλε τα ρούχα της και έφυγε για την βιβλιοθήκη βιαστική. Άνοιξε την πόρτα και πήγε στο συνηθισμένο ράφι ενώ η ηλικιωμένη κυρία την κοίταξε περίεργα και παράξενα.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 106

Προσπάθησε να βάλει το βιβλίο στο ράφι αλλά ένα χέρι ακούμπησε πάνω στο δικό της. Σήκωσε τα μάτια της και τον είδε. «Έρικ;» ρώτησε ξαφνιασμένη. «Σας» έβαλε το δάχτυλο του στα χείλη της και της τα έκλεισε.


Σελίδα 107

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ Ένα παραμύθι που μου έλεγε η γιαγιά μου, που της το έλεγε η γιαγιά της Της Μαρίας Δαμουλάκη

Φθινόπωρο, τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους, και έστρωναν το όμορφο χωριουδάκι με το πολύχρωμο χαλί τους. Συννεφιασμένη ξεκινούσε η μέρα με ψιλόβροχο, και βιαστικά τρέχανε τα παιδιά στο σχολείο, μέχρι να έρθει η ώρα για το πρώτο διάλειμμα, όπου μια λαμπερή λιακάδα τα περίμενε για να παίξουν και να χαρούν με την ψυχή τους. Κι όταν τελείωναν τα μαθήματα χαρούμενα μπουλούκια με τρεχαλητά και φωνές χαλούσαν τον κόσμο μέχρι να γυρίσουν στα σπίτια τους. Όμορφα σπίτια είχε το χωριό με αυλές και φράχτες, κεραμιδένιες σκεπές και καμινάδες , φτωχό πολύ φτωχό το χωριό όμως, και κάθε τέτοια εποχή οι άντρες κατέβαιναν στην πόλη για δουλειά και άφηναν τις γυναίκες τους, να προσέχουν τα χωράφια και τα ζώα τους. Η Ελένη στεκόταν στην αυλόπορτα του σπιτιού της και στην τσέπη της ποδιάς της είχε ψίχουλα που τα πετούσε στα σπουργίτια που τιτίβιζαν και τσιμπολογούσαν. Η καρδιά της ήταν βαριά, γιατί ο άντρας της το πρωί τους αποχαιρέτησε αυτήν και τα παιδιά τους την Μυρτώ και τον Αντρέα, και ήταν τώρα η ώρα που θα γύριζαν από το σχολείο, και ήθελε να τα υποδεχτεί με μια αγκαλιά, να τα παρηγορήσει γιατί θα ήταν στενοχωρημένα που έφυγε ο πατέρας τους , και που δεν θα έτρωγε μαζί τους στο τραπέζι. Ξαφνικά μια τσιριχτή θυμωμένη φωνή ακούστηκε <Φύγε από δω , και μη σε ξαναδώ εδώ γύρω, Ξου από εδώ ….>Ήταν η γειτόνισσα της , ένας μονόχνοτος άνθρωπος που όλα την ενοχλούσαν, μα πιο πολύ τα παιδιά όταν έπαιζαν στο δρόμο με τα τραγούδια τους και τα γέλια τους, και όλο φώναζε και όλο τα έδιωχνε , και σπάνια χαμογελούσε. Είδε λοιπόν η Ελένη, μια γιαγιά με μια καπελαδούρα στολισμένη με κίτρινες μαργαρίτες και ένα ψάθινο πλεχτό καλάθι να τρέχει και μετά από λίγο να σωριάζεται κάτω, το καλάθι αναποδογύρισε, και ότι είχε μέσα του πετάχτηκε έξω. Έτρεξε προς το μέρος της και μαζί και τα παιδιά της , που είχαν φτάσει εκείνη την στιγμή. Φαρδιά πλατιά κάτω η γιαγιά και γύρω από το καλάθι της, πέτρες , μικρές, μεγάλες, σκούρες , ανοιχτόχρωμες, πολλές πέτρες… την βοήθησαν να σηκωθεί και αυτή πρώτη της δουλειά , πήρε το καλάθι και μάζευε τις πέτρες, τι να κάνουν , μάζευαν κι αυτοί μέχρι που δεν έμεινε καμία έξω. Σας ευχαριστώ είπε η γιαγιά που είχε καλοσυνάτα μάτια και γλυκό χαμόγελο.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 108

-Ελάτε στο σπίτι, η Ελένη την έπιασε από το χέρι, να πιείτε λίγο νεράκι να συνέλθετε! Μια στιγμή να πάρω το καλάθι μου είπε εκείνη , η Λενιώ όμως δεν την άφησε, και το πήρε αυτή, και ένα πράγμα παράξενο το καλάθι παρ’ όλες τις πέτρες δεν ήταν καθόλου βαρύ. Βολευτείτε, σαν στο σπίτι σας, της έφερε ένα ποτήρι δροσερό νεράκι και την βόηθησε να βγάλει το πανωφόρι της και να κάτσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα, την αγαπημένη του πατέρα! Τι ωραίο σπίτι που έχετε! είπε η γιαγιά, και τι ωραία που μυρίζει! Καθίστε να φάμε, της είπαν όλοι με μια φωνή, και με προθυμία η Λενιώ και τα παιδιά έστρωσαν το τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό που μοσχομύριζε ! Η καρδιά τους αλάφρωσε και η στενοχώρια τους σαν να διαλύθηκε, η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες για χώρες μακρινές , είχε ταξιδέψει πολύ , και είχε δει θαυμαστά πράγματα, είχε δει κατακίτρινες ερήμους , και καταπράσινα άγρια μέρη που δεν έφτανε άνθρωπος εύκολα εκεί. Στις άκρες του κόσμου τους έλεγε, πώς ήταν όλα παγωμένα ,με βουνά από πάγους και άσπρα ζώα , άσπρες αλεπούδες και λύκους και αρκούδες , που δεν ξεχώριζαν μέσα στο χιονάτο τοπίο, και αλλού είχε συναντήσει πολιτείες με κρυμμένους θησαυρούς, θάλασσες με θεόρατα κύματα, φανταχτερά πουλιά και ψάρια, και παλάτια στολισμένα με πετράδια , αλλά όπως έλεγε η καλοσύνη και η αγάπη είναι ότι πιο πολύτιμο στην ζωή … έτσι πέρασε η ώρα και έξω είχε σκοτεινιάσει, και η Λενιώ της έστρωσε στο ντιβάνι κοντά στο τζάκι για να κοιμηθεί , και φρόντισε να έχει αρκετά κούτσουρα γιατί την νύχτα έκανε κρύο. Πρωί πρωί ξύπνησε η Ελένη για να ετοιμάσει το πρωινό για τα παιδιά και την καλεσμένη της, αλλά εκείνη είχε φύγει, μόνο πάνω στο τραπέζι είχε αφήσει ένα γράμμα και δύο μεγάλες πέτρες, μία μαύρη και μία άσπρη. Έλεγε το γράμμα ː Σας ευχαριστώ γιατί μοιραστήκατε μαζί μου το φαγητό σας και είχα ένα ζεστό κρεβάτι για να περάσω την νύχτα , σας αφήνω τις δύο πέτρες μου, με την μαύρη δεν θα σβήσει ποτέ το τζάκι σας, και με την άσπρη δεν θα μείνει ποτέ χωρίς φαγητό το τσουκάλι σας! Σας αποχαιρετώ τώρα, και θα σας έχω πάντα στην καρδιά μου! Τι παράξενη γιαγιά σκέφτηκε η Ελένη , μας άφησε δύο πέτρες! Πήρε λοιπόν τις πέτρες , άνοιξε την παλιά της κασέλα , τις έβαλε μέσα και μετά τις ξέχασε, είχε πολλές δουλειές να κάνει, να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο, να φροντίσει τις κοτούλες και την κατσικούλα της , το χωραφάκι τους με τα λαχανικά ,τόσες δουλειές που όταν τα παιδιά την ρώτησαν για την γιαγιά , τους είπε μόνο ότι έφυγε, και ξέχασε να τους δώσει να διαβάσουν το γράμμα. Οι μέρες περνούσαν, έφυγε ο Σεπτέμβρης με τις σιγανές βροχούλες του και μπήκε ο Οκτώβριος με μια γερή καταιγίδα που έκανε τα δρομάκια του χωριού να μοιάζουν με ποταμάκια , και όλα τα ξέπλυνε η μπόρα , και τα φυλλώματα των δέντρων και τις σκεπές των σπιτιών με τα κεραμίδια και τις καμινάδες , και τα πλακόστρωτα στους δρόμους, και αμέσως μετά ήρθε ο βοριάς που τα στέγνωσε , και ένα κρύο δυνατό , που τους έκανε


Σελίδα 109

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

όλους να τρέξουν στα σπίτια τους και να δυναμώσουν την φωτιά στο τζάκι και τις μητέρες να βγάλουν από τα μπαούλα τα χοντρά μάλλινα ρούχα. Κρύο πολύ κρύο, ο άνεμος έκανε τα δέντρα να λυγίζουν και τα παιδιά γύριζαν κατευθείαν από το σχολείο στο σπίτι, χωρίς να παίζουν στους δρόμους και στις πλατείες. Και όλοι περίμεναν να αλλάξει ο καιρός για να μπορέσουν να κάνουν τις δουλειές τους, να φροντίσουν τα χωράφια τους και τα ζώα τους. Ο καιρός όμως χειροτέρευε , και μόλις σταμάτησε ο δυνατός άνεμος, οι νιφάδες του χιονιού αθόρυβες και μαλακές σαν το μπαμπάκι έκαναν τα παιδιά να ξετρελαθούν από την χαρά τους και με ξεφωνητά να τρέξουν για να παίξουν με το χιόνι . Πρώτη φορά τον Οκτώβριο χιόνιζε στο χωριό τους. Χιόνιζε και χιόνιζε και δεν σταματούσε, και τα σκέπασε όλα το χιόνι και τα δέντρα και τα χωράφια . Τα πουλιά δεν έβρισκαν σπόρους, και τα άγρια ζώα στο δάσος ψάχνοντας για τροφή κατέβαιναν μέχρι τα σπίτια του χωριού. Πατημασιές αλεπουδίτσας είδε στην εξώπορτα της η Ελένη , γι αυτό και κάθε βράδυ άφηνε φαγητό εκεί έξω , και κάθε πρωί σκορπούσε ψίχουλα για τα πουλάκια . Την κορόιδευε η δύστροπη γειτόνισσα της και της φώναζε ότι έχει χάσει το μυαλό της, και μετά κλειδαμπαρωνόταν μέσα στο σπίτι της. Το σχολείο έκλεισε ,όλα ήταν παγωμένα και ήσυχα μόνο οι καμινάδες κάπνιζαν μέρα νύχτα. Μια μέρα σταμάτησαν κι αυτές , ότι στεγνό κούτσουρο υπήρχε στο χωριό είχε καεί , και στα τζάκια έμεναν μόνο οι στάχτες τους. Πρωί –πρωί είχε ζυμώσει το ψωμί της η Ελένη και το είχε βάλει στο τζάκι για να ψηθεί , δεν είχε τίποτα άλλο μέσα στο ντουλάπι της , όλα είχαν τελειώσει, μόνο το σακούλι με το στάρι που ήταν για όλο τον χρόνο ήταν σχεδόν γεμάτο , και από το κρύο ούτε οι κοτούλες της έκαναν αυγά , ούτε οι κατσίκες γάλα ,και το χωραφάκι της παγωμένο, και τα λαχανικά κρυσταλλιασμένα , καθόταν στο τραπέζι και κοιτούσε το καρβελάκι της μέσα στο σβηστό τζάκι, και σκεφτόταν τι θα έκανε ; Το σπίτι παγωμένο, απελπισία την έπιασε , το τσουκάλι άδειο, ο άνεμος έξω λυσσομανούσε , έτριψε τα χέρια της για να ζεσταθεί και….. τότε θυμήθηκε το γράμμα της γιαγιάς, άνοιξε την παλιά κασέλα και είδε τις πέτρες , η μαύρη για την φωτιά και η άσπρη για το φαγητό, χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε την μαύρη πέτρα και την έβαλε στην μέση στο τζάκι , και μετά γέμισε ένα τσουκάλι με νερό έβαλε μέσα την άσπρη πέτρα και έκλεισε το καπάκι , και ύστερα κάθισε πάλι και έβαλε το πρόσωπο της μες στα χέρια της έκλεισε τα μάτια της και έλεγε από μέσα της , κάνε Θεέ μου να ανάψει το τζάκι … κάνε Θεέ μου να ανάψει το τζάκι… Δεν πέρασε πολύ ώρα και μια γλυκιά ζεστασιά την τύλιξε, η μαύρη πέτρα έκαιγε, λαμποκοπούσε ολόκληρη σαν ουρανός την νύχτα στολισμένος με χρυσοκόκκινα αστερά-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 110

κια , το ψωμάκι είχε φουσκώσει και μοσχομύριζε , και το καπάκι στο τσουκάλι χοροπηδούσε πάνω κάτω. Τα παιδιά ξύπνησαν από τις όμορφες μυρωδιές , έτρεξαν χαρούμενα και , άνοιξαν το καπάκι και είδαν μια σούπα με όλα τα καλά να βράζει μέσα, και κρέας είχε και λαχανικά , και ρύζι και καλαμπόκι , και πατάτες , και από την χαρά τους έστησαν ένα τρελό χορό γύρω από το τζάκι. Μέχρι και ο γάτος τους που κοιμόταν κουλουριασμένος στο μαξιλάρι του, άνοιξε τα ματάκια του, τεντώθηκε, και συνεπαρμένος από την λαχταριστή μυρωδιά νιαούρισε παραπονεμένα. Αμέσως η Ελένη γέμισε τα πιάτα με την σούπα και αφού έφαγαν τους είπε για το γράμμα της γιαγιάς και για τις πέτρες . Όλες οι γυναίκες του χωριού όταν είδαν την καμινάδα της Ελένης να καπνίζει, έτρεξαν στην πόρτα της , αυτή με χαρά τις υποδέχθηκε και τους είπε την ιστορία της, και όλη μέρα πρόσφερε σούπα στις γυναίκες και στα παιδιά του χωριού, και την άλλη μέρα και κάθε μέρα. Όσο κρατούσε το κρύο και το χιόνι είχαν όλοι ένα ζεστό μέρος και ένα πιάτο πετρόσουπα, έτσι την έλεγαν ,την νόστιμη αυτή σούπα που τους έδινε δύναμη και κουράγιο, και που δεν τελείωνε ποτέ , το τσουκάλι ήταν πάντα μέχρι επάνω γεμάτο. Μόνο η μονόχνοτη γειτόνισσα ήταν κλειδαμπαρωμένη στο σπίτι της και δεν έβγαινε καθόλου έξω, η Ελένη ανησύχησε ,πήρε λοιπόν το θάρρος και ένα πρωινό της χτύπησε την πόρτα. Αυτή άνοιξε κουκουλωμένη με μια κουβέρτα και πολύ αδυνατισμένη , μόλις είδε την Ελένη κατέβασε το κεφάλι της, η Ελένη με ένα πλατύ χαμόγελο την κάλεσε στο σπίτι της, αυτή με χαμηλωμένα τα μάτια της δέχτηκε και ψιθύρισε συγνώμη…. Όμως η καλή καρδιά της Ελένης δεν την άφησε να συνεχίσει, έλα στο σπίτι, της είπε να ζεσταθείς , και πράγματι ζεστάθηκε η καρδιά της στο σπίτι της Ελένης και γλύκανε η φωνή της , και έγινε καταδεχτική με όλους , και γελούσε με τα αστεία και τα παιχνίδια των παιδιών , έγινε άλλος άνθρωπος , γιατί όπως έλεγε η γιαγιά ,η καλοσύνη και η αγάπη ζεσταίνουν και μαλακώνουν και τις πιο σκληρές καρδιές. Μαζί με την καρδιά της γειτόνισσας μαλάκωσε σιγά σιγά και ο καιρός, σταμάτησε να χιονίζει, και ήρθαν μέρες με λιακάδες που έλιωσαν τα χιόνια , οι κοτούλες έκαναν πάλι αυγά και οι κατσικούλες είχαν γάλα , και όλα έγιναν όπως πριν, τα παιδιά ξαναπήγαν στο σχολείο, και τα τζάκια άναψαν με στεγνά κούτσουρα. Τις μάζεψε τις πέτρες η Ελένη , αυτή την φορά όμως δεν τις έκρυψε μέσα στην παλιά κασέλα , τις έβαλε πάνω -πάνω στο τζάκι , στην καλύτερη θέση, αυτές ήταν τα στολίδια της, η μαύρη και η άσπρη πέτρα, και όποτε τις κοίταζε έρχονταν στο μυαλό της τα καλοσυνάτα μάτια της γιαγιάς και το γλυκό της χαμόγελο, και σαν να την έβλεπε μπροστά της με την καπελαδούρα με τις κίτρινες μαργαρίτες και το ψάθινο πλεχτό καλάθι της.


Σελίδα 111

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

H ΜΑΜΑ ΜΕΡ ΜΕΤΡΑ!! Της Δόνα Αμαρυλλίς -Η μαμά Μερ, φωνάζει τα Μερ , παιδάκια της και αρχίζει, να τα μετρά! Μερ ένα ,Μερ δυο, Μερ τρία, Μερ τέσσερα ,Μερ πέντε Μερ έξι, Μερ επτά , Μερ οκτώ Μερ εννέα, Μερ δέκα!! -< Είστε όλοι εδώ μπράβο , παιδάκια μου!> -Ο μπαμπάς Μερ. τα ξαναμετρά, αλλά από την ανάποδη! Μερ δέκα, Μερ εννέα, Μερ οκτώ, Μερ επτά, Μερ έξι, Μερ πέντε, Μερ τέσσερα, Μερ τρία Μερ δυο, Μερ ένα!! Ο ένας Μερ , είναι ο μοναδικός , και πρώτος, στο τρέξιμο!! Ο δυο Μερ, σε δυο λεπτά , έxει μαζέψει , δυο σακουλάκια σποράκια !! Ο τρία Μερ, σε τρία λεπτά , έχει μαζέψει , τρείς σακούλες ψυχουλάκια ! Ο τέσσερα Μερ, σε τέσσερα λεπτά, έχει καθαρίσει το σπίτι!! Ο πέντε Μερ, σε πέντε λεπτά ανεβοκατεβαίνει, ένα δέντρο !! Ο έξι Μερ, σε έξι λεπτά, έχει φάει, ένα φιλαράκι!! Ο επτά Μερ, σε επτά λεπτά, έχει πλύνει, τα δόντια του!! Ο οχτώ Μερ ,σε οχτώ λεπτά, έχει τελειώσει, την γυμναστική του!! Ο εννέα Μερ, σε εννέα λεπτά, έχει κάνει μπάνιο!! Ο δέκα Μερ, σε δέκα λεπτά, έχει κάνει, τα πάντα!! Και λέει, στους άλλους, εγώ έχω δυο αριθμούς , το ένα και το μηδέν!! -<Ζήλεια !Ζήλεια!> -Ο Μπαμπάς Μερ, χαίρεται για τον γιο του, τον δέκα γιατί είναι ο πιο γρήγορος! -Η μαμά , αγαπά όλα τα μερμηγκάκια της! Τα μερμηγκάκια, στην σειρά ένα, δυο, τρία , τέσσερα, πέντε , έξι, και επτά οκτώ, εννέα και δέκα. πάνε βόλτα, όλο χαρά τρά-λα λα, τρά -λα λα την μαμά και τον μπαμπά, ακούνε και δεν πάνε, μακριά! Και τώρα παιδάκια, πάρτε την μπερδοπροτασούλα, προτασούλα, και πείτε την πολλές φορές, και γυρίστε, στροβιλίστε, απ την χαρά σας :


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 112

<Η μαμά Μερ μετρά, τα μερμηγκάκια της, τα μερμηγκοπαιδάκια της>. <Ο μπαμπάς Μερ, μετρά τα μερμηγκούλια του, τα μερμηγκοπαιδούλια του>. <Ένα, δυο, τρία, Μερμηγκάκια, τρία, δυο, ένα, Μερμηγκάκι>. <Τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, Μερμήγκια επτά , έξι, πέντε, τέσσερα, Μερμηγκάκια>. <Οχτώ, εννέα, δέκα, Μερμηγκάκια, δέκα , εννέα , οχτώ, Μερμήγκια>. <Ο Μερ ο γοργός ο γοργοπόδαρος, ο γρήγορος , ο γρηγορογρηγορούλης- ρούλης>. <Ο Μερ ο φαγανός, ο γρηγοροφαγανούλης- νούλης, ο φαγάς, που έφαγε, το φαί, το φαγάκι, το φιλαράκι -ρακι>. <Ο Μερ ο τσαχπινιάρης –άρης, ο τσαχπινοσκανδαλιάρης- άρης έκανε, τσαχπινιές τσαχπινοσκανδαλιές, γιατί Μερ τσαχπίνη, έκανες τσαχπινιές τσαχπινοσκανδαλιές;> <Τα μερμηγκάκια, τα μερμηγκοπαιδάκια, μερμηγκούλια, τα μερμηγκοπαιδούλια, με την μαμά και μπαμπά, δεν φεύγουν, μακριά, όλοι μαζί, η μερμηγκοπαρέα, παρέα, ρέα- ρέα>. Με αγάπη και σεβασμό: Δόνα Αμαρυλλίς


Σελίδα 113

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΈΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ Του Νεόφυτου Βασιλείου Η πολυαγαπημένη δασκάλα της πέμπτης, με τα σγουρά ξανθά μαλλιά και το αστραφτερό χαμόγελο, που έκανε όλα τα παιδιά να την αγαπήσουν, έγραψε πάνω στον πίνακα τα μαθήματα τους . Έπειτα γύρισε προς τους μαθητές της, με ένα ύφος κουρασμένο με τα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της. Είπε: <<Μην ξεχάσετε τα μαθήματά σας παιδιά, θα κάνουμε και ένα μικρό διαγωνισματάκι >>. Αυτό το μικρό το τόνισε με μια χαρακτηριστική φωνή. Φυσικά τα παιδιά καρδιοχτύπησαν για κάτι ελάχιστα δευτερόλεπτα και μετά απλώς ξεχάστηκαν και αφαιρέθηκαν. Δεν ήταν κάτι που θα τους απασχολούσε τόσο πολύ τις επόμενες μέρες. Γιατί; Ας τα λέμε λίγο πιο ξεκάθαρα. Ήταν δεκατέσσερα παιδιά της Πέμπτης. Και τα δεκατέσσερα απλώς περιμέναν να κτυπήσει το κουδούνι και να σχολάσουν. Ήταν Παρασκευή. Η αγαπημένη μέρα των παιδιών, που σήμανε το τέλος της βδομάδας και ακολουθούσε Σαββατοκυρίακο! Αμέσως γύρισε ξανά στον πίνακα, πήρε το κόκκινο μαρκαδόρο και έγραψε με κεφαλαία γράμματα: <<ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ>>. H Μαριάμ σηκώθηκε πρώτη πρώτη, αφού μάζεψε τα τετράδια της από το θρανίο τόσο γρήγορα λες και είχε σούπερ υπερδυνάμεις. Ναι ναι, σαν της wonderwoman. Αλλά πιο ισχυρές ακόμη… Ήταν δέκα. Μάλλον όχι ακριβώς. Αύριο θα έκλεινε τα δέκα. Κάλεσε τους συμμαθητές της πριν μέρες για τα γενέθλια της στο σπίτι της. Έπιασε την τσάντα της ξέροντας πως ήταν η ώρα που θα κτυπούσε το κουδούνι. Μόλις σηκώθηκε άρχισε το κουδούνι να κτυπά και να τρέχει. Να τρέχει μαζί με τον Στέλιο, τον Σταύρο, την Μυριάνθη και η Αγάθη. Τους κολλητούς της φίλους. Ήθελε βοήθεια για να στολίσουν το σπίτι για το αυριανό πάρτυ γενεθλίων. Δεν μπορούσε να το κάνει μόνη. Όχι επειδή δεν ήθελε, αλλά δεν είχε κανένα να την βοηθήσει.. Ο μπαμπάς της θα δούλευε μέχρι αργά αυτό το Σαββατοκυρίακο και θα έμενε αναγκαστικά εκτός πόλης. Και φυσικά, αφού δεν μπορούσε ο μπαμπάς, θα διερωτάται κανείς γιατί δεν θα μπορούσε να την βοηθήσουν τα αδέλφια της. Απλή η απάντηση, δεν είχε. Μοναχοπαίδι. Γι’ αυτό θεωρούσε τους κολλητούς της φίλους σαν δικά της αδέλφια.. Τότε έμενε η μαμά.. Αυτή που πάντα τους βοηθούσε όλους. Πού ήτανε άραγε η μαμά της τώρα που την είχε τόσο ανάγκη. Οι προετοιμασίες για το πάρτυ θα ξεκινούσαν το απόγευμα για να ήταν όλα έτοιμα την επόμενη μέρα. Η Μυριάνθη και η Αγάθη θα έμεναν κιόλας μαζί το βράδυ για να κοιμηθούν εκεί. Είχε αρκετό χώρο το σπίτι με επιπλέον 2 κρεβάτια που ήτανε πάντα αδειανά.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 114

Άρχισαν να καθαρίζουν το σπίτι μανιώδες. Η μια πήρε την σκούπα, η άλλη ένα πετσί για ξεσκόνισμα. Η Μαριάμ άρχισε να καθαρίζει τα παράθυρα. Πάντα της άρεσε να έχει ολοκάθαρα παράθυρα. Ακουγότανε η σκούπα και οι πολυθρόνες που άλλαζαν συνεχώς θέση, τα παράθυρα που ανοιγοκλείνανε. Η Αγάθη μόλις τέλειωσαν όλο τα σπίτι, έριξε μια κουβέρτα στο πάτωμα που ήταν πια πεντακάθαρο και αφέθηκε σε αυτήν. Ξάπλωσε αμέσως η Μαριάμ και η Μυριάνθη δίπλα της. Ρώτησαν την Μυριάμ γιατί έπλενε με τόση δύναμη και τόση ώρα τα παράθυρα; Ξαφνικά ακολούθησε μια σιωπή για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε, πλησίασε το παράθυρο και είπε με ένα βλέμμα, πως ήθελε να βλέπει πάντα έξω. Ήθελε να βλέπει αν κάποτε θα ερχόταν η μαμά της. Πάντα, από την μέρα που έχει φύγει, κοιτούσε έξω από το παράθυρο του σπιτιού. Ξανά και ξανά, μέρα με την μέρα. Έτρεφε μια ελπίδα ότι θα την ξαναέβλεπε κάποτε. Ζούσε με έναν καταπληκτικό μπαμπά, αλλά της έλειπε τόσο μα τόσο πολύ… Και οι 3 έπεσαν ξανά και τους πήρε αμέσως ο ύπνος. Δεν μπορούσα να μείνουνε πια ξύπνιες, ήταν τόσο κουρασμένες. Αύριο θα περίμεναν την τάξη να έλθει για το πάρτυ…. Ο ήλιος βγήκε, ξημέρωσε. Άρχισαν και φιλούσαν σαν τρελές την Μαριάμ. Σήμερα θα έκλεινε τα δέκα! Ετοίμασαν τα πάντα και άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι καλεσμένοι… Όλοι συμφώνησαν μεταξύ τους να φέρουν από ένα μπαλόνι, με διάφορα χρώματα και διάφορα σχήματα. Όλοι είχαν βρεθεί το πρωί στην αυλή του σχολείου και κανόνισαν να πάνε μαζί στο μαγαζί του κυρ Γιάννη για να αγοράσουνε τα μπαλόνια. Ήλθαν όλα τα παιδιά και άρχισαν να ζωηρεύουν. Όλα τα παιδιά εκτός από ένα. Ο Τρύφων. Ο Τρύφων θα αργούσε να έλθει γιατί τα πόδια του δεν ήταν αρκετά δυνατά για να μπορεί να περπατάει τόσο γρήγορα όπως τα άλλα παιδιά. Τον περίμεναν όμως, για να σβήσουν την τούρτα. Τον σέβονταν όλοι και δεν ήθελαν να σβήσουν την τούρτα με τα κεράκια χωρίς εκείνον. Όσο και αν ήθελαν να καταβροχθίσουν την υπέροχη τούρτα με όλες τις γεύσεις, μπανάνας, βανίλιας και σοκολάτας, διαφορετικές στρώσεις εναλλάξ, θα τον περίμεναν και εκείνον. Κάθε φορά όταν έμπαινε ένα παιδάκι και κτυπούσε την πόρτα, έδινε εγκάρδιες ευχές στην Μαριάμ και αφού την έπνιγε στα φιλιά – την αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ - η ίδια κοκκίνιζε κάθε φορά που την φιλούσαν… Της έχουν προσφέρει τόση αγάπη όλοι οι φίλοι της, αυτά όλα τα ζιζάνια… Όσο και να την πείραζαν και όσες πλάκες και να της έκαναν, πάντα τους συγχωρούσε. Είχε μοιάσει τόσο πολύ με την μαμά της.. Άρχισαν να καταστρώνουν ένα σωρό παιχνίδια. Παντού ακούγονταν φωνές, πειράγματα, χαχανητά. Άρχισαν να τρώνε τα ζαχαρωτά που είχε στο τραπέζι. Τα καταβρόχθιζαν ασταμάτητα, χωρίς να χορταίνουν. Η Μαριάμ άρχισε και τραγουδούσε και όλοι έστησαν


Σελίδα 115

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

χορό. Χόρευαν διάφορους χωρούς που τους έχει μάθει η γλυκιά τους δασκάλα. Χόρευαν ασταμάτητα. Σείστηκε όλο το σπίτι. Ξαφνικά πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς της Μαριάμ για να δει πώς περνάνε και να της ευχηθεί. Μόλις απάντησε το τηλέφωνο όλοι δεν έβγαλαν ούτε τσιμουδιά. Δεν ήθελαν να τους ακούσει ο μπαμπάς της. Μόλις το έκλεισε, με ένα μεγάλο χαμόγελο, είπε, όλα καλά, και από τότε συνέχισε ο χορός. Σε κάποια φάση κτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Τρύφωνας, τον έχει φέρει η μαμά του. Θα τον προσέχετε έτσι, είπε στην Μαριάμ. Toν αγκάλιασε και πήρε το μπαλόνι που της έχει φέρει, για να μπορεί να τον βοηθήσει να κάτσει σε μια καρέκλα. Η μαμά του έχει φύγει και μόλις άκουσαν το αμάξι της να ξεκινάει, ξανά ξεκίνησαν τον χορό. Όλα τα όμορφα μπαλόνια, είχαν ήλιο. Ένα συστατικό, που τα έκανε να ανεβαίνουν. Έτσι, όλα τους είχαν ανεβεί στο ταβάνι του σαλονιού. Η Μαριάμ τα είδε και τα θαύμασε, όπως και ο Τρύφωνας. Επειδή είχε περάσει αρκετή ώρα, η Μαριάμ, ήθελε να σβήσουν τα κεράκια. Έβαλε 10 κεράκια, τεράστια, με διαφορετικά χρώματα.. Άσπρο, κόκκινο, κίτρινο, μαύρο, μπλε, λιλά, πράσινο, γαλάζιο, πορτοκαλί, καφέ! Καθώς ήταν όλα έτοιμα για να σβήσουν την τούρτα, με τον Τρύφωνα να έχει μια τεράστια φωτογραφική για να απαθανατίσει την στιγμή, ξαφνικά το σπίτι άρχισε να τρέμει ! Όλοι πανικοβλήθηκαν. Νόμιζαν πως ήταν σεισμός και αμέσως χώθηκαν κάτω, στο τεράστιο τραπέζι που είχαν την τούρτα, τρομαγμένα. Το σπίτι έτρεμε, αλλά δεν ήταν ακριβώς σεισμός, διότι είδαν τα μπαλόνια να ανεβοκατεβαίνουν, κοιτώντας ταυτόχρονα έξω από το παράθυρο. Ωχ Παναγίτσα μου, αναφώνησε η Μαριάμ, τι συμβαίνει; To σπίτι άρχισε να ανεβαίνει! Ναι ναι, αυτό που ακούσατε. Να αρχίσει να ανεβαίνει! Σιγά σιγά. Όταν συνήλθαν τα παιδιά, βγήκαν από το τραπέζι και άρχισαν να πλησιάζουν το παράθυρο! Ανεβαίνουμε, είπε ο Τρύφωνας και η Αγάθη! Μα που πάμε, πώς γίνεται αυτό; Κοίταξαν τα μπαλόνια και αναρωτήθηκαν μεταξύ τους, λες να έφταιγαν αυτά; Κόλλησαν όλοι τα μουτράκια τους στο παράθυρο. Και τι δεν έβλεπαν! Ανέβαινε το σπίτι, σιγά σιγά! Έβλεπαν τον δρόμο, να μικραίνει! Έβλεπαν το διπλανό ποταμάκι να μικραίνει και αυτό και να το βλέπουν ολόκληρο. Έβλεπαν την κυρά Αθηνά, που οδηγούσε για να πάρει τον γιο της στο ποδόσφαιρο, έπαιζε η αγαπημένη του ομάδα. Άμαν! Σε λίγα δευτερόλεπτα μπορούσα να δουν και το στάδιο! Ήταν τρομερό απίστευτο, είπαν όλοι τους, όταν έφυγε τελείως ο φόβος! Ωωω τα καλύτερα μου γενέθλια, είπε η Μαριάμ! Το καλύτερο μου δώρο! Ένα ταξίδι στο… διάστημα! Μόλις το είπε όλοι την κοίταξαν αλλόκοτα. Διάστημα;;; Eκεί που μας έλεγε η δασκάλα πριν λίγες μέρες; Που έχει τόσους άλλους πλανήτες; Μα πώς γίνεται αυτό; Koίταξε με ένα λοξό ύφος τα μπαλόνια. Μόλις ήλθε ο Τρύφωνας, φέρνοντας το τελευταίο μπαλόνι, άρχισε και ένιωθε μια ελαφρά, πολύ ελαφρά σεισμική δόνηση! Παιδιά, από


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 116

πού πήρατε όλα αυτά τα μπαλόνια; Τα λατρεύω αλλά λέτε να φταίνε; Μέχρι που θα σταματήσει το σπίτι να ανεβαίνει. Μόλις το είπε αυτό, αντίκρυσαν το πρώτο σύννεφο! Ήταν λες και έκαναν ταξίδι με το αεροπλάνο! Δωρεάν ταξίδι! Πλέον, τα σύννεφα γινόταν όλο και πιο πολλά! Τα λάτρεψαν! Άρχισαν να ξαναχορεύουν και να εντυπωσιάζονται όλο και περισσότερο! O τελικός προορισμός όντως ήταν το διάστημα. Άρχισαν να βγαίνουν από την Γη, ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικά πια. Ένιωθαν και λίγο παράξενα. O Τρύφωνας ήταν όρθιος! Πώς γινόταν αυτό; Δεν είχε ποτέ του αρκετή ισορροπία για να μπορέσει να σταθεί δίχως να στηρίζεται από κάπου ή να τον κρατάει κάποιος; Πλέον ήταν στο διάστημα! Και εκτός τούτου, άρχισαν να αιωρούνται, γιατί δεν υπήρχε πια βαρύτητα! Γι’ αυτό ο Τρύφωνας άρχισε πριν να στέκεται και τώρα πια αιωρούνταν στον αέρα. Πιο όμορφο συναίσθημα της ελευθερίας των κινήσεων, δεν υπήρχε! Όλοι πια πήραν ένα μπαλόνι και άρχισαν να κάνουν κωλοτούμπες! Ήταν πια, ανάμεσα στα αστέρια! Είχαν όλο τον γαλαξία μπροστά τους. Ήταν μια πραγματικότητα. Και όχι, δεν ήταν όνειρο, ούτε έβλεπαν εικόνες για το μάθημα της Επιστήμης! Την τούρτα δεν θα την σβήσουμε; Eίπε η Ελένη; Αααα χαχα πόσο τέλεια γενέθλια, φυσικά και θα την σβήσω, απάντησε η Μαριάμ και με ένα τεράστιο φύσημα ετοιμάστηκε να σβήσει την τούρτα. Άλλα μόλις πήρε βαθιά αναπνοή, καθώς όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Μαριάμ, κρατώντας τα χέρια στο τραπέζι, αφού δεν είχαν βαρύτητα, ακούστηκε ένας κτύπος. Ένας κτύπος που προέρχονταν από την πόρτα. Θα τρελαθώ τελείως σήμερα, είπε η Μαριάμ και πλησίασε την πόρτα. Να την άνοιγε; Ήταν μέσα σε ένα αιωρούμενο σπίτι, στο διάστημα. Χωρίς να ξέρει πως και γιατί βρέθηκε εκεί. Σκέφτηκε να πλησιάσει το πλαινό παράθυρο της πόρτας και να δει εάν μπορούσε να καταλάβει γιατί κτυπούσε η πόρτα, στο διάστημα. Που δεν υπήρχε ψυχή. Όταν πήγε να δει ποιος ήταν, αμέσως αντίκρυσε την μαμά! Την μαμά που τόσο περίμενε να δει από το παράθυρο, που φρόντιζε να τα καθαρίζει τακτικά, τόσο πολύ! Αμέσως άνοιξε την πόρτα! Η μαμά ήταν εκεί. Χωρίς λόγια της έσκασε ένα φιλί. Ένα τόσο υπέροχο φιλί! Της έδωσε και ένα μικρό δώρο. Ένα φυλακτό. Το οποίο το είχε χάσει όταν ήταν μικρότερη. Αγάπη μου, της έχει πει, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Πάντοτε σε κοιτάζω από εδώ ψηλά, που προσεύχεσαι και με περιμένεις.. Ξέρεις ότι δεν μπορώ να είμαι πια μαζί σου, είμαι όμως τόσο περήφανη για το πόσο καλό κοριτσάκι έχεις παραμένει. Για το πόσο καλά φροντίζεις τον μπαμπά, τους φίλους σου και όλο τον υπόλοιπο κόσμο… Ξέρω πως έχεις


Σελίδα 117

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

πάρα πολλά να ρωτήσεις, δεν έχουμε όμως πολύ χρόνο! Έχουμε εδώ δεκατρία μπαλόνια. Το κάθε ένα, έχει την μαγική δύναμη μόνο εάν σου τα δίνει ένα άτομο που σε αγαπάει. Εδώ έχεις δεκατρείς φίλους, συμμαθητές και συμμαθήτριες που σε αγαπάνε τόσο πολύ. Το δώρο σου για τα δέκατα σου γενέθλια, ήταν η επιθυμία σου από τα περσυνά γενέθλια, να ξανά ανταμωθούμε. Μόλις το είπε, το ένα μπαλόνι έχει σπάσει. Η μαμά είπε στην Μαριάμ, το κάθε μπαλόνι της πρόσφερε και από 1 λεπτό εδώ ψηλά, μόλις έσπαζαν όλα τα μπαλόνια, το σπίτι θα πήγαινε πίσω στη γη. Κοίταξε όλους τους φίλους και φίλες της και τους έγνεψε μαζί με ένα όμορφο χαμόγελο και τους είπε πολύ προσεκτικά. Έχετε δεκατρία λεπτά να βγείτε έξω να ανταμώσετε τα αγαπημένα σας πρόσωπα… Μετά θα βγει ένας καπνός από την καμινάδα του σπιτιού που θα σας υπενθυμίσει ότι έχετε ακόμα ένα λεπτό για να γυρίσετε πίσω στην Γη. Ο χρόνος είναι περιορισμένος γιατί κανείς από τη Γη δεν πρέπει να καταλάβει ότι λείπετε. Αμέσως όλοι βγήκαν έξω και άρχισαν να συναντούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν αποχωριστεί… Η Μαρία συνάντησε την πολυαγαπημένη γλυκύτατη γιαγιούλα της, ο Τρύφωνας τον παππούλη του, η Αγάθη τον μικρό της αδελφό που έχει πεθάνει πριν να γεννηθεί και δεν γνώρισε ποτέ – την αναγνώρισε ο ίδιος όμως και την πλησίασε πρώτος – και όλοι οι άλλοι συνάντησαν είτε θείους, είτε άλλους συγγενείς είτε φίλους. Όλα ήταν τόσο υπέροχα. Αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, μιλούσαν και έλεγαν πολλά μεταξύ τους. Η Μαριάμ έκλαιγε από χαρά. Είπε στη μαμά πως την ήθελε πίσω. Την ήθελε να είναι κάθε μέρα μαζί της, να έρχεται να την παίρνει στο σχολείο, να πηγαίνουν μαζί βόλτα τον σκύλο, να κάνουν πικνινκ τις Κυριακές με τον μπαμπά…. Της απάντησε, πετώντας δίπλα από ένα αστέρι, στριφογυρίζοντας τρεις φορές και την ξαναφίλησε τόσο γλυκά. Δεν μπορώ της απάντησε. Εδώ σας βλέπουμε όμως από ψηλά. Είμαστε πάντα μαζί σας, σας προστατεύουμε. Θέλω να υποσχεθείς στον μπαμπά ότι θα τον αγαπάς και θα τον προσέχεις… Και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα έλθετε εδώ μαζί μου… Φτάνει να αγαπάτε, να είστε καλοί, να κάνετε καλές πράξεις.. Να το πεις αυτό και στους συμμαθητές και στις συμμαθήτριες σου. Αγάπη μου, πρέπει να φύγεις. Να χαίρεσαι τα γενέθλια σου, βλέπεις τα μπαλόνια άρχισαν και σπάζουν και έχουν μείνει μόνο δυο. Έχετε ακόμα δυο λεπτά για να επιστρέψετε σπίτι και να μην πείτε τίποτα για ό,τι έχετε δει και κάνει σημερα εντάξει; Tην κοίταξε την μαμά η Μαριάμ με ένα θλιβερό βλέμμα, όπως όλοι οι υπόλοιποι φίλοι της τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κόντεψε πολύ η ώρα του αποχαιρετισμού, αντάλλαξαν ατέλειωτα φιλιά και αγκαλιάστηκαν όλοι. Ένα αστέρι έχει πιάσει τον κάθε ένα και δέθηκαν απάνω του.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 118

Φεύγω Μαριάμ, είπε η μαμά. Να θυμάσαι πάντα να αγαπάς. Αυτό είναι το κλειδί για να έλθεις εδώ κοντά μου, για να είσαι και με όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα όταν έλθει ο κατάλληλος χρόνος. Θα σε αγαπώ μαμά. Θα σε αγαπώ. Της έσφιξε το χέρι και κατάλαβε πως ήταν ώρα να φύγει. Το αστέρι την πήρε αμέσως σαν αστραπή στο σπίτι. Έρχονταν ένας ένας μέχρι που έσπασε και το τελευταίο μπαλόνι, που έχει φέρει ο Τρύφωνας. Έκλεισαν την πόρτα προσεκτικά και άρπαξαν το τραπέζι. Θα επέστρεφαν στην γη. Τότε, με το άκουσμα του τελευταίου μπαλονιού, έχουν αρχίσει να στροβιλίζονται πολύ γρήγορα. Τα αστέρια και οι πλανήτες γύριζαν. Είχαν ζαλιστεί λίγο. Έκλεισαν τα μάτια και άρπαξαν το τραπέζι, που ήταν στερεωμένο στο έδαφος. Τους το έχει στερεώσει κρυφά ένας από αυτούς που έχουν ανταμώσει γιατί ήξεραν προς η προσγείωση θα ήταν λίγο δύσκολη. Και ήθελε να φθάσουν όλοι με ασφάλεια. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έφτασαν στην γη. Κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει στη γη όταν δεν έβλεπαν πια αστέρια και πλανήτες και μπήκαν στην ζώνη με τα σύννεφα. Που ήταν τόσο υπέροχα. Όλοι απόλαυσαν το κάθε λεπτό της διαδρομής. Ο Τρύφωνας, διαπίστωσε πως είχε ένα μικρό πετραδάκι στην τσέπης του. To έβγαλε και ήταν ένα αστέρι! ένα όμορφο αστέρι σε σχήμα καρδιάς. Κοιτάξτε είπε και το έδειξε σε όλους! Μετά από λίγο διαπίστωσαν ότι το είχαν όλοι! Δεν κατάλαβαν πως έχει βρεθεί στην τσέπη τους αλλά δεν τους ένοιαζε. Έφθασαν στον προορισμό τους και το σπίτι είχε πάρει την ακριβής αρχική του θέση. Αγκαλιάστηκαν όλοι και έδωσαν συμφωνία πως πάντα θα ήταν αγαπημένοι. Πάντα θα πρόσφεραν στους άλλους αγάπη. Πάντα αυτή η μέρα θα ήταν το μυστικό τους! Την μεθεπόμενη που είχαν επιστρέψει στο σχολείο, αγκάλιασαν όλοι τη δασκάλα τους και η Μαριάμ της χάρισε το δικό της αστέρι. Την ένιωθε σαν μαμά της. Η ζωή τους από εκείνη τη μέρα δεν θα ήταν ποτέ η ίδια….


Σελίδα 119

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΑΡΟΙΜΙΑ Της Μπαρμπαλιά Δήμητρας Μαθήτρια Α΄ τάξης Γενικού Λυκείου Μεγαλόπολης Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου μακριά από εμάς η Πριγκίπισσα Παροιμία. Ήταν πολύ όμορφη, πολύ έξυπνη και πολύ ετοιμόλογη. Το όνομά της ήταν Μαρία Παροιμία, γιατί σε κάθε πρόταση που ξεστόμιζε υπήρχε και μία παροιμία. Μια μέρα λοιπόν έπαιζε στην εξοχή με τον αδερφό της, τον Γιάννη Μεταφορά, ένα πολύ ζωηρό αγόρι, που έκανε συνέχεια σκανταλιές. -«Έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα!», του φώναζε όλη την ώρα. Δεν ξέρεις ποτέ από πού θα σου ’ρθει το κακό! «Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος!». Ο Γιάννης όμως συνέχιζε να είναι απρόσεκτος και μέσα στη χαρά του παρασύρθηκε και μπήκε στο Δάσος της Παπαγαλίας. Οι γονείς τους τους είχαν απαγορεύσει να πηγαίνουν σ’ εκείνο το δάσος. Είναι τόσο πυκνό, που εκεί μέσα «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα», είχε τονίσει ο πατέρας τους. Πράγματι, η Μαρία έχασε αμέσως τον αδερφό της από τα μάτια της και, πάνω που αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει, από το μέρος που βρισκόταν πέρασε η φίλη της, η Ελένη Παρομοίωση. -Βοήθησέ με σε παρακαλώ να βρω τον αδερφό μου! της ζήτησε η Μαρία. Δεν ξέρω τι να κάνω, δε μπορώ μόνη μου! Εξάλλου, «δυο μυαλά είναι καλύτερα από ένα». -Ούτε εγώ μπορώ να σκεφτώ κάτι, είπε λυπημένη η Ελένη. Είσαι όμως φίλη μου και πιστεύω πως είσαι έξυπνη και θα βρεις την καλύτερη λύση. Μην απογοητεύεσαι! Όλα θα πάνε καλά! -«Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το!» την ειρωνεύτηκε η Πριγκίπισσα. Σπουδαία η βοήθειά σου! Άσε, θα σκεφτώ μόνη μου! Και αφού έστυψε το μυαλό της, της ήρθε μια απλή αλλά πανέξυπνη ιδέα. Να βάλει τον σκύλο της, τον Δέλτα, να ψάξει για τον Γιάννη. Τον τάισε λοιπόν με εκλεκτή σκυλοτροφή για να πάρει δύναμη, αφού ως γνωστόν «νηστικό αρκούδι δε χορεύει», και τον έστειλε στο δάσος. Ευτυχώς το σκυλάκι εντόπισε γρήγορα τον Γιάννη και τον έβγαλε από το δάσος σώο και αβλαβή. Η Μαρία τον προειδοποίησε: -Αν πεις τίποτα στους γονείς μας, θα τους πείσω ότι είσαι μεγάλος ψεύτης. Θα τους κάνω να με πιστέψουν και τότε η δική σου θέση θα είναι πολύ δύσκολη. «Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα», έτσι δε λένε συνέχεια; Ο Γιάννης κατάλαβε ότι η αδερφή του δεν αστειευόταν. - Έχεις δίκιο, της είπε. Δε θα μιλήσω, το υπόσχομαι. Τα δυο παιδιά γύρισαν γρήγορα στο σπίτι τους. Η Μαρία ήταν πολύ κουρασμένη μετά την περιπέτειά τους. Ο αδερφός της όμως της έφτιαξε τη διάθεση, λέγοντάς της ξανά ένα μεγάλο ευχαριστώ. Η Μαρία ένιωσε πολύ χαρούμενη και ευδιάθετη, αλλά σαν μεγάλη α-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 120

δερφή τού απάντησε με ύφος δασκάλας. -Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς. «Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό», λέει η παροιμία. Είσαι αδερφός μου και ήθελα να σε σώσω. Από δω και πέρα όμως να είσαι πιο προσεκτικός! Ελπίζω «το πάθημα να σου γίνει μάθημα» και να με ακούς όταν σου μιλάω! -Εντάξει, κυρία Παροιμία! γέλασε ο αδερφός της. Και την έσφιξε στην αγκαλιά του… ΤΕΛΟΣ


Σελίδα 121

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΕΤΗΣ Της Ειρήνης Μαθιουδάκη, συγγραφέας και Υ.Δ. Χημείας Πανεπιστημίου Κρήτης. Η μέρα ξημέρωσε λαμπερή και ηλιόλουστη πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Ο μικρός Μιχάλης ήταν πολύ χαρούμενος με το υπέροχο ταξίδι που είχε πάει με τους γονείς του, ως δώρο για τα γενέθλιά του! Δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει πως βρισκόταν στο Παρίσι! Σήμερα ήταν η δεύτερη ημέρα και ήθελαν να επισκεφτούν το μουσείο του Λούβρου. Τόσο ο Μιχάλης, όσο και οι γονείς του, δεν είχαν ξαναπάει ποτέ εκεί κι έτσι περίμεναν πώς και πώς να δουν από κοντά τα μοναδικά εκθέματα. Μόλις έφτασαν στην αυλή του μουσείου, η εικόνα που είδαν τους έκανε να μείνουν με ανοιχτό το στόμα! Πόσο όμορφο και σπουδαίο ήταν αυτό το τεράστιο κτήριο και τι ιστορίες να έκρυβε άραγε πίσω από τους τοίχους του; Χώρις να χάσουν άλλο χρόνο, μπήκαν μέσα και η παρατήρηση ξεκίνησε. Αιγύπτιοι, Σουμέριοι, Ρωμαίοι και αρχαίοι Έλληνες, άρχισαν να χορεύουν γύρω τους ρυθμικά και να τους δείχνουν ένας- ένας, τη δική του, μοναδική ιστορία- τη γεμάτη χρώματα και ήρωες. Ξαφνικά, ο Μιχάλης είδε από μακριά κάτι που του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Πήγε κοντά. Μέσα σε μία υπέροχη, γυάλινη θήκη στεκόταν όρθιο ένα πανέμορφο άγαλμα μίας γυναικείας μορφής, που τον κοιτούσε μέσα από το τζάμι γελώντας του. Έμοιαζε τόσο αληθινή, που το παιδί την κοίταζε με τόση έκπληξη. Λες και ήταν έτοιμη να του μιλήσει. Οι μακριές πλεξίδες στα μαλλιά της, το φόρεμα που έφτανε ως τα πόδια της, ο τρόπος που στεκόνταν όρθια, αλλά και το πρόσωπό της μάλλον έκρυβαν πολλά μυστικά. Ο μπαμπάς πλησίασε τον γιο του και τον κράτησε από τον ώμο. Όμορφη, έτσι; Του είπε σιγά. Πολύ όμορφη, μπαμπά! Απάντησε ο Μιχάλης. Τι είναι; Θέλεις να πάμε μία βόλτα στην αυλή; Ρώτησε ο μπαμπάς και χαμογέλασε. Λίγο αργότερα, πατέρας και γιος βρίσκονταν έξω από το Λούβρο, ανάμεσα σε πολύ κόσμο που πηγαινοέρχονταν βιαστικός. Ένα πουλάκι κελάηδησε χαρούμενα, πετώντας στο πιο κοντινό κλαδί και τότε ο Μιχάλης σκέφτηκε το χώριο του, στη σκιά του Ψηλορείτη, τη φύση, τα δένδρα, τα πουλιά. Τι σκέφτεσαι αγόρι μου; Ρώτησε ο μπαμπάς. Τίποτα μπαμπά. Απλά θυμήθηκα το χωριό μας. Τι όμορφο που είναι τώρα την άνοιξη! Ο μπαμπάς χαμογέλασε κι έκατσε σε ένα παγκάκι. Ο μικρός τον ακολούθησε. Θέλεις ν’ακούσεις μια ιστορία; Τον ρώτησε κλείνοντάς του το μάτι... ... Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τη γη της Κρήτης και η μικρή Φιλαρέτη είχε βγει από το πλούσιο σπίτι της, κάνοντας μία βόλτα στη φύση, που άνθιζε όλο και πιο πολύ. Με τα πυκνά, μαύρα της μαλλιά πλεγμένα σε χονδρές, σφιχτές πλεξούδες και το χρυσό της φόρεμα,


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 122

έτρεχε στον γεμάτο ελαιόδενδρα, κάμπο. Ήταν τόσο χαρούμενη που είχε έρθει η άνοιξη και μπορούσε να παίξει έξω από το σπίτι! Η Φιλαρέτη ήταν μία μικρή πριγκίπισσα που ζούσε στην Ελεύθερνα της Κρήτης. Οι κάτοικοι της πόλης αγαπούσαν πολύ την οικογένειά της, τον δυνατό βασιλιά, την πανέμορφη βασίλισσα αλλά και τον νεαρό γιο τους, τον αδελφό της, που όλοι σέβονταν και θαύμαζαν, αφού ήταν ένας από τους καλύτερους και πιο γενναίους πολεμιστές. Μετά από μερικές ώρες παιχνιδιού και χαράς, η Φιλαρέτη αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στο όμορφο παλάτι, μιας κι η ώρα είχε περάσει. Στο δρόμο για το σπίτι, μια μοναδική εικόνα την έκανε να σταματήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε, αλλά όποτε το κοιτούσε ένιωθε τόσο περήφανη! Μπροστά της υπήρχε ένα μοναδικό άγαλμα, με τις φιγούρες των Κουρητών, των πολεμιστών με τις ασπίδες και τα όπλα τους. Η Φιλαρέτη σταμάτησε για λίγο, κοίταξε με θαυμασμό τους ήρωες της πόλης της και συνέχισε για το σπίτι. Λίγο πριν φτάσει στο παλάτι, σταμάτησε στο εργαστήριο του αγαπημένου της τεχνίτη. Σήμερα θα τελείωνε τη δουλειά πολλών μηνών και η νεαρή πριγκίπισσα ανυπομονούσε να δει το αποτέλεσμα. Είχε φτάσει πάνω στην ώρα. Μία τελυταία πινελιά, κι ήταν έτοιμη. Α! Είναι πανέμορφη! Τόλμησε μόνο να πει η Φιλαρέτη και την κράτησε με προσοχή στα χέρια της. Πρόσεχέ την! Είναι αφιερωμένη στους θεούς! Της είπε ο τεχνίτης και άφησε την μικρή πριγκίπισσα να αγγίξει το γλυπτό. Ήταν μία Κόρη με πυκνά μαύρα μαλλιά, ακριβώς σαν τα δικά της και πανέμορφο κόκκινο φόρεμα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και λαμπερά και τα χέρια της έδειχναν ότι προσεύχονταν. Η Φιλαρέτη κοιτούσε την Κόρη με θαυμασμό κι εκείνη της χαμογελούσε με τα κόκκινα χείλη της. Φιλαρέτη, σου έχω άλλη μία έκπληξη. Της είπε τότε ο τεχνίτης και από ένα ράφι κατέβασε άλλη μία Κόρη, παρόμοια με την πρώτη. Η πριγκίπισσα σάστισε. Μα είναι αδελφές! Φώναξε από χαρά κρατώντας και τις δυό σφιχτά στην αγκαλιά της! Η Φιλαρέτη δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα στο εργαστήριο γλυπτικής. Οι δύο πανέμορφες Κόρες έμειναν για πάντα στην καρδιά της, θυμίζοντάς της πως τα θαύματα βρίσκονται στα πιο απλά πράγματα. Αλλά κι εκείνες με τη σειρά τους, προστάτευαν την μικρή πριγκίπισσα σε κάθε δυσκολία, μέχρι να γεράσει... Αλήθεια μπαμπά, η όμορφη Κόρη που είναι μέσα, ήρθε από το χωριό μας; Είπε ο Μιχάλης γεμάτος έκπληξη. Φυσικά! Και μάλιστα η αδελφή της, βρίσκεται πίσω στον τόπο μας. Θα πάμε να τη δούμε; Ρώτησε το παιδί γεμάτο χαρά. Όποτε θέλεις! Απάντησε ο μπαμπάς, με ένα τεράστιο χαμόγελο. Κι η Φιλαρέτη; Ίσως να είναι κι αυτή εκεί, πίσω στην Ελεύθερνα. Αν κλείσεις τα μάτια, θα σου πει την ιστορία...


Σελίδα 123

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΑΡΜΑ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΑ Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, ήταν το άρμα Παπαγάλος, που είχε ένα όνειρο. Μόνο ένα όνειρο. Να βγει πρώτο στο καρναβάλι και να κερδίσει το βραβείο! Ένα βράδυ πριν το καρναβάλι όμως, ο οδηγός του άρματος έλαβε μία παράξενη επίσκεψη από τον πιο κακό άνθρωπο της γειτονιάς. Τον περιβόητο μάγο «Κακούργο»! εκείνος του είπε να μην λάβει συμμετοχή στο καρναβαλί, γιατί στις 12.13 ακριβώς κατί πολύ κακό θα γίνονταν. Ο οδηγός όμως δεν τον άκουσε και πήγε. Την επόμενη μέρα στο καρναβάλι, όλα ήταν υπέροχα! Το πλήθος διασκέδαζε, τραγουδόυσε και πετούσε παντου χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες. Ο οδηγός του άρματος Παπαγάλος, ήταν σίγουρος για τη νίκη του. Στις 12.12 όμως, ξαφνικά ο ουρανός συννέφιασε και ξεκίνησε να βρέχει! Στις 12.13 ακριβώς, πάνω στην ώρα που θα ανακοίνωναν τα αποτελέσματα του καρναβαλικού διαγωνισμού, έπεσε ένας τρομερός κεραυνός πάνω στο άρμα Παπαγάλος! Το άρμα έγινε συντρίμμια και όλα είχαν καταστραφεί! Τελικά η κατάρα ήταν αληθινή και ο οδηγός έπρεπε να είχε ακούσει τον κακό μάγο. Όμως, λίγο πριν βάλει τα κλάματα από τη στεναχώρια του, θυμήθηκε πως έχει πάνω του μία φωτογραφία από το άρμα όπως ήταν στην αρχή. Όμορφο και αστραφτερό. Χωρίς να χάσει χρόνο, έδωσε αμέσως την φωτογραφία στους κριτές, οι οποίοι παραδέχτηκαν ότι ήταν το πιο όμορφο άρμα που είχαν δει ποτέ! Έτσι, ο οδηγός πραγματοποίησε το όνειρό του, την πρώτη θέση! Τελικά, η κατάρα λύθηκε χάρη σε μία φωτογραφία , την οποία ο οδηγός κράτησε σαν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, να του θυμίζει την λαχτάρα του για την πρώτη θέση αλλά και την προνοητικότητά του! Έτσι, η κατάσταση σώθηκε και όλοι διασκέδασαν το καρναβάλι για πολλές ώρες ακόμα. Ήταν όλα μέλι γάλα… Ιστόρια από τον μικρό συγγραφέα Βασίλη Πολίτη, στα πλαίσια του μαθήματος Δημιουργικής Γραφής με εμψυχώτρια τη συγγραφέα Ειρήνη Μαθιουδάκη.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 124

ΤΟ ΤΡΕΝΟ (Α΄ ΜΕΡΟΣ) Νουβέλα του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Α΄

Είναι μήνες τώρα που πασχίζω με κάθε τρόπο να συλλάβω τη μορφή του ήρωά μου. Είναι ατέλειωτες οι ώρες που με βασανίζει. Τη μια έρχεται φωτεινός, ακμαίος και ακέραιος, την άλλη τον χάνω στη στιγμή και μάταια για ώρες τον αναζητώ. ΄Έτσι, κάθε προσπάθεια μέχρι στιγμής καταλήγει σε αποτυχία. Λέξεις, εικόνες, πρόσωπα, ήχοι, μυρωδιές, κινήσεις, έρχονται και ξανάρχονται στο νου μου από μόνες τους, ξεκομμένες ολότελα από την συνολική εικόνα που θέλω να δημιουργήσω, αδέσποτες και ακυριάρχητες αρνούνται να γίνουν φράσεις αποδεκτές από τον αναγνώστη, ολοκληρωμένες κι όχι μάταιο αγώνισμα σαν πετριές στον ήλιο. Κάθομαι με τις ώρες μπροστά στο άσπρο χαρτί αλλά η εικόνα, όπως την θέλω ακριβώς και την φαντάζομαι, δεν σχηματίζεται ή, αν αρχίζει και αποκτά μια πρώτη σχηματοποίηση, δεν παραμένει στη συνείδηση τόσο χρόνο, όσο θα ήταν απαραίτητος για τη βιώσιμη ανάπτυξή της. Δεν είναι εύκολη υπόθεση τελικά, ό,τι κι αν λένε διάφοροι αυτόκλητοι μελετητές του φαινομένου, να γράψει κανείς ένα εκτεταμένο αφηγηματικό κείμενο και να το οδηγήσει στο φυσικό του τέλος και να πει με ανακούφιση «ωραία, τελειώσαμε επιτέλους!», όταν μέσα του δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη όλες εκείνες οι διεργασίες που απαιτούνται ώστε ν’ αρχίσει να ρίχνει πυρετωδώς πάνω στο χαρτί όλα τα επιμέρους στοιχεία και περιστατικά που θα απαρτίσουν στο τέλος το επιθυμητό σύνολο με την απόλυτη αλληλουχία και ενάργεια που απαιτεί το σφιχτό δέσιμό τους γύρω από την κυριαρχική προσωπικό-


Σελίδα 125

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

τητα του κεντρικού ήρωα και των προσώπων που κινούνται στο πλάι του ή απέναντί του, στο σκοτεινό ή φωτεινό περίγραμμα της δράσης του, ΄Ετσι, αρχίζει η έρευνα απ’ την αρχή, το ψάξιμο ή, καλύτερα, το ψαύσιμο των κοίλων και των καμπύλων κατά τον ποιητή που δυο ολόκληρα χρόνια αναζητούσε τη μορφή του ήρωά του στο χώρο και τον χρόνο και, τελικά, βρήκε στη θέση του το κενό, κάτω από την εντάφια χρυσή προσωπίδα, κι έτσι ανοίγεται, χωρίς να το πάρει είδηση ο αφηγητής, ένας καινούριος αλλά σίγουρος δρόμος για να μιλήσει περισσότερο για τον εαυτό του και τις πληγές του που κακοφορμίζουν και λιγότερο γι’ αυτόν, του οποίου θέλει να περιγράψει το σύντομο πέρασμά του από την ζωή, τα αγιάτρευτα πάθη του και τα αβέβαια βήματά του στον κόσμο που μας περιβάλλει και μας ταλαιπωρεί. Αυτό έπαθε κι ο ποιητής που ανέφερα λίγο πιο πριν, δύο ολόκληρα χρόνια, όπως έγραψε, πάλευε να βρει το σχήμα του προσώπου του ήρωά του, του βασιλιά της Ασίνης δηλαδή, τον ήχο της φωνής του, τη φορά ή τη λάμψη της ματιάς του, την κίνηση εν τέλει του κορμιού του. Κι όταν κάποτε πίστεψε πώς, επί τέλους έφτασε η ώρα να ευοδωθεί η προσπάθειά του και σήκωσε με αγωνία την εντάφια χρυσή προσωπίδα, βρήκε από κάτω το κενό κι έτσι αυτό που του έμεινε να κάνει στη συνέχεια ήταν, όχι η ανασύσταση πλέον της μορφής του ήρωά του, που, άλλωστε, ούτε ο ΄Ομηρος δεν διανοήθηκε ή δεν θέλησε να κάνει, αλλά η έκθεση των δικών του ψυχικών, συναισθηματικών δηλαδή και νοητικών πεπραγμένων και ν’ αφήσει τον πόνο της ψυχής του να ξεχειλίσει ελεύθερα πάνω στο χαρτί και να σκεπάσει για πάντα με επιτυχία όλα τα κενά που άφησε το πέρασμα του ήρωα από τη ζωή ή την ιστορία. Βγήκε όμως, σε πείσμα της ματαιότητας των ερευνών, ένα εξαίσιο ποίημα. Αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κι εμείς εδώ, έχοντας συγχρόνως και το πλεονέκτημα να μην αναζητούμε τον ήρωα στις δέλτους της Ιστορίας και της συλλογικής μνήμης αλλά μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό και τις μνήμες του, στη γνώση δηλαδή που μας έδωσε η γνωριμία και η βραχύχρονη φιλική σχέση με τον ήρωα, ακόμα κι αν είναι για πολλούς απατηλή και περιορισμένη, αφού ποιος μπορεί πραγματικά να γνωρίσει σε βά-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 126

θος τον πλησίον του, αν δεν γνωρίσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό: Ελπίζω να λειτουργήσει σαν οδηγός μου και καθοδηγητής η βαθιά πεποίθηση ότι ο άνθρωπος αυτός κάτω από άλλες φυσικά συνθήκες, σε ΄άλλες εποχές και υπό άλλες προϋποθέσεις θα είχε ζήσει διαφορετικά τη ζωή του και ότι το ελπιδοφόρο μήνυμα που έστειλε η δράση του και η παρουσία του, όσο ζούσε, δεν πήγε εις μάτην. Τώρα ας πάρουμε τα πράγματα, όχι φυσικά απ’ την αρχή, αλλά με την σειρά που επιβάλλουν οι θεμελιώδεις κανόνες της αφήγησης ώστε να μην προδικάσω με τις δικές μου κρίσεις και παρεμβάσεις το αποτέλεσμα, αφού αυτές δεν έχουν καμία αξία παρά μόνο για μένα τον ίδιο και τα γεγονότα είναι αυτά που από εδώ και στο εξής θα γίνουν ο κύριος οδηγός του αναγνώστη για την συναγωγή των δικών του κρίσεων και των δικών του συμπερασμάτων. Ο λόγος του συγγραφέα είναι πάντα μεροληπτικός, είτε αγαπάει υπερβολικά ή, πολύ σπάνιο, βέβαια, μισεί με πάθος αδικαιολόγητο τους ήρωές του. Μέσα σ’ αυτούς, άλλωστε, φυλακίζει ολόκληρη την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, γι’ αυτό και εδώ τα γεγονότα θα εκτεθούν εντελώς γυμνά από κρίσεις και συμπεράσματα, γυμνά, επίσης, από συναισθήματα κι επιθυμίες και σε χρόνο ενεστώτα για να μπορεί ο έμπειρος και οξυδερκής αναγνώστης να πλάσει με τη φαντασία του τη δική του εικόνα για τον ήρωα και τον κόσμο του, αφού αυτή θα έχει ουσιαστικά και τη μεγαλύτερη αξία για τον ίδιο κι όχι οι μεμψίμοιρες κρίσεις του δημιουργού.

Β΄

Αυτή την ώρα βρίσκεται μέσα στο τρένο της γραμμής Αθηνών – Πατρών – Πύργου, στο τελευταίο βαγόνι. Είναι μόνος. Κατάμονος. Ταξιδεύει δεύτερη θέση για τη γενέτειρά του, την Ανδραβίδα, παλιά και ξεχασμένη πρωτεύουσα του Γαλλικού Πριγκιπάτου της


Σελίδα 127

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Αχαΐας, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με λιγοστά και εγκαταλελειμμένα ερείπια, που δείχνουν μόνο ένα μικρό μέρος από την παλιά της αίγλη. Την αγαπάει την πόλη του κι ας είναι μικρή και ξεχασμένη. Νιώθει μια συγκίνηση, καθώς την σκέφτεται, πρωτόγνωρη, που δεν μπορεί να εξηγήσει με τους κανόνες και τους νόμους της απλής λογικής, αφού δεν έχει περάσει πολύς καιρός, άλλωστε, από τότε που την αποχωρίστηκε την τελευταία φορά: είκοσι μέρες μοναχά! ΄Ένας αδικαιολόγητος φόβος τον έχει κυριέψει, λες και δεν πρόκειται να την ξαναδεί ποτέ, καμία άλλη φορά στη ζωή του. Θεός φυλάξοι! Απέναντί του ακριβώς μια γριά χωριάτισσα που μασουλάει ασταμάτητα με φανερή απόλαυση και ζωώδεις γρυλισμούς. Που βρίσκει τόση όρεξη! Είναι χοντρή, τα χείλη της κάνουν δυνατούς παφλασμούς, όπως τα κύματα που σκάζουν αγριεμένα στα βράχια της ακτής. Σου δίνει την εντύπωση ότι ο μοναδικός προορισμός της ζωήςτης είναι τα φαΐ. Δίπλα της ένα γεροντάκι, ταλαίπωρο και βασανισμένο, που δεν ανοίγει το στόμα του, αν δεν του απευθύνει πρώτα κάποιος τον λόγο, ήρεμο και σοβαρό, ίσως και κάπως φοβισμένο. Στη διπλανή του θέση ένας νεαρός, φοιτητής της Γεωπονικής, όπως θα πληροφορηθεί κατά τη διάρκεια της διαδρομής στις λιγοστές απόπειρες που θα επιχειρήσει για συνομιλία και επικοινωνία. Στη διπλανή τους σειρά θέσεων μια ανάλογη τετράδα επιβατών με διαφορετική όμως συμπεριφορά. Δυο νεαροί θορυβώδεις και ενοχλητικοί που κοιτάζουν συνεχώς δεξιά κι αριστερά ή μπρος και πίσω, με λιγωμένα από τη σεξουαλική στέρηση και τον ανικανοποίητο πόθο μάτια κάθε νεαρό εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου που περνάει από εκεί, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να τον συλλάβουν με τα δίχτυα που έχουν απλώσει. Πλην όμως μάταιος ο κόπος! Απέναντί τους, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ήσυχο και, προφανώς, αδιάφορο για όσα διαδραματίζονται γύρω τους, κλεισμένοι ασφυκτικά στον δικό τους μικρόκοσμο. Αδύνατον να τους συγκινήσει οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση. Το βαγόνι είναι παλιό, βρώμικο και συφοριασμένο, όπως συμβαίνει πάντα δυστυχώς, με τα τρένα της γραμμής αυτής, με φθαρμένα τα καθίσματα, κάποια παράθυρα σπα-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 128

σμένα, άλλα ανοίγουν κι άλλα όχι, τον χειμώνα σκας από τη ζέστη του καλοριφέρ, το καλοκαίρι από τη ζέστη της εποχής και το κάψιμο του ήλιου αλλά πάντα κρυώνεις από τον αέρα που διαπερνάει συνεχώς τα σπασμένα τζάμια ανεξάρτητα από ώρα ή εποχή. Στο δάπεδο σκουπίδια, τσαλακωμένα χαρτιά, κουτιά από αναψυκτικά άδεια από το περιεχόμενό τους, μπουκάλια από μπύρες, καμένα σπίρτα, άδεια πακέτα τσιγάρων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, αποσκευές, βαλίτσες, τσάντες, δέματα και πλαστικές σακούλες, που εμποδίζουν στον μέγιστο βαθμό την κίνηση των επιβατών και των υπαλλήλων του οργανισμού. Φυσικά, κανείς δεν διαμαρτύρεται ποτέ, αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνεται συνεχώς από τότε που ιδρύθηκε η γραμμή, την έχουν συνηθίσει πια και την αποδέχονται μοιρολατρικά. Πού και πού, κάποιος ιδιότροπος υπάλληλος λέει δυο κουβέντες αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Ακόμη και χαρτονένια κουτιά με τρύπες στα πλάγια, για να παίρνουν αέρα τα κοτόπουλα που βρίσκονται μέσα, συνωστίζονται το ένα πάνω ή δίπλα στο άλλο περιορίζοντας και τον ελάχιστο χώρο που απομένει για τις μετακινήσεις των ανθρώπων και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και όρθιοι επιβάτες, που έβγαλαν εισιτήριο τελευταίοι και δεν βρήκαν θέση και για αυτό καραδοκούν σαν αρπακτικά πότε θα σηκωθεί κάποιος από την θέση του για λίγο για να την αρπάξουν και να ξεκουραστούν, όσο μπορούν, αφού πρέπει να σηκωθούν αμέσως μόλις επιστρέψει, εκτός κι αν επιθυμούν να δημιουργήσουν επεισόδιο. Και πάνω απ’ τα καθίσματα, τα ράφια, γεμάτα και αυτά με αποσκευές και άλλα αντικείμενα που κουβαλούν πάντα μαζί τους οι ταξιδιώτες, πολλά απ’ τα οποία προεξέχουν επικίνδυνα να πέσουν και να προσγειωθούν στα κεφάλια των επιβατών, που ρίχνουν πού και πού με φόβο τη ματιά τους για να δουν αν βρίσκονται στη θέση τους καλά στερεωμένα ή έχουν μετακινηθεί από τους συνεχείς κραδασμούς που δημιουργούνται από την κίνηση του τρένου στις σιδηροτροχιές. Ο κόσμος πάει κι έρχεται, συνεχώς και αδιαλείπτως, πάνω κάτω, πάνω κάτω, με ή χωρίς λόγο, τις περισσότερες φορές για να περνάει η ώρα, το ταξίδι, άλλωστε, είναι ιδιαίτε-


Σελίδα 129

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ρα κουραστικό κι όλα άβολα μέσα στο τρένο και η ατμόσφαιρα σε ορισμένα σημεία της διαδρομής ανυπόφορα αποπνικτική από τα τσιγάρα και τον ιδρώτα ή τα βαριά αρώματα που φορούν μερικές γυναίκες. Στα σημεία αυτά γίνεται φανερό ότι ο ήρωάς μας υποφέρει τα μέγιστα, πνίγεται, ανοίγει το παράθυρο για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, δεν καπνίζει άλλωστε και,συνεπώς, ο οργανισμός του δεν είναι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους επιθέσεις από το μολυσμένο περιβάλλον του τρένου. Η κίνησή του αυτή ενοχλεί κάποιους συνεπιβάτες του που διαμαρτύρονται και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση κάθε φορά που προσπαθεί ν’ ανοίξει το παράθυρο. ΄Όλα όμως τελειώνουν πάντα ομαλά. Ευτυχώς, γιατί δεν είναι απ’ τους ανθρώπους εκείνους που τους αρέσουν οι άσκοπες φιλονικίες. Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας, κύματα καυτού αέρα εισβάλλουν συνεχώς από τα ανοιχτά παράθυρα και τα θρυμματισμένα τζάμια του βαγονιού, οι γυναίκες κουνούν με νευρικό τρόπο βεντάλιες, περιοδικά, εφημερίδες, χαρτόνια, ακόμα και τα χέρια τους για να προξενήσουν μ’ αυτό τον αυτοσχέδιο τρόπο κάποια μετακίνηση ψυχρών αέριων μαζών, να δροσιστεί λίγο το φρυγμένο πρόσωπό τους, οι άντρες μετακινούνται για τον ίδιο λόγο αδιάκοπα στα καθίσματα, μάταια όμως, ο αέρας είναι πάντα καυτός και η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ιδρώτας, ανακατεμένες μυρωδιές, φωνές, φασαρία, ανακατωσούρα, σπρωξίματα, ένας μικρός πανζουρλισμός και γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται συνεχώς, με ή χωρίς σκοπό, κρατώντας στα χέρια τεράστιους δίσκους με μπαγιάτικα σουβλάκια, ικανά να σου προξενήσουν κόψιμο και άλλες στομαχικές διαταραχές, αναψυκτικά, εμφιαλωμένα νερά και μπύρες. Και η φωνή τους, με την οποία διαλαλούν την ποιότητα του προϊόντος που πουλούν, πάντα στη διαπασών, γιατί αλλιώς, έτσι ίσως πιστεύουν, δεν πρόκειται να βρουν αγοραστές. Η μηχανή του τρένου αγκομαχάει στον ανήφορο, στον κατήφορο ξεχύνεται ακράτητη και καταπίνει με λαιμαργία τα χιλιόμετρα, αναπτύσσοντας ταχύτητες τέτοιες που δεν ταιριάζουν στον δυναμισμό της, σαν πουλάρι που αφέθηκε ελεύθερο να τρέξει στο λιβά-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 130

δι, στις στροφές όμως κόβει υπερβολικά, δεν γίνεται διαφορετικά, πάντοτε καραδοκεί ο κίνδυνος του εκτροχιασμού. Μέσα σ’ όλ’ αυτά, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που συνωστίζονται ταξιδεύοντας ο ένας πάνω στον άλλον, σχεδόν, ο ήρωάς μας νιώθει μόνος, εντελώς μόνος, ξένος και απόκοσμος. Και είναι φυσικό αυτό, γιατί αυτός και οι άλλοι αποτελούν δύο ή περισσότερους κόσμους διαφορετικούς που έξ ανάγκης και μόνο κινούνται στον ίδιο πλανήτη. Αδυνατεί παντελώς να επικοινωνήσει με τους γύρω του, με τους οποίους δεν τον ενώνει τίποτε, μόνο ο κοινός σκοπός, το κοπιαστικό ταξίδι στο ίδιο βαγόνι, με διαφορετικό όμως προορισμό για τον καθένα. Προσπαθεί να διαβάσει κάτι, μάταια, βέβαια, τα γράμματα χοροπηδούν μαζί με την κίνηση του οχήματος, φεύγουν κάτω από τα μάτια του, ταξιδεύουν κι αυτά με τον δικό τους τρόπο, τα τραντάγματα του τρένου είναι υπερβολικά και συνεχόμενα, στο τέλος παρατάει στην άκρη το έντυπο, το μόνο που του μένει είναι να παρατηρεί, με σχετικό ενδιαφέρον και προσποιητή αδιαφορία, μέσα και έξω από το τρένο, τη φύση και τους ταξιδιώτες, τους σταθμούς και τους ανθρώπους που περιφέρονται σ’ αυτούς, αυτούς που αποβιβάζονται και επιβιβάζονται συνεχώς και προπάντων να συλλογίζεται. ΄Έτσι φτάνει στο σημείο να συλλογίζεται πότε για τη μέχρι εκείνης της στιγμής ζωή του, για τις σχέσεις του με τους άλλους, τους ξένους και τους δικούς του, για την οικογένειά του, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, την προσωπική του ιστορία και την ιστορία των δικών του, τις επιθυμίες τους, τους πόθους και τα όνειρά τους, τις επιτυχίες τους και τις αποτυχίες τους, ένα μακρύ παρελθόν που χάνεται στο βάθος των τριών τελευταίων αιώνων. Τις σκέψεις του αυτές, που τις διακόπτουν συνεχώς και βίαια οι φωνές, η φασαρία και η αντάρα των ταξιδιωτών, των γκαρσονιών, των εισπρακτόρων, όσων εν γένει περνούν ή στέκονται κραυγάζοντας μπροστά του, υπολογίζει κάποτε να τις περάσει στο χαρτί να τις εκδώσει. ΄Ένα ταξίδι είναι η ζωή, συλλογίζεται κάποια στιγμή, κοινότοπη η σκέψη βέβαια αλλά


Σελίδα 131

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

αληθινή, το λέει και κάποιο λαϊκό τραγούδι, άλλος κατεβαίνει νωρίς στον πρώτο σταθμό, άλλος αργότερα στον δεύτερο, στον τρίτο και κάποιοι, τυχεροί αυτοί, στο τέρμα του προορισμού τους. Ο ίδιος, άραγε, σε ποιο σταθμό και πότε θα κατεβεί, αναρωτιέται και χαμογελάει διακριτικά, οι σκέψεις είναι συνεχείς και βασανιστικές και πυρπολούν αδιάκοπα τον νου του. ---------------------------------------Τις προάλλες είχε επισκεφθεί το σπουδαστήριο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών για να επαληθεύσει κάποια στοιχεία που συγκέντρωσε για μια εργασία του που αναφερόταν στην κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς στα 1684. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι θεσμοί που δημιούργησαν οι νέοι κυρίαρχοι του τόπου στη νεοκατακτημένη χώρα, που πριν σφάδαζε κάτω απ’ το βάρος του Οθωμανικού ζυγού, διοικητικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί και άλλοι. Τα στοιχεία που συγκέντρωσε λίγα και λειψά. Τα καινούρια, ανύπαρκτα σχεδόν. Θα έπρεπε να συνεχίσει την έρευνα και στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, όπου τα πάντα, όπως είχε πληροφορηθεί, είχαν καταχωρισθεί με τάξη και μεθοδικότητα, μ’ αυτήν ακριβώς την τάξη και μ’ αυτήν την μεθοδικότητα, με την οποία η πόλη των δόγηδων από ένα απλό και μικρό Βυζαντινό πόλισμα που ήταν στην αρχή αναδείχθηκε τελικά σε κυρίαρχο των θαλασσών της Μεσογείου, μέχρι βέβαια και τη δικιά της υποταγή στα στρατεύματα του Βοναπάρτη που έβαλαν οριστικό τέλος στην κρατική της υπόσταση. Ευκαιρία, ως τότε, να οργιάσει η φαντασία του και να καλύψει, έστω και για λίγο, τα κενά της Ιστορίας. ΄Ετσι, αναδύθηκε προς στιγμήν η μορφή, το περίγραμμα της μορφής καλύτερα κάποιων υποτιθέμενων προγόνων του, που η οικογενειακή παράδοση τους ήθελε πραγματικούς. Λέω υποτιθέμενων, γιατί κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα προς το παρόν με τα γνωστά ιστορικά στοιχεία, εικασίες μόνο μπορεί να κάνει ταξιδεύοντας με τα φτερά της φαντασίας του στο σώμα της Νεώτερης Ιστορίας της Μεσογείου. Βρήκε τρεις με το ίδιο επώνυμο, το δικό του, τρία αδέλφια που πήραν μέρος στην κα-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 132

τάκτηση της Πελοποννήσου μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο ένας καπετάνιος της ναυαρχίδας του Μοροζίνι, που κατά πάσα πιθανότητα θα έδωσε και το σύνθημα για τον βομβαρδισμό της Αθήνας και την ισοπέδωση του Παρθενώνα. Τι φοβερό παρελθόν! Θα ήθελε να μην έβρισκε ποτέ το όνομά του σε μια τέτοια αποτρόπαιη πτυχή της Ιστορίας. Ας μην είχε γίνει ποτέ αυτό το γεγονός, ή ας είχε άλλο αξίωμα ο άνθρωπος αυτός, περισσότερο σεμνό. Οι άλλοι δύο ήταν διοικητές, πρεβεδούροι, όπως τους έλεγαν οι Βενετοί, στη Γαστούνη ο ένας, στο κάστρο Χλεμούτσι ο άλλος, θα έμειναν για χρόνια, ίσως, στην Ελλάδα, αγάπησαν τον τόπο, παρά την κατάκτησή του αργότερα από τους Τούρκους, και τους ανθρώπους του, προφανώς εξελληνίστηκαν πλήρως, βαπτίστηκαν ορθόδοξοι, δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια στην πρώτη τους πατρίδα, τη Βενετία, παντρεύτηκαν Ελληνίδες και έκαναν παιδιά με Ελληνική συνείδηση κι όταν οι Τούρκοι ξανακατάκτησαν τη χώρα, παρέμειναν κι αυτοί εκεί, ενσωματώθηκαν πλήρως στον ντόπιο πληθυσμό, στην επανάσταση του 1821 μάλιστα η οικογένεια είχε τον πρώτο της νεκρό που έπεσε μαχόμενος ηρωικά στο μεγάλο αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ωραία ιστορία για να είναι αληθινή, σκέφτεται καθώς το τρένο καταπίνει τα χιλιόμετρα αγκομαχώντας, πλούσια σε συγκινήσεις και ιδεολογήματα. Υλικό πρώτης τάξεως για μυθιστόρημα, αν εμπλουτιστεί με τα κατάλληλα γεγονότα, όχι όμως και για ιστορικό δοκίμιο σαν αυτό που θέλει να γράψει ο ίδιος. Τα βιβλία που διάβασε δεν λένε πολλά, δεν αναλίσκονται σε λεπτομέρειες και αναλυτικές περιγραφές, γενεαλογικά δέντρα ή οριζόντιες και κάθετες σχέσεις των προσώπων που αναφέρουν, μόνο ονόματα και ιδιότητες ή αξιώματα, τίποτα ατομικό, δεν αναφέρονται σε προσωπικά κίνητρα και αιτίες, συναισθήματα ή επιθυμίες, όλα αυτά που απασχολούν καθημερινά τον απλό άνθρωπο και αποτελούν την υλική βάση ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος. ΄Έτσι, θα ήθελε να είχαν μείνει έτσι απλά στον τόπο αυτό γιατί τον αγάπησαν πραγματικά, ακόμα κι ο καταστροφέας του Παρθενώνα θα επιθυμούσε πολύ να είχε κάνει από άγνοια ή από ανάγκη ό,τι έκανε, αφού η Ακρόπολη αποτελούσε τότε


Σελίδα 133

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Αθήνα κι ύστερα, σαν καλός χριστιανός ή, καλύτερα, σαν καλός πατριώτης, έστω και εκ μετεγγραφής, να ζητούσε συγγνώμη από τον λαό και την Ιστορία. Δεν πρέπει να εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα, σκέφτεται, πώς ήταν δυνατόν άλλωστε, η έρευνα στα αρχεία της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Αδριατικής, ίσως, να δείξει κάτι άλλο, ότι απλά δηλαδή μετά την πτώση από το αξίωμα του δόγη του γέρου Μοροζίνι ή και μετά τον θάνατό του, το κόμμα τους που κυβερνούσε τόσον καιρό θα παραμερίστηκε από την εξουσία, θα την έχασε και, όπως γίνεται συχνά στην Ιστορία, ανέβηκαν άλλες κλίκες κι άλλα άτομα σε κυβερνητικά ή άλλα αξιώματα κι αυτοί, φυγάδες πια, πρόσφυγες πολιτικοί, όπως συμβαίνει συχνά στα ολιγαρχικά καθεστώτα, ήλθαν σε γνώριμα εδάφη, σε ανθρώπους γνωστούς τους από το παρελθόν, όχι ως κατακτητές πια ούτε, βέβαια, ως περιηγητές, όπως θα γίνεται στο μέλλον, αλλά ως μόνιμοι κάτοικοι του τόπου, παντρεύτηκαν, απόκτησαν παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, έμαθαν καλά τη γλώσσα σαν τη μητρική τους, άλλωστε στην πατρίδα τους ήταν συνηθισμένοι να ακούν Ελληνικά λόγω του μεγάλου αριθμού των Ελλήνων που ζούσαν εκεί, ασπάστηκαν το θρήσκευμα, εξελληνίστηκαν μ’ ένα λόγο, εντάχθηκαν απόλυτα στον ντόπιο πληθυσμό, πολέμησαν αργότερα με πάθος για τα δίκαια των νέων συμπατριωτών τους, των Ελλήνων δηλαδή, έδωσαν τον πρώτο τους νεκρό στον επικό αγώνα της ανεξαρτησίας κι οι απόγονοί τους σέρνουν ακόμα τα βήματά τους στα ίδια τούτα χώματα κρατώντας μέσα τους μια μακρινή μονάχα ανάμνηση της Βενετσιάνικης καταγωγής τους. Αυτή η δεύτερη εκδοχή του φαίνεται πιο πιθανή, πιο σύμφωνη με τα δεδομένα της Ιστορίας και την συμπεριφορά των ανθρώπων που κρατούν για πολλά χρόνια αξιώματα στα χέρια τους, η πρώτη μοιάζει περισσότερο με απόπειρα συγγραφής ιστορικού μυθιστορήματος, τα ψυχολογικά της δεδομένα κυρίως και τα κίνητρα αποτελούν ισχυρότατο ερεθισμό για έναν ευαίσθητο συγγραφέα, πολύ το συναίσθημα που περιέχει, ο ίδιος θα ήθελε, φυσικά, να ισχύει η πρώτη, δεν του άρεσαν ποτέ και δεν τον συγκινούσαν καθόλου οι μηχανορραφίες και οι ίντριγκες κάθε μορφής, έχει ζήσει, άλλωστε, τόσες πολλές


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 134

στην πολυάνθρωπη οικογένειά του, δεν θέλει να νιώθει τις ρίζες του τόσο βαθιά στην Ιστορία και το ένδοξο παρελθόν των προγόνων του, μια ήσυχη ζωή ήθελε πάντα, να είναι απλά ένας απλός άνθρωπος, τι μπορεί να κάνει όμως τώρα, σηκώνει τα χέρια του ψηλά, το παρελθόν είναι τελειωμένο, δεν ανατρέπεται κι ούτε ξαναγράφεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των απογόνων, οφείλει να το δεχτεί όπως είναι, αδιαμαρτύρητα, ακόμα κι αν τον αποδιώχνει ή τον αηδιάζει, να το ερμηνεύσει μόνο μπορεί και, ίσως, αλλά δεν είναι τέτοιος τύπος, να το διαστρεβλώσει ή να το εξωραΐσει. ΄Ένα ακόμα γεγονός τον μπερδεύει κάπως, ίσως υπάρχει κι άλλη αντίληψη ή άλλη ροή των γεγονότων, ίσως έγιναν αλλιώς, για άλλους λόγους, τα πράγματα, διαβάζοντας πρόσφατα τα απομνημονεύματα του Καζανόβα, αυτού του μεγάλου λάτρη του έρωτα και του ανθρώπινου κορμιού, που ζούσε έντονα και καθημερινά σαν περιπέτεια την ερωτική πράξη, ξαναβρήκε πάλι τ’ όνομά του μπροστά στα μάτια του, στα μέσα του 18 ου αιώνα στην Κέρκυρα, όπου ο μεγάλος ερωτικός σαγήνευσε μια όμορφη δεκαεφτάχρονη Βενετσάνα, της οποίας ο συνονόματός του σύζυγος ήταν διοικητής γαλέρας του στόλου της Βενετίας κι ο Καζανόβας υπασπιστής του, ίσως το πιο σωστό θα ήταν να έλεγε κανείς υπασπιστής της γυναίκας του κι όχι του ίδιου. Το κείμενο του το είχε υποδείξει ένας φίλος του ποιητής από τον Πύργο. ΄Ένα είναι το γεγονός, του είπε γελώντας σαρκαστικά όταν του έδινε το βιβλίο για να το διαβάσει, ο Καζανόβας την καμάκωσε με ευκολία την κυρία και γευόταν τους καρπούς του έρωτά του για τρία ολόκληρα χρόνια στ’ αρχοντικό τους στην Κέρκυρα. ΄Ύστερα τράβηξε για άλλες περιπέτειες σε άλλους τόπους. Εσύ όμως, συνέχισε κοιτώντας τον με νόημα, μπορείς να πας στο νησί και να διεκδικήσεις πατρογονική κληρονομιά. Μπερδεύτηκε πραγματικά. Λες να μην ήρθαν τότε, αν ήρθαν ποτέ, στην Πελοπόννησο οι πρόγονοί του, άρχισε να σκέφτεται πάλι μια άλλη εκδοχή, αλλά συνέχισαν να ζουν στη Βενετία; Κι αν έφυγαν για πάντα από κει από ντροπή για τα καμώματα της όμορφης κυρίας; Και τότε; Μήπως θα ήταν καλύτερα να πει κανείς ότι κάποιοι από την οικογένεια ήρθαν πραγματικά, κάποιοι άλλοι όχι, έμειναν στον τόπο τους ή μετανάστευσαν στην


Σελίδα 135

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Κεφαλονιά όπου πρόσφατα ανακάλυψε άγνωστο παρακλάδι της; Φυσικά για τίποτα δεν μπορεί να εκφέρει σίγουρη γνώμη, αφού τίποτα δεν έχει ερευνήσει ακόμα εξαντλητικά. Στο άμεσο μέλλον αυτή θα πρέπει να είναι η πρώτη του δουλειά. Το ελπίζει. Συζήτησε κάποια στιγμή το θέμα παλιότερα με την αδελφή του. Μην δίνεις βάση στο όνομα, του είπε, κι άλλοι έχουν ξενικά ονόματα αλλά δεν είναι ξένοι, στα παλιότερα χρόνια υπήρχε η συνήθεια ο δούλος, ο υπηρέτης, ο πάροικος να παίρνει το όνομα του αφέντη του σε ένδειξη τιμής και σεβασμού προς το πρόσωπό του και, φυσικά, και για καταξίωση δική του γιατί, πώς να το κάνουμε, ένα διάσημο όνομα έχει οπωσδήποτε, μεγαλύτερο βάρος στη συλλογική συνείδηση. Πιθανόν, λοιπόν, οι ένδοξοι πρόγονοί μας να μην ήταν παρά υπηρέτες της μεγάλης αυτής Βενετσιάνικης οικογένειας που κυριάρχησε στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα και να πήραν τα’ όνομά τους απ’ αυτήν κατά την πάγια τακτική της εποχής. Και από τότε ονομαζόμαστε έτσι. ΄Η μπορεί πάλι, έχεις μήπως σκεφτεί κι αυτή την εκδοχή, ο πρώτος στη χρονολογική σειρά πρόγονός μας να ήταν νόθος γιος ενός από τα τρία αδέλφια που αναφέρει η ιστορία και να πήρε τ’ όνομά του, είτε τον αναγνώρισε είτε όχι. Μια οικογένεια νόθων, λοιπόν, με νόθες καταβολές και νόθα σκέψη. Θαύμασε τον ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον κυνισμό που διέκρινε τη σκέψη της αδελφής του. Πάντα τη θαύμαζε γιατί σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όταν η σκέψη των άλλων βάλτωνε και πνίγονταν στα αβαθή τενάγη της αναποφασιστικότητας, αυτή πάντοτε θα έβρισκε τη λύση, γι’ αυτό κι ο ίδιος πάντα κατέφευγε σ’ αυτήν κι ας αποτελούσαν οι δυο τους δύο ανόμοιους μεταξύ τους χαρακτήρες. Δεν το δέχομαι, της αποκρίθηκε, ήταν πολύ νωρίς άλλωστε ν’ αποδεχτεί μια τέτοια εκδοχή που δεν ταίριαζε καθόλου με την αρχοντιά της οικογένειας κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, ο παππούς είχε τρεις χιλιάδες στρέμματα στην κατοχή του, πού τα βρήκε, τα πιο εύφορα χωράφια της περιοχής, τεράστια περιουσία με τα τότε δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να είναι γόνος δούλων και υπηρετών ένας τόσο μεγάλος ιδιοκτήτης, μια τόσο μεγάλη οικογένεια σαν τη δική μας δεν μπορεί παρά να έχει αρχοντική καταγωγή.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 136

΄Έστω και νόθα!

--------------------------

Τώρα μόνος στο τρένο τα φέρνει όλα στο μυαλό του και τα βασανίζει κι έτσι δεν παρακολουθεί κάθε στιγμή όλα, όσα γίνονται γύρω του. Σκέφτεται πως η αγάπη, ο πόθος καλύτερα ή το πάθος για την εξουσία και την κατάκτησή της είναι πολύ σοβαρός λόγος, κίνητρο ικανό και αναγκαίο για να κινήσει τα νήματα της Ιστορίας, να δραστηριοποιήσει θετικά ή αρνητικά το σύνολο αλλά και τα άτομα για να την διεκδικήσουν ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε συνέπειες και μάλλον αυτό πιστεύει, θέλει να πιστεύει καλύτερα ότι πρέπει να συνέβη και με τους προγόνους του, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Πολέμησαν, λοιπόν, με πάθος για την εξουσία, δεν ήταν φαίνεται πολύ καλοί και ικανοί μηχανορράφοι ή βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολύ σοβαρότερους ανταπαιτητές της και καλύτερους γνώστες των λεπτομερειών της πολιτικής διεκδίκησης με παράδοση στις ίντριγκες και αποφασιστικότητα παραδειγματική, η Ιστορία της Βενετίας άλλωστε είναι γεμάτη από τέτοια γεγονότα, άριστοι μαθητές του Βυζαντίου το αρχοντολόι της, γι’ αυτό και από πόλη της αυτοκρατορίας μετέτρεψαν την ίδια σε αυτοκρατορία και κυριάρχησαν στο εμπόριο της Μεσογείου, απέτυχαν λοιπόν στον πόλεμό τους, τον έχασαν, ακολούθησαν στη συνέχεια τη μοίρα των ηττημένων ηγετών, αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν κάποιες συνέπειες, τη φυλάκιση στα σκοτεινά μπουντρούμια της ή τη θανατική καταδίκη, ενδεχομένως, για πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησής τους, κατέφυγαν σε τόπο που γνώριζαν καλά από το παρελθόν, όπου οι άνθρωποι και τα πράγματα, οι κατα-


Σελίδα 137

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

στάσεις τους ήταν οικεία, οι συμπεριφορές και οι ψυχολογίες και, παρά την πλήρη επικράτηση των Οθωμανών, εντάχθηκαν σιγά –σιγά στο γενικό σύνολο, παρέμεινε μες στους αιώνες το όνομα αλλά χάθηκε η εθνική συνείδηση, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η προσωπική ιστορία και οι μνήμες, μετά την Τρίτη γενιά ξεχάστηκαν τα πάντα, το πάθος για την εξουσία μόνο και μια μακρινή ανάμνηση της καταγωγής παρέμεινε στο υποσυνείδητό τους που φτάνουν ως τις μέρες μας, εξελληνίστηκαν πλήρως, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η επιθυμία της επιστροφής στο γενέθλιο τόπο ατόνησε με τον καιρό, η εκδίκηση ήταν πόθος διακαής της πρώτης γενιάς μόνο, ίσως λίγο και της δεύτερης, από την Τρίτη και μετά ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ελλήνων κυριαρχεί οριστικά ως καταλύτης στις ψυχές τους, κάποτε πέφτει και η ίδια η Βενετία στα χέρια των Γάλλων, καταλύεται κι η αυτοκρατορία, τα παιδιά τους, εκτός κάποιων εξαιρέσεων που συνεχίζονται ως σήμερα λόγω παραδόσεως ή συνήθειας, παίρνουν πια Ελληνικά ονόματα, συμμετέχουν σε όλους τους πολέμους της νέας τους πατρίδας. Δεν ξεχωρίζουν πια σε τίποτα από τον ντόπιο πληθυσμό, η μακρινή τους καταγωγή από μια επιφανή οικογένεια της Βενετίας είναι μια θολή ανάμνηση μονάχα, κρυμμένη με επιμέλεια στο οικογενειακό ασυνείδητο, ένας μύθος πια που συντηρείται, αν θέλετε, ακόμα και σήμερα, περισσότερο ως μια επιθυμία για ευγενική καταγωγή ώστε να δικαιολογούνται με επάρκεια κάποια προνόμια, άτυπα βέβαια, κάποιες απολαβές με φόντο την εξουσία, σε συνάρτηση πάντα με τη μεγάλη περιουσιακή κατάστασή τους, για στενές σχέσεις με πρίγκιπες και ευγενείς κάθε βαθμίδας και προέλευσης ή καταγωγής, για αγάπη απροσδιόριστη για την Ιταλία και κάθε τι το Ιταλικό, για τον πολιτισμό της και τη γλώσσα της και, ιδιαίτερα, για την ξεπεσμένη σήμερα γαλάζια πόλη των νερών και την Ιστορία της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που όλα τα παιδιά σχεδόν μαθαίνουν τα Ιταλικά παράλληλα με τα Ελληνικά που αποτελούν σήμερα τη μητρική τους γλώσσα. Μάλιστα, παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο να μη δυσκολεύονται καθόλου στην εκμάθηση αυτής της γλώσσας, σαν να την έχουν μέσα τους από παλιά κι απλά η διδασκαλία στα φροντιστήρια τους τη θυμίζει.


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 138

΄Όλα αυτά τα στοιχεία που σκέφτεται τούτη τη στιγμή βλέπει ότι επιβιώνουν ως σήμερα στους απογόνους τους του 20ου αιώνα και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίσουν να επιβιώνουν και στο μέλλον, στον 21ο και στον αιώνα τον άπαντα. Βρίσκονται στο D.N.A. τους, συστατικό στοιχείο της ίδιας τους της ύπαρξης και της απρόσκοπτης επιβίωσής τους στο μέλλον, συλλογίζεται και χαμογελάει με ικανοποίηση. ΄Όλα τα μέλη της οικογένειάς τους μετρούν πάντα τα πράγματα καλά, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, υπολογίζουν από πριν με ακρίβεια τα αποτελέσματα, δεν ενεργούν ποτέ αν πρώτα δεν βεβαιωθούν οριστικά για τις εξελίξεις, γι’ αυτό και καθυστερούν πολλές φορές στις αποφάσεις τους, όμως δεν κάνουν εύκολα λάθη, ανακατεύονται ενεργά με την πολιτική, απ’ αυτούς έχουν εκλεγεί κατά καιρούς βουλευτές και υπουργοί, δήμαρχοι και σύμβουλοι, έχουν διορισθεί νομάρχες και διοικητές δημόσιων οργανισμών, πολιτικά πρόσωπα όλων σχεδόν των παρατάξεων, δεν τους διέκρινε ποτέ άλλωστε μια σταθερότητα γραμμής ή στάσης. Χαμογελάει, δεν ξέρει αν αυτό είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα. Εξαρτάται μάλλον από τη γωνία από την οποία βλέπει κάποιος τα πράγματα. Κι ακόμη αυτό που βλέπει κανείς είναι η σύμπνοια που διέπει τα μέλη της οικογένειας ακόμα κι αν βρίσκονται σε αντίπαλες παρατάξεις, βοηθάει πάντα ο ένας τον άλλον, συνεργάζονται στενά μεταξύ τους παρά τις φαινομενικά ισχυρές αντιθέσεις που μπορεί να τους χωρίζουν, άλλοι στο παρασκήνιο κι άλλοι στο προσκήνιο, μάχιμοι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής, συνδεδεμένοι ταυτόχρονα μεταξύ τους και μαζί μ’ ένα ευρύ και ισχυρό πλέγμα πολιτικών υποστηρικτών και τοπικών παραγόντων, πολιτικών πελατών ή συνεργατών και πιστών οπαδών που δρουν για λογαριασμό τους πάντα, με τυφλή αμοιβαιότητα βέβαια ως προς τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις, ταυτισμένοι πλήρως με ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής ζωής της χώρας κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα και συγχρόνως με όλες τις διακλαδώσεις της, τις σκοτεινές ή φωτεινές πτυχές της, μόνιμοι συντελεστές και δράστες κάθε καλού και κάθε κακού, μεγάλου ή μικρού, σ’ αυτή τη δύσκολη χώρα που τώρα πια είναι η πατρίδα τους. ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ


Σελίδα 139

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ

Της Εύας Πετροπούλου Λιανού

Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή εξωτική Ζαριστάν, ζούσε ένας γεωργός. Τον έλεγαν Ζαχίρ. Ήταν άνθρωπος καλός και υπομονετικός. Αγαπούσε τη γη σαν να ήταν η οικογένειά του. Κάθε μέρα σηκωνόταν πριν την ανατολή του ήλιου και πήγαινε στο χωράφι του, να το καθαρίσει και να το οργώσει. Έπρεπε γρήγορα να ετοιμάσει το χώμα για τους σπόρους που θα έσπερνε την άνοιξη. Ο Ζαχίρ κάθε τόσο καθάριζε με την τσουγκράνα του το χωράφι του από τα ξερά χόρτα, και τότε σταματούσε και κοιτούσε τον ουρανό. Θαρρείς και έλεγε ένα μεγάλο ευχαριστώ εκεί ψηλά στα σύννεφα, στον ήλιο, στα πουλιά ή κάπου αλλού. Όταν έφτανε το απόγευμα σταματούσε να φάει μια μπουκιά από το κολατσιό του. Και αφού τέλειωνε... Έπιανε πάλι την τσουγκράνα του μέχρι που νύχτωνε και, αποκαμωμένος πια, επέστρεφε στο σπίτι του. Η ζωή του Ζαχίρ, για χρόνια, ήταν σκληρή και μοναχική και ούτε φίλους είχε για να μοιραστεί τα καθημερινά. Ούτε γείτονες έμεναν δίπλα στο, απομακρυσμένο από την πόλη Ζαριστάν, σπίτι του. Στην πόλη της Ζαριστάν οι παραδόσεις ήταν πολύ σημαντικές και οι κάτοικοι τις ακολουθούσαν κατά γράμμα. Έτσι, λοιπόν, ο Ζαχίρ, μιας και ήταν πολύ φτωχός χωρίς καθόλου χρήματα και χωράφια, ούτε να παντρευτεί μπορούσε. Στη χώρα της Ζαριστάν οι γυναίκες ήταν λίγες και οι οικογένειές τους σχεδόν τις πουλούσαν σε πλούσιους γαιοκτήμονες, έτσι ώστε να μπορέσει να επιβιώσει και η υπόλοιπη οικογένεια. Άδικο για τις γυναίκες της Ζαριστάν. Δεν γνώριζαν ποτέ την αληθινή αγάπη. Αλλά και πολλοί άντρες της Ζαριστάν έμεναν μόνοι, αφού δεν είχαν χρήματα και υπάρχοντα για να διαλέξουν τη μελλοντική νύφη. Αυτά ήταν τα ήθη και τα έθιμα όμως. Ο Ζαχίρ ήξερε το ριζικό του. Αλλά δεν ήθελε να μείνει μόνος. Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ αλλάξει το μέλλον του. Σκεπτόταν όλη τη νύχτα πώς θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη ζωή του. Το επόμενο πρωί κατέβηκε στο παζάρι της Ζαριστάν. Αγόρασε λογής λογής μπαχάρια και χρώματα και έλαια μεθυστικά. Πήρε και ένα καραβόπανο και μπόλικα ξύλα. Όταν τέλειωσε με τις αγορές του, επέστρεψε στο σπίτι του. Άδειασε όλα τα ψώνια πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή δεν ήξερε για ποιο λόγο τα αγόρασε όλα αυτά, θαρρείς και μια μαγική δύναμη τον έσπρωξε να το κάνει. Άνοιξε τα μπαχάρια και τα δοχεία με τα αρωματικά έλαια, τα έβαλε σε μεγάλα καζάνια και άρχισε να τα ανακατεύει για ώρες. Όλη μέρα και όλη νύχτα τ’ ανακάτευε κι έλεγε λόγια αγάπης. Πρόσθεσε στα καζάνια μερικά φρούτα εξωτικά και άλλα βοτάνια. Όλο αυτό το μείγμα άρχισε να μετατρέπεται σε μια παχύρρευστη κρεμώδη υφή. Ο Zαχίρ άπλωσε το καραβόπανο στο τραπέζι και άρχισε να κόβει το ύφασμα σε σχήμα ενός ανθρώπου. Όλη τη νύχτα πάλευε ο γεωργός με το πανί και ξημερώματα πια, πήρε μερικά πινέλα κι άρχισε να μπογιατίζει αυτό το απρόσωπο πανί. Ο γεωργός επί δυο μερόνυχτα συνέχιζε να ζωγραφίζει πάνω στο πανί, δεν έτρωγε, δεν έπινε ούτε νερό. Εγκατέλειψε το χωράφι του και τη σοδειά του. Ήταν τόσο απασχολημένος με το πανί του και τις μπογιές του. Ίσως να αποτύπωνε τα όνειρά του. Φαινόταν πολύ απασχολημένος κι αφοσιωμένος στο έργο


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 140

του. Ν’ αγγίζει το πανί με τα πινέλα του και μια πάνω, μια κάτω, γέμιζε το πανί με ζωή. Η τελευταία πινελιά. Ο Ζαχίρ πήρε τα ξύλα, τα καρφιά και ένα σφυρί και άρχισε να τα καρφώνει πάνω στο πανί. «Νομίζω ότι είναι έτοιμο», ψιθύρισε ο γεωργός. Σήκωσε ψηλά την κατασκευή του και την κρέμασε στο τοίχο του δωματίου του. Ένας θαυμάσιος πίνακας. Πάνω στο καραβόπανο υπήρχε μια γυναίκα. Ο γεωργός είχε ζωγραφίσει τη φιγούρα μιας γυναίκας. Με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά και ένα χαμόγελο στα χείλη. Την είχε ζωγραφίσει μ’ ένα πολύ όμορφο κόκκινο φόρεμα. Από εκείνη την ημέρα, ο γεωργός έγινε αχώριστος με το πορτραίτο του. Έδειχνε πιο χαρούμενος και αισιόδοξος. Η ζωή του ήταν γεμάτη από αγάπη και συντροφικότητα. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε καλημέρα στο πορτραίτο. Του μιλούσε με γλυκόλογα σαν να ήταν αληθινός άνθρωπος. Του μιλούσε για τους φόβους του και για τα όνειρά του. Όταν ο γεωργός επέστρεφε από τη Ζαριστάν έλεγε τα νέα του χωριού στον πίνακα. Με την πρώτη ζέση του ήλιου, ο γεωργός πήγε στο χωράφι του και έσπειρε τους σπόρους. Αργότερα οι βροχές ήρθαν. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν. Το χωράφι είχε πλέον ευδοκιμήσει. Η σοδειά ήταν έτοιμη να μαζευτεί. Ο Ζαχίρ γυρνούσε σπίτι του χαρούμενος και μιλούσε στο πορτραίτο με τις ώρες, αυτή τη φορά για το χωράφι του, που είχε πλέον φυτευτεί με σπόρους και αυτοί θα μεγάλωναν, φέρνοντας μια καλή σοδειά στο γεωργό. Εξιστορούσε τα πάντα και τα ανέλυε με περίσσια χάρη μέχρι που αποκοιμιόταν. Και οι μέρες περνούσαν… Οι μήνες. Τα χρόνια. Οι εποχές έφερναν ζωή και μπουμπούκια στα λουλούδια και φρούτα στα δέντρα. Έφερναν χιόνι στα βουνά. Και το καλοκαίρι ήρθαν τα χελιδόνια και έφτιαξαν φωλιές κάτω από τις στέγες. Ο γεωργός είχε βρει την ευτυχία μέσα από τη δημιουργία του, είχε ζωγραφίσει μια υπέροχη γυναίκα που θα ήταν πάντα εκεί μαζί του, θα τον στήριζε και θα τον καταλάβαινε όταν θα ήταν στεναχωρημένος... Ήταν ένα θαύμα, τόση αγάπη συγκεντρωμένη. Ο Ζαχίρ δεν ένιωθε πια μόνος. Η απογοήτευση και η κατήφεια είχαν περάσει πια. Φάνταζαν σαν αναμνήσεις από μια άλλη ζωή. Τώρα είχε συντροφιά: το πορτραίτο. Μερικές φορές ένιωθε ότι ήταν ζωντανό, γιατί έμοιαζε να του χαμογελάει σε κάθε αστεία ιστορία του. Αλλά και στις στενάχωρες στιγμές θαρρείς το πρόσωπο του πορτραίτου καταλάβαινε και... τα μάτια του γίνονταν πιο θλιμμένα. Τέτοιες στιγμές γεμάτες από αγάπη και συμπόνια ζούσε ο γεωργός. Μέχρι που μια μέρα, μετά από χρόνια πολλά, τα μαλλιά του άσπρισαν και το πρόσωπό του γέμισε ρυτίδες. Το σώμα του έγινε βαρύ σαν μολύβι. Ο γεωργός ξάπλωσε στο κρεβάτι του έχοντας το πορτραίτο αντικριστά για να το κοιτάει. Έκλεισε τα μάτια του, με ένα χαμόγελο στα χείλη.... Το επόμενο πρωί, ο ήλιος ανέτειλε λαμπερός. Ο γεωργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά τα μάτια του. Και έμεινε το πορτραίτο μονάχο του, να κοιτάει τον δημιουργό του. Ένα δάκρυ φάνηκε να κυλάει από τα μάτια της γυναίκας με τα μαύρα μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια. ΤΕΛΟΣ


Σελίδα 141

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ Του Αντώνη Κατσαρού Μια φορά ήταν μια πριγκίπισσα που είχε όλα τα καλά του κόσμου. Είχε όμως και έναν φίλο, τον Αυγερινό ο οποίος την επισκεπτόταν μία φορά κάθε εβδομάδα. Η πριγκίπισσα τον περίμενε κάθε φορά με αγωνία. Ο Αυγερινός της διηγούταν ιστορίες από τον κόσμο του, έναν κόσμο μακριά από τον αυτόν της πριγκίπισσας, γεμάτο αγάπη, καλοσύνη και φιλία. Μια εβδομάδα ο Αυγερινός δεν εμφανίστηκε. Ούτε δεύτερη, ούτε και τρίτη. Η πριγκίπισσα ανησύχησε. Κάτι θα είχε πάθει ο φίλος της. Αποφάσισε λοιπόν να πάει να τον βρει. Πήγε στον Βασιλιά-πατέρα της και του ζήτησε ένα διαστημόπλοιο. "Κόρη μου τι λες; Τι είναι αυτά που ζητάς;" τη ρώτησε ο Βασιλιάς. "Δεν ακούω τίποτα. Είπες ότι μπορώ να έχω ότι θέλω. Ε, αυτό θέλω τώρα, ένα διαστημόπλοιο". Τι να κάνει ο Βασιλιάς, της το έδωσε μαζί με ένα από τα καλύτερα πληρώματα του κόσμου. Η πριγκίπισσα φόρεσε τη στολή του αστροναύτη και μπήκε στο διαστημόπλοιο. Τι περίεργη που έμοιαζε με αυτό το κράνος. Το μαλλιά της δεν φαίνονταν καλοχτενισμένα όπως συνήθως, ούτε έλαμπε η τιάρα στο κεφάλι της. Μπορεί να μην έδειχνε όσο όμορφη είχε συνηθίσει, όμως έπρεπε να βρει τον φίλο της. "Που πάμε πριγκίπισσά μου;" ρώτησε ο αρχηγός του πληρώματος. "Στον πλανήτη του Αυγερινού" απάντησε η πριγκίπισσα. "Μα ποιου Αυγερινού;" ξαναρώτησε ο αρχηγός. "Του φίλου μου. Έχει έναν υπέροχο πλανήτη, γεμάτο αγάπη, γεμάτο φίλους και χωρίς κινδύνους και εχθρούς. Με επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα και τώρα έχει χαθεί" απάντησε η πριγκίπισσα. Ο αρχηγός κοίταξε το υπόλοιπο πλήρωμα με απορία. "Μήπως αυτός ο Αυγερινός είναι ένας ψηλός, αδύνατος νεαρός, που φοράει πάντα πράσινα ρούχα;" ρώτησε τελικά ο αρχηγός. "Ναι, αυτός είναι. Ευτυχώς τον ξέρεις. Πάμε αμέσως στον πλανήτη του" διέταξε η πριγκίπισσα. "Δεν χρειάζεται να πάμε πουθενά πριγκίπισσα μου. Ο Αυγερινός ζει στο χωριό μας, εδώ στο βασίλειο. Έμαθα πως είναι άρρωστος, στο κρεββάτι" απάντησε ο αρχηγός του πληρώ-


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 142

ματος. Η πριγκίπισσα έκπληκτη έβγαλε το κράνος της και ζήτησε να την οδηγήσουν στο σπίτι του. Ο Αυγερινός την κοίταξε και της είπε χαμογελώντας "Επιτέλους, ήρθες και στον δικό μου κόσμο"…

Ο Αντώνης Κατσαρός ήταν ένας από τους μαθητές των σεμιναρίων της Εύας Πετροπούλου-Λιανού που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο και παρακολούθησε με επιτυχία, τα σεμινάρια της, καθώς και τις ασκήσεις και έγραψε αυτό το παραμύθι ακλουθώντας πιστά τη μεθοδολογία της.


Σελίδα 143

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗΣ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Πριγκίπετ μια πριγκιποπούλα πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Κάθε μέρα σχεδίαζε διαστημόπλοια να ταξιδεύουν στο φεγγάρι κι αυτή μ’ ένα χαρτόκουτο στο κεφάλι προσποιούταν ότι ήταν αστροναύτης που μόλις ανακάλυψε ένα καινούργιο πλανήτη. Ο πατέρας της Πριγκίπετ, ένας σωστός βασιλιάς με τα όλα του, δεν ήθελε η κόρη του να ασχολείται με πλανήτες και άστρα, παρά μόνο με τα μαθήματά της για να γίνει μια δεσποινίδα μεγαλώνοντας με καλούς τρόπους και γνώσεις για να την παντρέψει με το πριγκιπόπουλο που είδε στον ύπνό του να φτάνει με το άσπρο του άλογο. Όταν ήταν τα γενέθλια της Πριγκίπετ και όλο το παλάτι ετοιμαζόταν να κάνει το καλύτερο γλέντι για χάρη της, η πριγκιποπούλα ζήτησε από το σεφ του παλατιού να της φτιάξει μια τούρτα που να μοιάζει με διαστημόπλοιο και σε όλες τις διακοσμήσεις να ήταν οι φωτογραφίες της από την μια να κατακτάει έναν πλανήτη, από την άλλη να κάνει χειραψία με έναν εξωγήινο κι άλλα τέτοια. Ο πατέρας της μόλις έμαθε για όλα αυτά εξαγριώθηκε. Απαγόρευσε σε όλους τους υπαλλήλους του να υπακούσουν στα καμώματά της κόρης του και αντίθετα να ετοιμάσουν ένα γλέντι όπως ταιριάζει σε μια σωστή πριγκιποπούλα. Η Πριγκίπετ κλείστηκε στο δωμάτιό της κι έκλαιγε κι έκλαιγε απαρηγόρητη. Το δωμάτιό της ξαφνικά σκοτείνιασε κι όταν επανήλθε το φως, βρήκε μπροστά της μια μαγική σφαίρα που έμοιαζε με φεγγάρι. Όταν την πήρε αγκαλιά ένας πράσινος όμορφος εξωγήινος εμφανίστηκε μπροστά της. Η Πριγκίπετ δεν τρόμαξε. Ο εξωγήινος τη συμβούλεψε να πάει στο γλέντι για χάρη της όπως το κανόνισε ο πατέρας της κι αυτή να μην ανησυχεί. Απλά να μην ξεχνούσε να πάρει και την μαγική σφαίρα μαζί της. Έτσι κι έγινε. Οι προσκεκλημένοι έφτασαν. Έφαγαν από την ροζ τούρτα, χόρεψαν με τις γλυκές μελωδίες και ευχαριστήθηκαν. Η Πριγκίπετ ένιωσε ξανά την ανάγκη να αγκαλιάσει τη μαγική της σφαίρα. Και τότε, όταν το έκανε, όλα μεταμορφώθηκαν στο παλάτι. Όλα έγιναν διαστημικά. Μετεωρίτες, αστέρια, το φεγγάρι εκεί βασιλιάς και πολλοί πολλοί πράσινοι εξωγήινοι. Οι καλεσμένοι έμειναν να κοιτάνε έκπληκτοι. Ο βασιλιάς τρελάθηκε. Ξαφνικά, ένας πανέμορφος εξωγήινος με βασιλικά ρούχα μπήκε στην αίθουσα. Αγκάλιασε την Πριγκίπετ και την οδήγησε στο διαστημόπλοιό του που τους περίμενε απ’ έξω. Τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια χάρισαν στην Πριγκίπετ μια καταπληκτική στολή αστροναύτη που άστραφτε τόσο βασιλικά. Χαρούμενη την φόρεσε και μπήκε στο διαστημόπλοιο με τον εξωγήινό της. Κι από τότε δεν την ξανάδε κανείς. Παρά μόνο ο πατέρας της λαμβάνει κάθε τόσο φωτογραφίες της από τους πλανήτες. Κάθε φορά λέει:


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 144

-Αφού ζει η κόρη μου καλά, είμαι και εγώ καλά! ΤΕΛΟΣ Σύλβια Λουκά 28/6/2018 Σεμινάριο: Δημιουργική Γραφή με τη συγγραφέα Εύα Πετροπούλου-Λιανού


Σελίδα 145

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Αγαλιανά οι αροδαμοί… (Νουβέλα - Β΄ Μέρος) Εκείνες οι μέρες κυλούν σαν παραμύθι. Ανακαλώ το παρελθόν. Δεν βρίσκω τίποτα που θέλω ν’ αρνηθώ, τίποτα που δεν θέλω να θυμάμαι. Στυλώνω το βλέμμα πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο, όλα οικεία ανταποκρίνονται στην αναπόλησή μου και όλα μαζί τα ίδια λόγια μού θυμίζουν: «Η αγάπη είναι δρόμος, ευχαρίστηση και το στοίχημα, είναι να γίνεις εσύ αγάπη!» Επιστρέφω σιγανά πάνω από την κούνια τής Μαρίας. Η Μαρία δεν είναι παιδί, είναι άγγελος σκέφτομαι και ψηλαφώ απαλά την πλάτη της με την βεβαιότητα πως θα βρω τα κρυμμένα φτερά. Μετά αγγίζω το ρόδο στο μέτωπό της, με ευλάβεια. Το βρίσκω πανέμορφο. Αλλάζει χρώμα και σχήμα ανάλογα με τις γκριμάτσες της και το φως που πέφτει πάνω του. Είναι το πιο αληθινό ρόδο που ξέρω. Κάποιοι από τους συγγενείς δεν το βλέπουν για ρόδο, το λένε «ζούδο», δηλαδή σημάδι και αναρωτιούνται: «Μα τι ζήλεψες Καλλιόπη όταν ήσουν έγκυος και το έβγαλε το παιδί;». Η θεία μου η Ελένη πάλι, είπε πως είναι κληρονομικό σημάδι και χάνεται όταν μεγαλώσουν τα παιδιά. Το είχε λέει και ο ξάδελφος μου ο Μανώλης, ο Σπίθας, μέχρι τα τέσσερα, μετά πάπαλα! Ο μπάρμπα Γιάννης ο Φεγγάρης, ένα πρωί, έλεγε στη γιαγιά, πως πρέπει να το ξορκίσει ο καλόγερος στο μοναστήρι της Κρουσταλλένιας. Τίποτα από όλα αυτά δεν μού άρεσε. Δεν μπορούσα να δεχτώ καμιά άλλη εκδοχή εκτός από τη δική μου. Πολύ απλά, ήταν ένα ρόδο από τον πιο όμορφο κήπο του κόσμου ή και του «παραδείσου», όπως ήθελε να πιστεύει η γιαγιά. Κάθε φορά που έσκυβα να το μυρίσω, κρυφά και φανερά, ήταν και διαφορετικά. Κάθε φορά, μύριζε όλο και περισσότερο. Δεν ξέρω αν αυτό το «διαφορετικό», αποτέλεσε την αιτία να αγαπήσω την αδελφή μου. Πάντως, σαν παιδί εκεί στο μέτωπό της προσκυνούσα τα θαύματα. Εκείνο το ρόδο, που όταν ζάρωνε τα φρύδια της γινόταν κλειστό μπουμπούκι κι όταν γελούσε, ποιος ξέρει σε ποιανού ονείρου παραδομένη το ξάφνιασμα, άπλωνε κι άνοιγε ροζ βελούδα πάνω στο χνουδάτο δέρμα. Από αυτή την πρώτη καλή θύμηση, γιατί έχω και την πρώτη κακή από το ατύχημα του πατέρα μου με μικρή διαφορά μόλις δύο μήνες πριν, ξετυλίγω το νήμα της ζωής. Αφετηρία, η γέννηση τής Μαρίας σε αυτό το μέτρημα. Γεμίζει ο νους άσπρες φτερούγες, η καρδιά χαρούμενη αναμονή, η ψυχή ευωδιές από εκείνο το ρόδο, θαρρείς κι όλα τα τριαντάφυλλα της γης και όλα τα Δαμασκηνά ρόδα ανθούν σε ένα ξημέρωμα. Η αθωότητα δεν δημιουργεί ιστορίες από το μηδέν και το τίποτα. Πιάνεται από πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Η αθωότητα σπρώχνει τη ζωή στο φως κόντρα στη φθορά και στη


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 146

λήθη. Ένα απόγευμα ο ήλιος είχε τρυπώσει κάτω από την πλεκτή κουβέρτα της Μαρίας, με την ίδια ομολογουμένως περιέργεια που είχα τρυπώσει και η ίδια. Όταν με ανακάλυψε η μητέρα, «άφησε το μωρό ήσυχο να κοιμηθεί κι όταν ξυπνήσει θα σε φωνάξω», είπε χωρίς θυμό για τη σκανταλιά μου. Η γιαγιά με πήρε αγκαλιά και καθίσαμε έξω στην αυλή, κάτω από τον μεγάλο βράχο με τις κληματαριές. Απέναντι, οι κυματιστές γραμμές του τοίχου προκαλούσαν τη φαντασία μου. Άλλοτε τις παρομοίαζα με ταξιδιάρικα πουλιά και άλλοτε με κύματα. Πάντως ο τοίχος δεν με εμπόδιζε να περνώ και να χάνομαι μέσα του σε άλλα ταξίδια. «Ποιος έκανε στον τοίχο αυτά τα σχέδια σαν πουλιά;» ρώτησα. «Ο μπαμπάς σου, χτένισε τη φρέσκια λάσπη, όπως εσύ τα μαλλιά σου και τα έφτιαξε», μού είχε απαντήσει. Κοιτάζοντας τον τοίχο λίγο πιο προσεκτικά, παρατήρησα πως δεν είχε παράθυρο. Αναστατώθηκα κάπως. Ήθελα καθ’ ένας στο σπίτι μας, να έχει το δικό του παράθυρο. Άρα εκείνο το δωμάτιο που θα μοιραζόμασταν με την αδελφή μου, όταν θα μεγάλωνε, έπρεπε να έχει ένα ακόμη παράθυρο, «αλλιώς θα είναι άδικο, πολύ άδικο», εξομολογήθηκα με δάκρυα στη γιαγιά υποστηρίζοντας πως «πρέπει να ανοίγει στον κόσμο το δικό της παράθυρο, όπως και όποτε εκείνη θέλει». Κατσούφιασα. Με πήρε πιο μεγάλη αγκαλιά. «Μπα σε καλό σου παιδάκι μου, με τι χολή βρήκες να χαλάσεις την καρδιά σου», ψιθύρισε κι ύστερα άρχισε το τραγούδι: Πέρδικα του καλοκαιριού Μην κατεβείς στα ρυάκια Γιατί σε τριγυρίζουνε πολλώ λογιώ γεράκια. Εκεί, στην αγκαλιά της, ήρθε ο ύπνος και με βρήκε. Και στ’ όνειρό μου, είχα φτιάξει το παράθυρο τής Μαρίας, πιο μεγάλο και πιο φωτεινό από όλα τα παράθυρα του σπιτιού μας. Στο περβάζι του είχε γλάστρα με βασιλικό και δίπλα του σκαρφάλωνε τί άλλο; Ένα γιασεμί ολάνθιστο και φυσικά στο φεγγίτη το δικό της φεγγάρι! Και πιο πίσω από το φεγγάρι ένα αστεράκι αναβόσβηνε κλείνοντάς μου το μάτι. Ναι εκείνο το μικρό αστεράκι, που σίγουρα ήταν ακατοίκητο από όνειρα και ευχές ήταν ό,τι έπρεπε για να ζωγραφίσει τον δικό της κόσμο η αδελφή μου. Εκεί θα άνθιζαν όλα τα δικά της για πάντα, εκεί και το ρόδο της θα είχε την καλύτερη θέση. «Τι ωραίο το μικραστέρι στον μακρινό ουρανό!» , θαύμασα. «Αγαπώ την καρδιά σου, αυτή είναι το πιο ωραίο παράθυρο στον κόσμο!» , ψιθύρισε η γιαγιά που δεν έλειπε ποτέ, ούτε και από τα όνειρά μου. Την ίδια νύχτα, ανάμεσα από τις χοντρές κληματόβεργες και τα φύλλα, το έψαξα στον ουρανό, πέρα από τα χωματένια μάτια μου. Πιο πέρα από τον Αποσπερίτη, πιο χαμηλά από την Πούλια, πιο πάνω από τις Πήχες, στο βάθος του Ιορδάνη Ποταμού με το πηχτό γαλακτερό χρώμα, εκεί σε μια γειτονιά με καινούρια άστρα, εκεί το βρήκα. Το αναγνώρισα. Το καλωσόρισα με χαρά κι εκείνο για το χατίρι μου, χαμήλωσε και φώτισε το ρόδο στο μέτωπο της Μαρίας. Κάτι από τη λάμψη του έφτασε και στις βαθιές ρυτίδες της γιαγιάς Γαρυφαλλιάς και την έκανε την πιο όμορφη γιαγιά του κόσμου. Πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, ήμουν σίγουρη πως ρόδα θα έβλεπε, χιλιάδες ρόδα κι ανάμεσά τους θα ξεχώριζε, αυτό το ένα, το διαφορετικό από όλα, τής Μαρίας μας. Και φυσικά θα χαμογελούσε ψιθυρίζοντας: «Τελικά, ο καθένας μπορεί να φανταστεί ακόμη και το αδύνατο, φτάνει ν’ ακούει την καρδιά του και να μην ντρέπεται να συντηρεί το παιδί πάντα μέσα του. Βλέπεις η φαντασία δεν έχει ηλικία!» Η φαντασία είναι πολύτιμη γιατί έρχεται και συμπληρώνει αυτό που δεν γνωρίζουμε, γιατί η


Σελίδα 147

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

φαντασία καταφέρνει και κρατά ανοικτά τα μάτια τής ψυχής. Κάθε φορά που έπαιζα με τα χρώματα, με την πλαστελίνη, με τις πέτρες, με τη λάσπη και το νερό στον κήπο μας, έβαζα και την αδελφή μου στο παιχνίδι. Τής έδινα μια θέση, και περίμενα για να μεγαλώσει και να αναλάβει τον ρόλο της. Όταν προσποιούμουν πως ήμουν χελιδόνι την ήθελα να πετά δίπλα μου και να φέρνει τη δική της Άνοιξη. Κι όταν πάλι γινόμουν νιφάδα τού χιονιού, χόρευε μαζί μου κι ακόμη κι εκεί κατάφερνα να την ξεχωρίζω ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες που έμοιαζαν ίδιες. Εκείνη αφηνόταν περισσότερο ελεύθερη. Χόρευε και στριφογύριζε. Δεν την ένοιαζε να βρει έν’ ανθισμένο κλαδάκι αμυγδαλιάς και να κολλήσει πάνω του, όχι, ακολουθούσε ευτυχισμένη τον άνεμο και έκλεινε τ’ αυτιά της στα «πρόσεχε» που φώναζε με αγωνία η μητέρα μας. Αγαπούσε το ρίσκο, αυτό ήτανε. Τις νύχτες, όταν το φως του φεγγαριού τρύπωνε πρώτα από τα τζάμια και μετά από τα κενά που άφηνε η δαντελένια κουρτίνα, «να κοιτάς τον κόσμο κατάματα, έτσι όπως γυρεύεις να δεις και το φεγγάρι», με παρότρυνε η γιαγιά. Τότε σήκωνα τα χέρια της και τα παρατηρούσα στο φεγγαρόφωτο. Έμοιαζαν μεταξωτά. Το ίδιο και τα ρούχα της, η μακριά φούστα και το μεσάτο σακάκι, που όταν ξεντυνόταν, τα άφηνε απλωμένα πάνω στο μπαούλο για να μην τσαλακωθούν, όλα σαν να ήταν από μετάξι. Ο Θεός για τη γιαγιά ήταν τόσο κοντινός, όπως ο καλός μας γείτονας ο μπάρμπα Χαραλάμπης ο Χαρπάς. Τον καλούσε να ’ρθει να κοιμηθεί στο σπίτι μας. Μού φαινόταν κάπως αφύσικο να καλεί τον Θεό να κοιμηθεί στο σπίτι μας, ενώ δεν είχαμε στρώσει ένα κρεβάτι… Μέσα σ’ εκείνη την ησυχία και τη μαγεία που σκόρπιζε το φως, τής έκανα τις πιο απίστευτες ερωτήσεις. «Αν έρθει ο Θεός να κοιμηθεί, θα βγάλει τα ρούχα του;» «Ο Θεός θα κοιμηθεί στην καρδιά μας, φτάνει να μην υπάρχει εκεί αταξία», με μπέρδευε χειρότερα. «Γιατί κάνουν αμαρτίες οι άνθρωποι γιαγιά;» «Από βλακεία οι περισσότεροι και όχι από κακία», απαντούσε. «Και τι είναι, είπαμε η αμαρτία;» «Αμαρτία είναι η κακία και η αδιαφορία, τό ’χουμε ξαναπεί». Ήθελα να την ακούω να μού μιλάει. Ιστορίες για τους παλιούς καιρούς, για τις σιωπές που ανθίζουν, τους κεραυνούς που σημαδεύουν την πιο διαλεχτή πλευρά του ουρανού, τα κύματα της θάλασσας που ποτέ δεν γερνούν, τα μαγεμένα κόκκινα μήλα του Λασιθιώτικου κάμπου, τον παντοτινό ύπνο του παππού, το αχ τής ανάγκης, το σώμα που διψά για την αγάπη, την αγάπη που πέφτει πότε σαν την πάχνη στα φύλλα και πότε σαν την άχνη ζάχαρη στους κουραμπιέδες. Τι κι αν τα είχαμε ξαναπεί. Κάθε φορά λέγαμε και κάτι καινούριο. Και συνέχιζα τις ερωτήσεις: «Και πώς είναι τελικά ο Θεός;» «Σαν ένας καλός γείτονας» «Παίζει ασκομαντούρα όπως ο μπάρμπα Χαραλάμπης;» «Αμέ, και λύρα και λαούτο!», γελούσε. «Έχει αμαρτίες η Μαρία μας;» την ξάφνιαζα. «Όχι, ούτε εσύ, ούτε η Μαρία μας. Τα παιδιά μιλούν τη γλώσσα των αγγέλων και δεν ξέρουν από αμαρτίες», σοβάρευε. «Και… γιατί δεν έχουμε μόνο ημέρα, αλλά έρχεται και η νύχτα;» «Γιατί η γη είναι μια μεγάλη χρωματιστή σβούρα και γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει. Η γη γυρίζει, ο κόσμος μυρίζει κι ο αδελφός ο Ύπνος σφυρίζει, πολλά είπαμε και σώνει κι αύριο μέρα ξημερώνει». «Και γιατί προσεύχεσαι;» Τελευταία πάντα η ίδια ερώτηση γιατί μού άρεσε η απάντηση. «Να χαμηλώσει ο ουρανός ν’ ακούει, ν’ αντιγράφει άστρα η καρδιά, ν’ αγγίζει η ψυχή πατρίδα κι ο νους ν’ αρματώνει όνειρα σε ρούσα παντιγιέρα…»


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 148

«Και να φέρει τη βροχή», συμπλήρωνα και την αγκάλιαζα. Από εκεί και κάτω δεν είχε στοχασμούς. Μισόκλεινε τα μάτια κι έλεγε κάτι ακαταλαβίστικες κουβέντες. «Ας πούμε κι ένα τραγούδι του Θεού», ψιθύριζε. Η φωνή της σιγά - σιγά χαμήλωνε μα και πάλι ήταν καθαρή και γαληνεμένη. Διατηρούσε την ίδια γλύκα κι ας ήταν παράξενα τα λόγια που έφταναν στ’ αυτιά μου: Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Αναρωτιόμουν αν άκουγε και η αδελφή μου αυτά, τα ακαταλαβίστικα λόγια που έκαναν τη γιαγιά Γαρυφαλιά χαρούμενη. Προτιμούσα άλλα τραγούδια, αυτά με τα απλά λόγια ήταν καλύτερα. Καμιά φορά, πήγαινα πατώντας στις μύτες των ποδιών, για να μην με ακούσουν, χαμήλωνα όσο πιο πολύ μπορούσα πάνω από την κούνια και τής τραγουδούσα πολύ σιγά αυτό που μού άρεσε περισσότερο από όλα: Ψιχαλίζει, ψιχαλίζει στη μικρή μας την αυλή. Το φθινόπωρο αρχίζει, τ’ αγαπώ πολύ, πολύ. Το χω μέσα στην καρδιά μου και πετάω απ’ τη χαρά να μαζεύω στην ποδιά μου φύλλα κίτρινα, ξερά. Στη δική μας μικρή αυλή πάντα μπορούσε να ψιχαλίζει, όλες τις εποχές. Όλο και κάποιο σύννεφο έχανε τον ουρανό για να ναυαγήσει πάνω από τα κεραμίδια μας και να χάσει το πολύτιμο φορτίο του. Ο πατέρας μου, κάποιες φορές αναζητούσε το πιο κοντινό και το σημάδευε με τη σφεντόνα. «Θα φέρεις τη βροχή για τη Ζωή, ή να πάρω το λάστιχο τής βρύσης και να σε καταβρέξω ;» το φοβέριζε. Κι αυτό, μια έκανε να φύγει αλλάζοντας σχήματα, μια γλιστρούσε πιο χαμηλά και μού χάριζε τη βροχή. Και γελούσα ευτυχισμένη! Ονειρευόμουν να μεγαλώσει η Μαρία και να τσαλαβουτάμε μαζί στη βροχή και να φοράμε ένα μωβ κι ένα κόκκινο μποτάκι η καθεμιά για να ξεχωρίζουμε. Η ανάμνηση όλων αυτών με παρασύρει όλο και πιο πολύ. Ένα απόγευμα, είχε έρθει να δει το μωρό μας, η θεία μου η Όλγα, η βασίλισσα, έτσι την έλεγαν. Φωνακλού, δουλευταρού και πολυλογού, αλλά άκακος άνθρωπος. Καυγάδιζε συνήθως με τα πέντε παιδιά της, τον Μανώλη Πιπίκο, τον Μιχάλη Ευκλείδη, τον Αντώνιο Σκέτο, τον Δημήτρη Μαυροκορδάτο και τον Γιάννη Γιαννίδη, (η θεία μου η Μαρία η Σιγανίνα μού είχε μάθει πως έτσι τους φώναζαν και έτσι τους ήξεραν όλοι). Αυτά λοιπόν τα ξαδέλφια μου, οι βασιλόπαιδες, τής σκάρωναν απίστευτες φάρσες και ζαβολιές και την παίδευαν, καλόκαρδα αλλά την παίδευαν. Η θεία Όλγα έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στους γονείς μου. Ήταν πρόσχαρη, ανοιχτόκαρδη. Το βλέμμα της ξάστερο πετούσε σπίθες. Αυτό γινόταν αιτία να παρατηρήσεις με ευκολία, πως άλλες από τις πρώιμες ρυτίδες της ανέβαιναν στα μάτια και άλλες συγκλίνανε σε κύκλο γύρω από το στόμα και το έκαναν να δεί-


Σελίδα 149

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

χνει σαν ώριμο, ξεραμένο σύκο. Κράτησε την αδελφή μου στα χέρια της με θαυμασμό και ορκίστηκε πως δεν είχε δει ποτέ της πιο όμορφο κοριτσάκι. Μετά, έβγαλε από τον κόρφο της ένα πάνινο σακούλι και από αυτό ένα χαρτονόμισμα. «Για το χάρισμα του κοπελιού», είπε και απλώνοντας το χέρι το έδωσε στη μητέρα μου. Ύστερα από λίγα μόνο λεπτά, απευθυνόμενη σ’ εμένα: «Χαρίνω το και τουτονέ με τα σγουρά μαλλάκια, χαρίνω το, μα πια καλό ’ναι», τόνισε με νόημα, προφανώς για να μην με κάνει να ζηλέψω και ανοίγοντας μου το χέρι, μού έκλεισε μέσα πέντε δραχμές! Είναι που κάποιες φορές, με πέντε δραχμές αγοράζεις όλη τη γλύκα του κόσμου σε ένα παγωτό χωνάκι! Είναι που κάποιες φορές η θύμηση μυρίζει αχνιστό ψωμί, εφτάζυμο. Είναι που κάποιες φορές μια δαχτυλιά αλεύρι σημαδεύει τη χαρά. Είναι που κάποιες φορές ένα ξυλάκι κανέλα μπορεί να ξορκίσει το κακό. «Καλλιόπη, στη σκάφη που είναι αμπούμπουρα πολύ καιρό, κάθεται σταυροπόδι ο Διάβολος απάνω και βγάζει σχέδια», είπε ένα πρωί η θεια Λωξάντρα. Η μητέρα κάποιες κουβέντες τις έπαιρνε πολύ σοβαρά. Ως το βράδυ μαζί με την αδελφή της, τη θεία τη Σιγανίνα και τη γιαγιά Γαρυφαλιά, έβαλαν μπροστά να ζυμώσουν. Ζέσταναν το νερό με λίγο χοντρό αλάτι, μια ιδέα μέλι, δυο χούφτες λάδι, οκτώ δαφνόφυλλα, κάμποσες φλούδες λεμονιού και δυο ξυλάκια κανέλα δεμένα με βασιλικό. Ξύπνησαν το προζύμι σε μια πήλινη λεκάνη, το σκέπασαν με άσπρο πανί κι όταν φούσκωσε το ρίξανε με το κοσκινισμένο αλεύρι μέσα στη σκάφη και το αναπιάσανε σε καινούρια ζύμη με μάρτυρα το Αυγουστιάτικο φεγγάρι που ήταν και αυτό εκεί και καμάρωνε από το φεγγίτη τα θαύματα που γινόταν στο φουρνόσπιτο. Ζύμωναν όλη τη νύχτα κι όταν η ζύμη μίλησε και παραδόθηκε απαλή πια στα χέρια τους, δίχως μυστικά, ξεκίνησαν να πλάθουν στο σοφρά. Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά ογδόντα οκτώ ψωμιά και πέντε νέα προζύμια μέτρησαν. Έστρωσαν τις τάβλες στο πατητήρι, έριξαν μια μάλλινη κουβέρτα και μετά ένα άσπρο σεντόνι και πάνω σε αυτό, άπλωσαν τα ογδόντα οκτώ ψωμιά και τα πέντε νέα προζύμια να ξεκουραστούν, αφού προηγουμένως τα σκέπασαν με άλλο άσπρο σεντόνι και μια κόκκινη πατανία. Κάποιον υπνάκο θα πήραν κι εκείνες μέχρι ν’ ανάψει, λίγο προτού ξημερώσει, ο πατέρας μου τον ξυλόφουρνο. «Τση νύχτας τσι δουλειές, τσι βλέπει η μέρα και γελά, το κοπέλι σας κλαίει», του πέταξε αντί για καλημέρα ο πρώτος γείτονας που πέρασε για να πάει στα χωράφια του. «Τρέξε Καλλιόπη», σαν εντολή ακούστηκε από τα χείλη του Αριστείδη. Η μητέρα ανέβηκε γρήγορα στο σπίτι από την πέτρινη εσωτερική σκάλα που ήταν από την εποχή του παππού. Νομίζοντας πως η Μαρία πεινούσε και γι’ αυτό έκλαιγε, έβγαλε το στήθος της, το έπλυνε με το χαμομήλι και μετά την σήκωσε από την κούνια και την κράτησε στην αγκαλιά της για να θηλάσει. Η Μαρία δεν ήθελε όμως γάλα. Απέφευγε το στήθος που άλλες φορές με τόση λαιμαργία πλησίαζε. Και συνέχιζε να κλαίει όλο και πιο σπαραχτικά. Ανέβηκε και η θεία, ανέβηκε και η γιαγιά, είπαν το ένα, είπαν το άλλο, είπαν πολλά. Μήπως κρυώνει, μήπως ζεσταίνεται, μήπως λερώθηκε, μήπως θέλει λίγο νερό, μήπως στρουφίζει το αντεράκι του, μήπως λύθηκε ο αφαλός του να του δέσουμε ένα μοσχοκάρυδο, μήπως κάτι το τσίμπησε… Τελειωμό δεν είχαν τα «μήπως», είχαν στο νου τους και τα ψωμιά, μπερδεύτηκαν όλα μαζί, άρχισε να κλαίει και η μητέρα, την μάλωσε η θεία, τις μάλωσε και τις δυο τους η γιαγιά κι ύστερα από λίγο: «Το Μαριώ είναι ματιασμένο», αποφάνθηκαν και οι τρεις μαζί. Η μία έφερε το ποτήρι με το νερό, η άλλη έριξε μέσα τρεις σταγόνες λάδι από το καντήλι, η γιαγιά έλυσε το μαντήλι της, το έδεσε τέσσερις κόμπους όσα και τα σημεία του ορίζοντα, μέτρησε την αδελφή μου, «μια του μάκρους, μια του πλάτους, χίλιες χιλιάδες του Θεού», έτσι είπε


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 150

όταν σήκωσε το μαντίλι ψηλά, εκείνη ήξερε τι εννοούσε, χασμουρήθηκε πολλές φορές, δάκρυσαν και τα μάτια της, βεβαιώθηκε καλά - καλά για τις υποψίες της και ψιθύρισε με δέος τη γητειά: «Ιησούς Χριστός επέρασε όμορφος και αστόλιστος και πάλι ξαναπέρασε με τα καλά στιβάνια του κι ανθούς εμοσκοβόλησε η στράτα κι η καρδιά μας. Με το ραβδί του ακούμπησε τον όφι και την όφισσα και την κακιά γειτόνισσα και την στενή την περασά και τη μικρή την ώρα και πάν στα όρη τα βουνά που χόρτο δε φυτρώνει. Εκειά το μάτι το κακό να πάει να κονέψει κι από του δούλου του Θεού το σπίτι να μισέψει». Και πέρασε το πρωί και φούρνισαν τα ψωμιά και τα ξεφούρνισαν, και μύρισε η γειτονιά κι έφτασε το μεσημέρι και άναψαν ξανά το φούρνο και έβαλαν τα ψωμιά κομμένα για να γίνουν παξιμάδι και σταύρωσαν το φουρνιώχτη και τον πανιστή μπροστά στο φούρνο και μοίρασαν τα προζύμια και την ξεφουρνιά και είπαν «δόξα σοι, όλα καλά», όλα εκτός από το ό,τι συνέχιζε να κλαίει η Μαρία. Η γιαγιά ανήσυχη επιστράτευσε τις μεγάλες δυνάμεις πριν βασιλέψει ο ήλιος. Όλες οι γεροντοκόρες, και είχε πολλές η γειτονιά, παραβρέθηκαν οικειοθελώς για το καλό του κοπελιού. Ανάμεσά τους και το Σοφιάκι που ήταν νάνος και ήξερε να χορεύει καλύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο στο χωριό. Η μια κρατούσε το αδράχτι, άλλη τη ρόκα, άλλη το κόκκινο νήμα, άλλη το άσπρο, το Σοφιάκι γύριζε την ανέμη και η θεία η Δόξα τύλιγε την δίκλωνη κλωστή στο μαυρομάνικο. Μια έκαναν πως γελούσαν και μια πως έκλαιγαν και εν χορώ, όλες μαζί: «Να φύγει το κακό κι ας είναι από το πια μικιό τρυπαλάκι». «Να φύγει, να φύγει, να φύγει», επαναλάμβαναν η μητέρα, η θεία και η γιαγιά. Ήταν τόσο αστείες που μ’ έκαναν να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια κι ας έκλαιγε η Μαρία. Ο πατέρας μου, πιο λογικός σίγουρα, αφού είδε κι απόειδε, είχε πάει να φωνάξει τον γιατρό, τον κύριο Μακαρώνα. Ωστόσο, η Μαρία μπορεί να αρνιόταν το γάλα, αλλά είχε πιει κάμποσο χαμομήλι με το μπιμπερό. Μπροστά ο γιατρός και πίσω ο πατέρας μου, έμπαιναν στο σπίτι. Η Μαρία σταμάτησε να κλαίει. Έγινε ξαφνικά κατακόκκινη. «Το κοπέλι ζορίζεται», παρατήρησε η γιαγιά και άνοιξε το παράθυρο για να παίρνει αέρα. «Ω το καημένο και εκουράστηκε, δε μπορεί μπλιό», επεσήμανε το Αννιώ του Καζόλη. «Γδύσετέ το μωρέ παιδιά», πρότεινε η θεια Χαρίκλεια. Η Μαρία είχε γίνει ακόμη πιο κόκκινη. Το Σοφιάκι έφτυσε στον αέρα και μετά παραμέρισε να περάσει ο γιατρός. «Για να δούμε τι έχουμε εδώ», είπε εκείνος και πριν προλάβει να κρεμάσει τα ακουστικά στ’


Σελίδα 151

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

αυτιά του, ένας γνώριμος ήχος από την πλευρά του μωρού ξάφνιασε ευχάριστα την ομήγυρη. Ούτε ρέψιμο, ούτε φτέρνισμα, ούτε βήχας, αλλά αυτό, το κάτι άλλο… Η Μαρία άνοιξε τα μάτια και χαλάρωσε τις μικρές της γροθιές σίγουρα ανακουφισμένη. Σταμάτησε να κλαίει, σταμάτησε και να ζορίζεται. Η μητέρα ξετύλιξε τη φασκιά και ελευθέρωσε τα ποδαράκια της. Έλυσε το ζιπουνάκι, άνοιξε το τριγωνικό πανί και πήρε το λερωμένο χαρτοβάμβακα… Μετά έκλεισα τη μύτη μου. «Ζήτω, ζήτω!», αναφώνησαν οι γεροντοκόρες πάλι εν χορώ και πάλι όλες μαζί απευθυνόμενες στον γιατρό: «Με το συμπάθιο γιατρέ, αλλά ένας λόγος λέει κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». «Συγγνώμη γιατρέ», ζήτησε αμήχανη η μητέρα και πήγε να πει κάτι για να σώσει την κατάσταση. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση. Αρκέστηκε σ’ ένα «συμβαίνουν και αυτά», αλλά γελούσε κι εκείνος, πιο διακριτικά ασφαλώς, γελούσε όμως. Την ίδια στιγμή πετάχτηκε η Κατίνα που δεν είχε καθόλου μιλήσει και αφού σκούπισε με την ανάποδη του χεριού τη μύτη της που έσταζε, «ώρα σου καλή γιατρέ κι ο κώλος σου ντουφέκι, να βροντά και να μη στέκει», είπε ξεκαρδισμένη στα γέλια και τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα. «Ε μα να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν τον είχαμε χρεία το γιατρό κι αμοναχές μας τα καταφέραμε και γιάετο το κοπέλι ήντα καλά ’ναι εδά και γελά τ’ αγγέλου ντου, μόνο πάμε κι εσκόλασε ο χορός», συμπλήρωσε θριαμβευτικά η Αθηνά του Ντανασή. Η γιαγιά χαμογελούσε σκεφτική για κάμποση ώρα. «Μαθαίνει ο άνθρωπος, ίσαμε τα στερνά του, πάντα η ζωή του χρωστά ένα πάθημα κι ένα μάθημα» σχολίασε κι ύστερα, αφού φούσκωσε αστεία τα μάγουλα της άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Οι μικρές ιστορίες των παιδικών μου χρόνων δεν σταμάτησαν ποτέ να με ενδιαφέρουν. Επιστρέφω τακτικά εκεί, σ’ εκείνες τις μέρες που μύριζαν φρέσκο ασβέστη και αχνιστό ψωμί. Αυτές οι αναμνήσεις είναι ο πλούτος μου. Καταφέρνουν μάλιστα να καλμάρουν όλες τις αγωνίες που όσο μεγαλώνω, μεγεθύνονται μέσα μου. Από εκείνο το περιστατικό και μετά θυμάμαι τη γιαγιά Γαρυφαλλιά, κάθε φορά που δεν τα κατάφερνε σε κάτι, να λέει: «δεν ξέρω καλορίζικό μου, αυτό είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις μου». Μπορεί βέβαια να το έλεγε και πριν, αλλά η ταπεινότητά μου δεν το είχε προσέξει. Είναι κάποιες νύχτες, που ξυπνώ κι αγναντεύω τον όμορφο ουρανό τής Κέρκυρας, την ώρα που φεύγει το φεγγάρι κι όταν ξαφνικά γυρίσω το βλέμμα, θαρρώ πως είμαι στην Κρήτη και βλέπω ακόμη τον πατέρα μου με το μπαστούνι να περπατά στον δρόμο και τη μητέρα να θηλάζει τη Μαρία κρατώντας ένα ρόδο στο χέρι. Θυμάμαι με ευκολία το φουστάνι, τη ζακέτα, τα


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 152

σγουρά μαλλιά, το πρόσωπο, την ελιά στο μάγουλο, τα λεπτά χείλη και τα τραγούδια που τής έλεγε, «για να μεγαλώσει με τη χαρά και ν’ ανατραφεί με την καλοσύνη», αυτό πίστευε. Είναι κάποιες νύχτες, που το μεθυστικό άρωμα από τις τριανταφυλλιές του κήπου μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο στο δωμάτιο. Στον ουρανό κρέμεται πάντα εκείνο το μικρό αστεράκι στην ίδια θέση, πιο πέρα από τον Αποσπερίτη, πιο χαμηλά από την Πούλια, πιο πάνω από τις Πήχες, στο βάθος του Ιορδάνη Ποταμού με το πηχτό γαλακτερό χρώμα. Δίπλα του, όλο και κάποιο άλλο τρεμοσβήνει μέχρι να κάνει βουτιά στο στερέωμα. Κλείνω τα μάτια. Η νύχτα αφήνει κάτι από τα βελούδα της στα βλέφαρα κι ένας παλιός γνώριμος ψίθυρος ξυπνά την καρδιά: «Όταν η ψυχή κυριεύεται από νοσταλγία, ένα αστεράκι πέφτει στον ουρανό, ένα παιδί γεννιέται στη γη, ένα φτερούγισμα στην καρδιά γίνεται παράπονο στα χείλη. Είναι κάποιες νύχτες, που με δυο δάκρυα σε προσκαλεί η χαρά, σού χτυπάει το καμπανάκι η ζωή θυμίζοντάς σου πως έχει αξία και πρέπει να τα καταλάβεις όλα μόνη σου. Τότε ξέρεις πόσο απλά, με μια θύμηση γεννιέται και δυναμώνει μέσα σου η αγάπη. Είναι κάποιες νύχτες, που όταν η βροχή πλένει το τζάμι, ένας άγγελος με ξεφτισμένο ρούχο γιορτάζει μαζί σου το παρελθόν στη γέφυρα μιας νέας αφετηρίας. Το μυστικό σημείωμα κάτω από το μαξιλάρι έγραφε πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί: «Και μην ξεχνάς, για να ζήσεις ευτυχισμένες στιγμές, να βουτάς την πένα σου στο μελανοδοχείο του χτες…» Ως αβγαταίνει η μέρα αβγαταίνουν άσπρες τρίχες στο κεφάλι μου, δεν με τρομάζει το παμπάλαιο νερό που δεν γυρίζει, εικόνα έχει κρατήσει με τη νιότη μου, γιατί όταν πάω να λουστώ στο φεγγαρόφωτο δυο πετρωμένες στάλες διαλαλούνε την πραμάτεια τής ζωής χρυσό το νήμα τούτης τής πραμάτειας με λέξεις ασημένιες περασμένες σε γιορντάνι.

Διορθωμένο είκοσι χρόνια μετά. Αύριο, εν ονόματι της αγάπης Ζωή Δικταίου Κέρκυρα 15 Δεκεμβρίου 2018


Σελίδα 153

Φωτογραφία: Σπήλαιο Μελισσάνης

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 154

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ὁ Διγενὴς καὶ ἡ φωτιὰ Ὁ Διγενὴς ἐπέζεψε τὴ νύχτα νὰ περάσῃ, κι’ ἄναψεν ἀχαμνὴ φωτιὰ κι’ ὁλονυχτὶς καθότουν, κι’ ἀμίλητος τὴν σκάλιζε κι’ ἄλαλος τῆς φηγιότουν. Φηγήθη τοὺς πολέμους του, φηγήθη τὲς ἀντρειές του, φηγήθη κάστρη καὶ λαούς, ἀρχόντους καὶ κοσμάκη, φηγήθ’ ὡρηὲς κι’ εὐγενικὲς κι’

ἀκριβοφιλημένες, φηγήθη καὶ μιὰ μήρισσα, τὴν κρυφοφιλημένη, φηγήθη κι’ εἰς τὰ φωναχτὰ τ’ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴν αὐγὴ τὴν ἔσβησε, μὴ τόνε μαρτυρήσῃ, σελήνη τὸν παράκουσε, θὰ τῆς τὸ ψιθυρίσῃ. Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς

Θα 'θελα να είμαι κάκτος

Στην επόμενη ζωή μου θα 'θελα να είμαι κάκτος χωρίς φύλλα να μη πληγώνομαι και αγκάθια παντού για να αμύνομαι. Να αποτρέπω στους περαστικούς στους ξένους και αγαπητούς να με αγγίζουν να με φιλούν.

Στην επόμενη ζωή μου θα 'θελα να είμαι κάκτος δίχως μυαλό να μη τρελαίνομαι και να τρέφω με νερό τις ρίζες μου στην άμμο. 3/8/2017 Α.Σ


Σελίδα 155

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΧΑΜΟΓΕΛΟ Ονειρικό το δράμα, καθάριος ουρανός! Χαμόγελο το θάμα και Άστρου κεραυνός!

Σημαδεμένο ρούχο, ο πρώτος ο αχός! Στου είλωτα τον σκούφο, το ματωμένο φως!

Σημεία των αγγέλων, των δίσεκτων καιρών! Αντίστιξη στο Μέλλον, Δαιμόνων ιερών!

Το φως της Οικουμένης π’ αστράφτει ‘κει ψηλά! Το Μέλλον που προσμένεις απέριττα γελά!

Άχραντες Νηρηίδες, χαμογελούν στο φως! Με θείες προσωπίδες, π’ αγιάζει κι ο θεός!

Γελάει στην εικόνα, του δεύτερου θεού! Ενάντια στο χειμώνα ‘νός νεκρικού αχού!

Απόλλωνας θλιμμένος, το γράμμα των Δελφών! Αχός που σημαδεύει, πέπλα ευγενικά! Στέκεται θυμωμένος, ικέτης των ιαχών! Κι η ξαστεριά αντρειεύει δάκρυα μοναδικά! Ιαχών του Κάτω Κόσμου, του θνήσκοντος θεού! Δακρύζει ο αδερφός μου, στο νάμα τ’ ουρανού! Μοναδικά και πρώτα, γητειών αρματωσιά! Δακρύων θεία νότα σε αστρικά νησιά! Κλαίει η Κασταλία, αντιλαλεί η Γη! Του Άστρου τη φιλία, εκλιπαρεί η Αυγή!

Πανίερα του ήλιου, που ντύθηκε το φως! Χαμόγελο το φίλιο, και τ’ Άστρο αδερφός!

Αυγή που πλησιάζει, μ’ εικόνισμα φωτιάς! Τον Πύθωνα δαμάζει με τ’ άμφια της μυρτιάς!

Δρ. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ (Το παρόν ποίημα τιμήθηκε με το Γ΄ Βραβείο από την ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στα πλαίΜυρτιάς που κρύβει ασήμι, της δόξας του θεού! σια του ΣΤ΄ Παγκόσμιου Ποιητικού ΔιαγωνιΑγίασμα απ’ την κρήνη, ετούτου του Λαού! σμού που διοργάνωσε με ελεύθερο θέμα ο εν λόγω Φορέας). Μάγισσες σιωπάνε κι απλώνουνε στη Γη! Δάκρυα που μιλάνε με τ’ Άστρου την Οργή!

Η ΣΚΟΝΗ Κάθε μέρα στο απέναντι μπαλκόνι η κυρία Θεοξένη τινάζει το σεντόνι τις αναμνήσεις και τις ενδεχόμενες ενοχές. Κι ο Θοδωρής κάτω στο πεζοδρόμιο μαζεύει τη σκόνη

τη μάνα να θυμάται νύφη με ανθους στα μαλλιά και κόκκινα παπούτσια.. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΒΒΑΡΗΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 156

Φωνή πατρώα Μακριά νύχτα βασιλεύει, κύκλος τῆς φωτίας, ξανά μᾶς κυκλώνει, ἀνθρώπων αἷματα κυλάνε, τῶν ἀντρειωμένων στεντόριες φωνές με τις γλαύκες σημαίες ὑψωμένες τῶν ἀλύτρωτων ἔγερση σημαίνει, τῶν ἀδικημένων δεσμά σπᾶνε σηκώσου τοῦ Σολωμοῦ φωνή ἀγέρωχη, φωνή πατρώα τῶν ἐλεύθερων πολιορκημένων,

τρομερή ἱαχή, ἀπ’ τὰ βάθη τῶν αἰώνων φερμένη σαν που κρατούσε τὸ μέγα χρέος ὕμνος νὰ γίνει, δόξας σύμβολο, στην ὅψι ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ, ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων σαν πρώτα ἀνδειωμένη χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἐλευθερία!

λόγος καὶ θυσία, μὲ τὸ σταυρό στὸ μέτωπο, τὸ βαρὺ δοξάρι στὸ ματωμένο χέρι, στὰ μέτωπα τοῦ γένους πολεμοῦσε για την ἱερή ἱδέα,

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

Χρυσόφτερη και το πείσμα του πολιορκημένου Στον Διονύσιο Σολωμό

θεραπαινίδα μιας δικαιοσύνης ποιητικής που προσκυνά τον αδύναμο

Σαν τη ζωή που περιχύνεται στα όντα της ακέραιη, θελκτική μέσα από διαλόγους με αλαφροΐσκιωτους και Πόρφυρες θεριεμένους στο κύμα, από ολόμαυρες ράχες και χόρτα ρημαγμένης γης

Έτσι σεργιάνισε η πένα σου η χρυσόφτερη στα μονοπάτια της γραφής με τη δίκαιη λύρα της κρεμασμένη στον ώμο. Μια πεταλούδα χορεύει με τον ίσκιο της κι η ζήλια της μάνας ημερεύει.

από το τρέμισμα της ψυχής και το γλυκό της ξαστόχημα, ανδρειωμένη απ’ τον ίμερο της λευτεριάς

Ελένη Χριστοφοράτου


Σελίδα 157

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ Ζητείται ποιητής,ζητούνται στίχοι, ρέμβη στη θάλασσα και γλάρων ροδοβόλισμα στο στο κύμα πλάι μας. Αντάμα ν΄ατενίζουμε το πέλαγο, μήπως φανεί εκείνο το καράβι με τα κόκκινα πανιά. Ζητείται ποιητής,να γράψει για σειρήνες και ταξίδια που μείναν βαλτωμένα στις πεθυμιές του νου. Ζητείται ποιητής και στίχοι να ημερέψουνε τα΄απραγματοποίητα και ν΄απαλοσκεπάσουν τη φωτιά,

που καίει σταθερά κομμάτια ονείρων μας . Ζητείται ποιητής να τη μαγέψει, μαζί μ΄αυτήν κι΄εμάς …… ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΛΗΡΑΚΗ

ΓΡΑΜΜΗ 1 Επιστρέφω. Μόνη μου πια. Εκπληξή καμία δεν φυλάει η μοναξιά. Της το κρατάω. Ξάφνου πάλι ηχεί εκείνη η υποκρήτρια φωνή. «Παρακαλείστε να προσέχετε Τα προσωπικά σας αντικείμενα» Λόγος κανένας για εκούσιες αποχωρήσεις. Ευθύνη δε φέρει που εγώ δεν κράτησα σφιχτά την επιστροφή σου. Αν δεν την έκλεψε η υπόσχεση Κάπου μεταξύ εμπιστοσύνης και προσμονής Θα παράπεσε.

Αυξάνει ταχύτητα ο οδηγός. Απερισκεψία του μεγάλη. Εκτροχιάστηκαν οι υποσχέσεις Εύθραυστη η φύση τους. Τι να το κάνεις; Δεν περισώζονται οι ψευδαισθήσεις. Αιφνιδιάζει η άφιξή τους. Δεν διαρκεί. Με εγκατέλειψε και η θύμισή σου. Μένει πια με ένα πλανευτικό «Μου λείπεις» Έχω από τότε να τη δω. Παναγιώτα Καλογεράκου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 158

Αρνησιά Δεν γεννήθηκε κανένας, στα οικτρά σκοτάδια, Θύμα στης ζωής το πέρασμα, κατάντησε, Θύτες, εκείνοι που έσκαψαν, το δρόμο του, Υπαίτιοι οι δημιουργοί, που μάτωσαν τα νιάτα του, Ανεύθυνοι οι πολλοί, που τον γαλούχησαν, Λάβωσαν το σθένος του, μαζί και την καρδιά του,

Αρνούνται την ελπίδα, μισούν το χάδι της αγκάλης, Θάβονται σ’ εκείνο που τους δίδαξαν, μια νύχτα με φεγγάρι, Της ματαιότητας το τίποτα, στ' όριο του γκρεμού,

Σκυφτός και σκυθρωπός, ο γέρος πια, τον θάνατο του αναμένει, Στο δέρμα του μια πινελιά, ο πόνος, στα μάτια του η πίκρα, Δίχως να θέλει, σύρθηκε, στου πόνου, τα σοκά- Μέχρι να βγει η ψυχή, το σώμα να κρυφτεί, κάκια, τω απ’ το βρεγμένο χώμα. Έγραψαν το μέλλον του, με στοιχειωμένο αίμα, Μαύρισαν τα σπλάχνα του, δίχως να τον ρωτή©Kalliopi Tsouchlis σουν, Όρνια ανίκανα, αγάπη να χαρίσουν, χαμόγελο να λάβουν, Αποκαμωμένοι, πορεύθηκαν σε υπονόμους, λασπωμένους, Οδύρονται, μοιρολογούν τη μοίρα, την κακούργα,


Σελίδα 159

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Οδύσσεια: «Πορείας Σπουδή» Ήταν μακρύς ο δρόμος σου, ένα ατελεύτητο μονοπάτι για την Ιθάκη. Τα χρόνια εκπόρθησαν το σώμα σου, σαν αδέξιοι λαξευτές το γιόμισαν ρόζους και ρυτίδες, μα η ψυχή σου έμεινε άφθαρτος ανθός στου καιρού την εισβολή κι ο νόστος, ο αγέραστος σύντροφος σε τούτο το ταξίδι. Ένα κοχύλι σφύριξε την έναρξη στην Τροία, όταν η Πηνελόπη άρχισε να υφαίνει σάβανο την προσμονή και την ελπίδα. Η ζωή έχρισε τον αδάμαστο ωκεανό, καπετάνιο και τα πελαγίσια αγκάθια, ναύτες. Κι εσύ ο ίδιος γίνηκες τσίλικο καράβι, για να πλωρίσεις σε μέρη αλαργινά, σε ξένους τόπους. Τα χέρια σου ορφάνεψαν από πλούτη κι αγαθά, αλλά στην πατρίδα σου δε γύρισες φτωχός. Ο νους σου είναι πλούσιος από εμπειρίες και βιώματα και τα όνειρα χτίσανε φωλιές στα κενά που άφηκε η λήθη.

Έπαιξες το παλίνδρομο παιχνίδι της θλίψης και της χαράς, κούρνιασες στην αδιάλλακτη αδιαφορία της νηνεμίας, απαρνήθηκες τους αράγιστους ήχους των σειρήνων. Τώρα, μη βιαστείς να επιστρέψεις. Πρέπει πρώτα να νιώσεις τις πληγές σου, πριν πληγωθείς, να κερδίσεις όλες τις μάχες, προτού φτάσεις στο τέρμα. Και γέρος πια, Οδυσσέα, ν’ αράξεις στο νησί, και να το ντύσεις με τα κουρέλια που φορείς, τις αναμνήσεις. Αντώνιος Ευθυμίου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 160

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΓΛΑΡΟΥ Ίχνη στα σύννεφα μαρτυρούν την ύπαρξη σου, αχόρταγα νύχτα και μέρα, ακολουθώ τη διδαχή σου. Πάνω στον βράχο στέκω, τον ορίζοντα ξηλώνω, εκεί που σβήνονται εικόνες σ’ ανταμώνω. Μια δρασκελιά στο άβατο να ξεμυτίσω, τεντώνω χέρια και λαιμό, να σε μυρίσω. Μα όταν ζυγώνει η αύρα σου απ’ τα πελάγη, με του γλυκού αγέρα την ανάσα ζυμωμένη, τι μέγα δέος που πλακώνει τα φτερά μου, πώς να πετάξω να σε βρω στην αγκαλιά μου; Τον γλάρο βλέπω και ζηλεύω την ψυχή του, ένα ξεπέταγμα ολόκληρη η ζωή του. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το νερό του βράχου Κυλούν τα δάκρυά του μες στις ρωγμές. Ξεπηδούν από τα σπλάγχνα του βαθιά, κατρακυλούν στην γρανιτένια όψη. Αέναα. Μικρά ρυάκια, βαθιές πληγές. Μόνος. Απρόσιτος. Όταν ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα κρύψει το πρόσωπό του, παγώνουν τα δάκρυα.

Παγώνουν τα δάκρυά του μες στις ρωγμές κι ο βράχος σπάει. ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ


Σελίδα 161

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φθινοπωρινά ρόδα Πώς να ανθίσουν τα ρόδα της ψυχής μου όταν ο δημιουργός τους, είναι άφαντος; Πώς να υπομείνω τις ανεμοθύελλες του χειμώνα όταν θα βρίσκομαι συνεχώς γυμνός; Πώς να ξεδιψάσω με τις λιγοστές σταγόνες φθινοπωρινής βροχής; - γλιστρούν και εξαφανίζονται στις ρίζες των φυτώντο δειλινό πλησιάζει αμετανόητο- για λίγη υπομονή δεν ξοδεύει καθόλου χρόνο για σένα – αντιθέτως μ’ εμένα… Τα σύννεφα σμίγουν, αγκαλιάζονται όλα μαζί θαρρείς πως δεν θα χωριστούν ξανά τα μάτια σου, γυρνούν στον ουρανό- πάντα μην αποφεύγεις μάτια μου, της φύσης το κάλεσμα του κορμιού σου, τα μυστικά μην εγκαταλείπεις για ένα τελευταίο φθινόπωρο

για ένα τελευταίο αντίο μιας εποχής εφηβικής μιας εποχής που δεν γνωρίζει το γήρας – το καλοκαίρι! Ας αφεθούμε στην εποχή της αποσύνθεσης των ξεθωριασμένων χρωμάτων, του λιγοστού ηλίου ,την εποχή της λήθης του αποχωρισμού και μοιραία του χωρισμού μην αρνηθείς τις εποχές… Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Διονύσιος Σολωμός .

Κάπως το έλεγαν το αγέρι που φυσούσε Παντιέρα θείας προσμονής εφούσκωνε τα στήθη Ο κόχλος της επανάστασης ζητούσε άγιες πένες να συμπαρασύρουν πλήθη! Κάμποι ετοιμόσπαρτοι εγίναν τα γραπτά σου κι εκεί εφώλιασε της λευτεριάς ο οίστρος Το βογγητό απ'το Μεσολόγγι ερχότανε κοντά σου, του άνισου, μα έντιμου αγώνα θεμέλια λίθος Γαλέρα που τα κύματα του Ιονίου περνούσε ο αχός της σκλαβωμένης σου πατρίδας Εκείνη η τρικυμία στην καρδιά δεν σταματούσε κι η έμπνευση ακόνιζε της σπάθης την λεπίδα Συντρόφευσε ποιητή μου,τ'ανήμερα πλήθη εκειά, που δεν γνωρίζουνε τ'οχτρού τ'άγρια σμήνη Τέτοια αρετή δεν πρέπει να χαθεί στην λήθη Στεφάνωσε την τόλμη με την νίκη!

Την δάφνινη κορωνίδα η δόξα εφόρεσε στους νεκρούς της Θυσία αιματόβρεχτη, γύρευε η ελπίδα Η λευτεριά τους ήθελε στα ουράνια δικούς της και στους αιώνες να τους εξυμνεί η πατρίδα!! Μια πένα, ένα χαρτί και μια λαχτάρα! Ένα τουφέκι, πολλή πίστη, βαθύς πόθος! Μια καρδιά που στους ρυθμούς του άγιου ξεσηκωμού κτυπούσε Μια η τιμή, για σέ που εθνικό μας ποιητή σ'αποκαλούμε!!! Έφη Μιχαλάτου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 162

Η ΦΥΣΗ Όλη η πλάση σού μιλάει Και το δάχτυλο σού κουνάει. Όλα τα καταλαβαίνει Αλλά σε όλα σωπαίνει. Μην τολμήσεις ν’ αντιμιλήσεις Την πλάτη μην της την γυρίσεις! Κάνε ό,τι σου υπαγορεύει Αυτή την ζωή σου διαφεντεύει! Πρόσεξε πως θα της φερθείς Ίσο μερίδιο θα βρεις Να ‘ξερες πόση δύναμη έχει Τ’ άδικο, άνθρωπε, δεν αντέχει! Κοίτα με πόση ομορφιά Σού περιβάλλει την καρδιά! Τα πάντα στο διάβα της έχει χρωματίσει Και το άρωμά της παντού έχει σκορπίσει! Όταν σού χαμογελάει Ήλιο παντού σού σκορπάει! Μα όταν λυπάται Βροχή δεν φοβάται! ΞΕΝΙΑ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ


Σελίδα 163

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΧΛΕΥΗ Ο χρόνος, μέγας πελταστής, εξακοντίζει με ακρίβεια δεινή την αιχμηρή του χλεύη, απάνω στους ομόκλινους ριψάσπιδων ζωών, στους ομοτράπεζους ονείρων μηδισάντων. Τάσος Σ. Μάντζιος

ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ Όταν πίνουν δάκρυα οι φτωχοί,γαληνεύει το απόβρεχο..φορούν κουκούλα στην ενοχή εφθασέ πάλι το φθινόπωρο..Έχουν μάθει να πεθαίνουν εκατοντάδες εποχές,είναι η ώρα που αλητεύουν της γής οι Πύρηνοι πολιορκητές.. Λίγο νερό στάζει η θλίψη από μια βρύση μεταθανάτιων συλλογισμών...Όταν πικραίνονται οι πέτρες,βροχή ξυπνάνε οι επαίτες,αυτοί δεν έχουν πλέον ταραχή,γιατι τους πάντας κέρδισε ουράνια..προσευχή!... ΠΕΤΡΟΣ Κ ΒΕΛΟΥΔΑΣ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 164

Το Όνειρο της Μ. Τετάρτης Μ΄ένα κλωνάκι γιασεμί στο πέτο το ζερβί και κάποιαν ακαθόριστη ελπίδα για κρεμάλα, φτυστός ο Γιούδας μίλησα: «Να σ΄ασπαστώ Ραββί» και την Φυλής περπάτησα μαύρο διψώντας γάλα. Σαλό γκαρσόνι έστρεψε τα μάτια στη φωτιά κι από φιάλη έσταξε στο μπρίκι μια σταγόνα. «Να πολυπραγματεύεσαι η πρώτη αποκοτιά, δεύτερη να ΄χεις ζηλωτών τα λόγια για κρυψώνα». Κι εγώ που δεν προσκύνησα Ανάσταση Χριστού, μα το καλάμι διάλεξα, τ΄ακάνθινο στεφάνι, πίσω τα φραγκοδίφραγκα του πενιχρού μισθού, γυρνώντας αναφώνησα: «Του πρέπει να πεθάνει». Μ΄ένα πονόλαιμο φρικτό σηκώθηκα νωρίς, από τον ύπνο ένας φυγάς, σικάρης Δόν Κιχώτης. «Τέτοιας λογής ονείρατα πως στέργεις να θωρρείς;» η μάνα μου αγρίεψε κι έκαμε τον σταυρό της. Γιάννης Παγώνης

ΕΛΠΙΔΑ Κυττώντας μιαν αυγή που αργεί Βλέπω άνοιξες στα φθινόπωρα… Αργεί να ξημερώσει Μα η ελπίδα περισσεύει εντός μου. Στέλλα Χαβιαροπούλου/ "Stella CAVIART" ( Σεπτ., 2017)


Σελίδα 165

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΕΙΚΟΝΕΣ ΒΡΟΧΗΣ Ημέρα βροχερή, σκηνή του δρόμου σιωπηλή. Άνθρωπος δεν περπατά. Ήχος ακούγεται νερού ,που κυλά.

Στον ορίζοντα φάνηκε μια αστραπή, φωτίζοντας τη πλάση για μία στιγμή. Ήχος βροχής ξανά αρχινά, σταγόνες αρχίζουν να κυλούν αργά.

Κυλά απαλά ,στα άσπρα σκαλιά, αφήνοντας πίσω αχνάρια υγρά. Ρυάκια σχηματίζονται ,που καταφύγιο ζητούν, στο πεζόδρομο της φύσης για να κρυφτούν.

Ημέρα βροχερή! Δέξου τις στάλες σαν ένα φιλί. Φιλί που αγγίζει απαλά τα φυτά, γεμίζοντας τη πλάση με χάδια ξανά. Xλόη Ν. Αμαράντου

Να αγκαλιαστούν και να κυλήσουν, τη ρότα του δρόμου ν’ ακολουθήσουν, να φθάσουν στη θάλασσα γοργά, χαράζοντας δρόμο σε άμμο ξανθιά.

Ήμισυ Το τελευταίο δάκρυ της θάλασσας παραδόθηκε πάνω στην ηλιοκαμένη άμμο. Νωρίς το πρωί. Τα φώτα άρχισαν να παραδίνονται στον Θεό ήλιο. Δυο γλάροι ρουφούσαν το ύστερο χάδι του βραδιού. Σχεδόν γαλήνη. Σχεδόν σκοτάδι. Σχεδόν ήλιος. Σχεδόν άνθρωποι.

ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 166

ΔΥΟ ΦΤΩΧΑ ΠΑΙΔΙΑ Μέσα στο κρύο στέκονται με χέρια παγωμένα, δυο αδελφάκια ορφανά, απ' τη Μοίρα χτυπημένα. Φαγάκι δεν χορταίνουνε, η φτώχεια δεν τ' αφήνει, είν' η ζωή τους δύσκολη, χτυπήματα τους δίνει. Βλέπουν τα άλλα τα παιδιά να επιστρέφουν σπίτι και θλίβονται που μοιάζουνε σαν το φτωχό σπουργίτι, που πια δεν μένει σε φωλιά μα τριγυρνά μονάχο και ξεκουράζεται, αν βρει, κάποιο άνοιγμα σε βράχο. Το κρύο είναι τσουχτερό και το κορμί παγώνει, ίσως τα βρουν κάποιο πρωί, νεκρά πάνω στο χιόνι. ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ

Τα λίγα σου - (Λ.Β.) Τα “τίποτα “σου έχουν θράσος. Στα “όλα” μου με τόλμη βγάζουν γλώσσα. Σχεδόν τα νικάνε. Τα “λίγα” σου είναι δυνατά. Μια αίσθηση τη χτίζουν. Κι αν τα “πολλά” μου, φύσηξα με ούριο αγέρα πέσανε φαίνεται στη γη. Τα πάτησες, δεν τά 'δες.

Πράσινα μάτια. Πράσινα. Γεμάτα απο χρώμα. Μα αδειανό το βλέμμα σου. Άδειας ψυχής προδότες; Άννα Νικ. Κουρκούλη.


Σελίδα 167

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Χοϊκού Βάρκα μοναχή σε φθινοπώρου φύλλο ονειρεύεται

Χάδι από στάλες παραθύρια της βροχής άνοιξαν πάλι ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΔΗ

Κόκκινο βελούδο ντύθηκε το δειλινό σαν μάτωσε

Ρότα Ανοίγοντας πανιά να ταξιδέψουμε ξεχάσαμε σχοινιά σαν άγκιστρα στο μόλο δεν ξέραμε ποιά στιγμή έπρεπε να γυρέψουμε κάθε κακοτοπιά, και μας άλλαζαν ρόλο. Δειλά, μα ξεκινήσαμε μ’ όνειρο μια Ιθάκη, κάπου αγανακτήσαμε μα δίκιο πουθενά μια λύπη μας συντρόφευε, ένα κρυφό μεράκι· γεμάτα πιάτα θέλαμε κι ας μένανε κενά. Τα χρόνια έτσι πέρασαν σαν βιαστικός αγέρας, κάποια απ’ αυτά υστέρησαν, άλλα μια ευλογία· τρομάξαμε σα νιώσαμε πως δεν ήρθε εις πέρας η ρότα που χαράξαμε με κόπους κι αγωνία. Μαρία Ανδρεαδέλλη


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 168

Οι κληρονόμοι Έχουν τακτοποιήσει τους λογαριασμούς τους με την ιστορία άλλωστε αυτοί την γράφουν ως νικητές που είναι Έχουν πληρώσει αδρά για να ξεπλύνουν τα χέρια και το όνομά τους κι έχουν θάψει βαθιά ό,τι αμφισβητεί τη μοναδική τους αλήθεια Όμως η μνήμη σαν ενοχλητική μύγα του Αυγούστου χαλάει πότε πότε τη ραστώνη τους Και είναι φορές που πετάγονται ιδρωμένοι απ’ τον ύπνο και μέσα στο σκοτάδι βλέπουν να έρχονται πάνω στο άρμα της ιστορίας, με κουρελιασμένους χιτώνες, οι κληρονόμοι του νέου κόσμου. ΝΙΚΟΣ ΣΟΥΒΑΤΖΗΣ


Σελίδα 169

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Γυμνή ψυχή Γυμνή την ψυχή, χωρίς των ρούχων την κάλυψη χωρίς του μακιγιάζ τα φτιασιδώματα χωρίς την λάμψη των κοσμημάτων, άφησε. Τότε θα δούμε πόσο φορτίο ομορφιάς κουβαλά αφ’ εαυτού της.. ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗΣ

ΈΝΑ ΘΎ ΜΑ ΑΚΌΜΑ (19 90) Κάποιο παράπονο στάθηκε δίπλα σου και ο καπνός του τσιγάρου ατελείωτος, βούλιαζες μέσα στην πίκρα σου, φριχτός του θανάτου ο απόηχος. Φούντωσε ο καπνός και σε σκέπασε, το ποτήρι σου άδειο παραμιλούσε, δάκρυα εσύ της χάρισες μα δεν έφυγε, για πτώματα η γη διψούσε. Μια, δύο, τρείς, , κύλησαν στο χώμα και οι τελευταίες σταγόνες με αίμα οι φλέβες άδειες, έμοιαζε με ψέμα, ο θάνατος αγκάλιαζε το σώμα. Και παρά δίπλα στέκει το γυαλί κι αυτό αμίλητο και πικραμένο, γιατί έδωσε το τελευταίο φιλί, σε κείνο το κορμί το ναρκωμένο. Χασαλεύρης Γεώργιος


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 170

Μια νύχτα αλλιώτικη Μ’ ακούς; Θ’ ανοίξω κείνο το άδειο χαρτόκουτο να ισιωθούμε απόψε. Τα μαξιλάρια θα τα φτιάξω εγώ, τώρα, δες! Χαρτιά κι εφημερίδες, στρωμένα κι απλωμένα μέσα στις χάρτινες σακούλες. Μαγικό;

Σήμερα δω. Αύριο εκεί. Δεν θα βαριόμαστε ποτέ. Κι αν σε κλωτσούν και σε πονούν, φωνή κι ανάστημα θα υψώσω. ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΟΚΙΤΣΟΥ

Θα βαφτίσω το χαρτί, πούπουλο και για λίγο θα’ μαστε βασιλιάδες. Μη φεύγεις. Μείνε. Ζέστη δε θα’ χει, μα η καρδιά μου θα μας ζεστάνει και τους δυο. Δεν ζεσταίνονται οι ψυχές με σόμπα. Θα μείνεις;

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ Τίποτα δε θα βρεις πάνω απ' την αγάπη. Γιατί ο ίδιος ο Θεός είναι η Αγάπη. Κοίτα απ΄τη γη ως τον ουρανό, στο απέραντο, στο σύμπαν, όλα με θεϊκή πνοή, με Αγάπη, με Σοφία.

Μα μεγαλύτερη απόδειξη της Αγάπης του της θείας είναι η συγχώρεση απ' το Σταυρό της κάθε αμαρτίας. Εύα Βενετικίδου


Σελίδα 171

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Γλέντι τρελό Γιορτάζουμε την τραγωδία μας με γλέντι, όργανα, τραγούδια κι ως το ξημέρωμα χορό. Κι όσοι δε μας γνωρίζουν κοιτάνε απόρημένοι, ψαχουλεύουν και το πάθος μας με δέος βυθομετράνε. "Θάναι και το κλίμα."

Και με το ηλιοβασίλεμα γλέντι τρελό πάλι ως το τέλος. Κι αυτοί που δε μας ξέρουν μας μελετούν απορημένοι ερωτευμένοι. "Θάναι και το κλίμα." Από τη ποιητική συλλογή της Ελένης Παρασκευά "Γλεντι Τρελό" 2015, Εκδ. Ρώμη, σειρά Θευθ.

Αύριο πάλι θα κλάψουμε πικρά σ΄εκείνη την γνωστή γωνιά με τον Απόλλωνα και το θείο Διόνυσο να περιμένουν στην ουρά.

Ιθάκη Μικρέ μου απάτριδα πατρίδα είναι ό,τι αγαπάς Ιθάκη ο αυτοπροσδιορισμός κι άσε τα άλλα γλώσσα, θεό και σπιτικό

να φυλακίζουν τους αγνώμονες. ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ

Απλά τα πράγματα Ξέρεις δεν ξέρεις τα πράγματα είναι απλά· μες στη βουή του κόσμου τα δήθεν και τα τάδε βιτρίνες, μάσκες, απερισκεψίες και ματαιότητες κάθε λογής. Άνευ ουσίας φλυαρίες.

Τα πράγματα είναι πολύ απλά· αγάπη και ξανά δυσεύρετη Αγάπη! Λαμπρινή Λιάτσου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 172

Η ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Κάποιες νύχτες έχουν στείρες ώρες, έχουν κάτι άγονες στιγμές, σε όνειρα δεν κολυμπάνε... Σειρήνες έρπουν μες το στρώμα, στον ήχο της θάλασσας κρυμμένες καλά, τον έρωτα παράτολμα και παράνομα σέρνουν σε ξέρες... σε ύφαλους τον αποπλανούν... ξέπνοο τον παρατούν και μόνο σε βουρκωμένα ρηχά νερά... Αδέσποτα λόγια και φήμες παγώνουν τον παλμό της καρδιάς -

ο Ερωτιδέας δεν πετάει, δεν κοιτάζει λάγνα, δεν ακούει... με χαμόγελα δεν στέλνει βέλη ερωτικά, άδεια η φαρέτρα... Ω, ξέσκεπη εσύ καρδιά και κρυώνεις, γυμνό εσύ κορμί από φιλιά... κλαίνε οι νύχτες, γερνάνε... Ένας Οδυσσέας ο έρωτας γέροντας, που το δρόμο του χάνει… ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΘΕΜΑ

Σαν Παραμύθι Όλα σαν όνειρο μαζί σου σε άλλον κόσμο, σ' άλλη εποχή τότε που ένα κομμάτι ουρανού στα χέρια κράτησα. Μία φορά κι έναν καιρό; Για πάντα; Στο μέτρημα του χρόνου χάθηκα. Σε πήρε η νύχτα μικρή νεράιδα του γιαλού και της σελήνης. Σε πήρε η νύχτα μα το φιλί σου σφραγίδα ανεξίτηλη στα χείλη μου μέλι κι αλμύρα. Αλύπητα κυλάνε οι ώρες κι οι αιώνες σαν παραμύθι οι αναμνήσεις ζωντανεύουνε. Κι εγώ ένα ημερολόγιο παλιό σαν αποξηραμένο γιασεμί κι ένα μαντήλι της φωτιάς κρατώ για να θυμάμαι. Ω ναι θυμάμαι, ζω και ξαναζώ και ανασταίνομαι

και ας μην έχει ο δρόμος τούτος γυρισμό. Μου φτάνει που θυμάμαι.... copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017


Σελίδα 173

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΣΗΜΑΔΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ Η μοναξιά βροχή, στάζει στην τρύπια στέγη της ζωής. Σφιχτή θηλιά δένει και στενεύει το μυαλό. Σπίθα που χάνεται στη λάμψη των ματιών. Ρυτίδα στο πρόσωπο της νιότης. Ράγισμα παγωμένου καθρέφτη. Λάβα καυτής απόγνωσης. Ανάσα πνιγμένης ελπίδας , το τελευταίο φιλί, στα χείλη της απύθμενης σκέψης. ΜΠΙΑ ΝΙΟΤΗ

Παγκάκι Σ’ ένα παγκάκι στοργικό, Γκάζι προς στο Θησείο, στήνω παρτίδες με ζαριές κι η πείνα μου βραβείο.

Γατιά, σκυλιά κι αρχάγγελοι ζητούν να με φιλέψουν, γεμάτοι αξιοπρέπεια μαζί μου ν’ ασκητέψουν.

Μέσ’ απ’ τους τοίχους οι φωνές και οι ματιές σαστίΣτη μοναξιά μου ανήμπορος, στης πόλης το σοκάζουν, κι, σιωπούν μπροστά στη θέα μου, βουβά για εμέ δαπώς να χωρέσει όλους μας της φτώχιας το παγκάκι; κρύζουν. Νύκτες που ‘χει πανσέληνο καίγετ’ ο Παρθενώνας. Σ’ εμέ σκιές χαμογελούν, λεν ‘μάταιος ο αιώνας’…

Δήμητρα Σωκράτους


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 174

Ο Θεός στον κόσμο Με μαγεμένης καλοσύνης τα φτερά με άγγελου λευκότατη πλημμύρα απλώθηκες στα στήθια μας αλμύρα κι αλάτισες την πεθαμένη μας χαρά

οι προσευχές μας τώρα πια δεν προσδοκούν του μέλλοντος τ’ αμφίβολα σημάδια των αχναριών σου τ’ αγιασμένα χάδια στης απαλάμης τις γραμμές αγιοδρομούν

στης αθωότητάς σου την ανασεμιά επάψαν να φθινοπωρούν τα φύλλα και των αιώνων η κρυφή μαυρίλα σπορά νεκρή σε ακάρπιστη κοιλιά

αθώα πολύ υπάρχουμε στη ζήση και πρέπει κάποιος να μας το γνωρίσει Σοφία Πόταρη

Όλα έχουν αλλάξει εδώ γιαγιά... Η ξυλόσομπα σου αντικαταστάθηκε με μια τηλεόραση Κι έχω χρόνια να φάω ωραία κάστανα Και η ελιά που πηγαίναμε για να με ταΐσεις, δεν υπάρχει πια Την έκοψαν κι από πάνω της έχτισαν ένα έκτρωμα Τα παλιά σου έπιπλα πετάχτηκαν όλα Τ' αντικατέστησαν με άλλα, “μοντέρνα” τα είπαν Και το δωματιάκι που έμενες στα τελευταία σου Το έκαναν αποθήκη και το γέμισαν σαβούρα Οι άνθρωποι... οι άνθρωποι δεν είναι πια άνθρωποι γιαγιά Δεν έχουν ούτε τις πόρτες ούτε τις καρδιές τους ανοιχτές Και δε μου μιλούν όπως παλιά Τώρα τους νοιάζει τι φορώ και που δουλεύω Οι χωματόδρομοι στρώθηκαν με άσφαλτο Οι αλάνες έγιναν οικοδομικά τετράγωνα Και τα παιδιά που μεγαλώσαμε μαζί, έχουν χαθεί Όλα πια μοιάζουν ξένα και γνώριμα συνάμα

Ξέρω πως δεν είμαι αυτός που ήθελες γιαγιά Έχω αλλάξει κι εγώ, έχω σκληρύνει, έχω αγριέψει Ταίριαξα στους καιρούς και τις περιστάσεις Μα νιώθω πως σε πρόδωσα γιαγιά... Συγνώμη. Μου λείπεις πολύ κάποιες φόρες, όλο και πιο συχνά τελευταία Τόσο που εύχομαι να ήμουν εκεί μαζί σου, μακριά απ' όσα άλλαξαν Μα μια απ' αυτές τις μέρες θα κάνω κάτι σπουδαίο γιαγιά Κάτι για το οποίο θα είσαι περήφανη και θα 'χεις να το λες Γίνομαι αυτός που έπρεπε, ξεκινώντας μ’ αυτό εδώ το γράμμα γιαγιά… ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΞΙΖΗΣ


Σελίδα 175

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΒΛΕΜΜΑ Βλέμμα. Όχι οποιοδήποτε, αλλά εκείνο που έστρεψες προς το μέρος μου. Δυνατό;

ήταν μια βαθιά αγκαλιά στην πάχνη της ψυχής σου. Ναι. Δίχως τον φόβο να σε χάσω.

Όχι. Σαθρό κι άχρωμο. Μα ήταν δικό σου. Κι έγινε εγώ σε μια ίντσα διαφάνειας από

Στο τώρα της ζεστασιάς σου, βλέπεις, δεν υπάρχει απώλεια. Κρίμα που νωρίτερα δεν

τύρβη κι απελπισία στην σύγκρουση χειλιών που κάρφωναν εκούσια την μορφή σου.

το διαπίστωσες. Τι να φταίει. Ή ποιος; Περπάτησες ως το επόμενο στενό, λυγίζοντας

σαν από μεθύσι στο άρωμα κοκτέιλ που πότισε το Αλμύρα έπιασε να υφάνει το ολόλευκο κουφάρι της δέρμα. Μέχρι εκεί. Τίποτα δεν φαιδρής ελευθερίας στις κόγχες εννόησες στο κόκκινο. Στη λάμψη της κόγχης που δυο καστανών βλεφάρων με λαχτάρα για τάνγκο αρ- έσερνε την ταυτότητα σου. Μηδέν. γεντίνικο σε σάλα πέτρινου κάστρου. Για να ξεφυσήξω τον αέρα στο πρόσωπο σου με ορμή για την επίγνωση του αύριο. Βυθίστηκα σε μια κίνηση γάντζου με απόηχο κιθάρας μήπως ξεκλέψω μια αγκαλιά γυμνή προτού βουλιάξω ξέπνοα στα χαλάσματα του λευκού ηφαιστείου της καρδιάς. Κρίσεις και τύψεις άγονης γραμμής λιποψύχησαν στιγμιαία στη διαίρεση του κυττάρου, για να ανακαλύψουν με λυγμούς ένα ρυθμό αλλότινο. Παλιακό. Ανεξερεύνητο. Είδες; Πεθύμησες; Ζήλεψες, θαρρώ, στην πρώτη σου νιότη την αλήθεια με την αστροφεγγιά του πιστευτού. Κι όμως. Συνέχισες να τραβάς ακανόνιστα το άρμα από τις επάλξεις του. Χθες, αύριο, ποτέ. Τα μάτια έπλεξαν στριφνά το μετάξι μιας λανθάνουσας επαφής. Δήθεν εγκλωβίστηκες σε ταξίδι λεκτικό, ενώ το μόνο που αποζητούσα μεμιάς να ζήσω,

ΕΥΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 176

Mon Repos Στον Αλέξανδρο Αηδώνη & τον Βασίλη Πανδή Τρεις Φίλοι, Περιπλανώμενοι στις συννεφώδεις μιας Δευτέρας άκρες σε γη που Βασιλείς κατοίκησαν πατήσαμε Δάση διασχίζοντες γοργά (Σμάραγδου ακμάζοντα Μορφές μέσα σε σφριγηλή Μαρτιού τη φλέβα.) Με βήμ' αθλητικό, Ναών ερείπια σε νάρκη Κίονες ξυπνήσαμε απ' το λήθαργο κι Αιώνων ψίθυροι (Κισσούς φέροντες λυγερούς το ρίγος Βρύων) στο Καρδάκι μας παρέσυραν - πράσινων Όαση νερών άγιας Σιωπής το ξέφωτο. Αντίκρυ μας βουνά σπαθίζαν τις ομίχλες Γλάροι με βλοσυρότητα κοιτούσε πέρα ο Ανεμόμυλος η Μέρα σπαρταρούσε στο φευγιό της ξέπνοα κι απόλυτος Γαλήνης ο Ρυθμός έψαλε στων Ψυχών μας τ' Άδυτο.) Ευδαίμων, ο ένας φίλος μου μειδιώντας Αστείρευτης μεταλαμβάνοντας Ύδωρ Πηγής τη Γνώση Ενδόξων Παρελθόντων γεύτηκε δροσιά στον ουρανίσκο και τα ξανθά του, μες στο σούρουπο, λάμψαν μαλλιά σαν φλόγ' απόκοσμη στη δυνατή μορφή του.

Ο άλλος, με το τσιγάρο (πάθος του - ηδονή του) ράθυμα στα χείλη ξεχασμένο ν' αργοσβήνει, μες στο θάμπος, πάλευε, πείσμων, στο χαρτί στίχων να σπαργανώσει βρέφη και - ιμπρεσιονιστικά - η φιγούρα του σε ντύσιμο κομψότατο (φιλόσοφου φιγούρα ποιητή) στη Θάλασσα κατοπτριζόταν. Κι εγώ, συνθλίβοντας χλωρές στις χούφτες μου τις Δάφνες είδα (για μια στιγμή) τους Βασιλείς να μας κοιτάζουν ξαφνιασμένοι (τους τρεις παρείσακτους στ' Απόλλωνα τους Τόπους) και ύστερα (μ' έναν, άηχο, στεναγμό) χλωμοί μες στην Αχλύ να εξαϋλώνονται του νοτισμένου Χρόνου... ΑΛΕΞΊΑ ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ 23/3/2018 *Αδημοσίευτο ποίημα, προδημοσίευση απ' την (ανέκδοτη ακόμη) συλλογική έκδοση (Κατίνα Βλάχου, Αλεξία Αθανασίου, Βασίλης Πανδής) "Η Συνάντηση".


Σελίδα 177

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

ΤΑ ΧΡΥΣΟΨΑΡΑ Τα χρυσόψαρα στη γυάλα, όλο χάρη κολυμπούν. Ανεβαίνουν κατεβαίνουν, την τροφή τους καρτερούν.

Αχ ψιψίνα μου καλή, στο λέω για καλό σου. Μακριά απ’τα ψαράκια Όχι ιδέες στο μυαλό σου.

Παίρνω λίγα φυλλαράκια, τους τα ρίχνω και ορμούν. Ανεβαίνουν πεινασμένα και χαρούμενα τσιμπούν.

Τ’ αγαπώ όσο κι εσένα, τα φροντίζω όσο κανείς. Αν ζημιά θέλεις να κάνεις, καλά να το σκεφτείς.

Η ψιψίνα μας η Νόνη, κάθεται και τα κοιτά. Άραγε τι σκέφτεται καθώς τα τριγυρνά;

Παρασκευή-Αδαμίδου-Κηπουρίδου

Η ΖΩΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΣΤΩ ΚΙ ΕΤΣΙ Το παιχίδι των αριθμών Το 1 βγαίνει έξω, το 2 συναντάει. Ψάχνουν να βρουν το 3, που τα κρυφοκοιτάει. Το 4 φορτσάτο, πέφτει πάνω στο 5. Σκάνε όλα στα γέλια και πάνε παρακάτω. Το 6 τα ακούει και τρέχει στην αυλή Φωνάζει το 7, που βγαίνει στη στιγμή.

Το 8 και το 9 που παίζανε ωραία, σαν ακούσανε τα γέλια, έτρεξαν κι αυτά παρέα. Περαστικό το 10 τους είδε όλους μαζί. Με θέλετε κι εμένα φίλοι μου καλοί; Σε θέλουμε πολύ, είπαν όλοι ζωηρά. Του έδωσαν το χέρι, με γέλιο και χαρά. Παρασκευή-Αδαμίδου-Κηπουρίδου


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Σελίδα 178

Νέες Οδηγίες #267 PlayStation Αντίχειρά μου, αντίχειρά μου ανεξάρτητε τρίγωνο κύκλος χι τετράγωνο τετράγωνο για να επανοπλίσω σκαρφάλωμα πυροβολισμοί παζλ επίπεδα σακίδια όπλα τραύματα και ανάρρωση την ίδια στιγμή Με ετοιμάζεις Μηχάνημα με προετοιμάζεις Με προετοιμάζεις για τι; Τι μου ετοιμάζεις; Να κάνω λουτ μου λες να κάνω λουτ σ' αυτούς που σκότωσα Να πατάω χιντ όταν τα βρίσκω σκούρα. Με κατευθύνεις Μηχάνημα με κατευθύνεις με ένα μοχλό ευφάνταστο τον έλεγχο μου δίνεις μα για πού με κατευθύνεις; Για το καλό της Ανθρωπότητας που έχεις φανταστεί; Για το καλό της Ειρήνης που έχεις ονειρευτεί; Είσαι παντού, ένα βίσμα κι ένα δισεκατομμύριο ψυχές Είσαι παντού, με λίγο πλαστικό κι ένα τρισεκατομμύριο ψηφία

Είσαι εσύ μέσα στο μαύρο κάστρο κι έξω η δίνη ομίχλης κίτρινης παντού

Αφού το έχεις το μέσο αφού την έχεις την εμπειρογνωμοσύνη αφού το έχεις το Εργοστάσιο αφού είσαι ο Ελεγκτής αφού είσαι ο Διακομιστής,

Κάνε πρώτο, Playstation. εσύ την αλλαγή Κάνε να αλλάξει λίγο στα σέτιγκς το χρώμα Κάνε λίγο να αλλάξουν τα όπλα δώσε στους παίχτες σφουγγάρι να σβήσουν μουτζούρες άλλαξε λιγάκι το φως φτιάξε και ένα παιχνίδι λίγο πιο φωτεινό φτιάξε και επίπεδα λίγο πιο παραδείσια φτιάξε σύμπαντα όπως θα τα φανταζόσουνα αν δεν ήσουνα ο Αλιγκέρι άσε την κόλαση του πολέμου για λίγο άσε την προέλαση του κακού για λίγο άσε τα συντρίμια ενός κόσμου σκληρού για λίγο. - για να πατήσω το Play ξανά Χρίστος Τσιαήλης [Αντίχειρά μου, εσύ τη δουλειά σου. Ξέρεις, με το χι πηδάς με τον κύκλο ρολάρεις - Δείκτη μου, με το L1 σημαδεύεις, R2 πυροβολάς, κέντρο στης συσκευής το μάτι.]


Σελίδα 179

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ Μία αλεπού κάποια φορά περπάταγε κρατώντας την κοιλιά τρεις μέρες έψαχνε φαΐ να βρει κι από το σπουργίτι λύση ζητεί. <<Θα σε φάω δεν αργώ πεινάω, σοβαρά σου μιλώ. Βόηθα με για να πετάς ελεύθερο στον ουρανό>>. Το σπουργιτάκι σοβαρό τη ζωή του σκέφτεται στο λεπτό κι αποφασίζει την αλεπού να βοηθήσει. Τιτιβίζει στ’ αυτιά , μια γυναίκα ζαλίζει στα σοβαρά. Της πέφτουν κάτω τα τυριά η αλεπού τα κάνει μια χαψιά. Το σπουργιτάκι τώρα μπερδεύει έναν νιο τα λάδια του χάνει στο λεπτό. Και η αλεπού χορτασμένη πια ζητά το κέφι την χαρά.

Το σπουργιτάκι τρέχει ευθύς σ’ ένα χωριό αποβραδίς. Τσιμπά την μύτη του Κωστή ρίχνει κάτω τον Πετρή γαργαλά τον Κώστα στον ποπό τώρα στήνεται καυγάς γερός. Η αλεπού κρατά την κοιλιά όχι από πείνα αλλά από χαρά. Γελά, ξεφωνίζει δυνατά. << Πέρασα μια χαρά, σπουργιτάκι μικρό μες στην πονηριά, σου αξίζει η ζωή μα και η ελευθεριά>> Νίκη Σκουτέρη 01/2019

ΦΛΕΒΑΡΗΣ, ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ Ανθισμένος και πολύ μπογιατισμένος. Τρέχουν τα παιδιά μες στη γειτονιά σερπατίνες πετούν, χορεύουν και γελούν. Μασκαράδες, πιερότοι, μπαλαρίνες, πειρατές κι άλλοι πολλοί με στολές . Καρναβάλι συνοδεύουν κομφετί παντού φυτεύουν. Τι κέφι, τι χαρά τσίκνισμα κι Αποκριά, όλοι ντύνονται στα κρυφά.

Πειράγματα πολλά και να προς το τέλος ψηλά καμαρωτά χαρταετός παίρνει τους εφιάλτες μακριά. Να ζήσεις Φλεβάρη μας καλέ κι ας είσαι Κουτσοφλέβαρος πρώτος πάντα σέρνεις το χορό, μασκαρεμένος, ταπεινός! Νίκη Σκουτέρη 1/2/2019


Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ - Μαρκάγγελος Δημουλάκης

Σελίδα 180


Σελίδα 181

Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς

Φωτογραφία: ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΦΥΛΑΚΗ - Μαρκάγγελος Δημουλάκης

Φωτογραφία: ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ - Μαρκάγγελος Δημουλάκης



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.