Εσείς κι εμείς: Στο εξώφυλλο ο Γιάννης Ρίτσος με τον Δημήτρη Βαλασκαντζή, στην (τότε) «Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών Νέα Σύνορα», Γαμβέτα 6, Αθήνα. Είμαστε στο 105 – 106 τεύχος μας. Χρόνος 40ος, Γενάρης Δεκέμβρης 2009. Η πρόθεσή μας γνωστή, από το προηγούμενο τεύχος μας «ντύνουμε» με έργα καλλιτεχνών τα εξώφυλλα των τευχών μας. Δεν παραλοίπουμε να «ντύσουμε» και τα 6 τεύχη που πέρασαν «γυμνά». Όσοι ζωγράφοι επιθυμούν να δουν έργα τους στα εξώφυλλα του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα», καλοδεχούμενοι. Καλοδεχούμενοι κι όσοι θέλουν να στείλουν συνεργασία τους. Γνωστό πως μετά το τυπωμένο τεύχος μας 101-102, με τα μνημεία κακοδικίας που καταχώρησε, τα τεύχη μας θα κυκλοφορούν ηλεκτρονικά δια μέσου του Ίντερνετ. Όσοι αναγνώστες μας θέλουν να λάβουν παλιά τυπωμένα τεύχη μας, ας μας τηλεφωνούν: 210-8815275 ή 6974868530. Η «επιβάρυνση» είναι δύο (2) ευρώ το τεύχος, εκτός τα ταχυδρομικά. Άδικο να μιλάμε για τυπωμένα τεύχη και ηλεκτρονικά τεύχη. Κάποιοι φιλόπονοι, προφανώς νέοι άνθρωποι, που πλαισιώνουν στο Ίντερνετ το «Google» Ελλάδα, μέσω των ηλεκτρονικών σελίδων τους, μας έχουν «αναβαθμίσει» τα εκατόν τόσα τυπωμένα τεύχη μας, και σε ηλεκτρονικά. Ευχαριστίες πολλές. Δ. Β. &
Ο Γιάννης Ρίτσος, σχέδιο του Πασχάλη Αγγελίδη, κραγιόνι, 17Χ21 cm
Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις - Περιοδικό - Εφημερίδα
Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας τεύχος 105 - 106. Χρόνος 40ος Γενάρης - Δεκέμβρης 2009 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com neasynora@otenet.gr & neasynora@blogspot.com & www.neasynora.gr
&
100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου
Από την τιμητική βραδιά στη Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» την 6η Νοεμβρίου 1979
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 7-11-1979
Ζωγραφισμένη πέτρα από τον Γιάννη Ρίτσο
Ο Γιάννης Ρίτσος με φίλους του στη Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»
Ο Γιάννης Ρίτσος με φίλους του στη Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» (6-11-1979)
Ο Γιάννης Ρίτσος στη Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» με τον Δημήτρη Βαλασκαντζή (6-11-1979) (βλέπε και αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, το τεύχος 97 του περιοδικού μας)
&
Ζωγραφισμένη πέτρα από τον Γιάννη Ρίτσο
Το 74ο τεύχος μας για τα 75χρονα του Γιάννη Ρίτσου
Ο Γιάννης Ρίτσος, στο πέτο του το βραβείο Λένιν και πάνω η ιδιόχειρη υπογραφή του
Ζωγραφισμένη πέτρα από τον Γιάννη Ρίτσο
Ζωγραφισμένη πέτρα από τον Γιάννη Ρίτσο
Ο Γιάνης Ρίτσος, σπίτι του
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Έργο του ζωγράφου Πασχάλη Αγγελίδη.
&
ΤΗΝ 21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 Την 19η Απριλίου 1967 αρχίσαμε 48ωρη απεργία οι τεχνικοί στον OTE όπου εργαζόμουν, με κλαδικά αιτήματα. Η απεργία έληγε στις 24.00 της 20ης Απριλίου 1967 και πήγα (μετά τη λήξη της απεργίας) και ανέλαβα υπηρεσία – βάρδια, στα μηχανήματα. Είχα ωράριο 00.01 έως 07.20, της 21ης και …αστραφτερής... Βραδυνή υπηρεσία στη δική μας αίθουσα κάναμε πάντα δύο τεχνίτες και τα μηχανήματα που επιτηρούσαμε, ήταν τα γνωστά ασυρματικά δίκτυα υπερβραχέων κυμάτων, δηλαδή των επικοινωνιών που γίνονται σ’ όλη την Ελλάδα και προς το εξωτερικό κι αντίστροφα – ασυρματικά, όχι με καλώδια και που τις κεραίες τους, κάτι τεράστια κάτοπτρα (ταψιά), τα βλέπουμε όλοι συχνά στις κορυφές των βουνών, αλλά και στις ταράτσες των κτηρίων του ΟΤΕ. Είχαμε λοιπόν τα δίκτυα Αθηνών - Θεσσαλονίκης, Αθηνών - Κρήτης, Αθηνών Ρόδου, Αθηνών - Μυτιλήνης και Αθηνών - Πατρών, μηχανήματα διάφορων τύπων, μεγάλων δυνατοτήτων ή όχι, με χιλιάδες διοδεύσεις για ιδιώτες, αλλά και με στρατιωτικά κυκλώματα δικά μας και του ΝΑΤΟ. Μέσω των τερματικών σταθμών Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου Κρήτης, Ρόδου, Μυτιλήνης και Πατρών, είχαμε επικοινωνία με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, μέχρι το τελευταίο χωριό ή νησί, είτε με ασυρματική διόδευση, είτε με καλωδιακή ζεύξη. Ακόμα από το δίκτυο Πατρών, μέσω διοδεύσεών του, βλέπαμε κατευθείαν Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία και με το «ατλαντικό» καλώδιο τη Νέα Υόρκη κι από κει, όλη την Αμερική! Από αυτό νομίζω ότι βγαίνει εύκολα, πως μπορούσαμε μέσω αυτών των χωρών που είμαστε συνδεδεμένοι κατευθείαν, να ζητήσουμε να συνδεθούμε και να επικοινωνήσουμε με όλο τον ...κόσμο!.. Ήταν δηλαδή ο σταθμός αυτός καίριος κόμβος και φυσικά στόχος σε περίπτωση πολιτικής, στρατιωτικής ή άλλης εκτροπής. Τα παραπάνω μηχανήματα μέχρι πρότινος ήταν εγκατεστημένα στον 5ο όροφο της Πατησίων 85. Εκείνο τον καιρό όμως είχε τελειώσει η κατασκευή του νέου μεγάρου στην Γ' Σεπτεμβρίου 102, που είναι κολλητό (ακουμπούν οι «πλάτες» τους και φυσικά συγκοινωνούν) με το κτίριο της Πατησίων 85 και είχαμε μετεγκαταστήσει τα περισσότερα μηχανήματα στο νέο, στο 12ο όροφο. Στον 5ο όροφο της Πατησίων, είχαν μείνει τα δίκτυα Πατρών και Μυτιλήνης. Έτσι, «χωριστήκαμε» με τον άλλο συνάδερφο, τον Γιάννη Βούρβαχη και επειδή ήμουν παλαιότερος (προϊστάμενος βάρδιας), πήγα στο 12ο όροφο. Αυτό για ένα επιπρόσθετο λόγο, ότι εκεί ήταν και τα περισσότερα μηχανήματα. Είχαμε φυσικά τηλεφωνική επικοινωνία για οποιοδήποτε θέμα που θα προέκυπτε. Θα ήταν τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, που με κάλεσε ο Σταθμός της Πάρνηθας και μου είπε πως παίρνει διακοπή από το δίκτυο της Μυτιλήνης. Νευρίασα, μούχε κόψει τον ...ύπνο. Του είπα: Ξέρεις πως το δίκτυο Μυτιλήνης καταλήγει στον 5ο όροφο, γιατί καλείς εμένα; Η απάντηση ήταν πως ο 5ος δεν απαντά ούτε στα αυτόματα τηλέφωνα (εξωτερικά - εσωτερικά), ούτε στη μαγνητική ζεύξη που είχαν μεταξύ τους. Είπα ένα βαριεστημένο καλά κι έκλεισα. Ξανασήκωσα το ακουστικό για να καλέσω τον 5ο όροφο, αλλά τα τηλέφωνα – όλα τα αυτόματα τηλέφωνα, είχαν νεκρωθεί! Δεν είχα σήμα ελευθέρου! Βγήκα, πήρα τον ανελκυστήρα και κατέβηκα στον 5ο όροφο και μέσω ενός διαδρόμου που σχημάτιζε «Γ» και περνούσε μπροστά από τους θαλάμους του
πειραματικού τότε σταθμού της τηλεόρασης (ΕΙΡΤ), έφτασα στην πόρτα που χώριζε το νέο κτίριο με το παλιό και που πίσω της ακριβώς ήταν η ραδιοαίθουσά μας. Χτύπησα την κλειδωμένη από μέσα πόρτα για ν’ ακούσει και να μ’ ανοίξει ο Βούρβαχης, μα τίποτα. Δεν «κουνιόταν φύλλο». Ξαναχτύπησα πιο δυνατά, πιο δυνατά, τίποτα. Έστησα το αυτί μου και «έπιασα» από μέσα το θόρυβο που έκανε η θυρίδα του μαγνητικού μεταλλάκτη που είχε «πέσει» από τις κλήσεις της Πάρνηθας. Κάτι είχε συμβεί! Αν τον είχε πάρει ο ύπνος, με τόσο θόρυβο που έκανα εγώ και με τέτοιο χτύπημα του βομβητή από το μεταλλάκτη, θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει. Σκέφτηκα προς στιγμή μήπως ο Γιάννης είχε πάει στην τουαλέτα, αλλά τόσην ώρα!.. Μάλλον θα πήγε να άρει κάποια ανωμαλία στα μηχανήματα και έπαθε ηλεκτροπληξία! Άλλωστε γι' αυτό μας έβαζαν υπηρεσία δυο - δυο. Σε περίπτωση κινδύνου να βοηθήσει ο ένας τον άλλο… Άσε που, τι βοήθεια να δώσεις, το πρώτο λάθος στα μηχανήματα αυτά (είχαν υψηλή τάση 1000 βολτ), ήταν και το τελευταίο... Γύρισα πίσω στο ασανσέρ το πήρα και κατέβηκα στο ισόγειο (Γ' Σεπτεμβρίου 102) να ζητήσω βοήθεια. Διευθύνθηκα στην είσοδο δεξιά που είναι οι φύλακες. Έξω από το καμαράκι τους ήταν μαζεμένοι αξιωματικοί του στρατού και μιλούσαν μαζί τους, αλλά επειδή ήμουν αναστατωμένος (τόχα σίγουρο πως ο Γιάννης είχε πάθει ατύχημα), δεν έδωσα ούτε την ελάχιστη σημασία – προσοχή. Ρώτησα κάποιον με πολιτικά: – Ποιος από σας είναι της ασφάλειας κτιρίων; Ένας τους μούπε εγώ. Ήταν ένας νέος άνθρωπος γύρω στα τριάντα, σωματώδης. – Γρήγορα, του είπα. Μπήκαμε στο ασανσέρ κι ανεβήκαμε στον 5ο όροφο. Φτάσαμε στην πόρτα που μας χώριζε από τη ραδιοαίθουσα και χωρίς καμία εξήγηση του λέω: – Σπάστην... Γύρισε και με κοίταξε αναποφάσιστα – ερωτηματικά. Είδε πως ήμουν ταραγμένος. – Σπάστην σου λέω, κινδυνεύει άνθρωπος... Έπεσε απάνω της μια - δυο - τρεις φορές μα τίποτα. Βοήθησα κι εγώ. Έσπασε η κλειδαριά κι άνοιξε διάπλατα η πόρτα. Ο βομβητής της θυρίδας του μεταλλάκτη να χαλάει τον κόσμο, η άλλη πόρτα της αίθουσάς μας ορθάνοιχτη και τα ικριώματα της Μυτιλήνης και των Πατρών με σηκωμένους τους διακόπτες, σβηστά! Βγήκα στο διάδρομο και πήγα στα Τερματικά Διεθνούς Τηλεφωνίας, σε μια αίθουσα δίπλα από τη δική μας. Κανείς κι εδώ! Η πόρτα ορθάνοιχτη, τα μηχανήματά τους με σηκωμένους τους διακόπτες!.. Απέναντι στα MUX, μια άλλη υπηρεσία – «συγγενική» (Τηλεγραφία Εξωτερικού), τα ίδια. Ορθάνοιχτη η πόρτα τους και μέσα κανείς. Τα μηχανήματα κι εδώ κλειστά! Τώρα ήμουν βεβαιότατος(!) πως κάτι είχε συμβεί στο Βούρβαχη... Τι είχα στο μυαλό μου: Ο Βούρβαχης έπαθε ηλεκτροπληξία, τον πήραν είδηση οι συνάδελφοι από δίπλα κι αφού έκλεισαν όλα τα μηχανήματα για να μη συμβεί πιθανή έναρξη πυρκαγιάς (είναι καλύτερα μισή ώρα διακοπή, παρά φωτιά στις εγκαταστάσεις) και τον κατέβασαν στην είσοδο Πατησίων 85 κι από κει ποιος ξέρει πού!.. Οι στρατιώτες που κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους δεν με προβλημάτισαν, ήταν δυο μέρες στα κτίρια. Άλλωστε όποτε είχαμε απεργία τα κτίρια ήταν ζωσμένα. Γύρισα στην αίθουσά μας, «έκλεισα» τον ήχο στο μεταλλάκτη, άνοιξα τα μηχανήματα και μίλησα με τον συνάδερφο της Πάρνηθας από το μαγνητικό. Του είπα τι είχε συμβεί (τι πίστευα πως είχε συμβεί) και τον ειδοποίησα να περιμένει λίγο και θα πάρει παλμοσειρά – επαφή. Ατυχία. Όταν άνοιξα τα μηχανήματα της Μυτιλήνης κάηκαν δυο ασφάλειες. Επειδή όμως όλα τα παρελκόμενα, τα ανταλλακτικά, όπως και τις ασφάλειες τις
είχαμε μεταφέρει στον 12ο όροφο, έπρεπε να πάω να φέρω δυο - τρεις. Είπα στο φύλακα, αυτόν που βοήθησα να σπάσει την πόρτα και που μ’ ακολουθούσε όλη αυτήν την ώρα, πως δεν τον ήθελα άλλο κι ότι μπορούσε να φύγει κι ανέβηκα στο 12ο όροφο, πήρα τις ασφάλειες και ξαναγύρισα. Αντικατέστησα τις καμένες κι όταν βεβαιώθηκα πως η Πάρνηθα πήρε επαφή, κατέβηκα στο ισόγειο της Πατησίων 85 για να μάθω τέλος πάντων, τι έγινε με τον Βούρβαχη. Πολλοί άνθρωποι κι εδώ. Πολίτες, στρατιωτικοί. Θόρυβος!.. Μόλις μπήκα στη μεγάλη αίθουσα αναμονής, είδα μπροστά μου τον Μικιέ τον Μένδρη, που εργαζόταν στα MUX. Τον ρώτησα: – Πού έχουν τον Βούρβαχη; – Καλά δεν πήρες είδηση, μου λέει: – Πήρα, του λέω κι εννοούσα το ... «ατύχημα»! Πού έχουν τον Γιάννη; – Εκεί... μου λέει και μου δείχνει παράμερα. Γυρίζω και βλέπω τον Βούρβαχη ακουμπισμένο σε μια απ' τις κολώνες με σταυρωμένα στο στήθος τα χέρια, να μου χαμογελάει!.. – Μα τι, κάνω στον Μένδρη. – Δεν πήρες είδηση, με ξαναρωτάει. – Τι είδηση να πάρω; Έριξα τώρα προσεχτικά γύρω τη ματιά μου και επιτέλους κατάλαβα!.. Ήταν που έβλεπα κι άλλους – πολλούς συναδέλφους έξω από τη δουλειά τους. Δεν μπορούσαν να είχαν βγει όλοι αυτοί έξω για τον Βούρβαχη... Πλησίασα τον Γιάννη. Τον ρώτησα: Έγινε δικτατορία; Μου έγνεψε: Ναι... Τα στρατιωτικά κλιμάκια που είχαν διαταχθεί να «κόψουν» τις επικοινωνίες, ενήργησαν βάσει «σχεδιαγραμμάτων». Ήξεραν με ακρίβεια σε ποιες αίθουσες θα μπουν και ποιοι συγκεκριμένοι διακόπτες θα έπρεπε να «κατεβούν» για να γίνει διακοπή. Στην περίπτωσή μας όμως είχαν αποτύχει!.. Ο 12ος όροφος δεν ήταν στη «λίστα» τους! Δεν είχαν προλάβει οι ειδικοί – οι ειδήμονες, να την ενημερώσουν! Ο Βούρβαχης λοιπόν θες γιατί κατάλαβε τι συνέβαινε, θες γιατί ήταν νέος, υπάκουσε κι «έκοψε» τα κυκλώματα σηκώνοντας τους διακόπτες. Άλλωστε ήξερε πως τα πολλά μηχανήματα τους είχαν ξεφύγει. Στις διπλανές αίθουσες όμως, γίνανε κωμικοτραγικά γεγονότα. Όταν μπήκαν στα MUX ο αξιωματικός (με το περίστροφο στο χέρι) κι οι φαντάροι (με τα μακρύκαννα όπλα τους στα χέρια) και ζήτησαν από τον τεχνίτη της βάρδιας Μικιέ Μένδρη να «κόψει» τα τηλεγραφικά κυκλώματα, αυτός αντέδρασε φαίνεται με τρόπο που δεν άρεσε στον επικεφαλής αξιωματικό, γι' αυτό ο αξιωματικός για εκφοβισμό του έριξε δύο ή τρεις πυροβολισμούς στο ταβάνι της μικρής αίθουσας, που ακούστηκαν σα βόμβες. Τι να έκανε, ήθελε δεν ήθελε, τα έκλεισε... Πρέπει να είχε τρομάξει... Ακριβώς απέναντι από τα MUX, ήταν όπως προανέφερα τα Τερματικά Διεθνούς Τηλεφωνίας κι εκείνο το βράδυ είχε βάρδια ο συνάδερφος Δημήτρης Κουτσαφτίκης, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τον αξιωματικό που δεν έπαιρνε από λόγια, ότι δεν έπρεπε να διακόψουν τις διεθνείς επικοινωνίες: «γιατί κάποιο λάθος θα είχε γίνει» στις διαταγές που πήραν και παρότρυνε τον επικεφαλής αξιωματικό να έρθει σ’ επαφή με τους ανωτέρους του – να τους εξηγήσει, γιατί επαναλάμβανε: «κάποιο λάθος είχε γίνει». Ησύχασα λίγο όταν είδα τον Βούρβαχη καλά, αλλά τώρα άρχισε νέα ανησυχία. Τι θα γινόταν με τα δίκτυα που ήταν ανοιχτά; Αν εκδηλωνόταν – καθόλου απίθανο, πυρκαγιά ποιος θα με έσωζε; Άρχισα να το συζητώ με τον Βούρβαχη. Συμφωνήσαμε πως ήταν επικίνδυνο τα αναμμένα μηχανήματα χωρίς επίβλεψη μα και ανώφελο.
Δηλαδή, αν λειτουργούσαν τα αστικά τηλέφωνα, θα μπορούσε κάποιος να καλέσει αυτόματα μέσω των μηχανημάτων μας κάποιο – οποιοδήποτε – υπεραστικό τηλέφωνο σ' όποιο σημείο της χώρας μας και να ειδοποιήσει για την επέμβαση των στρατιωτικών, αλλά τα τηλέφωνα ήταν κομμένα. Ακόμα, θα υπήρχε περίπτωση να ωφελήσει που τα μηχανήματά μας ήταν ανοιχτά, αν δούλευαν τηλεφωνήτριες ή τηλεφωνητές στους μεταλλάκτες, αλλά κι αυτούς τους είχαν βγάλει από τις αίθουσες. Μπορούσαμε όμως να κάνουμε κάτι άλλο: Θα ζητούσαμε από τον επικεφαλής αξιωματικό, ένα υπολοχαγό που ήταν όλο φωνή και κακό, να μας επιτρέψει να ανεβούμε να κλείσουμε τα μηχανήματα και έτσι ίσως μπορούσαμε να «σφυρίξουμε» κάτι στους συναδέλφους μας στην επαρχία. Χωριάτικη κουτοπονηριά βέβαια, αλλά αν έπιανε... Πράγματι τον πλησίασα και του είπα σε περίληψη τι είχε συμβεί και του ζήτησα να μας επιτρέψει ν' ανεβούμε να κλείσουμε τα δίκτυα. – Ποια δίκτυα είναι, με ρώτησε. – Της Κρήτης, της Ρόδου, της... – Της Κρήτης; Έκανε σαν τρελός. – Γρήγορα, πήγαινε μ’ αυτούς τους δυο και μούδειξε δύο στρατιώτες και κλείστα, κλείστα… Του είπα πως είναι επικίνδυνο να πάω μόνος μου, τα μηχανήματα είχαν χιλιάδες βολτ. Έπρεπε οπωσδήποτε νάρθει κι ο άλλος τεχνίτης μαζί μου κι έδειξα τον Βούρβαχη. – Γρήγορα - γρήγορα, πηγαίνετε, μας είπε. Ανεβήκαμε στον 5ο όροφο, έκανα γενική κλήση και στα δύο δίκτυα, όσο ο Βούρβαχης ντυνόταν – τον είχαν κατεβάσει με το φανελάκι και με τις σαγιονάρες! Βγήκαν ονομαστικά όλοι οι σταθμοί και τους είπα πως θα διακόψω την επικοινωνία των σταθμών και των κυκλωμάτων, γιατί έχω τέτοιαν εντολή. – Οι στρατιωτικοί, συμπλήρωσα, ανέλαβαν την εξουσία στη χώρα μας. – Δηλαδή τι συμβαίνει, ρώτησε κάποιος συνάδελφος. Γύρισα με το ακουστικό στ' αυτί και κοίταξα τάχα αδιάφορα τους δύο στρατιώτες που μας είχαν από κοντά. – Τι συμβαίνει! Έγινε δικτατορία. Ανοίξτε και κανένα ραδιόφωνο. Γεια σας κλείνω. Κάντε «μπούκλα» και συζητείστε το μεταξύ σας. «Μπούκλα» είναι η επιστροφή της παλμοσειράς που εξουδετερώνει τη διακοπή και μπορούν έτσι οι ενδιάμεσοι σταθμοί να συνεννοούνται μεταξύ τους, αλλά και δεν διακόπτονται τυχόν κυκλώματα μεταξύ νησιών και πόλεων που δεν περνούν από τα τερματικά της Αθήνας. Αυτά για το δίκτυο Μυτιλήνης, αλλά τα ίδια περίπου είπα και στ' άλλα τα δίκτυα, τόσο στον 5ο όροφο όσο και στο 12ο. Ντύθηκε κι ο Βούρβαχης. Οι στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια, κοντά μας. Τους δώσαμε τσιγάρα – ήταν σκασμένοι – και μερικά μπισκότα. Ήταν ευγενέστατοι. Μας μιλούσαν στον πληθυντικό και έδειχναν σεβασμό. Ίσως να ήταν αιτία όλα αυτά τα μηχανήματα, που ασφαλώς τους προκαλούσαν δέος. Εκείνη την ημέρα ήμουν πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό μου! Πίστευα πως από τόσους συνάδελφους που έμαθαν ότι έγινε δικτατορία, δε μπορεί, κάποιος κάποιον θα ειδοποιούσε, κάτι θα μπορούσε να γίνει στην επαρχία, κάτι να προλάβουνε. Όταν μάλιστα έμαθα από φήμες πως στο Ηράκλειο της Κρήτης γινόταν μάχες και πως δεν τα κατάφεραν να επικρατήσουν οι πραξικοπηματίες, γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Αλλά δε βαριέσαι... αέρες...
Κατεβήκαμε κι οι τέσσερις στον 5ο όροφο από το 12ο, περάσαμε την παραβιασμένη πόρτα της ραδιοαιθούσης μας, βγήκαμε στο διάδρομο, πήραμε το ασανσέρ και κατεβήκαμε στο ισόγειο της Πατησίων 85. Εκείνη την ώρα «μπάζανε» στο κτίριο χτυπώντας τον άγρια, ένα γεροδεμένο νέο γύρω στα εικοσιπέντε. Πέρναγε με το αυτοκίνητό του την Πατησίων και του κάνανε σήμα οι στρατιώτες που ήταν έξω στο δρόμο, να σταματήσει. Αυτός προς στιγμή σταμάτησε, αλλά όταν του είπαν να κατέβει με ψηλά τα χέρια, πάτησε γκάζι και πήρε σβάρνα ένα στρατιώτη. Από φόβο μήπως τον τραυμάτισε στάθηκε κι άρχισαν να πέφτουν βροχή οι μπουνιές κι οι κοντακιές. Tον φέρανε σε κακή κατάσταση μέσα. Το μόνο που είπε ήταν: – Τι με χτυπάτε ρε παιδιά, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι θείος μου. Α! γι’ αυτό, είπαν οι άλλοι και συνέχιζαν να τον βαράνε, μέχρι που επενέβη ο υπολοχαγός ο φωνακλάς και τον έσωσε... Άρχισε να ξημερώνει. Εμείς στη σάλα, πότε καθιστοί, πότε να κάνουμε μικρές βόλτες. Όλους μας που είχαμε νυχτερινή βάρδια, μας είχαν συγκεντρώσει εκεί. Ο νέος που έφαγε το ξύλο αμίλητος σε μια γωνιά σκούπιζε όλη την ώρα τη ματωμένη μύτη του, έχοντας σκυφτό το κεφάλι. Κατά τις 7 το πρωί ήρθαν στην είσοδο όλοι όσοι είχαν πρωινή βάρδια. Μέσα στους άλλους ήταν κι ένας δικός μας: Ο Παναγιώτης Ασδεράκης. Οι περισσότεροι είχαν μαύρα ...μεσάνυχτα... για το πραξικόπημα. Κανείς μας, είναι αλήθεια, δεν ανοίγει πρωί - πρωί ραδιόφωνο. Πώς να το μάθαιναν... Τους βάλανε μαζί μας κι έτσι είπαμε τα καθέκαστα στον Ασδεράκη, τι είχε συμβεί, όλα. Τον ενημερώσαμε και για τα μηχανήματα κι αργότερα, κατά τις 8, όσοι είμαστε νυχτερινοί μας επέτρεψε ο υπολοχαγός να φύγουμε, αλλά προς την Πλατεία Αμερικής, όχι προς την Ομόνοια. Βγαίνοντας, μούδωσε ο Ασδεράκης το τηλέφωνο του σπιτιού του και με παρακάλεσε να πάρω και να πω στους δικούς του, να μην αφήσουν τα παιδιά (έχει δυο αγόρια) να πάνε σήμερα σχολείο. Στην Πλατεία Αμερικής «πήρα» και ειδοποίησα. Είχαν αποκαταστήσει τη διακοπή των τηλεφώνων! Φαίνεται πως η «επανάσταση» πέτυχε, πως είχε επικρατήσει! Κατεβαίνοντας δεξιά τη Μηθύμνης είδα τον Ρένο Αποστολίδη και τη γυναίκα του Βία στη βεράντα τους να συζητούν με κάποιον κύριο από το κάτω διαμέρισμα. Με είδε. Μου έκανε νόημα ν' ανεβώ κι ανέβηκα. Η συζήτηση ήταν γύρω από το πραξικόπημα. Με ρώτησε αν το τηλέφωνό του παρακολουθείται κι όταν του είπα πως δεν μπορούσα να το ξέρω, τότε με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος τρόπος που να μπορείς να το καταλάβεις όταν σε παρακολουθούν. Του είπα: – Όχι… Θα έπρεπε να είναι κάποιος πολύ ατζαμής και με πρωτόγονα μηχανήματα για να το υποψιαστούν. Αλλά γιατί στεναχωριόταν; Να μην έλεγε από το τηλέφωνο ό,τι δεν ήθελε να μάθουν οι άλλοι κι ας τους άφηνε να ...παρακολουθούν... Σε λίγο ήρθε κι ένας συμπαθητικός άνδρας, όλο χωρατά. Το είχε σκάσει από την Καισαριανή που έμενε για να μην τον πιάσουν! Ήταν ο συγγραφέας Μάριος Χάκκας, κι αυτή η πρώτη μας επαφή – γνωριμία. Μετά λίγο έφυγα. Κατέβηκα τη Μηθύμνης τέρμα, έφτασα στον Κηφισό, τον πέρασα από μέσα με κάτι σκαλάκια που είχε και πήγα σπίτι μου: Έμενα τότε στη Νέα Κολοκυνθού – Δαβάκη 53. Ησυχία παντού, τα παιδιά είχαν πιάσει τις πρασιές και τους δρόμους κι έπαιζαν μπάλα – ποδόσφαιρο. Ιδιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν. Όλοι με τα πόδια. Το ραδιόφωνο όμως έλεγε και ξανάλεγε να μείνουμε στα σπίτια μας. Και δώστου εμβατήρια!
Με το Δημήτρη Σιδηρόπουλο κατά τις 11, πήραμε αντίστροφα το δρόμο που είχα κάνει πριν μόνος μου και πήγαμε στου Ρένου Αποστολίδη. Για τον Μάριο Χάκκα έμαθα από το Ρένο, πως η δικτατορία του βγήκε σε καλό: Έπιασαν όλους στο Δ.Σ. του Δήμου Καισαριανής εκτός απ' αυτόν και τώρα θα ήταν …Δήμαρχος!.. Καθίσαμε καμιά ώρα και μετά πήραμε την Πατησίων προς την Ομόνοια. Έκανα μια προσπάθεια να ανεβώ στη δουλειά μου, αλλά δε μ’ άφησαν. Πήρα τηλέφωνο τον Ασδεράκη και μου είπε ότι υπήρχε ησυχία, τα μηχανήματα δούλευαv!.. Κατάλαβα. Ήταν η δεύτερη επιβεβαίωση πως η «επανάστασή» τους είχε πετύχει!.. Κοντά στην Ομόνοια που φτάσαμε, στη Βερανζέρου, μας σταμάτησαν. Μας έλεγαν: πάνω ή κάτω, πάνω ή κάτω... Στην Ομόνοια όχι... Φύγαμε προς τα κάτω. Στη Σωκράτους, εκεί που είναι το 4ο Αστυνομικό Τμήμα, όταν πήγαμε να περάσουμε προς την Αγίου Κωνσταντίνου, μας εμπόδισε ένας σαραντάρης αστυφύλακας. Όταν του είπα πως πάω σπίτι μου και θα περάσω, μου λέει: – Φύγε για να μη... Και συμπλήρωσε: – Φαίνεται πως δεν πήρες είδηση, τι έγινε σήμερα... Κατηφορίσαμε την Βερανζέρου και ακολουθώντας την Κολοκυνθούς, γυρίσαμε σπίτι μας. Την άλλη μέρα που επέστρεψα για να κάνω βάρδια, από το φύλακα της ασφάλειας κτιρίων που τον είχα βοηθήσει και «σπάσαμε» τηv πόρτα, έμαθα πως είχα κινδυνέψει πολύ την προηγούμενη ημέρα χωρίς να το πάρω είδηση... Δηλαδή: Όταν κατέβηκε, αφού του είπα πως δεν τον ήθελα άλλο, μίλησε για όλα αυτά μ’ έvα λοχαγό. Όταν ο λοχαγός άκουσε ότι έβαλα μπρος τα μηχανήματα σπάζοντας μάλιστα την πόρτα, μυρίστηκε κομμουνιστικό δάκτυλο και του ζήτησε βγάζοντας το πιστόλι του, να τον πάει αμέσως στην αίθουσα εκείνη, αλλά δεν με βρήκαν – είχα ανεβεί για να πάρω τις ασφάλειες από το 12ο όροφο. Του είπε με στεναχώρια τώρα ο ασφαλίτης φύλακας και για το 12ο όροφο! Πήγανε και κει! Όταν είδε ο λοχαγός να δουλεύουν κι εδώ τα μηχανήματα κι εμένα άφαντο, κόρωσε... Γύρισε κι είπε στο φύλακα πολύ θυμωμένος: – Aν δεν βρω αυτόν, θα σκοτώσω εσένα!.. Έψαξαν όλους τους χώρους και τις τουαλέτες στο 12ο και στον 6ο όροφο! Τίποτα. Εγώ εκείνη την ώρα βρισκόμουν στο ισόγειο της Πατησίωv 85. Ευτυχώς... Σκέφτομαι να με έπιανε την ώρα που σκυμμένος, άλλαζα ασφάλειες στα ικριώματα. Σίγουρα εκεί θα έμεvα... Υ.Γ. Ο Παναγιώτης Ασδεράκης, υποδιευθυντής μου τώρα, στην ίδια υπηρεσία – στους ασυρμάτους, διηγόταν με «χιούμορ» ως εξής τα γεγονότα εκείνης της «ημέρας»: Βρήκαν τον Βαλασκαντζή στην αίθουσα και του είπαν να κλείσει τα μηχανήματα κι αυτός τα έκλεισε. Πιο εκεί όμως από τα ασυρματικά ικριώματα, υπήρχαν τα ικριώματα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, τόσο για τα μηχανήματα όσο και για το φωτισμό. Κάτω δε από τους μαχαιρωτούς διακόπτες υπήρχαν ενδεικτικές λυχνίες που όταv ήταv αναμμένες έδειχναν πως είχαμε ρεύμα πόλεως ή πως δούλευε η δική μας γεννήτρια του ΟΤΕ, στο ισόγειο. Είδαν λοιπόν, λέει ο Ασδεράκης, αυτές τις ενδεικτικές λυχνίες αναμμένες οι στρατιωτικοί και νόμισαν ότι τους κορόιδευε, πως δεν είχε κλείσει τις ασυρματικές διοδεύσεις ή τουλάχιστον πως δεν τις είχε κλείσει όλες και τούπαν:
– Άκου δω ρε, αυτά εμείς δεν τα τρώμε και του κουνούσαν τα περίστροφα μπροστά στη μύτη: – Γιατί ανάβουν αυτά τα γλομπάκια; – Τότε ο Βαλασκαντζής, κατεβάζει το γενικό μαχαιρωτό διακόπτη και στο σκοτάδι που επικράτησε, γιατί σβήσανε όλα τα φώτα της Ραδιοαίθουσας, φρόντισε να εξαφανιστεί... (Τεύχος 98, 2005)
&
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΙΙ Με πήρε το πρωί τηλέφωνο στο γραφείο και μου έκλεισε ραντεβού: θα με επισκεπτόταν το απόγευμα σπίτι μου. Ήρθε κι η πρώτη του «κίνηση» ήταν να πληρώσει τη συνδρομή του στο περιοδικό. Έδειχνε ευχάριστος κι ήταν αν και απόγευμα προσεκτικά και πολύ σοβαρά ντυμένος! Γνωριζόμασταν αρκετό καιρό και στεναχωριόμουνα που δεν είχα δημοσιεύσει κάτι δικό του. Είχα «ψάξει» και τις ποιητικές του συλλογές, τίποτα που να δημοσιεύεται... Κάθισε αρκετά. Φορές σηκωνότανε από τον καναπέ που είχε βολευτεί και περπατούσε πέρα - δώθε στο μικρό γραφείο του περιοδικού που τότε το είχα στο σπίτι μου. Μιλούσε μ’ ευχέρεια και μ’ άφηνε να βλέπω – καθισμένος εγώ στη θέση του γραφείου, το ωραίο ακριβό ρούχο του και τις άνετες κινήσεις του. Σκεφτόμουνα: Πού είναι εκείνος ο κακομοίρης, ο αναγκεμένος με τα τριμμένα ρούχα, το αδυνατισμένο πρόσωπο – τ’ αξύριστο, που είχα γνωρίσει πριν καιρό σε κάποιο γραφείο που είχε στην Ομόνοια; Άλλος άνθρωπος!.. Είπαμε πολλά. Λογοτεχνικά κυρίως. Μετά μου είπε πως με τέτοια ικανότητα(!) – τη δική μου, με τέτοια βάση(!) κ.τ.τ., θα μπορούσα να αξιοποιηθώ καλλίτερα – κι αν ήθελα, μπορούσα να βοηθήσω το γραφείο Δημοσίων Σχέσεων του Οργανισμού (ΟΤΕ), σε ένα περιοδικό και μια εφημερίδα που θα βγάζανε... Το είχε μάλιστα προτείνει στον κ. Μπεχράκη (Προϊστάμενο της Υπηρεσίας – διορισμένο) και ο κ. προϊστάμενος ενθουσιάστηκε. Τον παρακάλεσε μάλιστα αν μπορούσε να μας φέρει σ' επαφή. Είπα στο συνδρομητή μας κ. Θάνο Αναγνωστόπουλο - Παλαιολόγο,(1) αυτός ήταν ο επισκέπτης μου – συνταξιούχος σήμερα του ΟΤΕ και σε μεγάλη ηλικία (επί «επταετίας») διορισμένος από το παράθυρο (λόγω προϋπηρεσίας σε κάποια στρατιωτική υπηρεσία) στις Δημόσιες Σχέσεις του OTE, πως μου έφτανε η «δόξα» από το περιοδικό μου, αλλά πως εν πάση περιπτώσει αν έπαιρνα υπηρεσιακή εντολή να συναντηθώ με τον κ. Μπεχράκη θα το έκανα. Αυτά το καλοκαίρι του 1972. Την άλλη μέρα κιόλας με υπηρεσιακή άδεια εξόδου από Γ' Σεπτεμβρίου 102 και εισόδου στην οδό Σταδίου 15 στο χέρι και με μια ακατανίκητη περιέργεια για το τι με περίμενε – τι θα μου ζητούσαν, ανέβηκα στις Δημόσιες Σχέσεις. Στον προθάλαμο του προϊστάμενου της υπηρεσίας οι συνάδελφοι – μπορεί κι ανώτεροί μου στο βαθμό, «σκοτωθήκανε» να μου βρούνε καρέκλα και να με κεράσουνε πορτοκαλάδα – μέχρι
να τελειώσει με κάποιον επισκέπτη ο κ. Μπεχράκης. Με περίμεναν!.. Τόξεραν!.. Και πορτοκαλάδα λοιπόν με χαμόγελα και προθυμία να γραφτούν συνδρομητές στα «Νέα Σύνορα» (πώς ναι, και βέβαια γνώριζαν το περιοδικό μου – τέτοιο αξιόλογο έντυπο!..). Υπέγραψα και μια αίτηση που μου δώσανε, θα αγόραζε η Υπηρεσία τις ποιητικές μου συλλογές για τις: βιβλιοθήκες της και για τους Σταθμούς Ασυρμάτων δυσχερούς διαβιώσεως. Θα προωθούσαν την αίτησή μου τάχιστα, σε λίγες ημέρες θα είχε βγει η απόφαση!.. Ο κ. Μπεχράκης νέος άνθρωπος, ευγενικός, πρόθυμος, με «κατανόηση»: «κανείς προφήτης στον τόπο του», μετά το χάρηκα πολύ στο …«ψητό»: – Πότε κρίνεστε, με ρώτησε. – Ω! ας τ' αφήσουμε αυτό, του είπα. Είμαι στην επετηρίδα 131 ος και θα προαχθούν εφέτος μόνον εφτά...(2) Α! μην το λέτε, μην το λέτε, με μάλωσε: ο κ. Διοικητής θέλει «αλεξιπτωτιστές»! Για να μη σας κουράζω: μου ζήτησε να ξεκινήσουμε ένα περιοδικό πολυσέλιδο, μεγάλο σχήμα, μηνιάτικο. Θα έβγαινε σε 50 χιλιάδες αντίτυπα και θα μοιραζόταν δωρεάν στο προσωπικό του ΟΤΕ. Αργότερα θα τυπωνόταν σε διπλάσιο – τριπλάσιο τιράζ και θα κυκλοφορούσε με το πρακτορείο σ' όλη την Ελλάδα, με χαμηλή τιμή. Ακόμα, μια εφημεριδούλα που έβγαινε τότε, την «Ηχώ του ΟΤΕ», να τη «ζωντανέψουμε» με καλή ύλη και πολλές σελίδες – μηνιάτικη κι αυτή!.. Η «εφημερίδα» αυτή «αναιμική» – τέσσερις ή έξη σελίδες, γεμάτη λιβανωτό για τους Συνταγματάρχες και το «Εθνικό» τους έργο, την έβγαζαν άνθρωποι που είχαν μεσάνυχτα από τυπογραφική εργασία – φαίνεται πως δεν βοηθούσε καθόλου και ο τυπογράφος! Τον πρώτο λόγο είχε ένα παιδαρέλι – διορισμένος «δημοσιογράφος». Μα τι να σου κάνουν τα διορισμένα παιδαρέλια ή μη;.. Κρατώ από τότε ένα κλισέ, το είχα για δημοσίευση στα «Νέα Σύνορα», για να γελάσουν οι αναγνώστες του. Σας το δίνω σήμερα χωρίς σχόλια – θα καταλάβετε. Πρόκειται για αγγελτήριο θανάτου που τοιχοκολλούν στους τοίχους, και που οι ανίδεοι το μετέτρεψαν σε …αγγελτήριο χαράς και κεφιού. Είναι ν' απελπίζεσαι.
Για χρήματα δεν υπήρχε πρόβλημα – υπήρχαν άφθονα!.. Ακόμα ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που θα κερδίζαμε από το περιοδικό όταν θα κυκλοφορούσε και για τους εκτός ΟΤΕ μέσω πρακτορείου, θα τα μοιραζόμασταν όσοι εργάζοντο γι' αυτό, ανάλογα ο καθένας με το «βάρος» της εργασίας που θα είχε, Τα έξοδα όλα θα ήταν του Οργανισμού, οι εισπράξεις δικές μας!.. Μου είπε ακόμα πως μια και θα είχα να κάνω πολύ δουλειά, αν αποφάσιζα να τους «βοηθήσω» κι επειδή ήθελε να μ' ανταμείψει γενναία, μπορούσα να υποβάλω παραίτηση σαν μόνιμος τεχνικός υπάλληλος του ΟΤΕ που ήμουν και να επαναδιοριζόμουνα με πενταετή σύμβαση με απολαβές Τομεάρχη!.. Έχεις μικρό βαθμό – μικρό μισθό· μεγάλος βαθμός ο Τομεάρχης (έξι προαγωγές επάνω!), – μεγάλο μισθό. Ας αφήσουμε τις υπερωρίες, τα εξαιρέσιμα, τα τυχερά από το περιοδικό... Τώρα αν... αν, για κάποιο λόγο με διώχνανε, γιατί πιθανόν θ’ άλλαζε η «κατάσταση» ή δεν ξέρω τι άλλο, η Υπηρεσία θα ήταν υποχρεωμένη να μου δώσει όλους τους μισθούς για όσο καιρό υπολειπότανε, από τα πέντε χρόνια που θα υπόγραφα...(3) Θα έπρεπε βέβαια να κλείσω τα «Νέα Σύνορα». Με τόση δουλειά εκεί δεν θα είχα καιρό – χρόνο, για άλλη απασχόληση. Άλλωστε στο περιοδικό και στην εφημερίδα συντάκτης θα ήμουνα εγώ – τ’ όνομά μου φαρδιά πλατιά, το τόνισε!.. Εμένα όμως: α) Δεν μ’ ενδιέφερε η «παραίτηση» και η υπογραφή σύμβασης. β) Τα «Νέα Σύνορα» δεν θα έκλειναν για κανένα λόγο. γ) Μπορούσα να εργαστώ – να βοηθήσω αποσπαζόμενος στις Δημόσιες Σχέσεις, αν η εφημερίδα και το περιοδικό που ήθελαν να εκδώσουν, κρατούσαν κάποια σοβαρότητα: Αυτά τα λιβανωτά για την 21η Απριλίου και τους «σωτήρες» μας θα έφευγαν. Η θέση η δική μου ήταν δεδομένη, υπήρχε φανερή στις σελίδες του περιοδικού μου! Ήξερε δηλαδή ποιόν κάλεσε στο γραφείο του. Δεν τον ένοιαζε η «θέση» μου. Προσπάθησε να βρει την «χρυσή τομή»: Ας μην αναλάμβανα όλη την ύλη. Να άφηνα τα δημοσιεύματα αυτά – τα υμνολόγια και τα κοντάκια σ’ άλλους και να είχα εγώ όλα τ’ άλλα!.. Βιάστηκε να με βεβαιώσει πως αυτό θα φαινόταν στη στήλη των συνεργατών. Δηλαδή: Πολιτικά θέματα υπεύθυνος π.χ.: ο Ρέμνος Ηρακλείδης... Δεν υπήρχε «χρυσή τομή». Επέμενε!.. Επέμενα κι εγώ!.. Συμφώνησε... Ήθελε οπωσδήποτε να πάψει το χάλι της «εφημερίδας» και να βάλει μπρος το περιοδικό: Θα με ειδοποιούσε σε λίγες ημέρες να 'ρθω ν’ αρχίσουμε δουλειά, αφού ενημέρωνε πρώτα τον κ. Διοικητή που έλειπε στη Θεσσαλονίκη για την έκθεση... Όταν βγήκα από το γραφείο του κ. Μπεχράκη με ρώτησαν οι στον προθάλαμο συνάδελφοι αν τα «βρήκαμε» και κοψομεσιάστηκαν στις χαιρετούρες, στα πλατιά χαμόγελα, στα σιδερένιος κ.τ.τ. Μόνο το δημοσιογραφάκι δεν πλησίασε!.. Είχε ένα τουπέ!.. Στην Υπηρεσία μου, στον Υποδιευθυντή μου κ. Ηλία Κριεζή, όταν με ρώτησε τι με θέλανε, είπα πως από την άλλη βδομάδα θα τοποθετηθώ μόνιμα στις Δημόσιες Σχέσεις!.. Μερικές μέρες αργότερα έλαβα από τη Διοίκηση υπηρεσιακώς, το παρακάτω έγγραφο. Το υπέγραφε ο ίδιος ο κ. Υποδιοικητής, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου υπηρεσιακού παράγοντα!..
&
Αθήνα, 11-9-1973 ΠΡΟΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗΝ ΤΠ2/Ρ (ΚΑΜ 057700) Παρά τη Υποδ/νσει Εγκ/σεων και Συντ/σεως Α/Τ ΘΕΜΑ: Κλήσις εις απολογίαν. Καλούμεν υμάς εις απολογίαν υποβλητέαν εντός 48ώρου από της παραλαβής της παρούσης επί τω ότι, ως προκύπτει εκ των περιελθόντων ημίν στοιχείων, τυγχάνετε διευθυντής της Επιθεωρήσεως Πνευματικού Προσανατολισμού «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» άνευ σχετικής εγκρίσεως της Υπηρεσίας κατά παράβασιν του άρθρου 29 παρ. 1 έδ. δ' του ΓΚΠ-ΟΤΕ. Δια της ανωτέρω συμπεριφοράς υμών εγένεσθε υπαίτιος υπηρεσιακής παραβάσεως προβλεπομένης και τιμωρουμένης υπό των περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεων του ΓΚΠ-ΟΤΕ (άρθρον 36 παρ. 2 και 4 έδ. Κδ΄). Δ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
&
Πήρα τηλέφωνο και ζήτησα τον κ. Μπεχράκη. Βγήκε ένας συνάδελφος απ' αυτούς που με είχαν κατασυγχαρεί: Σχεδόν δεν με γνώριζε!.. (Ο ίδιος λίγες ημέρες αργότερα με κάλεσε στο τηλέφωνο για να μου πει, πως απορρίφτηκε η αίτηση που είχα υπογράψει γι’ αγορά βιβλίων μου.) Με ρώτησε λοιπόν τι τον ήθελα και άρχισε τα: ξέρετε είναι απασχολημένος και αν μπορούσα να του πω του ίδιου τι ήθελα!.. Όταν «βγήκε» ο κ. Μπεχράκης στο τηλέφωνο με βεβαίωσε πως δεν ήξερε τίποτα για την απολογία!.. – Αφήστε να το δω κ. Βαλασκαντζή, μου είπε. Τον «άφησα» να το δει και πήγα στον παιδικό φίλο μου Νίκο Ζέμπερη, δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω. Για τον Ζέμπερη ο Ρένος Αποστολίδης μου είχε πει: Να τον προσέχεις, νoμίζω πως είναι «δεξιός». Ο ίδιος δε (ο Ρένος) ως γνωστό είναι ...αναρχικός!.. Γνωρίζονταν από τους «ομηρικούς καυγάδες» που είχανε μεταξύ τους τα βράδια στην πλατεία Κολωνακίου – στα «Νούφαρα». Μάλιστα λέγεται πως μόλις εμφανιζόταν ο φίλος μου, οι θαμώνες φώναζαν στον Ρένο: – Ωχ, Ρένο, ο Ζέμπερης!.. Διάβασε την «κλήση σ’ απολογία» και πήρε τηλέφωνο τις Νομικές Υπηρεσίες του ΟΤΕ. Οι Νομικές Υπηρεσίες «απεφάνθησαν» πως κάποιο λάθος θα έπρεπε να είχε γίνει, γιατί ο λόγος που με καλούσαν σ’ απολογία, ήταν λόγος για να μου δώσουν ...εύφημη μνεία!.. Ένα χρόνο αργότερα μάλιστα από την ίδια Διοίκηση, τη διορισμένη από τη Χούντα, πήρε εύφημη μνεία κάποια κυρία για «ψύλλου πήδημα» ...από τον ίδιο τον ...Διοικητή!.. &
ΕΙΔIΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Αθήνα, 17-9-1973 ΘΕΜΑ: Ηθικαί αμοιβαί (Απονομή ηθικής αμοιβής εις Κ. ΤΑΚΑΡΗ ΠΥ1/Ο). Έχων υπ' όψιν: α. Σχετικήν πρότασιν τις Διευθύνσεως Υλικού. β. Τας διατάξεις του άρθρου 15 του ΓΚΠ-ΟΤΕ. ΕΚΦΡΑΖΩ Την ευαρέσκειάν μου εις την παρά τη Διευθύνσει Υλυκού υπηρετούσαν ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΝ ΤΑΚΑΡΗ(4) ΠΥ1/Ο (ΚΑΜ: 683800), διότι αυτή αφ' ενός μεν συνέγραψεν, εξ αφορμής της διοργανωθείσης υπό του ΟΤΕ κρουαζιέρας κατά το έτος 1971, βιβλίον υπό τον τίτλον «Περιπλέοντας τη Μεσόγειο», το οποίον έτυχεν ευμενούς υποδοχής εκ μέρους της κριτικής Εφημερίδων, Περιοδικών, Ραδιοφώνου και συνέβαλεν ούτως εις την προβολήν και εξύψωσιν του Οργανισμού, αφ' ετέρου δε εις προκηρυχθέντα υπό του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων (Τοπική Επιτροπή Νέας Ιωνίας) διαγωνισμόν διηγήματος 1973 έλαβε το δεύτερον βραβείον δια το έργον της «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΩΣ». Λ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ. & Πώς λοιπόν έναν αναγνωρισμένο ποιητή με 12 βιβλία στο ενεργητικό του· με ποιήματά του σε πολλές «ανθολογίες» και με βιογραφικά του σημειώματα σε πολλά ελληνικά λεξικά· με μεταφρασμένα ποιήματά του σε πολλές ξένες γλώσσες και με ένα αξιολογότατο περιοδικό σαν τα «Νέα Σύνορα» τον καλούσαν σ' απολογία; Ασφαλώς δεν θα κατάλαβαν. Κάποιο λάθος έγινε – σίγουρα. Ο φίλος μου έφτιαξε την απάντηση στην απολογία και μέσα στην προθεσμία που είχα λάβει, την κατέθεσα στην Υπηρεσία μου. Θα τη στέλνανε υπηρεσιακά: & Αθήναι, 13 Σεπτεμβρίου 1972 ΠΡΟΣ: Β' ΓΕΝΙΚΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΝ - ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ(5) ΥΠΟΔ. ΜΕΛ. ΚΑΙ ΕΦΑΡΜ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΘΕΜΑ: Απάντησις κλήσεως εις απολογίαν του ΤΠ2/Ρ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗ. Εις απάντησιν της από 452.14/315996/7-9-72 κλήσεως εις απολογίαν, επί της αποδιδομένης μοι παραβάσεως του άρθρου 29 παρ. 1 έδ. δ' του ΓΚΠ-ΟΤΕ, έχω την τιμήν να εκθέσω τ' ακόλουθα: Η ιδιότης μου ως Διευθυντού τις Επιθεωρήσεως Πνευματικού Προσανατολισμού «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» δεν συνιστά άσκησιν ούτε κυρίου επαγγέλματος, ούτε προσθέτου
έργου. Και όσον αφορά εις την έννοιαν του κυρίου επαγγέλματος είναι τούτο τόσον προφανές, ώστε καθίσταται αυτονόητον. Αλλ’ ουδέ άσκησιν προσθέτου έργου αποτελεί, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ουδεμίαν απασχόλησιν προϋποθέτει και ουδεμίαν οικονομικήν απόδοσιν υφ' οιανδήποτε μορφήν έχει. Πράγματι, αυτό καθ' εαυτό το περιοδικόν, εκδιδόμενον τύποις μεν ανά δίμηνον, κατ' ουσίαν δε πολύ αραιότερον αφού ήδη κατά το δεκάμηνον του 1972 μόνον τρία τεύχη έχουν κυκλοφορήσει, ουδεμίαν απασχόλησιν απαιτεί. Ειδικώς δε δια εμέ, όστις κατέχω τον τίτλον του Διευθυντού απλώς και μόνον διότι συμβαίνει να έχω ως «χόμπυ» – και όχι βεβαίως ως επάγγελμα ή πρόσθετον έργον την ποίησιν – ο τίτλος ούτος δεν έχει οιοδήποτε ουσιαστικόν περιεχόμενον, ιδιαίτατα δε από πλευράς εργασίας ή απασχολήσεως, αφού το περιοδικόν δεν έχει ούτε έναν υπάλληλον, δεν έχει ούτε έναν επαγγελματίαν συντάκτην, ούτε έναν αμειβόμενον συνεργάτην και επί πλέον έχει εκδότην ουχί εμέ αλλά τον κ. Τόλη Γιαννάκην, όστις και εκ του νόμου και πράγματι έχει την όλην επιμέλειαν και την ευθύνην της ύλης και εν γένει της εκδόσεως, εγώ δε δεν περιλαμβάνομαι ούτε μεταξύ των μονίμων συνεργατών του, οίτινες αναγράφονται πάντες εις την προμετωπίδα. Αλλά ποίον πρόσθετον έργον υπό την έννοιαν μάλιστα του ΓΚΠ, προϋποθέτοντος ότι τούτο παρακωλύει την εκτέλεσιν της υπηρεσίας μου δύναται να υπάρχη δι' εμέ εις εν περιοδικόν δια το οποίον καθ' όλον το διαρρεύσαν δεκάμηνον του 1972 δεν έγραψα τίποτε; Έχω ως «χόμπυ» την ποίησι και τούτο αποκλειστικώς με συνδέει με το περιοδικόν. Ουδέποτε είχον ή έχω έστω και μίαν δραχμήν εισόδημα, αμοιβήν ή κέρδος εξ αυτού. Δεν έχω την επιμέλειαν, ούτε την ευθύνην της εκδόσεως του περιοδικού, ούτε άλλωστε δύναμαι να την έχω κατά νόμον. Δεν εργάζομαι εις το περιοδικόν. Γράφω ποιήματα όταν έχω ελεύθερον χρόνον και έμπνευσιν. Άλλοι συχνάζουν εις καφενεία, σφαιριστήρια, γήπεδα, κοσμικά ή μη κέντρα κτλ., εγώ μένω σπίτι μου και διαβάζω. Η ιδιότης μου ως διευθυντού ενός διμηνιαίου περιοδικού, χωρίς απολαβήν και «ψιλώ ονόματι» δεν αποτελεί άσκησιν ούτε επαγγέλματος, ούτε προσθέτου έργου. Δεν απαιτεί καμμιάν απασχόλησιν, πολλώ δε μάλλον τακτικήν και σημαντικήν τοιαύτην ως εξυπακούει ο ΓΚΠ.(6) Δεν παρακωλύομαι εις την εκτέλεσιν της υπηρεσίας μου ως υπαλλήλου και νομίζω ότι η ενασχόλησις ενός υπαλλήλου με τα Γράμματα και την ποίησιν ειδικώτερον δεν είναι ασυμβίβαστον προς το κύρος του ΟΤΕ, λαμβανομένου μάλιστα υπ' όψιν ότι οι επιφανέστεροι έλληνες ποιηταί υπήρξαν ή είναι ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί. Επί τούτοις, παρακαλώ όπως απαλλαγώ της αποδιδομένης μοι κατηγορίας. Μετά τιμής Ο απολογούμενος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗΣ & Την «απάντησή μου» τούτη που περιείχε ένα αθώο ψέμα για να αποφύγω δυσάρεστες καταστάσεις, την έστειλε συνημμένη στη Διοίκηση, ο τότε υποδιευθυντής μου, κ. Γεώργιος Τζανόπουλος (τον κ. Ηλία Κριεζή τον είχανε …«ρεμιζάρει»), με το παρακάτω έγγραφό του:
ΘΕΜΑ : Κλήσις εις απολογίαν. Διαβιβάζομεν υμίν συνημμένως απολογίαν του ΤΠ2/Ρ Δημητρίου Βαλασκαντζή (ΚΑΜ 057700) δια τα καθ' υμάς, συν τη παρατηρήσει ότι η φερόμενη ως πρόσθετος απασχόλησις αυτού άνευ της εγκρίσεως της Υπηρεσίας, δεν παρακωλύει ουδέ κατ' ελάχιστον την εκτέλεσιν των υπηρεσιακών καθηκόντων του ειρημένου. Γ. ΤΖΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟ.Ι.ΣΤ. ΥΠΟΔ. ΕΓΚΑΤΑΣΤ. & ΣΥΝΤ. Α/Τ. & Στο έγγραφό του αυτό, ο τώρα (1972) Διευθυντής του ΟΤΕ κ. Τζανόπουλος, έλεγε κι αυτός για να με προστατέψει ψέματα... Δεν είχα υπηρεσιακό έργο! Δεν τόξεραν; Ήμουνα απομονωμένος σ' ένα γραφείο κοντά στην πόρτα κι έκανα διορθώσεις και σελιδοποιούσα κρυφά τα «Νέα Σύνορα». Μια μέρα μάλιστα που μπήκε άξαφνα στο γραφείο μου ο κ. Τζανόπουλος, είδε τα δοκίμια των «Νέων Συνόρων», γέλασε διακριτικά με τη σοβαρότητα που τον διακρίνει και βγήκε. Πρέπει να υπήρχε εντολή να είμαι εκεί που με βάλανε, γιατί κάποτε που ο γραμματέας της Υποδιευθύνσεως και φίλος μου Χρήστος Γεωργίου με φώναξε να τον βοηθήσω και με είδε στη Γραμματεία ο κ. Τζανόπουλος, μου είπε: – Μάζεψτα!.. Σηκώθηκα θυμωμένος και πήγα στο γραφείο μου κι όλο μουρμούριζα κάτι για τους «εθνικόφρονες». Μετά μισή ώρα με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε:– Άδικα θύμωσες, εγώ το κάνω για να σε προστατέψω.Του γύρισα την πλάτη και διευθύνθηκα νευρικά πως την πόρτα, την άνοιξα και βγήκα. Την ώρα που έβγαινα τον άκουσα να λέει με κάποια απογοήτευση στη φωνή: – Κοίτα… κοίτα... Μα ας τον ρωτήσουμε σήμερα: – Τι ακριβώς εννοούσατε τότε κ. Τζανόπουλε; Είχατε εντολή κι αν ναι, ποιά; Παρ’ όλα αυτά ήταν αντικειμενικός μαζί μου. Έβλεπε τα καλά στο σύνολο της συμπεριφοράς μου, έβλεπε και τα λίγα κακά που από αντίδραση δημιουργούσα – μ’ άφηνε όμως με τακτ να τα δω. Ήξερε πως ήμουν το μαύρο πρόβατο στο Συγκρότημα που διοικούσε. Βρέθηκα να υπηρετώ στην Αθήνα με αποφάσεις της Ανωτάτης Υγειονομικής Επιτροπής του ΤΑΠ-ΟΤΕ, θέση που μόνο με ισχυρό «δόντι» μπορούσες να καταλάβεις. Οι συνάδελφοι που είχαν καταφέρει να έρθουν από την επαρχία «φιλώντας κατουρημένες ποδιές», δεν το βλέπανε με καλό μάτι. Κι αυτή η επιμονή μου μέσα σ’ αυτό το χαλασμό να εκδίδω περιοδικό που ενοχλούσε, τους έβρισκε άκρα αντίθετους. Εκείνο τον καιρό ο κ. Τζανόπουλος, ήρθε δύο φορές στη Στέγη Γραμμάτων «Νέα Σύνορα», στην οδό Γαμβέτα. Την πρώτη αγόρασε δύο ακουαρέλες μου που του άρεσαν, τη δεύτερη το τελευταίο τεύχος του περιοδικού μου. Το άλλο πρωί με κάλεσε στο γραφείο του και με ρώτησε για τα ποιήματά μου που δημοσίευα στο τεύχος που αγόρασε την προηγούμενη. Είχε σταθεί ιδιαίτερα στη στροφή: Μια σειρήνα είμαι που αντηχεί σε στενά και λεωφόρους στρίγγλα σειρήνα – που δεν πλησιάζει, δεν απομακρύνεται
Με ρώτησε: – Ποιός είναι η στρίγγλα σειρήνα; Του απάντησα κοιτώντας τον στα μάτια: – Εγώ. Ήθελα όμως να του πω: – Εγώ, εσείς, ο διπλανός μας… Ήξερα όμως πως είχε καταλάβει, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος. Πέθανε το 199;; Όταν προήχθη σε διευθυντή, του άλλαξαν Υπηρεσία. Το γραφείο του τώρα ήταν στον ΟΤΕ της οδού Αθηνάς. Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να τον επισκεφτώ. Πήγα. Με το ίδιο σοβαρό τρόπο του με ρώτησε: – Είδες το δημοσίευμα της εφημερίδας; Είπα: – Ναι… Κάποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες που τους στεναχώρησε η προαγωγή του, μα που καιρό τώρα τους ενοχλούσε κι η ευθύτητά του, προσπάθησαν να τον διαβάλουν δίνοντας στον ημερήσιο τύπο ψευδείς κι αόριστες καταγγελίες. Αυτό ήθελε από μένα. Επειδή φοβόταν ότι η εφημερίδα θα πετσόκοβε την απαντητική επιστολή του ή θα δημοσίευε επιλεκτικά τμήματά της που θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του, μου ζήτησε αφού διαβάσω την επιστολή που είχε συντάξει και του πω τη γνώμη μου – μια και είχα σαν εκδότης περιοδικού γνωριμίες με τους δημοσιογράφους, να παραδώσω την επιστολή του αυτή σε καλά χέρια και να ζητήσω να δημοσιευθεί αυτούσια χωρίς περικοπές ή πικρόχολους σχολιασμούς. – Ας αφήσουν τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του, μου είπε. Μέσα σε νεκρική σιγή διάβασα την επιστολή η οποία προδιάθετε ευνοϊκά τον αναγνώστη. Είχα όμως τη γνώμη πως θα έβλαπτε τον κ. Τζανόπουλο. Του τόπα… – Όσοι διαβάσουν την επιστολή σας θα πουν: Για να βγαίνει καπνός κάτι καίγεται. Οι λιγότεροι θα αμφιβάλουν και για τα πραγματικά ελατήρια που σας οδήγησαν να συντάξετε αυτή την επιστολή και οι ποιο λιγότεροι θα κουνούν το κεφάλι τους περίλυποι, για την κατάντια του Οργανισμού και των στελεχών του… Όχι, δεν συμφωνούσα. Με την επιστολή θα αναπαραγόταν η υπόθεση. Θα προκαλούσε άλλες επιστολές που όλο και θα αύξαιναν τον κύκλο των ενήμερων πολιτών. Τη στιγμή αυτή είχαν διαβάσει το δημοσίευμα λίγοι. Αν επανερχόταν ο κ. Τζανόπουλος, πράγμα που ασφαλώς επιθυμούσαν διακαώς οι «υβριστές» του, θα γίνονταν κοινωνοί άλλοι τόσοι κι αν συνεχιζόταν η κόντρα, άλλοι τόσοι κι άλλοι τόσοι. Αν άφηνε το θέμα εδώ, θα ξεχνιόταν η υπόθεση πολύ γρήγορα – θα καταλάγιαζε το κακό. Με άκουσε, δεν έστειλε την επιστολή. Το πως μ' είχαν απομονωμένο στο γραφείο μου χωρίς υπηρεσιακό έργο φαινόταν καθαρά, δεν άφηναν κανένα έγγραφο – έστω απλό – να πέσει στα χέρια μου. Πόσο βέβαια απόρρητο.(7) Για κακή μου τύχη δίπλα στο γραφείο μου απ' την άλλη μεριά της πόρτας, ήταν η ντουλάπα με τ' απόρρητα. Εμπιστευμένος με τ' απόρρητα ήταν κάποιος Γεώργιος Αλεξάκης, νεότερός μου, αλλά «εθνικόφρων». Τον είχανε μάλιστα επιλέξει για να πάει στην Κύπρο – τότε με το πραξικόπημα κατά του Μακάριου, αλλά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ...αρρώστησε από την … κοιλιά του(!..) και πήρε τη θέση του κάποιος άλλος.(8) Ερχόταν λοιπόν ν' ανοίξει τη ντουλάπα με την κλειδαριά ασφαλείας – που μόνο ασφαλείας δεν ήταν, κι έμπαινε όλος – κολλητά μπροστά στο μηχανισμό για να μη δω με τι νούμερο την ανοίγει και καταστεναχωριόμουνα. Μια μέρα δεν βάσταξα και του λέω: – Τι την κρύβεις ρε Γιώργο; Θέλεις να στην ανοίξω στο πι και φι; Με κοίταξε υποψιασμένος ο «εθνικόφρων» υπάλληλος Αλεξάκης.
– Βάζεις, του ξανάπα, πέντε χιλιάδες στοίχημα να στην ανοίξω; – Άνοιξέ την, μου λέει. Σηκώθηκα από το γραφείο μου πολύ θυμωμένος και σε μισό λεφτό – λιγότερο, η ντουλάπα ήταν ορθάνοιχτη! Χλόμιασε και ξεροκατάπινε συνέχεια ο Αλεξάκης. Πήγε στον κ. Τζανόπουλο και του το είπε. Την άλλη μέρα φέρανε κλειδαρά για να εφαρμόσει διπλό συνδυασμό: μπρος – πίσω, ώστε να ανοίγει πολύ δύσκολα η ντουλάπα. Πάλι μπροστά στο μηχανισμό της ντουλάπας ο «συνάδελφος» Αλεξάκης, με τον διπλό συνδυασμό τώρα και μ' όλο το ευτραφές σώμα του να μου κρύβει τη θέα. Τον έβλεπα να ιδρώνει, να ξεϊδρώνει τόσο, που φορές τον λυπόμουνα και σηκωνόμουνα κι έφευγα από το γραφείο μου, για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του με «ασφάλεια» από εμένα τον «εαμοβούλγαρο», το «παλιοκομμούνι». Αν και δεν μου έδωσε τις πέντε χιλιάδες του πρώτου στοιχήματος, του πρότεινα μετά την «τοποθέτηση» του διπλού συνδυασμού, να βάλουμε αυτή τη φορά δέκα χιλιάδες στοίχημα, να του ανοίξω την διπλοκλειδωμένη ντουλάπα ασφαλείας!.. Δεν δέχτηκε, αλλά ορκίζομαι πως πίστευε ο αφελής, πως μπορούσα να την ανοίξω – ξαναπήγε γι' αυτό το λόγο στον κ. Τζανόπουλο. & Τον Δεκέμβρη του 1982, αφού «κοσκίνισαν» την υπόθεσή μου, ήρθε απαλλαχτική «απόφαση» από τον κ. Υποδιοικητή. Δεν είχαν έρεισμα να σταθούν για να θεμελιώσουν κατηγορία – ο φίλος μου Νίκος Ζέμπερης, δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω... αλλά και το σημείωμα του κ. Τζανόπουλου, πολύ βοήθησαν. Φυσικά ο κ. Μπεχράκης ούτε που με κάλεσε να «εργαστούμε», ούτε και «ήξερε» τίποτα για την απολογία!.. Τα παχιά λόγια όμως, τετράπαχα: κανείς προφήτης στον τόπο του…
& ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΘΕΜΑ: Πειθαρχικαί Αποφάσεις Μονομελούς Δικαιοδοσίας. (Πειθαρχικός έλεγχος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗ ΤΠ2/Ρ. Έχοντες υπ' όψιν: 1. Την υπ' αριθ. 452.14/315996/7.9.72 ημετέραν διαταγήν, δι' ης εκλήθη εις απολογίαν ο παρά τη Υποδ/νσει Εγκαταστάσεων και Συντηρήσεως Α/Τ υπηρετών ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗΣ ΤΠ2/Ρ, επί τω ότι, τυγχάνει Διευθυντής της Επιθεωρήσεως Πνευματικού Προσανατολισμού «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» άνευ σχετικής εγκρίσεως της Υπηρεσίας. 2. Την εμπροθέσμως υποβληθείσαν απολογίαν του εγκαλουμένου. 3. Πάντα τα εν τω σχηματισθέντι πειθαρχικώ φακέλλω περιεχόμενα έγγραφα και λοιπά στοιχεία. Επειδή ο εγκαλούμενος, δια της απολογίας του, ισχυρίζεται κυρίως, ότι:
α) Η ιδιότης του ως Διευθυντού της ως άνω Επιθεωρήσεως δεν συνιστά άσκησιν ούτε κυρίου επαγγέλματος, ούτε προσθέτου έργου, καθ' ότι ουδέν οικονομικόν όφελος πορίζεται εξ αυτού, υφ' οιανδήποτε μορφήν, ουδέ πρόσθετον απασχόλησιν προϋποθέτει. β) Κατέχει την θέσιν του Διευθυντού απλώς και μόνον διότι συμβαίνει να έχει ως «χόμπυ» την ποίησιν, χωρίς η θέσις αυτή να έχη ουσιαστικόν περιεχόμενον. γ) Το περιοδικόν εις ο φέρεται ως Διευθυντής, δεν έχει ούτε υπαλλήλους, ούτε επαγγελματίας συντάκτας, ούτε αμειβομένους συνεργάτας. Δεν έχει δ' ούτος ούτε την επιμέλειαν ούτε την ευθύνην της ύλης και της εν γένει εκδόσεως της Επιθεωρήσεως. δ) Ουδεμίαν ουσιαστικην απασχόλησιν προϋποθέτει η έκδοσις του περιοδικού, καθ' ότι τούτο εκδίδεται, τύποις, μεν, ανά δίμηνον, κατ' ουσίαν δε πολύ αραιοτέρον, αφού κατά τους 10 πρώτους μήνας του έτους 1972 εξεδόθησαν μόνον τρία τεύχη. Επειδή, ασχέτως των εν τη απολογία του διωκομένου προβαλλομένων ισχυρισμών, εκ της μελέτης του φακέλου σαφώς προκύπτει ότι ο εγκαλούμενος παρέλειψε να ζητήση την υπό των κειμένων διατάξεων (άρθρ. 29 παρ. 1 εδάφ. δ΄ ΓΚΠ) προβλεπομένην έγκρισιν και συνεπώς ελεγκτέος τυγχάνει, κατά τα εν άρθρω 36 παρ. 4 εδ. κδ΄ του Γ.Κ.Π. οριζόμενα. Επειδή, εν τούτοις, συντρέχουν εν προκειμένω ως ελαφρυντικά, η πνευματική καθαρώς φύσις της ενασχολήσεως και το γεγονός ότι αύτη «δεν παρακωλύει ουδέ κατ' ελάχιστον την εκτέλεσιν των υπηρεσιακών καθηκόντων» του ελεγχομένου, τοις λόγοις δε τούτοις εκ λόγων επιεικείας προσήκει όπως απαλλαγή της αποδοθείσης αυτώ ευθύνης. Δια ταύτα Ιδόντες και τας διατάξεις των άρθρων 43 έως 45 του ΓΚΠ-ΟΤΕ, απαλλάσσομεν τον παρά τη Υποδ/νσει Εγκαταστάσεων και Συντηρήσεως Α/Τ υπηρετούντα ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗΝ ΤΠ2/Ρ της αποδοθείσης αυτώ κατηγορίας. Δ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ & Πολύ αργότερα ο κ. Τζανόπουλος μου είπε, πως αν έκανα την κουτουράδα και είχα υποβάλει παραίτηση για να πάρω με σύμβαση το μισθό του Τομεάρχη, σίγουρα θα με διώχνανε προτού υπογράψω τη σύμβαση και αφού θα είχα υπογράψει την παραίτησή μου. Μπορεί... αν και δεν βλέπω τι τους εμπόδιζε να μ' απολύσουν και σαν μόνιμο υπάλληλο – τόσους είχε φάει το σκοτάδι. Ακόμα ο φίλος συνδικαλιστής Μιχάλης Δημογεροντάκης (είμαστε τώρα στο ίδιο γραφείο) που είδε πως κάτι έγραφα και του είπα, με ρώτησε αν έχω ανάγκη να ηρωποιηθώ… Δηλαδή όλα αυτά δεν πρέπει να μαθαίνονται; Μπορούν να θεωρηθούν αυτά ηρωισμοί; Ο Αναγνωστόπουλος - Παλαιολόγος τα κατάφερε (ο Μπεχράκης όχι) κι έμεινε και μετά την πτώση της Δικτατορίας, μέχρι που πήρε σύνταξη! Πριν φύγει, με αφορμή κάποια εγκύκλιο που αφορούσε αγορά βιβλίων από τον Οργανισμό μας, τον ρώτησα στο τηλέφωνο ποιός αποφασίζει την αγορά βιβλίων λογοτεχνίας; Μου απάντησε: – Εγώ!..
Μου ζήτησε να του στείλω τα τρία βιβλία μου: «Ποιήματα», «Άκμων», «Αμυχές» και μια αίτηση αγοράς – η δεύτερη, πρώτη ήταν η με τον Μπεχράκη. Τα έστειλα στις 29-1-1981. Πέρασε καιρός. Του έκανα και καμιά δεκαριά τηλεφωνήματα – τίποτα. Δεν με ενέκρινε ο «ποιητής» Θάνος Αναγνωστόπουλος Παλαιολόγος, διορισμένος από τη Χούντα σε μια θέση που δεν την άξιζε και που η κυβέρνηση Καραμανλή, συνέχισε να τον κρατάει και του έδωσε μάλιστα και περισσότερες αρμοδιότητες, πέρα από κάθε λογική. Αλλά ούτε κι είχε το θάρρος (πού να το βρει ο Χριστιανός, έτρεμε για τη θεσούλα του, έτρεμε), να πει πως με απέρριψε. (9) Τον ξαναζήτησα στο τηλέφωνο στις 17-2-1983(!), έμαθα πως είχε πάρει σύνταξη... Ρώτησα για την τύχη της αίτησής μου τους νεοφερμένους: είπα ημερομηνίες κτλ., μα δεν ξέρανε τίποτα. Ούτε στο αρχείο βρέθηκε κάτι – φυσικά ούτε τα βιβλία μου. Με μια νέα αναφορά – αίτηση (η τρίτη), η Υπηρεσία αγόρασε 150 βιβλία μου, πενήντα από κάθε ποιητική συλλογή!.. Ένδεκα χρόνια λοιπόν για ν' αγοράσουν μόνον 150 βιβλία μου!.. Για άλλους έφταναν – ήταν αρκετές, τέσσερις πέντε μέρες... Και τι βιβλία: Ρίχτε μια ματιά στις βιβλιοθήκες του ΟΤΕ, θα μελαγχολήσετε... Αλλά είπαμε: Κανείς προφήτης στον τόπο του, έτσι κ. Μπεχράκη; Πέρασε ο καιρός. Τα «Νέα Σύνορα» μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Με δικαστήρια κατά του Λιβάνη – αστικά και ποινικά, που ήδη χειροτέρευαν τα οικονομικά μου από την ανάγκη καταβολής της αμοιβής των δικηγόρων. Με το κυνηγητό που μου παίζανε οι ασφαλίτες: Πήγαιναν και κατάσχεταν τα περιοδικά από τα βιβλιοπωλεία και τα περίπτερα κι άλλοι πήγαιναν κι απειλούσαν φίλους μου και γνωστούς μου, ώστε να τους εξαναγκάσουν να πάψουν να μου δίνουν διαφημίσεις, άρα οικονομική ενίσχυση! Το ΚΖ΄ Αστυνομικό Τμήμα της γειτονιάς μου, με ειδοποιούσε συχνά να περάσω για υπόθεσή μου κι ο αξιωματικός του Παραρτήματος Ασφαλείας να με ρωτά τάχα αθώα, τη μια: πώς λένε τον πατέρα μου (μόνον αυτό) κι ευχαριστώ, αντίο σας! Την άλλη: πώς λένε τη μάνα μου (μόνον αυτό) κι ευχαριστώ, αντίο σας. Την παράλλη: αν είμαι και υπάλληλος στον ΟΤΕ, εκτός από δημοσιογράφος – κι άλλα εφευρήματα, προφανέστατα για να μου θυμίζουν πως με έχουν από κοντά, πως με παρακολουθούν και πως μπορεί να χάσω το ψωμί μου, ώστε να μου σπάσουν τα νεύρα! Η Ασφάλεια Αθηνών να με καλεί κάθε τόσο στη Μεσογείων – κι αυτοί για υπόθεσή μου! Μου άπλωναν κάτω από τη μύτη τα περιοδικά μου που είχαν κατασχέσει κι ήσαν κατακόκκινες με μαρκαδόρο οι σελίδες τους από σημειωμένες λέξεις, φράσεις, παραγράφους, που δεν τους άρεσαν και μου ζητούσαν εξηγήσεις! Με παρότρυναν δε «πατρικά» να πάψω επί τέλους να είμαι νεροκουβαλητής των κομουνιστών!.. Το: με συνεργάτες κομουνιστές, της απόρρητης διαταγής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και το: νεροκουβαλητής των κομουνιστών, της Ασφάλειας Αθηνών, με λίγη προσοχή κάπου οδηγούν. Νεροκουβαλητή με θεωρούσαν κι όχι αριστερό ή κομουνιστή!.. Τι τους έκανε να πιστεύουν κάτι τέτοιο; Έτσι τους ταίριαζε ή το συνέδεαν επειδή δεν ήμουν οργανωμένος πουθενά; Κάπου έπρεπε να με εντάξουν ή είχαν πληροφορίες ...καλοθελητών; Νεροκουβαλητής λοιπόν, που σήμαινε πως δεν ήμουν άνθρωπος με κατασταλαγμένες πολιτικές ιδέες, απόψεις. Πως ήμουν ...συμπαθών, πως έβλεπα τους κομουνιστές με συμπάθεια, με ...γλυκό μάτι!.. Πως το περιοδικό μου στη βάση του στηριζόταν οικονομικά στο μισθό μου του ΟΤΕ κι όχι στις συνδρομές και στις πωλήσεις περιοδικών ή στις δυο τρεις διαφημίσεις που 'βαζα, το 'ξερε όλος ο κόσμος και φυσικά και η χούντα. Τα έσοδα από τις συνδρομές, τις πωλήσεις και τις διαφημίσεις, ήταν ενισχυτικά. Κι όταν είχα «περίσσεμα» χρημάτων, τα 'δινα για να βγει το περιοδικό με περισσότερες σελίδες.
Έτσι προσπάθησαν, είχε γίνει ολοφάνερο σε μένα, να με πλήξουν οικονομικά μια κι είδαν πως δεν έπαιρνα από λόγια. Κατάσχεταν όπως είπα, τα περιοδικά από τα βιβλιοπωλεία και τα περίπτερα και ειδοποιήθηκε η «Εθνική Τράπεζα» να μη μου δίνει πλέον διαφήμιση – πράγμα που έγινε! Για τον ίδιο λόγο απειλήθηκαν (το 'πα παραπάνω) κι όσοι καταχωρούσαν διαφήμισή τους στο περιοδικό μου! Και δεν σταμάτησαν εδώ. Έψαχναν επισταμένως τους γύρω δρόμους του ΟΤΕ, στην Πλατεία Βικτωρίας που άφηνα το αυτοκίνητό μου – ένα μεταχειρισμένο Volkswagen (σκαραβαίο) που είχα αγοράσει με μεγάλες οικονομίες, για να μου αφήσουν το επισκεπτήριό τους στο παρμπρίζ: κλήση για παράνομη στάθμευση! Σειρά τα «παράνομα» παρκαρισμένα αμάξια, μόνο το δικό μου είχε κλήση για παράνομη στάθμευση!.. Αν δεν έχετε τα τεύχη που κυκλοφορήσαμε στη Δικτατορία, αξίζουν τον κόπο και την μικρή άλλωστε δαπάνη. Ένα πρωί έβγαλε βιαστικά το μισό του σώμα από την πόρτα ο κ. Τζανόπουλος και μου ζήτησε να πάω στο γραφείο του. Ήταν δίπλα στο δικό μου γραφείο – πήγα αμέσως. Με ρώτησε πως είμαι στην υγεία μου κι αμέσως: – Σε θέλει ο κ. Τσοτρόπουλος. Να τον πάρεις τηλέφωνο. Μου έδωσε το τηλέφωνό του και βγήκα. Ο κ. Τσοτρόπουλος ήταν προϊστάμενος της Υποδ/νσεως Μεταβολών Προσωπικού τότε. Τον κάλεσα στο τηλέφωνο κι άκουσα να μου λέει, πως έμαθε ότι είμαι αξιόλογος πνευματικός άνθρωπος και πως θέλει να με αξιοποιήσει. Με παρακάλεσε να του στείλω με τον κλητήρα ένα αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα, με ό,τι εργασίες έχω κτλ. Είπα μάλιστα, αλλά δεν έστειλα τίποτα. Πέρασαν μερικές μέρες και με ξανακάλεσε ο κ. Τζανόπουλος στο γραφείο του, προφανώς τον είχε «ενοχλήσει» ο Τσοτρόπουλος! – Τι έκανες, με ρώτησε. Πήρες το τηλέφωνο που σου έδωσα; Του είπα ότι το πήρα και πως ο κ. Τσοτρόπουλος θέλει να με αξιοποιήσει κτλ., αλλά εγώ δεν ενδιαφέρομαι. – Τον πήρες να του το πεις, με ρώτησε. Του είπα, όχι!.. – Δεν έκανες καλά, είναι μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, δεν σεβάστηκες τ' άσπρα του μαλλιά! Κάλεσέ τον και πες του πως δε θέλεις. Βγήκα, αλλά τόχα πάρει απόφαση: καμιά επαφή, ακόμα και τηλεφωνική... Να είχαμε πάλι τα ίδια... Όταν, ...μισό μήνα πριν από την «επανάσταση» του Ιωαννίδη κατά του Παπαδόπουλου, με κάλεσε ο Μπαλαράς στο γραφείο του!.. Είχα βγει έξω από το κτίριο για προσωπική μου δουλειά κι όταν γύρισα βρήκα παγωμένους τους συναδέλφους. Τους μιλούσα και μου απαντούσαν μα δεν με κοιτούσαν στα μάτια – κάτι έτρεχε. Μετά μου δώσανε ένα υπηρεσιακό νούμερο τηλεφώνου, που με ζητούσαν, λέει! Ρώτησα τι είναι αυτό το νούμερο, ποιό να ζητήσω, μα δεν ήξεραν(!..), κι η μουγκαμάρα να συνεχίζεται. Ρώτησα τον φίλο μου Γραμματέα της Υποδιευθύνσεως, Χρήστο Γεωργίου. Η απάντησή του μ' ανησύχησε: – Δεν ξέρω, μη μ' ανακατεύεις εμένα, μου είπε μουτρωμένος και φανερά ανήσυχος, τρoμαγμένoς. Με τον Χρήστο Γεωργίου ήμασταν καλοί φίλοι. Ήμουν κηδεμόνας του γιου του Γιώργου, ένα εξυπνότατο παιδί – πρώτος στην τάξη του, στο πρότυπο Γυμνάσιο στην Πλάκα (μας βοήθησε και ο Σταύρος Μελισσινός για να μπορέσουμε να τον γράψουμε εκεί).
Κάναμε παρέα κι έξω από τον ΟΤΕ και θα θυμάμαι για πάντα την εκδρομή στο Αγρίνιο απ' όπου κατάγεται, με τη γυναίκα του, τον ίδιο και τον συνεργάτη στο περιοδικό μας Μάκη Ζουλφά. Ξεκινήσαμε με τ' αύτοκίνητό μου από την Αθήνα χαρούμενοι, δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στο Ρίο. Περάσαμε απέναντι στο Αντίρριο και ψάξαμε να βρούμε κάποιο οικόπεδο που είχε αγοράσει εκεί. Συνεχίσαμε, φτάσαμε στο Αγρίνιο, αγόρασε από μια ψησταριά μπόλικο ψητό, αρκετό σπληνάντερο και μας μπούκωνε. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του, στ' Αμπάρια Παναιτώλιου, είχαμε μπoυχτήσει το κρέας!.. Χαρούμενος, ευχάριστος, ανοιχτόκαρδος, κουβαρντάς, φιλόξενος. Η γυναίκα του το ίδιο. Είδαμε και πάθαμε να «ξεφύγουμε», να μην «υποχρεωθούμε» να κοιμηθούμε εκεί. Τα παιδιά τους που ήταν από μέρες εκεί, να μας κρατάνε να μείνουμε. Την άλλη μέρα που γυρίσαμε να μας γκιζερίζουν σ' όλα τα αξιοθέατα του Αγρινίου. Τα κατάφερνε και διηγιότανε ωραία. Μας είπε για τα παιδικά του χρόνια, για αργότερα με το αντάρτικο, για τα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του Αγρινίου... Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά τους – δίπλα μας, κοντά μας. Στο Φρούριο, στις εξοχές του Αγρινίου, στο Φράγμα, στην Τριχωνίδα λίμνη... Το τραπέζι στο σπίτι του στ' Αμπάρια πλούσιο, ευχάριστο, χαρούμενο. Τρεις ημέρες χωρίς να μας βαρεθούν. Και την τελευταία μέρα, το ίδιο πρόθυμοι, το ίδιο φρέσκοι, απέναντί μας. Ε! λοιπόν, αυτός ο φίλος μoυτρωμένος σήμερα, χωρίς να με κοιτάει στα μάτια, ν' αποφεύγει το ερωτηματικό μου βλέμμα!.. Τι θέλω να πω; Αυτό που λέω, πως μπορούν κάποιες καταστάσεις, ν' αλλάξουν τον άνθρωπο. Έστω και τέτοιον άνθρωπο!.. Κάλεσα το τηλέφωνο που μου δώσανε και απάντησε κάποια κοπέλα. Τίποτα μέχρι εδώ. Στον ΟΤΕ σχεδόν όλο κοπέλες απαντάνε στα τηλέφωνα. Της είπα τ' όνομά μου και ζήτησα να μάθω, τι με θέλανε. – Να έρθετε από δω, ήταν η απάντηση, – Σταδίου 15. Σας θέλει ο κ. Μπαλαράς. Ρώτησα την δεσποινίδα ή κυρία, τι θέση έχει ο κ. Μπαλαράς στον ΟΤΕ κι η έκπληξή της με γέμισε απορία. – Κύριε Βαλασκαντζή, δεν ξέρετε τον κ. Μπαλαρά; Δεν τον ήξερα!.. Ζήτησα συγνώμην για την άγνοιά μου και ξαναρώτησα, για να πάρω απάντηση πως ήταν ειδικός σύμβουλος!.. Σας λέει τίποτα το ειδικός σύμβουλος; Στον ΟΤΕ, και να με συμπαθάτε, όλοι τότε ήμασταν ειδικοί!.. Έφυγα αμέσως (έτσι ήταν η εντολή) για τη Σταδίου 15. Βρήκα το γραφείο της ιδιαιτέρας του κ. Μπαλαρά. Κτύπησα, άνοιξα, μπήκα. Είπα τ' όνομά μου σε κάποια κοπέλα, προφανώς μ' αυτήν που είχα μιλήσει στο τηλέφωνο, που πνιγόταν στα τηλεφωνήματα του προϊσταμένου της. Κι εδώ (στο τηλέφωνο), τα ποιός τον θέλει, τι τον θέλετε, να δω αν είναι μέσα, κτλ. Όταν ελευθερώθηκε λίγο μου είπε, κι ήταν έντονα ζωγραφισμένη η έκπληξη στο πρόσωπό της: – Μα κύριε Βαλασκαντζή, σοβαρά δεν ξέρετε τον κ. Μπαλαρά; – Γιατί να τον ξέρω δεσποινίς μου, εσείς εμένα με ξέρετε; Μου απάντησε: – Όχι! – Ε! λοιπόν εγώ είμαι ένας από τους καλλίτερους νεοέλληνες ποιητές!.. Σήκωσε τους ώμους η κοπέλα, σήκωσε και το ακουστικό, κάτι είπε στον προϊστάμενό της, με ξανακοίταξε προσεκτικά δυο - τρεις φορές ακόμα και τέλος μου είπε να κτυπήσω την δεξιά πόρτα και να μπω. Κτύπησα, μπήκα. Ένας άνθρωπος με χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθότανε πίσω από ένα γραφείο πνιγμένο στο χαρτί. Θα μπορούσε να είναι ο μπακάλης ή ο χασάπης της
γειτονιάς μας ή ο βουλευτής της περιφέρειάς μας. Είπα τ' όνομά μου κι ένα με ζητήσατε; – Έλα δω ρε, ήρθε η απάντηση. Ποιός είσαι συ, που νομίζεις πως μπορείς να μας βάζεις σκοτούρες; – Δεν καταλαβαίνω, τόλμησα να πω. Ποιές σκοτούρες; Το ρε, έκανα πως δεν τ' άκουσα! – Ποιοί σε βάζουνε να βγάζεις αυτό το περιοδικό;(10) Βεβαιότατα κανένας – μόνος μου κι ήμουν υπερήφανος γι’ αυτό... Η Ασφάλεια της Αθήνας, το σπουδαστικό Τμήμα(;), του είχανε στείλει ένα έγγραφο και του ζητούσαν να με «συμμαζέψει». Τους είχαν ενοχλήσει περισσότερο τα κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, σ' αυτά όλο αναφερόταν ο Μπαλαράς. – Και τι έλεγαν τα κείμενα του Σκαρίμπα; Για τη Γαλλική επανάσταση, την επανάσταση στην Μολδοβλαχία κτλ. Τι ενοχλούσαν; – Δεν ξέρω, μου είπε, για να στέλνουν οι άνθρωποι έγγραφα σ' αυτόν, κάτι ενοχλεί. Του ζήτησα τότε να του φέρω τα περιοδικά, να δει και ο ίδιος. Το περιοδικό ήταν αθώο!.. – Ναι, συμφώνησε, να μου φέρεις το τάδε τεύχος και το τάδε. Αύριο!.. Του τα πήγα, τ' άνοιξε, είδε δύο τρία τεύχη με 64 πυκνοτυπωμένες σελίδες. Πού να βρει καιρό ν' ασχοληθεί μαζί τους. Μου το είπε: – Κοίτα δω ρε! Εγώ δεν έχω καιρό για φαγητό, μ' εσένα θ' ασχολούμαι; Αν ενοχληθούν κι άλλη φορά και μου στείλουν κάποιο χαρτί τους, θα σε στείλω στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Κανόνισε την πορεία σου. Φύγε τώρα... Στον φίλο μου Νίκο Ζέμπερη που του τα είπα, βρήκε δύο λύσεις: Η μία ήταν να κλείσω το περιοδικό μια και δεν θα ήταν δυνατό να κυκλοφορεί χωρίς τη συνηθισμένη ύλη του. Η άλλη ήταν να μετατρέψουμε τα «Νέα Σύνορα» από ατομική επιχείρηση, σε Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ), ώστε το ξύλο που θα έτρωγα μόνος μου, αν με πηγαίνανε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, να το μοιραζόμασταν δύο - τρεις! Προς τα κει το πηγαίναμε, αλλά μας «γλίτωσε» ο Ιωαννίδης. Ας είναι καλά ο άνθρωπος... Θα συνεχίσω!.. (Τεύχος 98, 2005) &
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ IV Ετοιμαζόμουνα λοιπόν να μετατρέψω τα «Νέα Σύνορα» από ατομική επιχείρηση σε Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης, μήπως κι αποφύγω τον κίνδυνο να με μαντρώσουν στην ΕΣΑ, όταν έκανε την «επανάστασή» του (25 Νοεμβρίου 1973) ο Δημήτριος Ιωαννίδης – ο σκύλος της ΕΣΑ, όπως τον ξεφώνιζαν στις διαδηλώσεις τους οι φοιτητές – λίγες ημέρες δηλαδή μετά την «πτώση» του Πολυτεχνείου: 17 Νοεμβρίου 1973. (11) Κυριακή... Έκανα μια βόλτα κατά τις 10 το πρωί έως την Ομόνοια. Παντού οπλισμένοι Ευέλπιδες μα ευγενικοί – πολύ ευγενικοί. Κάτι είχε αλλάξει!.. Λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν. Τα ΙΧ λίγα – άλλωστε Κυριακή. Τα τηλέφωνα ξανά κομμένα!.. Στο γυρισμό πέρασα από το σπίτι του συνεργάτη και φίλου Μανόλη Καλυκάκη. Έμενε στην οδό Δοϊράνης 26, στον τέταρτο όροφο – στο Πολύγωνο, μια στάση πιο κάτω από το δικό μου σπίτι στη Μεγαλοπόλεως 11-13, εδώ που έως σήμερα λαβαίνω
την αλληλογραφία μου, μα που από έξι χρόνια τώρα, από την 21-5-1999, έχω μεταφέρει τη στέγη του συλλόγου μας, τα γραφεία των εκδόσεων «Νέα Σύνορα», όπως του περιοδικού και της εφημερίδας μου, στην Αγ. Αποστόλων 6, στην Κυψέλη. Δεν ήξερε τίποτα. Δηλαδή μήπως ήξερα κι εγώ;.. Ό,τι βλέπαμε κι ό,τι ακούγαμε από τον κόσμο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πάντως πιστεύαμε πως κάτι είχε αλλάξει και βέβαια προς το καλύτερο, διαφορετικά γιατί να γίνει η «κίνηση» τούτη;.. Μα κι όλη αυτή την ευγένεια πού τη βάζεις;.. Την άλλη μέρα στη δουλειά γυρόφερνα τους χώρους των γραφείων χαρούμενος και μισοφωναχτά, κάνοντας φτιαχτά βραχνή τη φωνή μου, ρωτούσα: – Βρε παιδιά, τι έγινε ο Παπαδόπουλος; Με άκουσε ο κ. Τζανόπουλος – ο υποδιευθυντής μας, βγήκε στο διάδρομο του γραφείου του και με φώναξε μέσα. Έκλεισε την πόρτα και μου είπε: – Μη μιλάς, δεν άλλαξε τίποτα!.. «Τρακαρίστηκα»! Έτσι που με κοιτούσε και τον κοιτούσα στα μάτια, ζητούσα να του πάρω αυτό που πιθανόν ήξερε. Τίποτα. Βγήκα μα σε λίγη ώρα με τους πανηγυρισμούς το είχα ξεχάσει, κάτι όμως με «έτρωγε».(12) Κατά τις 9 η ώρα άρχισε να δουλεύει το τηλέτυπο. Έτρεξα και στάθηκα από πάνω του. Από τις πρώτες λέξεις κατάλαβα πως ήταν «εντολή» – διαταγή της Διοίκησης, που μεταβίβαζε η Υποδιεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων προς όλες τις Υπηρεσίες του ΟΤΕ, για να αφαιρέσουν τις εικόνες – άκου εικόνες! – του Παπαδόπουλου από όλα τα γραφεία και τους κοινόχρηστους χώρους... ΑΠΟ ΥΠΟΔ. ΔΗΜ. ΣΧΕΣΕΩΝ
92/155
26.11
09.00
ΚΜ 2626
ΠΡΟΣ 1. Α ΚΑΙ Β ΓΕΝ. ΔΝΣΕΙΣ 2. ΑΠΑΣΑΣ ΔΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤ. ΥΠΟΔΝΣΕΙΣ 3. ΑΠΑΝΤΑ ΠΕΡΙΦ. ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕΝ ΠΡΟΒΕΙΤΕ ΑΠΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΝ ΕΞ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ XΩPΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΑΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΕΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΣΗΜΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 21ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΠΑΡΑΜΕΙΝΗ. Γ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ ΠΡΟΙΣΤ. ΥΠΟΔ. ΔΗΜΟΣ. ΣΧΕΣΕΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΣ ΤΗΣ ΝΑ
Δε στάθηκα στιγμή. Μπήκα στο γραφείο του κ. Τζανόπουλου που είχε βγει και τόση ήταν η βιασύνη μου, που ανέβηκα με τα παπούτσια στην πολυθρόνα του και μετά στο πολυτελές γραφείο του(13) και κατέβασα την κορνιζαρισμένη με επιμέλεια φωτογραφία του Παπαδόπoυλoυ. Σκούπισα μετά – πάντα βιαστικά – με το ...μανίκι του σακακιού μου τα σημάδια από τα πέλματα των παπουτσιών μου που είχαν μείνει πάνω στο χοντρό κρύσταλλο του γραφείου και στην πολυθρόνα και πήγα να βγω, μα «έπεσα» πάνω στον κ. Τζανόπουλο που επέστρεφε… Με κοίταξε με το γνωστό σοβαρό – όχι αυστηρό, τρόπο του και μου είπε: – Βάλ’ τη στη θέση της. Όταν θα έρθει η ώρα θα σε φωνάξω να την κατεβάσεις εσύ. Τόνισε το εσύ. Με κατεβασμένο κεφάλι έψαξα και βρήκα εφημερίδες, τις έβαλα στο γραφείο και στην πολυθρόνα, πάτησα πάνω τους και ξανακρέμασα το κάδρο με τη φωτογραφία
του Παπαδόπουλου στη θέση που ήταν. Μετά μισή ώρα, αφού πρωτοκολλήθηκε το τηλετύπημα, με κάλεσε ο κ. Τζανόπουλος: – Πάρτη, μου είπε σοβαρά και μου έδειξε τη φωτογραφία του Παπαδόπουλου. Έβγαλα τις φυλαγμένες εφημερίδες, τις άπλωσα ξανά στην πολυθρόνα και στο πολυτελές γραφείο και την ξανακατέβασα, μα τώρα είχε ξεθυμάνει ο ενθουσιασμός μου, τώρα πια εκτελούσα «υπηρεσιακή» εντολή(14) – ήταν κάτι άλλο. Πήγα το κάντρο στην αποθηκούλα που φυλούσαμε το αρχείο και το τοποθέτησα όρθιο με το πρόσωπο προς τον τοίχο... κι ο Αντώνης ο κλητήρας, να έχει αρρωστήσει... Τι λέω με όλα αυτά; Αυτά που λέω... Πως όλα τούτα τα γελοία και άλλα πολλά μπορεί να κάνει και να πει κανείς, όταν τον φτάσουνε εκεί που μας είχαν φτάσει. Γιατί σιγά μη και έκανα ανδραγαθία ή μη πρόσβαλα τον Παπαδόπουλο ή εν πάση περιπτώσει ό,τι αντιπροσώπευε ο Παπαδόπουλος, επειδή πήγα και κατέβασα τη φωτογραφία του... Κολοκύθια... Kι αυτό είναι που με έχει μόνιμα θυμωμένο, γιατί εμείς το μόνο που μπορούμε είναι να κατεβάζουμε τις φωτογραφίες τους και βέβαια με όλους τους τύπους και να βαυκαλιζόμαστε πως κάναμε κάτι, έστω κι αν γινόμαστε γελοίοι. Αυτοί, όποτε τους καπνίσει κάνουν την επανάστασή τους κι αν αποτύχει έχουνε τους κυβερνήτες των …φίλων ξένων χωρών που θα τους γλιτώσουν, γιατί οι «επαναστάτες» μπορούν να φυλακίζουνε, να στέλνουν εξορία, να σακατεύουνε, να σκοτώνουνε τους αντιφρονούντες πολίτες, οι νόμιμες κυβερνήσεις όμως όχι. Εμείς μόνο ισόβια κι αυτό το: «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια», θα το δούμε, που ο θεός να δώσει να μη το δούμε, γιατί αλίμονο ο άνθρωπος ξεχνά πολύ γρήγορα και κάνει λάθη που ξανάκανε. Θυμηθείτε τον «Υπουργό Δημοσίας τάξεως» του Μεταξά, Μανιαδάκη: Πρώτος σε σταυρούς προτίμησης και πού στην Αθήνα, όχι σε κάποια επαρχία, αλλά στην Πρωτεύουσα. Αχ, εξυπνοέξυπνε Μιχάλη ή Μέλη Βουδούρη, που ζεις χωρίς κίνδυνο στο εξωτερικό, με στρωμένη δουλειά και που θα βγάλεις τώρα και ελληνόφωνο περιοδικό στην Ολλανδία, απαιτητικέ Μέλη Βουδούρη, που στραβώθηκα να σου διορθώνω χρόνια τα δοκίμιά σου στα «Νέα Σύνορα» και να δίνω το μισθό μου για να τυπώνονται, Μέλη ή Μιχάλη Βουδούρη, κι όταν σου ζήτησα μια φορά να βοηθήσεις στις διορθώσεις έκανες το κορόιδο… Αχ, Μιχαλοβουδούρη ακούραστε, απαιτητικέ, πίστεψέ με, σε ζηλεύω. Μετά μια βδομάδα πήγαμε στην αποθηκούλα και το «Πιστεύω» του Παπαδόπουλου. Oι πέντε τόμοι από τους εφτά που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του Συγκροτήματός μας, ήταν βιβλιοδετημένοι με μεγάλη επιμέλεια – προσοχή, που σου προκαλούσε κατάπληξη και που σ' έκανε να λυπάσαι να τους πετάξεις. Τους είχε βιβλιοδετήσει ειδική Υπηρεσία βιβλιοδεσίας του ΟΤΕ στην Καλλιθέα. Τους …πήρα, τους έχω στη βιβλιοθήκη μου στο Καρλόβασι της Σάμου... Χαρά λοιπόν στα γραφεία, στους διαδρόμους, στ' ασανσέρ, στις τουαλέτες, που βάσταξε τόσο λίγο! Είχε δίκιο ο κ. Τζανόπουλος – δεν είχε αλλάξει τίποτα. Έπεσε ο Παπαδοπουλος με τον Μαρκεζίνη του (που είχε τη δύναμη ο δοτός να διαλύσει τις «οχλοκρατικές» συγκεντρώσεις, στη Νομική, στο Πολυτεχνείο, κι ανέβηκε ο ...Ανδρουτσόπουλος(!..) στηριγμένος από τον ...Ιωαννίδη!.. Kαι δώστου χαμόγελα και πόζες μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης, στους φακούς των φωτορεπόρτερ, οι σωτήρες μας... Από κοντά και ο στρατηγός Γκυζίκης κι ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ, που μας κατέπληξε: Ορκίζει τον Ανδρουτσόπουλο και την «Κυβέρνησή» του. Γίνεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Προχωρεί: Ορκίζει Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήρθε φουριόζος με το προσωπικό αεροπλάνο του φίλου του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, μη και δεν προλάβει. Έκανε κι αυτός αντίσταση από το Παρίσι... και μετά –
προεκλογικά – το 1974, μας ρωτούσε επιθετικά κιόλας από τους εξώστες που έβγαζε λόγους και τα ΜΜΕ: – Αν δεν πρόκειται να με ψηφίσετε, γιατί με φέρατε; Ποιος τον έφερε ρε παιδιά; Παρακαλώ, πείτε μου ποιός τον έφερε... Επιστρέφω στον Σεραφείμ: Ορκίζει ξανά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μετά τις εκλογές του Νοέμβρη. Ακολουθεί ο Γεώργιος Ι. Ράλλης και η Κυβέρνησή του (ναι, είναι υιός του γνωστού Ιωάννου Ράλλη, του κατοχικού Πρωθυπουργού που διορίστηκε το 1943-1944 από τους γερμανούς κατακτητές). Άλλη μια φορά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αυτή ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ακολουθεί ο Αντρέας Παπανδρέου και η …ΕΑΜογεννή κυβέρνησή του, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κώστας Σημίτης και οι κυβερνήσεις τους. Πόσους θα «φάει» ακόμα!.. Γιατί για να «φαγωθεί» από κάποιον αυτός αποκλείεται... Και βεβαιότατα όλο αυτό το κατεβατό, για το θλιβερό τούτο κατάντημα που έχει τις ρίζες του στο που όλοι αυτοί οι κύριοι τον δέχτηκαν, τον νομιμοποίησαν! Γιατί όχι τότε και όλους τους άλλους; Ποιός κοροϊδεύει ποιόν Αντρέα Παπανδρέου; Ήταν έξω απ' αυτά κι από τ' άλλα ο Σεραφείμ σας ή τρέμει το χέρι σας όταν τ' απλώνεται προς τα κει; Γυρίζουμε στις τρεις ηρωικές ημέρες του Νοέμβρη – 15, 16, 17. Εκείνες τις μέρες είχαμε «τραβήξει» τις θέσεις των γραφείων στο εσωτερικό – όσο γινόταν πιο μέσα από τα μεγάλα παράθυρα για να μη σκοτωθεί κανένας από αδέσποτη σφαίρα. Ακόμα ειδοποιηθήκαμε να μην πλησιάζουμε για να κοιτάμε κάτω, προς την οδό Πατησίων και Γ' Σεπτεμβρίου, γιατί υπήρχε πραγματικός κίνδυνος από ελεύθερους σκοπευτές. Τα δύο αυτά κτίρια του ΟΤΕ, Πατησίων 85 και το δικό μας, Γ΄ Σεπτεμβρίου 102 που συγκοινωνούνε μεταξύ τους, τα είχε καταλάβει ο στρατός. Στην αρχή και στο τέλος των διαδρόμων στο ισόγειο είχαν στήσει πολυβόλα και οι χειριστές τους έτοιμοι, με το χέρι στη σκανδάλη. Περνούσες τους διαδρόμους για να πας στο γραφείο σου και νόμιζες πως δίπλα σου περπατούσε ο ...Χάρος, πως σε βαστούσε... Βιαζόσουν να περάσεις, να φύγεις. Το ίδιο στις ταράτσες – και στα δύο κτίρια, οπλισμένοι στρατιώτες με τόμιγκαν, με τουφέκια και πιστόλια. Φοβόντουσαν μήπως οι διαδηλωτές κάνουν γιούρια και καταλάβουν τα κτίρια. Τις ημέρες εκείνες κοιμόμουνα μισή ώρα το εικοσιτετράωρο κι αυτή στις τουαλέτες στη δουλειά... Κλείδωνα την πόρτα, κατέβαζα το «καπάκι» της λεκάνης και καθόμουνα ακουμπώντας την πλάτη και το κεφάλι μου στον τοίχο. Κοιμόμουν … άνετα. Μόλις τελείωνα το μεσημέρι στο γραφείο κατέβαινα στο Πολυτεχνείο – έξω. Εκεί με έβρισκε το απόγευμα, το βράδυ, το μεσονύχτι, το ξημέρωμα. Μικρές απουσίες για να βρω κάτι να φάω ή να πεταχτώ κατά τις 9 το βράδυ με το βοξ-βάγκεν μου μέχρι την Καλλιθέα να πάρω τον Καλυκάκη από τις σχολές του ΟΤΕ. Πηγαίναμε για φαγητό, ανταλλάζαμε τα νέα που ξέραμε και μετά ξανά στο Πολυτεχνείο... Γνωστούς δεν είχα δει – κανένα. Τον μόνο που είδα μία φορά ήταν ο Μάκης Αποστολάτος. Ήταν ανεβασμένος όπως κι άλλοι στον ώμο κάποιου φίλου του και έδινε με δυνατή φωνή και χειρονομίες, το μέτρο στα συνθήματα που φωνάζαμε. Όταν με είδε μου είπε: – Τι θες εσύ εδώ; Πώς μούρθε! Άκου τι θέλω εκεί! Δικό του το Πολυτεχνείο! Ε, λοιπόν, έτσι και δεν είσαι οργανωμένος εδώ ή εκεί, έτσι και δεν έχεις δώσει δείγματα αφοσίωσης στο α ή β κόμμα, σ’ «έφαγε» το μαύρο φίδι. Δεν μπορείς, δεν έχεις δικαίωμα να εμφανιστείς
πουθενά. Οι κάπηλοι βρίσκονται παντού και σ’ όλες τις παρατάξεις, που βεβαίως έχουν – κρατούν για λογαριασμό τους, μονοπωλούν για τον εαυτούλη τους και την παράταξή τους το δικαίωμα, ο ένας να λέγεται «Εθνικόφρων», ο άλλος «Αντιστασιακός» και ο τρίτος τράβα κορδόνι. Δεν είσαι οργανωμένος, δε βαστάς ένα κοντάρι με μαύρο, κόκκινο, μπλε, πράσινο πανί, είσαι ύποπτος – κι απ' τους γνωστούς σου που σε ξέρουν, που σε γνωρίζουν καλά. Ύποπτος; Ύποπτος! Ασικτίρ βρομόπαιδα...(15) Και τα τρία βράδια εκεί. Και όταν στην αρχή που ήταν ήσυχα ακόμα, αλλά και μετά που δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε και μας κυνηγούσαν συνέχεια μέχρι τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και πιο πέρα. Που ανάβαμε φωτιές να εξουδετερώσουμε τα δακρυγόνα, φορές μπροστά στον ΟΤΕ (Πατησίων 85) και να κοιτάνε όλοι οι υπάλληλοι από μέσα. Θυμάμαι πως από το αναπαυτήριο που είναι στο δεύτερο πάτωμα αριστερά, οι συνάδελφοι κοπέλες και παιδιά που δούλευαν τη βάρια τους στην εκμετάλλευση, τραβούσαν τις βαριές κoυρτίνες και μας χειρoκρoτoύσαν. Κι ήταν κίνδυνoς για μένα κι από αυτούς που μας κυνηγούσαν, μα κι από μέσα μη με δουν και με αναγνωρίσουν οι διορισμένοι της ασφάλειας κτιρίου, πρώην ΕΣΑτσίδες, που μας παρακολουθούσαν άγρυπνα, που δεν άφηναν να τους ξεφύγει καμιά μας κίνηση... Αργότερα που το σκεφτόμουνα είδα πως είχα κινδυνέψει ανόητα. Θα μπορούσα να είμαι από τη μεριά της Ομόνοιας ώστε ο φόβος αναγνώρισής μου από τους ασφαλίτες του ΟΤΕ να μην υπάρχει. Φαίνεται όμως πως κάτι πιο «σοφό» ήταν σε λειτουργία μέσα μου: Όποτε δοκιμαζόμουν – τα έβρισκα σκούρα, έστριβα την Αγγελοπούλου προς τα πάνω, προς το Πολύγωνο, σπάνια προς τα κάτω, προς την Αχαρνών... Το ξεψάχνισα κι είδα τι έκρυβα: Το σπίτι μου... Αίσθημα αυτοσυντήρησης το λένε; Τη «δεύτερη» βραδιά ήταν που μπροστά στον ΟΤΕ συνάντησα τον Δημήτρη Σιδηρόπουλο και τη γυναίκα του. Πήγαιναν σε κάποια επίσκεψη μα μπλοκαρίστηκαν. Μιλήσαμε λίγο όταν άξαφνα ακoύστηκε δυνατός θόρυβος από σειρήνες. Ερχότανε μια «ΑΥΡΑ» από Αγγελοπούλου με τη σειρήνα της στο διαπασών που σε ξεκoύφαινε, σε λιγοψυχούσε. Όταν μας πλησίασε στα 100 μέτρα, μια δεύτερη «ΑΥΡΑ» έκανε την εμφάνισή της στην Αγγελοπούλου. Στην αρχή δεν ανησύχησα γιατί ο «εχθρός κτυπούσε» από την αντίθετη κατεύθυνση, νόμισα μάλιστα πως ήταν κάποιο ασθενοφόρο. Όταν όμως άρχισε να ρίχνει στα πόδια μας δακρυγόνα, όπου φύγει - φύγει κι εμείς κι οι άλλοι. Τρέξαμε όσο μπορούσε η Βάσω, στρίψαμε δεξιά τη Χέυδεν. Αρκετός κόσμος είχε μπει στη στοά Πατησίων - Χέυδεν για να φυλαχτεί. Χειρότερα όμως, τους ρίξανε δακρυγόνα που τους σκάσανε. Τώρα το πλήθος άρχισε να βγαίνει τρέχοντας στη Χέυδεν προσπαθώντας να ξεφύγει προς την Πλατεία Βικτωρίας. Μα πού; Πέφτανε σωρηδόν πυροβολισμοί και δακρυγόνα. Γρήγορα γρήγορα τρυπώσαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας Χέυδεν 9, μα είχαμε ασφυξία. Στ' αλήθεια νόμισα πως μέχρι εδώ ήταν. Σκέπασε πρoστετευτικά με το σώμα του ο Σιδηρόπουλος τη γυναίκα του κι εγώ απελπισμένα, με κομμένη ανάσα, κτυπούσα σαν τρελός τα κoυδoύνια μήπως κάπoιoς μας ανοίξει να σωθούμε. Τίποτα... κανείς... Κι η «ΑΥΡΑ» να μη λέει να φύγει, να ρίχνει συνέχεια από την Πατησίων στα πόδια μας, αλλά και μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας που ακούγονταν οι φωνές των διαδηλωτών: Αίσχος, αίσχος... Και να τρέχουμε σκυφτοί, να κλωτσάμε μακριά τα δακρυγόνα και να επιστρέφουμε στην κρυψώνα μας. Η είσοδος της στοάς απέναντί μας καιγόταν! Nέκρα, φόβος, χωρίς ανάσα. Μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο να πέφτουν οι βιτρίνες των καταστημάτων, να πιάνουν φωτιά οι προθήκες τους και το κεφάλι να γυρίζει - να γυρίζει κι η κοπέλα δίπλα μας που έπρεπε να την προστατέψουμε να έχει λιποθυμήσει και να έχουμε κι εμείς ανάγκη κάποιου να μας βοηθήσει και κανείς να μη μας ανοίγει.
Το δακρυγόνο που έσπασε τη βιτρίνα στη γωνία της στοάς Χέυδεν κι έβαλε φωτιά, ήταν η σωτηρία μας... Σε λίγο η ατμόσφαιρα έγινε υποφερτή, είχε φύγει και η «ΑΥΡΑ». Ο κόσμoς είχε βγει από την οδό Γυιλφόρδoυ κι από πιο κάτω... Τρέξαμε προς την Πλατεία Βικτωρίας μ' ένα ασταμάτητο βήχα που σου έκοβε την αναπνοή και με μάτια κυριολεκτικά πρησμένα, προσπαθώντας ν' αναπνεύσουμε όσο γινόταν περισσότερο οξυγόνο. Τη βραδιά που μπήκαν οι βάνδαλοι στο Πολυτεχνείο βρισκόμουν κυνηγημένες με πολλούς άλλους στη συμβολή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με την Πατησίων. Φορές μας «τρέχανε» μέχρι την Αγγελοπούλου και μακρύτερα. Τα μάτια μου τσούζανε και τρέχανε ασταμάτητα, ο λαιμός μου έκαιγε, η φωνή μου από μέρες κλεισμένη τελείως, τα πόδια μου πονούσαν και τα χέρια μου τρέμανε. Μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών είχαν εισχωρήσει εγκάθετοι του καθεστώτος. Μούτρα κι αυτά! Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι με τέτοια κακoμoιριά, τι άλλο και με ποια ικανότητα για το άλλο... Ένας απ' αυτούς σ’ ένα στενό πέντε δρόμους πιο κάτω απ' την Ιουλιανού που μας πήγαιναν μπρος - πίσω, άρχισε να φωνάζει και να μας προτρέπει να φύγουμε γρήγορα, να πάμε σπίτια μας, γιατί σκοτώνουν! – Να, λίγο πριν εδώ σκότωσαν δύο παιδιά. Να και τα αίματα… Τον σιγοντάριζαν τρεις - τέσσερις που κι αυτοί με πρησμένα μάτια, κατάκοποι. Εμείς όμως θέλαμε να δούμε, να πειστούμε. Τους προγκίσαμε και «φύγανε». Κι άντε ξανά μπρος - πίσω. Τα δακρυγόνα να πέφτουνε βροχή μπροστά μας. Να εφορμούν κατά πάνω μας πάνοπλοι οι αστυνομικοί κι έτσι που φεύγαμε κυνηγημένοι, να πέφτουμε ο ένας διαδηλωτής πάνω στον άλλο ή πάνω στα ακινητοποιημένα τρόλεϊ. Να μας κυνηγάνε και να τους κρυβόμαστε στις γωνίες, πίσω από ανοιχτές πόρτες, μέσα σε αυλές, πίσω από μάντρες. Φορές έσκυψα να μαζέψω πέτρες να τους ανοίξω το κεφάλι, όπου τους πάρει – με είχε φουντώσει ο θυμός, έτσι που τους έβλεπα να κακομεταχειρίζονται όποιον πιάνανε από μας. Τι είμαστε εμείς; Τι ήτανε αυτοί; Που να είναι άραγε σήμερα; Πού υπηρετούν; Ντρέπονται καθόλου όταν τα θυμούνται; Στην πλατεία Αιγύπτου (είναι αυτή που βρίσκεται μπροστά από το άγαλμα του Βασιλέως Κωνσταντίνου στο άλσος του Πεδίου του Άρεως) υπήρχαν τρία οδοφράγματα. Το μεγαλύτερο ήταν στη Λεωφόρo Αλεξάνδρας. Έπιανε και τους δυο δρόμους της (άνοδο - κάθοδο) και είχε στηθεί εκεί που τελειώνει η Αλεξάνδρας κι όταν στρίψεις δεξιά βγαίνεις στην οδό Μαυρομματαίων αφού περάσεις μπροστά από τον έφιππο Κωνσταντίνο. Το λίγο μικρότερο ήτανε στημένο στην Πατησίων, ακριβώς πριν την Ιουλιανού κι έπιανε κι εδώ τους δύο δρόμους. Το τρίτο ήταν μικρό κι ήταν στημένο στην άλλη μεριά της Μαυρομματαίων, εκεί που φεύγουν σήμερα τα λεωφορεία για τον Ωρωπό. Έτσι οποιοδήποτε όχημα δεν είχε προσπέλαση προς το Πολυτεχνείο. Μόνο τα νοσοκομειακά άφηναν τα παιδιά να περάσουν από αυτό το μικρό οδόφραγμα. Έτρεχαν κοιτούσαν μέσα στα ασθενοφόρα και με γρήγορες κινήσεις παραμέριζαν τα εμπόδια και περνούσε. Δεν ξέρω βέβαια με τους γύρω δρόμους τι γινόταν, μα κάποια πρόνοια θα είχαν λάβει. Τα οδοφράγματα αυτά τα είχαν «φτιάξει» οι διαδηλωτές ως επί το πλείστον με καρέκλες και τραπέζια από το εκεί εστιατόριο, το καφενείο και το ζαχαροπλαστείο. Τα είχαν σηκώσει από τη μικρή τρίγωνη πλατεία που τα είχαν στημένα οι μαγαζάτορές τους. Τα ενισχύσαμε μετά με διαφημιστικές ταμπέλες, με λάστιχα αυτοκινήτων κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα που είχαν όγκο – ό,τι βρίσκαμε. Στο οδόφραγμα της Ιουλιανού κρυβόμαστε και πετροβολούσαμε τους αστυνομικούς για να μην πλησιάσουν. Κάνανε όμως έφοδο οι μπαγάσηδες και μας το πήρανε. Ήταν ταμπουρωμένοι τώρα αυτοί κι εμείς τους κοιτούσαμε. Από κει μας ρίχνανε δακρυγόνα κι εμείς να τρέχουμε να ανάβουμε φωτιές για να μην πλαντάξουμε.
Είχαμε ανάψει δυο μεγάλες φωτιές μα κάποιοι τύπoι με το πρόσχημα πως θα ανάψουν κι αλλού φωτιά, παίρνανε από τους ζωηρούς της φωτιάς κύκλους διάφορα αναμμένα αντικείμενα με αποτέλεσμα να τις αποδυναμώνανε μέχρι που τις σβήσανε!.. Άντε να τους πεις τώρα πως το έκαναν επίτηδες... Να τους κοιτάς ύποπτα κι αυτοί το χαβά τους! Και να τρίζουν τα δόντια σου, να κλαίνε τα μάτια σου και να είναι έτοιμα τα νύχια σου να κατεβάσουν τα μάγουλα του αληταρά, που σε καταλαβαίνει πολύ καλά μα γελάει. Οι κοπέλες! Ω, αυτές οι κoπέλες! Μπροστά από μας, θυμωμένες, να φωνάζoυν ασταμάτητα για τη Λευτεριά, για το Δίκιο, για το Άδικο... Φορές που έκλαιγα δεν ήταν από τα δακρυγόνα... Από όπλα ή κάτι τέτοιο, τίποτα... Δεν είχαμε παρά μόνο πέτρες και που και που κανένα κομμάτι ξύλο. Μια φορά μόνο είδα ένα παιδί να κρατάει μια μoλότωφ. Ήταν μια μπουκάλα του λίτρου – μικρότερη, που της είχε περάσει στο λαιμό μαζί με το φελλό κι ένα φυτίλι. Πρέπει να ήτανε γεμάτη βενζίνη. Της άναψε το φυτίλι και ετοιμαζότανε να την πετάξει, όταν πέσανε τρία δακρυγόνα στα πόδια μας. Τον είχαν δει οι αστυνομικοί και εφαρμόσανε το: Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Τρέξανε τα παιδιά τα κλωτσήσανε μακριά μας και την ίδια στιγμή αυτός που κρατούσε τη μπουκάλα την πέταξε κατά των αστυνομικών – προς το οδόφραγμα. Αυτοί τον παρακολουθούσαν με μάτια δεκατέσσερα κι όταν την εξεσφεντονισε προς το μέρος τους, όλοι με μιας σκύψανε κάτω και κρυφτήκανε πίσω απ' το οδόφραγμα. Μα η βόμβα μας ήτανε …μπάφα, το μόνο που ακούσαμε και είδαμε ήταν το μπουκάλι που έσπασε, τίποτα άλλο. Εμάς όμως μας έφτανε αυτό. Ο φόβος των αστυνομικών που τους έκανε να κρυφτούνε φουριόζικα πίσω από το οδόφραγμα, μας γέμισε ικανοποίηση. Ε, και τους αρχίσαμε μια καζούρα, που δεν ήθελαν άλλη. Νευρίασαν, πήδηξαν το οδόφραγμα κι άρχισαν να μας κυνηγούνε, μα η καζούρα συνεχιζότανε για ώρα... Αργά, πολύ αργά, ακούστηκε ένας παρατεταμένος ισχυρός θόρυβος κι είδαμε απ' την άλλη μεριά της Πατησίων – στην αρχή της, δυνατούς προβολείς να φωτίζουν όλη τη λεωφόρo και να πρoχωρoύν σιγά, θορυβόδικα, κατάμεσα στην άσφαλτo, πρoς το Πολυτεχνείο. Καταλάβαμε: Ήταν τα τανκς!.. Μ' όλα τα φώτα τους αναμμένα σερνόντουσαν για να φτάσουν μπροστά στο Πολυτεχνείο κι οι έγκλειστοι φοιτητές να ακούγονται μέχρι(16) εμάς. Εδώ θα τελείωνε λοιπόν; Για λίγο οι αστυνομικοί μας παράτησαν. Πήραμε θάρρος. Πλησιάσαμε το οδόφραγμα και πηγαίναμε να το καταλάβουμε φωνάζoντας: – Αίσχος, αίσχος. Δε θα περάσει ο Φασισμός. Οι αστυνομικοί με την εμφάνιση των τανκς κατάλαβαν πως τώρα πια η «υπόθεση» ήταν στα χέρια του στρατού, γι’ αυτό δίσταζαν να κινηθούν εναντίον μας. Η ίδια ψυχολογική διεργασία είχε γίνει και στη δική μας σκέψη – αντίληψη: τώρα οι αστυνομικοί ήταν σε δεύτερη μοίρα... Πολλά παιδιά από μας, τα πιο τολμηρά και ευκίνητα, είχαν πηδήξει κιόλας το οδόφραγμα. Είχαν περάσει ανάμεσα από τους αστυνομικούς σα να μη συνέβαινε τίποτα και τρέχανε προς το Πολυτεχνείο φωνάζoντας: Αίσχος, αίσχος… Πήγα να περάσω κι εγώ μα άκουσα μια δυνατή φωνή να διατάζει: – Εμποδίστε τους, ρε... Γυρίσαμε πίσω. Μας κυνήγησαν επίμονα. Αυτή τη φορά μας πήγαν πολύ μακριά. Εμένα με μερικούς άλλους μας έφτασαν μέχρι τη Μουστοξύδη και μας κρατούσαν εκεί… Ούτε βλέπαμε ούτε ακούγαμε τα τανκς(17) και τις ελπύστριές τους. Στη Σχολή Ευελπίδων νέκρα... Έφυγα και πήγα στο σπίτι του Καλυκάκη. Τον βρήκα ξυπνητό, ήταν εκεί και μια φίλη μας: Η Ρόζα Απαμιάν, δεν είχε πώς να γυρίσει σπίτι της. Τους είπα τα νέα κι έφυγα. Για να κατεβώ απ' την Ευελπίδων στο Πολυτεχνείο ήταν
μάλλον αδύνατο. Πήρα το δρόμο για το σπίτι μου. Θα κατέβαινα από την άλλη μεριά, απ' τη Βαλτινών. Ανέβηκα γρήγορα την ανηφόρα της οδού Ευελπίδων. Νέκρα παντού... Όταν έφτασα σπίτι μου, μηχανικά και χωρίς να συνειδητοποιώ τι κάνω, έβγαλα τα κλειδιά άνοιξα και μπήκα. Χωρίς ν' ανάψω φως πήγα κατευθείαν στην κουζίνα, άνοιξα τη βρύση κι έπινα - έπινα. Με βρεγμένα χέρια όπως ήμουν έψαξα και βρήκα το ραδιοφωνάκι, τ' άνοιξα – ήταν «πάνω» στo «Πολυτεχνείο». Η γνωστή φωνή της κοπέλας με αναστάτωσε: – Είμαστε άοπλοι, αδέρφια μας στρατιώτες. Τις καμπάνες, τις καμπάνες... Όλος ο κόσμος να κατεβεί στο Πολυτεχνείο... Ή απόψε ή πoτέ. Χτυπήστε τις καμπάνες... και νταν η εξώπορτα του διαμερίσματός μου... Κατατρόμαξα. Μπαίνοντας την άφησα ανοιχτή και την έκλεισε το ρεύμα μόλις άνοιξα τη μπαλκονόπορτα για ν' ακούσω καλύτερα τις καμπάνες που χτυπούσαν σ' όλη την Αθήνα. Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά. Έκλεισα σιγά τη μπαλκονόπορτα και τράβηξα τις κουρτίνες. Από κάποιο άνοιγμά τους εξέταζα με προσοχή την εκκλησούλα που είναι απέναντι ακριβώς απ' τα παράθυρά μου. Έφυγα από το παράθυρο, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μου κι ανέβηκα τα έντεκα σκαλοπάτια. Άνοιξα την εξώπορτα, βγήκα. Έτρεξα στην εκκλησούλα. Μπροστά στη ξύλινη πόρτα της είναι μια κακοαναπτυγμένη μουριά. Πάνω στη μουριά – χαμηλά, σ' ένα χοντρό κλαδεμένο κλωνάρι, ήταν τυλιγμένη η άλλη άκρη της αλυσίδας που κρεμότανε από το γλωσσίδι της καμπάνας με τον παράξενο αρσενικό βραχνό ήχο. Κι άρχισα να χτυπάω, να χτυπάω, να χτυπάω... Σε λίγο έπιασα τον εαυτό μου σε κάθε χτύπο της καμπάνας να βγάζει και μια κραυγή. Tι έλεγα δεν ξέρω, πάντως έβριζα – έβριζα άσχημα... Δεν ακούγονταν οι άλλες καμπάνες όταν σταμάτησα. Κάτι ομιλίες μόνο. Είχε βγει ο κόσμος στα μπαλκόνια. Μόνο στα μπαλκόνια... Κατηφόρισα τη Μεγαλοπόλεως, μετά τη Βαρβάκη, τη Βαλτινών. Έφτασα τη Μπούσγου την πέρασα. Πολλά αμάξια πατημένα! Φαίνεται είχαν περάσει άρματα κι από δω... Βγήκα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, νέκρα. Μέχρι την Πατησίων που έβλεπα νέκρα. Στο άγαλμα της Αθηνάς με σταμάτησαν. Έδειξα τη δημοσιογραφική ταυτότητα και μ' άφησαν. Μου είπαν όμως να επιστρέψω σπίτι μου... Έφυγα για την Πλατεία Αμερικής... Πρωί - πρωί στη δουλειά. Στην είσoδo της Πατησίων να δείξεις (να κολλήσεις στο τζάμι) την υπηρεσιακή σου ταυτότητα, αν και σε γνώριζαν καλά, για να σ’ ανοίξουν να μπεις – να ξεκλειδώσουν. Απάνω αναβρασμός. Λέγανε τούτο, λέγανε τ' άλλο: Είχαν γίνει συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες. Κάτω στους δρόμους άρχισε να μαζεύεται πλήθος ανθρώπων και να διαμαρτύρεται. Ξανάρχισε το κυνηγητό των διαδηλωτών: Αλεξάνδρας, ΟΤΕ, Αγγελοπούλου... Οι φωνές όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν. Τώρα η Πατησίων ήταν φίσκα ανθρωπομάνι. Τους βλέπαμε από ψηλά να τρέχουνε δώθε - κείθε με τους αστυνομικούς πίσω τους. Είμαστε καταγανακτισμένοι. Αυτό το καταγανακτισμένοι δεν αποδίδει σωστά πώς αισθανόμασταν. Οι μόνοι που δεν συγκινούνταν ήταν ο κλητήρας (Αντώνης Βουτσινάκης), τον έχω αναφέρει πιο πάνω, κι ο Φώτης Κολοβός, που κάρφωνε με αναφορές και προφορικά τους συναδέλφους του – κι εμένα βέβαια, «διότι είχε έννομο συμφέρον»!.. Ας είναι... Δίπλα στον ΟΤΕ – προς την Αγγελοπούλου, ήταν και είναι το θέατρο «Μινώα». Παραδίπλα και πίσω απ’ το θέατρο είχε ένα μεγάλο κενό χώρο που τότε τον χρησιμοποιούσαν για υπαίθριο γκαράζ. Εκείνες τις ημέρες βέβαια δεν λειτουργούσε, γιατί δεν έφερνε κανείς το αμάξι του. Σ' αυτό τον κενό χώρο κατάφευγαν κυνηγημένοι διαδηλωτές, μερικοί δε νέοι πηδούσαν μια μάντρα και πέφτανε σ' ένα ανοιχτό οικόπεδο πούβγαζε στη Γ' Σεπτεμβρίου, μακριά απ' τους διώκτες τους. Δύο στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί σκοποί στην ταράτσα του μικρού χτιρίου στη Γ' Σεπτεμβρίου, είδαν ένα νεαρό διαδηλωτή που είχε σκαρφαλώσει τη μάντρα να
ετοιμάζεται να πηδήσει. Σήκωσε ο ένας το όπλο, ο άλλος ούτε που τον εμπόδισε και το παιδί έπεσε. Φωνές, διαμαρτυρίες από τους διαδηλωτές, φωνές διαμαρτυρίες κι από εμάς τους υπαλλήλους του ΟΤΕ, που απ' όλο το 12όροφο κτίριο βγήκαν στα παράθυρα και κοιτούσαν μ' αγωνία το στρατιώτη,(17) που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει και κάποια άλλα παιδιά που έτρεξαν να ανασηκώσουν τον χτυπημένο. Μερικοί συνάδελφοι χειρoνoμoύσαν και αναθεμάτιζαν το δολοφόνο και το κάθαρμα έστρεψε απειλητικά το όπλο του εναντίον τους. Γρήγορα ήρθαν τον πήραν και τον φυγάδεψαν... Σήμερα ένα μέρος του χώρου τούτου έχει καταλάβει με την επέκτασή του το «Μινώα». Ένα άλλο πολύ μεγάλο κομμάτι έχει πάρει κάποια έκθεση επίπλων και τέλος, έχει απoμείνει εκεί πίσω ελεύθερος ένας μικρός χώρος: Εκεί που έπεσε το παλικάρι. Το ανοιχτό οικόπεδο που οδηγούσε στην Γ' Σεπτεμβρίου έχει γίνει βρεφονηπιακός σταθμός για τα παιδιά των υπαλλήλων του ΟΤΕ. Η οικονομικός συνάδελφος Λίτσα Μακρή, μια καλή φίλη που δεν ζει πια, είχε πρόσθετο λόγο να είναι αναστατωμένη. Είχε ένα νεαρό ξάδερφο που σπούδαζε ζωγραφική και ο οποίος όλο αυτό τον καιρό ήτανε μέσα στο Πολυτεχνείο. Τώρα όμως πού ήταν; Ζούσε ή όχι; Ήταν τραυματισμένoς; Τον είχανε συλλάβει; Τι απ' όλα; Έφυγα να πάω να τον βρω. Αν ήταν κάπου, έπρεπε με το φόβο – την τρομάρα που θα πήρε, να είναι κλεισμένoς σπίτι του. Έμενε στην Κυψέλη, πάνω ψηλά. Στην Πατησίων οι σφαίρες περνούσαν επάνω απ' το κεφάλι μου σφυρίζοντας. Ανηφόρισα όσο βιαστικά μπορούσα την οδό Κυψέλης, πέρασα την πλατεία και συνέχισα. Είχε νoικιασμένo ένα δωμάτιo στο ημιυπόγειο της πoλυκατoικίας, οδός Ερατούς 19. Είχα ξαναπάει με την ξαδέρφη του, μου είχε μάλιστα χαρίσει και ένα έργο του που μου άρεσε. Ήταν ωραίο παιδί. Ξανθός, με όμορφο καλοκαμωμένο σώμα, μα ζωηρός – πολύ ζωηρός: Δημήτρης Γιαννόπουλος(18) από το Ξυλόκαστρο, σπουδαστής τότε στου Δοξιάδη. Κατέβηκα τα λίγα σκαλιά μα κανείς δεν μου απαντούσε στα κτυπήματά μου, ούτε που φώναζα: Δημήτρη, Δημήτρη, να γνωρίσει τη φωνή μου, μήπως ήταν μέσα και φοβότανε ν' ανοίξει. Ούτε από τα διπλανά δωμάτια απάντησαν: Ήταν όλοι τους φοιτητές κι άλλοι με τα λεωφορεία, άλλοι με το τραίνο κι άλλοι με auto-stop, μετά την κατάληψη – πτώση του Πολυτεχνείου, όσοι δεν είχαν τραυματιστεί ή είχαν τέλος πάντων τραυματιστεί ελαφρά, γύρισαν βιαστικά σπίτι τους – στα χωριά τους, για να μη συλληφθούν... Κατηφόρισα το ίδιο βιαστικά, μα τώρα ήταν εύκολα. Στην Πατησίων στο νούμερο 87, ήταν ένα μαγαζάκι ημιυπόγειο. Εκεί μπροστά βρήκε μια αδέσποτη σφαίρα έναν άντρα που ήταν μάλλον περαστικός, 45-50 χρονών. Όταν χτυπήθηκε έγειρε κι έπεσε πάνω στη βιτρίνα. Το βάρος δε του σώματός του την έσπασε κι έπεσε μαζί της μέσα στο μικρομάγαζο. Στο πάτωμα και στα σκαλιά ήταν πολύ αίμα. Πρώτη φορά είδα τόσο αίμα. Αν με ρωτούσαν θάλεγα αδίστακτα, πως το αίμα αυτό ήταν από δύο ή τρεις ανθρώπους... Τον είχαν σηκώσει, δεν πρόλαβα να τον δω... ΤΟΜΗ Το σώμα άψυχο – δολοφονημένο καταμεσής στην άσφαλτο, ξαπλωμένο ανάσκελα στη γωνία Εμμ. Μπενάκη και Ζαλόγγου. Πού με πήγε ο νους! Ήταν παιδί 17-18 χρονών, στα Δεκεμβριανά του 1944. Τότε με την οικογένειά μου μέναμε στο Καλαμάκι κι έφυγα με τα πόδια για την Αθήνα για να βρω τον πατέρα μου που ήταν αποκλεισμένος στην Πλατεία Αμερικής. Τα λεωφορεία τα ‘χαν επιτάξει και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Βαστούσα μια κούτα τσιγάρα απ' αυτά που δίνανε με το δελτίο. Την είχα χωμένη στη δεξιά τσέπη του πανωφοριού μου που ίσα - ίσα χώραγε.
Ήταν ένα «παλτό» με ύφανση τσουβαλέ, που μου είχε δώσει κάποια φιλανθρωπική επιτροπή, από τις τόσες που μοίραζαν ρούχα και παπούτσια στα φτωχά παιδιά και που είχε τα γραφεία της απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα(19) στην Αθήνα. Η τσέπη βέβαια ήταν ρηχή κι έτσι που δεν είχε σκέπασμα φαινόταν ολοκάθαρα η κούτα. Την είχα πάρει απ' το μπακάλικο του Τσάκλα, στην Παναγίτσα του Έδεμ. Εκεί μπροστά απ' το μπακάλικο υπήρχε μια μεγάλη αλάνα. Σ' αυτή ήρθαν οι Άγγλοι και στήσανε καμιά δεκαριά κανόνια και «βάζανε» στην κατεχόμενη από τον ΕΛΑΣ Αθήνα. Έφτασα χωρίς δυσκολία στου Μακρυγιάννη. Εδώ ήταν όλα ανάστα. Κόσμος πολύς με τα μπαγιάζια του πάνω σε κάρα, σε καροτσάκια, στους ώμους, στοιβαζότανε στον έλεγχο ώρες, που ήταν στο τελευταίο οδόφραγμα – εκείνο με την μεγάλη κoυλούρα το συρματόπλεγμα κι αν πέρναγες έφευγες ελεύθερος πια προς την Καλλιθέα, τη Νέα Σμύρνη, το Παλιό Φάληρο, τη Γλυφάδα, όπου πρόφταινες. Μακριά, όσο γινόταν πιο μακριά απ' το μακελειό που γινόταν στην Αθήνα κι όσο γρηγορότερα έξω απ' τη ζώνη του σκοτωμού. Τους κρατούσαν ώρα εκεί. Γινόταν σωματική έρευνα και γερός έλεγχος σ' ό,τι είχαν μαζί τους. Οι άνθρωποι αυτοί με κατεβασμένα μάτια και μαλακή φωνή ικέτευαν για να περάσουν προς τα έξω, εγώ παρακαλούσα να μ' αφήσουν να πάω προς τα μέσα. Δεκατριών χρονών μα που έδειχνα μικρότερος. Ένα αδύνατο ψηλό παιδί με κοντά παντελόνια και με καλαμένια πόδια. Στου Μακρυγιάννη όλες οι γωνίες των δρόμων είχαν κλειστεί από τα οδοφράγματα που γίνανε από ανατιναγμένα γωνιακά σπίτια ή από γωνιακές πολυκατοικίες. Στα οδοφράγματα αυτά, είχαν φέρει για να τα ενισχύσουν τα πιο απίθανα πράγματα. Έβλεπες κρεβάτια με τα κλινοσκεπάσματά τους, ψυγεία του πάγου, σκάφες, ποδήλατα, κομοδίνα, βιβλιοθήκες κι ό,τι άλλο που είχε όγκο. Εκεί όπως είπα, ήταν ο πρώτος ...μπλόκος προς τα μέσα, ο τελευταίος προς τα έξω... Τον «κρατούσαν» χωροφύλακες απ' το Σύνταγμα που ήταν εκεί κοντά, αλλά κι αστυνομικοί. Με ρώτησαν πού πηγαίνω κι όταν τους είπα γελάσανε. – Γύρισε πίσω, δε μπορείς να περάσεις, ήταν η απάντηση. – Μάνα δεν έχεις ρε, μου είπε κάποιος, που σ’ αφήνει; Τούπα: – Πάω στο μπαμπά μου... Όταν είδαν πως επέμενα μ' άφησαν να περάσω, αφού με έψαξαν πρώτα... Δεν βρήκαν τίποτα... Τι να βρουν; Την κούτα τα τσιγάρα του πατέρα μου κι ένα σήμα της RΑF που το είχα βρει στο δρόμο στο Καλαμάκι. Τους τόπα, μου το επέστρεψαν. Στήλες Ολυμπίου Διός, Ζάππειο, Σύνταγμα, Πανεπιστημίου και να ‘μαι στην Ακαδημία. Όλα τα μαγαζιά στην Πανεπιστημίου κάτω από την Ιπποκράτους ήταν με σπασμένες τις πόρτες και τις βιτρίνες. Η φαντασία μου οργίαζε για κλοπές χρυσαφικών και ανοίγματα χρηματοκιβωτίων από τους αετονύχηδες κι άλλα, ό,τι μπορεί να βάλει στο μυαλό του ένα μικρό φτωχό παιδί. Το Σύνταγμα, η Ομόνοια, η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, είχαν πέσει στα χέρια των Άγγλων και των αστυνομικών. Οι μάχες τώρα γίνονταν από την Ακαδημίας και πάνω – προς τα Εξάρχεια. Από την Πλατεία Κάνιγγος μέχρι ψηλά η Ακαδημίας και τα στενά, σ' όλες τις γωνίες γκρεμίσματα και οδοφράγματα. Σ' όλα τα τετράγωνα οι μεσοτοιχίες του ενός νοικοκυριού από το άλλο, είχαν μεγάλες τρύπες για να μπορούν αυτοί που είχαν στην κατοχή τους το τετράγωνο να κυκλοφορούν από σπίτι σε σπίτι, χωρίς να εκτίθενται σε κίνδυνο βγαίνοντας στους δρόμους ή στα στενά. Προσπαθούσα να βρω δρόμο ανοιχτό να περάσω προς την Πλατεία Αμερικής κι όταν είδα πως τέτοιος δρόμος δεν υπήρχε σ’ όλη την Αθήνα, κοίταξα να δω πώς μπορώ να χωθώ – κάποιο οδόφραγμα επί τέλους θα ‘χε έναν ελάχιστο κενό χώρο. Άλλωστε πόσος ήμουνα, να μια σταλιά άνθρωπος. Τίποτα. Εδώ γίνονταν μάχες,
κινδύνευε η ζωή τους, πού να αφήσουν ανοιχτό χώρο. Οι κλέφτες κι αστυνόμοι που παίζαμε στη γειτονιά μας με τους Παπασιδέρηδες, τον Μιχάλη και τον Μελέτη και τους γιους του κουμπάρου μας Παπαϊωάννου, τον Γιάννη και τον Ζαχαρία, ήταν; Από την Ομόνοια ούτε κουβέντα. Με διώξανε οι αστυνομικοί. Από το Κολωνάκι δε γνώριζα το δρόμο. Προσπάθησα από την Εμμ. Μπενάκη και τη Θεμιστοκλέους. Τίποτα, δε μπορούσες να πας καλά - καλά ούτε μέχρι την ...Ακαδημίας. Πήρα τη Χαριλάου Τρικούπη – εδώ κάτι γινόταν. Πέρασα την Ακαδημίας, έφτασα τη Σόλωνος και στοπ. Γινόταν σωστός πόλεμος... Είχα φτάσει στη ζώνη των επιχειρήσεων. Δεν περνούσε κουνούπι. Οι ελεύθεροι σκοπευτές δεν έκαναν διάκριση, πυροβολούσαν οποιοδήποτε κινητό στόχο... Απελπίστηκα... Προς τα πού να κάνω; Από τη μια οι Εγγλέζοι με τους αστυνομικούς, από την άλλη οι ΕΛΑΣίτες... Φωτιά σκέτη... Κάτι άρχισε να με ενοχλεί μέσα μου. Κατάλαβα πως ήταν ο φόβος. Μ' είχε αγγίξει... Πήγα να γυρίσω πίσω στο Φάληρο, στο Καλαμάκι, όταν σκέφτηκα τη θεία μου την Ουρανία. Ήταν μικρότερη αδερφή της μητέρας μου κι έμενε λίγα βήματα πιo κάτω. Άλλωστε χειμώνας πού να πάω τρεις η ώρα τ’ απόγευμα, σε δυο ώρες θα νύχτωνε. Μόνο μέχρι τον Άγιο Σώστη προλάβαινα να περπατήσω μέρα. Θα πήγαινα κατ’ αρχή στη θεία μου και μετά έβλεπα. Πώς πάνε όμως; Κατηφόρισα σκυφτός τη Σόλωνος, κολλητά στον αριστερό τοίχο των σπιτιών κι όπoυ έβλεπα πόρτα χωνόμουν να φυλαχτώ. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω - κάτω κι η καρδιά μου χαλούσε τον κόσμο. Είχα χάσει πoλύτιμο χρόνο. Έπρεπε να πήγαινα στη θεία μου κατά την ώρα της «ανάπαυλας» και όχι τώρα. Aπ' τις 11 μέχρι τη 1 το μεσημέρι είχαν «διακοπή», στάση εχθροπραξιών για να μπορέσει ο κόσμος να βγει μήπως και βρει να ψωνίσει κάτι ή να φύγει φορτωμένος μ' ό,τι μπορούσε να σηκώσει – να πάρει. Η «ανάπαυλα» ήταν ευκαιρία σ' όλους τους εμπόλεμους να βελτιώσουν και τις θέσεις τους – να τις καλυτερέψουν, όπως αυτός ο Άγγλος που ήταν ψηλά στο μπαλκόνι με τα κάγκελα και που τοποθετούσε κι άλλα σακιά άμμο μπροστά του, για περισσότερη προφύλαξη. Εγώ εκείνες τις δυο ώρες τις έφαγα χαζεύοντας και προσπαθώντας να βρω πέρασμα. Τώρα; Στη Ζωοδόχου Πηγής έστριψα αριστερά, προχώρησα με τις ίδιες προφυλάξεις κι όταν έφτασα στην οδό Ζαλόγγου πήγα να στρίψω δεξιά. Στο νούμερο 7 έμενε η θεία μου. Ένα αλτ, που ακούστηκε πίσω μου με κοκάλωσε. Ήταν ένας Άγγλος, ψηλός, με σοβαρό πρόσωπο, που με κοιτούσε ύποπτα. Στεκόταν όρθιος κι είχε στρέψει ένα μακρύκαννο όπλο καταπάνω μου. Ήταν μισοκρυμμένος πίσω από μια γκρεμισμένη εξώπορτα πoυ «έλεγχε» όλη τη Ζαλόγγου μέχρι την Εμμανουήλ Μπενάκη. Την εξώπορτα τούτη την είχαν «κλείσει» χαμηλά με σάκους γεμάτους άμμο, πίσω δε από τους σάκους ήταν κρυμμένοι δύο ακόμα Άγγλοι και τρεις δικοί μας αστυνομικοί – όλοι τους με αυτόματα! Ανάμεσα απ' τους σάκους με την άμμο, ένα πολυβόλο έβγαζε την κρύα «μούρη» του. Με βάλανε μέσα απ' την εξώπορτα και με ψάξανε. Βρήκαν τα τσιγάρα, το σήμα της RAF κι οι ερωτήσεις βροχή. Δεν είχα να κρύψω τίποτα... Μ' άφησαν... Το σπίτι της θείας μου ήταν στο μέσον περίπου της μικρής οδού Ζαλόγγου, εκεί που άρχιζε η οδός Σουλίου και η οποία Σουλίου ήταν στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ακούγαμε τα τραγούδια τους – φωνές νέων ανθρώπων. Έτσι το Νο 7, βαλλότανε κι απ' τις δυο πλευρές... Η Σουλίου βγαίνει στη Σόλωνος και συνεχίζει ακόμα λίγο, μέχρι εκεί που είναι σήμερα το τσιγκογραφείο των Ευθυμιόπουλου - Μαραγκού. Σαν αστραπή πέρασα και χώθηκα στο 7. Ήταν μια αυλή που απ' τη μια μεριά είχε μεγάλο ψηλό τοίχο (χώρισμα απ' την εξωτερική είσoδo του διπλανού σπιτιού, που παράξενο τα δωμάτια είχαν είσoδo απ’ τη μέσα μεριά) κι απ' την άλλη, δωμάτια δωμάτια για εργένηδες ή οικογένειες μεροκαματιάρηδων. Φτωχοαυλή με μια βρύση για όλους και μ' ένα αποχωρητήριο. Μια φαγωμένη ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο
«δεύτερο» όροφο και τελευταίο, πoυ ήταν ακριβώς πάνω από τα κάτω δωμάτια. Είχε κι εδώ μια βρύση για όλους κι ένα κοινόχρηστο αποχωρητήριο όπως και κάτω. Ο «δεύτερος» όροφος είχε τρία δωμάτια μόνο. Η θεία μου έμενε στο πρώτο έξω - έξω και ο εξωτερικός τυφλός τοίχος του, πoυ έβλεπε λοξά τη Σουλίου, ήταν όλο τρύπες από τις σφαίρες των ΕΛΑΣιτών... Οι Άγγλοι και οι αστυνομικοί τα βράδια ανέβαιναν από το λοξό στενάκι της οδού Κιάφας (τώρα έχει γίνει πεζόδρομος) στα κεραμίδια των πίσω σπιτιών που ήταν στο ίδιο ύψος σχεδόν με μας και ευθεία με την οδό Σουλίου και στήνανε στις κορυφές τους πολυβόλα πoυ γάζωναν όλη νύχτα. Από το μικρό φεγγίτη της πόρτας του δωματίου, έτσι όπως είμαστε κουρνιασμένοι στη γωνία στο χαμηλό ντιβάνι χωρίς καθόλου φως, βλέπαμε τις πύρινες «γλώσσες» απ' τις κάνες των πολυβόλων των Άγγλων και των αστυνομικών. Η θεία μου ήταν σε κακό χάλι. Είχε πάθει από το φόβο της «χρυσή»... Ήταν κίτρινη – μα τόσο κίτρινη, αγνώριστη... Tα ‘χασε όταν με είδε. Μου άνοιξε κι όταν μπήκα με κοιτούσε ώρα πολύ, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Στο μεσαίο δωμάτιο εκείνο τον καιρό έμεναν δυο νέοι άνθρωποι, εικοσιπέντε με τριάντα χρονών. Μου έκανε εντύπωση σ' αυτούς, το πώς ήταν δυνατό δυο άνθρωποι νέοι με υγεία ταύρου, να μη βρίσκονται τούτη τη στιγμή στα οδοφράγματα, παρά να είναι τόσες ημέρες τώρα κρυμμένοι σ' ένα δωμάτιο 2Χ3. Εντύπωση μου έκανε ακόμα το χιούμορ που είχαν και η αδιαφορία με την οποία αντιμετώπιζαν το μακελειό που γινόταν έξω απ' την πόρτα τους. Ήξεραν κι έλεγαν ωραίες ιστορίες, πολλά – πάρα πολλά έξυπνα ανέκδοτα. Τα γέλια μας πολλές φορές φτάνανε μακριά κι ήταν πραγματική παραφωνία μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό. Είχαν λουφάξει εκεί ασφαλισμένοι – όσο μπορούσαν να είναι ασφαλισμένοι, που εν πάση περιπτώσει ήταν, κι έλεγαν άστους αυτούς κι έδειχναν περιφρονητικά έξω. Πρόβλημα φαγητού δεν είχαν. Είχαν προβλέψει. Πολλοί προβλέπουν και μην εντυπωσιάζεστε εύκολα. Τσιγάρα δεν είχαν, κοίταγαν την κούτα του πατέρα μου σαν... Πολλές φορές την πήραν στα χέρια τους και τη μύριζαν για πολύ ώρα. Όταν το πρωί ησύχαζαν κάπως τα πράγματα, κοιμόμασταν μ’ ένα βαθύ ευχάριστο ύπνο που δεν ήθελες να τελειώσει. Αιτία το γεγονός που ξενυχτούσαμε στο μεσαίο δωμάτιο, γιατί πρόσφερε πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και ευχάριστη παρέα!.. Όλο το βράδυ «ξενύχτηδες» και στ' αυτιά μας όλη εκείνη η συγχορδία των πυροβολισμών απ’ τα πιστόλια, τα τουφέκια, το κροτάλισμα απ' τα πολυβόλα και τ' αυτόματα, τους άξαφνους δυνατούς κρότους από τις χειροβομβίδες και τους όλμους και στα διάκενα που γινόταν απόλυτη ησυχία, τα τραγούδια με τις νεανικές φωνές των ΕΛΑΣιτών... Δεν έπρεπε να ήταν και τόσο άσχετοι οι «παλικαράδες» του μεσαίου δωματίου ως προς την τέχνη του πολέμου, γιατί σε κάθε κρότο όπλου – όταν δε λέγαμε κάτι άλλο – τους άκουγες να λένε: Αυτό είναι από τουφέκι τάδε. Αυτό είναι από περίστροφο τάδε. Αυτό από αυτόματο τάδε, κλπ. Πάντως περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να φανούν στην πόρτα οι «σύμμαχοί» μας οι Άγγλοι ή – αχ πώς το ήθελα – οι ΕΛΑΣίτες, για να έβλεπα τους «ουδέτερούς» μας τι μούτρα θα κάνανε. Αν κι αυτοί ήταν αετοί: Είχαν ετοιμάσει δυο διαφορετικές ιστορίες ανάλογα με το ποιός θα έφτανε πρώτος – αληθοφανείς ιστορίες, τουλάχιστο για το μυαλό της ηλικίας μου. Αλλά όλα αυτά τα έξυπνα που λέγανε και τα καλοπιάσματα που μου κάνανε, ας τ’ άφηναν. Την κούτα τα τσιγάρα δεν την άνοιγα – ούτε γόπα. Τα τσιγάρα ήταν του μπαμπά μου.(20) Προσπάθησα δύο φορές ακόμα να «σπάσω» τον κλειώ και να περάσω προς τα Εξάρχεια. Τίποτα. Την Πλατεία Αμερικής θα έπρεπε να την ...ξεχάσω. Όλα τα γωνιακά οικοδομήματα όπως έχω πει ήταν ανατιναγμένα από τον ΕΛΑΣ με μοναδικό σκοπό να μετατραπούν σε οδοφράγματα για να μην αφήνουνε να περάσουν τα τανκς
των Άγγλων. Από κάποιο τέτοιο οδόφραγμα έπρεπε να περάσω, μα που ήταν αδύνατο... Πήγαινα όπου έβλεπα ελεύθερο – ανοιχτό χώρο, κι έτσι χωρίς να το καταλαβαίνω βρισκόμουνα συνέχεια μεταξύ των Άγγλων και των ΕΛΑΣιτών... Σε κάποιο στενό προς την Πλατεία Κάνιγγος με έπιασαν δυο οπλισμένοι με αυτόματα αστυνομικοί. (Μα τι το θέλω το «οπλισμένοι», εμφύλιος πόλεμος γινόταν!) Με πήγανε στο ταμπούρι τους και μόνο που δε με γδύσανε. Μου πήρε ο ένας τους το σήμα της RAF και το πέταξε πάνω σ' ένα πάγκο. Μετά πήρε την κούτα τα τσιγάρα την άνοιξε και τα σκόρπισε έξω. Άρχισε να τα ελέγχει ένα - ένα με προσοχή κι εκείνη την ώρα ο άλλος πήρε το σήμα της RAF και το έβαλε στην τσέπη του. Όταν μου είπαν να φύγω μάζεψα τα τσιγάρα στην ανοιγμένη κούτα και ζήτησα να μου δώσουν πίσω το σήμα. Ο πρώτος έκανε να το πιάσει, αλλά είδε πως δεν υπήρχε εκεί που το είχε «πετάξει». Ρώτησε τον άλλο που σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Είπα τότε εγώ: – Ο κύριος, και τον έδειξα, το έβαλε πριν λίγο στην τσέπη του... Χλόμιασε απ' τη μανία του ο αστυνομικός κι έκανε να μου επιτεθεί: – Να σου δώσω κωλόπαιδο ένα μπάτσο να σου πω εγώ, ήρθε φουρκισμένη η απάντησή του. Δεν είπα τίποτα άλλο – είχα φοβηθεί. Τον είχε κρατήσει ο πρώτος να μη με χτυπήσει. Α, όχι, δεν ξανάκανα τέτοια κουτουράδα, ήταν η τελευταία φορά... Θα γύριζα τώρα αμέσως στη θεία μου και αύριο πρωί - πρωί θα έφευγα για το σπίτι μου στο Καλαμάκι. Γύρισα πάλι από τους ίδιους δρόμους. Όταν πήγα να περάσω απ' τους Άγγλους στη Ζωοδ. Πηγής και Ζαλόγγου με σταμάτησαν και με ξαναψάξανε. Τα σούρτα - φέρτα μου τους είχανε υποψιάσει. Όταν είδαν ανοιγμένη την κούτα τα τσιγάρα την τουμπάρισαν κι έλεγξαν κι αυτοί ένα - ένα προσεχτικά τα τσιγάρα. Μετά ένας από τους αστυνομικούς – σχεδόν θυμωμένα – μου είπε: – Θα πας από γύρω! Αν περάσεις αργότερα από τρία λεφτά τη Ζαλόγγου, θα σε πυροβολήσω! Δηλαδή θα έβγαινα στη Σόλωνος που γινότανε χαλασμός κι όταν έφτανα στη Σουλίου – που κι εκεί χαλασμός, θα έστριβα αριστερά και μετά ευθεία (με τα αντάρτικα τραγούδια στ' αυτιά μου) για τη Ζαλόγγου, που θα μ' έβλεπαν από το στέκι τους τα «πατριωτάκια» με τους «συμμάχους» να περνάω και που αν αργούσα θα με πυροβολούσαν... Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έπρεπε να είναι καθόλου καλά, αλλά τι να πω και τι να κάνω; Βγήκα στη Σόλωνος κι άρχισα να τρέχω προς τα κάτω. Όπου έβλεπα κούφωμα κρυβόμουνα για λίγο και μετά τρεχάλα πάλι. Στη Σουλίου που την πέρασα τρέχοντας, τα τραγούδια των παιδιών εκεί. (Μα τι, πόλεμο κάνανε τούτοι!) Μου είπαν τρία λεφτά, μα ‘γω σ' ένα λεφτό είχα περάσει – σφεντόνα. Άνοιξα κι έκλεισα με θόρυβο τη σιδερένια εξώπορτα κι ανέβηκα τις σκάλες τροχάδην. Χάρηκαν οι «ουδέτεροί» μας! Τώρα που θα γύριζα σπίτι μου, τα τσιγάρα... – Δώστα, μούπε η θεία μου, θα στα πληρώσουν... Τα πήρε και τους τάδωσε η ίδια. Εκείνο το βράδυ ντουμάνιασε το μικρό δωμάτιό τους. Την ίδια βραδιά η θεία μου πήρε απόφαση να φύγουμε μαζί για το σπίτι μου στο Καλαμάκι. Θα μάζευε τα πλέον απαραίτητα και θα φεύγαμε. Και τα πράγματα ήρθαν «ευνοϊκά», τη δεύτερη μέρα η Σουλίου και η γύρω περιοχή έπεσε στα χέρια των αστυνομικών και των Άγγλων. Εκείνη την ημέρα είδα και τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες με στολές αγγλικές και με ...δίκοχα! Πού πήγαιναν με δίκοχα; Τους «ουδέτερους» ούτε που τους ενόχλησε κανείς. Ούτε που ήρθαν να μας ρωτήσουν ποιός μένει εδώ – ποιός δε μένει, τίποτα... Είχα βγει από το σπίτι για να βρω κάποιο μέσο μεταφοράς, μια μοτοσικλέτα – ένα καρό, που θα μετέφερε τα λίγα πράγματα της θείας μου στο Καλαμάκι – σπίτι μου.
Είχα σταθεί στη γωνία Ζαλόγγου και Εμμ. Μπενάκη. Εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικοί με τους χωροφύλακες κατέβαζαν αιχμαλώτους. Ήταν νέα παιδιά που για να παραπλανήσουν τους αστυνομικούς και να μην τους συλλάβουν, είχαν φορέσει πιτζάμες και πήγαν να «περάσουν» για ενοικιαστές. Αλλά τέτοιες ώρες ποιός φοράει πιτζάμες! Τους υποψιάστηκαν και τους κατέβαζαν έτσι όπως τους πιάσανε – με τις πιτζάμες. Τα όπλα να είναι στραμμένα καταπάνω τους και κείνα, τα ΕΛΑΣιτάκια, αμούστακα ακόμα παιδιά, χλωμά, με τα χέρια ψηλά και τα μάτια τους να μην ακουμπάνε πουθενά, προχωρούσαν με τα δόντια σφιγμένα. Έρχονταν ομάδες - ομάδες προς τα κάτω την Εμμ. Μπενάκη – προς την Ακαδημίας. Κόσμος είχε πιάσει τα δύο πεζοδρόμια και κοιτούσε άφωνος – σιωπηλός. Ένα ΕΛΑΣιτάκι είχε πιαστεί στα λόγια με ένα χωροφύλακα που το έφερνε κι αυτό έτσι όπως τους άλλους, με τα χέρια ψηλά – μα το περίστροφο που κρατούσε του τ' ακουμπούσε σχεδόν στη μέση του, μια σπιθαμή μακριά. Τούλεγε το παιδί: – Πουλημένε, χθες με τους Γερμανούς, σήμερα με τους Άγγλους, θα σας πληρώσει ο Ελληνικός Λαός, μη στενοχωριέσαι. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του (είχαν ήδη φτάσει μπροστά μας) κι ο χωροφύλακας εξ επαφής πάτησε δυο φορές τη σκανδάλη. Ο μικρός έπεσε κι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο το παλικαράκι στην άσφαλτο, του άδειασε το πιστόλι πάνω του. Ήταν δε τόση η λύσσα του χωροφύλακα – ήταν ένας τριαντάρης, τριανταπεντάρης, που ενώ είχε ρίξει και τις έξι σφαίρες, συνέχισε να πατάει τη σκανδάλη τρεις - τέσσερις φορές ακόμα. Το άφησε ξαπλωμένο εκεί ξέπνοο και συνέχισε το δρόμο του με τους άλλους αιχμαλώτους βρίζοντάς τους άθλια. Ένας άλλος χωροφύλακας που πέρασε μετά λίγο είπε φωναχτά – περιπαιχτικά, για να τον ακούσουμε, απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί: – Έπεσες για την Πατρίδα... Όταν απομακρύνθηκε κι αυτός, δυο άντρες από τους θεατές σήκωσαν λίγο το πάνω μέρος του σώματος του παλικαριού και τούβγαλαν το σακάκι της πιτζάμας, μετά το άφησαν πάλι κάτω και του σκέπασαν το πρόσωπο και το πάνω μέρος του κορμιού του με το σακάκι που τούβγαλαν πριν λίγο... Ήταν ωραίο παιδί, ωραίο παλικάρι. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην άσφαλτο, νεκρό, με όλη εκείνη την ηρεμία, έδειχνε πολύ ωραιότερο. Άξαφνα η σκέψη μου πήγε στη μάνα μου. Αν μου συνέβαινε κάτι κακό, τι θάκανε; Tι θάκανε τώρα η μάνα τ' αμούστακου τούτου αγοριού; Τι θα κάνανε θεέ μου οι μάνες όλων των παλικαριών κι απ’ τα δυο στρατόπεδα κι απ' τις δύο παρατάξεις;.. Ένα αγόρι 13 χρονών με κοντά παντελόνια· μια κούτα τσιγάρα κι ένα σήμα της RAF· ένας Άγγλος με σοβαρό πρόσωπο και δυο «ουδέτεροι»· ένα ξεδιάντροπο περίστροφο που ξαπλώνει χωρίς πολλές κουβέντες νεκρό μπροστά του ένα άλλο παιδί λίγο μεγαλύτερο· ένας Έλληνας στρατιώτης που σηκώνει αβασάνιστα το μακρύκαννο όπλο του (αλήθεια πώς το μπόρεσε;) και «κατεβάζει» σαν τσόνι ένα παλικάρι από μία μάντρα – διέξοδο· μπλεγμένα όλα αυτά μέσα στο τόσο αίμα στην Πατησίων 87, τώρα στα 43 του χρόνια!.. Δεν έχει αλλάξει τίποτα λοιπόν μετά τριάντα ολόκληρα χρόνια; Μετά τριάντα χρόνια να σκοτωνόμαστε πάλι μεταξύ μας... Τότε να μας «προστατεύουν» οι Άγγλοι, λίγο πριν οι Γερμανοί και σήμερα οι Αμερικάνοι... Αύριο ποιός; Σήμερα που γράφω – που «χτυπάω» όλα τούτα στη φωτοσύνθεση, 11 Νοεμβρίου 1983, είναι δίπλα μου και με κοιτάει ένα παιδί από τη Σμύρνη, τουρκόπαιδο, είκοσι χρονών – πολιτικός πρόσφυγας κι έχει βέβαια το νόημά του αυτό. Σε λίγες ημέρες το
Πολυτεχνείο και βέβαια δεν έχει ετοιμαστεί για να κυκλοφορήσει το περιοδικό μας κι ένας θεός ξέρει πότε... Μέχρι τότε θα με ρωτάει ο Ορχάν: – Τι γραφεί, Ντημήτρης; Θα συνεχίσω...(21) (Τεύχος 98, 2005) ________ 1. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω σε τι ωφελούν τα πολλά ονόματα – τι δείχνουν. Τι θέλουνε άραγε να δείξουν αυτοί που τα χρησιμοποιούν; Οι κακοποιοί βέβαια έχουν το λόγο τους και τους καταλαβαίνω – οι άλλοι; 2. Για να πάρω τον επόμενο βαθμό δηλαδή, με εκείνα τα δεδομένα, ήθελα 19 χρόνια!.. 3. Υπολογίσαμε «χάριν παιδιάς» με το φίλο και συνεργάτη στα «Νέα Σύνορα», Μανόλη Καλυκάκη, τα χρήματα που θα έπαιρνα στα πέντε χρόνια αν υπόγραφα την «πενταετή σύμβαση» και βρήκαμε πως τα λεφτά αυτά, δεν θα τα μάζευα στα 14 χρόνια που μου είχαν τότε απομείνει για να πάρω σύνταξη!.. Μου είπε τότε πως κακά έκανα που δεν δέχτηκα να υπογράψω: – Αυτοί το βιολί τους και συ το δικό σου... 4. Η εν λόγω κυρία είχε μάθει (ποιός διανοούμενος ή άνθρωπος απλός, που παρακολουθούσε τα πράγματα κι ας αφήσω τις μετριοφροσύνες στην άκρη, δεν είχε μάθει) για το περιοδικό μου, και με ζήτησε στο υπηρεσιακό τηλέφωνο: Ήθελε να γνωρίσει το περιοδικό. Της έστειλα με τον κλητήρα ένα τεύχος, αλλά όταν είδε το «όχι στο φασισμό» στο εξώφυλλο και τη θέση του περιοδικού ξεφυλλίζοντάς το, μου το επέστρεψε την ίδια στιγμή – με τον κλητήρα!.. Δεν πρόλαβε να βγει ο άνθρωπος απ' το γραφείο της... 5. Γνωστό πως το περιοδικό μου ενοχλούσε και όχι βέβαια μόνον τους χουντικούς. Όλοι που με τον έναν ή άλλο τρόπο παρανομούσαν, δέχτηκαν την επίθεσή μας. Έτσι το 1972 δέχομαι συντονισμένη και καλοσχεδιασμένη «αντεπίθεση». Αρχές του Απρίλη, ο Αντώνης Λιβάνης μου κλέβει και χρησιμοποιεί το κατοχυρωμένο εκδοτικό σήμα μου «Νέα Σύνορα. Την 02-8-1972 το 7ο Επιτελικό Γραφείο της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας απαγορεύει την κυκλοφορία του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα» με αιτιολογία πως είναι «λογοτεχνικό περιοδικό με συνεργάτες κομμουνιστάς». Λίγες ημέρες αργότερα με προσεγγίζει ο πεμπτοφαλαγγίτης Θάνος Αναγνωστόπουλος – Παλαιολόγος. Ακολουθεί η συνάντησή μου με τον Μπεχράκη που ρίχνει στο «τραπέζι» όλα του τα ατού κι επειδή δεν ενδίδω, βάζουν σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Με καλεί σε απολογία ο Υποδιοικητής του ΟΤΕ, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιοι υπηρεσιακού παράγοντα!.. Μοναδικός στόχος τους να με τρομάξουν πως κινδυνεύω να χάσω το ψωμί μου. Όταν αποτυχαίνει κι αυτή τους η κίνηση, βάζουν σε πρώτη φάση τον συνταγματάρχη Μπαλαρά να με απειλήσει πως θα με στείλει στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Σε δεύτερη – αν δεν υπέκυπτα – σκοπό είχαν να πραγματοποιούσαν την απειλή, αλλά με έσωσε ο …Δημήτρης Ιωαννίδης. Ποια βιβλία φοβόταν η Χούντα το 1972 ΣΕ ΤΡΕΙΣ κατηγορίες είχε κατατάξει η Χούντα την πνευματική εργασία των Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Στην πρώτη προβάλλονται τα «κομμουνιστικά», στη δεύτερη τα «αντικυβερνητικά» και στην τρίτη τα... απλώς «επιλήψιμα» έργα!..
Αυτό προκύπτει από απόρρητη διαταγή που εξέδωσε το 7 ο Επιτελικό Γραφείο της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στις «αρμόδιες» υπηρεσίες της Μεραρχίας, με ημερομηνία 2-8-1972. Στη διαταγή, που χθες αποκαλύφθηκε, επισυνάπτεται και πίνακας των «νεοεκδοθέντων βιβλίων» (πράγμα που σημαίνει πως προηγήθηκαν κι άλλοι... πίνακες), με την σύσταση ν' απαγορευθεί η κυκλοφορία τους στις μονάδες. Θα... επισυνάψουμε κι εμείς μερικά από τα έργα που ενοχλούσαν τους χουντικούς φωστήρες. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ «Κομμουνιστικά» έργα κρίθηκαν: «Ο αυλός του ανέμου» – ποιήματα της Έφης Πανσέληνου, οι «Εκλεκτές σελίδες» (ανθολογία) του Δημήτρη Γληνού, η «Ελληνική Παιδεία – Ώρα μηδέν» της Λιλής Ζωγράφου, τα «Μανιφέστα του σουρεαλισμού» του Λιχτχάιμ, τα διηγήματα «Ο Σίσυφος με τα οχτώ παιδιά» του Τούρκου Αζίν Νεσίν, και – φυσικά – το έργο του Γιάννη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της Επανάστασης του '21» και το «Τι να κάνουμε» του Λένιν. Στα «αντικυβερνητικά» έργα παρελαύνουν το «Ακαρτέρει κι ακαρτέρει» του Τάλμποτ Κεφαλληνού, το «Για μια Χριστιανική Δημοκρατία» του Νικ. Ψαρουδάκη, το περιοδικό «Δημιουργίες» του Κώστα Στολίγκα και το κρητικό περιοδικό «Κρήνη» που διεύθυνε ο Βασ. Πεντάρης (όργανο της Φοιτητικής Ένωσης Κρητών). Και τα «επιλήψιμα» έργα: Η «Κάδμω» της Μέλπως Αξιώτη και τα «Μανιφέστα του σουρεαλισμού» του Αντρέ Μπρετόν. Εξ άλλου, τα «Πολιτικά Γράμματα» των Σάκκο και Βανζέτη χαρακτηρίζονται τροτσκιστικού περιεχομένου ενώ το περιοδικό «Νέα Σύνορα» το συστήνουν σαν «λογοτεχνικό περιοδικό με συνεργάτες κομμουνιστάς» και την «Ευθύνη» του Κώστα Τσιρόπουλου σαν «πολιτικόν περιοδικόν αντικυβερνητικού περιεχομένου». «Ελευθεροτυπία», 21-4-1977. 6. Κοιτάτε πού με σπρώξανε, να υπογράψω ένα τέτοιο κείμενο! Ενώ το περιοδικό ήταν και είναι όλη μου η ζωή, αναγκάστηκα να το αρνηθώ για να μη χάσω ένα μήνα ή δύο το μισθό, που συντηρούσε εμένα κι εκείνο... 7. Απόρρητο έγγραφο είδα στη ζωή μου πρώτη φορά φέτος(!..) κι αυτό όχι στα χέρια μου, ήταν πάνω στο γραφείο ενός συναδέλφου... 8. Αυτοί που πήραν μέρος στο πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου στην Κύπρο, σαφώς δεν ήταν κομμουνιστές, ούτε σοσιαλιστές βέβαια δεν ήταν κι ούτε κεντρώοι. Εν πάση περιπτώσει ήταν «Εθνικόφρονες»!.. Στο «Βήμα της Κυριακής» (12 Ιουλίου 1981), φιγουράρισαν τα ονόματά τους στο παράρτημά του (εβδομάδα) στην τρίτη σελίδα: «Στις τηλεπικοινωνίες είχαν φροντίσει οι πραξικοπηματίες να φέρουν από τον ΟΤΕ από την Αθήνα έμπιστους υπαλλήλους, για ν' αντικαταστήσουν τους Κύπριους. Έτσι, στις 15 Ιουλίου εγκατάστησαν – μετά την κατάληψη του κτιρίου – τους φιλοχουντικούς Δημήτριο Αθανασίου, Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Βαγγέλη Χαμαλέλη, Νικόλαο Δεσύπρη. Και τους: Γεώργιο Αραπάκη, ειδικό για τα τέλεξ και Θανάση Τζάννη. Οι δύο τελευταίοι ήταν αντίθετοι προς το πραξικόπημα». Βέβαια δεν παραδέχονται οι συνάδελφοι τούτοι πως είναι χουντικοί! Όταν ρώτησα δυο - τρεις από αυτούς, γιατί δεν κάλεσαν κι εμένα να πάω στην Κύπρο, δεν πήρα απάντηση... Μεγάλη η απαίτησή μου βέβαια, ας είναι... Ο Θανάσης ο Τζάννης, αυτή τη στιγμή άμεσος προϊστάμενός μου, μου είπε: – Όταν σε παίρνουνε μέσα απ' τα μηχανήματα και σε πηγαίνουν κατευθείαν στο Μπαλαρά (ταγματάρχης, ειδικός σύμβουλος στον ΟΤΕ, με δικαίωμα άμεσης απόλυσης, όποιου υπάλληλου, για οποιοδήποτε λόγο), θα πεις όχι, δεν πάω; Τι λέμε τώρα...
Για απόδειξη πως δεν ήταν – είναι χουντικοί και πως εν πάση περιπτώσει ήταν αντίθετοι με το πραξικόπημα, μου έδωσε μία αναφορά για τη Διοίκηση του ΟΤΕ που είχε ετοιμάσει ο Νίκος Δεσύπρης, αλλά που δεν την στείλανε, γιατί δεν θέλησαν να την υπογράψουν όλοι – γιατί κατά Τζάννη είχαν πλευροκοπήσει μερικοί από αυτούς το ΠΑΣΟΚ!.. Δεν αλλάζω τίποτα, διασκεδάστε... Η αναφορά: Προς τους Αξιότιμους κ. Γ. Βουδούρη Διοικητή ΟΤΕ κ. Θ. Τόμπρα Υποδιοικητή Οι υπογραφόμενοι υπάλληλοι έχουμε την τιμή να σας αναφέρουμε, ότι αποτελούσαμε την ομάδα των Τεχνικών που το 1974 το εσπέρας της 15ης Ιουλίου, η τότε Διοίκηση του ΟΤΕ έστειλε παρά τις αντιρρήσεις μας στην Κύπρο για την αποκατάσταση των ζημιών στις τηλεπικοινωνίες μεταξύ Ελλάδας - Κύπρου, που είχαν δημιουργηθεί από το πραξικόπημα εναντίον του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου και Προέδρου της Κύπρου Μακαρίου. Οι συνθήκες κάτω από τις όποιες πραγματοποιήθηκε η αποστολή (αιφνιδιαστικά, μέσα από τα γραφεία και χωρίς τη συγκατάθεσή μας) και επί πλέον η εργασία μας και η συμπεριφορά μας κατά την παραμονή μας στην Κύπρο, εξετάσθηκε με ανακρίσεις που πραγματοποίησε, μετά την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή μας από την Κύπρο, ο Δ/ντής κ. Νικ. Παπαγιαννούλης με εντολή του τότε Δ/ντή του ΟΤΕ, κ. Πετροπουλέα. Επίσης σας αναφέρουμε ότι η δράση μας εκεί που βασικά εκδηλώθηκε μετά την Τουρκική Εισβολή, ήταν από κάθε πλευρά άψογη, πράγμα που μπορούν να επιβεβαιώσουν οι Κύπριοι συνάδελφοι και ειδικά ο Δ/ντης Τεχνικών Υπηρεσιών της C.Υ.Τ.Α. κ. Γ. Παπαϊωάννου, στη διάθεση του οποίου θέσαμε τις υπηρεσίες μας, ευθύς μόλις μας πήγαν στο κτίριο της C.Υ.Τ.Α. στη Λευκωσία. Πιστεύουμε ότι η πιο πάνω στάση μας ήταν καθοριστική για την κρίση και την απόφαση που πήραν οι υπεύθυνοι του Οργανισμού πάνω στο θέμα, γι' αυτό άλλωστε, παρ' όλο που δεν γνωρίζουμε το πόρισμα της ανακρίσεως, δεν υπήρξε δυσμενής επίπτωση μέχρι και σήμερα, στην υπηρεσιακή μας κατάσταση. Εν τούτοις η έλλειψη οποιουδήποτε πορίσματος είχε σαν αποτέλεσμα, πολλές φορές να πικραθούμε από συναδέλφους που δεν γνώριζαν το πώς συνέβησαν τα πράγματα και ακόμη, να δημοσιευθεί στην εφημερίδα ΒΗΜΑ των Αθηνών, στις 128-81 το συνημμένο σχόλιο, που είναι απαράδεκτο, ανακριβές και ηθικά μειωτικό για όλους μας. Αξιότιμοι κ.κ. Διοικητή και Υποδιοικητή, επειδή στο σχόλιο αυτό ο Οργανισμός δεν πήρε θέση και αγνοώντας το δημοσίευμα, μας άφησε για μια ακόμη φορά έκθετους στα μάτια της κοινής γνώμης και των συναδέλφων, μια και μόνοι μας δεν μπορούμε και για υπηρεσιακούς ακόμα λόγους ν' αντιδράσουμε δημόσια σ' αυτό. Εν τούτοις, εμείς έχοντας αφενός εμπιστοσύνη στη δίκαιη κρίση σας και αφετέρου στήριγμα την άμεμπτη στάση μας κατά τα γεγονότα, σας παρακαλούμε να λάβετε τη μέριμνα να εξετασθεί και πάλι αυτή η υπόθεση για να αποκατασταθούμε ηθικά και ακόμα να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα (προσωπικές ενέργειες ή ενέργεια του Οργανισμού) για να αποφευχθούν στο μέλλων παρόμοιες μειωτικές για μας καταστάσεις. Με τιμή
& (9) Όταν του είπα κάποτε που συναντηθήκαμε στα σκαλιά στη Σταδίου 15, πως κοντά όλα αυτά θα γραφτούνε, με παρακάλαγε να τον λυπηθώ, γιατί τι νόμιζα πως έπαιρνε από τον ΟΤΕ, ψίχουλα!.. Η θεσούλα, ο μισθουδάκος, τ' άλλα, γι' άλλους... Αυτός και πολλά ονόματα έχει και... Παλαιολόγος μας το παίζει!.. Ποιός τον ξέρει αν το κοτσάρει, για να λέει πως είναι απόγονός του... Φτωχέ μου Θάνο... Έτσι, είναι, τα ονόματα ανοίγουν τα σαλόνια. Ονόματα θέλουν στις δεξιώσεις... Αν είχες τ' όνομα του φίλου μου και συνάδελφού μου στο στρατό: Γιώργος Τζουτζουμήτρος απ' τα Τρίκαλα, θάβλεπες πώς θα ξίνιζαν τις μούρες τους οι κυρίες της υψηλής αριστοκρατίας μας. Τώρα θα μου πείτε, ο φίλος σου ο Φώτης Μαστρογεωργίου, πού πάει μ' αυτό το όνομα; Όπου κι εγώ με το Βαλασκαντζής... 10. Πάντα μόνος μου κι οπότε φαινόταν κάποιος άλλος εκδότης, ήταν που δεν είχα δικαίωμα τέτοιο. Ποτέ ο α ή ο β, που ήταν εκδότης κατά περιόδους στα «Νέα Σύνορα», δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στην ύλη: Τι θα μπει, τι δεν θα μπει. Και βέβαια ποτέ μα ποτέ, δεν τσόνταρε κανένας τους για να βοηθηθώ οικονομικά. Με τα χρήματα της δουλειάς μου, τα οποία δεν έφταναν. Και εγώ και οι στενοί μου συνεργάτες ξέρουνε τι κακοπέραση μου κόστιζε. Φρόντιζα πάντα να είμαι εντάξει στις συναλλαγές μου: Οι τυπογράφοι, οι βιβλιοδέτες, ο χαρτέμπορος, μούπαιρναν και την τελευταία μου δραχμή. Χωρίς να χρωστώ, ποτέ(!), αντίθετα με άλλα περιοδικά – γνωστά κι άγνωστα, που συνέχεια τους «φέσωναν». Αλλά οι «αχάριστοι», πάντα – εκτός του χαρτέμπορα, «ριγμένος» από αυτούς: Μούδιναν το περιοδικό αφού είχαν τελειώσει όλες τις άλλες δουλειές – όλα τ' άλλα περιοδικά: Θα τα θυμηθούμε σ' άλλο «ημερολόγιο». 11. Ημερολόγιο Ι (βλέπε «Ν.Σ.» τεύχος 67ο, σελίδα 16). Αναμνήσεις του Δημήτρη Βαλασκαντζή από το ξεκίνημα των «Νέων Συνόρων». Ημερολόγιο ΙΙ (βλέπε «Ν.Σ.» τεύχος 69ο, σελίδα 33). Το Ηράκλειο Κρήτης στα 1957. Ημερολόγιο ΙΙΙ (βλέπε «Ν.Σ.» τεύχος 70ο, σελίδα 119). Προτάσεις συνεργασίας. Ημερολόγιο IV (βλέπε «Ν.Σ.» τεύχος 98ο, σελίδα 125). Την 21η Απριλίου 1967. 12. Μυημένος στην «κίνηση» τούτη, ήταν και ο συνάδερφος και συνδρομητής στο περιοδικό μου Κώστας Λουκόπουλος. Λέγεται πως τα μεσάνυχτα όλοι οι τεχνικοί του ΟΤΕ που πήραν μέρος, βάλανε στρατιωτικά αμπέχονα της ...ΕΣΑ και «κατάλαβαν» τις εγκαταστάσεις... 13. Τόση πολυτέλεια είχε το γραφείο του Υποδιευθυντή, που όταν ήρθε επί Κριεζή ο Αλεξανδρόπουλος, «Διοικητής» του ΟΤΕ, να «επιθεωρήσει», του είπε: – Από γραφείο πάμε καλά. Μιλιά ο Υποδιευθυντής Ηλίας Κριεζής... 14. Έχει ο καιρός γυρίσματα... Στις 13 Δεκεμβρίου 1961, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε κατεβάσει τις φωτογραφίες του Κωνσταντίνου, της Άννας Μαρίας και των παιδιών τους – που από χωρίου εις χωρίου, έφευγαν κυνηγημένοι «από την οργή του ...Ελληνικού λαού», αλλά που σε λίγο καιρό, «μετάνιωσε» ο αφελέστατος και διάταξε: να τους... ξανακρεμάσουν!.. Τα θυμάστε; 15. Το «παλικάρι» αυτό μου είχε ζητήσει παλιά να του στέλνω το περιοδικό σαν συνδρομητή και με βεβαίωσε τότε, πως σύντομα θα έστελνε τη συνδρομή του, δεν το ήθελε τσάμπα, όχι. Αφού πέρασαν δυο χρόνια χωρίς να στείλει συνδρομή κάνοντας το κορόιδο στις υπενθυμίσεις που του γίνονταν με τις έτοιμες εσώκλειστες στο περιοδικό επιταγές, κάποτε αποφάσισε να απαντήσει στέλνοντας ένα γράμμα και μου έγραφε: – Μην και είσαι αφελής Βαλασκαντζή, που θα σου στείλω συνδρομή...
Ο κύριος αυτός σήμερα βγάζει ένα φρικτό έντυπο που οι εγκέφαλοι του Υπουργείου Πολιτισμού το ενισχύσανε πέρσι και φέτος με 30 χιλιάδες δραχμές. Εμάς ως γνωστό μας ενίσχυσαν φέτος μόνο, με ...20 χιλιάδες δραχμές!.. Λέω λοιπόν πως είναι θεμιτό να κάνουν το ίδιο οι συνδρομητές του – να μη στείλει κανείς δεκάρα τσακιστή, έτσι για να είναι μέσα στο «πνεύμα» του «πανέξυπνου» επτανησιώτη «εκδότη»... Τώρα, όσο για το «σοβαρό» Υπουργείο μας (και τι φταίμε εμείς, όταν σηκώνετε βοή απ’ όλη την Ελλάδα), του Πολιτισμού (το Επιστημών, ας μένει), δεν το αφήσαμε έτσι, μια που κι αυτό μας περιποιήθηκε. Όταν μιλάμε για το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν λέμε: Μελίνα. Τι ξέρει η Μελίνα Μερκούρη. Και βέβαια αν εκεί μέσα έχουν γίνει όλα «σάλτσα», δεν φταίει η ίδια, μα η «ενημέρωση» που της κάνουν και οι «συμβουλές» που της δίνουν. Φταίει η Μελίνα αν ένα από τα πρώτα περιοδικά που «τσέπωσαν» την ενίσχυση των 100 χιλιάδων, ήτανε και το περιοδικό του Αντώνη Λιβάνη, Γεν. Διευθυντού του πολιτικού γραφείου του Πρωθυπουργού; Τι την ήθελε ο Λιβάνης την ενίσχυση; Για να δίνει αφορμή να λέει ο «κόσμος», πως με την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ δεν έχει αλλάξει εδώ μέσα τίποτα και πως συνεχίζει να ισχύει το «του αρπάξαντος και του ξεσχίσαντος»; Ποιός πονηρός εγκέφαλος συμπεριέλαβε το περιοδικό του Λιβάνη στον τέτοιο κατάλογο ενισχύσεων και ο Λιβάνης έξυπνος άνθρωπος – έχουμε βλέπετε προσωπική πείρα, πώς το δέχτηκε, πώς και δεν κατάλαβε την τρικλοποδιά; Φταίει η Μελίνα; Όταν λοιπόν από τη λίστα που μας έδωσαν (τη ζητήσαμε), εξακριβώσαμε: «ποιός πήρε, πόσα πήρε», και βεβαιωθήκαμε για την προσβλητική αδικία που μας έγινε, στείλαμε (αν και προσπάθησε να μας «εμποδίσει» κάποιος διορισμένος σε πόστο στο Υπουργείο, προφανώς αναγνωρίζοντας την αδικία, λέγοντάς μου με μισόλογα πως μπορούσε να τακτοποιηθεί το πράγμα, αν του άφηνα λίγο έδαφος), το παρακάτω τηλεγράφημα: Κυρία Μελίνα Μερκούρη Υπουργό Πολιτισμού και Επιστημών Αριστείδου 14, Αθήνα. Ενίσχυση περιοδικού μας «Νέα Σύνορα» με είκοσι χιλιάδες δραχμές είναι υβριστική, όταν περιοδικά ίδιας και κατώτερης στάθμης, χωρίς Δημοκρατικούς αγώνες στο ενεργητικό τους, ενισχύονται με εκατό χιλιάδες δραχμές. Για τούτο επιστρέφουμε την ύβριν αρνούμενοι να δεχτούμε σα διαμαρτυρία την ενίσχυση τούτη. Δεν απορούμε βέβαια για τους εγκέφαλους και τις προτάσεις τους ποτέ δεν διαφέρανε, ελπίζαμε όμως. Για τα «Νέα Σύνορα» Δημήτρης Βαλασκαντζής Αθήνα, 23-8-1983 Την επιτροπή που εισηγήθηκε ποιό περιοδικό θα πάρει – πόσα θα πάρει (θάπρεπε να είχαμε χώρο να δημοσιεύσουμε τη λίστα, έτσι για διασκέδαση αλλά και για να έχουνε πάντα το «φόβο» οι όποιες επιτροπές, δίκαιες - άδικες) την αποτελούσαν οι: Αλαβάνος, Θηβαίος, Σουλογιάννη. Ο Θηβαίος μετά το τηλεγράφημα είπε στον «ανυπόφορο» Μάκη Αποστολάτο (καλά αυτός δεν κάνει άλλη δουλειά, στους διαδρόμους του Υπουργείου ξημεροβραδιάζεται), πως δεν έχω δίκιο που παραπονιέμαι, γιατί – άκουσον άκουσον βγάζω ένα μόνο τεύχος το χρόνο!.. Ένα τεύχος μόνο βγάζω, κ. Θηβαίε; Ντροπή,
κοτζάμ διευθυντής είσαι... Κάποια «κυρία» που δεν αξίζει να αναφέρουμε το όνομά της, αλλά ούτε να αλλάξουμε παράγραφο, είπε στο ίδιο «ανυπόφορο» πρόσωπο – ίσως και σ' άλλους, πως ο Βαλασκαντζής «επέστρεψε» την «ύβριν», αλλά τις 20 χιλιάδες δραχμές τις κράτησε!!! Ντροπή σου κυρά μου, ντροπή σου... Δε σκεπάζονται έτσι τ' ασκέπαστα και βέβαια δεν χρειάζεται να σε διαψεύσω, δε θα σου κάνω την τιμή. Πού έχουμε καταντήσει φίλε μου! Είναι ν' απελπίζεσαι... Φρίκη... Η κ. Σουλογιάννη, τμηματάρχης του τμήματος ενισχύσεως γραμμάτων, πιάστηκε «αδιάβαστη» αν και περίμενε τηλεφώνημά μου!.. Μου είπε πως το κριτήριο για τα χρήματα που δόθηκαν, ήταν το ειδικό βάρος κάθε περιοδικού. Της ζήτησα να μου πει ποιό είναι το ειδικό βάρος της ...«Ομπρέλας», εν σχέση με τα «Νέα Σύνορα» κι ω του θαύματος, φάνηκε ολοφάνερα πως δε γνώριζε το περιοδικό μας παρά μόνο από τον τίτλο. Τη ρώτησα αν έτυχε να το πάρει στα χέρια της, αν το ξεφύλλισε ποτέ και πάνω εκεί – στο «αδιέξοδο», από κάποιο παράλληλο …τηλέφωνο της είπαν πως τη ζητούν απ' τη Θεσσαλονίκη!.. Αλλά κι από το Λονδίνο να τη ζητούσαν έπρεπε να δώσει κάποιαν απάντηση. Τι σημαίνει αυτό; Έτσι ένα «υπεραστικό» τηλεφώνημα γίνεται διακόπτης και μας συγχωρείται διακοπή; Εμείς στον ΟΤΕ, αυτές τις «εξυπνάδες» τις λέμε «σφήνες» κι είναι γνωστότατο ακόμα και στους Μάου - Μάου αλλά και σ' εμάς τους υποανάπτυκτους, πού και πότε χρησιμοποιούνται! Τώρα, όσο για το που είναι φιλόλογος και ως εκ τούτου «πλέον κατάλληλο πρόσωπο δεν υπάρχει» για τη θέση που κατέχει, να μας επιτρέψει να της πούμε, πως ίσα - ίσα, εμείς πιστεύουμε πως δε φτάνει – καθόλου, να είναι κάπoιoς φιλόλογος για να κάνει καλά μια τέτοια δουλειά. Θα πρέπει κατ' αρχήν να μην είναι φυγόπονος και μετά τα φιλoλoγιλίκια κι όλα τ' άλλα, συνεννoηθήκαμε; Όσο για το γεγονός ότι βoηθηθήκανε με κάτι παραπάνω περιoδικά που είχαν περισσότερο ανάγκη, αφήστε το – ή όχι σας ρωτώ: το περιoδικό του Λιβάνη (ο Λιβάνης) έχει ανάγκη ενισχύσεως; Κι εσείς πώς ξέρετε τις ανάγκες τις δικές μας; Μας ρωτήσατε ποτέ; Ακόμα για τις είκoσι χιλιάδες, με βεβαιώσατε ότι το θεωρείται όντως γελοίο ποσό και πως από τα 80 περιoδικά που βοηθήθηκαν, εσείς αν μπορούσατε (γιατί δε μπορέσατε, θα μας απαντήσετε άραγε), θα δίνατε ενίσχυση μόνο στα 40(!) γιατί τα άλλα είναι κατεβασμένης στάθμης. Εμείς ξέροντας ότι πάνε στον αέρα τόσες χιλιάδες και πως μπορούν με τα χρήματα τούτα να βοηθηθούν αξιόλογα έντυπα, συμφωνούμε. Αυτά όμως που είπατε στ' αυτί μας, τα είπατε και στην κ. Μερκoύρη; Της τα είπατε έτσι πειστικά όπως σε μας; Κι αν ναι, ποιός από την επιτροπή είχε αντίρρηση; Το όνομά του. Περιμένουμε. Ακούσατε κυρία Τμηματάρχης; Περιμένουμε!.. 16. Σε πείσμα του Δημήτρη Γιάκου, που μου είπε στη σύναξη που είχαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών «Νέα Σύνορα» για να τιμήσουμε τον ποιητή Γιάννη Ντεγιάννη, σε μια από τις αξέχαστες εκείνες «Τρίτες», στις 29 Μαΐου του 1979, πως δεν πρέπει να χρησιμοποιώ τη λέξη: μέχρι, γιατί είναι βάρβαρη και πως αντίθετα υπάρχει το: έως, που είναι ελληνικότατη αλλά και ωραία. Μέχρι λοιπόν, μέχρι... και ο λόγος, γιατί όλες οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο λαός μας είναι πλούτος του. 17. Μερικά από αυτά τα παιδιά δεν ήταν τα παλικάρια που ξέραμε, τα παιδιά εκείνα του λαού που είχαν στρατευθεί για να υπηρετήσουν τη θητεία τους – όχι. Ήταν αρρωστημένες καταστάσεις, παιδιά από την επαρχία ή όχι, που ήρθαν στο στρατό και βρήκαν μια ίδια αρρωστημένη κατάσταση που τους ταίριαζε και τη …ζώστηκαν. Σήκωσαν το κεφάλι κι άξαφνα απόκτησαν ανάστημα, που εν ονόματι της Πατρίδος και του ιερoύ όρκου που είχαν δώσει οι μπαγαπόντηδες, μπορούσαν το λιγότερο να σε προσβάλλουν, να σε ταπεινώσουν, το περισσότερο να σε σακατέψουν – να σε σκοτώσουν. Έτσι νομίζω έβλεπαν κι αυτοί, το «ρόλο» τους. Ορίστε ένα παράδειγμα από τα «λιγότερο»:
Ένα απόγευμα επί επταετίας περνούσα με τη βέσπα μου έξω από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, λίγο πιο πάνω είναι το σπίτι μου. Εκεί λες και τόβαλαν οι διάβολοι η βέσπα μου σταμάτησε και δεν έλεγε με κανέναν τρόπο να πάρει ξανά μπροστά. Τι σπρωξίματα στην κατηφόρα, τι καθάρισμα το μπουζί, τίποτα... Είχα ιδρώσει, τα χέρια μου και τα ρούχα μου ήταν γεμάτα μουτζούρες. Αν με έπιανες από τη μύτη θα έσκαγα. Εκείνη τη σκουντούφληκη ώρα, πρόσεξα πως κάπoιoς στρατιώτης από μέσα από τη μάντρα του «στρατοπέδου», με χάζευε καθαρίζοντας τα δόντια του μ' ένα ξυλαράκι. Ό,τι είχε αρχίσει να σκoτεινιάζει. Σε μια στιγμή τον βλέπω να πλησιάζει κολλητά τη μάντρα. Σκέφτηκα πως θα μου δώσει κάποια συμβουλή, μια και οι νέoι στα μηχανάκια είναι ατσίδες. Και τι μου λέει; – Σε άσχημο μέρος βρήκε να χαλάσει η βέσπα σου, φίλε... 18. Το παιδί αυτό ζωηρό – ίσως λίγο δύσκολο, είχε συλλάβει το σοβαρό ρόλο της απομυθοποίησης προσώπων ή πραγμάτων και εννοούσε να την εφαρμόζει ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις. Π.χ.: Πήγαινε να τηλεφωνήσει και αν κάποιος που περίμενε στη σειρά του βιαζόταν και του ζητούσε να τελειώνει, η απάντησή του ήταν να του βγάλει τη γλώσσα κoρoϊδευτικά. Άλλες φορές αντί για απάντηση σε κάτι άλλο, έφερνε το δεξί του χέρι μπροστά στη μύτη του και το κουνούσε περιπαιχτικά κι άλλα! Ο Δημήτρης Γιαννόπουλος πριν ήταν μαθητής στο σπoυδαστήριο ζωγραφικής του Γιώργου Βακαλό, στο Σύνταγμα. Επειδή όμως ήταν ζωηρό παιδί τον ...διώξανε! Είναι γνωστό: Αυτές οι ιδιωτικές σχολές που θάπρεπε κάποτε το κράτος να τις κλείσει, δεν έχουν ικανότητα να φτιάξουν συνάμα και πειθαρχημένες παρουσίες ανθρώπων – αν καταφέρουν να τους φτιάξουν με κάπoιo επαγγελματικό προσανατολισμό. Υπάρχουν μόνο για τα δίδακτρα και για να δίνουν καμιά αναβολή στη στράτευση, που φυσικά τα πάμφτωχα από την επαρχία παιδιά που θέλουν κάτι να μάθουν, κάτι να κάνουν, την πληρώνουν πανάκριβα. Μου είπε η Λίτσα για την αποπομπή του ξαδέρφου της και μου ζήτησε να βοηθήσω. Ανέλαβα να πάω να παρακαλέσω να μην επιμείνουν στη διαγραφή του. Πράγματι πήγα. Στο γραφείo ήταν η καλή πoιήτρια Ελένη Βακαλό, σύζυγος του Γιώργου Βακαλό. Με ήξερε από το περιoδικό μου. Την ήξερα κι εγώ από την ποίησή της. Είχα δημoσιεύσει μάλιστα ένα πoίημά της που μ’ άρεσε («Ν.Σ.», τεύχος 5, σελίδα 5). Βλεπόμαστε για πρώτη φορά. Την παρακάλεσα λoιπόν να με βοηθήσει να τελειώσω κατ' ευχή τη δύσκολη τούτη «αποστολή» που είχα αναλάβει και να ήταν βεβαιότατη πως δεν θα είχε στο μέλλον κανένα πρόβλημα με τον Δημήτρη, ήταν θέμα πια πρoσωπικό δικό μου, ...αλλά τίποτα... Είχε ταμπουρωθεί πίσω από το τι θα έλεγαν οι άλλoι μαθητές αν τον συγχωρούσαν. Τι θάλεγαν; Περισσότερα απ’ όσα λέγανε για κάτι τέτoιες επιχειρήσεις, όχι βέβαια. Εν πάση περιπτώσει έμαθα πως ο Δημήτρης Γιαννόπουλος έχει εξελιχτεί σ' ένα πολύ καλό αγιογράφο και βέβαια δε ρωτάω την κυρία Βακαλό οι άλλοι μαθητές της τι εξέλιξη έχουν, πόσο καλοί είναι... Έφυγα στεναχωρημένος και μουρμούριζα κάτι για τις σοβαρές σχολές τους, που μπορείς να πάρεις όσα διπλώματα θες φτάνει να πληρώσεις μαζεμένα τα δίδακτρα ενός ή δύο χρόνων της σχολής... Πουλάνε σοβαρότητα. Αυτή τη σοβαρότητα που επικαλείτo ο Νόβας στη Βουλή, όταν ζητούσε να συζητήσουν τα προβλήματα της χώρας, μετά το αναποδογύρισμα του Γεωργίου Παπανδρέου, που κι αυτός πλήρωσε ότι έκανε στον Ελληvικό λαό μ' εκείνο το υπoκριτικό: «Πιστεύoμεν και στη Λαοκρατία»… 19. Τι παρίστανε αυτό το άγαλμα δεν κατάλαβα παρά μόνο στα είκοσί μου, όταν με κάτι φίλους πέρασα από πολύ κοντά. Έτσι που τόβλεπα από το λεωφορείο (Έδεμ Ακαδημία) τόσα χρόνια που πηγαινοερχόμουνα, στην αρχή στους συγγενείς μας και αργότερα στη δουλειά, νόμιζα πως παρίστανε κάποια γυναίκα που είχε αρπάξει απ’ τα μαλλιά κάποιον άντρα...
20. Στο τρίτο δωμάτιο παλιά έμενε μία κυρία με δύο μικρά παιδιά, της οποίας ο άντρας πάντα έλειπε... Αυτή η κυρία είχε την κακιά συνήθεια όταν έβγαινε για δουλειές της να κλειδώνει τα παιδιά της μέσα στο δωμάτιο κι εκείνα σκάγανε στο κλάμα. Ακόμα και σήμερα, μετά σαράντα χρόνια, είναι στ' αυτιά μου το παραπονεμένο τους κλάμα, τ' αναφιλητά τους. Πολλές φορές σκεφτόμουνα τι θα γινόταν αν καμιά φορά τύχαινε να πιάσει το παλιό σαράβαλο που μένανε φωτιά… 21. Αυτή τη φορά θα εκδοθεί και θα κυκλοφορήσει στην ώρα του το περιοδικό μου «Νέα Σύνορα», για να σας βεβαιώσει πως πράγματι από το 1940 έως το 1967 ή και μέχρι σήμερα 2005, εξήντα πέντε χρόνια μετά, δεν άλλαξε σ’ αυτόν τον τόπο τίποτα. Οι συνεργάτες των γερμανοϊταλών ζουν ακόμα και βεβαιότατα οι συνεργάτες των άγγλων και των αμερικάνων, είναι οι ίδιοι, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Το άδικο συνεχίζεται… & Τα παλιά τεύχη του περιοδικού μας Είναι γνωστά τα αφιερώματα του περιοδικού μας, που από τα πρώτα τεύχη μας καθιερώσαμε και τα οποία χρειάστηκε λόγο μεγάλης ζήτησης, να ανατυπώσουμε τα τεύχη αυτά, διότι είχαν εξαντληθεί. Θα αναφερθώ στα δύο τεύχη που είναι αφιερωμένα στο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στα δύο τεύχη για το Νίκο Καζαντζάκη, στα δύο τεύχη για τον Γιάννη Ρίτσο, στο αφιερωμένο τεύχος για τον ξεριζωμό απ’ την Μικρά Ασία, για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, το αφιέρωμα για την ΕΠΟΝ, για την Κύπρο, για τον Γιάννη Σκαρίμπα, την Έλλη Αλεξίου, για την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, για τον Νικηφόρο Βρεττάκο, για τη γενοκτονία των Αρμένιων, για την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, για το χαράκτη Α. Τάσο, για τον κεραμίστα Πάνο Βαλσαμάκη. Αυτά τα τεύχη και άλλα πολλά με αφιερώματα, δεν τα γνωρίζουν οι νεότεροι, αλλά και πολλοί παλιοί φίλοι μας, γι’ αυτό σκεφτήκαμε να σας κάνουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσφορά. Συγκεκριμένα, σας προσφέρουμε τα παλιά αυτά τεύχη μας στην τιμή των δύο (2) Ευρώ το καθένα, όταν σήμερα το κάθε τεύχος μας κοστίζει πέντε Ευρώ και στο Μοναστηράκι τα δυσεύρετα παλιά τεύχη μας πωλούνται πανάκριβα. Ας γνωρίζουν όσοι ενδιαφέρονται να αποκτήσουν παλιά τεύχη μας, πως τα ταχυδρομικά θα τους επιβαρύνουν. Υπάρχει μια σειρά από 22 τεύχη μας που ενώ κατατοπίζουν άριστα τον αναγνώστη, είναι απαραίτητα και για δασκάλους, καθηγητές, μαθητές, συγγραφείς, ποιητές. Για να τα λάβετε, τηλεφωνήστε μας στα τηλέφωνα: 210-6435709, 210-8815275 και 6974-868530 ή γράφτε μας Δημήτρη Βαλασκαντζή, Αγίων Αποστόλων 6, 113 62 Κυψέλη, Αθήνα. &
«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας τεύχος 105 - 106. Χρόνος 40ος Γενάρης - Δεκέμβρης 2009 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com neasynora@otenet.gr & neasynora@blogspot.com & www.neasynora.gr Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de)
&