Η ΑΘΗΝΑ στον καιρό της πανδημίας

Page 1

ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Η ΑΘΗΝΑ στον καιρό της πανδημίας
ΚΑΠΟΝ κείμενα ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ φωτογραφίες ΔΙΟΝΥΣΊΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗ
1

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022 ISBN 978-618-5209-???

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύ-

νολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση

ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής

έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν.100/1975. Επίσης, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ Μακρυγιάννη 23–27, 117 42 Αθήνα, τηλ. 210 9235 098, 210 9214 089

TO ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕIΟ ΤΗΣ ΡΑΧΗΛ Πλουτάρχου 22, 106 76 Αθήνα, τηλ. 210 7241 442, 210 9210 983 www.kaponeditions.gr e-mail: info@kaponeditions.gr

2
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ
©
– ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗ – ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, 2022
3 Η ΑΘΗΝΑ στον καιρό της πανδημίας κείμενα ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ φωτογραφίες ΔΙΟΝΥΣΊΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ
4 6

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

5 7
ΣΥΝΤΑΓΜΑ 10 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΡΑΗ 24 ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ 36 ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ 46 ΕΡΜΟΥ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ 54 ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ & ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ 60 ΘΗΣΕΙΟ-ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ-Δ.ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ 68 ΠΛΑΚΑ & ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ 74 ΚΕΝΤΡΟ ΟΜΟΝΟΙΑ (ΑΘΗΝΑΣ & ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ) 80 ΣΤΑΔΙΟΥ 86 ΚΟΛΩΝΑΚΙ 90 ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ 96 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12
6

δεν θα μπορούσα να δω πώς θα ήταν τότε, με μια ησυχία εκκωφαντική. Φωτογραφίες σκόρπιες

είχαν κυκλοφορήσει και

7 Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, η παγκόσμια κοινότητα βίωσε μέσα στην πανδημία κάτι πρωτόγνωρο: είδε τις πόλεις άδειες, χωρίς κίνηση ανθρώπων και οχημάτων, ένα φαινόμενο παράδοξο στα όρια του ψευδαισθητικού. Εκείνες τις μέρες που ήμασταν όλοι κλεισμένοι στο σπίτι, φανταζόμασταν τη νεκρική σιωπή των πόλεων και βλέπαμε σε οθόνες κάποιες σκόρπιες φωτογραφίες. Ηταν μια συνθήκη πολέμου εν καιρώ ειρήνης. Εκείνες τις ημέρες, ένας φίλος Ιταλός συγγραφέας, o Matteo Nucci, φιλέλληνας με μια αγάπη για την Ελλάδα βαθιά και συγκινητική, μου είχε στείλει ένα μήνυμα από τη Ρώμη. Βγήκα να περπατήσω μου είπε και σου στέλνω μερικές φωτογραφίες. Η Ρώμη έμοιαζε με θεατρικό σκηνικό, ένα ανάγλυφο τρούλων και σιωπηλών δρόμων, μια πάχνη απόκοσμης νηνεμίας μέσα σε μια γάζα φόβου… Φανταζόμουν την Αθήνα εκείνες τις μέρες, όχι μόνο στο κέντρο, αλλά σε κάθε γωνιά της που
οι εφημερίδες έδιναν ένα ανακοινωθέν ερημίας. Ηταν από τις λίγες, ελάχιστες, αν όχι η μοναδική φορά στην εμπειρία των περισσότερων που ζούσαμε συλλογικά κάτι απροσδιόριστα παράδοξο, ιστορικών διαστάσεων, αυτό που ο μέλλων χρόνος θα κατέτασσε ως άξιο μελέτης και προβληματισμού. Πρόλογος
8 Η ίδια η Αθήνα άλλαζε. Και άλλαζε βουβά. Και ήταν μέσα σε αυτή τη μυσταγωγία σιωπής και ακινησίας, που μπορούσε κανείς να νιώσει τις ανεπαίσθητες εκείνες μετακινήσεις στο σώμα του χρόνου. Εκείνες τις ημέρες, η Διονυσία Αλεξιάδη κινήθηκε σαν σκιά μέσα στην άδεια πόλη. Με την εμπειρία που έχει αποκομίσει ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο, το βλέμμα της, γονιμοποιημένο από χιλιάδες παραστάσεις σε Ασία, Ευρώπη, Αμερική και Αφρική, εστίασε με μία εσωτερικευμένη αφοσίωση στην αποκρυπτογράφηση της σιωπηλής και άδειας Αθήνας. Συνέβη μια συνάντηση σημαδιακή, που συντελέστηκε σε καθεστώς σιωπής, σε συνθήκες ερήμωσης. Για τους ιστορικούς του μέλλοντος, η εικόνα της Αθήνας τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 θα μείνει ως μια τομή στον χρόνο. Γεννήθηκε ένας άλλος τρόπος κατανόησης της πόλης, η αστική εμπειρία απέκτησε μια πρωτόγνωρη ψυχική ενδοχώρα. Το νέο βίωμα
χωρίς ανθρώπους, κίνηση και δραστηριότητα επέφερε έναν κλονισμό κυρίως για την προσωπική σχέση του καθένα από εμάς με όλα όσα μπορεί να εκφράζει αυτή η πόλη, ένα πλέγμα αναφορών, αναμνήσεων και υβριδικών καταστάσεων που ορίζουν την πορεία μας. Η πόλη άλλαζε, και μαζί με αυτήν αλλάζαμε εμείς. Ο Μάρτιος και ο Απρίλιος του 2020 έχουν ήδη εγγραφεί στην παγκόσμια ιστορία των πόλεων ως μήνες ενός χρονικού κενού. Κατ’ επίφαση μόνο καθώς ήταν μήνες συμπυκνωμένης εμπειρίας που μετουσίωσαν όχι μόνο την αντίληψή μας με την έννοια του χώρου, της μετακίνησης, του εγκλεισμού, της ελευθερίας, αλλά και την ίδια τη σχέση του εαυτού με τον βαθύτερο πυρήνα του. Η Διονυσία Αλεξιάδη μας κληροδοτεί το χρονικό της άδειας
από την Αθήνα
9 πρωτεύουσας του 2020. Και το παραδίδει στη φωτογραφική αφήγηση της πρωτεύουσας μέσα από τη δική της προσωπική περιπλάνηση. Ένα οδοιπορικό μιας πόλης σε αναμονή. Μιας πόλης που έμοιαζε με ψευδαισθητικό θεατρικό σκηνικό. Η σιωπή γινόταν ήχος, και η απουσία γέμιζε τις αισθήσεις. Για μια πόλη σαν την Αθήνα, πόλη που ζει σε παραδοσιακά σε ένα καθεστώς που ορίζεται από την ελευθερία της ζωής, συχνά εις βάρος κανόνων και νόμων, η δοκιμασία μιας δίμηνης και πλέον ακινησίας έμοιαζε με πέρασμα σε μια διαφορετική κατάσταση αυτοσυνειδησίας. Ηρθαν στο νου, μέσα από τις σήραγγες της μνήμης, φωτογραφίες του ιστορικού παρελθόντος, όχι μονάχα της Αθήνας, αλλά άλλων πόλεων, καθώς ο εγκλεισμός και η ερημία είναι συνθήκες οικουμενικές χωρίς να υπάρχει καν το στοιχείο της εντοπιότητας. Εικόνες από το Παρίσι στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, εικόνες της Κωνσταντινούπολης στον αποκλεισμό του 1918, εικόνες της Μαδρίτης του ισπανικού εμφυλίου το 1936, εικόνες της Αθήνας τον χειμώνα του 1942 ή του 1943… ένα βράδυ στην κατοχική Αθήνα θα μπορούσε να δει κανείς μια πόλη σκοτεινή, με τους Αθηναίους κλεισμένους στα σπίτια πίσω από παράθυρα μισοφωτισμένα πίσω από μπλε κόλες χαρτί… Είναι ένας από τους χιαστί τρόπους που συνδέονται οι πόλεις μεταξύ τους, πέραν από τον χρόνο και τη γεωγραφική συντεταγμένη. Η πανδημία του κορωνοϊού γέννησε μια νέα συνθήκη αστικής ζωής και μέσα σε αυτή τη σήραγγα μιας κοινής εμπειρίας, το πρώτο δίμηνο της απαγόρευσης κυκλοφορίας ήταν μια καθολική απόσχιση, ένας ακρωτηριασμός, μια παύση αλλά και ένας τρόπος να δει κανείς εξ αρχής την πόλη του και μαζί, τον εαυτό του.

ΣΥΝΤΑΓΜΑ

11 1

από την Πλατεία Συντάγματος, στη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν του 2020, έχουν ήδη πάρει θέση στην Ιστορία. Ως μία θεατρική σκηνή δημόσιας ζωής, το Σύνταγμα ξεχειλίζει από συμβολισμούς και συνδέεται με τις μνήμες όλων, είναι ένας τόπος «κοινός», μας εμπεριέχει.

Ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη κινήθηκε σαν αέρας για να αποσπάσει τη μοναδικότητα αυτού του ποιητικού κενού. Βλέποντας το κτίριο της Βουλής στην άδεια πλατεία, αντιλαμβάνομαι πληρέστερα την κλίμακα και

τον όγκο του και μπορώ έτσι να κατανοήσω το δέος που προκαλούσε στους Ελληνες του 1840 όταν αυτός

ο τεράστιος, επιβλητικός και αυστηρός όγκος όριζε πλέον τον συμβολισμό της νέας εξουσίας αλλά και το πέρασμα στην συντεταγμένη εποχή των νεωτερικών

κρατών. Ηταν ένα όριο της πόλης, της παλαιάς και της νέας, όπως όριο της πόλης ήταν και το 2020, ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα ζωή, ένα ρήγμα,

της πόλης που είναι το κατ’ εξοχήν πιο

πολυσύχναστο. Η έρημη πλατεία κάνει τα κτίρια

ολόγυρα να μοιάζουν μεγαλύτερα, τα ξενοδοχεία

άδεια εκείνη την εποχή, τα καφέ κλειστά, σαν πόλεμος

με αόρατη εχθροπραξία.

Ωστόσο, όλη η πλατεία είναι ποτισμένη από σκιές

και υπόκωφα βήματα. Μέσα στην ερημιά της

περιόδου εκείνης, νιώθει κανείς το αποτύπωμα και

τις στρώσεις, ίχνη και σκιές. Από την άλλη, μέσα

στην αμηχανία που γεννά η θέαση του κενού και της ακινησίας, αποτυπώνεται εναργέστερα η ορμή των προηγούμενων εποχών που διαμόρφωσαν την πιο κεντρική πλατεία

13
Οιφωτογραφίες
μια τάφρος, αλλά και ένα λάβαρο που κυμάτιζε ανεμπόδιστο και απερίσπαστο, έτσι όπως μεταφορικά το συνέλαβε ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη. Από το κτίριο της Βουλής, το βλέμμα απλώνεται ως κάτω στην πλατεία. Από το σημείο αυτό γίνεται αντιληπτή η κατωφέρεια, και πώς το βαυαρικό αυτό κτίριο, σχεδιασμένο από την Φρήντριχ φον Γκαίρτνερ, έμελλε ως κορωνίδα να συμβολίσει εξελικτικά την ελληνική δημοκρατία. Πέρα ως την Ερμού το βλέμμα περιεργάζεται αυτό το κομμάτι
της χώρας έτσι όπως την γνωρίζουμε τον τελευταίο μισόν αιώνα. Εκείνη η μεταπολεμική αισιοδοξία για τον τουρισμό, το εμπόριο, την καλή ζωή στα ζαχαροπλαστεία και στα καταστήματα, έμοιαζε τώρα σαν ντεκουπαρισμένη πάνω στο άκαμπτο σώμα της πόλης. ΣΥΝΤΑΓΜΑ

από την Πλατεία Συντάγματος, στη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν του 2020, έχουν ήδη πάρει θέση στην Ιστορία. Ως μία θεατρική σκηνή δημόσιας ζωής, το Σύνταγμα ξεχειλίζει από συμβολισμούς και συνδέεται με τις μνήμες όλων, είναι ένας τόπος «κοινός», μας εμπεριέχει.

Ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη κινήθηκε σαν αέρας για να αποσπάσει τη μοναδικότητα αυτού του ποιητικού κενού. Βλέποντας το κτίριο της Βουλής στην άδεια πλατεία, αντιλαμβάνομαι πληρέστερα την κλίμακα και

τον όγκο του και μπορώ έτσι να κατανοήσω το δέος που προκαλούσε στους Ελληνες του 1840 όταν αυτός

ο τεράστιος, επιβλητικός και αυστηρός όγκος όριζε πλέον τον συμβολισμό της νέας εξουσίας αλλά και το πέρασμα στην συντεταγμένη εποχή των νεωτερικών

κρατών. Ηταν ένα όριο της πόλης, της παλαιάς και της νέας, όπως όριο της πόλης ήταν και το 2020, ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα ζωή, ένα ρήγμα,

της πόλης που είναι το κατ’ εξοχήν πιο

πολυσύχναστο. Η έρημη πλατεία κάνει τα κτίρια

ολόγυρα να μοιάζουν μεγαλύτερα, τα ξενοδοχεία

άδεια εκείνη την εποχή, τα καφέ κλειστά, σαν πόλεμος

με αόρατη εχθροπραξία.

Ωστόσο, όλη η πλατεία είναι ποτισμένη από σκιές

και υπόκωφα βήματα. Μέσα στην ερημιά της

περιόδου εκείνης, νιώθει κανείς το αποτύπωμα και

τις στρώσεις, ίχνη και σκιές. Από την άλλη, μέσα

στην αμηχανία που γεννά η θέαση του κενού και της ακινησίας, αποτυπώνεται εναργέστερα η ορμή των προηγούμενων εποχών που διαμόρφωσαν την πιο κεντρική πλατεία

14
Οιφωτογραφίες
μια τάφρος, αλλά και ένα λάβαρο που κυμάτιζε ανεμπόδιστο και απερίσπαστο, έτσι όπως μεταφορικά το συνέλαβε ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη. Από το κτίριο της Βουλής, το βλέμμα απλώνεται ως κάτω στην πλατεία. Από το σημείο αυτό γίνεται αντιληπτή η κατωφέρεια, και πώς το βαυαρικό αυτό κτίριο, σχεδιασμένο από την Φρήντριχ φον Γκαίρτνερ, έμελλε ως κορωνίδα να συμβολίσει εξελικτικά την ελληνική δημοκρατία. Πέρα ως την Ερμού το βλέμμα περιεργάζεται αυτό το κομμάτι
της χώρας έτσι όπως την γνωρίζουμε τον τελευταίο μισόν αιώνα. Εκείνη η μεταπολεμική αισιοδοξία για τον τουρισμό, το εμπόριο, την καλή ζωή στα ζαχαροπλαστεία και στα καταστήματα, έμοιαζε τώρα σαν ντεκουπαρισμένη πάνω στο άκαμπτο σώμα της πόλης. ΣΥΝΤΑΓΜΑ
18
19

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

21
2

μήκος της οδού Πανεπιστημίου, εκεί όπου αισθάνεται κανείς ότι βαδίζει σε μια κεντρική λεωφόρο γεμάτη συμβολισμούς, η έρημη Αθήνα ανοιγόταν σαν όστρακο μόνη και μοναχική. Αν και ιστορικά, οι πρώτη περίοδος της πανδημίας είναι μια τόσο νωπή εμπειρία, η θέαση της Πανεπιστημίου

έπρεπε να καταγράψουν τη στιγμή και να την περάσουν στην Ιστορία. Κατά μήκος της Αθηναϊκής Τριλογίας, στη

σκιά του Απόλλωνα και της Αθηνάς, του Σωκράτη

και του Πλάτωνα, του Οθωνα, του Καποδίστρια, του Ρήγα Φεραίου, του Γρηγορίου του Ε’, του Κοραή, του

Γλάδστωνος και του Παναγή Βαλλιάνου, εκεί δηλαδή

όπου η δημόσια προθήκη της Αθήνας αναμετράται με σκιές, σύμβολα και ιδέες, ο μοναχικός φακός της

Διονυσίας Αλεξιάδη είχε τον ρόλο να αιχμαλωτίσει τη μοναδική συγκυρία. Από τη Βουκουρεστίου ως την Κοραή και από το Πανεπιστήμιο ως κάτω στο Μουσείο της Πόλεως

αλλά και το μέτρο της φιλοδοξίας

και των προσδοκιών του ελληνικού κράτους τον

19ο αιώνα. Μέσα στην Ακαδημία, ξετυλίγεται ο

μύθος του Προμηθέα, αθέατος φυσικά από την οδό

Πανεπιστημίου, αλλά αίφνης απρόσμενα συμβολικός

στις μέρες της πανδημίας. Αν ο φακός σταθεί ακριβώς

απέναντι από το Πανεπιστήμιο, με τη ζωγραφισμένη

ζωφόρο, και κοιτάξει προς τον Λυκαβηττό, στέκεται

στον κόμπο ενός σταυρού. Πίσω του, απλώνεται η

Κλαυθμώνος, η Δραγατσανίου με τα καταστήματα

άλλοτε ηλεκτρικών ειδών, η Παπαρρηγοπούλου με

τον κρυμμένο κήπο της Αμαλίας. Δεξιά, η αστική

Αθήνα προς το Σύνταγμα. Αριστερά, η κατηφόρα

προς Χαυτεία και Ομόνοια. Εως εδώ φτάνει η ανάσα

του Ρεξ…. Οι αναπνοές της Αθήνας.

23 Κατά
και της Κοραή στον άξονα της Πλατείας Κλαυθμώνος χωρίς κίνηση ανθρώπων και τροχοφόρων προκαλεί δέος. Η ασάλευτη πόλη έπαιρνε μαζί της σαν σκιές όσους αναγκαστικά έπρεπε να κινηθούν και όσους από δική τους εσωτερική ανάγκη
των Αθηνών και τους Αγίους Θεοδώρους, η Αθήνα ανοιγόταν σαν καρπός αμήχανος στο παράξενο φως της αστικής ερημιάς. Αν σταθεί κανείς στην Κλαυθμώνος επί της Σταδίου έχει την αίσθηση της ενιαίας πόλης, καθώς το Πανεπιστήμιο και ο Λυκαβηττός είναι στο ίδιο κάδρο με τη Δραγατσανίου και την κάτω πλευρά της πλατείας. Ο φακός περιηγείται στις μεσοπολεμικές προσόψεις της Κοραή, εκεί όπου είναι πάντα παρούσα η μνήμη από τον χώρο μαρτυρίου επί Κατοχής, στο νεοκλασικό παλιό ξενοδοχείο στη γωνία, στα πεύκα της Πλατείας με την κρυμμένη προτομή του Βλάση Γαβριηλίδη. Οσο πιο άδεια ανοίγεται η πόλη, κάθε ήχος φυσικός και αβίαστος μεγεθύνεται. Οσο πιο άδεια η Αθήνα, τόσο πιο ευδιάκριτη η πυκνότητα των συμβολισμών ιδίως όταν αντικρίζει κανείς την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη. Αυτή η τριλογία των αδελφών Χάνσεν, που για όλους εκφράζει όχι μόνο μια ορισμένη εκδοχή της Αθήνας
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

μήκος της οδού Πανεπιστημίου, εκεί όπου αισθάνεται κανείς ότι βαδίζει σε μια κεντρική λεωφόρο γεμάτη συμβολισμούς, η έρημη Αθήνα ανοιγόταν σαν όστρακο μόνη και μοναχική. Αν και ιστορικά, οι πρώτη περίοδος της πανδημίας είναι μια τόσο νωπή εμπειρία, η θέαση της Πανεπιστημίου

έπρεπε να καταγράψουν τη στιγμή και να την περάσουν στην Ιστορία. Κατά μήκος της Αθηναϊκής Τριλογίας, στη

σκιά του Απόλλωνα και της Αθηνάς, του Σωκράτη

και του Πλάτωνα, του Οθωνα, του Καποδίστρια, του Ρήγα Φεραίου, του Γρηγορίου του Ε’, του Κοραή, του

Γλάδστωνος και του Παναγή Βαλλιάνου, εκεί δηλαδή

όπου η δημόσια προθήκη της Αθήνας αναμετράται με σκιές, σύμβολα και ιδέες, ο μοναχικός φακός της

Διονυσίας Αλεξιάδη είχε τον ρόλο να αιχμαλωτίσει τη μοναδική συγκυρία. Από τη Βουκουρεστίου ως την Κοραή και από το Πανεπιστήμιο ως κάτω στο Μουσείο της Πόλεως

αλλά και το μέτρο της φιλοδοξίας

και των προσδοκιών του ελληνικού κράτους τον

19ο αιώνα. Μέσα στην Ακαδημία, ξετυλίγεται ο

μύθος του Προμηθέα, αθέατος φυσικά από την οδό

Πανεπιστημίου, αλλά αίφνης απρόσμενα συμβολικός

στις μέρες της πανδημίας. Αν ο φακός σταθεί ακριβώς

απέναντι από το Πανεπιστήμιο, με τη ζωγραφισμένη

ζωφόρο, και κοιτάξει προς τον Λυκαβηττό, στέκεται

στον κόμπο ενός σταυρού. Πίσω του, απλώνεται η

Κλαυθμώνος, η Δραγατσανίου με τα καταστήματα

άλλοτε ηλεκτρικών ειδών, η Παπαρρηγοπούλου με

τον κρυμμένο κήπο της Αμαλίας. Δεξιά, η αστική

Αθήνα προς το Σύνταγμα. Αριστερά, η κατηφόρα

προς Χαυτεία και Ομόνοια. Εως εδώ φτάνει η ανάσα

του Ρεξ…. Οι αναπνοές της Αθήνας.

24 Κατά
και της Κοραή στον άξονα της Πλατείας Κλαυθμώνος χωρίς κίνηση ανθρώπων και τροχοφόρων προκαλεί δέος. Η ασάλευτη πόλη έπαιρνε μαζί της σαν σκιές όσους αναγκαστικά έπρεπε να κινηθούν και όσους από δική τους εσωτερική ανάγκη
των Αθηνών και τους Αγίους Θεοδώρους, η Αθήνα ανοιγόταν σαν καρπός αμήχανος στο παράξενο φως της αστικής ερημιάς. Αν σταθεί κανείς στην Κλαυθμώνος επί της Σταδίου έχει την αίσθηση της ενιαίας πόλης, καθώς το Πανεπιστήμιο και ο Λυκαβηττός είναι στο ίδιο κάδρο με τη Δραγατσανίου και την κάτω πλευρά της πλατείας. Ο φακός περιηγείται στις μεσοπολεμικές προσόψεις της Κοραή, εκεί όπου είναι πάντα παρούσα η μνήμη από τον χώρο μαρτυρίου επί Κατοχής, στο νεοκλασικό παλιό ξενοδοχείο στη γωνία, στα πεύκα της Πλατείας με την κρυμμένη προτομή του Βλάση Γαβριηλίδη. Οσο πιο άδεια ανοίγεται η πόλη, κάθε ήχος φυσικός και αβίαστος μεγεθύνεται. Οσο πιο άδεια η Αθήνα, τόσο πιο ευδιάκριτη η πυκνότητα των συμβολισμών ιδίως όταν αντικρίζει κανείς την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη. Αυτή η τριλογία των αδελφών Χάνσεν, που για όλους εκφράζει όχι μόνο μια ορισμένη εκδοχή της Αθήνας
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
30
31
32
34
35
39 3 ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

της Βασιλίσσης Σοφίας απλωνόταν σαν θεατρική σκηνή απέναντι από τον Εθνικό Κήπο και πιο πάνω… Ως το Χίλτον ή το Μέγαρο, μπορούσες να ακούσεις τους ανεπαίσθητους ψιθύρους της ιστορίας. Και είναι

αυτή η αθηναϊκή μεγαλοπρέπεια που είναι

με τη Βασιλίσσης Σοφίας, αυτή που προσδίδει δραματικότητα στη σιωπή και τυλίγει τον μοναχικό διαβάτη με την ακινησία που σαν δίχτυ είχε

η πανδημία. Η θεατρικότητα της αρχιτεκτονικής στα νεοκλασικά μέγαρα που άλλοτε έδιναν τον τόνο από την Πανεπιστημίου ως τη Μαρασλή, έμοιαζε

αίφνης πιο παραμυθένια παρά ποτέ και είναι ο φακός

της Διονυσίας Αλεξιάδη που τα προσέγγισε με μια

διάθεση ισονομίας: όλοι ίσοι (και ταπεινοί) απέναντι

στη συγκυρία του εγκλεισμού. Στέκεται το βλέμμα

άλλοτε λουλουδάδικα, τα ανθοπωλεία - σήμα

της λεωφόρου στην αρχή της, και η ερημιά

έχει ένα τόνο μελαγχολικό, σχεδόν πένθιμο.

εξουδετερώνει. Τώρα θαρρείς πως ακούς το πέταγμα μιας καρακάξας, κοράκια, κοτσύφια, σπουργίτια και παπαγαλάκια, θα έχει άραγε και αηδόνια ο Κήπος; Τα πουλιά φωλιάζουν και φτερουγίζουν, τα έντομα σέρνονται ή ζουζουνίζουν, μόνο σκόρπια ανθρώπινα βήματα τα ανταγωνίζονται.

Είναι η πόλη μας. Την είχαμε άραγε σκεφτεί έτσι;

Από το Σύνταγμα ως το Χίλτον περπατάει κανείς

ανηφορικά σαν σε μια κλίμακα αστικής εξωστρέφειας.

Μόνο που τις μέρες αυτές, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη αυτονομείται και κινείται με μια πρωτοφανή ελευθερία. Ο δρόμος, φαρδύς ούτως ή άλλως για τα

μέτρα της Αθήνας, μοιάζει ακόμη πιο μεγάλος, σε μια

στιγμή ψευδαίσθησης θυμίζει ποτάμι, που κυλάει με πηχτή ασημογάλανη λάσπη. Η αστική οφθαλμαπάτη

καταλαγιάζει, το βλέμμα υψώνεται στα διαμερίσματα

με θέα το πάρκο Ριζάρη, στα ζηλευτά ρετιρέ, εστιάζει

στην παραδοξότητα του Αγίου Νικολάου μέσα στα

οικοδομικά τετράγωνα, ονειρεύεται τον περίκλειστο

41 Τοβουλεβάρτο
ίσως
συνυφασμένη
φέρει
στα
κατατεθέν
τους
Εκεί
Ερυθρός
από εκείνα τα αρχαία χρόνια του εικοστού αιώνα. Και να που ο χρόνος φέρνει διαρκώς νέες ερμηνείες. Από το 2020 έχει γίνει τόσο έντονη εγγραφή γεγονότων και μεταβολών, έτσι ώστε ακόμη και το Χίλτον (που έχει πλέον περάσει σε νέα εποχή) να αναδύει ένα πνεύμα παλαιϊκό, σχεδόν νοσταλγικό μέσα στον εσωστρεφή μονόλογό του. Τούφες τούφες το πυκνό πράσινο του Εθνικού Κήπου, μοιάζει κατά τόπους σκούρο, βαθύ κυπαρισσί, σχεδόν με μαύρες λάμψεις, έτσι που κλείνει
σε συστάδες
Πρεσβεία
σκέφτομαι τον παράλληλο κόσμο που ο θόρυβος της πόλης σε καιρούς κανονικών ρυθμών σκεπάζει, συνθλίβει, υποτιμά,
που θυμάμαι τη στάση του τρόλεϊ «Πατήσια –
Σταυρός»
και ανοίγει
και ξέφωτα απέναντι από την Ιταλική
ή το Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτή τη σιγαλιά,
κήπο
Βρετανικής
η
Η πανδημία
τα μεγέθη, τις ιεραρχήσεις… ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
της
Πρεσβείας. Εκεί, αποκόπτεται
πόλη, φαντάζομαι κρήνες και φλογέρες….
έχει αλλάξει την προοπτική,

της Βασιλίσσης Σοφίας απλωνόταν σαν θεατρική σκηνή απέναντι από τον Εθνικό Κήπο και πιο πάνω… Ως το Χίλτον ή το Μέγαρο, μπορούσες να ακούσεις τους ανεπαίσθητους ψιθύρους της ιστορίας. Και είναι

αυτή η αθηναϊκή μεγαλοπρέπεια που είναι

με τη Βασιλίσσης Σοφίας, αυτή που προσδίδει δραματικότητα στη σιωπή και τυλίγει τον μοναχικό διαβάτη με την ακινησία που σαν δίχτυ είχε

η πανδημία. Η θεατρικότητα της αρχιτεκτονικής στα νεοκλασικά μέγαρα που άλλοτε έδιναν τον τόνο από την Πανεπιστημίου ως τη Μαρασλή, έμοιαζε

αίφνης πιο παραμυθένια παρά ποτέ και είναι ο φακός

της Διονυσίας Αλεξιάδη που τα προσέγγισε με μια

διάθεση ισονομίας: όλοι ίσοι (και ταπεινοί) απέναντι

στη συγκυρία του εγκλεισμού. Στέκεται το βλέμμα

άλλοτε λουλουδάδικα, τα ανθοπωλεία - σήμα

της λεωφόρου στην αρχή της, και η ερημιά

έχει ένα τόνο μελαγχολικό, σχεδόν πένθιμο.

εξουδετερώνει. Τώρα θαρρείς πως ακούς το πέταγμα μιας καρακάξας, κοράκια, κοτσύφια, σπουργίτια και παπαγαλάκια, θα έχει άραγε και αηδόνια ο Κήπος; Τα πουλιά φωλιάζουν και φτερουγίζουν, τα έντομα σέρνονται ή ζουζουνίζουν, μόνο σκόρπια ανθρώπινα βήματα τα ανταγωνίζονται.

Είναι η πόλη μας. Την είχαμε άραγε σκεφτεί έτσι;

Από το Σύνταγμα ως το Χίλτον περπατάει κανείς

ανηφορικά σαν σε μια κλίμακα αστικής εξωστρέφειας.

Μόνο που τις μέρες αυτές, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη αυτονομείται και κινείται με μια πρωτοφανή ελευθερία. Ο δρόμος, φαρδύς ούτως ή άλλως για τα

μέτρα της Αθήνας, μοιάζει ακόμη πιο μεγάλος, σε μια

στιγμή ψευδαίσθησης θυμίζει ποτάμι, που κυλάει με πηχτή ασημογάλανη λάσπη. Η αστική οφθαλμαπάτη

καταλαγιάζει, το βλέμμα υψώνεται στα διαμερίσματα

με θέα το πάρκο Ριζάρη, στα ζηλευτά ρετιρέ, εστιάζει

στην παραδοξότητα του Αγίου Νικολάου μέσα στα

οικοδομικά τετράγωνα, ονειρεύεται τον περίκλειστο

42 Τοβουλεβάρτο
ίσως
συνυφασμένη
φέρει
στα
κατατεθέν
τους
Εκεί
Ερυθρός
από εκείνα τα αρχαία χρόνια του εικοστού αιώνα. Και να που ο χρόνος φέρνει διαρκώς νέες ερμηνείες. Από το 2020 έχει γίνει τόσο έντονη εγγραφή γεγονότων και μεταβολών, έτσι ώστε ακόμη και το Χίλτον (που έχει πλέον περάσει σε νέα εποχή) να αναδύει ένα πνεύμα παλαιϊκό, σχεδόν νοσταλγικό μέσα στον εσωστρεφή μονόλογό του. Τούφες τούφες το πυκνό πράσινο του Εθνικού Κήπου, μοιάζει κατά τόπους σκούρο, βαθύ κυπαρισσί, σχεδόν με μαύρες λάμψεις, έτσι που κλείνει
σε συστάδες
Πρεσβεία
σκέφτομαι τον παράλληλο κόσμο που ο θόρυβος της πόλης σε καιρούς κανονικών ρυθμών σκεπάζει, συνθλίβει, υποτιμά,
που θυμάμαι τη στάση του τρόλεϊ «Πατήσια –
Σταυρός»
και ανοίγει
και ξέφωτα απέναντι από την Ιταλική
ή το Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτή τη σιγαλιά,
κήπο
Βρετανικής
η
Η πανδημία
τα μεγέθη, τις ιεραρχήσεις… ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
της
Πρεσβείας. Εκεί, αποκόπτεται
πόλη, φαντάζομαι κρήνες και φλογέρες….
έχει αλλάξει την προοπτική,
44
45

ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ

51 4

Από τη Σταδίου ως την Ακαδημίας, τα δύο μεγάλα

τετράγωνα που σχηματίζει η Βουκουρεστίου με

την Πανεπιστημίου και τη Βαλαωρίτου, σφύζουν

συνήθως από ζωή. Συχνά, στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, ιδίως στην κάτω πλευρά, προς

Σταδίου, αναλογίζομαι τις στρώσεις του χρόνου και τη μεταβολή του αστικού περιβάλλοντος τα τελευταία 100 χρόνια. Εχει ιδιαίτερη σημασία και ισχυρό συμβολισμό το σημείο αυτό, καθώς εκεί έχει συγκλίνει η ορμή της αστικής νεωτερικότητας και της μητροπολιτικής Αθήνας από τη δεκαετία του 1920

ως σήμερα, γι’ αυτό και η θέαση της Βουκουρεστίου, άδειας, έρημης, απόκοσμης, προκαλεί αισθήματα αμήχανου δέους.

Στην πανδημία του 2020 υπήρξε αυτή η γνώριμη

πλέον, αλλά απωθημένη, κορύφωση μιας μοναχικής όσο και συλλογικής εμπειρίας αστικής απομόνωσης, προσωπικού αναστοχασμού. Ηταν σαν μια αναχαίτιση

μιας φυσικής ορμής… πλέον, όμως, γνωρίζουμε τις υπόκωφες βουβές δυνάμεις που λειτουργούσαν τότε

ερήμην μας και που εν τέλει επιτάχυναν σκέψεις, μεταβολές, δικτυώσεις. Αλλά το 2020, ο φακός ακόμη αναζητεί…

Αναζητεί αυτήν την καμπή που είναι η σωματοποιημένη έκσταση απέναντι στην «παύση». Η ιδέα της παύσης του πολιτισμού, έστω και για μερικές εβδομάδες, ήταν τρομακτική όσο και απόλυτη μέσα στην μοναδικότητά της. Η Διονυσία Αλεξιάδη απέσπασε αυτό το άυλο ήθος, τον πέπλο

της «Μεγάλης Βρετανίας» στον σημερινό

πεζόδρομο της Βουκουρεστίου (κοντά στον αλλοτινό

«Ελευθερουδάκη» και τον αλλοτινό «Ζαχαράτο»).

Λίγο μετά, θα χτιστεί το θέατρο «Βρετάνια» με τον

«Ορφανίδη» στο ισόγειο όταν ήδη, οι παρακείμενοι

πρώην βασιλικοί σταύλοι θα έδιναν τη θέση τους

στο πιο φιλόδοξο αρχιτεκτονικό έργο του αθηναϊκού

Μεσοπολέμου, το Μέγαρο Μετοχικού Ταμείου

Στρατού, έργο των νεαρών τότε αρχιτεκτόνων

Λεωνίδα Μπόνη και Βασίλη Κασσάνδρα (που αργότερα θα υπέγραφαν το «Ρεξ»). Εκεί, σε αυτό το κτίριο μεγαθήριο θα στεγαστεί το «Παλλάς», εκεί και ο «Ζόναρ’ς» από το καλοκαίρι του 1940… Εκεί, θα δώσει υπόσχεση στο μέλλον η μητροπολιτική Αθήνα πριν της αλλάξει τα σχέδια ο πόλεμος.

53
της Αθήνας που τύλιγε τα γνωστά της καφέ, ξενοδοχεία και καταστήματα, εκεί όπου σε μια συνηθισμένη μέρα βλέπει κανείς ζωηρά πλήθη, καλοντυμένο κόσμο, με μια αίσθηση ευζωϊας και ευφορίας. Αλλά το 2020 υπήρχε εκείνη η αόρατη μεμβράνη που είχε σκεπάσει σαν ιστός τα κτίρια και που είχε ακινητοποιήσει την πόλη. Εκεί, σε μια ρωγμή του ιστορικού χρόνου βγήκαν οι φωτογραφίες αυτές. Στις κορδέλες της φαντασίας ξετυλίγονται εικόνες του χθες. Προβάλλονται σε άγραφες οθόνες που ορίζουν το παρόν. Αλλά η ιστορική αίσθηση μιας Αθήνας κινητικής και μοντέρνας ορίζει πάντα τη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. Ηδη από τη δεκαετία του 1920 έχουμε τις εντυπωσιακές επεκτάσεις
Και εκεί, πάλι, μέσα στην έρημη – το 2020 – Στοά Σπυρομήλιου, με τη σειρά τα εστιατόρια και καφέ, κλειστά και πένθιμα, σαν μια εγκάρσια τομή στα σπλάχνα της πόλης, η Αθήνα κρατούσε την ανάσα της. Η σκόνη της Ιστορίας… ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ

τη Σταδίου ως την Ακαδημίας, τα δύο μεγάλα

τετράγωνα που σχηματίζει η Βουκουρεστίου με

την Πανεπιστημίου και τη Βαλαωρίτου, σφύζουν

συνήθως από ζωή. Συχνά, στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, ιδίως στην κάτω πλευρά, προς

Σταδίου, αναλογίζομαι τις στρώσεις του χρόνου και τη μεταβολή του αστικού περιβάλλοντος τα τελευταία 100 χρόνια. Εχει ιδιαίτερη σημασία και ισχυρό συμβολισμό το σημείο αυτό, καθώς εκεί έχει συγκλίνει η ορμή της αστικής νεωτερικότητας και της μητροπολιτικής Αθήνας από τη δεκαετία του 1920

ως σήμερα, γι’ αυτό και η θέαση της Βουκουρεστίου, άδειας, έρημης, απόκοσμης, προκαλεί αισθήματα αμήχανου δέους.

Στην πανδημία του 2020 υπήρξε αυτή η γνώριμη

πλέον, αλλά απωθημένη, κορύφωση μιας μοναχικής όσο και συλλογικής εμπειρίας αστικής απομόνωσης, προσωπικού αναστοχασμού. Ηταν σαν μια αναχαίτιση

μιας φυσικής ορμής… πλέον, όμως, γνωρίζουμε τις υπόκωφες βουβές δυνάμεις που λειτουργούσαν τότε

ερήμην μας και που εν τέλει επιτάχυναν σκέψεις, μεταβολές, δικτυώσεις. Αλλά το 2020, ο φακός ακόμη αναζητεί…

Αναζητεί αυτήν την καμπή που είναι η σωματοποιημένη έκσταση απέναντι στην «παύση». Η ιδέα της παύσης του πολιτισμού, έστω και για μερικές εβδομάδες, ήταν τρομακτική όσο και απόλυτη μέσα στην μοναδικότητά της. Η Διονυσία Αλεξιάδη απέσπασε αυτό το άυλο ήθος, τον πέπλο

της «Μεγάλης Βρετανίας» στον σημερινό

πεζόδρομο της Βουκουρεστίου (κοντά στον αλλοτινό

«Ελευθερουδάκη» και τον αλλοτινό «Ζαχαράτο»).

Λίγο μετά, θα χτιστεί το θέατρο «Βρετάνια» με τον

«Ορφανίδη» στο ισόγειο όταν ήδη, οι παρακείμενοι

πρώην βασιλικοί σταύλοι θα έδιναν τη θέση τους

στο πιο φιλόδοξο αρχιτεκτονικό έργο του αθηναϊκού

Μεσοπολέμου, το Μέγαρο Μετοχικού Ταμείου

Στρατού, έργο των νεαρών τότε αρχιτεκτόνων

Λεωνίδα Μπόνη και Βασίλη Κασσάνδρα (που αργότερα θα υπέγραφαν το «Ρεξ»). Εκεί, σε αυτό το κτίριο μεγαθήριο θα στεγαστεί το «Παλλάς», εκεί και ο «Ζόναρ’ς» από το καλοκαίρι του 1940… Εκεί, θα δώσει υπόσχεση στο μέλλον η μητροπολιτική Αθήνα πριν της αλλάξει τα σχέδια ο πόλεμος.

54
Από
της Αθήνας που τύλιγε τα γνωστά της καφέ, ξενοδοχεία και καταστήματα, εκεί όπου σε μια συνηθισμένη μέρα βλέπει κανείς ζωηρά πλήθη, καλοντυμένο κόσμο, με μια αίσθηση ευζωϊας και ευφορίας. Αλλά το 2020 υπήρχε εκείνη η αόρατη μεμβράνη που είχε σκεπάσει σαν ιστός τα κτίρια και που είχε ακινητοποιήσει την πόλη. Εκεί, σε μια ρωγμή του ιστορικού χρόνου βγήκαν οι φωτογραφίες αυτές. Στις κορδέλες της φαντασίας ξετυλίγονται εικόνες του χθες. Προβάλλονται σε άγραφες οθόνες που ορίζουν το παρόν. Αλλά η ιστορική αίσθηση μιας Αθήνας κινητικής και μοντέρνας ορίζει πάντα τη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. Ηδη από τη δεκαετία του 1920 έχουμε τις εντυπωσιακές επεκτάσεις
Και εκεί, πάλι, μέσα στην έρημη – το 2020 – Στοά Σπυρομήλιου, με τη σειρά τα εστιατόρια και καφέ, κλειστά και πένθιμα, σαν μια εγκάρσια τομή στα σπλάχνα της πόλης, η Αθήνα κρατούσε την ανάσα της. Η σκόνη της Ιστορίας… ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ
58
59
60
61

5 ΕΡΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

63
64

Καπνικαρέας και Μητρόπολης γεννά σε

Αθηναίο αισθήματα οικειότητας, αισθήματα ασφάλειας. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινή ιστορία της πόλης είναι μοναδικά αξεπέραστο όταν περπατάει κανείς στην Ερμού και στη Μητροπόλεως

σε όλους τους γύρω δρόμους που φτιάχνουν

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

συνειρμούς καθώς ορίζουν και μια άυλη ενδοχώρα, που απλώνεται όπως μια ανάμνηση

και που σε καιρούς πανδημίας ο φακός συναντά ατόφια και σχεδόν απτή, μια συνάντηση που αγγίζει τα όρια της παραίσθησης.

Εκεί, σε αυτήν την ιδιότυπη καρδιά της Αθήνας, οι

μιας παράλληλης πόλης. Και η πόλη

αυτή, σε αυτήν την τόσο πυκνή εκπροσώπησή της, ξεδιπλώνεται με άηχες κινήσεις, αθόρυβα όσο αθόρυβο

είναι το φως που επιμένει να γεννά κιαροσκούρο

αντανακλάσεις. Ο πεζόδρομος της Ερμού, ειδικά, που σε ώρες αιχμής είναι μια τομή στην ελληνική κοινωνία

αλλά και ένας καθρέφτης μιας πολυπολιτισμικής ανθρωπογεωγραφίας, προβάλλει

κατάσταση απόσπασης. Εκείνη την ώρα υπάρχει μόνο το βλέμμα του. Ο ίδιος γίνεται το βλέμμα του.

Και η Ερμού και η Μητροπόλεως προβάλλουν

σαν πλατφόρμες προβολής, σαν θερμοκήπια ψευδαισθητικών ονείρων, σαν παρασκήνια μιας

κινηματογραφικής παραγωγής. Οι κλίμακες

μεταβάλλονται. Ο όγκος της Μητρόπολης κερδίζει σε ύψος, χωρίς πλέον το πλήθος και την κίνηση στους δρόμους. Το διπλό κωδωνοστάσιο, ο τρούλος, η απλωσιά της πλατείας, οι ανδριάντες, τα πλατάνια, η Μικρή Μητρόπολη, το πιο ευγενές ίχνος της βυζαντινής Αθήνας, γεννούν νέες αναγνώσεις

Και αν υπάρχει κάτι που σταλάζει μια γλυκόπικρη

αίσθηση αυτό είναι οι στρώσεις της μνήμης στα πιο

πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Ένα παλίμψηστο

βηματισμών και λογής-λογής αισθημάτων μοιάζουν

να υπερίπτανται και να γεννούν την ατμόσφαιρα

της Ερμού και της Μητροπόλεως, την ατμόσφαιρα

που είναι άυλη, που δεν περιγράφεται, παρά μόνο

βιώνεται ως ξεχωριστή αίσθηση, ρευστή, φευγαλέα, αντιφατική αλλά πάντα αναγνωρίσιμη.

Αυτομάτως μου έρχονται στο νου οι φωτογραφίες του

Φρεντ Μπουασονά από την Ερμού του 1919. Αθηναίες

με τα ωραία ντυσίματα της εποχής, ακριβώς με έναν

αέρα νεωτερικότητας μετά τον Μεγάλο

λαχτάρας. Ο φωτογράφος εκείνη την ώρα είναι

65 Οάξονας
αλλά
την καρδιά της εμπορικής
Ρόμβης, Θησέως, Αγίου Μάρκου,
ενεργοποιούν
κάθε
και
Αθήνας. Ευαγγελιστρίας,
Περικλέους
φωτογραφίες
την
της Διονυσίας Αλεξιάδη αφηγούνται
πορεία
πιο έρημος και από την ίδια την ιδέα της ερημιάς. Αναλογίζομαι την αίσθηση να περπατάς με μια φωτογραφική μηχανή σε αυτό το υποβλητικά παράδοξο αστικό τοπίο, γι’ αυτό και στις φωτογραφίες που μας παρέδωσε η Διονυσία Αλεξιάδη ανιχνεύω και τη δική της συναισθηματική κατάσταση, εκείνη τη μείξη έκστασης, δέους, έκπληξης και
σε
της πόλης. Η Αθήνα διευρύνεται μέσα από τη συστολή της ζωής της.
Αυτή
υφασματάδικα.
της
ΕΡΜΟΥ,
Πόλεμο.
η ίδια Ερμού, με τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία, τα
Η Ερμού που πρόσθεσε στη μνήμη
και τις ερημωμένες μέρες του 2020.

Καπνικαρέας και Μητρόπολης γεννά σε

Αθηναίο αισθήματα οικειότητας, αισθήματα ασφάλειας. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινή ιστορία της πόλης είναι μοναδικά αξεπέραστο όταν περπατάει κανείς στην Ερμού και στη Μητροπόλεως

σε όλους τους γύρω δρόμους που φτιάχνουν

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

συνειρμούς καθώς ορίζουν και μια άυλη ενδοχώρα, που απλώνεται όπως μια ανάμνηση

και που σε καιρούς πανδημίας ο φακός συναντά ατόφια και σχεδόν απτή, μια συνάντηση που αγγίζει τα όρια της παραίσθησης.

Εκεί, σε αυτήν την ιδιότυπη καρδιά της Αθήνας, οι

μιας παράλληλης πόλης. Και η πόλη

αυτή, σε αυτήν την τόσο πυκνή εκπροσώπησή της, ξεδιπλώνεται με άηχες κινήσεις, αθόρυβα όσο αθόρυβο

είναι το φως που επιμένει να γεννά κιαροσκούρο

αντανακλάσεις. Ο πεζόδρομος της Ερμού, ειδικά, που σε ώρες αιχμής είναι μια τομή στην ελληνική κοινωνία

αλλά και ένας καθρέφτης μιας πολυπολιτισμικής ανθρωπογεωγραφίας, προβάλλει

κατάσταση απόσπασης. Εκείνη την ώρα υπάρχει μόνο το βλέμμα του. Ο ίδιος γίνεται το βλέμμα του.

Και η Ερμού και η Μητροπόλεως προβάλλουν

σαν πλατφόρμες προβολής, σαν θερμοκήπια ψευδαισθητικών ονείρων, σαν παρασκήνια μιας

κινηματογραφικής παραγωγής. Οι κλίμακες

μεταβάλλονται. Ο όγκος της Μητρόπολης κερδίζει σε ύψος, χωρίς πλέον το πλήθος και την κίνηση στους δρόμους. Το διπλό κωδωνοστάσιο, ο τρούλος, η απλωσιά της πλατείας, οι ανδριάντες, τα πλατάνια, η Μικρή Μητρόπολη, το πιο ευγενές ίχνος της βυζαντινής Αθήνας, γεννούν νέες αναγνώσεις

Και αν υπάρχει κάτι που σταλάζει μια γλυκόπικρη

αίσθηση αυτό είναι οι στρώσεις της μνήμης στα πιο

πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Ένα παλίμψηστο

βηματισμών και λογής-λογής αισθημάτων μοιάζουν

να υπερίπτανται και να γεννούν την ατμόσφαιρα

της Ερμού και της Μητροπόλεως, την ατμόσφαιρα

που είναι άυλη, που δεν περιγράφεται, παρά μόνο

βιώνεται ως ξεχωριστή αίσθηση, ρευστή, φευγαλέα, αντιφατική αλλά πάντα αναγνωρίσιμη.

Αυτομάτως μου έρχονται στο νου οι φωτογραφίες του

Φρεντ Μπουασονά από την Ερμού του 1919. Αθηναίες

με τα ωραία ντυσίματα της εποχής, ακριβώς με έναν

αέρα νεωτερικότητας μετά τον Μεγάλο

λαχτάρας. Ο φωτογράφος εκείνη την ώρα είναι

66 Οάξονας
αλλά
την καρδιά της εμπορικής
Ρόμβης, Θησέως, Αγίου Μάρκου,
ενεργοποιούν
κάθε
και
Αθήνας. Ευαγγελιστρίας,
Περικλέους
φωτογραφίες
την
της Διονυσίας Αλεξιάδη αφηγούνται
πορεία
πιο έρημος και από την ίδια την ιδέα της ερημιάς. Αναλογίζομαι την αίσθηση να περπατάς με μια φωτογραφική μηχανή σε αυτό το υποβλητικά παράδοξο αστικό τοπίο, γι’ αυτό και στις φωτογραφίες που μας παρέδωσε η Διονυσία Αλεξιάδη ανιχνεύω και τη δική της συναισθηματική κατάσταση, εκείνη τη μείξη έκστασης, δέους, έκπληξης και
σε
της πόλης. Η Αθήνα διευρύνεται μέσα από τη συστολή της ζωής της.
Αυτή
υφασματάδικα.
της
ΕΡΜΟΥ,
Πόλεμο.
η ίδια Ερμού, με τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία, τα
Η Ερμού που πρόσθεσε στη μνήμη
και τις ερημωμένες μέρες του 2020.
68
69

ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

73
6

περπατάμε σε όσα οι γενιές από το 1830 και μετά ήρθαν να προσθέσουν, και εκεί, σε αυτές τις ρωγμές της Ιστορίας, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη μας προσκαλεί σε μία περιδίνηση. Μόνο, που η πόλη του 2020 εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα όστρακο, στις

κοιλότητες και στα λαγούμια του οποίου, καλούμαστε

να βιώσουμε μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία. Οι εφημερίδες των ημερών εκείνων περιέγραφαν την

έρημη πόλη σαν ένα μοναδικό φαινόμενο, που μόνο

ένας πόλεμος, ένας στρατιωτικός νόμος, ένας λιμός ή μια πανδημία μπορούσε να προκαλέσει. Το βλέμμα

γίνεται βλέμμα πτηνού, η σκιά του φωτογράφου γλιστράει από τη Μητροπόλεως στην Πανόρμου και από το Μοναστηράκι στην Αρεως. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού

των

Αέρηδων και μαζί, η αθηναϊκή χλωρίδα, φοίνικες, δάφνες, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά, ελιές, πικροδάφνης

αφήνουν στον αέρα εκείνο το άρωμα, που φωνάζει «Αθήνα». Αλλά τις μέρες αυτές, μόνο οι νωχελικές

γάτες απολαμβάνουν αυτό το μοναδικό προνόμιο, να είναι αυτές κάτοικοι και άρχοντες και φύλακες

μαζί, έστω και χωρίς ένα χάδι ή ένα φίλεμα από τους

περαστικούς. Εκεί, γύρω από την Αγορά έχει κανείς

την αίσθηση μιας θερμής κοιλότητας της Αθήνας

75 Από τη Μητρόπολη ως τον Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο έτσι όπως απλώνεται ο πυκνός ιστός της πόλης, ένα παλίμψηστο κατοίκησης και εμπορικής ζωής μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο, και μας μεταφέρει αυθαίρετα από την κλασική στη ρωμαϊκή Αθήνα, και από τη μεσαιωνική στην οθωμανική πόλη. Εμείς
δίπλα στο Τζαμί Τζισταράκη ενώνει αιώνες αλλά περιέργως όλα μοιάζουν ένα συνεχές, έτσι γυμνή και απόκοσμη που παρουσιάζεται η πόλη. Από την Αρεως, καθώς ανεβαίνουμε, οι μικρές και γραφικές οδοί Κλάδου και Ποικίλης μας θυμίζουν πως βρισκόμαστε κοντά στα όρια μιας χαμένης συνοικίας. Αλλωστε η οδός Βρυσακίου είναι εκεί, περιμετρικά της Αρχαίας Αγοράς , διάσπαρτης με σπαράγματα που συνθέτουν την ανέλκυση της κάτω Αθήνας στην επιφάνεια. Αυτή η συνύπαρξη ενεργοποιεί τη φαντασία, οι συνειρμοί καλπάζουν, η Ρωμαϊκή Αγορά είναι κοντά μας. Και πάλι, οι μικροί τρούλοι των ναών, οι φρίζες των νεοκλασικών σπιτιών, οι δωρικοί κίονες, τα διάσπαρτα αρχαία μέλη, ο κύλινδρος
με τον Ιερό Βράχο από πάνω, τις οπτασίες του αθηναϊκού 19ου αιώνα ανάμεσα στη βλάστηση, την Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς να είναι σαν ένα πέρασμα, μια συμβολική αψίδα σε έναν κόσμο όπου καταργείται η έννοια της γραμμικής προόδου. Εκεί (εδώ) όλα συμβαίνουν μαζί, παράλληλα, επικαλύπτονται και γεννούν καινοφανείς ωσμώσεις, περιέργως οικείες, απρόσμενα καθησυχαστικές.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ, ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

περπατάμε σε όσα οι γενιές από το 1830 και μετά ήρθαν να προσθέσουν, και εκεί, σε αυτές τις ρωγμές της Ιστορίας, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη μας προσκαλεί σε μία περιδίνηση. Μόνο, που η πόλη του 2020 εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα όστρακο, στις

κοιλότητες και στα λαγούμια του οποίου, καλούμαστε

να βιώσουμε μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία. Οι εφημερίδες των ημερών εκείνων περιέγραφαν την

έρημη πόλη σαν ένα μοναδικό φαινόμενο, που μόνο

ένας πόλεμος, ένας στρατιωτικός νόμος, ένας λιμός ή μια πανδημία μπορούσε να προκαλέσει. Το βλέμμα

γίνεται βλέμμα πτηνού, η σκιά του φωτογράφου γλιστράει από τη Μητροπόλεως στην Πανόρμου και από το Μοναστηράκι στην Αρεως. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού

των

Αέρηδων και μαζί, η αθηναϊκή χλωρίδα, φοίνικες, δάφνες, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά, ελιές, πικροδάφνης

αφήνουν στον αέρα εκείνο το άρωμα, που φωνάζει «Αθήνα». Αλλά τις μέρες αυτές, μόνο οι νωχελικές

γάτες απολαμβάνουν αυτό το μοναδικό προνόμιο, να είναι αυτές κάτοικοι και άρχοντες και φύλακες

μαζί, έστω και χωρίς ένα χάδι ή ένα φίλεμα από τους

περαστικούς. Εκεί, γύρω από την Αγορά έχει κανείς

την αίσθηση μιας θερμής κοιλότητας της Αθήνας

76 Από τη Μητρόπολη ως τον Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο έτσι όπως απλώνεται ο πυκνός ιστός της πόλης, ένα παλίμψηστο κατοίκησης και εμπορικής ζωής μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο, και μας μεταφέρει αυθαίρετα από την κλασική στη ρωμαϊκή Αθήνα, και από τη μεσαιωνική στην οθωμανική πόλη. Εμείς
δίπλα στο Τζαμί Τζισταράκη ενώνει αιώνες αλλά περιέργως όλα μοιάζουν ένα συνεχές, έτσι γυμνή και απόκοσμη που παρουσιάζεται η πόλη. Από την Αρεως, καθώς ανεβαίνουμε, οι μικρές και γραφικές οδοί Κλάδου και Ποικίλης μας θυμίζουν πως βρισκόμαστε κοντά στα όρια μιας χαμένης συνοικίας. Αλλωστε η οδός Βρυσακίου είναι εκεί, περιμετρικά της Αρχαίας Αγοράς , διάσπαρτης με σπαράγματα που συνθέτουν την ανέλκυση της κάτω Αθήνας στην επιφάνεια. Αυτή η συνύπαρξη ενεργοποιεί τη φαντασία, οι συνειρμοί καλπάζουν, η Ρωμαϊκή Αγορά είναι κοντά μας. Και πάλι, οι μικροί τρούλοι των ναών, οι φρίζες των νεοκλασικών σπιτιών, οι δωρικοί κίονες, τα διάσπαρτα αρχαία μέλη, ο κύλινδρος
με τον Ιερό Βράχο από πάνω, τις οπτασίες του αθηναϊκού 19ου αιώνα ανάμεσα στη βλάστηση, την Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς να είναι σαν ένα πέρασμα, μια συμβολική αψίδα σε έναν κόσμο όπου καταργείται η έννοια της γραμμικής προόδου. Εκεί (εδώ) όλα συμβαίνουν μαζί, παράλληλα, επικαλύπτονται και γεννούν καινοφανείς ωσμώσεις, περιέργως οικείες, απρόσμενα καθησυχαστικές.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ, ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
80
81
82
83
85 ΘΗΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ Δ. ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ 7

Αρεοπαγίτου στην ευθεία για το Μουσείο

Ακρόπολης. Είναι, λένε, η ωραιότερη βόλτα της Αθήνας. Από την Αμαλίας ως το Θησείο, με θέα την Ακρόπολη από διάφορες οπτικές, κατά μήκος των αρχοντικών προσόψεων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στάση στην Αγία Σοφία του Μεροπείου Ιδρύματος, νεύμα στο ασάλευτο Ηρώδειο, χαιρετισμός στον Πικιώνη και φευγαλέες ματιές στο ανοδικό μονοπάτι στον λόφο του Φιλοπάππου. Με τη γνώση ότι

αν παίρναμε εκείνον τον σιωπηλό δρόμο, θα

σταματούσαμε στον Αη-Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη

και είτε θα τραβούσαμε για την κορφή του Φιλοπάππου

είτε θα επιλέγαμε να κινηθούμε προς την Πνύκα αφού

πρώτα αγναντεύαμε από το ύψωμα την Κοίλη Οδό.

Αλλά η Αθήνα μας τραβάει στα έγκατά της. Ο φακός

μετατρέπεται σε έναν αισθητήρα ήχων,

και νύμφες, πέπλα αρχαίας μαγείας, ανεμίζουν και κατρακυλούν στα πόδια μας. Και εκεί που μαγεύεσαι, καθώς κινείσαι ως μια μοναχική

φιγούρα με το προνόμιο του πλάνητα φωτογράφου, έρχεται το τώρα να σε κατακλύσει. Σε τραβάει από το μανίκι και δεν σε αφήνει για πολύ στην ονειροβασία.

Περπατάς στα πλακόστρωτα του 2004, έχεις ήδη

θαυμάσει τη στοχαστική γεωμετρία του Πικιώνη από

τη δεκαετία του ‘50, αναλογίζεσαι πόσα δίνει αυτή

η πόλη, σαν ένα ανεξάντλητο ορυχείο αισθημάτων, πόσο πυκνό είναι το υπέδαφός της με τις στρώσεις των γενεών. Παιδιά έχουν τρέξει σε αυτό εδώ το σημείο,

87 Οκυματισμός της σημαίας, το θρόισμα των φύλλων των δέντρων, κάποια πουλιά εδώ κι εκεί... Οι πραγματικοί ήχοι της Αθήνας συνοδεύουν τον μοναχικό περίπατο στον διάσημο πεζοδρομημένο δακτύλιό της, γύρω από την Ακρόπολη. Σαν σκιά, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη ακολουθεί τον δρόμο που
Διονυσίου
δείχνουν τα πλατάνια στην αρχή της
της
κινήσεων, υπόκωφων μεταβολών. Εντομα και πτηνά ορίζουν αυτόν τον μέγα μικρόκοσμο, είναι όλα στη διάθεσή τους. Αλλά ο πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου δίνει σταδιακά τη σκυτάλη στην Αποστόλου Παύλου, εκεί, μετά τη στροφή του Ηρωδείου, και λίγο-λίγο η αίσθηση της μεγάλης πόλης επιστρέφει στάλαστάλα. Ομως, η πόλη μοιάζει ναρκωμένη, σαν μόλις να έχει ξυπνήσει ή σαν να ετοιμάζεται για ύπνο. Η ησυχία ερεθίζει το βλέμμα. Αριστερά, οι ανηφοριές του Θησείου, η Αγία Μαρίνα, στεφανωμένη στην προοπτική από το Αστεροσκοπείο. Η Αθήνα μας υπενθυμίζει σε κάθε βήμα την πυκνή στρωματογραφία της, θρύλοι και δοξασίες από τους αρχαίους χρόνους, γεμάτους ξωτικά
σε κύκλους 50 γενεών πίσω και ακόμη πιο πολύ, αλλά εσύ είσαι ένας άνθρωπος της εποχής σου, και η ιστορική συγκυρία αυτής εδώ της πανδημίας σου παραδίδει την πόλη αμόλυντη, ασάλευτη και την επιδερμίδα της ρυτιδωμένη σαν την επιφάνεια μιας θάλασσας. ΘΗΣΕΙΟ,
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Δ. ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ

Αρεοπαγίτου στην ευθεία για το Μουσείο

Ακρόπολης. Είναι, λένε, η ωραιότερη βόλτα της Αθήνας. Από την Αμαλίας ως το Θησείο, με θέα την Ακρόπολη από διάφορες οπτικές, κατά μήκος των αρχοντικών προσόψεων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στάση στην Αγία Σοφία του Μεροπείου Ιδρύματος, νεύμα στο ασάλευτο Ηρώδειο, χαιρετισμός στον Πικιώνη και φευγαλέες ματιές στο ανοδικό μονοπάτι στον λόφο του Φιλοπάππου. Με τη γνώση ότι

αν παίρναμε εκείνον τον σιωπηλό δρόμο, θα

σταματούσαμε στον Αη-Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη

και είτε θα τραβούσαμε για την κορφή του Φιλοπάππου

είτε θα επιλέγαμε να κινηθούμε προς την Πνύκα αφού

πρώτα αγναντεύαμε από το ύψωμα την Κοίλη Οδό.

Αλλά η Αθήνα μας τραβάει στα έγκατά της. Ο φακός

μετατρέπεται σε έναν αισθητήρα ήχων,

και νύμφες, πέπλα αρχαίας μαγείας, ανεμίζουν και κατρακυλούν στα πόδια μας. Και εκεί που μαγεύεσαι, καθώς κινείσαι ως μια μοναχική

φιγούρα με το προνόμιο του πλάνητα φωτογράφου, έρχεται το τώρα να σε κατακλύσει. Σε τραβάει από το μανίκι και δεν σε αφήνει για πολύ στην ονειροβασία.

Περπατάς στα πλακόστρωτα του 2004, έχεις ήδη

θαυμάσει τη στοχαστική γεωμετρία του Πικιώνη από

τη δεκαετία του ‘50, αναλογίζεσαι πόσα δίνει αυτή

η πόλη, σαν ένα ανεξάντλητο ορυχείο αισθημάτων, πόσο πυκνό είναι το υπέδαφός της με τις στρώσεις των γενεών. Παιδιά έχουν τρέξει σε αυτό εδώ το σημείο,

88 Οκυματισμός της σημαίας, το θρόισμα των φύλλων των δέντρων, κάποια πουλιά εδώ κι εκεί... Οι πραγματικοί ήχοι της Αθήνας συνοδεύουν τον μοναχικό περίπατο στον διάσημο πεζοδρομημένο δακτύλιό της, γύρω από την Ακρόπολη. Σαν σκιά, ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη ακολουθεί τον δρόμο που
Διονυσίου
δείχνουν τα πλατάνια στην αρχή της
της
κινήσεων, υπόκωφων μεταβολών. Εντομα και πτηνά ορίζουν αυτόν τον μέγα μικρόκοσμο, είναι όλα στη διάθεσή τους. Αλλά ο πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου δίνει σταδιακά τη σκυτάλη στην Αποστόλου Παύλου, εκεί, μετά τη στροφή του Ηρωδείου, και λίγο-λίγο η αίσθηση της μεγάλης πόλης επιστρέφει στάλαστάλα. Ομως, η πόλη μοιάζει ναρκωμένη, σαν μόλις να έχει ξυπνήσει ή σαν να ετοιμάζεται για ύπνο. Η ησυχία ερεθίζει το βλέμμα. Αριστερά, οι ανηφοριές του Θησείου, η Αγία Μαρίνα, στεφανωμένη στην προοπτική από το Αστεροσκοπείο. Η Αθήνα μας υπενθυμίζει σε κάθε βήμα την πυκνή στρωματογραφία της, θρύλοι και δοξασίες από τους αρχαίους χρόνους, γεμάτους ξωτικά
σε κύκλους 50 γενεών πίσω και ακόμη πιο πολύ, αλλά εσύ είσαι ένας άνθρωπος της εποχής σου, και η ιστορική συγκυρία αυτής εδώ της πανδημίας σου παραδίδει την πόλη αμόλυντη, ασάλευτη και την επιδερμίδα της ρυτιδωμένη σαν την επιφάνεια μιας θάλασσας. ΘΗΣΕΙΟ,
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Δ. ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ
90
91
95 8
ΠΛΑΚΑ ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ

βαθιά στους μαιάνδρους και στα αδιέξοδα των Αναφιώτικων, ακόμη και στην αιχμή μιας κανονικής τουριστικής περιόδου, θα νιώσεις αποσπασμένος, μετέωρος, λαθραίος και πλάνητας περιηγητής ενός κόσμου στην κόψη της ψευδαίσθησης. Πόσω μάλλον όταν ακούς ο ίδιος τα βήματά σου, το κλικ του φακού σου, όταν η

η εμπειρία εκείνων των ημερών που η πόλη

λάβαρο ασάλευτο, ένα πετρωμένο χωριό ήταν ολόκληρη η Πλάκα, τα σπίτια της, τα ξενοδοχεία

τα μνημεία της, τα δέντρα και οι γάτες της, όλα

σε ένα βουβό στρόβιλο στις στοές του νου. Ο

της Διονυσίας Αλεξιάδη μας παραδίδει ένα

μεγαλείο, έναν τόπο βιωμένο, με εκείνη

στοχαστική ηρεμία που χαρίζει ο χρόνος. Η Πλάκα αναδύεται ανάγλυφη και ίσως είναι από τις ελάχιστες φορές που μπορεί κανείς να δει κλίμακες, συζυγίες, αρμονίες και αρχιτεκτονικές γεωμετρίες, σαν να περιηγείται νωρίς τα ξημερώματα πριν η πόλη πάρει μπρος…

στην Πλάκα

και τα λαϊκά σπίτια μιας αυτοσχέδιας μαστορικής

τέχνης στα Αναφιώτικα γεννά αυτήν την υβριδική και

πάντα ρευστή αίσθηση της Αθήνας. Αν ήμουν σκιά

δίπλα στη Διονυσία Αλεξιάδη καθώς περιπλανιόταν

μόνη στους μαιάνδρους και τα σοκάκια, θα ήθελα να

μπορούσα να μεταλάβω αυτήν ακριβώς τη συγκίνηση

της στιγμής, που δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί

γιατί ο χρόνος δεν επανέρχεται, συμβαίνει άπαξ, μετά

κάθε ανάκλησή του φέρει μετά ένα πρόσθετο στρώμα

εμπειρίας, μια ακόμη επιδερμίδα αισθήσεων. Αυτή τη

μοναδικότητα της στιγμής, αποθησαυρισμένης στις λεπταίσθητες εντάσεις της ιστορικής, αθηναϊκής συγκυρίας, μοιραζόμαστε ως κάτι αυτόνομο στον χρόνο αλλά και

97 Ανχωθείς
είναι
την
Εκεί, σε αυτό το παγωμένο σημείο, η ηλιόλουστη Πλάκα εκείνης της κοντινής – μακρινής άνοιξης, μας οδηγούσε από το πλάι του Θεάτρου του Διονύσου στις ανηφόρες της και στα δρομάκια μέσα στα Αναφιώτικα. Εκεί, άφηνες τελετουργικά και χωρίς δεύτερη σκέψη το ένδυμα του παλαιού εαυτού, το άφηνες κάτω σαν αρχαίο πέπλο, και γυμνός από κάθε περιττό, χωρίς ήχο, παρά μόνο τους παλμούς της καρδιάς σου, περνούσες μια νοητή αψίδα για να μπεις σε αυτό το σπήλαιο των θαυμάτων. Από τη μια μυρωμένη αυλή στην άλλη, αλλέες με τους ανθισμένους
ψευδαισθητική Αθήνα
πυκνής
στην ενδοχώρα της, τα Αναφιώτικα. Η αντίθεση ανάμεσα στα αστικά σπίτια της αθηναϊκής αρμονίας με τη νεοκλασική πρόσοψη
μόνη σκιά που σε ακολουθεί είναι η δική σου. Αυτή
παρέμενε
της,
μαζί
φακός
χωνεμένο
θάμνους της Αττικής, η
της μικρής κλίμακας οδηγεί ενίοτε σε εμπειρίες
έντασης, όπως αυτή η βόλτα στην Πλάκα και
κοινό ως κτήμα. Η Αθήνα μέσα στη συστάδα του παλαιού πυρήνα της αποκαλύπτεται με μια βαθειά και συγκινητική αίσθηση οικειότητας. Ανήκουμε…
ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ
ΠΛΑΚΑ,

βαθιά στους μαιάνδρους και στα αδιέξοδα των Αναφιώτικων, ακόμη και στην αιχμή μιας κανονικής τουριστικής περιόδου, θα νιώσεις αποσπασμένος, μετέωρος, λαθραίος και πλάνητας περιηγητής ενός κόσμου στην κόψη της ψευδαίσθησης. Πόσω μάλλον όταν ακούς ο ίδιος τα βήματά σου, το κλικ του φακού σου, όταν η

η εμπειρία εκείνων των ημερών που η πόλη

λάβαρο ασάλευτο, ένα πετρωμένο χωριό ήταν ολόκληρη η Πλάκα, τα σπίτια της, τα ξενοδοχεία

τα μνημεία της, τα δέντρα και οι γάτες της, όλα

σε ένα βουβό στρόβιλο στις στοές του νου. Ο

της Διονυσίας Αλεξιάδη μας παραδίδει ένα

μεγαλείο, έναν τόπο βιωμένο, με εκείνη

στοχαστική ηρεμία που χαρίζει ο χρόνος. Η Πλάκα αναδύεται ανάγλυφη και ίσως είναι από τις ελάχιστες φορές που μπορεί κανείς να δει κλίμακες, συζυγίες, αρμονίες και αρχιτεκτονικές γεωμετρίες, σαν να περιηγείται νωρίς τα ξημερώματα πριν η πόλη πάρει μπρος…

στην Πλάκα

και τα λαϊκά σπίτια μιας αυτοσχέδιας μαστορικής

τέχνης στα Αναφιώτικα γεννά αυτήν την υβριδική και

πάντα ρευστή αίσθηση της Αθήνας. Αν ήμουν σκιά

δίπλα στη Διονυσία Αλεξιάδη καθώς περιπλανιόταν

μόνη στους μαιάνδρους και τα σοκάκια, θα ήθελα να

μπορούσα να μεταλάβω αυτήν ακριβώς τη συγκίνηση

της στιγμής, που δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί

γιατί ο χρόνος δεν επανέρχεται, συμβαίνει άπαξ, μετά

κάθε ανάκλησή του φέρει μετά ένα πρόσθετο στρώμα

εμπειρίας, μια ακόμη επιδερμίδα αισθήσεων. Αυτή τη

μοναδικότητα της στιγμής, αποθησαυρισμένης στις λεπταίσθητες εντάσεις της ιστορικής, αθηναϊκής συγκυρίας, μοιραζόμαστε ως κάτι αυτόνομο στον χρόνο αλλά και

98 Ανχωθείς
είναι
την
Εκεί, σε αυτό το παγωμένο σημείο, η ηλιόλουστη Πλάκα εκείνης της κοντινής – μακρινής άνοιξης, μας οδηγούσε από το πλάι του Θεάτρου του Διονύσου στις ανηφόρες της και στα δρομάκια μέσα στα Αναφιώτικα. Εκεί, άφηνες τελετουργικά και χωρίς δεύτερη σκέψη το ένδυμα του παλαιού εαυτού, το άφηνες κάτω σαν αρχαίο πέπλο, και γυμνός από κάθε περιττό, χωρίς ήχο, παρά μόνο τους παλμούς της καρδιάς σου, περνούσες μια νοητή αψίδα για να μπεις σε αυτό το σπήλαιο των θαυμάτων. Από τη μια μυρωμένη αυλή στην άλλη, αλλέες με τους ανθισμένους
ψευδαισθητική Αθήνα
πυκνής
στην ενδοχώρα της, τα Αναφιώτικα. Η αντίθεση ανάμεσα στα αστικά σπίτια της αθηναϊκής αρμονίας με τη νεοκλασική πρόσοψη
μόνη σκιά που σε ακολουθεί είναι η δική σου. Αυτή
παρέμενε
της,
μαζί
φακός
χωνεμένο
θάμνους της Αττικής, η
της μικρής κλίμακας οδηγεί ενίοτε σε εμπειρίες
έντασης, όπως αυτή η βόλτα στην Πλάκα και
κοινό ως κτήμα. Η Αθήνα μέσα στη συστάδα του παλαιού πυρήνα της αποκαλύπτεται με μια βαθειά και συγκινητική αίσθηση οικειότητας. Ανήκουμε…
ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ
ΠΛΑΚΑ,
100
101
102
103
107 9 ΟΜΟΝΟΙΑ ΑΘΗΝΑΣ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

στην Πλατεία Ομονοίας και στη Δημοτική Αγορά, η παλιά Αθήνα επιζεί με ένα τρόπο παράδοξο, που περισσότερο έχει να κάνει με την κληρονομημένη γενετική παρακαταθήκη της πόλης παρά με τη γραφικότητα μιας ρομαντικής εποχής. Ναι, αυτή η Αθήνα με τις μυρωδιές από μπακάλικα και τυράδικα, που ίσως επιζούν περισσότερο στη φαντασία μας, γεμάτη σκιές από λαχειοπώλες, με τέντες μικρομάγαζων και φορτωμένα περίπτερα, με τουρίστες και μετανάστες, και κάπου εκεί, εμείς και ο παλιός εαυτός μας όταν μεγαλώναμε σε αυτήν την πόλη. Μόνο, που εδώ, σε αυτό το θορυβώδες, πολυάνθρωπο και ρευστό σύμπαν της Αθήνας, ακούγονται τώρα μονάχα τα βήματα της Διονυσίας Αλεξιάδη. Πού πήγαν όλοι οι άνθρωποι; Πού κλείστηκαν οι μυρωδιές, πώς σιώπησαν οι κρότοι; Και το «τώρα» είναι πλέον εκείνο το «τότε» της ερημιάς και του φόβου, με τις κατά μόνας περιπλανήσεις στα υπογάστρια και στις κοιλότητες της πόλης να είναι εξορμήσεις ειδικού σκοπού. Αλλά για δες, όλα είναι γνώριμα, ντεκουπαρισμένα στον αθηναϊκό ουρανό, σαν κουκλόσπιτα, αθώα και παιδιάστικα, έτσι που αφέθηκαν χωρίς σκοπό. Ο φακός σεργιανάει από την Ομόνοια στην Πλατεία Κοτζιά, και όλα τα νεοκλασικά μέγαρα μιας τόσο μακρινής Αθήνας, ακουμπάνε πλάτη πλάτη με τα άλλοτε απαστράπτοντα μεγαθήρια

μεταπολεμικού μοντερνισμού, γερασμένα πια

αυτά, παλιοκαιρινά απομεινάρια μιας εποχής που εκτοξευόταν στο μέλλον. Και αυτό το μέλλον μοιάζει τώρα και αυτό μετέωρο, ξεθωριασμένο και περισσότερο

πάνω στις πλάκες, εκεί που άλλοτε ήταν το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας.

Ευθεία είναι η Εθνική Τράπεζα και μπροστά της η

Αχαρνική Οδός αλλά η οδός Αθηνάς σε προσκαλεί

πάντα να την περπατήσεις και πάλι, ιδίως τώρα που

τα πλήθη έχουν αποτραβηχτεί σαν μια θάλασσα που

τραβήχτηκε πίσω. Περπατάς και είναι σαν νιώθεις

αθέατα βλέμματα να σε παρακολουθούν, η σιωπή

είναι πιο εκκωφαντική από τον συνήθη βόμβο της

Αθηνάς, σε κάθε βήμα ξανακοιτάς τα κτίρια, αυτά τα γνώριμα, για να βεβαιωθείς ότι βαδίζεις σωστά.

Εχεις τώρα την ευκαιρία να τα δεις όλα αλλιώς, ακόμη και στην ευθεία της Αθηνάς, το Μοναστηράκι

έτσι όπως προβάλλει αγνώριστο, με την Παντάνασσα

στεφανωμένη από την Ακρόπολη.

109 Ανάμεσα
του
αβέβαιο παρά ποτέ. Ομως, εκεί στην Ομόνοια, εκείνες τις ημέρες πριν εγκατασταθεί το νέο συντριβάνι, με το Μπάγκειον και τον Μέγα Αλέξανδρο με τις Καρυάτιδες – φρουρούς στην είσοδο της οδού Αθηνάς, όλα μοιάζουν να κυλούν πάλι από την αρχή. Και εκεί στο μεγάλο πλάτωμα της Πλατείας Κοτζιά ή Εθνικής Αντίστασης και πρώην Λουδοβίκου, προς
Οθωνα, τα νεοκλασικά
σκηνικά.
και
τιμήν του φιλέλληνα πατέρα του
μέγαρα μοιάζουν και αυτά θεατρικά
Τα βήματα σέρνονται
ΟΜΟΝΟΙΑ, ΑΘΗΝΑΣ, ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

στην Πλατεία Ομονοίας και στη Δημοτική Αγορά, η παλιά Αθήνα επιζεί με ένα τρόπο παράδοξο, που περισσότερο έχει να κάνει με την κληρονομημένη γενετική παρακαταθήκη της πόλης παρά με τη γραφικότητα μιας ρομαντικής εποχής. Ναι, αυτή η Αθήνα με τις μυρωδιές από μπακάλικα και τυράδικα, που ίσως επιζούν περισσότερο στη φαντασία μας, γεμάτη σκιές από λαχειοπώλες, με τέντες μικρομάγαζων και φορτωμένα περίπτερα, με τουρίστες και μετανάστες, και κάπου εκεί, εμείς και ο παλιός εαυτός μας όταν μεγαλώναμε σε αυτήν την πόλη. Μόνο, που εδώ, σε αυτό το θορυβώδες, πολυάνθρωπο και ρευστό σύμπαν της Αθήνας, ακούγονται τώρα μονάχα τα βήματα της Διονυσίας Αλεξιάδη. Πού πήγαν όλοι οι άνθρωποι; Πού κλείστηκαν οι μυρωδιές, πώς σιώπησαν οι κρότοι; Και το «τώρα» είναι πλέον εκείνο το «τότε» της ερημιάς και του φόβου, με τις κατά μόνας περιπλανήσεις στα υπογάστρια και στις κοιλότητες της πόλης να είναι εξορμήσεις ειδικού σκοπού. Αλλά για δες, όλα είναι γνώριμα, ντεκουπαρισμένα στον αθηναϊκό ουρανό, σαν κουκλόσπιτα, αθώα και παιδιάστικα, έτσι που αφέθηκαν χωρίς σκοπό. Ο φακός σεργιανάει από την Ομόνοια στην Πλατεία Κοτζιά, και όλα τα νεοκλασικά μέγαρα μιας τόσο μακρινής Αθήνας, ακουμπάνε πλάτη πλάτη με τα άλλοτε απαστράπτοντα μεγαθήρια

μεταπολεμικού μοντερνισμού, γερασμένα πια

αυτά, παλιοκαιρινά απομεινάρια μιας εποχής που εκτοξευόταν στο μέλλον. Και αυτό το μέλλον μοιάζει τώρα και αυτό μετέωρο, ξεθωριασμένο και περισσότερο

πάνω στις πλάκες, εκεί που άλλοτε ήταν το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας.

Ευθεία είναι η Εθνική Τράπεζα και μπροστά της η

Αχαρνική Οδός αλλά η οδός Αθηνάς σε προσκαλεί

πάντα να την περπατήσεις και πάλι, ιδίως τώρα που

τα πλήθη έχουν αποτραβηχτεί σαν μια θάλασσα που

τραβήχτηκε πίσω. Περπατάς και είναι σαν νιώθεις

αθέατα βλέμματα να σε παρακολουθούν, η σιωπή

είναι πιο εκκωφαντική από τον συνήθη βόμβο της

Αθηνάς, σε κάθε βήμα ξανακοιτάς τα κτίρια, αυτά τα γνώριμα, για να βεβαιωθείς ότι βαδίζεις σωστά.

Εχεις τώρα την ευκαιρία να τα δεις όλα αλλιώς, ακόμη και στην ευθεία της Αθηνάς, το Μοναστηράκι

έτσι όπως προβάλλει αγνώριστο, με την Παντάνασσα

στεφανωμένη από την Ακρόπολη.

110 Ανάμεσα
του
αβέβαιο παρά ποτέ. Ομως, εκεί στην Ομόνοια, εκείνες τις ημέρες πριν εγκατασταθεί το νέο συντριβάνι, με το Μπάγκειον και τον Μέγα Αλέξανδρο με τις Καρυάτιδες – φρουρούς στην είσοδο της οδού Αθηνάς, όλα μοιάζουν να κυλούν πάλι από την αρχή. Και εκεί στο μεγάλο πλάτωμα της Πλατείας Κοτζιά ή Εθνικής Αντίστασης και πρώην Λουδοβίκου, προς
Οθωνα, τα νεοκλασικά
σκηνικά.
και
τιμήν του φιλέλληνα πατέρα του
μέγαρα μοιάζουν και αυτά θεατρικά
Τα βήματα σέρνονται
ΟΜΟΝΟΙΑ, ΑΘΗΝΑΣ, ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ
114
115
116
117
118
119
120
121
123 10
ΣΤΑΔΙΟΥ

Ισως να μην υπάρχει άλλος δρόμος, όπως η Σταδίου, που να σήκωσε με τέτοια δραματικότητα τον συμβολισμό μιας σχεδόν δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Ενας δρόμος γεμάτος ιστορίες, σκιές, αναμνήσεις.... Η Σταδίου, ονομαστή στο εγγύς και απώτερο παρελθόν για τα ωραία καταστήματα και τη ζωηρή εμπορική κίνηση, πέρασε στη φιλολογία της οικονομικής και κοινωνικής παρακμής με τα κλειστά μαγαζιά και την αίσθηση εγκατάλειψης, ιδίως από την Κλαυθμώνος ως την Ομόνοια. Η εικόνα της βελτιώνεται έκτοτε, αλλά το 2020, με τον μανδύα της πανδημίας να τυλίγει τα πάντα, αυτή

της Σταδίου.

Ηταν ένα δυστοπικό σκηνικό, όπως θα έλεγε η σύγχρονη γλώσσα. Ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη, αέρινος, αφανής, διακριτικός, διείσδυσε μέσα στο ψυχικό

περίβλημα αυτής της αθηναϊκής οδού, που, καμιά

άλλη δεν έχει τον συμβολισμό της αθηναϊκότητάς της. Είναι το εμπόριο, είναι η Παλιά Βουλή και νυν Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, είναι

κτίριο του Εμμανουήλ Βουρέκα, που εγκαινιάστηκε το 1953. Πόσες στρώσεις μνήμης φέρει αυτός ο δρόμος;

Στη σκιά του Τρικούπη προς την Κολοκοτρώνη και σε

εγγύτητα με εκείνους τους δρόμους, συνώνυμους με

την παλιά Αθήνα των αστών, όπως είναι η Ανθίμου

Γαζή και η Βουλής, χτυπάει και ζαλίζει τις αισθήσεις

η μυρωδιά από τις νεραντζιές. Ναι, πάνω στην

ανθοφορία τους ήταν στη διάρκεια του λοκντάουν

του 2020. Αυτό το άρωμα, ταυτόσημο της Αθήνας, πένθιμο και ζείδωρο μαζί, γηγενές και εξωτικό, λεπτό

και σπάνιο, όσο και κοινό και οικείο, γαργαλάει

τη μνήμη και την προκαλούσε

125
της
βαθιά σαν κυτταρική μνήμη
η εντύπωση
ερήμωσης είχε περάσει ήδη
τα παλιά και νέα ξενοδοχεία, είναι αυτή η ώσμωση του παλιού και του νέου, του λαϊκού και του αστικού. Α, είναι και τα πολλά σινεμά και τα θέατρα. Από πού ν’ αρχίσει κανείς; Από το Ρεξ ή από το θλιβερό σκήνωμα του Αττικόν; Αλλά να, που μέσα στη σιωπή του 2020, η Διονυσία Αλεξιάδη φέρνει στις αισθήσεις αυτόν τον αέρα της βαθιάς Αθήνας. Να είναι αυτή η πολυθρύλητη Κλαυθμώνος, με το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, το μέτωπο της οδού Δραγατσανίου με τα μέγαρα της δεκαετίας του ‘50, να είναι η αρχαία πόλη που ζει σε στρώσεις κάτω από τα πόδια μας εκεί στο ίδιο σημείο; Και εκεί που ο νους πηγαίνει στον εξαφανισμένο από τον αθηναϊκό χάρτη «Κάουφμαν», εκείνη την ατμοσφαιρική κόγχη της γαλλικής κουλτούρας (το μυαλό φέρνει και την ιστορική φωτογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη βιτρίνα του), το μυαλό πετάει ήδη στην χιαστί απέναντι αρχοντική πρόσοψη του παλιού ξενοδοχείου «Ατενέ Παλάς», ένα κομψό
σταθερά εκείνες τις εβδομάδες της σιωπής. Ο φακός δεν το μεταφέρει, αλλά το άρωμα - φουντωτές όλες οι νεραντζιές στη σειρά γύρω από την Παλιά Βουλή, βαθύσκιωτοι θύσανοι κεντημένοι με λευκά αστράκια, ακολουθεί κατά πόδας τις φευγαλέες σκιές. ΣΤΑΔΙΟΥ

Ισως να μην υπάρχει άλλος δρόμος, όπως η Σταδίου, που να σήκωσε με τέτοια δραματικότητα τον συμβολισμό μιας σχεδόν δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Ενας δρόμος γεμάτος ιστορίες, σκιές, αναμνήσεις.... Η Σταδίου, ονομαστή στο εγγύς και απώτερο παρελθόν για τα ωραία καταστήματα και τη ζωηρή εμπορική κίνηση, πέρασε στη φιλολογία της οικονομικής και κοινωνικής παρακμής με τα κλειστά μαγαζιά και την αίσθηση εγκατάλειψης, ιδίως από την Κλαυθμώνος ως την Ομόνοια. Η εικόνα της βελτιώνεται έκτοτε, αλλά το 2020, με τον μανδύα της πανδημίας να τυλίγει τα πάντα, αυτή

της Σταδίου.

Ηταν ένα δυστοπικό σκηνικό, όπως θα έλεγε η σύγχρονη γλώσσα. Ο φακός της Διονυσίας Αλεξιάδη, αέρινος, αφανής, διακριτικός, διείσδυσε μέσα στο ψυχικό

περίβλημα αυτής της αθηναϊκής οδού, που, καμιά

άλλη δεν έχει τον συμβολισμό της αθηναϊκότητάς της. Είναι το εμπόριο, είναι η Παλιά Βουλή και νυν Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, είναι

κτίριο του Εμμανουήλ Βουρέκα, που εγκαινιάστηκε το 1953. Πόσες στρώσεις μνήμης φέρει αυτός ο δρόμος;

Στη σκιά του Τρικούπη προς την Κολοκοτρώνη και σε

εγγύτητα με εκείνους τους δρόμους, συνώνυμους με

την παλιά Αθήνα των αστών, όπως είναι η Ανθίμου

Γαζή και η Βουλής, χτυπάει και ζαλίζει τις αισθήσεις

η μυρωδιά από τις νεραντζιές. Ναι, πάνω στην

ανθοφορία τους ήταν στη διάρκεια του λοκντάουν

του 2020. Αυτό το άρωμα, ταυτόσημο της Αθήνας, πένθιμο και ζείδωρο μαζί, γηγενές και εξωτικό, λεπτό

και σπάνιο, όσο και κοινό και οικείο, γαργαλάει

τη μνήμη και την προκαλούσε

126
της
βαθιά σαν κυτταρική μνήμη
η εντύπωση
ερήμωσης είχε περάσει ήδη
τα παλιά και νέα ξενοδοχεία, είναι αυτή η ώσμωση του παλιού και του νέου, του λαϊκού και του αστικού. Α, είναι και τα πολλά σινεμά και τα θέατρα. Από πού ν’ αρχίσει κανείς; Από το Ρεξ ή από το θλιβερό σκήνωμα του Αττικόν; Αλλά να, που μέσα στη σιωπή του 2020, η Διονυσία Αλεξιάδη φέρνει στις αισθήσεις αυτόν τον αέρα της βαθιάς Αθήνας. Να είναι αυτή η πολυθρύλητη Κλαυθμώνος, με το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, το μέτωπο της οδού Δραγατσανίου με τα μέγαρα της δεκαετίας του ‘50, να είναι η αρχαία πόλη που ζει σε στρώσεις κάτω από τα πόδια μας εκεί στο ίδιο σημείο; Και εκεί που ο νους πηγαίνει στον εξαφανισμένο από τον αθηναϊκό χάρτη «Κάουφμαν», εκείνη την ατμοσφαιρική κόγχη της γαλλικής κουλτούρας (το μυαλό φέρνει και την ιστορική φωτογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη βιτρίνα του), το μυαλό πετάει ήδη στην χιαστί απέναντι αρχοντική πρόσοψη του παλιού ξενοδοχείου «Ατενέ Παλάς», ένα κομψό
σταθερά εκείνες τις εβδομάδες της σιωπής. Ο φακός δεν το μεταφέρει, αλλά το άρωμα - φουντωτές όλες οι νεραντζιές στη σειρά γύρω από την Παλιά Βουλή, βαθύσκιωτοι θύσανοι κεντημένοι με λευκά αστράκια, ακολουθεί κατά πόδας τις φευγαλέες σκιές. ΣΤΑΔΙΟΥ
128
129

ΚΟΛΩΝΑΚΙ

133 11

Οταν η Πλατεία Κολωνακίου μοιάζει ερημωμένη μέρα μεσημέρι, αισθάνεται κανείς ότι η πόλη

ολόκληρη είναι σε καθεστώς απειλής. Σαν ένας

στρατιωτικός νόμος να έχει αφαιρέσει αυτό το joie de vivre από την «Πλατεία» που είναι μια μικρή χώρα

από μόνο της. Ενας τόπος αυθύπαρκτος μέσα στο

κάδρο της αχανούς πόλης.

Και αν έχεις αποσπαστεί από αυτήν τη συνθήκη, όπως είχε κάνει η Διονυσία Αλεξιάδη με τον φακό της, αισθάνεσαι να έχεις δραπετεύσει από έναν

κλοιό και να προσπαθείς σε όσο χρόνο έχεις να

φωτογραφήσεις, να καταγράψεις, να πιάσεις αυτό το μοναδικό φαινόμενο της ερήμωσης.

Δέος μπροστά στα κεντρικά καφέ της Πλατείας από

την Τσακάλωφ ως την Αναγνωστοπούλου, αμηχανία μπροστά σε εκείνο το παράδοξο θέαμα της άδειας

οδού Ακαδημίας, εκεί από τη Δημοκρίτου

σημειώσεις αποκτούν πλέον

τη σημασία ενός ντοκουμέντου, που αθροίζεται σε

άλλα κεφάλαια κρίσης στην ιστορία της Αθήνας

του 20ού και του 21ου αιώνα. Και που, προοπτικά, συγκροτεί πλέον ένα ψυχογράφημα της ίδιας της

πόλης, μια άυλη προέκταση

135
ως τη στροφή της Κανάρη, εκεί που ένας ολόκληρος κόσμος πάλλεται σε μία συνηθισμένη μέρα. Αλλά τίποτε το συνηθισμένο δεν υπήρχε ως συνθήκη εκείνες τις μέρες. Και η κληροδοτημένη πλέον φωτογραφική καταγραφή του Κολωνακίου σε καθεστώς πολιορκίας από την άνοιξη του 2020 είναι ένα κεφάλαιο και αυτό της αθηναϊκής ιστορίας, μια ακόμη αφορμή για να σταθμίσουμε όχι μόνο τη σχετικότητα των σταθερών αναφορών μας αλλά και τη ροή του χρόνου στο αστικό τοπίο. Η Διονυσία Αλεξιάδη μας κληροδοτεί εικόνες από την Πατριάρχου Ιωακείμ και από την Ακαδημίας, από τη Σκουφά και από την Ηροδότου, από την Τσακάλωφ και από την Αλεξάνδρου Σούτσου, σαν να έχει ανοίξει το ημερολόγιο ομηρείας και να μοιράζεται επιλεκτικά μαζί
κάποιες από τις σελίδες του. Αυτές
μας
οι φωτογραφικές
των απτών τεκμηρίων που προσφέρει η φωτογραφία καταγραφής. Η εικόνα του παλαιοβιβλιοπωλείου στην Αλεξάνδρου Σούτσου όπως και η στροφή από την Ακαδημίας στην Κανάρη ή ακόμη και η οδός Σκουφά μπροστά από τον Αγιο Διονύσιο συνιστούν τρεις τυχαίες, μεν, αλλά ΚΟΛΩΝΑΚΙ

Οταν η Πλατεία Κολωνακίου μοιάζει ερημωμένη μέρα μεσημέρι, αισθάνεται κανείς ότι η πόλη

ολόκληρη είναι σε καθεστώς απειλής. Σαν ένας

στρατιωτικός νόμος να έχει αφαιρέσει αυτό το joie de vivre από την «Πλατεία» που είναι μια μικρή χώρα

από μόνο της. Ενας τόπος αυθύπαρκτος μέσα στο

κάδρο της αχανούς πόλης.

Και αν έχεις αποσπαστεί από αυτήν τη συνθήκη, όπως είχε κάνει η Διονυσία Αλεξιάδη με τον φακό της, αισθάνεσαι να έχεις δραπετεύσει από έναν

κλοιό και να προσπαθείς σε όσο χρόνο έχεις να

φωτογραφήσεις, να καταγράψεις, να πιάσεις αυτό το μοναδικό φαινόμενο της ερήμωσης.

Δέος μπροστά στα κεντρικά καφέ της Πλατείας από

την Τσακάλωφ ως την Αναγνωστοπούλου, αμηχανία μπροστά σε εκείνο το παράδοξο θέαμα της άδειας

οδού Ακαδημίας, εκεί από τη Δημοκρίτου

σημειώσεις αποκτούν πλέον

τη σημασία ενός ντοκουμέντου, που αθροίζεται σε

άλλα κεφάλαια κρίσης στην ιστορία της Αθήνας

του 20ού και του 21ου αιώνα. Και που, προοπτικά, συγκροτεί πλέον ένα ψυχογράφημα της ίδιας της

πόλης, μια άυλη προέκταση

136
ως τη στροφή της Κανάρη, εκεί που ένας ολόκληρος κόσμος πάλλεται σε μία συνηθισμένη μέρα. Αλλά τίποτε το συνηθισμένο δεν υπήρχε ως συνθήκη εκείνες τις μέρες. Και η κληροδοτημένη πλέον φωτογραφική καταγραφή του Κολωνακίου σε καθεστώς πολιορκίας από την άνοιξη του 2020 είναι ένα κεφάλαιο και αυτό της αθηναϊκής ιστορίας, μια ακόμη αφορμή για να σταθμίσουμε όχι μόνο τη σχετικότητα των σταθερών αναφορών μας αλλά και τη ροή του χρόνου στο αστικό τοπίο. Η Διονυσία Αλεξιάδη μας κληροδοτεί εικόνες από την Πατριάρχου Ιωακείμ και από την Ακαδημίας, από τη Σκουφά και από την Ηροδότου, από την Τσακάλωφ και από την Αλεξάνδρου Σούτσου, σαν να έχει ανοίξει το ημερολόγιο ομηρείας και να μοιράζεται επιλεκτικά μαζί
κάποιες από τις σελίδες του. Αυτές
μας
οι φωτογραφικές
των απτών τεκμηρίων που προσφέρει η φωτογραφία καταγραφής. Η εικόνα του παλαιοβιβλιοπωλείου στην Αλεξάνδρου Σούτσου όπως και η στροφή από την Ακαδημίας στην Κανάρη ή ακόμη και η οδός Σκουφά μπροστά από τον Αγιο Διονύσιο συνιστούν τρεις τυχαίες, μεν, αλλά ΚΟΛΩΝΑΚΙ
140
141
144
145

ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

147 12

σε όλη τη νεώτερη ιστορία της, είτε λόγω κανονιοβολισμών, για λόγους δηλαδή εθιμοτυπίας και τελετουργίας, είτε λόγω εξωραϊστικών έργων, που κατά κανόνα και διαχρονικά ξεσήκωναν αντιδράσεις (από τη διάνοιξη του Περιφερειακού ως τη δημιουργία

του Θεάτρου στη δεκαετία του ‘60). Αλλά και για

λόγους οικιστικής επέκτασης, όταν οι πολυκατοικίες

υψώνονταν μετά το 1955 (αλλά ήδη το 1925, έγραφε η «Καθημερινή» για τα σπίτια «νεοπλούτων»

που ολοένα και σκαρφαλώνουν).

Ολα αυτά όμως, τόσες δεκαετίες τώρα, δεν αφαίρεσαν από τον Λυκαβηττό το μυθικό στοιχείο της γοητείας του. Αν απομονώσει κανείς την ιδέα του Λυκαβηττού

από αφετηρίες πολιτικές, ιδεολογικές, οικολογικές

και αισθητικές, θα μείνει με την ιδέα του λόφου, που

είναι άχρονη και ασάλευτη στον χρόνο.

Και ίσως η συγκυρία της πανδημίας και του

υποχρεωτικού εγκλεισμού την άνοιξη του 2020,

να μας έφερε πλησιέστερα σε αυτήν ακριβώς την

άχρονη ιδέα του Λυκαβηττού

αντικειμενική πραγματικότητα.

Τα χωμάτινα μονοπάτια, η σιωπή του Περιφερειακού, η απουσία τροχοφόρων, η ανοιξιάτικη Φύση και κυρίως η απουσία που εν προκειμένω υπερτερούσε

ως εντύπωση της όποιας παρουσίας, έγιναν ένα φωτογραφικό άλμπουμ καταγραφής εκείνης της αίσθησης.

Και η Αθήνα, αχανής, απλωμένη σαν αργυρόλευκο

χαλί με νησίδες ώχρας, τερακότας και πράσινου, με

λιγοστά καμπαναριά και τρούλους, αλλά με λόφους

ολόγυρα και χιλιάδες ταράτσες πολυκατοικιών, γίνεται

και εκείνη κομμάτι της εμπειρίας σε κάθε ανάβαση

στον Λυκαβηττό. Και η κατά μόνας περιήγηση στον

λόφο προσδίδει εκείνον τον μανδύα της ιερότητας

της στιγμής, της εμπειρίας, του βιώματος.

Η φύση στην Αθήνα, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή στον

Λυκαβηττό, έχει κάτι το παγανιστικό, το αρχέγονο, το οικουμενικό. Η αναρρίχηση,

148 Σαν ένα βαθύσκιωτο γλυπτό, ο λόφος του Λυκαβηττού είναι η ίδια η Αθήνα. Αδύνατον να φανταστεί κανείς την Αθήνα χωρίς τον Λυκαβηττό. Τον βλέπεις από την Ακρόπολη,
Μετς από την Πανεπιστημίου στο ύψος της Κοραή. Ο Λυκαβηττός κατά μια έννοια είναι διαρκώς στην επικαιρότητα της Αθήνας
από το
που περισσότερο έχει να κάνει με μια άυλη παρακαταθήκη της Αθήνας παρά με ένα μετρήσιμο μέγεθος. Η γύμνια του λόφου από κάθε είδους δραστηριότητα ήταν η επωδός στις φωτογραφίες της Διονυσίας Αλεξιάδη, μια συνθήκη που συντηρείται και θάλλει σε καθεστώς σιωπής. Σε αυτό το καθεστώς παρεμβαίνουν μονάχα τα τετερίσματα και τα φτερουγίσματα των πουλιών ή τα θροΐσματα των θάμνων. Και στην προκειμένη περίπτωση, τα βήματα της Διονυσίας Αλεξιάδη. Η σπάνια
έδωσε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να αφουγκραστούμε τον Λυκαβηττό ως μία αυθύπαρκτη
εκείνη συγκυρία μας
ο περίπατος, η ενατένιση της μεγαλούπολης, γίνονται κομμάτι μιας εσωτερικής εμπειρίας, που διαστέλλεται όταν συμβαίνει σε συνθήκες μοναχικής περιπλάνησης. ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

σε όλη τη νεώτερη ιστορία της, είτε λόγω κανονιοβολισμών, για λόγους δηλαδή εθιμοτυπίας και τελετουργίας, είτε λόγω εξωραϊστικών έργων, που κατά κανόνα και διαχρονικά ξεσήκωναν αντιδράσεις (από τη διάνοιξη του Περιφερειακού ως τη δημιουργία

του Θεάτρου στη δεκαετία του ‘60). Αλλά και για

λόγους οικιστικής επέκτασης, όταν οι πολυκατοικίες

υψώνονταν μετά το 1955 (αλλά ήδη το 1925, έγραφε η «Καθημερινή» για τα σπίτια «νεοπλούτων»

που ολοένα και σκαρφαλώνουν).

Ολα αυτά όμως, τόσες δεκαετίες τώρα, δεν αφαίρεσαν από τον Λυκαβηττό το μυθικό στοιχείο της γοητείας του. Αν απομονώσει κανείς την ιδέα του Λυκαβηττού

από αφετηρίες πολιτικές, ιδεολογικές, οικολογικές

και αισθητικές, θα μείνει με την ιδέα του λόφου, που

είναι άχρονη και ασάλευτη στον χρόνο.

Και ίσως η συγκυρία της πανδημίας και του

υποχρεωτικού εγκλεισμού την άνοιξη του 2020,

να μας έφερε πλησιέστερα σε αυτήν ακριβώς την

άχρονη ιδέα του Λυκαβηττού

αντικειμενική πραγματικότητα.

Τα χωμάτινα μονοπάτια, η σιωπή του Περιφερειακού, η απουσία τροχοφόρων, η ανοιξιάτικη Φύση και κυρίως η απουσία που εν προκειμένω υπερτερούσε

ως εντύπωση της όποιας παρουσίας, έγιναν ένα φωτογραφικό άλμπουμ καταγραφής εκείνης της αίσθησης.

Και η Αθήνα, αχανής, απλωμένη σαν αργυρόλευκο

χαλί με νησίδες ώχρας, τερακότας και πράσινου, με

λιγοστά καμπαναριά και τρούλους, αλλά με λόφους

ολόγυρα και χιλιάδες ταράτσες πολυκατοικιών, γίνεται

και εκείνη κομμάτι της εμπειρίας σε κάθε ανάβαση

στον Λυκαβηττό. Και η κατά μόνας περιήγηση στον

λόφο προσδίδει εκείνον τον μανδύα της ιερότητας

της στιγμής, της εμπειρίας, του βιώματος.

Η φύση στην Αθήνα, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή στον

Λυκαβηττό, έχει κάτι το παγανιστικό, το αρχέγονο, το οικουμενικό. Η αναρρίχηση,

149 Σαν ένα βαθύσκιωτο γλυπτό, ο λόφος του Λυκαβηττού είναι η ίδια η Αθήνα. Αδύνατον να φανταστεί κανείς την Αθήνα χωρίς τον Λυκαβηττό. Τον βλέπεις από την Ακρόπολη,
την Πανεπιστημίου στο ύψος της Κοραή. Ο Λυκαβηττός κατά μια έννοια είναι διαρκώς στην επικαιρότητα της Αθήνας
από το Μετς από
που περισσότερο έχει να κάνει με μια άυλη παρακαταθήκη της Αθήνας παρά με ένα μετρήσιμο μέγεθος. Η γύμνια του λόφου από κάθε είδους δραστηριότητα ήταν η επωδός στις φωτογραφίες της Διονυσίας Αλεξιάδη, μια συνθήκη που συντηρείται και θάλλει σε καθεστώς σιωπής. Σε αυτό το καθεστώς παρεμβαίνουν μονάχα τα τετερίσματα και τα φτερουγίσματα των πουλιών ή τα θροΐσματα των θάμνων. Και στην προκειμένη περίπτωση, τα βήματα της Διονυσίας Αλεξιάδη. Η σπάνια
έδωσε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να αφουγκραστούμε τον Λυκαβηττό ως μία αυθύπαρκτη
εκείνη συγκυρία μας
ο περίπατος, η ενατένιση της μεγαλούπολης, γίνονται κομμάτι μιας εσωτερικής εμπειρίας, που διαστέλλεται όταν συμβαίνει σε συνθήκες μοναχικής περιπλάνησης. ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ
154
155

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.