Η έννοια της ετεροτοπίας Η ετεροτοπία, είναι μία έννοια που εισήγαγε ο Γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault και αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμη σε ότι αφορά την θεωρητική συζήτηση για το χώρο, αποτέλεσε στοιχείο της θεωρητικής επεξεργασίας για αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, γεωγράφους και φιλοσόφους στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τη χωρική διάσταση των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων. Το Μάρτιο του 1967, ο Foucault έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «περί αλλοτινών χώρων», καλεσμένος από μια λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών και επέλεξε να εστιάσει σ’ αυτό που ονομάζει «χώρους του άλλου».1
• Ουτοπίες Πριν ορίσει τις ετεροτοπίες, ο Foucault ορίζει τις ουτοπίες «Εντούτοις, αυτό που με ενδιαφέρει, ανάμεσα σε όλες αυτές τις χωροθεσίες, είναι ορισμένες εξ αυτών που έχουν την παράξενη ιδιότητα να σχετίζονται με όλες τις άλλες χωροθεσίες, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να αναστέλλουν, να εξουδετερώνουν ή να αντιστρέφουν το σύνολο σχέσεων που περιγράφονται, αντικατοπτρίζονται ή αντανακλώνται μέσα από αυτές. Τέτοιοι χώροι, κατά κάποιον τρόπο, που συνδέονται με όλους τους άλλους χώρους και που αντιβαίνουν ωστόσο σε όλες τις χωροθεσίες, απαρτίζονται από δύο μεγάλους τύπους. Υπάρχουν καταρχάς οι ουτοπίες. Οι ουτοπίες είναι χωροθεσίες χωρίς πραγματικό τόπο. Είναι οι χωροθεσίες που διατηρούν με τον πραγματικό χώρο της κοινωνίας μια γενική σχέση άμεσης ή αντεστραμμένης αναλογίας. Πρόκειται για την ίδια την κοινωνία τελειοποιημένη ή πρόκειται για την άλλη όψη της κοινωνίας, αλλά ούτως ή άλλως οι ουτοπίες είναι χώροι θεμελιωδώς εξωπραγματικοί ως προς την ουσία τους».2 Το αίτημα λοιπόν για την ικανοποίηση του επιθυμητού, τοποθετείται έξω απ’ το υπαρκτό. Όμως, πώς μπορεί να γίνει πραγματικότητα; Η κινητήρια δύναμη για μία Dits et ecrits,360, Des espaces autre. Διάλεξη στον Κύκλο Αρχιτεκτονικών Ερευνών,14 Μαρτίου 1967,Architecture,Mouvement,Continuite,τχ.5,Οκτώβριος 1984,σσ 46-49: Μόλις την άνοιξη του 1984 ο Μ. Φουκώ επέτρεψε να δημοσιευτεί αυτό το κείμενο, που γράφτηκε στην Τυνησία το 1967. Στα ελληνικά: «Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα», Michel Foucault, μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, 2012. Εδώ χρησιμοποιήσαμε την έκδοση στο διαδίκτυο: https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html Η επιλογή του Foucault να εστιάσει στους «χώρους του άλλου», αντανακλά ουσιαστικές πτυχές των αναζητήσεών του. Η συζήτηση για το «διαφορετικό» και την «ετερότητα», παίρνει μεγάλες διαστάσεις από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Ο Foucault, δεν επηρεάστηκε απλά από το ρεύμα της εποχής του, αλλά άνοιξε ο ίδιος νέα μονοπάτια μέσα απ’ τα αναλυτικά σχήματα των σχέσεων εξουσίας. 2 https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html Η άρνηση των ανθρώπων να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα που τους περιβάλλει, τους οδηγεί να «φαντάζονται» μια διαφορετική/ιδανική διάταξη των κοινωνικών σχέσεων, που ικανοποιεί πλήρως τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις που συγκροτούν αυτήν την επιθυμία. Αυτή η ιδανική κοινωνία, είχε συνήθως την χωρική της έκφραση σε μία ιδανική πόλη, ένα ιδανικό μέρος, έναν ιδανικό/μη υπαρκτό τόπο. Ο ου-τόπος, ή αλλιώς μη-τόπος, έχοντας τα χαρακτηριστικά του «ιδανικού», είναι ο μη πραγματοποιημένος. Είναι το επιθυμητό, το οποίο δεν εντοπίζεται στο υπάρχον. Κύριο χαρακτηριστικό της ουτοπίας είναι η πλήρης επίλυση των προβλημάτων που γεννούν την ανάγκη της. Έτσι, οι περιγραφές της, δε συνδέονται με τον υπαρκτό χώρο, ο οποίος είναι εμποτισμένος με τα ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά του «σήμερα», αλλά με φανταστικούς/«αμόλυντους» τόπους. 1
τέτοια ρήξη στη συνοχή του κοινωνικού χρόνου, μπορεί να είναι μια πανανθρώπινη στράτευση σε ένα καλά ορισμένο όραμα. Είναι δυνατόν μια ουτοπία να λειτουργεί ως ένα λεπτομερές οικουμενικό όραμα, στο βαθμό που η κοινωνική πραγματικότητα διαπερνάται από πολλαπλές πολιτισμικές, κοινωνικές, ηθικές, χωρικές κ.ά. διαφοροποιήσεις; Η «ουτοπία» είναι εξαρτημένη από βασικά γνωρίσματα της νεωτερικότητας, όπως η ολοκλήρωση, η αντικειμενική αλήθεια, η οικουμενικότητα, η τελμάτωση των κοινωνικών μορφών κλπ. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις ξεχωριστές εκδοχές της ουτοπίας. Στην πρώτη, εστιάζοντας στην χρονική απροσδιοριστία της υλοποίησής της, στη συνειδητή αποκοπή της απ’ το υπάρχον και στην ιδανική φύση της, την αντιμετωπίζουμε ως αδύνατη, ως μη υλοποιήσιμη. Εξωθείται πέρα απ’ το μη-πραγματοποιημένο, στο μη-πραγματοποιήσιμο.3 Στη δεύτερη εκδοχή, εστιάζοντας στην «ολοκλήρωση» και στην οικουμενική φύση της ουτοπίας, βλέπουμε να παραμερίζονται οι εσωτερικές συγκρούσεις της κοινωνίας και αυτή να αποτελεί το ενιαίο κοινωνικό όραμα που, βάζοντας τον «άνθρωπο στο κέντρο», προσπαθεί με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της επιστήμης να ικανοποιήσει τις ανάγκες της «ανθρωπότητας».4 Στην τρίτη εκδοχή της ουτοπίας, μπορούμε μην την αντιμετωπίσουμε ούτε ως αδύνατη, αλλά ούτε ως εξαρτημένη απ’ το κράτος αλλά ως ένα πλαίσιο αμφισβήτησης του υπάρχοντος και αναζήτησης του «άλλου», μετουσιωμένο σε κοινωνικές πρακτικές που βρίσκουν τον τόπο και τον χρόνο τους στο «εδώ» και στο «σήμερα», με τρόπο ασύμμετρο και όχι αναγκαστικά ενσωματωμένες σε κεντρικές κρατικές στρατηγικές.
• Ετεροτοπίες Υπάρχουν όμως και ουτοπίες πού δεν περιγράφουν απλώς το απόλυτο, το ιδανικό (σύμφωνα πάντα με ένα σύνολο αξιών), έστω χαράσσοντας το σχέδιο μιας τέλειας πολιτεί¬ας χωρίς παρελθόν και ζωή, αλλά επιχειρούν και να το εξιστορήσουν αυτό το έξω.. Ακόμη κι αν τέτοιες ουτοπίες, ιδιαίτερα οι σύγχρονες, παίρνουν τη μορφή μιας ζοφερής πρόβλεψης σαν την ταινία «Μπλέιντ Ράνερ» τού Ρ. Σκοτ ή τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» τού Χάξλεϊ, όσα εξιστορούν προσφέρουν τη δυνατότητα μιας σύγκρισης με το εδώ και το παρόν. Η σύγκρι¬ση τούτη παίρνει τη μορφή της αλληγορίας: μιας αφήγησης για πράγματα μακρινά και αλ¬λιώτικα, μακρινά σε χώρο και σε χρόνο, πού υπαινίσσεται παρατηρήσεις και αξιολογήσεις για όσα ζούμε σήμερα. Ο χώρος της ουτοπίας αποκτά το χρόνο του, γίνεται ταυτόχρονα μακρινός και προ¬σιτός, μ' άλλα λόγια συγκρίσιμος. Αν η αλληγορική ουτοπία κάνει το χρόνο τού μέλλοντος να έχει βάθος και ένταση, αν τελικά αφηγείται ένα χρόνο μακρινό για να γεννήσει τη σύγκριση με το χρόνο τού παρό¬ντος και τη μνήμη πού τον κατοικεί, τότε μήπως μπορούμε να φανταστούμε τρόπούς και ο χώρος της ουτοπίας να είναι αλλού και ταυτόχρονα εδώ; Μήπως μπορούμε να σκεφτούμε την ύπαρξη τόπων τού εδώ πού απουσιάζουν ταυτόχρονα στο μέλλον, τόπων πού κατοι¬κούνται από ανθρώπους αλλά και τα μακρινά τούς όνειρα για ένα μέλλον αλλιώτικο; Ο Thomas More το 1516 δημοσίευσε το έργο του «Ουτοπία», στο οποίο ένας ταξιδιώτης προσπαθούσε να περιγράψει με εξαιρετική λεπτομέρεια τις πολιτικο-κοινωνικές αρχές μιας φανταστικής χώρας – νησιού, όπου θα κυριαρχεί η ορθολογική κοινωνική οργάνωση, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η κοινοτική ιδιοκτησία, η ανεξιθρησκεία κλπ. 4 Αυτό το είδος της «ρεαλιστικής ουτοπίας», μπορούμε να πούμε πως αρχίζει να εκδηλώνεται πιο έντονα στο μεσοπόλεμο και κυρίως στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι συνθήκες κοινωνικής αποσύνθεσης και εξαθλίωσης, απαιτούσαν ένα ρεαλιστικό όραμα, που θα μπορούσε να επιλύσει άμεσα τα τεράστια προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Η ουτοπία εδώ είναι ενσωματωμένη στο «ανθρώπινο» κοινωνικό κράτος του κεϋνσιανισμού που γεννιέται μετά την κρίση του 1929, ενώ κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτές τις στρατηγικές φαίνεται να αναλαμβάνει ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βλέπουμε πως οι κυρίαρχες εκδοχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (και ειδικά του «ύστερου μοντερνισμού») εμπνέονταν απ΄ αυτό το είδος ουτοπίας. Τα σχέδια, του Le Corbusier, τοποθετούνταν, ακριβώς σ’ αυτήν την προβληματική, της επίλυσης των «οικουμενικών προβλημάτων της ανθρωπότητας», αναζητώντας «ιδανικές» μονάδες κατοικίας, «ιδανικά» συγκροτήματα συλλογικής κατοικίας, «ιδανικές» πολεοδομικές διατάξεις κλπ. 3
Για αυτά τα μέρη, πρότεινε ο Foucault τον όρο ετεροτοπίες, για να περιγράψει πραγματικούς τόπους στην καρδιά της σύγχρονης πόλης πού στεγάζουν το αλλιώτικο, το έτερο. Σύμφωνα με το δικό τού σχήμα, τούτοι οι τόποι είναι το ίδιο θεμελιώδεις και απαραίτητοι για κάθε κοινωνία με εκείνους πού στεγάζουν το «κανονικό». «Υπάρχουν επίσης, κατά πάσα πιθανότητα σε κάθε κουλτούρα, σε κάθε πολιτισμό, πραγματικοί χώροι, ενεργοί χώροι, χώροι εγγεγραμμένοι στην ίδια την θέσμιση της κοινωνίας, οι οποίοι συνιστούν ενός είδους αντι-χωροθεσίες, ενός είδους ενεργά πραγματώμενες ουτοπίες, όπου οι πραγματικές χωροθεσίες, όλες οι άλλες πραγματικές χωροθεσίες που μπορούν να βρεθούν στο εσωτερικό του πολιτισμού, αντιπροσωπεύονται, αμφισβητούνται και αντιστρέφονται, ενός είδους τόποι που βρίσκονται έξω από όλους τόπους, μολονότι είναι πραγματικά εντοπίσιμοι. Εν αντιθέσει προς τις ουτοπίες, θα ονομάσω ετεροτοπίες αυτούς τους τόπους, επειδή είναι απολύτως διαφορετικοί από όλες τις χωροθεσίες που αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται».5
Προσφέρουν, στο βαθμό της απόκλισής τούς από το κανονικό, το μέτρο τελικά της κανονικότητας. Και ίσως εδώ ακριβώς εντοπίζεται η λειτουργικότητά τούς. Κατά κάποιον τρόπο ορίζουν τον τόπο της απόκλισης δίνοντάς της παραδειγματική υπόσταση τέτοια πού να εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία τού συνόλου των χωρικών διατάξεων μιας κοινωνίας. Οι ετεροτοπίες, σύμ¬φωνα με τον Φουκώ, δίνουν χώρο στη διαφορά ουσιαστικά ενισχύοντας την ομοιότητα πού την περιβάλλει. Ο κατάλογος τέτοιων ετεροτοπιών είναι ενδεικτικός: οι φύλακές (τό¬ποι εγκλεισμού των αποκλινόντων παραβατών), τα ψυχιατρεία (όπου απομονώνονται οι αποκλίνοντες της λογικής συμπεριφοράς), οι οίκοι ευγηρίας (για τούς μη παραγωγικούς πια), τα πορνεία (εκεί πού στεγάζεται μια ερωτική ζωή στον αντίποδα τού οικογενειακού νόμιμού έρωτα).6
Οι ετεροτοπίες, λοιπόν, είναι «ένα είδος ουτοπιών που έχουν γίνει πράξη». Σε αντίθεση με τις ουτοπίες, οι ετεροτοπίες τού Μ. Φουκώ είναι χώροι πραγματικοί, χώροι θεσμοποιημένοι. Είναι λοιπόν χώροι πού διαφέρουν, χώροι που στεγάζουν την ετερότητα. Η διαφορά τούς όμως από τον περίγυρό τους τούς κάνει τελικά χώρους αναφοράς. https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html Ανάμεσα στις ουτοπίες και τις ετεροτοπίες, υπάρχει και ο «ενδιάμεσος» χώρος/εμπειρία. Αυτός δεν είναι άλλος από τον καθρέφτη: «Ο καθρέφτης, τελικώς, είναι μια ουτοπία, αφού πρόκειται για έναν άτοπο τόπο. Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί που δεν είναι, σε έναν εξωπραγματικό χώρο που διανοίγεται εικονικά πίσω από την επιφάνεια, είμαι εκεί, εκεί όπου δεν είμαι, σαν ενός είδους σκιά που προσφέρει σε εμένα τον ίδιο την ορατότητά μου, που μου επιτρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου εκεί απ’ όπου απουσιάζω: ουτοπία του καθρέφτη. Πρόκειται, όμως, και για ετεροτοπία, στον βαθμό που ο καθρέφτης υπάρχει πραγματικά, και έχει στη θέση που κατέχω, ενός είδους αναδρομική επενέργεια. Με βάση τον καθρέφτη ανακαλύπτω την απουσία μου από τη θέση όπου βρίσκομαι, αφού βλέπω εκεί τον εαυτό μου. Με βάση αυτό το βλέμμα που πέφτει τρόπον τινά πάνω μου, από τα βάθη του εικονικού χώρου που βρίσκεται από την άλλη μεριά του γυαλιού, επιστρέφω προς τον εαυτό μου και αρχίζω πάλι να στρέφω τα μάτια μου προς εμένα, και να ανασυγκροτώ τον εαυτό μου εκεί όπου βρίσκεται. Ο καθρέφτης λειτουργεί ως μια ετεροτοπία, με την έννοια ότι καθιστά αυτή τη θέση που καταλαμβάνω τη στιγμή που κοιτάζω τον εαυτό μου στο γυαλί απολύτως πραγματική, σε συνάφεια με όλον τον περιβάλλοντα χώρο, και συνάμα απολύτως εξωπραγματική, επειδή είναι αναγκασμένη, για να την παρατηρήσουν, για να γίνει αντιληπτή, να διέλθει από το εικονικό σημείο που βρίσκεται εκεί μέσα.» (https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ ichel-foucault.html) 5 6
Προκειμένου να εντοπίσει αυτούς τους πραγματικούς χώρους, ο Foucault περιγράφει τις βασικές αρχές που συγκροτούν τα κριτήρια αυτής της ιδιότυπης τοπολογίας, της «ετεροτοπολογίας», όπως την ονομάζει. Συνοπτικά, αναφέρει: 1. «πιθανόν δεν υπάρχει καμία κουλτούρα στον κόσμο η οποία να μην δημιουργεί ετεροτοπίες»7 Εδώ, παρότι οι ετεροτοπίες λαμβάνουν ξεχωριστές φυσικές μορφές σε κάθε περίπτωση, ο Foucault προτείνει να τις κατηγοριοποιήσουμε σε δύο μεγάλες ομάδες που αντιστοιχούν σε δύο ξεχωριστά ιστορικά στάδια. Στις πρωτόγονες κοινωνίες επικρατούν οι «ετεροτοπίες της κρίσης», δηλαδή τόποι (ιεροί, προνομιούχοι, απαγορευμένοι) όπου υποδέχονται άτομα που για τα δεδομένα της κοινωνίας βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης (έφηβοι, έγκυες, ηλικιωμένοι κλπ). Για παράδειγμα, οι πρώτες εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας των εφήβων έπρεπε να συμβούν οπουδήποτε αλλού εκτός από το σπίτι και την «οικογένεια». Έτσι, το 19ο και 20ο αιώνα, για τα αγόρια αυτό συνέβαινε στο στρατό ή στο γυμνάσιο ενώ για τα κορίτσια στο «ταξίδι του μέλιτος». Απ’ την άλλη, στη σύγχρονη κοινωνία επικρατούν οι «ετεροτοπίες της απόκλισης», δηλαδή τόποι όπου τοποθετούνται άτομα με αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τον «κανόνα» μιας κοινωνίας. Εδώ, βρίσκουμε τις φυλακές, τις κλινικές ή ακόμα και τους οίκους ευγηρίας, οι οποίοι σύμφωνα με το Foucault τοποθετούνται ανάμεσα στις ετεροτοπίες της κρίσης και της απόκλισης. 2. «μια κοινωνία κατά την ιστορική της εξέλιξη μπορεί να κάνει μια ήδη υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο τελείως διαφορετικό»8 Είναι σταθερά τα χαρακτηριστικά της ετεροτοπίας; Κάποιοι χώροι συνιστούν ετεροτο¬πίες από την ίδια την καταστατική τούς δημιουργία; Εδώ ο Φουκώ μοιάζει να μη δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση. Ενώ είναι φανερό ότι η ετεροτοπία ορίζεται μέσα από μια σχέση σύ¬γκρισης με τούς άλλους τόπους μιας κοινωνίας, η ιστορικότητά της έγκειται στις μεταμορ¬φώσεις της πάντα ως ετεροτοπίας στο πέρασμα τού χρόνου. Το παράδειγμα εδώ είναι το νεκροταφείο. Ο Foucault τοποθετεί την ετερότητά του συγκριτικά με τους συνήθεις πολιτισμικούς χώρους. Πρόκειται για ένα τόπο ο οποίος συνδέεται με όλους τους υπόλοιπους χώρους μιας κοινωνίας, μιας και κάθε άτομο σχετίζεται με κάποιο τρόπο μ’ αυτό. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα το νεκροταφείο, τοποθετούνταν στο κέντρο της πόλης και η ταφή ήταν κυρίαρχα ομαδική. Η μετάβαση όμως, από την υπερίσχυση των θεοκρατικών/μεταφυσικών αντιλήψεων, προς τον ορθολογισμό και το «ρεαλισμό του θανάτου» δίνει άλλο νόημα και άλλο τόπο στην ταφή και στο νεκροταφείο, χωρίς όμως να το καταργεί. Πλέον, τα νεκροταφεία απομακρύνονται στα όρια της πόλης, μιας και ο θάνατος είναι συνδεδεμένος με τη μετάδοση ασθενειών στους ζωντανούς, ενώ οι νεκροί αποκτούν το δικό τους ατομικό τάφο. 3. «η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους, πολλές θέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι ασύμβατες»9 Τα παραδείγματα εδώ είναι το θέατρο, ο κινηματογράφος και ο κήπος. Στο θέατρο έχουμε τον ορθογώνιο χώρο της σκηνής, όπου τόποι ξένοι μεταξύ τους διαδέχονται https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html 9 https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html Οι ετεροτοπίες χειρίζονται ένα χρόνο αλλιώτικο από τον κανονικό, παραβιάζοντας τη ροή, το ρυθμό ή τη φορά του. Αντιστοιχούν, έτσι, οι ετεροτοπίες σε ετεροχρονίες, σε ετεροχρονισμούς. 7 8
ο ένας τον άλλο, ενώ στον κινηματογράφο, έχουμε την ορθογώνια αίθουσα στο βάθος της οποίας συναντάμε μια δισδιάστατη οθόνη, στην οποία προβάλλονται εναλλάξιμοι χώροι τριών διαστάσεων. Ο Foucault όμως, χρησιμοποιεί σαν κύριο παράδειγμα τον παραδοσιακό περσικό κήπο. Στο κέντρο του κήπου πρέπει να συναντιούνται τα τέσσερα σημεία που αντιπροσωπεύουν τον ορίζοντα, με τη λεκάνη και το συντριβάνι που συμβολίζουν τον ομφαλό του κόσμου, ενώ όλη η βλάστηση πρέπει να κατανέμεται σ’ αυτόν τον κεντρικό χώρο. Ο περσικός κήπος, ως ιερός τόπος, αποτελεί μια χωρική κοσμολογική μεταφορά, ένα μικρόκοσμο με αυστηρή σημειολογία. 4. «η ετεροτοπία ξεκινάει να λειτουργεί πλήρως όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό τους χρόνο»10 Σε αντιστοιχία με την ετεροτοπία, ο Foucault προτείνει την έννοια των ετεροχρονισμών. Απ’ τη μία, έχουμε τις χρονικές ετεροτοπίες που συσσωρεύονται στο άπειρο. Οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία, απ’ το 19ο αιώνα και μετά, από ατομικές συλλογές γίνονται γενικό αρχείο, τόπος συλλογής, συσσώρευσης, καταγραφής και ταξινόμησης «όλων των χρόνων, όλων των εποχών, όλων των ιδεών», ένας τόπος «αιώνιος», στο απυρόβλητο του χρόνου. Απ’ την άλλη, έχουμε τα πανηγύρια και τις γιορτές όπου σε αντίθεση, με τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, ο χρόνος γίνεται εφήμερος και αβέβαιος. Ο Foucault, αναφέρεται επίσης και στα «χωριά των διακοπών» της Πολυνησίας, ως εξωτικά μέρη που συνθέτουν αυτές τις δύο εκδοχές χρονικής ετεροτοπίας. Η «κατάργηση του χρόνου», η απεμπλοκή απ’ τους καθημερινούς ρυθμούς, συνοδεύεται απ’ την (επ)ανακάλυψη ενός διαφορετικού, εφήμερου, «γιορτινού» χρόνου. Η εμπλοκή της ετεροτοπίας στο χρόνο, η παραβίαση της όποιας κανονικότητας του αποδίδει η κοινωνική ζωή, κάνει αναγκαστικά το χαρακτήρα της σχετικό. Μια μορφή χωρι¬κής ή χρονικής κανονικότητας είναι που μπορεί να προσδιορίσει ετεροτοπίες και ετερο¬χρονισμούς. 'Όταν μια τέτοια κανονικότητα αναιρείται ή αμφισβητείται πολλαπλά, τότε ο ετεροτοπικός χαρακτήρας ακυρώνεται και όπου πριν διακρίναμε ετεροτοπίες ίσως μετά να διακρίνουμε τους νέους πρότυπους χώρους που θα δώσουν το μέτρο νέων κανονικοτήτων. Η ετεροτοπία είναι διπλά ανοιχτή στη δύναμη του χρόνου. Πρώτα γιατί αλλάζει στο διάβα του χρόνου καθώς αλλάζουν τα δεδομένα της σύγκρισης με τον περίγυρό της, αλλά και για¬τί η ίδια διαχειρίζεται το χρόνο, Έχει το χρόνο ως θέμα της, διαμορφώνεται ανάλογα με τον τρόπο που συμπιέζει ή εκτείνει το χρόνο. 'Έτσι, η ετεροτοπία μεταμορφώνεται στο πέρα¬σμα του χρόνου
10
https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html
και μεταμορφώνει το χρόνο στο εσωτερικό της. Και η μεταμόρφωση του χρόνου της τη μεταμορφώνει διπλά.11 5. «οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντα την ύπαρξη ενός συστήματος ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά προσπελάσιμες»12 Ο Foucault διακρίνει δύο εκδοχές. Στη μία περίπτωση, το σύστημα πρόσβασης σε αυτούς τους τόπους είναι αρκετά σαφές και ευδιάκριτο. Είτε πρόκειται για χώρους στους οποίους εξαναγκάζεσαι να βρεθείς, όπως στο στρατό ή στη φυλακή, είτε για χώρους στους οποίους πρέπει πρώτα να συμμετάσχεις σε συγκεκριμένες ιεροτελεστίες/ τελετουργίες όπως στα μουσουλμανικά χαμάμ (για λόγους θρησκευτικής κάθαρσης), ή στις σκανδιναβικές σάουνες (για λόγους υγιεινής). Στην άλλη περίπτωση, η πρόσβαση δε φαίνεται να εξαρτάται από κάποιο σύστημα. Αντίθετα φαίνεται να είναι ελεύθερη, ενώ στην πραγματικότητα, η είσοδος σε αυτούς τους τόπους συνοδεύεται από περίεργους αποκλεισμούς. Για παράδειγμα, ενώ τα αμερικάνικα μοτέλ εμφανίζονται ως το ελεύθερα προσβάσιμο καταφύγιο για την παράνομη σεξουαλικότητα, παρατηρούμε πως αυτή δεν φιλοξενείται ανοικτά και ελεύθερα, αλλά συγκαλυμμένα, σαν να μην είναι πραγματικά αποδεκτή. 6. «οι ετεροτοπίες διαθέτουν μια λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο»13 Πάλι, ο Foucault ξεχωρίζει δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη μιλάει για τις «ετεροτοπίες των ψευδαισθήσεων», δηλαδή για τόπους οι οποίοι θέλουν να καταγγείλουν κάθε πραγματικό χώρο ως απατηλό. Για τόπους δηλαδή, που αμφισβητούν τον ορθολογικό μανδύα του υπόλοιπου χώρου, αναδεικνύοντας τα όρια, τις νόρμες και τις προϋποθέσεις του. Σ’ αυτήν την κατηγορία, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οίκων ανοχής, που μπορούμε να πούμε πως παίζουν αυτόν το ρόλο στο πεδίο στης σεξουαλικότητας. Στη δεύτερη εκδοχή, τοποθετεί τις «ετεροτοπίες της αντιστάθμισης». Σε αντίθεση με τις ετεροτοπίες των ψευδαισθήσεων, αυτές θέλουν να αναδείξουν την ανορθολογικότητα των υπόλοιπων χώρων. Πρόκειται για τόπους οι οποίοι, όντας τέλειοι, σχολαστικοί και άριστα οργανωμένοι, έρχονται να διευθετήσουν τον αποδιοργανωμένο και πρόχειρο υπόλοιπο χώρο. Το παράδειγμα που φέρνει εδώ είναι οι αποικίες, οι οποίες δεν αφήνουν απλώς το σημάδι τους στους χώρους και στους πολιτισμούς που τοποθετούνται, αλλά επιδιώκουν να αποτελέσουν ένα «ιδανικό» μοντέλο οργάνωσης, στο οποίο αυτοί πρέπει να προσαρμοστούν. Ο Foucault, κλείνει το κείμενό του, ορίζοντας την (κατά την άποψή του) κατεξοχήν ετεροτοπία: «το καράβι είναι ένα κομμάτι χώρου που επιπλέει, ένας άτοπος τόπος, που ζει από μόνος του, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του και που έχει συγχρόνως παραδοθεί στο άπειρο της θάλασσας και που από λιμάνι σε λιμάνι, από βάρδια σε Αυτή τη χωροχρονική δυναμική ίσως περιγράφει το σχήμα που προτείνει ο Κ. Hethe¬ringtοn (The Badlands of Modernity: Heterotopia and Social Ordering, Routledge, London 1997). Σύμφωνα με την άποψή του, οι ετεροτοπίες είναι χώροι όπου δοκιμάζονται νέες μορφές συγκρότησης μιας νέας τάξης στην κοινωνική ζωή. ‘Όπως επισημαίνει, δεν πρόκειται για τόπους περιθωριακούς ή για τόπους μόνιμα αποκλεισμένους από την τάξη του χώρου μιας κοινωνίας. Είναι μάλλον κάτι σαν κοινωνικά πειραματικά εργαστήρια όπου παίρνουν μορφή νέες συμπεριφορές, υλοποιούνται νέες αξίες, συγκροτούνται νέα υποκείμενα δράσης, οργανώνονται νέα κέντρα αναφοράς και εξουσίας. Αναφέρει πως φυλακή είναι η ουτοπία της πειθαρχίας, η οποία εκεί συναντάται στην ιδανική της μορφή και το εργοστάσιο είναι η υλοποίηση της καπιταλιστικής ουτοπίας Εκείνο που ο Hethe¬ringtοn προσθέτει στον ορισμό της ετεροτοπίας δεν είναι ο εγγενής συσχετιστικός χαρακτήρας της. Είναι η χρονικά επισφαλής θέση της που την ορίζει ως με¬ταβατικό τόπο, ως τόπο όπου αδιαμόρφωτες ακόμα προβάλλουν εναλλακτικές συμπεριφο¬ρές και αξίες. Η τύχη τους δεν είναι δεδομένη, γι’ αυτό και στις ετεροτοπίες το όποιο μέλ¬λον διακυβεύεται. Όμως όταν και όποτε τούτες οι αξίες, οι ιεραρχήσεις, οι συσχετισμοί και οι στόχοι παγιωθούν, συμπυκνωθούν και αποκτήσουν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, τότε οι ετεροτοπίες γίνονται το εργαστήρι που βοήθησε στη γέννησή τους. Η νέα ζωή πρόκειται να αναδείξει τέτοιους τόπους πια στο προσκήνιο ακυρώνοντας ταυτόχρονα και αναγκαστικά τον ετεροτοπικό τους χαρακτήρα. 12 https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html 13 https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html 11
βάρδια, από οίκο ανοχής σε οίκο ανοχής, πηγαίνει μέχρι τις αποικίες αναζητώντας ό,τι πολυτιμότερο έχουν στους κήπους τους, τότε καταλαβαίνουμε γιατί το καράβι ήταν για τον πολιτισμό μας, από τον 16ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, όχι μόνο το μεγαλύτερο εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και η μεγαλύτερη δεξαμενή φαντασίας. Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία. Στους πολιτισμούς δίχως καράβια τα όνειρα αποστειρώνονται, η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια και η αστυνομία τους πειρατές».14
• Σχόλια για τις ετεροτοπίες Παρατηρούμε ίσως ότι ουσιώδες χαρακτηριστικό της ετεροτοπίας είναι η μεταβατική της υπόσταση. Τέτοιοι τόποι αποτελούν έναν ενδιάμεσο σταθμό επεξεργασίας νέων κοινωνικών εμπειριών και σχέσεων, όπου οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου ορίζουν ένα διάστημα μεταβατικό. Ας πάρουμε, σαν μια εικόνα που μπορεί να βοηθήσει την κατανόηση του μεταβατικού χαρακτήρα της ετεροτοπίας, την εικόνα ενός ενδιάμεσου χώρου που σημαδεύει το πέρασμα από ένα χώρο σε έναν άλλο. Τούτος ο ενδιάμεσος χώρος θα είναι ένα κατώφλι. Όταν το διαβαίνουμε βρισκόμαστε από ένα συγκεκριμένο τόπο με ιδιαίτερο καθεστώς σε έναν άλλο. Μπορούμε έτσι περνώντας το κατώφλι να βρισκόμαστε από ένα δημόσιο χώρο σε έναν ιδιωτικό, από έναν ιερό σε έναν κοσμικό, από έναν υπαίθριο σε έναν κλειστό, από την πό¬λη στη φύση κ.ο.κ.. Υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι ένας τέτοιος χώρος δεν αποτελεί παρά το όριο ανάμεσα σε δύο επικράτειες. Αν όμως παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά, θα δει πως ακόμα και σε τούτη την περίπτωση συντελείται μιας ελάχιστης μεν καθοριστικής δε διάρκειας μετάβαση από κάτι σε κάτι άλλο. Το δέος της παραβίασης μιας πύλης που οδηγεί στο απαγορευμένο σωματοποιείται από τη στιγμή που κανείς εισέρχεται στον ελάχιστο εκείνο χώρο που ορίζει η ίδια η πύλη. Όταν πια η πύλη είναι πίσω, το ιερό έχει ήδη παραβιαστεί. Αλλά εκείνο που συμβαίνει τις περισσότερες φορές είναι πως το κατώφλι αποτελεί μια σύνθεση επιμέρους χωρικών διαμορφώσεων που προετοιμάζουν τη μετάβαση προς κά¬ποιο χώρο. Στο κατώφλι η μετάβαση ανάμεσα σε ένα πριν και σε ένα μετά, ανάμεσα σε ένα εδώ και σε ένα εκεί, ανάμεσα σε έναν τόπο και σε έναν άλλο εκφράζεται μέσα από μια κίνηση. Η κί¬νηση η ίδια, η ζυμωμένη με το χρόνο κίνηση, είναι που παράγει το κατώφλι. Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για τα κατώφλια όχι σαν διαμορφώσεις χώρου αλλά σαν εμπειρίες, σαν σχέ¬σεις με κάποιους χώρους. Έτσι τα κατώφλια δεν είναι μόνο διαμορφώσεις χώρου, είναι και διαμορφώσεις χρόνου. Και αποκτούν το νόημά τους, τη σχέση τους με την έννοια της μεταβατικότητας μόνο μέσα από κάποιες πρακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κατώφλια σημαδεύουν πρώτα πρώτα περιοχές του χώρου στις οποίες διενεργούνται αναγκαίες κοινωνικά τελετές μετάβασης. Η υποδοχή των ξένων, για παράδειγμα, ή το πέρασμα από το δρόμο στο σπίτι ακόμα και σήμερα δεν είναι παρά μια κοινωνική τελετή.15 https://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/ichel-foucault.html Αναλύσεις άλλων θεωρητικών προσεγγίζουν την έννοια της ετεροτοπίας ως πιο διευρυμένη, παρουσιάζοντάς την ως το πέρασμα προς το διαφορετικό, ένα τόπο υλικό και γλωσσικό που περιλαμβάνει πρακτικές και συνθήκες αντίστασης (practices and conditions of resistance). Οι Edward Soja και Henri Lefebvre αναφέρονται στις ετεροτοπίες ως συγκεκριμένους χώρους αναπαράστασης, συνδεδεμένους με τη λαθραία ή υπόγεια πλευρά της κοινωνικής ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η αρχική ιδέα του Foucault για την ετεροτοπία ως «μη-αναπαραστάσιμη» ταιριάζει στη μετέπειτα επεξεργασία της ετεροτοπολογίας ως ασαφής διάταξη, και τις ετεροτοπίες ως ένα περιορισμένο σύστημα υποκείμενο σε δικαιώματα, αποκλεισμούς και απόκρυψη. Οι 14 15
Ο Foucault υποστηρίζει την ύπαρξη του «άλλου» μέσα στο «όλον» γιατί εκεί εντοπίζονται τα πιο δυναμικά του στοιχεία. Αντιμετωπίζει το χώρο ως ένα ανομοιογενές σύνολο στο οποίο παράγονται ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες που εν δυνάμει μπορεί να προσιδιάζουν σε εναλλακτικές διατάξεις των κοινωνικών σχέσεων. Αναζητά αυτούς τους χώρους, αυτές τις κοινωνικο-χωρικές συνθήκες, που δεν εντάσσονται στο «κανονικό». Εκεί που εκδηλώνεται η ασυμμετρία της κοινωνικής πραγματικότητας. Μπορεί κανείς να διακρίνει περιόδους της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας στις οποίες ιδιαίτερες μορφές ουτοπικής αναζήτησης μπολιάζονται από ουτοπικές πρακτικές και οδηγούν σε ετεροτοπικές εμπειρίες, σε ετεροτοπικούς χώρους και χρόνους. Στους ίδιους τους ετεροτοπικούς χώρους μπορεί όμως να υλοποιούνται με ακρίβεια, στην αρχή ως ένα ουτοπικό σχέδιο, αρχές και αξίες της υπάρχουσας κοινωνίας, ακριβώς όπως μπορεί, για παράδειγμα, οι μορφές εγκλεισμού να προοιωνίζονται μορφές συντεταγμένης εργασίας, μορφές πειθαρχημένης εκπαίδευσης ή μορφές ακόμα και πειθαρχημένης σχέσης με το χώρο. Το κυκλοφοριακό μοντέλο, για πα¬ράδειγμα, είναι ένα τέτοιο σχήμα και στην ουτοπία της απόλυτης διεύθυνσης της κυκλοφο¬ρίας οφείλονται ένα σωρό μέτρα που δεσμεύουν, ορίζουν τη χρήση της πόλης. Αποτελούν λοιπόν, με έναν τρόπο, οι ετεροτοπικές εμπειρίες συχνά προϋποθέσεις για ανατροπές. Αυτό που φαινόταν λοιπόν ίσως κάποια στιγμή σαν αντίφαση στο κείμενο του Φουκώ για τις ετεροτοπίες, ότι δηλαδή οι ετεροτοπίες μπορούσαν να είναι χώροι ελευθερίας, χώ¬ροι απόλυτα διαφορετικοί που στεγάζουν απόλυτα διαφορετικές εμπειρίες από ένα έξω κανονικοποιημένο και ταυτόχρονα χώροι παραδειγματικού εγκλεισμού, παραδειγματικής απομόνωσης εκείνων που διέφεραν, άρα χώροι απόλυτης ανελευθερίας, αυτή η αντίφαση είναι τελικά η λειτουργική αντίφαση κάθε τέτοιας εμπειρίας χώρου και χρόνου. Ίσως τροποποιώντας, λοιπόν, το περιεχόμενο που δίνει ο Φουκώ στην ετεροτοπία να μπορούμε να περιγράφουμε τόπους του αλλού ήδη εδώ και σήμερα. Συλλογικότητες που αγωνίζονται με τα μάτια και την επιθυμία στραμμένα σε ένα καλύτερο μέλλον, μπορούν με τη δράση τους να γεννήσουν τέτοιους τόπους.
• Ετεροτοπίες και Αρχιτεκτονική Ωστόσο, πως όλα αυτά περνούν στο πεδίο της αρχιτεκτονικής; Αδιαμφισβήτητα, μια ετεροτοπία προϋποθέτει χώρο και ένα θεσμικό πλαίσιο στη βάση του οποίου λειτουργεί. Πόσο καθοριστικό είναι το χωρικό στοιχείο; Σε ποιο βαθμό μπορεί να καθορίσει μια ετεροτοπία; Πόσο συνειδητός μπορεί να γίνει ο σχεδιασμός μιας ετεροτοπίας από ένα αρχιτέκτονα και πόσο εφικτός είναι; Αν ο χώρος έχει όντως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων με τις οποίες λειτουργεί μια ετεροτοπία, τότε εύκολα μπορούμε να θεωρήσουμε εφικτή τη δημιουργία ετεροτοπιών από τους αρχιτέκτονες. Αξίζει πρώτα όμως να αναφερθούμε στις ουτοπίες, αφού οι ετεροτοπίες σύμφωνα με τον Foucault αποτελούν ανάκλασή τους. Κατά καιρούς στο πεδίο της αρχιτεκτονικής εντοπίσαμε πολλές ουτοπικές κοινωνίες τις οποίες σχεδίασαν αρχιτέκτονες και παράλληλα πρότειναν με αυτές διαφορετικό τρόπο ζωής. Εύκολα μπορούμε να πούμε ότι η αρχιτεκτονική και οι ουτοπίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, χωρίς αρχιτεκτονική δεν υπάρχει ουτοπία αλλά και χωρίς ουτοπίες δεν υπάρχει αρχιτεκτονική (N. Coleman, Utopias), το ένα υπονοεί το άλλο. Η ουτοπία αν και υπονοεί τόπο χωρίς τόπο, ενσωματώνει χωρικά χαρακτηριστικά, η κοινωνία μεταμοντέρνες προοπτικές, όμως, τείνουν να θεωρούν τους χώρους αυτούς της ετερότητας ως εναλλακτική λύση των αστικών σχηματισμών, που χαρακτηρίζονται από την ένταξη τους, τη «ριζική διαφάνεια» και την απεριόριστη συνδεσιμότητα, κάτι που τους καθιστά τόπους πολιτικής και κοινωνικής σημασίας για την ενδυνάμωση των μειονοτικών ομάδων και περιθωριακών υποομάδων μέσω της χρήσης του χώρου. Ο Edward Soja (1940-) είναι Αμερικανός μεταμοντέρνος πολιτικός γεωγράφος και πολεοδόμος. Ο Henri Lefebvre (1901-1991) ήταν Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος.
που παρουσιάζει τοποθετείται σε ένα τόπο, αυτό τον τόπο πολλές φορές τον έχουν σχεδιάσει αρχιτέκτονες. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποτελούν δείγμα μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι “The New Babylon” (Constant, 1959-74), “The Spatial City” (Friedman, 1958-59) και “Plug-in City” (Archigram, 1964). Κάθε αρχιτεκτονικό έργο πριν την υλοποίηση του αποτελεί το ίδιο μια ουτοπία, σχεδιασμένο βρίσκεται σε μια τέλεια κατάσταση που μπορεί να διαστρεβλωθεί με την πραγματοποίησή του, από το απλό σχέδιο μιας κατοικίας μέχρι το πολεοδομικό σχέδιο μιας πόλης (Fredric Jameson). Η διαδικασία σχεδιασμού στόχο έχει την παραγωγή χώρου που να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε κοινωνικές δομές της κοινωνίας των χρηστών για τους οποίους προορίζεται. Μέσα από το πέρασμα του χρόνου και την μελέτη διαφόρων παραδειγμάτων ετεροτοπιών από την εποχή του μεσαίωνα μέχρι και σήμερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε σε αρκετά παραδείγματα των καταμερισμό του χώρου ως μέσο επιβολής του ελέγχου στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο χωρικός καταμερισμός διευκολύνει παράλληλα τη συλλογή δεδομένων για την οποία μίλησε ο Foucault (1967). Η οργάνωση του χώρου συμβάλλει στην επιβολή τάξης και στον καθορισμό των σχέσεων. Για να διερευνήσουμε τον χώρο ως παράγοντα που καθιστά μια ετεροτοπία μπορούμε να εξετάσουμε την περίπτωση ενός εμπορικού κέντρου. Ο καταναλωτισμός στις μέρες μας εμφανίζεται ως κρίση της κοινωνίας, η κατανάλωση για πολλούς ανθρώπους γίνεται τρόπος ζωής και αυτό εξηγεί την ύπαρξη πολλών εμπορικών κέντρων, ωστόσο μπορεί να πούμε ότι εμφανίζονται και ως ετεροτοπίες κρίσης, καθώς αποκλείουν άτομα και καταστάσεις, όπως άτομα που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αρχικά, η θέση των εμπορικών κέντρων σε σχέση με την πόλη, βρίσκονται εκτός του αστικού ιστού παρουσιάζοντας αυτονομία. Αν αναλογιστούμε την χωρική διάταξη τέτοιων τόπων, εύκολα εντοπίζουμε την οργάνωση των καταστημάτων δεξιά και αριστερά ενός διαδρόμου με τις διαστάσεις ενός δρόμου σε μια πόλη, σχεδιάζεται μια πορεία σε ένα περιβάλλον που μιμείται το αστικό. Η εμπειρία σε ένα εμπορικό κέντρο συμπυκνώνει αστικές εμπειρίες. Αποτελεί ένα χώρο με σταθερό περιβάλλον, το οποίο συντηρείται με το πέρασμα του χρόνου διατηρώντας τις ίδιες αξίες σταθερές σε αντίθεση με τον αστικό χώρο που μεταβάλλεται στο χρόνο, είναι απομονωμένο από τις κλιματολογικές συνθήκες και δεν επηρεάζεται η λειτουργία του καθώς είναι συγκεκριμένη. Περπατώντας κανείς σε ένα εμπορικό κέντρο, θα περάσει από στοές, χώρους με πλατειακά γνωρίσματα, γέφυρες, χώρους πρασίνου ακόμα και από χώρους με το υγρό στοιχείο. Ένα εμπορικό κέντρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το άλλο της πόλης, δεν είναι η πόλη αλλά ούτε και η αντίθεση της. Η χωρική εμπειρία που βιώνει κάποιος σε ένα εμπορικό κέντρο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αρχιτεκτονική του, οι πολλαπλές αμφιθεάσεις αλλά και η έκθεση του ατόμου, μπορεί να μεταβάλει τη συμπεριφορά του ατόμου. Σε ένα τόσο διαμορφωμένο χώρο, όπου τα πάντα είναι κανονισμένα, ο χώρος προωθεί συγκεκριμένη δράση και περιορίζει διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ξεκινώντας από το βλέμμα, ένας τόσο θεαματικός χώρος, με διαφημίσεις και βιτρίνες κατευθύνει τα βλέμματα πρώτα και μετά τα σώματα και τις κινήσεις τους. Επίσης, εναλλάσει τη σχέση που δημιουργεί το βλέμμα, μεταξύ αυτών που παρακολουθούν και αυτών που παρακολουθούνται, εξαιτίας της οργάνωσης σε επίπεδα. Σε ένα εμπορικό κέντρο το άτομο δρα με την ιδιότητα του καταναλωτή.
Ο χώρος όμως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι αδιάφορος καθώς η ετεροτοπία μπορεί να υφίσταται περισσότερο σε χρονικά πλαίσια και παρά σε χωρικά. Τέτοιες ετεροτοπίες, έχουν τις καταβολές τους στην κουλτούρα μιας κοινωνίας, σε αυτές τις περιπτώσεις βλέπουμε τον χώρο ως παράγωγο, για να το κατανοήσουμε αυτό μπορούμε να σκεφτούμε το πανηγύρι σε ένα χωριό, το πανηγύρι γίνεται λόγος διαμόρφωσης ενός περιστασιακού χώρου σε ένα μόνιμο όμως χώρο της κοινωνίας αυτής, όπως είναι ο περίβολος της εκκλησίας ή η πλατεία, ένας χώρος με πολιτιστική αξία. Ο χώρος αυτός παίρνει νέα υπόσταση, οι χωρικές σχέσεις μεταβάλλονται δραματικά, αλλάζουν οι πυκνότητες, δημιουργείται οι αίσθηση του περίκλειστου σ’ ένα ανοιχτό χώρο και παρατηρούμε μια αντίφαση σε σχέση με τη χρήση του χώρου πριν το πανηγύρι, κατά και μετά. Μπορεί ο χώρος να μην είναι πρωταρχική αξία για αυτού του είδους τις ετεροτοπίες, αλλά πάντα θα υπάρχει ως αναπόσπαστο κομμάτι τους.
Βιβλιογραφία
1. Foucault, Michel. "Of Other Spaces, Heterotopias." in Architecture, Mouvement, Continuité 5 (1984): 46-49. (http://foucault.info/documents/heterotopia/foucault.heterotopia.en.html) 21.04.2014 2. Ετεροτοπίες-Μichel Foucault Άλλοι χώροι(Ετεροτοπίες)-Michel Foucault, (Εκδόσεις Πλέθρον,μετάφραση:Τάσος Μπέτζελος), https://bestimmung.blogspot. gr/2013/02/ichel-foucault.html 3. Coleman, Nathaneil. “Architecture and Utopia – an Essay” (http://www. scribd.com/doc/133825384/Architecture-and-Utopia) 21.04.2014 4. Σταύρος Σταυρίδης «Oι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία:Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό» στο http://www.u-topia.gr/system/files/articles/utopia-31-51.pdf 5. Μάνος Αργύρης «Συζητώντας για την ετεροτοπία – οι χωροχρονικές εμπειρίες των «τεράτων»», στο https://akea2011.com/2012/12/26/eterotopia/ 6. αντι-μαθήματα στην αρχιτεκτονική: 1ος κύκλος: Ετεροτοπίες (https://antimathima.files.wordpress.com/2009/12/cf80ceb1cf81cebfcf85cf83ceb9ceb1cf83ceb7. pdf) 7. «Ετεροτοπίες της οδού Ιάσωνος», ερευνητική εργασία της Ζόμπολα Θεώνη , 2015 (http://www.greekarchitects.gr/site_parts/doc_files/185.15.05.pdf) 8. «υπερ-, περα-, μετα- τόποι», Χριστίνα Κάβουρα, Ελένη Λάσκαρη σε συνεργασία με τον Απόστολο Καλφόπουλο, Θεσσαλονίκη 2015 9. Γιάννης Ζαϊμάκης, Κοινωνικός χώρος και ετεροτοπία: δικτυακές κοινότητες και αντιθετικές τεχνοπολιτικές στον κυβερνοχώρο στο Μετασχηματισμοί του χώρου: κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, Νήσος, 2009
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ ΣΚΕΥΑ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
2017