(18γ) περί ποίησης γ' (έλληνες α κ)

Page 1

Σταύρος Στ. Σταφυλάκης

Περί… ποίησης Παγκόσμια ποιητική Ανθολογία Τόμος Τρίτος: Έλληνες ποιητές (Α ως Κ) {Από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας}

Αθήνα 2016 [1]


Αφιερωμένο στους: -

Όμηρο, Ησίοδο, Σαπφώ, Αισχύλο, Ανακρέοντα, Μουσαίο, Κασσιανή, Πτωχοπρόδρομο, Κορνάρο, Σολωμό, Σουρή, Παλαμά, Λειβαδίτη, Πολυδούρη, Ελύτη, Αναγνωστάκη, Ρίτσο, Σεφέρη, Δημουλά…

- Βιργίλιο, Οράτιο, Σαίξπηρ, Γκαίτε, Καμόες, Μπωντλαίρ, Δάντη, Χάινε, Καγιάμ, Πετράρχη, Πρεβέρ, Λόρκα, Πούσκιν, Πεσόα, Μπρεχτ, Πλαθ, Σέλλεϋ, Ρεμπώ, Πόε, Αχμάτοβα, Νερούδα, Χικμέτ, Μαγιακόφσκι, Ταγκόρ… … και σε πολλούς-πολλούς ακόμα σημαντικούς ποιητές της ποίησης από όλο τον κόσμο.

[2]


Εισαγωγή Αρχαίοι Έλληνες ποιητές Οι ποιητές (επικοί, χορικοί, λυρικοί, ελεγειακοί, μελικοί, τραγωδοί, κωμικοί) της αρχαίας Ελλάδας είναι πολλές δεκάδες και τα έργα τους, κατά κανόνα, είναι από αξιόλογα ως αριστουργήματα. Αυτοί είναι που θεμελίωσαν την άποψη για την ποίηση, το έπος και το θέατρο στις μελλοντικές κοινωνίες της Δύσης. Να θυμόμαστε πάντως ότι η έννοια του θεάτρου αναπτύχθηκε αρχικά σε δυο μόνο χώρες, στη αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Κίνα. Τα έργα των Ελλήνων τραγωδών και κωμωδών παίζονται ακόμα και σήμερα σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Στην Κίνα το θεατρικό είδος που αγαπήθηκε και είναι ακόμα και στις μέρες μας δημοφιλές είναι η όπερα, που συνδυάζεται με μουσική, μεπολύχρωμες και εντυπωσιακές μάσκες και χορευτικά – ως ακροβατικά νούμερα. Στους τόμους Τρίτο και Τέταρτο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω όσους από τους αρχαίους Έλληνες ποιητές μπορώ και θεωρώ ότι πρέπει να τονιστεί η παρουσία και το έργο τους.

Ποιητές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης Ενιαίο ελληνικό κράτος δεν υπήρξε παρά μόνο από το 1830 και μετά. Όμως η έννοια Ελλάδα υπήρχε στους αρχαίους χρόνους ως ενότητα που περιλάμβανε όλους τους πληθυσμούς της Βαλκανικής χερσονήσου, της Μικράς Ασίας, της Ιταλίας, Σικελίας και Ευξείνου Πόντου που μιλούσαν την ίδια περίπου γλώσσα (με διαφορές στις διαλέκτους), είχαν την ίδια θρησκεία (Δωδεκάθεο) και τις ίδιες παραδόσεις. Μετά την επικράτηση της Ρώμης και την επιβολή του χριστιανισμού, η λέξη Έλληνας λοιδορήθηκε, συκοφαντήθηκε και ταυτίστηκε με τον οπαδό της παλιάς θρησκείας, τον παγανιστή και αντίχριστο. Μόνο κατά τους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας η λέξη αυτή άρχισε να σημαίνει κάτι, [3]


που άφηνε να εννοηθεί ότι αυτός (ο Έλληνας) ήταν μέλος μιας ενιαίας εθνότητας που είχε παρελθόν και παρόν. Όμως αυτός εξακολουθούσε να είναι υπήκοος μιας ξένης (της ρωμαϊκής) δύναμης - ενός πολυεθνικού κράτους. Η εποχή εκείνη έχει να επιδείξει πληθώρα ποιητών, ο κύριος όγκος όμως των οποίων ασχολήθηκε με τη συγγραφή θρησκευτικών ύμνων και ψαλμών. Όμως υπήρξαν και σπουδαίοι ποιητές όπως οι: Λόγγος, Μουσαίος, Μανασσής, Πτωχοπρόδρομος, Κορνάρος, Χορτάτζης, Φαλιέρος και πολλοί άλλοι κυρίως Κρήτες και Επτανήσιοι δημιουργοί. Ενδιαφέρον στα έργα τους είναι η σταδιακή μεταβολή της ελληνικής γλώσσας στη βατή και κατανοητή στον σημερινό αναγνώστη γλώσσα.

Ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας Οι Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής είναι πολλές εκατοντάδες και το έργο των σημαντικότερων από αυτούς είναι ευρέως γνωστό στο αναγνωστικό κοινό και όχι μόνο στον περιορισμένο κύκλο των εραστών της ποίησης. Το σημαντικό στοιχείο της εποχής που αναφερόμαστε είναι η σκληρή πάλη των οπαδών της λόγιας «καθαρής» γλώσσας εναντίον εκείνων που προτιμούσαν να γράφουν τα πονήματά τους στην απλή και κατανοητή από τους πάντες «δημοτική» γλώσσα. Αυτός ο αγώνας έληξε μόλις πριν από ένα περίπου αιώνα με την φυσιολογική επικράτηση των δημοτικιστών.

Σταύρος Στ. Σταφυλάκης

[4]


Ευρετήριο Τρίτου (Γ΄) ΤΟΜΟΥ Άβλιχος Μικέλης ……………………………………………………. ……. 32 Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα …………………………………………........... 34 Αγγελάκης Αντρέας………………………………………………………… 36 Αγγουλές Φώτης …………………………………………………………… 38 Άγνωστος Έλληνας επιγραμματοποιός…………………………………….. 14 Άγνωστος Έλληνας μιμογράφος……………………………………………. 11 Άγνωστοι Έλληνες ποιητές………………………………………………….. 15 Άγρας Τέλλος ………………………………………………………… …….. 40 Αθανασούλης Κρίτων………………………………………………………… 41 Αισχύλος, αρχαίος Έλληνας τραγωδός …………………………………….. 42 Αλαβέρα Ρούλα……………………………………………………………… 49 Αλεβίζος Άρις ………………………………………………………… ……. 50 Αλέπης Κούλης……………………………………………………………… 51 Αλεξάκης Ορέστης…………………………………………………………… 52 Αλέξανδρος ο Αιτωλός, αρχαίος Έλληνας ποιητής και γραμματικός……. 54 Αλεξάνδρου Άρης ……………………………………………………………. 55 Αλκαίος Άλκης………………………………………………………………… 57 Αλκαίος ο Λέσβιος, αρχαίος Έλληνας ποιητής …………………………… 59 Αλκαίος ο Μεσσήνιος, αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός……………… 61 Αλκμάν, αρχαίος Έλληνας ποιητής …………………………………………. 62 Αμανατίδης Βασίλης………………………………………………………….. 64 Αναγνωστάκης Μανόλης ……………………………………………………. 65 Ανακρέων, αρχαίος Έλληνας ποιητής ………………………………………. [5]


74 Ανθίας Τεύκρος, (Κύπριος)…………………………………………………… 79 Αντιόχου Γιάννης……………………………………………………………… 81 Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς, αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός……… 82 Αντίπατρος ο Σιδώνιος, αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός…………….. 83 Αντιφάνης, αρχαίος Έλληνας ποιητής κωμωδιών……………………….… 84 Αντίφιλος ο Βυζάντιος, αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός……………… 85 Αντωνάτος Νίκος ……………………………………………………………. 86 Ανύτη η Μυτιληναία, αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια………………………….. 89 Ανύτη η Τεγεάτισσα, αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια…………………………… 90 Απολλωνίδης ο Νικαεύς, αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός……………. 91 Απολλώνιος, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ποιητής …………….…… 92 Αραβανής Τάσος………………………………………………………......….. 94 Αργυρόπουλος Νίκος………………………………………………………... 95 Αριστοτέλης, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ποιητής………………….. 96 Αριστοφάνης, αρχαίος Έλληνας ποιητής κωμωδιών ……………….…….. 97 Αρίων, αρχαίος Έλληνας ποιητής και μουσικός …………………….……. 102 Αρμάος Δημήτρης…………………………………………………..……….. 103 Αρσενίου Ελισάβετ………………………………………………………….. 104 Αρφάνης Βασίλης (ή Βασίλης Λαδάς)…………………………….……….. 106 Αρχίλοχος, αρχαίος Έλληνας ποιητής ……………………………………… 108 Ασκληπιάδης, αρχαίος Έλληνας ποιητής επιγραμματοποιός ……….…… 110 Ασλάνογλου Νίκος……………………………………………………..…….. 113 Αυγέρης Μάρκος……………………………………………………..……… 114 Αυγουστινάκη Δέσποινα…………………….……………………………… 115 Βαβούρης Σταύρος……………………………………………….……….. 117 Βαγενάς Νάσος………………………………………………………….…. 120 Βαζιργιαντζίκη Άρτεμις…………………………………………………… 122 [6]


Βακαλό Ελένη ……………………….……………………………………. 124 Βακχυλίδης, αρχαίος Έλληνας ποιητής …….………………………….. 126 Βαλαβάνης Δημοσθένης………………………………………………….. 129 Βαλαωρίτης Αριστοτέλης ………………………………….…………….. 131 Βαλαωρίτης Νάνος ………………………………………………………… 133 Βαρβέρης Γιάννης …………………………………………………..……. 135 Βαρβιτσιώτης Τάκης …………………………………………………..… 138 Βαρθαλίτης Γιώργος………………………………………………………. 140 Βάρναλης Κώστας ……….……………………………………………… 142 Βασιλάκης Νίκος ………………………………………………………….. 148 Βασιλειάδης Σπυρίδων……………………………………………………. 152 Βέης Γιώργος……………………………..………………………………… 153 Βέλτσος Γιώργος ……………………………….………………………….. 155 Βενέτης Θανάσης…………………………………………………………….. 156 Βηλαράς Γιάννης …………………………………………….…………….. 157 Βιζυηνός Γεώργιος………………………………………………..………… 159 Βικέλας Δημήτριος…………………………………………………….…….. 162 Βίρβος Κώστας …………………………………………………………….. 163 Βίων, αρχαίος Έλληνας ποιητής……………………………………………. 165 Βότση Όλγα………………………………………………………………….. 167 Βούζης Παναγιώτης……..……………………………………………………. 168 Βουτιερίδης Ηλίας ……………..…………………………………………… 169 Βρεττάκος Νικηφόρος ……………….……………………………………. 170 Γαλάτης Τάσος……………………………….…………………………….. 175 Γεωργιάδης Θανάσης………………………………..…………………….. 177 Γιαννακόπουλος Χαράλαμπος…………………………….……………….. 179 [7]


Γιαννίση Φοίβη ………………………………………………….………… 181 Γιαννουσοπούλου Ραλλού…………………………………………………… 182 Γιοφύλλης Φώτος…………………………………………………………… 183 Γκανάς Μιχάλης ………..…………………………………………………... 184 Γκάτσος Νίκος ………………..……………………………………………. 186 Γκόλφης Ρήγας………………………..……………………………………. 189 Γκόρπας Θωμάς…………………………….………………………………. 190 Γκούμας Γιάννης…………………………………..………………………… 192 Γκρης Ηλίας…………………………………………….……………………. 194 Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη……………………………………….………….. 195 Γρηγοριάδης Νίκος…………………………………………………….…… 197 Γρυπάρη Μέλπω…………………………………………………………..… 199 Γρυπάρης Ιωάννης ……. …………………………………………………… 200 Γώγου Κατερίνα …………….……………………………………………… 202 Δάλλας Γιάννης…………………….……………………………………….. 204 Δανιήλ Γιώργος………………………….…………………………………… 206 Δασκαλάκης Χρήστος…………………………..…………………………….. 208 Δαφέρμος Ολύμπιος …………………………………..……………………. 209 Δενδρινού Ειρήνη…………………………………………………………….. 210 Δενέγρης Τάσος……………………………………………………….………. 211 Δεπούντης Ιάσων……………………………………………………………… 214 Δημάκης Μηνάς……………………………………………………………… 215 Δημητρακάκη Χρυσούλα……………………………………………… …. 217 Δημουλά Κική …………………………………………………………….. 219 Δικταίος Άρης ……………………………………………………………… 224 Διοσκορίδης, αρχαίος Έλληνας ποιητής, ………………………………… 225 Δούκαρης Δημήτρης……………………………………………..……….. 226 Δροσίνης Γεώργιος ………………………………………….…………… 228 Δωριάδης Αντώνης ……………………………………….……………… 229 [8]


Νίκος Εγγονόπουλος ……………………………………..……………….. 231 Ελευθερίου Μάνος…………………………………….…………………… 234 Ελιγιά Γιοσέφ ……………………………………………………………… 236 Ελύτης Οδυσσέας,………………………………….………….… Νόμπελ 237 Εμπειρίκος Ανδρέας ………………………………………………………. 243 Ευαγγέλου Ανέστης …………………………..…………………………… 245 Ευαγγέλου Ιάσονας ………………………..……………………………… 246 Ευγενειανός Νικήτας, ποιητής της εποχής του Μεσαίωνα……………… 247 Ευθυμιάδης Γιάννης………………………………………………………. 252 Ευριπίδης , αρχαίος Έλληνας τραγωδός …………………………………. 254 Εφταλιώτης Αργύρης……………………….…………………………….. 257 Ζαλοκώστας Γεώργιος …………………………………………………….. 258 Ζεμπέλιος Ιωάννης………………………………………………………….. 259 Ζαφειρίου Λεύκιος (Κύπριος)……………………………………………… 260 Ζαφειρίου Σταύρος………………..……………………………………….. 261 Ζαφειρόπουλος Κώστας …………………………………………………… 263 Ζαχαριάδου Ελένη ………………………………………………………… 264 Ζενάκος Αυγουστίνος ………….…………………………………………… 265 Ζέρβας Αντώνης …………………………………………………………… 266 Ζήσης Γιάννης……………..……………………………………………….. 267 Ζουμπιάδης Γιάννης……………………………………………………….. 268 Ηλιοπούλου Κατερίνα…….……………………………………………… 269 Ήρρινα, αρχαία Ελληνίδα λυρική ποιήτρια……………………………… 270 Ηρώνδας, αρχαίος Έλληνας μιμογράφος………………………………… 271 Ησαΐα Νανά ……………………………………………………………..… 273 Ησίοδος, αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής……………..………………. 275 Θασίτης Πάνος……………………………………………………………. 278 Θέμελης Γιώργος……………………………….………………………… 280 Θέογνις, αρχαίος Έλληνας ποιητής …………….………………………… 281 Θεοδωράκης Γιάννης………………………….…………………………. 284 [9]


Θεοδωράκης Μίκης……………………………..………………………. 285 Θεοδωρακόπουλος Λουκάς……………………..……………………….. 286 Θεόκριτος, αρχαίος Έλληνας ποιητής……….….……………………… 288 Θεοτοκά Κοραλία…………………………….…………………………. 291 Ιακωβίδου Λιλή………………………………………………………….. 292 Ίβυκος, αρχαίος Έλληνας ποιητής……………………………………… 293 Ιππώνακτας, αρχαίος Έλληνας ποιητής …….………………………… 294 Ίσαρης Αλέξανδρος……………………………………………………… 295 Ιωαννίδης Λίνος, (Κύπριος)…………………………………………….. 297 Ιωάννου Γιώργος………………………………….…………………….. 299 Ίων ο Χίος, αρχαίος Έλληνας ποιητής και τραγωδός………..…………. 300 Καβάφης Κωνσταντίνος …………………………………..……………… 301 Καββαδίας Νίκος ………………………………………………………… 308 Καζαντζάκη Γαλάτεια …………………………………………………... 310 Καζαντζάκης Νίκος ……………………………………………………... 311 Κακλαμανάκη Ρούλα ……………………………………………………… 313 Κακναβάτος Έκτωρ……………………………………………………….. 314 Καλαμαράς Βασίλης………………………………………………………. 316 Κάλβος Ανδρέας …………………………………………………………… 318 Καλλίμαχος, αρχαίος Έλληνας ποιητής επιγραμματοποιός …….……… 319 Καλλίνος ο Εφέσιος, αρχαίος Έλληνας ποιητής ελεγειών………….…… 322 Καλογερόπουλος Άγγελος ………………………………………..………. 323 Καλοζώης Γιώργος, (Κύπριος)……………………………………………. 324 Καλοκύρης Δημήτρης……………………………………..……………….. 326 Καλπούζος Γιάννης……………………………………..………………….. 328 Κάλφα Βάγια…………………………………………..……………………. 330 Καμπανέλλης Ιάκωβος ……………………………..……………………… 331 Καμπούρογλου Δημήτριος…………………………………………………. 333 Καραβασίλης Γιώργος…………………………….………………………. 334 Καραβίτης Βασίλης……………………………..…………………………. 335 Καράγιωργα Ολυμπία………………………….…………………………. 337 Καρακούλης Παναγιώτης …………..……….……………………………. 339 Καρασούτσας Ιωάννης………………….…….……………………………. 341 Καρατζάς Διονύσης……………………..………………………………….. 343 Καρέλλη Ζωή…………………………..…………………………………….. 345 Καρούζος Νίκος …………………..…….…………………………………. 346 [10]


Κάρτερ Γιώργος……………………………………………………………. 348 Καρύδης Νίκος………………………………………………………………. 350 Καρυωτάκης Κώστας ……………………………………………………… 351 Κασόλας Μήτσος ………………………….………………………………... 356 Κασσιανή …………………………………………………………………… 357 Κατσακός Ζαχαρίας…………………….…………………………………… 359 Κατσαρός Μιχάλης ……………………..………………………………… 361 Κατσίμης Σπύρος ………………………..………………………………… 364 Καφταντζής Γιώργος………………………………………………………. 366 Καψάλης Διονύσης………………………………………………………… 366 Κέντρου-Αγαθοπούλου Μαρία ……………………….……………………. 368 Κεντρωτής Γιώργος……………………………………..…………………. 369 Κεφάλας Ηλίας………………………………………………….………….. 370 Κλεάνθης, Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ποιητής….………………… 372 Κοζίας Γιώργος………………………………..….……………………….. 373 Κόκκος Δημήτριος …………………………………………………………. 375 Κολοτούρου Σοφία………………………………………………………….. 377 Κοντογεωργοπούλου Χρύσα………..……………………………………… 370 Κοντός Γιάννης………………..……………………………………………. 380 Κορνάρος Βιτσέντζος, Έλληνας αναγεννησιακός ποιητής ……………… 381 Κορνέτη Έλσα……………………………………………………………… 387 Κοροπούλης Γιώργος………………………………………………………. 389 Κόρρινα, αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια…………………………………….. 390 Κόρφης Τάσος………………………………………………………..……. 391 Κοσμόπουλος Δημήτρης………………………………………..………….. 392 Κοτίνη Θεώνη………………………………………………..……………… 393 Κουζάλης Πάμπος, (Κύπριος)……………………………………………… 395 Κούλη Μαρία………………………………………..…………………….. 397 Κουλούρης Θόδωρος ………………………………………………………. 398 Κουλουφάκος Κώστας …………………………………………………….. 399 [11]


Κούσουλας Λουκάς…………….……………………………………………. 401 Κουτσουμπέλη Χλόη……………………………………………………… 404 Κουτσούνης Στάθης………………………………………………………. 405 Κουτσουρέλης Κώστας………………………………………………….. 406 Κρανιδιώτης Νίκος (Κύπριος)…………………………………………... 407 Κρεμμύδας Κώστας……………………………………………………… 408 Κριτίας, αρχαίος Έλληνας πολιτικός και ποιητής…………….………… 409 Κυριακίδου Μαρία……………………………………….……………….. 411 Κύρου Κλείτος ………………………………………………..…………… 412 Κυρτζάκη Μαρία ……………………………………..………………… 414 Κωσταβάρας Θανάσης …………………………..……………………….. 415 Κωτσαρίδη Μίρκα …………………………..……………………………. 418

[12]


[13]


Έλληνες ποιητές από την αρχαιότητα ως σήμερα Άγνωστοι Έλληνες ποιητές Ένας πάπυρος που ανήκει σε άγνωστο Έλληνα μιμογράφο (συγγραφέα μίμων) που εικάζεται ότι έζησε στα τέλη του 1ου αι. μ. Χ. Αυτός ο μίμος έχει το ίδιο θέμα με τον πέμπτο μιμίαμβο του Ηρώνδα (Ζηλότυπος), που προφανώς αποτέλεσε το πρότυπο. {Μια κυρία θέλει να κοιμηθεί μ’ έναν δούλο της, εκείνος όμως αρνείται για χάρη της αγαπημένης του, της δούλης Απολλωνίας. Η κυρία καταδικάζει και τους δύο σε θάνατο και αναθέτει σε άλλους δούλους την εκτέλεση. Εκείνοι φαίνεται ότι τους άφησαν ελεύθερους και είπαν ότι εξαφανίστηκαν με θεϊκή παρέμβαση. Η κυρία απαιτεί να συλληφθούν και να θανατωθούν με φρικτό τρόπο. Η Απολλωνία επιστρέφει και συλλαμβάνεται. Δίνεται διαταγή να εκτελεστεί και να συλληφθεί ο Αίσωπος. Φέρνουν τον δήθεν νεκρό Αίσωπο. Η κυρία τον μοιρολογεί. Με τη βοήθεια του δούλου Μάλακου η κυρία σχεδιάζει να δηλητηριάσει τον άνδρα της. Το σχέδιο εκτελείται και σε λίγο τον φέρνουν στη σκηνή νεκρό, υποτίθεται. Δυο δούλοι θρηνούν γι αυτόν, ο ένας τραγικά, ο άλλος, ο ένοχος Μάλακος, ειρωνικά. Ξαφνικά ο υποτιθέμενος νεκρός πετάγεται έξω από το φέρετρο και ζητάει από τον πρώτο δούλο να ξυλοφορτώσει τον Μάλακο}.

Η Μοιχαλίς Τα πρόσωπα : ΚΥΡΑ (που την παίζει η αρχιμίμα)-ΑΙΣΩΠΟΣ, δούλος ερωτευμένος με την Απολλωνία -ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ, δούλη - ΣΠΙΝΘΗΡ, ΜΑΛΑΚΟΣ, δούλοι –ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ του Γέρου -ΓΕΡΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ (άντρας της Κυράς) -ΑΛΛΟΙ ΔΟΥΛΟΙ. ΚΥΡΑ: Είμ’ ερωτευμένη μ’ ένα δούλο μου. Μα του κάκου τον καλώ να με πηδήξει. Γιατί χασομεράω; Φέρε το βούρδουλα! Δούλε, μου κάνεις τον ακατάδεχτο; Εγώ είμαι η κυρά. Διατάζω και δε μ’ ακούνε; Δε θες, αλιτήριε; Θα με τρελάνεις. Φέρε το βούρδουλα, Μάλακε! Γρήγορα. Γιατί στέκεται εκεί ο Αίσωπος, που γυρεύει τον έρωτα μιας [14]


σκλάβας; Θέλει να του ξεριζώσω τα δόντια; Να! ΑΙΣΩΠΟΣ: Αφέντρα! ΚΥΡΑ: Αν σε πρόσταζα να σκάψεις, να οργώσεις, να κουβαλήσεις πέτρες, δεν θα το ‘κανες, κανακάρη των γυναικών; Απ’ τις δουλειές του κάμπου σού φαίνεται πιο σκληρό το γυναικείο πράμα; Ξεμυαλισμένε, κάποια κατεργαριά σκαρώνεις και κορδώνεσαι, μαζί μ’ αυτή την πουτανίτσα, την Απολλωνία. Λοιπόν, σκλάβοι, αρπάχτε τον και σύρτε τον στη μοίρα του. Φέρτε έξω κι αυτήν, έτσι όπως είναι φιμωμένη. Σας προστάζω, πηγαίνετε τους στα δυο ακρωτήρια και δέστε τους στα δέντρα εκεί, χωρίστε τους έτσι που να μην μπορούν να βλέπονται, για να μην πεθάνουν χαρούμενοι χορταίνοντας τα μάτια τους με την όψη ο ένας του άλλου. Κι όταν τους σφάξετε, γυρίστε σε μένα. Είπα. Πηγαίνω μέσα………………… ΚΥΡΑ: Τι λέτε, δούλοι; Αληθινά, σας φανερώθηκαν οι θεοί, και σκιαχτήκατε; και σας το ‘σκασαν (οι δυο τους); Κι εγώ σας λέω πως κι αν το ‘σκασαν, δε θα γλιτώσουν απ’ τους φύλακες του βουνού... Τώρα, θέλω να ζητήσω την εύνοια των θεών. Σπινθήρ. Ορκίσου, πες τις προσευχές της θυσίας. Κι όταν οι θεοί φανούν καλόβολοι για εμάς, τραγούδησε τους ύμνους τους, σαν να προσέχεις. Σκλάβε, δεν κάνεις αυτό που σε προστάζω; Τι έπαθες; Τρελάθηκες; (Θόρυβος ακούγεται από μέσα). Μπείτε μέσα και δείτε ποιος είναι………. ΚΥΡΑ: Τι λέει; Αυτή είναι η Απολλωνία; Δέστε μην είναι μέσα κι ο φαντασμένος (της). Πάρτε την από δω και δώστε την στους φύλακες, πέστε τους να την αλυσοδέσουν και να τη φυλάνε καλά. Αρπάχτε την, σύρτε την, πάρτε την από δω. Κι εσείς (οι άλλοι) ψάξτε και για κείνον, σκοτώστε τον, και ρίξτε το κορμί του εδώ μπροστά μου, να τον δω νεκρό. Σπινθήρ, Μάλακε, μαζί μου. Ελάτε… … ΚΥΡΑ: Θα βγω έξω, δούλοι, να σιγουρευτώ πως είναι πεθαμένος, για να μη με ξανακεντρίσει η ζήλια... Α, να ‘τος! Κακόμοιρε βλάκα, προτίμησες να καταντήσεις έτσι παρά να μ’ αγαπήσεις; Κείτεται βουβός - πώς να τόνε θρηνήσω; Ό,τι έχθρητα κι αν είχα εγώ μαζί του, πάει πέρασε... Άστε με να ησυχάσω... να γαληνέψω την αφιονισμένη μου καρδιά... Σπινθήρ, γιατί ‘ναι τα μάτια σου έτσι λυπημένα; Έλα εδώ πάνω, σε μένα, δούλε. Θέλω να στραγγίξω λίγο κρασί. Έλα, έλα, δούλε. Πού πας; Γύρισε! Τι έγινε το άλλο μισό χιτώνιο σου; Θα σ’ αποζημιώσω εγώ για όλα…….. ΚΥΡΑ: Τ’ αποφάσισα, Μάλακε. Θα τους σκοτώσω όλους, θα πουλήσω το βιός μου και θα αποτραβηχτώ κάπου μακριά...... Τώρα, θέλω να κάνω του χεριού μου τον γέρο, πριν μυριστεί το σχέδιο μου. Για καλή μου τύχη, έχω ένα θανατερό φαρμάκι, θα τ’ ανακατέψω στο νερόμελο και θα του δώσω να το πιει. Λοιπόν, τρέξε στη μεγάλη πόρτα, φώναξε τον να ‘ρθει, τάχα πως θέλω να ξαναφιλιώσουμε. Εμείς ας πάμε μέσα, κι ας αφήσουμε τον Παράσιτο να τα κανονίσει με τον γέρο……………….. [15]


ΚΥΡΑ: Δούλε, δούλε! Το πράμα είν’ έτσι, Παράσιτε. Ποιος είν᾽ αυτός; Κι αυτή ποια είναι; Τι έπαθε; Ξεσκέπασέ τη να τη δω. Θέλω τη βοήθειά σου. Το πράμα είν᾽ έτσι, Παράσιτε: μετάνιωσα και θέλω να ξαναφιλιωθώ με τον γέρο. Σύρε, λοιπόν, και δες τον, και φέρε μού τον, κι εγώ θα πάω φαΐ για να σας ετοιμάσω………. ΚΥΡΑ: Ευχαριστώ, Μάλακε, που έκανες έτσι γρήγορα. Ανακάτεψες το φαρμάκι; Είν᾽ έτοιμο το φαΐ; Τι; Μάλακε, πάρε το νερόμελο. Ο φουκαράς ο Παράσιτος παλάβωσε; Γελάει! Πάρτε τον από πίσω, δούλοι, και δέστε μην πάθει τίποτα... Λοιπόν, έγιναν όλα όπως τα ήθελα. Ας πάμε μέσα να τ’ αποτελειώσουμε με πιο μεγάλη σιγουριά. Μάλακε, όλα θα πάνε μια χαρά, αν ξεμπερδέψουμε και με τον γέρο. ……………………………… ΚΥΡΑ: Παράσιτε, τι έγινε; Α! Πώς; Σίγουρα, αφού τους έχω όλους στο χέρι. (Φέρνουν το σώμα του γέρου μέσα σε φέρετρο). ΣΠΙΝΘΗΡ: Πάμε Παράσιτε. Τι θες, λοιπόν; ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ: Σπινθήρ, δώσ’ μου αρκετό φαρμάκι. ΣΠΙΝΘΗΡ: Παράσιτε, φοβάμαι πως θα γελάσω. ΜΑΛΑΚΟΣ: Καλά λες! ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ: Λέω -τι να πω; (Τραγικά) Πατέρα κι αφέντη μου, σε ποιόν με παρατάς; Έχασα τη λεύτερη λαλιά μου, τ’ όνομά μου το καλό, το φως της λευτεριάς μου! Εσύ ‘σουν ο αφέντης μου. ΜΑΛΑΚΟΣ (ειρωνικά): Άσε, θα τόνε θρηνήσω εγώ... Αλί σ’ εσένα, κακορίζικε, άκληρε, δυστυχισμένε, που δε σ’ αγάπησε κανένας! Αλί σ’ εσένα! ΓΕΡΟΣ (πηδάει έξω απ’ το φέρετρο): Αλί σ’ εμένα; Ξέρω ποιος είσαι και τι είσαι! Σπινθήρ, φέρε το στυλιάρι γι’ αυτόν εδώ! (Βλέπει τον Αίσωπο).Κι αυτός ποιος είναι; ΣΠΙΝΘΗΡ: Είναι γεροί κι απείραχτοι, αφέντη (ο Αίσωπος και η Απολλωνία). Άγνωστος Μιμογράφος (μετάφραση Μάριος Πλωρίτης)

[16]


Το παρακάτω κείμενο είναι έργο Άγνωστου επιγραμματοποιού της ελληνιστικής εποχής (3ος-1ος π. Χ. αι.). Είναι γραμμένο για μια σκυλίτσα την Παρθενόπη.

Παρθενόπην κύνα Την Παρθενόπη, τη σκυλίτσα του, που έπαιζε μαζί της, έθαψε ο κύριός της. Αυτή ήταν η ανταμοιβή για τη χαρά που του έδινε. Υπάρχει συνεπώς έπαθλο αφοσίωσης και για τους σκύλους· έτσι και αυτή τώρα, με την αγάπη της για κείνον που τη φρόντιζε, κέρδισε τούτον τον τάφο. Τον τάφο αυτόν να βλέπεις και να κάνεις φίλο άξιο που να σε αγαπάει με την καρδιά του όσο θα ζεις και όταν πεθάνεις στοργικά να σε φροντίζει. Άγνωστος Επιγραμματοποιός (μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)

[17]


Άγνωστος αρχαίος Έλληνας ποιητής εξυμνεί την ποίηση της Ήριννας από την Τήλο, που πέθανε στα 19 της χρόνια.

Η ποίηση της Ήριννας Αυτή εδώ η κερήθρα είναι της Ήριννας και είναι από τη Λέσβο. Τι κι αν είναι μικρή· είναι ποτισμένη ολόκληρη με το μέλι των Μουσών. Οι τριακόσιοι στίχοι της αξίζουν όσο και ο Όμηρος, και ήταν κορίτσι στα δεκαεννιά του χρόνια. Αξιώθηκε το δώρο των Μουσών, ας έγνεθε από το φόβο της μητέρας της τη ρόκα, ας ύφαινε δουλεύοντας στον αργαλειό. Όσο η Σαπφώ είναι ανώτερη από την Ήριννα στα λυρικά, τόσο η Ήριννα από τη Σαπφώ στους εξαμέτρους. Άγνωστος ποιητής (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

[18]


Αγνώστου : Ο Διγενής Ακρίτας Όταν αναφερόμαστε στην Ελλάδα για την περίοδο 395 μ. Χ. ως το τέλος του 18ου αιώνα, φυσικά εννοούμε τους δημιουργούς που έγραφαν στην ελληνική γλώσσα. Η έννοια Ελλάδα ως κράτος δεν υπήρχε τότε. Άλλωστε ούτε η Γερμανία, η Ιταλία και πολλές ακόμα χώρες υπήρχαν ως κράτη, την ίδια εποχή. Γνωστό λογοτέχνημα της βυζαντινής εποχής είναι το αφηγηματικό έμμετρο λαϊκό μυθιστόρημα του 11ου-12ου αιώνα Ο Διγενής Ακρίτας. Ο Ακρίτας ήταν ένας από τους φρουρούς των συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το έργο είναι γραμμένο στην γλώσσα της εποχής και θεωρείται ως το πρώτο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Επίσης υπάρχουν εκατοντάδες δημοτικά τραγούδια για το πάρσιμο της Πόλης, για τους αρματολούς-κλέφτες, για τον έρωτα και για τα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας (Ρώμη, Βυζάντιο και τουρκοκρατία) ήταν υμνωδοί και συνθέτες εκκλησιαστικών ύμνων και τροπαρίων (Κασσιανή, Ρωμανός ο Μελωδός κ.ά.). Φυσικά ξεχωρίζουν οι σπουδαίοι ποιητές της Κρητικής λογοτεχνίας, Κορνάρος και Χορτάτζης.

Ο Διγενής Ακρίτας Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος, κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει, πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο. Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει, τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα. Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια. [19]


Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια. Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει. Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε. ……………………………………………………….. Κι αφού γενναίος δείχτηκε σ' ούλο τον κόσμο ετούτο, πρώτος εις την παλληκαριά, αλλά και σ' ούλα τ' άλλα, ενίκησε σα δυνατός, γενναίος στρατιώτης. Αλλά όμως ήρθε και γι' αυτόν το τέλος τση ζωής του, κι έδωσε λύπη αμέτρητη εις ούλους τσι ανθρώπους και σ' όσους θε ν' ακούσουνε το θάνατον ετούτο, πως βγήκε κείνηνε η ψυχή, του πανενδοξοτάτου. Βαρειάν αρρώστια τού 'τυχε, με βάσανα και πόνους, και κείτουντο στην κλίνη ντου που 'το χρουσοστρωμένη. Κι έφερε τσι καλλίτερους γιατρούς τσι φημισμένους, τσι άξιους και τσι έμπειρους μέσα στην επιστήμη. Μα όφελος δεν εμπόρεσαν να δώσουν στον Ακρίτα… ……………………. Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι. Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους. Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο, πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια, με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια κι' όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του. Κ' επήγαν κι επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια, κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει, κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει Άγνωστος

.

[20]


Αγνώστου: Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης Το μυθιστόρημα Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης είναι το εκτενέστερο έργο της βυζαντινής ερωτικής λογοτεχνίας γραμμένο στην απλή δημώδη γλώσσα της εποχής από άγνωστο συγγραφέα. Η συγγραφή του τοποθετείται γύρω στο 14ο αιώνα. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικά χειρόγραφα που έχουν μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ τους. Ένα από αυτά περιέχει 2.853 στίχους, ένα άλλο 3.481 και το εκτενέστερο από αυτά τα χειρόγραφα περιλαμβάνει 4.650 στίχους. Η Υπόθεση του έργου: Η ιστορία αρχίζει με τον αφηγητή Κλιτοβώντα, που διηγείται στην βασίλισσα του αρμενικού βασιλείου της Λιταβίας Μυρτάνη μια ιστορία αγάπης. Λέει λοιπόν ο Κλιτοβών πως απογοητευμένος από ένα άκαρπο έρωτα, ξενιτεύτηκε και άρχισε να γυρίζει τον κόσμο. Στο διάβα του συνάντησε ένα νέο εξ ίσου απελπισμένο από έρωτα. Έτσι μαθαίνομε ότι ο νέος αυτός λέγεται Λίβιστρος και είναι πρίγκιπας του λατινικού βασιλείου της Λιβάνδρου. Μετά την γνωριμία τους ο Λίβιστρος εξιστορεί στον Κλιτοβόντα τον έρωτά του για την Ροδάμνη και όλες τις περιπέτειες που πέρασε για να υπάρξει το ευτυχές τέλος

Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης Στίχοι πολύ ερωτικοί, αφήγησις Λιβίστρου, πώς ο φίλος ο Κλιτοβών διηγείται της Μυρτάνη…… Πας άνθρωπος ευαιστητής, ερωτοπαιδευμένος, ανατροφή και παίδευσις των ευγενών Χαρίτων, βασανιστείς, (τυραννισθείς εξ ερωτομανίας πας ευγενής ερωτικός), πας εκ της κάτω τύχης, πάσα ψυχή καλοθελή, ερωτοπαιδευμένη, ευγενικοχαρίτωτος, φιλέρωτος καρδία, [21]


τώρα ας έλθει μετ’ εμέν να ακούσει αγάπης πόθον, ερωτική αφήγησιν την θέλω αφηγείσαι…… Ο Λίβιστρος εκίνησεν από τα γονικά του εις ποθοαναζήτησιν της κόρης της Ροδάμνης. Εβγαίνω απέ την χώρα μου, κινώ εκ τα γονικά μου’ και τι να σε ειπώ φίλε μου, και μετά τόσου πόθου και μετά πόσου πικρασμού δρόμον επεριεπάτουν έως ου να επιτύχωμεν το κάστρον της Ροδάμνης εγώ και εκείνοι οι εκατόν οι συνομήλικοι μου…….. Έκφρασις δώδεκα μηνών πάλε εκ του Λιβίστρου: Ο Απρίλιος ήτον απαυτού, να είδες ποιμέναν άνδραν, ασκέπαστος, ακτένιστος, άτσαλος εις την ολάσιν, να έχει εμπρός του πρόβατα, να βόσκει ως ποιμένας, το έναν του χέρι να κρατεή ποιμενικό καλάμι και το άλλον χέρι χαρτί μετά γραμμάτων…… Πρώτη του πόθου αφορμή Λιβίστρου προς την κόρην Γράφει εις σαγίτταν γράμματα και εις αυτήν τοξεύει. «Αν ευστοχής εις το πουλίν ως εις εμέ σαγίττα, να έναι πολλά παράξενα τα χέρια του τοξότου’ αν δε εις ανθρώπου μοναχού καρδίαν επιτυχαίνης καν ως εμένα τόξευσε κόρην από το κάστρον, κόρην την κάλλιαν απ’ αυτούς και ως έπασχα ας πασχίση» εσχηματίσθην δια πουλίν και σύρνω την σαγίτταν……. Λόγοι συγκαταθέσως της κόρης λυπημένοι «Αλίμονον τον άνθρωπον, τις ένι ουκ εγνωρίζω, πολλά ένι τα εκακοπάθησεν δια πόθον εις τον κόσμον, πολλάς πικρίας υπέμεινεν δι’ αγάπη η ψυχή του’ έπαθε πόνους φοβερούς και ανάγκας υπεστάθην και το διά τίναν τα πονεί φοβαται ομολογήσειν. Μα την αλήθειαν, ήθελα τις έναι να τον οίδα και δια τίνα τα πονεί και να τον ελυπούμην»……. Ερωτικόν κατάλεγμαν Λιβίστρου προς την κόρην «Κοράσιον ηλιογέννητον στρατιώτης ασχολείται’ και εις λιβάδιν εύνοστον έναι κατουνεμένος. Με το φέγγος την ισάζει και νικά τον η ωραία’ το κάλλος της τον έποικεν ξένον από τα εδικά του. Και έπαθεν πολλάς οδύνας έως να ‘βρη την ωραίαν, ηύρεν την και ακόμα πάσχει ο λαμπρός ο στρατιώτης. [22]


Την εξαίρετον την κόρην βλέπει την και αναστενάζει, αναννοείται τα επικράνθη και εκ του πόνου οδυνάται»…

Αγνώστου: Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα Το έργο Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα δεν είναι αυθεντικά ελληνικό, αλλά διασκευή, από άγνωστο συγγραφέα, του προβηγκιανού Floire at Blanchefleur που υπολογίζεται ότι γράφτηκε τον 14ο αιώνα. Το γαλλικό αυτό ερωτικό μυθιστόρημα ήταν πολύ δημοφιλές την εποχή του και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Η ελληνική διασκευή έγινε από ένα χειρόγραφο της Τοσκάνης με τον (ιταλικό) τίτλο Il cantare di Florio e Biancifiore, γραμμένη σε 1843 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Η υπόθεση του έργου: Ένας Ρωμαίος ιππότης και η ωραιότατη σύζυγός του Τοπατσία δεν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν παιδιά. Ο ιππότης κάνει τάμα αν οι παρακλήσεις τους εισακουστούν και αποκτήσει διάδοχο να κάνει προσκύνημα στον Άγιο Ιάκωβο (Santiago de Compostela) μαζί με την γυναίκα του. Πράγματι η γυναίκα του μένει έγκυος και το ζευγάρι ξεκινά για την Ισπανία. Στο δρόμο τους πέφτουν σε μια μονάδα Σαρακηνών του Ανδαλουσιανού βασιλιά Φελίξ (Φιλίππου), οι οποίοι σκοτώνουν τον Ρωμαίο ιππότη και τη συνοδεία του εκτός από την Τοπατσία την οποία η βασίλισσα των Σαρακηνών Καλλιωτέρα προσλαμβάνει στην υπηρεσία της. Η Σαρακηνή βασίλισσα είναι κι αυτή έγκυος και οι δυο γυναίκες (που εντωμεταξύ έχουν γίνει και φίλες) γεννούν την ίδια μέρα. Η Ρωμαία Τοπατσία φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι που του ονομάζει ΠλάτζιαΦλώρα κι η Σαρακηνή Καλλιωτέρα γεννά ένα αγόρι, τον Φλώριο. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν μαζί και όταν αρχίζει η εφηβεία τους νιώθουν να τα κυριεύει ο έρωτας. Ακολουθούν περιπέτειες και εμπόδια όμως η ιστορία τελειώνει όταν ο Φλώριος και η Πλάτζια-Φλώρα ανακηρύσσονται βασιλείς της Ρώμης (;) και φυσικά έχει προηγηθεί ο [23]


προσηλυτισμός τους στην «Καθολική Ρωμαίων ορθοδόξων» πίστη.

Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης Την ίδια μέρα γεννά η Ισπανίδα (Σαρακηνή)βασίλισσα ένα αγόρι, τον Φλώριο και η Ιταλίδα ακόλουθός της ένα κορίτσι, την Πλάτζια-Φλώρα. … Υπήρχον δε αμφότεραι έγκυες την γαστέρα συνέφθασε δε ο καιρός αντάμα και των δυο και αμφότεραι εγέννησαν εις βασιλέως οίκον τον Μάη όταν τα ρόδα ανθούν και εκπέμπουν μυρωδίες. Εγέννησε η χριστιανή όμορφην θυγατέρα, γεννά και η Σαρακήνισσα υιόν εξαιρημένον…… Όταν ο βασιλιάς μαθαίνει ότι οι δυο νέοι είναι ερωτευμένοι, αποφασίζει να τους χωρίσει. … Ο Φλώριος δ’ απέβλεπεν πάντα την Πλάτζια-Φλώρε, εκείνην την αγλαόμορφον την είχεν εν καρδία, την κρουσταλλίδαν του νερού, την παχνοχιονάτην, την δεντροηλιόμορφην, μαυροπλουμιστομάταν, την νεραντζοερωτοάκουστον, κρινοτριανταφυλλάτην, τραχηλομαρμαρόμνοστην, ροδοκοκκινοχείλαν, την συντυχογλυκόλαλον, ερωτοπαινεμένην, εκείνην την εκόσμησεν η χάρις των ερώτων, εκείνην εστοχάζετο ο συνανάθροφός της’ σ’ αυτήν τον νουν του έβαλεν και σαλεμόν ουκ είχεν και πάντα τα λεγόμενα είχεν τα ως αράχνην…. Την ώρα του αποχωρισμού το κορίτσι δίνει στον Φλώριο ένα μαγικό δαχτυλίδι που το ζαφείρι θαμπώνει όταν η νέα κινδυνεύει Τα λόγια τα τον έλεγε άκουσον δια να μάθης: «Έπαρ’ το δακτυλίδι μου και βάστα το μ’ εσένα. Ζάφειρος εν’ ο λίθος του, ευγενικόν υπάρχει, έμορφον ένι, εξαίρετον, έχε το αντί εμένα και αν τι εις εμέ συμβή, ενάντιον να γένη, αυτό το δακτυλίδι μου να θλίβεται δι’ εμένα, [24]


ο λίθος να θαμπώνεται, να χάνεται η θεωριά του και απ’ αύτο να έχης είδησιν ότι κανείς με θλίβει»….. Ο Φλώριος καλεί σε μονομαχία τον συκοφάντη της Πλάτζια-Φλώρα και ομοτράπεζο του βασιλιά. Ο νικητής θα κρίνει την τύχη της κόρης. Και ο Φλώριος μαχόμενος με τον επιτραπέζην οπότε μίαν εδέχετο, έκρουε εκείνος πέντε. Σπαθέαν του κρούει εις τον λαιμόν, όπου είχεν και την πρώτην και παρευθύς εκ το άλογον πίπτει απονεκρωμένος. Γοργόν πεζεύει ο Φλώριος, κόπτει την κεφαλήν του και παρευθύς εκτόρησαν οι πάντες και εφωνάξαν: - Πολλά τα έτη, λέγοντες, τους ξένου καβαλάρη….. Ο βασιλιάς δίνει εντολή να πουληθεί η Πλάτζια-Φλώρα σε εμπόρους που θα την πάρουν μακρυά. … Και παρευθύς ο βασιλεύς κελεύει τας βαγίτσας: «Υπάτε και στολίζετε την κόρην Πλάτσια-Φλώραν ευγενική την φορεσιάν μετά λιθομαργάρων»….. Βλέπουν, θεωρούν το κάλλος της, θαυμάζουν και απορούσιν την σύνεσιν, την θεωριάν, το εξαίρετον και ωραίον και πλούτον δίδουν άμετρον, ου βλέπουσιν το πράγμαν. Τριάντα μουλάρια έδωκαν μάλαμαν και χρυσάφιν, χίλια σκουτάρια εξαίρετα, χρυσοζωγραφισμένα, αετούς, γεράκια πάντερπνα, λεοντάρια ημερωμένα, ζαγάρια και εξεπτέρια έτοιμα στο κυνήγιν, κούαν ορθήν ολόχρυσην μετά λιθομαργάρων γυρωθεν να έχη εξόμπλισες να πρέπουν κατ’ αξίαν. Δίδουν εκείνοι παρευθύς τον βασιλέα το πράγμαν και απαραλάβαν παρευθύς το εξηρμένον κάλλος…….. Ο αμηράς (εμίρης) μαθαίνει τον έρωτα των δυο νέων, τους ελευθερώνει και τους στέλενει στην πατρίδα τους.

… Ακούει ταύτα ο Αμηράς, δράσσει ως προς εκείνους’ περιλαμβάνει και τους δυο μετά φιλοστοργίας ορίζει και ενδύνουν τους μετά δορυφορίας τιμά και αξιώνει τους σεβαστοκρατορίας, καθίζει τους εις θρόνον δε της αυτοκρατορίας, διατί υπήρχεν συγγενής μετά πατρός Φλωρίου’ ο Φίλιππος κι ο Αμηράς οι δυο ΄ταν εξαδέλφοι δι’ αυτόν εγνώραν έδειξεν αυτής της συγγενείας. Εκεί στεφανωθήκασιν ο Φλώριος κι η κόρη’ ο Αμηράς ο συγγενής επιάσεν τα στεφάνια’ γάμους ποιεί βασιλικούς, συνάγει μεγιστάνους, δουκάδας, πάντας άρχοντας, πένητας και πλουσίους’ ποεί τους γάμους, εκπληροί ως έπρεπεν αξίως, [25]


συν τούτων δε χαρίσματα χαρίζει αμφοτέρους χρυσά, ασημομάργαρα, παντίμητα δουκάτα…..

Αγνώστου: Ιμπέριος και Μαργαρώνη Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα ο πλήρης τίτλος του οποίου είναι Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης είναι ελληνική διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Pierre de Provence et la belle Maguelinne. Εικάζεται ότι και το γαλλικό μυθιστόρημα δεν είναι πρωτότυπο έργο αλλά αποτελεί διασκευή μιας από της ιστορίες του αραβικού έπους Χίλιες και Μια Νύχτες της Χαλιμάς. Ο συγγραφέας-διασκευαστής του ελληνικού έργου ήταν Έλληνας ή εξελληνισμένος Φράγκος του 15ου αι. Ο συγγραφέας αυτός ήταν γνώστης των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και των βυζαντινών λαϊκών μυθιστορημάτων όπως αυτό του Διγενή Ακρίτα. Το έργο Ιμπέριος και Μαργαρώνα γνώρισε πολλές εκδόσεις από τέσσερα τουλάχιστον χειρόγραφα-παραλλαγές που περιλαμβάνουν από 814 ως 1045 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Διαβάστηκε πολύ, ακόμα και στην νεότερη Ελλάδα. Κατά τον 18ο ως και μέσα του 19ου αιώνα, στη χώρα μας ήταν το δημοφιλέστερο λαϊκό ανάγνωσμα-ποίημα. Η υπόθεση του έργου: Το βασιλικό ζεύγος της Προβηγκίας που πλησιάζει πια την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, μετά από πολλές προσευχές και παρακλήσεις στο θεό αποκτά διάδοχο, τον Ιμπέριο. Όταν ο νεαρός μεγαλώνει, αποφασίζει να γνωρίσει τον κόσμο και να αποκτήσει την δόξα ενός γενναίου ιππότη, αφήνει το πατρικό του και ξεκινά για περιπέτειες. Έχει μαζί του για προστασία ένα φυλακτό (εγκόλπιον) που του δώρισε η μητέρα του. Όταν έφτασε στην Ιταλία γνώρισε και ερωτεύτηκε τη βασιλοπούλα Μαργαρώνα. Για να κερδίσει την καρδιά της έπρεπε να λάβει μέρος σε ένα αγώνα κονταρομαχίας και να νικήσει ένα Γερμανό ιππότη και [26]


ερωτικό του ανταγωνιστή. Πράγματι ο Ιμπέριος κέρδισε τον αγώνα και παντρεύτηκε την Μαργαρώνα και ο βασιλιάς τον αντάμειψε με πολλά αξιώματα. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Ιμπέριος καταφέρνει να απελευθερωθεί και να γυρίσει την πατρίδα του και στην αγκαλιά της αγαπημένης – και πιστής – του Μαργαρώνας. Ακολουθούν γιορτές και πανηγύρια και η ιστορία τελειώνει – ως συνήθως – με το ευτυχές τέλος: Το αγαπημένο ζευγάρι ανακηρύσσονται βασιλιάς και βασίλισσα της Προβηγκίας

Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης (στίχοι 16-21, 33-39, 46-48) … Άνθρωπος μέγας, θαυμαστός, αυθέντης της Πρεβέντζας είχεν φουσσάτα αμέτρητα και διαλεκτά κοντάρια’ φουσσάτον πανυπέρλαμπρον, πλήθος το πεζικόν του. Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχη. Πλούτη ομού κα χρήματα και πράγματα και λίθους, όλα ως αράχνην τα έβλεπεν’ μόνον καβαλλαρίους….. … Είχε γυνήν πανέμορφην, ερωτικήν εις θέαν - καίει και σώμα και ψυχήν, καίει και τας αισθήσεις – ασπροφεγγαροπρόσωπην και αγγελομουσουδάτην Και την λαμπράν, την θαυμαστήν την σύζυγον εκείνην την είχασιν αφήγησιν στα κάστρη και στας χώρας άλλη ουκ ήτο ωσάν αυτήν εις ευγενείαν και κάλλος, ανδρόγυνον ερωτικόν, του κόσμου ηγαπημένον…… … Και πλήρωμαν των ημερών των χρόνων των σαράντα χάριν ελάβαν εκ θεού και η κόρη εγγαστρώθη’ η κόρη η πανεξαίρετος έγκυσεν την γαστέρα…….. (στίχοι 69-89) … Μετά δε την ανατροφήν τεσσάρων ήδη χρόνων, ορίζει ο πατέρας του γράμματα να μαθαίνει και παίδευσιν την της Γραφής να ίδη και να μάθη. [27]


Έμαθεν, εκατέμαθεν βιβλία φιλοσόφων, διδασκαλίες ποιητών, μεγάλων διδασκάλων: Ομήρου πρώτου των σοφών και ποιητού μεγάλου. Αριστοτέλους, Πλάτωνος είτα και Παλαμήδους. Έμαθε εκ στήθους διαδαχάς τούτων των φιλοσόφων. Όνομαν τον εθέκασιν, Ιμπέριος ωνομάσθη Έφθασεν δώδεκαν χρονών της ηλικίας τον χρόνον Μακρύς ήτον ως το βεργίν, λιγνός ως το καλάμιν, η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν. (στίχοι 262-294 ) … Ο ρήγας της Ανάπολης, ο θαυμαστός εκείνος, είχεν θυγάτηρ ευγενή’ άλλη ποσώς ουκ ήτον. Ο λογισμός μου εξαπορεί το πώς να επαινέσω. Πέρδικα χρυσοπλούμιστος ήτον η κόρη εκείνη’ λιθαρωτή, πανέμνοστη, ώσπερ το φέγγος άσπρη. Ει τίνα ενεντράνιζεν, τα ομμάτια της να ιδούσιν, ψυχάς ανέσπα παρευθύς και εμέν’ εφλόγιζέ με. Πολλοί καλοί και θαυμαστοί, αυθέντες και μεγάλοι μηνούσιν τον πατέραν της να ον συμπεθεριάσουν. Η κόρη ου παραδέχεται ίνα το συγκατέβη και θλίψιν είχεν και πικριάν εις αύτην ο πατήρ της. Εν μια γουν των ημερών ο ρήγας ο πατήρ της εις το κελλίν εσέβηκεν της κόρης Μαργαρώνας…. (στίχοι 447-470) … Και η πορφυρογέννητος η ωραία η Μαργαρώνα, ομπρός εις τον πατέρα της στέκει και συντυχαίνει με παίδευσιν και φρόνεσιν και ταπεινόν το ήθος: «Πατήρ μου, αυθέντη θαυμαστέ και ρήγα και τοπάρχα, τον ορισμόν, το θέλημα το έχρηζες εποίκα το’ θέλω τον νεόν τον ευγενή, αυτόν τον καβαλάρην, αυτόν οπού ενίησεν την ρένταν και την τζούστραν με την ευχή σου σήμερον άνδρα να τον επάρω. Και τούτο αν ουκ ηθέλησες, αυθέντη να ποιήσεις, ατή μου, με τα χέρια μου, φαρμάκι θέλω φάγει και εσύ την παρρησίαν σου μόνος σου κέρδισέ την, μόνος σου ζήσε, σκίρτιζε, μόνος αγαλλιάζου». Ως είδεν ο πατέρας της μετά και της μητρός της [28]


ότι ου δύνανται ποσώς ν’ αλλάξουν την βουλήν της μηνούσιν τον Ιμπέριον να ‘λθει εις το παλάτιν. Φέρνουν αλλάγια θαυμαστά, χάσδια χρυσοβουλλάτα και καμουχάδες χρυσωτούς με το μαργαριτάριν. Ατός του εστάθη ο ευγενής ρήγας, ο πεθερός του, έντυσε τον Ιμπέριον τα θαυμαστά τα ρούχα λιθομαργαροζάφειρα, στολές ηγλαϊσμένες. Και από το χέρι τον κρατεί ο ρήγας και φιλά τον. Ορίζει να ‘ρθουν οι άρχοντες όλοι εις το παλάτιν, τιμητικά με παρρησιάν, έμορφα, λαμπρυσμένα, και στέφουν τον Ιμπέριον, παίρνει την Μαργαρώνα….. (στίχοι 839-854) Η κόρη ουκ ηδυνήθηκεν τα λόγια να υπομένη, αλλά βρυχάται από ψυχής, κλαίει από καρδίας’ αναστενάζει και έπεσεν, λιγοθυμίαν την ήλθεν. Βρέχουν και συνηφέρουν την, ν’ αναψυχή καμπόσον. Στον τράχηλόν του έπεσεν ωραία η Μαργαρώνα, να είδες κλάηματα πολλά, βρυχίσματα μεγάλα. Ορίζει και σφαλίζουσιν μοναστηριού την πόρταν, μαζώνουνται οι καλογριές, μανθάνουσιν τον πράγμαν. Λέγει και φανερώνει των ωραία η Μαργαρώνα πώς έπαθεν εκ τα αρχάς εκείνη και ο Ιμπέρης και κλαίουσιν οι καλογριές, μάλλον Θεόν δοξαζουν. Εβγάζει η πανεξαίρετος ωραία η Μαργαρώνα το εγκόλπιν οπού εβρέθηκεν μέσα εις το συναγρίδιν. Θαυμάζουν την υπόθεσιν, ξενίζονται μεγάλως Ορίζει και σημαίνουσιν μοναστηρίου καμπάνες, Σημαίνουν, ψάλλουν και υμνούν, Θεόν τον παντοκράτωρ ………………………………………………………….. Άγνωστος

[29]


Αγνώστου: Βέλθανδρος και Χρυσάντζα Το έμμετρο ερωτικό ιστορικό μυθιστόρημα που είναι γνωστό με τον τίτλο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα είναι γραμμένο από άγνωστο βυζαντινό συγγραφέα του 13ου αιώνα (άλλοι το τοποθετούν στον 14ο αιώνα) και αποτελείται από 1.348 ανομοιοκατάληκτους στίχους συνολικά. Είναι σαφώς επηρεασμένο από κάποια αντίστοιχα ιπποτικά μυθιστορήματα των Φράγκων. Είναι ένα από τα σημαντικότερα ελληνόγλωσσα μεσαιωνικά μυθιστορήματα και ξεχωρίζει για την ιδιόρρυθμη γλώσσα του, που είναι ένα μίγμα δημώδους και λόγιας γλώσσας της εποχής. Το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο του έργου βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Η υπόθεση του έργου: Ο βασιλιάς των Ρωμαίων δηλαδή ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ροδόφιλος είχε δυο γιους τον Φίλαρμο και τον Βέλθανδρο. Ο Βέλθανδρος δεν τα πάει καλά με τον πατέρα του και αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρίδα του παίρνοντας μαζί του τρεις ακολούθους («παιδόπουλα»). Περιπλανιέται σε διάφορους τόπους της Μικράς Ασίας και ζει πολλές περιπέτειες, αλλά πάντα καταφέρνει να ξεπερνά τα εμπόδια που συναντά στο δρόμο του. Όταν φτάνει κοντά στην Ταρσό βρίσκει μπροστά του ένα μεγάλο κάστρο, το Ερωτόκαστρο που ανήκει στο βασιλιά των Ερώτων. Στην είσοδο του κάστρου υπάρχει μια επιγραφή που λέει πως όποιος ανέραστος τολμήσει να μπει θα τον πλήξουν τα βέλη του έρωτα. Απτόητος ο νέος φτάνει στην Αντιόχεια, γίνεται μέλος της βασιλικής [30]


αυλής και επιτέλους γνωρίζει από κοντά την Χρυσάντζα! Φυσικά ακολουθεί ο έρωτας. Αν και ερωτευμένοι οι δυο νέοι δεν έχουν πολλές επαφές, ώσπου – μετά από δυο χρόνια – ο Βέλθανδρος ακούει τους στεναγμούς της αγαπημένης του και καταφέρνει να περάσει το βράδυ μαζί της. Μετά από πολλές περιπέτειες, οι δυο νέοι επιβιβάζονται σε ένα πλοίο που τους πάει στην Πόλη. Εκεί παντρεύονται με βασιλικές τελετές και ο έρωτάς τους επισφραγίζεται με την ανάδειξή τους ως βασιλικού ζεύγους!

Βέλθανδρος και Χρυσάντζα Το Ερωτόκαστρο (Ο Βέλθανδρος και οι ακόλουθοί του φθάνουν στο Ερωτόκαστρο) ……………………………………………………………………………………………..

Και δέκα περιεπάτησεν ημέρας ολοκλήρους και τότε κάστρον ηύρηκε μέγα, πολύν την θέαν, εκ σαρδωνύχου λαξευτού κτισμένον μετά τέχνης, επάνω δε του κτίσματος του λαμπροτάτου εκείνου αντί πυργοβολήματα ήσαν συντεθειμένα λέων, δρακόντων κεφαλαί από χρυσών ποικίλων. …………………………………. Αφ’ ου το φλογοπόταμον εξήρχετο εκείνο ήλθε και εκατέλαβε του κάστρου τε τας πόρτας και πόρταν ηύρηκε λαμπράν εξ αδαμάντου λίθου. Εις μέσον δε ετήρησε γράμματα κεκομμένα, έλεγον δε τα γράμματα τα λαξευοτομημένα: «Τον ουκ εφθάσαν εποτέ τα βέλη των Ερώτων, μυριοχιλιοκατάδαρτον ευθύς να τον ποιήσουν, όστις το Ερωτόκαστρον απέσω να το ίδη». ……………………………………………………………………………………………………..

Μέσα στο Ερωτόκαστρο (Ο Βέλθανδρος μπαίνει μόνος του στο κάστρο, βλέπει τον πύρινο ποταμό και περιεργάζεται το τρίκλινο και τις παραστάσεις του) …………………………………………………………………………………………………...

Επεί δε το Ερωτόκαστρον απέξω ήτον κτισμένον εκ σαρδωνύχου λαξευτού, απείκασε το απέσω, ες όσον κατασκεύασμα των πραιτωρίων εκείνων. Ζώδιον είδε εύμορφον έμπροσθεν του τρικλίνου, τέτοιον πολλά παράξενον, ωραίον, παμμεγέθην, αφ’ ου και το ποτάμιον εξήρχετο εκείνο. Ήτον το τρικλινόκτισμα από ζαφείρου λίθων λίθων μεγάλων και λαμπρών, τεχνολατομημένων. [31]


Το στέγος δε του κτίσματος τις να το αφηγήται; ………………………………………

Μέσα στο Ερωτόκαστρο (Ο Βέλθανδρος μπαίνει στο κουβούκλιο και βλέπει καινούριες παραστάσεις) …………………………………………………………

Εξήλθεν αφ’ τον τρίκλινον, ήλθε εις το κουβούκλιν Και τούτο εξ αδάμαντος λίθου ήτον κτισμένον μετά των μαργαρίτων τε ήτον επιστωμένον και λίθων πολυτίμων τε ώνπερ ουκ έχει ο κόσμος. Ήτον το κτίσμα θαυμαστόν του κουβουκλίου εκείνου Εντέχνως πάλιν ίσταντο εκείναι αι καμάραι, δια κοχλίου γύρωθεν και περιθριγκωμέναι. Η φύσις τοίνυν των βροτών ει εθεάτο τούτο, μεγάλως να επαίνεσεν, μεγάλως να εθαυμάστην. Θεμέλιον ουκ είχασιν, εις γην ουκ επατούσαν’ εκρέμαντο οι τέσσαρες τοίχοι του κουβουκλίου’ να είπες και απείκαζες τας ουρανίους σφαίρας. …………………………………………………………………………………………….

Ο διαγωνισμός ομορφιάς (Ο Βέλθανδρος πρέπει να διαλέξει μεταξύ σαράντα καλλονών, αυτήν που θεωρεί πιο όμορφη. Την διαλέγει και εκθειάζει τις χάρες της) ……………………………………………………………………………………..

Τότε ιδών ο Βέλθανδρος την ύστερον εκείνην, μετά ερεύνης ακριβής σκοπών καλώς τα πάντα, την ηλικιάν, την ευμορφιάν, τα κάλλη του προσώπου, το σείσμα και το λύγισμα, το επιτήδευμά της είπεν και εγκωμίασεν εμβλέποντα την κόρην: «Εις των Χαρίτων την αυλήν εκάθησεν η φύσις’ εσύναξεν, εμάζωξε κατά λεπτόν τα πάντα. Του κόσμου όλας τας χάριτας και τας ευμορφοσύνας εσέ, κόρη τας έδωσα και κατεπλούτισέ σε! εσένα τα εχάρισε! Χαρά σ’ εσένα κόρη! Το σώμα σου το ευγενικόν ίσον βεργί του ‘ποίκε, κυπαρισσοβεργόλυγον εδημιούργησέν το έπειτα ενεφύσησε όλον και εψύχωσέν το’ πάσαν κοπήν και χάρισμα ζων επλαστούργησέ το’ [32]


και να και τούτο το βεργίν, το ο βασιλεύς Ερώτων εσκεύασε μεθ’ ηδονής ως δια σένα κόρη. ………………………………………………………………………………………..

Η ομορφιά της γυναίκας (Ο Βέλθανδρος περιγράφει την ομορφιά της κοπέλας που βράβευσε) …………………………………………………………………………………………………

Έχει μαλλιά χρυσαφωτά, ίσα της ηλικιάς της’ ως χόρτον εις παράδεισον, ως σέλινα εις κήπον, ούτως είχεν το δάσωμα των ομαλλιών η κόρη’ …. Να ρίψει τις βλέμμαν του να είδεν οφθαλμού της, πάραυτα την καρδίαν του σύριζον ν’ ανασπάσουν. Εις τον βυθόν της λίμνης σου απέσω καλυμβούσι μικρά-μικρά ερωτόπουλα’ δοξεύουν μέσα παίζουν. Οφρύδια κατάμαυρα εφύσησεν η τέχνη, γιοφύρια κατεσκεύασεν από πολλής σοφίας. Οι Χάριτες εχάλευσαν την μύτην της ωραίας, στόμα Χαρίτων, Χάριτος δόντια μαργαριτάρια. Μάγουλα ροδοκόκκινα, αυτόβαπτα τα χείλη. Εμύριζε το στόμαν της χωρίς αμφιβολίας Στρογγυλομορφοπήγουνος, υπερανασταλμένη, Λευκοβραχίων, τρυφερά, τράχηλος τουρνεμένος. …………………………………………………………………………………………….

Η ερωτευμένη Χρυσάντζα (Η κόρη του βασιλιά της Αντιόχειας Χρυσάντζα συνδέεται πλέον ερωτικά με τον Βέλθανδρο) ……………………………………………………………………………………………

Και αφόν τον νουν εσύμφερον και όλο τον λογισμόν των, ο Βέλθανδρος εστράφηκε και προς την κόρην λέγει: «Βεργίν βαστάζεις, λυγερή, και το καλόν ουκ είδες’ Μόνο γιγνώσκει ο κριτής οπού σε το εδώκεν». Εκείνη πάλιν προς αυτόν ανέφησε τοιάδε: «Και τι μετέχεις, άνθρωπε, και το βεργί γυρεύεις;» Αυτός ανταπεκρίθηκε και προς την κόρην λέγει: «Ως ιδικός σου, δέσποινα, δούλος πιστός γυρεύω, τ’ αυθεντικά μου πράγματα, κυρία, να φυλάττω». Ταύτα ειπών εστράφηκε γελώντας προς εκείνην’ αυτός περιλαμβάνει την και έπεσον οι δυο’ και απ’ τα συχνοφιλήματα και τας περιπλακάς των τα δένδρη τα αναίσθητα και αυτά αντιδονούσα. Αναίσθητοι εκείτοντο μέχρι μεσονυκτίου. Αφού δε εξεπλήρωσαν το ήθελαν οι δυο κι εγνώρισαν τα της αυγής τα βλέφαρα χαράζουν, ηδέως κατεφίλησαν, χωρίζονται αλλήλως. …………………………………………………………………………………………………

[33]


Η Χρυσάντζα οδύρεται (Η Χρυσάντζα μετά το θάνατο της βάγιας της, έχασε και τον Βέλθανδρο και μοιρολογεί) ………………………………………………………………………………………..

Σύρριζον την καρδίαν της ανέσπασε η λύπη. Και μόλις εσυνέφερεν τον νουν της η Χρυσάντζα, ήρξατο κλαίειν κλάηματα, έλεγε μοιρολόγιν: «Βέλθανδρε, φως μου, μάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου, νεκρόν και πώς να σε θεωρώ, άπνουν και πώς σε βλέπω! Αντί στρωμάτων τε λαμπρών βασιλιής τε κλίνης και πέπλου μαργαρόστρωτου, οις έδει σε σκεπάζειν, κείσαι εις άμμον ποταμού ούτω γεγυμνωμένος! ………………………………………………………………………………………….

Τέλος καλό, όλα καλά (Η Χρυσάντζα και ο Βέλθανδρος, ανταμώνουν ξανά) ……………………………………………………………………………………….

Ταύτα και άλλα εσύντυχεν εκείνον τον ευνούχον εδάκρυσαν αμφότεροι, έπειτα θέσαν τάβλα, εγεύθησαν, εγέρθησαν, εμπήκαν εις καράβιν, ενδύθηκαν βασιλικάς στολάς τε και στεφάνους ας έστειλε Ροδόφιλος ο πατήρ του Βελθάνδρου. Κόρην την πορφυρόβλαστον στολήν την γυναικείαν ενέδυσε ο Βέλθανδρος με τας ιδίας του χείρας. ‘Ελαμψεν ως ο ήλιος, έφεξεν το καράβιν, αι νάπαι τότε εχόρευον, τα όρη εσκρτώντο και τα δεινά παρέδραμον και η χαρά επλατύνθη και το καράβιν έποικε άρμενα και υπάγει. Είχε εύφορον άνεμον και μέσα εις πέντε μέρας έφθασαν εις τα ίδια των, έρραξε το καράβι, έστεσαν φλάμμουρα πολλά μετά βοής μεγάλης’ μανδάτα πάσιν σύντομα, φθάνουν εις το παλάτιν δίδουν προς τον Ροδόφιλον έκλαμπρα συγχαρίκια, ότι τον πορφυρόβλαστον Βέλθανδρον τον υιόν του ας δράμη, ας τον δέξεται και ας τον περιλάβη. Εστράφη αφ’ τα ξένα του, ήλθε στα γονικά του με το καράβιν το’ στειλε να πά γυρεύοντάς τον’ εύρε και έφερεν αυτόν μετά και της Χρυσάντζας.

[34]


Ο Μικέλης Άβλιχος (1844-1917) από τη Κεφαλονιά ήταν σατιρικός ποιητής, συνεχιστής της παράδοσης του Λασκαράτου. Γνώρισε και ασπάστηκε τις ιδέες του αναρχισμού του Μπακούνιν.

Ο Μαντζουράνης υποψήφιος εν Κεφαλληνία Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος που επλούτισε στο τζόγο με καρπιές μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος για βουλευτής στις νέες εκλογές. Κι έξω ντελάλη βγάνει και φωνάζει -- Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει και τους πληρώνει κι' όλα στα γερά! Κεφαλλονίτες, αν στο πρόσωπο σας φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά, αποκριθείτε με το φάσκελο σας σε εκείνον που σας πήρε για τραγιά. Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι πετάξτε του στα μούτρα τες δραχμές. Δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει Και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιές. [35]


Μικέλης Άβλιχος

Εις τον παπα-Σκιαδά Ευλογημένε μου, παπα-Σκιαδά, σε βλέπω ως και τώρα, στα γεράματα, με την παλιά σου ευλάβεια μπροστά, πιστόνε πάντα στ' άγια προστάματα, να βγαίνεις κούτσι-κούτσι, ξεσυρτά, χωρίς να σε πειράζουν τα σκοντάμματα, ν' αγιάζεις σαν και πρώτα ταχτικά της Χριστιανής την πόρτα και τα πράματα! Και μου τονίζει, ως κι εμέ, τη λύρα η αμάραντή σου, δέσποτα, αγιαστήρα! Μικέλης Άβλιχος

Ερωτική επιστολή Η χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα μ’ έκαμε τη ζωή να βαρεθώ και μου ‘ρθε και στο νου να σκοτωθώ, χωρίς ν’ ακούσω στην καρδιά τρομάρα. Κι είπα· στον τάφο δεν είναι λαχτάρα! και μέσα στην πολλή μου σαστισμάρα επήρα το ξουράφι να σφαώ και το’ χα να το χώσω στο λαιμό, για να τελειώσει κάθε φαωμάρα [36]


μα δεν ηξαίρω πώς και τι και ποιό κι’ αντίς να κάμω τέτοια αντραγαθία εβάρτηκα με μιας να ξουριστώ… Κι εκόπασε και τούτη η τρικυμία κι’ αντίς να μ’ αγροικήσεις σκοτωμένονε θάρτω να με φιλήσεις ξουρισμένονε ! Μικέλης Άβλιχος

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα. Είναι ποιήτρια, έχει εκδώσει πάνω από δώδεκα ποιητικές συλλογές. Η άλλη Πηνελόπη Μες απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη με τα μαλλάκια της όπως-όπως μαζεμένα. κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή, μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια. Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση στην ιδέα «Οδυσσέας» που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια να περιμένουν στο προαύλιο των μυστικών συνηθειών του κορμιού της. Εκεί στο παλάτι του νησιού με τους φτιαχτούς ορίζοντες μιας γλυκερής αγάπης και το πουλί απ’ το παράθυρο να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης την προσωπογραφία του έρωτα. Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο βαστώντας μια κούπα καφέ πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου. [37]


Η σκιά του στον τοίχο σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν αίμα από αρχαίο φόνο μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος. Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο το χώμα και το φτυάρι το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο. Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα την υποβλητική μουσική του φόβου τα κρουστά της παραίτησης το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου τις περίπλοκες συγχορδίες μιας άπειρης ευγνωμοσύνης για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα αγγίγματα και δαγκώματα φωνούλες στα σκοτάδια μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως. Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός και του ’κλείσε την πόρτα. Κατερίνα Αγγελάκη_Ρουκ

Σιγά μην τρέμεις... «Σιγά μην τρέμεις...» είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες να προσκυνάς άλλα αγάλματα αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών που για μια μόνο στιγμή σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά μ’ ουράνια οικειότητα [38]


ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα το γελάκι, η ματιά σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια του κάκτου χρόνου. Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής ακουμπά σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό ακουμπά στο κενοτάφιο των ονείρων. Κατερίνα Αγγελάκη_Ρουκ

Ο Αντρέας Αγγελάκης (1940-91) από τον Πειραιά ήταν συγγραφέας, ποιητής και στιχουργός πολλών τραγουδιών. Σπούδασε και δίδαξε φιλολογία.

Παράκληση Χάιδεψε μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου, το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό απ’ αυτά πού λέμε πάνω στην έξαψη και μετά δε θυμόμαστε. Και μη με ρωτήσεις ονόματα και πού δουλεύω και τούτο και κείνο. Άσε τη σιωπή πού θα ‘ρθει μετά το τέταρτο να μας κατακλύσει και να νιώσουμε ντροπή για το χρόνο ντροπή για τον πηλό μας, να γεμίσει η κάμαρα νοσταλγία.

Πώς μπορείς Πώς μπορείς να ξαναμπείς στο δωμάτιο πού πριν λίγο κράταγες ένα κορμί αγαπημένο; Βγαίνουν απ’ τις γωνίες χέρια και σε καλούνε φωνές ψιθυρίζουν στο σκοτάδι μισόλογα «ναι», «όχι», [39]


«σβήσε το φώς», «μη», «ξανακοίτα με στα μάτια» το φώς απ’ τις βλεφαρίδες σου πηχτό, πίσω απ’ το κουρτινάκι ένα γυμνό στήθος μόλις κρύφτηκε κι είναι χιλιάδες τα φιλιά, χίλια τα ονόματα, ώμοι και ιδρώτας, όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο, κανένα πρόσωπο δε μού έμεινε ατή μνήμη, βγήκα, λέει, κάποιο βραδάκι έξω -μ’ έσπρωχναν κι άρχισε να ψιλοβρέχει, ύστερα μπόρα μ’ έφερε σε δρόμο ερημικό χωρίς κανένα κι αυτοί πού στο κορμί. μου γνώρισα λιώσαν και στάξαν αίμα κι έσβησαν και φώναξα τότε τ’ όνομά σου να με λυπηθείς.

Πικραμύγδαλο Φίλησέ με ξανά και μίλα μου- πάει καιρός που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται με τους συφιλιδικούς ή με τούς γέρουςξέρεις εσύ, όπως παλιά πού ανέβαινε ή ψυχή στα χείλη και γιόμιζε το στόμα μας σάλιο, πικραμύγδαλο και κείνο τον ήχο μες στη γλώσσα μας τον υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ’ τα φύλλα, που διάλεγε η κάρδια να πει τα όσα ανομολόγητα. Έτσι- τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω ντροπαλά, βαρύς απ’ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου.

Ο Κύριος ημών Ο Κύριος ημών -θυμάσαι; κάπου βεβαίωσε πως άλλη πιο μεγάλη αγάπη δεν είναι απ’ το να δώσεις την ψυχή σου να τη σπαράξουν και πια να γυροφέρνεις ήρεμος, τιποτένιος, χωρίς οργή, χωρίς αντίκρισμα[40]


κι εγώ σε συλλογιέμαι από τότε αδάκρυτος, δίχως καλοσύνη η μίσος, με μνήμη πού μοιάζει των σφουγγαράδων πού τρελάθηκαν όταν αντίκρισαν στοιχειά της θάλασσας, γεμάτος ομίχλη, λόγια ανεξήγητα, πυροβολισμούς, σχεδόν είμαι ευτυχισμένος χωρίς επέκεινα, χωρίς ψυχή, να σέρνομαι στα λιμάνια, στα σκοτεινά παγκάκια, μαζί μ’ άλλους χαμένους στο σκοτάδι χέρι με χέρι όλοι μας, βυθισμένοι στην απέραντη ερημιά της σάρκας.

Αντρέας Αγγελάκης

[41]


Ο Φώτης Αγγουλές (1911-61) από τη Χίο ήταν γνήσιος λαϊκός ποιητής

Χαρά Στον κήπο μια κοντομηλιά με φίλεψε δύο μήλα. Μια λεύκα , με χαιρέτησε με τ’ ασημιά της φύλλα. Μ’ έρανε με τ ανθάκια της μια λεμονιά ανθισμένη κι αφ’ το μαγγάνι ήπια νερό. Μα ό,τι γλυκό μου μένει, είναι στον ίσκιο της ελιάς, μέσα στου ηλιού την πύρα, που ήρθε η χαρά στον ύπνο μου κι ένα φιλί της πήρα. Φώτης Αγγουλές

Οι χιονάνθρωποι Προσπαθήστε συνάνθρωποι, να τους καταλάβετε τους χιονάνθρωπους. Μας μισούνε γιατί, ξέρουνε πως σαν έβγει ο ήλιος, ό,τι είναι φτιαγμένο από χιόνι, θα λιώσει. Φώτης Αγγουλές

Μην καρτεράτε …Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή, μήτ' όσο στην κακοκαιριά λυγά το κυπαρίσσι. Έχουμε τη ζωή πολύ πάρα πολύ αγαπήσει… [42]


Φώτης Αγγουλές

Περιμένει Το πλοίο περιμένει… Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου να φανείς Δε θα μ’ αποχαιρέταγε σαν θα ‘φευγα κανείς και θα ‘φευγα αδιάφορος σαν από χώρα ξένη Μα τώρα με τον τόπο αυτόν κάποια φιλία με δένει και τα δεσμά μου είν όμορφα και να τα σπάσω δεν μπορώ κι ενώ να μείνω θα’ θελα πολύ, κοντά σας να χαρώ Το πλοίο περιμένει… Φώτης Αγγουλές

Στη μάννα Μανούλα, τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους. Θα σκοτωθούν οι έφηβοι άδικα. Θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες κι εσύ, να μην περιμένεις να πραγματοποιήσεις κανένα σου όνειρο… Αυτό… είναι Πόλεμος. Φώτης Αγγουλές

Πότε; Ταξίδι παν οι σκέψεις μου με τ’ αφρισμένα κύματα Του γυρισμού σου τα γλυκά πότε ν’ ακούσω βήματα Χρυσέ μου πού ‘σουν πάντοτες καλός κι ανοιχτοχέρης, Σαν έρτεις απ’ την ξενητιά, τι δώρα θα μας φέρεις; Φώτης Αγγουλές [43]


Τέλλος Άγρας είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου (1899-1944) από την Καλαμπάκα. Ανήκει στη λεγόμενη γενιά του μεσοπολέμου ή των νεορομαντικών ποιητών. Πέθανε όταν τραυματίστηκε από αδέσποτη σφαίρα την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς.

FRAGMENTUM Ήθελες κάτι να μου πεις και δεν σου το ρωτούσα το καλοκαίρι είχε σωθεί και τ’ άνθη π’ αγαπούσα Ήθελες κάτι να μου πεις και το ‘χα λησμονήσει τη ρίζα που καθόμαστε - θυμάσαι; - έχουν γκρεμίσει. Είχε από τότε εντός μου σε φθινόπωρο γυρίσει Μου είπες, α ναι! - πως μ’ αγαπάς μα το ‘χω λησμονήσει. Τέλλος Άγρας

[44]


Ο Κρίτων Αθανασούλης(1916-1979) ήταν ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη. Έχουν εκδοθεί πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές του.

Η παραίνεση του έμπειρου Αν σκάψεις βαθιά στην ψυχή μου θ’ ανακαλύψεις τον πόλεμο. Έχει κι αυτός τους εχθρούς του και κρύβεται, αποκοιμιέται περιμένοντας. Αν δεν ήταν η άνοιξη, τα οπωροφόρα δέντρα, οι λευκοί κρίνοι, της καρδιάς το σκίρτημα, το έκπαγλο φως θα ζούσε πολύ στην επιφάνεια. Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου. Εμάς τους δύο που βαδίζουμε χεροπιασμένοι φοβάται ο πόλεμος. Γι’ αυτό μη λύνεται ποτέ τα χέρια, μη περιφρονείτε τα πουλιά, κάθε μέρα στους κήπους. Να κοιτάτε τον ήλιο στα μάτια. Μακριά απ’ τους ρήτορες. Ακούτε καλύτερα των ρυακιών του ψιθύρους. Κρίτων Αθανασούλης

[45]


Ο Αισχύλος (5254-456/5 π. Χ.) από την Ελευσίνα, ονομάστηκε ο πατέρας της τραγωδίας. Η τραγωδία είναι ένα θεατρικό είδος που συνδέθηκε με την Αθήνα. Οι τραγωδίες προορίζονταν για όλο τον αθηναϊκό λαό και όχι μόνο για ένα ειδικό θεατρόφιλο κοινό. Πολέμησε και πληγώθηκε στο Μαραθώνα, όπου σκοτώθηκε ο αδελφός του ο Κυναίγειρος, και επίσης στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όπου διακρίθηκε ο άλλος του αδελφός ο Αμείνιος. Έχουν διασωθεί μόνο επτά τραγωδίες του από το σύνολο των 79 τίτλων που είναι γνωστοί. Πιθανολογείται ότι έγραψε πάνω από ενενήντα έργα μεταξύ των οποίων πολλές τραγωδίες, ελεγείες και σατυρικά δράματα. Τα επτά έργα του που έχουν διασωθεί είναι: οι Πέρσαι, Επτά επί Θήβας, Προμηθεύς Δεσμώτης, Ικέτιδες και η τριλογία της Ορέστειας. Τα έργα του παίζονται ακόμα και σήμερα στα θέατρα όλου του κόσμου.

Από τις Ικέτιδες ………………………………… Σα σε θεούς, κόρες μου, πρέπει στους Αργείους να κάνετε την προσευχή σας και θυσίες και σπονδές να προσφέρετε, γιατί σωτήρες με δίχως γνώμη δεύτερη, μας είν’ αλήθεια’ και μ’ αγανάκτηση άκουσαν πώς μας φερθήκαν στενοί από αίμα συγγενείς, οι εξάδερφοί σας’ και μένα αυτούς μου ορίσανε τους δορυφόρους να μου ακολουθούν, τιμητική μου συνοδεία, και να μην, απρόβλεφτα, τύχει και πέσω από εχθρικό κρυφά κοντάρι σκοτωμένος και βάρος πάρει επάνω της αιώνιο η χώρα. …………………………………………. Όσο για κατοικία μας και διπλά σπίτια μας δίνουν, το ένα ο Πελασγός και τ’ άλλο η πόλη να καθόμαστε αρόγιαστα’ γι’ αυτό ξεγνιάστε. Μον’ τις παραγγελιές μου αυτές να μην ξεχνάτε, γιατί η τιμή απ’ τη ζωή πιότερο αξίζει Αισχύλος (Μετάφραση : Ι. Ν. Γρυπάρης)

[46]


Από τους Πέρσες ………………………………… Παντοδύναμε Δία, τώρα που έφθειρες το περήφανο αμέτρητο στράτευμα των Περσών, μες στα Σούσα και Εκβάτανα πένθος άπλωσες μαύρο. Μύριες τώρα γυναίκες ξεσκίζουνε με τ’ αδύναμα χέρια τους πέπλους τους πλημμυρούνε τους κόρφους των, που όλες έχουνε μέρος, στο πένθος. Κι οι Περσίδες οι νύφες οι αβρόκλαφτες να ιδούν πίσω ποθώντας τα ταίρια τους τ’ απαλόστρωτα αφήνουν κρεβάτια τους - αναγάλλια της ξέγνοιαστης νιότης των και θρηνούν με πιο αχόρταγο κλάμα’ μα εγώ των αντρών που χαθήκανε τιμή φέρνω στο θάνατο, πολυπένθητο θάνατο αλήθεια. Τώρα πέρα για πέρα θρηνεί της Ασίας η χώρα π’ αδειάζει’ τους οδήγησ’ ο Ξέρξης αλί: τους εχάλασ’ ο Ξέρξης αλί: κι όλα τα ‘φερε ο Ξέρξης στραβά δίχως γνώση με τα πλοία που πήγε ν’ αρματώσει …………………………………… Αισχύλος (Μετάφραση : Ι. Ν. Γρυπάρης)

[47]


Από τους Επτά επί Θήβας ………………………………… Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ω τι κρίμα, να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη απ’ ενού Αχαιού το κοντάρι και να γένει έτσι ανάξια απ’ τους θεούς της στάχτη θρύμα. Κι οι γυναίκες σκλαβωμένες, ωιμένα, νιες και γριές σαν τ’ άλογα να τις τραβάνε απ’ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα, ενώ η πόλη θε ν’ αδειάζει όλη αντάρα και βουή σύμμιχτη των σκλάβων που χαλάνε’ βαριές τύχες που προσμένω με τρομάρα. …………………………………………. (Μετάφραση : Ι. Ν. Γρυπάρης)

Πάρτε θάρρος παιδιά, καλών μανάδων γέννες, απ' της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόλη και κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν Πέρασ’ η μπόρα μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίο νερά απ' το βροντοχτύπημα της τρικυμίας· βαστούν τα κάστρα, γιατί φράξαμε τις πύλες μ' άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδες· Πάνε καλά τα πιότερα στις έξι πύλες· την εβδόμην ο σεβαστός ο εβδομαγέτης διάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς, ν' αποτελειώση πάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρία για τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάιου Αισχύλος (μετάφραση: Ι, Γρυπάρη

[48]


Από τις Ευμενίδες ………………………………… Θε να δεχτώ μαζί να ζω με την Παλλάδα εδώ’ την πόλη δεν καταφρονώ που ο παντοδύναμος ο Δίας με τον Άρη κάνουνε φρούριο των θεών και απαντοχή και καμάρι των πανελλήνιων των βωμών. Γι’ αυτό καλόγνωμ’ η καρδιά με τους χρησμούς μου ευχές σκορπίζει άμποτε σ’ όλο τον καιρό της ζωής τ’ άμετρ’ αγαθά η γη τους χύμα ας αναβρύζει στου ήλιου το φως το χαρωπό. …………………………………………. Αισχύλος (Μετάφραση : Ι. Ν. Γρυπάρης)

[49]


Από τον Προμηθέα Δεσμώτη …………………………………

Ω αιθέρα θεϊκέ, γοργόφτερες πνοές ω ποταμών πηγές, και των κυμάτων γέλιο αναρίθμητο, κι ω γη μητέρα, κι εσέ τον παντεπόπτη ήλιο κράζω, θεός, κοιτάχτε με, τι πάσχω απ’ τους θεούς. Κοιτάχτε τι πάθη υπομένοντας φοβερά, το μυριόχρονο θα περάσω καιρό. Τέτοια βρήκε για με ντροπιασμένα δεσμά των μακάρων ο καινούριος αφέντης. Αχ στενάζω για τα βάσανα αυτά και για κείνα που θα ‘ρθουνε’ πότε και πώς τα δεινά μου θα πάρουνε τέλος; Όμως τι λέω; Καλά ξέρω τα πάντα, όσα μελλούμενα είναι, και κανένα κακό αναπάντεχα δε θα ‘ρθει. Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφτη ο καθένας μ’ αλύγιστη καρδιά να τη βαστάζει, μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι της Ανάγκης η δύναμη. Και πάλι μήτε μπορώ γι’ αυτά τα πάθη να σωπάσω μήτε και να μιλήσω. Για τα δώρα που ‘δωκα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος σε τέτοια βάσανα. Έκλεψα της φλόγας κρυφά το σπέρμα μες σε κούφιο ξύλο, που δάσκαλος για πάσα τέχνη εστάθη και μέγας τρόπος οι θνητοί να ωφεληθούνε. Τα σφάλματά μου αυτά και τα πληρώνω στον ξάγναντο εδώ τόπο καρφωμένος. Αα, αα. ποιο βουητό μ’ αγγίζει αθώρητο, ποια μυρωδιά; Θεοσταλμένη, ανθρώπινη, ανάμιχτη; Ποιος τάχα στον ακροσύνορο ζύγωσε το βράχο, για να δει τα δεινά μου ή τι θέλει; [50]


Κοιτάχτε με δεσμώτη το βαριόμοιρο θεό, τον εχθρό του Διός μισημένον απ’ όλους τους θεούς που συχνάζουν στην αυλή του, γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο. …………………………………………. Αισχύλος (Μετάφραση : Τάσος Ρούσσος)

Ιώ (από τον Προμηθέα Δεσμώτη) Ποια χώρα; τι έθνος; ποιος τάχα είναι αυτός που τον βλέπω σ' αυτό τον γκρεμνό καρφωτό να τον δέρνουνε τέτοιες φουρτούνες; Σαν τι κρίμα πλερώνεις μ' αυτή την ποινή, που κακοθανατάς; Πε μου, ω πε μου, σε ποια χώρα γης να πλανήθηκα η μαύρη; Αχ! Αχ! Πάλι την άθλια με κεντά ένας οίστρος... να το, του Αργού το φάντασμα του γίγαντα· βόηθα θεέ! τον βλέπω, να, ο βοσκός με μύρια μάτια που 'ρχεται και σκιαχτά τριγύρω του τηρά. που και νεκρό δεν τόνε κρύβει η γης, μ' απ' τον κάτω κόσμο βγαίνοντας σαλαγάει και με γυρνά στην άμμο του γιαλού την άθλια νηστικιά. Και το σουραύλι του βαριά σφυρίζει ένα σκοπό που σα νανούρισμα ύπνο φέρνει. Αλίμονο μου αλί! πού πάλι με τραβούν οι μακροπεριπλάνητοι παραδαρμοί; Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι; και μες σε τέτοιες συμφορές μ' έζεψες, όίμέ, κι έτσι με τυραγνάς τη μαύρη με άγριας τρέλας σκιάξιμο έξω νου; Αισχύλος (μετάφραση: Ι. Γρυπάρης) [51]


Από τον Αγαμέμνονα ………………………………… Δικιά τους έχουν σήμερα την Τροίαν οι Αχαιοί: Φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στην πόλη! Καθώς θα χύσεις μες σ’ ένα πινάκι λάδι και ξύδι, να ταράζουνται θα δεις ανάρια, έτσι χώρια των νικητών και νικημένων ξεφωνητά θα ’χεις ν’ ακούς ανόμοιας μοίρας. Αυτοί απ’ εδώ πεσμένοι απάνω σε κουφάρια αντράδων και αδερφών και των παιδιών των γέροι γονιοί θε να θρηνούν των αγαπημένων τη συμφορά, μα μ’ όχι πια λεύτερο στόμα. Τους άλλους πάλι νηστικούς απ’ τη μάχη νυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζια της πόλης, και τους στρώνει δίχως καμιά τάξη, μα μ’ όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξει. Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουν των Τρώων και γλιτωμένοι απ’ τ’ ανοιχτού του κάμπου τις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα, ως, τι χαρά τους! Ξέγνοιαστοι θα κοιμηθούνε. …………………………………………. Αισχύλος (Μετάφραση : Ι. Ν. Γρυπάρης)

[52]


Η Ρούλα Αλαβέρα είναι ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942, όπου έζησε και δραστηριοποιήθηκε. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικές της συλλογές

Το σπίτι Το σπίτι είναι σαν ένας άνθρωπος μας μιλά, μας χαιρετά Τα δέντρα γύρω είναι άνθρωποι που σε καλωσορίζουν Το σπίτι δεν έχει πόρτα δεν έχει παράθυρο Απ' την καπνοδόχο βγαίνει η ψυχή ο καπνός κι η στάχτη που μας χωρίζουν εσένα και το ομοίωμά μου. Το στρώμα που μας δέχεται – γίνεται όνειρο Το όνειρο προχωρεί στα πόδια Μια μορφή από μας Απ' το αίμα του αίματός μας σιωπά, ακουμπά στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες, προσπερνά από φωνές που δεν ξεχωρίζει Βλέπει το σπίτι το κάρο που έρχεται να φορτώσει. Ρούλα Αλαβέρα

[53]


Ο Άρις Αλεβίζος γεννήθηκε το 1955 στη Μεσσηνία. Είναι δικηγόρος, συγγραφέας και ποιητής.

Ουδείς λόγος ανησυχίας Αν καμιά φορά σε πιάνει η μανία κάτω να τα βροντήξεις απ’ όλους να χαθείς μην ανησυχείς. Τα τελευταία συμπτώματα είναι της ασθένειας που λέγεται ζωή. Άρις Αλεβίζος

Εγώ ισόβιο Πρώτα άρχισε ν’ ανακαλύπτει τη φυλακή του ύστερα να διαπιστώνει την καταδίκη του. Επιχείρησε αποδράσεις μάταιες μετά από κάθε τοίχο πάντα υπήρχε κι ο επόμενος. Κρεμάστηκε από την ελπίδα του επισκεπτηρίου. Άρις Αλεβίζος

[54]


Ο Κούλης Αλέπης (1903-1986) από την Αρεόπολη Λακωνίας, ήταν ποιητής, μεταφραστής και ζωγράφος.

Και τι πως αύριο Και τι πως αύριο η πίκρα μου η παλιά με ξέχειλο μπορεί να φτάσει τάσι; Απόψε έχω μεθύσει από φιλιά κι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει. Κι είναι άνοιξη· και πάω σα σε χορό, στο νοτερό το απόβραδο, το γκρίζο, κι όπως γυρίζω σπίτι, αργοπορώ και τ’ ακριβό όνομά σου ψιθυρίζω. Τα δάχτυλά μου οσφραίνομαι συχνά, τα ρούχα που εχαρήκαν το κορμί σου, το μύρο για να νιώσω σιγανά, ξανά της γλυκανάσαστης ορμής σου. Καλώς να φτάσεις, πίκρα μου παλιά, και ξέχειλ’ αύριο ας πιω τ’ άθλιο σου τάσι! Απόψε έχω μεθύσει από φιλιά κι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει. Κούλης Αλέπης [55]


Ο Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) από την Κέρκυρα, σπούδασε νομικά και δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1991. Έζησε κατά κύριο λόγο στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Κυκλοφόρησαν οκτώ ποιητικές συλλογές του, ενώ φιλολογικά του μελετήματα, δοκίμια και βιβλιοκριτικά του σχόλια δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά.

Ο Καθρέφτης Μισόφωτο στην αίθουσα μονάχος άγνωστο τι γυρεύοντας κοιτάζω τεράστια κάδρα γύρω μου πορτρέτα νεκρών παιδιών και πένθιμα τοπία τόπων αγνώστων ή λησμονημένων. Τέλος διακρίνω τον βαθύ καθρέφτη καθώς τεράστιο κάδρο δίπλα στ’ άλλα και μέσα εκεί παιδί τον εαυτό μου στη μέση μιας απέραντης ερήμου. Κρατώντας θυμιατήρι και λαμπάδα

[56]


Η απρόσμενη Όμως ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις —με τόση λάμψη τόση μουσική— το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου; Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες; Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ' αυτή την εκκωφαντική σου παρουσία; Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη; Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου —σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο— ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει; Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω

Ωκεανός Και πόσος κόσμος Θε μου τι βοή μες στην καταραμένη πόλη μες στο τριμμένο φως τον κουρνιαχτό τις τρομαγμένες μάσκες όπου εγώ με απελπισμένο βλέμμα ναυαγού του κάκου ψάχνω να σε δω κι Εσύ πάντοτε αργείς να 'ρθεις και πρόωρα φεύγεις. [57]


Ορέστης Αλεξάκης

Ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός (4ος - 3ος αιώνας π.Χ.) ήταν ποιητής και γραμματικός, ο μόνος γνωστός εκπρόσωπος της Αιτωλικής ποίησης. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αλεξάνδρεια όπου και αναδείχθηκε σε έναν από τους επτά σημαντικότερους τραγωδούς της πόλης οι οποίοι απάρτιζαν την Αλεξανδρινή Πλειάδα. Ενώ ήταν γνωστός κυρίως ως τραγικός ποιητής, ο ίδιος εμφανίζεται να είχε προτίμηση στα επικά ποιήματα, ελεγείες, επιγράμματα.

Η άπιστη γυναίκα Ο Φόβιος θα ‘ναι του Ιπποκλή Νηκλείδη γιος, βλαστάρι, από γενιάν αρχοντική και ντόπια αληθινά και νόμιμη στο σπίτι του γυναίκα θέλει πάρει. Μα μόλις το νοικοκυριόν η νύφη θ’ αρχινά Θα ‘ρθει ο Ανθός, του βασιλιά Ναρκίσσου ο γιος στο δώμα κι όρκους θα δώσει φιλικούς και ομόσματα πιστά κι από το Μάη πιο θαλερός, στα πρώτα νιάτ’ ακόμα. Και της Πειρήνης το νερό, π’ αφράτα όλα βλαστά ουδέ της Μέλισσου το γιο τόσ’ όμορφο θα πλάσει, καμάρι για την Κόρινθο και θλίψη στον εχθρό. Θα ‘ναι ο Ανθός φίλος του Ερμή. Κι η νύφη θέλει πιάσει τρελή για κείνον έρωτα παράνομο, πικρό. Θα σφίγγει του τα γόνατα κι αμαρτωλά να παίζει μαζί του θα ζητά. Μ’ αυτός το Δία θα ντραπεί, τον όρκο και του φίλου του τ’ αλάτι, το τραπέζι και στα ποτάμια πρόταση θα πλύνει ποταπή. Μον’ αφού γάμο ο θαλερός Ανθός θα της αρνιέται, τότε μια απάτη η άπιστη θα κάμει ταπεινή. Με λόγια θα γελάσει τον, τέτοια λογάκια, ιδέτε: «Μου ‘πεσε ο κάδος ο χρυσός, μου ‘κόπει το σχοινί στο περιστόμι απ’ το βυθό σαν το τραβούσα, ξένε και στις Νεράιδες του νερού θα πάει να μου χαθεί. Μ’ αν εσύ θες, για το θεό – γιατί εύκολα μου λένε πως μέσα έχει σκαλότρυπες στο λάκκο το βαθύ – κατέβα, βγάλτ’ τον και θα ιδείς αγάπη πιο μεγάλη». …………………………………. [58]


Αλέξανδρος ο Αιτωλός (μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)

Άρης Αλεξάνδρου (1922-78) είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα και ποιητή Αριστοτέλη Βασιλειάδη, που γεννήθηκε στο Λένινγκραντ της Σοβιετικής Ένωσης, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα. Έγινε ευρύτερα γνωστός από το μυθιστόρημά του Το κιβώτιο.

Το αμετάφραστο Έγραψε ένα ποίημα με λέξεις καθημερινές δεντροστοιχία, πέτρα, κέλυφος, χαρτόνι, έχοντας την πρόθεση να το μεταφράσει στη μητρική του γλώσσα. Ανασέρνοντας μια-μια τις αντιστοιχίες απ’ το βυθό της μνήμης αλλάζοντας τη διάταξη για να κρατήσει το ρυθμό προχώραγε στη νέα παραλλαγή με τόση επιτυχία που σκέφτηκε να σκίσει την πρώτη γλωσσική μορφή. Ξάφνου ο ίσκιος του γλάρου πάνω στα νερά του θύμισε πως όλα τα πουλιά της μακρινής πατρίδας του είχαν αποδημήσει ή σκοτωθεί. Άρης Αλεξάνδρου

Το μαχαίρι Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο. Στο μεταξύ όσο δουλεύεις στον τροχό [59]


πρόσεχε μην παρασυρθείς μην ξιπαστείς απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων. Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι. Άρης Αλεξάνδρου

Επιστροφή Έτσι που γυρίσαμε γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι απ’ την πολλή σιωπή έτσι που γυρίσαμε βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο θα μας περισσεύει και τα τέσσερα χρόνια γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας θα μας λείπουν έτσι που γυρίσαμε κι οι δρόμοι προχωράνε τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία σε πένθιμους φακέλους κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός κι ας μου ζητούσε την ταυτότητά μου.

Μέσα στις πέτρες Κι όμως δεν αυτοκτόνησα. Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχό του στο [60]


πριονιστήριο; H θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες. Άρης Αλεξάνδρου

Ο Άλκης Αλκαίος (1949-2012) από τις Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ήταν ποιητής και στιχουργός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Λιάρος. Έγραψε πλήθος ποιημάτων και στίχους γνωστών τραγουδιών, Συνεργάστηκε με πολλούς συνθέτες όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μάριος Τόκας, ο Νότης Μαυρουδής κ. ά.

TERRA INCOGNITA Ο Μπομπαντίλια ο Σφετεριστής Τη δόξα του Κολόμβου έβαλε στο μάτι Στο Σαν-Ντομίγκο κλέβει τους Ιθαγενείς Γυάλινες χάντρες αλλάζει με χρυσάφι (Στο Αρχιπέλαγος χορεύει η κορβέτα Κι τι θα φάμε σαν τελειώσει η γαλέττα) Ο Μπομπαντίλια ο Σφετεριστής Δεμένο στέλνει τον Κολόμβο στην Καστίλλη Μα στη Τζαμάικα λέγανε να δεις: Οι βασιλιάδες του ανάψαν το φυτίλι ***

Ελισάβετ ή Επιθαλάμιο του 1600 μ. Χ. [61]


Οι ρεβεράντζες οι αυλικές πολύ μ’ αρέσουν Το βιργινάλι η ιερακοτροφία Κι οι μενεστρέλλοι σαν στα πόδια μου θα πέσουν Μα πιο πολύ αγαπάω την Αγγλία Το νιτερέσα-μου φυλάνε οι φτωχοί Σα να ‘τανε δικά- τους νιτερέσα Μοιάζει η Αγγλία με ολόγιομο πουγγί Μα πιο πολύ αγαπάω ‘το που ‘χει μέσα Άρατ’ αθέματα Μες σε πανάθλιες καιρικές συνθήκες Ο Φοιβίδας ο Λακεδαιμόνιος ενώ Το στρατό στη Σπάρτη οδηγούσε Και μες από τη Θήβα πέρναγε Γιουρούσι εσάλπισε ανέντιμο και την Καδμία Ακρόπολη της Θήβας εκυρίευσε Μα σαν στη Σπάρτη τα κακά μαντάτα εφτάσαν Σφόδρα οι Λακεδαιμόνιοι εταράχτηκαν Και δίχως την παραμικρή χρονοτριβή Μες σε πανάθλιες καιρικές συνθήκες Τον Φοιβίδα απ΄το Στρατό ανακάλεσαν Τιμώντας τον μ’ εξάμηνη διαθεσιμότητα Την Καδμία των Θηβαίων την Ακρόπολη Εκ παραδρομής εκράτησαν δική τους Βρέχει στην Ελλάδα ασταμάτητα εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια.

Μες το χημείο του Μαγιού Στο φόρτε οι μηχανές την ώρα που γελάς στο φόρτε οι μηχανές την ώρα που φωνάζεις ανατριχίλα του κοσμάκη, μη μιλάς στο μακελειό το ομηρικό που ωριμάζεις. Γρηγορείτε, κελιά, μες στο χημείο του Μαγιού! Χέρσα μου μάτια, τί αλκοολικός καιρός με Βάγκνερ νανουρίζονται οι πρεζονόμοι κι όλο ρωτάνε αν είναι νόμος φυσικός να κάνει ο Χικμέτ διαδήλωση στη Ρώμη. Γρηγορείτε, πουλιά, μες στο χημείο του Μαγιού! [62]


Τώρα μαθαίνεις στο Ικόνιο αποκλεισμένος ποιοί σαμποτάρουν με καλώδια το κορμί σου πατριωτάκι, τρώει τα νύχια ο ανακριτής σου κι είναι το ίδιο αγέλαστος και γελασμένος. Γρηγορείτε, παιδιά, μες στο χημείο του Μαγιού!

Ο Αλκαίος ο Λέσβιος (7ος-6ος π. Χ. αιώνας) γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Έζησε την ίδια εποχή με τη Σαπφώ και ο ίδιος εξύμνησε το χαμόγελό της. Ήταν διάσημος λυρικός ποιητής. Σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα από τα έργα του.

IV ………………………………… Από έργα ντροπιασμένα τον Πρίαμο βρήκε και τους γιους του τέλος πικρό και φταις εσύ: Την Τροία την άγια την έχει κάψει Δεν ήταν τέτοια η νύφη ή αβρή παρθένα Που ο γιος ο γαύρος του Αιακού – καλώντας και τους θεούς στο γάμο – απ’ του Νηρέα το σπίτι επήρε, για να την πάει στου Χείρωνα. Τρανή ‘ταν η αγάπη του Πηλέα και της Νεράιδας (της πιο όμορφης). Κι εκεί της ζώνη λύνει της παρθενιάς της κι απά στο χρόνο έκαμε γιο αντρειωμένο, απ’ τους ηρώους τον πιο τρανό αλογάρη. Μα οι Τρώες και το καστρί τους χαλάστηκαν για την Ελένη (Μετάφραση : Ι. Θ. Κακριδής) [63]


Αγριοκαίρι Ο Δίας βρέχει, βόγκει τ’ αγριοκαίρι απ’ τα ουράνια, τα νερά παγώσαν απ’ το κρύο, τα δέντρα μες στο λόγγο το βάρος δεν μπορούν πια να σηκώσουν. Πολέμα τ’ αγριοκαίρι’ ξύλα ρίχνε στη φωτιά’ βάζε μπόλικο κρασάκι γλυκόπιοτο’ και γέρνε το κεφάλι στο μαλακό σου απάνω μαξιλάρι. (Μετάφραση : Θρ. Σταύρου)

Τρία αποσπάσματα Δεν καταλαβαίνω την πάλη των ανέμων Γιατί το ένα κύμα κυλά από τη μια μεριά και τ’ άλλο από την άλλη κι εμείς στη μέση μεταφερόμαστε με το μαύρο καράβι μας, καταπονημένοι πολύ απ’ τη μεγάλη φουρτούνα. Το νερό είναι πάνω από το κατάρτι κα ολόκληρο το πανί κατασχισμένο, με μεγάλες τρύπες απ’ άκρη σ’ άκρη Οι άγκυρες χαλαρώνουν….

*** Πατέρα Δία, οι Λυδοί λυπήθηκαν τις συμφορές μας και μας έδωσαν δυο χιλιάδες χρυσά για να επιχειρήσουμε να πατήσουμε τη ιερή πόλη, κι ας μην είχαν δει ποτέ καλό από εμάς κι ας μην μας ήξεραν καν, αλλά εκείνος, η πανούργα αλεπού, πρόβλεψε εύκολη επιτυχία και νόμισε ότι η πρόθεσή του δεν θα γινόταν αντιληπτή. [64]


*** Δάμασε τη θύελλα σωριάζοντας ξύλα στη φωτιά ανακατεύοντας το κρασί χωρίς τσιγκουνιά και βάζοντας ένα μαλακό μαξιλάρι γύρω από τους κροτάφους σου Αλκαίος ο Λέσβιος

Ο Αλκαίος ο Μεσσήνιος ήταν αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός του 2ου π. Χ. αιώνα. Είναι ο μόνος πολιτικός ποιητής της Παλατινής Ανθολογίας. Σώθηκαν σ’ αυτήν 22 επιγράμματά του από την ανθολογία (Στέφανο) του Μελεάγρου.

Πένθος για τον κιθαρωδό Πυλάδη Η Ελλάδα ολόκληρη, Πυλάδη, ολοφύρεται για το χαμό σου, κόβοντας σύρριζα την ξέπλεκή της χαίτη. Ο ίδιος ο Φοίβος απόθεσε από την άκοπή του κόμη τις δάφνες, τιμώντας, όπως άρμοζε, τον υμνωδό του. Οι Μούσες σε έκλαψαν, και ο Ασωπός κράτησε τη ροή του, όταν άκουσε από τα στόματά τους τον γοερό θρήνο. Στου Διονύσου τα μέλαθρα έπαψε το τραγούδι και ο χορός, όταν βάδισες στο σιδερένιο δρόμο του Άδη. [65]


Αλκαίος ο Μεσσήνιος (μετάφραση Θ. Κ.. Στεφανόπουλος)

Ο Αλκμάν (Αλκμάνας, 7ος π. Χ. αι.) καταγόταν από τις Σάρδεις, αλλά έζησε και έδρασε στη Σπάρτη. Εκεί διακρίθηκε στη χορική ποίηση (ποιήματα για χορούς παρθένων) και έγινε πολύ δημοφιλής. Από τα έργα του σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα.

Ι Κοιμούνται βράχια, ρεματιές, λαγκάδες κορφοβούνια, κι από τα σερπετά όσα θρέφει η γης η μαύρη, τ’ άγρια θεριά, των μελισσών τα σμάρια, τα ψάρια μες στης σκοτεινής της θάλασσας τα βάθη. Των απλοφτέρουγων πουλιών κοιμούνται τα κοπάδια. Αλκμάν (Μετάφραση : Ηλ. Βουτιερίδης)

ΙΙ Ήρθαμε στης μεγάλης Δήμητρας εννιά, όλες όλες παρθενικές, όλες μ’ ωραίαν εσθήτα, μ’ εσθήτα ωραία και περιδέραια σκαλισμένα [66]


μ’ ελεφαντόδοντον, ωραία σα λαμπηδόνες Αλκμάν (Μετάφραση : (Γιάννης Δάλλας)

ΙΙΙ Γλυκόφωνες, γλυκόλαλες παρθένες, δεν μπορούνε τα γόνατά μου πια να με κρατούνε. Μακάρι τώρα να ήμουνα κηρύλος, που πετάει πια στου κυμάτου τον αφρό με τα θαλασσοπούλια, χωρίς μες στην καρδιά φόβο να κλει τ’ αλικοφτέρουγο της άνοιξης πουλί. Αλκμάν (Μετάφραση : Ηλ. Βουτιερίδης)

IV Κοιμούνται οι βουνοκορφές, τα φαράγγια, τα βράχια και οι ρεματιές κι οι ράτσες των (ζωντανών) που σέρνονται κι όλα όσα τρέφει η μαύρη γης, τα θηρία που ζουν στα βουνά και το γένος των μελισσών και τα κήτη στα βάθη της ποικιλόχρωμης θάλασσας. Κοιμούνται και τα κοπάδια των πουλιών των μικροφτέρουγων Αλκμάν

[67]


Ο Βασίλης Αμανατίδης γεννήθηκε το 1970 στην Έδεσσα, αλλά μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος και performer. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές

Frau Σόνια Η Σόνια έχει μια ουλή στο μέτωπο. Εμείς μέσα σε γιώτα χι Ή σε κάπα ψι Ή σε λάμδα ωμέγα: Ένας αυτοκινητόδρομος στη μέση του ας πούμε πουθενά. Ξαφνικά μια αυτοσχέδια πινακίδα μπρος μας: «Φράουλες», την προσπερνάμε. Πιο κάτω πάλι: «Φράουλες». Ώσπου ξανά πιο κάτω: «Φράουλες». Μα πουθενά ένας πωλητής πουθενά πελάτες πουθενά και φράουλες [68]


Φαίνεται φράουλες είναι αυτό που όταν τρέχεις προσπερνάς. Μια άδεια λέξη ιδανική, για να τη λες και ν’ αποφεύγεις τις ουλές της μνήμης. Τότε η Σόνια είπε: κουράστηκα να οδηγώ Δε σταματάμε για λίγο εδώ πιο κάτω Όταν ανεβήκαμε ξανά Για ώρα οδηγούσε σαν μονόχειρας Έλεγε «φράουλες», με τ’ άλλο Χέρι έγδερνε Την ουλή στο μέτωπό της. Βασίλης Αμανατίδης

Ο

Μανόλης

Αναγνωστάκης (1925-2005) υπήρξε από τους επιφανέστερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Έντονα πολιτικοποιημένος, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από εμφυλιοπολεμικό στρατοδικείο. Σπούδασε και άσκησε το ιατρικό επάγγελμα. Πολλά τραγούδια του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς συνθέτες.

Μιλώ… Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους [69]


Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις, τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους, τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες π’ αφήσανε τα δίχτυά τους και πήρανε τα βήματά Του κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. Μανόλης Αναγνωστάκης

Επιτάφιο Εδώ αναπαύεται η μόνη ανάπαυση της ζωής του η μόνη του στερνή ικανοποίηση Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο. Μανόλης Αναγνωστάκης

Αφιέρωση Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν Για το σπίτι που χτίστηκε Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν Για τα πλοία που άραξαν Για τη μάχη που κερδήθηκε Για τον άσωτο που επέστρεψε [70]


Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια. Μανόλης Αναγνωστάκης

Δρόμοι Παλιοί Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα κάτω από τους ίσκιους των σπιτιών να περπατά νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε, με γνώριζε Μανόλης Αναγνωστάκης

Επιτύμβιον Πέθανες – κι έγινες κι εσύ: ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τί κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα. Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ‘ρθώ την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

[71]


Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Στόχος Το θέμα είναι τώρα τι λες Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες Μανόλης Αναγνωστάκης

Το σκάκι Έλα να παίξουμε. Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου (ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη) Θα σου χαρίσω τους πύργους μου (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα) Κι ο βασιλιάς αυτός ποτέ δεν ήτανε δικός μου. [72]


Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω; (Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα) Όλα. Όλα και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει δρασκελώντας την μια άκρη ως την άλλη γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα. Μανόλης Αναγνωστάκης

Οι στίχοι αυτοί Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ‘ναι οι τελευταίοι οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι. Μανόλης Αναγνωστάκης

Θα ‘ρθει μια μέρα Θα ‘ρθει μια μέρα που δεν θα ‘χουμε πια τι να πούμε θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια. Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω. Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε. Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα. [73]


Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς. Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο, ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό, δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Καπνίσαμε - θυμήσου – ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ - ξεχνώ πάνω σε τι – κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον. Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις. Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μόνος του. Μανόλης Αναγνωστάκης

Στ᾿ αστεία παίζαμε! Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σας δώσαμε και τις γυναίκες μας Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ τα φως της ημέρας Μήπως πέρασαν χρόνια; σάπισαν τα φύλλα του ημεροδείχτη Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε· χάναμε ολοένα Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί; Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας Κλέφτες! Στα ψέματα παίζαμε! Μανόλης Αναγνωστάκης

Femina aeterna Εγώ αγαπούσα πάντα την Ελένη όμως αυτή δε μου ’κανε τη χάριν, [74]


δεν αγαπούσε εμένα αλλά τον Λένιν και μου ’σκισε όλα τα βιβλία του Μπουχάριν. Καυγάδες όλη νύχτα για το Κόμμα, για τον Στάλιν, τον Τρότσκι ή τον Γκράμσι. Α! δεν μπορούσε να τραβήξει πολύ ακόμα, του έρωτά μας ήταν προφανής η κάμψη. Εγώ να θέλω σεξ — και να το κάνει λες από υποχρέωση σαν κότα, να βιάζεται να σηκωθεί απ’ το ντιβάνι να ξαναπιάσει το «Πρόγραμμα του Γκότα». Δεν ήθελε παιδιά και babylino μάθαινε ρωσικά μετά μανίας μου ’χε κρεμάσει και στον τοίχο το Κρεμλίνο και έβριζε το καθεστώς της Ρουμανίας. Παιδιά, μακριά από γυναίκα οργανωμένη, αντί για έρωτες σας περιμένουν τάφοι, εκεί που λες πως την κρατάς γερά δεμένη έρχεται και σ’ την παίρνει ένας Καντάφι. {Μανούσος Φάσσης (Μανόλης Αναγνωστάκης)}

Νεκρός Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές. [75]


Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα. Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια. Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα. Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους. Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται. Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα. (Τόσα και τόσα πράγματα που δεν προβλέπονται Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες, Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, πού να φωνάξεις;) Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα. Μανόλης Αναγνωστάκης

Ήταν άνθρωποι... Ήταν άνθρωποι Πολλοί πολλοί άνθρωποι Αγκαλιασμένοι [76]


Με τα δάχτυλα σφιχτά (Σα χειροπέδες) Κι όταν σκοτείνιασε Ύστερα μείναν λίγοι άνθρωποι Κι ύστερα ακόμα πιο λίγοι Όσο σβήναν τα φώτα ένα-ένα Όσο βούλιαζε η νύχτα Κι ύστερα ακόμα πιο λίγοι Κι οι άλλοι πουλούσαν τα μάτια τους Κι οι άλλοι τους κλέβαν τα δόντια τους Κι αυτοί κλειδώναν τα μάτια τους Κι αυτοί καρφώναν τα δόντια τους Γυρίζοντας στον τοίχο τους καθρέφτες (Όλο και λίγοι πιο λίγοι) Ώσπου σε μια στιγμή Άνοιξε κάποιος το μαχαίρι Κι έσκισε το πουκάμισό του Κι είδανε τ’ όνομά του γραμμένο στο στήθος Πάνω ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. (Σ’ αυτούς που λέω τώρα αυτά τα λόγια). Μανόλης Αναγνωστάκης

Δεν έφταιγεν ο ίδιος Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες κι άλλοι την πάθανε που τότε είπαν το ναι και δεν ακούσανε των παλιών τις υποθήκες. [77]


Τάχα η θέλησή σου λίγη τάχα ο πόνος σου μεγάλος η ζημιά ήτανε στο ζύγι πάντα φταίει κάποιος άλλος. Καλά καλά ποιο είναι το κέρδος, ποια η ζημιά ποιος να το πει δεν ξέρει το βέβαιο ήτανε πως κάτι δεν πήγε καλά δεν έφτασε όπου ονειρεύτηκε το χέρι. Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε κι οι άνθρωποι γεμάτοι είναι τώρα απαιτήσεις αφού σήμερα δε θά `λεγε το ίδιο το ναι τώρα περίσσεψαν η σύνεση και η κρίση.

Όταν όλα περάσουν Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου Πίσω απ’ τις γραμμές του βιβλίου Κάτω απ’ τα βήματα των στρατιωτών Όταν όλα περάσουν Πάντα σε περιμένω Πάνω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή Όταν όλα περάσουν Σε περιμένω Πέρασαν από τότε πολλά τρένα Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή Όταν όλα περάσουν Σε περιμένω. Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Ανακρέων γεννήθηκε στη Τέω της Μικράς Ασίας, πιθανώς το 572 π. Χ. Πέθανε σε ηλικία 85 χρόνων. Ήταν ποιητής του έρωτα, του κρασιού και του γλεντιού.

[78]


Στον πλούτο Αν με τον πλούτον ημπορούσα τη ζωή μου ν’ αυγατίσω τότες, ναι, θα τον κρατούσα, θα τον φύλαγα καλά. Κι όποτ’ ερχόταν ο Χάρος, μπόρηγα καν να του δώσω κάτι τι για να γλιτώσω και να μείνω ζωντανός. Μόν’ αφόντις τη ζωή μου μ’ άσπρα δεν την αγοράζω από τι ν’ αναστενάζω, στα χαμένα να θρηνώ; Κι αν η Μοίρα το’ χει γράψει δίχως άλλο πως πεθαίνω. από τ’ άσπρα τι κερδαίνω, το χρυσάφι Άιντ’ εγώ με φίλους πάντα το γλυκό κρασί να πίνω και ποτέ μου να μη μείνω δίχως όμορφη αγκαλιά: Ανακρέων (Μετάφραση : Ιωάννης Βηλαράς)

Τ’ άσπρα μαλλιά Σφαίρα μου ρίχνει πορφυρή ο χρυσομάλλης Έρως έξω και με μια κόρη που φορεί σανδάλια με καλεί να παίξω. [79]

τι

φελάει


Μ’ αυτή – θωρείς Μυτιληνιά Μια τα μαλλιά μου κοροϊδεύει - θωρείς είναι λευκά - και μια σ’ άλλη αγάπη της χαζεύει! Ανακρέων (Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος)

Μικρά του Ανακρέοντα Όποιος πίνει το κρασάκι πλάι στ’ ολόγιομο βαρέλι για έχθρες, σκοτωμούς και δάκρυα να μιλάει δεν μ’ αρέσει. Δώρα η Μουσική κι η Αγάπη. Όποιος να ευθυμήσει θέλει Όμορφα ας τα συνταιριάζει. Μόνο τούτα έχουν θέση. # Από φαΐ, μου έφτασε ολίγη από παστέλι. Μ’ από κρασί, το έφερα στον πάτο το βαρέλι, τη λύρα, το μεράκι μου, παίρνω και τραγουδάω και το γλεντώ με συντροφιά, την κούκλα π’ αγαπάω! # Αγόρι μου, με βλέμμα κοπελίτσας σε γυροφέρνω μα εσύ πέρα βρέχει. Στα χέρια σου κρατάς κι ας μην το ξέρεις, τώρα τα χαλινάρια της καρδιάς μου. Ανακρέων (μετάφραση: Δήμητρα Χριστοδούλου)

[80]


Ερωτικό Ο δαμαστής ο Έρωτας κι η πορφυρή Αφροδίτη, μαζί σου παίζουν βασιλιά κι οι μαυρομάτες Νύμφες. Σε σένα που συχνά γυρνάς στις πιο ψηλές βουνοκορφές, ευλαβικά προσπέφτω. Τη προσευχή μου εισάκουσε κι έλα κοντά σε μένα, για να γενεί ό,τι ζητώ. Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε, καλά να συμβουλέψεις, τον έρωτά μου, βασιλιά, για να δεχτεί τ’ αγόρι. Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας τη κόκκινή του μπάλα μου πετά και με κεντρίζει με τη νια παιγνίδι ν’ αρχινήσω, που ‘χει σαντάλια πλουμιστά. Μ’ αυτή, μια και κρατά απ’ τη τρανή τη Λέσβο που ‘ναι γεμάτη αρχοντικά, σνομπάρει τ’ άσπρα μου μαλλιά κι αλλού κοιτά και χάσκει… Ανακρέων

[81]


Ω, κόρη Ώ κόρη, που παρθενικά κοιτάζεις, ζεις μες στο νου μου, εσύ όμως δεν το νιώθεις γιατί δεν ξέρεις ότι την ψυχή μου εσύ την κυβερνάς.

Ξανθήι δ' Ευρυπύληι μέλει Και νοιάζεται για την ξανθή την Ευρυπύλη ο Αρτέμονας, που τριγυρνά μες σε φορείο. Ενώ στενή και βρωμερή φορούσε πριν κουκούλα, και κρίκους ξύλινους στ' αυτιά και γύρω απ' τα πλευρά του άτριχο βοϊδοτόμαρο, παλιάς ασπίδας ντύμα, μόλις ξεκολλημένο, ο ελεεινός ο Αρτέμονας, που συναναστρεφόταν δημόσιες και ψωμάδαινες και με ψευτιές εζούσε, που του 'βαλαν πολλές φορές το σβέρκο σε παλούκι, πολλές φορές και σε τροχό, και που τις είχε φάει πολλές φορές στα πισινά με πέτσινο καμτσίκι, και που και γένια και μαλλιά του έχουν μαδήσει, τώρα μ' αμάξια πάει, στο στήθος του φορώντας αλυσίδες χρυσές, της Κύκης το παιδί, κι ομπρέλα φιλντισένια κρατάει σαν τις γυναίκες.

Ωδή στην Αρτέμιδα Παρακαλώ σε αλαφοκυνηγήτρα ξανθιά του Δία θυγατέρα, των αγριμιών, Άρτεμη, αφέντρα τώρα στα ρέματα έλα του Ληθαίου. Στην πολιτείαν ανθρώπων λυπημένων χαρούμενη εσύ ρίχνε τη ματιά σου. Γιατί δεν προστατεύεις ανήμερους πολίτες. [82]


Ανακρέων (απόδοση: Ηλίας Βουτιερίδης)

Ο Έρως Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάει μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει. Το δάχτυλό του πόνεσε, οδύρεται και κλαίει στη μάνα του Κυθέρεια, πετάει και της λέει: «Μάνα μου ,πάει… χάνομαι, με τσίμπησε, μανούλα φίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλα.» Κι εκείνη του ‘πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει, το βέλος σου πόσο πονεί , αυτόν που αγαπάει;… Ανακρέων (απόδοση: Ι. Κυριαζής)

Το γήρας Η κόμη μου ασπρίζει οι κρόταφοί μου, γκρίζοι. Τα νιάτα μαραμένα, τα δόντια σαπισμένα. Λίγος καιρός μου μένει ζωή γλυκιά, χαμένη. Γι’ αυτό συχνά στενάζω με τους νεκρούς τρομάζω. Φρικτό το βάθος του Άδη, απύθμενο πηγάδι. Εκεί όποιος εχάθη εδώ δε θα ξανάρθει. Ανακρέων (απόδοση: Ι. Κυριαζής)

[83]


Ο Τεύκρος Ανθίας (1903-68, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Χατζημηνά) γεννήθηκε στην Κύπρο. Εργάστηκε ως δάσκαλος σε σχολεία της Ελλάδας. Το 1935 αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Κύπρου με αφορμή την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Η Δευτέρα παρουσία. Έγραψε ποίηση, πεζά και θέατρο.

Κατρακύλημα Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος – για τιποτένια πραγματάκια της ζωής. (Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος, με τις αστείες προσωπίδες που φορείς). Το ποιο φινάλε θα ‘χει τέτοια μια ιστορία, το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί, πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία, μα δε γιατρεύεις τέτοια επίφοβη πληγή. Πάντοτε λες : «Θα ‘ρθεί μια μέρα να ξεφύγω, Απ’ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ, και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο, κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ». Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε τραβάει και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις, το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει, για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.Τεύκρος Ανθίας

[84]


Δίστηλο Τα φρύδια σου : δυο τίτλοι στη σειρά, με κεφαλαία αρχαϊκά στοιχεία· υπότιτλοι με γράμματα μικρά : Τα βλέφαρά σου. Κι ακολουθούνε δυο προτάσεις, που αρχινάνε και τελειώνουν με στιγμές. Στο μέσο κάθε μιας και μια τελεία. Κείμενο με των 12 ελζεβίρ : Τα μπιρμπιλά τα δυο σου μάτια. Λίγο πιο κάτω δυο προτάσεις άλλες, με κόκκινο μελάνι τυπωμένες – – ρητορικές, μακρόσυρτες προτάσεις καθαρευουσιάνου : Τα μάγουλά σου. Κι η μύτη, σα λεπτότατη γραμμή, χωρίζει τις δύο στήλες. Υπογραφή : Σατάν και Σαβαώθ : Τα σκανδαλιστικά τα δυο σου χείλη. Την ώρ’ αυτή, που ξενυχτώ στη συλλοή σου κι έχω μπροστά μου την υπέροχη μορφή σου, οι στοχασμοί μου με ενοχλούν. Δίχως ελπίδα γιατί μέσα στον πόνο σου να ρέβω; – Αφήστε να διαβάσω εφημερίδα! ...Κι αγριεύω. Τεύκρος Ανθίας

[85]


Ο Γιάννης Αντιόχου είναι γιατρός, ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Μεγάλωσε και ζει στον Πειραιά. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης και έχει μεταφράσει πολλούς ξένους ποιητές.

Απολίθωμα ψαριού Πολύ ετρικύμησε ο άνθρωπος Και με τις μηχανές έκλωσε τα πλεμόνια του μ’ αόρατα σύρματα τα σβάραχνα γεμίζοντας με ιστούς και δίκτυα κι είναι ένα ψάρι ο άνθρωπος σπαρταρώντας έξω από τα νερά του χτυπώντας πτερύγια κι ουρά στις λέξεις που αρμαθιάζει ο ψυχίατρος στο νήμα των εντέρων του ανασκάπτοντας την κοιλιά του κι είναι ένα ψάρι ο άνθρωπος με πρησμένη κοιλιά γεμάτη θρυμματισμένα ρήματα κι ανθούς πεφταστέρια λιλιπούτειες ουρές σημείων στίξης ίχνη ν’ αφήνει η απελπισία η θλίψη και ο θάνατος Και νερό πια δεν υπάρχει μόνο στεριά που ’χει ραγίσει ψάχνοντας μια σταγόνα υγρασίας στους βολβούς και στα κωνικά καπέλα μαγικών μανιταριών βιώνοντας την παραίσθηση πως από ψάρι έγινε άνθρωπος και όλη τη γη κατοίκησε ξεφυσώντας ό,τι απολείπεται κι είναι πελάγου θαλασσινή σαν κύμα η μοναξιά του και ψάρι ολομόναχο [86]


να σπα και να ξεσπά πάνω στο βράχο εντυπώνοντας το απολίθωμά του. Γιάννης Αντιόχου

Ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς υπήρξε πολυγραφότατος επιγραμματοποιός των αρχών του 1ου μ. Χ. αιώνα, φίλος και διοικητικός υπάλληλος των Ρωμαίων. Στην Παλατινή Ανθολογία υπάρχουν 90 επιγράμματά του. Άλλα 15 αποδίδονται σε Αντίπατρο χωρίς όμως να καθορίζεται αν ανήκουν σ’ αυτόν ή στον συνώνυμό του Σιδώνιο.

Επιγράμματα του Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως Λυκαινίδα την κοκαλιάρα, τη ντροπή της Αφροδίτης, που 'χει κι από ελάφι γοφούς πιο μικρούς, που όπως λέει το ρητό ούτε και μεθυσμένος βοσκός θα συζούσε μ' αυτήν... γκρ, γκρ, τέτοιες των Σιδωνίων είναι οι γυναίκες.

***

Με μια μόνο δραχμή, μπορείς την Ατθίδα Ευρώπη να έχεις, χωρίς να φοβηθείς κανένα, χωρίς αυτή ν' αντιταχθεί. και καθαρά σεντόνια έχει, και κάρβουνα στη χειμωνιά. Καλέ μου Δία αδίκως μεταμορφώθης σ' αγελάδα. Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς (μετάφραση: Αντρέας Λεντάκης)

[87]


Ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος

ήταν Έλληνας επιγραμματοποιός και ποιητής του 2ου αιώνα π. Χ. από την Σιδώνα. Είναι γνωστός για τον κατάλογο που συνέταξε για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Μάλιστα λέγεται ότι τα επισκέφτηκε όλα για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αν άξιζε να συμπεριληφθούν στον κατάλογό του. Από σωζόμενα γραπτά που υπάρχουν φαίνεται να μαγεύτηκε από την μεγαλοπρέπεια του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο όπου και το παρομοίασε με τον Όλυμπο.

Επίγραμμα για τον ποιητή Αντίμαχο Εγκωμίασε τον αδρό στίχο του ακάματου Αντιμάχου, που είναι αντάξιος του ύψους των αρχαίων ημιθέων, που σφυρηλατήθηκε πάνω στο αμόνι των Πιερίδων, αν βέβαια η τύχη σου χάρισε λεπτό αφτί, αν γοητεύεσαι από την αγέλαστη φωνή, αν λαχταράς το μονοπάτι το άβατο και απάτητο για άλλους. Και αν ο Όμηρος κρατάει τα σκήπτρα της ποιήσεως, είναι και ο Ζευς πιο δυνατός από τον Ποσειδώνα· όμως ο Ποσειδώνας είναι βέβαια υποδεέστερος εκείνου, αλλά των υπολοίπων αθανάτων ο μέγιστος. Και ο κάτοικος της Κολοφώνας υπολείπεται βέβαια του Ομήρου, εξάρχει όμως της χορείας των άλλων ποιητών. Αντίμαχος ο Σιδώνιος (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

[88]


Ο Αντιφάνης, ήταν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Μέσης Αττικής κωμωδίας. Έζησε από το 408 περίπου μέχρι το 334 π. Χ. Προφανώς δεν καταγόταν από την Αθήνα, αλλά ίσως από την Κίο, στην Προποντίδα, τη Σμύρνη ή τη Ρόδο. Μετοίκησε στην Αθήνα, περίπου το 387 π. Χ.. Ήταν πολύ παραγωγικός: περισσότερες από 200 από τις συνολικά 365 κωμωδίες που αποδίδονται σε αυτόν, είναι γνωστές σε μας από τους τίτλους και τα αρκετά αποσπάσματα που διατηρήθηκαν στον Αθήναιο. Πραγματεύονται κυρίως θέματα που αφορούν στο τραπέζι, αλλά εμπεριέχουν αρκετά εντυπωσιακό συναισθηματισμό.

Ποίηση Η τραγωδία είναι είδος που αξίζει να το μακαρίζεις από κάθε άποψη. Πρώτα-πρώτα, οι υποθέσεις είναι ήδη γνωστές στους θεατές, προτού καν μιλήσεις γι’ αυτές. Ο ποιητής χρειάζεται μόνο να τις υπενθυμίσει. Αν, λόγου χάρη, πω «Οιδίπους», τα υπόλοιπα τα γνωρίζουν όλα: πατέρας του ο Λάιος, μητέρα του η Ιοκάστη, ποιες οι κόρες του, ποιοι οι γιοι του, τι θα πάθει, τι έπραξε ήδη. Αν πάλι κάποιος αναφέρει τον Αλκμέωνα, και τα μικρά παιδιά, μηδενός εξαιρουμένου, σου είπανε στο πι και φι ότι τρελάθηκε και σκότωσε τη μητέρα του, ότι θα καταφθάσει έξω φρενών ο Άδραστος και ότι θα ξαναφύγει Έπειτα, όταν δεν έχουν πια να πουν τίποτα και τα βρίσκουν σκούρα με την πλοκή, υψώνουν τη μηχανή όπως το δάχτυλο και οι θεατές δεν έχουν πρόβλημα. [89]


Εμείς όμως δεν έχουμε τέτοια· είμαστε υποχρεωμένοι να επινοήσουμε τα πάντα, νέα ονόματα, έπειτα τι προηγήθηκε, τι διαδραματίζεται τώρα, Αντιφάνης (Μετάφραση: Θ. Στεφανόπουλος)

Ο Αντίφιλος ο Βυζάντιος ήταν αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός που έζησε την εποχή του Αυγούστου και του Τιβερίου (1ος μ. Χ. αιώνας). Θεωρείται από τους πιο κομψούς ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας, στην οποία σώζονται περί τα πενήντα άριστα επιγράμματά του.

Επιγράμματα του Αντιφίλου Μια βάρκα ο γέρος ο ψαράς είχε για σύντροφό του γριά κι αυτή, μερίτισσα του βίου και της θανής, πάντα συνταξιδιώτισσα στο ψάρεμα, κι αφότου βάρκ’ αρμενίζει, πιο πιστή δεν είχε άλλο κανείς. Τον έβοσκε ως τα γερατειά. Κι αφού το λείψανό του σαβάνωσε, τον πέρασε στον Άδη ολονυχτίς *** Μακριά κλωνάρια απ’ την ψηλή ισκιερή βελανιδιά σκεπή για όσους ξεφεύγουνε απ’ το αψύ το κάμα, πυκνά σαν κεραμίδια εσείς μυριόφυλλα κλαδιά, ω, ανάερες τζιτζικιών φωλιές κι ανθρώπων σπίτι αντάμα, σώστε κι εμέ που ξέφυγα το δυνατό λιοπύρι και κάτω απ’ τα δροσάτα σας φυλλώματα έχω γείρει. Αντίφιλος ο Βυζάντιος (μετάφραση: Α. Σκιαδαρέσης) [90]


Ο ποιητής Νίκος Αντωνάτος γεννήθηκε το 1937 στο Μεσολόγγι

Θητεία – 619 Τ.Π. Στον όρχο των πυρομαχικών δώδεκα-δυο σκοπιά. Χτύπησε θάλασσα Το αυγουστιάτικο φεγγάρι από μακριά λυγάει αγαπημένος λαϊκός σκοπός Μινόρε η καρδιά Στο κουρεμένο μου κεφάλι ένας μπερές αυτόματα που χαιρετάει στο χέρι το Μι-ένα Δεν ξέρω να το κρατώ, ούτε κι αυτό να με κρατάει. (σ’ εαυτόν) Νίκος Αντωνάτος

Βραδιάζει Οι σκιές ήρθαν και κάθισαν στ’ αντικρινό βουνό απαλά σα μια γυναίκα που απλώνει το φουστάνι της προτού στον καναπέ καθίσει [91]


Και μπήκα στο δωμάτιο μελαγχολικός κάποιο βιβλίο να διαβάσω αγαπημένο ώσπου απ’ τις αράδες του γλιστρήσουμε κι οι δυο, στου ύπνου τον γκρεμό εγώ στο πάτωμα εκείνο ανοιγμένο. Νίκος Αντωνάτος

Απόλογος Τους Εκατόγχειρες σκέφτομαι μετά τη μάχη αμήχανους να μην έχουν τι να τα κάνουν εκατό χέρια ο καθένας. Νίκος Αντωνάτος

Εμείς (κάποιοι εμείς) Σαν ήχοι απογέματος αμυντικοί και αποθαρρημένοι που αναζητούν προτού να σβήσουν κάποιας γαλήνης την υπακοή κι ακούμε τα αντίφωνα του σώματος καθώς αχώριστες γυρίζουν από κει οι λύπες κι οι καημοί Γιατί στης μνήμης πιο πολύ το καφενείο τις ώρες μας περνούμε παρέα οι μονάχοι να σέρνει ο ένας τ’ άλλου τη σιωπή αστήριχτοι και ευπαθείς σαν ίχνη επιπόλαια μιας καλοκαιρινής βροχής Κι ακούμε τα μονόχορδα του χρόνου να παίζουν συμφωνίες ατελείς [92]


με ένα κόμπο στο λαιμό σφιγμένο γραβάτα ενός μυστήριου πόνου που σαν την άκρη του πικρού γλυκαίνει αμυντικοί και αποθαρρημένοι σαν ήχοι απογέματος – εμείς. Νίκος Αντωνάτος

Ελένη Αχ, Ελένη, καμιά δε σ’ έφτασε ισότητα εσέ μήτε του άρρενος μήτε του θήλεος το δαγκωμένο μήλο αμίλητο

Ζώσα φύση Τα μήλα και τ’ αχλάδια του Σεζάν τρώγονται μόνο με τα μάτια, αφού τ’ αληθινά είναι τυφλά μπροστά τους

Δρόμο στα όνειρα Στα όνειρά μου έχανα πάντοτε το δρόμο Στο δρόμο πάλι δεν έβρισκα όνειρα χαμένα

Στίγμα [93]


Σφράγισα την αγάπη στα χείλη της πιστά δεν ήταν κλειστά μα μόνο ραγισμένα. Νίκος Αντωνάτος

Η Ανύτη η Μυτιληναία (3ος π. Χ. αι.) ήταν ποιήτρια επιγραμματοποιός. Σώζονται δυο από τα επιγράμματά της που αναφέρονται σε τρεις ηρωίδες της Μιλήτου που αυτοκτόνησαν μετά την εισβολή των Γαλατών το 279 π. Χ.

Ι Πατρίδα, Μίλητε γλυκιά, πεθάναμε για σένα Την άνομη αποκρούσαμεν ορμήν των Γαλατών Τρία κοράσια, τέκνα σου, αμάλαγα, παρθένα, να μας μολύνει εγύρεψεν ο Άρης των Κελτών, Δεν εδεχθήκαμεν εμείς φιλιά και χάδια ξένα μόνο τον Άδη βρήκαμε προστάτη δυνατόν. ***

ΙΙ Της Αφροδίτης είναι εδώ τόπος ιερός. Εκείνη να καμαρώνει απ’ την στεριά τη θάλασσα αγαπά, για να χαρίζει των ναυτών ολόγυρα γαλήνη Τι τ’ άγαλμά της άμα δει το πέλαγος, σιωπά. Ανύτη η Μυτιληναία (απόδοση Σιμ. Μενάρδος)

[94]


Η Ανύτη η Τεγεάτισσα (4ος-3ος π. Χ. αι.) από την Τεγέα της Αρκαδίας, ήταν ποιήτρια και επιγραμματοποιός. Έγραψε στην δωρική διάλεκτο. Η ποίησή της διακρίνεται για την λυρικότητα και την τρυφερότητα των συναισθημάτων της. Σώζονται περίπου 26 από τα επιγράμματά της. (Παλατινή Ανθολογία).

Του Βάκχου ο τράγος Του Βάκχου δες περήφανο τον τράγο τον προκέρα τηρώντας τ’ άσπρα γένια του, το μάτι πώς σφαλά, καμαρωτός γιατί συχνά στα βράχ’ η Νύμφη πέρα τα μάγουλά του χάιδεψε με χέρια ροδαλά. ***

Σε πολεμικό άλογο Του σκοτωμένου μαύρου του έστησ’ ο Δάμις μνήμα, που ο Άρης τον εχτύπησε στα στήθια τα γερά. Το πορφυρό του απ’ το κορμί πετάχθηκ’ αίμα ως κύμα και βώλους κατάβρεξε. Και χώματα ξερά. ***

Το νεκρό δελφίνι Τα πλωτά πια δε θα χαρώ του κόσμου εγώ τα μέρη δεν θ’ αναρίξω το λαιμό από νερά βαθιά ουδέ στου καραβιού μπροστά την πλώρη ταίρι-ταίρι θα βλέπω τη φιγούρα μου, πλασμένη μια ομορφιά. Γιατί η πνοή της θάλασσας με ξέσυρε στην ξέρη [95]


Και τώρα στην ακρογιαλιά κοιμούμαι την τραχιά. Ανύτη η Τεγεάτισσα (απόδοση Σιμ. Μενάρδος)

O ποιητής και επιγραμματοποιός Απολλωνίδης ο Νικαεύς από την Νίκαια της Βιθυνίας, έζησε τον 1 ο μ. Χ. αιώνα. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται 31 επιγράμματά του,

Επιγράμματα του Απολλωνίδη Στον Άδη έμπαινε ο Ηλιόδωρος και μια δεν πέρασε ώρα κατόπι, κι η γυναίκα του ξεψύχαε Θεανώ κι αχώριστο τ’ αντρόγυνο κάτω απ’ την πλάκα τώρα σαν το κρεβάτι χαίρονται το μνήμα τους κοινό. *** Κοπάδι ολόφοβο αλαφιών με κέρατα στριμμένα αφού τα χιόνια γέμισαν τους πόρους των βουνών προς τα ποτάμια χύθηκαν μ’ ελπίδα τα καημένα τα γόνατα μες του νερού να χλιάνουν τον αχνό. Μα και το ρέμα ξαφνικά κακοί το φράξαν πάγοι κι ολόγυρα σφιχτόζωσαν τα ‘λάφια μ’ απονιά Κι έτσι καμπόσοι χωριανοί κυνήγι έχουνε φάγει που ξέφυγε τόσες φορές κοντάρια και σχοινιά. Απολλωνίδης ο Νικαεύς (μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)

[96]


Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος έζησε τον 3ο π. Χ. αιώνα και ήταν λόγιος, φιλόσοφος και ποιητής. Διαδέχθηκε τον Καλλίμαχο στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Σε νεαρή ηλικία έγραψε τα «Αργοναυτικά», ένα έπος που περιγράφει την ιστορία του Ιάσωνα και των Αργοναυτών για να πάρουν το Χρυσόμαλλο δέρας. Το έπος του αποδοκιμάστηκε, και ο Απολλώνιος λυπημένος εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Ρόδο, από όπου και πήρε την επωνυμία του. Αργότερα έκανε σημαντικές βελτιώσεις στο έπος του, και έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους έξοχους ποιητές της εποχής του.

Αργοναυτικά Εμίλησε με σωφροσύνη και με σύνεση· συμφώνησαν μεμιάς και οι δύο. Η καρδιά όμως της Μήδειας δεν ξεκολλούσε, άλλο δεν σκεφτόταν, έστω και αν έπαιζε. Και όποτε άρχιζε να παίζει κάτι, ό,τι και αν ήταν, τίποτα δεν την έθελγε ούτε την έτερπε πολλή ώρα. Άξαφνα σταματούσε αμήχανη. Ούτε στιγμή δεν μπορούσε να καθηλώσει το βλέμμα της πάνω στις δούλες, έστρεφε ανήσυχη το πρόσωπο και κοίταζε μακριά τους δρόμους. Πολλές φορές ράγισε η καρδιά μέσα στα στήθια της, όταν δεν γνώριζε αν ο ήχος που έτρεχε πλάι της ήτανε από βήματα ή τον άνεμο. Όμως σε λίγο, ενώ την έφλεγε ο πόθος, εφανερώθη εμπρός της, ίδιος ο Σείριος που αφήνει τον Ωκεανό και ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα, που είναι χάρμα να τον βλέπεις όταν ανατέλλει υπέρλαμπρος, [97]


φέρνει όμως ανείπωτη συμφορά στα κοπάδια. Έτσι εστάθη εμπρός της ο Αισονίδης, εξαίσιος να τον κοιτάζει, όμως ήρθε και ξύπνησε το μαρτύριο του ολέθριου πάθους. Η καρδιά της πέταξε από τα στήθη της, τα μάτια της σκοτείνιασαν, στα μάγουλά της απλώθηκε ζεστή πορφύρα· δεν είχε δύναμη να σηκώσει τα γόνατά της, να προχωρήσει εμπρός ή πίσω, τα πόδια της καρφώθηκαν στο χώμα. Οι δούλες όλες απομακρύνθηκαν ήδη από κοντά τους. Εκείνοι άφωνοι και αμίλητοι έστεκαν μόνοι, πρόσωπο με πρόσωπο· έμοιαζαν με δρυς ή έλατα πανύψηλα που ριζωμένα πάνω στα όρη, ασάλευτα στην αρχή μέσα στη νηνεμία, έπειτα παίρνουν να κινούνται από τις ριπές του ανέμου και ηχούν ακαταπαύστως. Έτσι και αυτοί είχαν να πουν πολλά καθώς τους παρέσερναν οι πνοές του Έρωτα. Απολλώνιος (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

Οι Νύμφες Ο Ύλας τότε με χαλκή στάμν’ απ’ τους άλλους χώρια βρύσης γύρευε ιερό νάμα, νερό να πάρει στο δείπνο του πατέρα του και πρόθυμα όλα τ’ άλλα να του ετοιμάσει αρχοντικά, στο γυρισμό να τα ‘βρει. Στην κρήνη έφτασε σύντομα, που οι γείτονες τριγύρω Πηγή τη λέγαν. Οι χοροί μόλις στημένοι ήταν εκεί των Ξωτικών. Γιατ’ όλες τους συνήθιζαν οι Νύμφες, όσες εκεί το ερατεινό χαιρόταν κορφοβούνι, χαιρετισμούς στην Άρτεμη νυχτερινούς να ψάλλουν. Κι όσες βουνών ανεφανές ή ρεματιές κατέχουν κι όσες στα δάση κρύβονται, συνάζονται αράδα’ κι από τη βρύση τη γλυκιά μια του νερού Νεράιδα ξεπρόβαλε κι από κοντά τον είδε απέναντί της απ’ ομορφιά και από γλυκιά να κοκκινίζει χάρη, τι τον φώτιζε η καλή σελήνη απ’ τον αιθέρα’ τούτης επηρ’ ευθύς το νουν η δέσποινα της Κύπρου και μόλις συνέφερε από την ταραχή της. [98]


Καθώς εκεί στον κόλυμπο τη στάμνα έστησε πρώτα σκυφτός ο Ύλας, και νερόν εχύνετο τρεχάτο στον ηχερό μέσα χαλκό, με μιας τού ΄βαλ’ εκείνη το χέρι της τ’ αριστερό κατάλαιμα, καημένη να του φιλήσει τ’ απαλό στόμα με το δεξί της τράβηξε τον αγκώνα του κι επήρε τον στη δίνη!…. Απολλώνιος (Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος)

Ο Σπύρος Αραβανής γεννήθηκε το 1979 στον Πειραιά. Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα του σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Τα βράδια (Στον Τάσο Λειβαδίτη) Τα βράδια επισκέπτομαι τους τάφους λησμονημένων ποιητών και γεμίζω με μελάνι τα ανθοδοχεία τους. Ανανεώνω με κραγιόν τα χαμόγελα των νεκρών παλιάτσων και κάνω συντροφιά στα εικονοστάσια των δρόμων. Αφουγκράζομαι τις λαμαρίνες στα παλιά ναυπηγεία, διορθώνω τα ορθογραφικά λάθη στα χαρτόνια των ζητιάνων, κουρδίζω τις καμπάνες στις ερειπωμένες εκκλησίες, τακτοποιώ τις καρέκλες στα σπίτια των αυτοχείρων, χαϊδεύω τα μαλλιά των γριών γυναικών. Ύστερα, το χάραμα, γυρίζω σπίτι πιο μόνος και από τις μέρες του Φεβρουαρίου που δεν χώρεσαν στο ημερολόγιο και ξεπλένω στο νιπτήρα όλη τη μοναξιά από τα χέρια μου. Τάσος Αραβανής [99]


Ο Νίκος Αργυρόπουλος είναι ποιητής. Έχουν εκδοθεί έξι ποιητικές συλλογές του.

σκόνη τη σκόνη σίμωσα μια συλλογισμένη μου στιγμή που το φως σκονισμένο χοροπηδούσε στα πράγματα που κάθονταν στη σιωπή. την βρήκα αδιάφορη όνειρη ψευτοανάταση του αέρα στην προσπάθεια που έκανε το φως να σπάσει το τζάμι κι η σιωπή δεν έριχνε καμιά σκιά στο πάτωμα όπου σερνόταν μόνο η μονοτονία των συναισθημάτων ασαφής σκονισμένη κι αυτή. δεν πρέπει όμως να μιλάω έτσι για την σκόνη πρέπει να την καλλιεργώ να την σκαλίζω στο τέλος θα με καταλάβετε ότι η σκόνη δεν τελειώνει. ηλεκτρισμένη τώρα ανατριχιάζει σιδερένια αέρινη σχεδόν αόρατη ασταμάτητη σαν ποταμός χωρίς νερό. η σκόνη πολλαπλασιάζεται πλουμιστή γεμάτη χρώματα και φώτα κρέμονται απάνω της αυτό που φέγγει μέσα της είναι η ψυχή; σαν σκέψη σα να [100]


βυζαίνει τα μάτια μου σκόνη που αρμενίζει μέσα στην κακομοιριά του φωτός σπρώχνω το φάντασμα της σκόνης μου Νίκος Αργυρόπουλος

Ο Αριστοτέλης (384-322 π. Χ.) είναι πασίγνωστος Έλληνας φιλόσοφος και πολυεπιστήμων. Μεταξύ πολλών άλλων έγραψε και στίχους.

Στίχοι του Αριστοτέλη Αρετή, πολυβάσανη αγάπη του ανθρώπου, συ καμάρι ακριβό της ζωής και να σβήσει για χάρη σου κόρη, κανείς είναι μοίρα γλυκιά, ζηλευτή στην Ελλάδα! Ποιος εμπρός σου ψηφά τους ιδρώτους του κόπου; Τόσον έρωτα χύνεις στον νουν γεννάς τόση λαχτάρα, που πια λησμονούν γονιούς, πλούτη, του ύπνου ξεχνούν τη γλυκάδα! Για σε Κόρη, μεγάλα είδε κι έπαθε πάθη ο Ηρακλής και της Λήδας οι γιοι στη δική σου πετούσαν παντού προσταγή για τον πόθο σου ο Αίας στον Άδη ήρθε κάτω. Για τα κάλλη σου τώρ’ άλλος νιος πάλι εχάθη! Μεν’ η αίγλη του ήλιου ορφανή, μον’ αθάνατη τούτη θα μείν’ η θανή [101]


και θα κλάψουν οι Μούσες το νιό τον αφράτο. Αριστοτέλης (μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)

Ο Αριστοφάνης (446-385 π. Χ.) από την Αθήνα, θεωρείται ο μεγαλύτερος κωμωδιογράφος της αρχαιότητας. Με τα έργα του η αττική κωμωδία έφτασε στην καλύτερη έκφρασή της. Έγραψε περίπου 46 κωμωδίες από τις οποίες διασώθηκαν πλήρεις οι Ιππείς, Αχαρνής, Οι Νεφέλες, Οι Σφήκες, Η Λυσιστράτη, Οι Βάτραχοι, Οι Εκκλησιάζουσες, Οι Όρνιθες, Ο Πλούτος και αρκετά αποσπάσματα από πολλές άλλες.

Από τους Αχαρνής ………………………………… Να γιατί σας προσφέρουν ειρήνη, γιατί σας ζητούν να τους δώσετε πίσω οι Σπαρτιάτες την Αίγινα’ αυτού του νησιού μη θαρρείτε πως έχουν την έγνοια’ ένας είν’ ο σκοπός τους: αυτό τον ποιητή να σας πάρουν. Μα εσείς μη δεχθείτε να σας φύγει ποτέ, να χαθεί ο κωμικός που του δίκιου υπέρμαχος είναι. Και σας τάζει διδάγματα πάντα καλά να σας λέει, που ευτυχία να φέρνουν’ κολακείες, γαλιφιές και κερδών πλανερές υποσχέσεις εκείνος δεν ξέρει’ από επαίνους πολλούς και τερτίπια μακριά, του σωστού θα ‘ναι δάσκαλος πάντα. [102]


Αριστοφάνης (Μετάφραση : Θρ. Σταύρου)

Από τις Νεφέλες ………………………………… Παρθένες βροχοφόρες, πάμε αντάμα

στην πλούσια χώρα, που γεννάει τα παλικάρια, της Παλλάδας, στου Κέκροπα το θάμα! Εκεί μυστήρια ανείπωτα, ιερά γιορτάζονται κάθε φορά κι ανοίγει τ’ άδυτα ο ναός στους μύστες μόνο’ εκεί ναοί κι αγάλματα των θεών, πομπές θυσίες και γλέντια όλο το χρόνο κι όταν ο κάμπος λουλουδίζει, βαστά πασίχαρ’ η γιορτή του Βάκχου μέρες κι η χώρ’ αστράφτει και βουίζει από χορούς, τραγούδια και φλογέρες. Αριστοφάνης (Μετάφραση : Κώστας Βάρναλης)

Από την Ειρήνη ………………………………… Έλα Μούσα, παράτα την μπόρα των πολέμων που εκράτη καιρό. Έλα αντάμα με μας, γιατί τώρα της χαράς αρχινούμε χορό. Στων θεώνε τους γάμους, ω Μούσα έλα τώρα τραγούδια και πες, [103]


στων ανθρώπων τα γλέντα τα πλούσα, στων νεκρών τις μακάριες χαρές. Τέτοια πάντα η ψυχή σου είχε ψάλει, σου γλυκαίνουν αυτά την ψυχή. Έλα Μούσα μαζί μας και πάλι, η χαρά μας ψηλά ν’ αντηχεί. Αριστοφάνης (Μετάφραση : Θ. Πιερίδης)

Από τη Λυσιστράτη …………………………………

Εμπρός! Χορός. Κι οι Χάριτες να ‘ρθούν συμπαραστάτισσες. Καλέστε να ΄ρθει η Άρτεμη κι ο δίδυμός της αδερφός, αυτός που σέρνει τους χορούς κι είναι γιατρός καλόγνωμος. Καλέστε και το Βάκχο εδώ, που πάει με Βάκχες συντροφιά κι είναι τα μάτια του φωτιές. Κι ο Δίας, θεός των κεραυνών, να ‘ρθεί με τη μακαριστή και σεβαστή του ομόκλινη. Να ‘ρθουν στερνά θεότητες που θα μας είναι μάρτυρες, με μνήμη πάντα ζωντανή, για την ειρήνη τη γλυκιά, έργο της Αφροδίτης μας. Χόπλα χόπλα χο λαλά! Δώστε πήδους πιο ψηλά χόπλα και νικήσαμε τράλα λάλα λάλα λα!. Αριστοφάνης (Μετάφραση : Θρ. Σταύρου)

[104]


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Γυναίκες ρίχτε μια ματιά βλέπω μια φλόγα και καπνό, σαν να ’ρχεται από φωτιά. (Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως). Όλες γρήγορα τρεχάτε! πέτα, πέτα Νικοδίκη πριν να κάψουν την Καλύκη— και την Κρίτυλλα οι φλόγες,--από νόμους φοβερούς κι από γέρους βρωμερούς. Αλλά φοβάμαι τώρα μήπως αργά εφθάσαμε και χάσαμε την ώρα. Να ’ρθω στη βρύση για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα κ’ εσπρώχθηκα και χώθηκα— στο θόρυβο που κάνανε οι στάμνες και οι δούλες, που έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλες. Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό και φέρνω το νερό βοήθεια να κάνω— σ’ αυτές τις συνδημότιδες που καίοντ’ [εκεί πάνω.] Μου ’παν πως μερικοί, στραβοί από τα γερατεία, εκάμαν’ εκστρατεία, και ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βαριά, στων Προπυλαίων τη μεριά, λες και νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν, κι ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε, και κάρβουνο ν’ αφήσουνε. Είθε [αυτό που λένε να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να τις καίνε, τον τόπο και τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες απ’ του πολέμου τα κακά κι απ’ τις παραφροσύνες. Για τούτο, ω Χρυσόλοφη, [σ’ αυτή τη σκέψη εφθάσανε] και το ναό σου πιάσανε. Αλλά, ω Τριτογένεια! εάν φωτιά μεγάλη [105]


[προφθάση κι] από κάτω του κανένας άνδρας βάλει, μ’ εμάς να συμμαχήσης, [και συ νερό να χύσεις. Αριστοφάνης (μετάφραση: Πολύβιος Δημητρακόπουλος)

Από τις Εκκλησιάζουσες ………………………………… Την εξουσία ν’ αφήσουμε προτείνω

στις γυναίκες. Γιατί και μες στα σπίτια αυτές είν’ επιστάτριες και οικονόμες. Και θ’ αποδείξω πιο καλή πως έχουν γνώμη για μάς. Όλες τους πρώτα πρώτα, ακολουθώντας την αρχαία συνήθεια, μες στο θερμό βουτάνε τα ποκάρια και δεν ψάχνουνε σύστημα ν’ αλλάξουν. Ενώ των Αθηναίων η πόλη, κι όταν σωστό είχε κάτι, δεν ησύχαζε, αν δεν σοφιζόταν άλλο, πιο καινούργιο. Εκείνες κάνουν πάντα αυτά που ξέρουν: Καθιστές καβουρδίζουν, όπως πάντα’ φορτώνονται κατάκορφα, όπως πάντα’ τελούν τα Θεσμοφόρια, όπως πάντα’ ψήνουνε τα γλυκίσματα, όπως πάντα’ τους άντρες του παιδεύουν, όπως πάντα’ κρυφά τους φίλους μπάζουν, όπως πάντα’ ιδιαίτερα ψωνίζουν, όπως πάντα’ κρασάκι σκέτο τσούζουν, όπως πάντα’ και τους αρέσουν τα ξινά, όπως πάντα. .................................................................. Σ’ αυτές λοιπόν ας παραδώσουμε. άντρες, την πόλη, δίχως διατυπώσεις, δίχως να ρωτούμε τι πρόκειται να κάμουν, και μόνο ας λογαριάσουμε πως, πρώτο, σα μάνες που είναι, θα έχουν για όνειρό τους [106]


των στρατιωτών τη σωτηρία. Κι ένα άλλο: πιο γρήγορα απ’ τη μάνα ποιος θα στέλνει τα τρόφιμα; Για εξεύρεση χρημάτων είν’ οι γυναίκες ένα κι ένα’ και ούτε σαν κυβερνούν, ποτέ δεν ξεγελιούνται’ συνήθισαν αυτές να ξεγελάνε. Αρκούν αυτά. Στα λόγια μου αν πειστείτε, η ζωή σας θα περάσει ευτυχισμένη. ………………………………………….. Αριστοφάνης (Μετάφραση : Θρ. Σταύρου)

Ο Αρίων (Αρίωνας, 7ος-6ος π. Χ. αι.) γεννήθηκε στη Λέσβο. Μαθήτευσε κοντά στον Αλκμάνα και γι’ αυτό η ποίησή του είναι χορική. Ο ίδιος καλλιέργησε τον διθύραμβο, το σημαντικότερο είδος της χορικής ποίησης. Λέγεται ότι ο Αρίων, ταξιδεύοντας από τη Σικελία στην Ελλάδα, έπεσε θύμα ληστών, οι οποίοι τον πέταξαν στη θάλασσα. Σώθηκε από ένα δελφίνι που τον πήρε στη ράχη του και τον μετέφερε ως το Ταίναρο .

Ύμνος στον Ποσειδώνα Τρανέ θεέ, θαλασσινέ με το χρυσό καμάκι Ποσειδώνα, της κυματούσας θάλασσας αφέντη τριγύρω σου θεριά, που πλέχουν και με τα σπάραχνα αναπνέουνε, χοροπηδούν, μ' ανάλαφρα των φτερουγιών κινήματα ψηλά πηδώντας, πατσομύτικα, ορθόσβερκα, γοργόδρομα δελφίνια, δέλφινες της μουσικής αγαπησιάρηδες, θαλασσινά αναθρέμματα των παρθενικών Νεράιδωνε των θεαινών, που τις γέννησε η Αμφιτρίτη. Αυτοί στου Πέλοπα τη χώρα και στου Ταινάρου το ακρογιάλι μ' επήγαν, όταν θαλασσοδερνόμουν στη μέση του Σικελικού πελάου, [107]


πάνω στην καμπουρωτή τη ράχη τους, χορεύοντας. Στο πελαγίσιο κάμπο αυλακιά χαράζοντας, δρόμο απάτητο, όταν άνθρωποι κακούργοι απ' το καλοφτιασμένο ταξιδιάρικο καράβι στο κύμα το σκοτεινωπό της θάλασσας με ρίξαν. Αρίων (Μετάφραση: Ηλ. Βουτιερίδης)

Ο Δημήτρης Αρμάος (1959-2015) από την Άμφισσα, ήταν ποιητής, και καθηγητής φιλολογίας

Δούρειος Ως πότε θα μας βάζουν, τζιμάνια, στα «ψιλά», Κατοσταριές, χιλιάδες, αράδα στην ουρά; Μ’ ένα μας ποιηματάκι, με κάποια κριτική, Στην εφημεριδούλα την επαρχιακή; Ν’ αρπάζουμε πασπάλαις αφ’ όλαις τις μεριαίς, Να κρύβουνε τα γέλια με βία στις συντροφιαίς; Καλλιό ’ναι μια φυλλάδα, κ’ εμείς μοναδικοί, Παρά μες στους αιώνες με τους στερνούς στερνοί. Τι σ’ ωφελεί κι αν μείνεις ’σε μια παραπομπή; Στοχάσου πως για τούτο κουράστηκες πολύ! Ενώ, τζουτζές, παλιάτσος, μπαμπέσης αν σταθείς, Μπορεί να σε προσέξουν και δυο-τρεις αφελείς. Ξεσκίζεσαι, δουλεύεις την Τέχνη μια ζωή, Κ’ εκεί που ξέρουμ’ όλοι σε γράφει πάλι αυτή. ( Εδώ σηκώνονται και υψώνοντες τας χείρας, κάμνουν τον Όρκον) Μη στοχασθή κανένας πως ήταν για σκατά Και ’ξέπεσ’ εδώ-πέρα να παίζει τον Πασά! Τιμώ την αφεντιά του κι ορκίζομαι σ’ αυτό: Σε γνώμην ειδημόνων να μην υποταχθώ! Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός Για να τους αφανίσω, θε να ’ναι σταθερός. [108]


Κι αν παραβώ τον όρκον, να πέσει μι’ αστραπή Και να με κατακάψει, σα να ’χα λογική. ( Τέλος του Όρκου. ) Μπόγιες, τσανακογλείφτες, τσολιάδες, μανιακοί, Στραγαλατζήδες, πάμε, για μιαν «Αληθινή» (Τάχατες) «Ιστορία» να ζώσωμεν σπαθί Κι ότ’ είμασθε βλαμμένοι παντού να ’ξακουσθή. Να βάλωμεν αδέλφια, ξαδέλφια και γονείς, Τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς. Δημήτρης Αρμάος

Η Ελισάβετ Αρσενίου γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Απορία Από το θολάμι της ξαναβγαίνει κρύβοντας τις αμαρτίες της η αλεπού να μας ξαναδεί. Δεν καταλαβαίνω. Έχει τόσες φορές πεθάνει, έχει ακρωτηριαστεί, έχει βρεθεί τόσες φορές στα όρια, από κάτω. Τι περιμένει να ξαναδεί; Τα αντικείμενα όταν είναι κοντά μεγαλώνουν όταν είναι μακριά μικραίνουν στο τέλος χάνονται γιατί η γη είναι στρογγυλή. Φαίνεται απλώς δεν μπορεί.

Πώς ήρθε το νερό [109]


η θεωρία με τους κομήτες αλλά και οι αστεροειδείς περιέχουν νερό περισσότερο όσο απομακρύνονται από τον ήλιο. Ας πάρουμε μία ώρα: 8 λεπτά για να φτιαχτεί ο πλανήτης, 4h ο σίδηρος να αποθηκευτεί στα πετρώματα. Ενώ περιμένουμε στη βεράντα μυρίζοντας ο ήλιος θα φεύγει και μόνα τους θα δουλεύουν τα μηχανήματα με ζωή να έρθει ξανά η ροή.

Αφαιρεθείς Ο θείος μου (ράφτης)Μεμονωμένο παράδειγμα μικροαστού(παρότι παλιά θα βασάνιζε με ανέκδοτα δυο τρία παιδόπουλα του σιναφιού) αγανακτούσε με την αφαίρεση. Δεχότανε μόνο το «αφηρημένος» ως μοναδική της διαφυγή. Θα σας έλεγα δυο τρεις ιστορίες για αυτόν και τον Πικάσο αλλά θα ξέρετε κι άλλες τόσες εσείς. Μια έκτακτη όμως μέρα μεγάλης συγκίνησης κατάλαβε. Κι έκλαψε πικρά, ράβοντας με καρτερία κουμπιά.

Επιτρέπεται Να γράφεις σε όμορφα καφέ ζεστές ιδιωτικές αίθουσες δωμάτια ξενοδοχείων πέντε αστέρων χειμερινούς προορισμούς και καταφύγια [110]


σαλόνια χρυσής κάρτας δε σημαίνει πως ξεχνάς τον πόνο των ανθρώπων δε σημαίνει πως δεν πονάς πώς δεν έχεις βαθιά σου μια κρυφή μελαγχολία. Να τραγουδάς σαν το πουλί ζητώντας να μιλήσεις στα πουλάκια να ονοματίζεις τις πέτρες δε σημαίνει ότι απαγορεύεται να μπεις στο κλαμπ των εξαιρετικών προσώπων. Τίποτα δε σημαίνει. Αλλά λέει. Ελισάβετ Αρσενίου

Βασίλης Αρφάνης είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέας και ποιητή Βασίλη Λαδά. Ο Αρφάνης γεννήθηκε και ζει στην Πάτρα.

Το ραντεβού Σένα μυθικό ηλιοβασίλεμα δώσαμε το ραντεβού μας η πόλη ανάλαφρη ακροβατούσε στα σύρματα του δειλινού. Δε θα με γνωρίσεις είχες πει όταν με δεις μεταμορφωμένη έξω από τ’ αγκάθια μου. Σε είδα και σε γνώρισα αυτά είναι τα λόγια μας ο διάλογός μας ριγμένος στο δίχτυ με τα ψώνια τ' αγαθά που αγοράζουμε στην τυφλή αγορά και πηγαίνουμε μυστικά στο σπίτι μας τρέχοντας κάτω από τις καταπακτές που κρύβουν τα θηρία. Οι άνθρωποι χάνονται και ξαναβρίσκονται τους καλεί ένα σήμα στο κέντρο του κόσμου και είμαστε δύτες που ψάχνουμε στο βυθό το δαχτυλίδι ενός λησμονημένου γάμου. Δίπλα μας ο ζητιάνος με γυναικεία φωνή λέει ερωτικές ιστορίες και ζητιανεύει [111]


κι ένας ανάπηρος στη στάση χωρίς χέρια σφίγγει στα δόντια του το νόμισμα του εισιτηρίου. Ώσπου να κάψει τα βεγγαλικά του ο ήλιος και να τελειώσει στις σπίθες το ραντεβού τα πράγματα δείχνουν τη μαγική εικόνα με τζιν και λευκά μπλουζάκια ζευγάρια γαλανόλευκα βαφτίζουμε το βρέφος μας που έχει χαθεί. Βασίλης Αρφάνης

Τα γράμματα Συγκέντρωσε τα γράμματά μου και στείλ’ τα στην παλιά διεύθυνση που ξέρεις Άφησε να τα φροντίσω εγώ που τα έγραψα. Πέρασαν τόσα χρόνια αργά αργά. Ή μήπως τόσο γρήγορα; Γιατί μερικά βράδια χωρίς προσπάθεια σαν να μην έγινε τίποτα σαν να είναι ο χρόνος χώρος αλλάζω πόλη γυρίζω στο παλιό μου σπίτι περνώ ανάμεσα από τους νέους ενοίκους και κάθομαι στο γραφείο. Εκεί περιμένω να γυρίσουν πίσω τα δικά μου γράμματα. Βασίλης Αρφάνης

[112]


Ο Αρχίλοχος (680-630 π. Χ.) γεννήθηκε στην Πάρο και έζησε ως μισθοφόρος στρατιώτης. Έγραψε ύμνους, ελεγείες και σατιρικά κυρίως ποιήματα σε ιαμβικό μέτρο. Σώθηκαν μόνο αποσπάσματα από τα έργα του. Ελεγείες Γ’ Άντε λοιπόν! Τράβα το γρήγορο ποτήρι, σάλταρε στο καράβι, πήδα στ’ αμπάρι, πέσε πάνω στα βαρέλια και κρασοκύλησέ τα. Τάπα μη μείνει! Δε μας βλέπω τη βάρδια αυτή ξενέρωτοι να την περνάμε. Ελεγείες Δ’ Τέρμα το τραβολόγημα των τόξων και των σφεντόνων η τρεχάλα. Μάζεψε ο Άρης τα συμπράγκαλά του από τον κάμπο. Ώρα για το τέλειο μακελειό των σπαθιών. επιστατούν επιμελώς άρχοντες φονιάδες εξ Ευβοίας. Ελεγείες Θ’ [113]


Ούτε οι πολίτες ούτε η πόλη, Περικλή, σκοπεύουν ν’ αντιπαρέλθουν με χαρές μια τέτοια συμφορά. Ποιους σκέπασε τ’ ασίγαστο κύμα της θάλασσας ξέρει καλά η οδύνη που οργώνει το βυθό της καρδιάς μας. Μα οι θεοί ανέθεσαν τη θεραπεία των αμετάκλητων κακών στην αντοχή της καρτερίας. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα: περαστικά. Τώρα ήρθαν σε μας. Θα αιμορραγήσουμε για λίγο πίκρα κι απογοήτευση και αναστεναγμούς και ύστερα θα τρέξουνε αλλού τη μόλυνσή τους. Αφήστε λοιπόν τους θρήνους και τους οδυρμούς στα θηλυκά τους. Μετάφραση : Γιώργος Μπλάνας

Ίαμβοι Α’ Κρατούσε ένα τρυφερό κλαδί μυρτιάς κι ένα ωραίο τριαντάφυλλο. Της άρεσε: χαμογελούσε. Τα μαλλιά της έσταζαν νύχτα πίσω της. Ίαμβοι Β’ Ήρθε στο κέφι και κατέβαζε την μπίρα μονοκοπανιά σον Θράκας. Στο τέλος, ξεχείλισε σαν Φρύγας κι έπεσε ξερή σαν θηλυκό. Ίαμβοι Γ’ Πέρασες, βέβαια, θάλασσα μεγάλη με μικρό καράβι για να φτάσεις ως εδώ από τη Γόρτυνα. Τιμή σου και καμάρι μου. Το εμπόρευμα να 'ναι καλά. Τελικά υπάρχει τρόπος. Θα πρέπει να προσθέσω πως αν το κύμα παρακρατούσε την αξία της λαμπρής νεότητας σου [114]


- και λογχοφόροι να ήταν, το ίδιο κάνει – δε θα μπορούσα εύκολα να σε αντικαταστήσω. Αλλά ο θεός διέσωσε το ισοζύγιο σου. Όσο σκοτάδι δάνεισα στην αναμονή, τόσο φώς μου μέτρησε ἡ άφιξη σου. Ίαμβοι Δ’ Άφησε τους θεούς να κάνουν τη δουλειά τους. Κάποιοι θα πέσουμε και πάνω που θ' αρχίσουμε να συνηθίζουμε χώμα, θα μας σηκώσουν. Άλλοι θα προσέξουμε πού πατάμε και θα βρεθούμε να παλεύουμε για λίγη σκόνη με την πείνα και την τρέλα. Αρχίλοχος (Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)

Ο Ασκληπιάδης (3ος π. Χ. αι.) από τη Σάμο, ήταν ποιητής επιγραμματοποιός. Σώζονται 18 από τα επιγράμματά του στα οποία εκδηλώνει την αγάπη του για διάφορες γυναίκες καθώς και στην καλοπέραση.

Ι Με κόρη κάποτ’ έπαιζα, λες κι ήταν η Ερμιόνη, κι απ’ άνθια ζώνη εφόραγε, Παφία μου, πλουμισμένη, κι ήταν με γράμματα χρυσά γραφτό γύρω στη ζώνη: «Αγάπα με και μην πονάς αν είμαι αλλού δοσμένη». Μετάφραση : Π. Λεκατσάς

V Με πλήγωσεν η σερπετή Φιλαίνιο’ αν δεν είναι στους άλλους φανερή η πληγή, μ’ έχει όμως περονιάσει. Πάω, χάθηκα, αφανίστηκα, νυστάζοντας εμπήκα σ’ οχιά καβάλα, ω Έρωτες και φτάνω πια στον Άδη Μετάφραση : Γ. Κοτζιούλας

VΙΙ [115]


Με μάγεψε η Διδύμη, αλί, με τα καμώματά της σαν κερί λιώνω στη φωτιά τα κάλλη της θωρώντας Κι αν είναι μαύρη τι μ’ αυτό; Τα κάρβουνα κι αυτά είναι μα σαν τ’ ανάψεις λάμπουνε καθώς μπουμπούκια ρόδων , Μετάφραση : Γ. Κοτζιούλας

Χ Λύχνε, σ’ εσένα τρεις φορές ορκίσθη η Φρύνη εμένα πως θα ‘ρθει και δεν φάνηκε’ μ’ αν είσ’ εσύ θεός τη δολερή τιμώρησ’ την’ σαν έχει άλλον κανένα και παίζει, σβήσε, Λύχνε μου, και μην τους δίνεις φως Ασκληπιάδης (Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος)

Ο απτόητος εραστής Χιόνι, χαλάζι ρίξε, αστραπές στείλε, κεραυνούς, σκοτάδι, σύννεφα πάνω από τη γη τάραξε αγριεμένα. Μόνον αν με εξοντώσεις, σταματώ· να ζήσω αν με αφήσεις, και με χειρότερα δεινά εγώ θα γλεντώ το βράδυ: με σέρνει ο παγκρατής θεός που ανάγκασε, Δία, κι εσένα χρυσός μέσα σε χάλκινο δωμάτιο να διεισδύσεις. ***

Οίνος έρωτος έλεγχος Τον έρωτά του μας αρνιόταν ο Νικαγόρας, μα από το κρασί προδόθηκε, όταν δάκρυσε κι έσκυψε το πρόσωπο - και θλίψη ήταν γεμάτος και το στεφάνι απ᾽ το κεφάλι του γλίστρησε κάτω. Ασκληπιάδης (μετάφραση Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης)

[116]


Πιες Ασκληπιάδη. Γιατί αυτά τα δάκρυα ; Δε ρήμαξε μόνο εσένα η σκληρή Κυπρίδα, ούτε μόνο πάνω σου έριξε τα βέλη του ο πικρός έρωτας. Γιατί θάβεσαι ζωντανός ; Ας πιούμε του Βάκχου το ανέρωτο πιοτό. *** Ένα δάχτυλο σηκώθηκε η αυγή. Ή μήπως να μείνουμε για να ιδούμε ξανά το λυχνάρι που μας στέλνει για ύπνο ; Θα πίνουμε, γιατί ούτε ο έρωτας βέβαια δεν θα υπάρχει μετά από λίγο, όταν θα αναπαυτούμε δύστυχε στη μακριά νύχτα. Ασκληπιάδης (μετάφραση: Ανδρέας Λεντάκης)

Ασκληπιάδη στίχοι Ατέλειωτη νύχτα και χειμωνιά, και στων Πλειάδων βασιλεύει το μεσουράνημα κι εγώ στην πόρτα της μπρος τριγυρνώ μες τη βροχή από πόθο τρωμένος γι’ αυτήνε τη ζαβολιάρα γιατί όχι απ’ του έρωτα τη φαρέτρα η Κύπρις μ’ απ’ τη φωτιά έβγαλε το που με χτύπησε βέλος. *** Αχ να ‘μουνα ρόδο υποπόρφυρο τα χέρια σου να με πάρουν στα στήθη σου τα χιονάτα να με χαρίσουν. Την παρθενιά σου λυπάσαι, τι ωφελεί ; Στον Άδη σαν πας , κανέναν, κόρη δεν θα ‘βρεις να σ’ αγαπήσει. Της Κυπρίδας οι χαρές στη ζωή, και στον Αχέροντα οστά και σποδός, [117]


παρθένα θα είμαστε. Ασκληπιάδης (μετάφραση: Ανδρέας Λεντάκης)

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-96) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έγραψε θέατρο, πεζά και εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές

Κριτική «Οι ψυχικές σας μεταπτώσεις μού είναι αδιάφορες, έλεγε ο επιφανής κριτικός, η δικαίωση θ’ αργήσει πολύ αν κάποτε είναι να έρθει. Τα φωτιστικά σας ευρήματα ασταθή, η μετρική σας παμπάλαια, η στιχοποιία σας επενδύεται μια ανθοδέσμη εικόνων σχεδόν μαραμένη. Σας διαφεύγουν οι Ιδέες, τα Πράγματα, η Μεγάλη Παράδοση, τ’ Αυριανά Σκαλοπάτια – και το κυριότερο, ο Ανθρωπισμός δεν φαίνεται να σας διακρίνει. Δύστοκος, απελπισμένος και μονήρης θα σβήνετε καθώς θ’ αλαλάζουν οι μελλοθάνατοι σκύμνοι». Έτσι μίλησε ο επιφανής κριτικός

Νοσοκομείο εκστρατείας [118]


Άδειασε το στρατόπεδο η καντίνα και τα παλιά μου πάθη μια συνήθεια Σηκώνεται άνεμος, πέφτουν τα σάπια φύλλα μας κουβαλούν κοπαδιαστά στα χειρουργεία Τα σύνορα είναι κλειστά- τι περιμένω

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη. Νίκος Ασλάνογλου

Ο Μάρκος Αυγέρης (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπαδόπουλος, 18841973), γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Ήταν ποιητής πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.

Θρήνος για τα σπασμένα αγάλματα Σπασμένα αγάλματα, σπασμένες κολώνες όνειρα σπασμένα, εδώ στη χώρα του θανάτου. Στην κόλασή μας κυβερνούν οι άδειες κάρες κι είναι κλειδοκρατόροι κουφάρια με κόγχες [119]


αδειανές. Πολεοδόμοι για τις πολιτείες του θρήνου μαστορεύουν τα λαγούμια που παχαίνει το σκουλήκι χτίζοντας πλατιά κοιμητήρια για να χωρέσουν ζωντανοί και πεθαμένοι. Σώσον ελέησον! μα ποιος σ' ακούει και ποιος θα σώσει από το στεναγμό του το λυταρωμένο. Παλιά κατάρα μας βαραίνει μ' αυτά τ' απανωτά νεκρόδειπνα που ζούμε. Στην πλατεία τα χάλκινα και τα κρουστά αλαλάζουν λοφία φανταχτερά, χρυσές φούντες στα σπαθιά κι η βασιλική δαλματική στους ώμους. Μάρκος Αυγέρης

H Δέσποινα Αυγουστινάκη γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης το 1968. Ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο ως εκπαιδευτικός. Παράλληλα γράφει πεζά και ποιήματα.

Εχάθη λέξη Εχάθη λέξη ευρισκόμενη σε κάθε λεξικό στο πρώτο γράμμα. Λέξη τρισύλλαβη μη ορισθείσα μα με άπειρους αποπειραθέντες ορισμούς. Ουσιαστικό θηλυκό μα ουσιαστικά μονοκατάληκτο πτώσεως απόλυτα δοτικής. Παράγωγο ρήματος αδίκως συνηρημένου [120]


με άπειρες ημιτελείς μεταφράσεις. Εχάθη λέξη λανθασμένα συντασσόμενη με βάση το "έχειν" και "κατ- έχειν" σπανίως, δυστυχώς, με βάση το "είναι". Γραφόμενη με κεφαλαία ιδιοχείρως βαθυκόκκινα αν κι εθεάθη τελευταία μ’ ασπρόμαυρα πεζά. Εχάθη λέξη, οικειοθελώς, μη ανεχόμενη το αβίαστο και αταίριαστο της χρήσης της. Εχάθη λέξη. Ο ευρών αμειφθήσεται με την ίδια τη λέξη έστω και άνευ ορισμού. Η λέξη ήταν και θα είναι πάντα αυτοοριζόμενη. Δέσποινα Αυγουστινάκη

Η απόστροφος Κι αυτή η απόστροφος στο σ' αγαπώ μη σε μπερδεύει Δεν είναι αγκίστρι να πιαστείς Δεν είναι μισοφέγγαρο Δεν είναι καν σημάδι απουσίας Είναι απλώς εκεί για να μικραίνει την απόσταση Δέσποινα Αυγουστινάκη

Σα σκιά [121]


Σα σκιά ακολουθώ κατά πόδας τον ιδιοκτήτη μου Μα αλλού τα πόδια του πατούν αλλού εγώ να φτιάχνω σχέδια σώματος στο χώμα... Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα ζωγραφίσω στο χώμα φτερά πεταλούδας ή χαίτη λιονταριού... Είμαι μια ιδιαίτερη σκιά με όνειρα αυτοδιάθεσης... Δέσποινα Αυγουστινάκη

Ο Σταύρος Βαβούρης (1925-2008) από την Αθήνα, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Παράλληλα ήταν ποιητής και εξέδωσε δεκαέξι ποιητικές συλλογές.

Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης του πρόσφεραν κοκάλινα χαμόγελα ως αναψυκτικά υποσχέσεις που περιείχαν πιθανότητες κι ελπίδες φρέσκου αέρα και τον θάνατο –πολύ διακριτικά– σε ημερήσιες δόσεις: «Η αίτησίς σας απερρίφθη (μέρα πρώτη - πρώτο κουταλάκι) αλλά μπορείτε τώρα (δεύτερο) αν θέλετε να κάνετε ένσταση…» [122]


Ένσταση κι έφεση λοιπόν και πάλι νέα αναμονή στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης. «Και μην αδημονείτε, προ παντός. Οι υπάλληλοι ενοχλούνται. Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις. Όχι ερωτήσεις περιττές. Σαλόνι το περάσατε;» Αυτά και τα παρόμοια στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης, κι έχασε τη μάχη με το χρόνο κι έγειρε. Έχασε τη φωνή του στη Σιωπή (αφού υποβάλλονται γραπτώς μονάχα τα υπομνήματα) και πέθανε γουλιά-γουλιά πίνοντας το θάνατο με το κουτάλι του γλυκού ακριβώς σαν καταπότι ιατρικό κατόπιν συνταγής σε ημερήσιες δόσεις. Σταύρος Βαβούρης

Μονόλογος μπροστά στα ριζικά μας Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός. Ήταν γιατρός και γεωμέτρης. Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα ήτανε το χάος της καρδιάς του· το μόνο που δε γιάτρεψε: η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς. Τέλος, παντρεύτηκε για ν’ αντιδράσει κι έκανε και παιδιά. Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει πως ένα κι ένα κάνουν δύο. Πέθανε νέος. Τον τελευταίο του καιρό κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού. Έλεγε λόγια τρελά [123]


που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του. Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει έλεγε ότι η πνοή που ’φερνε η θάλασσα στον κήπο τον ξερίζωνε, παραπονιότανε πως δεν ευρέθηκε σοφός να κάνει το κορμί φτερό και κούναγε μ’ αδυναμία το κεφάλι όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος για τα παιδιά του. Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός. Μόνο δεν έκανε καλά να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης κάνοντας γάμους και παιδιά φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα στα μυαλά μας και στις μέρες μας. Σταύρος Βαβούρης

Εκστατικός μες στη βροχή Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε σα να μην έβρεχε σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο. Οι αστραπές καταύγαζαν το πρόσωπό του αλλοπαρμένο κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά. Μ’ ένα όνειρο ακατάβλητο στ’ απαυδισμένα μάτια του προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.

[124]


Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα. Και ξάφνου σηκωθήκανε φτερά –φτερά μια φορά– που μετεωριζόντουσαν για λίγο στον αέρα φεύγοντας πίσω του μετά. Καμπάνες φρένιασαν. Άνοιξαν τα σύννεφα στα δύο κι ένας ήλιος που στραφτάλιζε –περίεργο Δεκέμβρη μήνα– πρόβαλε για ν’ αποχαιρετήσει σα βασιλικός απεσταλμένος. Κρύφτηκε μετά. Έκλεισε πάλι ο ουρανός κι άρχισε η βροχή. Έπεφτε συνεχώς όλη τη νύχτα. Σταύρος Βαβούρης

Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα το 1945. Είναι ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και πανεπιστημιακός.

Μπαλάντα ενός άδοξου ποιητή για τη νέα χιλιετία Δεν είναι πολύ μεγάλη η πίτα. Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά· πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα, που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά. Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή. Τον θαυμασμό επιθυμούμε για κάθε στίχο που εκστομίζουμε, [125]


κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε θυμώνουμε κι αφρίζουμε. Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς κακόπιστους ή χολερικούς. Νιώθουμε μια περίεργη θλίψη που τα βιβλία μας μένουν απούλητα Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα αγοράζει μυθιστορήματα Πιστεύουμε πως κάτι δεν πάει καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί καταφρονώντας τα εντελβάις των κορυφών μας για τα ευτελή κι άοσμα άνθη της γλάστρας που τ’ ανεβάζουν ως τ’ άστρα ……………………………. Είμαστε βέβαιοι ( ή σχεδόν βέβαιοι ) ότι το μέλλον θα μας δικαιώσει και το αχειροκρότητο έργο μας θ’ αποθεώσει Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη. Λέμε : «ο χρόνος θα δείξει». Νάσος Βαγενάς

Το πρόβλημα με τη Μούσα Είναι καιρός που η Μούσα μου κάτι έχει πάθει. Δεν κάθεται στα γόνατά μου γελαστή. Βαριέται, μου καταλογίζει λάθη ασυγχώρητα, εμένα που από το σινάφι με είχε τον πιο θερμό εραστή. Αυτή που πριν χάιδευε τα μαλλιά μου με μυρωμένα δάχτυλα, μου μιλά με ήχους που δεν θυμίζουν μελωδία πιάνου – καρφώνονται σαν βέλη Ινδιάνων εκεί που κάποτε άφηναν τριαντάφυλλα.

[126]


Αισθάνομαι πως κάποιες την έχουν ζαλίσει με σχόλια κάθε άλλο παρά λυρικά – μισόλογα για μένα– που την έχουν πείσει πως θα ’ταν για τους δυο μας μια λύση να πάψει να με βλέπει ερωτικά – να συναντιόμαστε σαν δυο καλοί φίλοι, αγαπημένοι, με κοινά ενδιαφέροντα, λεπτά ( πάνω απ’ το άρρεν και το θήλυ ), μιλώντας για το πνεύμα, όχι την ύλη, και, κάποτε, για τον έρωτα. Νιώθω πως δεν θ’ αργήσει να με ξεχάσει, ότι σε λίγο θα μου τα κόψει κι αυτά, αφού έχει αρχίσει να με λέει Θανάση, αυτή που ως τώρα μου είχε πλάσει τα πιο τρυφερά υποκοριστικά. Νάσος Βαγενάς

Η Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ποιήματα της, διηγήματα και παραμύθια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Έχει ασχοληθεί και με διάφορα είδη τέχνης, όπως θέατρο, κινηματογράφο, ζωγραφική και κεραμική.

Μέδουσα Σταθήκαμε απέναντι της ελπίζοντας με μια ματιά να μας πετρώσει άλλο τρόπο δεν είχαμε [127]


να μας θυμούνται. ***

O ουρανός Με ρωτάνε: —Γιατί κοιτάς όλη την ώρα το ταβάνι; —Είμαι ξαπλωμένος στην αμμουδιά κάθε νύχτα με σκεπάζει ο καθαρός, λαμπερός ουρανός και μπροστά μου μια ανοιχτή θάλασσα όχι η αμπαρωμένη, σιδερένια πόρτα του κελιού μου. ***

Το φεγγάρι Το φεγγάρι φώτιζε αμείλικτα ιη στιγμή εγώ απλωμένη σε μια βάρκα σε μια λατρεμένη σιωπή εσύ κρατούσες στα κουπιά το αβέβαιο κοινό μας μέλλον την επομένη μας έλουσε το κύμα της οργής.

Φαίδρα Ερπετού είχες πάντα για γυναίκας την όψη ; Με τη γλώσσα διχάλα, το φιλί μου αρπάζεις· το κορμί σου τροχίζεις στων ματιών μου την κόψη, στη φιδίσια σου πέφτω αγκαλιά και σπαράζεις. Με τη γλώσσα διχάλα το φιλί μου αρπάζεις. Λιποτάκτης ο ήλιος, σε τοπίο θανάτου. [128]


Στη φιδίσια σου πέφτω αγκαλιά και σπαράζεις, ένα βλέμμα της μοίρας στη μεριά του αοράτου. Λιποτάκτης ο ήλιος σε τοπίο θανάτου —αφού ξέρεις πως όρκο βαρύ έχω πάρει— ένα βλέμμα της μοίρας στη μεριά του αοράτου με κατέχει, τις νύχτες που ολολύζουν οι γλάροι. Αφού ξέρεις πως όρκο βαρύ έχω πάρει : πεθυμιά, που λουφάζει σε αδυσώπητο σκότος, με κατέχει τις νύχτες που ολολύζουν οι γλάροι. Στην ψυχή μου χαράζει σταυροδρόμια ο νότος . . . Πεθυμιά που λουφάζει σε αδυσώπητο σκότος (ένας θρήνος, που λάγνο καταπίνει το κύμα). Στην ψυχή μου χαράζει σταυροδρόμια ο νότος : σε κρυφή μια σπηλιά, του έρωτά μας το μνήμα. Ένας θρήνος, που λάγνο καταπίνει το κύμα. «Θα ξανάρθω», σου είπα, «μια μέρα του Μάρτη». Σε κρυφή μια σπηλιά, του έρωτά μας το μνήμα, τσακισμένη πυξίδα σε ανύπαρκτο χάρτη. «Θα ξανάρθω», σου είπα μια μέρα του Μάρτη, «όταν βρω το μαχαίρι που το νήμα θα κόψει». Τσακισμένη πυξίδα, σε ανύπαρκτο χάρτη . . . Ερπετού είχες πάντα, για γυναίκας την όψη ; Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη

Η Ελένη Βακαλό (1921-2001) ήταν κριτικός εικαστικών, ιστορικός τέχνης και ποιήτρια.

Το τέλος του σπιτιού Μια μέρα ο μεγάλος μου γιος είπε: ‘το βράδυ δεν θα γυρίσω σπίτι νωρίς’. [129]


Έβαλα τα μικρά να κοιμηθούνε και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι μας για πρώτη φορά. Ήταν παλιό και το χειμώνα θα έσταζε με τις βροχές.

Το μάτι του πατέρα μου Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι. Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε. Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Έπαιζε το μάτι στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι. ‘Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω. Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι. Αυτό το ποίημα δεν είναι για να το διαβάσουν όσοι δεν μ’ αγαπούνε ακόμη κι από κείνους που δεν θα με ξέρουν αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα σαν και κείνους. Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια. Ελένη Βακαλό

Εξομολόγηση Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά Ας γραφεί με το αληθινό όνομα της Εξομολόγηση [130]


Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική Αφού έτσι πρέπει Να πονέσω Ακόμα πιο πολύ Γι’ αυτό Μπορούσα να αμύνομαι Τώρα το λέω μοναξιά Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί. Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί. Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάσσονται. Είναι αρκετός καιρός. Κι όσο γι’ αυτά που σας άφησα Σήμερα Να υπονοηθούν Δεν είναι από αγάπη Το θέλησα Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς Μόνο για να μπορέσω Από κάπου να βγω (Στιγμή μεγάλης αναπνοής) Αυτό το ποίημα Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη Πριν υποκύψω Στων αλλοφύλων τις συμβουλές Ελένη Βακαλό

Ο Βακχυλίδης (518-452 π. Χ.) από την Κέα, ήταν ανιψιός του Σιμωνίδη και γνωστός χορικός ποιητής. Έζησε την εποχή του μεγάλου Πινδάρου και είχαν ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ο Θησέας κρατά το μίτο της Αριάδνης

[131]


Μίνωας και Θησέας Καράβι γαλαζόπλωρο με τον πολύν Θησέα και δυο φορές επτά παιδιά. Κρητικό σκίζει πέλαγος και στα πανιά τα ωραία στέλλει η Αθηνά πρίμο βοριά. Μα την καρδιά του Μίνωος οι πόθοι την κεντούσαν της Αφροδίτης τα κακά, και τάνυσε το χέρι του σε μια μαυροματούσαν κι έπιασε μάγουλα λευκά’ κι εφώναξε η Ερίβοια του Κέκροπος το εγγόνι που εφόρει θώρακα γερό’ είδ’ ο Θησέας το βλέμμα του γυρίζει και στυλώνει κάτω απ’ τα φρύδια φλογερό. Κι άγγιξε το φιλότιμο κι η λύπη την καρδιά του’ και «του Διός – είπε – γιε, σκοπό δεν έχεις τίμιο πια μες στο νου σου’ κάτου το βαρύ χέρι σου αρχηγέ, Η Μοίρα ότι μας έγραψε κι η Δίκη ότι έχει βάλει θεϊκό για μας στη ζυγαριά, την τύχη θα πληρώσουμε σαν έρθει’ μα συ πάλι την γνώμη βάστα τη βαριά. Γιατί αν εσέ του Φοίνικος η θυγατέρα αγόρι στην Ίδα σ’ έκαμε του Διός, κι εμένα από θεό γέννησε του Τροιζηνίου η κόρη’ του Ποσειδώνα είμαι γιος! Της μάνας μου την έδωσαν Νεράιδες κυματούσες στη γέννα σκέπασμα λαμπρό [132]


θα ‘ταν καλά, πολέμαρχε της Κρήτης, να κρατούσες τον τρόπο τούτο τον χοντρό. Γιατί αν πειράξεις άβουλα κανένα εσύ κοράσι, δεν θέλω πια να δω το φως Στην δύναμη θα δείξομε προτού ποιός θα περάσει, τ' ακόλουθ' ας τα κρίνει ο θεός! Τόσα 'πεν ο περήφανος κι εθαύμασαν οι ξένοι τα θάρρη του τα ζηλευτά. Μα κι ο γαμπρός εχόλιασε του Ήλιου βουλή υφαίνει πρωτάκουστη και λέγει αυτά: "Πατέρα παντοδύναμε, Κρονίδη άκου μεγάλε παιδί σου αν μ' έχεις ποτέ πει, σημάδι καλογνώριστον από τα ουράνια βγάλε τώρα πυρόμαλλη αστραπή. ……………………………………. Βακχυλίδης (Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος)

Ηρακλής εις Δελφούς (Ο θάνατος του Ηρακλή) … Τότε η θεά η ανίκητη (Ήρα) για τη Δηιάνειρα σχέδιο πολυδάκρυτο έπλεξε, [133]


όταν την αγγελία την ολόπικρη έμαθε, πως την όμορφη Ιόλη του Δία ο γιος ο ατρόμητος την στέλνει σπίτι του για ταίρι αφράτο. Ω. η δύστυχη! Ω. η άμοιρη τι μηχανεύτηκε! Της ζήλειας ο φθόνος την έκαψε και ο κατάρατος πέπλος το μέλλον που έκρυβε και δώρο θεού της έδωσε κάποτε ο Νέσσος, το τέρας στα νερά του Λυκόρμη περνώντας…

[Ι]έρωνι [Σ]υρακουσών Μη σταματάς τη γλυκόηχη λύρα. Κάποιο καινούριο πάλι τραγούδι της πολύφθογγης Μούσας, στο δοξασμένο Ιέρωνα με τα ξανθά του τα άλογα πανέμορφα πλέκοντας και στους συμπότες συντρόφους του θέλω να στείλω στην καλόκτιστη Αίτνα. Αφού και άλλοτε τον Φερένικο ύμνησα που χάρη στα γρήγορα πόδια του νίκησε στους Δελφούς κι Αλφειό στον Ιέρωνα τη νίκη χαρίζοντας Βακχυλίδης

Ο ποιητής Δημοσθένης Βαλαβάνης (1824-54) γεννήθηκε στην Καρύταινα. Έγραψε αξιόλογα ποιήματα σε καθαρεύουσα, αλλά και σε γνήσια δημοτική, πράγμα όχι συνηθισμένο την εποχή του. Δεν πρόλαβε να εκδώσει στίχους του. Αργότερα δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά. Πέθανε 30 ετών από [134]


φυματίωση.

Το όνειρον μου 1. Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβόλησαν Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι, Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλες εγλιστρούσαν Κι’ από διαμάντι ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λιβάδι. Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδες Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύση στο πλευρό μου, Εδώ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου. 2. Λες και αγγελούδας ευμορφιὰ να σου έδινε η χλωμάδα Τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψη και στη χάρη Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η αντιλιάδα· Και απ' τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρει Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ αέρι Και σα να μη με γνώριζες και σα στο λογισμό μου Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου. 3. Ψιλό έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη Που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι Σα στον καθρέπτη τη θωριά όπου σκεπάζει η άχνη Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα Ολόχαρη, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου. Κόρη, ας μην είναι πλάνη μου αυτή η χαρά που επήρα Για σένα στ’ όνειρό μου. 4. Και γύρω σαν να γύρευες ανθό της αρεσκιάς Σου Στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλούδες φεύγαν Και εγώ με κλώνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου Μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ' η ματιές σου ελέγαν Πως ήθελε το χέρι σου τον κλώνο μου να πάρει. Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου Τον πήρες με κυπαρισσιού τον έσμιξες κλωνάρι Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου. 5. Ξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστό λιβάδι· Το θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτή του κόσμου [135]


Κι’ αγνώριστος που σου έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι, Σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωή δεν φθάνει. Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχή και όταν κανείς πεθάνει· - Αυτό είναι τ’ όνειρό μου. Δημοσθένης Βαλαβάνης

Μια μου απόκρισις Αν ονειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας Αν ν’ ατενίσεις οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος, Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωινής πλειάδος, Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφών αυτής της οπτασίας. Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα, Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας, Εάν την βάφει μαγική βαφή μελαγχολίας Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα. Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωϊναί ακτίνες Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει· Μον’ αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες. Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης, Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας. Δημοσθένης Βαλαβάνης

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-79) από τη Λευκάδα, ήταν ακόμα ένας από τους πολλούς επτανήσιους ποιητές. Διακρίθηκε για την επική-πατριωτική ποίησή του. Τα περισσότερα έργα του ασχολούνται με την δράση των αρματολών και των αγωνιστών του ’21. [136]


Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθήσαν στήλην του Ολυμπίου Διός Σβήνοντ’ αστέρια φλογερά μες του ουρανού τα βάθη εμπρός μου ακλόνητο βουνό εσάλεψε κ’ εχάθη μες στου πελάου το βάραγγα... Kι ωστόσο είχα πιστέψει ότι δεν θα ’τον αρκετή για να σε καταστρέψει της μοίρας όλ’ η δύναμις... Aγαπητό μου χτίριο, λησμονημένης γενεάς άταφο μεγαθήριο! Δέξου το μοιρολόγι μου... Όταν σε βλέπω, κλαίω... Σα να ’σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαίο οι χρόνοι σ’ εξεκλείδωσαν, και κάθε σου σφοντύλι τώρα στο χώμα σέπεται και το πατούν οι σκύλοι... Ακατανόητος θυμός, οργή Θεού, κατάρα!... να ’ρχονται πάντ’ ανέλπιστες βροντές, σεισμός, αντάρα ό,τι κι αν έχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο, να μας το ρίχνουν καταγής το ’να σιμ’ από τ’ άλλο! Ποιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γερμένο! Άμετρες είδες γενεές να λάμψουν, να γεράσουν, να λιώσουνε σαν το κερί... Bαρβάρους να περάσουν σα σίφουνας κατάμαυρος... Άκουσες το σφυρί τους να σου συντρίβει το κορμί... ένιωσες την πνοή τους επάνωθέ σου να διαβεί και να σε κιτρινίσει σα φύλλο π’ άσπλαχνος βοριάς περνώντας έχει ψήσει. Ύστερα... νύχτα φοβερή, κρυφό χτικιό, νεκρίλα, γεράματ’, αποκάρωμα και φράγκικη σαπίλα. …………………………………………………..

Είχε σημάν’ η ώρα σου. Στ’ άγριο πέρασμά του μια νύχτα σ’ έσπρωξε ο βοριάς με τα πλατιά φτερά του κι όλη σ’ εσώριασε στη γη... Σκέλεθρο χαλασμένο να μέν’ ολόρθο είν’ άσχημο, καλύτερα γειρμένο... Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ο Βρυκόλακας -"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός, βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος; Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ; Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον Άδη; [137]


Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί... Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη... Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ. 'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ. Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε. Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε. Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει, στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη. Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις; Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις; Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα... Πες μου... δεν έλιωσες, Θανάση, ακόμα; Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου... Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου. Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε. Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα; Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα. Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις; Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις"; Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ο συγγραφέας και ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης είναι εγγονός του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Γεννήθηκε το 1921 στην Ελβετία.

Η γέννηση του κόσμου ΛΕΝΕ ΠΟΛΛΟΙ ότι ο Κόσμος γεννήθηκε [138]


ανάποδα. Μ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω. Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες. Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού τα ξαδέρφια του. Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα. Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ’ άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια. Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του. Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ‘να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του. Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε. Τότες για να εκδικηθεί ο ‘Άβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό. Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.

Τροία Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουνόλοι περίμεναν να σ' αντικρίσουν. Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.

[139]


Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι, καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν. Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν. Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι. Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει! Ο ποταμός, μου γέμιζε το στόμα κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι. Τ' άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα. Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι, Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα! Νάνος Βαλαωρίτης

Ο Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν κριτικός, μεταφραστής και ποιητής. Έχουν εκδοθεί πολλές ποιητικές συλλογές του. [140]


Πιάνο βυθού Αυτές οι νότες που σας στέλνω με την άνωση δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον. Απ’ τον καιρό του ναυαγίου που αργά μας σώριασε τους δυo ως κάτω στον βυθό σαν βάρος έκπληκτο το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος μια υπόκωφη επίπλωση βυθού ένα λουλούδι εξωτικό ή ένα τεράστιο όστρακο φωλιά ιπποκάμπων διάδρομος ψαριών που όλο απορούν μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου. Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες σαν ντο και σολ και μι μη φανταστείτε μουσική είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται πιέζει κι ανεβαίνει. Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε. το πιάνο μου κι εγώ είμαστ’ εδώ πολύ καλά εκπνέοντας ίσως πότε-πότε νότες άσχετες αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου και ιδίως μακριά επιτέλους από κάθε προοπτική πνιγμού. Γιάννης Βαρβέρης

Άλλο ένα θαύμα Μη με ρωτάς τι σου είπα μες στα κλάματα ήταν χαλίκια και τα λόγια και τα δάκρυα [141]


πάτησα πάνω τους να σκληραγωγηθώ ματώσαν τα χαλίκια απ’ τα πόδια μου καλά να πάθουν και τα δάκρυα και τα λόγια να μην ξαναπατήσουν πάνω μου ποτέ. Γιάννης Βαρβέρης

Ενοχή Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος που μας κοροϊδεύει. Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας τις ακτίνες του. Πόσο επαίσχυντα ωραίοι όταν τραβάμε το σύρτη. Και μένουμε άφωτοιο ένας απέναντι στον άλλον. Γιάννης Βαρβέρης

Ανήκω Στις άκρες των πλήκτρων μου φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες. Ονειρεύονται τ' όνειρό μου διαδίδουν την ύφανσή του την όρχησή του την επιθανάτια. Μύθος οι αλέκτορες κι οι υποκρούσεις. Ανήκω στο συνδικάτο των τύψεων. Γιάννης Βαρβέρης

[142]


Η γυνή να φοβείται τον άνδρα Τελικά θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα μου. Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων να με είχα παντρευτεί. Με ωραία φωνή την οποία και ακούω ευκρινέστατα. Ευγενέστατος δε. Και μαζί ευσυγκίνητος. Τι λουλούδια θα μου 'κοβα. Με λουλούδια θα μ' έκοβα και με λόγια που εγώ θα περίμενα. Και θα ήξερα εγώ μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια ώστε ποτέ να μη με χάσω. Θα με ζήλευα ύστερα: τόσο όσο αυτοί που είναι βέβαιοι. Κι όσο πρέπει και όταν θα ενέδιδα. Ευτυχώς με δυο χέρια ώστε πάντα το ένα απ' τα δυο να χαϊδεύεται. Μετά ξέραν τα δυο πού να χάιδευαν και πώς. Κι ένα μόνο παιδί θα μου σκάρωναεμένα. Όμως πάνω κι απ' όλα: όταν η ώρα θα 'ρχότανε όχι-όχι ένας-ένας αλλά όλοι μαζί να χωρίζαμε. Γιάννης Βαρβέρης

[143]


Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916-2011), γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ποίηση και έχει εκδώσει δεκάδες ποιητικές συλλογές.

Όπως τα καρφιά Όπως τα καρφιά, σκουριάζουν κάποτε και τα όνειρα με τον καιρό. Τάκης Βαρβιτσιώτης

Αξιοθαύμαστη απλότητα Σταγόνα-σταγόνα Λέξη προ λέξη Φύλλο το φύλλο Μπουμπουκιάζει Η αγριοτριανταφυλλιά Μπουμπουκιάζει Ο χρόνος Με τα γαλάζια του χρώματα Τα κόκκινα Τα χρυσαφιά Κι ημέρα Ένα στέμμα με πορτοκαλάνθια Φορεί Αξιοθαύμαστη απλότητα! Χαρά ιερή! Σας περιμένω με τα χέρια μου ανοιχτά. Τάκης Βαρβιτσιώτης

[144]


Χωρίς μουσική Στα μαραμένα φύλλα Αιωρείται η εποχή Ο κήπος είναι γεμάτος κομμένα χέρια Κλείστε μου την καρδιά Κλείστε μου τα μάτια Έχω απαυδήσει να συλλέγω θανάτους Αλίμονο Οι παπαρούνες μονάχα Ξαναβρίσκουν Το αίμα τους στη χλόη Οι άνθρωποι πια δεν γνωρίζουν μουσική Τα δέντρα εξαφανίστηκαν Έμεινε μόνο ο ουρανός

Ερείπια Το κλειστό βιβλίο Το λυπημένο βιολί Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί Πού είστε παιδικά μου χέρια Με λησμονήσατε Μα δεν μπορώ Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο Απ' τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται Καρδιές Μικρά φώτα Ο ήχος μιας καμπάνας Η προσευχή Ακόμα καπνίζουν Των ημερών τα ερείπια Τάκης Βαρβιτσιώτης [145]


Ο Γιώργος Βαρθαλίτης γεννήθηκε το 1972 στην Κόρινθο. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε κλασική και σύγχρονη φιλολογία στην Αθήνα και διδάκτωρ φιλοσοφίας (Χαϊδελβέργη).

Διαδήματα Διαδήματα απ' τους όρθρους και τα βράδια, διαδήματα απ' αστέρια μακρινά, διαδήματα απ' αμάραντα πετράδια διαδήματα απ' ονόματα γυμνάΔιαδήματα- του πένθους μαύρο στέμμα, διαδήματα της πιο λευκής χαράς, διαδήματα κι από φλεγόμενο αίμα στο μέτωπο της τέλειας ομορφιάς.

Ειδώλια Ειδώλια θεών μα και δαιμόνων, ειδώλια αρχαίων ιερών ειδώλια κι από ξύλο μόνον της τρομερής Πότνιας Θηρώντου Βάαλ ειδώλια και του Άττι, ειδώλια ασσυριακά, ειδώλια του βουβού Αρποκράτη, κι ειδώλια μύρια νεκρικά.

Νομίσματα Αρχαία νομίσματα θαυμάσια, τετράδραχμα, στατήρες και δηνάρια, απ' την Ταρσό, τα Βάκτρα, την Αμάσεια, το Πέργαμο, την Τροία, την ΚαισάρειαΧρυσά νομίσματα Καισάρων, του Γορδιανού νομίσματα χαλκά, Σελευκιδών νομίσματα ή βαρβάρων και του Οροφέρνη η ανάγλυφη ομορφιά. [146]


Παλίμψηστα Παλίμψηστα του νου βυζαντινά, διαδοχικές μυριάδες επιστρώσεις, με γράμματα σβησμένα, σκοτεινά από αναμνήσεις, σκέψεις, εντυπώσειςπαλίμψηστα του νου κατεστραμμένα, περγαμηνή και κώδικάς κρυφός, με γράμματα που φλέγονται αναμμένα απ' της συνείδησης το φως.

Σταυροί Σταυροί- μαρμάρινοι άγγελοι στο μνήμα, βυζαντινοί βαρύτιμοι σταυροί, σταυροί με πορφυρό υφασμένοι νήμα σταυροί μ' ένθέτους λίθους αργυροίΧατσκάρ-σταυροί σε πέτρα σκαλισμένοι, από χρυσό σταυροί εκθαμβωτικό, μα και σταυροί σε γάμο συμπλεγμένοι με τ' ομοούσιο ρόδον το ορφικό.

Σφραγιδόλιθοι Από σμαράγδι κι ίασπι σφραγίδες, σφραγίδες από σάρδιον σκληρό, πανάρχαιες πέτρες σαν τις πυραμίδες που ξέρουν κι αψηφούνε τον καιρό. Σφραγίδες-σκαραβαίοι χαραγμένοι με γράμματα αιγυπτιακά, ή λίθοι γνωστικοί κεκοσμημένοι μ' αστέρια της Χαλδαίας αλχημικά. Γιώργος Βαρθαλίτης

[147]


Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας (το επίθετό του δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα) και πέθανε το 1974 στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την κριτική και μεταφράσεις. Υπήρξε από τους στρατευμένους στην Αριστερά καλλιτέχνες και υπέστη διώξεις για τις ιδέες του.

Στην εξορία Μας σιδεροδέσανε τα χέρα και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια. Μας μετρήσανε κάπου εξηνταριά και μας ζυγιάσαν την ψυχή - βαριά. Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό, χέρι δεξί και χέρι αριστερό. Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας που εκράτει βαλίτσα ή δέμα για τον Άη-Στράτη. Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα… Τυχερέ κείνο τ’ άθλιο πρωινό σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό. Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός κι ατάραγος, πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός κοιτούσε την ερχόμενη ευδία. Συ, νεβρικός από την αηδία. Μαζί μας τελεφταίοι στο βαπόρι πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι. Ξεπίτηδες για να φανεί πως ίσια λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια. Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος που πέταξε τα ράσα ο θεοφόρος και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία να πομπέψουνε πατρίδα και θρησκεία. Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι τους πατριώτες, οι πατριδεμπόροι [148]


Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα για να ‘ρθει ο Εξορκισμένος απ’ τα ξένα να χωρίσει το Έθνος και να βάλλει τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη. Κώστας Βάρναλης

Ο Κωνσταντής (Σκλάβοι Πολιορκημένοι) Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυκτός Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «Γεια σου Κωνσταντή βαρβάτε!» «Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;» Ένας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά. Έτσι πέρναγες γραμμή της γειτονιάς τα καπηλιά. Κι αν σε πείραζε κανένας - αχ εκείνος ο Τριβέλας Έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας. Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά… Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Αχ, πούσαι νιότη, πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος! Κώστας Βάρναλης

Τυχερός Ανεμοδέρνουν μέρα νύχτα απάνου σε στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου, να γελιέσαι πως είν᾿ Ελλάδα ο τόπος. Μα δίπλα τ’ αγκαλιάζει να τα σπάσει του ξένου η αστερομάτισσα κατάρα. Αν φαρμάκωνε μόνη τον αέρα, ίσως, ραγιά να ξύπναες κάποιαν ώρα: «Στη χώρ’ αυτή που τηνε λέω δικιά μου ξένος είμαι και τυχερός που ζω!» Κώστας Βάρναλης

[149]


Η μάνα του Χριστού Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει. Τη χαρά σου Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση! Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι… και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεκριμπάρι… νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ, το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι. Κι άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι, με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι, (άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι’ ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι. Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει , ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει. Κι ο κατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι και πολλή φύτρα θ’ άφηνες τέκνα κι αγγόνια καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι, Τ’ αργαστήρι εκεινού που την τέχνη σου θέλει. Κατεβάζω στα μάτια την μάβρην ομπόλια, για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει… Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια, [150]


λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσχοβόλια. Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου, άνοιξή μου γλυκειά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δεν μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! Καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα, ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα. Τρέχουν αίμα τα στήθια που βύζαξες γάλα. Πώς αδύναμη στάθηκε, τόσο η καρδιά σου στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις! Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου! Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη… Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ‘ρθει το δείλι, το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι οι φίλοι. Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν; Κι ακόμα σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί ‘πες «Νά με!» Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια, παιδί μου, και δε σ’ έμαθ’ ακόμα! Κώστας Βάρναλης

Οι μοιραίοι Mες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισές (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) όλ' η παρέα πίναμ' εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο [151]


το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ' άσωτ' ουρανού! Ω! της αβγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό· τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. ― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! ― Φταίει ο Θεός που μας μισεί! ― Φταίει το κεφάλι το κακό μας! ― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα δεν τό ‘βρε και δεν τό ‘πε ακόμα. Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας έβρει μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Κώστας Βάρναλης

[152]


Το πέρασμά σου Στη ζήση αυτή που τη μισούμε, στη γης αυτή που μας μισεί, κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε, πόνε πικρέ και πόνε αψύ, που μας κρατάς και σε κρατούμε· σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση, που περπατούσαμε τυφλά κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει κι ούτε σε δέντρον αψηλά κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει, ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα, όραμα θείο και ξαφνικό, και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα, κελαηδισμόν παθητικό όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα. Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!… Έφυγες κι έχουμε ρημάξει ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει! Κώστας Βάρναλης

[153]


Ο Νίκος Βασιλάκης γεννήθηκε το 1937 στο Πολύγυρο Χαλκιδικής, ζει στην Αθήνα. Είναι εκπαιδευτικός και ποιητής. Έχει εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές.

Τω καιρώ εκείνω… Τω καιρώ εκείνω, πολλοί χωρικοί μαζεύονταν τις Κυριακές, γύρω από τον δεξιό ψάλτη, την κύριο Περικλή, άλλοτε σιγοψάλλοντας μαζί του κι άλλοτε κρατούσανε το ίσο, στο «Άγιος ο Θεός», στο «Σε υμνούμεν» και σε άλλα τροπάρια και ψαλμωδίες. Ο αριστερός ψάλτης, ο κυρ-Θεοδόσης, ήταν καλλίφωνος και ταπεινός άνθρωπος, όμως κανείς συγχωριανός του δεν πλησίαζε το αναλόγιό του κι όλα τα χρόνια έψελνε μονάχος. Ο παπα-Τίτος, αν και κρυφοαριστερός, Πειραιώτης την καταγωγή, μοναχός του Αγίου Όρους, της Ιεράς μονής Βατοπεδίου, μετέπειτα διάκος επί μητροπολίτου Καλλινίκου και κατόπιν χειροτονηθείς παπάς, μόνο τους δεξιούς και τις γυναίκες διπλοθυμιάτιζε και τούτο δια τον φόβο των Ιουδαίων, του Δ ε σ π ό τ η και των λ ο ι π ώ ν π α ρ ε υ ρ ι σ κ ο μ έ ν ω ν εν τω Ιερώ Ναώ του Αγίου Νικολάου, χριστιανών. Σαν πέρναγε ο παπα-Τίτος μπροστά από τον αριστερό, έριχνε τα μάτια χαμηλά και μ’ ένα ημικύκλιο του θυμιατού, βιαστικά τον προσπερνούσε. Τω καιρώ εκείνω, κανείς δεν πλησίαζε αριστερό και μένα η κυρία Άννα, η δασκάλα στο δημοτικό, μου τσάκισε το χέρι με το χάρακα, να γράφω με το δεξιό. Νίκος Βασιλάκης

Χρυσή κορώνα Ο δεξιός μου τραπεζίτης άρχισε να σαπίζει και ο γιατρός του έβαλε χρυσή κορώνα. Όλα τα σάπια ο χρυσός τα κουκουλώνει. Νίκος Βασιλάκης

[154]


Όταν αγαπάς Ακόμα και τα γαϊδουράγκαθα μ’ όλη τη σκόνη του δρόμου, σου φαίνονται ωραία όταν αγαπάς. Νίκος Βασιλάκης

Γεννηθήκαμε στον πόλεμο Γεννηθήκαμε στο πόλεμο γάλα δεν είχαμε να πιούμε μεγαλώσαμε με μουσκεμένο ψωμί και ζάχαρη. Κι έγινε γλυκιά η καρδιά μας Νίκος Βασιλάκης

Σαν το τσιγάρο Σαν το τσιγάρο άφησες την πίκρα στα χείλη μου κι έγινες καπνός. Κι όμως κάθε φορά που ανάβω τσιγάρο σε θυμάμαι. Νίκος Βασιλάκης

Το φεγγάρι Πλήρωσαν οι παρέες το λογαριασμό και βγήκαν τραγουδώντας. Εγώ παρήγγειλα ένα ποτήρι ακόμα. Μέχρι να το πιω θα βγει το φεγγάρι να πάμε παρέα σπίτι. Νίκος Βασιλάκης [155]


Τι να πούνε οι ξυπόλυτοι Για ένα αγκάθι που τρύπησε το πόδι σου έχασες το κέφι σου στην εκδρομή. Τι να πούνε οι ξυπόλυτοι για τ’ αγκάθια μιας ολόκληρης ζωής;. Νίκος Βασιλάκης

Η ανθισμένη μυγδαλιά Χαμογέλασε χθες η πλατεία σαν άνθισε η αμυγδαλιάμα ποιος είχε χρόνο να χαρεί την ομορφιά της; Το μεροκάματο αρχίζει στις οκτώ και λόγος σοβαρός δεν πιάνεται η καθυστέρηση για μια ανθισμένη αμυγδαλιά.

Σαν τ’ αγριολούλουδο Σαν τ’ αγριολούλουδο που δεν ενδιαφέρεται ποια μάτια θα το δουν. Έτσι ανθίζει η καρδιά μου.

Οι κουρελούδες Κάθε χρόνο τέτοια εποχή θυμάμαι τις κουρελούδες, μητέρα, που έστρωνες σ’ ολόκληρο το σπίτι. Τις πιο καινούριες, στο δωμάτιο των ξένων. Τώρα που θα ‘ρθω του Αη Δημήτρη φοβάμαι πως την πιο καλή μας κουρελού για μένα θα την στρώσεις. Νίκος Βασιλάκης

[156]


Κλείνουν και τα σινεμά Κλείνουν ένα-ένα και τα σινεμά που χώνονταν τα βράδια η μοναξιά μας. Στη θέση τους ξεφυτρώνουν τράπεζες για τις καταθέσεις των εμπόρων και τις συναλλαγές. Κι εμείς που δεν έχουμε να καταθέσουμε τίποτε άλλο από μοναξιά μείναμε στο δρόμο… ***

Ο ίσκιος μου κι εγώ είμαστε οι δυο μεθυσμένοι, κανείς άλλος στο δρόμο. Του κάνω τον καραγκιόζηΚι εκείνος μερακλώνει! Πού θα πάει, θα την παλαβώσουμε την μοναξιά. ***

Το πρώτο σου φιλί Τ’ απόγευμα της Κυριακής που φίλησα τα χείλη σου όλες οι κερασιές ανθίσανε στα γύρω περιβόλια. Από τότε όμως όσα φιλιά κι αν σου ‘δωσα δεν είδα να ανθίζουν κερασιές. ***

Οι κουρελούδες Κάθε χρόνο τέτοια εποχή θυμάμαι τις κουρελούδες, μητέρα, που έστρωνες σ’ ολόκληρο το σπίτι. Τις πιο καινούριες, στο δωμάτιο των ξένων. Τώρα που θα ‘ρθω του Αη Δημήτρη φοβάμαι πως την πιο καλή μας κουρελού για μένα θα την στρώσεις. Νίκος Βασιλάκης [157]


Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (1845-1877) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Έγραψε ποιήματα και θεατρικά έργα. Πέθανε από φυματίωση στα 32 του χρόνια.

Η Χαρά Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου, ότε φάσματα παύουν θολά, και τα πάντα θεάται καλά η ψυχή σου. Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις. Η καρδία γλυκύθυμος ζει, και μ' αυτήν εορτάζει μαζί όλ' η φύσις. Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων. Αναπάλλει το στήθος γλυκύ, και καλείσαι και είσαι εκεί Ανακρέων. Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει θείον νέκταρ αφάτου χαράς, και των πόθων ευώδης βορράς παιανίζει. Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον. Και θανάτους, θεούς λησμονείς, και μεθύσκεις εντός ηδονής ως ονείρων. Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά! Φευ! Καθώς αστραπή τις περά... Πώς θα ζήσω; Η χαρά μας εδώ η βραχεία αντανάκλασις είναι αυτής, ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς; Φαντασία... Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν. Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν, τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν [158]


και ανίαν.

Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Είναι συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής και διπλωμάτης, Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Καμένη βδομάδα Το πρωί ήταν όλα χιονισμένα η πόλη έμπαινε στον ουρανό το μισό μου χέρι έξω απ’ το παράθυρο στον θαμπό ήλιο και το κοίταζα. Γύρισα προς τη μεριά του σκύλου Είδα κόκαλα και στάχτες Πάνω στο τραπέζι τα σκισμένα χρόνια οι φωτογραφίες απ’ τις διακοπές στη Σαντορίνη σηκώθηκα να κάνω καφέ με το ένα πόδι λειωμένο και χύθηκε το νερό στο πάτωμα βγήκαν να το μυρίσουν οι αδικοχαμένοι φίλοι μέτρησα πόσες μέρες περίσσευαν πόσες νύχτες μέχρι να’ ρθεις εσύ με τα κλεμμένα φτερά των αγγέλων. άπλωσα πάλι να τρίψω το κεφάλι στις πέτρες του ύπνου μήπως ξαναγίνω φωνή πρόλαβα ν’ ακούσω το κουδούνι νομίζω είπα «εμπρός, εδώ είμαι, είναι ανοικτά» είχα κολλήσει στα σίδερα του κρεβατιού ο τοίχος έγερνε, σαν θάλασσα ν’ ακουγόταν πεύκα να λυγίζουν απ’ τον αέρα και μουσική από πιάνο στ’ ανοικτά του κάβου — είδα λέξεις να ζωγραφίζονται παντού «σε θέλω» συλλάβισε στο παγωμένο μου αυτί. Θα χιονίσει πάλι, ψιθύριζε το ραδιόφωνο. Γιώργος Βέης [159]


Το κουνάβι στο δόκανο τώρα ξέρει τι πρέπει να κάνει — όχι όπως την άλλη φορά που περίμενε πρώτα να ξημερώσει για να κόψει με τα ίδια του τα δόντια το πίσω αριστερό του πόδι γι’ αυτό μόλις τινάχτηκε το πρώτο αίμα αρχίζει αμέσως να ροκανίζει με λύσσα το μπροστινό δεξί του πόδι με λύσσα, με θάρρος — ας μείνει τελικά με δύο, πάλι θα μπορεί να θέλει.

Τι μου είπε η σαύρα Κοίτα αυτό το τοπίο, το ξανθό γένι των βράχων τις μουντζούρες στον ουρανό τα βλογιοκομμένα πρόσωπα των ξωτικών που παραφυλάνε πίσω από τα δέντρα και τα καλύβια κοίτα τις τίγρεις με τα χάμουρα τα καπνισμένα υψίπεδα τα μαύρα πουλιά της καταιγίδας που έρχεται να σε πνίξει κι εσύ δεν μπορείς ακόμη να ξεχωρίσεις τη Μεγάλη Άρκτο απ’ τον πεινασμένο λύκο που είναι έτοιμος να σ’ ακολουθήσει, αν σωθείς, βαθειά μέσα στο δάσος των πόλεων πιστό σκυλί [160]


για να καρφωθεί στο τέλος στον τρυφερό σου λαιμό. Γιώργος Βέης

Ο Γιώργος Βέλτσος γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα. Είναι καθηγητής στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Έχει γράψει δοκίμια, θέατρο και ποίηση

Άτιτλο Δε βγήκε το φεγγάρι ξέχασε όπως ξεχνάς κι εσύ το μάτι αναμμένο όπως ξεχνούν οι άνθρωποι το πεπρωμένο. Τι θέλει από μας η οικονόμος μνήμη; Κι εμείς να σωριαστούμε θέλουμε Στο επιλήσμον χόρτο Γιώργος Βέλτσος

Διονύσιος των Συρακουσών Έστω για μια φορά αν θα επέτρεπε ο τύραννος να του απευθυνθεί φράζοντας με τη φούχτα του στόματος τη βάνα τις λέξεις του εκτρέποντας την πίεση συμπτώματος απ’ την αντλία της καρδιάς αν ένιωθε στα μάγουλα και αν έβλεπε μετά τα αιμοσφαίρια να σκάζουν το απόστημα αν άνοιγε και στάθμιζε στα χείλη τη ζημιά σχεδιάζοντας τα υπόλοιπα έως ότου κουραστεί και έβρισκε ό,τι αρκεί στον άνθρωπο εν κινδύνω τότε, με μιαν εγκαταβίωτη φωνή, πυρακτωμένος θα ’βγαζε απ’ τη χάλκινη δαμάλα το μαρτύριο Τον τύραννο θα έφτυνε που πάει να τον ταπώσει [161]


Τι απ’ την ιστορία αναμένεις ν’ αναγνώσεις; Στη μέγγενη θα έμπαινες πάλι για να καυλώσεις Γιώργος Βέλτσος

[162]


Ο Θανάσης Βενέτης (1936-2014) από το Δομοκό Φθιώτιδας, μεγάλωσε στη Λαμία. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και εργάστηκε ως τελωνειακός. Παράλληλα έγραψε ποίηση και εξέδωσε περισσότερες από δέκα ποιητικές συλλογές

Ντυμένος στα καλά του μαύρα Ο πνιγμένος δεν βιάζεται, φτάνει αργά-αργά στην παραλία. Σταματάνε οι αγωνιώδεις έρευνες η ευτυχία της πρόσκαιρης παρουσίας του νεκρού αφήνει στην άκρη τις πίκρες της ζωής του, τώρα παίζει μονότερμα στο δικό του γήπεδο. Όσοι σπεύδουν στα χρωστούμενα παρακινούνται -κι αυτό κρυφά κι ανομολόγητα-από συνήθεια γιατί στα φανερά συντρέχουν τους εξ αίματος εκφράζοντας, με λόγια μόνο, τη θερμή τους κατανόηση. Την τέχνη που του στάθηκε ασπάζεται ο πνιγμένος Ταξιδεύει αμέτοχος, μακράν πια, πλήρως ανεπαρκής, ντυμένος τα καλά του μαύρα τα θολερά παντρεύεται τις θύελλες και τ' άστρα-κι απλώνοντας φτερά ανεμίζει σημαίες που ξεδίπλωνε αθόρυβα στα μάτια του. Φεύγει με λεία κρυφή της θείας ειμαρμένης του το φως κι όσοι μπορούν ακούνε τις βαθιές του αναπνοές ακούνε σιωπηλοί το ακατάληπτο, το τρυφερό τραγούδι. Θανάσης Βενέτης

[163]


Ο Γιάννης Βηλαράς (1771-1823) από τα Γιάννενα ήταν γιατρός και λυρικός και σατιρικός ποιητής. Ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε τον δημοτικισμό και ζητούσε την κατάργηση των τόνων, των πνευμάτων και των ομόηχων φωνηέντων. Τις πεποιθήσεις του αυτές τις διατύπωσε στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα που εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1814. Ένας γέρος Ένας γέρος σε φτώχιας ανάγκη, άλλον τρόπο να ζήσει δεν είχε, χώρια ξύλα να κόφτει στον λόγγο, μετά βιας το ψωμί του να βγάζει. Μιαν ημέρα βαριά φορτωμένος, περπατώντας σ’ ορθό μονοπάτι, οχ τον κόπο και κάμα του ήλιου την ανάσα να πάρει δε φτάνει. Σ’ έναν όχτο τ’ ανάσκελα πέφτει και στο μέγα πολύ κούρασμά του τη ζωή του μισώντας βαριέται και το Χάρο με πόθο του κράζει. Να ο Χάρος ομπρός του πετιέται, το δρεπάνι κρατώντας στο χέρι, με άγριαν όψη και σχήμα τρομάρας, -- Για με, γέρο, του λέγει, τι θέλεις; -- Αχ, ο γέρος ευτύς αποκρίθη, το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα να σηκώσω· σε φώναξα ο δόλιος να μου δώκεις ολίγη βοήθεια. Γιάννης Βηλαράς

[164]


Κατά καλογήρων Καλόγερος και διάβολος αδέλφια διδυμάρια και σαν αδέλφια καρδιακά τηρούν δουλειά καθάρια. Του Σατανά τα έργατα, δουλειές του καλογέρου, και διαβολιές του άγιου, σκοτούρες του δευτέρου. Του ενός τα τεχνουργήματα ο άλλος έχει δρόμο και σ’ όσα κι αν εργάζονται, κοινόν κρατούν το νόμο. Δεν βλέπεις πως σε όλα τους δεν θέλουν να χωρίζουν, μόνε κι οι δυο απαράλλαχτα σαν κόρακες μαυρίζουν; ………………………………………………… Φυλάγου οχ τον καλόγερο και κάμνε το σταυρό σου, καθώς τον ίδιο διάβολο αν έβλεπες εμπρός σου Γιάννης Βηλαράς

Πουλάκι Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο, πουλί χαμένο, πού να σταθώ; Πού να καθίσω να ξενυχτήσω, να μη χαθώ; Βραδιάζ’ η μέρα, σκοτάδι παίρει, και δίχως ταίρι πού να σταθώ; Πού να φωλιάσω, σε ξένο δάσο να μη χαθώ; …………………… Γιάννης Βηλαράς

[165]


Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και πέθανε το 1896 στην Αθήνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες του 19ου αιώνα. Έγραψε πολλά διηγήματα και εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές.

Δίστιχα Τον έρωτ᾿ απεφάσισα να μην αναγνωρίσω να κλείσω την καρδίαν μου και να την θωρακίσω. Αν ημπορείς φρονίμευσε και όταν φρονιμεύσεις, δεν θα σοι είν᾿ αδύνατον φιλίαν να μ’ εμπνεύσεις. Της χάριτος ανώτερος βαθμός δεν είναι άλλος, παρ᾿ όταν η αφέλεια επικοσμεί το κάλλος. Μικρόν πώς είχα ήλπιζα εις την ψυχήν σου τόπον, συ δ’ αγνοείς κι εις την σειρὰν αν είμαι των ανθρώπων. Εγνώρισες το σφάλμα σου αν δεν το αποπλύνεις, ειδέ του κόσμου όνειδος και παίγνιον μη γίνεις. Αν εμισήσω σφάλμα σου και όχι άλλου ήτον, οποίαι είν᾿ αι πράξεις μας τοιούτοι κι οι καρποί των. Ω άφες την ειρήνην μου και μη την συνταράττεις, δεν είναι η καρδία μου διά να την σπαράττεις. Γεώργιος Βιζυηνός

[166]


Η κυρά η Κριτική Η κυρά η Κριτική, που, με λύχνο δίχως φέξη, πασπατεύ’ εδώ κι εκεί να ‘βρει κάτι να το ψέξει. Κάθε ώρα και στιγμή που φανεί στα βλέμματά μου, μ’ ενθυμίζει μια χλωμή, μια γριά γειτόνισσά μου. Την ελέγαν Κουτσουμπού, γιατ’ εκούτσενε λιγάκι· και την ‘νόμιζε μπουμπού κάθ’ ανήλικο παιδάκι. Γιατί ήτανε πολύ μυταρού, κι ασχημομούρα κι είχε μίαν αψηλὴ πα στην ράχη της καμπούρα. Κ’ είχε μάτια, γυριστά το καθένα σε μια κώχη· κι έβλεπε παντού σωστά, μόνον εμπροστά της όχι. – Μιαν ημέρα, σαν απιδί, πα στον τοίχο μας καβάλα, επερνούσα μια χορδή σε μια ‘χελωνοκαυκάλα. Και με χέρι τρυφερό εδοκίμαζα τον ήχο. Όταν έξαφνα θωρώ – νι την! Εξ’ από τον τοίχο. Και με ‘κοίταζε λοξά, σαν πανούκλα και κατάρα. – Ουχ! να μου χαθείς, μυξά! [167]


που μου θέλεις και κιθάρα! Διες! Ακόμη δεν ‘γροικά τα βρακιά του να φορέσει, και με σύνεργ’ ανδρικά μου κουρδίζεται στην μέση! …………………………….. Τέχνη είπα. Με ακούς; Γιατ’ ωραία από την Φύση, μέσα σ’ όλους τους γραικούς, μόνο ‘μένα ‘χουν γεννήσει. – Τότ’ εγώ απ’ τα στενά ξεπετώ σαν το σπουργίτη, και της κάμνω ετσινά! με τον δάχτυλο στην μύτη… Χρόνια ‘πέρασαν πολλά από τότε φτερωμένα. Και λησμόνησα πολλά, που μ’ επείραξαν εμένα. Μα, με κάθε κριτικό, ἐνθυμοῦμ’ ‘ως τώρ’ ακόμα το αχρείο λαδικό με το σαλιαρό το στόμα! Γεώργιος Βιζυηνός

[168]


Ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) από την Σύρο, ήταν Έλληνας λόγιος, ποιητής και πεζογράφος. Είναι επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στην επιτροπή διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896. Μάλιστα, ήταν και ο πρώτος πρόεδρος της ΔΟΕ.

Μην ξεχνάς Μη ψυχρά με κοιτάζεις. Θυμήσου πώς πετούσα χτες βράδυ μαζί σου στο χορό — μην ξεχνάς! Χθες το βράδυ σε είχ’ αγκαλιά κ’ οι καρδιές μας κοντά εκτυπούσαν, κ’ εις τα χείλη μου εμπρός κυματούσαν τα ευώδη ξανθά σου μαλλιά και τα έδινα χίλια φιλιά μυστικά, —μην ξεχνάς! Άκουσέ με! Χθες βράδυ θυμήσου σ’ ερωτούσα να πεις, η ψυχή σου τι ποθεί; —μην ξεχνάς! Με φωνή ντροπαλή και γλυκιά, με τα μάτια σου κάτω γερμένα με ερώτησες τότε κ’ εμένα τι ποθεί κ’ η δική μου καρδιά. Κι αποκρίθηκα λόγια θερμά, μυστικά, —μην ξεχνάς. Δημήτριος Βικέλας

[169]


Ο Κώστας Βίρβος (1926-2015) γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Ήταν συνθέτης λαϊκών τραγουδιών και στιχουργός. Εκατοντάδες τραγούδια του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες όπως: Θεοδωράκης Μαρκόπουλος, Τσιτσάνης, Λεοντής, Μητσάκης, Ζαμπέτας, κ.ά.

Δεν θέλω να δέσετε τα μάτια

μου

Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια τον ήλιο π' ανατέλλει να χαρώ κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια εσείς πεθαίνετε κι όχι εγώ. Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια δεν σκιάζομαι τα βόλια τα σκληρά, πηγαίνω στα ουράνια παλάτια να στείλω στους ανθρώπους τη χαρά. Κώστας Βίρβος

Λυδοί και Φρύγες Κλέφτες Λυδοί και Φρύγες και Ασσύριοι τώρα τι ψευτοκλαίτε για τα πλούτη τα χαμένα εσείς πηγαίνετε στον Άδη κάτω αλητήριοι και άλλοι τρώνε τα λεφτά σας τα κλεμμένα Από τα πλούτη τα πολλά που ‘χατε κάνει θα χρειαστείτε μόνο έναν οβολό τόσα χρειάζεται αυτός που θα πεθάνει κι εγώ τα μούτρα σας κοιτάζω και γελώ Κλέφτες Λυδοί και Φρύγες και Ασσύριοι βρίσκεστε τώρα μέσα στο αιώνιο σκοτάδι κι αν τυραννούσατε σκληρά τους σκλάβους αλητήριοι σκλάβοι θα γίνετε κι εσείς εδώ στον Άδη. [170]


Κώστας Βίρβος

Η Ριρή του λιμανιού Ένας Δανός, δυο Σουηδοί και δυο Εγγλέζοι μακελευτήκαν χτες αργά, η ώρα τρεις ποιος θα καθίσει στης Ριρίκας το τραπέζι ποιος θα κερδίσει την αγάπη της Ριρής Μα η Ριρή σ' αγάπες δεν πιστεύει πια και ούτε βάζει άλλον μέσα στην καρδιά μήπως τι κέρδισε που αγάπησε πολύ; Από Ειρήνη την φωνάζουνε Ριρή Στου λιμανιού τώρα γυρίζει τα σοκάκια που τα φωτίζουν λίγα φώτα χαμηλά κι όταν για χάρη της μαλώνουν τα ναυτάκια με περιφρόνηση τα βλέπει και γελά. Κώστας Βίρβος

Νανούρισμα Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι-νάνι Να μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ' αψηλό πλατάνι Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό Και να 'σαι πάντα μεσ' το δρόμο τον καλό Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά με το τραγούδι μου Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη Για να μην πεις μες τη ζωή σου δεν μπορώ κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό Κώστας Βίρβος [171]


Ο Βίων ο Βορυσθενίτης (325-246) ήταν αρχαίος Έλληνας κυνικός φιλόσοφος και σατιρικός ποιητής, που καταγόταν από την περιοχή της νοτιοδυτικής Ουκρανίας, από όπου και το «Βορυσθενίτης» (από τον ποταμό Βορυσθένη). Ο Βίων έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου υπήρξε μαθητής του Κράτητος και ανάμεσα σε άλλους φιλοσόφους άκουσε και τον Θεόφραστο. Παρότι κυνικός, η φιλοσοφία του εμπεριέχει και κάποιες ηδονιστικές τάσεις. Ο Βίων διακρίθηκε πάντως περισσότερο ως σατιρικός συγγραφέας και λιγότερο ως φιλόσοφος. Διακωμώδησε γραμματικούς, μουσικούς και όλους τους σημαντικούς φιλοσόφους σε έργα πεζά και έμμετρα.

Επιτάφιος Αδώνιδος Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη, «πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε. Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις, βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι, σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου. Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε. Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος, πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι· κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει· στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη, τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του, σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει. Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει, μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει. Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε. [172]


Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του, βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη. Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του, κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών· ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια, με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη, σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια, το αίμα της το ιερό τ’ αγκάθια το συνάζουν· στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει, τον άντρα τον Ασσύριο καλεί, το παλικάρι. Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του, βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη, το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει. «Αλί της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε. Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ᾽ η Αφροδίτη, πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του. «Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα, για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε, δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες. Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο· μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι: «Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη». Βίων (μετάφραση Παντελής Μπουκάλας)

[173]


Η Όλγα Βότση (1922-98) από τον Πειραιά, ήταν συγγραφέας και ποιήτρια.. Το πραγματικό της όνομα ήταν Όλγα Μπούκη-Πλατή.

Κάποτε υπήρξαμε εδώ Φωνές, του θανάτου ταγμένες. Πρόσωπα απόμακρα, Κάποτε κοντινά, Που σαν πανί σας παίρνει ο χρόνος μακριά του Και μένει μετέωρο κουρέλι το γέλιο σας. Πρόσωπα, που μαζί τον ήλιο αγαπήσαμε, Τα δάχτυλά μας βυθίσαμε στη ζέστη της γης, Σταθείτε ακόμα για λίγο μπροστά μου, Πριν άλλοι τρέξουν να πάρουν τη θέση σας. Κάποτε εμείς υπήρξαμε εδώ, Κάποτε εμείς εδώ δοκιμάσαμε Τα σημάδια ν' αποτυπώσουμε της ψυχής μας Σ' αυτόν τον πηλό που τώρα μας παίρνει. Μια στιγμή σταθείτε, Να κοιταχτούμε ακόμα στο πρόσωπο, Ν ακούσουμε πάλι το γέλιο μας, Της αγάπης τα ονόματα να φωνάξουμε. Μια φορά ακόμα το σχήμα μας να χορτάσουμε. Από μακριά να δακρύσουμε. Όλγα Βότση

[174]


Ο Παναγιώτης Βούζης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1969, Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Γράφει ποίηση.

Συνοδηγός Της λέει Άσε με να σε πάω εγώ στο σπίτι Εκείνη δάκρυσε-λέει Ήμουν εκτός της γης είκοσι χρόνια και μπαίνει στο αμάξι εισέρχεται εισβαίνει Όπως κάθισε στη θέση δίπλα του γύρισε, τον κοίταξε μ’ όλο της το πρόσωπο κι όλα της τα μάτια καφετιά και όλα της τα στόματα Υπόσχου να μη με πάρεις όσο θα κοιμάμαι γιατί θα κοιμηθώ όσο θα οδηγείς να με πας στο σπίτι Έτσι αρχίζει το ταξίδι αν γυρίζει το κλειδί ανάβουν μικρά φώτα στο καντράν αν γυρίζει πιο το κλειδί ξεκίνησαν μες στο βράδυ Κι όπως υποσχέθηκε της ξεκουμπώνει το πουκάμισο ενόσω πλάι του ονειρεύεται και ζουν τα δυο της στήθη που χάνουν κόκκινο Όταν αυτός επιταχύνει με τ’ αμάξι ξεκινά μια λαιψηρή και γρήγορη ερυθρή γραμμή από την ώρα που εκείνη έφθασε είκοσι έτη μετά μέχρι που τη φιλά μες στο αυτοκίνητο πριν της ζητήσει να μπει στη θέση κοντά του. [175]


Παναγιώτης Βούζης

Ο Ηλίας Βουτιερίδης (1874-1941) ήταν ιστορικός, δημοσιογράφος, μεταφραστής αρχαίων Ελλήνων ποιητών και ποιητής.

Ζωή Τη δίψα της Αγάπης τη γνωρίζεις. Ήπιες κι από του πόνου το ποτήρι. Το νου σου στα περασμένα μη γυρίζεις. Έλα στο ξωτικό το πανηγύρι, Που απόμακρα σαν ίσκιος ξεχωρίζεις. Καινούρια αγάπη το χορό θα σύρει. Για τους παλιούς καημούς σου μη δακρύζης, Θα πιούμε από της Ζήσης το κροντήρι. Φτωχή καρδιά, που σύγραψεν η Μοίρα Σ’ αποθυμιές γλυκές να κρυφολιώνης, Τι λαχταράς το νιώθω εγώ, που πήρα Για σύντροφο τη Θλίψη. Μην απλώνεις Το στοχασμό σου πέρα από τη Ζήση: Γεννήθη η δίψα εδώ κ’ εδώ θα σβήσει. Ηλίας Βουτιερίδης

[176]


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας και πέθανε το 1991 στην Αθήνα. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ποίηση. Έχουν εκδοθεί πάνω από 15 ποιητικές του συλλογές.

Οι χαρτοφύλακες Οι δυο πρόεδροι, αρχηγοί κρατών, τα είπανε. Εξαντλήσανε όλα τα θέματά τους΄ όλα τους τα χαμόγελα. (Αφημένοι στο φιλικό τραπέζι τους, κλεισμένοι βρίσκονται οι χαρτοφύλακες με τα ιδεώδη τους). Οι αμοιβαίοι στόχοι τους έχουν εκπληρωθεί. Πρώτο και κύριο, βέβαια, να διατηρήσουν την ειρήνη για το καλό των δυο κρατών, αλλά να διατηρήσουν μαζί της και τους τοπικούς πολέμους, πράγμα που θα συμβάλλει στην ειρήνη τους. Πριν χωριστούν, μετά που αγκαλιαστήκανε, χωρίς να κάνουν λάθος πήρε ξανά ο καθένας τους το χαρτοφύλακά του απ’ το τραπέζι. (αλλά, και λάθος να ‘καναν, δεν θα πείραζε). Νικηφόρος Βρεττάκος

Η ελληνική γλώσσα Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα ρυακάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική. [177]


Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο πράσινος κήπος Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου. Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω. Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου, Μη με ρωτήσετε. Νικηφόρος Βρεττάκος

Διαγραφή Το Κόμμα δικαιολόγησε την πράξη του χωρίς ν’ αποκαλύψει τις αιτίες. Το σύντομο ανακοινωθέν, πράγματα τετριμμένα, από τα πριν γνωστά, όπως οι αγγελίες θανάτων ή ζητήσεων στις εφημερίδες: Αντικομματικές ενέργειες και κάτι τέτοια. Και ο πριν λίγο καιρό πρώτος πολίτης έπεσε στην αφάνεια. Υπήρχε, δεν υπήρχε έπειτα, για πολύ, δεν ήξερε κανείς, ώσπου με δυο ξερές γραμμές μια μέρα ανεκοινώθη ο θάνατός του επίσημα. Και φυσικά, ούτε στέφανα, ούτε λόγοι. Οι συγγενείς – πρώτου και δευτέρου βαθμού μόνον – ακολουθήσανε την εκφορά του, αμίλητοι κρατώντας κάτι σεμνά χρυσάνθεμα, κι αυτά ξεθωριασμένα, κάτω από τρεις μαύρες ομπρέλες όλες κι όλες (έβρεχε). Το Κόμμα είναι ο λαός. Κι η απόφαση του Κόμματος είναι απόφαση του λαού, που σύσσωμος εκείνη τη ίδια νύχτα, έκλαιγε κλεισμένος στα σπίτια του. Νικηφόρος Βρεττάκος [178]


Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνια λουλούδια του έρωτα άσπρισαν απ’ τα λόγια μου, γείρανε τα κλαδιά τους, γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου. Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και νοιάζονταν κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε: Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα πού γύριζες – ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα και νεραντζάνθια; Νικηφόρος Βρεττάκος

Το παιδί με τη φυσαρμόνικα Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω τα πεσμένα φύλλα του ήλιου, να πλάσω τις αχτίδες του –τούτο το καλοκαίρι -, να πλάσω τις αχτίδες του σε φύλλα για να γράψω τον ουρανό και τι τραγούδι σου, Ελληνόπουλο! Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου! Γιατί τα δάκρια μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου! Τί να το κάνω το σπίτι μου; Έξω σε τραγουδάνε! Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου! Θα τρέξω εκεί που σ’ άκουσα να λες «Όχι» στο θάνατο. Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα στ’ αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα [179]


στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα! Νικηφόρος Βρεττάκος

Το βάρος των πραγμάτων Όταν εσύ δεν θα ‘σουν μαζί μου κάθε στέγη θα μού ‘πεφτε τότε μεγάλη. Μια σταγόνα νερού, ένα φύλλο, μι’ αχτίδα που κρέμασε ο ήλιος στο ένα μου δάχτυλο, τι να τα κάμω; Για τόσο μεγάλα πράγματα μόνος μου δεν είμαι άξιος. Είναι οι δρόμοι στενοί, δεν χωρώ να περάσω, τρικλίζω απ’ το βάρος. Πάνω στον ώμο μεταφέρω ένα άσπρο άνθος στον άνθρωπο.

Μάλωμα Κοίταξε με στα μάτια. Τι έκανες; Ανεβαίνοντας πάνω στο λόφο που βλέπει πέρα απ’ τον άνεμο, άργησες. Κλαις; Γιατί δε μιλάς; Τι σού ‘λεγε ο ήλιος; Η φωνή Δεν περιμένω να μου μιλήσεις. Το ξέρω. Μπερδεύεται η γλώσσα σου. Είναι γιομάτη λουλούδια η φωνή σου

Επιτύμβιες στήλες Επιτύμβιες στήλες, με εκατοντάδες ονόματα, όρθιες, σε λόφους ή σε πλατείες. Κι ωστόσο δείχνουνε μόνες, μοιάζουν εξόριστες. [180]


Δεν ξέρω γιατί πεθαίνουν οι ήρωες. Άλλος τρόπος διακόσμησης του τοπίου δεν υπήρχε; Τι λέτε γι’ αυτό εσείς που επιζήσατε; Νικηφόρος Βρεττάκος

Αν ήταν Αν ήταν να σου προσφέρω ένα κρίνο θα ‘βαζα έναν μίσχο στον έσπερο.

Τα σύνορα και οι στρατιώτες Χρειάζονται οι στρατιώτες για να φυλάνε τα σύνορα. Τα σύνορα χρειάζονται για να υπάρχουνε οι στρατιώτες. Τα σύνορα κ’ οι στρατιώτες για να μην αφήνουν να κάνουν τη δουλειά τους οι νόμοι του ήλιου κι η ποίηση.

Τα χαρτιά του κυρίου Μια διευκρίνιση, κύριε σταθμάρχα! Ο κύριος εκεί επιμένει να ταξιδέψει, ενώ τα χαρτιά του δεν είναι εντάξει. Ο κύριος, ο κύριος εκείνος με τ’ άσπρα μαλλιά, ο χωρίς ιθαγένεια πιθανόν, που διαρκώς γελούνε τα χείλη του αντί να μιλούν. Ωστόσο επιμένει πως είναι ένας νόμιμος πολίτης της γης. Υπήκοος των τραίνων.

Να ρωτήσω Μετά πενήντα, εκατό χρόνια, θα ήθελα να μου δινόταν το προνόμιο να βγάλω μέσα από ένα παράθυρο το κεφάλι μου, να ρωτήσω, [181]


με μια διακριτικότητα αέρινη, να μου ειπούν αν χρειάστηκε στο μεταξύ η αγάπη μου στον κόσμο. Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1937. Σπούδασε φιλοσοφία και Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού. Έγραψε μυθιστορήματα και ποιήματα

Ευρυσάκης Μεγάλη απορία μου προξενούσαν πάντοτε τα βουβά πρόσωπα της τραγωδίας τα κωφά, όπως τα ονομάζουν οι επίσημες εκδόσεις. Τι να νοιώθει άραγε ο Ευρυσάκης ο άνηβος γιος του Αίαντα μπροστά το πτώμα του άθλιου πατέρα του, αμηχανία ή αηδία του γεννά η φονική παραφροσύνη) του προδομένου ήρωα πόσο τον συγκινούν οι κοπετοί της μάνας του, η μεγαλοθυμία του Τεύκρου τον αγγίζει κεντάτε τάχα την καρδούλα του η μεγαλομανία και η αναλγησία των Ατρειδών. Η μήπως τίποτε από αυτά Και θέλει απλώς σαν όλα τα παιδιά να ξεφύγει, να σωθεί μιαν ώρα γρηγορότερα να πάει να παίξει να τριγυρίσει ξυπόλυτος στο χώμα και στη λάσπη στο ρέμα να κατηφορίσει και ν ανηφορίσει στο γυμνό το βουναλάκι. Σαν όλα τα παιδιά Και στην ανταριασμένη ακόμα Τροία μέσα στα σίδερα, τα σκύβαλα και τα λιθάρια που σώριασαν οι ρημαγμένοι πύργοι της. [182]


Τάσος Γαλάτης

Χαράματα η ώρα τρεις Το ταβερνείο στις παρυφές των Εξαρχείων είναι κάτι περισσότερο από γραφικό οι προσωπογραφίες λογίων στους τοίχους υδατογραφίες ή σκαριφήματα κάποιου αισθαντικού θαμώνα μαρτυρούν την αναντίρρητη άλω του πνεύματος οι δε συμπότες έμψυχο αντίγραφο του διάκοσμου ήρωες του Πολυτεχνείου οι νεότεροι από τη γενιά του ένα , ένα τέσσερα οι παλαιότεροι κόβουν και ράβουν , δεν σταματούν << άμες πότ' ήμεν , άμες πότ' ήμεν >> πίνουν και πίνουν απνευστί ζύθον και οίνον εκθέτοντας μεγαλοφώνως τις ιαματικές τους συνταγές για όλα τα δεινά της οικουμένης . Και εγώ τι θέλω , τι γυρεύω ανάμεσα τους ένας << συντηρητικός >> , ένα σκουπίδι του συστήματος κάτι με πνίγει , θέλω να πάρω αέρα να σεργιανίσω στη δυσώνυμη πλατεία με τους ναρκομανείς , τους άστεγους και τους ανώμαλους να δροσιστούν τα φρένα μου με κάποια γκράφιτι αναρχικά << ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ >> λόγου χάρη κι έπειτα διασχίζοντας την Αλεξάνδρας και μουρμουρίζοντας σε ρυθμό εμβατηρίου το ίδιο σλόγκαν για τους φασίστες να φτάσω κάποτε στο σπιτικό μου κι ας εξακολουθούν οι άλλοι στις παρυφές των Εξαρχείων να φλυαρούνε για τη σωτηρία των κολασμένων και τις δικές τους ενοχές . ...................................................................................... Έτσι λοιπόν << χαράματα , η ώρα τρεις >> με γλυκοκοίμισε η Ερημιά στην αγκαλιά της Τάσος Γαλάτης [183]


O Θανάσης Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1944 στην Ημαθία. Σπούδασε ελληνική και αγγλική φιλολογία. Επί δεκαετίες εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων. Μετέφρασε περισσότερα από τριακόσια έργα, και έγραψε μυθιστορήματα και ποίηση.

Ωδή Τέταρτη Κυανό σκοτεινό σκοτεινότερο κι από το αίμα παντού αιματώνεις κυανό με το είδος στο χρώμα του άκρατου οίνου όψη ευδία θαλασσί θαλασσινό ουρανί ουράνιο κυανό χίμαιρα του Χριστόδουλου μετά την Πάτμο όρος σπηλιά εκεί μανδύας ελληνικός τα φύλλα τρυγούνται κάτω τους ευημερείς ιοβόλο ω αμέθυστε της γλυσίνας κυανό βιολί του δρυοκολάπτη τερέτισμα Κυανό σκοτεινό σκοτεινότερο πίσω από το χρυσάφι του μεγάλου μόσχου στον πεδίον Δίηρα μπροστά και πάλι στον καλαμιώνα του Τίγρη από την ακροποταμιά ως τον αιθέρα δήθεν μαβί και ιοβαφές ή σύσκιο στον μαύρο κύκλο της παπαρούνας και το φτερό του ιπτάμενου μονάρχη και το φτερό ριπίδιο της κίσσας ύφασμα πτίλωμα και τάνυσμα ανυμέναιο τότε που ιριδίζουν τα ποτάμια μελανά ω χρώμα στρώμα των θαλασσίων ρευμάτων πέτασμα της θεότητος προσωπίδα [184]


Κυανό σημαίνει σηκώνω νεκρά σώματα κυανό σημαίνει στρέφω το βλέμμα κυκλοτερώς κυανό σημαίνει είμαι αδιάβατος και λέξεις: όχλος όρθιος έκβασις υπερβολή ηγεμόνας ο ηγεμόνας δε φοράει κυανό ένδυμα πέδιλα κοκκοβαφή δορυφορείται ο ηγεμόνας δεν κοιτάζει στα βουνά την ώρα τη γαλανή μονάχα έρχεται μονάχα φεύγει, σάπφειροι στα χέρια του σκοτεινόν αίμα των άλλων διάθεση βαθυκύανη τη νύχτα συντεταγμένοι φέρονται λίθοι σημάδια φανερών οδών αλαλαγμοί ολολυγμοί ήχοι των φόνων μελανοί και κούφοι φυλακές που αγρυπνούνε την πυκνότητα του μαύρου αναπολώντας θερία ανίδωτα το ορεινό λεοντάρι στίλβει μες στο σκοτάδι η χαίτη του και είναι το κυανό σκοτεινό σκοτεινότερο Ξανά η φυγή των ιππέων ο Ανδρόνικος πριν τον πατέρα του πατέρα του αψηφήσει η Πόλη μία ένδεια ανοίκεια χρωμάτων η Αθήνα κατά τον Υμηττό πρώην θυμαρίσια οι συνοδείες της θάλασσας ακατανόμαστες Κυανό είναι βάρβαροι της δύσης με μάτια κενά υπερβόρειοι λαλούνε γλώσσες σκοτεινές όπως τα μάτια ματιά τους κοιτάζουν πράγματα σκοτεινά ονειρεύονται σαν τον ουρανό ουρανίσκο τους όπου αστράφτει η πυρά καίγοντας αφανίζονται μόνο στρατοπεδεύουν άλλοι αναμφίβολα Έλληνες ανθρωπινότεροι Θανάσης Γεωργιάδης

[185]


Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Είναι καθηγητής φιλολογίας, συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής.

Η Μουσική των εικοσιτετραώρων 1. Είμαι κιόλας στο κρεβάτι και σ’ ακούω μες στο μπάνιο να πλένεις τα δόντια σου. Τι ποικιλία ήχων που έχει η ευτυχία! 4. Ανοίγεις το παντζούρι το πρωί και έξω είναι τα πάντα κάτασπρα, τ’ αυτοκίνητα φορτωμένα χιόνι, σχεδόν αόρατα και στη μέση του δρόμου οι πατημασιές κάποιου σκύλου. 5. Με κάθε βήμα που κάνουμε τα πόδια μας χώνονται στο άσπιλο χιόνι του πρωινού και βρίσκουνε τη λάσπη που κρύβεται από κάτω. Ώσπου να φτάσουμε στην καφετέρια και να πιούμε έναν καφέ διαβάζοντας του κόσμου τις ειδήσεις νέο χιόνι θα ‘χει καλύψει τα παλιά μας ίχνη. [186]


7. Ανοίγεις το παντζούρι το πρωί και η αμυγδαλιά του κήπου σου έχει γεμίσει άνθη. Ο παγωμένος αέρας σε κάνει γρήγορα να κλείσεις το παράθυρο. Μένεις όμως πίσω απ’ το τζάμι και κοιτάζεις. 9. Πέρασα μιάμιση ώρα σήμερα τ’ απόγευμα ακούγοντας Leonard Cohen και σχίζοντας παλιά μου ποιήματα. Τι ωραία που σβήνει ο χρόνος τα σημάδια μας! 10. Καμία κατάνυξη, καμία ανάταση, καμία νοσταλγία του απολύτου, μόνο ενόχληση μού προκαλεί ο ήχος της καμπάνας τα πρωινά της Κυριακής, πριν πιω έναν καφέ και διαβάσω δύο τουλάχιστον απ’ τις εφημερίδες της ημέρας. 12. Τα νύχια των ποδιών σου που τα ‘χεις βάψει γαλάζια τα προτιμώ απ’ όλα τα γαλάζια μάτια που έχουν ψάλει οι ποιητές. 14. Μ’ αρέσει στη θάλασσα να πιάνω πέτρες και να τις ρίχνω στα νερά, να τις κοιτάζω που βυθίζονται και χάνονται. Όταν όμως είναι η θάλασσα ακύμαντη, αχάραγη σαν τον καθρέφτη, διαλέγω μόνο τις μικρές, φοβάμαι να μην ταράξω τη γαλήνη των νερών και άθελά μου προκαλέσω καμιά καινούρια συμφορά. 15. Το ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει, μια βρύση που τρέχει στο διπλανό διαμέρισμα, αυτοκίνητα που διασχίζουν τον βρεγμένο δρόμο, φωνές απόμακρες και ήχοι ακατάληπτοι, γαυγίσματα σκύλων που δεν γνωρίζω είναι οι σύντροφοι της αϋπνίας μου απόψε, ώσπου να προσηλώσω τις αισθήσεις μου στου κορμιού σου τη μυρωδιά για ν’ αποκοιμηθώ ξανά. [187]


Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

[188]


Η Φοίβη Γιαννίση γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Είναι αρχιτέκτων, λέκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ποιήτρια.

Αμπαρόριζα ένα φυτό μέσα σε μία γλάστρα μία γλάστρα δίπλα σε ένα τραπέζι ένα τραπέζι γύρω του καρέκλες πάνω τους κάθονται άνθρωποι ένα φυτό σε μία γλάστρα μπροστά ο δρόμος μετά η άμμος η παραλία μετά η θάλασσα το φυτό είναι πράσινο έντονο πράσινο ανοιχτό δεν ξέρω τις ονομασίες του πράσινου όταν το κόψεις το τρίψεις ανάμεσα στα δάχτυλα το φυτό μυρίζει η μυρωδιά του είναι έντονη δεν μπορώ να την περιγράψω μυρωδιές και χρώματα δεν περιγράφονται παρά μόνο μεταφορικά το φυτό μπαίνει για μυρωδιά στα γλυκά κουταλιού δίπλα άνθρωποι περπατούν ήχοι από μαχαιροπήρουνα γέλια κουβέντες η θάλασσα παφλάζει το ίδιο φυτό μέσα στο χώμα δίπλα στη σκάλα παραδίπλα άλλο μυριστικό λέγεται verveine Λουΐζα στα ελληνικά οι γάλλοι το πίνουν σε ρόφημα όπως εμείς το χαμομήλι ηρεμιστικό το βράδυ πριν κοιμηθούν το έπινα κι εγώ τότε ήμουν πολύ ήρεμη είχα αποφασίσει πως θα είμαι ήρεμη πάντα μετά αποφάσισα την ταραχή την έκσταση μες τη ζωή το εγώ που αναπηδά μέσα στο σώμα το σώμα μέσα στον κόσμο γυμνό γεμάτο αισθήματα διαπερατό αλλά μετά η ηρεμία επιστρέφει πάντα πεθαίνουμε έως ότου για πάντα ησυχάζουμε. Φοίβη Γιαννίση

[189]


Η Ραλλού Γιαννουσοπούλου γεννήθηκε στα Τρίκαλα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές.

Η Αλίκη Το σώμα της μικρής Αλίκης μαλακό κι ευάλωτο αλλάζει σχήματα κι αισθήματα. Την μια γίνεται πίττα πάνω στην καρέκλα την άλλη ξεχειλίζει από τα βάθη της πολυθρόνας ή χύνεται λιωμένο κερί στο διπλό κρεβάτι. Αποφεύγει συστηματικά την όρθια στάση. Την Αλίκη σαν την βαρεθείς εύκολα τη διπλώνεις στη ντουλάπα, μ’ αν πάψεις να την αγαπάς, ζούλιξέ την σε κουτί περίτεχνα δεμένο κι ανωνύμως ταχυδρόμησέ το σε παραλήπτη απομακρυσμένης περιοχής.

Προσδοκίες Κι όταν ήμουνα παιδί σίγουρη, το αυτονόητο δηλαδή, πως κάτι σημαντικό θα συμβεί στη ζωή μου όταν μεγαλώσω. Οπωσδήποτε κάτι μεγαλειώδες. Ονειρευόμουνα ξύπνια. Γι’ αυτό και ο πατέρας με κοίταζε λυπημένα βέβαιος από τότε πως εγώ δεν ήμουνα γεννημένη για θαύματα. Ραλλού Γιαννουσοπούλου

[190]


Φώτος Γιοφύλλης (1887-1981) ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σπύρου Μουσούρου από την Κέρκυρα. Ήταν ποιητής, ζωγράφος, εκδότης και συγγραφέας

Τα Χαφτεία Γλιστρώντας, πετώντας, εγώ, τ' αεροπλάνο. Κύματα, πλήθος, ανθρώποι, πόδια. Αντίκρυ τα τζάμια. Στο παρατηρητήριο του υποβρύχιου, τα φώτα, τα φώτα. Ταφζ, φζ, φζου, φζφζου! Γυρίζοντας, τριγυρίζοντας, με λύσσα. Άσπρα μα μωβ, πεθαμένη γυναίκα, ξεβαμμένα μάτια, κίτρινα και μωβ, πεθαμένο. Βζ…. Βζ…. Τα ηλεχτρικά. ΤΑ ΗΛΕΧΤΡΙΚΑ! Να! Μα εκείνο…. Το πράσινο, το πράσινο. — ΦΩΣ. Δηλητήριο, πίπερμαν, του τραμ. Ντραν ντραμ, από πίσω, νταμ ντραν. Μικρότερο, μικρότερ…., μικρ…. μ…. Ολονένα. Αποδώ. Αποκεί. Και πίσω. Δεξιά – – 1, 2, 3, 4, 5, …. Το πόδι, το χέρι, μαζί. Τα ωτό, τα ωτό, ΤΑ ΩΤΟ! «Αούα!» — Εγώ, εσείς, οι 10, οι 12. 1 τρεμούλιασμα ομαδικό. Τίναγμα ποδιών. Μέσα. Γλυκός καναπές! Τα μάτια μου — Ω! Φως πολύ. Γάλα, καταρράχτης, βροχή, καπνός. «Γκαρσόν, σαρτρέζ!». Χείλια βαμμένα, ξεβαμμένα. «Γιατί χωρίς κόκκινο;» Το κραγιόνι, η τσαντίτσα, το χέρι της. «Χωρίς μάγουλα;» — «Μαύρα τα μάτια σου. Κάτω από τα μάτια σου». Πάντα το δηλητήριο. Πάντα. «Μορφίνη απόψε. Πολλή μορφίνη!» Ενέσεις, 50 φράγκα ενέσεις. «Ωτό! Ωτό!» Χειροκροτήματα. ΓΕΛΙΑ! Τρικυμίες. Τρικυμία γέλιου. Τρικυμία χαράς. Τρικυμία ωτό. Τρικυμία των δυο καρδιών του αντρός. 1 χτυποκάρδι ανάμεσα σε δυο πετσιά. Χρώματα, πολλά χρώματα! Όξω. Τύλιγμα. Η γούνα, η γούνα σας. Βζ, Βζου…. «Αούα» – – Αγκαλιασμένοι. Γλήγορα. Μεθυσμένοι. Χαρά. Φώτος Γιοφύλλης

[191]


Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στη Θεσπρωτία. Ασχολήθηκε με μεταφράσεις και έχει γράψει πολλά τραγούδια και ποίηση. Τραγούδια του έχουν μελοποιήσει πολλοί συνθέτες όπως Θεοδωράκης, Μαμαγκάκης, Ρεμπούτσικα, Ξυδάκης και άλλοι.

Μαύρο κυπαρίσσι Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος Είχε σπίτια και λιβάδια και κοπάδια και σκυλιά κι ένα δίχτυ που ‘πιανε πουλιά. Είχε κρύα βρύση στον κήπο του μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του. Μια γυναίκα αγαπούσε Που τραγουδούσε συχνά και μιλούσε πάντα σιγανά. Δεν κατάλαβε πώς την έσφαξε κι ότι αγαπούσε το έκαψε. τα λιβάδια, τα κοπάδια, τα τραγούδια, τα φιλιά και κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα. Να ‘χα σπίτι και γυναίκα και κοπάδια και σκυλιά… Κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά. Μιχάλης Γκανάς

Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες τ' αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ θροΐζει με πολλά δρεπάνια [192]


αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα. Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω μην κοπεί το νήμα. Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες νιφάδα-χνούδι των βουνών χαλάζι-φυλλοβόλο κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό στην κιβωτό της μήτρας. Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει. Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας. Μιχάλης Γκανάς

Ακαριαία Περίπολοι της νικοτίνης. Οι κάνες τόσων τσιγάρων στραμμένες επάνω μου. Θα `χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια. Κάποτε πέφτει η ψυχή εκεί που το κορμί σκοντάφτει. Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά. Μένεις απ` έξω. Μιχάλης Γκανάς

[193]


Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας και πέθανε το 1992 στην Αθήνα. Ήταν συγγραφέας, μεταφραστής, στιχουργός και ποιητής. Δεκάδες τραγούδια του έχουν μελοποιηθεί από πολλούς συνθέτες (Ξαρχάκος, Μούτσης, Θεοδωράκης, Κηλαηδόνης και άλλοι). Ο συνθέτης και φίλος του Μάνος Χατζηδάκις οφείλει πολλές από τις επιτυχίες του στους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Ο Νίκος Γκάτσος με το φίλο του Μάνο Χατζιδάκι

Ο Εφιάλτης Της Περσεφόνης Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο. Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες και το καινούργιο παν' να δουν διυλιστήριο. Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα. Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μη ξαναβγείς. Νίκος Γκάτσος

[194]


Αμοργός ………………………………………………… Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας ένα περπάτημα ελαφρύ σαν σκίρτημα του κάμπου ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. Κι αν θα διψάσεις για νερά θα στύψουμε ένα σύννεφο κι αν θα διψάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι Μόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός, να λουλουδίσει ο φλόμος. Μα ήταν αγέρας κι έφυγε, κορυδαλλός κι εχάθη Ήταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα Ένα περπάτημα ελαφρύ σαν σκίρτημα του κάμπου ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. ……………………………………….. Νίκος Γκάτσος

Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου σε περιμένω να 'ρθεις μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ‘ρθεις όνειρό μου το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς Νίκος Γκάτσος

[195]


Χάρτινο το Φεγγαράκι Θα φέρει η θάλασσα πουλιά κι άστρα χρυσά τ' αγέρι να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά να σου φιλούν το χέρι. Χάρτινο το φεγγαράκι ψεύτικη ακρογιαλιά αν με πίστευες λιγάκι θα 'ταν όλα αληθινά. Δίχως τη δική σου αγάπη δύσκολα περνά ο καιρός. Δίχως τη δική σου αγάπη είν' ο κόσμος πιο μικρός. Νίκος Γκάτσος

Της μοναξιάς Εσύ βραδιά, που άπλωσες γύρω τα μαύρα σου φτερά, κι είσαι μονάχος σύντροφος στου κήπου τη βεράντα, έλα να κλάψουμε μαζί τα νιάτα σαν τα κρύα τα νερὰ που είχα δικά μου κάποτες και τα ‘χασα για πάντα! Κι εσύ, φεγγάρι, που περνάς μέσα στα σύννεφα γοργά, κι όλα τα λούζεις στο άυλο φως και στα ασημένια κάλλη Κάποιας ζωής απόκοσμης, τώρα, που η νύχτα αναριγά, πες μου, φεγγάρι, τα παλιά δε θα ξανάρθουν πάλι; Γύρω τριγύρω μου ερημιά… Σε νιώθω, της ψυχής μου καημέ, τόσο, που μέσα στη ζωή δε σ’ ένιωσα ποτέ μου!… Είσαι μια θλίψη ολότρεμη και μια πικρή λαχτάρα, –ωιμέ!– σα σιγανό μες στα κλαριά ψιθύρισμα του ανέμου… Τίποτα! Μόνο ερείπια μανής χαράς πολύ γοργής κι’ ένα τραγούδι μακρινό στης νύχτας το μυστήριο… Και συλλογιέμαι, τι μπορεί άλλο σ’ αυτή τη μάταιη γης έτσι βαθιά μου ν’ αντηχεί, –σαν πένθιμο εμβατήριο! Νίκος Γκάτσος [196]


Ο Ρήγας Γκόλφης (1886-1958) από το Μεσολόγγι, ήταν ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και συνεργάτης του περιοδικού Ο Νουμάς και υπήρξε από τους πιο μαχητικούς δημοτικιστές της εποχής του.

Σε μας τους δυο Πόσο γοργά η ζωή τα πάντ’ αλλάζει! Την ύπαρξή μας, τα όνειρ’ ασωτεύει. Εδώ ένας ήλιος καίει, κακό χαλάζι παρέκει τη λαχτάρα μας παιδεύει. Ο βραχνάς τη χαρά μας δυναστεύει, χέρι μαύρο τ' ανέγγιχτα μαλάζει, το φαρμάκι στην ώρα του σταλάζει. Κι αν παντού κάτι αγέραστο γυρεύει, κάτι αιώνιο η ψυχή να κρυσταλλώσει κι α στον έρωτα βούλεται να ομώσει πίστη, λαύρα, λιμάνι για ν’ αράξει, - δεν μπορεί, δεν μπορεί να μην πετάξει… (Ω που μ’ ακούς, αγάπη μου, εσύ κρίνε Σε μας τους δυο για ν’ αληθέψει ας είναι). Ρήγας Γκόλφης

[197]


Ο Θωμάς Γκόρπας (1935-2003) από Μεσολόγγι, ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας. Έγραψε δοκίμια, επτά ποιητικές συλλογές και μετέφρασε έργα ξένων ποιητών

Αγριότης έρωτος Κοίτα

το

κατσίκι

πως

ανεβαίνει κοίτα το κατσίκι πως κατεβαίνει! Θα σε λέω κατσίκι! Δεν ξέρω καμιά τάδε ν` ανεβοκατεβαίνει στο κεφάλι μου καθώς το αίμα στο κάτω κεφάλι μου! Τέτοιες ώρες εγώ τ` απάνω κεφάλι μου το στέλνω να κάνει τουρισμό! Είναι να κρυβόμαστε; Είσαι κατσίκι ελληνικό κι εγώ ελληνικό κατσάβραχο! Θωμάς Γκόρπας

Το λάθος Να μη χαθούμε μες στην ερημιά του κόσμου έλεγε χαθήκαμε μες στο κατάμεστο ξενυχτάδικο άγγελοι μετανάστες σε αθηναϊκό υπόγειο ουρανό . Το πρωί μου τηλεφώνησε να μάθει αν τη θέλω ακόμα. Δε σ' ακούω της είπα πάρε το μηδέν . Αλλά εκείνη πήρε λάθος... Πήρα λάθος μου είπε να με συγχωρείτε. Θωμάς Γκόρπας

[198]


Ποιοι μας αγαπάνε; Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει; Ποιοι μας αγαπάνε; Κλειστό μαγαζί κλειστό μαγαζί της αγάπης. Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά, μπύρες, ουίσκια άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα. Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα πώς θέλετε να το δείτε, ανοίξτε με να το δείτε έχω όμως κουράγιο αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο… Σου λέω: Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω… να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα. Σου λέω: Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.

Αναπόληση Θα καταργήσω τον ουρανό, θα καταργήσω τη γη και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό κι εσύ να περνάς απ’ έξω. [199]


Θωμάς Γκόρπας

Ο Γιάννης Γκούμας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Είναι ποιητής, μυθιστοριογράφος, μεταφραστής, ηθοποιός, συνθέτης και τραγουδιστής. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές.

Γράμμα που δεν γράφτηκε ποτέ Αγαπητέ πατέρα, μαθαίνω πως δεν είσαι καλά, μα κι εγώ αισθάνομαι βαρύθυμος διότι το παρελθόν είναι μοιραίο γράμμα ανεπανόρθωτα ριγμένο στο ταχυδρομικό κουτί. Σαν γιο με θεωρούσες πάντα βραβείο παρηγοριάς κληροδότημα, όπως κληροδότημα του σπέρματος είναι το σώμα. Ήμουν ποιητής ενάντια στην πολεμική σου ήμουν ηθοποιός ενάντια στα συνθήματά σου ήμουν τραγουδιστής ενάντια των κραυγών σου πνεύμα σαν κείμενο γεμάτο διορθώσεις. Αν μπόρεσα να φέρω το σώμα μου στα όριά του, σε μια επίπονη τελείωση να τα μάτια είναι κάποιος άλλος τα χέρια κάποιου άλλου πιο πολλά ναυάγια από αστέρια στ’ απόνερά μου. Αλλά μπορώ να σημαδεύω τα τετράγωνα ερωτηματολογίων κι έτσι ξέρω τι αισθάνομαι. Μου λένε πως βασίζεσαι στην ποίηση - τη δική μου ποίηση [200]


για ηρεμιστικό. Ότι παίζω ηθοποιός για τη σωτηρία σου ότι το τραγούδι μου θρηνεί τη δυστυχία σου ότι το είναι μου σου έγινε έμπιστη πλαστοπροσωπία. Ο τρόμος πατέρα ο τρόμος είναι να είσαι ολομόναχος μ’ επαναλαμβανόμενο ήχο. Η τραγωδία πατέρα η τραγωδία είναι το κρασοπότηρο με τα σημάδια των χειλιών σου, το μόνο που απόμεινε απ’ ό,τι σε απογοήτευσε. Γιάννης Γκούμας

Εξιλέωση Όπως η ακτινογραφία δεν δείχνει φυλή ή θρησκεία, έτσι κι ο ουρανός δεν είναι ούτε ρατσιστής ούτε σεχταριστής. Ο θάνατος μας πισσάρει όλους με την ίδια βούρτσα. Η μόνη μου ελπίδα είναι τη στιγμή του θανάτου να υπάρχει άγγελος να μου πει «Περάστε!»

Αυθαίρετη συμπεριφορά Μέρα με τη μέρα, όλο και πιο λίγο παραχωρώ τον εαυτό μου στον εαυτό που είναι ο λόγος να συνεχίσω. Αισθάνομαι του ίσκιου μου ο σκάρτος εραστής, μα δίχως ν’ αντιστέκομαι σ’ αυτόν το ρόλο, μιας κι έμαθα ότι οι πρεσβύτεροι ποιητές αντιμετωπίζουν πολλά, πληγωμένοι απ’ όσα όφειλαν στον εαυτό τους. Σήμερα τράβηξα την κουρτίνα της μπανιέρας, κι αντίκρισα ένα σώμα γυμνό που έκανε το καλύτερο που μπορούσε να με διεγείρει. Άνδρας; Γυναίκα; Δεν τόλμησα να κοιτάξω καλά-καλά. Μόνο που ποθούσα για την στάση που θα ταίριαζε για την περίπτωση. Γιάννης Γκούμας [201]


Ο Ηλίας Γκρης γεννήθηκε το 1952 στην Ηλεία. Είναι ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. που ανήκει γενεαλογικά στη "Γενιά του '70". Έχει εκδώσει τέσσερις θεματικές ανθολογίες.

Η αιωνιότητα του ψεύδους Σύναξα φωνές συλλαβές απ’ τα υπόγειά της ρεύματα να ξεχυθούν εωθινός αγέρας πάνω από συντρίμμια τάφους συλημένους με υπόκωφο θρήνο ελληνικό. Και άραξα εδώ σ’ ένα διάζωμα πληκτικής παράστασης να βλέπω τα ωραία τους θηριώδη ψεύδη στο παζάρι ψυχών ευπώλητη πραμάτεια και πριν ο Γεμιστός της χαρμολύπης Πλήθων αναφωνήσει Έλληνες εσμέν... βρε, κουτορνίθια πρώτο άπλωνε ρίζες αδηφάγο το μέγα ψεύδος αιώνες πρώτο ψεύδος σε καρδιές και ποιήματα αιώνες μέγα ψεύδος σε μυαλά και κοάσματα εξαιτίας του χάνει το δρόμο της η πατρίδα το ψεύδος σαγηνεύει λάμια και βγάζει γλώσσα φτηνές κολακείες γαλιφιές πεπρωμένου [202]


και οι χάκερς της μνήμης τζογάρουν κειμήλια που θα ‘ντυναν τα παιδιά μας ορφανά από μέλλον. Ηλίας Γκρης

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο Παρίσι. Διετέλεσε πρύτανης του πανεπιστημίου Σορβόννης, πρύτανης του πανεπιστημίου της Ευρώπης, πρύτανης της Ακαδημίας Παρισίων και πρόεδρος του πολιτιστικού κέντρου Ζὼρζ Πομπιντού. Παράλληλα είναι συγγραφέας και ποιήτρια.

Άννα Δαλασσηνή Ποτέ δεν την φαντάστηκε τέτοια τιμή η Δαλασσηνή! Ο γιός της αυτοκράτορας, κι εκείνη να κινεί του Κράτους τα ηνία, στην Πόλη αρχηγός, όσο έλειπε ο Αλέξιος στην μάχη στρατηγός. Περήφανη, σεμνή, σεβάσμια η Άννα, όμως κι αγέρωχη, άτεγκτη, ως βασιλέως μάνα, έκρυψε τη χαρά, που να την κάνει θα μπορούσε, από συγκίνηση να χύσει, δημόσια, ένα δάκρυ, σαν της διάβαζαν το χρυσόβουλλο, που την τοποθετούσε στης Ρωμανίας την αρχή, Δέσποινα απ’ άκρου σ’ άκρη… «Ό,τι δικό μου, και δικό σου», έγραψε ο Κομνηνός, στη μάνα του αφήνοντας την αυτοκρατορία. Ώστε ένα το όνειρό τους, κι ο στόχος τους κοινός. Κι ας έλεγαν, στης Πόλης την αγορά, με μοχθηρία, έξαρχοι των συντεχνιών, μα και συγκλητικοί, ότι από τους Κομνηνούς αρχίζει η ιστορία που έκανε τον θρόνο, καρέκλα οικογενειακή. (Ίσως εξαίρεση ο Ανδρόνικος· όμως κι αυτή περαστική). Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ [203]


Θεοδώρα και Βελισσάριος Σίγουρα, ευσεβεστάτη η Αυγούστα Θεοδώρα. Το βλέπεις στην Ραβέννα, το ακούς, και τώρα, στο Σινά. Άλλο όμως ο Προκόπιος γράφει, κι άλλο κρυφά μηνά. Λέει πως γύριζε από τσίρκο σε τσίρκο όλη τη χώρα, γυμνή και ασελγής, μ’ ένα λεπτότατον σχοινίον (εμείς θα λέγαμε ένα στρινγκ) που έκρυβε μόλις το αιδοίον. Κόρη κάποιου Ακάκιου, ενός φτωχού αρκουδιάρη, ήταν αυτή που διάλεξε ο βασιλιάς να πάρει. Έκτοτε υποπόδιο, κι άβουλο όργανό της, ο Ιουστινιανός, της Οικουμένης ο δεσπότης. Έτσι από τα ονομαστά της Αντιόχειας πορνεία, βρέθηκε η Θεοδώρα να κρατά του κράτους τα ηνία. Με γνώμη της ρυθμίζονταν όλα της Εκκλησίας, μονοφυσιτικά, αιρετικά, άκρως διεστραμμένα. Θέματα της αυλής, προβλήματα της εξουσίας, λάθρα ή φανερά, έβρισκαν λύση ένα-ένα, σύμφωνα πάντα με το περιβάλλον το δικό της. Το πλήρωσαν αυτό ακριβά, στρατός, κλήρος, λαός. Πρώτος ο Βελισάριος, ο ένδοξος στρατιώτης· λένε πως τέλειωσε τον βίο του ζητιάνος και τυφλός, αυτός που έδωσε στην Πόλη όλη την Ιταλία, και που έφτασε η φήμη του πέρα, ως την Αγγλία. Έκαναν έπος, μυθιστόρημα, τ’ ανδραγαθήματά του· όμως για τα παθήματα και για τη συμφορά του βρήκαν ως μόνη αφορμή ( ούτε μιλιά γι’ άλλη αιτία ) τον φθόνο των πολλών και τη συκοφαντία. Γιατί αλήθεια, ο ποιητής ονόματα να δώσει ; Προς τι, χωρίς τεκμήρια και άλλη μαρτυρία, βασιλική τιμή, άδικα ίσως, ν’ αμαυρώσει, όταν για Βελισάριο, τυφλό, φτωχό, στη φυλακή, κάνει μονάχα μνεία απλή φυλλάδα λαϊκή και τα καθέκαστα σιωπά η επίσημη ιστορία ; [204]


Και τώρα ας μη ρωτάμε τα γνωστά : ποιος δηλαδή και τι, κάνουν, πάντα σχεδόν, την ιστορία να κρύβει το γιατί. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ

Ο Νίκος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1931. Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής. Είναι ποιητής και στιχουργός. Έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές

Ο μουγκός Όταν λέω Η σιωπή χρυσώνει, είπε ο μουγκός, προϋποθέτω πως έχεις ήδη πολύ φλυαρήσει με την άλλη πλευρά σου τη σκοτεινή κρατώντας νύχτες πολλές τη λάμπα σου αναμμένη μέσα στις μυστικές σκιάσεις. Αλλιώς και μια ζωή σιωπής δε σε γλιτώνει, θα μένεις πάντα κύμβαλο που οι άλλοι το λιθοβολούν διασκεδάζοντας την ώρα που εσύ μετράς ηχορυπάνσεις γδύνοντας τις σάρκες απ' τα κόκαλα, σήραγγες της μουγκής σελήνης. Γι' αυτό σου λέω, ο ακροατής πρέπει να ξέρει να φλυαρεί ώρες ατέλειωτες και πάλι να διπλώνεται σαν το ερωτικό σεντόνι στη ζεστασιά εκείνης της σιωπής που έχει ετοιμαστεί προσεκτικά μες στα μυριστικά του σκότους.

Το υπόγειο Πάντοτε ήταν βαθύ και σκοτεινό, τυφλό σαν τα βαρέλια του μούστου. Είχε όμως μια μυρωδιά κάθε που σήμαιναν Χριστούγεννα και Πάσχα. Όταν ο πατέρας κατέβαινε με τα αδρά μουστάκια και τα τραγούδια ανέβαιναν κοπαδιαστά. [205]


Ύστερα τρύπωσε ο φόβος δίπλα στα βαρέλια, γέμισε οιμωγές και κλάμα το υπόγειο, ωσότου απάγκιασε μέσα στις φλόγες. Τώρα μένει μια τρύπα που ολοένα βαθαίνει.

Υποψίες Πού είσαι και μ' αναγκάζεις να σου γράψω στην εποχή του τηλεφώνου και του Ιντερνέτ; Σίγουρα τα 'χεις φτιάξει κιόλας με τον νέο που φαντάζει στα μάτια σου ψηλότερος ακόμα κι απ' το ψηλότερο κλωνάρι τ' ουρανού. Παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου σου - μιλάει. Παίρνω και το δικό του αριθμό - κι αυτό μιλάει. Φανερό πως πιάσατε από ώρα την κουβέντα, τα λέτε και χαριεντίζεστε, όλο γλύκες. Θα γελάς συνεχώς - κι εγώ σπαράζω. Τα κάλλη σου θα υμνεί - κι εγώ βουρλίζομαι. Άραγε τα ίδια κάνεις και σ' αυτόν καπρίτσια ή έχεις αφεθεί, έχουν λυθεί τα μέλη σου και παραδόθηκες στην άμετρή του γοητεία; Πού είναι τα λόγια αγάπης, πού οι όρκοι σου: «Εσένα μόνο αγαπώ και μόνο εσένα, κανείς ποτέ δε θα χωρέσει ανάμεσά μας.» Με τρώει η ζήλια, με λιώνει το μαράζι, τρέμουν τα μέλη μου, σαλεύει το μυαλό μου. Όμως μετά συνέρχομαι κι αναρωτιέμαι μήπως σε αδικώ κι όντως με σκέφτεσαι και προσπαθείς κι εσύ, όπως κι εγώ, γραμμή να πιάσεις και την κρατώ ο μωρός εγώ κατειλημμένη, ενώ κι εσένα τυραννούν οι υποψίες, πως τάχα να, τηλεφωνώ στην Αριάδνη που λάμπει στο στερέωμα όπως τ' αστέρι και περιφέρομαι, άστρο κι εγώ, ολόγυρά της; Μα πάλι τέτοια σύμπτωση σ' εμάς να τύχει, να προσπαθώ την ίδια στιγμή που κι εσύ παίρνεις, να κλαίω και να βουρλίζομαι [206]


την ίδια τη στιγμή που κι εσύ κάνεις το ίδιο, σαν δυο τρελοί που απλώνουνε απεγνωσμένα ταυτόχρονα στον ουρανό τα χέρια το ίδιο αστέρι της αγάπης να μαζέψουν; Νίκος Γρηγοριάδης

Η ποιήτρια Μέλπω Γρυπάρη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται

Τα στίγματα ελάτε οι κρόκοι! τρυφερό, κυλήστε φως οι εκλεκτοί, ένας-ένας, μυριάκις μύριοι, οι σπάνιοι – σαν το φλουρί χλωμός, θα πω, το πρόσωπό του σαν τη ζαφορά σπάζουνε πέτρες πάλι, ο λόγος τους, τω ανεπιθύμητων πού είναι η Κοζάνη, ο Λαγκαδάς οι Εύζωνοι οι Βούλγαροι ο εσωτερικός πού ο κόκκινος εχθρός ελάτε οι κρόκοι, ανθίστε μου, φωτίστε οι ακριβοί, οι πολύτιμοι, να σας χαρώ - ο ίκτερος τότε μας βρήκε - πιάνει από χάλκινο το δέρμα έως χρυσό καν μαύρο - θέλει ότι θες ό,τι αγαπάς. Όπου στενεύει ο Ελλήσποντος με όπου στενεύει ο ωκεανός δεν είναι όμοια τύχη το θηλυκό όμοια με το αρσενικό δεν είναι δύο λογιών τήνε μετρούν τη γη οι γεωγράφοι δύο λογιών, γραμμένο εδώ κι εδώ το μήκος και το πλάτος, δύο, θα πω, μέσα μας γράφει σκάβει ο εχθρός πάλι χιονίζει [207]


Μέλπω Γρυπάρη

Ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) από τη Σίφνο ήταν εκπαιδευτικός, θεατράνθρωπος και ποιητής.

Ο πραματευτής Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής με διαλεχτή πραμάτεια, μ’ ασημικά και χρυσικά και με γλυκά τα μαύρα μάτια. Κι οι νιές ποθοπλαντάζουν του χωριού στις πόρτες και στα παρεθύρια, κι οι παντρεμένες ξενυχτάν για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια. Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί σε δαχτυλίδι-μέση, και πια η ωραία χήρα δε βαστά: - «Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει η ζώνη που φορείς κι ότι να πεις σου τάζω κι άλλα τόσα...» - «Δε την πουλώ μ’ ουδέ φλουριά μα ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσα. έτσι ωραία, -ωραία πώς να σε πω, ρόδο ‘η κρίνο;ένα μου κόστισε φιλί κι όπου βρω δύο τη δίνω...» - «Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά, πραματευτή με τα ωραία μάτια, και εκεί σου φέρνω την τιμή και παίρνω την πραμάτεια». Τραβά ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά και στου μεσημεριού τη ντάλα φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλα. …………………………….. [208]


Τώρα στη χώρα ο νιός πραματευτής κλαίει και λέει πάλι εκείνο: - «Ένα μου κόστισε φιλί κι όπου βρω δύο το δίνω, τη ζώνη πο ‘πλεξε η καλή -ω ένα φιλί, η αρρεβωνιαστικιά μουμε πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενιτιά και πήρε τα συλλοϊκά μου!» Ιωάννης Γρυπάρης

Ο όρθρος των ψυχών Τ’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κ’ η νύχτα είναι λίγη με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν. Φίλους κ’ εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει όπου τα ‘γρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν· χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει, μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν. Κι άξαφνα ορθός ο Σαλπιγκτής πηδάει ο λαβωμένος, στριγκή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγα του βγάζει που λες τον ίδιο της χαλκό –κι όχι αυτιά– σπαράζει. Μα δεν ξυπνάει στο ορθινό κανένας πεθαμένος, μόν' τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σα να ‘ναι των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε.

Δικό μου φως Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα το φως της μες στον έρημον αιθέρα της νύχτας όλα τ’ άλλα φώτα σβήνει. Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνει, έν’ άστρο λίγο μα δικό του χύνει φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα. [209]


Κ’ είπα: τέτοιο καλό μακριά ΄πο μένα, αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει, Καλύτερα μακριά και μοναχός μου! σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει. Ιωάννης Γρυπάρης

Η Κατερίνα Γώγου (1940-93) από την Αθήνα ήταν ηθοποιός και ποιήτρια. Πέθανε πολύ νέα από υπερβολική δόση αλκοόλ και ναρκωτικών.

Άτιτλο Θα ‘ρθει καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα. Να το θυμάσαι Μαρία. Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη -μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα. Και θα ‘ρθει καιρός - που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς δε θα βγαίνουν στην τύχη Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές με γερμένες απέξω Και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια. Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα - κι άλλοι με νότες. Να φυλάξεις μονάχα σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις και έννοιες σαν και αυτές απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός για το μάθημα της ιστορίας. Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί. Και θα ‘ρθούνε κι άλλοι. Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλάτόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο: "Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος". [210]


Θα την αλλάξουμε τη ζωή! Παρ' όλα αυτά Μαρία. Κατερίνα Γώγου

Καμιά φορά Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια. Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος το νου σου ε; Κατερίνα Γώγου

Κανείς δε θα γλιτώσει Κανείς δεν θα γλιτώσει. Κι αυτό το μακέλεμα δε θα 'χει ούτε μισό μισοσβησμένο όχι. Θα βουλιάζουμε - βουλιάζουμε κατακόρυφα με 300 και βάλε σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος [211]


με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι από διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων γλείφοντας υπογράφοντας ικετεύοντας και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑ Κατερίνα Γώγου

Ο Γιάννης Δάλλας, γεννήθηκε στην Φιλιππιάδα της Πρέβεζας το 1924. Είναι ποιητής, νεοελληνιστής συγγραφέας και καθηγητής πανεπιστημίου. Έχουν εκδοθεί περισσότερες από δεκαπέντε ποιητικές του συλλογές.

Άλτες επί κοντώ Πρώτη φορά ονειρεύτηκε όνειρα να γίνονται ήχοι Ξύπνησε κι άκουσε την πόρτα του ν' ανοίγει αθόρυβα οι τοίχοι του μια διαφάνεια κι αναγνώρισε τα πρόσωπα γνώριμοι γείτονες με τους παλιούς τους ρόλους σε προπόνηση ο σφάχτης ο εκκαθαριστής ο τραυματιοφορέας κι άλλοι άλτες επί κοντώ και κάποιος έδινε το πρόσταγμα μετακινούσε το σηματοδότη πέρα από τα σύννεφα σαν να κυμάτιζε ως την οροφή δάσος ραβδούχων κι ο μακελλάρης των μετόπισθεν τους μοίραζε παράσημα τώρα η στρατόσφαιρα είναι μέσα μου είπε κ' ένιωσε και τη δική του σιλουέτα σ' ένα πήδημα θανάτου Άλτες - και να ξανάρχονται ήχοι από ψηλότερα

Χονδρέμποροι ιδεών Χονδρέμποροι ιδεών αγοραίοι αρχάγγελοι τ' αποθέματά σας [212]


σαν ύπνος με καταχωνιασμένες φωνές είστε ένα μακρύ ποτάμι που σας ρούφηξε ο ήλιος ως τα ριζοδόντια του Κ' ένας που σώθηκε παρόχθια φωλιά με τ' αυγά της ακλώσσητα

Τ’ Αστέρια Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια είπ’ ο Λουκάς να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα χωρίς να καώ ώρες το κοίταζα μες στα μάτια και δεν τυφλώθηκα μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια και μπαίνοντας είδα πλατείες και γαλάζιες στοές και στο βάθος τους προτομές από σπάνιους λίθους και κρύσταλλα Που οι δικές μας σκέφτηκα Που εκεί κάτω από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου και χαλκεία τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου κι ύστερα άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ ή τι λέω έγινε κομήτης και με προβόδησε ως εδώ εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι συνέχιζαν ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη πετροβολώντας τα δικά τους αδέσποτα αστέρια και εκείνα [213]


σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι ή αστρίτες

Ο Γιώργος Δανιήλ (1938-91) έζησε από το 1964 στον Καναδά όπου δίδαξε στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Έγραψε ποίηση στα ελληνικά και στα αγγλικά και δημοσίευσε μελέτες πάνω σε κλασικά και νεοελληνικά θέματα. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές.

Ό,τι πέρασε Ό,τι πέρασε δεν χάθηκε κρέμεται εκεί στον αέρα αθέατο έτοιμο να υλοποιηθεί γαλακτερά σαν ούζο απ' το νερό της μνήμης.

Τα φαεινά ορόσημα [214]


Τα φαεινά ορόσημα των ματιών την ξαφνική σπιρτάδα των ματιών και των μετώπων τα προσκυνητάρια τις αγουρίδες των χειλιών τον ζέφυρο του λόγου όπως πετά από στόμα σε στόμα ινδάλματα της κάθε ώρας άνθη του νοσοκόμου καιρού ποιος δύναται όσο ζω να μου στερήσει; Γιώργος Δανιήλ

Ο κλαυσίγελως Όλο να γίνω σοβαρός λέω μα πάντα ξετρυπώνει από ρωγμές κι από γωνιές ο κλαυσίγελως μερικών αιώνων.

Στο γραφικό λιμάνι Στο γραφικό λιμάνι παγωτό φιστίκι ψαράδες αυτοσχέδιοι ξυπόλυτα παιδιά στα βράχια. Νωρίτερα το μπάνιο και η γαλάζια συζήτηση στα χοχλάδια του γιαλού τσέπες γυμνών κορμιών στο υφαντό του γιαλού. [215]


Σε πλημμυρίζει το αίσθημα μα κράτησέ το θυμήσου το λικέρ στην καραμέλα που σπάζει μυστικά στο στόμα σου θυμήσου τον κρόκο του αυγού που μένει στη βυζαντινή εικόνα για ν’ ανασαίνει στους αιώνες.

Ο Χρήστος Δασκαλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ψυχολογία, μουσική, σκηνοθεσία και ποίηση. Κυκλοφορούν δύο βιβλία του αφιερωμένα στην ποίηση.

Κατεύθυνση Άλλη μια μέρα ξεκινά και εγώ στο δρόμο σε μια κατεύθυνση γνωστή κι όμως θολή ποια να ’ναι από όλες καθαρά δικός μου στόχος και ποιος του κόσμου σκεπασμένη εντολή. Αν μου χαρίσεις μια ζωή με χίλιες πόρτες αν ξεκλειδώσεις το κλουβί και βρω φτερά ίσως να αλλάξω διαδρομές, να αλλάξω γνώμες και μπω σε δρόμους δίχως τοίχους και μπετά.

Ιππότες Η ζωή σου μικρή, μικρός και εσύ ένα βότσαλο μόνο, μη συγκρίνεις τους βράχους είχες κάποτε πει πως τολμάς, πως μπορείς τους μικρούς σου θεούς να τους κάνεις μεγάλους. Περιμένω εδώ, να ’ρθείς, να δω τη στιγμή που θα σπας τις μαρμάρινες πόρτες αναμμένο το φως, ξυπνάς, ξυπνώ πάλι γίναν καπνός τα σπαθιά και οι ιππότες [216]


Χιλιόμετρα «Μια αγκαλιά σου ζητώ», μόνο αυτό, του είπε και αυτός χαμηλόφωνα απαντά, «μετά» αυτή η απόσταση της μιας παλάμης στο λευκό τους το σεντόνι μοιάζει χιλιόμετρα και μια ζωή μακριά… Κλείνει τα μάτια της, αλλάζει πλευρό, είναι οι λέξεις φτωχές δίχως ήχο μιλά, «το δικό σου μετά έχει αγγίξει το δικό μου ποτέ». Χρήστος Δασκαλάκης

Ο Ολύμπιος Δαφέρμος γεννήθηκε το 1947 στον Αξό Ρεθύμνου. Σπούδασε στο Ε.Μ.Π. και είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου.

Το δέντρο (α’) Το δέντρο των γραμμάτων και των οραμάτων Το δέντρο των παιδιών και των παιγνιδιών Το δέντρο των κυμάτων και των ανοιγμάτων Το δέντρο του κόσμου. Ο κόσμος του δέντρου Το δέντρο των ερώτων της λύρας – του χορού Το δέντρο του οίνου της καμπάνας των φωνών, το δέντρο των ωδών το δέντρο των ονείρων Το δέντρο νους Το δέντρο χέρια το δέντρο καρδιά Το δέντρο μου Το δέντρο μου (β’) Κάτω απ’ το δέντρο Δεν υπάρχει αναχώρηση [217]


Οι εποχές μπερδεύονται Οι αιώνες συμπυκνώνονται Κι ο Οδυσσέας αταξίδευτος Ω χαμηλοί τόνοι του δέντρου Ψηλότερα δε γίνεται (γ’) Μεταξύ γνώσης και ασεβών Και Θεού Με φωνές απέριττες Και νου στολισμένο Υφαίνουν Στις φούχτες το νόημα Μίκρυνε ο παπάς Το δάσκαλο τον πήραν τα δάκρυα Ολύμπιος Δαφέρμος

Η Ειρήνη Δενδρινού (1879-1974) από Κέρκυρα, καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Βούλγαρη. Ήταν οπαδός τη δημοτικής γλώσσας και φεμινίστρια. Έγραψε πεζογραφήματα και ποιήματα.

Σάτυρος Της αγάπης ο πόθος σε πλανεύει κι αποζητάς της σάρκας το μεθύσι σύγκορμον η λαχτάρα σε κυριεύει -της ηδονής αστείρευτη είναι η βρύση!Του Έρωτα το μυστήριο που μαγεύει, φλόγα τρελή ζητάει να καταλύσει, σαν το θεριό που ανήκουστα αγριεύει ποθώντας το ζαρκάδι να ξεσκίσει. Πάρε τη σάρκα, την αχόρταγη ύλη, [218]


της ηδονής ν’ αδειάσεις το ποτήρι ρούφα την με τα μάτια, με τα χείλη! Μα σα σωθεί το λάγνο πανηγύρι, συντρίμμια μεσ’ στην έκταση του απείρου θα κείτεται ο παλμός ο αγνός του ονείρου. Ειρήνη Δενδρινού

Ο Τάσος Δενέγρης (1934-2009) από την Αθήνα ήταν ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε κινηματογράφο και κοινωνικές επιστήμες. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Οδός Λουκιανού Ο πίθηκος χορεύοντας με κρέπια και το αρμόνιο Μες στην πισίνα τα ποντίκια Όπως στη θάλασσα τα φύκια Η λαμαρίνα και ο αετός Άσπρα φεγγάρια κρεμασμένα Η δυσπιστία αυτή μας πνίγει Χρήμα συμβόλαια και κυνήγι Σύρμα χοντρό για να μη φύγει Η θάλασσα και ο αετός Οι καλλονές ίδιες αντίκες [219]


Τζάμια κινήσεις αρχαίες νίκες Η ερημιά πηχτή και ο τρόμος Οι καλλονές και οι ψυχώσεις Φωτογραφίες και κομμώσεις Γραμμόφωνα φωνές ο δρόμος Ψέμα και ψέμα μες στο βλέμμα Εδώ η ναυτία στις παρόδους Ξερά στεφάνια στις εισόδους Τα έντυπα και ο θυρωρός Πίσω απ’ το σχήμα και τη σάρκα Ίσκιοι στους τοίχους σιωπή στα πάρκα Τα πρόσωπό σου κι ο καιρός. Τάσος Δενέγρης

Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά Όταν ο πρίγκιψ απέβαλε τα σιδερικά της πανοπλίας Κι εζήτησε να βαπτισθεί χριστιανός Το εκκλησίασμα απειλητικόν μετά την βάπτισιν τον Εκύκλωσεν Κι ήρχισε να τον κτυπάν με μανίαν Ο πρίγκιψ υπέμενε σοβαρός Προσπαθών να διακρίνει γνωστούς Που πιθανόν ηδικήθησαν Δεν ηδυνήθη όμως να ιδεί πρόσωπα Διότι το μίσος τα είχε μεταβάλει εις τροχούς Στρεφομένους με ιλιγγιώδη ταχύτητα Ούτω παρέμεινε κοιτάζων απλανώς Ενθυμούμενος πιθανώς την παιδική ηλικίαν Την οδόν Δεινοκράτους με τις γκαζές Εις την προθήκην εμπορικού Τα Τουρκοβούνια τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο Την Λουκία κι ίσως πράγματα αξεδιάλυτα Κι ασήμαντα για τον αναγνώστη Αργότερα το εκκλησίασμα εκ κοπώσεως ή ανίας προφανώς Εσταμάτησε τα ραπίσματα Και καθείς εξ αυτών επανήρχισε [220]


Τας καθημερινάς του ασχολίας Κομμωτήριον ο εις, μέτοχος εις Εταιρείαν ο άλλος Παίκται του μπέιζ- μπολ, ξεναγοί, ανθοπώλαι. Ο πρίγκιψ λησμονημένος εγκαταλείφθη Εις τας παρυφάς της πόλεως Πλησίον εργοστασίου χαλυβουργίας. Έκτοτε περιπλανάται καπνίζων Με γκρίζον αμπέχονον της Αεροπορίας Αδιαφορών δια τα καυσαέρια, τας εκλογάς Τους συγγενείς και το Θέατρο Δεικνύων δε ιδιαιτέραν προτίμησιν Εις τα παγωτά ΒΕΓΑΣ και τας ποδοσφαιρικάς συναντήσεις Τας διεξαγόμενας απογεύματα Κυριακών ή Τετάρτες. Η ιστορία δεν είναι φανταστική Διεσώθη δε υπό το όνομα «η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά». Τάσος Δενέγρης

Ιωάννα Περιμένοντας στα σκοτεινά σε δρόμους κεντρικούς Κυριακή βράδυ περιμένοντας - Κυριακή βράδυ Ιωάννα του Αυγούστου την υψηλή σου σιλουέτα περιμένοντας Αδύνατον να διώξω την σκέψη μου Απ’ τα λεία στρογγυλά σου γόνατα Κι εσύ ταξίδευες προς το βορράν. Περιμένοντας την Αγία Ιωάννα Ιωάννα πόρνη Αγάπη μου Ιωάννα, το γνωστό βηματισμό σου περιμένοντας Κυριακή Τρίτη Τετάρτη Την Ιωάννα ματαίως περιμένοντας Μην αντέχοντας το πλήθος Πρώην επίσημοι τέως φίλοι νήπια καλλονές Μπερδεύοντας επίτηδες τη σκέψη μου ΑΣΤΗΡ Βουλιαγμένης Κοινή Αγορά Μόνο και μόνο για να μη σκέπτομαι την Ιωάννα μισόγυμνη στα σκοτεινά της πανσιόν.

Το παράδειγμα του Λεονάρδου Ο δεκαετής Λεονάρδος [221]


Τρέχοντας με ποδήλατο Έπεσε κι έγδαρε το γόνυ. Απέθανε σε φρικτούς πόνους Α η ασθένεια καλείται τέτανος Οκτώ σειρές στην Εθνική Εγκυκλοπαίδεια. Ο μικρός Λεονάρδος πρέπει να είχε πολλή μοναξιά Αν κρίνει κανείς πως φίλοι του Ήσαν ο πεθαμένος του παππούς Τον οποίον εγνώριζε από αφηγήσεις Κι εκείνο το κοκκινόχρωμο ποδήλατο. Απ’ τους τρεις μένει μόνο το ποδήλατο Κλεισμένο σε σκοτεινή αποθήκη Ανάμεσα σε φωτογραφίες παλαιστών Και σκουριασμένα είδη ψαρικής Τάσος Δενέγρης

Ο Ιάσων Δεπούντης (1917-2008) από την Κέρκυρα, ήταν πεζογράφος και ποιητής

Τρεις επικίνδυνες ενότητες με θέμα τον ήλιο ΙΙΙ Τι βλέπει ο ήλιος Ο ήλιος βλέπει καθημερινά το δρόμο με τον τυφλοπόντικα Μαζί χωμένους στα στενά τους δρόμους του σκληρού ασπάλακα και του τερμίτη Ο ήλιος βλέπει όλους τους δρόμους [222]


που τρέχει ανυπόμονη η καταστροφή κ’ εκεί π’ ακούγεται οργισμένη η έκρηξη όλοι ή κανένας όλοι ή κανένας όλοι Ο ήλιος βλέπει από πολύ κοντά πολύ τεράστιες πολιτείες κι άγρια δάση τα παραμορφωμένα πρόσωπα της αγωνίας τους ένοχο τον αέρα που φυσάει σε πόλεμο και διεφθαρμένα τα μεγάλα όνειρα Ο ήλιος βλέπει με κάτι άγρια μάτια πάλι τα μάτια εκείνων που ακόμη δε χορταίνουν που δε χορτάσαν την ελπίδα την ειρήνη… Βλέπει ο ήλιος πριν βουτηχτεί στη δύση του τα μαύρα φτερωτά ποντίκια των συνοικιώνόλα σ’ ετοιμασία όλα σ’ ετοιμασία όλα… Αμέτρητες οργές μες στην ψυχή θα βλέπει Ο ήλιος που κι αυτή τη νύχτα ακόμη βλέπει! Ιάσων Δεπούντης

Ο Μηνάς Δημάκης γεννήθηκε το 1913 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν ποιητής, συγγραφέας, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και μεταφραστής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Αυτοκτόνησε το 1980.

Στροφές Κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη στα μέρη αυτά τα σκοτεινά, που έρμη πλανιέται η σκέψη μου δίχως χαρά κι ελπίδα, κι αν έρθει πάλιν η άνοιξη, τάχα θ' ανθέξεις συ, καρδιά, που 'σαι συντρίμμι απ' το βοριά κι από την καταιγίδα; Μοιάζει η ζωή μου τα κλειστά και σιωπηλά βιβλία, που γράφουνε μια φοβερή, φανταστική ιστορία, κι εικόνες τις σελίδες τους φρικιαστικές στολίζουν και μοναχά παράδοξοι αναγνώστες ξεφυλλίζουν. Κρίνα τα δάχτυλα που αγγίζαν και που σφίγγαν, το αυγινό ρόδο που άνοιγε: το στόμα' στην ηδονή μπροστά η επιθυμία μου Σφίγγα, εγώ είπα το «όχι» που με καίει ακόμα. [223]


Όρθρος βαθύς και καρτερώ του ήλιου το φως, να 'ρθεί σαν θαλπωρή στην άγρυπνη μου σκέψη, που η νυχτερίδα, ο πόθος μου ο κρυφός, έχει έτοιμο το ράμφος, αίμα να γυρέψει. Τ' άγρυπνα μάτια, ο πυρετός, της νύχτας η σιγή στο έρμο δωμάτιο, κι απ' το δρόμο να περνάνε χαρούμενοι διαβάτες και να τραγουδάνε, δίχως να ξέρουν πως ματώνουν μια πληγή. Στα χαμηλά που σέρνεσαι κι όλ' ονειρεύεσαι ουρανούς, μαχαίρι η πίκρα στην καρδιά σου. Που πας; Μένουν κι άλλοι γκρεμοί που δεν τους βάζει ο νους. Α, δεν κουράστηκες; Πια στάσου. Μηνάς Δημάκης

Ζωή Δε θ' αποχαιρετήσω τη ζωή εύκολα Γονατιστός Θ' αλλάξουμε το τελευταίο «χαίρε» Σα φίλοι ύπουλοι και αναξιόπιστοι Που χωρίζουν ύστερα από μια γεμάτη μέρα Που χωρίζονται ίσος προς ίσον Και η μέρα δεν ήταν αργία γιορτή διασκέδαση Καθημερινή κοπιώδης Αυχμηρή ζωηρή είταν Πάθη βουνά και παθήματα και δοκιμασίες Χαρές αυγούλες χρυσές Ή καμίνια με φλόγες Αγάπες λευκά περιστέρια Ή ύαινες της ζούγκλας Και πόνος; Και αγωνία; Και πάντα στην πόρτα ο χτύπος του πεπρωμένου; Καμιά σημασία [224]


Παλεύοντας Νικητής-Νικημένος Ζωή Μια στα πάνω μια κάτω Σε γνωρίζω σε μισώ και σε θέλω Σκληρή άτεγκτη αχάριστη Ακριβά πληρωμένη Ζητώντας πληρωμή πιο ακριβή κάθε τόσο Θα σ' αποχαιρετήσω φιλικά Και θα πάψεις να με παραμονεύεις Θα γλυτώσεις και συ απ' το δύσκολο θύμα Που είχε υψώσει το κάστρο του Και κάθε στιγμή σε περίμενε Με το τουφέκι στο χέρι ... ... ... Μηνάς Δημάκης

Η Χρυσούλα Δημητρακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή το Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου. Σπούδασε στη Βρετανία. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές.

Ο Μαραθώνας Σπεύσε να συναντήσεις τον εχθρό, Ο Μαραθώνας, δεν είναι μια απλή μάχη. Είναι ιδέα. Αν πας, πρέπει και να γυρίσεις.

Ανάμεσα Στη μάχη ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο στήριξε τον κόσμο. [225]


Στη μάχη ανάμεσα σε σένα και τον Άνθρωπο προχώρησε τη μάχη. Στη μάχη ανάμεσα σε σένα και τον εαυτό σου νίκησέ τον.

Η κάθε αυγή Τα δεδομένα καταρρέουν μέχρι να αντιληφθείς πως ο κόσμος γυρίζει Η κάθε αυγή ξημερώνει Με δική σου ευθύνη Χρυσούλα Δημητρακάκη

Τα βάθη του πελάγου Θα τρόμαζες αν ήξερες τα βάθη του πελάγου. Απαντημένα κι άξαφνα σε κύματα σβησμένα απομεινάρια, σημάδι πως ο κόσμος μας, χωρίς τέλος ναυάγια, σημάδι πως εζήσαμε μ' ολάκερη ζωή. Θα τρόμαζες αν ήξερες τα βάθη του πελάγου. Χρυσούλα Δημητρακάκη

Υπέρλογη υπόσταση [226]


Αναζητούμε τη θεϊκή λύση στην υπέρλογη υπόσταση ενώ είμαστε ένας μικρός κόκκος άμμου, κάποτε, να ονομαζόμαστε απέραντη θάλασσα και κάποτε μικρός γιαλός

Το λυκαυγές Τι να ονειρευτώ; Το χρόνο πως γύρισα πίσω να νοσταλγήσω ή στο βαθύ ορίζοντα το λυκαυγές στο φως; Χρυσούλα Δημητρακάκη

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Κατέχει την έδρα της ποίησης στην Ακαδημία της Αθήνας. Έχει εκδώσει πάνω από 15 ποιητικές συλλογές.

Αγγελίες Διατίθεται απόγνωσις εις αρίστην κατάστασιν, και ευρύχωρον αδιέξοδον. Σε τιμές ευκαιρίας. Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον έδαφος πωλείται ελλείψει τύχης και διαθέσεως. Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς. [227]


Πληροφορίαι: Αδιέξοδον Ώρα: Πάσα. Κική Δημουλά

Ασυμβίβαστα Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη ατέλειωτα μένουν Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη, φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου Γι’ αυτό αναγκάζομαι κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη σε μια εποχή φθινοπώρου να τελειώσω. Κική Δημουλά

Σαν μπλουζ Τί μου χτυπούσες νύκτωρ από πάνω Ύψιστε το πάτωμα με το πάνθ’ ορών μπαστούνι σου; Τι πιο σωστό να ερχόσουν να βοηθήσεις. Δε με έβλεπες; Μάζευα πεταμένη ανθρωπότητα από το σκουπιδιάρικο ενός ντοκιμαντέρ — αποπνικτικό Η πείνα ανάδινε θλίψη σκουρόχρωμης φυλής σου. Δεν έβλεπες πόσο βαριά έκλειναν ένας-ένας οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια της; Καλά, τί έγιναν οι άρτοι; Ο άγιος φούρναρης που ζύμωσε τον πολλαπλασιασμό τους και έφαγαν πάντες και εχορτάσθησαν μήπως ήταν ρατσιστής; … Κική Δημουλά

[228]


Εύφλεκτη η απόσταση Ασυγχώρητη απροσεξία να μου στείλεις επί χάρτου εφημερίδας ολοσέλιδή τη φωτογραφία σου με αναμμένο το τσιγάρο της. Αν έπιανε φωτιά η παραλαβή; Ποια πυροσβεστική ψυχραιμία εις μάτην θα καλούσα σε ποιο διανυκτερεύον έγκαυμα θα έτρεχα ανήμπορο εγώ χαρτί καμένο σε ποιάν εξαντλημένη θεραπεία σε ποιάν αποζημίωση μετά. Ασφάλεια αναθρώσκοντος καπνού δεν έχω κάνει. Κική Δημουλά

Επαναπατρισμός Γιατί τα βάζω με το χώμα γιατί το μάχομαι, το ποδοπατώ; Πατρίδα του είμαστε να μη γυρίσει σε μας κάποτε;.

Ο πληθυντικός αριθμός Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού, γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου. [229]


Πληθυντικός αριθμός οι ανυπεράσπιστοι έρωτες. Ο φόβος, όνομα ουσιαστικόν, στην αρχή ενικός αριθμός και μετά πληθυντικός: οι φόβοι. Οι φόβοι για όλα από δω και πέρα. Η μνήμη, κύριο ονομάτων θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. Η νύχτα, όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού, ενικός αριθμός. Πληθυντικός αριθμός οι νύχτες. Οι νύχτες από δω και πέρα. Κική Δημουλά

Άφησα να μην ξέρω Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα. Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν πλάι στα παιδικά μου χρόνια: έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι. Το κράτησα ως τώρα αχάλαστο ανεξήγητο, γιατί ως τώρα δυο λογιών κρασάκι [230]


έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν. Συμβίωσα σκληρά μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει και δεν τον ρώτησα ποτέ ποιας φωτιάς γιος είναι, σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του, του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο με θυσία και με στέρηση. Με το αίμα που μου δόθηκε για να τον εξηγήσω. Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση έτσι το δέχτηκα κι έτσι τ' αποχωρίστηκα: με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση. Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. Άφησα να μην ξέρω πώς λύνεται ένα χθες, ένα εξαρτάται, το αίνιγμα των ασυμπτώτων. Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως να σε διακρίνω. Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου. Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι, πηγή αν είσαι ή κρήνη, θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα που, Πηνελόπες και όχι, μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού για να δοξάζεται το αίνιγμα πώς μένουμε αξεδίψαστοι. Aπό τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Aναμάρτητη: αξεδίψαστη. [231]


Στο αίνιγμα του θανάτου πάω ψυχωμένη. Κική Δημουλά

[232]


Άρης Δικταίος είναι το ψευδώνυμο του Κώστα Κωνσταντουλάκη (191983) από το Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν ποιητής και πραγματοποίησε πολλές μεταφράσεις ευρωπαίων συγγραφέων και ποιητών.

Το τελευταίο ποίημα του έρωτα Δος μου την ηδονή της ηδονής, ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα, οδύνη. Το ερωτικόν απόσταγμα μου ηδύνει την υπερφίαλη σκέψη που πονεί. Μόνο, τη γεύση αγάπησα μόνο, ω πονώ πέρ' απ' την αίσθηση του χώρου της γης, πέρ' απ' τα μάκρη αυτά πονώ! Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς άνθρωπος, μα αισθάνομαι θεός κι ως θεός ζούσα, μεθούσα, πλήρης από έρωτα και δόξα κι ομορφιά... Πάνω στα σουβλερά καρφιά, σαν ασκητής έλα κι εσύ να γείρεις, τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις, να φτάσεις στη σιγή και στο κενό να φτάσεις, κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς. Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί από την πείρα την τόση να κρατείς: φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις. Άρης Δικταίος

Ζην Πολλοί μιλούν πολύ και δε σε γνωρίζουν, σε παραγνωρίζουν, επιταγή της ζωή, πέρα απ’ το νόμο τον ανθρώπινο, περ’ από το καλό και το κακό, που με κινείς, ω πείνα ακούραστη, ώ ακόρεστη δίψα, για να σ’ εκπληρώσω παραδομένος ολόκληρος στο γρήγορό σου θαύμα, το Πρότυπο ατενίζοντας στο Αηδόνι και στο τέλειο Ρόδο. [233]


Άρης Δικταίος

Ο Διοσκορίδης ήταν ποιητής που έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 2 ο π. Χ. αιώνα. Σώζονται περίπου 40 επιγράμματά του.

Ι. Στη γιορτή του Άδωνη Το νου μου ω Άδωνη, η Κλειώ τη νύχτα μου ‘χει πάρει, που χτύπαε τ’ αφρογάλατα τα στήθη της για σε αν όμοια δώσει και σε με, σαν ξεψυχήσω, χάρη, μη λόγια, συνταξιδευτή πάρε με. Άδωνη χρυσέ. Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος

ΙΙ. Στην Ηλιοδώρα Το Δούρειον ίππον (συμφορά!) τραγούδα η Ηλιοδώρα την Τροία φωτιά κατάκαιγε και με πύρος σιγό. Δεν εφοβούμην την ορμή των Δαναών, μα τώρα σε μια φωτιά χαθήκαμε κι οι Δάρδανοι κι εγώ. Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος

ΙΙΙ. Λυδός εγώ ‘μαι, ναι Λυδός. Μ’ αφέντη μ’ έχεις βάλει, πως σ’ έθρεψα, σ’ αφεντικό μνημούρι το Λυδό. Με το καλό χιλιόχρονος να ζεις, ν’ αν έρθεις πάλι δικός σου θα ‘μ’ αφέντη μου, και μες στο Άδη εδώ. [234]


Μετάφραση : Σιμ. Μενάρδος

Ο Δημήτρης Δούκαρης (1925-82) από την Αθήνα, ήταν ποιητής συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και υπέστη διώξεις για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Εκδόθηκαν πάνω από 15 ποιητικές του συλλογές.

Οι λέξεις της Πυθίας “Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες, δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες. Άλλα αυτά τα διφορούμενα χαρτιά με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας. Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις, οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις, τα διφορούμενα οργανωτικά — μια ολόκληρη ζωή σε διφορούμενες διασυνδέσεις. Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε τη μια πράξη μετά την άλλη, και μονάχα μία πράξη δε χωράει λέξη διφορούμενη. Η τελευταία που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύσομε ολομόναχοι' τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι, αγαπήσαμε ολομόναχοι, προδοθήκαμε και μείναμε ολομόναχοι ως αυτή την ακροθαλασσιά, απέναντι στο πέτρινο πρόσωπο

[235]


Σε είπανε Θεό Σε είπανε Θεό και δε Σε πίστεψα, γιατί αν ήσουνα θα ‘χες φόβο, θα ‘χες τρόμο θα ‘χες ντροπή γιατί αν ήσουνα θα Σε λυπόμουν. Σε είπαν επανάσταση και Σ’ ακολούθησα, ήθελα να γκρεμίσεις, ήθελα να χτίσεις, ήθελα να τελειώσεις και ν’ αρχίσεις, ήθελα ν’ αλλάξεις κι Εσύ κι εγώ – και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.

Η Τεράστια Νύχτα Τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα τριγύρω μου· και τα βήματά μου, δίχως ίσκιους, μέσα στη Νύχτα· Θέλω να γράψω ένα ποίημα τεράστιο σαν τη Νύχτα αλλά όμορφο σαν Εσένα· ένα ποίημα για τα πειστικά και καθαρά μάτια σου· παντού αιωρούνται τα μαλλιά σου· τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα και τα ζωντανά σχήματα της απουσίας σου, τεράστια σαν τη Νύχτα. Δημήτρης Δούκαρης [236]


Ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1941) από την Αθήνα ήταν, μαζί με τον Παλαμά, από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Έγραψε πεζά, παραμύθια και ποιήματα. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας της Αθήνας.

Χωρίς τίτλο Πιασμένοι κι οι δυο τους σφιχτά απ’ το χέρι στου δάσους καθίσανε τ’ απόσκια μέρη. Τα χείλη τους σμίξανε και φιληθήκαν κι ύστερα έφυγαν και χωριστήκαν. Και τα πουλάκια μονάχα τους ψιθυρίζουν - τάχα αφού αγαπιούνται, γιατί χωρίζουν;

Η αμαρτωλή Παπά, αν έρθει μία μελαχρινή να την ξομολογήσεις, κοντούλα, αφράτη, με γλυκιά φωνή, πρόσεξε, μην τυχόν και την αφήσεις να μεταλάβει η αμαρτωλή! Δε νήστεψε μία μέρα το φιλί!

Το δώρο της Πρωτοχρονιάς Τι δώρο θέλω μ’ ερωτάς να μου χαρίσεις μικρούλα μου; μα τόσα αγαπώ, που είναι φόβος μη χρεοκοπήσεις, αν δώσεις όλα όσα θα σου πω Θέλω τα καστανά σου τα ματάκια, θέλω τα ξέπλεκά σου τα μαλλιά, θέλω τα κόκκινά σου τα χειλάκια, θέλω την απαλή σου αγκαλιά, θέλω… μα, τι; κακιώνεις; Στάσου. Τι, κλαις; Έτσι το είπα, χωρατό. Γέλασε πάλι με τα σωστά σου [237]


αυτό το δώρο μόνο σου ζητώ Γεώργιος Δροσίνης

Ο Αντώνης Δωριάδης γεννήθηκε το 1936. Είναι θεατρικός συγγραφέας και ποιητής.

Η χρεοκοπία Τώρα που χρεοκόπησε η επιχείρησή μας (συγκεκριμένα βρίσκεται εν διαλύσει – τη βάλαμε στον πλειστηριασμό) ας αποχαιρετήσουμε, τουλάχιστον, ό,τι ωραίο απ’ την ανάμνησή της’ ας αναλογιστούμε, έτσι πεταχτά, ό,τι χάσαμε: Διάβολε, χάσαμε πολλά: Πώς φτάσαμε σε τέτοιο χάλι; Πώς έπεσε η τιμή μας τόσο χαμηλά; Εμείς!… εμείς… Μα, ας είναι, πάλι ας μην αρχίσουμε τις περιαυτολογίες. Τώρα ας ξεχάσουμε τα πάθη μας τα ωραία φαντάσματα – η μόνη λύση’ αφού κι η όμορφη τούτη φίρμα, η ταμπέλα μας δε λέει πια τίποτα όσο κι αν επιμένει να κραυγάζει κεφαλαία «ΕΛ. ΛΗΝΑΣ & ΥΙΟΣ» και από κάτω, με στεντόρεια καλλιγραφικά κληρονόμοι εξ αρχαιότητος. Αλίμονο, εκείνο το «εξ αρχαιότητος» ήταν που μας έφαγε. Αντώνης Δωριάδης

Όνειρο μικροαστού Δυο κουστούμια το χρόνο Μια γυναίκ’ από σπίτι Πέντ’ έξη παιδιά Και δουλίτσα στρωμένη. - Άλλο τι μένει; - Μια ερωμένη. Αντώνης Δωριάδης [238]


Δόσμου, θεέ μου Δόσμου, Θεέ μου, την υπομονή που δίνεις σ' έναν εργάτη που προσπαθεί να χτίσει το σπιτικό του, να κατοικήσει και που ο άνεμος, η βροχή και τα σκάρτα υλικά του το χαλούν μ’ αυτός, εκεί — όλο κι επιμένει. Που οι χωροφύλακες του ζητούν άδειες και τα τέτοια κι αυτός δεν έχει• και του το χαλούν• - μ’ αυτός, εκεί — όλο κι επιμένει Δόσμου, Θεέ μου, την υπομονή που δίνεις σ' έναν εργάτη που χτίζει, επιτέλους, το σπιτικό του προτού πεθάνει. Αντώνης Δωριάδης

Ενθάδε κείται… Από δω, από δω… Προσοχή μη σκοντάψετε Περνώντας από τούτο το μνήμα. Είν’ ένας περίεργος πεθαμένος· Δεν το ‘χει σε τίποτα Να σηκωθεί απ’ τον τάφο του Για να σας ζητήσει συγγνώμη. Αντώνης Δωριάδης

Δεκάξι του μηνός Δεκάξι του μηνός πέθανε Σαββάτο βραδύ είχαμε τηλεγράφημα - Παρασκευή 7 μ.μ. απεβίωσεν Γιώργος μας. Τα βιβλία που μου παρήγγειλε τα ‘χα ήδη αγορασμένα. [239]


Ποιος θα τα διαβάζει τώρα; Ποιος θα διαβάζει ποίηση στην πόλη τους; Αντώνης Δωριάδης

Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-85) από την Αθήνα, ήταν καθηγητής του Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Μαζί με τον Εμπειρίκο ήταν από τους κύριους εκφραστές του ελληνικού υπερρεαλιστικού κινήματος.

Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνα Ντε λα Φουέντε η τέχνη κι η ποίησις δεν μας βοηθούν να ζήσουμε: η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε να πεθάνουμε περιφρόνησις απόλυτη αρμόζει σ’ όλους αυτούς τους θορύβους τις έρευνες τα σχόλια επί σχολίων που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα υπό των φασιστών μα πια επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως από καιρό τώρα - και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα – είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς

Ο εραστής [240]


Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και ήτανε άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός. Νίκος Εγγονόπουλος

Το Λίκνον ο λύχνος πάντοτε αγαπούσα - με πάθος – κάθε εκδήλωση της ζωής όμως δεν μ’ ένοιαζε ο θάνατος τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω πλάι στο λαμπρό φως των ωραίων ματιών σου τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή και δε θα ‘θελα να πεθάνω πια ποτέ

Ποίημα που του λείπει η χαρά Αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης αφού το θέλεις γυναίκα αρμονική κι ωραία έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαΐου τοποθέτησες απλά και ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια μέσα στο παλιό – ιταλικό μου φαίνεται – βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών έλα πέσε στα χέρια μου και χάρισέ μου - αφού το θέλεις – τη θλίψη του πράσινου βλέμματός σου τη βαθιά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακριά [241]


μαλλιά σου τη σποδό του υπέροχου σώματός σου Νίκος Εγγονόπουλος

Όρθρου βαθέως εκείνο που σ’ εμένα συγκινούσε —και συγκινεί πάντοτε— τους ανθρώπους είναι η καταπληκτική μου ομοιότης με τον Αβραάμ Λίνκολν μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούντζινό μου άγαλμα σε μίαν οποιανδήποτε πλατεία του Πειραιώς εναπόθεσαν στα πόδια μου σιωπηλά κάτι που έμοιαζε —δεν διέκρινα καλά πάν’ απ’ το βάθρον— σαν λείψανο σα χάλκινο μαγκάλι μ’ αναμμένα κάρβουνα περίμενα να νυχτώσει καλά κι όταν πλησίασα να δω διαπίστωσα —με τι χαρά— ότι δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά τα μαύρα μάτια της γυναίκας π’ αγαπώ που ελάμπανε [242]


μέσ’ στο σκοτάδι Νίκος Εγγονόπουλος

Ο Μάνος Ελευθερίου (1938). Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα έχει εργαστεί ως αρθογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.

Η γριά γοργόνα Πώς είναι μια γριά γοργόνα; Πώς είναι τώρα που βαριέται να ρωτάει που ξέρει το παιχνίδι του καιρού κι αναγνωρίζει λάθη και συμβάσεις και με φανταστικές κινήσεις εννοεί ό,τι ρωτούσε πάντα; Πάντα και πάντα ό,τι ρωτούσε και πώς είναι όταν σε γύρευε μες στις σπηλιές του ύπνου μες στα χαράματα του πόντου και στα τρελά νερά παίζοντας με κόκαλα πνιγμένων τυφλή, κουφή, ξεδοντιασμένη, με ρευματισμούς, πώς είναι μια ζωή γονατισμένη τώρα που η δίκαιη κλεψύδρα μένει ακίνητη καρφωμένη μέσα στο χρόνο της που περιέχει ή με τα δώρα κάποιου που γερνάει μόνος του στα καφενεία και στα πορνεία κυνηγημένος από σένα κι από φιλιά φαντάσματα μ' ένα κορμί που το κατάντησες σαν λατομείο και δεν ελπίζει να το κοιτάξεις ή προς το βράδυ να ξεδιαλύνεις τον προσφυγικό του ύπνο τώρα που σ' αιχμαλώτισαν άλλοι καθρέφτες κι άλλα φώτα και δεν υπερασπίζεις πια το σώμα σου [243]


ανακαλύπτεις τους καθρέφτες μες στο σώμα σου ή σκουριασμένα σύνεργα ενός παλιού μηχανουργείου και λες μεταμορφώσεις είναι, τίποτ' άλλο. Το ξέρει αυτός, ο συγγενής του κόσμου, αυτός που είδε αμαρτίες κι αμαρτίες, στρατούς, παραλυσίες και φυλές, το ξέρει αυτός πως η ψυχή έχει δικές της αποφάσεις κι άλλους δρόμους. Πώς δεν σ' το δίδαξε; Πώς είναι όμως δίχως φάρμακα εκείνη ελπίζοντας μια κάμαρα σ' ένα γηροκομείο την Κυριακή επισκέψεις από γέρους ναυτικούς γιατί πια τώρα το 'μαθε καλά το άλλο μισό του ανθρώπου είναι το παραμύθι αλλά κι εσύ γιατί να της παραφερθείς αφού κοντά της βούλιαξες ολόκληρος και μόνο το τραγικό σου χέρι φαίνεται να κρατάει, σαν ψάρι, σπαρταρώντας, την ψυχή σου.

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες Μόνο να γράφεις τ’ όνομά σου και `κείνο το ‘μαθες μισό να συλλαβίζεις τα όνειρά σου στο Άργος και στον Ιλισό Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς και τσικουδιά στους καφενέδες τα παλληκάρια να κερνάς Του κόσμου το στενό γεφύρι θα το περάσουμε μαζί θα `ναι η καρδιά σου παραθύρι τα λόγια σου παλιό κρασί Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς και τσικουδιά στους καφενέδες τα παλληκάρια να κερνάς. [244]


Μάνος Ελευθερίου

Ο Γιοσέφ Ελιγιά ήταν Ελληνοεβραίος (πραγματικό όνομα Ιωσήφ Καπούλια) ποιητής. Γεννήθηκε το 1901 στα Γιάννενα και πέθανε από τύφο το 1931 στην Αθήνα. Έκανε μεταφράσεις εβραϊκών κειμένων από τη Βίβλο καθώς και Εβραίων ποιητών.

Εργάτης Γλυκοχαράζει η αυγή, τη γλυκοχαιρετίζεις και ξεκινάς πικρέ αδερφέ για τον τραχύν αγώνα, με ροζιασμένα μπράτσα, ωιμέ, και πληγιασμένο γόνα, μες’ στης δουλειάς την κόλαση της ζωής τάνθια μαδίζεις. Η νιότη πλάι στο γκρεμό σέρνεται της αβύσσου και ξεκινούν τα γηρατειά στον κάμπο απ’ τα ασφοδέλεια, κι ενώ κροτούν του άρχοντα στην Πολιτεία τα γέλια, σκλάβε πονώ τον πόνον σου, βυζαίνω απ’ την οργή σου. Γιοζέφ Ελιγιά

Το Τορά μας (ο Νόμος μας) Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι, με τη χλωμή σας τη θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει, στ’ αραχνιασμένα σας «Ταλμούντ» τα παλαιικά σκυφτοί κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί να βρει τι γράφει το Τορά μας. Μα, αν τυφλωμένη απ’ την παλιά ξεθωριασμένη πίστη, στου χρόνου το περπάτημα δεν το ‘νοιωσες; - εσβήστη. η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά: Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δεν ζητά να βρει τι γράφει το Τορά μας. Ω αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου «μεγαλείο» [245]


Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο. έλα, κει μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι - με του δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη φριχτό, που δεν γράφει το Τορά μας Γιοζέφ Ελιγιά

Οδυσσέας Ελύτης ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και ενός από τους δυο βραβευμένους με Νόμπελ Έλληνες Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911 και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Έγραψε δοκίμια, πεζά και πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές. Πολλά έργα του μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης, Χατζηδάκης κ.ά.

Σώμα του Καλοκαιριού Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας! Οδυσσέας Ελύτης

Η Μαρίνα των βράχων …………………………………………… - Μα πού γύριζες Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου [246]


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα Βαθειά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού Και τ’ άρωμα των γυακίνθων. Μα πού γύριζες; …………………………………………….. Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας θ’ αποχαιρετίσεις το αίνιγμά σου. Οδυσσέας Ελύτης

Ο Κήπος έμπαινε στη θάλασσα Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι Το χέρι σου έφευγε με το νερό να στρώσει νυφικό το πέλαγο Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά πλέανε πλάι στ' όνομά σου σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη που ήταν το ίδιο το φεγγάρι Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα Για το δικό σου το χατίρι ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι.

ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ (από το Άξιο Εστί) Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγκα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας. [247]


Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ' όλο που το 'χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο Κοσμάς εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης. ……………………………………………………………… Οδυσσέας Ελύτης

ΜΑΡΙΝΑ (από Τα Ρω του έρωτα) Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω λουίζα και βασιλικό Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω και τι να πρωτοθυμηθώ Τη βρύση με τα περιστέρια των Αρχαγγέλων το σπαθί Το περιβόλι με τ' αστέρια και το πηγάδι το βαθύ Τις νύχτες που σε σεργιανούσα στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα σαν αδελφή του Αυγερινού Μαρίνα πράσινό μου αστέρι Μαρίνα φως του Αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι και κρίνο του καλοκαιριού. Οδυσσέας Ελύτης

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [248]


Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε, σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες στο κλάμα του, βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα. Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες κι ήρθαν από της γης τα πέρατα οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά, εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Οδυσσέας Ελύτης

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα [249]


Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου. Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Οδυσσέας Ελύτης

Το μονόγραμμα ………………………………………………… Είναι νωρίς ακόμη μες στο κόσμο αυτόν, μ’ ακούς; Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς; Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς; Μαχαίρι Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς; Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς; Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς; Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς; σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς; Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς; Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς; Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, ν’ ακούς των ανθρώπων Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς; Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς; Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς; [250]


Όπου κάποτε οι φιγούρες των Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς; Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς; Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς ; Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς; Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς; σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς; Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς; Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς….. τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς Μες στη μέση της θάλασσας Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου, άκου Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς; Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς; Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς. Οδυσσέας Ελύτης

Του Αιγαίου (από τους Προσανατολισμούς) Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πρώρα των αφρών σου Κι οι γλάροι των ονείρων του Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει Ένα τραγούδι. Ο έρωτας Το τραγούδι του [251]


Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του Κι η ηχώ της νοσταλγίας του Στον πιο βρεγμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει Ένα καράβι. Ο έρωτας Το καράβι του Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του Κι ο φλόκος της ελπίδας του Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει Τον ερχομό, Οδυσσέας Ελύτης

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1911 στη Ρουμανία και πέθανε το 1972 στην Αθήνα. Ήταν πολυτάλαντος, φωτογράφος, ψυχαναλυτής, πεζογράφος και ποιητής. Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του ελληνικού υπερρεαλισμού (σουρεαλισμού).

Ισπαχάν Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα. Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως το σταθμό των αναχωρητών. Εκεί δε βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου. Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική. Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν. [252]


Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος Ανδρέας Εμπειρίκος

Μια λανθάνουσα παράγραφος της Οκτάνας Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι η νέα πόλις θα κτισθή και ότι θα είναι η πρωτεύουσα του κόσμου. Και θα ευρίσκεται η Πόλις όχι μακράν από τα δάση, όχι μακράν από τας φυτείας (μεταξύ άλλων του καφέ) πολύ κοντά εις την κοίτην ενός μεγάλου ποταμού, όπως ο Magdalena (…), πολύ κοντά εις την βλάστησιν των αδιαπτώτων οργασμών όπου αι περιπαθείς περικοκλάδες και οι γλυκείς οποί της ηδονής θα εκφράζουν και θα πραγματοποιούν τους έρωτας της γης και των ανθρώπων, των μελαψών και των ξανθών, των νέγρων, των ινδών και ινδομιγάδων. Γύρω θα εξακολουθούν να ακμάζουν, πέραν τυχόν υπαρχουσών υψικαμίνων δεσπόζοντες με απόλυτον επί των μηχανών προτεραιότητα και αδιάσειστον κυριαρχίαν, αι κόραι, αι παίδες και οι παίδες, [και εν μέσω αυτών, ακμαίων ανδρών και γυναικών και ακόμα θαλερών και θαλερούς πρεσβύτας] και εν των μέσω αυτών θα ακμάζουν άπαντα τα σκιόφιλα και ηλιοχαρή θηρία. Ανδρέας Εμπειρίκος [253]


Το ρήμα αγναντεύω (από την Υψικάμινο) Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου Δελφίνια που αναδύονται κι εισδύουν μες στο κύμα Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου Μες στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου. Ανδρέας Εμπειρίκος

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1993) ήταν ποιητής από τη Θεσσαλονίκη

Υπεραστική συνδιάλεξη Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου: Στείλε μου μερικά πενηνταράκια ούζο, μου είπε και κάνα δυο κούτες τσιγάρα σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια να σας συλλογιέμαι. Και να μην – ξεχάσω – και πεντέξι δίσκους φωνογράφου, από κείνα τα παλιά, ξέρεις ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά. Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες και πού να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια [254]


της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ’ ουρανού.

Η κατάληξη Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως. Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη, και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά, αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν. Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά. Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως. Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας, πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα. Τέλος, μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή, αληθινά δικά μας

Ο Ιάσονας Ευαγγέλου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ευαγγελίου) γεννήθηκε το 1926 στο Βόλο. Είναι γιατρός, ποιητής και πολυγραφότατος συγγραφέας.

Η Πρέσπα Καταμεσίς της λίμνης Πρέσπας κει στο ‘τριεθνές’, οι τρεις ψαρόβαρκες πλευρίσανε - σαν αδελφές, να κάνουνε τσιγάρο οι ψαράδες. Κι οι τρεις ηλικιωμένοι φουκαράδες. Ο Σλάβος έδωσε απ’ το τσακμάκι του φωτιά ο Αλβανός κάτι για στρίψιμο, ψιλά χαρτιά κι ο Έλληνας καπνό από την Ξάνθη (μ’ αυτό κανείς δεν πρέπει να το μάθει)… [255]


Σ’ αρνούμαι, άρα δεν υπάρχεις Γελάστηκα. Όπως η μέλισσα. που πασχίζει να μαζέψει μέλι και γύρη από χάρτινα λουλούδια. Μα ωστόσο, η γύρη-χνούδι απόμεινε στα χέρια μου από την πεταλούδα που δεν έπιασα. Γελάστηκα. Καθώς ο οδοιπόρος της ερήμου που διακρίνει ψεύτικο χαμόγελο νερού στα χείλη της Φρυγμένης άμμου. Κι εγώ, οδοιπόρος της ερήμου που ξεκίνησε για την κατάχτηση της ουτοπίας. Ένας ακόμα Δον Κιχώτης της Αγάπης-Δουλτσινέας. Μ’ έν’ άρωμα επιτάφιου στα μαλλιά. Ήλιε, μη μου ξαναχτυπήσεις το παράθυρο για να μου φέρεις την εωθινή γαζία. Μια θλίψη είναι το φως για κείνους που πενθούν ντυμένοι τους ίσκιους. Φεγγάρι. Από το φως σου λίγο δώσε μου ν’ ανάψω τη λαμπάδα του ολονύχτιου θρήνου. Τώρα λοιπόν κατάλαβα ποια είσαι! Μια Βεατρίκη που ο πόθος μου ανάστησε. Μια Λάουρα, που η φαντασία μου έπλασε. Μια Βακχίδα, που το ένστικτο ανακάλυψε. Το φως που μεθάει τις πεταλούδες.

Ιάσονας Ευαγγέλου

Νικήτα Ευγενειανού: Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα Για τη ζωή του Ευγενειανού γνωρίζουμε ελάχιστα. Έζησε τον 12ο αιώνα, υπήρξε φίλος ή μαθητής του Πτωχοπρόδρομου (Θεόδωρου Πρόδρομου) και μάλιστα έγραψε και ένα μικρό ποίημα (μονωδία) για τον θάνατό του. Ήταν κρατικός αξιωματούχος και συγγραφέας. Έγραψε λόγους, ποιήματα και είναι γνωστός για το έμμετρο μυθιστόρημά του Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα. Το έργο χωρίζεται σε εννέα βιβλία και αποτελείται από 3.640 δωδεκασύλλαβους στίχους. Η υπόθεση στου έργου είναι περίπου η εξής: Το ζευγάρι των ερωτευμένων η Δρόσιλλα και ο Χαρικλής ζουν στην πόλη [256]


Βάρζο, η οποία δέχεται επιδρομή από Πάρθους με αρχηγό τον Κρατύλο. Οι Πάρθοι λεηλατούν την πόλη αιχμαλωτίζουν πολλούς και μεταξύ τους και τους δυο νέους. Ο Δρόσιλλα γίνεται δούλη της γυναίκας του Κρατύλου Χρύσιλλας. Ο Κρατύλος δίνει εντολή να παρατάξουν τους αιχμαλώτους μπροστά στην γυναίκα του Χρύσιλλα και τον γιο τους τον Κλεινία. Η Χρύσιλλα ερωτεύεται τον γοητευτικό Χαρικλή και αντίστοιχα ο Κλεινίας την όμορφη Δρόσιλλα. Ο Κλεινίας παίρνει στην υπηρεσία του τον Χαρικλή. Το ίδιο πάθος ωθεί την Χρύσιλλα να δηλητηριάσει τον άντρα της και πριν ακόμα τον κηδέψει προτείνει στον Χαρικλή να την παντρευτεί. Αλλά αρχίζει ξαφνικά πόλεμος μεταξύ Πάρθων και Αράβων και ο Κλεινίας σκοτώνεται σε μάχη, ενώ η Χρύσιλλα αυτοκτονεί. Νέα αιχμαλωσία περιμένει τώρα το ζευγάρι. Η Δρόσιλλα πέφτει στη θάλασσα, αλλά δεν πνίγεται και καταφεύγει σε ένα παραλιακό χωριό, όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα η Μαρυλλίς, της παραχωρεί στέγη. Ο Χαρικλής που μαθαίνει τα νέα για την αγαπημένη του, δραπετεύει και γυρίζει παντού ψάχνοντας για την Δρόσιλλα. Κάποτε φτάνει στο χωριό και καταλύει στο πανδοχείο του. Η Δρόσιλλα είδε κ όνειρο και πάει στο πανδοχείο για να βρει τον Χαρικλή. Ο γιος όμως του ιδιοκτήτη την ερωτεύεται, την αρπάζει και την κρύβει με σκοπό να την παντρευτεί. Μετά από περιπέτειες οι δυο νέοι σμίγουν στο σπίτι της ηλικιωμένης που είχε ζήσει για λίγο καιρό η Δρόσιλλα. Εκεί τους βρίσκει και τους αναγνωρίζει ένας έμπορος από την πόλη τους ο Γνάθων, που είχε αναλάβει να βρει τους δυο νέους για λογαριασμό των γονιών τους. Τέλος όλοι μαζί επιστρέφουν στην Βάρζο, όπου η Δρόσιλλα και ο Χαρικλής παντρεύονται και ο Έρωτας – όπως πάντα – θριαμβεύει.

Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα Υπόθεσις του όλου βιβλίου Δροσίλλης αλλά και Χαρικλέους φυγή, πλάνη, κλύδωνες, αρπαγαί, βίαι, λῃσταί, φυλακαί, πειραταί, λιμαγχόναι, μέλαθρα δεινά και κατεζοφωμένα, εν ηλίῳ λάμποντι μεστά του σκότους, κλοιός σιδηρούς εσφυρηλατημένος, χωρισμός οικτρός δυστυχής εκατέρων, πλην αλλά και νυμφώνες οψέ και γάμοι. Μετάφραση Υπόθεση όλου του έργου Της Δροσίλλας και του Χαρικλή: [257]


η φυγή , η περιπλάνηση , οι τρικυμίες, η αρπαγή, η βία , οι ληστές , οι φυλακίσεις, οι πειρατές, πείνα τα φοβερά και κατασκότεινα σπίτια, τα γεμάτα σκοτάδι μολονότι ο ήλιος λάμπει , τα σφυρηλατημένα σιδηρά δεσμά (= φυλακές) ο φοβερός και κακότυχος χωρισμός του ενός από τον άλλο αλλά και στο τέλος οι νυφικοί θάλαμοι και οι γάμοι . (Βιβλίο 1 - στίχοι 1-6) Το άστρο το πρωινό, ο φωτοδότης, ο ηγέτης των άστρων είχε μόλις ανατείλει από τον μακρινό ορίζοντα, κολυμπούσε στα ωκεάνια ρεύματα κι ανέβαινε στα γήινα υψώματα που απλωνόταν σε απέραντη έκταση, όταν οι Πάρθοι εισέβαλαν στην πόλη της Βάρζου. …………………………………………………….. (Βιβλίο 1 - στίχοι 71-82) … Μεταξύ των αιχμαλώτων κι ένα ανεκτίμητο βραβείο, δεμένοι με τους άλλους με δεσμά γερά και οδυρόμενοι όπως και οι υπόλοιποι: ο ωραίος Χαρικλής και η ακόμα πιο όμορφη Δρόσιλλα. Κι έκατσαν ολόγυρα οι βάρβαροι κι έτρωγαν το φαγητό που τους σέρβιραν Στη μέση της πεδιάδας υπήρχε ένα πολύ όμορφο λιβάδι με μυρωδικές δάφνες εκεί γύρω και κυπαρίσσια, πεύκα, οξιές και στη μέση δέντρα οπωροφόρα όλα σε αφθονία. Και λουλούδια, κρίνα και πανέμορφα ρόδα ………………………………………… Βιβλίο 1 - στίχοι 219-234) Αλλά η άτυχη και δυστυχισμένη Δρόσιλλα που η βάσκανη μοίρα την είχε χωρίσει από τον Χαρικλή τον μνηστήρα της, ήταν κλεισμένη στα διαμερίσματα των γυναικών της Χρύσιλλας της γυναίκας του βασιλιά των Πάρθων Κρατύλου. Την ίδια ώρα ο Χαρικλής, έγκλειστος στη φυλακή, όπως ήδη ξέρουμε, άρχισε τους στεναγμούς λέγοντας: «Ποια μανία, ω Δία, αφέντη του Ολύμπου πήρε τη Δρόσιλλα από τα χέρια του Χαρικλή, ήμουν τόσο άτυχος;» Κι αμέσως μετά ο Χαρικλής κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά: «Ω Δρόσιλλα πού πήγες; Πού είσαι τώρα; [258]


Σε ποια σκλαβιά σε υποχρέωσαν; Από ποιον άγριο εχθρό έχασες τη ζωή σου; Ή μήπως ζεις στα σκοτάδια και κινείσαι σαν σκιά; Κλαις ή γελάς; Πέθανες ή ξέφυγες τον θάνατο;» ……………………… (Βιβλίο 3 - στίχοι 312-320) «Ποιος είδε το κορίτσι που επιθυμώ; Τραγούδησε φίλε μου» Ο κακόμοιρος εγώ, πόσο έχω υποφέρει! Γιατί αποδιώχνεις τον εραστή σου;» αν ήσουν μόνο μια καλαμιά ή μια δοξασμένη δάφνη ή πανύψηλο σκιερό κυπαρίσσι που ο Φοίβος κάποτε τραυμάτισε γιατί του αρνήθηκε τον έρωτά του. Ποιος είδε το κορίτσι που επιθυμώ; Τραγούδησε φίλε μου Μια μέρα που το μυαλό μου αλάφρωνε από την οδύνη και που θα μπορούσα να παίζω με την φλόγα της σάρκας ή φορώντας σε ως στέφανο θα δρόσιζα την φλόγα της αγάπης …………………….. …………………………………………. (Βιβλίο 5 - στίχοι 169-176) Ο έρωτας ο αγνός και η αμοιβαία αγάπη του Χαρικλή και της παρθένας Δρόσιλλας απασχολούσε τους δυο νέους όταν κάποιος ψίθυρος τους έδωσε ανάσα: ότι ο Κρατύλος είχε πεθάνει από αρρώστια αιφνίδια. Τότε χώρισαν οι δυο τους και στα πένθιμα ντυμένοι πήγαν να βρουν τους αφέντες τους για να μάθουν τι συνέβη. ………………………………… (Βιβλίο 6 - στίχοι 467-482) Αλίμονο, πόσος καιρός πέρασε και δεν έχω ακόμα μαλακώσει την σιδερένια της καρδιά Πόσες φορές πήγα κοντά της, αλλά η παρθένα με την πέτρινη καρδιά δεν καταδέχθηκε να συγκατατεθεί Είμαι χαμένος, ταλαίπωρος, ερείπιο αν όλε’ αυτά δε μαλακώνουν την καρδιά σου. Ο δύστυχος ο Λέανδρος που αγάπησε την Ηρώ, καιρό πριν βρέθηκε, αλίμονο, νεκρός, πνιγμένος απ’ τη θάλασσα γιατί το φως που έβλεπε, έσβησε από τον άνεμο. Η Άβυδος το ξέρει αυτό, το ξέρει κι η Σηστός Όμως αν και ο Λέανδρος βρήκε το θάνατο στη θάλασσα είχε την τύχη να έχει την αγαπημένη του σύντροφο στον τάφο του όταν αυτή γκρεμίστηκε από το τείχος κι έπεσε στη θάλασσα. Αυτούς τους ένωσε ο Έρως και τους οδήγησε στον ίδιο τάφο1 Ο Ευγενειανός αναφέρεται στον γνωστό αρχαίο μύθο της Ηρώς και του Λεάνδρου, όπωε περιγράφεται στο έμμετρο μυθιστόρημα του Μουσαίου. 1

[259]


……………………………………. (Βιβλίο 9 - στίχοι 270-286) Μετά από ταξίδι δέκα ημερών έφτασαν επιτέλους στην πατρίδα και πάτησαν σε μέρη που είχαν αποθυμήσει , Ο πατέρας του Χαρικλή, ο Φράτωρ κάλεσε στο σπίτι του τον Μυρτίωνα Και ο πατέρας της Δρόσιλλας ο Μυρτίων κάλεσε με τη σειρά τον Φράτωρα στο δικό του σπίτι. Οι μανάδες του νεαρού ζευγαριού - Η Ηδυπνόη και η Κρυστάλη – μόλις έμαθαν τι είχε συμβεί έτρεξαν και αγκάλιασαν τα νεαρά βλαστάρια τους και τα έλουσαν με δάκρυα χαράς Και οι συγγενείς των μανάδων και των πατεράδων και οι πολίτες και οι συμπατριώτες ζητωκραύγαζαν, πανηγύριζαν και σκιρτούσαν από χαρά με μεγάλο ενθουσιασμό και αγαλλίαση! ………………………………………….. Νικήτας Ευγενειανός (απόδοση Σ.Σ.)

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης γεννήθηκε το 1969 στον Πειραιά. Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση και είναι συγγραφέας σχολικών βιβλίων και ποιητής.

Ι. Στο μέρος της απόλυτης σιωπής δεν θα σε πάρω μαζί, φίλε μου, – δεν το μπορώ και δεν το θέλω– θα πάω μόνος. Εσύ θα ’ρθείς μετά, μήπως και μυρίσεις στα χέρια μου όσα άγγιξα.

VIII. [260]


Φεύγεις την ώρα ακριβώς που σε σκέφτομαι. Αφήνεις πίσω το λιγοστό άρωμα της μνήμης σου και τα δεσμά του μυαλού και του πόθου μου. Φεύγεις, άρα υπάρχεις. Έρχεσαι, όταν ζητάς να με υποτάξεις, να παίξεις ανασύροντας τη φωνή μου από τα έγκατα του ασύλληπτου. Έρχεσαι, άρα σου ανήκω. Έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος για μας. Άφηνέ με ν’ αγγίζω την αύρα σου έστω, την άκρη απ’ τη σκιά σου έστω, τη θέρμη στο μέρος που ακουμπούσες το χαρτί. Ύστερα κοίταζέ με να σου αφήνω λέξεις πάνω στο σεντόνι. Να γίνομαι ποτάμι από σιωπές. Γερνάμε μαζί αλλά θα πεθάνω μόνο εγώ, αγάπη μου. Γιάννης Ευθυμιάδης

Ο Ευριπίδης (480-406 π. Χ.) είναι ο νεότερος της τριάδας των τραγωδών της αρχαιότητας. Η καταγωγή του ήταν από τη Φλύα (Χαλάνδρι) αλλά λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα την ίδια μέρα της ναυμαχίας. Από τους 81 γνωστούς τίτλους έργων του σώθηκαν πλήρεις οι 19. Τα έργα του παίζονται ακόμα και σήμερα.

Από την Άλκηστη ………………………………… Εγώ και με την ποίηση και τη φιλοσοφία στα υπερκόσμια πέταξα κι έχω πολλά ‘ξετάσει ζητήματα, αλλ’ ανίκητο δεν βρήκα τίποτ’ άλλο σαν την Ανάγκη, ουδέ γιατρειά γι’ αυτήν στα πινακίδια τα Θρακικά, που οι συνταγές του Ορφέα είναι γραμμένες, αλλ’ ούτε και στα γιατρικά που στους Ασκληπιάδες [261]


έδωκε ο Φοίβος των θνητών τους πόνους να γιατρεύουν. Και μόνο στης θεάς αυτής δεν μπόρεσε κανένας να πλησιάσει τους βωμούς, μήδε και στο είδωλό της’ κουφή είναι στις θυσίες μας. Να μη μου ‘ρθεις θεά μου, στη ζωή μου πιο βαρύτερη, παρά ότι μου ‘ρθες πρώτα. Γιατί ο Δίας ότι πει μ’ εσένα αυτό τελειώνει. Και των χαλύβων με τη βία το σίδερο δαμάζεις και το τραχύ σου θέλημα κανένα δε φοβάται. …………………………………………………….. Ευριπίδης (Μετάφραση : Δημ. Σάρρος)

Από τη Μήδεια ………………………………… Ας στέργει με παντοτινή συντρόφισσά μου εμένα η σωφροσύνη, που από τα δώρα των θεών το πιο όμορφο είν’ εκείνη. Αντίλογες οργές, αχ, και μεγάλες η φοβερή θεά συνέριες γι’ άλλες αγάπες, μη μου δώσει, την καρδιά φλογίζοντάς μου’ μα ήρεμα τιμώντας ζευγάρια, ας δίνει γνωστικά να ζουν ομονοώντας. ………………………………. Ευριπίδης (Μετάφραση : Π. Λεκατσάς) [262]


Από τη Μήδεια Πολυστέναχτη αχήν έχω ακούσει από θρήνους, και σκούσμα στριγγό, πού σηκώνει η πανάθλια για έναν άντρα κακό κι ορκοπάτη του γάμου· αδικόπαθισμένη, του Δία το ταίρι τη θεά ανακαλιέται τη Θέμιδα, τη φυλάχτρα των όρκων, που απ' το νύχτιο την πέρασε κύμα στην αντίπερα γη της Ελλάδας, πάνω κει στ' αρμυρά τα Στενά, στου πελάγου τα πλάτια πού βγάνουν. Ευριπίδης (μετάφραση: Π. Παντελάκης)

Από τον Ιππόλυτο ………………………………… Ω Έρωτα, Έρωτά μου εσύ, που πόθους απ’ τα βλέμματα σταλάζεις κι ολόγλυκη αναγάλλιαση σ’ όποια ψυχή ακολούθησε τα βήματά σου βάζεις, με το κακό κι υπέρμετρος ποτέ να μη φανείς, ποτέ σ’ εμένα. Γιατί η φλόγα δεν έχει χτυποβόλι δυνατότερο, μήτε και τ’ αστέρια, απ’ της Κύπριδας, που ο γιος τους Δία, ο Έρωτας, τινάζει από τα χέρια. ……………………………….. [263]


Ευριπίδης (Μετάφραση : Π. Λεκατσάς)

Από την Ανδρομάχη ………………………………… Στο νυφικό πήρε το θάλαμο ο Πάρις μαζί την Ελένη, γάμος δεν ήταν, χαμός ήταν της Τροίας της ψηλής. Ο ελληνικός, ο γοργός χιλιοκάραβος Άρης, ω Τροία, σ’ έφαε γι’ αυτή, με φωτιά και με κοντάρια μαζί και τον καλό μου τον Έχτορα, αλίμονο’ γύρω απ’ τα τείχη με άρμα τον έσυρε ο γιος της πελαγίσιας θεάς. Και στ’ ακρογιάλι απ’ το θάλαμο εμένα την ίδια με πήγανε την κεφαλή θλιβερό μου ‘ζωνε πέπλο σκλαβιάς. Έχυσα δάκρυα πολλά, καθώς άφηνα σπίτι, πατρίδα, και τον καλό μου εδεκεί, μέσα στις σκόνες, νεκρό. Δύστυχη που είμαι! Μια σκλάβα εγώ πια της Ερμιόνης, τι θέλω του ήλιου να βλέπω το φως; Τυραννισμένη απ’ αυτήν, τ’ άγαλμα, ικέτισσα, εδώ της θεάς αγκαλιάζω και λιώνω από τα δάκρυα: σταλιές που από το βράχο αναβρούν. ………………………………. Ευριπίδης (Μετάφραση : Θρ. Σταύρου)

Από την Ιφιγένεια εν Ταύροις Καλά· τους ξένους τρέχα εσύ να φέρεις· για το ιερό μου χρέος έχω το νου μου. Δόλια καρδιά μου, ως τώρα για τους ξένους ήσουν γλυκιά, πονετικιά ήσουν πάντα, κι Έλληνες όταν σου 'πεφταν στα χέρια, δάκρυζες, σαν ομόφυλοί σου που ήταν. Μα τώρα, τ' όνειρό μου μ' έχει αγριέψει· ο Ορέστης λέω, δε ζει· για σας συμπόνια, όποιοι και να 'στε που έρχεστε, δε νιώθω. Σωστό ειν' αυτό που λένε, φίλες· τώρα το βλέπω· συμφορά σα σε χτυπήσει, δε συμπαθάς τον πιο δυστυχισμένο. [264]


Μα ανέμου πνοή καμιά απ' το Δία ως τώρα ούτε κανένα πέραμα δεν ήρθε, που μέσ' απ' το στενό των Συμπληγάδων την Ελένη, πηγή της συμφοράς μου, μαζί με το Μενέλαο να μας φέρει, για να εκδικιόμουν και μιαν άλλη Αυλίδα να 'στηνα εδώ γι ' αυτούς, αντίς για κείνη, όπου οι Αργείοι κρατώντας με ως δαμάλα μ' έσφαζαν κι ήταν θύτης μου ο γονιός μου. Αχ - δεν ξεχνώ τις τότε πίκρες - πόσες φορές στα γένια του άπλωσα τα χέρια μου, στα γόνατά του! Πάνω του κρεμιόμουν και του έλεγα: “φριχτή παντρειά μου κάνεις, πατέρα· τη στιγμή που εσύ με σφάζεις η μάνα μου κι οι Αργίτισσες του γάμου τραγούδι λεν για μένα, όλο το σπίτι γεμίζει αυλών αχούς· κι απ' το δικό σου χάνομαι χέρι εγώ· ώστε ήταν ο Άδης - κι όχι ο Πηλείδης - ο Αχιλλέας που γι' άντρα προβάλλοντας με δόλο, μες στ' αμάξι για ματωμένο εδώ μ' έσυρες γάμο”. Ευριπίδης (μετάφραση: Π. Πρεβελάκης)

Αποσπάσματα από τις χαμένες τραγωδίες του Από τον Βελλεροφόντη Τι βέβαιο υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου; Στα γοργά πλοία οι άνεμοι, στα βάθη του πελάγου, ανοίγουν δρόμους. Ο χρόνος παντοδύναμος, την τύχη των θνητών. Όσο μεγάλη αν φαίνεται, στο τίποτε τη φέρνει’ και πάλι να, την λιγοστήν την τύχη την αυξαίνει.

Από την Ινώ Βασίλισσα, πολλά είναι στους ανθρώπους τα δεινά’ άλλων τελειώνουν, άλλων έρχονται. [265]


Τέτοιος ο κλήρος των όντων που καρπίζουν και φυτρώνουν. Στο γένος των ανθρώπων άλλων αυξαίνει η ζωή κι άλλων πάλι φυραίνει και θερίζεται.

Από τον Φιλοκτήτη Ως πλάστηκε θνητό το σώμα μας, έτσι και την οργή του δεν ταιριάζει να τηνε θέλει αθάνατη όποιος να σωφρονεί γνωρίζει.

Από την Δανάη Ο έρωτας θέλει χασομέρι και για τους χασομέρηδες υπάρχει. Του αρέσουν οι καθρέφτες και των πλοκάμων οι ξανθές ανταύγειες. Και κόπους αποφεύγει. Και να! η απόδειξη: κανένας που για το ψωμί του ιδροκοπάει ποτέ δεν ερωτεύεται. Σ’ αυτούς που τα ‘χουν μπόλικα ο νεαρός αυτός θεός φωλιάζει. Ευριπίδης (Μετάφραση : Κωνσταντίνος Τσάτσος)

Αργύρης Εφταλιώτης είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1840-1923) από τη Λέσβο.

Τo τραγούδι της ταβέρνας Πάρε μαχαίρι κόψε με και ρίξε τα κομμάτια μου, -μάτια μου[266]


καi ρiξ᾿ τα μέσα στo γιαλό. Απ’ τη στιγμή που μ’ άφησες, το κόσμο αυτό σιχάθηκα -χάθηκακαι δεν ελπίζω πια καλό. Αν βάζεις τώρα τ’ άσπρα σου και τα μαλαματένια σου, -έννοια σουθα ‘ρθει καιρός που θα θρηνείς, που θα σταθείς στο μνήμα μου να πεις ένα παράπονο -κι άπονοθα μ’ εύρεις όσο κι αν πονείς. Πάρε φωτιά και κάψε με κι αντάμα με τη στάχτη μου -τα’ άχτι μουμες τα πελάγη να σκορπάς, να μη σε βρει το κρίμα μου, μαργιόλα μου Ηπειρώτισσα, -ρώτησακαι μού ‘παν άλλον αγαπάς. Αργύρης Εφταλιώτης

Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-58) από τα Γιάννενα ήταν ποιητής. Έγραψε στην καθαρεύουσα και τη δημοτική, λυρικά και πατριωτικά ποιήματα.

Η αναχώρησίς της Ξυπνώ και μου 'παν, έφυγεν η κόρη που αγαπούσα και κατεβαίνω στο γιαλό, τη θάλασσα παρακαλώ, την πικροκυματούσα. -Εγώ τα πρωτοδέχθηκα τ' αφράτα της τα κάλλη, μου 'πε ένα κύμα, και γι' αυτό με πόθο και με γογγυτό φιλώ το περιγιάλι. -Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν δακρυσμένα; Εν' άλλο κύμα μου μιλεί: [267]


-Σαν το χαρούμενο πουλί επήγαινε στα ξένα. Το τρίτο κύμα ερώτησα: Εμέ γιατί ν' αφήσει να κλαίγω και να λαχταρώ; Περνάει το κύμα το σκληρό χωρίς να μου μιλήσει.

Το φίλημα Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη, και την αγάπησα πολύ, ήμουν αλάλητο πουλί, δέκα χρονών αγόρι.Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ' ανθισμένα, - Μάρω, ένα λόγο θα σου πω, Μάρω, της είπα, σε αγαπώ, τρελλαίνομαι για σένα.Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα και μού ‘πε: -για αναστεναγμούς, για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα.Μεγάλωσα και την ζητώ... μ' άλλον ζητά η καρδιά της και με ξεχνάει τ' ορφανό... εγώ όμως δε λησμονώ ποτέ το φίλημά της. Γεώργιος Ζαλοκώστας

[268]


Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος (1787-1856) από τη Λευκάδα ήταν δικαστικός και δραματικός ποιητής. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα με εράνους, οικονομική ενίσχυση εθελοντών Λευκαδιτών αγωνιστών και βοήθεια στους πρόσφυγες που έβρισκαν καταφύγιο στα Επτάνησα. Έγραψε δώδεκα θεατρικές τραγωδίες.

Πρωινός πόθος Ροδοδάκτυλος αυγή μου έβγα φώτισε την γην, δρόσισε τα χορταράκια και τη μαύρην μου ψυχήν. Πρόβαλε, σε καρτερούνε τα αρνάκια, τα πτηνά, σε προσμέν’ η Φιλομήλα εις τα έρημα βουνά. Να διαβώ εις τους λειμώνας και με ρόδα να στεφθώ, την αγάπη μου να εύρω και να την γλυκασπασθώ. Φύγετε, ωχραί φροντίδες, σύρτε, πάθη τρομερά, ν’ αγαπώ και ν’ αγαπώμαι είν’ η μόνη μου χαρά. Ιωάννης Ζαμπέλιος

[269]


Ο Λεύκιος Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1948 στη Λάρνακα της Κύπρου. Σπούδασε φιλολογία και διδάσκει σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα.

Ωδή στον Ανδρέα Κάλβο Και επόμεινεν η χώρα ως έρημη και ήταν η τρίτη φορά οπού εκουρσέψαν την Κύπρο και δεν είχαμε διαβάσει ακόμη ούτε μια αράδα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κι ο Ανδρέας Κάλβος μπαινόβγαινε κρυφά τις νύχτες στα καμπαρέ της Λευκωσίας γυρεύοντας έναν Έλληνα να του απαγγείλει την ξεχασμένη ωδή του εκατόν πενήντα τόσα χρόνια "παρά προστάτας να ‘χωμεν...". Κι όλοι τους γδυμένοι μόνο μ' ένα βρακί μαύρο ωσάν τον κώλο του τσακαλιού. "Καλύτερα, καλύτερα..." η καημένη η Κύπρος μας πάει! Θα γίνει παράδεισος μ' αυτό το κορίτσι στην πίστα να χορεύει θυμάσαι που βλέπαμε τη φωτογραφία του στις εφημερίδες στον πόλεμο του Βιετνάμ και κλαίγαμε όπως τώρα με τις δικές μας προσφυγοπούλες και πριν μισό αιώνα με τις άλλες της Μικρασίας να λάμπουν στα υπόγεια μπουρδέλα. Ανδρέα Κάλβο δεν έχεις λιμπιστεί τίποτε άλλο εξόν από ποίηση; Λεύκιος Ζαφειρίου

[270]


Ο συγγραφέας και ποιητής Σταύρος Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1958 στη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται. Έχει εκδώσει δεκατέσσερις συλλογές ποίησης

Διήγηση χωρικού σε μικροαστό νέο Τις νύχτες που ο άνεμος καθαρίζει τους ήχους Ακούς ν' αδειάζουν τα χωριά Φεύγουνε οι ξωθιές κι οι αρκουδιάρηδες Φεύγουν οι σαλεμένοι Πίσω τους μαγεμένα ακολουθούν Τα παιδιά μας με το φεγγάρι στα μάτια Κι αφού διαβούν τα πέτρινα γεφύρια Σταυρώνοντας ψηλά τα δάχτυλά τους Στα μέρη εκείνα φτάνουν που τα λένε Των άσαρκων η χώρα Εκεί οι γύφτοι στήνουν τις φωτιές τους Και με τα ντέφια τους κρατάνε τους ρυθμούς Εκεί οι μάγισσες τ' αγόρια ξελογιάζουν Κι όταν του τράγου πέφτει το κεφάλι Γυμνώνουν οι κοπέλες τα βυζιά τους Και τα μαλλιά τους άσεμνα τα λύνουν Τότε γεννιούνται τα παιδιά τους Αλαφροΐσκιωτα με την τρίχα στην πλάτη Αλαφροπάτητα μην τύχει και ταράξουν Το δείπνο των δαιμόνων Σαν επιστρέφουν πριν απ' την αυγή Έχοντας κόμπο στο μαντήλι τους δεμένο Το μάτι του διαβόλου Πια δε μιλούν Κάθονται στο κατώφλι και κοιτούν Τους τόπους που φουσκώνουν τα ποτάμια Σ' τα λέω αυτά κι ας μην καταλαβαίνεις Γιατί εσύ ποτέ σου δεν ημέρεψες Με το βλέμμα το βλέμμα του σκύλου Όταν γυρίζει μέσα του το αγρίμι Γιατί κι εσύ μες στις δικές σου νύχτες Καθώς στερεύουν όλα τα κανάλια Αυτά που δεν καταλαβαίνεις ονειρεύεσαι [271]


Σταύρος Ζαφειρίου

Ο πολίτης Κάιν ………………………………… Τούτη η παλιά φωτογραφία εικονίζει εμένα και τον αδελφό με λίγα φύλλα γύρω μου εγώ, μ' ένα τομάρι γίδινο εκείνος. Εγώ ήμουν θεριστής, εκείνος σφάχτης, γι' αυτό και αγαπημένος των θεών. Δεν κοιταζόμαστε. Κοιτάμε ευθεία στον φακό, σαν μετανάστες. Ανάμεσά μας χώρος αρκετός, για να περνά το βλέμμα (το δικό σας, αν τύχει και σκαλίσετε αρχεία), να μας διακρίνει πίσω απ' τους βωμούς έτοιμους και τους δυο για τη θυσία δεματιασμένο γέννημα από εμέ, ένα πρωτότοκο τραγόπουλο από εκείνον. Πάνω δεξιά υπάρχει μια θαμπάδα έτσι δεν φαίνονται καλά οι άκρες των φτερών κάποιου αγγέλου που απομακρύνεται, ανοίγοντας στα δυο τον ουρανό, αφού έχει παραδώσει κάτι μάταιο. Φαίνεται όμως καθαρά η άκρη τού κόσμου αρχή ή τέλος -πάντα μπερδευόμουν με τα όριααν κι ό,τι έχει σημασία μεταξύ τους είναι ο άνεμος. Να μην υπάρχει άνεμος, για ν' ανεβαίνει ίσια ο καπνός, να φτάνει στα ρουθούνια τού πατέρα. Μπροστά στα πόδια μου ένα μικρό σημάδι σαν τόξο κυρτωμένο από τη μοίρα αυτό που ύστερα θα μπει στο μέτωπό μου και θα με υψώσει πάνω απ' τους καιρούς. Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρετε. Απλές, συνοπτικές διαδικασίες δίχως κανένας να ρωτήσει το γατί Κάιν, πού έστιν Άβελ ο αδελφός σου, το αίμα του φωνάζει από τη γη, ξανά κατάρα πάνω στην κατάρα, κι έξελθε από προσώπου τού θεού στον τόπο αυτόν, απέναντι απ' τον κήπο. [272]


στα γεγονότα, αγαπητέ, στα γεγονότα. Σταύρος Ζαφειρίου

Ο Κώστας Ζαφειρόπουλος είναι Έλληνας ποιητής

Η στήλη του αποχαιρετισμού Δυο γυναίκες αποχαιρετούν η μια την άλλη. Η μια καθισμένη αγκαλιάζει την όρθια που κύπτοντας της κρατάει το χέρι ενώ με το άλλο την ακραγγίζει στο πρόσωπο. Το πιο ισχυρό σημείο του αναγλύφου είναι το μεταξύ τους βλέμμα. Αν δίναμε όνομα στο βλέμμα αυτό λέω θα ταίριαζε η λέξη πείσμα. Όπου πείσμα: το εκ της πρύμνης σχοινίον Δι’ ού το πλοίον προσεδένετο εις την ξηράν Κώστας Ζαφειρόπουλος

[273]


Η Ελένη Ζαχαριάδου γεννήθηκε το 1970 στο Αγρίνιο. Είναι συγγραφέας και ποιήτρια

Αόμματος Έστριψε από τη γωνία, ίσιωσε το μάλλινο σκούφο του κι άναψε ένα βρώμικο τσιγάρο. Ο Απρίλης κόντευε να βγει μα το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό. Αναστέναξε για την Άνοιξη και για τους ανθρώπους που δεν άντεχαν τη μυρωδιά του. Κάθισε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας κάτω από τις φωλιές των περιστεριών για να τον λερώσουν περισσότερο’ Ακούμπησε τα χέρια του στις θήκες των ματιών του τα ξερίζωσε και τα ‘χωσε βαθιά στο τριμμένο παλτό του. Έβγαλε απ’ την τσέπη του το τσίγκινο τενεκεδάκι και την ταμπέλα του «ΑΟΜΜΑΤΟΣ»… Ελένη Ζαχαριάδου

[274]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι κριτικός τέχνης, επιμελητής εκθέσεων και δημοσιογράφος.

Κάπου Όπου φτάνεις είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά και όταν πια είσαι εκεί είτε κάθεσαι περισσότερο απ’ όσο είσαι ευπρόσδεκτος είτε βιάζεσαι πάρα πολύ να φύγεις. Αυγουστίνος Ζενάκος

[275]


Ο Αντώνης Ζέρβας γεννήθηκε στο Πειραιά το 1953. Είναι μεταφραστής και γράφει δοκίμια και ποίηση.

Σοφία Εκείνη την ημέρα η Σόφη χειρουργήθηκε στ’ αυτιά, στη μύτη, και την επόμενη βδομάδα της στρογγυλέψανε τα στήθη. Σαν βγήκε από την κλινική έμοιαζε τόσο με τον εαυτό της που δύσκολα θα τη θυμόσουν. Τη συγχαρήκαμε κι αποφασίσαμε - μουγκά να μην την ξαναδούμε. Εμάς μας άρεσε η Σόφη η γαμψή η Σόφη με τ’ αυτιά τα πεταχτά και τα βυζιά της σκρόφας. Αντώνης Ζέρβας

[276]


Ο Γιάννης Ζήσης (1958-2011) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της ΑΣΟΕΕ και στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας. Ήταν δημοσιογράφος και ποιητής.

Η ιδέα του Καρλ Ήταν απλή Ο άνθρωπος μαθαίνει γρήγορα κι αν ο κόσμος του αλλάξει αλλάζει και κοινά τα πάντα θέλει για ένα δεύτερο παράδεισο καμωμένος. Σε τόσα λίγα τόση πλάνη και το όνειρο της εξουσίας τόσο καλά κρυμμένο, ως να γίνει απάτη κι εκείνο του Δαρβίνου το μάθημα αδιάβαστο του ανταγωνισμού το μένος του αβυσσαλέου εγώ το σφρίγος. Δυστυχώς ο δεύτερος παράδεισος δεν θα βρεθεί δίχως τον πρώτο Με υπογραφή, φιλικά Ν. Μπερντιάεφ και άλλοι. Γιάννης Ζήσης

[277]


Ο Γιάννης Ζουμπιάδης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Ασχολήθηκε με τη μουσική ως μουσικός παραγωγός ραδιοφώνου. Έχει γράψει ποίηση.

Άφησέ με να ζω μαζί σου Άφησέ με να ζω μαζί σου να παίρνω πνοή από την πνοή σου να ταξιδεύω νοερά μα τόσο όμορφα στην επικράτεια. Πώς αλλιώς να το πω? Γιατί μακριά σου το αδύνατο να ζήσω είναι ιδιαίτερα δυνατό. Πρόσφερέ μου χώρο δίπλα σου να υφίσταμαι, να υπάρχω να είμαι, να ισχύω. Άφησέ με να ζω μαζί σου να μυρίζω το άρωμά σου να μοιράζομαι τις στιγμές σου να καλύπτω τις ρωγμές σου. Γιατί αν σπάσεις δε θα το αντέξω αν πάθεις κακό, μετά όλη την πλάση θα παιδέψω. Άφησέ με να ζω μαζί σου στη θάλασσα, στον ουρανό ή και στην ξηρά στο άπειρο, στη σελήνη ή και σε χώρες με ξωτικά σε άλλη διάσταση, στο τώρα, στο μετά σε γαλαξίες, σε κόσμους ή και σε όνειρα απατηλά. Άφησέ με να ζω μαζί σου! Στο φως, στο σκοτάδι και στην σκιά στη ζάλη της μέθης και στην νηφαλιότητα στην ατέλεια και στην τελειότητα στην βαρετή σταθερότητα και στην αβέβαιη μεταβλητότητα! Άφησέ με να ζω μαζί σου! Γιάννης Ζουμπιάδης [278]


Η Κατερίνα Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Λονδίνο. Είναι ζωγράφος, μεταφράστρια και ποιήτρια

Το τραγούδι του μικρού κολυμβητή Τα πόδια του γαντζώνονται στο τσιμέντο Η αναπνοή του είναι τεράστια Επίκληση για διάρκεια που οργανώνεται κατά μήκος των σπονδύλων του Τώρα η μικρή κατασκευή από κόκκαλα μαζεύεται Η ακινησία του έχει κάτι από σαύρα. (Σα να ‘ταν από πάντα εκεί Κι ακαριαία άφαντη Το βλέμμα δεν μπορεί να τη χορτάσει) Και τώρα ξαφνικά πέφτει Όρθιος σαν άγγελος Άλλωστε και τα πουλιά ρίχνονται στον ουρανό Κάθε πτήση είναι πτώση ………………………………….. Και πέφτοντας τέλος οι άκρες των δακτύλων του Θ’ αγγίξουν το νερό Και μετά ο ίδιος θα βυθιστεί μεμιάς Χωρίς να προλάβει ν’ αρπάξει το όριο Και με μάτια κλειστά Θα βλέπει με κάθε πόρο του σώματός του Θα είναι απρόσκλητος σ’ ένα ξένο κόσμο Τέλεια γοητευμένος Θα είναι φοβισμένος Θα θέλει να μείνει εκεί για πάντα Θα θέλει να το κάνει να διαρκέσει Θα βγει στο φως νικημένος Θα δοκιμάσει ξανά Κι αυτό ανέλπιστα θα το ξαναζήσει κάποτε Θα είναι νικημένος Θα δοκιμάσει ξανά Και θα δαγκώσει τον ιστό της πρότασης: “It’s never enough” Και θα χορέψει. [279]


Κατερίνα Ηλιοπούλου

Η Ήρρινα ή Ηρίννη, ή Ερρίνα (6ος ή 4ος π. Χ. αι.) από το νησί Τήλος, ήταν λυρική ποιήτρια. Προσπάθησε να μιμηθεί το ύφος της Σαπφώς. Καλύτερο έργο της θεωρείται το ποίημα Ηλακάτη γραμμένο στην αιολική και δωρική διάλεκτο, το οποίο αποτελείται από 300 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους. Πέθανε 19 χρονών. Το 1928 βρέθηκε ένας πάπυρος που περιείχε 54 στίχους από το ποίημά της Η χελώνα και ο καθρέφτης.

[280]


Χελώνα με πόση ορμή στα πόδια πήδηξες απ' τ' άσπρα τ' άλογα . σ' έπιασα φωνάζοντας ''χελώνα'' και γυρόφερνες με μεγάλα πηδήματα πάνω στο μαλακό χορτάρι της αυλής αυτά Βαυκίδα κακότυχη με κάνουν βαριά ν’ αναστενάζω να θρηνώ αυτά βαθειά μες τη καρδιά μου παραμένουν χαραγμένα……. …. ακόμα είναι ζεστά, τώρα πια όλα αυτά έγιναν στάχτη χωρίς έγνοιες με τις κούκλες στα χέρια μας παίζαμε μέσα στα δωμάτια - σαν νύφες και με το ξημέρωμα έρχονταν η μάνα φωνάζοντας να μοιράσεις το μαλλί στις υφάντριες και σου φώναζε και το παστό το κρέας να μοιράσεις….. …..αχ μικρές θυμάσαι πόσο φοβόμασταν τη Μόρμω που’ χε μεγάλα στο κεφάλι αυτιά και με τα τέσσερα πόδια περπατούσε κι άλλαζε τη μια μετά την άλλη μορφή στην όψη μα όταν πάνω σε κρεβάτι άντρα ανέβηκες τα πάντα ξέχασες όσ’ από μικρή μωρό απ’ τη μάνα σου άκουσες ……. ….. αγαπημένη μου Βαυκίδα σου πήρε τα μυαλά η Αφροδίτη γι’ αυτό και κλαίω πικρά δεν είμαι στη κηδεία σου τα πόδια μου δεν είναι ελεύθερα να φύγω απ’ το δωμάτιο ούτε να δω μπορώ το νεκρό σου σώμα ούτε να θρηνήσω λύνοντας τα μαλλιά μου κοκκινίζω δεν μ’ αφήνει η ντροπή ……. Ήρρινα

Ο Ηρώνδας (3ος αι. π. Χ.) ήταν μιμογράφος από την Κω. Η ακμή του τοποθετείται χρονικά μεταξύ 275 και 245 π. Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε [281]


ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι, επειδή είναι γραμμένοι σε μέτρο ιαμβικό), οι οποίοι αποκαλύπτουν την προτίμησή του για την απεικόνιση μιας άθλιας και ακόλαστης ζωής. Στον τρίτο μίμο, που τιτλοφορείται Διδάσκαλος (97 στίχοι), η Μητροτίμη, η οποία έχει γέρο σύζυγο, οδηγεί στο σχολείο του δασκάλου Λαμπρίσκου τον άτακτο και αμελή γιο της Κότταρο –που προτιμά τα παιχνίδια από τα μαθήματα– και παρακαλεί τον παιδαγωγό να τον συνετίσει. Ο δάσκαλος, για να συνετίσει τον μικρό, τον υποβάλλει σε άγριο ξυλοδαρμό. Οι μίμοι του Ηρώνδα είναι το σπουδαιότερο δείγμα του λογοτεχνικού αυτού είδους που έχει διασωθεί.

Διδάσκαλος ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες, Λαμπρίσκε, να δεις προκοπή και να χαρείς τη ζωή σου, άργασε του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του. Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα· βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια, Λαμπρίσκε, αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο. Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου -και η φαρμακερή τριακοστή ζητάει τα δίδακτρα, ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυδεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί. Αν είναι όμως για τη λέσχη, όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες, γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους. Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα, κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού προς την πλευρά του τοίχου· εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη, όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής, μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει. Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα, γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας, που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα. Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα, αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει πέντε φορές τα ίδια πράματα. Όταν προχθές ο πατέρας του [282]


τον μάθαινε να συλλαβίζει τη λέξη Ορέστης, τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα. Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας, αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους, αλλά τον μαθαίνω γράμματα, νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες. Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του, γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του, του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι, να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο, μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο «Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ...», «αυτό», λέω, «κακομοίρη μου, θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη, και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία». Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως τη φωνή, ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού, και την πληρώνει η γιαγιά του, μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει, ή απλώνει τα ξερά του πάνω στη στέγη και κάθεται σαν τη μαϊμού, σκύβοντας κάτω. Ηρώνδας (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

Η Νανά Ησαΐα (1934-2003) από την Αθήνα, ήταν ζωγράφος, δοκιμιογράφος και ποιήτρια.

Επιστροφή Επιστρέφοντας [283]


για να βρω μερικές σκέψεις. Λέξεις που σκέφτηκα να σου πω Απογεύματα σιωπής στη λεωφόρο. Επιστρέφοντας μ’ ένα παράθυρο τραίνου για να δω τον κόσμο. Ξέρω ότι θα βρω στη θέση τους θρησκευτικά τα αντικείμενα του χωρισμού. Την επιστροφή στη θέση της φυγής μου. Στα χέρια μου όμως δεν θα υπάρξει καμιά ύλη προσώπων και τελευταίων στιγμών. Ομοιώματα μόνο των λυγμών. Και κάποια ελάχιστη στάχτη από τη ζωή. Σαν άχρηστη λύπη Νανά Ησαϊα

Επιστροφή Β Μα ας επιστρέψουμε Στον τόπο του ονείρου λοιπόν. Στην λήψη του προσώπου μας στον ήλιο. Το κενό ήταν οικείο στο φως. Τα φυτά ήταν διάχυτα. Τα μαλλιά μας ανέπνεαν σε κάποιον ελάχιστο κυματισμό. Η λύπη μας είχε μετασχηματιστεί Με τη συμμετοχή του φωτός Σ’ ένα αδιάφορο τρόπο. Ήταν χαμένα τα μάτια μας Απέρρεαν από κάποια πολύ παλιά θύμηση. Ενός άλλου κόσμου. Νανά Ησαΐα

Επιστροφή Μα ας επιστρέψουμε [284]


Στον τόπο του ονείρου λοιπόν. Στην λήψη του προσώπου μας στον ήλιο. Το κενό ήταν οικείο στο φως. Τα φυτά ήταν διάχυτα. Τα μαλλιά μας ανέπνεαν σε κάποιον ελάχιστο κυματισμό. Η λύπη μας είχε μετασχηματιστεί Με τη συμμετοχή του φωτός Σ’ ένα αδιάφορο τρόπο. Ήταν χαμένα τα μάτια μας Απέρρεαν από κάποια πολύ παλιά θύμηση. Ενός άλλου κόσμου. ***

Εμείς Ο κόσμος κρύσταλλο Μαύρα σημεία εμείς ζωής στη λεωφόρο Αν κάτι υπάρχει αυτό είναι το φως Ο έτοιμος χρόνος με την ταχύτητα του φωτός Όμως εμείς. Σημεία ζωής. Αγνοούμε ότι φεύγει. Αν και φεύγουμε κι εμείς. Καθώς άκαμπτη πέφτει η βροχή. Ο δρόμος καθρέφτης σημείων. Ίσως και εννοιών. Κι όπως οι δυο όψεις των λέξεων δυσαναλογούν Ήμαστε ΕΜΕΙΣ κι εμείς. Στους αντικατοπρισμούς μας. Νανά Ησαΐα

[285]


Ο Ησίοδος (730-680 π. Χ.) από την Άσκρα, χωριό στους πρόποδες του Ελικώνα, ήταν επικός ποιητής και ραψωδός και θεωρείται από τους μεγάλους αρχαίους Έλληνες ποιητές. Έργα του είναι: Η Θεογονία που σώζεται ολόκληρο, που ασχολείται με τη δημιουργία του κόσμου (κοσμογονία) και των θεών (θεογονία) και το διδακτικό έπος Έργα και Ημέραι. Στον Ησίοδο επίσης αποδίδονται τα έργα: Η ασπίς του Ηρακλέους, Γυναικών κατάλογος, Μελαμποδία και Ιδαίοι Δάκτυλοι.

Από τη Θεογονία Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’ απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γιου του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους Κι από κει ξεπηδούν μες τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων. [286]


Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου το ‘δωσαν σκήπτρο. Και μου ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές. ……………………………………………………….. Ησίοδος (μετάφραση: Βασίλης Ρώτας)

Από τα Έργα και ημέρες ……………………………………………………………….. Ε, βασιλιάδες, και σεις στοχαστείτε να κρίνετε ατοί σας τούτη την κρίση’ γιατί όντας ανάμεσα σεις στους ανθρώπους, σας μαρτυράνε οι αθάνατοι όσους με στρεψοδικίες αλληλοτρώγονται, μη λογαριάζοντας αν οι θεοί βλέπουν. Τρεις μυριάδες κατάσκοποι, αθάνατοι δούλοι του Δια βρίσκονται πάνω στη γη την πολύβλαστη για τους ανθρώπους: παραφυλάνε τις δίκες αυτοί και τις άνομες πράξεις, τρέχουν αγέρινοι σ’ όλη τη γη και κοιτάζουν και βλέπουν κι είναι η παρθένα η Δικαιοσύνη, το τέκνο του Δία που την τιμάν και τη σέβονται όλοι οι θεοί του Ολύμπου κι όταν κανείς την προσβάλει με δόλους κι απάτες, πάει αμέσως και κάθεται πλάι στο Δία, του λέει για των ανθρώπων τον άδικον νου κι ο λαός τα πληρώνει τ’ άνομα έργα που κάνουν με νου βλαβερό οι βασιλιάδες, που διαστρεβλώνουν το δίκιο και βγάζουν στραβές αποφάσεις. [287]


…………………………………………………………………… Κάλεσε φίλον και φίλευτον κι ας τον οχτρό και προπάντων κάλει τον γείτονα, αυτόν που ‘χει σπίτι κοντά στο δικό σου’ τι κι αν ξαφνικά κι αναπάντεχα κάτι σου τύχει και πάθεις τρέχουν οι γείτονες άντυτοι, ενώ οι δικοί θα ντυθούνε’ συφορά είν’ ο κακός γείτονας, αμ’ ο καλός σωτηρία κι είναι πολύ τυχερός οπού του ‘τυχε γείτονας άξιος: ούτε σου χάνεται βόιδι, αν δεν έχεις κακόν γείτονά σου’ μέτρα ότι πάρεις του γείτονα, δος το ξανά μετρημένο, όσο του πήρες στο μέτρο και πιο πολύ αν δύνασαι δος του, ώστε στη χρεία κι ύστερα πάλι ότι θες να σου δώσει. Κέρδη κακά μη γηραιής, κακό το κακό ‘ναι το κέρδος. ………………………………………………………… Πάνω στην ώρα σου πάρε γυναίκα για να ‘χεις συμβία: ούτε και πάρα πολλά απ’ τα τριάντα σου χρόνια να λείπουν, ούτε πολλά παραπάνω. Ε, τότε ο καιρός για γάμο.’ Για την γυναίκα, απ’ την ήβη της τέσσερα, γάμος στο πέμπτο. Πάρε παρθένα για να τη διδάξεις τους τρόπους που πρέπει, μάλιστα γειτονοπούλα, από σπίτι κοντά στο δικό σου, όλα της να ‘ναι γνωστά σου, μην πάρεις χαρά για γειτόνους’ τι άλλο καλύτερο ο άνθρωπος απ’ την καλή γυναίκα δεν αποχτάει, μα κι ούτε φριχτότερο γίνεται κι άλλο απ’ την κακιά, τη λιχούδα, που αυτή τον γερότερον άντρα δίχως δαυλί τονε ψέλνει και πρόωρα γέρο τον κάνει. ………………………………………………………………. Ησίοδος (μετάφραση: Βασίλης Ρώτας)

[288]


Ο ποιητής Πάνος Θασίτης (1923-2008) από τη Μυτιλήνη, έζησε στη Θεσσαλονίκη όπου εργάστηκε ως δικηγόρος.

Μαθήματα Η λέξη Ελευθερία είναι σχετική, Ελλάς επίσης σχετική - αυτό το παραδέχονται όλοι.Κόβοντας κάτι από τη μια, προσθέτοντας στην άλλη κάτι, τουλάχιστον φαινόμαστε - κι εν μέρει είμαστε και φιλελεύθεροι κι εθνικοί συνάμα. Αν κάποιοι βλάπτονται απ' τα μέτρα μας, οι άλλοι ωφελούνται κι αν μερικοί μεμψιμοιρούν, στραβοκοιτούν ή έστω κάνουν που αντιδρούνε αυτό το επιτρέπουμε, το ενθαρρύνουμε αυτό - με μέτρο.Εμείς στενά δεν ερμηνεύουμε τ' άγια των αγίων! Άμα το παρακάνουν όμως κι αρχίσουν τις φωνές τα «κλέφτες» «τύραννοι» τα «κάτω» κι άλλα που τα συνηθίζουν και βγουν στους δρόμους συν γυναιξί και τέκνοις και τα λένε στ' ανοιχτά και πια δεν παίρνουν από λόγια κι απ' αστεία, ορμούν οι γυμνασμένοι νόμοι σα σκυλιά και τους κατασπαράζουν, γονατιστοί στις πλάκες έλεος ζητούν, ομολογούν οι άθλιοι το λάθος το διαλαλούνε στις πλατείες. - Όχι, θα παίξουμε εν ου παικτοίς! Πάνος Θασίτης

Απ' το παράθυρο Στέκομαι και βλέπω απ' το παράθυρο τμήματα σπιτιών και δρόμων, [289]


ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών, στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε. Στέκομαι και βλέπω απ' το παράθυρο... Πόσο πουλάνε τα μαντίλια στο λιμάνι; Μαντήλια γι' αποχαιρετισμούς που φεύγουν απ' τα χέρια σαν πουλιά σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και μείς δεν τους αναζητούμε άνθρωποι μαντίλια άνθρωποι.

Ελληνική επαρχία μ.Χ. Έφριξε σαν πήγε ο ίδιος, με τα ίδια του τα μάτια και τα είδε. Τόση ρεμούλα, τέτοιο χάλι πού να το φανταστεί. Έβγαλε ευθύς διαταγές τη μια πάνω στην άλλη, ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε, κάτι να διορθώσει, κάτι να περισώσει απ' την καταστροφή. Οι άλλοι, οι από πάνω, μάθαιναν βέβαια ταχτικά τα νέα τον ζήλο του λαμπρού νέου επάρχου την ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή φιλόπτωχο διοίκηση κ.λπ. Μα δεν ανησύχησαν. «Θα του περάσει» είπαν, «κι άμα δεν του περάσει και κάνει τώρα πως δεν ξέρει, τον αντικαθιστούμε, τον διαγράφουμε, τον εξαφανίζουμε στο κάτω-κάτω. Το ίδιο μας κάνει συνεπώς κι αν του περάσει κι αν δεν του περάσει». Η αλήθεια είναι, πως του πέρασε και του παραπέρασε. Ούτε να τον παραμερίσουνε χρειάστηκε ούτε βέβαια -τον άνθρωπο!- να τον εξαφανίσουν. Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον. Πάνος Θασίτης [290]


Ο Γιώργος Θέμελης (1900-76) από τη Σάμο, ήταν δημοσιογράφος, καθηγητής φιλολογίας, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής

Ήθελα να ‘σουν Ήθελα να ‘σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου. Να ‘σουνα πράγμα να μου ανήκεις Μες στην ακέρια σου ομορφιά, Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη. Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω, Και πράγμα μου να σε κρατώ. Να ‘σουν πράγμα μου: το πράγμα Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη. Μέσα στα μάτια μου να σ᾽ έχω. Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα, Φεγγάρι μου στη μοναξιά. Το κάθισμα να ‘σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι, Το φυλαχτό μου στο λαιμό, το τίμιο ξύλο. Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο. Και πέτρα στο θάνατο, πέτρα μου, Πέτρα μητρική. [291]


Ήθελα να ‘σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου… Γιώργος Θέμελης

O Θέογνις ο Μεγαρεύς (6ος π. Χ. αιώνας) ήταν ελεγειακός ποιητής των αρχαίων χρόνων από τα Μέγαρα της Αττικής. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Το όνομά του να σημαίνει «απόγονος θεών». Απολάμβανε υψηλής δημοφιλίας στην αρχαιότητα, χάρη στην κομψότητα και το δυναμισμό που χαρακτήριζε την ποιητική του παραγωγή. Σήμερα ο Θέογνις θεωρείται πρωτοπόρος της ανθρώπινης ποιητικής έκφρασης.

Ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποισι

H μόνη θεά αγαθή για τον άνθρωπο είναι η Ελπίδα· οι άλλοι θεοί μάς άφησαν κι έφυγαν πάνω στον Όλυμπο. Έφυγε η Πίστη, η μεγάλη θεά, η Σωφροσύνη κι οι Χάριτες τη γη μας την άφησαν· πατιούνται οι όρκοι τώρα οι δίκαιοι, τους θεούς τους αθανάτους κανείς δεν τιμάει· των ευσεβών το γένος έσβησε, πάει, ευνομία και δίκαιο κανένας δεν δέχεται. Μα όσο ζει ένας και τον ήλιο αντικρίζει θεούς ευλαβούμενος, την ελπίδα προπάντων πρέπει να σέβεται· τους θεούς να τιμά θυσίες προσφέροντας στην πρώτη και ύψιστη πρώτα Ελπίδα. Και να προσέχει τα άδικα λόγια των αδίκων, που τους θεούς τους αθάνατους καθόλου δεν νοιάζονται και πάντα τα μάτια τους τα έχουν στα ξένα και με τρόπους αισχρούς τα άδικα πράττουν. Θέογνις Μετάφραση: K. Tοπούζης

[292]


Ελεγεία Κύριε, σου χάρισα φτερά ανάλαφρα να σε σηκώσουν πάνω από την απέραντη θάλασσα και ολάκερη την οικουμένη. Παντού σε όλα τα συμπόσια και τις γιορτές θα βρίσκεσαι και συ, όλοι τους θα ᾽χουνε για σε να λένε. Παίζοντας μικρούς γλυκόλαλους αυλούς άντρες ερωτικοί θα τραγουδούν για σένα ωραία και τρυφερά τραγούδια. Κι όταν στα σπλάχνα της μαύρης γης θα κατεβείς, όταν θα φτάσεις στο πολυστέναχτο παλάτι του Άδη, ούτε και τότε, αν και νεκρός, θα ξεχαστείς. Όλοι θα σε θυμούνται, αθάνατο θα ‘ναι στους ανθρώπους το όνομά σου. Κύρνε, στη γη της Ελλάδας θα τριγυρνάς και στα νησιά, πάνω από την άκαρπη θάλασσα, όπου ζουν τα ψάρια, θα περνοδιαβαίνεις. Δεν θα ᾽σαι σε άλογα καβάλα, τα λαμπρά δώρα των Μουσών, που έχουν στεφάνια από μενεξέδες στα μαλλιά, αυτά θα σε ταξιδεύουν. Θα ᾽σαι στη συντροφιά όσων και τώρα και στους αιώνες που ᾽ρχονται αγαπούνε το τραγούδι -ώσπου θα στέκει η γη και ο ήλιος θα φωτίζει. Μα ούτε τόσο δα δεν με προσέχεις, και σαν μικρό παιδί με υποσχέσεις ανεκπλήρωτες με ξεγελάς. Θέογνις (μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)

[293]


Αποσπάσματα ποιημάτων του Θέογνη Κύρνε, καθώς συνθέτω τα ποιήματα, ας μπει μια σφραγίδα σ’ αυτούς τους στίχους· αν κλαπούν δεν θα περάσουν ποτέ απαρατήρητοι κι ούτε θ’ αλλάξει κανείς το περιεχόμενό τους από το τωρινό καλό σε χειρότερο, αλλά ο καθένας έτσι θα εκφράζεται: «Είναι οι στίχοι του Θέογνη από τα Μέγαρα, ονομαστού ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους». *** ..Κύρνε, αυτή η πόλη είναι έγκυος, και φοβούμαι μήπως γεννήσει τιμωρό της κακοήθους αλαζονείας μας. Γιατί αυτοί οι πολίτες είναι ακόμη συνετοί, αλλά οι αρχηγοί τους έχουν πάρει το δρόμο που τους οδηγεί σε μεγάλη ζημιά. Καμιά πόλη ως τώρα, Κύρνε, δεν κατέστρεψαν οι αγαθοί πολίτες αλλά όταν ευχαριστεί τους κακούς να φέρονται υβριστικά, διαφθείρουν τις μάζες δίνοντας δίκιο στους άδικους για να κερδίσουν οι ίδιοι οφέλη και δύναμη να ’σαι σίγουρος ότι η πόλη εκείνη δεν θα μείνει ήσυχη για πολύ *** Γιατί εγώ πήγα κάποτε στη γη της Σικελίας πήγα και στην αμπελόφυτη πεδιάδα της Εύβοιας και στη Σπάρτη, τη λαμπρή πόλη του Ευρώτα με τα πολλά καλάμια, κι όταν πήγαινα όλοι με υποδέχονταν με προθυμία· αλλά από την επίσκεψή τους δεν ευχαριστήθηκα καθόλου. Έτσι, όπως βλέπω, τίποτε άλλο δεν είναι πιο αγαπητό από την Πατρίδα. Θέογνις

[294]


Ο Γιάννης Θεοδωράκης ήταν δημοσιογράφος και ποιητής. Πολλά τραγούδια του μελοποίησε ο αδελφός του Μίκης Θεοδωράκης. Πέθανε το 1996.

Ποτέ-ποτέ μαζί Νύχτα μαγικιά μια σκιά περνά σκέψου τώρα τη φωνή που σου ’λεγε, ποτέ, ποτέ μαζί Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί ξεχασμένη μουσική μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί. Γιάννης Θεοδωράκης

Χάθηκα Μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια Χάθηκα, Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ Γιατί ‘χα όνειρα πολλά Και το λιμάνι, και το λιμάνι είναι μικρό Γιατ’ ήμουν πάντα μόνος [295]


Και θα ‘μαι πάντα μόνος. Γιάννης Θεοδωράκης

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925 στη Χίο από Κρητικούς γονείς. Είναι ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες της νεότερης Ελλάδας, με παγκόσμια ακτινοβολία. Έχει μελοποιήσει δεκάδες τραγούδια διάσημων Ελλήνων και ξένων ποιητών. Επίσης έχει γράψει ο ίδιος ποιήματα και μελέτες και δοκίμια.

Ο Ήλιος και ο χρόνος Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο δε θα περάσεις δε θα βγεις έξω ποτέ από τον κύκλο αυτό θα μείνεις μέσα εσύ κι ο ήλιος θα μείνεις μέσα εσύ κι ο χρόνος Η τροχιά σου ρυθμίζεται με κούρδισμα τη νύχτα κουρδίζεις, τη μέρα ξεκουρδίζεις υπόκλιση, χαμόγελο, φωνή, κραυγή, βλαστήμια όλα ρυθμισμένα, απ’ τον κατασκευαστή. Μίκης Θεοδωράκης

Όταν σταματήσει ο χρόνος Όταν σταματήσει ο χρόνος το κελί μου γεμίζει μήνες. Μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές, δέκατα δευτερολέπτων, δέκατα δευτερολέπτων, δέκατα δευτερολέπτων. Ένα βήμα πριν από το χάος υπάρχει χάος. [296]


Ένα βήμα μετά το χάος υπάρχει χάος. Εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά. Υπάρχω μέσα στο χάος δεν υπάρχω. Μίκης Θεοδωράκης

[297]


Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (1925-2013) από την Άμφισσα ήταν ποιητής και μεταφραστής.

Σύλβια Πλαθ ..................in memoriam Αν μπορείς πες της όχι! Σ' αρπάζει απ' τον λαιμό με νευρώδικα χέρια, σε τινάζει σα δέντρο, σε παραλύει. ΄Η καθισμένη βασιλικά, με τις πιέτες του φουστανιού της προσεκτικά διπλωμένες, προσηλωμένες στη διαφάνεια της κίνησής της, σου πετάει το μήλο. Κι εσύ το δαγκάνεις αστόχαστα, με άφατη ευδαιμονία, το βοηθάς να κατέβει στον οισοφάγο σου με γλυκές μπαλίτσες σάλιου, το διεκπεραιώνεις στην έρημη παραλία του στομαχιού σου γεμάτη λέπια ψαριών και μουσικά όστρακα. Και κείνο στάζει, στάζει γλυκά το δηλητήριό του, στάζει και δαγκώνει ποτίζοντας με θεϊκές τοξίνες το αίμα σου φωτίζοντας αβυσσαλέα θαλάμια με χταπόδια, λευκές μπλούζες, ηλιοτρόπια από πλαστικό, παιδικά χέρια με κόκκινες φωνές γοερά ψιθυρίσματα: η Ιοκάστη, η Μήδεια, η αποτρόπαιη χειρονομία ανάμεσα σ' ένα στριγγό γέλιο και μια χαριτωμένη υπόκλιση, ανάμεσα σ' ένα γέρικο καύκαλο και μια ξανθιά παιδική μπούκλα. Να ‘τη τώρα: προχωρεί μέσα από εκτυφλωτικά φωτισμένες σήραγγες, προτείνοντας τα χέρια στους κροταλίες και τους δεινόσαυρους, περπατεί πάνω στη γέφυρα του San Francisco [298]


με ψηλά τακούνια και διαμάντια κάτω απ' τη γλώσσα της με δυο σκυλιά ν' αλυχτάνε τις πεθαμένες σελήνες της: το Σκύλο Πατέρα της και το Σκύλο Θεό της, που τους σκοτώνει ουρλιάζοντας για να σκεπάσει το γέλιο τους. Τώρα θ' ανέβει στα μαύρα κυπαρίσσια των ουρανοξυστών ξεσχίζοντας το νυφικό της φόρεμα. Θα σιάξει τα μαλλιά της θα στρώσει τις πιέτες της και θα πηδήσει πάνω στο λαμπερό Μanhattan. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος

[299]


Ο Θεόκριτος (3ος π. Χ. αι.) γεννήθηκε στη Κω και έζησε στην Αλεξάνδρεια και τη Σικελία. Ήταν λυρικός και βουκολικός ποιητής, από τους σημαντικούς της ελληνιστικής περιόδου. Διασώθηκαν περίπου τριάντα ποιήματά του κάτω από τον γενικό τίτλο Ειδύλλια. Αργυρό πινάκιο με παράσταση βοσκού

Θύρσις ή ωδή Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ήρθε ακόμα κ' η γλυκιά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε : «Καυχιόσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη, πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια; ε! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Σύρε να βρεις τον Άδωνη, τον όμορφο Άδωνη σου, σύρε στην Ίδη να τον βρεις που βόσκει το κοπάδι. Και κάνε και παλικαριές μπροστά στο Διομήδη λέγοντας πώς νίκησες το Δάφνι το βουκόλο». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. Λύκοι, τσακάλια, αφήνω γεια. κι αφήνω γεια και πάλι, αρκούδες πού φωλιάζετε μες σε σπηλιές βουνίσιες· ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θα ‘ναι πια σε λόγγους, δε θα ‘ναι σε λαγκάδια πια, δε θα ‘ναι πια σε δάση. Αρέθουσα, σ' αφήνω γεια, κι αφήνω γεια, ποτάμια». Θεόκριτος

(Μετάφραση: Ι. Πολέμης)

[300]


Φαρμακεύτριαι Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. …………………………………………………………. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάσει και θε ν' ανάψει στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήσει έτσι κι ο Δέλφις να καεί στου πόθου μου τη φλόγα. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Όπως ετούτο το κερί μες στη φωτιά το λιώνω έτσι κι από τον έρωτα να λιώσει ευθύς κι ο Δέλφις· κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη δική μου. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Θεόκριτος (Μετάφραση: Ι. Πολέμης)

Κύκλωψ (από τα Ειδύλλια) Νικία , για τον έρωτα βοτάνι δεν είν’ άλλο, μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια Αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καημούς γλυκαίνουν Φθάνει να νοιώθεις να τα βρεις και να τα τραγουδήσεις Θαρρώ πως θα το ξέρεις δα και θα το καλοξέρεις τ’ είσαι γιατρός κι αγαπητός και στις εννιά τις Μούσες. Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του κι ο κυκλομμάτης ο παλιός Πολύφημος εκείνος, όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ’ ερωτευμένος τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια. Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα μάτανε τρέλλ' αληθινή, κ' έξω απ' τον έρωτά του τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε. Πολλές φορές εγύριζαν απ' τα χλωρά λιβάδια δίχως αυτόν τα πρόβατα κ' έρημα στο μαντρί των κ' εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας στα φύκια της ακρογιαλιάς απ' την αυγή ως το βράδυ, ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ' έλειων' από τον πόνο. [301]


Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε. Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ' αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα, και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καημένος σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει; Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψεις απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα. Άχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα. Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' το ‘να μου τ' αυτί και φθάνει ίσα με τ’ άλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κατ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω. Θεόκριτος (μετάφραση: Ι. Πολέμης)

[302]


Ο Κοραλία Θεοτοκά (το γένος Ανδρεάδη) ήταν σύζυγος του συγγραφέα Γιώργου Θεοτοκά. Γεννήθηκε στο Ν. Φάληρο το 1935. Το 1963 δημοσίευσε την πρώτης ποιητική συλλογή, Μετά το θάνατο του Θεοτικά ασχολήθηκε με την έκδοση των έργων του. Το 1976 η Κοραλία αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού της,

Η κεντρική οδός Αυτή η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας Δεν έχει χελιδόνι, δεν έχει ουρανό. Μεταλλικός ο ήχος της τους τοίχους της σταυρώνει Κι οι κήποι λησμονήθηκαν μες στων νεκρών τα μάτια. Αυτή η κεντρική οδός αδιαφορεί στις φλόγες και στο αίμα Γελάς κι η υπεροψία της καπνίζει Βουλιάζεις στη μονοτονία της ασφάλτου Τα βιαστικά σου βήματα, λαβύρινθος θανάτου. Δέστε σκοινιά να κρατηθώ μέσα στις μνήμες Με τ’ άσπρα δέντρα και τις πορφυρές σκιές, Πάνω στα στήθη των ωραίων αγαλμάτων Στη χάλκινη ακινησία των αλόγων Μες στα χαμόγελα γυμνών παιδιών Που σαν κοράλλια απολιθώθηκαν στην αγκαλιά της. Τι ωφελούν τα σιντριβάνια Μέσα στη δυναστεία των ανέμων; Η φωνή μου χάνεται στις φωνές του πλήθους, Στα πέτρινα σπίτια, στους κρότους των μηχανών. Πίσω απ’ τα κάγκελα οι θησαυροί, Σκόνη πυκνή κι αμείλικτη σαν τελευταία κρίση. Μακριά, με δροσερό κρασί Και το πουλί της Άνοιξης στα ουράνια. Μακριά! Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας. Κοραλία Θεοτοκά

[303]


Η Λιλή Ιακωβίδου (1902-85) το γένος Πατρικίου ήταν θεατρική συγγραφέας και ποιήτρια.

Το λέει και το τραγούδι O ζωντανός ο χωρισμός, το λέει και το τραγούδι παρηγοριά δεν έχει, από την ώρα που 'φυγες έχει βουρκώσει ο ουρανός κι η θλίψη σιγοβρέχει. Παρηγοριά έχει ο θάνατος, το λέει και το τραγούδι και λησμοσύνη ο χάρος, πέτρα που δε μετακυλά κι ασήκωτο μολύβι του χωρισμού το βάρος, το βάρος. Kοιτάζω την εικόνα σου, παιδί μου αγαπημένο παρηγοριά για να βρω και το γλυκό χαμόγελο της ζωγραφιάς σου κάνει τον πόνο μου πιο μαύρο. Η αγάπη πάντα είναι διπλή, το λέει και το τραγούδι μα ο καημός περισσός, άξαφνα μες στη μοναξιά πληγώνει και τρομάζει σαν ψέμα και σαν μίσος, σαν μίσος. ………………………………. O ζωντανός ο χωρισμός, το λέει και το τραγούδι παρηγοριά δεν έχει, από την ώρα που 'φυγες παιδί μου αγαπημένο ο νους μ' εσένα τρέχει. Λιλή Ιακωβίδου

[304]


Ο Ίβυκος (ή Ίβυκος ο Ρηγίνος) ήταν λυρικός ποιητής από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας. Η ακμή του τοποθετείται στα μέσα του 6ου αιώνα π. Χ., στην εποχή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, αφού στην αυλή του έζησε πολύ χρόνο. Παρότι προερχόταν από αριστοκρατική γενιά, ο Ίβυκος προτίμησε να φύγει από την πατρίδα του και να επισκεφθεί διάφορες χώρες. Στον Ίβυκο αποδίδονταν επτά ποιητικά βιβλία, από τα οποία όμως διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ακέραιοι βρίσκονται σήμερα μόλις 40 στίχοι του. Από τα ποιήματά του σημαντικότερα θεωρούνται τα ερωτικά, για την πρωτοτυπία και το θερμό τους συναίσθημα

Αποσπάσματα Την άνοιξη οι κυδωνιές ανθίζουν, ρουφούν το νερό των ποταμών, εκεί στον απάτητο Νεραϊδόκηπο. Κάτω από τα ισκιερά αμπελόφυλλα αρχίζουν να γρομπιάζουν τα σταφύλια. Ο Έρωτας ο δικός μου δεν κοιμάται ολοχρονίς. Βοριάς Θρακιώτης σηκώνεται από την Κύπριδα και αστραποβολεί αδίστακτος, σκοτεινός λυσσομανά και συνταράζει την καρδιά μου σύρριζα. Ίβυκος (μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)

*** Και να που ο Έρωτας κάτω από σκούρες κοιτάζοντάς με βλεφαρίδες με τα μάτια του με λιώνει και με γητειές ποικίλες στ’ ατελείωτα δίχτυα της Κύπριδος με ρίχνει. Τον βλέπω να ‘ρχεται και τρέμω σαν άλογο που με βραβεία πολλά τιμήθηκε και τώρα στα γεράματά του ζεμένο πάλι στο ζυγό αθέλητα μπαίνει στο στίβο κοντά σε άλλα γρήγορ᾽ άρματα ν’ αγωνιστεί. Ίβυκος (μετάφραση Ι. Δημητρίου)

[305]


Ο Ιππώνακτας (6ος π. Χ. αι.) ιαμβικός ποιητής από την Έφεσο, έζησε εξόριστος, φτωχός και ανάπηρος στις Κλαζομενές. (Οι ίαμβοι ήταν σκωπτικά ποιήματα, με ρίζες στις τελετουργικές βωμολοχίες των εορτών του Διονύσου και της Δήμητρας). Θεωρείται ο εφευρέτης της παρωδίας και του τροχαϊκού τετράμετρου. Φημιζόταν για ην δηκτική του σάτιρα.

Σατιρικοί στίχοι # Εφώναξε της Μαίας το γιο κι αφέντη της Κυλλήνης: «Ε, σκυλοπνίχτη Ερμή που λυδικά σε λεν Κανδαύλη, των κλεφταράδων σύντροφε, να με βοηθήσεις έλα». # Ερμή, καλέ μου Ερμή, παιδί της Μαίας, απ’ την Κυλλήνη προσπέφτω σου γιατί πολύ, πάρα πολύ κρυώνω. # Του Ιππώναχτα πουκάμισο δώσε του και καπότα, και σάνταλα κι ολόμαλλα τσουράπια κι ως εξήντα χρυσά εικοσάδραχμα για την κακιά την ώρα. # Γιατί δε μου ΄δωκες εμένα την καπότα το γιατρικό του κρύου μες στο χειμώνα; μήτε έκρυψες τα πόδια μου μες σε τσουράπια χοντρά, να μη μου σκάζουν οι χιονίστρες; # Σε μένα ο Πλούτος – επειδή στραβός είναι περίσσα καθόλου, ελθόντας σπίτι μου, δεν είπε: «Ιππώναχτά μου σου δίνω κατοστάρικα τριάντα ολασημένια κι ακόμα άλλα πιο πολλά», επειδή μυαλό δεν έχει ο δόλιος. (Μετάφραση: Ηλ. Βουτιερίδης)

[306]


Ο Αλέξανδρος Ίσαρης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1941. Είναι ζωγράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και ποιητής

Εμπιστεύομαι Εμπιστεύομαι τη θάλασσα Αυτή πάντοτε θα με δέχεται Στην αγκαλιά της. Εμπιστεύομαι το θάνατο Ξέρω πώς θα ‘ρθει. Εμπιστεύομαι τη μουσική, τον ήλιο Το όνειρο που συντροφεύει. Εμπιστεύομαι την Μποβαρύ, τον Άμλετ Τον Ροβινσώνα, την Ιοκάστη Κοντά μου θα' ναι ως το τέλος. Εμπιστεύομαι τη νήσο Τήνο, τον Μολδάβα Το Βερολίνο της μνήμης. Τους πεθαμένους εμπιστεύομαι Που κολυμπούν σε μαύρο φως γαλάζιο Το σώμα της μιας νύχτας. Εμπιστεύομαι τ' αγάλματα, τα πνεύματα Τον σκύλο, την πέστροφα, την πεταλούδα. Τη βάρκα, την εκκλησία, τον ουρανό που τα σκεπάζει. Τη νύχτα, το δροσερό νερό, το άστρο Αφροδίτη. Το χρόνο, το πένθος, αυτήν που κλαίει. Τη λήθη, την ανατολή, τη μέρα. Δεν εμπιστεύομαι τον φίλο που χαμογελά Κι αιώνια αγάπη μου προσφέρει. Αλέξανδρος 'Ισαρης

[307]


Το χρώμα του χρόνου Σηκώνω το χέρι μου κι ύστερα πέφτει Στο νου βυθίστηκε Το δάχτυλο της χθεσινής ημέρας. Το χέρι βουλιάζει Πέτρωσε το η αγάπη, πάει. Εσύ από ψηλά μη με κοιτάς. Ντρέπομαι για τη φτώχεια μου στο μέλλον Να τριγυρνώ δίχως σκιά. Σηκώνω το χέρι μου βλέπω τα δάχτυλα ν' αχνίζουν στον αέρα Σε χρόνο άχρωμο με την ανάσα μου γεμάτη ρίζες. Πέρα απ' το χέρι μου καμένα κτίρια Άνθρωποι, σκυλιά, πέρδικες, ποντίκια. Πίσσα στο βάθος πυρκαγιά και βρόμα. Χώνω τη γλώσσα μου στο στόμα σου κι απ' το πολύ φαρμάκι κλαίω αίμα. Θρύψαλα ο άνεμος τα βράχια τρέμουνε Βραδιάζει. Κουλουριασμένη η ψυχή και χθες Και το πρωί κουλουριασμένη πάλι. Θαυμάζω τα φτερά Σφίγγω στην αγκαλιά το ποίημα Πράσινα φυτρώνουν τα νερά Χώμα στα χέρια μου ταφή Το δέντρο αργεί να μεγαλώσει Πέφτουν τα φύλλα. ……………………………….. Μικρές στιγμές κι άλλες στιγμές ο χρόνος δεν τελειώνει. Ξεραίνονται τα πρόσωπα αυτός τα παίρνει Σβήνει το αίμα καίγεται η πνοή Για ν' αποκτήσει σάρκα σκελετό Καρδιά βλέμματα κλέβει. Το χθες ξεθώριασε το αύριο γυαλίζει Φύρανε το κορμί μου ξάπλωσε καταγής Τραγούδι σιγανό αρχίνησε στο δάσος. Αλέξανδρος 'Ισαρης [308]


Ο Λίνος Ιωαννίδης γεννήθηκε το 1972 στη Λευκωσία. Από το 1977 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, Γράφει ποίηση και θέατρο.

Οι λέξεις Χωρίς τον ουρανό θ’ αρπάξουν τον ορίζοντα πιο πέρα θα τον ανάψουν ζωντανό και θα τον κάψουν μέρα χωρίς τον ουρανό ολόκληρο το σύννεφο θα ρίξουν το μισό μέσα θα σκάψουν το νερό να τρέξουν οι ανάσες Θα βρουν τον ύπνο να κοιμάται στο χαρτί με τις εικόνες του με τη σιωπή του θα δοκιμάζουν ακόμα όνομα οι λέξεις

Το χρώμα των κρίνων Ευώδιαζε ο ύπνος άνθιζε το σύννεφο υγρό άνοιγε άπλωνε ένα σεντόνι βρεγμένα κρίνα στο λαιμό της Έσταζε το σύννεφο ο ύπνος στο λαιμό της έγερνε το καλάθι με τα κρίνα έγερνε κι έσταζε χρ’ωμα κι έφεγγε χρώμα βαθύλευκο βαθύ το καθαρό της μέρας. Λίνος Ιωαννίδης [309]


ΧΙΟΝΙΖΕ ἡ γιορτινή λεωφόρος. Το έδαφος από στρωμένο χαλάζι άχνιζε. Δέντρα ανέβαιναν, άνθιζαν ψηλά κι ανάβλυζαν θερμές πηγές στους ορόφους. Πάνω από τα νερά και τα κύματα κατέβαιναν γυναίκες κι άπλωναν τα μαλλιά και τα ρούχα τους. Ζώα οδηγούσαν τα νεογέννητα παιδιά μέσα στο πλήθος. Ἡ μέρα έλαμπε στα κρυστάλλινα όργανα των ήχων και τους φανοστάτες, στα βλέφαρα των τυφλών με τα χρυσά οράματα. * ΜΕ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΕΣ τις φωνές τους τα σώματα περνούν ανάμεσα σε κολόνες και δέντρα. Ζώα κομψά προχωρούν κι όργανα πνευστά αστράφτουν. Άνθρωποι ψηλοί, γονείς με τα παιδιά τους, περνούν ανάμεσα σε αγάλματα και πίδακες. Σύννεφα φέγγουν τους ανάγλυφους ίσκιους στα κτίρια κι από τις ρωγμές λευκά φυτά ανεβαίνουν τους τοίχους. Δέντρα χειμερινά φυσούν, διάφανα πουλιά ακούγονται να μιλούν, γεμίζουν με ψίθυρους τον αέρα, ακούγονται ονόματα. * ΒΟΥΛΙΑΞΕ και χάθηκε μαζί τους το νερό. Στέγνωσε και πύκνωσε το κορμί των αγαλμάτων. Τα λυγερά τους σώματα βρίσκονται στα θεμέλια. Σε κλειστά δωμάτια μιλούν. Λένε διψούν. Μέσα φυτεύουν δέντρα με πουλιά. * ΕΡΗΜΑ σπίτια κι αστραφτερά χαλάσματα, οι αψίδες, οι κίονες, τα κτίσματα και ο ψηλός ο θόλος με τις φυσιογνωμίες των άγνωστων ανθρώπων. Τραγούδια μορφολογούσαν τα ονόματα τους. Τα στρώματα του αέρα ως τώρα στεγνώνουν τα ρευστά μέλη των σωμάτων τους. Κάποτε σαλεύουν. Σκύβουν το πρόσωπο, πατούν κι επιστρέφουν στο έδαφος. * ΕΣΜΙΓΑΝ οι φωνές στην άκρη της πόλης με τα ορμητικά ρεύματα. Ξέβαφαν τα μάτια στη βροχή, έσταζαν στα πόδια που ριγούσαν. Τα λόγια επέμεναν. Ψάρια βαριά ανέβαιναν τους καταρράχτες, τα χρώματα βάθαιναν στα νερά, το τοπίο ωρίμαζε και τίποτα δεν άλλαζε από τότε. Λίνος Ιωαννίδης

[310]


Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-85) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες της μεταπολεμικής εποχής. Έγραψε δυο συλλογές ποιημάτων και πολλά πεζογραφήματα και δοκίμια.

Ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι Τον ξέρετε μήπως τον Ρασκόλνικωφ; Ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι· εγώ τυχαία τον γνώρισα στο δρόμο. Ίσως τον συναντήσω κι απόψε στα λευκά σοκάκια μας να χτυπάει το κουδούνι πάλι καμιάς ξύλινης πόρτας «Πώς πάνε τα μαθήματα;» Το μόνο. Και τίποτε, μα τίποτε, για το λεπτό μας ζήτημα. Γιώργος Ιωάννου

[311]


Ο Ίων ο Χίος (490-422 π. Χ.), από τη Χίο, ήταν αρχαίος Έλληνας τραγικός και διθυραμβικός ποιητής της κλασικής περιόδου. Ασχολήθηκε και με άλλα είδη ποίησης, καθώς και με την πεζογραφία, γράφοντας στην ιωνική διάλεκτο. Σώζονται έντεκα τραγωδίες του.

Ελεγεία Χαρά στο βασιλιά, σωτήρα και πατέρα μας. Και ας μας αναμείξουν οι οινοχόοι έναν κρατήρα και ας γεμίσουν από εκεί τα ασημένια ποτήρια, ενώ το χρυσό γεμάτο με το κρασί των χεριών ας τα νίψει χύνοντάς το στο έδαφος, κι αφού κάνουμε αγνή σπονδή στον Ηρακλή και την Αλκμήνη, στον Προκλή και τους απογόνους του Περσέα, έχοντας ξεκινήσει από το Δία, ας πιούμε κι ας παίξουμε, αφήνοντας το τραγούδι να διαπεράσει τη νύχτα. Ας χορέψει κάποιος· εκούσια ξεκίνησε τη φιλική κι ευχάριστη συναναστροφή. Και όποιον τον περιμένει μια όμορφη θηλυκή σύντροφος της κλίνης, εκείνος ας πιεί πιο γενναία από τους άλλους. Ίων ο Χίος

[312]


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) από την Αλεξάνδρεια, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας. Αν και προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, δεν ευτύχησε τελικά να το πάρει.

Κεριά Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμμένα χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κοιτάζω τ' αναμμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν. Κωνσταντίνος Καβάφης

Ομνύει Ομνύει κάθε τόσο Αλλ΄ όταν έλθ’ η νύχτα με τους συμβιβασμούς της Αλλ΄ όταν έλθ’ η νύχτα Του σώματος που θέλει και μοιραία χαρά, χαμένος,

ν’ αρχίσει μια πιο καλή ζωή. με τες δικές της συμβουλές, και με τες υποσχέσεις της με τη δική της δύναμι ζητεί, στην ίδια ξαναπηαίνει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

[313]


Ουκ έγνως Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος. Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ' εμάς τους Χριστιανούς. «Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως. Ένας γέρος Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμμένος στο τραπέζι κάθεται ένας γέρος, με μιάν εφημερίδα μπρος του χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμη και λόγο κι εμορφιά. Ξέρει πως γέρασε πολύ, το νοιώθει, το κοιτάζει. κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό! Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλα! την ψεύτρα που έλεγε: Αύριο, έχεις πολύν καιρό. Θυμάται ορμές που βάσταγε’ και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώση κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. …Μ’ απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. Κωνσταντίνος Καβάφης

[314]


Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.) Πολίτου εντίμου υιός - προ πάντων, ευειδής έφηβος του θεάτρου, ποικίλως αρεστός, ενίοτε συνθέτω εν γλώσση ελληνική λίαν ευτόλμους στίχους, που τους κυκλοφορώ πολύ κρυφά, εννοείται θεοί! να μην τους δουν οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντεςστίχους της ηδονής της εκλεκτής, που πηαίνει προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη. Κωνσταντίνος Καβάφης

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’ ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης [315]


Περιμένοντας τους Βαρβάρους -Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. -Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε -Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν. -Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα; - Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα. - Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους. - Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες. - Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. [316]


Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. Κωνσταντίνος Καβάφης

Η διορία του Νέρωνος Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό. «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται». Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί. Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή είν' η διορία που ο θεός τον δίδει για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους. Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο, αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξίδι αυτό, που ήταν όλο μέρες απολαύσεωςστα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια... Των πόλεων της Αχαΐας εσπέρες... Α, των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων... Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί, ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.

Τείχη Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. [317]


Κωνσταντίνος Καβάφης

Φιλέλλην Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει. Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής. Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό· εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν. Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά· όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης— μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη — αλλ’ όμως βέβαια τιμητική. Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος· κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος. Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις (Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί) μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ, να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην. Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς. Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί, και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι. Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

Στου καφενείου την είσοδο Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο. Κ' είδα τ' ωραίο σώμα που έμοιαζε [318]


σαν απ' την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Ερως – πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά· υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα· πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο κι αφίνοντας απ' των χεριών του το άγγιγμα ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τρώες Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων· είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά. Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.-Είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά, κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε. Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται· ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει· κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα. Πικρά για μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

[319]


Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στην Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Ήταν ναυτικός ταξίδεψε πολύ και παράλληλα έγραφε ποιήματα, μεταφέροντας σ’ αυτά τις εμπειρίες των ταξιδιών του.

Η μαϊμού Κάποτε, σ' ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού, δίνοντας μια πολύχρωμη, μεταξωτή γραβάτα σ' έναν αράπη, μια μικρή αγόρασα μαϊμού με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα. Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά, ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη μα σαν πέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή κι ώρες πολλές στον ωμό μου ξεχνιόταν καθισμένη. Στα πόρτα τις αγόραζα μπανάνες και γλυκά κι έξω μ' ένα μικρό σκοινί την έβγαζα δεμένη κι αφού σ' όλα καθόμασταν και πίναμε τα μπαρ στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι. Κάποια φορά που πήγαινα μαζί της σκεφτικός εξέφυγ' απ' τα χέρια μου χαρούμενη και πάει. Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: Να σιωπάει. Μα είχε κι απ' την ύπουλη καρδιά της γυναικός. Νίκος Καββαδίας

A bord de l’ ‘Aspasia’ [320]


Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία, πάντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη απ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία. Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν, μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες. Σ' ότι σού ‘λεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθες πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες. Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε, είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου : "Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται, με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!" Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω. Κ' εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα, λέω : πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω. Νίκος Καββαδίας

Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε, στην καμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει, κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε. Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει. Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει, πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης, και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά. - Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις. Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει, και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά, με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει. Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά. [321]


Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια Νίκος Καββαδίας

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1886-1962) το γένος Αλεξίου, από το Ηράκλειο Κρήτης, έγραψε θέατρο, μυθιστόρημα και ποίηση. Το 1911 παντρεύτηκε τον Νίκο Καζαντζάκη.

Η Πόρνη Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό... Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη... Ο τόπος μου ποιος ήταν; Ποιοι οι δικοί μου; Αν ξέρω, ανάθεμά με! Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα... 'Ως κι οι αθώοι χρόνοι οι παιδικοί μου θολές σβησμένες ζωγραφιές κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου! Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες και τ’ αύριο απ’ το σήμερα θε να ‘ναι... Φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισιές κι οι πολισμάνοι να με τραβολογάνε... Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει, αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού κι ενέσεις 606. Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι όλη η ζωή μου του χαμού... Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω: εικόνα σου είμαι, Κοινωνία, και σου μοιάζω.

Άγνωστη ερωμένη Ποτές μου δε βουλήθηκα να μάθω κι ούτε στιγμή μ’ αντίσκοψεν ο φόβος μην και δεν είναι σα πως μου τη φέρνει η αντρίκια αποθυμιά μου μπρος στα μάτια. [322]


Λογιάζω την ειδή της να ΄ναι κρίνα που χλωμοφέγγει στης αυγής την πάχνη και του φωτός ακόμα η πρώτη αχτίδα δεν άγγιξεν την άσπιλη ασπράδα’ και λέω πως το κορμί της θα θυμίζει μικρούλα λεύκα που γλυκαπαντέχει μαζί με τ’ Απριλιού το ζεστό χάδι το αηδόνι απά στο νιόλουβο κλαδί της πρώτη φορά να γλυκοκελαδήσει. Γαλάτεια Καζαντζάκη

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) από το Ηράκλειο, είναι γνωστός κυρίως ως πεζογράφος. Παράλληλα έχει γράψει αρκετά θεατρικά και ταξιδιωτικά έργα και έχει μεταφράσει Όμηρο, Δάντη και Γκαίτε. Όμως το έργο του Οδύσσεια (αποτελεί τη συνέχεια της ομηρικής) είναι ένα μνημειώδες έπος 33.000 δεκαεπτασύλλαβων στίχων, τον κατατάσσει ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Το 1957 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, αλλά δεν του απονεμήθηκε, κυρίως γιατί αντέδρασαν οι συνήθεις εθνικόφρονες κι ελληναράδες (βλέπε Σπύρος Μελάς και άλλοι).

Η Οδύσσεια (του Καζαντζάκη) Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου, αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω, όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας. Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται και την τσιμπολογούν τα πνέματα και τα πουλιά του ανέμου· ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας! …………………………………………………………………………… Πολλώρα εκράτουν τα ματόφυλλα κλεισμένα και χαιρόμουν σαν πλάνο αδονολάλημα τη γης και τη ζωή του ανθρώπου· μα ο νους λαχτάρησε, κι ακράνοιξα τ’ αναπαμένα μάτια· κοπέλες παίζαν στη στρωτή γιαλιά με τα μαλλιά λυμένα, φλογάτα μήλα ανάριχναν στο φως και, μακραλαφροπόδες, τ’ αδράχναν πεταχτά, και ξάστραφταν ορθοί οι λαιμοί στον ήλιο. Και μες στις κοπελιές, δροσόκορμη γλυκιά βασιλοπούλα, με αναδετά μελόχρουσα μαλλιά στο νιόλουστο κεφάλι, γυμνή καμάρωνε τις βάγιες της στην αμμουδιά να παίζουν. Ορκίζουμαι, τα κοσμογύριστα χορτάτα ετούτα μάτια, [323]


που αξιώθηκαν να δουν αθάνατες γυμνές στα περιγιάλια, κορμοστασιά πιο βεργολυγερή δε χάρηκαν ποτέ τους· σαν ήταν δεκατέσσερων χρονών, όμοιο, θαρρώ, θ’ ανθούσε μες στις βαθιές δροσάτες καλαμιές το σώμα της Ελένης. Κι είπα λαχταριστά μες στ’ αρμυρά του σωθικού θαλάμια: «Καλό πολύ ’ναι τούτο το κορμί να μου βυζάξει αγγόνια!» ……………………………………………………………… Μπρος στο καλύβι του σκυφτός καθόταν γέρος και λυγούσε σκιστά νωπά καλάμια κι έπλεκε βαθουλωτό κοφίνι. «Ώρα καλή, θαμάζουμαι, παππού, το ροδομάγουλό σου, τα λυγερά, πιτήδεια χέρια σου και τα χλωρά σου γέρα· πεινώ, μεγάλος ο Θεός και το καλό γοργοπλερώνει!» Σηκώθη ο γέρος, πανωκαύκαλο κουλούρα κριθαρένια και τάσι απίθωσε δροσιό νερό στις ανοιχτές παλάμες. «Φτωχός ο κάβουρας, μα βασιλιάς στην τρύπα του λογάται· ψωμί, νερό, καλή καρδιά, βασιλικά ’ναι δώρα, ξένε!» είπε και κουκουβίζει πάλε αργά στα καλαμόπλεχτά του. Χαμήλωσε στο χώμα ο βασιλιάς κι άρχισε αγάλια αγάλια σαν αγαθό θεριό να μασουλάει στης γριάς ελιάς τον ίσκιο· και σύντας χόρτασε, με αχνόγελο γυρνάει κατά το γέρο: «Καλό ’ταν το ψωμί, και μου ’δεσε, παππού, τα κόκαλα μου· καλό ’ταν το νερό, και δρόσισε το σπλάχνο μου ως τη ρίζα· μα δώρο εγώ ποτέ δε δέχτηκα ξεπλέρωτο —και τώρα δε θ’ ασκωθώ πριχού για αντίμεμα καλό σου πω μαντάτο. Γέρο, ψηλά τ’ αυτιά σου τρούλωσε και μην κατατρομάξεις άραξε οψές στην πατρική του γης ο φουμιστός Δυσσέας!» ………………………………………………………………… Νύχτα μου, το αστροπασουμάκι σου χρουσό μαργέλι θέλει, θέλει μικρή κοπέλα απάρθενη με τα λιγνά δαχτύλια, να κουκουβίσει απά στα χώματα, να το περιξομπλιάσει. Περίχειλα τ' αστέρια τ' ουρανού, στη μέση το παλάτι και στην κορφή κορφή του παλατιού, στου βασιλιά την τρούλα. μικρό πουλί ν' ασκώνει το λαιμό τον καταματωμένο. Αηδόνι να ’ν’ γλυκό το θώρι του, βραχνού βαλμά η φωνή του: «Φάτε και πιέτε τον περίδρομο, στο χώμα κατεβείτε, και να ’ναι, Θε μου, τούμπανο οι κοιλιές και τρίδιπλοι οι λαιμοί σας, να κολυμπήσουν μες στα ξίγκια σας και να φραθού οι σκουλήκοι! Αχ, το σγουρό σγουρό χειλάκι σας και το σμιχτό σας φρύδι κι ο κόρφος σας ο τραγανός, ο μοσκοχνουδωτός, κεράδες! Νύχτα μου, το αστροπασουμάκι σου πώς θα τα συνεπάρει!» Έτσι βογκούσε το καλό πουλί στου παλατιού την τρούλα· μα 'ναι γιομάτα χώματα τ' αυτιά του ανθρώπου, δε γρικούνε, και το καλό πουλί πετάει γοργά, να μην το κάψου οι φλόγες. [324]


Νίκος Καζαντζάκης

Η Ρούλα Κακλαμανάκη (1935-201) από τον Πειραιά ήταν ποιήτρια.

Η Μαρία κι ο βράχος Μαρία, γέλασε. Από μικρή σου το ‘λεγα Γέλα Μαρία. Γέλα. Να ‘τος ο βράχος. Γκρίζος, ολότελα αδιάφορος. Φαλακρός. Αγκάλιασε το βράχο. Κι ίσως – πού ξέρεις; να ‘βρεις και κυκλάμινα ανάμεσα στις χαραμάδες του.

Η νέα Λεόντιον Ήταν η Λεόντιον, η ωραία εταίρα, η αγαπημένη φίλη του Επίκουρου Τα μαγικά της δάχτυλα χειραφετούσαν τους άνδρες, πλήθος άνδρες. Τους μετρούσε, τους διάλεγε, τους έδινε ένα διακοσμητικό κλειδί: Τι ανοίγεις με τούτο; - τους έλεγε. Ανάλογα με την εξήγηση, τους κράταγε και θέση στην καρδιά της Ήταν ακόμα νέα κι άνισα αγαπούσε. [325]


Αμετανόητος …Έπειτα είδε πως τα περιστέρια ταξίδευαν σ’ ένα ορίζοντα πολύ μακρινό κι αποφάσισε να μείνει νέος και να περιμένει. Ρούλα Κακλαμανάκη

Ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη), γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920 και πέθανε το 2010. Έχουν εκδοθεί περίπου είκοσι ποιητικές του συλλογές.

Ρήγμα στον κρόταφο Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου το εμβαδόν ; Με τι άλλο . Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία απ' της γενιάς μου όλα τα έναστρα τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα όλα σπάνιες πέτρες να φύγει ο κόμπος στο λαιμό. Ο πλανήτης έτριζε με τις περήφανες σιωπές μου τα συνομήλικά μου σχήματα τις φωταψίες τα μανάλια που ακόμα φέγγουνε όλα σ' εκκλησιές κρυφές. Όμως το ρήγμα στον κρόταφο απ' τη ριπή σου πίκρα εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση [326]


στον κρόταφο. Έκτωρ Κακναβάτος

Όπως ο Αίας Ανάμεσα σε πέτρες που δεν είδανε τον ίσκιο τους ποτές που δεν ακούσαν τη φωνή του τόσο υψίσυχνη στα φωνηεντόληκτα, είπα : Κλείστε τις ποριές, όχι άλλοι «σωτήρες» μεσολάβησαν τα Τρωικά. Ο λόγος μου δίχως πια τα άμφιά του, γυμνός όπως η πότνια βάτος αναθρώσκοντας τα που του σφίγγανε το υπογάστριο “ιερά, εθνικά' και άλλα τέτοια χάχανα χύθηκε κατεπάνω στο μαχαίρι του όπως ο Αίας. Άλγεβρα Πέρα κατά τη δημοσιά φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός ως τα μεσούρανα Δεν άργησε πολύ Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό το χουγιατό της [327]


Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη η εξίσωση.

Σχέδιο για άλλοθι Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα κομμένο στα τέσσερα μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο έχω παιδιά να θρέψω θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι θέλουν τα ποντίκια μου τυρί την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου και βρέχει.

Ο Βασίλης Καλαμαράς (1949-2004) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν ποιητής και μεταφραστής. Έχουν εκδοθεί περισσότερες από δέκα ποιητικές του συλλογές.

Arbeit macht frei ARBEIT ARBEIT ARBEIT MACHT MACHT MACHT FREI FREI FREI Ο Γότθος ιππότης Με μια σιδερογροθιά Αρπάζει την υδρόγειο Μπεάτα ή όπως αλλιώς Σε λένε ομορφιά Καμένη σάρκα [328]


Στάχτες Ο Γότθος ιππότης Με τον σταυρό Ευλογεί την Ευρώπη Με τον σταυρό Πυροβολεί Με τον σταυρό Δολοφονεί Σταυροφόρος Οπως Δολοφόνος Το συννεφάκι είναι Ακρως ελληνικόν Καθόλου μαύρο Καθόλου ιπποτικό Καθόλου δουλικό Είναι σημερινό Και χθεσινό και Τού μέλλοντος θα έρθει ο Ο Μέγας Ειρηνικός Ωκεανός Να πνίξει στα φιλιά Τα υπερωκεάνια Να χαϊδέψει Μετά κυμάτων Τους πνιγέντες Ο πνιγμός δεν είναι μεταφορά Δεν σηκώνει ρητορικά σχήματα Δεν καλολογείς με τον θάνατο Όταν το σώμα πεθαίνει Στέκεσαι σε στάση προσοχής Και αποχαιρετάς τους πεθαμένους Τους πρώτους και τελευταίους Νεκρούς Στην ερώτηση: Και τους νεκροζώντανους; Όχι αυτούς Αυτοί μάς πίνουν το αίμα Βασίλης Κ. Καλαμαράς

[329]


Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) από τη Ζάκυνθο ήταν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 19ου αιώνα. Έγραψε θέατρο και ποίηση.

Η λύρα ……………….................................

Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα! Χαίρε Αυσονία, χαίρε και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια· [330]


ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει. Της Ζακύνθου τα δάση, και τα βουνά σκιώδη, ήκουον ποτέ σημαίνοντα τα θεία της Αρτέμιδος αργυρά τόξα. Και σήμερον τα δένδρα και τας πηγάς σεβάζονται δροσεράς οι ποιμένες· αυτού πλανώνται ακόμα η Νηρηίδες. Το κύμα ιόνιον πρώτον εφίλησε το σώμα· πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι εχάιδευσαν το στήθος της Κυθερείας. Κι όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτη, και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα· Φιλεί το ίδιον κύμα, οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι, το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων άνθος παρθένων. …………………………………….. Ανδρέας Κάλβος

Εις Σάμον Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. [331]


Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κ' επνίγη θαλασσωμένος· Αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος.Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε φρικτόν τον τάφον. Εάν φιλοτιμούμεθα 'να την ξαναποκτήσωμεν μ' ίδρωτα και με αίμα, καλόν είναι το καύχημα της αρχαίας δόξης. Ανδρέας Κάλβος

Ο Καλλίμαχος (310-240 π. Χ.) από την Κυρήνη, έζησε στην Αλεξάνδρεια, στην αυλή των Πτολεμαίων. Ήταν ποιητής και επιγραμματοποιός. Το σημαντικότερο έργο του είναι Η κόμη της Βερενίκης. Το έγραψε για να κολακέψει τη βασίλισσα Βερενίκη. Σώθηκε μόνο σε λατινική μετάφραση. Η Βερενίκη

Η κόμη της Βερενίκης Εκείνος που του Απείρου είδε τα φώτα και ξέρει πότε βγαίνουν, πότε σβήνουν, πως ο Ήλιος σκοτεινιάζει και τ' αστέρια στους γύρους των ωρών αλλάζουν δρόμους ……………………………………………… είδε κι εμέ ψηλά στον ουράνιο φέγγος, λαμπρόμορφη της Βερενίκης κόμη. Υψώνοντας δεητικά τα χέρια [332]


εκείνη στη θεά μ' έκαμε τάμα όταν ο βασιλιάς νιόγαμπρος πήγε πολεμιστής στων Ασσυρίων τις χώρες, αφού έστησε στης παρθενιάς τη νίκη ερωτικά τρόπαια μια νύχτα μόνο. Οι νιόνυφες μισούν την Αφροδίτη; ή σβήνουν τη χαρά ψεύτικα δάκρυα που θλιβερά στο θάλαμο σταλάζουν; Μα τους θεούς αληθινά στενάζουν, το ξέρω απ’ της βασίλισσας τους θρήνους στη σκληρή μάχη ο άντρας της σαν πήγε. Την κλίνη που ερημώθηκε πενθούσες ή για το χωρισμό γλυκού αδελφού σου; Η ερωτική θλίψη βαθιά σε λιώνει κι ο πόθος την καρδιά πικρά σπαράζει αλλόφρενη το νου σαν να’ χεις χάσει! ……………………………………………. Λησμόνησες το έργο το φημισμένο που σ' έκαμε του βασιλιά γυναίκα και κανένας δεν τόλμησε παρόμοιο; Τον άντρα θλιβερή αποχαιρετούσες και με τα κρινοδάχτυλά σου χέρια εσφούγγιζες τα δακρυσμένα μάτια! Ποιος τάχα θεός τόσο να σ' έχει αλλάξει! Και για το γυρισμό του ποθητού σου στους αθάνατους μ' έχεις κάμει τάμα με όρκους και με σπονδές από αίμα ταύρων. Εκείνος, πριν πολύς καιρός περάσει, υπόταξε στην Αίγυπτο τις χώρες της Ασίας κι εγώ για τα έργα τούτα στων άστρων το χορό ψηλά πηγαίνω για να λύσω των όρκων της το χρέος. Βασίλισσα, μ' έκοψες άθελά μου στο ξανθό σου σ' ορκίζομαι κεφάλι, κι όποιος για σε ψεύτικους όρκους κάνει πικρά ας το ξεπληρώσει όπως το αξίζει! …………………………………………. Νιόνυμφες, τώρα που σας ζευγαρώνει γάμου λαμπάδα ποθητή, μη δώστε στους άντρες το κορμί, μην ξεγυμνώστε τα βυζιά σας, προτού για με σταλάξει [333]


μύρο ακριβό από σας που λαχταράτε, όσα προνόμια σε αγνή κλίνη πρέπουν. Μα όποια του γάμου πρόδωσε την πίστη η γη ας πιει την ακάθαρτη σπονδή της κι από ανάξιες δεν θέλω άπρεπα δώρα. Η ομόνοια μες στα σπίτια σας να μένει πάντα κι η αγάπη μες στ’ αγνά σας στήθια. Κι εσύ όταν τιμάς την Αφροδίτη, με γιορτινές λαμπάδες κάτου απ’ τ’ άστρα βασίλισσα με δέεσε μονάχα, μα σπονδές χύνε πάντα πλούσιων μύρων για κείνη και για μένα, Αχ! Να μπορούσα κόμη βασιλική να ξαναγίνω κι ο Ωρίωνας στον Υδροχόο ας φέξει. Καλλίμαχος (Μετάφραση : Μαρίνος Σγουρός)

Ο Καλλίνος ο Εφέσιος ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής. Έζησε και έδρασε τον 8ο αι. π. Χ. Με τα ποιήματά του εμψύχωνε τους συμπολίτες του να αγαπάνε την πατρίδα τους και να την υπερασπίζονται ηρωικά. Μερικά αποσπάσματα από το έργο του διασώθηκαν.

Στα όπλα, στα όπλα Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι; Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη; Ντροπή, που σας βλέπουν και οι γειτονικοί λαοί. Τόσο λίγο γνοιάζεστε για την πατρίδα; Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια, άδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας. .............................................................................. Χτύπα τον εχθρό, ως την τελευταία σου πνοή, [334]


Δόξα και τιμή να μάχεται ο άντρας τον εχθρό, να πολεμά για την πατρίδα, τα παιδιά και τη γυναίκα του. Θα ‘ρθει ο θάνατος όταν οι μοίρες κόψουνε το νήμα· αλλά τραβάτε εμπρός, τα δόρατα προτεταμένα με θάρρος στην καρδιά, από τις ασπίδες καλυμμένοι ευθύς ως ξεσπάσει η καταιγίδα του πολέμου. Είναι γραφτό: ο άνθρωπος του Χάρου δεν ξεφεύγει ακόμη και αν είναι η γενιά του θεϊκή. Πόσες φορές ξεφεύγοντας από της μάχης την αντάρα, Απ’ όπου ακούγεται φρικτή των όπλων η κλαγγή, στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου. Δεν αγαπά ο λαός της πόλης, δεν αναζητά το μαχητή που γύρισε από τη μάχη ζωντανός. Αν όμως σκοτωθεί, πλούσιοι και φτωχοί τον κλαίνε. Όλος ο κόσμος αναζητά τον ψυχωμένο άντρα όταν πεθάνει. Αν πάλι ζήσει, ημίθεος λογιέται. Σαν πύργος στα μάτια τους φαντάζει, γιατί και μόνος του ισοζυγίζει με πολλούς. Καλλίνος (μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)

Ο Άγγελος Καλογερόπουλος γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1959. Είναι εκπαιδευτικός και έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές.

Ελένη Ελένη φωνάζω διαβάζοντας τα ονόματα όλα. Δεν μένει τίποτα που να μη λύγισε στον άνεμο και τον καιρό. Δεμένη πάντοτε στο ομορφότερο ανάκλιντρο του παλατιού. Ελένη φώναζα όταν σου έλεγα καληνύχτα, ευχαριστώ πολύ. Ελένη φώναζα μες στο δικό μου δούρειο ίππο μα δεν υπήρχε Ελένη, ούτε Τρώες. Μετά ανάβοντας τσιγάρο σκεφτόμουνα πώς θα τα βόλευα [335]


τ’ άλλο πρωί.

Κάποτε έφυγα μακριά Υπήρξαν βράδια που έφυγα Και δεν ξέρω πού πήγα. Κάποτε έπεσα στο πάτωμα Κάποτε βρέθηκα σ’ ένα στασίδι και ξημέρωνε Κάποτε γύρισα σ’ ένα παγκάκι να δω τι άφησα Κοιμήθηκα γυμνός κάποτε σ’ ένα κύμα. Έπειτα ανέβηκα ψηλά κι έβλεπα σύννεφα ηλιόλουστα που συννεφιάζουν τα βουνά. Τον ίσκιο μου να τρέμει στα νερά. Φοβήθηκα τα’ αεροπλάνα ύστερα Οι νύχτες μου έμπαζαν νερά Κι έμεινα μόνος μ’ ένα πουκάμισο φιδιού στο πλάι μου. Κάποτε έφυγα μακριά Και δεν θα μάθουμε ποτέ πού πήγα. Άγγελος Καλογερόπουλος

Ο Γιώργος Καλοζώης γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1963. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Κύπρο. Γράφει ποίηση και τιμήθηκε δυο φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου.

Η Λήθη Ήρθαν όλοι επειδή τους κάλεσα, ο συνετός με τη σωφροσύνη του ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του ο προφήτης με το βουνό και την εκκλησία του ο ξυλουργός με τα πανύψηλα δάση του ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα τα μορφήματα και τους δεκάδες φθόγγους του [336]


ο τσοπάνος με το κοπάδι του αργότερα θα διαχώριζε τους αμνούς από τα ερίφια με τους σκύλους του πριν να διασταυρωθούν με τους λύκους μπροστά απ' αυτόν προηγούνταν ο αποδιοπομπαίος τράγος του τα μάλλινα ζεστά υφάσματα ήρθαν και η σπορά ήρθε και τα χιλιάδες σπέρματα και τα πουλιά με τα πετάγματά τους και κάποια από τα πουλιά με την ανίατη γρίπη τους ήρθαν και οι νεκροί με το κίτρινο χρώμα και τα μυρμήγκια επάνω στο σώμα τους κι αυτοί επειδή είχαν καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο κοινωνικοί ήθελα να τους αγκαλιάσω αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι συνοδεύονταν απ' τις αρρώστιες τους άλλοι από τους δολοφόνους τους κι η κυρία πληρότητα ήρθε και η φίλη της η κενότητα κι αφού μαζεύτηκαν όλοι η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα φάγαμε ουρανό και γη ήπιαμε απόσταγμα γνώσης καπνίσαμε πίπες και καμινάδες τζάκια και σόμπες Ύστερα τους κέρασα μελίσσια χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες ύστερα αφού πέρασε η πρώτη αμηχανία χορέψαμε με τις θύελλες και τις καταιγίδες απ' όλους η θάλασσα ήταν η πιο κινητική ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι ποταμοί τα στάσιμα νερά ήταν συνέχεια καθισμένα χόρεψα μ' αυτήν που δεν τη χόρευε κανείς με την ασχήμια όλοι μα όλοι φλέρταραν την ομορφιά πρώτοι και καλύτεροι οι πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το ρεύμα ενώ το χώρο φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι αστραπές κι οι δυνατές βροντές καθόριζαν την ένταση του ήχου Μόνο αυτή που αγαπούσα δεν ήρθε αυτής που το πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά θυμόμουν τις συμπεριφορές της [337]


τους τρόπους της όλα που ζήσαμε μαζί τα θυμόμουν τα μούρα με τα οποία έβαφε το στόμα της τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα ίδια με τα μάτια της τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν όπως τα τσαμπιά απ' τα κλήματα Μόνο αυτή που αγαπούσα έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν καλύτερα και θα 'ρχόταν όμως οι πίνακές μου οι μνημοτεχνικοί η λήθη είχε ζώσει με στέμμα λησμονιάς το ψηλό βουνό της αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις να το ανέσεις άμα το έχεις για κάποιον λόγο κατεβεί. Γιώργος Καλοζώης

Ο Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία και ίδρυσε τα περιοδικά «Τραμ», «Χάρτης» και «Το Τέταρτο». Είναι συγγραφέας και ποιητής

Το ασήμαντο νόμισμα Σε θυμάμαι να μπαίνεις με οργή παραμερίζοντας με το χέρι τις οθόνες της χαλκογραφίας και να κόβεις τα περάσματα αγέρωχα τινάζοντας με τη λεπίδα μια παράξενη αστραπή που χαμήλωνε τρίζοντας τα δίκαια στα πλευρά των ανθρώπων. [338]


Ύστερα πάλι να ανάβεις απότομα και μες στις λάμψεις να σου ξεμακραίνει ο κόσμος κοιτώντας τις σημαίες να ζυγιάζονται στο φως κι αδειάζοντας αργά-αργά μες απ' το βλέμμα σου το βουητό και τις ανάσες των ταγμάτων. Και σε θυμάμαι να ξεμένεις παγωμένος κι ολομόναχος πεσμένος στο άσπρο φύλλο γεμίζοντας το στήθος σου μ' ό,τι απόμενε κάθε φορά από το λιγοστό κενό σου στον αέρα κι από μέσα σου λέγοντας: να μην είναι ούτε και τούτη η φορά η τελευταία ώσπου ήταν. Και άφησες ξαγρυπνώντας τον Λέοντα να χαράξει το γένος σου στα θηρία της μοίρας τα χαμένα κοιτάσματα (το λαχνό της γενιάς μου) να τυπώσει στην όψη σου το ασήμαντο νόμισμα που γυρίζω στα δάχτυλα ένα-ένα μετρώντας τα λεπτά που μονάχα σ' απόμειναν στο ρολόι να χάσεις του κέρδους, εδώ πέρα που κάθομαι στα σκαλιά και μαζεύω μες στο τάσι τα κέρματα των νοημάτων που μ' ελεούσαν τόσα χρόνια οι άλλοι, ίσως ο τελευταίος που σε προκαλώ στη γλώσσα αυτή που τελειώνει κι ελπίζω κάπου να συναντηθούμε στα πεζοδρόμια της ιστορίας τελικά, να καθίσεις στο πλάι μου και ν' απλώσεις το χέρι να μαζεύουμε αμίλητοι τα τριζόνια του λόγου -συλλαβές και οράματαμυστικέ Μαρκομπότζαρη, στρατηγέ των Ελλήνων. Δημήτρης Καλοκύρης

Το πέρασμα Η λιγνή καμπύλη του μετώπου καθώς ο μήνας μπαίνει ένοπλος τεντώνοντας το στόρι [339]


στη βρεμένη αχτίδα του ήλιου, που λέει, και βλέποντας ο μήνας ένοπλος - στρατιώτης το σχήμα που τινάζεται ο νους μες στο φύλλο και ότι σπαράζει κι ο μήνας ήταν ένοπλος στρατιώτης και περνούσες το φεγγάρι κατεβαίνοντας Δημήτρης Καλοκύρης

Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στη Άρτα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων, ποιητής και στιχουργός περισσότερων από 70 τραγουδιών.

Το νερό των ονείρων Ήμουν βουνό ήσουν θάλασσα κι άλλο τρόπο δεν είχαμε να έλθουμε κοντά έκανες εσύ τα όνειρά σου βροχή και χιόνι κι έκανα τα όνειρά μου ρέματα και ποτάμια [340]


κι έτσι μένουμε δεμένοι με το νερό των ονείρων. Γιάννης Καλπούζος

Πρώτη νύχτα Να ‘μαι! Δύστροπο σκυλί, που αγριεύει, ημερεύει. ψάχνω μια κόλαση δική μου, ολόδική μου. Να με νανουρίσει, με εφιάλτες, με ύπνο ανήσυχο. Να με σκεπάσει με σεντόνια φωτιά. Μια φωτιά, που εκτινάσσει νύχτες. Καιόμενες νύχτες. Να ‘μαι! Βάτος που φλέγεται, στέργει να καεί. Με σκεπάζουν σελάχια, καπνοί δικοί μου, μόνο δικοί μου. Και υφαίνω στις στάχτες. Στις στάχτες μου. Υφαίνω στον αργαλειό του τσιγάρου μου. Ταξινομώ την ομίχλη. Να ‘μαι! Υφαντό ήχων. Αλαλάζοντα φωνήεντα. Έρποντα σύμφωνα. Ουρανίσκος. Ουρανός. Ουράνιος φθόγγος. Γήινος φθόγγος. Νικηφόρος γη. Γυαλί. Γυάλινος. Εύθραυστος. Σκόνη. Πολύγεννος βράχος. Στείρο χώμα. Να ‘μαι! παραμιλητό στις εκβολές της νύχτας. Απαγορευμένο μήλο. Επιτρεπόμενος καρπός. Σοδειά. Συλλέγω τη μορφή μου. Συλλέγω ό,τι δόθηκε στα μάτια μου. Ό, τι ψηλάφισαν τα χέρια μου. Συλλέγομαι απ’ όπου σκορπίστηκα. Αντλία μνήμης. Συλλέκτης. Όπου σκορπίστηκα με άντλησε η μνήμη άλλων. Μνήμες, διασταυρούμενα πυρά, όπως αλληλογραφούν οι θύελλες. Εδώ η περόνη των ματιών σου, εκεί τα οπωροφόρα χείλη σου. Τα αινίγματα κάθονται στις καρέκλες, η οροφή απούσα να διέρχεται ο σταλακτίτης χρόνος. Οι σταλαγμίτες αρκούνται στην ακέραιη σιωπή τους. Αθόρυβα επιβάλλεται η λησμοσύνη. Γήινο τόξο. Ουράνιο βέλος. Στόχος το κέντρο. Κέντρο η άβυσσος. Ταξιδεύω. Διαρκώς στο ίδιο δωμάτιο. Με καταπίνει, με χωνεύει, με ξερνά στο ίδιο μέρος. Ανεξερεύνητος τόπος κι ας γνωρίζω κάθε σπιθαμή του. Χρόνια στην ίδια αρένα, στην ίδια παλάμη. Αλώνι. Εδώ λιχνίζεται η μνήμη. Δρόμοι, λίμνες, ποτάμια σε μια παλάμη. [341]


Κατασκηνώνω εδώ. Πότε τη λέω παλάμη σου, πότε παλάμη μου. Αντίγραφο της παλάμης σου. Αντίγραφο της παλάμης μου. Αν φυτέψεις μια θηλή σε γυμνό λόφο θ’ αποζητά την παλάμη μου. Αν θυμηθώ τα χείλη σου θα ταξιδέψουν ως εκεί τα δάκτυλά μου. Αν θυμηθώ τ’ όνομά σου… πάει, έγινες άνεμος. Ήμουν άνεμος. Ανεμοδείχτης. Δείκτης, μέσος, παράμεσος. Δάκτυλα. Παλάμη. Είδες που σου το ’πα; Στο ίδιο μέρος καταλήγω πάντα. Δρόμος που δαγκώνει την ουρά του. ………………………………….. Πνίγομαι. Σε ιδιόκτητη αρτεσιανή αρτηρία. Οικείες και προσφιλείς μου υπάρξεις προσκολλώνται στο κάλλος του εκτινασσόμενου πίδακα. Στο σιντριβάνι του αίματος. Οι πλέον πεπλανημένοι. Ο ουρανός κρύβεται στην παλάμη. Στο εσωτερικό της παλάμης. Σαν νυκτωδία στην έρημο. Σαν νυκτωδία στο βλέμμα. Γιάννης Καλπούζος

Η Βάγια Κάλφα γεννήθηκε το 1984 στην Αλεξανδρούπολη. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Βυζαντινών, Οθωμανικών και Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. Έχει ήδη εκδώσει 2ποιητικές συλλογές.

Άνθρωποι Ζητάνε Βοήθεια Κάτω από τις Μεγάλες ταμπέλες Και βγαίνουν γιγάντιοι Λίγο Μετά μακραίνουν [342]


Μικραίνουν Χάνονται Μέσα στην Ανθρώπινη θάλασσα Κι έρχεται ένα ακόμη Ανθρώπινο κύμα Τους τσαλαπατά

Οι θεοί Υψώνονται Μπρούτζινοι Οι λαοί ως το γόνατο Περνούν από δίπλα Και κάτω Ανεβαίνουν στα ρούχα Σκαρφαλώνουν στ’ αφτιά τους Ψιθυρίζουν αιτήματα Κρύβονται στην παλάμη Στις εντάσεις του πέτου Κι από εκεί, καταφάσεις μαντεύοντας Ατενίζουν τον κόσμο Βάγια Κάλφα

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο το 1922 και ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Παράλληλα γράφει και τραγούδια, αρκετά από τα οποία μελοποιήθηκαν από Θεοδωράκη, Χατζηδάκη, Ξαρχάκο, Σπανό κ.ά.

Από το παράθυρό σου Είμαι ένα παιδί της νύχτας ένας ίσκιος μοναχός ένα δάκρυ από φεγγάρι της αυγής ένας καημός Σ' αγαπώ μα δε θα 'ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω [343]


σ' αγαπώ μα δε θα 'ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω Από το παράθυρο σου πέρασε το καλοκαίρι πέρασε κι η συννεφιά πέρασε όλη μας η αγάπη πέρασε όλη μας η πίκρα πέρασε και η χαρά Είμαι μια βροχή στον ήλιο μια φωτιά μες στη βροχή μια φωνή μες στον αγέρα μια σιωπή μες στη σιωπή Σ' αγαπώ μα δε θα 'ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω σ' αγαπώ μα δε θα 'ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω Ιάκωβος Καμπανέλλης

Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι να γενεί νερό να ξεδιψάσεις Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου να γενεί δροσούλα ν' ανασάνεις Ιάκωβος Καμπανέλλης [344]


Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά Που την εζήλευε όλη η γειτονιά είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα Αχ, Μαργαρίτα μάγισσα Πρωί-πρωί την πότιζα φιλιά το δειλινό την πήραν τα πουλιά Το δειλινό την πήραν τα πουλιά πρωί-πρωί την πότιζα φιλιά Ιάκωβος Καμπανέλλης

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942) από την Αθήνα, ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο σταυρός του λαιμού της [345]


Εις το λαιμό του ένα κορίτσι είχε κρεμάσει ένα σταυρό· διατί τάχα να προσκυνήσω, να τον φιλήσω, να μη ‘μπορώ; Γιατί ο μαύρος; τί φταίω; μήπως κ’ εγώ δεν είμαι Χριστιανός; κι’ αν κάμω λάθος εις τα φιλιά μου, τα χείλη φταίνε, ἢ ο λαιμός; Καθένας πρέπει σταυρό σαν ίδῃ, όπου τον εύρῃ να τον φιλεί, χωρίς κανένας να τον καλεί. Εκείνη που ‘χει λαιμό ωραίο, και έχει φόβο μη φιληθεί, εις το λαιμό της σταυρό ποτέ της ας μη κρεμάσει, πριν ‘πανδρευθεί. Είν’ αμαρτία κανένας θρήσκος απ’ το λαιμό της να ‘μποδισθεί, και το σταυρό της να μη φιλήσει, γιατί ο καημένος να κολασθεί; Δημήτριος Καμπούρογλου

Ο Γιώργος Καραβασίλης (1949-2004) από την Αθήνα ήταν ποιητής, μεταφραστής και κριτικός βιβλίου. Κυκλοφόρησαν πάνω από δέκα ποιητικές του συλλογές. Ειδύλλιο Κέρδισες. Και το χαμόγελό σου Ερωτικό ρυάκι συνεπήρε Καθώς υψώναμε μαζί την Άγια καμπάνα Των αηδονιών και των κυκλάμινων Στο θαλερό τοπίο. [346]


Στον τρυγητό της αγκαλιάς μας. Ο θόλος της κόμης υγρός. Τα μάτια σου χτυπούν τα γύρω δέντρα. Διάσπαρτος ήλιος. Στο δέσιμο της σάρκας Το κρόταλο του ίσκιου μας στη φυλλωσιά.

Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ Στα κερδισμένα και χαμένα όνειρα της νύχτας Κι ακόμα σε τοπία που απαιτούν να τα ορίσεις Με τα δικά σου στίγματα για να σωθούν, Στις κατακόμβες του καιρού Με τις θαμπές, μισοσβησμένες οπτασίες, Τα πρόσωπα που χάσαμε πριν γεννηθούμε. Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ Όταν για μια στιγμή, όλα μαζί ανάβαν τα βεγγαλικά Της λευτεριάς που έπαιρνε μορφή στο σώμα Όταν γυμνός μέχρι τη ρίζα σού δινόμουν Έως το πιο βαθύ μου κόκαλο Στο χρόνο βυθιζόμουν και στα πράγματα. Ω Αναπνοή, που δεν γνωρίζεις πλάτος. Αλλά, να μεταγγίσω αίμα σ’ ένα φάντασμα. Γιώργος Καραβασίλης

Ο Βασίλης Καραβίτης γεννήθηκε το 1934 στη Νέα Ορεστιάδα Έβρου. Σπούδασε νομική και άσκησε δικηγορία. Έγραψε δυο μυθιστορήματα και εννέα ποιητικές συλλογές. Μετάφρασε πολλούς ξένους ποιητές στα ελληνικά.

Ο σώζων εαυτόν ποτέ δεν σώθηκε αρκετά Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες σε λίγες άγνωστες καρδιές –φοβάμαι– [347]


άφαντες εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας (κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις). Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει. Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά: Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές και μόνο του να επιζήσει. Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου. Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει. Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή, μόνος πληθαίνω και διασώζομαι ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής αυτό το «ποίημα» προσπαθεί αδέξια να καταγράψει.

Ο καλός βομβιστής που διστάζει Αφού στο βάθος, πλάστηκα Ένας δειλός, φιλήσυχος ερασιτέχνης Για να ξεφύγω απ’ την φριχτή αφάνεια Θα πρέπει, κανονικά, ν’ αρχίσω Πυροδοτώντας τ’ αθώο σπίτι μου. Όμως αυτό θα μου στοιχίσει αφάνταστα. Και διαρκώς το αναβάλλω. [348]


Τα βλέφαρα Πορτόφυλλα αδιαφανή και αδιαπέραστα όταν το θέαμα του κόσμου γίνεται αβάσταχτο και τα μάτια στεγνά ακόμα μας εκλιπαρούν να επιστρέψουν για λίγο στο φιλικό τους σκοτάδι. Δεν είναι όμως η συγκάλυψη των ματιών μόνο την ώρα που τα συντρέχουμε και ηρεμούν προσωρινά ο ρόλος που αποδεχτήκαμε και μας αρκεί όταν το νιώσουμε πόσο όλα τα πράγματα αντιμάχονται να χωρέσουν στο σχέδιο μιας σχέσης στοργικής που οι εκκλήσεις του βλέμματος ακούραστα υποβάλλουν. Για μας είναι γνωστό κι ας μένει αμετάδοτο πως τίποτα δεν κερδίζεται με μάτια ανοιχτά κι αν έχουμε ένα λόγο για συνύπαρξη είναι να τα εξωθούμε αδιάκοπα στον ύπνο. Άσχετο πόσο τα μάτια αμετανόητα αρνούνται να πιστέψουν το φοβερό τους μέλλον κι επινοούν στα βάθη τους κώδικες ονειρικούς στα μέτρα μιας μεγάθυμης ζωής κι όχι αυτής που τα χλευάζει. Ίσως γιατί φοβούνται πιο πολύ όσο κι εμείς βαθιά μας κι απεχθάνονται τη θλίψη που κληροδοτούν αφόρητα όσοι κοιμήθηκαν οριστικά και δεν ξυπνάνε. Βασίλης Καραβίτης

Η Ολυμπία Καράγιωργα γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1932. Είναι ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια.

[349]


Χειμώνας στη Λέρο 1 Ο χειμώνας υψώνεται Μια ξεχασμένη σοβαρότητα φέρνει μαζί του Το κάθε γκρίζο κύμα Το κάθε γκρίζο σύννεφο 2 Γκρίζα μέρα Φτιαγμένη απ' όλα τ' αναπάντητα ερωτήματα Προβάλλει απέναντι Απ' τη θαμπή σβησμένη μ' ομίχλη σβησμένη απ' το χρόνο, Ιωνία. Γκρίζος βράχος πλησιάζει επικίνδυνα Ολυμπία Καράγιωργα

Μόνη στο Μπαράκι – Stop Ψεύτικο ή αληθινό το ψεύτικο λουλούδι στα μαλλιά της, κόκκινα κι’ αυτά σεμνά, πολύ σεμνά μαζεμένα ψηλά όμως τσαφ! στη κορφή [350]


μια μπούκλα όλο τσαχπινιά! Φοράει γυαλιά μ’ ασημένια νερά, δάκτυλα φρέσκα απαλά - γυρνάν τις σελίδες πού – πω, πω! με πόση σοβαρότητα κρατά! Κάθομαι πλάι στο μικρό τραπέζι με τσάι τελειωμένο σε κούπα άσπρη και σωστή - αν βγάλουμε βέβαια το χερούλι εκείνο μοιάζει με φτερό τόσο ήσυχη, όλο αξιοπρέπεια ακούει τη μουσική που σ’ ένα όνειρο δικό της την πηγαίνει σ’ ένα όνειρο τόσο μυστικό Λάμπες φεγγάρια ολόγυρα Τοίχοι με χρώμα σκούρο φωτεινό φιγούρες στους τοίχους σ’ έναν άηχο ακίνητο χορό Κι’ εγώ, γράφω, γράφω μόνη στο μπαράκι, και θέ μου πόσο θέλω, θέλω να σε δω. Ολυμπία Καράγιωργα

Ο Παναγιώτης Καρακούλης από την Αθήνα είναι γιατρός, συγγραφέας και ποιητής

Η Προσευχή του νέου Κύριε των δυνάμεων και των παιδικών μου χρόνων είκοσι χρόνια ξόδεψα στα θρανία χωρίς να υπολογίζω τη μεταπτυχιακή θητεία. [351]


Με άριστα ανάλωσα την άχραντη νεότητα. Στα interview όμως ατύχησα. Είμαι άνεργος Κύριε και με στέγη δανεική. Γι αυτό καταφεύγω σε Σε ικετευτικά, Κύριε βοήθησέ με να βρω δουλειά. Να διαθέσω την υπόλοιπη νεότητά μου στην Coca-Cola ή σε κάποια άλλη εταίρα. Κύριε, συγχώρεσέ με που αρνούμαι να ξεριζώσω τα ζιζάνια της αμφιβολίας Και κυρίως, Κύριε, βοήθησέ με ν’ απαλλαγώ από τις ενοχές, καθώς διατηρώ την τρυφερότητα και την κρυφή ελπίδα πως κάποτε θ’ ανθίσει η «τρελή ροδιά». Και τη μητέρα μου προστάτευσε Κύριε, τη χρειάζομαι εξ ίσου με τη σύνταξή της Παναγιώτης Καρακούλης

Απροόπτως οι χαμένες ώρες Κι ενώ περίμενα να έρθει η νύχτα χωρίς προοπτικές, νοστάλγησα απροόπτως τις χαμένες ώρες της ζωής μου. Εκείνες τις ώρες που οι άλλοι χαρακτήρισαν χαμένες, οι άλλοι: οι υποτελείς του ταμιευτηρίου, του ωραρίου και του «έτσι είναι η ζωή». Νοστάλγησα λοιπόν όσες ώρες ξόδεψα ικετεύοντας γυναίκες, ποιητές διαβάζοντας, ή σε διαδηλώσεις συμμετέχοντας.

Σα φορεμένο ρούχο Σάββατο βράδυ, Κηφισιά, και τα μπαράκια φίσκα. Γυρίζω δίχως συντροφιά μες στης ζωής τα ρίσκα. [352]


Σταλιές βροχής στα μάτια μου, βουβοί οι χτύποι της καρδιάς και, σε ποτήρια νευρικά, μετρώ τις μέρες της φθοράς. Τσιγάρ’ ανάβω στη σειρά. Μεγάλη αγάπη σου `χω. Κι εσύ μ’ έχεις γδυθεί σα φορεμένο ξένο ρούχο... Σάββατο βράδυ, σαν με δεις, σβήνουν τα ίχνη της βροχής. …………………………….. Τα δάκρυά μου τα βαστώ, μ’ αυτά θα ξεδιψάσω. Είναι στενός ο ουρανός, Σαββάτο νύχτα, σκοτεινός. Τσιγάρ’ ανάβω στη σειρά. Μεγάλη αγάπη σου `χω. Κι εσύ μ’ έχεις γδυθεί σα φορεμένο ξένο ρούχο... Σάββατο βράδυ, όπου κι αν πας, μέτρα τις ώρες της φθοράς... Σάββατο βράδυ, Κηφισιά, και τα μπαράκια, σκοτεινά... Παναγιώτης Καρακούλης

Ο ποιητής και μεταφραστής Ιωάννης Καρασούτσας γεννήθηκε το 1824 στη Σμύρνη. Σπούδασε και έζησε στην Αθήνα. Έγραψε οκτώ ποιητικές συλλογές και μετάφρασε πολλά λογοτεχνικά έργα. Αυτοκτόνησε το 1873 στην Αθήνα.

[353]


Γέρων αοιδός ψάλλων το έαρ Ήλθες, Μάρτιε, ήλθες λοιπόν, κ' επρασίνισαν πάλιν οι κάμποι, και το βλέμμα του Έαρος λάμπει, λάμπ' εις όλην την γην χαρωπόν. Ήλθες Μάρτιε κ' ήλθαν μαζί αύραι, ρόδα, φωναί αηδόνος, κ' η ταφείσα εις πλάκα χιόνος φύσις θάλλει εκ νέου και ζη. Ω στιγμαί ταραχής τρομεράς, ότ' εν μέσω βροντών και στροβίλων επιπίπτουν σφοδρώσ κατ' αλλήλων Εύρος, Ζέφυρος, Νότος, Βορράς! Όλα έμειναν τώρα βωβά, μόνη δε η γλυκεία γαλήνη της θαλάσσης το κύμ' απαλύνει, όπου νήσσα λευκή κολυμβά. Παντού χλόη, παντού αφειδώς άνθ' η φύσις προχέει ποικίλα' παντού ψάλλ' η καλή Φιλομήλα, των δασών ο μικρός αοιδός. Το εράσμιον κάλλος υμνών τι γλυκά, τρυφερά λαρυγγίζει προς το ρόδον που αύρα λυγίζει και ερύθημα βάφει σεμνόν! Παρομοίως λευκή Ναϊάς εις εγκώμια νέου Σατύρου φλεγομένας αισθάνεται γύρου τας ωραίας αυτής παρειάς. Πόσαι, πόσαι ωραίαι σκηναί την ψυχήν συγκινούν και φαιδρύνουν! Και η Πρόκνη! ω πώς με ηδύνουν αι μικραί της, κομψαί της φωναί! Της ανοίξεως άγγελε, τι, [354]


τι ψελλίζει το λάλον σου στόμα; Τι παράπονα έχεις ακόμα, σκληρά μήτηρ, σκληρά γαμετή; Πού να στρέψω το βλέμμα μου, πού, και τερπναί να μην είναι εικόνες; Αλλά παύω, και σεις αηδόνες κελαδείτε αυτάς τους λοιπού. Της Ελλάδος γλαυκέ ουρανέ, ποταμοί και βουνά και κοιλάδες, λίμναι λείαι, τερπναί πρασινάδες, και Ζεφύρων πνοαί σιγαναί! Είμ' εξήκοντα ήδη ετών, αλλά όταν εις σας ατενίσω, επεθύμουν ακόμα να ζήσω έτη άλλα δις, τρις εκατόν! Ήλθες Μάρτιε, ήλθες λοιπόν, κ' επρασίνισαν πάλιν οι κάμποι, και το βλέμμα του έαρος λάμπει, λάμπ' εις όλην την γην χαρωπόν. Ιωάννης Καρασούτσας

Ο Διονύσης Καρατζάς γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρα, όπου ζει και εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος. Γράφει ποίηση και έχει εκπροσωπήσει τη χώρα σε διεθνείς ποιητικές συναντήσεις. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Δέντρα νερού [355]


Θα μαραθούν πολλά φεγγάρια για να γυρίσ’ η θάλασσα σε λόγο, να λάμψει ο βράχος στο χάσμα της καρδιάς, το κύμα να ντυθείς σαν ζώνη στο κορμί σου και να κεράσεις απ’ το μέλι των ματιών σου ναυαγούς κι απαρνημένους. Θα μαραθούν πολλά φεγγάρια για να μου μαθ’ η νύχτα το τραγούδι, να γίνει ο μύθος κουβέντα τρυφερή, τον όρκο ν’ αρνηθείς που έκανες στην τύχη και να φωτίσεις απ’ την άκρη της ψυχής σου ναυαγούς κι απαρνημένους.

Βεατρίκη είναι η νύχτα Τελευταία η νύχτα έγινε πιο τρυφερή γνώριμη των νερών και παίζει και βγάζει φωνούλες μουσικές κατεβαίνει πιο βαθιά και δε φοβάμαι τ’ άνθη μου μετρώ τα μόνα και λογαριάζω τον καιρό που θέλω να σου δείξω Ανεβαίνεις στις λέξεις κάποτε και ξεκινάς μικρή και πεινασμένη νύχτα φεγγάρι πικρό και μυστικό με πληγώνεις πιο βαθιά και σ’ αγαπάω μόνο περιμένω τ’ άστρα που ανασαίνεις σαν πουλιά και πάντα σε δροσίζουν Βεατρίκη

Άγιος ο έρωτας Έφεδρος Αύγουστος αυτοκτόνησε απόβραδο αγάπης, θάλασσα ορχηστρική κατευοδώνει την ψυχή του στον κάτω ουρανό των χαμένων φεγγαριών κι οι νεοσύλλεκτοι μήνες του Φθινοπώρου ορκίζονται στο σύνταγμα της νύχτας σε στάση προσευχής. [356]


Άγιος ο έρωτας, άγιος ο καημός άγιος ο θάνατος ελέησον, ελέησον ημάς Κόκκινα τα συναισθήματα ομοβροντούν η αγάπη μου εχάθηκε στ’ αστέρια η αγάπη μου εχάθηκε στ’ αστέρια Έφεδρος Αύγουστος αυτοκτόνησε απόβραδο αγάπης, θάλασσα ορχηστρική κατευοδώνει την ψυχή του στον κάτω ουρανό των χαμένων φεγγαριών κι οι νεοσύλλεκτοι μήνες του Φθινοπώρου ορκίζονται στο σύνταγμα της νύχτας σε στάση προσευχής. Άγιος ο έρωτας, άγιος ο καημός άγιος ο θάνατος ελέησον, ελέησον ημάς

Ξάστερος πόνος Πώς αντέχεις και περνάς απ’ τ’ όνειρο καπνίζοντας άχρηστους ανέμους; Δε φοβάσαι φαίνεται τη νύχτα των αγγέλων ούτε γνωρίζεις βέβαια τη γλώσσα της βροχής. Αλλιώς θ’ άναβες στο φεγγαράκι προσευχή και θ’ άκουγες το μυστικό τραγούδι της καρδιάς μου. Πώς αντέχεις και περνάς απ’ τ’ όνειρο πιστεύοντας σε άδικα φεγγάρια; Δε θυμάσαι π’ άστραψες στη δίνη του καιρού μου ούτε ξεχνάς τη θάλασσα την ώρα του βοριά. Ξανά σέρνεις το σιωπηλό σου χορό και χύνεσαι σαν κεραυνός που παίρνει και το φως μου. Διονύσης Καρατζάς

Η Ζωή Καρέλλη (1901-98) από τη Θεσσαλονίκη, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια.

[357]


Ηδυπάθεια Στο χέρι κρατούσε ένα ρόδο ανοιγμένο, ένα ρόδο πολύ ανοιχτό. Στο πρόσωπό της είχε το στόμα μισοανοιχτό και τα χείλη ανοίγαν στη θήκη γεμάτη χυμό των δοντιών, τα ρόδινα ούλα έφεγγαν, κοκκίνιζαν χωρίς ντροπή, όπως το σπασμένο ρόδι, τ' ανοιχτό ρόδο. * Οι ωραίες γυναίκες είναι λουλούδια και καρποί μαζί. Μη ζητάς πιο πολύ, όταν η ζωή σού χαρίσει το ένα και τ' άλλο. Η ανάμνησή τους είναι που ξυπνάει την αγιάτρευτη στέρηση. Απ' αυτήν θρέψε την ακούραστη ψυχή, ανθρώπινη, της φαντασίας. Ζωή Καρέλλη

Ο Νίκος Καρούζος (1926-90) από το Ναύπλιο, ήταν ποιητής.

Η νύχτα με συμφέρει Πράγματι η νύχτα με συμφέρει. Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες· ύστερα διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει [358]


υποφερτότερη τη σιωπή με σέβας ανατέμνει· εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει .

Η προσευχή του σκουληκιού Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους. Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ' έναν καρπό και μ' έναν τάφο. Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο. Αλλ' όμως είμαι θέλημά σου γέννημα στην απέραντη καρδιά σου... Δεν έχω ερωτήματα και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα. Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα. Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια. "Δεν έχεις ερωτήματα;" - μου λέει το φθαρτό. Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα; Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν; Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου και τη διαπερνώ με την πίστη. Αυτή 'ναι η αξία εμάς των σκουληκιών που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο... Το χώμα ειν' η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων. Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με. Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει; Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά. Νίκος Καρούζος

Τί είπα κάποτε σ’ έναν ιπτάμενο Σον αφαιρέσεις από τον ήλιο την λαίμαργη αστρονομία δεν είναι πιότερος από μια πυγολαμπίδα που διαστέλλει την κίνηση μες στο άναυδο σκοτάδι. Δεν έχει πόσιμη σημασία να σταλάξουμε τσιγγούνικες αλήθειες και σταγονίδια βεβαιότητας [359]


δεν έχει ούτε μια πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ εξυπνάδα πρωτότυπος είναι εκείνος που δικάζει τις λέξεις εκείνος που βάζει ποινές ολοένα στα δάχτυλά του την ώρα που σέρνουν έρημα την άλαλη πένα. Δεν έχει μητρότητα ὁ ίλιγγος δεν έχει πατρότητα ἡ νύχτα. Μίλησα κι άλλοτε γι’ αυτά τα χαρτόνια. Οι σκοτεινοί μας σύντροφοι: οι άκρες και τα μάκρη με του κύκλου τ’ άγρια δώρα μας κοροϊδεύουν. Έχοντας πια ξεπέσει ὁ γέροντας Ευκλείδης είν᾿ απόβλητο το μήκος ως πράξη του σύμπαντος και το ύψος ανεύρετη μελωδία στα πλάτη... Τράβηξα την σκονισμένη αιωνιότητα σαν κουρτίνα με τόση ευκολία και τα ‘χασα βλέποντας το λάγνο τίποτα της αναφρόδιτης καμπύλης! Ο άγγελος τότε του έαρος μου φώναξε: -Μη στενεύεις, αγίαζε μονάχα, μη σκοπεύεις, κι απ’ το μειλίχιο δαιμόνιο της αγάπης πιο πέρ’ ακόμη τράβα κι ας είπες θα κομματιάσω τον κόσμο για να ματιάσω τη δύναμη της αλήθειας. Έλα, λυτρώσου τώρα κι απ’ του ερωτήματος την έλλειψη να γίνεις ομορφότερος να μείνεις όντως μόνος... Νίκος Καρούζος

Ο Γιώργος Κάρτερ (1928-2012) από την Κέρκυρα, ήταν κριτικός του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έγινε γνωστός κυρίως από την πολυετή παρουσία του [360]


στο ελληνικό ραδιόφωνο. Παράλληλα έγραψε και ποίηση και εξέδωσε πάνω από δέκα συλλογές.

Παράδοση Όχι, όχι. Δεν έχει αποτελειώσει η αποστολή. Υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί με τον άχτιστο λόγο μου. Το κόμμα ακόμα λαξεύει την τέλεια τελεία. Έλιωσε ο παμπάλαιος ήλιος κι αμφίβολη πλια η ακτινοβολία του. Ως τον απροσδιόριστο προορισμό είναι απρόσιτη η απόσταση. Έπειτα τ’ άγραφτα χαρτιά μου αναζητούν το τίμημα του ζην… …Εντέλει, ν’ απαλλαγώ από τα δεσμά να παραδώσω γυμνό το πνεύμα μου άγιο.

INFO Τριάντα αργυρά ευρώ για να βρω αυτόν που την αγορά γνωρίζει να πληροφορηθώ ο αγαθός εγώ αν είναι αναλώσιμη η ψυχή μου.

Κατά παντός υπευθύνου Το κακό παράγινε αλγεινό κι είναι σκεβρωμένοι οι ώμοι μας απ' το φορτίο των τάφων. [361]


Ποιος κερατάς κρατάει τα κίνητρα και ξεχειλώνει τις αόρατες τρύπες και μολύνει το θολό με μελανιές του Κάτω κόσμου; Οι πληγές της Γης, μεγάλε, αιμορραγούν κι ο Θάνατος απέθανε στα γέλια για το βαθύ μας πένθος. Ποιος είσαι, ρε συ, που στράβωσες τον άξονα και με τα τοξικά ξαλοίφεις απ' τα ύψιστα ό,τι θεϊκό θυμάμαι ακόμα. Κάνεις διπλό κλικ δεξιά, το ξέρω ενώ τ' αγαπημένα μου χαροπαλεύουν σ' αλλόφυλλο φάκελο. Όποιος κι αν είσαι ισόθεος, θύμα ή ανάθεμα θα 'ρθει μαθές ο καιρός του Όρθρου.

Η συνοικία του ονείρου Ποτέ μου δεν γεύτηκα ένα μελένιο όνειρο αιώνες τώρα ο σύνοικός μου με κοιτάει στα μάτια και πρέπει να τον προστατεύσω έστω με τους στίχους μου να του μάθω ό,τι θυμάμαι από την αθωότητα και πως η κάθε επανάσταση είναι πιο αληθινή από το θαύμα… Γιώργος Κάρτερ

Ο Νίκος Καρύδης (1917-84) από τη Αθήνα ήταν ποιητής και εκδότης των οίκου Ίκαρος. Ήταν επίσης ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης (Κουν). . Πολλά ποιήματά [362]


του έχουν μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιάννη Σπανό.

Η κόρη της θάλασσας Ψάχνω μες σε κλειδωμένα συρτάρια, ψάχνω μέσα σε ξεχασμένες κασέλες, ψάχνω μέσα στα μάτια μου, σαν μοναξιά ψηλού βουνού, σαν ρίζα εκατόχρονου δέντρου, σαν αγέρας παλιός, πελαγίσιος, ο καιρός που σ’ αγαπώ ίδιος. Κορίτσι της θάλασσας που γελά, ο σημερινός, ο αυριανός, δε μπορεί, κάποιος ήλιος ταξιδευτής θα σε φέρει, αλτάνα με τα είκοσι γαρύφαλλα σε κάποιον ήλιο θα σε κερδίσω, θα σε κερδίσω. Ο καιρός που σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ξεκινά μέσα από τα Κρητικά περβόλια, αγκαλιασμένος με γαρύφαλλα, τραγουδημένος με μαντινάδες, ξεκινά μέσα από τα πρώτα πετράδια ζωγραφισμένος με πράσινα και κίτρινα χρώματα. Νίκος Καρύδης

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε το 1896 στην Τρίπολη και πέθανε (αυτοκτόνησε) το 1928 στην Πρέβεζα. Θεωρείται από τους σημαντικούς ποιητές του [363]


Μεσοπολέμου. Τη ζωή του σημάδεψε ο έρωτάς του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.

Πρέβεζα Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια, θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια. Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά, μεγάλα ονοματά τους, ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους. Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει για να ζυγίσει μια "ελλιπή" μερίδα, θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα. Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα. Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα. Περπατώντας αργά στην προκυμαία. "υπάρχω;" λες, κι ύστερα "δεν υπάρχεις!" Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης. Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία... Σιωπηλοί, θλιμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία. Κώστας Καρυωτάκης

Μυγδαλιά [364]


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει· μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει. Κι αλίμονο μου! εγώ της έχω αγάπη τόση... Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει. Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει· όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα. την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Ο Μιχαλιός Τον Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη. Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία με το Μαρή και με τον Παναγιώτη. Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου». κι όλο μουρμούριζε: Κυρ δεκανέα, άσε με να γυρίζω στο χωριό μου. Τον άλλο χρόνο στο νοσοκομείο αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε. Εκάρφωνε πέρα, σε ένα σημείο, το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο, σαν να ‘λεγε σαν να παρακαλούσε: Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω. Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης. Τον ξεπροβόδησαν κάτι φαντάροι, μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης. Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, μα του αφήσαν απέξω το ποδάρι. Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος. Κώστας Καρυωτάκης

Δημόσιοι υπάλληλοι [365]


Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία. Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν. Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία. "Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν..." διαβεβαιώνουν. Και μοναχά η τιμή τους απομένει, όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους, το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι. ...Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους, σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι...

Γραφιάς Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά στα αχάριστο τραπέζι (Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά ο ήλιος γλιστράει και παίζει). Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή στη σκόνη των χαρτιών μου. (Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή στα ελεύθερα του δρόμου). Απόκαμα. θολώσανε τα μάτια μου και ο νους, όμως ακόμη γράφω. (Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς. Σα να ‘χουν βγει σε τάφο). Κώστας Καρυωτάκης

[366]


Δον Κιχώτες Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα. Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία. Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου, ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!» Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα, με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες. Τους είδα πίσω να ‘ρθουνε — παράφρονες, ωραίοι ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο – και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει, την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο! Κώστας Καρυωτάκης

[367]


Αισιοδοξία Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού, και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει. Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα, σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά, ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα, οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά. Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά, έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα. Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν, τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν. Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν -ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος. Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής, κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης, και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει. Κώστας Καρυωτάκης

[368]


Η Κασσιανή ή Κασία ή Εικασία (805-865) από την Κωνσταντινούπολη, ήταν Βυζαντινή καλόγρια, συνθέτρια, ποιήτρια και υμνογράφος. Το γνωστότερο έργο της είναι το τροπάριο: Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…που ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη. Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις… Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά μέσ΄ στην καρδιά μου! Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή Σου φέρνω μύρα. Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά, σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει, το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά με καίει, με λιώνει. Εσύ που από τα πέλαα τα νερά τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου, κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά τα δάκρυά μου. ………………………………….. Στ’ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω, και με της κεφαλής μου τα μαλλιά θα στα σφουγγίσω. Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε, κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ, σώσε, έλεος κάνε. Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός, Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση; Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός! Άβυσσο η κρίση. [369]


Κασσιανή

(απόδοση Κωστής Παλαμάς)

Ο Μήτσος Κασόλας γεννήθηκε το 1936 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και παράλληλα έχει γράψει μυθιστορήματα, σενάρια για κινηματογράφο και τηλεόραση και ποιήματα

Διαμαρτυρία Είπες Κύριε στον Αδάμ και την Εύα: Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε ωσάν την άμμο της θαλάσσης και πληρώσατε την γην ταύτην κι ο πατέρας μου σ’ άκουσε Κύριε και υπερπλήρωσε ένα δωμάτιο 4Χ4 ξένο. Κι η έξωσις γίνεται στο τέλος του μήνα Κύριε, δυστυχώς. Μα και Συ πριν πεις τη σοφή σου κουβέντα, γιατί δεν τη σκέφτηκες Κύριε;

Δελτίο καιρού Σ ήμερον ο καιρός διαρκώς συννεφώδης Φαντόμ, Μιράζ, Κονκόρ και Μινγκ. Αστραπές και βροντές βόμβες Ναπάλμ Καταρρακτώδεις βροχές από αίμα. Οι πιλότοι φωτογραφίζουν έγχρωμα μανιτάρια Και βαθιά εγκαύματα της γης Με τους πολτούς των σωμάτων. Η τηλεόρασις διαφημίζει τροφές εγγυημένης ποιοτητας για σκύλους. Στο γήπεδο πέθαναν τρεις Η μπάλα βρήκε το δοκάρι Οι ιαχές των θεατών αγγίζουν τον ήλιο. Οι ήρωες σαπίζουν μες στη λησμονιά Δε θα `θελα να `χα τη μοίρα τους. [370]


Οι σύγχρονοι θεοί πίνουν νέκταρ, μαριχουάνα Και αίμα. Αμβροσία τα κορμιά των εφήβων Και τα μάτια των τρελών οραματιστών Απεριτίφ εποχής. Οι επιβάτες ονείρων "το μέλλον έρχεται" Στην άσφαλτο ναυαγούν κάθε μέρα Οι ναυαγοσώστες πνίγηκαν πριν απ’ τους ναυαγούς Κανείς δεν ξέρει Πού θάφτηκαν τα καρφωμένα τους φέρετρα Άνεμοι ισχυροί χιλιάδων μποφόρ πνέουν ανά τας Ηπείρους Αλλεπάλληλα κύματα εθνοφρουρών καταφτάνουν Ομίχλη, καπνογόνα, ασφυξιογόνα τερατώδεις θόρυβοι, σειρήνες, ερπύστριες, Λόγχες, κραυγές, ροπές πολυβόλων. Πλήκτρα πλευρά Νεύρα χορδές Κραυγές η μουσική Των καιρών μας. Υπόγεια πλημμύρισαν από αίμα και σπέρματα εφήβων. Πάμε καλά, κοιμηθείτε Το πρωί στη δουλειά όπως πάντα. Οι μήτρες των γυναικών θα γεννήσουν κι άλλα τέρατα Κι άλλους τρελούς οραμάτων. Πάμε καλά, κοιμηθείτε Ώρα δώδεκα παρά πέντε Αύριο ο καιρός προβλέπεται με θερμοκρασία Θερμοπυρηνική και νηνεμία θανάτου. Μήτσος Κασόλας

[371]


Ο Ζαχαρίας Κατσακός είναι ποιητής από τα Χανιά της Κρήτης.

Οι βέρες Τη λιγοστή του βάρκα οδηγεί ο χάρος ξέχειλη από βέρες χρυσές περνώντας απέναντι με κουπιά ανθρώπων οστά. Μπαίνουν στη θάλασσα αργά αργά και στα σεντόνια της πνίγουν τα κορμιά τους. Εκείνος κρατά το χέρι της σφιχτά και στο κεφάλι του στεφάνι απ’ τα μαλλιά της. Στον βυθό θα γίνει σήμερα ο γάμος. Εκείνη χλωμή κι αμίλητη σώμα και αίμα άγαλμα, η γύρη μόνο να σκεπάζει τη μορφή της και μια ύλη από ομίχλη. Ο άνεμος έξω λυσσομανά, ρίχνει τη βάρκα στο στενό χαντάκι του εφηβαίου. Βροχή πέφτουν οι βέρες στο βυθό. Ο ιερέας με ράσα ολόλευκα περιφέρεται μέσα στους βυθούς και ντύνει τις βέρες με χάντρες από φύκια και έλαια από μάτια κοχυλιού μυρωμένα απ’ της θάλασσας τα βάθη βοτάνια γάλα από σμαράγδια τ’ ουρανού κεράσι και μηλόρακο. Φυσάει σήμερα πάλι μέσα στη θάλασσα Ο αγέρας Και ναυάγια ψυχών γεμίζει το ευαγγέλιο. Ξεβράζει ύλη ο θάνατος Κι είναι με βέρες χρυσές δεμένα τώρα τα κύματα. Ο βυθός του βλέμματος [372]


φέρνει την άμμο των σωμάτων ως επάνω. Με βέρες πάλι γέμισε σήμερα η παραλία.

Κόκκινο Έτσι έτσι να ταξιδεύουν οι σιωπές σ' ανέμους ακατοίκητους σαν σκιάχτρα που στάζουν αίμα να βάφουν τα όνειρα της γης. Κι εσύ απ' το απέναντι σώμα ομπρέλες να κρατάς να μη βραχείς και βάψεις κόκκινο ό,τι από όνειρο πεθαίνει. Κι ό,τι από όνειρο μένει ακόμη ζωντανό. Ζαχαρίας Κατσακός

[373]


Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) από την Κυπαρισσία, ήταν ποιητής έντονα πολιτικοποιημένος και διώχθηκε για τις ιδέες του.

Αντισταθείτε Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει καλά είμ’ εδώ. Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που πάλι γύρισε στο σπίτι και λέει Δόξα σοι ο Θεός. Στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών, τον κοντό άνθρωπο του γραφείου στην εταιρεία εισαγωγαί-εξαγωγαί, στην κρατική εκπαίδευση και το φόρο, αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ. Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χαιρετά απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις. Στον Πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε, στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες, σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε, πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι, σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων, λίβανον και σμύρναν… ………………………………….……..

Μιχάλης Κατσαρός

[374]


Θα σας περιμένω …………………………….. Πίσω από το χάρτινο κήπο σας πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη ο άνεμος δικός μου Μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες μάταιοι λόγοι. Μην αμελήσετε Πάρτε μαζί σας νερό το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία… Μιχάλης Κατσαρός

Αυτούς που βλέπεις Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδεις θα τους γνωρίσεις πάλι άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς θα τους γνωρίσεις πάλι σα αυτό τον κόσμο θα γυρνούν με περηφάνια πιο μεγάλη Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδεις θα τους μισήσεις πάλι έναν μονάχα δε θα βρεις τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο Αυτόν δε θα τον ξαναβρείς να τόνε βασανίσεις και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις [375]


αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τί τον φυλάνε τ’ άστρα τί τον φυλάει ο ήλιος του, τόνε φυλάει το φεγγάρι Αυτόν πού ‘χει τη χάρη τον πιο μικρό τον πιο πικρό και τον αγαπημένο αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω Μιχάλης Κατσαρός

[376]


Κατά Σαδδουκαίων Πλήθος Σαδδουκαίων Ρωμαίων υπαλλήλων μάντεις και αστρονόμοι (κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου) περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα. Κραυγές από τον προνάρθηκα του Ναού. Από τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές: Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό. Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος Οι Χριστιανοί να ‘χουνε δούλους Χριστιανούς. Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει. Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας η θέληση μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες………….. Μιχάλης Κατσαρός

[377]


Ο Σπύρος Κατσίμης γεννήθηκε το 1933 στην Κέρκυρα. Είναι ποιητής και ζωγράφος

Το χιόνι Από το τζάμι φαίνονται τα χιονισμένα βουνά. κάπου εκεί είναι ο τόπος σου που δεν θα ξαναβρείς, αλλ’ όμως έρχονται τα χρόνια που έζησες, μες στο χιονιά να σε σκεπάσουν

Μας ξάφνιασε η νύχτα Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους με τα σχολικά μας βιβλία Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας, φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες χόρευαν και τραγουδούσαν. Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες. Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας, χωρίς γάζες, οξυγόνο, χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα. Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως. Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται ειρηνικές παρελάσεις; Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους, γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη με τον ήλιο που κρύβαμε. Σπύρος Κατσίμης [378]


Ο Γιώργος Καφταντζής (1920-1998) ήταν θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος από την Ηράκλεια Σερρών.

Εικοσιτρείς εκτελέσεις - Ενδέκατη Ο πέμπτος μελλοθάνατος ένας τοσοδά κοντούλης ανθρωπάκος με κοιλίτσα συλληφθείς τυχαίως άδικα προσπαθούσε να καταλάβει - αυτά που διάβαζαν ένας Γερμανός αξιωματικός και ο παπάς. Πολύ περισσότερο για ποια αιτία ο επί κεφαλής σηκώνοντας ένα σπαθί τσίριξε - και η φωνή του χύθηκε - σαν παγωμένο νερό σ’ αναμμένο μαγκάλι με κάρβουνα «Επί σκοπόν! Έτοιμοι! Πυρ!» Τότε - σχεδόν χάραζε και ο ανθρωπάκος χωρίς κίνηση - χωρίς ήχο δηλαδή τα «ζήτω η λευτεριά» και τα τοιαύτα έπεσε αρχίζοντας αμέσως να σκουριάζει. Όταν έφεξε καλά ο ανθρωπάκος ήταν - ένας σπασμένος κοριός στο άσπρο πουκάμισο του Γενάρη. Γιώργος Καφταντζής [379]


Ο Διονύσης Καψάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στις Η.Π.Α. (1970-1974) και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο (όπου επίσης δίδαξε για δύο χρόνια. Από το 1978 έχει δημοσιεύσει πολλά ποιητικά βιβλία, δοκίμια, ποιητικές μεταφράσεις, άρθρα, μελέτες και βιβλιοκρισίες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.

Περσεφόνη Μικρό το σπίτι και με νοίκι μα η νύχτα, Θε μου, της ανήκει μεγάλη σα ναός. Φορεί λευκά μιας επετείου πηγαίνει στην Καλλιδρομίου κι η νύχτα παίρνει φως. Γυρίζει σαν την Περσεφόνη στον κάτω κόσμο, με βελόνι και πρώην εραστές. Ψάχνει τους φίλους της στον Άδη τ’ αδέλφια της ζωής, το χάδι και λόγια μαγικά, όλα του κόσμου να τ’ αλλάξει να ’ναι το δέρμα της μετάξι, τα όνειρα γλυκά. Γυρίζει σαν την Περσεφόνη στον κάτω κόσμο και πληρώνει λύτρα και δανειστές.

[380]


Πιστοί της αγοραίας κοίτης προσεύχονται με το κορμί της και φεύγουν σιωπηλοί. Σε μια γωνιά κάποιος της νεύει, μοιάζει σε κάτι να πιστεύει και τον ακολουθεί. Γυρίζει σαν την Περσεφόνη κρατάει σκήπτρο και βελόνι και ψάχνει αγοραστές. Διονύσης Καψάλης

Κερί Κοίτα, ο πολικός αστέρας που δείχνει πάντα το Βορρά τα βλέπει τόσο καθαρά, σα να είχαν όλα ξαναγίνει από λεπτότατη οδύνη. Και τι θα πει μπαμπά πεθαίνω; Μαθαίνω, αγόρι μου, μαθαίνω. Διονύσης Καψάλης

[381]


Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Γράφει πεζογραφία και ποίηση. Έχει εκδώσει περισσότερες από 15 ποιητικές συλλογές

Αποστήθιση Κάθε νύχτα αποστηθίζω τα δύσκολα γράμματα της μοναξιάς Ώσπου σιγά-σιγά Με παίρνει ο ύπνος Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Ανεπάρκεια Κάθε ώρα κοιτάζω το πρόσωπο μου Στον ειδωλολάτρη καθρέφτη μου Τα υπάρχοντα μου συνάζω Ωσάν φιλάργυρος Τα ωραία εγκλήματα μου τακτοποιώ Είμαι το χέρι των στερημένων Ασθενική μήτρα Περίπτωση πρόωρης πτώσεως Κυνηγώ μια ηλιαχτίδα Να αξιωθώ τα υπολείμματα της.

[382]


Ο Γιώργος Κεντρωτής γεννήθηκε το 1958 στους Μολάους Λακωνίας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα. Είναι καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Είναι συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής.

Περί Ομμάτων και ονομάτων Κάλλιο (λέει) να σου βγει (λέει) το μάτι παρά (άκου τώρα) τ’ όνομα… Μπούρδες λέω εγώ λέει το ρήμα του λαού εν προκειμένω! Χωρίς μάτι βήμα δεν μπορείς να κουνήσεις με ασφάλεια. Του κάκου προσπαθείς· πέφτεις κάτου· έρμαιο είσαι του τράκου, και τσακίζεσαι. Θα πάθεις κάτι, αν το θύμα του βγαλσίματος είν’ –σε ρωτώ– αυτό το ντύμα του προσώπου που λεν όνομα; Όχι! Και δράκου κύτταρο αν έχεις, κοίτα χωρίς μάτι νά ’δεις, κι αν δεις, γράψε μου! Ονόματος άρσις το οράν ουδόλως βλάπτει, ενώ υπέροχα οράς και στα σκότη! Δες και στον Πιο Καλό Μαθητή: μάτι βγάνουνε οι κακές παρέες κατά Ζαμπέταν (: σου τρώει ο Άδης μια χαψιά το φως). Και μη ρωτάς «Γιατί;» – Διότι! Κι αν με λένε ακαμάτη (αχ, βρε πονηρή) – όνομα ήβγε· όχι μάτι… Γιώργος Κεντρωτής [383]


Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951στα Τρίκαλα, όπου ζει και εργάζεται. Έχει γράψει ποίηση, δοκίμιο και πεζογραφία.

Τα λιλιπούτεια Χαίρε Χαίρε ω καμπυλόγραμμη Υψιπετώ μαζί σου Και φλέγομαι Επειδή δεν αφήνεις να σβήσει καμία πνοή,

Βρέχει στην αγορά Βρέχει αργά και βασανιστικά Εκατοντάδες άνθρωποι με τα αδιάβροχά τους Και τις φωνές τους ν’ αχνίζουν σαν κάστανα Στην πυρωμένη φουφού του λάρυγγά τους Γεμίζουν την πολύβουη αγορά Αμέτρητες πολύχρωμες ομπρέλες Αμέτρητες σκοτεινές μελαγχολίες

Η κλαίουσα ιτιά Η κλαίουσα κρέμασε τα μαλλιά της Ως τη γη Λες και ψάχνει Τον νεκρό πατέρα μου [384]


Πατέρα και για κείνη

Κάθε φορά Κάθε φορά που ένας νεκρός ξυπνάει Απ’ το βαθύ του λήθαργο Ένα λουλούδι ανθίζει Στους εγκαταλειμμένους κήπους

Προτροπή Παρακαλώ γελάτε Τα φύλλα θα μας παρασύρουν Στην κατήφεια του φθινοπώρου Θα μας εγκλωβίσουν ασφυκτικά Στη μεγάλη κατωφέρεια Του χρόνου

Σκεπτικισμός Δεν ξέρω αν ήρθα ή αν έφυγα Ωστόσο βλέπω τα πόδια μου Στον δρόμο Όσοι με βλέπετε στην εικόνα Τι λέτε επ’ αυτού; Έρχομαι ή φεύγω; Εμείς τι λέμε «επ’ αυτού»; Θαρρώ πως όλοι σταματάμε στο ερωτηματικό. Ηλίας Κεφάλας

[385]


Ο Κλεάνθης ο Άσσιος (από την Άσσο της Τρωάδος, 330- 232 π. Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας στωικός φιλόσοφος, πυγμάχος και ποιητής. Υιός του Φανίου, υπήρξε μαθητής, επί 19 ολόκληρα έτη, και, εν τέλει, διάδοχος του Ζήνωνα, ως ο δεύτερος κατά σειρά δάσκαλος της Αρχαίας Στοάς.

Ύμνος στον Δία Πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία, αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο, ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα είναι σωστό να προσφωνεί· βαστούμε απ’ τη γενιά σου· απ’ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο σε υμνώ, γι’ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα. Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ’ τη γη, ακλουθάει τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει· αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ’ ανίκητά σου χέρια, το κοφτερό, πάντ’ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι· πέφτει, χτυπά και τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση. Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα, που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη. Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι, δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ’ ένα ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα, έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους. ……………… Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων, φύλα τον κόσμο απ’ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα, σκόρπα την πέρ᾽ απ’ τις ψυχές, και κάμε να βρουν όλοι το νου, που δίκια εσύ μ’ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις. Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις: θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε· [386]


προνόμιο ανώτερο απ’ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν: κατά το δίκιο ν’ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο. Κλεάνθης (μετάφραση Θρασύβουλος Σταύρου)

O ποιητής Γιώργος Κοζίας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1958. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί στα γαλλικά και τα ισπανικά.

Χαρτοπαιχτική λέσχη Άγγελοι δίχως χέρια χαρτοπαίζουν βαλές κουρέλι ντάμα φλόγα ρήγας φεγγαράκι κρύα νύχτα και το χρυσάφι κάρβουνο ποντάρει στον χαμένο.

Ατέλειωτος χορός Τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας σ’ ένα φουτουριστικό καμπαρέ χορεύεις τέσσερα επεισόδια απ΄ τις κακές πράξεις του Σατανά μόνη στο χλωμό φεγγάρι. Χορεύεις στη λέσχη των εκκεντρικών μικρή αλεπού Σαλώμη ζητώντας πάλι το κεφάλι του Ιωάννη Βαπτιστή. Γιώργος Κοζίας [387]


Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς Ο Αγαμέμνων ολομόναχος περιφέρεται στις χορταριασμένες Μυκήνες. Τα λιοντάρια του θρόνου σήκωναν αργά το κεφάλι τους από το κατασπαραγμένο θήραμα. Τον κοιτάζουν. «Φύγετε!», προστάζει. Δεν έφυγαν. Τράβηξε από κάτω μια καρτ-ποστάλ: Οι λέοντες κρατούν στα δόντια τους την πορφύρα. «Έρχονται και φεύγουν στο θυσιαστήριο όποτε τους αρέσει», ψελλίζει. Και ρίχνεται στα πόδια της Μέδουσας. «Αντίο Σασά», τον περιγελάει, «Βασιλέα των Βασιλέων. Δεν θα ξεχάσεις!». Στο βουβό παλάτι οι πέτρες τον κατάπιαν ζωντανό.

Τα ένοχα πουλιά Ο μαύρος Σολομών διέταζε τα χασαπάκια να δένουν, να κόβουν, να μαδάνε τον Σαλπιστή, τον Εσπερινό, τον αρχαίο Φασιανό. Γεράκια πληγωμένα φορές επτά, περιστέρια ράτσας σε ασημένια κλουβιά, θαλασσινές κουρούνες διαβαίνουν, χάνονται τρυγόνες. Τρελά παγώνια σμίγουν, αγαπιούνται. Φεύγουν τα πούλια, το κινέζικο αηδόνι στις ερήμους, η κουρδισμένη κίσσα στη μοναξιά. Ρομφαίες τρυπάνε τα φτερά τους. Η σπείρα των κορακιών ανέβηκε στον ουρανό το φάντασμα του ένοχου Κύκνου έβγαλε κραυγή μεγάλη: Φάτε πουλιά, καλά πουλιά από ανδρειωμένου πλάτες! Ο γενναίος Πετεινός, Ωραίο Πουλί, με κίτρινο ράμφος ανέτρεψε τον δαίμονα τον μαύρο βασιλέα. [388]


Γιώργος Κοζίας

Ο Δημήτριος Κόκκος (1856-91) από την Ανδρίτσαινα ήταν θεατρικός συγγραφέας, συνθέτης και ποιητής, από αυτούς που αντέδρασαν στο ρομαντισμό και τον πεσιμισμό της εποχής του.

Λύσσα «Αν ρίξεις πίσω ένα μόνο βλέμμα» είπε εις τη γυναίκα του με τρόμο «εχάθης!» Και με παγωμένο αίμα τραβούσ’ ο Λωτ τον ίσιο πάντα δρόμο. Μα η γυναίκα - πάντα σα γυναίκα «ας στρέψω» λέει «πίσω μου κομμάτι, και τι θα πάθω;» Η τρελή Ρεβέκκα γίνηκ’ ευθύς μια στήλη απ’ αλάτι! Και τώρ’ απ’ τις γυναίκες μας αν κρίνω, μπορώ να συμπεράνω ίσα ίσα πως απ’ τον παλαιό καιρόν εκείνο γεννιούνται οι γυναίκες όλες - λύσσα. Δημήτριος Κόκκος

Να ήμουν γέρος Μια μέρα, που καθόμουνα σε κάποιο ακρογιάλι Κι' ανέπνεα της θάλασσας το μυρωμέν' αγέρι, Είδα μια νια σα μάγισσα μπροστά μου να προβάει, Και να βαστά ένα γέροντα εις το δεξί της χέρι. Ήταν νεράιδα αληθινή η κόρ' η μαυρομάτα Και κάναν νιο τον γέροντα τα τρυφερά της νιάτα. [389]


Την είδα και μου πάγωσε στις φλέβες μου το αίμα Όταν κι' ὁ γέρος μια ματιά αγριωπή μου δίνει· Δεν ξέρω τί εσήμαινε εκείνο του το βλέμμα, Αμώς κ' εγώ εψέλλισα εις τη στιγμή εκείνη, Ότι κανένας εύκολα τα νιάτα του χαρίζει, Αχ! όταν τα γεράματα σε τέτοια ναι στηρίζει. Δημήτριος Κόκκος

Είδα ένα όνειρο Ήμουνα σ' ένα μεγαλώτατο μπαλόνι Και βρέθηκ' άξαφνα ψηλά εις τα ουράνια… Μέσα σ’ κειό το εναέριο βαγόνι Εγύριζαν εμπρός μου οι κόσμοι σα ροδάνια, Τόσο, όπου μου ήρθε μια φρικτή σκοτούρα Σ’ κείνη την ατέλειωτη ανακατωσούρα. Έβλεπα από κείθε ούλοι τσί αστέρες, Τον Ήλιο τη Σελήνη τον Ερμή τον Άρη Και ένα άλλο πλήθος στρογγυλοί σα σφαίρες, Σπαρμένοι εις τον ουρανό με τόση χάρη, Ώστε που πίστεψα κ' εγώ εις το θεό μου Και είπα: - Εκειός θα ‘πλασε και τον εαυτό μου! … Εστριφογύριζαν εκείνοι ούλοι οι κόσμοι Κι εγώ μονάχος εστεκόμουν στον αγέρα, Τόσο οπού μου ξέφυγε, και είπα: − Δ ό ς μ ο ι π α σ τ ό, και να κουνήσω ούλο τον αιθέρα!… Είπα τον ίδιο λόγο με τον Αρχιμήδη Μα κειός το είπε μόνο για τσι γης τ' αστρείδι. Δημήτριος Κόκκος

[390]


Ο Σοφία Κολοτοτούρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε και ασκεί την ιατρική. Παράλληλα ασχολείται με μεταφράσεις και συγγραφή πεζών και ποιημάτων

Μεσαία Τάξη Μέχρι τα πέρσι εγώ ήμουνα εντάξει – ήμουν μεσαία τάξη. Μεγάλωσα μη βρέξει και μη στάξει– ήμουν μεσαία τάξη. Πήγαινα διακοπές κι είχα έν’ αμάξι – ήμουν μεσαία τάξη. Οι τράπεζες δεν τα ‘χαν όλα αρπάξει – ήμουν μεσαία τάξη. Με την πολιτική δεν το ‘χα ψάξει – [391]


ήμουν μεσαία τάξη. Τη φτώχεια δεν τη γνώριζα στην πράξη – ήμουν μεσαία τάξη. Μα φέτος με βυθίζουνε στον πάτο – στην άβυσσο, στο προλεταριάτο. Σοφία Κολοτούρου

Αιώνες και Λεγεώνες Ο εκατόνταρχος προστάζει τις λεγεώνες (ο Αννίβας πάντοτε προ των πυλών). Η Ιστορία ανακυκλούται στους αιώνες, όσο υπάρχουνε συγκρούσεις ιδεών. Ο λεγεωνάριος, πειθήνιο όργανό μας, φορμαλισμό πρεσβεύει Βυζαντίου. Μα η ανταρσία ξεσπάει στο στρατό μας, γιατί άνοιξε η Κερκόπορτα του εργαστηρίου. Ο στρατηγός ρωτάει για τους προδότες, τον Βρούτο βλέπει κι επιτίθεται, δεν ξέρει. «Εσύ με κάρφωσες με τούτο το μαχαίρι;» Η Ιστορία, γεμάτη Ισκαριώτες. Στα ικριώματα λυγίζουν οι γενναίοι και μας τυλίγει μια ένοχη σιωπή. Υποτασσόμαστε στο Χάος μας, μοιραίοι, [392]


να βρούμε -ελπίζοντας- την κοσμική ροή. Σοφία Κολοτούρου

Η Χρύσα Κοντογεωργοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές

Παραμύθι [393]


Τώρα πώς να το παίξουμε το παραμύθι; πες μου τώρα που η Χιονάτη μαύρισε - απέκτησε χρώμα μπρονζέ από αντηλιακά παίρνοντας ήλιο όλη μέρα στο Super Paradiseκαι που η Ωραία Κοιμωμένη -πάντα Ωραία- υποφέρει από αϋπνίες όπως και το κοιμισμένο δάσος -ειδικά τα καλοκαίριαμ’ όλα τα υπναγωγά, υπνοστεντόν και τα σεντόνια της χλόης τώρα που κι ο Κοντορεβιθούλης έχασε για πάντα το δρόμο γιατί όλα είναι άσφαλτος και τα χαλικάκια χτίστηκαν για πάντα τώρα που οι Τοσοδούληδες μεγαλώνουν όσο θέλουν πίνοντας σκευάσματα ορμονών τώρα που οι τσαγκάρηδες δε φτιάχνουν πια γυάλινα γοβάκια τώρα πες μου μπορεί άραγε η κολοκύθα να γίνει άμαξα; Χρύσα Κοντογεωργοπούλου

Ο Γιάννης Κοντός (1943-2015) ήταν ποιητής, συγγραφέας εκδότης και μεταφραστής. Έχουν εκδοθεί δεκαπέντε ποιητικές συλλογές του. Η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με το Βραβείο Ουράνη.

Στα μισοσκότεινα [394]


Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά και έπιπλα. Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα και ξερούς καφέδες στο πάτωμα - έρωτα στο πάτωμα ή στο ταβάνι, σαν μύγες Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους και ένα χαλάκι κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου. Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεται έτσι. Και η κρεατομηχανή δουλεύει.

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο. Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του. Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ. Γιάννης Κοντός

Το τραγούδι Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό [395]


του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα - χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανένα πια και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα. Ράλι Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους. Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος. Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, κοιτώντας αλλού την ησυχία. Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο. Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα ή έχω πέσει σε βαθιά νερά. Άλλες φορές οι λακκούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση. Γιάννης Κοντός

Ο Βιτσένζος Κορνάρος (1553-1613) από τη Σητεία της Κρήτης ήταν ποιητής και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Κρητικής λογοτεχνίας του 16ου & 17ου αιώνα, Το επικό του έργο [396]


Ερωτόκριτος είναι ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας και τραγουδιέται ακόμα στα χωριά της Κρήτης, από λυράρηδες και απλούς ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους ξέρουν από στήθους όλο το 10.000 δεκαπεντασύλλαβων στίχων έργο αυτό, που είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο. Στον Κορνάρο αποδίδεται επίσης η συγγραφή του θρησκευτικού δράματος Η θυσία του Αβραάμ, κυρίως λόγω των γλωσσικών ομοιοτήτων του έργου αυτού με τον Ερωτόκριτο. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, έργο του Θεόφιλου

Ερωτόκριτος Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Καλό κ' εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν· και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. ………………………………………………………………. Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν, κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν, τότες μιά Αγάπη μπιστική στον Κόσμο εφανερώθη, κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη. Και με Καιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει, και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη. Εις την Αθήνα, που ήτονε τση Μάθησης η βρώσις, και το θρονί της Αφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης, Ρήγας μεγάλος όριζε την άξα Χώρα εκείνη, μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη. Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους, από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους· ξετελειωμένος Βασιλιός, κι άξος σε κάθε τρόπον, ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων. Μικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν του 'βρισκε ψεγάδι. Αρτέμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη, άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη. [397]


K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν, στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν. Αγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο, και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο· γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα', σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα. Και μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα, μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα. Τον Ήλιον και τον Ουρανό συχνιά παρακαλούσι, για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι. ……………………………………………. Επρόβαλε κι ωσά θεριό ένας Καραμανίτης, οπού' χεν όχθρητα πολλή με το Νησί τση Κρήτης. Ήτονε Αφέντης δυνατός, και πλούσος, και μεγάλος, σ' κείνα τα μέρη ωσάν αυτός δεν εγεννήθη-ν άλλος. Δεν επροσκύνα ουδ' Ουρανόν, ουδ' Άστρα, ουδέ Σελήνην, τον Κόσμον εφοβέριζε με τη θωριάν εκείνην. Εις το σπαθί του επίστευγεν, εκείνον επροσκύνα, πάντα πολέμους κι όχθρητες, πάντα μαλιές εκίνα. Ήτονε κακοσύβαστος, και δύσκολος περίσσα, εις τη μαλιάν εχαίρετο, και την Αγάπη εμίσα. Σπιθόλιοντας εκράζουντον, κι ως ήρθεν εις το Ρήγα, με γρίνιες εχαιρέτησε, κ' εμίλησε και λίγα. Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει, κ' είναι η λαλιά του σιγανή σαν "Αλλά!" όντες φωνιάζει. Μιλώντας εφοβέριζε, με τη θωριάν του βλάφτει, και μιά πλεξούδα εκρέμουντον εις το' να του ριζάφτι. Εκαβαλίκευγε άλογο αγριότατο περίσσα, οπού το εφοβηθήκασι στο φόρο όσοι κι αν ήσα'. Ορά είχε ως κατσουλόπαρδος, και πόδια ωσά βουβάλι, και μάτια ωσάν αγριόκατος, κ' η γλώσσα του μεγάλη· ήτονε η τρίχα του ψαρή, μπαλώματα γεμάτη, κόκκινα, μαύρα, μούρτζινα απάνω στο δερμάτι. ……………………………………………………………… Ως είδεν ο Σπιθόλιοντας τα αίματα και τρέχουν στο στήθος του, και στο μερί, και το κορμί του βρέχουν, εμούγκρισε, εταράχτηκεν, κι ωσά λιοντάρι αγριεύγει, και να βαρεί του Κρητικού τόπο να βρει γυρεύγει. Μηδέ ποτέ το πέλαγος έτοιας λογής μανίζει σ' τσ' ανεμικές του Γεναριού, όντε βροντά κι αφρίζει, σ' καιρόν που ανακατώνεται με ταραχή μεγάλη, κι όντε σκορπά τα κύματα όξω στο περιγιάλι, [398]


αν ήκαμε ο Σπιθόλιοντας στα αίματα, οπού εθώρει κ' έτρεχαν, και να γδικιωθεί ακόμη δεν ημπόρει. Εδάγκανε τα χείλη του, μέσα η καρδιά του βράζει, δράκοντας, κι όχι ανθρωπινό το πρόσωπόν του μοιάζει. ……………………………………………………. Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη, κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει. Μιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν, εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν. Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν, δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν. Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο, κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο, κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει, και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει, μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει, κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει― εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη, η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα', εχάθη. Και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι, το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι. Ήτονε πρώτη η Αρετή που αρχίνισε να λέγει, και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει. ………………………………………………………. Λέγει της ο Ρωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα, που ο Κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα; K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου. K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη, κι ο Κύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει. Τέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανιμένω, κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. Και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου, στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί 'ν' τα κόκκαλά μου. Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. Κι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου [399]


νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου. "Μιά χάρη, Αφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Την ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Ρωτόκριτε καημένε, τά σου 'ταξα λησμόνησα, το 'θελες πλιό δεν έναι." ………………………………….. BΙΤΣENΤΖΟΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOΡΝΑΡΟΣ που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση, το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. Οι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι, γι' αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι Βιτσέντζος Κορνάρος

[400]


Η Θυσία του Αβραάμ Ο Άγγελος Ξύπν’ Αβραάμ, ξύπν’ Αβραάμ, γείρου κι απάνω στάσου, μαντάτο από τους ουρανούς σου φέρνω κι αφουγκράσου. Ξύπνησε δούλε του Θεού ίσε και μπιστεμένε, και να κοιμάσαι αμέριμνα εδά καιρός δεν έναι. Ξύπνα και γροίκησε, Αβραάμ, εκείνο οπού θέλει Αφέντης οπού προσκυνούν και τρέμουν οι Αγγέλοι. Θυσίαν άξαν και καλή την σήμερον ημέρα θέλει ο Θεός και πεθυμά εκ τη δική σου χέρα. Δε θέλει πλιο θυσίες αρνιώ και πράματα φθαρμένα, μα μια θυσία πεθυμά μεγάλην από σένα’ το τέκνο σου το μοναχό, το κανακάτικό σου, εισέ θυσία το ζητά και θέλει το ο Θεός σου’ ‘ς τόπον αρνιού, ‘ς τόπο ριφιού ορίζει ο Θεός και θέλει να θυσιάσεις, Αβραάμ, του Ισαάκ τα μέλη. ……………………………………………….

Μην ανιμένης, Αβραάμ, πλιο δεύτερο μαντάτο και μη βαρένης, μη γρινιάς, γιατί ο Θεός γροικά το. Σε τρεις ημέρες να γενή τούτη η θυσία τυχαίνει, τέτοιας λογής είν’ ορισμός κι η ορδινιά δοσμένη.

Αβραάμ Ώφου τρομάρα με κρατεί, ζάλην μεγάλην έχω, κοιμούμενος ή ξυπνητός αν είμαι, δεν κατέχω. Είντα μαντάτο μού ΄φερες, άγγελε, απού το θρόνο τ’ αφέντη μου κι ορίζεις με, να κάμω το δε σώνω; Ω βασιλέα τ’ ουρανού, είντα γροικούν τ’ αυτιά μου; είντά ΄ναι ετούτο π’ όρισες εδά στα γερατειά μου; πώς να το δουν τα μάτια μου κι η χέρα να το κάμη και να συντρέξει το κορμί, που τρέμει σαν καλάμι; Ώφου, με ποιάν αποκοτιά να μπη στην όρεξή μου, με τίνος λιονταριού καρδιά να σφάξω το παιδί μου;

Σάρρα Ώφου μαντάτο, ώφου φωνή, ώφου καρδιάς λακτάρα, ώφου φωτιά που μ’ έκαψε, ώφου κορμιού τρομάρα’ ώφου μαχαίρια και σπαθιά που μπήκαν στην καρδιά μου κι εκάμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου. Με ποιάν απομονή να ζω, να μην εβγή η ψυχή μου, αξάφνου μ’ έτοιον θάνατον να χάσω το παιδί μου; Η συγγραφή του έργου αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο [401]


Η Έλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο το 1970. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε οικονομικά και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές

Η Κίτρινη Εκδοχή Εδώ είμαι ξαπλωμένος Με σκεπάζει μια κίτρινη κουβέρτα πλεγμένη με λέξεις στρείδια, που με τριβελίζουν Τις ακολουθώ : Βούλα Κίνηση Παύση Τελεία Βιάζομαι : Κόμμα Να προλάβω τη διάβρωση: Παύση Πριν πέσει η όξινη βροχή: Επικόλληση Αποκοπή Πριν με πουν νωθρό και νικήσει ο θάνατος τον ύπνο. ● Η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά Η λεπτομέρεια σε προσδιορίζει Η λεπτομέρεια σε προδίδει Η φωτογραφία που κιτρινίζει ● Μπορούμε πάντα να ανταλλάσσουμε ποιήματα με θέμα τις γαμήλιες δυστυχίες μας και να παραμένουμε «αυθεντικοί άνθρωποι» με «αυθεντικά κίτρινα αισθήματα» ● [402]


Κίτρινη προσποίηση Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι αυθόρμητο ; Όταν φτερνίστηκες ίσως ● Ψιχαλίζει. Το κίτρινο φλας αυτάρεσκα βουίζει την υγρή του αντανάκλαση σε σώματα ανέραστα. ● Το ταξίδι του γυρίνου Νιώθω : ενθουσιώδης Αισθάνομαι : παρορμητικός Υπάρχω : αυθόρμητος Μόνον όταν ως γυρίνος κολυμπώ με κίτρινα βατραχοπέδιλα σε κίτρινο χρώμα H γυναίκα με το κίτρινο κολιέ Η Φρανσουάζ ήταν τόσο όμορφη φορώντας μόνον το κίτρινο κολιέ όταν τη ζωγράφιζε ο Πικάσο. Το κίτρινο πορτραίτο Τα γυμνά του Νοnda «είναι άσεμνα» είπαν. Όμως «η γυναίκα σε κίτρινο φόντο» δίδαξε στο κίτρινο πώς μπορεί να γίνει το πιο ερωτικό χρώμα. Οι πεταλούδες του Νταλί Το μυαλό του Νταλί ήταν άτακτο. Σε μια σκοτεινή διαταραγμένη και άγνωστη πτυχή του φτερούγιζαν κίτρινες πεταλούδες. Έλσα Κορνέτη

[403]


Ο Γιώργος Κοροπούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Κατά καιρούς, εργάστηκες επίσης ως παραγωγός στο ραδιόφωνο και σε μεταφράσεις. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί πολλές τις γλώσσες.

Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; – Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο – σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο… – Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα, – παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! ) – να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα – που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ; – Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά – – κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά – κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή – – κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή” – γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει – – περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει – που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν, – κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν. – Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό : – Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό – Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου – και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου, – τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ – τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί, – την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι – τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . . – Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα – – Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα. . . Γιώργος Κοροπούλης

[404]


Η Κόριννα ήταν αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια, που έζησε τον 6ο αι. π. Χ. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, καταγόταν από την Τανάγρα της Βοιωτίας, όπου ήταν διδάσκαλος και αντίπαλο δέος του γνωστότερου Θηβαίου ποιητή Πίνδαρου. Έγραψε χορική λυρική ποίηση στη βοιωτική διάλεκτο. Ελάχιστα αποσπάσματα από το έργο της έχουν διασωθεί.

Απόσπασμα στίχων της Κόριννας Μέμφομαι επίσης και την καθαρόφωνη Μύρτιδα, επειδή γεννημένη γυναίκα πήγε να διαγωνιστεί με τον Πίνδαρο. Κόρρινα

[405]


Ο Τάσος Κόρφης (πραγματικό όνομα Τάσος Ρομποτής, 1929- 1994 ) από την Κέρκυρα ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, πεζογράφος. Δοκιμιογράφος και ποιητής

Θάνατος σε πολυκατοικία Όχι μόνο να ζήσεις μα ούτε και να πεθάνεις δεν μπορείς σ’ αυτήν την πολυκατοικία, με τους τόσους αδιάφορους ενοίκους να δαιμονίζονται στα διπλανά διαμερίσματα ή, ακόμα, να χτυπάνε τα ντουβάρια για να πάψουν τα μοιρολόγια της μάνας σου - που, σαν το χλωμό κερί, θα λιώνει κοντά σου. Και το αγγελτήριο του θανάτου κολλημένο στην κοινή εξώθυρα, ανάμεσα σ’ «Ενοικιάζεται» και σε «Πωλείται» χωρίς να ξέρει κανείς που βρίσκεται το κουφάρι σου, ποια πόρτα πρέπει να χτυπήσει για να σ’ αποχαιρετήσει. Κι αντί για χέρια ευλαβικά να σε μεταφέρουν, την ώρα που το σπίτι ηρεμεί, σαν καράβι που βούλιαξε, άβολα σφηνωμένος στο ασανσέρ να υποφέρεις και πάλι ολομόναχος τις αλυσίδες και τα γρανάζια.

"Υστεροφημία" ...Όταν υποχωρήσουμε πια κάτω από τον καταιγισμό του πυρός και τα μάτια μας τυφλωθούν από τα μάκρη της ηρεμίας και δεν υπάρχει πια ο πυρετός, το γυμνό αγκάθι δε μας ενοχλεί κι η σκέψη μας σταματήσει να μας οδηγεί σε αδιέξοδες κατευθύνσεις, τότε τα πράγματα που αγγίξαμε θα μας θυμούνται. Θα υπάρχουν εκεί, στους δρόμους, στα λιμάνια και στα καπηλειά φορτωμένα ακριβές πραμάτειες: αισθήματα και αισθήσεις, νοσταλγώντας τις συνουσίες τους με τη μοναξιά μας, τη γυμνή κόψη που λουλούδισε το στέρνο τους... [406]


Τάσος Κόρφης

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε το 1964 στη Μεσσηνία. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος

Ωσεί Παιάν Μέσα στης λύσσας την κραιπάλη (Εμείς αλλάξαμε ή οι άλλοι;) Πολύκλαδη γενιά του όφι τον πάτο έκανε οροφή. Τσανακογλύφτες ξεκουδουνιασμένοι Τόσοι πολλοί-μα τόσο μόνοι.Φωτιά το αίμα μου μουστώνει στη νύχτα (η νύχτα με πλαταίνει.) Μες στου μυαλού μου τις κουφάλες φωλιάσανε τ' αγριομελίσσια. Μούστος-σαν του λαγού το αίμακυλάει στις φλέβες μας το ψέμα. Ακτίς Αελίου, Μάτερ ομμάτων φρίξον-Μα χάραξε! Επιτέλους!Στα σάπια βρύα αυτού του έλους βρέξε την δρόσο των θαυμάτων. Ολόστιλπνοι όταν γεννηθούμε (κι ας ήπιαμε χολή και ινάτι) στο νου, στο χέρι και στο μάτι μ' ολίγο φως σου να βρεθούμε. Δημήτρης Κοσμόπουλος

[407]


Η Θεώνη Κοτίνη γεννήθηκε το 1967 στη Μυρσίνη Ηλείας. Σπούδασε φιλολογία και θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει, υπηρετώντας ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές της συλλογές.

Τώρα Δυσκολεύομαι να σε τοποθετήσω σε παρελθόντα χρόνο Ωστόσο λείπεις Μονάχα κάποια πράγματα σου επιζούν με την αδιάφορη ειρωνεία των αντικειμένων που μας νικάνε άφθαρτα Κοιτώ τα έπιπλα δεν συγκρατούν καμιά νοσταλγία ακίνητη σκηνοθεσία του κενού εν πλήρει τάξει Βέβαια παλιώνουνε κι αυτά μα έχουν προχωρήσει κιόλας στο τετελεσμένο δε διακυβεύουν μέλλον Μόνο εγώ ανάμεσα τους πληρώνω χρόνο μ’ αυτή την απουσία σου εντατικά παρούσα τη μόνη διάρκεια Εύκολο λογοπαίγνιο θα πεις όπως πάντα οι λέξεις κι άδικες εκλύουν ψέμα Μα πώς να πω για την ανάγκη σου τώρα που ήδη διαπράττω λησμονιά; Πώς να αναστήσω το δυνάμει σώμα μου που ενσάρκωνες τώρα που έχεις αρχίσει πλέον να πεθαίνεις; Πώς να σε σώσω τώρα; [408]


Θεώνη Κοτίνη

Δεκέμβρης του 2008 Δευτέρα βράδυ - Η Αθήνα φλέγεται το χρώμα της φωτιάς στην τηλεόραση - σέπια από ταινία εποχής μόνο που τώρα έρχεται απ´ το μέλλον παραισθησιογόνο ή χημικό - εν πάση περιπτώσει ασφυκτικό άνθρωποι πάνε έρχονται - άλλοι με τις κουκούλες άλλοι με τα κράνη σπασμένες τράπεζες ξεκοιλιασμένα τζιπ - γύρω απ’ το Σύνταγμα οι δρόμοι άδειοι - κούρνιασαν όσοι διαθέτουν απαντήσεις Τρίτη πρωί - μόλις ξεμύτισαν οι διαδηλώσεις πέριξ κυκλοφορούν αργόσχολοι, περίεργοι, ερανιστές τσιτάτων κάποιοι τυχαίοι απ´ την ψαραγορά μάλλον πελάτες και πίσω οι νεαροί με τις μολότοφ - αυτοί αδιάλειπτα κάποιοι μιλούν για επανάσταση - για μαζικά κινήματα ή την ανάγκη τους τουλάχιστον - κάποιοι ζητούν συγγνώμη άλλοι μαζεύουν απ’ το δρόμο ένα σπασμένο πόδι - μιας κούκλας πλαστικής απ’ τις βιτρίνες - κι οι μετανάστες στην Ερμού - ανάμεσα σε δυο πορείες οκλαδόν έχουν απλώσει την πραμάτεια τους αυτοί ξέρουν καλύτερα από τέτοια πιο πέρα πηγαδάκια των φιλήσυχων οι τσόγλανοι ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα χρόνων κι η κυβέρνηση τι κάνει - στο κάτω-κάτω να επέμβει ο στρατός γύρω στ’ απόγευμα κάποιοι εφορμούν εκ νέου κουκούλα ή κράνος δεν διακρίνεις εύκολα στήνουν οδόφραγμα και πέτρες στην επανίδρυση του κράτους ρίχνουν κοτρόνα ή δακρυγόνα στο πρυτανείον της σοφίας πηγαινοέρχονται και σπάνε - όλο το βράδυ ως το ξημέρωμα που οι μπουλντόζες του δήμου θα σαρώσουν σαν νομοτέλεια τα μπάζα Την ίδια μέρα όλη μέρα Στο Περιστέρι η αγορά λειτούργησε κανονικά πληρώθηκαν τόκοι και φόροι και ψώνια και πρόστιμα [409]


οι εργασίες έληξαν στις εννέα το βράδυ την ώρα που αρχίζουν τα ντελίβερι και ο αγώνας του ΠΑΟ στην Ευρώπη την ώρα που ψυχομαχά η λογική στα αχυρένια αλώνια των ειδήσεων Θεώνη Κοτίνη

Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες στην Κύπρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Διαβήτης Μόνη περιουσία μου ένα πόδι μεταλλικό, με αιχμηρή απόληξη. Καρφωμένο στο χώμα μού επιτρέπει καθημερινά μια πλήρη περιστροφή γύρω απ’ τον άξονά μου. Πόσο ευτυχής που δύναμαι κι εγώ να ιχνογραφήσω έναν κύκλο τόσο δα στο επίπεδο φάσμα του αιώνιου «τώρα», με προοπτική ανέλιξης χωρίς την αρωγή της τρίτης διάστασης. Ασφαλής εντός του ο κυκλοτερής θυμός, απρόσβλητος από εξωτερικές κατασταλτικές θωπείες των αρχόντων. Δευτέρα είναι της Καθαρής κι ο Αϊ-Γιώργης με το δόρυ του επισκέπτες απωθεί φιλόλογους, που το ’χουν κάνει τάμα να οσφραίνονται τις συλλαβές, προσφέροντας γενετικό υλικό για ταυτοποίηση των λειψάνων αγνοημένων στίχων. Ουδείς αποδεικνύεται συγγενής. Κι οι λέξεις μετά θάνατον επ’ ανδραγαθία προάγονται σε πολυσύλλαβες κραυγές εις ώτα μη ακουόντων.

Ευτυχία Ευτυχία, θυμάμαι, [410]


λέγαν εκείνη τη στιγμή που με το δάχτυλο σταμάτησες την άμμο στην κλεψύδρα και με φίλησες με τα μάτια ανοιχτά

Σταυρόλεξο Τρία καθέτως, γράμματα εννιά Ελεύθερος Πέντε στον ορίζοντα, τραύματα πέντε Αγάπη Λοξά πέφτει βροχή, τυφλώνει με Φως Εδώ όσο οι λέξεις μου κοιμούνται σταυρωμένες θα μείνω. Πάμπος Κουζάλης

Παύσεις Παρακαλώ τον υποβολέα να μην ψιθυρίζει συνεχώς τα λόγια τα επόμενα Αυτά τα γνωρίζουν οι υποκριτές Τις παύσεις να τους θυμίζει Τις παύσεις Πάμπος Κουζάλης

[411]


Η Μαρία Κούλη από την Αθήνα είναι ποιήτρια, Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές

Για ένα ποίημα χρειάζεται... ……………….. Για ένα ποίημα χρειάζεται... Θυμίζω... Το απόθεμα εξαντλήθηκε καλέ μου... Πάλι σκότωσα απόψε... Βίον ανθόσπαρτον είπατε; Ακόμα μια θεία μέρα... Μοιάζεις με πλοίο της γραμμής... Χορεύετε; Πίσω απ' την πλάτη του... Ίδιο παραμύθι... Αύριο φεύγουμε... Θα με γυρέψουν σίγουρα πίσω... Τελικά δε μας ορίσανε... Εκοιμήθη ... Επιπλέοντες φόβοι... Ο πατέρας ονειρεύεται ραψωδίες... Τα συνηθισμένα... Μίλα σιγά... Ψαλιδίζω τις ρίζες... Κι εγώ σε θέλω... Το σπίτι κλαίει... Κάποτε τα βέλη επιστρέφουν... Ζωή αποφόρι φαρδύ... Φόβος του "εδώ και τώρα" έχεις ακούσει... Μπροστά η βροχή... Γνωστό παιχνίδι πάλι; Στίχοι ρυτίδες... [412]


Δεν αντέχω... Ζωγράφισες ένα τρεχαντήρι... Η Πηνελόπη... Μαρία Κούλη

Ο ποιητής Θόδωρος Κουλούρης ζει στο Χολαργό.

Ο προσκεκλημένος Φορώ το παλτό το καπέλο τα γάντια Στις σκάλες σταματώ θυμάμαι πως η πρόσκληση είναι για αύριο Επιστρέφω στο δωμάτιό μου αφήνω τα γάντια στο τραπέζι κρεμώ το παλτό, το καπέλο. Κάθομαι Οι ώρες περνούν Μια μύγα βουίζει γύρω από τον λαμπτήρα. Την επομένη, την ίδια ώρα σηκώνομαι φορώ το παλτό, το καπέλο, τα γάντια. Στις σκάλες θυμάμαι πως η πρόσκληση είναι για αύριο. Θόδωρος Κουλούρης

[413]


Ο Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994) ήταν εκδότης (από τους πρωτεργάτες της έκδοσης της Επιθεώρησης Τέχνης), συγγραφέας και ποιητής.

Ηθική Δεν κλέβω φοβάμαι κάθε τι που δεν το κέρδισα μόνος μου Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο Φοβάμαι την ηδονή Δεν αρνιέμαι τους άλλους Φοβάμαι τις γενιές που θα ‘ρθουν . Φοβάμαι τον εαυτό μου στο δικό του φως. Κώστας Κουλουφάκος

Έγερση Μπορώ πια να φύγω Κράτησα το φιλί Κράτησα το χαμόγελο Για να τα δώσω στον κόσμο. Όλα, μονάχα για τη χαρά. Κώστας Κουλουφάκος

[414]


Κερδισμένος Αφού δεν ήταν η ζωή καθώς την ήθελα τη χάρηκα έτσι, καθώς ήταν και ως ερχόταν. Έτσι. Κώστας Κουλουφάκος

Προοίμιο γηρατειών Από μέρα σε μέρα βλέπω τους νέους πιο νέους. Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα. Κοιτώ μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ… Τα χρόνια με πολιόρκησαν. Λες, αύριο να κάνω όνειρα για σύνταξη; Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου: Βέβαια!… Το βρίσκω δύσκολο να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι. Ακόμα δυσκολότερο να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι. Όλο και πιο πολύ βολεύομαι μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία. Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ που δεν είμαι σε θέση πια να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα. Κώστας Κουλουφάκος

[415]


Ο ποιητής Λουκάς Κούσουλας γεννήθηκε στη Σουβάλα (Πολύδροσο) του Παρνασσού το 1929. Έχει δημοσιεύσει: οχτώ ποιητικές συλλογές. Επίσης ΄χει μεταφράσει πολλά έργα αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Η ζωγραφιά του κόσμου Η ζωγραφιά του κόσμου, όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά δεν είναι να βλέπεται από κοντά. Από κοντά, άχ, σύγχυση μόνο είναι όλα και σκοτεινιά. Η ζωγραφιά του κόσμου, παρά κάθε άλλη αυτή, χρειάζεται απόσταση να φανεί. Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο, την κανονική, [416]


και πού να βρεθεί. Πού να βρεθεί πού εμπρός είναι το βαθύ και πίσω το ρέμα... Λουκάς Κούσουλας

Κάτι βεγγαλικά Είναι κάτι στριμμένα βεγγαλικά, κάτι ακαταλόγιστα, κάτι αλιτήρια, δεν πάει να κανονίζεις όσο προσεχτικά θέλεις το ρόλο τους, πανέμορφο, εκθαμβωτικό, δεν πάει να τα χρυσώνεις να τα προσκυνάς, στην κρίσιμη ώρα, γυρίζοντας πίσω σαν τα σκυλιά, θα σε κάψουν: χέρια και μάτια!

Το φθινόπωρο του παιδιού Καλοκαίρι μου που είχα συνηθίσει το ρούχο σου κι είχα τη θερμοκρασία σου στο κορμί μου, είναι μακριά κιόλας το ακρογιάλι σου και οι τελευταίοι μου φίλοι. Παραδίνομαι, αντιστέκομαι – είναι αργά πια γλιστρά το φθινόπωρο πάνω μου τη μεγάλη του σκιά. Κι είναι άβολες οι μικρές μέρες σαν την καινούργια μου [417]


φορεσιά, κι όμορφες πάλι και παράξενες σαν τ’ άγνωστα που αρμενίζουμε νερά. Λουκάς Κούσουλας

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962 και ζει εκεί. Είναι απόφοιτος της Νομικής. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα.

Η αρρώστια Το πλοίο μετανάστες.

είναι

γεμάτο

Φορούν τραγιάσκες και κοστούμια που γυαλίζουν στους αγκώνες, κοιτάζουν μία προκυμαία από σκόνη και λευκά μαντήλια που ζωγραφίζουν το κενό. Σε μιαν εξέδρα ένας βιολιστής παίζει κόκκινο βιολί, φορώ ένα μαύρο φουστάνι και δεν έχω μαλλιά, κλαις και δεν ξέρω πώς να σ’ αγκαλιάσω, σαν να διασχίζουμε τον χρόνο σε έρημα πλοία φαντάσματα που προσκρούουν συνέχεια σε παγόβουνα μόνο και μόνο για να, για να μην, επειδή δεν γίνεται χωρίς [418]


αλλά ούτε και με, κι ο βιολιστής παίζει παράφορα βιολί κι ενώ όλοι αρχίζουν να χορεύουν μου κλείνει μυστικά το μάτι ενώ πίσω στην πόλη, τα ποντίκια μεταδίδουν την πανούκλα που χωρίς να ξέρουμε όλοι μας κουβαλάμε μες στο πλοίο. Χλόη Κουτσουμπέλη

Αισιοδοξία Θα ξαναβρεθούμε κάποτε. Θα φοράς το πρόσωπό σου και την γκρίζα καμπαρντίνα, θα φυσάει ανάλαφρα όπως σ’ εκείνη μας τη βόλτα (θα περπατάς στο κάτω πεζοδρόμιο κι εγώ πάντα στο πάνω για να μπορώ λιγάκι να σε φτάνω). ασφόδελοι θα πετούν ανάμεσά μας τα αρχαία ερείπια θα γεμίσουν γύρη μια πάχνη θα σκεπάσει το φιλί μας. Τα χείλη σου ζεστά. Ύστερα εσύ δεν – θα τελειώσει αυτό Κι εγώ δεν – θα φύγει αυτό δεν θα σου στείλω μήνυμα ότι δεν θέλω να σε χάσω (ο αέρας πάντα παρασέρνει τα μηνύματα γι’ αυτό άδεια φύλλα σέρνονται στους δρόμους) στην Ανταρκτική λιώνει ένας σβώλος χιόνι [419]


κι αλλού μια ήπειρος βουλιάζει στο κενό. Στην αρχαία αγορά ένας άντρας, μια γυναίκα περπατούν χαρούμενοι ανυποψίαστοι για ό,τι θα συμβεί. Χλόη Κουτσουμπέλη

Ο Στάθης Κουτσούνης γεννήθηκε στην Ολυμπία το 1959. Σπούδασε νομικά, φιλολογία και κλασική μουσική. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι πεζογράφος και ποιητής.

Ο λαχνός Καλησπέρα σας είπε σας επέλεξα φορέστε με περπατούσα σε κεντρική λεωφόρο υγρό λιοπύρι στράγγιζε ακόμη στις ύστερες ώρες του απογεύματος ξάφνου ένα Κουστούμι τρέχει καταπάνω μου μα κάνει ζέστη λέω κι εξάλλου εγώ δε συνηθίζω να φορώ κουστούμια κι εδώ στο δρόμο πώς να σας προβάρω με τόσον κόσμο γύρω μην ανησυχείτε ο κόσμος κοιτάζει τη δουλειά του τίποτε απ’ αυτά δεν τον συγκινεί [420]


ούτε χρειάζεται να βγάλετε τα ρούχα σας ταιριάζω στον καθένα κι όπως λάχει όσο για τη ζέστη θα συνηθίσετε κι άλλωστε όλοι θα με φορέσουν κάποτε μα δεν είμαι έτοιμος αποκρίνομαι και πριν προλάβω ν’ αμυνθώ είχε κιόλας τυλιχτεί πάνω μου και με στένευε απελπιστικά τα μέλη μου μούδιασαν κι η όρασή μου λιγόστευε ολοένα εκείνο με πήγαινε αργά και δεν έβλεπα πια να βουίζει τον κόσμο της λεωφόρου αλλά έναν κόσμο παγωμένο στο τελευταίο κλικ της φωτογραφικής μου μηχανής Στάθης Κουτσούνης

Ο Κώστας Κουτσουρέλης γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε νοµικά. Δημοσίευσε τρία βιβλία με ποιήματα και πολύ περισσότερα με μεταφράσεις.

Αριάδνη Μίνωος, ξεναγός λαβυρίνθων Όχι, εγώ διασώστρια δεν έκανα ποτέ, ιδέα δεν έχω από κλωστές κι από κουβάρια. Στράους κανείς δεν θα ’γραφε για μένα άρια, ούτε θα μού ’στηναν ιερό στη Νάξο οι βακχιστές. Εγώ έκοβα εισιτήρια στην πύλη της Κνωσού, Iούλιο-Αύγουστο γινότανε το σώσε, με τον Θησέα ειδικά πώς να ’χω πάρε δώσε; Θα ’ταν, καταλαβαίνετε, ως εκ του περισσού. Το ’ξερα βέβαια, είχε ’ρθεί με γιωτ πριγκιπικό, δεν βρήκα ωστόσο να ’χει ύφος ψηλομύτη, όπως αυτοί που πριν πατήσουν καν στην Κρήτη γυαλίζουν τα παπούτσια τους με άλας αττικό. Όλη ώρα είχε δίπλα του μιαν ευειδή νεαρά ( πρόσεξα πως τη φώναξε σε μια στιγμή Διοτίμα ) – έμοιαζε σαν ν’ ακολουθεί έν’ αθέατο νήμα, τις πέτρες λες δρασκέλιζε με βήματα νοερά. [421]


Στην έξοδο όμως, χάθηκε· τράβηξε ίσια εμπρός αντί να στρίψει δεξιά, προς των ταξί τον στόλο. Του έκανα μια υπόδειξη. Αυτό ήταν όλο. Με ευχαρίστησε έκπληκτος και έφυγε στητός. Τ’ άλλα πώς διαδόθηκαν, στ’ αλήθεια τ’ αγνοώ: o φόρος, ο μινώταυρος, το αίμα, ο μίτος… Αστείο καν να πω πώς όλ’ αυτά είναι μύθος ! Όμως τι νόημα έχει πια και να τ’ αμφισβητώ ; Με λέν Αριάδνη. Στάθηκα τύπος κι υπογραμμός όλη μου τη ζωή. Λίγα μονάχα είδα. Θεά ποτέ δεν ήμουνα, ποτέ ηρωίδα, ούτε και στον Λαβύρινθο ποτέ μου ξεναγός. Κώστας Κουτσουρέλης

O Νίκος Κρανιδιώτης (1911-97) γεννήθηκε στην Κερύνεια Κύπρου. Σπούδασε στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια πρέσβης της πατρίδας του στη Ελλάδα και σε άλλες χώρες.

Μνήμη Κερύνειας Συλλογιέμαι τα χρόνια που πέρασαν, τη μικρή πολιτεία, που ακουμπημένη στη θάλασσα λαμποκοπούσε στον ήλιο τη γιαγιά Ελένη που κατέβαζε το Θεό στο σπίτι της και τον φίλευε κόλλυβα και μέλι. Τις μεγάλες καλοκαιριάτικες μέρες, που κρατούσαν ακίνητο τον ήλιο στη θάλασσα, την ταραχή του εφηβικού έρωτα που κατέβαζε στη γη το φεγγάρι, τα πρωινά, που χαμογελούσε το φως μέσ’ απ’ τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών κι άπλωνε στ’ αστραφτερά σεντόνια την κόκκινη δαντέλα του. Κι ύστερα τους πραματευτάδες, που διαλαλούσαν την πραμάτια τους [422]


ανάμεσα στον τρυφερό κελαϊδισμό μιας σιταρήθρας και το φευγάτο καλπασμό του αλόγου στο πασπαλισμένο μ’ ασημόσκονη πλακόστρωτο. Ήτανε όλα ωραία: Οι απλοί άνθρωποι που μηδένιζαν τη σκέψη τους στο αύριο, ο αγέρας, που γέμιζε θαλασσινές νότες τα μικρά σπιτάκια, οι πράσινες ελιές, που ασήμωναν το σιωπηλό κάμπο, τα ζουζούνια, που μετεωρίζονταν στο χρυσό φως της μέρας, τα μάτια των κοριτσιών, που βυθίζονταν στο γαλάζιο όραμα των καραβιών, που φεύγανε απ’ το μικρό λιμανάκι, σαν χάρτινα παιχνίδια, στα ξεχασμένα παιδικά τους όνειρα. Πέρασαν όλα σαν φευγαλέο καλοκαιριάτικο όραμα. Τώρα δε μένει πια παρά η νύχτα - η μαύρη νύχτα, η σκοτεινή αυγή π’ ανάτειλε ύστερα χωρίς Θεό, κι ο ήλιος που βυθίστηκε για πάντα στο μεγάλο θάνατο. Νίκος Κρανιδιώτης

Ο Κώστας Κρεμμύδας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Νομικά στην Αθήνα και Κοινωνική Ιστορία στη Σορβόνη. Είναι ποιητής και εκδότης

Σαντιγκάρ Σκηνές μιας αυριανής ευτυχίας του κόσμου Νεόδμητη μητρόπολις των ελεεινών που πλέουν στα πολλά και τα τρεχούμενα αζήτητα σκληρά ταξίδια επιστροφής και αζιμούθια μετρώντας με τις μοίρες την απόσταση των άστρων τζογάροντας τόσα λεφτά στο θάνατο της ειμαρμένης: Δύο σειρές και πάλι έναστρο το δαχτυλίδι της θλίψης [423]


στα δάχτυλα των Nιμπελούγκεν φορεμένο Κι ο Bάγκνερ σε υπόστεγο αστέγων. Ασύμμετρες οι εκβολές σε Ρώμη, Βερολίνο και Μαδρίτη συλλαλητήρια σε πορνεία ιδιολέκτου που στέγασ’ ιερείς κι αριστερόχειρες δρομείς μιας οικουμένης ανήμπορης να ιστορήσει σε νεκρούς τ’ απόβλητα αιώνιας πλήξης Απρόβλεπτοι κι εμείς έξω από πύλες τις κοκκινόμαυρες υψώνουμε και κλαίμε εκλιπαρώντας διαρκή συμπόνια των κοράκων. Νέες στρατιές στα κάτεργα ανέργων Πέρα απ’ τα Tοi & Moi προέχει η ασφάλεια των κάστρων Στο άγρυπνο μάτι μιας εξουσίας οχυρωμένοι ας κλείσουμε για πάντα τα πλευρά της ανομίας ενωμένοι στον κίνδυνο μιας διαρκούς αφλογιστίας των οστράκων. Τα όνειρά μας ας τα ζητήσουμε προσωρινά ταμπουρωμένοι μέχρι την άνοιξη που ασφυκτιά να περιμένει Κώστας Κρεμμύδας

Ο Κριτίας ήταν Αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος, ποιητής, και ρήτορας . Ήταν μαθητής του Σωκράτη, του Γοργία και πολλών φιλοσόφων και σοφιστών. Το 404, μετά την υποταγή της Αθήνας από τη Σπάρτη, εκλέχτηκε ένας από τους «Τριάκοντα Τυράννους». Στο δάσκαλό του Σωκράτη απαγόρευσε να διδάσκει ή να κάνει παρέα με τους νέους, οι θρησκευτικές του δοξασίες πλησίαζαν την αθεΐα και διέπραξε πολλές αυθαιρεσίες και ωμότητες σε βάρος των συμπολιτών του. Το Μάιο του 403 π. Χ., πολεμώντας τους δημοκρατικούς επαναστάτες, ο Κριτίας σκοτώθηκε μαζί με πολλούς συνάρχοντές του. Ως λόγιος ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου. Έγραψε επικά, ελεγειακά, δραματικά, ερωτικά, περιγραφές πολιτειών (της Σπάρτης, της Αθήνας κ.ά.), την τριλογία «Τέννης, Ραδάμανθης, Πειρίθους» και το σατιρικό έργο «Σίσυφος»

[424]


Σίσυφος Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία, υποταγμένη στη δύναμη· μια εποχή όπου ούτε οι καλοί άνθρωποι επιβραβεύονταν ούτε πάλι οι κακοί τιμωρούνταν. Ύστερα νομίζω, οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους που όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλή του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα λάθος, τον τιμωρούσαν. Στη συνέχεια, επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, αλλά ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε, νομίζω, για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς τον φόβο των θεών, ώστε να υπάρχει κάτι που να το φοβούνται οι κακοί ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή διανοούνται κάτι στα κρυφά. Επινόησε έτσι το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει ένας δαίμονας που ζει μια δίχως τέλος ακμή, ένας δαίμονας που ακούει και βλέπει νοερά, που στοχάζεται στο έπακρο, που προσέχει τα πάντα και που έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση: ο δαίμονας αυτός θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γίνεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δεν θα μείνει απαρατήρητο από τους θεούς. Γιατί ο λογισμός τους είναι πολύ δυνατός. Με αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ελκυστική διδαχή, καλύπτοντας την αλήθεια πίσω από έναν ψεύτικο λόγο. Έλεγε πως οι θεοί κατοικούν σ’ έναν τόπο, για τον οποίο οι άνθρωποι, και μόνο που τον βλέπουν, νιώθουν τρόμο. Κατάλαβε ότι ακριβώς από εκεί πήγαζαν και οι φόβοι των ανθρώπων, και η επικουρία στις ταλαιπωρίες του βίου, δηλαδή από τον περιστρεφόμενο, εκεί ψηλά, θόλο του ουρανού, όπου έβλεπε ότι ήσαν οι αστραπές και τα φοβερά χτυπήματα της βροντής, και το αστερινό φως του ουρανού, όμορφο, γεμάτο στολίδια, έργο του Χρόνου, του σοφού αρχιμάστορα· είναι ο τόπος όπου πορεύεται η φωτεινή διάπυρη μάζα του άστρου, και απ’ όπου πέφτει στη γη η υγρή βροχή. Με τέτοιους φόβους έζωσε τους ανθρώπους· με τους φόβους αυτούς έβαλε -στα λόγια του- το θεό να κατοικήσει σε κατάλληλο τόπο, [425]


και διαμέσου των νόμων εξάλειψε την ανομία. *** Και νομίζω πως έτσι έπεισε, για πρώτη φορά, τους θνητούς να πιστέψουν ότι υπάρχει των θεών το γένος. Κριτίας (μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)

H Μαρία Κυριακίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία σήμερα διδάσκει ελληνική ιστορία στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα γράφει ποίηση.

Άγνωστος Χ Τι ποιήματα σου έγραψαν Ως τώρα χωρίς λέξεις; Με βλέμματα, με γέλια, [426]


Με ανάσες τρυφερές; Σε διάφανες βραδιές διαισθητικά περνάς δίπλα από τις φωτιές. Ήχοι χρωματιστοί, ματιά ζεστή. Όταν θαμπώνουν τ’ άστρα ένας δρόμος μένει μόνο ανοιχτός. Με ματαιώσεις, αντοχές κι αληθινούς ψιθύρους. Δεν είναι απλές οι εξισώσεις με τον άγνωστό μου Χ. Κι αυτό είναι το χάρισμα. Το ένα με τις λέξεις. Χωρίς να πρέπει να διαλέξεις. Μαρία Κυριακίδου

Ο Κλείτος Κύρου (1921-2006) ήταν ποιητής από τη Θεσσαλονίκη. Έχει

εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί με πολλά βραβεία.

Κραυγή δέκατη πέμπτη Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε [427]


Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη. Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ Με σπασμένη φωνή που κλαίει Κάθε φορά στη θύμησή τους. Κλείτος Κύρου

Κάτι που έμεινε Η ώριμη στιγμή του χωρισμού Μας πρόφτασε βιαστικά Φορέσαμε κι οι δύο από ένα χαμόγελο Ελέγχαμε τις χειρονομίες μας Και ξεφυλλίζαμε Τις μέρες που θα ’ρθουν Βέβαια Ήταν άσχημο να το συλλογιστώ Πώς τα χέρια μου Δεν θα τύλιγαν πια [428]


Τις γραμμές του κορμιού της. Άνοιξε την τσάντα Και μου επέστρεψε δυο βιβλία Ένα κίτρινο πουκάμισο Και μιαν αλυσίδα - Λοιπόν Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου Και ‘σύ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου Δεν απάντησα Μου έσφιξε τα χέρια Κι απομακρύνθηκε Δες έχεις πια τίποτε δικό μου Κι όμως Τη θύμησή της Τη δίπλωσα προσεχτικά Και την κρατώ ακόμα. Κλείτος Κύρου

Η Μαρία Κυρτζάκη (1948-2016) από την Καβάλα. Ήταν φιλόλογος, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών και ποιήτρια.

Τα μάτια σου Τόσοι νεκροί Τόσες χειραψίες Τόσα λόγια πνιγμένα Στο χαρτί μια άτσαλη γραμμή Ο δρόμος [429]


Σχεδιασμένος δήθεν με φροντίδα Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη Τα μάτια σου που βούλιαξαν Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα Στη μέση της ασφάλτου

Ανίχνευση Όσο ακούγεται μουσική Μπήγεις πιο βαθιά το μαχαίρι Αποφεύγεις να κοιτάξεις το πρόσωπο Το κεφάλι στραμμένο στην ανατολή Τα μάτια σου γυρεύοντας και τη φωνή σου. Στη σιωπή ακούς τον ήχο από το αίμα σου Τα χάνεις. Δεν ξέρεις πού έβαλες το μαχαίρι Ποια ήταν η τελευταία πληγή. Στη σιωπή ανιχνεύεις τα μάτια Στο σώμα του άλλου γυρεύοντας Τη φωνή σου Μαρία Κυρτζάκη

Το ουράνιο τόξο Ψάχνοντας για οποιοδήποτε τόξο «Το κυνήγι δεν τέλειωσε» είπες Και τα μάτια χάθηκαν Το μαύρο ανιχνεύοντας. «Το ουράνιο τόξο» είπες και γαλήνεψα. Περνούν οι μέρες «Τα γεγονότα», είπες, «αναμφισβήτητα». Κι όμως, σε άφησαν πίσω τα γεγονότα Σε λησμόνησαν [430]


Οι μέρες έγιναν χρόνια Και τώρα πια είναι ζήτημα επιβίωσης Τώρα μετράς στα πέντε σου δάχτυλα Μετράς κι απορείς Πώς έγινε, είπες, και σκούριασαν οι κλειδώσεις Πώς έγινε Και δεν φύσηξε άνεμος στην πλευρά μας Δεν το παίξαμε το παιχνίδι μας Δεν το παίξαμε Δε γινόταν αλλιώς Τα κιβώτια βαριά στη μεταφορά Εύφλεκτα Κι απορώ κι απορείς κι απορούμε Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις τα βράδια Πώς η τόση αγάπη εξατμίστηκε Πώς οι χαρταετοί έπαψαν –τρυπημένοι στο μέρος της καρδιάς– το παιχνίδι Μαρία Κυρτζάκη

Ο Θανάσης Κωσταβάρας (1927-2007) από το Βόλο, ήταν οδοντογιατρός, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής.

Κυριακάτικο γεύμα με καλεσμένους στο ύπαιθρο Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο. Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες. [431]


Ξαφνικά, περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά. Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας. Κι απ’ το βάθος φαίνεται να προβαίνει αργά ο απρόσκλητος επισκέπτης. Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κουστούμι ξεχειλωμένο και το πρόσωπο αθέατο. Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα. Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει. Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ έναν φόβο αόριστο. Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι. Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο. Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη. Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη. Απ’ το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας. Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί. Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες. Μια λύπη απλώνεται λίγο-λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα. Θανάσης Κωσταβάρας

Ο άνθρωπος πλάι στο ποτάμι Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι. Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει. Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι. Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι [432]


αθησαύριστο. Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος. Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει. Πιστεύει πως όπου να ’ναι θ’ αλλάξει η τύχη του. Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει. Παρ’ όλα αυτά επιμένει. Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι. Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε. Μα είναι αργά. Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα. Καταλήγοντας στην ατρύγητη θάλασσα. Θανάσης Κωσταβάρας

Η Μίρκα Κωτσαρίδη είναι Ελληνίδα ποιήτρια

Αντίφαση Σέρτικα τσιγάρα πάντα κάπνιζες που αγόραζες απ’ το περίπτερο της πλατείας. Όταν σου ζητούσα εγώ, ένα μου μιλούσες για «τις βλαβερές συνέπειες του καπνού». [433]


Ίσως με προστάτευες έτσι. Μίρκα Κωτσαρίδη

[434]


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.