ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤ. ΣΤΑΦΥΛΑΚΗΣ
Ο Ξενοφών και οι Μύριοι Μια ιστορική τυχοδιωκτική και συναρπαστική περιπέτεια
Αθήνα 2017 [1]
Κάθοδος των Μυρίων Μας σκότωσαν τους αρχηγούς κι επιστρέφουμε ακέφαλοι μ’ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά. Όμως, η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα.
Κώστας Μόντης
[2]
Περιεχόμενα Εισαγωγή
5
Ο Ξενοφών και οι Μύριοι (Κύρου Ανάβασις)
15
Έλληνες και Πέρσες 15 Ο παραγκωνισμός του Κύρου 23 Η διαφημιστική εκστρατεία του Κύρου 27 Οι Έλληνες μισθοφόροι και οι στρατιωτικοί διοικητές τους 33 Ο στρατός του Κύρου ξεκινά προς τη Βαβυλώνα 39 Η Μάχη στα Κούναξα (3 Σεπτεμβρίου 401) 46 Τα μετά την μοιραία μάχη 51 Η εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών 58 Η ώρα του Ξενοφώντα 62 Οι ομιλίες των στρατηγών προς τους οπλίτες 66
Η Κάθοδος των Μυρίων Οι πρώτες εβδομάδες της πορείας Οι Έλληνες και η θάλασσα Προς τη χώρα των Καρδούχων Οι συγκρούσεις με τους Καρδούχους Οι Μύριοι στην Αρμενία Το ψύχος και η πείνα ταλανίζουν τους Μύριους Οι οδοιπόροι (Μύριοι) χάνουν το δρόμο τους Σκηνές φρίκης – Ομαδική αυτοκτονία των Ταόχων Οι Μύριοι συνεχίζουν την πορεία προς τη θάλασσα Θάλαττα-Θάλαττα! Πορεία προς τη χώρα των Κόλχων Στην Τραπεζούντα του Πόντου [3]
71 71 75 79 83 85 92 97 100 103 106 109 112
Η Επιστροφή των Μυρίων
115
Εγκλωβισμένοι στην Τραπεζούντα 115 Οι μισθοφόροι επιβεβαιώνουν την κακή τους φήμη 119 Οι Μύριοι στα Κοτύωρα του Πόντου 123 Κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχιση της πορείας 126 Σκέψεις του Ξενοφώντα για ίδρυση αποικίας στον Πόντο 128 Λυκοφιλία, αλλά και γλέντι με τους Παφλαγόνες 130 Διάσπαση των Μυρίων στην Ηράκλεια του Πόντου 133 Ξανά οι σκέψεις του Ξενοφώντα για αποικία 136 Από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου 138 Οι μισθοφόροι πολεμούν για νέο εργοδότη 143 Το τέλος της περιπέτειας για τον Ξενοφώντα 145 Οι Μύριοι και πάλι στην Ασία – Το τέλος του πολέμου 149
[4]
Εισαγωγή Βρισκόμαστε στο έτος 404 π. Χ. Ο μακροχρόνιος και αιματηρός Πελοποννησιακός Πόλεμος, η άγρια και καταστροφική αυτή εμφύλια σύγκρουση των Ελλήνων, έφτασε στο τέλος της. Νικητές ήταν οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους Πελοποννήσιοι, οι οποίοι μετά από είκοσι εφτά χρόνια σκληρών μαχών, ανελέητων σφαγών και υλικών καταστροφών – και από τις δυο πλευρές – υπόταξαν και ταπείνωσαν τους άσπονδους εχθρούς τους Αθηναίους και τους υποχρέωσαν: να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη, να παραδώσουν τον περίφημο και πανίσχυρο, ως τότε, στόλο τους, να αλλάξουν το δημοκρατικό τους πολίτευμα και να δεχθούν την – βραχύβια πάντως Τυραννία των Τριάκοντα. Ο πόλεμος είχε – εκτός των χιλιάδων θυμάτων και των τεράστιων καταστροφών – και πολλές άλλες συνέπειες. Η σημαντικότερη ήταν αυτό που θα χαρακτηρίζαμε: η αρχή του τέλους του κλέους της αρχαίας Ελλάδας, του τέλους του λαμπρού Χρυσού Αιώνα. Μετά τις ελληνικές νίκες κατά του πολυεθνικού και πολύχρωμου στρατού της παντοδύναμης περσικής αυτοκρατορίας, που είχε εισβάλει δυο φορές στον ελλαδικό χώρο (το 490 και το 480), οι πόλεις-κράτη της κυρίως Ελλάδας αλλά και της Ιωνίας, της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας, είχαν αποκτήσει πλούτο, ισχύ και γόητρο στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Αυτά όλα είχαν ως συνέπεια την πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία των ελληνικών πόλεων στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και της Ιταλικής χερσονήσου. Κάποιες από αυτές τις νικήτριες πόλεις, ιδιαίτερα η Αθήνα και δευτερευόντως η Σπάρτη, εκμεταλλεύτηκαν τα νέα δεδομένα (πλούτο, ισχύ, κύρος και γόητρο) και επιδίωξαν να τα [5]
πολλαπλασιάσουν. Δημιούργησαν συμμαχίες στις οποίες προσχώρησαν (θέλοντας και μη) πολλές πόλεις και νησιά. Την Αθηναϊκή Συμμαχία και την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Επικεφαλής της πρώτης ήταν φυσικά η Αθήνα και στη συμμαχία αυτή συμμετείχαν όλες σχεδόν πόλεις της Ιωνίας και του Ελλησπόντου, πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και κάποιες πόλεις της Θεσσαλίας. Η Αθηναϊκή Συμμαχία δημιούργησε ένα πανίσχυρο πολεμικό στόλο και με αυτόν μπορούσε να ελέγχει όλη τη θαλάσσια περιοχή, από τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου ως αυτά της Μικράς Ασίας. Έτσι παράλληλα με τον πολεμικό αυξήθηκε σε αριθμό και δύναμη και ο εμπορικός της στόλος. Αδελφοκτόνος πόλεμος
Στην άλλη συμμαχία (την Πελοποννησιακή), στην οποία τον πρώτο λόγο είχε βέβαια η Σπάρτη, συμμετείχαν εκτός των πελοποννησιακών - και αρκετές πόλεις της Μακεδονίας, της Φωκίδας, της Βοιωτίας, η Αίγινα και τα Μέγαρα. Η συμμαχία αυτή δεν μπορούσε να αντιπαραταχθεί στη θάλασσα με την αντίπαλό της Αθήνα (η μοναδική αξιόλογη ναυτική δύναμή της συμμαχίας ήταν η Κόρινθος), αλλά υπερείχε συντριπτικά στην ξηρά. Οι συμμαχίες αυτές (ας τις ονομάσουμε «αμυντικές» – περίπου κάτι σαν τις σύγχρονες ΝΑΤΟ και Σύμφωνο της Βαρσοβίας) είχαν μόνιμη αντιπαλότητα με συχνές συμπλοκές και επί μέρους τοπικές συγκρούσεις, που οδήγησαν τελικά στον [6]
ολοκληρωτικό Πελοποννησιακό Πόλεμο. Δεν θα πούμε περισσότερα για τον πόλεμο αυτόν, που εξιστόρησε ιδανικά και όντως αντικειμενικά ο Θουκυδίδης. Απλώς αναφέρθηκε, γιατί τρία χρόνια μετά το τέλος του, ξεκίνησε η μεγάλη τυχοδιωκτική περιπέτεια των Ελλήνων μισθοφόρων που στρατεύτηκαν στο πλευρό της μιας από τις δυο αντίπαλες παρατάξεις ενός άλλου εμφύλιου πολέμου - όχι μεταξύ Ελλήνων αυτή τη φορά αλλά - εκείνου μεταξύ των Περσών. Όταν λοιπόν ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφτασε στο τέλος του, οι ελληνικές πόλεις που είχαν εμπλακεί σε αυτόν – δηλαδή σχεδόν όλες – έθεσαν ως κύριο μέλημά τους την ανασυγκρότηση της οικονομίας τους, το ξαναζωντάνεμα των εμπορικών σχέσεων και την αποκατάσταση του ομαλού ειρηνικού βίου των πολιτών τους. Έλληνας μισθοφόρος
Όμως τότε βγήκε στην επιφάνεια ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Οι δυο μεγάλες αντίπαλες παρατάξεις του Πελοποννησιακού πολέμου είχαν μισθώσει δεκάδες χιλιάδες μαχητών, από όλα τα μέρη του ελλαδικού χώρου, κυρίως από φτωχές, ακόμα κι από ουδέτερες, πόλεις. Αυτοί ήταν πολεμιστές που είχαν στρατευθεί εθελοντικά (μισθοφόροι), έχοντας ως κίνητρο όχι μόνο τον μισθό, αλλά κυρίως τα μεγάλα κέρδη από τα λάφυρα που αποκόμιζαν από τους νεκρούς αντιπάλους - σε περίπτωση νίκης φυσικά. Αν δε η νίκη αυτή συνοδευόταν και από την κατάληψη [7]
κάποιας εχθρικής πόλης, τα κέρδη από τη λεηλασία των σπιτιών, των ναών και των καταστημάτων ήταν τεράστια. Μεγάλο μέρος των κερδών αυτών καθώς και τον μισθό τους, οι πολεμιστές αυτοί το έστελναν στις οικογένειές τους στην πατρίδα. Επιπρόσθετο ακόμα, αλλά διόλου αμελητέο, κέρδος ήταν και η αιχμαλωσία γυναικών και παιδιών της κατακτημένης πόλης (κατά κανόνα, όλοι οι άντρες εξοντώνονταν χωρίς έλεος) που πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα. Αυτοί λοιπόν οι βετεράνοι μισθοφόροι μαχητές ήταν τώρα άνεργοι και φυσικά χωρίς εισόδημα πλέον. Οι επαγγελματίες αυτοί στρατιώτες δεν ήξεραν καμιά άλλη τέχνη, πολλοί δε από αυτούς πολεμούσαν δέκα ακόμα και είκοσι χρόνια συνεχώς και αυτό ήταν το μοναδικό προσόν στο ‘βιογραφικό’ τους. Οι Σπαρτιάτες, μετά τη νίκη τους, θέλησαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα και να επεκτείνουν την επιρροή τους και σε άλλες πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και για το λόγο αυτό κράτησαν πολλούς από τους πιο αξιόμαχους μισθοφόρους. Η πόλη της Σπάρτης είχε ανάγκη επίσης από αρκετούς στρατιώτες, οι οποίοι θα επάνδρωναν τις πολυάριθμες φρουρές που διατηρούσαν σε πολλές «σύμμαχες» πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Από την άλλη, οι μισθοφόροι της Αθήνας και των συμμάχων της πόλεων έπρεπε να γυρίσουν στις πατρίδες τους και να ασχοληθούν με τη γεωργία ή την κτηνοτροφία ή να αναζητήσουν νέα αφεντικά, ηγεμόνες που θα τους μισθώσουν για να επανδρώσουν το στρατό τους και να είναι έτοιμοι για τους πολέμους που σχεδίαζαν. Ένας από αυτούς τους ηγεμόνες που ετοιμαζόταν για πόλεμο ήταν ο πρίγκιπας και διοικητής των επαρχιών της δυτικής Μικράς Ασίας Κύρος ο νεότερος, γιος του Μεγάλου Βασιλέως της Περσίας Δαρείου Β’. Το 404 λίγο πριν πεθάνει, ο βασιλιάς όρισε ως διάδοχό του τον πρωτότοκο γιο του Αρσάκη, ο οποίος [8]
ανήλθε στο θρόνο ως Αρταξέρξης Β’, παρά την αρχή που ίσχυε στην περσική αυλή. Σύμφωνα με αυτήν διάδοχος του θρόνου ορίζεται ο γιος που γεννήθηκε την εποχή που ο πατέρας του βασίλευε και όχι ο γιος που γεννήθηκε πριν από την έναρξη της βασιλείας του. Η μητέρα του Αρταξέρξη και του Κύρου, η πανέξυπνη, ικανή και ραδιούργα Παρύσατις, δεν έκρυψε την προτίμησή της για τον μικρότερο γιο της και – όταν ακόμα ο Δαρείος ζούσε – είχε φροντίσει να αναλάβει ο Κύρος τη διοίκηση σημαντικών σατραπειών στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτές ήταν ο Λυδία, η Φρυγία και η Καππαδοκία. Πρωτεύουσα του Κύρου ήταν οι ονομαστές Σάρδεις, στις όχθες του χρυσοφόρου Πακτωλού ποταμού. Οι Σάρδεις ήταν η πόλη που λάμπρυνε στο παρελθόν ο Κροίσος, πριν ηττηθεί και παραδοθεί στον Πέρση βασιλιά Κύρο τον Μέγα. Έλληνες πολεμιστές
Όμορες με τις σατραπείες του Κύρου ήταν πολλές ελληνικές πόλεις. Αρκετές από αυτές ήταν ελεύθερες, αλλά οι περισσότερες ήταν υποτελείς του βασιλιά των Περσών. Ο Κύρος και ένας άλλος Πέρσης σατράπης ο Τισσαφέρνης αναμείχθηκαν ενεργά στον αδελφοκτόνο ελληνικό πόλεμο. Ο Κύρος βοήθησε με πολύ περσικό χρυσάφι τον Λακεδαιμόνιο ναύαρχο Λύσανδρο και συνετέλεσε στην καθοριστική ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της. Ήταν η εποχή που οι γιοι και εγγονοί των νικητών των μηδικών πολέμων, των μαχητών του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών και της Μυκάλης, χόρευαν πλέον στο ρυθμό του ήχου των χρυσών νομισμάτων [9]
που σκορπούσαν άφθονα οι απόγονοι των ηττημένων και ταπεινωμένων βασιλέων της Περσίας. Ο Κύρος1, έχοντας και την παρότρυνση της μητέρας του, δεν δέχθηκε τον παραγκωνισμό του και την «υφαρπαγή του θρόνου του» από τον αδελφό του. Αποφάσισε να συγκεντρώσει αρκετό στρατό και να εκστρατεύσει κατά της Βαβυλώνας με στόχο να ανατρέψει τον Αρταξέρξη και να πάρει αυτό που θεωρούσε ότι του ανήκε: τον θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως της Περσίας! Φυσικά ο Κύρος δεν εξωτερίκευε αυτή του τη φιλοδοξία. Άφησε να μαθευτεί παντού η πρόθεσή του να προσελκύσει μισθοφόρους και να σχηματίσει ισχυρό στρατιωτικό σώμα, που θα τον βοηθούσε να χτυπήσει τον σατράπη Τισσαφέρνη, που ήταν ο αντίπαλός του στην κυριαρχία των επαρχιών της δυτικής Μικράς Ασίας. Τα νέα για τις προθέσεις του Κύρου μαθεύτηκαν ταχύτατα με την φροντίδα Ελλήνων αξιωματικών που είχαν χρηματοδοτηθεί αφειδώς από αυτόν. Καθ’ όλη την διάρκεια του έτους 402 άρχισαν να προσέρχονται μαζικά στις Σάρδεις εκατοντάδες μισθοφόροι οπλίτες, οι περισσότεροι τυχοδιώκτες, εραστές του κινδύνου και τυχάρπαστοι μαχητές, κάθε καρυδιάς καρύδι από όλα τις πόλεις της Ελλάδας και των νησιών. Μεταξύ αυτών βρέθηκε και ο, νεαρός τότε, Αθηναίος ιστορικός, στωικός φιλόσοφος και στρατιωτικός Ξενοφών. Ο Ξενοφών συμμετείχε σε αυτή την εκστρατεία, από την αρχή ως το τέλος αυτού του περσικού εμφυλίου πολέμου και μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου, πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια επιστροφής των «Μυρίων» Ελλήνων μισθοφόρων στην πατρίδα. Όλα αυτά τα περιγράφει λεπτομερώς και με δεξιοτεχνία στο σπουδαίο του έργο Κύρου Ανάβασις, που θεωρείται από τα αριστουργήματα της στρατιωτικής ιστορίας – και όχι μόνο της εποχής του. 1
Το όνομα του Κύρου στα περσικά ήταν Κουράς = Ήλιος [10]
Στο ίδιο αυτό έργο του Ξενοφώντα, περιγράφεται συναρπαστικά η περιπετειώδης και αγωνιώδης επιστροφή των Ελλήνων. Το τμήμα αυτό του έργου του Ξενοφώντα είναι γνωστό ως Η Κάθοδος των Μυρίων και αποτελεί το κύριο θέμα του παρόντος πονήματος.
Λίγα λόγια για τον Ξενοφώντα Ο Ξενοφών (427-355) είναι ο τρίτος των ιστορικών της κλασσικής αρχαιότητας, μετά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Γεννήθηκε στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια και νεαρός ακόμα γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο Σωκράτη και έγινε πιστός μαθητής του. Ο Ξενοφών σε απεικόνιση του 17ου αι.
Ο Ξενοφών ήταν ολιγαρχικός, φίλος και θαυμαστής της Σπάρτης και του πολιτεύματός της και συνδέθηκε με φιλία με τον Λάκωνα βασιλιά Αγησίλαο. Το 401 πολέμησε, μαζί με περίπου δέκα χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους, στο πλευρό του διεκδικητή του περσικού θρόνου Κύρου, εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β’. Ξέρουμε ότι ο Ξενοφών ήταν συνδαιτυμόνας και από τους στενούς συνομιλητές του Κύρου. Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου στα Κούναξα, ο Ξενοφών ανέλαβε να οδηγήσει τους «Μύριους» Έλληνες πίσω στην πατρίδα. Τα γεγονότα της περιπετειώδους αυτής επιστροφής [11]
κατέγραψε σε ένα από τα γνωστότερα έργα του με τίτλο Κύρου Ανάβασις. Το 394, ο Ξενοφών πολέμησε στο πλευρό των Σπαρτιατών και του Αγησίλαου κατά του αντιλακωνικού συνασπισμού στον οποίο συμμετείχε και η πατρίδα του, η Αθήνα, πράγμα που του στοίχισε τον εξοστρακισμό του, δηλαδή την εξορία από την πόλη. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες τον τίμησαν και του παραχώρησαν ένα κτήμα σε μια περιοχή της Ηλείας, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Εκτός του έργου που αναφέραμε πιο πάνω, έγραψε το ιστορικό έργο Ελληνικά σε επτά βιβλία, με το οποίο συνεχίζει το μνημειώδες έργο του Θουκυδίδη ‘Ιστορίαι’ (Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου) από το έτος 411 ως και το 361. Το ιστορικό αυτό έργο είναι μεν σημαντικό, αλλά μειονεκτεί σε σχέση με την ψυχρή και αντικειμενική θεώρηση του Θουκυδίδη. Εκτός από αυτά τα δυο ιστορικά, ο Ξενοφών έγραψε και έργα φιλοσοφικά, διαλόγους (Απολογία Σωκράτους, Οικονομικός, Συμπόσιον, κ.ά.), βιογραφίες (Αγησίλαος) και διδακτικά (Κύρου παιδεία, Αθηναίων πολιτεία. Λακεδαιμονίων πολιτεία κ.α.) Τα έργα του Ξενοφώντα γραμμένα σε απλό αττικό πεζό λόγο είναι εύκολα κατανοητά, αγαπήθηκαν από τους Ρωμαίους και τους μεταγενέστερους και διδάσκονται ακόμα και σήμερα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Παρακάτω θα επιχειρήσω να περιγράψω την περιπετειώδη ιστορία των Ελλήνων μισθοφόρων που βάδισαν αρχικά εκατοντάδες χιλιόμετρα από τις Σάρδεις ως τα Κούναξα (περιοχή μέσα στη έρημο κοντά και δυτικά της σημερινής Βαγδάτης του Ιράκ). Μετά την ήττα και το θάνατο του (εργοδότη τους) Κύρου, οι μισθοφόροι αυτοί έπρεπε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αυτό το επικίνδυνο, αγωνιώδες, περιπετιώδες αλλά και [12]
συναρπαστικό ταξίδι διάβασης από αφιλόξενους τόπους, άγνωστους και εχθρικούς λαούς και κάτω από κακές καιρικές συνθήκες μέσα από τα βουνά του Κουρδιστάν και της Μικράς Ασίας, διήρκεσε πολλές εβδομάδες. Ο Ξενοφών που ηγήθηκε αυτής της επιστροφής (καθόδου) των Μυρίων, περιέγραψε, όπως αναφέρθηκε, παραστατικά και γλαφυρά αυτήν την περιπέτεια, μιας και ήταν από τους πρωταγωνιστές αυτής της περιπέτειας και φυσικά και αυτόπτης μάρτυρας. Ως εκ τούτου, δεν προτίθεμαι να παραθέσω τη μετάφραση αυτής της ιστορίας γιατί δεν έχει νόημα η επανάληψη της άριστης αφήγησής της από τον ίδιο τον Ξενοφώντα. Απλώς το έργο του Κύρου Ανάβασις, θα αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη του βιβλίου μου αυτού.
Σταύρος Στ. Σταφυλάκης
[13]
Κύρου Ανάβασις : Σάρδεις-Κούναξα Κάθοδος των Μυρίων: Κούναξα-Βυζάντιον
[14]
Ο Ξενοφών και οι Μύριοι (Κύρου ανάβασις) Έλληνες και Πέρσες Έχουν γραφτεί πολλά για τους Μηδικούς πολέμους, τις εισβολές του περσικού στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις νίκες των Ελλήνων στο Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές και τη Μυκάλη, όπως και για τη θυσία των Τριακοσίων του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες ή την ολοκληρωτική καταστροφή της Αθήνας από τους Πέρσες. Είναι γνωστό επίσης πως όλες σχεδόν οι ελληνικές μικρασιατικές πόλεις του Ελλησπόντου, της Αιολίδας, της Ιωνίας και της Καρίας βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του βασιλιά της Περσίας επί πολλές δεκαετίες. Το βέβαιο όμως είναι ότι η γειτνίαση δυο λαών, του ελληνικού και του περσικού - και των δυο με αναπτυγμένο και σπουδαίο πολιτισμό είχε φέρει και τον συγχρωτισμό μεταξύ τους. Υπήρχε μια μεγάλη παράδοση επαφών, εμπορικών σχέσεων και ανταλλαγής προϊόντων και γνώσεων μεταξύ των δυο αυτών γειτόνων, όπως παράλληλα υπήρχαν και παρόμοιες σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων και μεταξύ Ελλήνων και άλλων λαών της Ανατολής, όπως Φοινίκων, Βαβυλωνίων και άλλων. Στις αυλές των σατραπών2 και στις επικράτειές τους, ακόμα και στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέως, ζούσαν και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους εκατοντάδες Έλληνες καλλιτέχνες, χειρώνακτες, γιατροί, μηχανικοί, λιθοξόοι, μεταλλουργοί, μισθοφόροι, μεταφραστές, αοιδοί, έμποροι, ταξιδευτές και πολλοί άλλοι. Αυτό άρχισε από τον 6 ο αιώνα και συνεχίστηκε και μετά τους περσικούς πολέμους, ως την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε όλη την Ανατολή και φυσικά και την ίδια Σατράπης είναι η ελληνική εκδοχή της περσικής λέξης χσαντράπ= προστάτης του βασιλείου. Οι σατράπες ήταν διοικητές μεγάλων περιφερειών (σατραπειών) και είχαν ευρύτατες αρμοδιότητες, όπως η συλλογή φόρων και η αποστολή τους στο βασιλικό ταμείο, η στρατολόγηση και εκπαίδευση οπλιτών και γενικώς η άσκηση πολιτικής, στρατιωτικής, ακόμα και δικαστικής εξουσίας. 2
[15]
την Περσία. Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες, μέσω του εμπορίου και των ταξιδιωτών, πήραν την τέχνη επεξεργασίας μετάλλων από τους λαούς της Ανατολής, το αλφάβητο από τη Φοινίκη (στο οποίο πρόσθεσαν τα φωνήεντα), την τέχνη κοπής νομισμάτων από τη Λυδία, πολλές γνώσεις μαθηματικών, γεωμετρίας, αστρονομίας και αστρολογίας από τη Βαβυλώνα, γνώσεις ιατρικής από την Αίγυπτο κλπ. Όλες οι παραπάνω χώρες που αναφέρθηκαν ήταν τον 6ο και 5ο αιώνα υποτελείς επαρχίες της τεράστιας περσικής αυτοκρατορίας. Πέρσες φρουροί
Στις επαρχίες αυτές απόλυτοι κύριοι ήταν οι σατράπες, άνθρωποι της εμπιστοσύνης του Μεγάλου βασιλιά, ο οποίος δεν επενέβαινε ούτε στον τρόπο άσκησης της εξουσίας τους, ούτε στις διαμάχες μεταξύ τους. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να συνεισφέρουν στο βασιλικό ταμείο όσο χρυσό και άργυρο μπορούσαν να συλλέξουν από φόρους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι ετήσιες εισπράξεις του Μεγάλου βασιλιά δεν ήταν λιγότερες από 14.500 τάλαντα, ποσό μυθώδες, όταν εκείνη την εποχή ο κάτοχος περιουσίας τριών ή τεσσάρων ταλάντων λογιζόταν πλούσιος. Οι πρώτοι μεγάλοι ηγεμόνες της Περσίας ήταν ο Κύρος Β’ ο Μέγας (590-529) και ο Δαρείος Α’ (550-486). Επί της βασιλείας του Δαρείου η αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της έκτασής της, περίπου δυο εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε γνωρίσει ως τότε ο κόσμος. Ήταν ένα πολυεθνικό και πολυφυλετικό κράτος, στο οποίο ζούσαν λαοί που μιλούσαν δεκάδες διαφορετικές γλώσσες και λάτρευαν πολλούς και [16]
διαφορετικούς θεούς. Για να κυβερνηθεί αυτό το μωσαϊκό λαών, φυλών και θρησκειών, η περσική εξουσία θέλησε να μυθοποιήσει το πρόσωπο του ηγεμόνα. Έτσι επί Δαρείου Α’ τέθηκαν οι βάσεις για την «απόμακρη στάση» του Μεγάλου βασιλιά από τους υπηκόους του και την αδυναμία πρόσβασής τους προς αυτόν, ως αποδείξεις της μεγαλοπρέπειας και της υψηλής του θέσης. Ο Ξενοφών στη βιογραφία που έγραψε για τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο, ισχυρίστηκε ότι οι βασιλείς της Περσίας περηφανεύονταν ότι δεν μπορούσε να τους πλησιάσει εύκολα κάποιος και ότι οι δημόσιες εμφανίσεις τους ήταν σπάνιες. Ο Δαρείος Α’ σε ελληνικό αγγείο
Η ενδυμασία του βασιλιά ήταν πανάκριβη και στις περιοχές των ανακτόρων, που ήταν στρωμένες με χαλιά βαμμένα με πορφύρα, δεν επιτρεπόταν να πατήσουν άλλα πόδια εκτός από βασιλικά. Ακόμα και οι δούλοι φορούσαν μάσκες για να μη δυσαρεστείται ο βασιλιάς από την αναπνοή τους. Ο Δαρείος θέλησε να επεκτείνει το κράτος του προς τα δυτικά. Το 513 τα περσικά στρατεύματα πέρασαν τον Βόσπορο και επιτέθηκαν στους Σκύθες. Η εκστρατεία αυτή ήταν αποτυχημένη, όμως ο Δαρείος δημιούργησε για πρώτη φορά ευρωπαϊκό προγεφύρωμα κατακτώντας την Θράκη και υποχρεώνοντας τους Μακεδόνες βασιλείς να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του και να του προσφέρουν «γην και ύδωρ». Δεν ξέρουμε αν ο Δαρείος είχε στο νου του την παραπέρα επέκταση του κράτους του στα δυτικά και την κατάληψη των ελλαδικών πόλεων. Όμως η αφορμή δόθηκε από τον Αρισταγόρα, τύραννο της ιωνικής πόλης Μιλήτου, ο οποίος το 499 κήρυξε επανάσταση κατά των επικυρίαρχων Περσών, με αφορμή την αβάσταχτη φορολογία που επέβαλαν οι σατράπες. Στην εξέγερση προσχώρησαν και άλλες [17]
ελληνικές πόλεις της Ιωνίας όπως και αυτές της Αιολίδας, του Ελλησπόντου και της Καρίας. Ο Αρισταγόρας ζήτησε βοήθεια από τη Σπάρτη, την Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις. Στο αίτημά του ανταποκρίθηκαν θετικά μόνο η Αθήνα, που έστειλε είκοσι πλοία (τα οποία την εποχή εκείνη αποτελούσαν τον μισό της στόλο) και η Ερέτρια με πέντε πλοία. Οι Μιλήσιοι παρασυρμένοι από τον Αρισταγόρα επιτέθηκαν κατά των Σάρδεων (πρωτεύουσας της Λυδίας) και έκαψαν μεγάλο μέρος της πόλης, αλλά δεν μπόρεσαν να εκπορθήσουν την ακρόπολή της. Η απάντηση των Περσών ήταν ακαριαία και βίαιη. Έστειλαν ισχυρές στρατιωτικές μονάδες και σύντομα όλες οι εξεγερμένες πόλεις παραδόθηκαν η μια μετά την άλλη. Το 494, αλώθηκε η Μίλητος, η οποία ισοπεδώθηκε. Όσοι από τους κατοίκους της δεν σφαγιάστηκαν, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Αυτές οι ειδήσεις έφτασαν σύντομα και στις ελληνικές πόλεις και προκάλεσαν συγκίνηση και φόβο. Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι ερχόταν η σειρά τους να υποστούν την μήνη του Δαρείου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι, όταν ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος ανέβασε την τραγωδία του Μιλήτου Άλωσις, όλοι οι θεατές άρχισαν να κλαίνε. Θορυβημένες οι αρχές της πόλης, επέβαλαν μεγάλο πρόστιμο στον τραγωδό και του απαγόρευσαν να παρουσιάσει ξανά το έργο αυτό. Ο Δαρείος αποφάσισε να τιμωρήσει την Αθήνα για την υποστήριξή της στη Μίλητο και την καταστροφή των Σάρδεων. Έτσι την άνοιξη του 490 πολυάριθμος περσικός στρατός (οι αριθμοί που δίνουν οι ιστορικοί ποικίλει από 200.000 ως 500.000, η πραγματικότητα όμως είναι κοντά στις 20.000 ως 50.000), επιτέθηκε πρώτα στην Ερέτρια την οποία ισοπέδωσε και στην συνέχεια στρατοπέδευσε στο Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν βοήθεια από τις άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά μόνο οι Πλαταιές έστειλαν 1000 οπλίτες. Η βοήθεια της Σπάρτης έφτασε μετά την καθοριστική μάχη, οι δε άλλες πόλεις ή φοβήθηκαν ή είχαν ήδη υποταχτεί στους Πέρσες. Αρχηγός του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Μιλτιάδης (554-489), ο οποίος είχε υπηρετήσει στον περσικό στρατό και γνώριζε τον οπλισμό και την τακτική του. Οι δυο στρατοί συγκρούσθηκαν στον Μαραθώνα. Η μάχη που ακολούθησε είναι η πιο [18]
σημαντική της ελληνικής, αλλά ίσως και της ευρωπαϊκής, ιστορίας. Οι Αθηναίοι πολεμούσαν για να αποτρέψουν τον κίνδυνο υποδούλωσής τους, ο περσικός στρατός προσπαθούσε απλώς να ικανοποιήσει της βλέψεις του ηγεμόνα του. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα του περσικού στρατού και η αναχώρηση των υπολειμμάτων του για την Μικρά Ασία. Ο μύθος του αήττητου των Περσών είχε διαλυθεί. Αν οι Αθηναίοι είχαν χάσει, τότε πιθανώς όλη η Ελλάδα θα γινόταν υποτελής της Περσίας και η πολιτική και πολιτιστική ιστορία της Ευρώπης θα είχε πάρει τελείως άλλη τροπή. Η ήττα αυτή στοίχησε πολύ στον Δαρείο, που ορκίστηκε εκδίκηση, όμως πέθανε το 486 και την προετοιμασία της νέας εισβολής στην Ελλάδα ανέλαβε να συνεχίσει ο γιος του Ξέρξης Α’. Ο Ξέρξης Α’
Αυτή τη φορά, στην εκστρατεία συμμετείχε ο ίδιος ο βασιλιάς επικεφαλής ενός γιγαντιαίου στρατεύματος 150.000 ανδρών και 600 πλοίων. Όλος αυτός ο όγκος διέσχισε τον Ελλήσποντο περνώντας από μια πλωτή γέφυρα φτιαγμένη από μεγάλες βάρκες και απέφυγε τη χερσόνησο του Άθω ανοίγοντας διώρυγα. Κατηφόρισε προς το νότο χωρίς εμπόδια, μιας και όλες οι ελληνικές πόλεις στο διάβα του, συνθηκολόγησαν χωρίς αντίσταση. Η πρώτη γραμμή αντίστασης των Ελλήνων ήταν οι Θερμοπύλες, όπου περίμεναν τον Ξέρξη τριακόσιοι Λακεδαιμόνιοι, με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα και επτακόσιοι Θεσπιείς. Οι υπέρτερες περσικές δυνάμεις πέρασαν τελικά, αφού κατάφεραν να εξοντώσουν μέχρις ενός τους αμυνόμενους. Η άνιση αυτή μάχη απέδειξε στον Ξέρξη ότι οι αντίπαλοί του ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν σθεναρά και με πάθος. Αυτό αποδείχθηκε σύντομα (τον Σεπτέμβριο του 480), όταν – παρά την κατάληψη και τον εμπρησμό της Αθήνας από τους Πέρσες –το [19]
ναυτικό του Μεγάλου Βασιλιά υπέστη συντριπτική ήττα στη Σαλαμίνα και ουσιαστικά εξουδετερώθηκε. Ο Ξέρξης έφυγε απογοητευμένος με τα υπολείμματα του στόλου του και το οριστικό χτύπημα στο περσικό πεζικό δόθηκε ταυτόχρονα το 479 σε δυο μέτωπα, στις Πλαταιές και στη Μυκάλη. Και στις δυο αυτές συγκρούσεις η ήττα των Περσών ήταν ολοκληρωτική, πράγμα που ενθάρρυνε τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας να ξεσηκωθούν και να αποκτήσουν και πάλι την ανεξαρτησία τους. Ως αποτέλεσμα αυτών των ελληνικών νικών , ο σημερινός κόσμος και ειδικότερα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός διαμορφώθηκε εξ αιτίας της επικράτησης του ελληνικού και στη συνέχεια του ρωμαϊκού πολιτισμού και της επιβολής της κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας. Ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες της νίκης ήταν το αθηναϊκό ναυτικό. Έτσι το τέλος του πολέμου βρήκε την Αθήνα με τον ισχυρότερο στόλο της ανατολικής Μεσογείου και οι περισσότερες πόλειςκράτη στράφηκαν στην Αθήνα για προστασία Οι συμμαχίες με τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τις πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίδας και με αρκετές άλλες πόλεις της Ελλάδας, εκτόξευσαν την Αθήνα στη θέση της κυρίαρχης ελληνικής πόλης. Αθηναϊκό πολεμικό πλοίο
Η Αθήνα έγινε το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, αλλά αυτό ενίσχυσε την καχυποψία της Σπάρτης, που φοβήθηκε τις συνέπειες της αυξανόμενης αθηναϊκής ισχύος. Κάτω από την αθηναϊκή ομπρέλα συμπαρατάχθηκαν περίπου εκατόν πενήντα ελληνικές πόλεις-κράτη της Ιωνίας, της Αιολίδας, του Ελλησπόντου, των νησιών του Αιγαίου και της Θράκης και δημιούργησαν την Δηλιακή Συμμαχία. Οι σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων – ουσιαστικά των Αθηναίων, γιατί οι Πελοποννήσιοι είχαν αποσυρθεί στις πόλεις τους – και Περσών συνεχίστηκαν ακόμα επί εικοσιπέντε χρόνια. Τελικώς το [20]
450 (ή 449) υπογράφηκε μεταξύ των Αθηναίων - που τους εκπροσωπούσε ο Καλλίας - και των Περσών η αποκαλούμενη Ειρήνη του Καλλία, σύμφωνα με την οποία εξασφαλιζόταν η αυτονομία των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και τα περσικά πλοία δεν είχαν δικαίωμα να πλέουν στο Αιγαίο. Η ευκαιρία για τους ηττημένους Πέρσες να πάρουν το πάνω χέρι από τους Έλληνες ήρθε κατά τα τέλη του εικοσιεπταετούς Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν οι δυο μεγάλες αντιμαχόμενες παρατάξεις (ιδίως μετά την εμπλοκή τους στη Σικελία) είχαν εξαντληθεί και είχαν χάσει τις ελπίδες τους για τον σύντομο τερματισμό της αδελφοκτόνας σύρραξης. Επίσης τα ταμεία τους ήταν πλέον άδεια και αδυνατούσαν να καταβάλουν τις τεράστιες δαπάνες συντήρησης πολυάριθμου στρατού (κυρίως μισθοφορικού πλέον) και ισχυρού στόλου. Την αρχή έκανε ο Αλκιβιάδης, που διωγμένος αρχικά από την πατρίδα του την Αθήνα και κατόπιν από τη Σπάρτη , όπου είχε ζητήσει άσυλο και συνεργασία, κατέφυγε τελικά στη Μικρά Ασία. Ο Κύρος ο Νεότερος
Εκεί συμβούλεψε τους Πέρσες και συγκεκριμένα τον σατράπη Τισσαφέρνη να συντηρήσουν την εμφύλια διαμάχη των άσπονδων εχθρών τους Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες, ενισχύοντας τους δεύτερους με άφθονο χρυσό. Το 407 ο φιλόδοξος Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος συναντήθηκε με τον μόλις 16 ετών γιο του Μεγάλου Βασιλέα Δαρείου Β’, τον Κύρο τον Νεότερο (423-401), ο οποίος είχε αναλάβει τρεις σατραπείες της Μικράς Ασίας, τη Λυδία, τη Φρυγία και την Καππαδοκία. Ο Κύρος αγνόησε τις συμβουλές του Τισσαφέρνη και είπε στους Λακεδαιμόνιους ότι είχε μαζί του πεντακόσια τάλαντα που του είχε δώσει ο πατέρας του και αν αυτά δεν ήταν αρκετά θα πρόσθετε και άλλα από τη δική του περιουσία. [21]
Έτσι άρχισε μια στενή συνεργασία του πρίγκιπα Κύρου, που εκπροσωπούσε την περσική αυτοκρατορία και του Λακεδαιμόνιου Λύσανδρου που εκπροσωπούσε την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η συνεργασία είχε ως στόχο την εξουδετέρωση του αθηναϊκού στρατού και στόλου, που κυριαρχούσε στα μικρασιατικά παράλια και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Οι Πέρσες συνεισέφεραν άφθονο χρήμα για την πληρωμή των στρατιωτών και των πληρωμάτων των πλοίων των Πελοποννησίων. Ο Κύρος δεν επιθυμούσε, ούτε ο Λύσανδρος ήθελε – για ευνόητους λόγους - την ανάμειξη περσικών ενόπλων δυνάμεων στην ελληνική εμφύλια σύρραξη. Ο Κύρος υποσχέθηκε μόνο την συνδρομή του φοινικικού στόλου, πράγμα όμως, που ποτέ δεν έγινε. Ο Κύρος γνώρισε από κοντά και εκτίμησε την πολεμική δεινότητα των Ελλήνων μισθοφόρων. Ήθελε να έχει καλές σχέσεις μαζί τους, προσβλέποντας στην βοήθειά τους στον αγώνα που σχεδίαζε για την κατάκτηση του περσικού θρόνου. Ήταν φανερό πως ο πατέρας του, που θα πέθαινε σύντομα, είχε ήδη αποφασίσει και προόριζε για διάδοχό του τον μεγαλύτερο γιο του, τον Αρσάκη, που έμεινε γνωστός ως Μεγάλος Βασιλιάς Αρταξέρξης Β’ ο Μνήμων. Αυτό ο Κύρος δεν μπορούσε να το ανεχθεί, γιατί θεωρούσε ότι ο θρόνος του ανήκε δικαιωματικά. Και αυτό γιατί τα περσικά έθιμα όριζαν ότι διάδοχος του θρόνου θα είναι αυτός που γεννήθηκε πρώτος, όσο ο πατέρας του ήταν βασιλιάς. Ο πρωτότοκος Αρταξέρξης είχε γεννηθεί όταν ο Δαρείος ήταν ακόμα πρίγκιπας, ενώ ο Κύρος γεννήθηκε κατά την διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, ήταν με λίγα λόγια ο πρώτος πορφυρογέννητος γιος.
[22]
[23]
Ο παραγκωνισμός του Κύρου Όταν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Κύρος διορίστηκε από τον πατέρα του διοικητής των δυτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, (στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι περισσότερες πλούσιες ελληνικές πόλεις) έθεσε ως σκοπό του την κατάληψη του ύπατου αξιώματος της Περσίας, του βασιλικού θρόνου. Από τους φόρους των υποτελών του πόλεων, σύντομα απέκτησε μεγάλη περιουσία και δύναμη, πράγμα που προκάλεσε το φθόνο των παλαιότερων σατραπών Τισσαφέρνη και Φαρνάκη. Όταν ο βασιλιάς Δαρείος Β’ αισθάνθηκε ότι το τέλος του δεν ήταν μακριά, κάλεσε στα Σούσα τον Κύρο. Εκεί, παρουσία και του μεγαλύτερου γιου του Αρσάκη και της συζύγου του Παρυσάτιδος, ανακοίνωσε την απόφασή του: διάδοχός του θα είναι ο Αρσάκης (Αρταξέρξης Β’). Ο Δαρείος Β’
Ταυτόχρονα κατέστησε σαφές στον Κύρο, ότι όφειλε να αναγνωρίσει τον αδελφό του ως τον επόμενο Μεγάλο Βασιλέα και να τον αφήσει να βασιλεύσει ειρηνικά. Ο Δαρείος πέθανε σύντομα και οι μακρόσυρτες τελετουργίες ανάρρησης του διαδόχου του άρχισαν, με πρώτο ταξίδι του ίδιου, των αυλικών και των αξιωματούχων και ιερέων στις Πασαργάδες, παλιά πρωτεύουσα του θεμελιωτή της αυτοκρατορίας Κύρου Α’ του Μεγάλου, που αποτελούσε για τους Πέρσες σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Ο Κύρος συνόδευσε τον αδελφό του στο ταξίδι αυτό. Λέγεται ότι λίγο πριν ξεκινήσει η τελετή ανάρρησης, ο Τισσαφέρνης ενημέρωσε τον Αρταξέρξη, ότι ο μικρότερος αδελφός του σχεδίαζε την ανατροπή και δολοφονία του. Δεν ξέρουμε αν η καταγγελία αυτή έγινε [24]
πιστευτή, όμως στο σημείο αυτό επενέβη η Παρύσατις και έπεισε το νέο βασιλιά να αφήσει τον Κύρο να επιστρέψει στη Μικρά Ασία και να συνεχίσει την συνεργασία του με τους Σπαρτιάτες, με στόχο τον εκμηδενισμό του αθηναϊκού στρατού και στόλου. Ο Αρταξέρξης αποδέχθηκε την επιστροφή του Κύρου, αλλά θέλησε να περιορίσει τη δύναμή του. Έτσι αποφάσισε να του αφαιρέσει τα έσοδα πολλών από τις πόλεις που του ανήκαν και να τα παραχωρήσει στον Τισσαφέρνη. Με άλλη διαταγή του, ο βασιλιάς μεταβίβασε τις ασιατικές ελληνικές πόλεις στο Τισσαφέρνη, στον οποίον ανήκαν πριν εμφανιστεί ο Κύρος. Χωρίς αυτά τα σημαντικά έσοδα, ο Κύρος δύσκολα θα μπορούσε να συντηρήσει την αυλή του στις Σάρδεις και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να πληρώσει την πολυάριθμη φρουρά του από Έλληνες μισθοφόρους. Αυτή η απόφαση, όπως είναι φυσικό, ήταν εσκεμμένη πράξη ταπείνωσης και μείωσης του κύρους του μικρού αδελφού του βασιλιά, που δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται όπως αρμόζει σε διοικητή επαρχίας και μέλος της βασιλικής οικογένειας. Ήταν σαφές ότι ο Αρταξέρξης ήθελε να εξουδετερώσει τον αδελφό του. Ο Κύρος δεν ήταν κουτός, ήξερε ότι ο βασιλιάς-αδελφός του τον ήθελε να μείνει στην αφάνεια και ίσως και νεκρό. Αν μάλιστα πέθαινε η μητέρα τους η Παρύσατις, που ήταν και το κυριότερο στήριγμά του, θα έχανε τα πάντα, πιθανώς και τη ζωή του. Έτσι γύρισε στις Σάρδεις νιώθοντας ταπεινωμένος και με την περηφάνεια του πληγωμένη και αποφάσισε να μην υποκύψει στην εξουσία του αδελφού του, αλλά να βρει τρόπο να τον εξουδετερώσει και να πάρει αυτός το θρόνο. Οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας (εκτός της Μιλήτου) δεν αποδέχθηκαν την επικυριαρχία του Τισσαφέρνη και τέθηκαν στη διάθεση του Κύρου. Υπήρχαν αρκετές συγκρούσεις πόλεων, που προτιμούσαν να ανήκουν στον ένα ή στον άλλο σατράπη, αλλά μεταξύ αυτών των δυο αξιωματούχων δεν ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος. Οι διαφωνίες των σατραπών ήταν σε γνώση του Αρταξέρξη, αλλά δεν θέλησε να επέμβει, γιατί αυτή η κατάσταση τον βόλευε, μιας και ο επικίνδυνος Κύρος ήταν απασχολημένος στην Μικρά Ασία και δεν έδειχνε εμφανή σημάδια ότι ετοιμαζόταν να κινηθεί ανατολικά. Ίσως μάλιστα ο Μεγάλος [25]
Βασιλιάς να ενθάρρυνε τον Τισσαφέρνη στην διαμάχη του με τον Κύρο. Πάντως για να μην αιφνιδιαστεί από τον αδελφό του και να έχει ήσυχο το κεφάλι του, ο Αρταξέρξης άρχισε να συναθροίζει στα Εκβάτανα3 αρκετό στρατό, άρματα και ιππικό και ετοιμαζόταν να αμυνθεί, σε περίπτωση που ο Κύρος αποφάσιζε την ανοιχτή ρήξη και τον πόλεμο. Ο Κύρος από τη μεριά του έπρεπε να εφευρίσκει τρόπους για να κατευνάσει τις υποψίες του αδελφού του. Λέγεται, ότι αυτός προκάλεσε μια εξέγερση στην – υποτελή στους Πέρσες - Αίγυπτο, η οποία απόσπασε την προσοχή του βασιλιά και απασχόλησε σημαντικό μέρος των περσικών ενόπλων δυνάμεων. Επιπροσθέτως ο Κύρος φρόντισε έντεχνα την αποδόμηση της εικόνας του αδελφού του. Έμβλημα του περσικού βασιλικού οίκου
Θέλοντας να έχει στο πλευρό του όσο το δυνατό περισσότερους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους και ευγενείς Πέρσες, στην περίπτωση που ο στόχος του για την κατάκτηση του θρόνου πετύχαινε, υποδαύλιζε τις φήμες ότι: ο αδελφός του ήταν πότης και ανίκανος να διοικεί ένα τόσο μεγάλο κράτος όπως ήταν η περσική αυτοκρατορία. Αν το παράδειγμα των Αιγυπτίων το ακολουθήσουν και άλλοι υποτελείς λαοί, η αυτοκρατορία θα κατέρρεε και οι Πέρσες ευγενείς θα έχαναν τα προνόμια και τις περιουσίες τους. Από την άλλη, ο Κύρος πρόβαλε τον εαυτό του ως τον εκλεκτό των θεών, γνώστη των περσικών κανόνων διακυβέρνησης και γενναίο Τα Εκβάτανα βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης Χαμαντάν του βορειοδυτικού Ιράν. Ήταν χτισμένη σε υψόμετρο 1800 μέτρων και εκεί περνούσαν τα καλοκαίρια τους οι Πέρσες βασιλείς. 3
[26]
πολεμιστή. Ακόμα υπογράμμιζε το γεγονός ότι καλλιεργούσε ο ίδιος τον κήπο του ως χειρώνακτας. Αυτό εντυπωσίαζε τους Πέρσες γιατί υπήρχε η πρόληψη ότι όσο ο βασιλικός κήπος ανθούσε, η χώρα και οι πολίτες της ευημερούσαν. Ο Κύρος επίσης θέλησε να συνάψει στενότερες σχέσεις με την ισχυρότερη στρατιωτικά ελληνική πόλη, την Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ξεχάσει την καίρια οικονομική συνδρομή του Κύρου, χάρις την οποία βγήκαν νικητές από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Βέβαια τυπικά ήταν σύμμαχοι της Περσίας και φυσικά του Αρταξέρξη, αλλά ήξεραν ότι σε περίπτωση σύρραξης μεταξύ των δυο αδελφών και επικράτησης του Κύρου, θα είχαν πολλά πλεονεκτήματα. Το σημαντικότερο από αυτά θα ήταν η άνετη ηγεμονία της Σπάρτης επί των μικρασιατικών ελληνικών πόλεων. Με την συνεργασία του με τη Σπάρτη, ο Κύρος απέβλεπε και σε ένα άλλο σημαντικό όφελος, στη στρατολόγηση μισθοφόρων από την Πελοπόννησο. Ήξερε ότι εκεί υπήρχαν οι πιο καλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι στρατιώτες. Και στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν έφεραν αντίρρηση, αλλά έστειλαν και τον φιλόδοξο Λακεδαιμόνιο στρατηγό Κλέαρχο (450-401) μαζί με πολλούς οπλίτες μισθοφόρους, να συνταχθούν με το στράτευμα που ετοίμαζε ο Κύρος.
[27]
Η διαφημιστική εκστρατεία του Κύρου Στο σημείο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι για τον Κύρο ο «κύβος ερρίφθη», δηλαδή αποφάσισε οριστικά ότι ο μόνος δρόμος που του έμενε ήταν να ετοιμαστεί για να εκστρατεύσει κατά του αδελφού του και βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη. Τώρα αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν: - Πρώτον, να συγκεντρώσει μια ισχυρή και καλά εκπαιδευμένη στρατιά - πεζικό, ιππικό, άρματα - ικανή να αντιπαραταχθεί προς τον περσικό στρατό, που φυσικά υπάκουε στον βασιλιά και - Δεύτερον, ήξερε ότι όλη η κίνηση προετοιμασίας και εξοπλισμού ενός τόσο μεγάλου στρατεύματος, δεν μπορούσε να μείνει κρυφή από τον Αρταξέρξη, που – όπως όλοι οι Πέρσες βασιλείς – είχε παντού πληροφοριοδότες, σμπίρους και χαφιέδες. Για να καλύψει και τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, ο Κύρος ετοίμασε προσεχτικά ένα επιτελείο που θα διέδιδε τις ειδήσεις, όπως θα ήθελε να είναι και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα, δηλαδή χαλκευμένες. {Ακόμα και σήμερα πάρα πολλά ειδησεογραφικά πρακτορεία - ιδίως αυτά που ελέγχονται από την εκάστοτε κυβέρνηση - ακολουθούν αυτήν ακριβώς την μέθοδο μετάδοσης χαλκευμένων πληροφοριών και ειδήσεων} Με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το επιτελείο αυτό είχε διπλό ρόλο: Ήταν ειδησεογραφικό πρακτορείο και παράλληλα και διαφημιστική εταιρία! Το πρακτορείο ειδήσεων πληροφορούσε κατά καιρούς τον κόσμο ότι ο Κύρος συγκέντρωνε Έλληνες και Πέρσες οπλίτες γιατί ετοίμαζε εκστρατεία κατά των Πισιδών 4, των ατίθασων κατοίκων του όρους Ταύρος, οι οποίοι εισέβαλαν στην περιοχή του και λεηλατούσαν και κακοποιούσαν τους υπηκόους του. Ή (η άλλη εκδοχή) ότι ετοιμαζόταν να πολεμήσει τον Τισσαφέρνη γιατί αυτός εισέπραττε – ενώ δεν είχε δικαίωμα - τους φόρους των Η Πισιδία ήταν περιοχή της Μικράς Ασίας, στα νότια της Λυδίας και ανατολικά της Καρίας. Εκεί ζούσαν οι Πισιδοί, ορεσίβιος ινδοευρωπαϊκός λαός, που μιλούσε γλώσσα συγγενική με αυτήν των κατοίκων της Παμφυλίας. 4
[28]
ελληνικών παραλιακών πόλεων που ανήκαν στον Κύρο. Ή ακόμα ότι ετοιμαζόταν να πολιορκήσει τη Μίλητο για να τιμωρήσει τους Μιλήσιους, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στην παράταξη του Τισσαφέρνη. Τέλος για να κρατά σε ετοιμότητα το στράτευμα που άρχισε να γιγαντώνεται, ο Κύρος χρηματοδότησε γενναία τον Σπαρτιάτη Κλέαρχο, δήθεν για να πολεμήσει τους Θράκες στη Χερσόνησο, αλλά στην πραγματικότητα και να στρατολογήσει πολλούς μισθοφόρους Θράκες. Οι πιο γνωστοί διαφημιστές της πρόθεσης του Κύρου για στρατολόγηση ήταν ο Πρόξενος από τη Θήβα της Βοιωτίας και ο Αρίστιππος ο Θεσσαλός. Θέατρο της Πισιδίας
Ο Πρόξενος ήρθε από τους πρώτους φέρνοντας μαζί του και εκατοντάδες εμπειροπόλεμους μαχητές, βετεράνους του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Αρίστιππος έστειλε στο Κύρο τον (εραστή του) Μένωνα με 1.500 οπλίτες. Τα νέα για τη στρατολόγηση οπλιτών μαθεύτηκαν ταχύτατα και οι Έλληνες ενδιαφερόμενοι, δηλαδή ένας εσμός «εξωνημένων ασπίδων», μισθοφόροι, τυχοδιώκτες, εραστές της περιπέτειας, απόστρατοι μαχητές, πλιατσικολόγοι, λεγεωνάριοι και λογής-λογής ρεμάλια από κάθε καρυδιάς καρύδι, έτρεξαν να καταταγούν στο στρατό του Πέρση πρίγκιπα. Στόχος τους ήταν να γίνουν μεν ήρωες, αλλά συνάμα να σκοτώσουν, να βιάσουν, να διαγουμίσουν και – αν και όσοι επιζήσουν – να γυρίσουν στις πόλεις και τα χωριά τους με μπόλικα λάφυρα και χρήμα και να ζήσουν άνετα το υπόλοιπο του βίου τους ως προνομιούχοι συνταξιούχοι! Κι έτσι άρχισε να σχηματίζεται η στρατιά των Μυρίων, που τελικά δεν ήταν δέκα χιλιάδες αλλά κάμποσοι περισσότεροι. [29]
Ο Ξενοφών αναφέρει πολλούς αριθμούς, που διαφέρουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, γιατί όσο η στρατιά του Κύρου προχωρούσε ανατολικά, προσχωρούσαν και νέες ορδές μισθοφόρων, αλλά δεν έλειπαν και οι λιποταξίες από εκείνους που άρχισαν να λιποψυχούν όταν αντιλήφθηκαν προς τα πού όδευαν και ποιος θα ήταν τελικά ο αντίπαλός τους στη μάχη. Μετά την αναχώρηση της στρατιάς από τις Σάρδεις, στην πόλη της Φρυγίας Κελαινές5, όπου ο Κύρος είχε ανάκτορα, έγινε η πρώτη καταμέτρηση του σώματος, στο οποίο εκτός από το ιππικό και τους 100.000(;) βαρβάρους μισθοφόρους, - κυρίως ελαφρά οπλισμένους – ασιάτες, υπήρχαν και πολλοί Έλληνες που την ημέρα της απογραφής αυτής ήταν: Πελταστής από τη Θράκη
- 4.000 οπλίτες υπό τον Ξενία τον Αρκάδα, - 1.500 οπλίτες και ακόμα 500 ελαφρά οπλισμένοι (γυμνήτες) υπό τον Πρόξενο τον Βοιωτό, - 1.000 οπλίτες από τον Σοφαίνετο από τη Στυμφαλία, - 1.000 οπλίτες υπό τον Αγία τον Αρκάδα. - 1.000 οπλίτες, 800 Θράκες πελταστές και 200 Κρήτες τοξότες, υπό τον Κλέαρχο τον Λακεδαιμόνιο, - 1.000 οπλίτες και 500 πελταστές υπό τον Μένωνα από τη Λάρισα, 6 - 300 οπλίτες και άλλοι 300 πελταστές υπό τον Πασίωνα από τα Μέγαρα, Οι Κελαινές ήταν αρχαία φρυγική πόλη τη συμβολή των ποταμών Μαιάνδρου και Μαρσύα. Εκεί κατά τη μυθολογία ο Απόλλωνας «έγδαρε» το Μαρσύα, που αμφισβήτησε την ανωτερότητά του στη μουσική και κρέμασε το δέρμα του στο σημείο που πηγάζει ο (ομώνυμος) ποταμός Μαρσύας. Ο Ξέρξης κατά την επιστροφή του στην Ασία, μετά την συντριβή του από την εκστρατεία του στην Ελλάδα το 480 π. Χ. , έκτισε ανάκτορα και ακρόπολη στις Κελαινές, 6 Οι πελταστές ήταν οπλισμένοι οπλίτες, που κρατούσαν την πέλτη, ελαφριά θρακική ασπίδα η οποία είχε μία εσοχή σαν μισοφέγγαρο. Κρατούσαν επίσης και ακόντιο. [30] 5
- 500 οπλίτες υπό τον Σωκράτη τον Αχαιό, - 300 οπλίτες υπό τον Σώση τον Συρακούσιο, Όλοι μαζί λοιπόν, 12.900 Έλληνες μισθοφόροι, στους οποίους δεν περιλαμβάνονταν παρά ελάχιστοι Αθηναίοι, οι οποίοι μισούσαν βαθιά τους Πέρσες γιατί βοήθησαν οικονομικά τους Σπαρτιάτες τα τελευταία αποφασιστικά χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους έστειλαν τους περισσότερους από αυτούς. Σπαρτιάτες ήταν ο Κλέαρχος, που ορίστηκε από τον Κύρο αρχηγός ολόκληρου του ελληνικού μισθοφορικού σώματος και ο στρατηγός Χειρίσοφος, που ήρθε πολύ αργότερα επικεφαλής 700 Λακεδαιμονίων οπλιτών, οπότε οι ελληνικής καταγωγής μισθοφόροι του στρατού του Κύρου, ξεπέρασαν τον αριθμό των 13.600 ανδρών. Λακεδαιμόνιος μαχητής
Ένας από τους λίγους Αθηναίους που βρέθηκε στο πλάι του Κύρου ήταν και ο ιστορικός συγγραφέας Ξενοφών, ο οποίος – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – δεν πήγε στην Ασία ως μισθοφόρος αλλά ως φίλος του Πέρση πρίγκιπα και παρατηρητής των εξελίξεων. Ο ίδιος στο έργο του Κύρου Ανάβασις, αναφέρει (σε τρίτο πρόσωπο) για την παρουσία του εκεί: Στο στράτευμα του Κύρου ήταν και κάποιος Αθηναίος, ο Ξενοφών, που δεν ήταν ούτε στρατιώτης, ούτε λοχαγός. Μεταξύ των ηγετών των μισθοφόρων ήταν και ο Πρόξενος από τη Βοιωτία, φίλος του Ξενοφώντα αλλά και του Κύρου. Αυτός έγραψε στο Έλληνα ιστορικό και τον προσκάλεσε στις Σάρδεις για να γνωρίσει τον Κύρο. Πριν φύγει, ο Ξενοφών ζήτησε την γνώμη του δασκάλου και φίλου του Σωκράτη, ο οποίος του επισήμανε ότι αν δεχθεί την πρόσκληση, κινδύνευε να χαρακτηριστεί προδότης της πατρίδας του. Παρά την [31]
προειδοποίηση του Σωκράτη, ο Ξενοφών πήγε στις Σάρδεις, γνώρισε από κοντά τον Κύρο, γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του και αποφάσισε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Είναι γνωστό ότι ο Κύρος, είχε αφομοιώσει τον ελληνικό πολιτισμό και πολλά από τα ελληνικά έθιμα. Εκτιμούσε τους Έλληνες για την πολεμική τους δεινότητα, γνώριζε καλά την ψυχοσύνθεσή τους και απευθυνόταν στους ελληνικής καταγωγής συνεργάτες και μισθοφόρους μιλώντας τη γλώσσα τους. Στην προσφώνησή του προς τους «Μύριους» πριν την κρίσιμη μάχη στα Κούναξα, είπε (σύμφωνα πάντα με τον Ξενοφώντα): Ώ, άνδρες Έλληνες. Δεν σας πήρα μαζί μου διότι έχω έλλειψη από βαρβάρους στρατιώτες, αλλά επειδή είσθε ανδρειότεροι και ανώτεροι… Αν τα πράγματα εξελιχθούν αισίως, τότε εκείνους που θα γυρίσουν στις πατρίδες τους θα τους ζηλεύουν οι συμπατριώτες τους. Όμως θα δημιουργήσω συνθήκες που θα πείσουν τους πολλούς να μείνουν εδώ παρά να γυρίσουν στον τόπο τους… Και όταν κάποιος εγκάθετος τον διέκοψε και ρώτησε: Κύρε, μήπως υπόσχεσαι τώρα που έχεις ανάγκη και θα λησμονήσεις μετά την νίκη; Ο Κύρος άρπαξε την ευκαιρία και είπε ότι η χώρα του είναι τεράστια και μπορεί να παραχωρήσει ολόκληρες σατραπείες σε φίλους του. Πάντως υποσχέθηκε ότι μετά τη νίκη θα δωρίσει σε κάθε Έλληνα αξιωματικό από ένα χρυσό στεφάνι! Εδώ πρέπει να πούμε λίγα λόγια για τον ίδιο τον Κύρο, τον πρωταγωνιστή αυτού του ιστορικού βιβλίου του Ξενοφώντα. Όπως είδαμε ο Κύρος σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, έγινε διοικητής ενός μεγάλου και πλούσιου τμήματος της περσικής αυτοκρατορίας, της δυτικής Μικράς Ασίας. Και όταν αποφάσισε να ξεκινήσει ένα αδελφοκτόνο (στην κυριολεξία γιατί στράφηκε κατά του αδελφού του) πόλεμο ήταν 22 ετών. Ο Ξενοφών ήταν φίλος και θαυμαστής του Πέρση πρίγκιπα και εξωράισε την εικόνα του. Το παρουσίασε ως ένα πολύ έντιμο άντρα, ανελέητο διώκτη του εγκλήματος, λάτρη του κυνηγιού, γενναιόδωρο, και αφοσιωμένο στους φίλους του. Ακόμα και τα απανωτά ψέματα και οι συνεχείς πράξεις παραπλάνησης του βασιλιά-αδελφού του, των σατραπών, ακόμα και των στρατηγών και αξιωματικών του στρατεύματος για το ποιός τελικά ήταν ο σκοπός της εκστρατείας, ο [32]
Ξενοφών δεν τα θεωρούσε ελαττώματα του χαρακτήρα του. Ο δόλος και η εξαπάτηση του εχθρού (στην προκειμένη περίπτωση και φίλων) ήταν απλώς ενταγμένα στα πολεμικά ήθη της εποχής. Όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο Κύρος δεν ήταν συμπαθής στην άρχουσα τάξη της Περσίας και αυτό φάνηκε όταν κανείς από τους σατράπες της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας, της Αιγύπτου ή της Συρίας δεν συντάχθηκε μαζί του. Δεν ήταν συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι τους μισθοφόρους. Στην Ταρσό οι οπλίτες μισθοφόροι ζήτησαν με έντονο τρόπο την καταβολή τριών μηνών μισθών που τους χρωστούσε και τους εξόφλησε αφού αναγκάστηκε να δανειστεί. Πέρσες ευγενείς
Τέλος αυτή καθεαυτή η πράξη ανταρσίας και κήρυξης πολέμου με στόχο την φυσική εξόντωση του νόμιμου βασιλιά και αδελφού του δεν δικαιολογείται παρά μόνο ως υπέρμετρη φιλοδοξία ή παθολογική απληστία. Ο Κύρος ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, είχε τα πάντα και κυβερνούσε τις σατραπείες της Μικράς Ασίας, ως σχεδόν ανεξέλεγκτος ηγεμόνας.
[33]
Οι Έλληνες μισθοφόροι και οι στρατιωτικοί διοικητές τους Είδαμε ότι στην αρχή της εκστρατείας καταμετρήθηκαν περίπου 13.600 μισθοφόροι ελληνικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης πορείας του στρατεύματος οι στρατολογήσεις συνεχίζονταν, αλλά παράλληλα σημειώθηκαν και αρκετές λιποταξίες, με αποτέλεσμα ο συνολικός τους αριθμός να περάσει, ίσως, τους 15.000 άντρες. Όλος αυτός ο τεράστιος αριθμός οπλιτών, είχε διαφορετική προέλευση (Θεσσαλοί, Βοιωτοί, Λάκωνες, Αρκάδες, Αχαιοί, Θράκες, Κρήτες) και οι οπλίτες ήταν χωρισμένοι σε πολλές μονάδες. Ο διοικητής κάθε μονάδας φρόντιζε να εξασφαλίσει την αφοσίωση των ανδρών του, μεριμνώντας για την έγκαιρη είσπραξη (από τον Κύρο) και την καταβολή των μισθών τους. Οι Έλληνες μισθοφόροι δεν είχαν και δεν ήθελαν να έχουν πολλά πάρε-δώσε με τις περσικές ή τις άλλες μη ελληνικές μονάδες του Κύρειου στρατεύματος και κρατούσαν απέναντί τους περιφρονητική και υπεροπτική στάση. Αλλά και ούτε μεταξύ τους είχαν (εκτός της γλωσσικής) πολλά κοινά. Ενώθηκαν μόνο μετά την μάχη στα Κούναξα, όταν τους συσπείρωσε ο κοινός στόχος: η επιστροφή στην πατρίδα. Όπως είδαμε και σε προηγούμενες σελίδες οι Έλληνες μισθοφόροι ήταν ένας άτακτος συρφετός βίαιος, εριστικός και απείθαρχος. Ήταν σκληροί μαχητές και αποφασισμένοι να ρισκάρουν ακόμα και τη ζωή τους με δέλεαρ τον καλό μισθό, τις πλούσιες ανταμοιβές νίκης και τα λάφυρα από την σκύλευση των νεκρών αντιπάλων. Αλλά, δεν δίσταζαν να στραφούν και κατά του εργοδότη τους, αν αυτός καθυστερούσε την αμοιβή τους ή αθετούσε να καταβάλει αυτά που τους είχε υποσχεθεί. Ακόμα δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αλλάξουν εργοδότη, αν κάποιος άλλος τους πρόσφερε καλύτερες αμοιβές. Όμως, αυτοί οι ατίθασοι μαχαιροβγάλτες ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι, γιατί ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της εποχής τους. Ακόμα και ο ίδιος ο Αρταξέρξης, που γνώρισε τις πολεμικές ικανότητές τους, μετά τη νίκη του στα Κούναξα, επεδίωκε να προσλαμβάνει Έλληνες μισθοφόρους. Το ίδιο έκαναν και πολλοί Πέρσες σατράπες, ως και το 4 ο [34]
αιώνα. Στο στράτευμα του βασιλιά Δαρείου Γ’ που αντιμετώπισε (και ηττήθηκε) τους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Γρανικό (334 π. Χ.) υπήρχαν περίπου 20.000 Έλληνες μισθοφόροι. Την εποχή που ο Κύρος συγκέντρωνε στρατό για να πολεμήσει τον αδελφό του, υπήρχε ένα κοινώς αποδεκτό σύστημα αμοιβών των μισθοφόρων στρατιωτών και αξιωματικών. Ο στρατηγός έπαιρνε διπλάσιο μισθό από αυτόν του λοχαγού και τετραπλάσιο από τους απλούς οπλίτες7. Φυσικά από το μισθό αυτό, ο μισθοφόρος αγόραζε τα όπλα, την τροφή του και συντηρούσε (αν είχε) αιχμαλώτους, ώσπου να καταφέρει να τους πουλήσει. Ο χρυσός δαρεικός
Η συνήθης αμοιβή για τον οπλίτη ήταν τότε περίπου 3 οβολοί την ημέρα. Ο Κύρος όμως για να προσελκύσει πολλούς μισθοφόρους, αύξησε την αμοιβή αυτή σε 5 οβολούς τη μέρα που ισοδυναμούσε με ένα δαρεικό8 τον μήνα. Λίγο αργότερα και ενώ το στράτευμα βρισκόταν σε πορεία κοντά στην Ταρσό της Κιλικίας, ο Κύρος που βρέθηκε μπροστά στο φάσμα ανταρσίας, υποσχέθηκε 50% αύξηση της ημερήσιας αμοιβής των οπλιτών δηλαδή σε 7,5 οβολούς και φυσικά ανάλογη αύξηση στους αξιωματικούς του. Πιθανότατα αυτή η υπόσχεση δεν υλοποιήθηκε ποτέ, γιατί οι εξελίξεις έτρεχαν. Ο Κύρος μάλιστα υποσχέθηκε ακόμα ότι θα τους πλήρωνε και για τις ημέρες της επιστροφής τους στην πατρίδα (εφόσον νικούσε φυσικά). Αυτή την υπόσχεση την έδωσε μάλλον για να αποτρέψει λεηλασίες εδαφών, που θα ήταν πλέον δικά του εδάφη. Ο στρατός του Κύρου ήταν το μεγαλύτερο μισθοφορικό σώμα που Η αναλογία 4:2:1 ίσχυε και για τα λάφυρα του πολέμου. Ο δαρεικός ήταν περσικό νόμισμα, που έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’. Ήταν από καθαρό χρυσάφι και ισοδυναμούσε με είκοσι πέντε αττικές δραχμές ή 150 οβολούς. Το περσικό αυτό νόμισμα κυκλοφορούσε και στην Ελλάδα από τους μηδικούς πολέμους ως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου 7 8
[35]
είχε σχηματιστεί ως τότε. Οι μισθοφόροι που προσλαμβάνονταν είχαν συνήθως μαζί και τον εξοπλισμό τους (σπαθί, κράνος, ασπίδα, δόρυ κλπ) ακριβώς όπως κάποιος μισθώνει σήμερα ένα τεχνίτη με τα εργαλεία του. Όμως στην περίπτωση του Κύρου προσήλθαν πολλοί άποροι, από την Αρκαδία και την Αχαΐα, αλλά και από τις παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, γιατί η περιουσία τους είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν εξοπλισμό. Ο Κύρος προκειμένου να τους προσλάβει, τους χορήγησε τα απαραίτητα όπλα. Ας δούμε τώρα, τους σημαντικότερους ηγέτες του ελληνικού μισθοφορικού σώματος. Ο Κλέαρχος (450-401) ήταν έμπειρος Σπαρτιάτης στρατιωτικός. Είχε την ικανότητα να συσπειρώνει τους άντρες του και να τους μετατρέπει σε πειθαρχημένη ομάδα μάχης. Τοξότης από την Κρήτη
Όμως ήταν άνθρωπος κακής πάστας, πολεμοχαρής, τυχοδιώκτης, χωρίς ηθικές αρχές και εκμεταλλεύτηκε τη θέση του διοικητή της Προποντίδας που του εμπιστεύτηκε η πατρίδα του μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Καταλήστευσε το δημόσιο ταμείο της πόλης του Βυζαντίου, προώθησε σε καίριες θέσεις ευνοούμενούς του και εκτέλεσε χωρίς δισταγμό κάθε αντιφρονούντα. Η Σπάρτη τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά αυτός το ‘σκασε και κατέφυγε στο Κύρο, έχοντας μαζί του εκατοντάδες μισθοφόρους, κυρίως Θράκες οπλίτες και πελταστές και Κρήτες τοξότες. Ο Κύρος εκτίμησε την εμπειρία και τη μαχητικότητα αυτού του Λακεδαιμόνιου στρατηγού και τον τρόπο που επέβαλε αυστηρή πειθαρχία στους στρατιώτες του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αδίσταχτοι τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγοι, πρόθυμοι να χύσουν αίμα και να αρπάξουν λάφυρα, δηλαδή ανθρώπους που τους ταιριάζει [36]
ο χαρακτηρισμός ‘του σκοινιού και του παλουκιού’. Ο Κύρος όρισε τον Κλέαρχο διοικητή των Ελλήνων μισθοφόρων, όταν πολλοί από αυτούς ξεσηκώθηκαν, γιατί κατάλαβαν ότι δεν όδευαν για να πολεμήσουν τους Πισιδούς, αλλά τον βασιλιά Αρταξέρξη. Κατηγόρησαν τον Πέρση πρίγκιπα ότι τους ξεγέλασε και παραβίασε τους όρους του συμβολαίου στρατολόγησής τους. Αυτός που τους αντιμετώπισε και τους έπεισε να συνεχίσουν την πορεία ανατολικά ήταν ο Κλέαρχος, που προσποιήθηκε ότι ήταν με το μέρος των εξεγερμένων λέγοντας: Ποτέ δεν θα ειπωθεί ότι εγώ οδήγησα Έλληνες σε ξένη γη και τους πρόδωσα, προτιμώντας τη φιλία των βαρβάρων. Αυτοί όχι μόνο πείστηκαν, αλλά πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν τις μονάδες τους και προσχώρησαν στη μονάδα του Κλέαρχου, καθιστώντας τον και ουσιαστικά επικεφαλής των Ελλήνων μισθοφόρων. Ο Κλέαρχος πολέμησε γενναία στην αποφασιστική μάχη στα Κούναξα και κατήγαγε νίκη στο δεξιό κέρας της στρατιάς του Κύρου. Μετά το θάνατο του Κύρου, δολοφονήθηκε από τον Τισσαφέρνη. Ένας από τους φίλους και στρατολόγους του Κύρου ήταν ο Θεσσαλός Αρίστιππος. Ο Κύρος τον χρηματοδότησε με το σεβαστό ποσόν των 24.000 δαρεικών, που ισοδυναμούσαν με περίπου εκατό τάλαντα. Ο Αρίστιππος έμεινε στη Θεσσαλία και έστειλε στο Κύρο τον Μένωνα τον Λαρισαίο με 1500 μισθοφόρους. Ο Μένων που σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ήταν ένας αργυρώνητος κακούργος και τυχοδιώκτης ήταν – πιθανώς - εραστής του Αρίστιππου. Ο νεαρός αυτός αξιωματικός κολάκευε ξεδιάντροπα τον Κύρο προκειμένου να αποσπάσει την εύνοιά του. Ακόμα έσπειρε διχόνοια ανάμεσα στους Έλληνες αφήνοντας ασύδοτους τους οπλίτες του να βιάζουν και να λεηλατούν για να μείνουν πιστοί σ’ αυτόν και να μην προσχωρήσουν στην μονάδα του Κλέαρχου. Ακόμα ένας φίλος του Κύρου (αλλά και του Ξενοφώντα) ήταν και ο Πρόξενος ο Βοιωτός. Ήταν από τους πιο δραστήριους στρατολόγους μισθοφόρων και έφτασε στις Σάρδεις επικεφαλής στρατεύματος 2.000 περίπου οπλιτών και πελταστών μισθοφόρων. Ο Ξενοφών τον χαρακτηρίζει αδύναμο και άβουλο ηγέτη. Την εποχή εκείνη υπήρχαν στη Μικρά Ασία χιλιάδες Έλληνες [37]
μισθοφόροι, που είχαν μείνει άνεργοι μετά τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Αυτοί επιβίωναν κάνοντας εποχιακές εργασίες ή πραγματοποιώντας ληστρικές επιδρομές στα χωριά. Όταν μαθεύτηκε ότι ο Κύρος συγκέντρωνε μισθοφορικό στρατό, δυο Έλληνες στρατιωτικοί, ο Ξενίας ο Αρκάς και ο Πασίων ο Μεγαρεύς, ανέλαβαν να μαζέψουν όλον αυτό τον άτακτο συρφετό των πλιατσικολόγων και έφτασαν στις Σάρδεις ο πρώτος με 5.000 οπλίτες και ο δεύτερος με 600 οπλίτες και πελταστές. Όμως και οι δυο αυτοί διοικητές λιποτάκτησαν λίγες μέρες μετά την έναρξη της πορείας, ενοχλημένοι γιατί το μεγαλύτερο μέρος των οπλιτών τους πέρασε υπό την αρχηγία του ίδιου του Κύρου. Όσοι απέμειναν από τις μονάδες των δυο αυτών λιποτακτών, τέθηκαν υπό την ηγεσία του Κλεάνωρος από τον Ορχομενό της Αρκαδίας. Έλληνες οπλίτες
Ο Χειρίσοφος ο Λάκων ήταν ένας ακόμα στρατηγός της Σπάρτης, που έφτασε αργότερα από τους άλλους στην Μικρά Ασία, όταν το στράτευμα του Κύρου είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του ανατολικά και είχε φτάσει στη Συρία. Ήταν επικεφαλής επτακοσίων έμπειρων μισθοφόρων. Ο Κλέαρχος, ο Ξενίας και ο Χειρίσοφος ήταν οι μόνοι στρατηγοί του Κύρου που γνώριζαν από την αρχή τις πραγματικές του προθέσεις, ότι δηλαδή ο σκοπός της εκστρατείας δεν ήταν η συντριβή των Πισιδών, αλλά η βίαιη ανατροπή του Αρταξέρξη και η ανάρρηση του αδελφού του στον περσικό θρόνο. Οι άλλοι τρεις Έλληνες στρατιωτικοί που ολοκλήρωσαν τον σχηματισμό του ελληνικού μισθοφορικού σώματος του Κύρου με 1.800 οπλίτες συνολικά, ήταν ο Σοφαίνετος από τη Στυμφαλία, ο Σώσης ο Συρακούσιος και ο Σωκράτης ο Αχαιός. [38]
Μιλήσαμε παραπάνω για τον Ξενοφώντα και πώς ο ίδιος περιγράφει την πρόσκλησή του στις Σάρδεις από τον φίλο του – και φίλο του Κύρου – Πρόξενο. Αν και ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι δεν πήγε εκεί ούτε ως στρατηγός, ούτε ως λοχαγός, ούτε καν ως στρατιώτης, η ως τότε ζωή και δράση του μας δείχνει ότι του ταίριαζε η τυχοδιωκτική ζωή. Ακόμα ξέρουμε ότι από τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του Κύρου και παρά την ατυχή της έκβαση, ο Ξενοφών γύρισε στην Ελλάδα με αρκετά χρήματα και πολλά λάφυρα, που του επέτρεψαν να ζήσει με οικονομική άνεση τα επόμενα χρόνια. Ο Ξενοφών, αφού αποφάσισε οριστικά να πάει στις Σάρδεις, πήρε ένα πλοίο από τον Πειραιά και έφτασε στην Έφεσο. Πριν ξεκινήσει από την Έφεσο ζήτησε τον χρησμό ενός οιωνοσκόπου, γιατί είδε στο όνειρό του ότι ένας αετός (ή γύπας) είχε κουρνιάσει στα δεξιά του. Ο οιωνοσκόπος είπε ότι το όνειρο του Ξενοφώντα σημαίνει δόξα και βάσανα, αλλά και προαναγγέλλει κέρδη(!). Την επομένη έφυγε για τις Σάρδεις που απείχε περίπου εκατό χιλιόμετρα από την Έφεσο. Οι δυο πόλεις συνδέονταν με την φημισμένη Βασιλική Οδό που είχε κατασκευάσει ο Δαρείος Α’ και έφτανε ως τη Βαβυλώνα, τα Σούσα και τις άλλες μεγάλες πόλεις της περσικής αυτοκρατορίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι Πέρσες είχαν το καλύτερο οδικό δίκτυο στο τότε κόσμο. Μόνο οι Ρωμαίοι τους ξεπέρασαν λίγους αιώνες αργότερα. Οι Σάρδεις ήταν η αρχαία πρωτεύουσα της Λυδίας. Ήδη από την εποχή του Κροίσου ήταν μια πλούσια, πολυφυλετική κοσμοπολίτικη πόλη, που είχε καταφέρει να αφομοιώσει λυδικά, ελληνικά και περσικά πολιτιστικά στοιχεία. Οι σατράπες όλων των μικρασιατικών επαρχιών ήταν φυσικά Πέρσες, αλλά στην προνομιούχα τάξη των Σάρδεων υπήρχαν και πολλοί Λυδοί. Ο Ξενοφών έφτασε την ημέρα που ο στρατός του Κύρου ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την πορεία του ανατολικά. Ο Πρόξενος πρόλαβε να γνωρίσει τον Έλληνα «παρατηρητή» στον Κύρο.
[39]
Ο στρατός του Κύρου ξεκινά προς τη Βαβυλώνα Μάρτιος του 401 π. Χ.: Ο κύριος όγκος του στρατού των μισθοφόρων συγκεντρώθηκε στις Σάρδεις, αλλά όλοι σχεδόν – εκτός από δυο ή τρεις στενούς συνεργάτες του Κύρου – ήξεραν πως ο σκοπός της εκστρατείας ήταν να επιτεθούν στην Πισιδία ή να κλιμακώσουν πολεμικά τη διαμάχη του Πέρση πρίγκιπα με τον Τισσαφέρνη για την υφαρπαγή πόλεων και πόρων που δεν του ανήκαν. Την επομένη της άφιξης του Ξενοφώντα στις Σάρδεις το πολύχρωμο στράτευμα ξεκίνησε. Επικεφαλής του ιππικού των Περσών και των άλλων ασιατών μισθοφόρων ήταν ο ίδιος ο Κύρος. Η ανάπτυξη της πορείας ήταν εντυπωσιακή και κάλυπτε έκταση πολλών χιλιομέτρων. Οι Έλληνες είχαν σχηματίσει χωριστές μονάδες, αλλά μόνο όταν η στρατιά έκανε στάση στις Κελαινές και έφτασαν εκεί από διάφορα σημεία ο Κλέαρχος, ο Σώσις και ο Σοφαίνετος έχοντας μαζί τους πάνω από 3.300 μισθοφόρους, σχηματίστηκαν οριστικά οι ελληνικοί λόχοι και τέθηκαν υπό τις διαταγές των διοικητών τους. Ο λόχος ήταν η βασική διοικητική μονάδα που την αποτελούσαν εκατό οπλίτες. Άμαξες που συνόδευαν τη στρατιά του Κύρου
Τότε έγινε, όπως είδαμε παραπάνω, και η πρώτη καταγραφή του αριθμού των στρατιωτών, βαρβάρων και Ελλήνων. Όπως συνηθιζόταν στους πολέμους της εποχής εκείνης το στράτευμα συνόδευαν εκατοντάδες δούλοι, τεχνίτες, μηχανικοί, έμποροι, οπλουργοί, μεταλλουργοί, αρτοποιοί, υφάντρες, σιδηρουργοί, μάγειροι, γιατροί, νοσηλευτές, μάγοι, οιωνοσκόποι, πόρνες, γραφείς, μουσικοί, δουλέμποροι, και ένα σωρό άλλοι, χρήσιμοι για την εξυπηρέτηση τόσων [40]
χιλιάδων στρατιωτών. Ακόμα τη στρατιά ακολουθούσαν εκατοντάδες αμάξια που τα έσερναν υποζύγια (βόδια ή μουλάρια) φορτωμένα με σιτηρά, νερό, κρασί, λάδι και άλλα τρόφιμα και ζωοτροφές, μαγειρικά σκεύη, κουβέρτες, ρούχα και παπούτσια, όπλα, εργαλεία, φτυάρια, σκηνές και πολλά άλλα χρειώδη. Οι Κελαινές ήταν το πραγματικό κέντρο έναρξης της εκστρατείας. Αφού οι μονάδες σχηματίστηκαν εκεί, ορίστηκαν οι λοχαγοί και οι στρατηγοί και οι θέσεις της κάθε μονάδας σε περίπτωση μάχης. Εκεί έγιναν και οι πρώτες ασκήσεις και πολεμικά γυμνάσια. Αλλά ακόμα ελάχιστοι ήξεραν την πραγματικό σκοπό της εκστρατείας. Για τον σατράπη Τισσαφέρνη δεν έμεινε πλέον καμιά αμφιβολία ότι ο πραγματικός στόχος του σχηματισμού μιας τόσο μεγάλης στρατιάς σαν αυτή που είχε σχηματίσει ο Κύρος, δεν ήταν ο ίδιος ή οι Πισιδοί, αλλά ο Μεγάλος Βασιλέας. Ασημένιο τετράδραχμο της Μικράς Ασίας. Εικάζεται ότι απεικονίζει τον Τισσαφέρνη
Έτσι τέθηκε επικεφαλής πεντακοσίων ιππέων και πήγε κατ’ ευθείαν στον Αρταξέρξη και τον ενημέρωσε για όλα όσα ήξερε για τον αδελφό του και τους σκοπούς του. Ο βασιλιάς είχε ήδη αρκετές πληροφορίες για τις κινήσεις του Κύρου και τώρα δεν είχε πλέον αμφιβολίες για την αλήθεια των λεγομένων του Τισσαφέρνη. Στο στρατόπεδο του Κύρου όμως άρχισε να επικρατεί αναβρασμός. Οι μισθοφόροι δεν είχαν ακόμα δει τα χρήματα του εργοδότη τους και πολλοί από αυτούς είχαν φτάσει ως τις Σάρδεις (ή τις Κελαινές) με δικά τους έξοδα. Όλοι απαιτούσαν να πάρουν τα χρήματά τους, που ήταν οι μισθοί τεσσάρων μηνών. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη επικίνδυνα και μύριζε στάση. Τη ώρα αυτή λοιπόν που τα πράγματα δυσκόλευαν για τον Κύρο, κατέφτασε στο στρατόπεδο ένα μεγαλοπρεπές, καταστόλιστο [41]
καραβάνι. Ήταν η Επύαξα, σύζυγος του γέρου βασιλιά της Κιλικίας με τη συνοδεία της και - το σημαντικότερο – έχοντας μαζί της ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν! Την κατάλληλη λοιπόν στιγμή, ο Κύρος μπόρεσε να καταβάλει σε όλους τους μισθούς τεσσάρων μηνών, δηλαδή συνολικά ένα ποσό περίπου ίσο με διακόσια τάλαντα. Η βασίλισσα Επύαξα, που ήταν και ερωμένη του Κύρου, συνόδευσε τις επόμενες τέσσερις μέρες το στράτευμα στην πορεία του. Ο Κύρος λοιπόν έτσι πέτυχε να συνδυάσει τον τερπνόν μετά του ωφελίμου! Πριν φύγει η βασίλισσα ζήτησε από τον εραστή της να κάνει μια επίδειξη του στρατού του. Πράγματι αυτό έγινε και ήταν η πρώτη φορά που οι μονάδες παρατάχθηκαν σε σχηματισμό μάχης. Οι Έλληνες μισθοφόροι παρέλασαν σε παραδειγματική τάξη, με προτεταμένα τα δόρατα, μπροστά στον Κύρο και την Επύαξα που εντυπωσιάστηκαν από τις ασπίδες και τις κόκκινες χλαμύδες και συνέχισαν να βαδίζουν για αρκετές εκατοντάδες μέτρα. Κατόπιν επέστρεψαν παρατεταγμένοι σαν να προχωρούσαν σε μάχη και σταμάτησαν ακριβώς μπροστά στο υψηλό ζεύγος και την ακολουθία του, που έδειχνε τρομοκρατημένη. H βασίλισσα εξέφρασε το θαυμασμό της για το θέαμα, αλλά ο Κύρος αισθανόταν αδημονία. Περίμενε να ζήσει τη στιγμή που αυτοί οι σκληροτράχηλοι μαχητές θα ανάγκαζαν τους εχθρούς του να τραπούν σε φυγή. Τα στράτευμα συνέχισε την πορεία του νοτιοανατολικά. Πέρασε την Φρυγία και εισήλθε στη Λυκαονία. {Την χώρα αυτή την περιγράφει εκτός από τον Ξενοφώντα και ο Στράβων, ως μια κρύα περιοχή με οροπέδια και βοσκοτόπια για άγρια γαϊδούρια και πρόβατα. Πράγματι είναι ένα οροπέδιο σε υψόμετρο χιλίων μέτρων, που σε πολλά μέρη είναι άνυδρο, τόσο που το βόρειο μέρος του, που εκτείνεται από το Ικόνιο ως την αλμυρή λίμνη Τάττα, είναι σχεδόν γυμνό. Η χώρα, ίσως επειδή δεν είχε οικονομικό ενδιαφέρον, ήταν σημαντικά πιο ανεξάρτητη από τη περσική αυτοκρατορία. Την διέσχιζε ο σημαντικός δρόμος από την Έφεσο και τις Σάρδεις προς την Κιλικία και κατά μήκος του αναπτύχθηκαν αρκετές πόλεις. Οι σημαντικότερες ήταν το Ικόνιο, στο πιο εύφορο μέρος της χώρας και η Λύστρα. [42]
Ο Στράβων θεωρούσε τους Λυκάονες ως χωριστή εθνικότητα. Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται λόγος για Λυκαονική γλώσσα. Πιθανώς ήταν μια παραλλαγή της ελληνικής, τα απομεινάρια της οποίας βρίσκομε στην ελληνική γλώσσα της Καππαδοκίας, η οποία θεωρείται ως ξεχωριστή ελληνική διάλεκτος}. Ο Κύρος επέτρεψε στους στρατιώτες του να ξεκουραστούν από την πορεία, κοντά στην πόλη Ικόνιο (σημερινή Konya της Τουρκίας) που βρίσκεται στα όρια της Φρυγίας με τη Λυκαονία. Αυτή λοιπόν, τη φτωχή και σχεδόν εγκαταλειμμένη περιοχή, οι οπλίτες αφέθησαν ελεύθεροι να την λεηλατήσουν. Ήταν το πρώτο μεγάλο πλιάτσικο αυτής της εκστρατείας. Τα ρεμάλια, οι μισθοφόροι της στρατιάς βγήκαν κι άρπαζαν ότι έβρισκαν, τρόφιμα, ζώα, όπλα, πολύτιμα αντικείμενα και ότι άλλο λάφυρο τους γυάλιζε στο μάτι. Φυσικά δεν έλειψαν οι βιασμοί, οι ξυλοδαρμοί ακόμα και οι δολοφονίες όσων από τους ντόπιους διαμαρτύρονταν ή αντιστέκονταν.
Οι περιοχές της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα
Η στρατιά όμως αντί να πορευτεί νοτιοδυτικά προς την Πισιδία, που υποτίθεται ότι ήταν ο στόχος της εκστρατείας, τράβηξε νοτιοανατολικά, προς την Καππαδοκία. Στο σημείο αυτό ο Κύρος αποχαιρέτησε τη βασίλισσα της Κιλικίας και διέταξε τον Μένωνα να την συνοδεύσει με τους άνδρες του ως την πατρίδα της. Όμως, οι απορίες όλων ήταν εύλογες και οι Έλληνες απαίτησαν από [43]
τον Κύρο να τους φανερώσει τον πραγματικό στόχο της εκστρατείας. Αυτός κράτησε ακόμα το μυστικό του σχέδιο και ανακοίνωσε ότι ο σκοπός του ήταν να επιτεθεί στον Αβροκόμη, στρατιωτικό διοικητή της Συρίας και της Φοινίκης. Αν και η απάντηση του Κύρου δεν ήταν διόλου πειστική, η στρατιά συνέχισε την πορεία της προς την Κιλικία. Όταν η στρατιά έφτασε στη Ταρσό, βρήκαν την πόλη έρημη και κατειλημμένη από τους οι άνδρες του Μένωνα, που – όπως είδαμε είχαν αναλάβει να συνοδεύσουν την βασίλισσα της Κιλικίας. Πιθανολογείται ότι στο δρόμο τους οι στρατιώτες αυτοί θέλησαν να λεηλατήσουν τους χωρικούς της Κιλικίας. Το γεγονός είναι ότι εκατό από αυτούς χάθηκαν, γιατί μάλλον έπεσαν σε ενέδρα ληστών οι οποίοι τους σκότωσαν. Οι υπόλοιποι οργισμένοι για την απώλεια των συντρόφων τους, λεηλάτησαν την πόλη. Ερείπια της Ράκκα (αρχαίας Θαψάκου;)
Έτσι στην Ταρσό είχαν απομείνει μόνο πωλητές τροφίμων, πόρνες και ανοιχτά καπηλειά. Στην Ταρσό το στράτευμα έμεινε για είκοσι μέρες για να ξεκουραστεί και να ανασυνταχθεί. Αλλά η υποβόσκουσα δυσαρέσκεια των Ελλήνων εκδηλώθηκε τώρα ανοιχτά. Ήταν πλέον φανερό ότι ο σκοπός της εκστρατείας ήταν η σύγκρουση με τον Μεγάλο Βασιλέα και η κατάληψη του περσικού θρόνου. Άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι αυτός ο πόλεμος δεν είχε συμφωνηθεί κατά την πρόσληψή τους, άρα τους είχαν εξαπατήσει. Επίσης γκρίνιαζαν γιατί στη συνέχεια έπρεπε να βαδίσουν από τις καυτές ερήμους της Συρίας, Ήταν σαφές ότι, όλα αυτά τα παράπονα και οι διαμαρτυρίες, ήταν πρόσχημα για να αποσπάσουν από τον επίδοξο βασιλιά της Περσίας μεγαλύτερη αμοιβή. Η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί και όδευε και πάλι προς στάση. Την κατάσταση έσωσε ο Κλέαρχος, ο οποίος (σε συνεννόηση με το [44]
Κύρο) έπαιξε το παιχνίδι του φίλου των στρατιωτών και απέσπασε (δήθεν) από τον Κύρο υπόσχεση για αύξηση του μισθού τους κατά 50% (!). Η υπόσχεση αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, ίσως γιατί σε λίγο καιρό ο Κύρος ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Τελικώς όμως όλοι συμφώνησαν να συνεχίσουν να πορεύονται ανατολικά. Σε πέντε μέρες η στρατιά του Κύρου έφτασε στην Ισσό 9 της Κιλικίας {σημερινή τουρκική πόλη Dörtyol, κοντά στην Αλεξανδρέττα – σύνορα με την Συρία}. Εκεί τους περίμεναν πέντε πλοία του σπαρτιατικού στόλου με προμήθειες σε τρόφιμα και άλλα εφόδια, καθώς και ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός Χειρίσοφος επικεφαλής επτακοσίων οπλιτών. Στο στρατό του Κύρου προστέθηκαν (εκτός από τους 700 Σπαρτιάτες) και τετρακόσιοι λιποτάκτες από τον στρατό του Αβροκόμη, στρατιωτικού διοικητή της Συρίας και Φοινίκης. Η πορεία της στρατιάς συνεχίστηκε προς τα νότια. Ήταν καλοκαίρι ο ήλιος έκαιγε και ταλαιπωρούσε πολύ τους βαριά φορτωμένους με όπλα και εφόδια οδοιπόρους στρατιώτες. Δυο από τους Έλληνες στρατηγούς, ο Ξενίας και ο Πασίων βρήκαν πλοίο για την Ελλάδα, επιβιβάστηκαν, φόρτωσαν όσα λάφυρα είχαν αρπάξει στην ως τώρα πορεία τους και λιποτάχτησαν με αρκετούς από τους στρατιώτες τους. Λέγεται ότι ο σημαντικότερος λόγος της φυγής τους ήταν η δυσαρέσκειά τους, γιατί ο Κύρος επέτρεπε σε πολλούς από τους άνδρες τους, να προσχωρούν στην μονάδα του Κλέαρχου. Η πορεία της στρατιάς συνεχίστηκε ώσπου έφτασαν επιτέλους στον μεγάλο ποταμό Ευφράτη, στην αριστερή όχθη του οποίου ήταν χτισμένη μια όμορφη και πλούσια πόλη, η Θάψακος10. Εκεί αποφασίστηκε να ξεκουραστούν οι άνδρες για πέντε μέρες. Στην πόλη αυτή ο Κύρος συγκέντρωσε όλους τους διοικητές των μονάδων και τους αποκάλυψε ότι η πρόθεσή του ήταν να προχωρήσει προς την Βαβυλώνα και να Η Ισσός είναι περισσότερο γνωστή από την ομώνυμη μάχη που έγινε εκεί το 333 μεταξύ των Μακεδόνων του Μ. Αλεξάνδρου και του περσικού στρατού του Δαρείου Γ’, που έληξε με νίκη του πρώτου. Είχε προηγηθεί η μάχη του Γρανικού και ακολούθησε η καθοριστική μάχη στα Γαυγάμηλα, με αποτέλεσμα την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας. 10 Δεν είναι γνωστό το σημείο που βρισκόταν αυτή η πόλη, πιθανώς ήταν κοντά στη σημερινή Ράκκα της Συρίας. Σήμερα είναι γνωστή γιατί ηταν για μεγάλο διάστημα η πρωτεύουσα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού κράτους. 9
[45]
αντιμετωπίσει τον αδελφό του. Μάλιστα τους είπε ότι έπρεπε να ενημερώσουν τους στρατιώτες τους, ώστε να γνωρίζουν ακριβώς πλέον προς τα πού πορεύονται και ποιον θα έχουν απέναντί τους ως αντίπαλο. Οι στρατιώτες που έμαθαν τώρα ως βέβαιο κάτι που υποψιάζονταν, κατηγόρησαν τους αξιωματικούς τους ότι, γνώριζαν την αλήθεια και τους την έκρυβαν. Απείλησαν μάλιστα ότι δεν θα προχωρήσουν άλλο αν δεν τους πλήρωνε ο Κύρος. Αυτός ενημερώθηκε και υποσχέθηκε ότι μόλις φτάσουν στην Βαβυλώνα θα καταβάλει σε κάθε μισθοφόρο από πέντε αργυρές μνες και ακόμα ένα μισθό, όταν όλα τελειώσουν αισίως, για να γυρίζουν οι Έλληνες στην Ιωνία. Αυτές οι (ανέξοδες) υποσχέσεις έπιασαν τόπο και οι περισσότεροι από τους Έλληνες μισθοφόρους πείστηκαν. Η πύλη της Ιστάρ στη Βαβυλώνα
Μετά από αυτό η στρατιά ξεκίνησε και πάλι την πορεία της, διάβηκε τον Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τη Βαβυλώνα. {Η περίφημη Βαβυλώνα μια από τις αρχαιότερες, σημαντικότερες και μεγαλύτερες πόλεις της Ανατολής, υπήρξε η πρωτεύουσα των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων. Μετά την κατάκτησή της από τον Δαρείο Α’ έγινε και πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας. Η Βαβυλώνα ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευφράτη. Τα ερείπιά της βρίσκονται 84 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας του Ιράκ, Βαγδάτης}.
[46]
Η Μάχη στα Κούναξα (3 Σεπτεμβρίου 401) Η πορεία της στρατιάς του Κύρου ξεκίνησε από τις Σάρδεις τον Μάρτιο του 401 και έφτασε στο τέλος Αυγούστου ή την πρώτη μέρα του Σεπτεμβρίου σε μια πεδιάδα του σημερινού Ιράκ, στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, κοντά στο χωριό Κούναξα. Δεν ξέρουμε την ακριβή τοποθεσία του χωριού Κούναξα ή τη θέση του πεδίου της μάχης. Εικάζεται ότι βρισκόταν κοντά στο σημείο που συγκλίνουν οι ποταμοί Ευφράτης και Τίγρης. Το ίδιο βράδυ ο Κύρος επιθεώρησε το στρατό του (Έλληνες, Πέρσες και βαρβάρους) και όρισε τις θέσεις της μάχης, γιατί πίστευε ότι το επόμενο πρωί θα είχε φτάσει στην απέναντι πλευρά, ο βασιλιάς Αρταξέρξης με το στρατό του. Έτσι όρισε διοικητή του δεξιού κέρατος της στρατιάς του τον Κλέαρχο, του αριστερού τον Μένωνα και ο ίδιος (ο Κύρος) ανέλαβε τη διοίκηση του κέντρου της παράταξης με τους Πέρσες και άλλους ασιάτες μισθοφόρους και το ιππικό. Το πρωί έφτασαν στον Κύρο αυτόμολοι στρατιώτες του Αρταξέρξη και του έδωσαν πληροφορίες για τις κινήσεις του αδελφού του. Κατόπιν, ο Κύρος κάλεσε τους στρατηγούς και τους διοικητές των ελληνικών λόχων, κατέστρωσαν το σχέδιο της μάχης και εκφώνησε ένα λογύδριο για να τους ενθαρρύνει. Πριν τελειώσει η σύσκεψη, ορισμένοι από τους παριστάμενους παρότρυναν τον Κύρο να μην πολεμήσει, αλλά να μείνει στα μετόπισθεν των Ελλήνων μισθοφόρων. Τότε ο Κλέαρχος ρώτησε τον Κύρο: Τι λες Κύρε; Πιστεύεις ότι ο αδελφός σου θα δώσει μάχη εναντίον σου; Και ο Πέρσης πρίγκιπας απάντησε: Μα τον Δία, αν ο Αρταξέρξης είναι γνήσιος γιος του Δαρείου και της Παρυσάτιδος και συνεπώς αδελφός μου, δεν θα καταδεχθώ ποτέ να πάρω αμαχητί αυτά που μου ανήκουν! {Η ερώτηση του Κλέαρχου είχε κάποια λογική βάση, γιατί επί έξι μήνες ο στρατός του Κύρου προχωρούσε και καταλάμβανε τεράστιες περιοχές της περσικής αυτοκρατορίας, χωρίς να συναντήσει ως τότε κάποια, υποτυπώδη έστω, αντίσταση. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αρταξέρξης δεν ήθελε να συγκρουστεί με τον αδελφό του και είχε αποφασίσει να τον αφήσει να κυβερνά ολόκληρη τη Μικρά Ασία και ο ίδιος να περιοριστεί [47]
στην Περσία και τις κτήσεις της. Όμως οι σύμβουλοί του τον έπεισαν ότι όφειλε να δώσει μάχη και να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα του κράτους του}. Έγινε καταμέτρηση του στρατεύματος του Κύρου και βρέθηκαν 12.900 Έλληνες οπλίτες και πελταστές, περίπου 100.000 Πέρσες και άλλοι ασιάτες μισθοφόροι και είκοσι δρεπανηφόρα άρματα. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο στρατός του Αρταξέρξη, σύμφωνα με μαρτυρίες αυτομόλων στρατιωτών, ήταν τεράστιος: 900.000 άνδρες (Πέρσες, Μήδοι και πολλοί μισθοφόροι ασιάτες) και 150 δρεπανηφόρα άρματα. {Οι αριθμοί αυτοί (και για τις δυο παρατάξεις) είναι υπερβολικοί και μακριά από την πραγματικότητα. Ελληνική φάλαγγα
Πιθανολογείται ότι στην πραγματικότητα, ο Κύρος δεν είχε παραπάνω από 30.000 άνδρες (μαζί με τους Έλληνες μισθοφόρους). Ο στρατός του Αρταξέρξη, ήταν τουλάχιστο διπλάσιος από αυτόν του Κύρου και ακόμα είχε πολύ περισσότερα δρεπανηφόρα άρματα και ιππικό}. Πάντως ο Κύρος δεν ανησυχούσε πολύ, γιατί στο στρατό του είχε πολλούς Έλληνες, που ήταν γνωστοί ως οι ικανότεροι μαχητές της εποχής. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν επαγγελματίες πολεμιστές, έμπειροι και ψημένοι στις μάχες, γιατί είχαν συμμετάσχει στον πρόσφατο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτοί οι Έλληνες μισθοφόροι ήταν βαριά οπλισμένοι (εκτός από τους πελταστές) και σχημάτιζαν στην μάχη μια τετράγωνη παράταξη με προτεταμένα τα δόρατα και σε βάθος οκτώ σειρών, που έδινε την εντύπωση ενός τείχους από ασπίδες και δόρατα, που πανικόβαλε τον αντίπαλο. [48]
Είδαμε ότι, ως την στιγμή που ο Κύρος και το στράτευμά του έφτασαν στα Κούναξα, δεν είχαν συναντήσει καμιά αντίσταση. Στο σημείο δε που σταμάτησαν, υπήρχε μπροστά τους μια μεγάλη τάφρος μήκους πολλών δεκάδων χιλιομέτρων. Η τάφρος αυτή είχε κατασκευαστεί από το 6ο π. Χ. αιώνα, κατ’ εντολή του Ναβουχοδονόσορα Β’, βασιλιά της Βαβυλώνας για να προστατεύσει τα σύνορά του από τους Μήδους, που ετοιμάζονταν να επιτεθούν από βορειοανατολικά. Ο Κύρος με το στρατό του πέρασαν την τάφρο χωρίς δυσκολία και διαπίστωσε ότι, ούτε κι εκεί τους περίμενε ο περσικός στρατός. Άρχισε τότε να πιστεύει ότι αυτό ήταν σημάδι αδυναμίας εκ μέρους του αδελφού του και ότι δεν φαινόταν πιθανό τα δοθεί μάχη. Η αισιόδοξη αυτή άποψη του Κύρου διαπέρασε όλο το στράτευμα, από τους στρατηγούς και τους λοχαγούς, ως τους απλούς οπλίτες. Όπως είναι φυσικό, η πειθαρχία χαλάρωσε και οι άνδρες ετοίμαζαν τα καταλύματά τους, περιμένοντας τους δούλους και τους ακολούθους τους να περάσουν και αυτοί την τάφρο για να τους συναντήσουν. Τη δεύτερη μέρα το πρωί, ήρθε καλπάζοντας ένας Πέρσης ευγενής και φώναζε στα περσικά και στα ελληνικά, ότι έρχεται ο Αρταξέρξης με μεγάλο στράτευμα. Από τους πρώτους, ο Κύρος έσπευσε να φορέσει τον θώρακά του, πήρε στα χέρια του το σπαθί, ανέβηκε στο άλογό του και κάλεσε όλους τους αξιωματικούς να πάρει ο καθένας τη θέση του μάχη, όπως είχε ήδη προγραμματιστεί. Ο Κλέαρχος κάλυψε το δεξιό κέρας του στρατεύματος, έχοντας κοντά του και τον Πρόξενο και ο Μένων το αριστερό. Επικεφαλής του κέντρου της παράταξης ήταν ο ίδιος ο Κύρος. Μαζί ήταν οι εξακόσιοι ιππείς Πέρσες και τα άρματα. Είχε πια περάσει το μεσημέρι, όταν από μακριά φάνηκε σκόνη που σήκωναν χιλιάδες άνδρες και άλογα. Σε λίγη ώρα η πεδιάδα είχε πλημμυρίσει από στρατό, οι λόγχες και οι ασπίδες άστραφταν στον ήλιο και άρχισαν να ξεχωρίζουν οι λόχοι και τα τάγματα. Μπροστά κατά διαστήματα, ήταν το τρομερό περσικό όπλο, τα δρεπανηφόρα άρματα. Ο Κύρος έκανε τελευταία επιθεώρηση της παράταξης του στρατού του. Ο Ξενοφών τον ρώτησε αν έχει να δώσει κάποια, τελευταία πριν τη μάχη, διαταγή. Αυτός απάντησε ότι πρέπει όλοι οι στρατιώτες να πληροφορηθούν ότι έγιναν οι θυσίες προς τους θεούς και οι οιωνοί από [49]
τα σφάγια ήταν πολύ καλοί. Όταν η απόσταση που χώριζε τους δυο αντιπάλους έγινε μικρότερη από 600 μέτρα, οι Έλληνες εξαπέλυσαν πρώτοι επίθεση ψάλλοντας τον παιάνα (πολεμικό εμβατήριο). Ταυτόχρονα χτυπούσαν τις ασπίδες με τα δόρατά τους για να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Πριν όμως φτάσουν σε απόσταση βολής τόξου, οι βάρβαροι γύρισαν πίσω και τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή και οι Έλληνες τους κυνήγησαν για αρκετά χιλιόμετρα, ώσπου απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του στρατεύματος του Κύρου. Ο Κύρος χαρούμενος είδε τους Έλληνες να καταδιώκουν τους αντιπάλους και την αριστερή πτέρυγα των Περσών να καταρρέει. Οι ακόλουθοί του άρχισαν να τον επευφημούν σαν να ήταν ήδη ο βασιλιάς. Η μάχη στα Κούναξα
Παρέμεινε ακόμα στη θέση του περιστοιχισμένος από τους ιππείς του και παρακολουθούσε το κέντρο το εχθρού ξέροντας ότι – όπως συνήθιζαν οι Πέρσες βασιλείς – ο Αρταξέρξης βρισκόταν εκεί. Όταν ο Κύρος έκρινε πως έφτασε η ώρα, όρμησε κατευθείαν προς τους ιππείς του βασιλιά. Είδε τον αδελφό του και του κατάφερε ένα χτύπημα στο στήθος. Όμως κάποιος από τη βασιλική φρουρά είδε τον Κύρο, του έριξε το ακόντιο και του διαπέρασε το μάτι. Ο Κύρος έπεσε νεκρός και γύρω του αρκετοί από τους ιππείς του. Πιθανώς αυτή ή εκδοχή της άμεσης σύγκρουσης των δυο αδελφών να είναι αποκύημα της φαντασίας του Ξενοφώντα ή αυτών που του διηγήθηκαν τα συμβάντα. Το γεγονός είναι ότι ό Αρταξέρξης τραυματίστηκε – μάλλον ελαφρά - και οι φρουροί του κύκλωσαν το σώμα του και το μετέφεραν στα μετόπισθεν. [50]
{Παρών στις τραγικές αυτές στιγμές ήταν ο Έλληνας γιατρός του Αρταξέρξη, ο Κτισίας ο Κνίδιος, ο οποίος είχε προηγουμένως χρηματίσει και γιατρός του Κύρου. Αυτός περιποιήθηκε και θεράπευσε το τραύμα του βασιλιά. Αργότερα έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο ‘Περσικά’, όπου περιέγραψε όλες τις λεπτομέρειες του τραυματισμού του Αρταξέρξη και του θανάτου του Κύρου. Από το βιβλίο αυτό σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα. Είναι πιθανόν ο Ξενοφών να είχε ήδη διαβάσει αυτό το βιβλίο του Κτισία πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή του δικού του βιβλίου (Κύρου Ανάβασις) και από εκεί να άντλησε τις λεπτομέρειες του γεγονότος της σύγκρουσης των δυο αδελφών}. Όταν η μάχη στο κέντρο είχε κριθεί και ο Κύρος ήταν νεκρός, η δεξιά πτέρυγα του στρατού του (που την αποτελούσαν επίσης Έλληνες μισθοφόροι, υπό τον Μένωνα και Πέρσες υπό τον Αριαίο, θείο του Κύρου), οπισθοχώρησε επειδή κινδύνευε να κυκλωθεί και επέστρεψε στην προηγούμενη βάση της, περίπου είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης. Ο στρατός του βασιλιά λεηλάτησε το στρατόπεδο του Κύρου και οι στρατιώτες άρπαξαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν. Το μεγάλο μέρος όμως των λαφύρων ανήκε δικαιωματικά στον Αρταξέρξη. Μεταξύ των λαφύρων ήταν και η ερωμένη και σύντροφος του Κύρου η Ασπασία από τη Φώκαια της Μικράς Ασία γνωστή και ως Μιλτώ (ροδούλα). Ο Κύρος την είχε ερωτευθεί και συζούσε μαζί της, άκουγε μάλιστα τις απόψεις της για όλα σχεδόν τα θέματα που τον απασχολούσαν. {Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου, η Μιλτώ έγινε ερωμένη του αδελφού του και βασιλιά. Όμως την ερωτεύτηκε και ο Δαρείος, ο γιος του Αρταξέρξη και διάδοχός του. Η Μυρτώ τότε για να αποφευχθεί η σύγκρουση πατέρα και γιου, προτίμησε να γίνει ιέρεια της θεάς Αστάρτης, οπότε της ήταν απαγορευμένη η ερωτική σχέση με άντρες}.
[51]
Τα μετά την μοιραία μάχη Με τον Κύρο νεκρό, η συνέχιση της μάχης μεταξύ των στρατών των δυο αδελφών δεν είχε πλέον κανένα σκοπό. Είχε ήδη τελειώσει με νίκη του Αρταξέρξη. Άλλωστε η «νίκη» των Ελλήνων μισθοφόρων της δεξιάς πτέρυγας του στρατού του Κύρου (υπό τον Κλέαρχο) ήταν μάλλον τέχνασμα του Τισσαφέρνη. Αυτός έζησε επί δεκαπέντε χρόνια στην Μικρά Ασία και είχε γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες και την πολεμική τακτική τους. Οι Πέρσες δεν τράπηκαν σε φυγή όταν δέχθηκαν την επίθεση του Κλέαρχου, αλλά υποχώρησαν εσκεμμένα (κατόπιν στρατηγικού σχεδίου και οδηγιών του Τισσαφέρνη) και πέτυχαν να παρασύρουν τους Έλληνες μακριά από την κρίσιμη συμπλοκή στο κέντρο των δυο αντιπάλων. Έτσι ο Τισσαφέρνης κατάφερε έξυπνα να εξουδετερώσει τον κύριο όγκο των Ελλήνων μισθοφόρων που ήταν και το βασικό ατού της στρατιάς του Κύρου. Ο Αρταξέρξης Β’
Αναφερόμενος στο θάνατο του Κύρου, ο Ξενοφών πλέκει το εγκώμιό του, αφιερώνοντας του ένα ολόκληρο κεφάλαιο του έργου του. Τι ίδιο έχει κάνει και στο βιβλίο του Κύρου Παιδεία. {Άλλωστε ο Ξενοφών ήταν παθιασμένος ολιγαρχικός και αυτός είναι και ο λόγος του θαυμασμού του προς την ολιγαρχική Σπάρτη. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πολεμήσει στο πλευρό των Σπαρτιατών κατά της δημοκρατικής πατρίδας του, πράγμα που του στοίχησε τον οστρακισμό του από τους συμπολίτες του}. Όταν λοιπόν έληξε η μάχη, όλοι αναγνώρισαν τον έξυπνο στρατηγικό σχεδιασμό του Τισσαφέρνη, οι στρατιώτες του τον σήκωσαν στα χέρια και ο βασιλιάς τον γέμισε με πλούσια δώρα. Ο ελαφρά τραυματισμένος Αρταξέρξης, αφού δέχθηκε τις περιποιήσεις του γιατρού του, πήγε ο ίδιος στο πεδίο της μάχης για να δει το νεκρό σώμα του αδελφού του. [52]
Κατόπιν διέταξε να κόψουν το κεφάλι και το δεξί του χέρι και να τα καρφώσουν ψηλά σε ένα στύλο, για να δουν όλοι οι στρατιώτες του πώς τιμωρούνται οι προδότες και να γνωρίζουν ότι οφείλουν να είναι πιστοί μόνο στον Μέγα Βασιλέα! Είδαμε ότι οι Έλληνες μισθοφόροι του δεξιού κέρατος υπό τον Κλέαρχο, είχαν κυνηγήσει τους Πέρσες, αλλά απομακρύνθηκαν από τον κύριο όγκο του στρατεύματος και έτσι δεν έμαθαν ότι ο Κύρος ήταν ήδη νεκρός και η νίκη είχε κριθεί υπέρ του Μεγάλου Βασιλέως. Είχε όμως σκοτεινιάσει και όλοι τους πεινασμένοι, εξαντλημένοι και κουρασμένοι αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο στρατόπεδο. Αυτό όμως ήταν λεηλατημένο και έρημο και βρήκαν ελάχιστα τρόφιμα και νερό. Μάχη Έλληνα με Πέρση
Απορούσαν ακόμα γιατί χάθηκε η επαφή με τον Κύρο και δεν είχε φανεί κανείς ούτε καν ένας αγγελιοφόρος. Όπως ήταν όμως κατάκοποι, ξάπλωσαν όπου βρήκαν βολικό και κοιμήθηκαν. Ξημέρωσε η επόμενη ημέρα της μάχης και με το πρώτο φως, οι Έλληνες έμαθαν τα συμβάντα: Ο Κύρος ήταν νεκρός, η μάχη κρίθηκε υπέρ του βασιλιά και οι ασιάτες μισθοφόροι του Κύρου (όσοι επέζησαν από τη μάχη), λιποτάκτησαν και σκόρπισαν μακριά γυρεύοντας τρόπο να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Τώρα πλέον οι Έλληνες μισθοφόροι αισθάνθηκαν ότι η θέση τους ήταν δύσκολη. Βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους, απομονωμένοι σε άγνωστα εδάφη και ήταν κυκλωμένοι από χιλιάδες στρατιώτες του Αρταξέρξη, που ακόμα χθες μάχονταν εναντίον τους. Όλες τους σχεδόν οι προμήθειες, τα τρόφιμα και τα ζώα είχαν λεηλατηθεί από τους στρατιώτες του βασιλιά. Είχαν ξεκινήσει με μεγάλες ελπίδες από τις μεγαλόστομες υποσχέσεις του Κύρου, ότι [53]
(μόλις κέρδιζε το θρόνο) θα τους έδινε άφθονα χρήματα και άλογα για να γυρίζουν στις πατρίδες τους και να τους ζηλεύουν όλοι. Και σε όσους από αυτούς αποφάσιζαν να μείνουν στην Ασία, ο Κύρος θα τους χάριζε χωράφια και ζώα και θα τους βοηθούσε να φτιάξουν τα δικά τους χωριά ή και πόλεις. Τώρα ο εργοδότης τους δεν υπήρχε πλέον και οι μισθοφόροι τα είχαν χαμένα. Έφτασαν στο σημείο να θέλουν να συνεχίσουν τον αγώνα κατά του βασιλιά, υποστηρίζοντας αυτή τη φορά τον Αριαίο, θείο του Κύρου, αλλά αυτός αρνήθηκε αυτή την (αμφίβολη) τιμή, ξέροντας ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα γιατί ούτε τα αναγκαία χρήματα είχε, αλλά και ούτε είχε πιθανότητα στήριξης από τους Πέρσες ευγενείς ή σατράπες. Ορισμένοι από τους μισθοφόρους του ελληνικού στρατοπέδου (σαράντα Θράκες ιππείς και τριακόσιοι πελταστές) το έσκασαν εκείνη τη νύχτα με την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να φτάσουν στο Βόσπορο και να περάσουν απέναντι. Στη διαδρομή θα επιβίωναν με λεηλασίες και πλιατσικολογώντας τα χωριά που θα συναντούσαν στην διαδρομή τους. Οι υπόλοιποι συνειδητοποίησαν ότι η μόνη επιλογή που είχαν ήταν να κρατηθούν ενωμένοι και να εμπιστευθούν τους στρατηγούς και λοχαγούς τους, με την ελπίδα ότι θα τους οδηγήσουν σωστά στο μακρύ δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Και ενώ τα νεύρα των οπλιτών ήταν τεντωμένα, έφτασε στο ελληνικό στρατόπεδο ένας αγγελιοφόρος του βασιλιά και απαίτησε την άμεση παράδοσή τους. Όμως, παρόλο που κάποιοι από τους μισθοφόρους έλπιζαν ότι ο Αρταξέρξης θα τους χρησιμοποιούσε για να καταπνίξει μια εξέγερση που είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο, τελικά επικράτησε η λογική του Κλέαρχου, ότι δεν ήταν δυνατό, ο Πέρσης βασιλιάς να εμπιστευθεί κάποιους που μόλις χθες πολεμούσαν για να τον ανατρέψουν και να τον εξοντώσουν. Έτσι απέρριψαν κάθε ιδέα παράδοσης και αποφάσισαν νε ξεκινήσουν συντεταγμένοι προς τον βορρά, αν και γνώριζαν ότι γύρω τους υπήρχε μεγάλο μέρος των δυνάμεων του Τισσαφέρνη και του βασιλιά. Αλλά και οι Πέρσες δίσταζαν να προχωρήσουν σε επίθεση κατά ενός μισθοφορικού στρατού, που είχε τη φήμη τρομερής πολεμικής μηχανής. Έτσι το επόμενο πρωί έφτασε μια περσική διπλωματική ομάδα, [54]
εξουσιοδοτημένη να συνάψει ανακωχή και να μη συνεχιστούν οι εχθροπραξίες. Φυσικά ο Κλέαρχος {ο οποίος μιλούσε ατύπως ως ο αρχηγός, γιατί δεν είχε εκλεγεί, αλλά γιατί οι υπόλοιποι στρατηγοί τον θεωρούσαν ικανότερο διαπραγματευτή} δέχθηκε την ανακωχή και ζήτησε να πάει το στράτευμα κάπου, όπου θα μπορούσε να εξασφαλίσει τρόφιμα, γιατί όλες οι τροφές είχαν εξαντληθεί και ήταν υποχρεωμένοι να σφάζουν γαϊδούρια και βόδια για να φάνε. Όντως οι Πέρσες είχαν σε κάποια χωριά μεγάλες αποθήκες τροφίμων, αρκετών για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τόσων χιλιάδων ανδρών για πολλές μέρες. Έλληνες οπλίτες
Εκεί εγκαταστάθηκε προσωρινά το στράτευμα. Μετά από δυο-τρεις μέρες ήρθε μια άλλη περσική αποστολή με επικεφαλής τον Τισσαφέρνη, ο οποίος προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες, ότι αυτός ήταν ο μόνος που συμβούλευε τον βασιλιά να μην επιτεθεί εναντίον τους. Ο βασιλιάς ήταν θυμωμένος μαζί τους, γιατί στρατεύτηκαν με τον Κύρο με στόχο την εξόντωσή του. Οι Έλληνες από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν ότι όταν τους προσέλαβε ο Κύρος δεν γνώριζαν ότι η πρόθεσή του ήταν να ανατρέψει τον αδελφό του. Όταν πια το έμαθαν, ήταν αργά για να γυρίσουν πίσω. Και στο κάτω-κάτω αυτοί ήταν επαγγελματίες στρατιώτες και απλώς εκτελούσαν διαταγές των ανωτέρων τους, του εργοδότη και των στρατηγών τους. Αυτή φυσικά ήταν η συνήθης – και φτηνή - δικαιολογία για κάθε πολεμική πράξη. Ο Τισσαφέρνης άκουσε τις παραπάνω απόψεις και είπε ότι θα τις μεταφέρει στον Αρταξέρξη, αν και όπως είπε, αυτές οι δικαιολογίες δεν θα γινόταν εύκολα πιστευτές από τον βασιλιά. Μετά από δυο μέρες γύρισε και πάλι στο ελληνικό στρατόπεδο και ανάγγειλε ότι ο βασιλιάς τον διέταξε να οδηγήσει τους Έλληνες μισθοφόρους πίσω στην πατρίδα τους. [55]
Οι ηγέτες των μισθοφόρων όφειλαν να είναι περισσότερο κουμπωμένοι, όταν άκουγαν τις προτάσεις και υποσχέσεις του Τισσαφέρνη, γιατί ήταν γνωστό σε όλους ότι ήταν ο θανάσιμος εχθρός του Κύρου και φυσικά δεν είχε λόγους να συμπαθεί τους μισθωμένους στρατιώτες του. Κι όμως, ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί έφτασαν σε συμφωνία. Ο Πέρσης σατράπης θα τους οδηγούσε ως την Ελλάδα. Αυτός θα τους πουλούσε τα αναγκαία τρόφιμα, όπου ήταν απαραίτητο και αυτοί υποσχέθηκαν ότι δεν θα έκαναν επιδρομές στα χωριά για να αρπάξουν τροφές και άλλα εφόδια. Οι μισθοφόροι – όλοι σχεδόν - δεν είχαν πλέον χρήματα, αυτά που τους είχε καταβάλει ο Κύρος είχαν προ πολλού εξαντληθεί και έτσι δεν είχαν και πολλά περιθώρια επιλογής, ούτε άλλη εναλλακτική λύση. Αφού συμφωνήθηκαν όλα, ο Τισσαφέρνης πήγε στη Βαβυλώνα για «διαβουλεύσεις» με τον βασιλιά, αλλά στην πραγματικότητα σχεδίαζε πώς θα ξεφορτωθεί αυτούς τους επικίνδυνους τυχοδιώχτες μισθοφόρους Έλληνες, αρχίζοντας προφανώς από τους ηγέτες τους. Στην πρωτεύουσα της Περσίας, ο Αρταξέρξης τον τίμησε για την αφοσίωσή και την πίστη του, δίνοντάς του ως σύζυγο μια από τις κόρες του. Επίσης του ανέθεσε την διοίκηση των σατραπειών της Μικράς Ασίας, τον έλεγχο των οποίων είχε ως τότε ο Κύρος. Στο ελληνικό στρατόπεδο η αναμονή της επιστροφής του Τισσαφέρνη επί τόσες μέρες προκάλεσε εκνευρισμό και αδημονία. Οι οπλίτες άρχισαν να ζητούν να ξεκινήσουν μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή του σατράπη, αλλά ο Κλέαρχος δεν συμφωνούσε λέγοντας ότι πιθανότατα η μετακίνησή τους (μέσα στην περσική επικράτεια) μπορούσε να εκληφθεί ως εχθρική ενέργεια. Άλλωστε υπήρχε διάχυτη η εντύπωση (στους Πέρσες και τους Έλληνες) ότι ο λόγος ενός Πέρση (αξιωματούχου ή απλού πολίτη) πιστού στον ζωροαστρισμό, ήταν απαραβίαστος. Ο όρκος ήταν ιερός και η καταπάτησή του συνεπαγόταν αυστηρή τιμωρία, ως και καταδίκη σε θάνατο. Έτσι θέλοντας και μη οι Έλληνες μισθοφόροι άρχισαν να προμηθεύονται τα αναγκαία για την τροφή τους από τις αποθήκες του βασιλιά (όπως τους είχε υποσχεθεί ο Τισσαφέρνης) ή όσοι είχαν χρήματα, από τους ντόπιους αγρότες που καλλιεργούσαν τα εύφορα [56]
παρόχθια εδάφη του Ευφράτη. Οι ίδιοι οι στρατιώτες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Από αυτές τις ενασχολήσεις είχαν αρκετά τρόφιμα όπως κρέας, γάλα, τυρί, δέρματα, μαλλί και άλλα. Ακόμα από τα δέρματα κατασκεύαζαν καινούρια υποδήματα που θα μπορούσαν να αντέξουν στην πολυήμερη πεζοπορία που τους περίμενε. Επιτέλους μετά από τρεις εβδομάδες αναμονής ο Τισσαφέρνης ήρθε στο ελληνικό στρατόπεδο έχοντας μαζί του και τη νεόνυμφη σύζυγό του – και κόρη του βασιλιά Αρταξέρξη. Πέρσες αγρότες
Μαζί του ήταν ο θείος του Κύρου Αριαίος (που τώρα πια ήταν θερμός υποστηριχτής του βασιλιά) και ο σατράπης της Αρμενίας Ορόντης. Ο Τισσαφέρνης και ο Ορόντης ανέλαβαν να οδηγήσουν τους Έλληνες ως τα παράλια της Μικράς Ασίας, ενώ παράλληλα θα μετέφεραν στις σατραπείες τους και τα δικά τους στρατεύματα, που είχαν πάει στη Βαβυλώνα για να πολεμήσουν στο πλευρό του Αρταξέρξη. Οι δυο στρατοί ξεκίνησαν την πορεία τους παράλληλα, βαδίζοντας προς το βορρά με αργούς ρυθμούς. Από την πορεία δεν έλειπαν οι διαπληκτισμοί και οι μικροσυμπλοκές, όταν οι στρατιώτες και των δυο παρατάξεων ξέφευγαν από τις γραμμές τους για να προμηθευτούν τρόφιμα, νερό ή καυσόξυλα. Εκείνο που άρχισε να γίνεται φανερό, ήταν η σταδιακή προσέγγιση του Έλληνα στρατηγού Μένωνα με τον Πέρση Αριαίο. Φαίνεται πως υπήρχε κάποια ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ τους, αλλά ο Αριαίος (προφανώς με υπόδειξη του Τισσαφέρνη) ενίσχυε το φθόνο του ερωμένου του Μένωνα προς τον Αρχέλαο, ο οποίος είχε αναλάβει (ατύπως) την αρχηγία του ελληνικού μισθοφορικού σώματος. Σε [57]
συνάντηση των τριών (Τισσαφέρνη, Αριαίου και Μένωνα), ο πρώτος άφησε να εννοηθεί ότι αν ο Μένων κατάφερνε να υπονομεύσει τη θέση του Κλέαρχου, θα ήταν ο φυσικός ηγέτης των Ελλήνων και θα είχε και άλλα ωφελήματα από τον Πέρση σατράπη. Από τις πρώτες κινήσεις του Μένωνα ήταν να πάρει με το μέρος του τον Βοιωτό στρατηγό Πρόξενο11, άνθρωπο μικρών δυνατοτήτων αλλά πολύ φιλόδοξο. Κατόπιν, συνέχισε να κερδίζει και άλλους Έλληνες διοικητές με το επιχείρημα ότι οι Πέρσες θεωρούσαν εχθρό τους τον Κλέαρχο και αυτό θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε ανοιχτή ρήξη ή και σύγκρουση του ελληνικού και του περσικού στρατεύματος. O Κλέαρχος, έξυπνος και ικανός στρατιωτικός, ήταν φυσικά ενήμερος για τις κινήσεις και τις επαφές του Μένωνα. Έτσι όταν η πορεία έφτασε στην συμβολή του ποταμού Τίγρη με τον παραπόταμο Ζάπατα, ζήτησε συνάντηση με τον Τισσαφέρνη με θέμα, όπως δήλωσε, την προσπάθεια να μειωθεί η ένταση μεταξύ των δυο στρατών. Εκεί διαβεβαίωσε τον Τισσαφέρνη ότι μόνο αυτός μπορούσε να ελέγξει τους Έλληνες και του είπε επίσης ότι – ως μισθοφόροι – θα μπορούσαν να τεθούν υπό τις διαταγές του βασιλιά. Ο Τισσαφέρνης άκουσε τα παραπάνω και έδειξε πως τον ενδιέφερε η (ανόητη και αφελής) «δελεαστική» πρόταση του Κλέαρχου, ότι ήταν έτοιμος να τον βοηθήσει, αν θελήσει να ιδρύσει το δικό του βασίλειο στη Μικρά Ασία. Όμως, χωρίς καθυστέρηση ειδοποίησε τον Αρταξέρξη για το περιεχόμενο της συνομιλίας του με τον Κλέαρχο. Κατόπιν αυτών ο Τισσαφέρνης άρχισε (προφανώς κατόπιν οδηγιών του βασιλιά) να σχεδιάζει την εξόντωση του Κλέαρχου και των άλλων ηγετών του ελληνικού μισθοφορικού σώματος.
Θυμίζουμε ότι ο Πρόξενος ήταν φίλος του Κύρου και του Ξενοφώντα και ήταν αυτός που προσκάλεσε τον Αθηναίο ιστορικό στις Σάρδεις ως παρατηρητή της επικείμενης σύγκρουσης Κύρου-Αρταξέρξη. 11
[58]
Η εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών Όπως είπαμε και παραπάνω οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Πέρσες δεν αθετούσαν ποτέ τις υποσχέσεις και τους όρκους τους, όπως άλλωστε απαιτούσε και η θρησκεία τους. Έτσι όταν ο Τισσαφέρνης κάλεσε τον Κλέαρχο για μια νέα συνάντηση, αυτός δεν είχε αντίρρηση, ούτε είχε λόγους να υποψιαστεί τίποτε. Ο Τισσαφέρνης πρότεινε ακόμα να είναι παρόντες σ’ αυτή τη συνάντηση όλοι οι Έλληνες στρατιωτικοί διοικητές, στρατηγοί και λοχαγοί. Στη συνάντηση αυτή ο Τισσαφέρνης (υποτίθεται ότι) θα «ξεμπρόστιαζε» τον Μένωνα και τον Πρόξενο και από την πλευρά του ο Κλέαρχος θα ενημέρωνε τον Τισσαφέρνη ποιοι από τους Έλληνες αξιωματικούς δεν είχαν εμπιστοσύνη στους Πέρσες. Ο - όπως αποδείχθηκε - αφελής Κλέαρχος ήταν πλέον βέβαιος, ότι ο Τισσαφέρνης θα έπειθε και τους πιο δύσπιστους Έλληνες αξιωματικούς, να αναγνωρίσουν, ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος ηγέτης της ελληνικής στρατιάς. Από την άλλη πλευρά, οι συνωμότες Μένων και Πρόξενος ήλπιζαν ότι στη συνάντηση αυτό ο Τισσαφέρνης θα τους αναγνώριζε ως διοικητές των Ελλήνων μισθοφόρων. Στη συνάντηση που έγινε στη σκηνή-κατάλυμα του Τισσαφέρνη, προσήλθαν πέντε από τους οκτώ Έλληνες στρατηγούς, οι Κλέαρχος, Μένων, Πρόξενος, Αγίας ο Αρκάς και Σωκράτης ο Αχαιός. Έξω από τη σκηνή ήταν είκοσι διοικητές λόχων (από τους εκατόν είκοσι που υπήρχαν συνολικά). Μαζί τους ήταν και διακόσιοι Έλληνες οπλίτες άοπλοι. Δεν πέρασε πολλή ώρα και γρήγορα ο Κλέαρχος, ο Μένων και οι άλλοι αξιωματικοί κατάλαβαν ότι Τισσαφέρνης εκμεταλλεύτηκε τον τυφλό ανταγωνισμό και την αφέλειά τους. Το σύνθημα δόθηκε όταν στην κορυφή της σκηνής του Τισσαφέρνη αναρτήθηκε μια κόκκινη σημαία. Οι πέντε Έλληνες στρατηγοί που βρίσκονταν μέσα στη σκηνή συνελήφθησαν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί και οπλίτες που περίμεναν απ’ έξω, αιφνιδιάστηκαν και σφαγιάστηκαν ανηλεώς από τους Πέρσες στρατιώτες, πριν προλάβουν καν να ακουμπήσουν τα ξίφη τους (όσοι τα είχαν μαζί τους). Αμέσως μετά Πέρσες ιππείς διέτρεχαν την πεδιάδα και έσφαζαν όποιον Έλληνα στρατιώτη ή δούλο έβρισκαν στο δρόμο [59]
τους. Οι οπλίτες που βρίσκονταν στο ελληνικό στρατόπεδο δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Μόνο όταν έφτασε εκεί βαριά τραυματισμένος (ο Ξενοφών περιγράφει ότι ήταν πληγωμένος στην κοιλιά και κρατούσε με τα χέρια τα έντερά του), ο μόνος διασωθείς αξιωματικός, ο Νίκαρχος ο Αρκάς κατάλαβαν ότι οι ηγέτες τους είχαν πέσει σε παγίδα. Έτρεξαν και άρπαξαν αμέσως τα όπλα τους και οχυρώθηκαν περιμένοντας να τους επιτεθούν οι Πέρσες από στιγμή σε στιγμή. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο ελληνικό στρατόπεδο τριακόσιοι πάνοπλοι Πέρσες, με επικεφαλής τον Αριαίο και τον αδελφό του Τισσαφέρνη. Ο πρώτος ζήτησε να έρθει μπροστά ένας αξιωματικός για να ακούσει ποιες ήταν οι διαταγές του βασιλιά. Πράγματι ήρθαν στην πύλη του στρατοπέδου δυο από τους τρεις στρατηγούς που απέμειναν, ο Κλεάνωρ από τον Ορχομενό και ο Σοφαίνετος από τη Στυμφαλία. Μονομαχία Πέρση και Έλληνα
Μαζί τους ήταν και ο (μη στρατιωτικός) Ξενοφών ο Αθηναίος, ο οποίος ενδιαφερόταν να μάθει τι συνέβη και αν έπαθε τίποτα και ο φίλος του ο Πρόξενος. Ο τρίτος στρατηγός ήταν ο Χειρίσοφος που εκείνη τη στιγμή απουσίαζε γιατί είχε πάει σε κάποιο χωριό να προμηθευτεί τρόφιμα. Εκεί λοιπόν ο Αριαίος απευθυνόμενους στους Έλληνες στρατηγούς, τους είπε: Ο Κλέαρχος εκτελέστηκε ως επίορκος και προδότης. Οι δε Πρόξενος και Μένων που κατήγγειλαν τον Κλέαρχο στους Πέρσες τιμήθηκαν δεόντως. Τώρα λοιπόν ο βασιλιάς αξιώνει από τους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα τους, αφού αυτά τα όπλα ήταν του Κύρου, άρα τώρα είναι δικά του. Ακολούθησε ανταλλαγή κατηγοριών (η κυριότερη ήταν ότι ο Αριαίος ήταν σύμμαχός τους στην εκστρατεία του Κύρου κατά του βασιλιά, αλλά τελικά τους πρόδωσε) και επιχειρημάτων, αλλά τελικώς οι Έλληνες [60]
απέρριψαν χωρίς πολλές κουβέντες την αξίωση των Περσών για παράδοση των όπλων τους. Μετά από αυτά οι Πέρσες έφυγαν. Ο Αριαίος όμως είχε πει ψέματα, ότι ο Κλέαρχος ήταν νεκρός. Κανείς από τους συλληφθέντες δεν εκτελέστηκε αμέσως. Ο Τισσαφέρνης έστειλε στη Βαβυλώνα τους πέντε στρατηγούς αλυσοδεμένους, όπου τους υποχρέωσαν να παρελάσουν ενώπιον πολιτών και αυλικών οι οποίοι τους αποδοκίμαζαν και τους γιουχάριζαν. Ο Αρταξέρξης αποφάσισε να τους εκτελέσει παρά την παράκληση της μητέρας του Παρυσάτιδας, να χαρίσει τη ζωή στον Κλέαρχο. Σε λίγες μέρες ο Κλέαρχος, ο Σωκράτης, ο Αγίας και ο Πρόξενος θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό και τα σώματά τους αφέθηκαν στα όρνια και τα σκυλιά. Η τιμωρία του Μένωνα ήταν σκληρή. Του έκοψαν και τα δυο χέρια και έζησε ανάπηρος για ένα ακόμα χρόνο. Ο Αριαίος δεν έκανε τίποτα για να σώσει τη ζωή του ερωμένου του. Έτσι, από πανουργία και δολιότητα του Τισσαφέρνη, χάθηκαν οι πέντε Έλληνες στρατηγοί. Ο ικανός και γενναίος, αλλά τυχοδιώκτης Λακεδαιμόνιος στρατιωτικός Κλέαρχος, ήταν περίπου πενήντα ετών όταν πέθανε. Ο φίλος του Κύρου και του Αθηναίου Ξενοφώντα ο Πρόξενος12, ήταν μορφωμένος, έντιμος, δίκαιος και φιλόδοξος, αλλά ως στρατιωτικός δεν ήταν κατάλληλος, του έλειπε η απαιτούμενη πυγμή με αποτέλεσμα τη χαλάρωση της πειθαρχίας των ανδρών του. Πήγε στον Κύρο επικεφαλής επτακοσίων μισθοφόρων γιατί επιδίωκε να αποκτήσει χρήμα και δόξα. Πέθανε σε ηλικία μόλις τριάντα ετών. Ο Μένων ο Θεσσαλός ήταν παθιασμένος για πλούτη και δόξα και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί ανέντιμες μεθόδους, απάτη, προδοσία ή ψεύδος, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Θεωρούσε την απλότητα και την ειλικρίνεια συνώνυμα ανοησίας και αδυναμίας. Δεν είχε φίλους. Ήταν ερωμένος του Αρίστιππου του Θεσσαλού (ο οποίος όπως είδαμε, ήταν - όπως και ο Πρόξενος – από τους σημαντικότερους Ο Ξενοφών και ο Πρόξενος ήταν μαθητές του διάσημου σοφιστή Γοργία από τους Λεοντίνους της Σικελίας. Εκεί γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι. Όπως είδαμε, όταν ο Πρόξενος βρισκόταν στις Σάρδεις, φιλοξενούμενος του Κύρου, έστειλε πρόσκληση στο Ξενοφώντα, ο οποίος αποφάσισε να πάει στην Μικρά Ασία (όχι ως στρατιωτικός, αλλά) ως παρατηρητής της εκστρατείας του Πέρση πρίγκιπα κατά του βασιλιά αδελφού του 12
[61]
στρατολόγους μισθοφόρων) και αυτός του ανάθεσε την αρχηγία των 1500 Θεσσαλών μισθοφόρων για την επικείμενη εκστρατεία του Κύρου. Ήταν επίσης και ερωμένος του Πέρση Αριαίου. Δεν είχε την τύχη των τεσσάρων άλλων Ελλήνων στρατηγών, των οποίων ο θάνατος με αποκεφαλισμό ήταν ακαριαίος. Ο Μένων έζησε με κομμένα και τα δυο του χέρια ως κακούργος και ακούστηκε ότι πέθανε μετά από ένα χρόνο. {Το κόψιμο των χεριών ήταν συνήθης τιμωρία των Περσών για τους επαναστάτες, τους λιποτάκτες και τους κακούργους. Αυτή η τιμωρία πέρασε πολύ αργότερα και στο ισλαμικό δίκαιο και τηρείται ακόμα σε ορισμένα κράτη, όπως στη Σαουδική Αραβία}. Τέλος, οι άλλοι δυο στρατηγοί, ο Σωκράτης και ο Αγίας, που αποκεφαλίστηκαν μετά από διαταγή του Αρταξέρξη ήταν έντιμοι στρατιωτικοί, δεν είχαν ποτέ κατηγορηθεί για δειλία σε καιρό πολέμου, ούτε είχαν προδώσει τους φίλους τους. Όταν πέθαναν ήταν και οι δυο τριανταπέντε χρονών περίπου. Ο στόχος του Τισσαφέρνη (και λογικά του βασιλιά) να αφήσει ακέφαλο το ελληνικό μισθοφορικό σώμα είχε επιτευχθεί. Είχε εκμεταλλευτεί τη δύσκολη θέση των Ελλήνων, οι οποίοι μετά τον θάνατο του Κύρου βρέθηκαν χωρίς ηγεσία, απομονωμένοι σε μια άγνωστη χώρα, κοντά στη Βαβυλώνα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους και κυκλωμένοι από εχθρικές φυλές. Επίσης είχε πετύχει να ενσπείρει διχόνοια μεταξύ των στρατηγών και τελικά να τους εξοντώσει. Ήταν βέβαιος πως χωρίς τους ηγέτες του, το ελληνικό στράτευμα θα κατέρρεε. Εκείνο λοιπόν το βράδυ που ο Τισσαφέρνης συνέλαβε τους ηγέτες των Ελλήνων, έπεσε κατήφεια στο στρατόπεδο. Κανείς δεν είχε διάθεση για φαγητό, οι οπλίτες ξάπλωσαν όπου βρήκαν, με τα όπλα στο πλάι τους και παρέμειναν άυπνοι και ανήσυχοι για τους δικούς τους στην πατρίδα, με το ερωτηματικό αν θα μπορέσουν να τους ξαναδούν ποτέ.
[62]
Η ώρα του Ξενοφώντα Το γεγονός της σύλληψης των στρατηγών και της σφαγής τόσων συντρόφων των Ελλήνων στρατιωτών, ήταν η κρίσιμη στιγμή για τον Αθηναίο ιστορικό και φιλόσοφο Ξενοφώντα. Από το σημείο αυτό, ο απλός παρατηρητής των συμβάντων, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο αυτής της μισθοφορικής περιπέτειας ως πρωταγωνιστής των συναρπαστικών γεγονότων που θα ακολουθήσουν. Έτσι λοιπόν ο Ξενοφώντας, μας θυμίζει αρχικά, πώς από την Αθήνα βρέθηκε στις Σάρδεις, ακολούθησε την πορεία του Κύρου, έζησε την κρίσιμη μάχη στα Κούναξα και τα τραγικά γεγονότα μετά από αυτήν. Κι αυτός, όπως και οι σύντροφοί του είχε ανήσυχο ύπνο. Τη νύχτα είδε στο όνειρό του, πως χτύπησε κεραυνός το πατρικό του σπίτι και αυτό κάηκε τελείως. Ο Ξενοφών
Όταν ξύπνησε, ο Ξενοφών ερμήνευσε αισιόδοξα το όνειρο: Ο Δίας ήταν αυτός που φώτισε το σπίτι του. Το μόνο μη ελπιδοφόρο σημείο ήταν ότι το σπίτι το είχε κυκλώσει η φωτιά, πράγμα που σήμαινε ότι οι Έλληνες ήταν κυκλωμένοι από εχθρούς και πολύ δύσκολα θα κατάφερναν να απεγκλωβιστούν. Ποικίλες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του νεαρού Αθηναίου {ο Ξενοφών ήταν τότε μόλις 26 ετών}. Η σημαντικότερη ήταν ότι, όπως είχε η κατάσταση, αυτός δεν μπορούσε να παρακολουθεί το γεγονότα ως απαθής θεατής. Ήταν ορατός ο κίνδυνος το ελληνικό στρατόπεδο να δεχθεί αιφνίδια επίθεση από τους Πέρσες του Τισσαφέρνη, που ως τώρα πορεύονταν παράλληλα. Αν μάλιστα έπεφταν στα χέρια του βασιλιά, τους περίμενε ένας βέβαιος και ατιμωτικός θάνατος. Έτσι ο Ξενοφών αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία, γιατί τον [63]
ανησυχούσε η αδράνεια των αξιωματικών και οπλιτών, λες και περίμεναν μοιρολατρικά το αναπόφευκτο. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να συγκαλέσει σε σύσκεψη τους λοχαγούς του (φίλου του) στρατηγού Πρόξενου. {Ο Πρόξενος είχε υπό τις διαταγές του 2.000 άνδρες, δηλαδή είκοσι λόχους. Άρα οι λοχαγοί ήταν περίπου είκοσι, γιατί δεν ξέρουμε πόσοι είχαν χάσει τη ζωή τους από την χθεσινή σφαγή των Ελλήνων από τους Πέρσες}. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Ξενοφών τους μίλησε για αρκετή ώρα. Είπε ότι αυτός τουλάχιστον δεν μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να είναι ήσυχος, όταν είναι φανερό ότι οι Πέρσες ετοιμάζονται να τους επιτεθούν. Η υποχώρηση και η συνθηκολόγηση οδηγούσε με βεβαιότητα στην αιχμαλωσία τους από ένα βασιλιά, που δεν δίστασε να κόψει το κεφάλι και το χέρι του (νεκρού) αδελφού του. Είναι βέβαιο, είπε, ότι δεν μας εμπιστεύεται και μας μισεί γιατί πήραμε τα όπλα για να τον πολεμήσουμε. Εγώ τουλάχιστο, συνέχισε ο Ξενοφών, φοβάμαι πολύ περισσότερο την συνθηκολόγηση και την αιχμαλωσία παρά τον πόλεμο. Θεωρώ ότι οι Πέρσες φάνηκαν επίορκοι απέναντί μας και ότι δεν πρέπει να μας τρομάζει μια σύγκρουση μαζί τους. Οι οπλίτες μας είναι αρκετά πιο σκληραγωγημένοι από αυτούς, αντέχουν το κρύο όπως και τη ζέστη και την σωματική ταλαιπωρία και έχουν θάρρος και ψυχή, που λείπουν από αυτούς. Τελειώνοντας ο Ξενοφών ζήτησε από τους παριστάμενους να τον εκλέξουν ως στρατηγό τους. {Γεννάται η απορία: Γιατί οι στρατιωτικοί αυτοί εξέλεξαν στρατηγό τον Ξενοφώντα, μιας και όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία και στη μάχη ούτε ως απλός στρατιώτης; Η απάντηση δεν είναι απλή, αν και είναι γεγονός ότι σε πολλές ελληνικές πόλεις – και στην Αθήνα – η στρατηγία ήταν κυρίως πολιτική θέση και το αξίωμα του στρατηγού το κέρδιζαν όσοι ανήκαν σε επιφανή τάξη. Σε μια τέτοια τάξη ανήκε και ο Ξενοφών}. Οι λοχαγοί δέχθηκαν ομόφωνα την πρόταση του Ξενοφώντα. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας Βοιωτός ονόματι Απολλωνίδης, ο οποίος τόνισε τη δυσχερή κατάσταση που βρίσκονταν οι Έλληνες και ζήτησε να συνδιαλλαγούν με τον Μέγα [64]
Βασιλέα. Ο Ξενοφών όμως θύμισε στους συγκεντρωμένους, ότι ο βασιλιάς δεν τήρησε καμιά από τις υποσχέσεις του. Δεν τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην πατρίδα, δεν τους χορήγησε τρόφιμα και το χειρότερο, ξεγέλασε τους στρατηγούς και τους αιχμαλώτισε με σκοπό να τους εξοντώσει. Ζήτησε λοιπόν να εκπέσει ο Απολλωνίδης από το αξίωμα του λοχαγού και να χρησιμοποιηθεί του λοιπού ως βοηθητικός οπλίτης κουβαλώντας εφόδια στους στρατιώτες. Τελικά όλοι συμφώνησαν ότι η καλύτερη λύση ήταν να απομονώσουν τον αντιρρησία και να τον διώξουν από το στρατό. Αφού λοιπόν τελείωσε η σύσκεψη με τους λοχαγούς της μονάδας του Προξένου και πριν ακόμα καλά-καλά ξημερώσει, ο Ξενοφών και οι λοχαγοί του κάλεσαν τους διοικητές των άλλων μονάδων – όσους είχαν επιζήσει. Προσήλθαν (στρατηγοί και λοχαγοί) γύρω στους εκατό, Αφού τους ενημέρωσαν για τις αποφάσεις που είχαν λάβει, κάλεσαν τους νεοφερμένους να εκλέξουν στρατηγούς στην θέση αυτών που είχε παγιδεύσει και αιχμαλωτίσει ο Τισσαφέρνης. Ο Ξενοφών τους μίλησε για αρκετή ώρα, υπογράμμισε τη δύσκολη θέση που είχαν βρεθεί και τόνισε ότι προέχει η οργάνωση του στρατεύματος και η εμφύσηση πνεύματος πειθαρχίας σε όλους. Τόνισε μάλιστα ότι ολόκληρες στρατιές καταστράφηκαν από έλλειψη πειθαρχίας. Πράγματι, αφού προτάθηκαν τα ονόματα για τους νέους στρατηγούς και λοχαγούς, ο Ξενοφών ανέπτυξε στους παριστάμενους για μια φορά τις απόψεις του, δηλαδή ότι ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης τους πρόδωσαν και δεν θα διστάσουν να τους επιτεθούν και να τους εξοντώσουν αν καταλάβουν ότι είναι ευάλωτοι. Αν όμως οι Πέρσες δουν τους Έλληνες ενωμένους, δυνατούς και αποφασισμένους, θα κάνουν πίσω και θα τους αφήσουν να φύγουν για την πατρίδα τους ανενόχλητοι. Άλλωστε αυτή η - οιονεί - εμπόλεμη κατάσταση βόλευε τους Έλληνες, γιατί από τώρα και στο εξής θα μπορούν να λεηλατούν την περσική ύπαιθρο, χωρίς να καταπατούν καμιά συμφωνία ή όρκο. Όλοι άκουσαν με προσοχή τον Ξενοφώντα και ήταν εμφανές από τους ψιθύρους και τα κουνήματα της κεφαλής ότι επιδοκίμαζαν τα λόγια του. Αυτό φάνηκε και από τα λόγια του Χειρίσοφου που μίλησε αμέσως [65]
μετά: Ξενοφώντα, το μόνο που ήξερα για σένα ως σήμερα, ήταν πως ήσουν Αθηναίος. Όμως τώρα που σε άκουσα να μιλάς και να παίρνεις την πρωτοβουλία για να οργανωθούμε και να σχηματίσουμε ένα τακτικό και πειθαρχημένο στρατό, δεν έχω παρά να σου εκφράσω τα συγχαρητήριά μου. Θα ήταν καλό για όλους μας αν υπήρχαν και αρκετοί άλλοι σαν εσένα. Τώρα ας δούμε ποιοι θα είναι οι νέοι μας στρατηγοί και αμέσως μετά, ας αναγγείλουμε τις αποφάσεις μας σε όλο το στράτευμα. Οι νέοι στρατηγοί ήταν: Ο Τιμασίων ο Δαρδανεύς στη θέση του Κλέαρχου, ο Ξανθικλής ο Αχαιός στη θέση του Σωκράτη, ο Κλεάνωρ ο Αρκάς στη θέση του Αγία, ο Φιλήσιος ο Αχαιός στη θέση του Μένωνα και ο Ξενοφών ο Αθηναίος στη θέση του Προξένου. Ο Ξενοφών περιμένοντας την επίθεση των Περσών, φόρεσε τη λαμπρή πανοπλία του, γιατί ήθελε, αν σκοτωνόταν στην μάχη, να τον βρει ο θάνατος προετοιμασμένο. Στολή Αθηναίου στρατηγού
Οι ομιλίες των στρατηγών προς τους οπλίτες [66]
Η νέα ιεραρχία του ελληνικού μισθοφορικού σώματος ήταν τώρα γεγονός. Οι στρατηγοί (παλιοί και νέοι) αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να ενημερώσουν τους οπλίτες για τη σχεδιαζόμενη πορεία προς την πατρίδα και να τους προετοιμάσουν για την πιθανότητα σύγκρουσης με τις περσικές δυνάμεις, που βρίσκονταν ολόγυρά τους. Τοποθετήθηκαν σκοπιές γύρω από το στρατόπεδο και αμέσως μετά συνάχτηκαν οι στρατιώτες για να ακούσουν τους ομιλητές. Το λόγο πήρε πρώτος ο Λακεδαιμόνιος Χειρίσοφος, ο οποίος με λίγα λόγια ενημέρωσε τους συγκεντρωθέντες ότι συγκροτήθηκε η νέα ηγεσία και τους ανάλυσε τη δύσκολη θέση που βρίσκονταν όλοι, μετά την προδοσία του Αριαίου και του Τισσαφέρνη. Άρα, η μόνη διέξοδός τους είναι η ενότητα και η αποφασιστικότητα: Τελείωσε λέγοντας: Πρέπει πάση θυσία να αποφύγομε την αιχμαλωσία, γιατί είναι προτιμότερος ένας έντιμος θάνατος παρά να γίνουμε υποχείριοι του εχθρού. Ακολούθησε ο Κλεάνωρ από τον Ορχομενό και μίλησε κι αυτός για λίγο και είπε: Όλοι μας είδαμε την ασέβεια του βασιλιά {εννοούσε κυρίως την βέβηλη μεταχείριση του νεκρού σώματος του αδελφού του Κύρου} και την απιστία του Τισσαφέρνη, ο οποίος μας έδωσε το χέρι του και υποσχέθηκε ότι θα μας βοηθήσει να γυρίσουμε σώοι στην πατρίδα μας. Όμως παρόλα αυτά, χωρίς να φοβηθεί, προσέβαλε τον Ξένιο Δία και αφού συνέφαγε με τους στρατηγούς μας, στη συνέχεια τους συνέλαβε. Καταπάτησε έτσι τους όρκους και τις υποσχέσεις του. Το ίδιο ασεβής και επίορκος ήταν και ο Αριαίος, που δεν δίστασε να προδώσει τον Κύρο και να συναγελάζεται τώρα με τους εχθρούς του προστάτη του, χωρίς ντροπή. Και αυτούς μεν οι Θεοί θα τους τιμωρήσουν όπως τους ταιριάζει, εμείς όμως οφείλομε να μην εξαπατηθούμε για μια φορά ακόμα, αλλά να πολεμήσουμε όπως ξέρουμε να πολεμάμε και ας γίνει ό,τι θελήσουν οι Θεοί. Τελευταίος πήρε το λόγο ο Ξενοφών ο Αθηναίος, που απευθύνθηκε στους στρατιώτες φορώντας τη λαμπρή του πανοπλία: Αρχικά συμφώνησε με τους προηγούμενους ομιλητές και τόνισε πώς μόνο αν είμαστε έτοιμοι και με τα όπλα στα χέρια και τους πολεμήσουμε [67]
με όλες μας τις δυνάμεις, θα έχουμε ελπίδα επιτυχίας. {Στο σημείο αυτό κάποιος στρατιώτης φταρνίστηκε. Οι Έλληνες θεωρούσαν το φτάρνισμα θεόσταλτο γιατί κανείς δεν μπορούσε να το ελέγξει και ο Ξενοφών αρπάχτηκε από αυτό το γεγονός και συνέχισε:} Αφού λοιπόν ο Δίας μας στέλνει ένα καλό οιωνό, προτείνω να του τάξουμε, πως μόλις φτάσουμε σε φιλικό έδαφος θα του προσφέρουμε τις πρέπουσες θυσίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσουμε και τους άλλους θεούς. Και ασφαλώς πιστεύω ότι έχουμε βάσιμες ελπίδες σωτηρίας, μιας και εμείς τηρήσαμε όλους τους όρκους μας σε αντίθεση με τους αντιπάλους μας, που φάνηκαν επίορκοι και αυτό οι θεοί θα το εκτιμήσουν. Ο Ζευς Σωτήρ
Τώρα, θέλω να σας θυμίσω ότι και στο παρελθόν οι Πέρσες κινήθηκαν με μεγάλο στρατό και στόλο κατά της Ελλάδας έχοντες κατά νου να καταστρέψουν την Αθήνα. Όμως οι Αθηναίοι τόλμησαν και αντιστάθηκαν και τους νίκησαν κατά κράτος στον Μαραθώνα. Είχαν μάλιστα κάνει τάμα στην θεά Άρτεμη, να θυσιάσουν σ’ αυτήν τόσες κατσίκες όσοι θα ήταν οι νεκροί Πέρσες. Όμως ήταν τόσος μεγάλος ο αριθμός των σκοτωμένων στη μάχη εχθρών, που ήταν αδύνατο να βρουν οι Αθηναίοι τόσες κατσίκες και έτσι αποφάσισαν να θυσιάζουν πεντακόσιες κάθε χρόνο, πράγμα που εξακολουθούν να κάνουν ακόμα και σήμερα. {Ο εκ των Αθηναίων στρατηγών Καλλίμαχος ήταν αυτός που έκανε το τάμα στην Αρτέμιδα, χωρίς να φανταστεί ότι οι νεκροί Πέρσες θα ξεπερνούσαν τον (απίθανο) αριθμό των 6.400. Έτσι από τότε και σε κάθε επέτειο της μάχης του Μαραθώνα – ήταν η πρώτη πολεμική επέτειος της ιστορίας – οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να θυσιάζουν στη θεά, πεντακόσιες κατσίκες κάθε [68]
χρόνο. Το έθιμο αυτό τηρήθηκε επί εξακόσια συναπτά έτη!}. Ο Ξενοφών συνέχισε να μιλά επί μακρόν, θέλοντας να εμψυχώσει τους άνδρες. Τους είπε ότι αν και δεν έχουν πια άλογα, δεν πρέπει να φοβούνται το εχθρικό ιππικό, γιατί τα άλογα ούτε πολεμάνε, ούτε δαγκώνουν, ενώ οι ιππείς φοβούνται και τους πεζούς, που τους τοξεύουν και τρομάζουν τα άλογα που μπορεί να τους γκρεμίσουν από τον πανικό τους. Τέλος πρότεινε πριν ξεκινήσουν να κάψουν τις άμαξές τους, γιατί τις έσερναν τα βραδυκίνητα βόδια που θα καθυστερούσαν την πορεία τους. Επίσης να αφήσουν στο στρατόπεδο τις βαριές σκηνές και να απαλλαγούν από και όλα τα μη αναγκαία εφόδια και από τον περιττό εξοπλισμό, που θα τους ήταν βάρος. Η θεά Άρτεμις
Ό,τι θα τους ήταν αναγκαίο – κυρίως τρόφιμα – θα τα άρπαζαν από τα χωριά και τις πόλεις που θα συναντούσαν, μιας και δεν υπήρχαν πλέον χρήματα. Αμέσως μετά, μίλησε και πάλι ο Χειρίσοφος, ο οποίος κάλεσε, όσους συμφωνούσαν με τις προτάσεις του Ξενοφώντα να σηκώσουν το χέρι, πράγμα που έκαναν όλοι. Τις ομιλίες των ηγητόρων του στρατεύματος των Ελλήνων μισθοφόρων, έκλεισε και πάλι ο Ξενοφών, ο οποίος είπε: Είναι φανερό ότι ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε είναι αυτός που οδηγεί σε κοντινά χωριά, γιατί προέχει να εξασφαλίσουμε τα αναγκαία τρόφιμα. Λογικά, ο εχθρός θα μας παρακολουθεί στο κατόπι μας και είναι βέβαιο ότι θα μας επιτεθεί, αν μας βρει αδύνατους και ανοργάνωτους. Προτείνω λοιπόν να χωριστεί η πορεία μας σε τρία τμήματα. Το πρώτο θα είναι η εμπροσθοφυλακή, που θα την αποτελούν [69]
οι πιο μάχιμοι άντρες, γιατί αυτοί θα είναι και η πρώτη μονάδα κρούσης. Θα ακολουθεί ο κύριος κορμός της πορείας, που θα πλαισιώνει τους μη μάχιμους {οι μη μάχιμοι ήταν οι δούλοι, οι υπηρέτες, οι βοσκοί, οι ιπποκόμοι, οι πόρνες, οι νοσηλευτές, οι τεχνίτες και άλλοι μικρέμποροι, που ακολουθούσαν πάντα ένα στράτευμα σε εκστρατείες} και τα μεταγωγικά του στρατεύματος. Και τέλος θα ακολουθεί η οπισθοφυλακή. Όλοι όμως θα είμαστε σε εγρήγορση και πανέτοιμοι για μάχη, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Ωε ηγέτη της εμπροσθοφυλακής προτείνω τον Χειρίσοφο, που είναι Λακεδαιμόνιος και ο πιο εμπειροπόλεμος. {Εδώ ο Ξενοφών, αν και Αθηναίος, προτείνει ως αρχηγό ένα Λακεδαιμόνιο. Είναι εμφανές ότι θέλησε να κολακεύσει την μεγάλη πλειοψηφία των μισθοφόρων που ήταν Πελοποννήσιοι}. Προτείνω ακόμα να τεθούν επικεφαλής της φύλαξης της κύριας φάλαγγας, οι δυο αρχαιότεροι από τους στρατηγούς. Τέλος την οπισθοφυλακή θα αναλάβουν ο Τιμασίων και εγώ. Αν κάποιος έχει άλλη πρόταση από αυτή που μόλις σας έκανα, ας το πει τώρα, διαφορετικά όσοι συμφωνούν με αυτά που είπα, ας σηκώσουν το χέρι. Όλοι σήκωσαν τα χέρια, σημάδι ότι συμφωνούσαν με την πρόταση του Αθηναίου στρατηγού.
[70]
Τοξότης
[71]
Η Κάθοδος των Μυρίων Ο πρώτες εβδομάδες της πορείας Από αυτή τη στιγμή αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια επιστροφής των «Μυρίων» μισθοφόρων στην πατρίδα τους. Πριν αρχίσει το ταξίδι τους, άναψαν μια μεγάλη φωτιά και έκαψαν σ’ αυτήν τις άμαξες, τις σκηνές τους και ότι άλλο εφόδιο δεν ήταν απολύτως αναγκαίο για την μακρά πορεία που είχαν μπροστά τους. Κράτησαν μόνο τα όπλα τους και τα τελείως απαραίτητα χρειώδη για πρόχειρο ύπνο και φαγητό. Ο στρατηγός Χειρίσοφος φρόντισε να διαμηνύσει στους Πέρσες, πολλοί από τους οποίους είχαν ακροβολιστεί στο πλάι της πορείας, ότι το μόνο που ζητούσαν από αυτούς ήταν να τους αφήσουν να διασχίσουν ειρηνικά τη Μικρά Ασία. Αν όμως κάποιοι επιχειρούσαν να τους εμποδίσουν, οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να τους αντιμετωπίσουν με τα όπλα. Η πορεία ξεκίνησε αργά, αφήνοντας επιτέλους πίσω της τον ποταμό Ζάπατα, στις όχθες του οποίου οι μισθοφόροι είχαν στρατοπεδεύσει τα τελευταία δραματικά εικοσιτετράωρα. Αλλά σύντομα η οπισθοφυλακή δέχθηκε επίθεση από σημαντική δύναμη ιππέων, σφενδονιστών και τοξοτών του Τισσαφέρνη, οι οποίοι χτύπησαν αιφνιδιαστικά και αποσύρθηκαν γρήγορα. Οι Έλληνες είχαν αρκετές απώλειες, αφού όντες πεζοί δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τους ιππείς και οι Κρήτες τοξότες καθώς και οι Ρόδιοι σφενδονιστές, υστερούσαν των αντιπάλων τους σε βεληνεκές και ήταν υποχρεωμένοι να καλύπτονται πίσω από τις ασπίδες των οπλιτών. Ο Ξενοφών κατηγορήθηκε ότι, αν και ήταν επικεφαλής της οπισθοφυλακής, ολιγώρησε και οι Πέρσες πέτυχαν μια εύκολη νίκη εντυπωσιασμού. Όντως, αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία τους, μιας και έπεσε κατήφεια και κλίμα απαισιοδοξίας στην ελληνική φάλαγγα. Ο Αθηναίος στρατηγός παραδέχθηκε ότι αυτό ήταν ένα καλό μάθημα και ανέλαβε την αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας. Κατάφερε να σχηματίσει μια μικρή αλλά ευέλικτη ίλη ιππικού {τα περισσότερα [72]
άλογα χρησιμοποιούνταν για μεταφορά εφοδίων και οπλισμού. Αποφασίστηκε ότι αυτό το βάρος θα το φέρουν πλέον άλλα υποζύγια, όπως μουλάρια και γαϊδούρια}. Επικεφαλής του ιππικού αυτού τοποθέτησε τον φίλο του Λυκία από την Αθήνα, ο οποίος αποδείχθηκε αποτελεσματικός και αντιμετώπισε με επιτυχία πολύ μεγαλύτερες μονάδες του περσικού ιππικού. Ένα άλλο αμυντικό μέτρο που έλαβε ο Ξενοφών ήταν η συγκρότηση ενός σώματος διακοσίων σφενδονιστών. Οι σφενδονιστές από τη Ρόδο, που λογίζονταν οι καλύτεροι του κόσμου, εφοδιάστηκαν με βλήματα από μολύβι, που είχαν πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές από τους Πέρσες συναδέλφους τους, που έριχναν πέτρινα βλήματα, αλλά ακόμα και από τους τοξότες και ακοντιστές τους εχθρού. Ρόδιος σφενδονιστής
Η σφενδόνη κατασκευαζόταν από δυο δερμάτινες λωρίδες μήκους περίπου ενός μέτρου, που ήταν ενωμένες με ένα πουγκί, στο οποίο ο σφενδονιστής τοποθετούσε το βλήμα. Στριφογύριζε την σφεντόνα γύρω από το κεφάλι του και μετά από αρκετές στροφές αμολούσε το ένα άκρο της, ώστε το βλήμα να φεύγει με ταχύτητα μακριά προς τον αντίπαλο. Ένα μολύβδινο βλήμα είχε βάρος γύρω στα τριάντα γραμμάρια και μπορούσε να σκοτώσει τον αντίπαλο. Μετά από την τελευταία επίθεση των Περσών και την οργάνωση της ελληνικής άμυνας, τα πνεύματα ηρέμησαν και η πορεία συνεχίστηκε απρόσκοπτα για λίγες ημέρες. Το στράτευμα πέρασε από τα ερείπια δυο αρχαίων ασσυριακών πόλεων, της Νιμρούντ {ο Ξενοφών την αποκαλεί Λάρισα. Ίσως ήταν ή ελληνική ονομασία της πόλης αυτής} και της παλιάς και φημισμένης πρωτεύουσας των Ασσυρίων Νινευή, που είχαν καταληφθεί και καταστραφεί από τους Μήδους τον 7ο αιώνα. Η Νινευή βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Τίγρη κοντά στη [73]
σημερινή πόλη του Ιράκ, Μοσούλη. Από αυτήν τη μεγαλόπρεπη πόλη του παρελθόντος δεν είχε απομείνει τίποτε πλέον, παρά μόνο κάποια θλιβερά ερείπια. Οι Έλληνες άφησαν τώρα πίσω τους τον Τίγρη και ξεκίνησαν πορεία προς τον βορρά. Περπάτησαν επί περίπου τέσσερις παρασάγγες 13 (περίπου 22 χιλιόμετρα), όταν εμφανίστηκε το ιππικό του Τισσαφέρνη καθώς και στρατός του (πρώην συμμάχου του Κύρου) Ορόντη. Ο Ορόντης είχε τώρα συμμαχήσει με τον Μεγάλο Βασιλέα και είχε παντρευτεί μια από τις κόρες του. Το εχθρικό στράτευμα φαινόταν τεράστιο, αλλά ο Τισσαφέρνης δίστασε να επιτεθεί και διέταξε μόνο τους σφενδονιστές και τους τοξότες του να βάλουν κατά της ελληνικής οπισθοφυλακής. Η Πύλη του Θεού στη Νινευή
Ήταν η ώρα να δράσουν οι Ρόδιοι σφενδονιστές και οι Κρήτες τοξότες. Οι βολές τους ήταν εύστοχες, αφού είχαν απέναντί τους μεγάλο πλήθος και βρήκαν πολλούς από τους αντιπάλους τους. Αυτό υποχρέωσε τον Τισσαφέρνη να διατάξει υποχώρηση πέραν του βεληνεκούς της ροδιακής σφεντόνας και να συνεχίσει απλώς να παρακολουθεί από κοντινή απόσταση την πορεία της ελληνικής στρατιάς. Ο Πέρσης σατράπης, που δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια απ’ ευθείας ανοιχτή σύγκρουση, δεν σταμάτησε να παρενοχλεί και να επιτίθεται σε μικρές μονάδες ή μεμονωμένους στρατιώτες που Η λέξη παρασάγγη προέρχεται από την περσική φαρσάγκ. Ήταν μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων. Ισοδυναμούσε με απόσταση τριάντα σταδίων δηλαδή περίπου 5.555 μέτρα. Ήταν πάνω-κάτω η απόσταση που διανύει ένας πεζός σε μια ώρα πορείας, Η έκφραση – που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα «απέχει παρασάγγας» σημαίνει πολύ μεγάλη απόσταση. 13
[74]
τριγύριζαν να βρουν τρόφιμα ή ξύλα για φωτιά, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να χάνουν κάθε τόσο κι από λίγους άνδρες. Έτσι πορεύτηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι για κάμποσες μέρες, μέχρι που έφτασαν στη ορεινή περιοχή του Ζάγρου, κοντά στην σημερινή τουρκική πόλη Σίζρε που βρίσκεται κοντά στα σύνορα των χωρών Ιράκ, Συρίας και Τουρκίας. Εδώ έπρεπε να πάρουν μια σημαντική απόφαση: Να προχωρήσουν ανατολικά προς τη Λυδία και την Ιωνία, που ήταν περσικές σατραπείες και θα ήταν συνεχώς περικυκλωμένοι από εχθρικά στρατεύματα ή να βαδίζουν προς τον ορεινό βορρά και να επιχειρήσουν να διασχίσουν τη χώρα των Καρδούχων. Οι Καρδούχοι (προφανώς ήταν οι πρόγονοι αυτών που σήμερα αποκαλούμε Κούρδους) ήταν μια άγρια πολεμική φυλή, που ζούσε στα βουνά της ανατολικής Μικράς Ασίας και που κανείς δεν είχε κατορθώσει να δαμάσει, ούτε καν η πανίσχυρη περσική αυτοκρατορία. Ζευγάρι Κούρδων σε απεικόνιση του 17ου αιώνα
Ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι κάποτε ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε μια μεγάλη στρατιά από 120.000 άνδρες, με στόχο να εισβάλουν στην χώρα των Καρδούχων και να την καταλάβουν. Ούτε ένας από εκείνο το τεράστιο πλήθος των στρατιωτών δεν γύρισε πίσω για να εξιστορήσει τι συνέβη όταν η περσική στρατιά συγκρούστηκε με τους Καρδούχους μαχητές. Προφανώς, όλοι οι Πέρσες εισβολείς, εξοντώθηκαν μέχρις ενός στα άγρια και δυσπρόσιτα βουνά του Ζάγρου.
[75]
Οι Έλληνες και η θάλασσα Όταν ο Ξενοφών πήρε την πρωτοβουλία και μίλησε, έπεισε τους στρατηγούς, τους λοχαγούς και τους οπλίτες, ότι ο μόνος δρόμος σωτηρίας τους – καθώς ήταν απομονωμένοι και κυκλωμένοι από εχθρικά στρατεύματα - ήταν η ενότητα, η αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας και η προσήλωση όλων στον κοινό στόχο τους να φτάσουν, με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες, στο Εύξεινο Πόντο που βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα πορείας προς το βορρά. Φυσικά θα ήταν προτιμότερο, αν είχαν τη δυνατότητα, να τραβήξουν δυτικά και να φτάσουν στην Ιωνία, εκεί που υπήρχαν δεκάδες ελληνικές πόλεις και η πρόσβαση προς τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν αρκετά εύκολη. Όμως, για να φτάσουν στην Ιωνία έπρεπε να διασχίσουν όλη σχεδόν τη μικρασιατική χερσόνησο, που ήταν περσική κτήση και γεμάτη στρατιώτες του Μεγάλου Βασιλέα. Ήταν εμφανές ότι, ο πρώτος και κύριος προορισμός των Ελλήνων ήταν η προσέγγιση στην θάλασσα. Αν κατάφερναν να φτάσουν εκεί, η συνέχεια της πορείας τους προς τις πατρίδες τους θα ήταν πολύ πιο εύκολη. Κι αυτό γιατί σε κάθε σχεδόν σημείο της Μαύρης Θάλασσας όπως και του Αιγαίου Πελάγους - βρισκόταν και κάποια ελληνική πόλη ή αποικία ελληνικής πόλης. Ο στρατός του Ξενοφώντα αποτελούνταν από άνδρες που κατάγονταν από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου. Οι περισσότεροι ήταν Πελοποννήσιοι, αλλά υπήρχαν και πολλοί άλλοι που είχαν καταγωγή τη Θράκη, την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Κρήτη, τη Ρόδο, τη Σικελία και άλλες ηπειρωτικές και νησιωτικές πόλεις. Η θάλασσα και οι Έλληνες ήταν διαχρονικά συνδεδεμένοι, περισσότερα ίσως από κάθε άλλο λαό της εποχής. Τα τρία τέταρτα της ελληνικής χερσονήσου περιβρέχονται από θάλασσα και η ίδια περιβάλλεται από πλήθος κατοικημένων νησιών. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες εξοικειώθηκαν γρήγορα με τη θάλασσα και ανάπτυξαν τη ναυτιλία ως σημαντικό οικονομικό παράγοντα και τη ναυτοσύνη ως ένα από τα κύρια επαγγέλματά τους. [76]
Μόνο οι Φοίνικες είχαν συνδεθεί με τη θαλασσοπλοΐα, αλλά δεν είχαν γύρω τους νησιά και οι αποικίες που ίδρυσαν ήταν ελάχιστες και σχετικά ασήμαντες (εκτός της Καρχηδόνας στην Βόρεια Αφρική). Αντίθετα οι Έλληνες είχαν αναγάγει ως κυρίαρχο στοιχείο της ζωής τους τη θάλασσα και αυτό προκύπτει ξεκάθαρα τόσο από την ελληνική μυθολογία, όσο και από την ιστορία τους, όπως αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και από τα ιστορικά κείμενα. Από τους αρχαιότερους ναυτικούς λαούς ήταν οι Κρήτες, που την εποχή του Μίνωα αποτελούσαν τη μοναδική μεγάλη ναυτική δύναμη Η Κρήτη ήταν θαλασσοκράτειρα και με τα πλοία της ανέπτυξε στενές εμπορικές σχέσεις με τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Στα ανάκτορα της Κνωσού υπάρχουν τοιχογραφίες με πλοία και δελφίνια, καθώς και σκηνές ψαρέματος. Τοιχογραφία της Κνωσού με δελφίνια
Τα σημαντικότερα γεγονότα της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Τρωικός πόλεμος και η Αργοναυτική εκστρατεία. Και τα δυο δείχνουν την ανάπτυξη τόσο του πολεμικού όσο και του εμπορικού ναυτικού των Μυκηναίων, των Θεσσαλών και των άλλων ελληνικών φύλων. Η γη της ηπειρωτικής Ελλάδας και των περισσότερων νησιών του Αιγαίου είναι ορεινή και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις λίγες. Έτσι στην αρχαία Ελλάδα από τον 11ο κιόλας αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού και η ένδεια ώθησαν πολλές από τις ελληνικές πόλεις-κράτη να ερευνήσουν την πιθανότητα ίδρυσης θυγατρικών πόλεων, δηλαδή αποικιών στα παράλια της ιταλικής χερσονήσου, της Μικράς Ασίας και πολλών νησιών. Οι αποικίες αυτές αναπτύχθηκαν γρήγορα και πολλές από αυτές ξεπέρασαν τη μητρόπολη σε ισχύ και πλούτο. Όμως οι δεσμοί της αποικίας με τη μητέρα-πόλη ήταν ιεροί και οι πολίτες της νέας πόλης - που όμως διατηρούσε την αυτονομία της – βοηθούσαν στρατιωτικά και οικονομικά τη Μητρόπολη. Πολλές από αυτές ίδρυσαν [77]
αργότερα δικές τους (ελληνικές) αποικίες. Η συνήθης διαδικασία ίδρυσης αποικίας – αφού πρώτα κάποιοι τολμηροί ναυτικοί εντόπιζαν το μέρος της μετανάστευσης – ήταν: Καμιά εκατοστή νέοι άντρες με τους δούλους τους και τα απαραίτητα εφόδια για να επιβιώσουν για κάμποσες ημέρες (ένα ταξίδι μερικών εκατοντάδων μιλίων, μπορούσε να διαρκέσει, ανάλογα με τον καιρό, πολλές εβδομάδες), επιβιβάζονταν σε δυο-τρία ή και περισσότερα πλοία και ξεκινούσαν για την μεγάλη περιπέτεια. Δεν είχαν γυναίκες μαζί τους γιατί συνήθως παντρεύονταν με κορίτσια
της περιοχής του αποικισμού. Άλλωστε, δεν υπήρχε θέμα καθαρότητας της φυλής, μιας και οι γυναίκες θεωρούνταν απαραίτητες μόνο για τη γέννηση των παιδιών, τα οποία λογίζονταν τέκνα του πατέρα και μόνο. Έτσι η νέα αποικία αναπτυσσόταν γρήγορα και δεν ήταν σπάνιο αυτή η αποικία να ίδρυε – μετά από αρκετά χρόνια – μια άλλη αποικία. Την εποχή του Ξενοφώντα πάνω από 1500 ελληνικές αποικίες εκτείνονταν από τις Ηράκλειες Στήλες (το στενό του Γιβραλτάρ) ως τη σημερινή Γεωργία του Καυκάσου. Σύμφωνα με μια παρομοίωση του Πλάτωνα: Οι Έλληνες ήταν διασκορπισμένοι στα παράλια του (τότε γνωστού) κόσμου, όπως τα βατράχια γύρω από τις όχθες μιας μικρής λίμνης. Πράγματι, ο εκτεταμένος αποικισμός και το ανεπτυγμένο εμπόριο, [78]
είχαν καταφέρει να κάνουν ελληνικά όλα τα μεσογειακά παράλια. Όποιος Έλληνας ταξίδευε στη θάλασσα, μπορούσε να υπολογίζει πώς σε όποιο σχεδόν σημείο (της ανατολικής Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου) άραζε το πλοίο του, θα μπορούσε να συναντήσει άλλους Έλληνες και να μιλήσει την γλώσσα του – ανεξάρτητα από τις τυχόν γλωσσικές διαφορές ή την διάλεκτο που μιλιόταν εκεί. Όλα αυτά ήταν γνωστά στους Έλληνες, όπου και αν βρίσκονταν. Αυτά είχε υπ’ όψη του ο Ξενοφών, όταν έλεγε στους στρατιώτες του πως πήγαιναν στην πατρίδα, εννοώντας σαφώς να συναντήσουν στην πορεία τους τη θάλασσα, οπότε οι πιθανότητες να βρεθούν πολύ κοντά σε μια ελληνική αποικία ήταν πολύ μεγάλες. Ελληνική τριήρης
Πάντως, στο μυαλό του Ξενοφώντα είχε γίνει έμμονη ιδέα, η ίδρυση μιας ή περισσότερων ελληνικών αποικιών στο έδαφος της Μικράς Ασίας. Αρχικά ήθελε πρώτα να εξασφαλιστεί η ασφαλής επιστροφή των Μυρίων στην πατρίδα και κατόπιν να σταλούν άποικοι για να ιδρύσουν νέα ή νέες πόλεις στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. {Η ιδέα του Ξενοφώντα για την άμεση ίδρυση αποικίας, γεννήθηκε όταν πια η πορεία των Μυρίων είχε φτάσει στις ακτές του Πόντου και συγκεκριμένα στην πόλη Κοτύωρα. Εκεί σκέφτηκε ότι τόσο πλήθος νέων και έμπειρων πολεμιστών, ήταν ότι έπρεπε για να χτίσουν μια μεγάλη ελληνική πόλη στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Η πόλη αυτή θα γινόταν όντως μεγάλη αν είχε και την συνδρομή των πολυάριθμων Ελλήνων που ζούσαν στις πόλεις της περιοχής}.
[79]
Προς τη χώρα των Καρδούχων Είχαν περάσει δυο μήνες σχεδόν από την μοιραία μάχη στα Κούναξα και την απόφαση των Ελλήνων μισθοφόρων να ξεκινήσουν τη μακριά πορεία που θα τους οδηγούσε – διασχίζοντας τα άγρια βουνά της ανατολικής Μικράς Ασίας - στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Το πρώτο σοβαρό εμπόδιο που – όπως είχαν πληροφορηθεί - θα συναντήσουν στο διάβα τους ήταν ο ορεσίβιος και πολεμικός λαός των Καρδούχων {οι σημερινοί Κούρδοι}. Γνώριζαν πως θα ταλαιπωρηθούν περνώντας από τα αφιλόξενα και παγωμένα βουνά της Καρδουχίας. Ήταν αρκετά επιφυλακτικοί ως προς την ‘υποδοχή’ που θα είχαν από τους Καρδούχους, αλλά είχαν την ελπίδα ότι δεν θα συναντήσουν την εχθρική στάση, που είχαν ως τώρα συναντήσει από τους Πέρσες του βασιλιά και του σατράπη Τισσαφέρνη. O Τισσαφέρνης είχε τώρα πια σταματήσει να τους καταδιώκει. Ένας λόγος ήταν, ότι είχε χάσει αρκετό χρόνο ακολουθώντας τους και έπρεπε πλέον να γυρίσει στη σατραπεία του, στη δυτική Μικρά Ασία. Επίσης, θεωρούσε ότι ο στόχος του να διώξει τους Έλληνες από την περσική επικράτεια είχε επιτευχθεί. Και ακόμα ένας λόγος που ο Τισσαφέρνης σταμάτησε τις αψιμαχίες με τους Έλληνες μισθοφόρους, ήταν γιατί πίστευε ότι πολύ δύσκολα θα κατάφερναν να βγουν σώοι από τον βαρύ χειμώνα που τους περίμενε στα ορεινά μονοπάτια που τους οδηγούσε η πορεία τους (ήταν ήδη Νοέμβριος του 401). Και τέλος, υπολόγιζε ότι οι ορεσίβιοι σκληροτράχηλοι πολεμιστές Καρδούχοι δεν θα τους άφηναν σε χλωρό κλαρί. Όμως, τώρα οι Έλληνες ήταν αρκετά πιο αισιόδοξοι. Πρώτον, γιατί υπολόγιζαν πως οι Καρδούχοι δεν θα τους αντιμετώπιζαν ως αντιπάλους τους, μιας και ήταν εχθροί του Μεγάλου Βασιλέα και του Τισσαφέρνη, συνεπώς θα λογάριαζαν τους Έλληνες ως εχθρούς του εχθρού τους, άρα φίλους τους. Δεύτερον ήξεραν ότι μπροστά τους ήταν άγρια και δυσπρόσιτα βουνά, από τα οποία πήγαζαν οι μεγάλοι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης και έτσι υπολόγιζαν ότι δεν θα είχαν στο διάβα τους ορμητικά και επικίνδυνα ποτάμια. [80]
Ασφαλώς και υπήρχαν και αρκετά σημεία που ίσως αποτελούσαν αφορμή για συγκρούσεις. Οι Έλληνες που δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα, δεν είχαν άλλη επιλογή από την λεηλασία των χωριών που συναντούσαν στην πορεία τους. Αυτό φυσικά θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τους ντόπιους μαχητές και οι συγκρούσεις θα ήταν αναπόφευκτες. Με όλες αυτές τις σκέψεις για τα υπέρ και τα κατά της πορείας μέσω της χώρας των Καρδούχων, η φάλαγγα των Ελλήνων ξεκίνησε να ανεβαίνει το πρώτο βουνό, έχοντας μπροστά τον Χειρίσοφο, ο οποίος είχε μαζί του και τους ελαφρά οπλισμένους γυμνήτες. Ο Ξενοφών ηγείτο της οπισθοφυλακής, στη οποία δεν υπήρχαν πολλοί πελταστές, γιατί θεώρησε ότι ο κίνδυνος επίθεσης από τους Πέρσες είχε παρέλθει πια, αφού αυτοί είχαν σταματήσει να ακολουθούν την ελληνική στρατιά. Κούρδοι πολεμιστές (18ος αι.)
Οι Έλληνες ανέβηκαν το βουνό χωρίς προβλήματα και άρχισε η κατάβασή του. Στα φαράγγια και τα πλατώματα υπήρχαν αρκετά χωριά Καρδούχων. Οι κάτοικοί τους πανικόβλητοι από το πάνοπλο πλήθος που πλησίαζε, εγκατέλειψαν τα χωριά και τα σπίτια τους, πήραν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατέφυγαν σε ορεινά και δυσπρόσιτα σημεία. Οι μισθοφόροι μπήκαν στα έρημα χωριά και βρήκαν άφθονα τρόφιμα και πολλά χάλκινα σκεύη. Άρπαξαν τα πολύτιμα τρόφιμα, αλλά δεν πείραξαν τίποτα από τα σπίτια, ούτε πήραν κάποιο άλλο εφόδιο. Σκόπιμα δεν επιδίωξαν να βρουν τους χωρικούς. Έτσι θέλησαν να δείξουν καλή συμπεριφορά, στους Καρδούχους που ήταν – όπως και οι [81]
Έλληνες – εχθροί του Μεγάλου Βασιλέα. Όμως παρά τις προσκλήσεις, οι αγρότες αυτοί δεν έδειξαν φιλική διάθεση, ούτε κανένα σημάδι συνεννόησης. Μόλις άρχισε να πέφτει το βράδυ, οι Έλληνες δέχθηκαν ξαφνικά επίθεση από μια μικρή ομάδα Καρδούχων, που γνώριζαν καλά την περιοχή. Ήταν οπλισμένοι με τόξα και σφεντόνες έρριχναν βέλη και πέτρες και σκότωσαν και τραυμάτισαν μερικούς οπλίτες. Όμως γρήγορα αποτραβήχτηκαν γιατί φοβήθηκαν το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων. Όλη τη νύχτα οι μισθοφόροι έβλεπαν τις πυρές που άναβαν οι ντόπιοι για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Επίσης άκουγαν τις ακατάληπτες κραυγές τους και φυσικά ανησυχούσαν. Όταν ξημέρωσε, όλοι κατάλαβαν ότι μπροστά τους είχαν ψηλά βουνά καλυμμένα με χιόνια και λογάριαζαν ότι η τροφή για τα ζώα που είχαν μαζί τους θα ήταν δυσεύρετη. Έτσι οι στρατηγοί, αφού συσκέφτηκαν, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα άρρωστα και κουτσά υποζύγια. Ακόμα συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν όλους τους αιχμαλώτους (άντρες, γυναίκες και παιδιά) που είχαν μαζί τους για να τους πουλήσουν όταν θα εύρισκαν ευκαιρία. Όμως τώρα ο στόχος της στρατιάς ήταν να βαδίσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, χωρίς να τους εμποδίζουν άρρωστα ζώα ή άμαχοι που επιβράδυναν το ρυθμό της πορείας. Έτσι ελαττώθηκε κατά πολύ ο αριθμός των στομάτων που έπρεπε να τρέφονται. Αυτή ήταν μια πολύ σκληρή απόφαση, τόσο για τους μισθοφόρους, που άφηναν πίσω τους ανθρώπους που η πώλησή τους θα τους απέφερε σημαντικά κέρδη, όσο και για τους ίδιους τους αιχμαλώτους, που τους εγκατέλειπαν σε μια αφιλόξενη και εχθρική γη. Όμως παρά τις παρακλήσεις τους να μην τους αφήσουν πίσω, οι στρατηγοί επέμεναν στην αυστηρή εφαρμογή της απόφασής τους. Η πορεία συνεχίστηκε, αλλά οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Μπροστά τους ήταν χιονισμένα βουνά και άγνωστα μέρη. Τότε δεν υπήρχαν χάρτες και όδευαν στα τυφλά. Φυσικά έστελναν, όσο και όπου ήταν δυνατόν, ανιχνευτές για να πληροφορήσουν τους στρατηγούς ποια και πόσα εμπόδια θα εύρισκαν μπροστά τους ή αν μπορούσαν να μάθουν πόσο ακόμα απείχαν τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, που είχαν θέσει ως πρωταρχικό στόχο της πορείας της στρατιάς. Ακόμα έπρεπε [82]
συνεχώς να βρίσκουν τρόπους προσπορισμού τροφίμων, δηλαδή χωριά που θα τα πλιατσικολογούσαν, γιατί άλλος τρόπος απόκτησης τέτοιων αγαθών δεν υπήρχε. Ακόμα μια μεγάλη δυσκολία ήταν οι συνεχείς επιθέσεις των Καρδούχων, κυρίως στα μετόπισθεν της πορείας, όπου βρισκόταν ο Ξενοφών και ο Τιμασίων. Οι Καρδούχοι πλησίαζαν αιφνιδιαστικά έρριχναν γρήγορα τα βέλη τους και εξαφανίζονταν, αφού είχαν σκοτώσει ή τραυματίσει αρκετούς από τους οπλίτες της οπισθοφυλακής. Ο Ξενοφών ζήτησε από τον Χειρίσοφο να συντονίζει τον βηματισμό της εμπροσθοφυλακής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποκοπής της πορείας στα δυο. Αλλά και ο Χειρίσοφος βιαζόταν να προλάβει να καταλάβει τον μόνο ορατό δρόμο μπροστά του, προτού τον κλείσουν οι Καρδούχοι. Ο Ξενοφών κατάφερε να συλλάβει δυο μαχητές του εχθρού και θέλησε να αποσπάσει από αυτούς πληροφορίες για πιθανές οδούς διαφυγής, εκτός από αυτήν που είχε μπροστά του Χειρίσοφος. Επέλαση Κούρδων
Τους ανέκριναν και ο πρώτος είπε ότι δεν ξέρει κάτι που μπορεί να βοηθήσει τους Έλληνες. Αφού τον πίεσαν πολύ, αλλά δεν μπόρεσαν να του αποσπάσουν κάτι χρήσιμο, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια του άλλου κρατούμενου. Αυτός τρομοκρατημένος είπε ότι στα μέρη εκείνα ζούσε η κόρη του με τον άντρα της και ήξερε ένα δρόμο, βατό και από ανθρώπους και από ζώα. Ακόμα τους είπε ότι στο δρόμο αυτό υπήρχε ένα επικίνδυνο πέρασμα, το οποίο οι Έλληνες έπρεπε να καταλάβουν γρήγορα, γιατί αν προλάβαιναν οι Καρδούχοι, θα τους έκλειναν όλες τις διαβάσεις. [83]
Οι συγκρούσεις με τους Καρδούχους Μετά από αυτά τα γεγονότα, οι στρατηγοί, οι ταξίαρχοι των πελταστών και οι λοχαγοί μαζεύτηκαν για να συσκεφτούν για τη συνέχεια της πορείας. Ήξεραν πια ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και να αλλάξουν διαδρομή. Όμως μπροστά τους είχαν να αντιμετωπίσουν τους εξαγριωμένους και αποφασισμένους για σύγκρουση Καρδούχους, που έβλεπαν την μεγάλη φάλαγγα των Ελλήνων πολεμιστών, ως εχθρούς που εισέβαλαν στην χώρα τους και άρπαζαν τρόφιμα, ζώα και άλλα χρειώδη από τα σπίτια τους και ακόμα δεν δίσταζαν να σκοτώσουν όποιους τους στέκονταν εμπόδιο στην πορεία τους. Αποφασίστηκε λοιπόν από την σύναξη των Ελλήνων αξιωματικών, η συγκρότηση τεσσάρων λόχων από τετρακόσιους οπλίτες και πελταστές των οποίων την διοίκηση ανέλαβαν αξιωματικοί που προσφέρθηκαν εθελοντικά. Όλοι αυτοί θα προχωρούσαν μπροστά, ακολουθώντας τη διαδρομή που τους πρότεινε ο Καρδούχος αιχμάλωτος και θα επιχειρούσαν να προλάβουν τους εχθρούς να καταλάβουν το πέρασμα. Πράγματι μόλις έπεσε το βράδυ, ξεκίνησαν οι εθελοντές έχοντας ως οδηγό τον Καρδούχο. Ο σκοπός ήταν να προχωρήσουν αθόρυβα και να καταλάβουν την κορυφή του βουνού και να την κρατήσουν με κάθε θυσία. Νωρίς το επόμενο πρωί, θα ειδοποιούσαν το στράτευμα με τη σάλπιγγα ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Ο Ξενοφών με τους δικούς του θα επιχειρούσε αντιπερισπασμό προχωρώντας προς τον ανοιχτό δρόμο. Όμως δέχθηκε μεγάλη επίθεση, από τους Καρδούχους, οι οποίοι από ψηλά έριχναν μεγάλες κοτρώνες και βράχια. Αυτά αναπηδώντας στην κατηφοριά έσπαγαν σε πολλά μικρότερα κομμάτια και διασκορπίζονταν σαν βροχή πάνω στους οπλίτες του Ξενοφώντα, που φοβισμένοι οπισθοχώρησαν. Εκεί οι Έλληνες είχαν αρκετές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Οι Καρδούχοι ήταν σκληροί πολεμιστές και άριστοι στην τακτική του ανταρτοπόλεμου. Ήξεραν πότε μπορούσαν να επιτεθούν και πότε να οπισθοχωρήσουν και να εξαφανιστούν από τα μάτια του εχθρού. [84]
Στο μεταξύ η ομάδα των τετρακοσίων εθελοντών πέτυχε να καταλάβει την κορυφή του υψώματος και ο Χειρίσοφος που ακολουθούσε με τον κύριο όγκο του στρατεύματος, άκουσε το σύνθημα της κατάληψης που δόθηκε με σάλπισμα από ψηλά. Οι λίγοι Καρδούχοι που είχαν στρατοπεδεύσει λίγες δεκάδες μέτρα μακριά, είχαν ανάψει φωτιά γιατί έκανε φοβερό κρύο, άκουσαν την σάλπιγγα και τους αλαλαγμούς των Ελλήνων. Δεν έμειναν για να αντισταθούν, αλλά έφυγαν και σκόρπισαν τρέχοντας μακριά, γιατί ήταν ελαφρά οπλισμένοι. Οι Έλληνες με τις βαριές πανοπλίες τους αδυνατούσαν να τους κυνηγήσουν, αλλά πρόλαβαν και σκότωσαν λίγους από αυτούς. Οι σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Καρδούχων συνεχίστηκαν επί εφτά μέρες. Οι πρώτοι προχωρούσαν βήμα προς βήμα πάνω στα άγρια χιονισμένα βουνά και οι δεύτεροι (Καρδούχοι) επιχειρούσαν αιφνιδιαστικά χτυπήματα ανταρτοπολέμου, δηλαδή έρριχναν βέλη και πέτρες, σκότωναν μερικούς από τους Έλληνες και εξαφανίζονταν στα γύρω δάση και τις σπηλιές. Κούρδος πολέμαρχος
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν πολύ περισσότερες από όσες είχαν τους προηγούμενους μήνες από τη μάχη στα Κούναξα ως την αποχώρηση των Περσών του Τισσαφέρνη. Όμως παρά τις απώλειες, η μισθοφορική στρατιά έφτασε στα όρια της χώρας των Καρδούχων και εισήλθε στην περσική σατραπεία της Αρμενίας.
[85]
Οι Μύριοι στην Αρμενία Το Δεκέμβριο οι Μύριοι έφτασαν επιτέλους στην κοιλάδα του ποταμού Κεντρίτη (παραπόταμου του Τίγρη), που αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στη χώρα των Κούρδων και την Αρμενία. Ήταν χαρούμενοι που μετά από την ταλαιπωρία της διάβασης των βουνών και τις καθημερινές μάχες κατά των Καρδούχων, έφτασαν σε πεδιάδα. Εκεί υπήρχαν άφθονα τρόφιμα και στις όχθες του ποταμού, ξάπλωσαν για να απολαύσουν ένα ήσυχο ύπνο, τον πρώτο από τις μέρες της πορείας τους προς τα Κούναξα. Το μόνο μέλημα των στρατηγών ήταν να βρεθεί τρόπος να διαβούν τον ποταμό την επόμενη μέρα. Αλλά προς μεγάλη τους απογοήτευση, το πρωί είδαν στην απέναντι όχθη παρατεταγμένους τους έφιππους στρατιώτες του σατράπη της Αρμενίας Ορόντη. Χαλδαίοι αστρονόμοι
Πίσω από αυτούς βρίσκονταν και πολλοί πεζοί Αρμένιοι στρατιώτες καθώς και Μάρδοι14 και Χαλδαίοι15 μισθοφόροι. Όλοι τους κρατούσαν ασπίδες και δόρατα. Οι Έλληνες βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Μπροστά τους ήταν ο ποταμός που το νερό του είχε ύψος ως το στήθος ενός οπλίτη. Απέναντι περίμενε ο στρατός του Ορόντη και πίσω τους, παρατεταγμένοι στα υψώματα βρίσκονταν πολλοί μαχητές Καρδούχοι που φανερά προετοιμάζονταν για επίθεση. Οι μισθοφόροι ήταν απογοητευμένοι γιατί κατάλαβαν ότι είχαν παγιδευτεί. Ο Ξενοφώντας όμως, δοξάζει τους θεούς (όπως ο ίδιος διηγείται), Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο οι Μάρδοι ήταν λαός ληστών και τοξοτών. Οι Χαλδαίοι ήταν αρχαιότατος λαός που έζησε στην περιοχή της Βαβυλώνας και λέγεται ότι η πόλη αυτή χτίστηκε από αυτούς. Είναι οι πρόδρομοι των Βαβυλωνίων. Οι ιερείς τους ήταν αστρολόγοι και αστρονόμοι, θεωρούνται δε, οι θεμελιωτές της αστρονομίας. 14 15
[86]
γιατί αυτή τη δύσκολη ώρα δεν εγκατέλειψαν τους Έλληνες. Όπως γράφει στο βιβλίο του, είδε στον ύπνο ένα αισιόδοξο όνειρο, στο οποίο οι θεοί του υπόδειξαν τον τρόπο να διασχίσουν τον ποταμό, χωρίς να συγκρουστούν με τους Αρμένιους του Ορόντη. Μόλις ξημέρωσε κάλεσε τον Χειρίσοφο, του διηγήθηκε το όνειρο και συμφώνησαν, πριν από κάθε άλλη ενέργεια να θυσιάσουν στους θεούς. Οι οιωνοί από αυτή την θυσία ήταν καλοί. Ως επιβεβαίωση του ονείρου του, ήρθαν νεαροί δυο οπλίτες και του είπαν ότι ανακάλυψαν ένα ρηχό πέρασμα του ποταμού, λίγο πιο μακριά από το σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει οι Έλληνες. Είχαν πάει εκεί για να μαζέψουν ξύλα για φωτιά και είδαν απέναντι έναν ηλικιωμένο άντρα και μερικές γυναίκες που άπλωναν τα πλυμένα ρούχα τους στα βράχια της όχθης. Η όχθη αυτή ήταν απότομη και βραχώδης και δεν ευνοούσε την ανάπτυξη του αρμένικου ιππικού. Οι δυο στρατιώτες πέρασαν δοκιμαστικά το ποτάμι και το νερό δεν έφτανε ούτε στη μέση τους. Μετά από αυτήν την πληροφορία λοιπόν, όλος ο στρατός, με οδηγούς τους δυο οπλίτες, άρχισε να προχωρεί προς τα αριστερά του ποταμού. Μπροστά πήγαινε ο Χειρίσοφος με το μισό στρατό, στη μέση ήταν τα υποζύγια, οι άμαχοι και οι γυναίκες και ακολουθούσε στο τέλος ο Ξενοφώντας με τους δικούς του. Οι στρατιώτες έψελναν τον παιάνα και φώναζαν δυνατά. Πιο δυνατά ακούγονταν οι φωνές των γυναικών - στο στράτευμα υπήρχαν πολλές πόρνες. Οι φωνές και οι θόρυβοι αυτοί αποσκοπούσαν στο να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Οι ιππείς του Ορόντη από την απέναντι όχθη ακολουθούσαν την ίδια πορεία και συγχρόνως τόξευαν τους Έλληνες, αλλά τα βέλη τους δεν περνούσαν το ποτάμι και έπεφταν στο νερό. Μετά από πορεία αρκετών ωρών, η κεφαλή της πορείας έφτασε στο σημείο που άρχιζαν οι ψηλοί βράχοι και οι Αρμένιοι ιππείς σταμάτησαν να παρακολουθούν τους Έλληνες. Εκεί οι Μύριοι έκαναν στάση και πρώτος ο Χειρίσοφος, έβγαλε τον χιτώνα του, φόρεσε ένα στεφάνι στα μαλλιά του (όπως συνήθιζαν να κάνουν πριν τη μάχη οι Λακεδαιμόνιοι) και πέρασε τον ποταμό κρατώντας μόνο το σπαθί του. Έδωσε διαταγή στους λοχαγούς και στους άλλους αξιωματικούς να [87]
περάσουν οι άντρες τους συντεταγμένοι το ποτάμι. Ο Ξενοφών, έχοντας μαζί του τους ελαφρά οπλισμένους πελταστές, πήγε πίσω προς το δυσκολοδιάβατο τμήμα του ποταμού, προσποιούμενος ότι θα επιχειρήσει να το περάσει. Οι εχθροί απέναντι πίστεψαν ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να τους κυκλώσουν και να τους εξοντώσουν, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή με τα άλογά τους. Ο Λύκιος ο Αθηναίος που ήταν επικεφαλής του ελληνικού τάγματος των ιππέων και ο Αισχίνης από την Ακαρνανία που διοικούσε το τάγμα των πελταστών (και οι δυο αυτές μονάδες ανήκαν στην δύναμη του Χειρίσοφου), είδαν το εχθρό να φεύγει και έτρεξαν πίσω του. Ακολούθησε ο ίδιος ο Χειρίσοφος, ο οποίος μόλις πέρασε το ποτάμι επιτέθηκε κατά των πεζών μισθοφόρων του Ορόντη. Αρμενικός στρατός
Οι Αρμένιοι που είχαν δει τους ιππείς να το σκάνε και το στρατό των Ελλήνων μισθοφόρων να βαδίζει κατά πάνω τους, δεν δίστασαν να τρέξουν κι αυτοί για να σωθούν. Οι Έλληνες δεν συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού, αλλά κατάφεραν και άρπαξαν όλα τα φορτία με τρόφιμα, κρασί και διάφορα είδη όπως ρουχισμό, στρώματα και πολλά σκεύη. Εν τω μεταξύ οι Καρδούχοι, που είδαν ότι όλη η εμπροσθοφυλακή της ελληνικής στρατιάς είχε περάσει απέναντι και στη δική τους όχθη είχε μείνει η οπισθοφυλακή με τον Ξενοφώντα και οι περισσότεροι άμαχοι και γυναίκες, αποφάσισαν να επιτεθούν. Όρμησαν μπροστά ψάλλοντας πολεμικά τραγούδια. Όμως ο Ξενοφών διέταξε τους ακοντιστές, του τοξότες και τους σφενδονιστές να παραταχθούν για μάχη. Οι Καρδούχοι πολεμιστές ήταν άριστοι στον κλεφτοπόλεμο και στην τακτική ‘χτύπα και φύγε’, αλλά όντας ελαφρά οπλισμένοι με τόξα και σφεντόνες, δεν [88]
μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα οργανωμένο, στρατό σε μάχη εκ του συστάδην. Έτσι όταν άκουσαν την ελληνική σάλπιγγα να σημαίνει επίθεση, προτίμησαν να υποχωρήσουν στα γύρω υψώματα. Οι άνδρες του Ξενοφώντα δεν κυνήγησαν τους Καρδούχους, αλλά προτίμησαν να περάσουν και αυτοί τον Κεντρίτη ποταμό και να ενωθούν με την υπόλοιπη στρατιά του Χειρίσοφου. {Πάντως οι Έλληνες είχαν και την τύχη με το μέρος τους, γιατί η παραδοσιακή έχθρα Καρδούχων και Αρμενίων ήταν σοβαρό εμπόδιο συνεννόησης μεταξύ τους για τον συντονισμό των επιθετικών ενεργειών τους}. Επιτέλους, μετά από αρκετές δύσκολες μέρες, ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν οι Μύριοι. Η πορεία τους ήταν σε σχετικά ομαλό δρόμο, με λίγους λόφους. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν λίγα χωριά εξ αιτίας των πολλών συγκρούσεων των Αρμενίων με τους Καρδούχους. Μετά από περίπου τριάντα χιλιόμετρα βρέθηκαν σε ένα πλούσιο χωριό, από όπου προμηθεύτηκαν άφθονα τρόφιμα. Βρισκόταν σε ένα οροπέδιο {πιθανώς δυτικά της μεγάλης λίμνης Βαν, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1700 μέτρων} στο οποίο φυσάνε μανιασμένοι άνεμοι και το κρύο είναι τσουχτερό. Εξακολούθησαν να περπατάνε για ακόμα ενενήντα χιλιόμετρα και έφτασαν στον ποταμό Τηλεβόα16, γύρω από τον οποίο υπήρχαν πολλά αρμένικα χωριά. Η περιοχή αυτή ήταν η Δυτική Αρμενία και είχε διοικητή της, τον υποσατράπη Τιρίβαζο, φίλο (και μάλλον ερωμένο) του Μεγάλου Βασιλιά Αρταξέρξη. Είναι μέρος πλούσιο με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, πλούσιους βοσκότοπους και χωράφια που καλλιεργούνται δημητριακά, λαχανικά υπάρχουν δε και χιλιάδες οπωροφόρα δέντρα. Ο Τιρίβαζος ζήτησε από τους Έλληνες στρατηγούς να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Αυτός αναλάμβανε να αφήσει τη στρατιά των Μυρίων να διέλθει ειρηνικά από τον τόπο του και επίσης να τους χορηγήσει όλα όσα χρειάζονταν για την τροφοδοσία τους. Οι Έλληνες όφειλαν να Πρόκειται μάλλον για κάποιον παραπόταμο του ποταμού Κεντρίτη, τον σημερινό Μουράτ Νεχρί. Η ονομασία Τηλεβόας πιθανώς ήταν μετάφραση της αρμενικής ονομασίας αυτού του ποταμού. Ο ποταμός κατέβαινε με ορμή και έκανε πολύ δυνατό θόρυβο (βοή), ο οποίος ακουγόταν από μεγάλη απόσταση. 16
[89]
υποσχεθούν ότι δεν θα κάψουν, ούτε θα πειράξουν κανένα σπίτι από τα χωριά που θα περάσουν, ούτε θα αρπάξουν τρόφιμα ή ό,τι άλλο βρουν. Η συμφωνία έκλεισε, αλλά ο Τιρίβαζος παρακολουθούσε με το στρατό του τους Μύριους από απόσταση δυο χιλιομέτρων, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρασπονδήσουν. Οι Μύριοι περπάτησαν χωρίς προβλήματα επί τρεις μέρες κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά. {Θα μπορούσαν να τραβήξουν προς το βορρά, που ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για τη Μαύρη Θάλασσα. Όμως προς αυτή την κατεύθυνση υπήρχαν πολύ ψηλά βουνά, γεμάτα χιόνια και πιθανώς αυτός ήταν ο λόγος που πήραν τον πιο μακρινό δρόμο. Η διαδρομή ήταν αρκετά χαμηλότερη και στο δρόμο τους υπήρχαν ποτάμια με καθαρό νερό και πολλά χωριά από τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν τρόφιμα και άλλα πράγματα για τις ανάγκες τόσων χιλιάδων στρατιωτών}. Οι Μύριοι σε πορεία
Μετά από πορεία ακόμα ενενήντα περίπου χιλιομέτρων σε τρεις μέρες, οι Μύριοι έφτασαν σε μια περιοχή που δέσποζε ένα ανάκτορο και γύρω του ήταν αρκετά χωριά, άρα εκεί υπήρχαν και άφθονα τρόφιμα. Οι στρατηγοί αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν και να κοιμηθούν εκεί. Το πρωί άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι και αφού δεν έβλεπαν γύρω τους κανέναν εχθρικό τμήμα, σκέφτηκαν να βρούνε καταλύματα στα κοντινά χωριά για να προστατευθούν από το δριμύ [90]
ψύχος και το χιόνι. Στα σπίτια του χωριού, οι Έλληνες μισθοφόροι βρήκαν άφθονα τρόφιμα, ζώα, παλιό κρασί, στάρι, λάδια και πολλά άλλα αγαθά. Κάποιοι φρουροί ειδοποίησαν τους στρατηγούς, ότι είδαν φωτιές στα γύρω υψώματα και αποφασίστηκε να μαζευτεί πάλι το στράτευμα. Όμως μόλις σουρούπωσε έπεσε πυκνό χιόνι και σκέπασε τα πάντα, οπότε πάρθηκε νέα απόφαση, να σκορπίσουν οι στρατιώτες στα σπίτια των χωρικών για να βρουν ζεστό μέρος να φάνε και να κοιμηθούν. Άλλο που δεν ήθελαν τα ρεμάλια οι μισθοφόροι στρατιώτες, που μπορεί μεν να ήταν γενναίοι πολεμιστές, αλλά μέσα στις συνήθεις τακτικές τους ήταν το πλιάτσικο και το κάψιμο των σπιτιών των χωρικών, ακόμα κι αν δεν υπήρχε φανερή αιτία. Έτσι λοιπόν όρμησαν με ζωηρές κραυγές στα σπίτια και αφού τα άδειασαν από κάθε τι που τους φαινόταν χρήσιμο, έκαψαν όχι λίγα από αυτά. Όμως αυτές οι πράξεις ήταν ξεκάθαρη παραβίαση της συμφωνίας των Ελλήνων στρατηγών με τον Αρμένιο σατράπη Τιρίβαζο. Τη νύχτα μια μονάδα Ελλήνων στρατιωτών ανέβηκε κρυφά προς το βουνό για να διαπιστώσει τί ήταν αυτές οι φωτιές που έβλεπαν από την κοιλάδα. Δεν είδαν πολλά πράγματα, όμως συνέλαβαν κάποιον που ήταν οπλισμένος με τόξο, φαρέτρα και πολεμικό πέλεκυ. Τον ανάκριναν και αυτός είπε ότι ήταν στρατιώτης του Τιρίβαζου και είχε βγει για να μαζέψει ξύλα ή να βρει τρόφιμα. Στη συνέχεια ο αιχμάλωτος ρωτήθηκε πόσος ήταν ο στρατός του Αρμένιου στρατηγού και για ποιο σκοπό τον είχε συγκεντρώσει εκεί. Ο αιχμάλωτος απάντησε ότι οι στρατός ήταν κυρίως μισθοφορικός από Αρμένιους, Χάλυβες 17 και Ταόχους18. Το σχέδιο του Αρμένιου στρατηγού ήταν να συγκεντρώσει το στρατό του σε μια διάβαση που βρισκόταν στην πορεία των Ελλήνων και εκεί να τους κυκλώσει και να τους επιτεθεί με στόχο να τους εξοντώσει. Όλες αυτές οι πληροφορίες από τον αιχμάλωτο μεταφέρθηκαν στους στρατηγούς, που θορυβήθηκαν και κινητοποιήθηκαν αμέσως. Στο Οι Χάλυβες ήταν λαός του Πόντου, φημισμένοι σιδεράδες και θεωρούνταν οι εφευρέτες του χάλυβα 18 Οι Τάοχοι (ή Τάοι) ήταν ορεινός πολεμικός λαός του Πόντου. Οι Χάλυβες και οι Τάοχοι δεν έγιναν ποτέ υποτελείς των Περσών. Πολλοί από αυτούς κατατάχθηκαν ως μισθοφόροι στο στρατό του Τιρίβαζου. 17
[91]
συμβούλιο που συνεκλήθη, κρίθηκε ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Έτσι συγκέντρωσαν το στράτευμα και αφού άφησαν στο στρατόπεδο τον αρχαιότερο στρατηγό, τον Σοφαίνετο από την Στυμφαλία, ξεκίνησαν όλοι με οδηγό τον Πέρση αιχμάλωτο. Οι Έλληνες μισθοφόροι παρατάχθηκαν σε πορεία μάχης και ανέβηκαν το βουνό. Πρώτοι πλησίασαν τους εχθρούς οι πελταστές , οι οποίοι χωρίς να περιμένουν τους οπλίτες που έρχονταν πίσω τους, όρμησαν με ξεφωνητά κατά των βαρβάρων. Αυτοί αιφνιδιασμένοι από το θόρυβο, δεν σκέφτηκαν καν να αντισταθούν, αλλά σκόρπισαν πανικόβλητοι. Οι Έλληνες πρόλαβαν και σκότωσαν μερικούς. Άρπαξαν και κάμποσα άλογα και στη σκηνή του Τιρίβαζου βρήκαν πολλά τρόφιμα και αγγεία με ποτά, καθώς και μερικούς υπηρέτες που ισχυρίστηκαν ότι ήταν οι αρτοποιοί και οι οινοχόοι του σατράπη. Όμως οι Έλληνες αξιωματικοί θεώρησαν ότι θα ήταν πιο συνετό να γυρίσουν γρήγορα στο στρατόπεδο, για να προλάβουν πιθανή επίθεση των Αρμενίων στην φρουρά που είχε μείνει εκεί. Κάλεσαν λοιπόν με τη σάλπιγγα το στρατό και γύρισαν πίσω την ίδια μέρα.
[92]
Το ψύχος και η πείνα ταλανίζουν τους Μύριους Αφού οι Μύριοι απέφυγαν την ένοπλη σύγκρουση με τους Αρμένιους και τους άλλους μισθοφόρους του Τιρίβαζου, πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν αμέσως την πορεία τους προς τον βορρά, πριν ο εχθρός προλάβει να ανασυνταχθεί και να τους κόψει το δρόμο.. Η στρατιά των Ελλήνων μισθοφόρων, αφού πέρασε τα ψηλά βουνά της χώρας των Καρδούχων και της Αρμενίας, βρέθηκε τώρα σε μια μεγάλη πεδιάδα της βορειανατολικής Μικράς Ασίας. Περπάτησαν επί τρεις μέρες και κάλυψαν περί τα ενενήντα χιλιόμετρα, όταν έφτασαν κοντά στις πηγές του ποταμού Ευφράτη, τις οποίες περάσανε χωρίς μεγάλη δυσκολία και έφτασαν σε ένα οροπέδιο. Παντού κρύο
Εκεί άρχισε να χιονίζει ακατάπαυστα και να φυσά δυνατός παγωμένος βοριάς, που έκανε τους σκληροτράχηλους αυτούς πολεμιστές να τρέμουν από το κρύο. Στην απόγνωσή τους υπάκουσαν στα λόγια ενός μάντη που τους πρότεινε να θυσιάσουν στους θεούς του ανέμου, αλλά ως φαίνεται οι θυσίες αυτές δεν εισακούσθηκαν, γιατί ο βοριάς εξακολούθησε να φυσά ανελέητος. Επί τέσσερις μέρες το μαρτύριο του κρύου συνεχίστηκε αμείωτο. Τα ζώα δεν άντεξαν αυτό το κρύο και πολλά από αυτά πέθαναν. Επίσης πολλοί από τους αιχμαλώτους έχασαν τη ζωή τους. Αλλά και εκατό τουλάχιστον από τους στρατιώτες πέθαναν από το δριμύ ψύχος. Τα ξύλα που μάζευαν για να ανάψουν φωτιές για να ζεσταθούν ήταν πολύ λίγα και ακόμα πιο λίγα ήταν τα τρόφιμα. Πολλοί αντάλλασαν ξύλα για λίγο σιτάρι ή αλεύρι. Από το κρύο και την ασιτία οι [93]
στρατιώτες έχαναν τις δυνάμεις τους και με δυσκολία περπατούσαν πάνω στο χιόνι που ξεπερνούσε σε ορισμένα σημεία το ενάμιση μέτρο. Τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών πολλών από τους πεζοπόρους μαύριζαν από το κρύο και πάθαιναν κρυοπαγήματα ή τυφλώνονταν από την ασπράδα του χιονιού. Οι στρατιώτες έμαθαν να κουνούν τα δάχτυλά τους, ακόμα και όταν βρισκόταν σε ανάπαυση και κάλυπταν τα μάτια τους με ένα σκούρο ύφασμα. Αρκετοί οπλίτες δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο από την πείνα και άφηναν τις γραμμές τους, ξάπλωναν στην άκρη του δρόμου περιμένοντας το μοιραίο. Πολλούς από αυτούς τους συνάντησε ο Ξενοφώντας που βάδιζε στο τέλος της πορείας και προσπαθούσε να τους δώσει ότι διαθέσιμο τρόφιμο είχε και να τους εμψυχώσει με αισιόδοξα λόγια. Πράγματι, μόλις έβαζαν λίγη τροφή στο στόμα τους, έπαιρναν κουράγιο και ξεκινούσαν και πάλι την πεζοπορία. Παρά τον κακό καιρό, το χιόνι και το δριμύ ψύχος, μικρές ομάδες του στρατού των Αρμενίων, εξακολουθούσαν να ακολουθούν το ελληνικό στράτευμα και δεν δίσταζαν να σκοτώνουν όσους από τους οπλίτες ξέμεναν πίσω από εξάντληση ή ακόμα να κλέβουν ζώα. Όλη αυτή η φριχτή κατάσταση είχε προκαλέσει διάλυση στην πορεία των Μυρίων, οι οποίοι αδιαφόρησαν για την πειθαρχία και απλώς προχωρούσαν σαν μπουλούκι. Η απόσταση της οπισθοφυλακής με την εμπροσθοφυλακή μεγάλωσε και ξεπέρασε τη μισή ημέρα. Εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο από τις εχθρικές επιθέσεις ήταν οι άνδρες του Ξενοφώντα, που ήταν ο επικεφαλής των τελευταίων μονάδων. Αργά το απόγευμα ο Χειρίσοφος, που προπορευόταν έφτασε στις παρυφές ενός χωριού και εκεί είδε μερικές γυναίκες που πήγαιναν να μαζέψουν νερό από μια πηγή. Αυτές παραξενεμένες ρώτησαν ποιοι είναι όλοι αυτοί οι στρατιώτες και ο Χειρίσοφος είπε ότι είναι στρατιωτική μονάδα που έρχεται εκ μέρους του Μεγάλου Βασιλέα για να συναντήσει τον σατράπη. Οι γυναίκες είπαν ότι ο σατράπης βρισκόταν αρκετά μακριά από το χωριό τους. Οι Έλληνες μπήκαν στο χωριό και ζήτησαν από τον τοπικό άρχοντα να παραχωρήσει φιλοξενία σε όσους μπορούσε. Πράγματι αρκετοί βολεύτηκαν σε καταλύματα, αλλά οι περισσότεροι διανυκτέρευσαν στην [94]
ύπαιθρο, χωρίς να φάνε τίποτε και χωρίς να έχουν ούτε ξύλα για να ανάψουν κάποια φωτιά. Απλώς εξαντλημένοι ξάπλωσαν όπου βρήκαν. Τα πόδια των περισσότερων ήταν πρησμένα από το κρύο, γιατί μετά από πορεία τόσων ημερών, τα παπούτσια τους είχαν γίνει κουρέλια. Τώρα αντί για παπούτσια είχαν τυλίξει τα πόδια τους με πρόχειρα κατασκευάσματα από δέρματα βοδιών ή γουρουνιών, κάτι σαν γουρουνοτσάρουχα. Στην ουρά της φάλαγγας η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι πεινασμένοι και παγωμένοι οπλίτες, που έβρισκαν κάπου να απαγκιάσουν δεν είχαν πλέον το κουράγιο να σηκωθούν και περίμεναν στωικά το θάνατο ως λύτρωση. Ο Ξενοφών προσπάθησε να τους φοβίσει λέγοντας ότι ο εχθρός ήταν κοντά και καιροφυλακτούσε να βρει ανυπεράσπιστους Έλληνες για να τους εξοντώσει. Γουρουνοτσάρουχα
Αυτοί απαντούσαν ότι ίσως ήταν προτιμότερος ο θάνατος παρά να συνεχίσουν να περπατάνε πεινασμένοι, παγωμένοι και εξαντλημένοι. Και πράγματι τη νύχτα πλησίασαν ομάδες Αρμενίων, αλλά οι Έλληνες – όσοι τουλάχιστον είχαν ακόμα δυνάμεις – τους επιτέθηκαν. Χτυπούσαν τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους κάνοντας τρομερό θόρυβο και οι εχθροί το ‘βαλαν στα πόδια πανικόβλητοι. Ο Ξενοφών και οι άλλοι στρατηγοί αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους χωρίς οι στρατιώτες να ξεκουραστούν και να βρουν κάποια τρόφιμα για να συνέλθουν. Ήρθαν σε επαφή με τα γύρω χωριά και οι χωρικοί τους βοήθησαν για να στεγαστούν οι άρρωστοι και οι τραυματίες. Έτσι λοιπόν σε εκείνο τον φιλόξενο τόπο οι Μύριοι έμειναν αρκετές μέρες. Οι ντόπιοι τους φέρθηκαν καλά – αν και η συνεννόηση γινόταν σε μεγάλο βαθμό με χειρονομίες και νεύματα [95]
– και τους έδωσαν κριθάρι, κρασί, γάλα, τυρί, ψωμί και άλλα τρόφιμα, καθώς και ξύλα για να ζεσταθούν. Στα χωριά αυτά της ορεινής Αρμενίας τα σπίτια – τα περισσότερα ήταν ταπεινά καλύβια - ήταν χτισμένα κάτω από το έδαφος. Είχαν στενές κατηφορικές εισόδους και εκεί βολεύονταν και προστατεύονταν από το κρύο οι άνθρωποι και τα ζώα τους (γουρούνια, κατσίκες, πρόβατα, κότες, βόδια και άλλα). Εκεί μέσα υπήρχε χόρτο ξερό για τα ζώα. Ακόμα είχαν αποθηκευτεί σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, ξερά φρούτα και μέσα σε μεγάλα αγγεία υπήρχε οίνος κρίθινος 19. Το ποτό αυτό ήταν πολύ δυνατό και το ανακάτευαν με νερό. Ήταν ευχάριστο για εκείνους που το είχαν συνηθίσει. Ήταν καιρός μετά από τόσες και τόσες κακουχίες και βάσανα, οι μισθοφόροι να φάνε καλά, να ζεσταθούν και να ξεκουραστούν. Περσικό ανάγλυφο
Ο Ξενοφών έλεγε στον πρόκριτο του χωριού που τον φιλοξενούσε, να μη φοβάται, γιατί ούτε αυτός ούτε τα παιδιά του θα χάσουν το σπίτι τους και τον διαβεβαίωνε ότι πριν αναχωρήσει το στράτευμα για την πατρίδα, θα γεμίσει και πάλι το σπίτι του με τρόφιμα. Το μόνο που ζήτησε από τον νοικοκύρη ήταν να αναλάβει να τους οδηγήσει ως τα σύνορα της Αρμενίας με την επόμενη χώρα. Ο πρόκριτος ευχαριστήθηκε από τα λόγια του Ξενοφώντα και του έδειξε το μέρος που είχε καταχωνιάσει αμφορείς με κρασί. Εκείνο το βράδυ όλοι οι Έλληνες που είχαν σταθμεύσει στα γύρω χωριά είχαν κατάλυμα, ζεστή φιλοξενία, τροφή και ποτό. Σε όποιο σπίτι κι αν μπήκαν βρήκαν τραπέζι στρωμένο με κάθε λογής τρόφιμα, κρέατα, και Ο Ξενοφών ονομάζει «οίνο κρίθινο» την μπίρα, ποτό άγνωστο τότε στους Έλληνες, αλλά γνωστό και δημοφιλές σε πολλούς αρχαίους λαούς όπως οι Αιγύπτιοι. 19
[96]
άφθονο κρασί και μπίρα. Όλα αυτά υπό την επίβλεψη του προκρίτου του χωριού και των γιών του. Ο Ξενοφών πήγε στο χωριό που φιλοξενούσε τον Χειρίσοφο και συναντήθηκε μαζί του. Βρήκε τους στρατιώτες του να τρώνε και να πίνουν και να τους υπηρετούν νεαροί Αρμένιοι που φορούσαν βαρβαρικές στολές. Οι δυο στρατηγοί ρώτησαν τον πρόκριτο πως λεγόταν η χώρα του και γιατί έτρεφαν τόσα πολλά άλογα. Αυτός απάντησε ότι η χώρα αυτή ήταν η Αρμενία και τα άλογα προοριζόταν να σταλούν στα Μεγάλο Βασιλέα ως φόρος, όπως άλλωστε έκαναν κάθε χρόνο20. {Ξέρουμε ότι, όλοι οι λαοί της Μικράς Ασίας ήταν υποτελείς στον Πέρση βασιλιά. Μοναδική εξαίρεση οι Καρδούχοι, που αν και περιστοιχισμένοι από περσικές επαρχίες, δεν υποτάχθηκαν ποτέ στη μεγάλη αυτή αυτοκρατορία}. Ο Μέγας Βασιλεύς
Είπε τέλος ο πρόκριτος, ότι η επόμενη χώρα που θα εύρισκαν στο δρόμο τους για τον Εύξεινο Πόντο προς τον βορρά, ήταν η χώρα των Χαλύβων. {Στο προηγούμενο κεφάλαιο συναντήσαμε τους Χάλυβες, ένα λαό του Πόντου, φημισμένο για τις ικανότητές του στη σιδηρουργία}. Και καθοδήγησε τους Έλληνες ποιο δρόμο έπρεπε να πάρουν για να φτάσουν εκεί χωρίς άλλα προβλήματα.
Οι οδοιπόροι (Μύριοι) χάνουν το δρόμο τους Ο Πέρσης βασιλιάς ήταν γνωστός ως ο Μέγας Βασιλεύς, γιατί είχε υποτελείς του άλλους βασιλείς. 20
[97]
Μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα ξεκούρασης και καλού ύπνου και φαγητού, η φάλαγγα των Μυρίων ξεκίνησε και πάλι την πορεία της προς το βορρά. O Ξενοφών πρότεινε στο Χειρίσοφο να πάρει ως οδηγό του τον πρόκριτο του χωριού, που ήξερε καλά τους δρόμους που οδηγούσαν στον Εύξεινο Πόντο. Για να σιγουρευτούν ότι δεν θα το σκάσει, κράτησαν τον δωδεκαετή γιο του ως όμηρο και τον παρέδωσαν για φύλαξη στον Επισθένη από την Αμφίπολη. Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα, ο Χειρίσοφος ρώτησε τον οδηγό γιατί δεν τους περνά από χωριά και αυτός απάντησε ότι σ’ εκείνα τα μέρη δεν υπήρχαν χωριά. Η απάντηση αυτή δεν άρεσε στον Χειρίσοφο, που θύμωσε και έδειρε άγρια τον οδηγό. Αυτός δεν είπε τίποτα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία το ‘σκασε, χωρίς καν να ψάξει να βρει τον γιο του. Το γεγονός της κακομεταχείρισης του οδηγού και της εξαφάνισής του στην συνέχεια, ήταν αφορμή σφοδρού διαπληκτισμού μεταξύ του Ξενοφώντα και του Χειρίσοφου. Το παιδί του οδηγού έμεινε με τον Επισθένη. Αυτός όμως το είχε ερωτευτεί και το κράτησε κοντά του, ως σύντροφο και ερωμένο του. {Ο ξυλοδαρμός και η κακομεταχείριση από τον Χειρίσοφο και στη συνέχεια η φυγή του οδηγού-προκρίτου που γνώριζε καλά την περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, θα αποδειχθεί μεγάλο λάθος για τους Έλληνες. Γιατί αυτός σκόπευε να τους οδηγήσει βόρεια, προς τη γειτονική χώρα των Χαλύβων (περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Ερζερούμ της Τουρκίας), ενώ αυτοί τράβηξαν βορειοανατολικά προς τον Καύκασο, που βρίσκονταν οι χώρες των Φασιανών και των Ταόχων}. Οι Μύριοι συνέχισαν να οδοιπορούν για εννιά μέρες και διένυσαν περίπου διακόσια τριάντα χιλιόμετρα, όταν έφτασαν μπροστά σε μια οροσειρά. Εκεί υπήρχε ένα πέρασμα που το φύλαγε μια στρατιωτική δύναμη από Χάλυβες, Ταόχους και Φασιανούς. {Οι Φασιανοί είχαν πάρει αυτό το όνομα από τον ποταμό Φάσις, παραπόταμο του ποταμού Αράξου, που χύνεται στην Κασπία Θάλασσα, στον Καύκασο}. Σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από το πέρασμα, ο Χειρίσοφος σταμάτησε την πορεία των Μυρίων που σχημάτιζε μια [98]
ουρά μήκους πολλών εκατοντάδων μέτρων και ζήτησε να παραταχθούν σε «φάλαγγα κατά κέρας», δηλαδή κατά μέτωπο σε θέση μάχης. Στο συμβούλιο των στρατηγών ο Χειρίσοφος και ο Κλεάνωρ πρότειναν να επιτεθούν αμέσως στον εχθρό, για να μη φανεί ότι δειλιάζουν και αυτή η εντύπωση, θα δώσει θάρρος στο εχθρό και θα συγκεντρώσει και άλλες δυνάμεις. Όμως ο Ξενοφών είχε άλλη άποψη και πρότεινε να πολεμήσουν μεν, αλλά να μειώσουν τις πιθανότητες ήττας και μεγάλων απωλειών σε άνδρες. Γι’ αυτό θα έπρεπε να μείνουν εκεί για να δειπνήσουν και να ξεκουραστούν οι άνδρες. Και την νύχτα θα έφευγε μια ισχυρή μονάδα της οπισθοφυλακής με επικεφαλής τον ίδιο (τον Ξενοφώντα) με στόχο να καταλάβει ένα άλλο μέρος του βουνού, αφύλαχτο από τον εχθρό. Φάλαγγα σε παράταξη μάχης
Από αιχμαλώτους που είχε συλλάβει ο Ξενοφών, είχε μάθει ότι η πλευρά του βουνού που πρότεινε να καταλάβουν ήταν τόπος βοσκής των κοπαδιών του εχθρού και ήταν αφύλακτη. Η κατάληψη του σημείου αυτή θα γνωστοποιηθεί στη στρατιά με φωτιές. Την αυγή δε της επόμενης μέρας ο κύριος όγκος της στρατιάς να επιτεθεί στο εχθρό κατά μέτωπο και η μονάδα του Ξενοφώντα που θα έχει καταλάβει την μια πλευρά του βουνού, να επιτεθεί από τα πλάγια. Ο εχθρός θα [99]
αιφνιδιαστεί και για να μην κυκλωθεί, θα υποχρεωθεί να οπισθοχωρήσει. Έτσι και έγινε. Ακολουθήθηκε η πρόταση του Ξενοφώντα κατά γράμμα. Ο Χειρίσοφος με τους περισσότερους άνδρες παρατάχθηκε σε απόσταση μόλις δυο χιλιομέτρων από τον εχθρό. Τη νύχτα δείπνησαν και λίγο πριν ξημερώσει είδαν τις φωτιές, σημάδι πως η πλευρά του βουνού είχε καταληφθεί. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Χειρίσοφος άρχισε την επίθεση. Οι δυο στρατοί δεν πρόλαβαν να συγκρουστούν, γιατί οι εχθροί, που είχαν δει τη νύχτα τις φωτιές κατάλαβαν ότι κινδύνευαν να υπερφαλαγγιστούν και πανικόβλητοι έφυγαν τρέχοντας πετώντας τις ασπίδες τους. Οι Έλληνες πρόλαβαν και σκότωσαν πολλούς από αυτούς. Μόλις δε διάβηκαν το πέρασμα που οδηγούσε στην πεδιάδα, πρόσφεραν θυσίες στους θεούς και έστησαν τρόπαιο για την νίκη τους αυτή. Μετά προχώρησαν και συνάντησαν χωριά από τα οποία άρπαξαν τρόφιμα και άλλα χρειώδη.
Σκηνές φρίκης – Ομαδική αυτοκτονία των Ταόχων [100]
Μετά την νίκη τους οι Μύριοι συνέχισαν την πορεία προς τον βορρά, και διένυσαν περίπου 180 χιλιόμετρα σε πέντε μέρες, χωρίς να συναντήσουν εμπόδια ή εχθρικές δυνάμεις. Όμως τα τρόφιμα τελείωναν και τα ελάχιστα χωριά στο διάβα τους είχαν εκκενωθεί από τους κατοίκους τους, οι οποίοι είχαν πάρει μαζί τους όλα τα τρόφιμα και τα ζώα. Όλοι οι χωρικοί της περιοχής αυτής των Ταόχων είχαν οχυρωθεί σε ένα φρούριο και μαζί τους είχαν τις γυναίκες, τα παιδιά, τους υπηρέτες και όλα τα ζώα τους. Το φρούριο αυτό βρισκόταν σ’ ένα ύψωμα που περιβαλλόταν από γκρεμούς και ήταν βατό μόνο από μια πλευρά. Ο Χειρίσοφος, που έφτασε πρώτος, άρχισε αμέσως την επίθεση για να καταλάβει το οχυρό. Όμως οι άντρες του δέχθηκαν ένα πυκνό λιθοβολισμό από τους Ταόχους και υποχώρησαν άτακτα. Πολλοί από τους Έλληνες οπλίτες γύρισαν πίσω με σπασμένα πλευρά, κεφάλια, χέρια ή πόδια. Η δεύτερη και η τρίτη επίθεση είχαν την ίδια τύχη. Όταν έφτασε ο Ξενοφών κατάλαβε ότι από τους οχυρωμένους Ταόχους ελάχιστοι έφεραν όπλα. Το μοναδικό όπλο των αμυνομένων ήταν οι πέτρες. Τότε ο Ξενοφών πρότεινε ένα σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, λίγοι Έλληνες θα προχωρούσαν προς τα πάνω και θα καλύπτονταν πίσω από κάποια δέντρα που υπήρχαν εκεί. Η άνοδός τους όμως θα προκαλούσε ένα συνεχή βομβαρδισμό από πέτρες. Αυτό ακριβώς ήθελε ο Ξενοφών, υποθέτοντας ότι κάποτε τα πολεμοφόδια αυτών των Ταόχων (οι πέτρες) θα εξαντλούνταν. Πράγματι, μετά από λίγες ώρες ήταν φανερό ότι οι Τάοχοι δεν είχαν άλλες πέτρες να ρίξουν και οι Έλληνες άρχισαν να σκαρφαλώνουν προς την κορυφή απρόσκοπτα. Όμως όταν έφτασαν εκεί τους περίμενε ένα φρικτό θέαμα: Οι γυναίκες άρχισαν να ρίχνουν τα παιδιά τους στον γκρεμό και αμέσως μετά πηδούσαν στα βράχια και οι ίδιες. Τελευταίοι ρίχτηκαν και οι άντρες. Ο Αινείας από τη Στυμφαλία που έφτασε στο οχυρό από τους πρώτους, είδε έναν άντρα ντυμένο πολυτελώς και όρμησε εναντίον του, αλλά αυτός τον αγκάλιασε και πέσανε και οι δυο στο γκρεμό. Όταν και οι υπόλοιποι έφτασαν πάνω, έμειναν εμβρόντητοι. Αυτό που είχαν δει ήταν στ’ αλήθεια μια συγκλονιστική ομαδική αυτοκτονία, [101]
που δύσκολα μπορούσε να γίνει πιστευτή. {Κανείς δεν ξέρει γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν τόσο πολύ τρομάξει από την άφιξη στο τόπο τους εκείνης της μακριάς φάλαγγας των Ελλήνων μισθοφόρων. Πιθανώς είχαν προηγηθεί φήμες ότι αυτές οι χιλιάδες των οπλισμένων οδοιπόρων που πλησίαζαν, ήταν μια συμμορία από ανθρώπους του σκοινιού και του παλουκιού, που πλιατσικολογούσαν, άρπαζαν και βίαζαν γυναίκες και δολοφονούσαν χωρίς διάκριση άντρες, γέρους και παιδιά. Ασφαλώς και αυτοί οι μισθοφόροι – όπως είναι διαχρονικά όλοι οι μισθοφόροι, ανεξαρτήτως καταγωγής - ήταν ρεμάλια και τυχοδιώκτες και δεν είχαν κανένα δισταγμό να αρπάξουν ό,τι τους γυάλιζε στο μάτι και να σκοτώσουν για ασήμαντη αφορμή. Οι μισθοφόροι προκαλούσαν τρόμο
Αλλά η ως τώρα ιστορία των Μυρίων, όπως τουλάχιστον την αφηγείται ο Ξενοφών, ήταν το οδοιπορικό πολλών χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτικών, που το κύριο μέλημά τους ήταν να περάσουν μέσα από ξένα και εχθρικά εδάφη και να φτάσουν σώοι στις πατρίδες τους. Η ιστορία έχει καταγράψει παρόμοιες ομαδικές αυτοκτονίες απελπισίας. Είναι γνωστός ο «Χορός του Ζαλόγγου» το 1803, όταν κάμποσες Σουλιώτισσες, για να αποφύγουν την σύλληψη των ίδιων και των παιδιών τους από τους στρατιώτες του Αλή Πασά, προτίμησαν να πέσουν αγκαλιά με τα μωρά τους στο βάραθρο του Ζαλόγγου. Επίσης το 60 μ. Χ., εννιακόσιοι εξήντα Εβραίοι Ζηλωτές, άντρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν κλειστεί στο οχυρό [102]
Μασάντα, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν ομαδικώς παρά να πέσουν στα χέρια των Ρωμαίων κατακτητών της Ιουδαίας, που τους πολιορκούσαν.} Παρά το συναισθηματικό κλονισμό που ένιωσαν οι Έλληνες από αυτήν πρωτοφανή πράξη των Ταόχων, η ανάγκη συνέχισης της πορείας τους, τους ανάγκασε να μείνουν ψύχραιμοι και ήρεμοι. Στο οχυρό βρήκαν πολλά ζώα, μοσχάρια, πρόβατα και γαϊδούρια. Ακόμα είχαν μείνει και ελάχιστοι από τους έγκλειστους Ταόχους, που δεν πρόλαβαν ή δείλιασαν να πέσουν στον γκρεμό.
Οι γυναίκες του Σουλίου ρίχνονται με τα παιδιά τους στο γκρεμό
Οι Μύριοι συνεχίζουν την πορεία προς τη θάλασσα [103]
Η στρατιά των Μυρίων έφυγε από το ύψωμα των άμοιρων Ταόχων και συνέχισε την πορεία της ανατολικά, προς στη χώρα των Χαλύβων. Όπως είδαμε, μετά το επεισόδιο του ξυλοδαρμού του Αρμένιου οδηγού από τον Χειρίσοφο, οι Έλληνες πήραν λάθος δρόμο {πορεύτηκαν δηλαδή προς τον Καύκασο, αντί να τραβήξουν βόρεια προς τον Εύξεινο Πόντο, κάνοντας ένα λάθος πεντακοσίων σχεδόν χιλιομέτρων}, πράγμα που τους στοίχισε πολλές ακόμα ημέρες ταλαιπωρίες στα αφιλόξενα και κακοτράχαλα βουνά της Αρμενίας στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Περπατούσαν επί επτά ημέρες και διένυσαν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα σε μια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν λαός πολεμιστών, ίσως ο πιο επικίνδυνος από όσους είχαν ως τώρα συναντήσει οι Μύριοι στο διάβα τους. Οι Χάλυβες φορούσαν θώρακες, περικνημίδες και κράνη παρόμοια με τα περσικά και κρατούσαν στα χέρια τους ένα μακρύ δόρυ και ένα κοντό καμπύλο μαχαίρι, περίπου σαν αυτό των Σπαρτιατών. Με το μαχαίρι αυτό έκοβαν το κεφάλι των νεκρών εχθρών τους και το έδειχναν επιδεικτικά και σκωπτικά στους αντιπάλους τους απέναντι. Αυτή η πράξη προκαλούσε φρίκη και τρόμο στα αντίπαλο στρατόπεδο. Οι Έλληνες είχαν αρπάξει πολλές προμήθειες σε ζώα και τρόφιμα από τους Ταόχους και έτσι δεν χρειάστηκε να χαλαρώσουν την παράταξη της πορείας τους, για να αναζητήσουν άλλα εφόδια από τα χωριά των Χαλύβων. Και έπρεπε να βαδίζουν πειθαρχημένα, γιατί οι Χάλυβες κρύβονταν στα χωριά τους και μόλις τους προσπερνούσαν οι Έλληνες, ορμούσαν και τους χτυπούσαν από πίσω. Με βήμα ταχύ και παρά τις αντιξοότητες αυτές, οι Μύριοι πέρασαν από τη χώρα των Χαλύβων και έφτασαν στον ποταμό Άρπασο {Δεν γνωρίζουμε για ποιον ποταμό μιλά ο Ξενοφών. Πιθανώς πρόκειται για τον ποταμό Καρά Σου, όπως αποκαλούν σήμερα οι Τούρκοι το βόρειο τμήμα του Ευφράτη}, που ήταν το σύνορο της χώρας των Σκυθηνών {Οι Σκυθηνοί ήταν φιλειρηνικός λαός της δυτικής Αρμενίας}. Εκεί, μετά από αρκετές μέρες, οι Έλληνες αισθάνθηκαν αρκετά ασφαλείς γιατί για πρώτη φορά δεν χρειάστηκε να [104]
συγκρουστούν με τους ντόπιους. Βάδισαν παγωμένοι, εξαντλημένοι, χωρίς σχεδόν τρόφιμα και με τεντωμένα τα νεύρα τους από τη συνεχή επαγρύπνηση και πολεμική ετοιμότητα, που βρίσκονταν καθώς περνούσαν από επικίνδυνα μέρη και ιδίως από τη χώρα των Χαλύβων. Συνέχισαν την πορεία τους επί τέσσερις μέρες και σε εκατόν είκοσι χιλιόμετρα από τον ποταμό έφτασαν σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη, τη Γυμνιάδα {σήμερα η πόλη αυτή της βορειοδυτικής Τουρκίας ονομάζεται Μπαϊμπούρτ (Bayburt) και βρίσκεται στους πρόποδες της μεγάλης οροσειράς Ντογού Καραντενίζ}, από όπου μπόρεσαν επιτέλους να προμηθευτούν τρόφιμα και άλλα χρειώδη. Η αρχαία Γυμνιάδα είναι το σημερινό Μπαϊμπούρτ της Τουρκίας
Ο άρχοντας της Γυμνιάδας δέχθηκε φιλόξενα τους Έλληνες και τους πρότεινε να τους παραχωρήσει ένα οδηγό που ήξερε καλά αυτά τα μέρη. Ο ίδιος ο οδηγός τους διαβεβαίωσε ότι θα τους οδηγήσει σε ένα βουνό από την κορυφή του οποίου θα είχαν την δυνατότητα να δουν – επί τέλους – την θάλασσα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι αν δεν τηρήσει την υπόσχεσή του, οι Έλληνες θα είχαν το δικαίωμα να τον σκοτώσουν. Και μόνο η ιδέα ότι πλησίαζαν στον πρώτο τους στόχο, την θάλασσα (ο κύριος στόχος ήταν πάντα η ασφαλής επιστροφή στην [105]
πατρίδα), ήταν αρκετή για να δεχθούν οι Μύριοι ασμένως την προσφορά του άρχοντα. Μετά από αρκετή πεζοπορία, η στρατιά πέρασε τα σύνορα και έφτασε σε μια εχθρική προς τους Σκυθηνούς χώρα. Ο οδηγός ζήτησε {όπως προφανώς είχε οδηγίες από τον άρχοντά του} από τους Έλληνες να επιτεθούν και να καταστρέψουν αυτή τη χώρα. Ήταν φανερό ότι η προσφορά του άρχοντα της Γυμνιάδας και η προθυμία του οδηγού, δεν οφειλόταν στην αγάπη τους για τους Έλληνες, αλλά, υστερόβουλα θέλησαν να τους εκμεταλλευτούν για να χτυπήσουν τους γείτονές τους, με τους οποίους τους χώριζε έχθρα. Οι Μύριοι με μπροστά τον οδηγό, οδοιπόρησαν επί πέντε μέρες. Στη διαδρομή έκαψαν και λεηλάτησαν αρκετά χωριά του λαού που τον χώριζε έχθρα με τους Σκυθηνούς {Πιθανώς ο λαός της εχθρικής προς τους Σκυθηνούς χώρας, ήταν οι Μάκρωνες ή συγγενικός τους λαός. Οι Μάκρωνες δεν υποτάχθηκαν στους Πέρσες, αντίθετα με τους Σκυθηνούς, που ανήκαν στην περσική σατραπεία της Δυτικής Αρμενίας}. Την πέμπτη μέρα η πορεία έφτασε σε ένα βουνό που ονομαζόταν Θήχης. {Το όνομα αυτό του βουνού δεν αναφέρεται πουθενά σε κανένα άλλο αρχαίο κείμενο. Προφανώς έτσι το ονόμαζαν οι Σκυθηνοί. Κάποιοι μελετητές τοποθετούν το σημείο στο οποίο αναφέρεται ο Ξενοφώντας, σε ένα ύψωμα που απέχει πενήντα περίπου χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα και βρίσκεται σε υψόμετρο 2.300 μέτρων}. Μόλις οι πρώτοι οπλίτες της εμπροσθοφυλακής έφτασαν στην κορυφή του βουνού άρχισαν να βγάζουν κραυγές χαράς. Αυτοί που βρίσκονταν πίσω και ιδίως αυτοί της οπισθοφυλακής, ακούγοντας τις φωνές, νόμισαν που τους είχαν επιτεθεί, οργισμένοι χωρικοί που οι Έλληνες τους είχαν κάψει τα σπίτια και τους είχαν αρπάξει τα τρόφιμα και τα ζώα τους. Οι οπισθοφύλακες είχαν συλλάβει και αρκετούς από αυτούς.
[106]
Θάλαττα-Θάλαττα! Ο Ξενοφών απορημένος ανέβηκε στο άλογό του και έτρεξε στην κεφαλή της πορείας να δει τί συμβαίνει και γιατί φώναζαν οι πρώτοι και να τους συνδράμει αν είχαν δεχθεί επίθεση. Τότε μόνο άκουσε καθαρά τί κραύγαζαν οι στρατιώτες μόλις έφταναν στην κορφή: ΘάλατταΘάλαττα! Η λέξη αυτή διαπέρασε όλο το στράτευμα με μεγάλη ταχύτητα και οι πάντες, ακόμα και οι άντρες της οπισθοφυλακής, και τα υποζύγια, έτρεξαν να θαυμάσουν τη θέα της θάλασσας. Θάλαττα-Θάλαττα!
{Είδαμε παραπάνω ότι οι Έλληνες, ήταν λαός κατεξοχήν θαλασσινός. Η ζωή τους ήταν δεμένη με τη θάλασσα και τα ταξίδια. Έτσι η κραυγή τους αυτή στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν συνώνυμη με την λέξη νόστος. Ήταν όμοια με την κραυγή «στεριά!» που φωνάζουν οι ναύτες όταν δουν ξηρά, μετά από σκληρή δοκιμασία με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο Γάλλος λόγιος Ιππόλυτος Ταιν είπε κάποτε: ‘Οι Έλληνες και οι Άγγλοι, μόλις δουν θάλασσα, νομίσουν πως έφτασαν κιόλας στο σπίτι τους’. Σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη Thalassa, είναι συνώνυμη της επιστροφής στην πατρίδα}. Και μόλις έφταναν στην κορυφή, αγκαλιάζονταν χαρούμενοι αλλά και [107]
δακρυσμένοι, ανάκατοι, οπλίτες με στρατηγούς, στρατιώτες με λοχαγούς, ακόμα και με υπηρέτες και με τις πόρνες της στρατιάς. Τους ήταν δύσκολο να πιστέψουν πως τα είχαν καταφέρει παρά τις τόσες αντιξοότητες που συνάντησαν στην επίπονη πορεία τους και μπροστά τους τώρα λαμπύριζαν γαλαζωπά τα νερά του Ευξείνου Πόντου. Τότε, κάποιος το πρότεινε και όλοι μαζί έφτιαξαν ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Πάνω σ’ αυτόν το λιθοσωρό, τοποθέτησαν διάφορες προσφορές, όπως δέρματα ζώων, ραβδιά που χρησίμεψαν ως οδοιπορικά μπαστούνια και κάποιες ασπίδες που είχαν αποσπάσει ως λάφυρα από τις πολλές συγκρούσεις που είχαν στην πολύμηνη πορεία τους. Έτσι οι Μύριοι γιόρτασαν την αίσια άφιξή τους στον πρώτο τους σταθμό προς την πατρίδα. Λιθοσωρός
{Μόλις πριν από λίγα χρόνια, ένας Βρετανός ιστορικός και ερευνητής, o T. Mitford, ισχυρίστηκε ότι εντόπισε το σημείο απ’ όπου οι Έλληνες αντίκρισαν τη θάλασσα. Η θέση αυτή βρίσκεται σε απόσταση τριάντα μιλίων από την Τραπεζούντα και είναι ένα μικρό πλάτωμα σε ένα σημείο του βουνού Deveboynu, απ’ όπου περνούσαν, μέχρι σχετικά πρόσφατα, καραβάνια που μετέφεραν προϊόντα μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ. Εκεί ο Τ. Mitford, εντόπισε την κυκλική βάση ενός τεράστιου σωρού από πέτρες διαμέτρου 12-13 μέτρων}. Ο οδηγός, του οποίου η αποστολή είχε εκτελεστεί, έδειξε στους Έλληνες το δρόμο που οδηγούσε σε ένα χωριό της χώρας των Μακρώνων, όπου μπορούσαν να κατασκηνώσουν και να διανυκτερεύσουν. Αντί για αμοιβή για τις υπηρεσίες του, ζήτησε να [108]
του χαρίσουν δαχτυλίδια21. Και ήταν αρκετοί αυτοί που πρόθυμα του έδωσαν το δαχτυλίδι τους. Και επιπλέον όλοι μαζί του χάρισαν ένα άλογο, μια ασημένια κούπα, μια περσική φορεσιά και δέκα χρυσούς δαρεικούς. Ο οδηγός τα δέχτηκε όλα αυτά, τους ευχαρίστησε και έφυγε το σούρουπο. Από το σημείο που τους άφησε ο (Σκυθηνός) οδηγός, οι Έλληνες μισθοφόροι πορεύτηκαν τρεις μέρες και διένυσαν εφτά παρασάγγες, δηλαδή 42 χιλιόμετρα περίπου, για να φτάσουν στο ποτάμι, που χώριζε την χώρα των Σκυθηνών από τη χώρα των Μακρώνων. Εκεί που βρέθηκαν είχαν στα δεξιά τους δύσβατο ορεινό όγκο και αριστερά τους το ποτάμι, με κατάφυτες τις όχθες του.
Τα ελληνικά δαχτυλίδια ήταν διάσημα και εντυπωσιακά. Στην πέτρα ήταν χαραγμένη καλλιτεχνικά η σφραγίδα του ιδιοκτήτη του. 21
[109]
Πορεία προς τη χώρα των Κόλχων Στην απέναντι πλευρά του ποταμού είχαν παραταχθεί οι Μάκρωνες. Φορούσαν κάπες από προβιά, κρατούσαν δόρατα και ασπίδες και έριχναν πέτρες προς την πλευρά των Ελλήνων, χωρίς όμως να τους φτάνουν. Η κατάσταση φαινόταν ακόμα μια φορά δύσκολη και επικίνδυνη. Τότε παρουσιάστηκε στον Ξενοφώντα ένας οπλίτης, που του είπε ότι ήξερε καλά τη γλώσσα των Μακρώνων, ίσως ο ίδιος ή οι γονείς του να είχαν γεννηθεί εκεί. Ρώτησε λοιπόν τον στρατηγό του τί ακριβώς να τους πει. Ο Ξενοφών του είπε να τους ρωτήσει γιατί παρατάχθηκαν εχθρικά απέναντι στους Έλληνες. Ο οπλίτης πράγματι τους ρώτησε και αυτοί απάντησαν ότι είχαν υποχρέωση να υπερασπίσουν τη χώρα τους από σκληροτράχηλους μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, που εισέρχονταν απρόσκλητοι στο έδαφός της, οπλισμένοι σαν να ήταν εχθροί. Τότε ο Έλληνας οπλίτης τους είπε (όπως είχε οδηγίες από τον Ξενοφώντα) ότι οι Μύριοι είχαν πολεμήσει τον Μεγάλο Βασιλέα και τώρα το μόνο που ζητούσαν, ήταν να τους αφήσουν να περάσουν ειρηνικά από τη χώρα τους για να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη θάλασσα. Οι Μάκρωνες απάντησαν ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να τους αφήσουν να περάσουν από τη χώρα τους, αλλά ζητούσαν κάποιες εγγυήσεις ότι δεν θα αρπάξουν περιουσίες, ούτε θα κάνουν ζημιές από τα χωριά της διαδρομής τους. Οι Έλληνες φυσικά δέχθηκαν ευχαρίστως αυτά που ζητούσαν οι απέναντι. Τότε οι εκπρόσωποι των δυο στρατών αντάλλαξαν λόγχες, οι Μάκρωνες έδωσαν στους Έλληνες μια δική τους και πήραν αντίστοιχα μια ελληνική. Η ανταλλαγή λογχών ήταν (εθιμικά) επίσημη συμφωνία ειρήνης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Και τα δυο μέρη επικαλέστηκαν τους θεούς ως μάρτυρες της συμφωνίας τους. Η συμφωνία των Ελλήνων με τους Μάκρωνες τηρήθηκε σχολαστικά και από τα δυο μέρη. Οι Μάκρωνες βοήθησαν τους Μύριους να περάσουν το ποτάμι και τους έδωσαν αρκετά τρόφιμα (μάλλον τους τα πούλησαν) για να περάσουν χωρίς προβλήματα τη χώρα τους. Ακόμα ο στρατός των Μακρώνων συνόδευσε τους Έλληνες τις τρεις ημέρες που χρειάστηκαν για να διασχίσουν τη χώρα τους και να φτάσουν στα [110]
όρια της χώρας των Κόλχων. Μπροστά στην στρατιά των Μυρίων ήταν ένα μεγάλο βουνό. Εκεί βρισκόταν έτοιμος για μάχη ο στρατός των Κόλχων. Οι Έλληνες σκέφτηκαν πώς θα έπρεπε να αναπτυχθούν σε πυκνή φάλαγγα για να επιτεθούν μόλις αυτό θα είναι αναγκαίο. Όμως ο Ξενοφών είχε άλλη άποψη. Η ανάπτυξη σε πλατιά φάλαγγα ήταν επικίνδυνη για την αντιμετώπιση ενός εχθρού, που βρισκόταν παραταγμένος σε έδαφος ορεινό, ανώμαλο, βραχώδες και με λίγα και άγνωστα σημεία διάβασης. Θα του ήταν εύκολο να την διασπάσει σε ένα ή περισσότερα σημεία, οπότε όλο το στράτευμα των μισθοφόρων θα υποχωρούσε άτακτα. Πρότεινε λοιπόν να επιτεθούν σε «όρθιους λόχους», δηλαδή αντί ένας λόχος να παραταχθεί σε μια σειρά 96 ανδρών, θα ήταν προτιμότερο να φτιάξουν μια κολόνα 16 σειρών με έξη άνδρες η κάθε σειρά. Πελταστές και σφενδονιστές
Έτσι ο κάθε λόχος θα επιχειρούσε να βρει τη δική του διάβαση. Η άποψη του Ξενοφώντα έγινε αποδεκτή από τους άλλους στρατηγούς και ευθύς οι άνδρες σχημάτισαν τους όρθιους λόχους. Αμέσως μετά ο Ξενοφών είπε δυο λόγια στους παραταγμένους άνδρες: «Στρατιώτες, αυτοί που βλέπετε απέναντί σας είναι πλέον το τελευταίο εμπόδιο, που πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ορμάτε λοιπόν καταπάνω τους και φάτε τους!» Γρήγορα το στράτευμα παράταξε 80 λόχους των εκατό ανδρών ο καθένας. Οι πελταστές και οι τοξότες σχημάτισαν τρεις μονάδες που πήραν θέση στα αριστερά, στο κέντρο και στα δεξιά της παράταξης. Οι στρατηγοί επιθεώρησαν τους λόχους και όλοι προσευχήθηκαν στους [111]
θεούς και έψαλαν τον καθιερωμένο παιάνα. Ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος τέθηκαν επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού κέρατος, με στόχο να υπερφαλαγγίσουν και να κυκλώσουν τον εχθρό. Οι Κόλχοι για να προλάβουν την κύκλωση όρμησαν στα δυο αυτά άκρα, με αποτέλεσμα να αδυνατήσει το κέντρο τους. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι πελταστές και οι οπλίτες του κέντρου, που όρμησαν με φοβερές κραυγές και κατέλαβαν εύκολα την κορυφή του βουνού. Αυτό ήταν! Η μάχη τελείωσε πριν καν αρχίσει, γιατί οι Κόλχοι κατάλαβαν πως οι Έλληνες τους χτυπούσαν από τρεις πλευρές και το έβαλαν στα πόδια για να μη σκοτωθούν ή συλληφθούν. Οι Μύριοι βλέπουν την Τραπεζούντα
Μετά από αυτή την αναίμακτη μάχη, οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στα γύρω χωριά, όπου βρήκαν άφθονα τρόφιμα. Κάμποσοι από αυτούς έφαγαν μέλι, αλλά φαίνεται πως αυτό προερχόταν από δηλητηριώδη φυτά που αφθονούν στην περιοχή, γιατί κάποιοι έκαναν εμετό, άλλοι λιποθυμούσαν και άλλοι αισθάνονταν ζαλάδα ή πάθαιναν διάρροια. Όμως αυτά τα συμπτώματα πέρασαν την επομένη και ο μισθοφορικός στρατός ξεκίνησε και πάλι την πορεία του.
[112]
Στην Τραπεζούντα του Πόντου Ο δρόμος για τη θάλασσα του Εύξεινου Πόντου ήταν πλέον ανοιχτός για τους οδοιπόρους. Έτσι, τον Μάιο του 400 π. Χ., μετά από ακόμα 42 χιλιόμετρα (εφτά παρασάγγες) και δυο ημερών πορεία, έφτασαν στην ελληνική παραθαλάσσια πόλη Τραπεζούντα {σημερινή Trabzon της Τουρκίας}, αποικία των κατοίκων της Σινώπης. Η πόλη αυτή βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του Πόντου, κοντά στη αρχαία Κολχίδα. {Η Κολχίδα βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι η Δημοκρατία της Γεωργίας του Καυκάσου. Ο Ξενοφών μάλλον αγνοούσε πού βρισκόταν η Κολχίδα (γνωστή και από το μύθο του Ιάσονα και του Χρυσόμαλλου Δέρατος) και αναφέρει συνεχώς ότι οι Έλληνες είχαν φτάσει στη χώρα αυτή. Οι Κόλχοι, που συνάντησαν οι Έλληνες, ήταν πιθανώς μια φυλή της Κολχίδας, που είχε μεταναστεύσει στον ανατολικό Πόντο}. Στην Τραπεζούντα και στα γύρω χωριά της κατασκήνωσαν οι Μύριοι επί τριάντα μέρες. Αλλά από συνήθεια (έξη, δεύτερη φύση) δεν αρκέστηκαν στη φιλοξενία των Τραπεζουντίων, αλλά εφορμούσαν στους απομακρυσμένους οικισμούς της περιοχής, που δεν είχαν επαφή με τους Έλληνες αποίκους και τους πλιατσικολογούσαν αναίσχυντα. {Οι φιλήσυχοι κάτοικοι της Τραπεζούντας πρέπει να τρόμαξαν πολύ, όταν έφτασε ξαφνικά στην πόλη τους μια συμμορία χιλιάδων αντρών, με όψη άγρια από τις κακουχίες και την πολύμηνη πεζοπορία, ρακένδυτων, αλλά και βαριά οπλισμένων. Δεν είχαν άλλο τρόπο αντιμετώπισής τους από το να τους δεχθούν φιλικά και να τους προσφέρουν τρόφιμα και ό,τι άλλο είχανε ανάγκη}. Οι Τραπεζούντιοι έφεραν στο ελληνικό στρατόπεδο πολλά δώρα και τρόφιμα, κρέας, αλεύρι και άφθονο κρασί. Ακόμα και οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών, οι Κόλχοι έστειλαν στους μισθοφόρους, ως ένδειξη φιλίας, πολλά μοσχάρια. {Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο αυτό του Ξενοφώντα αναφέρονται πολλοί λαοί: Έλληνες, Πέρσες, Λυδοί, [113]
Κιλίκιοι, Πισιδοί, Σουμέριοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Μήδοι, Μάρδοι, Χαλδαίοι, Καρδούχοι, Αρμένιοι, Φασιανοί, Χάλυβες, Τάοχοι, Σκυθηνοί, Μάκρωνες, Κόλχοι}. Από όλους αυτούς διασώθηκαν ιστορικά ως λαοί ή ως κρατικές οντότητες, μόνο οι Έλληνες, οι Πέρσες (Ιρανοί), οι Αρμένιοι και οι Καρδούχοι (Κούρδοι). Οι τελευταίοι, αν και πολυπληθής λαός, βρίσκονται ως μειονότητες σε τέσσερα σύγχρονα κράτη: Την Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και την Συρία. Αναφέρεται επίσης μειονότητα (μάλλον θρησκευτική) Χαλδαίων
στην Συρία}. Χαλδαίοι πολεμιστές
Τώρα οι ηγέτες των Μυρίων αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να εκπληρώσουν ένα τάμα. Να θυσιάσουν στους θεούς για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους γιατί τους βοήθησαν να περάσουν όλη αυτή την πολύμηνη δοκιμασία του εγχειρήματος, να διασχίσουν τη Μικρά Ασία, να αντιμετωπίσουν με επιτυχία πολλούς εχθρούς, το κρύο, την πείνα και τις ασθένειες και να φτάσουν σώοι {αν και όχι όλοι, γιατί υπολογίζεται ότι από το ξεκίνημα της εκστρατείας του Κύρου, τη μάχη στα Κούναξα και την πορεία τους ως τη θάλασσα, χάθηκαν πολλοί στις μάχες, από το κρύο, την πείνα και τις ασθένειες} στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Άλλωστε είχαν στη διάθεσή τους αρκετά [114]
μοσχάρια από τα δώρα των Τραπεζουντίων και των Κόλχων. Θυσίασαν λοιπόν αρκετά ζώα ως προσφορά στο Δία Σωτήρα, τον Ηρακλή και τους άλλους θεούς. Στη συνέχεια οι Έλληνες αποφάσισαν να οργανώσουν γυμνικούς (αθλητικούς) αγώνες στο σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει και όρισαν ως επιμελητή και οργανωτή των αγώνων αυτών τον Δρακόντιο από τη Σπάρτη. Για βραβεία των νικητών παράδωσαν στον Δρακόντιο τα τομάρια των ζώων που θυσίασαν. Ο Δρακόντιος επέλεξε ένα λόφο τον οποίο θεώρησε ως κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί ως ο στίβος της διεξαγωγής των αγώνων. Και όταν ρωτήθηκε πώς μπορούν οι αθλητές να αγωνιστούν σε ένα ανώμαλο και γεμάτο θάμνους έδαφος, αυτός είπε: «Τόσο το καλύτερο! Αυτός που θα υποφέρει περισσότερο θα είναι ο ηττημένος και εκείνος που θα αντέξει πιο πολύ, θα είναι ο νικητής». Έγινε πρώτα αγώνας δρόμου ενός σταδίου22 στον οποίο συμμετείχαν και παιδιά αιχμαλώτων. Ακολούθησε το αγώνισμα του δολίχου δρόμου23 στον οποίο αγωνίστηκαν περισσότεροι από εξήντα Κρήτες. Άλλοι έλαβαν μέρος στα αγωνίσματα της πάλης, της πυγμαχίας και του παγκρατίου και έτσι οι αγώνες παρουσίασαν ποικιλία και ενδιαφέρον. Έγιναν ακόμα και ιπποδρομίες. Με αφετηρία τον τόπο της θυσίας, τα άλογα έπρεπε να τρέξουν ως την ακτή και να γυρίσουν πίσω. Όλη αυτή η παράσταση ήταν διασκεδαστική για τους θεατές αλλά και για τους διαγωνιζόμενους και ακούγονταν παντού ξεφωνητά και γέλια. {Τα γέλια αυτά ήταν ανακουφιστικά. Οι Έλληνες μισθοφόροι δεν είχαν την ευκαιρία να γελάσουν από τη στιγμή που στρατολογήθηκαν στις Σάρδεις από τον Κύρο, τον Μάρτιο του 401. Και από Σάρδεις οδοιπόρησαν – με όλες τις δυσκολίες που περιγράψαμε – προς τα Κούναξα και από εκεί στην Τραπεζούντα επί 1.155 παρασάγγες δηλαδή περισσότερα από 6.500 χιλιόμετρα. Συνεπώς υπήρχαν τώρα πολλοί λόγοι για να γελάνε}. Ο δρόμος σταδίου ήταν από τα βασικά αγωνίσματα των ολυμπιακών αγώνων, ήταν δε το μοναδικό άθλημα από τα έτη 776 ως 724. Ο δρόμος ήταν ίσος προς ένα στάδιο δηλαδή περίπου 180 μέτρα. 23 Ο δόλιχος (ή μακρύς δρόμος) ήταν αγώνας δρόμου που κάλυπτε απόσταση ίση με 24 φορές το μήκος του σταδίου, δηλαδή περίπου ο σημερινός αγώνας των 5.000 μέτρων. 22
[115]
Η επιστροφή των Μυρίων Εγκλωβισμένοι στην Τραπεζούντα {Ο πρώτος και ίσως πιο σημαντικός σκοπός του οδοιπορικού των Μυρίων που περιγράψαμε, ήταν η άφιξη σε μια παραθαλάσσια πόλη του Ευξείνου Πόντου. Για να επιτευχθεί αυτό, οι Έλληνες μισθοφόροι πέρασαν στην κυριολεξία δια πυρός και σιδήρου. Περπάτησαν κάτω από αφόρητη ζέστη, αλλά και στο χιόνι, την παγωνιά και διέσχισαν πανύψηλα και αφιλόξενα βουνά. Διένυσαν πάνω από 3.500 χιλιόμετρα, τις πιο πολλές μέρες νηστικοί, άρρωστοι και εξαντλημένοι. Δόλιχος δρόμος
Χρειάστηκε να πολεμήσουν με Πέρσες, Μάρδους, Χαλδαίους, Καρδούχους, Αρμένιους, Φασιανούς, Χάλυβες, Ταόχους, Μάκρωνες, Κόλχους και άλλους λαούς για να περάσουν από ξένα εδάφη. Αιχμαλώτισαν εχθρούς, άρπαξαν παιδιά, βίασαν εκατοντάδες γυναίκες και πλιατσικολόγησαν και έκαψαν δεκάδες χωριά που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα τους}. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες στην Τραπεζούντα, οι Μύριοι ξεκουράστηκαν για τα καλά, έφαγαν και συνήλθαν από τις ταλαιπωρίες της πολύμηνης οδοιπορίας τους. Τώρα ήρθε η ώρα να αποφασιστεί τί πρόκειται να πράξουν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την [116]
πατρίδα. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν οι επιτελείς, αλλά και αντιπρόσωποι των οπλιτών για συζητήσουν προτάσεις για τον τρόπο επιστροφής τους. Μια σκέψη ήταν να προχωρήσουν οδικώς, μιας και στο δρόμο τους υπήρχαν όχι λίγες ελληνικές αποικίες, όλες στα παράλια του Πόντου. Όμως, υπήρχαν και μεγάλες εκτάσεις των ακτών, στις οποίες ζούσαν αυτόχθονες φυλές και φυσικά υπήρχαν πολλές πιθανότητες να τους αντιμετωπίσουν εχθρικά. Οι περισσότεροι όμως, οπλίτες και αξιωματικοί, προτιμούσαν να αποφύγουν τους κινδύνους του ταξιδιού στην ξηρά και ήθελαν να βρεθεί πλοίο που να τους μεταφέρει σε περιοχή που ζούσαν Έλληνες, όπως την Προποντίδα, το Βυζάντιο ή κάποια πόλη της Θράκης. Ένας μάλιστα οπλίτης είπε χαρακτηριστικά: «Δεν αντέχω πλέον να ετοιμάζω καθημερινά τα υπάρχοντά μου, να βαδίζω ατέλειωτα χιλιόμετρα κουβαλώντας τα όπλα μου, να πορεύομαι με στρατιωτική τάξη, να φυλάω σκοπιά και να μάχομαι κάθε λίγο και λιγάκι. Επιθυμώ να βρεθώ σε ένα πλοίο, να ηρεμήσω και ξαπλωμένος να φτάσω στην Ελλάδα, όπως λέγεται ότι έκανε και ο Οδυσσέας». Οι παριστάμενοι στρατιώτες επιδοκίμασαν φωναχτά τα λόγια του συναδέλφου τους και πολλοί πρότειναν τα ίδια περίπου. Όλες οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν τώρα στην εξεύρεση πλωτού μέσου που θα τους μεταφέρει με ασφάλεια έξω από τον Εύξεινο Πόντο. Ο Χειρίσοφος γνώριζε καλά τον στρατηγό Αναξίβιο, ο οποίος ήταν διοικητής του σπαρτιατικού στόλου, που ήλεγχε το Βυζάντιο και τα στενά των Δαρδανελίων εκείνη την εποχή. Πρότεινε λοιπόν να πάει εκεί, να τον βρει και να του ζητήσει να του παραχωρήσει μερικά πλοία, που θα αναλάμβαναν την επιστροφή των Ελλήνων μισθοφόρων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όλοι συμφώνησαν στην πρόταση αυτή και ευχήθηκαν στον Χειρίσοφο να πάει και να επιστρέψει γρήγορα και με καλές ειδήσεις. Αυτός ξεκίνησε αμέσως για το Βυζάντιο που ήταν η περιφερειακή ναυτική βάση των Λακεδαιμονίων. Δεν είχε εύκολο ρόλο, γιατί έπρεπε να πείσει τους Σπαρτιάτες, πως όλες αυτές οι χιλιάδες των τυχοδιωκτών που αποτελούσαν την στρατιά των Μυρίων, δεν θα ήταν κίνδυνος για την σταθερότητα της Θράκης και των Στενών. Κι εδώ που τα λέμε, [117]
κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι Μύριοι, από τη στιγμή που θα βρίσκονταν σε ασφαλές έδαφος, θα σκορπίζονταν για να πάει ο καθένας στα σπίτια του ή θα δέχονταν να συνεχίσουν τη μισθοφορική τους καριέρα υπηρετώντας αυτή τη φορά κάποιον εχθρικό στρατό. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν - και είχαν θεσπίσει – στην αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία. Ούτε ο Αναξίβιος, ούτε ο Κλέανδρος - ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής του Βυζαντίου - ήθελαν να δουν ένα πολυπληθές μπουλούκι ανυπότακτων και σκληροτράχηλων αντιρρησιών στην περιοχή, που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Στην Τραπεζούντα ο Ξενοφών, που δεν ήταν καθόλου βέβαιος για την επιτυχία της προσπάθειας του Χειρίσοφου, πρότεινε στους Έλληνες να επιχειρήσουν επιδρομές στα χωριά της ενδοχώρας για να εξασφαλίσουν με πλιάτσικο τα αναγκαία τρόφιμα, αφού πλέον δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν από τους εμπόρους. Άλλωστε η πολυήμερη παραμονή τόσων χιλιάδων ενόπλων στην πόλη, προκαλούσε την αγανάκτηση, το φόβο και την αντιπάθεια των ντόπιων. Ο Ξενοφών
Αν φυσικά, συνέχισε τις προτάσεις του ο Ξενοφών, έρθει ο Χειρίσοφος με αρκετά πλοία, έχει καλώς. Αν όμως αποτύχει στην αποστολή του, τότε εμείς πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Προτείνω λοιπόν να επιτάξουμε από τους Τραπεζουντίους ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο, το οποίο θα μας χρησιμεύσει να επιχειρούμε πειρατικές επιδρομές σε διερχόμενα σκάφη. Και έτσι να αποκτήσουμε όσα πλοία μας χρειάζονται για το ταξίδι και ακόμα θα έχουμε και όσα σιτηρά και άλλα τρόφιμα μεταφέρουν αυτά τα πλοία. Όλοι συμφώνησαν, αλλά τα σχέδια του Ξενοφώντα ναυάγησαν και [118]
να πώς. Επιτάχθηκε ένα πενηντάκωπο πλοίο της Τραπεζούντας και ορίστηκε επικεφαλής του ο Δέξιππος από τη Λακωνία. Αυτός όμως, μόλις απέκτησε τον έλεγχο του πλοίου, δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτά που είχαν αποφασισθεί, σαλπάρισε πέραν του Ευξείνου Πόντου, θέλοντας να σώσει το τομάρι του αδιαφορώντας για τους χιλιάδες συντρόφους του που είχαν μείνει σε ξένη γη. Όμως, τιμωρήθηκε από τους θεούς γι’ αυτή του την ανόσια πράξη. Κατέφυγε στον άρχοντα της Θράκης, αλλά μετά από λίγο δολοφονήθηκε από ένα συμπατριώτη του. Οι Έλληνες πήραν από τους Τραπεζουντίους ακόμα ένα πλοίο, μικρότερο αυτή τη φορά. Πλοίαρχος ορίστηκε ο Πολυκράτης από την Αθήνα. Αυτός πραγματοποίησε την πρόταση του Ξενοφώντα, που είχε ήδη εγκριθεί από τους Μυρίους. Περιέπλεε τις ακτές του Ευξείνου Πόντου και όσα πλοία απαντούσε στο διάβα του, τα άρπαζε. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν τα πλοία αυτά, τα ξεφόρτωναν στην ξηρά και τα αποθήκευαν για τις ανάγκες του στρατού. Με τα αρπαγμένα πλοία έκαναν επιδρομές στα παράλια και λεηλατούσαν τα χωριά. Όσο περνούσε ο καιρός, η θέση των Ελλήνων στην Τραπεζούντα γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Έπρεπε να εξορμούν όλο και πιο μακριά για να μπορούν να εξασφαλίζουν τις προμήθειές τους από χωριά που τα κατοικούσαν εχθρικές φυλές. Σε μια επιδρομή οι μάχες που δώσανε ήταν τόσο σκληρές, που η μεγάλη ήττα του στρατεύματος φάνηκε πολύ κοντά. Μετά από αυτό, ο Ξενοφών συνειδητοποίησε ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να απεγκλωβιστούν και να προχωρήσουν και πέραν της Τραπεζούντας. Ο Χειρίσοφος δεν φαινόταν πουθενά και οι πιθανότητες να γυρίσει με ικανό αριθμό πλοίων ήταν μηδενικές. Τα δε πλοία που είχαν αποκτήσει από τις πειρατείες ήταν λίγα και μικρά και δεν ήταν αρκετά, για να μεταφέρουν τόσες χιλιάδες στρατιώτες. Έτσι, φόρτωσαν στα διαθέσιμα πλοία όλους τους άρρωστους, τα παιδιά τις γυναίκες, τους άνδρες που ήταν πάνω από σαράντα χρονών, και όσα πράγματα και σκεύη δεν ήταν απαραίτητα. Μπαρκάρισαν επίσης ως επικεφαλής και οι δυο πιο ηλικιωμένοι στρατηγοί, ο Σοφαίνετος και ο Φιλήσιος, οι οποίοι θα είχαν και την ευθύνη για την ασφαλή πορεία των πλοίων. Όλοι οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον Ξενοφώντα, θα έφευγαν αμέσως οδοιπορώντας προς τα [119]
δυτικά.
Οι μισθοφόροι επιβεβαιώνουν την κακή τους φήμη Άρχισε πάλι η στρατιά των Μυρίων την πορεία προς τη Δύση. Μετά από τρεις μέρες έφτασαν στην παραλιακή πόλη Κερασούντα 24 (σημερινή τουρκική πόλη Giresun). Ήταν κι αυτή – όπως και η Τραπεζούντα – ελληνική αποικία των κατοίκων της Σινώπης, μιας ακόμα πόλης του Πόντου. Στην Κερασούντα έμειναν δέκα μέρες, για ξεκούραση και ανασύνταξη. Με την ευκαιρία έγινε επιθεώρηση και απογραφή και βρέθηκαν συνολικά (αξιωματικοί και οπλίτες) οκτώ χιλιάδες εξακόσιοι, όλοι με τα όπλα τους. Όσοι έλειπαν (εκτός αυτών που είχαν ήδη φύγει με τα πλοία από την Τραπεζούντα) από αυτούς που είχαν ξεκινήσει από τα Κούναξα, είχαν χάσει τη ζωή τους από τις μάχες με τους εχθρούς, από το ψύχος, τις κακουχίες, την πείνα και τις ασθένειες, συνολικά περίπου 4.400 άνδρες, χωρίς να λογαριαστούν οι δούλοι, οι αχθοφόροι και άλλοι βοηθητικοί. Στην Κερασούντα οι Έλληνες πούλησαν τους αιχμαλώτους τους και όσα λάφυρα είχαν συγκεντρώσει από τις διάφορες επιδρομές. Από τις πλούσιες εισπράξεις κρατήθηκε το 10% για αφιερώματα στην Άρτεμη της Εφέσου. Από το μερίδιό του ο Ξενοφών πρόσφερε αναθηματικά δώρα στο θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και παράλληλα έδωσε εντολή να γραφεί το όνομά του και το όνομα του φίλου του (που δολοφονήθηκε μαζί με τον Κλέαρχο και τους άλλους Έλληνες στρατηγούς, από τους Πέρσες) Πρόξενου. Άφησε επίσης στο ναό ένα μεγάλο ποσό για φύλαξη. Ακόμα, ο Ξενοφών, αγόρασε μια μεγάλη έκταση με σκοπό να κτιστεί εκεί ένας ναός της Αρτέμιδος. Η αναχώρηση των Μυρίων από την Κερασούντα θα γινόταν όπως και Η Κερασούντα (Κερασούς) ονομάστηκε έτσι από τις άφθονες κερασιές που υπάρχουν εκεί. Τα κεράσια ήταν άγνωστα στην Ελλάδα και εισήχθησαν στην Ευρώπη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Λέγεται ότι ο γνωστός για τις γαστριμαργικές του συνήθειες Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, δοκίμασε για πρώτη φορά αυτό το φρούτο. Οι καρποί του στάλθηκαν στη Ρώμη και αργότερα το φυτό μεταφέρθηκε για καλλιέργεια στην Ευρώπη. 24
[120]
στην Τραπεζούντα, δηλαδή ένας μικρός αριθμός θα έφευγε με πλοία και οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν οδικώς προς τον δυτικό Πόντο. Όμως την παραμονή της αναχώρησης, οι Έλληνες μισθοφόροι απέδειξαν ότι ήταν άξιοι της κακής τους φήμης, δηλαδή ρεμάλια, τυχοδιώκτες και χωρίς κανένα ηθικό φραγμό. Ένας από τους λοχαγούς, ο Κλεάρετος πίστεψε ότι ένα ανοχύρωτο γειτονικό χωριό ήταν εύκολος στόχος για πλιάτσικο. Το γεγονός ότι οι κάτοικοί του είχαν δείξει φιλικές διαθέσεις στους Μύριους και τους είχαν πουλήσει και τρόφιμα, δεν απασχόλησε τον θρασύ αυτόν αξιωματικό. Έτσι ένα πρωί όρμησε με τους άνδρες του να αρπάξει και να ληστέψει ό,τι βρει από το χωριό αυτό. Όμως οι
χωρικοί βρέθηκαν προετοιμασμένοι, αμύνθηκαν γενναία και σκότωσαν τον ίδιο το λοχαγό και αρκετούς από τους οπλίτες του. Οι κυριότερες ελληνικές αποικίες του Πόντου
Όσοι από αυτούς γλίτωσαν γύρισαν στην Κερασούντα, αλλά δεν είπαν τίποτα για την θρασύτατη, αλλά αποτυχημένη αυτή απόπειρα ληστείας. Οι χωρικοί έστειλαν αντιπροσωπεία (πρεσβεία) στην πόλη για να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτή την ανέντιμη πράξη των Ελλήνων. Οι περισσότεροι από τους Μύριους είχαν ήδη αναχωρήσει από την [121]
Κερασούντα, αλλά είχαν μείνει αρκετοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι από τους επιζήσαντες της επιδρομής του Κλεάρετου. Οι χωρικοί αποφάσισαν να τρέξουν να προλάβουν το στρατό των μισθοφόρων και να τους ζητήσουν να μεριμνήσουν για την ταφή του σκοτωμένου λοχαγού και των ανδρών του, όπως είχαν ιερή υποχρέωση. Όμως οι επιζήσαντες της συμμορίας του Κλεάρετου, τους έστησαν ενέδρα και τους λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Ο Κλέαρχος και οι θρασύδειλοι άνδρες του είχαν τελέσει πολλαπλά εγκλήματα προσβολής των ανθρώπινων νόμων και των θείων επιταγών. Είχαν επιτεθεί απρόκλητα σε χωρικούς που είχαν αποδείξει ότι ήταν φίλοι τους, άρα είχαν σπάσει τα ιερά δεσμά της φιλίας. Είχαν αποφύγει να μεριμνήσουν για την ταφή των συναδέλφων τους, πράγμα ανόσιο γιατί οι νεκροί της μάχης δεν έπρεπε να μείνουν άταφοι για κανένα λόγο25. Σκότωσαν τους απεσταλμένους του χωριού, γνωστού όντος ότι οι πρέσβεις ήταν πρόσωπα ιερά και δεν έπρεπε ποτέ να θίγονται. Και φυσικά είχαν προσβάλει τους ίδιους τους θεούς, παραβαίνοντας τους θείους κανόνες. Το παραπάνω γεγονός θα είχε περάσει απαρατήρητο, αν η «επιχείρηση πλιάτσικο» του Κλεάρετου είχε αίσιο τέλος, ανεξάρτητα αν κάποιοι χωριάτες έχαναν ζώα, εφόδια ή και τη ζωή τους. Όμως δείχνει ότι σε ανθρώπους που μισθώνουν την ικανότητά τους να πολεμάνε και να σκοτώνουν, δεν υπάρχουν και πολλοί ηθικοί ενδοιασμοί. Στην χρονική στιγμή που βρισκόταν τώρα η ελληνική στρατιά, ήταν διάχυτες στους μισθοφόρους η κούραση, η αδημονία για το τέλος, η προθυμία αρπαγής και προσπορισμού αγαθών και χρυσού για να γυρίσουν στο σπίτι τους δικαιωμένοι, η χαλάρωση της πειθαρχίας και η εμφανής διάλυση της ίδιας της στρατιάς. Έτσι δεν άργησε πολύ να φανεί και νέα υποτροπή αυθαιρεσίας των μισθοφόρων. Στο διαδρομή, Κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 406, πραγματοποιήθηκε η γνωστή ναυμαχία των Αργινουσών (νησίδες κοντά στη Μυτιλήνη) μεταξύ του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού στόλου. Οι Αθηναίοι νίκησαν. Οι δέκα στρατηγοί που ήταν επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου προτίμησαν να κυνηγήσουν τον εχθρό και άφησαν μόνο δυο στρατηγούς να μεριμνήσουν για την περισυλλογή των ναυαγών και την ταφή των νεκρών. Όμως ξέσπασε φοβερή καταιγίδα και η επιχείρηση συλλογής ναυαγών και των νεκρών ματαιώθηκε. Για την ανίερη αυτή πράξη (να αφήσουν άταφους τους νεκρούς τους), οι νικητές στρατηγοί καταδικάστηκαν σε θάνατο και ήπιαν το κώνειο. 25
[122]
όχι μακριά από την Κερασούντα, μια ομάδα Ελλήνων οπλιτών επιτέθηκε με σκοπό να λιθοβολήσει ένα αξιωματούχο της αγοράς επιφορτισμένο με το έλεγχο του βάρους των πωλουμένων τροφίμων (ένα είδος αγορανόμου), γιατί πίστευαν ότι τα σταθμά του δεν ήταν ακριβή. Για να ξεφύγουν, ο αξιωματούχος και οι συνοδοί του κατέφυγαν σε πλοία ή βούτηξαν στη θάλασσα και κάποιοι πνίγηκαν. Συμπτωματικά στο επεισόδιο αυτό ήταν παρόντες – και μάρτυρες κάποιοι αγγελιοφόροι από την Κερασούντα, που είχαν αναλάβει να ενημερώσουν τους Έλληνες στρατηγούς για τα γεγονότα της αποτυχημένης επιδρομής του Κλεάρετου και των συντρόφων του. Νόμισμα της Σινώπης
Όμως αυτό που είδαν οι αγγελιοφόροι αυτοί, στάθηκε η αφορμή να διακόψουν οι Κερασούντιοι κάθε σχέση με τους Έλληνες μισθοφόρους. Οι Έλληνες έκαναν ακόμα μια ασχημία, όταν στην πορεία τους επιτέθηκαν απρόκλητα σε ένα οικισμό με σκοπό το πλιάτσικο. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η πορεία έφτασε και στην χώρα των Τιβαρηνών, οι οποίοι (μετά από πολλούς δισταγμούς και επιφυλάξεις) τους επέτρεψαν να περάσουν από τον τόπο τους και να καταλήξουν σε μια ακόμα ελληνική αποικία της Σινώπης, τα Κοτύωρα (σημερινή τουρκική πόλη Ordu) του Πόντου.
[123]
Οι Μύριοι στα Κοτύωρα του Πόντου Στα Κοτύωρα οι Έλληνες έμειναν σαράντα πέντε μέρες. Το σωστό είναι ότι έμειναν αρχικά στα περίχωρα, γιατί οι αρχές της πόλης δεν δέχθηκαν να φιλοξενήσουν όλο αυτό τον συρφετό των οπλισμένων ανδρών, ούτε καν των άρρωστων, που είχαν ανάγκη περίθαλψης. Αρνούνταν ακόμα και να τους πουλήσουν τρόφιμα ή άλλα εφόδια. Οι Μύριοι αφού έκαναν τις δέουσες θυσίες, άρχισαν να ασχολούνται με τον αθλητισμό και πραγματοποίησαν γυμνικούς αγώνες. Παράλληλα βέβαια πλιατσικολογούσαν ασύστολα τα χωριά. Η άφιξη των Μυρίων στα Κοτύωρα, μαθεύτηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή και οι αρχές της Σινώπης26, της οποίας τα Κοτύωρα ήταν αποικία και οι κάτοικοί της φόρου υποτελείς, ανησύχησαν και έστειλαν πρέσβεις στο ελληνικό στρατόπεδο για να διαμαρτυρηθούν για τις λεηλασίες που γίνονταν καθημερινά. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Σινώπης Εκατώνυμος, δεινός ρήτορας, συνάντησε τους Έλληνες στρατηγούς και τους είπε: «Ήρθαμε εδώ για να σας καλωσορίσουμε και να σας συγχαρούμε που πολεμήσατε τους βαρβάρους. Ξέρουμε ότι περάσατε πολλές δοκιμασίες ώσπου να φτάσετε εδώ και είμαστε στο πλάι σας, γιατί είστε Έλληνες, όπως άλλωστε είμαστε κι εμείς. Αλλά ακριβώς επειδή είμαστε όλοι Έλληνες, εκείνο που ζητάμε είναι να μη καταλαμβάνετε τα σπίτια μας με τη βία, ούτε να αρπάζετε τρόφιμα, απλώς επειδή κρατάτε όπλα. Εμείς δεν σας βλάψαμε. Και όταν λέω εμείς, εννοώ τους πολίτες της Τραπεζούντας, της Κερασούντος και των Κοτυώρων. Και οι τρεις αυτές πόλεις είναι αποικίες και φόρου υποτελείς της Σινώπης. Κάθε κακό λοιπόν που κάνετε στους πολίτες αυτούς, είναι κακό και για τους πολίτες της Σινώπης. Κάθε κακό λοιπόν που προξενείτε σ’ αυτούς, αντανακλάται και σε εμάς, τους πολίτες της Σινώπης. Αν όμως συνεχίσετε να κάνετε τα ίδια, είμαστε κι εμείς αναγκασμένοι να πάρουμε τα μέτρα μας και να συμμαχήσουμε εναντίον σας με τους Παφλαγόνες ή με άλλους λαούς». Εκ μέρους των στρατηγών απάντησε στον Εκατώνυμο ο Ξενοφών και 26
Η Σινώπη ήταν ελληνική αποικία που ανήκε στην σατραπεία της Παφλαγονίας [124]
είπε περίπου τα εξής: «Είμαστε ευτυχείς που ήρθαμε ως εδώ σώοι και με τα όπλα μας. Από τη στιγμή που φτάσαμε στην πρώτη ελληνική πόλη – την Τραπεζούντα – οι κάτοικοι μας υποδέχθηκαν θερμά και μας φιλοξένησαν. Δεν αρπάξαμε από αυτούς τίποτα και τα τρόφιμά μας, τα αγοράζαμε. Αυτό το εκτίμησαν και μας έκαναν δώρα κι εμείς δημιουργήσαμε φιλικές σχέσεις. Το ίδιο περίπου έγινε και στην Κερασούντα. Ρωτήστε τους λοιπόν να σας πουν για μας. Γιατί εμείς από όπου περάσαμε, φερθήκαμε φιλικά και ευγενικά. Και μόνο όταν κάποιοι βάρβαροι μας φέρθηκαν εχθρικά και αρνήθηκαν να μας πουλήσουν τρόφιμα, τα αρπάξαμε γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Καταλαβαίνετε ότι αυτό ήταν ζωτικής σημασίας για μας. Ελληνικό νόμισμα του 4ου π. Χ αιώνα, που ήταν σε χρήση από
τις πόλεις του Πόντου, της Παφλαγονίας και της Σινώπης. Εικονίζεται μια νύμφη και ο ποντιακός αετός
Τώρα φτάνουμε στο θέμα που θέσατε. Εμείς πιστεύουμε ότι γι’ αυτά που συνέβησαν φταίνε οι πολίτες των Κοτυώρων. Γιατί δεν μας φέρθηκαν φιλικά, δεν μας επέτρεψαν την είσοδό μας στην πόλη τους και αρνήθηκαν να μας πουλήσουν τρόφιμα. Ακόμα αρνήθηκαν να δώσουν κατάλυμα στους ασθενείς μας. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε τρόφιμα για τους στρατιώτες μας και να στεγάσουμε όσους είχαν ανάγκη και αυτό το κάναμε από ανάγκη, χρησιμοποιώντας φυσικά βία. Όπως βλέπετε εμείς έχουμε κατασκηνώσει στην ύπαιθρο και δεν [125]
έχουμε πρόθεση να βλάψουμε κανένα, εκτός από εκείνον που θέλει να μας βλάψει. Όσο για την απειλή σας για συμμαχία με τους Παφλαγόνες εναντίον μας, ασφαλώς και μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα να πολεμήσουμε και τους δυο σας, έχουμε δα αντιμετωπίσει πολύ περισσότερους και πιο επικίνδυνους αντίπαλους από σας. Και αν κρίνουμε πως μας συμφέρει, μπορούμε κι εμείς να επιδιώξουμε συμμαχία με τους Παφλαγόνες, οι οποίοι, όπως μαθαίνουμε, επιθυμούν διακαώς να κατακτήσουν την πόλη σας και όλα το παραθαλάσσια οχυρά σας». Μετά από αυτά τα λόγια του Ξενοφώντα, η στάση των πρέσβεων της Σινώπης άλλαξε άρδην. Βεβαίωσαν τους Έλληνες στρατηγούς ότι η πρόθεσή τους δεν είναι να τους κάνουν εχθρούς και αν έρθουν στην πόλη τους θα τους φιλοξενήσουν και θα τους δώσουν δώρα. Κι επειδή πείστηκαν ότι αυτά που άκουσαν από τον Ξενοφώντα ήταν αληθινά, θα δώσουν εντολή στους πολίτες των Κατυώρων να τους δώσουν καταλύματα, τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαστεί το στράτευμα. Τέλος καλό όλα καλά! Το κλίμα φυσικά άλλαξε, οι Κατυωρίτες έστειλαν στους Έλληνες δώρα και οι στρατηγοί των Μυρίων φιλοξένησαν τους πρέσβεις της Σινώπης.
[126]
Κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχιση της πορείας Την επομένη το πρωί οι στρατηγοί των Μυρίων συγκάλεσαν σε συνέλευση (εκκλησία) όλο το στράτευμα. Προσκάλεσαν δε να παραστούν και οι πρέσβεις της Σινώπης. Αυτό έγινε γιατί οι Έλληνες τους είχαν ανάγκη σε κάθε περίπτωση. Αν συνέχιζαν το δρόμο τους από την ξηρά, θα περνούσαν από την Σινώπη και την Παφλαγονία. Αν πάλι αποφάσιζαν να πάνε από την θάλασσα, οι Σινωπείς ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν να τους προμηθεύσουν τα αναγκαία πλοία. Ειπώθηκαν πολλά στη συνέλευση αυτή, αλλά ο εκπρόσωπος της Σινώπης Εκατώνυμος, ήταν αυτός που με την ομιλία του, βοήθησε να παρθεί η τελική απόφαση. Είπε αρχικά, ότι ζητά συγνώμη από τους Έλληνες, που ανέφερε την πιθανή συμμαχία της Σινώπης με την Παφλαγονία, αλλά φυσικά δεν εννοούσε ότι οι Έλληνες πολίτες της Σινώπης θα κάνανε πόλεμο με άλλους Έλληνες. Αλαβάστρινη
μυροδόχος
της
Σινώπης
Για την επιλογή του δρόμου που θα έπρεπε να αποφασίσουν για να ακολουθήσουν οι Μύριοι, ο πρέσβης της Σινώπης είπε ότι ο δρόμος μέσω Παφλαγονίας, ήταν πολύ επικίνδυνος, γιατί η χώρα είχε πολλά όρη, συνεπώς η επίθεση δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση, οι δε Παφλαγόνες είχαν ισχυρό στρατό και ακόμα ισχυρότερο ιππικό. Αν ακόμα λοιπόν, οι Έλληνες κατάφερναν να περάσουν την ορεινή περιοχή της Παφλαγονίας, θα αντιμετώπιζαν τους ιππείς της χώρας αυτής στις πεδιάδες της. Και ακόμα μια μεγάλη δυσκολία ήταν τα πολλά και βαθιά ποτάμια της Παφλαγονίας. [127]
Τέλος ο Εκατώνυμος πρότεινε στους Έλληνες να επιλέξουν τον θαλάσσιο δρόμο και μέσω της Σινώπης να φτάσουν στην Ηράκλεια. {Η Ηράκλεια η Ποντική ή Ποντοηράκλεια (σημερινή τουρκική πόλη Karadeniz Ereğli) ήταν μεγάλη και πλούσια ελληνική πόλη, στις ακτές της Παφλαγονίας, στα σύνορα με την Βιθυνία. Ήταν αποικία των Μεγαρέων που την ονόμασαν έτσι για να τιμήσουν τον μυθικό ήρωα Ηρακλή.} Από εκεί και πέρα, όποιο δρόμο θα επιλέξουν για συνεχίσουν την πορεία τους προς τη Θράκη θα ήταν πολύ πιο ασφαλής. Στην Ηράκλεια δε, θα βρουν και πολλά πλοία για την μεταφορά τους. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη συνέλευση άκουσαν τον Εκατώνυμο και παρά τις επιφυλάξεις τους (για τη σκοπιμότητα της πρότασής του), ψήφισαν να πάνε προς τη Θράκη δια θαλάσσης. Ο Ξενοφών όμως είπε στους πρέσβεις της Σινώπης, ότι αν υπάρχουν πλοία αρκετά για να χωρέσουν όλοι, ασφαλώς θα πάνε με αυτά. Αν όμως μείνει έστω και ένας στρατιώτης έξω από αυτά, τότε η απόφαση των Ελλήνων είναι να συνεχίζουν την πορεία τους δια ξηράς. Τότε αποφασίστηκε να επιστρέψουν στη Σινώπη οι πρέσβεις της και μαζί τους να πάνε μαζί και τρεις Έλληνες αξιωματικοί για να συμφωνήσουν και να επιστατήσουν στην αποστολή των πλοίων. Όλοι αυτοί αναχώρησαν το επόμενο πρωί.
[128]
Σκέψεις του Ξενοφώντα για ίδρυση αποικίας Ο στρατός των Μυρίων έμεινε στα Κοτύωρα περιμένοντας την επιστροφή των απεσταλμένων στη Σινώπη, για να βεβαιωθούν ότι εξασφαλίστηκαν τα πλοία για την μεταφορά όλων δια θαλάσσης. Εδώ λοιπόν, σ’ αυτή τη μικρή πόλη του Πόντου, υπήρχε σε όλους η αίσθηση ότι μετά από τόσες και τόσες περιπέτειες που κατάφεραν να ξεπεράσουν, η καταστροφή αποφεύχθηκε. Τώρα που αισθάνονταν ασφαλείς, χωρίς να υπάρχουν τα πιεστικά προβλήματα διατροφής και καταλυμάτων, άρχισαν να βλέπουν τον Πόντο ως ιδανικό τόπο διαμονής. Οι περισσότερες παραθαλάσσιες πόλεις του ήταν ελληνικές αποικίες, πλούσιες και ισχυρές. Τα εδάφη ήταν εύφορα, υπήρχαν πολλά βοσκοτόπια για κτηνοτροφία και το ψάρεμα ήταν μια ακόμα σημαντική πηγή πλούτου. Ορισμένοι από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο Ξενοφών, δεν έβλεπαν με κακό μάτι την μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ανατολή και ιδιαίτερα σε κάποιο σημείο του Πόντου. Η ιδέα της ίδρυσης μιας ακόμα ελληνικής αποικίας στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας, είχε μπει για τα καλά στο μυαλό του Αθηναίου ιστορικού και στρατηγού. Μια τέτοια αποικία θα συνέβαλε στην επέκταση της ελληνικής ισχύος, αλλά και ο ίδιος ο Ξενοφών, είχε τη φιλοδοξία να γίνει εκτός από ιδρυτής και ο κυβερνήτης της καινούριας πόλης. Αυτό το όνειρο του φάνηκε ρεαλιστικό και εφικτό. Ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του: Στο μεταξύ ο Ξενοφών, που έβλεπε το πλήθος των Ελλήνων οπλιτών, ιππέων, πελταστών, τοξοτών και σφενδονιστών, σκεφτόταν ότι όλοι αυτοί είναι ικανοί πολεμιστές, εξ αιτίας της πολύχρονης εξάσκησής τους στους πολέμους. Ποτέ άλλοτε δεν είχε συγκεντρωθεί στον Πόντο μια τόσο μεγάλη δύναμη – και με τόσα λίγα μέσα. Δεν θα ήταν λοιπόν άσχημο, αντίθετα θα ήταν σπουδαίο και ένδοξο, να αυξηθεί το έδαφος και η δύναμη της Ελλάδας με τη δημιουργία μια νέας πόλης. Η πόλη αυτή θα γινόταν σίγουρα μεγάλη αν υπολογίσει κανείς τον αριθμό των Ελλήνων που ζούσαν στον Πόντο. Και πράγματι, καθώς η στρατιά είχε πορευτεί τις ποντιακές ακτές, ο [129]
Ξενοφών εντόπισε ένα σημείο, το αποκαλούμενο Λιμάνι της Κάλπης που έμοιαζε άριστο σημείο για πιθανή ίδρυση οικισμού. Ήταν ένας όρμος, καλό φυσικό λιμάνι, είχε καθαρό πόσιμο νερό, άφθονη ξυλεία από τα γύρω δάση και πλούσια γη για καλλιέργειες. Προφανώς αυτές τις σκέψεις του ο Ξενοφών τις εξωτερίκευσε σε κάποιους και – όπως είναι φυσικό – διαδόθηκαν σε όλο το στράτευμα όχι απλώς ως φήμες, αλλά ως αποφάσεις του, χωρίς μάλιστα τέτοιου είδους σοβαρές αποφάσεις να έχουν συζητηθεί και να λάβουν την συγκατάθεση του στρατεύματος. Δυο από τους Έλληνες αξιωματικούς, ο Τιμασίων από Δαρδανία και ο Θώραξ από τη Βοιωτία (για δικούς τους λόγους) άρπαξαν την ευκαιρία αυτή για να συκοφαντήσουν τον Ξενοφώντα και να εκβιάσουν τις αρχές των πόλεων Σινώπης και της Ηράκλειας, λέγοντας: «Αν μας παραχωρήσετε πλοία αρκετά για να φύγουμε όλοι, θα έχουμε σοβαρό επιχείρημα για να σταματήσουμε τα σχέδια του Ξενοφώντα που θέλει να ιδρύσει ένα οικισμό στον Πόντο για το στρατό. Ένας φυσικός όρμος
Αυτός ο οικισμός θα είναι η βάση για την πραγματοποίηση ληστρικών επιδρομών στις πόλεις σας και στους άλλους ποντιακούς οικισμούς». Τελικά, το σχέδιο του Ξενοφώντα δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά, γιατί οι περισσότεροι στρατιώτες ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, έχοντας μαζί τους όσα χρήματα είχαν αποκομίσει από την πώληση δούλων και λαφύρων.
[130]
Λυκοφιλία, αλλά και γλέντι με τους Παφλαγόνες Όσο οι Έλληνες στρατιώτες βρίσκονταν στα Κοτύωρα, ζούσαν αγοράζοντας τρόφιμα από την αγορά, αλλά πολλοί από αυτούς ασκούσαν την τακτική της αρπαγής, ορμώντας για πλιάτσικο σε κοντινά χωριά της Παφλαγονίας. Οι Παφλαγόνες φυσικά ανταπέδιδαν τις κλοπές και τις ληστείες, κάνοντας αιφνιδιαστικές επιδρομές κοντά στο ελληνικό στρατόπεδα. Όσοι απομακρυσμένοι στρατιώτες έπεφταν στα χέρια τους δεν καλοπερνούσαν, γιατί οι Παφλαγόνες ξεσπούσαν πάνω τους, τους ξυλοφόρτωναν και άρπαζαν όσα χρήματα είχαν μαζί τους. Ο άρχοντας της Παφλαγονίας αποφάσισε να βρει τρόπο να σταματήσουν οι εκατέρωθεν αρπαγές και κλοπές και έστειλε πρέσβεις στους Έλληνες στρατηγούς, για να τους διαμηνύσει, ότι είναι πρόθυμος να συμφωνήσουν να σταματήσουν αυτά τα έκτροπα, γιατί δεν ήθελε ούτε να βλάψει, αλλά ούτε να βλάπτεται από κανένα. Οι στρατηγοί δέχθηκαν και είπαν ότι θα αποφασίσουν όλοι μαζί. Προσκάλεσαν δε τους πρέσβεις σε βραδινό δείπνο, όπου θα παραβρισκόταν και όλο το στράτευμα. Το βράδυ πρόσφεραν θυσίες στους θεούς, σφάζοντας βόδια και άλλα ζώα που είχαν αρπάξει από τα χωριά και αμέσως μετά παρέθεσαν στους Παφλαγόνες φιλοξενούμενους ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, με άφθονα κρέατα και μπόλικο κρασί, που το έπιναν από ποτήρια καμωμένα από κέρατα βοδιών. Με το κρασί έκαναν σπονδές στους θεούς και αφού έψαλλαν ύμνους στον Απόλλωνα, οι Έλληνες άρχισαν τους χορούς, τους οποίους περιγράφει αριστοτεχνικά ο Ξενοφών. Πρώτοι σηκώθηκαν οι Θράκες που χόρεψαν οπλισμένοι υπό τους ήχους του αυλού, πηδώντας ψηλά και κινώντας τα μαχαίρια τους. Στο τέλος ο ένας αρχίζει να χτυπά – δήθεν - τον άλλο με το μαχαίρι του και ο άλλος έπεσε αριστοτεχνικά κάτω, ώστε να φαίνεται ότι πράγματι δέχτηκε τη μαχαιριά που τον πλήγωσε. Οι Παφλαγόνες έβλεπαν με ενδιαφέρον τον χορό και οι φωνές τους έδειχναν ότι τους άρεσε το θέαμα. Ο πεσμένος χορευτής ήταν ακίνητος σαν νεκρός και ο «νικητής» του αφαιρούσε τα όπλα. Άλλοι Θράκες σήκωναν στα χέρια τον «νεκρό» [131]
ψάλλοντας τοπικούς ύμνους. Μετά τους Θράκες σηκώθηκαν, επίσης ένοπλοι, οι Ανιάνες 27 και οι Μάγνητες28, οι οποίοι χόρεψαν ένα χορό που τον αποκαλούσαν «καρπαία». Ο ένας από τους δυο χορευτές ακουμπά κάτω τα όπλα του και καμώνεται πως σπέρνει και πως οδηγεί ένα ζευγάρι βόδια για όργωμα. Πού και πού έριχνε φοβισμένες ματιές πίσω του. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο δεύτερος χορευτής που παριστάνει ένα ληστή. Ο πρώτος αρπάζει αμέσως τα όπλα του για να αντιμετωπίσει τον ληστή. Ο ληστής όμως τον νικά και με δεμένα τα χέρια πίσω του τον ζεύει στο άροτρο και τσιγκλά τα βόδια για να τον τραβήξουν. Όλα αυτά το χορευτικά γινόταν υπό τους ήχους αυλού και λύρας.
Αινιάνες χορεύουν το χορό «καρπαία»
Στο χορό τώρα μπήκε ένας οπλίτης από τη Μυσία29 που κρατούσε σε κάθε του χέρι και από μια ασπίδα σαν να είχε δυο αντιπάλους. Με τον χορό του μιμείτο τη μάχη εναντίον τους και άλλοτε μεταχειριζόταν τις Οι Αινιάνες ήταν από τα αρχαιότερα ελληνικά φύλα, μετά τους Πελασγούς. Ήταν εγκατεστημένοι στη δυτική πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού, στην Φθιώτιδα. Προέρχονταν από την περιοχή της Θεσσαλίας, από όπου εκτοπίστηκαν από τους Θεσσαλούς. Η κύρια πόλη τους ήταν η Υπάτη. 28 Οι Μάγνητες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή της Θεσσαλίας, μεταξύ Πηλίου και Όσσας, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο νόμος Μαγνησίας. Ίδρυσαν δυο αποικίες στη Μικρά Ασία: Την Μαγνησία του Σιπύλου και την Μαγνησία του Μαιάνδρου. Από αυτές τις δυο πόλεις η περιοχή βορειανατολικά της Ιωνίας αποκλήθηκε κι αυτή Μαγνησία. 29 Οι Μυσία ήταν χώρα της Μικράς Ασίας στην Προποντίδα, δυτικά της Βιθυνίας. Οι Μυσοί ήταν φυλή συγγενική με τους Φρύγες και τους Θράκες 27
[132]
ασπίδες κατά του ενός από αυτούς, άλλοτε έκανε τούμπες κρατώντας τις ασπίδες και παρουσίαζε έτσι ένα διασκεδαστικό και όμορφο θέαμα. Τελείωσε χορεύοντας τον «περσικό χορό» χτυπώντας ρυθμικά τις ασπίδες γονατιστός και όρθιος εναλλάξ σύμφωνα με τον ήχο του αυλού. Κι ενώ ο οπλίτης από τη Μυσία χόρευε ακόμα, μπήκαν ξαφνικά στο χορό οι Μαντινείς και μερικοί άλλοι Αρκάδες, όλοι πάνοπλοι και βάδιζαν με ρυθμό της όρχησης των αυλών και χόρεψαν όπως γίνεται στις ιερές πομπές (τις λιτανείες). Οι Παφλαγόνες κοίταζαν έκπληκτοι γιατί πρώτη φορά έβλεπαν τόσους χορούς, όλους με ένοπλους άντρες. Ο οπλίτης από τη Μυσία που είδε την έκπληξή τους, κάλεσε μια γυναίκα χορεύτρια (ορχηστρίδα) που ήταν όμορφα στολισμένη, της έδωσε μια ασπίδα και αυτή με ευκινησία, χάρη και ελαφράδα, χόρεψε τον κρητικό χορό πυρρίχιο. Αυτή τη φορά οι Παφλαγόνες χειροκρότησαν ζωηρά και ρώτησαν αν οι γυναίκες των Ελλήνων πολεμούσαν μαζί με τους άντρες. Οπότε κάποιος τους απάντησε χαριτολογώντας, ότι φυσικά και πολεμούσαν. Οι γυναίκες, είπε, έτρεψαν σε φυγή τους Πέρσες του Μεγάλου Βασιλέα! Κι έτσι με φαγητό, ποτό και χορούς πέρασε αυτή η νύχτα.
[133]
Διάσπαση των Μυρίων στην Ηράκλεια του Πόντου Την επομένη το πρωί αναχώρησαν οι Παφλαγόνες. Στο μεταξύ, είχαν φτάσει στην Κοτύωρα πλοία αρκετά για να μεταφέρουν όλο το στράτευμα. Επιβιβάστηκαν όλοι και αναχώρησαν για την Σινώπη στην οποία έφτασαν την επομένη το πρωί. Οι Σινωπείς τους υποδέχθηκαν καλά και έστειλαν στους Έλληνες μεγάλες ποσότητες κριθαρένιο αλεύρι και κρασί. Την ίδια μέρα έφτασε από τη Θράκη ο Χειρίσοφος, αλλά δεν έφερε σπουδαία νέα. Είχε απλώς λάβει την υπόσχεση από τον διοικητή του σπαρτιατικού στόλου ναύαρχο Αναξίβιο, ότι αν καταφέρουν να φύγουν από τον Πόντο και φτάσουν στη Θράκη θα τους προσλάβει ως μισθοφόρους του και θα καταβάλει στο καθένα τους από ένα μισθό. Στο λιμάνι της Σινώπης, οι Έλληνες έμειναν πέντε μέρες. Ήταν πια πολύ πιθανή η επιστροφή τους στην Ελλάδα και οι στρατιώτες άρχισαν να σκέφτονται πώς θα βρεθεί τρόπος να γυρίσουν στα σπίτια τους με κάποιο σεβαστό ποσό, που θα δικαιολογεί την ταλαιπωρία τόσων μηνών. Αποφάσισαν λοιπόν να εκλέξουν ένα αρχηγό, ο οποίος χωρίς πολλά λόγια (και συμβούλια με τους άλλους στρατηγούς) θα είχε την εξουσία να αποφασίζει και όλοι να εκτελούν τις αποφάσεις τους. Οι λοχαγοί συμφώνησαν και απευθύνθηκαν στον Ξενοφώντα ως τον καταλληλότερο να αναλάβει την αρχηγία του στρατεύματος. Όμως ο Αθηναίος στρατηγός, αν και τον κολάκευε η πρόταση, αντιστάθηκε στον πειρασμό και αφού εκφώνησε μια μακρά ομιλία, πρότεινε να αναλάβει την αρχηγία ο Χειρίσοφος. Ο σημαντικότερος λόγος ήταν, ότι ο Χειρίσοφος ήταν Λακεδαιμόνιος και οι περισσότεροι στρατιώτες των Μυρίων ήταν Πελοποννήσιοι. Ο Χειρίσοφος αποδέχθηκε την εκλογή του και ζήτησε από το στράτευμα να ετοιμαστεί για αναχώρηση προς την Ηράκλεια και από εκεί θα αποφασιστεί η συνέχιση της πορείας προς τη Θράκη. Όντως την επομένη τα πλοία με τους Έλληνες μισθοφόρους, άραξαν στο λιμάνι της Ηράκλειας του Πόντου. Οι Ηρακλειώτες, φοβισμένοι από όσα είχαν μάθει για τα καμώματα των Μυρίων στις άλλες ελληνικές [134]
πόλεις του Πόντου, απ’ όπου πέρασαν, θέλησαν να τους καλοπιάσουν και τους έδωσαν τρόφιμα και ποτά αρκετά για τρείς μέρες, καθώς και αρκετά βόδια και πρόβατα. Όμως οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα και οι Έλληνες άρχισαν αμέσως να πλιατσικολογούν να αρπάζουν και να εκβιάζουν τους Ηρακλειώτες, για να τους αποσπάσουν χρηματικά ποσά. Φυσικά αυτοί αντέδρασαν, έκλεισαν τις πύλες της πόλης τους για τους απρόσκλητους μουσαφίρηδες και ανέβηκαν στα τείχη της πόλης για να αντιμετωπίσουν με τα όπλα τυχόν επίθεσή τους. Οι μισθοφόροι αυτοί είχαν τελικώς πετύχει να κόψουν κάθε οδό επικοινωνίας με κάθε ελληνική πόλη που βρήκαν στο διάβα τους. Και παρόλα αυτά, οι ζωηρότεροι από αυτούς κατηγορούσαν τους στρατηγούς ότι δεν έκαναν αρκετά για να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του στρατού. Η Ηράκλεια του Πόντου
Κατηγορούσαν επίσης τους στρατηγούς, γιατί τους εμπόδιζαν να μετέρχονται τρόπους (όχι πάντα έντιμους) για να αυξήσουν το κομπόδεμά τους και να γυρίσουν στα σπίτια τους με αξιόλογο χαρτζιλίκι. Ο Ξενοφών κατέβαλε όντως μεγάλες προσπάθειες για να διατηρηθεί η ενότητα του στρατεύματος, αλλά απέβησαν άκαρπες. Μάλιστα οι Αρκάδες και οι Αχαιοί έκαναν συνέλευση και αποφάσισαν να μην αποδεχθούν την ηγεσία του Χειρίσοφου, αλλά ούτε και του Ξενοφώντα. Ήταν περίπου 4.500 (όλοι οπλίτες) και αποτελούσαν την πλειοψηφία του στρατού. Έτσι εξέλεξαν δική τους διοίκηση από δέκα στρατηγούς, οι οποίοι όμως θα εκτελούσαν τις αποφάσεις της συνέλευσης των οπλιτών. Όλοι αυτοί άρπαξαν αρκετά από τα πλοία (των Ηρακλειωτών) [135]
και έφυγαν για την Κάλπη, ένα μικρό λιμανάκι μεταξύ Ηράκλειας και Βυζαντίου. {Πιο πάνω αναφερθήκαμε ότι αυτός ακριβώς ο όρμος της Κάλπης, είχε επιλεγεί από τον Ξενοφώντα, ως ιδανική τοποθεσία για την ίδρυση ελληνικής αποικίας. Ήταν μια σκέψη του, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ}. Αυτό το λιμανάκι θα ήταν η βάση τους, από την οποία θα εξορμούσαν για πλιάτσικο στην ενδοχώρα της Βιθυνίας, με στόχο να μαζέψουν σεβαστό ποσό ο καθ’ ένας τους. Έτσι η ηγεσία του Χειρίσοφου έληξε τρεις μέρες από την ημέρα της εκλογής του. Αλλά η διάσπαση της στρατιάς των Μυρίων δεν σταμάτησε εκεί. Ο Χειρίσοφος, που ήταν ήδη πολύ άρρωστος, ξεκίνησε πεζή, ακολουθώντας την παραθαλάσσια διαδρομή για το λιμάνι της Κάλπης επικεφαλής 1.400 οπλιτών και 700 πελταστών από τη Θράκη. Ο δε Ξενοφών με 1.700 οπλίτες, 300 πελταστές και 40 ιππείς, έπεισε τους Ηρακλειώτες να τους οδηγήσουν με πλοία ως στα σύνορα Ηράκλειας με την μικρασιατική Θράκη (της Βιθυνίας). Από εκεί όδευσαν επίσης πεζή προς τον όρμο της Κάλπης. Ο Ξενοφών ήταν απογοητευμένος, δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να βρει τρόπο για να γυρίσει στην Αθήνα. Όμως – όπως ο ίδιος ισχυρίζεται – οι θεοί του υπέδειξαν πως πρέπει να παραμείνει στη θέση του για να οδηγήσει τους στρατιώτες στην Ελλάδα. Και αποδείχθηκε τελικά ότι η απόφασή του να παραμείνει ήταν σωστή. Στο μεταξύ, οι Αρκάδες αποφάσισαν να χτυπήσουν αρκετά χωριά στην ενδοχώρα της Βιθυνιακής Θράκης. Επιτέθηκαν με αγριότητα, άρπαξαν πολλά πρόβατα και αιχμαλώτισαν αρκετούς βοσκούς. Αλλά οι Θράκες, που έμαθαν τι είχε συμβεί, συγκέντρωσαν το στρατό τους, όρμησαν κατά των μισθοφόρων και κυριολεκτικά τους τσάκισαν. Σκότωσαν εκατοντάδες Αρκάδες και πολιόρκησαν τους υπόλοιπους που είχαν καταφύγει σε ένα λόφο. Ο Ξενοφών πληροφορήθηκε τα γεγονότα και όντας βέβαιος πως μόνο με την ενότητα θα σωθούν οι Έλληνες, βάδισε για να σώσει τους πολιορκημένους. Οι Θράκες, που έμαθαν ότι έρχονται και άλλοι Έλληνες, έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν, ενώ οι Αρκάδες, ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος με τους άνδρες τους συγκεντρώθηκαν και πάλι όλοι μαζί στο λιμανάκι της Κάλπης. Έτσι τα τρία αγήματα ενώθηκαν και πάλι. [136]
Ξανά οι σκέψεις του Ξενοφώντα για αποικία Η ασθένεια του Χειρίσοφου χειροτέρεψε και δυο μέρες αργότερα πέθανε, αφήνοντας επικεφαλής του αγήματός του τον Νέωνα που δεν συμπαθούσε τον Ξενοφώντα. Ο Νέων θέλοντας να είναι ευχάριστος στους στρατιώτες του, τους έδωσε ένα Ηρακλειώτη ως οδηγό, ο οποίος θα τους οδηγούσε στα χωριά από όπου θα μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα. Ξεκίνησαν λοιπόν δυο χιλιάδες άνδρες, ελαφρά οπλισμένοι γιατί κρατούσαν μαζί τους σακιά, ασκιά και αγγεία και σκόρπισαν στα γύρω χωριά για να τα λεηλατήσουν. Ο σατράπης της Φρυγίας Φαρνάβαζος, που είχε πληροφορηθεί όλα τα γεγονότα, έστειλε το ιππικό του για να εμποδίσει τους Έλληνες να συνεχίσουν τις αρπαγές τους. Οι άνδρες του Νέωνα αιφνιδιάστηκαν και πεντακόσιοι από αυτούς σκοτώθηκαν, οι δε υπόλοιποι κατέφυγαν σε ένα βουνό. Κάποιοι που μπόρεσαν να διαφύγουν ειδοποίησαν τον Ξενοφώντα, ο οποίος έστειλε αμέσως οπλίτες και απεγκλώβισαν τους πολιορκημένους στρατιώτες. Ο Ξενοφών αφού είδε τον όρμο της Κάλπης, παρατήρησε την περιοχή λίγο μετά την Ηράκλεια. Μπροστά του απλωνόταν με μεγάλη εύφορη πεδιάδα με χαμηλούς λόφους, δάση και κατάφυτη από καλλιέργειες, οπωρώνες, φουντουκιές και αγρούς με σιτηρά και λαχανικά. Εκεί τα όνειρα του Αθηναίου ιστορικού ξύπνησαν και πάλι. Ικανοποιημένος που αποφεύχθηκε τελικά η διάσπαση του στρατεύματος των Μυρίων και έχοντας εξασφαλίσει ως βάση το απάνεμο λιμάνι της Κάλπης, που εύκολα θα μπορούσε να οχυρωθεί από τυχόν επιδρομές των φυλών της Βιθυνίας, έγραψε περίπου τα παρακάτω. {Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν μετά από αρκετά χρόνια, όταν – αυτοεξόριστος την Ηλεία - είχε ξεκινήσει τη συγγραφή του ιστορικού του έργου, των πολεμικών αναμνήσεων και των διδακτικών έργων του και τώρα αναπολούσε την εύφορη εκείνη περιοχή της Βιθυνίας και την χαμένη ευκαιρία για την υλοποίηση του σχεδίου του για την ίδρυση μιας ελληνικής αποικίας στα παράλια του Εύξεινου Πόντου}. [137]
Έγραψε λοιπόν: «Ο όρμος της Κάλπης βρίσκεται στη μέση του δρόμου μεταξύ της Ηράκλειας και του Βυζαντίου, είτε πάει κανείς από τη θάλασσα ή οδικώς. Υπάρχει εκεί ένα ακρωτήριο, που προχωρά μέσα στη θάλασσα και καταλήγει σε απόκρημνο βράχο. Κάτω από το βράχο αυτόν, υπάρχει ένα λιμάνι με ομαλή και επίπεδη ακτή. Στο λαιμό που δημιουργεί αυτό το ακρωτήριο, μπορούν να κατοικήσουν ως δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Κοντά στη θάλασσα υπάρχει μια πηγή με άφθονο γλυκό νερό και γύρω υπάρχουν κάθε είδους δέντρα, κυρίως αυτά που το ξύλο τους είναι κατάλληλο για ναυπήγηση πλοίων. Το βουνό εκτείνεται ομαλά προς την μεσόγειο χώρα και είναι όλο χώμα, χωρίς βράχια και κατάλληλο για καλλιέργειες πολλών αγροτικών ειδών. Η γύρω χώρα είναι εύφορη, υπάρχουν διάσπαρτα χωριά ή κωμοπόλεις και η γη παράγει κριθάρι, στάρι, όσπρια, κεχρί, σουσάμι, σταφύλια που βγάζουν εκλεκτό κρασί και πολλά οπωροφόρα δέντρα, όπως κερασιές, φουντουκιές συκιές και πολλά άλλα». Αυτό το όνειρο του Ξενοφώντα δεν ευοδώθηκε για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος είναι, ίσως, πως δημιούργησε μέσα στο μυαλό του μια ιδανική νέα πόλη, μια αποικία που θα την επάνδρωνε με τίμιους ανθρώπους με διάθεση και όρεξη για δουλειά, άλλοι να καλλιεργήσουν τη γη και άλλοι να ασχοληθούν με τα ζώα, με τη ναυτιλία, με το ψάρεμα, με το εμπόριο ή με την υλοτομία. Αυτό όμως, δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα με το ανθρώπινο υλικό που είχε στη διάθεσή του. Ένα τσούρμο πλιατσικολόγων, αδίσταχτων επιδρομέων και άπληστων τυχοδιωκτών. Γιατί αυτοί ήταν οι Μύριοι.
[138]
[139]
Από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου Στο στρατόπεδο του όρμου της Κάλπης, διαδόθηκε η φήμη πως ο Κλέανδρος (ο Λακεδαιμόνιος διοικητής του Βυζαντίου 30) ετοιμαζόταν να φτάσει εκεί με αρκετά πλοία για να μεταφέρει όλο το στράτευμα των Ελλήνων στο Βυζάντιο. Μετά τις συγκρούσεις με τους Θράκες της Βιθυνίας επικράτησε (προσωρινή;) ηρεμία και ήρθε η ώρα της συλλογής και ταφής των νεκρών. Αλλά οι περισσότεροι από τους Έλληνες οπλίτες έφευγαν από το στρατόπεδο και άρπαζαν ό,τι μπορούσαν από τους χωρικούς, τρόφιμα, κρασί, ακόμα και ζώα. Αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί οι εχθροί τους έστηναν ενέδρες, τους κυνηγούσαν αλύπητα και τους σκότωναν όταν τους έπιαναν. Η απληστία των μισθοφόρων είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εκατοντάδων οπλιτών μέσα σε μια εβδομάδα. Ο Κλέανδρος κάποια στιγμή έφτασε στην Κάλπη, αλλά είχε μαζί του μόνο δυο τριήρεις και κανένα μεταγωγικό. Ήρθε κυρίως για να δει από κοντά πώς είχε η κατάσταση και αν οι μισθοφόροι που βρίσκονταν εκεί ήταν άξιοι εμπιστοσύνης για να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον - αν παραστεί ανάγκη – από τον σπαρτιατικό στρατό. Όμως οι αρπαγές, οι διαμάχες για το μοίρασμα των λαφύρων, οι διαβολές και οι συκοφαντίες μεταξύ των στρατηγών και κυρίως κατά του Ξενοφώντα, έκαναν τον Κλέανδρο πολύ σκεπτικό και μάλλον αποφασισμένο να επιστρέψει στο Βυζάντιο και μάλιστα να παροτρύνει και τους άλλους κυβερνήτες των πόλεων της Θράκης να μην τους δεχθούν. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει ο Ξενοφώντας όλες τις διπλωματικές ικανότητες και να αποκαταστήσει με τον Κλέανδρο σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης. Ο κυβερνήτης του Βυζαντίου επέστρεψε στην έδρα του αποφασισμένος να βοηθήσει τους Έλληνες όταν κάποτε φτάσουν στην πόλη του. Τους παρότρυνε μάλιστα να ξεκινήσουν αμέσως την πορεία τους προς την απέναντι (ασιατική) ακτή του Βυζαντίου και θα εύρισκε τρόπο να διασχίσουν με Το Βυζάντιο ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων, χτισμένη στο μυχό του Κεράτιου Κόλπου και των Στενών του Βοσπόρου, η γνωστή μας Κωνσταντινούπολη που αργότερα – και για περίπου χίλια χρόνια - ήταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας 30
[140]
ασφάλεια τον Βόσπορο. Οι Μύριοι, αφού έθαψαν σε μαζικούς τάφους τους νεκρούς τους, πήραν μαζί τους όλα τα διαθέσιμα σιτηρά και ζώα και αναχώρησαν οριστικά από τον όρμο της Κάλπης. Προχώρησαν πεζή δυτικά, διασχίζοντας τη Βιθυνία και στην διαδρομή άρπαζαν και πάλι ζώα και αιχμαλώτους. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, γιατί πουθενά δεν συνάντησαν εχθρούς, έφτασαν τελικά στην Χρυσόπολη της Βιθυνίας31. Έμειναν εκεί επτά μέρες, πούλησαν τα περισσότερα λάφυρα και δούλους που είχαν μαζί τους και περίμεναν να περάσουν απέναντι (στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου) για να προσληφθούν στον σπαρτιατικό στρατό ως μισθοφόροι. Νόμισμα της Βιθυνίας με τον θεό Διόνυσο
Όπως είναι γνωστό οι Σπαρτιάτες και οι Πέρσες είχαν συνάψει συμμαχία τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου, αν και τα τελευταία χρόνια η συμμαχία ήταν περισσότερο λυκοφιλία. Στηριγμένος στην συμμαχία αυτή, ο σατράπης της Φρυγίας Φαρνάβαζος, υποσχέθηκε στον αρχηγό του σπαρτιατικού στόλου Αναξίβιο, πολλά χρήματα, αν έβρισκε τρόπο να απομακρύνει τους Έλληνες μισθοφόρους από την Ασία για να ανακουφιστεί η περιοχή της Βιθυνίας από τις συνεχείς αρπαγές τροφίμων και ζώων και τις κακοποιήσεις κατοίκων. Ο Αναξίβιος πράγματι υποσχέθηκε στους Μύριους απασχόληση και μισθούς και με πλοία τους πέρασε επιτέλους στην ευρωπαϊκή ακτή. Αμέσως ο Ξενοφών εκδήλωσε την πρόθεσή του να γυρίσει στην Αθήνα, Η Χρυσόπολη (η Χρυσούπολη) της Βιθυνίας ήταν αρχαία ελληνική αποικία, χτισμένη ακριβώς απέναντι από το Βυζάντιο. Είναι γνωστή και με τη βυζαντινή ονομασία της, Σκούταρι. Σήμερα είναι τμήμα της ασιατικής πλευράς του δήμου της Κωνσταντινούπολης και ονομάζεται στα τουρκικά Ουσκουντάρ. 31
[141]
έστω και μόνος του, αλλά ο Αναξίβιος του ζήτησε να περιμένει ώσπου να φτάσει ο στρατός στο Βυζάντιο. Όταν όμως οι Μύριοι έφτασαν, ο Αναξίβιος κάλεσε τους αξιωματικούς τους και τους είπε να μην μπούνε στην πόλη, αλλά να μείνουν έξω από αυτή για να καταμετρηθούν. Αλλά, δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα της απασχόλησης και της μισθοδοσίας τους, πράγμα που ο Ξενοφών το καυτηριάζει, συγκρίνοντας την εχθρική αντιμετώπιση των Ελλήνων από τους Πέρσες σατράπες με την δόλια μεταχείρισή τους από τον Λακεδαιμόνιο ναύαρχο. Οι πρώτοι είχαν κάθε λόγο να μισούν τους μισθοφόρους, αλλά ο διοικητής του σπαρτιατικού στόλου, αν και Έλληνας, φέρθηκε ανέντιμα στους Έλληνες. Παρά την πώληση των λαφύρων και των αιχμαλώτων στη Χρυσόπολη οι στρατιώτες δεν είχαν αρκετά χρήματα, γι’ αυτό δεν τους συγκινούσε η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα τους. Νόμισμα του αρχαίου Βυζαντίου. Το μισοφέγγαρο με το αστέρι έγιναν αργότερα το σύμβολο των Οθωμανών
Όταν διαδόθηκε η φήμη, ότι οι Σπαρτιάτες σχεδίαζαν να διώξουν βίαια τους μισθοφόρους από το Βυζάντιο, αυτοί εξαγριώθηκαν και κατέλαβαν αιφνιδιαστικά την πόλη. Αμέσως μετά, οι μισθοφόροι πρότειναν στον Ξενοφώντα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία να ιδρύσει την αποικία, που ονειρευόταν και να αναδεικνυόταν τύραννος του Βυζαντίου. Στο αίτημα αυτό των στρατιωτών συνηγορούσαν και πολλοί πολίτες της πόλης, που το είδαν σαν ευκαιρία να ξεφορτωθούν τους Λακεδαιμόνιους που τους καταπίεζαν. Όμως, ο Ξενοφών, αν και κολακεύτηκε από την πρόταση αυτή, αντέτεινε ότι δεν θα ήταν σοφό να δημιουργήσουν έχθρα με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι των περισσότερων γειτονικών ελληνικών πόλεων της Θράκης. Η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη και οι Μύριοι – όσοι επιζούσαν – δεν θα τολμούσαν να γυρίσουν στις πόλεις τους, στιγματισμένοι ως δολοφόνοι Ελλήνων. Άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών ήταν Λάκωνες και Αρκάδες. [142]
Ο στρατιώτες πείστηκαν από τα επιχειρήματα του Ξενοφώντα και έστειλαν πρεσβεία στον Αναξίβιο, με τη διαβεβαίωση ότι αναγνωρίζουν την εξουσία του και ότι απλώς ζητούσαν καλύτερη μεταχείριση. Ο στρατός βγήκε από την πόλη και ο Αναξίβιος σφράγισε αμέσως τις πύλες τους και δήλωσε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί τη δημιουργία αντιλακωνικής παράταξης. Δήλωσε μάλιστα ότι όποιος περάσει παράνομα τις πύλες της πόλης θα αντιμετωπιστεί ως εχθρός και θα πωληθεί ως δούλος. Η ειρήνη αποκαταστάθηκε, αλλά όλο το στράτευμα βρισκόταν σε αμηχανία, γιατί δεν ήξεραν τι πρόκειται να κάνουν. Είχαν δυο εναλλακτικές προτάσεις: Η πρώτη ήταν δεχθούν την προσφορά του Σεύθη, ενός πολέμαρχου που ήθελε να κατακτήσει την Θράκη. Εκτός από το μισθό ο Σεύθης έδινε ως πρόσθετο κίνητρο ένα άλογο και μια γυναίκα σε κάθε άντρα. Η δεύτερη να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι και να συνδράμουν τους Σπαρτιάτες στον πόλεμό τους κατά των θρακικών φυλών της Χερρονήσου32. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να τα παρατήσουν όλα, όπως έκαναν πεντακόσιοι περίπου πελταστές, που αφού πούλησαν και τα όπλα τους, τράβηξαν για τις πατρίδες τους. Το στράτευμα άρχισε να φυλλοροεί και ο καθένας αποφάσιζε πλέον ανάλογα με τα συμφέροντά του ή με τα παρεχόμενα κίνητρα από τους πιθανούς εργοδότες του. Η ιδέα όμως της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά με πιο πολλά χρήματα, εμπόδιζε τους περισσότερους να φύγουν. Άλλωστε δεν ήξεραν και άλλη δουλειά να κάνουν εκτός από εκείνη του πολεμιστή που μισθώνει την ικανότητά του να μάχεται. Η θητεία του Κλέανδρου ως αρμοστή του Βυζαντίου και του Αναξίβιου ως αρχηγού του σπαρτιατικού στόλου του βορείου Αιγαίου έληγε και ο δεύτερος σύντομα βρήκε πλοίο για το επίνειο της Σπάρτης, το Γύθειο. Στο ίδιο πλοίο επιβιβάστηκε και ο Ξενοφώντας για να μπορέσει να γυρίσει στην Αθήνα. Παραιτήθηκε από στρατηγός των Μυρίων, αφού θεώρησε ότι η αποστολή του τελείωσε και δεν είχε τίποτα άλλο πλέον να προσφέρει. Το πλοίο αναχώρησε, αλλά σύντομα διασταυρώθηκε με το σπαρτιατικό πλοίο που έφερνε τον Αρίσταρχο, ο οποίος θα Η Χερρόνησος ή Χερσόνησος είναι η σημερινή χερσόνησος της Καλλίπολης (τουρκικά Gelibolu) 32
[143]
αντικαθιστούσε τον Κλέανδρο. Ακολούθησε, με άλλο πλοίο, ο Πόλυς, αντικαταστάτης του Αναξίβιου. Μόλις έφτασε στο Βυζάντιο ο Αρίσταρχος πούλησε τετρακόσιους από τους στρατιώτες του Ξενοφώντα ως δούλους, εφαρμόζοντας τη σχετική διαταγή του προκατόχου του. Μετά από αυτήν την εξέλιξη, ο Αναξίβιος έπεισε τον Ξενοφώντα να επιστρέψει στο Βυζάντιο και να αναλάβει την ηγεσία του στρατεύματος και να τους περάσει και πάλι στην Ασία, όπου θα μπορούσαν να δράσουν κατά των Περσών. Πράγματι ο Ξενοφών επέστρεψε και έγινε δεκτός με θερμές εκδηλώσεις από τους άνδρες, τους οποίους οδήγησε σε άλλο στρατόπεδο στην Πέρινθο33, λίγο μακρύτερα από το Βυζάντιο. Μωσαϊκό της Περίνθου
Όμως ο νέος διοικητής του Βυζαντίου Αρίσταρχος, θέλησε να τηρήσει τη συμμαχία ΣπάρτηςΠερσίας και απαγόρευσε στον Ξενοφώντα να περάσει ο στρατός του στην απέναντι πλευρά, δηλαδή στην Ασία, απειλώντας μάλιστα να βυθίσει τα πλοία με τα οποία θα ταξίδευαν. Ο στρατηγός Νέων, θέλοντας να δείξει ότι είναι πιστός στη Σπάρτη, πήρε μαζί τους οκτακόσιους Πελοποννήσιους και κατασκήνωσε λίγο μακρύτερα από το στρατόπεδο του Ξενοφώντα. Από τους Μυρίους είχαν απομείνει στον Ξενοφώντα περίπου έξι χιλιάδες άνδρες.
Η Πέρινθος της Θράκης, ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Σάμου, στην ευρωπαϊκή πλευρά της Θάλασσας του Μαρμαρά 33
[144]
Οι μισθοφόροι πολεμούν για νέο εργοδότη Τώρα, οι Έλληνες μισθοφόροι υπό τον Ξενοφώντα δεν είχαν άλλη επιλογή. Μιας και δεν εμπιστεύονταν τους Σπαρτιάτες, γιατί οι προτάσεις τους άλλαζαν ανάλογα με το ποιός ήταν διοικητής του στόλου ή αρμοστής του Βυζαντίου, αποφάσισαν να απασχοληθούν ως μισθωτοί μαχητές, υπό τις διαταγές του Θράκα πολέμαρχου Σεύθη. Και ήταν η πρώτη φορά μετά το θάνατο του Κύρου, που πολέμησαν και πάλι επί πληρωμή για να κερδίσουν μάχες υπέρ του νέου εργοδότη τους. Το γεγονός όμως είναι ότι αυτή τη φορά τα χρήματα – αν και ο Σεύθης δεν τους κατέβαλε όλα όσα υποσχέθηκε – ήταν σχετικά ικανοποιητικά και βελτιώθηκε αρκετά η οικονομική τους κατάσταση. Ακόμα στα χωριά και της πόλεις της Θράκης εύρισκαν εύκολα τρόπους προσπορισμού τροφίμων και άλλων αναγκαίων για το στρατό. Ο Σεύθης ήταν φιλόδοξος πολέμαρχος και είχε στόχο να καταλάβει όλη την νότια Θράκη. Συνάμα ήταν και πολύ σκληρός στους αντιπάλους του, δεν δίσταζε δε να εκτελέσει όσους από τους κατοίκους των χωριών που καταλάμβανε, δεν υπάκουαν στις διαταγές του, όσο παράλογες κι αν ήταν αυτές. Όταν κατέλαβε όλα τα χωριά της πεδιάδας, κάλεσε τους χωρικούς που είχαν καταφύγει έντρομοι στα βουνά, να γυρίσουν στις εστίες τους και υποσχέθηκε ότι δεν θα πειράξει κανένα. Ελάχιστοι γύρισαν και πράγματι ο Σεύθης δεν τους ενόχλησε. Αλλά όσους από τους φυγάδες έπιανε αιχμαλώτους τους σκότωνε χωρίς να χαριστεί σε κανένα. Ο Ξενοφών περιγράφει ένα περιστατικό από τις επιχειρήσεις αυτές του Σεύθη. Είχαν συλληφθεί αρκετοί φυγάδες και ο Θράκας πολέμαρχος αποφάσισε την εκτέλεση όλων με ακόντιο. Στο ελληνικό στράτευμα υπήρχε ένας οπλίτης από την Όλυνθο, ονόματι Επισθένης, ο οποίος είχε δει ένα όμορφο νεαρό αιχμάλωτο. Αυτός ο οπλίτης – γνωστός παιδεραστής – έτρεξε αμέσως στον Ξενοφώντα και τον παρακάλεσε να σώσει τον νέο. Ο Ξενοφών πήγε στον Σεύθη και του ζήτησε να μη σκοτώσει τον νεαρό Θράκα. Του εξιστόρησε μάλιστα ότι ο Επισθένης είχε αναλάβει, στο παρελθόν, να στρατολογήσει και να επανδρώσει ένα [145]
λόχο μισθοφόρων για τον Κύρο και το μόνο του κριτήριο για την επιλογή τους, ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση. Όμως όταν χρειάστηκε να πολεμήσει μαζί τους, απέδειξε ότι είναι άριστος και γενναίος πολεμιστής. Ο Σεύθης αφού γέλασε με τις «ιδιοτροπίες» του Έλληνα μισθοφόρου, του παράδωσε τον νεαρό. Άλλωστε ήταν γνωστό ότι οι Έλληνες της εποχής εκείνης δεν θεωρούσαν την παιδεραστία αμάρτημα. Το γεγονός της τακτικής του Σεύθη να μην πληρώνει εγκαίρως και ολόκληρο το μισθό, ήταν αφορμή συνεχούς γρίνιας μεταξύ των οπλιτών, ο δε Ξενοφών συγκρούστηκε πολλές φορές για το θέμα αυτό με τον Θράκα πολέμαρχο. Πολλοί από το ελληνικό στράτευμα έλεγαν ότι παρασύρθηκαν από τις υποσχέσεις του Σεύθη και απέρριψαν τις προτάσεις των Λακεδαιμονίων να στρατολογηθούν στο πλευρό τους. Παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα
Θα ήταν προτιμότερος γι’ αυτούς ένας μικρότερος, αλλά τακτικός μισθός από αυτές τις συνεχείς καθυστερήσεις πληρωμής τους από τον Σεύθη.
[146]
Το τέλος της περιπέτειας για τον Ξενοφώντα Είμαστε τώρα στις αρχές του έτους 399 π. Χ. Ο Τισσαφέρνης είχε γυρίσει στις σατραπείες του και ανέλαβε ξανά τη διοίκησή τους. Όμως δυσανασχετούσε που οι περισσότερες ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας είχαν συμπαραταχθεί στο παρελθόν με τον Κύρο και απείλησε ότι αν δεν καταβάλουν τους φόρους τους, θα κινηθεί με στρατό εναντίον τους. Οι ελληνικές πόλεις ζήτησαν την βοήθεια του σπαρτιατικού στόλου του Βυζαντίου και έτσι η εύθραυστη συμμαχία Σπαρτιατών και Περσών είχε σπάσει και είχαν αρχίσει οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ένας από τους πιστότερους αξιωματικούς του Κύρου κατέφυγε στην Αίγυπτο (τόπο καταγωγής του) για να υποδαυλίσει εξέγερση των Αιγυπτίων κατά της περσικής κατοχής. Πήρε μάλιστα μαζί του και το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στόλου του Αιγαίου. Τότε εμφανίστηκαν στη Θράκη δυο Λακεδαιμόνιοι αξιωματικοί και ανάγγειλαν στο Σεύθη, ότι οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν πόλεμο κατά του Τισσαφέρνη και τώρα μάλιστα έρχεται με πλοίο ο στρατηγός Θίμβρων για να τεθεί επικεφαλής της εκστρατείας. Για το λόγο αυτό η Σπάρτη έχει ανάγκη το ελληνικό μισθοφορικό σώμα και υπόσχεται μηνιαίο μισθό ένα δαρεικό για κάθε στρατιώτη, διπλάσιο για τους λοχαγούς και τετραπλάσιο για τους στρατηγούς. {Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι ο δαρεικός ήταν χρυσό περσικό νόμισμα και ισοδυναμούσε με είκοσι πέντε αττικές δραχμές}. Ο Σεύθης άκουσε τους Σπαρτιάτες και επειδή οι πολεμικές του επιχειρήσεις είχαν σχεδόν τελειώσει, μάλλον χάρηκε που οι Έλληνες μισθοφόροι θα έφευγαν από την επικράτειά του και φυσικά θα σταματούσε και η υποχρέωσή του να τους καταβάλει και άλλα χρήματα. Πάντως ως αποζημίωση έδωσε στους άντρες του Ξενοφώντα, εξακόσια βόδια, τέσσερις χιλιάδες πρόβατα και εκατόν είκοσι αιχμαλώτους (δούλους). Από την πλευρά τους οι Μύριοι άκουσαν με ανακούφιση την πρόσκληση των Σπαρτιατών και δεν άργησαν να φύγουν και να εγκατασταθούν σε νέο στρατόπεδο κοντά στην θάλασσα. Από την πώληση των ζώων και των αιχμαλώτων εισπράχθηκαν αρκετά χρήματα, [147]
τα οποία μοιράστηκαν στους στρατιώτες. Ο Ξενοφών που θεώρησε ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να έρθουν οι Μύριοι στο σημείο αυτό και δεν είχε πλέον να προσφέρει τίποτε άλλο, αποφάσισε να γυρίσει επιτέλους στην πατρίδα του, μιας και απ’ ό,τι ήξερε δεν εκκρεμούσε στην Αθήνα καμιά κατηγορία για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του Κύρου. Όμως οι στρατιώτες τον παρακάλεσαν να μείνει ακόμα ως ότου φτάσει εκεί ο Θίμβρων και να του παραδώσει το στράτευμα. Οι Έλληνες μισθοφόροι μεταφέρθηκαν τώρα και στρατοπέδευσαν στη Λάμψακο34, πόλη της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, στον Ελλήσποντο. Οι κάτοικοι της Λαμψάκου εκδήλωσαν τη χαρά τους για την παρουσία του Ξενοφώντα στην πόλη τους και του έδωσαν πολλά δώρα. Στην Λάμψακο ο Ξενοφών συνάντησε τον Αθηναίο μάντη Ευκλείδη και αφού συζήτησαν διάφορα. όταν ο Ξενοφών του είπε ότι ετοιμάζεται για την επιστροφή του, ο μάντης τον ρώτησε πόσα χρήματα είχε. Ο Δίας σε χρυσό στατήρα της Λαμψάκου
Ο Ξενοφών (αφού ορκίστηκε στους θεούς ότι είναι αλήθεια) είπε ότι τα χρήματά του δεν φτάνουν για να πληρώσει το ταξίδι στην πατρίδα και για να τα συγκεντρώσει έπρεπε να πουλήσει το άλογό του και όλες τις μη αναγκαίες αποσκευές του. Ο Ευκλείδης όμως δυσπιστούσε και απορούσε πώς είναι δυνατόν ένας στρατηγός όπως ο Ξενοφών, να μην έχει τα στοιχειώδη για να πληρώσει ένα ταξίδι. Ο Ξενοφών τότε παρουσία του Ευκλείδη, θυσίασε ένα ζώο στον Απόλλωνα. Ο μάντης εξέτασε τα σπλάχνα του ζώου που θυσιάστηκε και αποφάνθηκε ότι ο Η Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, χτισμένη στις ακτές της ασιατικής πλευράς του Ελλησπόντου, στη βόρεια Τρωάδα. Σήμερα είναι πόλη της Τουρκίας και αποκαλείται Lapseki 34
[148]
Ξενοφών ήταν ειλικρινής, όταν έλεγε ότι δεν είχε τα απαιτούμενα για την επιστροφή χρήματα. Την επομένη έφτασαν στο ελληνικό στρατόπεδο δυο Σπαρτιάτες αξιωματικοί και κατέβαλαν στους στρατιώτες τον συμφωνηθέντα μισθό. Όταν οι δυο Σπαρτιάτες έμαθαν ότι ο Ξενοφών από οικονομική ανάγκη είχε πουλήσει το αγαπημένο του άλογό για πενήντα δαρεικούς, το εξαγόρασαν και του το έδωσαν ως δώρο. Το στράτευμα πέρασε από τη Θράκη στη Λάμψακο, διέσχισε την Τρωάδα και έφτασε στην Πέργαμο της Μυσίας. Εκεί ο Ξενοφών επιχείρησε την τελευταία πολεμική του πράξη στη Ασία. Πραγματοποίησε επιδρομή με χίλιους άνδρες κατά ενός Πέρση αξιωματούχου και μετά από σφοδρές μάχες συνέλαβαν τον Πέρση, τη γυναίκα του, τα παιδιά τους, τους δούλους τα άλογα, βόδια και πρόβατα και όλα τους τα υπάρχοντα. Η λεία από την επιδρομή ήταν τεράστια και στον Ξενοφώντα παραχωρήθηκε η μερίδα του λέοντος. Τα χρήματα ήταν αρκετά για να μην έχει πια οικονομικά προβλήματα. Σε λίγες μέρες έφτασε στην Πέργαμο ο Σπαρτιάτης στρατηγός Θίμβρων, ο οποίος παρέλαβε από τον Ξενοφώντα το στράτευμα και το ένωσε με το στρατό που είχε μαζί του, για να πολεμήσει τους Πέρσες σατράπες Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζο. Στο σημείο αυτό τελειώνει η αφήγηση του Ξενοφώντα. Ο Ξενοφών βρήκε πλοίο και απέπλευσε για την Αθήνα. Έτσι έληξε αυτή η τυχοδιωκτική αλλά και συναρπαστική περιπέτεια, του Ξενοφώντα και των Μυρίων. Το γεγονός είναι, ότι η ζωή του Αθηναίου ιστορικού. συνδέθηκε με τους Έλληνες μισθοφόρους και με τους Σπαρτιάτες. Η Ανάβαση του Κύρου και η Κάθοδος των Μυρίων διάρκεσε συνολικά ένα χρόνο και τρεις μήνες. Διανύθηκαν δε χίλιες εκατό πενήντα πέντε παρασάγγες δηλαδή παραπάνω από έξη χιλιάδες χιλιόμετρα συνολικά. Οι εναπομείναντες άνδρες της στρατιάς του Κύρου, έμελλε να υπηρετήσουν τους Σπαρτιάτες για μερικά χρόνια ακόμα.
[149]
Η πορεία των Μυρίων: Η Ανάβαση του Κύρου: Από τις Σάρδεις ως τα Κούναξα Η Κάθοδος των Μυρίων: Κούναξα-Πόντος-Θράκη-Πέργαμος
[150]
Οι Μύριοι και πάλι στην Ασία – Το τέλος του πολέμου Ο διοικητής των σπαρτιατικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία Θίμβρων, αποδείχθηκε αναποτελεσματικός. Στρατοπέδευσε στο φίλιο έδαφος της Περγάμου, αλλά όπως του τελείωσαν τα χρήματα, αδυνατούσε να πληρώσει τους μισθοφόρους, κατάλοιπα της μεγάλης στρατιάς του Κύρου. Αυτοί δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους. Έτσι αυτοί άρχισαν να κάνουν αυτό που ήξεραν πολύ καλά. Ορμούσαν για πλιάτσικο στα χωριά της Μυσίας και τα ρήμαζαν, χωρίς ο Θίμβρων να μπορεί να τους ελέγξει. Ο Ξενοφών, που μάθαινε πάντα νέα της στρατιάς που άφησε φεύγοντας, έδειξε κατανόηση. Ήξερε ότι ευθύνη για την όποια διασάλευση της πειθαρχίας και της τάξης, είχε πρώτιστα ο εργοδότης που δεν πλήρωνε τους άνδρες του και δη επαγγελματίες πολεμιστές, όπως ήταν οι μισθοφόροι. Το 397 ο Θίμβρων αντικαταστάθηκε από τον Δερκυλίδα, που έφτασε στην Πέργαμο με αρκετά χρήματα. Πλήρωσε τους μισθοφόρους, τους φέρθηκε με ευγένεια και τους συγχώρησε για τις επιδρομές στα φίλια χωριά και τις αρπαγές. Συνήψε συνθήκες ειρήνης με τον Τισσαφέρνη και τον Φαρνάβαζο και εδραίωσε την κυριαρχία της Σπάρτης στην περιοχή της Τρωάδας. Άφησε τους μισθοφόρους να φρουρούν τις σπαρτιατικές θέσεις στην Ασία και πήγε στην Καλλίπολη και την οχύρωσε, για να μπορούν να αντιμετωπισθούν οι εισβολές των Θρακών. Αργότερα ο Δερκυλίδας γύρισε στην Ασία με εντολή της Σπάρτης να κηρύξει τον πόλεμο στο Τισσαφέρνη, τον οποίο οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας θεωρούσαν ως απειλή της αυτονομίας τους. Συναντήθηκαν εκπρόσωποι των σατραπών Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζου με αυτούς του Δερκυλίδα. Οι Πέρσες ζητούσαν την απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την Ασία και ο Δερκυλίδας επέμενε στην διατήρηση της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων. Φυσικά δεν συμφώνησαν, αλλά και οι δυο ζήτησαν χρόνο για διαβουλεύσεις με τους ανώτερούς τους. Στο μεταξύ (έτος 396) οι Πέρσες [151]
είχαν προσλάβει τον Αθηναίο ναύαρχο Κόνωνα35, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση και ενίσχυση του περσικού στόλου. Αυτή η πληροφορία πανικόβαλε την Σπάρτη και αποφασίστηκε να σταλεί στην Ασία ο βασιλιάς Αγησίλαος με μεγάλη δύναμη οκτώ χιλιάδων ανδρών, με στόχο να εισβάλει στην περσική αυτοκρατορία. Ο Αγησίλαος ένωσε το στρατό του με τους στρατούς του Δερκυλίδα και των Μυρίων. Αισθάνθηκε αρκετά δυνατός και απαίτησε από τον Τισσαφέρνη να εγγυηθεί την αυτονομία των ελληνικών πόλεων. Αλλά ο Τισσαφέρνης που αισθάνθηκε κι αυτός πιο ισχυρός μετά την οργάνωση του περσικού στόλου από τον Κόνωνα, απαίτησε τελεσιγραφικά: Αν δεν φύγετε από την Ασία, θα σας διώξουμε εμείς! Το επόμενο έτος ο Αγησίλαος εκστράτευσε σε δυο μέτωπα, κατά του Φαρνάβαζου στο βορρά και κατά του Τισσαφέρνη στη Λυδία. Είχε σημαντικές επιτυχίες με αποκορύφωμα την συντριβή του Τισσαφέρνη κοντά στις Σάρδεις. Ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων
Μετά την ήττα αυτή και σε συνδυασμό με τις κατά καιρούς φήμες ότι ο σατράπης σχεδίαζε να ιδρύσει ανεξάρτητο βασίλειο (με την βοήθεια των Ελλήνων της Ιωνίας) ο Τισσαφέρνης έπεσε στη δυσμένεια του Μεγάλου Βασιλιά. Ο Πέρσης μονάρχης διόρισε αμέσως νέο σατράπη σε αντικατάσταση του Τισσαφέρνη. Ο δε γνωστός μας Αριαίος (ο θείος και σύμμαχος του Κύρου, που τον πρόδωσε και συμμάχησε με τον Αρταξέρξη) προσκάλεσε για «διαβουλεύσεις» τον Τισσαφέρνη στη Φρυγία. Αυτός έφτασε ανυποψίαστος στις Κολοσσές, Ο Κόνων έγινε αρχηγός του αθηναϊκού ναυτικού το 406. Μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέφυγε στην Κύπρο. Δέχθηκε να γίνει ναύαρχος του περσικού στόλου για να εκδικηθεί τους Σπαρτιάτες και να βοηθήσει την πατρίδα του την Αθήνα. Και πραγματικά νίκησε τους Σπαρτιάτες στη ναυμαχία της Κνίδου (394) και πέτυχε την κατάρρευση της σπαρτιατικής κυριαρχίας στη Μ. Ασία. Έδωσε μεγαλύτερη αυτονομία στις ελληνικές πόλεις, οι οποίες προσχώρησαν στην περσική ηγεμονία. 35
[152]
αλλά συνελήφθη αμέσως, εκτελέστηκε και το κομμένο κεφάλι του εστάλη στον βασιλιά της Περσίας. Αυτή που θριαμβολόγησε ήταν η Παρύσατις γιατί ο Τισσαφέρνης ήταν ορκισμένος εχθρός του Κύρου. Ασφαλώς οι Μύριοι και ο Ξενοφών, αισθάνθηκαν δικαιωμένοι από το κακό τέλος του μόνιμου διώκτη τους και ισχυρού σατράπη Τισσαφέρνη. Ο αντικαταστάτης του Τισσαφέρνη πρότεινε στον Αγησίλαο: οι ελληνικές πόλεις της Ασίας να είναι μόνο φόρου υποτελείς στην Περσία και να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Οι Σπαρτιάτες απέρριψαν αυτή την πρόταση, γιατί ίσως επιθυμούσαν να κυριαρχήσουν αυτοί στις πόλεις αυτές. Αυτό όμως έφερε αντίδραση και η Αθήνα, το Άργος, η Βοιωτία και η Κόρινθος συμμάχησαν και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Σπάρτης, έχοντας την οικονομική υποστήριξη της Περσίας. Στην σύγκρουση που έγινε το 394 στην Κορώνεια ο Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον βασιλιά (και φίλο του Ξενοφώντα) Αγησίλαο νίκησαν τον συνασπισμένο στρατό των Αθηναίων και Θηβαίων. Στο πλευρό του Αγησίλαου βρέθηκε και ο Ξενοφών. Ο Αγησίλαος
Η πράξη αυτή του Ξενοφώντα θεωρήθηκε προδοσία κατά της πατρίδας του και με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου της Αθήνας τιμωρήθηκε με εξορία (οστρακίστηκε). Ακολούθησε όμως η ήττα του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο, από τον Φαρνάβαζο και τον στόλο του Κόνωνα, πράγμα που σήμανε και το τέλος της ηγεμονικής θέσης των Λακεδαιμονίων στο βόρειο Αιγαίο. Ο στρατός της Σπάρτης γύρισε πίσω και μαζί του γύρισαν στην Ελλάδα και αρκετοί από τους Μυρίους που είχαν απομείνει στην Ασία. Είχαν μείνει όμως αρκετοί που είχαν ριζώσει για τα καλά στην Μικρά Ασία. Βρίσκονταν εκεί επί επτά ολόκληρα χρόνια, είχαν αποκτήσει φήμη ως άριστοι πολεμιστές και ήταν περιζήτητοι από κάθε στρατηγό ή [153]
φύλαρχο που ετοιμαζόταν για πόλεμο. Οι πόλεμοι δεν τελείωναν ποτέ εκείνη την εποχή. Η μακροχρόνια διαμάχη Ελλήνων και Περσών, έληξε το 386 με ουσιαστική νίκη των δεύτερων. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ανταλκίδας πρότεινε στους Πέρσες την υπογραφή ειρήνης που πρόβλεπε: - Την παράδοση των ελληνικών πόλεων της Ασίας και της Κύπρου στους Πέρσες - Τα νησιά θα παρέμεναν ελεύθερα - Την ουσιαστική αναγνώριση της ηγεμονίας της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο. Με την – όπως αποκλήθηκε - Ανταλκίδειο Ειρήνη επικράτησε ηρεμία στις ελληνικές πόλεις. Αλλά η Σπάρτη είχε αποδυναμωθεί από τους συνεχείς πολέμους και δεν άργησε να χάσει την ηγεμονική της θέση, την οποία κατέλαβε σύντομα η Θήβα. Ο Ξενοφών, μετά τη μάχη της Κορώνειας και με το στίγμα του προδότη και του οστρακισμού του, αποφάσισε να αποσυρθεί από την στρατιωτική ζωή. Ήταν πλέον τριάντα πέντε ετών και ήθελε να ζήσει φυσιολογική ζωή με ηρεμία και να φτιάξει οικογένεια. Η Σπάρτη τον τίμησε ονομάζοντάς τον πολίτη της και του παραχώρησε ένα αγρόκτημα νότια της Ολυμπίας στην Ηλεία. Εκεί έζησε ο Ξενοφών τα επόμενα είκοσι χρόνια του, ασχολούμενος σχεδόν αποκλειστικά με τη συγγραφή. Είχε τώρα αρκετά χρήματα που προέρχονταν κυρίως από την πώληση των λαφύρων και των δούλων στην Κερασούντα. Τα χρήματα αυτά τα είχε αφήσει για φύλαξη στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και του τα έφερε στην Ηλεία, μετά από πολλά χρόνια, ένας ιερέας του ναού αυτού. Στην Ηλεία ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή του βιβλίου του Κύρου Ανάβασις, το οποίο και αποτελεί το θέμα του παρόντος πονήματος. Είναι ένα έργο αφήγησης ενός πολέμου και στη συνέχεια της περιπετειώδους και βασανιστικής πορείας επιστροφής των Ελλήνων μισθοφόρων, που περάσανε με επιτυχία μια σειρά εχθρικών εδαφών, αφιλόξενων τόπων και άγριων καιρικών συνθηκών. Το σημαντικό στο έργο αυτό είναι η περιγραφή των γεγονότων, όχι [154]
μόνο από ένα αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και από ένα από τους πρωταγωνιστές τους. Η αφηγηματική εξιστόρηση γίνεται χωρίς πολλές λογοτεχνικές φιοριτούρες, είναι λιτή, αποφεύγει την υπερβολή, αλλά όμως δεν διστάζει να παραθέσει με κάθε λεπτομέρεια ακόμα και τις πιο φρικτές πράξεις των ίδιων των μισθοφόρων, αλλά και των αντιπάλων τους. Η ιστορία αυτή του Ξενοφώντα θυμίζει περιγραφή πολεμικού ανταποκριτή. Πιθανότατα την ίδια εποχή ο Ξενοφών έγραψε και ένα άλλο σημαντικό ιστορικό έργο, τα Ελληνικά, όπου παίρνει την σκυτάλη από το σημείο που σταματά ο Θουκυδίδης και αφηγείται τα τελευταία έτη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στο ίδιο έργο συνεχίζει και περιγράφει τις εξελίξεις στον ελλαδικό κόσμο ως το έτος 362 π.Χ. Ο Ξενοφών απέκτησε δυο δίδυμα αγόρια, τον Γρύλλο και τον Διόδωρο. Το 362 ο Γρύλλος πολέμησε με τον αθηναϊκό στρατό στη μάχη της Μαντινείας (αντίπαλοι ήταν η Συμμαχία της Θήβας και η Συμμαχία της Σπάρτης στην οποία συμμετείχε και η Αθήνα) και αυτό ήταν αρκετό για να ανακληθεί η εξορία του Ξενοφώντα και να αποκτήσει και πάλι την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Πέθανε το 352(;) στην Κόρινθο ή στην Αθήνα.
[155]
[156]