ΤΟ ΤΟΠΙ -διήγημα-
Εκείνο το Ανοιξιάτικο πρωινό της παιδικής μου ηλικίας, η μέρα έλαμπε στιλπνή και υπέροχη. Ο ήλιος είχε από ώρα ανατείλει σ’ έναν καθάριο γαλανό ουρανό. Οι μουριές, οι πασχαλιές και οι ακακίες της γειτονιάς μας είχαν ανθίσει και τα πουλιά τιτίβιζαν παιχνιδιάρικα, πετώντας από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτήν την ευδαιμονική τάξη, βγήκα δωδεκάχρονο παιδί από την αυλή του σπιτιού μου, να χαζέψω τον Μελέτη τον μάστορα που έφτιαχνε την καινούρια μάντρα του σπιτιού μας. Ο πατέρας είχε αποφασίσει να γκρεμίσει την παλιά που είχε κληρονομήσει από τους παππούδες του και να την αντικαταστήσει με μια νέα πιο χαμηλή, όπου πάνω της θα τοποθετούσε κάγκελα. Εμείς τα παιδιά είχαμε πολλές αναμνήσεις από την παλιά μάντρα, γιατί ήταν αρκετά ψηλή και πάνω της σκαρφαλώναμε να κόψουμε μούρα από την θεόρατη μουριά που στεκόταν αγέρωχη δίπλα από την είσοδο του σπιτιού μας. Ανεβαίναμε πάνω της, γεμίζαμε κυπελλάκια με κόκκινα μούρα και αφού τα πλέναμε στην βρύση, καθόμασταν στον ίσκιο και απολαμβάναμε αυτό το ολόγλυκο και σπάνιο πια φρούτο. Όμως η παλιά μάντρα δεν υπήρχε πια. Πριν λίγες ημέρες την είχαν γκρεμίσει, ώστε δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτήν, παρά ένας σωρός από μπάζα γεμάτα κοτρόνες και κοκκινόχωμα, που γρήγορα απομακρύνθηκε κι αυτός. Στην θέση της πια ο μάστορας, ανέγειρε σιγά σιγά την καινούρια. Βγαίνοντας στον δρόμο λοιπόν εκείνο το πρωινό, παρέμεινα όρθιος να παρακολουθώ τον μάστορα που έκανε την δουλειά του σφυρίζοντας και τραγουδώντας. Μαγευτική σκηνή για τα μάτια μου! Το μυστρί, το νήμα, το τσιμέντο, το σφυρί, ο τρόπος που τοποθετούσε τους τσιμεντόλιθους ο Μελέτης και σήκωνε σιγά σιγά με ακρίβεια μια ολοκαίνουρια μάντρα, όλα αυτά με συνέπαιρναν και φάνταζαν στα παιδικά μου μάτια μεγαλειώδη… «Τι κοιτάς βρε Γιώργη; Θες να γίνεις και συ χτίστης όταν μεγαλώσεις;» μου είπε κάποια στιγμή γελώντας ο Μελέτης. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Αν ήθελα λέει! Και ποιος δεν ήθελε να μάθει να χτίζει μάντρες και σπίτια εκεί που πριν δεν ήταν τίποτα! «Ε τότε φάε να μεγαλώσεις γρήγορα!» είπε ο Μελέτης ρίχνοντας με το μυστρί λάσπη πάνω σε έναν ήδη τοποθετημένο τσιμεντόλιθο. Εκείνη την στιγμή, βγήκε ο φίλος μου Σωτήρης από την αυλή του σπιτιού του και ήρθε δίπλα μου. Κρατούσε μια μπάλα πλαστική στα χέρια. Καφετιά και μικρή. Την θυμάμαι ακόμη. Ο Σωτήρης ήταν ο πρώτος φίλος που έκανα στην ζωή μου. Το σπίτι του απέναντι από το δικό μου. Πέντε μέτρα μακριά. Και συνομήλικος. Ήταν το πρώτο παιδί που είδα στην ζωή μου όταν