Το τόπι

Page 1

ΤΟ ΤΟΠΙ -διήγημα-

Εκείνο το Ανοιξιάτικο πρωινό της παιδικής μου ηλικίας, η μέρα έλαμπε στιλπνή και υπέροχη. Ο ήλιος είχε από ώρα ανατείλει σ’ έναν καθάριο γαλανό ουρανό. Οι μουριές, οι πασχαλιές και οι ακακίες της γειτονιάς μας είχαν ανθίσει και τα πουλιά τιτίβιζαν παιχνιδιάρικα, πετώντας από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτήν την ευδαιμονική τάξη, βγήκα δωδεκάχρονο παιδί από την αυλή του σπιτιού μου, να χαζέψω τον Μελέτη τον μάστορα που έφτιαχνε την καινούρια μάντρα του σπιτιού μας. Ο πατέρας είχε αποφασίσει να γκρεμίσει την παλιά που είχε κληρονομήσει από τους παππούδες του και να την αντικαταστήσει με μια νέα πιο χαμηλή, όπου πάνω της θα τοποθετούσε κάγκελα. Εμείς τα παιδιά είχαμε πολλές αναμνήσεις από την παλιά μάντρα, γιατί ήταν αρκετά ψηλή και πάνω της σκαρφαλώναμε να κόψουμε μούρα από την θεόρατη μουριά που στεκόταν αγέρωχη δίπλα από την είσοδο του σπιτιού μας. Ανεβαίναμε πάνω της, γεμίζαμε κυπελλάκια με κόκκινα μούρα και αφού τα πλέναμε στην βρύση, καθόμασταν στον ίσκιο και απολαμβάναμε αυτό το ολόγλυκο και σπάνιο πια φρούτο. Όμως η παλιά μάντρα δεν υπήρχε πια. Πριν λίγες ημέρες την είχαν γκρεμίσει, ώστε δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτήν, παρά ένας σωρός από μπάζα γεμάτα κοτρόνες και κοκκινόχωμα, που γρήγορα απομακρύνθηκε κι αυτός. Στην θέση της πια ο μάστορας, ανέγειρε σιγά σιγά την καινούρια. Βγαίνοντας στον δρόμο λοιπόν εκείνο το πρωινό, παρέμεινα όρθιος να παρακολουθώ τον μάστορα που έκανε την δουλειά του σφυρίζοντας και τραγουδώντας. Μαγευτική σκηνή για τα μάτια μου! Το μυστρί, το νήμα, το τσιμέντο, το σφυρί, ο τρόπος που τοποθετούσε τους τσιμεντόλιθους ο Μελέτης και σήκωνε σιγά σιγά με ακρίβεια μια ολοκαίνουρια μάντρα, όλα αυτά με συνέπαιρναν και φάνταζαν στα παιδικά μου μάτια μεγαλειώδη… «Τι κοιτάς βρε Γιώργη; Θες να γίνεις και συ χτίστης όταν μεγαλώσεις;» μου είπε κάποια στιγμή γελώντας ο Μελέτης. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Αν ήθελα λέει! Και ποιος δεν ήθελε να μάθει να χτίζει μάντρες και σπίτια εκεί που πριν δεν ήταν τίποτα! «Ε τότε φάε να μεγαλώσεις γρήγορα!» είπε ο Μελέτης ρίχνοντας με το μυστρί λάσπη πάνω σε έναν ήδη τοποθετημένο τσιμεντόλιθο. Εκείνη την στιγμή, βγήκε ο φίλος μου Σωτήρης από την αυλή του σπιτιού του και ήρθε δίπλα μου. Κρατούσε μια μπάλα πλαστική στα χέρια. Καφετιά και μικρή. Την θυμάμαι ακόμη. Ο Σωτήρης ήταν ο πρώτος φίλος που έκανα στην ζωή μου. Το σπίτι του απέναντι από το δικό μου. Πέντε μέτρα μακριά. Και συνομήλικος. Ήταν το πρώτο παιδί που είδα στην ζωή μου όταν


νιόβγαλτο κι αφτέρωτο ακόμη πουλί, ξεμύτισα απ’ την δική μου φωλιά. Μαζί σκαρίσαμε στη ζωή. Μαζί φτιάχναμε σφεντόνες, τόξα, παίζαμε πόλεμο και προπαντός μπάλα. Ναι η μπάλα ήταν το καλύτερο παιχνίδι μας. Οι μπάλες μας τότε ήταν πλαστικές. Σπάνια να βρεθεί δερμάτινη. Πλαστικές όμως είχαμε. Όπως αυτή που κρατούσε τώρα ο Σωτήρης και μου πρότεινε να παίξουμε. Δέχτηκα. Πήγε εκείνος στην πάνω πλευρά του δρόμου κι εγώ καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κάτω. Έτσι κάναμε πάντα. Έχοντας ο καθείς ως τέρματα έναν στύλο απ’ την μια και τον τοίχο ενός σπιτιού απ’ την άλλη, σουτάραμε να βάλει ο ένας στον άλλον γκολ. Ο Σωτήρης ήταν απ’ την πλευρά του Μελέτη. Έστησε την μπάλα, μα πριν προλάβει να σουτάρει, πετάχτηκε σαν αγρίμι ο Μελέτης από την μάντρα και την σούταρε εκείνος πρώτος με δύναμη. «Ωωωωωπ το τόπιιιιι»….και λύθηκε στα γέλια. Η μπάλα πέρασε πολύ ψηλά από πάνω μου και παίρνοντας την κατηφόρα, έφτασε μακριά. Έκανα τρία λεπτά να πάω κάτω, να την πάρω και να επιστρέψω. Ο Σωτήρης την έστησε ξανά, μα πάλι ο Μελέτης πετάχτηκε και την κλώτσησε. Πάλι εγώ στην κατηφόρα να μαζεύω την μπάλα. Όσο κι αν προσπαθήσαμε να παίξουμε ήσυχα, αποτύχαμε. Συνεχώς πεταγόταν σαν αίλουρος ο Μελέτης, κλωτσούσε την μπάλα και μας χαλούσε το παιχνίδι. Όσες προσπάθειες κι αν κάναμε. «Ωωωωπ το τόπιιιι» και η μπάλα στο γάμο του καραγκιόζη να τρέχω να την μαζεύω. Ώσπου απογοητευθήκαμε. Πήραμε την μπάλα και κάτσαμε σε μια γωνιά του δρόμου να ησυχάσουμε. Ο Μελέτης έχτιζε και κορόιδευε… «Φέρτε το τόπι! Φέρτε το τόπι!» Δεν θυμάμαι ποιος απ’ τους δυο μας έριξε την ιδέα. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως συμφωνήσαμε και οι δύο ενθουσιασμένοι. Η πλαστική μπάλα είχε μια μικρή τρύπα σε ένα σημείο, την οποία με τα δάχτυλά μας ανοίξαμε περισσότερο κι αρχίσαμε από κει να την γεμίζουμε με βότσαλα. Τότε ο δρόμος δεν είχε τα σημερινά μεγαλεία. Ασφαλτοστρώσεις και πεζοδρομήσεις. Ήταν χωμάτινος, γεμάτος νεροφαγώματα απ' τις βροχές και βότσαλα. Παίρναμε λοιπόν από κάτω και γεμίζαμε, ώσπου η μπάλα έγινε σχεδόν ασήκωτη. Τώρα θα του δείχναμε του Μελέτη… Ο Σωτήρης πήρε την μπάλα που ήταν βαριά σαν όλμος και πήγε στην θέση του. «Ωπ ήρθε το τόπιιιι» φώναξε ο Μελέτης. Ο φίλος μου την έστησε και πήγε προς τα πίσω –τάχα παίρνοντας φόρα- στην ουσία όμως, δίνοντας άπλετο χρόνο στον μάστορα να σηκωθεί και να την χτυπήσει. Πράγματι. Βλέποντάς την εκείνος εντελώς εκτεθειμένη μπροστά του, πετάχτηκε και έτρεξε προς το μέρος της. «Ωωωπ το τοπ…!!!» Πάνω στο «τοπ» του κόπηκε η μιλιά. Φορούσε κάτι μαύρα μυτερά σκαρπίνια και καθώς σούταρε, αντί η μπάλα να φύγει μακριά, προχώρησε μονάχα λίγους πόντους και εκείνος άρχισε


να σκούζει από τον πόνο. Έπεσε κάτω και διπλώθηκε πιάνοντας το πόδι του… «Ωωωωωχ το πόδι μουυυυυ» Αρχίσαμε να τρέχουμε τον κατήφορο, αφήνοντας κατάχαμα τον Μελέτη να σκούζει και να μας βρίζει... Προσέλκυσε 51 άτομα Πύργαρης Γιώργος / Pyrgaris George Μου αρέσει! ·

Γιώργος Πύργαρης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.