Οι καλικάντζαροι και ο θείος Μεμάς
-Με κυνηγάνε καλικάντζαροι! Προς στιγμήν, απομείναμε όλοι με τα μαχαίρια και τα πιρούνια μας μετέωρα κοιτάζοντας τον θείο Μεμά, που στεκόταν χιονισμένος στην πόρτα του καθιστικού και κρατούσε δύο κούτσουρα στα χέρια, δείχνοντας ιδιαίτερα ανήσυχος.Την ξαφνική σιωπή όμως, γρήγορα έσπασαν τα γέλια και οι κουβέντες των μεγάλων. -Έλα κάτσε βρε Μεμά, μην φοβίζεις τα παιδιά. Αμάν πια με τις ονειροφαντασίες σου! Τα παιδιά είμασταν εμείς. Μαζί με τα ξαδέρφια μου που είχαν έρθει από την Αθήνα να κάνουμε όλοι μαζί Χριστούγεννα. Οι γυναίκες είχαν στρώσει ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση του καθιστικού και τρώγαμε εκείνο το απόβραδο των Χριστουγέννων. Με το σουρούπωμα, είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό χιόνι, προς μεγάλη ευχαρίστηση εμάς των παιδιών. Αλλά και των μεγάλων, απ’ ότι έδειχναν τα γέλια και οι φωνές τους. Και τι δεν έλεγαν! Παλιές ιστορίες, αστεία, γέλια και χαρές. Το τραπέζι ήταν πλούσιο και το κρασί έρρεε άφθονο. Δίπλα μας έκαιγε το τζάκι. Ο θείος Μεμάς είχε πεταχτεί να φέρει ξύλα και όταν ξαναγύρισε, είπε αυτήν την τρομερή κουβέντα... -Με κυνηγάνε καλικάντζαροι!
Ο θείος Μεμάς, ήταν για μας τα παιδιά, ο αγαπημένος μας θείος. Μας αγαπούσε και τόδειχνε, δε μας χαλούσε ποτέ χατίρι. -Θείε θα μας πας στο ποτάμι; Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Μας πήγαινε. Καθόμασταν πάνω στο παλιό πέτρινο γεφύρι, βλέπαμε μπροστά μας την χαράδρα που το νερό κυλούσε μέσα της ήσυχο σαν φίδι και μας έλεγε ένα σωρό ιστορίες. Για κυνήγια και ψαρέματα. Γιατί ο θείος Μεμάς ήταν απ’ όλα. Και κυνηγός και ψαράς και μελισσοκόμος και μέγας συλλέκτης. Ήξερε όλα τα κατατόπια. Πού φυτρώνουν ραδίκια του βουνού, πού και πότε βγαίνουν τα βουρβούλια και τα άγρια σπαράγγια. Ήταν και ένα είδος ποιητή, αφού μας έλεγε τόσες ιστορίες κι ας μην είχε γράψει ποτέ του ούτε μια γραμμή. Εμείς όμως τον ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό. Άλλες του λέγαμε να μας πάει στο βουνό να μαζέψουμε κούμαρα. Άλλες για μανιτάρια. Έχω δει εξ’ αιτίας του θείου Μεμά τόσα μανιτάρια, όσα δεν ξανάδα ποτέ στην ζωή μου. -Θείε, του είπα κάποτε, δεν έχω μαζέψει ποτέ μανιτάρια! -Δεν έχεις μαζέψει; Δεν έχεις μαζέψει; Πάμε! μου είπε με την γρήγορη και βιαστική φωνή του. Με πήγε στην κορυφή του βουνού. Εκεί, σε ένα μικρό οροπέδιο, ήταν φυτρωμένα τόσα
μανιτάρια πέρα ως πέρα, σα να τα είχαν σπείρει. Φανταστικό θέαμα. Χιλιάδες μικρές πανέμορφες ομπρέλες. Είμαι σίγουρος πως δεν θα ξαναδώ τέτοιο θέαμα στην ζωή μου, αφού ο θείος Μεμάς δεν υπάρχει πια και δεν συντρέχει κανένας λόγος να φυτρώσουν τόσα μανιτάρια. Γιατί ήταν σα να γίνονταν όλα για κείνον. Ήταν κάτι σαν μάγος για μας, που κρατούσε ένα μαγικό ραβδί και ό,τι του ζητούσες στο φανέρωνε. Μας άνοιγε δρόμους φανταστικούς, μας αποκάλυπτε κόσμους που οι άλλοι αδυνατούσαν ή δεν καταδέχονταν να μας φανερώσουν. Ήταν και κομμάτι αλαφροΐσκιωτος πιο κοντά στην παιδική μας ιδιοσυγκρασία. Πίστευε σε καλικαντζάρους, σε νεράιδες και ξωτικά. Ναι, τα πίστευε στ’ αλήθεια όλα αυτά και έτσι πέρασε ολόκληρη την ζωή του. Πατώντας με το ένα πόδι στη γη και με το άλλο στα σύννεφα…
Αφού οι άλλοι άντρες τον αποπήραν εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, ο θείος Μεμάς, άφησε τα κούτσουρα στο τζάκι, τινάχτηκε από το χιόνι και κάθισε μαραζωμένος στην θέση του, χωρίς να μιλά. Τον παρακολουθούσα. Για ένα ολόκληρο τέταρτο, δεν άγγιξε το ποτήρι του, αυτός που του άρεσε τόσο πολύ το κρασάκι. Γιατί συν τοις άλλοις, τα έτσουζε συχνά ο θείος Μεμάς. Κάποια στιγμή, μη μπορώντας να τον βλέπω έτσι κατσουφιασμένο, σηκώθηκα και του ψιθύρισα στ΄ αυτί… -Αλήθεια, σε κυνήγησαν καλικάντζαροι; Το πρόσωπό του φωτίστηκε μεμιάς. Πήρε το ποτήρι του, ήπιε μια δυνατή και με ένα συνομωτικό ύφος που έδειχνε συνάμα και περιφρόνηση προς τους υπόλοιπους λογικούς, ψιθύρισε με την σειρά του στο αυτί μου… -Είναι κάτω στο χαγιάτι τέσσερις πέντε από δαύτους. Ο ένας έχει και κουδουνάκι. Στην αρχή άκουσα τον ντριιιιν ντριιιν. Ίσα που είχα πάρει τα κούτσουρα. Ήρθαν κοντά μου κι άρχισαν να με γαργαλάνε και γω έτρεξα. Έτρεχαν κι αυτοί ξοπίσω μου και φώναζαν… -Θα σας κόψουμε το ρεύμαααα! Θα σας κόψουμε το ρεύμαααα!... -Πώς ήταν θείε; -Κοντοί και μαύροι! Με ουρές! Και κάτι νύχια να! -Θα μας κόψουνε το ρεύμα; -Ξέρω γω; Έτσι μου είπαν! απάντησε ο θείος Μεμάς ιδιαίτερα ευχαριστημένος, που εγώ τουλάχιστον τον πίστευα. Κάθισα στη θέση μου. Ήμουν ικανοποιημένος πια. Είχα βγάλει από την δύσκολη θέση τον αγαπημένο μου θείο, που μετά από αυτή την κίνησή μου, είχε ξανάβρει το κέφι του. Εξ' άλλου τι ήθελε; Να τον πιστεύουμε τουλάχιστον εμείς τα παιδιά. Εν τω μεταξύ το δείπνο είχε τελειώσει και οι γυναίκες μάζευαν τα πιάτα, φέρνοντας φρούτα, γλυκά και ξηρούς καρπούς. Εκεί ακριβώς κόπηκε πραγματικά το ρεύμα και όλοι υποδέχτηκαν την καινούρια κατάσταση, με
ένα μακρόσυρτο αααααααααααα. Απομείναμε μονάχα με το φως του τζακιού. Εμένα πάντως,μου κόπηκαν τα ήπατα. Στράφηκα αμέσως στον θείο Μεμά. Δεν έχω δει πιο θριαμβευτικό πρόσωπο στην ζωή μου. Έλαμπε ολόκληρο στις φλόγες του τζακιού. Μου έκλεισε το μάτι, φέρνοντας τον δείκτη του χεριού του στον κρόταφό του, σα να μου έλεγε… -Στόπα…δε στόπα;;; -Να μαζευτούμε όλοι γύρω από το τζάκι, είπε κάποιος. Αυτό κάναμε. Οι γυναίκες έφεραν σκαμνιά, μαξιλάρια, πήρε ο καθένας το ποτηράκι του και έπιασε θέση. Έκαναν όλοι έναν κύκλο τριγύρω απ’ τη φωτιά, όπως έκαναν αιώνες, χιλιετηρίδες πριν οι άνθρωποι που τους φόβιζε το σκοτάδι. Εγώ όμως είχα προλάβει να ψιθυρίσω στα υπόλοιπα παιδιά όσα μου είχε πει ο θείος Μεμάς, που είχε εξελιχθεί σε προφήτη. Ήταν πια ο μεγάλος ήρωάς μας και είχαμε περάσει πια σε μια μυθική περιπέτεια. Φανταζόμασταν πως πολιορκούμασταν από καλικαντζάρους, πως από στιγμή σε στιγμή, εκείνοι θα πηδούσαν από μυστικές τρύπες ή τις αποχετεύσεις μέσα στο σπίτι και θα έπεφταν πάνω μας, γι’ αυτό κουρνιάσαμε φοβισμένοι ανάμεσα στους μεγάλους, που παραδόξως έδειχναν κι αυτοί φοβισμένοι. Με το σκοτάδι είχαν χάσει την πρότερη σταθερή λάμψη τους, έμοιαζαν πιο ευάλωτοι. Εκείνος όμως που έδειχνε θριαμβευτής σαν Καίσαρας, ήταν ο θείος Μεμάς. Είχαμε εισέλθει στον κόσμο του πια. Δεν κάθισε στο τζάκι. Παρέμεινε όρθιος, περιμένοντας υπομονετικά να βολευτούν όλοι και κοίταζε εμάς τα παιδιά με ένα καθησυχαστικό ύφος, σα να έλεγχε την κατάσταση, σα να μας έλεγε... -Μη φοβάστε, εδώ είμαι εγώ...δε θα σας πειράξει κανείς! Με το αχνό φως και τις λάμψεις από τις φλόγες να παίζουν στα πρόσωπά μας, ήταν σα να είχαμε αφήσει πίσω τον κόσμο της λογικής και να είχαμε μπει σε έναν άλλο κόσμο φανταστικό, μυθικό και αρχέγονο. -Να πούμε καμιά ιστορία, όπως κάναμε παλιά γύρω από το τζάκι! είπε η θεία Κούλα. -Θα πω εγώ μία! θα πω εγώ! πετάχτηκε ο θείος Μεμάς. Δεν τούφερε κανείς αντίρρηση, Ήταν η δικιά του ώρα. Εκεί λοιπόν, όρθιος και μυστηριώδης, μέσα στο αχνό φως του τζακιού που έπαιζε στο πρόσωπό του αλλόκοτα, μοιάζοντας περισσότερο με μάγο μιας αλλοτινής εποχής, άρχισε…
-Εσείς δεν τα πιστεύετε όλα αυτά, μα εγώ θα σας πω μια ιστορία που συνέβη σε μένα τα παλιά τα χρόνια, που είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τα παλιά τα χρόνια λοιπόν, όταν ήμουν κι εγώ παιδί και δεν είχαν βγει ακόμη τα μηχανήματα, τα αυτοκίνητα, τα τρακτέρ και όλοι αυτοί οι διαβόλοι, τις δουλειές μας τις κάναμε με τα ζα. Ένα βράδυ λοιπόν μου είπε ο πατέρας μου ο παπάς, να πάω την άλλη μέρα στο μύλο στάρι να το αλέσω γιατί μας είχε τελειώσει το αλεύρι.
Ο μύλος τότε ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά. Κάτω στο ποτάμι. Ετοίμασα αποβραδίς τα σακιά, κοιμήθηκα νωρίς και γύρω στις τρεις τη νύχτα φόρτωσα το μουλάρι, φόρεσα την κάπα και ξεκίνησα για τον μύλο. Ήταν Δεκέμβρης μήνας σαν τώρα, πήχτρα σκοτάδι και έριχνε χιονόνερο. Το μόνο που είχα μαζί μου ήταν ένα λυχνάρι. Είχα ξεμακρύνει περίπου μισή ώρα από το χωριό, ήμουν πάνω στο μουλάρι τυλιγμένος στην κάπα μου γιατί έκανε φοβερό κρύο, όταν ένιωσα γύρω μου κάποιες σκιές. Έσβησα το λυχνάρι που φώτιζε λίγο το δρόμο μου, αλλά πρόλαβα να δω τους καλικαντζάρους που έρχονταν από μακριά καταπάνω μου. Έσκυψα μπροστά και δεν έβγαζα άχνα. Εκείνοι έδειχναν πολύ ζωηροί και χαρούμενοι. Χοροπηδούσαν γύρω από το μουλάρι και το άγγιζαν στο στήθος με τα μαύρα κοκαλιάρικα χέρια τους. Προσπαθούσαν να πηδήσουν πάνω του, αλλά ευτυχώς ήταν τόσο κοντοί, που δεν τα κατάφερναν. Εμένα είχε σταματήσει η καρδιά μου! Δεν έβγαζα μιλιά και είχα σκύψει τόσο, που σχεδόν δεν με ξεχώριζες απ’ το σαμάρι. Εκείνοι πάλι, παραξενεύτηκαν που δεν έβλεπαν άνθρωπο πάνω στο μουλάρι. Άρχισαν να πηδούν τριγύρω, δείχνοντας προς εμένα και το μουλάρι και να τραγουδούν στα αρβανίτικα… Βες αντέ - βες κιτέ (αυτί από δω-αυτί από κει) Καποτέλιεζα ν΄ μες (η κάπα στη μέση) Ζότι κου για ζότι; (το αφεντικό πού είναι τ’ αφεντικό;) Νε μουλίιιιιιιι (στο μύλοοοοοοοο) Και χαχαχα τα γέλια οι καλικάντζαροι. Όμως έψαχναν να με βρουν κι ας είχα κρυφτεί τόσο καλά μέσα στην κάπα μου. Και πια, άρχισαν να πειράζουν περισσότερο το μουλάρι. Του τραβούσαν την ουρά, το τσιμπούσαν στην κοιλιά και στα πλευρά, ώσπου το ζωντανό αλαφιάστηκε κι άρχισε να τρέχει φοβισμένο στο λασπωμένο μονοπάτι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έτσι όπως έτρεχε το έρμο ζωντανό, μπορούσα ανά πάσα στιγμή να πέσω και τότε θα βρισκόμουν αβοήθητος ανάμεσα στους καλικαντζάρους και ποιος ξέρει τι θα μου έκαναν. Ποιος ξέρει πού θα με πήγαιναν. Λένε ότι ζουν στα βάθη της γης, μέσα σε σκοτεινές τρύπες. Μπορεί να με πήγαιναν εκεί, να με έχαναν οι δικοί μου, να μην έβλεπα ποτέ ξανά τα λούλουδα της γης και τον ήλιο. Γι’ αυτό κρατιόμουν ακόμη και με τα δόντια από το σαμάρι. Αν έπεφτα θα ήταν το τέλος μου. Εκείνοι πάλι συνέχιζαν να τρέχουν γύρω μας, γιατί ξέρετε, τρέχουν πολύ οι καλικάντζαροι, συνέχιζαν να πειράζουν και να ενοχλούν το ζωντανό, συνέχιζαν να τραγουδούν στα αρβανίτικα… Βες αντέ – βες κιτέ Καποτέλιεζα ν΄μες Ζότι κου για ζότι Νε μουλίιιιιιι
Και χαχαχα τα γέλια και οι τσιριχτές κραυγές… Ώσπου κάποτε φτάσαμε στον μύλο. -Μυλωνά! Μυλωνά! Βγες να με σώσεις, με κυνηγούν καλικάντζαροι! άρχισα να φωνάζω. Ώσπου βγήκε κάποτε ο μυλωνάς, κρατώντας ένα φτυάρι και τους έδιωξε. Μονάχα τότε σηκώθηκα απ’ το σαμάρι που ήμουν κουρνιασμένος, κατέβηκα και χώθηκα άσπρος σαν πανί και χωρίς ανάσα στον μύλο, όπου ο μυλωνάς με την μυλωνού, άρχισαν να τρίβουν τους καρπούς και το λαιμό μου με λάδι για να συνέλθω. Αυτό λοιπόν έχει τύχει σε μένα όταν ήμουν δεκάξι χρονώ παιδί…
Ο θείος Μεμάς τελείωσε την διήγησή του μέσα σε σιωπή. Εκείνη την στιγμή, ήταν ο απόλυτος ήρωας. Εμείς τα παιδιά, είχαμε μπροστά μας, όχι μόνο έναν άνθρωπο που είχε δει, μα είχε αντιμετωπίσει κιόλας καλικαντζάρους. Για μένα, όλα έμοιαζαν πια αληθινά. Οι καλικάντζαροι όχι μόνο υπήρχαν, μα βρίσκονταν κιόλας γύρω από το σπίτι. Σήμερα. Τώρα. Από σε στιγμή, μπορούσαν να εμφανιστούν ανάμεσά μας. Ακόμη κι απ’ την καπνοδόχο κι ας ήταν αναμμένο το τζάκι. Πρέπει να ήταν ατρόμητοι αυτοί οι καλικάντζαροι. Και ήταν μακριά ακόμη τα Φώτα για να περάσει ο παπάς και να τους διώξει. Την σιωπή όμως έσπασε η φωνή του θείου Σπύρου. Ειρωνική, σκληρή, αδυσώπητη… -Δε μου λες Μεμά, οι καλικάντζαροι μιλάνε αρβανίτικα; Εκείνη τη στιγμή, ξανάρθε το ηλεκτρικό. Ξανάρθε το φως. Όλη η μαγεία χάθηκε το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε. Χειρότερα κι απ' το να έμπαιναν πραγματικά καλικάντζαροι. Όλοι έβαλαν τα γέλια. Ο θείος Μεμάς στεκόταν στο μέσον του δωματίου, κόκκινος πια από τον θυμό του σαν γυμνός μάγος. -Ναι ρε μιλάνε αρβανίτικα! Και κινέζικα μιλάνε! Όλες τις γλώσσες! απάντησε. -Γλωσσομαθείς οι καλικάντζαροι! συνέχισε απτόητος ο άλλος, κάνοντας όλους να ξεσπάσουν περισσότερο σε γέλια. -Δε μας παρατάς ρε; Ε; Δε μας παρατάς; απάντησε οργισμένος ο θείος Μεμάς. Πήρε από τη κρεμάστρα το παλτό του και έφυγε. Έτρεξα ξοπίσω του. Ο καημένος ο θείος Μεμάς! Τον είδα να απομακρύνεται μέσα στο χιόνι μουρμουρίζοντας,ενώ τον ακολουθούσε μια παρηγορητική κουστωδία από καλικαντζάρους, ξωτικά και νεράιδες...