Τα άλογα του Χαρλά

Page 1

Τα άλογα του Χαρλά

-διήγημα-

Λίγο πριν εμφανιστούν οι πατόζες, ο αλωνισμός γινόταν με τα ντουγένια. Ένα μικρό αλώνι, ένας πάσσαλος στη μέση και τα άλογα να τρέχουν γύρω τριγύρω, ποδοπατώντας τα θερισμένα στάχια, για να χωρίσουν τον καρπό από το σανό. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα. Περιζήτητα τα άλογα εκείνη την εποχή. Δεν είχαν όλοι. Και κείνοι που δεν είχαν, έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι, να δουλέψουν σ’ αυτούς, για να πάρουν έπειτα τα άλογα να αλωνίσουν τα δικά τους. Και όλα τούτα, με τον κίνδυνο μιας ξαφνικής καλοκαιρινής νεροποντής, μιας μπόρας που θα μπορούσε να χαλάσει την πολύτιμη σοδειά της χρονιάς. Ένας απ’ αυτούς που δεν είχαν άλογα, ήταν κι ο Ντερβίσης. Πονηρός όμως άνθρωπος. Μπροστά, πάντα με το χαμόγελο και με τις υποκλίσεις, μα στο πίσω μέρος του μυαλού, δούλευε πάντα τα δικά του σχέδια. Το μόνο που κοίταζε, ήταν να σου την φέρει. Την χρονιά που έγινε το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, ο Ντερβίσης δεν τόχε σκοπό να περιμένει. Αποφάσισε να κάνει την δουλειά του γρήγορα, με το στανιό. Και ας μην είχε δικό του άλογο. Κατέστρωσε από νωρίς το σχέδιό του. Φρόντισε να σηκώσει την θημωνιά του λίγο μακρύτερα απ’ το χωριό, ώστε να μην ακούγονται από κει, φωνές και σούρτα φέρτα. Μια νύχτα λοιπόν στις αρχές του αλωνισμού, πάνω στη φούρια τη μεγάλη, δεν κοιμήθηκε. Περίμενε κι όταν έπεσε για τα καλά το σκοτάδι, σηκώθηκε αλαφροπάτητος, διέσχισε τα σοκάκια του χωριού και βρέθηκε σε ένα ήσυχο οικόπεδο που ο νοικοκύρης Χαρλάς, άφηνε τα δυο του άλογα να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας. Εκεί ο Ντερβίσης σταμάτησε. Έσκυψε σε μιαν άκρη να ελέγξει. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τριζόνια έσπαζαν την ησυχία της νύχτας. Που και που ακουγόταν και η φωνή κάποιας κουκουβάγιας. Αφού σιγουρεύτηκε πως τριγύρω δεν είναι κανείς, ο Ντερβίσης σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει τα άλογα. Ένα από αυτά χρεμέτισε ανήσυχο μόλις τον είδε, μα εκείνος το καθησύχασε, χαϊδεύοντάς του το μέτωπο. Έπειτα έβγαλε τους πασσάλους που ήταν δεμένα και τα πήρε. Τα οδήγησε γοργά στην θημωνιά του. Εκεί τα έζεψε και άρχισε το αλώνισμα. Όλη την νύχτα τα άλογα έτρεχαν γύρω απ’ το ντουγένι, κάτω από το μαστίγιο και τις φωνές του Ντερβίση. Τα ξεθέωσε. Λίγο πριν ξημερώσει, τα πήρε και τα άφησε στην θέση τους. Τα καημένα, δεν πρόλαβαν καν να ξεκουραστούν. Λίγο αργότερα σηκώθηκε κι ο Χαρλάς. Τα βρήκε λίγο ιδρωμένα, μα στην αρχή δεν έδωσε σημασία. «Από την ζέστη της νύχτας» σκέφτηκε και τα οδήγησε στο αλώνι. Εκεί τα έζεψε και άρχισε τις φωνές… «Τροχάδην!» «Τροχάδην!» «Άπλον! Άπλον!» «Τροχάδην!»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.