Τα άλογα του Χαρλά
-διήγημα-
Λίγο πριν εμφανιστούν οι πατόζες, ο αλωνισμός γινόταν με τα ντουγένια. Ένα μικρό αλώνι, ένας πάσσαλος στη μέση και τα άλογα να τρέχουν γύρω τριγύρω, ποδοπατώντας τα θερισμένα στάχια, για να χωρίσουν τον καρπό από το σανό. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα. Περιζήτητα τα άλογα εκείνη την εποχή. Δεν είχαν όλοι. Και κείνοι που δεν είχαν, έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι, να δουλέψουν σ’ αυτούς, για να πάρουν έπειτα τα άλογα να αλωνίσουν τα δικά τους. Και όλα τούτα, με τον κίνδυνο μιας ξαφνικής καλοκαιρινής νεροποντής, μιας μπόρας που θα μπορούσε να χαλάσει την πολύτιμη σοδειά της χρονιάς. Ένας απ’ αυτούς που δεν είχαν άλογα, ήταν κι ο Ντερβίσης. Πονηρός όμως άνθρωπος. Μπροστά, πάντα με το χαμόγελο και με τις υποκλίσεις, μα στο πίσω μέρος του μυαλού, δούλευε πάντα τα δικά του σχέδια. Το μόνο που κοίταζε, ήταν να σου την φέρει. Την χρονιά που έγινε το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, ο Ντερβίσης δεν τόχε σκοπό να περιμένει. Αποφάσισε να κάνει την δουλειά του γρήγορα, με το στανιό. Και ας μην είχε δικό του άλογο. Κατέστρωσε από νωρίς το σχέδιό του. Φρόντισε να σηκώσει την θημωνιά του λίγο μακρύτερα απ’ το χωριό, ώστε να μην ακούγονται από κει, φωνές και σούρτα φέρτα. Μια νύχτα λοιπόν στις αρχές του αλωνισμού, πάνω στη φούρια τη μεγάλη, δεν κοιμήθηκε. Περίμενε κι όταν έπεσε για τα καλά το σκοτάδι, σηκώθηκε αλαφροπάτητος, διέσχισε τα σοκάκια του χωριού και βρέθηκε σε ένα ήσυχο οικόπεδο που ο νοικοκύρης Χαρλάς, άφηνε τα δυο του άλογα να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας. Εκεί ο Ντερβίσης σταμάτησε. Έσκυψε σε μιαν άκρη να ελέγξει. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τριζόνια έσπαζαν την ησυχία της νύχτας. Που και που ακουγόταν και η φωνή κάποιας κουκουβάγιας. Αφού σιγουρεύτηκε πως τριγύρω δεν είναι κανείς, ο Ντερβίσης σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει τα άλογα. Ένα από αυτά χρεμέτισε ανήσυχο μόλις τον είδε, μα εκείνος το καθησύχασε, χαϊδεύοντάς του το μέτωπο. Έπειτα έβγαλε τους πασσάλους που ήταν δεμένα και τα πήρε. Τα οδήγησε γοργά στην θημωνιά του. Εκεί τα έζεψε και άρχισε το αλώνισμα. Όλη την νύχτα τα άλογα έτρεχαν γύρω απ’ το ντουγένι, κάτω από το μαστίγιο και τις φωνές του Ντερβίση. Τα ξεθέωσε. Λίγο πριν ξημερώσει, τα πήρε και τα άφησε στην θέση τους. Τα καημένα, δεν πρόλαβαν καν να ξεκουραστούν. Λίγο αργότερα σηκώθηκε κι ο Χαρλάς. Τα βρήκε λίγο ιδρωμένα, μα στην αρχή δεν έδωσε σημασία. «Από την ζέστη της νύχτας» σκέφτηκε και τα οδήγησε στο αλώνι. Εκεί τα έζεψε και άρχισε τις φωνές… «Τροχάδην!» «Τροχάδην!» «Άπλον! Άπλον!» «Τροχάδην!»
Μα κάτι δε πήγαινε καλά. Τα άλογα δεν είχαν την όρεξη και την δύναμη που είχαν άλλες μέρες. Τα γνώριζε καλά τα άλογά του ο Χαρλάς. Και τ’ αγαπούσε. Ήξερε πότε έπρεπε να τα βιάσει στη δουλειά και πότε να τα ξεκουράσει. Και τα μοσχοτάιζε. Αλλά σήμερα κάτι δε πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή σταμάτησε και πήγε κοντά τους. «Εί έι Ψαρή! Ε Μαύρε! Τι έχετε μωρέ; Τι πάθατε σήμερα;» Άρχισε να χαϊδεύει τα μέτωπα και τα πόδια τους. «Τι πάθατε λεβέντες μου; Άντε λίγες μέρες μείνανε…μετά θα ξεκουραστείτε!» Καθώς τα κανάκευε, διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια του Ψαρή. «Ρε μπας κι αρρώστησε;» Πήγε εκεί που φύλαγε το ταγάρι με το προσφάι του, πήρε ένα μπουκάλι λάδι κι άρχισε να τρίβει τα πόδια του Ψαρή… «Ελα μωρέ Ψαρή…έλα μωρέ λεβέντη μου…» Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η μέρα. Ο Χαρλάς τα σούρουπο τα πήγε πάλι στο οικόπεδό του, τα άλειψε ξανά με λάδι και φρόντισε να τους δώσει περίσσια μερίδα φαγητού. Τα μεσάνυχτα όμως φάνηκε πάλι ο Ντερβίσης. Τα πήρε και τα πήγε ξανά στην θημωνιά του. Αυτή τη φορά τα ξεθέωσε κυριολεκτικά και λίγο πριν ξημερώσει, τα επέστρεψε ευχαριστημένος στην θέση τους. Άλλη μια μέρα και θα τελείωνε. Τις νύχτες αλώνιζε, την ημέρα λίχνιζε. Δεν ήταν δα και μεγάλη η θημωνιά του. Όχι, θα περίμενε σα βλάκας, να τελειώσουν πρώτα οι νοικοκύρηδες… Το πρωί, όταν ο Χαρλάς ξύπνησε και πήγε στα άλογα, τα βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσαν καλά καλά να περπατήσουν. Δεν μπορούσαν καλά καλά να σταθούν όρθια. Στην αρχή σκέφτηκε να φωνάξει γιατρό, μα είδε ξαφνικά στα καπούλια του Μαύρου μια μικρή αμυχή από καμτσίκι. Άλλο και τούτο! Εκείνος δεν χρησιμοποιούσε ποτέ καμτσίκι στα άλογά του. Υποπτεύθηκε ο Χαρλάς. Εκείνη τη μέρα δεν αλώνισε. Τα πήγε όμως στο αλώνι, για να μην κινήσει υποψίες. Εκεί τα άφησε να ξεκουραστούν. Το απόγευμα τα έφερε ξανά στο οικόπεδο. Τα μεσάνυχτα φάνηκε σαν φάντασμα, ξανά ο Ντερβίσης. Μα καθώς πλησίαζε τα άλογα, ένιωσε μια χερούκλα να τον γραπώνει από τον σβέρκο. «Ώστε εσύ είσαι ρε κάθαρμα;» Ο Ντερβίσης ήταν μισή μερίδα μπροστά στον Χαρλά. Άρχισε τις τσιριμόνιες και τα παρακάλια, μα ο άλλος δεν άκουγε. Είχε πάρει την απόφασή του. Έδεσε τον Ντερβίση με μια τριχιά στο λαιμό και τον κρατούσε συνέχεια από το χέρι σαν αρκούδα. Μετά έστειλε και φώναξαν τον τελάλη, που σε λίγο, η φωνή του ακούστηκε βροντερή και μπάσα στα σοκάκια του χωριού. «Όλοι οι χωριανοί να έρθουν στην θημωνιά του Χαρλά, να θαυμάξουν το καινούριο του
άλογοοοο….» Κόσμος άρχισε να μαζεύεται από παντού στην θημωνιά του Χαρλά. Κι αυτό που είδαν, δεν το είχε ματαδεί ανθρώπου μάτι. Ο Ντερβίσης σχεδόν γυμνός, μονάχα με το σώβρακο, δεμένος στο ντουγένι, τσαλαβουτώντας ξυπόλητος πάνω στα κίτρινα στάχια. Είχε περασμένη στο λαιμό του μια λαιμαριά και έτρεχε προσπαθώντας να αποφύγει το καμτσίκι του Χαρλά, που κάθε τόσο έπεφτε αλύπητο πάνω του. «Χέι τεμπέλαρε! Τρέξε…τρέξε νερόβραστη πατάτα!» Ο Ντερβίσης έτρεχε, σκόνταφτε έπεφτε πάνω στα στάχια και ξανασηκωνόταν, έκλαιγε παρακαλώντας να τον αφήσει, μέσα στα χάχανα και τις κοροϊδίες των χωριανών, που όταν έμαθαν τι είχε συμβεί, θεώρησαν δίκαιη την τιμωρία και πήραν όλοι το μέρος του Χαρλά. Καλά του έκανε.. Τον κράτησε ώρες εκεί. Ώσπου ο Ντερβίσης έπεσε σχεδόν λιπόθυμος. Μόνο τότε τον άφησε. Τον πλησίασε, τον ελευθέρωσε από την λαιμαριά και δίνοντάς του μια γερή κλωτσιά στα πισινά, τον πέταξε έξω από τ’ αλώνι. «Αυτό κερατά, για να μάθεις τι τραβάνε τα έρημα τα άλογα…Φτου σου και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Άτιμε!»
Γιώργος Πύργαρης