5 minute read
1.3.4. Η αμφισβήτηση της ιδανικής πόλης | Broadacre City
1.3.4. Η αμφισβήτηση της ιδανικής πόλης | Broadacre City
εικόνα 45. Σκίτσο της πόλης με την πρόβλεψη για τις συσκευές αερομεταφορών. F.L. Wright, Broadacre city, 1958 Ό Frank Lloyd Wright μέσω του έργου του Broadacre City (1932) θα εκδηλώσει την ανάγκη του να μιλήσει για την πόλη στο σύνολό της. Παρόλο που συνήθως στα σκίτσα του φαίνεται να κάνει διαφοροποιήσεις με τη χρήση χρωμάτων, στο συγκεκριμένο έργο αποδίδει το αστικό περιβάλλον αποκλειστικά με αποχρώσεις του γκρι –μέσω διαβαθμίσεων και γραφισμών. Έτσι, ως απάντηση στο Radiant City του Le Corbusier, δημιουργεί τη δική του αστική ουτοπία (Marshall, 2016). «Φανταστείτε ευρύχωρα διαμορφωμένους αυτοκινητόδρομους […] Πελώριοι δρόμοι, οι ίδιοι σχεδιασμένοι αριστοτεχνικά, να περνούν από δημόσιους σταθμούς εξυπηρέτησης, χωρίς να είναι πλέον αντιαισθητικοί, να επεκτείνονται και να περιλαμβάνουν κάθε είδους εξυπηρέτηση και άνεση. Να ενώνουν και να διαχωρίζουν – να διαχωρίζουν και να ενώνουν τη σειρά των ποικίλων μονάδων, όπως τις αγροτικές μονάδες, τις εργοστασιακές μονάδες, τα μαγαζιά στην άκρη του δρόμου, τα σχολεία, τις κατοικίες (στο κάθε στρέμμα ξεχωριστά, με διακοσμημένο και καλλιεργημένο έδαφος), τα μέρη για ευχαρίστηση και αναψυχή. Όλες αυτές οι μονάδες θα είναι τόσο τακτοποιημένες και τόσο ολοκληρωμένες ώστε κάθε πολίτης του μέλλοντος θα έχει όλες τις μορφές παραγωγής, διανομής, αυτοβελτίωσης και διασκέδασης, σε ακτίνα εκατόν πενήντα μιλίων από το σπίτι του, εύκολα και άμεσα διαθέσιμες μέσω αυτοκινήτου ή αεροπλάνου. Αυτό το ολοκληρωμένο σύνολο συνθέτει τη σπουδαία πόλη που βλέπω να αγκαλιάζει όλη τη χώρα - την πόλη του αύριο, Broadacre City». (Wright, 1932: 44).
Advertisement
Βέβαια, αυτά τα λόγια γράφτηκαν προτού η εξάπλωση των προαστίων γίνει αιτία κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ώστόσο, ακόμη και τη δεκαετία του 1930, οι πολεοδόμοι αντιμετωπίζουν το Broadacre City με απέχθεια, διότι θεωρούν τη φιλοσοφία του βαθιά ατομικιστική και τα σχέδια εμφανώς πολυδάπανα (Don, 2010). Όι φιλελεύθεροι της εποχής που υιοθετούν το σοσιαλιστικό πνεύμα της Ευρώπης αντιμετωπίζουν τον Wright ως εκκεντρικά αντικυβερνητικό, ενώ το 1938 ο μαρξιστής ιστορικός τέχνης Meyer Schapiro καταδικάζει το Broadacre City ως απόλυτα συμβατό με τη σωματική και πνευματική φθορά (Schapiro, 1938). Το 1976 ο ιστορικός του Wright, John Sergeant, θεώρησε ότι η σύγχυση προέρχεται από τη λεπτή ιδιαιτερότητα του Broadacre City σε συνδυασμό με την εξωφρενική ανακρίβεια του, ενώ τα διαγράμματα του έργου παρέμειναν ασαφή, καθώς ο Wright δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να το φτιάξει (Don, 2010).
Ώστόσο, παρά την τοποθέτηση του τελευταίου, φαίνεται πως ο Wright έβαλε ως προτεραιότητα το να απαντήσει στην πρότασή του Le Corbusier, και όχι τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων σε μια πόλη. Αυτή η βιαστική κίνηση δείχνει ότι ακόμη και η σημαντικότερη γενιά μοντερνιστών υπέπιπτε σε σφάλματα, κάτι που ίσως να προοικονομεί τα μεγαλύτερα σφάλματα της επόμενη γενιάς μοντερνιστών και την αναπόφευκτη αντίδραση που θα οδηγούσε στο μεταμοντέρνο κίνημα.
εικόνα 46. Μακετά (3,7 x 3,7 m) που απεικονίζει μια περιοχή 10 Km2 της υποθετικής κοινότητας. F.L. Wright, Broadacre city, 1958
εικόνα 47. Σκίτσο. F.L. Wright, Broadacre city, 1958
εικόνα 48. Το Broadcare City ήταν αντίθετο στην ιδέα της μητρόπολης και αποθεώνε την ιδέας των προαστίων που αναπτυσσόνταν εκείνη την εποχή.
εικόνα 49. Όλες οι σημαντικές μετακινήσεις γίνονται με το αυτοκίνητο και ο πεζός μπορεί να υπάρχει με ασφάλεια μόνο εντός των ορίων των οικοπέδων του ενός στρέμματος (0,40 εκτάρια) όπου κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. F.L. Wright, Broadacre city, 1958
εικόνα 50. Σκίτσο. F.L. Wright, Broadacre city, 1958
Συμπερασματικά, οι ουτοπικές ιδεολογίες ξεκινούν από τη λογοτεχνία, αλλά φτάνουν στην αρχιτεκτονική, καθώς έχουν ως κοινό στοιχείο την αναζήτηση της ιδανικής πόλης. Η ουτοπική σύλληψη παγιώνεται στο μοντέρνο κίνημα, το όποιο προσπαθεί να συμπεριλάβει την πολεοδομία και την τεχνολογία στο όραμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Η πολεοδομία καθιερώνεται ως εργαλείο οργάνωσης των κοινωνικών δομών και ως μέσο περιγραφής της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η τεχνολογία εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, επηρεάζοντας την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές συνθήκες απασχολούν όλο και περισσότερο τους αρχιτέκτονες λόγω των έκρυθμων ιστορικών γεγονότων. Όι τρεις παραπάνω παράγοντες, συνδυασμένοι υπό το πρίσμα της αρχιτεκτονικής, θα οδηγήσουν στην ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της ίδιας και της ουτοπίας. Η σχέση αυτή μπορεί να αποκτά υπόσταση στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα στο κορυφαίο σημείο της. Η μοντέρνα ουτοπία δεν περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πτυχές του ανθρώπινου παράγοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται ατελής.
Όι ιδέες της αρχιτεκτονικής ενσαρκώνονται μέσω των αναπαραστατικών εργαλείων. Όπως τα σχέδια προβλέπουν τη μέθοδο κατασκευής ενός κτιρίου, έτσι η ουτοπική σκέψη προβλέπει τη δημιουργία της ιδανικής κοινωνίας.
Η φαντασία δίνει πνοή στην ουτοπία, ενώ η αρχιτεκτονική της δίνει μορφή.
εικόνα 51. Le Corbusier, Ville contemporaine, 1922
Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις που αποκτούν χωρική υπόσταση, κατά την εφαρμογή της Μοντέρνας αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Παρόλη την αισιοδοξία των αρχιτεκτόνων της εποχής, οι συνθήκες διαβίωσης των αστικών κέντρων γρήγορα θα γίνουν δυσμενείς. Ώς συνέπεια, η σφοδρή κριτική στο Μοντέρνο κίνημα θα οδηγήσει στην απόρριψη της ορθολογικότητας και στην απελευθέρωση από αυτή. Παράλληλα κατά δεκαετία του ‘60, η εξέλιξη της τεχνολογίας θα γίνει η βάση του παραγωγικού μετασχηματισμού και ταυτόχρονα θα καθιερώσει μέσω της κουλτούρας την καταναλωτική τάση. Το νέο αφήγημα της καταναλωτικής κοινωνίας που διαδίδεται μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης θα τεθεί υπό αμφισβήτηση από τη νέα γενιά5 (Γαβρέζης, 2015).
Σε αυτό το πλαίσιο, θα δημιουργηθεί η ανάγκη για περιγραφή νέων αστικών δομών. Μέσω εικαστικών και αρχιτεκτονικών αναπαραστάσεων, διερευνώνται ουτοπικές ιδέες για την πόλη, την κοινωνία και τους ανθρώπους. Όι αρχιτέκτονες αυτήν την περίοδο χρησιμοποιούν τα αναπαραστατικά μέσα ως εργαλεία περιγραφής της ιδανικής κοινωνίας. Τα σχέδιά τους δεν αφορούν την κατασκευή ενός κτιρίου αλλά την ενσάρκωση της ουτοπικής σκέψης προς ένα καλύτερο μέλλον. Αφενός προσπαθούν να ξεπεράσουν την καθιερωμένη σκέψη και αφετέρου να ξεκινήσουν τον διάλογο περί νέας αστικής πραγματικότητας. Τα έργα της εποχής έχουν χαρακτήρα μανιφέστου, που ενσωματώνουν ιδέες έξω από την αρχιτεκτονική.
Έτσι, η ριζοσπαστική αρχιτεκτονική του ‘60 βασίζεται στην τεχνολογική πρόβλεψη και στην επιθυμία για συνολική μεταστροφή της κοινωνίας, με τις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές προτάσεις να αποτελούνται κυρίως από υπερμεγέθεις δομές. Το αδύνατο των κατασκευών αυτών είναι συνυφασμένο με την ουτοπική διάσταση και προέρχεται από τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Ό Ralph Wilcoxen όρισε ως μεγαδομή ή μεγακατασκευή ένα δομικό πλαίσιο στο οποίο εγκαθίστανται μικρότερες μονάδες όπως δωμάτια, κάψουλες, ή μικρά κτήρια. Όπως εξηγεί ο ίδιος «αυτές όχι μόνο έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, αλλά είναι ικανές για “απεριόριστη” επέκταση». Η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι η μορφή των δομών ακολουθεί τις επιθυμίες των κατοίκων και άρα μεταλλάσσεται συνεχώς στον χρόνο (Wilcoxen, όπως αναφέρεται στο Diana, 2018).
5. Με αφορμή τον πόλεμο στο Βιετνάμ (1962), την κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου, την κρίση της Κούβας και άλλα γεγονότα, οι νέοι της εποχής αντιδρούν στη συντηρητικότητα της κοινωνίας δημιουργώντας το αντιπολεμικό κίνημα και το κίνημα των Hippies.