6 minute read
2.1.1. Η ριζοσπαστικοποίηση της ουτοπικής σκέψης | Radical Design Movement
2.1. Αντίδραση στην Μοντέρνα Κοινωνία
2.1.1. Η ριζοσπαστικοποίηση της ουτοπικής σκέψης | Radical Design Movement
Advertisement
Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, η ουτοπία στην πολιτική φιλοσοφία θεωρείται το μέσο για την κοινωνική μεταρρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, o Robert Owen και ο Charles Fourier –βασικοί εκφραστές του ουτοπικού σοσιαλισμού– υποστηρίζουν ότι ο μετασχηματισμός μιας κοινωνίας προς το καλύτερο γίνεται μέσω της προσπάθειας περιγραφής της ιδανικής κοινωνίας (Γαβρέζης, 2015). Παράλληλα, ο ουτοπισμός για τον Leszek Kolakowski «αναφέρεται σε έναν τρόπο σκέψης, μια νοοτροπία, μια φιλοσοφική στάση ακόμα και σε ένα κοινωνικό όνειρο» (Kolakowski, όπως αναφέρεται στο Sargent, 2010).
εικόνα 52. Φωτογραφία τραβηγμένη τη στιγμή που το κτίριο κατεδαφίζεται. Mathieu Pernot, Châteauroux, 2002 Στις κοινωνικές επιστήμες του εικοστού αιώνα εισάγεται η έννοια της ουτοπικής κοινωνικής θεωρίας. Ό Karl Mannheim αναζητά τη σχέση της ουτοπίας με την ιδεολογία. Η πρώτη λειτουργεί ως μέθοδος ανάλυσης. «Μια κατάσταση πνεύματος είναι ουτοπική όταν είναι ασυμβίβαστη με την κατάσταση της πραγματικότητας μέσα στην οποία τοποθετείται. [...] Θα αναφέρουμε ως ουτοπικούς μόνον εκείνους τους προσανατολισμούς που υπερβαίνουν την πραγματικότητα, οι οποίοι όταν διαπερνούν τη συμπεριφορά, τείνουν να συντρίψουν είτε εν μέρει, είτε εν όλω την επικρατούσα κατά την εποχή τους τάξη πραγμάτων» (Mannheim, όπως αναφέρεται στο Bloch, 2007: 7).
Επίσης, ο μαρξιστής φιλόσοφος Ernst Bloch το 1929 αναζητά τον τρόπο με τον οποίο ο ουτοπισμός τροφοδοτεί την κοινωνική αλλαγή. Όπως τονίζει, οι κοινωνικές και οι ιστορικές συνθήκες αλλάζουν το περιεχόμενο της ουτοπίας, αλλά μένουν σταθερά η ελπίδα και το όραμα για κάτι νέο, δηλαδή η επιθυμία για κάτι που δεν έχει πραγματοποιηθεί. Αναγκαίο στοιχείο είναι οι αυταπάτες γιατί εμπλουτίζουν την πιθανότητα βελτίωσης της πραγματικότητας (Χαρατσάρης, 2018: 37).
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πόλεις, βασισμένες στο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, υιοθετούν τον νέο πολεοδομικό σχεδιασμό. Η Μοντέρνα Πολεοδομία στηρίζεται στη Χάρτα των Αθηνών, που θα εκπονηθεί στο 4ο CIAM (1933) με στόχο τη Λειτουργική Πόλη. Πλέον οι βασικές λειτουργίες της πόλης ζωνοποιούνται και ομαδοποιούνται. Η κατοικία, η εργασία και η αναψυχή διαχωρίζονται από τις ενδιάμεσες μεγάλες περιοχές πρασίνου, ενώ συνδέονται μέσω αυτοκινητόδρομων.
Η δεύτερη γενιά μοντερνιστών δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη υπόσταση ως ένα συνεκτικό σύστημα, όπου πολλές διαφορετικές δραστηριότητες μπορούν να λαμβάνουν χώρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Λα Κουρνέβ και η περιοχή Σαρσέλ, όπου η έλλειψη συνάντησης όλων των υποκειμένων σε κοινό χώρο (ή κεντρικότητα όπως την ονομάζει ο Henri Lefebvre) θα οδηγήσει στη σταδιακή απώλεια της ταξικής συνείδησης και στον κοινωνικό αποπροσανατολισμό (Lefebvre, όπως αναφέρεται Χατζηφώτη & Χρυσανθοπούλου, 2011: 25). Η κλίμακα των κτιρίων χάνει την όποια σχέση με το ανθρώπινο σώμα και αφορά πλέον μόνο τα μηχανοκίνητα μέσα. Όι στερημένες από αφηγηματικότητα νέες πόλεις καθιστούν τον περιπατητή «χαμένο μέσα στην πόλη» (Lynch, 1960). Η απώλεια ταυτότητας και η κοινωνική αποξένωση στις πόλεις της Γαλλίας θα οδηγήσει στην υποβάθμισή τους και στην αύξηση της αντικοινωνικότητας (όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στην ταινία La haine), (Rossignon & Kassovitz, 1995). Παρόλο που το Μοντέρνο επιχειρεί να απαντήσει στο αίτημα για κοινωνική ισότιμη πρόνοια –κάτι απαραίτητο μετά την καταστροφή του πολέμου– στην πράξη θα αποτελέσει μια τεχνική αναδιοργάνωσης της εργατικής τάξης.
Η ουτοπική σκέψη, που έχει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα που αναλύεται παραπάνω, την δεκαετία του ‘60 θα περάσει στην αρχιτεκτονική και η μεταξύ τους σχέση θα κορυφωθεί με αφορμή την αντίδραση στις μεθόδους της Μοντέρνας κοινωνίας. Έτσι, εκείνη την περίοδο η ουτοπία θα λειτουργήσει αφενός ως μέσο αναζήτησης του ιδανικό χώρου και αφετέρου ως εργαλείο κριτικής.
To 1960 οι Superstudio, μέσω του αντι-σχεδιασμού (anti-design), θέτουν τις βάσεις για μια νέα αρχιτεκτονική κουλτούρα που κριτικάρει και σχολιάζει την πολιτική επικαιρότητα, τον καπιταλισμό και την πολεοδομία (εικ. 54-57). Όι ιδέες τους στοχεύουν στο να δίνουν στον κάθε άνθρωπο έναν λειτουργικό χώρο που τον απελευθερώνει από τον χρόνο, τον τόπο και την καταναλωτική τάση. (Overstreet, 2020). Όπως εξηγεί ο Adolfo Natalini: «Αν ο σχεδιασμός είναι ένα κίνητρο για κατανάλωση, τότε πρέπει να τον απορρίψουμε...αν η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία είναι απλώς η επισημοποίηση των σημερινών άδικων κοινωνικών διαιρέσεων, τότε πρέπει να αποτρέψουμε τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις πόλεις μέχρις ότου όλες οι δραστηριότητες σχεδιασμού να στοχεύουν στην επίτευξη των πρωταρχικών αναγκών. Μέχρι τότε, ο σχεδιασμός πρέπει να εξαφανιστεί. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αρχιτεκτονική» (Natalini, όπως αναφέρεται στο Overstreet, 2020).
SUPERSTUDIO
ARCHIZOOM Η απόρριψη της κατανάλωσης θα οδηγήσει τους Superstudio να συνεργαστούν με τους Archizoom σε ένα κοινό μανιφέστο το 1961. Το Superarchitettura, μέσω της ειρωνικής του διάστασης, των έντονων χρωμάτων και των γλυπτικών μορφών, στοχεύει στην ολική απελευθέρωση και στο δικαίωμα για μεταβολή του περιβάλλοντος (μέχρι και για καταστροφή του), που στερείται νοήματος. «Είναι η αρχιτεκτονική της ‘‘σούπερ-παραγωγής’’, της ‘‘σούπερ-κατανάλωσης’’, του ‘‘σούπερ-μάρκετ’’, του ‘‘σούπερ-μαν’’ και του ‘‘σούπερ-αερίου’’» (Hasan, 2019).
Η avant-gadre ομάδα Archizoom, ιδρύεται το 1966 στη Φλωρεντία από τους Andrea Branzi, Gilberto Corretti, Paolo Deganello και Massimo Morozzi. Έμπνευση αποτελούν τα τεχνολογικά έργα για μια αστική ουτοπία των Archigram. Μάλιστα, το όνομα προέρχεται από το AMAZING ARCHIRAM 4: ZOOM, τo τέταρτο τεύχος του περιοδικού των Άγγλων αρχιτεκτόνων.
Με χαρακτηριστικότερο έργο τους το No-Stop City, οι νέοι ριζοσπάστες, σχεδιάζουν με στόχο την απελευθέρωση των ανθρώπων από τις τυπικές αρχιτεκτονικές δομές (εικ. 53). Έτσι, προτείνουν μια απείρως εκτεταμένη πόλη χωρίς κανένα χαρακτηριστικό. «Έντονα ειρωνική, αλλά σχεδιασμένη με αφοσιωμένη πολιτική ευρηματικότητα, η πρόταση τους αμφισβητεί τον κανονιστικό χαρακτήρα της υπάρχουσας πόλης και υπερασπίζεται νέες αντιλήψεις για τη ζωή, όπως αυτές εκφράζονται μέσω των επαναστατικών αστικών μορφών» (“MOMA”, χ.χ.). Το αστικό τοπίο της πόλης είναι άγονο, με εξαίρεση ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από τεχνητά κλιματιζόμενους χώρους. Όι άνθρωποι έχουν την ελευθερία να ζήσουν με τον τρόπο που οι ίδιοι επιθυμούν και στο μέρος που θα ορίζουν, αλλά χωρίς η ατομική τους ελευθερία να υπερβαίνει τη συλλογική. Όι Archizoom σχεδιάζουν αυτό που πολλοί οραματίζονται ως παράδεισο, ώστε να αποδείξουν το κενό της αφθονίας (Keats, 2018).
Ώς εκ τούτου, με στόχο να πραγματοποιήσουν τα όνειρα των ανθρώπων, αναγκάζοντάς τους να τα αντιμετωπίσουν ως αρχιτεκτονικά σχέδια, οι παραπάνω ριζοσπαστικές ομάδες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να βρουν ό,τι πραγματικά επιζητούσαν. Και έτσι, για κάποιο χρονικό διάστημα αυτές οι κολεκτίβες έχτισαν επαναστατικά το μέλλον (Keats, 2018).
εικόνα 53. Στη φωτογραφία μακέτας του No-Stop City παρουσιάζεται ένας ατελείωτος χώρος όπου οι άνθρωποι ζουν ως κατασκηνωτές. Ο χώρος γεμίζει με πέτρες και κλαδιά –μικρά στοιχεία της φύσης που εισάγονται μέσα στον τεχνητό κόσμο. Archizoom, No-Stop City, 1968
εικόνα 54. Superstudio, The Continuous Monument: On the River, 1969
εικόνα 55. Η αρχιτεκτονική ομάδα Superstudio, δημιουργήθηκε το 1966, στην Φλωρεντία απο τους Adolfo Natalini και Cristiano Toraldo di Francia. Αργότερα προστέθηκαν οι Gian Piero Frassinelli, Alessandro and Roberto Magris, Alessandro Poli. Superstudio, The Continuous Monument: On the Rocky Coast, 1969
εικόνα 56. Οι λευκές, μονολιθικές κατασκευές καλύπτουν το φυσικό τοπίο επιβάλλοντας σε αυτό μια ορθολογική διάταξη. Οι δημιουργοί θεώρησαν ότι αυτή η ενοποιητική διαδικασία, θα καλλιεργούσε τον φυσικό κόσμο αντί να τον εξαφανίζει. Superstudio, The Continuous Monument, 1969
εικόνα 57. Τα κατεξοχήν θεωρητικά σχέδια της σειρά The Continuous Monument απεικονίζουν την πεποίθηση των Superstudio ότι επεκτείνοντας ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό δημιούργημα σε ολόκληρο τον κόσμο θα επιτυγχάνονταν η κοσμική τάξη. Superstudio, The Continuous Monument, 1969