Μέσα από ένα
δορυφόρο Μπήκε ένα βράδυ κρυφά στο σκάφος και κρύφτηκε πίσω από μια οθόνη τεραστίων διαστάσεων. Στη θέση που βρισκόταν δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την πανηγυρική εκτόξξ ξευση του δορυφόρου, όπως αυτή μεταδξ διδόταν από τα ΜΜΕ της μισής ηπείρου κι αυτός ήταν κι ο λόγος της άγνοιας για το που βρίσκεται. Οι τσέπες των ρούχων του ήταν γεμάτες με ξηρούς καρπούς και κυβάκξ κια ζωμού με διάφορες γεύσεις, ενώ το κασκόλ του βρώμικο και λασπωμένο
Ήταν η στιγμή που πήρε την απόφαση να πηδήξει από άστρο σε άστρο ώσπου να βρεθεί ένα που θα τον έλξει με τη βαρύτητά του, χωρίς να χρησιμοποιεί ιμάντες για να τον προσδέσει σερνόταν στο πάτωμα και άφηνε φανερά τα ίχνη του σουρσίματός του στο φρεσκογξ γυαλισμένο πάτωμα. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το οίκημα στο οποίο κρύφτηκε, αλλά όλα του ήταν θολά μετά από το χτύπημα που είχε φάει στο κεφάλι. Η μόνη του σκέψη ήταν ότι τη γλύτωσξ σε φθηνά, μιας και θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα και αυτή τη στιγμή να
ήταν δεμένος με ιμάντες πάνω σε ένα κρεβξ βάτι, σε ένα λευκό δωμάτιο...όπως είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του. Χίλιες φορές σε αυτό εδώ το αποστειρωμένο οίκημα κι ας μην ήξερε τι ακριβώς ήταν, σκεφτόταν. Παρόλα αυτά ένα συναίσθημα φόβου είχε αρχίσει να ανεβαίνει προς τα χείλη του με μορφή ξηροστομίας, ενώ το μέτωπο του έδειχνε πολύ λευκό, σε αντίθξ θεση με το φυσικό του χρώμα. Ξαφνικά μια εκκωφαντική έκρηξξ ξη τον κόλλησε στο πάτωμα και τον έκανε να ουρλιάξει όπως δεν είχε ουρλιάξει ποτέ, ενώ ένα ρίγος διαπξ πέρασε σαν ηλεκτροσόκ τη σπονδυλξ λική του στήλη. Ευτυχώς για εκείνον, η κραυγή του δεν ακούστηκε λόγω του θορύβου. Εκείνη τη στιγμή όμως κατάλξ λαβε ότι βρισκόταν όχι σε κάποιο πολυτξ τελές οίκημα, αλλά σε ένα ιπτάμενο σώμα σαν αυτό που είχε δει πάνω από το χωριό του παλιότερα, ένα πουλί με σιδερξ ρένια φτερά και ατσάλινο ράμφος, με προπέλες που σβούριζαν στον αέρα και που προτού πετάξει έβγαζε φωτιές όχι από τα ρουθούνια (όπως οι δράκοι του παραμυθιού που συνήθιζε να του λέει η γιαγιά του) αλλά από τον κώλο. Ο τρόμος είχε ριζώσει για τα καλά μέσα του. Αργά και προσεκτικά σηκώθηκε από το κρησφύγετό του και βάδισε προς έναν πίνακα όπου υπήρχε καρφιτσωμένο ένα χαρτί. Άγνωστα γράμμξ ματα και λέξεις ώσπου το μάτι του έπεσε
Αφιερωμένο στις χελώνες των λόφων της Αθήνας
Ήλιος
Σήμερα ο ήλιος φαίνεται να έχει φτύσει το πρωινό του γάλα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει και να μας φωτίσει. Μας γέμισε με ένα ασπρουλί χρώμα. Ο ουρανός έχει γίνει γαλατής και δε λέει να ξεγίνει. Δε φαίνονται ούτε καν τα σύννεφα. Και μετά μου λες να σου μιλήσω για δορυφόρους. Πού να τους δω αυτούς; Έλα στο μπαλκόνι μου να δεις! Τέτοιες μέρες νομίζω πως θα κρατήσουν για πάντα. Η ομίχλη δε σε αφήνει να δεις πάνω από τον Υμηττό. Θέλω παρέα!! << Το μόνο που μας ενώνει είναι ο πόνος, γι’ αυτό και σε έχασα για να πονάμε και να μας ενώνει ο πόνος.>> θα μου πείτε. Εμένα πάντως τα μάτια των φίλων μου είναι φανάρια στο έρεβος της καθημερινής βλακείας. Πλανήτες νέοι σε μια γη που παντού έχει φθάσει το ρεύμα, ενώ όταν οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ κάνουν απεργία ο πολιτισμός μας τα χάνει. Εγώ πάλι στα φανάρια μας βρίσκω κι εκεί τη βρίσκω κάτω από τα αστέρια που τρεμοπαίζουν, πλανήτες αιώνια κινούντες. Ποιος το είπε για τους φίλους πώς χαθήκανε; Ποιος πως σκορπίσανε; Χάνουμε το κέντρο βάρους μας. Αυτό δε σημαίνει πως αυτό δεν υπάρχει. Οι δορυφόροι μας το αναζητούν, το έχουν ανάγκη, ώστε να μας περιτριγυρίζουν. Αν τους κοιτάξουμε μας το υπενθυμίζουν. Έχει ομίχλη σήμερα θα μου πεις. Όμοιος ο
σε γράμματα που του φάνηκαν γνώριμα. Άρχισε να συλλαβίζει δυνατά: ¨Μη φοβάσαι, είσαι στο δαρυφόρο???? και πετάς για έναν πλανέτη που???.????? ¨ (αυτή τη φράσξ ση δεν την καταλάβαινε). Διαβάζοντας και προσπαθώντας να καταλάβει τι σήμαιναν αυτά, θυμήθηκε τότε που ήταν μικρός και βάζαν τα ζώα στο χωριό να διασχίσουν το ποτάμι για να ελέγξουν σε ποιο σημείο είναι προσπελάσιμο, ώστε, σε περίπτωση που χρειαστεί, να το διαβούν μετά και οι ίδιοι... Πολλά ζώα είχαν πνιγεί με αυτόν τον άδοξο τρόπο. Σήκωσε το μέτωπό του με αποφασιστικξ κό ύφος, έμοιαζε υπερβολικά σοβαρός και κουρασμένος. Οι σκέψεις του σχεδόν δημιοξ ουργούσαν κύματα στο μέτωπό του, ενώ κανένα καράβι δε φαινόταν να τα διασχίζει ώστε να ζητήσει βοήθεια, όντας και ο ίδιος ένας αστροναυαγός. Πλησίασε προς την οθόνη κι άλλαξε
όχλος στα λασπόνερα αυτής της μέρας… Κοιτάζεις μες στη λακκούβα, αφαιρείσαι και σκοντάφτεις. Λες και δεν υπάρχει ο υπόλοιπος δρόμος. Θέλεις να με μπερδέψεις. Να ξεχάσω ότι έρχεται η μέρα που ο δορυφόρος φαίνεται να περνά από εδώ. Να περνά και να μην είναι φευγαλέος, όπως νομίσαμε, μάθαμε. Θέλεις να με μπερδέψεις και να φανεί ότι ξεχνώ τη μέρα που βρισκόμαστε κι επηρεαζόμαστε από εσένα κι εμένα, εμάς. Φευγάτε τύπε, και καλά…Καιρός σου
Εμένα πάντως τα μάτια των φίλων μου είναι φανάρια στο έρεβος της καθημερινής βλακείας να μαζέψεις τα χόρτα σου και τα μαγικά ματζούνια σου, στο βουνό που λες ότι σε περιμένει. Εγώ εδώ… και για τη φορά που θα ξαναπεράσει ο δορυφόρος. Όχι για να τον προλάβω, αλλά για να τον χορτάσω. Ξέρω δεν είναι φευγάτος και δεν αγωνιώ. Θα είμαι εδώ όσο κι αν διαρκέσει. Εδώ, πάνω στο σκοινί που μου άφησες και πάνω του θα βρίσκω το κέντρο βάρους μου. Θα πιω το γάλα μου με τον παππού του περιπτέρου. Είναι γιατί μου θύμισε το καλημέρα όλη μέρα και δεν θυμόταν που να ΄χει τις εφημερίδες.
κανάλι, κουνώντας απλώς το δάχτυλο του. Μπροστά στο άγνωστο έμοιαζε να έχει αποκτήσει άλλες δυνάμεις, σχεδόν υπερφυσικές. Η γη πλέον δεν του ασκούσξ σε καμία βαρύτητα, αιωρούνταν σαν διαλογξ γιζόμενος γιόγκι. Δοκίμασε να πηδήξει από τη μια μεριά του δορυφόρου στην άλλη και το κατάφερε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ένα αίσθημα χαράς πλατάγιασε στην γλώσσξ σα του παρέα με ένα στραγάλι που μασούσξ σε για ώρα. Ήταν η στιγμή που πήρε την απόφαση να πηδήξει από άστρο σε άστρο ώσπου να βρεθεί ένα που θα τον έλξει με τη βαρύτητά του, χωρίς να χρησιμοποιεί ιμάντες για να τον προσδέσει. Και η σκέψη του αυτή φώτισε για μια στιγμή το πρόσωπό μου σαν αστέρξ ρι, μη γνωρίζοντας πλέον αν ήταν ένας ακόμη αστροναυαγός ή ένας αστροταξξ ξιδιώτης.
Κρίμα που δε συναντηθήκαμε εκείνη τη μέρα στον Άρδα. Που σεργιανούσα μόνος στο Δέλτα. Να γυρνάω στη Δαδιά και αυτή να με διώχνει. Ερημιά στο Σουφλί όπως τα επισκεπτήρια της θητείας μου. Και έπειτα είχαμε ονειρευτεί να καταλήγαμε στις Πρέσπες, με στάση το μεσημεράκι στη Δοϊράνη. Κρίμα που δε συναντηθήκαμε εκείνη τη μέρα … οι φίλοι.
astidromos@gmail.com astidromos.blogspot.com
Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω! Με αυτή την ελπιδοφόρα δήλωση μπορούμε να σηκώσουμε το βλέμμα μας ατενίζοντας το μέλλον. ΚΟΙΤΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΛΟΙΠΟΝ. Με σιγουριά, όχι πάντα, αλλά ξέρουμε να κλείνουμε τις πόρτες πίσω μας. Εκείνο το δωμάτιο...ήταν ένα φίλτρο, νιώθαμε σιγουριά εκεί μέσα. Το τρίξιμο από τις σόλες, όχι κάποιου τυχαίου αλλά κάποιου που ξέραμε πολύ καλά. Το φάγωμα τον νυχιών, το στρίγκλισμα της κιμωλίας, το ρούφηγμα της σούπας, ο ξερόβηχας... Φρικτός εφιάλτης! Όλα αυτά μας διαμέλιζαν σε κάτι σιχαμερά όμορφο και σαρδόνιο. Στο θάψιμο της παιδικής μας ηλικίας. Μπροστά μας ορθώνεται ένα τέρας, αβέβαιο. Το μέλλον είναι παραμορφωμένο γιατί έρχεται από το παρελθόν! Σπέρνεται από το παρελθόν μας... Τώρα μου λες ότι δε συμφωνούμε. Όχι απαραίτητα, και κάνεις τράκα τσιγάρο αφού πρώτα έχεις δηλώσει ότι το έχεις κόψει. Μετά το σβήνεις κάπως βιαστικά λέγοντας ότι δε σου αρέσει. Εκείνο το δωμάτιο δεν είχε θέα τη θάλασσα αλλά τους εαυτούς μας. Η θάλασσα ήταν μέσα μας και τα ξεχαρβαλωμένα έπιπλα από τα σκουπίδια γεμάτα αλάτι. Το παλιό σαλόνι της μαμάς και αυτό με αλάτι, το μαρμάρινο τραπεζάκι και αυτό. Το πλαστικό διαφημιστικό τασάκι... όλο δικό σου. Οι ανασκαφές που κάναμε εκεί θα μας λείψουν...σαν γνήσιοι απόγονοι όλων των συμπλεγμάτων που κληρονομήσαμε, αλλά τώρα δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε και ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα θα έχει και το βάρος της καταγραφής. Οι υπόλοιποι θα το παίξουμε κανονικοί, θα λουφάξουμε μέσα στους πονοκεφάλους. Δε βαριέσαι...
κάνω το βήμα κι ύστερα τα επόμενα. «Γίνε άνθρωπος» με καλεί μια φωνή. «Κατέβα στην πορεία μας». Τότε θα έβρισκα ισορροπία, το κέντρο βάρους μου. Θα σκεπτόμουν ξάστερα, δίχως μπιχλιμπίδια. Με τη σκέψη,
ςς
Υπόγειο-Ισόγειο
Δεν είναι που μ΄ έμαθες δορυφορικά να σε κοιτώ δορυφορικά να σ΄ αγαπώ δορυφορικά να σε χαϊδεύω είναι που σ΄ έμαθα πια δορυφορικά να με μαλώνεις που νιώθουμε ευτυχισμένοι έχοντας ο ένας τον άλλο.
Να μου έδινα χρόνο να κοιταζόμουν σταθερά με τη χελώνα. Να έβλεπα τα μάτια της, δορυφόροι να με τριγυρνούν και να με ανακαλύπτουν
συνοδοιπόρο κι όχι παραπομπέα στο τέλος του βιβλίου. Ποιού βιβλίου, καλέ; Να έτρεχα πάνω στο καβούκι μιας χελώνας. Προσοχή, πάνω κι όχι μέσα του, σταθερά δίχως να γίνομαι λαγός στα δύσκολα. Να είχα μια χελώνα για δορυφόρο. « Έχει αργά αντανακλαστικά. Το καβούκι τι το έχει;» Θα έλεγαν για το σωματοφύλακά μου. Εγώ δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Δεν ξέρουν την αξία στο καβούκι της μπροστά σε όλα τα μέτρα ασφαλείας. Δεν ξέρουν την αξία στο βλέμμα της μπροστά στις κάμερες παρακολούθησης. Να μου έδινα χρόνο να κοιταζόμουν σταθερά με τη χελώνα. Να έβλεπα τα μάτια της, δορυφόροι να με τριγυρνούν και να με ανακαλύπτουν. Χρόνο από το χρόνο μου σε μια χελώνα ας τον δώσω.
άλλα ουράνια σώματα, γύρω απ’ τον Ήλιο. Ένα ολόκληρο σύστημα, το Ηλιακό, με πολλούς δορυφόρους, σαν ψαράκια, και έναν αρχηγό. Αυτός καίει τους πιο κοντινούς του, και παγώνει τους πιο μακρινούς. Ο πλανήτης μας, προς το παρόν, βρίσκεται σε ασφαλές σημείο. Εάν κάτι ξεφύγει, εάν χαθεί αυτή η ισορροπία, τότε ο Κόσμος μας, είτε θα λιώσει, είτε θα καταλήξει ένα τεράστιο παγάκι. Μπαίνω σε μια ιστοσελίδα και χαζεύω την Ελλάδα από δορυφόρο. Μια χερσόνησος καφέ- γκρι που «σκύβει» προς τη θάλασσα. Πριν από δύο περίπου χρόνια, την περίοδο των μεγάλων πυρκαγιών, ο δορυφόρος φωτογράφιζε τη χώρα να σιγοκαίεται, καπνοί έβγαιναν από την Πελοπόννησο και κατευθύνονταν νοτιοδυτικά προς τη Σικελία και τη Βόρεια Αφρική. Πέρα απ’ τους φυσικούς και τεχνητούς δορυφόρους, υπάρχουν και άλλου είδους δορυφόροι. Η Ελλάδα ας πούμε είναι ΚράτοςΔορυφόρος. Όσους «Μεγάλους Έλληνες» και ν’ αναδεικνύουμε με ψηφοφορίες, παραμένουμε υποτελείς σε κάποιους άλλους. Και μάλιστα, ακόμα και αυτό το «ρόλο» δυσκολευόμαστε να τον παίξουμε με συνέπεια και συνέχεια. Στην ίδια ιστοσελίδα, βλέπω τις ελληνικές πόλεις από ψηλά: γκρίζα άναρχα κουτάκια, σαν σκονισμένα lego. Ασχήμια παντού. Όμως, περιέργως, δε λυπάμαι, ούτε θυμώνω. Κοιτώντας, έτσι από ψηλά, νιώθω, για λίγο, δορυφόρος κι εγώ.
Να πατούσα στη γη, στο χώμα, στις λάσπες. Τότε θα κυλιόμουν, θα περιστρεφόμουν όπως λένε. Τότε το κορμί θα στροβιλιζόταν. Να ζωντανέψω θα πεθυμούσα. Να γίνω άνθρωπος. Να
Τη στιγμή που εμείς τρωγόμαστε με τα δικά μας, ένας, από τους 2000 τεχνητούς δορυφόρους που υπάρχουν στο διάστημα, μας βλέπει από ψηλά και συνεχίζει να γλιστράει απαλά μες το σκοτάδι. Ενώ όλοι εμείς αναλωνόμαστε σε συζητήσεις για κρίσεις, εξεγέρσεις, χρεοκοπίες συστημάτων, και νέες αρχές, ένας δορυφόρος γυρνάει το όλο κουμπιά, μεταλλικό πρόσωπο του, σιγά-σιγά, νωχελικά, και χαμογελάει στη σελήνη, που είναι κι αυτή με τη σειρά της φυσικός δορυφόρος της μεγάλης γαλάζιας, μελαγχολικής ξαδέλφης, της Γης. Η Γη, δορυφόρος κι αυτή, μοιράζει το φως που της δίνεται απ’ τον Ήλιο, ασταμάτητα και με, όσο γίνεται, περισσότερη δικαιοσύνη. Έτσι προκύπτουν οι μέρες και οι νύχτες, οι χειμώνες και τα καλοκαίρια. Την ώρα που κάποιος επάνω σε μια βέσπα στην Ομόνοια ιδροκοπάει ντάλα μεσημέρι καλοκαιριού, κάποιος αγουροξυπνημένος στο Μπουένος Άιρες ανοίγει την ομπρέλα του για να πάει στη δουλειά του, ενώ ένα ζευγάρι σ’ ένα σπίτι στο Σίδνεϊ τρώει αμίλητα το βραδινό του. Τι υπέροχες αντιθέσεις! Αλλού άνοιξη, αλλού φθινόπωρο, εδώ φως, εκεί σκοτάδι, όταν εδώ κάτι αρχίζει, στην άλλη άκρη του πλανήτη κάτι άλλο τελειώνει, και ούτω καθεξής. Την ώρα που κάποιος στην Αλεξανδρούπολη κάνει ποδήλατο ή τη στιγμή που κάποιος στην Αθήνα αναστενάζει, την ίδια στιγμή η Γη γυρίζει, αδιάκοπα, μαζί με τόσα
Μια βραδιά στο καβ-ούκι