Ο Ευστράτιος Προκοπίου Σκλέπος (18981972) ή «δάσκαλος», ένας από τους πρω τεργάτες της Εθνικής Αντίστασης (1955).
Ο Προκόπιος Ευστρατίου Πασχαλιάς, ο θεματοφύλακας των παραδόσεων της Αγιάσου...
Ο Ριζαρείτης ιερέας Νικόλαος Πατσέλης ιερουργεί...
ΜΕΙΡΙΙ1ΕΖΘΜ1ΕΗΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ρήγματα στις παραδόσεις μας.................................................................................... ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗ - ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Στρατής Αναστασέλης, το γλυκόλαλο αηδόνι της Αγιάσου................. ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΛΕΖΕΛΗ (ΠΟΥΠΟΥΣΑ), Η αποδημία του Στρατή Αναστασέλη........................................................... Ψηφίσματα........................................................................................................................................................................... ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΑΔΑ, Το Διδασκαλείο της Μυτιλήνης (Θ ' ) .................................................................................. ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο ποιητής του εθνικού φρονηματισμού.................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Φιλολογικά πορτρέτα. Βασίλειος Α. Φ όρης............................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Της Πέπης Δαράκη................................................................... ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΝΗ, Πενήντα χρόνια στο σχολείο. Το «ρουδάν’» ........................................................................... ΒΛΟΤΙΝΑΣ ΑΒΔΕΛΕΛΗ, Κατοχικά ενθυμήματα. Οι Γερμανοί στην Αγιάσο............................................................ ΟΜΗΡΟΥ ΠΑΠΑΝΗ ΜΑΡΙΓΩΣ, Τραγούδι (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Γη Παναγιά μας (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ - ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ, Της Ανοιξης (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Στο τηλέφωνο...(ποίημα) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Να, γιατί πονώ (ποίημα). ΜΕΝΕΑΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Ανοίξανι γοι φάμπρικις (ποίημα). Ξιπέσαντου πάλι του λάδ’ (ποίημα) ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΗ, Ας γίνει ένα Κ.Λ.Π.Η. (ποίημα)................... ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αγιασώτικος καρνάβαλος στην Αθήνα (Γιώργος Παπάνης, Παναγιώτης Ψυρούκης (Γραμμέλης))............. ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Από το μαρτυρικό Μπροντ της Βοσνίας.......................................................................... ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗ - ΚΟΥΔΟΥΝΕΑΗ, «Μελίσματα στην Αγιάσο»........................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βιβλιοκριτική.............................................................................................................. Τα πθίτκα μας (ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Χρίστος Γλεζέλης, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου)............................................................ ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε....................................................................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Σαραντινός Μ. Μαλιάκας, ο ακάματος εργάτης της προκοπής του Συλλόγου μας..... Αυτοί που φεύγουν...............................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 5 7 8 11 14 15 16 17 18 19 20 24 25 28 29 30 31 32
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Η γραφική Καρύνη, που το καφενεδάκι της το ιστόρισε ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος και την πελώρια στέρνα της τη δρασκέλισε ο θρυλικός Νταη-Παναγιώτης... (Διαφάνεια Στρατή Ζάνταλη)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του σκετς του Παναγιώτη Ψυρούκη «Μη χειρότιρα!», στην ταβέρνα της Καλλιθέας «Μπαρμπα-Αήμος», στις 9.3.1997, με την ευκαιρία της χοροεσπερίδας.
Ι55Ν 1106-3378
Το έθιμο της «περικεφαλαίας» (1954) (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου)
ΡΗΓΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ Τ 1 α τελευταία χρόνια τα μηνύματα της π ο λ ιτι σ τικ ή ς π α ρ α κ μ ή ς μας έρ χ ο ν τα ι το ένα μετά το άλλο. Η Α γιάσος, η ανθηρή κωμόπολη του χτες, φτωχαίνει ολοένα και περισσότερο, όπω ς και τόσα άλλα ορεινά χω ριά της πατρίδας μας. Το προβάδι σμα δόθηκε στα αστικά κέντρα, στις λουτροπόλεις, σ το υ ς εύ φ ο ρ ο υ ς κ ά μ π ο υ ς, στα π ο λ υ σ ύ χ να σ τα περάσματα... Μ ετά το ν α δ ε λ φ ο κ τ ό ν ο π ό λ εμ ο η Α γ ιά σ ο ς ορφάνεψε. Τα περισσότερα παιδιά της αναγκάστη καν να πάρουν το δρόμο της πικρής ξενιτιάς, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έ φυγαν με πυργω μένο το ν π ό νο στην κ α ρ δ ιά κ α ι με δά κ ρ υα στα μάτια. Διασκορπίστηκαν σ ’ όλες τις ηπείρους και άφησαν παντού πιστοποιητικά φιλοπονίας, προοδευτικότητας, δημιουργικότητας... Τα έθιμά μας, όσα διατηρούνται ως τις μέρες μας, έχασαν τη λα ογρ α φ ικ ή αυθεντικ ότη τα του χτες. Το καρναβάλι, που άλλοτε βασιζόταν στην ποιότητα του ιδιωματικού σατιρικού λόγου, λοξο δρόμησε, πριν από χρόνια, σε πολυδάπανα θεάμα τα τύ π ο υ π α τρ ιν ή ς φ ιέσ τα ς, με α ποτέλεσ μ α να
είναι δυνατή η οργάνωσή του, μόνο όταν υπάρχουν κονδύλια... Ε φ έτο ς, σ ύ μ φ ω να με τ ις π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς π ο υ έχουμε, ο α γ ια σ ώ τ ικ ο ς κ α ρ ν ά β α λ ο ς σίγησε. Η παράδοση δε συνεχίστηκε. Οι αντιδράσεις πολλές α πό μικρούς κα ι α πό μεγάλους, α πό ά ντρες και από γυναίκες, α πό ντό π ιο υ ς κα ι από ξένους. Δε μου επιτρέπεται να αναζητήσω εξιλαστήρια θύμα τα ούτε να επ ιρ ρ ίψ ω ευθύνες σε κα νέναν, για τί ό λ ο ι μ α ς, λ ίγ ο π ο λ ύ , είμ α σ τε σ υ ν υ π ε ύ θ υ ν ο ι. Δ υπάμαι όμως, γιατί, ό,τι κρατήθηκε με τα δόντια, ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κ ατοχής και του Εμφύλιου, περιφρονήθηκε εφέτος, παρά την ελευθερία, την περίσσεια τω ν αγαθών και το μεγά λο μαξούλι! Εύχομαι να πρυτανεύσει η αγάπη, την οποία εξάλλου θεωρώ δεδομένη, και να α φ υ π ν ι στούν οι ό π ο ιο ι υπεύθυνοι, για να αποφευχθούν στο μέλλον π α ρ ό μ ο ια φ α ινό μ ενα νω χέλ εια ς,τα οποία ζημιώνουν τον τόπο μας, επιταχύνοντας το μαρασμό της νυφούλας του Ολύμπου... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ Το γλυκόλαλο αηδόνι της Αγιάσου Ε ν α ς ακόμη άνθρωπός μας έφυγε, ένα γλυκόλα λο αηδόνι του τόπου μας σίγησε. Μετά το δεξιοτέχνη σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή, τον Κακούργο, ο Στρατής Αναστασέλης, πλήρης ημερών, κοντά 90 χρονών, ακολούθησε και αυτός το δρόμο που δεν έχει γυρισμό.Λυπηρό, που σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα χάσαμε δυο γνήσιους εκπρόσωπους του λαϊκού πολιτισμού του χωριού μας, της Αγιάσου. Φαίνεται πως και ο Θεός ακόμη, δυσαρεστημένος από το αλαλούμ που επικρατεί στη γη, θέλησε να δημι ουργήσει εκεί ψηλά στα ουράνια ένα δικό του καλλιτε χνικό όμιλο, στρατολογώντας τους καλύτερούς μας και στερώντας τους από εμάς, που τόσο τους είχαμε ανάγκη. Δυστυχώς, ορφανέψαμε από πλούσιους πνευματοκαλλιτεχνικά ανθρώ πους και φτω χύναμε σε μεγάλο βαθμό. Και το χειρότερο είναι, που δε φαίνο νται αντικαταστάτες τους στον ορίζοντα. Ά ν θ ρ ω π ο ι, ό π ω ς ο Σ τρ α τή ς Α να σ τα σ έλη ς, δύσκολα να βρεθούν. Υπήρξε σπάνιο ταλέντο, γνή σιο, αυθόρμητο, λ α ϊκ ό , καθαρό, αυθεντικό. Δεν έλαβε καμιά ιδιαίτερη μόρφωση, δεν είχε να επιδεί ξει διπλώματα και περγαμηνές. Διέθετε όμως μυαλό ξυράφι και ζώπυρα ψυχής, είχε τη θεία δωρεά, που είναι ανώτερη από τις θεωρητικές γνώσεις και από το αμφίβολο αντίκρισμα των πτυχίων. Ό π ω ς κ α ι το άλλο ά ξιο τέκνο της Δέσβου, ο κ α τα ξ ιω μ έ ν ο ς λ α ϊκ ό ς ζ ω γ ρ ά φ ο ς Θ εό φ ιλ ο ς, ο ασπούδαχτος καλλιτέχνης, που τα έργα του μιλούν στις καρδιές μας και τις συγκινούν ως τις μέρες μας, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης, με γνώσεις το υ δ η μ ο τικ ο ύ (π ή γε μ έ χ ρ ι τα μ ισ ά της Α ' Γυμνασίου), με το πηγαίο του χιούμορ και με το ευρηματικό του μυαλό, άφησε πίσω του πλούσιο
Ο Στρατής Αναστασέλης με την αγαπημένη του σύζνγο Βαγγέλιό, στην Αγιάσο... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Αημήτριος Τσέγκος)
έργο, ανεκτίμητης αξίας, που σπάνια αφήνει ένας σπουδαγμένος και πολυδιαβασμένος. Άνθρωπος ανήσυχος, φιλελεύθερος και επανα στατικός, στάθηκε από νωρίς στο πλευρό των αγωνιζόμενων. Στα χρόνια μάλιστα της Κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ Λέσβου και για τη συμμετοχή του αυτή, όπως και πολλοί άλλοι, διώχθηκε και φυλακίστηκε. Α ν κ α ι ή τα ν ά ν θ ρ ω π ο ς το υ κ α θ η μ ερ ιν ο ύ μόχθου και της βιοπάλης (ταξιτζής στο επάγγελ μα), στα πρώ τα του βήματα, έβρισκε την ευκαιρία να γράφει, παρακινημένος από το διευθυντή του π ε ρ ιο δ ικ ο ύ « Τ ρ ίβ ο λ ο ς» Σ τρ α τή Π α π α ν ικ ό λ α . Αφησε πίσ ω του σ πά νιο σ υγγραφ ικό έργο, πεζό και ποιητικό. Έ ργο που αναγνωρίστηκε ευτυχώς, όσο ζούσε, για την ανεκτίμητη αξία του, την αυθεντικότητά του, τη διαχρονικότητά του. Πολύπλευρο ταλέντο ο Στρατής Αναστασέλης, ασχολήθηκε και με την ιδιωματική λογοτεχνία και έγραψε στο αγιασώτικο ιδίωμα πολλά διηγήματα, αφηγήματα, σατιρικά ποιήματα, θεατρικά έργα, επι θεωρήσεις και αποκριάτικες σάτιρες. Παράλληλα ασχολήθηκε με την τέχνη του χρω στήρα κ α ι μας άφησε αξιόλογους πίνακες. Υπήρξε μέλος της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτε χνών» και τιμήθηκε από τη Μ ελίνα Μερκούρη με λογοτεχνική σύνταξη. Ο Στρατής Α ναστασέλης έβαλε το λιθά ρ ι του στους πνευμ ατικούς αγώ νες της Λέσβου και του χωριού μας και έγινε πρεσβευτής του. Διαχρονικό το έργο του. Δ υσ τυχώ ς, δεν είνα ι εύκολο να το μιμη θούμε ούτε κ α ν να το α ντιγ ρ ά ψ ο υ μ ε. Κ α ι τούτο, γιατί ήταν ένας και μοναδικός, αυθεντικός, και αναντικατάστατος. Εκείνο όμως, που μπορού με να του υποσχεθούμε, είναι ότι θα διασώσουμε και θα διαδώ σουμε ό,τι μας κληροδότησε και θα προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να ωφελη θούμε α π ’ αυτό, διαβάζοντάς το. Α θάνατος θα μείνεις και συ στις καρδιές μας, Στρατή Α ναστασέλη, σ υμπα τριώ τη μας, γνήσιο τέκνο της Αγιάσου. Εκεί ψηλά που είσαι, τα χωρα τά σου μην τα σ τ α μ α τ ά ς , μ α ζί με το ν Κ ώ σ τα Βουλβούλη, τον επιστήθιο φίλο σου. Το σπινθηροβόλο πνεύμα σου ας διαφεντέψει τη φήμη της γενέ τειράς σου, ακόμη και εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Είθε να είναι ελαφρό το χώμα της μυτιληναϊκής γης που σε σκέπασε. ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ Συμβολαιογράφος Αθηνών
Η ΑΠΟΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗ Αναφορές στον αθηναϊκό τύπο Σ τ ις 26 Ιανουάριου 1997 έφυγε από κοντά μας ο Στρατής Αναστασέλης, ο καταξιωμένος λογοτέχνης, ο μάστορης της τέχνης του χρωστήρα, ο τίμιος σκυτα λοδρόμος της ζωής. Ο θάνατός του λύπησε όλους όσοι τον γνώρισαν ως άνθρωπο, όσοι διάβασαν τα βιβλία του, όσοι χάρηκαν τις λαϊκές ζωγραφιές του... Ο τύπος της Λέσβου, έντυπος και ηλεκτρονικός, αναφέρθηκε διεξοδικ ά στη ζωή και στο έργο του Στρατή Αναστασέλη. Παράλληλα όμως και ο αθηναϊ κός τύπος έδωσε το παρών και αξιολόγησε θετικά την προσφορά του ως λογοτέχνη και καλλιτέχνη. Από τα δημοσιεύματα, σύντομα και εκτενή, καταγράφουμε, με
χρ ονολογικ ή σειρά, τα πα ρακά τω : 1. Έφυγε ο «Θεόφιλος της λογοτεχνίας» (εφ. «Ελευθεροτυπία», 28.1.1997, 6.472). 2. Κηδεύεται ο συγγραφέας της λεσβιακής ντοπιολαλιάς Στρατής Αναστασέλλης (εφ. «Τα Νέα», 29.1.1997,15.750). 3. Κηδεύτηκε ο Στρατής Αναστασέλλης (εφ. «Τα Νέα», 30.1.1997, 15.751). 4. Η Μυτιλήνη για τον Στρατή Αναστασέλλη (εφ. «Τα Νέα», 1.2.1997, 15.753). 5. Λευτέρη Π. Παπαδοπούλου, Ο Στρατής (εφ. «Τα Νέα», 31.1.1997, 15.752). 6. Ο φίλος μου ο Θεόφιλος (εφ. «Ποντίκι», 6.2.1997,923). ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
Σ ή μ ε ρ α , σ τις 26 Ια ν ο υ ά ρ ιο υ 1997, ημέρα Κυριακή και ώρα 9.30 μ.μ., το Διοικητικό Συμβούλιο του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» Αθήνας συνήλθε εκτάκτως στα Γραφεία του, μετά τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Στρατή Αναστασέλη, λογοτέχνη-συγγραφέα και άξιου τέκνου της Αγιάσου, και αποφάσισε ομόφωνα τα παρακάτω: 1. Την ημέρα της κηδείας να παραμείνουν κλει στά τα γραφεία του Συλλόγου. 2. Α ντιπροσω πεία του Συλλόγου να παραστεί στην κηδεία. 3. Σ τις 2 Μ αΐου 1997, ημέρα Παρασκευή και ώρα 12 μ.μ., να πραγματοποιηθεί τιμητική εκδήλω ση -φ ιλ ο λ ο γ ικ ό μνημόσ υνο- στην α ίθο υ σ α του Συλλόγου προς τιμήν του Στρατή Αναστασέλη. 4. Να δημοσιευτεί το παρόν ψήφισμα στο περιο δικό «Αγιάσος». Για το Δ.Σ. Ο Πρόεδρος Βασίλειος Λούπος
Ο Γ. Γραμματέας Παν. Ε. Σταυρακέλης
ΨΗΦΙΣΜΑ Σ τη ν Αγιάσο, σήμερα στις 27 Ιανουάριου 1997, ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και ώρα 11 το πρωί, συνήλθε το Δ ιο ικ η τικ ό Σ υμ βούλιο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου και, παρόντων όλων των μελών αυτού, ο πρόεδρός του ανήγγειλε το θάνατό του
λογοτέχνη και συγγραφέα, διατελέσαντος μέλους του Αναγνωστηρίου. Ο πρόεδρος του Αναγνωστη ρ ίο υ , εισ η γ ο ύ μ ενο ς το θέμα στο Δ ιο ικ η τικ ό Συμβούλιο, τόνισε ότι ο μεταστάς από νέος αγάπησε το Αναγνωστήριο, υπήρξε μέλος του Διοικητικού Σ υ μ β ο υ λ ίο υ , εξυπηρέτησε α υτό κ α ι εργάστηκε ά ο κ ν α γ ια την π ρ ό ο δ ο κ α ι την π ρ ο κ ο π ή του. Εξελίχτηκε σε άριστο λογοτέχνη και συγγραφέα και τίμησε τη γενέτειρά του, την Αγιάσο. Ως οικογενει άρχης υπήρξε το υπόδειγμα της χριστιανικής αρετής του Έ λληνα συζύγου και πατέρα. Το Δ ιοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου, αφού άκουσε την εισήγηση του προέδρου ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ 1. Στην είσοδο του Αναγνωστηρίου να αναρτηθεί ο πένθιμος πέπλος. 2. Τη σορό του μεταστάντος να καλύψει ο τιμη τικός πέπλος του Σωματείου. 3. Να κατατεθεί στεφάνι στη σορό του μεταστά ν τ ο ς , να εκ φ ρ α σ το ύ ν τα σ υ λ λ υ π η τ ή ρ ια του Δ ιοικητικού Συμβουλίου στην πενθούσα οικογέ νεια και αντίγραφο του παρόντος να επιδοθεί στη σύζυγο και στα παιδιά του. Γι’ αυτό έγινε η πράξη αυτή και υπογράφεται. Ο Πρόεδρος Πάνος Δ. Πράτσος
Τα Μέλη Κλεάνθης Κορομηλάς Ευάγγελος Λιάκατος Μιχάλης Πράτσος Γιάννης Αλ. Παπάνης Αντώνης Μηνάς Παν. Ρ. Σουσαμλής
Ο Στρατής Αναστασέλης ήταν ενεργό μέλος του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» και συνεργάτης του περιοδικού «Αγιάσος». Στη φωτογραφία, η οποία τραβήχτηκε στα γραφεία του Συλλόγου στις 27 Ιανουάριου 1985, με την ευκαιρία της κοπής της βασιλόπιτας, διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Ευαγγελινέλης, ο Στρατής Αναστασέλης, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου και ο Στάθης Αούπος.
ΤΟ Δ Ι Δ Α Σ Κ Α Λ Ε Ι Ο ΤΗΣ ΜΥΤ Ι Λ Η ΝΗ Σ Θ Η τελευταία θεατρική παράσταση
Η τέταρτη παράσταση, που δόθηκε στο θέατρο «Σαπφώ», την Κυριακή 10 Ιουνίου 1934, ήταν το φινάλε της «ημιτελούς εκπαιδευτικής συμφωνίας» του μαέστρου δασκάλου μας Ευάγγελου Παπανούτσου, στο Διδασκαλείο της Μυτιλήνης. Τελεία και παύλα σε μια ακόμα ηρωική εκπαι δευτική προσπάθεια που κράτησε μόλις τρία χρό νια, αλλά με πολλαπλά δείγματα και μοντέλα ανά πλασης της καθυστερημένης παιδείας μας. Δεν είχαν το κουράγιο οι ομφαλοσκόποι της πολιτικής σκοπι μότητας να βλέπουν ένα νέο π α ιδα γω γό να τους «βάζει τα γυαλιά», με δυο κολοβωμένες τάξεις, σαν δυο εκτροχιασμένα βαγόνια τρένου, με πενήντα οκτώ παιδιά, χωριατόπαιδα, αγόρια και κορίτσια, όλα κι όλα, σ’ ένα ακριτικό νησί, μέσα σ ’ ένα παλιό κοινό σπίτι με τέσσερα δωμάτια, να τους αποδεικνύει με μαθηματική ακρίβεια πώς πρέπει να μαθαί νουν γράμματα-σπουδάσματα τα ελληνόπουλα. Κ ι ο δ ά σ κ α λ ό ς μας να γρ ά φ ει: «Τα πρώ τα
συμπτώματα παρουσιάστηκαν στη Μυτιλήνη, αμέ σως ύστερ’ από τη μεταπολίτευση... Εμένα όμως μ ’ επήραν από τη μέση και μ ’έστειλαν στην πιο ακραία Παιδαγωγικήν Ακαδημία της χώρας, στην Ακαδημία της Α λεξανδρούπολης» (Ε .Π. Π α π α ν ο ύ τσ ο υ , Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Φ ιλιππότη, Αθήνα 1982, σσ. 32, 33). Η επιτυχία και της τελευταίας παράστασης του Διδασκαλείου μας ήταν δεδομένη, καίτοι τα παιδιά
που έπαιξαν σ’ αυτήν, όπως και όλοι μας, μαθητές, καθηγητές, γονείς και φίλοι του σχολείου μας, βρι σκόμασταν σε απελπιστική κατάσταση. Το όνειρο έγινε εφιάλτης. Είχαμε χάσει το δάσκαλό μας και οι διαδόσεις που κυκλοφορούσαν για τη δική μας τύχη, μόνο ευοίωνες δε διαγράφονταν. Ό μω ς σαν σπου δαίοι ηθοποιοί, που αφήνουν τα προσωπικά τους προβλήματα έξω από την πόρτα του θεάτρου, κράτη σαν αμείωτη την ψυχραιμία τους και, σαν να μη συνέ βαινε τίποτα το συγκλονιστικό, εξαπέλυσαν -πάνω στη σκηνή- ό,τι καλό είχαν μέσα τους και με ασυγκρά τητο θεατρικό μπρίο ξεσήκωσαν τον ανεπανάληπτο κόσμο της Μυτιλήνης, που ασφυκτικά είχε κατακλύσει τα πάντα στο θέατρο «Σαπφώ», που ξέσπασε σ’ ένα παραλήρημα αγάπης και συμπαράστασης για τα π α ιδ ιά του Δ ιδασ κ α λείου, π ο υ α φ ού έχασαν το δάσκαλό τους κινδύνευαν να χάσουν και το σχολείο τους και σαν κοινοί κακοποιοί να εξοριστούν στα τέσσερα σημεία της χώρας, σ’ άλλα υπό κατάργηση διδασκαλεία, σύμφωνα με το Νόμο 5802/1933. Κι αν δεν έκλεισε τότε το σχολείο μας, γιατί «πάτησαν πόδι» οι τοπικοί κυβερνητικοί παράγοντες κι αποφοιτήσαμε κανονικά εμείς, η μεγάλη τάξη στις 30 Ιουνίου 1936 και η μικρή στις 30 Ιουνίου 1937, όμως ο Μεταξάς δεν επέτρεψε στη συνέχεια να λειτουργήσει η Π αιδαγω γική Α καδημία Μ υτιλήνης, πα ρ ά τον πα ρ α π ά νω Νόμο, με τα γνωστά επακόλουθα. Για την τέταρτη και τελευταία θεατρική παράστα ση, που έδωσε το σχολείο μας στη Μυτιλήνη, όπως και για όλες τις προηγούμενες, ο ντόπιος τύπος, σχε-
Αναμνηστική φωτογραφία από εκδρομή των σπουδαστών και σπουδαστριών του Διδασκαλείου της Μυτιλήνης στην Αγία Παρασκευή Λέσβου. (Φωτογραφία Δημητρίου Καβαδά)
Αίπτυχο πρόγραμμα της τέταρτης θεατρικής παράστασης του Διδασκαλείου της Μυτιλήνης, διαστάσεων 19,5X14,5, στη «Σαπφώ», στις 10 Ιουνίου 1934. (Από το Αρχείο του Δημητρίου Καβαδά)
δόν στο σύνολό του, ήταν δοξαστικός στις αναλύ σ εις κ α ι σ τις κ ρ ιτ ικ έ ς π ο υ έκανε. Μ ά λισ τα ο Παλαίμαχος, συντάκτης της λεσβιακής εφημερίδας «Το Φώς», στις 13 Ιουνίου 1934 βάζει υπέρτιτλο και τίτλος στο ρεπορτάζ του για την παράσταση αυτή με κεφαλαία μεγάλα γράμματα: ΚΕΝΤΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡ ΓΙΑΣ. Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥ ΜΑΣ. Κ αι σ υ νεχίζει κ ο ντά σ ’ άλλα π ολλά : «... Ό σ ο ι
φαντασθήκανε πώς το διδασκαλείο μας εΐνε ένας οργανισμός άψυχος, που ξεφουρνίζει δασκάλους μέ τήν παλαιά, κακή ας πούμε σημασία τής λέξεως, εΐνε άπατημένοι όλότελα. Το διδασκαλείο μας εΐνε ένας όργανισμός ζωντανός, αεικίνητος. Πού δημιουργεί δασκάλους, επίσης ζωντανούς και δημιουργούς, τεχνίτας ικανούς να δημιουργήσουν μέ τή σειρά τους μιά νέα γενεά υγιέστατη ψυχικώς και διανοητικώς ρωμαλέα. Α ς μή ανοιγόμαστε όμως και πολύ, αφού σήμε ρα τουλάχιστον δέν έχουμε σκοπό να ασχοληθούμε μέ το έργο τού Διδασκαλείου μας γενικώτ&ρα, πράγμα που άσφαλώς είχαμε τήν ύποχρέωσι να το κάνουμε πρό πολλού. Το πράγμα που μάς έκίνησε στις σημερινές μας σκέψεις εΐνε ένα κομμάτι μονάχα τής ποικίλης του δράσεως. Μιά θεατρική παραστασοϋλα, που είχα με τήν ευτυχία να χαρούμε προχτές. Κάτω ή π λα τεία γεμάτη από πολυθόρυβο δυστυχώς πλήθος και πέρα στό βάθος ή σκηνή. Α νοίγει ή αυλαία και προσέχεις. Τίποτα το φτιαστό, τίποτα το επίτηδες καμωμένο, το προ σποιητό, το αφύσικο. Σάν να άνοίγης το παραθύρι σου και κυττάζεις στό δρόμο τή ζωή. Εκείνοι που κινούνται στή σκηνή δέν εΐνε ηθοποιοί που πα ί ζο υν για τί έχουν μπ ρο σ τά τους θεατές. Εΐνε άνθρωποι που ζοϋν απλώς δίπλα μας μιά περιπέ τεια άπλή, όπως εΐνε απλές όλες τής ζωής, τής άληθινής ζωής, αί εκδηλώσεις. Αρχίζει ή μικτή χορωδία. Ώ ς σύνολο κάτι το πολύ επιτυχημένο. Ακόμη και ώς εμφάνισίς αρμο νική. Ό κ. Λιανέλος κόπιασε τουλάχιστον γιά να μάς τήν παρουσιάση, έτσι που μάς τήν παρουσίασε και ή προσπάθειά του άξίζει κάθε ένθάρρυνσι. Ακόλουθά ό «Μοναχογιός». Δραματάκι, τόν λέγει το πρόγραμμα. Μιά συνηθισμένη σκηνοϋλα παρμένη α π ’ τή ζωή, λέμε ημείς. Οι ήρωές του εΐνε άληθινοί. Μπορεί να τούς συναντήσης ακόμα και στό κάθε σπίτι. Ό «Μοναχογιός» όμως έχει και τούτο το καλά. Εΐνε, όχι μοναχογιός, ευχόμαστε, τών παιδιών που τόν παίζουν. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί του εΐνε και οι συγγραφείς. Διπλή προσπάθεια δηλαδή και διπλή επιτυχία. Έτσι χειροκροτά κανείς μαζί μέ τόν ηθο ποιό και τόν συγγραφέα, χωρίς να τόν προσκαλή επί τηδες, γιά να είσπράξη τήν άμοιβή του στή σκηνή. Δυο μικρούλες μαθήτριες τού Διδασκαλείου
μας, ή Γιαλένιου και ή Ταλιαντζή έγραψαν το έργο και διεκρίθησαν και στό παίξιμό του. "Ομορφα επί σης και εντελώς φυσικά -μεγάλο τούτο προτέρημαέπα ιξα ν και όλοι οί άλλοι... Κ αι ή μικρ ο ύλα Γιαλένιου. Αυτή έδωσε και στό έργο τή βαθύτερη δραματική του γραμμή. Μέ μιά παραπονιάρικη λέξι μονάχα. Μ ’ ένα φυσικώτατο «Έφυγε;». Θά το ζήλευε κάθε ηθοποιός. Α ι χορευτικές επιδείξεις επιτυχημένες επίσης πολύ. Μιά λησμονημένη ώμορφη παληά εποχή. Έ να παραμύθι πού ζωντανεύει μέ το ρυθμό τού χορού και μέ το κελάϊδημα τού βιολιού. Κ αι ή κωμωδία « Ό Α μ λ ε τ στήν αυλή τού Σχολειού» έπίσης καλή. Από τα τραγούδια καλλί τερο «Ή ύφάντρα». Χειροκροτήθηκε μέ αληθινό ενθουσιασμό. Ίσως σάν περισσότερο ρωμέϊκο. Και το τυπικό. Μα στήν περίπτωσι αυτή δέν εΐνε καθόλου τυπικό αυτό πού θά πούμε. Α ς το πιστέ ψουν αυτό και ό διευθυντής τού Διδασκαλείου μας κ. Παπανούτσος και οι άξιοι του συνεργάτες και οι λαμπροί μαθητές τους. Γιά ό,τι μάς παρουσίασαν προχτές, εΐνε άξιοι συγχαρητηρίων άληθινών. Α ς τα δεχτούν, έστω κι αν έτσι αναλαμβάνουν απέναντι μας κάποια ύποχρέωσι. Νά συνεχίσουν τήν προσπά θειά τους και στό κεφάλαιο αυτό και νά μάς χαρί σουν και άλλες άληθινά καλλιτεχνικές συγκινήσεις. Ό Παλαίμαχος Κ αι η εφη μερίδα «Δ ημοκράτης» γρ ά φ ει στο φύλλο της 13 Ιουνίου 1934: Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥ Ε ν ώ π ι ο ν π υ κ ν ο ύ α κ ρ ο α τ η ρ ίο υ έδόθη τή ν Κυριακήν στή «Σαπφώ» ή τετάρτη μαθητική παρά στασις του διδασκαλείου μας. Το κύριο μέρος του προγράμματος άπετέλουν δύο πρω τότυποι θεατρικαί σκηναί έκ τών οποίω ν ή μια ήτο δραματική και έξετελέσθη μέ μεγάλη έπιτυχ ία ά π ό τά ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς της Ε. Γ ια λ έν ιο υ , Μ. Τ α λια ντζή κ α ι ά λλους συμμαθητάς τω ν. Ε ίς το κ ο ιν ό ν ή ρεσ εν ε π ίσ η ς ή χ ο ρ ε υ τικ ή σ ύ ν θ ε σ ις «Σίγκφριντ και Κρίμχιλντ» τών Ν. Μυρογιάννη, Τ. Συροπούλου και Μ. Νασοπούλου. Ή μικτή χορω δία του διδασκαλείου καταρτιθεΐσα υπό του κ. Διανέλλου έψαλε διάφορα μελω δικά τραγούδια. Κ αι ή τετάρτη αΰτη παράσ τασ ις κατέδειξε τόν ένθουσιασμό μέ τόν όποιο γίνεται ή διαπαιδαγώ γηση τώ ν αυριανώ ν διδασκάλω ν μας άπό τούς καλούς καθηγητάς των. (Συνεχίζεται)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΔΑΣ
ΑΡΙ ΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙ ΤΗΣ Ο ποιητής του εθνικού φρονηματισμού
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), ένας από την πλειάδα τω ν κορυφαίων μας εθνικών π ο ι ητών, γεννήθηκε και πέθανε στη Λευκάδα. Τη χρο νιά που γεννήθηκε, ο αγώνας της εθνικής παλιγγε νεσίας βρισκόταν στη βράση του. Η ηρω ική κ λ εφ το υ ρ ιά σ υνέχιζε για τέτα ρτο χρόνο τον απελευθερωτικό αγώνα, που είχε α ρχί σει από το 1821 «για του Χ ριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία». Είχε το προνόμιο και την αγαθή τύχη, από τη νεαρή του ηλικία, να γνω ρίσει στο οικογενειακό του περιβάλλον, και όχι μόνο, πολλούς από τους ε π ιζ ή σ α ν τ ε ς έ ν δ ο ξ ο υ ς π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ έ ς της Επανάστασης και από πρώτο χέρι ν ’ αφουγκραστεί και να καταγράψει, με ανεξίτηλο μελάνι, στο μυαλό και στην καρδιά του, όλες τις διηγήσεις και τις ανα παραστάσεις των ηρωικών τους κατορθωμάτων. Τα βιώματα αυτά επενδύθηκαν και συμπληρώθη καν με μουσικά και ποιητικά ακούσματα, που ήταν εμπνευσμένα από τον αγώνα για την απελευθέρωση. Α υτά κυκ λοφ ορ ούσ αν κρυφά, από το φόβο τω ν Τ ούρκω ν κ α τα κ τη τώ ν, α πό στόμα σε στόμα, σε όλους τους σκλαβωμένους Έλληνες. Ξεχωριστή θέση είχαν ο «Θούριος» του Ρήγα Φεραίου, ο «Ύμνος εις την ελευθερίαν» του Σολωμού και τα κλέφτικα τρα γούδια, που δόνησαν την καρδιά του νεαρού τότε Βαλαωρίτη, αλλά και όλου του ελληνικού γένους. Στο υλικό αυτό που είχε χαραχτεί στον πάπυρο της μνήμης του, που το διατήρησε και το επαύξησε με τ ις σ πουδές, τ ις μελέτες κ α ι τις αναζητήσεις του, κατέφευγε, για να αντλήσει τις απαραίτητες πληροφορίες για το βίο και τα κατορθώματα των ηρώων της γενιάς του 21, αργότερα, όταν τους εξύ μνησε με τα ποιήματά του. Στην ποίησή του, που πρωταρχικό ρόλο έχει η πηγαία του έμπνευση και ο ποιητικός του οίστρος, συνδύασε το ρομαντισμό, τη δημοτική γλώσσα και την ηρωική ατμόσφ αιρα. Τα ποιήμ ατά του είναι κ λα σ ικά α ρ ισ το υργή μ α τα στο είδος τους, είνα ι φάροι που φωτίζουν και σπινθήρες που δονούν τις καρδιές με εθνικό παλμό. Τα περισσότερα α π ’ αυτά είναι γνωστά στους πιο πολλούς Έλληνες, κυρίως σ ’ αυτούς των μεγαλύτε ρων ηλικιών, που τα διδάχτηκαν στα αναγνωστικά τους βιβλία και πολλά μάλιστα τα αποστήθιζαν, για να τ ’ α π α γγείλ ο υ ν σ τις σ χολικ ές εορτές, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου. Ας θυμηθούμε τους τίτλους μερικών από τα πιο
γνωστά, που μας έχουν μείνει ζωντανά στη μνήμη μας, από τον καιρό των παιδικώ ν μας χρόνων: «Ο
βράχος και το κάμα», «Ο Αθανάσιος Διάκος», «Ο Δήμος και το κ α ριο φ ίλι» , «Ο Σαμουήλ», «Ευαγγελισμός - Ελληνισμός». Από όλο του όμως το ποιητικό έργο θ ’ αναφερ θώ δειγματικά μόνο σε κάποιους στίχους, που δεν π ρ έ π ε ι να τ ο υ ς ξ ε χ ν ο ύ μ ε π ο τέ ο ι ν ε ό τ ε ρ ο ι Έλληνες. Οι πρώτοι είναι από το «Φωτεινό», όπου ο γερο-ζευγολάτης πα ρ οτρ ύνει το γιο του, λέγο ντά ς του: «Πάρ’ ένα σβώλο, Μήτρο, / και διώ ξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο». Και οι άλλοι είναι από το ποίημα που απάγγειλε στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου του Ε ' , όπ ο υ κ α τα λή γο ντα ς π ρ ο τρ έπ ει: «Χτυπάτε,
πολεμάρχοι! / Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!» Ό λα τα ποιήματα γράφτηκαν από τον πατριδολάτρη ποιητή σε μια εποχή, που οι εθνικές συνθή κες το α π α ιτο ύ σ α ν. Την περ ίο δο εκείνη, πολλά τμήματα της σημερινής ελληνικής επικράτειας δεν είχ α ν α κόμα ενσ ω μ α τω θεί στη μητέρα Ε λλά δα (Δωδεκάνησα, Κρήτη) και άλλα γεωγραφικά διαμε ρίσματα (Ή πειρος, Μακεδονία, Θράκη) συνέχιζαν να στενάζουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Το γένος λοιπόν έπρεπε να ξεσηκωθεί και διά φορα εθνικά κινήματα να ενθαρρυνθούν για την απελευθέρωση των υπόδουλων αδερφών. Τον ιερό αγώ να που άρχισαν οι αρματολοί και οι κλέφτες έπρεπε να τον συνεχίσουν και να τον ολοκληρώ σουν οι νεότερες γενιές, οι απόγονοί τους. Υπήρχε λοιπόν χρέος ακόμα εθνικό ανεκπλήρωτο. Το πα τριω τικό αυτό χρέος προσπάθησε να το εκπληρώσει με το δικό του τρόπο, με την πένα του, ο οραματιστής, ο παθιασμένος και αποφασισμένος αγωνιστής της ποίησης και της πατριωτικής ιδέας. Ο Α ριστοτέλης Β αλαω ρίτης δεν ήταν μόνο ο λόγιος ποιητής, που ύμνησε εκ του ασφαλούς και εκ του μακρόθεν τους ήρωες ή τα μεγάλα ιδανικά της ελευθερίας και της φιλοπατρίας. Ή ταν και ο ίδιος φλογερός αγωνιστής, κήρυκας της αντίστασης και με αναπεπταμένο το λάβαρο ήταν μπροστάρης στις διεκδικήσεις. Με το παράδειγμά του μπορούσε να καθοδηγεί και να πα ρορμ ά τους π ο λ ιτικ ο ύ ς και στρατιωτικούς ηγήτορες της εποχής του και ακόμα να εμψυχώνει και να προετοιμάζει τη νεολαία για αγώνες, για θυσίες και για οράματα. Δυστυχώς ο ίδιος πέθανε νωρίς, μόλις 55 χρόνων, και δεν είδε τους αγώνες του να δικαιώ νονται και
πολλά από τα οράματά του να πραγματοποιούνται. Ό μω ς ποιος θα το περίμενε και π ο ιο ς μάντης θα μπορούσε να το π ροβ λέψ ει ό τι, ένα ν α ιώ ν α αργότερα, η Ελλάδα θα αντιμετώ πιζε τα ίδια και χειρότερα προβλήματα και μάλιστα από τον ίδιο εχθρό, τους Τούρκους.
«Όσα χρόνια κι αν περάσαν, του λύκου η τρίχα άλλαξε, η γνώμη του ποτέ», λέει σοφά μια πα ρ οι μία μας. Οι Τούρκοι μπορεί να άλλαξαν τα φέσια και τους φερετζέδες και να φόρεσαν ευρω πα ϊκά φορέματα, μέσα τους όμως δεν εξημερώθηκαν ούτε τα βάρβαρα ένσ τικ τά το υ ς ούτε οι π α ν ο υ ρ γ ίε ς τους. Γι’ αυτό και ποτέ δε συγχώρεσαν και δε συμ βιβάστηκαν με το οδυνηρό τελεσίδικο γ ι ’ αυτούς αποτέλεσμα, που έφερε ο ξεσηκωμός του ελληνι κού γένους το 1821. Τότε που οι πα νίσ χυρες στρατιές τους και οι πασάδες τους ταπεινώθηκαν και κατατροπώθηκαν από τους καταφρονεμένους ραγιάδες, τους κλέ φτες και τους αρματολούς, στην Τ ριπολιτσ ά και στο Μ εσολόγγι, στην Αλαμάνα και στα Δερβενά κια, στη Χίο, στα Ψ αρά και αλλαχού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, υποχρεώθηκαν, όντας ηττημένοι, να υπογρά ψ ουν συνθήκες, που καθόριζαν επακριβώς τα νέα όρια, σε στεριά και σε θάλασσα, μεταξύ τω ν δύο κρατώ ν. Οι Τ ούρκοι όμως δεν είχαν μπέσα, κάθε λίγο και λιγάκι παρασπονδούσαν. Αποτέλεσμα, όχι μόνο να αμφισβη τούν, αλλά κ α ι να κ α τα π α το ύ ν τους όρους τω ν συνθηκών, προβαίνοντας μάλιστα πολλές φορές σε προκλητικότατες ενέργειες. Κατά καιρούς οι αρχηγοί των δύο κρατών οδη γήθηκαν στο τραπέζι των συζητήσεων και μάλιστα πανηγυρικά υπέγραψ αν σύμφω να φ ιλία ς, καλής γειτονίας και μη πολέμου. Αλλά, προτού στεγνώ σει το μελάνι τω ν υπογρ α φ ώ ν, οι Τούρκοι στην πράξη τα καταργούσαν όλα και κάνανε τα αντίθε τα. Κ αι το ύ το , για να επαληθεύεται κάθε φορά αυτό που από την πολύχρονη πείρα του λέει ο λαός μας «Ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται». Το κακό όμως, χρόνο με το χρόνο, χειροτέρευε και φτάσαμε στα τελευταία 20 χρόνια, που το κακό παράγινε. Τα πράγματα έχουν εκτραχυνθεί και οι σχέσεις τω ν δύο όμορων κρατών είναι στην κόψη του ξυραφ ιού. Το α ξιοπερίεργο είνα ι ότι κ α ι τα δύο κράτη είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ. Οι Τούρκοι λοιπόν, εξοπλισμένοι σαν αστακοί με τον πιο σύγχρονο και τέλειο οπλισμό, που τους πρ ο μ η θεύο υν ο ι κ α τά τ ’ άλλα σ υ μ μ α χικ ές μας μεγάλες δυνάμεις, έχουν αναπτυχθεί σε θέση μάχης (στρατός ξηράς-ναυτικό και αεροπορία), απέναντι και κατά μήκος των ανατολικών μας συνόρων και η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Τι χρείαν μαρτύρω ν έχομεν για τους σκοπούς
και τις προθέσεις τους; Αλλωστε δεν το κρύβουν ούτε κ α ι π ρ ο σ π ο ιο ύ ν τα ι. Έ χ ο υ ν το θ ρ ά σ ο ς να κομπορρημονούν για την πολεμική τους ισχύ, να διαστρεβλώνουν την αλήθεια και να προβάλλουν ανερυθρίαστα τα αποτρόπαια εγκλήματά τους. Θέλετε και παραδείγματα; α) Στην ανεξάρτητη Δ η μ ο κ ρ α τία της Κ ύπρου δ ια τη ρ ο ύ ν 23 χ ρ ό ν ια τώ ρα τα στρατεύματα κατοχής του Α ττίλα. Στα χρόνια αυτά εκδίωξαν τους Ελληνοκύπριους από τις εστίες τους, εξαφάνισαν αιχμαλώτους και μετέ φεραν από την Τουρκία γκρίζους λύκους για εποίκ ο υ ς. Π ρ ό σ φ α τ α π ρ ο έβ η σ α ν σε δ ο λ ο φ ο ν ίε ς ά ο π λ ω ν δ ια δ η λ ω τ ώ ν , μ π ρ ο σ τά σ τα έκ π λ η κ τα μάτια όλου του κόσμου, μέσω τω ν τηλεοράσεων. Κ αι όλα αυτά γίν ο ντα ι ατιμω ρητί από τις δυ νά μεις του ΟΗΕ, που κάνουν τα στραβά μάτια και παρακολουθούν τα γεγονότα ω ς απλοί θεατές, β) Επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ορέχτηκαν και τα μισά νησιά του Αιγαίου. Με τα πολεμικά πλοία και αεροπλάνα τους αλω νίζουν καθημερινά τους αιθέρες και τις θάλασσες, κάνοντας προκλητικότα τα αμέτρητες πα ρ α β ά σ εις κ α ι π α ρ α β ιά σ εις τω ν συνόρων μας. γ) Στην Κ ω νσταντινούπολη έχουν κ η ρ ύξει ανηλεή δ ιω γμ ό κ α ι α π ο δ εκ ά τισ α ν το ν ελληνοχριστιανικό πληθυσμό και προβαίνουν από κ α ιρ ο ύ ε ις κ α ιρ ό ν σε β α ν δ α λ ισ μ ο ύ ς π ρ ο ς το Ο ικουμενικό Π α τρια ρ χείο κα ι στο Σύμβολο της Ο ρθοδοξίας, την Α για-Σ οφ ιά. δ) Κ αι ό χι τελευ ταίο. Στη Θράκη, με τη βοήθεια τω ν εξτρεμιστών μ ο υ σ ο υ λ μ ά ν ω ν , π ρ α κ τ ό ρ ω ν τω ν σ χ ε δ ίω ν της Άγκυρας, δημιουργούν αθόρυβα, αλλά και μεθοδι κά, τις προϋποθέσεις για σταδιακή αποσταθερο ποίηση στην ευρύτερη περιοχή. Εύλογο το ερώτημα. Γιατί οι σ υμμαχικές και ισ χυρ ές δ υ ν ά μ εις, Ε υρ ώ πη ς κ α ι Α μερικής, δεν ε π ε μ β α ίν ο υ ν να σ υ ν ε τ ίσ ο υ ν τη φ ιλ ο π ό λ ε μ η Τουρκία; Γιατί βάζουν στην ίδια μοίρα το θύμα και τους θύτες; Μ ήπως εξυπηρετούνται άλλα συμφέ ροντα στην περιοχή μας; Η διεθνής όμως κοινότητα (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ) όχι μόνο δε δίνει απάντηση στα παραπάνω εύλογα ερωτήματα, όχι μόνο παραμένει ουδέτερη και απαθής, σε όσα μέχρι τώρα έγιναν και συνεχί ζουν να γίνονται σε βάρος της χώρας μας, αλλά με τη στάση της επιτρέπει στην Τουρκία να έχει περισ σότερες βλέψεις και διεκδικήσεις. Μ π ρ ο σ τά σ ’ αυτή την π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α ι στους δύσκολους κα ιρούς που διέρχεται η χώρα μας, εμείς οι Έ λληνες δεν πρέπει να μείνουμε με σ τα υ ρ ω μ έν α τα χ έ ρ ια . Η σ η μ ερινή γ ε ν ιά τω ν Ελλήνων, γνήσιοι απόγονοι τω ν ένδοξων ηρώων όλων των εποχών, θα πρέπει να προετοιμαστούμε από κάθε πλευρά (πολιτική, διπλωματική, στρατιω τική, οικονομική, ηθική) και πανέτοιμοι να θυμ ί
σουμε σ ’ εχθρούς και σε φίλους, με όλη τη δύναμη της ψ υ χή ς μα ς, το α ρ χ α ίο ελλη νικ ό ρητό: «είς οιωνός άριστος άμύνεσθαι περί πάτρης», που το είχαν πει πολλές φορές οι πρόγονοί μας, κάθε φορά που απειλείτο η ακεραιότητα της πατρίδας μας. Να το υ ς θυμίσ ουμε ό τι ξέρουμε κ α ι είμαστε αποφασισμένοι, με κάθε θυσία, να διαφυλάξουμε, όταν χρειαστεί, για άλλη μια φορά, τις Θερμοπύλες της ελληνικής επικράτειας από τις σύγχρονες βαρβαρικές επιδρομές. Να τους θυμίσουμε τη μόνιμη και σταθερή μας θέση ότι δε θέλουμε πόλεμο, ότι δε διεκδικούμε ξένα εδάφη, αλλά και ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε ούτε σπιθαμή του πατρίου εδάφους. Με τόλμη και με γενναιότητα, με αποφασιστι κότητα και με υψηλό ηθικό και εθνικό φρόνημα, ενω μένοι σαν μια γρ ο θ ιά και «μεθυσμένοι με τ ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα», να τους βροντοφ ω νά ξουμ ε, για να τ ’ α κούσουν καλά καλά, το
«μολών λαβέ». Η ελληνική π ο λ ιτικ ή ηγεσία κ α ι οι ένο π λ ες δυνάμ εις μας, που γνω ρ ίζουν το χρέος τους, θα εκτιμήσουν τις κ α τα σ τά σ εις κα ι θα π ρ ά ξο υ ν το κα θή κον το υ ς στο α κέρα ιο. Α υτό είνα ι γνω σ τό πα γκ οσ μ ίω ς, έχουν δώ σει δια χρ ο νικ ά εξετάσεις πολλές φορές στα πεδία των μαχών, όταν η πατρί δα μας κινδύνευε. Σε όλες τις περιπτώσεις αρίστεψαν και δαφνοστεφανώθηκαν. Ο ελληνικός λαός μαζί με τα στρατευμένα νιάτα του και «ΟΧΙ» λένε, όταν χρειάζεται, και πολεμούν σαν ήρωες. Ό τα ν λέμε λαό δεν εννοούμε μόνο τους ακρίτες μας. Στον υπέρ πάντω ν αυτόν αγώνα είναι απαραί τητη όμως η ψυχική ενότητα ολόκληρου του ελλη νισμού, εντός και εκτός των συνόρων μας. Για τη διατήρηση της ειρήνης, της ελευθερίας και της α νεξα ρτη σ ίας δε χ ρ ειά ζετα ι μόνο αρετή κ α ι τόλμη. Χρειάζεται ακόμα πατριωτική έξαρση, εθνική ανάταση και πίστη στα ιερά και όσια της φυλής μας. Ό λα αυτό, για να πραγματοποιηθούν, χρειάζε τα ι μ α κ ρ ο χ ρ ό ν ια π ρ ο σ π ά θ ε ια κ α ι σ υ νερ γα σ ία όλων τω ν εξουσιών και τω ν πολιτικοκοινω νικώ ν φορέων. Το χρέος αυτό κατά κύριο λόγο το έχει η συντε ταγμένη πολιτεία, που οφείλει να ενδιαφέρεται, ν ’ άγρυπνά και με τα μέσα που διαθέτει να προβαίνει στις απαραίτητες για το σκοπό αυτό ενέργειες. Επίσης η εκκλησία, που πρωτοστάτησε σε όλους τους εθνικούς μας αγώ νες, μπορεί και πρέπει, με τους φλογερούς της ιερουργούς και από τον άμβω να να δώσει το δικό της αγώνα. Αλλά και ο τύπος και τα λοιπά μέσα της μαζι κής ενημέρωσης, με τις μεγάλες δυνατότητες που έχουν, πρέπει με υψηλό αίσθημα ευθύνης να επιτελέσουν το εθνικό τους καθήκον.
Τ έλ ο ς, η γνώ σ η της έ ν δ ο ξ η ς ισ τ ο ρ ία ς του έθνους μας, που θα γίνει με τη διδασκαλία της σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και τα ποιητικά σ α λ π ίσ μ α τ α τω ν ε θ ν ικ ώ ν μ α ς π ο ιη τ ώ ν , του Σολω μού, του Κάλβου, του Π αλαμά και κυρίω ς του Βαλαω ρίτη, στον ο π ο ίο είναι αφιερωμένη η παρούσα εργασία, είναι οι αλάνθαστες συνταγές, που θα εμψυχώσουν το λαό και θα του τονώσουν το εθνικό φρόνημα. Ποιήματα και τραγούδια με πατριω τικό περιε χό μ ενο , μ α ζί με εμ π νευσ μ ένους π α νη γυ ρ ικ ο ύ ς λόγους τω ν δασκάλων, αποτελούν τα βασικά στοι χεία για τη λαμπρή οργάνω ση κ α ι επ ιτυ χ ία τω ν σκοπών των εθνικών μας εορτών. Θα ολοκληρώσω με μια παρατήρηση και ταυτό χρονα ευχή. Τα ποιήματα του Βαλαωρίτη, που προαναφέρθηκαν, να βρουν εκ νέου τη θέση που τους αρμόζει, μέσα στα σχολικά βιβλία, να διδάσκονται, να αναλύεται το περιεχόμενό τους και να αποστη θίζονται από τους μαθητές. «Οι καιροί ου μενετοί». Καρυά Αργολίδας, 14.2.1997
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ τ. Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Προτομή του Ψαριανού πυρπολητή του 1821 Δημητρίου Παπανικολή στην Ερεσό της Δέσβου. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου. Ερεσός 1969)
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ Βασίλειος Δ. Φόρης Μ ε το έμ π α της π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ς χ ρ ο ν ιά ς η ελληνική επιστήμη έχασε ένα δ ειν ό φ ιλ ό λ ο γ ο γλω σσολόγο κ α ι η Μ α κεδονία ένα εκλεκτό κ α ι ά ξιο τέκνο της, το Β α σ ίλειο Φ όρη. Ο θ ά ν α τό ς του λύπησε βαθύτατα όλους όσοι τον γνώ ρισ α ν ως άνθρω πο, ω ς φίλο, ω ς συνάδελφο, ω ς συνερ γάτη, ω ς δάσκαλο κ α ι καθοδηγητή. Ο Β α σ ίλ ε ιο ς Φ ό ρ η ς είδ ε το φ ω ς τη ς ζ ω ή ς στην Κ οζάνη το 1925. Φοίτησε στη Φ ιλοσοφική Σ χολή το υ Α ρ ισ το τέλ ειο υ Π α ν επ ισ τη μ ίο υ της Θ εσ σ α λονίκ η ς κ α ι α ρ γό τερ α , με κ ρ α τικ ή υ π ο τροφ ία, συνέχισε επί δύο χρ όνια τις σπουδές του σ το Μ ό ν α χ ο . Υ π η ρ έτη σ ε ω ς κ α θ η γη τή ς σ την Εμπορική Σχολή της Κ οζάνης κ α ι στο Γυμνάσιο τω ν Σερβίων. Το 1960 ανέλαβε υπηρεσία ω ς επ ι σ τ η μ ο ν ικ ό ς σ υ ν ε ρ γ ά τ η ς σ το ν ε ο σ ύ σ τ α τ ο «Ινσ τιτούτο Ν εοελληνικώ ν Σ πουδώ ν» (Ίδρ υμ α Μ ανόλη Τ ριανταφ υλλίδη) κ α ι α πό το 1970 ω ς τη συνταξιοδότησή του διετέλεσε διευθυντής του. Ασχολήθηκε ειδικ ά με τη νεοελληνική γλώ σ σα σ ’ ό λ ο τη ς το φ ά σ μ α κ α ι έ γ ρ α ψ ε π ο λ λ έ ς ε ν δ ια φ έρ ο υ σ ες μελέτες. Σ τή ρ ιξε με π ά θ ο ς , με περίσσ ια γνώση κα ι με ανυποχώ ρητη α γω νισ τι κότητα τη δημοτική γλώσσα. Π αράλληλα έσ τια σε την πρ οσ οχή του σ τον ιδ ιω μ α τικ ό λόγο κ α ι σ υντέλεσε στην α ξ ιο π ο ίη σ η κ α ι π ρ ο β ο λ ή τω ν κ ο ζα ν ίτικ ω ν . Ε π ίσ η ς εργάστηκε ω ς επιμελητής εκ δ ό σ εω ν , α ν ά μ ε σ α σ τ ις ο π ο ίε ς ξ ε χ ω ρ ίζ ε ι η ο χ τ ά τ ο μ η σ ε ιρ ά τ ω ν α π ά ν τ ω ν τ ο υ Μ α ν ό λ η Τ ριανταφ υλλίδη. Τελευταία μετέφρασε το ογκ ώ δες α ξ ιό λ ο γ ο β ιβ λ ίο της Μ .Ο. Ηονναΐδοη «Τύβ
Ο αείμνηστος Κοζανίτης φιλόλογος-γλωσσολόγος Βασίλειος Φόρης
νε, μ α ς ενημέρω νε, μ α ς δίδ α σ κ ε, μ α ς κ α θ ο δ η γ ο ύ σ ε . Γ ια μ ια α π ό α υ τ έ ς , τη ν ε ρ γ α σ ία τ ο υ
«Ιδιορρυθμίες στην αποβολή του (καταληκτικού ιδίω ς) ΐσ το γλω σσικό ιδίω μα της Κ οζάνης»
(Θεσσαλονίκη 1991), του έγραψα κ α ι του έστει λα την π α ρ α κ ά τω ευχα ρισ τή ρια επισ τολή -χιουμοριστικό κ ρ ιτικ ό σημείω μα, χρ η σ ιμ ο π ο ιώ ντα ς το α για σ ώ τικ ο ιδίω μ α κ α ι ενα ρ μ ο νιζό μ ενο ς με Οχίοτά Οοπιραηίοη Ιο ΟϋΐοπϋιΐΓθ», το προσ φ ιλείς συνήθειες του παραλήπτη. οποίο κυκλοφόρησε το 1996, λίγο μετά το θ ά να Το δημοσίευμα αυτό ας θεωρηθεί ω ς ελάχιστο τό τ ο υ , α π ό τ ο ν Ε κ δ ο τ ικ ό Ο ίκ ο Α δ ε λ φ ώ ν δείγμα τιμής στον αείμνηστο Κοζανίτη επιστήμονα... Κ υριακίδη. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ό Β ασίλειος Φ όρης υπήρξε σοβαρός μελετη τή ς της γ λ ώ σ σ α ς μ α ς κ α ι λ ά τ ρ η ς τη ς λ α ϊκ ή ς π ο λ ιτισ τικ ή ς μας πα ρ άδοσ η ς. Ή τα ν ά νθ ρ ω π ο ς Αθήνα, τ ’ Θιρστή 1992 με π α λ μ ό , με φ ιλ ο π ο ν ία , με μ α χη τικ ό τη τα , με ε υ π ρ ο σ η γ ο ρ ία , με κ α λ ο σ ύ ν η , με χ ιο ύ μ ο ρ , με Αγαπητέ Βασίλ’ τς Αένκον έντονη διάθεση π ρ ο σ φ ο ρ ά ς. Σ το π ρ ό σ ω π ό του γ ν ω ρ ίσ α μ ε έν α ν κ α λό φ ίλ ο της Λ έσβου, ένα ν πήρα πριν απί τσιρό του βιβλιαρέλ ’ για τα κουε π ισ τ ή μ ο ν α , π ο υ έ δ ε ιχ ν ε ε ν δ ια φ έ ρ ο ν γ ια τα ζανίτκα π ο υ μ ’ έστλις. Του διάβασα μι μ ιγά λ ’ ιδ ιώ μ α τα το υ νη σ ιο ύ μας, ένα χρ υσ οθή ρ α του χα ρ ά τσι το υ χά ρ κα . Θ ά ρ γιο υ μ π ο υ ς ή ν τα ν π ε ρ ιο δ ικ ο ύ «Τ ρίβολος», έν α σ υ ν τ ρ έ χ τ η τη ς γραμμένου τσι για του ν ’σι μας τσι για του χον«Αγιάσου». Με τ ις μελέτες του, π ο υ μας έστελ-
ριό μ ’τν Αγιάσον. Πουλλά μοιασίδια έχουμι μι ΛΕΣΒΙΑΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ σας τς Μακιδόνις τσι καταλαβινόμαστι... Ζ ο υ ρ λ ο ν δ ’σα δ λ εια μα ίβ γ ις π α λ ’κ ά ρ ’, σάνι πάντα. Ούλα τα ’χ ’ς γραμ της Π ΕΠ ΗΣ ΔΑΡΑΚΗ μένα μι γνώ σ ’, αλλά τσι μι α γ ά π ’ τσι μι χ ά ρ ’. Ξερς καλά τ ’ τέχιν’ τσι νουστμίγ’ς τα γραφτά σ ’. Η Πέπη Δαράκη, η πολυβραβευμένη ΑγιαπαραΜας αρέσιν τσι μας τα χουρατό, τ ’ αστεία τσι τα σκευώτισσα συγγραφέας, έδειχνε, εξ απαλών ονύ χ α ζλα ρ έτα , γ ια τ ί είμ α σ τι ίδ ιο ν κ ρ ιμ α σ τά ρ ’, χων, πως θ ’ ακολουθήσει το δρόμο των γραμμάτων. αθρώ π’πειραξίτις,τζλουτούρδις, πθίτις... ' Οποιο έντυπο έπεφτε στα χέρια της, το ξεψάχνιζε, Στινονχουρέθκαπ ο υ λ ύ π ο υ τόσον , το καταβρόχθιζε κυριολεκτικά. Κ λεινότα ν στην κατά π ο υ γρ α φ τς σ τ ’ τιλ ιφ τα ία τ ’ σιλίδα, εν κάμαρη του μεγάλου της αδερφού δασκάλου Κώστα, είχατι αναγνουρίσ’ του Σ τρ ά τ’ του Α ια δέλ’, του του γνω σ τού αργότερα λογοτέχνη Μ άκιστου, ο γιατρό, π ο υ β γά ζ’ τα «Ιλειμιακά», ένα α π ’ τα πιο ο π ο ίο ς διέθετε καλή βιβλιοθήκη, κ α ι δε σήκωνε καλά π ιρονδικά.Σας πείραζι του τ’ κεφάλι από το διάβασμα. όνονμα. Τόσα χρόνια όμους, Σκόπια να ’νταν, Η μητέρα της, γυναίκα λιγογράμματη, με πολλά έπρ ιπ ι να τουν έχιτι το υν άθριπου τσι δ ϊα λιπαιδιά στο σπίτι, θηλυκά και σερνικά, της ανέθεσε κτουλουγικά αναγνονρσμένουν. Άμα του ’ξιρα, κάποτε να φ υλά ξει τον τρα χα νά , που τον είχαν θαν έκα να τ ’ α δ ύ ν α τα δ υ ν α τά να το υ ν φτιάξει αποβραδίς και τον είχαν απλώσει το πρωί ξ ισ ’κώσου, μπάτσι τουν ίπιρνα μι του μέρους στο δώ μα του σ πιτιού τους, για να ξεραθεί. Και μας, αφού τσαρσί ντ, καταπώς φαίνιτι, ήνταν απί τούτο, για τί τον τραχανά τον ορέγονται, ως γνω τα θκα μ α ς τα μ έ ρ ’. Τς γ ρ α μ μ α τ ζ ο ύ μ ιν ’ τς στό, εκτός από τους α νθρώ πους, τα πετεινό του α θ ρ ώ π ’, τς α ξ ιο ύ μ ιν ’,ε τς κ α τσ ιρ ν το ύ μουρανού ι, τς και οι γάτες. Μουστερήδες, βέβαια, είναι και οι ποντικοί, άλλ’ αυτοί δουλεύουν αποδοτικά θέλουμι στσοι μας. Α φού τσι τουν αστρουνάφτ’ τις νυχτερινές ώρες. του Τζον Γκλεν, π ρ ιν απί χρόνια, τουν βγάλαμι Η μικρή μαθήτρια Πέπη, π α ρ ’ όλες τις ορμήνιες χουριανό μας. Του γράψαν τότις τσι γοι 'ξένις γοι φημιρίδις,του ’παν τσι γοι μιγάλ ’ γοι σταθ της μητέρας της, δεν έδωσε στην αποστολή της τη σημασία που θα έπρεπε. Το άπραγο και ανέμελο μοί π ’ ακγιόντι σ ’ ούλου του κόσμου... κοριτσόπουλο του δημοτικού ζούσε στο δικό του Τα Αιαδέλια τώρα είνι λιγουστά πα στον ν ’σί κόσμο, είχε άλλα ενδιαφέροντα. Πήρε λοιπόν ένα μας, πλονμίζιν πού τσι πού. Έ χ ’ καμπόσα, α π ’ βιβλίο κ α ι κάθισε στο α να π α υ τικ ό κα να πεδά κι, όσου ξέρου, στα Α ’τρά, που ’νι χουριό κουντά δίπλα στο ανοιγμένο παραθύρι, για να εποπτεύει σ τ ’ Χώρα. Η λιά δ’δις όμους είχαμι τ σ ’ έχουμι. τον τραχανά, κ α τα πώ ς της παράγγειλε η μητέρα Ένας μάλιστα ήνταν τσι τσ ’ της. Αρχικά το φύλαγμα το βρήκε διασκεδαστικό, ίβ γα ζι π ρ ο υ π ο ν λ ιμ ικ ά τν «Ν έους στη σ υνέχεια όμω ς δοκ ίμ α σ ε πλήξη, βαρέθηκε. Κόσμους». Ή νταν αντίπαλους τ ’ Μ υριβήλ’, γ ι ’ Ανοιξε το βιβλίο και άρχισε το διάβασμα, με απο α υ τό τσ ι τ ο υ ν α νέβ α ζι τσ ι το υ ν κ α τέβ α ζι τέλεσμα γρήγορα να αφα ιρεθεί και να ξεχαστεί. «Μωροβήλ’», σα να λέμι ξ ’λουμένουν. Αλλά τσι Ό π ω ς ήταν φυσικό, οι καιροφυλακτούντες φίλοι Μυριβήλ ’ς ένι χάρζι κάστανα. Πάντα τουν κατατου τραχανά βρήκαν τη χρυσή ευκαιρία να ικανο χέριαζι τσι τουν έγραφτι Ιλύας Ιλυάδης, για να ποιήσουν, με το παραπάνω, την πείνα τους. έ χ ’ μια καλή θέσ’ μι τα γρούνια μες σ ’ λάσπις... Ό ταν γύρισε η μητέρα στο σπίτι και διαπίστωσε Σι φχαριστώ που μι θμάσι, που μ ’ έστλις κόν πω ς έγινε επιδρομή στον τραχανά, έβαλε τις φωνές ξαν ίτκ α χ ιρ ιτίσ μ α τα . Σ ’ έγραψ α γράμμα σ τ ’ και άρχισε να μαλώνει την απρόσεκτη κόρη της, η αγιασώτκα, π ου γινόντι προυσπάθειις ν ’ αναοποία το έριξε στο διάβασμα, αντί να κάνει ό,τι της γνουρστούν ιπίσημα α π ’ τς σν ΙΟΚ. ανέθεσαν. Τα χρόνια, βλέπετε, ήταν δύσκολα και οι άνθρω ποι δεν είχαν περισσά, υπολόγιζα ν και το Να μι σμπαθήγ’ς που σι κούρασα. Εύχουμι του τίποτα. Αφού είπε πολλά και διάφορα η Παπαχακαλουτσαίρ ’ να ’νι ειρηνικό τσι ούλου δρουσιές. ραλάμπαινα στο φοβισμένο και κλαμένο κοράσι, Τσι κ ά τ ’ ακόμα, κ α λά μ α ν τά τα για τ ’ απόσω σε με τον οξύμω ρο πρ ο φ η τικ ό λόγο της: Μ ΑΚΙΔΟ ΥΝ ΙΑ μας, που ’νι τς Ιλλάδας γη καρ Τούτο το μωρό δεν είναι για προκοπή, είναι μόνο διά. για γράμματα! Μ ι πουλλή α γ ά π ’ Γ ιά νν’ς τς Λ έ ν ’ς τς Σ φ ήτζινας
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Το «ρουδάν’» Για σκεφθείτε! Πενήντα ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μου να τα έχω περάσει μέσα στα σχολεία. Μισό αιώνα μάθημα! Και για να παραφράσουμε ένα γνωστό ευφυολόγη μα: "όποιος κάνει πενήντα χρόνια στο σχολείο ή μπουμπούνας είναι ή είναι... δάσκαλος”. Εγώ πάντως μπουμπούνας δεν ήμουνα - άρα... Αλλ’ αυτά θα τα δούμε παρακάτω. Ας γυρίσουμε τώρα πίσω καμιά πενηνταριά χρόνια, σαν πρωτοξεκινούσαμε αυτή τη μεγάλη περιπέ τεια, που λέγεται σχολείο. Θα ’ταν Οκτώβρης του 1948, όταν καμιά δεκαριά κουτσούβελα της προκοπής ξεκινούσαμε από τη γειτο νιά την πρώτη μέρα του μήνα για το σχολείο. Μόλις είχε σημάνει η καμπάνα της εκκλησιάς της Αγίας Τριάδας, που μας καλούσε για το ιερό καθήκον της μόρφωσης. Εμείς, δυο τρία πρωτάκια, ακολουθούσαμε καταπόδι τους πιο μεγάλους στον ανήφορο με το καλ ντερίμι του χωριού, για να πάμε δειλά δειλά για την πρώτη μας επαφή μ’ αυτό που λέγανε σχολείο, δάσκα λο, θρανίο, πίνακα, κιμωλία. Βλέπετε, στα χρόνια μας, δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί κτλ., που σου δίνουνε σήμερα εξ απαλών ονύχων μια εμπειρία του τι εστί εθελούσια φυλακή, που θα σε συντροφεύει μετά για αρκετά χρόνια της ζωής σου. Έτσι παίρναμε απευθείας στο δημοτικό το βάπτισμα του... πυρός (συγνώμη, της κιμωλίας ήθελα να πω ή καλύτερα της... βέργας σε πολλές περιπτώσεις). Να σας δώσω τώρα μια χαρακτηριστική εικόνα της εμφάνισής μας, που ήταν λίγο πολύ κοινή για όλα τα παιδιά της εποχής μας. Κούρεμα «εν χρω», με την ψιλή μηχανή, για να μη μεγαλώνουν γρήγορα τα μαλλιά, μας έδινε τη γοη τεία... του Γιουλ Μ πρύνερ. Δεν έλειπαν όμως οι «αφάλιες» (δηλαδή οι ουλές από τον πετροπόλεμο!), που έκαναν το κεφάλι σαν μω σαϊκό, αλλά τι να κάνουμε, αυτά ήταν τα παράσημά μας. Πουκάμισο υφαντό, συνήθως μεταποιημένο από κανένα «ρούσικο» (πουκαμίσα της γιαγιάς) ή αποφό ρι από κανένα μεγαλύτερο αδερφό. Πανταλόνι ημίκοντο, κάτω από το γόνατο -ο χει μώνας στην Αγιάσο δεν αστειεύεται,- που το κρατού σαν στη θέση του δυο σταυρωτές πάνινες τιράντες. Συνήθως στον πισινό είχε ένα μεγαλόπρεπο μπάλωμα, προσθήκη από διαφορετικό ύφασμα, για να μη λιώνει εύκολα από το τρίψιμο στο θρανίο. Κάλτσες πλεχτές από τα χέρια της γιαγιάς, ψηλές, που κάλυπταν το πόδι έως πάνω από το γόνατο, αλλά κ ρέμ ονταν συνήθω ς τσαλακω μένες στους αστράγαλους, και τέλος παπούτσια από βακέτα -ειδι κή παραγγελία στον παπουτσή τον «Τσιρό»- με καρ φιά και πέταλα από κάτω για έξτρα αντοχή στο
πετροκλοτσοβόλημα. Σ τον ώμο τώ ρα περασμ ένο σ τα υρω τά το «τρουβάδ’», δηλαδή ένα κατασκεύασμα πάνινο, που προσπαθούσε να παίξει το ρόλο της σχολικής σάκας και που το μόνο του περιεχόμενο, τουλάχιστον στην σρχή, ήταν μια πλάκα με το σφουγγαράκι της και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι. Και επειδή οι νέοι σήμε ρα με τις σάκες «πόλο» και τις πανάκριβες κασετίνες, με όλα τα καλούδια του πολιτισμού, δε θα καταλα βαίνουν, θα τους εξηγήσω ότι η πλάκα -μια επίπεδη βαριά επιφάνεια σαν λεπτή πέτρα- ήταν το πρώτο μας τετράδιο, γιατί μπορούσες με το κοντύλι (κάτι σαν μολύβι) να γράψεις και να σβήσεις με το σφουγ γαράκι άπειρες φορές, μέχρι να συνηθίσει το χέρι, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί αργότερα το χαρτί και το μολύβι που ήταν ακριβά και δυσεύρετα. Και επιτέλους κάποια στιγμή φτάνουμε στο σχολείο-κουδούνι, γραμμή, προσευχή, τάξη, δασκάλα (η «Μαμώλινα», θεός σχωρέσ’ την) και... μάθημα. Τραβά η δασκάλα μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα και μας εξηγεί ότι αυτή η γραμμή παριστά το δρόμο. Και μετά ζωγραφίζει και ένα «ρουδάν’» πάνω στο δρόμο και μας εξήγησε ό τι αυτό είνα ι το «ρουδάν’», δηλαδή το τσέρκι που παίζαμε στο δρόμο και, όπως το πραγματικό τσέρκι, δε θα ’πρεπε ούτε να είναι πάνω από το δρόμο ούτε από κάτω, αλλά ακριβώς πάνω στη γραμμή -και κάπου εκεί τελείωσε και η πρώτη μας μέρα. Το μεσημέρι, σαν γύρισα στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου με κάποια αγωνία: «Ε, λοιπόν, τι έγινε; Πώς ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο;» Και εγώ κάπως βαριεστημένα: «Ε, καλά περάσα με, δεν ήταν και άσχημα, μας μάθανε και το παιχνίδι με το “ρουδάν’”, που ήδη το ξέραμε. Αλλά το μόνο κακό είναι, που μας είπε η δασκάλα πως πρέπει να πάμε και... αύριο πάλι ξανά στο σχολείο». (Πού να φανταστώ πω ς αυτό θα συνεχιζόταν για πενήντα ολόκληρα ακόμα χρόνια!) Αχνογέλασε η μάνα μου και με ξαναρώτησε. Ε, καλά, ποιο παιχνίδι μάθατε; Και εγώ της εξήγησα ότι μάθαμε το «ρουδάν’». Και η πολύξερη η μάνα μου με την εμπειρία του μεγάλου: Τι λες, βρε βλάκα, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα «όμικρον». Κι εγώ: «Κούνια που σε κούναγε! Σιγά μην ξέρεις εσύ καλύ τερα από τη δασκάλα, που είπε ό τι είν α ι το «ρουδάν’». Αφού το είπε η δασκάλα, αυτό είναι, πάει και τελείωσε και τέρμα η συζήτηση». Και αφού πέταξα τη σάκα σε μια γωνιά, ξεκρέμασα από πίσω από την πόρτα την προσωπική μου ρόδα -το πραγματικό ρουδάν’- και αμολήθηκα στους δρόμους για πρακτι κή εξάσκηση στην κατ’ οίκον σχολική εργασία. Καημένα ανέμελα παιδικά χρόνια! Ούτε άγχος
ούτε στρες ούτε φροντιστήρια ούτε γλώσσες, παρά παιχνίδι και μόνο παιχνίδι. Πόσο λυπάμαι τα σημερινά παιδιά, που οι μωρο φιλοδοξίες των γονιών τους τα καταδυναστεύουν με ένα σωρό πρόσθετες απασχολήσεις, που το μόνο που καταφέρνουν είναι να τα κάνουν νευρωτικά και προ γραμματισμένα ρομποτάκια! Ας ξαναγυρίσουμε όμως για λίγο στις αναμνήσεις της εποχής, που έτσι κι αλλιώς, λόγω χρονικής από στασης, είναι αχνές και λιγοστές. Το μόνο που θυμά μαι έντονα έχει και πάλι σχέση με το «ρουδάν’», με άλλη τώρα μορφή και σημασία. Θυμάμαι ότι άμα ρώταγε κάτι δύσκολο η δασκάλα ή ο δάσκαλος στην τάξη, τύχαινε μερικές φορές να σηκώνω μόνο εγώ το χέρι μου να απαντήσω. Στη δεύ τερη βέβαια ερώτηση στο ίδιο παράδειγμα τα χέρια ήταν λίγο περισσότερα και στην τρίτη ακόμα πιο πολλά. Και τότε ο δάσκαλος (ο Λιάκατος, Θεός σχωρέσ’ τον): «Ε, καλά που έχουμι τσι του Γιάνν’, που γυρίζ’ πρώτους του ρουδάν’, μέχρι να πάρ’ μπρος γη μηχανή, να σας πάγου στου... παχνί». Δε θα ξεχάσω ποτέ τα γεμάτα ζήλια βλέμματα των συμμαθητών μου και κυρίως αυτών που με «ευγενική άμιλλα» προσπαθούσαν να κερδίσουν πόντους αντα γωνισμού από μένα, που στρέφονταν προς το μέρος μου και με κάρφωναν εντελώς «φιλικά», ενώ εγώ φούσκωνα σαν τον ερωτευμένο... διάνο. Δυστυχώς τα πράγματα λίγο αργότερα χειροτέρε ψαν εξαιτίας της κακής παιδαγωγικής αντίληψης του δασκάλου μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ μου ανέθεσε «εν λευκώ» να ελέγχω τα τετράδια των συμμαθητών μου εάν είχαν γράψει τις κατ’ οίκον εργασίες. Εκτελούσα δε με τόση ευσ υνειδη σ ία α υτά τα κα θα ρώ ς «δασκαλίστικα» καθήκοντά μου, ώστε άθελά μου (ή μήπως θεληματικά μου;) είχα καταντήσει ένας μικρός τύραννος της τάξης, ένας σατράπης, που ασκούσε άτεγκτα την εξουσία του πάνω στους ταλαίπωρους συμμαθητές μου και ιδίως τους «κακούς». Και αλίμο νο, αν κάποιος αμελούσε τις σχολικές του εργασίες! Μπορούσε να πληρώσει την αμέλειά του αυτή με καρ παζιές ή τράβηγμα των αυτιών από μένα (έτσι ακρι βώς δεν έκανε και ο δάσκαλος;) και κανείς δεν τολ μούσε, ούτε οι πολύ πιο χειροδύναμοι, να αντιδράσει, γιατί ήξερε μετά, ότι η τιμωρία από το δάσκαλο θα ήταν πολύ πιο αυστηρή. Ακόμα και τώρα, ύστερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια, άμα καμιά φορά βρεθώ στην Αγιάσο και συνα ντήσω τον ογκώδη συμμαθητή μου Καραδεμίρη, το μαύρο σίδερο (καρά ντεμίρ τουρκιστί), όπως τον λέγα με, αποφεύγω να τον χαιρετήσω από φόβο μήπως... θυμηθεί το ξύλο που του είχα ρίξει στο σχολειό (εγώ, ένας ασήμαντος μπόμπιρας μπροστά του) και θελήσει τώρα να μου το... ανταποδώσει και θα ’χει και όλο το δίκιο με το μέρος του.
ψ ότες που ήρθαν οι Γερμανοί στην Αγιάσο, στις 28 Μαρτίου του 1944, ο Στρατής ο Αβδελέλης δούλευε στη μηχανή, στα τουλούμια. Όταν άκουσε την καμπά να να χτυπά συναγερμό, έφυγε και ήρθε τρεχάτος στον Κούκο, στον Αϊ-Γιάννη, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι χωριανοί. Εδώ βρήκε τον κουνιάδο του Βασίλη Γουγουτά, ο οποίος τον πήρε μαζί του, μια και ήταν πολύ φοβητσιάρης. Ακούγονταν κατά δια στήματα ρ ιπές και φω νές κα ι τα πρ ά γμ α τα ήταν δύσκολα για το χωριό και για τους κατοίκους του... Α νηφόρισαν οι δυο τους με π ρ οφ υλά ξεις και σ ιγά σ ιγά ξεκ ό ρ φ ισ α ν στο μέρος ό π ο υ σήμερα είναι χτισμένο το ξωκλήσι του Αγίου Νεκταρίου. Οι Γερμανοί, που είχαν στήσει το πολυβόλο απένα ντι, στον Πεύκο, μόλις τους είδαν έριξαν απάνω το υ ς, αλλά δεν το υ ς π έτυ χ α ν , π α ρ ’ όλο π ο υ οι σφαίρες έπεφταν βροχή... Ο Στρατής τα είχε χάσει από το φόβο του. Ο Β ασίλης όμω ς, π ιο ψ ύ χ ρ α ιμ ο ς, ό τα ν βράδιασε, πήρε το δρόμο και κατέβηκε στο χωριό, όπου έμαθε π ω ς είχαν σκοτώσει το Στρατή το Γραμμέλη και ένα κοριτσάκι, τη Μ αριανθούλα Μ αϊστρέλη, και πω ς τραυμάτισαν το Στρατή τον Πασχαλιά και το Σαράντο το Μαλιάκα... Ο Στρατής, αντίθετα, δεν τόλμησε να έρθει στο χω ρ ιό. Πήγε στα Α ν τρ ιγια κ α ι ξημερώ θηκε στο ξω κ λή σ ι του Α γίου Δ η μ η τρ ίου, σ το υ ς Π έντε Π εύκους. Εδώ το ν βρήκε το π ρ ω ί ο Κ οντής Στεφανής, που δεν ήξερε τι έγινε στην Αγιάσο, μια και καθόταν στο κτήμα του. Τον πήρε στο καλύβι του και του έδωσε ρούχα και φαί. Μετά του πρότεινε να πάνε στο χωριό, να δούνε τι έγινε, αλλά ο Στρατής ήταν τόσο τρομοκρατημένος, που δεν ήθελε με κανέ να τρόπο ν ’ αφήσει το καταφύγιό του. Ο Κοντής όμως γύρισε στο χωριό και είπε τα καθέκαστα στη γυναίκα του Στρατή. Άμα βράδιασε όμω ς γύρισε δειλά δειλά και ο ίδιος. Τι να έκανε εξάλλου. Ο καη μένος είχε πιάσει φόβο, έπαθε ίκτερο. Οι γιατροί στο χωριό δεν μπορούσαν να τον κόψουν κι αναγκάστηκε με τη γυναίκα του να κατεβεί στη Μυτιλήνη. Πήγαν σ’ έναν παθολόγο για εξέταση. Κοντά στα άλλα ο για τρός τον ρώτησε πότε γεννήθηκε, αλλά ο Στρατής δεν ήξερε και φώναξε τη Βλοτίνα να απαντήσει. - Γιατί ρωτάς τη γυναίκα σου, αυτή σε γέννησε; - ' Ο χι, γιατρέ, ά λ λ ’ αυτή ξέρει το πότε είμαι γεννημένος, μια και είναι έξι μήνες μικρότερή μου...
ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΝΗΣ
ΒΛΟΤΙΝΑ ΑΒΑΕΛΕΑΗ
ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ Οι Γερμανοί στην Αγιάσο...
ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Μέσα στους ηλιοπάτητους χώρους, που ξεφαντώνουν οι παπαρούνες του Μ αγιού σε γιορτινό χορό, κι η χλόη στροβιλίζεται στους ψίθυρους π ’ αρθρώνουν οι καλαμιές, σφυρίζοντας στ’ ανέμου τον αυλό. Στων ελαιώνων τους υγρούς ίσκιους, που ανασταίνουν εαρινά βλαστήματα και τα νυχοπατεί ο κότσυφας κι η πέρδικα, θαρρείς πως απομένουν τα θεϊκά Σου βήματα σ ’ εαρινή γιορτή.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Απομακρύνεσαι και η καρδιά μου απορεί, μόνο τα μάτια μου σε φτάνουν. Απομακρύνεσαι και ολοένα πιο μικρή του χωρισμού τα βήματα σε κάνουν. Δεν πεθαίνουν ποτέ οι αναμνήσεις και στη ζήλια της αγάπης θα γυρίσεις και στη ζήλια της αγάπης θα γυρίσεις και το χέρι μου ξανά θα το κρατήσεις. Απομακρύνεσαι. Νιώθω στον άνεμο κερί, νιώθω κεν ό τον εαυτό μου. Απομακρύνεσαι και η ματιά μου βροχερή στην ερημιά ξεχάστηκε του δρόμου. ΟΜΗΡΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ ΜΑΡΙΓΩΣ ,·■
Ν»
ΓΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ
Γη Παναγιά μας στου χουριό είν’ αρφανή τσι μόνη, γιατ’ έπαψι να κιλαηδεί Κόπ’ς του Λιγέλ’, τ’ αηδόνι. Ουρμόνιου ήνταν γη φουνήντ, γι Κόπ’ς θαν κιλαηδούσι τσι μια ουλόκληρη ζουγή τ’ Μαρίγια ’πηριτούσι. Γη Παναγιά αρφάνιψι τσι μοιάζει μι ξουκλήσ’, έγινι γόρδιους δισμός τσι δύσκουλα θα λ ύ σ \ Στα χρόνια μ’ θμούμι τν ακκλησιά τσι είχι εξ παράδις τσι διάκου τσι τς πληρώνανι μι πινταρουδικάρις. Σήμιρα έχ’ έναν παπά τσι ψέν’ τσι λειτουργά, μιγάλου ’νταν ταμείου τσι τ’ ποίκανι ΟΥΓΑ. Φιράτι διάκου σ ’ Παναγιά τσι ψάλτις τσι παπάδις, γιατί θα τς ποίσιτι τς αθρώπ’ να γένιν γιαχουβάδιςΤ Σα γυνικείου μουναστήρ’ τ’ Μαρίγια μας τνιΤπηκαν, μ’ έναν παπά τσι έναν ψάλτ’ τ’ θαματουργή τν αφήκαν. Τα γ ’νάτια να τ’ αφήσιτι, γιατί βγάζουνι μάτια, τ’ Μαρίγια, σαν τα κόμματα, πριν τ’ ποίσιτι κουμμάτια. Αγιάσος, 8.11.1996
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
Από τα βάθη, Κύριε, έρχεσαι των αιώνων, τη γη και διαπορεύεσαι, ξυπνώντας τη ζωή. Τροφοδοτείς με τους χυμούς τη δίψα των λειμώνων κι όλα νεκρανασταίνονται στη θεία Σου πνοή. Μ ’ αν λά χει κι έρθ’ η ά νοιξη κι η ρίζα μου θα μείνει αξύπνητη κι ανέφυλλη στου χρόνου το κλαδί, τρυγόνα Σου ασώπαστη, στους στίχους μου κρυμμένη, θα ε ίν ’ η ψυχή μου που για Σε γλυκά θα κελαηδεί. ΜΑΡΙΑ ΑΓΙ ΑΣΩΤΟΥ-ΑΑΜΠΡΙΝΟΥ
ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ... Στο τηλέφωνο προσμένω μια φωνή μελωδική, «καλημέρα» να μου πει, «σ’ αγαπούσα μια ζωή». Στο τηλέφωνο προσμένω μια φωνούλα χαρωπή, «χαίρετε» για να μου πει και «σε αγαπώ πολύ». Στο τηλέφωνο προσμένω τη φωνή σου τη γνωστή, «καλησπέρα» να μου πει και «θα σ ’ αγαπώ πολύ». Στο τηλέφωνο προσμένω της καρδιάς σου τη φωνή, «καληνύχτα» να μου πει, «στ’ όνειρο εγώ και συ».^Η Καρυά, 1.3.1997
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΞΙΠΕΣΑΝΤΟΥ ΠΑΛΙ ΤΟΥ ΑΛΛ’
ΝΑ, ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΩ ...
Μ~ βλέπουνε οι φίλοι μου μόνο και λυπημένο και το μυαλό μου άβουλο σε σκέψεις βυθισμένο.
Ξιπέσαντου πάλι του λάδ’ τς Αθήνας γοι μνηστήρις, ιφτά κατουστάρια του κιλό τσι χίλις γοι σμαρίδις. Ούλ’ θα τνι βάλιν μες στου λάδ’, σαν τουν πουτκό, τν ουράντουν τσι γοι καημέν’ παραγουγοί τραβούνι τα μαλλιάντουν. Γοι αγρότις μαζώνουνι τς ιλιές τσ’ άλλοι του λάδντουν παίρνιν, του κράτους τς έχει δικασμέν’ πάντα να υπουφέρνιν. Ποιος θα νοιαστεί για τουν αγρότ’, τουν έχιν ξιχασμένουν τσι γοι θεοί τσι δαίμουνις τουν έχιν δικασμένουν. Συ θα μαζών’ς τς ιλιές, αγρότ’, 6ε γένιτι αλλιώς, τσι συ πλια απί τ’ πείνα θα ξλας τουν αφαλό σ ’. Χρόνια του ίδιου του διουλί σας παίζιν γοι μιγάλ’ τσι του λαδέλ’ π ’ τα χέρια σας αρπούσιντου σα γλάρ’. Του θύμα πάντα ’νι αγρότ’ς, που τουν κλουτσούν σαν τάπα, για να του πάριν φτνο του λάδ’, κάνουνι χίλια κόλπα. Γ’ ιλέφαντις θα του ρουφούν του λάδ’ μι τ’ προυβουσκίδα τσι για να τ’ ανιβάσουνι να κόψιτι τν ιλπίδα.
Τι έχεις, φίλε, με ρωτούν, τι έχεις περασμένα και γράφεις ασταμάτητα τραγούδια πονεμένα; Πες μας ακόμα τι ε ίν ’ αυτό, ποιος είναι ο καημός σου, ποιες πίκρες και ποια βάσανα τρέχουν στο λογισμό σου; Φίλοι μου, κάθε άνθρωπος έχει και τους καημούς του, που σβήνουν όμως κάποτε στους αναστεναγμούς του.
Αγιάσος, 10.12.1996
Αλλά υπάρχουνε καημοί σαν τα βουνά μεγάλοι, που πριν καλά να σβήσουνε έρχονται άλλοι κι άλλοι.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ Κ.Α.Π.Η.
Αυτοί του κόσμου οι καημοί πικραίνουνε κι εμένα και μπαίνουν στα τραγούδια μου, που βρίσκετε θλιμμένα. Αγιάσος, 20.1.1994
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ
ΑΝΟΙΞΑΝΙ ΓΟΙ ΦΑΜΠΡΙΚΙΣ... Ανοίξανι γοι φάμπρικις, βάλανι μπρος τσ ’ αλέθιν τσ’ α π ’ τα λαβάλγια δέκατα, μπριλάντια λάδια τρέχιν. Πουλλές αρρώστγις του λαδέλ’ γιατρέβ’, άμα του φας, γιατί γινόντι π ’ τ ’ άλατα λαμπίκους τα νιφρά σ ’. Του λάδ’ είνι που τα λαδώ ν’ ούλα τα ιργαλεία σ ’ τσ’ άμα ’σι γέρους, έρχισι πάλι στα μιγαλεία σ ’. Τρώτι λαδέλ’, ’που ’πάνου σας να φύγει του μαράζ’ να ζουντανέψ’ γι τράγους, ούλ’ νύχτα να φρουμάζ’. Τα μάτια σας δέκα του λαδέλ’ γοι ξένοι μην του πάριν, άμα του φ άνι, τα μουρά δυο δυο πλια θα τα κάνιν. Του ξέριν που είνι γιατρικό γοι ξέν’ τσι του γυρέβγιν, λαδώνει τουν ουργανισμό σ ’, τα ιργαλεία δλέβγιν. Κατό φουρές πειράματα ποίκαν γοι Αμιρικάν’ τσ’ είπαν! του λαδέλι σ ’ ούλις τς αρρώστγις κά ν’. Του έλϊουν βλόγσι Χριστός, τουν σίτουν τσι τουν οίνουν, τα τρία τα θαματουργά να τρώνι τσι να πίνουν.
Φέτου είδα γοι προυσκλήσεις λιγουστέψαν στου χουρό τσι σκουτίζου του τσιφάλι μ’ μουναχόσιμ τσ’ απουρώ. Κάθουμι τσι λουγαριάζου να ’νι, λέγου, γοι παράδις, τς Αγιασώτις όμους τς ξέρου, είνι ούλ’ντουν κουβαρτάδις. Να τα βάλου μι τ ’ διοίκησ’, ίκ’σα πς είνι ικανή, άδειασι, ρε, γη πιζνέρα, χώρια χάρους πόσ’ κ’βανιεί. Αύσκουλ’ είνι γη κατάστασ’ παν τα χρόνια μας, πιράσαν, τσι καμπόσ’ που απουμείναν μες σν Αθήνα πλια γιράσαν. Ό ποιους έ χ ’ καμιά ιδέα, είνι ώρα να τνι πει, γω προυτείνου γη αίθουσά μας ας γ ίνει ένα Κ .Α.Π.Η. . ϊθ ή ν α , 18.3.1997
Α γιάσος, 1997
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Ο Σύλλογός μας συνεχίζει την παράδοση... Μ ιγ ά λ η επ ιτυ χ ία σημείωσε σ τις 9 Μ αρτίου 1997 η χοροεσπερίδα του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Α γιασω τώ ν» στην ταβέρνα «Μ πα ρμ πα-Δ ήμος» (Δαβάκη 39, Καλλιθέα). Οι Αγιασώτες και οι φίλοι της Αγιάσου είχαν την ευκαιρία να ξεφύγουν για λίγο από τη ρουτίνα της σκληρής καθημερινότητας, να διασκεδάσουν, να χαρούν. Η καλή οργάνωση του Διοικητικού Συμβουλίου, η εκλεκτή μουσική, η προ θυμία του προσωπικού και η περιποίηση δημιούρ γησαν καλή ατμόσφαιρα και πολύ κέφι. Δεν έλειψε και η πιπεράτη αγιασώτικη σάτιρα. Ο συνεργάτης μας σατιρογράφος-καρνάβαλος Γιώργος Παπάνης μας τα έψαλε «εμμέτρως». Ο δάσκαλος και ερασιτέ χνης ηθοποιός Παναγιώτης Ψυρούκης (Γραμμέλης) με το πετυχημένο του σκετς «Μη σκόρ πισε το γέλιο και τη χαρά, βοηθούμενος από τον επί σης ερασιτέχνη Χρίστο Γλεζέλη (Πουπούσα)... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Γεια σας, χουριανοί τς Αθήνας, χρόνους τούτους ε μας θέλ ’, ’πι κουντά μας γι Σαράντους έφγι μι τ ’ Αναστασέλ Άρουν άρουν στου χουρό σας έφταξα α π ’ του χουριό, του μσαφίρ ’ να σας συστήσου, που ’ν ’ ανήμιρου θηριά. Γιάνν’ς Σφιχτός πν Αγιάσου είνι, μι τ ’ τσινούρια τ ’ φουρισιάντ, σι γιατρό τς Αθήνας ήρτι, να ’ξιτάσ’ τ ’ κατιβασιάντ. Πρόβλημα μιγάλου είχι χρόνια τώρα στα μιριά, μέρα νύχτα τα βαρδάλιαντ τα κριμάζ’ σ ’βασταγαριά. Γιου γιατρός, μόλις τουν είδι, έστλιντουν, για να ζγιαστεί, μπέρδιψινταμες στον δρόμον, παραλίγον να χιστεί. Έπισι σι μια συγκέντρουσ’, έφαγι ένα μισμέρ ’, Χαρδαβέλας μι τα τζίνιαντ ίβριντονν στον Πιριστέρ ’. Έδιου που ’ρτι πήρι μέτρα, πέρασι άστσμου καζίτσ’, χουριανοί, δε σας του κρύβγου, έχ’ μαζί τσι του καθίτσ’. Μπράβου, όμουρφα πιρνάνι,
να ’χ ιτι ούλ ’ σας τν ιφτσήντ, μες σ ’ ταβέρνα που σας ίβρα απού μέσα ’π ’ του βρατσίντ. Σαν τιριάσ’ θα ξιγανιάσου, ιλιγί μ ’ προυχτές του βράδ ’, του μακάπ’ άμα στιριώσου, θα του φτήξον του παξμάδ ’. Είδι κβάρα που τ ’ αρέσαν, έδιου είνι του φαγί, λύσι δέσι βρακουζώνις καθυστέργι μια ζουγή. Χιριτίσματα κβανεί μας ’π ’ τς αλιπδάρις στον χουριό, που σαν πει να σι μαγκώσιν ζλούσι σι σα του κονριό. Τα κτήματα αρπούσιντα τσάμπα, μι τα σουθύρια, μες στον χουριό αφήκαμι ούλα τα κιλιπίρια. Πάμι ξουπίσου, ρε πιδιά, να ζονντανέψ’ γι τόπους, όσον για τς Τούρτσ’, άμα τιριάσ’, θα δλέψ ’ γιον βατουκόπους. Μην του καθνστιρήσονμι, χουρίς λόγια παχιά, έφτου λουγιάζιν γοι πασγιάν’, να βρουν πιο λ ίγ ’ ταχιά. Χρόνια τώρα παλ ’καρίζιν, ούλου τα σινίρια γκντουν τσι μες σ ’ θάλασσα τνι στση μας γοι βρονμιάρδις τσαλαβτούν. Α π ’ αλλού παίρνιν αγέρα, μο τιλειώνιν γοι ρονφιάν’, α π ’ τη μια Γιρμαναράδις τσ’ απί τν άλλ ’Αμιρικάν’. Γοι τρακόσ’ του Α ϊο ξέρου του, για μας ξιν ’χτούν, στν Αλβανία σκουτοννόντι, τούτ’βαριόντι ν ’ ανιμχτούν. Μια γρουθιά σ ’ Βουλή γινίτι ούλ ’ σας γοι πονλιτικοί, στα νησιά μας γη σημαία ήνταν τσ ’ είν’ ιλληνική. Ε τιλειώνιν τα μαντάτα, σα θα κάτσου να θμηθώ, άμα πει να σννιχίσου σίγουρα θα ξμιρουθώ. Θα σας πω ένα τσινούρια, τώρα είνι ιφκιρία,
προνπληρώτι του βιβλίου μι τς Αγιάσονς τν ιστουρία. Φτον σας, μπάτσι σας ματιάσου, βλέπου σας αμουνοιασμέν’, ας μας λέγιν τς Αγιασώτις πς είμαστι σπαγκουραμμέν’. Πιάτι ούλ ’ σας τα πουτήρια, τώρα ήρταμι στον γιούν’, δε γυρίζ’ τούτους ξουπίσου, κρέμσι νούσιντ στου ματζούν’. Πασκίζουμι σα Σύλλουγους τ ’ παράδονσ’ ν ’ ακλονθούμι, άμα τιριάσ’ μπουρείτσι τ ’χρόν’, πάλι να σνονβριθούμι. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΙΡΑ! - , να μου χαθείτι, παλιουπράματα, λιμουκουντόρ’. Ανιβάσιτι ούλου του αίμα μ’ μες στου τσιφάλι μ’. Παλιουλιγούρια. Καημέν’ Αγιάσου! Ανάθιμα που είμι άρρουστους. Μηδί ζουγραφστοί ε θέλου α σας δω. Αφήκα τν ησυχία μ ’ τσ’ ήρτα μες σ’ παλαβοί. Ε μπουρείτι, ρε, σεις α πιάσιτι τς Αγιασώτις. Ούλις τς ιφκουλίις τς έχουμι. Μη χειρότιρα! - Τίντα ’παθις, ε μπάρμπα, τσι φοννάζ ’ς; - Τ ίντα ’π α θ α τσ ι φ ουνά ζου ; Τ ίλ ο υ για ζ ε ίτι έδγιου, ρε πιδιά; Έ διου είνι τριλουκουμείου. Είπα τσι γω, βρέθκα που βρέθκα σν Αθήνα, ας πάγου τσι στου χουρό, α τιμήσου τα πιδιά τ ’ Συμβούλιου τσι του φίλου μ ’ του Βασίλ’, του πρόιδρου. Είνι καλό μουρά. Μ ιγαλώ σαμι σν ίδια ιγ ’τουνιά, σν Αγια-
Βαρβάρα. Α π ’ έ γ ’το υ τι φ α ίν ’ντου π ο υ ς θα γ ίν ’ ηγέτ’ς. Β ασίλ’ς κατάστρουνι τα σχέδια, τίλουγια θα κλέψουμι τζανιρίκια α π ’ τ ’ Μ πουτούδ’ τ ’ τζανιρκιά. Πουτέ ε μας πήρι χ α μ π ά ρ ’. Ίβα ζί μας τς ιμκροί τσι φλάγαμι τσι φτος ανέβινι πα σ’ τζανιρκιά, γέμζι τς πιζνέρισιντ, ίβαζι τσι μες στου κόρφουντ, θάργις πους τ ’ αγγάστρ’ ανέβτσι μες στου λιμόντ. Τα τζα νιρ ίκ ια κάψαν του αίμα μας. Α π ’ έγ’το υ τι τα λιφ κά ιμουσ φ α ίρια είνι π ιο πουλλά α π ’ τα ιρυθρά. Λ ο ιπ ό ν , ξ ι κ ί ν ’σα να ’ρ το υ έδ γ ιο υ . Μ ’ ε ίπ ι κμπάρουσιμ να πάρου του έψιλουν ιννιά λϊουφουρείου τσι να κατέβου σ ’ στάσ’ Π απαντουνίου. Τι σύμπτουσ’. Α π’ έφτη τν ώρα α ρχίζ’ γη ταλιπουρία μ ’. Στου δρόμου ξικατουρήθκα. Ρ ώ τ’σα καμπόσ’ α μ ’ πουν που έχ’ αναγκαίου. Ρε, κανένασντουν να μην κ α τ α λ α β α ίν ’! Μ η δί γ ύ ρ ιζ α ν α μι δ ο υ ν . Δ ιχούσ α ν τ ’ α φ τίν το υ ν τσι μλούσαν μ ουναχοίντουν μες στου δρόμου. Αλλου είδους παλαβάδα τσι το ύ τ ’. Γω όμους ξικ α το υ ρ γ ιό μ ’, κ όντιβ γι γη φούσκα μ ’ α σ πάσ ’. Ίβρα ένα σκουτνό μέρους μι κ ά τ’ δέντρα, πήγα α κατουρήσου, βλέπου πα σ ’ ένα παγκέλ’ δυο τσι ταυρουπαλιούσαν. Καταλαβαίν’ς. Γι δήμαρχους γι θκος μας πήγι τσ’ ίβαλι τα παγκέλ ια μες σν α γο υρ ά , τ ίλ ο υ γ ια α κ ά τ σ ’ς έφ του α κ ά ν ’ς τίπουτα. Τι πουλλά τσι λίγα, κουλλώ στου τοίχου τσι ξιλάφρουσα. Φτοι ε ντριπόνταν που του κ ά να ν φ α ν ιρ ά , γω θα ν τρ α π θ ώ π ο υ κατούρσα! Κατούργιουμ’ τσ’ ίβαζί σας νούσιμ! Ιλ’πήθκα σας, μ η δί α κ α τ ο υ ρ ή σ ιτ ι ε μ π ο υ ρ ε ίτ ι έ δ γ ιο υ . Σ ν Αγιάσου, όπ ιτι σ ’ έρτ’ α κατουρήγ’ς, κουλλάς πα σ του ν τ ο υ β ά ρ ’ τσ ι ξ ιλ α φ ρ ώ ν ’ς. Γ ι’ α υ τό μην κ α θ ο ύ σ τι έδ γ ιο υ , ρε π ιδ ιά , λ ά τι σ του χ ο υ ρ ιό . Ρ ή μ α ξι, ρε, του χ ο υ ρ ιό μας. Γ ’ α θ ρ ώ π ’ π ’ του φ ρ ο υ ν τίζ α ν φ ύγα ν, ά λ λ ’ γιρ ά σ α ν . Σβήσαμι, ρε
Ο καρνάβαλος Γιώργος Παπάνης εκφωνεί τη σάτιρά του. Παραστέκεται ο Χρίστος Γλεζέλης (Πουπούσας)... (Φωτογραφία Στρατή Ευαγγελινέλη, 9 Μαρτίου 1997)
π ιδιά . Ιφτυχώ ς που βριθήκαν έγιουτα τα μουρά, Β α σ ίλ ’ς, π α π ά ς τσ ι γ ο ι ά λ λ ’ τσ ι φ ρ ο υ ν τ ίζ ιν . Κ ουντέβγουμ ι α χ α θ ο ύ μ ι, ρε. Κ ο υ ν τά ντο υ ν να είστι. Να τς βουγηθάτι. Του σ ιν τί α του π ά ρ ιτ ι ούλ’. Τσι γω μαζώνου π α ράδις α του πάρου. Τσι στου Γιάνν’ τα συγχαρητήρια για του πιρϊουδικό. Κ άν’ τόσου κόπου γι άθριπους, μπράβουντ! - Γιατί ’ρτις σν Αθήνα, για ικδρουμή; - Για για τρ ό ήρτα, εν ήρτα για ικδρουμή. Σ ’ Μ υτιλήν’, μ ’ είπαν πους ίβραν «θηριό» μες στου λιμό μ ’. Έ χ ο υ , λ έ γ ’, έφ τουν του « θ υρ ϊουειδή ». Λέγιν πους είνι α π ’ έφτα τα τσέρατα, που βάλαν πα στουν Ά γλια. Ε φ τα ίβ γ ιν φ το ι π ’ τα βάλαν, φ τα ίβ γιν έφτοι π ’ αφήκαν τσι τσ ιρατώ σαν τουν Άγιου. Ινώ πήγινα ντρέτα σν υγεία μ ’, δηλαδή του σεξουαλικό πήγινι καλά, γιατί α π ’ έφτου καταλαβαίν’ς αν είσι καλά γή εν είσι, έπαθι ιμπλουκή. Γη Στυλιανή, γη γ ’ναίκα μ ’, α ρ χίν ’σι τα παράπουνα. Άγι, ρε, μ ’ ίλιγι, προυσπάθσι τσι συ κουμματέλ’. Γω σ φ ίγ γ ο υ μ ’, ξ ο υ ν ο υ σ φ ίγ γ ο υ μ ’, μα νικ ρ ό του παγιαυλί. Μ ουνίμους είχι ιξήμ’σ’. - Τίλουγια όικ ϊονλουγίστσις; - Άγι, μουρή, τς ίλιγα, τσ ’ είνι α π ’ του άγχους. Τώρα που πήρα κισίμια έχου άγχους. Άμα τιλειώσιν γοι ιλιές, θα σάσιν τα πράματα. Α, ε σ’ είπα. Στς ιξιτάσεις που μ’ κάναν έδγιου, ίβρασί μ’ τσι προυστάτ’. Α, ρε πιδιά , σαν ίβαλι τ ’ δαχτύλαντ γιατρός στου πισινό μ ’ στσλουγάβξα α π ’ του πόνου. Τίντα ’νταν γραφτό μ’ σ’ έγιτια ηλικία να παραβιαστεί γη τιμή μ’. - Ούλου ζημιές παθαίν’ς, ε μπάρμπα. Στον χου ριό τι γένιτι, πάμι καλά; - Στου χουριό πάμι καλά. Έχουμι πά ρ’ του κατή φουρου. Ούλ’ γη γλύκα κατασταλάζ’ σ ’ κουλουτρυπίδα τ ’ χουριού, σ τ’ Καρυά. Μ εις γοι Α γιασώτις, έγιουτου μόνου του ξούρ’ έχουμι. Ε ξέρου τι φταίβ’. Τσνηγούμι τα σκατά μας. Του τίπουτά μας, φαίνιτι, θέλουμιντου. Εν ιξηγείτι αλλιώς, α στσιπάζουμι σ ’ Πιρασιά τσι α χτίζουμι. Του πόνου του χουριό, μι του παστρικό αγέρα, μι τ ’ θέα, πέθανε. Ούλα έφτου τα πήγαν, του ηρώου, τουν ΟΥΤΕ, του δημαρχείου ίκ ’σα π ο υ ς θα του π α ν έ γ ’τσ ι, τα λϊο υ φ ο υ ρ εία . Χάσ’τσι κόσμους, α βάλιν τα λϊουφουρεία τσι στου Κ α μ πούδ’. Γοι α θ ρ ώ π ’, λέγ’, που καθούντι στου Μ αυριγιώτ’ παν μι τα πουδάρια σ’ Μ υτιλήν’, είνι, λέγ’, πιο κουντά γη Μ υτιλήν’ α π ’ τ ’ Καρυά. Τσλουν του βνο τ ’ Μ αυριγιώτ’ τσι παν. Απί έργα ε λείπ’ τίπουτα. Ούλα τα κάναμι πλια. Αφού, να φανταστείς, ούλα τώρα αρχίζουμε τσι τα ρ ίχτο υ μ ι τσ ι ξο υ ν ο υ χτίζο υ μ ιν τα . Ε βλέπιτι του γ ιο υ φ ύ ρ ’, χ α λ ά σ α ν τ ο υ τσ ι ξ ο υ ν ο υ χ τ ίσ α ν τ ο υ . Είπαν πους του ρίξαν, για να τραβήξιν του τουρι σμό, σαν τς Άρτας του γιουφ ύρ’, τσι ότι πίσου α π ’ ούλ’ τη δλεια είνι του Π απέλ’, για να ξα νοίξ’ του Σ τα υ ρ ί, α του κ ά ν ’ το υ ρ ισ τικ ό , ιπ ειδή έ χ ’ του
καφινέ. Ε βλέπιτι που ζουγρ α φ ίζ’ πα στου γιο υ φύρ’ τσι βάζ’ καπτέλια πα στς τσισμέδις; - Έμαθα πους ξ ’λώσαν τσι δρόμ - Τσι τς δρ ό μ ’ χαλάσασί τς, για ν ’ αλλάξιν τα τούμπα. Του κακό είνι πους ξιχάσαν α στσιπάσιν τς λάτσ’. Ε ίπαν του δυο χλιά δις δέκα θα τς στσιπάσιν α π ’ του τρίτου πακέτου Ντιλόρ. Ας είνι. Μη χειρότερα! Πήγα α ν ’ έβρου του δήμαρχου α τ ’ διαμαρτυρηθώ, αλλά μ ’ είπαν π ς γ υ ρ ίζ ’ α π ί στσιπαστή σι στσιπαστή, σα τ ’ α τσ ίδ’. Τσι στου σ π ίτιντ γυ ρ ίζ’ α π ί σ τσ ιπ α σ τή σι σ τσ ιπ α σ τή . Κ α λ ά κ ά ν ’ το υ Ν ’κουλέλ’, είνι καλό μουρά, φουρτουνώ ντιντουν και ζαλίγσιντουν. - Ε, τίλουγια ιξυπηριτεί του κόσμον; - Ό ποιους θέλ’ α τ ’ υπουγράψ’ κανένα πιστουπ ο ιη τ ικ ό , έ χ ’ μ ια δ ια δ ικ α σ ία . Β ά ζ ’ π ρ ώ τ α τ ’ Νικουλούλη να έβρ’ πα σι ποια στσιπαστή δλέβ’, φτή βάζ’ ένα δημουσϊουγράφου σ ’ Φασούλας τσι μι τα κιάλια ιντουπίζντουν τσι ειδουποιεί μι του κινητό τσι παν τσι υπουγράφ’. Μη χειρότερα! Ξέριτι τίντα ’παθι του Ν ’κουλέλ’ τς προυάλλις; Πήγι, λέγ’, νουμάρχ’ς στου χουριό τσι γύριβγιντουν. Του Ν ’κ ο υ λ έλ ’ δο ύ λ ιβ γι πα σ ’ στσιπαστή τς «Καφενταρίας», μες σν αγουρά. Νουμάρχ’ς σταμάτ’σι μες σν αγουρά τσι είδιντουν τσι φώ ναξιντ. Κύριε Νίκο, κύριε Νίκο. Του Ν’κουλέλ’ θάργι πους τουν κουρουγδέβ’ γι βουγηθόσιντ, που πήγι α ν ’ αγουράσ’ τιλιμ ουτύρ ’ τσι π ίτα για κ αφ αλτί. Ί κ ’σι έδγιετς του Ν’κουλέλ’, θύμουσι τσι φώναξι. Σκάσι, ρε μαλάκα, τσ’ ανέβα α τελειώνουμε. Κόκαλου νουμάρχ’ς! Δ ή μ ο υ ς σ το υ χ ο υ ρ ιό μ α ς α ν ο ίγ ’ μο τ ’ Παραστσιβγή. Ό ποιους θέλ’ τίπουτα, να ταξιδέψ’ τ ’ Παραστσιβγή. - Τσ’ άμα πιθάν’ κανένας, τι γίνιτι; -Β ά γ’σιντουν στου ψυγείου, σ ’ Μ υτιλήν’, τσι φέν’σιντουν τ ’ Παραστσιβγή για να γ ίν ’ γη ληξιαρ χική π ρ ά ξ’ θανάτου. Έ φτου που ένι προυσέξαν είνι α σάσιν τα σκου λειό μας. Ούλα τα σκουλειό κουντέβγιν α πέσιν. Τα παναθύρια τσι γοι πόρτσιντουν γίναν σα τς μανήσιμ του τέτοιου, που π α γα ίν ’ α π ’ τη μια μιριά. Ε ντριπόντι κουμμάτ’. Καρσί σ ’ Τουρκία, ρε, είνι τα σκουλειό μας τσ ’ έπριπι α λάμπιν, α μ π α ίν’ν μες στα στραβά τς Τσιλέρ, παλιουμλάρια, ε μλάρια. - Πε μας τσ ’ άλλα. - Τι άλλου α σας πω. Μ αξούλια έχουμι, φέτου το υ λ ά δ ’ το υ π α ίρ ν ιν ε ξ ’ ιφ τ ά κ α τ ο υ σ τ ά ρ ια . Πέταξε κώλους μας, τσάμπα πλαλιούμι. Άμα δείτι, ρε πιδιά, πέσαμι σα λ ’μασμέν’ πα στς ιλιές. Πλαλιούμι μι τ ’ αγρουτικά. Εν έχουμι τώρα πλια γα δά ρ’, είμαστε σν ιπουχή τς ταχύτητας. Γοι γα δά ρ’ γίναν είδους πουλυτιλείας. Ε βλέπιτι που Γιαννόπουλους, για να π ινέσ ’ τς αγρότις, είπι τς
δώ γ’ς, τσι συ, παράδις, τ ’ είπι, α ν ’ αγουράσου ένα γαδάρ’. Μ ιγάλ’ τιμή α σι λέγιν σήμιρα γάδαρου. σουτιέν. Νέστουρας, σαν του ίκ’σι, γ ίν ’τσι θηρίου. - Για τ ’ π ο ν λ ιτικ ή ε θα μας π εις τίπουτα; Τι θα βάλ’ς, μουρή, μέσα, π ς εν έχ ’ς τίπουτα! Γη Απονκριγιές έχουμι. - Για τ ’ πουλιτική τι α πω , ρε πιδιά . Τα χάλια μας τα μαύρα. Ο ύ λ ’ είνι στου π ο υ δ ά ρ ’. Ο ύλους κ ό σ μ ο υ ς γ υ ρ έ β ’ π α ρ ά δ ις , κ ό σ μ ο υ ς ε ν τα φ έ ν ’ βόλτα. Τσι Σημίτ’ς τίπουτα. Πίστιβγίς του πους θα μας ίβγινι σκληρό καρύδ’; Ίβλιπά τουν έδιετς τσίτρινουν τσ ’ ίλιγα, ε θα βγάλ’ τ ’ τιτραϊτία. Τσι φτος ρίζουσι. Ποίτσι τς ούλ’ πέρα. Βλέψ’ τουν έγιτγιουν ήσυχου, ξέρουμι τσ ι φνου τς μπουμπές. Ιμκρός, λέγ’, που έζι στου Κ ουλουνά κ ’, ήνταν ζιζά νιου, π ή γινι, λ έγ’, τσι ξιφ ούσ κ ουνι τα λάσ τιχα α π ’ τ ’ αυτουκίνητα τσι τα πουδήλατα. Γι’ αυτό τ ’ απόμνι του συνήθειου τσι δώτσι ιντουλή α ξιφσκώ σιν τα λάστιχα στα τρακτέρ τουν αγρουτών τς Λάρισας. Κατά τ ’ άλλα είνι καλός, είνι τσι ιφπαρουσίαστους. Έ να είνι του ξούριντ που έχ’ πουλλές ιλιές στου μούτσνουντ. Έ να μόδ’ ιλιές πα σ ’ μούρηντ. Αφού, λέγ’, άμα τουν φλα του Δαφνούλ’, γη γ ’ναίκαντ, β γα ίν’ στου μπαλκόν’ τσι φ ’τα τα κούκτσα. Πανιέτι απόξου α π ’ του σπίτιντ α δείτι. Πόντους, για να ξέριτι, μπουρεί παράδις α μη δίν’, αλλά τουλάχιστουν κ ά ν’ διάλουγου, λίγου το ’χ ’ς. Μπρος στου τίπουτα, καλός είνι τσι γι διάλουγους. - Ποιον σμπαθείς πιο πουλύ α π ’ τ ’ Κυβέρνησ - Γω, α φ ο ύ μι ρ ο υ τ ή σ ιτ ι, θα σ α ς π ω το υ Τζουμάκα. Α νιτους. Πα σν Ιβρώ π’ τσι χέζ’ τς μια κουράδα τς ά λλ’! Φτοι συνιδριάζιν τσι φτος τσμάτι. Ε τς δ ίν ’ σημασία. Σα π ’ τς κάν’. - Για τουν Ακη ε θα μας πεις τίπουτα; - Ά κ η ς. Ε ν τ ο υ ν π ο υ λ ιο υ π ά γ ο υ . Μ ιγά λ ο υ όμουρφου τσ ιφ ά λ’, αλλά κ ά τ’ μ ’ λέγ’ πους εν έχ’ τίπουτα μέσα. Αφού, α καταλάβ’ς, έφτου που συνε δρίαζε του Κ Υ ΣΕΑ , ίμ π ι ένας α ξιουμ α τικός τσ ’ είπι πους χάστσι ένα αϊρουπλάνου. Γι Άκης έπισι απού κάτου α π ’ του τραπέζ’ αν έβρ’ του χαμένου αϊρουπλάνου. Βάλ’ τσι λουγάριασι. Πάντους μια τσ’ είνι υπουργός Άμυνας, θέλου α τ ’ κάνου μια πρότασ’. Ρε πιδιά, βλέπου τ ’ Τσιλέρ τσ’ έχ’ μιγάλου σιβντά μι του Ιγαίου. Λέγιν πους θέλ’ τα ν ’σιά. Ρε, μπάτσι ε θέλ’ τα ν ’σιά, τσι θέλ’ μας, μπά τσι θέλ’ νησιώτ’ να τς κ ά ν’ του παβέντου. Γι’ αυτό γιου Άκης α δ ώ σ ’ ιντουλή να φ ’τέψ ιν α γγούρια γύρου γύρου στα ν ’σιά μας, μπάτσι κ ά τσ ’ π α σι κανένα τσι ξιθαρρέσ’. Γω τριλαίνουμι για τ ’ Τσιλέρ. Πιθαίνου για ξεφτιλισμένες. Αμα τ ’ δω, παθαίνου τ ’ πλάκα μ’. Θέλου α τ ’ βόλου κάτου α κάνου ανουμαλίις. Θέλου α βόλου του Μπότσαρη να τς ιπικτείν’ τν αφαλουτρυπίδα κατά κουσπέντι πόντ’. Πιο μπρουστά που είπα για του τσιφάλ’ τ ’ Ακη, που εν έ χ ’ τίπ ο υ τ α μέσα, θμήθκα τη γ ’να ίκ α τ ’ Νέστουρα. Γύριψιντ, λέγ’, πα ράδις α ν ’ αγουράσ’ σ α κούλια για τα β ζια , σ ο υ τιέν π ο υ λέγιν. Α μ ’
γ ’ναίκαντ ένι χάσι τσιρό. Συ, ρε, που α γο υ ρ ά ζ’ς σώβρακα τι βάζ’ς μέσα, τ ’ είπι. - Για τουν Έβερτε θα μας πεις τίπουτα; - Για τουν Έβερτ τι α πω. Κατήντ’σι άτουμου μι ειδικές ανάγκες. Τι α πω, ιλ ’πούμιτουν. Προυχτές, λ έ γ ’, τυ χ α ία έμα θι π ο υ ς χ ά σ ι σ ’ προηγούμενες ικλουγές. Εν του ’ξιρι. Έμαθιντου τσι έπαθι πλάκα. Αφού ε μπουρεί πλια α φα μακαρουνάδις. Έ πισι σι μιλαγχουλία. Αλλά ε θα πω γ ι’ αυτόν, γιατί πνίξαντουν που πνίξαντουν γοι ά λλ’, μην τουν απουτιλειώσου γω. Μ παίν’, λέγ’, μες σ’ Ρηγίλλης τσι βάζ’ στου πισινόντ μια τσιραμίδα, για κάθι ινδιχόμινου. Ε ίνι τσ ’ έφτους Μ ητσουτάκ’ς νταβραντσμένους Κρητικός. Αμα τουν π ιτύχ’ χουρίς τσιραμίδα, θα τ ’ πιτά ξ’ τα μάτιαντ απόξου.
-Ε, πε μας τίπουτα τσι για τ ’ μην παραπουνιθεί πους τ ’ ξιχάσαμι. - Γη Παπαρήγα τ ’ Κουκουέ. Τι πράμα είνι φτο. Γη δόξα του γυναικείου φύλου. Φτή πρέπ’ α τ ’ διασταυρώγ’ς μι του Μ ητσουτάκ’, α βγάλ’ς τσινούργιου είδους αθρώπου για σκυλουμαχίις. Εμ ε ξέριτι γιατί ίβγι έδγιετς γη Παπαρήγα. Πατέρασιτς, λέγ’, ήθιλι γιο τσι γη μάνα τς κόρ’, γ ι’ αυτό μπιρδέφτσι έδιετς γη γ ’ναίκα. Τσ’ άλλουν π ρ έπ ’ α διασταυρώ σου. Του Παπαθιμιλή μι τ ’ Βάσου τ ’ Παπανδρέου. Τα καλύτερα μάτια τ ’ κόζιμ. Σαν αβγά ρουφτά έτοι μα α πέσιν. Καταλαβαίν’ς, τιρατουγένισ’. - Για του Τσουβόλα τι θα π ε ις τσι για του
Κονσταντόπουλον. - Δ ημητράκ’ς μι του τσ λο ύ φ ’. Ε κ α τα λα β α ίν’ τ ίπ ο υ τ α . Ό ρ μ α , Δ η μ η τ ρ ά κ ’. Τ σ ι γ ι ά λ λ ο υ ς, Κ ο υ σ τα ν τό π ο υ λ ο υ ς. ό μ ο υ ρ φ ο υ ς ά θ ρ ιπ ο υ ς τσ ι φτος, μ ’ αρέσ’, λέγ’ντα όμουρφα, τι σημασία έχ’ π ’ τα καταλαβαίν’ μο φτος. - Για τ ’ Μίμη; - Γη Μ ιμή, τίν τα ίκ ’σα. Π λιει, λ έ γ ’, τ ’ βίλα. Έ φ τους Σπυρόπουλους μας ίβγι πουλυέξουδους. Γέρους μάζουνι τσι τούτους θα τα φα. Έ ν ι χρειγιάζντου α π ’λήσ’ τ ’ βίλα γη Μιμή. Μια διαφήμισ’ α κ ά ν’ τα βζια τς για αερόσακους αυτουκινήτουν, α χουρτάσ’ τς παράδις. Α σας αφήσου τώρα α χουρέψιτι τσι κουμμάτ’, γ ια τί φουρούμ ι ζ ά λ ’σα σας μι τς ανουστάδισιμ. Έ να πράμα θέλου α σας πω. Μη χάσιτι πουτέ του κέφ’ σας τσι πουτέ μη ξιχάσιτι του Σύλλουγού τσι του χουριό μας. Πιο όμουρφου χουριό εν έχ’ ντου νιάς ούλους, ρε! Γεια σας τσι καλή διασκέδασ’. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΨΥΡΟΥΚΗΣ (ΓΡΑΜΜΕΛΗΣ)
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΜΠΡΟΝΤ ΤΗΣ ΒΟΣΝΙΑΣ Συγκλονιστικές ανθρώπινες στιγμές Μ ετά από μια κουραστική μέρα, γεμάτη ένταση, το βράδυ καθίσαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου «Σάβα» του Μπροντ, να ξαποστάσουμε λίγο και να συζητή σουμε τα μελλοντικά σχέδιά μας. Θέλαμε, όσο γινόταν πιο γρήγορα, να φύγουμε, να μην τους στερούμε τους Σερβοβόσνιους φίλους μας το λίγο, έστω, φαγητό που μας πρόσφεραν, να μην τους επιβαρύνουμε άλλο, γιατί, παρ’ όλες τις δύσκολες στιγμές που περνάνε, το φιλότιμο τους δεν περιγράφεται. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσουν, με όποιον τρόπο μπο ρούν, ακόμα και από το υστέρημά τους. Σ υζη τώ ντας, κουτσ οπίνα μ ε ούζο δικής τους παραγωγής, απόσταξη από δαμάσκηνα, σκέτο σπίρ το, που δε χρειάζεται να πιεις πολύ, για να λυθεί η γλώσσα σου. Η παρέα απαρτιζόταν από το σεβασμιότατο μητροπολίτη Ιάκωβο, το βουλευτή Δημήτρη Βουνάτσο, το διερμηνέα Στρατή Κουτσκουδή και από ντόπιους αξιωματούχους. Σε μια στιγμή κ ά νει την εμφάνισή του ένας Σερβοβόσνιος στρατιώτης, που ήρθε από το Σίποβο. Τον καλωσόρισαν και του είπαν να καθίσει στο τρα πέζι. Του έβαλαν ρακί κι άδειασε δυο τρία ποτηρά κια, έτσι στα γρήγορα. Φ αινόταν σαν κάτι να τον βασάνιζε, σαν κάτι να ήθελε να πει το σοβαρό. Τα απανωτά ούζα του έδωσαν το κουράγιο να μιλήσει για το μεγάλο καημό του. Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τη χαμένη οικογένειά του μέσα στους χιλιάδες πρόσφυγες. Η αγωνία, η κούραση, η πείνα, η εξαθλίω-
Στιγμιότυπο από τη φιλοξενία μελών της λεσβιακής ανθρωπιστικής αποστολής στο Μπροντ της Βοσνίας (26 Αυγούστου 1996). Διακρίνονται, από αριστερά: 1. Δημήτριος Βουνάτσος, βουλευτής Αέσβου. 2. (;). 3. (;). 4. (;). 5. Στάνα Στέβιτς (μητέρα των παιδιών). 6. Όστογια Στέβιτς (παιδί). 7. Στρατής Προκόπη Κουτσκουδής (διερ μηνέας). 8. Ιάκωβος Φραντζής, σεβασμιότατος μητροπολί της Μυτιλήνης. 9. Αδερφή του Όστογια Στέβιτς. 10. Ντούσαν Κονσταντίνοβιτς (παράγοντας του Μπροντ). 11. Γιόβιτσα Στέβιτς (πατέρας των παιδιών).
ση και η ψυχική φόρτιση για τους δικούς του ήταν έντονα χαραγμένη στο πρόσωπό του, έδειχνε εξηντά ρης και δεν ξεπερνούσε τα σαράντα. Σε τέτοιες βαρεμένες από συγκίνηση στιγμές ο άνθρωπος τρελαίνεται και, αν δε βρει τον τρόπο να εκτονωθεί, μπορεί να σκάσει... Το κλάμα, η μόνη γρή γορη ενδεικνυόμενη και προσιτή πράξη για εκτόνω ση. Δεν ξέφυγε και αυτός. Έκλαψε βουβά, συγκρατη μένα, όπω ς τα ιρ ιά ζει σ ’ έναν άντρα που πέρασε πολλά. Το κλάμα και το πιοτό τον ηρέμησαν. Α πίθα νες ισ τορίες π α λ ικ α ρ ιά ς, α υτοθυσ ίας, αγώνα για αυτοσυντήρηση, μα και σιχαμάρας και φρίκης, για τα έργα και των δυο αντιμαχόμενων, ήταν γεμάτη η αφήγησή του. Ό ,τι είχαμε και δεν είχαμε τα δώσαμε, γιατί το π ρ ω ί θα φεύγαμε για την Ε λλάδα. Ο Δημήτρης Βουνάτσος έψαξε τη σάκα του, βρήκε λίγο τσάι και δυο τρεις μπανάνες. Του τα πρόσφερε μαζί με δυο πακέτα τσιγάρα από τα δικά του, καθώ ς και ένα βιβλίο του. Μεγάλος κόπος και προσπάθεια από το Βουνάτσο και από όλους να τα δεχτεί. Τελικά τα δέχτηκε. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και, επειδή το φιλότιμο του δεν τον άφηνε ήσυχο, με κινήσεις αργές, σαν να επρόκειτο για ιεροτελεστία, ξεκούμπωσε την καδένα του ρολογιού του από το χέρι του και το πρό σφερε στο Βουνάτσο, λέγοντάς του, σου χαρίζω το ρολόι μου, για να με θυμάσαι, μια και δεν έχω άλλο τίποτα να σου δώσω για ενθύμιο... Από εδώ αρχίζουν πραγματικά κωμικοτραγικές σκηνές, σκηνές που δεν περιγράφ ονται με λόγια, στιγμές βουβές, γεμάτες ανθρωπιά, αλλά και κατα νόηση και ας μη γνώ ρ ιζε ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Τέτοιες στιγμές η παντομίμα αντικαθιστά τη γλώσσα, ολόκληρο το σώμα παίρνει μέρος, με τις κινήσεις, τους μορφασμούς του προσώπου, τις χει ρονομίες, όλα μετουσιώνονται σε προσπάθεια για προσέγγιση συνεννόησης. Οι μουγκοί μιλάνε όλες τις γλώσσες... Μέχρι ένα σημείο ο Στρατής μετέφραζε, στη συνέχεια όμως δεν προλάβαινε να τους παρακο λουθήσει και τους άφησε μόνους να τα βγάλουν πέρα με την παντομίμα... Ο Βουνάτσος, μη θέλοντας να στερήσει από το φαντάρο το ρολόι του, ξέροντας πόσο απαραίτητο και χρήσιμο του είναι, μέσα στη σύγχυσή του βρήκε τη λύση. Του πρότεινε, για να θυμάται ο ένας τον άλλον, να αλλάξουν τα ρολόγια τους. Έτσι και έγινε! Έκλεισε όλη αυτή η συγκινητι κή ανθρώπινη στιγμή με αγκαλιές και φιλιά εκατέ ρωθεν, με γενική ικανοποίηση από όλους. Αγιάσος, 23.4.1996 ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
«ΜΕΛΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ» Παρουσίαση στην Εστία Νέας Σμύρνης Σ τ ις 26 Ιανουάριου, στην αίθουσα τελετών της
Εστίας Νέας Σμύρνης, πραγματοποιήθηκε από το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» η παρουσίαση του δίσκου «Μελίσματα στην Αγιάσο - οι σκοποί
της ψυχής μας». Στο δίσκο αυτόν, που κυκλοφορεί παράλληλα και σε Ο .ϋ., καταγράψαμε αντιπροσωπευτικά δείγ ματα της πα ρ α δοσ ια κ ή ς μουσικής της Α γιάσου, που παρουσιάζει εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία στα τ ρ α γ ο ύ δ ια , σ το υ ς σ κ ο π ο ύ ς κ α ι σ το υ ς χ ο ρ ο ύ ς, ά λλοτε με κ α θα ρ ά το π ικ ό ύ φ ο ς κ α ι χρ ώ μ α κ α ι ά λλοτε φ α νερά επηρεασμένη α π ό τα γειτο ν ικ ά μικρασιατικά παράλια, καθότι η Λέσβος είχε, από πολύ παλιά, εμπορικές δοσοληψίες με τα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής εκείνης, την Κωνσταντι νούπολη και κυρίως τη Σμύρνη. Πρόκειται για τραγούδια της χαράς, της λύπης, του θανάτου, της ξενιτιάς και του έρωτα. Τραγούδια, που πρωτακούσαμε και εμείς παιδιά, όταν παίζαμε ανέμελα στα καλντερίμια και στα στενοσόκακα του χω ριού μας. Τραγούδια, που ακούγαμε συχνά σε γάμους, σε βαφτίσια, σε γιορτές και κυρίως το δεκαπενταύγουστο, στη γιορτή της Π αναγιάς μας. Μ ’ αυτά γαλουχηθήκαμε, μεγαλώσαμε και γίναμε κοπέ λες κα ι π α λ ικ ά ρ ια , μεσήλικες, γέροι. Α υτά μας συντρόφευαν στο διάβα της ζωής μας. Και τα κλείσα με βαθιά στην ψυχή μας και τα σιγομουρμουρίζουμε σε ανάλογες στιγμές της ζωής μας, σε πίκρες και σε χαρές, σε φουρτούνες και σε μπουνάτσες, σε χαλαρώ σεις του μυαλού και του σώματος από τον καθημερι-
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Βασίλειος Λούπος χαιρετίζει τους προσκεκλημένους Αγιασώτες και τους φίλους της Αγιάσου... (Φωτογραφία Γρηγορίου Ξανθού)
νό κάματο της δύσκολης στ’ αλήθεια ζωής μας. Έ τ σ ι, όλα μ α ζί τα μέλη του Δ ιο ικ η τικ ο ύ Συμβουλίου του Συλλόγου μας, ύστερα από πρότα ση του α ν τ ιπ ρ ο έδ ρ ο υ μας, π ρ ω το π ρ εσ β ύ τερ ο υ
Η αίθουσα τελετών της Εστίας Νέας Σμύρνης ήταν κατάμεστη από φίλους της παραδοσια κής μουσικής... (Φωτογραφία Γρηγορίου Ξανθού)
Νεκτάριου Χατζηπροκοπίου, αγκαλιάσαμε με πολλή θέρμη και με ενθουσιασμό την ιδέα της δισκογραφικής εργασίας και αποφασίσαμε από κοινού, με τη συμπαράσταση κα ι του επ ίτιμ ο υ πρ οέδρ ου μας Γιάννη Χατζηβασιλείου, να καταγράψουμε σε δίσκο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από όλα αυτά τα τρα γούδια, για να περισώσουμε τον πλούτο αυτόν της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, για να τον χαρούμε εμείς πρώτα και μετά τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, οι ξενιτεμένοι συγχωριανοί μας και όλοι οι φίλοι της παραδοσιακής μουσικής, μια που η αξία της είναι διαχρονική. Και τέλος να μείνει στην ιστορία ένα κομμάτι από την ιδιαίτερη πατρίδα μας. Ε υτυχώ ς για μας, υπάρχουν ακόμη λίγοι από τους π α λιο ύ ς εκείνους λ α ϊκ ο ύ ς ορ γα νοπα ίχτες, όλοι τους σχεδόν πρακτικοί, χωρίς ιδιαίτερη θεω ρητική κατάρτιση και περγαμηνές, μα που παίζουν μέσα από την ψυχή τους, οδηγούμενοι μονάχα από το αλάθητο ένστικτό τους και το έμφυτο ταλέντο τους, λες και είναι σφραγισμένοι με θεία δωρεά και ευλογη μ ένοι α π ό την Π α ν α γ ιά μας. Χ α ρ ίλ α ο ς Ρόδανος, βιολί, Κώστας Ζαφειρίου, σαντούρι, και Σταύρος Ρόδανος, λαουτοκιθάρα. Μουσική, που σε κάνει να ριγάς, βιολί που κλαί ει, χορδές που σε ξεσηκώνουν, σκοποί λυπητεροί, χαρούμενοι, ερω τικοί, παιγμένοι με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, που ωχριά μπροστά τους και ο πολυσπουδαγμένος μουσικός, γιατί απλούστατα παίζο νται με την ψυχή αυτώ ν τω ν προχω ρημένω ν π ια στην ηλικία μουσικών. Ορμή και ωριμότητα μαζί, τέχνη και απλότητα, μουσική που ξετυλίγεται απαλά απαλά και που όσο δυναμώνει σε συνεπαίρνει, σε μεθά στην αγκαλιά της, σε ανυψώνει ως τα ουράνια. Κι όλα αυτά είχαμε την τύχη να τα παρουσιάσου-
Οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος (βιολί), Κώστας Ζαφειρίου (σαντούρι) και Χρίστος Παπανικολάου (κιθά ρα), από τα Βασιλικά, έδωσαν το παρών στην εκδήλω ση του Συλλόγου μας, στην Εστία Νέας Σμύρνης... (Φωτογραφία Γρηγορίου Ξανθού)
με ζω ν τα νά στην όμορφ η α ίθο υ σ α τελετώ ν της Εστίας Νέας Σμύρνης, στους συμπατριώτες μας και στους ξένους λάτρεις της παραδοσιακής μουσικής, που γέμισαν ασφυχτικά το χώρο, όρθιοι οι πιο πολ λοί ως έξω στο διάδρομο, πα ρ’ όλο το διαολόκαιρο που έκανε εκείνο το απόγευμα. Είχαμε τη σπάνια τύχη να ζήσουμε συγκλονιστικές στιγμές, που δύσκο λα θα τις λησμονήσουμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά το θερμό χαιρετισμό για το νέο έτος, που απηύθυνε στους καλεσμένους μας ο πρόεδρος του Συλλόγου μας Βασίλειος Λούπος, μετά τα καθιερω μένα κάλαντα, τα γραμμένα στο αγιασώτικο ιδίωμα, και μετά την κοπή της πίτας, άρχισε η παρουσίαση του δίσκου πρώ τα από τον πατέρα Νεκτάριο και μετά
Στιγμιότυπο από την εκδή λωση στην Εστία Νέας Σμύρνης. Διακρίνονται από αριστερά... η Σοφία Κουδουνέλη (μέλος), ο Βασίλειος Λούπος (πρόεδρος), ο Παναγιώτης Σταυρακέλης (γενικός γραμματέας), ο πατήρ Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου (αντιπρόε δρος) και ο Μιχάλης Κορομηλάς (μέλος). (Φωτογραφία Γρηγορίου Ξανθού)
από το Μιχάλη Κορομηλά, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου μας. Οι μουσικοί μας έπαιζαν ζω ντα νά τα κομμάτια του δίσκου και οι κοπέλες και τα παλικάρια του χωριού μας, που είχαν έρθει ειδικά για την παρουσίαση, αφήνοντας προς στιγμήν το λιομάζωμα, ζω ντάνευαν τους παλιούς χορούς, ενώ το ακροατήριο, φανερά συγκινημένο, σιγοτραγουδούσε, χειροκροτούσε αδιάκοπα, ανάλογα με το τραγούδι και το σκοπό, επιβραβεύοντας έτσι την προσπάθειά μας αυτή και δίνοντάς μας την καλύτερη ηθική ικανοποίηση. Χαιρόντουσαν και χαιρόμασταν διπλά, πρώτα γιατί τους ευχαριστήσαμε και ύστερα γιατί εισπράτταμε αυτή τη χαρά τους, που μας έδινε δύναμη να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας αυτές, που έχουν ως στόχο να διατηρήσουμε ζωντανές τις παραδόσεις μας, τα ήθη και τα έθιμά μας, τον πολιτι σμό μας, τον ελληνισμό μας, τη θρησκεία μας. Γεννηθήκαμε σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή του Αιγαίου, που συνορεύει με την Τουρκία, η οποία μας απειλεί. Γι’ αυτό πρέπει να συσπειρωθούμε, να αφήσουμε κατά μέρος τις όποιες διαφορές μας, τα μίση και τα προσωπικά μας πάθη, γιατί μόνο έτσι θα μπο ρέσουμε να αντιμετω πίσουμε τις προκλήσεις των καιρών. Οφείλουμε να διατηρήσουμε κατ’ αρχήν την ταυτότητά μας ως Μυτιληνιοί, ως Αγιασώτες, για να μπορέσουμε να θωρακίσουμε το νησί μας από κάθε μορφής επιβουλή. Η επιστροφή και η ουσιαστική επαφή με τις ρίζες θα μας ενώσει και θα μας διδάξει. Θα ήταν παράλειψή μας να μην αναφέρουμε ότι την εκδήλωσή μας αυτή τίμησαν, με την παρουσία τους, ο αντιπρόεδρος της Εστίας Νέας Σμύρνης, οι δήμαρχοι Νέας Σμύρνης και Χολαργού, πανεπιστημιακοί, διανο ούμενοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες και πολλοί άλλοι. Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη ότι χαιρέτισαν την προσπάθειά μας αυτή με τα τηλεγραφήματά τους ο δήμαρχος Αθηναίων Δημήτρης Αβραμόπουλος, οι βουλευτές του νησιού μας Φραγκλίνος Παπαδέλης και Στρατής Κόρακας, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να παρα βρεθούν λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεών τους. Αισθητή ήταν βέβαια η απουσία του σεβασμιότατου μητροπολίτη μας κ. Ιακώβου, ο οποίος από την αρχή στάθηκε θερμός συμπαραστάτης και οικονομι κός αρωγός της προσπάθειάς μας αυτής. Λόγοι υγεί ας τον ανάγκασαν να απουσιάσει από την εκδήλωσή μας αυτή. Ελπίζουμε να είναι κοντά μας στην επόμε νη παρουσίαση, με το καλό, του δεύτερου δίσκου, με αντιπροσωπευτικά πάλι δείγματα τραγουδιών του χωριού μας, η ηχογράφηση των οποίων ήδη πραγμα το π ο ιή θ η κ ε στο σ το ύ ν τιο της Ε κκλησ ία ς της Ελλάδος, με τη μεσολάβηση του αντιπροέδρου μας πρωτοπρεσβύτερου Νεκτάριου Χατζηπροκοπίου. Την όμορφη και συγκινητική αυτή εκδήλωση κάλυ ψε το τηλεοπτικό κανάλι «Μσ§α» και έγινε παρουσία ση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων, αλλά και σε πρωινή
εκπομπή του, με τη δημοσιογράφο Λιάνα Κανέλη. Επίσης, πριν από την εκδήλωση, ο δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ έκανε παρουσίαση από το ραδιόφωνο, στην πρωινή γραμμή «Αντένα», και επαίνεσε με τα καλύτερα λόγια την προσπάθειά μας αυτή. Ευχαρι στούμε θερμά αυτούς, που μας κάλυψαν δημοσιογραφικά-τηλεοπτικά, και όλους τους συγχωριανούς μας και τους ξένους, που παραβρέθηκαν, και τους παρακαλούμε να συγχωρέσουν τις όποιες ατέλειές μας, καθότι όλα τα μέλη του Δ ιοικητικού Συμβουλίου είμαστε ερασιτέχνες και από διαφορετικά επαγγέλμα τα προερχόμενοι, ο πρόεδρός μας Βασίλειος Λούπος, συνταξιούχος ΗΣΑΠ, ο αντιπρόεδρος Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου, πρωτοπρεσβύτερος, ο γραμματέας Παναγιώτης Σταυρακέλης, οικονομολόγος, ο ταμίας Στρατής Πανανής, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τα μέλη: Χρίστος Γλεζέλης, συνταξιούχος οικοδόμος, Παναγιώτης Μακαρώνης, ηλεκτρολόγος, Στρατής Ε υα γγελινέλη ς, χ η μ ικ ό ς μ η χα νικ ό ς, Μ ιχά λη ς Κορομηλάς, φυσικός καθηγητής, και η γράφουσα Σοφία Παπουτσή-Κουδουνέλη, συμβολαιογράφος. Όλους όμως μας ενώνει η κοινή αγάπη για το χωριό μας, για την Αγιάσο, στην οποία μεγαλώσαμε, γαλουχηθήκαμε, πήραμε τα πρώτα ακούσματα και ερεθί σματα, απαραίτητα εφόδια για τη μετέπειτα εξελικτι κή πορεία μας, και κυρίως την ευλογία της Παναγιάς μας, που οδηγεί κάθε βήμα μας και στηρίζει κάθε προ σπάθειά μας. Αποτέλεσμα της συσπείρωσής μας είναι όχι μόνο να προάγουμε και να δημιουργούμε για τους εαυτούς μας και για τις οικογένειές μας, αλλά και για το χωριό μας, που τόσο αγαπούμε και ας ζούμε μίλια μακριά από αυτό, καθώς επίσης και για την πατρίδα μας, την όμορφη Ελλάδα. Ηθική μας ανταμοιβή τα ολόθερμα συγχαρητή ρια του κόσμου, τω ν Αγιασωτών και κυρίως των ξένων προσκεκλημένων μας, οι ο ποίοι ενθουσιά στηκαν με τα τραγούδια αυτά και επαινούσαν με τα κ α λ ύ τερ α λ ό για την π ρ ο σ π ά θ ε ιά μας αυτή. Έ τσι, μας έδωσαν κουράγιο και δύναμη να συνεχί σουμε τ ις π ρ ο σ π ά θ ειές μας κ α ι να φέρουμε σε π έρ α ς το έργο π ο υ α ρχίσ α μ ε, π ρ ο β α ίν ο ν τα ς σε έκδοση και δεύτεορυ δίσκου, με άλλα αντιπροσω π ευ τικ ά δείγμ α τα τρ α γ ο υ δ ιώ ν κ α ι σ κ οπώ ν της Αγιάσου, καθώς και στην επανέκδοση των βιβλίων του Στρατή Π. Κολαξιζέλη «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου» (Μυτιλήνη 1947-1953) και των Ε.Π. Κουλαξιζέλλη - Β.Π. Τραγέλλη «Η Αγιάσος και τα πέριξ» (εν Αθήναις 1896). Στόχος των προσπαθει ών μας είναι να περισωθεί η πολιτιστική μας κλη ρονομιά, να διατηρηθούν οι ρίζες μας και να προ βληθεί το χωριό μας. ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΑΗ Συμβολαιογράφος Αθηνών
ΒΙΒΛΙΟ-ΚΡΙΤΙΚΗ παρουσιβζβι ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΛ. ΜΟΛΙΝΟΣ «Οι καλλικάντζαροι» Εκδόσεις Φιλιππότη Αθήνα 1996. Σ χ. 21x13, σσ. 108+4
: ο Γιάννης Χατζηβασιλείου «Τσοπ» Γέρα, 5 Φ εβρουαρίου 1997 Σχ. 42 (29,5)Χ 29,5 (21), σσ. 2
Η προμετωπίδα του τρίτου φύλλου της χειρόγραφης φωτοτυπημένης εφημερίδας «ΤΣΟΠ».
Ο φαρμακοποιός-ποιητής Στέλιος
Ε υαγγελι
νός, άνθρω πος με ιδιαίτερη αγάπη για το λ α ϊκ ό π ο λ ιτ ισ μ ό κ α ι γ ια τα γλ ω σ σ ικ ά ιδ ιώ μ α τ α της Λέσβου, μας έδωσε τελευταία τα πρώτα φύλλα της έμμετρης χειρόγραφης-φωτοτυπημένης εφημερίδας το υ , με το χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό τ ίτ λ ο « Τ σ οπ». Η «Αγιάσος» χαιρετίζει την έκδοση αυτή και εύχεται η πορεία της να είναι μακρά και αποτελεσματική.
ΑΑΒΑΜΕ • Παγγορτννιακή Ένωση 1975-1995, Είκοσι χρόνια δράσης, Γορτννία, Π αγγορτννιακή Ένωση, Θ. Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1996, Σχ. 24x17, σσ. 256. • Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη, δ.φ., Απεργία ιερέων στήν Κρήτη το 1890, (Α νάτυπο) άπό τά πεπραγμέ Σ υνεχίζοντας τις έρευνες του στο χώρο της λαο γραφίας ο Στρατής Αλ. Μολίνος, μας έδωσε τελευ ταία ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Οι καλλικάντζαροι». Με το αντικείμενο αυτό ο συγγραφέας είχε ασχο ληθεί και παλαιότερα και μάλιστα εξέδωσε το 1991 και σχετική εργασία. Το νέο βιβλίο, εμπλουτισμένο με ενδια φ έροντα σ τοιχεία, πολλά α πό τα οποία προέρχονται από το νησί μας, αποτελεί αξιόλογη μονογραφία για τα δαιμονικά του δωδεκαημέρου τω ν Χ ριστουγέννω ν κα ι είνα ι χρήσιμη όχι μόνο για το ευρύτερο κοινό, που αρέσκεται σε εκλαϊκευ μένες εργασίες, αλλά και για τον ειδικό επιστήμο να ερευνητή.
να του Ζ 'Δ ιε θ ν ο ύ ς Κ ρ η το λο γικ ο ΰ Σ υ νεδρ ίο υ , τό μ ο ς Τ Ι, Τμήμα Ν εω τέρω ν Χ ρ ό νω ν, Ρέθυμνο 1995, Σχ. 24x16. • Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη, Γεραπετρίτικο αποκριά τικο κουβεντολόι, Αθήνα 1980, Σχ. 20x14, σσ. 32. • Κ ώ στας Γ. Μ ίσσ ιος, Υμνητικά Ποιήματα στη Λέσβο, Α ν ά τ υ π ο α π ό το π ρ δ κ . « Α ιο λ ικ ά Γράμματα» τφχ. 8-10, Μ υτιλήνη 1996, Σχ. 24x17, σσ. 321-384. • Πέπη Δαράκη, Το όραμα της ισοτιμίας της γυναί κας, Ε κ δ ό σ εις Κ α σ τα ν ιώ τη , Α θή να 1995, Σ χ. 21X14, σσ. 502+10. • Γ ιώ ρ γο υ Τ σ α λ ίκ η , Μ ορφές και θύμησες, Διηγήματα, Αθήνα 1996, Σχ. 21x14, σσ. 136.
Σα λ ίγ ’ καρνάβαλ είχαμι, ήρτι τσι γη Φασούλα, για να μας πει τα άξια μας, που ’φιρι μι τ ’ σακούλα. Τουν πόνου μας να πεις, ρε Τίν’, για να σ ’ ακούσ’ τσι Θιος, της ξινιτιάς τα βάσανα σ ’ άλλους να μην τα όώσ’. Καλά ’μαστι, δόξα του θιο, χουρτάσαμι α π ’ ούλα, αφού αξϊονθήκαμι να δούμι τσι τ ’ Φασούλα! ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΗΡΤΙ ΤΣΙ ΓΗ ΦΑΣΟΥΛΑ...
ΕΝ ΕΙΧΙ ΟΡΙΞ’ ΓΙΑ ΔΛΕΙΑ Μ π α ρ μ π α -Σ τ α ύ ρ ο υ ς α π ’ τουν Π αλιότσπου, Θιος σχουρέσ’ τουν, απί τότις π ’ γιννήστσι ίσιαμ’ π ’ τέλειουσι του λάδιντ, ένι δούλιψι. Μηδί τιμ ’σιάρκου μ ιτά ξ ’ εν έπια νι, τόσου τιμ π έλ ’ς ήνταν. Του μόνου που έκανι, σαν ίν’γι τσιρός, ήνταν να παγαίν’ σ ’ Κουρατσνάδα μι τ ’ κατσκαδούλαντ τσι να του ρ ίχ τ ’ στουν ύπνου ’π ο υ κ ά τ’ α π ’ τα δέντρα. Σάνι έπιφτι γ ’ ήλιους, ανισ τίν’ντου τσι γύρζι στου χου ριό, για να κμασιαστεί στου καφινέ. Ιφτυχώς που τουν βουγηθούσαν γοι στσοιντ γοι α θρώ π’ τσι τ ’ δ ίνα ν χ α ρ τ ζ ιλ ίκ ’ τσι φαγί. Κάθα φουρά π ’ τουν ρουτούσαν, γιατί μαθές ε δλέβ’, σαν ούλ’ τς αθρώπ’, του τρουπάριουντ ήνταν ένα: Κάλλιον να ποννιεί του στουμάχι μ ’ α π ’ τ ’ πείνα παρά ούλου του χουρ ε ί μ ’ α π ’ τη δλεια! ΕΡΜΟΑΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΕΙΜΙ ΑΪΤΟΣ ΧΟΥΡΙΣ ΦΤΙΡΑ...
Π ρ ιν απί δώδικα χρόνια γοι Μυτιληνιοί τ ’ Σίντνεϊ καλέσαν τ ’ Φασούλα, του καρνάβαλου, για να τς γλιντήσ’ κουμμάτ’. Ή νταν ιπουχή π ’ κάναμι τς απουκριγιάτ’σις ιξαγουγές, ινώ τώρα, κατά π ’ πάμι, θα χάσουμι γοι Αγιασώτις τσι του σπόρου. Ούλ’ ινθουσιαστήκαν, ούλ’ καταχαρήκαν, γιατί γη Φασούλα, γι μακαρ ίτ’ς, ήνταν ανιπανάληπτους. Γιάνν’ς Βασλάς, γι Μπουντάντης, για να τουν τζλώξ’, τ ’ απάντ’σι:
Π ρ ι ν α π ί χ ρ ό ν ια Λ ιφ τ έ ρ ’ς Κ α ρ α φ ύ λ λ ’ς, γι Π ρίνους, είχι ραβστή στς ιλιέσιντ του Βασίλ’ του Καζατζή, που ’νι τραγδστής. Σαν που ράβζι, τραγούδγι τσιόλας, έκανι πρόβα, για να ’νι σι φόρμα. Τ ρ α γ ο ύ δ γ ι το υ τ ρ α γ ο ύ δ ’ « Ε ίμ ι α ϊτ ό ς χ ο υ ρ ίς φτιρό» τσι γη ντέμπλα πάγινι αργά αργά, πα στου ρυθμό τ ’ τρα γδιού. Γιου Λ ιφ τέρ ’ς ίκγι του τρα γ ο ύ δ ’ τσι του μανό του ράβσμα τσ ι φ ούντουνι. Κ α μ ιά φ ο υ ρ ά έν ι β ά σ τ α ξ ι, π ή γ ι κ ο υ ν τά στου Β α σ ίλ’ τσ ι τ ’ είπι: Ε Β α σ ίλ’, τραγούδσι, ρε, τσι κανέ αγλήγουρου, κανέ ανιγκασκό τραγούδ’! (Από αφήγηση της Χρυσούλας Καραφύλλη-Κοτσώνη)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ
Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΙΜΗΣΕ ΤΗ ΑΑΡΑΚΗ
το
ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ
φ ο «Κ έντρο Α ιγ α ια κ ώ ν Λ α ο γ ρ α φ ικ ο ύ κ α ι Μουσικολογικών Ερευνών» (Κ.Α.Λ.Μ.Ε.), με πρόεδρο-καλλιτεχνικό διευθυντή το Θεοφάνη Σουλακέλη και διευθύντρια-υπεύθυνη δημόσιω ν σχέσεων τη σύζυγό του Βασιλεία Κατσάνη, έχει θέσει υψηλούς στόχους και επιδιώκει να δρομολογήσει, παρά τις δυσκολίες, το υπερφιλόδοξο πρόγραμμά του. Σκοποί του είναι: α. Η οργάνωση και η πραγματοποίηση ερευνών με αντικείμενα την ανεύρεση, καταγραφή, διάσωση και διατήρηση πάσης φύσεως λαογραφικού υλικού της Ελλάδας, β. Η συστηματική μελέτη των πολιτιστικών, εθνολογικών και μουσικών στοιχείων της Ελλάδας και η προβολή τους σε διεθνές επίπεδο, γ. Η διάσωση, διατήρηση και διάδοση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, καθώς και του ελληνικού παραδοσιακού χορού, δ. Η έρευνα, μελέτη και διατή ρηση των παραδοσιακών λαϊκών τεχνών (υφαντική, ξυλογλυπτική, κεραμική, ενδυματολογία, αρχιτεκτο νική, ζωγραφική, αγιογραφία, κατασκευή μουσικών οργάνων κτλ.). ε. Η απόκτηση ιδιόκτητου χώρου, που θα διαμορφωθεί σε ερευνητικό και διδακτικό κέντρο για την ελληνική μουσική (εκκλησιαστική και κοσμι κή, φωνητική και οργανική), το χορό και τις λοιπές παραδοσιακές τέχνες, στ. Η προώθηση της εθελοντι κής προσφοράς, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προώθη ση του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού στην ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή κοινωνία.
ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΣΙΦΝΑΙΟΥ «ΛΕΣΒΟΣ» £ τ ις 5 Μ αρτίου 1997, στη Στοά του Βιβλίου Αίθουσα Αόγου (Πεσμαζόγλου 5), έγινε παρουσίαση του βιβλίου της ερευνήτριας Ευρυδίκης Σιφναίου,
Λέσβος, Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία (18401912), το ο π ο ίο κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε στη σ ειρ ά τω ν Εκδόσεων «Τροχαλία» και εντάσσεται στις εκδοτι κές δ ρ α σ τη ρ ιό τη τες του Δ ήμου Μ υ τιλή νη ς. Π ρ ο λ ό γ ισ ε ο δ ή μ α ρ χ ο ς Μ υ τιλή νη ς Θ εό δ ω ρ ο ς Χ ο χ λ ά κ α ς. Στη σ υ ν έχ εια μ ίλη σ α ν η υ π ο υ ρ γ ό ς Αιγαίου Ελισάβετ Παπαζώη, η καθηγήτρια Ελένη Αντωνιάδου-Μ πιμπίκου και η συγγραφέας.
Ο ακαδημαϊκός Ιωάννης Πεσμαζόγλου επιδίδει το τιμητι κό δίπλωμα στην Πέπη Δαράκη...
I I Ακαδημία Αθηνών κατά την ετήσια πανηγυρι κή συνεδρία της, της 30ής Δεκεμβρίου 1996, βράβευ σε την Πέπη Δαράκη για το αξιόλογο συγγραφικό της έργο. Η τιμητική αυτή διάκριση αποτελεί μια ακόμη επιβράβευση της Πέπης Δαράκη για την πολύ χρονη πνευματική και κοινωνική της προσφορά...
ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ]Γ τις 20 Μ α ρ τίο υ 1997, στο β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο «Κέδρος» (Ακαδημίας και Γ. Γενναδίου 6), έγινε παρουσίαση του βιβλίου του Λέσβιου λογοτέχνη Φ αίδω να Θ εοφίλου «Ο μικρός ελληνικός. Τρεις
λόγοι».
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΕΤΑΣ ^ τ ι ς 26.3.1997 μίλησε στο α μ φ ιθ έα τρ ο του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου (Θησέως 70, Καλλιθέα) ο Λέσβιος λογοτέχνης Κώστας Βαλέτας, με θέμα «Ο
ρόλος των λογοτεχνικών περιοδικών στα γράμματα». Προηγήθηκε χαιρετισμός του πρύτανη Κωνσταντίνου Μπαλή. Μετά την εισήγηση ακολούθησε συζήτηση με το κοινό. Την εκδήλωση παρακολούθησαν πολλοί άνθρωποι των γραμμάπον και της τέχνης. Από τους Λέσβιους παραβρέθηκαν ο Χριστόφορος Αγριτέλης, ο Μ ιχάλης Λιαρούτσος. ο Γιώ ργος Τσαλίκης. ο Γιάννης Χατζηβασιλείου... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΜΑΛΙΑΚΑΣ Ο ακάματος εργάτης της προκοπής του Συλλόγου μας ί_Γ
11 αγιασώτικη πάτριά της πρωτεύουσας έχασε π ρ ό σ φ α τα ένα α κ όμ α εκλεκτό μέλος της, το Σαραντινό Μιλτιάδη Μαλιάκα. Με πόνο ψυχής και με δάκρυα στα μάτια τον προέπεμψαν στην τελευταία του κατοικία, στις 21 Ιανουάριου, από τον ιερό ναό του αγίου Ισιδώρου του Β ' Κοιμητηρίου, οι συγγε νείς, οι συμπατριώτες, οι φίλοι, οι συνεργάτες... Ο Σαραντινός Μ αλιάκας είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1917. Από μικρός μπήκε στα βάσα να της σκληρής βιοπάλης και εργάστηκε ευσυνείδη τα και αποδοτικά στη γενέτειρά του, στη Μυτιλήνη, στην Α λεξανδρούπολη κα ι τα τελευταία χ ρ ό νια στην Αθήνα, όπου διατηρούσε, μέχρι που συντα ξιοδοτήθη κε, π α ν τ ο π ω λ ε ίο στην Ά νω Κ υψέλη. Συμπαραστάτισσά του η αφοσιωμένη σύζυγός του Μ άρθα, το γένος Φ ρατζιδέλη, με την οποία α π ό κτησε δυο κόρες, τη Βασιλική και τη Σαπφώ, που του έδωσαν τη μεγάλη χαρά των εγγονιών... Ο Σαραντινός Μ αλιάκας υπήρξε ενεργός πολί της, ά νθ ρ ω π ο ς με δη μοκρατικές ιδέες, με βαθιά αίσθηση ευθύνης, με περισσή αγάπη προς τον τόπο του, με έντονο προβληματισμό απέναντι στα προ βλήματα της γενέτειράς του. Υπηρέτησε τη στρα τιωτική του θητεία σε κρίσιμες στιγμές. Είχε μάλι στα την ατυχία να περάσει ως στρατιώτης και από το κολαστήριο της Μ ακρονήσου, όπω ς και τόσοι ά λ λ ο ι π ο λ ίτ ε ς , π ο υ λ ο γ ίζ ο ν τ α ν « δ εύ τερ η ς κατηγορίας». Στα χρόνια της Κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ κ α ι πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Εθνική Αντίσταση. Στις 28 Μαρτίου 1944 τραυμα τίστηκε β α ρ ιά α π ό το υ ς Γ ερμανούς, οι ο π ο ίο ι, όπω ς είναι γνωστό, έκαναν επιδρομή στην Αγιάσο, για να τιμωρήσουν τους κατοίκους, οι οποίοι τρεις μέρες νω ρίτερα, με την ευκαιρία της εθνικής εορ τής, εκδήλ,ωσαν απερίφραστα την αγωνιστικότητά τους κ α ι την αντίθεσή τους προς το χιτλερισμό. Αξίζει να σημειωθεί, ευκαιριακά, ότι την ίδια μέρα τραυματίστηκε και ο Στρατής Πασχαλιάς, ο οποίος εκτελέστηκε αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1944, στα Τ σ α μά κια , κ α ι ό τι σ κοτώ θηκαν δυο, ο Στρατής Η λία Γ ρ α μ μ έλη ς κ α ι η Μ α ρ ιά νθ η Δ η μ η τρ ίο υ Μαϊστρέλη (Τσουλίκα). Η σωματειακή του δραστηριότητα άρχισε από πολύ νωρίς, από την προπολεμική περίοδο, από τότε που ήταν μέλος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. Το 1937 μάλιστα έλαβε μέρος στην παρά σταση του έργου του Βεαιάοίπ Οαιιδϊ§ηγ «Οι δυο λοχίες». Στην Αθήνα, από την πρώτη στιγμή, συσπει
ρώθηκε στο «Φ ιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών», τον οποίο στήριξε και υπηρέτησε επί πολλά χρόνια ως μέλος, ως αντιπρόεδρος, καθώς και ως ταμίας για την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης... Ο Σαραντινός Μ αλιάκας έφυγε από κοντά μας, αλλά θα κρατάμε αναμμένο το καντήλι της μνήμης του όλοι όσοι τον γνωρίσαμε και συνεργαστήκαμε μ α ζί του. Ή τα ν ά ν θ ρ ω π ο ς κ α λ ο σ υ ν ά το ς, ήταν φίλος εκλεκτός, ήταν συνεργάτης πολύτιμος... Αθήνα, 10.3.1997 ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ ΜΑΡΙΑΝΘΗ Α. ΤΣΕΓΚΟΥ (1905-1996)
Η
Μαριάνθη Πολύδωρου Αναστασέλη, η πολυαγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του Δημητρίου Τσέγκου, του ανθρώπου της άδολης αγάπης και της πλούσιας κοινωνικής προσφοράς, έφυγε από κοντά μας, πλήρης ημερών, με το γέρμα της χρονιάς που μας άφησε. Μέλος μιας όμορφης φαμίλιας, μπήκε από νωρίς στον αγώνα της ζωής, με πλοηγό την ανθρωπιά και την καλοσύνη. Δημιούργησε δική της οικογένεια, αποκτώντας δυο παι διά, το Στρατή και τον Πολύδωρο (Ντόρη), και χάρηκε εγγόνια. Συναγωνίστηκε στο καλό το σύζυγό της και του συμπαραστάθηκε ως άξια «πρέσβειρα» της Αγιάσου στην πρωτεύουσα του νησιού. Ήταν θεματοφύλακας των παραδόσεων της νυφούλας του Ολύμπου και πολ λές φορές καταφεύγαμε στην κατάφορτη θύμησή της, στις ζωντανές μνήμες της από το παρελθόν. Η αποδη μία της λύπησε βαθύτατα την κοινωνία της Αγιάσου και της Μυτιλήνης. Το περιοδικό «Αγιάσος» έχασε μιαν εκλεκτή «συνεργάτισσα»... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Μ ΙΧΑΑΗΣ ΠΑΝΟΥ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ (1927 - 1997)
Σ τις 23 Φλεβάρη μας άφησε γεια ο αγαπημένος σύζυ γος και σεβαστός μας πατέρας Μιχάλης Πάνου Κουτσκουδής. Το ηλιόλουστο πρωινό αυτής -της αλησμό νητης για μας- Κυριακής, κίνησε, μαζί με τόσους άλλους ανθρώπους της σκληρής δουλειάς και του καθημερινού μόχθου, για το λιομάζωμα. Ο θάνατος τον αντάμωσε μονά χο, την ώρα της δουλειάς, στο κτήμα του στα «Ζέβριγια», σ’ αυτή την αγαπημένη του γη, που κάθε χρόνο την πότιζε με τον ιδρώτα του και με την ακάματη εργατικότητά του την
έκανε να καρπίζει. Στη γη, που ήταν γι’ αυτόν, τα τελευταία χρόνια, το απάνεμο λιμάνι, όπου μέρευε ο νους και η ψυχή του από τις φουρτούνες και τους θαλασσοδαρμούς της ζα)ής. Έπεσε στο βωμό της εργασίας, στην οποία είχε αφιε ρώσει όλη του τη ζωή. Της εργασίας, που είναι η ίδια η φύση του ανθρώπου, αυτή που από ζώο αγελαίο τον έκανε ον κοινωνικό, αυτή που του επέτρεψε να οικοδομήσει το θαυμαστό πολιτισμό του και να γράψει τη μακραίωνη ιστο ρία του. Η ζα)ή του τέλειωσε μ’ έναν τιμητικότατο τρόπο. Από μικρό παιδί -γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη 1927ζυμώθηκε με τη σκληρή δουλειά, για να βοηθήσει στη συντήρηση της πολυμελούς οικογένειάς του, της οποί ας ήταν το στερνοπαίδι. Πέρα από την ολοήμερη αγροτική απασχόληση, «σέριαζε» τον πατέρα του στις δουλειές του αλμπαναριού του. Οι δύσκολοι καιροί και οι πιεστικές βιοποριστικές ανάγκες τον ανάγκασαν να διακόψει τη σχολική του μόρ φωση στη Β ' τάξη του Γυμνασίου. Από 1 Γενάρη 1950 πιάνει δουλειά στην ιδιωτική Εταιρεία παραγωγής ηλε κτρικής ενέργειας της Βάνας Ευστρατίου Αλαμανέλη (αναδόχου του ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου). Παράλληλα απασχολείται και στις εργασίες εκσυγχρονι σμού του ιδιωτικού ελαιοτριβείου του Στρατή Αλαμανέλη, που λειτουργούσε τότε στο Ίππειος. Μετά την απόκτηση της απαραίτητης επαγγελματικής εμπειρίας, παίρνει την άδεια του ηλεκτροτεχνίτη Α' ειδικότητας και του ηλεκτρο λόγου εγκαταστάτη εναέριων γραμμών ΣΤ' ειδικότητας, του Υπουργείου Βιομηχανίας. Ήταν επίσης κάτοχος άδει ας βοηθού χειριστή κινηματογράφου, του Υπουργείου Βιομηχανίας (ειδικότητα με την οποία απολύθηκε από το στρατό). Το 1968 η ΔΕΗ αγοράζει το εργοστάσιο (Ηλεκτρομηχανή) και τότε προσλαμβάνεται σ’ αυτήν ως ηλεκτροτεχνίτης. Τα αμέσως επόμενα χρόνια δουλεύει σκληρά για την εγκατάσταση νέου δικτύου φωτισμού στην Αγιάσο, στο Σανατόριο και στον Ασώματο. Ενδιάμεσα και στο χρονικό διάστημα από 4 Απρίλη 1952 έως 15 Απρίλη 1954 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, μεταξύ άλλων και στις Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου. Ήταν άνθρωπος δημοκράτης και μαζί με χιλιάδες προοδευτικούς νέους της εποχής του υπήρξε κι αυτός οργανωμένο μέλος της ΕΠΟΝ, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, και αργότερα αναγνωρισμένο μέλος της ΠΕΑΕΑ. Παντρεύτηκε στις 24 Σεπτέμβρη 1959 με τη Μυρσίνη, το γένος Παναγιώτη και Αννας Καμαρού, που στάθηκε στο πλευρό του πανάξια σύζυ γος και συμπαραστάτης στη ζωή. Απόκτησε δυο παιδιά, τον Παναγιώτη, σήμερα 34 χρονών, που υπηρετεί ως διοικητικός υπάλληλος στο Δήμο Αγιάσου, και το Χαράλαμπο, πτυχιούχο δάσκαλο, που εργάζεται σε ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα. Συνταξιοδοτήθηκε το 1982 και από τότε εργάστηκε ακούραστα για την αποκα τάσταση των παιδιών του, την υποστήριξη συγγενών και προσφιλών του προσώπων, καθώς και αναξιοπαθούντων συνανθρώπων του, και στην ενίσχυση κάθε αξιέπαινης και δημιουργικής κοινωνικής προσπάθειας. Υπήρξε σ’ όλη του τη ζωή απλός, λιτός και απέριττος
άνθρωπος. Υπόδειγμα ντομπροσύνης και εντιμότητας. Παροιμιώδης ήταν η δημιουργικότητά και φιλεργατικότητά του. Γι’ αυτές του τις αρετές, καταξιώθηκε κοινω νικά ως άνθρωπος, εργαζόμενος και οικογενειάρχης. Το λαμπρό ηθικό του ανάστημα και το «ειδικό βάρος» της προσωπικόητάς του δημιουργεί σε μας την υποχρέωση να σταθούμε στο ύψος της δικής του αξίας και να τιμήσουμε επάξια το όνομα, την προ σφορά και τη μνήμη του. Με την ευκαιρία αυτού του νεκρολογήματος, ευχαρι στούμε και συγχαίρουμε θερμά όλους τους συνανθρώ πους μας, που, εκφράζοντας τα ειλικρινή αισθήματα και την εκτίμηση που έτρεφαν και τρέφουν στην οικογένειά μας, μας συμπαραστάθηκαν αμέριστα και με κάθε δυνα τό τρόπο στον αναπάντεχο αποχωρισμό του αγαπητού συζύγου και σεβαστού μας πατέρα. Στη μνήμη του προ σφέρουμε 20.000 δραχμές για την ενίσχυση της εκδοτι κής προσπάθειας του περιοδικού «ΑΓΙΑΣΟΣ». Η γυναίκα και τα παιδιά του Μυρσίνη, Παναγιώτης και Χαράλαμπος
Ιη ιηυιηοπαηι ΧΡΙΣΤΟΦ ΑΣ Π. ΧΑΛΕΛΗΣ (1915 - 19.4.1995)
Δ υ ο χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο Χριστόφας Παναγιώτη Χαλέλης πήρε το δρόμο της στερ νής γαλήνης. Ήταν άνθρωπος του μόχθου, ευσυνείδητος επαγγελματίας. Πάντα στο πρόσωπό του άνθιζαν τα λου λούδια της χαράς και της αισιοδοξίας. Ακαταμάχητα όπλα του η θυμοσοφία, το χιούμορ, η ανοιχτή καρδιά... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ο Θεμιστοκλής Π απαδάκης πρόσφερε 50 δολ. στη μνήμη της μητέρας του Γ αριφαλιάς, η οποία απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1996 στο δγώιεγ. Ο Βασίλειος Λούπος πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού του Παναγιώτη Καλαλέ. Ο Βασίλειος Λ ούπος πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη της Μ αριάνθης Δημητρίου Τσέγκου. Η Μ ύρτα Καβαδέλη πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του Στρατή Αναστασέλη και της Μαριάνθης Δημητρίου Τσέγκου. Ο Ευστράτιος Φωτίου Καλέλης (δγώ ιεγ) πρ ό σφ ερε 9.000 δ ρ χ . στη μνήμη της σ υ ζύ γο υ του Χριστίνας. Ο Σ τυλιανός Κουντουρέλης πρόσφερε 50.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Χρυσοστόμου. Η Μ αρίκα Μ αριγλή πρόσφερε 7.000 δρχ. στη μνήμη των γονέων της Αλκιβιάδη και Ελένης. Η Σ ο φ ία Α ϊβ α λ ιώ τ ο υ -Δ ε λ ό γ κ ο υ π ρ ό σ φ ερ ε 3.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού της Ευστρατίου Δ ελ ό γκ ο υ , ο ο π ο ίο ς π έ θ α ν ε στην Α θή να σ τις 29.1.1997. Η Γεωργία Γριμανέλη πρόσφερε 3.000 δρχ. στη μνήμη του Μιχάλη Κουτσκουδή. Ο Αριστοτέλης Πλωμαριτέλης πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του Σαραντινού Μαλιάκα. - Η Μυρσίνη, ο Παναγιώτης και ο Χαράλαμπος Κουτσκουδής πρόσφεραν 20.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου και πατέρα Μιχάλη Κουτσκουδή. - Ο Γεώργιος Σινιόρος, τα παιδιά και τα εγγόνια , Δημήτρης κ α ι Βασίλης, π ρ όσ φ ερ α ν 10.000 δρχ. στη μνήμη της μητέρας και γιαγιάς Μαριάνθης Ψύρρα. - Ο Ε υσ τρά τιος Μ ιχαήλ Χ τενέλης πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη της μητέρας του Ευστρατίας (Στρατ’γούς).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΑΓΙΑΣΟΥ» - Σίμος Σκλεπάρης (δγάηεγ) - Ειρήνη Σκλεπάρη (δγάηεγ) - Ειρήνη Κουδουνέλη
ΔΡΧ. 6.500 4.000 10.000
«ΑΓΙΑΣΟΣ» ΔΙΑΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΩΝ ΤΟΜΩΝ Σας πληροφορούμε ότι τελευταία βιβλιοδετήθηκε ο τέταρτος τόμος του περιοδικού «ΑΓΙΑΣΟΣ», ο οποίος περιλαμβάνει τα τεύχη 68-85 (1992-1994). Παλαιότερα βιβλιοδετήθηκαν ο πρώτος τόμος (125,1980-1984), ο δεύτερος (26-45,1985-1988) και ο τρ ίτο ς (46-67, 1988-1991), α πό το υ ς ο π ο ίο υ ς υπ ά ρχουν ακόμη κά ποιες σειρές. Του πρώ του βέβαια τόμου κάποια τεύχη είναι σε φωτοτυπία, γιατί τα πρωτότυπα έχουν εξαντληθεί από καιρό. Ο ι τ ό μ ο ι δ ια τ ίθ ε ν τ α ι σ τα Γ ρ α φ εία το υ Συλλόγου και στοιχίζει ο καθένας 12.000 δραχ μές. Με το ίδιο α ντίτιμο μπορούν να α ποσ τα λούν στον ενδια φ ερόμ ενο επί αντικαταβολή. Δέον να σημειω θεί ό τι στην τιμ ή τω ν 12.000 δραχμών συμπεριλαμβάνεται το μεγάλο κόστος της βιβλιοδεσίας (5.000-7.000).
ΓΑΜΟΙ - Στυλιανός Σωτηρίου Βαρβάκης Ιωάννα Προκοπίου Βαμβαλέλη - Ανδρέας Παναγιώτου Μιχαλέλης Μαρία Δημητρίου Αϊβαλιώτου - Κωνσταντίνος Αθανασίου Καπάτος Χ ρυσόύλα Παναγιώτου Ακαμάτου - Βασίλειος Αντωνίου Πολυζωγόπουλος Βάσω Κωνσταντίνου Πετροπυυλου (Κερατσίνι, 1.3.1997)
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Στον Προκόπιο Γρηγορίου Δουλαδέλη και στην Αθανασία Ιωάννου Βουρλή, που τέλεσαν πρόσφατα τους γάμους των, εκφράζω τα θερμά μου συγχαρητήρια και τους εύχομαι βίο ανθόσπαρτο και ευτυχισμένο. ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΛΑΣΤΑΡΗ Σ υ γ χ α ίρ ο υ μ ε την Α ρ χ ο ν το ύ λ α Ε υ σ τρ α τίο υ Παρασκευα'ΐδου, η ο π ο ία περάτω σε τις σπουδές της στη Σχολή Π ολιτικώ ν Έ ργω ν Υ ποδομής τω ν ΤΕΙ Πάτρας και έλαβε το πτυχίο της. «ΑΓΙΑΣΟΣ»
ΘΑΝΑΤΟΙ
ΔΙΟΡΘΩΣΗ Στη λεζάντα της δεύτερης φωτογραφίας της σελίδας 2, του προηγούμενου τεύχους 98 (1997), να γίνει η παρα κάτω συμπλήρωση: Ο αγιασώτικης καταγωγής, <από την πλευρά της> μητέρας του, δάσκαλος Παλαιοκήπου Ελευθέριος Κωνσταντίνου Ελευθεριάδης (1907-1982).
- Ελένη, χήρα Βαρθολομαίου Καπτανή (6.2.1997) - Μαρία, χήρα Βενέδικτου Χατζημάγκου - Μαρία, χήρα Προκοπίου Βουνάτσου - Γρηγόριος Γεωργίου Καρετέλης - Μιχαήλ Παναγιώτου Μαυρέλης - Μαρία, σύζυγος Γρηγορίου Γλεζέλη - Βικτόρια, χήρα Ηλία Δουγραματζή - Μιχαήλ Πάνου Κουτσκουδής (23.2.1997) - Ιωάννης Γεωργίου Γλεζέλης (8.3.1997) - Ευστράτιος Παναγιώτου Αλτιπαρμάκης (15.3.1997) - Μελπομένη, χήρα Ηλία Ιατρού (Αθήνα, Γενάρης) (το γένος Βασιλείου Γουγουτά) - Ευστράτιος Ιωάννου Δελόγκος (Αθήνα, Γενάρης) - Ειρήνη Δημητρίου Παπαδάτου (Αθήνα, Φεβρουάριος) (το γένος Νικολάου Λεβαντέζου) - Ευστρατία Μιχαήλ Χτενέλη (Αθήνα, Μάρτης) - Κομνηνός Αριστοτέλη Σαμοθρακής (Αθήνα, Μάρτης) - Παναγιώτης Γρηγορίου Τσοκαρέλης (Αθήνα, Μάρτης)