Ο ιερέας Γρηγόριος Μακρέλης ραντίζει με τον αγιασμό...
Ο άλλοτε καφετζής στο Σταυρί Ευ στράτιος Χ αραλάμπου Κλειδαράς ή Λαμπέλ' (1896-1947)...
Ο Β α σ ίλ ε ιο ς Χ α τζη δούκ α ς ή Ζ ου μπουλής, άριστος κλαδευτής...
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αγιασώτικες χινοπωριάτικες εικόνες..................................................................................... 3 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΑΔΑ, Φιλοξενούμενος του Αναστασέλη στην Κορυτσά............................................................................ 4 ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Γεώργιος Αριστείδη Βαρβάκης................................................................................................... 7 ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Μνήμες από τα χρόνια της Κατοχής. Ο Στρατής Τοπαλής αφηγείται................................... 8 ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Στρατής Προκόπη Τ άλιος........................................................................................................ 11 ΣΤΡΑΤΗ ΑΠ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Τα κακά ζουλάπια.................................................................................................................. 12 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΗ, Το τοπωνύμιο της Αγιάσου «Λιπ’δ ά » .............................................................................................. 15 ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΝΗ, Πενήντα χρόνια στο σχολείο. «Παραμυθάς»........................................................................................ 16 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Καλά να πάθ’ (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Ο καφές (ποίημα). ΜΑ ΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΑΑΜΠΡΙΝΟΥ, Αγιασωτούλα (ποίημα)...........................................................................................................18 ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Παπάς του Ν’κουλέλ’ (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ, Της Ελλάδας του καμάρ’ (ποίημα). Επί γης ειρήνη (ποίημα). ΟΜΗΡΟΥ ΠΑΠΑΝΗ ΜΑΡΙΓΩΣ, Τραγούδι........................................................ 19 ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «Γη Σαπφώ μας»· Λεσβιακή επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά............................................... 20 ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Γοι ουρανοί......................................................................................................................................... 21 ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΛΟΓΕΡΑ, Φώτης Σαράντου Μπράτσος................................................................................................................... 22 ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΗ, Πώς άλλαξε τα χαράτσια ο Μπουνατσέλης............................................................................................. 24 ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΠΑΛΑ, Η Σκαμιά τίμησε το Μυριβήλη............................................................................................................... 25 ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βιβλιοκριτική............................................................................................................................ 26 Τα πθίτκα μας (Δημήτριος Μαϊστρέλης, Προκόπης Κουτσκουδής, Χρίστος Γλεζέλης, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου)..........27 ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βύρωνας Πάλλης (1924-1997).................................................................................................. 28 ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε...................................................................................................................................................... 29 Δ.Π., Δημήτρης Μυστάκας......................................................................... 31 ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν...................................................................................................................................................... 33 Επιστολές. Εισφορές.......................................................................................................................................................................... 33
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Από το Σταυρί και τις ομορφιές του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Παναγιώτης Ψυρούκης ή Γραμμέλης).
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Το ξωκλήσι του Αγίου Ραφαήλ, στο «Φτιρίν’» (1996). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο αιδ. Νικόλαος Παπαγεωργίου)
ΙSSΝ 1106-3378
ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΕΣ ΧΙΝΟΠΩΡΙΑΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ Μ ε του
Τρυγητή το έμπα οι Α γιασώ τες του χτες άρχιζαν να ετοιμάζονται για τις χινοπω ριάτι κες δουλειές τους. Τα πανηγύρια, τα γλεντοκοπή μ α τα κ α ι το ρ ε μ π ελ ιό σ τα μ α το ύ σ α ν μετά του Σταυρού για όλους, για μικρούς και για μεγάλους. Η ηχερή κ α μ π ά να της Α γιά -Τ ρ ιά δα ς ξυπνούσ ε κάθε πρωί τα παιδιά να πάνε στα σχολειά τους. Τα βουνά και οι κάμποι περίμεναν τους δουλευτάδες, τους χερομάχους, για να τους προσφέρουν αφ ει δώλευτα τα λογής λογής γεννήματά τους... Το χω ριό βούιζε σαν μελίσσι. Οι δρόμοι δου λεύονταν ασταμάτητα. Κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν. Τα υποζύγια αναρίθμητα, με φορτία ή με αναβάτες. Ακόλουθοι πιστοί τα οικόσιτα ζώα και φύλακες άγγελοι τα σκυλιά, όσα γλίτωναν από το ψ άκω μα τω ν χω ροφ υλάκ ω ν. Ό λ ο ι έπ α ιρ να ν τη στράτα της σκληρής δούλεψης. Στα περβόλια, στα σωθύρια, στα λιοχτήματα έπρεπε να χυθεί κι άλλος ιδρ ώ τα ς, για να εξα σ φ α λίσ ουν τη ζήση τους οι φ τω χ ο ί, για ν ’ α β γα τίσ ο υ ν τα π λ ο ύ τια τους οι α ρ χ ό ν τ οι...
Στις μέρες μας τα πράματα άλλαξαν. Οι περισ σότεροι πήραν τα μάτια τους κι έφυγαν κι αραξο βόλησαν σε πολλά λιμάνια της οικουμένης. Τα ζα λιγόσ τεψ αν κι έγινα ν α χρεία σ τα , από τότε που χαράχτηκαν παντού δρόμοι και μπήκαν στη ζωή μας τ ’ αγροτικά. Η γη, που με πολύ κόπο δουλεύ τηκε από τους παππούδες και τους πατεράδες μας, εδώ και αρκετά χρ όνια άρχισε να στερφεύει. Τα δέντρα απεριποίητα γερνάνε, χω ρίς ν ’ ανανεώνο νται. Οι πύργοι και τα καλύβια ολοένα και γκρεμί ζονται. Τα περάσματα γίνοντα ι αδιάβατα και τα χ τή μ α τα ρ ο υ μ α ν ιά ζ ο υ ν με τ ’ ά γ γ ρ ισ μ α τω ν θάμνων... Οι χινοπω ριάτικες εικόνες του σήμερα διαφέ ρουν πολύ από τις χτεσινές. Άλλοτε ο καστανολό γος έδινε το σύνθημα για σκληρή δουλειά. Σήμερα, με το έβγα του Αυγούστου, οι περισσότεροι αναχω ρούν για τις πόλεις, περιμένοντας να ’ρθουν και πάλι η άνοιξη και το καλοκαίρι για την καθιερωμέ νη επίσκεψη αναψυχής στο γενέθλιο τόπο... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Αναμνηστική προπολεμική φωτογραφία στον Κήπο της Π αναγίας. Διακρίνονται ο γερο-πλάτανος με τη σκάλα και το πατάρι... και από αριστερά...οι θαμώνες Γεώργιος Ευστρατίου Χατζηαποστόλου (Ιμστάκα), Αντώνιος Γεωργίου Λιγνός, Ευστράτιος Μανόλης ή Γεωργαντής (γκαρσόνι) και Χαράλαμπος Δημητρίου Καμαρός.
ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ Φ ιλοξενούμενος του Αναστασέλη στην Κορυτσά... Υπηρετούσα ως διαχειριστής στον όρχο πυροβο λικού της XVI Μεραρχίας Αττικής, που πολεμούσε στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου, και κατέβηκα στην Κορυτσά για υπηρεσιακούς λόγους. Το φ ορτηγό α υ το κ ίν η το , π ο υ πή ρα α π ’ το ν κεντρικό σταθμό ανεφ οδιασ μ ού του Γενί Κ α σ ί φυσικό οχυρωμένο πλάτω μα δίπλα στον ποταμό Δεβόλη και τέρμα του μοναδικού αμαξωτού δρό μου α π ’ την Κορυτσά-, με κατέβασε στην πλατεία Σκεντέρμπεη. Κι ενώ θαύμαζα το μεγαλοπρεπές μ π ρ ο ύ τ ζ ιν ο ά γα λ μ α το υ ε θ ν ικ ο ύ ήρω α της Αλβανίας, ένιωσα πίσω μου κάποιος να μου κλεί νει τα μάτια με τα χέρ ια του κ α ι με... μελω δική φωνή να με προκαλεί να τον αναγνωρίσω. Ο Στρατής ήταν φ ίλος καλός και γνώ ριζα τα κ ό λ π α τ ο υ · είχ α μ ά θ ει π ω ς υ π η ρ ετο ύ σ ε στην Κορυτσά, σ τ’ αυτοκίνητα, και το πιο καλό, λίγο πριν με...ψαρέψει στην πλατεία, άκουσα κάποιον να ψιλοτραγουδά:
Η Μ υτιλήν’ μας είνι ένα τρανό χουριό , αρχόντ’ τσι φουκαράδις ζούμ ’ ακρυφά α π ’ του Θιο. από την επιθεώρηση «Η Μ υτιλήνη» (1939) του κ ο ρ υ φ α ίο υ δ η μ ο σ ιο γ ρ ά φ ο υ κ α ι π ν ε υ μ α τ ικ ο ύ α ν θ ρ ώ π ο υ Σ τρ α τή Π α π α ν ικ ό λ α , π ο υ υ π ή ρ ξ ε
«δάσκαλος» του Στρατή Αναστασέλη κι όχι μόνο. Η τυφλόμυγα δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλε πτα. Μας πήραν τα γέλια κι αγκαλιαστήκαμε, όπως ο ίδιος γράφει στο επιστολικό δελτάριο που έστειλε την ίδια μέρα 27.2. 1941 στον πατέρα μου και που δημοσι εύτηκε στο 81 τεύχος του περιοδικού «Αγιάσος». Το να βρίσκεις, έτσι στα πετα χτά , το Στρατή στην Κ ορυτσά, είνα ι σαν να α να κ α λ ύ π τει ένας βεδουίνος παρθένα όαση στην έρημο της Σαχάρας. Και ήταν πράγματι ο Στρατής μπαχτσές γεμάτος λούλουδα και μυρωδιές. Η παρουσία μου και μόνο του έδωσε την ευκαιρία να μεταφερθεί νοερά στο χωριό μας και να ξεσπάσει επάνω μου, τσακώ νοντάς με από τα χέρια σ ’ ένα τρελό παραλήρημα χορού, με κλέφτικα σφυρίγματα και κραυγές χωρίς τελειωμό. Οι άλλοι, που μας έβλε παν, σίγουρα θα μας περνούσαν για λειψούς. Για μια στιγμή μουρμούρισε, να καθίσουμε κάπου, δεν αντέ χω άλλο κι έχουμε τόσα πολλά να πούμε και να θυμη θούμε! Πιασμένοι χέρι χέρι μπήκαμε στο πρώτο σαν καφενείο που βρέθηκε μπροστά μας και καθίσαμε. Ε, μάσαλα-φώναξε-μήτε στο καφενείο του «Γράμμη» να βρισκόμαστε! Όμορφη, φίλε μου, που είναι η ζωή κι ας την κατηγορούν για...κακοφτιαγμένη. Ε, και να μας έβλεπε ο πατέρας σου από καμιά χ α ρ α μ ά δ α , θα χόρευε κ ι εκ είνος μα ζί μας. Με
Ο Στρατής Αναστασέλης με τον αδερφό του Αντώνη στην Κορυτσά (12.1.1941).
πρεσβείας! Γεια σου, βρε Στρατή, λεβέντη! Εγώ μπρο στά του δεν έπαιρνα μπάζα κι ας είχα τα γαλόνια... πλάκα. Η...φόρα με παρέσυρε, ένα μονάχα είχα και ο Στρατής ήταν υπαξιωματικός στα... μηχανοκίνητα! Μουστάκι μπαντανόβρουτσα - ο ίδιος το χαρακτήρισεκαι χλαίνη πάπλωμα, που σκέπαζε τη στολή εκστρατεί ας και όλα τα... παρεπόμενα. Και η ατάκα! - Τι είναι, Στρατή, αποκριάτικος μας έγινες; - Όχι, θα κάτσω να σκάσω. Η ζωή, φίλε μου, θέλει χιούμορ και τρέλα, μπαμπέσα κι απρόβλεπτη, όπως είναι του λόγου της. Δε βλέπεις, στα καλά καθούμενα σηκώθηκε ο παιχνιδιάρης Μουσολίνης και σώνει και ντε να μας βάλει να χορέψουμε σαν τις αρκούδες. Μας πήρε ο ανιστόρητος -καίτοι πρώην δάσκαλοςγια Αβησσυνούς, που τους έκαψε σαν τα ποντίκια με υπερίτη και τους πετάλωσε τους καημένους, ξυπόλυ τοι όπως ήταν, με καρφιά που τους έριξε α π ’ τα αερο πλάνα. Δεν ήξερε ο ανόητος πως οι Έλληνες α π ’ τα γεννοφάσκια τους πολεμούν τους βάρβαρους και τους νικούν αδιακρίτω ς. Όσο για τα επαινετικά λόγια του Τσόρτσιλ για τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία, άμα ακούς τέτοιες φανφάρες, να κουμπώνε σαι. Τσάμπα λόγια, χίλια στον παρά. Τα ίδια ακούσα-
Οι Αγιασώτες Κώστας Σπηλιαδής (αριστερά) και Δημήτριος Καβαδάς απαθανατίζονται στην είσοδο της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού Κέρκυρας, τη δεύτερη μέρα, όταν παρουσιάστηκαν και «ντύθηκαν» (2.12.1937).
τάραξε να μου στέλνει...ραβασάκια και να με ρωτά: Έμαθες τίποτα για το Μήτσο; Ναι, κυρ Π αναγιώ τη, θα του φω νάξω τώρα! Να, δίπλα μου έχω κανακάρη σου κι είναι πολύ καλά, όπω ς και όλοι μας εδώ πάνω, κι ευχόμαστε α π ’ τα βάθη της καρ διάς μας να είστε κι εσείς εκεί κάτω πάντα καλά. Τώ ρα θα τρέχει στη Μ εγαλόχαρη κ α ι θ ’ ανάβει λαμπάδες ως το μπόι του για όλους μας. Καθένας με την τρέλα του κι. ..άλλοι με τον καημό τους. Η ώ ρα έτρεχε σαν γά ρ γα ρ ο νερ ά κ ι α π ό την πέτρινη βρύση του Κήπου της Π αναγίας μέσα στη δεξαμενή κάτω α π ’ τον π λά τα νο και τίπ ο τα δεν έδειχνε πω ς θα σταματούσαν οι έμμονες φ α ντα σιώσεις δυο παθιασμένων νοσταλγών της Αγιάσου στην καρδιά της εμπόλεμης Κορυτσάς. Όταν επανήλθαμε στην πραγματικότητα, βλέπω ένα Στρατή αλλιώτικο α π’ ό,τι τον ήξερα. Και ίσως να μην τον γνώριζα, αν περνούσε από μπροστά μου. Στολή διορθωμένη στα μέτρα του, φαβορίτες, μούσι και μύστακα αλά Ντάγκλας Φαίρμπανκς και με παπούτσι «Χατζηκώστα». Έτριζε από λεβεντιά και καθαριότητα. Σωστός στρατιωτικός ακόλουθος λατινοαμερικάνικης
Ο Δημήτριος Καβαδάς, «ανάρβυλος» κατά το ένα πόδι, τη δεύτερ η μέρα της π α ρ ο υ σ ία σ ή ς του στη Σ χολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού Κέρκυρας (2. 12. 1937)...
Αναμνηστική φωτογραφία των Αγιασωτών στρατιωτών Παναγιώτη Ανεμου (αριστερά) και Αντώνη Καλαλέ, αναπήρου πολέμου, στην Αθήνα (13. 5. 1941), μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βασίλειος Λούπος)
με και στη Μικρά Ασία, όμως κι εκεί μας τη φέρανε από... πίσω. Κι όταν οι Τουρκαλάδες σφάζανε τον πανάρχαιο ελληνικό πληθυσμό της Ανατολής, οι σύμ μαχοί μας έδιναν μεταξύ τους δεξιώσεις στα πολεμι κά τους πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης. Άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους οχτρούς. Η φιλία μας με το Στρατή ταλαιπωρήθηκε, όταν με ρώτησε πού θα κοιμηθώ το βράδυ και του είπα στο κλιμάκιο της XVI Μεραρχίας, στους ιταλικούς στρατώνες, στο θάλαμο νούμερο 10. - Κι εγώ που έχω νοικιάσει δωμάτιο στο σπίτι μιας δικής μας Ελληνίδας, της κυρίας Μ αριέτας, για να νιώ θω σαν ά νθρω πος τις ελεύθερες ώρες μου κι άμα λάχει, σαν καλή ώρα μ’ εσένα, να εξυ πηρετήσω ένα φίλο, δε θα έχουμε την τιμή να σε φιλοξενήσουμε; - Ε ίσ αι μεγάλη κα ρδιά , Στρατή, και δεν έχω λόγια να σ ’ ευχαριστήσω. Ό μως το πρόβλημά μου δεν είναι ο ύπνος μιας βραδιάς, που θα προτιμού σα να τη βγάλω όρθιος κάτω από ένα δέντρο, παρά ν ’ απλώσω την αρίδα μου σε καθαρά σεντόνια και σκεπάσματα και την επαύριο να βρει τον μπελά της η κυρία Μ αριέτα, εσύ και κατά κάποιο τρόπο κι εγώ. Έ πειτα συνήθισα να κοιμάμαι σε σκηνή και το σπίτι θαρρώ πω ς θα πέσει να με πλακώσει. - Μα στους ιτα λ ικ ο ύ ς σ τρα τώ νες υ π ά ρ χο υ ν σκηνές; - Ό χ ι, αλλά εκεί θα την... α ράξω σε ρά ντζο, «έτσι όπως είμαι και ευρίσκομαι», κι όταν ξυπνή σω το πρωί, θα... τινάξω τη βράκα μου κι από ’κει πάει ο ξένος. Μήτε γάτα μήτε ζημιά... - Τόση ώρα προσπαθώ να σε καταλάβω και δεν το μπόρεσα· δε μας τα κάνεις πιο λιανά. - Τι θέλεις, Στρατή, να σου πω τι είνα ι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;
- Μ ’ αυτό το ξέρω, για βλάκα με πέρασες; Κι εγώ έχω ψ είρες και δεν το κακαρίζω , κι όλος ο κόσμος, της... μόδας είναι! Μ ’ αυτόν τον ξεροκέφαλο -είπα μέσα μου -δε γλιτώνω ούτε με χαρακίρι, και να τος! - Φ αντάζεσαι πω ς θα σ ’ αφήσω να κοιμηθείς εκεί πάνω, που εγώ δε θα ’στελνα ούτε Ιταλό α ιχ μάλωτο; Βγάλ’ το α π ’ το νου σου. - Σε ξέρω, Στρατή, και δεν το φαντάζομαι, αλλ’ ούτε κι εσύ φαντάζεσαι την πραγματικότητα. Κ ι αφ ού δ ια π ίσ τω σ α π ω ς δεν υπήρχε κα μιά ελ π ίδ α να ... γλ ιτώ σ ω το Στρατή κ α ι την κ υ ρ ία Μαριέτα α π ’ το ψειρομάνι, πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Η χαρά του που συμφώνησα ήταν μεγάλη. Για κ ο ίτα -είπ α μέσα μου- το μ εγα λείο α υ το ύ του ανθρώπου, που, ενώ ξέρει τι τον περιμένει, όμως προκειμένου να κάνει αυτό που πιστεύει σωστό, ότι η φιλία και η ανθρωπιά είναι πάνω από κάθε ιδιοτέ λεια και προσωπική θυσία, όχι μόνο δε στεναχωριέ ται, αλλ’ απεναντίας είναι πολύ χαρούμενος. Είχε νυχτώσει για τα καλά και μας υποδέχτηκε με καλοσύνη η κυρία Μ αριέτα. Μια γεροδεμένη γυνα ίκ α πά νω από 60 χρονώ ν. Π ριν καθίσουμε στην τραπεζαρία, ο Στρατής ζήτησε να δω το δω μά τιό του. Μόνο κατάλυμα πολεμιστή δεν έμοιαζε· καθαρό, άνετο και άριστα συγυρισμένο... Ό χι, θα κάτσω να σκάσω! Ό τα ν γυρίσαμε στην τρ α πεζα ρία , ά ρχισ ε η... συνεδρίαση. Κόψαμε κάθε επαφή με τον ά λλον κόσμο κι ανοίξαμε το...δίαυλο Κορυτσά-Αγιάσος. Η κυρία Μαριέτα μας έφερε τα πρώτα μεζελίκια συνοδεία τσικουδιάς και μας προειδοποίησε ν ’ αφή σουμε... τόπο για μια ηρωική στρατιωτική φασολάδα... Ο Στρατής, μπασμένος στη βιοπάλη από μικρό π α ιδ ί, γν ώ ρ ιζε α πέξω κ α ι α να κ α τω τά όλες τ ις ιστορίες του χωριού μας, κρυφές και φανερές. Το μεγάλο βέβαια κομμάτι της πίτα ς το πήρε ο ίδιος με τον αμίμητο Κώστα Βουλβούλη, που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα α π ’ το προπολεμικό αμερικά νικο κωμικό ζευγάρι «Άμποτ και Καστέλο». Όσο περνούσε η ώρα, έπεφταν τ ’ αυτιά μας και νυστάζαμε. Ο Στρατής πρώτος κατέθεσε τα... όπλα, για τί ήταν ο κύριος ομιλητής. Μείναμε εγώ και η κυρία Μαριέτα και βολέψαμε ανώδυνα το πρόβλημα που με απασχολούσε. Το πρωί ξύπνησα πριν ξημερώ σει, ευχαρίστησα την κυρία Μαριέτα και τράβηξα για τους ιταλικούς στρατώνες, να τελειώσω τις δουλειές, για τις οποίες κατέβηκα στην Κορυτσά. Ε κείνη η β ρ α δ ιά μου έμεινε αξέχαστη με το Στρατή Α ναστασέλη να δ ίνει μαθήματα υψηλής ανθρώπινης συμπεριφοράς! Αθήνα, 30. 10. 1997
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΔΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΑΡΒΑΚΗΣ Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στα Τσαμάκια
Ο Γεώργιος Α ριστείδη Βαρβάκης γεννήθηκε στα 1912 στην Αγιάσο. Μ εγαλωμένος στην ύ π α ι θρο κοντά στα ζω ντανά του πατέρα του, εξοικει ωμένος, όπω ς ήταν, να κυνηγά τα κατσίκια μέσα στα κακοτράχαλα πυκνά ρουμάνια στους π ρ ό π ο δες του λεσβιακού Ο λύμπου, είχε αποκτήσει τη δυνατότητα να α να ρ ρ ιχ ά τα ι και να περνά α π α ρατήρητος στα π ιο δύσβατα μέρη. Αυτή του την ικ α ν ό τη τα την α ξ ιο π ο ίη σ ε ο λ ο χ α γ ό ς του στο Αλβανικό μέτωπο. Ή ταν ο άνθρω πος που με τις ε π ικ ίν δ υ ν ε ς δ ιε ισ δ ύ σ ε ις στο ε χ θ ρ ικ ό έδ α φ ο ς το υ ς π λ η ρ ο φ ο ρ ο ύ σ ε για όλες τ ις κ ινή σ εις του αντιπάλου. Μ άλιστα, σε μια από αυτές τις α π ο στολές, έγινε αντιληπτός και, όπω ς σκαρφάλωνε στα βράχια σκυφτός, μια ριπή τον πήρε μπροστά από πλά για θέση. Ευτυχώ ς γ ι ’ αυτόν τα βλήματα του έκαναν κόσκινο, από το στήθος και κάτω, τη φ α ρ διά χλαίνη που φορούσε κι έτσι τη γλίτω σε για λίγα εκατοστά. Τη χλαίνη αυτή την έφερε μαζί του, όταν γύρισε μετά την κατάρρευση του μετώ που. Ό ταν την έβλεπες, απορούσες πώς τη γλίτωσε και δε σκοτώθηκε, λέει ο αδερφός του ο Ανδρέας. Οι τσ ομπάνηδες συνήθως αργούν να επισ κε φτούν τα χωριά, όταν ειδικά δεν έχουν τίποτα να φέρουν για πούλημα, γ ι’ αυτό άμα βρεθούν κοιτά ζουν να βγάλουν τα απωθημένα τους στο πιοτό. Έ τσι και ο Βαρβάκης ήταν τύπος γλεντζές και τρα γουδούσε πάρα πολύ ωραία. Ο Γεώ ργιος Βαρβάκης ήταν επίσης και ένας από τους πιο καλούς κυνηγούς. Το όπλο του δεν το παρέδωσε στους Γερμανούς κατακτητές, αλλά κυνηγούσε όλα τα χρόνια της Κατοχής. Μια μέρα όμω ς τον έπιασε να κυνηγά ένας ενω μα τά ρχης ο νό μ α τι Ε υ α γγελίδη ς. Θα μ πορούσ ε να φ ύγει, αλλά δεν το φαντάστηκε. Έ λλη να ς είνα ι, τι θα μου κάνει, είπε μέσα του, αυτός όμως τον συνέ λαβε. Π α ρ ’ όλες τις ικεσίες και τα π α ρ α κ ά λ ια , στάθηκε α δύνατο να τον αφήσει. Τον παρέδωσε στους Γερμανούς, που τον πέρασαν από στρατο δικείο και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Στη δίκη διερμη νέα ς κα ι συνήγορος παραστάθηκε ο α εί μ ν η σ το ς δ ιε υ θ υ ν τ ή ς το υ Γ υ μ να σ ίο υ Α γιά σ ο υ Κώστας Τζηρίδης. Π α ρ ’ όλες τις προσπάθειες να τον απαλλάξει, επιχειρώ ντας να βγάλει το όπλο α κ ίνδυ νο , δεν τα κατάφ ερε. Το όπλο π ρ ά γμ α τι από τη μια κάννη είχε πρόβλημα. Ο στρατοδίκης όμως αντί άλλης απαντήσεως έβαλε μια χα ρτού σα στην καλή κά ννη κ α ι π ρ ο τ ε ίν ο ν τ ά ς το στο
Γεώργιος Αριστείδη Βαρβάκης (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ανδρέας Βαρβάκης)
δάσκαλο, του είπε: Κ ύριε Τζηρίδη, αν το όπλο είνα ι α κ ίν δυ νο , μου ε π ιτρ έπ εις να τραβήξω τη σκανδάλη; Ο Τζηρίδης δε μίλησε, για τί κάθε ελπί δα είχε χαθεί... Ο Γεώργιος Βαρβάκης είχε δυο π α ιδ ιά και η γυναίκα του ήταν σε ενδιαφέρουσα. Τον εκτέλεσαν στα Τσαμάκια, εκεί όπου εκτελούσαν όλους τους πατριώτες, μέχρι που να φύγουν νικημένοι από το νησί. Το μικρό που γεννήθηκε κοιλάρφ ανο ήταν αγόρι και το ονόμασαν Γεώργιο. Αγιάσος, 13.4 . 1997
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ Ο Σ τρ α τή ς Τ οπαλής α φ η γείτα ι... Ο Στρατής Γρηγορίου Τοπαλής από το 1992 πήρε το δρόμο για το ανεπίστροφο ταξίδι. Ή ταν πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό. Α ρχικά α κο λούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε κουρέας. Για ένα διάστημα εργάστηκε και ως μου σικός και έπαιζε μπουζούκι με την κομπανία του Λευτέρη Καλέλη. Καταπιάστηκε και με την α π ο κ ρ ιά τικ η σ ά τιρ α κ α ι έγραψ ε σ τίχ ο υ ς. Το 1944 μάλιστα, επί Γερμανών, σύμφωνα με τις πλη ρο φορίες που μου έδωσε ο ίδιος στην Αγιάσο στις 2. 9 . 1980, έγινε καρνάβαλος και πήρε μέρος στο συγκρότημα «Λαϊκό Δικαστήριο». Υπόδικος ήταν ο «φαλαγγίτης» Γρηγόριος Εμβάλωμας (Σ α ρ ίκ ’) κ α ι δικ α σ τές ο ίδ ιο ς με το Στρατή Β εργάμαλη (Βέτσικα)... Στη συνέχεια δημοσιεύουμε μνήμες του από τα μαύρα χ ρ ό νια της Κ ατοχής στην Α γιάσο, τις ο π ο ίε ς κ α τέγρ α ψ ε ο εκ λ εκ τό ς σ υ ν ερ γ ά τη ς μας Προκόπης Κουτσκουδής. ΓΙΑΝΧΑΤΖ « Σ την Κατοχή παίζαμε εγώ, ο Βασίλης Βαγιά
νας, ο Στρατής Παπαγεωργίου, ο Στρατής Α νεζί νος και η Γαλιά (παρατσούκλι του Λευτέρη Καλέ λη, επειδή είχε φαλάκρα) μέσα στο οινομαγειρείο του Στρατή Δ ουγραματζή (Φονιά). Το μαγαζί του ήταν το σημερινό γαλακτοπω λείο του Δελόγκου, μαζί και το μαγαζί του Σκοπελίτη, που ήταν ένα. Παίζαμε και η πληρωμή μας ήταν ένα πιάτο φασο λάδα και ένα μικρό κομμάτι ψωμί, σαν μπαστου νάκι, που δεν ξεπερνούσε τα 50 δράμια. Εκεί μέσα τότες όλα λειτουργούσαν με είδος. Για να έμπαινες μέσα στο μαγαζί, έπρεπε να έχεις όχι οικονομική άνεση, αλλά οτιδήποτε φαγώσιμο, για την πληρω μή. Κάθε συναλλαγή γινόταν κ α τ’ αυτό τον τρόπο, τόσο λάδι, τόσα φασόλια, τόσα ρεβίθια... Μόνο ο χρυσός περνούσε. Οι μόνοι πο υ μπαινόβγαιναν άνετα εκεί μέσα ήταν οι Λιμνιώτες και οι μαυραγο ρίτες, που ήταν οι άνθρωποι της εποχής. Τα ψωμά κια π ο υ αναφέρω τα ζύμωνε στο φούρνο του ο Κομνηνός Ξενέλης. Τώρα εγώ πώ ς βρέθηκα να π α ίζω με το ν Καλέλη και το Βαγιάνα; Να, πώς έχουν τα πρά γ ματα. Ό ταν πέθανε ο π α τέρ α ς μου, στην Κ άτω Αγορά, που είχαμε το κουρείο, η δουλειά έπεσε πολύ. Το χωριό τότες αριθμούσε πάνω από εφτά χιλιάδες κόσμο. Τα μέσα (ξυραφάκια, ηλεκτρικές
Ο Στρατής Γρηγορίου Τοπαλής (1924-23. 10. 1992), ο κουρέας, ο μουσικός, ο καρνάβαλος...
ξυριστικές μηχανές) δεν υπήρχαν και ο καθένας ήταν αναγκασμένος, τουλάχιστον μια φορά τη βδο μάδα, να πα στο κουρείο. Ό ταν λοιπόν χήρεψε η πολυθρόνα του πατέρα μου, πρότεινα στο Βαγιάνα να κατέβει. Τα βρήκαμε και συνεργαστήκαμε. Ο πατέρας μου έπαιζε μαντολίνο, που μόνιμα κρεμόταν μέσα στο μαγαζί. Επόμενο ήταν να το πιάσω και εγώ, το παράτησα όμως γρήγορα και αγόρασα μπουζούκι. Βλέπεις, όλοι μας είχαμε σαν πρότυπο τον Καλέλη την εποχή εκείνη, θέλαμε να τον μιμηθούμε. Πολλοί ήταν αυτοί τότες που άρχι σαν να πα ίζο υν μπουζούκι. Ό ταν έπαιξα δίπλα του, τότε ένιωσα πόσο λίγος ήμουν μπροστά του. Με πήρε μα ζί του, ύστερα από παράκληση του Β αγιάνα. Θ έλανε όμω ς ακόμα ένα μπ ο υζο ύκ ι, γιατί τους είχε φύγει ο Σεντουκάς (Κλουστρή) στη Μέση Ανατολή. Παίζαμε αρκετό καιρό μαζί και δεν υπήρχε λόγος να σταματήσω. Οι σχέσεις μας
ήταν άριστες, όμω ς ένα συμβάν εις β άρος του Λευτέρη μ' έκανε να σιχαθώ τη δουλειά αυτή και να μην ξαναπαίξω επαγγελματικά . Ο Λ ευτέρης δούλευε στη μηχανή, στο μπασκί, βαριά δουλειά, κι έπρεπε να ξ υπνά π ο λ ύ πρωί. Μ ας φώ ναξαν να παίξουμε σε μια αρραβώνα. Δεχτήκαμε να πάμε, αλλά με έναν όρο, σ τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ο Λ ευτέρης να φ ύ γει, για τί σ τις τέσσερις το πρω ί έπρεπε να πάει στη μηχανή. Δυστυχώς δε βρήκαμε κατανόηση, δεν το ν άφηνε να φύγει. Δε θα π α ς π ουθενά , θα σου πληρώ σω δ ιπ λ ά α π ' ό , τι θα πάρεις... έλεγε ο αρραβωνιασμένος. Δεν είναι αυτό το πράμα, το θέμα είναι πω ς κοντά σ ' εμένα θα σκολάσουν και άλλοι και είναι κρίμα, εξάλλου δε θέλω να γελάσω κανέναν, νομίζω ξηγηθήκαμε από την αρχή, άσε με να φύγω και κίνησε να φύγει. Τότες ο άλλος σηκώνει το χέρι και τον χτύπησε ένα σκαμπίλι... Να μην μπω σε λεπτομέρειες, από τότε τα παράτησα. Στου Φονιά που παίζαμε στο ρεπερτόριό μας λέγαμε και ένα τραγούδι για τους μαυραγορίτες. Τα λό για ήταν του Β α γιά να και η μουσική του Καλέλη. Α π ' ό, τι θυμάμαι δεν τους πείραζε, που τους αποκαλούσαν μαυραγορίτες, απόδειξη ότι οι ίδιοι μας πλήρωναν σχεδόν καθημερινά και το παί ζαμε, είχε γίνει σουξέ, τα λόγια του έχουν ως εξής: Μανάβηδες, μπακάληδες και λαχαναγορίτες, με τη σειρά τους έγιναν όλοι μαυραγορίτες. Μπαμπλιές, Μητράδια τσι Φουνιάς τσι άλλ’ πουλλοί ακόμα, άμα τιλειώσ' γιου πόλιμους, θα τς φα του μαύρου χώμα. Θαρρώ πω ς λέγα με κι άλλα, δεν τα θυμάμαι όμως. Θυμάμαι όμως ένα άλλο περιστατικό. Ή τα ν Δ εκέμβρης το υ '42, είκο σι το υ μήνα,
θυμάμαι, η πείνα θέριζε ακόμα για τα καλά. Όπως καθόμαστε με το Βαγιάνα μέσα στο κουρείο, σκυμ μένοι πάνω σ ' ένα μ α γκ ά λι με λίγη αθάλη από πυρήνα με λίγα κάρβουνα που ξεψυχούσαν, απα ραίτητο τότε σε κάθε κουρείο, για να κρατά ζεστό το νερό για το ξύρισμα, έκανε και κρύο έξω διαβο λεμένο, τότε χιό νιζε π ο λ ύ τακτικά, να σου και ανοίγει την πόρτα ένας πιτσιρικάς. Ω μπάρμπα, είπι γιου Τ ίν'ς του... α π ά ρ ιτι τα διουλιά σας α π άτι στου σπίτιντ α παίξιτι στν αρραβώναντ. Παρ' όλη την πείνα, το φόβο των Γερμανών και τα τόσα άλλα, η ζωή συνεχιζόταν, γέννες, βαφτίσια, αρρα βώνες, γάμοι, δε σταμάτησαν καθόλου. Ίσως να σας φ α ν εί α π ίσ τευ το , κι όμω ς είνα ι αλήθεια. Π ολλοί είναι εκείνοι που παντρεύτηκαν μέσα σ ' αυτά τα μαύρα χρόνια της Κατοχής... Καλά, λέω στο μικρό, θα πάω να βρω και τους ά λ λ ο υ ς και θα 'ρθούμε. Π ρ ά γμ α τι, άφησα το Βασίλη στο κουρείο και γω πήρα το σοκάκι από του Καμτζουρέλη, από του Περγάμαλη (Λ αχανέλ') το εργαστήριο, βγήκα στης Α ρ ισ τίγια ς, έστριψα στο σοκάκι του Σκούνιογλου, από του Σπανού το σπίτι γύρισα στο σοκάκι του Μ πέμπερη και πήγα στο καφενείο του Τζιτζίνα, όπου εκεί σύχναζαν ο Λ ευτέρης με τον Ανεζίνο. Τους φώναξα, βγήκαν έξω, τους εξήγησα και τους είπα να με περιμένουν λίγο μέχρι να πάω μέχρι του Κοντογιάννη το πρα ματευτάδικο να φωνάξω από το σπίτι, που ήταν δίπλα, τον Π απάγιω ρ'. Συγκεντρωθήκαμε όλοι στο κουρείο. Μην τα πολυλογώ, ξεκινήσαμε να πάμε στο σπίτι, που θα γινόταν η αρραβώνα, που ήταν κ ά π ο υ σ το ν Ξενώ να. Μ ό λ ις φ τά σ α μ ε σ το υ Π απουτσέλη την παράγκα, το περ ίπ τερ ο , στου Σ υνοδινού το μπακάλικο στην πόρτα της εκκλη σίας, να σου από του Μ αϊστρέλη (Αρνάδας) το σοκάκι το Π ουλέλ' (Ναπολέων Ιακώβου) ο χαμά λης. Ε Λ ιφτέρ', σι σένα έρχουμι. Είπι γη Φουτής α Σε καφενείο της Αγιάσου, στο Σταυρί... Διακρίνονται, από αρι στερά: Πρώτη σειρά: 1. (;). 2 (;). Δεύτερη σειρά: 1. Γεώργιος Παπάνης (Λιόλιας). 2. νήπιο (;). 3. Παυλής Νικολάου Πατσέλης. 4. Λευτέρης Καλέλης (μπουζου ξής). 5. 'Εκτορας Γεωργαλάς. 6. Βασίλειος Βλαστάρης (Βα γιάνας). Όρθιοι: Παναγιώτης Βασιλείου Σουσαμλής (Βάσος). 2. Σοφοκλής Μαλακέλης (καφε τζής). 3. Λευτέρης Καζαντζής (πίσω). 4. (;) Μοριανός. 5. (;). 6. (;) Ακριβλέλης (με τραγιά σκα). 7. (;). 8. Ευστράτιος Στόικος. 9. (;). (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μυρσίνη Βλαστάρη ή Βαγιάνα)
πότι α παίξ ιτι στου σπίτ'...ίσια 'πανου, ξέρ'ς συ... Ήτανε λίγο πονηρή η υπόθεση, γι’ αυτό του μιλού σε με διφορούμενα. Για μια στιγμή όλοι μας μείνα με αμήχανοι στο άκουσμα του ονόματος του και νούριου μας πελάτη, το δίλημμα μεγάλο, πέναλ τι.,. Η φάση κατακάθαρη, η απόφαση έπρεπε να παρθεί στα γρήγορα, η δεύτερη δουλειά ήταν απεί ρως καλύτερη α π' όλες τις πλευρές. Το πιο σπου δαίο ήταν σίγουρα πως θα τρώγαμε χορταστικά, όπως και να 'χε το πράγμα. Αμέσως σχηματίσαμε πηγαδάκι, δε χρειάστηκε όμως να πούμε κουβέντα. Α σ υ ν α ίσ θ η τα , σ αν ρ ο μ π ό τ, με μ π ρ ο σ τά ρ η το Λευτέρη τραβήξαμε όλοι προς την κατεύθυνση του σπιτιού του Φωτή, στη σιγουριά. Ακόμα περιμένει ο θεωρούμενος δευτεράντζα...Πράγματι για φτώ χιά δουλειά επρόκειτο. Κατοχή ήταν, πείνα, πού να τρέχεις να γυρεύεις συνείδηση και μπέσα, αφού τώρα π ο υ δε μ α ς λ είπ ει τίπ ο τα και σ π α νίζο υν αυτού του είδους οι ευαισθησίες, πιο πολύ σήμερα από την εποχή εκ είνη , π ο υ π ρ ά γ μ α τι γ ιν ό τα ν χαμός για μια μπουκιά, για ένα κομμάτι μπομπό τα, τότε που οι άνθρωποι πρήζονταν και πέθαιναν ομαδικά, μέχρι που ο συχωρεμένος παπα-Κανιμάς α να γκ ά σ τη κ ε να κ ά θ ετα ι μ ό ν ιμ η β ά ρ δ ια στο Νεκροταφείο ολημερίς ο καημένος, γιατί δεν προ λάβαινε αλλιώ ς να επιτελέσει το μακάβριο αυτό καθήκον του... Ο Φωτής... τότε κ ινιό τα ν εμπορικά... με λίγα λόγια έκανε μαύρη αγορά, ήταν μαυραγορίτης. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που προτιμήθηκε και πήγαμε σ' αυτόν. Φτάσαμε στο σπίτι. Μ όλις άνοιξε η ξώπορτα και μπήκαμε μέσα στην αυλή (είχε ξαυλή το σπίτι ένα μικρό κηπάκι με μια θεόρατη αμυγδαλιά), τα μάτια μας γούρλωσαν. Κοιταχτήκαμε όλοι μας σα χαμένοι, ρωτούσε ο ένας τον άλλον σιωπηρά, σα να έλεγε βλέπεις ό, τι βλέπω. Εγώ έτριψα και τα μάτια μου, είπα μπας και δε βλέπω καλά. Το θέαμα που μας έκανε να χαζέψουμε ήταν ένα γουρούνι σφαγμένο, κρεμασμένο από ένα κλαδί της αμυγδα λιάς, που έφτανε μέχρι κάτω στη γη, μέχρι ογδόντα οκάδες. Πρώτος συνήρθε, βρήκε τον εαυτό του ο Βασίλης Β αγιάνας και με φωνή πνιχτή, ίσα ίσα π ο υ ακουγόταν, μα ς είπε. Όλα τα καλά σας να κάνετε, εμείς από εδώ δε θα φύγουμε, αν δε φάμε γουρούνι... Μπαίνουμε στο κυρίως σπίτι, το τραπέζι ήταν ένας μεγάλος σοφράς από τους παλιούς, θεμένος στη μέση του δωματίου, στρωμένος δε με ό,τι πιοτά ήθελες απάνω, ρακιά, κρασιά, μπίρες, σαμπάνια, κονιάκια, όλα τα καλά του Θεού. Όλα αυτά που σου λέω είναι αλήθεια. Το μάτι μας από την πείνα ήταν μαύρο και προπαντός από κρέας. Α φ ο ύ βολευτήκαμε, αρχίσα με να παίζουμε.
Παρέα ήταν και άλλοι μαυραγορίτες...Κάναμε όλα τα καλά μας, όπως μας δασκάλεψε ο Βαγιάνας. Τι τα θες όμως, ο νους μας ήτανε στο σφαχτό, ξερο γλειφ ό μα στε σαν τις γάτες. Κ ο ιτά ξα με πώ ς θα τους φέρουμε στο κέφι και προπαντός το γαμπρό, για να δώσει και το σύνθημα, που θα 'βαζαν χέρι στο σφαχτό. Ύ στερ α από πολλά τραγούδια της παρέας που παίξαμε, εδέησε να διατάξει ένα συρτό ο γαμπρός και να σηκωθεί με τη νύφη να χο ρ έ ψει...Τότες τα τραγούδια ήταν λιγοστά, αποκομμέ νοι όπως ήμαστε από την υπόλοιπη Ελλάδα. Πού και πού ξέπεφτε και κανένα καινούριο. Τότε λο ι πόν σουξέ ήταν το τραγούδι, συρτό, "Της νυχτερί δας το κοκαλάκι Λεν έχω άλλη καμιά ελπίδα, παρά να πιάσω μια νυχτερίδα και να της πάρω το κοκαλάκι, να μ 'αγαπήσει το Μαρικάκι. Ο Βαγιάνας, που είχε τη δυνατότητα να αυτο σχεδιάζει, στη στιγμή γυρίζει τα λόγια και λέει: Γιατί να ξέρεις θα με τρελάνεις, αχ Αφρουδέλι μ', μ ' αυτά που κάνεις. Ενθουσιάστηκε λίγο ο γαμπρός, έδωσε κάτω λ ίγο τα π ό δ ια του, πήγε κι ήρθε λ ίγο το σ π ίτι, μικρό ς σεισμός, λίγα τα ρίχτερ, δεν τον έπιασε καλά. Γυρίσετέ το, λέει ο Βασίλης, στο μπάλο. Τραβά μανέ και λέει: Στη μυγδαλίτσα της αυλής, στα κλώνια τ' ανθισμένα, δυο πιτσουνάκια χτίζουνε φουλιά σιβνταλαντσμένα. Παρόλο που ο αμανές αποτελείται από δυο στί χους, αυτός για να τους σιγουρέψει συμπλήρωσε: Να τα βλογήσει ο Θεός, να ζουν ευτυχισμένα. Αυτό ήταν, έγινε της τρελής, φωνές, σφυρίγμα τα, χειροκροτήματα, πηδήματα, πήγαινε και ερχό τα ν το πάτω μα, κ ινδ ύ ν ευ ε να ρ ίξ ο υ ν κάτω το σπίτι. Μέσα σ' αυτή τη φασαρία, μέσα σ' αυτόν τον ενθ ο υσ ια σ μ ό , α κ ο ύ γ ε τα ι και το π ο λ υ π ό θ η το π α ρ ά γγελ μ α από το Φωτή: Β ουρ σ το υ γρ ο ύ ν', κόφτιτι, ψήνιτι, τρώτι... Φάγαμι, ήπιαμι μέχρι σκα σμού, ξμιρώσαμιντου... Τι τα θέλ 'ς όμους, τα στου μάχια μας ήνταν ξισυν'θσμένα τσι έβλαψί μας του γρούν', ίβγι μας ξ'νό, πουλλιώρα πλαλιούσαμι στν αλαπάντα, ήρτι γη ώρα...Συ 'σι που τρως; Τρεις μέρις μόνιμους σκουπός σ τ' Κ α λ λ ιό π '... Μ έρις κάναμι να σνέρτουμι, ας έλ'πι τουβύτσνου... Αυτά πάθαμι π ' λέγ'ς, Κόπ'. (Από αφήγηση του Στρατή Τοπαλή, που έγινε κάτω από τη φρίτζα του Καλφαγιάννη, ένα μήνα πριν από το θάνατό του)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗ ΤΑΛΙΟΣ Από το Μ ακεδονικό Μέτωπο στη Μικρά Α σία... Ο
Στρατής Π ροκόπη Τ άλιος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 29.8 . 1897 και πέθανε στις 19.6 . 1997, ο λοκ λη ρ ώ νοντα ς κύκλο ζω ής ενός α ιώ να . Α πό μικρός μπήκε στη σκληρή βιοπάλη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια εργαζόταν στο καφενείο που δια τηρούσε στο Σταυρί, κοντά στο πλατανοσκέπαστο γεφύρι. Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Στεφανή κι από χτησαν πέντε παιδιά, το Θόδωρο, τον Προκόπη, το Χρίστο, το Γιάννη και το Σταύρο. Υπηρέτησε την π α τρ ίδ α κ α ι πήρε μέρος σ τις επ ιχ ειρ ή σ εις του Μ ακεδονικού Μ ετώ που και της Μ ικράς Α σίας. Ή τα ν ά νθρω πος με ευγένεια αισθημάτω ν και με περίσσια καλοσύνη. Με πόνο ψυχής συγγενείς και φίλοι τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία. Με την ευκαιρία της αποδημίας του, δημοσιεύου με παρακάτω μικρή συνέντευξη, σχετική με τη συμμε τοχή του στους πολέμους, που του τη ζητήσαμε, για το περιοδικό, στο καφενείο του στις 16.8 . 1982...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ «Στρατεύτηκα το 1917. Υπηρέτησα στη Μακε δ ο νία και π ή ρ α μ έρ ο ς στη μά χη το υ Σ κ ρ α 1. Ή μουνα στο ορειβατικό π υ ρο β ο λικ ό , στο ν 560 τομέα, και είχαμε «δαγκλήδες». Ο Φώτης Τάλιος, ο ταγματάρχης πεζικού, ήταν ξάδερφός μου. Στη Μικρά Ασία πήγα το 1920 και γύρισα το 1922. Ανήκα σε μοίρα πυροβολικού. Στην ίδια μοίρα υπηρε τούσαν ο Αντώνης Πατράκης, ο Γιώργος Καμπούρης, ο Παναγιώτης Σκορδάς (Καραμπέτσος), πεθαμένοι και οι τρεις, καθώς και ο Στρατής Σινιόρος, ο παπάς^ Πέρασα από Αικελί, Πέργαμο, Σόμα, Εσκί Σεχίρ, Ντορταλί. Πέρασα επίσης το Σαγγάριο. Πήρα μέρος
στις μάχες της Προύσας, του Εσκί Σεχίρ, του Τουλού Μπουνάρ, του Αφιόν Καραχισάρ. Διοικητής της μοί ρας ήταν ο ταγματάρχης Στέργιος Γυαλίστρας. Στην Προύσα βγήκα φωτογραφία και την έστειλα στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν στην Αμερικής. Εγώ και οι παραπάνω Αγιασώτες δε λιποτακτήσαμε. Α ν όμως βρίσκαμε ευκαιρία, θα λιποτακτούσαμε. Οι λιποτά κτες έφευγαν από βουνό σε βουνό. Όταν μάθαιναν ότι ερχόταν απόσπασμα, έφευγαν. Ύστερα δεν τους κυνη γούσαν πολύ. Κατά την οπισθοχώρηση από το Αφιόν Καραχισάρ έφτασα στη Σμύρνη». 1. Περ. «Αγιάσος» 15(1983), α. 5. 2. Η φωτογραφία αυτή, μονταρισμένη με φωτογραφία του πατέρα του, δημοσιεύτηκε στο περ. «Αγιάσος» 16(1983), σ.7.
Αναμνηστική φωτογραφία στρα τιωτών και πολιτών, η οποία βρέθηκε στην Α γιάσο. Ο απο στολέας της, ίσως ο Αγιασώτης Σταύρος Κουρός που σκοτώθη κε στη Μικρά Α σία, γράφει στο πίσω μέρος: Αγαπητέ μου γαμβρέ Μιχαήλ, χαίρε. Λάβε την φωτογραφίαν, αυτήν διά ενθύμησιν. Χαίρε. Ενθύμησις Κουλού (sic) τη 21/2/1921. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Τα κακά ζο υ λ ά π ια εΜγάλος ο καημός του μπαρμπα-Κ ωστή για την ερήμωση του τόπου. Το ’λεγε και το ξανάλεγε: «Ιρμάξαν τα χουριό τσι τα βνα. Λιώνας αγρίγιψι. Τα σουθύρια ρουμανιάσαν. Πριβόλια ουνουμαστά, μ πα ξέδις, που ήνταν κ ουμ μ ά τια π α ρ α δεισ ένια , γιμίσαν βάτ’ τσι ατσκνίδις. Α πί παντού σι αρπούν γοι αρκόβατ’. Ψ ’χή δεν άγιτι. Χαθήκαν, ρε αθρώ π’, τσι τα ζουλάπια. Πού πήγαν; Δε βλέπ’ς πλια μηδί α λιπ ού, μηδί α τσ ίδα , μηδί ξ ιφ τ έ ρ ’, μηδί φ ίδια ! Μόνου γαλιές1τσι πουντ’τσοί. Γέμ’σι τόπους... Το ’φερε τώρα η μοίρα -«ένεκα οι πέτρες στη χολή και κάτι αρρυθμίες στην καρδιά της Μαριγώς»- να έρθουν στην Αθήνα, στους μεγάλους γιατρούς. Στην αρχή δεν είχε παράπονο. Αντίθετα, έλεγε: - Άδκα κατηγουρούν τς α θ ρ ώ π ’. Τσι τρ όπου έχιν τσι σουστά μ ’λούν τσι πα ρ ά δις δε γυρέβγιν. Άδκα τουν αδικούν... Η Μ αριγώ πάλι ήταν κατάπληκτη και θαμπω μένη από τα θαυμαστά, που έβλεπε: - Τσι τι π ο υ λ ιτισ μ ό ς, λέγου! Τσι τι ιβ γινείς αθρώ π’! Ούλου σι παρακαλώ τσι φχαριστώ λέγιν τσι μας μ’λούν σαν να είμαστι πλια βαριοί αρχου ντάδις... Τσι τι μιγάλις πόρτις που πιρνούμι... - Ναι... Μα να δούμι απί πού θα βγούμι... Ήθελε να της πει ο Κωστής, αλλά δεν το είπε. Το κατάπιε... Πήγε πήγε όμω ς η νοσηλεία και έπεσαν στην περίπτωση. Ή ταν ένας α π ’ αυτούς τους ντόκτορες, που ένα γιατρεύουν και δύο ματώνουν. Του έσπασε το ηθικό του Κωστή, του μαύρισε την ψυχή, τον ρήμαξε με την τακτική του. Το τι ακριβώς έγινε δεν
Η μακαρίτισσα Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’) Προκοπίου Κουμλέλη (Κουμλέλαινα), σύζυγος Ευστρατίου Σάπκα (Καμπούρη), δυναμική Αγιασώτισσα, που στη δουλειά οι άντρες δυσκολεύονταν να παραβγούν μαζί της... (Φωτογραφία Στράτου Τσουλέλη. Αγιάσος, 1986)
Τα ζα στις μέρες μας λιγόστε ψαν επικίνδυνα... Στη φωτογρα φία ένας ψαρής ημίονος, στην Οξιά (τοποθεσία Ξυλόκαστρου Αγιάσου), ποζάρει με φιλαρέ σκεια... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 1969)
το είπε ο μπάρμπας, αλλά και να τα έλεγε, λίγο ή π ο λ ύ κ ά τι θα ξέρ ει ο κ α θ έν α ς κ α ι μ α κ ρ ιά μας τέτοια καζίκια.2 Ύστερα τα λογάριαζε από πριν: - Δείτι μι καλά, γιατί έφτου που παγαίνου θα μι κ ά ν ιν α γ ν ώ ρ ’σ του. Θα κ ά ν ιν του τ ιμ ά ρ ι μ ’... Μ πουρεί να γυρίσου μ ’ άλλ’ προυβιά... Τώρα τα υπόμενε όλα και τα κατάπινε σιω πη λός, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και να στολί σει το «γιο του Ιπποκράτη», όπω ς ήξερε. Τι άλλο να κάνει; - Γη ζουγή μ ’ είνι του Μ αριγώ ... Μ όνου που φεύγαν γοι πέτρις απί τ ’ χουλή τς τσι πέφταν στου τσιφάλι μ ’ σα βουλίδις. Ρύθμιζαν τ ’ καρδιά τς τσι ξιρυθμίζαν μένα... Να ήταν μόνο αυτό όμως; Ή ταν η ταλαιπω ρία στο καμίνι της τσιμεντούπολης. Ή ταν που έβλεπε παντού το τι μηχανεύονταν, για να αρπάξουν ό, τι μπορούσαν από τα χέρια του. Να ρίχνουν, ας πούμε, στα ταξί τη διπλή ταρίφα, όπου θέλει ο καθένας, και να ξύνονται για τα ρέστα. Στα μαγαζιά να κάνουν λάθη στο λογαριασμό, πάντα βέβαια το λάθος προς τα πάνω. Και όλα αυτά τα γνωστά λίγο ή πολύ σε όλους μας. Ή ταν και η αγριάδα που του πουλούσαν μερικοί στις διαβάσεις ή στο δρόμο. «Έτσι πάνε στο χωριό σου; ». Βλέπεις όλοι οι βλάχοι βαφτίστηκαν τώρα γκάγκαροι Αθηναίοι και μας σερβίρουν γαλα τική ευγένεια. Να μην τους βασκάνουμε... Κ οντά στα άλλα είχε να εξηγεί στη Μ αριγώ τι είναι το ένα και πώς γίνεται το άλλο. Μια «ερμηνεία» του ήταν για την παραδομηχανή. Κάθισαν, λέει, στα σ κ α λ ο π ά τια μ ια ς τρ ά π εζ α ς να ξα να σ ά νο υ ν . Η Μαριγώ με χίλια μάτια εξέταζε τα πάντα ένα γύρω. Κάποια στιγμή έσπρωξε τον Κωστή: - Για δε τσι συ μια δ ’λειά! Βάζιν έφνα στ’ θυρί δα ένα σκαμ πίλ’ τσι βγαίνιν παράδις! Τούλουγια γίνιτι, μαθές; - Α! Δε του ξέρ’ς; Είνι παραδουμηχανή. Δεν είνι σ κ α μ π ίλ’, αλλά μια κάρτα. Β ά ζ’ τ ’ κάρτα, πατεί έναν αριθμό στα γκμπια τσι πέφ τιν γοι παράδις που θέλ’. Π ρέπ’ να έχ’ τ ’ κάρτα τσι τουν αριθμό... Κατάλαβις; - Ε! Να πά ρουμι τσι μεις μια κάρτα... Να του πούμι να μας δώσιν... Εν έχουμι ψ ’χή μεις; Είπε τώρα ο Κωστής να χωρατέψει και λίγο, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. - Ναι, αλλά είνι κουμμάτ’ δύσκουλου... - Τι δύσκουλου; Εμ στα δύσκουλα σι θέλου, άντρα μ ’. Π ους τα κ α τα φ έρ ν’ς! Συ π ιρ νά ς μέσα α π ’ του μακαρόν’. Σήκου, τι κάθισι. - Ναι... Αλλά αυτά δεν τα κάνου, για τί δεν τα θέλου. Γι’ αυτό είνι δύσκουλα για μένα... - Πόσου δύσκουλα δηλαδή; - Ε! Δεν μπουρώ να σ ’ του ’πω... - Έλα τσι συ πλια... Πες του τσι μι αγκάστρουσις...
- Θ έλ ’ς να μ ά θ ’ς; Α φ ού ιπ ιμ έ ν ’ς ά κ ’σι τα! Π ρέπ’ να πάμι απού μέσα...Συ να κάτσ’ς, να τουν κά ν’ς του... ψ υχ’κό τσι ’γω να, πώ ς να σ ’ του ’πώ, να πιράσου απί του... πάγκου... - Τιιιί; Ξ’τός τσι Παναγιά! Μη χειρότιρα... - Ν αι... Δεν ξέρου συ τι θ έλ ’ς, αλλά ’γω δεν μπουρώ. Εν έρχουμι σι τέτοια. Τι θέλ’ς δηλαδή; Τώρα στα γιράματα να του γυρίσου; Η μάνα μ’ μ’ έκανι Αδάμ. Γ ω να γίνου Εύα; - Ό ξου α π ί ’δώ! Τι λέγ’ς τώρα, βρε άντρα μ ’; Μ πα τσι χουρατέβ’ς; Αμ χίλις φουρές να μην απου τάξου τέτοιου πράμα... χίλις χλιάδις φουρές... - Γι’ αυτό σ’ λέγου... Δεν μπουρώ... - Μουρή μάμ’, γοι α διά ντρ ουπ’! Τέτοια ξιτσ ι πουσιά πλια! Αμ γ ι’ αυτό θα ρ ίξ ’ ου Θιος φουτιά να μας κ ά ψ ’ ζο υ ν τα ν ο ί! Π ά ν α γ ιά μ ’, βάλι του χιρέλ’ σ’! - Μη στινουχουριέσι, Μαριγώ, τσι τ ’ φουτιά δε θα τν ι ρ ίξ ’ ου Θ ιος. Μ εις μ ουνα χοί μας θα τνι ρίξουμι. Για να καλουψ θούμι τσι να φα ου ένας τουν άλλουν, να συχάσουμι. Να συχάσ’ τσι γιου Θιος, γιατί μιτάνιουσι τσι τα νύχια ν τ ’, που ξόδιψι λάσπ’ τσι μας έκανι... Γι’ αυτό δε γυρίζ’ να μας δει. Μας σ’χάσ’τσι... Ύ στερα από λίγο της εξήγησε βέβαια, πώ ς λει τουργεί το σύστημα της κ άρτας. Η Μ αριγώ τον αποπήρε πρώτα, γιατί την κορόιδεψε, αλλά μετά το γέλασε με την καρδιά της. - Άσ’ τα λέγ’ς, βρε άντρα μ’. Τσι γω, γη αγαθή, τα πίστιψα... Τι απλάκουτ’3 που είμι, λέγου! Είχε και ένα άλλο άσχημο μπλέξιμο στο τρόλεϊ. Χ τυπούσε κ α νο νικ ά και ακύρω νε τα εισιτήρια, γιατί σαν μερακλής και υπερήφανος άνθρωπος δεν καταδεχόταν ούτε να σκεφτεί γ ι’ αυτόν κάτι άσχη μο κ α ν έν α ς. Φ ούσ κ ω νε μέσα το υ , άμα έβλεπε άλλους να κάνουν τον πονηρό. Μια μέρα του έδω σαν εισιτήρια με άλλα χρώματα. Το βέλος για την ακύρωση είχε τώρα δύο κατευθύνσεις. Και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ρώτησε για να μάθει. - Είναι για τις τοπικές διαδρομές. - Δηλαδή; - Ξαναχτυπάς το ίδιο εισιτήριο. Αντίθετα... Μ πήκαν στο τρ ό λ εϊ και κα τέβ α ινα ν την οδό Αχαρνών. Στον Άγιο Παντελεήμονα λέει η κυρά του: - Να κατιβούμι να ανάψ ουμι ένα τσιρί, να μι κ ά ν’ καλά γη χάρη ν τ ’. Να μην της χαλάσει το χατίρι, κατέβηκαν, έκα ναν το καθήκον τους και ξαναγύρισαν στη στάση. Δέει τώρα ο μπάρμπας: - Να γη «τουπική γραμμή». Ε ίνι τσι του ίδιου τρόλεϊ, ίδια γραμμή, ίδιους αριθμός. Θα σ υνιχί σουμι τα ίδια εισιτήρια. Καλά που δεν τα πέταξα. Μ παίνουν λοιπόν, ξα να χτυπ ά ει τα εισιτήρια από την άλλη κατεύθυνση τώ ρα και συνεχίζουν.
Π άνω ’κει να ένας ελεγκτής. Π ολύ το χάρηκε ο Κωστής: - Τώρα θα δούμι, τι θα κάνιν γοι σιλέμδις, που δεν ακυρώσαν εισιτήριου. Γύρισε και κάρφωνε με τη ματιά του κάποιους, που στριμώ χνονταν στην πίσω πόρτα και έκαναν τον αδιάφορο. Πρότεινε καμαρω τός τα εισιτήρια στον ελεγκτή, για να περάσει γρήγορα, μήπως και προλάβει τους άλλους. - Αυτά είναι δύο φορές ακυρωμένα, κύριε... Θα πληρώσετε πρόστιμο... Τρεις χιλιάδες δραχμές. - Ναι... Ε ίναι δύο φορές, για τί είναι σε τοπική γραμμή... Να! Το γράφει και από πίσω. Έτσι δε λέει; - Αφήστε τα αυτό, κύριε. Ό λοι αυτά λέτε. Θα πληρώσετε. Τα στοιχεία σας... Όνομα; Έβγαλε διπλότυπα ο ελεγκτής και τα συμπλή ρωνε, για να τιμω ρηθεί ο παραβάτης. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, εγώ είμαι από την επαρχία, δεν τα ξέρω τι είναι οι τοπικές, οι κορμοί και οι διαδη μοτικές γραμμές σας. Αλλού είναι οι παράνομοι και ψάξε να τους βρεις. Τίποτα ο άλλος. - Δηλαδή ’γώ θα πληρώσου τα ιλλείμματά σας; Μα άμα είνι να σουθείτι, να τα δώσου να ’συχάσιτι. Αλλά μι του τσιφάλ’ που κουλαντρίζιτι, 4 φουβούμι πους ούλου τσι θαν αβγαταίνιν. Ίσ α μ’ να βριθεί πάλι κανένας κουβαρντάς να τα χαρίσ’ στν ιδϊουτι κή κιρδουφαγία, σαν να τα ήβρι απί του πατέρα ν τ ’, να τσιρίζιτι σαν του ζιματ’σμένου του πουντκό. - Δώσ’ τα τώρα! Τον έσπρωχνε η Μαριγώ. Τι να κάνει ο άνθρωπος, μην τη στενοχωρέσει κιόλας και πού να τρέχει να δικαιωθεί, είπε να τα πληρώσει. Βάζει το χέρι στην τσέπη και του κόβεται η ανάσα. Ψ άχτηκε καλά. Τ ίποτα . Η κεσέ του έλειπε. Τότε θυμήθηκε, που όταν ανέβαιναν στο τρόλεϊ κάποιος τον έσπρωξε άσχημα, άλλος τον πίεζε στο πλευρό γκρινιάζοντας και κάτι ζεστό και υγρό περπάτησε
στο ύψ ος της τσέπης του. Άντε τώ ρ α , τρέχε να βρεις τους κλέφτες. Ευτυχώς είχε κάποια χρήματα στη μέσα τσέπη και πλήρωσε αμίλητος το πρόσ τι μο, να γλιτώ σει, αλλιώ ς π ο ιο ς ξέρει πού θα τον τραβολογούσαν. Ό ταν όμως ξεμοναχιάστηκαν με την κυρά του, ξέσπασε: - Να, γιατί ούλα τα κακά ζουλάπια χαθήκαν απί τα β’νά. Έ διου μαζιφτήκαν γοι αλιπούδις, τα ατσί δια , τα ξ ιφ τέρ ια τσι τα φ ίδ ια . Ή ρ τα ν τσ ι άλλα απόξου πιο διαβουλιμένα τσι γίναν πατσάλ’, χαρ μ ά ν’ ικλικτό. Λοιπόν... Τώρα που θα γυρίσ ουμι πίσου, θα πάγου να κάτσου στου Σ κ ο υ τ ν ό . Δεν ξέρου συ τι θα κ ά ν’ς, αλλά ’γώ θα κάτσου ίσαμ’ να φ ’σ ή ξ ’ κ α σ τα ν ο υ λ ό γ ο υ ς. Γ ια τί έφ του είν ι π ιο ήμιρα α π ’ έδιου. Έ διου είνι τα άγριγια τα ρουμά νια. Α πί παντού σι τζλώ νιν5 γοι αρκόβατ’ τσι σι δαγκάνιν τα θηριά. Έ διου, στου πουλιτισμό. Αμ πιο καλά να μι χτυπούν γοι ατσκνίδις τσι να λείπιν τα εσείς τσι τα σας, τα ευχαριστώ τσι τα παρακα λώ, που σένα σι μαράναν τσι σι σκλαβώσαν... Το είπε και το έκανε. Και κάνει χάζι τώρα τις γαλιές, που χαλούνε τα μοσχάπιδα και τα φιρίκια. Δεν τις αποδιώχνει πια: - Φάτι, κόρισιμ’, φάτι. Σεις τρώτι, για να ζήσιτι. Άμα χουρτάσιτι, θα σταματήσιτ ι. Θαν απουμείνιν τσι για μένα. Μεις, γοι αθρώ π’, είνι που δε χουρταί νο υ μ ι π ο υ τές. Ό σ ου τρ ώ μ ι, τόσ ου π ιο π ο υ λ λ ά θέλουμι. Φάτι... Χουρέψιτι τσιόλας. 'Γω θα σας παί ζου παλαμάκια τσι θα σας τραγ’δώ. Φάτι κόρισιμ’.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΠ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ 1. γαλιές: σκίουροι. 2. καζίκια: παλούκια. 3. απλάκωτη: άβγαλτη, αδέξια, άπειρη. 4. του τσιφάλ’ που κουλαντρίζιτι: η τακτική που ακοθείτε. 5. τζλώνου: αγκυλώνω.
Από τον αμαξωτό του Σκοτεινού ως το Ξυλόκαστρο... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 1968)
ΤΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ «ΛΙΠ’ΔΑ» Ο φιλόλογος
Στρατής Αναγνώστου αναφέρει, σ ’ ένα δημοσίευμά του, στο Δελτίον της Εταιρείας Λ εσβιακώ ν Μ ελετών «Λεσβιακά» (τόμος Ι Σ Τ ', Μ υτιλήνη 1996), με τίτλ ο «Η Λ έσβος κατά τη
διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέσα από το γαλλόφωνο σμυρναϊκό Τύπο της εποχής», πω ς ο Ό μηρος Κ οντούλης του γνωστοποίησε ότι η α π ’ το σόι της μ η τέρ α ς του γ ια γ ιά του Θ εοκτίστη Βρανά - Κουκουσέλλη (1840-1930) του διηγήθηκε ότι κατά την επανάσταση του 1821 οι α ντάρτες της Α γ ιά σ ο υ , μ ετά α π ό σ ύ γκ ρ ο υ σ η με τ ο υ ς Τούρκους, βρέθηκαν σε δυσχερή θέση και αναγκά στηκαν να ζητήσουν α π ’ αυτούς να τους επιτρ έ ψουν να φύγουν α π ’ το νησί α π ’ το επίνειο Ντιπ, του κ ό λ π ο υ Γ έρα ς. Ό τ ι ο ι Τ ο ύ ρ κ ο ι δέχτη κ α ν, αλλά μόλις έφτασαν οι Α γιασώτες αντάρτες στη λιόφυτη π ερ ιο χή , που β ρίσ κετα ι ανάμεσα στην π ρ ώ τη κ α ι τη δ εύ τερ η π α τ ω μ έ ν η Α γ ιά σ ο υ Κ α ρύνη ς κ α ι σ υγκ εκ ρ ιμ ένα π ρ ο ς τη μεριά του χω ριού Ασώματος, τους επιτέθηκαν οι ενεδρεύο ντες στο σημείο αυτό Τούρκοι και τους κατέσφα ξαν, γ ι’ αυτό και η περιοχή αυτή της σφαγής ονο μάστηκε «Λ ι π ’δά », δη λαδή τ ό π ο ς ό π ο υ έπεσε λεπίδι... Σ το ω ς ά ν ω δ η μ ο σ ίε υ μ ά το υ ο Σ τ ρ α τ ή ς Α ναγνώστου καταχω ρίζει και ειδήσεις της φ ιλο τουρκικής γαλλικής εφημερίδας «Le Spectateur Oriental», που εκδιδότανε την περίοδο αυτή στη Σμύρνη, οι οποίες αναφέρονται σε εξέγερση των Π λω μαριτώ ν και τω ν Α γιασω τώ ν και συγκεκρι μένα στο φ ύλλο με αρ. 48, (7) / 19-4-1822 της εφημερίδας αυτής αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η είδηση πως οι Σαμιώτες αποβιβάστηκαν στη Χ ίο προκάλεσε μεγάλη αναστάτω ση στη Μ υτιλήνη. Οι το π ικ ές αρχές π ή ρ α ν όλα τα μέτρα, για να διατηρήσουν την τάξη στο νησί και για να απο τρ έψ ο υ ν κάθε εν έρ γεια τω ν Λ εσβίω ν, π ο υ θα στρεφ ότανε ενα ντίο ν των Τούρκων. Δ υστυχώ ς δ η μ ιο υρ γή θ η κ α ν τα ρ α χές και τέτο ιες π ρ ά ξ εις σκληρότητας, ώ στε δεν είναι δυνατό να μείνει κανείς εδώ». Η ίδια εφημερίδα στο με αρ. 52, (5) /1 7-5-1822 φ ύ λλο της α να φ έρ ει: «Το νησί της Λ έσ β ο υ δ ια θ έ τ ε ι 67 ε λ λ η ν ικ ά κ α ι το υ ρ κ ικ ά χωριά. Μ εταξύ αυτώ ν των χω ριώ ν το Πλωμάρι και η Α γιά σος είναι τα πιο σημαντικά και όλως δ ιό λ ο υ κ α το ικ η μ ένα από Έ λληνες. Το πρώ το β ρ ίσ κ ετα ι σε α π ό σ τα σ η έξι ωρών με τα π ό δ ια από τη Μ υτιλήνη και αριθμεί τέσσερις χιλιά δες σπίτια. Το δεύτερο βρίσκεται σε απόσταση μόλις τε σ σ ά ρ ω ν λ ε υ γ ώ ν α π ό τη ν π ρ ω τε ύ ο υ σ α
Μ υτιλήνη και αριθμεί πάνω από δυο χιλ ιά δ ες σπίτια. Τα δυο αυτά χω ριά προσχώ ρησαν στην επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε ενα ν τίο ν τους. Ο ρίστε οι νέες κ α τα σ τρ ο φ ές π ο υ ετοιμάζονται! ». Α π ’ τα δη μ οσ ιεύμ α τα α υτά της «Le Specta teur O rien tal» α π ο δεικ νύ ετα ι π ω ς τον Α πρίλιο του 1822 ξεσ η κώ θηκ α ν οι Π λ ω μ α ρ ίτες κ α ι οι Α για σ ώ τες εν α ν τίο ν τω ν Τ ούρκω ν κ α ι επ ο μ έ ν ω ς η π λ η ρ ο φ ο ρ ία π ο υ έδ ω σ ε η Θ ε ο κ τ ίσ τ η Β ρ α νά -Κ ο υκ ο υσ έλλη σ τον εγγονό της Ό μ ηρο Κ οντούλη για τη σφαγή τω ν Α γιασω τώ ν α ντα ρ τώ ν στη θέση «Λ ι π ’δά» θα π ρ έπ ει να είναι αλη θινή. Ο Στρατής Α ναγνώ στου αναφέρει ακόμα στο ω ς ά νω δ η μ ο σ ίευ μ ά το υ π ω ς ο ερ ευνη τή ς της λεσβιακής ιστορίας Γιάννης Μ ουτζούρης δημοσί ευσε στο «Λεσβιακόν Ημερολόγιον 1950» των Δ. Βερναρδάκη και Π. Σαμάρα κατάλογο Π λω μαρι τών, που οι ίδιοι ή οι πατέρες των έλαβαν μέρος στην Ελληνική επανάσταση και πω ς σώζονται προ φορικές παραδόσεις, κατά τις οποίες στην εξέγερ ση το υ 1822 π ρ ω τ ε ρ γ ά τ η ς ή τα ν ο Γ ια ν ν ά κ η ς Λαγουμτζής ή Κ αρτσέλλας και οι προεσ τοί του Π λω μαριού ειδοποίησαν τον Τούρκο διοικητή, ο οποίος έστειλε λίγο στρατό στο Πλωμάρι και ηρέ μησαν τα πνεύματα. Στο δημοσίευμά του ο Στρατής Α ναγνώ στου τ ο ν ί ζ ε ι π ω ς , α π ’ το γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι η γ α λ λ ικ ή φ ιλ ο τ ο υ ρ κ ικ ή ε φ η μ ε ρ ίδ α « Le S p e c ta te u r O r i e n t a l » δ ε ν α π έ κ ρ υ ψ ε τη ν ε ξ έ γ ε ρ σ η τω ν Π λω μ α ρ ιτώ ν κ α ι Α γιασ ω τώ ν τον Α π ρ ίλ ιο του 1822, ενώ έ ν τ ε χ ν α α π έ κ ρ υ ψ ε την α ν α τ ίν α ξ η του το υ ρ κ ικ ο ύ δ ικ ρ ό το υ στην Ερεσό το Μ άιο το υ 1821, σ υ ν ά γ ε τ α ι: 1) ό τι γ ια να α ν α φ έρ ει την εξέγερση Π λω μ α ρ ιτώ ν κ α ι Α γιασ ω τώ ν, θα π ρ έπ ει να είχε π ά ρ ει μεγάλες δ ια σ τά σ εις, κα ι 2) ό τ ι θα υ π ή ρ χ ε π ιθ α ν ή σ υ ν ε ρ γ α σ ία μ ετα ξύ Π λω μ α ρ ιτώ ν και Α γιασω τώ ν, ώστε να εκδηλω θεί η εξέγερσ η το υ Α π ρ ιλ ίο υ 1822 σ ύ γ κ α ιρ α και στα δυο χω ριά. Ευχαριστώ το Στρατή Α ναγνώστου για τα ως άνω α να φ ερ θ έντα ισ το ρ ικ ά σ το ιχ εία , π ο υ μου έδωσε πριν α π ’ τη δημοσίευση του άρθρου, και τον Όμηρο Κοντούλη, ο οποίος με βεβαίωσε πως είναι α λ η θ ιν ά , όσα α ν α φ έ ρ ε ι γ ι ’ α υ τό ν ο Σ τρ α τή ς Αναγνώστου στο δημοσίευμά του. (Από το υπό έκδοση βιβλίο Δημητρίου και Γιάννη Παπάνη «Τα τοπωνύμια Αγιάσον»)
"Παραμυθάς" Κι κύλησαν τα χρόνια! Η όμορφη, ανέμελη α ζωή στην Κρήτη κάπου τελείωσε. Η οικογένεια επέ στρεψε στα π ά τρ ια εδάφη και είμαι π ια μαθητής στην εβδόμη Γ υ μ ν α σ ίο υ (δηλα δή σ η μ ερινή Β' Λυκείου), στο ηρωικό Α ' Γυμνάσιο Αρρένων Μ υτιλήνης. Α πό την περίοδο αυτή της σχολικής ζωής οι αναμνήσεις είναι πιο πολλές και πιο έντο νες, μια και την εφηβεία όλοι τη ζούμε δυνατά , συναρπαστικά και...άγρια. Δ ιευ θ υ ν τή ς στο Γ υ μ ν ά σ ιο ο α ε ίμ ν η σ το ς Σταύρος Παρασκευαΐδης και φιλόλογος καθηγητής μας ο επίσης αείμνηστος Παναγιώτης Σαμάρας (ο επονομαζόμενος Παναγέλ’ του ουκνό). Το σχολικό κλίμα της εποχής αυτής (δεκαετία του ’50 και ’60) ήταν βέβαια πολύ διαφορετικό από τη σημερινή εποχή. Η αυστηρότητα των σχολικών κανονισμών (το κούρεμα με την ψιλή, το μαθητικό καπέλο, οι απαγορεύσεις στην κυκλοφορία, ακόμα και τις απογευματινές ώρες) μας καταδυνάστευαν, αλλά, όπως πάντα, και οι διαβολιές ήταν μέσα μας και άμα βρίσκαμε ευκαιρία σκαρώναμε τα πάντα. Ο Σαμάρας όμως ήταν κέρβερος και δε δίσταζε να ξυλοφορτώνει με τη βέργα οποιονδήποτε ατα κτούντα, ανεξαρτήτως ηλικίας κα ι...αναστήματος. Μάλιστα, επειδή ήταν κοντόχοντρος, σκαρφάλωνε στο βάθρο της έδρας, για να δείρει κάποιον ψηλό, όταν δεν τον έφτανε από το πάτωμα. Κάθε λίγο δε και λιγάκι παράγγελνε και κ α ι νούργιο στοκ από βέργες στους μαθητές από το χωριό Λουτρά και οι βέργες που έφερναν (και που τις πιο πολλές φορές τις δοκίμαζαν οι ίδιοι πρώ τοι), σύμφωνα με το μέγεθος τους, έπαιρναν και ανάλογα ονόματα, όπω ς γιου Καραϊσκάκης, γιου Κουλουκουτρώνης και γιου Αθανάσιους Διάκους, πιθ α νώ ς για να συμβαδίζουν με το μέγεθος τω ν μουστακιών των ηρώων της Επανάστασης του ’21. Συνήθως τις δυο πρώ τες ώρες του ημερήσιου π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς μα ς είχ α μ ε Α ρ χ α ία κ α ι Νέα Ελληνικά με τον Σαμάρα και μόλις είχαμε αρχίσει τα εισαγωγικά μαθήματα για την αρχαία τραγωδία. Προκειμένου λοιπόν να μας δώσει παραστατι κά την εικόνα της εισόδου του χορού της τραγω δίας, ο καθηγητής πετάγεται μια στιγμή έξω από την τάξη αρπάζει μια από τις αγαπημένες του βέρ γες και, μετατρέποντά ς την σε α ρχα ίο ελληνικό αυλό, εισέρχεται ρυθμικά και θριαμβικά στην τάξη, μιμούμενος και ψάλλοντας την πάροδο της τραγω δίας. Εμείς σκασμένοι στα γέλια παρακολουθού σαμε τα... δρώμενα και μυούμαστε με παραστατικό
τρόπο στα μυστικά του αρχαιοελληνικού θεάτρου. Δεν είχε περάσει όμω ς ούτε η μισή διδακτική ώρα, όταν ξαφ νικά το Π αναγέλ’ μας αναγγέλλει "Μουρά μ’ (μωρά μου, παιδιά μου), κ ά τ’ ξέχασα κι θα πά γου στου σ π ίτ ’ να του πάρου. Θα κ ά τσ ιτι ούλ’ μέσα κι κανείς δε θα βγει όξου α π ’ την τά ξ’!" Κ α ι α π ε υ θ υ ν ό μ ε ν ο ς σε μένα "'Ε λα δω , ρε Π α π ά ν’, κάτσι στν έδρα, να πεις στς συμμαθητές ένα π α ρ α μ ύθ’, για να κάτσιν ήσυχα" και έφυγε... ήσυχος για το σπίτι του στο Μακρύ Γιαλό. Ό π ω ς ήταν φυσικό, σε λίγα λεπτά, με εντολή του Π α ρ α μ υθ ά (δηλαδή δική μου), η τάξη είχε αδειάσει και όλοι είχαμε αραδιαστεί στα κάγκελα του σχολείου..., ξομπλιάζοντας τους περαστικούς και κυρίω ς τις... περαστικές. Μην ξεχνάμε ότι το σχολείο μας βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της Μ υτιλήνης και προσ φ ερ ότα ν για πασαρέλα ομορφιάς. Και μεις βέβαια δε θα αφήναμε ανεκμε τάλλευτη την ευκαιρία να αποτελέσουμε την π ιο έμπειρη κριτική επιτροπή... καλλιστείων! Για το φόβο όμω ς τω ν Ιουδαίω ν, δηλαδή του Σαμάρα, είχαμε στείλει και κάποιον με το ποδήλατο να παρακολουθεί από μακριά το δρόμο, από τον οποίο θα ερχόταν ο καθηγητής, και να μας ειδοποιή σει έγκαιρα. Το δρομολόγιό του ήταν γνωστό. Θα ερχόταν, βέβαια, ό π ω ς κάθε μέρα, α πό τον ίσιο δ ρ ό μ ο , π ο υ π ερ ν ά μ π ρ ο σ τά α π ό το μ α γα ζί "Π α π α ρ ίσ β α ", γ ια τ ί δεν ή τα ν δ υ ν α τ ό ν "του Π α ν α γ έ λ ’ του ουκνό" να π ρ ο τιμ ή σ ει το ν άλλο δρόμο που είχε ανήφορο, εκεί που σήμερα είναι τα
Αγιασώτες μαθητές της εποχής του πηληκίου χαριεντί ζονται... Διακρίνονται από αριστερά: 1. Θεμιστοκλής Δογραματζής. 2. Παναγιώτης Μιχαήλ Γαλετσέλης. 3. Παναγιώτης Χριστόφα Χαλέλης. Ό ρθιοι: 1. Γιάννης Κουζέλης. 2. Παναγιώτης Ηλία Ψυρούκης (Γραμμέλης).
γρ α φ εία της Ο λυμ πια κή ς. Εκεί λ ο ιπ ό ν ανέμενε μισοκρυμμένος και ο ποδηλάτης-αγγελιοφόρος μας. Ανέμελοι εμείς εντωμεταξύ συνεχίζαμε το θεά ρεστο έργο μας, της εκ τόξευσ η ς π ε ιρ α γ μ ά τω ν στις... περαστικές, όταν ξαφνικά μια φωνή ακούγε ται "ρε σεις, ου Σαμάρας!". Ως δ ιά μ α γ ε ία ς τα κ ά γκ ελ α ά δ ε ια σ α ν κ α ι "πατείς με, πατώ σε" όλοι βρεθήκαμε στην τάξη και ο... Π α ρ α μ υθά ς στη θέση του να... σ υνεχίζει το παραμύθι. Σε λίγο μπαίνει μεγαλόπρεπα "του Π αναγέλ’". Μας κοιτάζει επιδοκιμαστικά και επαινεί την άδολη και πειθαρχημένη συμπεριφορά μας. "Μ πράβου, μουρά μ’! Έ τσ ’ σας θέλου! Ή συχα και υπάκουα σαν Παναγιές! Μπράβου κι συ, ρε Π αραμ’θά, που κρά τησες την τάξη ήσυχα!! Και ξαφνικά αλλάζοντας απότομα ύφος "Ρε σεις, μπας και βγήκε κανείς έξω; Ό ποιος βγήκε να το πει τώρα." Νεκρική σιγή στην τάξη, τα βλέμματα όλα απλα νή, το ύφος μισοκακόμοιρο, το στόμα κλειστό. Δ ειλά δειλά όμω ς μερικά χέρ ια (αυτώ ν που ήταν σίγουροι ότι τους είχε δει στην πρώτη σειρά στα κάγκελα) σηκώθηκαν και με τρεμάμενη φωνή στα χείλια ψέλλισαν "Εμείς βγήκαμε". Π οιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε τότε. "Β γά τι όξο υ , κ ο υ π ρ ό σ κ υ λ α (η α γα πη μ ένη του φράση), σταθείτε στον τοίχο να σας καμαρώσιν οι συμμαθητές σας. Τώρα θα δείτι τι θα πάθιτι! Ά κρα του τά φ ο υ σ ιω πή τώ ρα! Τα γ ό ν α τα τ ω ν ... ενόχω ν κα ι ομ ολογησ ά ντω ν έχουν κ οπεί. Ό ρ θ ιο ι στον τοίχο περιμένουν το... εκτελεστικό απόσπασμα. Και τότε αλλάζοντας και πάλι ύφος (αχ! αυτές του οι μεταλλαγές πόσο μας κόστιζαν!). "Και τώρα, κουπρόσκυλα, καθίστε κάτω εσείς, που βγήκατε, κ α ι σ ηκω θείτε επ ά νω εσείς οι ά λ λ ο ι, π ο υ ... δε βγήκατε! Έ λ α τώ ρ α εδώ εσύ, κ ύ ρ ιε Παραμ’θά, πήγαινε στο γραφείο και φέρε μου τον... Καραϊσκάκη (την πιο μεγάλη από τις βέργες του!). Το τι επακολούθησε το αφήνω στην φαντασία σας να το συλλάβει, για τί η φράση "πού σε πονεί και πού σε σφάζει" δεν είναι ικανή να περιγράψ ει ακριβώς τα...διαδραματισθέντα. Και όπως ήταν φυσικό, ο Παραμυθάς πλήρωσε πρώτος πρώτος και αρκετά "ακριβά τη νύφη" ή μάλ λον την αναζήτηση... νύφης από τα κάγκελα του σχολείου. Ο μόνος τυχερός ήταν τελικά ο ποδηλά τη ς-α γγελιο φ ό ρ ο ς, π ο υ περ ίμ ενε α π τό η το ς στο πόστο του, μια και "του Παναγέλ" τον ξεγέλασε κι αυτόν, αφού για πρώτη φορά στη ζωή του εκτός από "Παναγέλ’ ουκνό" αποδείχτηκε και "πονηρό", αφή νοντας το συνηθισμένο του δρομολόγιο και παίρνο ντας τον... ανηφορικό δρόμο για το σχολείο.
Σ Χ Ο Λ ΙΚ Α Θ Υ Μ Η Τ Α ΡΙΑ
Ο μαθητής Γεώργιος Σκλεπάρης, σήμερα χειρούργος, με το Απολυτήριο, και με τον κουμπαρά ως έπαθλο για την ωραία έκθε ση, με θέμα «Η αποταμίευση» (26. 6 . 1965).
Αναμνηστική φωτογραφία (1946). Δ ιακρίνονται, από αριστερά, τρεις μαθη τές του Γυμνασίου Αργους, οι αδερφοί Καραμούντζου, Δημήτρης (γιατρός), Σπύρος (σχολικός σύμβουλος) και Παναγιώτης (στρατηγός).
Ο ΚΑΦΕΣ Αχ, αυτό το καφεδάκι, όταν πίνεται από δυο, με γλυκό και με νεράκι, κρύβει κάποιο μυστικό.
ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘ’ Σαν ήνταν να μι παντριφτεί γη γ ’ναίκα μ’ γη καημέν’, του ’πι σν αρχή στου πάππι τς πους ήνταν ’ρουτιμέν’. Ε, ρε, σαν του ’κσι καλ’καντής πους Αγιασώτ’ θα πάρ’, ίβαλι κάτ’ φουνάρις, που τς πήραν ούλ’ χαμπάρ’. Αν έτρουγις, λέγ’, κόρη μ’, κάρνα ένα μαγκάλ’, πιο ήσυχου θαν είχα γω τώρα του τσιφάλ’. Σν Αγιάσου ’νι κατσοί αθρώπ’ τσι μη κάν’ς του γιαγνίσ’, σα λείψ’ γη Μιγαλόχαρ’, κανείς ε θα πατήσ’.
Δυο φλιτζάνια αγοράζουν με το πρώτο "σ’αγαπώ", γλυκύ βραστό ν ’ απολαμβάνουν αυτόν που λένε "ελληνικό". Ο καφές στον έρωτά τους έχει γίνει πια θεσμός, και στα ιδιαίτερά τους μάρτυρας παντοτεινός. Με πολύχρωμο ματάκι μοιάζει κάθε φουσκαλίτσα και μαζί μ’ ένα φιλάκι πίνουνε και μια γουλίτσα. Το καφεδάκι στη ζωή τους έχει και συμβολισμούς, επί ένα η τιμή τους, όρκος αγάπης διαρκούς. Στις έν λόγω συναντήσεις αυτός που λέει το "δεν μπορώ”, χωρίς περίσκεψη και τύψεις προσφέρει τον καφέ πικρό. Καρυά, 24. 2. 1997
Τις ξέρ’ς ποιο σκατουχάλ’ναρου, ποιος θκος μας δηλαδή, τουν πρόσβαλι τουν άθριπου τσ’ εν ήθιλ’ α μας δει. Μα φτη του γδι τσι του γδουχέρ’, μου τώρα κλαι του χάλι τς τσι μέρα νύχτα του βρουντά στουν τοίχου του τσιφάλι τς. Μ’ τουν είπαν, λέγ’, τότις καλόν, αλλά τσι μουρφουμένουν, γιλάσκα τσι φουρτώθκα τουν τουν ανιθιματσμένουν. Όμους, θαρρώ, τα παραλέγ’, απάνου μ’ ίν’ξι του χαλ’νάρι τς, τσι καμιά μέρα, σα μι θμώσ’, θα κάνου του τιμάρι τς.
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΑΓΙΑΣΩΤΟΥΛΑ Καλέ Αγιασωτούλα μου, που ’ναι τα τσόκαρά σου, στην Πατωμένη π ’ άφησες, να ψάξω να τα βρω; Η βράκα η μεταξωτή και τα πολλά φλουριά σου, στον τορνευτό τον κόρφο σου, σαν το κρυό νερό; Καλέ Αγιασωτούλα μου, που είναι το τσεμπέρι, που τις πλεξούδες έδενες, το δαντελοπλεχτό; Ψάχνω να σ’ εύρω στο Σταυρί, στης Παναγιάς τα μέρη, στις γειτονιές που σ’ έχασαν, τώρα σ’ αναζητώ. Πού ’ναι τ’ αφράτα μάγουλα, το παχουλό σου χέρι, που το σταμνί στον ώμο σου κράταγες γελαστή; Του «Τίν’» η βράκα, το στραβό κασκέτο, ποιος να ξέρει, τι να ’γινε με το ροδί γαρούφαλο στ’ αυτί;
Αγιάσος, 3.10.1997
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ
ΠΑΠΑΣ ΤΟΥ Ν’ΚΟΥΛΕΛ’ Σαν του Ν’κουλέλ’ άλλου παπά δραστήριου δεν έχ’ τσι στουν Αστράτγιου στου Σταυρί κρέμασι καμπανέλ’. Του σήμιρα τ’ παπα-Ν’κόλα δε μοιάζει μι του χτες, απ’ τα λουλούδια Ταξιάρχ’ς γίν’τσι σουστός μπαχτσές. Τσ’ απάνου στου μπιτόν αρμέ λουλούδια ’νι γιμάτου, αθάνατου τ’ παπα-Ν’κόλα θα μείνει τ’ όνουμά του. Γιατί τα έργα τ’ Ι’νκουλέλ’ δεν τα μιμούντι τσ’ άλλ’, τα ψάρια τα μιγάλα βρουμούν πλια π ’ του τσιφάλ’. Δώτι παράδις τ’ Ιν’κουλέλ’, για έργα έχ’ κουράγιου, ιγκαίνιασι στου Μαυριγιώτ’ άλλου μιγάλου άγιου. Παπα-Ν’κόλας ιργάζιτι χουρίς να παίρν’ ανάσα, τα ράσα δε κάν’ν του παπά, κάνει παπάς τα ράσα. Όσα να γράψου λίγα ’νι για του παπα-Νικόλα, τα λόγια είνι πιριττά, μιλούν τα έργαντ ούλα. Καλά ’νι να ποίσ’ παπα-Ν’κόλας τσ’ ένα γηρουκουμείου, να δίνιν γοι συνταξιούχ’ τς συντάξις για ταμείου. Αγιάσος, 30.7.1997
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΚΑΜΑΡ’ Οξου ίβγα ’πι τα ρούχα μ’, Τουρκαλάδις, άλατσι, νέφτ’ θα βάλου στου πουπό σας, να πιτάτι σα τς πουτ’τσοί. Να ασχουληθώ μαζί σας πήρα πένα τσι τιφτέρ’, τσι ξινύχτ’σα για να γράψου, νύπνους πήριμι ταχτέρ'. Τι καμώματά ’νι τούτα, φτάν’ πλια, ξιφουρτώματα, δεν είνι για τς μπαγιρίσις τ’ άγια μας τα χώματα. Μεις ζητούμι τ’ προυστασία τς Παναγιάς μας τσι τ’ Χριστού, τσ’ όχ’ Αλλάχδις τσι κουράνια, π’ μοιάζ’ φαγί νιρόβραστου. Βάλιτι του στου μυαλό σας, μη γινόστι πλια γουμάρ’, ότι τα νησιά μας είνι της Ελλάδας του καμάρ’. Δε λέγου για του λαό σας, κακουμοίρ’ς είνι τσι φτος, τα μιγάλα τα τσιφάλια είνι π’κρός καφές καφτός. Γι’ αυτό θέσιτί τα σ’ μπάντα τα στραβά, τα πουνηρά, να αγκαλιαστούμε τζάνουμ, να πιτάξουμ’ απ’ τ’ χαρά. Πιρασμένα ξιχασμένα, πες πους γίν’ ένα γιαγνίσ’, τσι να δώσ’ γι ένας στουν άλλουν απί μια μούτζα μπαξίσ’. Μυτιλήνη, 20.3.1997
ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΕΛΗ - ΚΑΜΙΝΕΛΗ
ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ Λίγη ανθρωπιά αν δείξετε του κόσμου οι μεγάλοι, σταυραετοί τη λευτεριά θα τραγουδήσουν πάλι. Τα κόκκινα ποτάμια, ναι,
τότε θα σταματήσουν, και στων ανθρώπων τις καρδιές χαμόγελα θ’ ανθίσουν. Ένα ζεστό χαμόγελο γι' αυτά τα πεινασμένα, που λιώνει το κορμάκι τους σε ρούχα ξεσχισμένα. Σας ικετεύουνε γι' αυτό μανούλες πονεμένες, που κλάψανε λεβεντογιούς και ζουν δυστυχισμένες. Και τα παιδιά τα ορφανά με δάκρυα στα μάτια φωνάζουν φτάν’ ο πόλεμος, μας κάνατε κομμάτια. Πετάξτε τα τουφέκια σας, τα κοφτερά μαχαίρια, αγκαλιαστείτ’ αδερφικά και δώσετε τα χέρια. Να ξαστερώσει ο ουρανός, να διώξει το μπουρίνι κι όλοι μαζί ας ψάλουμε το ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ. Μυτιλήνη, 10.8. 1996
ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Μην την είδατε την Ιλένια μου, τη μελαχρινή του κόσμου, τη μελένια μου; Έχει μακριά μαλλιά, περιστέρι ταχυδρόμο σε μια χαίτης αντηλιά. Μην την είδατε, μην την είδατε; Στα στιβαρά τα χέρια σου μια νύχτα ματωμένη... αρπαχτικό τη λάβωσε την πολυαγαπημένη και πια στη γη δε μένει... Από μένανε δεν την πήρανε και στο δρόμο την πνοή μου δεν τη σύρανε· ήτανε τόσο καλή, με το χέρι της στα χείλη έδινε παντού φιλί. Μην την είδατε, μην την είδατε;
«ΓΗ ΣΑΠΦΩ ΜΑΣ» Λεσβιακή επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά Ιδ ιαίτερη επιτυχία σημείωσαν οι παραστάσεις της νέας λεσβιακής επιθεώ ρησης του τα λα ντο ύ χ ο υ ερ γά τη τ ο υ θ ε ά τ ρ ο υ Α ν τώ ν η Μ η νά «Γη Σ α π φ ώ μ α ς», π ο υ δ ό θ η κ α ν στην α ίθ ο υ σ α του κ ιν η μ α το θ ε ά τρ ο υ το υ Α ν α γ ν ω σ τη ρ ίο υ (3 κ α ι 4. 8 . 1997), στα Β ασιλικά (16. 8 . 1997), στο π ά ρκο Ε πάνω Σκάλας Μ υτιλήνης (17.8 . 1997) κ α ι στον Ασώματο (24.8 . 1997). Στην επιθεώρηση, π ο υ α π α ρ τίζετα ι α π ό δύο μέρη, συμμετείχαν οι παρακάτω : Α. Π α ρ ο υ σ ιά σ τρ ια : Μ α ρ ία Α ϊβ α λ ιώ το υ . 1. Σ κ ετς « Ιξιλιγμ ό ς» (Γ ιά νν η ς Α ν δ ρ ικ ο ύ , Ελένη Β ο υ λ γ α ρ έλ η ). 2. Π α ρ λ ά τ α « Τ ο υ κ ιν η τό μ ’» (Π αναγιώ της Γραμμέλης). 3. Νούμερο «ΚΑ Π Η» (Λ ευ τέρ η ς Κ α μ π ιρ έ λ η ς , Γ ιώ ρ γ ο ς Π α π ά ν η ς , Μ α ρ ιά ν θ η Κ ο υ ν τ ο υ ρ έ λ η ). Β. 1. Σ κ ε τ ς «Ρέιβ πάρτι» (Ελένη Βουλγαρέλη, Γιάννης Α νδρικού,
Γ ιά ν ν α Μ α ϊσ τ ρ έ λ η , Π α ν α γ ιώ τ η ς Α ν δ ρ ικ ο ύ , Αγαύη Δελόγκου, Μ ιχάλης Β ίγλατζης, Γ ιώ ργος Μ ηνάς, Π αναγιώ της Χ ατζημιχαήλ). 2. Ν ούμερο «Χρηματιστήριο» (Στρατής Βεγιάζης). 3. Χ ορευτι κό (Β λοτίνα Νουλέλη). 4. Σκετς «Ενοικιαζόμενα δ ω μ ά τια » (Π α ν α γ ιώ τ η ς Γ ρ α μ μ έλ η ς, Μ α ρ ία Α ϊβ α λ ιώ τ ο υ , Ε υ σ τ ρ α τ ία Σ τα υ ρ α κ έλ η , Α γα ύη Δελόγκου, Μ αριάνθη Κ ουντουρέλη, Ε υστράτιος Α ν δ ρ ικ ο ύ ). 5. Τ ρ α γ ο ύ δ ι «Γη Σ α π φ ώ μ α ς» (Παναγιώτης Γραμμέλης, Μ αρία Α ϊβαλιώτου). Γ ενική ε π ιμ έ λ ε ια της π α ρ ά σ τ α σ η ς: Μ α ρ ία Α ϊβ α λ ιώ τ ο υ . Σ κ η νικ ά : Λ ευτέρ η ς Κ α μ π ιρ έλ η ς και Π αναγιώ της Γραμμέλης. Φ ω τισμοί: Κ ώ στας Χ ρ. Γλεζέλης. Ρύθμισ η ήχου: Π α ν α γιώ τη ς Χ ρ. Γλεζέλης. Μ ουσική επένδυση: Νίκος Τσιριγώτης.
ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Στιγμιότυπο από την παράσταση της επιθεώρησης του Αντώνη Μηνά «Γη Σαπφώ μας» (νούμερο «ΚΑΠΗ»), στην αίθουσα του Κινηματοθεάτρου του Αναγνωστηρίου, στις 3. 8. 1997. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Λευτέρης Καμπιρέλης, η Μαριάνθη Κουντουρέλη και ο Γιώργος Παπάνης. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Σωτηρία Βαλαλά)
κτήμα, τ σ ’ α φ ή να ν τς ιμ σ α φ ίρ δ ις α π ο ύ π ά νου α π ’ το υ τσ ισ μέ. Ο ύ λ ο υ ς γ ιο υ κ ά μ π ο υ ς τσ ι τα ρ ο υ μ ά ν ια ε ίχ α ν γ ιμ ίσ ’ α π ί κ ο υ σ σ ύ φ ’ τσ ι τ σ ί χ λ ις . Τ ώ ρ α δ εν ξ έ ρ ο υ γ ια τ ί μ α ς α ρ ν η θ ή κ α ν .
Οι γερανοί είναι κοινωνικά πτηνά, που μεταναστεύουν και διαχειμάζουν σε μεγάλα κοπάδια...
Γοι ο υ ρ α ν ο ί ε ίν ι μ ιτ α φ ο υ ρ ικ ά π ’λ ιά , π ο υ φ ε ύ γ ιν α π ’ τα β ό ρ εια κρ ά τη τ σ ’ α ρ χ ό ν τ ι σ τα ν ό τια , γ ια να π ρ ο υ φ υ λ α χ το ύ ν α π ’ του μιγά λου κ ρ υ γ ιώ μ α . Του ό νο υ μ α ο υ ρ α ν ο ί φ α ίν ιτ ι π ο υ ς το υ π ή ρ α ν α π ’ τ ο υ ν ο υ ρ α ν ό , π ο υ π ιτ ο ύ ν σ ι μ ιγά λ α ύψη, σαν τ ’ α ϊρ ό π λ α ν ο υ . Λεν π ο υ ς του κ α τ α ρ ά χ ’ν τ ο υ ν ε ίν ι α ν ’χ τ ό σα σ κ ά φ ’ γ ι ο υ ρ ο ύ κ ’σ σ α , π ο υ π λ ύ ν α ν μέσ α γ ο ι π α λ ιέ ς γ ο ι γ ’ν α ίτσ ις. Π α ρ ’ όλου π ο υ π ιτο ύ ν σι μιγά λα ύψη, φ ιν ό ν τ ι σα κ α τσ ίτσ ις ιμκρές. Π ρ έ π ’ να μ π α ρ α μ π α ρ ίζιν μι π ο υ λ ιμ ικ ό α ϊρ ό π λ α ν ο υ . Τα π ο υ δ ά ρ ια ντουν λεν ό τι είνι μιγά λα τ σ ’ ό τι έχιν π τ ιρ ύ γ ϊα , σα τ ’ π ά π ια , τ σ ’ ιπειδή δ ια ν ύ ιν μ ιγά λ ις α π ο υ σ τ ά σ ε ις , εν α π ο υ κ λ ε ί ι τ ι ν α κ ά ν ι ν τ σ ι τ ο υ υ δ ρ ο υ π λ ά ν ο υ τσ ι να π ρ ο υ σ γ ε ιώ ν ’ν τ ι α π ά ν ο υ σι θ ά λ α σ σ α , γ ια να ξ ικ ο υ ρ α ζ ό ν τ ι. Τα μ ά τ ια ν τ ο υ ν ε ίν ι μ ιγ ά λ α τσ ι σ τρ ο υ τζ λ ά , σα φ α τ σ ο ί η λικ τρικ οί. Ό τ α ν μ ισ ο υ κ ο υ π ο ύ σ ι γ ι Ο υκ τώ β ρ η ς, α ρ χ ι ν ο ύ σ α ν ν α μ π ρ ο υ β έ ρ ν ιν α π ί τ ο υ β ’ν ό , το υ Λ ιά κ α , τα π ρ ώ τ α κ α ρ α β ά ν ια μ ι τα φ ο υ ρ τ ιά ντουν. Σ ι λ ίγ ’ ώ ρα μ α ύ ρ ιζι γι ο υ ρ α ν ό ς σι δ ιά φ ο υ ρ ’ σ χη μ α τ’σμοί, σα τς ικ π ιδ ιβ μ έ ν ’ τς σ τρ α τιώ τις. Ιμ π ρ ουσ τουφ υλα κ ές όξου α π ί τς γρ α μ μές, β α θ μ ο υ φ ό ρ ’ π ’ δ ίν ιν π α ρ α γ γ έ λ μ α τ α γ ια π ρ ο υ σ γ ε ίο υ σ ’. Μ εις ιμ κ ρ ο ί β γ α ίν α μ ι σ ’ δ ρ ό μ ’ τσι τα παρακουλουθούσαμι. Ό τα ν έβρισκαν του κα τά λληλου μέρους για π ρ ο υ σ γ ε ίο υ σ ’, κ α τ έ β ιν ι το υ π ρ ώ τ ο υ ένα ς τ σ ’ έκα νι δ ουκιμή τ σ ’ ό τα ν π ή γ ιν ι κ α λά γ ’ ιπ ιχ ε ί ρησ ’ α κλουθούσ α ν γι ένας τουν άλλουν τσ ’ αφ ήναν τς α λ ιξο υ π τισ τές να πέσ ιν α π ί ουρισμ έ νο υ ύ ψ ο υ ς, γ ια τ ί ’ν ι α δ ύ ν α τ ο υ τό σ ο υ μ ιγά λ α μ ιτα γ ο υ γικ ά να π ρ ο υ σ γειο υ θ ο ύ ν σ ’ α νώ μ α λου μ έρ ο υ ς. Α υ τά τα π ’λ ιά , γ ια να ξ ο υ ν ο υ σ κ ο υ θούν, π ρ έ π ’ να ν υ π ά ρ χ ’ α ϊρ ο υ δ ρ ό μ ιο υ , για να π ά ρ ιν φόρα. Κ α μ π ό σ α π α γ α ί ν α ν σ ν Α γ ρ ιγ ιά , σ ’ έν α
Γερανός ο κοινός, γνωστός και στο νησί μας άλλοτε ως «ουρανός».
Μ ή π ο υ ς α κ ρ ιβ ύ ν α ν τ α ε ισ ιτ ή ρ ια , σα τ ς Ο υλυμπιακής, τσ ’ ε ίν ’ α σ ύ μ φ ο υ ρ ’ γ ’ Ιλλάδα τσι π α γ α ί ν ι ν κ ά π ’ α λ λ ο ύ , π ο υ ’ν ι π ι ο φ τ ’ν ά ; Ν ουμ ίζου π ο υ ς τσ ι σας θα σας κ ά ν ’ ιν τύ π ο υ σ ’ γη ιξ α φ ά ν ισ ’ το υ ν ο υ ρ α νώ ν, π ο υ ’ν τα ν π ρ ο υ μήνυμα για τς κ υνηγοί, π ο υ γίν α ν π ιο π ο υλλο ί α π ’ τ α θ η ρ ά μ α τ α . Α ς ιλ π ί σ ο υ μ ι π ο υ ς , α ν α λ λ ά ξ ’ γη κ α τά σ τα σ ’ τσ ι φ τ ’νύ ν ιν τα εισιτήρια, μπουρεί να ξουνόρτιν! Αγιάσος, 31.8. 1992
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΦΩΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΜΠΡΑΤΣΟΣ Στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης Ο
Φώ τη ς Σ α ρ ά ντο υ Μ π ρ ά τσ ο ς ή Π ρ ά τσ ο ς γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1899, όταν ο 19ος α ιώ να ς β ρ ισ κ ό τα ν στη δύση του. Υ πή ρξε ηγετική φυσιογνωμία του λεσβιακού αριστερού κινήματος. Ε ίνα ι σχεδόν ο π ρ ώ τος που έριξε το σπόρο του κομουνισμού στην Αγιάσο. Ή τα ν γόνος αστικής οικογένειας α λ λ ’ αυτό δεν τον εμπόδισε να βρί σκεται πάντα στην πρώτη γραμμή. Με την επιβλη τική προσωπικότητά του και με τις αναμφισβήτη τες ηγετικές του ικανότητες ενέπνεε, καθοδηγούσε, ακτινοβολούσε... Ή τα ν ένας από τους υ π οψ ή φ ιους βουλευτές του Ε ν ια ίο υ Μ ετώ που Ε ρ γα τώ ν -Α γρ ο τώ ν κα ι Προσφύγων "ΣΦΥ ΡΙ-ΔΡΕΠ ΑΝΙ", που κατέβαινε πριν από τη δικτατορία του Μεταξά, μαζί με τους ομ οϊδεά τες του Α χιλλέα Κ οντάρα, Χ αράλαμπο Τελόλμα, Νίκο Χαβαράνη και Νίκο Φλωκίδη. Στις 25-9-1932 το ΕΜΕΑ συγκέντρωσε πανελ λ α δ ικ ά το 5% τω ν ψ ή φ ω ν (5 8 . 223 έ ν α ν τι τω ν 14.325 που πήρε το Κ . Κ.Ε . το 1928) και έβγαλε 10 βουλευτές1. Στις 5-3-1933 έγιναν νέες βουλευτικές εκλογές με το πλειο ψ η φ ικ ό κ α ι οι δυο μεγάλες α σ τικές π α ρ α τ ά ξ ε ις σ χεδόν ισ οψ ήφ ησ α ν. Το εκ λο γικ ό όμως σύστημα ευνόησε τους Λαϊκούς, που πήραν 136 έδρες έναντι 110 των Βενιζελικών. Το ΕΜΕΑ πήρε 80.000, αλλά δεν έβγαλε κανένα βουλευτή2. Σ τις 9-6-1935 έγιναν βουλευτικές εκλογές σε ατμόσ φ αιρα μεγάλης τρ ομ οκ ρ α τία ς και κ α λ π ο νοθείας. Το ΕΜ ΕΑ σημείωσε λαμπρή νίκη. Σ υ γκέντρω σε 98. 699 ψ ή φ ους, δηλαδή 9, 59 % τω ν έγκυρων ψηφοδελτίων. Στη Μυτιλήνη ήρθε π ρ ώ το, ωστόσο, λόγω του πλειοψηφικού συστήματος, δεν κέρδισε καμιά βουλευτική έδρα3. Ο Φώτης Μπράτσος ήταν ένας λαϊκός ηγέτης, ο ο π ο ίο ς έδειξε τ ις α ρ χη γικ ές του ικ ανότη τες σε δύσκολες εποχές. Καταλυτική ήταν η συμβολή του στη λύση του οξύτατου επισιτιστικού προβλήμα τος, όταν η Κοινότητα Αγιάσου ναύλωσε καΐκι και φόρτωσε λάδι, που έδω σαν οι Α γιασώ τες, μετά από ά δεια που πήρε ο τότε νομ άρχη ς α πό τους Γ ερ μ α ν ο ύ ς4. Κ α τά φ ερ α ν να φ έρ ο υ ν τ ρ ό φ ιμ α , κυρίως στάρι, το Φεβρουάριο του 1942. Το φορτίο αυτό σήμαινε τη σωτηρία από το θάνατο από την π είν α π ο λ λ ώ ν Α για σ ω τώ ν. Το κ α ΐκ ι έδεσε στο Π λω μάρι και οι εκεί το π ικ ές α ρχές ζήτησαν να τους δοθεί η μισή ποσότητα σταριού για τις άμεσες ανάγκες τω ν κ α το ίκ ω ν του Π λω μ α ρ ιού, με την
Φώτης Σαράντου Μπράτσος (Πράτσος)
υπόσχεση πω ς θα την επέστρεφαν, όταν θα ερχό ταν το δικό τους καράβι. Το καΐκι, για να αποφύγει το μπέρδεμα, έφυγε τη ν ύ χ τα γ ια το λ ιμ ά ν ι του Ν τ ιπ ίο υ . Κ α ι εκεί όμω ς άλλα μπερδέμ ατα. Η Χ ω ροφυλακή Αγιάσου ζήτησε μερίδιο. Την ίδια αξίωση πρόβα λε κ α ι η Δ ιο ίκ η σ η Χ ω ρ ο φ υ λ α κ ή ς Λ έσ β ου. Μ προστά σ ’ αυτή την κατάσταση συγκροτήθηκε Επιτροπή, που κινητοποίησε τους Αγιασώτες σε μια έντονη α ντίδρα σ η . Στη δύσκολη αυτή ώ ρα μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος με καυστικά λόγια ο Φώτης Μ πράτσος και τόνισε ότι "Δ εθα"ε
π ιτ ρέψ ουμε να β ά λο υν το βρώ μικο χέρ ι τους στη ζήση μας". Η Επιτροπή παρουσιάστηκε στη Χωροφυλακή Α γιά σ ο υ , π ο υ τό τε είχε διο ικ η τή το μ ο ίρ α ρ χ ο Γιάννη Πετσετάκη, και ζήτησε να εξασφαλιστεί το στάρι, που είχε εισ αχθεί νόμ ιμ α για το λαό της
«Περιμένοντας ένα πρωί να ακούσω Λ οντίνο, πήρα τη Λειτουργία στό ραδιόφωνο. Πόσο ακου γόταν τις μέρες εκείνες απόμακρη αλλά εύηχη και εξαγγελτική η φωνή της. Ερχόταν από τα πρώτα μας χρόνια π ο υ είχαμε μπροστά τη ζωή, για να δόσει γαλήνη τώρα που έπρεπε, με τη στάση μας, να τ ης δ όσουμε αξία οριστική. Ά κουσα το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών». Το πρώτο έχει ψύχρα δογματική· δεν έχει παλμό· γράφτηκε σε εποχή π ο υ ο χριστιανισμός εί ταν καθεστώς. Το άλλο έχει απλότητα συνταραχτική, είναι λόγια του ίδιου του Χριστού! Ανταποκρίνεται σε εποχή που ο χριστιανισμός είταν λύτρωση. «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημ ίν σήμερον!». Ο λόγος έχει μέσα του κραδασμό , ανάλογο μέ τα συνθήματα που γράφονται τώρα τις νύχτες στους τοίχους. Το βράδι εμφανίστηκε σπίτι μας ο Φώτης ό Μπράτσος, Μ υτιλη/νιός φίλος τής ειδυλλιακής εποχής. Μιλήσαμε πολύ για τα περασμένα και για τα τωρινά. Πάντα είχε στό χαραχτήρα του δυο στοιχεία σχεδόν αντιφατικά: το φανατικό και το ανθρώπινο. Του μίλησα για τις πρωινές σκέψεις μου πάνω στις δυο προσευχές. Για την πρώτη είπε π ως είναι «δήλωση», για την άλλη δε θυμάμαι τι είπε - βρήκε τή σκέψη μου τραβηγμένη. Ε γώ του εξήγησα π ως δεν εννοώ, να γράφουν τώρα τις νύχτες στους τοίχους το «Πάτερ ημών»! Δραπέτεψε από τον Ά η Στράτη στήν αρχή του πολέμου, βγήκε στη Χαλκιδική κι ήρθε με τα πόδια του στήν Αθήνα για να βρει αποδοτικότερο θάνα το. Α π ό τήν αρρώστια, πού χρόνια τον έτρωγε, γιατρεύτηκε και τώρα είναι σίδερο. Συμφωνήσαμε να έρχεται σπίτι μας και να τρώει μια φορά τή βδομάδα. Μια φορά μόνο γιατί έπρεπε να πηγαίνει κι άλλου. Τον αγαπούσαμε όλοι. Κάποια μέρα ήρθε, έφαγε και μας είπε π ως δε θα ξανάρθει. Μου ζήτησε κι ένα βιβλίο - το χρειαζότανε. Του έδωσα του Ανατόλ Φρανς «Πάνω στήν άσπρη πέτρα». Μου είπε: «Αυτό πια θα σου το φέρω όταν σε ξαναδώ μπορεί να αργήσω αν δε με ξαναδείς θα το χάσεις». Είχε στά λόγια του κάτι αινιγματικό. Το απέδο σα, μια στιγμή, στη μανία του να είναι συνεπής σ τις υποχρεώ σεις του. Φυσικά δεν απέκλεισα" κάποια δύσκολη αποστολή. Δεν έπρεπε να ρωτάς. Μου μίλησε και για κάποιο έργο που είχε γράψει. Τι να α π ό γινε άραγε το έργο το υ Μ πράτσου; Περάσαν μέρες κι έμαθα πώς τον σκότωσαν στον Πειραιά τα τάγματα ασφαλείας. Έ φευγε και τον χτύπησαν από πίσω. Έ φυγε εκείνη τή μέρα από κοντά μας, να πάει στον εκούσιο χαμό. Πόσο α ριεύει η γενιά μας. Τι άνθρωποι βρίσκονται γύρω μας και δεν τούς υποπτευόμαστε. Είναι εύκολο να λέμε κατόπι ότι φαινόντουσαν». (Α. Πανσέληνου, Τότε π ο υ ζούσαμε, έκτη έκδοση, Κέδρος 1978, σσ. 383-384).__________________________
Ψηφοδέλτιον (διαστάσεων 20x14) εκλογής βουλευτών του Συνδυασμού «Ενιαίον Εκλογικόν Μέτωπον Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων».
Α γιάσου, ο ο π ο ίο ς πέθ α ινε α πό την πείνα . Την άλλη μέρα όμω ς πιάστηκε ο Φώτης Μ πράτσ ος, εκτοπίστηκε και στάλθηκε στον Άγιο Ευστράτιο. Το στάρι όμως έμεινε στην Αγιάσο. Ο Φώτης Μ πράτσ ος ήταν π ά ντα στην πρώτη γραμμή, γ ι' αυτό και κυνηγήθηκε. Εκτελέστηκε το 1942 σε ηλικία 43 ετών από τους κατακτητές στον Πειραιά5. Κ λείνοντα ς, θα ήθελα να επισημάνω ό τι για παλιούς αγωνιστές τα γνωστά στοιχεία είναι ελά χιστα. Η ουσία όμω ς είναι ότι άνθρω ποι σαν το Φώτη Μπράτσο είναι η ιστορία μας. Η ιστορία της Εθνικής μας Α ντίστασης, η πάλη του λαού μας εν ά ν τια στον κατακτητή κ α ι ο α γώ να ς για ένα καλύτερο αύριο. Έ να π ά ντω ς είνα ι βέβαιο πω ς από τον αγώνα αυτών των ανθρώπων στα πέτρινα χρόνια τίποτα δεν πήγε χαμένο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
1. Χ ρονικό αγώνων και θυσιών του Κ . Κ . Ε., 1ος τόμος, έκδοση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε, 1986, σ. 80. 2. Ό.π., σ. 85. 3. Ό.π., σ. 102. 4. Π.Κ. Κεμερλή-Α.Σ. Πολυχρονιάδη, Η Α ντίστα ση στη Λέσβο (Πηγές και Πτυχές της), Αθήνα 1988, σσ. 241-242. 5. "Επεσαν για την ζωή", έκδοση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. 1994, τόμος 2, σ. 205.
ΠΩΣ ΑΛΛΑΞΕ ΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ Ο ΜΠΟΥΝΑΤΣΕΛΗΣ... λΌοι μας γνωρίζουμε πως ο διαχωρισμός των περισσότερων ελαιοκτημάτων γίνεται με δυο τρόπους, ή με τα αρχικά γράμματα απ’ το ονοματεπώνυμο του ιδιο κτήτη, γραμμένα με λαδομπογιά, ή με δυο βαθιά χαράγ ματα από τσεκούρι πάνω στον κορμό του δέντρου γύρω από το κτήμα. Τα σημεία αυτά είναι πάντα προς το μέρος του γείτονα, που να τα βλέπει. Κοινώς λεγόμενα χαράτσια, στην πατρική μας γλώσσα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που πολλοί έχουν οδηγηθεί στα δικαστή ρια, γιατί υπάρχει κάποιος που τα αμφισβητεί. Σ’ έναν τέτοιον αγώνα είχε εμπλακεί ο μακαρίτης και ξακουστός στο χωριό μας "Τουκιστής". Άνθρωπος τετρα πέρατος, με πάρα πολλές ιστορίες, ειδικά σε θέματα που είχαν σχέση με την παραοικονομία. Εξ ου και το παραπά νω παρατσούκλι, βγαλμένο α π’ τη λαϊκή κολυμπήθρα. Ήτανε ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου, που βρίσκεται παρακάτω απ’ το Σταυρί, πάνω στο δρόμο, την πατωμέ νη, που οδηγεί στην Καρύνη. Σήμερα, βέβαια, θυμίζει βιβλικό τοπίο το εν λόγω ελαιοτριβείο, που μια μόνο φράση στους υπεύθυνους αρκεί: "ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥΣ". Στα δικαστήρια πάντοτε έβγαινε λάδι, γιατί διέθετε το χρήμα. Στο μόνο που δεν τα κατόρθωσε ήταν σε προσωρινά μέτρα για μια ελιά, φιλονικούμενη μεταξύ αυτού και του Ευάγγελου Μπουνατσέλη*. Στη συγκεκριμένη υπόθεση όντως απ’ τη μεριά που ήταν χαραγμένα τα σημάδια στον κορμό της ελιάς μαρ τυρούσαν ότι ανήκει στον Τουκιστή. Την ημέρα όμως της εκδίκασης, στα επιτόπου προσωρινά μέτρα, τα ίδια
Ο φραγκοράφτης Παναγιώτης Δημητρίου Γλεζέλης και η πρώτη εξαδέλφη του Μελπομένη Παναγιώτη Σαπουναδέλη (Τουκιστίδινα) (30.10.1959). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
σημάδια δείχνανε το αντίθετο. Μετά την τροπή που πήρε η υπόθεση, ο Τουκιστής έχασε τη δίκη. Δεν τον χώραγε όμως ο τόπος, πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτή η αλλαγή στα σημάδια. Πήγε, βρήκε τον α ν τ ί δ ι και τον παρακά λεσε να του πει τι συνέβη. Δε με πείραξε ότι έχασα το δέντρο, αλλά θέλω να μάθω πώς άλλαξαν τα χαράτσια. Αφού εξασφαλίστηκε ο αντίδικος ότι δε θα έχει παραπέ ρα τραβήγματα, του εξιστόρησε τον τρόπο. Ότι, αρκετές μέρες πριν τη δίκη, με δυο ζώα είχε κουβαλήσει νερό, με το οποίο πότιζε συνεχώς τη ρίζα της ελιάς. Α π’ την πολλή υγρασία το χώμα μαλάκωσε, στη συνέχεια μεταξύ κορμού και σταύρωσης της ελιάς τοποθέτησε μια μανέλα και με δύναμη αυτός μαζί και άλλοι στρέψανε τον κορμό, ώστε τα σημάδια να δείχνουν ιδιοκτήτη αυτόν. Ο Τουκιστής θαύμασε την όλη ενέργεια, όσο για τον αντίδικό του, του βγήκε «απανουγότιρους». Αθήνα, 1.5.1997
Σ.Σ. Κάποτε, ροβολώντας στην Πατωμένη, συνα ντούσες το ελαιοτριβείο του Σαπουναδέλη. Σήμερα ο χώρος του είναι ένα χάλασμα... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου. 1984(;))
Την ιστορία αυτή, με πρωταγωνιστές όμως τον Παναγιώτη Σ απουνα δέλη ή Τοκιστή και τον Π ροκόπη Κ οντή ή Μ πουνατσέλη, δημοσίευσε π α λ α ιό τερ α ο Μ ιλτιάδης Σκλεπάρης στο περ. «Αγιάσος», τεύχος 18 (ΣεπτέμβρηςΟκτώβρης 1983), σ. 3.
Η ΣΚΑΜΙΑ ΤΙΜΗΣΕ ΤΟ ΜΥΡΙΒΗΛΗ Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του νΑηφορίζοντας μετά το Μανταμάδο για τη γρα φική Σκαμιά, στους πρόποδες του χωριού συναντά με τη νεοανεγερθείσα προτομή του Λέσβιου λογοτέ χνη Στρατή Μυριβήλη. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Στρατή Μυριβήλη έγιναν στις 16 Αυγούστου 1997. Ή ταν ένα όμορφο λεσβιακό απόγευμα, από εκείνα που με έρωτα έχει περιγράψ ει ο Μυριβήλης στα έργα του. Ο κόσμος πολύς που ανέβηκε από τη Μ υτι λήνη κ α ι α π ό τα γύρ ω χ ω ρ ιά . Ή τ α ν α ψ ευδή ς μ α ρ τυ ρ ία της δ ια χ ρ ο ν ικ ή ς α ξ ία ς του μεγάλου Λέσβιου θεω ρητικού δασκάλου της "Λεσβιακής Ά νοιξης". Τον τίμησε ακόμη και η πολιτική ηγε σία του τόπου, οι βουλευτές μας Ν ίκος Σ ηφ ου ν ά κ η ς, Φ ρ α γ κ λ ίν ο ς Π α π α δ έ λ η ς κ α ι Σ τ ρ α τ ή ς Κόρακας. Η τελετή τω ν αποκαλυπτηρίω ν άρχισε με επ ι μνημόσ υνη δέηση α π ό το ν π ρ ω το σ ύ γκ ελ ο της Ιερής Μ ητρ όπολης Μ ήθυμνας Ν ικόδημο Κ ο υ τσαμπάση, συνεπικουρούμενο από τον ιερέα της Κ οινότητας. Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος της Κ ο ινό τη τα ς Σ κ α μ ιά ς Μ ιχά λ η ς Γ κ ιο υ ρ ε λ ιώ τ η ς , π ο υ απηύθυνε σύντομο χαιρετισμό στον παρευρισκό μενο κόσμο. Στη συνέχεια λίγα λόγια μεστά περιε χ ο μ έ ν ο υ γ ια τ ο ν τ ιμ ώ μ ε ν ο ε ίπ ε ο Ν ο μ ά ρ χ η ς Λέσβου Α λέκος Μ αθιέλης, που χειροκροτήθηκε θερμά α π ό το ν π α ρ ευ ρ ισ κ ό μ εν ο κόσμο γ ια τη συνεργασία της Ν ομαρχιακής Α υτοδιοίκησης με την Κ οινότητα, για να έχουμε σήμερα το ποθητό αποτέλεσμα. Μ ετά α πό το σύντομο λόγο ο Ν ο μάρχης αποκάλυψε την προτομή, ενώ ένα παρατε ταμένο χειροκρότημα, με το αντίκρισμα της επ ι βλητικής μπρούτζινη ς προτομής του Μ υριβήλη, επιβράβευσε την όλη π ρ ο σ π ά θ εια . Α κολούθησε ο μ ιλ ία του Σ κ α μ ιώ τη θ εολόγου καθηγητή Π α ράσχου Τσαΐρη με θέμα "Ο Στρατής Μ υριβήλης και η συμβολή του στην ελληνική πεζογρα φ ία ". Ε νδιάμ εσ α διά βαζε α π ο σ π ά σ μ α τα από το έργο του τιμώμενου η Μ αρία Παραδέλη... Η προτομή είνα ι τοποθετημένη πά νω σε μια α π έρ ιττη σ κ ο υ ρ ό χρ ω μ η μ εγά λω ν δ ια σ τά σ εω ν πέτρα. Ο κοινοτάρχης φρόντισε να ευπρεπίσει τον περιβάλλοντα χώρο της με δεντράκια και λουλού δια, για την προβολή α φ ’ ενός του γλυπτού και α φ ’ ετέρου του ίδιο υ του χω ρ ιο ύ . Γ ια τί έχουμε και κραυγαλέα παραδείγματα περιφρόνησης υψηλών π νευ μ α τικ ώ ν δη μ ιουρ γώ ν του νησιού μας, που
Προμετωπίδα δίπτυχου προγράμματος πρόσκλησης (διαστάσεων 24x14, 5)
«τιμήθηκαν» μόνο την ημέρα των αποκαλυπτηρίων της προτομής των. Το έργο ε ίν α ι της κ α τ α ξ ιω μ έ ν η ς Α γ ια π α ρ α σ κ ε υ ώ τισ σ α ς γ λ ύ π τ ρ ια ς κ α ι χ α ρ ά κ τ ρ ια ς Μ αρίας Καλλιπολίτη, η οποία με τη φιλοτέχνηση π ρ ο τ ο μ ώ ν ισ τ ο ρ ικ ώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν της Λ έσβου (Κλεάνθης Παλαιολόγος, Απόστολος Αποστόλου, Στρατής Π απανικόλας) κοσμεί και τιμά τον τόπο της. Το όνομά της είναι χαραγμένο σ τ’ αριστερά της προτομής. Στη βάση, σε δυο ενσωματωμένες μπρούτζινες πινακίδες, έχει χαραγμένα:
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ 1890 - 1969 ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΚΑΜΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1997
ΒΙΒΛΙΟ-ΚΡΙΤΙΚΗ Π α ρ ο υ σ ιά ζε ι: Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ «Ιερωσύνη ανοιχτής διακονίας» Αθήνα 1997. Σχ. 21x14, σσ. 287+9
«Αγιάσος Μυτιλήνης» [Αθήνα 1997]. Σχ. 21x10, σσ. 24
Ο εκλεκτός θεολόγος και δόκιμος συγγραφέας Αθανάσιος Κοτταδάκης στο πρόσφατο βιβλίο του «Ιερω σύνη α νο ιχ τή ς δ ια κ ο ν ία ς» φ ιλ ο τεχν εί το πορτρέτο του αλήστου μνήμης πρωτοπρεσβύτερου Εμμανουήλ Γ. Μ υτιληναίου (1900-1960). Α ξ ιο ποιεί με μεθοδικότητα, αλλά και με περισσή αγάπη, πλούσιο αρχειακό-βιβλιογραφικό υλικό, αλλά και ενδ ια φ έρ ο υ σ ες π ρ ο φ ο ρ ικ έ ς μ α ρ τυ ρ ίες. Π α ρ α κολουθεί βήμα προς βήμα την πορεία του φωτισμέ νου κληρικού, που τίμησε το ράσο με την πολυσχι δή δράση του, την εκκλησιαστική, την κοινωνική, την π ο λ ιτισ τικ ή κα ι τη σ υγγραφ ική. Α φ ιερώ νει αρκετές σελίδες και στη Λέσβο, όπου ο βιογραφού μενος άφησε ανεξίτηλα σημάδια του περάσματος του από την Αγιάσο, από το Πλωμάρι και από τη Μυτιλήνη...
Πρόσφατα κυκλοφόρησε, σε μεγάλο αριθμό αντιτύπω ν, καλαίσθητος τουριστικός οδηγός της Αγιάσου. Περιλαμβάνει χρήσιμα ιστορικά στοιχεία και άλλες πληροφορίες, που ενδιαφέρουν τον κάθε επισκέπτη και προσκυνητή. Η έκδοση αυτή εντάσσε ται στις φιλότιμες προσπάθειες του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» για μεγαλύτερη προβολή της νυφ ούλας του Ολύμπου. Α ξίζει να σημειώσουμε πως την ευθύνη της επιμέλειας-παρουσίασης είχαν ο Στρατής Ευαγγελινέλης και ο Μιχάλης Κορομηλάς, δραστήρια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
α παγαίνου κάθα μέρα α ταγίζου τα γρούνια. -Τ ίν τα είπις; Γρούνια! - Ναι. Έ χου δυο, α τα ξιμπιρδέβς, όσις μέρις κάτσ’ς! - Ε μι σχουράς, ρε Βασλέλ’. Τι μ’ λέγ’ς; Μάχισί μι; Γω είπα α γλιτώσου α π ’ τ ’ αθρουπνά τα γρούνια τσι συ λουγιάζ’ς α μι μπλέξ’ς πάλι μι γρούνια. Άσ’ τα λέγ’ς, να λείπ’ του βύτσ’ νου!
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΛΑΘΟΥΣ ΓΚΜΠΙ Π Α ΤΗ ΣΑ Μ Ι! Ε Σ Τ ΙΚ Ε Λ ’, ΒΑΛ Ι Μ ’ ΕΝΑ ΤΣΑ Γ ’ Κ ά ποτε, ανήμερα της Παναγιάς, ήρθαν το πρωί στο καφενείο μου δυο ξένες και πίνανε τσάι. Λίγο αργότερα μπήκε μέσα ο Παναγιώτης Πουδαράς ή Μανιά και μου είπε: Ε Στικέλ’, βάλι μ’ ένα τσάγ’. Το έβαλα και του το σερβίρισα. Όταν τέλειωσαν οι δυο πανηγυριώτισσες, θέλοντας να με πληρώσουν, μου είπαν: Κύριε Στικέλη, τι σας οφείλουμε; Μόλις τις άκουσε ο Πουδαράς, έβαλε τέτοια γέλια, που το τσάι βγήκε από τη μύτη του. Οι ξένες στενοχωρήθηκαν, κοκκίνησαν, ντράπηκαν και μου ζήτησαν συγγνώμην που με αποκάλεσαν έτσι! Πού να φανταστούν πως λέγοντας στην Αγιάσο κάποιον Στικέλ’ αστειευόμα στε ή τον κοροϊδεύουμε...
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΪΣΤΡΕΛΗΣ
ΤΟΥ Π Α Π ΕΛ ’ ΤΣΙ ΤΑ ΓΡΟΥΝΙΑ
Ο Μιχάλης ο Βίγλατζης, το Παπέλ’, όπως ήταν κουρασμένος από το φόρτο της δουλειάς των ημερών του δεκαπενταύγουστου, στο καφενείο του γαμπρού του, στο Σταυρί, με την αύριο της Παναγιάς πήρε μια πολυθρόνα και πήγε να την αράξει κάτω από τον πλάτανο, στον ίσκιο, εκεί όπου κάθονταν και άλλοι. Ερκοντίσιον τη λένε αυτή τη θέση κάτω από τον πλά τανο. Εκεί, ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες, ανεβαίνει από την Πατωμένη ένα δροσερό αεράκι και όπως είναι η καμάρα της γέφυρας, δημιουργεί τρόπον τινά κανάλι αέρος, που λειτουργεί σαν ερκοντίσιον, δρο σίζει και ανακουφίζει. - Τ ίντα ’νι, ξιμ ο υ ν τά ρ σ ις, ρε Π α π έλ ’, λέει ο Βασίλης ο Κυπριωτέλης,ο Τζανσίγ’ς. - Ναι, ρε Βασίλ’, κουράσκα... Ε μ’ λέγ’ς, εν έχ’ς έφτου στ’ Άντριγια, που μπαχτσαβανέβς, καμιά καθ σιά, α πάγου α τν αράξου καμπόσις μέρες, α ξικουρα στώ; - Μπα, έχου, πάνι, α γλιτώσου τσι γω, που πρέπ’
Κ ά π ουτις, πριν πουλλά χρόνια, είχι ανουμβρία στου χουριό μας. Μήνις είχι να βρέξ’ τσι γοι χουρια νοί στινουχουριόνταν πουλύ. Παγαίναν σ’ Παναγιά τσι παρακαλιο ύσαν, μπάτσι κάν’ του θάμα τσι βρέξ’. Τίπουτα όμους. Είδαν τσ’ απουείδαν γοι παπάδις τσ’ απουφασίσαν να κάνιν λιτανεία. Ειδουποιήσαν λοι πόν τς προύχουντις τ ’ χουριού, του δήμαρχου, τς γιατροί, τς καθηγηταί, τς δασκάλ’, να ’ρτιν τσι φτοι μαζί. Σ ’μάναν τς καμπάνις τσι μαζώχτσι κόσμους πουλύς. Του πρώτου κάναν ιλ ’τουργιά τσ’ ύστιρα ούλ’ μαζί ξικινήσαν. Τ’ μέρα έφτη στουν ουρανό είχι κάτ’ συννιφέλια. Μόλις φτάξαν στου Καζίνου, πέσαν κ ά τ’ ψ ’χάλις τσι τσιρός ήνταν έτοιμους να βρέξ’. Ίσιαμ’ να του καταλάβιν, ρίχτ’ ένα χαλάζ’ σα τζανι ρίκ’ τσι σκουρπίσαν ούλ’ για να σουθούν. Του βράδ’ μέσ’ σν αγουρά ανταμώσαν γιατρός Στράτ’ς Χατζη προυκόπ’ς μι του παπά του Κανιμά τσι πιάσαν τ ’ κουβέντα. - Παπά μ’, τι κακό ήταν έγιουτου που πάθαμι; - Ασ’ τα, γιατρέ, λάθους γκμπι πατήσαμι!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΤΖΑΝΟΥΜ, ΜΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑΡΙΕΣΙ! Η ν τ α ν Δικαπινταύγουστους τσι κόσμους νήστι βγι ούλις τς μέρις. Μια γριγιούδα, που δικαπέντ’ζι σν αυλή τς Παναγιάς, ίπλουσι πα στου καφάσ’ του μισαλέλι τς να φα του βρισκάμινου, μια βρασμέν’ πατατούδα, δυο τρεις ιλιούδις, ένα ντουματέλ’ σβιρ ν τ ίλ ’ τσ ’ ένα γο υ ν’δέλ’. Σάνι απόφαγι, έκανι του σταυρό τς τ σ ’ είπ ι: Δ όξα να ’χ ’ γι Θ ιος τσι γη Παναγιά, για τα καλά π ’ μας δίνιν. Να ’χ ’ κόσμους του τρόπουντ τσι του φαγέλιντ, σαν π ’ του ’χα τσι γω σήμιρα! Πα στν ώρα που σταυρουκουπιόντου, πέρα σι Ληγόρ’ς του Σ α ρ ίκ ’, τν ίκ ’σι τσι τς α π ά ν τ’σι: Τζάνουμ, ω θεία, μη μας καταριέσι! (Από αφήγηση Δημήτρη Αλικάρη. Αγιάσος, 6.8.1997)
ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΥΡΩΝΑΣ ΠΑΛΛΗΣ ( 1924- 1997)
Οι Παλαιοκηπιανοί γιορτάζουν...
Ο Αγιασώ της καλός λευίτης Α μφιλόχιος Βασιλτσιω τέλης, εφημέριος του ιερού ναού του Αγίου Ερμολάου Π αλαιοκήπου, καθιέρω σε και αναβάθμισε το πανηγύρι των Ταξιαρχώ ν Ευρειακής (ανάμνηση θαύματος α ρχα γγέλου Μ ιχαήλ εν Χ ώ να ις)... Α ξίζει να σημειω θεί ότι η γιορτή αυτή καθιερώθηκε επίσημα στην Α γιάσο από το Α ναγνω στήριο το 1960, με την ευκαιρία της περ ά τωσης των εργασιώ ν εξω ρα ϊσμού του λόφου «Κ αστέλι». Παράλληλα το Σωματείο, συνεχίζοντας μακρόχρονη παράδοση, γιορτά ζει την Κυριακή των Μυροφόρων... (Φωτογραφία Θεμιστοκλή Καραβασίλη, 6. 9. 1988)
Ο Αϊ-Νικόλας στ’ Αγιασματούδια...
Τελευταία γίνετα ι μεγάλη προσπάθεια συντήρησης και εξω ραϊσμού απομακρυσμένω ν και ξεχασμένω ν να ΐσ κ ω ν... Στη φω τογραφία το ξωκλήσι του Α γίου Νικολάου στη θέση Α για σμ α τούδια -Γ ιανιτσ ά ρ ’ Α χλαδερής, όπου υ π ά ρ χει και α γία σ μ α . Μετά τη θεία λ ειτο υ ρ γ ία , που έγινε στις 5 . 9 . 1996, απαθανατίζονται ο παπα-Νικόλας Παπαγεωργίου και οι οικογένειες Γιάννη Βασιλά, Ειρήνης Βασιλά και αδελφών...
Με το ν
π ο λ υ δ ά κ ρ υ το θ ά να το του Β ύρω να Πάλλη στις 28 Μ αΐου 1997 η μυτιληναϊκή κοινω νία έχασε ένα επίλεκτο μέλος της και η εκπαιδευτι κή κοινότη τα έναν ένθερμο σ κυτα λοδρόμο της. Στον ιερό ναό του Αγίου Θεράποντα οι συγγενείς, οι συνάδελφοι, οι μαθητές, οι συνεργάτες και οι φίλοι άφησαν στο σκήνωμα αμάραντα λουλούδια αγάπης, σεβασμού και ευγνωμοσύνης... Ο Βύρωνας Πάλλης, παιδί μιας όμορφης πολι χνιάτικης φαμίλιας, μπήκε από νωρίς στη λεωφόρο των πνευματικών αναζητήσεων και του κοινωνικού προβληματισμού και γαλουχήθηκε με δημοκρατικά ιδεώδη. Οι αντιξοότητες της ζωής δεν τον αποθάρ ρυναν και οι εθνικές περιπέτειες δεν τον άφησαν ασυγκίνητο. Ό που χρειάστηκε, ύψωσε το ανάστημά του ως άνθρωπος, ως πατριώτης, ως ενεργός πολί της, ως επιστήμονας χημικός, ως εκπαιδευτικός λει τουργός, και αγωνίστηκε από πολλά μετερίζια για το κοινό καλό και για την προκοπή. Ως το γέρμα της ζωής του βρισκόταν στην τροχιά της δράσης και της πολύμορφης προσφοράς, με τη γερή επιστημοσύνη του, με τον πεισ τικ ό λόγο του, με τη διοικητική δεξιότητά του, με τη σ υνδικαλιστική ευαισθησία του, με τα αιγαιοπελαγίτικα ενδιαφέροντά του, με τις διαλέξεις του, με τα δημοσιεύματά του... Μνήμη αγαθή άφησε ο Βύρωνας Πάλλης, πα ίρ ν ο ν τα ς το δρόμ ο για το μ α κ ρ ινό α νεπ ίσ τρ ο φ ο ταξίδι. Η πνευματική παρουσία του θα αναπληρώ νει το κενό π ο υ δημιούργη σε η υπ ο τα γή σ τους νόμους της αδήριτης ειμαρμένης... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΙΩΤΩΝ
Ο
Σ ύ λ λ ο γ ο ς Μ α ν τ α μ α δ ιω τ ώ ν Λ έσβου «ο Ταξιάρχης», συνεχίζοντας τις προσπάθειές του για τη διάσωση και τη διάδοση της παραδοσιακής μου σικής του νησιού μας, οργάνωσε, στις 8.6 . 1997 στα γραφ εία του, εκδήλωση με θέμα: «Π αραδοσιακή μουσική της Λέσβου» και με κ ύριο ομιλητή τον ερευνητή Ν ίκο Δ ιο ν υ σ ό π ο υ λ ο , π ο υ τελ ευ τα ία χ α ρ ή κ α μ ε την α ξ ιό λ ο γ η έκδοσή το υ «Λ έσβος Α ιολίς». Μετά την ομιλία ακολούθησε γλέντι με παραδοσιακό συγκρότημα, με ούζο και με μαντα μαδιώτικα μεζεδάκια...
λέργης (καθηγητής Υ δ ρογεω λογία ς), ο Μ ήτσος Κ ασόλας (συγγραφέας), ο Λ εω νίδας Κ ύρκος (τ. β ουλευτή ς), η Ε λισ ά β ετ Π α π α ζώ η (Υ π ο υ ρ γό ς Α ιγ α ίο υ ), ο Τ ίτ ο ς Π α τ ρ ίκ ιο ς (π ο ιη τή ς) κ α ι ο Σεραφείμ Φυντανίδης (διευθυντής της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία»). Στη συνέχεια η Έλλη Φωτίου και ο Στέφανος Λ ηναίος διάβασαν πεζά κείμενα κ α ι α π ά γ γ ε ιλ α ν π ο ιή μ α τ α α π ό το β ιβ λ ίο . Α κολούθησε γ λ έν τι με τσ α μ π ο ύ ν α , β ιο λ ιά κα ι λαούτο...
ΛΥΚΕΙΟ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ
«Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΙΑΣ ΓΗΣ»
Στιγμιότυπο από την παράσταση του σκετς του Αντώνη Μηνά «Κέντρο αδυνατίσματος», στο Πολύκε ντρο Πλωμαρίου. Στη φωτογραφία εικονίζεται ο μαθη τής Παράσχος Σαμαράς.
Σ τ ι ς 2 3 . 6 . 1997, σ τις 9 το βράδυ, π ά νω στο πλοίο του Κώστα Αγαπητού «ΕΞΠΡΕΣ-ΑΦΡΟΔΙ ΤΗ», που ήταν αραγμένο στην Ακτή Τζελέπη του Π ε ιρ α ιά , έγ ιν ε π α ρ ο υ σ ία σ η του β ιβ λ ίο υ του Μανώλη Γλέζου «Η συνείδηση της πετραίας γης». Στη συζήτηση, που συντόνιζε ο ποιητής και συγ γρ α φ έα ς Γ ιάννης Κ α κ ουλίδη ς, έλαβαν μέρος ο Γ ιώ ργος Δ α ρ δα ν ό ς (εκδότης), ο Γ ιώ ργος Κ αλ-
Σ τ ι ς 17.5 . 1997 και στις 3.9 . 1997 μαθητές και μαθήτριες του Λυκείου Πλωμαρίου οργάνωσαν με επιτυχία, στο Πολύκεντρο, θεατρική εκδήλωση, η ο π ο ία π ερ ιελ ά μ β α ν ε τα εξής: α. Το σκετς του Α ντώ νη Μ ηνά «Τα ρ ο υ σ φ έ τια » . β. Μ ο υ σ ικ ο χορευτικό αφιέρωμα στην ξενιτιά. γ. Το σκετς του Α ντώ νη Μ ηνά «Κ έντρο α δυ να τίσ μ α το ς» . Στην
επανάληψη δέον να σημειωθεί ότι έλαβε μέρος και το μουσικό συγκρότημα της Πλαγιάς. Οι εκδηλώσεις αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί φέρνουν τους μαθητές σε επαφή με τις παραδοσιακές πολιτιστικές αξίες του τόπου μας.
ρη παραμονή του στο νησί. Σ τις 17 και 20. 7 . 1997 ήρθε στην Αγιάσο και επισκέφτηκε τους δυο ναούς. Τη δεύτερη φορά τέλεσε θεία λειτουργία στο ναό της Π α ναγίας και στη συνέχεια έλαβε μέρος στη λιτάνευση της εικ όνα ς του Προφήτη Η λία, που έγινε έξω από το ναό της Αγίας Τριάδας, όπου και μίλησε. Την ίδια μέρα βάφτισε τη θυγατέρα του διακόνου π. Συμεών Π απαγεω ργίου, στην οποία δόθηκε το όνομα Ευθυμία.
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΛΕΣΒΟΣ - ΜΙΚΡΑΣΙΑ
Η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ), σε συνεργασία με την Κοινότητα Σιγρίου, διοργά νω σ α ν σ τις 8 Α υγούστου 1997 εκδήλωση στο Σ ίγ ρ ι, με θέμα "Μ ο υ σ ικ ές δ ια δ ρ ο μ έ ς στο Α ιγαίο. Λέσβος - Μ ικρασία". Το πρόγραμμα, το οποίο παρακολούθησαν πολλοί ντόπιοι και τουρί στες, περιελάμβανε μουσική, τραγούδια, χορούς, προβολή διαφανειών και ανάγνωση κειμένων. Στιγμιότυπο από την παράσταση του σκετς του Αντώνη Μηνά «Τα ρουσφέτια», στο Πολύκεντρο Πλωμαρίου. Στη φωτογραφία εικονίζονται ο μαθητής Γιάννης Βαρβαγιάννης και η μαθήτρια Αθηνά Πετρέλη.
Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ
Ο
σεβ. μ η τ ρ ο π ο λ ίτ η ς Μ ο ν εμ β α σ ία ς κ α ι Σπάρτης Ευστάθιος, συνοδευόμενος από το σεβ. μητροπολίτη Μ υτιλήνης Ιάκωβο, επισκέφτηκε τα ιερά προσκυνήματα της Λέσβου, κατά την πενθήμε
ΟΙ ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΝΟΝΤΑΙ... Ο ι Αγιασώτες που ζουν στην πρωτεύουσα του νησιού έχουν προβεί, εδώ και αρκετό κα ιρό, σε ενέργειες για την ίδρυση - λειτουργία πολιτιστικού σ ω μ ατείου. Σ τό χ ο ς το υ ς να σ υ σ π ειρ ω θ ο ύ ν, να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να δραστηριοποιη θούν περισσότερο, για το καλό της γενέτειρας, η οποία τα τελευταία χρ όνια έχει υποστεί σοβαρή πληθυσμιακή συρρίκνωση, όπω ς και τόσες άλλες κωμοπόλεις και χωριά της χώρας μας...
Από την επίσκεψη του σεβ. μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου στον ιερό ναό της Α γίας Τριάδας, στις 20. 7 . 1997. Δ εξιά του φιλοξενου μένου ιεράρχη ο σεβ. μητροπο λίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βασίλειος Λούπος)
Είναι γεγονός ότι στη Μυτιλήνη έχουν συγκε ντρω θεί πολλοί κ α ι δραστήριοι Α γιασώ τες, που διακρίνονται στα γράμματα, στις τέχνες, στην επι στήμη και σε άλλους τομείς. Αποτελούν και αυτοί ένα ισχυρό πλησιόχωρο προπύργιο της Αγιάσου... Πιστεύουμε πω ς το σωματείο θα εδραιωθεί σε γερές βάσεις και θα βοηθήσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο λεσβιακό χώρο. Για την υλοποίηση όμως του φ ιλόδοξου προγρά μμα τος του α πα ιτούντα ι, όπω ς είναι φυσικό, αγώνες και θυσίες...
ΔΗ Μ ΗΤΡΗ Σ Π. ΜΥΣΤΑΚΑΣ
(1928 - 1995)
ΜΕΣΟΤΟΠΙΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ
Ο πάλαι
Μονόφυλλο (διαστάσεων 22x15 εκ. ) της εκδήλωσης «Μεσοτοπίτικο-Μυτιληνιό Γλέντι» (25. 9. 1997).
Σ τ ι ς 2 5 . 9 . 1997 ο Σ ύ λ λ ο γ ο ς Μ εσ ο το π ιτώ ν Λέσβου «η Αναγέννηση» οργάνω σε, στο α νοιχτό Θ έατρο Α λσους Η λ ιούπ ολη ς, μ ο υ σ ικ ο χο ρ ευ τι κή βραδιά, « Μ εσ οτοπίτικ ο-Μ υτιλη νιό Γλέντι». Η όμορφη αυτή εκδήλωση, π ο υ ξεπερνούσ ε τα ό ρ ια ενός χ ω ρ ιο ύ , α γκ ά λ ια σ ε όλο το νησί κ α ι τον ευρύτερο χώ ρο του κ α ι άφησε άριστες εντυ πώ σεις...
π οτέ μαθητής μου στο Γ υμνάσ ιο Π α πά δου κ α ι φ ίλ τ α τ ο ς Δ ημήτρης Π αναγιώ τη Μυστάκας, ο σύζυγος της Αγιασωτοπούλας Χ αρί κλειας Σάββα του Βασίλη, έφυγε στις 25 Δεκέμβρη του 1995 για πάντα από κοντά μας και αναπαύεται στα χώματα της αλαργινής Αυστραλίας... Από μαθητής ξεχώριζε για την τιμιότητα, εργα τικότητα και υπευθυνότητα - βασικές αρετές της κάθε προκοπής - γ ι’ αυτό και καταξιώθηκε επαγ γελματικά, κοινωνικά και οικογενειακά. Με τη συμπαράσταση της έξοχης στο ήθος και στην ψυχή Χαρίκλειας δημιούργησε μια υποδειγμα τική οικογένεια, την πιο τρανή αγάπη της ζωής του... Αποκατέστησε επιστημονικά και οικογενειακά τα παιδιά του και ευτύχησε να σφίξει στην αγκαλιά του πέντε εγγόνια, χαρά πιο τρανή άλλη καμιά... Έ φ υγε όλω ς α πρόσμ ενα στην ακμή της ζωής του και της ολόπλευρης και πλέριας καταξίωσής του, βυθίζοντας στον πόνο και στη θλίψη την οικο γένειά του και όλους εκείνους που τον γνώρισαν, για τί ήταν αλήθεια αξιαγάπητος, υπόδειγμα ολο κληρωμένου ανθρώπου, με ευγενική ψυχή και απέ ραντη καλοσύνη. Πάντα θα σε θυμόμαστε, Δημήτρη, και ας είναι ανάλαφρο, σαν την αυγερινή δροσούλα, το χώμα που σε σκεπάζει...
Δ.Π.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡ. ΣΤΑΦΙΔΑΣ (1942-1997)
I n m e m o o ria m
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Γ. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (1902-1996)
Π ρ ιν από ένα χρόνο, στις 21.9. 1996, ο Βασίλειος Γεωργίου Καραγεωργίου, πλήρης ημερών, άκουσε το στερνό αντίο στο κοιμητήρι της Περασιάς. Σ ’ όλο το μάκρος της ζωής του αγωνίστηκε σκληρά για την απο κατάσταση των παιδιώ ν του, του Γεωργίου και του μικρότερου Ιωάννη, του οποίου ο άγουρος θάνατος, πριν από αρκετά χρόνια, άγγιξε κατάβαθα όχι μόνο τους συγγενείς, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία της Αγιάσου. Ευτύχησε να σφίξει στην αγκαλιά του εγγό νια και ν ’ απαλύνει τον άμετρο πόνο της ψυχής του...
ΛΟΥΚΙΑ ΕΥΣΤΡ. ΛΑΖΑΡΟΥ (1941-1995)
Ο Γεώργιος Σ τα φ ίδα ς (Μ πουτής) γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 8. 9 . 1942. Από μικρός μπήκε στη β ιο π ά λ η κ α ι α κ ο λ ο υ θ ώ ν τα ς την ο ικ ο γενεια κ ή παράδοση έγινε παντοπώ λης, μετά τη σ υνταξιο δότηση του πατέρα του Γρηγορίου. Υπήρξε τίμιος και ευσυνείδητος επαγγελματίας. Διέθετε π λ ο ύ σια αποθέματα καλοσύνης, γ ι ’ αυτό και όλοι οι σ υ γχω ρ ια νο ί του τον εκ τιμ ούσ α ν κα ι τον α γα π ο ύ σ α ν. Τ ελευταία α ν τ ιμ ε τώ π ιζ ε π ρ οβ λή μ α τα υγείας, που τον έκαναν να χάσει το θάρρος του, να περιέλθει σε απελπισία και στο τέλος να οδη γη θεί στο μ ο ιρ α ίο , σ τις 2 . 5 . 1997. Ή τα ν κ α λό ς ο ικ ο γ ε ν ε ιά ρ χ η ς -σ ύ ζυ γ ό ς του ή τα ν η Μ α ριγώ Ε υσ τρ α τίου Β ουνάτσου, το γένος Κ λήμου, και στοργικός πατέρας. Στη σύζυγό του, στη θυγατέρα του Ελευθερία, στον αδερφό του Στρατή, εκλεκτό φιλόλογο, και σ ’ όλους τους άλλους συγγενείς, εκφράζουμε τα ειλι κρινή συλλυπητήριά μας.
Α π ό τις 8 . 12.1995 η Λουκία Λαζάρου έπαψε να είναι μαζί μας. Ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στερήθηκε ένα πρόθυμο μέλος, μια κοπέλα που κρατού σε αναμμένα τα ζώπυρα της λαϊκής μας παράδοσης κι έδινε τόνο χαράς στις διάφορες εκδηλώσεις, με χορούς, με τραγούδια, με πιπεράτα «τριψίματα». Ή ταν κόρη του Αντωνίου Μαρίνου και της δασκάλας Θεοκτίστης Θεοδώρου Κουνέλη (Κουνίδινας), σύζυγος του αγαπη τού μας συμπολίτη Ευστρατίου Γρηγορίου Λαζάρου...
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Γαλάτσι, 20.4 . 1997 Αγαπητέ κ. Γιάννη, το περιοδικό «Αγιάσος» ξεχωρίζει για την καλαι σθησία της εμφάνισής του και για την πλούσια ύλη του. Διαβάζοντάς το, νιώθει κανείς πω ς παρακο λουθεί μέσα σ ’ έναν κρυστάλλινο καθρέφτη την καθημερινή ζωή της Αγιάσου, τις προσωπικότητες και την πνευματική ζωή της παλιάς Λέσβου...
ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ Φιλόλογος Αθήνα, 30 Μαΐου 1997 Α γαπητέ μου κ. Χατζηβασιλείου, σάς ευχαριστώ, πού μου στέλνετε πάντα το περιο δικό σας «ΑΓΙΑΣΟΣ», πού τόσο εγώ, όσο κ α ι η «Ε λλη νικ ή Λ αογραφική Ε τα ιρ εία » (στήν οποία επίσης το προσφέρετε) προσέχουμε, ιδιαίτερα σ ’ αυτό, τα λαογραφικά τής Λέσβου. Στό πρόσφατο τεύχος Μ αρτίου-Α πριλίου εξε τίμησα (και ί σω ς α ναδημοσ ιεύσω μέ π α ρ ό μ ο ια άλλων επαρχιακών περιοδικών) το καλό και δικαι ολογημένο άρθρο σας: Ρήγματα στις παραδόσεις μας (λακωνικό και πολύπλευρο). Με σύμφωνη συγκίνηση εδιάβασα και το φιλολο γικό (νεκρολογικό) άρθρο σας για τον Βασίλειο Φόρη. Δεν σημειώ νονται, πάντα, οι χρονολογίες φ ω το γρ α φ ιώ ν τής «Α γιά σ ου» (π. χ. εκείνη τής σ. 5 μέ τούς τρεις (Μυριβήλη, Καζάν, Αναστασέλη). Α λλά νομίζω ότι για τή νεολαία, πού παίρνει μια γνώση ακμής ή αξίας λογοτεχνών, οι φτωχο-κουρασμένες παλιές φω τογραφίες, όπω ς αυτή, δεν είναι σεβα στικές και ας λείπουν. (Βέβαια, έτσι εγνώρισα κι εγώ τόν Αύγουστο 1940 τον Αναστασέλη, ως οδηγό αυτοκινήτου στά ταξίδια μου στό νησί). Σάς εύχομαι καλό καλοκαίρι. Φιλικά και πνευματικά ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΟΥΚΑΤΟΣ τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πρόεδρος τής Ε.Λ.Ε.
Ο Γεώ ργιος Κ αραγεω ργίου πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Βασιλείου και του αδερφού του Γιάννη. Η Μαριάνθη Αϊβαλιώτου πρόσφερε 2.000 δρχ. στη μνήμη του Παναγιώτη Καλαλέ. Ο Μιχάλης Πασχαλιάς πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού του Στρατή Π ασχαλιά, που τουφεκίστηκε το 1944 α πό τους Γερμανούς, της σ υ ζύ γο υ το υ Μ υ ρ σ ίν η ς, το υ κ ο υ ν ιά δ ο υ του Π αναγιώ τη Χ άλακα, του ξα δέρφ ου του Στρατή Α ναστασέλη, καθώ ς κ α ι στη μνήμη του Στρατή Καβαδέλη και του Παναγιώτη Κουτρή. Ο Κώστας Κουμλέλης πρόσφερε 5.500 δρχ. στη μνήμη του Μιχάλη Κουτσκουδή. Η Μαριάνθη Καζαντζή πρόσφερε 2.500 δρχ. στη μνήμη της θείας της Ευστρατίας Μιχαήλ Χτενέλη. Η Γεωργία Γριμανέλη πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού της Παναγιώτη Γριμανέλη και της συζύγου του Βάσως, με την ευκαιρία της συμπλή ρωσης στις 25.7. 1997 ενός έτους από το θάνατό τους. Οι οικογένειες Ηρακλή και Χάρη Ευαγγελινού π ρ ό σ φ ερ α ν 10.000 δρχ. στη μνήμη της Μ α ρία ς Δαρέλη.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ - «ΑΓΙΑΣΟΥ» - Κουδουνέλη Ειρήνη
δρχ. 7.000
ΠΡΟΣΦΟΡΑ Η Ευστρατία Τσοκάρου-Μ ητσιώνη πρόσφερε στο «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» 10 α ντί τυ π α του βιβλίου της «Π αλιές ιστορίες απή τ ’ν Αγιάσον» (Μυτιλήνη, Μ άιος 1997), στη μνήμη των γονέων της Δέσποινας και Παναγιώτου Τσοκάρου.
ΒΙΒΛΙΑ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ Βιβλία των Αγιασωτών φιλολογίαν Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη διατίθενται στα βιβλιοπω λ εία της Μ υ τιλ ή νη ς (Γ ιά ννη Χ α τ ζη δ α ν ιή λ , Θ εό δ ω ρ ο υ Χ α λ κ ίδ η , Μ ιχά λη Π ερ ιφ ερ ά κ η ), κ α θ ώ ς κ α ι στην Α γιάσ ο, στο κατάσ τημ α της Ελένης Αλέκου Παπάνη.
«ΑΓΙΑΣΟΣ» ΔΙΑΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΔ ΕΤΗΜΕΝΩΝ ΤΟΜΩΝ Σας πληροφορούμε ότι τελευταία βιβλιοδετήθη κε ο τέταρτος τόμος του περιοδικού «ΑΓΙΑΣΟΣ», ο οποίος περιλαμβάνει τα τεύχη 68-85 (1992-1994). Παλαιότερα βιβλιοδετήθηκαν ο πρώτος τόμος (125, 1980-1984), ο δεύτερος (26-45, 1985-1988) και ο τρ ίτο ς (46-67, 1988-1991), α πό το υ ς ο π ο ίο υ ς υπά ρχουν ακόμη κά ποιες σειρές. Του πρώ του βέβαια τόμου κάποια τεύχη είναι σε φωτοτυπία, γιατί τα πρωτότυπα έχουν εξαντληθεί από καιρό. Ο ι τ ό μ ο ι δ ια τ ίθ ε ν τ α ι σ τα Γ ρ α φ εία του Συλλόγου και στοιχίζει ο καθένας 12.000 δραχ μές. Με το ίδιο α ντίτιμο μπορούν να αποσ τα λούν στον ενδια φ ερόμ ενο επί αντικαταβολή. Δέον να σημειω θεί ό τι στην τιμή τω ν 12.000 δραχμών συμπεριλαμβάνεται το μεγάλο κόστος της βιβλιοδεσίας (5.000-7.000).
ΓΑΜΟΙ - Δημήτριος Παναγιώτου Τζανής Ταξιαρχούλα Παναγιώτου Μανόλη - Βασίλειος Ευστρατίου Στόικος Ευθυμία Ιωάννου Καλογερά - Ανδρέας Σταύρου Μ αγλογιάννης Ευαγγελία Ιωάννου Μπουτεράκη - Παναγιώτης Ιωάννου Καμπιρέλης Ευδοκία Βασιλείου Κατωτριώτη - Ασημάκης Αναστασίου Χατζηγιάννης Βασιλική Νικολάου Βουνάτσου
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Ο Λ ο υ κ ά ς Ε υ σ τ ρ α τ ίο υ Σ α χ τ ο ύ ρ η ς κ α ι η Φ ω τεινή Θ εο δ ώ ρ ο υ Ιν τ ζ ιρ τ ζ ή τέλ εσ α ν σ τ ις 17.5 . 1997 το γά μ ο τ ο υ ς σ το ν ιερ ό να ό Α γίο υ Ε λ ευ θ ερ ίο υ Α χ α ρ ν ώ ν (Π α τή σ ια ). Τα σ τέφ α να αντάλλαξε ο Ιγνάτιος Ιωάννου Ταστάνης. Ευχόμαστε ο βίος τους να είναι ευτυχής. Οικογένεια Γιάννη και Αριάδνης
Χατζηβασιλείου
ΒΑΦΤΙΣΗ Σ τις 16 Αυγούστου 1997 τελέστηκε στον ιερό ναό του Αγίου Ερμολάου Παλαιοκήπου το μυστή ριο της βάφτισης του Γεωργίου Τ ριχώ να. Στους ευτυχείς γονείς Παναγιώτη και Ειρήνη ευχόμαστε να τους ζήσει το νεοφώ τιστο και να το καμαρώ σουν και στη νονά Ειρήνη Θεοδώρου Παπάζογλου να είναι πάντα άξια. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Στη σελίδα 50 του τεύχους 100 (1997) να γραφούν Ειλικρίνεια (Ειλικρινία) αντί Ειλικρίνεια και Ευστράτιος Προκοπίου Τάλιος αντί Ευστράτιος Θεοδώρου Τάλιος. Στη σελίδα 30 του τεύχους 101 (1997) να γραφεί Παρλε-βού αντί Παρλ-βου.
-
Χαλέλης Παναγιώτης Γεωργίου Θάλασσα Ευστρατία, χήρα Σταύρου Σαλαβάτη Σοφία, χήρα Αντωνίου Δαρέλη Μαρία, χήρα Θεμιστοκλή Δουκάρου Ευστράτιος Δημητρίου Καλαλέ Ειρήνη, χήρα Ευστρατίου