Ο Ευστράτιος Ευριπίδη Μαριγλής (19151992), ο άλλοτε δραστήριος έμπορος της Αγιάσου...
Η γερόντισσα Παναγιώτα Ιωάννου Αγρίτη (Γδούλινα), μπροστά στο φακό του παρελθόντος...
Ο άλλοτε βιοτέχνης - μουτάφης της Αγιάσου Ανδρέας Δημητρίου Λιγέλης (1921-1972).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Το ερασιτεχνικό μας θέατρο....................................................................................... ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΑΔΑ, Της Αγιάσου... οι ψαράδες.................................................................................................... ΣΤΡΑΤΗ ΑΠ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Στιγμές αγιασώτικης αμπελοφιλοσοφίας.............................................................. ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΛΙΚΗ, Αάαηι Μΐο1<ΐο\νΐοζ, ο φιλέλληνας εθνικός ποιητής της Πολωνίας........................................... ΒΑΣΙΑΗ ΚΑΑΟΓΕΡΑ, Αγιασώτες δεσμώτες στη Μακρόνησο. Αναφορά στα χρόνια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού.................................................................................................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΗ, Πενήντα χρόνια στο σχολείο. Ο ... μαχαιροβγάλτης................................................................... ΜΑΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΑΑΜΠΡΙΝΟΥ, Της άνοιξης (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Τα ήθη τσι τα έθιμα (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Τα πάθη (ποίημα). ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΥ, Στον αξέχαστο Νίκο Κουρτζή (ποίημα)....................................................................................................................................................... ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΤΣΕΑΗ-ΚΑΜΙΝΕΑΗ, Ανάθεμα τα ξένα (ποίημα). Προσφυγούλα (δημοτικό τραγούδι).................... ΜΙΧΑΑΗ ΓΑΑΕΤΣΕΑΗ, Από τις ιστορίες του Ηροδότου. «Ου φροντίς Τπποκλείδη»............................................ ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΑΗ, «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών». Πνευματοκαλλιτεχνική Εκδήλωση στο Θέατρο του Φ Ο Μ ........................................ ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Το αποκριάτικο γλέντι του Συλλόγου μας. Η παραδοσιακή σάτιρα συνεχίζεται... [Παναγιώτη Ψυρούκη (Γραμμέλη), Μπράου! - Γιώργου Παπάνη, Χιριτώ σας αγιασώτκα...].......................................................................... Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας Αγιάσου. Κοπή της βασιλόπιτας και Απολογισμός................................................. Τα πθίτκα μας (Ερμόλαος Χατζηβασιλείου, Χρίστος Γλεζέλης, Προκόπης Κουτσκουδής, Γιώργος Παπάνης)...... ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν....................................................................................................................................... Εισφορές...............................................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 7 10 14 17
18 19 20 22 26 30 31 32 33
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Ο Παναγιώτης Ψυρούκης ή Γραμμέλης, ο επι λεγόμενος τελευταία και «Σφιχτός», ήρθε στο αποκριάτικο γλέντι του Συλλόγου μας (8.2.1998). Του παραστέκονται ο διοπτροφόρος εκφωνητής Χρίστος Γλεζέλης (Πουπούσας) και ο σατιρο γράφος Γιώργος Παπάνης...
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Το γραφικό καφενείο της Ρηνιώς Δημητρίου Καρέτου, στον Αϊ-Δημήτρη, φόρεσε το απρό σμενο ανοιξιάτικο χιονένιο φόρεμά του... (Φωτογραφία Παναγιώτη Σκορδά, 23.3.1998)
ΙΧδΝ 1106-3378
ΤΟ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΜΑΣ ΘΕΑΤΡΟ Βαθιές οι ρίζες του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιά σου. Από τον περασμένο αιώνα ως τις μέρες μας πολλοί είναι αυτοί που δραστηριοποιήθηκαν ως σκηνοθέτες, ως σκηνογράφοι, ως μουσικοί, ως ηθοποιοί, ως τραγουδιστές, ως χορευτές, αλλά και ως συγγραφείς θεατρικών έργων, κυρίως ηθογραφιών και επιθεωρήσεων, στο τοπικό γλωσ σικό ιδίωμα. Πρωτοπόρο αναδείχτηκε το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», που το ακολούθησαν και το ακολουθούν όλα τα σωματεία, καθώς και τα σχολεία μας... Τα τελευταία χρόνια οι φιλότιμες προσπάθειες δεν έλειψαν, η καλλιτεχνική επίδοση συνεχίζεται. Δεν υπάρχει βέβαια ο θεατρικός οργασμός του παρελθόντος, με την ποικιλία του ρεπερτορίου (δράματα, κωμωδίες, οπερέτες, ηθογραφίες). Οι συνθήκες άλλαξαν, οι απαιτήσεις έγιναν μεγαλύτερες, οι δυσκολίες πολλαπλασιάστηκαν από πολ λές και διάφορες αιτίες. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού έφυγε, οι ενθουσιώδεις μπροστάρηδες λιγόστεψαν επικίν δυνα, η διάθεση εθελούσιας προσφοράς ατόνησε, ο καται γισμός ερεθισμάτων και η πληθώρα των ευκαιριών προκά λεσαν κορεσμό στον παθητικοποιημένο άνθρωπο και του δημιούργησαν εφησυχαστικές αναστολές.
Η παράδοση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιά σου επιβάλλεται να συνεχιστεί, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Όλα τ ’ αδελφά σωματεία μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτό. Δεν πρέπει να δηλώνουν αναρμοδιότητα, να βρί σκουν εύλογους τρόπους διαφυγής. Ας μην ξεχνούμε πως παλαιότερα ανέβασαν έργα στη σκηνή η «Φιλό πτωχος Αδελφότης», ο «Γυμναστικός Σύλλογος», κα θώς και ο «Κυνηγετικός Σύλλογος»... Με οδηγό το Αναγναιστήριο, πρέπει όλοι οι Αγιασώτες, όπου και αν έχουμε ακουμπήσει τη ζήση μας, να συντονίσουμε τις ενέργειές μας για θεατρική δράση. Έχω πληροφορηθεί πως ο Αντώνης Μηνάς, ο παθιασμέ νος ηθογράφος-επιθεωρησιογράφος, μας ετοιμάζει και πάλι κάτι καλά. Ο πρόεδρος της «Φιλοπροόδου Παροικίας Αγιάσου» δγάησγ Μιχάλης Χριστοφαρής έστειλε κι αυτός το μήνυμά του, πως η Ανδρονίκη Κουτσκουδή-Σάββα έγραψε το πρώτο της έργο, το οποίο ετοιμάζονται ν ’ ανεβάσουν στη σκηνή. Τους ευχόμαστε επιτυχία. Για να υπάρξει όμως αυτή, χρειάζεται όλοι ν ’ ανασκουμπωθούμε, όλοι να βοηθήσουμε... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΔΕΙΟΥ
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Βαικΐοίη ΠαιιΒί^ιιγ «Οι δυο λοχίες», στον Κήπο της Παναγίας το 1937. Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: Στρατής Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας), Σαραντινός Μαλιάκας, Παναγιώτης Νουλέλης (παιδί), Παναγιώτης Καραγιάννης (πίσω), Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Ελένη Στρατή Κολαξιζέλη - Διναρδή, Παναγιώτης Τσόκαρος, Στρατής Σεντουκάς, Παναγιώτης Καζάκος, Μύρτα Τζανετή Αντωνίου, Βασίλειος Βασιλάκης, Παναγιώτης Μουτζουρέλης, Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Καθήμενοι: Στρατής Πολυδώρου Αναστασέλης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Δημήτριος Μουτζουρέλης. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρία Αντωνίου-Μαριού)
Της Α γ ιά σ ο υ ο ι . ..ψ α ρ ά δ ες Π ο ι ο ς να πιστέψει πω ς τα παλιά χρόνια στο χω ριό μας, την Α γιάσο, τρώ γαμε τα π ιο φρέσκα κ α ι φ τηνά ψ ά ρ ια α π ό κάθε άλλη κ α τοικ η μ ένη περιοχή του νησιού μας, κι ας ήμασταν απομονω μένοι στα ριζά του Ολύμπου μας, όπου θάλασσα ακούγαμε και θάλασσα δε βλέπαμε; Κι αυτή η εμπορική και κοινωνική προσφορά, γέννημα θρέμμα της ανάγκης που τέχνας κατεργά ζεται, ήταν έργο απλών ανθρώπων, που κατ’ ευφη μισμό τους λέγαμε ψαράδες, αφού ούτε τα παπού τσια τους δεν έβρεχαν στη θάλασσα, όταν κατέβαι ναν στις καθορισμένες ακρογιαλιές, την ώρα που ξεψάριζαν τα δίχτυα τους οι ψαράδες, κι αγόραζαν ό,τι είχε ανάγκη η αγορά της Αγιάσου. Όμως, ανάλογα με το που θα πήγαιναν, στα δυτι κά, στ’ ανατολικά ή στα βορινά παράλια του νησιού μας, στον κόλπο της Καλλονής για την ξακουστή σαρδέλα, στο Ντίπι για το «λουκούμι» μπαρμπουνάκι της Βριακής, στο Βουβάρι για το νοστιμότατο κεφαλόπουλο, κι αλλού, περπατούσαν ώρες ολόκλη ρες νύχτα μέρα, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, αντάμα με το μουλάρι τους με τις δυο ειδι κές κόφες στην πλάτη του. Ήταν μια ελεύθερη ιδιωτι κή δουλειά πολύ κουραστική, που δεν κάλυπτε πάντα το μεροκάματο του εργαζόμενου και το αγώγι του ζώου του. Ό μως η ικανοποίηση που ένιωθαν μέσα τους οι ωραίοι αυτοί άνθρωποι για την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο ήταν πολύ μεγάλη. Τους ψαράδες της Αγιάσου τους γνώρισα από μικρό παιδί. Είχαμε έναν ψαρά, γείτονα στο πατρι κό μου σπίτι, το Γεώργιο Βουνάτσο με τη γυναίκα του Ελένη και τα εφτά παιδιά τους. Τέσσερα αγό
ρια, το Νίκο, το Γρηγόρη, το Στρατή και τον Πάνο, και τρία κορίτσια, την Ειρήνη, τη Δέσποινα και τη Βασιλική. Και πιο πάνω, στην ωραία Μπουτζαλιά, ήταν κι άλλοι ψαράδες, που δε θυμάμαι πια τα ονό ματά τους. Όμα>ς, από τις 8 η ώρα το βράδυ μέχρι και πέρα α π ’ τα μεσάνυχτα κατέβαιναν ένας ένας μπροστά α π ’ το πατρικό μου σπίτι στον κατήφορο κι όπως ήταν πεταλωμένα τα ζώα τους, για ν ’ αντέ χουν οι οπλές τους στα μακρινά ταξίδια, κροτάλι ζαν πάνω στο γλιστερό καλντερίμι και χάνονταν μέσα στη νύχτα για κάποιο ακρογιάλι. Οι ποικιλίες και οι ποσότητες των ψαριών και των θαλασσινών, που θ ’ αγόραζαν για τις ανάγκες τω ν συγχω ριανώ ν μας, είχαν άμεση σχέση με το κυριότερο προϊόν της Αγιάσου, την ελιά και φυσι κά το λάδι. Στη μαξουλοχρονιά οι κτηματίες και οι εργάτες, άντρες και γυναίκες, όλοι μαζί με την ίδια φόρα μάζευαν ελιές από νύχτα σε νύχτα, μ ’ ένα σκέτο μεροκάματο ως 50 δραχμές για τους ραβδι στάδες κι ως τριάντα δραχμές για τις μαζώχτρες, και γέμιζαν τ ’ αμπάρια, για να πλουτίζουν οι λίγοι και να ζουν υποφερτά οι πολλοί. Όσο σκέφτομαι τότες τον κόσμο που ανέβαζε η Πατωμένη, όταν βράδιαζε -άντρες, γυναίκες, ζώα, μια μάζα ατέλειωτη, κινούμενη ανάποδα σαν κυνη γημένη, έρχομαι τώρα να πιστέψω ότι ένα μεγάλο χωριό σαν την Αγιάσο ήταν καταδικασμένο σε καταναγκαστικά έργα. Κι αν τύχαινε να βρισκόταν σήμε ρα μια απλή βουβή κινηματογραφική ταινία, που να παρουσίαζε εκείνο τον καθημερινό αγώνα, σίγουρα θα έπαιρνε Όσκαρ σκηνοθεσίας, τουλάχιστον. Κι όμω ς η νεολαία μας δεν κοιτούσε τότε το θάνατο στις φλέβες της, ούτε ξέφευγε από μια απλή
Ψαράδες της Αγιάσου, πριν από μισό περίπου αιώνα. Διακρίνονται, από αριστε ρά: Νικόλαος Γεωργίου Βουνάτσος, Χαρίλαος Ευστρατίου Βουνάτσος, Δημοσθένης Βασιλείου Ταράνης, Παναγιώτης Ιωάννου Βουνάτσος, Ευστράτιος Παναγιώτου Βουνάτσος, Θεόδωρος Δημητρίου Κικίδας και Ευστράτιος Δημητρίου Χατζηδούκας. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σωτήρης Βουνάτσος)
κοινωνική ζα>ή. Βέβαια, λίγοι, γνωστοί σε όλους, κάπνιζαν χασίς, για να ξεχωρίζουν από το σύνολο και να επικυρώνουν τον κανόνα. Κι από τις δυο η ώρα τ ’ απόγευμα άρχιζαν να καταφτάνουν οι επίδο ξοι ψαράδες μας, πρώτοι α π ’ τις κοντινές παραλίες και στη συνέχεια οι μακρινοί πεζοπόροι με φορτω μένο τ ’ αγορασμένο εμπόρευμα μέσα στις δυο κόφες πάνω στο ζώο τους. Ο ερχομός των κουρασμένων ψαράδων μας δεν άφηνε αδιάφορο κανένα συμπατριώτη μας, να μην κινη θεί για την ψαραγορά στον Πάνω Κάμπο. Άλλος είχε παραγγελία α π ’ τη μάνα του ν ’ αγοράσει σαρδέλα Καλλονής, άλλος χαψιά για μια σπουδαία κακαβιά κι άλλος φούσκες για τη ... φουσκωμένη νιόπαντρη γυναί κα του, που πολύ τις τραβούσε το... αγκάστρι της. Όλοι είχαν κάποιο λόγο να ρίξουν μια ματιά στις απλωμένες πραμάτειες στο φαρδύ «Λαγκάδ’» του άτυχου πλάτα νου, που τον «έφαγαν λάχανο» - ένα πελώριο περήφα νο δέντρο σε επίκαιρη θέση της αγοράς, γιατί δεν είχε ιδιοκτήτη να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Όσο για τα χιλιάδες πουλιά, που χαλαβρίαζαν τα βράδια μέσα στις προστατευτικές φυλλωσιές του, δεν...είχαν ένδικο μέσο να αναβάλλουν την...εκτέλεσή του. Και για την ιστορία αναφέρω πως, σύμφωνα με πληροφορία του δικηγόρου, εκλεκτού συνεργάτη του π ερ ιοδικού «Αγιάσος», Σωτήρη Βουνάτσου, τον πλάτανο τον φύτε ψε γύρω στα 1883 ο κτηματίας (;) Δούκαρος, μαζί με τον εικοσάχρονο περίπου τότε εργάτη του Ιιοάννη Ευστρα τίου Βουνάτσο, τον παππού του. Τα ψ άρια και τα θαλασσινά που ανέβαζαν οι ψαράδες μας στην Αγιάσο ήταν στη βάση τους λ α ϊ κής κατανάλωσης. Όμως όλα ήταν της ημέρας, φρέ σκα. Κι έχουν να πουν πως το καλύτερο ψάρι είναι το φρέσκο. Ό πω ς ήταν οι γόπες, τα μπαρμπούνια, οι σαρδέλες, τα λυθρίνια και τόσα άλλα. Κι από
Ο μακαρίτης σήμερα Στρατής Χριστόφα Γραμμέλης (Αμπλίκος) διαλαλεί το εμπόρευμα των ψαράδων στην Επάνω Αγορά... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
θαλασσινά, σουπιές, καλαμάρια, φούσκες, χτένια, μύδια, κυδώ νια, π ίνες, αχιβάδες, α χινο ί, το ένα μετά τ ’ άλλο είδος, στην εποχή του, όπως λεν: Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Μεγάλη ζήτηση είχαν τότες τα «σκυλοψαρέλια», οι δροσίτες -είδος μικρού καρχαρία-, γιατί, εκτός α π ’ τη νόστιμη γεύση του, η εξωτερική πλευρά του δέρμα τός του είναι σα γυαλόχαρτο μεγάλης αντοχής και το χρησιμοποιούσαν οι κυράδες, για να καθαρίζουν τα πατώματα και τα πρόχειρα ξύλινα έπιπλα. Παράλληλα με τους ψαράδες μας είχαμε τότες και
Η ώρα του ούζου και του με ζέ των ψαράδων, πριν από μισό περίπου αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: Παναγιώτης Ευστρατίου Βουνάτσος, Ευστράτιος Ταράνης και Χαρίλαος Ευστρατίου Βουνάτσος. Καθήμενος Δημοσθένης Βασιλείου Ταράνης, Ευστράτιος Παναγιώτου Βουνάτσος, Ευστράτιος Δημητρίου Χατζηδούκας, Θεόδωρος Δημητρίου Κικίδας, Παναγιώτης Ιωάννου Βουνάτσος και Κλεάνθης Ψαρός (Βούτλου). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σωτήρης Βουνάτσος)
μερακλήδες μπακάληδες. Ό π ω ς ο γα μ π ρ ό ς μου Ηρακλής Βασιλείου Ευαγγελινός με τον αδερφό του Μιχάλη, ο πατέρας και παππούς των φιλολόγων και συγγραφέων Μήτσου και Γιάννη Παπάνη, ο πατέρας του αξέχαστου Μιχάλη Συναδινού, ο αριστοκράτης με άσπρη μπλούζα Ευριπίδης Μ αριγλής με το γιο του Στρατή, ο Πάνος Ευριπίδη Μαριγλής, ο Ηλίας Χατζηπλής ή Κακλαμάνος -συγγενής και μπακάλης μας, ο γραφικός Παναγιώτης Χατζηβασιλείου ή ... Φασούλας κι άλλοι, που δε θυμάμαι πια, πάστωναν ψάρια, ο καθένας ανάλογα με το μεράκι που είχε, κολιούς, λακέρδα, μαρίδες μαύρες, χαψιά, σκου μ π ρ ιά , σ α ρδέλες, κ α ι ο Χ α ρ ά λ α μ π ο ς-Μ π ίλ α ς Χ ατζησ άββας ήταν ο ε ιδ ικ ό ς στα βουβ α ρ ίσ ια . Θυμάμαι, όταν ο καφές η οκά είχε 90 δραχμές, τα βουβαρίσια τα πουλούσε 80 δραχμές. Κεφαλόπουλα που κ α τά μάζες έμ π α ιν α ν α πό το ν κ ό λ π ο της Καλλονής στον ποταμό Βούβαρη, που οι εκβολές του ήταν κοντά στην αρχαία πόλη Πύρρα, για να γεννή σουν. Εκεί, με διχτυωτές διαρρυθμίσεις του δέλτα του ποταμού, τα παγίδευαν και τα ψάρευαν. Τέτοια βιβάρια υπήρχαν κι αλλού κι έπαιζαν τον ίδιο ρόλο με το δικό μας Βούβαρη της Αχλαδερής. Στην Α γιάσο τότες είχαμε κι επ α γγελ μ α τίες χοντρέμπορους. Ας θυμηθούμε εμείς οι μεγαλύτε ροι το Βασίλη Παπουτσέλη με τους δυο γιους του Νικόλα και Σταύρο, το Βασίλη Μ αλούκη και το Θανάση Χατζηπλή ή Κακλαμάνο. Βρακάδες και οι τρεις της παλιάς εποχής, αλλά τζίνια στο εμπόριο, που το έκαναν όχι για να κερδίσουν -γιατί δεν έγι ναν πλούσ ιοι- αλλά για να εξυπηρετήσουν τους συμπατριώτες και τους κοντοχωριανούς τους. Και δεν περιορίζονταν μόνο στα ελληνικά π ρ οϊόντα , βιομηχανικά και γεωργικά, άλευρα, όσπρια κι άλλα τρόφιμα, αλλά ξανοίγονταν παντού, όπου υπήρχε
παραδοσιακό εμπορικό ενδιαφέρον κι ας ήταν ως την άλλη άκρη του κόσμου. Έτσι μας τροφοδοτούσαν με ταραμά και αυγοτά ραχο από τις γύρω χώρες της Μαύρης Θάλασσας, μέσα σε βαρέλια από ειδικό ξύλο καμωμένα και εσω τερικά ντυμένα με χοντρό ύφασμα κάμποτ, για να κρατά υγρασία. Χέλια, παστωμένα μέσα σε βαρέλες, και τεράστια χταπόδια ξερά, μέσα σε ειδικά σακιά στριμωγμένα. Α π ’ τις σκανδιναβικές χώρες και τη βόρεια Α γγλία ξερό παστω μένο μπακαλιάρο και ρέγκες καπνιστές, μια δραχμή το κομμάτι για τη φτω χολογιά. Κι ακόμη την εξαίσια «ρόζα» Σαχαλίνης, που από τό.τε έχω να ... δοκιμάσω, και κάθε είδος μπαχαρικού, α π ’ τις εξωτικές χώρες του Ινδικού Ωκεανού φερμένο. Οι ψαράδες μας γιόρταζαν στις 30 Ιουνίου, των Αγίων Αποστόλων, στην «Καφενταρία». Και ήταν οι παλιότεροι: Βασίλειος Ταράνης, Κωνσταντίνος Καλαλές, Γεώργιος Βουνάτσος, Ευστράτιος Καρέτος, Ιω άννης Β ουνάτσ ος, Π α να γιώ τη ς Ε υσ τρ α τίου Βουνάτσος (Κνας), Δημήτριος Χατζηδούκας Κλεάν θης Ψαρός (Βούτλου). Η νεότερη γενιά, παιδιά κυρίως των προηγουμένων: Δημοσθένης Βασιλείου Ταράνης, Ευστράτιος Καλαλές, Παναγιώτης Ιωάννου Βουνά τσος, Ευστράτιος Παναγιώτου Βουνάτσος (Κνας), Χαρίλαος Ευστρατίου Βουνάτσος (Κνας), Ευστρά τιος Χ αρίλαου Βουνάτσος, Θεόδωρος Δημητρίου Κικίδας και Ευστράτιος Δημητρίου Χατζηδούκας. Τα ψ α ρ ά δ ικ ά μας ήταν σ τον Π ά νω Κ ά μ π ο , μέσα στο «Δαγκάδ’» του άτυχου πλάτανου. Μετα πολεμικά λειτούργησαν και λειτουργούν ως τις μέρες μας κ ά τω α π ’ τα γ ρ α φ ε ία του Σ υ ν ε τ α ι ρισμού, ο οποίος στεγάζεται σε ακίνητο ιδιοκτη σίας της Εκκλησίας της Αγίας Τριάδας. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΔΑΣ
Αναμνηστική φωτογραφία στο άλλοτε Οινομαγειρείο του Βασιλείου Κορομηλά (6 Αυγούστου 1965), όπου σήμερα το Ανθοπωλείο του Παναγιώτου Κουντουρέλη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, ο Αντώνιος Θαβώρης, μετέ πειτα καθηγητής της Γλωσ σολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, η φιλόλογος σύζυγός του Σούλα, ο Χαρί λαος Ευστρατίου Βουνάτσος (Κνας) -συγγενής του στην Αμερική είχε παντρευτεί θείο της κυρίας Θαβώρη-και ο Στρατής Χατζηβασιλείου.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΗΣ ΑΜΠΕΑΟΦΙΑΟΣΟΦΙΑΣ... Δ υο Αγιασώτες παρατηρούν στο ελαιοτριβείο τους Ουκρανούς εργάτες, που δουλεύουν με ζήλο, ξεχασμένον από καιρό για μας, κα ι... αμπελοφιλοσοφούν. Χωρίς να το θέλω, να, το τι άκουσα: - Για δες τούτουν, τουν Αντρέι! Π ιτά τα τσβάλια, λες τσι έχιν άχυρα μέσα. Αμ γιου άλλους, γιου Ιγκόρ! Ανάσα ε π α ίρ ν’! - Τς είδα...τσι σι ρουτώ ... Του πίστιβγις πουτές π ο υ ς θα π α ίρ ν α μ ι σ τ ’ δ ’λ ειά μας τς Ρ ώ σ ’, να δ ’λέβγιν σι μας; Τσι για ένα κουμμάτ’ ψουμί; Ε; - Πουτές τσι καμιά φουρά ... Τσ’ άμα του ίλιγι κανένας, θα τουν ίπιρνα για παλαβό ... Παλαβό για τα σίδιρα!... - Να που του είδαμι τσι τούτου. Τώρα πλια μεις γοι ψειριαροί γίναμι γοι αρχουντάδις... - Αμ τι! Τ ρανοί α ρ χουντά δις μι πα ρ α γιο ί τσι παρακόρις. Ό χ ’ παίξι γέλασ ι... Δεν είδις κάτ’ ξικουλιάρδις πώς κάνιν; Παναγιούδα μ’! Δέγ’ς τσι γίναν μι τουν Κούμπα γινιά. Μόνου καμ’τσί που ε κρατούν. - Ναι ... Σάνι τσείνουναν τουν καλαθόκουλα, που κάθιτι στου μαγκάλ’. - Μμμ! Να πέσ ’ς στα νύχιαντ α σι γδ ά ρ ’ ζουντανό. - Γέμ’σι τόπους ξόμ ’γις. Μωρέ, πού ήνταν χουσμέν’ τόσ’ ψώρα; - Έ λα ντε! Καντάρια ψώρα, ό χ ’ αστεία. Άσ’ τα τσι μην τα συζητάς, γιατί φουβούμι πους είνι κουλλητικό. Μ ακριγιά απί μας... - Ε! Τώρα πλια δεν απουμέν’ παρά να ζέψουμι στη δ ’λειά τσι τς Αμιρικάν’. Αυτό να δω τσι ας πιθάνου... - Να σ ’ πω ... Για τώρα, σα δύσκουλου του βλέ που. Θα ν ’ αργήσ’ κουμμάτ’. Αλλά πού θα πα, θα γ ίν ’ τσι φτο. Θα πέσ’ γη μύτ’ ντουν μια μέρα. Μεις δε θα του φτάξουμι, ως φαίνιτι... Έ να ς τρίτος, που παρακολουθούσε τη συζήτη ση, είχε αντιρρήσεις: - Μμμμ! Α π ’ αυτοί άμα πάριτι ιργάτες, σουθήκατι. Εν του ξέριτι πους αυτοί δ ’λέβγιν μι τς πιστόλις; Θα μας γιμίσιν κουμπότρυπις, ίσιαμ’ να πεις κρουμμύδ’. Θα μας ξιπατώσιν μιαν ώρα αρχύτιρα. Άσι που γοι μαριχουάνις θα μπαίνιν πλια τσι μες στα μπιμπιρό, που πίνιν γάλα τα μουρά... - Ε! Τ ό τ ις θα π ά ρ ο υ μ ι α π ί τν Α γ γλ ία . Αυτουκρατουρία ήνταν τσι φτή. - Ω! Χούουου! Τώρα έκατσις απάνου απάνου. Αυτοί γοι πιο πουλλοί ξέριν τσι τν άλλ’ τ ’ δ ’λειά. Φ τοι μι τα ο υ ξφ ο υ ρ δ ια ν ά ν το υ ν μας κάναν λιόσβουλου στου πόλιμου τσι στν απιλιφθέρουσ’ τσι στ’ Κύπρου. Θέλιτι τώρα να μας βρουν αχνόλαστ’ να γίνουμι Σόδουμα έδιου πέρα;
Στις μέρες μας πολλοί αναζητούν εργασία και στο νησί μας. Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Βο ρειοηπειρώτης εργάτης Θεοφάνης (Φάνης) Μπάτσιος. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου. «Μουνέρ’» Παλαιοκήπου Αέσβου, 29.12.1996)
- Ό χ ’ δα τσι συ, ρε άθρουπι, τέτοια πράματα! Ξ’στός τσι Παναγιά! - Γ ι ’ αυτό, σας λέγου, αφήτι τα ’νείρατα τσι να ζγώ σ ιν γο ι γ ’ν α ίτσ ις τσ ι τα μουρά μας. Που τς μάθαμι να παριστάνιν τς πρίγκιπις τσι τς δουκέσις. Γιου θκόσιμ - μέγας αρχιδούξ τς Καρκαβούρας λ έ γ ’ π ο υ ς: «Μ όνο με η λεκ τρ ο νικ ό υπολογισ τή μπορώ να εργασθώ. Ο κυβερνοχώρος θα λύσει όλα τα προβλήματα. Αυτά που κάνεις εσύ, πατέρα, είναι πια ξεπερασμένα και ανθυγιεινά» ... Ί κ ’σις κουβέντις, διαβόλ’ γ ιο ς ;... Φαίνιτι πους τώρα θα πατούμι κ ’μπιά τσι θα πέφ τιν α π ’ τουν ουρανό ίσια στου στόμα μας τα πτάρια ... Ν αι... Όσου για τα γιαπράτσια, ας μην του ’πω τούλουγια θα γινόντι... - Ναι ... Α νοίγιν του σ τόμαντουν γοι παλιόσπουρ’ τσι θαρρούν πους κ ά τ’ λέγιν... - Καλά τα λέγ’ς ... Διέβασα πους τώρα τσι τα φ υ σ ικ ά ντο υ ν στου Ιντιρ νέτ τα ξ ιμ π ιρ δ έβ γ ιν ... Είνι, λέγ’, πιο ασφαλές του σεξ στου κυβιρνουχώρου, χουρίς του κίνδυνου για μουλύνσεις τσ’ άλλα ντράβαλα... - Αλήθεια; Λέγ’ς τώρα που γη θάλασσα γ ίν ’τσι γιαούρτ’ να τ ’ πιρνούν ξηρουσφύρ’;
- Τσι τα μουρά τούλουγια θα γιν ό ντι; Δε θα πατούν κ ’μπιά γ ι’ αυτό; - Αμ ξέρου του; Μπουρεί να κάνιν κλουνουποίησ’. Η να τα βγάζιν α π ’ του σωλήνα. Ξέρου τι να ’πω; Ούλα πλια να τα απαντέχ’ς. - Άντι, ά φ ’σι μι τσι δεν μπουρώ) να τα ακούγου τ ’ ανισόρρουπα ... Π αίζιν μι τουν Ουθιό τσι μόνου τέρατα θα βγάλιν. Θα ψουφούμι αράδα σα τς τριλές αγιλάδις τς Αγγλίας. Να του θ ’μούστι... - Ώστι τέτοια σ ’ λέγ’ γιου αρχιδούκας! Τσι πού να δεις τνι θτση μ ’ τ ’ μ πα γιρίσ ια , τ ’ κόμισσα τς Καλαθούς. Έ χ ’ μαζέψ’ μια καραβιά μπουκαλέλια μι αρώματα τσι κρέμις. Τρίψι τρίψ ι τ ’ μούρη τς, έχ’ πά ρ’ ένα αλλκύτ’κου χράιμα. Θαρρείς, ρε πιδί, πους πότι ξιγυαλίζ’ σα ξιμπαμπούλα, τσι πότι σκουραίν’ πιο πουλύ τσ’ απί τ ’ Σπανού του ράχτου... - Έ λα τώρα τσι συ, του μουρά σ ’ ψ ιγαδιάζ’ς; - Τν αλήθεια λέγου ... Ν αι... Του καλουτσαίρ’ τ ’ πήρι γη μάνα τς μαζί στου πριβόλ’. «Μεις ταχιά τν άλλ’ θα παγαίνουμι. Να ξέρ’ς, βρε κόρη μ’, τουλάχιστουν πού είνι του τίπουτά σ ’», τς είπι. Τ ’ κατάφιρι μι χίλια ζόρια. - Πάλι καλά, που ήρτι, - Ά κ’σι να δεις ... Έ κανι γη μαϊμού σα να τνι σύρναμι σ τ’ κριμάλα. Κρέμασι κ ά τ’ μούτσνα, να! Ίβαλι του ραδϊουφουνέλ’, έχουσι τσι τ ’ ακουστικά στ’ αυτιά τς, τσι μηδί μίλα μηδί χτύπα. Δεν άπλουσι του χέρι τς να π ιά σ ’ ένα φρούτου να φα. Να πεις ένα μή λου, ένα σ τ α φ ύ λ ’, ένα ρ ο υ δ ά τσ ν ο υ ... Τίπουτα του ναμκόρκου του πλάσμα! Τσι ούλ’ τν ώρα του ρουλόγ’ λόγιαζι. - Γιατί; Χ άπια π α ίρ ν’, μουρά πράμα; - Ό χ ’ δα! - Μην είχι ραντιβού τίπουτα; - ’Α κ’σι τι λέγ’!
- Εμ τότις; - «Να μην περάσει το όριο ηλιακής έκθεσης»!... Κατάλαβις γιου παλιόσπουρους του κιρατά!... - Ε, ό χ ’ δα τσι έδιετς! Γω δεν παραπουνιέμι μι τς κουταλήδις, που έχου. Δέγου να τουν μοιράσου π λ ια του π ρ ιγ κ ιπ ά το υ ... τς Ξ ηρουκαμπίας. Θα μ είν’ σι καλά χέρια. Π ρουχτές ήρταν μαζί. Γιου ένας κάτ’ έκανι.. Βλέπ’ς τ ’ έταξι γη μάναντ πους θα δώσουμι του λάδ’, για να π ά ρ ’ Γιαμάχα. - Α ! ΓΓαυτό! - Αμε, τι θαρρείς ... Μ άζιβγι τα δίχτυα. Τώρα βέβϊα πιο πουλλές ιλιές τσαλαπάτ’σι παρά μάζου ξι. «Εν πειράζ’, ίλιγι, έτσ’ τσι αλλιώς θα τς λιώ σ’ γη μηχανή. Να είνι έτοιμις». Τέλους πάντουν. Γιου άλλους κάθντου στου αυτουκίνητου. «Να μη λερώ σουν τα αθλητικά άρβυλα που στοιχίζουν τριάντα χιλιάδες δραχμές. Να ανεβεί και η θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα». Ν αι... Μη γ ιλ ά τ ι... Σαν που σας τα λέγου ... Φ αίνιτι πους μούδιασι να κάθιτι τσι άμα ξιμπρόβαλι καμιά φουρά σαν πιριηγητής, τουν έστ’λα στου ντά μ ’, για να φ έρ’ τ ’ σακουράφα τσι ένα ρόλου μίτου χρουματιστό, για να ράψουμι τς τρ ύπις στα δίχτυα. Τ ’ έδουσα καλά να κα τα λάβ’ πού είνι. Ξέριτι τι μ’ ίφιρι; - Τι; Καμιά κλουστή; Για πες του; - Εμ π ο ύ να του β ά λ ’ του μυαλό σας! Του σιτζίμ’ ίφιρι, που έδινα του γάδαρου!... Ναι ... Μη γιλάτι... Μ όν’ να τραβούμι τα μ ά γ’λα μας... Τσι άμα τ ’ είπα: Τι θα του κάνουμι τούτου, βρε γιε μ’; Κούνια θα κάνουμι; Ή να κριμαστώ να ’συχάσου; Ξέριτι τι μ’ είπι; - Ε! Μα πού να του ξέρουμι; - Σωστά ... Τέτοια λόγια πού να τα φανταστείτι; «Συ φ τ α ις , γ ια τ ί δε μας δ ια π α ιδ α γ ώ γ η σ ε ς σω στά» ... Μ ’ ή ρτι να φ ο υ ν ά ξο υ : γ ια γ κ ίν ’, ρε
ΙΜικροί και μεγάλοι συνήθως πηγαίνουν στα σωθύρια και στα περβόλια σήμερα, για να ξεσκάσουν λίγο, ν’ ανεβούν, αν μπορούν, σε κανένα δέντρο, να παίξουν και όχι για να δουλέψουν... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβα σιλείου. Ξυλόκαστρο, 16.8.1991)
α θρώ π’! Βαστάτι μι, θα τουν πνίξου σαν κατέλ’! Ναι ... Τι να κάνου όμους, του κατάπια τσι φτο Τώ ρα όμους που του δ ια λ ο υ γο ύ μ ι, λέγου π ο υ ς σουστά του είπι. - Σουστά λέγ’! Μεις φταίμι, που τς μάθαμι να είνι «μη μου άπτου», κλεισμέν’ σι μια γυάλα, τσι ό χ ’ να βγουν τσι να πα λέψ ιν σ τ’ κοινουνία . Τσι άμα κακουπέσιν γη π ’νάσιν, μας θα βρίζιν τσι ζουντανοί να είμαστι τσι πιθαμέν’. Ψέματα λέγου; - Ψ έματα δε λ έγ’ς. Α λλά τι να κάνουμι, που γιου ένας α κ’λουθά τουν άλλουν τσι κατρατσλούν στ’ κατηφόρα; - Να τς μάθουμι τι θα πει «τσοσσς!» Τι είνι γη ρέγουλα. Να τς ψήνουμι στου κ α μ ίν ’ τς κοινουνία ς. Να νιώ σ ιν π ο υ ς δεν έ χ ’ μόνου γλύτσ ις γη ζουγή, αλλά τσι πίκρις. Να μη χάνιν τα πασχάλιαντουν, άμα δουκιμάσιν τα σ τ’φά τσι τα σ ’χαντά. Τ ότις είνι που π α ίρ ν ιν του κατήφουρου τσι του ρίχνιν στα χασίσια τσι στς ιδλειές του κιρατά. Τσι να βάλουμι θ έ λ ’ μας μυαλό, μ ’κ ροί τσι μ ιγ ά λ ’. Αλλιώς; Γη Ανατουλή είνι τώ ρα σ τ’ απάνου. Θα μας ζέψιν στου ζ ’γό γοι τσ ίτριν’. Τσι φτοι δε χουρατέβγιν. Κατιβάζιν του καμ’τσί, ό π ’ πουνείς... Στη συζήτηση μπήκε και «του πιτρ ά δ’ μες στου τσιρβούλ’». - Λ έ γ ’ς δα να γ ίν ο υ μ ι θ έ λ ’ κ ο ύ λ η δ ις; Ε ρε μανούλα μ ’! Ιφτυχώ ς που σ τ’ Κατουχή είχα αραμπαδέλ’ τσι κ ά τ’ ξέρου α π ’ έφτα... - Μην κουρουδγιέβς τσι έχ ’ δίτσιου ... Τσι να δεις που τότις δε θα κάνουμι πλια ιγχειρήσεις στ’ κ α ρ δ ιά τσ ι στα σ το υ μ ά χ ια . Μ όνου στα μ ά τια , έδουνα στου πλάι... - Αμ γιατί στα μάτια; - Για να είνι λουξά τσι πρησμένα ... Θα πιλικούμι τσι τ ’ μ ύ τ’ μας, για να είνι π ιο μ ’κρή. Γη ηλιουθιραπεία θα κουπεί, αφού γη μόδα θαν είνι του τσίτρινου χρώμα. Όσου για τ ’ γλώσσα, δε θα χρειγιαστεί μιγάλους κόπους, αφού λίγου πουλύ ούλ’ κινέζ’κα μ’λούμι. Γι’ αυτό καταλαβινόμαστι... - Λ έ γ ’ς δα να π α ρ α κ α λ ιο ύ μ ι ο ύ λ ’ μας να πάθουμι ίκτιρου; Γούστου θαν έχ’! - Ε! Ό πους τώρα, ό,τ’ έρχιτι απί τν Αμιρική, γένι τι μόδα, έτσ’ τσι ταχιά ούλα απί τν Ανατουλή θα τα αντιγράφτουμι. Θα φουρούμι κιμουνό τσι τσόκαρα θα ξαναβάλουμι. Να δεις που αντί για αυτουκίνητα θαν έχουμι πουδήλατα. Θα τρώμι ρύζ’ μι τα ξ ’λαρέλια. Όσου για γκέισσις, άλλου τίπουτα. Αφουρμή γυρέβγιν γοι καψουκόρις. Μόνου σαμουράι πού θα βρούμι; Γοι παλιοί γοι πα λ’καράδις τιλειώσαν πλια... - Ε, μα σεις, ρε αθρώ π’, σαν που τα λέτι πλια, μι συγκρυγιάσιτι. Δηλαδή τι να αρχίσου να μαθαί νου κ ινέζ’κα γη για π ο υ νέζ’κα; Ή τα Μ αλισϊανά; Για να ξέρου... - Ό χ ’. Τ ’ γλώσσα τουν Π απούα να μάθ’ς. Σεις
Ο Χρίστος Παναγιώτη Καμινέλης μεταφέρεται με χει ράμαξα στην πόλη ΠιιιΤ)3η (Ντάρμπαν) της Δημοκρατίας της Ν. Αφρικής... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ξανθίππη Παν. Καμινέλη)
έφτου στα πλουμαρίτ’κα τα μ ’λάτι τσι κουμμάτ’. Δε θα κουραστείς δα τσι πουλύ. - Α μ ’ τσι συ που σι στείλαμι στν Αυστραλία, για να συχάσ’ του γ ’δί μας, θα τν έμαθις έφτη τ ’ γλώσσα. Ξ ουνουγύρ ’σις, για να μας κ ο υ ρ δ ίζ ’ς. Π ήγατι μανέλις τσι γυ ρ ίσ α τι κουτσ κ ούδις. Έ ν ι κάτσις έφτου, που ταίριαζις μι τς ουρίτζιναλς. - Ε! Είπα, αντί να χαθώ στα Κούμπερ Μ πίτι, ας πάγου να λιώσου στ’ Πιρασιά, στου τόπου μ ’. Τσι φτο σι πείραξι; Παναγιά μ ’, πλια! Γη φουβάσι μη σ ’ πάρου τ ’ θέσ’; - Ναι, καλά έκανις, να μη χάσουμι του δείγμα. Ύ στιρα θέλιν λίπασμα τσι τα τσυπαρίσσια. Τσι συ έχ’ς μπόλ’κου απάνου σ ’... - Αφήτι τα έφτα, μωρέ, τσι δε τιλειώνιν. Π άρ’τι του χ α μ π ά ρ ’ πους πήραμι κατήφουρου μιγάλου. Ναν α λ λ ά ξο υ μ ι δ ιο υ λ ί, τώ ρ α π ο υ είν ι ν ο υ ρ ίς. Αλλιώς; Ταχιά κλαίν’! Τσι μακάρ’ να πέφτου όξου... Αυτά άκουσα, αυτά μαρτυρώ και γράμματα γνω ρίζω. Χωρίς να προσθέσω έτερόν τι, υπογράφω: Μάρτης 1997
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΠ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ
ΑΟΑΜ Μ ΙΟ ΚΙΕΑνΐεΖ Ο φιλέλληνας εθνικός ποιητής της Πολωνίας Στις 233.1998 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, σε συνεργασία με την Πολωνική Πρεσβεία, πραγμα τοποίησε εκδήλωση στην αίθουσα «Μιχαήλας Αβέρωφ» (Γενναδίου 8) και τίμησε τον εθνικό ποιητή της Π ολω νία ς Αάαιτι Μί<±ί€\νίοζ, με την ευκ α ιρ ία της συμπλήρω σης 200 χρ ό νω ν α πό τη γέννησή του. Εισαγωγικά και επιλογικά μίλησε ο πρόεδρος της Ε.Ε.Λ. Παναγιώτης Τσουτάκος. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Αδάμ Ζουράφσκι, αναπληρώνοντας τον πρεσβευτή καθηγητή Βόιτεκ Λαμεντόβιτς. Για τη ζωή και το έργο του τιμώμενου μίλησαν ο Λέσβιος λογοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης, με θέμα «200 χρόνια από τη γέν νηση του εθνικού ποιητή της Π ολω νίας Αάαητ Μίο1α€\ν1οζ», και η φιλόλογος-λογοτέχνισσα Γιολάντα Ρουξίτσκα, με θέμα «Η φιλελληνική πλευρά του Α&άΐη ΜίοΕίοχνίοζ». Η εκδήλωση διανθίστηκε με μουσική (Τιτίκα Σαριγκούλη), με παραδοσιακούς χορούς (υπεύθυνη η κ. Κοβάλσκα) και με απαγγελία ποιημάτων του Αάαπι Μίο1αο\νίοζ στα πολωνικά και στα ελληνικά (Ελσμπιέτα Νάνου, Παβέου Κρούπκα, λογοτέχνης και γραμματέας της Πολωνικής Πρεσβείας και Δημήτριος Πετράτος, ηθοποιός). Το πρόγραμμα παρου σίασε η ειδική γραμματέας της Ε.Ε.Λ. ποιήτρια Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα. Ακολούθησε δεξίωση. Παρακάτω δημοσιεύουμε την ομιλία του εκλεκτού συνεργάτη μας Γιώργου Τσαλίκη. ΓΙΑΝΧΑΤΖ ^ ) Αάαιτι ΜίοΠωνιοζ (Αδάμ Μιτσκιέβιτς) γεννή θηκε το 1798 στο Ζαόσιε της Πολωνίας. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογρά φος και ονομαζόταν Νικόλαος. Εκείνη την εποχή η Π ο λωνία είχε καταλυθεί από τους Ρώσους, τους Πρώσους και τους Αυστρι ακούς. Ο υ π έρ ο χο ς λαός της, με την αξι όλογη κουλτούρα του και με την παλικαριά του, αλλά και με τη γλώσσα του, προσπαθού σε να σταθεί ενω μένος, για ν ’ ανα κτήσει την ελευ θερία του. Τα π α ιδ ικ ά του χ ρ ό ν ια τα πέρασε στο Νοβογκρούντεκ. Ε κεί το 1810 ξ έ σπασε μεγάλη φ ω τιά, που έκαψε π ο λ λά σ πίτια και την εκ κλησία του Αγίου Νικο λά ου. Τ ότε έγραψ ε το π ρ ώ το του π ο ίη μ α «Πυρ καϊάς Το 1812 πέθανε ο πατέ ρας του, το 1815 α π οχα ιρ ετά τα π α ιδ ικ ά α γγ ελ ικ ά του χ ρ ό ν ια σ,το
χωριό και αρχίζει την «ψηλή και συννεφιασμένη» νεανική του ζωή στο Βίλνο. Εδώ μαζί με ά λ λ ο υ ς φ ο ιτη τές ο ρ γ α ν ώ ν ε ι τ ις σ υ ν τρ ο φ ιές « Φ ιλομαθείς» κ α ι «Φίλάρετοί», που στην αρχή είχαν χαρακτήρα μορφωτι κό, αλλά γρήγορα μετα τράπηκαν σε ιδεολογικ ο -ε π α ν α σ τ α τ ικ ο ύ ς συλλόγους. Ό λη του η ζωή υπήρξε ένας Γολ γοθάς από δ ιω γ μούς, φυλακίσεις και εξορίες, και μεγάλο μέρος α π ’ αυτήν το πέ ρασε π ε ρ ιπ λ α νώ μ εν ο ς α πό χώ ρ α σε χώ ρα. Πήγε στη Ρωσία, όπου συνδέθηκε με τα δημοκρατι κά και φιλελεύθε ρα π ν εύ μ α τα της εποχής, έλαβε μέρος σε συνω μοτικές ενα ντίον του τσάρου ενέρ γειες και ανέπτυξε ιδιαί τερα φ ιλικούς δεσμούς με το Ρώσο ποιητή και πεζογράφο Α λεξά ντρ Π ούσ κ ιν. Ό τα ν μάλιστα ο τελευταίος τον άκουσε μια μέρα ν ’ απαγγέλλει ποιήματά του, λέγεται
π ω ς φ ώ ναξε: «Και τι είμαι εγώ μπροστά στο
Μιτσκιέβιτς». Στη Γερμανία συναντήθηκε με το μεγάλο ποιητή Γκαίτε και φιλοξενήθηκε α π ’ αυτόν στη Βαϊμάρη. «Είναι αληθινά μεγαλοφυής ποιητής», είχε πει ο Γκαίτε ύστερα από τη γνιοριμία τους. Στη Γαλλία πάλι ήρθε σ’ επαφή με κορυφαίους ποιητές, δίδαξε μάλιστα για κ ά π ο ιο χρ ο νικ ό διάστημα σλαβική φιλολογία από την έδρα του (Ιο11έ§€ άο Ρπιηοο, κι ο Μ πραντές χαρακτήρισε τις συνθέσεις του προμηθεϊκές και μοναδικές στα γράμματα, ύστερα από τα ομηρικά έπη. Στην Ιταλία θαυμάστηκε το ίδιο και αγαπήθηκε ξεχωριστά, γιατί έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1848, στο πλευρό των πατριωτών, γ ια τη δ η μ ο κ ρ α τικ ο π ο ίη σ η κ α ι την ένωση της χώρας. Ο Καβούρ, μάλιστα, είπε στο Ιταλικό Κ οι νοβούλιο τον Ο κτώ βριο του 1843: «Ό ταν ένας
λαός γεννάει ανθρώπους, σαν τον Όμηρο, τον Ντάντε, το Σαίξπηρ ή το Μ ιτσκιέβιτς, αυτός ο λαός πρ ο ο ρίζετα ι α π ’ τη μοίρα για μεγάλα πράγματα». Ό ταν ξέσπασε ο Κ ριμαϊκός πόλεμος, έτρεξε στην Κωνσταντινούπολη, για να οργανώσει τις πολωνικές λεγεώνες, που θα πολεμούσαν ενα ντίον της Ρωσίας. Εκεί, στην Κωνσταντινούπολη,
προσβλήθηκε από χολέρα και πέθανε στα ξένα το 1855, νοσταλγός όσο ποτέ της πάτριας γης, αφού πρόσφερε ολόκληρη την προικισμένη ζωή του στα ιδ α ν ικ ά της ελ ευ θ ερ ία ς, της π α τ ρ ίδ α ς κ α ι της ανθρωπιάς. Το παράδειγμά του μπορεί να θεωρη θεί μοναδικό στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ανήκει στην πλειάδα των ηρώων και των μαρ τύρων της σκέψης. Σαράντα πέντε από τα πενήντα εφτά χρόνια που έζησε τ ’ αφιέρωσε αποκλειστικά στην υπηρεσία των εθνικών και κοινω νικών αγώ νων, επικεφαλής μυστικών πολαινικών απελευθε- „ ρωτικών οργανώσεων, στις επάλξεις των οποίω ν και πέθανε, κρατώντας αχώριστη και ασίγαστη τη λύρα του. Η πατρίδα του τον τίμησε όσο κανέναν άλλο Πολωνό πολίτη. Το σκήνωμά του, που αποτε λεί μέχρι σήμερα το ωραιότερο σύμβολο μέσα στις π α ρ α δ ό σ εις τω ν Π ολω νώ ν, το τοποθέτησε στο μαυσωλείο των Σιγισμούνδων, παλαιώ ν βασιλέων της Πολωνίας. Ο Μιτσκιέβιτς άρχισε το ποιητικό του στάδιο με μπαλάντες και με ρομάντζες, για να περάσει ύστερα σε συνθετικά ποιήματα αναπόλησης και αναμνήσε ων, όπαις είναι «Οι πρόγονοι» και το «Γκραζίνα». Τον «Κυρ Θαδόαίο» τον έγραψε στο Παρίσι το
Ο Λέσβιος λογοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης μιλά για τον εθνικό ποιητή της Πολωνίας Αάαηι ΜίεΚίονίεζ. Από αριστερά, διακρίνονται ο γενικός γραμματέας της Πολωνικής Πρεσβείας ποιητής Παβέου Κρούπκα, ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Δογοτεχνών Παναγιώτης Τσουτάκος και η ειδική γραμματέας Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα.
1834. Είναι η ιστορία των ετών 1811-1812, σε δώδε κα ρ α ψ ω δ ίες. Υ λ ικ ό βρήκε στην ισ το ρ ία της Πολωνίας, στα ήθη και στα έθιμα, στις αναμνήσεις του, στο πέρασμα του Ναπολέοντα, για τον οποίο πίστευε ότι θα ελευθερώσει την Πολωνία. Το έπος αυτό αρχίζει με την αποστροφή:
Λιθουανία! Πατρίδα μου! Είσαι σαν την υγεία. Πόσο αξίζεις, το ξέρει μόνο αυτός που σε έχασε. Σήμερα την ομορφιά σου, σ ’ όλο το στολισμό, τη βλέπω και τη γράφω, γιατί σε νοσταλγώ. Στο έπος αυτό έδωσε ο Μιτσκιέβιτς μια ολοκλη ρωμένη εικόνα της ζωής του πολω νικού λαού σε κάποια στιγμή της εξέλιξής του. Τη γη, τη φύση, τα ήθη και τα έθιμα, τους ανθρώπους και τα έργα των χεριών τους, τα παρουσίασε με έναν τρόπο αγνό, με μια απλή, φυσική, πλούσια και εκφραστική γλώσ σα, αληθινή, χωρίς περιττά ξεφτισμένα φκιασίδια. Α κόμη θ ε ω ρ ε ίτ α ι κ λ α σ ικ ό το β ιβ λ ίο του «Περιπλανώμενοι Πολωνοί», έργο που προίκισε την παγκόσμια λογοτεχνία με ένα από τα πιο πολύ τιμα τεκμήρια της α νθρώ πινης ψυχής στο πάθος της για την ελευθερία και στην α πέχθειά της για κάθε κοινωνική υποκρισία, αδικία και καταπίεση. Μέσα σ’ όλα τα είδη του ποιητικού λόγου, που καλλιέργησε και που τα δια κρίνει εξίσου βάθος, ειλικρίνεια, αίσθημα, ομορφιά, τελειότητα, δύναμη και πλαστικότητα ύφους, ο Μ ιτσκιέβιτς στρέφει την πρ ο σ ο χή του, α ν τ ίθ ε τ α π ρ ο ς το υ ς άλλους Ευρωπαίους ποιητές του Ρομαντισμού, περισσότε ρο στα φιλοσοφικά, παρά στα αισθητικά ζητήματα, και αντιτάσσει στον ορθολογισμό το αίσθημα και την πίστη ω ς β α θύτερα κ α ι ασ φ α λέσ τερα μέσα φω τισμού. Α π ’ όλους τους πο ιη τικ ο ύς δρόμους επιστρέφει στο εθνικό παρελθόν κι αναζητάει σ ’ αυτό τα θέματα τω ν π ο ιη τικ ώ ν του συνθέσεων. Αντλεί τις εμπνεύσεις του μέσα από τους λαϊκούς θρύλους και τις δημοτικές πηγές και παραδόσεις, όπου ανευρίσκει αποθησαυρισμένο έναν απροσδό κητο ηθικό πλούτο και ανεξάντλητες συγκινήσεις. Α νακαλύπτει την αλήθεια του αισθήματος, μιαν αλήθεια εντελώς διαφορετική από τη «νεκρή» εκεί νη της γνώσης. Η «Νύχτα των νεκρών», που έχει γραφτεί α π ’ τον ποιητή σε δυο μορφές, όπω ς κι ο «Φάουστ», είναι κατά γενική αναγνώριση το πιο ουσιαστικό και μεγαλόπνοο ποίημ α του μεγάλου Π ολω νού ποιητή. Στην πρώτη «Νύχτα» ο Μιτσκιέβιτς αναπτύσσει ένα φλογερό μυστικισμό, χρησιμοποιώντας τα π ο ι ητικά στοιχεία της π α λ ιά ς λαϊκής τελετουργίας, και εκφράζει πλα σ τικά και δραματικά τη στάση του εμπρός στα α ιώ νια προβλήματα της ζωής. Ο
Μ ιτσκιέβιτς πίστευε, όπω ς και οι περισσότεροι Σλάβοι ποιητές, πω ς στα παλιά λαϊκά έθιμα υπήρ χε ένα βάθος αρχέγονης αλήθειας, ένα είδος πρ ο κ α τ α κ λ υ σ μ ια ία ς Β ίβ λ ο υ , π ο υ π ε ρ ιέ κ λ ε ιν ε τα π ρ ώ τα σ το ιχεία της γνώ σης. Κ ι η π α λ ιά λα ϊκή συνήθεια, που προβάλλει με απαράμιλλες ποιητι κές εικόνες, του δίνει την ευκαιρία ν ’ αναπτύξει βαθύτατους στοχασμούς για τις σχέσεις μεταξύ του κόσμου των νεκρών, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ της παράδοσης και της ηθικής ζωής της σύγχρονης γενιάς. Η δεύτερη «Νύχτα» είναι η τραγωδία ενός ολό κληρου λαού, που αγωνίζεται και πεθαίνει, η τρα γωδία του πνευματικού του ποιμένα, που με αγωνία αναζητά τα μέσα της σωτηρίας του. Ο ποιητής στο ποίημα τούτο μεταβάλλεται σε εξάγγελο όχι μόνο του δικού του λαού, αλλά και ολόκληρης της α ν θρωπότητας, που υποφέρει και αγνοεί την αιτία των απροσμέτρητων πόνω ν της. Α ντιμετω πίζει ξανά, από τη ρίζα του, το πρόβλημα του Ιώβ για το νόημα του πόνου αυτού και σ’ ένα μοναδικό στη νεότερη λογοτεχνία διάλογο συνδιαλέγεται «ενώπιος ενωπίω» με το Θεό. Το κ ρίμ α της π ρ ο σ φ υ γιά ς βαρύ κι ασήκωτο. Μέσα από τ ’ αγιασμένα στόματα των προσφύγων ο Μιτσκιέβιτς απευθύνεται στο Θεό και τον παρακαλεί για τη σωτηρία τους. Αλλά δε σταματά στις ικεσίες. Απαιτεί από το Θεό να κάνει το χρέος του προς την Πολωνία. Κι αυτό είναι το μεγάλο μήνυ μα στο υπέροχο ποίημά του. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Κύριε μεγαλοδύναμε! Μιας ανδρειωμένης, πολεμοχαρής φυλής, τα μεστωμένα νιάτα, από του κόσμου τα πέρατα, α π ’ τους τέσσερις ανέμους, ξαρματωμένα, τα χέρια τους σηκώνουν προς Εσένα! Και σου φωνάζουν, μες α π ’ τα λαγούμια της Σιβηρίας κι α π ’ του Καυκάσου τα χιόνια κι α π ’ της Γαλλίας την ξένη χώρα, Κύριε, σου φωνάζουν! Δεν είναι στην πιστή σου Πολωνία ελεύθεροι να κράζουν τ ’ όνομά Σου. Οι γέροι ωστόσο, τα παιδιά μας κι οι γυναίκες ανάμεσα α π ’ τα δάκρυα Σου δέονται μυστικά μες στην καρδιά τους. Κύριε των Σομπιέσκι! Κύριε των Κροσγιούσκο! Κύριε των Ζαγκελλόν! Κύριε της Πολωνίας! Ελέησε την πατρίδα μας κι εμάς!...
Και να σου δεηθούμε ευδόκησε ξανά, ως οι πρόγονοί μας. Στη μάχη ανάμεσα, με τ ’ άρματα στο χέρι, μπροστά σ ’ ένα βωμό, από ματωμένα τύμπανα και κανόνια καμωμένο, και κάτου από ένα μπαλντακίνο καμωμένο από τ ’ αετοφόρα φλάμπουρά μας. Σε κάθε επίσημη μεταβατική ώρα των μεγάλων εποχών της ανθρωπότητας αναπήδησαν μέσα σ’ ένα είδος ηθικής μεσοβασιλείας κραυγές της από τη φρίκη κυριευμένης ψυχής, όπω ς ο Ιώβ, ο Προμη θέας, ο Άμλετ, ο Μάνφρεδ. Η «Νύχτα των νεκρών» ανήκει στην ίδια οικογένεια. Στη μελέτη που αφιέρω σε η Γεωργία Σάνδη στον Γκαίτε, στον Μπάιρον και στο Μ ιτσ κ ιέβ ιτς, α ρ χ ίζει έτσι την ανάλυση της «Νύχτας των νεκρών»: Στο ποίημα αυτό ο Μιτσκιέβιτς, ποιητής ισάξιος του Γκαίτε και του Μπάιρον, έβαλε ολόκληρη την ψυχή του. Ο ίδιος δήλωνε πως τούτο θ’ αποτελούσε, όταν θα τελείωνε, το κεφαλαι ώδες του έργο. Το άφησε όμως ατέλειωτο. Ωστόσο η δύναμη της έμπνευσης και η τελειότητα της μορφής, στα μέρη που είδανε το φ ω ς της δημοσ ιότητας, δικαιώνουν απόλυτα την υψηλή ποιητική θέση, στην οποία το κατέταξε η παγκόσμια συνείδηση. Στην Ελλάδα ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έχει μεταφράσει δυο πολύ όμορφα ποιή ματα του Μ ιτσκιέβιτς. Επίσης ο Ν ίκος Ανώγης, στο βιβλίο του «Πολωνία», έχει μεταφ ράσει το ποίημα «Προσευχή των προσφύγων». Την Ελλάδα την αγαπούσε πολύ, όπως ο άλλος μεγάλος ποιητής Γ ιούλιους Σλοβάτσκι. Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 μετέφρασε τον «Γκιαούρ» του Μ πάιρον έγραψε το ωραίο ποίημα
«Το ελληνικό δωμάτιο», αφιερωμένο στη Ζενάιντα Βολκόνσκα. Σ ’ ένα άλλο του ποίημα για το άγαλμα που βρέθηκε στην Κόρινθο έγραψε: Μέσα α π ’ τα ερείπια ανασταίνεται η μεγαλοφυΐα της Ελλάδας. Κ άτω α πό την αισθητική ανάσταση έκρυβε ο Μ ιτσ κ ιέβ ιτς την π ο λιτικ ή . Δεν το έγραφε όμω ς α νο ιχ τά , επειδή η Ρω σία, κα τα πιεσ τής της τότε Π ολω νίας, εμφανιζόταν στον πολιτικό στίβο σαν σύμμαχος της Ελλάδας. Τον Αδάμ Μ ιτσκιέβιτς πρέπει να τον φ α ντα στούμε σαν ένα μεγάλο πλάτανο, που με τα τερά στια κλαδιά του σκέπαζε ολόγυρα όλη την προεπα ναστατική Π ολω νία τω ν δεκαετιώ ν του 1820-40 και που με τον αθάνατο λόγο της επικής του ποίη σης οδηγούσε τη νεολαία στην απελευθέρωσή της Πολωνίας. Εμψυχωτής κι απόστολος σ ’ ευρωπαϊκή κλίμα κα ξεσηκώνει τις ψυχές των καταπιεσμένων λαών ενά ν τια σ τους δ υ ν α το ύ ς της Ε υρ ώ πη ς με τους βασιλιάδες τους και τις ιερές συμμαχίες τους. Η έκταση και το μέγεθος του έργου αυτού του φλογερού επικού ποιητή δεν μπορεί να μετρηθεί με τα κοινά μέτρα, στα στενά πλαίσια της Πολωνικής Ιστορίας. Το Μ ιτσκιέβιτς τον είδαν σαν έναν Ααρών, με τη ρομφαία, και σαν ένα Μωυσή, που οδήγησε με την ποίησή του τους συμπατριώτες του στο δρόμο της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Δίκαια λοιπόν τον κατατάσσουν, παγκόσμια, ανάμεσα στους μεγά λους επικούς ποιητές. Αθήνα, 23.3.1998
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΑΙΚΗΣ
Στιγμιότυπο από τη δεξίωση. Διακρίνονται, από αριστερά, ο λογοτέχνης Μήτσος Τσιάμης, η λαογράφος Μαρία Αναγνωστοπούλου, η Μαργαρίτα Τσιάμη, ο λο γοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, ο αντιπρόεδρος της «Λεσβια κής Παροικίας» Ηλίας Παπα δόπουλος και η ειδική γραμ ματέας της Ε.Ε.Α. Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα.
ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ Αναφορά στα χρόνια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού... Π έρ α σ ε ήδη μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τ ις π ύ λες της η Μ ακρόνησος, σαν σ τρ α τό π εδο "εθνικής αναμόρφωσης". Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες α π ’ όλες τ ις μ ονάδες, π ο υ π έρ α σ α ν α πό το κολα σ τήρ ιο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι "προληπτικούς συλληφθέντες" πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας. Η φ ιλοσ οφ ία και οι σκοποί τω ν εμπνευστώ ν και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποτα χτεί, να σκύψ ει το κ εφ ά λι, να α π α ρ ν η θ εί κάθε σκέψη για τα ιδα νικ ά του σοσιαλισμού. Α κόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές. Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους "μετεκπαιδευόμενους", αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα. Η ιστορία της Μ ακρονήσου α ρ χίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρο μοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απα-
Αγιασώτες και Δγιασώτισσες κρατούμενοι... Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Διμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Διμπερή. 4. Ευανθία Ευ στρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πα σχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
ράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουρ γήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
• Α' Τάγμα Σ καπανέω ν Α' ΕΤΟ. Α' Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 19491950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950. • Β Τάγμα Σ καπανέω ν Β ΕΤΟ. Β' Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σ χ ο λ ε ίο Α να μ ορ φ ώ σ εω ς Ιδιω τώ ν (Ε .Σ .Α .Ι.) 1949-1950 και το Σ τρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων. • Γ' Τάγμα Σ καπανέω ν Γ ΕΤΟ. Γ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετα τράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων. • Σ τρα τιω τικές Φ υλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώ τους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα. • Γ' Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ' Κ.Π.Α.) 1947-1948. • Σ τρ α τιω τικ ό Ν ο σ ο κ ο μ είο Μ ακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ ’ αυτό το στρατόπεδο απο μονώθηκαν περ ίπ ο υ 1.100 έφεδροι α ξιω μ α τικοί και 90 μόνιμοι. • Στρατόπεδο Π ειθαρχημένης Αιαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξόριστους. Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για "αναμόρφωση", είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μ ιχαήλ Α ντω νίου Α γρίτης, Ν ικόλα ος Α γρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρη-
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Αρης Κυριάκου Πασχαλιάς...
γορίου Βέτσικας, Ιωάννης Π αναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νι κολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Κα πάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ε υστρατίου Κλήμος, Ιω άννης Χ ρ ισ τόφ α Κ ουρ βανιός, Γεώργιος Προδρόμου Αιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Αιμπερής, Πρόδρομος Αιμπερής, Πανα γιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλ τιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Π α πάνης (Αιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντω νίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Αν δρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκα ρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρα τικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγε-
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949). Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1. (;). 2. Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα). 3. Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4. (;). 5. Ευστράτιος Καλαντζής. 6. Νικόλαος Αγρίτης. 7. Πρόδρομος Αιμπερής. Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2. Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκα ρέλης. 3. (;). 4. Μιλτιάδης Προδρόμου Αιμπερής. 5. Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)
Καρέτου Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και «Νάδοκιμάσαν άραγεςπερισσότερο παιδεμόή οι Κυριάκου Πασχαλιά. Έ τσι συναντάμε οικογένειες άγιοι του χριστιανισμού, από τούς ανθρώπους τού ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναί λαού μας πού τούς κουβάλησαν στη Μακρόνησο νά κες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του τούς άναμορφώσουν, δηλαδή νά τούς κάνουν νά Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πρά παραιτηθούν από τό δικαίωμα νά ’ναι άνθρωποι; ξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Για τή Μακρόνησο θά σάς μιλήσω Α ' ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με Σκέφτομαι το όργιο τής σφαγής πού ακολούθησε αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών. τή συνθήκη τής Βάρκιζας και κλιμακώθηκε στή Ο ελληνικός ·λαός, με τις εκλογές του 1950 και με Μακρόνησο - δέν άφισε όρθιο κανένα ηθικό και την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, πνεβματικό θεσμό στήν Ελλάδα. Καθοδηγιόταν άπό έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατό τούς ξένους και έφαρμοζόταν άπό τούς ντόπιους πεδα της Μ ακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με συμμάχους τους. Ο Μοντγκόμερι, αρχιστράτηγος ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957. τώ ν / Εγγλέζων στό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρα ήρθε νά δει άπό κοντά τήν κατάσταση στήν Ελλάδα τιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, και δέ βρήκε άλλο νά πεί παρά: «Σφάζετε»!... το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο " Οταν έφυγα άπό το 401 νοσοκομείο πήγα σ ’ένα στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώ υπουργείο, όπου είδα κρεμασμένη στόν τοίχο μιά που και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία εικόνα. Ένας βράχος νησιού, πίσω του βασιλέβει ό προκήρυξε για την αποξήλωση τω ν μνημείων της ήλιος κι άπάνω του κυματίζει ή σημαία μας. Γράφει ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. άπό κάτω: Μακρόνησος! Πώς νομίζουν ότι κάτω Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντρο άπό άφτή τή σημαία μπορεί νά κάνουν τούτα πού πή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του "Νέου έκαναν; Υ π ά ρ χει πάντα μιά άντιστοιχία (κάτι Παρθενώνα", που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε κοινό) άνάμεσα στή «νόμιμη» συμπεριφορά τών μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, άτόμων πού έχουν έπάγγελμά τους νά κυβερνούν επί υπουρ γία ς Μ ελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το τους άνθρώπους μιάς εποχής και στην «παράνομη» νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατο συμπεριφορά τών κακοποιών της». (Α. Πανσέληνου, Νερά και χώματα και άλλα πολλά, Κέδρος 1977, σα 18,19-20,21)
νείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντω νίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη
πέδων διατηρητέα μνημεία. Κ λ είν ο ν τα ς, θα ήθελα να επ ισ η μ ά νω ό τι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης. ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
Γυναικόπαιδα σε στρα τόπεδο (πιθανότατα, Ικα ρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρα τίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γξουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιω άννου Γξουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
ΠΕΝΗΝΤΑ Χ Ρ Ο Ν ΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Ο ... μαχαιροβγάλτης Ε ί ν α ι γνωστό ότι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Αγιάσος, φημίζεται για πληθώρα βιοτεχνικών προϊό ντων, μια και οι ρέκτες κάτοικοί της έχουν πολύ μακρά παράδοση στη χειροτεχνία και εκπληκτικό εμπορικό δαιμόνιο. Είναι δε ικανοί να σας πουλήσουν τα πάντα, ακόμα και ψυγεία στους Εσκιμώους! Γι’ αυτό και κάθε κατώφλι σπιτιού είναι και ένα εμπορικό...κατάστημα, με τεράστια ποικιλία προϊόντων ντόπιας παραγωγής (από μήλα και κούφια κάστανα έως χειροποίητα χαλιά, κουβέρτες, σκαλιστές εικόνες κλπ.). Μια από τις από παλιά ανθούσες χειροτεχνίες ήταν η μαχαιροποιία, με ποικιλία προϊόντων, από μαχαίρια κουζίνας μέχρι κλαδευτήρια και σουγιάδες, περίτεχνα διακοσμημένους, με λαβή από κέρατο βοδιού. Ένα τέτοιο λοιπόν σουγιαδάκι-μινιατούρα μου έφτιαξε κατόπιν ειδικής παραγγελίας ο φίλος και συμ μαθητής (γιος μαχαιρά) Δημήτρης Καμπιρέλης και το είχα πια, όλο καμάρι, περασμένο στα κλειδιά μου, για να καθαρίζω φρούτα στο διάλειμμα και κανέναν...αντί ζηλο, αν μου έμπαινε στο ρουθούνι. Μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην ηλικία των 17, στην 7η τάξη του Α' Γυμνασίου Αρρένων Μυτιλήνης. Το εφηβικό αίμα βράζει, τα μυαλά είναι ακόμα νερουλά και τα παιχνίδια και τα αστεία μας μέσα στην τάξη είναι ανόη τα, ανούσια και.,.βάρβαρα καμιά φορά. Θυμάμαι, μόλις είχαμε δει στον κινηματογράφο κάποιο γουέστερν, παράνομα φυσικά, στη γαλαρία, γιατί ήταν "ακατάλληλο για ανήλικους". Την επόμενη μέρα λοιπόν στην τάξη θέλαμε να παραστήσουμε πώς πετούσε ο Τσαρλς Μπρόνσον το μαχαίρι ή πώς έπαιζε με το ρεβόλβερ του ο Τζον Γουέιν. Και ελλείψει πιστο λιού το σουγιαδάκι μου ήταν το πιο πρόσφορο όπλο, για να παίξει το ρόλο "ιπτάμενου στιλέτου", που καρ φώνεται στο πι και φι στο στήθος του αντιπάλου. Καθώς λοιπόν ψευτοπαλεύαμε με τους συμμαθητές μου, με τις φράσεις "θα σε σφάξω", "φέρε το σουγιά", "πίσω και σ’ έφαγα" και τα τοιαύτα, κάπως γίνεται, κάποιος με σπρώχνει, κάπως τραβιέται η αλυσίδα με τα κλειδιά και το κοφτερό σουγιαδάκι, και ξάφνου μια σπαραχτική φωνή ακούγεται από το συμμαθητή μου το Σπύρο Ανδριώτη, τον και Κουκουλιάρ’ επονομαζόμε νο. «Οχ! Του χιρέλι μ’!» Και συγχρόνως η παλάμη του, κομμένη από άκρη σε άκρη, πλημμύρισε στα αίματα. Προς στιγμήν παγώσαμε όλοι στη θέα του αίματος και αμέσως μετά τον άρπαξα εγώ, που χωρίς πραγματι κά να φταίω ήμουν κατά κάποιο τρόπο ο δράστης του εγκλήματος, και τον έτρεξα στη Χειρουργική Κλινική του Παρίτση, ακριβώς απέναντι από το σχολείο. Δυστυχώς ο γιατρός απούσιαζε στο ΙΚΑ, οπότε απλά μια νοσοκόμα εκεί του έβαλε μια γάζα και λίγο ιώ διο και μας είπε να πάμε γρήγορα στο ΙΚΑ. Εντωμεταξύ το αίμα έτρεχε ποτάμι, γιατί φαίνεται πως το κόψιμο ήταν βαθύ και μέχρι να πάμε στο ΙΚΑ, στην
άλλη άκρη της αγοράς, ο Σπύρος είχε πανιάσει από το φόβο και από την αιμορραγία. Ό χι πως η δική μου ψυχολογική κατάσταση ήταν καλύτερη, αλλά έκανα κουράγιο, αναλογιζόμενος τις συνέπειες. Επιτέλους φτάσαμε εκεί και μας βάζουν σε ένα ιατρείο. Μόλις βλέπει ο γιατρός την κατάσταση του χεριού, φώναξε γρήγορα μια νοσοκόμα και του έφερε μια μεγάλη σύριγγα με μια τεράστια βελόνα, που την έχωσε στην πληγή και την πήγαινε πέρα δώθε, χύνο ντας μέσα προφανώς κάποιο φάρμακο. Μέχρι εκεί άντεξα να δω. Αμέσως μετά ένιωσα ξαφ νικά τον κόσμο να χάνεται γύρω μου και σωριάστηκα φαρδύς πλατύς στο δάπεδο. Γιατρός και νοσοκόμα άφησαν το μαχαιρωμένο και άρχισαν να προσπαθούν να συνεφέρουν εμένα, που αμέ σως σχεδόν συνήλθα και άκουσα το γιατρό Παρίτση (που ούτως ή άλλως ήταν αθυρόστομος) να κατεβάζει "χριστοπαναγίες" και να με πετά με τις κλοτσιές έξω από το ιατρείο ωρυόμενος. "Πάρτε τον από δω το φονιά, τον εγκληματία, το μαχαιροβγάλτη του γλυκού νερού, που μόλις είδε λίγο αίμα.,.χέστηκε". Από τότε έχω αρκετές φορές λιποθυμήσει στη θέα του αίματος και ευτυχώς, που το διαπίστωσα έγκαιρα, γιατί κάποια εποχή ονειρευ όμουν να γίνω...γιατρός και μάλιστα χειρούργος! Τι να κάνω λοιπόν, κάθισα έξω και περίμενα το φίλο μου, που βγήκε ύστερα από αρκετή ώρα με το χέρι του στο...γύψο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το γεγο νός (όλοι ξέραμε ότι το γύψωμα ήταν για σπασίματα), αλλά φαίνεται ότι το κόψιμο ήταν πολύ βαθύ στη μέση της παλάμης και, αν δεν ακινητοποιούσαν το χέρι, η πληγή δε θα έκλεινε ποτέ. Τέλος πάντων γυρίσαμε στο σχολείο, αλλά, όπως ήταν φυσικό, τα νέα είχαν κυκλοφορήσει, πριν ακόμα φτάσουμε και όλοι μάς περίμεναν με αγωνία. Εγώ φρό ντισα έντεχνα να εξαφανιστώ, αλλά ο γύψος, αψευδές σημείο του εγκλήματος, φάνταζε κάτασπρος στο ακινητοποιημένο χέρι του Σπύρου. Όσο κι αν θέλαμε να κρατήσουμε το ζήτημα κρυφό, στα πλαίσια της τάξης και της συμμαθητικής αλληλεγγύης, δε γινόταν. Την άλλη μέρα πρωί πρωί ήμουν κατηγορούμενος στο γραφείο του Γυμνασιάρχη, για να εισπράξω τα επί χειρα της ... οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Μια πενθή μερη αποβολή ήταν το τίμημα, για όποιον ήθελε να το παίζει καουμπόης. Ευτυχώς το χέρι του Σπύρου έγινε γρήγορα καλά και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, όποτε ανταμώνου με στα πάτρια εδάφη (μια και που όλοι λίγο πολύ οι συμμαθητές έχουμε σκορπιστεί, όπου γης) μια χειρα ψία και μια ουλή, που ακόμα διακρίνεται μες στην παλάμη, μας γυρνά πίσω στα χρόνια τα τρελά και τα ανέμελα, που αλίμονο σαν τα σβησμένα τα κεράκια του Καβάφη, ολοένα και πληθαίνουν. ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ
ΤΑ ΠΑΘΗ Ό ποιος 6ε βίωσε τα πάθη, τον ξένο πόνο αγνοεί και στης Ανάστασης το βράδυ σίγουρα το φως δε θα χαρεί. Την υγεία τους προσμένουν άρρωστοι και πονεμένοι και για λευτεριά πεθαίνουν σκλάβοι και τυραννισμένοι.
ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Εσήμανε της άνοιξης το πρώτο χελιδόνι. Η καρυδιά τις σάλες της στολίζει για τ ’ αηδόνι. Κι άνοιξε τα ματόκλαδα της γλάστρας το γεράνι. Το πέλαγο ζωγράφισε τ ’ ηλίου το πυροφάνι. Σαν πρόδρομος της πασχαλιάς ήρθ’ η φωνή του γκιόνη. Και τα βουνά ξετίναξαν το νεκρικό σεντόνι. Ξεκλείδωσε τα χειμαδιά ο Μάρτης στο κοπάδι* Τον ουρανό καθρέφτισε η γούρνα στο λιβάδι. Και μου κρυφοψιθύρισε το πρώτο χελιδόνι: Η άνοιξη πάνω στη γη ποτέ δεν τελειώ νει.
Το διψασμένο χώμα περιμένει να ρουψήξει α π ’ το σύννεφο νεράκι, κι έμαθαν όσοι ήταν πεινασμένοι πως το ψωμί το λένε και ψωμάκι. Μάνα μου γλυκιά μου μάνα, με αγάπη κάθε στόμα ψιθυρίζει, μα του ορφανού παιδιού το κλάμα και την πέτρινη καρδιά ραγίζει. Βλέποντας οι πρόσφυγες της Σμύρνης και πάλι προσφυγικούς καταυλισμούς, με το φρεσκάρισμα της μνήμης και σήμερα το ίδιο έργο ξαναζούν.
ΜΑΡΙΑ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΑΑΜΠΡΙΝΟΥ Οποιος δε βίωσε τα πάθη, ας δείξει στον πλησίον του στοργή και στην Ανάσταση θα μάθει πως έχει και ο ίδιος εορτή.
ΤΑ ΗΘΗ ΤΣΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ Τα ήθη τσι τα έθιμα χαθήκαν ούλα πλια, κανείς δεν έχ’ σαρακουστή, ούλ’ έχιν Πασκαλιά. Του κόσμου τουν είχαν πιο μπρουστά τσι ξιούσι στου σκουτάδ’, Τιτάρτη τσι Παραστσιβγή νήστιβγι τσι του λάδ’. Στα χρόνια μας σαρακουστές είχι πουλλές σν Αγιάσου, μας λέγαν, αν νηστέβγιτι, θα πότι μες σ ’ παράδσου. Τ’ νηστεία τνι λέγαν γιατρικό, για να παστρέβ’ τα λίπη, τσι απί τ’ πείνα γι γιατρός δεν έλειπι ’π ’ του σπίτι. Σα τα μουρέλια τς Αφρικής φαίν’νταν τα κουκαλέλια μας, ’πι τ’ πείνα τσι ’πι τν αχαμνιά τρέμαν τα πουδαρέλια μας. Πού ντνα να έξι γη μανή μ’, να δει τώρα τ’ παράδσου, που δεν έχ’ ζ ’τιάνου να βρουντά τς πόρτις πλια μες σν Αγιάσου. Σαρακουστή σαν ίρχουντου, βράζανι τσι τα πιάτα τσι απί τ’ πείνα τα μουρά νιγδίζανι σα τ’ κάτα. Τώρα π ’ αρχόντι μες στου νου μ’, γη ανάσα μ’ έχ’ κουπεί, φουβούμι, που τα γράφτου, μη πάθου συγκουπή. Πολλοί αθρώπ’ στα χρόνια μας ζιούσαν μι τουν αγέρα, μι μ’τάνις τσι μι προυσιφχές πιρνούσανι πλια τ’ μέρα. Τα πασκαλ’νά τα κλείδουνι γη μάνα μ’ στου τσιλάρ’, ιλιές μουνάχα τσι ψουμί ξιρό είχι στ’ αρμάρ’. Αγιάσος, 31.12.1996
ΜΕΝΕΑΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΝΙΚΟ ΚΟΥΡΤΖΗ Νίκου Κουρτζή, μας άφσις γειες τσι πήγις στουν παράδσου τσι χα ίρ ισ ι μαζί μι τς άλλ' τς χαρές τ ’ Θιου μας τ ’ μιγάλου, τ ’ Θιου μας π ’ τσ' αυτός απί πηλό έπλασι τ ’ αθρουπέλια, σαν π ’ έπλαθις τσι σν μ ’ αυτόν βάζα, κμάρια, τσκαλέλια. Του ξόδ ’ σ ’ ιγώ δεν το ’μαθα, να ’ρτου να σ ’ ακλουθήσου, σμπάθα μι, Νίκου αξέχαστι, τ ’ πηλού μιγάλι κάλφα. Θαν έρτου στου μνημόσυνού σ ’ ν ’ άψου μια λαμπαδούλα, να τ ’ δει μπρουστά τς τσι να χαρεί γη ουραία σου ψυχούλα.
Έφτου αψλά που πήγατι, τόπου να ιτοιμάστι για μας που πίσου μείναμι τσ ’ ό π ’ να ’ν ’ σας ακλουθούμι. Πε χιριτίσματα πουλλά σ ’ ού λ’ τς φ ίλ’ που βάναν βούλα στην ιστουρία τς Λέσβους μας π ’ είν’ όμουρφα σα νυφούλα. Αιώνια Σου η μνήμη. ΣΤΕΑΙΟΣ ΕΥΑΓΤΕΑΙΪΝΟΣ
Υ.Γ. Να πίνιτι κανέ ρακέλ’ παρέα μι τς δικοί μας, να λέτι τσι τ ’ αστεία σας, για να γιλούν γοι Α γιοί μας. Φαντάζουμι έφτου αψλά τι όμουρφα πιρνάτι, κάτου π ’ τη μλια, μέσα στς δρουσιές στα γέλια ούλ’ θα σκάτι. Θα σκα στα γέλια τσ ’ ι Χ ριστός, άμα σας αφκριγιέτι τσι α π ’ του γέλιου του πουλύ στου χώμα φτος θα τσλιέτι. Σ.
ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΞΕΝΑ Τηλέφωνο με πήρες χτες, χίλιες χαρές και ομορφιές έζωσαν την ψυχή μου. Έ χ ’ η καρδιά μου συννεφιά, μα εσύ γλυκιά παρηγοριά κυλάς μες στη ζωή μου. Στο αίμα μου κυκλοφορεί, και νιώθω ρίγη από στοργή, η αγάπη μου για σένα. Βραδιάζω, ξημερώνομαι, βρίσκεσαι μες στη σκέψη μου, ανάθεμα τα ξένα. Τα γράμματα είναι καλά, όμως με βάλαν σε μπελά, με έχουνε πικράνει. Μου έφυγες από μικρός κι αν έρθεις, ρίχνεις μια ματιά και τρέχεις στο λιμάνι. Τη θάλασσα τη γαλανή, σαν σηκωθώ κάθε πρωί,
κάθομαι κι αγναντέυω, δεν ξέρω αν αυτή μπορεί να κάνει κάτι να φανείς, μα εγώ της το γυρεύω. Μυτιλήνη, Οκτώβρης 1986
ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΕΑΗ-ΚΑΜΙΝΕΑΗ
ΠΡΟΣΦΥΓΟΥΑΑ Αρχοντονιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Η μάνα του σαν τ ’ άκουσε τα δέντρα ξεριζώνει. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Π ιάνει δυο φίδια ζωντανά και της τα τηγανίζει. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Έ λα, νύφη, να φας φαί, ψάρια τηγανισμένα. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Και με την πρώτη πιρουνιά η καρδιά της φαρμακώθη. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Αω μ’, πεθερά, λίγο νερό, να σβήσω το φαρμάκι. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Εδώ νερό δε βρίσκεται, μα ιδέ κρασί πουλιέται. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. Αώσ’ μου εσύ, ταιράκι μου, να σβήσω το φαρμάκι. Προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου. (Καστόρι Δακωνίας. Φλώρα Μιχαλοπούλου, αγρότισσα 78 ετών. Από την ανέκδοτη Συλ λογή της φιλολόγου Θεοδώρας Δαρειώτου).
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ «Ού φ ροντις Τπποκλείδη» Στη μνήμη του Φίλιππο, Καραμάνη Η ιστορία που θα πούμε έχει σχέση με τον υπέροχο άνθρωπο, το θεολόγο καθηγητή Φίλιππα Καραμάνη, που μας έφυγε τελευταία. Θα πω δυο λόγια για τον εξαίρετο συνάδελφο, όπως τον γνώρισα, ύστερα θα προχωρήσω στην ιστορία που αναφέρει ο Ηρόδοτος και τελευταία θα πω για τη σχέση που έχει ο μακαρίτης με την ηροδότεια ιστορία. Το Φίλιππα Καραμάνη λοιπόν τον γνώρισα, όταν είχα τελειώσει πια το Πανεπιστήμιο και μετατέθηκα σ’ ένα Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, όπου κατά τύχην υπηρετούσε και ο μακαρίτης σήμερα συνάδελφος. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για τις σπουδές του. Ξέρω όμως πως ήταν άριστος φοιτητής, όταν σπούδαζε. Εγώ τον γνώ ρισ α κ υ ρ ίω ς ως συνάδελφ ο στα Γυμνάσια της Μυτιλήνης. Αυτό που σου έκανε εντύπωση, από την πρώτη στιγμή που τον πλησίαζες, ήταν η σοβαρότητα και η ευγένειά του. Μια σοβαρότητα όμως όχι πλαστή, αλλά που έβγαινε βαθιά από την ψυχή του, και μια ευγένεια όχι ψεύτικη, αλλά πηγαία. Αν και θεολόγος, είχε πλατιά θεώρηση της αρχαί ας και νεότερης λογοτεχνίας, πλήρη γνώση της ιστο ρίας της τέχνης, αρχαίας και νεότερης, γ ι’ αυτό και κέρδιζε αμέσως τους μαθητές του. Στην Εμπορική Σχολή Μυτιλήνης, όπου πρώτα υπηρέτησε, οι μαθητές του, όπως έλεγαν οι ίδιοι, κρέ μονταν κυριολεκτικά από τα χείλη του, αν και δεν είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για τα θεωρητικά μαθήματα και ενδιαφέρονταν πιο πολύ για την εμποριολογία και για τα μαθηματικά. Τον θυμάμαι, που σοβαρός και πάντοτε ενημερω μένος στο θέμα του με πλησίαζε και συζητούσαμε σχετικά. Μια φορά, κουρασμένος από την ευσυνείδη τη εργασία του και κάπως θυμωμένος, γιατί το ακρο ατήριο των μαθητών δεν τον ικανοποιούσε, με συνά ντησε στο προαύλιο του Α ' Γυμνασίου. Επειδή τον είδα κάπως εκνευρισμένο, προσπάθησα να δημιουρ γήσω ευχάριστη ατμόσφαιρα, ερωτώντας τον για το σχολείο και τους μαθητές του. «Αοιπόν, Μιχάλη», μου λέγει, «η εκπαίδευση χρειάζεται σοβαρή δουλειά και ευσυνειδησία και αυστηρότητα. Δε διαβάζεις, κύριε, δεν ενδιαφέρεσαι για τα μαθήματά σου, να φύγεις από το γυμνάσιο, να πας να ασχοληθείς με μιαν άλλη δουλειά, αλλιώς δε γίνεται. Ψευτοδουλειά με την εκπαίδευση δε γίνεται». Μ ιαν άλλη φορά μέσα στό Γραφείο του Α ' Γυμνασίου ήρθε κάποιος, που ήθελε δυο αποδεικτικά για το γιο του. Επειδή τον γνώριζε ο Φίλιππας, ανέλα
βε να τα γράψει ο ίδιος* όμως ο γονέας ήταν βιαστικός και έτσι ανέλαβε ένας άλλος καθηγητής, γυμναστής, να τον εξυπηρετήσει, λέγοντας στο Φίλιππα ότι θα κάνει αυτός τη δουλειά του. Πράγματι, ανέλαβε ο εν λόγω γυμναστής, πάντοτε πρόθυμος, αλλά όχι πολύ προσεκτικός, και έβγαλε τα αποδεικτικά. Τα πήρε μετά ο Φίλιππας να τα υπογράψει και περιμέναμε να τα δώσει και σ’ εμάς να τα υπογράψουμε. Τότε βλέπω τον υπέροχο αυτό άνθρωπο να ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά, μετά να τα κάνει ένα βώλο και να τα ξεσχίζει θυμωμένος. «Τα έσχισες, Φίλιππα;», του λέγω. «Τι να τα κάνω, μωρέ Μιχάλη, είναι επίσημα χαρτιά, μπο ρούμε να δίνουμε επίσημα χαρτιά με μουτζούρες και ανορθογραφίες, να μας σχολιάζουν κιόλας;» Έτσι, έπιασε ο ίδιος και με τα υπέροχα εκείνά καλλιγραφι κά γράμματα, που ήταν χάρμα να τα διαβάζει κανείς, κάθισε και έβγαλε δυο τέλεια αποδεικτικά. Αυτό το περιστατικό δείχνει πόσο σοβαρός και ευσυνείδητος ήταν με τη δουλειά του. Είχε λάβει μέρος στον Αλβανικό πόλεμο και στον ανταρτοπόλεμο και υπηρέτησε, νομίζω, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός μεγάλο χρονικό διάστημα* μάλιστα η πρώτη του θητεία στον Αλβανικό πόλεμο του δημι ούργησε προβλήματα με τις σπουδές -νομίζω ότι ανα γκάστηκε να τιςδια κ όψ ει για ένα διάστημα-, αλλά ουδέποτε τον άκουσα να παραπονείτομ ή να μεμψιμοιρεί, απεναντίας το θεωρούσε τιμητικό γ ι’ αυτόν το ότι υπηρέτησε την πατρίδα. Και στο στρατό όσοι τον γνώρισαν είχαν να λένε για τη σοβαρότητα και υπευθυνότητα που έδειχνε στις επιχειρήσεις. Ποτέ δε θέλησε να εκμεταλλευτεί τα δικαιώ ματα που του έδινε ο νόμος, για να ωφεληθεί υπηρεσιακά. Ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι ως πολίτες μιας χώρας είχε και άλλες υποχρεώσεις απέναντι στην πατρίδα. Αλλά είναι καιρός να πω την ιστορία που αναφέ ρει ο Ηρόδοτος στο έκτο βιβλίο «Ιστοριών» του (κεφ. 126-131) και που αφορά τον Αθηναίο Ιπποκλείδη, που ήρθε ως υποψήφιος γαμπρός για την Αγαρίστη, την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη. Ο Κλεισθένης λοιπόν, ο ισχυρός τύραννος της Σικυώνας, είχε μια κόρη εξαιρετική και σε ομορφιά και σε σκέψη και ήθελε να την παντρέψει φυσικά με ένα βασιλόπουλο ή αρχοντόπουλο, με ανάλογα προ σόντα. Όταν λοιπόν στους Ολυμπιακούς αγώνες που γίνονταν νίκησε ο Κλεισθένης με τέθριππο, νόμισε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα να αρχίσει την αναζήτηση, για να βρει τον καλύτερο γαμπρό για την κόρη του. Διέταξε λοιπόν τον κήρυκα και κήρυξε ότι όποιος νομίζει τον εαυτό του άξιο γαμπρό για την κόρη του,
σε εξήντα μέρες από τη μέρα αυτή να έρθει στη Σικυώνα, όπου ο Κλεισθένης θα διάλεγε το γαμπρό. Ξεκίνησαν λοιπόν α π ’ όλη την Ελλάδα, από τη Θ εσσαλία, την Ή π ειρ ο , τη Στερεά Ε λλάδα, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, αλλά και από τη Μεγάλη Ελλάδα, οι υποψ ήφιοι γαμπροί, όλοι βασιλόπουλα ή αρχοντόπουλα, που είχαν και άλλες αρετές σε λεβεντιά, σε ομορφιά και σε γνώση, και κατέκλυσαν τη Σικυώνα. Ο Ηρόδοτος γράφει πολλά ονόματα, που δεν είνα ι ανάγκη να αναφέρουμε. Προσθέτει όμως ότι όλους αυτούς τους ξεπερνούσε «πλούτψ και εϊδεϊ» ο Αθηναίος Ιπποκλείδης, ο γιος του Τεισάνδρου. Ο Κ λεισθένης, όταν έφτασαν οι υ π ο ψ ή φ ιο ι γαμπροί, φυσικά τους φιλοξενούσε πλουσιοπάροχα και παράλληλα προσπαθούσε με τη συζήτηση σ ’ αυτούς, αλλά και παρακολουθώντας τους με δικούς του ανθρώπους και στις παρέες αναμεταξύ τους και στα γυμναστήρια, όπου αγωνίζονταν, να πάρει όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσε για την αξία τους, για τη λεβεντιά τους, για τη σκέψη τους, για τη συμπε ριφορά τους, γενικά για τα προσόντα τους. Ύστερα από αυτή τη διαδικασία και παρακολού θηση, ο Κλεισθένης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αθηναίος Ιπποκλείδης, ο γιος του Τεισάνδρου υπερ τερούσε σε όλα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν λεβέ ντης, όμορφος, έξυπνος, ευγενής, με αρχοντικούς τρό πους, κατάλληλος για την κόρη του, την Αγαρίστη. Εξάλλου από τη γενιά του ήταν κάπως συγγενής με τους Κ υψ ελίδες, στη γενιά που ανήκε ο ίδ ιο ς ο Κλεισθένης. Αυτός επομένως θα ήταν ο εκλεκτός της Αγαρίστης. Ετσι λοιπόν ο Κλεισθένης όρισε μια μέρα, για να γίνει η επισημοποίηση του αρραβώνα. Θυσίασε εκατόμβη, ετοίμασε άφθονα φαγητά και ποτά και παρέθεσε δείπνο στους μνηστήρες και σ’ όλους τους κατοίκους της Σικυώνας. Αρχισε το δείπνο, προχώρη σαν οι γαμπροί στα τραγούδια, όπου και πάλι υπερεί χε ο Ιπποκλείδης. Ό ταν προχώρησε το δείπνο, ο Ιπποκλείδης που είχε πιει παραπάνω και είχε έρθει που λέμε στο «τσακίρ κέφι», διέταξε έναν αυλητή να παίξει ένα τραγούδι για χορό. Πράγματι, ο αυλητής άρχισε να παίζει με τον αυλό του και ο Ιπποκλείδης άρχισε να χορεύει, κατά γενική γνώμη, χαριτα>μένα. Ο Κλεισθένης όμως ανησύχησε, γιατί δεν ήταν στο πρό γραμμα ο χορός. Ύστερα από το χορό ο Ιπποκλείδης είπε να φέρουν ένα τραπέζι. Πράγματι, έφεραν το τραπέζι και ο Ιπποκλείδης ανέβηκε επάνω να χορέψει και έκανε φιγούρες. Ύστερα στήριξε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι και με τα πόδια του έκανε διάφορες επιδείξεις «τοισι σκέλεσι έχειρονόμησε», λέγει επί λέξει ο Η ρόδοτος. Ο Κλεισθένης, βλέποντας τον Ιπποκλείδη να χορεύει και μάλιστα πάνω στο τραπέζι, οργίστηκε* δεν τον ήθελε π ια για γαμπρό* όμως συγκρατούσε τον εαυτό του, να μην ξεσπάσει. Όταν τον είδε όμως να κάνει και τις επιδείξεις με τα πόδια, δεν κρατήθηκε και θυμω μένος του είπε: <ΛΩ πα ι
Τεισάνδρου, άπορχήσαό γε μέν τον γάμον» (Παιδί του Τ εισάνδρου, με το χορό σου έχασες το γάμο). Ο Ιπποκλείδης, όπως ήταν φαίνεται αρκετά μεθυσμένος, απάντησε: «Ού φροντίς Τπποκλείδη», δηλαδή «Τι με νοιάζει γ ι’ αυτό εμένα τον Ιπποκλείδη» ή «δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη». Από τότε αυτή η φράση «ού φροντίς Τπποκλείδη» έγινε παροιμία στην αρχαία εποχή και λεγόταν, οσάκις κάποιος ήθελε να εκφράσει τη μεγάλη του αδιαφορία για κάτι. Αυτή είναι η ιστορία με τον Ιπποκλείδη, που την είχε διαβάσει ο μακαρίτης Φίλιππας και πολύ του είχε αρέσει. Μια μέρα λοιπόν ο Φίλιππας με συναντά στο προαύλιο του Γυμνασίου και αφού χαιρετηθήκαμε και είπαμε και λίγα άλλα για τη δουλειά μας, μου απευθύ νει το λόγο με κάπως χαμογελαστό ύφος. «Μιχάλη», μου λέγει, «έχεις υπόψη την ιστορία που λέγει ο Ηρόδοτος για κάποιον Ιπποκλείδη;» Έτυχε να την ξέρω και του λέγα) «ναι, Φίλιππα, είναι χαριτιυμένη». Βέβαια, μου λέγει γελαστά, πολύ χαριτωμένη. Αυτό όμως το «ού φροντίς Τπποκλείδη» πώς το αποδί δεις;». Μου φάνηκε παράξενο, που ένας επιστήμονας του αναστήματος του συχωρεμένου αντιμετώπιζε δυσκολίες σε μια τόσο απλή φράση. Τον κοίταξα και είδα ότι εξακολουθούσε να χαμογελά. Κάτι άλλο ζητούσε, που δεν μπορούσα εκείνη την ώρα να το υπο ψιαστώ. Του είπα λοιπόν: Μα είναι απλό, Φίλιππα* «τι τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη»ή απλώς «Και τι με νοιάζει εμένα τον Ιπποκλείδη». Δεν τον είδα να ικανο ποιείται γι’ αυτό και προσπάθησα να το συσχετίσω με κάτι γνωστότερο. Ή μπορεί κανείς, του είπα, να το αποδεόσει, κάπως ελεύθερα βέβαια, με αυτό που λέμε εμείς οι Αγιασώτες σ’ αυτές τις περιπτώσεις: Αυτή η έγνοια μ’ έτρωγε και μια άλλη θα με φα! Τον είδα να ικανοποιείται, αλλά όχι πλήρως. «Κάτι πιο ελεύθερο στη μετάφραση;», μου λέγει, «υπάρχει;» Εξαρτάται, του λέγω, πόσο ελεύθερο θέλει κάποιος να είναι. Μπορεί τελευταία να το αποδώσει κανείς μ’ αυτό το νεοελληνικό μπανάλ..., που λέμε, για να δείξουμε την έσχατη αδιαφορία μας για ένα ζήτημα. Τότε γέλασε ικανοποιημένος και μου είπε: «Αυτή, Μιχάλη μου, είνα ι η πρα γμ α τικ ή απόδοση του «Ού φ ρ οντίς Τπποκλείδη». Να λέμε και τίποτε, Μιχάλη μου, να γελάμε, γιατί το έργο μας είναι βαρύ και πολύ κουρα στικό. Και πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των συν θηκών, κάτω από τις οποίες ειπώθηκε η ανωτέρω φράση, μόνο έτσι μπορούσε να αποδοθεί. Αυτός ήταν ο Φίλιππας Καραμάνης. Μια ολοκλη ρωμένη προσωπικότητα, με σοβαρότητα, που δεν είχε τίποτε το πληκτικό, και με υπευθυνότητα, που ποτέ δε γινόταν κουραστική. Αντίο, ακριβέ συνάδελφε. Ποιος ξέρει, ίσως κάπο τε να συναντηθούμε στην ουράνια πατρίδα. Ας είναι ελαφρό το χώμα της λεσβιακής γης που τον σκέπασε. [ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΑΛΕΤΣΕΛΗΣ
«ΦΙΛΟΠΡΟΟΔΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ» Πνευματοκαλλιτεχνική Εκδήλωση στο Θέατρο του ΦΟΜ Σ τ ι ς 25.2.1998, στη φ ιλό ξενη α ίθο υ σ α του Θεάτρου του Φιλοτεχνικού Ομίλου Μυτιλήνης «ο Θ εόφ ιλος», π ρ α γμ α το π ο ιή θ η κ ε α πό το "Φ ιλ ο π ρ ό ο δ ο Σ ύ λ λ ο γο Α για σ ω τώ ν" της Α θή να ς, σε συνεργασία με το νεοσύστατο Σύλλογο Αγιασαπών Μ υ τιλ ή νη ς "η Α γία Σ ιώ ν", η π α ρ ο υ σ ία σ η του δίσκου "Μελίσματα στην Αγιάσο, Β '», του βιβλίου του αείμνησ του δασκάλου Στρατή Κ ολαξιζέλη
"Θ ρύλος και ιστορία της Α γιά σ ο ν της νήσον Λέσβου", καθώς και του πονήματος του ιδίου και του Βασιλείου Τραγέλη "Η Αγιάσος και τα πέριξ". Ε ίν α ι η δεύτερη κ α τά σ ειρ ά εκδήλω ση του "Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών" το 1998, μια που η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 26.1.1998, στην Εστία Νέας Σμύρνης, στην Αθήνα. Και οι δυο εντάσσονται στα π λ α ίσ ια της π ρ ο σ π ά θ εια ς του Συλλόγου μας για διάσωση και διάδοση της πολιτι στικής μας κληρονομιάς και για προβολή του χ<ωριού μας, ώστε να γίνει πόλος τουριστικής έλξης. Γεννηθήκαμε σε πολύ ευαίσθητη περιοχή του Α ιγαίου, που συνορεύει με την Τουρκία, η οποία μας απειλεί. Γι’ αυτό πρέπει να συσπειρωθούμε, να αφήσουμε κατά μέρος τις διαφορές, τα μίση και τα προσω πικά μας πάθη, για τί μόνο έτσι θα μπορέ σουμε να α ντιμ ετω πίσ ουμ ε τις προκλήσ εις τω ν καιρών. Και οι καιροί είναι δύσκολοι, καταλυτι κοί. Οι παλιές αξίες πεθαίνουν και νέα ήθη, έθιμα, ξενόφερτα τα πιο πολλά, ξεφυτρώνουν κάθε μέρα, μπολιάζουν τη νεολαία μας και αλλοιώ νουν την
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος αναφέρεται στα αδελφά σωματεία των Αγιασωτών και συγχαίρει για το επιτελούμενο πολιτιστικό έργο... (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
ταυτότητά μας. Οφείλουμε να διατηρήσουμε κ α τ’ αρχήν την ταυτότητά μας ως Έλληνες, για να μπο ρέσουμε να θωρακίσουμε την πατρίδα μας και το νησί μας από κάθε μορφής επιβουλή. Η επιστροφή και η ουσιαστική επαφή με τις ρίζες μας θα μας ενώσει και θα μας διδάξει. Ο "Φ ιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών", από την ίδρυσή του, μέχρι σήμερα, εργάζεται για τους σκοπούς αυτούς και, σε συνεργασία πρόσφατα με το νεοσύστατο Σύλλογο Αγιασωτών Μυτιλήνης "η Αγιασώτες και Αγιασώτισσες, με το καλοτάξιδο σκάφος της ΝΕΑ «Μυτιλήνη», διασχίζουν το Αιγαίο, στις 23.2.1998, για να φτάσουν στο νησί της Σαπφώς και του Αλκαίου... Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ιωάννης Χατζηγιατρουδάκης, ο Χαρίλαος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Δούπος (πρόεδρος), η Σοφία Κουδουνέλη, ο Γεώργιος Παπάνης, η Μαρία Χατζηπροκοπίου, ο σεβασμιότα τος μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος, η Γ ιώτα Δούπου, ο Στρατής Ευαγγελινέλης, η Ανδρονίκη Μακαρώνη και ο πρωτοπρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου (αντιπρόεδρος). (Φωτογραφία Σοφίας ΠαπουτσήΚουδουνέλη)
Αγία Σιώ ν", διοργάνω σε αυτή την εκδήλωση στη Μ υτιλήνη, α φ ’ ενός για να συσφίξει τις σχέσειζ' τω ν δυο Συλλόγων, τω ν Α γιασω τώ ν της Αθήνας και των Αγιασωτών της Μυτιλήνης, και α φ ’ ετέρου για να διασώσει και διαδώσει την πολιτιστική μας κληρονομιά, που ευτυχώς για μας τους Αγιασώτες είναι πλούσια προικισμένη. Έ τσ ι μπορέσαμε να καταγράψουμε κι άλλους 36 σκοπούς κ α ι τρ α γο ύ δ ια του χω ρ ιού μας στο δεύτερο Θ.ρ., που εκδώσαμε και που ευτυχώς για μας υ π ά ρ χει πολύ πλούσ ιο υλικό πίσ ω και μας δίνει τη δυνατότητα να προβούμε και στην έκδοση τρίτου (ΓΩ., με διάφορα άλλα τραγούδια, όπως τα μοιρολόγια της Παναγίας, τα αποκριάτικα τραγού δια και άλλα. Ευτυχώς για μας, υπάρχουν ακόμη μερικοί από τους π α λιούς εκείνους λ α ϊκ ο ύ ς οργα νοπα ίχτες, που επιστρατεύονται σε κάθε τέτοια περίσταση και έτσι και στη σημερινή εκδήλωσή μας δώσανε ζωή και κέφι, ξαναζω ντανεύοντας όλους αυτούς τους σ κ ο π ο ύ ς κ α ι ξ α ν α φ έ ρ ν ο ν τ ά ς μας π ίσ ω , π ο λ ύ πα λιά, στους καλούς εκείνους ξένοιαστους κ α ι ρούς, που ήταν όλα όμορφα, απλά, ήσυχα, και η ζωή κυλούσε φυσιολογικά, με πολύ μόχθο βέβαια, και που οι καρδιές των ανθρώπων ήταν ανοιχτές, ζεστές, φιλικές, έτοιμες να αγαπήσουν, να συμπα ρασταθούν στο φίλο, στο γείτονα, στο συγχω ρια νό, στη συμφορά του, αλλά και στη χαρά του. Τότες που τα κλειδιά υπήρχαν πάνω στις πόρτες, γιατί κα νένα ς δεν έκλεβε, δε λήστευε, δε σκότω νε, δε βίαζε, που το καλό θαρρείς περίσσευε και το κακό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, τελείω ς αντίθετα με τη σημερινή εποχή, που φοβάσαι ακόμα και στο ίδιο σου το σπίτι κλειδαμπαρω μένος, που οι καρδιές έχουν καλά σφραγίσει τα πορτόφυλλά τους, που δε
Ο πρόεδρος Βασίλειος Δούπος, βαθύτατα συγκινημένος, χαιρετίζει το κοινό... (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
χωράνε κανέναν άλλο μέσα, εκτός από τον εαυτό μας, που γίναμε ξένοι, γ ια τί αποκοπήκαμε από φ ίλους και σ υγχω ρια νούς, φ ίλ α υ το ι, εγω ιστές, άθεοι, σημάδια των "εσχάτων καιρών". Ή τα ν λοιπόν ανάσα ζωής τούτο το πανηγύρι στη Μυτιλήνη. Είχαμε τη σπάνια τύχη να ζήσουμε στιγμές συγκλονιστικές, στιγμές όασης, μακριά από την πολύβουη και άχρωμη πρωτεύουσα. Πρώτος πήρε το λόγο ο αντιπρόεδρος του Συλ λόγου μας πρωτοπρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζη προκοπίου, ο οποίος, απηύθυνε χαιρετισμό στους
Ο πρωτοπρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου με τα μέλη της χορωδίας και του χορευτικού... (Φωτογραφία Στρατή Ευαγγελινέλη)
Ο φιλόλογος Γιάννης Χατζηβασιλείου κάνει την παρουσίαση των βιβλίων «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσον» και «Η Αγιάσος και τα πέριξ». (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
προσκεκλημένους μας και ευχαρίστησε όλους τους παράγοντες που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της εκδήλωσης αυτής. Μετά κάλεσε το σεβασμιότατο μητροπολίτη Μ υτιλήνης κ. Ιάκωβο, το δικό μας μητροπολίτη, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό στον κόσμο κ α ι α να φ έρ θ η κ ε σ το υ ς δυο α δ ελ φ ο ύ ς Συλλόγους των Αγιασωτών. Με τη σεμνότητα που
Οι πρόεδροι των αδελφών αγιασώτικων σωματείων Αθήνας και Μίυτιλήνης, Βασίλειος Αούπος και Στρατής Παπουτσέλης, είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις δραστηριότητες προς όφελος της νυφούλας του Ολύμπου... (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
τον διακρίνει, επαίνεσε το έργο τω ν Διοικητικών Συμβουλίων, χωρίς ν ’ αναφερθεί καθόλου στη δική του συμβολή, την ηθική, αφού είναι θερμός συμπα ραστάτης σε κάθε μας εκδήλωση, και την υλική, αφού πάντα μας βοηθάει οικονομικά, μας ενθαρρύ νει και ενισχύει τις προσπάθειές μας.
Πολλοί ήταν οι Αγια σώτες και οι φίλοι της Αγιάσου, που τίμη σαν με την παρουσία τους την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Θεάτρου του ΦΟΜ1, στις 25.2.1998. (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο πρόεδρος του ΦΟΜ Π ερικλής Μ α υρογιάννη ς, ο ο π ο ίο ς εξήρε με τα καλύτερα λόγια τις προσπάθειες αυτές που γίνο ν τ α ι. Μ ετά μίλησε ο π ρ ό ε δ ρ ο ς του Σ υ λ λ ό γ ο υ Αγιασωτών Μυτιλήνης «η Αγία Σιών» Ευστράτιος Παπουτσέλης, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στους σκοπούς του νεοσυσταθέντος Συλλόγου, καθώς και σ τις σ κ έψ εις π ο υ γ ίν ο ν τ α ι κ α ι α π ό το υ ς δυο Συλλόγους, Αθηνών και Μυτιλήνης, να καθιερωθεί το τρίμηνο, από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο, για πολιτι στικές εκδηλώσεις, που θα δώσουν ζωή στην Αγιάσο και θα γίνουν πόλος έλξης για πολλούς τουρίστες. Στη σ υνέχεια πήρε το λόγο ο π ρ ό εδ ρ ο ς του "Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών" Βασίλειος Α ούπος, ϋ ο π ο ίο ς βαθύτατα συγκινημένος, που το όρ α μ α έγινε π ρ α γ μ α τικ ό τη τα , μίλησε "απο καρδίας" και διαβεβαίωσε πω ς θα κάνει ό,τι περ νάει από το χέρι του, για να προωθήσει τους σκο πούς του Συλλόγου. Μετά ο φιλόλογος Γιάννης Χατζηβασιλείου, επί τιμος πρόεδρος του Συλλόγου μας και διευθυντήςαρχισυντάκτης του περιοδικού "Αγιάσος", πήρε το λόγο και παρουσίασε, ως επιμελητής της έκδοσης, τα προαναφέρθέντα βιβλία «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσον» και «Η Αγιάσος και τα πέριξ». Στη συνέχεια έγινε μικρό διάλειμμα, για λίγο μυτιληνιά ουζάκι, καλλονιάτικη σαρδέλα, χταποδάκι και μεζεδάκια, έτσι για να γευτούμε και λίγο πατρίδα. Μετά ο Μιχάλης Κορομηλάς, φυσικός καθηγη τής, μέλος του Δ ιοικητικού Συμβουλίου, πήρε το λόγο κ α ι μας π α ρ ο υσ ία σ ε το δεύτερο μουσ ικό δίσκο με τίτλο "Μουσική παράδοση της Αέσβου.
Μελίσματα στην Αγιάσο, Β .Ο ι σκοποί της ψυχής μας", με μουσικούς το Χαρίλαο Ρόδανο στο βιολί, το Σ ταύρο Ρόδανο στην κ ιθά ρα και τον Κ ώστα Ζαφειρίου στο σαντούρι, και με τη συμμετοχή της χορωδίας μας, με διευθυντή τον πρωτοπρεσβύτερο Ν εκτάριο Χ α τζη πρ οκ οπίου και με κ ορυφ α ία τη Βασιλική Μ αλακέλη, και της χορευτικής ομάδας του Συλλόγου μας, πλαισιωμένης από Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κάθε ηλικίας. Ή τα ν ένα π α λ ιό α για σ ώ τικ ο π α νη γύ ρ ι, στο οποίο τα παλικάρια και οι κοπέλες του χωριού μας παρασύρανε και τον κόσμο, που ανασηκω νόταν από τα καθίσματα, που χειροκροτούσε αδιάκοπα, που ζητωκραύγαζε και που στο τέλος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ενώθηκε με τους χορευτές και με τις χορεύτριες. Και μαζί τους ο γενικός γραμματέας του Υ πουργείου Α ιγαίου Γιάννης Μ αχαιρίδης, ο νομάρχης Λέσβου Αλέκος Μαθιέλης, ο δήμαρχος Αγιάσου Νικόλαος Σουσαμλής, ο θεατρικός συγ γραφέας Αντώνης Μηνάς, δίνοντας μας όλοι μαζί την καλύτερη ηθική αμοιβή για τις προσπάθειές μας αυτές.
Ο Περικλής Μαυρογιάννης, ιδρυτής και πρόεδρος του Φιλοτεχνικού Ομίλου Μυτιλήνης «ο Θεόφιλος», άνθρω πος με ευαίσθητες κεραίες και με πλούσια πολιτιστική δράση, πρόθυμα ανταποκρίνεται σε κάθε πνευματοκαλλιτεχνικό αίτημα των συμπατριωτών μας... (Το σκίτσο από το βιβλίο του Κώστα Γ. Μίσσιου Η «Λεσβιακή Ανοιξη» εν καρποφορία, τ. β . Μυτιλήνη 1994, σ. 345)
Την εκδήλωσή μας αυτή χαιρέτησαν με τηλεγραφήματά τους οι βουλευτές Νίκος Σηφουνάκης και Φραγκλίνος Παπαδέλης, οι οποίοι λόγω ανειλημ μένων υποχρεώσεών τους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν. Παρών ήταν και ο πρόεδρος του Αναγνω στηρίου Αγιάσου «η Ανάπτυξη» Πάνος Πράτσος, ο οποίος παρακολουθούσε βαθύτατα συγκινημένος και ήταν στιγμές που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, μια που έβλεπε πως ο δρόμος, που χάραξε εκείνος πολλά χρ όνια π ρ ιν, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έτσι που το λαογραφικό υλικό, που με-κόπους πολλούς μαζεύτηκε από εκείνον, αποδί δει μέχρι σήμερα στους ταραγμένους και αμφιλε γόμενους καιρούς μας. Ευχαριστούμε θερμά όλους όσοι μας βοήθησαν να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση αυτή, τη Νομα ρχιακή Αυτοδιοίκηση Μυτιλήνης για την οικονομι κή της ενίσχυση, τα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρω σης και κυρίως τον κόσμο που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας, που μας αντάμειψε με τα ολόθερμα συγχαρητήριά του και που μας έδωσε κουράγιο και δύνα μ η να σ υ νεχ ίσ ο υ μ ε τ ις π ρ ο σ π ά θ ε ιε ς μας αυτές... ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ
ΤΟ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ Η πα ρ α δοσια κ ή σά τιρα σ υ νεχίζετα ι... Σ τ ι ς 8.2.1998, ημέρα Κυριακή, ο «Φ ιλοπρόο δος Σύλλογος Αγιασωτών» πραγματοποίησε τον καθιερωμένο αποκριάτικο χορό του στην ταβέρναεσ τιατόριο «Μ παρμπα-Δ ήμος», στην Κ αλλιθέα (οδός Δαβάκη 39). Οι Αγιασώτες και οι φίλοι της νυφούλας του Ολύμπου είχαν την ευκαιρία να επι κοινωνήσουν μεταξύ τους για μια ακόμη φορά, να θυμηθούν τα περασμένα, να χαρούν τη σάτιρα, να έρθουν στο κέφι και να χορέψουν... Στη συνέχεια δημοσιεύουμε τα σατιρογραφήματα, σε πεζό λόγο και σε στίχους, του Π αναγιώτη Ψ υρούκη ή Γραμμέλη και του Γιώργου Παπάνη, που παρουσιάστηκαν από τους ίδιους, με τη συν δρομή και του Χρίστου Γλεζέλη (Πουπούσα)... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΜΠΡΑΟΥ! Ε μπάρμπα , πώς είσι έδιετς; Στιναχουριμένονν σι βλέπου. Πώς ναν είμι, ρε πιδιά; Ε βλέπιτι, εν ακούτι τι γίνιτι σ ’ Λάρισα, κυρίις σι σκάνδαλα ροζ. Εμ τσ ’ έφτους κιρα τά ς μι τ ’ π ιρ ικ ιφ α λ α ία μάζουξι τσ ’ άλλ’ τσι έδξι του βίντϊου. Έ νι μπόργι μουναχός α πιει του φαρμάτσ’. Ε ξέριτι τίντα ’ξα; Γοι Λαρισαίγ’ ε θαν αραδιάζιν πλια τα τρακτέρ σν Ιθνική, αλλά τα τσέραταντουν. Να προυσέχιτι γοι Αγιασώτ’ σσις μη μας κάνιτι
κανένα έγιτγιου παβέντου. Κανένας, ρε, ένι βρέστσι α κατασκιβασ’ ένα λουκέτου, που να συλλαμβάν’ τουν "εισβουλέα", ναν έχουμι ήσυχου του τσι φάλι μας. Ε μπάρμπα , τι γίν ’τσι μι τς πλημμύρις; Π λ η μ μ ύ ρ ις είχ α μ ι σ ’ Μ υ τ ιλ ή ν ’. Ε β α ριέσ ι, καλές είνι τσι φτες. Μ παίν’ς στου σ π ίτ’ τσι κά ν’ς του μπάνιου σ’, τα ρούχα πλυνόντι μουναχάντουν, τα πιάτα του ίδιου. Του μόνου κακό είνι τα σκατά που α νιβ α ίνιν απάνου απά νου στου νιρό. Αλλά σαν Α γιασώτ’ς ήβρα τ ’ λύσ’. Είπα σ ’ πλημμυρουπαθείς, άμα τρων να τρων μαζί τσι πιτραδέλια, για να βαρούν τσι να παγαίνιν κάτου κάτου.
Τώρα θα πλαλείτι στς ιλιές, είχιτι μαξούλια; Μ αξούλια εν είχι, αλλά ε θαν αφήσουμι μηδί μιαν ιλιά πουκάτου. Ιπειδή έχ’ τιμή του λάδ’, πέντι κ α το υ σ τά ρ ια τσ ι κ ά τ ’ ψ ’λά του κ ιλ ό , μ εις γο ι Αγιασώτις ήβραμι τσι ιβρισιτιχνία. Βάζουμι φώτα πα στα δέντρα τσι αλείβγουμι φώσφορου τς ιλιές, για να φινόντι τσι τ ’ νύχτα, γιατί θα μαζώνουμι τσι τ ’ νύχτα τώρα. Πα σ ’ τέμπλις βάζουμι προυβουλέλια τσι φ έτζ’. Α ιώ νας ξιφ έτζ’ τ ’ νύχτα. Σ υμφέν’. Γω ένα μήνα παγαίνου ούλ’ τ ’ νύχτα τσ ’ ούλ’ τ ’ μέ ρα τσι ξικαθάρσα τριγιάντα ουχτώ χλιάρκα καθα ρά. Σαράντα δυο ήνταν, αλλά βγάλ’ τν α λισ ’τσή, βγάλ’ κάτ’ κρατήσεις, πήρα τριγιάντα ουχτώ χλιάρ κα. Ό χ ’, θα κάθουμι α βάζου ντουμάτις τσι κουλουτσύθια. Ιλιές τσι πάλι ιλιές. Συμφέν’.
Και στο φετινό αποκριάτι κο γλέντι οι Αγιασώτες και οι Αγιασώτισσες είχαν περίσσιο κέφι... (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
Σαν τι παράδις που πήριτι; Πήραμι για! Αφού, να φανταστείς, όξου α π ’ τν Ιμπουρική Τ ρ ά π ιζα ουρά κ ά ν ’ κόσμους. Α μπείς άμαν έρτ’ γη Ιθνική Τράπιζα μι του αυτουκίνητου. Ξέρ’ς τι παράδις βάζιν; Γω κάθουμι απόξου α π ’ τ ’ καφινταρία τσι παρατηρώ τα λάστιχα τ ’ αυτουκί νητου. Μ όλις έρ τ’ είνι φουσκουμένα κανουνικά τσ ’ άμα φέβ’ είναι πίτα α π ’ τς παράδις που σκών’. Εμ άμα ε βάλουμι φέτου πο ’χ ’ τιμή του λάδ’, πότι θα βάλουμι; Καλά κ ά ν’ γιου κόσμους.
Είνι ακριβή γη ζουγή έ γ ’τσι, γιατί έδιου είνι φουτιά. Γη ζουγή είνι πουλύ ακριβή. Αφού, να καταλάβ’ς, δυσκουλιβγόμαστι α ν ’ αγουράσουμι μέχρι τσι αναψυχτικά. Γω, άμα θέλου α πιω , παράδειγ μα, πουρτουκαλάδα, κατιβαίνου σ ’ Μ υτιλήν’ τσι δίνου αίμα στου ΙΚΑ τσι μ’ δίνιν ένα πουτήρ’.
Φ αντάζουμι, τα Χ ρ ισ το ύ γ ιν ν α θαν ήνταν όμουρφα στου χουριό. Μ πά, όμ ο υρ φ α ήνταν! Δ έντρ ου ένι κ ά να μ ι, αλλά μη βιαστείτι α κατηγουρήσιτι του δήμαρχου. Ίσ ια μ ’ έδιου. Γιου δήμαρχους σκέφτσι πουλύ σου στά. Ε ίπι, αφού γιου Αβραμόπουλους τς Αθήνας έκα νι του π ιο α ψ ’λό δέντρ ο υ στου κόσμου, γη Α γιάσου ε μπουρεί α κ ά ν ’ ακόμα πιο αψλό. Πού θ α ν ή β ρ ισ τσ ι π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α έ γ ιο υ σ ις λ ά μ π ις . Σκέφτσι τι να κ ά ν’, για να διαφημιστεί του χουριό μας. Ύ σ τιρ α α π ί πουλλή σ κ έψ ’, κ α τέλξι. Ε θα κάνουμι δέντρου τσ ’ έδιετς ου κόσμους ούλους θα μ’λά για τν Αγιάσου. Γη αντιπουλίτιφ σ’, μόλις του ίκ ’σι, σκώστσι λό ρ τ’ τσι φώ ναξι μι ινθουσιασμό. Ναι, ναι, συμφουνούμι, γη Αγιάσου θαν είνι του μουναδικό χουριό στου κόσμου που ε θα κ ά ν’ χριστουγιννιάτκου δέντρου. Μ πράβου σ ’ συμπουλίτιφ σ ’, μπράβου τσι σν α ντιπ ο υ λίτιφ σ ’. Π ιδιά, μη σας χάσουμι, γιατί χουρίς σας ε μπορούμι α προυβάλουμι τν Αγιάσου τουριστικά. Προυχτές ήμ’ στουν Ιππείου τσι μες στου καφι νέ ένας Π ειώ τ’ς τσ έτ’σι μι, μ ’ λέγ’: Ε Γ ιά νν’, ένι κ ά νιτι δέντρου φέτου σν Α γιάσου; Έ γ ’τσ ειν ’ τν ώρα είπα απού μέσα μ’. Πέτυχις, Ν ’κουλέλ’!
Πάντους προυουδέβ’ γη Αγιάσου , φαντάζουμι τα κάλαντα όμουρφα θαν ήνταν. Τι λ έγ’ς έφτου, Αφού γιου δήμους, για να μη κουράζ’ του κόσμου, κ ά ν’ εισαγουγή απόξου, απί τ ’ άλλα τα χουριό. Χ ρειγιάζιτι φιλαρμουνική, φέν’ α π ί ένα άλλου χο υ ρ ιό μουρά που π α ίζιν . Χ ρειγιάζιτι χουριφτικό, του ίδιου. Αφού γοι Αγιασώτις αρχίζιν τσι παχαίνιν, ε κ ’νιόντι καθόλ’. Τα μουρά, λέγ’, θα κάνιν μια μιγάλ’ συγκέντρουσ’ του καλουτσαίρ’, α γυρέψιν α π ’ του νουμάρχ’ α ψηφίσιν τσι
φτα, για να βγάλιν τουν ίδιου δήμαρχου. Τόσου ιφχαριστημένα είνι.
Έργα κάν’ γι δήμους; Γιου δή μους έκανι ένα μ ιγά λ ο υ έργου στου Μ α υ ρ ιγ ιώ τ ’. Έ σ τ ρ ο υ σ ι το υ δ ρ ό μ ο υ α π ’ τ ’ Χ α τ ζ η μ α ν ό λ ’ το υ σ π ί τ ’ ίσ ια μ ’ τ ’ Σ π υ ρ έ λ ’ τ ’ Νταγούτ’. Διπλής κατεύθυνσης, μι νησίδα σ ’ μέσ’. Τράβξι γραμμή γη ΔΕΗ, γι ΟΥΤΕ, βάλαν τσι τν απουχέτιφ σ ’ ίσιαμ’ τ ’ Σπυρέλ’ του σ π ίτ’. Γ ίν’τσι σούσουρου, πήγι γη τη λϊόρασ ’ τς Μ υτιλήν’ς, τσι δ η μ ο υ σ ϊο υ γ ρ ά φ ο υ ς ρ ώ τ ’σι του Σ π υ ρ έ λ ’, π ώ ς ν ιώ θ ’ τώ ρα που ίμπι γη α π ο υ χέτιφ σ ’ τσι γ ίν ’τσι δρόμους. Είμι, λέγ’ του Σπυρέλ’, πουλύ συγκινημένους, γιατί για π ρ ώ τ’ φουρά, ύστιρα α π ’ έγ’τουσα χρόνια, θαν ανικατουθούν τα σκατά μ ’ μι τα σκατά το υ ν σ υ γ χ ο υ ρ ια ν ώ ν μου. Α μα το υ ν ρ ώ τ ’σι γι δημουσϊουγράφους ίσιαμ’ τώρα τίλουγια τα βόλιβγι, του Σπυρέλ’ είπι: Έ κανά τα πα στα ράχτα τσι γι ήλιους τα ξέρινι τσι τα ’κανι απδουκόμματα.
Γοι δρόμ ’ γίναν καλοί, έμαθα πους στρώσαν. Γοι δ ρ ό μ ’ τς Α γ ιά σ ο υ ς ε ίν ι γ ι μ ά τ ’ λ ά τ σ ’. Δυσκουλιβγόνταν τ ’ αυτουκίνητα, δυσκουλιβγόντι τσ ι γ ο ι α θ ρ ώ π ’. Εν ά ν τ ιξ α , πή γα τ σ ’ ήβρα του δήμαρχου. Ρε δήμαρχι, γιατί ε στσιπάζιτι τς λάτσ’; Τσι τι μ’ είπι. Γι δήμους, λέγ’, θα βάλ’ αμπουλάδις. Μα είνι πράματα έγιουτα; Μ πάριμ ε βάζ’ μπανα νιές, α τρώμι μπανάνις που είνι τσ ’ ακριβές. Για του πρόιδρου τ ’ Συλλόγ’ μας τι έχ’ς α πεις; Πρόιδρους Βασίλ’ς, ρε πιδιά, έχ’ ένα πράμα, τι να σας πω. Πρώτου πράμα. Μιγάλου ... Γω, για να ’μι ειλικρινής, εν έχου δει έγιουσου πράμα, όσου χρουνώ είμι. Είνι μακρύ, πουλύ μακρύ, σας λέγου, τσι καθαρό, όμουρφου πράμα. Μωρέ, μπράβουντ, α του χαίριτι. Γω που εν έχου έγιουσου, τι φιγούρ ις θα κά νουμ ι τώ ρα, εν τουν ζλέβγου. Μη του ματιάσου τσ ιόλα ς. Τσι, α π ’ ό ,τ ’ μ ’ είπ ι, έ χ ’ τσι μ ιγ ά λ ’ α π ό δ ο υ σ ’. Τ υχιρή γη κ υρα-Γ ιώ τα, πήριντουν τσι ανιπάφτσι. Μ όνα τ ’ Α σπασέλ’, γη καημέν’, θμούμι, άμαν είδι του θκο μ ’ του πράμα, έπισι α π ’ τα σύννιφα. Έ νι πιρίμινι ναν είνι έγιουσου ιμκρό. Αλλά ήνταν ιν ’κουτσαρά τσι ένι είπι τίπουτα. Έ να ιμκρουδέλ’, τίπ ο υ τα , σας λέγου. Π ιά ν ’ εν του π ιά ν ’ του ένα μουδέλ’ τσι κ ά τ’ ιλιές ψλες. Τίπουτα, σας λέγου, τι α καυτσιόμι. Ινώ τ ’ Βασίλ’ ξιπιρνά τα δικατριγιά μόδια. Ε ξέρου, έχ’ σχέσ’ έγιουτ’ γη αγουρά μι συνδρουμές που μαζών’ ούλου του καλουτσαίρ’ Τι έχ’ς α μας πεις για τς Συλλόγ’ που γίναν; Γη Α γιά σ ο υ είν ι σαν ένα, να π ο ύ μ ι, π α λ ιό δέντρου, σα μια παλιά ιλιά. Κουρμόσιτς ξιράσ’τσι,
αλλά πέταξι τρεις ανιμλάδις. Γη μια ίβγι σν Αθήνα, γη άλλ’ σν Αυστραλία τσι τιλιφταία πέταξι μια τσινούργια σ ’ Μ υτιλήν’. Γω χάρκα του πουλύ, αλλά εν ήθιλα α ξιραθεί κουρμός. Ή θιλα α μιγαλώ νιν γοι ανιμλάδις, α μιγαλών’ όμους τσι γι κουρμός, Κάθα μέρα τουν ανιγόριβγα τσι προυχτές κάνου έτσας μι του σουγιά τσι είδα ότι είνι χλουρός, είχι ζμι, ήνταν ζουντανός. Πέταξα α π ’ τ ’ χαρά μ’. Μ ’ φαίνιτι πους θα π ι τ ά ξ ’ τσ ι κ ο υ ρ μ ό ς τ σ ιν ο ύ ρ γ ’ β λα σ το ί. Γη Αγιάσου ε θα πιθά ν’, ε θα τν αφήσουμι α πιθάν’, θα ζήσ’, γιατί έχ’ ρίζις βαθιές γη Αγιάσου.
Του βιβλίου τς Μιμής ήρτι σν Αγιάσου, σίς του; Γέμσι τό π ο υ ς, μες σν α γουρά του π λ ιο ύ σ α ν γ ύ φ τ ’. Τ σ α λα πατήσ α σ ί μι ίσ ια μ ’ α του π ά ρ ο υ . Δέχα χρόνια τσι πινήντα τέσσιρ’ς μέρις. Γω πιρίμ ινα α γ ρ ά ψ ’ τν ισ το υ ρ ία Α ν τρ ιγ ιά ς, τσι φ το ς έγραφτι ραβασέλια σ ’ Δήμητρα. Α σας διουβάσου μια σιλίδα για όσ’ εν του πήριτι. «Αμυγδαλόπιτά
μου, εργολάβε μου, μπακλαβά μου, κομπόστα μου, ανώμαλο σοκολατάκι μου, βανίλια μου, γαλακτο μπούρεκό μου, κανταΐφι μου, καρυδόπιτά μου, κουραμπιέ μου, κρουασάν μου, λουκουμά μου, μαρέγκα μου, σάμαλί μου, τουλούμπα μου, χαλβά αμ υγδαλένιε μου». Α υ το ί, ρε π ιδ ιά , εν ή ντα ν ζιβγάρ’, ήνταν γη ζαχαρουπλαστική τς Αλεξιάδου. Γιόσιμ, μόλις του είδι, ίρπαξιντου τσι χώστσι μες σ’ τουαλέτα. Δυο ώρις ήνταν μέσα. Άγι, λέγου, ρε, έβγα, θέλουμι α κατουρήσουμι. Άσι μι, ω μπα, τσι μουρφώνουμι. Πάντα ήθιλα α μάθου τίλουγια του κ ά ν α ν γ ο ι δ ε ιν ό σ α υ ρ ’. Ά μαν ίβ γι, μ ’ λ έ γ ’: Πουλύ όμουρφου βιβλίου, κουράστσι του χέρι μ’ α του διουβάζου. Τ α χιά θα διουβάσου του άλλου μ’σό μι του άλλου χέρ’. Θα μ ’ π είτι ότι έχου παλιόπιδου, ιπειδή διουβάζ’ μι του χέριντ. Εμ Σακιλλαρόπουλους διόβαζι μο μι του μυαλόντ τσι είδιτι τίντα ’παθι. Πήγι σι τρανσέξουαλ. Φ τος, λ έγ’, στα κ ουσ ιδυόντ π ή ρι χα μ π ά ρ ’ ότι διουβάζιν τσι μι του χέρ ’. Δήμητρα, του λ έγ’ τσι τ ’ όνουμ ά τ ς ’. Έ χ ’ δυο μήτρις. Γ ι’ αυτό είνι σιξουάλα γη γ ’ναίκα.
Για του Σημίτ ’ τίντα ’χ ’ς α μας πεις; Φ τον τουν βλέπου προυταγουνιστή σ τ’ τιν ία "Ου δάκους ξαναχτυπά". Ούλους κόσμους εν έχ’ ιλιές, φ το ς κάθα χρ όνου έ χ ’ μ α ξο ύ λ ’. Α φού σν Ιβρουπαϊκή 'Ε νουσ’ τ ’ δώκαν ιπιδότη σ ’. Ναι, ου Σημίτ’ς π α ίν ’ ιπιδότησ’. Έ φτου του πράμα που έχ’ εν είνι μούρ’, γη Μ παμπαδούλα είνι. Σημίτ’ς είνι πουλύ καλός. Μόνα αρέσει μ’. Θα μ’ πείτι που είδα τ ’ καλουσύνηντ. Ναι, αλλά ε ντουν αφήνιν. Ας τουν αφήναν γι Πάγκαλους, Βινιζέλους τσι γ ’ άλλις υπέρβαρις δυνάμεις, τσι θα βλέπατι.
Αμαν έ χ ’ς τουν Α ρσέν’, άμα ν έ χ ’ς του Καψή, τι μπουρείς α κά ν’ς; Γι’ αυτό, σας λέγου, ας μην είχι κανέναν τσι θα βλέπατι τι θαν έκανι γι άθριπους. Ε ντουν βουγηθούν. Προυχτές ίβγι τσ’ είπι: Σι μας εν τιριάζ’ γη μιζέρια. Τσι τν ώρα π ’ του λέγ’ έγιουτου του πράμα, γοι σ υνταξιούχ’ βγαίνιν σ ’ δρ ό μ ’ τσι φουνάζιν πους ζιουν μες σ’ μιζέρια. Εν τα φουνάζιν έγιουτα τα πράματα. Π ρέπ’ α δίνουμι τσι τν εικόνα ότι είμαστι χώρα που ιβημιρεί. Νιαμκιόρδις είνι γοι σ υ ντα ξιο ύ χ’. Π ρουχτές γ ’ άθριπους δώ τσιντουν α ύ ξη σ ’ ιξή ντα ο υχτώ δρ α χμ ές τ ’ μέρα. Δηλαδή δώ τσιντουν ιμσό πράσου τ ’ μέρα. Του μήνα είναι δικαπέντι πράσα. Ε τους δώτσι ιμσό κιλό κριγιάς τ ’ μέρα, ας πούμι, για τί γι υπουργός Υ γείας ε τουν αφήτσι. Ε κάν’, λέγ’, να τρων κριγιάς σ’ έγιουτ’ τν ηλικία. Τι θέλιν τσι φουνάζιν, ε ξέριν πους εν τους συμφέν’ α φουνάζιν. Γιατί ακού τς Σημίτ’ς τσι λέγ’. Για να μπουρούν α φουνάζιν, αντέχιν ακόμα. Τσ’ εν τους δ ίν ’ πιο μιγάλ’ αύξησ’.
Για του Καραμαλή του Κώστα τι θα μας πεις; Καραμαλής είνι αρχηγάρα, έχ’ τόλμ’, ένι είδις που ίβαλι του Κ ιφ α λ ο υ κ ό φ τ’ τσι τς κ λά διψ ι τς τρεις. Στείλαντουν τς πρ ουά λλις σ ’ πα ρέλασ ’ σ ’ Θισσαλουνίκ’, τσι φτος πήγι τσι έπιζι μπάλα. Α π’ έγιουτι ζύγκαψι τσι πα σα ζγκαμένους. Π α γα ίν’, λέγ’, σι ισθητικό τσι τ ’ πουλλά τρίχις πα στα φρύδιαντ, για να μοιάσ’ τ ’ μπάρμπαντ. Τ ’ αρέσ’ πουλύ του ξουνουζισταμένου φαγί.
Για τουν
Έβερτε θα πεις τίπουτα;
Έ βερτ, γι ιφ ιβ ρ έτ’ς τς χο υ λ η σ τιρ ίν’ς! Π ιρνά, λέγ’, δίπλα απί κουζίνα τσ’ ανάβ’ του μάτ’ μουναχ ό ν τ. Φ τος θα ν ίβ γ ιν ι π ρ ο υ θ υ π ο υ ρ γ ό ς , ά μ α νι ψήφιζαν τα μακαρόνια. Γιου Έβερτ στς ικλουγές έγιουτι είπι «αύριγιου π ιά νουμ ι δλεια». Α πουτέ λισμα, μαυρίσαντουν. Του ΠΑΣΟΚ είπι «κάτσιτι στου καναπέ». Ψ ηφ ίσαμιντου τσ ’ ίβγι. Στς άλλις τς ικλουγές θαν έβ’ όποιου κόμμα πει «ξαπλώστι στου κρεβάτ’ τσι τσμηθείτι».
Για τ ’ Παπαρήγα τι έχ ’ς α πεις; Γη π ιο ρουμαντική τς Βουλής είνι γη Π α π α ρήγα. Θαμάζου τνα. Π αγαίν’ σ ’ ούλα τα συνέδρια το υ Κ Κ Ε . Π ρ ο υ χ τές γ ύ ρ ο ι α π ’ ένα σ υ νέδρ ιο υ ούλουν τουν κουμουνιστών τς γης. Κάτσαν σ’ ένα π ιλ ώ ρ ϊο υ τρ α π έζ’ ο ύ λ ’ γοι κουμουνιστές, ήνταν για τν ακρίβεια φτή τσι γιου Φιντέλ Κάστρο. Γ
ιατουν Παπαντουνίου εν έχ ’ς κό.τ ’ α μας πεις;
Π απαντουνίου, τι χαμόγιλου είνι φτο που έχ’! Α μα γ ιλ ά σ ’ Π α π α ν τ ο υ ν ίο υ , τ ρ ίζ ιν τα τζά μ ια . Πήγαν, λέγ’, τα μουρά α τ ’ πουν τα κάλαντα τσι πήριντουν τς εισπράξεις.
Για του Σαμαρά ε θα μας πεις τίπουτα; Τι να πω , χάσα τουν. Π ρουχτές μ ’ ίλιγι ένας πους π α γ α ίν ’ καρσί σ τ’ τη λϊόρ α σ ’ τσι μ ουτζώ ν’ τουν ιαφτόντ τσι λέγ’: Καλά α π ά θ ’ς, έτρουγί σι κώλου σ ’.
Για του Τσουβόλα τι θα μας πεις; Ά σ ’ το υ ν του Δ η μ η τρ ά κ ’, α τ ’ ιφ χη θο ύ μ ι ν ’ α να ρ ρ ώ σ ’ μάνι μάνι. Ε ίνι καλό ταδί τσι τίμ ιο υ . Κ άν’ τσι φτος τουν αγώναντ.
Για του Κουσταντόπουλου: Μ ’ αρέσ’ τσι φτος. Όμουρφα τα λέγ’. Είνι καλός άθριπους. Ε βλέπ’ς που δάν’σι τσι τ ’ Μαρίγια στου ΠΑΣΟΚ; Σ ’ δημουκρατία ούλ’ χρειγιαζόντι.
Του πιρϊουδικό τ ’ Συλλόγ’ πώς του βλέπ’ς; Για του πιρϊουδικό τι να πω. Να του προυσέχιτι σαν τα μάτια σας. Είνι πουλύ καλά. Μπράβου, Γ ια ν ν έ λ ’. Γω μόνου έχου ένα πρόβλημα , μη μι β ά γ ’ς ούλου ο υ π ισ θ ό φ υ λ λ ο υ , μη μ ’ α π ο υ μ ε ίν ’ κανένα ξούρ’ στα γιράματα.
Για του βιβλίου τσι για του σιντί τι έχ’ς να πεις; Συγχαρητήρια στα πιδιά του Συμβούλιου. Είνι αθρώ π’ μι έμπνιφσ’ τσι φαντασία. Τσι βέβϊα πουλ λά συγχαρητήρια στου Γ ιά νν’ του Χ ατζηβασίλ’, που φ ρόντ’σι για τν έκδουσ’. Τσι γω θα του πάρου, αλλά ίβγαλά α πλήσου ένα π α ρτσ ά δ’ που είχα σ ’ Σκάφις τσι μόλις πληθεί, θα του αγουράσου. Σ ’ κουπή τς πίτας λίγα είπιτι, ρε πιδιά. Έ νι βριθήκαν άλλ’ α μλήξιν. Τιλειώνουντας θέλου α σας σάσου κουμματέλ’. Πέρσ’, σ ’ έγιουτ’ τ ’ ταβέρνα, είπα σας ότι π ρ έπ ’ α πάμι στου χουριό, γιατί έχ’ πολύ μιγάλ’ ανάτζ’. Γω ίμπα μες στου καράβ’ τσι πήγα. Α όγιαζουμ’ α δω κανέναν σας, αλλά τίπουτα. Μι γράψιτι στα παλιά σας τα παπούτσια. Μπουρώ, ρε πιδιά, μουναχόσιμ α βγάλου ούλ’ τς αξύστις τσι ούλις τς ξουνουτσκνίδις, θέλου βουγήθεια. Βουγηθήσιτί μι α κάνουμι του χουριό μας πιο όμουρφου, τ ’ α ξίζ’ ρε, γη Αγιάσου. Είνι του πιο όμουρφου χουριό στου κόσμου. Γεια σας τσι καλή διασκέδασ’. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΨΥΡΟΥΚΗΣ (ΓΡΑΜΜΕΛΗΣ) Χ ιρ ιτ ώ σας αγιασώτκα, χουριανοί τς διασπουράς, σουβαροί σας βλέπου φέτου, λείπ’ σας, φαίνιτι, παράς. Υπουμουνή να κάνιτι τσι πάντα να γιλάτι, κανένας δε σας π α ίρν’ χαμπάρ’, στουν ουρανό να π ’δάτι.
Φέτου νουρίς γιου Σύλλουγους ποίτσι τ’ χουρουσπιρίδα, τσι «Μπαρμπαδήμους» ας προυσέξ’, σα θέλ’, κουμμάτ’ τ ’ μιρίδα. Α π’ του χουριό σάς ήρταμι μαζί τσ ’ οι δυο πακέτου, να λάχουμι στου παναγύρι που κάνιτι τσι φέτου. Του ταξίδ’ μας ήνταν δράμα, μια ουδύσσεια σουστή, του καράβ’ μας ταρακούν’σι όώτσι μας κβάρα μπιστί. Έ βριχι τσι φούσα όξου, γ έν’ντουν ένας χαλασμός, στου βαπόρ’ όμους ζισταίνουσ’ τσ’ ανιμίζντουν πειρασμός. Κάθα έξ’ ώρις μας λέγαν πήριτι τσινούριου χά π ’, ένας απί μας ζουρίστσι, στείλασιντ’ έναν Αράπ’. Σκασμένους ήνταν δάσκαλους για του κακό μας χ ά λ ’, τς μπουγάτσις όμους τς έτρουγι τη μια πουπίσου πν ά λλ’. Ούλα έγιουτα γινήκαν για του θκο σας του χα τίρ ’, ειδαλλιώς δεν πάτιουμ έδιου, να μη χπούσαν μι σατίρ’. Ασι τ ’ ταλιπουρία μας, πληρώσαμι τσι ντούκου, ε δάσκαλι, μη ντρέπισι, γύριψί τς α π ’ του Λούπου. Θα κάνου μιαν αναφουρά, για ό ρ ιξ’ θα ρουτήσου τσι προυπαντός σ ’ συνταξιούχ’ μια πρότασ’ να τουν ποίσου. Να μπουν μες στου Συμβούλιου, τν ώραντουν να πιράσιν, του ζάχαρου α π ’ του Β ασίλ’ κουμμάτ’ να κατιβάσιν/ Καμάρουσα του πρόιδρου τ ’ προυσπάθεια που ποίτσι, να μάθουμι ούλ’ μας χουρό, κανέναν δεν αφήτσι. Πού ’νι τα νιάτα, ρε Β α σ ίλ’, του λέγου μι ντρουπή, χουριφτικό στου Σύλλουγού δεν κ ά ν’ς μι τα ΚΑΠΗ. Αυτά τα λίγα είπα σας, δεν πρέπ’ να σας κουράσου, ήρτι γη ώρα του Σφιχτό να σας παρουσιάσου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ Κ οπή της β α σ ιλόπ ιτα ς και Α π ολογισ μ ός... I ο Σάββατο 24 Ιανουάριου 1997 έγινε η καθιερωμένη κοπή της βασιλόπιτας του Παλλεσβιακού Ιερού Π ροσκυνήματος της Π α ν α γία ς Α γιάσου. Προηγήθηκε ο Εσπερινός, κατά τον οποίο χορ ο στάτησε ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Μ υτιλή νης Ιακώβος. Στη συνέχεια, στην κατάμεστη από κόσμο α ίθουσ α του Π νευμ α τικ ού Κ έντρου του Π ρ ο σ κ υ νή μ α το ς, ο π ρ ό ε δ ρ ο ς της Δ ιο ικ ο ύ σ α ς Επιτροπής μητροπολίτης Μυτιλήνης ευλόγησε την π ίτα και κ α τό π ιν διάβασε τον α πολογισ μ ό του οικονομικού έτους 1997, τον οποίο και δημοσιεύ ουμε πα ρ α κ ά τω . Ε πίσ ης αναφέρθηκε τόσο στα πεπραγμένα του έτους που έληξε, όσο και στον π ρογρα μ μ α τισ μ ό του επόμενου έτους. Στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της τοποθέτησης καπνοσυλλε κτών εντός του ναού για την προστασία του από τους συνεχείς και έντονους καπνούς, καθώ ς και στη συνέχιση τω ν εργα σ ιώ ν του Ν εκροταφ είου Α γιάσου, που α ποτελεί έργο ζω τική ς σημασίας κ α ι π ο υ υ π ή ρ ξ ε ό ν ε ιρ ο π ο λ λ ώ ν δ ε κ α ε τ ιώ ν . Α κ ο λο ύθ ω ς, σ υ ν ε χ ίζ ο ν τα ς την π α ρ ά δ ο σ η , την οποία ξεκίνησε το έτος 1990, μοίρασε χρηματικά βραβεία τόσο στους 4 επιτυχόντες στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, όσο και στους 25 αριστού χους του Γυμνασίου και του Α υκείου Α γιάσου, συνολικού ποσού 700.000 δραχμών. Η οικονομική διαχείριση του Προσκυνήματος κατά το έτος 1997 έχει ως εξής:
ΕΣΟΔΑ ΔΡΧ. Από πώληση κεριών 18.629. 275 Εισπράξεις από ξωκλήσια 2.031.900 Ενοίκια ακινήτων 1.840.800 Από πώληση αγροτικών προϊόντω ν 576.800 Εισπράξεις από το Νεκροταφείο -πώληση οικογενειακών τάφων 8.908.000 Εισπράξεις από τα μουσεία 6.076.500 Εισπράξεις από ιεροτελεστίες 609.000 22.608.824 Εισπράξεις από δωρεές Εισπράξεις από χαρτόσημο ενοικίων 27.112 Τόκοι κατατεθειμένων χρημάτων 576.846 Εισπράξεις από πώληση ακινήτων 1.500.000 Διάφορα απρόβλεπτα έσοδα 573.922 Χρηματικό υπόλοιπο έτους 1996 12.859.063 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝ Ο Λ Ο 76. 818.042
ΕΞΟΔΑ ΔΡΧ. Μισθοδοσία τακτικού προσωπικού 5.679.548 Μισθοδοσία έκτακτου προσωπικού 3.493.500 Επισκευή παρεκκλησίου Αγίου Γεωργίου στην Μ πουτζαλιά 450.000 Επέκταση Νεκροταφείου 22.505.255 Αγορά καπνοσυλλεκτών 4.746.000 Συντήρηση υδραυλικής -ηλεκτρικής εγκατάστασης 328.160 Μικροεπισκευές κτιρίων (κεραμίδωσηελαιοχρωματισμός- υλικά οικοδομών) 885.311 2.546.943 Προμήθεια κεριών και λαμπάδων Έ ξοδα πανηγυριού Ιερού Ναού 186.960 60.794 Προμήθεια γραφικής ύλης Υπέρ Ι.Κ.Α. εισφορές ασφάλισης προσωπικού 3.638.759 Χορήγηση υποτροφιών σε άπορους φοιτητές, βράβευση αριστούχων μαθητών Γυμνασίου - Λυκείου 1.500.000 Αγιάσου, βοηθήματα σε άπορους. Επιχορήγηση Γυμναστικού Συλλόγου 200.000 "Όλυμπος" Υπέρ Αναγνωστηρίου Αγιάσου 550.000 "η Ανάπτυξη" Συμμετοχή Προσκυνήματος 750.000 στην έκδοση φυλλαδίου «Αγιάσος» Εισφορές υπέρ Ι.Μ.Μ. για οικονομικό 6.782.657 έτος 1996 Καταβολή φόρου εισοδήματος 949.195 έτους 1997 Διάφορα λειτουργικά έξοδα 7.473.662 Ιερού Προσκυνήματος 2.572.342 Διάφορα απρόβλεπτα έξοδα 65. 299.086 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Γενικό Σύνολο Εσόδων Γενικό Σύνολο Εξόδων Υπόλοιπο οικονομικού έτους 1997
ΔΡΧ. 76.818.042 65.299.086 11.518.956
λαντσμέν’ τσ ’ ένι κρατιόνταν. Πέσαν στου κριβάτ’ τ σ ’ α ρ χ ίσ α ν του π ι χ ν ί δ ’. Του Μ π ά ν ’ έκ α νι τς προυσπάθειισιντ, αλλά γη Μ αριάνθ’ ήνταν τιτράπ α χ ’ τσι πουλύ μ π ά τα λ ’ στς ιδλειές τς νύχτας. Ζ ο υ ρ ίζντο υ καημένους ώ ρα πουλλή , αλλά του στόχου ένι μπόργι να τουν έβ’, ιμσουμιτσμένους καταπώ ς ήνταν. Σαν α σ τόχ’σι δυο τρεις φουρές, είπι στη γ ’ναίκαντ: Μουρή Μ α ριά νθ’, ξ ’μέρουσι τσ ’ ακόμα ένι κάναμι τίπουτα! Βουγήθα τσι συ, μουρή, κουμμάτ’ τ ’ κατάστασ’, κλάσι να προυσανατουλιστώ! ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΤΣ ΕΟΚΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ I η ΕΟΚΑ τς Κ ύπρους είχι πα ρακλά δ’ τσι αν Αγιάσου, που τ ’ απουτιλούσαν πουλλές ιγ’ναίτσις θρισκιβόμινις. Κάθα λίγου τσι λιγά κ ’ παίρναν τα βνα, πουλλές φορές κρυφά τσ ’ α π ’ τς άντντουν, τσι παγαίναν στα ξουκλήσια, να προυσνήσιν, ν ’ όψιν τα καντήλια, να σ ’κώσιν ιλ ’τουργιές...Κόσμους τς ίλιγι τσι φτες ΕΟΚΑ, γιατί ακλουθούσαν οι πουλ λά πράματα τα χνάρια τς ουργάνουσ’ς. Μ ια μέρα Τασιός συνάντ’σι του γαμπρόντ του Δημητρό του Κ αραμάν’, που γη γ ’ναίκαντ, γη Δ έν’, ήνταν α π ’ τα πιο καλά στιλέχ’ τς ΕΟΚας, τσ ’ άρχι σαν τ ’ αυζήτησ’. - Τα ’μαθις, Δημητρό, γη ΕΟΚΑ θα φ ύ γ’ πάλι τσι θα πα τώρα σι σαράντα άγιοί! - Ε, συνηθισμέν’ είμαστι, θα παν απισπιρού τσι ταχτέρ5 θα γυρίσιν. - Έ ν ι κ α τά λαβ ις καλά. Σ ι σ αράντα ά γιο ί θα π α ν τ σ ’ ό χ ’ σι ξ ο υ κ λ ή σ ’ το υ ν Τ ισ σ α ρ ά κ ο υ ντα Μαρτυρούν. - Τι λέγ’ς, ε Στρατήγ’, τούτου εν του χουρεί του μυαλό μ ’! Κουντουρντίσαν γοι αγιούσις τσι, κατά π ’ παν, θα φαν του τσιφάλ’ντουν! Γη στση μ’ που ’νι τσι τσ ιλιμπίδ’σσα, ε πστέβγου α ξιτσιφαλίσ’! Ω χουριό θα φουνάξου, μι τα παλαβάτα τα καμώματαντουν! ΕΡΜΟΑΑΟΣ ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΟΥΓΗΘΑ ΤΣΙ ΣΥ ΚΟΥΜΜΑΓ... Τ ου Μ πάν’ παντρέφτσι τ ’ Μ αριάνθ’ τσ ’ ύστιρα α π ’ του τρ ικ ο ύ β ιρ τ ο υ γ λ έ ν τ ’, π ο υ κ ρ ά τ ’σι ίσιαμ’ τς ταχτιρνές τς ώρις, απουφασίσαν πλια να του διαλύσιν τσι να π ά ν ’ στου σ π ίτ’ να συνιχίσιν τ ’ άλλου του παναγύρ’. Τσι γοι δυο ήνταν πυρου-
ΤΟΥ ΜΙΤΑΣΥΡΜΑ Τ’ ΡΑΦΑΓΗΛ Κ ά π ο τ ε ο Ραφαήλ Σ ουσ αμλής μετάσυρε το κεραμίδι του σ πιτιού του Γιάννη Ξαφέλη. Αίγες μέρες αργότερα ο κ α ιρ ός χάλασε και έβρεξε για καλά. Την επόμενη συναντήθηκαν στο καφενείο του Πληγωνιάτη οι δυο τους, όπως πάντα. - Ε, π ώ ς τα π ή γα μ ι, μ π α ρ μ π α -Γ ιά ν ν ’, μι τ ’ βρουχή, πιάσαμι τς σταλαματιές; - Τι να σ ’ πω, Ραφαγήλ... Έ ξ ’ νουμ άτ’ ήμαστι μες στου σ πίτ’ τσι γοι έξ’ παρασόλια κρατούσαμι... (Από αφήγηση του Ποσειδώνα Νικολάου Σουσαμλή)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΣΠΤΙΣΙΟΥ ΨΟΥΜΙ Ο τα ν ένα προξενιό παίρνει καλό δρόμο, στη συνέχεια ορίζεται συνάντηση μεταξύ πεθερού και γαμπρού, για να κλείσει η υπόθεση. Μ ια τέτοιου είδους συνάντηση είχε γίνει π ρ ιν από χρόνια στο χωριό μας. Αφού είπαν πολλά και διάφορα, με τη συνοδεία φυσικά ποτού και μεζέδων, σε κάποια στιγμή ο πεθερός, θέλοντας, όπως ήταν φυσικό, να παινέσει την κόρη του, τη μέλλουσα νύφη, είπε: - Ε γαμπρέ, π ρ έπ ’ να ξέρ’ς ότι π α ίρ ν ’ς σ π ’τίσιου ψουμί! Η απάντηση ήταν άμεση και καρφωτή α π ’ το γαμπρό. - Ναι, ω πιθιρέ, αλλά α λ’πανάβατου! Ο πεθερός εννοούσε φυσικά το χαρακτήρα της κόρης του, ενώ ο γαμπρός την εξωτερική εμφάνισή της. Κατά τα άλλα το συνοικέσιο έγινε. Αθήνα, 16.5.1997
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ν. ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΙΟΥ ( 1936- 1997)
τός της λύπησε όχι μόνο τους συγγενείς, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία της Αγιάσου. Μοιράδι θλί ψης αναλογεί και στους Αγιασώτες της Αθήνας. Ο π ό ν ο ς του εκλεκτού μας φ ίλ ο υ κ α ι σ υνεργάτη Μενέλαου Καμάτσου είναι και πόνος δικός μας...
ΧΑΡΕ, ΓΙΑΤΙ ΕΒΙΑΣΤΗΚΕΣ...
ΟΒασίλειος Νικολάου Χατζηαργυρίου άφησε την τελευταία του πνοή στις 8.7.1997 στην Αθήνα, όπου και κηδεύτηκε. Ο πρόωρος θάνατός του λύπησε βαθύ τατα όχι μόνο τους οικείους και τους συμπατριώτες του, αλλά και όλους όσοι τον γνώρισαν και συνεργά στηκαν μαζί του. Κύρια χαρακτηριστικά του τι φιλερ γία, η τιμιότητα, η ευσυνειδησία, η ανθρωπιά. Υπήρξε καλός οικ ο γενειά ρ χη ς κα ι σ τορ γικ ός πα τέρ α ς. Ενδιαφερόταν για τα κοινά και ανταποκρινόταν πρό θυμα σε κάθε συλλογικό κάλεσμα. Ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών» έχασε ένα από τα ενεργά και δραστήρια μέλη του. Ευχόμαστε να είναι ελαφρό το χώμα που τον σκέπασε. Στη σύζυγό του Ελένη και στα παιδιά του Νικόλαο και Αφροδίτη εκφράζουμε τα ειλικρινή συλλυπητήριά μας.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ Μ. ΚΑΜΑΤΣΟΥ ( 1920- 1998)
Α π ό τ ις 31.3.1998 η Δ έσ π ο ιν α Μ ενέλαου Καμάτσου, το γένος Γεωργίου Βουνάτσου, πήρε τον ανεπίστροφο δρόμο της στερνής γαλήνης. Σ ’ όλο το μάκρος της ζωής της έδωσε απτά δείγματα καλοσύ νης, συζυγικής αγάπης, μητρικής στοργής. Ο θάνα
Χ ά ρ ε , γιατί εβιάστηκες, δεν έπρεπε ακόμα να βάλεις την αγάπη μου μέσα στο μαύρο χώμα. Βαρύς είναι ο χωρισμός, μα πιο βαρύς ο πόνος, πώς θα μπορέσω να το πιω τόσο φαρμάκι μόνος; Γιατί να φύγεις γρήγορα, άξαφνα από κοντά μου, που ’σουν, καλή μου, στήριγμα τώρα στα γηρατειά μου; Εξήντα χρόνια, μια ζωή, πιασμένοι χέρι χέρι, και άξαφνα μας χώρισε του χάρου το μαχαίρι. Χάρε μου, τι σου έφταιξα και πήρες την καλή μου κι έκανες μαρτύριο να γίνει η ζωή μου; Μέρα και νύχτα κλαίγω πια τον αποχωρισμό σου, περίμενε και γρήγορα θα ’ρθω κι εγώ κοντά σου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Α. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ( 1919- 1998)
Α π ό τ ις 17.2.1998 η Α ικατερίνη Δ ημητρίου Βουνάτσου άφησε τα εγκόσμια και ακολούθησε το δρόμο της αιωνιότητας. Υπήρξε καλή σύζυγος και στοργική μητέρα. Ο θάνατός της λύπησε τους συγγε νείς και ολόκληρη την κοινωνία της Αγιάσου...
Ιη ιηυηιοπαηι ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ( 1940- 1994)
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Σ τ ι ς 18 Απριλίου 1998 συμπληρώνονται τέσσε ρα χρόνια, από τότε που άφησε πρόωρα τα εγκόσμια στην Αχΐοτία η Αθηνά Δημητρίου Α ξιομακάρου, σύζυγος του Γρηγορίου Παπαπορφυρίου, πρόθυμου ανταποκριτή του περιοδικού «Αγιάσος» και εκλε κτού συνεργάτη μας. Η μνήμη της παραμένει άσβε στη σ’ όλους όσοι γνώρισαν την καλοσύνη της καρ διάς της, την ευθύτητα του χαρακτήρα της και την άμετρη αγάπη της...
ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΛΤ. ΜΑΛΙΑΚΑΣ ( 1917- 1997)
Η Ελένη Χατζηαργυρίου πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Βασιλείου Χατζηαργυρίου. Η Μ υρσίνη Β λαστάρη (Β α γιά να ) πρόσ φ ερε 5.000 δρχ. στη μνήμη της Μαρίας Δημέλη, το γένος Βλαστάρη (Βαγιάνα), που απεβίωσε στις 14.2.1998, και του συζύγου της Θεοδώρου Δημέλη. Η Δέσποινα Καχιλέλη πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτη Καχιλέλη. Ο Στυλιανός Γεωργαντής πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του Νικολάου Ανεμέλη. Ο Ε υστράτιος Κ ουρκουλής πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του Ευστρατίου Παναγιώτη Χαλέλη. Η Δήμητρα Μιχαήλ Σαμοθρακή πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού της Παναγιώτη Χατζηφώ τη κα ι του κ ο υ νιά δο υ της Κ ομνηνού Σ α μοθρακή. Ο Δ ημήτριος Κ α μα ρός πρόσφερε 5.000 δρχ. αντί για στεφάνι στη μνήμη του Νίκου Κουρτζή. Η Μ υρσίνη Χ ο υ τζα ίο υ -Β α μ β α κ ά πρόσ φ ερε 5.000 δρχ. στη μνήμη των γονέων της Μιλτιάδη και Μαρίας. Ο Πολύδωρος και η Σοφία Τσέγκου πρόσφεραν 5.000 δρχ. στη μνήμη του κεραμιστή Νίκου Κουρτζή. Α ντί για στεφάνι πρόσφεραν 10.000 δρχ. στο περιοδικό «Α γιάσος», συλλυπούμενες εγκάρδια τον αγαπητό καθηγητή κ. Ιάκωβο Μουτζουρέλη για το χαμό της μητέρας του Βασιλικής, οι συναδέλφισσές του του Π εριφερειακού Ε πιμ ορ φ ω τικ ού Κέντρου Μυτιλήνης (Π.Ε.Κ.).
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΑΓΙΑΣΟΥ»
Ε ν α ς χρ ό νο ς συμπληρώ θηκε από τότε που χάσαμε το Σ αραντινό Μ αλιάκα, τον καλό φίλο, τον ακούραστο συνεργάτη και τον ένθερμο σκυτα λ ο δ ρ ό μ ο της π ρ ο κ ο π ή ς το υ « Φ ιλ ο π ρ ό ο δ ο υ Σ υλλό γο υ Α γιασω τώ ν». Σ τ ις 20.1.1998, ημέρα Τετάρτη, έγινε το ετήσιο μνημόσυνό του στο Β ' Νεκροταφείο Αθηνών. Πολλοί συγγενείς και φίλοι παραβρέθηκαν και απόθεσαν στον τάφο του ένα ακόμα αμάραντο λουλούδι της αγάπης των... ΓΙΑΝΧΑΤΖ
- Γεώργιος Σάββας (δγύηεγ) - Ιωάννης Ψ ωμάς (δγύησγ) - Θέμης Παπαδάκης (δγύησγ) - Ιωάννης Αβδελέλης (δγώιεγ) - Ειρήνη Σκλεπάρη ($γώιεγ) - Δημήτριος Κουταλέλης (δγάπεγ) - Ιωάννης Βέτσικας (δγάΐ€γ) - Ευστράτιος Καλέλης (δγώιεγ) - Ειρήνη Κουδουνέλη - Α ιδ . Παναγιώτης Σινιόρος - Βασιλική Χατζημάγγου-Κουρτζή (Καναδάς)
δρχ. 2.000 2.000 4.000 4.000 4.000 4.000 4.000 6.000 5.000 10.000 14.000
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Κυκλοφόρησαν τελευταία τα βιβλία που εξέδωσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε .Π. Κ ο υλα ξιζέλλη -Β .Π . Τ ρα γέλλη ], Η Αγιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. Δρχ. 1.500. 2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της
Αγιάσου της νήσου
ΓΑΜΟΙ
ΑέσβουΑθήνα- 1997. Δρχ. Μιχαήλ Σταύρου Καραλής
5.000. Τα β ιβλία δ ια τ ίθ ε ν τ α ι α πό το Σ ύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (1.700 και 5.400 δρχ. αντίστοιχα). Επίσης διατίθενται από τους κ α τά τ ό π ο υ ς α ν τ α π ο κ ρ ιτ έ ς του π ε ρ ιο δ ικ ο ύ «Αγιάσος», τα ονόματα και οι διευθύνσεις των οποίων αναγράφονται παρακάτω. Β . Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (12.000 δρχ.). Α ' τόμ ος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (26-45, 1985-1988), Γ ' τόμος (46-67, 19881991) και Δ ' τόμος (68-85, 1992-1994).
Έλλη Δημητρίου Καμπουρέλη
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Ο Χρίστος Αστέρη Κοκκωνάκης και η Μαρίζα Σ τέλιου Φ ακίνου τέλεσαν σ τις 21 Σ επτεμβρίου 1997 το γάμο τους στον ιερό ναό του Αγίου Διονυ σίου του Αρεοπαγίτου Κολωνακίου. Ευχόμαστε ο βίος τους να είναι ευτυχής. Σ τ ις 29 .1 1 .1 9 9 7 , σ το ν ιερ ό να ό της Α γ ία ς Σοφίας Νέου Ψ υχικού, τέλεσαν τους γάμους των ο Γ ιά ν ν η ς Ζ έ π π ο ς κ α ι η Μ α ρ ίν α -Α ικ α τ ε ρ ίν η Π αναγιώ τη Π απαστάθη. Ε υχόμαστε ολόψ υχα ο βίος τους να είναι ανέφελος, πλούσιος σε χαρά και ευτυχία. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ -
Κουρτζής Νικόλαος Ηλία Βέτσικας Ιωάννης Γρηγορίου Λαδιέλη Ευρυδίκη Κωνσταντίνου Χατζηραβδέλη Ελένη, χήρα Γεωργίου Δελόγκου Βασίλειος Παναγιώτου Χατζέλης Ευάγγελος Παναγιώτου Ανεμος Σταύρος Ηρακλέους Καρατζάς Ευστράτιος Ιωάννου Καμάτσου Δέσποινα, σύζυγος Μενελάου Μουτζουρέλη Βασιλική, σύζυγος Γεωργίου Τσορβά Σαπφώ, χήρα Ιωάννου Μαρίνου Έλλη, χήρα Ιωάννου Αβδελέλη Μαρία, σύζυγος Δημητρίου Βλαστάρης Παναγιώτης Ευστρατίου
ΔΙΟΡΘΩΣΗ Στη δεύτερη στήλη της σελίδας 33 του προηγούμε νου τεύχους να γραφεί Καπασάκη Ευγλωττία, σύζυ γος Σταύρου, το γένος Γρηγορίου και Α ντιγόνης Κυκίδα, αντί Καπασάκη Ντίνα, το γένος Τακιδέλη.
Το Διοικητικό Σ υμβούλιο του «Φ ιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» και η Διεύθυνση του πε ριοδικού «Αγιάσος» εκφράξουν στους συγγενείς τα θερμά και ειλικρινή τους συλλυπητήρια.