Ο Ευστράτιος Βασ. Καβαδέλης (1908-1996), ο αντιστασιακός, ο άλλοτε δήμαρχος της Αγιάσου...
Ο Ευστράτιος Καρράς, στο γέρμα της ζωής του...
Ο Ευστράτιος Κωνσταντίνου Καπάτος (1894-1950), ο μαχητής της Μικρασίας, ο συνεταιριστής, ο αντιστασιακός...
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Οι γιορτές, τα πανηγύρια μας..................................................................................... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ, Χαρίλαος Ρόδανος, ένας δεξιοτέχνης του βιολιού.............................................................. ΑΓΙΑΣΙΩΝΙΤΗ, Παναγία η Ένθρονος. Έκκληση για την αναστήλωση του παλαιού να ο ύ ........................................ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΑΔΑ, Διδασκαλικά ενθυμήματα. Το Μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο Κέντρου-Πυργίου.......... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Οι γερανοί................................................................................................................. ΓΙΩΡΓΟΥ Δ. ΑΚΑΜΑΤΗ, Οι Λέσβιοι της Αυστραλίας, ακούραστοι σκυταλοδρόμο! της προκοπής....................... ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΪΣΤΡΕΛΗ, Εύθυμα και σοβαρά. Με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών.................................... ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ, Οι ευτυχείς γάμοι (ποίημα). ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΗ, Ρατσισμός (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Σα διαβατάρικα πουλιά... (ποίημα).......................................................................................................... ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Η ωραία Ελένη (ποίημα). Αξέχαστες μνήμες. Πλωμάρι (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Να ’χα ικατουμμύρια (ποίημα)................................................................................................................ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Επιβαλλόμενος όψιμος απολογισμός. Ο «Σάτυρος» άνοιξε το δρόμο σε νέους καρναβαλιστές............................................................................................................................................................ ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Ευτράπελες ιστορίες. Το αγιασώτικο θαυματουργό «βιάγκρα»............................... ΣΙΜΟΥ ΣΚΛΕΠΑΡΗ, Μπουλ’μπούλ’κα καμώματα. Η επιστολή του Λάκη............................................................... ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Το Πανόραμα Κορινθίας και η Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού............ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βιβλιοκριτική........................................ Τα πθίτκα μας (Γρηγόριος Παπαπορφυρίου., Χρίστος Γλεζέλης, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου, Γιώργος Παπάνης)........ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗ, Αυγουστιάτικες δραστηριότητες................................................................................ ΓΙΑΝΧΑΤΖ, ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΛΕΖΕΛΗ (ΠΟΥΠΟΥΣΑ), Αυτοί που φεύγουν.................................................................. Εισφορές..................................................... Κοινωνικά............................................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 7 9 13 15 17 18 19 20 22 25 27 29 30 31 32 33 34
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Τα πολύχρωμα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια της Αγιάσου και ο πράσινος φύλακάς τους... (Διαφάνεια Στρατή Μιχ. Τσουλέλη)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Ο1 «χάχλες» του αγιασώτικου τραχανά κάτι πρέπει να κρατούν από την «αγγειοπλαστική παράδοση» του τόπου... (Φωτογραφία Σοφίας Παπουτσή-Κουδουνέλη)
Ι$ΧΝ 1106-3378
ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΜΑΣ... Η
ζωή των ανθρώπων ήταν αποξαρχής δεμέ νη με τις γιορτές και με τα πανηγύρια. Όλοι περί μεναν και εξακολουθούν να περιμένουν ως τις μέρες μας τα χαρμόσυνα καμπανολαλήματα των εκκλησιών και τα δοξαστικά π αιανίσμ ατα του έθνους. Και τούτο, για τί μορφαίνουν την πεζή καθημ ερινότητα, σ τεριώ νουν τη θρησκευτική πίστη, μετεωρίζουν το εθνικό φρόνημα... Στο νησί μας, όπως και σ’ άλλους τόπους, οι γιορτές και τα πανηγύρια έδιναν και εξακολου θούν να δ ίνο υ ν παλμό. Σ υμ μετέχουν σ ’ αυτά μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες. Ο καθέ νας χαίρεται με το δικό του τρόπο, ανάλογα με το φύλο, με την ηλικία, με το χαρακτήρα, με την οικο νομική δυνατότητα, με την ψυχική διάθεση... Άλλοτες τα πανηγύρια είχαν μεγαλύτερη λει το υ ρ γικ ό τη τα σ τις ψ υχές τω ν α νθρώ π ω ν. Ο κόσμος δεν είχε πολλές διεξόδους, όπω ς στην εποχή μας. Ολοχρονίς περίμενε το μεγάλο πανηγύ ρι του χωριού ή της πόλης, αλλά και τα «πανηγυράκια», που δεν ήταν λίγα. Οι μουζικάντες είχαν
τότες μεγάλη πέραση, δούλευαν ασταμάτητα. Τα μεγάλα κέντρα-καφενεία είχαν τις κομπανίες τους. Οι νιοι έρχονταν στο κέφι και χόρευαν χορούς λεβέντικους, μερακλίδικους. Οι νιές, παράμερα καθισμένες, καμάρωναν τα παλικάρια, τους αγα πητικούς των... Σήμερα είναι εύκολο να πας σ’ ένα ή σε περισ σότερα πανηγύρια, αν είσαι «πανηγυρτζής». Τα μεταφορικά μέσα σου δίνουν αυτή τη δυνατότητα, που άλλοτες δεν την είχες. Ζεις όμως το «δράμα» της ταχύτητας. Με την ίδια ευκολία που έρχεσαι, παίρνεις και το δρόμο του γυρισμού. Ανάβεις ένα κερί, αγοράζεις κάτι από τις πραμάτειες, στέκεσαι για λίγο σ’ ένα κέντρο να πιεις και να φας κάτι, της κακιάς ώρας τις περισσότερες φορές, και μετά φευγιό... Είναι γεγονός πως τα πανηγύρια μας αποχρω ματίστηκαν, ξεθώριασαν, έχασαν την παλιά τους αίγλη. Είναι και τούτο σημάδι των καιρών, αποτέ λεσμα των νέων συνθηκών της ζωής...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι τρανές γιορτές του έθνους και της πίστης μας συσπειρώνουν όλους... Στιγμιότυπο από την περιφορά της εικόνας του μεγαλομάρτυρα αγίου Δημητρίου (26.10.1985), στην ομώνυμη γραφική περιοχή της Αγιάσου, όπου κάθε χρόνο γίνεται μεγάλο πανηγύρι, με συμμετοχή καβαλαραίων... (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ Έ ν α ς δ ε ξ ιο τ έ χ ν η ς του β ιο λ ιο ύ
Ο Νίκος Διονυσόπουλος στην έκδοση «Λέσβος· Αιολίς. Τραγούδια και χοροί της Λέσβου» γράφει, αναφερόμενος στους μουσικούς της Αγιάσου (σελ. 81): «Ο Χαρίλαος και ο Σταύρος Ρόδανος, οι τελευ τα ίοι μ ο υ σ ικ ο ί από την π ερ ίφ η μ η α για σώ τικ η κομπανία «Οι Άννες», εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το αγιασώτικο μουσικό χρώμα. Το γεγονός ότι ένα πλούσιο ρεπερτόριο από παλιούς σκοπούς και τραγούδια επιβιώνει ως τις μέρες μας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία και στη μουσική τους μνήμη. Ο Χαρίλαος είναι η περίπτωση του λα ϊ κού βιολιστή, του οποίου η μουσική παιδεία τίθεται στην υπηρεσία της παραδοσιακής μουσικής...». Προσωπικά θυμάμαι το Χαρίλαο Ρόδανο εδώ και πολλά χρόνια να μη λείπει από καμιά μουσική εκδήλω ση στην Αγιάσο: πανηγύρια, γλέντια, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου, χοροεσπε ρίδες και άλλα. Οι ήχοι του βιολιού του, πραγματικά μαγευτικοί, ευφραίνουν την ψυχή, κερδίζουν το ζεστό χειροκρότημα. Η δεξιοτεχνία του αναγνωρίζεται απ’ όλους, γι’ αυτό άλλωστε και οι σόλο εκτελέσεις παρα δοσιακών και κλασικών συνθέσεων είναι απολαύσεις μοναδικές. Στην πλάτη του έχει οκτώ δεκαετίες ζωής και πάνω από εξήντα χρόνια μουσικής προσφοράς. Όταν συζητάς μαζί του, νιώθεις τα μουσικά πράγματα από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα να παρουσιάζο νται ζωντανά μπροστά σου. Είναι πραγματικά βαρύ το φορτίο του πολιτισμού που κουβαλά στις πλάτες του, ανεξάντλητος ο πλούτος των εμπειριών του, ατέλειω τες οι γνώσεις του. Ανταμώσαμε το πρωί της Κυριακής του Πάσχα σ’ ένα καφενείο της Αγιάσου. Αρχικά κου βεντιάσαμε για τις δύο πρόσφατες κυκλοφορίες, μια του Συλλόγου Αγιασωτών και μια του Πανεπιστημίου Αιγαίου και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στις οποίες συμμετείχε. Γρήγορα όμως ανοίξαμε τη συζήτηση και σε άλλα θέματα. Χείμαρρος αληθινός ο Χαρίλαος, σε προκαλεί και σε προσκαλεί να τον ρωτάς συνέχεια και σε καθηλώνει με τις γνώσεις του. Γέμισα το μπλοκάκι μου με σημειώσεις, χωρίς βέβαια να εξα ντλήσω το θέμα. Με την ικανοποίηση όμως ότι κάτι απέσπασα τον ευχαρίστησα και ανανεώσαμε το ραντε βού και για μια άλλη φορά.
Βιογραφικά στοιχεία Ο Χαρίλαος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το Νοέμβριο του 1914. Ο πατέρας του Στρατής ήταν μουσικός και παρέδιδε μαθήματα μαντολίνου και πνευστών. Σε ηλικία 15 χρόνων ο Χαρίλαος
Ο δεξιοτέχνης του βιολιού Χαρίλαος Ρόδανος... Από τη χοροεσπερίδα του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» στο Κέντρο της Αγιάσου «Φαμάκα» (6.8.1996). (Φωτογραφία Στρατή Παν. Ευαγγελινέλη)
αγόρασε μαντολίνο και άρχισε μαθήματα, χρησι μοποιώντας μια μέθοδο με νότες. Όταν ολοκλήρω σε τη μέθοδο, άρχισε να βοηθά τον πατέρα του και να παραδίδει και ο ίδιος μαθήματα μαντολίνου. Στα 1930 έπαιζε στο κέντρο του «Κήπου της Παναγίας» στην Αγιάσο μια ορχήστρα, που ο βιολι στής της ήταν Ούγγρος. Ο Χαρίλαος μαγεύτηκε από τους ήχους του βιολιού που άκουγε για πολλές μέρες και αποφάσισε να μάθει βιολί. Το 1931 αρχίζει μαθή ματα βιολιού στον παππού του Παναγιώτη, που ήταν κι αυτός μουσικός. Επειδή δεν είχε χρήματα να αγορά σει βιολί, ταχυδρομεί γράμμα σε μια θεία του στην Αμερική και της ζητάει να του στείλει ένα βιολί. Εκείνη ανταποκρίνεται στέλνοντας ένα φτηνό βιολί, που για προσωρινά τον ικανοποιούσε. Το 1932 πεθαίνει ο παππούς του και ο εγγονός, αφού κληρονόμησε το βιολί, άρχισε να αγοράζει και μεθόδους. Ήταν τέτοια η επιθυμία του, που ενώ το πρωί δούλευε ως μαθητευόμενος επιπλοποιός, το βράδυ μελετούσε βιολί. Το 1933 η κομπανία του πατέρα του τον κάλεσε να παίξει σ ’ ένα γάμο. Εκείνος αρχικά δίστασε, αλλά πήγε. Έπαιζε όλη τη νύχτα μέχρι τις πρώτες
πρω ινές ώρες. Μ αζί με τις 700 δραχμές, πάρα πολλά λεφτά για τα χρόνια εκείνα, κέρδισε τη φήμη του πολύ καλού οργανοπαίχτη. Σε λίγες μέρες μια παρέα Α γιασωτών που διασκέδαζε στο Σταυρί κάλεσε την κομπανία και ζήτησε και το «μικρό». Με τη δεύτερη εμφάνισή του καθιερώθηκε και δούλεψε επαγγελματικά μέχρι το 1935 που πήγε στρατιώτης. Μετά τον πόλεμο του ’40, με τον πατέρα του, τον αδελφό του και άλλους μουσικούς συγκροτούν κομπανία με έγχορδα και πνευστά, ξακουστή σε όλο το νησί με την προσωνυμία «Άννις». Από το 1959, εξαιτίας της μετανάστευσης, μειώνε ται ο κόσμος στα χωριά και οι δουλειές λιγοστεύουν απελπιστικά. Αναγκάζεται να κατέβει στη Μυτιλήνη και να δουλέψει σε διάφορα κέντρα, με πρώτο ένα «καμπαρέ» πολυτελείας της εποχής, το «ΡΕΜΙΝΑ», που είχε ένα πλούσιο πρόγραμμα και του έδινε πολλά χρήματα. Στη Μυτιλήνη μένει μέχρι το 1975 που επι στρέφει στην Αγιάσο, την οποία βέβαια δεν είχε εγκα ταλείψει, αφού συμμετείχε τόσο στις εκδηλώσεις του «Αναγνωστηρίου» όσο και στις γιορτές και στα πανη γύρια του χωριού. Συνεργάζεται με την οικογένεια Ζαφειρίου και δημιουργούν νέα ορχήστρα. Από το 1990, στο χώρο του Αναγνωστηρίου αρχίζει να παραδίδει μαθήματα βιολιού, μαντολί νου, κιθάρας και μπουζουκιού στα π α ιδιά του χωριού, δημιουργώντας παιδική ορχήστρα. Μέχρι σήμερα ο Χαρίλαος, παρά τα 83 του χρό νια, αεικίνητος, προσηνής και δημιουργικός, παρέα με το βιολί του εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα, να συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου, στις μικρές και στις μεγάλες χαρές των Αγιασωτών τόσο στο χωριό όσο και στην Αθήνα. Κύριε Χαρίλαε, ύστερα από τόσα χρόνια στις
ορχήστρες, πότε νομίζετε ότι οι άνθρωποι διασκέ δαζαν καλύτερα; Τα π α λιό τερ α χ ρ ό ν ια , π ρ ιν από το 1960, οι άνθρω ποι α ισ θ ά νο ντα ν την καλή μο υσική και ξ εχ ώ ρ ιζ α ν το υ ς κ α λ ο ύ ς μ ο υ σ ικ ο ύ ς. Ε υ χ α ρ ι στιόνταν πολύ να ακούνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν παραδοσιακά και σμυρνέικα τραγούδια. Πολλές φορές οι ορχήστρες έπαιζαν μέχρι το πρωί και οι γλεντισ τά δ ες δεν πή γα ινα ν στη δουλειά. Προτιμούσαν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους. Οι κ α ινο ύρ γιες γενιές δεν καταλαβαίνουν, δεν αισθάνονται την καλή μουσική, δεν ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο. Διασκεδάζουν με κατασκευ άσματα π ο υ δεν έχουν μουσικότητα ούτε στίχο ούτε τίποτα. Η τηλεόραση και η δισκοπαραγωγή έχουν χαλάσει και το μουσικό αισθητήριο και την «ακουστική» των νέων ανθρώπων. Ποιος νομίζετε ότι φταίει γ ι’ αυτή την αλλαγή; Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Θα σου πω μερικούς. Φταίνε οι μουσικοί που έβγαλαν από το ρεπερτόριό τους τα παραδοσιακά και τα σμυρνέικα τραγούδια. Φταίνε οι οργανοπαίκτες που όταν παίζουν χρησι μοποιούν μηχανήματα με πολλά βατ, τα οποία είναι πολύ ενοχλητικά στους κλειστούς αλλά και στους ανοιχτούς χώρους. Αυτοί οι θόρυβοι χαλάνε, παρα μορφώνουν τη μουσική και δε γίνονται δεκτοί από τα αυτιά των ακροατών. Φταίνε και τα Μ Μ Ε που προβάλλουν συνεχώς φτηνά μουσικά κατασκευά σματα, παρασύροντας τους νέους και αλλοιώνοντάς τους το μουσικό αισθητήριο. Παλιότερα διασκέδαζε ο κόσμος περισσότερο ή σήμερα; Παλιότερα οι άνθρωποι διασκέδαζαν περισσότε ρο και διασκέδαζαν πραγματικά. Συγκινούνταν από
Ο Χαρίλαος Ρόδανος με το σαντουριέρη Κώστα Ζαφειρίου και τον κιθαρίστα αδελφό του Σταύρο Ρόδανο (Αγιάσος 1994). (Λέσβος Αιολίς. Τραγούδια και χοροί της Λέσβον. Συλλογή-επιμέλεια: Νίκος Διονυσόπουλος, [Αθήνα 1996], α. 89).
τη μουσική και συμμετείχαν στα γλέντια. Σήμερα έχουν χορτάσει από την τηλεόραση, το βίντεο και τις κασέτες και δείχνουν αδιαφορία. Γι ’αυτό άλλωστε οι μοναδικές δημόσιες διασκεδάσεις είναι κάποιες χοροεσπερίδες. Παλιότερα κάθε λίγο και λιγάκι είχα με και ένα γλέντι: σε σπίτια, σε καφενεία, σε πλατείες. Ποιοι ήταν οι πιο γλεντζέδες στο νησί; Π ολύ γλεντζέδες ανθρώ πους είχα ν τα Β α σ ι λικά, η Α γία Π αρασκευή, η Συκαμιά, η Γέρα, η Συκούντα, το Ιππειος, το Πλωμάρι και η Αγιάσος. Μ ουσικούς καλύτερους είχαμε παλιότερα ή σήμερα; Η Αέσβος παλιότερα ήταν ξακουστή για τους μουσικούς της. Την ονόμαζαν Κέρκυρα, γιατί είχε πολλές και καλές ορχήστρες, τόσο λαϊκές όσο και ελαφρές ευρωπαϊκές και σπουδαγμένους μουσικούς, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Οι περισσότεροι από τους καινούργιους, κυρίως τα μπουζούκια, δεν ξέρουν μουσική. Μαθαίνουν πρακτικά και παίζουν από κασέτες. Δεν είναι σε θέση ούτε νότες να διαβά σουν ούτε διασκευή να κάνουν. Σήμερα το νησί μας πάσχει τόσο από μουσικούς όσο και από ορχήστρες. Ποιες αλλαγές έφερε στις ορχήστρες και στα μουσικά πράγματα η εμφάνιση του μπουζουκιού; Το μπουζούκι μπήκε στις ορχήστρες ύστερα από το 1950 και αμέσως έγινε αρχηγός και τα άλλα όργα να έγιναν δευτερεύοντα. Πριν, αρχηγός ήταν το βιολί. Με την είσοδο του μπουζουκιού αλλάξανε οι συνθέσεις των τραγουδιών και όλα έγιναν σε στιλ μπουζουκιού. Οι αλλαγές που έφερε ήταν προς το χειρότερο, γιατί το μπουζούκι δε δένει με όλα τα όργανα. Πολλές φορές μοιάζει ξένο. Τι ’ αυτό άλλω στε και στα δημοτικά τραγούδια δεν υπάρχει μπου ζούκι, δεν έχει θέση. Στη δημοτική μουσική πρωταγω νιστούν τα άλλα έγχορδα και τα πνευστά, το μπου ζούκι δεν ταυτίζεται μαζί τους, δε χωράει. Γενικά πιστεύω ότι το μπουζούκι χάλασε τη μουσική μας.
Γιατί πιστεύετε ότι η παραδοσιακή μουσική συγκινεί και αρέσει; Η παραδοσιακή μουσική, τα δημοτικά και τα σμυρνέικα τραγούδια είναι βγαλμένα από τη ζωή και την ψυχή των απλών ανθρώπων, είναι βιώματα, φέρ νουν αναμνήσεις και προκαλούν συγκίνηση. Η παρα δοσιακή μουσική είναι αθάνατη, γιατί είναι πραγματι κή, δεν είναι κατασκεύασμα της στιγμής, για να κατα ναλωθεί δύο τρεις μήνες και μετά να εξαφανιστεί. Εγώ προσωπικά έκανα και κάνω αγώνα για να τη διασώσω. Έχω γράψει σε νότες 200 π ερ ίπ ο υ παραδοσιακούς σκοπούς, αλλά δεν έχω χρήματα να τα εκδώσω. Έχω κάνει ηχογραφήσεις στο Αναγνω στήριο και έχω παίξει σε πέντε δίσκους του Συλλό γου Αγιασωτών, του Σίμωνα Καρρά και του Νίκου Αιονυσόπουλου. Α πό το 1990 κάνω μαθήματα σε μικρά παιδιά, δημιούργησα παιδική ορχήστρα και έκανα εφτά εμφανίσεις με τους μαθητές μου. Κύριε Χαρίλαε, είσαστε ευχαριστημένος από την αναγνώριση της προσφοράς σας; Τα τελευταία χρόνια η προσφορά, το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη μουσική αναγνωρίστηκαν από πολλούς. Χρήματα δεν έχω κερδίσει. Άλλωστε και τώρα που κάνω μαθήματα δεν έχω οικονομική υπο στήριξη από κανένα φορέα. Μέχρι το 1993 έπαιρνα κάποια χρήματα από τη ΝΕΑΕ, μετά όμως τα έκο ψαν. Εγώ όμως δεν μπορούσα να σταματήσω τη δου λειά που είχα ξεκινήσει. Δεν μπορούσα να διώξω τα παιδιά, να κόψω το σεβντά τους. Συνεχίζω να διδά σκω και ικανοποιούμαι που αύριο κάποια από αυτά θα λένε ότι με είχανε δάσκαλο. Πάντως το χειροκρό τημα που έχω κερδίσει είναι ανεκτίμητο. Τι 9αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος. (Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. «Αιολικά Νέα». Δευτέρα 5 Μαΐου 1997, αρ. φύλλου 1834, α. 20).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΛΑΣ
Στιγμιότυπο από μια συνέ ντευξη (3.9.1980). Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, στην αίθουσα του Αναγνω στηρίου, ζητά πληροφορίες για τους παλιούς μουσικούς και για το καρναβάλι της Αγιάσου από τον πρόε δρο του Αναγνωστηρίου Πάνο Πράτσο, από το Χα ρίλαο Ρόδανο και από το μακαρίτη σήμερα καρνά βαλο Φώτιο Παπάνη. (Φωτογραφία Γρηγόρη Κουρβανιού)
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΕΝΘΡΟΝΟΣ Έκκληση για την αναστήλωση του παλαιού ναού Σ
τη μαγευτική τοποθεσία «Ένθρονος», με τα ά φ θ ο ν α νερ ά κ α ι τ ο υ ς ω ρ α ίο υ ς κ ή π ο υ ς, σε παλαιότερους χρόνους υπήρχε μικρός οικισμός, που τον αποτελούσαν οι ιδιοκτήτες και οι ενοι κιαστές της γύρω περιοχής. Εκεί υπάρχει γέφυ ρα, η οποία εντυπω σιάζει τον επισκέπτη, κάτω από την οποία διαρκώς τρέχει το γάργαρο ολο κάθαρο νερό. Στις μέρες μας, δυστυχώς, οι άλλοτε υπέρο χοι κήποι είναι εγκαταλειμμένοι, εκτός από ορι σμένους που καλλιεργούνται ακόμη. Εκεί σήμε ρα λειτουρ γεί το Τ υροκομείο του Π αναγιώ τη Α λμ πά νη , στο ο π ο ίο α π α σ χ ο λ ο ύ ν τ α ι π ο λ λ ά εργατικά χέρια. Α ξίζει τον κόπο να επισκεφτεί κανείς αυτή την τοποθεσία, στην οποία υπάρχει και βρύση με θ α υ μ ά σ ιο νερ ό, π ρ ο ερ χ ό μ εν ο α π ό τη « Χ λια Βρύση», το ο π ο ίο π ο λ λ ο ί π ο υ π ά σ χ ο υ ν α π ό ασθένειες στομάχου το παίρνουν ως ιαματικό. Πάνω από τον αμαξωτό δρόμο, σε ύψωμα και μέσα σε κ ά π ο ιο ελαιόκτημα, υπ ά ρ χει σε πολύ άσχημη κατάσταση η εκκλησία της Ε νθρόνου Παναγίας. Η τοποθεσία έλαβε την ονομασία από την ιερή εικόνα της Παναγίας, που υπήρχε άλλο τε κ α ι α π ε ικ ό ν ιζ ε τη μ ητέρα το υ Κ υ ρ ίο υ σε θρόνο με τον Ιησού Χ ριστό π ά νω στα γόνατά της. Κ ατά τον ιστορικό Στρατή Κολαξιζέλη, η
Ο φιλίστωρ εκλεκτός συνεργάτης μας Στρατής Καλυφός με τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ανδρου Δωρόθεο Θεμελή, στο «Χάνι» της εκκλησίας της Παναγίας.
εκκλησιά είνα ι κτίσμ α του 17ου α ιώ να . Στην περιοχή υπήρχε μικρό ομώ νυμο χω ρ ιό , όπου ακόμη φ α ίν ο ν τα ι λείψ ανα π έτρ ινω ν αγω γώ ν, κεραμίδια σκορπισμένα σε διάφορα κτήματα και θραύσματα πιθαριώ ν. Σήμερα σώζονται επίσης ορισμένα τμήματα του κτίσματος, για τα οποία
Ερείπια του παλαιού ναού της Ενθρόνου Παναγίας (1996), αψευδείς μάρτυρες βαθιάς πίστης των κατοίκων της γύρω περιοχής... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο αιδ. Νικόλαος Παπαγεωργίου)
θα π ρ έπει να υ π ά ρ ξει μέριμνα κα ι η αρμόδια υπηρεσία ν ’ αναλάβει την ανασχήλωση του μνη μείου, για να περισωθεί ό,τι έμεινε από τη φθορά του χρόνου. Ό ταν ο ιερός ναός άρχισε να γίνεται επικίν δυνος και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, οι προα ν α φ ερ θ έν τες ιδ ιο κ τή τε ς τω ν κ ή π ω ν , α φ ο ύ συσκέφτηκαν, αποφάσισαν να εργαστούν όλοι μαζί για την αποκεράμωση της σκεπής, για να μη δημιουργηθεί με την κατάρρευση σωρός μπάζων. Α ποφάσισαν μάλιστα να ξαναχτίσουν από την αρχή το ναό. Ό ταν λοιπόν έμειναν μόνο οι το ί χοι όρθιοι, δια π ίσ τω σ α ν ό τι ο ναός α ποκάτω ήταν στρωμένος με μάρμαρα, τα οποία, για να μη σπάσουν από τους γκρεμιζόμενους τοίχους, τα α φ α ίρ εσ α ν α π ό το δά π εδο . Α νάμεσα σ τις μαρμάρινες πλάκες ανακάλυψαν και δυο μεγά λες τ α φ ό π ε τ ρ ε ς με α ν ά γ λ υ φ ο σ τα υ ρ ό στο κέντρο. Ό τα ν τις σήκωσαν, έμειναν κ α τά π λη κτοι, γιατί μέσα στους τάφους υπήρχαν σκελετοί και η ατμόσφαιρα ευωδίαζε από ουράνια ευω δία. Οι εργαζόμενοι έκαναν το σταυρό τους και α σ πάσ τη κ αν μέρος τω ν ιερ ώ ν λ ειψ ά ν ω ν , τα ο π ο ία π ίσ τεψ α ν ό τι α νή κ α ν σε « α γ ίο υ ς» , οι οποίοι είχαν ενταφιαστεί μέσα στον κυρίως ναό. Με μεγάλη ευλάβεια κα ι προσοχή τα έβγαλαν έξω, και τα τοποθέτησαν χωριστά, με σκοπό να τα μ ετα φ έ ρ ο υ ν σ ύ ν το μ α σ το ν ιερ ό ν α ό της Π α ν α γ ία ς ή στο Ν εκ ρ ο τα φ είο της Α γιά σ ο υ . Ό ταν τελείωσαν την εργασία τους και ήρθαν για τη μετακομιδή, δυστυχώς δεν τα βρήκαν, γιατί ο αέρας που τα χτύπησε τα αεροποίησε. Π αρ’ όλα
αυτά η ουράνια ευωδία εξακολουθούσε να υπάρ χει, σύμφωνα με όσα μου διηγήθηκε ο Κυριάκος Κ α τζιλέλη ς, ο ο π ο ίο ς α π εβ ίω σ ε σ τις 29 Ν ο εμβρίου 1964. Π ριν από αρκετά χρόνια είχα επισκεφτεί το ναό, του οποίου υπήρχαν τα κεραμίδια, τοποθε τημένα σε μια άκρη, καθώ ς κα ι οι μαρμάρινες πλάκες με τις δυο ταφ όπετρες. Το 1974 όμως, ό τα ν ο Α ττίλ α ς εισέβαλε στη μ α ρτυ ρ ικ ή μας Κύπρο και υπήρχε κίνδυνος και για τα δικά μας νησιά, τοποθετήθηκαν σε διάφ ορα σημεία ένο πλες δυνάμεις στρατού, για άμυνα αν χρειαζό ταν. Σ ’ αυτή λ ο ιπ ό ν την το π ο θ εσ ία , η ο π ο ία δεσπόζει σε απέραντο βάθος, οι πυροβολητές, γ ια π ρ ο σ ω π ικ ή το υ ς α σ φ ά λ εια κ α ι χ ω ρ ίς να ξέρουν τι κάνουν, έσπασαν τις ταφόπετρες και τις τοποθέτησαν για την κάλυψή τους. Η εικόνα της Ενθρόνου Π αναγίας σήμερα δεν υ π ά ρ χει. Ίσ ω ς να βρίσκεται στο εικονοσ τάσ ι κάποιου ιδιοκτήτη κήπου της ομώνυμης π ερ ιο χή ς. Ο ν α ό ς γ ιό ρ τ α ζ ε σ τ ις 8 Σ ε π τ ε μ β ρ ίο υ (Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου). Κάνω έκκληση στο σεβασμιότατο μητροπολί τη Μ υτιλήνης κ. Ιάκωβο, ο οποίος έχει επισκεφ τεί κα ι γνω ρ ίζει το χώ ρο, να ενεργήσει στις αρμόδιες υπηρεσίες, για να διασωθεί ό,τι έμεινε από τον ερειπωμένο ναό. Ακόμη καλό θα ήταν και ο δήμος Αγιάσου να ενδιαφερθεί και με τις δυνάμεις που διαθέτει να συμβάλει π ρ ο ς αυτή την κατεύθυνση...
ΑΠΑΣΙΩΝΙΤΗΣ
Ερείπια του παλαιού ναού της Ενθρόνου Παναγίας (1996). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο αιδ. Νικόλαος Παπαγεωργίου)
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ Το Μ ονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο Κέντρου-Πυργίου Ιδρύθη κε με τις ευλογίες του εθνομάρτυρα παιδαγωγού Γιάννη Φραγκούλη, όταν ως διευθυ ντής του Π εντατάξιου Διδασκαλείου της Μ υτι λήνης τα δυο ακαδημαϊκά έτη 1935-1936 και 19361937 εκτελούσε κα ι χρέη π ρ ο έδ ρ ο υ του Ε κ παιδευτικού Συμβουλίου Στοιχειώ δους Ε κπα ι δεύσεως (ΕΣΣΕ) Λέσβου. Αφορμή δόθηκε από την πρώτη εκδρομή που έκανε η δική μας τάξη, οι τελειόφοιτοι, με τον αξέχαστο διευθυντή μας, τον τρ ίτο κατά σειρά και τελευ τα ίο Γιάννη Φ ρα γκούλη, στο Μ ονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο Αλιφαντών. Τα παιδιά με το δάσκαλό τους βγήκαν έξω στο δρόμο και μας υποδέχτηκαν με χαρές και με τραγούδια. Η φωτογραφία που παραθέτουμε παρουσιάζει 24 παιδιά, -κορίτσια-αγόρια,- από τ ’ Αλιφαντά, το Κέντρο και το Πυργί. Ασφαλώς φοι τούσαν πολύ περισσότερα, αλλά εκείνη τη μέρα τόσα ήρθαν. Οι αποστάσεις και οι οικογενειακές ανάγκες τα κρατούσαν μακριά από το σχολείο. Εξάλλου έλειπαν και από εμάς. Τέσσερα κορίτσια, που έφυγαν από το Δ ιδα σκαλείο της Α λεξαν δρούπολης, κι άλλα πέντε αγόρια κι ένα κορίτσι, που απούσιαζαν για διαφορετικούς λόγους. Α ποχαιρετώ ντας τα π α ιδιά και το δάσκαλο, πήραμε τον αγροτικό δρόμο για το Κέντρο. Εδώ είναι το πέρασμα της Παγανής, που αφήνει πίσω του την όμορφη Μυτιλήνη με το παλιό κάστρο και μπροστά μας απλώνεται ένα υπέροχο φανταστικό τοπίο, που αντικατοπτρίζεται μέσα στα γαλανά νερά του ξακουστού κόλπου της Γέρας. Όλα εδώ μαρτυρούν σκανδαλώδη θεϊκή φροντίδα. Σε λίγη ώρα, πριν φτάσουμε στις ακτές του κόλπου, ένα μεγάλο μοναχικό νεοκλασικό κτίριο μας κόβει τη φόρα. Ή τα ν ιδιοκτησία -καθώς κι ένα μεγάλο μέρος του ελαιώνα της Παγανής και του Κέντρουτης πλούσιας και προοδευτικής οικογένειας των Κουρτζήδων, που πρόθυμα δέχτηκαν η εξοχική κ α το ικ ία τους να στεγάσει το Μ ονοτάξιο Δη μοτικό Σχολείο Κέντρου-Πυργίου. Ή ταν ιδανική περίπτω ση ν ’ αποκτήσει κι αυτή η πανέμορφη περιοχή σχολείο και να σταματήσει η ταλαιπωρία των παιδιών, ν ’ ανεβοκατεβαίνουν στ’ Αλιφαντά χειμώνα καιρό και να στριμώχνονται μέσα σε μια παλιά αίθουσα μονοτάξιου σχολείου. Βέβαια, το Πυργί απέχει από το Κέντρο 20 λεπτά με τα πόδια και η διαδρομή είναι παράλληλη με τις δαντελένιες ακτές του κόλπου. Είναι ένα παραδοσιακό χωριό των ψαράδων, γέννημα θρέμμα του κόλπου και
Έγγραφο μετάθεσης του δημοδιδασκάλου Δημητρίου Καβαδά στο Δημοτικό Σχολείο Κέντρου-Πυργίου (18.10.1937).
του κόπου τω ν ανθρώ π ω ν με μια π α μ π ά λ α ια εκκλησιά της Παναγιάς, που τραβά σαν μαγνήτης τους προσκυνητές και τους φίλους της θάλασσας. Όμως αίθουσα για σχολείο δεν είχε και η λύση του σχολείου στο αρχοντικό του Κέντρου ήταν μοναδι κή. Τύχη όμως δεν είχε, γιατί, ενώ το σχολείο ιδρύ θηκε στα μέσα του 1937, λειτούργησε το Σεπτέμβρη του 1941. Κι εξηγούμαι: Ο πρώτος δάσκαλος που μετέθεσαν ήμουνα εγώ, στις 18 Οκτώβρη 1937. Όμως τότε υπηρετούσα στο Γ' Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο του Ποταμού Πλωμαρίου, αποσπασμένος από την οργανική μου θέση στο Μ εγαλοχώ ρι Πλωμαρίου, όπου τοποθετήθηκα στις 27 Φλεβάρη 1937. Κι όχι μόνο. Στις τσέπες μου είχα από το 1936 το «Φύλλο Πορείας» να παρουσιαστώ ως κληρω τός στη Σχολή Ε φέδρω ν Α ξιω μ α τικ ώ ν Πεζικού στην Κέρκυρα στις 2 Δεκέμβρη 1937. Κι από τότε, κι όχι μόνο, μέχρι τις 31 Μάη 1941, που
Έγγραφο κατάταξης του δημοδιδασκάλου Δημητρίου Καβαδά στο βαθμό του γραμματέα Α τάξης (21.12.1943). Έγγραφο κατάταξης του δημοδιδασκάλου Δημητρίου Καβαδά στην 4η τάξη με βασικό μισθό γραμματέα Β τάξης (18.8.1942).
θεωρήθηκα α π ο λ υ θ είς από το Φ ρουρα ρχείο Αθηνών, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρα τού, είχαν περάσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια και το Μ ονοτά ξιο Δ ημοτικό Σ χολείο Κ έντρουΠυργίου παρέμενε κλειστό. Κι όμως αργότερα ο έμπιστος φύλακας των Κουρτζήδων, που έμενε σ’ ένα δωμάτιο του κτιρίου για κάθε ενδεχόμενο, μου είπε πως τ ’ αφεντικά του είχαν μεγάλα όνειρα για το σχολείο αυτό. Κι επειδή η ζωή συνεχίζεται, από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1941 έβαλα μπρος κάθε προσπά θεια, ώστε να λειτουργήσει το σχολείο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα και καλύτερα. Στο μεταξύ ο επιθεωρητής Μυτιλήνης φρόντισε από κάποιο σχο λείο, που είχε περίσσια θρανία, να μας στείλουν αρκετά, όπως και δυο γραφεία, δυο μαυροπίνακες κι ένα κουδούνι που ακουγόταν ως το Πυργί. Την άλλη μέρα το πρωί κατέφθασε από τη Μυτιλήνη ένα συνεργείο και καθάρισε τα δυο μπροστινά δωμάτια, όπου θα λειτουργούσε το σχολείο, καθώς και τα θρανία, που σκόπιμα τα είχαμε αφήσει απέξω. Έμεινε ο αγιασμός και η επίσημη εγγραφή των παιδιώ ν, που θα γινόταν παρουσία κόσμου την προσεχή Κυριακή. Τα παιδιά που γράφτηκαν, κορίτσια-αγόρια,
ήταν, αν θυμάμαι καλά, 24 τον αριθμό. Π αιδιά απλών βασανισμένων ανθρώπων, το ένα καλύ τερο από το άλλο, πρόθυμα να μάθουν γράμμα τα, για ν ’ αντιμετωπίσουν καλύτερα τα προβλή ματα της ζωής, ιδιαίτερα τώρα που είχαμε γερ μανική κατοχή και βρισκόμασταν στην... καρδιά του Β ' Π α γκ ό σ μ ιο υ Π ολέμου κ α ι ε π ιπ λ έ ο ν είχαμε και τη μικρασιατική καταστροφή στην πλάτη. Όσο ο καιρός ήταν καλός, η ζωή και η λει τουργία του σχολείου ήταν σωστό πανηγύρι. Τα παιδιά χαρούμενα και σοβαρά εργάζονταν σιω πηλά, κάθε ομάδα χω ριστά, και χα ίρ ο ντα ν το σχολείο, που ήταν π ια δικό τους, σαν το σπίτι τους. Τώρα η μεγάλη τα λ α ιπ ω ρ ία του δρόμου έπεσε στις δικές μου πλάτες. Σ π ίτι ή δωμάτιο, για να μ είνει κ α ν είς κ ο ντά στο σ χο λείο , δεν υπήρχε. Τ ’ αυτοκίνητα τα είχαν τότε οι επαγγελ ματίες και οι πολύ πλούσιοι. Η Παγανή είναι μια «πυραμίδα», που έπρεπε δυο φορές να την ανεβώ κι άλλες δυο να την κατεβώ. Κι αυτή η πεζοπορία γ ιν ό τ α ν κάθε μέρα κ α ι μην ξ εχ ν ά τε κ α ι το Σάββατο ακόμα. Κι όχι μόνο. Ό ταν ενέσκηψε το 1942 η πείνα -πείνα να δουν τα μάτια σας- θέριζε παρέα με το δρεπάνι του χάρου και παιδιά πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Έ να τέτοιο π α ιδί στα τελευταία του ζήτησε από μια κυρία, που ήξερε ότι είχε ψωμί, να του δείξει ένα κομμάτι, όχι να του το δώσει. Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι
Π υ ρ γί Κείται προς Δ. τής Μυτιλήνης επί υψηλής και ωραίας τοποθεσίας κάτα τήν Α. πλευράν του κ ό λ π ο υ τής Γέρας. "Εχει ο ικ ο γ έν εια ς π ερί τας 100, Ναόν τον τής Κ οιμήσεως τής Θεοτόκου, και Σχολεΐον τών αρρένων. (Ο ικ ο νό μ ο υ Σ. Τάξη, Σ υ ν ο π τικ ή Ισ το ρ ία κα ι τοπογραφία τής Λέσβον, έκδοσις δεύτερα, εν Καίριο 1909, α. 89).
αλλάζω κουβέντα, για να μην παρεξηγηθώ. Τις πρώτες μέρες ξέπεσε στο σχολείο μας μια μικρή ομάδα Γερμανών, που με διερμηνέα, βέβαια, με... παρακάλεσαν να βάλω ταμπέλα στο σχολείο. Αυτό θα πει γερμανική κουλτούρα και αδιαντροπιά. Εγώ πάντως δεν έβαλα, δεν ξέρω τι έκαναν
οι... διάδοχοί μου, που τους γνωρίζω, ο Γιώργος Χατζηπαυλής και ο Κυριάκος Αναγνώστου. Και σαν να τον περίμενα -καλοκαίρι ακόμαμας ήρθε και ο γνωστός γραφικός τύπος, ο Γρη γόρης ο Σιδερής. Τα παιδιά τον ήξεραν -κάποια σχέση είχε μ’ αυτή την περιοχή- και με παρακάλε σαν να μην τον διώξω. Όταν τους είπα πως κι εγώ είμαι... παιδί του Γρηγόρη του Σιδερή..., ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και φωνές, και ο Γρηγόρης ο Σ ιδερής κατουρήθηκε από τη χαρά του. «Να, πιάσι, δάσκαλι..., για να του πστέψ’ς!». Στο μετα ξύ μαζεύτηκαν ορισμένοι έξω από το σχολείο κι άρχισαν να... μουρμουρίζουν. Κι όμως εκείνη τη μέρα τα παιδιά ξεπέρασαν κάθε παιδική ανευθυνότητα κι απέδειξαν πως και ψυχή είχαν και καρ διά. Κι ο Γρηγόρης έφυγε κλαίγοντας με τις τσέπες της βρόμικης βράκας του γεμάτες με ό,τι είχαν να φάνε τα παιδιά το μεσημέρι. Σ ’ εμένα φεύγοντας έκανε μια βαθιά τρελή υπόκλιση και κατάπιε ένα
Αναμνηστική φωτογραφία από επίσκεψη το φθινόπωρο του 1935 των τελειόφοιτων του Πεντατάξιου Διδασκαλείου της Μυτιλήνης στο Δημοτικό Σχολείο των Αλιφαντών, όπου φοιτούσαν και τα παιδιά του Κέντρου και του Πυργίου... Διακρίνονται, από αριστερά, πίσω: Μαρία Βερβερέλη, Έλλη Σίμου (στην πόρτα), Δημήτριος Καβαδάς, Ουρανίτσα Ασλάνη, Καλλιόπη Παπαχαρίτωνος, Δημητράκης Κυπραίος, Νίκος Γιακαλής (με καπέλο), Κοραλία Τσορβά, Κλεοπάτρα Κλειδαρά, Γιώργος Βαλάκος, Ελευθερία Πατσαμάνη-Τζανετή, Θεόδωρος Μαντόπουλος, Δευκή Αμπατξή, Κώστας Ζωγράφος, Νίκος Μιχαήλ, Γιάννης Φραγκούλης (Διευθυντής του Διδασκαλείου), σπουδα στής από Διδασκαλείο που έκλεισε, ο Διευθυντής του Σχολείου Αλιφαντών, Θεόδωρος Διαλεχτός, Όμηρος Πάτσης, Στρατής Χατζηλενούδας, σπουδαστής από Διδασκαλείο που έκλεισε. Δεξιά ορθώνεται το γιαπί-καμπαναριό της εκκλησίας των Αλιφαντών.
Έγγραφο απόσπασης του δημοδιδασκάλου Γεωργίου Βασιλείου Χατζηπαυλή στο Μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο Κέντρου-Πυργίου (12.10.1943), υπογραμμένο από τον επιθεωρητή Αναστάσιο Δέκκα.
λυγμό, που του έκοψε την αναπνοή. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Κι αν η πρώτη χρονιά της γερμανικής κατοχής από τα τέλη του Απρίλη του 1941 ήταν υποφερτή, η δεύτερη του 1942 και η τρίτη του 1943 ήταν τραγικές και απερίγραπτες. Η καθημερινή πεζο πορία από Μυτιλήνη στο Κέντρο και τανάπαλιν, καθώς και η πείνα, μακριά από την πατρική οικο γένεια, με γονάτισαν. Έλεγα λοιπόν, στο τέλος της σχολικής χρ ο νιά ς του 1943, τον Ιούνη, να ζητήσω απόσπαση σε σχολείο του χωριού μου, για να μην αφήσω τα παιδιά στη μέση και για να προφυλάξω τον εαυτό μου από μεγαλύτερους κινδύνους και τα λ α ιπ ω ρ ίες. Αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, όπως λένε. Στα νύχια των Γερμανών έπεσε και το Β ' κλιμάκιο της μυστικής Αγγλικής Υπηρεσίας Μ.Ι. 6 της Λέσβου, με αρχη γό τον Αγαμέμνονα Αναστασιάδη, και τρία λα μπρά παλικάρια εκτελέστηκαν από ελλιπή ακα τανόητη συνεννόηση. Ο Γιώργος Μούρας, μηχα ν ικ ό ς του το υ ρ κ ικ ο ύ π ρ ο ξεν ικ ο ύ π λ ο ια ρ ίο υ «Γκιουνάι», ο Νίκος Β ολογιάννης, διευθυντής του ξενο δο χείο υ Μ υτιλήνης «Α ιγα ίο», και ο ατρόμητος καπετάνιος Κυριάκος Π απαπέτρου, μαζί κι ένας δεκαεξάχρονος βοηθός του. Εγώ, βέβαια, επίσημα δεν είχα καμιά σχέση με το α γγλικ ό κ λ ιμ ά κ ιο κ α τα σ κ ο π ία ς Μ .1.6. Ήμουνα, απλά, στενός φίλος του Αναστασιάδη, τον οποίο γνώ ρισα επάνω στην Α λβανία, και μάθαινα μέσες άκρες για τη δράση τους από τον ίδ ιο , α φ ού ή τα ν γ ε ίτ ο ν ά ς μου, ό π ω ς κ α ι ο Γιώργος Μούρας, και περνούσε καθημερινά από το σπίτι, όπου έμενα. Μάλιστα, την προηγούμε νη νύχτα της σύλληψης του Μούρα και του Βολογιάννη πλάγιασε στο δωμάτιό μου και νύχτα ακόμη έφυγε για το σ π ίτι του Ν ίκου Μ ούρα, αδελφού του Γιώργου Μούρα. Έ πρεπε λοιπόν να πάρω κι εγώ τα μέτρα μου σαν τον ποντικό
Εγγραφο διαβάθμισης του δημοδιδασκάλου Δημητρίου Καβαδά στο βαθμό του γραμματέα Α' (26.10.1945).
που έτρεχε, γιατί κυνηγούσαν τους ελέφαντες. Το πρωί, στις 17 του Μάη, ζήτησα και πήρα από τον επιθεωρητή μου Αναστάσιο Λέκκα απόσπαση για το δημοτικό σχολείο του χωριού μου. Κι αμέ σως, αφού τράβηξα για το σχολείο του ΚέντρουΠυργίου, αφού πήρα τα προσωπικά μου χαρτιά και αφού είπα τα καθέκαστα σ’ ένα φίλο μου σχο λικό έφορο, πήρα το δρόμο για την Αγιάσο. Λίγες μέρες παραμέρισα, για κάθε ενδεχόμενο, και ύστε ρα παρουσιάστηκα στο διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Στρατή Λιάκατο, που μου ανέθεσε την πρώτη τάξη. Θυμάμαι μαθητές μου, τον ανεψιό μου και μακαρίτη σήμερα Π αναγιώτη Ηρακλή Ευαγγελινό, το γιο του Θεολόγου Σωσώνη Χριστό φορο, το γιο του Στρατή Λιάκατου Γιώργο και μια κόρη του τότε φ α ρ μ α κ ο π ο ιο ύ Γιάννη Χ α τζη λεωνίδα, τη Σοφία. Στη θέση μου, στο σχολείο του Κέντρου, απέσπασαν το φίλο μου Γιώργο Χατζη παυλή κα ι α ρ γό τερ α το συμμαθητή μου στο Διδασκαλείο της Μ υτιλήνης Κυριάκο Α ναγνώ στου. Τελεία και παύλα. Το Μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο του ΚέντρουΠυργίου κάποτε έκλεισε -πότε δεν ξέρω-, γιατί το κτίριο των Κουρτζήδων, όπου στεγαζόταν, άρχισε να γίνεται επικίνδυνο για τη ζωή των παιδιών, κι άλλη αίθουσα δε βρισκόταν, για να μεταστεγάσει το πολύπαθο αυτό δημοτικό σχολείο. Αθήνα, 21.9.1998
\Η\1ΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΔΑΣ
··
.·
..
ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ ,
■
■■■■: ■ :·:;ι ,
;
■
■
'
■'
'
το τεύχος 102 (Σεπτέμβρης - Οκτώβρης 1997) του περιοδικού μας «Αγιάσος» διάβασα κάτι σχε τικό με τους γερανούς, γραμμένο από τον καλό φίλο μου και συνεργάτη του εντύπου Μενέλαο Καμάτσο. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση για τα ωραία και κάπως για μας μυστηριώδη αυτά πουλιά, γιατί δεν τα είδαμε από κοντά, δεν πιάσαμε κανένα, δεν τα ψηλαφίσαμε. Από μικρά παιδιά, όταν περνού σαν α π ’ εδώ άνοιξη ή φθινόπωρο κι ακούγαμε τα κρου κρου τους, βάζαμε τις φωνές. Π αιδιά, γοι ουρανοί! Τρέχαμε αμέσως και εξετάζοντας τον ουρανό τούς βλέπαμε να τον διασχίζουν σε μυτε ρές γραμμές... Και ξαφνικά τους χάσαμε και μαζί μ’ αυτούς και τη χαρά που μας δίνα νε...Γ ια τί όμως τους χάσαμε χρόνια τώρα; Υπάρχει εξήγηση; Θα τους ξαναδούμε άραγε; Ναι, γιατί τους χάσαμε, υπάρχει εξήγηση και δυστυχώς δε θα τους ξαναδούμε, φαί νεται, ούτε εμείς ούτε και τα δυστυχισμένα τα παι διά μας, που φέραμε στον κόσμο και που δε σκε φτήκαμε ότι κι αυτά έπρεπε να δουν τα τόσο ωραία πλάσματα του Θεού. Πράγματι, τους χάσαμε, όπως χάσαμε και τις «ξιμπαμπούλις» (χρυσόμυγες), σχεδόν τα τζιτζίκια, πολλά είδη π ο υ λ ιώ ν, και, όπω ς πάμε, τα βουνά και τα λαγκάδια θα ερημωθούν από την πανίδα και ήδη άρχισαν να μοιάζουν με σεληνιακό έδαφος. Έφριξε το μυαλό μου, όταν άκουσα κάποτε από την τηλεόραση ότι δεκάδες είδη εξαφανίζονται την ημέρα από τον πλανήτη μας. Αιτία; Τα φυτοφάρ μακα, το Τσερνομπίλ, το εντατικό κυνήγι, τα δηλη τηριώδη απόβλητα των εργοστασίων και άλλα. Όμως σ’ αυτή την καταστροφή το κυνήγι έχει τη λιγότερη ευθύνη...Ποιος κυνηγός σκοτώνει χελιδό νια, κουκουβάγιες, σουσουράδες, μυγίτες, χρυσό μυγες; Και οι γερανοί ούτε στόχο δίνουνε ούτε και για το κρέας τους φημίζονται. Και μαζί μ ’ αυτά λιώσανε και τα δικά μας τα εντόσθια. Ό ταν πρόκειται να ραντίσει κάπου μια αρχή, μας λένε για μέρες να απομακρύνουνε τα κατοικί δια ζώα. Τα άγρια όμως πώς θα προστατευτούν; Γ ι’ αυτά αδιαφορούν! Ας χαθούν! Δε θα βρεθεί κανένα χέρι να τους σταματήσει; Θα κοιτάξουν κάποτε να βρουν φάρμακα ή μέσα, για να προστα τευτεί και το περιβάλλον; Οι γερανοί είναι μεγαλόσωμα μεταναστευτικά πουλιά και ζουν σε έλη, λίμνες και ποταμούς. Τρέφονται με ψαράκια, βατράχια, φίδια και άλλα. Κατά τα μέσα του φθινοπώρου φεύγουν από τα
Αδεια Θήρας του Παναγιώτη Προκοπίου Τσακού (Αγιάσος, 21.7.1920) (Παραχωρήθηκε από τον Ευστράτιο Βασιλείου Γυρέλη)
παγωμένα βόρεια μέρη προς τα νότια, στους θερ μούς τόπους της Αφρικής, για να επιστρέφουν την άνοιξη στα βόρεια μέρη τους, όπως τα ορτύκια, τα τρυγόνια, τα χελιδόνια και άλλα. Πολλοί πιστεύουν ότι τα μικρά αποδημητικά πουλιά, χελιδόνια, κοτσύφια και άλλα, τα μεταφέ ρουν οι γερανοί στα φτερά τους. Όμως τα πουλιά αυτό, ακόμη και τα πιο μικρά, είναι ικανά μόνα τους και να προσανατολιστούν και να ταξιδέψουν. Είναι όμως γνωστό ότι στο ταξίδι τους, όταν κου ραστούν και στο πέλαγος συναντήσουν κανένα πλοίο, καθίζουν επάνω. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να συμβαίνει και με τους γερανούς. Δηλαδή μερικά συμβαίνει να καθίζουν πάνω στα φτερά τους. Κ άποτε, όταν γερανοί πέρασαν πολύ χαμηλά, άκουσα επάνω τους ψιλές φωνούλες μικρών που λιών. Αξιόπιστοι δε μάρτυρες μου είπαν ότι κάπο τε στην Επάνω Σκάλα της Μυτιλήνης είδαν χαμηλά γερανούς να αφήνουν από τα φτερά τους πάρα πολλά χελιδόνια. Στο πέρασμά τους, οι μικροί λέγαμε: Θα τους ξαναδούμε την άνοιξη... Οι γεροντότεροι όμως... Άραγε θα ζούμε, να τους ξαναδούμε την άνοιξη ή του χρόνου; Πάνω στο γεροντικό αυτό παράπονο θυμήθηκα ένα απλό, αλλά ωραίο, ποίημα, δε θυμά
μαι ποιανού ποιητή, και παραθέτω ένα απόσπα σμα, γιατί δυστυχώς δεν το συγκρότησα ολόκληρο:
ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ Φθινοπωρινή βραδιά, ο ήλιος βασιλεύει, δεν κουνιούνται τα κλαδιά, φύλλο δε σαλεύει. Και περνούν οι γερανοί, ταξιδεύουν πέρα και με σπαθωτές γραμμές σχίζουν τον αγέρα. Κι η γριά που περπατεί, στο ραβδί γερμένη, στέκει και παρατηρεί, λέγει λυπημένη: Στο καλά, χρυσά πουλιά, στο καλό να πάτε, τάχα θα με βρείτε πια πίσω σαν γυρνάτε; Και γύρισαν λέγει παρακάτω το ποίημα, αλλά βρήκαν τη γριά στο παγωμένο μνήμα. Αν η γριούλα αυτή τότε προέβλεπε όλα αυτά τα καταστροφικά μέσα, που τους εξα φ ά νισ α ν, θα έλεγε κ ά π ω ς αλλιώτικα: Στο καλά, χρυσά πουλιά, τάχα θα σας δούμε,
πίσω να γυρίσετε, όσο εμείς θα ζούμε; Ακόμη, για τους γερανούς, ήρθε στο μυαλό μου το εξής περιστατικό, που υπήρχε σε παλαιό βιβλίο του Γυμνασίου. Στην αρχαιότητα ο λυρι κός ποιητή ς Ίβ υ κ ο ς, σ ’ ένα του τα ξ ίδ ι έπεσε πάνω σε κακοποιούς, οι οποίοι, αφού τον λήστε ψαν, τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Ο κακόμοιρος ο Ίβυκος ξεψ υχώ ντας έριξε μια ματιά γύρω του και μετά λύπης του είδε ότι δε βρισκό τανε κανένας να τον βοηθήσει ή να μαρτυρήσει να τους τιμωρήσουν. Τα μόνα όντα που βρέθηκαν ήταν γερανοί που περνούσαν εκείνη την ώρα. Ω γερανοί, φώναξε, εσείς να γίνετε μάρτυρες...Τ’ ά κ ο υ σ α ν οι φ ο ν ιά δ ε ς κ α ι έβαλαν τα γέλ ια . Πέρασε αρκετός χρόνος, άλλ’ οι ληστές έμειναν άγνωστοι. Μια μέρα όμως σ ’ ένα θέατρο, μέσα στον πολύ κόσμο, βρέθηκαν και οι φονιάδες να κάθονται κοντά κοντά... Πάνω στην ώρα περνού σαν γερανοί...Γυρίζει ο ένας και λέγει στον άλλο γελώντας: Να, οι γέρανοι του Ιβύκου! Λες να μας προδώ σουν; Οι δ ιπ λ α ν ο ί τους άκουσαν, τους πρόδωσαν και οι αρχές τους συνέλαβαν. Οι γερα νοί έγιναν μάρτυρες... Θα ’θελα, χρυσά πουλιά, πριν τα μάτια μου να κλείσω, μια στιγμή στον ουρανό τις γραμμές σας ν ’ αντικρίσω. Αγιάσος, 5.2.1998
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ
Σκαρίφημα του Παναγιώτη Μουτζουρέλη.
ΟΙ ΛΕΣΒΙΟΙ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ Ακούραστοι σκυταλοδρόμοι της προκοπής Π ρ ιν από πολλά χρόνια, σχεδόν πριν από τέσσερις δεκαετίες, έπεσε στη χώρα μας μια βαριά επι δημία, η αγιάτρευτη αρρώστια του ξενιτεμού. Και λέω αγιάτρευτη, γιατί δεν υπάρχει φάρμακο, που να την απαλύνει, ούτε χρόνος, για να ξεχαστεί. Και προπάντων στο όμορφο νησί μας και στη μαγευτι κή Αγιάσο... Όλοι οι χωριανοί μου, όπου και αν βρίσκονται, γνωρίζουν πολύ καλά την αιτία, που τους ανάγκα σε ν ’ αφήσουν τον τόπο, όπου πρωταντίκρισαν το φως του ήλιου, και να πάρουν, με βαριά καρδιά, το δρόμο για το άγνωστο, «με βάρκα την ελπίδα». Και μόνο οι ίδιοι και ο Θεός γνωρίζουν πόσες δυσκο λίες συνάντησαν στην ξενιτιά. Και περισσότερο α π ’ όλους οι π ρ ώ το ι μετα νά στες, τα π ρ ώ τα «καραβάνια» που έφτασαν στη μακρινή ήπειρο... Πέρασε πολύς καιρός μέχρι που να εξοικειω θούν, λίγο ή πολύ, με τη γλώσσα, με τα τοπικά ήθη και έθιμα, με το φυσικό περιβάλλον, με τις εργα^ σιακές συνθήκες, για να μην τους εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι. Μέχρι που να ορθοποδήσουν και να προκόψουν κουράστηκαν πολύ. Έδωσαν σκληρές μάχες στο στίβο της ζωής και στο τέλος αναδείχτη καν νικητές. Εργάστηκαν ώρες ατέλειωτες, ακόμη και εφτά μέρες την εβδομάδα, σε όποια δουλειά και αν έβρισκαν. Γι’ αυτό και στο σύνολό τους προο δέυσαν, έφτιαξαν περιουσίες, σπούδασαν και απο κατέστησαν τα παιδιά τους, βοήθησαν οικονομικά τους δικούς των στη γενέτειρα...
Ο μακαρίτης σήμερα Βασίλειος Σάββας (Φίδ’), από τους πρώτους μετανάστες της Αυστραλίας, με τη σύζυ γό του Βασιλική, το γένος Γεωργίου Αιγνού ή Αναστασέλη, και το γιο του Στρατή, στην Αγιάσο... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Αναστασία ΜατξουράνηΤσάκωνα)
Στιγμιότυπο από παλαιότερη χοροεσπερίδα της «Φιλοπροόδου Παροικίας Αγιάσου» Χγάηεγ, με την ευκαιρία της Γιορτής της Μητέρας. Η Μαρία (Μαργέλ’) Κωνσταντίνου Χριστοφαρή (Καμπά), σέρνει το χορό, συνοδευόμενη από τον εκλεκτό συνεργάτη μας Γιώργο Ακαμάτη...
Η νοσταλγία των απανταχού μεταναστών δυναμώνει ολοένα και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου... Στη φωτογραφία εικονίζονται τα αδέρφια Βασίλειος και Παναγιώτης Ιωάννου Πιπερίτης, που άλλαξαν την αμφίεσή τους... Ο Βασίλειος, μετανάστης στην Αμερική, επιστρέφοντας στην Αγιάσο το 1932, φόρεσε τα παραδοσιακά ρούχα και ο Παναγιώτης φόρεσε τα φράγκικα... Παραστέκονται η Αφροδίτη Ιωάννου Ευαγγελινέλη, μετέπειτα σύζυγος Ιωάννου Πουδαρά, και ο αδερφός της Στρατής. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γιάννης Πιπερίτης)
Στους πρωτοπόρους μετανάστες στηριχτήκαμε όσοι ήρθαμε αργότερα στην Αυστραλία, κρατώ ντας στο χέρι μια μόνο βαλίτσα που περιείχε τα υπάρχοντά μας. Βρήκαμε ασφαλές καταφύγιο και ανθρώπους δικούς μας, που μπόρεσαν να ’ρθουν στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο και να μας υποδε χτούν, να μας καλωσορίσουν και να μας προσφέ ρουν ένα π ιά το φαγητό, να μας εξασφαλίσουν στέγη, να μας δώσουν και χαρτζιλίκι, μια και οι περισσότεροι ήμασταν άφραγκοι, ώσπου να βρού με δουλειά και να πάρουμε το πρώτο μας βδομα διάτικο, τα πρώτα χρήματα από τη δούλεψή μας στην ξενιτιά. Αυτοί οι πρώτοι τολμηροί μετανά στες έγιναν γέφυρα επαφής και έβαλαν τα γερά θεμέλια, για να υψωθεί το λαμπρό οικοδόμημα του απόδημου ελληνισμού της Αυστραλίας... Με πολλή χαρά οι απόδημοι επισκέπτονται το γενέθλιο τόπο, όπου είδαν το φω ς της ζωής. Αναπνέουν το ζωογόνο αέρα της πατρίδας, βλέπουν πρόσωπα αγαπημένα, πλημμυρίζουν από χαρά και συγκίνηση. Κάποτε όμως δοκιμάζουν και πικρία, γιατί δε βρίσκουν την αγάπη που περίμεναν. Είναι άνθρωποι ευαισθητοποιημένοι και στενοχωριού νται αφάνταστα, όταν κάποιος στη γενέτειρά τους τους αντιμετωπίσει ως ξένους. Και έχουν απόλυτα δίκιο. Οι απόδημοι είναι περισσότερο Έλληνες από αυτούς που δεν έτυχε να δοκιμάσουν το πικρό ποτή ρι της ξενιτιάς. Και το απέδειξαν πολλές φορές στις δύσκολες στιγμές της ιστορίας του έθνους μας... δγάηργ 1994
ΓΙΩΡΓΟΣ Λ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ
Ο Γιάννης Χαλέλης πριν από χρόνια πήγε στο Χγιΐιιυ^ να δει την κόρη του Κέθρη, το γαμπρό του Βασίλη Βασιλάκη και τα εγγόνια του... Στιγμιότυπο από φιλι κή επίσκεψη στο σπί τι του Παναγιώτη και της Μυρσινιώς Περιβολαρέλη (Καδή). (Τη φωτογραφία παρα χώρησε ο Νίκος Γιάννη Χαλέλης)
ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ Με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών Γο 1952, τότες που άφησαν να ψηφίσουν και οι γυναίκες, έτυχε να είμαι μέλος εφορευτικής επιτροπής σε κάποιο τμήμα γυναικών, και ο δικαστικός αντιπρόσωπος με όρισε στην κάλπη, όπου έριχναν οι ψηφοφόροι τα φάκελά τους. Όταν ήρθε να ψηφίσει η γυναίκα του Βασίλη του Σπηλιαδή, του Σαββέλου, η Δημητρούλα, πώς τα κατάφερε, έφυγε χωρίς να ρίξει το «αβγό» στην κάλπη. Όταν κατάλαβα τι είχε γίνει, άφησα στη θέση μου το Σπύρο το Σκλεπάρη, έτρεξα, την πρόλαβα στο καμπανα ριό της Αγίας Τριάδας, μόλις κατηφόριζε, και τη ρώτησα: - Μουρή Μητρούλ’, πού πήγις του φάκιλου, μουρή; - Μες στου κόρφου μ’ τουν έχου, ε Δημητρό, γιατί ρουτάς! - Πού θα τουν πας, μουρή; - Θα πάγου α τουν ρίξου στου κ ’τί τ ’ Ταχυδρουμείου! Όταν την έφερα πίσω στο εκλογικό τμήμα και τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής έμαθαν τα καθέκαστα, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Η Δημητρούλα όμως παρεξηγήθηκε και είπε: Τι γιλάτι, ρε, μπάτσι ψήφ’σα τσ’ άλλ’ φουρά τσι θέλιτι α ξέρου! *
π ριν από αρκετά χρόνια, όταν είχε πάθει εγκεφα λικό ο μακαρίτης σήμερα Γρηγόρης Ζαλπαρίνης, ήρθε στο καφενείο μου η γυναίκα του, η Μαριγώ, και με παρακάλεσε να τον πάμε στη Μυτιλήνη. Αμέσως βρήκα το Στρατή το Μπαρή και με το ταξί του ήρθαμε έξω από το σπίτι του Παναγιώτη του Καμνέλη. Είχε χιόνια στους δρόμους και δυσκολευτήκαμε, αλλά τελικά τα καταφέραμε. Ο Κώστας ο Αβδελέλης τον σήκωσε στην πλάτη του, τον βάλαμε στο ταξί και τον φέραμε στο Βοστάνειο Νοσοκομείο, όπου την επόμενη μέρα μπόρε σε να έρθει από την Αθήνα ένα παιδί του. Ύστερα από
μια βόομάόα τον επισκεφτήκαμε στο Νοσοκομείο με τον πεθερό μου Παναγιώτη Φιλίππου Τσοκαρέλη, που ήταν πρώτος ξάδερφός του. Όταν με είδε, με αγκάλια σε και με φιλούσε. Φρόντισα για το εξιτήριό του, τον πήρα μ’ ένα ταξί και τον έφερα στο χωριό. Άμα πέρασε λίγος καιρός, μου είπε μια μέρα, πάνω στη συζήτηση: - Σαν που μι είδις, ε θα μι παραστέκντου μηδί του πιδί μ’, ε Μητρέλ’! Γι’ αύτου τσι σι φχαριστώ μες απ’ τ ’ καρδιά μ’. Σαν έρτιν όμους γ’ ικλουγές, μη μ’ πεις, ε Αηγόρ’, ψήφ’σι διξιά! - Ε Αηγόρ’, όσις φουρές γίν’τσι ψήφους, δώκα σ’ πουτές ψηφουδέλτιου; Γιατί του ’πις έγ’τουτου τσι χάλασις τα γούστα μ’; - Δίτσιου έχ’ς, ε Μητρέλ’, πουτές ε μ’ είπις έγ’τιτιου πράμα, αλλά να... Σμπάθσι μι, που σι στινουχώρ’σα! ❖ τις προηγούμενες εκλογές, που βγήκε δήμαρχος ο Νίκος ο Σουσαμλής, από το ΚΚΕ, είχα το βιβλιάριο του συμπέθερού μου Μιχάλη Κουλαξιζέλη, της «Μαρούλας». Μου το εμπιστεύτηκε, γιατί φοβόταν μήπως σι δικοί του το κρύψουν και δεν μπορέσει ν’ ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα. Θα τον έπαιρναν από το σπίτι με τ’ αυτοκίνητο και θα τον πήγαιναν στο εκλογικό τμήμα για να ψηφίσει. Κάποια στιγμή με βρήκε ο Αντρέας ο Δούκαρος και μου είπε πως η «Μαρούλα» είναι στα τελευταία του και πως πεθαίνει. Πήγα στο σπίτι του και βρήκα τη γιατρίνα την Κατερίνα να του βάζει ενέσεις. Άμα με είδε, μου είπε ψιθυριστά: Ε σμπέθιρι, ιπειδής ε θα μπουρέσου αν έρτου α ψηφίσου, μια που έχ’ς του βιβλιάριού μ’, ψήφ’σι συ για μένα! Σε δυο ώρες πέθανε... Αγιάσος, 22.8.1998
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΜΑΪΣΤΡΕΛΗΣ (ΛΡΝΑΛΑ)
Οι εκλογές, βουλευτικές και δημοτικές, ήταν πάντα στο στόχαστρο των καρ νάβαλων της Αγιάσου... Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του προγράμμα τος του καρναβαλικού συγκροτήματος Μιχάλη Πασχαλιά-Φωτίου Παπάνη (Φ.Π.) «Υποψήφιος δήμαρχος» (Βάλειος Διαγωνισμός 1959). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βασίλειος Αούπος)
ΣΑ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ...
ΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ ΓΑΜΟΙ Μια μπόμπα έπισι μιγάλ’ μες στη Βουλή τς Αγγλίας, μ’ του Νόμου που ψηφίσανι τς ουμουφυλουφιλίας. Γη βρουντή ήνταν πουλύ μιγάλ’ τσι μες σι λίγη ώρα γίν’τσι σεισμός σ’ ούλη τη γη, ακόμα τσι στη Χώρα. Μόλις τ’ άκουσαν στ’ Μυτιλήν’, δυο ασιν’τσοί βλουγ’θήκαν, μι του κμπάρου πήγαν στ’ Συνόδ’ τσι φουτουγραφηθήκαν. Πασπάτ’ς μαζί μι του Μπουλ’μπούλ’ είνι καλό ζιβγάρι τσι κμπάρουσντουν τ’ Λναστασέλ’ π’ του ίδιου κριμαστάρι. ’Πι τ’ μέρα π’ γίν’τσι γάμουσντουν, χαθήκαν απί τ’ Χώρα, του μήνα, λέγ’, του μέλιτος στν Λγιάσου κάνιν τώρα. Νοικιάσανι δουμάτιου τσι κάθιντιν στα Χάνια, για να αγκαστρουθεί γη νύφ% πουρνό τσι βράδ’ κάν’ μπάνια. Πιάσαν τη δ’λεια ανιγκασκά, λουγιάζιν να προυκάνιν, γιατί θέλιν καλά τσι σών’ διάδουχου να κάνιν. Χαράμ’ πήγαν τα έξουδα, γη δ’λειά δεν πήγι γούρι, αγιουσυμνίτ’σσα ήνταν γη νύφ’ τσι τς κρέμουντουν αγγούρι. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ
Σα διαβατάρικα πουλιά τα χρόνια μου πιράσαν, πιρίμινα να ξαναρθούν, δεν ήρταν, μι γιλάσαν. Είχα τη γνώμ’ πους κάπουτι, ίσους ξαναγυρίσιν τσι τα κακά μ’ γιράματα πάλι να ξανανθίσιν. Όνειρα είχα στη ζουή, απούντας ήμουν νέους, τσι ξύπνησα τσι τρόμαξα που βρέθηκα πλια γέρους. Μέρα τσι νύχτα σκέβγονμι τα νιάτα μου πώς φύγαν, τ’ αναζητώ, ίσους τα βρω, μα δεν ξέρου που πήγαν. Όσου πιρνούν τα χρόνια μου, τα πράματα αλλάζιν, φέρνουνι τα γιράματα τσι ούλα μι κουράζιν. Τα χρόνια μου πλια τρέχουνι σα γρήγουρου πουτάμι τσ’ όταν στειρέψει του νιρό, θα μείνουν πέτρις τσ’ άμμοι. Αναπουλώ του παριλθόν, τα όμουρφα μου νιάτα, τσ’ ήρτανι τα γιράματα τώρα π’ ανάθιμά τα. Τι να τα κάνεις τα καλά τσι τα χρυσά παλάτια, αφού αργά γή γρήγουρα θα κλείσουν! τα μάτια; Αγιάσος, 1997
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ Μιγάλ’ βαβούρα γίνιτι μ’ έφτου του ρατσισμό, καθένας τουν ανάλουγου σιρβίρ’ μας ουρισμό. Φιλόξινους γιου Έλληνας απ’ τα παλιά τα χρόνια, μην τουν ακούτι που γρινιάζ’ φουβάτι τα κλιφτρόνιαΧ Γη ξινιτιά μι του Ρουμιό είνι ξαδέρφια πρώτα, βγάζαμι όμους του ψωμί μι κόπου τσι ιδρώτα. Είχαμι μέσα μας του Οιο, που ’νταν μιγάλ’ αβάντα, του κόσμου αγκαλιάζαμι τσι δίναμιντ’ τα πάντα. Κανέναν δε ληστέψαμι, φιρνόμαστι μι τρόπου, δε μας κουλλώ γιου ρατσισμός μες σ’ έγιουτου τουν τόπου. Αθήνα, 15.5.1998
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΠΛΩΜΑΡΙ
Η ΩΡΑΙΑ ΕΑΕΝΗ Ωραία, απ’ όλες πιο πολύ, βασίλισσα η Ελένη, στη Σπάρτη, στην Ανατολή, ομορφοξακουσμένη. Πατέρας και Διόσκουροι, αδελφικό ζευγάρι, την είχαν σαν τα μάτια τους κι ο βασιλιάς καμάρι!
Κωμόπολη που γνώρισα στη κατοχή των Γερμανών κι αγάπησα τη θάλασσα και τα δικά της, τις βάρκες, το κολύμπι και το ψάρεμα, το ρεμβασμό του δειλινού στην απεραντοσύνη. Όμως η πείνα θέριζε την εποχή εκείνη, νεκροί πολλοί εδώ και κει ημέρα με τη μέρα και τα παιδιά τραγουδιστά, λυπητερά, απεγνωσμένα ζητούσανε βοήθεια στις πόρτες των πλουσίων.
Ο βασιλιάς σαν άργησε στη Σπάρτη να γυρίσει, η ωραία Ελένη θέλησε με ξένο να δειπνήσει. Στην πρόκληση δεν άντεξε και το παλάτι αφήνει, στα άχρηστα επέταξε το νου της και τη μνήμη. Του είπαν πως την έκλεψε ο Πάρης απ’ την Τροία, μα η αλήθεια έλαμψε πως πήγε δίχως βία. Πού πας, Ελένη, δε μου λες, στο θρόνο ποιαν αφήνεις; Χωρίς πυξίδα και ευχές λιθάρι πίσω ρίχνεις. Ελένη, δε με ρώτησες, τη γνώμη μου δεν πήρες, το όνομά σου άφησες τροφή για τους μνηστήρες. Για τη μεγάλη προσβολή, πόλεμο η πατρίδα και στους θεούς κάναν σπονδή μια κόρη στην Αυλίδα. Ο Αρης πήρε τ’ άρματα, όλοι οι θεοί μαλώνουν και οι Λχαιοί στο Ίλιο το δούρειο σκαρώνουν. Ο Ομηρος σαν έμαθε της μορφονιάς τα λάθη, στην «Ιλπίδα» έγραψε των Λαναών τα πάθη.
Έλα, καλέ θεία... δω μ’ κουμμάτ’ ψουμέλ’... Φωνή που πάντα θα ηχεί, πότε εδώ, πότε εκεί και σήμερα στην Αφρική, φωνή που είναι ντροπή και μαρτυρεί το είδος και το ήθος του μορφωμένου και πολιτισμένου υποκριτή. 1986 (Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτρη Μυτιληναίου «Απόσταγμα ποίησης» [Αθήνα] 1996, σ. 33)
ΝΑ ’ΧΑ ΙΚΑΤΟΥΜΜΥΡΙΑ Να ’χα ικατουμμύρια, τα ναύλα να πληρώνου, γοι χουριανοί μ’ πν Αυστραλία να ’ρχόντι κάθα χρόνου. Πάνου που μας μουρφαίνουνι, φέβγιν σαν τα χιλ’δόνια τσι ξαναρχόντι τν άνοιξη, σα κιλαηδούν τ’ αηδόνια. Κάθα φουρά που έρχουντι, ανοίγιν την καρδιά μας, έστου τσι λίγου ζουντανέβγ’ τ’ χαμένη τη χαρά μας. Μισόν ιών α τα πιδιά λείπιν απί τς γουνιοίντουν τσι στιρηθήκανι τς χαρές που ’χανι μες στου σπίτντουν. Σαν έρτ’ γη ώρα να φύγουνι, θαρρώ πους γ ’ ήλιους σβήν’ τσι απουμένει του χουριό μι τς γέρ’ σα μουναστήρ’. Φεύγει τσι Γιάνν’ς του Παπαδίν’, θα γένει Αυστραλέζους τσι θα φουρέσ’ τσι κουντουβράτσ’, να μοιάζει σαν Ιγγλέζους. Ήνταν τ’ χουριού μας του στουλίδ’ τσι πάντουτι κιφάτους τσι μ’ ούλ’ παρέγια έκανι, πάντα χαρές γιμάτους. Ούλ’ μας τουν αγαπούσαμι του Γιάνν’ του Παπαδίν’ τσ’ άμα θα φύγ’ απ’ του χουριό, αξέχαστους θα μείν’. Τι Παπαδίν’ς για του χουριό γλιντζές ήνταν μιγάλους τσι άμα θα τουν χάσουμι, δε θα βρίθει πλια άλλους. Γέμζι λιλιά του πιρτουφόλ’ τσ’ ίρχουντου στου τσαρσί τσι γέλα τσι τα έδχτι στς απένταρ’ ’πι καρσί. Πανιέτι τώρα στου καλό τσ’ η Παναγιά μαζί σας τσι εύχουμι χαρούμινη ναν είνι γη ζουγή σας.
Καρυά, 28.3.1998 Αγιάσος, 10.10.1996
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΛΡΛΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΟΨΙΜΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Ο «Σάτυρος» άνοιξε το δρόμο σε νέους καρναβαλιστές...
Με μεγάλη επιτυχία οργανώθηκαν οι φετινές καρναβαλικές εκδηλώσεις στο χωριό μας. Κατά γενική ομολογία η διοργάνωση ήταν μια από τις επι τυχέστερες των τελευταίων χρόνων. Σ ’ αυτό συνέβα λαν αρκετοί παράγοντες, πέρα φυσικά από το μερά κι των καρναβαλιστών. Με την παρέμβαση του νεοϊδρυθέντος Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών της Μυτιλήνης «η Αγία Σιών» εξασφαλίστηκε η επιχορή γηση των εκδηλώσεων με το ποσό του 1.000.000 δραχμών από πιστώσεις της Νομαρχιακής Αυτο διοίκησης Λέσβου. Δυστυχώς όμως τα χρήματα αυτά δεν εκταμιεύτηκαν ακόμη, με αποτέλεσμα πέντε και πλέον μήνες μετά τις Αποκριές να μένουν ανεξόφλη τοι οι περισσότεροι και σπουδαιότεροι πιστωτές του Συλλόγου. Ο Δήμος Αγιάσου έδωσε την καθιερωμέ νη ετήσια οικονομική του ενίσχυση ύψους 300.000 δραχμών. Μεθοδεύτηκε η διαφήμιση των εκδηλώσε ων με την αφισοκόλληση και με τη διανομή φεϊγβολάν σε πολλά χωριά της λεσβιακής υπαίθρου, καθώς και με την τοποθέτηση στο συγκοινωνιακό κόμβο της Αάρσου του «Ποσειδώνα», υπέροχου καρναβαλικού κειμηλίου, ύψους 4 μέτρων, από τα ελάχιστα που διασώζονται, φιλοτεχνημένου από τους Τάσο και Γιάννη Χατζηγιάννη το 1993, κατά την παρουσίαση του συγκροτήματος «Τα ψάρια». Δυστυχώς όμως η υπερχειλίζουσα κακοήθεια κάποιων ακρωτήριασε το κατασκεύασμα: έσπασαν τα δυο του χέρια και έκλε ψαν την τρίαινα! Αρκετές αναφορές και αφιερώματα έγιναν από ραδιοφωνικούς σταθμούς και τοπικά τηλεοπτικά κανάλια τις παραμονές της Αποκριάς (εκπομπές, συνεντεύξεις, προβολή παλιότερων καρ ναβαλικών εκδηλώσεων κτλ.). Αποσπάσματα από το πρόγραμμα των κυριακάτικων εκδηλώσεων κάλυψε σε απευθείας σύνδεση το τηλεοπτικό κανάλι ΕΤ3 και ολόκληρο το πρόγραμμα των καθαροδευτεριάτικων εκδηλώσεων καλύφτηκε σε απευθείας μετάδοση από το τοπικό τηλεοπτικό κανάλι Τ ν Μυτιλήνης. Τέλος, ευνοϊκός ήταν και ο καιρός καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, αν και το απόγευμα της Κ αθαρής Δευτέρας έγινε αρκετά απειλητικός, αλλά ευτυχώς οι κάποιες βαριές ψιχάλες που έπεσαν δεν εξελίχτηκαν σε ανεπιθύμητη νεροποντή. Παραθέτουμε μια σύντομη περιγραφή του προ γράμματος του αποκριάτικου διημέρου: Την Κυριακή 1 Μάρτη 1998, ώρα 5 μ.μ., στην πλατεία της Αγοράς εμφανίστηκε το συγκρότημα των νέων καρναβαλιστών «Ειρήνη στο Αιγαίο». Τη σάτιρα έγραψαν οι Π αναγιώτης Κουτσκουδής,
Βασίλειος Τοπαλής και Μαρία Ξαφέλη. Το σκηνικό ήταν λιτό, αλλά συμβολικό. Στο φόντο ο γεωγραφι κός χάρτης του Α ιγαίου με την Ελλάδα και την Τ ουρκία εκατέρω θεν (ζω γραφ ική του μαθητή Παναγιώτη Δημητρίου Κορομηλά). Ο αμερικάνικος τυχοδιωκτισμός υποβοηθούσε τον τούρκικο μιλιτα ρισμό να απλώσει το αρπαχτικό του χέρι πάνω από την Ελλάδα (καλλιτεχνική επ ιμ έλεια Τάσου Χ ατζηγιάννη). Εκφώνησαν οι μαθητές Στρατής Βασιλείου Τοπαλής (Έλληνας), Στέλιος Γρηγορίου Τοπαλής (Αμερικάνος) και Παναγιώτης Δημητρίου Κορομηλάς (Τούρκος). Συμμετείχαν οι μαθητές Μιχαήλ Βασιλείου Βερδούκας, Γρηγόριος Γεωργίου Βαλαλάς, Δημήτριος Μιχαήλ Γουγουτάς, Βαγγέλης Γαβριήλ Καμάτσος και Αντώνιος Γρηγορίου Λαλάς. Δεύτερο εμφανίστηκε το συγκρότημα τω ν Ευστρατίου Κουρβανιού, Χρυσόστομου Ξαφέλη και Βασιλείου Τινέλη, με θέμα «Κλωνοποίηση». Σάτιρα Ευστρατίου Κουρβανιού. Εκφώνησαν οι Ευστράτιος Κουρβανιός, Χρυσόστομος Ξαφέλης και Βασίλειος Βερδούκας. Συμμετείχε και ο παλαί μαχος μίμος καρνάβαλος Βασίλειος Τινέλης, που με το δικό του ξεχωριστό τρόπο σατίρισε τον ξεπε σμό της τιμής του λαδιού και την αντιλαϊκή οικο νομική πολιτική της κυβέρνησης. Τρίτο εμφανίστηκε το συγκρότημα των Αντώνη Μηνά και Μιχάλη Βίγλατζη, με θέμα «Ο τοκετός της Τζένης». Στίχοι Αντώνη Μηνά. Εκφώνησαν οι Μ ιχάλης Β ίγλατζης (μαιευτήρας) και Γιάννης Α νδρικ ού (βοηθός για τρ ο ύ ). Σ υ μ μ ετείχα ν οι Γιώργος Τσορβάς (Τζένη), Μ ιλτιάδης Γιαταγα νέλης (εισαγγελέας), Χ ρίστος Μ αϊστρέλης και Δημήτριος Βαρβάκης. Θεατρικό σατιρικό σκετσάκι με αρκετό γέλιο, που έκλεισε ευχάριστα το κυρια κάτικο απόγευμα. Την Καθαρή Δευτέρα, 2 Μάρτη 1998, εμφανί στηκαν με τη σειρά που αναφέρονται τα παρακάτω καρναβαλικά συγκροτήματα: Π ρώ το εμφανίστηκε το συγκρότημα «Μ έ ν τιο υ μ », με σάτιρα του Γιώργου Π απάνη, την οποία εκφώνησαν η Μαρία Αϊβαλιώτη, ο Μιχάλης Βίγλατζης και ο Στρατής Μαγλογιάννης. Τα σκηνι κά ήταν του Λευτέρη Καμπιρέλη και η ζωγραφικήκαλλιτεχνική επιμέλεια των Δημήτρη και Γιάννη Χατζηγιάννη (2 άρματα). Στο ένα άρμα, που παρουσίαζε ένα νυχτερινό υπαίθριο τοπίο με στοιχειωμένους πύργους, καθόταν το μέντιουμ με συνοδεία δυο δημίων. Ένας κρεμα σμένος ανάποδα ήταν η προσω ποποίηση της
Εφορίας, που καταδικάστηκε από τη λαϊκή ετυμηγο: ρία σε θάνατο με αγχόνη. Στο δεύτερο άρμα ο Άτλαντας, που σήκωνε στους ώμους του την περι στρεφόμενη ουράνια σφαίρα, και εκατέρωθέν του δυο αστρολόγοι (εκφωνητές). Το μέντιουμ απαντού σε στις ερωτήσεις των αστρολόγων, καθώς και στα τηλεφωνήματα των υποτιθέμενων ακροατών (αριθ μός κλήσης: Ο 9 0), συμβουλευόμενη τη γυάλινη σφαίρα της και οραματιζόμενη μέσα από καπνούς πρόσωπα και καταστάσεις του μεταφυσικού κόσμου. Δεύτερο εμφανίστηκε το συγκρότημα «Αλή Πασάς», με σάτιρα των Παναγιώτη Κουτσκουδή Φώτη Κανάρου, την οποία εκφώνησαν οι Βασίλειος Β ερδούκας, Δ ημήτριος Κ ορομηλάς, Χ ρίσ τος Γεωργαντής, Στρατής Γυρέλης, Παναγιώτης Λαλάς. Τα σκηνικά ήταν του Μ ιχαήλ Γουγουτά και η ζωγραφική-καλλιτεχνική επιμέλεια του Προκόπη Τσομπανέλη (3 άρματα). Το πρώτο άρμα ήταν το σαράι του πασά με την ακολουθία του και το χαρέμι του, το δεύτερο άρμα ο μιναρές με το χότζα και το μουεζίνη και το τρίτο άρμα μια π α ν ά θ λ ια π α ρ ά γκα τω ν ρ α γιά δω ν. Τ ονιζότα ν η αντίθεση μεταξύ της χλιδής στην οποία ζουν ο πασάς και το ασκέρι του (οι εκάστοτε κρατούντες) και της φτώχειας και μιζέριας των υπόδουλων ραγιάδων (του απλού λαού). Ο χότζας (θρησκευτικός ηγέτης) σε ρόλο παντογνώστη, προ φήτη και συμβουλάτορα, που δίνει λύσεις σε όλα τα προβλήματα με τρόπο ειρωνικό και αλληγορικό. Πολλά πρόσωπα, έντονα διαλογικά στοιχεία και θεατρικά δρώμενα (προσευχή του χότζα, χορός του χαρεμιού, σύλληψη τρανσέξουαλ, πείραμα κλωνοποίησης). Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πω ς η φετινή διοργάνωση άφησε πάρα πολύ καλές εντυ πώ σεις, για δυο κυρίω ς λόγους. Πρώτο, για τί, ύστερα από αρκετά χρόνια, ξαναζωντάνεψε με ιδα νικό τρόπο το κυριακάτικο καρναβάλι, που έχει το δικό του ξεχωριστό χρώμα. Και δεύτερο, γιατί κοντά σε μας, νέα π α ιδιά μπολιάζονται με την αγάπη και το πάθος για το έθιμο (όπως ακριβώς και μεις από τους παλιότερους) και υπόσχονται δυναμική συνέχεια. Αξίζει να αναφερθούμε εκτενέστερα στην εμφά νιση των παιδιών αυτών, γιατί αυτό, κατά γενική ομολογία, ήταν το σημαντικότερο γεγονός της φετινής Αποκριάς. Η νέα φουρνιά καρναβάλων συγκλόνισε με την παρουσία της. Για πρώτη φορά στην ιστορία του καρναβαλικού εθίμου, δωδεκάχρονα παιδιά, μαθη τές της Σ Τ ' τάξης του Δημοτικού μας Σχολείου, ένωσαν τις δυνάμεις και το μεράκι τους και, με την υποστήριξη των μεγαλύτερων, παρουσίασαν μια επιμελημένη δουλειά, με θέμα επίκαιρο, μέσα από το
οποίο εξέπεμψαν φιλειρηνικά μηνύματα και σατίρισαν τα τοπικά και εθνικά θέματα της επικαιρότητας. Καταπληκτική ήταν η εκφώνησή τους. Ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Ανεπηρέαστοι από το τρακ και το άγχος της παρθενικής τους εμφάνισης μπρο στά σε μια ανθρώπινη πλημμυρίδα, έδωσαν πραγ ματικό ρεσιτάλ εκφώνησης, φτάνοντας σε τέτοια επίπεδα υψηλής απόδοσης, που θα τα ζήλευαν και έμπειροι εκφωνητές της Καθαρής Δευτέρας. Ο κόσμος τους καταχειροκρότησε, επιβραβεύοντας έτσι την προσπάθειά τους. Κορυφαία στιγμή της σάτιρας ο συγκινητικός της επίλογος, όπου τα νέα φιντάνια ορκίστηκαν πίστη στη μακρόχρονη καρναβαλική παράδοση της γενέτειράς μας και έδωσαν υπόσχεση ότι, παίρνο ντας τη σκυτάλη από τους παλιότερους, θα κρατή σουν στην πρώτη θέση το Αγιασώτικο Καρναβάλι. Σήμιρα μεις του πήραμι του βάπτισμα πυράς τσι σ ’ π ρ ώ τ’ γραμμή θαν είμαστι ’πί τώρα πλια τσι μπρος. Του θ ’κό μας του παράδειγμα τσι άλλ ’ να τ ’ ακ ’λουθήσιν, στου εθίμου να στρατιφτούν, για να του βουγηθήσιν. Θα βαδίσουμι στα χνάρια που αφήνιν γοι μιγάλ ’, γιατί σι καμπόσα χρόνια μεις θα πάρουμι τ ’ σκυτάλ ’. Φασούλα, Κότσους, Σκανταλιάρ’ς ακούν τσ ’ ανιτριχιάζιν, τρίζιν τα κουκαλέλιαντουν, τώρα που μας λουγιάζιν. Σι φτοι μεις ουρκιζόμαστι τ ’ παράδουσ’ να κρατούμι, τσι τ ’ Αγιασώτκου Καρναβάλ ’ σ ’ π ρ ώ τ’ θέσ’ να του βαστούμε Αυτοί ήταν οι φετινοί αδιαμφισβήτητοι πρωτα γωνιστές, αυτοί έκλεψαν την παράσταση. Να, γιατί η φετινή χρονιά ήταν πετυχημένη. Επειδή ήταν ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ. Και μεις έχουμε χρέος, τώρα που οι νεοσσοί έσπασαν το κέλυφος και βγήκαν από το αβγό τους, να τους στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις, για να ανδρωθούν και να γαλουχηθούν με τις αξίες του εθίμου, ώστε σε λίγα χρόνια να ανοίξουν τα δικά τους φτερά και να γράψουν τη δική τους ιστορία στο Αγιασώτικο Καρναβάλι.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Το αγιασώτικο θαυματουργό «βιάγκρα» Διακαής πόθος του ανθρώπου από τα πανάρχαιο χρόνια ήταν και εξακολουθεί να είναι η διατήρηση της σεξουαλικής του ικανότητας. ΓΓ αυτό και ως τις μέρες μας ψάχνει να βρει το κατάλληλο φάρμακο, που να τον κρατά δραστήριο, δημιουργικό, ενεργό μέλος της κοινωνίας. Η ικανότητα αυτή είναι εξάλλου ο δείκτης της υγιεινής κατάστασής του, είναι η ελπίδα, είναι οι κρίκοι που, κακά τα ψέματα, μας κρατούν στη ζωή... Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε τον τελευταίο καιρό γύρω από το χάπι βιάγκρα, μου έφερε στη μνή μη μια σχετική ιστορία, που τα περιστατικά της εξελί χτηκαν στην Αγιάσο πριν από πενήντα χρόνια και. Κανείς από τους πρωταγωνιστές δε ζει πια, γι’ αυτό θα σεβαστούμε τη μνήμη τους και θα χρησιμοποιήσου με φανταστικά ονόματα. Ήταν ένα καφενείο, όπου σύχναζαν άνθρωποι σοβαροί κάποιας ηλικίας. Αυτό δεν τους εμπόδιζε να έχουν τις πλάκες και τα πειράγματά τους, αφού οι Αγιασώτες τα έχουν μέσα στο αίμα τους. Κάποτε λοιπόν ένας από τους πελάτες, ο Κωστής, γύρισε από ένα ταξίδι στην Ιταλία, όπου είχε πάει το γιο του για σπουδές. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Τι είδες, πώς πέρασες, και άλλες πονηρές ερωτήσεις... Αυτές ήταν η αιτία, που έδωσαν την έμπνευση σ’ έναν από τους στενούς φίλους του να διαδώσει ότι ο Κωστής έφερε από την Ιταλία κάτι θαυματουργά χαπάκια, που αν τα πάρεις σε μεταμορφώνουν σε ταύρο, σε κάνουν δεκαοχτώ χρονών... Άλλοι στ’ αστεία, άλλοι στα σοβαρά πήραν από κοντά τον Κωστή και του ζητούσαν να τους προμη θεύσει τουλάχιστον ένα από τα μαγικά χαπάκια. Αυτός αρνιόταν συστηματικά, λέγοντας πως δεν έχει πολλά, από την άλλη όμως άφηνε και λίγη ελπίδα. Θα δούμε, αλλά μη μιλάς, έλεγε στον καθένα χωριστά, όχι τίποτα, δεν έχω πολλά και εξάλλου μην το πάρει χαμπάρι η Κατερίνα που τα μοιράζω, θα με κράξει, που χάνει το δίκιο της... Η πίεση ολοένα γινόταν φορτική στον Κωστή. Δυο τρεις μάλιστα, που ήταν στο κόλπο, ευνοούμενοι δήθεν του Κωστή, καλλιεργούσαν την ιδέα και βεβαί ωναν από δική τους χρήση και εμπειρία την αποτελε σματικότητα του μαγικού χαπιού... Ο Δημητρός, ένας πελάτης του καφενείου, δεν είχε καμιά πρόσβαση στον Κωστή ούτε και το ελεύθερο να τον πλησιάσει. Τον καφετζή όμως, το Φώτη, τον γνώ ριζε πολύ καλά. Όσο άκουγε τις αφηγήσεις των άλλων, τόσο η φαντασία του φούντωνε... Μια μέρα αποφάσισε να πλησιάσει το Φώτη. «Εγώ», του λέει, «δεν έχω θάρρος στον Κωστή, εσύ όμως μπορείς να με βολέψεις κι εμένα, να μου πάρεις μια δόση, με το αζημίωτο»... Ο καφετζής ήταν από τους ταλαντευόμενους. Ευκαιρία είναι, είπε μέσα του,
να πάρω να δώσω στο Δημητρό και βλέπω εγώ μετά, ας κρατήσω τα πίσω μου. Από το Δημητρό θα μάθω την αλήθεια. Ύστερα από πολλές μέρες κατάφερε να του δώσει δυο χαπάκια ο Κωστής, που τον συμβούλεψε ότι θα πρέπει να πάρει και η σύντροφος το ένα, για να έχουν επιτυχία. «Δεν τα θέλω για μένα, για το Δημητρό τα ζήτησα». «Άμα το ’ξερα, δε θα σ’ τα ’δινα», είπε ο Κωστής. Το Δημητρό όλες αυτές τις μέρες δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Τα μάτια του ήταν κολλημένα πάνω στον καφετζή και τον Κωστή. Ήταν γύρω στις δέκα το πρωί, όταν του έγνεψε συνθηματικά να πάει προς τον μπουφέ ο Φώτης. Δήθεν αδιάφορος ο Δημητρός πλησίασε, ο άλλος με τρόπο του ’βαλε στο χέρι το θείο δώρο. Το χέρι του Δημητρού έτρεμε από συγκίνηση και λαχτάρα, ρίγη του είχαν κυριεύσει όλο του το κορμί. Με χίλια βάσανα και προσπάθεια μπόρεσε να ψελλίσει ένα ευχαριστώ και τι σου χρωστώ. «Φύγε τώρα, δεν είναι ώρα, μόνο, όπως σου τα ’πα, και η Βλοτίνα πρέπει να πάρει ένα...». «Εντάξει, εντάξει, ευχαριστώ πάρα πολύ, πώς θα σου το ξεπληρώσω»... Ο Δημητρός μόνο που δεν πέταξε από τη χαρά του, πότε έφτασε στο Μαυριώτη ούτε που το κατάλαβε. Ούτε τότε στα είκοσι δυο του χρόνια, νιόπαντρος, δεν είχε τη σβελτάδα τη σημερινή. Πρωταθλητής βάδην να ήταν... Μην χρονοτριβούμε και σας κουράζω, πήραν και σι δυο από ένα χάπι, όπως τον ορμήνεψε ο Φώτης. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον, κοιταζόντανε σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια... Χίλιες σκέψεις και αναμνήσεις περνούσαν από το κουρασμένο α π’ τα χρόνια μυαλό τους. Αναπολούσαν τα χρόνια, τις στιγ μές που δε χρειαζόταν ούτε καν προθέρμανση, για να πάρει κίνηση η μηχανή... Ενώ τώρα; Περίμεναν στωικά να ’ρθει η πολυπόθητη ευλογημένη στιγμή, να τους χαρίσει την αγαλλίαση, την ηδονή, που χρόνια τώρα τους γύρισε την πλάτη... Η χρόνια αποχή έδινε μια άλλη διάσταση στο γεροντικό πόθο. Έμοιαζαν σαν έφηβοι στο πρώτο ραντεβού τους. Κάθονταν έτσι, ποιος ξέρει πόση ώρα. Σε τέτοιες στιγμές της αναμο νής, τα λεπτά γίνονται ώρες ατέλειωτες, μόνο που αυτές είναι γρήγορες και εξαφανίζονται πριν καλά τις αγγίξεις... Το αποτέλεσμα δεν έλεγε να έρθει. Τίποτα, κανέ δείγμα, κανέ σημάδι ενθαρρυντικό. «Βλοτίνα», λέει ο Δημητρός, ύστερα από αρκετή ώρα. «Νιώθεις τίποτα;» «Όχι, ω Δημητρό, μόνο η κοιλιά μου άρχισε να μ’ ενο χλεί, σα να θέλω να πάω στο μέρος. Τα έντερά μου γουργουλάνε, σα να κυλά μισοάδειο βαρέλι στον κατή φορο. Εσύ;», λέει αυτή. «Τι να σου πω, βρε Βλοτίνα... Τα ίδια και χειρότερα. Εγώ ντρέπομαι να σ’ το πω, λερώθηκα κιόλας, να δεις κασκαρίκα μας στήσαν.
Βάστα, τρέχω, δε βαστώ, τρέχω στο μέρος»... «Ξεμπέρδευε γρήγορα», είπε η Βλοτίνα, που με το ζόρΓ κρατιότανε. Τελικά δε τη γλίτωσε η φουκαριάρα... Ο Δημητρός στην αρχή έγινε έξαλλος από το θυμό του. Αν δεν υπήρχε η αμεσότητα της τουαλέτας, θα κατέβαινε στο καφενείο και θα γινόταν ο χαμός. Κάθισε στο σπίτι για την ανάγκη της στιγμής, συνέ χεια κρίσεις τους ερχόντουσαν και η σκοπιά πήγαινε εναλλάξ... Η νύχτα πέρασε... Πώς πέρασε όμως!... Όταν ξημέ ρωσε, ο Δημητρός, ξαγρυπνημένος, ταλαιπωρημένος και θυμωμένος, ήθελε να πάει κάτω στον έξυπνο αυτόν κύριο να του ζητήσει το λόγο. Η Βλοτίνα, πιο λογική και εφευρετική, τον συγκρότησε. Βρήκε το δικό της τρόπο να πάρουν πίσω τη ρεβάνς. «Δε θα μιλήσεις για τίποτα, Δημητρό, θα του κάνω εγώ ένα κάμωμα, που θα το φυσά και δε θα κρυώνει»... «Τι θα τον κάνουμε τον κυρ Φώτη;» Γιατί γι’ αυτό ο κύριος υπεύ θυνος ήταν αυτός. «Θα πας στο καφενείο», λέει η Βλοτίνα, «θα μπεις μέσα εύθυμος, χαμογελαστός, κεφάτος, θα τον πλησιάσεις και μυστικά μυστικά θα του ζητήσεις με χίλια παρακάλια μήπως μπορέσει και σου κανονίσει ακόμη καμιά δόση. Κάνε πως του δίνεις και ένα εκατόφραγκο. Να του καυχηθείς ακόμη πως κάναμε τρεις φορές έρωτα». «Ευχαριστώ, ε Φώτη, δεν ξέρω με τι να σ’ το ξεπληρώσω, τζάνουμ, όμως, δες μπας και μου εξασφαλίσεις ακόμη καμιά δόση, άγιο θα σε κάνω... Και άμα χρειαστούν παράδες, εδώ είμαι εγώ, μην τσιγκουνευτείς καθόλου... Θυμήθηκα τα νιάτα μου, βρε Φώτη, έγινα παίδαρος δεκαοχτώ χρο νών... Άμα τελειώσεις α π ’ όλα αυτά που σου είπα, κάνε και ένα τσαχπίνικο σάλτο και πήγαινε και κάθισε στο κάθισμά σου γελαστός όσο πιο πολύ μπορείς». Ο Φώτης, μόλις τον είδε να μπαίνει στο καφενείο, ξαφνιάστηκε από την άνεση και τη χαρούμενη όψη του. Περίμενε όμως, γιατί ναι μεν πίστευε λίγο στην ικανότητα του μαγικού χαπιού, αλλά και από την άλλη κάτι υπονοούμενα, κάτι κρυφοχαμόγελα του είχαν δημιουργήσει υπόνοιες πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κάποια φάρσα θα σκάρωσαν ο Κωστής με τους φίλους του. Μα και οι άλλοι που ήταν στο κόλπο έμειναν με το στόμα ανοιχτό από τη συμπεριφορά του Δημητρού, που συνέχιζε τα χαμόγελα και τα πειράγ ματα. Πότε πότε, όταν έβρισκε την ευκαιρία, πέταγε και καμιά σπόντα στο Φώτη. «Ούτε δεκαοχτάρης να ’μουνα, ρε Φώτη...». Ο Φώτης θαλάσσωσε με το φέρ σιμο του Δημητρού. Όλη τη μέρα καθόταν προβλημα τισμένος, σκεπτικός, τυλιγμένος στις αμφιβολίες του. Ξαφνικά σηκώθηκε επάνα), σκούπισε δυο τρία τραπέ ζια με την πετσέτα, μονολογώντας: «Πάει τελείωσε, το πήρα απόφαση, θα του ζητήσω και εγώ χάπι για πάρτι μου...». Η λαχτάρα και η αγωνία του όλο και μεγάλω ναν, όσο ο Κωστής δε φαινόταν να έρχεται. Δεν άντεξε και ρώτησε. Η στενοχώρια του έγινε ακόμη πιο μεγάλη, ασήκωτη, όταν του είπαν πως ίσως λείψει για λίγες μέρες στην Αθήνα. Αυτό έλειπε, είπε μέσα του, να ’χω και αυτή την ατυχία.
Όταν ο Φώτης είδε τον Κωστή τις βραδινές ώρες στο κατώφλι του καφενείου, οι ουρανοί άνοιξαν, φωτίστηκε η συννεφιασμένη ψυχή του, μόνο που δε φώναξε από τη χαρά του, μόνο που δεν τον φίλησε... Τον περιποιήθηκε στο έπακρο, ως και τον καφέ του τον κέρασε, πράγμα που σπάνια επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει τέτοιου είδους αγαθοεργίες... Πράγματα ασυνήθιστα, δεν πέρασαν απαρατήρητα από τον Κωστή. Κάποιο ρουσφέτι θα θέλει, είπε μέσα του, ούτε καν πέρασε από το νου του το «βιάγκρα» του... Ο Δημητρός καθόταν σε μια γωνιά με δυο τρεις πελά τες και εξακολουθούσε να παίζει το ρόλο του. Ο Κωστής, όπως έπινε το καφεδάκι, γύρισε, είδε το Δημητρό και απευθυνόμενος στο Φώτη ρώτησε τι έγινε μ’ αυτόν. Να η ευκαιρία που γύρευε ο Φώτης. Αρπάχτηκε από αυτή, γνέφει στον Κωστή να πλησιά σει στον μπουφέ. «Για λέγε», είπε ο Κωστής, που γελούσε προκαταβολικά. «Το και το», είπε ο Φώτης. «Για δες τον» και έδειξε το Δημητρό, «λάμπει από χαρά, όλη τη μέρα δε σταμάτησε να γελά και να χωρατεύει». «Σώπα, μη μου λες», είπε ο Κωστής, που συνέχισε να γελά. «Μη γελάς, άσ’ τα αυτά, θα μου δώσεις κι εμένα. Τζάνουμ, ε Κωστή, να χαρείς το στε φάνι σου και καλή πρόοδο στα π α ιδιά σου». Ο Κωστής έπαψε να γελά, σοβαρεύτηκε, μάταια όμως προσπάθησε να τον πείσει. «Βρε Φώτη, πλάκα έκανα, χάπια είναι για την ευκοιλιότητα»... Αυτός τίποτα, δε χαμπάριαζε, δεν έπαιρνε από λόγια. «Άσ’ τα αυτά, θα μου δώσεις κι εμένα, τι φίλοι είμαστε;» Όσο προσπα θούσε να τον φέρει στα λογικά του, τόσο αυτός άναβε και επέμενε. «Βρε, χαπάκια είναι, για τ ’ όνομα του Θεού», και έβγαλε το κουτάκι να του το δείξει, για να πειστεί. Δεν πρόλαβε να του πει δεύτερη κουβέντα
Το ελληνικό καφενείο δεν είναι πάντοτε «κηφηνείο», δηλαδή κηφηναριό, όπως το χαρακτηρίζουν κάποιοι, είναι και χώρος με πολλά δρώμενα, με αναρίθμητες μικροχαρές της ζωής... Στη φωτογραφία διακρίνονταν από αρι στερά, παλαιοί θαμώνες του καφενείου του Καλφαγιάννη, στον Κάτω Κάμπο, ο Γαβριήλ Περιβολαρέλης, ο Φώτιος Παπάνης, ο Μιχάλης Πράτσος, ο αμίμητος χωρατατζής Κώστας Βουλβούλης, ο Γιώργος Μουτζουρέλης και ο Γιώργος Κολομόνδος (27.2.1966). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Πράτσος)
και το κουτάκι άλλαξε αστραπιαία χέρια. Το κρατού σε τώρα ο Φώτης και καμάρωνε, σαν να κρατούσε το σύμπαν στα χέρια του. Ο Κωστής τα χρειάστηκε. Αυτός τώρα, όπως είναι φουσκωμένος, δεν παίρνει από λόγια. Μην τυχόν και κάνει καμιά τρέλα και πάρει καμιά μεγάλη δόση και μπλέξω! Προσπάθησε και πάλι να τον μεταπείσει, αυτός το χαβά του. Είδε και αποείδε ο Κωστής, συμβιβάστηκε δήθεν και τον έπεισε να κρατήσει δυο και τα υπόλοιπα να του τα επιστρέψει, γιατί στοίχιζαν φυσικά και πανάκριβα... «Τι να σε κάνω», είπε μέσα του, «αφού πας γυρεύο ντας, καλά να πάθεις». Ο Δημητρός παρακολουθούσε με την κόχη του ματιού του όλη την κίνηση, έτριβε τα χέρια του από τη χαρά του και γελούσε και αυτός προκαταβολικά για τη μεταμόρφωση του Φοττη σε δεκαοχτάρη... Όταν κατευόδωσε και τον τελευταίο πελάτη, ο Φώτης έκλεισε γρήγορα γρήγορα, χωρίς να σκουπίσει και να πλύνει τα ποτήρια, όπως συνήθιζε άλλες φορές. Μια και δυο στο σπίτι. Ούτε έφαγε, δεν είχε εξάλλου όρεξη από την υπερένταση. Τώρα προείχε ποιο τρόπο θα ’βρισκε να δώσει με τρόπο το ένα χαπάκι στην Πηνελόπη, την κυρά του, για να εφαρμοστεί σωστά η δοσολογία... Παίδευε το μυαλό του, λύση όμως καμιά δεν του έβγαινε. Είδε και αποείδε, πήρε μόνος του το ένα. Πέρασε κανένα ημίωρο, τίποτα, κανένα σημάδι διέγερσης. Εντωμεταξύ η φαντασία του, ο πόθος του αχαλίνωτος κάλπαζε, σκεφτόταν τα νεανικά του χρό νια και όλη αυτή η έντονη ψυχική διέγερση μεταδινόταν και στο πρόσωπό του, που το πρόσεξε ακόμη και η κοντόφωτη Πηνελόπη. «Πώς είσαι κόκκινος», του λέει, «και με κοιτάς παράξενα»... «Σε λίγο θα δεις», είπε αυτός γεμάτος νόημα... Αυτή, όπως έφτιαχνε τη φωτιά στο τζάκι, χτύπαγε με τη μασιά μια πάξα από λίτικο κουτούκι, για να βγάλει κάρβουνα για το μαγκάλι, δεν ξεδιάλυνε τι της είπε, ήταν, βλέπεις, και λίγο περήφανη στ’ αυτιά. «Τι είπες», του λέει. «Τίποτα», απάντησε αυτός. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο αυτός ανυπομονούσε. Από το μυαλό του πέρασε η ιδέα μήπως, επειδή ήταν μεγαλόσωμος, η δόση ήταν μικρή και γΓ αυτό δεν ερχόταν το θαύμα... Χωρίς μεγάλη σκέψη παίρνει το κουμάρι και χώρις κανένα δισταγμό κατάπιε και το δεύτερο, σκούπισε τα νερά με την ανάποδη του χεριού του από τα χείλη του, έβαλε το κουμάρι στη θέση του και αφέθηκε να περιμένει. Κοιτάζοντας τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς που αναπηδούσε χαδιάρικα, κάθε σπίθα και όνειρο για στιγμές ανείπωτης ερωτικής ικα νοποίησης της πολυπόθητης ώρας που θα ερχόταν, η θαλπωρή του έφερε ύπνο, έκλεισε τα μάτια για λίγο. Πόσο; Ούτε και αυτός κατάλαβε, αφού δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει αν κοιμόταν ή αν σκεπτόταν μόνο... Από τη σκέψη ή από τον ύπνο τον έβγαλε η φωνή της γυναίκας του. «Δε θα κοιμηθείς σήμερα εσύ; Τι περιμέ νεις;» «Ναι, ναι», της είπε αυτός, ξαφνιασμένα. Μόλις συνήλθε και πήγε να σηκωθεί, ξανακάθισε κάτω. Ένιωσε ένα σφάχτη στα σωθικά του και τα έντερά του άρχισαν να γουργουλάνε σε ρυθμό τζαζ, σαν από ορχή
στρα πνευστών. Η ελπίδα για τη μεταμόρφωση στην ακμή των δεκαοχτώ χρόνων έμεινε όνειρο άπιαστο, χίμαιρα... Οι σφάχτες, όλο και πιο συχνοί ο ένας μετά τον άλλο. Τα φώτα σβήσανε, γιατί τότε δεν είχαμε σε εικοσιτετράωρη βάση φωτισμό. Το δωμάτιο έμεινε στο λιγοστό φως του λαδοκάντηλου και της παιχνιδιάρικης φλόγας του τζακιού που έκαιγε ακόμα. Περιττό να σας πω πώς πέρασε τη νύχτα του αυτή, αυτός που τόλμησε ν ’ ανατρέψει το νόμο της φύσης, να νικήσει το χρόνο, το μεγαλύτερο φθοροποιό εχθρό του ανθρώπου... Δεν τα έβαλε με τον Κωστή, γιατί στο κάτω κάτω αυτός του είπε την αλήθεια, άλλο αν αυτός δεν τον πίστεψε. Παρά το πάθημά του, ακόμη δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Τον βασάνιζε, βλέπεις, η σκέψη μήπως... Πιο πολύ τα λεγάμενα και το χαρούμενο φέρσιμο του Δημητρού. Αναπάντητο ερωτηματικό, πραγματικό αίνιγμα που του διατηρούσε, έστω και αμυδρά, λιγοστές ελπίδες, ίσως κάτι δεν πήγε καλά, σωστά... Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, μούσι ήταν και τίποτα άλλο... Με την αύριο το καφενείο του Φώτη άνοιξε τις απο γευματινές ώρες. Όταν ρωτήθηκε γιατί καθυστέρησε, απάντησε: «Πήγα κοπριά με το γάιδαρο στα Πόταμα, στο περιβόλι». Το αίνιγμα όμως του Δημητρού τον απασχολούσε, θα ’θελε πολύ να το λύσει. Θα του μίλαγε με την πρώτη ευκαιρία. Ταλαιπωρημένος, όπως ήταν, δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί. Περίμενε καρτερικά να περάσει η ατέλειωτη αυτή ώρα, να ’ρθει η στιγμή του κλεισίματος. Ο Δημητρός που κατάλαβε το τι είχε συμ βεί, αφού και αυτός ήταν παθών, κοντοστεκότανε, περί μενε να δει την αντίδρασή του, θα του ’λεγε τίποτα ή θα ’παιζε τον παπά. Όταν έμειναν μόνοι, σε μια στιγμή ο Φώτης τον φώναξε. «Κάθισε κάτω. Να σε κεράσω ένα ρακί». «Όχι, ευχαριστώ». Χωρίς καμιά διάθεση για καβγά, με φωνή γεμάτη παράπονο και απογοήτευση, τον ρώτησε: «Θέλω να μου πεις όλη την αλήθεια. Με το χαπάκι ενεργοποιήθηκες;» «Ναι», του λέει ο Δημητρός μ ’ ένα πικρό γεμάτο απογοήτευση χαμόγελο... «Ενεργήθηκε εννιά φορές και τρεις φορές λέρωσα τα βρακιά μου, τα ίδια και η Βλοτίνα... Εσύ πώς τα πήγες;» «Μην τα μιλάς. Τα έντερά μου πήγα να βγάλω, βλέπεις στη Πηνελόπη δεν έδωσα, τα πήρα και τα δυο εγώ, ευτυχώς, γιατί αλλιώς πού θα πήγαινα από το στόμα της... Καλά να πάθω, γιατί μου το είπε ο άνθρω πος, αλλά εγώ πού να τον πιστέψω... Βλέπεις, σώνει και καλά ήθελα να γίνω δεκαοχτώ χρονών παλικάρι. Κούνια που μας κούναγε και τους δυο... Πήρα και σας στο λαιμό μου... Φαντάζομαι πόσα θα μου σέρνει η Βλοτίνα»... «Έννοια σου, όλη αυτή τη φάρσα σ’ εσένα αυτή τη σκάρωσε, εγώ ήμουνα ο εκτελεστής». «Μηδέ θεατρίνος να ’σουνα, ρε Δημητρό! Να το πω να σε συμπεριλάβουν στο θίασο του Αναγνωστηρίου», είπε ο Φώτης... Γέλασαν και οι δυο πικρόχολα. «Καταραμένα γηρατειά», είπαν, «πανάθεμά σας»... Αγιάσος, 23.6.1998
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΜΠΟΥΛ’ΜΠΟΥΛ’ΚΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ Η επιστολή του Αάκη ο 1955 π ε ρ ίπ ο υ , αν δεν κ ά ν ω λ ά θ ο ς, ο μακαρίτης σήμερα Κώστας Βουλβούλης, ο α μ ί μητος χωρατατζής της Αγιάσου, δεν ξέρω πώς, βρήκε ένα πολύ μικρό γαϊδουρά κι και το π ερ ι μάζεψε. Στο Σταθμό των αυτοκινήτων, στη θέση της κάτω πεζούλας, εκεί που είναι τα σημερινά σ κ α λ ο π ά τ ια π ο υ ο δ η γ ο ύ ν σ το ν Κ ήπ ο της Π αναγίας, λίγο δεξιά, υπήρχε μια εγκοπή, την οποία ο Κώστας χρησιμοποιούσε ως γκαράζ για το α υ τ ο κ ίν η τ ό το υ κ α ι ω ς σ τά β λ ο γ ια το «έκθετο». Το γαϊδουράκι το ονόμασε Λάκη και ήταν η μασκότ της Κ αρυάς. Π ολλές φορές ο Κ ώστας του φ ώ ναζε α π ό το σ π ίτι του, που βρίσκεται στα Σκαλούδια, κι αυτό τέντωνε τα αυτιά του, γ ια τ ί γ ν ώ ρ ιζ ε τη φω νή του. Μ εγάλω νε σιγά σιγά ο Λάκης και τα παιδιά που σύχναζαν εκεί τον θεω ρούσαν σαν π α ιχν ιδ ά κ ι τους. Κ άποτε όμω ς ο Λάκης μεγάλωσε και άρχισε να βλέπει πω ς η ζωή δεν είναι μόνο το φαϊ, αλλά πω ς έχει κ α ι άλλες α π ο λ α ύ σ εις. Ξ ενιτεύτηκε λ ο ιπ ό ν , ό π ω ς μας π ερ ιγ ρ ά φ ε ι ο « μ π α μ π ά ς» του, και μετοίκησε στην αγροτική περιοχή που λέγεται «Κουτσίνη Ρ ά χ’»... Παρακάτω δημοσιεύουμε πιστά, με την ορθο-
Η «σύζυγος» του Αάκη... Στο πίσω μέρος της φωτο γρ αφ ία ς, την οποία παραχώ ρησε η Μ ιλιά Κώστα Βουλβούλη, υπάρχει η εξής αφιέρωση: Στον Σεβαστόν Μου Πενθερόν
ή νύφη σου
Λέλα Γαϊδαροποΰλου γραφια της εποχής, την επιστολή που «έστειλε» στον «πατέρα» του ο «φοιτητής» Λάκης. Α ντί γραφο της επιστολής αυτής είχε δώσει παλαιότε ρα ο Κ ώ στας Β ουλβούλης στο Δ ημήτριο Ιω-
Ο Κώστας Βουλβούλης με τον αγαπητό του «γιο» Αάκη... (Τη φωτογραφία παραχώρη σε η Μιλιά Κώστα Βουλβούλη)
άννου Πετεινό, τον οποίο και ευχαριστούμε για την παραχώρηση.
ΣΙΜΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ
Α α σ τικ ή ς Σ χο λής μέ κακοπήρε και θέλει νά μέ άποβάλη 12 ημέρες. Ε π ίσ η ς και από το Μ ουλΚ λ ά μ π , π ο υ β ρ ίσ κ ε τα ι σ τό Κ φ ό δ ε ν τρ ο υ . Γ ι ’ αυτό, σέ π α ρα κα λώ , π ά ρ ε μ ιά σ υ σ τα τικ ή ε π ι στολή από τόν Τσάλη, π ο υ έχει τά μέσα μέ τούς καθηγητάς μου.
Ε ν Κοσκίννη Ράχη τή 6 Α πριλίου 1955 Σεβαστέ μου Πατέρα,
Σέ φιλώ Μ έ σεβασμο ύ γιός σας ΑΛΚΗΣ
τώρα που ήρθε ή "Ανοιξη, εδώ ό πο υβρίσκουμαι δι ’ Π ρωτοετής Φοιτητής Α αστικής άνωτέρας σπουδάς, σέ βάζω στό νοϋ μο υ και μέ Σ χολής παίρνει το παράπονο. Ή πίκρα του χωρισμού ανε Υ.Γ. Σ οϋ στέλνω τήν φω τογραφία της βαίνει στό λαρύγγι μου καπαραπονεμέ αρραβω νιαστικιάς μου. Π ιστεύω νά χαρής, μ π α να. Α ν ήξερες τή γλώσσα τών γαϊδάρων, θά κατα μπά, τώρα π ο υ θά γίνης πεθερός. Σ άν γίνης και λάβαινες ότι τραγουδώ τον χωρισμό μας έτσι: παππούς, τότε νά δής χαρές...Ε, μπαμπά! Π ατέρα μου, π ο ύ μ ’ άφησες ΓΑΪΔΟΥΡΙ έρμαιο στά βουνά, στις γαϊδουροΰλες, δπουβρώ , Τομυτερό σαν το σκουφί, να παίζω τον ζουρνά! Μ ι δ ’,απ’ τήν άτριχη κορφή Ε υ τυ χ ώ ς π ο υ γν ώ ρ ισ α μ ιά κ α θ ώ ς π ρ έ π ε ι «πλαρίδα», καλής οικογένειας, και κάνω παρέα σ τά άγκα θούρ- π ά ρ τυ κ α ι μ π α χ ά ρ -πά ρτυ. Οι σχέσεις μα ς προχώ ρησαν πέρα από τά όρια τής ξηροσφ υρικής και κ α τέληξα ν είς τήν λα σ τικ ή ν έξάσκησιν. "Ο πως ήρθαν τά π ρά γμα τα , π ρ έπ ει να δώσω λόγο, διότι έχει αδελφά αίμοβόρο. αυτό ζητώ τήν άδεια και τήν ευχή σου. Ό γάμος θα γίνη τό ν Μ άιο, π ο ύ είνα ι ό μ ή να ς γιά τούς ρω μαντικούς. Είμαι σφοδρώ ς ερω τευμένος και δ έ ν γ ίν ο υ μ α ι φ ρ ό ν ιμ ο ς . Ό ε π ιμ ε λ η τ ή ς τή ς
πέτα κάτω και φέρε απ’ το χλωρό τ ’ αχούρι τοδ ιχρονίτικο γαϊδούρι το βαρβάτο. Πού λάμπ’ ή πέτσα του γυαλί και κανείς δέν τοκ αβαλλεΐ και τή νιότη τήν άπερνάει στά πισινά του ολόρθο, κ ’ε ίναι τ ’ άχαμνά του όλο άξιότη...
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Στις μέρες μας ο κυρ Μέντιος έμεινε στα αζήτητα, αφού τα τροχοφόρα τον έκαναν αχρείαστο... Κάποτε, κατά λάθος, κατηφορίζει κανένας και στην Αγορά και κλαίει τη μοίρα του... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου. Αγιάσος, 8.8.1996)
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ Το Π ανόραμα Κ ορινθίας και η Μονή Α γίου Γεωργίου Φενεού
Η φετινή εκδρομή μας στις 17 Μαΐου 1998 είχε προορισμό το Πανόραμα. Έ να μικρό χωριό της ορ εινή ς Κ ο ρ ινθ ία ς, στα σύνορα με το νομό Αρκαδίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, στους πρόποδες του βουνού Ζήρια. Έχει 200 κατοί κους περίπου, ηλικιωμένους ως επί το πλείστον. Π α λ ιά το χω ρ ιό ο νο μ α ζό τα ν Φ ο νιά ς, από παραφθορά της λέξης Φενεός, που αφορά όμως ολόκληρη την περιοχή και την άλλοτε ομώνυμη λίμνη. Είναι φτωχό χωριό και οι κάτοικοί του ζουν αποκλειστικά από τη γεωργία και από την κτηνο τροφία. Είναι όμως πανέμορφο, όνομα και πράγ μα, πνιγμένο στο πράσινο, περιστοιχισμένο από τα γύρω βουνά, Ζήρια, Ντουρντουβάνα, Α ροάνια, που είναι γεμάτα από έλατα. Η φυσική ομορφιά του τοπίου κρίθηκε εφάμιλλη των σκανδιναβικών, όπως γράφει ο μητροπολίτης Κορινθίας Παντελεήμων στον πρόλογο του πονήματος της καταγό μενης από το Π ανόραμα συγγραφέω ς Ν τίνα ς Β λάχου « Κ ο ρ ιν θ ια κ ή Ε λ β ετία - Μ ονή Α γ ίο υ Γεωργίου Φενεού», το οποίο και χρησιμοποιήσαμε. Στην περιοχή δεσπόζει το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, χτισμένο σ’ ένα επιβλητικό τοπίο, πνιγ μένο μέσα στα έλατα και α γ ν α ν τεύ ο ν τα ς τον κάμπο. Μοναστήρι παμπάλαιο, όπου λειτούργησε και σώζεται μέχρι σήμερα το πιο τέλειο «κρυφό σχολειό». Η διαδρομή είναι μέσω της εθνικής οδού με κατεύθυνση προς το Κιάτο, κάθετα προς την παρα λία του και δυτικά, διασχίζοντας τη μακρόστενη όμορφη πεδιάδα της Στυμφαλίας, με τη γνωστή από το μύθο λίμνη της, και αρχίζοντας την ανάβα ση προς τη Ζήρια. Περνώντας μέσα από ρείκια, κουμαριές και έλατα, στο ψηλότερο σημείο της δια δρομής, είναι το διάσελο της Καστανιάς, το χωριό του πολιτικού Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, όπου λίγο πιο ψηλά έχει χτιστεί και το ξενοδοχείο «Ξενία». Εδώ η Ζήρια χαμηλώνει αρκετά, κάνει ένα λαιμ ό και α φ ήνει ένα πέρασμα από τη Σ τυμ φ α λ ία στο Φενεό. Β ρισκόμαστε σε 1.100 μέτρα υψόμετρο και είμαστε πλαισιωμένοι από πανύψηλα έλατα και πάνω μας αστράφτει ο κατα γάλανος ουρανός. Δυο από τα ψηλότερα βουνά της Π ελοπ ον νήσου, η Ζήρια και τα Αροάνια, στάθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο και οι ατέλειωτες οροσειρές τους έδωσαν τα χέρ ια το υ ς σ ’ ένα μαγευτικό
χο ρ ευ τικ ό κύκλο γιγά ν τω ν . Το ο ρ ο π έδιο του Φενεού κυκλώνεται από βουνά καταπράσινα, με πανύψηλα πεύκα και έλατα, από δάση πυκνά, που το ένα είναι ωραιότερο από το άλλο, από χαράδρες άγριες, που υψώνονται σαν προστατευτικά πανύ ψηλα τείχη στην πεδιάδα, η οποία απλώνεται στα πόδια του. Πατούμε τη Ζήρια, ένα από τα ψηλότερα βουνά της Πελοποννήσου. Εδώ, λέει η μυθολογία, γεννή θηκε ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών. Εδώ πάλι έπαιζε τη σύριγγα ο τρα γοπόδη ς θεός Π άνας, βόσκοντας τα πρόβατα. Εδώ φύτρωνε το «μώλυ», το μυθικό φυτό με τις μαγικές ιδιότητες, που ο Ερμής το έδωσε στον Οδυσσέα, για να τον προφυλάξει από τα μάγια της Κίρκης. Α πέναντι μας είναι οι οροσειρές των Αροα νίων, του γνωστού Χελμού, που με τα πυκνά βαθύ σκια δάση του και τις γρανιτένιες γυμνές κορφές του, που τις κατοικούν μόνο νεράιδες, αετοί και χιόνια, έθρεψε τον έρωτα της Γκόλφως και του Τάσου, τον θέριεψε και τον τράνωσε μέχρι το θάνατο. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, γράφει ο Ησίοδος, έχει το παλάτι της εδώ, στηριγμένο πάνω σε ασημένιες κολόνες. Για το νερό της, το αθάνατο νερό, μιλάει ο Αιλιανός. Το φανέρωσε, λέει, στους Φενεάτες η θεά Δήμητρα, για να τους εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, που τη φιλοξένησαν, όταν έψα χνε να βρει την κόρη της, την Περσεφόνη. Ήταν δε τόσο δυνατό, που τρύπαγε όλα τα δοχεία, λίθινα και πήλινα, ακόμη και τα σιδερένια, και μονάχα κέρατο από σκυθικό γάιδαρο μπορούσε να το κρα τήσει. Σε τέτοιο κέρατο ο Μέγας Αλέξανδρος πήρε αθάνατο νερό και το πήγε στους Δελφούς. Εδώ είχε βουτήξει και τον Αχιλλέα, κρατώντας τον από τη φτέρνα, η μητέρα του η Θ έτιδα και τον είχε κάνει αθάνατο. Ο θρύλος του αθάνατου νερού δια τηρείται μέχρι σήμερα. Βγαίνει, λέει, από το πέτρι νο τοίχωμα μιας φοβερής χαράδρας, χιλίων και άνω μέτρω ν, κα ι χά ν ετα ι στο κενό, χω ρ ίς να πέφτει πουθενά, γιατί από το μεγάλο ύψος διαλύε ται σε σταγόνες και γίνεται σύννεφο. Όποιος μπο ρέσει να πιάσει και να πιει α π ’ αυτό, γίνεται αθά νατος, όπως οι θεοί... Η μοίρα αυτού του τόπου από τα πανάρχαια χρ ό ν ια μέχρι τώ ρα δεν είν α ι π ά ντο τε η ίδια. Εξαρτιόταν τελείως από τη λίμνη, που τη σχηματί ζουν στο χαμηλότερο σημείο της πεδιάδας όλα τα νερά της λεκάνης. Ε ίν α ι κλεισ τό ο ρ ο π έδιο ο Φενεός. Οι πιο πολλοί ιστορικοί και περιηγητές
μιλάνε για τη λίμνη και για τους υπόγειους δρό μους της, που άλλοτε ήταν ανοιχτοί και διοχέτευαν τα νερά στο Λάδωνα ποταμό, κι άλλοτε, ποιος ξέρει από ποιες αιτίες, οι υπόγειοι δρόμοι των νερών της λίμνης έκλειναν και τότε τα νερά κατάκλυζαν ολόκληρη την πεδιάδα α π ’ άκρη σ ’ άκρη και σε μεγάλο ύψος. Τα στόμια τω ν υπόγειω ν αυτών δρόμων (καταβόθρες τα λένε οι ντόπιοι), προστατευμένα με τοίχο χτισμένο γύρω τους, φαί νονται από μακριά στη ρίζα του βουνού Σαϊτάς. Από εδώ κατέβηκε η θεά Δήμητρα στον Άδη, ανα ζητώντας την κόρη της την Περσεφόνη. Τώρα η λίμνη δεν υπάρχει. Ο Φενεός έχει εννιά χωριά, που όλα είναι σκαρ φαλωμένα στις ποδιές των βουνών κι ένα γύρω από την πεδιάδα, κι αυτά είναι: Η Μοσιά, το Μεσσηνό, η Γκούρα, το Στενό, ο Ταρσός, η Συβίστα, τα Καλύβια (η αρχαία Φενεός), το Πανόραμα και το Μάτι με κεφαλοχώρι τη Γκούρα... Το σημερινό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, επιβλητικό κι εντυπωσιακό οικ ο δό μ η μ α , σύμ φ ω να με την επ ιγρα φ ή που υπάρχει στο εξωτερικό του ναού, πίσω από την κύρια θύρα, χτίστηκε το 1693, αλλά ανακαινίστη κε εκ θεμελίων, λόγω πυρκαγιάς, το 1754. Υπήρξε εξαρχής σταυροπηγιακό, δηλαδή αδούλωτο κι ελεύθερο, υπαγόμενο κ α τευθεία ν στο Ο ικ ο υ μενικό Π ατριαρχείο, στο οποίο, ως γνώ ρισμα υπ ο τα γή ς, έστελνε κάθε χρόνο μια οκά κερί! Ολόκληρος ο ναός είναι εικονογραφημένος με το ιχ ο γ ρ α φ ίε ς σ π ά ν ια ς τέχνης του ζω γρά φ ου Παναγιώτη από τα Ιωάννινα, ο οποίος έχει επηρε αστεί από την κρητική τεχνοτροπία, έχει όμως βάλει και την π ρ ο σ ω π ικ ή του σ φ ρ α γίδα . Αξιόλογο είναι επίσης και το τέμπλο του ναού, το οποίο είναι στολισμένο με σκαλιστές εικόνες και με παραστάσεις ολόκληρες, εμπνευσμένες από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη... Στη δυτική πλευρά του ναού, πίσω από το νάρ θηκα, στην οροφή, υπάρχει καταπακτή, από την οποία με ξύλινη σκάλα σήμερα ανεβαίνει κανείς στο «κρυφό σχολειό». Τίποτε αν δεν είχε το μονα στήρι του Αγίου Γεωργίου να μας προσφέρει και είχε μόνο το κρυφό σχολειό του, το οποίο σώζεται σε άριστη κατάσταση, όχι μόνο θα άξιζε, αλλά θα ήταν και χρέος μας να το επισκεφτούμε. Τούτος ο χώρος είναι αγιασμένος από το φόβο και τη λαχτά ρα των σκλαβωμένων προγόνων μας για ελευθε ρία. Και είναι ακόμη ένα αδιάψευστο σημάδι της μεγάλης προσφοράς της εκκλησίας μας προς τον ιερό αγώνα του έθνους. Εξωτερικά το μοναστήρι έχει ωραιότατες βερά ντες με τζαμαρία, από τις οποίες ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει, όλες τις εποχές, ένα αξέχα
στο θέαμα, ολόκληρο το οροπέδιο του Φενεού, τις απέναντι σκουροπράσινες πλαγιές των Αροανίων και τη γυμνή πέτρινη κορυφή της Ντουρντουβάνας να σχίζει σαν βέλος τον ουρανό. Εδώ, σε τούτες τις ξύλινες βεράντες, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι μετέωρος. Στο ζεστό πάλι σαλόνι του ξενώνα, οι σεβαστοί και φιλόξενοι μοναχοί σκλαβώνουν τον επισκέπτη με το πατροπαράδοτο λουκούμι και το κρύο νερό ή με τον καφέ και το γλυκό του κουτα λιού, που προσφέρουν μαζί με το εγκάρδιο χαμό γελό τους και με τις πληροφορίες για την ιερά μονή και τον τόπο. Το μοναστήρι, λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, υπολογιζόταν ως μια μεγάλη οικονομική δύναμη σ ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο και ήταν σεβαστό όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους Τούρκους. Οι πατέρες τότε είχαν τη δύναμη και συντηρούσαν πολλές φτωχές οικογένειες, μόρφω ναν νέους και γενικά πρόσφεραν καταφύγιο σε όλους τους κατατρεγμένους από τον κατακτητή... Κατά την Επανάσταση οι πατέρες της μονής διέθεσαν όλα τα υπάρχοντά της για τον Αγώνα. Από τούτο το μοναστήρι είχε περάσει ο Π απα φλέσσας με άλλους αρχηγούς, λίγο πριν από την Επανάσταση, ζητώντας να ξεσηκωθούν οι ραγιά δες. Κι από αυτό το μοναστήρι π ά λ ι, όταν ο Ιμπραήμ είχε ρημάξει την Πελοπόννησο, ο Θεό δωρος Κολοκτρώνης προσπαθούσε να συγκεντρώ σει τα σ τρα τεύ μ α τα , για ν ’ α ν τισ τα θ εί στον Αιγύπτιο πασά. Το αναφέρει ο ίδιος στα Απομνη μονεύματά του. Στα χρόνια της Κατοχής το μοναστήρι υπήρ ξε δυστυχώ ς τόπος μαρτυρίου και οι μοναχοί σ φ α γιά σ τη κ α ν μ αζί με εκ α το ν τά δ ες ά λ λ ο υ ς ανθρώπους... Σήμερα το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, το μνημείο αυτό, με τη λαμπρή μακρόχρονη ιστορία του και με την προσφορά του την πνευματική και την υλική στην περιοχή και στην πατρίδα, είναι τυλιγμένο στη σιωπή. Χωρίς σχεδόν επαρκή περι ουσιακά στοιχεία, με ελάχιστους, εγκαταλειμμέ νους στη μοναξιά μοναχούς, το περισφίγγει σιγά σιγά η λησμοσύνη και ο θάνατος. Θα ήταν λυπηρό να βρούμε κάποτε την πόρτα του κλειστή και τα κλειδιά παρμένα. Ας αφυπνιστούν οι ντόπιοι, ας βοηθήσει και ο μητροπολίτης Παντελεήμων, καθώς και οι φίλοι -υπάρχει «Σύλλογος Φίλων Μ ονα στηριού Αγίου Γεωργίου Φενεού»- για να μπορέ σουν να μετατρέψουν το μοναστήρι σ’ ένα αληθινό πνευματικό κέντρο όλης της περιοχής, όπως είναι και ο προορισμός του άλλωστε.
ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΛΟΥΝΕΛΗ Συμβολαιογράφος Αθηνών
ΒΙΒΛΙΟ-ΚΡΙΤΙΚΗ παρουσιβζο «Π αλαιοκηπιανοί Παλμοί» Ιούνιος-Ιουλιος 1998 (1). Σχ. 42x30
: Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου κ ά π ο ιο α πόηχο της οδυνηρής π ρ ο σ φ υ γιά ς. Κεντρικοί άξονές τους ο έρωτας, η θάλασσα του Αιγαίου, η Λέσβος με τις περίσσιες ομορφιές της. Η γλώσσα καθαρή και χυμώδης, οι εικόνες δυνα τές, ο στίχος ελεύθερος, ο λόγος γοργός, βοηθούμενος και από τον «ολιγόστιγμο» τρόπο γραφής.
ΔΗΜ ΗΤΡΗ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ «Απόσταγμα ποίησης» [Αθήνα] 1996. Σχ. 23,5x17, σα. 48
Ο Δημήτρης Μυτιληναίος, φίλος του εμπολαίου Κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της δισέλιδης δακτυλογραφημένης-φωτοτυπημένης δίμηνης εφημε ρίδας του Πολιτιστικού Συλλόγου Παλαιοκήπου «Παλαιοκηπιανοί Παλμοί». Υπεύθυνος της ύλης και συντάκτης ο συγγραφέας Θεμιστοκλής Ε. Καρα βασίλης. Στόχος της έκδοσης η προβολή του χωριού, η αποθησαύριση ιστορικών και λαογραφικών στοι χείων, η ευαισθητοποίηση και η αποτελεσματική ενεργοποίηση σε θέματα πολιτισμού, η σύσφιγξη των σχέσεων των απανταχού Παλαιοκηπιανοί και η ενη μέρωσή τους. Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία και την ευγενι κή προσπάθεια, ευχόμενοι οι «Π αλαιοκηπιανοί Παλμοί» να αντέξουν στο χρόνο και να αποδώ σουν πλούσιους καρπούς στο χώρο της δημοσιο γραφίας και του πνεύματος...
ΑΡΗ Σ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ «Π λέουμε σ ’ άγνω στα νερά» Αθήνα 1998. Σχ. 20,5x14,σα. 50+2
Με το
ενδεικτικό φ ιλο λο γικό ψ ευδώ νυμο Άρης Μικρασιάτης ο Αριστείδης Καλάργαλης εξέ δωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Πλέουμε σ ’ άγνωστα νερά». Στη συλλογή αυτή, η οποία α π αρτίζετα ι από τρεις ενότητες (Φύλλα ψυχής - Ερωτικό ημερολόγιο - Θαλασσινή αγκά λη), ο ποιητής περιέλαβε ποιήματα, παλαιά και νέα, που καλύπτουν τα χρονικά πλαίσια της πρώ της, σχεδόν εικ ο σ ά χρ ο νη ς, δη μ ιουργικ ή ς του πορείας. Μ αρτυρούν πλούσια εσωτερικότητα, καθαρό στοχασμό, έντονη φυσιολατρική διάθεση και αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, παρά τον
αλλά και του λογίου Ερμή, αισθάνεται έντονα την ανάγκη της προσφυ γής στην τέχνη του λόγου, κάθε φορά που τον περι ζώνει η μοναξιά, η «πιστή αγαπημένη», όπω ς την ονοματίζει. Είναι γ ι’ αυ τόν σωτήριο καταφύγιο, «βαλβίδα ασφαλείας». Στην ποιητική του συλ λογή «Απόσταγμα ποίη σης», η οποία απαρτίζε ται από δυο μέρη (Της νιότης 1954-1967, Νέα περίο δος 1974-1994) και σηματοδοτείται από το κενό της πνευματικής απραξίας των χρόνων της απριλιανής δικτατορίας, καταθέτει τις νοσταλγικές του θύμη σες, καταγράφει τους προβληματισμούς του, σχετι κά με θέματα ύψιστης σημασίας, όπως η καταστρο φή του φυσικού περιβάλλοντος, το κατρακύλισμα των νέων, η μάστιγα των ναρκωτικών, η νοσηρή διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, η εκμετάλλευση ανθρώ που από άνθρω πο, η πολεμοκαπηλία, η πείνα, και δοξολογεί την αγάπη, τη φιλία και τον έρωτα. Αποδείχνεται ένθερμος θιασώτης των δημο κρατικών ιδεωδών, οραματιστής μιας ανθρωπινό τερης κοινωνίας, φιλονεϊστής και φυσιολάτρης. Έκδηλη η αγάπη του και για τη Λέσβο, που τη θεω ρεί δεύτερη πατρίδα, αφού σ’ αυτήν, και συγκεκρι μένα στην Αγιάσο, στο Πλωμάρι και στη Μυτιλήνη, πέρασε τα χρόνια της τρυφερής νιότης μαζί με την οικογένειά του. Ό πως είναι γνωστό, ο πρωτοπρε σβύτερος Εμμανουήλ Μυτιληναίος, ο πατέρας του, άφησε στο νησί ανεξίτηλα ίχνη της ευεργετικής παρουσίας του...
- Ό χ’, εν έκανα λάθους, τσι γω για λϊουφουρείου σας είπα! Τα λεωφορεία τα χαρακτήριζε με βάση το παρα τσούκλι του εισπράκτορα, τον οποίο είχε το καθένα, το Στρατή Αϊβαλιώτη, τον Προκόπη Κουτσκουδή και το Στρατή Κοντή.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΑΕΖΕΑΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΤΟΥΝ ΙΘΚΟ Μ’ ΤΟΥΝ ΕΚΟΥΨΑ...
ΓΟΙ ΠΙΤΝΟΙ Τ’ ΑΒΓΟΥ Π (/.ναγιώτ’ς Λ ινάρδους,
τ ’ Αβγό, πούλι μια μέρα μες σν Αγουρά δυο ιατνοί, που φαίν’νταν ίδγ’, ινώ σ’ πραγματικότητα εν ήνταν. Τι Άνθιμους του Γυρέλ’, γη Αμιρικάνα, μι τη γ ’ναίκαντ, τ ’ Μαριάνθ’, δείξαν ενδιαφέρουν τσ’ αρχίν’σι γη κουβέντα. - Ε Παναγιώτ’, πόσου στοιχίζιν γοι πιτνοί; - Γιόνας, Άνθιμι, κάν’ τρακόσις δραχμές τσι γι άλλους διακόσις. - Εμ γιατί, αφού ’νι ίδγ’, κουστίζ’ γιόνας πιο πουλύ α π ’ τουν άλλουν, ρώτ’σι γη Μαριάνθ’. - Γιόνας βατέβ’ δυο φουρές τ ’ μέρα, ινώ γι άλλους δέκα, γ ι’ αυτό υπάρχ’ τόσ’ διαφουρά. - Πε τα, κυρ Π α να γιώ τ’, στουν Άνθιμου, π ’ κάν’ του βαρβάτου! - Καλά, μαθέ, ε Παναγιώτ’, δέκα φουρές π ’δά τν ίδια τν όρθα, ρώτ’σι γι Άνθιμους. - Ό χ ’ δα, ιννουείτι, διαφουριτικές! - Ε, πε του σ’ Μαριάνθ’, α του γριτσήσ’! Αδΐοπα, 11.10.1997
Κ άποτε ο Ξενοφώντας ο Σουσαμλής, ο γνωστός σε όλους Ξινόφ’ς, προσπάθησε να κόψει το κάπνι σμα, γιατί έβλαφτε την υγεία του και το πορτοφόλι του. Ένας, για να τον πειράξει, του πρόσφερε τσι γάρο και ο Ξενοφώντας παρασύρθηκε και το πήρε. - Τίντα ’νι, ε Ξ ινόφ’, τουν ξουνουπιάσις του τσιγάρου; Καλά, πς είπις πς τουν έκουψις, μαθές! - Ιπειδή έκουψα τουν ιθκό μ’, ε πα να πει πους έκουψα τσι τουν ιθκό σ’! (Από αφήγηση της Ελένης Ξενοφώντα Σουσαμλή-Ραδίκου, Αγιάσος, 20.8.1998)
ΕΡΜΟΑΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΗΝΤΑΝ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟΥ... Κ άποτε η κυρα-Βλουτίνα, κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης λειτουργίας και ακριβώς στο σημείο της μετατροπής του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα, ακούγοντας από το στόμα του παπαΑλκιβιάδη το «λαβών άρτον εν ταις άγίαις αύτοϋ χερσίν, εύχαριστήσας, εύλογήσας, άγιάσας, κλάσας...», όπως ήταν σκυμμένη σιγανοψιθύρισε: «τσι του πουρδέλ’ σ’, Χριστέλι μ’, αγιασμένου είνι!» Αθήνα, 12.5.1998
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΠΟΡΦΥΡΙΟΥ (ΤΣΙΡΟΣ)
ΦΑΣΟΥΛΑ, ΠΤΑΡ’, ΣΜΑΡΙΑΑ... Π ριν απί πουλλά χρόνια βρέστσι στν Αγιάσου ένας ξινουχουρίτ’ς. Άμανι ξιμπέρδιψι τς ιδλέσιντ, κατέβτσι στου σταθμό, για να πα σ τ’ Μ υτιλήν’. Ιπειδή εν ήξιρι τα δρουμουλόγια, ζήτ’σι πληρουφουρίις α π ’ του Βινιζέλου τουν Αναστασέλ’, του σχουριμένου σήμιρα. - Κύριε ελεγκτά, ποιο λεωφορείο θα φύγει; - Γη γη Φασούλα γη του Πτάρ’ γη γη Σμαρίδα. - Μα, κύριέ μου, εγώ δε σας ζήτησα φαγητό, για λεωφορείο σας ρώτησα. Φαίνεται πως με παρεξη γήσατε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΕΧΟΥ ΛΟΥΣΜΕΝΟΥ ΑΛΕΒ’... Ε να
π ειρ α χτή ρ ι, β λ έπ ο ντα ς τα κ τικ ά τον Ξενοφώντα Σουσαμλή, το Ξινόφ’, να κρατά μισό ψωμί κομμένο και να πηγαίνει στο σπίτι του, τον ρώτησε με απορία: - Ε Ξινόφ’, γιατί πα ίν’ς ιμσό ψουμί, φτάν’ σας; - Έ χο υ δουσμένου α λ έβ ’ στου ψ ουμά του Χ αλέλ’ τσι κάθα φουρά που πιρνώ παίρνου τσι κουμμάτ’, για να ’νι φρέσκου! (Από αφήγηση της Ελένης Ξενοφώντα Σουσαμλή-Ραδίκου. Αγιάσος, 20.8.1998)
ΕΡΜΟΛΛΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Χ οροεσπερίδες, θέατρο, παρουσίαση βιβλίων και Οϋ Π λούσ ιος σε πολιτιστική κίνηση ήταν και ο φ ετινός Α ύγουστος στην Α γιάσο, τη νύφη του λεσβιακού Ολύμπου. Η αυλαία άνοιξε την Κυριακή, 2 Αυγούστου, από το Α ναγνω σ τή ριο «η Α νάπτυξη», με τη Θεατρική Ομάδα Νέων, με τη λεσβιακή επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά «Λέσβος, όμορφο νησί». Ήταν μια ξεχωριστή παράσταση, που μας έκανε όλους υπερήφανους για το νησί μας. Την ίδ ια μέρα ο Γ υ μ να σ τικ ό ς Σ ύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος» έδωσε, με επιτυχία,την καθιε ρωμένη πια αυγουστιάτικη χοροεσπερίδα, στο κέντρο της Ευαγγελίας Δουλαδέλη. Το Σάββατο, 8 Αυγούστου, δόθηκε, με μεγάλη επι τυχία, από τα δυο αδελφά σωματεία, το «Φ ιλο πρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» της Αθήνας και το Σύλλογο Αγιασωτών Μυτιλήνης «η Αγία Σιών», χοροεσπερίδα στο Δημοτικό Πάρκο, το οποίο ήταν
κατάμεστο, και το γλέντι κράτησε καλά μέχρι τις πρωινές ώρες, κάτω από τους γλυκούς ήχους της αγιασώτικης κομπανίας του Χαρίλαου Ρόδανου. Την επομένη, Κυριακή 9 Αυγούστου, στη φιλό ξενη αίθουσα του κινηματοθέατρου του Αναγνω στηρίου, έγινε η παρουσίαση από το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» της Αθήνας, των πρόσφα των δραστηριοτήτων του, που είναι η ανατύπωση των βιβλίων του Στρατή Κολαξιζέλη «Θρύλος και ιστορία της Α γιάσον της νήσου Λέσβου» και του πονήματος του ίδιου και του Βασιλείου Π. Τρα γέλη «Η Αγιάσος και τα πέριξ», καθώς επίσης και το διπλό ΟΌ με τίτλο «Μουσική παράδοση της Λ έ σβου. Μελίσματα στην Αγιάσο, Β ' . Οι σκοποί της ψυχής μας». Όλες οι εκδόσεις του Συλλόγου μας έτυχαν θερμής υποδοχής τόσο από τους Α για σώτες, όσο και από τους απανταχού Λέσβιους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ
Στιγμιότυπο από την εκδήλωση του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» Αθήνας, στην αίθουσα του θεάτρου του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, στις 9.8.1998. (Φωτογραφία Δημητρίου Αμπουλού)
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ Μ ΑΡΙΑ Θ. ΑΗΜ ΕΑΗ (1915-1998)
Χ αράλαμπου Νουλέλη, χήρα Π αναγιώτη Κουτσαχειλέλη. Α γωνίστηκε σκληρά για την α να τροφή τω ν π α ιδ ιώ ν της, του Μ ιχάλη, της Β ι κτωρίας, του Στρατή και του Χαράλαμπου, και έδειξε σ ’ όλο το μάκρος της ζω ής της άδολη α γά π η γ ια το σ υ ν ά ν θ ρ ω π ο . Γ νώ ρισ ε χαρέ ς , α λ λ ά κα ι π ερ ίσ σ ιες λ ύπ ες. Η εξαφ άνιση του γιου της Στρατή σημάδεψε τη ζωή της εδώ και σαράντα περίπου χρόνια. Π ολυδάκρυτος στά θηκε και ο πρόωρος χαμός της πολυαγαπημένης θυγατέρας της π ρ ιν από ένα χρόνο. Ευτύχησε να σ φ ίξει στην α γκ α λιά της δυο εγγόνια , την Ευθυμία (Έφη) και τον Πάνο. Ευχόμαστε να είναι ελαφρό το χώμα της αττι κής γης που τη σκέπασε.
ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Σ τ ι ς 14.2.1998, σε ηλικία 83 ετών, άφησε τα εγκόσμια η Μαρία Νικολάου Βλαστάρη ή Βαγιάνα, σύζυγος του εικονιζόμενου προαποβιώ σ αντος Θεοδώρου Παναγιώτου Δημέλη, και κηδεύτηκε στο κοιμητήρι του Χ αλανδρίου. Ή τα ν αδελφή του σατιρογράφου Βασιλείου, του Δημητρίου, που έχουν κοιμηθεί πριν από χρόνια, καθώς και του επισκόπου Λάρισας και Τυρνάβου Πανάρετου. Στα δυο π α ιδ ιά της, τον Π αναγιώ τη και το Στρατή, καθώς και στους άλλους συγγενείς, εκφρά ζουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια.
ΕΥΑΕΓΕΑΟΣ Π. ΧΑΤΖΕΛΗΣ (1922-1998)
ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ ΚΟΥΤΣΑΧΕΙΑΕΑΗ (1912-1998) Α π ό τις 20.3.1998 ο Ευάγγελος Παναγιώτου Χατζέλης πήρε το δρόμο για το μεγάλο ανεπίστρο φο ταξίδι. Ή ταν άνθρωπος του σκληρού καθημε ρινού μόχθου, δουλευτής της γης και κτηνοτρόφος. Διέθετε καλοσύνη και αγάπη για το συνάν θρωπό του. Ή ταν καλός οικογενειάρχης και στορ γ ικ ό ς π α τέρ α ς. Α πόκτησε δυο π α ιδ ιά , τον Παναγιώτη, οδηγό αυτοκινήτου, και τον Κώστα, ελαιοχρωματ ιστή. Ευχόμαστε να είναι ελαφρό το χώμα της γενέ τειρας που τον σκέπασε. Στη σύζυγό του Δέσποινα και στα παιδιά του εκφράζουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια. Π λ ή ρ η ς ημερώ ν άφησε την τελευ τα ία της πνοή στην Αθήνα, στις 3.8.1998, η Μελπομένη
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
Ιη πιωηοπ ιιπι ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΗΜ. ΔΟΥΚΑΡΟΣ (1914 - 1997) ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Σ τ ις 13.10.1998 συμπληρώθηκε ένα έτος από τότε που έφυγε από κοντά μας ο Ευστράτιος Δημητρίου Δούκαρος. Όλοι όσοι τον γνώρισαν εξακολουθούν να τον κρατούν στη θύμησή τους. Ή ταν ωραίος άνθρωπος, ομιλητικός, πρόσχαρος, ευθύς, τίμιος στις συναλλαγές του. Αγαπούσε υπερβολικά την ιδι αίτερη του πατρίδα και επισκεπτόταν καθημερινά τη μαγευτική Καρύνη. Ή ταν ευαισθητοποιημένος σε ό,τι είχε σχέση με τα πολιτιστικά της Αγιάσου...
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΑΑΔΙΕΑΗΣ (1922-1996)
Σ τ ις 10.11.1998 συμπληρώνονται δυο χρόνια από τότε που πήρε το δρόμο της στερνής γαλήνης ο Ν ικόλαος Κωνσταντίνου Λαδιέλης, άξιο τέκνο πολυμελούς όμορφης φαμίλιας. Στη μνήμη μας παραμένει ζωντανή η εικόνα του, για τί υπήρξε άνθρωπος με φιλεργία, με εντιμότητα, με πακτωλό ευγενικών αισθημάτων.
ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Ο Θεοκλής Χατζηκομνηνός πρόσφερε 25 δολ. ΗΠ Α στη μνήμη του Ευστρατίου Παναγιώτη Χαλέλη. Η Βαρβάρα Παπουτσέλη πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του αγαπημένου της συζύγου Ευστρα τίου Παπουτσέλη. Ο Γιώργος και η Ελένη Π απάνη πρόσφεραν 5.000 δρχ. στη μνήμη του φίλου τους Ευστρατίου Δημητρίου Παπουτσέλη. Ο Μιχαήλ Πασχαλιάς πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη της συζύγου του Μυρσίνης, του κουνιάδου του Παναγιώτη Τσακού ή Χάλακα, του ξάδερφου του Στρατή Αναστασέλη και του αδερφού του Στρατή, τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερμανοί το 1944. Η Βασιλική Χατζηφώτη πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτη. Η Αγγελική Δαγιέλη πρόσφερε 15.500 δρχ. στη μνήμη του πατέρα της Βασιλείου Χατζηεμμανουήλ. Ο Π αναγιώτης Βουνάτσος πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Μιχαήλ. Η Πολυξένη Χαλέλη πρόσφερε 2.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτη Γεωργίου Χαλέλη. Ο Ιωάννης Άνεμος πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Σταύρου. Ο Δημήτριος Βουνάτσος, από την Αυστραλία, η σύζυγός του Μαρία και τα παιδιά του, Μυρσίνη, Ευστρατία, Εριφύλη και Αντωνία, πρόσφεραν 10.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα και παππού Μιχαήλ Παναγιώτη Βουνάτσου και εύχονται το χώμα της Περασιάς που τον σκεπάζει να είναι ελαφρό. Ο Αθανάσιος Χατζηαργυρίου πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη των γονέων του Νικολάου και Εριφύλης, καθώς και στη μνήμη του αδερφού του Βασιλείου. Η Άννα, χήρα Σάββα Περγάμαλη, πρόσφερε 30 δολ. Α υ σ τρ α λ ία ς στη μνήμη της Σ τα υ ρο ύλ α ς Γρηγορίου Σκλεπάρη. Ο Ιω ά ννη ς Π ιπ ερ ίτη ς π ρόσφ ερε 50 δολ. Αυστραλίας στη μνήμη του Παναγιώτη Ευστρατίου Καπάτου. Ο Παναγιώτης Προκοπίου Σουσαμλής πρόσφε ρε 5.000 δρχ. στη μνήμη του Ευστρατίου και της Έλλης Αλτιπαρμάκη. Η οικογένεια Ιωάννη Βασιλείου Πιπερίτη πρό σφερε 100 δολ. Αυστραλίας στη μνήμη της πολυαγαπημένης μητέρας Ανδρονίκης Πιπερίτη, η οποία απεβίωσε στην Αγιάσο στις 12.8.1998.
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Κυκλοφόρησαν πρόσφατα τα βιβλία που εξέδιοσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Αγιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. Δρχ. 1.500.2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσον της νήσον Λέσβου. Αθήνα 1997. Δρχ. 5.000. Τα βιβλία διατίθενται από το Σύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (1.700 και 5.400 δρχ. αντίστοιχα). Επίσης διατίθενται από τους κατά τόπους ανταποκριτές του περιοδικού «Αγιάσος», τα ονόματα και οι διευθύνσεις συν οποίων αναγράφο νται παρακάτω. Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημενοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (12.000 δρχ.). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β' τόμος (26-45, 1985-1988), Γ' τόμος (46-67, 1988-1991) και Δ ' τόμος (68-85. 1992-1994).
ΓΑΜΟΙ - Ευστράτιος Δημητρίου Κουντουρέλης Ειρήνη Φωτίου Τζανή - Ιωάννης Ευστρατίου Γριμανέλης Σταυρούλα Αντωνίου Βλάχου - Ευστράτιος Θεοφίλου Βύρας Ειρήνη Νικολάου Καπάτου
ΒΑΦΤΙΣΗ Στις 23.8.1998, στον ιερό ναό της Παναγίας Αγιάσου, ο Παναγιώτης Σταύρου Γεωργαντής και η σύζυγός του Σοφία Παναγιώτου Χούλαρη βάφτισαν το κοριτσάκι τους, στο οποίο δόθηκε το όνομα Δήμητρα. Στους ευτυχείς γονείς ευχόμαστε να τους ζήσει, ενώ στο νουνό Π αναγιώτη Α θανασίου Καλέλη ευχόμαστε να είναι πάντα άξιος.
ΣΟΦΙΑ ΠΑΝ. ΓΛΕΖΕΛΗ ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝ. ΓΛΕΖΕΛΗΣ
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τις 21.6.1998, στον ιερό ναό του Α γίου Θεράποντος Μυτιλήνης, τελέστηκε ο γάμος του Δημήτρη Ερμολάου Παπάζογλου και της Ειρήνης Γεωργίου Τσουπή. Τα στέφανα αντάλλαξε ο ιατρός Σπύρος Χατζησάββας. Ο Ν ίκος Ε υαγγέλου Λ ά μ π ρ ο ς κ α ι η Γιώτα Νικολάου Φαϊδά τέλεσαν στις 27.6.1998 το γάμο τους στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη. Ευχόμαστε ο βίος τους να είναι ανέφελος και πλήρης χαράς και ευτυχίας. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΛΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ - Μουτζούρη Γεωργία, χήρα Σπυρίδωνα
ΣΥΑΑΥΠΗΤΗΡΙΑ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Στη λεζάντα της δεύτερης στήλης της σελίδας 5 του τεύ χους 105 (1998) να γραφεί: Κλεάνθης Π ροκοπίου Ψ αρούδης (Βούτλου) αντί Κλεάνθης Ψαρός (Βούτλου). Στην πρώτη στήλη της σελίδας 16 του ιδίου τεύχους να γραφεί: το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Οκτώβρη 1950 αντί το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950.
Ο Γιώργος και η Ελένη Παπάνη εκφράζουν τα βαθύτατα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια του π ρ ό σ φ α τα χα μ ένου φ ίλου το υ ς Ε υσ τρ α τίου Δημητρίου Παπουτσέλη. Οικογένεια ΓΙΩΡΓΟΥ και ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΝΗ