Agiasos mag 119 2000

Page 1


Ο Κώστας Ευστρατίου Καμάτσος και η Γεωργία (Ζέτα) Σταύρου Καπασάκη, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας.

Θ Παναγιώτης Ηροδότου Βαμβουρέλης, όταν υπηρετούσε την πατρίδα...

Η συνεργάτιδά μας Ανδρονίκη Γρηγορίου Κουζέλη, σύζυγος Νικολάου Κορομηλά, στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία...

1ΕΙΐεΐΡΙΙΙΕΖ<ΰ>ΜΙΕΝΑ Σελ.

ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Δεσμώτες της μονοτονίας και του περιθωρίου........................................................ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Πατριδογνωστικά. Αγιάσος, αγάπη μου... ( Γ ') ................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Το αγιασώτικο «παρκέλ’» του δγάηογ...................................................................... ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΑΚΑΜΑΤΗ, Από την κεραμική παράδοση της Αγιάσου...................................................................... ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΑ, Η οικογένεια των Αγριτών στη δίνη των γεγονότων...................................................... ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΡΟΔΑΝΟΥ, Τότες που οργανώνονταν οι τεταρτοαυγουστιανές παράτες............................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Συμφωνητικό του 1887 για τη βρύση της Πατσαβούρας......................................... ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, Στραβά και ίσια. Σκέψεις για τη σημερινή Α γιάσο............................................................. ΓΙΑΝΝΗ Α. ΠΑΠΑΝΗ, Πενήντα χρόνια στο σχολείο. «νΐνοτο ροποοίοδειητοπΐβ»....................................................... ΜΕΝΕΑΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Του αθάνατου νιρό (ποίημα)........................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Του Στρατή Αναστασέλη.......................................................... ΕΑΠΙΔΑΣ ΜΟΛΥΒΙΑΤΟΥ, Στην Παναγιά Αγιάσου (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Σα διαβατάρικα πουλιά... (ποίημα). ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΣΚΛΕΠΑΡΗ, Μοναχοκόρη (ποίημα), Φιλοδοξίες σύγχρονης γεροντο­ κόρης (ποίημα). Όμηρου Παπάνη Μαριγώς, Τραγούδι.................................................................................................. ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΟΑΥΒΙΑΤΟΥ, Προσφυγοπούλες (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Εντολοδόχος (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΤΣΕΑΗ-ΚΑΜΙΝΕΑΗ, Το πειραχτήρι (ποίημα). ΜΕΝΕΑΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ Τ’ ασκέρια (ποίημα).... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Ν. ΞΑΦΕΛΗ, Αγχους μιγάλου έχουμι μ’ τ ’ λαδιού τ ’ κατιβατζούρα................................................... ΜΕΝΕΑΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Το Προσκύνημα της Παναγιάς Αγιάσου........................................................................ ΔΙΟΓΕΝΗ ΜΑΛΤΕΖΟΥ, Ψυχοσωτήρια μοναστικά νουθετήματα. Όπως σε αναπαύει, παιδί μου........................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βρανιάδης Παναγιώτη Γλεζέλης................................................................................ ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΖΑΝΤΖΗ, Μουσικές σκέψεις και πολιτιστικές διαπιστώσεις................................................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε...................................................................................................................................... Τα πθίτκα μας (Ερμόλαος Χατζηβασιλείου, Προκόπης Κουτσκουδής, Μιχάλης Χριστοφαρής, Χρίστος Γλεζέλης)...... Αυτοί που φεύγουν. (Μιχάλης Ιωάννου Πασχαλιάς, Γρηγόριος Φ. Ασπρομάτης........................................................

3 4 6 8 9 10 12 14 15 16 17

18 19 20 21 22 23 25 27 30 31

ΕΞΩΦΥΛΛΟ Μ έλη της π α ρ α δ ο σ ια κ ή ς κ ο μ π α ν ία ς του Αναγνωστηρίου Αγιάσου στο Αϊβαλί (4.6.2000). Δ ια κ ρ ίν ο ν τ α ι, από α ρ ισ τ ερ ά , ο Στρατής Γ ια τ α γ α ν έ λ η ς , ο Ν ικ ό λα ο ς Μ α ϊσ τρ έλ η ς, ο Χαρίλαος Ρόδανος και ο Στρατής Καζαντζής.

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος διακρίνε­ ται ο γραφικός λόφος Καστέλι, ο πρώτος βιγλάτο­ ρας της νυφούλας του Ολύμπου... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο δήμαρχος Αγιάσου Παναγιώτης Ψυρούκης ή Γραμμέλης)

Ι$$Ν 1106-3378


ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ Η ζωτικότητα και η συνακόλουθη δράση των ανθρώπων έχουν διακυμάνσεις, καθώς και ημερο­ μηνία λήξης. Άλλους τους μαραίνει η αρρώ στια, ά λ λ ο υ ς το υ ς γ ο ν α τ ίζ ε ι ο χ ρ ό ν ο ς, ά λ λ ο υ ς το υ ς στερφεύει η μοναξιά. Η ανημπόρια χτυπά όλες τις ηλικίες, μωρά, νιους, μεσόκοπους, μα προπαντός αυτούς που παίρνουν τον ολισθηρό κατήφορο και ολοκληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο... Συνάντησα και εφέτος στ’ όμορφο νησί μας και στη γενέτειρα Αγιάσο ανθρώπους του ανύπνωτου ενερ γο ύ β ίο υ , α λ λ ά κ α ι α π ο θ α ρ ρ η μ έ ν ο υ ς κ α ι πικραμένους οδοιπόρους. Οι πρώτοι κονταροχτυ­ πιούνται με το παρόν και αισιοδοξούν για το μέλ­ λον, αφού έχουν τη δυνατότητα να κινούνται, να «ζουν μέσα στα παπούτσια τους», καταπώς εύχεται ο λαός μας. Έ χουν και αυτοί τα προβλήματά τους, μα δεν το βάζουν κάτω. Σηκώνουν καρτερικά το σταυρό του μαρτυρίου και διατηρούν τις γέφυρες επαφής με τους γύρω . Οι δεύτεροι α ισ θά νο ντα ι συνήθως περιφρονημένοι, παραγκωνισμένοι, χρεο­ κοπημένοι, αφημένοι στο έλεος του Θεού. Τους παίρνει το παράπονο και κάποτε βουρκώνουν τα μάτια τους. Άλλοι γιατί δεν έχουν τον τρόπο τους, άλλοι γιατί είναι μακριά από τα παιδιά τους, άλλοι γ ια τί λη σμ ονιούνται από συγγενείς κ α ι φ ίλους,

άλλοι γιατί νιώθουν έντονα τον ανοίκειο στιγματισμό της διαφορετικότητάς τους, άλλοι γιατί κατατρύχονται από λογής λογής «αγελάσματα νούσων», ά λλοι γ ια τί ζο υν το δρά μα της τα πείνω σ η ς της περηφάνιας και της αξιοπρέπειάς τους, άλλοι γιατί εγκαταλείπονται σ ’ ένα άσυλο, όσο και αν αυτό είναι προτιμότερο από το φτωχόσπιτό τους... Η νυφούλα του Ολύμπου τους καλοκαιρινούς μήνες όχι μόνο φαντάζει, αλλά και είναι παραμυθέ­ νια μικρή πολιτεία. Το χειμώνα όμως, όπω ς συμ­ βαίνει με τα περισσότερα χωριά της υπαίθρου, ντύ­ νεται με την παγωνιά της εγκατάλειψης. Οι μόνιμοι κ ά τοικοι της, περιορισ μένοι αρκετά, έχουν στην πλειονότητά τους έκδηλα τα πειστήρια της προϊούσας επικίνδυνης γήρανσης. Ε ίναι φυσικό λοιπόν πολλοί από δαύτους να θεωρούν τον εαυτό τους δεσμώ τη της μ ο ν ο το ν ία ς κ α ι του π ε ρ ιθ ω ρ ίο υ . Επιβάλλεται επομένως οι απανταχού Αγιασώτες να βοηθήσουμε περισσότερο τον τόπο μας όχι μόνο υλικά, αλλά και ηθικά. Η ολοχρονίς στενή επαφή μ’ αυτόν και με τους ανθρώπους του θα είναι σωτήριο βάλσαμο. Η έγνοια και η φ ροντίδα είναι ζωοδότρες, ξεπικρίζουν πολλές δυσάρεστες καταστάσεις της ζωής και μερεύουν την ορφάνια της ψυχής...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Η Ελένη Γεωργίον Σπανέλη, η Ευτυχία Προδρόμου Λυμπερή και η Ευθαλία (Φτάλ’) Βασιλείου Σιμέλη (Σ’νάν’) καθαρίζουν το σιτάρι, προτού αλεστεί και γίνει κουρκούτι για τον αγιασώτικο «τραχανά»... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευτυχία Ευστρατίου Κουταλέλη)


Π Α ΤΡΪΛ Ο Γ Ν Ω Σ Τ ΙΚ Α Αγιάσος, αγάπη μου... Γ Α ίπ λ α στο καφενείο αυτό, όπου τώρα είναι το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα (Μπιλάς), ήταν ά λλοτε το π α ν τ ο π ω λ ε ίο του Α π ό σ το λο υ Β λαστάρη, π α τέρ α του Σ τρατή κ α ι του Ν ίκου Βλαστάρη. Ο κυρ Απόστολος είχε την εκτίμηση της κοινωνίας της Αγιάσου, γιατί ήταν άνθρωπος σοβα­ ρός και μετρημένος. Έπασχε όμως από σάκχαρο και αυτό ήταν ο μεγάλος καημός του. Θυμάμαι κάποτε που μου είχε πει: «Χαρίλαε, έχω μια ασθένεια, που με κάνει να κλέβω ακόμα και το δικό μου το ψωμί». Και πράγματι έτσι είναι. Λόγω της απαγόρευσης, επειδή το ψωμί έχει άμυλο που αυξάνει το σάκχαρο στο αίμα, οι πάσχοντες είτε το τσιμπολογούν κατά διαστήματα είτε το τρώνε κρυφά από τους οικείους τους. Είναι δηλαδή σα να κλέβουν το δικό τους το ψωμί. Κ άποια φορά επίσης που ο κυρ Απόστολος περνούσε έξω από το φούρνο του Π άνου Σάββα (Φ ίδ ’), για να π ά ει στο σ π ίτι του που ήταν εκεί κοντά, είχαν κρεμάσει έξω από το φούρνο σφαγμένο ένα παχύ χοιρίδιο. Ο γιος του Πάνου, η «Αντώνα», έδειξε το σφαχτό στον κυρ Απόστολο, λέγοντάς του: «Για δε ένα π ρ ά μ α , ε Π ο υ σ τ ό λ ’!» Κ α ι ο κυρ Απόστολος με πικρία του απάντησε: «Τα του ποίσου τώρα πλια, γιε μ’, έπριπι να του ’χα πριν απί χρόνια, που έν είχα τ ’ καταρσμέν’ τ ’ ζάχαρ’». Το μαγαζί αυτό στη ροή των χρόνων έγινε επίσης παντοπωλείο των αδελφών Βασιλείου Μακαρώνη, καφενείο του Ευστρατίου Κλήμου, πριν να μετακο-

Στον πλάτανο που ίοκιωνε άλλοτε την Αγορά της Αγιάσον και που σήμερα πια δεν υπάρχει. Διακρίνονται, από αρι­ στερά, ο μουσικός Δημήτριος Ιωάννη Αγρίτης ή Παγώνα, ο γραφικός τύπος και «ιγδιοποιός» του Ασωμάτου Προκόπιος (Κουπέλ’) Παναγιώτη Βαλαβάνης και ο εηίσης μουσικός Ευστράτιος Παναγιώτη Παπάνης. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρία Δημητρίου Αγρίτη)

μισεί στο απέναντι που ήδη αναφέραμε, και στέγη διαφόρων άλλων περιστασιακών καφεπωλών, όπως του Κ ουτλή (Μ ισ ά λα ς), κ α τα γό μ ενο υ από το ν Ασώματο, Γρηγορίου Ασπρομάτη (Καβουριάς) και

Μερική άποψη της Αγοράς της Αγιάσου. Στο βάθος διακρίνονται, από αριστερά, το καφενείο του Παναγιώτη Σταύρου Κουμλέλη και το κατάστημα του Γεωργίου Χαραλάμπου Χατζησάββα (Μπιλάς). (Φωτογραφία Στρατή Ζάνταλη)


Παναγιώτη Μαϊστρέλη (Αρνάδας). Για περισσότερο όμως χρονικό διάστημα λειτούργησε ως καφενείο του Βασιλείου Δελόγκου, που από αυτόν το παρέλα­ βε ο παντοπώλης Γεώργιος Χατζησάββας, που είναι και ιδιοκτησία του. Παραπλεύρως ήταν επί πολλά χρόνια το κρεο­ πω λείο του Παναγιώτη Σκορδά ή Κ αραμπέτσου, που το λειτουργούσε μαζί με τους γιους του, Στέλιο, Π λά τω να κ α ι Στρατή, ενώ στο γιο του Σ τα ύρο έδωσε το καφενείο της Καρύνης. Ο Π λάτων και ο Στρατής μας έφυγαν δυστυχώς πολύ νω ρίς και το κρεοπω λείο το λειτουργούσε μέχρι πρόσ φ α τα ο μεγάλος γιος, ο Στέλιος, που ήδη συνταξιοδοτήθηκε. Το μαγαζί αυτό τώ ρα άλλαξε χρήση και έγινε κατάστημα τουριστικών ειδών κτλ., το λειτουργεί δε ο Γιάννης Ορφανός, γιος του Παναγιώτη, ο οποίος και το συνένωσε με το διπλανό γωνιακό μαγαζί που το είχε από χρόνια. Το γωνιακό αυτό μαγαζί ήταν ά λλοτε π α ν τ ο π ω λ ε ίο , π ρ ώ τα του Κ λεάνθη Ορφανού, θείου του Παναγιώτη. Εδώ θυμάμαι που ο Κλεάνθης Ορφανός είχε για κάποιο χρονικό διάστη­ μα βοηθό του το Γιώργο Σπανέλη (Γιουργέλ’). Τον θυμάμαι με μια άσπρη π ο διά να κάθεται πολλές φορές έξω από το μαγαζί και να διαβάζει εφημερίδα, και απορούσα πώς ήξερε γράμματα! Αργότερα έγινε παντοπωλείο του Παναγιώτη Ιακώβου (Γιακμέλ’), που το συνέχισε ο γιο ς του Α ντώ νης, μακαρίτης σήμερα, ενώ ο Γιάννης έγινε σαπωνοποιός και μετα­ ναστέυσε π ρ ιν από χρόνια στην Α υστραλία, από όπου και επανήλθε οικονομικά δριμύτερος. Σ ιγά σιγά όμω ς ας μπούμε στην π λα τεία της Α γιάσου, στον «Κ άμπο», ό π ω ς λέμε την α γορά στην ντοπιολαλιά μας. Να, ο μεγαλοπρεπής πλάτανος! Μα που είναι, αλήθεια, τώρα; Έμεινε μόνο μια γλυκιά ανάμνηση για όσους τον προφτάσαμε. Ο γέρικος εκείνος πλά­

τανος, εκτός από; τον παχύ ίσκιο του, είχε την ιδιαι­ τερότητα και τη μοναδικότητα, να βγάζει από τα σπλάχνα του κρύο, παγωμένο νερό. Έ νας σωλήνας, που τον διαπερνούσε από το πίσω μέρος του, κατέ­ ληγε από μπροστά σε μια βρύση. Με το πέρασμα όμως των χρόνων ο πλάτανος έθρεψε μέσα του το σωλήνα και έτσι φαινόταν μόνο η βρύση. Το φαινό­ μενο αυτό προκαλούσε την περιέργεια και το ενδια­ φέρον των ξένων επισκεπτών, που έψαχναν να το εξηγήσουν, ενώ απολάμβαναν το δροσερό νερό του. Σφάλμα λοιπόν ανεπανόρθω το η εξαφάνισή του. Π ολλοί σ υγχω ριανοί μας αλλά και πολλοί ξένοι πολλές φορές εκφράζουν την πικρία τους γ ι’ αυτό. Θα μπορούσε ίσως να βρεθεί άλλος τρόπος για το απρόσκοπτο πέρασμα των φορτηγών κυρίως αυτο­ κινήτων. Ίσως στη ζημιά αυτή -για τί για ζημιά πρό­ κ ε ιτ α ι- να συνετέλεσε κατά μεγάλο μέρος και η «γαδούρα», δηλαδή το μεγάλο στρατιωτικό φορτηγό, που είχε δοθεί ως επανόρθωση,μετά τη λήξη του ελληνοΐταλικού πολέμου και της Γερμανικής κατο­ χής, στον αυτοκινητιστή Στέλιο Μ αστραντωνά, ο οποίος το είχε μετατρέψει σε λεωφορείο. Ο μακαρί­ της Μ α σ τρ α ν τω νά ς το είχε βέβαια ο νο μ ά σ ει «ΔΗΜ ΗΤΡΟΥΛΑ, π ρ ο ς τιμήν της συζύγου του, αλλά αυτό δε μείω νε φ υσικά τον όγκο του. Την εποχή εκείνη το λεωφορείο αυτό εκτελούσε κάθε Κ υρ ια κ ή π ρ ω ί το δ ρ ο μ ο λ ό γ ιο Μ υτιλή νη ςΣανατορίου και εκεί στον πλάτανο άρχιζαν οι ατέ­ λειωτες μανούβρες. Αλλά και τα φορτηγά αυτοκίνη­ τα είχαν μεγάλο πρόβλημα, γιατί τα πάσης φύσεως εμπορεύματα τα ξεφόρτωναν μες στον «Κάμπο» και τα διένειμαν στα διάφορα μαγαζιά. Αυτά σαν ελαφρυντικά για τους μακαρίτες πια συγχωριανούς μας που πήραν μια τόσο σκληρή απόφαση.(Συνεχίζεται)

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ Θαμώνες του καφενείου του Γιάννη Γριμανέλη. Διακρίνονται, από αρι­ στερά: Γεώργιος Παν. Καραγιάννης (ΓΙδκακού), Αλέκος Δημ. Πουδαράς, Ιωάννης Κων. Ααδιέλης, Γεώργιος Μιχ. Καλουτζής (Λιγέλης), Πανα­ γιώτης Γεωργ. Καραγιάννης, Βασί­ λειος Ιωάν. Κολομόνδος (πίσω), Αεωνίδας Μιχ. Καλουτζής (Λιγέλης), παιδί (;), Φώτιος Γρηγ. Ασπρομάτης, Δημήτριος Σταύρου Κουταλέλης, Μιχαήλ Αριστοφάνη Κάναρος (όρθιος), Ευστράτιος Δημ. Μαγγούρας (;), δάσκαλος από το Μεσαγρό, Μιχαήλ Ευστρ. Κάναρος (;), Δημή­ τριος Ευστρ. Κάναρος, Ραφαήλ Ξενοφ. Σουσαμλής. (Από τη συλλογή του Γιάννη Χατζηβασιλείου)


ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ «ΠΑΡΚΕΛ’» ΤΟΥ δΥϋΝΕΥ Μ ε την Ότο\νη δΐτοοΐ στο διπτγ Ηύΐδ συνορεύει ένα δεντρόφυτο πλάτωμα με χαμηλό τοιχογύρισμα, που το διακόπτουν ολάνοιχτες μπασιές. Πριν από σαράντα τόσα χρόνια, τότες που οι Έλληνες καρα­ βιές καραβιές έφευγαν από τον τόπο τους, σαν από­ κληροι, με μια βαλίτσα στο χέρι και με λίγα λεφτου­ δάκια στην τσέπη, το «κατέλαβαν» μετανάστες από το χω ρ ιό της Μ εγαλόχαρης κ α ι τ ’ ονομ άτισ α ν, κατά τη συνήθεια τους, «παρκέλ’». Ή ταν το σημείο αναφοράς για όλους τους Αγιασώτες που πρωτακούμπησαν τη ζήση του μισεμού στο δγάηογ, στην πολυάνθρωπη πολιτεία της Αυστραλίας. Τα δέντρα του, τα μικρά και τα μεγάλα, ολοχρονίς βρίσκονται σε ανταγω νισμ ό με το αψήλωμα των γύρω κτιρίων. Στις φυλλωσιές τους καταφεύ­ γουν τα εξοικειωμένα από καιρό με τους ανθρώ ­ π ο υ ς λ ιγ ο σ τά π ετο ύ μ εν α τω ν π ό λ εω ν , γ ια να δώσουν το ρεσιτάλ τους, για να ζευγαρώσουν, για να χτίσουν τη φω λιά τους. Τη συναυλία συμπλη­ ρώνουν τις μέρες του καλοκαιριού τα τζιτζίκια με το μονότονο τερέτισμά τους. Τα τροχοφόρα και οι α νθρώ ποι δια σ χίζουν ασταμάτητα τους γύρωθε ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τα πλακόστρω­ τα πεζοδρόμια. Με το χρονοκύλισμα έγιναν πολ­ λές αλλαγές σ ’ ολόκληρη την περιοχή, καθώς και στο «πα ρ κέλ’», που φόρεσε θέλοντας και μη τα γιορτινά του. Πολιτισμένοι γειτόνοι του η Βιβλιο­ θήκη του διπτγ ΗΐΠδ και λίγο παρέκει μια παλιά Γυναικολογική Κλινική, στην οποία είδαν το φως της ζωής και πολλά αγιασωτόπουλα. Ε δώ κ ο ν τ ά βρ ήκ α ν στέγη ο ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ι Αγιασώτες μετανάστες. Αυτή η συνοικία ήταν το καταφύγιό τους και συνάμα το ορμητήριό τους.

Το «παρκέλ’» του Χγάηβγ το χαίρονταν άλλοτες και τα παι­ διά. Διακρίνονται τα αγιασωτόπουλα Μιχαήλ Ευστρατίου Σουσαμλής (Βάσος), Κωνσταντίνος Ευστρατίου Χατζηχρυσάφης (επάνω) και Μιχαήλ Ευστρατίου Χατζηχρυσάφης (στο καρότσι).

Κάτι τους θύμιζε από τις γειτονιές, από τα καλντε­ ρίμια, από τα σ π ίτια της μικρής τους π α τρ ίδα ς, που την εγκατέλειψαν εκόντες άκοντες, αναζητώ­ ντας ανθρωπινότερη ζωή στην αγκαλιά καλόβου­ λης μητριάς. Εδώ οργάνωσαν και τον πρώτο τους χορ ό, τό τες που υπή ρχε το σω ματείο « Έ νω σ ις Ελλήνων Αγιασωτών Λέσβου» του δγάηογ, με πρό­ εδρο το μακαρίτη σήμερα Σάββα Περγάμαλη. Το «παρκέλ’» λειτούργησε κάμποσα χρόνια ως λεσβιακό υπαίθριο εντευκτήριο. Εδώ έδιναν ραντε­ βού κυρίω ς οι Α γιασώ τες μετανάστες, αλλά και άλλοι Μ υτιληνιοί. Με το μούχρωμα, όταν το επέ­ τρεπε ο καιρός, ξεφύτρωναν από παντού και αντά­ μω ναν σ ’ ετούτο το στέκι. Ά λλοι κάθονταν στα παγκάκια, άλλοι πήγαιναν πέρα δώθε σαν τις κλώ-

Αναμνηστική φωτογραφία στο αγιασώτικο «παρκέλ’» του Χγάηογ (18.11.1998). Διακρίνονται, από αριστερά, η Μαρίτσα Σίμου Σκλεπάρη, ο Στρατής Χατζηχρυσάφης, αντιπρόσωπος του περιοδικού «Αγιάσος», η Αριάδνη Γ ιάννη Χατζηβασιλείου, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου και ο Σίμος Σκλεπάρης, γραμματέας της «Μυτιληναϊκής Αδελφότητας 8χάηβγ». Ακριβώς πίσω δια­ κρίνεται η Βιβλιοθήκη του $ιΐΓΓγ ΗΠΙδ, στην Ο οινη

$1ΐ*66ί. (Φωτογραφία της Ασημίνας Στρατή Χατζηχρυσάφη)


στρες τω ν σακοποιείω ν και άλλοι παρέες παρέες δημιουργούσαν πηγαδάκια και συζητούσαν, κάπο­ τε ζωηρά και με έντονες μεσογειακές χειρονομίες, που έκαναν τους περαστικούς να κοντοστέκονται και να χαζεύουν. Τ ις Κ υριακάδες και τις άλλες σκόλες γινόταν από το πρω ί ίσαμε αργά το βράδυ χαλασμός. Άντρες, γυναίκες και πα ιδιά έβρισκαν την ευκαιρία να κατακλύσουν το χώρο για ξεκού­ ραση, για κουβεντολόι, για παιχνίδι. Σωστό μελίσ­ σι τα μωρά, που λευτερωμένα από την έγνοια των μαθημάτων ρίχνονταν στις κούνιες, στις τραμπά­ λες και στις τσουλήθρες. Σ το « π α ρ κ έ λ ’» ο λ ο χ ρ ο ν ίς ο ι ξ ε ν ιτ ε μ έ ν ο ι Αγιασώτες καταλάγιαζαν μέσα τους το ανύπνωτο θεριό της νοσταλγίας. Εδώ αισθάνονταν δυνατοί, ασφαλείς, λυτρωμένοι από το φόβο του άγνωστου. Τ σ ίτω να ν τ ’ α φ τιά τους, να μάθουν τα νέα του τό π ο υ το υ ς , τα ε υ χ ά ρ ισ τα κ α ι τα δυ σ ά ρ εσ τα . Π ολλοί ήταν αυτοί που φεύγοντας είχαν αφήσει πίσω τους γερόντους γονείς, ανύπαντρες αδερφά­ δες, συζύγους, παιδιά. Συζητούσαν για τις δουλειές τους, για τα σχέδιά τους, για τα προβλήματά τους, για τα παθήματά τους. Εκμυστηρεύονταν τους καη­ μούς, τις λαχτάρες, τις ανησυχίες, τους φόβους των. Καλλιεργούσαν κοινωνικές σχέσεις και αβγάτιζαν τις νέες γνωριμίες τους. Δρομολογούσαν της καρδιάς τις πεθυμιές και έβρισκαν τα ταίρια τους, καταπώ ς γινότα ν άλλοτε στα νυφ οπάζαρα, στην Καρυά, στο Καμπούδι, στη Φαμάκα. Μιλούσαν το ιδίωμά τους, που το κρατούσαν ως ιερή παρακατα­ θήκη μέσα στο χ ω ν ευ τή ρ ι της π ο λ υ γ λ ω σ σ ία ς. Έ φερναν στη μνήμη τους τις μεγαλογιορτάδες, τα π α νη γυ ρ ά κ ια , τα ξεφ α ν τώ μ α τα , τ ις τρέλες της Αποκριάς, τις πατινάδες, τους χορούς, τις αμάλαγες φυσικές ομορφιές, τα κρουσταλλένια νερά, τα ζουμερά και γλυκά σαν κάντιο φρούτα.

Τα τελευταία χρόνια το «παρκέλ’» ορφάνεψε από τους Α γιασ ώ τες, γ ια τί π ο λ λ ο ί α πό α υτούς μετοίκησαν σ’ άλλες συνοικίες, αλάργεψαν από το διιιτγ ΗίΠδ. Τα δέντρα έπαψαν πια να βλέπουν τα δρώμενα των αλλοτινών φίλων τους και τα πετει­ νό του ουρανού να στήνουν αφτί για αιγαιοπελαγί­ τικα μηνύματα. Το κατακαλόκαιρο ο πυρωμένος ήλιος φιλτράρει τις αχτίδες του για άλλους στρα­ το κ ό π ο υ ς της ζω ή ς κ α ι η χλομ ή α φ έ ν τρ α της νύχτας αποζημιώνει άλλους ρομαντικούς παρωρί­ τες με το αναλυτό ασήμι της. Αραιά και πού σήμε­ ρα να δια σ χίσ ει κ ά π ο ιο ς Α γιασώ της ετούτο το πάρκο ή να καθίσει σε κ ά π ο ιο π α γκ ά κι του. Τα παιδιά και τα παλικαρόπουλα του χτες αντρώθηκ α ν π ια κ α ι π ή ρ α ν το δ ικ ό το υ ς δρ ό μ ο . Π ρ ο ­ σπερνούν το «παρκέλ’» βιαστικά και αδιάφορα, γιατί δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για επιστροφή στις ρίζες, για νοσταλγικά αναθυμήματα. Οι γερόντοι όμως, με τ ’ άσπρα μαλλιά και τις βαθιές ρυτίδες, κάθε φορά που σέρνουν τ ’ αργά βήματά τους σ ’ αυτό το μέρος, κοντοστέκονται, κοιτά ζουν ερευνητικά ένα γύρω , αναζητούν τον αλλοτινό τους εαυτό και κάποτε αφήνουν δάκρυα σ υγκ ίνη σ ης να κυλή σ ουν α π ό τα βουρ κω μ ένα μάτια τους. Το «παρκέλ’» είναι χαραγμένο ζωηρά στη θύμησή τους, είναι ένα κομμάτι από την ξέμα­ κρη ζωή τους, από την ιστορία του τόπου τους. Μ πορεί σ τις μέρες μας να βρήκαν άλλα πάρκα, όμως η παλιά αγάπη δε λησμονιέται. Οι Αγιασώτες δεν άφησαν σ ’ αυτό μόνο τις πατημασ ιές τους, αλλά και το παράπονο και την πίκρα της αβάστα­ χτης ξενιτιάς, που είχαν κατασταλάξει μέσα τους. Αθήνα, 5.7.2000

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Μια από τις εισόδους που διαθέτει το αγιασώτικο «παρκέλ’». Διακρίνονται στο βάθος, από αριστερά, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, ο Σίμος Σκλεπάρης, γραμμα­ τέας της «Μυτιληναϊκής Αδελφότητας Χγάηοχ», η Μαρίτσα Σίμου Σκλεπάρη, η Αριάδνη Γ ιάννη Χατζηβασιλείου και ο Στρα­ τής Χατζηχρυσάφης, αντι­ πρόσωπος του περιοδικού «Αγιάσος». (Φωτογραφία της Ασημίνας Στρατή Χατζηχρυσάφη)


ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ Ένας μαθητευόμενος στο εργαστήρι του Αξιομάκαρου θυμάται... Τ ο 1954 εργάστηκα ως μαθητευόμενος στο εργαστήρι αγγειοπλαστικής του συχωρεμένου σήμερα Θεοφάνη Αξιομάκαρου. Συνέταιρός του ήταν ο γαμπρός του Στρατής Μιχαήλ Αξιομάκαρος (Μπρουσκέλ’), που ήταν πρώτος ξάδερφός μου. Στο εργαστήρι δούλευαν και οι δυο κόρες, από τις τρεις που είχε ο Θεοφάνης. Δούλευε η Μαριάνθη, σύζυγος του Στρατή Αξιομάκαρου, και η Ελένη, χήρα σήμερα Βασιλείου Νικολάου Χατζηαργυρίου ή Χάνου. Επίσης δούλευε και ο γιος του Παναγιώτης, που σκοτώθηκε πριν από πολλά χρό­ νια σε τροχαίο, στην Αθήνα, πάνω στον ανθό της νιότης του. Και ένα ακόμη π α ιδί δούλευε, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο γιος του Στρατή Σουσαμλή (Γκντουρίδ’). 'Ολσι αυτοί οι άνθρωποι, ζωντανοί και πεθαμένοι, είναι καθημερινά στη μνήμη μου. Περάσαμε μαζί ευχάριστες στιγμές, άλλοτε με γέλια και άλλοτε με αστεία. Προσπαθούσαμε να φτιάξουμε τη δουλειά μας όσο το δυνατόν πιο τέλεια, έχοντας ως δάσκαλο και καθοδηγητή της τέχνης το Θεοφάνη και ως αρχιεπιστάτη το γαμπρό του Στρατή. Άψογες σε συμπερι­ φορά και γνώστριες της αγγειοπλαστικής τέχνης ήταν και οι κόρες. Ή ξεραν να ζωγραφίζουν με χάρη τα ανθοδοχεία και τα λογής λογής μικρά διακοσμητικά αντικείμενα, τα μπιμπελό, που φτιάχναμε. Ήμασταν πάντα χαρούμενοι, έστω και αν η αμοιβή μας ήταν ψίχουλα, λόγω των τότε συνθηκών. Η αγγειοπλαστική, καθώς όλοι γνωρίζουμε, είναι υψηλή τέχνη. Δ ια κ ρ ίθη κ α ν σ ’ αυτήν κ υρ ίω ς οι Κουρτζήδες και οι Χατζηγιάννηδες, που το όνομά τους θα μείνει στην ιστορία. Εγώ δούλεψα, με διαλείμματα όμως, τέσσερα χρό­ νια και έμαθα την τέχνη, όχι τέλεια βέβαια. Εκεί που

Ο πρόωρα χαμένος αγγειοπλάστης της Αγιάσου Παναγιώτης Θεοφάνη Αξιομάκαρος έστειλε από την Αγιάσο τη φωτογραφία του στο φίλο του Γεώργιο Δημητρίου Ακαμάτη, στις 27.11.1958. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γεώργιος Δημητρίου Ακαμάτης)

συναντούσα δυσκολίες ήταν ο αγγειοπλαστικός τρο­ χός. Και τούτο, γιατί ήμουνα νευρικός. Στα υπόλοι­ πα νομίζω πως ήμουν καλός. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλη η δουλειά αυτά τα χρόνια γινόταν στα χέρια και όχι με μηχανήματα, όπως σήμερα...

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ

Ο Γεώργιος Δημητρίου Ακαμάτης εργά­ στηκε σκληρά όχι μόνο ως αγγειοπλά­ στης... Στη φωτογραφία δουλεύει με κέφι τον κασμά, έξω από το Μπουτζαλιώτικο σχολείο, όπου ο Βασίλειος Παναγιώτη Χαδεμένος (αριστερά) και ο Χρίστος Παναγιώτη Γλεζέλης ή Πουπούσας κάνουν «πατωμένη» (1958;). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Γλεζέλης ή Πουπούσας)


ΑΝΑΔΡΟΜ Η ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ Χ ΡΟ Ν ΙΑ ΤΟΥ Μ ΙΣ Ο Υ Σ Η οικογένεια των Αγριτών στη δίνη των γεγονότων Π ρ ό κ ε ιτ α ι για την οικογένεια, η ο π οία πλή ­ ρωσε την υπόθεση του Δ ημοκρα τικού Σ τρατού στη Λέσβο με το μεγαλύτερο φόρο α ίμ α το ς, με τρ ία θύματα. Δ εν έφ τα νε όμ ω ς το ξεκλήρισ μα. Η ο ικ ο γέ­ νεια γνώ ρισε αληθινό Γολγοθά α πό δ ιώ ξεις και εξορίες. Α κόμα εκτοπίσ τηκαν κ α ι ο ι γο νείς, οι ο ποίοι ήταν σε προχωρημένη π ια ηλικία, ο πα τέ­ ρας στη Μ ακρόνησο και η μάνα στο Τρίκερι και αλλού, έως κ α ι το 1950. Έ π ρ ε π ε, βλέπετε, κ α ι α υ το ί να π λ η ρ ώ σ ο υ ν για τους δημοκρατικούς τους αγώ νες και για τη συμμετοχή τους στη μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση τα Χ ριστούγεννα του 1944, τότε που οι Εγγλέζοι τα μάζεψαν κ α ι έφυγαν. Σ ύμ φ ω να με τα σ τοιχεία π ο υ υ π ά ρ χο υ ν στο Δ ημοτολόγιο του Δήμου Α γιάσου, ο πατέρας της ο ικ ο γ έ ν ε ια ς , ο Ν ικ ό λ α ο ς Α γ ρ ίτη ς, το υ Δ ημη ­ τ ρ ίο υ κ α ι τη ς Α μ ε ρ ισ ο ύ δ α ς , γ εν ν ή θ η κ ε στην Α γ ιά σ ο το 1880 κ α ι π έ θ α ν ε σ τ ις 6.6.1962. Η γυναίκα του Σ οφ ία Αγρίτη, το γένος Π ροκοπίου Β ούκατου, γεννήθηκε στην Α γιάσ ο το 1875 και πέθανε σ τις 21.11.1963. Τα π α ιδ ιά π ο υ α πόχτη ­ σ α ν, έφ τα α γ ό ρ ια κ α ι δυ ο κ ο ρ ίτ σ ια , ή τα ν τα π α ρ α κ ά τ ω : Ιω ά ν ν η ς (1902-1908), Δ η μ ή τρ ιο ς (1907-19.12.1990), Α ν τώ ν ιο ς (1908-2.10.1950), Ιω ά ν ν η ς (1 9 1 2 -3 .1 0 .1 9 8 6 ), Β α σ ίλ ε ιο ς (19131948), Π α ν α γ ιώ τ α (1916), Ε υ σ τρ ά τιο ς (19191919), Μ α ρ ία (1 9 2 0 ) κ α ι Γ ε ώ ρ γ ιο ς (1 9 2 3 11.1.1947). Π ρώ τος σκοτώθηκε ο Γεώργιος, ο πιο νέος από όλους κ α ι ένας α πό τους νεότερους μαχητές του Δ η μ ο κ ρ α τικ ο ύ Σ τ ρ α τ ο ύ Λ έσβου, σε η λ ικ ία 24 ετώ ν, σε ενέδρα α π ο σ π ά σ μ α το ς στο Π ερ ίτονο. Μ αζί του σκοτώθηκαν οι παρακάτω: Στέλιος Σαλαβάτης (Αγιάσος), Ε υσ τράτιος Κ αρέτος (Α γιά­ σος), Μ ιχάλης Τσουλέλης (Αγια Παρασκευή) και Φρυγαδιώτης Καβαρνός (Μ πορός Πλωμαριού). Το επόμενο έτος σκοτώθηκε στο Αμπελικό, σε η λ ικ ία 35 ετώ ν, ο Β α σ ίλ ειο ς. Σ τ ις 2 Ο κτώ βρη 1950, στη Θέση Καλά Π ριβόλια, μεταξύ Αγιάσου και Γέρας, σκοτώθηκε, όταν κυκλώθηκε η αντάρτι­ κη ομάδα, στο λημέρι της, ύστερα από προδοσία, ο Α ντώ νιος, ένας από τους πρώ τους αντάρτες της Λέσβου, αφού ήταν στο βουνό από το 1945. Μ αζί τ ο υ σ κ ο τ ώ θ η κ α ν ο Κ υ ρ ιά κ ο ς Π α σ χ α λ ιά ς , ο

Ο Νικόλαος Δημητρίου Αγρίτης «παρά θΐν’ άλός» Μακρονήσου...

Π α ν α γ ιώ τ η ς Κ α ρ ε τέ λ η ς, ο Λ ευ τέρ η ς Π α π α ­ θα να σ ίου κ α ι ο κ α π ετά ν ιο ς του Δ ημοκρατικού Στρατού Χ αράλαμπος Θεοδοσίου. Π ρ έπει να σημειώ σω ό τι στο βουνό βγήκαν, για λίγο χρόνικο διάστημα, και τα άλλα δυο αγό­ ρια της οικογένειας, ο Δ ημήτριος κ α ι ο Ιωάννης, ο ο π ο ίο ς μάλιστα και τραυματίστηκε. Σήμερα, α ν κ α ι έχει π ερ ά σ ει μ ισ ός α ιώ ν α ς, ταξιδεύοντας κανείς στην Ελλάδα μπορεί να δει νεκροταφεία «πεσόντων Γερμανών», Α υστραλών κ α ι Ά γγλω ν, Ε β ρ α ίω ν κ α ι Α ρμενίω ν, σ τρ α τιω ­ τώ ν του κυβερνητικού στρατού, πουθενά όμως δε θα δει νεκροταφεία «πεσόντω ν σ τρατιω τώ ν του Δ η μ ο κ ρ α τικ ο ύ Σ τ ρ α τ ο ύ » . Γ ια ε κ ε ίν ο υ ς τ ο υ ς αντάρτες που σκοτώθηκαν σε μάχες ή σε συμπλο­ κές από τον επίσημο στρατό μαζί με το παρακρά­ το ς δεν υ π ά ρ χ ει μνήμα. Γ ι’ α υτό είνα ι κ α ιρ ό ς, εάν δε μας τυ φ λ ώ ν ει κ α ν έν α ς φ α ν α τισ μ ό ς, να π ά ρ ο υ ν κ α ι α υ το ί οι νεκ ρ ο ί τη θέση π ο υ το υ ς αρμόζει στην ελληνική ιστορία. Αθήνα, 6.10.1999

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ


Ο ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΗΣ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Τότες που οργανώνονταν οι τεταρτοαυγουστιανές παράτες Ο τα ν πλησίαζε ο Α ύγουστος του 1938, μας κάλεσε στο π α λιό Αναγνωστήριο ο πρόεδρος της Κ ο ιν ό τη τα ς Α γ ιά σ ο υ φ α ρ μ α κ ο π ο ιό ς Γ ιά ννη ς Χ ατζηλεω νίδας κα ι μας πρότεινε να πάμε όλη η ο ρ χή σ τρ α μ α ς στην Α θήνα, να π α ίξ ο υ μ ε σ τον εορτασμό της 4ης Αυγούστου, μαζί με διαλεγμέ­ νο υ ς Α για σ ώ τες χο ρ ευ τές κ α ι τρ ία ά τομ α α π ό την Α γία Παρασκευή. Η αμοιβή μας, μας είπε, θα είνα ι 700 δρ α χμ ές ο κάθε μουσ ικός κ α ι όλα τα έξοδα πληρωμένα. Η μουσική μας τότες δεν ήταν συμπληρω μέ­ νη. Ο α δ ε ρ φ ό ς μ ου Σ τ α ύ ρ ο ς υ π η ρ ε τ ο ύ σ ε τη θητεία του κληρω τός στην Αθήνα, αλλά θα π α ίρ ­ ναμε εμείς τα ρούχα, τη βαλίτσα και το κλαρίνο του. Α πό εδώ ο κάθε μ ο υ σ ικ ό ς ή χο ρ ευτή ς θα είχ ε τη β α λ ίτ σ α με τα ρ ο ύ χ α τ ο υ , δ η λ α δ ή τη νησιώτικη βράκα. Αρχηγό σε όλο το συγκρότημα είχε διορίσει ο πρόεδρος τον Κ ώ στα Η λιογραμμένο ή Κ ο υ ν τά ρ α . Χ ο ρ ε υ τ έ ς ή τα ν ο Κ ώ σ τα ς

Β ο υ λ β ο ύ λ η ς, ο κ α θ η γη τή ς Σ τ ρ α τ ή ς Β α μ β ο υ ­ ρ έλ η ς, ο Α ν α σ τ ά σ η ς Γ ρ ιμ α ν έ λ η ς, ο Σ τ ρ α τ ή ς Τ σ ό κ α ρ ο ς, ο Μ ενέλα ο ς Κ α μ ά τσ ο ς κ α ι ά λ λ ο ι, που δεν τους θυμάμαι τώ ρα πια, καθώ ς κ α ι τρεις Α γιαπαρασκευώ τες. Ξ εκινήσαμε την 1η Α υγούσ του, το 1938, με ένα κ α ρ ά β ι π α λ ιό κ α ι κ ά να μ ε ά σ χη μ ο τ α ξ ίδ ι. Τ έλος φ τά σ α μ ε σ τον Π ειρ α ιά κ α ι στην Α θήνα κ α ι εκεί μας τα κ το π ο ίη σ α ν σ ’ ένα ξεν ο δ ο χείο . Ξ έχασα να π ω ό τι μεταξύ τω ν χ ο ρ ευ τώ ν ήτα ν και ο ηλικιω μένος Γρηγόριος Αγγελής ή Φ ουκιά, που έμενε στο ίδιο δω μάτιο με τον πατέρα μου. Α π ό το π ρ ώ τ ο π ρ ω ιν ό σ το ξ ε ν ο δ ο χ ε ίο ο α ρ χ η γ ό ς τ ο υ σ υ γ κ ρ ο τ ή μ α τ ο ς Κ ώ σ τα ς Η λ ιο ­ γραμμένος χτυπούσ ε τ ις π ό ρ τες τω ν δω μ α τίω ν κ α ι φ ώ να ζε: Ξ υ π νά τε ό λο ι! Π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε ν α επ ιβ ά λ ει σ τρ α τιω τικ ή π ε ιθ α ρ χ ία κ α ι γ ι ’ α υ τό ήταν παρεξηγημένος π ά ντα με τον πα τέρα μου. Α πό την πρώτη μέρα που φτάσαμε στην Αθήνα,

Όταν οι Έλληνες, «εκόντες άκοντες», έρχονταν στην Αθήνα από όλα τα διαμερίσματα της χώρας, για να λάβονν μέρος στις φιέστες της 4ης Αυγούστου... Στη φωτογραφία διακρίνονται εκπρόσωποι της Μυτιλήνης (1938)... Όρθιος, με κομπολόι στα χέρια, ο ανεπανάληπτος χωρατατζής της Αγιάσου Κώστας Βουλβούλης... Σαντουριέρης ο Βασίλειος Ρόδανος... (Φωτογραφία Δημ. Γιάγκογλου. Φωτορεπόρτερ. Σταδίου 40 (Στοά Πεσμαζόγλου). Αθήναι. Παραχωρήθηκε από τον Ευστράτιο Γρηγορίου Τσόκαρο)


με πήρε κ α ι πήγαμε σ ’ ένα α ρ μ όδιο υπουρ γείο. Ό τα ν κ α το ρ θ ώ σ α μ ε κ α ι μπήκαμε στο γρ α φ είο το υ υ π ο υ ρ γ ο ύ , είπ ε: Υ π ο υ ρ γ έ μ ο υ , τ υ γ χ ά ν ω αρχηγός της χορευτικής ομ ά δα ς της Μ υτιλήνης κα ι, επειδή α π ό την ορχήσ τρα α π ο υ σ ιά ζει ένας στρατιώ της π ο υ υπηρετεί στο Ρουφ , πα ρακα λώ να του δοθεί άδεια, για τί είναι απαραίτητος για τη γιορτή. Ο υ π ο υ ρ γό ς, α φ ού ρώτησε τ ’ όνομ α του αδερφού μου, υποσχέθηκε π ω ς σε λίγη ώ ρα θα είν α ι κ ο ντά μα ς, ό π ω ς κ α ι έγινε. Κ α ι ό τα ν β γ ή κ α μ ε έξω α π ό τ ο υ π ο υ ρ γ ε ίο , μ ου ε ίπ ε ο Κ ώ στας: Χ α ρίλα ε, π ες στον πα τέρ α σου π ο ιο ς είναι ο Κώστας! Α πό την πρώτη μέρα αρχίσαμε πρόβες σ ’ ένα μεγάλο γυμναστήριο. Δ εν ήμασταν μόνοι. Ή τα ν κ α ι άλλα χορ ευτικ ά συγκροτήματα α π ’ όλη την Ελλάδα, με τις μουσικές τους. Η μουσική η δίκιά μας μ π ορ ώ να π ω π ω ς ή τα ν η καλύτερη, γ ια τ ί ήμασταν έξι όργανα, δεμένοι. Ή μασταν οι πα ρα ­ κάτω : Ο π α τέρ α ς μου Ε υ σ τρ ά τιος Π α ναγιώ του Ρ ό δ α ν ο ς π ο υ έ π α ιζ ε τ ρ ο μ π έ τ α , ο θ ε ίο ς μ ου Ν ικ ό λ α ο ς Π α ν α γ ιώ τ ο υ Ρ ό δ α ν ο ς π ο υ έ π α ιζ ε εμφώνιο-μπάσο, εγώ που έπαιζα βιολί, ο αδερφός μου Σταύρος που έπαιζε κλαρίνο, ο άλλος αδερ­ φ ός μου Βασίλειος που έπαιζε σαντούρι, καθώ ς και ο Ευστράτιος Π αναγιώ του Π απάνης που τότε έπαιζε τρομπόνι. Ο ι άλλες όμω ς ομάδες υπερτε­ ρούσαν στους χορευτές, π ρ ο π α ντό ς όπου υπήρ­ χαν κορίτσια με τοπικές ενδυμασίες. Τέλος έφτασε η μέρα της γιορτής. Α πό το πρω ί μας συγκέντρωσαν όλες τις ομάδες, με προορισμό το μνημείο του Ά γνω σ του Σ τρ α τιώ τη . Ό λ ες ο ι ομάδες είχαν από ένα στεφάνι. Εμείς δεν είχαμε. Τ ό τες ο Κ ώ σ τα ς ν ε υ ρ ια σ μ έ ν ο ς έτρ εξε σ ’ ένα κοντινό ανθοπω λείο να πάρει στεφάνι και μέχρι να ε π ισ τ ρ έ ψ ε ι ή ρθε κ ο ν τ ά μ α ς ένα π α ιδ ί της Ε.Ο.Ν., π ο υ ήταν οργάνω ση τότες, και έδωσε τη σημαία σ ’ ένα παλικάρι από την Αγία Παρασκευή, π ο υ ήταν μαζί μας. Ο ταν ήρθε ο Κ ώ σ τας με το στεφάνι, του είπαν οι δικοί μας: Αντε, βρε Κώστα, ά ρ γ η σ ες κ α ι μ α ς π ή ρ α ν τη σ η μ α ία ! Τ ό τ ε ς ο Κ ώ στας πήγε σ ’ α υτόν π ο υ κρατούσε τη σημαία κ α ι του την πήρε βάναυσα. Β έβαια ω ς α ρ χη γός έπρεπε αυτός να κρατά τη σημαία. Τέλος, προχω ­ ρώ ντας όλες οι ομάδες μαζί, καθώ ς και οι μουσι­ κ έ ς , φ τ ά σ α μ ε σ το μ ν η μ είο το υ Ά γ ν ω σ το υ Στρατιώτη και καταθέσαμε τα στεφάνια. Το απόγευμα άρχισε η γιορτή. Δυο φ ιλα ρ μ ο­ νικές ενωμένες, περίπου εξήντα όργανα, π α ιά ν ι­ ζ α ν το μ α ρ ς τη ς 4 η ς Α υ γ ο ύ σ τ ο υ . Ε κ ε ί ή τα ν π ο λ ύ ς κ ό σ μ ο ς κ α ι ό λες ο ι χ ο ρ ευ τικ ές ο μ ά δες

ήταν έτοιμες να μπούνε στο Στάδιο, για να χορέ­ ψουν. Στο κέντρο του Σταδίου, στην άκρη, υπήρ­ χε μια εξέδρα και κάθονταν οι υπουργοί με επ ι­ κεφαλής τον Ιωάννη Μ εταξά, τον πρω θυπουργό δικτά τορ α . Μ έσα στο Σ τά διο, στο χώ μα, υπή ρ ­ χα ν κύκλοι με ασβέστη και όταν άρχιζε ο χορός, η πρώτη ομάδα έμπαινε στον πρώ το κύκλο με τη μουσική της κ α ι χορ εύοντα ς σε λίγο φώ ναζε το μ ε γ ά φ ω ν ο π ο υ υ π ή ρ χ ε εκ εί: Π ρ ο χ ω ρ ε ίτ ε . Α μέσω ς η πρώ τη ο μ ά δα μ ετα φ ερ ότα ν χο ρ εύ ο ­ ν τ α ς σ το ν ε π ό μ ε ν ο κ ύ κ λ ο κ α ι έ μ π α ιν ε ά λλη ομάδα στον πρώ το κύκλο κα ι ούτω καθεξής. Σε λίγη ώ ρα βούιζε το Σ τάδιο α πό τις μουσικές. Το θέαμα ήταν πρω τοφανές. Τέλος μπήκαμε κ α ι εμείς στο Σ τάδιο μ ’ αυτό το ν τρ ό π ο κ α ι ό τα ν φ τάσαμε σ τον κύκλο, π ο υ κ ά θ ο ν τα ν α π έν α ν τι στην εξέδρα οι επίσ ημοι, η ο μ ά δ α μ α ς σ χ η μ ά τ ισ ε κ ύ κ λ ο κ α ι σ το μ έσ ο ν χόρευε ένα γρήγορο χορό ο Κ ώστας Βουλβούλης, π ο υ μ ’ α υ τ ό ν π α ρ έ σ υ ρ ε τη ν π ρ ο σ ο χ ή το υ Μ εταξά, ο οποίος χειροκρότησε, χτυπώ ντας λίγο παλάμια. Κ αι όλα αυτό, για τί υστερούσαμε εμείς α π ό τους άλλους στο χορό. Ό τα ν τέλειω σαν οι χ ο ρ ο ί, η μ π ά ν τ α έ π α ιξ ε το μ α ρ ς τη ς 4η ς Αυγούστου και ο κόσμος σιγά σιγά αποχωρούσε. Το βράδυ πήγαμε όλες ο ι ο μ ά δες σε κ ά π ο ιο μ έ ρ ο ς , π ο υ τ ώ ρ α δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α θ υ μ ά μ α ι. Π ά ν τω ς έμ οια ζε με ένα α π έρ α ν το εξο χικ ό , με τρ α π έζ ια -κ α ρ έκ λ ες, μ ια α π έρ α ντη κ ο υ ζ ίν α με έτοιμα μαγειρεμένα φαγητά κα ι με π ά ρ α πολλά γ κ α ρ σ ό ν ια π ο υ σ ε ρ β ίρ ιζ α ν ό λ ο ν α υ τ ό ν τ ο ν κόσ μο. Π ά ν τ ω ς υ π ή ρ χ ε τά ξη κ α ι κά θε ο μ ά δ α καθόταν χω ριστά, όπου υπήρχε η τα μ π ίλ α με το όνομα του Νόμου. Τα ποτά , μπίρες, μαυροδάφ­ νη, ρ ετσ ίνα κτλ. κ α θ ώ ς κ α ι τα ω ρ α ία φ α γητά, ά ν ο ιξ α ν την όρεξη κ α ι δη μ ιούρ γη σ α ν κέφι. Τα μεσάνυχτα άρχισαν οι ομάδες να φεύγουν, όπω ς κα ι εμείς. Κ αταλήξαμε στο ξενοδοχείο μας. Με την αύριο κατεβήκαμε στον Π ειραιά και μπήκα­ με στο κ α ρ ά β ι γ ια τη Μ υτιλήνη. Ό τ α ν ήρθαμε στην Αγιάσο, ο Κ ώ στας Η λιογραμμένος αμέσως πήγε στον πρόεδρο και διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντας π ω ς δεν πειθαρχούσαμε!


ΑΕΣΒΙΑ Κ Α Α ΡΧ ΕΙΘ Α ΙΦ ΙΚ Α ΣΥ Μ Μ ΕΙΚ ΤΑ Σ υ μ φ ω νη τικ ό το υ 1 8 8 7 γ ια τη β ρ ύ σ η της Π α τσ α β ού ρ α ς Τ ο π α ρ α κ ά τω δημοσ ιευόμενο Σ υμ φ ω νη τικ ό, π ρ οερ χόμ ενο α πό το οικ ογενεια κ ό α ρ χείο του Π άνου Δ ημητρίου Π ράτσου, τέω ς προέδρου του Α ναγνω στηρίου «Π Α νάπτυξη» Α γιάσου, σ υντά ­ χτηκε στην Αγιάσο, στις 23 Ιουλίου 1887, στις δυο όψ εις φύλλου χαρτιού. Συμβαλλόμενες οι θυγα ­ τέ ρ ες το υ Χ α τ ζ η δ η μ η τ ρ ίο υ Χ α τ ζ η β α σ ιλ ε ίο υ , Ε λ ε ν ο ύ δ α , σ ύ ζ υ γ ο ς Χ ρ ισ τ ό φ α Κ . Ψ α ρ ο ύ δ η , Μ ελισσηνή, σύζυγος Γρηγορίου Νιγδέλη, Θεοκτίστη, σύζυγος Γεωργίου Ε υρ ιπίδου Κ αμαρού, κ α ι Α ννοΰδα, σύζυγος του ιστοριογράφου και λογοτέχνη Βασιλείου Βράνη (Βρανίδη). Συντάκτης του, ό π ω ς π ρ ο κ ύ π τει α πό το γρ α φ ικ ό χαρακτήρα, είνα ι ο γνω σ τός ευεργέτης της Α γιάσου Σ τέφ α νο ς Β ασιλείου Β ρανίδης (Β ρ α νιά δη ς), γ ιο ς του πρ οα να φ ερ όμ ενου. Το Σ υμ φ ω νη τικ ό υπογρά φ τηκε, άμεσα ή έμμεσα, α πό τις συμβαλλόμενες αδελφές, καθώ ς και α πό δυο μάρτυρες, το Χ ατζησπύρο Χ ατζηδημητρίου, π α τέρ α του γνω σ τού γυμ να σ ιά ρ χη του Γ υμνασ ίου της Μ υτιλήνης Δ ημητρίου Χ ατζησπύρου (1864-1935), και τον Αριστείδη Ιακώβου. Την πιστή, όσο είναι δυνατόν, μεταγραφή στο πολυτονικό σύστημα, με τήρηση όλω ν τω ν σφαλ­ μ ά τω ν, π ο υ εύ κ ο λα μ π ο ρ εί κ α ν ε ίς ν α τα επ ισ ή μ α ν ε!, έκ α νε ο σ υ νερ γά τη ς μ α ς Χ ρ ισ τ ό φ ο ρ ο ς Χ ατζηβασιλείου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Το Συμφωνητικό που συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 23.7.1887


Α ι υποφαινόμενοί θυγατέρες Χ α τζή Δημητρίου Χ α τ ζ ή Β α σ ιλ ε ίο υ , Έ λ ε ν ο ϋ δ α 1, Μ ελη σ σ ινή ζ, Θεοκτίστης και Ανοϋδα4 συνεφωνήσαμεν ώς εξής. Ή μέν Έ λενοϋδα το κληρονομικόν έκ του άποβιώσαντος έξαδέλφου μου Βασιλείου5 Ίεροδιακόνου μεταβάν μοι είς Αάκκον5 έλαιόκτημα το πλησιαζόμενον παρά τών αδελφών μου Μ ελησσινής και Θεοκτίστης; ολόκληρον τοϋτο δωρώ δι 9έπιδιόρθωσιν και επίβλε­ ψ ιν του νεροϋ του κατερχομένου είς τήν υπό τοϋ θείου μου Σ τεφ άνου7 Μ ονάχου ίδρυθείσαν βρύσιν έξωθεν τοϋ έσωθηρίου Π α τ σ α β ο ύ ρ α έννοουμένης τής διατηρήσεως τοϋ νεροϋ από τήν μάνναν μέχρι τής ρηθείσης βρύσεως και μέχρι έξωθεν τοϋ έσωθηρί­ ου Γρηγ. Νηγδέλλην έκ τοϋ εισοδήματος τοϋ προμνησθέντος έλαιοκτήματός μου, είς οϋδένα συγγενή μου ή και εν δ ια φ ε ρ ό μ ε ν ο ν δ ίδ ο υ σ α το δ ικα ίω μ α νά πώληση ή και άφαιρέση αυτό, ώς τελείως και άμετακλήτω ς τοϋτο δωρήσασα διά να χρησιμεύη διά τον προαναφερθέντα άγαθοεργόν σκοπόν μου™, εξ οΰ και άποξενωθεΐσα κατέστησα είς το έξής έπιμελητάς τούς επίσης περί τοϋ νεροϋ ενδιαφερομένους γαμ­ βρούς μου Γρ. Νηγδέλλην Γεωρ. Κ αμαρού11 και άνεψιόν μου Στέφ. Β. Βρανίδην^, όπως τή συνεργία και τοϋ άνδρός μου Χριστ. Ψαρούδη15 φροντίζωσι περί τοϋ νεροϋ. Ή δέ Μ ε λ η σ σ ιν ή ^ & τ σ κ τ ίσ τ η κ α ι Α ν ο ϋ δ α εύχαριστηθεϊσαι έκ τής δωρεάς ταύτης τής άδελφής μας Έ λενούδας έκουσίως/άντάξιον παραχωροϋμεν έκάστη π ρ ο ς τήν ά δελφ ήν μ α ς Έ λενοϋδα ν, όσον τοϋ οικοπέδου είς Κ ά ρ γ ιά ν 14 μετέχομεν τοϋ πλησ ια ζ ο μ έν ο υ π α ρ ά δ ρ ό μ ω ν έκ τ ρ ιώ ν μ ερ ώ ν και ο ικ ία ς Ε ύ φ ρ ω σ ύ ν η ς15 Β ρά νη Γ σκιά 15, εξ ο ϋ και άπεξενώθημεν τελείως. Α ι 9ένδειξιν όθεν γέγονε και το παρόν είς διπλοϋν ύπογρα φ έν π α ρ 9άμφοτέρω ν τώ ν συμβαλλομένω ν μερών και μαρτυρηθέν δ ι 9άξιοπίστων μαρτύρων. Α γιά σ ω τή 23 Ιο υλίο υ 1887 Θ εοκτίστη Χ α τζή Α. Χ α τζή Β ασιλίου βεβεώ τά άνω θεν κ α τ 9 εν το λή ν μ ο υ ύπογρά φ ω μα ι διά τοϋ Συζήγου μου Γεωρ: Ευ: Καμαρού. Μ ελισσινή Χ α τζή Α. Χ α τζή Β ασιλίου Βεβεώ τά άνω θεν ώς ά γρά μ μ α το ς δέ υπογρά φ ομ α ι διά τοϋ συζήγου μου Γρη. Νιγδέλη. Έ λενοϋδα Χ α τζή Α. Χ α τζή Β ασιλίου βεβεώ τά άνω θεν κ α τ 9 εν το λή ν μ ο υ υ π ο γρ ά φ ο μ α ι διά το ϋ συζύγου μου Χ ριστόφ α Κ: Ψαρούδη. Α ν ο ϋ δ α Χ α τζ ή Δ η μ η τρ ίο υ Χ α τζ ή Β α σ ιλ είο υ βεβαιώ τά άνωθεν, διά το α δύνατον δέ τής χειρό ς μ ο υ υ π ο γρ ά φ ο μ α ι π α ρά το ϋ Σ τεφ . Β. Β ρ α ν ίδ ο υ υίοϋ μου. Χ α τζή Σπύρος Χ α τζή Δημητρίου17 μάρτυς Α ριστείδη ς Ιακώβου μάρτυς

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ελενοϋδα (Αινούδ’). Βαφτιστικό γυναικών. 2. Συνηθισμένο παλιότερα στην Αγιάσο το βαφτιστικό

Μελισσηνή (Μισνή). 3. Το βαφτιστικό Θεοκτίστη συνηθισμένο παλιότερα στη Λέσβο και στην Αγιάσο (χαϊδευτικό Θϊουχτέλ ’). 4. Αννούδα Χατζηδημητρίου Χατζηβασιλείου, σύζυγος του ισ τορ ιογρά φ ου και λογοτέχνη Β ασιλείου Βράνη (Βρανίδη), μητέρα του Χριστόφορου και του Στέφανου Βρανίδη (Βρανιάδη). Πβ. περ. «Αγιάσος» 24 (1984), α. 9. 5. Ο ιεροδιάκονος Β ασίλειος Μ ιχαηλίδης ή Χ ατζημιχαηλίδης ανήκει στη χορεία τω ν λόγιω ν κληρικών της Λέσβου. 6. Π εριοχή του ελαιώ να της Α γιάσου. Το τοπ ω νύμ ιο σώζεται μέχρι σήμερα. 7. Βλ. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη - Β.Π. Τραγέλλη], Η Αγιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896, σ. 51 (κατάλογος αφιερωτών). Περ. «Αγιάσος» 24 (1984), α. 18. 8. Πβ. Γιάννη Χατζηβασιλείου, Ο τσεσμές της Πατσα­ βούρας. Ένα έγγραφο του 1867, περ. «Α γιάσος» 24 (1984), σ. 18. Το τοπωνύμιο Πατσαβούρα σώζεται ως τις μέρες μας. 9. Πατέρας του κτηματία Βενέδικτου Νιγδέλη, συζύγου της Βικτωρίας (Βίτας) Παναγιώτου Τσαγάλου. 10. Πολλές οι βρύσες παλιότερα στους δρόμους του χω­ ριού, αλλά και στους αγρούς. Εξυπηρετούσαν βασική ανάγκη τω ν κ α το ίκ ω ν , αλλά κ α ι τω ν π ο λ υ ά ρ ιθ μ ω ν ζώων. 11. Το οικογενειακό Καμαρός οώζεται μέχρι σήμερα. 12. Ο Στέφανος Βασιλείου Βρανίδης ή Βρανιάδης γεν­ νήθηκε στην Αγιάσο το 1859 και πέθανε το 1938. Έδεσε το όνομά του με κληροδοτήματα. 13. Το οικογενειακό Ψαρονδης υφίσταται μέχρι σήμερα στην Αγιάσο. 14. Συνοικία της Αγιάσου (Καρυά). 15. Γράφε Ευφροσύνης. 16. Βλ. Γρηγορίου Κ αλαγάννη, Ιστορία τής Παλαιάς Γραφής, τόμος πρώτος, εν Βιέννη τής ’Αουστρίας 1819, Κατάλογος Συνδρομητών τής εν τη Μιτυλήνη κωμοπό­ λεω ς Α γ ιά σ ο υ (Βράνης Έσκιά). Περ. «Α γιάσος» 24 (1984), σ. 9 (ΒΡΑΝΑ ΣΚΙΑ). Το επ ώ νυ μ ο Εσκιάς Ισκιάς (Σκιάς) < τουρκ. ε§Έιγα (=ληστές, α ν τά ρ τες, κακούργοι) δεν υφίσταται σήμερα στην Αγιάσο. 17. Γ ια το φ ιλ ό μ ο υ σ ο κ τη μ α τία κ α ι δ η μ ο γ έ ρ ο ν τα Χατζησπύρο Χατζηδημητρίου, ο οποίος πέθανε πλήρης η μ ερ ώ ν το 1912, βλ. Γ ιά νν η Χ ρ. Χ α τ ζη β α σ ιλ ε ίο υ ,

Δημήτριος Χατζησπύρου, ο Αέσβιος λόγιος και ευεργέ­ της, Αθήνα 1994, σα. 11-13.


Σ Τ Ρ Α Β Α

ΚΑΙ

Ι Σ Ι Α

Σκέψεις για τη σημερινή Αγιάσο Σ α ν τους πολλούς. Έ τσι και μεις. Με τη μόνη διαφορά πω ς είμαστε Αγιασώτες. Γέννημα θρέμμα ως τη στιγμή που φύγαμε γ ια τ ις σπουδές μας. Φύγαμε, τρόπος του λέγειν. Γιατί η ψυχή μας έμει­ νε και μένει στην Αγιάσο. Επισκέπτες λοιπόν και φέτος. Και κοινωνοί. Και στα ίσια και στα στραβά. Ίσια και στραβά, βέβαια, καταπώς τα βλέπει ο καθένας. Γιατί ένα ίσιο για μας μπορεί να ’ναι στραβό για σένα. Κι ανάποδα. Έ τσ ι λ ο ιπ ό ν σκεφτήκαμε να γρ ά ψ ουμ ε κ ά ­ ποιους από τους προβληματισμούς μας στις φιλό­ ξενες στήλες του περιοδικού μας. Με την ελπίδα πως άλλοι αναγνώστες, που αγαπούν το χωριό, το ίδ ιο ή κ α ι π ιο π ο λ ύ α π ό μα ς, θα θελήσ ουν να εκφράσουν τις απόψεις τους πάνω στα θέματα που θα θίξουμε, και μακάρι να μας πείσουν πω ς έχουμε άδικο. Κ ι ακόμα, με τη σιγουριά, πω ς στις ίδιες σελίδες, θα διαβάσουμε και τις επίσημες θέσεις των αρμόδιων για κάθε θέμα φορέων. Οι σκέψεις, οι θέσεις και οι απόψεις θα δημοσι­ εύονται μόνο εφόσον δεν περιέχουν προσω πικές αιχμές και επιθέσεις. Ξεκινάμε λοιπόν.

εκκλησίας (στα Χ ά νια π α λιότερα, στον Ξενώνα σήμερα) με ενοίκιο. Μάθαμε ότι υπάρχουν σχέδια (και χ ρ ή μ α τα ;) γ ια την ανέγερση Δ η μ α ρ χείο υ . Καλώς και εύγε. Μάθαμε επίσης πω ς το κτίριο θα γ ίν ε ι στο κ ά τω μέρος του χ ω ρ ιο ύ , κ ο ντά σ τον ΟΤΕ, προς το κέντρο της πλατείας. Η θέση αυτή μας γεννά τον πρώτο προβληματι­ σμό. Για λόγους πρακτικούς και αισθητικούς. Ο πρακτικός λόγος: Γιατί πρέπει να υποχρεώ ­ σουμε τον Αγιασώτη που μένει στο Σταυρί ή στην Αγριά ή στο Καμπούδι να κατέβει και να ανέβει το χωριό, όταν χρειαστεί κάτι στο Δημαρχείο; Οι πιο πολλοί από τους μόνιμους κατοίκους του χωριού είναι ηλικιωμένοι και το ανεβοκατέβασμα, ιδιαίτε­ ρα το χειμώνα, είναι πολύ δύσκολο. Ο αισθητικός λόγος: Όσο όμορφο και να είναι το κ τίρ ιο του Δ ημαρχείου, θα κρύψει μέρος της θα υμ ά σ ια ς θέας π ρ ο ς τον Κ ήπο της Π α να γιά ς. Ιδιαίτερα τώ ρα που είναι στα σκαριά σχέδια για την αναμόρφω ση του συνόλου της έκτασής του (χώρος καφενείου και πεζούλες). Γιατί λοιπόν να μη βρεθεί ένα κατάλληλο σπίτι κ ο ν τ ά στο κ έν τρ ο το υ χ ω ρ ιο ύ , γ ια να γ ίν ε ι Δημαρχείο; Συνεχώ ς (μετά τον ΟΤΕ) θα μετακι­ νούμε τη ζωή του χωριού στη μια του άκρη;

Α' ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

ΤΟ Δ Η Μ Α Ρ Χ Ε ΙΟ Τ ο χωριό μας δε διαθέτει δικό του κτίριο για Δημαρχείο. Μέχρι τώρα χρησιμοποιεί χώρους της

Το κτίριο τον ΟΤΕ στην Αγιάσο, λίγο προτού ολοκλη­ ρωθούν οι εργασίες του. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)


ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ «Vivere pericolosamente» Η μ ο υ ν δεν ήμουν εικοστριών ετών, όταν διορί­ στηκα ως καθηγητής στο Δημόσιο και τοποθετήθηκα προσωρινά στο Γυμνάσιο Παπάδου Γέρας, όπου ο πατέρας μου ήταν τότε εκεί διευθυντής και ο μικρός μου αδελφός μαθητής της δευτέρας Γυμνασίου. Α πέφυγα, βέβαια, επιμελώ ς να πάρω κά ποιο μάθημα στη δευτέρα τάξη, για να α ποφ ύγω τις κακοτοπιές, γιατί, καταλαβαίνετε, δε μου ήταν και πολύ εύκολο να είμαι το πρωί καθηγητής του αδελ­ φού μου, με όση σοβαρότητα απαιτούσε το καθήκον, και το απόγευμα να παίζουμε σφαλιάρες και μπάλα μαζί στο σπίτι. Όμως, π α ρ ’ όλες τις προσπάθειες, το κακό δεν άργησε να συμβεί. Ένα πρωί ήμουν «εφημερεύων», δηλαδή υπεύθυνος για την τάξη και την ευπρέπεια των μαθητών όλου του σχολείου, και με μια βέργα στο χέρι (σύμβολο της εξουσίας!) περιφερόμουν στους διαδρόμους του σχολείου, στο διάλειμμα, επιβλέποντας την τάξη. Όταν πλησίασα στην αίθου­ σα της δευτέρα ς τά ξη ς, οχλοβοή κ α ι χα λασ μός ακούγονταν πίσω από την κλειστή πόρτα. Με ένα απότομο άνοιγμα δυναμικός και φουριό­ ζος, ως νεοφώτιστος, όρμησα μέσα, για να συλλάβω τους ταραξίες. Και πράγματι καμιά δεκαριά μαθη­ τές, ανεβασμένοι πάνω στα θρανία, πολεμούσαν αδιακρίτω ς ο ένας τον άλλο, σαν κοκόρια. Οι δε μαθήτριες μαζεμένες σε μια γω νιά ξεφώνιζαν και χαχάνιζαν, επιτείνοντας τη σύγχυση. Με το που με είδαν έτσι... οπλισμένο και αγριε­ μένο, πάγωσαν όλοι στις θέσεις τους. Και φυσικά επικεφαλής τω ν ταραξιώ ν, πο ιο ς άλλος από τον αγαπητό μου αδελφό, που απόμεινε σύξυλος απάνω στο θρανίο με μια καρέκλα στο χέρι, που την είχε έτοιμη, να την πετάξει στο κεφάλι κάποιου άλλου. Όλοι τώρα περίμεναν με έκδηλη αγωνία την εξέ­ λιξη της... δράσης. Εγώ από τη μεριά μου ψύχραι­ μος και αποφασισμένος, άρπαξα πέντ’ έξι από τους παλαιστές και τους απομόνωσα σε μια γω νιά της τάξης. Φυσικά, πρώτος και καλύτερος ο ημέτερος αδελφός, ο οποίος με κατεβασμένο κεφάλι αναλογιζόταν τώρα προφανώς τις συνέπειες των κατορθω­ μάτων του. Γιατί, βέβαια, είναι αλήθεια ότι προσπαθούσε, όσο μπορούσε ένα αγόρι δεκατριών ετών, να μη δίνει αφορμές για παρατηρήσεις στο σχολείο, μια και του είχαμε επισημάνει, και ο πατέρας μου και εγώ, ότι θα τον τιμωρούσαμε αλύπητα σε περίπτωση παρεκτρο­ πής, έτσι για παραδειγματισμό και των άλλων. Καθισμένος τώρα εγώ μεγαλόπρεπα στην έδρα

Μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασίου Παπάδου αποθανα­ τίζονται με τους καθηγητές τους στο προαύλιο του σχολείου τους (25.3.1964). Στην πρώτη σειρά, από αριστερά, αναγνωρί­ στηκαν: 1. (;). 2. Μέμος Κολοκυθάς (γυμναστής). 3. Δημήτριος Παπάνης, φιλόλογος-γυμνασιάρχης. 4. Ελένη Σίμου, μαθηματι­ κός. 5. Βασιλική Σταματή, φιλόλογος. 6. (;). (Φωτο-Ανέστη, Θεοδώρου Α. Πουριάζου. Πέραμα Γέρας. Παραχωρήθηκε από το Βασίλειο Γεωργίου Τριχώνα)

(στη θέση της εξουσίας!), τον φώναξα πρώτον πρώ­ τον από τους άλλους, άγρια και κοφτά: «Έλα δω!». Δειλά δειλά και αμήχανα πλησίασε στην έδρα. Οι υπόλοιποι με έκδηλο ενδιαφέρον και προφανή ικα­ νοποίηση παρακολούθησαν α μ ίλη τοι τη σκηνή, περιμένοντας τη συνέχεια. «Άνοιξε το χέρι σου», ακολούθησε κεραυνός η δεύτερη εντολή. Θέλοντας και μη αναγκάστηκε να υπακούσει και μια δυνατή με τη βέργα του κοκκίνησε το χέρι. Δαγκώθηκε από τον πόνο, αλλά δεν έβγαλε μιλιά. «Και το άλλο», ακούστηκε και πάλι η άγρια φωνή του... ιεροεξεταστή. Άπλωσε, πεισμωμέ­ νος τώρα, προκλητικά το χέρι του και αφού έφαγε και τη δεύτερη, χω ρίς να προφ έρει ούτε ένα οχ, κάνει ένα ακόμη βήμα προς το μέρος μου και χωρίς να τον ακούσουν οι άλλοι, που τρομοκρατημένοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα, μου ψιθύρισε


μέσα στα δόντια του, κουνώ ντας απειλητικά το κεφάλι: «Στου σπίτ’ θα τα πούμι!» Δαγκώθηκα προς στιγμήν, για να μη γελάσω, αλλά βρήκα αμέσως την αυτοκυριαρχία μου, περιποιήθηκα δεόντως και τους υπόλοιπους και αποχώρησα θριαμ­ βευτικά από την αίθουσα, έχοντας αποδώσει... δικαιο­ σύνην. Βλέπετε, την εποχή εκείνη (δεκαετία του εξή­ ντα) ίσχυε ακόμη η σοφή παροιμία «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» και οι νέοι μας ήταν πιο ευπρε­ πείς και υπάκουοι και μάθαιναν να σέβονται τους μεγαλύτερους και τους δασκάλους των, έστω και διά της ...αγίας ράβδου. Συγκρίνετέ τους τώρα με τη σημε­ ρινή πραγματικότητα του «κάτσε καλά, Γεράσιμε» και βγάλτε τα ανάλογα συμπεράσματα. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη συνέχεια της ιστο­ ρίας μας, που παίρνει πλέον δραματική μορφή. Η σχολική μέρα εξελίχτηκε, ως συνήθως, και κάποια στιγμή σχολάσαμε. Αμέριμνος εγώ (είχα ξεχά­ σει κιόλας το πρωινό επεισόδιο) επέστρεφα στο σπίτι, όταν ξαφνικά μια... βόμβα έσκασε μπροστά στα πόδια μου. Μια τεράστια πέτρα ήρθε από ψηλά και έσκασε με ορμή μπροστά μου. Πριν προλάβω να συνειδητο­ ποιήσω τι είχε συμβεί, μια δεύτερη, ευτυχώς λιγότερων μεγατόνων, προσγειώνεται ανώμαλα στο δεξιό μου ώμο, κάνοντάς με να ουρλιάζω από τον πόνο. Φυσικά, μπροστά στον απρόσμενο αυτό βομβαρ­ δισμό, το έβαλα... παλικαρίσια στα πόδια και κρύ­ φτηκα στην πρώτη γωνία που βρήκα. Με προφύλαξη τώρα έβγαλα λίγο το κεφάλι μου, για να εντοπίσω τον εχθρό (αν και είχα καταλάβει τι συνέβαινε!), οπότε πράγματι στην κορυφή του ψηλού δέντρου της αυλής μας διέκρινα τον... ελεύθερο σκοπευτή, που οπλισμένος με μια καινούργια κοτρώνα περί­ μενε να ξεμυτίσω από την κρυψώνα μου. Περίμενα κάμποση ώρα ανήμπορος να αντιδράσω, μέχρι που φάνηκε ο πατέρας μας να έρχεται προς το σπίτι και τότε μόνο τόλμησα να βγω και να πλησιάσω στο σπίτι, προφυλαγμένος τώρα πίσω από το κορμί του, ελπίζοντας πως δε θα τολμούσε ο αδελφός μου να εκσφενδονίσει καμιά καινούργια πάλι κοτρώνα. Είδαμε και πάθαμε να κατεβάσουμε από το δέντρο το αγριεμένο ζώο, που, όπως αποκαλύφτηκε σε λίγο, είχε πληγωθεί η... ανδρική του υπερηφάνεια από την πρωινή συμπεριφορά μου. Γιατί η μόνη του κουβέντα, σαν κατέβηκε, ήταν: «Αν τολμήσεις να με ξαναταπεινώσεις μπροστά στις συμμαθήτριές μου, μαύρο φίδι που σ ’ έφαγε, κέρατά!». Και πόσο άξιος ήταν να πραγματοποιήσει -στην κυριολεξία- την απειλή του το είδατε στην ιστορία που δημοσιεύτηκε στο προη­ γούμενο τεύχος. Για να μη νομίζετε ότι το επάγγελμα του καθηγητή δεν έχει καμιά σχέση με το «νίνοτο ροιίοοΐοδαπιοηΐο» (ζην επικινδύνως, ιταλιστί). ΓΙΑΝΝΗ Σ Δ . Π ΑΠ ΑΝΗΣ

ΤΟ Υ Α Θ Α Ν Α ΤΟ Υ Ν ΙΡ Ο Φέτος, με τη λειψυδρία, η βρύση της Αγοράς, το νερό του Μ ενέλαου Η λιο γρ α μ μ ένο υ , έκανε το θάμα του. Τακτικός πελάτης του, από παλαιά, και ο δ ρ α σ τή ρ ιο ς π ρ ό ε δ ρ ο ς το υ « Φ ιλ ο π ρ ό ο δ ο υ Συλλόγου Αγιασωτών» Βασίλειος Λούπος...

«’Άριστον μέν ύδωρ», κατά τον υψιπέτη ποιητή Πίνδαρο... (Φωτογραφία Γ ιάννη Χατζηβασιλείου. 29.8.1996)

Γ ια του αθάνατου νιρό λίγα θα γράψου πάλι, γιατί ’νι γιατρικό καλά, για μ’κροί τσι για μιγάλου Η ’ τ’ άλατα πάθαν τα νιφρά μ’, τα γιάτριβγα αδίκους, πίνου αθάνατου νιρό τσι τώρα ’νι λαμπίκους. Πιείτι νιρό ’πι τ’ Αιουγραμμέν’, που ’νι γιμάτου γλύκα, τσ’ ε θέλ’ γιατρό αγρουτικά τσι γιατρικά ’π ’ του ΙΚΑ. Τη πιο μιγάλη δουρϊά τνι ποίτσι Αιουγραμμένους τσι δήμαρχους που του ’φιρι αξέχαστους καημένους. Πιείτι αθάνατου νιρό, γοι αρρώστγις σας να γιάνιν, πιτάξιτι τα γιατρικά, που μο ζημιά σας κάνιν. Καθάρσιού ’νι, σα του πιεις, τσι γιατρικό μιγάλου, άλλου νιρό αθάνατου του ίδιου δεν έχ’ άλλου. Παράδις δε θα δώσιτι, για δουκιμή θα πιείτι, ύστιρα μι του μπιτουνέλ’ στ’ αθάνατου θα πλαλιείτι. Δε θέλιν ιμουκάθαρση τώρα πλια τα νιφρά σας, πιείτι αθάνατου νιρό, να δείτι ούλ’ την γεια σας. Αγιάσος, Αύγουστος 1997 Μ ΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ


ΛΕΣΒΙΑΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗ Ε τα ιρία Ε λλήνων Λ ογοτεχνώ ν είχε οργανοϊσει σ τις 6 του Μ άρτη 1989 φ ιλολογικ ή εκδήλωση για το διαλεχτό της εταίρο Στρατή Αναστασέλη. Ή τα ν δευτε­ ρ ιά τ ικ ο α π ό γ ε υ μ α κ α ι σ τη ν ευ ρ ύ χ ω ρ η « Α ίθ ο υ σ α Μ ιχαήλας Αβέρωφ», στη συμβολή τω ν οδών Γενναδίου και Α καδημίας, άρχισαν να συγκεντρώ νονται άνθρω ­ π οι τω ν γραμμάτων, Λέσβιοι και μη, για να τιμήσουν με την παρουσία τους τον Αγιασώτη μάστσρη του λόγου. Ή ταν, βλέπετε, γνω στός ό χι μόνο στα στενά όρια του γενέθλιου νησιού του, αλλά και πέρα α π ’ αυτά... Α πό τους πρώ τους που ήρθαν ήταν και ο τιμώ με­ νος, π ο υ όσο να ’να ι είχε μεγάλη έγνοια κ αι αγω νία για την έκβαση της φιλολογικής βραδιάς. Φορούσε τα σκολιανά του και συνοδευόταν από την καλή συντρόφ ισσ ά του, τη Βαγγέλιά), την ο π ο ία , α σ τειευόμ ενος, παρουσίαζε πάντοτε ως θεραπαινίδα τω ν μουσών. Δεν άργησαν να τον π ερ ισ το ιχίσ ο υν αρκετοί σ υμ π α τρ ιώ ­ τες, σ υνάδερ φ σ ι κ α ι φ ίλ ο ι του, π ο υ πεθυμ ο ύσ α ν να κουβεντιάσ ουν μαζί του, να δοκιμά σ ουν το κοφ τερό μυαλό του, να γελάσουν με τα χω ρα τά του. Ανάμεσά τους ο καταξιω μένος συγγραφέας Π άνος Κοντέλης, ο μουσάτος ευαίσθητος ποιητής Φ αίδω ν Θεοφίλου και ο π ρ ω τ ο ε μ φ α ν ιζ ό μ ε ν ο ς τ ό τ ε η θ ο π ο ιό ς Χ ρ ίσ τ ο ς Χ ατζηπαναγιώ της. Οι δυο πρώ τοι θα μιλούσαν για τη ζωή και το έργο του τιμώ μενου και ο τρίτος θα διάβα­ ζε χαρακτηριστικά κείμενά του, σε συνεργασία με τον καθηγητή της ορθοφ ω νίας Νίκο Π απακω νσταντίνου, ο οποίος αναμενόταν να φτάσει από στιγμή σε στιγμή... Ώ σ π ο υ ν ’ α ρ χ ίσ ε ι η εκδήλω ση δ η μ ιο υ ρ γή θ η κ α ν παράπλευρα και άλλα πηγαδάκια, που όλα εκπλήρω­ να ν με το π α ρ α π ά νω την πολυθόρυβη επικοινω νιακή α π ο σ το λ ή το υ ς. Ο ι Μ υ τ ιλ η ν ιο ί π ο υ υ π ερ τερ ο ύ σ α ν αριθμητικά, ό π ω ς ήταν φυσικό, είχαν να π ο υν πολλά για το αιγαιοπελαγίτικο νησί τους, για τα χω ριά τους, για τα προβλήματά τους, για τις δραστηριότητές τους. Μ α κ α ι γ ια τη ν π ε ρ ίπ τ ω σ η το υ τ ιμ ώ μ ε ν ο υ είχε τη δυνατότητα ο καθένας να καταθέσει τη μαρτυρία του, να διηγηθεί κ άποια ευτράπελη ιστοριούλα, να θυμηθεί το λ μ η ρ ο ύ ς σ α τιρ ικ ο ύ ς, α π ο κ ρ ιά τ ικ ο υ ς κ α ι μη, σ τ ί­ χους, ή ν ’ αναφερθεί σε λογής λογής τρελοκαμώματα. Κ αι τούτο, γιατί ο μπαχτσές της Β λουτίνας Γιαπρακάδινας είχε α π ’ όλα τα καλά... Με κ ά π ο ια καθυστέρηση έφτασε επ ιτέλο υ ς κ α ι ο Ν ίκ ο ς Π α π α κ ω ν σ τα ν τίν ο υ , γ ια να σ υμ π λη ρ ω θεί το καρέ. Ή ταν άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο, με έντονη ποιητική διάθεση, αλλά και με δασιά γενειάδα, μ πρ ο σ τά στην ο π ο ία ω χριούσ ε το κα λο ψ α λ ιδισ μ ένο μουσάκι του Φαίδωνα. Με γοργά βήματα κατευθύνθηκε προς το μέρος της παρέας του τιμώμενου συγγραφέα. Τη σ τιγμ ή ό μ ω ς π ο υ κ ο ντο ζύ γω σ ε κ α ι ε το ιμ α ζ ό τα ν με εγκάρδια χειραψία να χαιρετήσει τον καθένα χωριστά, ο Αναστασέλης έκανε το θάμα του. Εντυπωσιασμένος από

Στιγμιότυπο από την εκδήλωση που οργάνωσε στην «Αίθουσα Μιχαήλας Αβέρωφ», στις 6.3.1989, η Εταιρεία Ελλήνων Αογοτεχνών, για να τιμήσει το Στρατή Αναστασέλη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο ηθοποιός Χρίστος Μενάνδρου Χατζηπαναγιώτης, ο τιμώμενος και ο καθηγητής της ορθοφωνίας Νίκος Παπακωνσταντίνου.

τα δασωμένα γένια και τα πλούσια μαλλιά του καθηγη­ τή, είπε χαμηλόφωνα, ψιθυριστά: «Γεμίσαμε τρίχες!» Ο απρόσμενος λόγος του ακούστηκε και όπω ς ήταν επόμε­ νο ενόχλησε, τσίγκλησε. Ο Παπακωνσταντίνου, που δεν ήταν εξοικειωμένος με τέτοιου είδους πειράγματα, αιφνιδιάστηκε κ α ι γ ια μια στιγμή τα έχασε. Ό τα ν όμω ς συνειδητοποίησε το νόημα του ακούσματος, με γνώμο­ να, βέβαια, τα προσω πικά του κριτήρια, αγριοκοίταξε τον αχάριστο «χλευαστή», εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του και ετοιμάστηκε να φύγει. Ή ταν άνθρωπος σοβαρός και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου, είχε το μεγαλύ­ τερο τρ ιχο φ ό ρ τι, ανάμεσα στους π αρ ισ τάμ ενους της παρέας, και δικαιολογημένα μυγιάστηκε, θεώρησε κατα­ δίκη του την προσβολή... Ο Στρατής Αναστασέλης βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Δε φαντάστηκε π ω ς ο αστεϊσμός του θα ερέθιζε τον εκλεκτό συνεργάτη, π ου προσφέρθηκε αφ ιλοκερ­ δώ ς να τον βοηθήσει. Επρεπε, χω ρίς χασομέρι, να βρει θ ερ α π εία του κακού. Ε ύ σ τρ ο φ ο ς π ν ε υ μ α τικ ά ό π ω ς ήταν, καμώθηκε π ω ς αφορμή για ό,τι είπε δεν ήταν ο ίδιος. «Για τούτον τον τσαμλικότραγο το είπα, κύριε Παπακωνσταντίνου, δεν εννοούσα εσάς», τόνισε με π εισ τικ ό τη τα ο φ τα ίχτη ς, δ είχνο ντα ς με το χέρ ι του τον παριστάμενο Μ ολυβιάτη ποιητή Γιώργο Καμίτζσ, ο ο π ο ίο ς α ρ έ σ κ ε τα ι ω ς τ ις μ έρες μ α ς να δ ια τ η ρ ε ί κομψό υπογένειο. Το εξιλαστήριο θύμα δέχτηκε αδια­ μαρτύρητα και με χαμόγελο το βαρύ χαρακτηρισμό. Τι ά λ λ ο θα μ π ο ρ ο ύ σ ε να κ ά ν ε ι; Έ τ σ ι β οή θη σ ε τ ο ν Αγιασώτη καλό του φίλο και ημέρεψε τον εξαγριωμέ­ νο Π απακω νσταντίνου, ο οποίος τελικά παρέμεινε και συνέβαλε στην επιτυχία της εκδήλωσης... Τέτοιος ήταν ο Στρατής Αναστασέλης από γεννησι­ μιού του. Π ειραχτήρι π ρώ της τάξης. Έ βλεπε τη ζωή α π ό την εύθυμη πλευρ ά της. Α πό το σ τόχα σ τρό του δεν ξέφευγε τίποτε, ούτε ο ίδιος ο εαυτός του...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ Μοναχοκόρη, τι χαρά η μάνα σου κι ο κύρης και για το γιο του, όποιος σε θέλει νοικοκύρης!.. Σε όλα σου χαριτωμένη. Μα τώρα που μεγάλωσες, η μάνα σου η καημένη -χρόνια πολλά κι όλα καλά να τα ’χεισε νιώθει βάρος στο στομάχι.

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΓΙΑΣΟΥ

Για σένα μάτι δεν μπορεί να κλείσει και κάθε μέρα δεν αφήνει εξωκλήσι. Ποιος να το ξέρ’ η μοίρα τι μας γράφει... Το ’λεγες πως θενά ’μενες στο ράφι;

Μια Παναγιά, ψυχή αιθέρια. Μια αγκαλιά ανοιχτή στ’ αστέρια. Θαυματουργεί στο θέλημά της, μεσουρανεί το μέλημά της.

«Σατιρικά»

Μια Παναγιά του κόσμου σκέπη. Μοναδική τιμή της πρέπει, βάλε ασήμι και χρυσάφι στην προσφορά χωρίς νισάφι. Έλα μπροστά της τώρα, στάσου, κάνε την Μάνα σου, φαντάσου. Μη λυπηθείς τα μετρητά σου. Πάρε ευθύς την άδειά σου, Τάξε. Στην Παναγιά Αγιάσου. Μυτιλήνη, 10.1.2000

ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΛΥΒΙΑΤΟΥ

ΣΑ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ... Σα διαβατάρικα πουλιά τα χρόνια μου πιράσαν, πιρίμινα να ξαναρθούν, δεν ήρταν, μι γιλάσαν. Είχα τη γνώμ’ πους κάπουτι, ίσους ξαναγυρίσιν τσι τα κακά μ’ γιράματα πάλι να ξανανθίσιν. Όνειρα είχα στη ζουή, απούντας ήμουν νέους, τσι ξύπνησα τσι τρόμαξα που βρέθηκα πλια γέρους. Μέρα τσι νύχτα σκέβγουμι τα νιάτα μου πώς φύγαν, τ’ αναζητώ, ίσους τα βρω, μα δεν ξέρου που πήγαν. Όσου πιρνούν τα χρόνια μου, τα πράματα αλλάζιν, φέρνουνι τα γιράματα τσι ούλα μι κουράζιν. Τα χρόνια μου πια τρέχουνι σα γρήγουροιι πουτάμι τσ’ όταν στειρέψει του νιρό, θα μείνουν πέτρις τσ’ άμμοι. Άναπουλώ του παριλθόν, τα όμουρφα μου νιάτα, τσ’ ήρτανι τα γιράματα τώρα π’ ανάθιμά τα. Τι να τα κάνεις τα καλά τσι τα χρυσά παλάτια, αφού αργά γη γρήγουρα θα κλείσουν! τα μάτια; Αγιάσος, 1997

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗΣ Τώρα, που η ζωή της πια δεν έχει φόντα, θέλει, ο «γαμπρός» να έχει όλα τα προσόντα, οπού ταιριάζουνε στ’ ανθρώπινα τα όντα. Αλλες δεν έχει «υψηλές» φιλοδοξίες. Κι αν έφυγαν τα χρόνια της με «αταξίες», μένουνε τώρα αμετάκλητες οι διορίες: «Να μην είναι πάνω από πενήντα πέντε κι η σύνταξή του όχι κάτω από σαράντα - τα «Ταμεία» δεν προσμετριένται. Μένω, αλλιώς, γεροντοκόρη, λέει, με ελπίδες, όπως πάντα». «Σατιρικά»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ Η Ρόζα πέρνα το «κανόνι», την μπούκα ψηλά τη σηκώνει και μπαμ και μπουμ και μπαμ και μπουμ ωραία τους άντρες σαρώνει. Αι Πρώται Βοήθειαι σφυρίζουν, μανάδες κατάρες στομίζουν και μπαμ και μπουμ και μπαμ και μπουμ κοράκια οι δρόμοι γεμίζουν. Το Γιάννο Βρανά προσπερνάει, στα κούφια οβίς δε χαλνάει και μπαμ και μπουμ και μπαμ μπουμ πως έχει μπουγάδα ξεχνάει. Αγιάσος, 7.3.1995

ΟΜΗΡΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ ΜΑΡΙΓΩΣ


ΤΟ ΠΕΙΡΑΧΤΗΡΙ

ΠΡΟΣΦΥΓΟΥΛΕΣ Προσφυγούλες μητέρες, γιαγιάδες, με πληγές προσφυγιάς συμπληγάδες. Αντοχές, τρυφερές, φορτωμένες, αγκαλιές, θαυμαστές, ανθισμένες.

Θυμάμαι που ήσουνα μικρό μες στις φασκιές μωράκι και θήλαζες το νόστιμο το μητρικό το γάλα, που κάποια πίσω απ’ τη μαμά έκανε μορφασμούς κι άνοιγες τα ματάκια σου, να! Τόσο δα μεγάλα.

Προσφυγούλες οι θύμησες μένουν στο μυαλό, και την ώρα προσμένουν, γυρισμού να ξανάρθει και πάλι, της Πατρίδας ν ’ ανοίξει η αγκάλη.

Το στήθος τότε άφηνες, λιγάκι για να παίξεις, και πάλι το ξανάπιανες και φτον κι απ’ την αρχή, κι έτσι σου ήρθε ξαφνικά τη μάνα σου να βρέξεις, για σένα ο μήνας είχ ’ εννιά αυτή την εποχή.

Μυτιλήνη, 15.6.1999

ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΛΥΒΙΑΤΟΥ

ΕΝΤ ΟΑΟΔΟΧΟΣ Μπροστά, μου είπε μια φωνή, και σταθερό το βήμα, μη χάσω ώρα και στιγμή, ο χρόνος είναι χρήμα. Ψηλά, για πάντα στη ζωή, να έχω το κεφάλι, να μην ξαπλώνω σε χαλί που το τραβούν οι άλλοι.

Τα σκέρτσα συνεχίζονταν και συ όλο γελούσες, σε λαχταρούσα, ήσουνα τόσο πολύ γλυκό, κάτι κατάλαβε η μαμά, γύρισε τη ματιά της, εσύ είσαι τρελοκόριτσο και δεν τρώει το μωρό; Ήμουν στα δεκατέσσερα, ίσως και δεκαπέντε, πράγματι τρελοκόριτσο, μα στην ψυχή καλά, όταν σε έπαιρν’ αγκαλιά ήμουν ευτυχισμένη, κι αληθινά σε πρόσεχα, σα να ’σουν μπιμπελό. Να κάτι που δεν πρόσμενα και όμως μου συμβαίνει, Χριστέ μου, συγκινήθηκα, σίγουρα θα δακρύσω, Στρατό, εσύ ’σουν το μωρό, το πειραχτήρι εγώ, ας ήτανε να γύριζαν τα χρόνια εκείνα πίσω. Μυτιλήνη, 1999

ΜΛΡΙΑ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΙΥΠΝΕΛΗ

Αγάπη και υπομονή, μου είπε, κι όχι μόνο, θα βάζαν πλάτη στα κορμί, τα βάρη να σηκώνω. Καρβέλι και καλές αρχές, κι ευχές με το τσουβάλι, μου δώσανε γ ι’ αποσκευές σ ’ αυτή τη βιοπάλη. Ο δρόμος είχε ανηφοριές και θα ’πρεπε να τρέξω, σαν την αράχνη με κλωστές ιστό κι εγώ να πλέξω. Πιστός της πέμπτης εντολής δεν άλλαξα κανάλι, ιδρώτας έτρεξε πολύς, ο κόπος μου χαλάλι. Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ κοιτάζω τώρα πίσω, σκυφτός να πω ευχαριστώ, την πόρτα μου πριν κλείσω. Μελίσσια, 9.5.1999

ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΛΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ

^

τ Α Σ Κ Ε Ρ ΙΑ *

Πουλλά ασκέρια ήρταν απ’ ούλη τν οικουμέν’, του πόνουντουν σ’ Μαρίγια να πούνι γοι καημέν’. Σ’ χάρη τς παγαίναν γουνάτ’στοί τσ’ ούλοι λαμπάδις σκώναν τσι καραβάνια ατέλειουτα πουτές δένι τιλειώνιν, Ό ο’ είχανι προυβλήματα σ’ Μαρίγια μας τα φέρναν, γιατί ήνταν αγιάτριφτα τσι χρόνια υπουφέρναν. Τς γιάτριβγι χώρις γιατρικά όσ’ είχαν αμαρτίγις, που χρόνια υπουφέρνανι τσι ζούσαν μι τς ιλπίδις. Ήρταν σ’ Μαρίγια «χμαρτουλοί τσι αναμάρτητ’ φύγαν, σβήοαν γοι αμαρτίγισντουν, μπρουστά τς «μάνι πήγαν. Κανένας μας δε σκέβγιτι, πριν γοι αμαρτίγις γένιν, τνι θμούμαοτι τσι πλαλιούμι ούλ% γοι αρρώστγις σα μας δέρνιν. Πρώτα, οι θέλου, λουγισμέ, ύστιρα να ’ρτεις γνώση, όποιους κάν’ αμαρτήματα, μια μέρα να πληρώσει. Μιτανουείτ’, αμαρτουλοί, τώρα που ’νι ξινώρα, ύστιρα θα *νι πλια αργά, την τιλιφταία ώρα. Αγιάσος, 16.8.1997

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ


Ο ΝΕΚΡΟΤΑΑΟΣ ΣΧ Ο Α ΙΑ ΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠ ΙΚ Α ΙΡΟ ΤΗ ΤΑ Α γ χ ο υ ς μ ιγ ά λ ο υ έ χ ο υ μ ι μ ’ τ ’ λ α δ ιο ύ τ ’ κ α τ ιβ α τ ζο ύ ρ α ...

Εναμιγάλου πρόβλημα έχ’ του ν’σί μυς μι του λάδ’, αλα χιώτ’κα μας τνι φέραν τσι ε τζμούμαστι του βράδ’. Αγχους μιγάλου έχουμι μ’ τ’ λαδιού τ’ κατιβατζούρα, εν έφταναν τα χάλια μας, μας ήρτι τσ’ άλλ’ σκουτούρα. Καθιόν καλά εν είμαστι, για κλιάματα είμαστ’ ούλ’ μας, ούλ’ τ’ νύχτα διαλουγούμαστι τι θα γέν’ του μαξούλ’ μας. Μουναχός αναρουτιέμι του χειμώνα τι θα γέν’, μι μ’σή καρδιά παραγουγός στς ιλιέσιντ θα παγαίν’. ’Που πού α γλιτώσ’ παραγουγός, κβάρα τσιρό! τουν δέρνιν, ποιος έφταξι στα χρουνικάντ, του λάδ’ να μη του παίρνιν; Πουτές-ιμ εν του πίστιβγα να μη π ’λιέτι του λάδ’ μας, χασίζ’ θα πάμι α φ’τέψουμι, να πίνιν τα μουρά μας. Αφού του παίρνιν πέντι ψ’λοί, εν τ’ αγουράζιν τσιόλας, πάγου να π ’στέψου, φαίνιτι, έφτα που λέγ’ Τσουβόλας. Χνάρια βγάζιν απί τώρα, του λαδέλ’ να κασανίσιν, πα στου τρακουσιάρ’ σμαρίζιν γοι μαστόρ’σις α του ποίσιν. Πιο ακριβό ’νι του νιρό, του λάδ’ μας ξιφτιλίστσι, σι άστσμα χάλια βρίστσιν, κανές εν του ιλ’πίστσι. Ποιος πίστιβγι πους του νιρό θα ξιπιράσ’ του λάδ’; Καημένι, αγρότη μ’, σ’ έφαγι του μαύρου του σκουτάδ’! Τσιακ φέτου, φίλοι μ’, γιου αγρότ’ς θα πάρ’ πουλλοί παράδις, ένα μπιτόν’ λάδ’ άμα π ’λήσ’, θα ψ’νίζ’, α τρω βδουμάδις! Του πρόβλημα μιγάλου ’νι, κανές όμους ε κ’νιέτι, στα τέτοιαντουν του γράφτιν φτοι, του λάδ’ μας σα ε π ’λιέτι. Τσι γω σ’ παγίδα έπισα, αγρότ’ς τσι γίν’κα τώρα, θα π ’ α μουντάρου μες σ’ Ένουσ’ τσ’ όποιουν αρπάξ’ γη μπόρα. Γιατζόγλου είν’ υπεύθυνους να κάν’ γιρό αγώνα, του ξύλου μπάτσι του γλιτώσ’, π ’ τουν πιριμέν’ του χ’μώνα. Για τουν αγρότ’ έφτη γη μούρ’ καθιόν ένι κινήστσι, πουλιτικός κατέβτσι α γέν’, μι έφτα ασχουλήστσι.

Μες σν Ένουσ’ γοι υπάλληλ’ ούλ’ ’πι μια στράτα να πιάσιν, σα δε μπουρούν α π ’λήσιν λάδ’, τ’ γουνιά ’π ’ έφτου ν’ αδειάσιν... Σημίτ’ς, Γιατζόγλου τσ’ υπουργός να ’ρτιν για να τα πούμι, προυτού αρχίσουμι τς ιλιές, για να λουγαριαστούμι. Τσ’ έφτους νουμάρχης έχ’ ιφθύν’, μη κάν’ τσι φτος τ’ κουκβάγια, ας προυσπαθήα’ τσι φτος κουμμάτ’, π ’ κάτι χουσμένους σ’ βάγια... Προυτού γινν’θεί, φίλοι μ’, γι αγρότ’ς, είνι προυδικασμένους, τσι να πιθάν’, θα βρίστσιτι σ’ Τράπιζις χριγιουμένους. Σα δεν αλλάξ’ του σύστημα, ούλ’ θα μας τυραννίζιν, γοι μ’σοί θα παίζιν ταμπουρά τσι γοι άλλ’ θα θησαυρίζιν. Γοι βουλιφτές μας τι κάνιν, καθιόν εν απ’καζόντι, τ’ καρέγλαντουν λουγιάζιν φτοι, για τ’ άλλα ε νοιαζόντι. Του κουρνιόζου κάνιν ούλ’ντουν, μο του ψήφου μας γυρέβγιν, του λάδ’ μας τσάμπα θα του φαν, ύπουλα μαγειρέβγιν... Τα καψώνια που μας κάνιν στου τσιφάλ’ντουν θα ξισπάσιν, θ’ αλλάξουμι αφιντικό, για πάντα θα μας χάσιν... Τώρα, σεις, τι θα κάνιτι, λίγου μ’ ινδιαφέρ’, μην πείτι σ’ ούλα τα σκατά πους είμι γω πιπέρ’... Μι του καλό γυρέβγουμι τ’ τιμή τ’ λαδιού να σάσιν, γιατί του χ’μώνα, άμαν έρτ’, μούρις πουλλές θα σπάσιν... Τ’ λαδιού του θέμα μ’ έκανι, τα χάλιαντουν να γράψου, ειδέ τσ’ ε κάνιν τίπουτα, γιαγκίν’ πλια θα φουνάξου... Όσου πλησιάζ’ γιου χ’μώνας, πυριτός μας ανιβαίν’, διαλουγούμαστι τς ιλιές μας, α τς μαζώξουμ’ ε συμφέν’. Ας κάνουμι απουμουνή τσι κάτ’ μπουρεί να γέν’, Σημίτ’ς τς αγρότις τς αγαπά τσ’ ας είν’ μαζίντ κατσμέν’... Αγιάσος, Αύγουστος 2000

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΞΑΦΕΛΗΣ (ΝΕΚΡΟΤΑΑΟΣ)

Το ζεύγος Δημητρίου και Μαρίας Αγρίτη στο «Σκουτνό». Συνοδοιπόροι η γαϊδάρα «Καλλιόπη» και το νεογέννητο γαϊδουράκι, το «Γληγουρέλ’»!


ΤΟ Π ΡΟ ΣΚ Υ Ν Η Μ Α ΤΗ Σ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑ ΣΟ Υ Δ ρ ώ μ ενα του κ ο ντινο ύ κ α ι του ξέμ α κ ρ ο υ π α ρ ελ θ ό ντο ς Κ α ι φέτος τιμήθηκε με μεγάλη θρησκευτικότητα η θαματουργή εικόνα της Π αναγίας. Παρέλασαν μπροστά από τη χάρη της πάνω από δεκαπέντε με είκοσι χιλιάδες πιστοί, άλλοι με αναπηρικά καρό­ τσια, άλλοι με δεκανίκια, άλλοι γονατιστοί, άλλοι με πελώριες λαμπάδες, για να την παρακαλέσουν να τους θεραπεύσει. Και η Παναγία πάντοτε γελαστή, με το γαλήνιο πρόσωπό της, δεν εξαιρούσε κανέναν. Αυτό το γλυκό χαμόγελο τους έδινε κουράγιο και όλοι έφευγαν ικανοποιημένοι από κοντά της, αφήνο­ ντας ό,τι πολύτιμο χρυσαφικό της είχαν τάξει. Ίσως και άλλοτε να είχε κόσμο, μα φέτος ήταν κάτι πρωτοφανές. Από την Πατωμένη θ ’ ανέβαιναν, με τα πόδια, πάνω από δυο χιλιάδες άνθρωποι, κάθε ηλικίας. Καθόμουνα έξω από την πόρτα και έβλεπα τα καραβάνια ν ’ ανεβαίνουν και νόμιζα ότι έρχονται οι πρόσφυγες της Βοσνίας. Και παιδιά, μέχρι οκτώ ετών, τα κρατούσαν οι μανάδες από τα χέρια, γιατί τα είχαν τάξει να τα φέρουν στη χάρη της. Αποβραδίς άρχισαν να καταφτάνουν μέχρι το πρωί. Είμαι ογδό­ ντα τριών ετών και δε θυμάμαι τόση κοσμοσυρροή. Πώς μπορεί λοιπόν κανείς ν ’ αμφισβητήσει τη χάρη της από τα χρόνια της τουρκοκρατίας; Ακόμη και σι Τούρκοι πίστεψαν και τη λάτρεψαν, όπως σ «βαλής», ο νομάρχης της Μυτιλήνης, που έπασχε από ανίατη ασθέ­ νεια. Τον επισκέφτηκαν οι δημογέροντες με το εικόνι­ σμα της Μεγαλόχαρης και με διάφορα άλλα και έγινε καλά. Και για να ευχαριστήσει τη Μεγαλόχαρη, παράγγειλε στην Πόλη ένα μαλαματένιο καντήλι σε μέγεθος καλαθιού, που το κρέμαζαν μπροστά στη χάρη της μόνο το δεκαπενταύγουστο. Αυτό το καντήλι τόλμησαν οι άθεοι και το ανέλυσαν και το πούλησαν στην Αθήνα, σα

να μην είχε παράδες η Μεγαλόχαρη. Τόλμησαν και χάλασαν αυτό το αριστούργημα, που ήταν αμύθητης αξίας. Αλλά δεν έμειναν ατιμώρητοι αυτοί που διέπραξαν αυτό το έγκλημα. Αυτόν που το ανέλυσε τον στρά­ βωσε ένας φίλος του στό κυνήγι. Αργότερα έφυγε στην Αθήνα, γιατί όπου πήγαινε τον κυνηγούσε η χάρη της. Στό τέλος δεν μπόρεσε ν ’ αντέξει και κρεμάστηκε μέσα στο σπίτι του. Και σι άλλοι όμως που είχαν πάρει μέρος στό ανοσιούργημα τιμωρήθηκαν ανάλογα. Εκτός από αυτά που έζησα εγώ, έχω μάθει και από τον παππού μου πολλά τέτοια γεγονότα. Και ένα άλλο μεγάλο θάμα έγινε επί τουρκοκρατίας. Μια Γισυρούκισσα δεν μπορούσε να γεννήσει και γονάτι­ σε και την παρακάλεσε να την ελευθερώσει και θα πήγαινε μια μεγάλη πέτρα «αξάγκουνα» στη χάρη της. Το θάμα έγινε αμέσως και η γισυρούκισσα σήκω­ σε μια μεγάλη πέτρα και την πήγε στη χάρη της. Οι επίτροποι δεν την επέτρεπαν να μπει στην εκκλησία, άλλ’ αυτή επέμενε να εκπληρώσει το τάμα της. Και τότες, μου είχε διηγηθεί ο παππούς μου, άρχισαν όλα τα καντήλια να πηγαινοέρχονται μέσα στην εκκλησία και έκπληκτοι από το γεγονός κατάλαβαν το σφάλμα τους οι επίτροποι και την πήγαν γονατιστή μπροστά στη Μεγαλόχαρη, που ασπάστηκε την εικόνα της και απόθεσε την πέτρα, την οποία αργότερα φύλαγαν κάτω από την αγία τράπεζα και όλοι την έλεγαν «τς γιουρούκ’σσας γη πέτρα». Αυτή η πέτρα είναι χτισμέ­ νη στον τοίχο του Μπαχτσέ της Παναγίας και για να γνωρίζεται τη στρογγύλεψαν και τοποθέτησαν τριγύ­ ρω της νεμέδες και έγινε σαν ήλιος... Αγιάσος, 15.8.1995

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγίας στην Αγιάσο (15.8.1959). Διακρίνονται, από αριστερά, η Γαριφαλιά Ευστρατίου Σκορδά με την κόρη της Δέσποινα, η Έλλη Γεωργίου Σκορδά με την κόρη της Μελπομένη, ο Παναγιώτης Ευστρατίου Σκορδάς, ο Στυλιανός Ευστρατίου Σκορδάς (πίσω), ο δικηγόρος-εργοστασιάρχης Περικλής Γρηγορίου Τζανετής με την υιοθετη­ μένη κόρη του Μελπομένη, ο Αλκιβιάδης Ευστρατίου Σκορδάς, ο ράφτης Ευστράτιος Στυλιανού Σκορδάς, ο Δημήτριος Ευστρατίου Τσέγκος και η Μελπομένη Ευστρατίου Τζανετή, το γένος Παναγιώτη Σαπουναδέλη. (Από τη Συλλογή Δημητρίου Τσέγκου)


ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΜΟΝΑΣΤΙΚΑ ΝΟΥΘΕΤΗΜΑΤΑ Όπως σε αναπαύει, παιδί μου Προσκυνητές: Ευλογείτε, Γέροντα. Γέροντας: Ο Κ ύρ ιο ς, π α ιδ ιά μου. Κ αλω σορίσατε στην καλύβη μας· φ α ίνεσ τε π ο λ ύ κ ο υ ρ α σ μ ένο ι α π ό την οδοιπορία* δροσίστε το πρό σ ω π ό σας με το νερά­ κ ι αυτής της βρύσης, π ά ρ τε α π ό το ν α ρ χο ντά ρ η το κέρασμα και ελάτε στην α π λω τα ριά να συζητήσουμε.

Έπειτα από λίγη ώρα Προσκυνητές: Γέροντα, ήρθαμε, ό π ω ς μας είπες. Ε ίνα ι ω ρα ία εδώ. Α πό εδώ ψηλά η θέα είναι ανεμ πό­ διστη. Ο ήλιος δύει μέσα στό πέλαγος. Θ εϊκό βράδυ. Γέροντας: Χ α ίρ ο μ α ι, π ο υ έχετε μ ά τια κ α ι ψ υχή για να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού· αυτό το μεγα­ λ είο θα υμ νήσ ουμ ε σε λ ίγο σ το ν Ε σ π ερ ιν ό κ α ι στη συνέχεια κατά την Α γρυπνία. Προσκυνητές: Π ότε θα αρχίσει κ α ι πότε θα τελει­ ώσει η Α γρυπνία, Γέροντα; Γέροντας: Θα αρχίσει σε λίγο και θα τελειώσει το π ρ ω ί με την ανατολή του ηλίου, οπότε και θα π α ρ α τε­ θεί Τράπεζα. Ένας νεαρός προσκυνητής: Ε γώ δε θα ’ρθω στην Αγρυπνία* π ρ ο τιμ ώ να κοιμηθώ. Γέροντας: Ό π ω ς σε αναπαύει, π α ιδ ί μου. Προσκυνητές: Α υτός ο νεαρός, Γέροντα, δεν ανή­ κ ε ι στη σ υ ν τ ρ ο φ ιά μας* ε ρ χ ό τ α ν μ ό ν ο ς κ α ι μ α ς ακολούθησε* φ αίνεται σαλεμένος. Γέροντας: Μ ην κ α τη γ ο ρ ε ίς το π α ιδ ί. Ό λ ο ι μ ια συντροφ ιά είμαστε* κ α ι σ Ιησούς μαζί μας* γ ια τί στο όνομά Του είμαστε συναγμένοι εδώ, π ά νω σ ’ αυτή τη βίγλα του Θεού. Τ ώ ρα εγώ π η γ α ίν ω στην εκκλησία. Χτύπησε το τάλαντο για τρίτη φορά.

Πρωί στην τράπεζα Γέροντας: Καλή σας όρεξη* φάτε και δοξολογήστε το Θεό «πάντω ν ένεκεν». Να ’χετε την ευχή μου, για τί ήρθατε όλοι στην εκκλησία. Σ ας είδα να προσεύχεσθε με πίστη. Α ν και κουρασμένοι, ήρθατε όλοι. Προσκυνητής: Ό χ ι όλο ι. Ο νεα ρ ό ς, ο μ ουσ άτος, δεν ήρθε· είναι ιδιότροπος. Φ αίνεται βαρεμένος. Γέροντας: Μη μιλάς έτσι* δεν πειράζει που δεν ήρθε. Μπορεί να προσευχήθηκε με μεγαλύτερη θέρμη στο Θεό και ας μην ήρθε στην εκκλησία. Μ πορεί να έχει κάποιο λόγο που δεν ήρθε. Μην τον λες βαρεμένο και ιδιότροπο. Ά λ λ ο ς προσκυνητής: Γ έ ρ ο ν τα , ήρθε ο νεα ρ ό ς· ήρθε κ α τά τα μεσάνυκτα* έκατσε σε μ ια άκρη. Ε κεί κοντά καθόμουν κ ι εγώ* μέσα στο σκοτάδι δε δ ια κ ρ ι­ νόταν. Ε ίχε πέσει στα γό να τα κ α ι έκλαιγε με α ν α φ ι­ λητά. Ό τ α ν άκουσε α π ό το Ε υ α γ γέλ ιο τη δ υ σ τυ χία του Α σώτου, τότε άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Π οια ώρα έφυγε δεν είδα.

Επισκέπτες-προσκυνητές του Αγίου Ορους (Μονή Σίμωνος Πέτρας, Ιούλης 1970). Διακρίνονται, από αριστερά: Μανόλης Δραγώγιας (δάσκαλος, ζωγράφος), Αθανάσιος Χατζητόλιος (δάσκαλος), Γιάννης Χατζηβασιλείου (φιλό­ λογος) και Δημήτριος Κοροβέσης (φιλόλογος).

Γέροντας: Τώ ρα π ού είναι; Π ροσκυνητές: Έ χ ε ι κ α θ ίσ ε ι σε μ ια π έ τ ρ α εκεί ψηλά και αγναντεύει τη θάλασσα... Εμείς θα φύγουμε. Α ς μείνει αυτός εδώ. Γέροντας: Μ ην το ν αφ ήνετε μ όνο. Π ά ρ τε τούτη την ευλογία γΓ αυτόν. Ε ίνα ι λίγο ψ ω μί, δυο ντομάτες κ αι λίγες ελιές. Το καημένο το π α ιδ ί δεν έφαγε τ ίπ ο ­ τα. Π ώ ς θα περπατήσει; Π ρ ο σ κ υ νη τές: Γ έ ρ ο ν τ α , ν α τ ο ς , έ ρ χ ε τ α ι. Κ αλύτερα να τα δώ σεις εσύ. Γέροντας: Κ α λ ώ ς τον. Π α ιδ ί μου, η Τ ρ ά π εζα σε περιμένει· αν δε θέλεις να φ α ς στην Τ ρ ά π εζα , π άρ ε μαζί σου αυτή την ευλογία. Νεαρός: Γέροντα, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Γέροντας: Π οια, π α ιδ ί μου; Ν εαρός: Γ έ ρ ο ν τ α , α ρ ν ή θ η κ α ν α ’ρ θ ω σ τη ν Α γρυπνία και μίλησα με α πρέπεια κι εσύ με καλοσύ­ νη μου απάντησες: « Ό π ω ς σε ανα π α ύει, π α ιδ ί μου». Έ τσ ι θα μου απαντούσε σ πατέρας μου. Α λλά εγώ δε γνώ ρισ α πατέρα* έζησα ορφανός* θα μου επιτρέψ εις να λέω εσένα πατέρα; Γέροντας: Α ν αυτό σε α να π α ύει, να ’να ι ευλογη­ μένο. Ό μω ς... Ν εαρός; Τι όμω ς, Γέροντα; Γέροντας: Π α ιδ ί μου, εγώ σε λίγο φ εύγω για τον ουρανό* θα μ είνεις π ά λ ι ορφ ανός· Π άρε γ ια π α τέρ α σου τον πατέρα όλω ν μας, «τον εν το ις ουρανοίς». Νεαρός: Θα κάνω υπακσή, Γέροντα. «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, μη μ ’ αφήσεις ποτέ ορφανό...». Γέροντας: Α μήν... αμήν. Σ τη ν ευχή μου να π α ς. Τ ώ ρα δε θα είσαι ποτέ μόνος. Τ ώ ρα, αν κλάψ εις, θα είναι δάκρυα χαράς. Καλό δρόμο. Η Π αναγιά μαζί σου.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ


Β Ρ Α Ν ΙΑ Δ Η Σ Π Α Ν Α Γ ΙΩ Τ Η Γ Λ Ε Ζ Ε Λ Η Σ Ο ανύπνωτος θεματοφύλακας της παραδοσιακής Αγιάσου Σ τ ι ς 10 του Ο κτώβρη του 1910, τότε π ο υ η Λέσβος κ οντοζύγω νε τα κ ράσ πεδα του εθνικού λ υ τ ρ ω μ ο ύ τη ς, γ ε ν ν ή θ η κ ε σ τη ν Α γ ιά σ ο ο Β ρ α ν ιά δ η ς Γ λεζέλη ς. Ή τ α ν το π ρ ο τ ε λ ε υ τ α ίο π α ιδ ί τη ς ό μ ο ρ φ η ς φ α μ ίλ ια ς το υ Π α ν α γ ιώ τη Δημητρίου Γλεζέλη κα ι της Στυλιανής Δανιήλ Κ εραμιδά ή Κ εραμιδιάρη. Α δέρφ ια του οι ράφτες Στρατής κ α ι Χ ρισ τόφ ας, ο φ ω τογράφ ος και αναγνω στηριαπός χο ρ ευ τή ς Π ρ ο κ ό π η ς (Κ ο υ ρ κ ο υ ­ λ ή ς ), η Β α σ ιλ ικ ή Σ τ α ύ ρ ο υ Σ α μ α ρ ά , η ο π ο ία σε δ εύ τ ερ ο γάμο παντρεύτηκε το Μ αντα μαδιώ τη Β ασ ίλειο Β ίγλατζη, κ α ι ο μ α ρ α γ κ ό ς , χ ε ιρ ισ τ ή ς π ρ ιονοκ ορδέλα ς κα ι αλεστής κ ο υ ρ κ ο ύ τ η ς Κ ώ σ τα ς. Α νά δοχός του ο μεγάλος ευεργέ­ τη ς Σ τ έ φ α ν ο ς Β ρ α ν ίδ η ς ή Β ρ α νιά δ η ς, ο γ ιο ς το υ ισ το ­ ρ ιο γ ρ ά φ ο υ κ α ι λ ο γ ο τ έ χ ν η Β ασ ιλείου Βράνη. Ο π α π π ο ύ ς το υ Δ η μ ή τρ ιο ς Γ λεζέλη ς, γν ω σ τ ό ς κ α ι με το μ η τ ρ ω ν υ μ ικ ό « Ξ ’ν έ λ ’», ή τ α ν έ μ π ο ρ ο ς κ α ι π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε τη ν Ε υ γ ε ν ία (Β γ έ ν α , Β γ ι ν ο ΰ δ ’) Γ ε ω ρ γ ίο υ Σ α π ο υ ν α δ έ λ η ή Σαπναδέλη, την αδερφή του ιδιόρρυθμ ου εργο­ στασιάρχη κ α ι μεγάλου ευεργέτη Π αναγιώ τη, ο ο π ο ίο ς έμεινε στη θύμηση τω ν Α γιασω τώ ν με το α π α ξ ιω τ ικ ό π α ρ ω ν ύ μ ιο Τ ο κ ισ τή ς, το υ Τ η λ έ­ μαχου, της Ελένης (Λ ιν’δέλ’) Στυλιανού Σκορδά κ α ι τη ς Μ α ρ ιγ ώ ς ( Μ α ρ γ έ λ ’) Γ ια ν ν α κ έ λ η ή Γιαννακού... Π αρακολούθησ ε τα εγκ ύκ λια μαθήματα στη γεν έτειρ ά του, έχ ο ν τα ς δ α σ κ ά λ ο υ ς το Σ τρατή Κ ολαξιζέλη ή Κακάβη, τον Περικλή (αλλού α να ­ γράφ εται Παρασκευάς) Στυλιανίδη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, το δα σ κ α λόπα πα Ν ικόλαο Πατσέλη κ α ι το Σ τρ α τή Φ ω τειν έλ η . Φ ο ίτη σ ε κ α ι στην πρώτη τάξη του Η μιγυμνασίου, στην ο π οία δίδα ­ σ κ α ν ο ε λ λ η ν ο δ ιδ ά σ κ α λ ο ς Π α ν α γ ιώ τ η ς Σ κ ο ύ ν ιο γ λ ο υ κ α ι ο ι φ ιλ ό λ ο γ ο ι Θ ε ό φ ιλ ο ς Νουλέλης και Δημήτριος Κ ύπριος. Οι δυσκολίες όμω ς της τότε εποχής δεν του επέτρεψαν να π ρ ο ­ χω ρ ή σ ει π ερ ισ σ ό τερ ο , π α ρ ά την έφεση κ α ι τα

ζω ηρά π νευ μ α τικ ά ενδια φ έροντά του, π ο υ το ν χαρακτήριζαν ω ς το γέρμα της ζωής του. Ανήκει κ α ι α υ τ ό ς στη σ τ ρ α τ ιά τ ω ν π ικ ρ α μ έ ν ω ν « α σ π ο ύ δ α χ τ ω ν λ ο γ ιώ ν » , τω ν α ν θ ρ ώ π ω ν π ο υ κράτησαν μέσα τους σ παργω μένο τον πόθο της π α ιδ εία ς κ α ι το μεγάλο καημό τω ν ανεκπλήρω ­ τω ν ονείρω ν και φιλοδοξιώ ν... Α πό μικρό π α ιδί μπήκε στη βιοπάλη. Ο π α τ έ ρ α ς το υ Π α ν α γ ιώ τ η ς είχε μάθει φραγκοράφτης στην Αίγυπτο, στο Κάιρο, όπου είχε εγκαταστα­ θεί ω ς φ υ γ ό δ ικ ο ς ο θ ε ιο ς του Τ η λέμαχος Σ α πουναδέλη ς, ύ σ τερ α α π ό φ ο ν ικ ό π ο υ διέπ ρ α ξε στην Α γιάσ ο. Το 1903 γύρισε στη Λέσβο, όπου εργά­ στηκε κ α ι δημιούργησε ο ικ ο ­ γένεια. Ό τα ν όμως έπεσε έξω, αναγκάστηκε να τον βάλει στο μαραγκούδικο του πρόσφυγα Θ εόδω ρου Κ αραμανλή (Α να­ νία), όπου έμαθε την τέχνη, την ο π ο ία άσκησε α π ο δ ο τικ ά στην Α γιάσο, στη Μ υτιλήνη, αλλά και στην Αθήνα, στο Περιστέρι, επί δέκα χρόνια. Ή τα ν ικανός και ευρηματικός μάστορης και έφερνε σε πέρας οποιαδήποτε δουλειά του ανέθεταν. Η ευαισθησία και η επιδεξιοσ ύνη του φ α ίν ο ν τα ν σε π ά ρ α πολλές π ερ ιπ τώ σ εις. Έ φ τ ια χ ν ε κ ο ντά κ ια κυνηγετικώ ν όπλων, διακοσμητικό «σαμαρέλια», π α ρ ’ όλο που δε μαθήτεψε κοντά σε σαγματοποιό, κουταλοθή­ κες («χλιαρουθήτσις»), κασετίνες και άλλα. Υ πη ρέτη σ ε την π α τ ρ ίδ α στη Δ ο ϊρ ά ν η , στο Κ ιλ κ ίς , σ το Χ έ ρ σ ο β ο κ α ι α ρ γ ό τ ε ρ α σ το Π ό γ ρ α δ ετς, ό π ο υ γν ώ ρ ισ ε τη φ ρίκ η του π ο λ έ­ μου. Μ ετά την κατάρρευση του Α λβανικού μετώ­ που επέστρεψε στην Αγιάσο, όπου είχε αφήσει τη γυνα ίκ α του Α ιμ ιλ ία Π α να γιώ του (Μ πόταρου) Τσουλέλη και τη θυγατέρα του Ά ννα (Νιτσα), τη μ ε τ έ π ε ιτ α σ ύ ζ υ γ ο το υ Β α σ ιλ ε ίο υ Χ ρ ισ τ ό φ α Χ ατζηπαναγιώ τη, σε νηπιακή ηλικία... Σ τα δύσ κολα χ ρ ό ν ια της εμ φ υλιοπ ολεμ ικ ή ς π ε ρ ιό δ ο υ , π α ρ ’ όλο π ο υ ή τα ν « α π ο λ ιτ ικ ό ς » , ό π ω ς κα ι ο πα τέρ α ς του, διώ χθηκε κ α ι εκ το π ί­ στηκε στην Ικαρία, α ρ χικ ά στα Θ έρμα κ α ι μετά στο Φ α νά ρ ι. Την ίδ ια τύχη είχε κ α ι η σ ύζυγός


του, μάνα με μικρό π α ιδ ί, η ο π ο ία εξορίστηκε στη Χίο. Κ αι τούτο, για τί ο αδερφός της Γιάννης Τσουλέλης είχε βγει στο βουνό α ντά ρ τη ς. Κ α ι στην καθημερινή επαγγελματική του όμω ς α π α ­ σχόληση συναντούσε συχνά πυκ νά προσ κόμ μα ­ τα από την πλευρά τω ν κρατουντώ ν... Ο Β ρ α νιά δη ς Γλεζέλης α γα π ο ύσ ε με π ά θ ο ς τον τόπο του και είχε αποθησαυρίσει στη θύμησή του π ο λ λ ά ενδ ια φ έρ ο ν τα σ τοιχεία . Τον σ υ γκ ι­ νούσε η τοπική ιστορία, η λαογραφία, φ ιλολογι­ κή κ α ι εθιμική, το διαλεκτικό ιδίω μα, κ οντολο­ γ ίς κ α θ ε τ ί π ο υ ε ίχ ε σ χέσ η με τη ν α λ λ ο τ ιν ή Α γ ιά σ ο . Ο λ ο χ ρ ο ν ίς έψ α χ ν ε γ ια λ ο γ ή ς λ ο γή ς πα λιά «χαρτιά» κα ι αναμνηστικές φω τογραφίες, λες και ήταν ερευνητής, αρχειοδιφης. Π άσχιζε να φω τίσει το χτες, να το στυλώσει στο σήμερα, να το κάνει ευρύτερα γνω στό. Π ολλοί τον παρεξηγούσαν, όταν τον έβλεπαν να μιλά με πάθος, να μεταφ έρει κ α ι να δ είχ ν ει τα ευρήμ ατα του, να π α ίρ ν ε ι θέση, ο ρ θή ή ε σ φ α λ μ έν η , σε θ έ μ α τα δ ύ σ κ ο λ α , π ο υ α π α ιτ ο ύ σ α ν ε ξ ε ιδ ίκ ε υ σ η κ α ι κατάρτιση. Ο ι επ α ΐο ντες όμω ς εκτιμούσ α ν την π ε ρ ίσ σ ια α γά π η το υ γ ια τη γεν έτειρ ά του. Το περιοδικό «Αγιάσος» πολλά του χρωστά... Τα τελευταία χρόνια άρχισε να στιχουργει, να ριμάρει άτεχνα, ακόμα κ α ι να ζω γραφ ίζει, θέλο­ ντας μ ’ αυτό τον τρόπο να φέρει στην επιφ άνεια στοιχεία του εσωτερικού του κόσμου και να επ ι­ κοινω νήσει με α νθρώ πους του στενού του π ερ ι­ β ά λ λ ο ν το ς, α λ λ ά κ α ι με π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ ε ς της πολιτικής, τω ν γραμμάτω ν και τω ν τεχνών, που ζούσαν στην Ελλάδα και όχι μόνο... Ο Β ρανιάδης Γλεζέλης ήταν ένας ά νθ ρ ω π ο ς α π ε ίρ α χ τ ο ς , π λ α σ μ έ ν ο ς α π ό μ α λ α κ ιά ζύ μ η . Κ ύ ρ ια χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά τ ο υ η ε υ γ έ ν ε ια τ ω ν α ισ θη μ ά τω ν, η καλοσύνη, η τιμ ιό τη τα , η συνέ­ π ε ια , η α π λ ό τ η τ α , η ε π ιμ ο ν ή , η π ρ ο θ υ μ ία . Η μεγάλη του κ α ρ δ ιά ήταν ολά νθισ τος μπαχτσές. Πλήρης ημερών άφησε τη στερνή του πνοή στις 5 του Α πρίλη του 2000 και α ναπαύεται στο κοιμη­ τή ρ ι τη ς Π ε ρ α σ ιά ς . Η μνήμη το υ δ εν μ π ο ρ ε ί παρά να μας συνοδεύει...

ΦΩΤΟΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ο Παναγιώτης (Μπόταρος) Δημητρίου Τσουλέλης με την αδερφή του Ρήγαινα, η οποία έζησε στο Κάιρο, με την οικογένειά της, τις δυο κόρες και τον ένα γιο της... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Ο Γρηγόριος Παναγιώτη Κουζέλης με τη σύζυγό του Μαρία, το γένος Γεωργίου Ασβεστά. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η θυγατέρα Ανδρονίκη Νικολάου Κορομηλά)


ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ Με αφορμή το Β' Οικονομικό Συνέδριο στη Σμύρνη τις 2 και 3 Ιουνίου του 2000 έγινε στη Σμύρνη το Β ' Οικονομικό Συνέδριο των Τουρκικών Παραλίων του Αιγαίου και Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου, υπό την αιγίδα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης. Συζητήθηκαν τομείς συνεργασίας και ανάπτυξης των δύο χωρών, όπως εμπόριο, τουρισμός, μεταφορές, υγεία, πανεπιστημιακή και πολιτιστική συνεργασία. Την πρώτη μέρα του Συνεδρίου, για την ψυχαγωγία των συνέδρων, των εισηγητών, των επιχειρηματιών και των δημοσιογράφων, έγινε μουσική βραδιά με τουρκικά μουσικά σχήματα, παραδοσιακά και σύγχρο­ να, ενώ την ελληνική πλευρά εκπροσώπησε μέρος της παραδοσιακής κομπανίας του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου. Για την προτίμηση και την επι­ λογή ευχαριστούμε θερμά το Επιμελητήριο Λέσβου. Με τους ήχους των μουσικών των δύο χωρών 400 και πλέον Έλληνες και Τούρκοι παρευρισκόμενο! διασκέδασαν μέχρι τις πρωινές ώρες. Για όλο τον κόσμο η μουσική υπήρξε ανέκαθεν το αποτελεσματι­ κότερο «περιστέρι της ειρήνης». Πόσο μάλλον στην περίπτωση των σχέσεων μας με τους Τούρκους, όπου οι ήχοι, οι «δρόμοι», οι «μελωδίες», όλα δείχνουν πως μέσα από τις αλληλεπιδράσεις των πολιτισμών η καταγωγή είναι κοινή. Και πανίσχυρη. Έλληνες και Τούρκοι δεν συνυπήρξαν μόνο στό διά­ στημα των τετρακοσίων χρόνων της δουλείας. Αν προ­ σθέσουμε και άλλα διακόσια χρόνια, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν σι Τούρκοι στις σελίδες της Ιστορίας, πότε μέσα και πότε έξω από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς και άλλα 180 χρόνια κοντά, μετά την εθνική ανεξαρτησία και την επεισοδιακή γειτονία που τη συνοδέυσε. Έχουμε δηλαδή αθροιστικά 780 χρό­ νια, που πρέπει να βάζουν Έλληνες και Τούρκους σε σκέψεις. Ποιοι άλλοι λαοί ή έθνη είχαν τόσο μακρόχρο­ νη και τόσο δραματική σχέση; Δύσκολα θα βρείτε!

Το Πρόγραμμα εργασιών της Οικονομικής Συνόδου Τουρκικών Ακτών Αιγαίου και Ελληνικών Νησιών Αιγαίου (διαστάσεων 14x10 εκ., φφ 6+2).

Πολλοί από αυτούς που αποκαλούνται σήμερα Τούρκοι, πριν υπαχθούν διοικητικά στην Οθωμανική Α υ τοκ ρα τορία , ήταν μέρος τω ν υπηκόω ν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία στον τομέα της μουσικής είναι άμεση κληρονόμος της επιστήμης και της πρακτικής της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Είναι γνωστό, τόσο από ελληνικές όσο και από αραβικές πηγές, το τι οφείλει ο πολιτισμός στο Ισλάμ, στην ελληνική τέχνη. Από αραβικές πηγές μαθαίνουμε ότι από τον έβδομο αιώ να υπήρχαν οργανωμένα κέντρα διδασκαλίας της μουσικής στη Συρία και στην Περσία. Σχεδόν όλο το Ισλάμ φωτίστηκε από την ελλη­ νική μουσική. Εκεί όμως που οι μουσικές σχέσεις των

Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του Συγκροτήματος Παραδοσιακής Μουσικής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, στη Σμύρνη (2.6.2000). Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Μιχαήλ Γιαταγανέλης, ο Ευτράτιος Αναστασίου Καζαντζής, ο μουσικοδιδάσκαλος-βιολιστής Χαρίλαος Ευστρατίου Ρόδανος και ο Νικόλαος Παναγιώτη Μαϊστρέλης.


δύο λαών είναι καταφανείς είναι φυσικά η λαϊκή μου­ σική. Τραγούδια που υπάρχουν και δε γνωρίζουμε ακριβώς αν είναι καθαρόαιμα ελληνικά ή τουρκικά ή αν προήλθαν από τη συνύπαρξη των λαών. Μερικά από αυτό: «Τσάκιτζης», «Γαλάτα», «Χαρικλάκι», «Κιόρογλου», «Μ αχαλάδες» και πολλά οργανικά ακουστικά, σαρκιά ή χορευτικά, που έχουν ακμάσει στο νησί μας και ιδιαίτερα στην Αγιάσο. Αποτέλεσμα: Ακούγονται από αυτούς που ξέρουν να ακσύν και να ξεχωρίζουν την καλή ποιοτική μουσική και είμαι σίγουρος ότι θα ακούγονται και την τρίτη χιλιετία. Η Μικρασιατική καταστροφή ύψωσε βέβαια τα τείχη ανάμεσα στους λαούς των δύο χωρών, όμως τα μουσικά τους... υγρά δε σταμάτησαν να συγκοινω­ νούν. Ο μουσουργός Μανόλης Καλομοίρης χαρακτη­ ρίζει τον αμανέ σαν έκφραση του πόθου και του καη­ μού της Ανατολής, κάτι αντίστοιχο με την τζαζ, που είναι η έκφραση του πόθου και των καημών της Δύσης. Όμως τον πολυπόθητο αμανέ τον έδιωξαν στη δεκαετία του ’30 τόσο το τουρκικό όσο και το ελληνι­ κό κράτος, σε μια αθέλητη, ίσως συμπτωματική, αλλά καθόλου δίχως περιεχόμενο, «συνεργασία». Ωστόσο αρκετά «ζευγάρια» Ελλήνων και Τούρκων καλλιτεχνών υλοποίησαν και υλοποιούν αυτό που δεν κατάφερε ποτέ καμιά πολιτική: Να ενώσουν τους δύο λαούς κάτω από τον ίδιο ήχο, αφού η μουσική δεν έχει πατρίδα. Π ρόσφατα, με τους σεισμούς, η Χ άρις Αλεξίου και η Σεζάν Ακσού, το 1988 ο Νικηφόρος Μεταξάς και σ μαέστρος Ισχάν Οσγκέν στό συγκρότημα «Βόσπορος», στην Κομοτηνή σ Θανάσης Γκαϊφύλιας και ο Τούρκος Τζεμ Καρατζάς ηχογραφούν το τραγούδι της τιμής, το 1978 ο Μάριος Τόκας στην Κύπρο μελο­ ποιεί τους στίχους της Νεσιέ Γιασίν. Το 1982 το δίδυμο

με τους κορυφαίους συνθέτες Μίκη Θεοδωράκη και Ζουλφί Λιβανελί οργανώνει κοινές συναυλίες στην Ευρώπη, καθώς ιδρύουν και την «Κ οινω νία για Ελληνική και Τουρκική Φιλία». Η ίδρυση αυτή συνέπε­ σε με τα έντονα γεγονότα του Μάρτη του 1987 ανάμεσα στις δύο χώρες, που πα ρ’ ολίγον έλειψε η πολεμική σύγκρουση, έγινε όμως δεκτή και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου τόσο με ανακούφιση, όσο και με καχυπο­ ψία. Σε Οϋ που προέκυψε από κοινή συναυλία το Μάη του 1997 στο Βερολίνο ο Μίκης Θεοδωράκης τονίζει: «Εκατομμύρια Τούρκοι και Έλληνες αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τις όμορφες χώρες μας και να εργάζο­ νται σαν μετανάστες-πολίτες β ' κατηγορίας, γιατί οι κοινωνίες μας υποβάλλονται σε υποχρεωτική αφαίμαξη λόγω των εξοπλισμών. Οι φτωχοί Έλληνες και Τούρκοι βοηθούν το υς π λ ο ύ σ ιο υ ς λα ο ύ ς να γίν ο υ ν π λ ο υ ­ σιότεροι», και ο Ζουλφί Λιβανελί συμπληρώνει: «Από τα εδάφη της Τουρκίας και της Ελλάδας υψώνονται τραγούδι α φ ιλίας που εμπνέουν χαρά ζωής και όχι στρατιωτικά εμβατήρια. Πολιτικοί, στρατιωτικοί και επιχειρηματίες έχουν πει ψέματα στον κόσμο. Τα τρα­ γούδια ποτέ!» Πρόσφατη διαπίστωση από την επίσκεψή μου στη Σμύρνη, με αφορμή το Οικονομικό Συνέδριο, είναι ότι στην άλλοτε περίφημη παραλία της, καθώς και σε μέρη με καφετέριες, αναψυκτήρια κτλ., ακούγεται αρκετή ελληνική μουσική, όπω ς Στιανουδάκης, Κ ότσιρας και πολλή Χ άρις Α λεξίου... Άραγε το Αιγαίο είναι μια θάλασσα που ενώνει; Αγιάσος, Αύγουστος 2000

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ

Στην πρώτη σελίδα του Κυριακάτικου φύλλου (ένθετου) της 4.6.2000 της τουρκικής εφη­ μερίδας «ΜίΙΙίγβί Ε§β» δημοσι­ εύτηκε άρθρο με τίτλο «ΖΕΥΤΙΝ ϋΑΕΙ» (Κλάδος Ελαίας) και με υπότιτλο «ΤιιγΕ νβ Υυπιιη ίςηάίΐηιΐαη ζβγΐΐηάβ άυηνα άβνΐβηηβ Εβγξϊ ϋΐΓΐβχίγοΓ». Στο δημοσίευμα αυτό γίνεται, εκτός των άλλων, αναφορά και στο Μυτιληνιό (Αγιασώτη) βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο...


ΕΚΘΕΣΗ ΧΑΤΖΗ ΜΙΧΑΛΗ

Ο Σ ύλλογος

Μ ανταμαδιω τώ ν Λέσβου «ο Ταξιάρχης», σωματείο με αξιόλογη δράση, παρουσία­ σε πρόσφατα στα Γραφείου του (Γ' Σεπτεμβρίου 39) την Έκθεση της εκλεκτής ζωγράφου Άννας-Μαρίας Χατζημιχάλη (10-25.5.2000). Η Άννα-Μαρία Χατζημιχάλη γεννήθηκε στο Μ ανταμάδο και σπούδασε ζωγραφική και αγιογραφία. Έργα της βρίσκονται σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές και αλλού. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Την παραπάνω έκθεση, που είναι η πρώτη της ατομική, είχαν την ευκαιρία να την επισκεφτούν πολλοί φιλότεχνοι, Λέσβιοι και μη.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΕΤΑΣ Σ τ ό βιβλιοπωλείο «Ενδοχώρα» (Σίνα 18), στις 8.6.2000, έγινε παρουσίαση των πρόσφατων βιβλίων του Κώστα Βαλέτα «Ο θησαυρός του Κιαμήλμπεη» (διηγήματα), «Αιά Μετεώρου Κεφαλής» (δοκίμια) και «Απομνημονεύματα Νικ. Υψηλάντη» (μετάφρασηπ ρ όλογος). Μ ίλησαν ο συγγραφ έας, ο Α ντώ νης Παπαδόπουλος και σ Θεοδόσης Δασκαλόπουλος.

ΤΙΜ ΗΘΗΚΕ Ο ΤΑΚΗΣ ΔΟΞΑΣ Τ ο Λύκειο των Ελληνίδων Πύργου, σωματείο με αξιόλογη δράση από το 1922, το έτος της ίδρυσής του, οργάνωσε Ημερίδα στις 10.6.2000, στην Αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου του Δημοτικού Μεγάρου Πύργου, για να τιμήσει τον αείμνηστο Τάκη Δόξα (19131976), το λογοτέχνη που άφησε στον τόπο του βαθιά χνάρια πνευματικής παρουσίας. Οι εργασίες άρχισαν με χαιρετισμό και αναφορά στον τιμώμενο από την πρόε­ δρο του Λυκείου των Ελληνίδων Αλεξάνδρα Γκοτσίνα.

Δίπτυχη πρόσκληση, διαστάσεων 20x14 εκ., του Αφιερώματος Τιμής και Μνήμης στον ποιητή του φωτός Τάκη Δόξα.

Ακολούθησε εισαγωγική ομιλία από τον προεδρεύοντα Αλέκσ Κάζογλη, δικηγόρο-λσγοτέχνη, π. νομάρχη Αττικής. Στη συνέχεια έγιναν σι παρακάτω εισηγήσεις: α. Του Αεωνίδα Μαργαρίτη, δικηγόρου-λογοτέχνη, με θέμα: «Τάκης Δόξας, ο άνθρωπος και ποιητής», β. Του Στάθη Δάγλαρη, δικηγόρου-λογοτέχνη, με θέμα: «Τάκης Δόξας, ο λυρικός και πολύτροπος στοχαστής», γ. Του Νίκου Φραγκογιαννόπουλσυ, δικηγόρου, γραμματέα του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ηλείας, με θέμα: «Το φως της Ολυμπίας». Στό τέλος μίλησε σύντομα σ γιος του τιμώμενου Γιώργος. Αποσπάσματα από το πνευμα­ τικό έργο του Τάκη Δόξα διάβασε ο ηθοποιός Άγγελος Αντωνόπουλος.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΑΠΩΝΟΠΟΙΙΑΣ Σ τ ις 7.8.2000 έγιναν στο Πλωμάρι τα εγκαίνια του ΜουσείουΣαπωνσποιίας, στα πλαίσια των δραστηριο­ τήτων της «Εταιρίας Αρχιπέλαγος» και του Πολύκεντρου του Δήμου Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος».

Δίπτυχη πρόσκληση, διαστάσεων 9x15,5 εκ., των εγκαινίων του Μουσείου Σαπωνοποιίας Πλωμαρίου.


ΟΙ «ΑΛΚΥΟΝΕΣ» ΤΟΥΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ Σ τ ις 10.6.2000, στό Θέατρο του Μπουσουλσπούλειου 1ου Γυμνασίου Άργους, έγινε, με μεγάλη επιτυχία, η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του τ. σχολικού Συμβούλου Π.Ε. Σπύρου Καραμσύντζου «Αλκυόνες». Μίλησαν ο Χάρης Σαπουντζάκης, τ. σχολικός σύμβου­ λος, συγγραφέας και πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου της Ένωσης Σπάρτης Μ. Ασίας, Νέας Ιωνίας, ο οπσίος ήταν και ο συντονιστής της εκδήλωσης, η Καίτη Καραμούντζσυ-Χαραλάμπους, φιλόλογος καθηγήτρια του 1ου Λυκείου Άργους, και ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Ποιήματα απάγγειλε η ηθοποιός Μαίρη Ιγγλέση, αντιδήμαρχος και πρόεδρος του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Ηρακλείου Αττικής. Κατά τη διάρκεια της εκδή­ λωσης ακούστηκαν και ποιήματα μελοποιημένα από το μουσικοσυνθέτη Ηλία Αγγελή και τραγσυδισμένα από το δάσκαλο τραγουδιστή Βασίλη Κολοβό. Βαθύτατα συγκινημένσς μίλησε και ο ποιητής Σπύρος Καραμούντζσς. Σύντομα μίλησαν στο τέλος και έκλεισαν την εκδήλωση ο εκπαιδευτικός Διογένης Μαλτέζσς και ο δήμαρχος της πόλης Νικόλαος Κσλιγλιάτης.

ΤΙΜΗ ΣΕ Α Μ Μ . Α . Σ τ ι ς 5.7:2000, στην Π ινακοθήκη ΓΙιερίδη (Λεωφόρος Ποσειδώνος 29, Γλυφάδα), πραγματοποι­ ήθηκε εκδήλωση γνωριμίας και τιμής για τρία άτομα με ειδικές ανάγκες, που εδώ και αρκετά χρόνια καλ­ λιεργούν με ζήλο τα γράμματα και έχουν παρουσιά­ σει αξιόλογο λογοτεχνικό, και όχι μόνο, έργο, τον Ηλία Μαργιόλα, τον Ανδρέα Κουζέλη και το Λέσβιο ποιητή Άρη Ταστάνη. Μίλησαν ο δήμαρχος Στέλιος Α ανδράκης, ο Π άνος Τ ριγά ζης (για τον Άρη Ταστάνη), η Κατερίνα Παπαδοπούλου και ο Στέλιος Μαρίνης. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Αφροδίτη Γρη­ γ ο ρ ί ο υ , Βάσια Τριφύλλη, Ηρακλής Στρούγκης και Νίκος Αναστασόπουλος. Την εκδήλωση διοργάνωσε η Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης και Πολιτισμού (ΔΕΑΠ) του Δήμου Γλυφάδας. Χορηγός επικοινω ­ νίας το ένθετο «Ανάμεσα» της εφημερίδας «Ελευθε­ ροτυπία».

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Στιγμιότυπο από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Σπύρου Καραμσύντζου «Αλκυόνες» (Αθήνα 2000), στην Αίθουσα του Μπουσουλοπούλειου Θεάτρου Αργους (Σάββατο, 10.6.2000). Διακρίνονται, από αριστερά: Χάρης Σαπουντζάκης, τ. Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε., Μαίρη Ιγγλέση, ηθοποιός, Σπύρος Καραμούντζσς, τ. Σχολικός Σύμβουλος-ποιητής, Καίτη Δημητρίου Καραμούντζου-Χαραλάμπους, φιλόλογος, και Γιάννης Χατζηβασιλείου.


ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΑΓΡΙΤΩΝ

ΛΑΒΑΜΕ

Ο Σύλλογος Αγριτών Αθήνας οργάνωσε εκδήλω­ ση στις 18.8.2000, στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Άγρας, κατά την οποία έγινε παρουσίαση του δίτομου βιβλίου «Ά γρα Λέσβου» (Αθήνα 2000) του Γιάννη Τριαντάφυλλου και των δυο άλμπουμ γελοιογρα­ φιών, με τίτλους «Δώσαμε δώσαμε» και «Ο λύκος κι αν εγέρασε», του Γιάννη Κακαρώνη-Κακ. Την εκδή­ λωση χαιρέτησε ο πρόεδρος του Συλλόγου Αγριτών Αθηνάς Δημήτριος Περμάχος. Την παρουσίαση έκανε η δασκάλα Βαρβάρα Μιχαήλ Καρτέοη. Για τα παρουσιαζόμενα βιβλία μίλησαν ο Μάχης Αξιώτης, ο Άρης Ταστάνης, ο Παναγιώτης Χαβαράνης και ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Στο τέλος μίλησαν σύντομα και εξέ­ φρασαν τις ευχαριστίες τους οι τιμώμενοι Γιάννης Κακαρώνης και Γιάννης Τριαντάφυλλου. Η εκδήλω­ ση σημείωσε μεγάλη επιτυχία και την παρακολούθη­ σαν πάρα πολλοί.

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Αφίσα, διαστάσεων 51x36 εκ., της εκδήλωσης παρουσία­ σης του δίτομου βιβλίου του Γιάννη Τριαντάφυλλου «Άγρα Λέσβον», κα9ώ? κ«ι άλμπουμ γελοιογραφιών του Γ ιάννη Κακαο^νη-Κακ, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αγρα, στις 18.8.2000.

• Πέτρος Μ πίκος, Φ ωτογραφίες στον καθρέφτη. ( Α π ’ το μ α ρ τ υ ρ ο λ ο γ ίο τη ς μ ε τ α ν ά σ τ ε υ σ η ς ) . Μνήμη. [Αθήνα] 1987,21x14, σσ. 101+3. • Πέτρος Μπίκος, Έντεκα παράθυρα. Διηγήματα. Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1989, 21x14, σσ. 156+4. • Π έτρος Μ πίκος, Των α γγέλω ν η πείνα. Δ ιη­ γήματα. Εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1991,21x14, σσ. 112+4. • Διονύση Μ αυρόγιαννη, Καθηγητή Κοινωνιολογίας, π. Πρύτανη Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θ ράκης, Τ α κτικού Μ έλους της Α ρ χα ιο λο γικ ή ς Ε τ α ιρ εία ς, Οι Σ α ρ α κ α τσ ά ν ο ί τη ς Θ ράκης, τη ς Κ εντρικής και Α νατολικής Μ ακεδονίας. Επιτόπια Κ οινω νιολογική Έ ρευνα από Έ βρο έως Θεσσα­ λονίκη. Τόμος 1. Καταγραφή οικογενειών, νοικο­ κυριών και επαγγελμάτων. Σπαράγματα της πολι­ τιστικής παράδοσης. Εκδόσεις «Δωδώνη», ΑθήναΓιάννενα 1998,28x21, σσ. 400. • Διονύση Μ αυρόγιαννη, Καθηγητή Κοινωνιολογίας, π. Πρύτανη Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θ ράκης, Τ α κτικού Μ έλους της Α ρ χα ιο λο γικ ή ς Ε τ α ιρ ε ία ς, Οι Σ α ρ α κ α τσ ά ν ο ί τη ς Θ ράκης, της Κ εντρικής και Α νατολικής Μ ακεδονίας. Επιτόπια Κοινωνιολογική Έρευνα από Έβρο έως Θεσσαλο­ νίκη. Τόμος 2. Τα Π ρόσω πα, οι Τ όποι, τα Π ρά­ γμ ατα (Α νέκδοτα Φ ω τογρα φ ικά Ν τοκουμέντα). Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1998, 28x21, σσ. 232. • Πάνος Αμείλιχος-Μ αυρόγιαννης, Παναχαιοί. Ποιήματα. Προλογίζει ο Διονύσης Μαυρόγιαννης. Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1999,24x17, σσ. 96. • Ελευθερία Μπέλμπα, Έ αρος νυχτερινό κατευ­ όδιο. (Π οιήματα). «Νέα Σ ύνορα», Αθήνα 2000, 24x17, σσ. 32. • Δημητρίου Παπάνη, Φιλολόγου, Συνταξιούχου Λυκειάρχη - Ιωάννου Δ. Παπάνη, Φιλολόγου, πρώην Συμβούλου Εκπαίδευσης, Λ εσβιακή Λ α ο γρα φ ία , Λ εξικό της Α γιασώ τικης Διαλέκτου (Ερμηνευτικό Ετυμολογικό). Έκδοση Δήμου Αγιάσου. Μυτιλήνη 2000,24x17, σσ. 324+4. • Ο λύκο ς κι α ν εγέρασε... Του Κακ. Εκδόσεις Ε μπρός, Μ υτιλήνη 1998, 14x21, σσ. 62+2. [Κακ: Γιάννης Κακαρώνης] • Γιάννη Κακαρώνη, Δώσαμε δώσαμε. Εκδόσεις Εμπρός, Μυτιλήνη [1997], 16x23,5, σσ. 102+2. • Ελιμειακά. Εξαμηνιαίο Περιοδικό. Έ τος δέκα­ το ένατο. Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2000, τεύχος 44, 24x17, σσ. 88.


Χρησιμοποιώντας ένα νέο, πέταξε από την ανοιχτή πόρτα το μουσκεμένο στο δρόμο. Αυτό που κάνα­ τε, της είπε ο Πιπερίτης, είναι δείγμα αμορφωσιάς, έλλειψ η ς π ο λ ιτισ μ ο ύ ... Ο Γ ριμ α νέλης π ο υ το ν άκουσε δε βάσταξε και του απάντησε: Εμ λέγ’ς, σεις που ρ ίχνιτι τς μπόμπις σ τ’ Γιουγκουσλαβία, πα στα νουσουκουμεία, τι είδους πουλιτισμός τσι μόρφουσ’ είνι; Κόκαλο ο Αμερικανός.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

ΑΣ ΙΡΧ Ο Υ Σ ’ ΣΤΑ ΑΟΡΤΑ!

ΕΝ ΙΒΑΙΠΙ ΠΟΥΒΙΤΑ ΣΟΥΜ ΙΤ’! Π ρ ιν απί χρόνια κατέβ’τσι στη χώρα, μι τ ’ κόρη τς τ ’ Λέν’, του Βικτώρ’ γη Τάλινα, τ ’ Κουσταντή τ ’ Χατζηχρυσάφ’ γη γ ’ναίκα, τσι πήγι να ξιταστεί τσι για τα μάτια. Γιατρός τν ίβαλι να κάτσ’ τσι τς είπι να λουγιάξ’ στου πίνακα το κουλούρι, δηλαδή του όμικρουν, που του μαθαίνουμι πρώτου α π ’ ούλα τα γράμματα στου σκουλειό. Του Β ικ τώ ρ ’ λόγια ξι, ξουνουλόγιαξι, τίπουτα. Γιατρός τς δώτσι τσ’ άλλ’ φ α τσοί, μα εν ίπ ιρ ν ι α π ά ν τη σ ’ π ο υ ς β λ έπ ’ του κλούρ’. Στου τέλους, τι να κάν’, τς δώτσι χαρτί για πουλύ δ ’νατά γυαλιά, να βλέπ’ τουλάχιστουν του χλ ιά ρ ’, να κ ά ν’ τη δ ’λειά τς. Σάνι φύγαν α π ’ του γιατρό, γη κόρη τς γη Λέν’ τνι ρώ τ’σι, μ’ απουρία: - Ρε μ ά να , γ ια τ ί ίλ ιγ ις π ο υ ς ε β λ έ π ’ς του κ ’λούρ’, αφού εν έχ’ς πρόβλημα τσι μπουρείς τσι πιρνάς τ ’ κλουστή τσ ’ α π ’ του κώλου τς βιλόν’ς; - Εμ, εν ίβλιπα πούβιτα σουμίτ’, κόρη μ’! (Από αφήγηση του εγγονού Π αναγιώ τη Χ ριστόφα Γλεζέλη. Αθήνα, 7.7.1993)

ΕΡΜΟΑΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΓΗ ΜΘΡΦΘΥΣ’ Τ ο π ρ ω ινό δρομολόγιο τω ν 10, Μ υτιλήνηςΑγιάσου, το έκανε ο Στρατής Γριμανέλης. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Για π ιο πολλή δροσιά άνοιξε και την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Μια κυρία, που καθόταν στα μπροστινά καθίσματα, σκουπίζει το ιδρωμένο πρόσω πό της με ένα χαρτομάντιλο. Δ ίπλα της κάθεται ο Ελληνοαμερικάνος Στρατής Πιπερίτης. Το χαρτομάντιλο είχε γίνει μούσκεμα.

Α ντάμω σαν δυο Α γιασώ τ'σσα μες στου λϊουφ ουρ είου, γη μια μ προυσ τά τσ ι γη ά λ λ ’ πίσ ου. Πιάσαν κουβέντα φουναχτά, μια τσι ούλ’ μοιάζαν ξέν’ τσ ’ ε θανί καταλαβαίναν. - Τσιρό έχου να σι δω! - Δ ’λειές τσι σκουτούρις πουλλές τσ’ ε μ ’ αφήνιν α σ ’κώσου τσιφάλ’! - Ε, ας ίρχουσ’ κουμμάτ’ στα λόρτα! Κ αμπόσ’ παραξινιφτήκαν τσι λουγιάξαν πιρίιργα. Ποιος ξέρ’; Φαίνιτι πς θαν ήνταν Έ λλην’ τσι μάλιστα Μυτιληνιοί! δγάηεγ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

ΤΟΥΤΟΥΣ ΕΙΝΙ ΜΟΥΡΦΟΥΜΕΝΟΥΣ! Η ν τ α ν καλουτσαίρ’, μήνας Αύγουστους 1997, τσι κάτου α π ’ τ ’ φ ρίτζα τ ’ Κ α λ φ α γιά ν ν’, σ ’ ένα τραπέζ’, κάντνταν πουλλοί φ ίλ ’ τσι σχουλιάζαν τν ιπ ικ ιρ ό τ η τ α . Σ ’ π α ρ έ γ ια ή ν τα ν τσ ι Γ ιά ν ν ’ς Χ α τζη β α σ ίλ’ς τσι κ ο υ ν τ ά ν τ’ του Μ ητρέλ’ Δούκαρους. Πα σν ώρα κουντουστάσ’τσι γ ’ Ιμχάλ’ς γι Μπράτσους, γι δάσκαλους. Τι Γιάνν’ς σταμάτ’σι τ ’ συζήτησ’ τσ’ είπι στου συνάδιρφουντ’ να κάτσ’ να τουν τσ ιράσ ’ έναν καφέ. Ό χ ’ δα, μεις π ρ έπ ’ α σι τσιράσουμι, είπι δάσκαλους. Συ έρχισι μια φουρά του χρόνου τσ ’ εν είνι σουστά α μας τσιράσ’ς. Του Μ η τρ έλ ’ π έ τ α ξ ι σαν ουμό κ τσ ι τ σ ’ ε ίπ ι σ τουν Ιμ’χά λ’: Ε δάσκαλι, μη βλέπ’ς, τούτους είνι μουρφουμένους!

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ Φ Ε Υ Γ Ο Υ Ν Μ ΙΧ Α Λ Η Σ ΙΩ Α Ν Ν Ο Υ Π Α Σ Χ Α Λ ΙΑ Σ Σ τ ι ς 14 Ιούλη τρέχοντος έτους άφησε τη στερνή του πνοή στο Βοστάνειο Νοσοκομείο Μυτιλήνης ο Μιχάλης Ιωάννου Πασχαλιάς, σε ηλικία 91 ετών. Η κηδεία του έγινε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Αγιάσο, στις 11 το πρωί, την επόμενη μέρα. Στην εκφορά του παραβρέθηκαν σ βουλευτής Λέσβου του ΚΚΕ Σταύρος Σκοπελίτης, το μέλος του Γραφείου της Ν.Ε. Λέσβου του ΚΚΕ Ηλίας Βουλβούλης, ο δήμαρχος Αγιάσου και δημοτικοί σύμβουλοι, παλιοί αντιστασια­ κοί συναγωνιστές του από την Αγιάσο και τη Μυτιλήνη και αρκετός κόσμος που τίμησε τη μνήμη του. Μεταξύ άλλων στεφάνι κατέθεσαν η ΚΟΒ Αγιάσου του ΚΚΕ, το Παράρτημα Αγιάσου της ΠΕΑΕΑ και ο Καρνα­ βαλικός Σύλλογος Αγιάσου «σ Σάτυρος». Ο εκλιπών γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 14 Νοέμβρη του 1909. Γιος του Ιωάννου Π ασχαλιά και της Αφροδίτης, το γένος Βασιλείου Σπανού, ήταν ένα από τα πέντε π α ιδιά της φαμίλιας του. Αδερφός: Της Βασιλικής, χήρας Βασιλείου Κίμωνα Πατσέλλη, σ οποί­ ος γεννήθηκε το 1912 στην Αγιάσο και σκοτώθηκε, πολεμώ ντας ως στρατιώτης στις τάξεις του 22ου Συντάγματος Πεζικού, από έκρηξη όλμου μέσα σε χαρά­ κωμα στον Κιονίσκο ή Καλυβάτσι της Αλβανίας (δυτι­ κά του Π όγραδετς), στις 30 Μάρτη 1941Γ Της Στυλιανής, χήρας Γεωργίου Σταυρακέλλη. Του Αντώνη, που σήμερα κατοικεί στην Αθήνα. Του Στρατή, του μάρ­ τυρα του Αντιφασιστικού Αγώνα, που τον τραυμάτισαν οι Γερμανοί κατακτητές στις 28 Μάρτη 1944 στην Αγιάσο, όταν έκαναν μπλόκο στο χωριό, σε αντίποινα για τις πάνδημες αντιγερμανικές, αντιπολεμικές εκδη­ λώσεις του λαού μας, κατά το γιορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μάρτη, τον συνέλαβαν και μετά την αποθεραπεία του τον πέρασαν στρατοδικείο και τον εκτέλεσαν στις 17 Ιούνη 1944 στα «Τσαμάκια» της Μ υτιλήνηςΆ Ο Μ ιχάλης ήταν παντρεμένος με τη Μυρσίνη, το γένος Ευστρατίου Τσακού, που πέθανε στις 5.8.1988, και από το γάμο του απέκτησε την αγαπη­ μένη κόρη του Ελένη, που γεννήθηκε το 1946. Ή ταν άνθρω πος δημοκράτης και πατριώ της. Πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 19401941. Την περίοδο της Κ ατοχής και της Εθνικής Α ντίστασης εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Μ έλος της Τομεακής Επιτροπής Αγιάσου του ΕΑΜ, με καθήκο­ ντα οργανωτή της δουλειάς στα κάτω χωριά (κάμπου Ευεργέτουλα), όπου ανέπτυξε σοβαρή δραστηριότη­ τά, μαζί με τον Ερμόλαο Ισηγόνη και το Νεοκλή Μανταμαδιώτη. Σ ’ όλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής υπήρξε σύνδεσμος της Οργάνωσης Αγιάσου του ΕΑΜ με την Κεντρική (Νομαρχιακή) Επιτροπή3. Μετά την απελευθέρωση και την περίοδο της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, η ντόπια αντίδραση, σε

αγαστή συνεργασία με τον ξένο παράγοντα, υποδαύλι­ σαν ανοιχτά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, εξαπολύοντας κύμα ωμής βίας και τρομοκρατίας και χαλκεύο­ ντας ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, σι οποίοι συλλαμβάνονταν και κλείνονταν στις φυλακές, στέλνονταν στην εξορία, βασανίζονταν ή εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες (έκτακτα στρατοδικεία). Θύμα αυτής της πολιτικής του ακραίου εθνικού διχασμού υπήρξε και σ εκλιπών, που κατηγορήθηκε άδικα μαζί με τους Ευστράτιο Κ α­ βαδέλλη, Ευστράτιο Ηρακλή Αναστασέλλη, Δημήτρη Τσουπή και Οδυσσέα Ευστρατίου Κλήμσ για ηθική αυτουργία φόνου του Θεοδώρου Σαρμουσάκη4 και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στις πρώτες μαζικές συλλή­ ψεις στελεχών του ΕΑΜ, που έγιναν στην Αγιάσο στις 9 Μάη 1946, πιάστηκε (μαζί με τους Ευστράτιο Καβα­ δέλλη, Ευστράτιο Ηρακλή Αναστασέλλη, αδελφούς Κλήμου, Γιάννη Πατράκη, Αντώνη Σπλιαδή, κ.ά.), και κλείστηκε στις Ποινικές Φυλακές της Μυτιλήνης, όπου εξέτισε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων. Από κει, στα τέλη του 1947 έγινε μεταγωγή του στις φυλακές Κερκύρας (μαζί με τους Ευστράτιο Καβαδέλλη, Παναγιώτη Μαστραντωνά (Βιλάκ’), κ.ά.). Αμνηστεύτηκε τελικά με τα πρώτα μέτρα ειρήνευσης του ΠλαστήραΧ Άνθρωπος πολυτάλαντος, με κοινωνική εκτίμηση, με τεράστια προσφορά στα κοινά. Διετέλεσε εκλεγμέ­ νος δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αγιάσου μετά τη δικτατορία, με το Συνδυασμό του Στρατή Καβαδέλλη, σ οποίος στηρίχτηκε από την ΕΛΑ (1974-1978), μαζί με τους Π αναγιώτη Κσυτρή, Στρατή Τζέγκο, Κώστα Τακιδέλλη, Γρηγόρη Α σπρσμάτη, Χ αράλαμπο Τσάγαλο, Στρατή Ιωάννου Χατζηβασιλείου, Ανδρέα Δούκαρο, Ιωάννη Χατζηκωνσταντή, και εργάστηκε φιλότιμα για την επίλυση των τοπικών προβλημάτων και για το καλό του τόπουώ


Πρόσφερε πολλά στον πολιτιστικό τομέα και κυρίως στό αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο δεν έπαυε να μιλά και να ενδιαφέρεται μέχρι και τις τελευταίες στιγ­ μές της ζωής του. Ήταν ένας από τους κύριους εκπρό­ σωπους της δεύτερης γενιάς καρνάβαλων, που αναδεί­ χτηκαν στό καρναβαλικά προσκήνιο την περίοδο 19351940 (τα γνωστά «καρναβαλέλια») και συνέδεσαν το όνομά τους με ριζικές αλλαγές, που έβαλαν το καρναβά­ λι σε καινούρια χνάρια, τα οποία ακολουθούνται από τότε ως τα σήμερα. Το τελετουργικό άλλαξε τόπο και χρόνο εμφάνισης και το σημαντικότερο καθιέρωσε για εκφραστικό όργανο την αγιασώτικη ντοπιολαλιά. Οι νέοι της περιόδου αυτής φέρνουν καινούρια μηνύματα, καινούριο τρόπο έκφρασης ιδεών. Δεν κάνουν απλώς μασκαρέματα, για να τέρψουν το ακροατήριό τους, αλλά να φρονηματίσουν, να παραδειγματίσουν, να καυτηριά­ σουν με το θερμοκαυτήρα της πένας τους το σάπιο κομ­ μάτι του κοινωνικού σώματος, σαν το χειρουργό. Χτυπούν αλύπητα τα στραβά, μιλάνε τ ’ αδιάντροπα σταράτα, λένε τη σκάφη σκάφη. Και ο κόσμος χαίρεται τη σάτιρα τούτη, που με την αθυροστσμία της κάνει ενέ­ σεις αντισωμάτων στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό. Ο θρίαμβός τους φάνηκε καθαρά στα πρώτα «Βάλεια», στό Διαγωνισμό που προκήρυξε το Αναγνωστήριο της Αγιάσου το 1938, για την καλύτερη σάτιρα, τιμώντας το μεγάλο ευεργέτη του Ιδρύματος Θόδωρο Κουκουβάλα ή Ντσυγραματζή (Υαΐαδ), υποδηματοποιό, ο οποίος πριν φύγει στην Αμερική εμφανιζόταν σε καρναβαλικές εκδη­ λώσεις και αναφέρεται ακόμα ανάμεσα στους «αρχινιστάδες», τους καλλίφωνους της κάθε παρέας, που ξεκίναγαν το τραγούδι στις «πατινάδες». Από τη δεύτερη γενιά καρνάβαλων μνημονεύουμε, εκτός από τον αείμνηστο Μιχάλη Πασχαλιά (μαραγκό), τους Αλκιβιάδη Κυπριωτέλλη (σιδηρουργό), Βασίλη Βλαστάρη ή Βαγιάνα (κουρέα), Στρατή Πολύδωρου Αναστασέλλη (αυτοκινητιστή), Μενέλαο Καμάτσο (αρτοποιό), Χαρίλαο Κορομηλά (αγρότη)7. Ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στις σπουδαιότερες καρναβαλικές εμφανίσεις του. Στις 9 Μάρτη 1938 ο Μιχάλης Πασχαλιάς κάνει την παρθενική του εμφάνιση στό καρναβάλι, εκφωνώντας τη σάτιρα του Στρατή Αναστασέλλη «Ο περιηγητής». Αν και η σάτιρα αυτή ήταν ανώτερη, ασυναγώνιστη και υποδειγματική, εντού­ τοις δε βραβεύτηκε από την ελλανόδικο επιτροπή, γιατί δεν πληρούσε τους όρους του Διαγωνισμού. Την επόμε­ νη χρονιά (1939) ο Μιχάλης Πασχαλιάς παίρνει το πρώτο βραβείο του Βάλειου Διαγωνισμού, γιατί με την καλοδουλεμένη και αβίαστη σάτιρα και ηθοποιία του σκόρπισε την ευθυμία. Το 1940 παίρνει δεύτερο βραβείο, κρινόμενος ισάξιος με τους καρνάβαλους Γεώργιο Σκλεπάρη (Θείο), Στρατή Δελόγκσ και Βασίλη Βαγιάνα. Το πρώτο βραβείο αυτής της χρονιά ς κερδίζει το Συγκρότημα του «Σταυριού» για την ομαδική προσπά­ θεια της αναβίωσης του παλιού εθίμου των μεταμφιε­ σμένων με περικεφαλαίες και γυναικεία φορέματα. Ο Βάλειος διαγωνισμός συνεχίστηκε το 1955 (μετά την

Κατοχή και τον εμφύλιο, και το κλείσιμο του Αναγνωστηρίου για πολιτικούς λόγους), οπότε επανεμ­ φανίζεται ο Μιχάλης Πασχαλιάς, κερδίζοντας το δεύτε­ ρο βραβείο. Τον συναντάμε και πάλι το 1959, που σε συνεργασία με το Φώτη Παπάνη παρουσιάζουν τον «Υποψήφιο Δήμαρχο», καθώς και το 1960, οπότε, μαζί με τους Γιώργο Πλωμαριτέλλη, Βασίλη Χατζηπα­ ναγιώτη, Χαρίλαο Κορομηλά και Φώτη Παπάνη, σατιρί­ ζουν τους ομοφυλόφιλους της Μυτιλήνης με την επωνυ­ μία «αλυσίδα», τον πύραυλο, τη μετατροπή των σταθ­ μών και την υποψηφιότητα του Φ.Π. (Φώτη Παπάνη) ως βουλευτήν. Εκτός από τις εμφανίσεις του στο Βάλειο Διαγωνισμό της Αποκριάς, παροιμιώδεις έμειναν οι καρναβαλομαχίες του με άλλους αξέχαστους σύγχρσνσύς του καρνάβαλους (και κυρίως με το Δελόγκσ), την εποχή που ο καρνάβαλος ήταν ακόμα μουλαροκίνητος9. Τα παραπάνω είναι μια ταπεινή αναφορά στον αξέχαστο «Περιηγητή», που μας άφησε γεια, αφού περιδιάβηκε για χρόνια πολλά στις στράτες αυτού του κόσμου, παραδίνοντας σε μας τους νεότερους μια πλούσια παρακαταθήκη. Τιμάμε τη μνήμη τέτοιων ανθρώπων, όταν ακολουθούμε τα χνάρια τους, παλεύ­ οντας γΓ αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν και δουλεύ­ οντας για κείνα στα οποία αφιέρωσαν τη ζωή τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. «Αγώνες και νεκροί του Ε λληνικού Σ τρατού κατά το δεύτερο Π αγκόσμιο Π όλεμο 1940-1945», έκδοση Γ .Ε.Σ. (Δ ιεύθυνση Ισ το ρ ία ς Σ τρ α το ύ ), Αθήνα 1990, σ. 382. 2. Π .Κ . Κ εμ ερ λή -Α .Σ . Π ο λ υ χ ρ ο ν ιά δ η , «Η Α ν τίσ τα σ η στη Α έσβο» (Π ηγές και Π τυ χ έ ς της), Αθήνα 1988, σ. 240. 3. Ό.π., σ. 244. 4. Η α ρ ιθ μ . 5 3 5 /18.7.1946 Α π ό φ α σ η του Συμβουλίου των εν Μυτιλήνη Πλημμελειοδικών, με την οποία απορρίφτηκε προσφυγή που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά του αριθμ. 47/1946 εντάλ­ ματος φυλακίσεώς τους. 5. Σ υ ν έν τευ ξ η το υ π α λ α ίμ α χ ο υ α γω νισ τή Αντώνη Σπλιαδή. 6. Π ρ α κ τικ ά Σ υ ν εδ ρ ιά σ εω ν του Δ η μ οτικού Συμβουλίου Αγιάσου 1976-1978. 7. Σ τρ α τή Α να σ τα σ έλ λ η , « Α γ ια σ ώ τ ικ ο Καρναβάλι». (Ανάτυπο α π ’ το Δελτίο (Τόμος Σ Τ ') της Ε τ α ιρ ία ς Λ εσβιακώ ν Μ ελετώ ν), Μ υτιλήνη 1973, σσ. 16, 17,20. 8. Γιάννη Χρ. Χ ατζηβασιλείου, «Ιστορία του Αναγνω στηρίου Α γιά σου η Α ν ά π τυξις 1894-1975», Αθήνα 1975, σσ. 125, 127, 128. 9. Σατιρικό περιοδικό «Τρίβολος» του Στρατή Παπανικόλα (από τεύχος του 1940).

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ


Γ Ρ Η Γ Ο Ρ ΙΟ Σ Φ . Α Σ Π Ρ Ο Μ Α Τ Η Σ .

(1921

-

2000 )

Ο Γρηγόριος Ασπρομάτης, γνωστός και με το οικ ογενεια κ ό π α ρ ω νύ μ ιο Κ αβουριά, γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1921. Ή ταν παιδί του Φωτίου και της Μ α ρ ία ς Α σ πρ ομ ά τη . Α δ έρ φ ια το υ ο Ε λ ευ θ έρ ιο ς, ά λ λ ο τε τ α ξ ιτ ζ ή ς στην Α γ ιά σ ο , ο Κώστας, οικοδόμος, ο οποίος πριν από πολλά χρό­

νια ακολούθησε το δρόμο της αιώνιας γαλήνης, και ο Ευστράτιος, οδηγός-υπάλληλος, ο οποίος είναι εγκα τεσ τη μένος στην Α θήνα. Π αντρεύτηκε την Ειρήνη Καραγιάννη, θυγατέρα του καλού τεχνίτη υποδηματοποιού της πα λα ιός Αγιάσου Γεωργίου Καραγιάννη (Γιδκακού), και απόχτησαν δυο π α ι­ διά, το Φώτιο, υπάλληλο του ΟΤΕ Αγιάσου, και τη Μαρία, σύζυγο του Γεωργίου Ευστρατίου Ξαφέλη ή Μ αργιού, που είναι εγκατεστημένη οικογενειακά στην Αθήνα. Ο Γρηγόριος Ασπρομάτης μπήκε από μ ικρός στον α γώ να της ζω ής κα ι εργάστηκε ως αγρότης και ως κτηματομεσίτης (παζάρμπασης). Ή τα ν καλός οικογενειάρχης και στοργικός πατέ­ ρας. Έδειχνε ενδιαφέρον για τα κοινά της Αγιάσου. Για το περιοδικό «Αγιάσος» ήταν ένας καλός πληροφορητής μας. Ή ταν επίσης θρήσκος και φρόντιζε το ξωκλήσι των Ταξιαρχών της Καρύνης, το οποίο είχε υπό την προστασία του το «σινάφι» των οδη­ γών φορτηγών αυτοκινήτων Αγιάσου. Αισθανόταν ιδιαίτερη χαρά, όταν αστειευόμενος τον αποκαλούσα «Άγιο Καρύνης». Άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της π ρ ω τοχρονιά ς στην Α γιάσο, όπου και κηδεύτηκε την επόμενη. Ας είνα ι ελαφρό το χώ μα της Π ερα σ ιάς τω ν θρήνων και των σπαραγμών που τον σκέπασε.

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Μ ΝΗΜ Η ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Η Ελένη Π ασχαλιά πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη τω ν γο ν έω ν της Μ ιχα ή λ κ α ι Μ υρ σ ίνη ς Πασχαλιά. Η Μ αγδαληνή Π αναγιώ του Π α πα πορφ υρίου πρόσφερε 5.000 δρχ. αντί στεφάνου στη μνήμη της Ανδρονίκης Παναγιώτου Πουδαρά. Η Αθανασία Ευστρατίου Γιαταγανέλη πρόσφερε 50 δολάρια Αυστραλίας στη μνήμη της μητέρας της Γρηγόριος Ψύρρα. Ο Α ντώ νιος Π ασχαλιάς πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του αδελφού του Μιχαήλ Πασχαλιά. Η Μαριάνθη Αϊβαλιώτου πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη τω ν γονέω ν της κα ι του αδελφού της Παναγιώτου. Ο Βασίλειος Βουνάτσος πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του Χ α ρ ίλ α ο υ κ α ι της Μ α ρ ιά ν θ η ς Βουνάτσου. Ο Ευστράτιος Χατζηκομνηνός και η Βικτωρία Χατζηκομνηνού-Γραμμελη πρόσφεραν 10.000 δρχ. στη μνήμη της μητέρας τουςΑίαριάνθης Χατζηκομνηνού. Ο Σ τέλιος Γεωργίου Β ούκατος πρόσφερε 20 δολάρια Α υστραλίας στη μνήμη τω ν γονέων του και της ανεψιάς του Μ αρίας Γαλετσέλη. Η Σοφία Αϊβαλιώτου πρόσφερε 4.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτου Αϊβαλιώτου. Η Βασιλική Χατζηφώτου πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Παναγιώτου Χατζηφώτου. Η Ελένη Παπουτσέλη πρόσφερε 6.000 δρχ. στη μνήμη τω ν γονέων της Δημητρίου και Μ υρσίνης Π α πουτσ έλη κ α ι τω ν π εθ ερ ικ ώ ν της Η λία κ α ι Βικτωρίας Δουγραματζή. Η Σ τα μα τίνα Λ ιακάτου πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη τω ν γ ο ν έω ν της κ α ι τω ν θ είω ν της . Χαριλάου και Ευανθίας Κορομηλά. Ο Γεώργιος Κουμλέλης πρόσφερε 20 δολάρια ’ στη μνήμη των γονέων του και της κουνιάδας του.

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ - «ΑΓΙΑΣΟΥ»

Αντώνιος Βαλαλάς Παναγιώτης Ευστρατίου Τζέγκος Βασίλειος Ευστρατίου Βαμβουρέλης Ελένη Νικολάου Κουρτζή

Δρχ. 8.000 5.000 8.500 3.000


Δ ΙΑ Θ Ε Σ Η Τ Ω Ν Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Ν Μ Α Σ Α. Κυκλοφόρησαν τελευταία τα βιβλία που εξέ­ δωσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Α γιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. Δρχ. 1.500.2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Α γιά σο ν της νήσον Λέσβου, Αθήνα 1997. Δρχ. 5.000. Τα β ιβλία δ ια τίθ ε ν τ α ι α π ό το Σ ύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (1.700 και 5.400 δρχ. αντίστοιχα). Επίσης διατίθενται από τους κ α τά τ ό π ο υ ς α ν τ α π ο κ ρ ιτ έ ς το υ π ε ρ ιο δ ικ ο ύ «Αγιάσος», τα ονόματα και οι διευθύνσεις των οποίων αναγράφονται παρακάτω. Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (12.000δρχ.). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (26-45, 1985-1988), Γ ' τόμος (46-67, 19881991), Δ ' τόμος (68-85, 1992-1994) και Ε ' τόμος (86-103, 1995-1997).

ΓΑ Μ Ο Ι - Αντώνιος Κίμωνα Μιχαλέλης Προκοπία Παναγιώτου Καρέτου (3.6.2000) - Σταύρος Παναγιώτου Χατζηδέλος Πηνελόπη Ευστρατίου Μιχαλάκη - Δημήτριος Παναγιώτου Ακαμάτης Καλλιρρόη Δημητρίου Καμπιρέλη - Ραφαήλ Δημητρίου Αμπουλός Νίκη Ιωάννου Χουλιάρα - Ευάγγελος Ιωάννου Κοντής Μαρία ΓεωργίουΒουρλή

Σ Υ Γ Χ Α Ρ Η Τ Η Ρ ΙΑ Σ τ ις 21.5.2000, στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Α θανασίου Μ υτιλήνης, τελέστηκε ο γά μος του Σ τέφ ανου Μ ιχαήλ Σ τυ λια νίδη κα ι της Ε ιρήνης Ευστρατίου Αναστασέλη. Τα στέφανα αντάλλαξαν η Σ οφ ία Μ αλαπάσχα και ο Χ ρ ισ τό φ ο ρ ο ς Χ α τζη ­ βασιλείου. Ευχόμαστε ο βίος τους να είναι πλήρης χαράς και ευτυχίας. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σ τ ι ς 4.6.2000, στον ιερό ναό της Αγίας Αικατε­ ρίνης και του Αγίου Γεωργίου (Αδΐοπα, Νε\ν ΥοιΛ), τέλεσαν το γάμο τους ο Κ ω νσταντίνος Νικολάου Σφακιανός, από τη Νίσυρο, και η Παναγιώτα (Πόλα) Δημητρίου Ιακώβου. Ευχόμαστε ολόψυχα η αγάπη και η ευτυχία να δρομολογούν την καινούρια τους ζωή. Ο θείος και η θεία ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΘΑΝΑΤΟΙ - Τζίνη Ευαγγελία Βασιλείου -Τσουκαρέλης Ευστράτιος Βασιλείου - Ταταλιά Βασιλική, σύζυγος Γαληνού - Πασχαλιάς Μιχαήλ Ιωάννου - Πατερέλης Γρηγόριος Παντελή - Καρατζά Παναγιώτα, χήρα Χριστόφα - Γανέλη Αμερισούδα Ευστρατίου - Λαζάρου Ευτυχία, σύζυγος Ξενοφώντα - Τασοπούλου Ελένη, χήρα Κωνσταντίνου - Καμπουρέλης Κλέαρχος Βασιλείου - Κουρουλής Ευστράτιος Γεωργίου - Τσουλέλης Ιωάννης Παναγιώτου




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.