Ο Αλέκος Ιωάννου Π απάνης Καστοριά (20.10.1948).
στην
Η Δήμητρα Βενέδικτου Νιγδέλη (19251999), με την αδελφή της Μύρτα Καβαδέλη. (ΡΙιοΙο-ΟΙγιηρβ Στρατή Καμπά)
Ο Νικόλαος Κ. Ααδιέλης (1922-1996), δεξιά, με ένα φίλο του, στο πεζούλι της «Φαμάκας».
11Ε Ρ Ι Ε Ζ ©ΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Η επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας .................................................................................... ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Αγιάσος, αγάπη μου... (I ' ) ............................................................................................................ ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ, Η μεταπολεμική παραδοσιακή Αγιάσος............................................................................. ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Από τις ζωντανές μνήμες του μαχητή Νίκου Τσεσμελή.... [ΚΑΤΙΝΑΣ ΤΕΡΤΙΠΗ-ΜΥΚΟΝΙΑΤΗ], «Μουλών λαβέ»........................................................................................................................ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακά αρχειοδιφικά σύμμεικτα.Έγγραφο ανταλλαγής ελαιοκτημάτων Αγιάσου-Βούρκου του 1905.. ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΝΗ, Λεσβιακή Λαογραφία. Λαϊκά παιδικά στιχουργήματα από την Α γιάσο....................................................... Οι απόδημοί μας............................................................................................................................................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Της Μυτιληνιός μετανάστριας......................................................................... ΜΑΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ, Στον καφενέ του Αποστόλη (ποίημα). ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΟΛΥΒΙΑΤΟΥ, Έλα απόψε (ποίημα). ΚΩΣΤΑ Γ. ΜΙΣΣΙΟΥ, Να μην ανησυχείς λοιπόν (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ, Θέλουμε ειρήνη.......................... ΕΡΜΟΛΑΟΥ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ε ίν’ η ζωή μια μάχη (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Οι πύργοι (ποίημα). ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΣΑΒΒΑ-ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Πολιτεία (ποίημα).............................................................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «Κόπανος», «Ο Ρωμηός» της Σμύρνης............................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Χριστόφας Γιάννη Κουρβανιός. Ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο φωτογράφος................................. Κυνοφιλία Αγιασωτών................................................................................................................................................................................. ΒΑΣΙΛΗ ΠΕΤΕΙΝΕΔΛΗ, Μνήμες από δύσκολα χρόνια (Δ ' ) ................................................................................................................ Τα πθίτκα μας (Ερμόλαος Χατζηβασιλείου, Χρίστος Γλεζέλης, Δημήτριος Μαϊστρέλης)................................................................... ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε................................................................................................................................................................. Λάβαμε. Οι νέοι φοιτητές μας...................................................................................................................................................................... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΔ. ΣΚΟΡΔΑ, «Από τον πουνέντη». Τραγούδια του Αιγαίου Πελάγους................................................................ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡ. ΓΑΛΕΤΣΕΛΗ, ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν............................................................................................................ Κοινωνικά.......................................................................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 6 9 12 13 15 16 17 18 19 20 21 22 23 25 26 29 30 31 34
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Η «Παλλεσβιακή Ένωση Μελβούρνης και Βικτω ρίας» συσπειρώνει από το 1952 τους Αέσβιους... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Παναγιώτης Ευστρ. Τζέγκος)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Ο ρεπιασμένος νερόμυλος του Βασιλείου Μαργιού (Μόλ’), στον Αγιο Δημήτριο Αγιάσου (1986). (Φωτογραφία Γρηγορίου Κουρβανιού)
Ι5ΧΝ 1106-3378
Η Ε Π ΙΣ Κ Ε Ψ Η ΤΟΥ Π Ρ Ο Ε ΔΡΟ Υ ΤΗΣ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑΣ Π ο λ λ ο ί μεγαλόσχημοι και μεγαλονόματοι Επι σκέφτηκαν τη νυφούλα του λεσβιακού Ολύμπου, από τότε που το νησί ήταν υπόδουλο στον Τούρκο κατακτητή ως τις μέρες μας. Αλλοι ήταν εκπρόσω ποι της πολυώνυμης εξουσίας και άλλοι χρυσικοί του πνεύματος και της τέχνης... Και τι δεν είδαν τα μάτια της Αγιάσου και τι δεν άκουσαν τ ’ αφτιά της στο πέρασμα των χρόνων! Αψευδείς μάρτυρες η δροσερή Καρύνη, το διπλό έμπα της κω μ όπολης, οι ευκτήριοι ο ίκ ο ι, το Α ναγνω στήριο, το χοροσ τά σ ι του Κ ήπου της Παναγίας με το χιλιοχρονίτικο παχΰσκιο πλάτανο... Τ ελευταία, τη μέρα π ο υ κ ο ρ υ φ ω ν ό τα ν το α υ γο υ σ τιά τικ ο γιο ρ τά σ ι της Μ εγαλόχαρης, η Αγιάσος υποδέχτηκε τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Κωστή Στεφανόπουλο, και τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη της. Το ντόπιο και το παρεπίδημο ψυχομέτρι έδειξε πως ξέρει να σέβεται και να τιμά τους θεσμούς της πολιτείας. Εκδήλωσε τη χαρά του με τη λιτότητα των χειροκροτημάτων, με την απλότητα της ακαθοδήγητης αυθορμησίας, με την εγκαρδιότητα της φιλοξενίας... Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε συνεργασία με την Εκκλησία και με το Αναγνωστήριο, τίμησαν, όπως έπρεπε, τον πολίτη με το ύπατο αξίωμα, το ρυθμιστή του πολιτεύματος. Έδωσαν την ευκαιρία, για μια
ακόμη φορά, να δείξει την ευσέβεια του, τη ρητορική δεινότητά του, την πνευματική ευρύτητά του, τη συμφιλιωτική διάθεσή του, την απλότητά του, την καταδεχτικότητά του, την τροχισμένη κρίση του... Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο λαός μας μεταδικτατορικά άρχισε να μεταστοιχειώνεται δειλά δειλά, ν ’ ακολουθεί το ρυθμό της προόδου. Βελτιώθηκαν τα πολιτικά ήθη, κατευνάστηκαν τα πάθη, ημέρεψε ο τόπος. Οι παλαιότεροι δεν μπορεί παρά να θυμούνται δύσκολες εποχές, στις οποίες δρούσαν αλιτήριοι εργάτες του χαμού και της συμ φοράς, κόχλαζαν τα μίση, πλεόναζε η μισαλλοδοξία, έκλεινε ερμητικά το στόμα ο φόβος, οργίαζε η προ παγάνδα, φιμωνόταν ο τύπος, πρυτάνευε ο αυταρχισμός, διώκονταν οι πολιτικοί αντίπαλοι, έσερνε το σταυρό του ο λαός και έπαιρνε το δρόμο του μισε μού για χώρες μακρινές και κάποτε αφιλόξενες... Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας άφησε τη σφραγίδα του στην Αγιάσο, όπως και άλλοι, με βασικό πρωτεπισκέπτη το δυνατόγνωμο γιο του Ψηλορείτη, το μεγάλο πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο. Εντυπώσιασε, τίμησε και τιμήθηκε, παρ’ όλο που, κ α τα π ώ ς λέει ο α ρ χα ίο ς λόγος, ά δ εΐν χαλεπόν». Η παρουσία του στάθηκε θετική μέσα στην καλοκαιρινή μυσταγωγία του νησιού μας... Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ Χ Α Τ Ζ Η Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΟ Υ
Στιγμιότυπο από τη δεξίωση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου στον Κήπο της Παναγίας, στις 15.8.2001. (Φωτογραφία Μιχάλη Χριστοφαρή ή Καμπά)
Π Α Τ Ρ ΙΔ Ο Γ Ν Ω Σ Τ ΙΚ Α Αγιάσος, αγάπη μου... I Προχωρούμε προς τα επάνω και συναντάμε δυο αντικρινά μαγαζιά. Το ένα ήταν, όπως λένε, παλαιό παντοπωλείο του Ηλιογραμμένου (Θεοδόση) και το άλλο απέναντι ήταν το μαγαζί του Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια). Το πρώτο το είχε για πολλά χρόνια υπο δηματοποιείο ο Μιχάλης Πρινίτης, που τον προαναφέραμε και σε άλλο μαγαζί. Ήταν πολύ καλός τεχνί της και μαθήτεψαν κοντά του πολλά τσιράκια, που έγιναν καλοί επαγγελματίες. Ήταν συγχρόνως και πολύ καλός κυνηγός. Ήπιος και ευχάριστος άνθρω πος. Το ίδιο το είχε υποδηματοποιείο κάποιο χρονικό διάστημα και ο Αντώνιος Κουνής. Τώρα το μαγαζί αυτό συμπεριελήφθη στο σπίτι και δεν υπάρχει. Το απέναντι μαγαζί του Σταύρου Βασιλάκη δού λευε πάρα πολύ καλά, γιατί είχε και πολλά είδη, όπως είδη υποδηματοποιίας, διάφορα ψιλικά, τζά μια, είδη οικιακής χρήσης, χρώματα, μπαχαρικά, νήματα (μπαμπακούλες), σε «μπαλότα», κλωστές, καρούλια, ψαλίδια και άλλα. Και καθώς δεν ήταν μέσα στην αγορά, κατέβαιναν ευχερώς οι βρακοφό ρες νοικοκυρές και έκαναν άνετα τα ψώνια τους. Γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη οι γυναίκες ντρέπονταν να διασχίσουν την αγορά, γΓ αυτό και όλα τα ψιλικατζίδικα και τα υφασματοπωλεία, τα «πραματιφτάδ’κα», όπως τα λέγανε, ήταν μέσα στα σοκάκια. Το μαγαζί του Σταύρου Βασιλάκη ήταν πάντα γεμάτο γυναικόκοσμο και ο Σταύρος, με μεγάλη υπομονή και πειθώ, εξηγούσε λεπτομερώς το καθετί, προσπαθώντας να κατακτήσει τις πελάτισσες
Μια από τις ελάχιστες «βρακούσες» που επιζούν, η Αικατερίνη (Κατιρίν’) Παναγιώτου Χατζημπεκιάρη (Κλόκα), στο στενό, από όπου ανηφορίζει κανείς για την Αγριγια... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Βασιλείου)
του και πάντα τα κατάφερνε. Πήγαινα εκεί πολλές φορές με τη μάνα μου και με τη γιαγιά μου και χωμέ νος ανάμεσα στις βράκες τους άκουγα τα ατέλειωτα παζαρέματά τους. Η χαρακτηριστική φωνή του Σταύρου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. Θυμάμαι επί σης και το αστείο, ότι όταν περνούσαμε απέξω παρέα τα παιδιά της Αγριγιάς φωνάζαμε ρυθμικά: Τς Αριστίγιας του τσιφάλ’ χίλια πιντακόσια κάν’. Αλλά ο ευγενέστατος Σταύρος, απασχολημένος με τη δου λειά του, δε μας έδινε καμιά σημασία κι έτσι σιγά
Στο καφενείο του Μαϊστρέλη οι γλε ντζέδες χορεύουν με ηλεκτρόφωνο... Διακρίνονται, από αριστερά: Ευστράτιος Καλαντζής -ο αντάρτης γιος του Βασίλειος σκοτώθηκε στο ντάμι της Τσερκέζας-, Σίμος Ευστρα τίου Μαργιός (πίσω), Δημήτριος Παναγιώτου Μαϊστρέλης (Αρνάδα), Θεόφιλος Ηλία Τσομπανέλης (πίσω), Γρηγόριος Κωνσταντίνου Στόικος ή Πασάς και Παναγιώτης Προκοπίου Ανδρικού (πίσω). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Μ αϊστρέλης ή Αρνάδα)
σιγά το ξεχάσαμε. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που χωνόμουν ανάμεσα στις βράκες της για γιάς μου, για να μη με γνωρίσει. Μια φορά μάλιστα θυμάμαι που μου είπε: «Ε π ’στέβγου να ήσ’ τσι συ μαζί μι τς άλλ’ τς Αγριγιώτις π ’ φουνάζαν προυχτές απόξου;» Εγώ «σα ζημιουμένους μπακάλ’ς» ζάρωσα και δε μίλησα, φανερώνοντας έτσι την ενοχή μου. «Αλλά συ είσι καλό μουρά τ σ ’ ε κ ά ν ’ς έγιτγια πράματα», συμπλήρωσε ο Σταύρος, για να με βγάλει ίσως από την αμηχανία μου. Ο εκλεκτός νοικοκύρης Σταύρος Βασιλάκης ήταν και πολύτεκνος. Τα αγόρια του σπούδασαν και πρόκοψαν στην κοινωνία, τα δε κορίτσια του ήταν υποδειγματικά. Και πάλι μέσα στην Αγορά, με αφετηρία το μαγα ζί του Παναγιώτη Μαϊστρέλη (Αρνάδας). Απέναντι ακριβώς, στη σιδερένια πόρτα της εκκλησίας της Παναγίας, εναπόθετε ένα τραπεζάκι ο Νικόλαος Ξαφέλης, ο πατέρα ς του Π αναγιώ τη Ξαφέλη (Νεκρόταλου), ο επονομαζόμενος Ν’κουλέλ’ ζαχαρουπλάστ’ς. Εκεί λοιπόν πωλούσε «το μεταλλείο» του, όπως το ονόμαζε. Αυτό ήταν ένα ζαχαροειδές κατασκεύασμα σα μάρμαρο στερεό και άσπρο, που έσπαζε με το σφυρί και το ζύγιζε στη μικρή ζυγαριά του. Πωλούσε επίσης και ματζούνι στο ξυλαράκι, όπως και αγιασώτικο χαλβά. Αυτά τα ζαχαροειδή τα έφτιαχνε στο σπίτι του, στην Αγριγιά, βοηθούμενος και από τη σύζυγό του «Θουδουρούλ’». Επειδή τύχαινε να είναι γείτονάς μας, στο σπίτι που μέναμε τότε, πολλές φορές στεκό μουν απέξω και παρακολουθούσα τη ζαχαροπλαστι κή του. Ήταν ένα καλόκαρδο ανθρωπάκι, μέτριου αναστήματος, μάλλον κοντός, και το άσπρο σακάκι της δουλειάς που φορούσε τον έκανε ακόμα πιο συμπαθητικό. Ίσως μας ήταν πολύ συμπαθής, επειδή έφτιαχνε τα γλειφιτζούρια, που τα αγαπούσαμε πολύ. Δίπλα στο μαγαζί του Μαϊστρέλη ήταν το παντο πωλείο του Κώστα Τραγέλη (Πασπαλά), που το είχε με τον πατέρα του, το βρακοφόρο Στρατή Πασπαλά. Ο Κώστας ήταν ένας ανοιχτόκαρδος και ευχάριστος άνθρωπος. Μετά τη συνταξιοδότησή του περνούσε τις ώρες του κάτω από τη φρίτζα του Καλφαγιάννη και εκεί έπαιρναν και έδιναν τα αστεία και τα αθώα πει ράγματα μεταξύ των συνομηλίκων και φίλων του, όπως ήταν οι Μ ιλτιάδης Σκλεπάρης, Χ αρίλαος Κορομηλάς, Γιώργος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιά) και πολλοί άλλοι. Η φωνή του ήταν δυνατή και χαρακτη ριστική και το γέλιο του ακουγόταν από πολύ μακριά. Το μαγαζί αυτό έγινε στη συνέχεια παντοπωλείο του μακαρίτη Μιχάλη Κουτσαχειλέλη και μετά χρωματοπωλείο-σιδηρουργικά του Κώστα Μυστεγνιώτη. Τώρα συνενώθηκε με το διπλανό μαγαζάκι, για το οποίο γίνεται αμέσως λόγος. Αυτό το μαγαζάκι ήταν πολλά χρόνια γαλακτοπω λείο του αξέχαστου Θεολόγου Όρφανού, που ήταν πρωτομάστορας στο γιαούρτι. Εκεί πουλούσε το
Αναμνηστική φωτογραφία στο υποδηματοποιείο του Μιχά λη Πρινίτη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Μιχάλης Πρινί της, ο Στρατής Ιωάννου Γιαταγανέλης (καλφόπουλο), ο Βα σίλειος Γρηγορίου Ζαλπαρίνης, ο Παναγιώτης Μιχάλη Πρι νίτης (καλφόπουλο) και ο Στράτος Γρηγορίου Ζαλπαρίνης. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στράτος Ζαλπαρίνης)
παραδοσιακό γιαούρτι του, πηγμένο μέσα σε μεγάλες κούπες, που στη γλώσσα των γαλακτοπωλών λέγο νταν μαγκάλια. Το έκοβε με τον ειδικό κόφτη, το έβαζε στο πιάτο που του πήγαινε ο πελάτης και το ζύγιζε στη ζυγαριά, αφού προηγουμένως είχε πάρει το απόβαρο του πιάτου. Όταν ο πατέρας μου με έστελνε να πάρω γιαούρτι, έκοβα βόλτες απέξω και φύλαγα πότε θα αρχίσει να πουλά από καινούργια κούπα, ώστε να το πάρω με το σχετικό καϊμάκι του. Η ποιότητα του για ουρτιού ήταν τόσο καλή, ώστε τα κομμάτια που κόβο νταν με τον κόφτη έμεναν αναλλοίωτα στο πιάτο μέχρι αργά το βράδυ, που ερχόταν από την αγορά ο πατέρας μου. Αυτό το μαγαζί έγινε μετά κρεοπωλείο του Γιάννη Κουρκουλή (Λαφέλ’) και τώρα ενιαίο τυράδικο του Στρατή Κουρκουλή (Λαφέλ’). Δίπλα σ’ αυτό, όπου τώρα πουλά τα πήλινα ο Παναγιώτης Τούρβαλης, ήταν το ραφείο του πατέρα του Ευάγγελου Τούρβαλη, που ήταν άνθρωπος εύσω μος και καμαρωτός και έμοιαζε κάπω ς με το Μητσοτάκη. Ή ταν πολύ καλός τεχνίτης, άριστος οικογενειάρχης και δημιουργικός. Τον διέκρινε έμφυ τη ευγένεια, που την εκδήλωνε αυθόρμητα και ανεπι τήδευτα, μιλούσε δε πάντα με χαμόγελο. Δημιούργησε υποδειγματική οικογένεια και όλα τα παιδιά του ανα δείχτηκαν στην κοινωνία. Ο γιος του Βασίλης, συντα ξιούχος της Πολεμικής Αεροπορίας, έχει γιο επίσης αεροπόρο, που φέρει το όνομα του παππού του Βαγγέλης (Βάγγος). Κατά τις αναχαιτίσεις των αερο πλάνων, που γίνονταν συχνά στο Αιγαίο, οι Τούρκοι αεροπόροι αντιλαμβάνονταν το αεροπλάνο του Βάγγου από τους επιδέξιους χειρισμούς που έκανε, και έλεγαν μεταξύ τους: Αυτός είναι ο Βάγγος! Τον γνώριζαν από κοινές ασκήσεις του ΝΑΤΟ. (Συνεχίζεται)
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΛΟΥΝΕΑΗΣ
Η Μ ΕΤΑ Π Ο Λ ΕΜ ΙΚ Η Π Α ΡΑ ΔΟ ΣΙΑ Κ Η ΑΓΙΑΣΟ Σ Γ λυ κ α σ μ οί της νιότη ς κ α ι νο σ τ α λ γ ικ έ ς θύ μ η σ ες Περνάς, ζωή, κιαφήνεις γύρω σου συντρίμμια, Πούλαγε δηλαδή αβγά, γάλα, κάστανα, μουτζουρίγι ’ αυτούς που μένουνε καημούς, για να θυμούνται. τες, έκανε δετά και όλο και είχε κουμάντο. Όταν το Μάρτυρες είναι τα τριμμένα καλντερίμια, κομπόδεμα ήταν ικανοποιητικό, έπαιρνε τη μάνα που τα περπάτησαν γενιές κι ακόμα ζούνε. μου και κατηφόριζαν για τον Κ οντογιάννη, τον πραματευτή. Γινόταν το παζάρι και εγώ διάλεγα Η μικρή κοινωνία του χωριού μας ήταν όλος όποιο ύφασμα ήθελα. Μας έκανε δώρο και τα κου μπιά και το ανεμάκι, και δρόμο για τη Μαριάνθη, και όλος ο κόσμος μας εκείνα τ ’ αξέχαστα και τη μοδίστρα. Είχε πολύ μεράκι η μοδίστρα μας και δύσκολα χρόνια, λίγο μετά το 1940-1941. ένα σχοινί γεμάτο με υφάσματα, για να ράψει στις Μας διασκέδαζαν οι γάμοι και τα βαφτίσια, κοπέλες της Α γιάσου. Κ αι φ ιγο υ ρ ίν ια , πολλά μας έκαναν να πονάμε οι λύπες των συγχωριανών φιγουρίνια, και να βγάζει τα πατρόν μόνη της. και των δικών μας ανθρώπων. Αυτά είχε να μας Και όταν τέλειωνε το φουστάνι, από τη χαρά προσφέρει το στενό και περιορισμένο περιβάλλον μου δεν κοιμόμουν, μέχρι να ξημερώσει, να το της όμορφης Αγιάσου, όταν παιδιά ανέμελα την φορέσω. Όμορφες σφηγκοφωλιές επάνω, κλος και αγαπήσαμε και τη ζήσαμε, χωρίς πολλές απαιτή μανίκια φαναράκια, γιατί τα αμάνικα προκαλού σεις και παράπονα. σ ε τότε πολύ. Να και καμάρωνε η γιαγιά μου με Παρηγοριά μας η Μεγαλόχαρη, η Παναγιά μας, τη μάνα μου, λες και ήμουν μόνο εγώ. Αλλά που και κάστρο της ψυχής μας τα πανέμορφα ξωκλήσια μυαλό τα κορίτσια και πόσο δύσκολα ν ’ ανταμώ της. Τα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας δύσκολα σουν με τα παλικάρια τους. Και όχι πολλά ξανοίγτότε και ο ταχυδρόμος μόνο έδινε, με τα γράμματα ματα. Άσ’ τα τότε! που έφερνε, κάποια επαφή με αγαπημένα πρόσω Δειλά δειλά άρχιζε η βιομηχανία να ξεπετιέται πα. από το λήθαργο των πέτρινων χρόνων. Στο σχο Το «έχει ο Θεός» ήταν μια φράση, που συχνά λείο τη δεκαετία του ’50 καμάρωναν τα κορίτσια την έφερναν στο στόμα τους οι ά νθ ρω π ο ι της για τις πρώτες λαστέξ ζώνες με τις χρυσές αγκρά γενιάς της μάνας μου, της για γιά ς μου και της φες. Φιγούρες πραγματικές αυτές οι ζώνες, να κολ δικής μου. Έκρυβε την ελπίδα, την παρηγοριά σε λούν σφιχτά στις ντελικάτες μέσες των δεκαοχτάκαταστάσεις δύσκολες και σε εμπόδια στη ζωή. χρονων κοριτσιών. Να και οι πρώτες μπλούζες, οι Το δικό μου το «έχει ο Θεός» ήταν για κανένα μακό, και οι χρυσές αγκραφούλες στα μαλλιά, σα φουστανάκι σαντούκ ή τσίτι. Και η για γιά μου να ήθελαν να σπάσουν τη μονοτονία της δύσκολης ήταν η παρηγοριά μου, γιατί είχε κομπόδεμα, σαν ζωής. Βλέπεις, μετά τον πόλεμο, η ζωή άρχισε να πνεύμα εμπορικό και επιχειρηματικό που ήταν.
Το κέντημα είναι γλέντημα... Τα κορίτσια κεντούν τα προι κιά τους... Διακρίνονται, από αριστερά: Μυρσίνη Μιλτιάδου Χουτζαίου, Γεωργία Γ ρηγορίου Βέτσικα, Παρασκευή Γ ρηγορίου Βέτσικα, Ειρήνη Πάνου Καζαντζή και Βλοτίνα (Βέτα, Βιτούλ’) Ευστρατίου Βασιλά (Μπουντάντη). Κάτω: Ευστρατία Γεωργίου Χατζησάββα, Μαρία Ανδρέα Λιγέλη και Παναγιώτης Αέσβανδρου Κωμαΐτης.
ξεπετιέται σαν τα γεναριάτικα ζουμπούλια στην παγωνιά και να γεμίζει ομορφιά το νεκρό αέρα, που άφησε ο κατακτητής. Γιατί ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές του παρελθόντος, όταν γίνεται αγώνας, για να ζωντανέψει το παρόν. Και τα νέα παιδιά της κάθε φ αμ ελιάς ξεπετάχτηκαν π ιο δυνατά, π ιο περήφανα, λες και η δοκιμασία της Κατοχής τους έδειξε το δύσκολο και γλυκό δρόμο της προκοπής και της δημιουργίας πιο ζωντανά, πιο ώριμα. Το χω ριό έγινε ένα εργαστήρι, μια κοινω νία υποδειγματική, με τεχνίτες σακοποιούς, αγγειο πλάστες, υφάντρες, ράφτες, μαχαιράδες, πετράδες, χτίστες και αγρότες. Σήκωσε ο καθένας το ανάστη μά του ψηλά, για να γλιτώσει από τη φτώχεια και τη μ ιζέρια και για να ζήσει μια άλλη ζωή, π ιο ανθρώπινη, που την ανέβαζε η εργατικότητα και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τα σχολεία άνοιξαν, για να δεχτούν τους φοβι σμένους μαθητές, τους αυριανούς επιστήμονες και εκπαιδευτικούς, που διέπρεψαν και διαπρέπουν σ’ όλους τους τομείς. Και πόσους δεν έβγαλαν τα σχολεία της Αγιάσου μορφωμένους πνευματικά και προικισμένους ψυχικά με αρετές. Το Αναγνωστήριο ήταν αστείρευτη πηγή γνώσης και βοήθειας π νευ μ α τικ ή ς για τα π α ιδ ιά τω ν δύσκολων εκείνων καιρών. Χωρίς φροντιστήρια, χωρίς φως ηλεκτρικό, χωρίς θέρμανση το σχολείο, με αίθουσες χωρίς σοβάδες, χωρίς παραθυρόφυλ λα, και με τρύπες στα πατώματα. Και οι επιτυχίες των μαθητών της Α γιάσου ανεπανάληπτες. Με άμιλλα και με σεβασμό στους καθηγητές, με ορά ματα για ένα καλύτερο αύριο και με πίστη στο Θεό και στις λιγοστές τους δυνάμεις, τα παιδιά αυτά μεγαλούργησαν και έδωσαν το καλύτερο όνομα
στην Αγιάσο της δεκαετίας του ’60 και μετέπειτα. Δημιούργησαν μια κοινωνία άξια προς μίμηση και παραδειγματισμό, ένα γερό θεμέλιο για τα παι διά μας και ίσως για τα εγγόνια μας. Μπροστά στο κατρακύλισμα το σημερινό, του εγκλήματος και της μαφίας, της πορνείας και των ναρκωτικών, της ασέβειας και της απάτης. Ίσως αυτή η γενιά γίνει ο στυλοβάτης και η ελπίδα, να κρατηθεί δεμένη η ορθοδοξία και ο ελληνισμός μέσα στην ελληνική οικογένεια. Ο όμορφος αυτός όμως κόσμος του χωριού μας δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με το φτωχό και αμφίβολο μεροκάματο και με τον εμφύλιο διχασμό που επικρατούσε τότε. Και ήρθε η ώρα του ξεση κωμού για άλλες χώρες, άγνωστες και αφιλόξενες, εκεί που η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον είχε χώρο να καρποφορήσει. Αυστραλία, Κ αναδάς, Βραζιλία, Αφρική και αλλού. Αδέιασαν τα χωριά μας και η Ελλάδα από νεολαία, που με πόνο αβά σταχτο, πιστεύω, και με δάκρυα στα μάτια χαιρέτι σε τους δικούς της ανθρώπους και ζήτησε κάπου αλλού τη μοίρα της. Οι Έλληνες της διασποράς, αυτοί οι ήρωες, οι αγαπημένοι μας πατριώτες, που άνοιξαν τα φτερά τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, στήριξαν και στηρίζουν την Ελλάδα μας σε δύσκολες στιγ μές. Α υτοί οι αδελφοί μας, που μοιράζουν την αγάπη τους σε δυο πατρίδες, δυστυχώς άφησαν τα ελληνόπουλα σε άλλους τόπους και ίσως οι περισ σότεροι να μη γυρίσουν ποτέ. Και η Αγιάσος το δείχνει αυτό ίσως περισσότερο από άλλα χωριά του νησιού μας, καθώς στα δέκα σπίτια το ένα μονάχα ανοίγει. Θλίβομαι, όταν βρεθώ στη γειτονιά μου, κάτι
Αναμνηστική φωτογραφία των μαθη τών και των μαθητριών της Η' τάξης του ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, το 1958, από σχολική εκδρομή στους Αγίους Αναργύρους Ασωμάτου. Διακρίνονται, από αριστερά, καθήμε νος Ιωάννης Βασιλείου Γουγουτάς, Ιωάννης Μιχαήλ Ταλέλης, Ευστρά τιος Ιωάννου Χαλέλης (πίσω), Βασί λειος Παναγιώτου Σκλεπάρης, Χρίστος Αθανασίου Στεφάνου (πίσω) και Γεώργιος Παναγιώτου Καρα τζάς. Όρθιοι: Ειρήνη Παναγιώτου Γλεζέλη, Χαρίκλεια Παναγιώτου Χατζηπροκοπίου, Μυρσίνη Μιλτιά δου Χουτζαίου, Ελένη Απελλή Σκλε πάρη, κάποιος μαθητής μικρότερης τάξης, Ιωάννης Χριστόφα Χατζηβα σιλείου και Παναγιώτης Ευστρατίου Σπυρέλης, μαθητής μικρότερης τάξης.
νομίζω πως μου λείπει. Και ψάχνω μια στο μυαλό μου και μια στα ερμητικά κλεισμένα παραθυρό φυλλα των σπιτιών. Δε θέλω να πιστέψω ότι είναι χωριό των γερόντων. Ψ άχνω εκείνες τις νοικοκυρές και εκείνα τα ξυπόλυτα και ανέμελα παιδιά, που με τις φωνές και με τα παιχνίδια τους έδιναν ζωή και ομορφιά στα φτωχόσπιτα του χωριού. Ψάχνω τη μάνα μου, τις θείες μου, τις γιαγιάδες μου, το Μ αριγώ , την Ε λ π ιν ίκ η , τη Μ ηλιά, το Μαργουλέλ’, την Παρασκευούλα, τη Μαρία, και όλες τις φευγάτες για άλλες χώρες φαμελιές. Π ού είν α ι ο πετα λω τή ς, ο τσ α γκ ά ρη ς, το Καμτζουρέλ’ με τις ντιζέζ τον Αύγουστο; Λες και ακούω τους καβγάδες στη βρύση, καθώς οι γειτόνισσες παίρναν νερό με το νεμπέτι, με τις λαγήνες τους. Βλέπω τη Μαρία του Μπίλια με τα λουκάνικα από το χασαπιό και μεις να περιμένουμε, παιδιά τότε, να μας δώσει, να τρέξουμε, να τα ψήσουμε στα αναμμένα μαγκάλια, που ανάβαν οι νοικοκυ ρές το βράδυ, έξω από τις πόρτες τους, για να τα πάρουν μέσα αργότερα, να ζεσταθούν. Και η γειτο νιά μοσχοβολούσε από τη μυρωδιά τους και από τα κάστανα τα ψητά. Θ υμάμαι την Ξανθή να μας δ ίν ε ι μ α ρίδες παστές με κόκκινο χρώμα και να κάνουμε ανταλ λαγή με τα κάστανα, τα μήλα, τα ρόδια, τα σύκα, τα καρύδια. Βλέπεις, ο πατέρας της, το Χαρέλ’, ήταν ψαράς. Ακούω ότι η Ξανθή και η Ελένη ευημερούν στην Αμερική σήμερα. Ακόμα νομίζω ότι βλέπω τον καπνοδοχοκαθα ριστή, το Γαβέ, με τα μουτζουρωμένα ρούχα και με τα πελώρια παπούτσια του, φορτωμένο με εργα λεία, να καθαρίζει τα φουγάρα και να τραγουδά. Σα να ακούγονται τα τραγούδια από τις εργά τριες στους τσουρχανάδες και σα να βλέπω τα ατε λείωτα πηγαινέλα, για να βγάλουν το καζίλι από τη γιδότριχα, για να υφάνουν τα παλικάρια στρωσί δια και τρουβάδες και λιόπανα για τις μηχανές. Δυστυχώς αυτά είναι παρελθόν. Παρελθόν και η περηφάνια των ανθρώ πω ν αυτώ ν, που μένει χαραγμένη στις πελεκητές πέτρες των σπιτιώ ν, στους τρούλους των εκκλησιών, στα ασημοπράσινα φύλλα της ελιάς και στον καστανιώ να που αργοπεθαίνει. Μπροστά μου βλέπω να φωνάζει ένα αμούστα κο τότε παιδί «καβούρια», που έφερνε από τον ΑϊΔημήτρη σ’ έναν τενεκέ. Και η μάνα μου, αφού τα έπλενε, έκοβε τα πόδια τους, τα κοπανούσε, έπαιρ νε το ζουμί και μαγείρευε κολοκυθάκια, που η μυρωδιά τους σε τρέλαινε. Να και η γιαγιά μου με το φούρνο στην αυλή, να βγάζει το ψωμί το μυρωδάτο και τα κυδώνια τα
ψημένα. Και οι κοκόνες! Εκείνες οι κοκόνες, που μας έκανε με το απομεινάρι της ζύμης! Να τις βου τάμε στο βράσμα και να είναι η νοστιμιά τους ατέ λειωτη. Θα πει κανείς πως η ζωή προχωρεί. Αλλά που; Στην καταστροφή του πλανήτη μας, στη γενοκτο νία του πολέμου στη Σερβία, στις πλαστικές τρο φές, που μας προσφέρουν τα σούπερ μάρκετ; Που προχωρεί; Στην αδιαφορία για το τι γίνεται δίπλα μας, όταν μας απορροφά το Ίντερνετ και η τεχνο λογία; Ή μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, που κάνει τα μάτια της εγγονής μου να ανοίγουν διά πλατα από τρόμο, μπρος στα τερατώδη παιδικά προγράμματα και στη βία της καθημερινότητας; Που είναι τα παιδιά, που για να έχουν το παι χνίδι τους δημιουργούσαν μόνα τους; Τον καρα γκιόζη, το τόπι με τις κλωστές, τις κούκλες με τα κουρελά κια , το « α ρ α μ π α δ έλ ’» το ξύ λινο , την ντάμα με τα πετράδια στα πεζούλια, τις αμάδες... Ό χι τώρα που τα π α ιδιά δέχονται παθητικά τα προϊόντα της τεχνολογίας από τα σούπερ μάρκετ παιχνιδιώ ν και τα βαριούνται σε λίγες ώρες. Για να μάθουν να τα θέλουν όλα έτοιμα, χωρίς κόπο και χω ρίς σκέψη, χω ρίς ζόρισμα για το τίποτα. Ακόμα και στα μαθήματα ανοίγουν την κονσέρβα του φροντιστηρίου και προσπαθούν να παπαγαλί σουν πολλές φορές. Υπήρχε τρόπος να ψυχαγωγηθούν τα παιδιά της γενιάς του ’40, του ’50, του ’60 και ίσως και αργότερα. Υπήρχαν ώρες ξεκούρασης μέσα από ένα μυθιστόρημα ή μέσα από ένα άλλο λογοτεχνικό βιβλίο. Και εκεί, στη γειτονιά, οι κοπέλες έκαναν με το τελάρο και με το βελόνι αριστουργήματα, κεντώντας τα όνειρά τους στο εταμίν. Το αίσθημα της δημιουργίας τους έδινε κουράγιο για ζωή, γιατί ξέρανε ότι θα κοιμηθούν νωρίς, για να πάνε στη δουλειά τους νω ρίς, και η διασκέδαση είχε και μέρες και ώρες, όταν δε δούλευαν. Γι’ αυτό και αν χάλασε η κοινωνία, και αν οι άνθρωποι ξέχασαν την καταγωγή τους και έγιναν έρμαια του εγωισμού και της αλαζονείας, εμείς ελπίζουμε ότι κάτι θα έχει μείνει στις γενιές που θα ακολουθήσουν, ίσως λίγη περηφάνια και ανθρω πιά, για να στολίσει τις καρδιές των Ελλήνων... ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ - ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
Ι Σ ΤΟΡ Ι Ε Σ ΤΟΥ ΕΛΛ ΗΝΟΪ Τ ΑΛ Ι ΚΟΥ Π Ο Λ Ε Μ Ο Υ Από τις ζωντανές μνήμες του μαχητή Νίκου Τσεσμελή Η τ α ν μια καλοκα ιριάτικη φεγγαρόλουστη νύχτα, αρχές του Α υγούστου, που βρεθήκαμε παρέα με τον κουμπάρο μου Νίκο Τσεσμελή στο γραφικό ξωκλήσι της Αγίας Ξενίας, λίγο πιο κάτω από το Δημοτικό Γυμναστήριο, στο Καμπούδι, στα Κουρκουλούτσια. Ένα εκκλησάκι νεόκτιστο, δια κοσμημένο από τα χέρια και το γούστο της οικογέ νειας του Νίκου Κουρτζή, σωστός ζω γραφικός πίνακας. Το εκκλησάκι αυτό ο Νίκος το επισκεπτό ταν καθημερινά. Άναβε τα καντήλια, πότιζε τα λουλούδια, γενικά το φρόντιζε, το περιποιόταν. Α υτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψής μας, τη συγκεκριμένη, ονειρεμένη κ α ι ζεστή νύχτα . Καθίσαμε πάνω σ’ ένα από τα σιδερένια παγκάκια, μαγεμένοι από τη σύνθεση του πανέμορφου και παράξενα διαμορφωμένου τοπίου, που το φεγγάρι φώτιζε έντονα με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ήταν τόση η φωτεινότητά του, που ολοκάθαρα ξεχώρι ζες ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια της βου νοκορφ ής του Σ κ ο τεινο ύ , της λ α γκ α δ ιά ς του Βάλανου, του Α ϊ-Σ τρά τη, του Α ϊ-Γιάννη, που καταλήγει στην κλεισούρα του Απέσου και που διασχίζει την Αγιάσο και καταλήγει ως κάτω, στον Ευεργέτουλα ποταμό. Ή ταν τόσο γάργαρο και φωτεινό το φεγγάρι, που ακόμα μέσα στη νύχτα ξεχώριζαν τα χρώματα του δάσους, που δεσπόζει στο προικισμένο απλό χερα από τη φύση αγιασώτικο τοπίο... Το πράσινο του καστανιώνα, το σκουροπράσινο του πευκοδά σους και το α νοιχτό χρυσοπρά σινο της ελιάς. Φ άτσα μπροσ τά μας στεκόταν επ ιβ λ η τικ ό ς ο Όλυμπος. Το πέτρωμά του φωσφόριζε στις έντο νες ακτίνες του φεγγαριού, λες και άλλαζε σύνθε ση. Πιο κάτω το Π ρινοβούνι, ο Καμτσάδος, το Καμένο Αλώνι, η Μαλαντρά, το Τσος και το γρα φικό Κ αστέλι, με το κάτασπρο εκκλησάκι του Τ αξιάρχη στην κορυφή του, που είν α ι χάρμα οφθαλμών... Από εκεί ανοίγεται πια ο ορίζοντας και το μάτι αφήνεται να ταξιδεύει πέρα, στο βάθος, στα βουνά του βόρειου τμήματος του νησιού, όπου τα χωριά του φωταγωγημένα μοιάζουν σα σμήνος από αμέτρητες π α ιχ ν ιδ ιά ρ ικ ες πυγολα μπίδες. Έτσι, όπως ήταν γύρω μας φαντασμαγορικά φωτι σμένα από την πανσέληνο, ήταν μαγεία... Οπτική με διάθεση ρομαντική, αλλά και με θαυμασμό και με έκσταση για το δημιουργό αυτής της σύνθεσης. Συνεπαρμένοι από τα γύρω μας, μείναμε για λίγο αμίλητοι... Όμορφη είναι η ζωή, κουμπάρε, του λέω, ύστε
ρα από λίγο... Ναι, μου απαντά, αλλά κρατά πολύ λίγο, λες και πρόβλεπε το θάνατό του... Έ νας λόγος, που δεν αξίζει να κάνεις κακό σε κανέναν, του απαντώ. Άμα σε αφήσουν, μου απάντησε με νόημα. Ό πως το πιοτό λύνει τη γλώσσα, έτσι και μεις αφεθήκαμε στη ρομαντική διάθεση, που μας δημιούργησε το περιβάλλον... Αρχίσαμε να λέμε, και τι δεν είπαμε; Σε μια στιγμή θυμήθηκα τη φράση που προηγουμένως ανέφερε. Άμα σε αφή σουν, είχε πει. Τι εννοούσες, όταν είπες πρωτύτε ρα, άμα σε αφήσουν; Και τότε άρχισε να μου διηγείται ιστορίες από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αυτά που έζησε προ σωπικά στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ιστορίες συναρπαστικές, πέρα για πέρα αληθινές, ανθρώπι νες προπαντός, γιατί είναι γεγονός ότι σε ανώμα λες καταστάσεις και ειδικά στον πόλεμο, κατά τη γνώμη μου, ο άνθρω πος αποδείχνεται ακριβώς αυτός που είναι. Ο καλός γίνεται πιο καλός και ο
Το γραφικό ξωκλήσι της Αγίας Ξενίας, χώρος ψυχικής ανάτασης και στοχασμού...
κακός ακόμα χειρότερος. Ή ταν τόσο ζωντανή η αφήγησή του, που και τώρα ακόμα θυμάμαι την κάθε λέξη που χρησιμοποιούσε. Ή ταν υπέροχος αφηγητής, σε καθήλωνε με τον τρόπο που ξετύλιγε την κάθε ισ το ρ ία του, ψ ά χ ν ο ν τα ς να βρει τ ις κατάλληλες λέξεις, για να δώσει μεγαλύτερη βαρύ τητα στα γεγονότα... Η πορεία μας μέσα στη ζωή μας επιφυλάσσει τόσα πολλά, που μας μπερδεύουν και δεν ξέρουμε ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, ποιο το δίκιο και ποιο το άδικο. Βολοδέρνουμε με σκέψεις βασανιστικές, αγωνιζόμαστε για το καλό και στο τέλος μπούμερανγκ όλα... Με καίει η αμφιβολία αν το όπλο μου ήταν γεμάτο... Δε με αφήνουν οι τύψεις να ησυχάσω. Κατηγορώ τον εαυτό μου γ ι’ αυτό το δύσκολο κομ μάτι της ζωής μου, αφού καν δεν ξέρω αν είμαι ένοχος ή αθώος... Αυτό το ξεκαθάρισμα της ενοχής ή της αθώωσής μου δε θα μπορέσει ποτέ εδώ κάτω στη γη να συντελεστεί. Με ακόλουθά και με βασα νίζει, σε βαθμό που να χάνω τον ύπνο μου, τον εαυτό μου, και να φέρνουμαι ακόμα παράξενα... Διατάχτηκε και έλαβε μέρος σε εκτέλεση ενός αυτόμολου Έλληνα στρατιώτη. Αυτό το γεγονός δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει... Τον ταλάνιζε ως το τέλος της ζωής του... Ο Ν ίκος παρουσιάστηκε ως κληρω τός στη Μυτιλήνη. Εκπαιδεύτηκε στο εδώ έμπεδο. Ή ταν της πλάσεως του 1936 και τελείωσε τη θητεία του κανονικά. Απολύθηκε στα μέσα του 1938. Ο ουρα νός όμως στην Ευρώπη άρχισε να συννεφιάζει... Ο πόλεμος άρχισε να πλανιέται πάνω της. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η επιθετικότητά του άρχισαν να δια φ α ίν ο ν τα ι και δεν άργησαν να παραμεριστούν και τα προσχήματα. Προσάρτηση της Α υστρίας, επίθεση μετά στο Ν τάντσιχ και τέλος η κήρυξη του Β ' Παγκόσμιου πολέμου. Ο σύμμαχός του Μουσολίνι, ως γνωστό, δεν έκρυβε τη βουλιμία του για την Ελλάδα. Είχε καταλάβει την Αλβανία και οι ανοιχτές και θρασείες προκλή σεις σε βάρος μας έδειχναν πως δε θ ’ αργήσει να μας επιτεθεί. Ο τορπιλισμός της «Έλλης» από τους άγνωστους γνωστούς Ιταλούς την ημέρα της γιορ τής της Παναγίας, μέσα στο λιμάνι της Τήνου, ήταν πια ολοφάνερο ότι δε θ ’ αργήσει η ώρα της καται γίδας... Το Ελληνικό Κράτος είχε λάβει από πολύ καιρό τα μέτρα του για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενου. Κρατούσε σε επιφυλακή ορισμένες σειρές εφέδρων, τις οποίες ανανέωνε ανά μήνα, αν θυμάμαι καλά. Το 1940 ο Νίκος βρέθηκε να υπηρετεί ως έφε δρος στη Μυτιλήνη. Στις 8 του Οκτώβρη του 1940, όλους της σειράς του τους βάζουν σ’ ένα καράβι επιβατικό, στο «Αρντένα», και με συνοδεία ενός
αντιτορπιλικού τους ξεμπάρκαραν στη Θεσσαλο νίκη. Τους πήγαν και κατασκήνωσαν σ’ ένα προά στιο, στον Κουκλουτζά, προσωρινά. Με την αύριο, με το τρένο, έφτασαν στη Φλώρινα, και από εκεί, με τα πόδια, ξεκίνησαν για τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Έτσι λοιπόν, πριν ακόμα κηρυχτεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αυτός ήταν στα σύνορα και βρέθηκε από τους πρώτους στο μέτωπο. Η κλάση του 1936 ήταν πολύ ταλαιπωρημένη σειρά. Εκτός από τον πόλεμο του 1940-1941, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, το 1945 με 1946, τους επιστράτευσαν και πάλι και υπηρέτη σαν ως εθ νο φ ρ ο υ ρά επ ί 8 μήνες κ ά π ο υ στην Πελοπόννησο. Τη ζωή του μετώπου και πολλά από τα περιστατικά που έζησε δεν μπορεί να τα χαρα κτηρίσει η λογική και η αληθοφάνεια, γιατί φαίνο νται εντελώς εξωπραγματικά και απίθανα... Αυτά θα σας εξιστορήσω, όπως μου τα αφηγή θηκε αυτή τη φεγγαρόλουστη αυγουστιάτικη νύχτα. Τρία διαφορετικά γεγονότα, εξίσου ενδιαφέροντά. Στην αρχή ήταν σύνδεσμος μεταξύ λόχου και διμοιρίας. Ή ταν η π ιο επικίνδυνη περίοδος της στρατιωτικής του θητείας. Η ζωή στο μέτωπο ήταν σκληρή, κόλαση. Δε χρειάζεται κανείς να πεθάνει, για να δει τι είναι κόλαση... Δεν είναι μικρή ταλαι πωρία επί εβδομάδες, επί μήνες, να είσαι βρεγμέ νος μέχρι το κόκαλο συνεχώς, να κοιμάσαι, αν ποτέ τύχαινε, χωμένος μέχρι το λαιμό μέσα στο χιόνι ή στη λάσπη, και ν ’ αντέχεις, να ’χεις το κου ράγιο να χαμογελάς, να μάχεσαι για τα ιδανικά σου, που θέλησαν κάποιοι άλλοι, χωρίς αίτια να σου τα στερήσουν. Χρειαζόταν μεγάλο κουράγιο και πίστη, και ορισμένοι δεν τα είχαν ή παρεξηγήθηκαν από τη δια βολική κ α μ ιά φ ορά ολέθρια σύμπτωση.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ Ε να ς φαντάρος, στον οποίο είχαν αναθέσει το ρόλο του ταχυδρόμου, κουβαλούσε την αλληλο γραφία από την έδρα του τάγματος προς το μέτω πο και τανάπαλιν. Είναι μεγάλη παρηγοριά ένα γράμμα στην πρώτη γραμμή... Δεν μπορείτε να φ α ντα σ τείτε πόση α να κ ο ύ φ ισ η σου δ ίν ε ι. Ξεφεύγεις λίγο από τη δεινή πραγματικότητα, ξεχνάς για λίγο τον κίνδυνο, ονειροπολείς, αγκα λιάζεις με τη φαντασία σου τ ’ αγαπημένα σου πρό σωπα, και αν είσαι τυχερός και μακραίνουν αυτές οι στιγμές και άξαφνα δε σε προσγειώσει ανώμαλα κανένα σφύριγμα ή σκάσιμο κά ποιας βόμβας ή ριπή πολυβόλου, να μην πεις λέξη... Θεωρείσαι ευεργετημένος από τη μοίρα, τυχερέ... Η ζωή στο μέτωπο δεν έχει συγκεκριμένες ώρες
και μέρες... Γεγονός όμως ήταν ότι ο ταχυδρόμος μας είχε μέρες να φανεί... Μάθαμε αργότερα ότι τον πιάσανε οι Σέρβοι και ότι μας ζήτησαν να πάμε να τον πάρουμε μαζί με το υποζύγιό του. Ο αξιωματικός μας εξακρίβωσε τα στοιχεία του, ότι πράγματι είναι ο ταχυδρόμος, σχημάτισε μια περί πολο από τρ εις φ α ντά ρους και ένα λοχία και πήγαν να τον παραλάβουν... Α υτός, όπω ς καθόταν στο φυλάκιο, κάποια στιγμή είδε την περίπολο που ερχόταν. Από ενθου σιασμό, όπως ισχυρίστηκε μετά, ασυναίσθητα, επι χείρησε ν ’ αρπάξει ένα όπλο από την οπλοθήκη των Σέρβων, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί τον ακινητοποίησαν οι φρουροί του. Ό ταν πήγαν κοντά οι δικοί μας, ο Σέρβος επικεφαλής ανέφερε το συμβάν στο λοχία. Ό ταν γύρισαν, ο λοχίας ανέφερε το συμβάν στο λοχαγό. Χ ωρίς πολλές διατυπώσεις τον πέρασαν από στρατοδικείο... Τον καταδίκασαν σε θάνατο. Έ να πρω ί μιας συννεφιασμένης, ως συνήθως, εκεί πάνω μέρας, που ψιλόβρεχε κιόλας, στο προσκλητήριο διαβάζει ο λοχαγός έναν κατά λογο με δώδεκα ονόματα. Ανάμεσα σ’ αυτά και το όνομα του Νίκου. Αμέσως κατάλαβαν, για ποιο λόγο τους φώναξαν.
Ή ξεραν πω ς στην εκτέλεση παίρνουν μέρος δώδεκα άτομα και πως τα μισά όπλα είναι βέβαια γεμ άτα, αλλά τα φ υ σ ίγ για δεν έχουν βλήμα. Εκπυρσοκροτούν, χωρίς να σκοτώνουν. Αυτό γίνε ται, για ν ’ απαλύνουν από τις τύψεις αυτούς που λαμβάνουν μέρος στην εκτέλεση, μια κα ι δεν ξέρουν αν το δικό τους όπλο ήταν γεμάτο, γιατί τα όπλα τα γεμίζει άλλος και τα παραδίνει στο από σπασμα. Τους κάνει να πιστεύουν πω ς το δικό τους όπλο ήταν για το πανηγύρι... Μπήκαν στη γραμμή, προχώρησαν αρκετά σ ’ ένα μέρος κάπω ς πεδινό και βρήκαν κι άλλους φαντάρους, που τους είχαν καλέσει από τους γύρω λόχους, για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση του λιποτάχτη για παραδειγματισμό. Δεν άργησε να φανεί η μακάβρια συνοδεία. Επικεφαλής ο παπάς του Συντάγματος, ο Δέδες. Τον στήνουν μπροστά στο λάκκο, έβγαλε ο παπάς το πετραχήλι του, το έβαλε πάνω στο κεφάλι του και άρχισε να τον δια βάζει. Το απόσπασμα είχε ήδη παραταχτεί μπρο στά. Ανάμεσα στους δώδεκα και ένας πρώ τος ξάδελφός του. Το παιδί διαμαρτυρήθηκε στο λοχα γό... Κύριε λοχαγέ, του λέει, είναι ο πρώτος ξάδελ φός μου, οι μητέρες μας είναι αδελφάδες, σε Θερ-
Στιγμιότυπο από κάποια ουζοκατάνυξη... Διακρίνονται, από αριστερά, ο Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης), (;), (;), η Αργυρώ (Ρούλα) Θεολόγου Σωσώνη, ο Ιωάννης Αλεντάς, ο Προκόπης Κουτσκουδής, ο Γεώργιος Ευστρατίου Λιάκατος και ο αφηγητής Νίκος Τσεσμελής.
μοπαρακαλώ, απάλλαξε με· δε νομίζεις ότι είναι φοβερά τραγικό και απάνθρω πο αυτό που μου ζητάτε, να σηκώσω το όπλο, να σκοτώσω τον πρώτο ξάόελφό μου; Σε παρακαλώ, σε ικετεύω... Και ο λοχαγός τι του απαντά; Πας ή δεν πας; Αν αρνηθείς, πήγαινε τότες να σταθείς δίπλα του... Τι να κάνει ο δόλιος; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, που λέει η παροιμία. Από τη Θερμή κρατούσαν. Ό ταν τέλειωσε ο παπάς και σήκωσε το πετρα χήλι από πάνω του, ο μελλοθάνατος γύρισε και κοίταξε αυτούς που επρόκειτο να τον εκτελέσουν. Για μια στιγμή αναγνώρισε ανάμεσά τους και τον πρώ το ξάδελφό του. Βρε Γιώργο, και συ; Τον άλλον τον πήραν τα κλάματα, δεν μπόρεσε ν ’ αρθρώσει λέξη. Καταλαβαίνω, του λέει, τη θέση σου... Το θέλει το καθήκον... Μόνο, σε παρακαλώ, Γιώργο, να βάλεις ένα σημάδι, εδώ, στο μέρος αυτό, και όταν με το καλό τελειώσει ο πόλεμος και γυρίσεις στο χωριό, να πεις στην αδελφή μου πως δε λάκισα, πως χάθηκα, πως δεν είμαι κιοτής... Να της πεις ακόμα, στην ανάγκη, που δε θα ’χει χρήμα τα -ή τα ν δασκάλα-, να πουλήσει ακόμα και το φουστάνι της και να τη φέρεις να πάρετε τα κόκα λά μου από εδώ, γιατί εγώ γεννήθηκα Έλληνας και θα ’θελα να πεθάνω σαν Έλληνας... Δε θέλω να μείνουν εδώ, στον ξένο τόπο... Και γύρισε μετά σε όλους εμάς και μας λέει με μια φωνή γεμάτη παρά πονο και πίκρα. Παιδιά, πιστέψτε με, δεν έφυγα, παραπλανήθηκα μέσα στο χιόνι, έχασα τον προσα νατολισμό μου, χάθηκα... Κανένα αποτέλεσμα δεν έφεραν τα τελευταία πικρόχολα λόγια του... Έ ξι γονυπετείς και έξι όρθιοι, διατάζει ο επικε φαλής. Ασυναίσθητα, όπως γονάτισαν οι έξι, γονά τισε και ο ίδιος... Συναισθάνθηκε όμως τι έκανε και αυτομάτως πετάχτηκε όρθιος. Η ζημιά όμως έγινε... Λέρωσε με το γονάτισμα στη λάσπη το πανταλόνι του... Έσκυψε και προσπάθησε να το καθαρίσει... Τι τραγική ειρωνεία; Λες και δε θα ’πεφτε, σε λίγο, ολόκληρος μέσα σ’ αυτή, που δόξα τώ Θεώ υπήρχε περίσσια εκεί πάνω... Γεγονότα, τραγικές στιγμές της ζωής, που δεν ξεχνιούνται... Και τώρα, μου εξομολογείται, με τρώει μέσα μου το σαράκι. Αραγες η σφαίρα μου τον χτύπησε; Είχε βλήμα το όπλο μου; Ή ταν γεμάτο; Συντέλεσα και εγώ στο χαμό αυτού του π α λ ικ α ρ ιο ύ που έφυγε, κατά λάθος ίσως; Αυτό το γεγονός, όπως ανέφερα και πιο πάνω, δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει, σημάδεψε για πάντα τη ζωή του. (Συνεχίζεται) ΠΡΟΚ ΟΠΗΣ Κ Ο Υ Τ Σ Κ Ο Υ Δ Η !
«ΜΟΥΛΩΝ ΛΑΒΕ»
ι Μ ε ς στ’ άγριγια μισάνυχτα ι Μουσουλίν’ς τν Ιλλάδα στουν ύπνου του την ίβλιπι ίδια μακαρουνάδα. 2 Πα τσι πατεί τηλέγραφου στου Γκράτσι, για να τρέξει, να πα να πει του Μιταξά, να πει του «ναι», πριν φέξει.
3 Τσ’ ι μπαρμπα-Γιάνν’ς τ’ απήντησι: Τι λες, ρε παλαβέ;! Σα θες να πάρ’ς τν Ιλλάδα μας, «μουλών λαβέ». 4 Ντούτσι μ’, εν είν’ η Ιλλάδα μαλατσή μακαρουνάδα, έχ’ τσαρούχια, φέσα, φούντις, τσ’ έπαθις δουλειές μι τς φούντις... Το τραγούδι αυτό, καταπώς μας πληροφόρησε η συνεργάτριά μας Κατίνα Τερτίπη-Μυκονιάτη, γράφτη κε και τραγουδήθηκε στη Μυτιλήνη, τη μέρα που ζήτησε η Ιταλία από την Ελλάδα να παραδοθεί. Κράτησε στη μνήμη της το κείμενό του, καθώς και το σκοπό του. Από την έρευνα που κάναμε, προέκυψε ότι τα παραπάνω αποτελούν μέρος μεγαλύτερου ποιήματος, 12 στροφών με επαναλαμβανόμενη τρεις φορές (4, 8, 12), τη στροφή (Ντούτσι μ ’... φούντις), του Στρατή Παπανικόλα. Δημοσιεύτηκε με τίτλο «Μολών Λαβέ» και υπογραφή Τριβουλέτος. Κατατοπιστική η υποση μείωση: «Το «Μολών λαβέ» έμελοποίηοε αριστοτε χνικά ό μαέστρος μας κ. Κώστας Χατζηευστρατίου και το τραγουδούν τά παιδιά του "Ορφανοτροφείου». Δημοσιεύουμε ό,τι κράτησε η μνήμη της συνεργάτριάς μας, ύστερα από εξήντα ένα χρόνια, αποφεύγοντας να συμπληρώσουμε τις παραλείψεις και να διορθώσουμε τις μικρές αλλαγές. Βλ. «Τρίβολος», Μυτιλήνη 29 Νοεμβρίου 1940 (385), σ. 1540.
Λ Ε Σ Β ΙΑ Κ Α Α ΡΧ Ε ΙΟ Δ ΙΦ ΙΚ Α ΣΥ Μ Μ ΕΙΚ ΤΑ Έγγραφο ανταλλαγής ελαιοκτημάτων Αγιάσου-Βούρκου του 1905 Τ ο παρακάτω δημοσιευόμενο έγγραφο, γραμμένο με μαύρο μελάνι στη μια όψη δίπτυχου γραμμωτού χαρτιού, διαστάσεων 30x20,5 εκ., το οποίο είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει ο Παναγιώτης Δημητρίου Βασιλτσωτέλης, συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 14 Οκτωβρίου 1905 από το Νικόλαο Αγγελίδη. Σύμφωνα με αυτό, αντάλλαξαν κτήματά τους, που βρίσκονταν στο Βούρκο (Σταυρό) και στην Αγιάσο, ο Δημήτριος Βασιλείου Ζερδελέλης (Ζιρντιλέλ’) και η Ειρήνη Χατζημιχαήλ Χατζηνικολάου. Ο συντάκτης του, άνθρωπος με κάποια μόρφωση, που δεν ήταν ευκαταφρόνητη για την εποχή εκείνη, παρεμβάλλει μέσα στον τυποποιημένο λόγο του και ορισμένα ιδιωματικά στοιχεία (Ζιρτιλέλ, Έρενυώ-Έρενιώ, Χώτ Αλώνι, Κθαργιά, Παραμυθέλ, Γιάννη Χατζηπίτ), τα οποία συνήθως άλλοι παραποιούν, εξομοιώνοντας τα με τύπους της κοινής Νεοελληνικής. Κατά τη μεταγραφή ακολουθήσαμε το πολυτονικό σύστημα και προσπαθήσαμε, όσο βέβαια είναι δυνατόν, να διατηρήσουμε τα ορθογραφικά και άλλα σφάλματα, τα οποία εύκολα μπορεί να επισημάνει κανείς. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Έγγραφον άνταλαγής
Σημειώσεις
Ό υποφαινόμενος Λημίτριος Βασιλείου Ζιρτιλέλ1 έσυμφωνήσαμεν μέ τήν Έρενυώ Χ++Μιχαήλ Χ++Νικολάου2 ότι σήμερον έκάμαμεν άνταλαγήν3 έλαιοπραγμάτων4 ώς φαίνεται. Ό Λημίτριος Β. Ζιρτιλέλ παραδίδω είς τήν Έρενιώ Χ++Μ. Χ++Νικολάου τα δυο έλαιοκτήματα είς χωρίον Βούρκο5, Ναχιγέ6 Πολυχνίτου, ευρισκόμενα το μέν ένα είς θέσιν Χώτ "Αλώνι7, γετνειαζόμενον8 παρά του Ευστρατίου Γεωργάκη Καπτάνου9, άνωθεν παρά του Παναγιώτου Βράνη Σολακέλη10, κάτωθεν δρόμον, το άλλο έλαιόκτημα είς θέσιν Κθαργιά11 γετνειαζόμενον8 παρά του Στυλιανού Σταύρου Πίτινα12, και παρά του Παναγιωτάκη13 από Πολυχνίτον. Ή δέ Έρενιώ Χ++ Μιχ. Χ++ Νικολάου δ ι9 αυτά παραδίδω είς τον Λ ημίτριον Βασίλ. Ζιρτιλέλ το είς θέσιν Πουρό14 έλαιόπραγμα είς Τμήμα Αγιάσου, γετνειαζόμενον8 παρά τοϋ Λημιτρίου Μακανά15, και παρά Γρηγορίου Παραμυθέλ16, και άνωθεν τά παιδία Γιάννη Χ++ Π ίτ17, κάτωθεν δρόμος, και εβδομήντα αργυρά Μετζίτια μετριτά18. Μείναντες λοιπόν ευχαρι στημένοι είς ταύτην τήν άνταλαγήν συνετάξαμεν μέ διαταγήν μας δίο όμοια έγγραφα, ίνα έχωσιν τήν ύσχίν19 εν παντί δικαστηρίω- και μένομεν υπόχρεοι να καταγραφώσι ούτως είς το Βασιλικόν κτηματολόγιον διό ύπογραφόμεθα "Εν Αγιάσω τή 14 Όκτωμβρίου201905
1. Ο Δημήτριος Βασιλείου Ζερδελέλης (Ζιρντιλέλ’) ήταν καφετζής και έδεσε το όνομά του με το εξοχικό Κέντρο του Σταυριού «Φαμάκα». Θυγατέρα του η Αγγελική, σύζυγος του Χριστόφα Φραντζή, μητέρα του σεβασμιότατου μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Φραντζή. 2. Η Ειρήνη Χατζημιχαήλ Χατζηνικολάου ήταν η πρώτη σύζυγος του υποδηματοποιού Παναγιώτου Ευστρατίου Καπτανέλη ή Καπτανή. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Βλοτίνα Μαμώλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Βούρκο υπήρχαν κτήμ,ατα Αγιασωτών, γεγονός που μαρτυρεί τη στενή σχέση των χωριών, λόγω γειτνίασης και επιγαμιών. 3. Γράφε ανταλλαγήν. 4. Ελαιόπραγμα (λιόπραμα) ή έλαιόκτημα (λιόκτημα). 5. Βούρκος, ο σημερινός Σταυρός. 6. Τουρκ, ηαΐιίγε (=περιφέρεια, κοινότητα). 7. Αντί Χ ιώ τ ' Αλώνι. Το τοπωνύμιο σώζεται ως τις μέρες μας, καθώς με πληροφόρησε στις 30.10.2001 ο φίλος εκπαιδευτικός Αντώνιος Θ. Σουλακέλης. 8. Γράφε γειτνιαζόμενον. 9. Καπτάνος. Πβ. επώνυμα Καπτανής και Καπτανέλης. 10. Σολακέλης, Σουλακέλης. Πβ. το επώνυμο Σολάκης Σουλάκης < τουρκ. δοΙαΈ (=αριστερόχειρας). 11. Το τοπωνύμιο αυτό σώζεται ως τις μέρες μας, καθώς με πληροφόρησε ο Αντώνιος Θ. Σουλακέλης. Πβ. το τοπωνύμιο της Αγιάσου Κθαρίστιρια. 12. Πίτινας. Το επώνυμο παρουσιάζεται και με τις μορ φές Βύτινας και Μπίτινας. Πβ. Βυτινέλης. 13. Του Παναγιωτάκη. Σώζεται μέχρι σήμερα ως κυριωνύμιο. 14. Πουρός (Μπουρός). Το τοπωνύμιο σώζεται μέχρι σήμερα. 15. Ο Δημήτριος Παναγιώτου Χουτζαίος ή Μαγκανάς, ξάντης-εκκοκκιστής βαμβακιού και κεραμοποιός της παλαιάς Αγιάσου, καταγόταν από το χωριό Κοσμάς Κυνουρίας. Ένας από τους γιους του ο γνωστός φωτογρά φος Σίμος Χουτζαίος (1873-1967), πατέρας των επίσης φωτογράφων Στρατή και Δουκάκη. Γιος του επίσης ο Μιλτιάδης Χουτζαίος (1887-1914) και εγγονός του ο επί-
Γραφεύς και Μάρτυς Νικόλαος Αγγελίδης έγραψα ^ Ειρηνιω X Μι Νικόλα βεβεω Λημ. Βασ. Ζιρτιλέλ βεβεώ τα άνοθεν νικόλαοσ κουρτζ21 μαρτισ Νικόλαος Β. Βαγιάνα22 μάρτυς
Εγγραφο ανταλλαγής κτημάτων Αγιάσου-Βούρκον του 1905
σης Μιλτιάδης Χουτζαίος (1914-1995), ο οποίος ως κοιλάρφανος πήρε το όνομα του πατέρα του... 16. Ο Γρηγόριος Παραμυθέλης ήταν πατέρας του εμπό ρου Ευστρατίου Παραμυθέλη και παππούς του σημερινού Γρηγορίου Παραμυθέλη. 17. Γιάννης Χατζηπίτ’ς (Χατζημπίτης). 18. Γράφε μετρητά. 19. Γράφε ίσχύν. 20. Γράφε 9Οκτωβρίου. Η ενρίνωση της λέξης πολύ παλαιά.
21. Πιθανότατα, υπογράφει ο παλαιός κεραμιστής της Αγιάσου Νικόλαος Παναγιώτου Κουρτζής (1839-1924), παππούς του επίσης κεραμιστή Νικολάου Ηλία Κουρτζή (1907-1998). * 22. Ο Νικόλαος Βασιλείου Βαγιάνας ή Βλαστάρης ήταν πατέρας του στιχουργού Βασιλείου, του Δημητρίου, του Ιωάννου, της Μ αρίας Θεοδώρου Δημέλη και του Πανάρετου (κατά κόσμον Παναγιώτου), μητροπολίτη Γ.Ο.Χ. Ααρίσης και Τυρνάβου.
ΛΕΣΒΙΑΚΗ
ΑΑΟΓΡΑΦΙΑ
Α αΐκά παιδικά στιχουργήματα από την Α γιάσο Α' Α ραγε η σημερινή εποχή είναι αντιποιητική και έχει λείψει πια από τους ανθρώπους η διάθεση ν ’ αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα με το τραγούδι; Ή μήπως η σημερινή πεζή πραγματικότητα έχει αφαιρέσει και από τα παιδιά τη «φιλοπαίγμονα διάθεση» και τα ακούς, ακόμα και στα παιχνίδια τους, να πιθη κίζουν τις διαφημιστικές ατάκες της τηλεόρασης; Π άντως εγώ δεν ακούω από τα εγγόνια μου σήμερα γνήσια π α ιδικ ά λα ϊκ ά δημιουργήματα, παρά μόνο έντεχνα τραγουδάκια, που μαθαίνουν στα νηπιαγωγεία και στους παιδικούς σταθμούς. Γι’ αυτό με τόση νοσταλγία αναθυμούμαι τις δικές μας παιδικές μέρες, τις γεμάτες από λαϊκά ποιητι κά στιχουργήματα, που γέμιζαν με ρυθμό και με μελωδία τις παιδικές μας ψυχές και αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο στα παιχνίδια μας, καθώς και στα... πειράγματα μας. Για να θυμηθούμε μαζί αυτές τις αξέχαστες επο χές, θα προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να ξαναζωντανέψουμε μια τυχαία για παράδειγμα μέρα της εποχής του ’50 στην όμορφη Αγιάσο μας. Είναι ένα πρωινό μιας Κυριακής του Μάρτη... Από το μουντό ουρανό μια δυνατή βροχή ξεχύνε ται και χτυπά με λύσσα τα τζάμια του σπιτιού μας. Εμείς, τα παιδιά, που δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω για τα καθιερωμένα παιχνίδια μας λόγω της βροχής, κοιτάζαμε περίλυπα το δρόμο και παρηγο ρούσαμε τον εαυτό μας σιγοτραγουδώντας: Βρέξι,ιέ, να ποίσουμι τ ’γανίης, να φαν τσι γοι Αρβανίτις. Και βέβαια αυτές οι βροχερές μέρες, που έτσι κι αλλιώς δεν επέτρεπαν ούτε στις γυναίκες του σπι τιού να ξεπορτίσουν για κουτσομπολιό στη γειτονιά, προσφέρονταν θαυμάσια για την παρασκευή των τηγανιτών, του απλού λαϊκού αυτού γλυκίσματος, που τόσο λαχταρούσαμε εμείς τα παιδιά, μια και μας έλειπαν όλες οι σημερινές γλυκές λιχουδιές. Και καθώς μας λέει (πόσο προφητικά, αλήθεια!) το παραπάνω λαϊκό στιχούργημα, θα κάναμε τόση αφθονία από το φτηνό αυτό γλύκισμα, που θα περίσ σευε να τάΐσουμε και τους φτωχούς Αρβανίτες, που δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς στη ζωή μας ακόμα! Αλλά Μάρτης είναι αυτός! Σε λίγο η δυνατή
ανοιξιάτικη μπόρα σταματά και δειλά δειλά ένας αναιμικός ήλιος ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννε φα. Άλλο που δε θέλαμε και μεις! Και ποιος θα μπορούσε κυριακάτικα να μας κρατήσει στο σπίτι; Βάζουμε λοιπόν «τα καλά μας», τα κυριακάτικα, (ποια «καλά μας» δηλαδή, κανένα λιγότερο μπα λωμένο πανταλόνι και κανένα λιγότερο τριμμένο σακάκι από τα καθημερινά), και τροχάδην έξω στη γειτονιά, στους χώρους συνάντησης. Μόλις ανταμώναμε με τα άλλα γειτονόπουλα, όλο και κάποιος θα παρατηρούσε την «κυριακά τικη μας» εμφάνιση και θα μας ειρωνευόταν με το παρακάτω τετράστιχο: Σήμιρα ’νι Τσνριατσή, βάζου τ’ τσλιόμι μες στα πέφτι ν τα μπαλώματα.
πάππιμ το υ βρατσί,
Και φυσικά σπάγαμε στα γέλια, γιατί όλοι γνωρί ζαμε από πρώτο χέρι τις μπαλωμένες βράκες των παππούδων μας (η Αγιάσος εκείνη την εποχή είχε ακόμα πολλούς βρακάδες και πολύ περισσότερες βρακοφορούσες γυναίκες) και η αστεία εικόνα του λαϊκού τετράστιχου μας ήταν πολύ οικεία. Καλά όλα αυτό, αλλά το κρύο και η υγρασία του μαρτιάτικου πρωινού δεν υποφέρεται και πρέ πει κάτι να γίνει. Ε, εκεί θα κωλώσουμε; Θα βάλου με μπρος τα μεγάλα μέσα, το ψέμα και την απάτη! Εμπρός όλοι μαζί να τραγουδήσουμε ρυθμικά: Έβγα, ήλιου, μι τσ ’ Ά γιους Κουσταντίνους είμι! Κ αι ω του θαύματος! Ο ήλιος, που είναι πολύ ■ψηλά και μακριά, δεν μπορεί από τέτοια απόσταση να «δει καλά» και να διακρίνει το ψέμα μας και έτσι πείθεται πως είμαστε όλοι Αγιοι Κωνσταντί νοι, και καθώς προχωρεί η μέρα, όλο και πιο πολύ μας στέλνει τις ευεργετικές ακτίνες του! (Βλέπετε, η τρύπα του όζοντος δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα ή μάλλον δεν την είχαμε ακόμα α νοίξει με τις ανόητες δραστηριότητές μας!) Τώρα όμως, που ζέστανε κάπως η μέρα, ώρα για παιχνίδι. Τι να παίξουμε όμως; Ας παίξουμε λοιπόν «κρυφτό», για να ζεσταθούμε, και λίγο μετά το τρέξιμο. Ναι, αλλά ποιος θα τα φυλάει; Αυτό θα αποφασισθεί με «λάχνισμα», πάντα με ρυθμό και με τραγούδι:
Α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ,
ΟΙ Α Π Ο Δ Η Μ Ο Ι ΜΑΣ μπλιμ μπλομ.
Και σ ’ όποιον έπεφτε το τελευταίο μπλομ, αυτός φυσικά θα τα φυλούσε. Και αν θέλαμε να παρατεί νουμε περισσότερο την αγωνία, για το ποιος θα ήτανε το τελικό κορόιδο της παρέας, που θα έμενε για να τα φυλάει, το προηγούμενο σχετικό τραγουδάκι-λάχνισμα είχε και συνέχεια, προφανώ ς... εισαγόμενη εξ Αθηνών. Και ιδού η συνέχεια μετά των σχετικών αποδεικτικών... εισαγωγής: Ό ταν πας εκεί, στη Βόρεια Αμερική, θα συναντήσεις τον Αλή Πασά να παίζει μουσική! Τρέχω να τον δω, σαν παιδί μικρό, στην Ακρόπολη και στο Λυκαβηττό! Τώρα τι δουλειά είχε ο Αλή Πασάς με την... Αμερική και με τη... μουσική, μόνο η παιδική φαντασία μπο ρεί να κάνει τέτοιου είδους συνδυασμούς και... υπερβάσεις. Ας είναι όμως... Ώρα για κρυφτό! Ένας τα φυλάει, «η μάνα», και οι άλλοι τρέχουν να κρυφτούν. Μόλις τελειώσει το μέτρημα ως το δέκα, η μάνα φωνάζει το συνθηματικό «φτου και βγαίνω!», ενώ οι κρυμμένοι απαντούν ρυθμικά:
Ο αξιόλογος Αγιασώτης ζωγράφος Θεμιστοκλής Μαλούκης (1887-1960), συμπολεμιστής του Στράτη Μυριβήλη, με τα ανίψια του, Στυλιανό Γεωργίου Βούκατο και Μυρσίνη Βούκατου, το γένος Καρατζά, που ζουν στο Χχάηογ.
Ακόμα, ακόμα, να μη σι φα του χώμα. (Βλέπετε, ακόμα και οι κατάρες -ν α σι φα το υ χώ μ α - στην παιδική ψυχοσύνθεση δεν έχουν το πραγματικό τους νόημα, απλά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες... της ομοιοκαταληξίας!) Τέλος, η μάνα «βγαίνει» και αρχίζει να ψάχνει, για να βρει τους κρυμμένους. Καθώς πηγαίνει από τη μια πλευρά, όσοι είναι κρυμμένοι από την άλλη, τρέχουν και φτύνουν στον τοίχο. Αυτοί γλίτωσαν και απέκτησαν και το δικαίωμα να προειδοποιούν τους άλλους, που είναι ακόμα κρυμμένοι, με τις συνθηματικές λέξεις: Κρυ, κρυ, κρυ (δηλαδή κρύψου), λεμόνι. Βγε, βγε, βγε, πορτοκάλι. Ανάλογα με το πόσο κοντά στην κρυψώνα τους είναι η μάνα. Και το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τα γνωστά, μέχρι τελικής πτώσεως. (Συνεχίζεται)
Ο Βασίλειος και η Μαρία Παπάζογλου, από τον Παλαιόκηπο, φωτογραφίζονται με τα παιδιά τους, Θεόδωρο (αριστερά) και Κώστα, το 1964, λίγο πριν από την αναχώρησή τους για τη μακρι νή Αυστραλία, για την όμορφη Μελβούρνη. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Λ Ε Σ Β ΙΑ Κ Ο Ι Α Π Ο Η Χ Ο Ι ΤΗΣ
ΜΥΤΙΛΗΝΙΑ!: ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑΣ
Αναρίθμητες γυναίκες από το νησί της Σαπφώς αναγκάστηκαν, τον αιώνα που πρόσφατα ολοκλήρωσε το ταραχώδες χρονοκύλισμά του, να πάρουν με πόνο ψυχής τ’ ανηφορόστρατο του μισεμού και να δρομολο γήσουν τη ζήση τους στα πέρατα της υφηλίου. Αναζήτησαν σε αγκαλιά μητριάς τη θαλπωρή, που δεν μπόρεσε ή αρνήθηκε να τους χαρίσει η μητέρα πατρίδα. Ανεμοσκορπίστηκαν σε πολλές και κάποτε αφιλόξενες γωνιές και κονταροχτυπήθη καν για την επιβίωσή τους, για την προκοπή της φαμίλιας τους... Ααφριές οι αποσκευές του ξενιτεμού τους, όλο κι όλο μια φτωχική βαλίτσα με τα χρειασίδια και με τα όνειρα, καθώς και με τ’ αξετίμητα θησαυρίσματα της μητρικής λαλιάς, της πίστης, των παραδόσε ων, των ηθών και των εθί μων. Ανάμεσά τους ξεχωρί ζουν και μερικά απλά πράγ ματα, αποπαίδια της προτί μησης, περιμαζέματα νοσταλ γίας, θα έλεγε κάποιος. Τ’ απο θέτουν με σέβαση στο εικονοστά σι της πατρίδας, για ν ’ αντλούν απ’ αυτά χαρά και δύναμη... Πολλά μπορούν να κεντρίσουν τη θύμηση! Ένα κόνισμα, μια φωτογραφία, ένα γράμμα, ένα εργόχειρο, ένα υφαντό, ένα κεραμικό, ένα μαλαματικό, ένα λεγκέρι, ένα λιτρίδι, μια μπουκλίτσα, ένα φυλαχτάρι, λίγα φιτιλάκια, αγιωτικά συναλείμματα και τόσα άλλα. Όλα αυτά μπορεί να είναι μικρά και κάποτε ασήμαντα, όμως αναζητιούνται πάντοτε στη μοναξιά της ξενιτιάς. Εχουν τη δύναμη να συντροφεύουν, να κρικελοδένουν με το γενέθλιο τόπο, να μιλούν στην καρδιά, να παρηγορούν, να ζωηρεύουν τη φαντασία, να χαριτώνουν τη ζωή. Μέσα τους ενδημούν η ξέμακρη πατρίδα, οι ομορφιές της, οι άνθρωποί της, η δούλεψή τους, τα βάσανά τους, η μαστοριά τους, το μεράκι τους... Οι περισσότεροι καταγίνονται με τα σπουδαία και με τα επωφελή, δεν είναι λίγοι όμως και αυτοί που βρί σκουν τη γλύκα της ζωής στις μικροχαρές της καθημε ρινότητας. Και τούτο, γιατί η ευτυχία του ανθρώπου είναι συνάρτηση όχι της ποσότητας αλλά της ποιότη τας. Είναι κάτι που συνήθως μας διαφεύγει μέσα στον κυκεώνα του σύγχρονου καταναλωτισμού, ο οποίος κουρσεύει τις νησίδες της πραγματικής ευδαιμονίας... Μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να βυθομε-
τρήσω το μέσα κόσμο των μεταναστριών μας, να κατα γράψω συνήθειες τους, που μαρτυρούν προσήλωση στην παράδοση, αντίσταση στην εξαλλοσύνη του μοντερνισμού, αγάπη προς τον τόπο, όπου αντίκρισαν το φως της ζωής. Θ’ αρκεστώ σ’ ένα απλό περιστατικό των τελευταίων χρόνων, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύ πωση. Ήταν Κυριακή, 22 του Νοέμβρη του 1998, και βρισκόμουνα στην πολυάνθρωπη Μελβούρνη, με τους πάμπολλους Έλληνες. Είχα επισκεφτεί, ένα απόγεμα, μια συγγένισσά μου, στην Βοναη Ανοηιιο της συνοικίας α&γΐοη, μαζί με το μικρό της γιο Κώστα και τη σύζυγό μου. Μας υποδέχτηκε μ’ αιγαιοπελαγίτικη εγκαρδιότη τα, με περίσσια συγκίνηση. Πάσκιζε να μας περιποιηθεί με κάθε τρόπο. Για ν ’ αποφύγω ένα ακόμη κέρασμα, όταν ρωτήθηκα τι θα πάρω, είπα χωρατεύοντας πως θα έπινα μ’ ευχαρίστηση τ ’Άγλια τουχουρτάρ’, πιστεύοντας πως θα ήταν αδύνα το να εκπληρωθεί η πεθυμιά μου. Βγήκα όμως γελασμένος! Η χηρεμένη Γεραγώτισσα θεία μου, μετανάστρια από το 1964, που ζούσε με τους δυο της γιους, μ’ εγγόνες και δισέγγονο, λες και είχε προ βλέψει να ικανοποιήσει τον απαιτητικό ανιψιό της. Καταχάρηκε που είχε το ζητούμενο, που το ήξερε μάλι στα και με το αγιασώτικο του όνομα, μια και η προμήθειά του είχε γίνει από το χωριό της Μεγαλόχαρης. Το έβρασε με δικαιο λογημένη βιάση και μου το πρόσφερε ολόχαρη με τρεμάμενα χέρια. Ξαφνιάστηκα, απόρησα, καμάρωσα, αναγάλλιασα, συγκινήθηκα. Απόλαψα σε κεραμικό φλιτζάνι -μπορεί να ήταν και αγιασώτικο- το ρόφημα του τόπου μας, ζεστό, λαχταριστό, προσφερμένο στην άλλη άκρη του κόσμου. Θώπευσε με την πύρα του τα φυλλοκάρδια μου. Το τσάι αυτό, τ’ απόσταγμα του μπιτόνικα, ήταν για μένα το κάτι άλλο, ήταν αναπάντεχο ακριβό δώρο, μοσχοβό λο αφέψημα της πατρίδας, της μικρής μα και της μεγά λης. Με σεργιάνισε στο νησί μας, με ανέβασε στον Όλυμπο προσκυνητή του Αϊ-Λια, μου γέννησε λογής λογής συνειρμούς... Αυτή είναι η μεγαλοσύνη των ασήμαντων πραγμά των. Συνεπαίρνει την ψυχή, δε λησμονιέται ο γλυκα σμός της. Δεν ξέρω αν θ ’ αξιωθώ να ξαναπάω στη μακρινή ήπειρο. Αν θα δυνηθώ να πιω και πάλι τ ’ Άγλια του χουρτάρ’ στα ξένα. Η Θεια-Μαρία άφησε πέρσι τα εγκόσμια και πήρε το δρόμο της ατέρμονης γαλήνης. Είναι σίγουρο όμως πως κι άλλες νησιώτισσές μας θ’ αγαπούν το ξαρωστικό τούτο βουνίσιο βοτάνι... ΓΙΑ Ν Ν Η Σ Χ Α Τ Ζ Η Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΟ Υ
ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ
ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ Στον καφινέ του Αποστόλη τι πάθανε και λειψαν όλοι; Πού ’ναι ο Γιάννης κι ο Νικόλας, που ’ναι ο Μιχάλης κι ο Μανόλας;
Καμιά οφειλή δε σε βαραίνει Κι η εφορία Λείχνει ικανοποιημένη Αν τώρα Από καιρό Μονίμως διαμένεις Στο 28ο Τμήμα Του Γ' Νεκροταφείου Αυτό Είναι Άνευ σημασίας Όλα Έχουν καλώς Επί της γης
Κι άξαφνα πάει κι η Μαρία, του Αποστόλη η κυρία. Π ίσ’ απ’ το τζάμι δακρυσμένος ο Αποστολής ο καημένος, βρέχει, χιονίζει, δεν τον μέλει. Πλάι του να ’ταν όλοι θέλει. Κι όλο μιλά αγάλ’ αγάλι, να ’τανε να γύριζαν πάλι. Γύρ’ απ’ τη σόμπα να τα λένε και να γελάνε και να κλαινε. Στον καφενέ του Αποστόλη δεν έχει πια γιορτή και σκόλη. Μυτιλήνη, 21.6.2000
ΜΑΡΙΑ ΑΓIΑΣΩΤΟΥ-ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ
ΕΛΑ ΑΠΟΨΕ Έλα απόψε, όπως παλιά, στων αγγέλων τη λαλιά, ν ’ ακούσεις τραγουδάκια, στα γνωστά μας τα δρομάκια. Έλα, για να θυμηθείς, σαν πρώτα, τα φιλιά με δίχως φώτα, μες στων άστρων τα φανάρια και στου φεγγαριού τα χνάρια. Ω! Τι γλύκα, τι λαχτάρα, της καρδίας μας η κιθάρα με παλμούς ερωτικούς! Θε μου! Σ ’ αγαπώ, μ’ ακούς; Μυτιλήνη, 20.2.1999
ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΛΥΒΙΑΤΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΜΙΣΣΙΟΣ
ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΙΡΗΝΗ Λε θέλουμε τον πόλεμο, τρομοκρατία, βία, δε θέλουμε άλλους ήρωες, παράσημα, βραβεία, που θα παρασημοφορούν ανθρώπους μες στο χώμα, που δε θα έχουνε πνοή ούτε ψυχή στο σώμα. Λν δε γινόταν πόλεμος, θα είχα τον πατέρα και όχι το παράσημο παρέα νύχτα μέρα. Θα είχα την αγάπη του, τα χάδια, τα φιλιά του, και ασφαλώς τη σιγουριά στην τρυφερή αγκαλιά του. Μονάχα όσοι έζησαν αυτή την εμπειρία νιώσανε ως το κόκαλο και την τρομοκρατία. Είν’ ένα τραύμα ύπουλο, που την ψυχή πληγώνει, και κάθε λίγο οι τρελοί το ξύνουν και ματώνει. Γι’ αυτό σας ικετεύουμε, όχι άλλους πολέμους, όχι πια άλλα ορφανά στους πέντε τους ανέμους. Δε θέλουμε να βλέπουμε ανθρώπους πονεμένους, μακριά από τα σπίτια τους και καταδικασμένους. Να ζουν στη φτώχεια, στην ντροπή, στην πείνα και στον τρόμο, να παίρνουνε ξυπόλυτοι της απονιάς το δρόμο. Να βλέπουμε μικρά παιδιά, κορμιά σκελετωμένα, με απλανή τα βλέμματα, υγρά κι απελπισμένα. Είν’ εφιάλτης όλα αυτά που ζούμε κάθε μέρα, μας δηλητηριάζουνε, μολύνουν τον αέρα. Γι’ αυτό, λιγάκι ανθρωπιά αν δείξετε, δε βλάπτει, όλοι μας να γλιτώσουμε από τον εφιάλτη. Και αν εσείς τον θέλετε τον κόσμο όλο δικό σας, στο τέλος δυο μέτρα της γης θα ’ναι το σπιτικό σας. Και όμως τα συμφέροντα σας έχουνε σκληρύνει, γι’ αυτό αψηφάτε τους λαούς που θέλουνε ΕΙΡΗΝΗ. Μυτιλήνη, 8.10.2001
ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΕΔΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ
ΕΙΝ’ Η ΖΩΗ ΜΙΑ ΜΑΧΗ Σε ρίξαν στην αρένα με τ ’ άγριο λιοντάρι και πρέπει να παλέψεις σαν άξιο παλικάρι. Ε ίν’ ί\ ζωή μια μάχη κι εσύ εδώ μονάχος, ό,τι κακό κι αν λάχει, θενά ’σαι μονομάχος. Εμπόδια σου βάζει η μοίρα η πλανεύτρα, να ψάξεις την αλήθεια, είν’ η ζωή μια ψεύτρα. Να σφίξεις την καρδιά σου, το χέρι να οπλίσεις, αν θέλεις με ελπίδα το μέλλον ν ’ ατενίσεις. Τους φόβους να νικήσεις, γιατί, εάν φωλιάσουν, στα δίχτυα τους σα θύμα για πάντα θα σε πιάσουν. ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ Στη μνήμη των νεκρών των δίδυμων πύργω ν της Ν . Υόρκης Δίδυμοί πύργοι γυάλινοι, κορμοί της Νέας Τάξης, που θα ’πρεπε, για να τους δεις, στ’ αστέρια να κοιτάξεις. Στην εμπασιά του λιμανιού, το ξακουστό ζευγάρι, για χρόνια, θέα του κοινού, είχε ζωή και χάρη. Δίδυμοί πύργοι κολοσσοί, η δύναμη στα ύψη. Κακό δεν ττρόβλεψε κανείς, αν ήθελε προκύψει. Οι πύργοι γίναν, μυστικά, στόχος σε τρομοκράτες, που μ’ αεροπλάνα φονικά τους λάβωσαν στις πλάτες.
Πιλότοι, θύματα κι αυτοί, στης λάμψης το σκοτάδι τους πύργους γκρέμισαν στη γη και τη ζωή στον Αδη. Πενθεί ο κόσμος πια στη γη, που είδε το μελίσσι στις φλόγες μέσα να χαθεί και στους καπνούς να σβήσει. Θρηνούν αθώους με κραυγή οι Νεοϋορκέζοι κι αναρωτιούνται οι λαοί με τη φωτιά ποιος παίζει. Στης Ιστορίας το σκαλί για πάντα θα ’ναι φάροι, που ’τρεξε πρώτη και καλή τα υλικά να πάρει, να προλαμβάνει το κακό κάθε κουβέρνο νέο και το μεγάλο φονικό να ’ναι το τελευταίο. Μελίσσια, 11.9.2001
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ Τσιμέντο, όπου και αν κοιτάξεις, ψηλά ντουβάρια, θεόρατες οι πολυκατοικίες, σιδερένιο χέρι χουφτιάζει την καρδιά, σαν καταχνιά τις χειμωνιάτικες τις νύχτες. Θόλωμα μαύρο στη σκέψη και στα μάτια, πέπλο θολό θολώνει το μυαλό, δάκρυ πικρό κυλάει από τα μάτια, σα δροσοσταλίδα πάνω στο χώμα το καυτό. Ξαναγυρνάμε πίσω το μυαλό μας και τη σκέψη στο γαλανό και ολοκάθαρο ουρανό, στα όμορφα βουνά και στα λαγκάδια, στο αμόλυντο μικρό χωριό. Ξεσπάει λίγο τρέχοντας το δάκρυ, ξεθολώνει λίγο το μουντό το πρωινό, ανακούφιση η ανάμνηση μας φέρνει στο βασανισμένο από τις σκέψεις μας μυαλό.
ΑΝΛΡΟΝΙΚΗ ΣΑΒΒΑ-ΚΟΥΤΣΚΟΥΛΗ
«Κ Ο Π Α ΝΟ Σ», «Ο Ρ Ω Μ Η Ο Σ » ΤΗ Σ Σ Μ Υ Ρ Ν Η Σ Η εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα του Γεωργίου Αναστασιάδη Α να μ φ ισ β ή τη το ς και συνάμα παρήγορος ο |)ΐβ λ ιεκ δο τικ ό ς ορ γα σ μ ό ς σ τις μέρες μας. Το πνεύμα α π ο τυ π ώ νετα ι στο χα ρ τί κα ι αναζητά το υ ς θ ια σ ώ τες το υ , το υ ς φ ίλ ο υ ς το υ . Κ α τα ξ ιώ ν ετα ι στην κοινή συνείδηση κα ι λαμβάνει συνήθως το χρίσμα της εφημερότητας ή της πολυχρονιότητας και πολύ σπάνια της ατέρμονης αιω νιότητας... Αποδεκτός ο αμητός, πλούσιος ή φτωχός, των έντιμων εργατών της γραφίδας. Επαινετή κάθε προσπάθεια που στοχεύει στη διεύρυνση του επι στητού, στην καλλιέργεια του έντεχνου λόγου, στην αποθησαύριση πολιτισμικών στοιχείων, στην εκλέπτυνση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώ που, στη βελτίωση της πάσχουσας κοινωνίας... Στα σοβαρά πνευματικά πονήματα συγκαταριθμείται και το καλαίσθητο τρίτομο βιβλίο του εμπνευσμένου λυρικού ποιητή και γνωστού δοκι μιογράφου και κ ρ ιτικ ο ύ Δημήτρη Ν ικορέτζου «Κόπανος, ό Ρωμηός τής Σμύρνης. Το έπος τής σατιρικής εφημερίδας του Γ.Ι. Α ναστασιάδη», που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2000, στην προ σεγμένη σειρά «Εκδόσεις Εντός» του Θεμιστοκλή Φασούλα... Ο συγγραφέας και επιμελητής του, άνθρωπος με ευαισθησία, με κριτική ικανότητα, με φιλολογι κή υπευθυνότητα, με μεθοδικότητα, με φιλεργία και με τελειοθηρική διάθεση, κατόρθωσε, ύστερα από επίμονες και επίπονες αναζητήσεις, να περισυλλέξει, να ταξινομήσει και ν ’ αξιοποιήσει χρή Η προμετωπίδα του Α ' τόμου. σιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, γλωσσικό, κοινωνιολογικό, εικονιστικό-γελοιοΜε πολύχρονο πνευματικό μόχθο ο Δημήτρης γραφικό, που έχει αποθησαυριστεί σε διασωθέντα Νικορέτζος έδωσε το χρονικό μιας συνταρακτικής φύλλα των ετών 1911,1912 και 1913 της σμυρναϊπεριόδου του μικρασιατικού ελληνισμού και ιδι κής εβ δ ο μ α δ ια ία ς σ α τ ιρ ικ ή ς εφ η μ ερ ίδ α ς αίτερα της Σμύρνης, της ονομαστής πόλης της «Κόπανος» (Σμύρνη 1908-1922, Αθήνα 25.12.1922 Ιωνίας. Πλούτισε τη βιβλιογραφία, αποκαλύπτο - 14.12.1924). Απώτερος σκοπός του ν ’ αναδείξει ντας στο ευρύ κοινό ενδιαφέροντα στοιχεία, με τη σημασία του εντύπου αυτού, προσδιορίζοντας επιστημονική εγκυρότητα, με γλωσσική-ορθογρατο ρόλο που διαδραμάτισε ως τα τραγικά γεγονό φική πιστότητα, με επαρκή τεκμηρίωση, με πρό τα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παράλληλα σφορο υπομνηματισμό, με λειτουργική ευρετηρίανα εξάρει τη φυσιογνω μία του Λέσβιου λόγιου ση, με ασυνήθιστη φ ιλ ο κ α λ ία . Ε ις επ ίμ ετρ ο ν εκδότη Γ εω ργίου Α να σ τα σ ιά δη (1874-1971), ανθολόγησε και διάφορα άλλα αξιανάγνωστα κεί γόνου ευυπόληπτης οικογένειας της Βατούσας, μενα του Γεωργίου Αναστασιάδη, που είχαν δημο δημοσιογράφου με γερή φιλολογική αρματωσιά, σιευτεί στο α ξιόλογο π ερ ιο δικ ό της «Έ νω σης με προοδευτικότητα, η οποία καθρεφτίζεται και Σμυρναίων» «Μ ικρασιατικά Χρονικά»... στο δημοτικιστικό του πιστεύω, με μαχητικότητα, με πατριωτικό παλμό...
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Φ Α Σ Γ ΙΑ Ν Ν Η Κ Ο Υ Ρ Β Α Ν ΙΟ Σ Ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο φωτογράφος Ο Χριστόφας Κουρβανιός είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1900, άλλ’ η επίσημη ληξιαρχική του καταχώριση έγινε πέντε χρόνια αργότερα ή από αμέ λεια ή από πρόθεση εξυπηρέτησης κάποιας σκοπιμό τητας. Ήταν παιδί του Γιάννη Κουρβανιού και της Κλεονίκης Χ ατζηνικολάου. Εξ απαλών ονύχων μπήκε στη βιοπάλη και όταν αντρώθηκε άσκησε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη και παράλληλα του φωτογράφου και του πωλητή κρατικών λαχείων. Από το γάμο του με τη Βασιλική Θεοδώρου Βαλέτσα απόκτησε τρεις γιους και δυο θυγατέρες, το Γιάννη, που έγινε και αυτός ζαχαροπλάστης, τον πολυτάλαντο φίλο μας Γρηγόρη, μακαρίτη από το 1985, που εργάστηκε ως μουσικός, ως φωτογράφος και ως επιστάτης του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, το Στρατή, ανάπηρο πολέμου και πρόεδρο του Π αραρτήματος Π .Ε.Α.Ε.Α. Α γιάσου, τη Μ αριάνθη Α νθιμοπαναγιώ τη Γυρέλη και την Κλεονίκη Φωτίου Ρουγκέλη. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά του και να κανακέψει εγγόνια και δισέγγονο. Ό Χριστόφας Κουρβανιός ήταν άνθρωπος καλο συνάτος, αξιοπρεπής, φιλόπονος, συνεπής. Ηταν καλός οικογενειάρχης, στοργικός πατέρας, έντιμος επαγγελματίας. Το κατάστημά του, Ζαχαροπλαστείον «το Μπουκέτο», βρισκόταν λίγο πιο πάνω από την αρχή του δρόμου προς το Σταυρί, κοντά στα άλλοτε συστεγασμένα Φαρμακεία του Πάνου Ευαγγελινού και του Γιάννη Χατζηλεωνίδα. Στον ίδιο δρόμο, αρκετά μέτρα ψηλότερα, απέναντι από το κατεδαφισμένο από πέρυσι Καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), λειτούργησε επί πολλά χρόνια και το Ζαχαροπλαστείο του γιου του Γιάννη. Τα ζαχαροπλα-
Ο Χριστόφας Ιωάννου Κουρβανιός (δεξιά) με το συστρα τιώτη κουμπάρο του Βασίλειο Ευστρατίου Χριστοφαρή ή Καμπά, παλαιό καπιστρά της Αγιάσου. (Ξάνθη, 31.12.1925. 41ο Σύνταγμα Πεζικού, 6ος Αόχος).
Ο Χριστόφας Ιωάννου Κουρβανιός, κρατώτας στα χέρια του το νεοφώ τιστο δισέγγονο του Νικόλαο Βαΐου Μπαλκίζα, φωτογραφίζεται μπροστά στην ωραία πύλη του ιερού ναού της Παναγίας Αγιάσου (1972). Διακρίνονται, αριστερά, η μητέρα του παιδιού, εγγονή του, Δήμητρα Ιωάννου Κουρβανιού, η ανδραδέλφη της Ελένη και ο ανάδοχος. Δεξιά, διακρίνονταν ο Βάιος Νικολάου Μπαλκίζας με τη μητέρα του Χρυσούλα, με την εξαδέλφη της συζύγου του Ευστρατία Φώτη Ρουγκέλη και με την κουνιάδα του Νίκη Ιωάννου Κουρβανιού... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Βασιλική Γρηγορίου Κουρβανιού)
στεία τον παλιό καιρό ήταν πόλοι έλξης για μικρούς και για μεγάλους, αλλά και δυσπρόσιτα, γιατί τα χρή ματα ήταν μετρημένα. Απαγορευμένα για τους νεα ρούς λιχούδηδες ήταν ακόμη και τα γλυκά του σπιτιού, τα φυλαγμένα στα κατάκλειστα «γυαλουντόλαπα». Γι’ αυτό και ξεσπούσαν, ανάλογα με την εποχή, στις ξινή θρες, στα «τζανιρίκια», στα τσάγαλα, στις «πιτραμίθρες», στους «κατράδες», στα καρύδια, στα μύγδα λα, στα κάστανα, στα κυδώνια και σε τόσα άλλα γεννή ματα της μάνας γης... Ως φωτογράφος ο Χριστόφας Κουρβανιός δεν ανήκει βέβαια στους μεγάλους τεχνίτες. Δεν είχε ειδικά οργανωμένο εργαστήριο. Η φωτογραφική ήταν γ ι’ αυτόν πάρεργο. Π αρ’ όλα όμως αυτά ο φακός του αποθανάτισε πολλά πρόσωπα, πολλά στιγμιότυπα. Αναρίθμητες μικρόσχημες φωτογρα φίες, με τη σφραγίδα του πίσω, γλυκερά θυμητάρια του παρελθόντος, έχουν αποτυπώσει, στην Αγιάσο αλλά και αλλού, στιγμές του χρόνου που κυλά αστα μάτητα στο ατέρμονο χωνευτήρι της αιωνιότητας. Μαθητής και συνεχιστής του ο γιος του Γρηγόρης, που με τις άοκνες προσπάθειές του πλούτισε το φωτογραφικό αρχείο του Αναγνωστηρίου... Ο Χριστόφας Κουρβανιός ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές, με προοδευτικό προσανατολι σμό. Αγάπησε το Αναγνωστήριο. Οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στα χρόνια της μισαλλοδοξίας και του κατατρεγμού ήταν στο στόχαστρο, όπως και τόσοι άλλοι. Ο γιος του μάλιστα Γιάννης γνώρισε και το «εξυγιαντήριο» της Μακρονήσου... Προπολεμικά ο Χριστόφας Κουρβανιός έδωσε το «παρών» και στο αγιασώτικο καρναβάλι, ως σατιρο γράφος και συγχρόνως ως εκφωνητής. Αναφερόμενος στα κοινοτικά ουρητήρια, τα οποία βρίσκονταν στο Χ άνι, καθώς προχωρούμε από την πλατεία της Αγοράς, και που τα κατάργησε, χωρίς όμως να δημι ουργήσει άλλα, ο πρόεδρος της Κοινότητας Πανα γιώτης Ευστρατίου Χατζηεμμανουήλ (1883-1937), είπε τα παρακάτω, καταπώ ς με πληροφόρησε ο Στρατής Χατζηχρυσάφης, ανταποκριτής του περιοδι κού «Αγιάσος» στο δγάηογ, σε συνάντησή μας στην ιδιαίτερη πατρίδα, στις 14.8.1993:
ΚΥΝΟΦΙΑΙΑ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ
Ο Χρίστος Γλεζέλης ή Πουπούσας, συνεργάτης του περιοδικού «Αγιάσος» και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φιλο πρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών, δείχνει μεγάλη αγάπη για τα ζώα, ιδιαίτερα για τα αδέσποτα, για τα κακοποιημένα... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου. Αγιάσος, 28.8.1997)
Θιος σχουρέσ’ τουν τουν άθριπου, ας ήνταν τσι μπικρής τσ ’ ας μην αφήτσι τόπου, να κατουρήσ’ κανείς! Θιος σχουρέσ’ τουν τουν άθριπου, ας ίπνι τσι ρατσί τσ ’ ας μ ’ έκανι τσι μένα να χέσου τουβρατσί!
Ο Χριστόφας Κουρβανιός άφησε τη στερνή του πνοή στη γενέτειρά του το 1983, πλήρης ημερών. Στο πέρασμά του από τη ζωή έμειναν χνάρια, που συχνά πυκνά δρομολογούν το τρεχαντήρι της μνήμης και ανοίγουν τους ορίζοντες των συνειρμών... Αθήνα, 28.10.2001
Ο Βασίλειος Ευστρατίου Μαϊστρέλης (Μπούγιά), Αγιασώτης εγκαταστημένος στην Αθήνα, αγαπά ως παιδί το χαριτωμένο και παραχαϊδεμένο κυνάριό του...
Μ ΝΗΜ ΕΣ ΑΠΟ ΔΥΣΚΟΑΑ ΧΡΟΝΙΑ Α' Μ α ς έστελναν στο Α ' τάγμα οπλιτών (ΑΕΤΟ), στην αυτοκρατορία του Βασιλόπουλου, (όπου είχε γίνει το μακελειό της 29.2. και 1.3.), παρόλο που ήμα στε ακόμα αξιωματικοί. Δεν είχαν εκδοθεί τα βασιλι κά διατάγματα της διαγραφής μας από το στέλεχος των εφέδρων αξιωματικών. Αυτό που με αφορά (μαζί με άλλους) εκδόθηκε στις 30.7.1948. Μας έβγαλαν στο δρόμο (εκτός από τους τέσσερις μόνιμους) σε φάλαγ γα τριάδων, αφού ερεύνησαν τα πράγματά μας, ανα ζητώντας φωτογραφίες. Διέσωσα μερικές μέσα στα ανασκουμπωμένα μανίκια του πουκαμίσου μου. Είχαμε συνεννοηθεί να προστατεύσουμε το Δεσποτόπουλο, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος. Μπήκα αρι στερά του προς τη θάλασσα. Δεξιά του, μπρος και πίσω μπήκαν άλλοι μυημένοι στο σχέδιο. Αστεία πράγματα. Μόλις ξεκινήσαμε, η ορδή των «αγανακτισμένων» σπρωγμένη από τους αλφαμίτες έπεσε με δύναμη πάνω μας και μας διέλυσε. Σκορπίσαμε δεξιά και αριστερά του δρόμου μέσα στους θάμνους και στα αγκάθια, ενώ οι διώκτες μας μας χτυπούσαν με τα ξύλα που κρατούσαν. Σε μια στιγμή, που γύρισα να δω πίσω μου, το μάτι μου έπιασε μέσα στους «αγανακτισμένους» μια γνωστή φυσιογνωμία. Έναν υπάλ ληλο της Νομαρχίας Μυτιλήνης. Έτρεχε κι αυτός μαζί με τους άλλους κλαίγοντας. Αν δεν έδειχνε ότι συμμε τείχε ενεργητικά στην τελετή, αλίμονο του. Η δεινή μου θέση δε μου άφηνε περιθώριο να σκεφθώ το δράμα του. Ανέβηκα στο δρόμο, αποφασισμένος να μην ξανατρέξω, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε. Μπροστά μου, σε μικρή απόσταση, βάδιζε ογκώδης και επιβλη τικός ο Σπύρος Φατούρος από τη Λευκάδα. Τον πλη σίασα και βαδίσαμε για πολύ λίγο αμίλητοι, όταν όρμησε κάποιος από τους διώκτες μας και κατάφερε μια μαγκουριά στην πλάτη του Σπύρου. Ο Σπύρος
γύρισε και με αυστηρό ύφος: «Στρατιώτη, το ξέρεις ότι θα περάσεις στρατοδικείο, που χτύπησες αξιωμα τικό;» Το χωριατόπαιδο, ξεκομμένο από τους υπόλοι πους ροπαλοφόρους, τα έχασε. Ο Σπύρος επωφελήθη κε: «Πάρε τη βαλίτσα μου». Ο άλλος πειθάρχησε. Την πήρε και τη μετέφερε ως την είσοδο του Α ' τάγματος. Ανταμώσαμε πριν από πέντε χρόνια με το Σπύρο στην οδό Αθηνάς και ανάμεσα στις αθλιότητες που έγιναν σε βάρος μας θυμηθήκαμε κι αυτό το περιστατικό και ευθυμήσαμε. Η υποδοχή στο ΑΕΤΟ περιέργως δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Μόλις συγκεντρωθήκαμε (οι 95), μας οδήγησαν στον κλωβό που είχαν έτοιμο. Ήταν τετράγωνος, χωρισμένος στα δυο. Στο δυτικό τμήμα του κατοικούσαν ήδη 100 περίπου στρατιώτες, που δε δέχτηκαν να «εξυγιανθούν». Στο ανατολικό τμήμα του, όπου υπήρχαν ήδη στημένα ατομικά αντί σκηνα, μπήκαμε εμείς. Δε θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μου η εικόνα ενός μικρού κλουβιού, που αντίκρισα στη μικρή διαδρομή από την είσοδο του στρατοπέδου ως το δικό μας μεγάλο κλουβί. Ηταν κυκλικό με διά μετρο μικρότερη των δυο μέτρων και οροφή επίσης με αγκαθωτό σύρμα σε ύψος ενός μέτρου περίπου από το έδαφος. Στη μέση, καθιστός φυσικά, ένας ταλαίπωρος στρατιώτης, γυμνός από τη μέση και πάνω, κουρεμέ νος σύρριζα. Αυτά μέσα στο φοβερό μεσημεριάτικο λιοπύρι του Ιουλίου. Ήσυχα κύλισε η πρώτη νύχτα στο νέο μας ενδιαίτημα. Το ίδιο και η επόμενη μέρα ως το απόγεμα. Μόλις έγειρε ο ήλιος προς το Λαύριο, βγήκαμε από τα αντίσκηνα κι αρχίσαμε τις συζητήσεις σε πηγαδάκια. Γενική η απορία για τη μη εμφάνιση της οποιοσδήποτε εξουσίας. Κόντευε να τελειώσει και η δεύτερη μέρα και δεν είχαμε δει έστω και ένα μικρό βαθμοφόρο. Ξέραμε ότι βρισκόμαστε, τώρα πια, στο «λάκκο των λεόντων» και ότι αυτή η ησυχία δεν προ-
Στη Μακρόνησο, στον κλωβό των «αναρχικών» (αμετανόη των) του Γ' Κ.Π.Α., στις 15 του Μάη του 1948. Διακρίνονται, από αριστερά: Βασίλης Πετεινέλλης, Σερα φείμ Δαφλέσογλου (πίσω), Κώστας Σαρλής, μόνιμος ανθυπολοχαγός, και Κώστας Σδόνας.
μήνυε τίποτα καλά. Μα να που ξαφνικά λύθηκαν οι απορίες μας. Καμιά δεκαριά «παλικαράδες» της Α.Μ. (Αστυνομία Μονάδος), κραδαίνοντας στειλιάρια από κασμάδες, όρμησαν μέσα στον κλωβό. «Πουτάνες, θα πεθάνετε». Η επίθεση δε βάσταξε παραπάνω από ένα τέταρτο. Αποτελέσματα. Δυο με σπασμένα χέρια και αρκετοί άλλοι με τραύματα απλά, χωρίς κάταγμα. Τους δυο «τυχερούς» μας τους γύρισαν πίσω με τα σπασμένα χέρια σε νάρθηκες. Την επόμενη τρίτη μέρα νέα επίδειξη εξουσίας. Σκέτο θέατρο! Μας έβαλαν σε παράταξη, διότι θα ερχόταν ο κ. διοικητής. Ό πολύς Βασιλόπουλος, κομψός και ολέθριος (με στολή από ακριβό ύφασμα), εμφανίστηκε με την κουστωδία του και χαμογελαστός μας πλησίασε. «Λοιπόν, κύριοι αξιωματικοί, καλωσορίσατε». Από τη μεριά μας, παγερή σιωπή. «Μήπως έχετε ανάγκη από κάτι;» Και πάλι σιωπή. «Να φύγω επομένως;» Τότε, λες και κάποιος έδωσε το σύνθημα, ξέσπασε θύελλα διαμαρ τυριών: «Μας κοροϊδεύεις, κύριε ταγματάρχα;» Συγχρόνως πέρασαν μπροστά από την παράταξη οι δυο με τους νάρθηκες και άλλοι τραυματίες. «Τι, δεν καταλαβαίνω. Ποιος τα έκανε αυτά; Θα διατάξω ανακρίσεις». Και αμέσως αποχώρησε ο θεατρίνος μαζί με την ακολουθία του. Την τέταρτη μέρα μας οδήγησαν στην περιβόητη χαράδρα, που την είχαν περιφράξει με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Πρώτους πήγαν εμάς τους αξιωματικούς, που εγκατασταθήκα με στο βόρειο ορεινό τμήμα της και στην κοίτη και μετά έφεραν τους στρατιώτες, που έστησαν τα αντί σκηνά τους στο νότιο επίπεδο τμήμα. Πιο νότια η σιδερένια πόρτα έκλεινε την όλη περίφραξη. Σκάβαμε, για να εξομαλύνουμε το έδαφος, όπου θα στήναμε τα αντίσκηνα, και βγάζαμε ανθρώπινα κόκαλα. Κατά μια εκδοχή, ανήκαν σε Τούρκους αιχμαλώτους, που πέθαναν σε μια επιδημία. Η χαράδρα βρισκόταν μακριά από το υπόλοιπο στρατόπεδο. Η απομόνωσή μας ήταν πλήρης. Το βράδυ η σιδερένια πόρτα κλειδωνό ταν. Όταν σι αλφαμίτες ήθελαν να μας χτυπήσουν ή να μας τρομοκρατήσουν μόνο (ανάλογα με την εντο λή), έκοβαν τα σύρματα της περίφραξης σε κάποιο
σημείο αφού δεν είχαν τα κλειδιά και έμπαιναν. Έτσι ο Βασιλόπουλος τάχα δεν ήξερε τίποτα! Σε καθημερι νή βάση έπαιρναν 10 έως 15 για αγγαρεία. Οι στρα τιώτες που συναντούσαμε, όταν διασχίζαμε το στρα τόπεδο δεν τολμούσαν να μας μιλήσουν. Μας παρα κολουθούσαν αμίλητοι, σαν να έβλεπαν εξωγήινους. Έ τυχα κάποτε σε αγγαρεία στη βίλα του Βασιλόπουλου. Κάτι έχτιζαν και κουβαλούσαμε τα υλικά. Ο Βασιλόπουλος παρουσιάστηκε ξαφνικά και ζήτησε από τους συνοδούς μας να μάθει ποιοι είμα στε. Και όταν έμαθε: «Άλλη φορά να μην ξαναβγάλετε αξιωματικούς σε αγγαρεία». Τι του λες; Ότι απαγο ρεύει τις αγγαρείες, αλλά επιτρέπει τους ξυλοδαρ μούς; Αλλά είχαμε συμφωνήσει να μην προκαλούμε. Χρειάζεται να πω ότι τίποτα δεν άλλαξε για τις αγγα ρείες; Αυτή τη φορά στο αντίσκηνο βρέθηκα με δυο Θεσσαλονικιούς: το Νίκο Κουγκάκη και το Σεραφείμ Λαφλέσογλου. Στον κλωβό εξάλλου είχαμε γίνει δυο οι Μυτιληνιοί. Ενας από τους στρατιώτες, βουνό με βουνό δε σμίγει, ήταν ο Κώστας Παλαιολόγος. Είχα να τον δω είκοσι χρόνια. Από τότε που μικρά παιδιά παίζαμε στην οδό Σαπφούς, που αρχίζει με σκαλάκια από το δρόμο της Αράδας (του σημερινού βορείου τμήματος της οδού Θεόκριτου), ανατολικά από του Απτάλη το φούρνο, και φτάνει ως την αγορά. Λίγο πιο πάνω από το φούρνο, δίπλα στο σ πίτι του Στάμου, έμεναν οι γονείς της μάνας μου και τρία ανύ παντρα αδέρφια της. Όταν μ’ έστελνε να τους δω, κατηφόριζα τα σκαλάκια, που στη δεξιά πλευρά τους βρισκόταν το μπακάλικο του Χωρικού και στο τέλος τους αριστερά ένα σπίτι με σαχνισίνι, όπου έμενε ο Κώστας. Κάποτε έφυγε οικογενειακούς στην Κρήτη και τον έχασα, για να τον ξαναβρώ ύστερα από είκοσι χρόνια μέσα σε μια χαράδρα. Έμεινα στη χαράδρα έξι μήνες και δέκα μέρες. Στις 18.1.1949 μου γνωστοποίη σαν ότι απολύομαι από το στρατό «ως έχων αδελφόν, τον Αντώνιον, φονευθέντα εν πολέμω». (Συνεχίζεται) ΒΛΣ. Ι Α ΗΣ. Ι Ι ΓΊ ΈΪ ΝΕ ΔΔΗΣ
Στη Μακρόνησο, στον κλωβό των «αναρχικών» (αμετανόη των) του Γ' Κ.Π.Α., στις 15 του Μάη του 1948. Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: Σεραφείμ Λαφλέσο γλου, Βασίλης Πετεινέλλης, (;), Θανάσης Μπακάλης, (;) Παπα δόπουλος, Νίκος Κουγκάκης. Καθήμενοι: Κώστας Σδόνας, Γιάννης Σερβετάς και (;) Αργυρίου.
Ο Δημητρός ένι κατάλαβι τίντα ’νταν το ζύγι τσ’ έψαχνι σ’ ούλου του γιαπί, άλλ’ ήνταν αδύνατου να ’βρ’ κάτ’ που εν ήξιρι τίντα ’νταν. Πήγι στου ξάδιρφουντ, του Χρίστου, τσι τ ’ είπι: - Τσείνουνας γιου μάστουρ’ς φ αίνιτι πς είνι παλαβός. Γΰριψι α τ ’ πάγου του ζύγ’! - Πάνι τσι πέτ’ πους εν του ’βρις. Παγαίν’ Δημητρός τσι λέγ’: - Ε μάστορα, δεν το βρήκα το ζύγι. - Και αυτό που είναι στα πόδια σου τι είναι, παιδί μου; Δεν είναι ζύγι; - Συγνώμην, μάστορα, εμείς στο χω ριό μας αυτό το λέμε σαβούλ’!
ΗΝΤΑΝ ΤΣΙ Κ ’ΦΗ! Ε ν α ς χ ο υ ρ ια ν ό ς μας π α ν τρ έφ τσ ι σν Αυστραλία μια γ ’ναίκα που ’νταν τα κ ’σούρια τς πουλλά. Ή νταν, βλέπ’ς, κακουτσέφαλους τσ ’ εν ήθιλι α πάρ’ παπούτσ’ α π ’ του τόπουντ. Ψ ούν’σι λοιπόν απί σβέρκου. Έ κανι του μάστουρ’, αλλά του έξυπνου του π ’λέλ’ πιάνιτι α π ’ του πουδαρέλ’, καταπώ ς λέγαν γοι π ρ ο υ τ ν ο ί γοι α θρώ π’. Μια μέρα τουν ιπισκέφτσι γι αδριφόσιντ, για να μάθ’ πώς τα πα μι τ ’ τσιαράντ. Τουν ρώτα μι προυσουχή τσι σιγανά, για να μην τουν ακούσ’ γη νύφηντ τσι τουν παριξηγήσ’. Γι νιόπαντρους όμους, π ’ τουν κατάλαβι, τουν ίβγαλι α π ’ τ ’ δύσκουλ’ τ ’ θέσ’, λέγουντας: Μίλα δ ’νατά, ρε αδριφέ μ’, γιατί γη γ ’ναίκα π ’ κουκλώθ’κα είναι κουντά σ’ ούλα τ ’ άλλα τσι κ ’φή! (Από αφήγηση Δημητρίου Καβαδά. Αθήνα, 12, 6.1998)
ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΜΕΙΣ ΤΟ ΛΕΜ Ε Σ Α Β Ο Υ Λ ’! Αφιερω μένο στα ξαδέρφια μο υ Δημητρό και Μ ελπομένη Γουγουτά, π ο υ δε βρίσκονται π ια ανάμεσά μας. Τ ου 1961 φύγαν α π ’ του χουριό για τν Αθήνα, για να ’β ρ ιν τ ’ τ ύ χ ’ν το υ ν, κ α τα π ώ ς λέγαν, Δημητρός τσι Χριστούς, δυο αγαπ’μένα ξαδέρφια. Για μια βδουμάδα τς φιλουξέν’σι γη Μιλπουμέν’, γη αδριφή τ ’ Δημητρού, που ’νταν α π ί χρόνια παγ’μέν’ σν Αθήνα. Κάθα ταχτέρ ’ βγαίναν στα στέ κ ια που σ ύ χνα ζα ν γ ’ ιρ γ ά τ ις τσ ι ψ ά χνα ν για δ ’λειά. Μ ια μέρα τς πήρι σν οικουδουμή ένας ιργουλάβους, για να φ τιά χνιν λά σ π’ τσι να τνι κβανιούν σ ’ μ α σ τό ρ ’ που σουφ α ντίζα ν. Έ να ς τιχνίτ’ς γΰριψι α π ’ του Δημητρό να τ ’ φέρ’ το ζύγι.
Αθήνα, Οκτώβρης 2001
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ (ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΕΣΤΣΙΣΙ Τ ’ ΚΑΤΑ... Υ σ τιρ α α πί ’κουσουχτώ χρόνια παντριγιά, σάνι γίν’κα πινήντα χρουνώ, ένα βράδ’ γη γ ’ναίκα μ ’, του Βλουτίν’, που ’νταν κατά δυο χρόνια πιο μ’κρή, αρχινώντας τ ’ κριβατουμουρμούρα, μ’ είπι, για να μι τζλώξ’: - Ε Μ ητρέλ’, γο ι π α λ ιο ί γοι α θ ρ ώ π ’, άμανι γίνο ντα ν π ιν ’ν τα ρ ίτις, αγουράζαν τα σάβαναντουν, βάζαντα μες στου σ ιν το ύ τσ ’ τ σ ’ ήνταν έτοιμ’ για τ ’ Πιρασιά! - Μουρή Β λουτίν’, πάλι μ ’ αραθύμ’σις βραδιάτ’κα! Αύριγιου, μουρή, του προυί, να πας στου Πάνου τ ’ Χατζηβασ’λίνα, να πάρ’ς τα σάβανα, τσι τα θκα σ’ μαζί, να τα βάλ’ς μες στου σιντούτσ’ τσι να ρ ίξ ’ς μέσα ν ιφ θ α λ ίν ’, γ ια τ ί θα τα φα του μαμούδ’! Γω θα κατέβου σ’ Μ υτιλήν’, να φέρου δυο νικρουσιντοΰτσια. Έ χι τα μες σ’ κάμαρ’, θέτι μέσα ρούχα, τσ ’ όποιους π ιθ α ίν ’ ας τουν βάζιν μέσα! - Μη φ ο υ ν ά ζ ’ς, κ σ τια νέ, δ ’να τά , μη κ ά ν ’ς έδιατς, μην αρπάζισι μι του παραμικρό, μη λέγ’ς έιτιτια πράματα! - Εμ πώς να μη θ ’μώσου, πώς να μην έβγου α π’ τα ρούχα μ ’, μουρή Β λουτίν’, αφού μ ’ λέγ’ς για σάβανα! Απί τότις του Βλουτίν’ του βούλουσι, εν έκανι π λια κουβέντα για σάβανα. Β λέπ’ς, τ ’ κάτα τν έστσισα μια για πάντα! Τσ’ ας γ ίν ’κα ουγδόντα χρουνώ τσι φτή ’βδουμ’νταουχτώ. Αγιάσος, Σεπτέμβρης 2001
\Η ΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΪΣΤΡΕΛΗΣ (ΑΡΝΑΔΑ)
συμπαράσταση της Δ η μοτική ς Ε π ιχείρ η σ η ς Ανάπτυξης Ακράτας. Τα εγκαίνιά του έγιναν την 1.9.2001.
ΔΩΡΕΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ
Ο λογοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης δώρισε πρό σφατα στον «Πολιτιστικό Σύλλογο Βαφείου», του οποίου τυ χα ίνει να είνα ι επ ίτιμ ο μέλος, χίλ ια μεταλλικά νομίσματα, ελληνικά από το 1831, αλλά και διαφόρων άλλων κρατών. Βασικός όρος του δωρητή είναι τα νομίσματα της συλλογής αυτής να εκτεθούν μουσειακά στην αίθουσα του Ομίλου, για ν ’ αποτελέσουν πόλο έλξης Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Η χειρονομία αυτή μαρτυρεί τη βαθιά αγάπη του δωρητή προς το γενέθλιο νησί και προ παντός προς το γραφικό Βαφειό, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
«ΜΥΛΕΛΙΑ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΑΤΑ Π ρ ιν από εφτάμισι χρόνια ο Δημήτρης Παντελεημονίτης, γιος του Σπυρίδωνα Παντελεημονίτη και της Α σ ω μ α τια νή ς Α ικ α τερ ίνη ς Ιω ά ννο υ Κοντέλη, και η Χριστίνα Παντελεημονίτη αναπαλαίωσαν και έθεσαν σε λειτουργία νερόμυλο τους στη Μυτιλήνη, στα πλαίσια της προώθησης του αγροτοτουρισμού. Συνεχίζοντας τις προσπάθειές τους, αναπαλαίω σαν και έθεσαν σε λειτουργία νερόμυλο της Ακράτας, της γραφικής κωμόπολης της επαρχίας Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας, με τη
ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΝ ΑΪ-ΣΤΡΑΤΗ Σ τ ις 14.9.2001 πολλοί Λέσβιοι τίμησαν αυτούς που θυσιάστηκαν για τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δ ημοκρατίας στο νησί του Α ϊ-Στράτη. Έ κ α να ν και φέτος, όπω ς κάθε χρόνο, το τάμα τους. Ήταν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και φ ίλ ο ι το υ ς. Τους υποδέχτηκε ο π ρ ό εδρ ο ς της Κοινότητας Χαράλαμπος Μακρής, ο οποίος στην προσφώνησή του αναφέρθηκε στη μεγάλη θυσία, στην οποία υποβλήθηκαν για τ ’ ανθρώπινα δικαι ώματα και για τα ιδανικά της δημοκρατίας, που και σήμερα βιάζονται βάναυσα από αυτούς που παριστάνουν τους εγγυητές και τους θεματοφύλακες. Ψηλά, στον Άγιο Μηνά, τελέστηκε τρισάγιο για όλους όσοι θυσιάστηκαν για την π α τρ ίδα . Μετά τη θεία λειτουργία έγινε κατάθεση στεφάνων, από τον πρόεδρο της Κοινότητας Αϊ-Στράτη, από τη Ν.Ε. της Π.Ε.Α.Ε.Α. Νομού Λέσβου, από τη Ν.Ε. του Κ.Κ.Ε. Νομού Λέσβου, από τα παραρτήματα της Π.Ε.Α.Ε.Α. των Δήμων Αγιάσου, Μανταμάδου κτλ., καθώς επίσης και από πολίτες που παραβρέ θηκαν στο τρισάγιο. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ Πρόεδρος Παραρτήματος Π.Ε.Α.Ε.Α. Αγιάσου
Πρόσκληση (διαστά σεων 12,5x17,5 εκ.) για τα εγκαίνια του αναπαλα ιωμένου νερόμυλου της Ακράτας, που έγιναν την 1.9.2001.
ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΕΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΕΣ
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ
Σ τ ις 5.10.2001, στο χώρο του Περιστυλίου του Ζαππείου Μεγάρου, οργανώθηκε εκδήλωση παρου σίασης της έκδοσης του Υπουργείου Αιγαίου με τίτλο «Αιγαιοπελαγίτες ολυμπιονίκες της αρχαιότητας» των Νίκου Σταμπολίδη, καθηγητή Αρχαιολογίας, και Γιώργου Τασούλα, αρχαιολόγου. Την έκδοση προλό γισαν ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος και η πρόεδρος του «Αθήνα 2004» Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη. Την παρουσίαση έκανε ο καθη γητής και διευθυντής του Μ ουσείου Μ πενάκη Άγγελος Δεληβοριάς. Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο ολυμπιονίκης Κώστας Κεντέρης.
Σ τ ι ς 9.10.2001 το Υπουργείο Αιγαίου και οι Εκδόσεις Καστανιώτη οργάνωσαν εκδήλωση, στην Αίθουσα Λόγου και Τέχνης της Φιλεκπαιδευτικής Ε ταιρείας (Στοά του Βιβλίου, Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα), κατά την οπ ο ία έγινε παρουσίαση του
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΛΛΟΝΙΑΤΩΝ Σ τ ις 6.10.2001 έγινε η πρώτη συνάντηση της νέας περιόδου στο Σύλλογο των Καλλονιατών (Σπύρου Δοντά 10). Παραβρέθηκαν ο Χρίστος Τραγέλης, ο άοκνος και φιλόμουσος οικοδεσπότης, η Αγγελική Καπετανάκη, ο Η λίας Π απαδόπουλος, ο Χ αρά λαμπος Αναγνώστου, ο Γιώργος Τσαλίκης, ο Αθανά σιος Τσερνόγλου, ο Νίκος Γανίτης, ο Δημήτρης Νικορέτζος, ο Δημήτρης Σαραντάκος, η Νίκη ΤατάΧούσου, ο Μιχάλης Λιαρούτσος με τη σύζυγό του Ελευθερία και ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Μέσα στην πολυάνθρωπη Αθήνα οι συνεστιασιακές-φιλολογικές συναντήσεις βοηθούν στη συσπείρωση, στην αλληλοενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση σε θέματα που έχουν σχέση με το νησί μας και όχι μόνο. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στο φιλοπρόοδο καλλονιάτικο σωματείο, με την πλούσια πολιτιστικήκοινωνική δράση, στο συγγραφέα Χρίστο Τραγέλη και σ’ όλους όσοι στηρίζουν την προσπάθεια...
Η προμετωπίδα του βιβλίου «Ονοματολογική Ναυσιπλοΐα
στο Αιγαίο».
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιότερη συνάντηση στην αίθουσα του Συλλόγου Καλλονιατών (Σπύρου Δοντά 10), στις 9.10.1999. Διακρίνονται, από αριστερά: Χρίστος Τραγέλης, Ηλίας Παπαδόπουλος, Μιχάλης Διαρούτσος, Ελευθερία Παρασκευαΐδου-Διαρούτσου, Νίκος Γανίτης, Αθανάσιος Τσερνόγλου, Γιώργος Τσαλίκης, Γιάννης Χατζηβασιλείου, Δημήτρης Νικορέτζος και Αγγελική Καπετανάκη. (Φωτογραφία Φώτη Μανιού)
εμπεριστατωμένου και αξιόλογου βιβλίου του δια κεκριμένου Νισύριου εκπαιδευτικού-συγγραφέα Μιχάλη Ευστ. Σκανδαλίδη «Ονοματολογικά ναυσι πλοΐα στο ελληνικό Αιγαίο, Ο νησιωτικός σμος και μεγάκοσμος του αιγα ιακού Α ρ χ ιπ ελ ά γους», Υπουργείο Αιγαίου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001. Το βιβλίο παρουσίασαν ο Νίκος Σηφουνάκης, υπουργός Αιγαίου, ο Κώστας Σκανδαλίδης, βου λευτής, τ. υπουργός Αιγαίου, και ο Θεμιστοκλής Λέκκας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μετά τους παρουσιαστές μίλησε ο συγγραφέας. Την εκδήλωση αυτή π α ρα κολούθη σ α ν π ο λ λ ο ί άνθρωποι των γραμμάτων, αιγαιοπελαγίτες και μη.
«ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ»
χεια της μακρόχρονης θεατρικής και μουσικοχορευτικής παράδοσης. Η επιλογή του έργου μαρτυρεί διά θεση διεύρυνσης του ρεπερτορίου. Αξίζει να στηρι χτεί απ’ όλους μας το Αναγνωστήριο, για να λειτουρ γεί απρόσκοπτα, δημιουργικά και αποτελεσματικά.
ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ «ΛΙΒΡΙΙΣ» Τ ο αξιόλογο ιστορικό και λαογραφικό περιο δικό «Δίβρη», που διευθύνεται και εκδίδεται από τον ακά μα το κα ι φ ιλόμ ουσ ο γ ια τρ ό Σωτήρη Σω τηρόπουλο, με την είσοδό του στο εικοστό πέμπτο έτος της έκδοσής του, οργάνωσε, σε συνερ γασία με την «Πανελλήνια Εκπολιτιστική Ένωση
Τ ο Θεατρικό Τμήμα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, σε αγαστή συνεργασία με το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» Αθήνας, παρου σίασε στις 5.10.2001, στο Θέατρο Περοκέ, το έργο «Του Νεκρού Αδελφού», βασισμένο στην ομώνυμη
Αναμνηστική φωτογραφία, σε δρόμο της Αθηνάς (Εμμανουήλ Μπενάκη), στις 12.7.1991. Διακρίνονται, από δεξιά, ο εκπαι δευτικός και συγγραφέας Νίκος Αναστόπουλος, ο διευθυντής και εκδότης του περιοδικού γιατρός Σωτήρης Σωτηρόπουλος, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου και ο ιστορικός συγγραφέας Ανδρέας Μποντσικας.
Αφίσα (διαστάσεων 42x29,7 εκ.) για τη θεατρική παρά σταση της Αθήνας, στις 5.10.2001.
παραλογή και στο «Β ουρκόλακα» του Αργυρή Εφταλιώτη. Μετά την παράσταση ακολούθησε μουσικοχορευτικό πρόγραμμα και έτσι κρικελώθηκαν η σκηνική δραματικότητα με τη χαρά της διασκέδασης. Η προσπάθεια του Αναγνωστηρίου αποτελεί συνέ
Λ αμπειέω ν (Δ ιβριω τώ ν) Η λείας», ΕκδήλωσηΓιορτή, την Κυριακή 14.10.2001, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το πρόγραμμα περιελάμβανε χαι ρετισμό του Σωτήρη Σωτηρόπουλου, ομιλία του ισ το ρ ικ ο ύ , δ ιδ ά κ το ρ α φ ιλ ο λ ο γ ία ς, Θανάση Φωτόπουλου, με θέμα «Ιστορική περιδιάβαση στην Ορεινή Ηλεία», δημοτικούς χορούς και τραγούδια από το μουσικό σύνολο της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνση του μουσικού Παναγιώτου Μυλωνά, έκθεση φωτο γραφιών των ιστορικών-παραδοσιακών μνημείων της Ορεινής Ηλείας, καθώς και «φίλεμα» με γνήσια διβριώτικα γλυκά. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΛΑΒΑΜΕ • Α γιά σ ο ς. Λ έσβος. Ισ το ρ ία , Π ο λ ιτισ μ ό ς , Περιβάλλον, Τέχνες, Έθιμα, Προϊόντα. Επιμέλειά έκδοσης: Αντώνης Βάλεσης. Κείμενα: Παναγιώτης Σκορδάς. Εκδόθηκε το Νοέμβριο 2000 με χρηματοδό τηση της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Σχ. 28x21, σσ. 36. Πρόκειται για τουριστικό οδηγό της Αγιάσου. • Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, Η Σαπφώ του Έρωτα, Ίδμων, Αθήνα 2001, Σχ. 17X12, σσ. 80. • Γιάννα Φασιλή-Γιαχνή, Χ ω ρ ίς α υ τα π ά τες, Διηγήματα, Εκδόσεις του περιοδικού «Θεσσαλική Εστία», Αθήνα 1980, Σχ. 21X14, σσ. 68+4. • Γιάννα Φασιλή-Γιαχνή, Μ ετανάστες εσωτερι κού, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, Σχ. 21X14, σσ. 48. Βραβείο Μενέλαου Λουντέμη 1985. • Γιάννα Φασιλή-Γιαχνή, Μια υποψία χαμόγελο στις αναπάντεχες απουσίες, Νέοι Καιροί, Αθηναϊκές Εκδόσεις Ε.Π.Ε., Αθήνα 1990, Σχ. 21X14, σσ. 54+2. • Γ ιάννα Φ ασιλή -Γ ια χνή , «Σ ύ ν τ ρ ο φ ε , σε φοβάμαι», Νέοι Καιροί, Αθηναϊκές Εκδόσεις, χ.χ., Σχ. 21X14, σσ. 52. • Προκόπης I. Παπάλας, Λέσβος η Πνευματική 1998. Μυτιλήνη 1999. Σχ. 24,5x17,5, σσ. 52. • Μήτσου Ν. Τσιάμη, Μυθοπλασία. (Μικρό ελε γείο στη Μήθυμνα και στον πανάκριβο ψάλτη της Εφταλούς ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ). Έκδοση ιδιω τική. Αθήνα 2001. Σχ. 24x17, σσ. 22+2. • Ευστρατία Τσοκάρου-Μητσιώνη, Τα θηρία βάλαν του τυμάρντουν. Αθήνα 2001. Σχ. 21x14, σσ. 125+3 (λευκές). Παραγωγή εντύπου: ΣΥΝΘΕΣΗ, Β. Γραμέλης - Α. Πεδιώτη. Ζ. Πηγής 55-57, τηλ. κέντρο:3813838. • Βασίλης Ηλιόπουλος, Η λίανθου μέλλοντος. Εκδόσεις «Έλλην». Περιστέρι 1999. Σχ. 24x16,5, σσ. 62+2. • Τάκης Σκανάτοβιτς, Κ αταχρηστικά δοκίμια. Περί φαντασίας και άλλα. Αθήνα 1999. Εκδόσεις «Ιωλκός» .Σχ. 20,5x14,5, σσ. 128. • Δρ Τιμόθεος I. Τιμοθεάδης, Μαιευτήρ Χειρ. Γ υνα ικ ολόγος, Π τυ χιο ύ χο ς Θ εολογία ς ΑΠΘ, Μ α κ εδ ο ν ικ ό ς Α γώ να ς. Α π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τα Γρηγορίου Λημοπούλου. Στη Λίμνη Γιαννιτσών και τη γύρω περιοχή, στη Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική. Θεσσαλονίκη 1994. Σχ. 24x17, σσ. 182+2 (λευκές). • Γεώργιος Μ. Χουτζαίος, Φυσικός-Μαθηματικός, τ. Υποδιευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημί ας Μυτιλήνης, Ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγι κού Ινστιτούτου Αθηνών, Ανασκόπηση του κλίμα το ς της Λ έσβ ο υ. Α νά τυπ ο από το Λ εσ β ια κ ό Ημερολόγιο 1999- Μυτιλήνη 1999. Μυτιλήνη 1999. Σχ. 24,5x17, σσ. 14+2 (λευκές).
ΟΙ ΝΕΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΜΑΣ • Βαμβαλέλης Ιωάννης Προκοπίου Κοινωνικής Διοίκησης Θράκης
• Βαρβάκη Ειρήνη Δημητρίου ΣΜΥ Διοικητικού
• Γέρου Βασιλική Δημητρίου Μηχανικών Οικονομίας Αιγαίου
• Γιαννατσής Μιχαήλ Λημοσθένη Πληροφορικής Πειραιά
• Ηλιογραμμένος Ηλίας Ευστρατίου Κοινωνισλογίας Αιγαίου
• Καλφαγιάννης Ιωάννης Φωτίου Μηχανολσγίας ΤΕΙ Καβάλας
• Κλήμου Μαρία Ευστρατίου Διεθνών Σχέσεων - Ανάπτυξης Θράκης
• Κολυφάς Ιωάννης Στυλιανού Αστυφυλάκων
• Κοντέλης Δημήτριος Γεωργίου Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής Πειραιά
• Κορομηλά Ανδρονίκη Ιωάννου Επιχειρησιακής Έρευνας και Μάρκετινγκ Αθήνας
• Κορομηλά Βασιλική Δημητρίου Ζωικής Παραγωγής ΤΕΙ Δ. Μακεδονίας
• Κουμλέλης Σταύρος Κωνσταντίνου Λογιστικής ΤΕΙ Καβάλας
• Κουντουρέλη Παναγιώτα Δημητρίου Φιλολογίας Πάτρας
• Κωμαΐτη Αριστοθέα Παναγιώτου Μαιευτικής ΤΕΙ Αθήνας
• Μαϊστρέλη Ιωάννα Προκοπίου Αγγλικής Φιλολογίας Αθήνας
• Παντελής Παντελής Αγγέλου Αστυφυλάκων
• Σαβέλου Μαρία Γεωργίου Κοινωνισλογίας Αιγαίου
• Σκλεπάρης Δημήτριος Ιωσήφ Ιατρικής Ιωαννίνων
• Σταυρακέλης Γεώργιος Ευστρατίου Πολιτικής Επιστήμης Κρήτης
• Στόικος Κωνσταντίνος Παναγιώτου Νοσηλευτικής ΤΕΙ Θεσσαλονίκης
• Τακιδέλης Γεώργιος Κωνσταντίνου Εφαρμοσμένων Μαθηματικών ΕΜΠ
• Ταμβάκης Φώτιος Ελευθερίου Ηλεκτρολογίας ΤΕΙ Πάτρας
• Ταράνη Μαρία Γεωργίου Οικονομικών Επιστημών Αθήνας
• Χατζηφώτη Χριστίνα Βασιλείου Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Μακεδονίας Η παραπάνω καταγραφή έγινε από τον πρόθυμο συνερ γά τη μ ας, ε κ π α ιδ ε υ τικ ό κ α ι π ρ ό εδ ρ ο του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αγιάσου, Γεώργιο Μιχαήλ Ξενέλη. Επειδή η συγκέντρωση και η εξακρίβω ση των στοιχείων από όλα τα λύκεια της χώρας, είναι δύσκολη υπόθεση, παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για παραλείψεις ή και για ενδεχόμενη ανακρίβεια. Η «Αγιάσος» συγχαίρει θερμά τους νέους φοιτητές και τις νέες φοιτήτριες και τους εύχεται καλές σπουδές.
«Α Π Ο ΤΟΝ Π Ο Υ Ν Ε Ν Τ Η » Τραγούδια του Α ιγαίου Π ελάγους Κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε α πό το Κ έντρο Α ιγα ια κ ώ ν Λ αογραφ ικώ ν και Μ ουσικολογικώ ν Ερευνώ ν (ΚΑΛΜ Ε) και α πό το Π ο λ ιτισ τικ ό Ίδ ρ υ μ α Τραπέζης Κύπρου ψηφιακός δίσκος (Οϋ) με τον τίτλο «Από τον ποννέντη», με μουσικό υλικό από τα νησιά του Α ιγα ίο υ Π ελάγους: Σαμοθράκη, Ίμβρο, Π άτμο, Χ ίο, Δωδεκάνησα, Σύμη, Ρόδο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Αστυπάλαια, Σκύρο, Κύθηρα, Κύπρο και Λέσβο. Συγκεκριμένα από το νησί μας ακούγονται τα τραγούδια: « Α π ’ όλα τα άστρα τ ’ ουρανού» και «Αγιασώτισσά μου γλάστρα». Ο δίσκος περιέχει 15 παραδοσιακά τραγούδια
Η προμετωπίδα της ψηφιακής έκδοσης
«Από τον ποννέντη».
Πρόσκληση (διαστάσεων 21x10 εκ.) για την παρου σίαση της ψηφιακής έκδοσης «Από ποννέντη» στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Ιστορικού Μουοείου (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής).
συνολικής διάρκειας 72.36 " . Ό πω ς διαβάζουμε στο ένθετο φυλλάδιο, «για τη δημιουργία του και την πιστή και συνάμα ζωντανή απόδοση των τρα γουδιών, με τρόπο που μιλά στο σύγχρονο ακροα τή, χω ρίς να προξενεί εντυπώ σεις μουσειακού είδους, προηγήθηκαν σε βάθος μελέτη της μελω δίας, του ρυθμού και του ύφους των τραγουδιών, καθώς και ενδελεχής έρευνα γύρω από την κατα γωγή τους, μέσα από τις καταγραφές και την έρευ να των μελετητών του ΚΑΛΜΕ, καθώς και τις υπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες». Το ένθετο φυλλάδιο που συνοδεύει τον ψηφιακό δίσκο περιλαμβάνει ενημερωτικά κείμενα για τη μουσική, τα μουσικά όργανα και τους χορούς στο Αιγαίο Πέλαγος, τη σχετική βιβλιογραφία, καθώς και τους στίχους των τραγουδιών με αναλυτικές διευκρινιστικές σημειώσεις. Η έκδοση είναι δίγλωσ ση (ελληνικά, αγγλικά). Η επιλογή των τραγουδιών και η μουσική επιμέλεια έγιναν από το Θεοφάνη Σουλακέλλη, πρόεδρο, καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΑΛΜΕ, σε συνεργασία με τους μουσικούς Βασίλη Τζωρτζίνη και Κωνσταντίνο Σιδερή. Τα τραγούδια ερμηνεύονται από την τεσσαρακονταμελή «Χορω δία Αιγαίου» και από δεκαπενταμελή ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής. Συμμετέχουν ο Νίκος Παπάζογλου και η Γιασεμή Σαραγούδα. Το Οϋ παρουσιάστηκε επίσημα στις 30.5.2001 στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, στην Αθήνα, και στις 10.7.2001 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου, στη Λευκωσία. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ
ΑΥΤΟΙ Π Ο Υ Φ ΕΥ ΓΟ Υ Ν
Βουνάτσου, και την επομένη κηδεύτηκε στο Α Νεκροταφείο της Αθήνας. Ή ταν θυγατέρα πολυμε
ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ (1914 - 2000) Η Μαρία, χήρα Προκοπίου Χατζηπροκοπίου, που μας έφυγε πριν από ένα χρόνο, ήταν η μοναχο κόρη της οικογένειας Ευστρατίου Χατζηγεωργίου και γεννήθηκε το 1914. Είχε μητέρα την πασίγνω στη στην Αγιάσο Κατερίνα, που ήταν υπόδειγμα νοικοκυροσύνης, εργατικότητας, στοχαστικότητας και οικονομίας. Α π’ αυτήν πήρε όλες τις αρετές, που θεωρούνται και σήμερα απαραίτητες για μια καλή και ευτυχισμένη οικογένεια. Ήταν στα νιάτα της ωραία γυναίκα, με πλούσια ξανθά μαλλιά, που όταν την έβλεπε ένας ξένος θα τη νόμιζε Γερμανίδα ή Α γγλίδα . Έ χα σ ε ν ω ρ ίς το ν π α τέρ α της, το Γεραγώτη Ε υ σ τρ ά τιο Χ α τζη γεω ρ γίο υ , και παντρεύτηκε πολύ νέα, ύστερα από σφοδρό έρωτα, με το ν επίσ η ς μακαρίτη π ια Π ρ ο κ ό π ιο Χατζηπροκοπίου, κοινώς «Κεφάλα». Ο πρόωρος γάμος της δημιούργησε μεγάλες οικογενειακές υποχρεώσεις, γιατί στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ήδη μητέρα της πρώ της της κόρης, της Έ λλης. Ακολούθησε η γέννηση των άλλων κοριτσιών, της Βικτωρίας, της Στρατούλας και της Κατερίνας. Στην ανατροφή των παιδιών της βοηθήθηκε πολύ από τη μάνα της, την Κατερίνα, και από γυναίκες που έπαιρνε ο άντρας της, για να τη βοηθούν στο δύσκολο έργο της, γιατί σε ηλικία μόλις 27 ετών ήταν μητέρα τεσσάρων κοριτσιών. Ή ταν ήρεμος τύπος, με ήσυχη συνείδηση και με βαθιά θρησκευτικότητα. Ποτέ δε στενοχωρέθηκε από τις αναποδιές της ζωής ούτε είχε ποτέ κακία ή φθόνο για κάποιον ή κάποια. Πάντοτε είχε έναν καλό λόγο για κάθε συνάνθρωπό της. Έφυγε στις 26 Οκτωβρίου του 2000 και άφησε μνήμη καλής νοικοκυράς, έντιμης συζύγου και στοργικής μητέ ρας. Γι’ αυτό, όσοι έμαθαν το θάνατό της, μαζί με το «Θ εός συγχω ρέσ ει την» π ρόσ θετα ν: «Απείραχτος άνθρωπος η Μαριγώ!» Ας είναι ελαφρό το χώμα που τη σκέπασε. ΜΙΧΑΗΛ ΧΡ. ΓΑΛΕΤΣΕΛΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΑ Π. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ (1911 - 2000) Σ τ ι ς 12.11.2000 εγκατέλειψε τα εγκόσμια η Αντωνία Καναρέλη, χήρα Παναγιώτου Ιωάννου
λούς οικογένειας, η τελευταία που έμεινε από τα δέκα π α ιδ ιά του Φ ω τίου κα ι της Μ α ριόλας Καναρέλη, και συνόδεψε όλα τ ’ αδέλφια της στην τελευταία τους κατοικία, μαζί και το δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι της, που ο θάνατός του τόσο σημάδεψε κ α ι τσ άκισε τη μ ετέπ ειτα ζωή της. Διακρίθηκε για την ανωτερότητα των αισθημάτων της και για την ευγένεια της. Πάντοτε έδειχνε την αγάπη και τη συμπαράστασή της στον πονεμένο συνάνθρωπό της. Ή ταν εχέμυθος εξομολογητής και σύμβουλος όλων των συγγενών της, που την εμπιστεύονταν και ζητούσαν πάντα τη γνώμη της, και μέχρι το τέλος της ζωής της διατήρησε την πνευματική της διαύγεια. Ο θάνατός της βύθισε σε βαθύ πένθος τους δικούς της ανθρώπους, ιδιαίτερα το γιο της Σωτήρη, δικηγόρο της Αθήνας, ιδρυτικό μέλος του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών», ο οποίος στάθηκε με σεβασμό και με αγάπη πάντα κοντά της. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της αττικής γης που τη σκέπασε.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ I. ΖΕΡΒΟΥ (1910 - 2001) Α π ό τις 19.1.2001 έπαψε να είναι μαζί μας η Τριανταφυλλιά Γιαννακού Ζερβού (Γιαννακούδινα), το γένος Παράσχου Ταμβακοπούλου, και α να π α ύ ετα ι στο Γ ' Ν εκροταφείο της Αθήνας. Γεννήθηκε το 1910 στο Αλή Αγά και παντρεύτηκε στην Αγιάσο τον πρόσφυγα Ιωάννη (Γιαννακό) Μ ιχαήλ Ζερβό, ο ο π ο ίο ς κ α τα γ ό τα ν α πό την Π έργαμο κ α ι εργάστηκε ως α ρ το π ο ιό ς στην Αγιάσο. Παιδιά τους η Φωτεινή, σύζυγος Χρίστου Β α σ ιλείου Ψ υρούκη (Μ π έρ δα ς), π ο υ ζει στο
δγιΐη εγ, η Μ ελαχρινή Ε υ σ τρ α τίο υ Ο δυσσέα Μακρέλη, που ζει στην Αθήνα, η Ελένη Παρασκευά Κωνσταντίνου Κουτσίδα, που ζει στο δγάησγ, και η Μυρσίνη Γεωργίου Τζέγκου (Παγίδα), που ζει επίσης στο δγάηεγ. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και στοργική μητέρα. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά της εγγόνια και δισέγγονο Ή ταν άνθρω πος με ευγένεια αισθημάτων και με περίσσεια αγά πης. Ας είναι ελαφρό το χώμα της αττικής γης που τη σκέπασε. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΟΥΝΗΣ (1937-2001)
Ο Στέλιος Κουνής, το τρίτο από τα πέντε παι δ ιά του Σ ταύρου Θ εοδώ ρου Κ ουνή κα ι της Καλλιρρόης Γιάννη Καμπιρέλη, γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 24 Ιουνίου του 1937. Μέχρι τα πρώτα εφηβικά του χρ ό ν ια εργάστηκε ως τσαγκάρης κοντά στον πατέρα του. Οι δυσκολίες της ζωής και το ιδιαιτέρα ανήσυχο πνεύμα του τον ώθησαν να εγκαταλείψει στα δεκαεπτά του χρόνια τη γενέτει ρά του για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Μετανα στέυσε αρχικά στο Βέλγιο, όπου δούλεψε στα εκεί ορυχεία, και ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, σε αρκετές χώ ρες της Ε υρώ πης κα ι της Β όρειας Αφρικής, εγκαταστάθηκε τελικά στην Ελβετία, όπου εργάστηκε επί είκοσι σχεδόν χρόνια ως εφαρ μοστής στην ΒΐΌ\νη Βονειϊ Οοπιραηγ. Η εμπειρία που απέκτησε, σε συνδυασμό με το έμφυτο πολυμή χανο του χαρακτήρα του, τον βοήθησαν να αναδει χθεί σε εμπειρικό μηχανικό και να συμμετάσχει σε
αποστολές της εταιρείας του στην Αίγυπτο, στο Ιράκ και σε άλλες αραβικές χώρες, όπου υπήρχαν προγράμματα ανέγερσης υδροηλεκτρικών εγκατα στάσεων. Στην Ελβετία γνώρισε και τη μέλλουσα σύζυγό του Μ αλαματένια Φ ουντούκη, από το Λευκώνα Σερρών, με την οποία παντρεύτηκαν το 1974 και απέκτησαν δυο παιδιά, το Σταύρο, φοιτη τή σήμερα του Τμήματος Π ολιτικών Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ α ι το Δ ημήτρη, φοιτητή του Τ μήματος Μηχανολογίας του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Το 1977 επαναπατρίστηκε και εγκαταστάθηκε στο Λευκώνα Σερρών. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε στη ΔΕΗ. Σ τις 18 Ιουνίου 2001 πέθανε προδομένος από την καρδιά του και την επ ο μ ένη κη δεύ τη κ ε στο κ ο ιμ η τή ρ ιο του Λευκώνα, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό για όσους τον γνώ ριζαν, αλλά κυρίω ς για την οικογένειά του.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ Για κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με το Σύλλογο ή με το περιοδικό «Αγιάσος», παρακαλούμε τα μέλη, το υ ς συνδρομητές κ α ι τους φίλους, ν ’ απευθύνονται άμεσα στον εκάστοτε αρμόδιο (πρόεδρο, ταμία, διευθυντή του περιο δικού κτλ.) και όχι έμμεσα, με παραγγελίες. Και τούτο, γιατί πολλές φορές δεν ενημερώνονται έγκαιρα ή σωστά οι υπεύθυνοι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κάποτε δυσαρέσκεια ή να τους καταλογίζεται άδικα αδράνεια και αδιαφορία. Δ.Σ.
ΕΚΚΛΗΣΗ Α π ευ θ ύ νο υ μ ε έκκληση στην αγάπη όλων των χριστιανώ ν για την οικονομική ενίσχυση του ιερού ναού της Α γίας Τριάδας Αγιάσου, προς αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, μετά την πτώση κεραυνού στο καμπαναριό το από γευμ α της Δ ευτέρας 9 Ο κτω βρίου 2000. Ο κεραυνός προκάλεσε ζημιές στον τρούλο του καμπαναριού, στο ρολόι, καθώς και στην ηλε κτρική εγκατάσταση της εκκλησιάς, στο σύστημα συναγερμού και στη μεγαφωνική εγκατάσταση. Ο Αριθμός Λογαριασμού που ανοίχτηκε στην Εμπορική Τράπεζα είναι: 82764356. Αγιάσος, 10.12.2000
Ευχαριστούμε θερμά Για το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Ο πρόεδρος αιδ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ
Τ ο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ιερού ναού της Αγίας Τριάδας Αγιάσου εκφράζει τα θερμά του συγχαρητήρια στο αξιόλογο και ακούραστο μέλος του καθηγητή Ευάγγελο Λιάκατο, επειδή πρόσφα τα απέκτησε το δίπλωμα του ιεροψάλτη, και του εύχεται ολόψυχα καλή σταδιοδρομία.
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Α νώ νυμος πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη Ερμολάου, Ειρήνης και Ευστρατίου Φαϊδά, καθώς και στη μνήμη του Παναγιώτου Δουκάρου. Ο Σίμος Σκλεπάρης (δγιΐησγ) πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη τω ν γονέων του Σπύρου και Ευτέρπης, καθώς και στη μνήμη του αδελφού του Αριστοτέλη. Ο Ιωάννης Παναγιώτου Γιαταγανέλης (Γερμα νία) πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του πεθερού του Ιωάννου Αντωνίου Παρλιάρου. Ο Γεώργιος Μιχαήλ Ξενέλης πρόσφερε 4.000 δρχ. στη μνήμη της θείας του Ευστρατίας Ιωάννου Γζουντέλη. Ο Χ ρίστος Κλήμος πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Ευστρατίου. Η Ελένη Π ασχαλιά πρόσφερε 6.000 δρχ. στη μνήμη των γονέων της Μιχαήλ και Μυρσίνης. Ο Παναγιώτης και η Μαρία Λιζίδου πρόσφεραν 5.000 δρχ. στη μνήμη της μητέρας τους Σταυρούλας Σκλεπάρη και της θείας τους Αντωνίας Παναγιώ του Βουνάτσου. Η Δέσποινα Κουρκουλή-Κουνή πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδελφού της Στέλιου Κουνή. Η Αικατερίνη Καραφύλλη πρόσφερε 1.000 δρχ. στη μνήμη της Ελένης Τασοπούλου. Η οικογένεια Γεωργίου Ευστρατίου Λιακάτου πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη της Μαργαρίτας Χαράλαμπου Καρασαββόγλου, μητέρας της Δόξας Μιχαήλ Κορομηλά, αντί για στεφάνι. Η Μαριάνθη Αϊβαλιώτου πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του αδελφού της Παναγιώτου Αϊβαλιώτου και του Ανδρέα Κοντούλη. Η Αικατερίνη Τσουκαρέλη πρόφερε 7.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Ευστρατίου Βασιλείου Τσουκαρέλη (Ζ ο ρ μ π ά ) κα ι του αδελφ ού της Κωνσταντίνου Ευστρατίου Ρούσια. Η οικογένεια Ευστρατίου Ηροδότου Βαμβου ρέλη πρόσφερε 100.000 δρχ. στη μνήμη του Προκο πίου Ευστρατίου Πασχαλιά.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ - «ΑΓΙΑΣΟΥ»
Αγιάσος, 2.9.2001
Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο
Αφροδίτη Χρονοπούλου - Εμβάλωμα Σάββας Μπίρης (Αυστραλία) Βασίλειος Παναγιώτου Πετεινέλης
Δρχ. 8.000 6.000 9.000
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Διατίθενται αντίτυπα των βιβλίων που εξέ δωσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Αγιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. Δρχ. 1.500.2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσον της νήσον Αέσβον, Αθήνα 1997. Δρχ. 5.000. Τα βιβλία δια τίθεντα ι από το Σύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (1.700 και 5.400 δρχ. αντίστοιχα). Επίσης διατίθενται από τους κατά τό π ο υ ς α ν τα π ο κ ρ ιτές του π ερ ιο δικ ο ύ «Αγιάσος», τα ονόματα και οι διευθύνσεις των οποίων αναγράφονται παρακάτω. Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (15.000 δρχ.). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (26-45, 1985-1988), Γ ' τόμος (46-67, 19881991), Δ ' τόμος (68-85, 1992-1994) και Ε ' τόμος (86-103, 1995-1997).
ΓΑΜΟΙ - Γεώργιος Αλεξάνδρου Καρτελιάς Αιμιλία (Έμιλυ) Ιωάννου Τσιρώνη (Παναγία Ελευθερώτρια (Πολιτεία Κηφισιάς), 28.9.2001)
- Γεώργιος Βασιλείου Κουρουτσαλτής Μαρία Φιλίππου Τσαλίκη - Δημοσθένης Κωνσταντίνου Βεργάμαλης Μαρία Μιχαήλ Βερδούκα
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ις 9.9.2001, στον ιερό ναό της Φανερωμένης Χ ολα ργού, τελέστηκε ο γά μ ο ς του Β ασιλείου Κ ωνσταντίνου Παπασωτηρίου και της Ιωάννας Βύρωνα Κοκαλάκη. Ευχόμαστε ο βίος τους να είναι ανέφελος, πλήρης χαράς και ευτυχίας. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΑΦΤΙΣΗ Τ η ν Κυριακή, 5.8.2001, τελέστηκε στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής Μεσαγρού το μυστήριο της βάφτισης της θυγατέρας του Στρατή Γιαννίκου και της Βασιλικής Τσουπίδου. Στο νεοφώτιστο δόθηκε το όνομα Γεωργία. Στους ευτυχείς γονείς, στους παππούδες και στη γιαγιά, ευχόμαστε να τους ζήσει. Στη νονά Εριφύλη Γρηγορίου Ιατρού ευχόμαστε να είναι πάντα άξια. Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗ και ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ Στο τεύχος 124, στη λεζάντα της σελίδας 27, να συμπληρωθεί το ονοματεπώνυμο του εικονιζόμενου Ευάγγελου Λημναίου, και στην πρώτη στήλη της σελίδας 28, να γραφούν: «ευρέος φάσματος» α ν τί «ευρέως φάσματος», «ευρέος» α ν τί «ευρέως», μη κατανοώ ντας τη σημασία της φράσης «ευρέος φάσματος» α ντί που δεν είχε ξανακούσει το λόγιο, άλλωστε, επίρρημα «ευρέως». Στο τεύχος 125, στη δεύτερη στήλη της σελίδας 6, να γραφεί: η νεολαία του ΚΚΕ α ντί η νεολαία του ΚΚΕ Αέσβου.
- Πασχαλιάς Προκόπιος Ευστρατίου (Αθήνα, 31.8.2001, Γ' Νεκροταφείο, 1.9.2001)
-
Χατζηκωσταντής Ιωάννης Κωνσταντίνου Καμαρού Ανδρονίκη, σύζυγος Θεοδώρου Τσούση Ρήγαινα-Ειρήνη, χήρα Κωνσταντίνου Ψαρρής Ευάγγελος Νικολάου Κορομηλάς Παναγιώτης Δημητρίου Δελόγκος Δημήτριος Φωτίου