Agiasos mag 128 2002

Page 1


Ο άλλοτε κτηματίας της Αγιάσου Κωνστα­ ντίνος Παναγιώτου Νουλέλης (1915-1993), γόνος πολύκλαδης οικογένειας.

Η παλαιά Α γιασώ τισσα δασκάλα Θεοκτίστη Θεοδώρου Κουνέλη (Κουνή)Μαρίνου (1896-1965).

Η Βούλα Σίμου Βαρουτέλη, Αγιασωτο­ πούλα που ζει και εργάζεται δημιουργικά στο μακρινό Χγάηβγ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Στον αστερισμό της αισιοδοξίας.......................................................................................................... ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Αγιάσος, αγάπη μου... (ΙΒ ' ) .......................................................................................................... ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ, Η μεταπολεμική παραδοσιακή Αγιάσος............................................................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Χαρές των μεταναστών μ α ς................................................................................................................................................... ΚΑΤΙΝΑΣ ΤΕΡΤΙΠΗ-ΜΥΚΟΝΙΑΤΗ, Μνήμες από τα μαύρα χρόνια της Κατοχής............................................................................. ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Ιστορίες του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Από τις ζωντανές μνήμες του μαχητή Νίκου Τσεσμελή ( Γ ') ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Πλούτων Γεωργίου Βέτσικας. Από το Αλβανικό Μέτωπο στη Μέση Ανατολή............................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Δεσβιακά αρχειοδιφικά σύμμεικτα. Διπλότυπα είσπραξης αγροφυλακτικού φόρου.................... ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΝΗ, Δεσβιακή Λαογραφία. Δαϊκά παιδικά στιχουργήματα από την Αγιάσο ( Γ ') ............................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Του Πάνου Κοντέλη........................................................................................... ΠΑΝ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Στο Κοιμητήρι (ποίημα). ΕΡΜ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Είμαι συνεχώς στην πρίζα (ποίημα)................ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ, Γεια σου, δραχμούλα (ποίημα). ΚΩΣΤΑ Γ. ΜΙΣΣΙΟΥ, Έφυγες λοιπόν (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Η μπαλωματού (ποίημα)................................................................................................................. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΞΑΦΕΛΗ, Αφού γινήκαμι Ιβρουπαίοι, ό,τ’ κάν’ν, θαν ακλουθούμι.............................................................................. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑ, Καλλιτεχνική δράση του Αναγνωστηρίου. Η παράσταση «Του Νεκρού Αδελφού» στο Μόλυβο ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΒΕΡΙΔΑΗ, Στη Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων στην Κω το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου πρώτευσε.... ΒΑΣΙΛΗ ΠΕΤΕΙΝΕΔΔΗ, Μνήμες από δύσκολα χρόνια (ΣΤ' ) .............................................................................................................. ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΔΟΥΝΕΔΗ, Ο.Φ.Σ.Αγιασωτών έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα και τίμησε την προστάτιδά του.. Τα πθίτκα μας (Γρηγόριος Παπαπορφυρίου, Προκόπης Κουτσκουδής, Βασίλειος Λούπος, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου).............. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε.................................................................................................................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αυτοί που φεύγουν............................................................................................................................... Ευχαριστήρια. Εισφορές............................................................................................................................................................................... Κοινωνικά..................................................................

Σελ. 3 4 6 8 9 10 13 15 16 17 18 19 20 21 22 24 26 28 29 32 33 34

ΕΞΩΦΥΛΛΟ Η παρόδια βρύση, με την επιγραφή ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. Χ ΗΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ 1930, λίγο πιο πάνω από το άλλοτε Σανατόριο, δρόσιζε κάποτε τους περαστικούς... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Κάτω Κάμπος Αγιάσου. Πίνακας Στρατή Αθηναίου (λάδι σε μουσαμά, 101x75 εκ.). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Παναγιώτης Στυλ. Σκορδάς)

Ι88Ν 1106-3378


ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ Κ άθε χρονιά, που καταχωρίζεται στο πολυσέλι­ δο βιβλίο της μνήμης του παρελθόντος, σημαδεύεται από λογής λογής γεγονότα, στενά τοπικού, εθνικού ή οικουμενικού ενδιαφέροντος. Με την καταγραφή, με την ανάλυση και με την ερμηνεία τους ασχολούνται πολλοί φορείς, αλλά και μεμονωμένα άτομα. Επιχειρείται ο απολογισμός, βγαίνουν τα συμπερά­ σματα, πλουταίνει η πείρα της ζωής... Στον καμβά του περασμένου έτους κυριάρχησαν έργα ειρήνης, αλλά και πράξεις βίας, όπως συμβαίνει πάντοτε. Ο πολιτισμός έκανε και άλλα βήματα σ’ όλες τις εκφάνσεις του, στην επιστήμη, στα γράμμα­ τα, στις τέχνες. Για την πανανθρώπινη ειρήνη έγιναν προσπάθειες, αλλά το πολυφίλητο περιστέρι της για μια ακόμη φορά λαβώθηκε. Εκεί που έπρεπε να λου­ λουδίζει η αγάπη, δημιουργήθηκαν εστίες πολέμου. Πολλοί αδικοχάθηκαν, αναρίθμητες μανάδες μαυροφόρεσαν και η κραυγή του πόνου τους έφτασε ως τα πέρατα της γης. Μεθοδευμένες σκοπιμότητες πυροδό­ τησαν και πάλι τη θρυαλλίδα του μίσους και της αλλοφροσύνης και άνοιξαν τους κρουνούς του αίμα­ τος. Πρωταίτιοι οι γνωστοί μακελάρηδες των λαών και οι συντρέχτες τους, που ξέρουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, προπαγανδίζοντας, παραπλα­ νώντας, πνίγοντας κάθε φωνή διαμαρτυρίας, καταδυναστεύοντας τους αδύνατους, δημιουργώντας στρα­ τιές ανυπεράσπιστων προσφύγων...

Για μας, όπως και για όλους τους άλλους λαούς της Ευρωζώνης, σημαντικό γεγονός και η αλλαγή του νομίσματος. Η δραχμή, που σφιχτοδέθηκε με τη ζωή των Ελλήνων από τον προπερασμένο αιώνα, παραχώ­ ρησε από την πρωτοχρονιά τη θέση της στο ευρώ. Είναι αλήθεια πως στενοχωρηθήκαμε, γιατί αποχωρι­ στήκαμε τη μονέδα, που ήταν εξ ολοκλήρου δική μας. Γρήγορα όμως προσαρμοστήκαμε στο ευρώ, που δε θα ήταν ίσως απρόσφορο να το εντάξουμε και στο κλιτικό μας σύστημα, παρ’ όλο που ασκεί γοητεία το ωμέγα της κολοβωμένης Ευρώπης. Το νέο νόμισμα είναι και δικό μας. Ας μην ξεχνάμε πως στο πέρασμα των αιώ­ νων οι συναλλακτικές μας ανάγκες ικανοποιούνταν με πολλά νομίσματα, δικά μας και ξένα, με γρόσια, με ναπολεόνια, με φιορίνια, με σκούδα, με ρεάλια και με άλλα. Στη Λέσβο, εξάλλου, συνεχίστηκε η κυκλοφορία των τούρκικων νομισμάτων, για κάποιο χρονικό διά­ στημα, και μετά την απελευθέρωση του 1912... Ο «Φ ιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών» με αισιοδοξία δρομολογεί τα προγράμματα της κοινωνι­ κής και πολιτιστικής του δράσης. Οι καιροί είναι δύσκολοι για όλα τα σωματεία, αφού αντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα και αδυνατούν να συσπειρώ­ σουν σε ικανοποιητικό βαθμό τα μέλη τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο, έχοντας επίγνωση των δυσχε­ ρείων, εργάζεται φιλότιμα και πετυχαίνει πολλά...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Στιγμιότυπο από κάποια σύναξη, στα χρόνια του μεσοπολέμου, στον αύλειο χώρο του Παλαιού Ξενώνα (Χανιού), όπου στεγαζόταν και το Γραφείο του «Συνεταιρισμού Ενοικιάσεως Γαιών Αγιάσσου», στον οποίο πρωτοστάτησε ο Ευστράτιος Καπάτος (1894-1950), ένας από τους ενθουσιώδεις εργάτες της προ­ ώθησης του συνεταιριστικού πνεύματος στη Αέσβο. (Τη φωτογραφία είχε παραχωρήσει ο αείμνηστος καρνάβαλος Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης ή Σκανταλιάρης)


Π Α Τ Ρ ΙΛ Ο Γ Ν Ω Σ Τ ΙΚ Α Αγιάσος, αγάπη μου... ΙΒ' Ε τσ ι και έγινε. Στις 4 Ιανουάριου 1944, ημέρα Δευτέρα, τα μεσάνυχτα, φορτώσαμε το γαϊδουράκι μας διάφορα είδη οικιακής χρήσης και διάφορα τρό­ φιμα και από το Σταυρί ξεκινήσαμε για τη Μυτιλήνη. Στην Παγανή Μυτιλήνης φτάσαμε αχάραγα ακόμα. Εκεί μας σταμάτησε μια γερμανική περίπολος. Ο διερμηνέας ρώτησε τον πατέρα μου τι είχε φορτωμέ­ να και πού πηγαίναμε. Θυμάμαι πως μαζί με όλα τα άλλα εφόδια η μάνα μου μας είχε βάλει μέσα σε έναν τρίπατο μπακιρένιο γάβανο (που τον κρατώ ως ενθύ­ μιο) «πτάρια, γιαπράτσια τσι πιλάφ’ μι αχταπόδ’». Ο πατέρας μου απάντησε στο διερμηνέα: «Να, θα σπουδάξ’ γιόσιμ στη Χώρα τσι τουν κατιβάζου μαζί μι τ ’ κουμπάνιαντ». Ο Γερμανός μέσω του διερμηνέα τον ρώτησε τι θα σπουδάσω. Και ο πατέρας μου -για να κολακέψει προφανώς το Γερμανό- απάντησε: «Να, θα τουν κάνου αξιουματικό, να ινταχτεί στου γιρμανικό στρατό, να πάρουμι ούλου του κόσμου!» Ο Γερμανός πράγματι κολακεύτηκε κι αφού χτύπησε φιλικά στην πλάτη τον πατέρα μου, λέγοντας ία, μας άφησε να προχωρήσουμε. Αφού απομακρυνθή­ καμε αρκετά, ο πατέρας μου μονολόγησε μέσα στα δόντια του: «Κούνια που σι κούνι, διαβόλ’ ξαθόψειρα, που θα σας τουν κάνου τσ’ αξιουματικό! Άιντι τσι γοι μέρις σας είναι λίγις πλια!» Κ αι π ρ ά γ μ α τι, τον ίδ ιο χρ ό νο , σ τις 10 Σεπτεμβρίου 1944, οι σκληροί κατακτητές φασί­ στες Γερμανοί έφυγαν από τη Μυτιλήνη. Θυμάμαι, το απόγευμα της ευλογημένης εκείνης μέρας, γυρί­

σαμε με τον πατέρα μου από την αγροτική περιφέ­ ρεια Πλάκες, όπου μαζεύαμε καρύδια. Τα σχολεία δεν είχαν α νο ίξει ακόμα. Μ όλις μπήκαμε στο χωριό, από τον Απέσο, αντιληφτήκαμε την πανηγυ­ ρική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Πλησιάζοντας στο σ π ίτι μας, η μάνα μου, που στεκόταν στο πεζούλι και μας περίμενε, μας είπε χαρά χαρούμε­ νη: «Άιντιτι τσι ξικουψτήκαν γοι Αγαρηνοί». Την ίδια εποχή, π ριν ακριβώς ένα χρόνο, το Σεπτέμβριο του 1943, στο μάζεμα των καρυδιών, στις Πλάκες, μας βοηθούσε η αδικοχαμένη δεκαπεντάχρονη Μ αριάνθη Δ ημητρίου Μ αϊστρέλη (Τσουλίκα). Τη σκότωσαν οι Γερμανοί στις 28 Μαρτίου 1944, όταν έκαναν επιδρομή στην Αγιάσο. Την ίδια μέρα σκότωσαν επίσης τον Ευστράτιο Ηλία Γραμμέλη και τραυμάτισαν το Στρατή Πασχαλιά, που στη συνέχεια εκτέλεσαν στα Τσαμάκια. Ήταν λοιπόν να μη χαρεί κανείς για το ξεκούμπισμά τους; Αλλά ας επανέλθουμε στα πατριδογνωστικά μας. Το μαγαζί του Οικονόμου αργότερα ανακαινίστηκε εκ βάθρων και λειτούργησε ως καφενείο-ουζερί του Δημητρίου Μπαγέλη. Μετά το αγόρασε ο Μιλτιάδης Ψυρούκης, ο οποίος μετακόμισε σε αυτό από το απέ­ ναντι μαγαζί, δίπλα στο καφενείο του Καλφαγιάννη, που το είχε παντοπωλείο. Τώρα συνενώθηκε με το διπλανό μικρό μαγαζάκι και δημιουργήθηκε έτσι ένα σύγχρονο και άνετο μίνι-μάρκετ. Το πρώην μικρό μαγαζί, που συγχωνεύτηκε με το παντοπωλείο του Μιλτιάδη Ψυρούκη, άλλαξε κι αυτό πολλές χρήσεις και ενοικιαστές στο διάβα του χρόνου. Πριν από το 1948 το είχε ζαχαροπλαστείο ο Δημήτριος Κουρουβακάλης, σύζυγος της μακαρίτισσας Μαρίας Ευστρατίου Καλαντζή, ο οποίος συντα­ ξιούχος πια ζει στη Μυτιλήνη. Για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα το είχε καφενείο ο Σ ταύρος Βεγιάζης, π ρ ιν από το διορισμό του στον ΟΤΕ Αγιάσου. Για κάποιο επίσης χρονικό διάστημα Χιονένια γέφυρα στον Κάτω Κάμπο (15.1.1968), μπροστά στο καφενείο του Γιάννη Καλφαγιάννη. Διακρίνονται, από αριστερά: Νικόλαος Καραφύλλης, Παναγιώτης Αριστή Κουνέλης, Ευστράτιος Ιωάννου Χατζηβασιλείου, Ευστράτιος Καβαδέλης, Ιωάννης Χαλέλης, Κώστας Τραγέλης (Πασπαλάς), Γρηγό­ ριος Ευστρατίου Παραμυθέλης, Χαρίλαος Κορομηλάς, Παρά­ σχος Παραμυθέλης, Κομνηνός Παπουτσέλης και Παναγιώτης Βαρουτέλης (δάσκαλος). (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μύρτα Ευστρατίου Καβαδέλη)


(1948-1950) το είχε καφενείο ο πα τέρα ς μου Κλεάνθης Κουδουνέλης. Είχα αποφοιτήσει τότε από μια Ραδιοτηλεγραφική Σχολή Αθηνών και περιμένοντας να στρατευτώ ως κληρωτός παρέμενα στην Αγιάσο και βοηθούσα τον πατέρα μου στο καφενείο. Εδώ έμαθα να φτιάχνω καφέδες γλυκείς, μέτριους, βαρύ γλυκείς, γλυκείς βραστούς κτλ., αλλά και να παρατηρώ και να μελετώ χαρακτήρες ανθρώπων. Θυμάμαι μια φορά, που δεν κατάλαβα ακριβώς την παραγγελία και ρώτησα τον πελάτη: «Βαρύ γλυκό καφέ είπες;» Κι αυτός μου απάντησε: «Ε, κανόν’σι να μην είνι πουλύ βαρύς, να μπουρέσ’ς να τουν φέρ’ς». Δηλαδή να είναι λαφρύς, του είπα. Κι αυτός, με τη γνωστή ντοπιολαλιά μας, μου είπε: «Άγ’ντι, ρε μουρέλι μ ’, ξιμπέρδιβγι, ποίσι μ ’ έναν καφέ να ξικουραστώ. Πού ’νι γιου πατέρας σ’;» Στη συνέχεια το μαγαζάκι αυτό έγινε κρεοπω­ λείο του μακαρίτη Ε υ σ τρ α τίο υ Π α να γιώ το υ Ακριβλέλη, αλλά, όπως μου είπε κάποτε ο ίδιος, του περίσσευαν κάθε φορά πολλά κόκαλα, που μηδένιζαν το κέρδος του, γιατί έκανε τα χατίρια των πελατών του, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, απέφευγαν τα κόκαλα. Το μικρομάγαζο αυτό υπήρ­ ξε και ο π ω ρ ο π ω λ είο τω ν Γρηγόρη Τσέγκου (Παγίδα) και Παναγιώτη Τσέγκου (Γλέζ’). Α πέναντι ακριβώς ήταν δυο μαγαζιά, που το ένα συνενώ θηκε με το κα φ ενείο του Γιάννη Κ α λ φ α γιά ννη . Α υτό π α λ ιά ήταν κουρείο του Γρηγορίου Τοπαλή, πατέρα του Στρατή που πέθα­ νε, πλεκτήριο καλτσών και φανέλων των αδελφών Γλεζέλη (Ξνέλια), Νίκου και Χριστόδουλου. Ο δεύ­ τερος μετεγκαταστάθηκε στη Μ όρια, λόγω του γάμου του, όπου και απεβίωσε. Το ίδιο μαγαζί ήταν επίσης ραφείο των αδελφών Δουλαδέλη, Προκόπη, Γιάννη και Στρατή, γαλακτο­ πωλείο του Στρατή Ξαφέλη, υφασματοπωλείο «ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ» ενός Μυτιληνιού, του Αγαθανάση, παντοπωλείο του Μιλτιάδη Ψυρούκη. Τέλος ήταν καφενείο του Χριστόφα Νουλέλη (Αντριγιάδα), που ήταν και ιδιοκτησία του. Ο Νουλέλης διέλυσε τελικά το καφ ενείο του και πούλησε το μαγαζί στον Παναγιώτη Χατζησάββα (Μπίλα), το οποίο εσωτερι­ κά επικοινωνούσε με το δικό του μαγαζί, δίπλα από το Γραφείο της Εκκλησίας. Η αγοραπωλησία αυτή έγινε εν κρυπτώ και παραβύστω σε μια νύχτα και ο Γιάννης Καλφαγιάννης, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, στενοχωρήθηκε τότε πάρα πολύ. Η υπόθεση όμως τακτοποιήθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο, αφού ο Χατζησάββας το νοικιάζει συνεχώς στον Καλφα­ γιάννη, ο οποίος έτσι έχει επεκτείνει το καφενείο του και ψήνει τους καφέδες του στη «χόβολη». Το άλλο διπλανό μαγαζάκι, που τώρα πια είναι ένα μικρό οικόπεδο, ήταν τσαρουχάδικο-καπιστράδικο του εξαίρετου εκείνου νοικοκύρη, του βρακο-

Οι αδελφές Μυρσίνη (αριστερά) και Κατερίνα Παναγιώτου Κουτσκουδή Επισκέφτηκαν την παραμονή των Θεοφάνιων τον παππού τους Γεώργιο Ευστρατίου Βουρλή, στο παραδοσιακό του ραφείο, στην Αγορά, και του είπαν τα κάλαντα... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 5.1.2002)

φόρου Ευστρατίου Κλειδαρά. Μαζί του δούλευαν και οι γιοι του Βασίλης και Χριστόφας και περιοδι­ κά ο γιος του Στέλιος. Ο άλλος γιος του Ευστρατίου Κλειδαρά, ο Γρηγόρης, κατείχε κι αυτός την ίδια τέχνη, αλλά την περίοδο της Γερμανοκατοχής κατέ­ φυγε στη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στις εκεί ελληνικές δυνάμεις. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα διορίστηκε ως δασοφύλακας. Οι Κλειδα­ ράδες κατείχαν και την τέχνη του χτίστη. Εδώ, στην Κάτω Αγορά (Κάτω Κάμπο) ήταν και το καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλ’), που τώρα το έχει αποθήκη ο Μιλτιάδης Ψυρούκης. Στο καφενείο αυτό σύχναζε κ υρ ίω ς η νεολαία. Ο Γιάννης έβαζε στο πικ απ τις πλάκες και οι νεολαίοι χόρευαν μέσα και έξω, πίνοντας τα ουζάκια τους. Απέναντι στο καφενείο αραδιάζονταν οι κοπελιές, που έριχναν πονηρές ματιές στους νεαρούς, και έτσι γινόταν το νυφοπάζαρο. Αλλά τέτοια νυφοπάζαρα είχε πολλά το χωριό μας, για τα οποία θα μας δοθεί κάποτε η ευκαιρία να γράψουμε εκτενέστερα. (Συνεχίζεται)

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑ. ΚΟΥΑΟΥΝΕΛΗΣ


Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΓΙΑΣΟΣ Γλυκασμοί της νιότης και νοσταλγικές θύμησες Λ έγεται όχι η απλότητα αποφορτίζει από το άγχος της καθημερινότητας. Κανείς δεν μπορεί να μην παραδεχτεί αυτή την άποψη και πολύ περισσό­ τερο η δική μου γενιά, η οποία είχε την τύχη να ζήσει σ’ ένα απλό και φυσικό περιβάλλον, που δεν ξεχνιέται ποτέ. Κείνα τα χρόνια, της ευγνωμοσύ­ νης, της ελπίδας και της πίστης στη βοήθεια του Θεού για το αβέβαιο μεροκάματο και για τα πολλά στόματα της φαμελιάς, που έπρεπε να χορτάσουν. Μελανό σημάδι, όπως πάντα, οι μεγάλες κοι­ νωνικές διακρίσεις και οι αδικίες, για παράδειγ­ μα, των αφεντάδων, που τον εργάτη τον έβλεπαν σαν υποζύγιο και όχι σαν άνθρωπο με ψυχή και με α ξιο π ρ έπ εια . Θ υμάμαι κ ά π ο ια αφ έντρα με μόδια πολλά και με εργάτες πολλούς. Δεν έφτανε λοιπόν η κούραση του εργάτη, που ξεκινούσε για τις ελιές από τ ’ άγρια χαράματα και γύριζε περ­ πατώ ντας την Πατωμένη τη νύχτα, αλλά έπρεπε να ξεφορτώσει το ζώο από τα ξύλα, να τα στοιβά­ ξει κιόλας, να πάει το ζώο στο ντάμι και ύστερα να φύγει κατάκοπος για το σπίτι του, όπου τον περίμεναν πολλά στόματα, να τα χορτάσει ψωμί! Σκηνές σκληρές αυτές, που δε σβήνουν από το νου μας. Άντε τώ ρα να σου π ο υ ν, γ ια τ ί ο κόσμος άλλαξε και η αδικία έπεσε στα κεφάλια μας. Π αρ’ όλα αυτό, εμείς θυμόμαστε την απλή και απέριττη ζωή στην πανέμορφη μας Αγιάσο, με τις χαρές και με τις λύπες της, με τα χωρατά και με τα πειράγ­ ματα, με τις κουβέντες που άλλαζε ο ένας με τον άλλο, με το ενδιαφέρον των νέων για τους γέρους.

Δεν ήθελαν πολλά τότε οι άνθρω ποι, για να διασκεδάσουν. Γινόταν γάμος, καλεσμένοι κι ακάλεστοι όλοι στην εκκλησία. Μετά, μουσικές και χορός, άλλοι στο καφενείο κι άλλοι μέσα στα σοκάκια. Στο Σταυρί η Γεωργία η Γριμανέλαινα να ρίχνει κείνους τους αμανέδες και να δακρύζει, μια και μιλούσαν για το χαλασμό της Σμύρνης και για το Κορδελιό. Ο Ανανιας, το Κουστέλ’ το Μ πουλμπούλ’ μ ε τους Α μερικάνους, το χωριό όλο γιόρτα ζε γάμο κα ι α ντιγα μ ο κα ι βούιζε ο τόπος από ζωή και από κέφι. Ας μην παραλείψω να πω πω ς στη δική μου γενιά μαζί με άλλα τέλειωσε και ο ρομαντισμός, που έφερναν οι καντάδες των ερωτευμένων στα κορίτσια τους. Δεν υπά ρχουν π ια οι γρα φ ικ οί κ α ν τα δ ό ρ ο ι, με τη σ υ νο δεία του β ιο λ ιο ύ του Χ αρίλαου του Ρόδανου πολλές φορές. Η τεχνο­ λογία αντικατέστησε το συναίσθημα και το χτυ­ ποκάρδι στο στήθος της νεολαίας και η ανάμνηση έμεινε ζωντανή σ’ αυτούς που την έζησαν. Κ αλεσμένοι κα ι ακά λεστοι, λ ο ιπ ό ν , στους γόμους και η χαρά μιγάλη για όλους. Ο νυφιάτικος σκοπός, καθώς στολιζόταν η νύφη και ο γαμπρός, αντηχούσε στο χωριό, να δέσει το ζευγάρι και να προχωρήσει χέρι χέρι στην ανηφόρα της ζωής. Θ υ μ ά μ α ι τη γ ια γ ιά μου, τη Μ υρσ ίνη τη Μαϊστρέλαινα, να είναι περιζήτητη, για να κάνει τον μπαλεζέ στους αρραβώνες. Ηταν μαστόρισσα σ’ αυτό. Σ ’ ένα μεγάλο χαρανί, πάνω σε μια τερά­ στια «πραστιά», με μπόλικη φωτιά από πρινόξυ-

Για το γάμο της Μαρίας Ιω­ άννου Χατζηκομνηνού (Μπί­ λια), στην Αγιάσο, τον Ιούλη του 1959, με τον Παλαιοκηπιανό Παναγιώτη Αχιλλέα Καρπούζη, που είναι από χρό­ νια εγκαταστημένοι στο Χγάηογ, οι κοπέλες μοιράζουν μπομπονιέρες. Διακρίνονται, από αριστερά: Ειρήνη Χριστό­ φα Παραμυθέλη, Ελένη Νικολάου Περγάμαλη, Μυρσίνη Μιλτιάδου Χουτζαίου, Κασσάνδρα Παναγιώτου Τζίνη, Μαρία Ευστρατίου Ξυνέλη και Ελένη Νικολάου Παπουτσέλη.


λα από κάτω , κ ρα τώ ντα ς μια πελώ ρια ξύλινη κουτάλα ανακάτευε ώρες τον μπαλεζέ. Η συνταγή απλή: Έ ξι ποτήρια νερό, ένα ποτήρι νισεστέ και ζάχαρη μπόλικη, μαζί και ανθόνερο η μια δόση. Ανακάτευε λοιπόν με υπομονή, ώσπου να δέσει ο μπαλεζές. Εμείς, τα παιδιά, γύρω στη φωτιά περι­ μέναμε να μας δώσει κανένα βώλο από το νισεστέ που έβραζε, και η γλύκα ατέλειωτη. Ό ταν έφτανε στο δέσιμο, η γιαγιά μου, η Μυρσίνη, το καταλά­ βαινε από τις μεγάλες φουσκάλες που έκανε και που τις έλεγε «της βουβάλας τα μάτια». Ε ίχαν μαζέψει στο σ πίτι της νύφης δεκάδες πιατέλες από τους γείτονες και μέσα έβαζαν τον μπαλεζέ, πασπαλισμένο με κάτασπρο τριμμένο αμύγδαλο και με κανέλα. Θα κρύωνε και μετά θα τον μοίραζαν σε πιατέλες τα κοπελούδια, μέσα σε π α ν έ μ ο ρ φ ο υ ς « μ α ρ χα μ ά δ ες» με δετά κ α ι με κέντημα, σ τους γνω σ το ύ ς της νύ φ η ς κ α ι του γαμπρού. Οι καλεσμένοι θα τις επέστρεφαν με δώρα για το νέο σπιτικό των νιόπαντρων. Τα χ ρ υ σ α φ ικ ά τα κ ρ έμ α ζα ν , την ώ ρα του μυστηρίου, στο νυφικό και στο πέτο του γαμπρού, να γίνει το αντέτι. Να και οι μπουκάλες οι «φαραγκωμένες», με χρυσόσκονη και με τρένες ή τρέσες, χρυσές κλωστές. Να ζυμωθούν τα τσουρέκια, να τα κόψουν πάνω στο κεφάλι της νύφης, να μοιρα­ στούν στον κόσμο. Άντε να περάσουν όλοι, να δουν τα π ρ ο ικ ιά της νύφης κα ι του γα μ πρού, μέρες ήθελαν να γίνουν αυτό. Να δουν τα μερα­ κλίδικα τα υφαντά στη «θέση» που είχαν κάνει, τις δαντέλες, τα κοπανέλια, το φερβολιτέ, κι ακό­ μη τις «περαστές καρπέτες» με το βαμμένο προ-

βατόμαλλο και τα θαυμάσια σχέδια, τους «χτενιάδες». Τα σεντόνια, τα βαμβακερά, τα τέριπλι, το «κτσι», τις «παραμάτσις» πι άλλα πολλά. Η γιαγιά μου, η Μυρσίνη, καμάρωνε για τους κόπους της, μια και ύφαινε στον αργαλειό προι­ κιά και π ρ ο ικ ιά . Ο αργαλειός ήταν η ζωή της. Ύ φαινε για όλους. Μεταξωτά, βαμβακερά, κόκ­ κινα, μαβιά και κίτρινα, μάλλινα και κουρέλια. Τις πολύχρωμες κουρελούδες τις έλεγε «Μάιο». Ή ταν πανέμορφες καρπέτες, με πολύχρωμες σει­ ρές, τις «μάνες». Κ ι άντε α γ ω ν ία να π α ρ α μ α τισ ει στη γρ ιά Αφροδίτη, τη Μούχλαινα, το πάνι της, μια και πολ­ λές υφάντρες περίμεναν να πάρουν «νεμπέτι», δηλαδή σειρά, για μέρες. Τα «μ’τάρια» να τα πλέξει αψεγάδιαστα, γιατί έλεγε πως α π ’ αυτά και από το χτένι δένει γερά το πάνι. Και ύφαινε, ύφαινε και στο τέλος κάτι περίσσευε για τα εγγόνια της, που ήταν πολλά. Έ λεγε η για γιά μου: Αν δε βάλεις αργαλειό, να υφάνεις, η φαμελιά και το σπίτι δε ντύνονται. Άντε και στο τέλος, όταν άδειαζε το «αντί», μου ’δινε και το «αγκάρ’» κι έλεγε: Βγες στο τρίστρατο και όποιον δεις να περνά πρώτος, όνομα σαν το δικό του θα έχει αυτός που θα πάρεις για άντρα σου. Άσε πια τις κουρελούδες, που διά­ λεγε τα πιο όμορφα και τα πιο φανταχτερά πανιά να κόψει κουρέλια, να υφάνει τους «Μάηδες», τις ανεπανάληπτες πολύχρωμες καρπέτες. Άσχετα αυτά που αναφέρω με τα βιομηχανικά π ρ ο ϊό ν τα του εμπορίου. Α υτά είχαν μεράκι κι όνειρο, για να γίνουν. Χωρίς ελπίδα και προσδο­ κία για ένα φωτεινό μέλλον, ούτε υφαντό γίνεται

Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Παλαιοκηπιανού Χρίστου Θεοχάρη Χατζηράλλη με τη «συνεπωνυμούσα» ομο­ χώρια Εριφύλη Δημοσθένη Χατζηράλλη, την 1.5.1949, στο Έαρ του Οιιοβιΐδΐοικΐ της Αυστραλίας. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Στέλλα Θρασύβουλου Αιαμαντοπούλου)


ούτε κέντημα. Κάτι ξέρω που είμαι λάχρισσα της χειροποίητης δουλειάς και κυρίως του κεντήμα­ τος. Έφτιαχνε ακόμη μάλλινα ζωνάρια, τα «τσουχόφ», και τα ολομέταξα «βλατιά», που ήθελαν μεγάλη υπομονή και μεράκι, για να τα υφάνει η ανεπανάληπτη νοικοκυρά τω ν αλλοτινώ ν χρ ό ­ νων. Παράδοση, βλέπεις, ομορφιά και νοικοκυ­ ριό, αγάπη για ζωή, αγάπη για δημιουργία. Σκέπτομαι πόσο καλό θα έκανε στα ταλαιπω­ ρημένα ψυχικά παιδιά του σήμερα, αν ξεχνούσαν για λίγο τον κομπιούτερ και το φροντιστήριο, την καφετερία και την αθλιότητα που τους σερβίρουν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πολλές φορές, πόσο καλό, λέω, θα τους έκανε, να ξεχαστούν πάνω στο σχέδιο ενός εργόχειρου ή στη δημιουρ­ γία μιας πανέμορφης μπλούζας, που θα έφ τια­ χναν με τις βελόνες κα ι π ο υ θα χ α ίρ ο ντα ν το δημιούργημά τους. Δεν ήταν κι άσχημα, αλήθεια, που οι γνώσεις μας ήταν του ενια ίο υ Γυμνασίου και που δεν πήραμε κ ι ένα ή δυο π α νεπ ισ τη μ ια κ ά π τυ χία . Εμείς, οι γιαγιάδες της γενιάς του ’40, νομίζω ότι είμαστε αναντικατάστατες, για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά. Οι εργαζόμενες νέες κοπέλες τι να προλάβουν, δουλειά, σπίτι, οικογένεια, να ξεκουραστούν οι ίδιες, τι να προλάβουν; Μια και ο μισθός τους, κατά τη γνώμη μου, είναι μια ανακύκλωση, για να μπορέσουν να συμβαδίσουν στο ρυθμό της σύγ­ χρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Ά κουσα σε τη λ εο π τικ ή εκ π ο μ π ή ό τ ι στο Χ όλιγουντ οι μεγάλες σταρ π η γα ίνο υ ν σε μια σχολή χειροποίητης πλεχτικής. Είναι, λέει, ένας τρόπος να ηρεμήσουν από το άγχος και το κυνη­ γητό της εφήμερης δόξας. Πρώτη μαθήτρια της σχολής η Μ ία ΚοόοΠδ, η μεγάλη σταρ. Καθένας ας κρίνει το συμβάν, ανάλογα με τις δικές του προτιμήσεις, κι ας αναλογιστεί το κακό που μας έφερε η απομάκρυνση από τις παραδόσεις και από τη φυσική ζωή του πλανήτη μας. Π έρα όμ ω ς από τ ις δ ικ ές μας α να μ νή σ εις κάποιας άλλης εποχής, υποκλινόμαστε μπροστά σε όλους όσοι μας δίνουν ένα λαμπρό παρόν και υποσχέσεις για ένα ολόλαμπρο μέλλον. Λέμε ένα μεγάλο μπράβο σ ’ αυτούς που αγω νίζονται για την ολυμπιακή ιδέα, για την ειρήνη του κόσμου, για τα πεινασμένα π α ιδιά , για το σεβασμό στο περ ιβά λλον. Α κόμα υ π ο κ λ ινό μ α σ τε κ α ι στην τεχνολογία, όταν συμβάλλει στην καλή ποιότητα της ζωής του ανθρώπου...

ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ

ΧΑΡΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΜΑΣ Ο λ α μεταβάλλονται με το ασταμάτητο χρονοκύλι­ σμα. Κάθε εποχή έχει το δικό της ρυθμό, τα δικά της χαρακτηριστικά. Οι παλαιότεροι νοσταλγούν το χτες και κατηγορούν, πολλές φορές, το σήμερα. Αντίθετα οι νέοι ακολουθούν το δρόμο της προόδου, της εξέλιξης. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε επιστολή Αγιασωτοπούλας, γραμμένη στις 24.2.2001, στην οποία δίνονται πληροφο­ ρίες για γάμο που έγινε τελευταία στην Αδΐοπα, όπου αρκετοί Έλληνες, εργάζονται και εναντιώνονται, όσο βέβαια μπορούν, στον οδοστρωτήρα της εθιμικής, και όχι μόνο, αλλοτρίω σης. Κ αι στη χώ ρα μας όμω ς ο παραδοσιακός πια γάμος αποτελεί παρελθόν...

ΓΙΑΝΧΑΤΖ «Ο γάμος μας έγινε Κυριακή, 4 Ιουνίου 2000, στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στην Αδΐοπα. Το μυστή­ ριο άρχισε ακριβώς στις τρεις η ώρα, το απόγευμα. Μετά από την εκκλησία πήγαμε, μαζί με τις παρανύμφες και τους παράγαμπρους, στο «Μπίοδΐοηο ΡαιΈ» και βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες. Κατά τις έξι η ώρα ξεκινήσαμε για το Κέντρο. Το γαμήλιο γλέντι έγινε στο «Εΐοταΐ Τοιταοο» Αρχισε στις εξήμισι η ώρα και τέλειωσε μετά τα μεσάνυχτα. Είχαμε κοντά 250 άτομα, που ήρθανε να δια­ σκεδάσουν μαζί μας. Ορχήστρά μας ήταν οι «Ττοίαηδ». Μείναμε πολύ ευχαριστημένοι από τη μουσική τους, για­ τί τραγουδήσανε πολλά τραγούδια και χορέψαμε διάφο­ ρους χορούς. Στα τέλη του Ιουνίου, που τέλειωσα από τη δουλειά μου και πήρα άδεια, πήγαμε στην Ισπανία για το μήνα του μέλιτος. Μείναμε εκεί δυο βδομάδες περίπου. Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και είδαμε πολλά ωραία μέρη. Η Βατοοΐοηα μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ειδικά η ιστο­ ρία της και η αρχιτεκτονική της...»

Ο Νισύριος Κώστας Νικ. Σφακιανός με την Αγιασώτισσα Παναγιώτα (Πόλα) Δημ. Ιακώβου, σε στιγμές ευτυχίας (ΑδΙοπο, 4.6.2000).


Μ Ν Η Μ Ε Σ Α Π Ο ΤΑ Μ Α Υ ΡΑ Χ Ρ Ο Ν ΙΑ Τ Η Σ Κ Α Τ Ο Χ Η Σ Τ ότε που οι ά ν θ ρ ω π ο ι ζ ο ύ σ α ν το μ α ρ τ ύ ρ ιο της π ε ίν α ς γιατί οι Έλληνες δεν το βάζουν κάτω εύκολα. Για Ο πόλεμος που κηρύχτηκε το 1940 δεν κράτησε να ξεχαστεί η πείνα και για να διασκεδάζουν μάλ­

πολύ και όλον αυτόν τον καιρό δε νιώσαμε την έλλειψη τροφίμων. Το 1941 όμως, που κατέλαβαν οι Γερμανοί την Ελλάδα, τότε καταλάβαμε τι θα πει πείνα. Τα τρόφ ιμ α εξαφανίστηκαν από την αγορά. Έλεγαν ότι τέλειωσαν και ότι δεν υπήρχε τρόπος να φέρουν άλλα. Έτσι άρχισε η μαύρη αγορά. Το ξέρω από πρώτο χέρι, αφού εργαζόμουνα ταμίας σε παντοπωλείο. Τότε άρχισε η πώληση προϊόντων με λίρες, με κοσμήματα και με ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε. Σε πολύ ορεινές περιοχές η ανταλλαγή γινόταν και με αλάτι. Πολλοί έπαιρναν αλάτι, ταξίδευαν μακριά και το άλλαζαν με τυρί και με άλλα τρόφιμα. Στη Μυτιλήνη η ανταλλαγή γινόταν με λάδι ως μέτρο χρήματος. Έδινες λάδι, έπαιρνες όσπρια. Το σιτάρι ήταν δύσκολο να βρεθεί. Μόνο σκουπόσπο­ ρο είχαν και ορισμένα εστιατόρια τον άλεθαν και έφτιαχναν τηγανίτες για τους πεινασμένους, με αμοιβή. Ακόμα και στον κινηματογράφο πηγαίναμε με το μπετόνι το λάδι. Είχαν, θυμάμαι, ένα βαρέλι έξω από τον κινηματογράφο και με ένα μετρίδι 100 δραμιών (δράμια τα έλεγαν αυτά τα μετρίδια υγρών), αν θυμάμαι καλά, μετρούσαν και τότε σου έδιναν το εισιτήριο, για να μπεις. Ευλογημένο λαδάκι! Μας κράτησε στη ζωή και μας ψυχαγωγούσε κιόλας. Αμ οι ελιές, άλλες ευλογημένες αυτές, μας έσω­ σαν. Ευτυχώς που ήταν σε αφθονία και οι ελιές και το λάδι και ό,τι κι αν κουβαλούσαν οι Γερμανοί και άδειαζαν τις αποθήκες, περίσσευαν και για μας, για να ζήσουμε και να τα θυμόμαστε. Τότε όλος ο κόσμος είχε το νου του στο φαΐ. Κι αν έλεγε κάτι, πάλι για φαί θα μιλούσε. Θα φέρουν κάτι; Βρήκατε τίποτα στην αγορά; Αν έφερναν τρόφιμα με κανένα καΐκι, δε χρεια­ ζόταν ντελάλης, όπω ς παλιά, να διαλαλήσει το προϊόν. Από στόμα σε στόμα το μαθαίνανε όλοι και η ουρά, στη θέση που θα άραζε το καΐκι, όλο και μεγάλωνε. Τώρα, τι θα έφερνε, δεν είχε σημα­ σία. Ό ,τι και να έφερνε καλό θα ήταν. Πολλές φορές ο κόσμος περίμενε και όλη τη νύχτα στην ουρά, για να πάρει ένα κομμάτι αγριο­ γούρουνο, που ευτυχώς δεν το τρώγανε οι γείτονές μας, οι Τούρκοι, και το πουλούσαν σ’ εμάς. Μόλις ερχόταν το καΐκι, γινόταν και η πώληση. Από την παραγωγή στην κατανάλωση, που λένε. Δεν έλειπαν όμως και τα αυτοσχέδια τραγούδια,

λον την πείνα, τραγουδούσαν: Απαντέχιν, απαντέχιν τ α τα σάλια ούλονν τρέχιν τσι καϊτσέλια δεν αρχόντιν τσι φασούλις νιξ. Αμ εκείνο το αλεύρι από ρεβίθια ήταν ό,τι πιο νόστιμο για τηγανίτες. Μόνο που μόλις τελείωσε ο πόλεμος δεν το ξαναβάλαμε στο στόμα μας. Αλλά και οι λαχανίδες και τα χόρτα που μαζεύαμε από το βουνό είχαν κι αυτά τον πρώτο λόγο. Αφού, μετά τον πόλεμο, ο κόσμος έκανε καιρό να βάλει λαχανίδα στο στόμα του και η μυρωδιά της ακόμα τους πείραζε. Ήθελαν να ξεχάσουν αυτή την εποχή. Μόνο που δεν ξεχνιέται. Μια μέρα, θυμάμαι, ένας μικρός 7 ή 8 χρονών, γιος λαδέμπορα, πήγε στο φούρνο, στην αγορά, να φέρει δυο μεγάλα ψωμιά, που ζύμωσε η μητέρα του το π ρ ω ί και τα είχε στείλει στο φούρνο να τα ψήσουν, γιατί τότε ο κόσμος δεν είχε ηλεκτρικές κουζίνες στο σπίτι του. Πήρε λοιπόν ο μικρός τα ψωμιά από το φούρνο, μεγάλα μεγάλα και ζεστά, ένα από κάθε μασχάλη και καμαρωτός πήγαινε στο σπίτι του. Για να πάει όμως, έπρεπε να περάσει πρώτα από την παρακάτω γειτονιά, γιατί το δικό του σπίτι ήταν παραπάνω. Την ώρα που περνούσε με τα ψωμιά κάτω από τις μασχάλες, τα παιδιά στα­ μάτησαν το παιχνίδι τους και κοίταζαν το ψωμί, χωρίς να ενοχλούν τον μικρό, μόνο το κοίταζαν. Τότε μια γειτόνισσα, η Καραμικέδαινα, δεν άντεξε, πήγε κοντά στον μικρό με τα ψωμιά, του παίρνει το ένα ψωμί και αρχίζει τη διανομή. Δεν ήταν μόνο ψωμί, ήταν και φρέσκο το ευλογημένο. Πήρε κάθε παιδί το μερίδιό του και το έτρωγε λαίμαργα, χωρίς να ευχαριστήσει κανέναν. Γιατί, ποιον να ευχαρι­ στούσε; Το π α ιδ ί που είχε το ψωμί ή την κυρία Μαρία που τους το μοίρασε; Η κυρία Μαρία, αφού έκανε τη μοιρασιά, λέει στον μικρό: Άλλη φορά, πες στη μαμά σου, να μην περνάτε από εδώ με τα ψωμιά στο χέρι. Να τα κρύβετε, γιατί τα παιδάκια πεινούν και θα ξανακάνω πάλι το ίδιο. Ο μικρός έφυγε κλαίγοντας· αλλά λάδια είχαν πολλά, θα αγόραζαν άλλο αλεύρι. Τα παιδιά αυτά που έφαγαν εκείνη τη μέρα το φρέσκο ψωμί θα το θυμούνται ακόμα, θα τους είχε φανεί παντεσπάνι. Νομίζω πως θα έκαναν πολύ καιρό να ξαναβάλουν ψωμί στο στόμα τους.

ΚΑΤΙΝΑ ΤΕΡΤΙΠΗ-ΜΥΚΟΝΙΑΤΗ


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Από τις ζωντανές μνήμες του μαχητή Νίκου Τσεσμελή Γ

Ο επικεφαλής του Συντάγματος σκέφτηκε ότι την καθυστέρηση αυτή την προκαλούσε η απόσταση. Επρεπε να γιατρευτεί με κάποιο τρόπο. Διάταξε, αντί να κατεβάζουν τα σκεύη από τόσο μακριά, να μετακινηθεί το συνεργείο προς το μέτωπο, όσο γίνε­ ται πιο κοντά. Ύστερα από την εισήγησή του ήρθε η διαταγή να μετακινηθούν προς τα μπρος. Λαχτάρα και αυτή, τώρα που κακόμαθαν... Φόρτωσαν λοιπόν τα μπαγκάζια τους και να τους πάλι μέσα στη λάσπη και στο χιόνι, πάνω στα κατσά­ βραχα... Βρίσκει έναν ανθυπασπιστή και του κάνει γνωστή την άφιξη του συνεργείου. Πού θα στεγαστού­ με; Δικό σου θέμα, του απαντά, όπου νομίζεις. Σ ’ αφήνω εν λευκώ, βρες ένα κατάλληλο μέρος και όσο το δυνατόν γρήγορα να πιάσετε δουλειά. Έπρεπε να βρει ένα στέγαστρο, ένα χώρο σκεπασμένο και κάπως κλειστό, γιατί αν δε χιόνιζε θα έβρεχε ή θα φυσούσε αέρας και η δουλειά δε θα γινόταν. Έπρεπε να βρει ένα μέρος προφυλαγμένο τουλάχιστον από το χιόνι και τη βροχή. Ανιχνεύοντας εδώ κι εκεί, σαν κατάλλη­ λο μέρος βρήκε μια τεράστια σάγια, που τη χρησιμο­ ποιούσαν για στάβλο, για τα ζώα του στρατού. Ήταν κατασκε ασμένη από λευκή ξυλεία, μέχρι πενήντα μέτρα μάκρος και πέντε έξι πλάτος, μέσα σε μια ρεματιά. Εκεί, σε μια γωνιά, έστησαν το μαγαζί τους, αλλά δεν κατασκήνωσαν εκεί, γιατί ο χώρος ανήκε στα μουλάρια. Αυτοί έστησαν το φτωχικό τους αντί­ σκηνο από την πάνω μεριά. Από την πρώτη στιγμή τους σκέπασε το χιόνι, που δεν έλειπε ποτέ. Πότε το μαλάκωνε, πότε το πάγωνε. Η ουσία ήταν μια, χόρτα­ σαν τις άσπρες μέρες, κατά τα λεγόμενα του «Ξινόφ’»... Άρχισαν να κουβαλούν τα μαγειρικά σκεύη. Σε πολύ σύντομο χρόνο τα έπαιρναν πίσω, αυθημερόν, τσάκα τσάκα που λένε. Όπως καταλαβαί­ νετε, έλειψε η ταλαιπωρία της μεταφοράς, μίκρυνε ο χρόνος της. Τι τα θέτε, άρχισε η δική τους καλοπέρα­ ση. Αυτό κράτησε γύρω στους δυόμισι μήνες. Βέβαια, το μέτωπο προχωρούσε, αλλά σχετικά ήτανε κοντά. Ενα μεσημέρι είχαν πάει από πάνω, στο αντίσκη­ νο, με λίγα κάρβουνα αναμμένα μέσα στο κράνος, για να ζεσταθούν και για να φαν και τίποτα, καμιά γαλέ­ τα, λίγες σταφίδες, ό,τι έβγαζε η κουζίνα... Το χιόνι ξεπερνούσε το μέτρο. Όπως μασούλαγαν, τουρτουρί­ ζοντας από το κρύο, ακούστηκε ένας πάταγος και ακολούθησε ένας μακρόσυρτος κρότος, σα να ’πεσε οβίδα. Έντρομοι πετάχτηκαν έξω. Και τι βλέπουν; Όλη η σάγια, με ό,τι υπήρχε σ’ αυτή, ζώα, τροφές, μαζί και τα εργαλεία τους και τα σκεύη, έπεσαν όλα

μέσα στη χαράδρα, χάθηκαν όλα μέσα στο χιόνι. Τι είχε συμβεί; Εκεί που έδεναν στους στύλους τα υπο­ ζύγια, όπου έφταναν τα ζώα ροκάνιζαν τα ξύλα από την πείνα. Οι στύλοι, που ήταν 30x30, ξύσε ξύσε από τα ζώα, είχαν μείνει σαν τα καλαμόχερά τους, με απο­ τέλεσμα να μην μπορέσουν να κρατήσουν το βάρος και να σπάσουν, παρασέρνοντας τα πάντα... Όταν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και ηρέμησαν, πήγε και βρήκε μέσα σ’ ένα αμπρί τον ανθυπασπιστή και του είπε αυτό που συνέβη. Κρίμα και πάλι κρίμα! Εξυπηρετιόταν η κατάσταση πολύ καλά και μπράβο σας, γιατί και σεις δουλεύατε κάτω από άθλιες συν­ θήκες. Τώρα να πάτε και να δείτε μήπως σώθηκε τίποτα. Αφού μαζέψετε ό,τι βρείτε, φέρε μου τον κατάλογο ελλειμμάτων, και σεις θα φύγετε, να πάτε στο πλησιέστερα χωριό. Πήγε στους άλλους και τους είπε τα καθέκαστα. Αυτοί θορυβήθηκαν, γιατί φοβό­ ντουσαν μην τυχόν και τους στείλουν πίσω, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Σε χρόνο ρεκόρ είχαν τελειώσει τη δουλειά. Όταν πήγε στο αμπρί κι έδωσε τον κατάλογο στον ανθυπασπιστή, του φωνάζει δυνατά ο λοχίας. Πρόβαλε από μια τρύπα ένα πρό­ σωπο. Διατάξτε! Φέρε τον αιχμάλωτο. Ο λοχίας από τη θέση που ήταν έκανε νόημα με τα χέρια του προς τα μέσα, σα να καλούσε κάποιον. Δεν άργησε να παρουσιαστεί ένα παιδάριο, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, με ζωγραφισμένο το φόβο στα μάτια του. Τους κοίταζε όλους, σα να προσπαθούσε να μαντέ­ ψει από δω και πέρα τι τον περιμένει, τις προθέσεις τους; Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, με αδρά χαρακτη­ ριστικά, που πρέπει να ’ταν πολύ ευγενικό άτομο, από οικογένεια, όπως συνηθίζεται να λέγεται... Του λέει ο ανθυπασπιστής. Αυτός εδώ είναι αιχμάλωτος. Θα τον παραλάβεις με ευθύνη σου, τώρα που θα πάτε πίσω, και θα τον παραδώσεις στη Διοίκηση του Συντάγματος. Πάρε και αυτό το φάκελο, για να τον παραδώσεις μαζί. Περιττό να σου πω ότι ο αιχμάλω­ τος είναι προστατευόμενο, ιερό πρόσωπο. Σε καθι­ στώ υπεύθυνο, αν τυχόν και πάθει κάτι... Υπήρχαν φαντάροι, που στις μάχες είχαν χάσει προσφιλή τους πρόσωπα, αδέλφια, ξαδέλφια, φίλους αγαπημένους... Αυτοί δε χαμπάριζαν, εφάρμοζαν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Όπως ήταν φορτισμένοι από την αγανά­ κτηση, δε δίσταζαν να βγάλουν το θυμό πάνω τους, καμιά φορά και σε αθώους αυτόμολους Ιταλούς φαντάρους, που προτιμούσαν την αιχμαλωσία από το να πολεμούν στον άδικο αυτό πόλεμο, που κήρυ­ ξαν οι φασίστες της χώρας τους στην Ελλάδα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε του συνέστησε ο ανθυπασπι-


στης να προσέχει. Καλά, αυτό το ξέρω, θα προσπα­ θήσω να φέρω σε πέρας την αποστολή που μου ανα­ θέσατε, του αποκρίθηκε αυτός. Θα πήγαιναν στο χωριό Μπόγιανη. Βγήκαν από το αμπρί στο φως της μέρας. Σε μια στιγμή, όταν καθάρι­ σαν καλά τα μάτια τους από την αλλαγή του φωτι­ σμού, κοίταξε ο ένας τον άλλον. Η συμπάθεια γεννιέ­ ται και χαράζεται στην καρδιά μας αστραπιαία. Ετσι και ο Νίκος από την πρώτη στιγμή τον συμπάθησε τόσο, που έπιασε τον εαυτό του να κάνει αλλαγή στους υφιστάμενους όρους. Χωρίς να το θέλει, έβαλε τον εαυτό του στη θέση του αιχμάλωτου. Το μυαλό του κατακλύστηκε από άπειρες σκέψεις, από αναπά­ ντητα ερωτήματα, πέρα από τη λογική... Γιατί και πώς βρέθηκαν σ’ αυτήν εδώ τη θέση όλοι μαζί; Τι κάνουμε; Άπειρα τα γιατί... Όπως τον κοίταζε ασυναίσθητα, του λέει, λες και ήταν απαραίτητες οι συστάσεις. Εμένα, του κάνει, δείχνοντας τον εαυτό του με το χέρι, με λένε Νίκο Τσεσμελή. Νίοοΐο, Νίοοΐο, δΐ, δί, είπε ο Ιταλός, το ’πιασε τι του είπε. Ρταηοοδοο Οΐοναπηοΐΐί, λέει αυτός και έδειξε τον εαυτό του... Όταν συστήθηκαν, ξεκίνησαν να πάνε για τους άλλους. Μόλις τον είδαν οι άλλοι, του ’παν: Τσάδε, ιμσαφίρ’ μας κβάν­ σα; Ναι, τους απάντησε. Μας τον έδωσαν να τον παραδώσουμε στην έδρα του Συντάγματος, όπου θα πάμε και μεις. Χάρηκαν για την είδηση, γιατί δεν ήξε­ ραν πού θα καταλήξουν, αλλά και από την άλλη γκρίνιαζαν. Τούτ’ γοι ρουφιάν’ μας φέραν έδιου, στα βνα τς Αλβανίας! Τι δλεια είχαμι έδιου μεις! Αυτό είναι άλλο πράγμα, άλλη δουλειά, τους απαντά ο Νίκος. Αυτά να τα πείτε στο Μουσολίνι, τι φταίει αυτός ο άνθρωπος και όλοι εμείς! Άρχισαν και οι τέσσερις με μεγάλη προφύλαξη να απομακρύνονται από τη βαλλόμενη περιοχή. Όταν αλαργάρεψαν αρκετά, απυρόβλητοι πια, σηκώθηκαν και συνέχισαν την πορεία τους χωρίς προφύλαξη. Περπάτησαν αρκετή ώρα. Επειδή το χιόνι κουράζει

στο περπάτημα, κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν. Αυτός κάθισε δίπλα του. Ανοιξαν τα γυλιά τους, έκο­ ψαν από λίγη κουραμάνα και πήραν λίγες σταφίδες που είχαν για κολατσιό. Ο Νίκος έκοψε ένα κομμάτι κουραμάνα, το ’δωσε με λίγες σταφίδες στον Ιταλό, κι άρχισαν να τρώνε. Όπως ο Ιταλός έκοβε τις μπου­ κιές της κουραμάνας και σήκωνε το χέρι να τη βάλει στο στόμα, το φαρδύ μανίκι του μπουφάν του έπεσε προς τα κάτω, αφήνοντας να φανεί στο αριστερό καλαμόχερο ένα μπρασελέ ρολόι. Οι δυο συνάδελφοι το είδαν. Λέει ο ένας στον άλλο. Είδις, ε Τσακουτή; Ναι, του απαντά ο άλλος. Α του πάρουμι... Ο Νίκος ακούει, αλλά κάνει πως δεν αντιλήφθηκε τι είπαν. Πέρασε λίγο και μετά άρχισε ο ένας να παροτρύνει τον άλλο, για να κάνει την αρχική κίνηση. Σε μια στιγμή σηκώνεται ο λεγόμενος Ψωμάς, πιάνει το χέρι του Ιταλού και αποπειράται να βγάλει το ρολόι του. Αυτός γυρίζει και του λέει με τρεμάμενη παρακλητική μισοσβηθμένη φωνή: δίβηοτο, δοννοηΐΓο, Γπαπιπιει! Το αίμα του Νίκου κείνη τη στιγμή ανέβηκε, που λένε, στο κεφάλι... Άσ’ τον, ρε, τον άνθρωπο, του λέει δυναμικά, αποφασισμένος για όλα... Δεν ακούς, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέει; Ε ξέρου γω έγιτια, επέμενε. Ρε, του λέει ο Νίκος, έχεις μάνα; Ναι, έχου, φτή είνι στου χουριό, τα τ ’ κάνου; Ξέρεις, ρε, τι σου είπε; Αυτό είναι ενθύμιο της μάνας του, τονίζοντάς το όσο μπορούσε. Δεν έχεις ιερό και όσιο επάνω σου; Άσ’ τον τον άνθρωπο. Τούτ’ γοι ρουφιάν’ μας φέραν πα σ’ έγιουτα τ ’ άγριγια τα βνα, πάλι το ίδιο τροπάρι. Τα παράπονά σου στο Μουσολίνι, σ’ το ’πα και πρωτύτερα. Όπως επιστράτευσαν εμάς, επιστράτευ­ σαν και αυτόν... Τον ρώτησες αν ήρθε με τη θέλησή του εδώ πάνω; Ο Ιταλός παρακολουθεί και αντιλαμ­ βάνεται το τι συμβαίνει γύρω του και η εμπιστοσύνη του για το Νίκο μεγαλώνει και τον κάνει να πιστεύει ότι ο άνθρωπος αυτός θα τον προστατέψει από τυχόν κακοτοπιές, μέχρι να τον πάνε και να τον παραδώσουν εκεί που έπρεπε. Με παντομίμα του λέει: Βγάλ’ το από το χέρι σου και βάλ’ το κάπου, που να μη φαίνεται, γιατί να ’σαι σίγουρος πως θα σ’ το πάρουν πιο κάτω. Οι άλλοι πήγαν ν ’ αντιδράσουν. Όταν όμως τους είπε ότι θα τους αναφέρει και πιθανόν η τιμωρία τους θα ’ναι να γυρίσουν πίσω στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή, τα χρειάστηκαν και έκαναν μόκο και δεν τον ξαναενόχλησαν. Εγώ τον έχω υ π ’ ευθύνη μου αυτόν τον άνθρωπο, αλλά και αλλιώς να ήταν έτσι θα του φερνόμουνα, γιατί σκεφτείτε και βάλτε τον εαυτό σας στη θέση του, να δού­ με σας αρέσει; Γι’ αυτό καθίστε φρόνιμα... Χωρίς κανένα άλλο απρόοπτο έφτασαν στο χω ριό Μπόγιανη, βρήκε την έδρα της μονάδας, τον παρέδω­ σε και ησύχασε. (Συνεχίζεται)

(Σχέδιο του Αλέξανδρου Α. Αλεξανδράκη. Από το βιβλίο σχεδίων του, Έτσι πολεμούσαμε, 1940-41, Αθήνα 1 1968).

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ


Π Α Ο Υ Τ Ω Ν Γ Ε Ω Ρ Γ ΙΟ Υ Β Ε Τ Σ ΙΚ Α Σ Από το Α λβανικό Μέτωπο στη Μέση Ανατολή Ε πιθυμώ ντας να διασώσουμε μνήμες ανθρώπων οι οποίοι έζησαν σημαντικά γεγονότα, δημοσιεύουμε στη συνέχεια τα όσα μας αφηγήθηκε στις 18.2.2001, στα Γραφεία του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών», ο Α για σώ της α ντισ τα σ ια κ ό ς Π λούτω ν Γ εω ργίου Βέτσικας. Οι μνήμες ως ιστορική πηγή έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί βοηθούν και αυτές στην κατανόηση και στην αξιολόγηση των γεγονότων. Έ χουν όμως και τις αδυναμίες τους, γ ι’ αυτό και ο μελετητής πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, κάποτε και επιφυλακτικός, κατά την ανάγνωση ή την αξιοποίησή τους.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ο πατέρας

μου Γεώργιος Βλουτή Βέτσικας ήταν βέρος Αγιασώτης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο μάλλον το 1878. Στο γ ια γ κ ίν ι1 η για γιά μου, η Μαρία (Μαργέλ’), ήταν έγκυος στο πρώτο της παι­ δί, στον πατέρα μου. Ή ταν αδερφή της μάνας του Βασίλη Χ α τζη λ εω νίδα . Ε ξα δ έρ φ ια μου οι Χατζηλεωνίδηδες, ο χειρούργος Λεωνίδας, ο φαρ­ μακοποιός Γιάννης, ο κτηματίας Στρατής... Ο π α τέρ α ς μου έβγαλε το Γ υμ νάσιο της Μυτιλήνης2 και μετά έφυγε στη Νότια Αφρική, στο Τράνσβααλ. Εκεί ήταν πρώτος μάγειρας σε αγγλι­ κή κουζίνα. Μετά από χρόνια γύρισε στο χωριό. Επειδή δεν είχε επικοινωνήσει με τους δικούς του, όταν ήρθε, βρήκε να του κάνουν κόλλυβα! Η μάνα μου Μαρία ήταν γεννημένη στη Σμύρνη το 1897. Σε μικρή ηλικία, δυο τριών χρονών, ήρθε στη Μυτιλήνη. Η μητέρα της λεγόταν Παρασκευή, ενώ ο

Ο Πλούτων Βέτσικας (αριστερά) ως τραυματίας στο Νοσοκομείο Σερρών (24.2.1941).

πατέρας της, που ήταν Συριανός, λεγόταν Γεώργιος Ανερούσης. Τον έφεραν ως εργοδηγό σε κάποιο χυτή­ ριο. Έμενε με την οικογένειά του στον Άγιο Συμεών, δίπλα στο Χάνι της Αγιάσου. Όταν την είδε ο πατέ­ ρας μου, την αγάπησε. Ήταν 19 χρονών κορίτσι, ενώ ο πατέρας μου περίπου 38 χρονών. Είχαν διαφορά καμιά εικοσαριά χρόνια, ήταν αταίριαστο ζευγάρι. Παντρεύτηκαν στη Μυτιλήνη το 1916, μου φαίνεται. Την πήρε και έφυγαν στην Αμερική. Εγώ γεννήθηκα στο Σκενέκταντι, πόλη της Π ολιτείας της Νέας Υόρκης, στις 17.2.1917. Με βγάλανε Πλούτωνα, για να μην έχω το χωριάτικο όνομα Βλουτής. Μου έδω­ σαν ένα παρεμφερές. Ο αδερφός μου ΑλέξανδροςΠ ροκόπιος γεννήθηκε στο Μ πούφαλο, στις 28.2.1918. Στην Αμερική ο πατέρας μου ήταν μάγει­ ρας σε αγγλική κουζίνα. Για τη ζωή του δε μας έλεγε τίποτα. Πληροφορίες μας έδινε μόνο η μάνα μας.

Ο Πλούτων Βέτσικας αφηγείται τα της ζωής και της δρά­ σης του στο διευθυντή του περιοδικού, στα Γ ραφεία του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών». (Φωτογραφία Χρίστου Παναγιώτου Γλεζέλη, 18.2.2001)


Τέλος του 1919 γυρίσαμε στο νησί. Εγώ ήμουνα περίπου δυόμισι χρονών. Δε θυμάμαι την Αμερική ούτε το καράβι, με το οποίο ήρθαμε. Ο παππούς μου, ο Βλουτής, είχε αρρωστήσει στο χωριό, είχε πάθει συμφόρηση. Είχε αδερφό στην Αμερική, τον Προκόπιο, που πέθανε από φυματίωση. Επίσης είχε μια αδερφή, τη Ρήγαινα, που παντρεύτηκε το Μιχάλη Μ πίτινα και απόκτησε δυο πα ιδιά , την Αντιγόνη, σύζυγο μετέπειτα του ράπτη Παναγιώτου Παραμυθέλη, και τον Κρίσπο. Στον πατέρα μου ο παππούς μου Βλουτής, που ήταν καλός κτηματίας, έδωσε κάποια κτήματα. Δ ικό μας ήταν το κτήμα που α γόρα σ α ν οι Τζνέληδες, στην «Ν τίλ’». Το πούλησε ο πατέρας μου και άνοιξε μπακάλικο στο Σταυρί. Ήταν ιδιο­ κτησία των Ευαγγελινέληδων και το νοίκιασε. Οι δουλειές όμως δεν πήγαιναν καλά. Τα παράτησε και έγινε, το 1924 π ερίπου, ο πρώ τος άμισθος δικαστικός κλητήρας της Α γιάσου. Μετά έγινε δικαστικός κλητήρας, επίσης άμισθος, ο Δημήτριος Πετεινός. Επειδή όμως δε χωράγανε στην Αγιάσο δυο δικαστικοί κλητήρες, έφυγε στη Λήμνο, όπου εργάστηκε στο Κάστρο, στο Μούδρο και πάλι στο Κάστρο, μέχρι το 1937. Ο πατέρας μου πέθανε στην Α γιάσο το 1942. Η μάνα μου πέθανε στη Μελβούρνη το 1972, αν θυμάμαι καλά. Εγώ ήμουνα το πρωτότοκο παιδί και γεννήθη­ κα, όπως είπα, το 1917. Ο αδερφός μου Π ροκό­ πιος, που γεννήθηκε την επόμενη χρονιά, πέθανε το 1969 στην Ελευσίνα. Έχω και άλλα αδέρφια. Από αυτό: Η Ελεονόρα ήταν σύζυγος του Μυτιληνιού δασκάλου Γεωργίου Κόπανου, ο οποίος έχει αποβιώσει. Η Αλίκη, που πέθανε στη Μυτιλήνη, είχε παντρευτεί στη Μελβούρνη το Νικόλαο Καμπούρη, ο οποίος καταγόταν από την Κάσο, άλλ’ είχε γεν­ νηθεί στην Αίγυπτο. Είχε βγάλει και ένα βιβλίο. Η Ά ννα παντρεύτηκε στη Μελβούρνη το Μ ιχάλη Ζαφειρέλη, από την Άντισσα, και τώρα ζει στη

Μυτιληνιοί, στην Καφρ Υόνα Παλαιστίνης το 1943, φωτογραφίζονται με ένα ερίφιο! Λεύτερος, από αριστερά, ο Παναγιώτης Κοφινάς, τρίτος ο Πλούτων Βέτσικας...

Ενθύμιο Καΐρου (1944). Στο άρμα επάνω διακρίνεται ο δεκανέας Πλούτων Βέτσικας.

Μυτιλήνη. Ο Ευτύχιος, παντρεμένος και αυτός, ήταν στη Μ ελβούρνη, αλλά τώ ρα είν α ι στη Μυτιλήνη. Ο Δημήτριος ζει στη Μελβούρνη. Πρώτη δημοτικού πήγα το 1923 στη Μυτιλήνη, στο σχολείο που ήταν στον Άγιο Συμεών. Είχα δασκάλα τη Μαρία, η οποία ήταν ξένη και μετά παντρεύτηκε τον Αγιασώτη δάσκαλο Ευστράτιο Χατζησταύρου. Μετά, στην Αγιάσο, στη δεύτερη τάξη είχα τον Ευστράτιο Λιάκατο και στην τρίτη και τέταρτη τον Ευστράτιο Κολαξιζέλη ή Κακάβη. Μετά, στην πέμπτη και στην έκτη, πήγα στη Λήμνο. Ό τα ν επιστρέψ αμε στην Α γιάσο, πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, από την Κεφαλονιά, ο οποίος έκανε όλα τα μαθήματα. Το 1933 περίπου τέλειωσα δυο τάξεις του Η μιγυμνασίου. Κ αθυστέρησα να πάω στο Ημιγυμνάσιο, λόγω ασθένειας, και είχα συμμαθη­ τές νεότερούς μου, το Βενιζέλο Αναστασέλη, το Μιχάλη Κοντανέλη, την αδερφή του Μηλίτσα,3 το Βασίλη Τσιβγουλέλη και μια Σαπφώ Κουτσκουδή.4 Μετά το Ημιγυμνάσιο έκανα τον εργάτη ως τα 19 μου χρόνια. Ύστερα πήγα στη Μακεδονία, για να δουλέψω. Έ καναν έργα οχυρωματικά. Ή ταν εκεί και ο Κυριάκος Πασχαλιάς. Αξίζει να αναφέ­ ρω, συμπληρωματικά, πως εργάστηκα για κάποιο χρονικό διάστημα και ως στοιχειοθέτης στο τυπο­ γραφείο, όπου τυπωνόταν η καθημερινή λεσβιακή π ο λ ιτικ ή εφημερίδα «Νέος Κ ήρυξ» του Η λία Ηλιάδη, καθώς και στην Αγιάσο, όπου λειτούργησε το τυ π ο γρ α φ είο (χειρ ο κίνη το π ιεσ τή ριο) του Βασιλείου Ιακώβου. Οι μπαρμπάδες μου, τ ’ αδέρ­ φια της μάνας μου, δούλευαν ως τυπογράφοι. Στις 19 Οκτωβρίου 1938 πήγα κληρωτός στρα­ τιώ τη ς κα ι κα τα τά χτη κ α στο 22ο Σ ύ ντα γμ α Πεζικού, στον 6ο Λόχο του 2ου Τάγματος. Έγινα δεκανέας. Απολύθηκα το 1940, Ιούλιο μήνα. Το


Η προμετωπίδα του επιστολικού δελταρίου του Πλούτωνα Βέτσικα προς την αδελφή του Ελεονόρα (26.1.1945).

γραμμή. Α πό εδώ συνεχίσα μ ε με τα π ό δ ια : Αρμενοχώρι-Πισοδέρι-Κρυσταλλοπηγή-ΒίγλισταΚορυτσά-Πόγραδετς. Στο Κ αλυβάτσι, στις 16 Φ εβρουαρίου 1941, τραυματίστηκα στα πόδια και έφυγα. Ο πρώτος που τραυματίστηκε ήταν ο Παναγιώτης Λινάρδος ή Αβγό. Στο Ορεινό Χειρουργείο ήταν ο ξάδερφός μου Λεωνίδας Χ ατζηλεωνίδας. Έ μεινα μια δυο μέρες στο Χ ειρ ο υ ρ γείο κ α ι μετά πήγα στο Νοσοκομείο της Κορυτσάς. Το είχαν φτιάξει καλό οι Ιταλοί. Έμεινα στην Κορυτσά μια δυο μέρες και μετά προωθήθηκα στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία Φλώρινας και Σερρών. Από το δεύτερο μου έδω­ σαν στις 4 Μαρτίου 1941 εικοσαήμερη αναρρωτική άδεια, που έληγε στις 9 Α πριλίου και ήρθα στην Αθήνα, όπου έμεινα έντεκα μέρες. Κατέβαινα κάθε μέρα στον Πειραιά, από όπου τελικά έφυγα και ήρθα στη Μυτιλήνη. Εντωμεταξύ, στις 6 Απριλίου 1941 μας χτύπησαν οι Γερμανοί και στις 4 Μαΐου πάτησαν στο νησί μας. (Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Η πίσω όψη του επιστολικού δελταρίου.

Σεπτέμβριο του 1940, ενώ δούλευα στις Σέρρες, με κάλεσαν για τα νέα όπλα και πήγα κατευθείαν στην Α λεξανδρούπολη. Μετά κηρύχτηκε ο πόλεμος. Μ ας έβαλαν στο τρένο και φτάσαμε μέχρι το Αρμενοχώρι Φ λώρινας, γιατί μέχρι εκεί υπήρχε

1. Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στην Αγιάσο στις 14.8.1877. 2. Στο Βαθμολόγιον 1885-1901 του Γυμνασίου της Μυτιλήνης, που βρίσκεται στό Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Μυτιλήνης, αναγράφεται δυο φορές με τα παρακάτω στοι­ χεία: 1895-1896 Γυμνασίου τάξις Γ ', Γεώργ. Βέσκας, ηλικία 17, πατρίς Α γιάσος, επάγγελμα πατρός έργάτης, διαγωγή άρίστη. 1896-1897 Γυμνασίου τάξις Γ ', Γεώργιος Β. Βέσκα, ηλικία 18, πατρίς Αγιάσος, επάγγελμα πατρός έργάτης, διαγωγή οχ. καλή, Απεφ. μηνί Απριλίω. 3. Μετέπειτα σύζυγος του αυτοκινητιστή Δημητρίου Κοντέλη. 4. Μετέπειτα σύζυγος του Ευστρατίου Παναγιώτου Τζίνη, του γνωστού αποθησαυριστή λαογραφικού υλικού.


Α Ε Σ Β ΙΑ Κ Α Α ΡΧ Ε ΙΘ Α ΙΦ ΙΚ Α ΣΥ Μ Μ ΕΙΚ ΤΑ Διπλότυπα είσπραξης αγροφυλακτικού φόρου Π αλαιότερα οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αγρότες, ζούσαν από την καλλιέργεια της γης. Η φύλαξη επομένως των αγρών και η ασφάλεια των καλλιεργειών ήταν πρώτιστο μέλημα της πολιτείας και των τοπικών αρχών... Στην Αγιάσο υπήρξε Αγρονομείο, λειτούργησαν Αγροτικά Συμβούλια και εργάστηκαν πολλοί αγροφύλακες. Ολοχρονίς στα βουνά και στους κάμπους ήταν αισθητή η παρουσία εντεταλμένων οργάνων. Οι αγροκλέφτες εντοπίζο­ νταν, οι αγροζημίες περιορίζονταν. Στις μέρες μας, με την αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και με την εγκατάλει­ ψη της υπαίθρου, τα κτήματα έγιναν «ξέφραγο αμπέλι». Το γνωστό από πολύ παλιά «ζαϊράτ»,1τα Αγροτικά Συμβούλια, οι αγροφύλακες, οι κοινώς λεγόμενοι «μπιχτσήδις»,2αποτελούν παρελθόν... Στη συνέχεια δημοσιεύουμε δυο διπλότυπα είσπραξης αγροφυλακτικού φόρου (μπιχτσιδιάτ’κα λεγόταν ιδιωματικά αυτό το δόσιμο) της προπολεμικής περιόδου. Το πρώτο (διαστάσεων 11,5x11 εκ.), χρήσης 1929-1930, με αύξοντα αριθμό 250/27.10.1929, υπογράφουν και ο πρόεδρος του Αγροτικού Συμβουλίου Παναγιώτης Κωνσταντίνου Χατζησαραντινού3 και ο εισπράκτορας. Το δεύτερο (διαστάσεων 11x10,5 εκ.), χρήσης 1930-1931, με αύξοντα αριθμό 154/15.2.1931, το υπο­ γράφει ο πρόεδρος Ευστράτιος Κωνσταντίνου Καπάτος, που φαίνεται ότι εκτελούσε και χρέη εισπράκτορα. Και τα δυο είναι σφραγισμένα, αναγράφουν μάλιστα και τα τυπογραφεία, στα οποία έγινε η προεκτύπωση: ΤΥΠ. Ν. ΜΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗ και ΤΥΠΟΙΣ «ΦΟΙΝΙΞ».4Και στα δυο οφειλέτης ο Γεώργιος Βασιλείου Λυγνός.5

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Διπλότυπο είσπραξης αγροφυλακτικών Αγροτικού Συμβουλίου Αγιάσου (27.10.1929).

Διπλότυπο είσπραξης αγροφυλακτικών Αγροτικού Συμβουλίου Αγιάσου (15.2.1931).

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Τουρκ, ζίεααί (=γεωργία). Βλ. Μενέλαου Καμάτσου, Το ζαϊράτ, περ. «Αγιάσος», τχ. 82 (1994), α. 7-8. 2. Τουρκ. άεΤςί (=φρουρός, φύλακας). 3. Ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου Χατζησαραντινού (1880-1931), γνωστός και με το παρωνύμιο «Γαδούρ’», δεν άφησε απογόνους. Υπήρξε δωρητής του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου. Βλ. εφ. «Αγιάσσος» 13.12.1931 (33), σ. 4. Πένθη. Βρύση με το όνομά του (ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΧΗΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ 1930), εγκαταλειμμένη σήμερα, λειτουργούσε παλαιότερα, λίγο πιο πέρα από το Σανατόριο, πάνω από τον αμαξωτό δρόμο. Αξίζει να σημειώσουμε πως πρόεδροι του

Αγροτικού Συμβουλίου Αγιάσου διατέλεσαν επίσης ο Χριστόφας Μιχαήλ Στεφάνου, ο Ευστράτιος Αθανασίου Αλεντάς ή Μουλαδούλας και ο Ευστράτιος Κωνσταντίνου Καπάτος. 4. Διευθυντής-ιδιοκτήτης του τυπογραφείου Μυτιλήνης «Φοίνιξ» ήταν ο Ανδρέας Χρίστου Μιχαηλίδης. 5. Η γραφή του επωνύμου Λυγνός αντί Λιγνός μαρτυ­ ρεί ίσως διάθεση συσκότισης ή υψιλομανία. Πβ. Α. Εφταλιώτης, Κουβέντες, Υψιλομανία, περ. «Νουμάς» 8, 1910, αρ. 413, Εφταλιώτης, Άπαντα, τόμος δεύτερος, Αθήνα 1962, σ. 664-665.


ΑΕΣΒΙΑΚΗ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Α αΐκά παιδικά στιχουργήματα από την Α γιάσο Γ Ε υ τυ χώ ς, η άφιξη της ομορφούλας της γειτονιάς στην παρέα μας, με απαλλάσσει προσωρινά από το μαρ­ τύριο. Από τη γω νία του δρόμου εμφανίστηκε το Βασιλικά), στολισμένη με τα κυριακάτικά της, καθώς τώρα επέστρεψε με τη μάνα της από την εκκλησιά, που είχε πάει να κοινωνήσει. Το ενδιαφέρον της παρέας, προς μεγάλη μου ανακούφιση, στρέφεται τώρα προς αυτήν και της απευθύνουμε, πάντα ρυθμικά, το σχετικό δίστιχο: Βασιλ ’κέλ ’, μιτάλαβις; Τι κατάλαβις; Κι αυτή ναζιάρικα: Μια κούπα μέλ ’ τσι τ ’ παπά τουχλιαρέλ ’. Βλέπετε, στη δική μας παιδική πραγματικότητα, όλη η πνευματικότητα της θείας κοινωνίας περικλειόταν σε μια «κούπα μέλ’», ό,τι πιο λαχταριστό θα μπορούσε να απολαύσει κανείς! Καλά λένε ότι η μεγαλύτερη ευτυχία περνάει πάντα από το στομάχι! Τουλάχιστον γλίτωσα εγώ από την καζούρα, αλλά... ζήλεψε η Γεωργία, που, μέχρι να φανεί το Βασιλικά), αποτελούσε αυτή το επίκεντρο της παρέας. Έτσι λοιπόν δηλώνει αμέσως αποφασιστικά: Τν ά λ λ ’ τ ’ Τσυριατσή θα μιταλάβου τσι ’γω. Άλλο που δε θέλει η εκλεκτή ομή­ γυρη! Όλοι μαζί, στριφογυρίζοντας τον δείκτη του δεξι­ ού χεριού στην παλάμη του αριστερού, ψάλλουμε ρυθμι­ κά και εν χορώ: Να ’νταν γη ζήλια ψώρα, ούλου του κόσμου κόλλα. Και αμέσως μετά, από το πλούσιο μας ρεπερτόριο για συμπλήρωμα, σε άλλο τώρα τόνο: Ζούλιψι γη κάτα τ σ ’ έσπασι τα πιάτα, ζούλιψι τσι του κατέλ ’ τ σ ’ έσπασι ένα πιατέλ ’. Πάρε λοιπόν τώρα και συ, Γεωργία μου, τη «δόση» σου, για να μάθεις να «πθευς» (να τυραννείς, να εκνευρίζεις) τους άλλους! Με τις υγείες σου! Σαφώς εκνευρισμένη τώρα η Γεωργία μας πετά ένα «Ε σας αμουνοιάζσυ πλια» (δε σας κάνω άλλο παρέα) και απομακρύνεται, ενώ η παρέα της απαντά σμαδόν και περιφρονητικά: Ούλοι μαζουμένοι τ σ ’ ου ψουριάρης χώρια! Εντωμεταξύ και ενώ η λιακαδίτσα μας ζεσταίνει, ένα... τρελό μαρτιάτικο σύννεφο αδειάζει αστόχαστα πάνω μας το περιεχόμενό του. Τρέχουμε, πατείς με π ατώ σε, να κ αλυφ τούμε στην π ο ρ τά ρ α της κυρΑφροδίτης, ενώ δεν παραλείπουμε να κοροϊδέψουμε και τον τρελο-Μάρτη: Ήλιους ήνταν τσι βρουχή τσι παντριβγόνταν γοι φτουχοί. Και μόλις ανακαλύπτουμε και σε μια γω νία του

ουρανού ένα αχνό μισοφέγγαρο, συμπληρώνουμε: Ή λιους ήνταν τσι φ ιγγά ρ’ τσι παντριβγόνταν γοι γαδάρ ’! Περαστικά σου και σένα, κύριε Μάρτη μου, που δε μας αφήνεις να χαρούμε την ελευθερία του δρόμου και του παι­ χνιδιού! Όχι, θα σε αφήναμε... αστόλιστο! Χωμένοι τώρα στην καμάρα της πόρτας, ο ένας πάνω στον άλλο, δεν πρόκειται βέβαια ν ’ αφήσουμε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη! Τι λέτε, παίζουμε τώρα «του τζιμπώ»; Ευκαιρία να εξασκήσουμε τα δάκτυλά μας στα μπούτια του γείτονα ή ακόμα καλύτερα... στης όμορφης γειτονσπούλας. Η διαβολιά πάντα μέσα μας και πανταχού παρού­ σα! Αρχίζουμε λοιπόν πάντα με ρυθμό και μελωδία: Τζίμπι, τζίμπι του τζιμπώ, που τζιμπούν γοι ουρανοί1 τσι βγαίνουν οι αγγέλοι. Όποιους φα τα γιότιρα.2 Για ισύ για ιγώ για ι μαύρους πέτακας πέταξι, ξιπέταξι, μαύρα ρούχα γέννησι... Και το τσίμπημα πάει σύννεφο, μέχρι κοκκινίσματος των ποδιών. Ε, φτάνει πια! Ας αλλάξουμε τροπάρι. Το «πάπλωμα της κυρα-Μαριγώς» τώρα, που κρυώνουμε, θα μας ήταν πολύ χρήσιμο. Αλλά πού ’ν ’ το για; Ε, ας της το ζητήσουμε! Πού ξέρεις καμιά φορά! Ω κυρία Μαριγώ, έχεις πάπλουμα χρυσό; - Έχου τσι μιταξουτό. - Πού ’ν ’ το υ, να του δω; - Τ ο ’χ ’ ου γιος μου στου σχουλειό. - Έμαθα πους πέθανι. - Ποιος παπάς τουν έθαψι; - Γιου παπάς γιου... τσι γη παπαδιά γη... Τα χρυσοποίκιλτα μεταξωτά παπλώματα ήταν πολύ­ τιμα προικιά για τις κοπέλες και μόνο στο παιδί τους θα τα χαλάλιζαν, όταν θα πήγαινε στό «μεγάλο σχολειό», μακριά από το χωριό, μια και στην παλιά Αγιάσο μόνο δημοτικό υπήρχε και αργότερα ημιγυμνάσιο. Δεν είναι όμως κάπως περίεργη η ωμότητα της αναγ­ γελίας του θανάτου του γιου της στη μητέρα; Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η παιδική γλώσσα είναι η γλώσσα της ειλικρίνειας. Λέει πάντα τα πράγματα με τ ’ όνομά τους, χωρίς περιττές φιοριτούρες και περιστροφές. Και πολύ φυσικά η μάνα αρνείται να το πιστέψει και ζητάει σαν... πιστοποιητικό ταφής το όνομα του παπά. Και μεις, εντελώς φυσικά, προσθέταμε στο τραγουδάκι το όνομα όποιου παπά του χωριού γνωρίζαμε. Αθώα παιδικά χρόνια, γεμάτα παιχνίδια, τραγουδά­ κια και αναμνήσεις! (Συνεχίζεται)

ΓΙΑΝΝΗΣ Λ. ΠΛΠΛΝΗΣ


ΑΕΣΒΙΑΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΟΝΤΕΛΗ

Π ολλοί Λέσβιοι από τα μέσα του προπερασμένου αιώνα εκδήλωσαν ζωηρό ενδιαφέρον για τις παραδο­ σιακές εκφράσεις του πολιτισμού μας. Άλλοι α π ’ αυτούς ήταν λόγιοι, όπως ο Σταυράκης Αναγνώστου, ο Γεώργιος Α ριστείδης-Π άππης, ο Σπυρίδω ν Αναγνώστου, που αφουγκράζονταν τους παλμούς του έθνους και ανταποκρίνονταν, συνήθως έμμεσα, στις εκκλήσεις λαογράφων και όχι μόνο, οι οποίοι στόχευ­ αν στη διάσωση πρωτογενούς υλικού. Άλλοι ήταν λογοτέχνες, όπως ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο νοσταλγός της Μήθυμνας και ο διδάχος της ρωμιοσύνης, που άρδευαν τους λειμώνες της ευαισθησίας τους μ ετΐΕ·, ανάβρες της λαϊκής ψυχής. Άλλοι είχαν την απαιτού­ μενη γνωστική αρματωσιά και προχωρούσαν στη σύν­ θεση ειδικών επιστημονικών εργασιών. Αξιοπρόσεκτη η περίπτωση του Βρισαγώτη καθηγητη των γαλλικών Γεωργίου Γεωργάκη (Γεωργακή), ο οποίος σε συνερ­ γασία με το Γάλλο υφηγητή Γοοη Ρΐηοαιι εξέδωσε στο Παρίσι το 1894 το βιβλίο «Γο ΡοΙΓ-Γοτο (Ιο Γοδύοδ». Η παράδοση συνεχίζεται ως τις μέρες μας και ο αμητός είναι πλούσιος. ^ Στη χορεία των συλλογέων και των λαογράφι^ίΡ ντων λογοτεχνών ανήκει και ο Πάνος Κοντέλης, ο πολυτάλαντος Μεσοτοπίτης συγγραφέας, με την ασί­ γαστη λαχτάρα της πνευματοκαλλιτεχνικής δημιουρ­ γίας, με το υψηλό αίσθημα της ευθύνης, με ψ αξετίμητα μαλάματα του νου και της καρδιάς. Δασκαλοπαίδι του μεσοπολέμου αισθάνθηκε από νωρίς την ανάγκη ν’ αποθησαυρίσει και ν ’ αξιοποιήσει ιστόρικολαογραφικά στοιχεία της γενέτειράς του, που μέρα με τη μέρα χάνονται στο απύθμενο χωνευτήρι της λήθης/Εχέ^ ντας πλήρη επίγνωση των δυσχερείων του ε γ χ ε ΐ^ ^ τός του, αποκαλύπτει τα κίνητρα και προσδιορίζει τους στόχους του, με ασυνήθιστη υπευθυνότατα και με σεμνότητα: «Όύτε ιστορικός είμαι ούτε λαογράφός*· κι ας το ’χουν στο νου τους αυτοί που θα με κρίνουν. Απλά, πονώ για τον Τόπο μου και για τους ανθρώ­ πους του [...] Ένας ταπεινός συλλέκτης είμαι λοιπόν». Στο χώρο των γραμμάτων μας η περίπτωση του Πάνου Κοντέλη είναι ξεχωριστή. Το συγγραφικό του έργο, επιβλητικό ποιοτικά και ποσοτικά, μαρτυρεί βαθιά ψυχική συμπάθεια προς το λαό, σεβασμό προς την παράδοση και μακροχρόνια αγωνιστικότητα. Ό Μεσότοπος και γενικότερα όλο το νησί βρήκαν στο πρόσωπό του έναν ακάματο εργάτη του λαϊκού πολι­ τισμού, της τοπικής ιστορίας, της τέχνης του λόγου και του θεάτρου. Ό Πάνος Κοντέλης διαθέτει περίσσια αγάπη για την ιδιαίτερη του πατρίδα και για τους ανθρώπους της, τους επώνυμους και τους ανώνυμους. Συμβίωσε με τους συμπατριώτες του σε χρόνια δίσεκτα και τον βαρύ­ νουν λογής λογής βιώματα. Μετοίκησε και ο ίδιος από

νωρίς στό κλεινόν άστυ και είχε την ευκαιρία να γνωρί­ σει το δράμα των μαστόρων, που ξενιτεύονταν για το ψωμί τους, για την προκοπή της φαμίλιας τους. Έμαθε στα χρόνια της έντονης δεκτικότητας τη μεσοτοπίτικη ντοπιολαλιά και τη χειρίζεται με άνεση, καταβάλλοντας προσπάθεια και για την ορθή γραφή της. Έχει το χάρι­ σμα να εκμεταλλεύεται τις ακένωτες πηγές της λαογνωσίας, κερδίζοντας εξαρχής την εμπιστοσύνη των πληροφορητών του με την ανυπόκριτη ευγένειά του, με την ανοιχτόκαρδη κοινωνικότητά του, με το γοητευτικό αυθορμητισμό του. Σέβεται τον απερίτεχνο λαϊκό λόγο και τον καταγράφει με πιστότητα, αποφεύγοντας τους κουραστικούς υπομνηματισμούς και τις διορθωτικές παρεμβάσεις. Αξιοποιεί με γνώση το πσλυειδές υλικό που έχει στη διάθεσή του, δηλαδή τις πληροφορίες, τις μαρτυρίες, τις μνήμες, τις γραπτές συνεργασίες, τις ^αΤ^ηϊ^φωνημένες συνεντεύξεις, τις φωτογραφίες, τα σχέδια, τα έγγραφα. Ταξινομεί την ύλη με μεθοδικότητα, βοηθώντας τον ερευνητή στην ανεύρεση και χρησιμο­ ποίησή της. Εκτιμά το μόχθο όλων εκείνων που υπήρ­ ξαν συντρέχτες τόυ και αναγράφοντας το ονοματεπώ­ νυμό τους, κοντά στη μικρή ή μεγάλη συνεισφορά τους, δίνει δημοκρατική διάσταση στα πονήματά του. Οι εργασίες του Πάνου Κοντέλη είναι διάσπαρτες σε εφημε^ίδεξΓΗο^οε περιοδικά. Πολλές α π ’ αυτές έχουν δημοσιευτεί στα «Μεσοτοπίτικα Νέα», τη διμηνιαία έκδοση του Συλλόγου Μεσοτοπιτών Λέσβου «η ΑναγένντκΛι^ Λαογραφικό και παράλληλα διαλεκτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και σι ηθογραφικές κωμω­ δίες τόυ «Παντρουλουγήματα» (1980), «Μπισμπίλια» (1 9 8 3 )/« ^ ζιά γκ α θ ο υ ς» (1987) και «Ξιγ’τιμέν’» (1987), από τις οποίες είδε το φως της δημοσιότητας μόνο η πρώτη. Έργο πολύμοχθο και παράλληλα πολυ­ σήμαντο είναι το όίτομο «...Ο κόσμος ο μικρός...» (Αθήνα 1981, 1989). Ό πρώτος τόμος περιλαμβάνει Ιστορικά-Ααογραφικά του Μεσοτόπου, ενώ ο δεύτε­ ρος Άαογραφικά-Ηθογραφικά. Τελευταία κυκλοφόρη­ σ ε και το βιβλίο ζ ω γ ρ α φ ιέ ς του Παλιού Καιρού» (Αθήνα 199§), όπόυ αξιοποιούνται αφηγηματικά μνη­ μ ε ίο υ συγγραφέα, σχετικές με ιστορικά περιστατικά και γεγονότα,1Ικάβως και με μύθους και διηγήσεις, κυρίως του Μεσοτόπου. Ο Πάνος Κοντέλής,^ε πυργωμένο το μεράκι για το λαϊκό πολιτισμό, πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες όχι μόνο στη μικρή του ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά και στο νησί του ολόκληρο. Άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη για τους μεταγενέστερους, διασώζοντας πλούσιο λαο­ γραφικό και γλωσσικό υλικό, που κινδύνευε να χαθεί, αξιοποιώντας στοιχεία της γενιάς του και πλουτίζο­ ντας την τοπική βιβλιογραφία. Σε εποχή ραγδαίων πολιτιστικών μεταβολών εργασίες, όπως αυτές του Πάνου Κοντέλη, συντελούν στην αυτογνωσία και δρο­ μολογούν με περισσότερη σύνεση το αβέβαιο μέλλον. Αθήνα, 30.9.2001

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Νόμισαν κι οι παλιόφιλοι πως πήγα για να μείνω και με τραβολογούσανε, δε μ’ άφηναν να φύγω. Λεν ήρθα για παραμονή, είπα, π’ ανάθεμά σας, αν ήταν, θα με φέρνανε οι τέσσερις κοντά σας.

ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ Προχθές το βράδυ τράβηξα κάτα το Κοιμητήρι, με συντροφιά την ερημιά, κεριά και θυμιατήρι. Και όμως τι παράξενο, δεν ένιωθα καν μόνος κι ας μ’ έπνιγε η απελπισία, η θλίψη και ο πόνος. Να, είπα, δω η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου πιο πέρα και κάπου κει παράμερα ο τάφος του πατέρα. Εδώ ήρθε το σπίτι μας κι απέξω τι γυρεύω, όσους καημούς δεν πρόφτασαν εγώ να τους μαζεύω. Κι απ’ την πολλή τη θλίψη μου μέσα στην παραζάλη, πάνω στα μνήματα οι νεκροί ζωντάνεψαν και πάλι. Έτρεξε πρώτη η μάνα μου και μες στην αγκαλιά της με κλάματα και με λυγμούς μ’ έπνιξε στα φιλιά της. Με ρώτησε πώς τα περνώ και ποιος με δέρνει πόνος, ποιος κλαίει τώρα πλάι μου, μια κι έχω μείνει μόνος. Μάνα, της είπα, μια φορά θα γεννηθεί η μάνα, κι αν φύγει, δεν ξανάρχεται της μάνας μας το κλάμα. Έτρεξε κι ο πατέρας μου να με καλωσορίσει, μ’ άφησε βυζανιάρικο και πώς να με γνωρίσει.

Μα κάντε λίγ’ υπομονή, σώζονται τα ψωμιά μου, θα τα τινάξω σύντομα κι εγώ τα πέταλά μου. Έφυγα, μα μετάνιωσα! Λεν έπρεπε να φύγω! Αν έμενα, χίλιους καημούς μπορούσα ν’ αποφύγω. Αγιάσος, 8.12.2001

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΙΖΑ Σε μια πόλη που ’ναι γκρίζα είμαι συνεχώς στην πρίζα, πάνω κάτα) όλη μέρα, κι ούτε μια καλημέρα. Απ’ το άγχος ξεφυσάω, στη δουλειά μου για να πάω, ξεκινάω από π ς πέντε, να ’μαι ’κει στο παρά πέντε. Καυσαέριο εισπνέω, στα σκουπίδια επιπλέω, σαν αρχίζει η εβδομάδα, πονοκέφαλος, ζαλάδα. Ολη μέρα να κοπιάζω για τις δόσεις να τα στάζω, φως, τηλέφωνο και νοίκια, τα μεγάλα ζοριλίκια. Αν στην κίνηση θα μπλέξω, κι άλλο βάσανο θ’ αντέξω, άλλοι βρίζουν και μουντζώνουν, άλλοι τον καβγά σηκώνουν. «Σατιρικά»

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΔΡΑΧΜΟΥΛΑ Καλώς να ορίσει το ευρώ, που μπήκε στη ζωή μας, θέλουμε και 6ε θέλουμε, θα μείνει πια μαζί μας. Μαζί του θα κοιμόμαστε, μαζί του θα ξυπνάμε, κι όσοι στην τσέπη το ’χουμε, ωραία θα περνάμε. Να το καλωσορίσουμε με ζήλο και καμάρι, και χαιρετάμε τη δραχμή που είχε άλλη χάρη. Όλοι μα όλοι λέω εγώ πως θα προσαρμοστούμε, με το καινούριο νόμισμα θα εξοικειωθούμε. Αρκεί να υπάρχει μπόλικο κι όταν κυκλοφορήσει τις τσέπες μας τις αδειανές να έρθει να γεμίσει. Τις τσέπες μας, που δυστυχώς συνέχεια αδειάζουν, κι οι ζώνες σφίγγουν συνεχώς και δε μας λογαριάζουν. Γεια σου δραχμούλα, έχε γεια, πολλών χρόνων παρέα, ήσουνα λίγο δύσκολη, αλλά γλυκιά κι ωραία. Μυτιλήνη, 30.12.2001

ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΕΛΗ-ΚΑΜΙΝΕΛΗ

ΕΦΥΓΕΣ ΛΟΙΠΟΝ Έσβησες Όπως η πυγολαμπίδα Με το χάραγμα της αυγής Εξατμίστηκες Όπως η δροσιά Απ’ τα μπουμπούκια Των αγριοβυσσινιών Με το άγγιγμα της πρώτης ηλιαχτίδας Έγινες Ένα με τ’ άστρα Καθώς γέρνανε να κρυφτούνε Πίσω απ’ το λόφο της Πεντέλης Εχει Που κάθε απόγεμα Έστελνες τη ματιά σου

Να γλυκάνει Τις ώρες των απομάχων Έφυγες Και η μικρή σου γωνιά Μένει τώρα έρημη Διοχετεύοντας όλες τις θλίψεις Σε μας Που δεν προλάβαμε να σου πούμε Μήτ’ ένα ευχαριστώ Για τα τόσα χαμόγελα Που γενναιόδωρα Μας χάριζες ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΜΙΣΣΙΟΣ

Η ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ Σκουτιά μπαλώνει μια γριά τ’ αφέντη και του κύρη και τα δικά της τα προικιά, που τα ’χει ο χρόνος φθείρει. Σκουτιά μπαλώνει ολημερίς, τα μάτια της βουρκώνουν και στα χεράκια της θα βρεις τους ρόζους που πληγώνουν. Τα έχει στοίβα, καθαρά, και μ’ αλισίβα πλένει και καμαρώνει από χαρά ο γέρος της για κείνη. Στο δρόμο βγαίνει με ευχές, μικρό παιδί να πιάσει, σ’ έφτα βελόνες τις κλωνές, που βλέπει, να περάσει. Μπαλώματα ψηφιδωτά στα ίδια ρούχα βάζει, καινούργια κάνει τα παλιά, την όψη τους αλλάζει. Γριούλα με υπομονή τις νιές τις ορμηνεύει, φθαρμένο ρούχο, σαν φανεί, μπαλωματού γυρεύει. Κι αν τη ρωτούν καμιά φορά, τους λέει μυαλωμένα, τα ρούχα να ’χουν καθαρά κι ας Είν’ και μπαλωμένα. Μ ελίσσια, 30.6.2000

ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ


Ο ΝΕΚΡΟΤΑΛΟΣ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Αφού γινήκαμι Ιβρουπαίοι, ό,τ’ κάν’ν, θαν ακλουθονμι... γις σκουτούρις είχαμι, φουρτώσασι μας τ σ ’ άλλις, φουρούμι μη μας φέριν το ύ τ’ ακόμα πιο μιγάλη. Τώρα π ’ γινήκαμι Ιβρουπαίοι, θαν έχουμι ιφτυχάς, μη μπάτσι γέν’ τ ’ ανάπουδου τ σ ’ έχουμι δυστυχας. Προυτού κβανήσιν του ιβρώ, έπριπ’ α μας ρουτήσιν, χουντρουτσέφαλ’ είνι γ ’ Έ λλη ν’ τσι μο ζάλα θα τα ποίσιν. Αφού γινήκαμι Ιβρουπαίοι, ό ,τ’ κάν’ν, θαν ακλουθούμι, γραφτό μας ήνταν τ σ ’ έ γ ’τουτου, ιβρώ τσι μεις να δούμι. Μουρμουρίζαντου ’πι χρόνια, τσιακ π ’ του φέραν σν ακουν’σιά, μας φουρτώσαν τσι τα ψ ’λού&α, να ’χουμι για τν ακκλησιά... Κουμπιούτερ ούλ’ θα πάρουμι μόνιμου μες σ ’ πιζνέρα, μ π ά γ’ σταματήσ’ του άγχους μας, ’πο ’χουμι κάθα μέρα. Κανέναν εν ιλ’πούμι ’γω , τς γριγιούδις διαλουγούμι, αμ τσι γοι γέρ’ χεφ ό τφ α , φτοι μεις θα τς βουγηθούμι. Αν πεις κ ά τ’ χήρις, ούλ’ μέρα μι του κουμπιούτερ λιόντι, ξυράφ’ είνι βγαλμένις φτες, μη π ’στέψ’ς για να γιλιόντι... Ούλ’ άγχους φουρτουθήκαμιι, τα νεύρα μας τα σπάσαν,

αλλάξασί τς τς παράδις μας, τίπουτα ε μας πιάσαν... Μαζουμένα ήρταν ούλα, χιόνια τσι κατακλυσμοί, τσι του πιο ουραίου ήνταν πς μας αφήτσι γη δραχμή. Αμ τσ ’ έφτου π ’ ’γ ίν’ σν Α μφική, μον ήνταν παρακάτου, δυο δίδυμ’ π ύργ’ στσιπάσανι κβάρα κουρμιά ’πουκάτου... Τ ’ χρουνιά το ύ τ’ θα τνι θμούμαστι για ούλα μας τα χρόνια, για π ρ ώ τ’ φουρά ακούσαμι τσι μες σν Αθήνα χιόνια. Γοι αγρότις τνι πληρώσαν τ ’ νύφ’, αφού τ σ ’ ου Θιος τς αφήτσι, του χιόν’ ούλα τα έκαψι τσι ίσιουμα τα ποίτσι... Γοι αγροτις τσι γοι τσουμπανοί είνι προυδικασμέν’, τσάμπα πλιουν τα τίπουταντουν τσ ’ α π ’ τη δ’λειά είναι καλντ’σμέν’. Έ φτοι π ’ καθούντι μες σ ’ Βουλή ναν έβγιν σν ιπαρχία, να δουν τσι μι τα μάτιαντουν πς έχουμι δυστυχία. Μη παίρνιν μο του ψήφου μας τ σ ’ ύστερα μας ξιχάνιν, απαίτησ’ έχουμι τσι μεις, ό ,τ’ θέλουμι α του κάνιν...

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΞΑΦΕΛΗΣ

Οι Έλληνες ήταν ανέκαθεν Ευρωπαίοι... Παράλληλα όμως υπήρχαν και υπάρχουν και ομογενείς σ’ όλες τις ηπείρους της υφηλίου... Αναμνηστική φωτογραφία από σύναξη Αγιασωτών στο σπίτι του συνεργάτη-ανταποκριτή του περιοδικού «Αγιάσος» Στρατή Χατζηχρυσάφη, στο Χγάηογ (3 νοΓηοη Ανο, Ε»δΙ ΓοΚβδ), στις 19.11.1998. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Ράπτης, Δημήτριος Λιάκατος, Στρατής Χατζησάββας, Παναγιώτης Τζέγκος (Μελβουρνιώτης συνεργάτης-ανταποκριτής), Γρηγόρης Ξαφέλης, γιος του σατιρογράφου, Γιάννης Ψωμάς (Σκοπελιανός), Γιάννης Χατζηβασιλείου, Στρατής και Παναγιώτης Χατζηχρυσάφης.


ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΑΣ Η ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ Η παράσταση «Του Νεκρού Αδελφού» στο Μόλυβο Συμμετέχοντας στο τριήμερο Συνέδριο με θέμα «Ο Αργύρης Εφταλιώτης στα Νεοελληνικά Γράμ­ ματα», που διοργάνωσαν ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου, η Ε τα ιρ εία Α ιολικώ ν Μ ελετών και ο Δήμος Μήθυμνας, στη Μήθυμνα, από τις 27 έως τις 29 Ιουλίου 2001, το Αναγνωστήριο η «Ανάπτυξη» Αγιάσου παρουσίασε το Σάββατο, 28 Ιουλίου, στις 9.30 μ.μ., στο Κάστρο της Μήθυμνας, το έργο «Του Νεκρού Αδελφού», βασισμένο στην ομώνυμη παρα­ λογή και στο δράμα του Εφταλιώτη «Ο βουρκόλακας». Την παράσταση παρακολούθησαν όλοι οι σύνεδροι, οι δήμαρχοι Μήθυμνας και Αγιάσου και πάρα πολύς κόσμος. Σχετικά με το έργο, τον Αύγουστο του 1923, στην εφημερίδα «Εμπρός», ο Κωστής Π αλαμάς έγραφε: «Εκ των πρώτων ο Εφταλιώτης ήνοιξεν εις το δράμα τας πύλας της ονειροφαντάστου ποιήσεως· ο «Βρυκόλακάς» του είναι η δραματοποίησις του άσ μ ατος του «Νεκρού αδελφού», του παγκόσμιας φήμης επικού αποκτήματος της δημώ­ δους Μούσης. Εάν ποτέ οργανωθή το ανοργάνωτον ακόμη νεοελληνικόν θέατρον, το οποίον, με όσα και αν λέγουν, δεν είναι πτωχόν εις έργα, άξια προσοχής, ο «Βρυκόλακας» πιθανώτατα θα συγκαταλεχθή εις το δραματολόγιον, διά να δοκιμασθή οπωσδήποτε και από σκηνής η αναμφισβήτητος αξία του η ρηξικέλευθος». Το πολύ δύσκολο αυτό έργο, που ελάχιστες φορές έχει παρουσιασθεί θεατρικά, διασκεύασε η

Μαρία Αϊβαλιώτου και αφού το μπόλιασε με απο­ σπά σμ α τα από την π α ρα λογή του «Νεκρού Αδελφού», το σκηνοθέτησε θαυμάσια σε μια παρά­ σταση, όπου εκτός από τους ηθοποιούς συμμετείχε ζω ντα νά στη σκηνή η κ ο μ π α ν ία του Α να γνω ­ στηρίου, ντύνοντας το έργο μουσικά με σκοπούς από τη μουσικοχορευτική παράδοση της Αγιάσου. Τους ρόλους ερμήνευσαν με μεγάλη επιτυχία η Μαρία Αϊβαλιώτου, ο Γιάννης Αλ. Παπάνης και η Γιώτα Μ αϊστρέλλη. Α φηγητής ήταν ο Άκης Βερίλλης και το χορό αποτελούσαν η Ευστρατία Κ λειδα ρά , η Ελένη Χ ατζηχρυσάφη, η Σ απφ ώ Βερίλλη, η Στέλλα-Μαρία Σταυρακέλλη, η Ελένη Καλιοντζή, η Αρχοντούλα Βαρβάκη και ο Κων­ σταντίνος Σαββέλος. Έ παιξαν οι μουσικοί: Χ α­ ρίλα ος Ρ όδα νος, Στρατής Κοιζαντζής, Γιάννα Μ αϊστρέλλη, Θεόφιλος Χτενέλλης και Γιώργος Σταυρακέλλης. Τα σκηνικά επιμελήθηκαν ο Δη­ μήτρης Καμαρός και ο Τάκης Καμπουρέλλης, τη μουσική ο Στρατής Κ αζαντζής και ο Προκόπης Μ αϊστρέλλης και το υ ς φ ω τισ μ ο ύ ς ο Κ ώ στας Καρατζάς. Για την παράσταση τυπώθηκε πολυσέλιδο πρό­ γραμμα με το κείμενο της παράστασης και με άλλο πλούσιο συμπληρωματικό υλικό, ύστερα από έρευ­ να του Παναγιώτη Σκορδά, ενώ τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες από τις πρόβες τράβηξε ο Στρατής Τσουλέλλης.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ

Στιγμιότυπο από την παράσταση του έργου «Του Νεκρού Αδελφού» στο Κάστρο Μολύβου (28.7.2001)


ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΘΙΑΣΩΝ ΣΤΗΝ ΚΩ Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου πρώτευσε Α π ό 5 έως 14.10.2001 πραγματοποιήθηκε η ΙΔ' Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου στην Κω. Σ ’ αυτή τη Συνάντηση συμμετέσχε κα ι η Θεατρική Ομάδα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, με το έργο «Του Νεκρού Αδελφού». Η παράσταση δόθηκε στις 8.10.2001 στο Ρωμαϊκό Ωδείο. Ήταν μια παράσταση, που όσοι την παρακο­ λούθησαν θα τη θυμούνται για πολύ καιρό. Τα στη­ μένα σκηνικά δέθηκαν με το φυσικό χώρο και έγιναν ένα. Το αρχαίο θέατρο τ ’ αγκάλιασε και τα έκανε δικά του. Από νωρίς άρχισε η προσέλευση του κόσμου και μισή ώρα πριν από την έναρξη το θέατρο ήταν κατά­ μεστο. Τα φώτα έσβησαν, ένα φως φώτισε τη σκηνή και η παράσταση άρχισε. Από τις πρώτες σκηνές και με την υπόκρουση της ενσωματωμένης μουσικής φάνηκε ότι οι θεατές δεν παρακολουθούσαν απλά, αλλά συναισθηματικά σιγά σιγά έμπαιναν στο έργο. Γινόντουσαν κι αυτοί πρωταγωνιστές. Το κλάμα τους ή η χαρά τους βουβή, μα στο τελείωμα κάθε σκηνής το χειροκρότημα ήταν δυνατό. Στο τέλος της παράστασης το βουβό κλάμα, η βουβή χαρά όρμησαν από τα κατάβαθά τους και βγήκαν αυθόρμητα από το στόμα τους με απανωτά μπράβο! Χ αιρέ­ τησαν οι ηθοποιοί και οι μουσικοί και αποσύρθη­ καν, όμως οι θεατές έμεναν, χειροκροτούσαν και φώναζαν μπράβο! Καλούσαν όλους τους συντελε­ στές να ξαναβγούν κι αυτοί ξαναβγήκαν και ξαναβγήκαν. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός, που ο κόσμος

Η προμετωπίδα του σαραντασέλιδου Προγράμματος (διαστάσεων 24x17 εκ.) της παράστασης του έργου «Του Νεκρού Αδελφού», που επιμελήθηκε φιλολογικά και αισθητικά ο συνεργάτης μας Παναγιώτης Στυλιανού Σκορδάς.

Ο πρόεδρος Κλεάνθης Κορομηλάς με το Θεατρικό Τμήμα και τους αναγνωστη­ ριακούς στο ξενοδοχείο «Πανόραμα» της Κω ( 10. 10.2001).


Αναμνηστική φωτογρα­ φία των αναγνωστηριακών στους αρχαιολογι­ κούς χώρους της Κω (9.10.2001).

δεν έφευγε, αλλά έτρεχε στα καμαρίνια να συγχαρεί και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την τέλεια παράσταση, που του προσφέρθηκε. Το αποτέλεσμα είχε κριθεί και δεν μπορούσε να είναι άλλο από την πρώτη θέση. Η Επιτροπή, απλά επικύρωσε αυτό που ο κόσμος αποφάσισε. Στην πρώτη θέση το Αναγνωστήριο Αγιάσου. Ακόμη μια επιτυχία στο ενεργητικό του. Αξίζουν συγχαρητήρια σ’ όλους τους συντελε­ στές (ηθοποιούς, μουσικούς, σκηνογράφους, φροντι­ στές) κτλ., καθώς και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου, που στήριξε αυτή την προσπάθεια.

π ροηγούμενα, την Παρασκευή, 5.10.2001, το έργο παίχτηκε στην Αθήνα, στο Θέατρο «Περοκέ» και

το παρακολούθησαν οι Αγιασώτες, κάτοικοι Αθηνών. Το έργο και οι ηθοποιοί άγγιξαν την ψυχή τους, τους απελευθέρωσαν το συναίσθημα, τα μάτια υγράνθηκαν και απαλά κύλησε το δάκρυ στο μάγουλο. Η παράσταση ήταν πετυχημένη και χειροκροτή­ θηκε θερμά. Στη συνέχεια το Μουσικό Τμήμα ανέ­ λαβε να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους με παλαιά αγιασώτικα-λεσβιακά και μικρασιατικά τρ α γο ύ δ ια , π α ιγμ έν α α ρ ισ το τεχ ν ικ ά από την Κομπανία του Αναγωνστηρίου και τραγουδημένα από τις Αγιασώτισσες που την πλαισίωναν. Ευχόμαστε στο Αναγνωστήριο πάντα τέτοιες επιτυχίες κι ακόμη πιο μεγάλες, να έχει δύναμη να συνεχίσει, γιατί θέλει και μπορεί.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΙΛΛΗΣ

Στιγμιότυπο από την παράσταση του έργου στην Αθήνα, στο Θέατρο «Περοκέ» (5.10.2001).


Μ Ν Η Μ Ε Σ ΑΠΟ ΔΥΣΚΟΑΑ Χ Ρ Ο Ν ΙΑ Στ' Οργισμένος σηκώθηκε και με χαστούκισε. Πιο οργισμένος εγώ του τα έψαλα: «Θα πρέπει να ντρέ­ πεσαι, που χτύπησες αξιωματικό που πολέμησε στην Α λβανία και διακρίθηκε». «Πάρτε τόσον». Ο μαγκουροφόρος που με παρέλαβε με οδηγούσε προς το σκοτάδι, χτυπ ώ ντά ς με όχι πολύ δυνατά. Υπέθεσα ότι το ’κανε γ ι’ αυτούς που ενδεχομένως τον έβλεπαν. Μα όχι. Μόλις βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μου έδωσε τρεις απανωτές γερές και συγχρόνως, πριν προλάβω να αντιδράσω, με έσπρωξε δυνατά. Έχασα τα βήματά μου, γιατί ήταν κατήφορος, και την ώρα που θα έπεφτα με τα μούτρα, πολλά χέρια μαζί με άρπαξαν και με βοήθησαν να σταθώ όρθιος. Ήταν αυτοί που είχαν προηγηθεί. Όταν ξημέρωσε, μας οδήγησαν σε μια μεγάλη σκηνή. Ήμαστε περί­ που ογδόντα. Τις επόμενες μέρες, α π ’ αυτούς που πήγαν για αγγαρεία, μάθαμε ότι μας ετοίμαζαν κλω­ βό προς τα ορεινά. Να ’μαστέ πάλι από την αρχή. Καιρός να γυρίσω στο Α' Τάγμα, όπου με οδηγού­ σαν οι συνοδοί μου. Στην παραλία βρίσκονταν

καμιά δεκαριά αξιωματικοί και χωροφύλακες. Ο ανώτερος, ένας ταγματάρχης, καθόταν σ’ ένα βράχο. Ένας ηλικιωμένος και κουτσός ανθυπομοίραρχος άρχισε τις ερωτήσεις. «Από πού τον φέρνετε αυτόν;» Μόλις ακούστηκε ότι ήμουν έκπτωτος αξιωματικός, το ενδιαφέρον κορυφώθηκε. «Πώς λέγεται;» Στο άκουσμα του ονόματος μου ο ανθυπομοίραρχος, γυρίζοντας προς τον ταγματάρχη: «Ξέρετε τι κουμά­ σι είναι αυτός, κ. διοικητά;» Ζωηρή ήταν η έκπληξή μου. Τι διάβολο ατυχία κι αυτή,, μόλις πάτησα το πόδι μου στον καινούργιο τόπο διαμονής. Όμως αδίκως ανησύχησα. Τον ανθυπομοίραρχο δεν τον ξαναείδα. Τον μετέθεσαν, φαίνεται. Ούτε και από κανέναν άλλον είχα οποιαδήποτε ενόχληση στους 13 μήνες που έμεινα στο βόρειο τμήμα του Δ ' τάγμα­ τος. Πεινούσαμε. Το φαγητό πολύ λίγο (ακόμα και για παιδί), αλλά καλομαγειρεμένο, με την επίβλεψη υπεύθυνης επιτροπής, και καθαρό. Διψούσαμε. Πολλές φορές μοιράσαμε το νερό με κουταλάκι του γλυκού. Υπήρξαν μέρες που δεν ήπιαμε καθόλου νερό. Όλα αυτά τα έσβηνε το μεγάλο πλεονέκτημα, που οι άλλοι εξόριστοι πολίτες ούτε το υποψιάζο­ νταν, αφού δεν είχαν περάσει από τα στρατιωτικά τάγματα. Ο ήρεμος ύπνος. Χωρίς την αγωνία τι θα συμβεί κατά τη διάρκειά του. Στη σκηνή του τρίτου κλωβού (τέσσερις ήταν όλοι οι κλωβοί του βορείου τμήματος του Δ 7 τάγματος), όπου έμεναν κι άλλοι δυο Μυτιληνιοί (μακαρίτες τώρα πια), ο Γιώργος Π αρασκευάς, σερβιτόρος, και ο Α πόστολος Μόσχος, οδηγός ταξί, ποτέ δεν μπήκε χωροφύλα­ κας. Με τον μπαρμπα-Νίκο Πασαλή κουβεντιάζαμε τακτικά. Ηταν ζωηρός συζητητής, αλλά ποτέ δεν έβριζε. Μονάχα μια κουβέντα, ολίγον βρόμικη, του είχε κολλήσει και την πετούσε, χωρίς να υπάρχει ιδι­ αίτερος λόγος: «Εμ άκσι μι να σι πω. Ξέρ’ς τι λεν στου χουριό μ’; Χέζου σι, τυρί τριμμένου τσ’ αλυφαντιανό σκατό». Να λοιπόν η σχέση «Αλυφαντά αλυφαντιανό σκατό - μπαρμπα-Νίκος». Ποτέ δεν τον ρώτησα τι το ιδιαίτερο είχαν τα «αλυφαντιανά». Μια μέρα που συζητούσαμε στον παραλιακό δρόμο, παίρνοντας αφορμή από τη σκηνή, όπου έμενε ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, η οποία βρισκόταν σε επαφή σχεδόν με το δρόμο, μου είπε: «Το 192... με

Μακρόνησος. Φωτογραφία, στην οποία εικονίζονται έφε­ δροι αξιωματικοί μετά το κούρεμα. Στο μέσον της «προτε­ λευταίας» σειράς, διακρίνεται ο Βασίλης Πετεινέλλης, με ελαφρά κλίση του προσώπου προς τα δεξιά. (Από το βιβλίο του Νίκου Μ άργαρη, Ιστορία τής Μακρονήσον, μέρος δεύτερο, Δωρικός, Αθήνα 1982, σ. 277).


πήγαιναν εξορία και δεν υπήρχε άλλος κομουνιστής, για να τον δέσουν μαζί μου, με τους ίδιους κελεπτσέδες (χειροπέδες). Μ’ έδεσαν μ’ έναν κατσικο­ κλέφτη. Σήμερα υπάρχουν στην εξορία από λούστρος ίσαμε στρατηγός. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω». Καημένε μπαρμπα-Νίκο, παραφράζοντας τον τίτλο του πρώτου βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», θα πω: «Καλά εσύ πέθανες νωρίς». Ο μπαρμπα-Νίκος πέθανε στο Γηροκομείο Μυτιλήνης το 1985. Δεν έζησε την τραγωδία της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τραγικοί γονείς όμως αυτός και η γυναίκα του επέζησαν του θανάτου από καρκίνο και των δυο παιδιών τους. Του Βασίλη και της Πόπης. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου «Καμάρες», στο ύψος του γαλατάδικου τ ’ Νκουλάρα, υπήρχε το σπιτά­ κι της κυρα-Βασιλικής Τεμπέλη. Χήρεψε νω ρίς (κάποιος παλικαράς σκότωσε τον άντρα της) και για να μεγαλώσει τα δυο αγόρια της μετέτρεψε το ισόγειο του μικρού σπιτιού σε καφετζίδικο. Το μεγάλο γιο της, το Στέλιο (πέθανε πριν από πολλά χρόνια), τον γνώ-

Μακρόνησος, Γ' Κ.Π.Α., 22.2.1948. Ο Βασίλης Πετεινέλλης (αριστερά) με τον Κώστα Μανιάτη, μπροστά στη σκηνή, στην οποία έμεναν μαζί με άλλους 12.

Στη Μακρόνησο ως σκαπανέας ήρθε και ο Αγιασώτης Ευστράτιος Αβδελέλλης (αριστερά). Οι φοβερές όμως συνθή­ κες κλόνισαν την ψυχική του υγεία, όπως και τόσων άλλων, καταπώς γράφει ο Νίκος Μάργαρης στο βιβλίο του «Ιστορία τής Μακρονήσου», μέρος δεύτερο, Αωρικός, Αθήνα 1982, σ. 244-245. (ΓΈνας πίνακας μέ λίγα ονόματα:), 245: 27. Αβδελλάς Ευστρ, άπό τήν Αγιάσσο Λέσβον (10-8-48). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γ ιάννης Ευστρ. Αβδελέλλης)

ρισα από κοντά εκεί στην εξορία, στο Δ ' τάγμα. Στη Μυτιλήνη δούλευε σε μιαν επιχείρηση ως ανειδίκευ­ τος εργάτης σε χαμαλοδουλειές. Πολλοί θα μπορού­ σαν να πάρουν διδάγματα ήθους από τον αγράμματο αυτόν χαμάλη. Σε αντιμετώπιζε πάντα με χαμόγελο, ήταν λίγες και σωστές οι κουβέντες του, δεν έβριζε ποτέ και δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του. Στην ίδια πλευρά του δρόμου, πριν από το σπιτάκι της κυραΒασιλικής, πρόβαλλε μες στην πλατεία ο φούρνος, απ’ όπου αγοράζαμε ψωμί και πυρήνα για τα μαγκά­ λια. Ο φούρνος χώριζε την οδό Καμάρες από την Τσαμαδού, που ανεβαίνει κι αυτή προς τα δυτικά και καταλήγει σε αδιέξοδο. Στη δεξιά γωνία της Τσαμαδού βρισκόταν το μπακάλικο του Κουκουμπέτσου, με παραπόρτι σ’ αυτήν και πρόσοψη στη Θεόκριτου. Το μπακάλικο το δούλευαν ο πατέρας Κουκουμπέτσος με το μεγαλύτερο γιο. Με το μικρότερο γιο, τον πάντα γελαστό Λευτέρη, που ήταν μεγαλύτερος μου δυο χρό­ νια, γνωριστήκαμε καλά στην Ανωτάτη Εμπορική, όπου είχε εισαχθεί ένα χρόνο πριν από μένα, και στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Σύρου, απ’ όπου αποφοιτήσαμε το Γενάρη του 1940. (Συνεχίζεται)

ΒΑΣΙΑΗΣ ΠΕΤΕΙΝΕΑΑΗΣ


Ο ΦΙΑΟΠΡΟΟΛΟΣ ΣΥΑΑΟΓΟΣ ΑΓΙΑΣΩΤΩΝ έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα και τίμησε την προστάτιδά του Σ τ ις 13.1.2002, στην πλακιώτικη ταβέρνα «Το στέκι του Κ ρητικού» (Μ νησ ικλέους 24), ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών» έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα του, το μεσημέρι, όπως έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια. Έ γινε η καθιερωμένη ευχή από τον αντιπρόε­ δρο κ. Νεκτάριο Χατζηπροκοπίου, μετά κόπηκε η πίτα και ακούστηκαν τα παραδοσιακά κάλαντα, με τον αγιασώτικο ιδιωματισμό τους, τα οποία έψαλε η χορωδία του Συλλόγου μας. Στη συνέχεια σερβι­ ρίστηκε το γεύμα και άρχισε ένα π ρ α γμ α τικ ά νησιώτικο γλέντι, με ποικιλία χορών, όπου πρωτο­ στάτησαν βέβαια τα νησιώτικα. Προσφέρθηκαν επίσης σπιτικοί κουραμπιέδες και «φνίτσια» αγια­ σώτικα, φτιαγμένα με την πα λιά παραδοσιακή συνταγή. Το φλουρί της πίτας ήταν, όπως πάντα, προσ φ ορ ά του συ μ π α τρ ιώ τη μας χρ υ σ ο χό ο υ Μιχαήλ Σαμοθράκη. Τυχερή της χρονιάς ήταν η Βάνα Γέρου-Κανιμά. Τυχερός επίσης της χρονιάς ήταν ο σ υ μ π α τρ ιώ τη ς μας γ ια τ ρ ό ς Γεώ ργιος Σκλεπάρης, που κατά παράξενο παιχνίδισμα της τύχης -το λαχνό τράβηξε ο γιος του Στρατής- κέρ­ δισε την τηλεόραση. Την εκδήλωσή μας τίμησαν με την παρουσία τους ο τ. βουλευτής επικράτειας Ιωάννης Τζωάννος. Συγχαρητήρια τηλεγραφήματα μας έστειλαν ο υπουργός Αιγαίου Νίκος Σηφουνάκης και ο βουλευ­ τής του ΠΑΣΟΚ Φραγκλίνος Παπαδέλης, οι οποίοι λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων τους δεν μπόρε­ σαν να έρθουν, παραβρέθηκαν όμως αντιπρόσωποί

Οι καλαντιστές του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» (13.1.2002).

τους. Επίσης παραβρέθηκε ο εκπρόσω πος του νομάρχη Λέσβου Δημητρίου Βουνάτσου, ο δήμαρ­ χος Αγιάσου Παναγιώτης Ψυρούκης, ο αντιδήμαρχος Αγιάσου Αντώνης Βάλεσης, ο πρόεδρος της «Ομοσπονδίας Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής» Γεώργιος Κ ατσικάτσος και ο εκπρόσω πος του Συλλόγου Βρισαγωτών Σταύρος Παρασκευάς. Το γλέντι κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα και η ορχήστρα ανέβαζε το θερμόμετρο όλο και πιο ψηλά με τα κεφάτα τραγούδια της. Φύγαμε όλοι καταευχαριστημένοι. Ευχόμαστε και του χρόνου να γιορτάσουμε όλοι μαζί, γεροί και μονοιασμένοι.

Στιγμιότυπο από την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας.


ΦΩΤΟΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Στιγμιότυπο από την εκδήλωση. Ο δήμαρχος Παναγιώτης Ψυρούκης απευθύνει χαιρετισμό στους συμπατριώτες του.

Σ τ ι ς 3.2.2002 ο « Φ ιλ ο π ρ ό ο δ ο ς Σ ύ λλο γο ς Α γιασ ω τώ ν» τίμησε την π ρ ο σ τά τιδ ά του, την Π αναγία την Α γιασώτισσα, στον ιερό ναό του Α γίου Β α σ ιλείο υ , στη συμβολή τω ν οδώ ν Μετσόβου και Μπουμπουλίνας. Είναι μια πολύ συμπαθητική εκκλησία, αγιογραφημένη εξ ολοκλήρου από τον Κωνσταντίνο Αρτέμη, μαθητή του Νικηφόρου Λύτρα, ενώ τα α ρ χ ιτεκ το ν ικ ά σχέδια είν α ι του Α ναστασίου Ο ρλάνδου. Εφημέριος του ιερού ναού είνα ι ο σεβάσμιος ιερέας π. Βασίλειος, που έχει αναπτύξει έντονη φιλανθρωπική δράση. Εδώ λοιπόν πραγματοποιήσαμε την καθιερωμέ­ νη γιορτή του Συλλόγου μας και είχαμε την ευκαι­ ρία να κάνουμε γνωστό το χωριό μας και την ιστο­ ρία του σε πλήθος κόσμου. Στη συνέχεια μεταβήκαμε με τα πόδια στα γρα­ φεία του Συλλόγου μας. Εκεί ο κόσμος είχε την ευκαιρία να χαρεί την αίθουσα, πλήρως ανακαινισμέ­ νη -μοσχοβόλαγε ακόμη το βερνίκι στο πάτωμα και οι μπογιές στους τοίχους- με την επιμέλειά και την επιστασία του άοκνου προέδρου Βασιλείου Αούπου. Στην προσπάθεια αυτή συνέδραμε και ο Χρίστος Γλεζέλης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Προσφέρθηκαν καφεδάκια, κουλουράκια, ξηροί καρποί και κυρίως «ζαγλαπίδις», δηλαδή μαλακά στραγάλια, με σταφίδες, για να μην ξεφεύγουμε και από τα αγιασώτικα έθιμα. Μας έλειπε η ζωντα­ νή μουσική, αλλά αναπληρώθηκε κάπως με κασέ­ τες και με παλιά αγιασώτικα τραγούδια... Και του χρόνου να μας αξιώσει ο Θεός και η Παναγία μας η Αγιασώτισσα, να συνεορτάσουμε με μεγαλύτερη συμμετοχικότητα...

ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ-ΚΟΥΛΟΥΝΕΛΗ Συμβολαιογράφος Αθηνών

Κοριτσόπουλα της Αγιάσου, πιασμένα χέρι χέρι, στο προ­ αύλιο της Αγίας Τριάδας... Διακρίνονται, από αριστερά, η Μαρία Παναγιώτου Κατζιλέλη, η Μαρία Παναγιώτου Πράτσου, η άτυχη Ειρήνη Ελευθερίου Χατζηεμμανουήλ, που αναπάντεχα έφυγε από τη ζωή, και η Ελπινίκη Ευστρατίου Γαββέ. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Παναγιώτου Χατζηπαναγιώτης)

Η Αρτεμίσια Φωτίου Κουμλέλη με τη θυγατέρα της Ευαγγελία, σύζυγο Γεωργίου Ραφτέλη, και τα εγγόνια της Παναγιώτη και Φιλίτσα Ραφτέλη. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γιάννης Γεωργίου Ραφτέλης)


ΓΗ ΦΑΓΟΥΡΑ

Μ ια χ ’μουνιάτ’σσα μέρα σν Αγιάσου, στου παλιό του Δημαρχείου, που ’νταν σ’ ένα ισόγειου μες στου Χ ά ν’ τς Ακκλησιάς, κάντνταν μαντρισμέν’ τσι δλέβγαν γ ’ υπάλληλ’, γιου Μ ’χάλ’ς του Γαλιτσέλ’, γιου Μιλτιάδης γιου Χουτζαίους τσι γη Γιαννούλα γη Ανιστασέλινα, γη δασκάλα. Του κρυ­ γιώμα ήταν ανυπόφορου τσ’ ας δούλιβγι γη σόμπα. Μ ιλτιάδης φόργι ένα μαλλένιου σκούφου τσ ’ εν ίλιγι α τουν βγάλ’. Τουν έτρουγι όμους του τσιφά­ λιντ τσι κάθα λίγου τσι λ ιγά κ ’ το ’τριβγι απού πόνου μι του χέριντ. Γιου Μ ’χάλ’ς π ’ τουν ίβλιπι παραξινέφτσι τσι ρώτ’σι: - Ε Μ ιλτιάδη, για τί ε βγάζ’ς του σκούφου, α ξύσ’ς του τσιφάλ’ σ’; - Γιατί, ε Μ’χάλ’, σι πείραξι; Συ του κώλου σ’, άμαν έχ’ς φαγούρα, βγάζ’ς του παντιλόν’ σ’, τσι τουν ξεις; Αποπα, 12.2.2002

πο. Αποτέλεσμα; Να τρελαθεί από τον καημό του ο φ ουκαράς ο μάγειρας, που έκανε τόσο λίγο πατσά, ενώ θα μπορούσε να ’βγαζε ένα πολύ καλό μεροκάματο... Την άλλη μέρα λέει στον εαυτό του μονολογώντας... Δεν την ξαναπατώ... Έκανε ένα καζάνι πατσά... Ό ταν ήταν π ια έτοιμος, βγήκε στην πόρτα του μαγαζιού του, κορδώθηκε, έριξε και μια φωνή δυνατή, τρίβοντας τα χέρια του από ικανοποίηση. Έ χ ’ κατσιά, ρε ’θρώ κ’, λάτι τώρα σ τ ’ ζιστή! Μάταια όμως περίμενε τη μαζική προ­ σέλευση των χθεσινών πελατών... Πού να φαντα­ στεί ο δύσμοιρος ότι ο Τσόκαρος είχε φροντίσει γ ι’ αυτό, εμποδίζοντας τους να πάνε για πατσά... Ψυγεία τότες δεν υπήρχαν... Αποτέλεσμα, να τρώ­ νε επί μέρες όλοι στο σπίτι πατσά, που τελειωμό δεν είχε, έως ότου άρχισε να παίρνει να χαλάει, δηλαδή να γίνεται επικίνδυνος για δηλητηρίαση. Τότες πια αποφάσισε με μεγάλη του λύπη να τον ταΐσει στο θρεφτό, στο γουρούνι που είχε, μετριά­ ζοντας έτσι λίγο τη ζημιά...

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

ΚΟΥΣΣΥΦ’ ΜΙ ΚΑΡΤΣΙΣ

Γ η αδριφή

μ ’, γη Μ αρίγια, μαγείριψ ι κουσσύφ’. Τν ώρα που κάτσαν α φαν, ίβρι γιου γιόσιτς πα στα πουδάριαντουν δυο φτιρό τσ’ είπι: Ω μα, μι τς κάρτσις τς μαγείριψις τς κουσσύφ’; Αθήνα, Δεκέμβρης 2001

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΟΥΠΟΣ

ΤΑ ΦΤΑΕΑΙΑ ΓΙΝΗΚΑΝ ΠΛΕΛΙΑ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

ΕΧ’ ΠΑΤΣΙΑ; Μ ια μέρα ο Στρατής ο Τσόκαρος έστειλε έναν μικρό να του πάρει πατσά από το Νεοκλή Νίντρα, που είχε το μαγειρείο του στο νυν κατάστημα του Μιχάλη Σουσαμλή, του Μανού, πολύ πριν γίνει φούρνος. Ο μικρός γύρισε με άδειο το βαθύ κύπελ­ λο. Εν έχ’, ε Στρατήγ’, τέλειουσι, πήραν τνα... Ο Στρατής το ’πιασε. Τι κάνει; Επικοινώνησε μ’ όλους όσοι είχαν μαγαζιά μέσα στο Χ άνι, που ήταν πολλοί, και άρχισε να τους στέλνει έναν έναν στο συγκεκριμένο μάγειρα, να ζητάνε πατσά... Δεν έφταναν όμως αυτοί, βγήκε και μέσα στην Αγορά. Όλοι οι «καμπόσκυλοι» λοιπόν μπήκαν στο κόλ­

Γ ιου Σπύρους, γιου Ν ταγούτ’ς, σαν αρχίσιν τσ’ αρχόντι σν Αγιάσου τουρίστις, απλών’ τ ’ πραμάτειαντ σι μιαν άκριγια τ ’ δρόμου τσι π ’λεί α π ’ ούλα: διουσμαρίδ’, τ ’ Άγλια του χουρτάρ’, μέντα, αρίγαν’, φτλέλια... Άμα χρειγιαστεί, διαλαλεί τσι του πράμαντ, αλλά σ τ’ α για σ ώ τ’κα, που εν τα καταλαβαίνιν τσ’ ούλ’. Μια μέρα μια ξέν’, που ένι καλούκ’σι τ ’ λέξ’ φτλέλια, τουν πλησίασι τσι τ ’ γύριψι τριγιά πλέλια! Σπύρους κακούβαλι τσι τς είπι: Κυρά μ’, λάθους κάν’ς, εν είνι έδιου πτηνουτρουφείου! Έ δ ιο υ π λ ιο ύ μ ι μο φ τλέλια για τα καντήλια! (Από αφήγηση του ιδίου. Αγιάσος, 12.8.2001)

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


ΤΙΜΗΘΗΚΕ Ο ΤΣΙΑΜΗΣ

Λ·> Η ΠΙΤΑ ΤΗΣ ΝΕΛ Σ τ ι ς 26.1.2002, η Ο μοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ) έκοψε την πρωτοχρο­ νιάτικη πίτα στο λιμάνι του Πειραιά, στο καλοτά­ ξ ιδ ο π λ ο ίο «Μ υτιλήνη». Η συμμετοχή τω ν Λεσβίων και των φίλων της Λέσβου ήταν μεγάλη. Για μια ακόμη φορά η γνωστή ορχήστρα του Νίκου Καλαϊτζή ή Μπινταγιάλα δημιούργησε ευφρόσυνη ατμόσφαιρα νησιωτικού γλεντιού. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον πρόεδρο της ΟΛΣΑ Γιώργο Κατσικάτσο και στους συνεργάτες του, καθώς και στη διοίκηση της ΝΕΛ.

«ΚΑΘΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΑΜΕ...» Σ τ ις 21.1.2002 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών οργάνωσε, στην αίθουσα της (Γενναδίου 8 και Ακαδημίας), εκδήλωση κατά την οποία έγινε παρου­ σίαση του βιβλίου, με τίτλο «Καθώς μεγαλώναμε...», του Μ εσσήνιου πεζογρά φ ου Π έτρου Μ πίκου. Π ρολογικά μίλησαν η Ελευθερία Αναγνωστάκη Τζαβάρα, γενική γραμματέας, η οποία διάβασε την εισήγηση του απουσιάζοντος προέδρου Παύλου Ναθαναήλ, καθώς και ο έφορος Βασίλης Δημουλάς. Για το παρουσιαζόμενο έργο μίλησε ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Η εκδήλωση έκλεισε με σύντομη ομιλία του συγγραφέα Πέτρου Μπίκου.

Στιγμιότυπο από την τιμητική εκδήλωση. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Καραμβάλης, ο Παύλος Ναθαναήλ, ο τιμώμενος Μήτσος Τσιάμης και η Καίτη Δειβαδά.

Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών σε συνεργα­ σία με το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Αριάδνη» οργάνωσαν στην αίθουσα «Μιχαήλας Αβέρωφ», στις 28.1.2002, εκδήλωση, κατά την οποία έγινε παρου­ σίαση του ποιητικού και συγγραφικού έργου του Μήτσου Τσιάμη. Προλογικά μίλησαν ο τέως πρόε­ δρος της Ε.Ε.Λ. Παναγιώτης Τσουτάκος, καθώς και ο πρόεδρος Παύλος Ναθαναήλ. Για το ποιητικό έργο του τιμωμένου μίλησε ο Δημήτρης Καραμβάλης, ενώ για το συγγραφικό ο Ευάγγελος Ρόζος. Τους ομιλη­ τές παρουσίασε σύντομα ο Βασίλης Δημουλάς. Την

Στιγμιότυπο από την εκδήλω­ ση παρουσίασης του βιβλίου του Πέτρου Μπίκου «Καθώς μεγαλώναμε...». Στο βήμα ο ομιλητής Γ ιάννης Χατζηβασιλείου. Από αριστε­ ρά διακρίνονται ο Βασίλης Δημουλάς, έφορος της ΕΕΔ, και ο συγγραφέας Πέτρος Μπίκος.


εκδήλωση διηύθυνε η Καίτη Λειβαδά. Ποιήματα διά­ βασε η Θάλεια Σταύρου.

ΤΙΜΗΘΗΚΕ Η ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Τ ο Λ ογοτεχνικό Τμήμα του Π ο λ ιτισ τικ ο ύ Κέντρου του Δήμου Αλίμου οργάνωσε στην αίθουσά του (Ιωνίας 96), στις 4.2.2002, εκδήλωση και τίμησε την κ α τα ξιω μ ένη π εζο γρ ά φ ο Ιω ά ννα Κ αρυστιάνη, έργα της ο π ο ία ς είνα ι «Η κυρία Κατάκη» (διηγήματα, 1995 Καστανιώτης), «Μικρά Αγγλία» (μυθιστόρημα, 1997, Καστανιώτης) και «Κ ουστούμ ι στο χώ μα» (μ υθιστόρημα, 2000, Καστανιώτης). Αποσπάσματα από το έργο της διά­ βασε η ηθοποιός Ματίνα Μοσχόβη.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΣΙΟΔΟ Σ τ ι ς 18.2.2002, στην Ε τα ιρ εία Ελλήνω ν Λογοτεχνών (Ακαδημίας και Γενναδίου 8), στα πλαίσια του «Αυγέρειου Κύκλου», οργανώθηκε εκδήλωση με θέμα: «Α φιέρω μα στον Η σίοδο:

ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΑΓΙΑΣΟΥ Σ υνεχίζονται οι εργασίες ανέγερσης και απο­ περάτωσης του Δημαρχείου Αγιάσου, στη συνοικία Καρυά. Επιτέλους θα στεγαστεί σε δικό της κτίριο η Δημοτική Αρχή και θα οργανωθεί καλύτερα σε χώρους σύγχρονους και λειτουργικούς, τους οποί­ ους δεν μπορούσε να έχει ούτε στον Π α λα ιό Ξενώνα (Χ ά νι) ούτε κα ι στο Νέο Ξενώνα. Ελπίζουμε πως εδώ θα διασωθεί και θα αξιοποιη­ θεί και το Αρχείο της Δημογεροντίας Αγιάσου και όχι μόνο, προτού το καταστρέψουν οι βιβλιοφάγοι σήτες, οι ποντικοί, η υγρασία, ο πανδαμάτωρ χρό­ νος... Είμαστε βέβαιοι πως ο Δήμαρχος Παναγιώ­ της Ψυρούκης και το Δημοτικό Συμβούλιο διαθέ­ τουν ευαισθησία και γνώση και πως θα βρεθεί τρό­ πος να πραγματοποιηθεί και αυτό το έργο, προτού να είναι αργά...

Ο Αουτραγώτης συγγραφέας Απόστολος Γονιδέλης στο βήμα.

Θεογονία και Κοσμογονία». Την εκδήλωση χαιρέ­ τισε ο π ρ ό εδρ ο ς της ΕΕΛ Π αύλος Ναθαναήλ. Π ρολόγισ ε η γενική γρ α μ μ α τέα ς Ε λευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα. Ομιλητής ο Αουτραγώτης συγγραφέας Α πόστολος Γονιδέλης, μέλος της ΕΕΛ. Κ είμ ενα διά β α σ α ν οι η θ ο π ο ιο ί Τασώ Καββαδία και Ζωή Φυτούση.

Σχεδιαστική αποτύπωση του ανεγειρόμενου Δημαρχείου της Αγιάσου, φιλοτεχνημένη από το μελε­ τητή Σωτήρη Φράγκου. Αξιοποιήθηκε ως προμετωπί­ δα στη δίπτυχη ευχετήρια κάρτα για το 2002 του δημάρχου Αγιάσου Παναγιώτη Ψυρούκη ή Γραμμέλη και του Δημοτικού Συμβουλίου.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Τ ο Υπουργείο Αιγαίου, συνεχίζοντας την ομολογουμένως αξιόλογη δράση του και στον πολιτι­ στικό τομέα, χάρη στις ευαισθησίες του υπουργού

Η προμετωπίδα του βιβλίου της Νίκης Παπαηλιάκη «Μια αιχμάλωτη κοινότητα»

Νίκου Σηφουνάκη, οργάνωσε στις 21.2.2002, στη «Στοά του Βιβλίου» (Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου), εκδήλωση, κατά την οποία έγινε παρουσίαση δυο σημαντικών βιβλίων-εκδόσεών του, των παρακά­ τω: α. Ν ίκης Π α π α η λιά κ η , α ιχ μ ά λ ω τη Κοινότητα. Επιστολές άπό τή Χ ίο πρ ιν τήν κατα­ στροφή. Πρόλογος: Σπύρος Άσδραχάς. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, β. Δωδεκάνησα, στις αρχές του 20ού αιώνα. Κείμενο Α.Σ. Μαΐλη. Για το πρ ώ το βιβλίο μίλησαν οι Ν ίκος Σηφουνάκης, Βασίλειος Παναγιωτόπουλος, διευθυντής ερευνών Ε θνικ ού Ιδρύματος Ε ρευνώ ν, Κ ω νσ τα ντίνο ς Λάπας, ερευνητής Κέντρου Έρευνας Μεσαιωνικού κ α ι Νέου Ε λληνισμού Α κα δη μ ία ς Α θηνώ ν, Βασίλειος Σφυρόερας, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίζα Μπένου, ιστορικός, και Κλήμης Μ αστορίδης, διευθυντής Εκδόσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Για το δεύτερο βιβλίο μίλησαν οι: Ν ίκος Σ ηφ ουνάκης, Ά γγελος Δεληβοριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, και Αντώνης Σ. Μαΐλλης, ιατρός-μικροβιολόγος.

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

ΛΑΒΑΜΕ

• Γιώργου Τσαλίκη, Αναμνήσεις. Ιστορικά, λαο­ γραφικά διηγήματα. Αθήνα 2002. Ατομική έκδοση. Γιώργος Τσαλικης, 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας 7, 157 73 Ζωγράφου, τηλ. (010) 7791256. Σχ. 21x14, σ. 160. • Σ ύ λ λ ο γο ς Κ α λ λ ο ν ια τώ ν Λέσβου, Π α πα Γιώργης Ράλλης. Τα απομνημονεύματα της ζωής μου. Εισαγωγή: Χρήστου I. Τραγέλλη. Προλογικό Σημείωμα: Παν. Δ. Μιχαηλάρη. Αθήνα 2001. Σχ. 25x17, σ. 272. • Άρης Κυριαζής, Ή Ερατώ είς Λέσ το ν Μ υ τιλ η να ίω ν Α ίγια λ ό ν . " " στ ό παρελθόν. (Π εριηγητικός οδηγός). Β ' έκδοσις. Εκδόσεις «Δωδώνη». Άθήνα-Γιάννινα 2000. Σχ. 21x14,0. 106+6. • Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης. Τα Κ ρητικά Τ ο π ω νύ μ ια . Δ ιήμερο Ε π ισ τη μ ονικ ό Συνέδριο, Ρέθυμνο, 6-7 Νοεμβρίου 1998. Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης, Τα τοπωνύμια της Ιεράπετρας. (Ανάτυπο). Σχ. 24x17, σ. 37-79+1 (λευκή). • Ε τα ιρ ία Κ ρη τικ ώ ν Ισ το ρ ικ ώ ν Μ ελετώ ν. Πεπραγμένα Η ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνε­ δρίου. Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης, Το σ υγγρα ­ φ ικ ό έ ρ γο το υ Ν α π ο λ έ ο ν τ α Α νά τυπο. Η ράκλειο 2000. Σχ. 24x17, σ. 299313+1 (λευκή). • Επετειακός τόμος για τα πενηντάχρονα της Ε τα ιρ εία ς Λ εσβιακώ ν Μ ελετώ ν. Λ εσβιακά. Δ ελ τίο ν της Ε τα ιρ εία ς Λ εσβιακώ ν Μ ελετών. Β ιβ λ ιο γρ α φ ικ ά τω ν Λ εσβ ίω ν σ υνερ γα τώ ν των τόμων Α - Ι Η ' (1953-2000) του περιοδικού σ υγ­ γράμματος «Λεσβιακά» και των Π αραρτημάτω ν του. Έ ρ ευ να -Σ ύ ντα ξη : Κ ώ στας Γ. Μ ίσσ ιος. Π ροσωποσχέδια:Μ άρω Κ. Μίσσιου. Μυτιλήνη 2001. Σχ. 23x17, σ. 190+2. • Π έτρος Μ π ίκ ο ς, Κ αθώ ς μ εγα λ ώ ν α μ ε... Διηγήματα. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 2001. Σχ. 21x14, σ. 189+3. • Ε λ ιμ εια κ ά . Ε ξ α μ η ν ια ίο π ερ ιο δ ικ ό , Δεκέμβριος 2001, έτος 20, τεύχος 47. Αφιέρωμα. Είκοσι χρόνια «Ελιμειακά». Εξαμηνιαία έκδοση του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Νικόλαος». Διευθυντής συντάξεως: Στράτος Δ. Ηλιαδέλης. Θεσσαλονίκη 2001. Σχ. 24x17, σ. 97251+1. • Μ εσ ό το π ο ς, Π α ρ ά δ ο σ η και Π ο λ ιτισ μ ό ς . Ετήσια έκδοση του Συλλόγου Μ εσοτοπιτών «η Αναγέννηση». Με Αφιέρωμα στον Πάνο Κοντέλλη. Αθήνα, Δεκέμβριος 2001, τεύχος 5. Σχ. 29x21, σ. 66 Υ πεύθυνη έκδοσης: Π α να γιώ τα Π λω μαρίτου. Διευθύνεται από Συντακτική Επιτροπή.


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ Φ ΕΥ ΓΟ Υ Ν ΕΙΡΗ ΝΗ ΓΡ. ΜΑΡΙΓΛΗ (1915-2001)

Σ τ ι ς 20.7.2001 άφησε, πλήρης ημερών, την τελευταία της πνοή στην Α γιάσο η Ειρήνη Παναγιώτου Παπάνη, χήρα Γρηγορίου Αγησιλάου (Ιωσήφ) Μαριγλή. Υπήρξε γυναίκα με ευγένεια αισθημάτων και με περίσσεια καλοσύνης. Σ ’ όλο το μάκρος της ζωής της έδωσε δείγματα ανεξάντλητης φιλοπονίας, στηρίζοντας την όμορφη φαμίλια της. Απόχτησε δυο παιδιά, το Σταύρο, φιλόλογο καθηγη­ τή, και την Ευστρατία, σύζυγο του επίσης φιλολό­ γου Κλεάνθη Κορομηλά, θερμουργού προέδρου του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά της και να κανακέψει εγγό­ νια. Άφησε μνήμη αγαθή σ’ όλους όσοι τη γνώρισαν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Χ Ρ. ΦΡΑΝΤΖΗ (1919 - 2001) Μ ε το έμπα του περα σμ ένου Νοέμβρη η Αγγελική Φραντζή αποχαιρέτησε τα επίγεια και μπήκε στο δρόμο της ατέρμονης αιω νιότητας. Ή ταν το τρίτο παιδί της όμορφης φαμίλιας του Δημητρίου Βασιλείου Ζερδελέλη (1870-1942), με τον οποίο είναι δεμένο το γραφικό εξοχικό κέντρο «Φαμάκα», και της Θεοδώρας Αντωνίου Στεφανή (1890-1977). Αυταδέλφες της η Ευστρατία, η Σοφία και η Παναγιώτα. Τρεις ακριβώς μήνες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τη σφιχτοκρικέλωσαν τα ιερά δεσμά του γάμου με το Χριστόφα Κωνσταντίνου Φραντζή και απόχτησε

δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο, που δεν είναι άλλος από το θερμουργό ιεράρχη της Μυτιλήνης Ιάκωβο Φραντζή, και το Δημήτριο, τον Τάκη, που ένα τρα­ γικό ατύχημα στις 26 του Δεκέμβρη του 1972, στο ελαιοτριβείο του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού

Αγιάσου, του στέρησε τη ζωή, απορφάνισε την οικογένεια του, στα πρώτα της βήματα, και τραυ­ μάτισε τα χρυσόνειρα της ευτυχίας. Η Αγγελική Φραντζή σ’ όλο το μάκρος της ζωής της αγω νίσ τηκε με σ υ νέπ εια στο πλευρό των γονιώ ν της, αλλά και στην αρένα της δικής της οικογένειας. Φρόντισε για την καλή ανατροφή των παιδιών της και ενστάλαξε στο είναι τους τις αρε­ τές που κοσμούν και καταξιώνουν τη ζωή. Ή πιε ολόγιομο το ποτήρι του πόνου και θρήνησε σα μάνα το άτυχο παιδί της, άλλ’ έβρισκε αντισταθμί­ σματα χαράς στα πολυφίλητα εγγόνια της, την Αγγελική και το Χριστόφα, που ευτύχησε να τα δει αποκαταστημένα. Η αταλάντευτη χριστιανική πίστη άρδευε καθημερνά την ψυχή της, απάλυνε τον αγιάτρευτο καημό της, έδινε παρηγοριά και όπλιζε με δύναμη στυλώτρα. «Ε ν τφ κόσμψ θλϊψιν έξετε, αλλά θαρσεΐτε» (Κατά Ίωάννην ισ τ' 33). Ο θά να το ς της Α γγελικής Φ ραντζή λύπησε βαθύτατα την κοινωνία της Αγιάσου και όχι μόνο. Και τούτο, γιατί ήταν γυναίκα με πακτωλό ευγενι­ κών αισθημάτων, με καλοσύνη, με ευπροσηγορία. Π άντα άνθιζε στα χείλη της το χαμόγελο, κι ας ήταν πικραμένη, πάντα είχε έναν καλό λόγο για όλους. Αγάπησε τους ανθρώπους και αγαπήθηκε από αυτούς. Άφησε χνάρια ανθρωπιάς στο πέρα­ σμά της από τη ζωή. Το καντηλέρι της αγαθής μνή­ μης της δεν μπορεί παρά να μένει ακοίμητο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ Σ τ ις 12 Αυγούστου 2001 έγιναν τα εγκαίνια των παρεκκλησίων της Ζωοδόχου Πηγής και του Οσίου Α γάθωνος, χοροστατούντος του μακ. Πατριάρχη Αλεξάνδρειάς κ. Πέτρου, προσκεκλημέ­ νου της κ. Αριάδνης Ψύλλου, και με τις ευλογίες του σεβ. μητροπολίτη Μυτιλήνης κ. Ιακώβου. Με το παρόν θα ήθελα να ευχαριστήσω τη δωρήτρια κ. Αριάδνη Ψύλλου, που με την προτροπή της εκλιποΰσας Ευτέρπης Χιωτέλη διέθεσε όλο το ποσό που απαιτήθηκε για την αποπεράτωση και των δυο παρεκκλησίων, καθώς και όλους όσοι συνέβαλαν, χρηματικά, με προσφορά προσωπικής εργασίας αλλά και ηθικά, για την ολοκλήρωση του έργου. Πιστεύω ότι τα δυο παρεκκλήσια αποτελούν τιμή για τόν κομιστή της εικόνας και των άλλων κειμηλίων και στολίδι για το χωριό μας. Εύχομαι ο χώρος να είναι τόπος ξεκούρασης και αγαλλίασης για ντόπιους και ξένους. Με τις ευχαριστίες μου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΑΡΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ I. Μ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ Π. I. ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΓΙΑΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ

Αγιάσος, 25.9.2001 Προς τα Μέλη της Ερανικής Επιτροπής Ανακαινίσεως της Ζωοδόχου Πηγής Εις Αγιάσον

Δ ιά του παρόντος ευχαριστηρίου γράμματος επιθυμούμεν να εκφράσιομεν προς υμάς, τα μέλη της Ερανικής Επιτροπής Ανακαινίσεως του παρεκκλησί­ ου της Ζωοδόχου Πηγής και Ανεγέρσεως του Οσίου Αγάθωνος, τας θερμοτάτας ευχαριστίας ημών, διά τον θερμουργόν ζήλον και διά τας άοκνους προσπα­ θείας τας οποίας κατεβάλατε, ώστε το μέχρι χθες ταπεινόν εξωκκλήσιον της Αγίας Σωτήρας να μετα­ μορφωθεί εις εν περικαλλές δισυπόστατον παρεκκλήσιον, το οποίον κοσμεί πλέον την ιδιαιτέραν πατρίδα μας. Ευχαριστούμεν ωσαύτως και όλους τους επώνυμους και ανωνύμους δωρητάς, οι οποίοι διά της συνδρομής των συνετέλεσαν εις την ολοκλήρωσιν του θεαρέστου τούτου έργου. Επικαλούμενοι εφ ’ υμάς την χάριν της Ζωοδόχου Πηγής και την ευλογίαν του Οσίου Αγάθωνος, επευχόμεθα πατρικώς. Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Ο Μυτιλήνης ΙΑΚΩΒΟΣ Γ'

ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Η Μαρία Καμινέλη πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη των παππούδων και γιαγιάδων της, Γιάννη και Αφροδίτης, Κίμωνα και Μαριγώς. Η οικογένεια Ευστρατίου Ηροδότου Βαμβου­ ρέλη πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη της Ιωάννας Μάινα, το γένος Ευστρατίου Καλαντζή. Η Κατερίνα Βασιλείου Ζαλπαρίνη πρόσφερε 30 € στη μνήμη του παππού της Γρηγορίου και της γιαγιάς της Μαριγώς Ζαλπαρίνη. Ο Γρηγόριος Λιακατέλης (Μελβούρνη) πρόσφε­ ρε 5.000 δρχ. στη μνήμη του πατέρα του Γεωργίου. Η Νίκη Κοντούλη πρόσφερε 50.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Ανδρέα, με τη συμπλήρωση ενός έτους από το θάνατό του. Ο Ιωάννης Δημητρίου Κορομηλάς πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδελφού του Π ανα­ γιώτου Κορομηλά. Ο Κ ω νσταντίνος Σταμάτη Σάπκας (δγιΐηεγ) πρόσφερε 19.000 δρχ. στη μνήμη της αδελφής του Μαρίας Ευστρατίου Αρβανιτέλη, η οποία απεβίωσε στη Βοστάνη των ΗΠΑ. Η Ειρήνη Μοιρασγεντή πρόσφερε 5.000 δρχ. στη μνήμη του παπα-Χ ριστόφα Κανιμά και της συζύγου του Διαμάντης. Η Ειρήνη Μοιρασγεντή πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Δημητρίου Μοιρασγεντή, τω ν γονέω ν της Π α να γιώ του κα ι Σταυρούλας Συνοδινού, των αδελφών της Μιχάλη και Νίκου, καθώς και του Θεόφραστου Γέρου. Η Μ αρία Μ ουτζουρέλη-Δαρίτση πρόσφερε 10.000 δρχ. στη μνήμη του συζύγου της Χρίστου Δαρίτση και των γονέων της Δημητρίου και Βλοτίνας Μουτζουρέλη.

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ο ν εγγονό μας Β α σίλειο Π α να γιώ το υ Χαδεμένο, απόφοιτο του Γ' Λυκείου Νέας Ιωνίας, που πέρασε με υποτροφία στο Τμήμα Γεωλογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας, εκφράζουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια και ευχόμαστε καλές σπουδές.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΔΕΜΕΝΟΥ


ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Διατίθενται αντίτυπα των βιβλίων που εξέ­ δωσε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Αγιάσος και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. Δρχ. 1.500.2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσον της νήσον Αέσβον, Αθήνα 1997. Δρχ. 5.000. Τα βιβλία δια τίθ εντα ι από το Σύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (1.700 και 5.400 δρχ. αντίστοιχα). Επίσης διατίθενται από τους κατά τό π ο υ ς α ν τα π ο κ ρ ιτές του π ερ ιο δ ικ ο ύ «Αγιάσος», τα ονόματα και οι διευθύνσεις των οποίων αναγράφονται παρακάτω. Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (15.000 δρχ.). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β' τόμος (26Λ5, 1985-1988), Γ' τόμος (46-67, 1988-1991), Δ ' τόμος (68-85,1992-1994) και Ε ' τόμος (86-103,1995-1997).

ΓΑΜΟΙ - Βασίλειος Γεωργίου Καλουτζής (Λιγέλης) Στεφανία (Στεφάνι) Παπαδημητράκη (Α$Ιοπ&, 22.9.2001)

- Βασίλειος Αναστασίου Κωνσταντινιδης Αμερισούδα Γρηγορίου Ζαφειρίου (31.12.2001) - Αριστείδης Κυριάκου Σωτηρχέλης Βλοτίνα Γεωργίου Ξενέλη - Χαράλαμπος Προκοπίου Κουτσκουδής Αρχοντούλα Ευστρατίου Βαρβάκη - Προκόπιος Παναγιώτου Βουνάτσος Ελένη Ευστρατίου Κουρκουλή

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ις 28.9.2001, στον ιερό ναό της Π αναγίας Ελευθερώτριας, στην Πολιτεία, τελέστηκε ο γάμος του Γεω ργίου Α λεξά νδρου Κ α ρτελ ιά κα ι της Α ιμ ιλ ία ς (Έ μ ιλ υ ), θ υ γα τέρ α ς του Ιω άννου Τσιρώνη και της Κ α λλιόπη ς Χ ατζηβασιλείου. Ευχόμαστε ολόψυχα ο δρόμος της νέας τους ζωής να είναι ανθόσπαρτος. Οικογένεια ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ και ΦΙΛΙΤΣΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗ

ΘΑΝΑΤΟΙ - Άννα, χήρα Σάββα Περγάμαλη (δγώιεγ, 2.9.2001, Βοαιιιν σειυεΙεΓγ, 6.9.2001)

- Μαρία, σύζυγος Ευστρατίου Αρβανιτέλη, το γένος Σταματίου Κωνσταντή Σάπκα (Βοστάνη Μασαχουσέτης, 2001)

- Αμερισούδα (Μαΐου), σύζυγος Κων/νου Κολομόνδου (Θεσσαλονίκη, 2.1.2002)

ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ Στην πρώτη λεζάντα της σ. 4, του τχ. 126 (2001) να γραφεί Μιχάλης Βασιλείου Βίγλατζης α ν τί Μιχάλης Βασιλείου. Στο τχ. 127 (2001) να γραφ ούν: Στη λεζά ντα της σ. 15 Ε υσ τρα τίο υ Καρέτου α ν τί Γρηγόρη Καρέτου, στη σ. 21 «Εταιρεία Αιολικών Μ ελετών» α ν τ ί « Ε τα ιρ εία Λ εσβιακώ ν Μ ελετών», στη σ. 26 Θεμιστοκλή Ευστρατίου Χατζηλεωνίδα α ν τί Ηρακλή Ευστρατίου Χατζηλεωνίδα.

-Έλλη, χήρα Ευστρατίου Μαλιάκα (6.1.2002) - Δημήτριος Παναγιώτου Αβδελέλης - Μυρσίνη Θεμιστοκλέους Σαπουνά - Νικόλαος Γεωργίου Βουνάτσος - Μιχαήλ Αντωνίου Λινάρδος - Μαρία, χήρα Ευστρατίου Στεφάνου - Σοφία, χήρα Ευαγγέλου Ταράνη - Σταύρος Νικολάου Αλτιπαρμάκης (5γάηεγ, Γενάρης 2002)

- Ιωάννης Παναγιώτου Παπάνης (Αθήνα, 16.2.2002, Κοιμητήριο Αμαρουσίου, 18.2.2002)




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.