Ο Ευστράτιος Π. Τζίνης, όταν υπηρε τούσε τη θητεία του στο «Ήφαιστος» (Πειραιάς, 8.8.1934).
Ο Ευστράτιος Γ ρηγορίου Π απ α γεωργίου ή Μαριγλής (1904 - 1980).
Οι άλλοτε ποδοσφαιριστές Θεμιστ. Δουγραματζής, Στυλ. Κουντουρέλης και Ευστρ. Τσουκαρέλης.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ο τρώσας και ιάσεται........................................................................................................................... ΧΑΡΙΔΑΟΥ ΚΔ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ, Αγιάσος, αγάπη μου... (Κ Α ' ) ........................................................................................................ ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ, Ο γιορτερός Δεκαπενταύγουστος και τα «κανίστσια» τ ο υ .............................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, ΜΗΤΣΟΥ Ν. ΤΣΙΑΜΗ, ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αργύρης Εφταλιώτης.......................................................... ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΝΗ, Έδιετσ’ τα λέγαν γι προυτνοί ( Γ ') ....................................................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακοί απόηχοι. Του Ευστρατίου Κλειδαρά..................................................................................... ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΜΙΝΕΛΗ-ΠΑΤΣΕΔΗ, Να με θυμάσαι (ποίημα). ΑΡΗ ΤΑΣΤΑΝΗ, Θα σου χαρίσω ένα άστρο... (ποίημα).ΜΕΝΕΔΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Αγλέλι μ’, στα γιράματά σ’.................................................................................................................................................... ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Κωνσταντινούπολη 2003 (ποίημα). ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ, Περί ομφαλών (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΜΙΝΕΛΗ-ΠΑΤΣΕΔΗ, Βλάκες, βλάκες! (ποίημα).................................................................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λεσβιακά αρχειοδιφικά σύμμεικτα. Το Φύλλο Πορείας του Αγιασώτη Ιερολοχίτη Σάββα Περγάμαλη ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Εκδήλωση ιστορικής μνήμης. 59 χρόνια από το μπλόκο των Γερμανών στην Αγιάσο............... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, Θεόδωρος Ανανία Καραμανλής. Ένας επιδέξιος τεχνίτης από την Αυρηλιανή στην Αγιάσο................................................................................................................................................................... ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αναζητήσεις.............................................................................................................................................................................. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΣΤΡ. ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗ, Αγιασώτικος Πολιτιστικός Αύγουστος. Σύντομη επισκόπηση των δρώμενων....................... ΝΙΚΟΥ ΓΑΝΠΉ, Μικρές ιστορίες. Ανώφελο στρατήγημα!......................................................................................................................... Τα πθίτκα μας (Προκόπης Κουτσκουδής, Νίκος Γανίτης, Χρίστος Γλεζέλης, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου).............................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν................................................................................................................................................................... Ευχαριστήριο. Εισφορές. Συγχαρητήρια....................................................................................................................................................... Κοινωνικά.......................................................................................................................................................................................................
Σελ. 3 4 5 7 16 17 18 19 20 21 24 24 28 30 31 32 33 34
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (20.7.1991), στο Καμπούδι. Ο νεαρός Προκόπης Παναγιώτη Βουνάτσος απαθανατίζεται έφιππος. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ευστρατίου Ρόδανος)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Η «Καφενταρία», το γραφικό καφενείο που δεσπόζει στην Αγορά της Αγιάσου από το 1857. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
ΙΧδΝ 1106-3378
Ο Τ Ρ Ω Σ ΑΣ ΚΑΙ Ι Α Σ Ε Τ Α Ι Καταπώς θυμούνται οι παλαιότεροι, στην Αγορά του χωριού της Μεγαλόχαρης δέσποζε άλλοτε ένας περήφανος πλάτανος. Σύμφωνα με μαρτυρία του αεί μνηστου δασκάλου και ιστορικού Στρατή Κολαξιζέλη ή Κακάβη, φυτεύτηκε μετά το καταστροφικό γιαγκίνι του 1877. Ριζοβόλησε παράμερα και τράβηξε τ ’ αψη λού, για να γίνει με το πέρασμα του χρόνου σημείο αναφοράς, στοιχειό του τόπου... Ο πλάτανος ετούτος επόπτευε την Αγορά κι έστερνε αδερφικά μηνύματα στο βιγλάτορα Όλυμπο. Μες στη βράση του καλοκαιριού φιλτράριζε τον πυρό ήλιο, καθώς οι χρυσές δέσμες περνούσαν από τις φυλλωσιές του. Τα πετεινά του ουρανού έβρισκαν σ’ αυτόν κατα φύγιο για τις ερωτικές διαχύσεις τους, για το φώλιασμά τους. Τα τζιτζίκια ρουφούσαν ανενόχλητα το ζωο δότη χυμό και σκορπούσαν αφειδώλευτα το ευχαριστή ριο τερέτισμά τους. Με τον ερχομό και με το βάθεμα του χινόπωρου το υδρόχαρο δέντρο ξεστολιζόταν κι έδειχνε τη στέρια γύμνια του. Με το έμπα του χειμώνα άρχιζαν να ξεσπούν απάνω του ανελέητα οι αγέρηδες, οι βροχές, κάποτε και τα χιόνια. Ολοχρονίς όμως πότι ζε τους διψασμένους με το νερό που έφερνε στην κάνουλα το ενσωματωμένο τούμπο... Επί πολλά χρόνια ο πλάτανος της Αγοράς συντρόφεψε το κοντινό παρελθόν της Ιερουσαλήμ της Αέσβου. Πόσα και πόσα δε θα μπορούσε ν’ ανιστορήσει. Είδε τους στερνούς Τούρκους εξουσιαστές και χαιρέτισε τους Έλληνες ελευθερωτές του Ί 2 . Στη μνήμη του χαράχτηκαν λογής λογής εικόνες και ακού σματα, της ειρήνης και του πολέμου, της ψυχικής ανά
τασης και του ξεπεσμού. Γνώρισε φιλήσυχους χωρι κούς, μισαλλόδοξους ταραξίες, ενθουσιώδεις διαδη λωτές, θερμουργούς πολιτευτές, εύγλωττους αγορη τές, ευλαβείς πανηγυριστές, κοσμογυρισμένους ταξιδευτές, αθυρόστομους καρνάβαλους, μερακλήδες γλεντοκόπους... Η κακιά ώρα για τον ανάδελφο πλάτανο του «Κάμπου» της Αγιάσου δεν άργησε να έρθει. Η στενό τητα του χώρου και το νιτερέσο που έσφιγγε δυναστευτικά κάποιους χωριανούς ανάγκασαν τη δημοτι κή αρχή της προδικτατορικής περιόδου, αν και διέθε τε οικολογική συνείδηση, ν ’ αποφασίσει το θάνατο του δέντρου. Η ευθύνη δεν ανήκει μονάχα στον τότε δημοτικό άρχοντα και στους συνεργάτες του, αλλά σε όλους μας. Δε διαμαρτυρηθήκαμε, όσο θα έπρεπε, δεν ασκήσαμε την ανάλογη πίεση, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις, που έχουν σχέση με το πορτοφόλι μας, με το «μπιφτέκι» μας. Χαρά στο πράμα, είπαμε, εξοι κειωμένοι με την αρσίζικη βλάστηση του τόπου μας. Πλατάνια έχουμε παντού, στον Κήπο της Παναγιάς, στο Σταυρί, στην πλησιόχωρη Καρύνη και αλλού... Ο πλάτανος της Αγοράς ανυπεράσπιστος δέχτηκε τη μοίρα του. Άντεξε στην καταλυτική δύναμη του χρό νου, αλλά δεν πέθανε όρθιος. Ο κορμός μακελεύτηκε, οι ρίζες του σάπισαν και αδυνατούν πια να μαστεύσουν την ικμάδα της γης. Με το ξεκίνημα του έτους που διανύουμε, η νέα δημοτική αρχή φύτεψε παρέκει το δικό της δεντρί. Ελπίζουμε να γίνει παχύσκιο και να το ρίξουν τα γερατειά ύστερα από αιώνες... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η λιθόστρωτη Αγορά της Αγιάσου, όπως ήταν παλαιότερα, με τον πλάτανο και με τα άλλα δέντρα... Αναγνωρίζεται στο μέσον ο Ευστράτιος Ιωάννου Δουκάκης, που φορά το καθιερωμένο άλλοτε καπέλο των αυτοκινητιστών-οδηγών. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ιωάννης Αλέκου Παπάνης, εγγονός του εικονιζομένου)
Π Α ΤΡΙΔΟ ΓΝ Ω ΣΤ ΙΚ Α Αγιάσος, αγάπη μου... ΚΑ Σ τ η συνέχεια είναι το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Ελευθερίου Ταμβάκη. Εδώ, πριν από αρκετά χρόνια, στο παλαιό κτίσμα, ήταν το ζαχα ροπλαστείο του Χριστόφα Κουρβανιού, ο οποίος ήταν και φωτογράφος. Εκεί μέσα σύχναζαν και έπαιζαν μαντολίνα, κιθάρες και μπουζούκια, ο μακαρίτης γιος του Γρηγόρης, ο Στρατής Σεντου κάς ή Κλουστρή, ο Στρατής Ανεζίνος, ο Σταύρος Κλήμος ή Κοντό, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου ή Καζίνο και πολλοί άλλοι. Αυτοί δημιουργούσαν και διάφο ρες κομπανίες, οι οποίες κατά καιρούς άλλαζαν σχήματα. Στο ίδιο μαγαζί σύχναζαν επίσης μετέπει τα για γερή ουζοποσία οι αχθοφόροι της Αγιάσου, ήδη μακαρίτες, όπω ς οι Στρατής Γραμμέλης ή Αμπλίκος, Ναπολέων Ιακώβου ή Πουλέλ’, Στρατής Παπουτσής ή Μπουκάλ’ και άλλοι. Ο ζαχαροπλάστης και φωτογράφος Χριστόφας Κ ουρβανιός, φ ίλος του πατέρα μου, ήταν και παγωτατζής. Μ ’ ένα κυλιόμενο καροτσάκι και φορώντας άσπρο σακάκι πουλούσε στην Αγιάσο το παγωτό χωνάκι, που ήταν και είναι η αγάπη των μικρών παιδιών. Δίπλα από το ζαχαροπλαστείο του Χριστόφα Κουρβανιού ήταν παλαιότερα το υποδηματοποιείο του Πολύδωρου Αναστασέλη, πατέρα των αείμνη στων Στρατή, Αντωνίου και Βενιζέλου Αναστα σέλη. Ο Πολύδωρος Αναστασέλης, που ήταν και γείτονάς μας και που τον θυμάμαι πάρα πολύ καλά, εκτός από ύποδηματοποιός ήταν και άνθρω πος πολυπράγμων και εφευρετικός. Προσπάθησε κάποτε να κατασκευάσει ραβδιστική μηχανή για τις ελιές, ενώ ήταν από τους πρώτους -α ν όχι ο πρώ τος- που έφερε στην Αγιάσο επιβατηγό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης. Λέγεται μάλιστα ότι λόγω της κακής κατάστασης των τότε αυτοκινητόδρομων προς Μυτιλήνη, στις στροφές ο Πολύδωρος σταμα τούσε και έλεγε στους επιβάτες: «Κατεβείτε, για να κάνω τη στροφή μου!» Το μικρομάγαζο αυτό, που τώρα είναι κλειστό, το θυμάμαι ως γραφείο του Ελαιοτριβείου των αείμνηστων Πάνου Πράτσου και Γρηγόρη Τσουκαρέλη, που λειτουργούσαν «τ’ Κουγιουμτζή τ ’ μηχανή», στο Καμπούδι. Το ίδιο μαγαζάκι έγινε αργότερα χρυσοχοείο-ωρολογοποιείο, αρχικά του Ευστρατίου Πράτσου (Κληματζούρα) και αργότερα των αδελφών Σαμοθράκη, που μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.
Αγιασωτοϊαπωνική συνάντηση στην αρχή του δρόμου που ανηφορίζει προς το Σταυρί (14.11.1982). Διακρίνονται, από αριστερά, ο Παναγιώτης Αποστόλου Κατζιλέλης, ο Γεώργιος Ιωάννου Καραφύλλης, ο Μιχαήλ Γεωργίου Δελόγκος (παιδί)... (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Στη συνέχεια ήταν το π α ν το π ω λ ε ίο του Γρηγόρη Δαφνούλη (Κ άλια), ο οποίος είχε και έναν κήπο στην Καρυά, απέναντι από το Ηρώο και έβγαζε πολλά κηπουρικά, κυρίως μαρουλοσαλά τες. Ο κήπος βέβαια αυτός δε γλίτω νε από τις νυχτερινές ή μεσημεριανές επιδρομές μας για τα «τζανιρ’κέλια» και ο συχωρεμένος Γρηγόρης πολ λές φορές μας παραφύλαγε και μας κυνηγούσε. Κατά την περίοδο της Γερμανοκατοχής και συγκε κριμένα το 1941, τότε που τα τρόφιμα είχαν εξα φανιστεί από την αγορά και υπήρχε μεγάλη πείνα κα ι δ υ σ τυ χία , τα π α ιδ ιά α γοράζαμε από το Γρηγόρη χαρούπια (κ’ντουρίδια) -αυτό υπήρχαν τότε- και τα μεταπουλούσαμε στους αιχμαλώτους Αλβανούς, που τους είχαν υπό περιορισμό στο Χατζησπύρειο Νοσοκομείο, στο σημερινό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ». Πηγαίναμε έξω από τα σιδερένια κάγκελα, στα οποία ήταν «κρεμασμένοι» οι άτυχοι έγκλειστοι, και κάναμε το εμπόριό μας. Μερικοί από τους έγκλειστους, 4 έως 6, απεβίωσαν στην Αγιάσο και θάφτηκαν στο Νεκροταφείο. Όταν μάλιστα κάποτε ήρθε η ώρα να επανέλθουν στις εστίες τους, στην Αλβανία, κάποι ος επικεφαλής τους έβγαλε λόγο στο Καμπούδι και ευχαρίστησε θερμά το λαό της Αγιάσου για τον καλό τρόπο της μεταχείρισής τους κατά το χρονικό διάστημα της υπό περιορισμό παραμονής τους στην Αγιάσο. Μετά από το Γρηγόρη Δαφνούλη το μαγαζί αυτό θυμάμαι πως το είχε παντοπωλείο ο συχωρε μένος Βασίλης Παπουτσέλης, άλλοτε καπνοπώλης, τώρα όμως το βλέπω τελείως ερειπωμένο. (Συνεχίζεται)
Ν Ο Σ Τ Α Α Γ ΙΚ Ε Σ Θ Υ Μ Η Σ Ε Σ ΑΠΟ ΤΗ Χ Τ Ε Σ Ι Ν Η Α Γ ΙΑ Σ Ο Ο γιορτερός Δεκαπενταύγουστος και τα «κανίστσια» του Δεκαπενταύγουστος πριν από κάποια χρόνια. Η Αγιάσος στις ομορφιές της. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς της Παναγίας βελόνα να ρίξεις δεν μπο ρείς. «Αποβραδίς τίμησε με και μεταχιά γιόρτασε με», έλεγαν οι παλιοί. Προσκυνητάδες αναρίθμητοι α π ’ όλο το νησί και από την υπόλοιπη Ελλάδα, ακόμη και ομογε νείς από παντού. Πολλοί από δαύτους δεκαπεντίζουν μαυροφορεμένοι στα καφάσια, που είναι στρωμένα στις μαρμαρόπλακες, στην αυλή της εκκλησιάς. Παλιό το έθιμο, που ίσως να συμβολί ζει το πνεύμα του χριστιανισμού, ότι ο πιστός πρέ πει να εξυψώνεται με την ταπείνωση. Οι παρακλη τικοί κανόνες, ελπίδα και δύναμη στον πονεμένο, που ζητά τη σκέπη και την παρηγοριά σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του, από την Παναγία τη θαυματουργή, την Αγιασώτισσα. Μέρες πριν οι νοικοκυρές είχαν «ανιμουφούσ’», καθώς άσπριζαν και καθάριζαν σπίτια, δρόμους και αυλές, με λουλακί ασβέστωμα, που άστραφτε στον αυγουστιάτικο ήλιο και που μοσχοβολούσε πάστρα και νοικοκυριό. Στα μπαλκόνια ο βασιλικός, οι γαριφαλιές, τα «πουλίτ’κα» και οι κανελιές βιολέτες, ολόδροσα περίμεναν την ώρα που θα τα κόψουν, για να τα πάνε στη χάρη της Π αναγίας. Έ θιμο ήταν, τώρα και του Σταυρού, να φέρνουν το μυρωδάτο βασιλικό, τον πλατύφυλλο και το σγουρό, μια και στάθηκε μάρτυρας, για να βρει η Αγία Ελένη τον Τίμιο Σταυρό του μαρτυρίου του Χριστού μας. Τα παραθύρια των σπιτιών ήταν σωστή έκθεση της χειροποίητης δουλειάς, καθώς τα στόλιζαν οι μερακλούδες νοικοκυρές με πανέμορφα στόρια και με κουρτινάκια, που είχαν σχέδια μοναδικά. Στον οντά έλαμπαν, από πάστρα και από ομορ φιά, τα χασεδένια, κάτασπρα, λουλακιασμένα, κοφτά μιντερλίκια και οι μαξιλάρες. Περίμεναν, βλέπετε, τους μουσαφίρηδες, να τα δουν και να τα χαρούν. Καμάρωναν οι «καλιουδ’λιούσις» νοικοκυρές, καθώς το καστανίτικο τραπέζι, στη μέση της κάμα ρας, στρωμένο με το «κιναρωτό» τραπεζομάντιλο με τη δαντέλα, την «πούλια» και με τη «τσ’καλαδένια» φρουτιέρα, τη γεμάτη με λογής λογής φρούτα, έμοια ζε με ζωγραφιά. Δίπλα ο δίσκος με το πανέμορφο δισκομάντιλο και επάνω ο «φουκάς» με γλυκό κερά σι και «ιμτζουρίτ’», το βύσσινο στο ρούμι, μαζί και «ζαγλαπίδις» και σταφίδες στο γυαλένιο το πιατάκι. Επίσης το νερό το μπούζι στα ποτήρια από το «κ’μαρέλ’» το «τσ’καλαδένιου», να δροσιστεί ο
επισκέπτης, να ευχαριστηθεί και να ξανάρθει και του χρόνου στο Πανηγύρι της Παναγίας. Με τα λ ιγο σ τά μέσα που διέθετα ν τότε οι άνθρωποί προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν τους επισκέπτες. Όλα σιδερωμένα, όλα πεντακάθαρα, κι ας είχαν το σίδερο με τα κάρβουνα, μια και οι ηλε κτρικές συσκευές ήταν σπάνιες ή ανύπαρκτες. Η μάνα μου συνήθιζε να ρίχνει το «χ’μουν’κό», δηλαδή το καρπούζι, μέσα στο ντεπόζιτο, για να είναι δροσερό, και να φυλάγει το κρέας της μαγε ριάς στο φανάρι με τη σήτα, που είχε σύμμαχο το αγια σ ώ τικο κλίμα. Εξάλλου οι ά νθρω π ο ι δεν έτρωγαν κρέας ταχτικά, μια και ήταν ακριβό. Οι Αγιασώτες, άνθρωποι με πνεύμα εμπορικό, συνδύαζαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Όλα τα πουλούσαν στα πανέρια, καθημένοι στα σκαλιά
Ο συμπαθής Χριστόφας Θεοδώρου Σταματέλης ή Χαλκάς, στο ταξίδι της αιώνιας γαλήνης από το 1990, που την τύλωσε, παραμονή της Παναγίας, με το γιουβέ τσι της Παναγιωτούδας Χουτζαίου, το προοριζόμενο για τα «κανίστσια»... (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
των σπιτιών τους. Μήλα ιταλικά, μούσκλες, δαμά σκηνα και άλλα, μια και τότε η Α γιάσος γύρω γύρω ήταν ζωσμένη από περιβόλια και από αμπέ λια και είχε πολλά φρούτα και λαχανικά. Είχε τότε τα νιάτα κοντά της και ο ξενιτεμός δεν την είχε ορφανέψει ακόμη. Πουλούσαν ακόμη τραχανά, ρίγανη, του «Άγλια» το «χουρτάρ’», «πραστιές», μασιές, τορβάδες, μαχαίρια, κλαδευτήρια, ντέμπλες, κουδούνια, τσουκαλομπάρδακα και υφα ντά. Πάντα στα πανηγύρια και «π’τάρια» χαλβά. Οι γυναίκες πάσχιζαν να κρατήσουν το νοικο κυριό σε τάξη, για να μην τρομάξουν οι άνθρωποι από τις αρβύλες και από τα παλιόρουχα της αγρο τιάς. Στην ανάγκη όλα τα έκρυβαν κάτω από τους καναπέδες. Ήθελαν να μην τις παρεξηγήσουν οι Κ α σ τρ ινο ί, ο π ρ ω τε υ ο υ σ ιά ν ο ι, μια κα ι ήταν χωριάτισσες. Μια τέτοια αξέχαστη παραμονή της Παναγίας, η γιαγιά μου, το «Παναγιουτούδ’», έσφαξε μια «καβγαλ ίδ’σσα όρθα», που «ξινουγέννα», την έβαλε στο τέστο το μανταμαδιώτικο και άναψε το φούρνο στην αυλή, να την μαγειρέψει. Θα έβαζε και μανέστρα αργότερα, για να γίνει το γιουβέτσι, για να φάμε τη μέρα της γιορτής. Μετά έκατσε στο σκαλί της πόρτας, στον αμαξωτό, να βλέπει τους πανηγυριώτες και να φυλάγει κιόλας, μην τυχόν και πετάξουν κανένα αναμμένο τσιγάρο στην αυλή και γίνει γιαγκίνι. Γιατί ήξερε ότι πριν από πολλά χρόνια, μια παραμονή της Παναγίας, κάηκε όλο το χωριό από ένα κερί. Άμα καταλάγιαζε το ταβατούρι, θα «ανιγόριβγι» και το φούρνο με το φαγί, μια και σιγοψηνόταν. Σε μια στιγ μή, να η μάνα μου, η Μαρίγια, κνηκάτη, φορώντας δυο ποδιές, για να είναι η μια καθαρή, μέρα που ήταν. «Ω πιθιρά, πού ’σι κ ’στιανή μ’; Ήρταν τα κανίστσια. Μια μπατόλια ιμσαφίρ’δις. Καλισ’κός του καλισ’κό. Του νου σ’ στου τέστου τσι στν όρθα». Η γιαγιά μου/που ήταν και παράξενη, κάπως στραβομουτσούνιασε, για τί, καθώς έλεγαν, οι Καστρινές, ήταν βαρετές «ιμ’σαφίρ’σσις». Αφού είδε κόσμο και ντουνιά και χόρτασε το μάτι της πανηγυριώ τες, πήγε να «ανιγουρέψ ’» το φαγί, αλλά δυστυχώς το τέστο έκανε φτερά. Αμ τώρα; «Όποιους του πήρι να μην του χουνέψ’», φώναζε και ξαναφώναζε. Εμάς μας έπιασε ένα νευρικό γέλιο, που την «ανιμουτσιχλιζι» ακόμη πιο πολύ. Επειδή όμως ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, μόλις γυαλόφεξε η μέρα της Παναγίας, ψάχνοντας εδώ και εκεί το τέστο, το βρήκε αδειανό και πεταμένο από κάτω από την κατραδιά, στον Κούκο. Δίπλα μάλιστα κοιμόταν του καλού καιρού το Ξ’τουφέλ’ Χαλκάς, πανευτυχής. Άρπαξε η γιαγιά μου μια κλαδούρα, του έδωσε μια και αυτός όπου φύγει φύγει. «Εν του ’ξιρ α , μέρα που ’νι, α κάτσου ινσκός! Τσι τ ’ χρόν’, Πάναγιουτουδ’».
Η Γρηγορία Παναγιώτη Αινάρδου, η Γεωργία Γρηγορίου Βέτσικα, η Μυρσίνη Μιλτιάδη Χουτζαίου και η Παρασκευούλα Γρηγορίου Βέτσικα, στο πανηγύ ρι του Αγίου Δημητρίου (26.10.1959).
Τώρα το πρόβλημα ήταν τι θα φάνε τα «κανίστσια». Ε, θα φάνε λουκάνικα από το κρεοπωλείο των αδελφών Μπίλια. Λεμόνια όμως, πού λεμόνια στην Αγιάσο ντάλα καλοκαίρι; Στο κλήμα κρεμό ταν του « φ τά τσ ’νου», α γουρίδα ξινή ξινή. Τα «κανίστσια» όμως, ντε και καλά, ήθελαν λεμόνια. Τότε η Μαρίγια φώναξε: «Άμα σας αρέσ’. Άμα δε σας αρέσ’, μη φάτι. Τσ’ άμα παγαίνιτι ιμσαφίρ’δις, να μην είστι βαριτοί. Μεις χουριάτις είμαστι, ό χ’ προυτιβουσιάν’». Ν οσταλγώ τα χρ ό ν ια εκείνα, τα απλά, που ζήσαμε το κέφι και το σεβντά της νιότης των μετα πολεμικών χρόνων. Ακούω ακόμη τη μυρωδιά από το καραφάκι το ούζο στο τραπεζάκι στο Σταυρί, με το μεζέ στο πιατάκι, τον κεφτέ, την ελιά, την ντο μάτα, το χαψί και το ψωμάκι. Στον πλάτανο, στο σκιερό Σταυρί, στους καφενέδες του Μιχάλη του Κουτσαχειλέλη, του αγαπημένου, του Τάλιου, του Σοφοκλή, του Οδυσσέα. Θυμάμαι το Ναπολέοντα, με το δροσερό χαμόγελο και το πηγαίο χιούμορ, να κουβαλά παραγγελίες κι ολόδροσο νερό. Νοσταλγώ την εποχή, όταν στα ερτζιανά ακούγα με Καζαντζίδη και Μαρινέλα, Βέμπο, Μαρούδα και το δικό μας Παναγιώτη Σουσαμλή ή Σάμη, που η μάνα μου τον έλεγε Σάμιο, να τραγουδά «Αλήτης κι εγώ στους δρόμους γυρνώ». Το Σάμη, που και οι απλησίαστοι Γερμανοί κατακτητές μαζεύονταν γύρω του από τη γλύκα της φωνής του και του έδιναν, όταν τους τραγουδούσε, καμιά κονσέρβα ή ψωμί, που ήταν δυσεύρετο. Νοσταλγώ τον αδελφό του, το Μάριο, και την κομπανία του, που γέμιζαν με τη γλυκιά μελωδία τον Κήπο της Π αναγίας το Δεκαπενταύγουστο, καθώς και τους Ρόδανους, που ζωντάνευαν το χωριό με τη μαγεία της μουσικής τους, τότε που ήμαστε κι εμείς είκοσι χρονών, μόνο είκοσι χρονών... ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
Α Ρ Γ Υ Ρ Η Σ ΕΦ ΤΑ ΛΙΩ ΤΗ Σ Ο Λέσβιος ραψωδός και διδάχος της Ρωμιοσύνης Σ τ ις 16.4.2003 η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και το περιοδικό «Αγιάσος» οργάνωσαν εκδήλωση με θέμα «Αργύρης Εφταλιώτης: 80 χρόνια από το θάνα τό του», η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα «Μιχαήλας Αβέρωφ» (Ακαδημίας και Γενναδίου 8). Το πρόγραμμα περιελάμβανε τα παρακάτω: 1. Χαιρετισμό του Προέδρου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών κ. Παύλου Ναθαναήλ, του Προέδρου του Φ ιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών Αθήνας κ. Βασιλείου Λούπου και του Μηθυμναίου λογοτέχνη και μέλους της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών κ. Μήτσου Τσιάμη. 2. Ο μιλία, με θέμα «Αργύρης Εφταλιώτης, ο τραγουδιστής και διδάχος της Ρωμιοσύνης», του κ. Γιάννη Χατζηβασιλείου, φιλολό γου, μέλους της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. 3. Απόδοση λογοτεχνικών κειμένων από την κ. Λιούμπα Σκούρτη-Τυραδέλη. Συντονίστρια του Προγράμματος ήταν η κ. Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, Γενική Γραμματέας της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Την εκδήλωση παρακολούθησαν πολλοί άνθρω ποι των γραμμάτων, Λέσβιοι και μη. Το δυσάρεστο ήταν ότι η εκδήλωση αυτή, η προγραμματισμένη από καιρό, συνέπεσε με τη Σύνοδο των Πρωθυπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αθήνα και με την οργάνωση πολυάνθρωπου συλλαλητηρίου, με παρά γοντες δηλαδή που επέβαλαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνα τότητα μετακίνησης προς το κέντρο.
Εφταλιώτης, σημειώνοντας πως η επικράτηση της γλώσσας του λαού είναι ανάγκη όχι μόνο αισθητική αλλά και εθνική και πως «η εθνική μας γλώσσα είναι η μόνη που μπορεί να βγάλει αληθινή φιλολογία». Ηταν ένα κήρυγμα, που έμελλε να γίνει ορόσημο για τους μετέπειτα συνεχιστές της χάραξης μιας σωστής γραμμής και γραφής, για να θυμηθούμε έναν άλλο ξεχωριστό δάσκαλο του γλωσσικού μας κινήμα τος, τον Αλέξανδρο Δελμούζο, που σημείωνε στο εναρκτήριο του πανεπιστημιακό μάθημα στη Θεσσαλονίκη το 1929: «Μελετώντας και δουλεύοντας τη γλώσσα μας και τον ψυχικό κόσμο που εκφράζει,
ΓΙΑΝΧΑΤΖ Α
Η ογδοντάχρονη επέτειος από το θάνατο του εμπνευσμένου ραψωδού Αργύρη Εφταλιώτη φέρνει και πάλι επί τάπητος, στις κρίσιμες αυτές ώρες, κατά τις οποίες πολλά κρίνονται και διακυβεύονται, το μεγάλο και επίκαιρο θέμα της ελληνικής γλώσσας, η οποία αποτελεί όχι μόνο βασικό όργανο ομιλίας και γραφής, αλλά και προσδιορίζει παράλληλα την ιστο ρική μνήμη μας ως έθνους και ως λαού, στην αείρροη διαδρομή των αιώνων, σηματοδοτώντας το βαθύτερο και ουσιαστικότερο ψυχισμό μας. Εκφράζει και απο καλύπτει την αδιαφιλονίκητη εθνική μας ταυτότητα και, παρά τις όποιες επί μέρους εξελίξεις, παραμένει πάντα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Θα πρέπει λοιπόν, έχοντας βαθιά συναίσθηση της ευθύνης, να σταθούμε, με σεβασμό και με δέος, άγρυ πνοι φρουροί και θεματοφύλακες αυτής της πολύτι μης και αναπαλλοτρίωτης πνευματικής μας κληρονο μιάς. Ό πως ακριβώς το βροντοφώναζε ο ίδιος ο
Η προμετωπίδα του δίπτυχου Προγράμματος Πρόσκλησης, του φιλολογικού μνημοσύνου, (16.4.2003) για τον Αργύρη Εφταλιώτη, με την ευκαιρία των 80 χρό νων από το θάνατό του.
μελετώντας τον τόπο μας και τον πολιτισμό του, σε όλες τις εκδηλώσεις, στήνουμε τα θεμέλια μιας πραγ ματικής ζωής. Δημιουργούμε έτσι τους όρους που μας είναι απαραίτητοί, για να έρθουμε σε ζωντανή επικοι νωνία με τους ξένους και με τους προγόνους μας». Ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο προδρομικός αυτός λαξευτής της δημοτικής γλώσσας, με το πολύμορφο έργο που μας άφησε, προσπαθούσε να εκφράσει με πάθος το βαθύρριζο αίσθημα για τη γλώσσα, που συν δέεται με τον ψυχικό μας κόσμο, με τον τόπο μας, καθώς τη θεωρούσε μοναδικό και σίγουρο καταφύγιο του έθνους μας. Για το λόγο αυτό και λογάριαζε τον αγώνα, για το γλωσσικό, αίτημα εθνικό, αφυπνιστικό κήρυγμα επιστροφής στα πατροπαράδοτα, στα δικά μας, στα «ιερά φυλακτήρια», όπως διακήρυχνε, και όχι να παρασυρόμαστε σε «ξένα ηχήματα». Παράλληλα ήταν φανατικός πολέμιος της ξενομανίας, κάθε ξενό φερτου και αντίμαχου στα «συνήθεια» του λαού. Αυτός ο απόδημος γητευτής έζησε με το μαράζι της ξενιτιάς, με την αγιάτρευτη νοσταλγία του για τη γενέτειρά του, τη Μήθυμνα, την πολυαγαπημένη του εξοχή της Εφταλούς, από όπου και είχε πάρει το γνω στό φιλολογικό του ψευδώνυμο. Ο Αργύρης Εφταλιώτης μοχθούσε να καταθέσει στα «ταμεία του μέλλοντος» ένα έργο σημαντικό και περισπούδαστο, διδαχτικό και πλουσιόδωρο, για να παραμείνει μνη μειακό στις σελίδες του νεότερου ελληνισμού. Ένα έργο που στο σύνολό του θα χαρακτηριζόταν κυρίως για τον εθνικό του χρωματισμό. Αυτόν τον ακατάπαυτον αγώνα και τις υποθήκες του πρωτοπόρου απόστολου και διδάχου της γλωσσι κής μας αναγέννησης και πλαστουργού ζωής ανέλαβε με περίσκεψη να μας αναπτύξει και να διερμηνεύσει, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου του, σε μια σφαιρική, εμπεριστατωμένη ανάλυση, με τη σημερινή ομιλία του ο διακεκριμένος φιλόλογος, τέως σχολικός σύμβουλος και συγγραφέας, εκλεκτό
μέλος της Εταιρίας μας κ. Γιάννης Χατζηβασιλείου, με το κύρος και με τη βαθύνοια που τον διακρίνει. Στοχαστικός και έμπειρος ερευνητής, με ζηλευτή κριτική και γλωσσολογική αρματωσιά, με ευρηματική οξύνοια, έχει εντρυφήσει χρόνια τώρα στην ερμηνεία και στην ανάλυση κειμένων της νεότερης λογοτε χνίας, όπως ταιριάζει σ’ έναν αληθινό δάσκαλο και γραμματικό της τέχνης του λόγου. Παράλληλα η εικοσιτετράχρονη επιτυχής και ανελλιπής ενασχόλησή του με την έκδοση του τοπικού περιοδικού «Αγιάσος», όπως το τόνισε και ο πρόεδρος του Φ ιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών Αθήνας κ. Βασίλειος Λούπος, εμπλουτισμένου με πλήθος μελέ τες, άρθρα και σχολιασμούς γύρω σε θέματα λαογρα φίας και γενικότερα λογοτεχνικού περιεχομένου, πέρα από το άλλο συγγραφικό του έργο, αλλά και η ευδόκιμη εκπαιδευτική προσφορά του, ως καθηγητή, ως λυκειάρχη και ως σχολικού συμβούλου, είναι αρκετά ενδεικτικά, για να επιβεβαιώσουν την ολο κληρωμένη πνευματική του προσωπικότητα. Επιτρέψτε μου ακόμα να σημειώσω ότι από τα πρώτα πανεπιστημιακά του χρόνια επιδόθηκε και δρα στηριοποιήθηκε στο χώρο των σπουδών και της μελέ της, γύρω σε θέματα παιδείας και φιλολογικής επιστή μης. Έκτοτε και μέχρι σήμερα σημειώνει έντονη και ασταμάτητη συμμετοχή, με επίκαιρα και ουσιαστικά μελετήματα, με εισηγήσεις και με ανακοινώσεις σε συνέδρια, καθώς και με λογής ενδιαφέρουσες ομιλίες, ων ούκ έστι αριθμός, όπως προκύπτει από το πλούσιο βιογραφικά του ιστορικό, που επιβεβαιώνει, με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, τον άγρυπνο και εμπύρετο λει τουργό και ακάματο θεράποντα της φιλολογικής επι στήμης. Χωρίς φωνασκίες, διαγράφει μια σιωπηλή αξιοσημείωτη πορεία δημιουργίας. Με όλα αυτά ο κ. Γιάννης Χατζηβασιλείου αποκαλύπτει τον επίμονο, αθόρυβο εσωτερικό ζήλο, το σεμνό πνευματικό ήθος του και την έφεση σε πολύπλευρους πνευματικούς
Η Μήθυμνα (Μόλυβος), η γενέτειρα του Αργύρη Εφταλιώτη, σε παλαιά καρτ-ποστάλ, με την παρακάτω ιδιόχειρη σημείωση σπουδαστή του Πεντατάξιου Διδασκαλείου Μυτιλήνης: Ενθνμιον. Μόλυβδος. Ε ν Μολνβδω τή 11-6-33. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατηβασιλείου)
στόχους, για να μας κληροδοτήσει επιτεύγματα, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα δημιουργικής προ σφοράς στα λεσβιακά και στα νεότερα γράμματά μας. Θεωρώ ως εκ τούτου ιδιαίτερα επιτυχή την επιλο γή του κ. Γιάννη Χατζηβασιλείου στη σημερινή παρουσία, γιατί και ως Λέσβιος διανοούμενος έχει την κατάλληλη πρόσβαση στις διδαχές και στα μηνύ ματα του Αργύρη Εφταλιώτη, του μεγάλου αυτού αναμορφωτή της γλώσσας. Του Εφταλιώτη, που στά θηκε αναμφίβολα με το έργο του ο προδρομικός εμπνευστής του Αιολικού κύκλου και της αντίστοιχης Σχολής του Αιγαίου, όπως την προσδιόρισε έγκαιρα και εύστοχα ο Γιώργος Βαλέτας, ο αναστυλωτής και ιστορικός του ανάδοχος. Το έργο του Εφταλιώτη θα βρίσκει πάντα νέους ερμηνευτές, για να μας καθοδηγούν με τις παραινέ σεις, με τις υποθήκες, με τα πολύτιμα διδάγματα και με τις βαθιές λαΐσιες σοφίες των λόγων του. Και κλείνω τη σύντομη αυτή προσλαλιά μου για τον εκλεκτό σημερινό μας ομιλητή κ. Γιάννη Χατζηβασιλείου, με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η Μηθυμναία λυχνία, που μας κληροδότησε ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο φλογερός αυτός στυλοβάτης της γλωσσικής ιδέας, φωτοδότρα και ανέσβηστη, θα συνοδεύει τους πνευματικούς μας βηματισμούς και θα καθοδηγεί δημιουργικά τις νεότερες γενιές. ΜΗΤΣΟΣ Ν. ΤΣΙΑΜΗΣ
Β Ε ίν α ι δύσκολο εγχείρημα να προσεγγίσει κανείς σε όλο της το μάκρος τη ζωή ενός χρυσικού της τέχνης του λόγου, ενός μαχητή της γλωσσικής αναγέννησης, ενός διδάχου της ρωμιοσύνης, που διαπότισε με τη δυναμική παρουσία του το περιβάλλον. Θα προσπα θήσω όμως, στον περιορισμένο χρόνο που μου δίνει η αμείλικτη κλεψύδρα, να φιλοτεχνήσω αδρομερώς το πορτρέτο του, να επισημάνω την πολύπλευρη δράση του και να υπογραμμίσω τη σημασία του όλου έργου του, του ποιητικού, του πεζογραφικού, του ιστορικού και εθνοδιαφωτιστικού, του θεατρικού, του κριτικού, του γλωσσικού και του μεταφραστικού. Η Λέσβος, αξετίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο του Αιγαίου, από τα πανάρχαια χρόνια ως τις μέρες μας δεν έπαψε να γεννά εμπνευσμένους ποιητές, διαλε χτούς πεζογράφους, ξεχωριστούς καλλιτέχνες, διακε κριμένους επιστήμονες, κοντολογίς σκυταλοδρόμους της πολιτιστικής προκοπής, με εμβέλεια άλλοτε εθνική και άλλοτε πανανθρώπινη. Ήταν και εξακολουθεί να είναι νησί προικισμένο από τη φύση με περίσσιες ομορ φιές, δουλεμένο στο αμόνι της μακρόχρονης ελληνικής ιστορίας, βλογημένο από τις Ελικωνιάδες Μούσες. Πολυάριθμες οι ιδιαίτερες πατρίδες, μικρές ή μεγάλες, που θεμελιώνονται στα χώματά του. Μια από δαύτες ο πανέμορφος Μόλυβος, που συνεχίζει
Η γενική γραμματέας της Εταιρίας Ελλήνων Αογοτεχνων Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα στο βήμα.
αιώνες τώρα τη μακρινή παράδοση της εύανδρης αρχαίας Μήθυμνας, της γεννήτρας του μουσικού και ποιητή Αρίονα. Χτισμένος κοντά στ’ ακροθαλάσσι και σκαρφαλωμένος σ’ ένα βραχώδη καστροστεφάνωτο λόφο, προκαλεί τον επισκέπτη με τα κάλλη του, τον κάνει αναδρομάρη του μεσαίωνα και της ξέμα κρης αρχαιότητας. Λίγο παρέκει, βορειοανατολικά, απλώ νεται νωχελικά η νοσταλγική εξοχή της Εφταλούς, η αγναντεύτρα της Μικρασίας. Σ' αυτό τον τόπο της αρμονίας και της χάρης ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης πρωταντίκρισε το φως της ζωής με το έμπα του Αλωνάρη του 1849, όταν το νησί το διαφέντευε ακόμη ο Τούρκος υποδουλωτής. Από την Εφταλού και από το ταπεινό ξωκλήσι της, το αφιε ρωμένο στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό, που η γιορτή τους συμπίπτει με την επέτειο της γέννησής του, πήρε αργότερα το φιλολογικό ψευ δώνυμο Αργύρης Εφταλιώτης, που κατά κάποιο τρό πο κρικελώνει τη μεγάλη φιλοπατρία του με την ασί γαστη νοσταλγία και με τη βαθιά θρησκευτικότητά του. Ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν έχει να επιδείξει φανταχτερούς τίτλους σπουδών, που να αντιστοιχούν στην έντονη πνευματική και αγωνιστική του δράση. Αρκέστηκε στα εγκύκλια μαθήματα που έλαβε στον τόπο του, μαθητεύοντας κοντά στον πατέρα του Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, ο οποίος στάθηκε αντάξιος μαθητής του φημισμένου γυμνασιάρχη της Σύρας Γεωργίου Σερούιου και δάσκαλος στη Μυτιλήνη του μετέπειτα σοφού πανεπιστημιακού καθηγητή και δρα ματουργού Δημητρίου Βερναρδάκη. Από αυτόν φωτί στηκε, από αυτόν πήρε τα πρώτα εφόδια, που τον βοή θησαν αποφασιστικά να εισέλθει στη λεωφόρο των υψηλών του καθηκόντων και ιδανικών. Τι αισθανό ταν για τον πατέρα του, τον άνθρωπο ο οποίος προτί μησε να μείνει στον τόπο του παρά να επιδιώξει στα διοδρομία σε μεγάλο αστικό κέντρο, ο οποίος έμεινε
πιστός στις μολυβιάτικες παραδόσεις, φορώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη και τη λεσβιακή βρά κα, φαίνεται από το ιστόρημά του με τον τίτλο «Ένας πατριώτης της περασμένης γενιάς». Καταπώς γράφει ο αείμνηστος Γιώργος Βαλέτας, ο χαλκέντερος μελε τητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο αναστυλωτής του έργου του τιμωμένου με τρεις ογκώδεις τόμους, «ο Εφταλιώτης είναι φαινόμενο αυτοδίδαχτου λογίου μέσα στα γράμματά μας. Δεν πήγε σε σκολειά, δεν άκουσε δασκάλους. Είναι μαθητής του πατέρα του, του μεγάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Δημιούργημα της φωτιάς, που είχε μέσα του». Αρκετά όμως χρωστά και στη λιγογράμματη μάνα του Ελένη Κέπετζη, η οποία με το γλυκό γάλα του κόρφου της, με τα απαλά νανουρίσματα, με τα ολόχαρα ταχταρίσματα, με την ασπούδαχτη λαϊκή σοφία και με την παραστατική δεξιότητά της βοήθηκε τον ακριβογιό της ν ’ αναδειχτεί, με το πέρασμα του χρόνου, «βασιλιάς της αφήγη σης». Στις αποσκευές του επομένως βάραιναν και τα θησαυρίσματα της ακωδικοποίητης ζωντανής λαλιάς και της αστέρευτης λαϊκής ψυχής. Το 1866 ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης ορφάνεψε πρόω ρα και αναγκάστηκε, όντας ακόμη μαθητής, να επω μιστεί για μικρό χρονικό διάστημα το βάρος της διεύ θυνσης του σχολείου του πατέρα του. Αποτελεί και αυτό ενδεικτικό της πνευματικής του συγκρότησης και της αδάμαστης θέλησής του. Σε ηλικία δεκαεφτά χρόνων, αμούστακο σχεδόν παλικαρόπουλο, ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης πήρε τον κακοτράχαλο δρόμο της ξενιτιάς, που ήταν μοιρόγραφτο να τον ακολουθήσει υπομονετικά ως το γέρμα της ζωής του. Αρχικά ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού, και λίγο αργό τερα στο Μάντσεστερ, μεγάλη βιομηχανική πόλη της Αγγλίας, όπου εργάστηκε ως εμπορικός υπάλληλος μέχρι το 1880. Στο Μάντσεστερ ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης έγινε
γρήγορα γνωστός, σύναψε φιλία με τον Αλέξανδρο Πάλλη, φιλόλογο, λογοτέχνη και έμπορο, έγινε μέλος του ελληνικού συλλόγου «ο Λόγιος Ερμής» και έκανε ομιλίες «αναγνώσματα» τις ονοματίζει ο ίδιος, φιλο λογικές και πατριωτικές. Ρίχτηκε στη μελέτη της ελληνικής και της ξένης φιλολογίας και, όπως ήταν φυσικό, επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία της επο χής, από το ρομαντισμό. Κατά την εποχή αυτή η λογοτεχνική καρποφορία του υπήρξε ασήμαντη. Κάποια ποιήματα και η μετάφραση «Των νησιών της Ελλάδας» από το «Δον Ζουάν» του Βύρωνα, σε δημοτική γλώσσα. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρό νια, για να ρίξει τα στέρια θεμέλια του έργου του. Από το Μάντσεστερ πέρασε στο Λίβερπουλ, όπου έμεινε ως το 1887. Εδώ παντρεύτηκε το 1881 την Αμερικανίδα Εΐίζα ΟΓαϊιαιη και απόχτησε τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, την Ελένη και την Ειρήνη. Οι σχέ σεις του με τη σύζυγό του, την οποία αρχικά χαρακτή ρισε «Ελληνίδα την ψυχήν και τας διαθέσεις», δεν υπήρξαν αρμονικές σ’ όλο το μάκρος της συμβίωσης, όπως προκύπτει από διάφορα σημεία του έργου του, κυρίως όμως απο δημοσιευμένες επιστολές. Διακαής πόθος του ήταν να μάθουν τα παιδιά του ελληνικά, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του με το Δημήτριο Βερναρδάκη. Βρέθηκε και ο ίδιος αντιμέτω πος με το οξύ πρόβλημα της εκπαίδευσης των ελληνό πουλων της διασποράς, σε περιοχές όπου δε λειτουρ γούν ελληνικά σχολεία. Το 1887 έψαχνε να βρει «Ελληνίδα τροφόν συγχρόνως και υπηρέτριαν, αλλά ομιλούσαν ανθρωπινά ελληνικά, δηλαδή νοητά εις το πανελλήνιον - όχι Μολυβιάτικα! δυναμένην δε και να γράφη ολίγον ορθώς, δηλαδή οπωσούν εκπαιδευμένην, άλλ’ όχι και με φούμαρα, ως είναι αι του Αρσάκειου ενίοτε. Την θέλω διά να κοιτάζη τα δυο μας μικρά (τα οποία είναι πάρα πολύ μικρά ακόμη διά διδασκαλίσσας) και διά να ομιλή εις τα παιδιά, καθώς και εις την μητέρα, η οποία έχει αρχάς, αλλά της λείπει η άσκησις».
Ο πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Αογοτεχνών Παύλος Ναθαναήλ χαιρετίζει την εκδήλωση. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Βασίλειος Αούπος, η Αιούμπα Σκούρτη, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, η Ελευθερία ΑναγνωστάκηΤζαβάρα και ο Μήτσος Τσιάμης.
Από το Λίβερπουλ το 1887 ο οίκος Ράλλη, οργανω μένη εμπορική επιχείρηση με δραστηριότητές σ’ όλο τον κόσμο, τον μετέθεσε στις Ινδίες, στη Βομβάη, όπου κακοπάθησε και ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του. Πριν πάει στη νέα του θέση, επισκέφτηκε για λίγο το νησί του, την ιδιαίτερη του πατρίδα, το Μόλυβο, με την ευκαιρία του γάμου της πολυφίλητης αδερφής του Ευρυδίκης. Ζούσε αδιάκοπα με το όραμα του τόπου του, βαυκαλιζόμενος με την ελπίδα του γυρισμού, όπως ομολογεί στο «Αληθινό παραμύθι» των «Νησιωτικών Ιστοριών». Στη Βομβάη ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης βρήκε το φίλο και συνάδελφό του Αλέξανδρο Πάλλη, ο οποίος από νωρίς, προψυχαρικά δηλαδή, χειριζόταν τη δημοτική. Είχαν συνδεθεί με φιλία στο Μάντσεστερ, όπως προαναφέραμε. Η κατοπινή τους όμως συγκα τοίκηση στη Βομβάη στάθηκε ουσιαστικότερη από άποψη γλωσσικού προσανατολισμού. Στο σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα ο Εφταλιώτης γράφει: «Βρήκα τον Πάλλη και μετάφραζε από τότες την Ιλιάδα του στη δημοτική. Είχε το γούστο της δημοτι κής από τότες και συχνά γύρευε να με πείσει κι εμένα να γράφω ρωμαίικα. Εγώ όμως, όξω από κάτι στί χους που έγραφα από καιρό σε καιρό στη γλώσσα των τραγουδιώ μας, δεν αποκοτούσα να πετάξω τόσα και τόσα χαδεμένα μου δοκιμάσματα στην καθαρεύ ουσα και να κηρυχτώ δημοτικιστής». Το 1888, όταν κυκλοφόρησε το τολμηρό για τις ριζοσπαστικές γλωσσικές του ιδέες βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη, Χιώτη γλωσσολόγου και λογοτέχνη ξενιτεμέ νου στο Παρίσι, με τον τίτλο «Το ταξίδι μου», ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης δέχτηκε αμέσως το προοδευτι κό μήνυμα και έγινε ένας από τους πρωταπόστολους του δημοτικισμού. Ρίχτηκε στον αγώνα μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη. Το έδαφος εξάλλου ήταν προετοι μασμένο, κατά κάποιο τρόπο, και νωρίτερα από το Δημήτριο Βερναρδάκη, ο οποίος από το 1884 με το ειδωλοθραυστικό του έργο «Ψευδαττικισμού έλεγχος» είχε ανοίξει το δρόμο της αλήθειας. Τα δυο πρωτοπαλίκαρα του δημοτικισμού, ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης και ο Αλέξανδρος Πάλλης έτρεφαν βαθιά εκτίμηση για το σοφό της Λέσβου, τον θαύμαζαν και τον συμβουλεύο νταν, όπως προκύπτει από μαρτυρίες των έργων τους και από την αλληλογραφία που είχαν μαζί του. Έ να χρόνο αργότερα, το 1889, ο Κλεάνθης Μ ιχαηλίδης έλυσε τη σιωπή του, παραμέρισε τη διστακτικότητά του και έδωσε φυσική διέξοδο στο ταλέντο του. «Η «Επιστολή εκ Βομβάης», δημοσιευμέ νη την ίδια χρονιά στην «Εστία», που ήταν σοβαρό φιλολογικό και επιστημονικό περιοδικό της Αθήνας, καθρεφτίζει το αποκρυσταλλωμένο γλωσσικό του πιστεύω. Από εδώ και πέρα άρχισε ο συγγραφικός του καλπασμός, λες και έπρεπε να καλυφτεί αντισταθμι στικά το κενό του προηγούμενου εικοσάχρονου πνευ ματικού εφησυχασμού. Με φιλολογικό πια ψευδώνυ μο γράφει και δημοσιεύει άρθρα, περιγραφές και διη γήματα, κονταροχτυπιέται για τις ιδέες του.
Ο Μηθυμναίος λογοτέχνης Μήτσος Τσιάμης στο βήμα.
Το 1889 πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Αγώνα με τη συλλογή «Τραγούδια ξενιτευμένου» και ήρθε δεύτερος. Μέσα στης πικρής ξενιτιάς τα δρομο γυρίσματα είχε αισθανθεί την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του σε ποιήματα απλά, παιχνιδιάρικα, γιομάτα λεπτότητα και χάρη. Δυο χρόνια αργότερα, το 1891, πήρε μέρος και πάλι στο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Αγώνα, με τριάντα δυο σονέτα, τα «Αγάπης λόγια», και με το πολύστιχο ποίημα «Ο καθρέφτης του πύργου μου». Η συλλογή των σονέτων απορρίφτηκε, ενώ το δεύτερο ποίημα πήρε έπαινο. Αμέσως όμως μετά την απόρριψή τους, τα σονέτα δημοσιεύτηκαν πανηγυρικά στην «Εστία» και προκλήθηκε φιλολογική διαμάχη. Στην κρίση του Φιλαδέλφειου Ποιητικού Αγώνα αντιστρατεύτηκαν ο Ιάκωβος Πολυλάς και ο Κωστής Παλαμάς. Η καθα ρεύουσα ως αποκλειστικό όργανο της προσωπικής ποίησης είχε κλονιστεί από καιρό συθέμελα και η ποικιλοτρόπως επιδιωκόμενη νεκρανάστασή της στά θηκε επιζήμια για την απρόσκοπτη και φυσική εξέλι ξη του ποιητικού μας λόγου. Τα «Αγάπης λόγια» είναι ξεχείλισμα του εσωτερι κού κόσμου του ποιητή, της τραγουδοπλάστρας αγά πης. Η τοποθέτησή του στη Βομβάη είχε ως συνέπεια τη διάσπαση της οικογένειάς του στην Ασία και στην Ευρώπη, όπως μας εξομολογείται με βαθύ πόνο: Χρόνια αρμενίζαμε και μεις με τα κουπιά μας, χρόνια πολλά το πέλαγο γλυκοκοιμούνταν, ώσπου ’ρθε ανεμοστρόβιλος και τ ’ άρμενά μας σπασμένα πάνω στα πικρά νερά κυλιούνταν! Δυο κύματα μας πήραν, αχ, κακό μεγάλο, το ένα στην Ανατολή, στη Λύση τ ’ άλλο!
Ο ξενιτεμένος τραγουδιστής ζούσε δύσκολες μέρες, περνούσε πίκρες και στενοχώριες. Μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κάθε φορά που η τυραννική μνήμη τον έφερνε μπροστά στ’ αγαπημένα του πρό σωπα, της πατρικής και της δικής του φαμίλιας. Όταν έπεφτε το σκοτάδι και τον συντρόφευε η μονα ξιά, τον έπαιρνε το παράπονο και οι στεναγμοί του γίνονταν λυροκόπι. Ο πόνος του αβάσταχτος, η νοσταλγία του πυργωμένη ως τα μεσούρανα. Ο ίδιος ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία στα λογής λογής στιχουργήματά του. Στη συλλογή του «Παλιοί σκοποί», τη μόνη που αξιώθηκε να εκδώσει το 1909, περιέλαβε λίγα μονάχα ποιήματά του. «Από τους πολλούς στίχους, που συνήθιζα να γράφω, μάλιστα πριν κατασταλάξει το κοντύλι μου στα πεζά, αποφάσισα να βγάλω εδώ μερικούς, σαν είδος θυμητάρι προς όσους φίλους και δικούς ζητούνε τέτοια μου έργα», σημειώνει στο σύντομο προλόγισμα της έκδοσης. Και λίγο πιο κάτω: «Άλλος λόγος, που με παρακίνησε κάπως στο τύπωμά τους είναι, που ίσως βρεθεί μια μέρα κανένα μου τραγούδι άξιο να τονιστεί, και περάσει στου λαού το στόμα* δόξα που δεν τ ’ αρνιούμαι πως τη λιμπίζουμαι». Από τα επιλεγμένα ποιήματα των «Παλιών σκοπών» ποιος δε θυμάται το «Τραγούδι του αργαλειού» και το «Τραγούδι της ταβέρνας», τον πολυστέναχτο καημό της προδομένης αγάπης; Σ ’ όλα νιώθει ο αναγνώστης την έντονη παρουσία ενός ποιητή με ευαίσθητες κεραίες, ο οποίος μέσα στην ξενιτιά, μέσα στης καθημερινής βιοπάλης τις ανηφοριές, δε λησμονεί τον τόπο που τον γέννησε, τους καλοσυνάτους ανθρώπους του, τις συνήθειές τους, τις χαρές και τα βάσανά τους. Δε θα έπρεπε, κλείνοντας το καθαυτό ποιητικό του έργο, να παρασιωπήσουμε τα έξοχα τετράστιχό του, τα παιδικά του, τις ωδές του στον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό, στον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ και στον ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμο Σπύρο Λούη, όπου διακρίνει κανένας την αγάπη και το θαυμασμό του για τους εργάτες της προκοπής και της προβολής της πατρίδας μας, τα σατιρικά του επι γράμματα και το πολύστιχο στιχούργημα «Το τρα γούδι της ζωής», στο οποίο μεταρσιώνεται φιλοσοφι κά και αναφωνεί δοξολογώντας: Αγάπη κι ομορφιά και φως κι ενέργεια! Εσάς υμνώντας, μια μονάχη ψέλνω, τη ζωή, του κόσμου τη θαματουργή πρωτοτεχνίτρα. Εκεί όμως όπου επιδόθηκε περισσότερο ο Αργύρης Εφταλιώτης είναι η πεζογραφία, που και αυτή καταδυ ναστευόταν από τον καθαρευουσιανισμό και το λογιοτατισμό. Η γλωσσική όμως ανταρτοσύνη του Γιάννη Ψυχάρη το 1888 και το ξεσπάθωμα του Εμμανουήλ Ροΐδη το 1893, με το έργο του «Τα είδωλα», την έβαλαν σε φυσική τροχιά. Η δημοτική δεν έπρεπε να αγκαλιά
σει μονάχα την ποίηση, άλλ’ έπρεπε να δοκιμαστεί και στον πεζό λόγο, στο διήγημα, στο μυθιστόρημα, στο θέατρο, στην επιστημονική συγγραφή. Το 1894 παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ο Αργύρης Εφταλιώτης με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιωτικές ιστορίες», που την αφιερώνει στη χαρι τωμένη εξοχή της πατρίδας του, την Εφταλού. Τα διηγήματα αυτά είναι η καλύτερη ανθοφορία του πνεύματός του. Είναι το αποτρύγι των αναμνήσεων της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας του συγγρα φέα. Γραμμένα σε γλώσσα απλή και καθάρια, σχεδόν άγνωστη στην τότε διηγηματογραφία, τάραξαν τα στεκούμενα νερά και πιστοποίησαν πως η δημοτική δεν είναι απρόσφορη για το διήγημα. Τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη είναι ηθο γραφικά, είναι «ωραία ειδυλλιακά ποιήματα», όπως τα χαρακτήρισε σε επιστολή του ο Δημήτριος Βερναρδάκης, και ξεπηδούν μέσα από την κολυμπή θρα της λεσβιακής υπαίθρου. Παντού προβάλλει ο ανύπνωτος νοσταλγός, που ξέρει να ξετυλίγει τις ιδέ ες του, να εξωτερικεύει το μέσα πλούτος και να απο καλύπτει τον πακτωλό των συναισθημάτων του. Σε μαγεύουν οι όμορφες περιγραφές, οι ζωντανές αφη γήσεις, το απαράμιλλο ύφος, η ζεστή γλώσσα. Αρκούμαι σε μερικά αντιπροσωπευτικά, όπως το «Αληθινό παραμύθι», «Ο παπα-Σωφρόνιος», «Ο Μαρίνος Κοντάρας», που ήταν ανυπόταχτο θεριό, αλλά τον μέρεψε η αγάπη μιας γυναίκας, «Η Στραβοκώσταινα», «Ο θάνατος του Τραμουντάνα» και «Η λαχτάρα του γερο-Ανέστη», όπου ξεχύνεται η νοσταλγία του συγγραφέα. Εκτός από τις «Νησιωτικές ιστορίες» ο Αργύρης Εφταλιώτης έχει γράψει και ένα εκτενέστερο διήγη μα, μια νουβέλα, που επιγράφεται «Η μαζώχτρα». Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη το 1899 και την επόμενη χρο νιά τυπώθηκε σε ξεχωριστό βιβλίο μαζί με άλλα έργα. Έχει ως θέμα της την ιστορία μιας όμορφης μαζώ χτρας, της Ασήμως, η οποία έγινε αιτία να ξεκληρι στούν οικογένειες και να ερημώσει ένα ολόκληρο χωριό της Κρήτης. Την υπόθεση του πεζογραφήματος τη χρωστά ο συγγραφέας στο φίλο του Αλέξανδρο Πάλλη, ο οποίος είχε επισκεφτεί το νησί το 1898, τη χρονιά που αποβιβάστηκε σ’ αυτό ως ύπατος αρμο στής ο πρίγκιπας Γεώργιος. Η νουβέλα αυτή και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο είναι ανώτερη από τα διηγήμα τα. Έχει δραματική πλοκή, περισσότερα πρόσωπα, μεγαλύτερη δράση. Ο Αργύρης Εφταλιώτης, χωρίς να έχει πάει στη μεγαλόνησο, μας έδωσε με πειστικότητα ένα συνταρακτικό πεζογράφημα. Νησιώτης και ο ίδιος, τουρκομερίτης, δεν μπορούσε παρά να νιώθει τη λεβεντογέννα Κρήτη. Οι σκληροί αγώνες των Κρητικών του ζωντάνευαν την πεθυμιά να έρθει στο νησί και να χύσει το αίμα του. Να, με ποιους στίχους κλείνει το ποίημα, που της αφιέρωσε το 1896:
Κρήτη μου, το ’θελα κι εγώ, παλιό σκλαβόπουλο, μέσα στα σπλάχνα σου να μπω, να δω τα μάγια * που το τρομάζουν το θεριό, και νά βρω θάνατο κι από ζωή γλυκύτερο, σε μάχη σου άγια. Αχ, μ ’ έδεσαν τα γερατειά σε τόπους άδοξους κι αντίς στο χέρι μου σπαθί, κρατώ μια πέννα. Φωτιά ή φαρμάκι, Κρήτη μου, σταλιά αν της έμεινε, δώρο τα στέλνω του τυράννου από σένα. Το 1897, τη χρονιά που η χώρα μας ρίχτηκε στην πολεμική περιπέτεια με τους Τούρκους και οδηγήθηκε στην ταπείνωση, τυπώθηκαν σε βιβλίο οι «Φυλλάδες του Γεροδήμου». Χωρίζονται σε τέσσερα μέρη και είναι αφιερωμένες στα Ρωμιόπουλα. Καταπώς γράφει στον Πρόλογο του κληρονόμου ο Γεροδήμος, δηλαδή ο Αργύρης Εφταλιώτης, «δεν είναι μήτε αληθινές ιστορίες, μήτε παραμύθια. Είναι και τα δυο». Ο συγγραφέας είναι γνώστης της ελληνικής πραγ ματικότητας, γ ι’ αυτό και κατέχεται από πικρία και απαισιοδοξία. Βλέπει το νησί του σκλαβωμένο, βλέ πει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού να το απο μυζά ο ασιατισμός, να το δέρνει ο ραγιαδισμός, να το αποχαυνώνει η άγονη προγονοπληξία, να το αλυσο δένει χεροπόδαρα ο στείρος σχολαστικισμός. Μπροστά σ’ αυτές τις τροχοπέδες στάθηκε ολόρθος και άφοβα μας έδωσε το ιδεολογικό του πιστεύω με το πρόσωπο του Γεροδήμου, για να βγάλει από το λήθαργο τα πνεύματα που είχαν αποτελματωθεί. Σ ’ αυτό τον ώθησε η πλεονάζουσα συναίσθηση εθνικής ευθύνης, η αγνή φιλοπατρία του. Ο λόγος του δεν έχει μόνο τα στολίδια της τέχνης, αλλά και τα σωτήρια καρπίσματα του νου. Χρειάζεται μόνο πνευματική εγρήγορση και διεισδυτική ικανότητα, για να μπορέ σει ο αναγνώστης να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα των εικόνων, των παρομοιώσεων και των αλληγο ριών που αφθονούν στο έργο. Ο Αργύρης Εφταλιώτης έθεσε ορθά το πρόβλημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, σε εποχή κατά την
οποία οι ιεροφάντες του αρχαϊσμού κορυβαντιούσαν. Διορατικός καθώς ήταν, ξέκρινε μέσα στα πλήθη των δασκάλων το μεγάλο σοφό της Λέσβου Δημήτριο Βερναρδάκη, που και αυτόν τον πολέμησαν άγρια. «Ένας τους μονάχα έτυχε να ’χει μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή και πήγανε να τόνε φάνε. Άρον μάρον τον ζορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν», γράφει στην τέταρτη Φυλλάδα. Επίσης θαυμάζει τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, καθώς και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, επει δή και οι δυο τους στηρίχτηκαν στη ζωντανή μας γλώσσα. Μιλά με καμάρι για τον πρωτεργάτη του δημοτικισμού Γιάννη Ψυχάρη, ο οποίος το 1888 «πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλίσια τη φάλαγγα», καθώς γράφει χαρακτηριστικά. Ο Αργύρης Εφταλιώτης στις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» αποδείχνεται θιασώτης της μεγάλης ιδέ ας του ελληνισμού. Τον συνεπαίρνει το παράπονο για τις συμφορές του έθνους. Καυτηριάζει την πολι τική διαφθορά και τον κομματικό εκτραχηλισμό, χτυ πά την ξενομανία, αποδοκιμάζει τους περιφρονητές της ζωντανής μας μουσικής παράδοσης, οι οποίοι υιοθετούν την ξενόφερτη, τη φράγκικη, στηρίζει ανε πιφύλακτα το χωριό, τη βρυσομάνα αυτή του λαϊκού μας πολιτισμού, τονίζει τη σημασία των δημοτικών τραγουδιών και όλων γενικά των ανεπιτήδευτων δημιουργημάτων του λαού, κατακρίνει το συρμό και πολεμά τον υπέρμετρο εγωισμό, ο οποίος έχει κατα ντήσει βασικό φυλετικό ελάττωμα. Οι καθαρευουσιάνοι αγωνίστηκαν με πείσμα να κρατήσουν μακριά από το δημοτικό λόγο και ένα άλλο γραμματειακό είδος, τη δραματική ποίηση, το θέατρο. Αντιμέτωποι στην προσπάθειά τους αυτή ήρθαν με τα έργα τους ο Γιάννης Ψυχάρης, ο Αλέξανδρος Πάλλης, μεταφραστής του έργου του Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας», και ο Αργύρης Εφταλιώτης. Ο «Βουρκόλακας» είναι το μοναδικό δράμα του Αργύρη Εφταλιώτη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην
Ο ομιλητής Γιάννης Χατζη βασιλείου στο βήμα. Μερική άποψη του ακροατηρίου.
«Εστία» το 1894 σε τρεις συνέχειες. Βασίζεται στο πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι, το οποίο ο Νικόλαος Πολίτης ονομάτισε «Του νεκρού αδελφού». Στο ίδιο τραγούδι στηρίχτηκε και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, για να γράψει το έργο του ο «Όρκος του πεθαμένου». Χωρίζεται σε τρεις πράξεις και η υπόθεσή του είναι με λίγα λόγια η εξής: Μια μάνα είχε τρεις γιους και μια κόρη, που παντρεύτηκε έναν ξένο και έφυγε μαζί του στη Βαβυλώνα, εκεί όπου στις μέρες μας δοκιμάζεται ένας λαός από τους βάρβαρους Δύσης. Ο αδερφός της Κωσταντής, για να καθησυχάσει τη στενοχωρημένη μάνα του, της υποσχέθηκε πως, άμα συμβεί κανένα μεγάλο κακό στο σπίτι τους, θα πάει και θα φέρει από την ξενιτιά την αδερφή του. Τα τρία αδέρφια πέθαναν και ο Κωσταντής, που ήταν δεμένος με όρκο, βρικολάκιασε, πήγε στη Βαβυλώνα και έφερε πίσω την αδερφή του, η οποία ξεψύχησε μαζί με τη μάνα της. Η προτίμηση του Αργύρη Εφταλιώτη να βασίσει το δραματικό του έργο σε λαϊκογενή στοιχεία είναι ενδεικτική της αναζήτησης υποθέσεων από τη νεοελ ληνική παράδοση. Η δημοτική ποίηση γΓ αυτόν ήταν αποκάλυψη. Διάβαζε αχόρταγα τα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας και τα έβρισκε πάντοτε, καθώς γράφει, «φρέσκα φρέσκα σαν μαγιάτικα λουλούδια, και μυρωδάτα σαν τα κυδώνια που μας βάζουν στα ρούχα οι καλές μας νησιώτισσες. Κάθε φορά μου δροσίζουν την καρδιά και την ανασταίνουν». Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο αυτό παρουσιάζει αρκε τές δυσκολίες σκηνοθετικής φύσης. Έγιναν όμως φιλότιμες προσπάθειες παρουσίασής του. Το 1963, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 40 χρόνια από το θάνατο του Εφταλιώτη, παρουσιάστηκε στο Κάστρο του Μολύβου από τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι». Τον Ιούλιο του 2001, με την ευκαιρία του Συνεδρίου, με θέμα «Ο Αργύρης Εφταλιώτης στα Νεοελληνικά Γράμματα», που πραγματοποιήθηκε στο Μόλυβο, αξιοποίησε θεατρικά το έργο αυτό, με ξεχωριστή επιτυχία, το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου. Ένα άλλο λογοτεχνικό είδος, με το οποίο καταπιά στηκε ο Αργύρης Εφταλιώτης, είναι το μυθιστόρημα. Το μοναδικό του έργο, «Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης», γραμμένο κατά την περίοδο 1900-1901, έμεινε ανέκδο το και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από το Γιώργο Βαλέτα στον πρώτο τόμο των Απάντων του συγγρα φέα. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί, κατά κάποιο τρό πο, βιογράφημα του συγγραφέα. Ο Αργύρης Εφταλιώτης εκτός από λογοτέχνης ήταν και άνθρωπος με φιλέρευνη διάθεση. Το ιστορι κό έργο που μας άφησε, παράλληλα με την όποια επι στημονική του αξία, παρουσιάζει και μεγάλο γλωσσι κό ενδιαφέρον. Σε εποχή έντονης γλωσσικής διαπά λης έδειξε πως η δημοτική είναι πρόσφορη και για τον επιστημονικό λόγο. Το πρώτο ιστορικό έργο του Αργύρη Εφταλιώτη είναι η «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», που κυκλοφόρησε
το 1901, προτού ξεσπάσουν τα «Ευαγγελιακά» στην Αθήνα. Ο συγγραφέας, ύστερα από τον ατυχή ελληνο τουρκικό πόλεμο του 1897, θέλησε να ασχοληθεί με κάτι πιο ωφέλιμο, πιο εποικοδομητικό για το κατα τρεγμένο έθνος. «Σαν καταστάλαξε ο τόπος μας από τη φουρτούνα που τον πλάκωσε τώρα και τρία χρό νια, όρεξη δε μου ’μνησκε μήτε για στίχους, μήτε για παραμύθια», εξομολογείται στο αφιέρωμα που προ τάσσει για το Γιάννη Ψυχάρη. Η «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», ο πρώτος και μονα δικός τόμος που κυκλοφόρησε, χρειάστηκε «δυο χρό νια απονύχτερες μελέτες». Ο μίτος της αρχίζει να ξετυλίγεται από τα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και φτάνει ως τον έκτο αιώνα. Εδώ πρέπει να σημει ωθεί πως στους Ρωμαίους χρωστάμε και το εθνικό όνομα Ρωμιός (Κοηταηιΐδ), που παράγωγό του χρησι μοποίησε για την τιτλοφόρηση του βιβλίου του ο συγ γραφέας. Ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν ήταν καθαυτό ιστορικός ούτε φιλοδοξούσε να δρέψει δάφνες ως επιστήμονας. Νοιαζόταν πάνω απ’ όλα για την εθνι κή φώτιση. Στόχος του να παρουσιάσει τα πρόσωπα και τα γεγονότα γυμνά, ξεκάθαρα, απαλλαγμένα από κάθε παραποίηση, διαστρέβλωση και ανακρίβεια. Η «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» δε μελετήθηκε και δεν προσέχτηκε όσο έπρεπε. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέ ρει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα πως διαβάστηκε μόνο ο τίτλος του έργου, «γιατί αυτός μόνο κρίθηκε, τουλάχιστο στην Ελλάδα». Και πραγματικά, ο τίτλος «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» προκάλεσε έντονες συζητή σεις και διαμάχες. Άλλοι κατέκριναν τον Εφταλιώτη, γιατί αξιοποίησε λέξη που μαρτυρεί εθνικές περιπέτει ες και υποδούλωση, ενώ άλλοι, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Γερμανός Βυζαντινολόγος Κάρολος Κρουμπάχερ, πήραν το μέρος του συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1905 ο Αργύρης Εφταλιώτης ξεφεύγοντας από τη μέγκενη του υπαλληλισμού, ήρθε για λίγο χρονικό διάστημα στην πα τρίδα του. Περνώντας από την Αθήνα, η οποία εξακολουθούσε ακόμη να είναι προπύργιο του αρχαϊσμού, συναντή θηκε με τον Παλαμά και με άλλους δημοτικιστές. Στην Εφταλού του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί και με την αδερφή του Ευρυδίκη Εμμανουήλ, που και αυτή είχε την πετριά του έντεχνου λόγου. Σχετικά μ’ αυτό το ταξίδι του ο Αργύρης Εφταλιώτης μας μιλά στα «Γράμματα του ξενιτεμένου», τα οποία δημοσι εύτηκαν την ίδια χρονιά στο περιοδικό «Νουμάς». Δυο χρόνια αργότερα, το 1907, ο Αργύρης Εφταλιώτης ξαναήρθε στο νησί του, συνοδευόμενος μάλιστα από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Στην Κωνστα ντινούπολη αποθεώθηκαν από τους οπαδούς του δημοτικισμού. Στη Μυτιλήνη βρήκαν πεθαμένο το σοφό φίλο τους Δημήτριο Βερναρδάκη. Τον θρήνη σαν, γιατί ήταν ένας από τους φωτισμένους πνευμα τικούς ταγούς της εποχής. Ένα χρόνο αργότερα, το 1908, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς» τα «Ιστορικά ξεγυμνώματα»
του Αργύρη Εφταλιώτη. Σκοπός του, καταπώς γρά φει στον Πρόλογο, ήταν να ξεγυμνώσει «μερικά φου σκωμένα είδωλα της εθνικής μας ιστορίας από την Αλωση ως τις παραμονές του Εικοσιένα» και να βρει την αλήθεια. Έλαβε ως ούηγό του τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και έκρινε με αμεροληψία πρόσω πα και γεγονότα. Οι προθέσεις του αγνές, οι απόψεις του ενδιαφέρουσες. Το 1909 επισκέφτηκε πάλι το νησί μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη. Την επόμενη χρονιά, το 1910, πιστεύοντας ακράδαντα στη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας και θέλοντας να προβάλει τις σημαντικότε ρες μορφές της πολιτικής και της πνευματικής ζωής των πρώτων οχτώ αιώνων της βυζαντινής εποχής, έγραψε το έργο «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», το οποίο όμως έμεινε ανέκδοτο. Το Βυζάντιο δεν το περιφρονούσε, δεν το έκρινε με προκατάληψη. Το θεωρούσε προπύργιο του χριστιανικού κόσμου. Εκεί που πολλοί συγκαιρινοί του έβλεπαν μονάχα πηχτό σκοτάδι, προλήψεις, μηχανορραφίες, εγκλήματα και στείρο καλογηρισμό, αυτός ξέκρινε και φως, απαραί τητο για την πορεία του νέου ελληνισμού. Οι θέσεις του δεν άργησαν, με την προαγωγή των βυζαντινών σπουδών, να γίνουν αποδεκτές από όλους, δικούς μας και ξένους. Το 1912 η Λέσβος έσπασε τα δεσμά της μακρόχρο νης τούρκικης δουλείας και γιόρτασε τα ελευθέριά της. Ο νοσταλγός της Εφταλούς δέχτηκε το χαρμόσυ νο άγγελμα στα ξένα και ένιωσε ανεκλάλητη χαρά. Το όνειρο αιώνων στις 8 του Νοέμβρη έγινε πραγματικό τητα. Η γαλανόλευκη αντικατέστησε την ημισέληνο. Ένα χρόνο αργότερα ο Αργύρης Εφταλιώτης με βαθιά συγκίνηση πάτησε τα χώματα της λεύτερης πια πατρίδας. Το χτεσινό σκλαβόπουλο ανέπνευσε επιτέ λους το ζωογόνο αγέρι της λευτεριάς. Επιστρέφοντας στην Αγγλία ο Αργύρης Εφτα λιώτης συνέχισε με ζήλο τον πνευματικό του αγώνα. Καταπιάστηκε με τη μετάφραση της Οδύσσειας και τη δούλευε μαστορικά, με γνώση και με μεράκι. Πάσχιζε να φτάσει στο τέλος, προτού τον σταματήσει η ανημπόρια των γερατειών ή το μοιραίο. Ήταν και αυτός ένας Οδυσσέας, που συντηρούσε ακοίμητο το καντήλι της πατρίδας, που αναζητούσε χωρίς σταματημό τη δική του Ιθάκη. Άφησε αμετάφραστες τις τρεις τελευ ταίες ραψωδίες. Η μετάφραση των υπόλοιπων είναι αριστοτεχνική. Για τελευταία φορά ήρθε στο νησί του ο Αργύρης Εφταλιώτης το 1922. Μπόδιο του στάθηκε τα προη γούμενα χρόνια ο Α ' Παγκόσμιος Πόλεμος. Τώρα τον βρήκε η Μικρασιατική Καταστροφή, ο χαλασμός της Ανατολής. Ο βράχος του Κέπετζη στην ακροθα λασσιά της Εφταλούς έγινε σωρός από λιθάρια. Το πέσιμο του βράχου αυτού, ο οποίος είχε αντισταθεί χρόνια και χρόνια στα φοβερά στοιχειά της φύσης, θεωρήθηκε από τον Αργύρη Εφταλιώτη προμήνυμα θανάτου. «Δεν παύω να συλλογιέμαι το βράχο του
Ο πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Παύλος Ναθαναήλ απονέμει στον πρόεδρο Βασίλειο Αούπο το μετάλλιο της Εταιρίας, ως επιβράβευση των πνευματικώνκαλλιτεχνικών δραστηριοτήτων του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών και της μακρόχρονης επωφελούς έκδοσης του περιοδικού «Αγιάσος».
Κέπετζη. Κατάντησα δεισιδαίμονας. Τόσο προμηνυτικό μου φαίνεται το πέσιμό του», έγραφε λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Στις 3 Αυγούστου του 1923 ο Αργύρης Εφτα λιώτης άφησε τη στερνή του πνοή στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου είχε αποτραβηχτεί τον τελευταίο και ρό σε εξοχικό του σπίτι. Η εκφρασμένη επιθυμία του ν ’ αναπαυτεί στη γενέ τειρά του, πραγματοποιήθηκε αρκετά χρόνια αργότε ρα, χάρη στο θερμουργό ζήλο του αείμνηστου σκαπα νέα των Νεοελληνικών Γραμμάτων Γιώργου Βαλέτα. Τον Ιούλιο του 1974 έγινε μετακομιδή των οστών του και την επόμενη χρονιά, στις 17 Αυγούστου, εναποτέθηκαν σε απέριττο μαρμάρινο τάφο του ξωκλησιού των Αγίων Αναργύρων, στην Εφταλού. Είναι ευχάριστο ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν σοβαρές προσπάθειές σπουδής του έργου του Εφταλιώτη από Λέσβιους και μη, μετά από τις πρό δρομες έρευνες και εργασίες του Γιώργου Βαλέτα. Στην πρω τοπορία από τους Λέσβιους ο Τάκης Χατζηαναγνώστου, ο Βαγγέλης Καραγιάννης, ο Μήτσος Τσιάμης, που διατέλεσε και πρόεδρος της «Φιλολογικής Στέγης Εφταλιώτη», καθώς και ο Κώστας Μίσσιος, για να αρκεστώ σε ορισμένα μόνο ονόματα. Ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο νοσταλγός τραγουδι στής και διδάχος της Ρωμιοσύνης, μίσεψε από το νησί μας, από τον πανέμορφο Μόλυβο, και έδωσε μάχες πολλές, από τα μετερίζια της ξενιτιάς, για το καλό του έθνους. Είναι φωτεινό σύμβολο του απόδημου ελληνισμού, ο οποίος αγαπά παράφορα τη μητέρα πατρίδα, αγωνίζεται τίμια και μεγαλουργεί.
Ε Α Ι Ε Τ Σ ’ ΤΑ Λ Ε Γ Α Ν ΤΙ Π Ρ Ο Υ Τ Ν Ο Ι Γ Γ κουρτσάπα (η) = εργαλείο ευνουχισμού πολύ απλό. Αποτελείται από δυο βεργούλες ως πενήντα πόντους στο μάκρος η καθεμιά. Από τη μια άκρη είναι η μια με την άλλη σφιχτοδεμένες. Ανάμεσα στις δυο αυτές βεργούλες τοποθετούν τους όρχεις του ζώου, αφού το ξαπλώσουν καταγής και στη συνέχεια δένουν τις δυο βεργούλες και από την άλλη άκρη, οπότε προβάλλονται οι όρχεις, που σύγκαιρα κόβονται με κοφτερό μαχαίρι. Η παροι μιακή φράση τουνβά λαν σ τ' γκουρτσάπα λέγεται για κείνους που έχουν μπλεχτεί σε πολύ σοβαρή υπόθεση, που υποφέρουν από τις έξωθεν πιέσεις, σαν το ευνουχιζόμενο ζώο, πλην όμως είναι αδύ νατο να ξεφύγουν. δρακουντιά (η) = αγερικό που κάνει το παιδί να κλαίει. Όταν είναι αβάφτιστο, πιστεύουν πως ένας δράκος το καταπιέζει και το κάνει να κλαίει διαμαρτυρόμενο, γΓ αυτό και την κατάσταση αυτή του παιδιού την ονόμασαν δρακουντιά. Καλούν συνή θως τον παπα και όχι το γιατρό, για να διώξει το δαιμονικό με τις παρακλήσεις. Στα Π αράκοιλα Λέσβου το αβάφτιστο το λένε δρακούλ' ή δρατσέλ' (βλ. Νίκης Ταστάνη, Λεσβιακή Λαογραφία). Και στην Κρήτη δράκο λένε το αβάφτιστο. Και ένα είδος φυτού (φιδόχορτο) το λένε δρακοντιά. διψ ιά ή ζιψ ιά (η) = το σχοινί που είναι δεμένο στο σαμάρι του ζώου και που χρησιμεύει, για να δένε τα ι το φ ο ρ τίο πά νω στο σαμάρι, [αρχ. δέψ α (=κατεργασμένο δέρμα) > διψιά. Στα παλιά χρόνια αντί για σχοινί χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο λουριά από κατεργασμένο δέρμα, εξού και η λ. δεψιά < αρχ. δέφω = κατεργάζομαι δέρματα]. ζα ζά ρ ’ (το) = μικρός ντενεκεδένιος στρογγυλός δίσκος με δυο τρύπες στο κέντρο, τη μια δίπλα στην άλλη, από τις οποίες περνάμε ένα γερό σπά γκο, του οποίου δένουμε με κόμπο τις δυο άκρες. Την κατασκευή αυτή την κάναμε π α ιχνίδι θέτο ντας σε κίνηση το δίσκο, ο οποίος περιστρεφόμε νος με ταχύτητα άφηνε τον ήχο ζα, εξού και η ηχοποίητη λ. ζαζάρ' κ σι το ρ. ζαζαρίζου. Πολλές φορές αντί για δίσκο από ντενεκέ χρησιμοποιού σαμε μεγάλα κουμπιά. Το παιχνίδι τούτο το ξέρα νε και οι πρόγονοί μας και λεγόταν ρόμβος, όπως αναφέρει ο Στράτος Παρασκευαΐδης στη σελ. 35 του βιβλίου του Π αιχνίδια των αρχαίων. Μεταφ. πρωκτός, φρ. Γώ ργ'ς τσ'νηγά του ζαζάρ' (=είναι κουλουμπαράς).
ζαζαρίζου ρ. = ερεθίζω το σκυλί για να γαβγίζει ή για να επιτεθεί εναντίον κάποιου, λέγοντάς του συνεχώς τη συλλαβή ζα. Μ εταφ. το ρ. έχει την έννοια του γνωστοποιώ σε δικό μου πρόσωπο ότι κάποιος με ενοχλεί. Φρ. έχι του νου σ', για τί θα ζαζαρίζου του γιο μ ' (= θα το γνωστοποιήσω στο γιο μου και θα σε τιμωρήσει), [ζαζάρ + -ίζου > ζαζαρίζου]. ζ ’μουσιά (η) = το σύνολο των ψωμιών που φτιά χνουμε κάθε φορά που θα ζυμώσουμε. Μεταφ. ο χρ ό ν ο ς που α π α ιτ ε ίτ α ι, για να φ α γω θο ύν τα ψωμιά, οχτώ ως δέκα, 5 οκάδες το καθένα, που φτιάξαμε, όταν ζυμώσαμε. Στα χρόνια τα παλιά οι γυναίκες ζύμωναν δυο ή τρεις φορές το μήνα και τούτο γινόταν, για να ξηραίνονται τα ψωμιά και έτσι να τρώμε λίγο ψωμί, και για τί οι γυναίκες είχαν πάνω τους όλη τη λάτρα του σπιτιού και δεν μπορούσαν να ζυμώνουν κάθε δυο τρεις μέρες. Έκτοτε ακούγεται, και σήμερα ακόμα, η παροιμια κή φράση, που λεγόταν για τους γέρους και αρρω στιάρηδες, τούτους θα φα τσι απ' τν ά λ λ ' τ ' ζ'μουσιά, δηλαδή θα ζήσει ακόμα καμιά δεκαπενταριά μέρες [ζ'μουσιά < αρχ. ζύμωσις < ζυμώ]. ζουνάρ’ (το) = πλατιά πλεκτή μάλλινη λουρίδα με την οποία ζώνουν τη μέση. Έσφιγγε τη μέση, όταν σήκωναν βάρη, και ακόμα μες στο ζουνάρ' τοποθε τούσαν την καπνοσακούλα, το τσακμάκι, την κισέ (π ο ρ το φ ό λι) και το μ α χα ίρ ι, αν χρ εια ζό τα ν. Ακούγονται πολλές παροιμιακές φράσεις με βάση το ζουνάρ’: μπόσκαρι του ζουνάρ' σ ' λέγεται για τους ευέξαπτους, κρέμασι του ζουνάριντ λέγεται για κείνους που γυρεύουν καβγά φ ιρί φιρί, που περιμένουν να το πατήσει κανείς από απροσεξία, για να τους δοθεί η ευκαιρία να καβγαδίσουν, [μεσν. ζωνάριν< μεταγν. ζωνάριον, υποκορ. του ζώνη]. ζουναράδις (οι). Στα χρόνια τα παλιά, μια χούφτα βρακοφόρων, που τερπότανε από την επίδειξη και την εύκολη διάκριση, φόραγαν τα γιορτινά τους με τα πολυποίκιλτα ζουνάρια τη Δευτέρα και όχι την Κυριακή, όπως συνηθιζόταν. Ό λοι οι χω ριανοί τους πρόσεχαν -ήταν σαν τις μύγες μες στο γάλα-, τους σχολίαζαν δυσμενούς και τους βάφτιζαν ζου ναράδις, δηλαδή ανθρώπους της επίδειξης και του εντυπωσιασμού. (Συνεχίζεται)
Λ Ε Σ Β ΙΑ Κ Ο Ι Α Π Ο Η Χ Ο Ι ΤΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΚΛΕΙΔΑΡΑ
Ο Ευστράτιος Κλειδαράς ήρθε στη ζωή στις 23 του Μάρτη του 1944 με τα μελανειμονούντο χελιδό νια της στερνής κατοχικής άνοιξης. Δυο μέρες αργό τερα οι Αγιασώτες, γιορτάζοντας δειλά την επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας, βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν το αντιφασιστικό φρόνημά τους και να προκαλέσουν τον κατακτητή, για να πληρώσουν, κατά το μπλόκο του, ακριβά το τόλμημά τους... Ή τα ν το πρ ω τό το κ ο π α ιδ ί του κ α π ισ τρ ά Βασιλείου Ευστρατίου Κλειδαρά (1910 - 1977) και της Σ α πφ ώ ς Ε υσ τρ α τίο υ Π απουτσέλη. Αυτάδελφός του, κατά τρία χρόνια νεό τερος, ο Μιχαήλ, άνθρωπος με ζωη ρό ενδιαφέρον για τα κοινά, με ασυνήθιστη αγάπη για τα πολιτι στικά, για το καρναβάλι και για το ερασιτεχνικό θέατρο... Ο Ευστράτιος Κλειδαράς αποσκίρτησε, όπω ς ήταν φυσικό, από την παράδοση του επαγγελματικού προσα νατολισμού των προγόνων του, με γνωστό προεξάρχοντα τον ομώνυμο π α π π ο ύ του, οι οποίοι υπηρέτησαν με συνέπεια, όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες, τις εκλιπούσες ήδη τέχνες του καπιστρά και του τσερβουλά, δηλαδή του τσαρουχοποιού. Παρακολούθησε τα εγκύ κλια μαθήματα στη γενέτειρά του και αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο. Στη συνέχεια εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωματικός στο Νευροκόπι Δράμας και στη Θεσσαλονίκη... Μετά την απόλυσή του από το στρατό διορίστη κε αρχικά ως αποθηκάριος στο Ίδρυμα Κ οινω νικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ» Αγιάσου, του οποί ου τα εγκαίνια έγιναν το Νοέμβρη του 1968. Εδώ εργάστηκε με υπερβάλλοντα ζήλο ως τον Απρίλη του 1998, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, πέτυχε μάλιστα να φτάσει εξελικτικά και ως το βαθμό του διευθυντή... Σ τις 8 του Ιούνη του 1969 νυμφεύτηκε την καλόκαρδη συντοπίτισσά του Ευστρατία Π απα σταματίου, κοπέλα με πνευματικά και καλλιτεχνι κά ενδ ια φ έρ ο ντά , ό π ω ς κα ι ο π α τέρ α ς της Ευάγγελος Παπασταματίου (1893 - 1968), δικολά-
βος αλλά και ερασιτέχνης δημοσιογράφος και θεατρογράφος, καταγόμενος από το χωριό Κονίστρες της Εύβοιας. Απόχτησε δυο παιδιά, το Βασίλειο και την Α ιμιλία, σύζυγο του καθηγητή Φυσικής Αγωγής Νικολάου Δημητρακή, που του χάρισε εγγόνια, τον Παναγιώτη και την Ευστρατία... Ο Ευστράτιος Κλειδαράς άφησε δυσεξάλειπτα αχνάρια στο διάβα του χρόνου ως άνθρωπος, ως υπάλληλος, ως σύζυγος, ως πατέρα ς. Διέθετε αυθορμησία, ενθουσιασμό, απλότητα, αισιοδοξία, εντιμότητα, πλεονάσματα άδολης αγάπης. Ή ταν άνθρωπος της παρέας, του κεφιού, του καλαμπου ριού, του καλοπροαίρετου πειράγματος. Είχε καλή καρδιά που την πρόβαλλε πάντοτε με ευγενικό και γλυκό χαμόγελο. Ή ταν θαμώνας του καφενείου του Καλφαγιάννη, που είναι ένα είδος μικρής βουλής, χειμώνα καλοκαίρι... Ο απρόσμενος και συνάμα άγουρος θάνατος του Ευστρατίου Κλειδαρά, στις 18 του Δεκέμβρη της χρονιάς που μας πέρασε, πραγματικός κεραυνός εν αιθρία, προξένησε ανείπωτη ψυχική οδύνη στη γερόντισσα μάνα του, που λίγους μήνες αργότερα διά λεξε και αυτή τον πανύστατο ύπνο, στην απορφανισμένη οικογένειά του, στους φ ί λους, στους συμπατριώτες, στους συνεργάτες, στους τρ ο φ ίμ ο υ ς του Ιδρύματος Κ ο ινω νικ ή ς Π ρό νο ια ς «η Θεομήτωρ», κοντολογίς σ’ όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου. Την επομένη αχολόγησε λυπητερά η καμπάνα της εκκλη σίας της Π α να γιά ς της Α για σ ώ τισσας, συμμετέχοντας και αυτή στο βαρύ πένθος, αφού άφηνε για πάντα την επί γεια ζωή ένας φιλακόλουθος και πρόθυμος επίτρο πός της. Όλοι τον ξεπροβόδισαν στο κοιμητήρι της Περασιάς και του ευχήθηκαν καλό ταξίδι στη λεω φόρο της ατέρμονης αιωνιότητας... Ο Ευστράτιος Κλειδαράς είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Αγιασωτών, αλλά και όλων όσοι τον γνώ ρισα ν, όσοι συνεργάστηκαν μαζί του. Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος, ιδιαίτερα αγαπητός, σε μικρούς και σε μεγάλους. Ο αδόκητος χαμός του άφησε τη στυφή γεύση της πίκρας στα μύχια της ψυχής μας. Το καντηλέρι της ιερής του μνήμης δεν μπορεί παρά να το κρατάμε ακοίμητο ως το γέρμα της δικής μας προσωρινότητας.
ΘΑ ΣΟΥ ΧΑΡΙΣΩ ΕΝΑ ΑΣΤΡΟ... Ήρθες πέρα από τις σιωπές, π ς ενοχές, τα πρέπει, τ’ απαγορεύεται, τις καταγγελίες, τους αντικατοπτρισμούς. Μέσα στις άγονες κοιλάδες, όπου διάγω βίο ελεγχόμενο, συντροφιά με πρωινούς τυφώνες, πνιγερά μεσημέρια, αξιοθρήνητες επετείους, μανιοκαταθλιπτικά γενέθλια, υπερμνησιακά μνημόσυνα, μοίρας αναθέματα, άφοβα μ’ αναζήτησες... Στη βεράντα του σπιτιού μου το γαλάζιο αγναντεύω, με τη σκέψη μου σε σένα, δίπλα σου να ταξιδεύω. Δε μου πάει η καρδιά μου, να σ ’ αφήσω και να φύγω, κι έτσι στο πλευρό σου, γιε μου, παραμένω ακόμα λίγο. Μακριά θα ταξιδέψεις, θα σε χάσω, άγγελέ μου, και θα μείνω πάλι μόνη σαν την καλαμιά, καλέ μου. Όμως τώρα είν’ ωραία, μια χαρά εγώ περνάω, αφού προσπαθώ μαζί σου, όπου πας κι εγώ να πάω. Το μυαλό μου ταξιδεύει, το καράβι ξεκινάει, κι απ’ το λήθαργο μου μέσα η φωνή του με ξυπνάει. Σφύριξε κι εγώ συνήλθα κι είδα το λευκό καράβι, με παρέα του τους γλάρους και τη μηχανή ν ’ ανάβει. Και σε έβλεπα, παιδί μου, που στεκόσουνα στην πλώρη, με τα μάτια της ψυχής μου, λατρεμένο μου αγόρι. Και σου κούνησα το χέρι, κύλησε κι ένα δάκρυ, είν’ αλήθεια πως σε παίρνει η θάλασσα στην άλλη άκρη. Ένα θέλω από σένα, μοναχά να με θυμάσαι, κάπου κάπου στο μυαλό σου να με φέρνεις, όπου να ’σαι. Θα σε σκέφτομαι, μωρό μου, και θα ζω με αναμνήσεις ώσπου να ’ρθει η βλογημένη μέρα να ξαναγυρίσεις. Αύγουστος, 2002
ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΙΝΕΛΗ-ΠΑΤΣΕΛΗ
Μα εγώ. Δεν έχω ανθόνερο να σε καλωσορίσω, χριστόψωμο να σε φιλέψω. Τα φιλιά μου μαραξωμένα, τα χάδια μου αγκυλωμένα. Μόνο ένα άστρο, της μνήμης μου τ’ αθώο και συμπονετικό, της ζωής μου το νυν και αεί θα σου προσφέρω! Καλά να φυλάξεις τ ’ άστρο μου, γιατί χρόνια με ταξιδεύει μυστικά, μακριά από τα τείχη που έχτισαν, να κρύψουν την πλεκτάνη της καταδίκης μου. 2001
ΑΡΗΣ ΤΑΣΤΑΝΗΣ
ΑΓΛΕΛΙ Μ’, ΣΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ Σ’... Αγλέλι μ’, στα γιράματά σ’ σ’ αλλάξαν! του χρώμα, δείξι του θάμα σ’, πριν να πάθ’ς τσ’ άλλα πουλλά ακόμα. Αγλέλι μ’, γι σ’μιρ’νοί γι αθρώπ’ τ’ μουρφιά σ’ τνι αλλοιώσαν, κιραίις απάνου στου τσιφάλι σ’ κατά λουγιώ καρφώσαν. Φουνάζ’ καημένους δήμαρχους πους προυκαλούν κινδύνους, απί τς κιραίις στου χουριό ούλ’ θα μας πιάσ’ καρκίνους. Αγλέλι μ’, δείξ’ του θάμα σου, μην αδϊαφουρείς, ξικάρφουσι τς κιραίις ’πού πόνου 9πι τ’ κουρφή σ \ Πληθύνισθι τσ’ αυξάνισθι, σαν αμανίτις φ’τρώνιν τσι κάθι λίγου στου τσιφάλ’ σ’ κιραίις ούλ’ καρφώνιν. Μη πιριμένς απί τς αθρώπ’ να σι ξιλιφτιρώσιν, μάλλουν τ’ χαριστική βουλή σι λίγου θα σ’ τνι δώσιν. Τι δήμαρχους σα κούκους φουνάζει μουναχός, ’π’ τς κιραίις που κάν’ν καρκίνου λουγιάζει να μας σώσ\ Λυο δυο πιθαίνιν στου χουριό, Αγλέλι μ’, ’π’ του καρκίνου, τσ’ ατέλειουτου είνι του φαρμάτσ’ ’π’ του φόβου μου που πίνου. Τσι σένα, Αγλέλι μ’, βλέπου σι τσι είσι πικραμένους, τνι ’χάσις ούλ’ πλια τ’ λιβιντιά σ’, που ήσ’ πριν ξακουσμένους. Αγιάσος, 1.4.1997
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 2003 Την Πόλη, την Αγια-Σοφιά, το «Μέγα Μοναστήρι», με τόσες μνήμες συντροφιά, τη νιώθεις κοιμητήρι. Και περιμένεις τη στιγμή που ο «Βασιλιάς» θα ψάλει μελωδικά και με πυγμή το «Τη Υπερμάχω...» πάλι. Οι σκλαβωμένοι χριστιανοί, με ολόγιομο φεγγάρι, τον «Πατριάρχη» να φανεί, προσμένουν στο Φανάρι. Και κάνουν όνειρα πολλά με πίστη και μ’ ελπίδα, να γαληνέψουν τα θολά νερά στην Προποντίδα. Να βρει λιμάνι η προσφυγιά του Γένους απ’ τη Λύση και μέσα στην Αγια-Σοφιά ξανά να προσκυνήσει. Ανθόσπαρτη να βρει τη γη κι όχι «καμένα δάση» και την Κερκόπορτα κλειστή, εχθρός να μην περάσει. Αθήνα, 25.8.2003
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
ΠΕΡΙ ΟΜΦΑΛΩΝ Θα πω στου Χάρου να προυσέξ’ μην κάν’ κανέ γ ια γ ν ίς , τώρα που δείξαν τς αφαλοί, τσι πει να μι κβανήα’. Αουξάζου πάντα 5ε του Θιο τσι τουν παρακαλιώ να μη μι πάρ’ ακόμα, πριν ούλα να τα δω. Γιατ’ έχουμι συνέχεια, ίσους δε τν άλλ’ τ’ χρουνιά να δούμι απόξου ένα κουμμάτ’ απ’ τ’ μαλλιαρή τ’ προνβιά!
Καβγάδις έχου μι τ ’ γριγιά μ’, γιατί είπι μ’ μια βραδιά πους άμα ν ’ έρτ’ γι μόδα θα δείξ’ τσι φτή προυβιά. Για τ’ τρύπα δε φαντάζουμι πς θα βγάλιν στου μιγ’ντάν’, γιατί Θιος τα κατάλαβι τσι φρόντ’σι άστσημ’ α τ ’ κάν’. Γι’ αυτό σας λέγου δε μι νοιάζ’, άμα τυχόν τα τ’νάξου, μου μέρα νύχτα σκέβγουμι τι πρόκειτι να χάσου. Μυτιλήνη, 7.6.2003
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ
ΒΛΑΚΕΣ, ΒΛΑΚΕΣ! Πήγα ν’ αγοράσω ρούχα, πάλιωσαν εκείνα που ’χα, ήταν όλα με καπέλο, δε θα πάρω, κι ας τα θέλω. Πάω για παπούτσια τώρα, θα γυρίσ’ όλη τη χώρα, πιο φτηνά αν δεν ψωνίσω, μ’ άδεια πόδια θα γυρίσω. Για πετρέλαιο δε λέω, μόνο σκέπτομαι και κλαίω, το χειμώνα το μεγάλο, Παναγιά μου, πώς θα βγάλω. Παίρνω όμως πατατούλες, κρεμμυδάκια, ντοματούλες, για να φάει η φαμελιά μου και τραβάω τα μαλλιά μου. Πήρα κι ένα αγγουράκι, να μου φύγει το μεράκι, να τα κάνω σαλατίτσα και με μάλωσε η Μαρίτσα. Η γυναίκα μου, η Μαρίτσα, είναι μια γλυκιά κουκλίτσα, όταν όμως με μαλώνει, μοιάζει του Ομέρ Βρυόνη. Γίνετ’ άγρια σαν Τούρκος και με καταπίνει ο βούρκος, προσπαθώ να την καλμάρω και της τάζω Νάξο, Πάρο. Λόγια του αέρα τώρα, αφού μ’ έχει πάρ’ η μπόρα, δεν υπάρχουνε τα φράγκα, και ας με νομίζουν μάγκα. Η μαγκιά μου έχει φύγει, μάγκες πια μείνανε λίγοι, λέω για τους κερδοσκόπους που κερδίζουν δίχως κόπους. Το μεδούλι μας ρουφάνε, με μασέλες δυο μασάνε, την κοιλιά τους τη γεμίζουν, τρώνε, πίνουν, ροχαλίζουν. Είδα και τα κολοκύθια, μελιτζάνες και ρεβίθια, φρούτα, μπάμιες, φασολάκια, ψάρια, κότες, μπριζολάκια. Όμως μόνο που τα είδα μου ’ρθε μια κεραμίδα, τις τιμές βλέπω ατη στήλη και τον ουρανό σφοντύλι. Και σε σούπερ μάρκετ μπήκα κι απ’ την πίσω πόρτα βγήκα, ρίχνω μια ματιά στα ράφια, βλέπω στις τιμές αγκάθια. Τι να πω για το νεράκι,το ’βαλαν στο μπουκαλάκι, κι έχει δυο ευρώ, παιδιά μου, κι επιπτώσεις στην καρδιά μου. Και γι’ αυτό το Μαριτσάκι, που κρατάει το ματσάκι, μαϊντανό συχνά ψωνίζει και τη φαμελιά ταΐζει, δίνει και στον παπαγάλο, που μας κάνει το μεγάλο, τον θυμώνει και φωνάζει βλάκες, βλάκες, και ησυχάζει.
ΛΕΣΒΙΑΚΑ ΑΡΧΕΙΟΔΙΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ Το Φύλλο Πορείας του Αγιασώτη Ιερολοχίτη Σάββα Περγάμαλη
Ο Σάββας Ιγνατίου Περγάμαλης γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 21.1.1915 και απεβίωσε στο δγάηογ στις 4.9.1994. Έλαβε μέρσς στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και αργότερα κατέφυγε στη Μέση Ανατολή και εντά χτηκε στον Ιερό Αόχο. Σε μια αποστολή στα Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα στη Σύμη γνώρισε τη Συμιακή Άννα Παπαμιχαήλ, την οποία παντρεύτηκε το 1945 και απόχτησε δυο παιδιά, τον Ιγνάτιο, που είναι λογιστής, και τη συνεργάτισσά μας Μαρία, καθηγήτρια της Ιστορίας και της Αγγλικής Φιλολογίας. Το 1947 ήρθε στην Αυστραλία και πρω τοστάτησε στη δημιουργία του μεταναστευτικού ρεύματος, από την Αγιάσο προς τη μεγάλη ήπειρο, και στη σωματειακή οργάνωση των συμπατριωτών του. Για τη ζωή και για την επωφελή δράση του βλ. περ. «Αγιάσος» 93 και 94 (1996), σ. 12-13, 12-13. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε το Φύλλο Πορείας, που του χορηγήθηκε στις 31.8.1945, καθώς και τις οπισθογραφήσεις της Βρετανικής Στρατιωτικής Διοίκησης (Βπΐίδΐι ΜίΗΐατγ Αώτπηίδΐχαίίοη) και της Ενώσεως Συμαίων Εφέδρων (1946). Επιβάλλεται να συγκεντρώσουμε και να δημοσιεύσουμε αρχειακό υλικό από τους πολέμους, παρακάμπτοντας τους σκοπέλους των ιδεολογικών διαφορών και των ενδοαντιστασιακών συγκρούσεων, που τόσο φαρμά κωσαν και ζημίωσαν το λαό μας. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οπισθογράφηση της ΒπΙίδΙι ΜΠΐΙθΓγ Αάιπίηί^ΐΓαΗοη.
Οπισθογράφηση της Ενώσεως Συμαίων Εφέδρων, η οποία ιδρύθηκε μεταπελευθερωτικά, το 1946.
Το Φύλλο Πορείας του Αγιασώτη Ιερολοχίτη Σάββα Περγάμαλη (διαστάσεων 32,5 χ 11 εκ.). (Παραχωρήθηκε από τη Μαρία Περγάμαλη-Πιπερίτη)
Ε Κ Δ Η Λ Ω Σ Η ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Μ Ν Η Μ Η Σ 59 χρόνια από το μπλόκο των Γερμανών στην Αγιάσο Σ τ ις 25 του Μάρτη του 1944 σύσσωμος ο λαός της Αγιάσου γιόρτασε στην πλατεία της Αγοράς του χωριού την επέτειο της Επανάστασης του 1821. Ο γιορτασμός πήρε πάνδημο χαρακτήρα και μετατρά πηκε σε ανοιχτή αντιγερμανική διαδήλωση. Εκδι κούμενοι τις πατριαπικές αντιφασιστικές εκδηλώσεις του κόσμου, οι Γερμανοί καταχτητές πραγματοποίη σαν στις 28 του Μάρτη του 1944 τον αποκλεισμό του χωριού, που στοίχισε τρεις νεκρούς, αρκετούς τραυ ματίες, σαράντα ομήρους και πολλούς καταδιωκόμενους πατριώτες, που πέρασαν στην παρανομία ή φυγαδεύτηκαν στη Μέση Ανατολή, μέχρι να ’ρθει η απελευθέρωση. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 59 χρόνων από το μπλόκο των Γερμανών καταχτητών στην Αγιάσο, ο Δήμος Αγιάσου οργάνωσε τις εξής εκδη λώσεις: α) Την Παρασκευή, 28.3.2003, ώρα 12 μ., έγινε επι μνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο Ηρώο, με τη συμμετοχή όλης της μαθητιώσας νεολαίας του χωριού. β) Την Κυριακή, 30.3.2003, ώρα 7.30 μ.μ., στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου, παρουσιάστη κε εκδήλωση ιστορικού περιεχομένου, εμπλουτισμένη με προβολή σπάνιου φωτογραφικού υλικού και με πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Την εκδήλωση επιμελήθηκαν και παρουσίασαν οι Παναγιώτης Κουτσκουδής, που έγραψε τα κείμενα, και ο Προκόπης Μαϊστρέλης, που έκανε την ηλεκτρονική καταγραφή του φωτογραφικού υλικού. Στο χαιρετισμό του ο Δήμαρχος Αγιάσου Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης τόνισε ότι η οργάνωση τέτσιων εκδηλώσεων σφυρηλατεί την ιστορική μνήμη και την εθνική συνείδηση και αποτελεί πηγή αστείρευ της διδαχής και φρονηματισμού. Παράλληλα, διαπαιδαγωγεί τη νέα γενιά στα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, της ειρήνης. Το πρόγραμμα περιελάμβανε αναλυτικά:
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Α. Ο μιλία του μαθητή του Λυκείου Αγιάσου Παναγιώτη Δημητρίου Κορομηλά, με θέμα: «Το μπλόκο των Γερμανών στην Αγιάσο - Σύντομη ανα φορά στα ιστορικά γεγονότα». Β. Προσκλητήριο νεκρών (τα θύματα της Αγιάσου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της περιόδου της Εθνικής Αντίστασης και στις στρατιω τικές επιχειρήσεις του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή της περιόδου 1940-1944). Με την επιφύλαξη ότι ο κατάλογος των νεκρών μπορεί να μην έκλεισε
Η προμετωπίδα του διπτύχου (διαστάσεων 25 χ 17,5) της εκδήλωσης ιστορικής μνήμης για το μπλόκο των Γερμανών στην Αγιάσο (28.3.1944).
ακόμη, παραθέτουμε όσους μνημονεύτηκαν με αλφα βητική σειρά, ξεκινώντας απΌ τους μάρτυρες του αντιστασιακού αγώνα: • Βαρβάκης Γεώργιος του Αριστείδη. Γεννήθηκε το 1912. Τον εκτέλεσαν οι καταχτητές στις 8 του Μάρτη του 1942 στα «Τσαμάκια» της Μυτιλήνης · Γεωργαντής Ευρυβιάδης του Προκοπίου. Γεν νήθηκε το 1895. Εκτελέστηκε από τους ταγματασφα λίτες στις Συκιές της Θεσσαλονίκης το 1944 · Γραμμέλης Ευστράτιος του Ηλιογραμμένου. Γεννήθηκε το 1920. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στο μπλόκο της Αγιάσου στις 28 του Μάρτη του 1944. · Γραμμέλης - Ψυρούκης Απόστολος του Γεωργίου. Γεννήθηκε το 1894. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στην Αθήνα το 1944 · Γριμανέλης Παναγιώτης ή Αλέκος του Δούκα. Γεννήθηκε το 1904. Σκοτώθηκε από τα όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο κέντρο της Αθήνας στις 23 Αυγούστου του 1944 · Δεμερτζής ή Κουριτάς
Γεώργιος του Βασιλείου. Γεννήθηκε το 1909. Έπεσε μαχόμενος στις τάξεις του ΕΛΑΣ στο Σουφλί το 1943 • Δεμερτζής ή Κουριτάς Δημήτριος του Βασιλείου. Αδελφός του προηγούμενου. Γεννήθηκε το 1919. Συνελήφθη από τους ναζί το 1942 και στάλθηκε στη Γερμανία, όπου χάθηκαν για πάντα τα ίχνη του · Κακαλιός Ηλίας του Νικολάου. Γεννήθηκε το 1913. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Κ αισαριανής την Π ρωτομαγιά του 1944 · Καλαγάνης Παναγιώτης του Θεοφάνη. Γεννήθηκε το 1904. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς εκτός Αέσβου κατά την περίοδο της Κατοχής, μαζί με άλλους έξι συγκρατούμενούς του δραπέτες από τη φυλακή · Κολαξιζέλης Πάνος του Ευστρατίου. Γεννήθηκε το 1912. Σκοτώθηκε στις 11 του Οκτώβρη του 1941, όταν η αμαξοστοιχία, στην οποία επέβαινε, γυρίζοντας στην Ελλάδα από τη Γερμανία, όπου ολο κλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, κατακρη μνίστηκε μαζί με τον επιβαίνοντα γερμανικό στρατό σε χαράδρα, ύστερα από σαμποτάζ των παρτιζάνων σε γέφυρα στο Λέσκοβατς της Γιουγκοσλαβίας · Μαϊστρέλη Μαριάνθη του Δημητρίου. Γεννήθηκε το 1931. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στο μπλόκο της Αγιάσου στις 28 του Μάρτη του 1944 · Μπράτσος Φώτιος του Σαραντινού. Γεννήθηκε το 1899. Σκοτώθηκε από τους ταγματασφαλίτες στον Πειραιά το 1944 · Πασχαλιάς Ευστράτιος του Ιωάννου. Γεννήθηκε το 1916. Στις 28 του Μάρτη του 1944, όταν έγινε το μπλόκο των Γερμανών στην Αγιάσο, τραυματίστηκε σοβαρά και συνελήφθη από τους καταχτητές, που τον εκτέλεσαν στη Μυτιλήνη στις 17 του Ιούνη του 1944 · Σάββας Αριστείδης του Ευστρατίου. Γεννήθηκε το 1902. Πέθανε από τις κακουχίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας, στις 11 του Ιούνη του 1943 · Ψαριανός Στρατής του Φραντζέσκου. Γεννήθηκε το 1901. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στη Μυτιλήνη στις 28 του Νοέμβρη του 1942. Συνεχίζουμε με την αναφορά μας στους πεσόντες στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Β ' Παγκόσμιου Πολέμου: • Αλτιπαρμάκης Παναγιώτης του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στις 15 του Μάη του 1915. Έπαθε κρυοπα γήματα στο μέτωπο και πέθανε το 1942 στο Στρα τιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών · Βερνάρδος Γεώργιος του Θεοδώρου. Γεννήθηκε το 1912. Πέθανε στο Πρόσκαιρο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κορυτσάς στις 21 του Γενάρη του 1941 · Γούναρης Ευστράτιος του Δημητρίου. Γεννήθηκε το 1916. Σκοτώθηκε πάνω σε αγγλικό πολεμικό σκάφος στις 9 του Γενάρη του 1945 • Αουλαδέλης Χαράλαμπος του Γεωργίου. Γεν νήθηκε το 1919. Πέθανε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης στις 2 του Νοέμβρη του 1940 · Καλατζόγλου Παναγιώτης του Λημητρίου. Γεν νήθηκε το 1916. Σκοτώθηκε στο Πόγραδετς στις 6 του
Ο δήμαρχος Αγιάσου Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης χαιρετίζει την εκδήλωση.
Γενάρη του 1941 · Καλουτζόγλου Βασίλειος του Λημητρίου. Γεννήθηκε το 1909. Ήταν το πρώτο θύμα της Γερμανικής Κατοχής στη Λέσβο. Σκοτώθηκε την Κυριακή 4 του Μάη του 1941, πρώτη μέρα της κατά ληψης της Λέσβου από τους Γερμανούς, όταν η ελλη νική φρουρά του ασυρμάτου Νεάπολης, που κατέβαι νε συνταγμένη για να παραδώσει τον οπλισμό της, πολυβολήθηκε στη θέση «Σουράδα» από Γερμανικό αεροπλάνο · Κάτζιλος ή Κατζιλέλης Μιχαήλ του Αποστόλου. Γεννήθηκε το 1915. Σκοτώθηκε στο Καλυβάτσι ή Κονίσκο (περιοχής Πόγραδετς) στις 17 του Μάρτη του 1941 · Λαδιέλης Ευστράτιος του Γρη γορίου. Γεννήθηκε στις 24 του Ιούλη του 1916. Σκοτώθηκε στη μάχη του υψώματος 1412 του όρους Κάμια, ανατολικά του χωριού Καλυβάτσι, στις 6 του Γενάρη του 1941. · Λιακάτου Ευστράτιος του Γρη γορίου. Γεννήθηκε το 1917. Σκοτώθηκε στην Αίγυπτο, σε δυστύχημα κατά την εκπαίδευση αλεξιπτωτιστών, στις 12 του Ιούλη του 1943 · Νουλέλης Ελευθέριος του Σταύρου. Γεννήθηκε το 1913. Εξαφανίστηκε στην Κλεισούρα στις 31 του Δεκέμβρη του 1940 · Πατσέλης Βασίλειος του Κίμωνα. Γεννήθηκε το 1912. Σκοτώθηκε από έκρηξη όλμου μέσα σε χαράκωμα, στο Καλυβάτσι, στις 30 του Μάρτη του 1941 · Πετεινέλης Αντώνιος του Παναγιώτη. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Τραυματίστηκε θανάσιμα στις 9 ή 10 του Οκτώβρη του 1942, όταν ανατράπηκε το στρατιωτικό τζιπ στο οποίο επέβαινε μαζί με άλλους, και πέθανε σε νοσοκομείο του Καΐρου, όπου μεταφέρθηκε, στις 12 του Οκτώβρη του 1942 · Σάββας Μ ιχαήλ του Αντωνίου. Γεννήθηκε το 1911. Σκοτώθηκε την πρώτη μέρα που πήγε στο μέτωπο, στο Καλυβάτσι, στις 21 του Φλεβάρη του 1941 · Σκάνος ή Σκανέλης Στυ λιανός του Παναγιώτη. Γεννήθηκε το 1912. Σκο τώθηκε από οβίδα κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού στο Καλυβάτσι στις 6 του Γενάρη του 1941 · Σπη
λιαδής Παναγιώτης του Ευστρατίου. Γεννήθηκε το 1918. Σκοτώθηκε στο Πόγραδετς στις 8 του Απρίλη του 1941 · Χρυσής Παναγιώτης του Ευστρατίου. Γεννήθηκε το 1924. Σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις του Ριτσιόνε Ιταλίας στις 12 του Σεπτέμβρη του 1944 · Ψυρκούδης Φίλιππος του Παναγιώτη. Γεννήθηκε το 1912. Σκοτώθηκε στην Τσεράβα Πόγραδετς (νότια της λίμνης Αχρίδας) στις 15 του Δεκέμβρη του 1940.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Καλλιτεχνικό πρόγραμμα από το μουσικό σχήμα των: Γιώτας Μ ιχαλέλη (τραγούδι), Γιώργου Κεχαγιά (τραγούδι-ακορντεόν), Αντώνη Κονσολάκη (τραγούδι-μπουζούκι), Χρίστου Κονσολάκη (κιθά ρα) και Γιώργου Σταυρακέλη (μπαγλαμά), που παρουσίασε με εξαιρετική επιτυχία τα παρακάτω αγαπημένα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια της περιόδου 1942-1949:
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΤΟΧΗΣ - Ε.Α. Ο Μπενίτο, παράφραση της «Βαρβάρας» του Παναγιώτη Τούντα. Σαλταδόρος, του Μιχάλη Γενίτσαρη. Οι μαυραγορίτες, του Μιχάλη Γενίτσαρη. Ματσάκια πεντοχίλιαρα, του Μάρκου Βαμβακάρη. Χ αϊδάρι, του Μάρκου Βαμβακάρη. Επιδρομή στον Πειραιά, του Μιχάλη Γενίτσαρη. Στέλιος Καρδάρας, του Μιχάλη Γενίτσαρη. Γλυκό να ’ναι το βόλι, του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπα γιαντέρα.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΥ Πάνω σ’ ένα βράχο, του Απόστολου Καλδάρα. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, του Απόστολου Καλδάρα. Κάποια μάνα αναστενάζει, μουσική Β. Τσιτσάνη, στίχοι Μπάμπη Μπακάλη. Ο αδελφός τον αδελφό,
Από το καλλιτεχνικό μέρος της εκδήλωσης (λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου).
του Οδυσσέα Μοσχονά ή Σαμιώτη. Ο τραυματίας, του Βασίλη Τσιτσάνη. Συννεφιασμένη Κυριακή, μουσική Β. Τσιτσάνη, στίχοι Β. Τσιτσάνη, Αλέκου Γκούβερη. Πάλιωσε το σακάκι μου, του Βασίλη Τσιτσάνη. Κάνε λιγάκι υπομονή, του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα αθάνατα αυτά τραγούδια προλογίζονταν κατάλληλα, ώστε να αναδείχνεται η σχέση τους με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και να συνάγεται το αβίαστο συμπέρασμα ότι ήταν γέννημα-θρέμμα της εποχής τους, αφού με άμεσο (κατοχική περίοδος) ή αλληγορικό τρόπο (περίοδος εμφυλίου) αποτυπώ νουν τις μεγάλες θυσίες, τα ανείπωτα βάσανα, τον ηρωικό αντιστασιακό αγώνα του λαού μας και την τραγωδία του εμφύλιου σπαραγμού. Το παρεξηγημένο ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσιο λαϊκό τραγούδι, βγαλμένο από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, και πρέπει κάποτε να βρει τη θέση που του αξίζει στη μουσική μας παράδοση. Η εκδήλωση αυτή, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ήρθε να μας θυμίσει με συγκινητικό τρό πο την ξεχασμένη αυτή αλήθεια. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος γινόταν προβολή σπάνιου φωτογραφικού υλικού, σχετικού με τα περιγραφόμενα γεγονότα και με τα ερμηνευόμενα τραγούδια. Την εκδήλωση παρακολούθησε πλήθος κόσμου, αρκετοί επίσημοι, αντιστασιακοί, άνθρωποι των γραμμάτων, του τύπου και του πολιτισμού, που εκφράστηκαν με τα καλύτερα λόγια για τον πρωτο ποριακό χαρακτήρα της. Η διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων εξυπηρετεί τις εξής ευρύτερες στοχεύσεις: · Να τονώνει την ιστορική μνήμη και να σφυρηλατεί την εθνική μας συνείδηση · Να μαθαίνει στη νέα γενιά την πλούσια τοπική μας ιστορία και να τη διαπαιδαγωγεί στα ιδα νικά της ελευθερίας, ανεξαρτησίας, δημοκρατίας, ειρήνης, για την υπεράσπιση των οποίων -ιδιαίτερα η Α γιά σος- έχει πληρώσει βαρύ φόρο αίματος, θυσιάζοντας πολλά διαλεχτά παιδιά της · Να αναδείχνει το αξεπέραστο μεγαλείο του λαϊκού μας πολιτι σμού, προσφέροντας στη νεολαία ένα ισχυρό αντίδο το στην ξενόφερτη υποκουλτούρα, που τη βομβαρδί ζει καθημερινά με επικίνδυνα πρότυπα και σάπια πολιτισ τικά π ρ ο ϊό ντα · Να καταγράφει και να εμπλουτίζει με ολοένα νεότερα στοιχεία και αρχεια κό υλικό την ιστορία της ιδιαίτερής πατρίδας μας, παίρνοντας έτσι τη μορφή και της ιστορικής έρευνας • Να παντρεύει την ιστορία του λαού μας με την πλούσια μουσική του παράδοση, προβάλλοντας την άρρηκτη σχέση τους. Να αναδείχνει τις συγκεκριμέ νες κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικές ιστορικές συν θήκες που γέννησαν και εξέθρεψαν το λαϊκό τραγού δι, αποκαλύπτοντας τα απλά ή βαθύτερα νοήματα των στίχων του. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΘΕΟΛΩΡΟΣ ΑΝΑΝΙΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ Ένας επιδέξιος τεχνίτης από την Αυρηλιανή στην Αγιάσο Π έρασαν 81 χρόνια από τότε που ο ελληνισμός της Μικρασίας ακολούθησε το δρόμο της οδυνηρής προσφυγιάς. Αναρίθμητοι οι ξεριζωμένοι που διαπεραιώθηκαν, με την ψυχή στο στόμα, στο πλησιόχωρο νησί της Αέσβου, στο οποίο πολλοί και εγκαταστάθη καν μόνιμα. Μοιράδι προσφυγικό ήρθε και στην Αγιάσο, από Αδραμύττι, από Αλάτσατα, από Δικελί, από Πέργαμο, από Σμύρνη, από Φρένελι, από Φώκες... Μια από τις φαμίλιες ήταν και αυτή του επι δέξιου τεχνίτη ξυλουργού Θεόδωρου Α νανία Καραμανλή και της ράφτρας Μ αρίας Σάββα Κόνιαλη. Γεννημένοι στην Αυρηλιανή (Φρένελι) το 1891 και στο Αδραμύττι το 1901, αντίστοιχα, έφεραν μαζί τους το πρωτότοκο παιδί τους, το Γεώργιο, που είδε το φως της ζωής το 1921, και στη συνέχεια πρό σθεσαν στον οικογενειακό αστερισμό άλλα εφτά παι διά, που όλα ζουν και δρουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Είναι με χρονολογική σειρά η Χαρίκλεια (Αγιάσος), σύζυγος Μιλτιάδη Νικολάου Μαστρα ντωνά (Κ’τσουράδ’), η Χρυσούλα (Παρίσι), σύζυγος Λεωνίδα Γουλιαρμή, ο Ανανίας (Παρίσι), πρωτοπό ρος του Αγιασώτικου Καρνάβαλου, ο Δημήτριος (Μελβούρνη), ο Κωνσταντίνος (Παρίσι), η Παρα σκευή (Παρίσι), σύζυγος Μιχαήλ Γουλιαρμή, και η Μαρία/Μαρίτσα (Μελβούρνη), σύζυγος Δημητρίου Κριμίτσου. Θέλοντας να δώσουμε το στίγμα αυτής της όμορ φης οικογένειας, η οποία βρήκε αποκούμπι και εφαλ τήριο στη δεύτερη πατρίδα, την Αγιάσο, δημοσιεύου με παρακάτω συνεντευξιακό υλικό, παρμένο από το Γεώργιο Καραμανλή, που κατοικεί στη Μυτιλήνη με την ευγενική σύζυγό του Ηρώ Κ ωνσταντίνου Βολοβίνη, τέκνο επίσης ξεριζωμένων γεννητόρων. Ο Γεώργιος, απόφ οιτος της Β ' τάξης του Η μ ι γυμνασίου της Αγιάσου, άνθρωπος με πνευματικά ενδιαφέροντα, παρεμποδίστηκε από τις πιεστικές οικογενειακές οικονομικές ανάγκες και δεν προχώρη σε περισσότερο... ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟ Υ
« Ο Θεόδωρος Ανανία Καραμανλής, γνωστός περισσότερο ως «Ανανίας», ήταν πρόσφυγας και με τον ξεριζωμό του ’22, μαζί με πολλούς άλλους, ήρθε στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στην Αγιάσο. Γεννήθηκε το 1891 στη Μικρά Ασία, στο χωριό που λεγόταν στα ελληνικά Αυρηλιανή και μισοτούρκικα, αν δεν κάνω λάθος, Φρένελι. Πάντως το Αυρηλιανή το ξέρω, γιατί στο μαγαζί μας, το οποίο, όταν πρω-
Ο Θεόδωρος Ανανία Καραμανλής.
τοήρθαμε, βρισκόταν εκεί που έγινε αργότερα ο Νέος Ξενώνας, ανεβαίνοντας στο Σταυρί, στην απέναντι γωνία, είχε ταμπέλα με αυτό το όνομα. Στο μέρος αυτό, που έλεγαν μάλιστα πως ήταν παλαιά ελαιόμυλος, υπήρχε ένα μεγάλο και ευρύχωρο κτίσμα. Εγώ, που είμαι το πρώτο παιδί, γεννήθηκα στη Μικρά Ασία το 1921, στο Αδραμύττι, που ήταν το χωριό της μητέρας μου Μαρίας Σάββα Κόνιαλη. Τα υπόλοιπα εφτά αδέρφια μου, γιατί οι γονείς μας είχαν οχτώ μωρά, γεννήθηκαν στην Αγιάσο. Ο πατέρας μου άσκησε το επάγγελμα του ξυλουρ γού. Στο μαγαζί που προανέφερα έμεινε πολλά χρό νια. Μετά το εγκατέλειψε, γιατί το ζήτησαν οι ιδιο κτήτες, και εγκαταστάθηκε πιο κάτω, στο δρόμο που είναι παράλληλος προς τον κεντρικό, απέναντι από το άλλοτε καφενείο του Τζιτζίνα, το οποίο γειτόνευε με το καφενείο του Γράμμη. Δίπλα στο μαγαζί αυτό ήταν το τσαγκαράδικο του Παναγιώτη Καμινέλη. Ο πατέρας μου υπήρξε ένας από τους καλύτερους τεχνίτες στο νησί απάνω. Οι πελάτες, έχοντας ακού-
σει γ ι’ αυτόν, έρχονταν από διάφορα χωριά, για να τους κάνει κάτι καλά. Ήταν ειδικός στο να φτιάχνει κάσες φορτηγών αυτοκινήτων. Τα φορτηγά τότε βέβαια ήταν λίγα, δεν ήταν όπως τώρα. Στη Μυτιλήνη ερχόταν το σασί σκέτο, χωρίς την καρότσα. Το ανέβα ζαν στην Αγιάσο, το έβαζαν στο ξυλουργείο, που όπως είπαμε ήταν ευρύχωρο, και έμενε εκεί κάπου ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας μου έφτιαχνε την καρότσα, το καμαρίνι, τα παράθυρα, τα καθίσμα τα, το παρμπρίζ. Όλα τότε γίνονταν από το μαραγκό, δεν ήταν όπως τώρα. Ακόμη και το βάψιμο γινόταν από τον ίδιο. Οταν τέλειωναν όλες οι δουλειές, το παράδινε στον ιδιοκτήτη, που το κατέβαζε βαμμένο στη Μυτιλήνη, για να το δει ο κόσμος. Το πρώτο ταξίδι που έκανε ήταν εκδρομή, τάμα στον Ταξιάρχη του Μ ανταμάδου. Μ άλιστα, με άδεια της τότε Τροχαίας, έβαζαν στην καρότσα κάτι καναπέδες για τους επιβάτες, για να μπορέσουν να καθίσουν. Ύστε ρα το αυτοκίνητο δούλευε στον τόπο του. Τέτοια αμαξώματα έκανε ο πατέρας μου σε αυτοκίνητα πολ λών χωριών του νησιού, στη Βατούσα, στη Φίλια, στη Γέρα και αλλού. Ο πατέρας μου αισθανόταν χαρά να μαθαίνει την τέχνη του σε νέους. Πολλοί είναι αυτοί που διδάχτη καν από αυτόν, όπως ο Μ ιχάλης Π ασχαλιάς, ο Βρανιάδης Γλεζέλης, ο Μιλτιάδης Μαστραντωνάς (Κ ’τσουράδ’) και άλλοι. Όλοι ήθελαν να μάθουν κοντά του, επειδή ήταν καλός τεχνίτης. Τον πατέρα μου, ενώ έπρεπε να τον αγαπούν όλοι, γιατί ήταν καλός και στην ψυχή, κάποιοι δεν τον συμπαθούσαν και πολύ και τον στενοχωρούσαν. Κάτι για το οποίο πικράθηκε ήταν ότι δεν του έδω σαν κλήρο από τα ανταλλάξιμα, παρ’ όλο που είχε πολλά μωρά. Του έλεγαν πως κάνει επάγγελμα και πως βγάζει πολλά λεφτά. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν είχε δουλειές όλο τον καιρό. Όταν υπήρχε δου
λειά στα αυτοκίνητα, καλοτρώγαμε όλοι, από εκεί και πέρα όμως υπήρχαν και κισίρια και οικονομικές δυσκολίες. Επίσης και όταν έκαναν τον Προσφυγικό Συνοικισμό στο Μαυριγιώτη και τέλειωσαν είκοσι σπίτια, αν δεν κάνω λάθος, πάλι δεν κληρωθήκαμε να πάρουμε ένα από αυτά. Μέναμε με το νοίκι και λαχταρούσαμε να κάτσουμε και εμείς σε δικό μας σπίτι. Ο πατέρας μου μάλιστα είχε δουλέψει κιόλας ως μαραγκός, για να γίνουν τα σπίτια αυτά. Τον είχε ως τεχνίτη, αλλά και ως έμπιστο επιστάτη, κάποιος παλιοελλαδίτης εργολάβος του Συνοικισμού, ο Γεώργιος Ράπτης, ο οποίος έμενε στη Μυτιλήνη, και κατά καιρούς ερχόταν και παρακολουθούσε τις εργα σίες. Ευτυχώς είχε μείνει ένα σπίτι, που δεν είχε μπει στον κλήρο. Μας πήρε ο πατέρας και μας εγκατέστη σε μέσα σ’ αυτό, λέγοντας: Δε θα βγείτε, όποιος και να έρθει. Θα πέσετε κάτω, δε θα σαλαγιόστε, θα κλαίτε και θα φωνάζετε. Και πράγματι ήρθαν δυο τρεις φορές, για να το πάρουν. Τι σχέδια είχαν δεν ξέρου με. Εμείς τηρήσαμε ό,τι μας είπε ο πατέρας μας. Τελικά παρενέβησαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που μας αγαπούσαν πάρα πολύ, και έτσι μας το άφησαν. Βρήκαμε επιτέλους στέγη και κάτσαμε και δεν πλη ρώναμε νοίκι. Είχαμε πολλά έξοδα, γιατί όλα τα αγο ράζαμε. Τότε που ήρθαν οι πρόσφυγες, ο κόσμος, όχι μόνο στην Αγιάσο αλλά και αλλού, δυσανασχετούσε και τους αποκαλούσε «σ’μμαζώματα» και «λάφυρα». Θεωρήθηκε ότι επιβαρύνανε τα χωριά. Αυτό βέβαια μας στενοχωρούσε. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι τότε δεν ήταν τόσο μορφωμένοι, γιατί τέτοιες κατα στάσεις τις συμπαθούν. Σήμερα έρχονται στην Ελλάδα ξένοι, από την Αλβανία και από αλλού, και τους συντρέχουμε. Τότε το πνεύμα αυτό δεν υπήρχε. Το 1929, τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομι κή κρίση και δεν είχε δουλειές, αλλά και αργότερα, ο κόσμος υπέφερε. Στα σκολειά Αναμνηστική φωτογραφία της μεσοπολεμικής περιόδου, πιθανότατα στον Προσφυγικό Συνοικισμό Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά: Απόστολος Νικολάου Βλαστά ρης, Νικόλαος Αουλάκης (αστυ νομικός), Μιλτιάδης Σταύρου Χατζηβασιλείου, Γρηγόριος Αεωνίδα Κουνέλης (πίσω), Νίκος Ευαγγέλου Πρίμπας (τραπεζι κός), Θεόδωρος Βιτούλιας (τρα πεζικός), Θεμιστοκλής Παναγι ώτου Μακαρώνης, Γεώργιος Κωνσταντίνου Ράπτης (εργολά βος), Ιωάννης Παναγιώτου Φρατζιδέλης (πίσω), Πάνος Αριστείδου Πολυπάθου και (;). (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
έδιναν συσσίτιο στα άπορα παιδιά. Στα προαύλια έστηναν καζάνια και μαγείρευαν. Από εμάς, στα δύσκολα αυτά χρόνια, πήγαιναν στο σκολειό τρεις, αλλά δυστυχώς δε μας φώναζαν να μας δώσουν συσ σίτιο, παρ’ όλο που δεν είχαμε κτήματα. Πηγαίναμε λοιπόν και μυρίζαμε στα καζάνια το μεσημέρι, όταν σχολνούσαμε, ενώ άλλα παιδιά έπαιρναν συσσίτιο σε γάβανους ή σε κατσαρόλες. Μύριζε η φασολάδα, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να την απολαύσουμε. Μια των ημερών λοιπόν καθόμουνα περίλυπος. Ή ταν η ώρα που σχολνούσαμε. Το θυμάμαι και συγκινούμαι και τώρα ακόμη. Καμιά φορά βγήκαν από το γραφείο δυο δάσκαλοι, για να αναχωρήσουν. Ήταν ο Στρατής Φωτεινέλης μαζί με το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη. Μόλις πλησίασαν προς το μέρος μου και είδαν τη σκηνή αυτή, με φώναξαν, τη στιγμή που σηκωνόμουνα να φύγω, και με ρώτησε ο Φωτεινέλης. Εσύ δεν παίρνεις συσσίτιο; Όχι, δάσκα λε, απάντησα, γιατί δε μου δίνουν. Ο μπαμπάς έχει μαγαζί, αλλά δεν έχει δουλειές. Από αύριο, μου είπε, να έρχεσαι με το γάβανό σου για συσσίτιο. Έτσι και έγινε. Από την επομένη εγώ και τ’ αδέρφια μου παίρ ναμε συσσίτιο. Το συσσίτιό μας όμως δεν το τρώγαμε στο σκολειό, αλλά το φέρναμε στο σπίτι, για να φάνε και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Μια φορά θυμάμαι έβγαλε η μάνα μας από τους γάβανους τη φασολάδα, που είχε μπόλικο λάδι, γιατί έκαναν δωρεές οι κάτοι κοι, αφού το νησί ήταν ελαιοπαραγωγικό. Το μεσημέ ρι είδε ο πατέρας το φαγητό και απόρησε, μια και δεν είχαμε αγοράσει λάδι. Τότε του είπαμε την ιστορία, δάκρυσε, και είπε: Μη στενοχωριέστε. Δε θα ξεχάσω τη συγκίνηση που ένιωσα από την ενέργεια αυτών των δασκάλων. Τους θυμάμαι όμως και γι’ αυτά που μας δίδασκαν. Ή ταν τότε και άλλοι δάσκαλοι, ο Μ πασμπάλης, ο Κακάβης, η Καλυψώ από τον Ασώματο. Ο Κακάβης ήταν πολυμαθής βέβαια, αλλά ήταν και νευρικός και ευερέθιστος και χρησιμοποιού σε συχνά τη βίτσα. Μια μέρα, θυμάμαι, πήγε στον πατέρα μου και έτυχε να είμαι παρών και εγώ. Τούτους, είπε και έδειξε εμένα, κάν’ πους τα ξέρ’ ούλα! Είπε και κάτι άλλα, που δεν τα θυμάμαι, παρ’ όλο που εγώ με έναν Παναγιώτη Μακαρώνη ήμασταν οι καλύτεροι μαθητές στο σκολειό. Και στο Ημιγυμνάσιο όμως αργότερα με τον Παναγιώτη Βαγιάνα, που ήταν κατά δυο χρόνια νεότερος και έγι νε αργότερα παπάς, ήμασταν οι καλύτεροι μαθητές. Μπροστά στο δάσκαλο βέβαια ο πατέρας μου δε μου είπε τίποτα, δε με επέπληξε. Στο σπίτι όμως μου είπε: - Γιατί, μουρέλι μ’ Γιώργο; Ξέρου πους διαβάζ’ς. Πώς αυτό; - Τι να σ’ πω, πατέρα; Είμι καλός μαθητής. Τώρα δεν ξέρου, γιατί δάσκαλους... Ο πατέρας μου π α ρ ’ όλη τη φτώχεια του, είχε οργανωμένο εργαστήριο με πολλά εργαλεία. Έτσι και οι μαθητές του, οι οποίοι είχαν βγει και έκαναν δικές τους μαραγκοδουλειές, πήγαιναν πολλές φορές και
Ο Θεόδωρος Ανανία Καραμανλής με τη συμβία του Μαρία Σάββα Κόνιαλη.
δανείζονταν εργαλεία, που για να μη χαθεί κανένα τα σημείωνε σ’ ένα τεφτεράκι. Πολλά γράμματα βέβαια δεν ήξερε. Νομίζω πως πήγε μέχρι την πρώτη τάξη. Μια φορά όμως κάποιος δεν επέστρεψε τον γκινόσο, ένα ειδικό ροκάνι που το είχε κατασκευάσει ο ίδιος, για να κάνει με αυτό στα ξύλα χαρακιές, στολίδια. Ήταν εργαλείο πολύτιμο για τη δουλειά του. Ελα όμως που δεν είχε σημειώσει σε ποιον το έδωσε. Για να το βρει, σοφίστηκε το εξής: Πήρε ένα σανίδι και έγραψε απάνω: Τον γκινόσο ξέρω ποιος τον πήρε και τον παρακαλώ να τον φέρει πίσω, γιατί τον χρειάζο μαι και εγώ, αλλά τον γυρεύουν και άλλοι. Και ω του θαύματος! Την άλλη μέρα αυτός που είχε πάρει το εργαλείο το επέστρεψε. Ο πατέρας μου δεν τον επέπληξε, αλλά βρήκε κάποια δικαιολογία: Να, ρε μουρέ λι μ’, τουν γύριψα, για να τουν δώσουμι τσι σι κανέ ναν άλλουν! Και σε κάτι άλλο ο πατέρας μου ήταν μοναδικός. Παλιότερα υπήρχε η Ηλεκτρομηχανή του Αλαμανέλη, ανεβαίνοντας προς την εκκλησία της Παναγίας, μετά το σημερινό Αναγνωστήριο. Η Ηλεκτρομηχανή αυτή δούλευε μονάχα τη νύχτα. Δεν έδινε ρεύμα σε εικοσι τετράωρη βάση, όπως συμβαίνει σήμερα με τη ΔΕΗ. Το λουρί της ήταν όπως ένα τεράστιο βολάν και μετέ δινε την κίνησή του σε μια μικρή γεννήτρια. Το λουρί αυτό ήταν πολύ μεγάλο και αποτελούνταν από πολλά κάτια πετσιού, που είχαν πάχος ενάμιση πόντο. Η απόσταση του μεγάλου ιμάντα από τον μικρό ήταν περίπου δέκα μέτρα. Συχνά όμως κοβόταν νυχτιάτι κα και έτσι η Αγιάσος βυθιζόταν στο σκοτάδι. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Όταν ήταν χειμώνας, ο κόσμος χρειαζόταν το φως, για να φύγει αχάραγα για το λιο μάζωμα. Έτρεχαν λοιπόν στον πατέρα μου, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε ν ’ αποκαταστήσει τη βλάβη, να κολλήσει το λουρί. Τότε δεν υπήρχαν πολ λές κόλλες, όπως σήμερα. Έτσι χρησιμοποιούσε κόλ λα κατάλληλη για τα ξύλα, η οποία προερχόταν από την Ινδία.
Στα χρόνια της Κατοχής, που είχαν εξαφανιστεί οι χτένες και οι ψείρες είχαν πληθύνει, ο πατέρας μου έφτιαχνε από κάθε λογής κέρατα πολύ πυκνές χτένες, κατάλληλες για το ξεψείριασμα. Την τέχνη αυτή μάλι στα την έμαθε και στο γιο του, τον Ανανία. Ακόμη ο πατέρας μου, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, έφτιαχνε και τσοκαρέτες, δηλαδή ξύλινα πέδιλα που αντικαθιστούσαν τα παπούτσια. Ακόμη κατασκεύασε ένα είδος φαναριού, σαν αυτά που έχουν στις εκκλη σίες και τα περιφέρουν. Μετά από πολλές βροχές έβγαιναν σαλιγκάρια, που τα μάζευαν τη νύχτα με τη βοήθεια αυτού του φαναριού. Ένα τέτοιο φανάρι θυμάμαι πως έφτιαξε και για τον Ανανία. Κάποτε, προπολεμικά, ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει από οξείς ρευματισμούς και είχε μείνει στο κρεβάτι επί τέσσερις μήνες. Επόμενο ήταν να μην μπορεί να εργαστεί, με τις γνωστές συνέπειες διαβίω σης της φαμίλιας. Ο καλός Θεός όμως τον λυπήθηκε, φαίνεται, και του έστειλε από τον Παπάδο κάποιον, ο οποίος πρόσφατα είχε αγοράσει φορτηγό. Γνωρί ζοντας τη φήμη του πατέρα μου, ανέβηκε στην Αγιάσο, για να τον συναντήσει. Του είπαν βέβαια ότι είναι άρρωστος και ότι δεν μπορεί να εργαστεί. Ο Γεραγώτης όμως επέμενε να τον πάνε οπωσδήποτε στο σπίτι του τεχνίτη, για να τον συναντήσει. Έτσι και έγινε. Ύστερα από πολλά παρακάλια, αλλά και από δύσκολες οικονομικές οικιακές πιέσεις, του είπε σε μια εβδομάδα να φέρει στην Αγιάσο το φορτηγό. Όταν έφυγε ο Γεραγώτης, κάλεσε στο σπίτι τρεις από τους καλύτερους τεχνίτες, που τους είχε αναδείξει ο ίδιος, τους ενημέρωσε και στη συνέχεια με οδηγίες, που τους έδινε καθημερινά από το κρεβάτι, η καρό τσα, το καμαρίνι και όλα τα άλλα έγιναν χωρίς κουσούρι. Δίκαια στάθηκε και η μοιρασιά της αμοιβής. Στα τελευταία του είχε φτιάξει όλες τις ξυλουργι κές εργασίες στο Ελαιοτριβείο του συχωρεμένου Περικλή Τζανετή στα Κεραμιά, απάνω στο δρόμο, απ’ όπου περνούν τ’ αυτοκίνητα. Κοιμόταν μάλιστα στον τόπο της εργασίας, η οποία βάσταξε κοντά ένα χρόνο. Τον εκτιμούσαν πάρα πολύ ο εργοστασιάρ χης, αλλά και η Μελπομένη Τζανετή, η γνωστή για τα πλούτη της. Μας υπεραγαπούσε όλους. Θυμάμαι που φώναζε τον πατέρα μου Μαστροθόδωρο και αυτός το άκουγε με χαρά. Μια μέρα είχαμε καλό φαγητό στο σοφρά. Ήμα σταν οχτώ παιδιά και δυο οι γονείς σύνολο δέκα. Μας κοίταζε περίεργα και για μια στιγμή χαρούμενος μας είπε: Ποιος είπι πους είμι φτουχός; Τούτα τα γιαβρέλια που μ’ έδουσι γιου Θιος είνι ένας μιγάλους θησαυρός, που δεν αγουράζιτι! Τα παιδιά του δεν είχαμε την ευκαιρία να τον χαρούμε αρκετά στη ζωή. Πέθανε σχετικά νέος, στις 28 Αυγούστου 1956 από εγκεφαλικό. Οχτώ χρόνια αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1964, συχωρέθηκε και η πολυβασανισμένη μητέρα μας. Ας είναι καλά εκεί, όπου βρίσκονται!»
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ Σ Σ τ ις 8.7.2003 είχα την ξεχωριστή χαρά να γνωρί σω στη Βριακή Γέρας και συγκεκριμένα στη «ΥίΙΙα ΑΚΙΑϋΝΙ» τον αγιασώτικης καταγωγής Βασίλειο Αντωνίου Βαβαγή, γεννημένο το 1938 στο Κάιρο και σήμερα κάτοικο δγάηογ, καθώς και τη σύζυγό του Αικατερίνη Μαρί νου Γρηγοράκη, κατα γόμενη από το χωριό Ρίζες Α ρκαδίας. Ο παραπάνω ομογενής επισκέφτηκε το νησί, για να βρει τις ρίζες του, και για διευκόλυν ση μας έδωσε όσα στοι χεία γνώριζε. Ο παπ πούς του Θεόδωρος τέθανε στην Αγιάσο. Απόχτησε δυο γιους, οι οποίοι σταδιοδρόμησαν ως βαμβακέμποροι στο Κάιρο. Η γιαγιά Θεοδώρα, κάτοικος Αγιάσου, ήρθε να δει τα παιδιά της στο Κάιρο, όπου και απεβίωσε το 1954. Επί Νάσερ οι Βαβαγήδες αναγκάστηκαν να φύγουν από το Κάιρο. Ο Αντώνιος, γεννημένος στην Αγιάσο το 1905 και παντρεμένος με την Αιγύπτια Μ αρωνίτισσα (χριστιανή) Μ αρία, ήρθε στην Αυστραλία, όπου και απεβίωσε το 1962. Ο αδερφός του Γεώργιος, πατέρας πέντε παιδιών, ήρθε στην Ελλάδα, αλλά χάθηκαν τα ίχνη του. Επειδή το Βαβαγής, από τη μέχρι σήμερα έρευνα, δεν επισημάνθηκε στην Αγιάσο, είναι πολύ πιθανό να έγινε, για κάποιο λόγο, αλλαγή του επιθέτου ή κάτι άλλο. Η δημοσίευση των ρωτογραφιων της Θεο δώρας και του γιου της Γεωργίου μπορεί να βοηθήσει στην ανα γνώριση και να βρει τα γενεαλογικά στοι χεία που ζητά ο Βασί λειος Βαβαγής, του οποίου παραθέτουμε τη διεύθυνση, τα τηλέ φωνα, καθώς και το ίΑχ (Βαδίΐ ναναγίδ, 3 Βΐοοιηίΐοΐά $Γ, Όοο£οο, Ν $ ^ 2034, δγάπογ, Αιιδΐταΐία, Τηλ.: (00612) 96651456, 0418205544. Ραχ: 91901860). Όποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει κάτι, παρακαλούμε να επικοινωνήσει με τον ενδιαφε ρόμενο ή με το διευθυντή του περιοδικού. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Σύ ν τ ο μ η ε π ι σ κ ό π η σ η των δ ρ ώμε ν ων Ο ι εκδηλώσεις και εφέτος στη νυφούλα του λεσβιακού Ολύμπου ήταν ποικίλες αλλά και ποιο τικές. Ο Δήμος Αγιάσου ολοένα και περισσότερο στέκεται αρωγός στις πολιτιστικές προσπάθειες του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», με αποτέλεσμα το πάντρεμα των δυο να δίνει άριστα αποτελέσμα τα, τα οποία είναι εμφανή. Την αυλαία άνοιξε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος» Αγιάσου με τη χοροεσπερίδα του στον Κήπο της Π αναγίας, το Σάββατο 2 Αυγούστου, παρέα με την Αγιασώτικη κομπανία. Από την επομένη και ως τις 12 Αυγούστου το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», με την υποστήριξη του Δήμου Α γιάσου κα ι υπό την α ιγ ίδ α του Υ που ργείου Α ιγα ίο υ , δ ιο ρ γά νω σ ε την 1η Συνάντηση Παραδοσιακών Μ ουσικοχορευτικών Σχημάτων Λέσβου, με στόχο τα δρώμενα αυτά να γίνουν θεσμός και με το πέρασμα του χρόνου να αγκαλιάσουν όλο τον αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Το Υπουργείο Αιγαίου, όπως πάντα, στήριξε την όλη προσπάθεια και ηθικά και υλικά. Το εγχείρημα πέτυχε απόλυτα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη για βέβαιες επιτυχίες στο μέλλον. Την πρώτη μέρα της Συνάντησης, στις 3 Αυγού στου, άνοιξε την αυλαία το Λαϊκό Παραδοσιακό Συγκρότημα, μια νεοσύστατη κομπανία με νέους μουσικούς από δ ιά φ ο ρ α μέρη της Λέσβου (Αγιάσος, Μεσότοπος, Πλωμάρι, Μυτιλήνη). Το ρεπερτόριό του αποτελούνταν από λαϊκά ρεμπέτι κα και από αδέσποτα και παραδοσιακά τραγούδια της περιόδου 1850-1900. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο λεγόμενο αστικό λαϊκό τραγούδι της Σμύρνης και στους Μικρασιάτες συνθέτες. Την επομένη, 4 Α υγούσ του, σειρά είχε ο Ε.Θ.Ο.Κ. (Ε κ πολ ιτισ τικ ό ς Θ εατρικός Ό μ ιλος Καλλονής), που διαθέτει χορευτικό, χορωδιακό και φωτογραφικό τμήμα. Παρουσίασε λεσβιακούς χορούς, με χοροδιδάσκαλο το Χρίστο Καραπαναγιώτη. Δείγματα της δουλειάς του έχει παρουσιάσει στην Αθήνα, στη Λήμνο, σε πολλά χωριά του νη σιού μας, αλλά και στην Τουρκία (Τσανάκ Καλέ). Την Τρίτη, 5 Αυγούστου, τη σκυτάλη πήρε το Λαϊκό Συγκρότημα Μεσοτόπου, παρέα με το χορευ τικό του «Οι γλεντιστάδες», που με τη μοναδικότητα και με την αυθεντικότητά τους προβάλλουν το νησί μας σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Την Τετάρτη, 6 Α υγούσ του, ανήμερα της Μ εταμορφώσεως του Σωτήρος, όπω ς έχει π ια καθιερωθεί, ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών
Η αφίσα (διαστάσεων 42,5 χ 29 εκ.) της 1ης Συνάντησης Παραδοσιακών Μουσικοχορευτικών Σχημάτων Αέσβου.
της Αθήνας οργάνωσε με επιτυχία την καλοκαιριά τικη χοροεσπερίδα του στον Κήπο της Παναγίας, με τη συμμετοχή της ορχήστρας της παραδοσιακής μουσικής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη». Την Π έμπτη, 7 Α υγούσ του, σειρά είχε ο Α θλητικός και Π ο λ ιτισ τικ ό ς Σ ύλλογος Π λω μαρίου «Βενιαμίν» και το μουσικό σχήμα «Αιγαιοπελαγίτες». Την Παρασκευή, 8 Αυγούστου, στο Θέατρο του Αναγνωστηρίου παρουσιάστηκαν «Οι Μουσικές Μνήμες», σε κείμενα και διαφάνειες, και με συνο δεία φυσαρμόνικας, του Γιώργου Παρασκευαΐδη, παρμένα από τη λαογραφία του Μανταμάδου. Στις 9 Αυγούστου ο Φ ιλοπρόοδος Σύλλογος Α γιασω τώ ν της Α θήνας, σε συνεργασία με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», πραγματοποίησε στην αίθουσα του Θεάτρου τιμητική εκδήλωση στη μνήμη του α ξέχαστου μ ο υ σ ικ ο διδά σ κ α λο υ
Χαρίλαου Ρόδανου, με κύριο ομιλητή το φιλόλογο, διευθυντή του π ερ ιο δικ ο ύ «Α γιάσος», Γιάννη Χατζηβασιλείου, ο οποίος με γλαφυρότητα παρου σίασε τη ζωή και το έργο του τιμώμενου. Την Κυριακή, 10 Αυγούστου, ο Δήμος Αγιάσου, σε συνεργασία με την Ο μοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ) και με τη χορηγία του Υπουργείου Αιγαίου διοργάνωσε στην αίθουσα του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου εκδήλωση με θέμα «Το παρόν και το μέλλον του Λεσβιακού Τύπου και των Εντύπω ν των απανταχού Λεσβιακών Σ υλ λόγω ν», με εισηγητή το φ ιλόλογο Π αναγιώ τη Σκορδά, συντονιστή το Χριστόδουλο Τσακιρέλη, πρόεδρο της ΟΛΣΑ, και με τη συμμετοχή τω ν Κ ώστα Βαξεβάνη, δη μοσ ιογρά φ ου, Δημήτρη Κίνδερλη, εκδότη της εφημερίδας «Δημοκράτης Μυτιλήνης», Γιώργου Σκούφου, εκδότη της εφημε ρίδας «Δημοκράτης», Ηλία Βουλβούλη, εκπρόσω που της εφημερίδας «Νέο Εμπρός», και Γιάννη Χ α τζη β ασ ιλείου, διευθυντή του π ερ ιο δικ ο ύ «Αγιάσος». Στη συνέχεια εγκαινιάστηκε στο νέο δημαρχιακό μέγαρο Έκθεση Λεσβιακού Τύπου, από το Γενικό Γραμματέα του Υ πουργείου Α ιγαίου Δημητρίου Καπετανά. Στην τελετή των εγκαινίων ιερούργησε ο σεβ. μητροπολίτης Μ υτιλήνης κ. Ιάκωβος. Η Έκθεση παρέμεινε ανοιχτή μέχρι την Π αρασκευή, 15 Α υγούστου. Την ίδια μέρα, 10 Αυγούστου, με επιτυχία πραγματοποίησε τη χοροε σ περίδα του στον Κ ήπο της Π α να γία ς ο Κυνηγετικός Όμιλος Αγιάσου. Την Τρίτη, 12 Α υγούστου, η Π αραδοσιακή Κομπανία του Αναγνωστηρίου, την οποία ίδρυσε το 1996 ο Χαρίλαος Ρόδανος, μας χάρισε αξέχα στες μουσικές στιγμές, με εκλεκτά κομμάτια της
Η προμετωπίδα του δωδεκασέλιδου φυλλαδίου (δια στάσεων 21 χ 14,5 εκ.), το οποίο Εκδόθηκε με την ευκαιρία της οργάνωσης στην Αγιάσο Έκθεσης Αεσβιακού Τύπου (10-15.8.2003).
Λέσβου και της Μικρασίας, πλαισιούμενη από το χορευτικό του Αναγνωστηρίου, με χοροδιδάσκαλο την καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής Μαρία Κουζέλη.
Στιγμιότυπο από τη συζή τηση για το παρόν και για το μέλλον του Αεσβιακού Τύπου και των Εντύπων των Πολιτιστικών Συλλόγων. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γεώργιος Σκούφος, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, ο Ηλίας Βουλβούλης και ο Χριστόδουλος Τσακιρέλης, πρόεδρος της ΟΑΣΑ.
ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Α Ν Ω Φ ΕΛ Ο ΣΤΡΑ ΤΗ ΓΗ Μ Α
Στιγμιότυπο από τα εγκαίνια της Εκθεσης Αεσβιακού Τύπου. Διακρίνονται, ο σεβ. μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος, ο πρόεδρος της ΟΑΣΑ Χριστόδουλος Τσακιρέλης και ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Αιγαίου Δημήτριος Καπετανάς.
Την Τετάρτη, 13 Αυγούστου, προπαραμονή της Παναγίας, στην πλατεία του Δημαρχείου δόθηκε συναυλία Γίνο ΚοοΓ. Με κάθε επισημότητα και λαμπρότητα τελέστηκε και εφέτος η γιορτή της Μεγαλόχαρης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου ελάμπρυνε με την παρουσία του τις εορτές ο μητροπολίτης Κορυτσάς και Αυλώνος κ. Χριστόδουλος. Στις εορταστικές εκδηλώσεις παρέστησαν οι πολιτικές και στρατιωτι κές αρχές του νησιού. Η κοσμοσυρροή των προσκυ νητών, όπως κάθε χρόνο, υπήρξε μεγάλη. Την Κυριακή, 17 Αυγούστου, τελέστηκε στο Ναό της Παναγίας το καθιερωμένο μνημόσυνο των δωρητών και ευεργετών του Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου, καθώς και το ετήσιο μνημόσυνο του αξέχαστου πρ οέδρ ου του Α να γνω στη ρίου «η Ανάπτυξη» Πάνου Πράτσου, χοροστατούντος του μητροπολίτη κ. Ιακώβου. Το βράδυ της ίδιας μέρας, στην αίθουσα του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου, ο Βασίλης Γαϊτάνος με το Συγκρότημά του μας χάρι σε ανεπανάληπτες μουσικές στιγμές, με νοσταλγι κά παλιά τραγούδια. Για τη ζωή και το έργο του Π άνου Π ράτσου μίλησε ο δικηγόρος Σωτήρης Βουνάτσος. Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του, εκτός τω ν άλλω ν, κ α ι ο π ρ ό εδ ρ ο ς της (Π ανελλή νιας Σ υ ν ο μ ο σ π ο ν δ ία ς Ε νώ σεω ν Γεω ργικώ ν Σ υ νετα ιρ ισ μ ώ ν) (Π Α .Σ .Ε .Γ Ε .Σ .) Τζανέτος Καραμίχας. Η αυλαία έπεσε στις 22 Αυγούστου από τον Κ αρναβαλικό και Ε κ π ο λ ιτισ τικ ό Σύλλογο «ο Σάτυρος» Αγιάσου, με τη χοροεσπερίδα του στον Κήπο της Παναγίας. Αθήνα, 30.8.2003
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΥΣΤΡ. ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ Γενικός Γραμματέας Φ.Σ.Α.
Σ ε ημιορεινό χωριό της Χ αλκιδικής υπήρχε ένα μικρό, ημιισόγειο σπιτάκι, με διάδρομο και με ένα δωμάτιο, μέσα στην ίδια αυλή, που ήταν και το παλιό σπίτι των ιδιοκτητών. Ό ταν οι Γερμανοί, που το είχαν επιτάξει, συμπτύχθηκαν στα πεδινά, εγκατέλειψαν μέσα ένα ξύλινο δίπατο κρεβάτι. Οι νοικοκύρηδες τότε το άφησαν για κατάλυμα στα διερχόμενα στελέχη της Αντίστασης. Ένα βράδυ, ενώ κοιμόμαστε δυο επονίτες, εγώ στο πάνω και ο άλλος στο κάτω κρεβάτι, ξύπνησα και μου φάνηκε πω ς κά ποιος προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα. Σκέφτηκα πως, όποιος ή όποιοι είναι, μας θέλουν ζωντανούς, γιατί, αν ήθε λαν να μας σκοτώσουν, μπορούσαν να το πετύ χουν, ρίχνοντας μια χειροβομβίδα από το παράθυ ρο. Κατέβηκα αθόρυβα και επιχείρησα πρώτα να πιάσω το στόμα του συναγωνιστή μου και μετά να του εξηγήσω, μη μιλήσει δυνατά και μας ακούσουν. Πριν όμως βάλω το χέρι μου κοντά στο στόμα του, μου λέει κι αυτός: Και εγώ ακούω. Άλλο που δεν ήθελα, να σχεδιάσω την άμυνά μας, νομίζοντας δε πως έκανα κάτι σπουδαίο, έδωσα στο σύντροφο τη χειροβομβίδα και εγώ με το ρεβόλβερ θα άνοιγα αθόρυβα την π ό ρ τα και θα π υροβ ολούσ α τον εχθρό, με τον πρώτο δε πυροβολισμό μου ο άλλος θα πετούσε από το παράθυρο τη χειροβομβίδα. Σίγουρος πια πως το σχέδιό μου είναι τέλειο, ανοί γω αθόρυβα την πόρτα και τότε με ένα σάλτο ορμά μέσα ο σκύλαρος της αυλής, ο Στούκας, όπως τον έλεγαν τα αφεντικά του. Σημειωτέον ότι οι νοικο κύρηδες είχαν απλώσει αποβραδίς στο διάδρομο χωριάτικες χυλοπίτες, να στεγνώσουν, και η μυρω διά από αβγά, γάλα, βούτυρο, είχε ερεθίσει την όσφρηση του Στούκας, που προσπαθούσε σπρώ χνοντας να ανοίξει την πόρτα, για να φάει. Και έμεινα και εγώ με ένα τζάμπα στρατήγημα! ΝΙΚΟΣ ΓΑΝΙΤΗΣ
τους ποτίζουμε; Τότε μια εύσαιμη κοπέλα, που ακόμα θαρρώ πως τη βλέπω μπροστά μου, πιάνει με τα δυο της χέρια τη μέση της και λέει στο παιδί: Αμ τι θαρ ρείς, μουρέλι μ’, πους η πουτανιά είνι ινός λουγιού; Ιφτά λουγιώ είνι η πουτανιά, να του ξέρ’ς! Ούτε ήξερα τότε πως υπάρχει τέτοια δραστηριό τητά ούτε ότι λέγεται διπλωματία. Ακουσα όμως έναν ορισμό γι’ αυτήν. ΝΙΚΟΣ ΓΑΝΙΤΗΣ
ΕΙΝΙ ΜΕΣΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ... ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΚΛΕΠΤΩΝ...
Μ ια μέρα ο Ηρακλής ο Χατζησάββας, που υπη ρετούσε ως δάσκαλος στην Ξάνθη, πήγε στο κυνήγι. Μαζί του ήταν η γυναίκα του, ο γιος του και ένας φίλος. Σε μια στιγμή, λέει ο Ηρακλής. Καθίστε να πάω να φέρω καρπούζι, να φάμε. Πήγε πιο πέρα, σ’ ένα μποστάνι, που το είχε επισημάνει από καιρό, μπήκε μέσα και άρχισε να δοκιμάζει τα καρπούζια, χτυπώντας τα με τα δάχτυλά του. Πάνω στη δοκιμή, να ένας μουσουλμάνος. - Τι κάνεις, του λέει. - Δε βλέπεις, του απαντά, χωρίς να χάσει το θάρ ρος του, δοκιμάζω τα καρπούζια... - Γιατί, δικά σου είναι; - Όχι, απαντά ο μουσουλμάνος. - Ε, τότε άιντε πάγαινε... - Άμα σε πιάσει όμως ο Μουσταφάς, θα σου πω εγώ... - Τι λες, ρε; Σεις αρπάξατε τη μισή Κύπρο και με δυο καρπούζια κάνεις έτσι; «Παπούτσ’» ο μουσουλμάνος! Αγιάσος, 29.7.2000
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
Π άνε κοντά εβδομήντα χρόνια από τότε και όμως το θυμάμαι, σαν να έγινε χθες. Θα ήμουν επτά οχτώ χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν περνώντας από το Δημοτικό Κήπο βρήκα κόσμο μαζεμένο στα κάγκελα. Πλησίασα και είδα μέσα στον Κήπο ένα μεγάλο τραπέζι, στρωμένο με διάφορα φαγητά και ποτά, και καθισμένους Μυτιληνιούς αρχόντους, που φιλοξενούσαν Τούρκους επίσημους. Ένα μεγαλύτερο μου παιδί, μόλις ακούει πως οι φιλοξενούμενοι είναι Τούρκοι, εξανίσταται κι αρχί ζει να φωνάζει: Βρε, τους Τούρκους, που μας κάψαν, που μας σφάξαν, που μας διώξαν, τους ταΐζουμε και
Η ριν απί πουλλά χρόνια καθούμαστι στου καφι νέ τ’ Ληγόρ’ τ ’ Ακριβλέλ’, στν ουδό Μπινάκη 24, μι του Στράτ’ τουν Ανιστασέλ’, τ ’ Γιαπρακάδινα. Να τσι έρχιτι Στράτ’ς Σουσαμλής, του Γκντουρίδ’. Μας καλημέρ’σι τσι, πριν κάτσ’ στου τραπέζ’, ένα πειραχτήρ’, που είδι πους του φιρμουάρ τ ’ παντιλουνιούντ εν ήνταν τραβ’γμένου, τ ’ είπι: Ε μπάρμπα, τα μαγα ζιά σ’ είνι αν’χτά! Τσι γι Γιαπρακάδινα απόσουσι: Είνι μέσα γι υπάλληλους τσι φρουκαλιεί. Άμα τιλειώσ\ θα τα σφαλίσ’! Αθήνα, 2003
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ
ΗΘΙΑΙ ΟΥΧΤΑΘΥΡΟΥ... Π ριν
απί πουλλά χρόνια του Κουστέλ’ του Μ πουλ’μπούλ’ φώναξι του Ν ’κόλα του Παρασκιβαΐδη, του Κουλούντζ’, να μιτασύρ’ του σπίτιντ στα Σκαλούδια, να πιάσ’ τς σταλαμοί. Ρώτ’σι πόσα θα τ ’ δώσ* για του κόπουντ τσι σαν ίκ’σι του πουσό, στραβουμούτσ’νιασι, γιατί τ ’ φάν’τσι αρμυρό. Μη κάν’ς έδιατσ’, ε Κουστέλ’, γιατί γι δ ’λειά είνι ζουρλούδ’σσα τσι γι ώρις πουλλές. Τι να κάν’, συμφών’σι, βάλαν τ ’ σκάλα τσ’ ανέβ’τσι χτίστ’ς σ’ στσιπαστεί. Δούλιψι σβέλτα τσι σι τρεις τέσσιρ’ς ώρις τέλειουσι τη δ ’λειά, πα στα μισ’μέρια. Θέλ’σι λοιπόν να κατέβ’, αλλά γι σκάλα έλ’πι. Φώναξι να τνι φέριν, αλλά του Κουστέλ’ τίπουτα. Συμφουνήσαμι μιρουκάματου, ρε Κουλούντζ’, τσ’ έχου τν απαίτησ’ να κάτσ’ς απάνου να δ’λέψ’ς ένα ουχτάουρου! Του Κουλούντζ’ τα χρειγιάσ’τσι τσι φώναζι σα παλαβός. Μηδί τς παράδις σ’ θέλου μηδί του καλό ντουν! Βάλ’ τ ’ σκάλα να κατέβου, να φύγου! Είδι τσ’ απούδι του Μπουλμπούλ’ τσ’ ίβαλι τ’ σκάλα, γιατί απί τς φουνές ξισ’κουθήκαν γι γ’τόν’, αλλά τσι γι αθρώ π’ π ’ κάντ’νταν σ’ καφινέδις τ ’ Κάτου Κάμπου. Του Κουλούντζ’ κατέβ’τσι μάνι μάνι, διαβουλόστ’λι του Κουστέλ’ τσ’ ύστιρα έφ’γι. (Από αφήγηση Προκοπίου Παρασκευαΐδη / Αθήνα, 12.4.1993, και Αρη Κουζέλη / Αθήνα, 15.5.1993).
ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΑΥΤΟΙ Π Ο Υ Φ Ε Υ Γ Ο Υ Ν ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΥΣΤΡ. ΡΟΥΓΚΕΑΗΣ (1928 - 2 0 0 2 )
Ο
Β ασ ίλειος Ρ ουγκέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1928. Ή ταν ο δευτερότοκος γιος της όμορφ ης φ α μ ίλ ια ς του Ε υ σ τρ α τίο υ κα ι της Περσεφόνης Ρουγκέλη, το γένος Κ ουρβανιού. Α δέρφ ια του ήταν ο Φώτιος (ράφτης), μακα ρίτης, ο Γ ιά ννη ς, που βρίσκεται στη Γερμανία, ο Παναγιώτης (ράφτης) και η Δέσποινα, σύζυγος Π αναγιώ τη Γεω ργίου Β ουκάτου. Σε η λικ ία τρ ιώ ν ετών ορφάνεψ ε από μάνα και ο πατέρας του αναγκάστηκε να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αφού είχε μείνει με τρία μικρά α γόρ ια . Π αντρεύτηκε την Κ α τερ ίνα Χατζηαποστόλου και απέκτησε δυο ακόμη παιδιά, τον Παναγιώτη και τη Δέσποινα. Η μοίρα όμως το θέλησε και ορφάνεψαν και πάλι, αυτή τη φορά και από τους δυο γονείς. Η αδερφή τους, που ήταν μόλις εννέα ετών, ανέλαβε την οικογένεια, τα τέσ σερα αδέρφια της, και έγινε η καλύτερη νοικοκυρά. Το 1958 ο Βασίλειος Ρουγκέλης παντρεύτηκε την ομοχώρια του Ευστρατία (Τούλα) Παναγιώτη Χ α τζη νικ ολά ου. Το 1964 μετανάστευσε στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκε στο δγάηογ με τη σύζυγό του, η οποία στη συνέχεια υπηρέτησε ως γενική γραμματέας της Φιλοπροόδου Παροικίας Αγιάσου δγάηογ, και με το γιο τους Ευστράτιο, διακεκριμένο φυσιοθεραπευτή σήμερα. Εδώ απέ κτησαν ακόμη δυο παιδιά, την Περσεφόνη και την Κορνηλία. Ευτύχησε να σφίξει στην αγκαλιά, του τρία εγγόνια, το Βασίλειο και τη Σ τέφ ανι του Ευστρατίου, το Χρίστο της Κορνηλίας. Ο Βασίλειος Ρουγκέλης εργάστηκε στην ξενιτιά, για να στήσει το καινούργιο σπιτικό του και για να μορφώσει τα παιδιά του. Μετά τη συνταξιοδότησή του απέκτησε πολλά προβλήματα υγείας. Με τη βοήθεια όμως της συζύγου του και των τέκνων του έζησε αρκετά χρόνια. Σ τις 25.8.2002 όμως δεν άντεξε περισσότερο και έφυγε για π ά ντα από κοντά μας, αφήνοντας αγαθή μνήμη ως άνθρωπος, ως σύζυγος και ως πατέρας. Ας είναι ελαφρό το χώμα του ΌοιώοΙέγυ Βοΐαηγ που τον σκέπασε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝ. ΧΑΑΕΛΗΣ (1947 - 2 0 0 2 )
Ο Παναγιώτης Χαλέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο τη στερνή μέρα του Μάη του 1947. Ήταν ο Βενιαμίν της όμορφης φαμίλιας του κτημα τία Ιωάννη Παναγιώτη Χαλέλη και της καλοσυνά της Α μερισούδας Στεφάνου Χ ατζηεμμανουήλ. Α δέρφια του ο Ε υσ τρά τιος, ο Ν ικόλαος και η Κέθρη, σύζυγος Βασιλεί ου Β ασιλάκη, η ο π ο ία είναι εγκαταστημένη ο ι κογενειακά στο δγάηογ. Μετά την ολοκλήρω ση των εγκύκλιων μαθη μάτων στη γενέτειρά του, φοίτησε στην Κτηνιατρι κή Σχολή του Αριστοτέλειου Π ανεπισ τημίου Θεσσαλονίκης και τελεί ωσε με άριστα το 1972. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, διορίστηκε στο Αγροτικό Κτηνιατρείο Πολιχνίτου, όπου παρέμεινε ως το 1980. Στη συνέχεια μετατέθηκε, με δική του αίτηση, στον Π ειρ α ιά , στο Τμήμα Ελέγχου Τροφίμων, όπου γνώρισε και τη Μαρία Ευστρατίου Αγγελέρου, μικροβιολόγο-παρασκευάστρια, κατα γόμενη από τη Βρίσα, με την οποία τον έδεσαν τα δεσμά του γάμου το 1983, και ευτύχησε ν ’ αποκτήσει δυο παιδιά, τον Ιωάννη, που είναι φοιτητής του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Λάρισας, και την Ειρήνη, που έδωσε Πανελλήνιες Εξετάσεις και πέτυχε έβδομη στη Σχολή Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής του Πολυτεχνείου Πάτρας. Το 1987 μετατέθηκε από τον Πειραιά στη Μυτιλήνη. Το 1995 ανέλαβε καθή κοντα προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής, που τα εκτελούσε με ευσυνειδησία και με υπευθυνό τητα. Στις 20 του Νοέμβρη όμως της χρονιάς που μας πέρασε τον πρόδωσε η ευαίσθητη καρδιά του και την επομένη κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Ο Παναγιώτης Χαλέλης άφησε την ύστερή του πνοή, όντας στις επάλξεις του καθήκοντος. Ήταν άνθρωπος με ακέραιο χαρακτήρα, με επιστημονική κατάρτιση, με υπερβάλλοντα υπηρεσιακό ζήλο, με εντιμότητα, με αγάπη για τον πλησίον. Τον στερή θηκαν πρόωρα η οικογένειά του, οι στενοί συγγε νείς του, οι συνάδελφ οί του, οι φ ίλ ο ι του, οι συμπατριώτες του. ΓΙΑΝΧΑΤΖ
Ε Υ Χ Α Ρ ΙΣ Τ Η Ρ ΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΑΣΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ ΑΓΙΑΣΟΥ «Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ»
Αγιάσος, 15.3.2003
Αξιαγάπητη κυρία Δαράκη, διαβάζοντας μονορούφι το αυτοβιογραφικό σας βιβλίο, αισθάνθηκα συγκίνηση στα εσώψυχά μου και κολακεύτηκα, που είμαι Αγιασώτης και που έχω την τύχη να διοικώ το Αναγνωστήριο, το οποίο το χρόνο της παραμονής σας στην Αγιάσο αποτελούσε το μεγάλο σχολειό, που γαλουχούσε τον πολιτισμό και έβγαζε τους «Αγιασώτες ιππότες». Κατανοώ ταυτόχρονα και τη συγκινητική προ σφορά μέρους του πλούσιου συγγραφικού σας έργου προς το Αναγνωστήριο, που μπορεί να αποτελεί ανταπόδοση αυτής της αιώνιας αγάπης του άγνω στου Αγιασώτη των εφηβικών σας χρόνων. Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Αναγνωστηρίου εκφράζω τις πολλές μας ευχαρι στίες για τη δωρεά σας και εύχομαι από καρδιάς, σε σας προσωπικά και στην οικογένειά σας, κάθε ευτυχία με υγεία, για να συνεχίζετε να προσφέρετε τους πνευματικούς σας θησαυρούς στη Λέσβο μας και στην Ελλάδα. Με πολλή εκτίμηση ο Πρόεδρος ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Η Μαρίνα Πετεινέλη και τα τέκνα της πρόσφε ραν 50 € στη μνήμη του συζύγου και πατέρα Βασιλείου Πετεινέλη. Η Ευστρατία Κλειδαρά πρόσφερε 50 € στη μνή μη του συζύγου της Ευστρατίου Κλειδαρά. Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου πρό σφερε α ν τί για στεφ ά νι 30 € στη μνήμη του Ερμολάου Θεοδώρου Παπάζογλου. Ο Σ ίμος Σκλεπάρης ($γάηογ) πρόσφερε 50 δολάρια στη μνήμη του Ερμολάου Θεοδώρου Παπάζογλου. Ο Γεώργιος Βουνάτσος πρόσφερε 20 € στη μνή μη του πατέρα του Νικολάου. Ο Γεώργιος Καμινέλης πρόσφερε 15 € στη μνή μη του πατέρα του Αντωνίου και του θείου του Παναγιώτη.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ - «ΑΓΙΑΣΟΥ» €
Ευστράτιος Αχιλλέα Βατρικάς Συμεών Ευστρατίου Μαργιός Γρηγόριος Γεωργίου Λιακατέλης Ιωάννης Ευστρατίου Χατζηλεωνίδας
60 100 20 70
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ις 4.5.2003, ημέρα Κυριακή, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Χαλανδρίου, τελέστηκε ο γάμος του Π ρ ο κ ο π ίο υ Ε ρμολά ου Λ ινά ρδου και της Σοφίας Παναγιώτη Λυμπεροπούλου. Ευχόμαστε ολόψυχα στη νέα τους ζωή να τους συνοδεύει η ευτυχία. Τ ο Σάββατο 21.6.2003, στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσα) Παλαιού Φαλήρου, τελέστηκε ο γάμος του Κωνσταντίνου Ανδρέα Κούγια και της βαφτιστικής μας Βρετα νίας (Εβίτας) Παναγιώτη Σταυρακέλη. Ευχόμαστε ολόψυχα ο βίος τους να είναι ανέ φελος, πλήρης χαράς και ευτυχίας. Η Πέπη Ααράκη, όταν φοιτούσε στο Σχολαρχείο Αγιάσου.
ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΑΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α. Δ ιατίθενται αντίτυπα των βιβλίων που εξέδωσε ο «Φ ιλοπρόοδος Σύλλογος Α γιασω τών»: 1. [Ε.Π. Κουλαξιζέλλη-Β.Π. Τραγέλλη], Η Α γιά σ ο ς και τα πέριξ, εν Αθήναις 1896. 5€ 2. Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσον Λέσβου, Αθήνα 1997. 15€. Τα βιβλία δια τίθεντα ι από το Σύλλογο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (6€ και 17€ αντί στοιχα). Β. Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (45€). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (2645, 1985-1988), Γ ' τόμος (46-67, 1988-1991), Δ ' τόμος (68-85, 1992-1994), Ε ' τόμος (86-103, 1995-1997) και ΣΤ' τόμος (104-121, 1998-2000).
ΓΑΜΟΙ • Παναγιώτης Μάρκου Βατός • Ειρήνη Μιχαήλ Ευαγγελινού • Παρασκευάς Ιωάννου Πλατανιάς • Άννα Ευσταθίου Κουτλή • Βασίλειος Χριστόφα Γραμμέλης • Μαριλένα Κωνσταντίνου Τασούλα (Αγία Σκέπη Παπάγου, 31.8.2003)
ΓΕΝΝΗΣΗ
Η
ο μ ο χώ ρ ια μας Π αρασκευή Χ ρίσ του Καμινέλη, νοστιλεύτρια, σύζυγος του αστυνομικού Αθανασίου Παύλου, η οποία ζει στα Ιωάννινα, έφερε στον κόσμο πρόσφατα το δεύτερο χαριτωμέ νο α γο ρ ά κι της, που π ρ ό κ ειτα ι να ονομ αστεί Χρίστος. Στους ευτυχείς γονείς, καθώς και στους παππούδες και στις γιαγιάδες, ευχόμαστε να τους ζήσει το νεογέννητο και να το χαίρονται. Οικογένεια ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗ
ΒΑΦΤΙΣΗ Σ τ ις 29.7.2003, ημέρα Κυριακή, στον Ιερό Ναό του Α γίου Γρηγορίου του Θ εολόγου Νέας Καρβάλης Νομού Καβάλας, τελέστηκε το μυστήριο της βάφτισης της Α ναστασίας, θυγατέρας του Ερμολάου Γρηγορίου Ιατρού και της Χρυσάνθης Β α σιλείου Σ τρά ντα ρη. Α νά δο χο ς η Σ ό νια Ζαχάρωφ. Στους ευτυχείς γονείς ευχόμαστε να τους ζήσει το νεοφώτιστο και να το χαίρονται. Στην ανάδοχο ευχόμαστε να είναι πάντα άξια. ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ Στη λεζάντα της τελευταίας φωτογραφίας της σελίδας 7, του τεύχους 135 (2003), να γραφεί Αναστασία (Τασούλα) Ανδρέα Ράπτη-Καρούση α ν τ ί Μελπομένη Χριστόφα ΤζιτζίναΧατζηκομνηνού. Στη λεζάντα της σελίδας 23 να συμπληρω θούν τα εκ των υστέρων αναγνωρισθέντα πρόσωπα, ο Παναγιώτης Ανδριώτης (βιολιστής), ο Γεώργιος Παπάζογλου ή Παπιόν’ς (κιθαρίστας) και ο Ευστράτιος (;) (ακορντεονίστας που μετανάστευσε στην Αμερική). Στη δεύτερη στήλη της σελί δας 33, του τεύχους 136 (2003), να γραφεί Ευστράτιος Αχιλλέα Βατρικάς € 50 α ν τ ί Ευστράτιος Αχιλλέα Βατρικάς € 10.
• Γεωργαντή Γεωργία, σύζυγος Αποστόλου (30.6.2003) • Κασκαμπάς Ασημάκης Δημητρίου • Μανώλη Όλγα, σύζυγος Παναγιώτου • Μορέντζος Γεώργιος - Ευστράτιος Ιωάννου • Μιχαλούδη Βλοτίνα, σύζυγος Μιχαήλ Το Διοικητικό Συμβούλιο του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» και η Διεύθυνση του πε ριοδικού «Αγιάσος» εκφράζουν στους συγγενείς τα θερμά και ειλικρινή τους συλλυπητήριά.