Ο δάσκαλος Απόλλων Παναγιώτη Στόικος ένστολος. (Φωτογραφείον Αποστολίδη, Δημητριάδος 24, Βόλος. 11.5.1950).
Ο Μ ιχαήλ Β έτσικας (Γ ουλέλ’) και ο Β α σ ίλ ειο ς Α ούπος (δεξιά) στο ΚΕΝ Σύρου, στις 12.7.1959.
Ο λιγοζώ η τος επ ιπ λο π ο ιό ς Σ τρατής Σταύρου Ρ όδανος (1945-1989), όταν υπηρετούσε τη θητεία του στην Κω.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Πατριωτισμός ή σημαιοκαπηλία;........................................................................................................ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΛ. ΚΟΥΛΟΥΝΕΛΗ, Αγιάσος, αγάπη μου... (Κ Β ' ) ............................ ........................................................................... ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ, Ματιές στην αλλοτινή παραδοσιακή Α γιάσο.................................................................... ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ, Αγροτική και κτηνοτροφική Αγιάσος. Φύλακες-βοσκοί υποζυγίων και οικόσιτων θρεφταριών .... ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ, Μικροϊστορίες της Γερμανικής Κατοχής. Η εκδίκηση του γά του........................................................ Εν όψει της επερχόμενης φασιστικής λαίλαπας. Ο Λέσβιος δημοσιογράφος Γεράνης παρακολουθεί στρατιωτικά γυμνάσια......... ΪΘΕΜΙΣΤΟΚΑΗ ΒΑΡΔΑΚΗ, Από τον πόλεμο του 1940-1941. Ο πρώτος νεκρός.............................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αεσβιακά αρχειοδιφικά σύμμεικτα. Ο γάμος του παπα-Στάικου και άλλα τινά σε επιστολές του 1916..... ΓΙΑΝΝΗ Α. ΠΑΠΑΝΗ, Έδιετσ’ τα λέγαν γι π ρουτνοί ( Ε ' ) ................................................................................................................... ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αεσβιακοί απόηχοι. Του Στρατή Σουσαμλή....................................................................................... ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΟΛΥΒΙ ΑΤΟΥ, Τα παραστρατήματα (ποίημα). ΚΩΣΤΑ Γ. ΜΙΣΣΙΟΥ, Σ ’ αντάμωσα προχτές στο δρόμο μου (ποίημα)., ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΜΙΝΕΑΗ-ΠΑΤΣΕΑΗ, Φίλες μου γκαρδιακές (ποίημα).................................................................................................... ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΡΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, Πεθαίνουμε για την αγάπη (ποίημα). ΜΑΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ, Οι γλάροι (ποίημα). ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΜΑΤΣΟΥ, Πριν πέσιν άσπρις μύγις (ποίημα) - Μη ξουδιάζιτι τς παράδις (ποίημα). ΣΠΥΡΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ, Το φως (ποίημα).................................................................................................................................................................. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 1940-1950. Η δεκαετία που συγκλόνισε τη χώρα. Με αφορμή το βιβλίο του ΑντιστασιακούΛογοτέχνη Δημήτρη Κυριαζή....................................................................................................................................................................... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑ, «Ιστορικά της Αγιάσου». Ο ερευνητικός μόχθος της Βασιλικής Κουρβανιού............................... Τα πθίτκα μας (Προκόπης Κουτσκουδής, Ερμόλαος Χατζηβασιλείου).................................................................................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Σας πληροφορούμε................................................................................................................................................................. ΓΙΑΝΧΑΤΖ, Αυτοί που φεύγουν................................................................................................................................................................. Α π’ όσα μας γράφουν. Εισφορές................................................................................................................................................................. Κοινωνικά......................................................................................................................................................................................................
3 4 5 7
10 12 13 14 16 17 18
19 20
26 29 30 32 33 34
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Λιθόστρωτος δρόμος της Αγιάσου. (Φωτογραφία Παύλου Νικολαΐδη, καταγόμενου από τη Μαυροθάλασσα Σερρών. 18.10.2003)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Το άλλοτε Κινηματοθέατρο «Όλυμπος» Αγιάσου, στο «Φουλίδ’», όπως το συνέλαβε ο φακός της «Αγιάσου» μια χειμωνιάτικη μέρα, πριν από αρκετά χρόνια. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ι55Ν 1106-3378
ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ Η ΣΗΜΑΙΟΚΑΠ ΗΛΙΑ; Ε ό ώ και λίγα χρόνια ο ελληνισμός φορτίζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των εθνικών επετείων με πράξεις βίας και ρατσισμού, τις οποίες διατρανώνει ανταγωνιστικά ο έντυπος και ο ηλεκτρονικός τύπος. Οι απόψεις πολλές και ενδιαφέρουσες, συγκλίνουσες και αποκλίνουσες... Άλλοι θεωρούν απαράδεκτο να είναι σημαιοφό ροι στις παρελάσεις αριστούχοι αλλοδαποί μαθητές των σχολειών μας, ενώ άλλοι εγκρίνουν τον ενο φθαλμισμό και πριμοδοτούν την ισοπολιτεία. Οι πρώτοι συνήθως μονοπωλούν τον πατριαιτισμό και συγκαταλέγουν στους προδότες τον κάθε αντιφρονούντα. Οι άλλοι, όντα ς νηφ αλιότεροι, α π ο ρ ρ ί πτουν την ξενοφοβία και υιοθετούν τις αρχές της ει ρηνικής συνύπαρξης... Οι διιστάμενες απόψεις, απότοκες παιδείας, ιδε ολογική ς τοποθέτησης και κοσμοθεω ρίας, είναι αναμενόμενες μέσα στα πλαίσια της πολυεδρικής ανθρώπινης σκέψης. Πρέπει όμως να τις δουλεύου με αδογμάτιστα στο αργαστήρι της λογικής, για να περιορίζουμε στο ελάχιστο τα ολισθήματα της δρά σης. Ό λοι σε γενικές γραμμές στοχεύουν στο καλό του τόπου τους, ο καθένας όμως το βλέπει από τη σκοπιά του... Οι Έλληνες, λαός φιλαπόδημος και μεταναστευτικός, ύψωσαν τα εθνικά τους σύμβολα σ’ όλες τις άκρες της υφηλίου, ξεκινώ ντας από την αχλή των πανάρχαιων χρόνων. Πολυάριθμες οι ελληνικές πα ροικίες του χτες και του σήμερα. Πολυάριθμοι όμως και οι αλλογενείς που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο ως
επιδρομείς, ως κατακτητές, αλλά και ως φίλοι και ως οικονομικοί μετανάστες τα τελευταία χρόνια... Άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης οι ξένοι μετανάστες στέλνουν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολειά μας, για να πάρουν τη φώτιση του νου. Μερι κά από δαύτα, όπω ς είναι φυσικό, πρωτεύουν και σύμφωνα με τη σχολικά θέσμια ορίζονται σημαιοφό ροι. Η διάκρισή τους είναι φαινόμενο πνευματικής αλκής και δεν πρέπει ο φθόνος να μας θολώνει τη σκέψη. Εκτός αν προτιμούμε οι μετανάστες στον τό πο μας να βρίσκονται σε εκμεταλλεύσιμη υπανάπτυξη και να δρομολογούν καθημερινά για την επιβίωσή τους αξιόποινες πράξεις, συντελώντας στην ανησυχη τική έξαρση της εγκληματικότητας... Τα ευάριθμα μεταναστόπουλα που αριστεύουν είναι άξια επαίνου και όχι προπηλακισμού και αποκαρδίωσης. Δε φταίνε ούτε για την πρωτιά τους ού τε και για το δικαίωμα που τους δίνει η εκπαιδευτι κή νομοθεσία. Αν αισθάνονται τιμή να κρατήσουν τη σημαία μας, είναι πολύ πιθανό πως θα γίνουν ση μαιοφόροι και της προόδου μας, διαπρύσιοι κήρυκες του πολιτισμού μας... Δ ικαιολογημένη η ευαισθησία τω ν Ελλήνων. Ανάμεσά τους όμως και κάποιοι «ευπατρίδες», που δε διστάζουν να καπηλευτούν ποικιλοτρόπω ς και να τραυματίσουν τη γαλανόλευκη, στο βαθύτερο ενωτικό συμβολισμό της. Εννοώ τους λογής λογής φενακιστές και χαλαστές της εθνικής ζωής, που δυ στυχώς δε λείπουν από καμιά περίοδο...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων της Αγιάσου παρελαύνουν στην Καρυά, μπροστά από το Ηρώο των πεσόντων. (Φωτογραφία Δημήτριο») Αμπουλού, 25.3.1998)
Π Α Τ Ρ Ι Δ Ο Γ Ν ΩΣΤΙΚΑ Α γ ιά σ ο ς , α γά π η μου...
ΚΒ Δ ίπ λ α στο ερειπωμένο μαγαζί, το άλλοτε Π α ντοπωλείο του Βασιλείου Παπουτσέλη, λειτουργού σαν επί πολλά χρόνια τα Συστεγασμένα Φαρμακεία τω ν Π άνου Ε υαγγελινού-Γιάννη Χατζηλεορνίδα. Εδώ σύχνα ζαν συνήθω ς κα ι οι τότε για τρ ο ί της Αγιάσου, όπω ς οι Π ροκόπιος Χ ατζηγιάννης, Ευ στράτιος Ξενέλης, Ευστράτιος Χ ατζηπροκοπίου, Ευστράτιος Αντωνίου, που ήταν και διευθυντής του Σανατορίου, και Αγγελής Βασιλάκης ή Αριστίγια, ενώ δεν έλειπε ποτέ και ο αείμνηστος καθηγητής Κώ στας Τζηρίδης, λόγω συγγένειάς του με τον Πάνο Ευαγγελινό, που ήταν σύγαμπρός του. Ως φαρμακο υπάλληλο είχαν τον Ευστράτιο Καμπουρογιάννη, ο οποίος φορούσε πάντα την άσπρη μπλούζα του και ήταν πολύ εξυπηρετικός. Ο τελευταίος μετεγκατα στάθηκε τελικά πριν από χρόνια στην Αθήνα. Το Φαρμακείο την εποχή εκείνη λειτουργούσε άτυπα και σαν Σταθμός Πρώτων Βοηθειών. Σ ’ αυ τό κατέφευγαν οι παθόντες, για μικροτραυματισμούς, για δαγκώματα επιβλαβών εντόμων και φιδιών, για σπασίματα μελών του σώματος και για άλλα. Οι δυο αείμνηστοι φαρμακοποιοί εκτελού σαν το έργο τους αγόγγυστα και με ευσυνειδησία και εξυπηρετούσαν στο ακέραιο όλους όσοι κατέ φευγαν σ ’ αυτούς, δίνοντας τους μάλιστα και τις περαιτέρω χρήσιμες οδηγίες. Κατά την περίοδο της Γέρμανοκατοχής το Φαρ μακείο ανέπτυξε εθνική δράση και αρχικά υπήρξε ο π ό λο ς έλξης, για όσους ήθελαν να εντα χθούν στην Εθνική Αντίσταση. Στην προκειμένη περίπτω ση θυμάμαι πολύ καλά το νουνό μου Ε υστράτιο Γεωργίου Οικονόμου, αυτοκινητιστή, που ένα βρά δυ, μπροστά σε μένα, που μου είχε απόλυτη εμπι στοσύνη, είπε χαμηλόφαινα στον πατέρα μου ότι μέσα στην Αγιάσο δημιουργείται μια αντιστασιακή οργάνωση, που λέγεται Ε.Α.Μ., και ότι ξεκινά μέ σα από το Φαρμακείο. Αυτή τη μαρτυρία έχω να καταθέσω αντικειμενικά και υπεύθυνα, όπως ακρι βώς την άκουσα. Το Φαρμακείο μεταφέρθηκε, όπω ς περιγράψαμε, στην Κάτω Αγορά, για να κλείσει τελικά, όταν οι δυο αξέχαστοι φαρμακοποιοί εγκατέλειψαν το μάταιο τούτο κόσμο. Το μαγαζί αυτό, το άλλοτε Φαρμακείο, χρησιμο ποιήθηκε αρχικά από τον ηλεκτρολόγο Ελευθέριο Ταμβάκη. Στη συνέχεια λειτούργησε για άλλες χρή-
Ενθύμιο της αναχώρησης από την Αγιάσο του Γεωργίου Δημητρίου Χριστοφίδη (1.10.1952). Διακρίνονται, από αρι στερά: Πάνος Ευαγγελινός (φαρμακοποιός), Στρατής Κολα ξιζέλης (δάσκαλος), Ευστράτιος Ξενέλης (γιατρός), Μενέλα ος Χατζηπροκοπίου (τριατατικός), Γιάννης Χατζηλεωνίδας (φαρμακοποιός) και Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (γιατρός). (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Βασιλική (Κούλα) Χατζηπροκοπίου-Κονταράτου)
σεις, όπω ς ω ς Πρακτορείο της Εθνικής Τράπεζας Μυτιλήνης, που το εξυπηρετούσε ο Ευστράτιος Χα τζηβασιλείου ή Μπαλώτης, ως Ζαχαροπλαστείο-Γαλακτοπωλείο του Ευστρατίου Χριστόφα Τσουκαρέλη ή Μπεκρέλη, ως στέκι για την πώληση σφαγμέ νω ν κοτόπουλω ν, που τα έφερναν μια φορά την εβδομάδα από την Αγία Παρασκευή. Τώρα χρησιμο π ο ιείτα ι ω ς φαρμακαποθήκη της φ α ρμα κοποιού Αντιγόνης Χατζηαποστόλου. Δ ίπλα στο άλλοτε Φαρμακείο είχε παλαιότερα μανάβικο ο ευγενέστατος εκείνος άνθρωπος, ο χω λός Στρατής Δ ουκέλης, ο π α τέρ α ς του Σ τέλιου Δουκέλη, ο οποίος μετανάστευσε και πέθανε στην Αυστραλία. Το ίδιο αυτό μαγαζί το είχαν αργότε ρα, το 1952, μανάβικο οι σ υ νετα ίρ ο ι Ν ικ όλα ος Σ μυρνιός ή Βούλγαρος, που ήταν και θείος μου, ως σύζυγος της Βλοτινας, της αδελφής της μάνας μου, και ο Βασίλειος Σάββας ή Φ ιδ ’. Και οι δυο μετανάστευσαν τελικά στην Αυστραλία, όπου και απεβίω σαν στο δγάηεγ. Π ρόσφατα μάλιστα, στα μέσα του έτους 2002, απεβίωσε εκεί και η θεία μου Βλοτίνα, αφού ξεπέρασε τα 90 χρόνια. Παραπλεύρως ήταν το μαγαζί των αδελφών Καναρέλη, δηλαδή τω ν Ευστρατίου, Δημητρίου και Αντωνίου, που έφτιαχναν καπουλοδέτες (καπνουδέτις), καπίστρια, μεσιές και λουριά για τα υποζύ για, που τότε ήταν πάμπολλα στην Αγιάσο. Κάθε νοικοκύρης είχε το υποζύγιό του, μουλάρι ή γ α ϊ δούρι, πολλοί μάλιστα και περισσότερα από ένα για την εξυπηρέτηση των αγροτικών αναγκών τους. (Συνεχίζεται)
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ
ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΑΑΟΤΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΓΙΑΣΟ Με το έμπα του φθινόπωρου και με το φύσημα του καστανολόγου Ο τ α ν περνούσαν τα πανηγύρια της Π αναγίας και του Σταυρού, το φθινόπω ρο ή ο πρώ ιμος χει μώ νας α κουμπούσαν στην πλάτη μας με τον κ α στανολόγο και μας ετοίμαζαν σιγά σιγά για τα π α γωμένα βράδια που θα ακολουθούσαν. Οι «β’νίτις» δεν είχαν μαζευτεί ακόμη από τα σωθύρια, από τα Πόταμα, από τα Άντριγια, από τα Πλα, καθώς οι αγροτικές δουλειές δε σταματούσαν ποτέ εκείνα τα χρόνια. Τα σχολεία όμως άνοιγαν και οι μαθητές ήθελαν κάμποσο καιρό, για να συνέλθουν από το ρεμπελιό και από το πα ιχνίδι στα βουνά και στα σοκάκια της Αγιάσου. Πολλά τότε τα π α ιδιά στην οικογένεια και ο παράς λίγος. Τα εφ όδια όμω ς για τη νέα σχολική χρ ο νιά έπρεπε εξάπαντος να τα προμηθευτούν όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Το πρώτο και απαραίτητο ήταν το «τρουβάδ’», καθώς οι τσάντες τότε ήταν δυσεύρετες και ακρι βές. Π ολλά π α ιδιά , πολλά «τρουβάδια» και μαζί και τα «σακ’λέλια» για τα φαγώσιμα, για το ψωμί, για τα σύκα, για τα καρύδια, για τα κάστανα... Μες στο «τρουβάδ’» πάντοτε απαραίτητος σύ ντροφος, για τα πρώ τα γράμματα, η πλάκα με το «κουντύλ’», δεμένο με την κλωστή επάνω της, για να μη χαθεί. Ή ταν ραμμένο από γερό υφαντό πάνι, φαρδύ φαρδύ, για να χωρεί πολλά πράγματα, ακό μη και καμιά «βουλάδα» για τον πετροπόλεμο. Το πρω ί μας έδιναν γάλα με κακάο στα σχολικά σ υσ σ ίτια μέσα στα κύπελλα, που φέρναμε μαζί
μας. Ο δάσκαλος ο Σκλεπάρης έπαιρνε διπλή μερί δα, θυμάμαι, στον τεράστιο γάβανο που είχε μαζί του. Τελειώναμε με τους ξηρούς καρπούς και με τα «γουνίόια», που βγάζαμε από το «σακ’λέλ’» στα διαλείμματα. Έ π ρ επ ε μάλιστα να προσέχουμε ο ένας τον άλλο, γιατί στο λεπτό εξαφανίζονταν τα φαγώσιμα, καθώς η όρεξη τότε ήταν τέτοια που δεν περιγράφεται... Άλλο εφ όδιο για τη νέα χρ ο νιά ήταν η βίτσα α πό γερό κ λα δο ύρ ι ελιά ς ή κ υ δω νιά ς. Ή τα ν το απαραίτητο όργανο, για να επιβάλλεται ο δάσκα λος μέσα στην τάξη. Έ πεφτε ράβδος, χωρίς οίκτο, αλλά κι αυτό ήταν συνηθισμένο φ α ινόμ ενο για τους ζω ηρούς μαθητές. Οι δά σ καλοι τότε, όταν χρειαζόταν, χτυπούσαν το χέρι στην έδρα και σια)πούσαν όλοι. Αλλά αυτά είναι ξεπερασμένα. Οι μάνες μας κ α τέβ α ινα ν στον Κ ά μπο, στην Α γορά, όπου ο Αγγελής ο Ο ικονόμου πουλούσε προβατόμαλλα, που τα έφερνε από διάφορα μέρη της χώρας μας. Η μάνα μου αγόραζε μαλλί μαλα κό, χωρίς «ξινότριχις». Το έπλενε, το στέγνωνε και στη συνέχεια το λανάριζε η γιαγιά μου και το έγνε θε στο αδράχτι. Μετά το «κάτιαζε» δυο κλωστές και το έκλωθε στον κλωστή. Με αυτό έπλεκαν ζα κέτες και πουλόβερ, για να τα φοράμε στο σχολείο το χειμώνα. Τα παπούτσια ήταν σολιασμένα δυο τρεις φο ρές, με πεταλάκι στη μύτη τους, για να αντέχουν στα κακοτράχαλα σοκάκια της Αγιάσου. Πηγαίνοντας για το σχολείο τα παιδιά έτρεχαν
Παιδιά της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου. Δια κρίνονται, από αριστερά, πί σω: Χαράλαμπος Παναγιώτη Ζουμπουλής ή Ματέλης, Ηλίας Ευστρατίου Γραμμέ λης, Δημήτριος Θεοφίλου Πα νάγης (1941-1990) και Γεώρ γιος Γρηγορίου Δελόγκος. Μπροστά: Γρηγόριος Σίμου Τσουκαρέλης και Ιωάννης Ευ στρατίου Χατζηλεωνίδας. (Φωτογραφία Ηλία Ευστρατίου Γ ραμμέλη)
σαν τα ελάφια, για να προλάβουν την πρωινή προ σευχή, για να μην αργήσουν στο μάθημα και για να μην έχει η καθυστέρησή τους θλιβερές συνέπειες... Άλλαξες όμως, χω ριό μου, άλλαξες, όπω ς όλα τα αγνά και αυθόρμητα που ξέραμε. Μέσα στο σπί τι μας, στο Σταυρί, μένουν μάρτυρες ανέπαφοι οι «λα μ πουθήκ ις», ο «σουφ άς», με τα π α ν έρ ια τα άδεια από φρούτα από τον Μπορό, και τα «μπαρμάτσια», που τόσα χέρια τα κράτησαν, για να στα θούν στέρεα στον κόσμο άλλων χρόνων, δύσκολων και νοσταλγικών... Ο οντάς μαρτυρεί το μεράκι του παλιού τεχνίτη και το «κουνουστάσ’» στέκει πάντα ψηλά, όσο και η δύναμη της πίστης και της ελπίδα ς τω ν αγνώ ν και κουρασμένων ξωμάχων της Αγιάσου. Τρεις οι «γουνιές», για να ζεστάνουν τη φ α μί λια τότε, σβηστές και άδειες από φ ω τιά και από παιδιά δίπλα τους, μια και εμείς τις παρατήσαμε, για να βρούμε αλλού τη ζεστασιά της ευτυχίας των δικών μας παιδιών. Τα «γυαλουντόλαπα» με τα «πουτηρέλια» και τα «φλιτζανέλια», τον άδειο «φουκά» και το δίσκο, είναι εκεί πάντα, για να μας θυμίζουν ότι η αρετή της φιλοξενίας χωρεί και στο τσαντίρι... Κι απέξω, πού είναι τα κοπελούδια με τα τελά ρα να κεντούν στα πεζούλια; Πού είναι η Βασιλι κή, η ακούραστη μαμή, να τρέχει φουριόζα πάντα; Πού είναι οι «κλώστιργις», με τα τσόκαρα και με τις τσοκαρέτες γράνκα γρούνκα π ρω ί απόγευμα, που πάσχιζαν να κερδίσουν το φτωχό μεροκάματο; Πού είναι ο Φονιάς με το ζεστό πατσά, ο Θουδουρής το Μ παριτέλ’ με τα «ιρζόγαλα», το Καμτζουρ έλ’ ο Λ ηγόρ’ς, ο χα ρισ μ α τικ ός επιχειρ η μ α τία ς καφετζής, με το «Α ντρόν’», τη γυναίκα του, που
Στιγμιότυπο από βάφτιση που έγινε στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου το 1962. Αιακρίνονται, από αριστερά, η μαμή Βασιλική Βαλεντίνου/Κωμαΐτη-Γιουκαρή, ο νεο φώτιστος Γεώργιος Νικολάου Βαμβακάς, ο περιχαρής νουνός του Παναγιώτης Ευστρατίου Τζίνης με τη μητέρα του Σαπφώ (πίσω), ο αρχιερατικός επίτροπος Νικόλαος Π α πουτσέλης, ο διάκονος Ιωάννης Παπαδόπουλος και άλλοι.
π ά ν τα ήταν μουτρω μένη; Χ άθηκε κ α ι το «Α ριστέλ’» με το ζουρνά, καβάλα στο βαριεστημένο γά ι δαρο του. Ακόμη δε βλέπω τα ξυπόλυτα παιδιά με τα φ α ν α ρ ά κ ια α πό κ α ρ π ο ύ ζι, π ο υ ξέφ εγγα ν τα βράδια στα χέρια τους. Δε λ ε ιτ ο υ ρ γ ε ί π ια ο κ α φ ε ν έ ς στο μ α χ α λ ά . Έ χουν πεθάνει ο καφετζής και το τσιράκι, ενώ κά ποιοι ξήλωσαν την παλιά τη ζωγραφιά και την πέταξαν στα σκουπίδια. Έ φυγαν τα όμορφα τα χρόνια. Πάνε οι παλιοί άνθρωποι και μαζί τους και η περηφάνια. Ή ρθανε άλλοι, που δε μοιάζουν μ ’ αυτούς, γιατί έχουν ψυ χή ξεγυμνωμένη από την ορφάνια...
ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ-ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
Τα παιδιά της Κατοχής, φτα σμένα στην Η τάξη του Ενι αίου Γ υμνασίου Α γιάσου το 1958, χαίρονται την εκδρο μή στους Αγίους Αναργύρους. Διακρίνονται από αριστερά: Ελένη Απελλή Σκλεπάρη, Ευ στράτιος Γιάννη Λαλέλης, Γιάννης Χριστόφα Χατζηβα σιλείου (πίσω), Χρίστος Αθα νασίου Στεφάνου, Μιλτιάδης Κωνσταντίνου Μαϊστρέλης (πίσω), Μυρσίνη Μιλτιάδη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Πανα γιώτη Χατζηπροκοπίου, Σο φία Παναγιώτη Χατζηπροκο πίου (Ζ τάξη) και Ειρήνη Παναγιώτη Γλεζέλη.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΓΙΑΣΟΣ ΤΟΥ ΧΤΕΣ Φύλακες-βοσκοί υποζυγίων και οικόσιτων θρεφταριών Μ ταν η εποχή που στην Αγιάσο, στο κατεξοχήν ορεινό έδαφος της, όλες σχεδόν οι μεταφορές των αγαθών γίνονταν τα πιο πολλά χρόνια με τα υποζύ για, με τα μουλάρια, με τα άλογα, με τις φοράδες και με τα γαϊδούρια. Άλλοτε στον επίσημο κατάλογο του Δήμου τα υποζύγια αυτά αριθμούσαν πάνω από δυο χιλιάδες. Τώρα όλα αυτά τείνουν να γίνουν εντελώς παρελθόν. Στα δάχτυλα μετριούνται αυτά που έμειναν. Φτάσαμε στο σημείο η εμφάνιση ενός συμπαθούς γαϊδουράκου να είναι φαινόμενο σπάνιο, ακόμα και σε μας τους παλιούς, άσε πια στα παιδιά. Όλον αυτόν το ζωντανό μεταφορικό «στόλο» τον αντικατέστησαν τα παντός είδους τροχοφόρα, που όλα μαζί σήμερα ξεπερνούν τις τρεις χιλιάδες. Όλα τα σοκάκια του χωριού είναι μπλοκαρισμένα από αυ τοκίνητα. Πολλά από αυτά τα ζώα, όταν τέλειωνε το λιομά ζωμα και τα κλαδέματα, έπαιρναν και αυτά την καλο καιρινή τους άδεια διακοπών. Αφού πρώτα άδειαζαν τους στάβλους, τα ντάμια, από την κοπριά, τα αφε ντικά τους τα άφηναν ελεύθερα να βόσκουν ξέγνοια στα στα χωράφια, μέσα στο λιώνα, κοινώς στο «μπαχάρ’», υπό την επίβλεψη ζωοφυλάκων. Ο λιώνας της Αγιάσου χωριζόταν σε δυο περιφέ ρειες, στο μσυλαρότοπο, για τα μουλάρια, τις φορά δες, τα άλογα και τα γαϊδούρια, και στο θρεφαρότοπο, για τα πρόβατα. Διαχωριστική γραμμή τους ήταν ο αμαξωτός δρόμος. Ο μουλαρότοπος ξεκινούσε από το Νεκροταφείο, από την Περασιά, και έφτανε μέχρι την Καρύνη. Από την κάτω μεριά του δρόμου εξάλ λου περιελάμβανε τις περιοχές Κόκκινη Ράχη, Φούρ νος, Αμπδόμπουλα, Πατέρα Κάμπος, Κόβιλη, Σελάδια, και έφτανε μέχρι τον ποταμό Ευεργέτουλα. Ο θρεφαρότοπος ήταν οριοθετημένος από την επά νω μεριά του δρόμου. Άρχιζε από την Έάνω διακλάδω ση, από το Τσατάλι, και περιελάμβανε όλο το συγκρό τημα της Κούτρας,της Πευτσιανής, καθώς και τα Ζέβριγια. Μετά κατέβαινε προς Γλίστρα, Πρίνο, Καμπέρδο, Κουφόδενδρο, Ράδια, και κατέληγε πάνω από την Καρύνη. Στη συνέχεια ακολουθούσε την Πατωμέ νη, ανηφόριζε στη Βουλωμένη Πέτρα, έπιανε τις περι φέρειες Ελέψα, Αγριγιά, Καλάμια, Μπογιατζή, Πατούδια, Μαυριγιώτη, και κατέληγε στο Σταυρί. Ακόμα οι περιφέρειες Κθαρίστιρια και Αγριοπήγαδο, μέχρι το δρόμο του Αϊ-Δημήτρη, ανήκαν στο θρεφαρότοπο. Αυτή η διαχωριστή γραμμή των δυο περιφερειών ήταν απαραβίαστη. Δεν επιτρεπόταν ο ένας να μπει στον τό πο του αλλουνού. Υπήρχε ποινική δίωξη. Μέσα σ ’ αυτούς τους τόπους τα ζώα έκαναν τις θερινές διακοπές τους. Έβοσκαν αμέριμνα το άφθονο χόρτο, κυλιόντουσαν στο γρασίδι, εδώ και εκεί, κάνο ντας «τσ’λίχτιργις», και όταν τα έπιανε η μεσημεριά
τικη ζέστη έτρεχαν να σβήσουν τη δίψα τους στα γάρ γαρα νεροκυλίσματα του Ευεργέτουλα, ο οποίος τότε έτρεχε ολοχρονίς. Έπαιρναν βάρος, άλλαζε η τρίχα τους και γυάλι ζε. «Στου μπαχάρ’ σι στείλαν τσι γυάλ’σι γι τρίχα σ’», έλεγαν οι «πθίτες» σε όποιον για κάμποσο καιρό καλοπέρασε κάπου. Όλα αυτά τα ζώα δεν μπορούσαν, φυσικά, να τρι. γυρίζουν έτσι, αδέσποτα, αφύλαχτα. Υπήρχαν ζωο φύλακες, οι μουλαράδες, όπω ς τους έλεγαν. Από όλους αυτούς τώρα πια δε ζει κανείς, εκτός από δυο τρεις νεαρούς, που έκαναν τη δουλειά αυτή σε επο χιακή βάση ως βοηθοί. Οι μουλαράδες ήταν προικισμένοι με ξεχωριστή ικανότητα. Ήταν ειδικοί στην αναγνώριση. Δεν ήταν μικρό πράγμα να έχεις την ικανότητα να ξεχωρίζεις ένα προς ένα τα ζώα, να γνωρίζεις το καθένα χωρι στά, σε ποιο νοικοκύρη ανήκει. Να σου λέει ο άλφα ή ο βήτα νοικοκύρης φέρε μου αύριο το ζώο μου, γιατί το χρειάζομαι, και να του το φέρνει το βράδυ. Αυτοί οι φύλακες πληρώνονταν από το Δήμο, εκτός όταν έλεγες να σου φέρουν το ζώο σου. Τότε πλήρωνες κάτι. Ήταν όμως υπεύθυνοι για όποια αγροζημία έκα ναν τα ζώα. Για να μην τρέχουν κάθε μέρα στο Αγρονομείο, προσπαθούσαν να τα προσέχουν, όσο μπορούσαν πιο καλά, προς όφελος της τσέπης τους. Πόσοι ήταν αυτοί δεν ξέρω. Θ’ αναφερθώ όμως σ’ αυτούς που θυμάμαι και αν ξεχάσω κάποιον, ας με συγχωρέσει. Ή τα ν ο Π αναγιώ της Κ ουλαξιζέλης (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’), ο Γρηγόρης Κουλαξιζέλης και ο Πάνος Κουλαξιζέλης, γνωστοί και ως Κακέλια, ο Στρατής Παγωτέλης με τον ανεψιό του Πάνο, ο Πα ναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, ο Γιάννης Απικέλης (Μπουσνάκ’) και ο Γρηγόρης Ζαλπαρίνης. Εγώ τον τελευταίο τον θυμάμαι μόνο στα οικόσιτα, μαζί με το Στρατή Καρέτο (Ράρα).
Ο Γρηγόρης Ζαλπαρίνης, φύλακας των οικόσιτων ζώων. (ΕΥΣΤΡ. ΑΕΜΟΝΟΣ. ΦΩΤΟ ΑΣΤΗΡ. ΠΟΑΥΧΝΙΤΟΣ. Τη φωτο γραφία παραχώρησε ο Βασίλειος Γρ. Ζαλπαρίνης)
Εδώ ανοίγω μια μικρή παρένθεση, για να σας διη γηθώ ένα κωμικό περιστατικό. Ήταν πια η εποχή που ο αριθμός των ζώων είχε αρκετά μειωθεί και που επαρκούσε ένας ζωοφύλακας για τη φύλαξή τους. Αυτός ήταν ο Γρηγόρης Κουλαξιζέλης τη χρονιά αυ τή. Ένας άνδρας γεροδεμένος, μεσαίου αναστήματος, μ’ ένα χαρακτηριστικό γρήγορο με μικρά βήματα περ πάτημα, που τα άρβυλα, με τις σόλες, γεμάτες καρ φιά, έκαναν αισθητό το πέρασμά του. Φορούσε πά ντοτε κιλότα παντελόνι, φανέλα μάλλινη χειροποίη τη, ζωνάρι και μαντίλα σταυρωτή στον ώμο. Αγαπού σε τη μουσική και του άρεσε πολύ το ούζο. Κάποια μέρα αρρώστησε και δεν πήγε στα ζώα. Η κατάστασή του χειροτέρεψε. Τη δεύτερη μέρα αφύλακτα τα ζώα άρχισαν να ανεβαίνουν προς τα περιβόλια. Οι αγρο φύλακες τον ειδοποίησαν, να δει να τα μαζέψει, αλ λιώς θα υποστεί τις συνέπειες. Τι να κάνει ο φουκα ράς ο Γρηγόρης; Δεν τον έφτανε η αρρώστια του, είχε και τον πονοκέφαλο των ζημιών και το χειρότερο δεν μπορούσε να ρίξει βήμα από τον πυρετό. Μέσα στη σκοτούρα του σκέφτηκε τον ανεψιό του, το Στρατή Πάνου Κουλαξιζέλη, τον Αφτλά. Τα δικά του παιδιά είχαν ανοίξει πανιά για καλύτερη ζωή στη μακρινή Αυστραλία και όχι μόνο και πέτυχαν. Εστειλε λοιπόν, τον φώναξε και τον παρακάλεσε να πάει και όπως μπορεί να τα μαζέψει, να τα κατε βάσει στην Κόβιλη, κοντά στον Ευεργέτουλα ποταμό. Πράγματι πήγε, τα μάζεψε και τα πήγε εκεί που του υπόδειξε ο θείος του. Ένα γάιδαρο όμως δεν κατάφε ρε ούτε καν να τον πλησιάσει. Μόλις έκανε να πάει κοντά του, το έβαζε στα πόδια, γκαρίζοντας και κλο τσώντας. Πού θα πάει, σκέφτηκε. Θα ακολουθήσει και αυτός την αγέλη. Όταν τραβάς μπροστά τη φορά δα, συνήθως ακολουθούν πίσω της όλα. Χαμένη προσδοκία. Ό χι μονάχα δεν ακολούθησε, αλλά στο γυρισμό τον είδε να ξύνει κιόλας τους δροσερούς νε αρούς ελαιοβλαστούς. Πήγε ξανά, μπας και τον πιά σει, χαμένος όμως κόπος. Η ώρα είχε περάσει και δεν είχε διαθέσιμο χρόνο. Αύριο, είπε μέσα του... Πρωί πρωί ξεκίνησε την άλλη μέρα, να τον μαζέ ψει και αυτόν, να τον πάει μαζί με τα άλλα ζώα. Για να μη σας κουράζω, έφαγε όλη τη μέρα να τον κυνηγά χωρίς αποτέλεσμα. Γκάρισμα, κλοτσιές στον αέρα, μόλις τον πλησίαζε, και το χειρότερο, δεν έφευγε μα κριά, σαν να το έκανε συνειδητά, επίτηδες, για να τον πικάρει περισσότερο. Εξουθενωμένος από την κού ραση, τον παράτησε. Μόλις ανέβηκε στην Αγιάσο, πή γε κατευθείαν στο θείο του. Μπάρμπα, του λέει, πριν καν προλάβει αυτός να τον ρωτήσει, όλα μέλι και γά λα, όλα τα μάζεψα, όπως μου είπες, ένας όμως παλιο γάιδαρος μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, να τον κυνη γώ και τουλάχιστον δεν μπόρεσα να τον πιάσω. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «ξει» κιόλας, να ξέρεις. Τίλουγιους είνι, ρώτησε ο μπαρμπα-Γρηγόρης. Πε μ’ σ’μάδια . Ε ίν ι μ νο ύ χο υ ς, κ ο υ τσ ’νου κ ά σ τα νο υ ς, καραγκιουζουφέρν’ κουμμάτ’... Πάναγιά μ’, βρε γιε μ’, χύσ’τσι α π’ του νου μ’ να σ’ του πω. Σ ’μπάθ’σι μι, ρε γιε μ’, φτος ε ξέρ’ γλώσσα... Μηδί αγιασώτ’κα μηδί ιλληνικά. Ξέρ’ μο βουβά! Είνι τ ’ Χ ράμ’ τ ’ βουβού!
Μο βουβά καταλαβαίν’, άμα τουν μ’λήξ’ς! Τώρα πια δεν ήταν μόνο ο φόβος της ζημιάς, την οποία μπορούσε να προκαλέσει ο γάιδαρος, ήταν και η περιέργεια του Αφτλά... Μια και δυο την άλλη μέ ρα, πρωί πρωί, ξεκίνησε για το Κουφόδενδρο. Την έστησε στον ίσκιο μιας ζαχαραπιδιάς, δίπλα στις γούρνες της βρύσης και περίμενε. Δεν πήγε να τον γυ ρέψει. Πού θα πα, θα διψάσει. Δεν είναι καλύτερα να τον περιμένω από το να λιέμαι να γαδαρογυρεύω; Αμα ανέβηκε λίγο ο ήλιος και η ζέστη άρχισε να γίνεται ανυπόφορη, να τος και φανερώθηκε. Άρπαξε λαίμαργα δυο τρία αχλάδια αποκατιανά, μετά χίμηξε και βούτηξε το κεφάλι του στη γούρνα, για να πιει. Αυτός τον παρακολουθούσε χωρίς να του μιλήσει. Αφού ήπιε και φούσκωσε σαν τουλούμι η κοιλιά του, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος του... Μπε γιε γιε, του κάνει αυτός... Λες και τον έδωσε ρεύ μα υψηλής τάσης το γάιδαρο... Ξετίναξε το λαιμό του και άρχισε να εξετάζει επιφυλακτικά αυτόν που του μίλησε. Μπε γιε γιε, του κάνει ξανά ο Αφτλάς, προτείνοντάς του συγχρόνως και δυο ζαχαράπιδα που κρατούσε στα χέρια του. Το ζώο τέντωσε και πάλι τ ’ αφτιά του, δίστασε λίγο, μετά ξεκίνησε πήγε κοντά και πήρε το μεζέ που του πρότεινε. Έτσι απλά απλά του πέρασε στο λαιμό το καπίστρι... Το τράβηξε πα ραπέρα... Τι λέγ’ς τώρα; Α βγάλου τα δα ν’κά; Α σι πατήσου ένα καγιάρ’, ένα διαβουλόξλου, α βγάλου του άχτι μ’; Δυο π ’θαμές κριμάσ’τσι γι γλώσσα μ’ α σι τσ’νηγώ ψες τσι προυχτές... Άιντι, έχι χάρ’. Κού νησε το κεφάλι του με κατανόηση. Ε σι σ’νουρίζουμι, αφού ε ξέρ’ς τη γλώσσα, σ’μπαθ’μένους... Όπως σας γράφω και πιο πάνω, ζωοφύλακας έκανε και ο Γρηγόρης Ζαλπαρίνης, αλλά κυρίως τα πιο πολ λά χρόνια έβοσκε τα οικόσιτα πρόβατα και τα κατσί κια, καθώς και ο Στρατής Καρέτος (Ράρα) και μετέπει τα ο γιος του Δούκας με τα παιδιά του. Το κάθε σπίτι τότε είχε τα δικά του πρόβατα και κατσίκια. Άλλος δυο, άλλος τρία, άλλος περισσότερα. Με το γάλα τους έφτιαχναν τη σοδειά τους σε τυρί, μυτζήθρες, τραχανά, γιαούρτι. Μια ποσότητα τη χρησιμοποιούσαν εξάλλου και για ρόφημα. Ειδικά για τα μικρά παιδιά. Αυτοί οι φύλακες ήταν ιδιώτες. Η πληρωμή τους γινόταν ανάλογα με τη συμφωνία που έκαναν με το νοικοκύρη. Και αυτές ήταν δυο. Στη μια περίπτωση ο φύλακας να παραλάμβανε τα ζώα, να τα έπαιρνε το πρωί από το σπίτι και να τα επέστρεφε πάλι το βρά δυ, ή να τα πήγαινε ο νοικοκύρης το πρωί, συνήθως στο Σταυρί, και το βράδυ να τα έπαιρνε και πάλι από εκεί. Ανάλογα με τη συμφωνία ήταν και η πληρωμή. Στη συνέχεια θα σας διηγηθώ δυο περιστατικά που ήρωάς τους ήταν ο μπαρμπα-Γρηγόρης ο Ζαλπαρίνης. Κάποτε νυχτιάτικα, γύρω στα μεσάνυχτα, χτύπη σε η πόρτα του σπιτιού του μπαρμπα-Γρηγόρη. Ποιος είναι, ρωτά, ξυπνώντας, μέσα από το στρώμα; Ε Γληγόρ’, ακούει μια φωνή απέξω. Τα μ’λάρια ανιβήκαν στα πριβουλέλια, στν Ηλικτρουμηχανή... Τι λέγ’ς, ρε κ ’μπάρι; Να ’σι καλά, φχαριστώ! Τώρα σ ’κώνουμι τσι πάγου, φχαριστώ! Πηδά κάτω από το κρεβάτι και χωρίς να το πολυ-
σκεφτεί, έτσι με το σώβρακο και με τη φανέλα, βάζει τα τσαρούχια του και πήγε να φύγει... Πού θα πας τσι συ μι τα σώβρακα; Βάλ’ του παντιλόν’ σ’, λέει η κυρα-Μαριγώ... Άγι, ω Μαριγώ, ποιος θα μι δει έγιτια ώρα; Θα τα πάγου ίσαμ’ του Ξιρουκάμπ’ τσι θα γυρί σου πίσου μπρος. Ε θαν αργήσου... Κίνησε, όπως εί παμε, με τα εσώρουχα... Μόλις κατέβηκε στο Καφε νείο του Τζαναβάρη, ένα κοπάδι από τα ζώα ίσα που τα πρόλαβε, πριν ανεβούνε προς το χωριό. Με φωνές και με χειρονομίες κατάφερε να τα στρέψει πίσω, στο δημόσιο δρόμο. Αυτά όμως δεν έδειχναν καμιά διάθε ση να γυρίσουν πίσω προς τη διακλάδωση του Αϊ-Δη μήτρη... Φωνάζοντας, χειρονομώντας, πετώντας πέ τρες, κατάφερε να τα βάλει μπροστά, για να τα οδη γήσει σε μέρος ασφαλές, που θα του έδινε τη σιγουριά πως δε θα γυρίσουν πίσω ξανά, να κάνουνε ζημιές. Άντε πιο κάτω, άντε παρακάτω, ίσα πιο κάτω, τα κατέβασε μέχρι την Κόκκινη Ράχη. Τα οδήγησε από κάτω από το δρόμο προς την Κόβιλη και ησύχασε. Εντωμεταξύ η ώρα πέρασε. Θα πήγε δυο μετά τα με σάνυχτα. Ό ταν σιγουρεύτηκε ότι δεν πρόκειται να γυρίσουν τα ζώα, που τ ’ άκουσε να τρέχουν βαθιά πια προς τον ποταμό, αποφάσισε να ξεκινήσει για το χωριό. Καλά καλά δεν έκανε ούτε πενήντα μέτρα, όταν άκουσε θόρυβο αυτοκινήτου που ανέβαινε. Κα λά θα τα φέρουμε, είπε. Αμα πηγαίνει και στο χωριό, ακόμα πιο καλά... Την έστησε λίγο πριν από τον Αγιο Χριστόφορο, που τότε δεν ήταν χτισμένος, και περίμενε. Δεν άργη σαν να φανούν τα φώτα στη στροφή της Κόκκινης Ρά χης. Ο μπαρμπα-Γρηγόρης με ανοιχτά πόδια και χέ ρια στήθηκε στη μέση του δρόμου, φράζοντάς τον σχε δόν. Τα φώτα τον τύφλωσαν, δεν μπορούσε να δει, να διακρίνει τι αμάξι ήταν. Αλλά και στην άκρη δεν έφευγε, στεκόταν καταμεσής και χειρονομώντας με το ένα χέρι και με το άλλο κλείνοντας τα μάτια του, να προστατευτεί από το φως των προβολέων του αυτοκι νήτου, κατάφερε να το σταματήσει... Ο οδηγός, που ήταν ο Κώστας Βουλβούλης, μόλις τον είδε και τον γνώρισε, τα έχασε... Πήγε να τον προσπεράσει, να τον αποφ ύγει, να φύγει... Αυτό όμως ήταν αδύνατο! Επρεπε ή να τον πατήσει ή να βγει πολύ έξω, με κίν δυνο να γκρεμιστεί. Άλλη διέξοδος δεν υπήρχε. Ανα γκάστηκε να σταματήσει τρομοκρατημένος, νομίζο ντας ότι έστριψαν τα μυαλά του μπαρμπα-Γρηγόρη, που τον γνώρισε στη δέσμη των προβολέων του. Για καλό και για κακό πήρε στο χέρι του ένα κατσαβίδι, που πάντα είχε πρόχειρο, μαζί με μια πένσα, και ενώ έτρεμαν τα πόδια του από το φόβο, ρώτησε, όσο μπο ρούσε να φαίνεται ψύχραιμος, όταν αυτός τον πλη σίασε. Παρέλειψα να σας αναφέρω ότι ο μπαρμπαΓρηγόρης κρατούσε μια μαγκούρα στο χέρι του, αυτή με την οποία φοβέριζε τα ζώα. Τι έπαθες, ε Γρηγόρ’, του είπε τραυλίζοντας από το φόβο. Τι να πάθου, ρε Κουστέλ’; Τα μ’λάρια, ρε, σπάσαν τσι ανιβήκαν τσακ στου χουριό. Καλά που εν ίμπαν μες στα πριβουλέλια να πληρώσου τα μαλλουτσέφαλά μ’... Κατέβασά τα τσι λάλ’σα τα έδιου απού κάτου τσι τσίν’σα ν ’ ανέ βου... Θιος σ’ έστ’λι; Ό χ ’ τίπουτα, μη μ’ ίβλιπι κανείς
Αναμνηστική φωτογραφία. Ο Γρηγόρης Κουλαξιζέλης με τη σύζυγό του Σοφία, το γένος Παναγιώτη Βαρουτέλη, με τη θυγατέρα του Ευθυμία Δημητρίου Καλόγερό και με το σύζυγο της εγγονής του Σοφίας Παναγιώτη Κουλαξιζέλη Αλέκο Νικολάου Σισμάνη, που κατοικεί στη Μελβούρνη. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευθυμία Γρ. Κουλαξιζέλη)
μι τς σουβρακάρις τσι γρά ντ’ζι τσι αγριγέβ’ντου... Εμένα μου λες... Ρώτησέ με, ψιθύρισε σιγανά σιγανά μέσα στα δόντια του ο Κώστας. Τη χολή μου έκοψες... Τα πόδια μου ακόμα τρέμουν... Άλλη μια φορά πάλι, όταν ήταν φύλακας στα οι κόσιτα, τα βόσκιζε στους πρόποδες του λόφου Κα στέλι και μέσα στην Καρκαβούρα. Μια μέρα, όπως τα γύριζε το βράδυ, δυο τρεις κατσίκες πήδηξαν μέσα σ’ ένα περιβολάκι. Μέχρι να τις αντιληφθεί, πρόλαβαν και έφαγαν κάμποσες λαχανίδες. Αποτέλεσμα να πά ει κατηγορούμενος για αγροζημία. Ή ταν η εποχή που σ ’ όλη την Ελλάδα και στα Βαλκάνια ακόμα μιλούσαν για την πολυτέλεια, τη χλιδή και την α κ ρίβ εια του νεο λ ειτο υ ρ γο ύ ντο ς ΧΙΑΤΟΝ... Ήρθε η μέρα της δίκης. Τι έκανε, λέει ο αγρονόμος, ο κύριος, στον αγροφύλακα Αριστή Μου τζουρέλη (Λαγό). Αυτό και αυτό, είπε ο αγροφύλα κας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, τόσες μεταλλικές, είπε ο αγρονόμος. Ποσό πολύ δυσανάλογο γ ι’ αυτή τη ζη μιά. Στάσου, κύριε αγρονόμι, του είπε ο Γρηγόρης. Πουλλοί παράδις μι δίκασις! Μηδί στου Χίλτουν να τς τρώγαν τς λαχανίδις, ε θα τς πλήρουνα έιτουσα! Σείστηκε η αίθουσα από τα γέλια με την έξυπνη ατά κα του... Φυσικά γέλασε και ο αγρονόμος. Αντε, βρε έξυπνε Αγιασώτη, μ’ έκανες και γέλασα... Πού το σκέφτηκες; Άντε φύγε. Αθώος...
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
ΜΙΚΡΟΪΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ Η εκδίκηση του γάτου Ε (.ναι μια αληθινή ιστορία. Είναι ένα από εκείνα τα μικρά περιστατικά του πολέμου και της κατοχής, που δεν έχουν βυθιστεί στο έρεβος του υποσυνείδητου, αλλά μένουν ζωηρά χαραγμένα στη μνήμη μας, λες και κρύβουν κάτι το πολύ σημαντικό. Γεννήθηκε στα χρόνια του μεγάλου πολέμου, τη χρονιά που οι Έ λληνες μάχονταν στα βουνά της Αλβανίας, στο σπίτι του παπα-Κανιμά, του αξέχαστου εκείνου κληρικού της Αγιάσου. Όταν ήμασταν ακόμα παιδιά, συχνάζαμε πολύ σ’ αυτό το σπίτι κι η παπαδιά, η κυρα-Διαμάντω, μας αγαπούσε και ποτέ δε μας χάλαγε χατίρι. Μας κράτη σε, λοιπόν, ένα γατάκι από τη γέννα εκείνης της χρο νιάς και μας το έδωσε, όταν σταμάτησε να βυζαίνει τη μάνα του. Μεγάλωσε με άνεση στο μεγάλο σπίτι της Βικτώριας, όπου μέναμε τότε, με την αγάπη όλων και τα υπερ βολικά χάδια των παιδιών της οικογένειας. Η διατροφή του ήταν πλουσιότατη. Σχεδόν καθημερινά περνούσα από το κρεοπωλείο του Μπίλια και μου έδινε ένα κομ μάτι μοσχαρίσιο πλεμόνι (σφλούγκο) για το γατάκι. Με τον καιρό μεγάλωσε. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτε ρο στην εξωτερική του εμφάνιση ο γκριζοπράσινος με τις μαύρες ραβδώσεις γάτος μας, εκτός από τις σωμα τικές του διαστάσεις, που τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους γάτους της γειτονιάς. Η θύελλα του πολέμου δεν είχε επηρεάσει τις σχέ σεις μας. Αλλωστε εμείς τα παιδιά δεν είχαμε ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κακού, ούτε μπορού σαμε να κάνουμε τις δυσοίωνες προβλέψεις των μεγα λύτερων, για όσα δεινά θα ακολουθούσαν. Ζούσαμε σε μια ατμόσφαιρα ενθουσιαστικών τάσε ων, που μας δημιουργούσαν από τη μια οι γελοιογρα φίες της εφημερίδας «Νίκη» και τα πολεμικά ανακοινωθέντα και από την .άλλη οι συχνές δοξολογίες που γίνονταν στην εκκλησία της Παναγίας για τις ελληνι κές νίκες και την απελευθέρωση των πόλεων της Β. Ηπείρου. Όταν όμως τα «ωραία» πέρασαν και οι Γερ μανοί πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα, τότε τα πράγματα άλλαξαν τόσο για μας όσο και για το γάτο μας. Το ψωμί έλειψε, η καθημερινή τροφή ήταν δυσεύ ρετη, αν όχι ανύπαρκτη, τα λόγια μετρημένα, οι συνο μιλίες χαμηλόφωνες, η ελεύθερη κίνηση περιορισμένη, τα εκτελεστικά αποσπάσματα σε δράση, οι νεκροί αμέ τρητοι, η όλη ατμόσφαιρα παγερή σαν το θάνατο. Όταν φύγαμε από την Αγιάσο το Σεπτέμβρη του ’41, για να πάμε στα Πλωμάρι, πήραμε μαζί μας και το γάτο. Το σπίτι στο οποίο εγκατασταθήκαμε δέσποζε στην άκρη του λιμανιού, τετραώροφο, καθώς ήταν από τη μεριά της θάλασσας πάνω από ένα μικρό πρόχειρο καρνάγιο με τα σκαριά του, τους θορύβους του και τις μυρουδιές του. Σε απόσταση λίγων μέτρων ήταν και η βάση της γερ μανικής φρουράς για τον έλεγχο του λιμανιού και της πόλης. Εκεί ήταν και το ορμητήριο του θηρίου. Ήταν
ένα θηλυκό λυκόσκυλο, μια λύκαινα πραγματική, ο φό βος και ο τρόμος των γάτων της περιοχής, που άκουγε στο όνομα Αστα. Ήταν ο δεύτερος χρόνος της κατοχής, όταν η Άστα ήρθε να ενισχύσει με την παρουσία της το γερμανικό φυλάκιο. Ήταν μια σκύλα μεγαλόσωμη, δυνατή, επί μονη και σκληρή σαν τα αφεντικά της. Όταν έβλεπε το υποψήφιο θύμα της, δεν την κράταγε τίποτα. Ορμούσε καταπάνω του και σε χρόνο δευτερολέπτων κυριολε κτικά το κατασπάραζε. Ο γατόκοσμος καθημερινά θρηνούσε πολλά από τα μέλη του. Σε διάστημα λίγων μηνών ο γάτος αποτελούσε σπάνιο είδος στη γειτονιά μας, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Από τις πρώτες μέρες της παρουσίας του θηρίου σημάναμε το καμπανάκι του κινδύνου. Έπρεπε με κά θε τρόπο να προστατέψουμε το γάτο μας, πράγμα όχι και τόσο εύκολο, επειδή του άρεσαν οι βόλτες αναψυ χής, οι οποίες τελευταία είχαν γίνει και βόλτες επιβίω σης. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κλείναμε τα παράθυ ρα, προσέχαμε τις πόρτες, εξοικονομούσαμε κάτι από το ψάρεμά μας, για να ξεγελάσουμε την πείνα του, αλ λά τελικά δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε τη μοιραία συνάντηση. Πρέπει να ήταν νωρίς το απόγευμα κάποιας ανοι ξιάτικης μέρας, όταν διαπιστώσαμε την απουσία του γάτου. Συναγερμός! Πρώτη μας κίνηση ήταν να ελέγ ξουμε από το παράθυρο της κουζίνας την περιοχή μπροστά από το σπίτι μας. Αυτό ήταν. Δε χρειάστηκε άλλη προσπάθεια. Είδαμε το δραπέτη σε μικρή από σταση, ξαπλωμένο πάνω σε μια μισογκρεμισμένη μά ντρα, να απολαμβάνει τη λιακάδα του απομεσήμερου. Η ανακούφισή μας ήταν μεγάλη, αλλά πάνω στην ταραχή μας διαπράξαμε το μεγάλο λάθος. Χωρίς να ελέγξουμε καθόλου τη γύρω περιοχή, του φωνάζαμε να έρθει στο σπίτι. Ο εχθρός όμως ήταν πολύ κοντά. Τα καΐκια και οι βάρκες του μικρού καρνάγιου σχη μάτιζαν ένα είδος λαβύρινθου. Δεν είχε καλή ορατότη τα, με αποτέλεσμα να μην ξέρεις ποιος κρύβεται και από πού μπορεί να παρουσιαστεί σε κάθε στιγμή. Εκεί λοιπόν, πίσω από την πλώρη ενός τρεχαντηριού, βρι σκόταν αθέατος ο Γερμανός φρουρός μαζί με την Αστα. Μόλις άκουσαν το κάλεσμα που κάναμε στο γά το μας, ξεπρόβαλαν και με φρίκη είδαμε τη λύκαινα να χυμά εναντίον του ανυποψίαστου ζώου, που μόλις είχε ανασηκωθεί και τεντωνόταν. Ευτυχώς η απόσταση ήταν αρκετή και έδωσε την ευκαιρία στο υποψήφιο θύ μα να σκαρφαλώσει σ’ έναν ξύλινο στύλο και γαντζω μένο εκεί να κρέμεται ψηλά στα τρία μέτρα. Το θηρίο από κάτω χαλούσε τον κόσμο. Η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι. Τα παράθυρα γέμισαν από περίερ γους, που παρακολουθούσαν το θέαμα. Εμείς στο πα ράθυρο της κουζίνας τρομαγμένοι βλέπαμε με κομμένη την ανάσα. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Ο Γερμανός συ δαύλιζε ασταμάτητα την επιθετικότητα της σκύλας. Ο γάτος δε θα άντεχε πολύ, έτσι κρεμασμένος που ήταν. Το ένστικτο όμως λειτούργησε σωτήρια. Ο γάτος
μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο έκανε με ταχύτητα τους υπολογισμούς του και έδωσε τη λύση που δεν περιμένα με. Στη στέγη του παρακείμενου χαμόσπιτου, κάτω ακριβώς από το παράθυρό μας, υπήρχε καμινάδα με σαμαρωτό κάλυμμα. Παίρνοντας δύναμη από τους αρ χαίους προγόνους του, με άλμα καταπληκτικό άγριου αίλουρου, σε κλάσματα δευτερολέπτου, βρέθηκε οχυρω μένος στο τριγωνικό άνοιγμα του καπέλου της καμινά δας, έτοιμος για τον αγώνα. Την ίδια στιγμή το βαρύ και δυνατό λυκόσκυλο με τρομερή εκτίναξη βρέθηκε πάνω στη χαμηλή στέγη σε απόσταση μέτρου από τον τρομαγμένο γάτο. Η σύ γκρουση ήταν αναπόφευκτη. Η μάχη εκ του συστάδην άρχισε. Το τρομερό στόμα της λύκαινας, με τα φονικά δόντια να γυαλίζουν κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, πλησίαζε επικίνδυνα. Η όψη του γάτου είχε αλλοιωθεί. Τα μουστάκια και τα αφτιά του ήταν τεντωμένα προς τα πίσω. Το τρίχωμα της ράχης ανασηκωμένο σαν του σκαντζόχοιρου. Φόβο και οργή έδειχναν τα μάτια του. Παρακολουθούσαμε άφωνοι την άνιση μάχη, βέβαιοι, αλίμονο, για την έκβασή της. Οι εντολές του Γερμανού φρουρού και τα γρυλίσμα τα της σκύλας έδειχναν ότι πήγαιναν για μια εύκολη και γρήγορη νίκη. Όμως δεν ήταν έτσι. Κάποια στιγμή είδα με έκπληκτοι το πόδι του γάτου οπλισμένο με τα ορθά νοιχτα σουβλερά του νύχια να πέφτει με δύναμη πάνω στη μουσούδα του θηρίου, προτού αυτό προλάβει να κλείσει τα τρομερά του σαγόνια. Κανένας δεν είχε εκτι μήσει τις πραγματικές δυνατότητες του γάτου. Το ίδισ επαναλήφθηκε με ακρίβεια, ταχύτητα και σιγουριά, δυο τρεις φορές ακόμα. Το αποτέλεσμα ήταν φοβερό. Αίμα σκουροκόκκινο ξεπηδούσε από τις βαθιές χαραγματιές κι έτρεχε ποτάμι ραντίζοντας τα κεραμίδια, καθώς η σκύλα τιναζόταν από τη μανία και τον πόνο. Τα είχαμε χαμένα. Πότε έμαθε να μάχεται τόσο τέ λεια αυτός ο καλοαναθρεμμένος και πολυχαϊδεμένος γάτος; Αυτός που δε μας είχε δείξει ποτέ τα νύχια του; Πού διδάχθηκε την πολεμική τέχνη και πού εξασκήθη κε στην εφαρμογή της αυτός ο νωχελής σπιτόγατος; Αλλά η μάχη δεν είχε τελειώσει. Ο εχθρός ήταν επίμο νος και ανυποχώρητος. Οι προβλέψεις μας εξακολου θούσαν να είναι δυσοίωνες. Ο γάτος μας δε θα τη γλίτω νε στο τέλος. Ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας, που μας φάνη καν ατέλειωτα, το απίστευτο έγινε. Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο γάτος στον αντίπαλό του ήταν τόσο σο βαρή, που ο Γερμανός συνοδός του αναγκάστηκε να μαζέψει αιμόφυρτη και ταπεινωμένη τη σκύλα του, για να της προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Ο γάτος φοβισμένος παρέμενε ασάλευτος στο οχυ ρό του. Δεν τον φωνάξαμε, όταν απομακρύνθηκε η σκύλα, Περιμένοντας να βεβαιωθούμε ότι ο κίνδυνος βρισκόταν πολύ μακριά. Τότε μόνο κατεβήκαμε τρέχοντας, πλησιάσαμε το χαμόσπιτο και τον καλέσαμε κο ντά μας. Όταν μας είδε τόσο κοντά, σχεδόν δίπλα του, πετάχτηκε από την καμινάδα και ήρθε στην αγκαλιά μας. Η μορφή του ήταν ακόμα παραμορφωμένη από το φόβο και την ταραχή. Ανεβήκαμε αμέσως στο σπίτι, τον καθαρίσαμε από τα βρομερά αίματα του θηρίου και καθίσαμε, γάτος και παιδιά, να ηρεμήσουμε. Εκείνη η ενστικτώδης αντίδραση του γάτου με το
Το πεδίο της γατοσκυλομαχίας στο Πλωμάρι, ύστερα από 35 χρόνια. Διακρίνονται το παράθυρο της κουζί νας (1), από όπου γινόταν η παρακολούθηση, το χαμό σπιτο (2), στην κεραμοσκεπή του οποίου έγινε η σύ γκρουση, και ο χώρος της καμινάδας (3), η οποία Εξαιτίας του χρόνου έχει καταρρεύσει.
αίσιο τέλος της φάνηκε τότε σε μας σαν μια πράξη αντίστασης στο Γερμανό κατακτητή, σαν μια πράξη οφειλόμενης εκδίκησης για τα όσα το απαίσιο αυτό γερμανικό λυκόσκυλο είχε διαπράξει. Από αυτό το πνεύμα κυριευμένος, πήρα ένα χαρτόνι και χρωματιστά μολύβια και ζωγράφισα ένα παράσημο, σαν εκείνα που έβλεπα να έχει ο δεσπότης, όταν φορού σε τη μεγάλη του στολή. Το ζωγράφισα, το έκοψα γύρω με το ψαλίδι και το κρέμασα με ένα σπάγκο στο λαιμό του γάτου, που, ήρεμος πια, περιφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, καμαρώνοντας για την επίσημη και άμεση αναγνώριση της αντιστασιακής του δράσης. Ο γκριζοπράσινος με τις μαύρες ραβδώσεις γάτος μας, που κατάφερε να γλιτώσει με την αντίστασή του από τα τρομερά δόντια της γερμανικής λύκαινας, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις φονικές ρόδες του συμμα χικού αυτοκινήτου μέσα στην αγορά της Μυτιλήνης, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΠ ΕΡΧ Ο Μ ΕΝ Η Σ Φ ΑΣΙΣΤΙΚ Η Σ ΛΑΙΛΑΠΑΣ Ο Λέσβιος δημοσιογράφος Γεράνης παρακολουθεί στρατιωτικά γυμνάσια
Ο Αέσβιος δημοσιογράφος του αθηναϊκού τύπου Ευστράτιος Ευαγγέλου Πρίμπας (1911-23.12.1966), γνωστός ως Γεράνης, παρακολουθεί στρατιωτικά γυμνάσια, πριν από τον πόλεμο, πιθανότατα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στην ευρύτερη πε ριοχή των οχυρών της Γραμμής Μεταξά. Φωτορεπορτάζ «Μεγαλοκονόμου». Ανθίμου Γαζή 13. Αθήναι. (Τις φωτογραφίες παραχώρησε ο ανεψιός του Ευστρατίου Πρίμπα (Γεράνη) Ηλίας Παπαδόπουλος)
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΑΕΜΟ ΤΟΥ 1940-1941 Ο πρώτος νεκρός Η ομίχλη απομακρυνόταν σε κάθε βήμα μας απο καλυπτική. Ξαφνικά ορθώνονται μπροστά μας απότο μοι πανύψηλοι βράχοι. Οι ανιχνευτές ψάχνουν αριστε ρά δεξιά για πέρασμα. Δίπλα μου ο σκοπευτής του πο λυβόλου, ο Γιάννης, με το χέρι στη σκανδάλη. Ατελείω τες στιγμές αναμονής. Η ομίχλη δεν μπόρεσε ν ’ αντισταθεί στο βοριαδάκι που φύσηξε. Και ξαφνικά φώτισε ο τόπος από κόκκινο φως του ήλιου, που έγερνε στη δύ ση. Ανέμελοι οι Ιταλοί περιδιάβαζαν στο στεφάνι των βράχων. Κι εμείς στη ρίζα τους κρυμμένοι, στις σχισμές τους, προσπαθούμε να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή, να τους αιφνιδιάσουμε. Από τη θέση αυτή έχω προωθή σει το πολυβόλο και καλύπτω προστατευτικά τους ανι χνευτές που πλησιάζουν στην κορυφή. Και ξαφνικά αρ χίζει πανδαιμόνιο από ριπές πολυβόλων και εκρήξεις από χειροβομβίδες, που έπεφταν βροχή, ψηλά από το βράχο. Είχαμε γίνει αντιληπτοί. Ασφαλείς οι Ιταλοί στην κορυφή του βράχου, ανέπτυξαν σπάταλα όλη τη δύναμη πυρός. Αναδιπλωθήκαμε σε ευνοϊκότερες θέ σεις και οργάνωσα τη βάση νέας εξόρμησης. Οι Ιταλοί βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση. Μας «πετροβολού σαν» με χειροβομβίδες, που κατρακυλούσαν στις νερο συρμές και έσκαγαν ασταμάτητα γύρω μας. Η μάχη στο κορύφωμά της. Οι σφαίρες σφυρίζανε πάνω από τα κε φάλια μας δαιμονισμένα. Οι περισσότερες εξοστρακί ζονταν απειλητικά στους βράχους, που ήμαστε καθηλω μένοι. Ξεθαρρεμένοι οι Ιταλοί, κινούνται τώρα επιθετι κά. Παρακολουθώ ύποπτες κινήσεις στο αριστερό αντέ ρεισμα. Ο Γιάννης κατευθύνει τώρα ασταμάτητα τα πυ ρά προς την κατεύθυνση αυτή. Ξαφνικά το πολυβόλο του εσίγησε. Πηδάω δίπλα του επιτιμητικά για τη σιωπή του. Με ακουμπισμένο το κεφάλι στο κοντάκιο, ο Γιάν νης με κοιτούσε βουβός, με τεράστια μάτια, ορθάνοιχτα, απλανή. Μια κλωστίτσα άλικο αίμα κατρακυλούσε ψη λά από το πλατύ του μέτωπο. Τράβηξα τα δάχτυλά του από τη σκανδάλη και τον απίθωσα δίπλα μου στοργικά. Παίρνω τη θέση του με θλίψη και πόνο, οργή και αγανά κτηση. Το πολυβόλο άρχισε τώρα μανιασμένα στα δικά μου χέρια. Κλεφτά ρίχνω ανάμεσα πού και πού ματιές στο Γιάννη. Εξακολουθεί πάντα να με κοιτάζει με τα μεγάλα γυάλινα μάτια του. Στα χείλη του έχει παγώσει μια πίκρα και ένα ερώτημα: Γιατί; Θα ’θελα και εγώ να γιορτάσω τη νίκη μαζί σας. Γιατί, γιατί τόσο νωρίς; Εί χα και εγώ το δικαίωμα στη ζωή, που δεν πρόλαβα να γευτώ τις χαρές της. Γιατί να γίνονται πόλεμοι; Είναι τόσο όμορφη και μεγάλη η γη, που όλους μας χωρεί. Και η μάχη συνεχιζόταν. Ανάμεσα στην εκκωφαντική βοή της, έφτανε στα αφτιά μου, βασανιστικά, το γιατί του Γιάννη. Άπλωσα το χέρι μου για μια στιγμή χαϊδευ τικά και του έκλεισα τα μάτια του. Και μαζί τους τον ήλιο, που αντικατοπτριζόταν εκεί. Ορκίστηκα να εκδι κηθώ το Γιάννη, που έπεσε πρώτος και πρόωρα εκεί.
Ο Θεμιστοκλής Βαρδάκης, διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Μυτιλήνης, με το Θανάση Πολυχρονιάδη, δι ευθυντή του Εξαθέσιου Δημοτικού Σχολείου της Π.Α.Μ.
Την άλλη μέρα έπεσε και το Ζούμπρι. Και σήμερα, πε νήντα χρόνια μετά, δε θα μπορούσα να δώσω απάντηση στα ερωτήματα του Γιάννη.
^ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΒΑΡΔΑΚΗΣ Ο Θεμιστοκλής Βαρδάκης γεννήθηκε στα Γιάννενα, που ήταν πρώτα στα άρματα και στα γράμματα. Ήταν μέλος πολυ μελούς οικογένειας. Τελείωσε δημοτικό και γυμνάσιο και κατό πιν σπούδασε δάσκαλος. Με διαγωνισμό πανελλήνιο, φοιτά για μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μελετηρός, όπως ήταν, δεν του έφτανε αυτό. Με διαγωνισμό παίρνει υποτροφία για σπουδές στη Ζυρίχη. Επιστρέφει ως φωτισμένος παιδαγω γός. Τον γνώρισα -τύχη αγαθή- όταν πήρε δυσμενή ιιετάθεση, λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων, μαζί με τον αξέχα στο γυμναστή από την Ικαρία Ιερεμία Κουτσογιάννη. Διατέλεσε διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Μυτιλήνης. Είχαμε με τον αξέχαστο Θεμιστοκλή ψυχική επαφή. Μας άρεσε η ζω γραφική και κάναμε καλλιτεχνικές εξορμήσεις ανά τη Αέσβο. Όταν συνταξιοδοτήθηκε και ήρθε στην Αθήνα, δε χάσαμε την επαφή μας. Του έστελνα δικά μου γραφτά, σχετικά με τη μικρα σιατική εκστρατεία και καταστροφή. Μου είπε να τα δημοσιεύ σω, για να μη χαθούν. Με τη σειρά μου κι εγώ τον παρότρυνα να γράφει στιγμιότυπα από τον πόλεμο της Αλβανίας, στον οποίο έλαβε μέρος ως έφεδρος ανθυπίλαρχος. Έτσι έγινε και δε χάθηκαν. Κι αυτά αποτελούν το καλύτερο μνημόσυνο στη μνή μη του. Στη μνήμη ενός ανθρώπου, παιδαγωγού και αγνού πα τριώτη. Πάντοτε θα ζει στη θύμησή μου. ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΘΦ. ΠΟΑΥΧΡΟΝΪΑΑΗΣ
ΛΕΣΒΙΑΚΑ ΑΡΧΕΙΟΑΙΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ Ο γάμος του παπα-Στάικου και άλλα τινά σε επιστολές του 1916 Σ τ ο παρόν τεύχος του περιοδικού «Αγιάσος» δημοσιεύουμε όυο επιστολές του 1916, που είχε την κα λοσύνη να μας παραχωρήσει η Περμαθέα/ Περμαχούλα Απόλλωνα Στόικου, προερχόμενες από το αρχείο του ιστορικού ερευνητή Στρατή Αναγνώστου, τους οποίους και ευχαριστούμε. Επιστολογράφος η Μ α ριάνθη Γρημάνη, γυναίκα με περιορισμένες, όχι όμως ευκαταφρόνητες για την εποχή της, γραμματικές γνώσεις, η οποία κατοικούσε στα Λάφια, και αποδέκτρια, πιθανότατα και των δυο, η αδερφή της Ευδοξία Γρημάνη, η οποία κατοικούσε στη Φιλία. Η πρώτη είναι αχρονολόγητη και χω ρίς όνομα αποδέκτριας, ενώ η δεύτερη έχει χρονολογία 25 Οκτωβρίου 1916. Εκτός των άλλων, στις επιστολές αυτές παρέχονται πληροφορίες, κάποτε και με διάθεση κουτσομπολιού, για το γάμο του Αγιασώτη Ριζαρειτη Παναγιώτη Χριστόφα Στόικου (1892 Αγιάσος - 1975 Θεσσαλονίκη), ο οποίος είχε διοριστεί το 1914 ως τριτοβάθμιος υποδιόάσκαλος στο Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Δαφίων και αργότερα έγινε ιερέας, και της Περμαθούλας Δομενικου (1893;-1967), θυγατέρας του Απόστολου Δομενίκου και της Μ ελπομένης Γρημάνη. Π αιδιά τους, η Μ αρία (1918-1996 Θεσσαλονίκη), σύζυγος Ευστρατίου Σαχλαρά, και ο Απόλλων (1920-1995), ο οποίος σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος. Π αιδιά της Μ αρίας ο Μανόλης και ο Παναγιώτης, ενώ του Απόλ λωνα και της δασκάλας Ζαμπέτας Ιωάννου Παγκάκη η Περμαθέα/Περμαχούλα, που προαναφέραμε, σύ ζυγος Σωτηρίου Χαραλαμπίδη, αρχιτεκτόνισσα που εργάζεται ως καθηγήτρια, και ο δάσκαλος Π αναγιώ της, που ζουν στην Αθήνα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ βικάκι- μικρό πήλινο ή γυάλινο κανάτι για γάλα, για κρασί. Υποκορ. του βίκα. τρακοσάρα· χρυσό νόμισμα της παλαιότερης εποχής, που χρησίμευε και ως κόσμημα γυναικών. Θεοδώρα· θυγατέρα του λογίου και ιστορικού της Καλλο-
Η πρεσβυτέρα Περμαθούλα Παναγιώτη Στόικου με το γιο της Απόλλωνα, με τη σύζυγό του Ζαμπέτα Παγκάκη και με την εγγονή της Περμαθέα. (Φωτο-Χατζηεμμανουήλ. Θάσος. 1953/1954).
νής Σταύρου Δ. Καρυδώνη (1852-1909), σύζυγος μετέπειτα Δ. Νύκτα. Ραλιούδα- αδερφή της προηγούμενης, σύζυγος μετέπειτα Κωνσταντίνου Κουμέλη. ηγούμενος- ηγούμενος της Μονής Λειμώνος το 1916 ήταν ο Νεκτάριος, ο γνωστός αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Μυ τιλήνης, ο οποίος άφησε εποχή με το δυναμισμό του, με το χιούμορ του και με τα έξυπνα καμώματά του. Ροδόκλεια· πρόκειται για τη Ροδόκλεια Πιπιγή, η οποία εί χε διοριστεί το 1914, με την αφομοίωση των σχολείων, ως δευτεροβάθμια υποδιδασκάλισσα στο Δημοτικά Σχολείο Θηλέων Καλλονής. Πετριανόζ· πατριδωνυμικό των κατοίκων των χωριών Πέ τρα αλλά και Πετρί. περτσέζ· πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα. προσκεφαλάδα- μεγάλο προσκέφαλο. καντάρι- παλαιό μέτρο βάρους που ήταν ίσο με 44 οκάδες. παπάκι· παλαιότερα, σε μικρή κλίμακα, υπήρχε βαμβακο παραγωγή στη Λέσβο. Μοναστήρι· πρόκειται για τη Μονή Λειμώνος. πονστάκι· μπουστάκι, στηθόδεσμος, «μπουστέλ’». μικρής- πρόκειται για την Άννα Απόστολου Δομένικου (1900-1943), σύζυγο μετέπειτα του Κώστα Χατζηγιάννη. πρόσφυγες· πρόκειται για προσφυγίνες του πρώτου διωγ μού του 1914. Μιχάλης- πρόκειται για το Μιχαήλ Απόστολου Δομένικο (1890-1981), αδερφό της Περμαθούλας και τη Αννας, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική.
Ο παπα-Παναγιώτης Στάικος στην Αλεξανδρούπολη (Αεδεαγάτς) το 1922.
Ε Λ ΙΕ Τ Σ ' ΤΑ Λ Ε Γ Α Ν ΤΙ Π Ρ Ο Υ Τ Ν Ο Ι Ε Η π α τ α (τα) = το συκώτι, μεταφ. δυνάμεις. Φρ. μ ’ κουπήκαν τα ήπατα α π ’ τη δ ’λειά ^ κ α τ α β λ ή θηκα). [αρχ. ήπαρ, ήπατος, πληθ. ήπατα]. Στο μεσαίωνα έτρεφαν με σύκα τα σφάγια και διαφημί ζοντας το εύγευστο ήπαρ φώ ναζαν έχω συκωτόν ήπαρ (=έχω ήπαρ ζώου θρεμμένου με σύκα). Σιγά σιγά παραλείφτηκε το ήπαρ και το επίθ. συκωτόν ουσ ιασ τικοποιή θη κε κ α ι έγινε συκώ τι (=ήπαρ). Το ίδιο συνέβη και με το νεαρόν ύδωρ (=δροσερό νερό) > νεαρόν > νερό, με π α ράλειψ η του ουσ.
ύδωρ. θ ιρ μ ά ρ ’ (το) = πήλινο αγγείο, όμοιο με κουμάρι, που μένει μόνιμα στο τζάκι. Το ζεστό νερό του θιρμαριού το χρησιμοποιούσαν για τις σπιτικές ανά γκες (πλύσιμο πιάτω ν, χεριών κτλ.). Ό ποια νοικο κυρά δεν είχε ζεστό νερό ζητούσε, σε έκτακτη περί πτωση, από μια γειτόνισσά της και αυτή της έδινε το θ ιρ μ ά ρ ’, α πό όπου κα ι η π α ρ ο ιμ ια κ ή φράση το ύ τ’ γυρ ίζ’ μες στς δρόμ’ σα θιρμάρ’, που εκστο μιζότα νε σαν κα τη γορ ία ενά ν τια σε κ είνες που άφηναν τις δουλειές τους και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, για κουτσομπολιό, όπω ς και το θιρμάρ’ γύ ριζε από σπίτι σε σπίτι. Η λ. απαντά και στην Κ ο ζάνη και στη Βέροια (βλ. Αντωνίου Θαβώρη, Ιδιω
θρούβαλου (το) = θρύψαλο, συντρίμμι. Φρ. θα κά νου καμιά μέρα του καφινέ σ ’ θρούβαλου. [μεσν. θρύβω < αρχ. θρύπτω (= κομματιάζω ) + κατάλ. -
αλο)]. θ ρούμ πες (οι). Κ υριολεκτείται για τις ελιές που ωρίμασαν πάνω στην ελιά και που έπεσαν καταγής (χαμάδες ή ρουπάδες). [αρχ. επίθ. δρυπετής (=καρπ ό ς που ωρίμασε πάνω στο δέντρο) > δρύππα > δρούππα, και τέλος σε συσχετισμό με το αρωματι κό φυτό θρούμπη, με το οποίο τις αρω ματίζουν, ονομάστηκε θρούμπα]. θρούμπι (το) και θρούμπη (η) = είδος αρωματικού φυτού, τα φύλλα και ο καρπός του οποίου χρησι μοποιούνται ως καρύκευμα, [μεσν. θρύμπη < αρχ.
θρύμβη]. θρουνιάξουμι ρ. = κάθομαι στο θρόνο και μτφ. κα ταλαμβάνω μια θέση στη διοίκηση, ενώ δεν το αξί ζω. Φρ. ήρτι γιου αδιάντρουπους τσι θρουνιάστσι α κάλιστους στου τρ α π έ ζ ’. [αρχ. θρόνος > μεσν.
θρονιάζω].
ματικοί αρχαϊσμοί).
θρω -εις ρ. = σπω εύκολα. Φρ. τα π α ξ ’μάδια θρουν [από το μεσν. θρέομαι < θρους (=θόρυβος) < αρχ. θρύπτω (=μεταβάλλω σε θρύμματα)].
θ ’μ ίζου ρ. υπενθυμίζω II βρίσκομαι σε οργασμό. Χ ρησιμοποιείται κάθε φορά που θέλουμε να δη λώσουμε πω ς ένα ζωντανό κατέχεται από την ορ μή της διαιώνισης του είδους του. Φρ. γι κατσίκα
Ουρά (η) = πόρτα II πολύ μικρό άνοιγμα, σαν θύρα, ανάμεσα σε δύο καλαμάκια του χτενιού (=εργαλείο της ύφανσης), μέσ’ από τα οποία περνούν οι κλω στές του στημονιού.
μας, πά τιρα , θ ύ μ ’σι τσι θα τ ’ π ά γο υ του β ρ ά δ ’ στου τράγου, [μεταγν., μεσν., και δημοτ. θυμίζω = υπενθυμίζω ]. Στην Αγιάσο και ίσως και σε άλλα χω ριά της Λέσβου χρησιμοποιείται με έννοια σε ξουαλική κα ι για α νθ ρ ώ π ο υ ς, φρ. του Σ ο υ φ έ λ ’ φαίνιτι πους θ ύ μ ’σι τσι θ έλ ’ βάτιμα (=βρίσκεται σε οργασμό).
θυρίδα (η) = μικρό ορθογώνιο άνοιγμα στον τοίχο, για να τοποθετούν διάφορα μικροπράγματα II διο ρισμός σε δημόσια υπηρεσία. Φρ. Β α σ ίλ ’ς πιάσι θυρίδα (=κάθεται πίσω από τη θυρίδα (=άνοιγμα), για να εξυπηρετεί τους πολίτες, και μτφ. διορίστη κε στο δημόσιο, [αρχ. θυρίς, υποκορ. του θύρα].
θουριά (η) = θεωρία, όψη, βλέμμα, χρώμα προσώ που. Φρ. μόλις μ ’ είδι ’χ άσι τ ’ φουνή τ ’ τσι τς θού ριες ιτ (=κιτρίνισε, έχασε το χρώμα του προσώπου του), [αρχ. θεωρία].
ικ ρ ά μ ’ (το) = περιποίηση. Φρ. αντάμουσα του Δη μητρό τσι μ ’ έκανι ένα σουρό ικράμια. Φ αίνιτι πους θ έλ’ τ ’ κ ό ρ ’ ιμ. [τουρκ. Πα~αιη (=προσφορά, κέρασμα)].
θρασ εύγου ρ. = μεγαλώνω, δυναμώνω (για φυτά κυρίως αλλά και για ανθρώπους). Φρ. του Γιουργιέλ ’ μέρα μι τ ’ μέρα θρασεύ’. [αρχ. θράσος].
ίλ ιρ ’ (η) = ιλαρά, μεταδοτική εξανθηματική αρρώ στια, που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Η ονομα σία της δόθηκε κ α τ’ ευφημισμόν, [αρχ. επίθ. ιλαρός (=εύθυμος)].
θ ρ ιφ τά ρ ’ (το) και θριφ τό (το) = γουρούνι, μτφ. ο ευτραφής αλλά ανάγωγος. [τρέφω].
ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΝΗΣ
Λ Ε Σ Β ΙΑ Κ Ο Ι Α Π Ο Η Χ Ο Ι ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΣΟΥΣΑΜΛΗ
Τ ο μεγαλείο του ανθρώπου αναζητείται συνήθως έξω, στην περίσσεια των αγαθών, στην αίγλη των αξιωμάτων και στο εύρος της κοινωνικής προβολής, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται στους χαλεπούς καιρούς μας ο απερηφάνευτος ψυχικός κόσμος... Ο Στρατής Σουσαμλής, ο γνωστός σε όλους με το χα ρακτηριστικό παρανόμι Γκντουρίδ’, γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1912, τη χρονιά που στη Λέσβο ήχησε το νίκη- · τήριο σάλπισμα και έδυσε η ημισέληνος της δουλείας των τεσσερισήμισι αιώνων. Ήταν παιδί της μεγαλοφαμίλιας του επιδέξιου μαραγκού Βασιλείου (Βάσου) Ιωάννη Σου σαμλή και της Όλγας Προκοπίου Χριστοφαρή ή Μπαντέλη. Αμφιθαλή αδέρφια του ο Τζάνος, ο Μιχαήλ, η Μυρσίνη, ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Σοφία, ενώ αμφιθαλή, από το δεύτερο γάμο του πατέρα του με την Κ ατωτριάτισσα Καλλιόπη Καινσταντίνου Παλαιολόγου, ο Απόστολος και η Αργυρώ... Από μικρός ο Στρατής Σου σαμλής, όπως και τ ’ αδέρφια του, μαθήτεψε κοντά στον πα τέρα του και έμαθε την ξ υ λουργική, αφού οι δυσκολίες των αλλοτινών χρόνων και τα πιεστικά οικογενειακά προβλή ματα δεν του επέτρεψαν να τε λειώσει το γυμνάσιο και ν ’ ακο λουθήσει το δρόμο των σπουδών, που ήταν ανοιχτός μονάχα για τ ’ α ρ χοντοπα ίδια , π α ρ ’ όλο που είχε έφεση για γράμματα... Τα χρόνια της σκληρής επιβίωσης, τα παιδικά, τα εφηβικά και τα μετέπειτα, σημαδεμέ να με πολέμους, με καταστροφές, με πραξικοπήματα και με λαομίλητες δικτατορίες, χαλύβδωσαν το σκαρί του, μέστωσαν το στοχασμό του, ενδυνάμωσαν το δη μοκρατικό του πιστεύω και σκήνωσαν μέσα του την άδολη αγάπη, την καλοσύνη και την ανθρωπιά... Στις 29 του Νοέμβρη του 1936, τέσσερα χρόνια προ τού ακούσει την πολεμική ιαχή «αέρα» στα κακοτράχα λα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, νυμφεύτηκε την καλόκαρδη Παναγιωτούδα Σταματίου Χατζημάγκου, που ο θάνατός της το 1995 τον καθήλωσε στη μοναξιά και του πύργωσε την οδύνη. Απόχτησε δυο παιδιά, τη Βλοτίνα (Ντίνα), σύζυγο μετέπειτα του Μολυβιάτη Πα ρασκευά Ιωάννη Μιχαλακούκου, και τον Παναγιώτη, που του χάρισαν εγγόνια και τα εγγόνια δισέγγονα... Το 1959 ο Στρατής Σουσαμλής, παρασυρμένος από το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής, ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα και εργάστηκε σκληρά ως
μαραγκός, ως χαρτέμπορος και ως φύλακας του κινη ματογράφου «Αττικόν», στην οδό Σταδίου. Σκόπευε μάλιστα να ξενιτευτεί στη μακρινή Αυστραλία, όπως τόσοι και τόσοι συμπατριώτες του, αλλά τελικά ο μι σεμός αυτός δεν πραγματοποιήθηκε... Στην πολυάνθρωπη πρωτεύουσα συνάντησε πολλές δυσκολίες, αλλά τις ξεπέρασε, χάρη στην αγωνιστική του διάθεση, στη φιλοπονία του, στην εντιμότητά του, στην ευσυνειδησία του. Στέριωσε με υπεράνθρωπες προσπά θειές το καινούριο του σπιτικό, βοήθησε αποτελεσματικά την οικογένειά του και αποκατέστησε τα παιδιά του... Οι βιοτικές μέριμνες, παρ’ όλο που τον καταπονού σαν καθημερινά, δεν μπόρεσαν να τον απορροφήσουν τελείως, να τον αλλοτριώσουν. Του άφηναν περιθώρια για φιλικές παρέες, για συλλογική δράση, για κοινωνική προσφορά. Εξαρχής στάθηκε ενεργό μέλος του «Φιλο πρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» και μάλιστα ο πρώ τος ευεργέτης του. Στις 12 του Φλεβάρη του 1984, επί προεδρίας Στρατή Γραμμέλη, κα τά την εκδήλωση κοπής της πρωτοχρο νιάτικης πίτας, μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για την αναγκαιότητα απόκτησης ιδιόκτητης στέγης. Η πρόταση έγινε αποδεκτή με εν θουσιασμό και αυτοστιγμεί σχη ματίστηκε το κεφάλαιο των 117.000 δραχμών. Οι περισσό τεροι δώσαμε από 1.000 δραχ μές, που τότε βέβαια είχαν άλλη αγοραστική αξία, ενώ ο Στρατής Σουσαμλής πρόσφερε το σημα ντικό ποσό των 100.000 δραχ μών, έβαλε δηλαδή το πρώτο γερό αγκωνάρι στο εντευκτήριό μας της 3ης Σεπτεμβρίου... Πολλά του χρωστά το Σωματείο μας, που το αγαπούσε σα να ήταν παιδί του. Πολλά του οφείλει και το περιοδικό «Αγιάσος», του οποίου υπήρξε ως το γέρμα της ζωής του πρόθυμος συνεργάτης-πληροφορητής. Αισθα νόταν μεγάλη χαρά, κάθε φορά που προσέτρεχα στα «βαρταλαμίδια» της θύμησής του για θέματα που είχαν σχέση με το νησί, με την Αγιάσο. Μπορεί να έχασε την όρασή του, μπορεί να ταλανιζόταν από αναπνευστικά προβλήματα, μπορεί να τον είχε καθηλώσει η ανημπόρια στο σπίτι, όμως με τα μάτια της ψυχής του, με την αρχοντιά της καρδιάς του και με τη γλυκύτητα του λό γου του, είναι σα να συνέχιζε τη διακονία της γενέτει ράς του, του πολιτισμού της, των ανθρώπων της... Με το έμπα του Μάρτη, της χρονιάς που διανύου με, ο Στρατής Σουσαμλής μπήκε στη λεωφόρο της ατέρμονης αιωνιότητας και δυο μέρες αργότερα ανα παύτηκε στο Κοιμητήριο του Σχιστού. Ήταν ωραίος και αξιαγάπητος άνθρωπος. Η μνήμη του θα μας συ νοδεύει σ’ όλο το μάκρος της ζωής μας... ΓΙΑ Ν Ν Η Σ Χ Α Τ Ζ Η Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΟ Υ
ΤΑ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑΤΑ Στα χρόνια που συζούσαμε σε είχα κουμανταδόρο, μα εγώ σε στεφανώθηκα, σου το έκανα σα δώρο. Ποτέ δεν αντιστάθηκα στο θέλω το δικό σου, γιατί σ’ αγάπησα πολύ, ήμουν ο άνθρωπός σου. Συναίνεση, συναίνεση, σε όλα τα ζητήματα, ώσπου στο τέλος άρχισες μικρά παραστρατήματα» Σιγά σιγά μεγάλωσαν, ξεπέρασαν το μπόι σου, 6ε θέλω πια εσένανε, μα ούτε και το σόι σου. ΕΛΠΙΛΛ ΜΟΛΥΒΙ ΑΤΟΥ
Σ ’ ΑΝΤΑΜΩΣΑ ΠΡΟΧΤΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ Κι αμέσως ο δρόμος μεταμορφώθηκε Σε μια πλατιά Απέραντη λεωφόρο Καρπερή από γαλήνη Πλουμισμένη με άνοιξη Γεμάτη αγάπη Σαν αποκάλυψη Τ’ απλωμένα σου χέρια Υψωθήκανε πραϋντικά Κομίζοντας την ευλογημένη ηρεμία Της ουράνιας σιωπής Επί των εγκαταλελειμμένων Επιγείων λέμβων Η ακτινοβόλος δεητική ματιά σου Εξούσιαζε τους λογισμούς Που ριγούσανε ευγνώμονα.
Σκεπτόμενοι ότι ίσως Λε βρισκότανε Μπροστά σ’ ένα όνειρο Αλλά Σε μια απτή πραγματικότητα Και ξαφνικά πάλι βράδυ Κρατήρες μουντοί Πυρωμένα σαλπίσματα Νηοπομπές πένθιμες Σπαρταρά η καρδιά στ’ ακρογιάλι Ρυτιδώνεται η μνήμη Πάσα πνοή Καταποντίζεται Στα βάραθρα της αγωνίας Σιγή Θανάτου ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΜΙΣΣΙΟΣ
ΦΙΛΕΣ ΜΟΥ ΓΚΑΡΔΙΑΚΕΣ... Μη με παρεξηγήσετε, η πένα μου ό,τι γράψει, εγώ έχω τις φίλες μου μη βρέξει και μη στάξει. Πάρα πολύ τις αγαπώ, θα ’λεγα τις λατρεύω, για όλες τα καλύτερα τώρα να πω σκοπεύω. Η γλώσσα της κυρα-Λονλούς πολύ κόβει και ράβει και πάντα με ευλάβεια εχθρούς και φίλους θάβει. Η Αριστούλα η τρελή, τι άνθρωπος κι εκείνη, με μάξι φούστα χάθηκε και βρέθηκε με μίνι. Αν πεις για την Μπιρμπίλω μας, χαρτιά παίζει όλη μέρα, δίπλα το τσοπανόσκυλο, τα γίδια στον αγέρα. Μη βιάζεστε, τώρα θα πω και για την Πελαγία, τη νύχτα κάνει προξενιά, τη μέρα την αγία. Η Φροξυλάνθη, βρε παιδιά, τι γίνεται, που τρέχει, ψίθυροι γύρω ακούγονται κι εκείνη πέρα βρέχει. Κοίταξε τι θυμήθηκα, την κυρα-Μελπομένη, μ’ ένα μπουκάλι γύριζε στους δρόμους μεθυσμένη. Η Αγλαΐα η κοντή, του φαλακρού η κυρία, αυτή συνήθως δούλευε μανό με μπαταρία. Εντύπωση μου έκανε πάντα η κυρα-Λόλα, σαν ξαλιομένη ήτανε, λες και κατάπιε φόλα. Η Πανωραία που ’λεγε ήταν απ’ την Αθήνα, δυο φορές κουτούλησε κι έσπασε τη βιτρίνα. Πώς είπαμε τη λέγανε, α, ναι, η Ευδοκία, πάντοτε έπαιρνε σχολειό βραβείο στη βλακεία. Και η Μαιρούλα η ξανθιά, η Σκόρδου του «Βί§ ΒγοΠιθγ», φίλη καλή του φάδερ μου, δίκιά μου και της μάδερ. Φίλες μου όλες γκαρδιακές, τι να σας λέω τώρα, προχθές τα συζητούσαμε με την κουτσή Θοδώρα. Κι άλλες πολλές οι φίλες μου, όμως θα σταματήσω, γιατί, αν βρεθούν όλες μαζί, στο ΕΣΥ θα καταντήσω. ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΙΝΕΛΗ-ΠΑΤΣΕΛΗ
ΠΡΙΝ ΠΕΣΙΝ ΑΣΠΡΙΣ ΜΥΓΙΣ
ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ Μέσα στον κήπο του παραδείσου, που αναδίνει ευωδιά, πέρα απ’ το χάος της αβύσσου στέκουν ολόρτα δυο παιδιά. Γύρω υπάρχει πλήθιο φως, λουλούδια, δέντρα και πουλιά, μα είναι άγνωστο σε όλα πως εκεί θα χτίσουν μια φωλιά. Είναι κι οι δυο ηθοποιοί σ’ ένα παιχνίδι για ζωή, που έχουν φτιάξει οι «θεοί», χωρίς να ξέρουν το γιατί. Ζουν τη χαρά της δημιουργίας, ζούνε την πρώτη τη ζωή, ζουν σε κανόνες αρμονίας κι απολαμβάνουν την πνοή. Μπροστά στον κόκκινο καρπό ήταν το δέος φοβερό, μα ο Λδάμ είχε αγαπήσει και ήταν ώρα να τολμήσει. Έτσι ανεβαίνει στη μηλιά, κόβει το μήλο με τη μια και το χαρίζει στο κορίτσι, την Εύα, που είχε αγαπήσει. «Μαζί ας φάμε εδώ το μήλο και ας πεθάνουμε κι οι δυο, η αιτία ας Είν’ το άλλο φύλο για τον καθένα μας εδώ».
Ουλουταχώς παγαίνουμι τώρα του χ ’μώνα ούλ’ μας τσι κάθα μέρα κάνουμι ιπίθισ’ στου σακούλ’ μας... Κάθα βδουμάδα θ’ απουσύν’ς λιλιά π9 του τιφτιρέλ’, γι χ ’μώνας θέλ’ πουλλά φαγιά, 6ε φτάν’ μο του γαλέλ’. Ένα μπιτόν’ πιτρέλϊου γι σόμπα θέλει τ ’ μέρα, μι τ’ συνταξούλα του ΟΥΓΑ πώς θα τα βγάλεις πέρα; Ατέλειουτα προυβλήματα θαν έβγιν, σα χ ’μουνιάσ’, γ ι’ αυτό παράδις θέλ’ ναν έχ’ς πουλλοί, για να ξουδιάζ’ς. Πρέπ’ ναν ιτοιμαζόμαστι, πριν πέσιν άσπρις μύγις, γι χ ’μώνας πρώμα πρόλαβι, γι μέρις μένιν λίγις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΡΟΑΗΜΗΤΡΑΚΗΣ
^ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΜΗ ΞΟΥΔΙΑΖΙΤΙ ΤΣ ΠΑΡΑΔΙΣ Μη ξουδιάζιτι τς παράδις, γιατί θα σας χρειγιαστούν, ίσιαμ’ να πιράσ’ γι χ’μώνας, πρέπ’ τα πίσου να βαστούν. Θέλ’ πιτρέλϊου γι ξύλα να ’χ’ του σπίτ’, για να πιράσ’, τσι παράδις μια σακούλα τ’ μέρα, για να τνι τηράσ’. Σα τς μυρμήτζ’ να σουδιαστείτι, πριν αλλάξιν γι τιμές, όσα θέλιν τ’ ανιβάζιν, αφού 6ε τς κ’μαντέν’ κανές. Εμ τ ’ τιμήντουν ανιβάζιν εμ του βάρους κατιβαίν’, δυο τουμάρια, αντίς του ένα, κάθι κατιργάρ’ς μας παίν’. Μη γυρέβγιτι να βρείτι ’πι κανέν δικϊουσύν’, τώρα πλια γοι αθρώπ’ δεν έχιν μηδί στα σκατά π’στουσύν’. Λε μας προστατέβ’ κανένας, είμαστι πλια αρφανοί, όσ’ ώρα τ’ γιμώσ’ς τ’ σακούλα σ’, πάντα είνι αδειανή. •^ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ
ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
ΤΟ ΦΩΣ
Έτσι νιώθω πως έγινα μια φωλιά του Αιγαίου, που σε γλάρους ξεπούλιασε της καρδίας τους παλμούς. Και θαρρώ μου την έπλεξαν οι χορδές του Αλκαίου, που για μένα τις σύναξε σε ακτές και γιαλούς.
Φως το άστρο του φωτός, φως στη σκέψη, φως στο νου, φως ζητάει κι ο τυφλός, φως στο τούνελ, φως παντού.
Και πετάνε οι γλάροι μου στου ονείρου τα πλάτη και αγέρωχα μάχονται με βροντές κι αστραπές. Ηλιαχτίδες τυλίγουνε στης ψυχής την «ακάτη», σα φωλιάζουν τ’ απόβραδα στις ροδιές μας ακτές.
Δάσκαλος σημαίνει φως, σύμβουλος και οδηγός του παιδιού παντοτινός. Δάσκαλος σημαίνει φως.
Σε κατάρτια πανύψηλων καραβιών τους θαυμάζω. Στο ταμπούρλο των στίχων μου τις χορδές τους χτυπώ. Στ’ αφρισμένα τα κύματα, σαν πηδούν, αλαλάζω, με τραγούδια που πρόσταζαν πελαγίσια να πω.
Το σχολείο είναι φως, φάρος στον ωκεανό και λιμάνι και ναός. Το σχολείο δίνει φως.
Στων ανέμων το λίκνισμα τις χαρές τους μαζεύω. Μες στις ξέφρενες φόρες τους, λες κι είμαι μαζί. Και τις ώρες που δέομαι στο Θεό, ικετεύω να ’μαι γλάρος, το σώμα μου όταν πάψει να ζει.
Το βιβλίο είναι φως, φίλος στο παιδί πιστός και της γνώσης κιβωτός. Το βιβλίο είναι φως.
ΜΑΡΙΛ ΑΓΙΑΣΩΤΟΥ-ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ
1940 - 1950. Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΗ ΧΩΡΑ Με αφορμή το βιβλίο του Αντιστασιακού-Αογοτέχνη Δημήτρη Κυριαζή Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και ο Εκδοτικός Οίκος Σ. I. Ζαχαρόπουλος οργάνωσαν στις 26.5.2003, στην αίθουσα «Μιχαήλας Αβέρωφ» (Ακαδημίας και Γεν ναδίου 8), εκδήλωση, κατά την οποία έγινε παρουσίαση του βιβλίου του αντιστασιακού-λογοτέχνη Δημήτρη Κυριαζή «1940-1950. Η δεκαετία που συγκλόνισε τη χώρα. Πόλεμος-Κατοχή-Εθνική Αντίσταση-Εμφύλιος» (Αθήνα 2002). Μίλησαν ο Παύλος Ναθαναήλ, πρόεδρος της ΕΕΑ, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, μέλος της ΕΕΑ, ο Πέ τρος Μπίκος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΑ, και ο Μανώλης Γλέζος, πρωτοπόρος της Εθνικής Αντίστασης. Αποσπάσματα από το παρουσιαζόμενο βι βλίο διάβασε ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος. Συντονίστρια της εκδήλωσης η Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, γενική γραμματέας της ΕΕΑ. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την ομιλία του Γιάννη Χατζηβασιλείου.
Η παρουσίαση ενός βιβλίου και η διατύπωση έγκυ ρης γνώμης γΓ αυτό είναι κοπιώδες τόλμημα, γιατί προϋποθέτει επαρκή γνώση του θέματος, επιστημονική αρματωσιά, κριτική ικανότητα και αμεροληψία. Στην περίπτωσή μας το εγχείρημα καθίσταται δυσκολότερο, γιατί το κρινόμενο έργο είναι κάρπισμα μακροχρόνιας διεργασίας και απόσταγμα ζωής, η οποία υπηρέτησε με συνέπεια τα διαχρονικά ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, γιατί καταπιάνεται με συνταραχτικά γε γονότα έπους και ανήκουστου ξεπεσμού, αλλά και για τί έχει το δυσεύρετο προσόν του παρρησιαστικού λό γου, εκεί όπου εμφιλοχωρεί συνήθως η σκοπιμότητα της απόκρυψης ή της διαστρέβλωσης του ιστορικού γί γνεσθαι. Θα προσπαθήσω όμως, περιοριζόμενος στα ασφυχτικά χρονικά πλαίσια της αμείλιχτης κλεψύδρας, να σκιαγραφήσω με αδρές πινελιές το συγγραφέα μέσα από τα γραφόμενά του και να καταθέσω την ταπεινή αξιολόγησή μου για το πρόσφατο πόνημά του, το χρο νικό της δεκαετίας του Πολέμου, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, παρακάμπτο ντας, όσο μου είναι δυνατόν, τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς σκοπέλους, που συχνά πυκνά εμφανί ζονται στον ορίζοντα της σκέψης και παρακωλύουν την ορθοτομία του λόγου της αλήθειας. Ο Δημήτρης Κυριαζής, ο «Αστραπόγιαννος» της Εθνικής Αντίστασης, ο Πέτρος Πεντελικός της Λογο τεχνίας, άνθρωπος με αγνό πατριωτισμό, με ευγενικά όνειρα, με κοινωνικό οραματισμό και με αδούλωτο πνεύμα, κρατά ως τις μέρες μας ψηλά το λάβαρο της δράσης και το κοντύλι της τέχνης. Το βιβλίο του «1940-1950. Η δεκαετία που συγκλό νισε τη χώρα. Πόλεμος - Κατοχή - Εθνική Αντίσταση Εμφύλιος», το οποίο κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2002, στη σειρά των επιμελημένων εκδόσεων του
Η προμετωπίδα του βιβλίου του Δημήτρη Κυριαζή.
Εκδοτικού Οίκου Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε., είναι απομνημόνευμα και συνάμα καταγραφή πράξεων και γε γονότων, των οποίων δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Είναι ένα αξιανάγνωστο έργο, που για τη συγγραφή του συνεργάστηκαν στενά η μνήμη με τη γνώση. Ενδια φέροντα τα όσα γράφει γΓ αυτό ο ίδιος, ο οποίος μά λιστα με ασυνήθιστη μετριοφροσύνη το υποκορίζει, παρ’ όλο που αριθμεί 576 σελίδες. «Τούτο το βιβλια ράκι, για μένα, δεν ήτανε καθόλου εύκολο. Οχι τόσο για την εξεύρεση των στοιχείων (διάβασα χιλιάδες σε λίδες... αντάμωσα και πήρα στοιχεία από εκατοντάδες ανθρώπους...), τη διασταύρωση και επαλήθευσή τους, όσο γιατί ξανοίχτηκα σε φουρτουνιασμένους καιρούς· ξανάζησα στιγμή με στιγμή εκείνα τα χρόνια· φούντω σε ο ενθουσιασμός και η ξέφρενη χαρά για εκείνο το μεγαλείο· βούρκωσα κι έκλαψα για τα θλιβερά συμβά ντα... περπάτησα με ποδάρι φτερωτό με τους συναγω νιστές μου σε πόλεις και χωριά, σε κάμπους και κράκουρα του Μ όριά, κοιμηθήκαμε στον Α ϊ-Λ ια του Ταΰγετου καταχείμωνο, μ’ ένα μέτρο το χιόνι, διπλω μένοι με το αμπέχονό μας, με προσκεφάλι το σακίδιο με τα πυρομαχικά και το ντουφέκι σφιχτά ανάμεσα στα σκέλια... αντάρτες μάχης...τσουβαλιαστήκαμε σε
φυλακές... αγωνίες και πόνος κατά τις εκτελέσεις συ ντρόφων μας... ξαγρυπνήσαμε σε υπόγεια παρανο μίας... ελάχιστοι πια απομένουμε... Ποιος να διαβάσει τούτες τις γραμμές... Και κείνα τα όνειρα, πού να γυ ροφέρνουν... θα βρούνε τόπο, χρόνο, να δέσουν καρ πό... θα αιωρούνται εσαεί ουτοπία...» (σ. 488). Ο Δημήτρης Κυριαζής πιστεύει στην αναγκαιότητα και στη χρησιμότητα της ιστορίας. Ομολογεί πως δεν είναι ειδικός ιστορικός ερευνητής που υπηρετεί την επιστήμη του (σ. 16). Είναι απομνημονευματογράφος, χρονικογράφος και παράλληλα ενεργητικός φιλίστωρ, που τον διακρίνει έντονη αναζητητική διάθεση. «Με όλα αυτά που συντελεστήκανε στην ιστορούμενη χρο νική περίοδο, δέθηκε, αλέστηκε και η δική μου ζωή* όχι μόνον γιατί έζησα εκείνα τα χρόνια, που, ούτως ή άλ λως, είχανε, αναπόφευκτα, επίδραση στην ατομική ζωή του καθενός ανεξαίρετα, αλλά και γιατί, προπαντός, τα έζησα ως ιστορικό υποκείμενο, μετείχα δηλ. στα δρώ μενα, στο ιστορικό γίγνεσθαι, βέβαια ως κόκκος άμμου στην απέραντη αμμοθάλασσα, ας την πω, των γεγονό των» (σ. 16), γράφει εισαγωγικά. Αντλεί επομένως στοιχεία από το ταμείο της μνήμης του, καταφεύγει σε προσωπικές σημειώσεις, συμβουλεύεται άλλους, για ό,τι οι ίδιοι έζησαν, και χρησιμοποιεί βιβλιογραφία, όχι μόνο γενική, η οποία είναι συνήθως προσιτή στους περισσότερους, αλλά και τοπική. «Κάθε σχετικό βιβλίο που κυκλοφορούσε το διάβαζα όχι από ουδέτερο «επαγγελματικό» ενδιαφέρον ή για γνώση μόνο -έστω ακριβέστερη- εκείνης της περιόδου, αλλά γιατί με έκαι γε, το θεωρούσα κάτι σαν «προσωπική μου υπόθεση!..» (σ.16), γράφει. Πρέπει όμως να προσθέσουμε πως εκτός από βιβλία αξιοποιεί και τον τύπο, κατοχικό και μεταπελευθερωτικό, καθώς επίσης και ραδιοφωνικές εκπομπές, μαγνητοφωνημένα κείμενα και πολυειδές άλλο υλικό. Για λόγους μάλιστα λειτουργικότητας και ευρύτερης χρηστικότητας αποφεύγει τις υποσελίδιες βιβλιογραφικές παραπομπές, συνήθεις σε αυστηρά επι στημονικές εργασίες, και περιορίζεται σε κάποιες μόνο διευκρινιστικές ή παραπεμπτικές σημειώσεις. Ο Δημήτρης Κυριαζής επιμένει στην εξακρίβωση των στοιχείων, στη διασταύρωση των πληροφοριών. Αποφεύγει τις εύκολες, ισοπεδωτικές και συσκοτιστι-
Η Πρόσκληση της Εταιρίας Ελλήνων Αογοτεχνών για την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Δημήτρη Κυριαζή.
κές κάποτε γενικολογίες. Παραθέτει, όπου κρίνει σκό πιμο, λεπτομέρειες και προσπαθεί να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. «Θα πρέπει η ιστορία να γράφεται, όπως υφάνθη και ξετυλίχτηκε. Και μιας και ιστορώ τοπικά συμβάντα γενικής σημασίας, όλες οι λεπτομέρειες έχουν τη θέση τους. Αυτή την αρχή απαράβατα τηρώ σε όλο το κείμενο: την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος» (σ. 210), γράφει χαρακτηριστικά. Και κάπου αλλού: «Τα γεγονότα, όμως, κατατίθενται 100% όπως ακριβώς συνέβησαν εάν λείπει ή προστίθεται ένα «ν», έγινε γιατί αυτή είναι η καταγραφή τους ή η προφορική μεταφορά τους για όσα, βέβαια, δεν έζησα ο ίδιος» (σ. 16). Αψευδής απόδειξη της μέριμνας του συγγραφέα για έγκυρη πληροφόρηση είναι και η εμμο νή του στην ακριβή χρονολόγηση των γεγονότων, η υπέρβαση του συνήθους κατά προσέγγιση προσδιορι σμού της τέλεσής τους. Η χρονολογία λογίζεται οφθαλμός της ιστορίας και ο ακριβής προσδιορισμός της είναι κάποτε έργο δυσχερές. Εννοείται, βέβαια, πως η αποστολή της ιστορίας ως επιστήμης δεν εξα ντλείται με την απλή απαρίθμηση πεπραγμένων, με την κατάρτιση κουραστικών συμβαντολογικών χρονολο γιών. Αξια παρατήρησης και η φροντίδα εξακρίβωσης των εικονιζόμενος στις φωτογραφίες προσώπων, η επαρκής λεζαντογράφηση. Ο Δημήτρης Κυριαζής, επιδιώκοντας να είναι τα γραφόμενά του ευανάγνωστα και εκλαϊκευτικά, πα ρεκκλίνει από την αυστηρή επιστημονική μέθοδο και ποικίλλει το έργο του με λογής λογής ενδιαφέρουσες παρεκβάσεις, οικείες βέβαια και σε πολλούς ιστοριο γράφους, ακόμη και σε αρχαίους Έλληνες, όπως ο πα τέρας της ιστορίας Ηρόδοτος αλλά και συγκρατημένα ο Θουκυδίδης. Οι παρεκβάσεις αυτές, ορισμένες από τις οποίες θα μπορούσαν να ενταχτούν στο Παράρτη μα, όπου έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία για βασικές δραστηριότητες της Εθνικής Αντίστασης στη Μεσση νία, είναι γεγονός ότι διακόπτουν προσωρινά τη συνο χή της διαπραγμάτευσης και δημιουργούν κάποτε προ βλήματα κατανόησης. Αντισταθμιστικά όμως λειτουρ γούν ως διαλείμματα και ικανοποιούν σε μεγάλο βαθ μό συνήθως το μέσο αναγνώστη. Στο έργο του συγγρα φέα σφαιρώνονται έγγραφα-ντοκουμέντα, προκηρύ ξεις, επιστολές, αναδημοσιεύσεις, διαταγές, κρίσεις, μηνύματα και εκθέσεις, λογοτεχνικά κείμενα, λαογρα φικά στοιχεία, επεισόδια, περιστατικά, αφηγήσεις, στατιστικοί πίνακες, καταστατικά, σύντομα μελετήματα, χάρτες, σκαριφήματα, γελοιογραφίες, χαρακτικά, αυτόγραφα και άλλα. Από το σύνολο των παρεκβάσε ων ξεχωρίσαμε ενδεικτικά δύο. Η μια αναφέρεται στο αντάρτικο τραγούδι και η άλλη στη Μεσσηνιακή Επα νάσταση ή Βλαχοεπανάσταση του 1834. Από γλωσσική άποψη το έργο του Δημήτρη Κυριαζή παρουσιάζει κάποια ανομοιογένεια, απότοκη της διαφορετικότητας του κατά<τερίπτωση χρησιμοποιού μενου ή αξιοποιούμενου λόγου, του λογοτεχνικού, του δημοσιογραφικού και του επιστημονικού-ιστορικού, αλλά και των παρενειρόμενων ιδιωματικών λέξεων ή
γραμματικών τύπων (αναχρικά, αρβαλεύω, αποστομάρα, βούτα , γήμουρο, δέμπλα, γιόμος, ήντουσαν, κάρκαλο, κατακοιτεύω, κολιτσάκι, κορκοσιάλι, λιάξιμο , μαλάθα, μπικιώνα, μπιχταλίκι, ντορνταράφι, ξεΐγκλωτος , ξέλαση , ξυπολιάζ, -ούτε (έχοντε , προσέχουτε), πλέχτη , πολιτιάνος, ποριά, πονρλακώ , οκονομάρι, τρούπα, χερώνω, χριγκιλίδια, ψάνα, κτλ.), που παρου σιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια και επηρεάζουν αι σθητά το ύφος και αμβλύνουν τη μονοτονία της κοινο τοπίας, κάτι που συνέβαινε και στους αρχαίους Έλλη νες συγγραφείς και για το οποίο κάνει λόγο ο Αριστο τέλης. Αξίζει να σημειώσουμε πως τη γλωσσική επιμέ λεια του έργου είχε η σύζυγος του συγγραφέα Ευτυχία Κυριαζή. Τα κάποια αβλεπτήματα, η κατάχρηση αδό κιμων συντομογραφιών κτλ. δεν έχουν καθοριστική σημασία. Από δομική και θεματική άποψη το παρουσιαζόμενο έργο είναι τετραμερές. Καλύπτει τον πόλεμο του 1940-1941, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, σε ό,τι κυρίως έχει σχέση με την Πελοπόννη σο και κατεξοχήν με τη Μεσσηνία, από την οποία κα τάγεται ο συγγραφέας. Προτού αναφερθώ στις επί μέρους θεματικές ενότη τες, πρέπει να υπενθυμίσω πως ο συγγραφέας, σύμφω να με τα γραφόμενά του στο παρουσιαζόμενο βιβλίο, ανήκε σε αγροτική φαμίλια του Σιδηροκάστρου, η οποία χειμάστηκε κατά τα δύσκολα χρόνια, πως μπο λιάστηκε με αντιφασιστική αριστερή ιδεολογία, όντας μαθητής του Γυμνασίου, πως σπούδασε στη Θεσσαλονί κη, στη Σχολή Τ.Τ.Τ. (Ταχυδρομεία, Τηλέγραφοι, Τηλέ φωνα), καθώς και στη Σχολή Νομικών και Οικονομι κών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, πως εντάχτηκε στο ΕΑΜ, πω ς κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, στον οποίο υπηρέτησε μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως απλός αντάρτης και ως πολιτικός καθοδη γητής, πως έλαβε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις, πως γνώρισε πολλές περιπέτειες (διώξεις, φυλακίσεις), οι
οποίες αποτέλεσαν γ ι ’ αυτόν πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης, και πως σταδιοδρόμησε κυρίως ως εκδότης. Επίσης θα πρέπει να τονίσω πως σημείο αναφοράς του όλου έργου αποτελεί η Πελοπόννησος και ιδιαίτε ρα η Μεσσηνία, ένα από τα χωριά της οποίας είναι το Σιδηρόκαστρο, όπου ο Δημήτρης Κυριαζής είδε το φως της ζωής το 1920, τότε που η χώρα μας δρομολογούσε την ήττα της, το χαλασμό της Μικρασίας. Ξεχωριστή η αγάπη του συγγραφέα για το γενέθλιο τόπο του, για το Σιδηρόκαστρο. Αφιερώνει σ’ αυτό ένα ολόκληρο κεφά λαιο αλλά και άλλες σελίδες, αντλώντας ποικίλα στοι χεία από τα έργα τοπικής ιστορίας και λαογραφίας του συμπατριώτη του γιατρού Παναγιώτη Κωνσταντινίδη και όχι μόνο. Στόχος του να ευαισθητοποιήσει τους ομοχώριούς του, να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, να πυργώσει τη νοσταλγία τους για το χτες. Παινεύει το χωριό του που δοκιμάστηκε στη δίνη του πολέμου, που στάθηκε πρωτοπόρο σε δύσκολες εθνικές στιγμές. «Κα νένας δεν πήγε στα προδοτικά Τάγματα. Για την προ σφορά του στην Εθνική Αντίσταση, το χωριό μας μπο ρεί να είναι περήφανο -εκπλήρωσε στο ακέραιο το χρέ ος του απέναντι στην Πατρίδα» (σ. 188), γράφει εναβρυνόμενος. Τηρουμένων των αναλογιών η ζεστή πατριδογραφική του κατάθεση στοχεύει μακρύτερα. «Αυ τά που γράφω για το χωριό, είναι η μικρογραφία αυ τών που ίσχυαν σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα, στα 8/10 της χώρας, είναι η εικόνα της Ελλάδας της κατοχής» (σ. 200), σημειώνει χαρακτηριστικά. Ο Δημήτρης Κυριαζής επιχειρεί την εκκίνηση της εξιστόρησής του από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στον οποίο έλαβε μέρος ο αδερφός του Αλέξης. Ο ίδιος δε στρατεύτηκε, μια και δεν κάλεσαν την κλάση του. Έζη σε όμως έντονα τον παλμό των συγκλονιστικών γεγο νότων στη συμπρωτεύουσα, όπου είχε πάει για σπου δές το 1938 και όπου είχε αναλάβει υπηρεσία και εργα ζόταν από τον Ιούνη του 1939 στο νεοσύστατο ΙΚΑ. «Στη Θεσσαλονίκη με βρήκε ο πόλεμος. Με την είδηση,
Αναμνηστική φωτογραφία από την παρουσίαση του βι βλίου του Δημήτρη Κυριαζή. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτρης Κυριαζής, ο Κώ στας Καζάκος, ο Πέτρος Μπίκος, ο Παύλος Ναθαναήλ, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου και ο Μανώλης Γλέζος (βήμα).
ξεχύθηκε σ κόσμος σε δρόμους, πλατείες, σύτε φόβος, ούτε υπολογισμοί τι θα γίνουμε και τέτοια, ζητωκραυ γές για την Ελλάδα, χλεύη για τον εχθρό, γιομάτος θα ’λεγα μιαν άγρια χαρά και οργή! Και προπαντός, π ί στη! πίστη! πίστη! στη νίκη. Βεβαιότητα 1000%! Ούτε για καλαμπούρι σκέψη ότι μπορούσε να ηττηθούρ. Οι κολώνες, οι τοίχοι γιομίσανε σε λίγες μέρες με το γράμμα του Ζαχαριάδη -τα γράμματα μεγάλα σαν κουλουράκια- τσαμπιά γύρω ο κόσμος να το διαβάζει, που καλούσε σε πανστρατιά κατά του εισβολέα. Στην πλατεία Αριστοτέλους ένας ομιλητής, ανεβασμένος σε κάτι προχειροφτιαγμένο, καλούσε τον κόσμο να πολε μήσει το φασισμό -άλλοτε θα τον μπουζουριάζανε στο πι και φι... Τέτοιες σκηνές, γιομάτες δύναμη, διέγερση, φούντωμα... συνεπαρμό!...» (σ. 12), περιγράφει με πα τριωτικό ενθουσιασμό. Ενδιαφέροντα τα όσα γράφει ο Δημήτρης Κυριαζής για τσ έπος του 1940-1941 (Αλβανία, οχυρά, Μάχη της Κρήτης), καθώς και για την Κατοχή. Αναφέρεται στην τριχοτόμηση της Ελλάδας, σε γερμανοκρατούμενη, σε ιταλοκρατούμενη και σε βουλγαροκρατούμενη (Ανατολική Μακεδονία, Θράκη, Σαμοθράκη, Θάσος), στις κατσχικές κυβερνήσεις, στους δωσίλογους, τους εγχώριους κουίσλινγκ, στην πείνα και στους μαυραγο ρίτες, στη Μέση Ανατολή, φτάνοντας ως την ποθητή απελευθέρωση. Επιθυμώντας ο συγγραφέας να διαφωτίσει περισ σότερο την περίοδο της Κατοχής, μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, μικρές ή μεγάλες, αυτόνομες ή μη, οι οποίες διακρίθη καν ποικιλοτρόπως στον αγώνα εναντίον του φασι σμού και του εθνικοσοσιαλισμού, όπως η Π ΕΑΝ (Πα νελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων), ο Μίδας 614, με αρχηγό τσν ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε, η Μπουμπουλίνα, με αρχηγό τη Αέλα Καραγιάννη, ο Προμη θέας I και Προμηθέας II, η ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινω νική Απελευθέρωση), ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός
Ελληνικός Σύνδεσμος), με αρχηγό το Ναπολέοντα Ζέρβα, που έδρασε στην Ή πειρο, το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρα τός), μόνιμος και εφεδρικός, με αρχηγό τον Άρη Βελουχιώτη, που ήταν η δυναμικότερη και αποτελεσμα τικότερη πολιτικοστρατιωτική αντιστασιακή συζυγία, που έδρασε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, καθώς και στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, η ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), που υπήρξε η μαζικότερη και μαχητικότερη νεολαιίστικη οργάνωση, η ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη), η ΕΑ (Εθνική Αλληλεγγύη), που ήταν κατά κάποιο τρόπο ο Ερυθρός Σταυρός του ΕΑΜ, η ΕΠ (Εθνική Πολιτοφυλακή), που ήταν η αστυνομία του ΕΑΜ, το ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊ κό Απελευθερωτικό Ναυτικό), ο ΕΣ (Ελληνικός Στρα τός), γνωστός και ως ΕΟΒ (Εθνική Οργάνωση Βασιλοφρόνων), και άλλες. Ως Μεσσήνιος συγγραφέας εστιάζει ιδιαίτερα την προσοχή του στην αντιστασιακή δραστηριότητα που σημειώθηκε εξαρχής στην περιοχή του, όπου μάλιστα ιδρύθηκε και η ΝΦΕ (Νέα Φιλική Εταιρεία), η οποία προσχώρησε στο ΕΑΜ. Στο μυθι στόρημά του εξάλλου «Οι πρωτολάτες» διασώζει το πνεύμα της προετοιμαζόμενης Εθνικής Αντίστασης. Επίσης αναφέρεται σε λογής λογής ένοπλα ξεσπάσμα τα, σε ηρωικές πράξεις, όπως του Κωνσταντίνου Κουκίδη, των Λάκη Σάντα και Μανώλη Γλέζου, καθώς και άλλων, σε επωφελείς συνεργασίες, αλλά και σε ολέ θριες ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις. Ο Δημήτρης Κυριαζής προσπαθεί να είναι αμερό ληπτος. Θεωρεί άξιους της πατρίδας όλους όσοι πολέ μησαν εναντίον του εχθρού, όσοι έλαβαν μέρος σε δια δηλώσεις και σε διαμαρτυρίες, όσοι εργάστηκαν για την επιβίωση σε πόλεις και σε χωριά, όσοι έγιναν κα θοδηγητές και διαφωτιστές, όσοι σφυρηλάτησαν την εθνική ομοψυχία. Προχωρεί μάλιστα περισσότερο, δι ευρύνοντας σημασιολογικά την έννοια του αντιστα-
Αναμνηστική φωτογραφία από την παρουσίαση του βι βλίου του Δημήτρη Κυριαζή. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτρης Κυριαζής, ο Πέ τρος Μπίκος, ο Μανώλης Γλέζος, ο Παύλος Ναθαναήλ, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου και ο Κώστας Καζάκος (βήμα).
σιακού. «Ως Αντιστασιακό θεωρώ και κάθε Έλληνα που δε συνεργάστηκε με τους κατακτητές· που προτί μησε να πεθάνει, αυτός και η οικογένειά του, από την πείνα, παρά να προσπέσει στα πόδια τους... αυτόν που στον κατακτητή έδωσε μια ψεύτικη πληροφορία* που έδωσε ένα ποτήρι νερό σε καταδιωκόμενο πατριώτη· που τον πληροφόρησε* που τον προφύλαξε έστω και λίγη ώρα* που διατήρησε ακλόνητη την πίστη στη νίκη - να η παμψηφία, σχεδόν, του λαού» (σ. 72). Θέτει τους αντιστασιακούς στο βάθρο που τους αξίζει και τους παραλληλίζει αγωνιστικά και ηθικά με τους σκυ ταλοδρόμους της εθνεγερσίας του 1821, με την τιμημένη κλεφτουριά, από την οποία δανείστηκαν και πολλά ψευδώνυμά τους. Διαχωρίζει τον αγνό πατριωτισμό τους από την ενδεχόμενη ευθύνη της κεντρικής ηγεσίας ή ηγετικών στελεχών για σφάλματα ή παραλείψεις ή παρεκκλίσεις. Σέβεται τη μνήμη των αγωνιστών που έδρασαν εναντίον του εχθρού, σε οποιαδήποτε παρά ταξη και αν ανήκαν. Ιδιαίτερα επικριτικός είναι ο συγγραφέας απέναντι σ’ αυτούς που συμπορεύτηκαν ή ταυτίστηκαν με τον εχθρό, παρασυρμένοι από τη φασιστική νοοτροπία τους, τη δουλεμένη στο αμόνι της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας, ή στρατολογημένοι τεχνηέντως για να υπηρετήσουν λογής λογής συμφέροντα. Με λάβαρο την αντικομουνιστική υστερία τους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Γερμανού εκμαυλιστή, ο οποίος ήθε λε με κάθε τρόπο ν ’ αποδεσμεύσει από κατακτημένες χώρες οικείες μάχιμες δυνάμεις, για να τις προωθήσει σε ανοιχτά μέτωπα, κυρίως όμως στο ανατολικό μέτω πο, στη Ρωσία, αφού προηγουμένως εγκαθιστούσε στη θέση τους εγχώριους μίσθαρνους τοποτηρητές. Ευκαι ριακά θα ήθελα να τονίσω πως η Πελοπόννησος απα σχόλησε αρκετές εχθρικές δυνάμεις, που θα μπορού σαν ν ’ αξιοποιηθούν αλλού. Και τούτο, γιατί η ρίψη άφθονου πολεμικού υλικού και η έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα στην περιοχή παραπλάνησαν τους Γερ μανούς και εδραίωσαν την άποψη ότι προετοιμάζεται απόβαση στη δυτική Πελοπόννησο, στα παράλια της Ηλείας και της Μεσσηνίας, όπου είχαν κατασκευαστεί επάκτια πυροβολεία και ήταν σ’ επιφυλακή πολλές πυροβολαρχίες. Τελικά όμως αποβάσεις, όπως είναι γνωστό, εκδηλώθηκαν στη Σικελία και στην Καλαβρία το 1943 και στη Νορμανδία το 1944. Κυρίως αναφέρεται στα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία δημιουργήθηκαν το 1943 με διάταγμα της κατο χικής κυβέρνησης Ιωάννη Ράλλη, μετά την επιχειρηθείσα πολιτική επιστράτευση Ελλήνων από την κυβέρ νηση Κωνσταντίνου Αογοθετόπουλου, η οποία απέτυχε χάρη στην αγωνιστική διάθεση του λαού και στα δυναμικά συλλαλητήριά του. Τα Τάγματα Ασφαλείας και οι άλλες ομόλογες οργανώσεις του ελλαδικού χώ ρου έπαιξαν το παιχνίδι του κατακτητή και ζημίωσαν την υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης. Ο βίαιος αφο πλισμός τους απο τον ΕΑΑΣ, εναρμονιζόμενος με το πνεύμα των αποφάσεων της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας αλλά και του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής
(ΣΜΑ) κρίθηκε ως πράξη εναντίον του εχθρού και όχι ως ενέργημα εμφυλίου. Παρ’ όλα αυτά συνετέλεσε στο να βαθύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στον ελληνικό λαό, κάτι που το εύχονταν ολόψυχα και το πριμοδοτούσαν και οι σκευωροί της «γηραιάς Αλβιώνος», οι θιασώτες του «διαιρεί και βασίλευε», οι κατά τα άλλα σύμμαχοι και επαινέτες μας, οι οποί οι καιροφυλακτούσαν, για να επιβάλουν στον τόπο μας με μεγαλύτερη ευκολία τα μεταπελευθερωτικά σχέδιά τους. Ο Δημήτρης Κυριαζής έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο του και στα γεγονότα που δρομολογήθηκαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Αναφέρεται στα Δεκεμβριανά, στα οποία έλαβε μέρος και ο ίδιος, στη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945) και στην ακολουθήσασα κατάθεση του οπλισμού εκ μέ ρους του ΕΛΑΣ, η οποία έμελλε να γίνει νεκροθάφτης των οραμάτων της Εθνικής Αντίστασης και αφετηρία νέας τρομοκρατίας και αμείλικτου διωγμού των δημο κρατικών πολιτών από την κρατική εξουσία και από τους αφιονισμένους παρακρατικούς, που συνετέλεσαν στην επώαση του δεύτερου αντάρτικου, τότε που οφεί λε ο λαός να διαθέσει όλες του τις δυνάμεις για την επούλωση των πληγών και για την ανασυγκρότηση της πολεμόπληκτης χώρας. Από τα τραγικά γεγονότα της οδυνηρής απόληξης της Εθνικής Αντίστασης έχει εμπνευστεί ο συγγραφέας και τα διηγήματά του «Τα δίνουν τ ’ άρματα;», που κυκλοφόρησαν το 1981. Ανάδοχος του τίτλου του βιβλίου ο αγράμματος αγρότης πατέρας του συγγραφέα Κυριάκος Κυριαζής, με τον επιτιμητικό λόγο του: «Τα δίνουν, μωρέ, τ ’ άρματα... αφού δεν σας κόταγε να κειώστε τη δουλειά που αρχινήσατε τι τα παίρνατε...» (σ. 382). Ακολουθούν η εξιστόρηση των μετέπειτα δραματι κών μεταβαρκιζιανών γεγονότων ως την ύστατη μάχη της 15ης Αυγούστου του 1949 στις κορφές του Γράμμου, η αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού στις σοσιαλι στικές χώρες, οι συνέπειες του Εμφυλίου και τα μετεμφυλιακά δρώμενα, σε ό,τι κυρίως έχει σχέση με την Πε λοπόννησο και μάλιστα με τη Μεσσηνία. Επικουρικά ο συγγραφέας ακραγγίζει και κάποια κατοπινά γεγονότα, όπως οι εκλογές βίας και νοθείας της 29ης Οκτωβρίου 1961, οι οποίες αποτελούν απόηχο της θλιβερής εποχής, μα και προανάκρουσμα νέων δεινών. Στο καταληκτικό προπαραρτηματικό δέκατο πέμπτο κεφάλαιο ο Δημή τρης Κυριαζής αναφέρεται στην όψιμη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης με το Νόμο 1285/1982, στην αποκα τάσταση των αγωνιστών, που έπαψαν πια να λογίζονται Εαμοβούλγαροι, κατσαπλιάδες, συμμορίτες, ληστοσυμ μορίτες κτλ., και στις προσπάθειες περαιτέρω παγίωσης της Εθνικής συμφιλίωσης. Ο Δημήτρης Κυριαζής με το έργο του ζωντάνεψε μια δεκαετία συγκλονιστικών για τη χώρα μας και για το λαό της γεγονότων. Κατέγραψε ηρωικές πράξεις που προκάλεσαν το θαυμασμό της ανθρωπότητας, που εμψύχωσαν τους δειλούς, που ταπείνωσαν τους υπερ φίαλους, που προώθησαν την αιχμή του δόρατος για
την αντιμετώπιση του φασισμού και του ναζισμού. Παράλληλα όμως κατέγραψε πράξεις καταισχύνης, αβυσσαλέου μίσους αδελφοκτόνου πολέμου, τον οποίο και απεύχεται. Βαρύ το τίμημα για τους νικητές και για τους ηττημένους. Άμετρα τα δεινά, βαθύς ο ψυ χικός πόνος, λιγοστό το μπάλσαμο, επιτακτικό το αί τημα της πανανθρώπινης ειρήνης. Ο Δημήτρης Κυριαζής είναι δημιουργός με πνευ ματική ανυποταξία, άνθρωπος που μιλά θαρρετά, που αδιαφορεί αν η παρρησία του ενοχλεί κάποιους. Επι δοκιμάζει την έλλογη υπακοή, άλλ’ αμφισβητεί τη μο νολιθική πειθάρχηση, όταν μάλιστα οι εντολείς της εί ναι μετριότητες. Έχει προσωπική άποψη, καταγγέλλει, διαμαρτύρεται, εισηγείται, κάνει εύστοχες παρατηρή σεις και αναγνωρίζει ό,τι θετικό πραγματώνεται, αποφεύγοντας τη νοσηρή εμμονή στο στείρο αρνητισμό. Π αινεύει το λαό, τον υπέροχο λαό, που διαθέτει ασπούδαχτη σοφία και αλάθητο κριτήριο δρομολόγη σης της ζωής και της δράσης. Επικρίνει, σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις, την ηγεσία της εαμικής Αντίστα σης ή επί μέρους ιθύνοντες αυτής, για λάθη, για παρα λείψεις, για απερίσκεπτες ενέργειες, για ανεπίκαιρη και εσφαλμένη λήψη αποφάσεων, για ανικανότητα επι λογής στελεχών, που θα μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, καθώς και για τη δημιουργία «στρατοπέδων συγκεντρώσεως», τα οποία λειτούργη σαν στα χρόνια της Κατοχής ως αντίμετρο των ταγματασφαλίτικων μεθοδεύσεων, για τη στάση απέναντι στους Αγγλους κατά τα Δεκεμβριανά, οι οποίοι στό χευαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, για τους χειρισμούς στη Βάρκιζα και για την αποχή από τις εκλογές του 1946, ενέργεια η οποία στέρησε τη Βουλή από δυναμικούς δημοκρατικούς άνδρες, που θα υπεράσπιζαν τα λαϊκά συμφέροντα και θα βοηθούσαν στην εξομάλυνση της πολιτικής ζωής της χώρας. Αξιο πρόσεκτη και η έντονη αρχειακή συνείδηση του συγ γραφέα, η οποία πιστοποιείται από την αντίθεσή του στο κάψιμο των φακέλων. Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να τονίσω και τη φιλομνημειακή στάση του συγγρα φέα, το σεβασμό του δηλαδή στους τόπους μαρτυρίων του λαού. Αγωνίστηκε σκληρά άλλ’ αναποτελεσματικά για τη διατήρηση των Φυλακών Αβέρωφ, για την αξιο ποίησή τους σε χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Δε θα ήθελα να προχωρήσω περισσότερο ούτε να σταθώ σε λεπτομέρειες, για να μην κάνω κατάχρηση της υπομονής σας, της μακροθυμίας σας. Προσπάθησα να φιλοτεχνήσω το πορτρέτο του αντιστασιακού και χρυσικού της τέχνης του λόγου Δημήτρη Κυριαζή και να υπογραμμίσω κάποια βασικά σημεία του πρόσφα του ενδιαφέροντος βιβλίου του, που εύχομαι να είναι καλοτάξιδο, για να διαβαστεί από πολλούς, μικρούς και μεγάλους. Η γνώση των πεπραγμένων του παρελ θόντος είναι πάντοτε λυσιτελής. Διδάσκει, καθοδηγεί, συνετίζει, χαράζει ασφαλέστερο το δρόμο του παρό ντος και του μέλλοντος. Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ Χ Α Τ Ζ Η Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΟ Υ
ΦΩΤΟΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ο δάσκαλος Απόλλων Παναγιώτη Στόικος, που υπηρετούσε το 1952 στη Θάσο, στο χωριό Παναγία, εκφωνεί τον πανηγυρικό με την ευκαιρία της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Αναμνηστική φωτογραφία κάτω από το Χατζησπύρειο Νοσο κομείο (4.3.1956). Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Γεώργιος Δημητρίου Ακαμάτης, ο Ευ ριπίδης Ευστρατίου Ταμβακέλης (πίσω), ο Ευστράτιος Πανα γιώτη Κουτσαχειλέλης και ο Αντώνιος Ευστρατίου Ζουμπου λής. Τα υποδήματά τους έχουν το ανθεκτικό πεταλάκι... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Αντώνιος Μηνάς)
«Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος» ( Ορμος Φρεαττύος, Πει ραιάς). Μέρος του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής». (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 30.9.1979)
«ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Α ΤΗΣ Α Γ ΙΑ Σ Ο Υ » Ο ερευνητικός μόχθος της φιλολόγου Βασιλικής Κουρβανιού Η γνώση ή η άγνοια της Ιστορίας, τόσο της το πικής όσο και της εθνικής, είναι βασικός συντελε στής στη διαμόρφωση της συνείδησης τω ν μελών της εθνικής κ ο ινω νία ς, της συνείδησης ότι σ υν ανήκουν στο ίδιο σύνολο. Η συνείδηση ότι κάποια άτομα συν-ανήκουν στο ίδιο σύνολο και το συναποτελούν διαμορφώνεται βαθμιαία και επηρεάζε ται από πολλούς παράγοντες: γέννηση, ανατροφή, συναναστροφή, κοινές συνήθειες, επικοιναινία, συ ναισθηματικές σχέσεις, γιορτές της οικογένειας, της κοινότητας και της κοινω νίας όλης. Ό λοι αυτοί οι παράγοντες αναφέρονται στο παρόν της ζωής, στην καθημερινότητα, η ιστορία της ίδιας της κοι νότητας, της ίδιας της κοινω νίας προσθέτει την π ο λύ μακροχρονιότερη διάσταση του παρελθόντος της ίδιας της κοινω νίας. Αυτό το παρελθόν π ερ ι λαμβάνει αγώ νες και α γω νία για επιβίωση, π ρ ο σπάθειές για βελτίωση της ζωής, πολιτισμική δημι ουργία που τεκμηριώνεται με ποικίλα μνημεία. Η βίωση στο παρόν και η αναδρομή στο παρελ θόν, με όλο τον πλούτο που εγκλείουν, οικοδομούν στη συνείδηση του ατόμου την αίσθηση ότι ανήκει σ’ αυτό το παρόν και έχει μερίδα α π ’ αυτό το π α ρελθόν και ευθύνη γΓ αυτό. Φτάνει στο σημείο να νιώ θει π ερηφ ά νια για το ότι ανήκει σ ’ αυτή την κοινω νία, με αυτό το παρόν και το αξιόλογο π α ρελθόν. Για να οδηγήσουν οι κοινωνίες τα νέα μέλη τους ή μάλλον για να τα βοηθήσουν να διαμορφώ σουν αυτή τη συνείδηση του ανήκουμε ή συν-ανήκουμε σε τούτο το εθνικο-κοινω νικό σύνολο που μας γέννησε, περιλαμβάνουν στα μορφωτικά αγα θά που προσφέρουν και την Ιστορία. Για ο π ο ίο δήποτε γεω γρα φ ικ ό διαμέρισμ α με έκταση ενός νομού ή μιας επαρχίας ή νησιού ή δή μου ή κοινότητας μπορούμε να έχουμε ένα χωριστό βιβλίο με την ιστορία του, δηλαδή την ιστορία των ανθρώπων που κατοίκησαν σ’ αυτό κι έχουν αφή σει ίχνη της δράσης τους. Και έχει η ιστορία αυτή μια ιδιαίτερη γοητεία για τους κα τοίκους αυτού του μικρού διαμερίσματος, γιατί η τοπική ιστορία αφηγείται γεγονότα που κ ά π ο ια ίχνη τους είναι ορατά, επισ κέψ ιμ α, ερευνήσιμα* σ υνδέοντα ι με μνήμες κατοίκω ν (για επιτεύγματα που τους κ ά νουν περήφανους ή για ατυχήματα που αντιμετώ πισαν με υπομονή και καρτερία)· έχουν επιπτώσεις στη ζωή τους σήμερα (οικονομικές, κοινω νικ ές, πολιτικές, πολιτισμικές ή άλλες ειδικότερες). Σύμφωνα με τους ιστορικούς Γεώργιο Λεοντσίνη και Μαρία Ρεπούση: Η τοπική ιστορία εννοείται
και ως η ιστορία ενός τόπου και ως η ιστορία του
Η προμετωπίδα του βιβλίου της Βασιλικής Κουρβανιού.
ατομικού, του ειδικού, του μοναδικού στο πλαίσιο ιστορικής προσέγγισης ενός τόπου. Η ιστορία του τόπου είναι άλλοτε η ιστορία των σπουδαίων στιγ μών ενός τόπου και άλλοτε η ιστορία του τόπου στη μακρά της διάρκεια. Η ιστορία του ατομικού μπορεί να είναι μια ιστορική βιογραφία, η ιστορία μιας επιχείρησης, η ιστορία ενός προϊόντος, η ιστο ρία μιας οικογένειας, η ιστορία κάποιας από τις όψεις που συνιστούν την τοπική κοινωνία στη δια χρονία της. Άλλοτε η τοπική έρευνα καταλήγει στη δημοσίευση σειρών εγγράφων και αρχείων και άλ λοτε στην ανάδειξη ζητημάτων καθημερινής ζωής και νοοτροπιών της τοπικής κοινωνίας. (Βλέπε, «Η Τοπική Ιστορία ως Πεδίο Σπουδής στο Πλαίσιο της Σχολικής Παιδείας», ΟΕΒΔ, Αθήνα 2002). Ποια μπορεί να είναι τα θεματικά πεδία της το πικής ιστορίας: Τοπογραφία (Ιστορία του τοπίου, τοπω νύμια, αρχαιολογία, τοπική αρχιτεκτονική), Οικονομική Ιστορία (Αγροτική ιστορία, Βιομηχα νική αρχαιολογία, Ιστορία επιχειρήσεων, Ιστορία μέσων μεταφοράς), Δημογραφική Ιστορία, Κ οινω νική Ιστορία (Ιστορία της καθημερινής ζωής, Π ρο φορική ιστορία, Λαογραφία), Εκκλησιαστική Ιστο ρία, Πολιτική Ιστορία.
Η προσέγγιση αυτών των θεμάτων μπορεί να γί νει με ανάλυση δεδομένων, με μικροϊστορία, με συ γκριτικές μελέτες, με διηγηματική και περιγραφική απόδοση, με συλλογή και καταγραφή δεδομένων. Με βάση και τα παραπάνω καταλαβαίνουμε π ό σο σημαντικό ρόλο έχει η έκδοση ενός βιβλίου το πικής ιστορίας. Ως Αγιασώτες είμαστε πολύ τυχε ροί, γιατί περίπου από τα μέσα του προηγούμενου α ιώ να είχαμε ένα ολοκληρω μένο βιβλίο για την ιστορία του χωριού, γραμμένο από το φωτισμένο δά σ κ α λ ο Σ τρ α τή Κ ο λ α ξιζέλ η . Το β ιβ λ ίο α υτό «Θρύλος και ιστορία της Α γιάσου της νήσου Λέ σβου», μαζί με το παλαιό, εξαντλημένο και δυσεύ ρετο, « Η Αγιάσος και τα πέριξ» των Στρατή Κου λαξιζέλλη και Βασιλείου Τραγέλλη, πρώτη έκδοση το 1896, είναι πλέον στη διάθεση όλων, αφού ανα τυπώ θηκαν φ ω τομ ηχα νικά το 1997, με την υ π ο δειγματική επιμέλειά του Γιάννη Χατζηβασιλείου, από το Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών της Αθή νας. Είμαστε τυχεροί επίσης που ο Φ ιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτοον της Αθήνας εκδίδει από το 1980 το περιοδικό «Αγιάσος», με τη φροντίδα του ακάματου Γιάννη Χατζηβασιλείου. Το περιοδικό αυτό είναι κιβωτός απίστευτης μνήμης και γνώσης, τόσο για τις παρούσες όσο και για τις μελλοντικές γενιές. Είμαστε τυχεροί ακόμη, γιατί οι δύο αθερά πευτοι Αγιασώτες Δημήτρης και Γιάννης Παπάνης τα τελευταία 10 χρόνια μας πρόσφεραν δεκατέσσε ρα βιβλία με πλούσ ιο ιστορικό, λαογραφικό και γλωσσικό υλικό από το χωριό μας. Δεκατρείς τό μους με πα ροιμ ίες, με τοπω νύμια, με παρατσ ού κλια, με π α ιχν ίδ ια , με καρναβαλικά α διά ντροπα και με άλλα διάφορα, και έναν τόμο 500 σελίδων με λέξεις του Αγιασώτικου γλωσσικού ιδιώματος. Κ οντά σ ’ αυτά τα βιβλία θα πρέπει να αναφέ ρουμε τους τόμους του Γιάννη Χατζηβασιλείου για την ιστορία του Αναγνωστηρίου, τα βιβλία της Ευ στράτιος Μ ητσιώνη, του Δημήτρη Σκλεπάρη και της Ρηνούλας Σιδερή, με πλούσιο υλικό από τη λα ο γρ α φ ία της Α γιά σ ου, τ ις εκ δόσ εις του Δήμου «Τουριστικός οδηγός της Αγιάσου» και «Το καρνα βάλι της Αγιάσου», καθώς και τα Ημερολόγια του Συλλόγου Α γιασ ω τώ ν Μ υτιλήνης «Α γία Σ ιώ ν» (για τη βιομηχανική ιστορία, τις μουσικές μνήμες και το καρναβάλι). Και φυσικά με μεγάλο ενδιαφέ ρον περιμένουμε τις προγραμματισμένες εκδόσεις του Αναγνωστηρίου: Έ να ν τόμο για τον Αντώνη Μηνά, έναν τόμο για το καρναβάλι και έναν τόμο για την ιστορία του Αναγνωστηρίου από το 1894 ως τις μέρες μας. Το βιβλίο της Βασιλικής Κουρβανιού στεγάζει δεκαοχτώ εργασίες με ερευνητικό άξονα την ιστο ρία της Αγιάσου. Οι δεκατρείς α π ’ αυτές είναι ιστο ρικού ενδιαφέροντος, άλλες δύο γλωσσικού - λογο
τεχνικού και οι τρεις λαογραφικού. Οι ιστορικές μελέτες θίγουν θέματα εκκλησιαστικού, οικονομι κού, κοινω νιολογικού, εκπαιδευτικού ενδιαφέρο ντος, ενώ δε λείπουν και οι μονογραφίες, π.χ. για τον πρωτοπρεσβύτερο Εμμανουήλ Μυτιληναίο, για το Βασίλειο Βράνη, για το Γρηγόριο Καλαγάνη και για το Μ εθόδιο Κουρκουλή, τρεις άγνωστους μα σπουδαίους εκπαιδευτικούς του 19ου αιώνα, ακό μη και για το Στρατή Π απανικόλα, τον εξαιρετικό δημοσιογράφο και λογοτέχνη, που μπορεί να γεν νήθηκε στον Ασώματο, αλλά είχε ιδιαίτερες σχέσεις με το χω ριό μας. Πιο συγκεκριμένα οι τίτλοι των εργασιών είναι: Το φαινόμενο της φιλανθρω πίας στην Αγιάσο κατά το 19ο αιώνα, Τρόποι διευθέτη σης των κοινω νικώ ν συγκρούσεων και των γαμή λιων παρεκκλίσεων στη Λέσβο το 19ο αιώνα, Κ οι νω νική καταγω γή και π νευ μ α τικ ά ρεύματα στο Α ν α γν ω σ τή ρ ιο Α γ ιά σ ο υ , Το π ε ρ ιο δ ικ ό «Α γία Σιών», Το πνεύμα του αλτρουισμού και της φιλαν θρωπίας (όπως φαίνεται στο «περισωθέν παλαιόν αρχείον» του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου), Ο π ρ ω τ ο π ρ ε σ β ύ τ ε ρ ο ς Ε μ μ α ν ο υ ή λ Μ υ τιλ η ν α ίο ς (1900-1960), Άγνωστοι εκπαιδευτικοί της Αγιάσου κατά το 19ο αιώνα, 8 Νοεμβρίου 1912: Χρονικό της απελευθέρωσης της Λέσβου, Η συμβολή των Αγια σωτών στον απελευθερω τικό αγώ να του 1912, Η επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Λέσβο, το 1915 (μέσα από το ρεπορτάζ της «Σάλπιγγος»), Δύο επιστολές Αγιασωτών από το Μ ικρασιατικό Μέτω πο, Η Μ ικρασιατική Καταστροφή και ο ερχομός των προσφύγω ν στη Λέσβο (μέσα από τις σελίδες του τοπικού τύπου), Οι τουφεκισθέντες από τα γερ μανικά στρατεύματα κατοχής Λέσβιοι πατριώ τες (από 4.5.1941 μέχρι 12.9.1944), Η αξιοποίηση των Λεσβιακών γλωσσικών ιδιωμάτων στη Λογοτεχνία, Στρατής Παπανικόλας: Ο λάτρης της Αγιασώτικης ντοπιολα λιά ς, Οι π ιο δημοφιλείς μπαλάντες της Αγιάσου: (η Σούσα, η Λυγερή, η Τριανταφυλλένια), Ο λαϊκός Επιτάφιος θρήνος: Τς Παναγιάς του τραγούδ’, Δίστιχα της Αγιάσου σε ιαμβικό δεκαπεντα σύλλαβο στίχο. Η Βασιλική Κουρβανιού με σοβαρό θεωρητικό εξο π λ ισ μ ό , π ο υ α π ο φ εύ γ ει εκ σ υσ τή μα τος την οποιαδήποτε φιλολογική επίδειξη, με μια νηφάλια στάση που προτιμά την ερμηνεία, την κατανόηση και την τεκμηρίωση, από τον εγκωμιαστικό ή τον απαξιω τικό λόγο, με αναλυτική ωριμότητα και με έκφραση γεμάτη πλούσια χρώματα, φέρνει στο φως ά γνω στες π τυ χές και λησμονημένες μορφές της Αγιασώτικης ιστορίας του τέλους του 19ου αιώνα και τω ν αρχώ ν του 20ού. Το συγκομισμένο υλικό του βιβλίου θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο στον ιστο ρικό, στο γλω σσολόγο, στο λαογράφο, αλλά και στον κάθε αναγνώστη, α ποκ α λύπτοντά ς του κά
μποσα γεγονότα, που θα έμεναν σκοτεινά, εάν δεν τα φώτιζε ο ερευνητικός μόχθος, η φαντασία και η επιστημονική ικανότητα της συγγραφέως. Οι μελέτες για το φαινόμενο της φιλανθρωπίας στην Αγιάσο, για τους τρόπους διευθέτησης τω ν κοινω νικώ ν συγκρούσεων και των γαμήλιων π α ρεκκλίσεων στη Λέσβο το 19ο αιώνα, χαρακτηρίζο νται από π ρ ω το τυ π ία και μας φέρνουν στο φως ένα πρωτογενές υλικό, αφού η συγγραφέας εκτός από την έρευνα σε δυσπρόσιτα αρχεία, τις συνε ντεύξεις με ηλικιωμένους Αγιασώτες, μελέτησε δε κάδες βιβλία ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα, προ κειμένου να βοηθηθεί στη μεθοδολογία της και να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά της. Κλείνω τη σύντομη αυτή παρουσίαση και ελπίζω ότι θα πούμε περισσότερα σε μια άλλη περίσταση, με το παρακάτω ερώτημα. Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του βιβλίου; Θα έλεγα απλά ότι ανοίγει ένα διάλογο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, διά λογο όχι ανάμεσα σε αφηρημένα και μεμονωμένα άτομα, αλλά ανάμεσα στη σημερινή και τη χθεσινή κοινωνία. Το παρελθόν μας γίνεται καταληπτό μο νάχα στο φως του παρόντος και μπορούμε να κατα λάβουμε εντελώς το παρόν μονάχα στο φως του πα ρελθόντος. Το βιβλίο μας προσφέρει ιστορική γνώ ση, η οποία είναι απαραίτητη για την ιστορική σκέ ψη, και αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην ιστορική διερεύνηση. Έ χει μεγάλη σημασία αυτό. Μόνο όταν ξέρουμε ιστορία, μπορούμε και να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτήν και να την κρίνουμε ή να τη διακρίνουμε. Στη Βασιλική Κουρβανιού, λοιπόν, και στο Δή μο Αγιάσου οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ. Η συγγραφέας έσκυψε με περισσή αγάπη στο παρελ θόν του γενέθλιου τόπου της και ανέσυρε ανεκτί μητη γνώση και ο Δήμος με αισθήματα ευθύνης και χρέους ανέλαβε την εκτύπωση και διανομή αυτής της γνώσης. Σειρά μας τώρα να διαβάσουμε και να απολαύσουμε αυτό το βιβλίο, περιμένοντας και νέ ες εκδόσεις τόσο από τη Βασιλική Κουρβανιού όσο και από τη νέα Δημοτική αρχή.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ * Η παρουσίαση του βιβλίου της Βασιλικής Κουρβα νιού «Ιστορικά της Αγιάσου» (Μυτιλήνη 2002. Σχ. 24x17, σ. 190+2) έγινε στις 27.1.2003, στην Αίθουσα Χριστιανικού Κέντρου Αγίου Γεωργίου, από το φιλόλογο και συνεργάτη του περιοδικού Παναγιώτη Στυλιανού Σκορδά, κατά την εκδήλωση κοπής της πίτας του Συλλόγου Αγιασωτών Μυ τιλήνης «Αγία Σιών».
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ «Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ» Π ο λ λ έ ς και ενδιαφέρουσες γνώμες για το Ανα γνωστήριο «η Α νάπτυξη» έχουν αποθησαυριστεί α πό πολύ π α λ ιά στο τηρούμενο Β ιβλίο Ε πισ κ ε πτώ ν. Σε όλες, πέρα από την επιβεβλημένη σε τέ το ιες π ερ ιπ τώ σ εις φ ιλοφ ρόνησ η κ α ι υπερβολή, διακρίνει κανείς τη βαρύτητα της πραγματικότη τας. Το Α ναγνω στήριο στάθηκε φ ά ρ ος τηλαυγής από το 1894 ως τις μέρες μας.
Στις 24.9.2003 επισκέφτηκε το Πνευματικό Κέ ντρο της Αγιάσου η καταξιωμένη ποιήτριά μας Κική Δημουλά, με την ευκαιρία της τιμητικής εκδήλω σης που οργάνωσε γ ι’ αυτήν ο Σύνδεσμος Φιλολό γων Λέσβου στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης την επομένη. Εντυπωσιάστηκε από το απρόσμενο και υπαινισσόμενη την ανορθόγραφη και σόλοικη επι γραφή 'Αγιασώησεςχορεύοντες είς Καρύνην Έ ρ γ ο ν Θ εοφίλου Γ. Χ α τζημιχαήλ 1930, έγραψε παραστατικά τα παρακάτω:
τον καφέ, ο Γιάννης Σκορδάς του πέταξε την ατά κα του: Ε Κ αλφαγιάνν’, μην πουλιουξανοίγισι τσι πουζέν’ς σ’ φατσοί, γιατί τσι Γιάνν’ς Κακούργους τα ίδια έκανι τσι φέραν τουν σ ’ βόλτα τσι τσ ’νήσαν τουν... Κέρωσε ο Γιάννης, αγρίεψε και πριν προλά βει να του απαντήσει, ο άλλος άνοιξε την πόρτα, εί πε καλή όρεξη και έφυγε...
Ε Ρ ΙΧ Τ ΙΝ Π Α Σ Τ Σ Σ Π Ι Ν ’!
Π Ω Σ Τ Ο Υ Π Ι Ν ’Σ;
Ο Σπύρος ο Καμάτσος, ο Νταγούτης, όπω ς ξέ ρετε, πουλά διάφορα βότανα και το στέκι του εί ναι δίπλα στο εργαστήρι του Δημήτρη του Κ αμα ρού. Μεταξύ των πρ οϊόντω ν που πουλά είναι και το τσάι του βουνού, τ ’ Άγλια του χουρτάρ’, που το διαφημίζει, λέγοντας: Πάρτε το τσάι του βουνού... Κ ά ποιος εξυ π νά κ ια ς θέλησε να τον ειρω νευτεί. Ό π ω ς του το πρ ότεινε και τον παρότρυνε να το αγοράσει, του λέει: Ψήσε μου ένα, να πάω ν ’ ανά ψω ένα κερί, και γυρίζοντας να το πιω ... Ο Σ π ύ ρος αιφνιδιάστηκε και δεν αντέδρασε αμέσως. Συνήρθε όμως γρήγορα και π ρ ιν ο ξένος στρίψει τη στροφή για την εκκλησιά, τον προλαβαίνει... Με συγχωρείτε, κύριε. Τι θέλεις, του λέει αυτός. Να, δε μου είπα τε π ώ ς το πίνετε το τσάι. Γλυκό, με ολίγη ή σκέτο! Κόκαλο ο εξυπνάκιας. Ο Γιώργος ο Τσουκαρέλης που παρακολουθού σε τη σκηνή, ρώτησε. - Τ ι είνι, ρε Σπύρου; -Τ σ ό χ α ήθιλι α μ ’ π ’λήσ’ για μπασμά, ε Γιώρ’!
Ο π ω ς συνηθίζεται οι πολιτικοί να επισκέπτο νται τα χωριά και να συζητούν τα διάφορα θέματα με τους ψηφοφόρους και τους οπαδούς τους, έτσι μια μέρα, πριν από χρόνια, επισκέφτηκε την Αγιά σο ένας βουλευτής. Γινόταν συζήτηση ανοιχτή σε όλα τα θέματα. Σε μια στιγμή κάποιος τον ρώτησε. Κ ύριε βουλευτά, φοβάστε τη 17 Νοέμβρη; Π ριν προλάβει να το σκεφτεί και ν ’ απαντήσει, πετάχτηκε κάποιος π θ ίτ’ς και είπε σ ’ αυτόν που έκανε την ερώτηση: Άγι, ρε, μη ζα λιζ’ς τσι γι Δ ικάτ’ Ιβδόμ’ ε ρ ίχτ’ πα στς σ πίν’!
Α Σ Ι Α Β Ρ Α Σ ’ Τ Ο Υ Ν ΙΡ Ο ... Β α σ ίλ ’ς του Π ατράτσ’ μι του Μ ’χά λ’ του ΙΊαπ έ λ ’ κ ο υ τ σ ο υ π ίν α ν μες σ τ ’ Κ ο υ μ λ έλ ’. Π α στν ώρα, να μια παρέγια μι τ ’ μουσική. Μην τα που λί ουλουγούμι, ύστιρα α πί λ ίγ ’ ώρα καψώσαν τσι σ ’κουθήκαν α χουρέψιν. Μι τ ’ π ρ ώ τ’ στρουφή του Π α πέλ’ π έ ια ξ ι ένα χ ’λ ιά ρ ’κου... Στσύβ’ σ τ’ αυτί τ ’ Π απέλ’ Βασιλ’ς τσι λέγ’: Ε Μ ’χ ά λ ’, άσι πρώτα α βράσ’ του νιρό τσ ’ ύστιρα ρ ίχ τ’ς του ρύζ’!
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ
Γ Υ Α Α ’ΚΑ Ε ΙΝ Ι, Σ Π Ο Υ Ν Ι’ Π Α Ρ Α ΔΟ Σ ΙΑ Κ Ο Σ Κ ΑΦ ΕΣ Δ ε ν είναι λίγοι οι ξένοι, που όταν βρεθούν στη Μυτιλήνη έρχονται στην Αγιάσο, για να πιουν κα φέ ψημένο στη χόβολη, όπω ς διαφημίζεται, στου Γιάννη Κ αλφ αγιάννη. Α υτό φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ειδικά α π ’ αυτούς που ασχολούνται με την πα ρά δοση. Αρκετοί είναι αυτοί που ήρθαν με τα σύνερ γά τους και αποθανάτισαν το παραδοσιακό ψήσι μο του καφέ στο τζάκι με την πυρήνα. Μ ια Κ υρια κή, όπω ς ένα συνεργείο έπαιρνε συνέντευξη από τον καφετζή και τον κινηματογραφούσε, ενώ έψηνε
Σ ά ν ι πουλλοί Αγιασώτις, πήγι τσι Σ τράτ’ς Κα ρα γιά ννη , τ ’ Δούκα γιου γιος, του Κουλουτσύθ’ π ’ λ έγ α ν , σν Α μ ιρ ικ ή . Π ιά σ ι δ ’λ ειά σ ’ ένα γυ α λ ά δ’κου, ά λ λ ’ ιπ ειδή τις ήνταν α πρόσιχτους, μια μέρα έκανι μια μ ιγά λ’ ζημιά τσι γυαλάς τουν φώ ναξι τσι τουν φουβέρ’ξι π ’ς θα τουν δ ιώ ξ’, για να προυλάβ’ τα χειρότιρα. Στράτ’ς τα χρειγιάσ’τσι τσ’ α ρ χίν’σι τα παρακάλια. Μη μι διώ χν’ς, αφιντικό! Ε φταίβγου γω! Γυαλ’κά είναι, σπουν! (Από αφήγηση Στρατή Αναστασέλη. Αθήνα, 28.4.1994)
ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΝΑΤΑΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ Σ τ ι ς 18.4.2003 στην Εταιρία Ελλήναιν Αογοτεχνών (Ακαδημίας και Γενναδίου 8) τιμήθηκε η αξιόλογη συγ γραφέας Ναταλία Αποστολοπούλου, με την ευκαιρία
Η φίλη της Αγιάσου λογοτέχνισσα Ναταλία Αποστολο πούλου στο βήμα της Εταιρίας Ελλήνων Αογοτεχνών. (Φωτογραφία Χρίστου Γλεζέλη ή Πουπούσα)
της παρουσίασης του βιβλίου της «Για έναν κόσμο κα λύτερο». Κύρια ομιλήτρια η συγγραφέας Ευγενία Ζήκου. Σύντομα μίλησαν επίσης οι λογοτέχνες Νίκος Κυτόπουλος και Γιάννης Καραβίδας. Στο τέλος εμφανώς συγκινημένη μίλησε η συγγραφέας. Συντονιστής της εκ δήλωσης ο συγγραφέας Δημήτριος Χαλιβελάκης. Ευ καιριακά πρέπει να σημειώσουμε πως η συγγραφέας έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τη Λέσβο και προπαντός με την Αγιάσο και με τις ανταρτοοικογένειές της, που τις γνώρισε στην εξορία. Στο βιβλίο της «Δε δουλώνω... Δεν απογράφω!» το πρώτο κείμενο με τον τίτλο «Το Σουφλέλι» (σ. 13-20, 15 σκίτσο) αναφέρεται στην Αγια σώτισσα ανταρτομάνα Σοφία Νικολάου Αγρίτη.
τίμησε το Συνέδριο ο λογοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης. Μη νύματά έστειλαν το Συνέδριο οι βουλευτές του νησιού, ο ευρωβουλευτής Στρατής Κόρακας, ο νομάρχης Λέσβου Παύλος Βογιατζής και η συγγραφέας Πέπη Δαράκη. Αναπτύχθηκε πλούσιος διάλογος για όλα τα θέμα τα που απασχολούν το νησί και την Ομοσπονδία. Κα τά τη διάρκεια των εργασιών μάλιστα το σώμα των συνέδρων, εκτιμώντας την πολυετή προσφορά και το πολύπλευρο έργο του απερχόμενου προέδρου Γιώργου Κατσικάτσου, μετά από πρόταση των Χριστόδου λου Τσακιρέλη, Δημήτρη Καπετανά και Νίκου Π απαϊ ωάννου, τον ανακήρυξε ομόφωνα Επίτιμο Πρόεδρο της ΟΑΣΑ. Ακόμη ψηφίστηκαν ομόφωνα ο διοικητι κός και οικονομικός απολογισμός του απερχομένου Διοικητικού Συμβουλίου, το πρόγραμμα δράσης για τη νέα περίοδο, καθώς και τα ψηφίσματα τα οποία αναφέρονται στα θέματα που συζητήθηκαν. Στις αρχαιρεσίες πήραν μέρος τρία ψηφοδέλτια. Από το πρώτο εξελέγησαν οι Βαζιργιαντζίκης Γιώργος, Γαβρέλας Δημήτρης, Γουγής Φίλιππος, Κουκούλας Κυ ριάκος, Μιλτιάδου Μιχάλης, Παπαϊωάννου Νίκος, Παπατσίκης Φώτης, Πλωμαρίτου Παναγιώτα και Τσακιρέλης Χριστόδουλος. Από το δεύτερο, με την επωνυμία «Η Λέσβος», εξελέγησαν οι Καμπούρης Μανόλης, Καρέκος Αδάμ, Σωτηρχέλης Παναγιώτης και Χατζόγλου Γιώργος. Από το τρίτο, με την επωνυμία «Ανεξάρτητο», οι Καταχανάς Αντώνης και Παρασκευάς Σταύρος. Το νεοεκλεγέν Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα με ομοφωνία για όλα τα αξιώματα, με την πα ρακάτω σύνθεση: ΠρόεδροςΤσακιρέλης Χριστόδουλος, Αντιπρόεδρος Καταχανάς Αντώνης, Γενικός Γραμμα τέας Παπαϊωάννου Νίκος, Αναπληρωτής Γραμματέας Μιλτιάδου Μιχάλης, Οργανωτική Γραμματέας Πλωμα ρίτου Παναγιώτα, Ταμίας Βαζιργιαντζίκης Γιώργος, Αναπληρωτής Ταμίας Παρασκευάς Σταύρος, Έφορος Αημόσιων Σχέσεων Παρασκευάς Σταύρος, Έφορος Προγραμματισμού και Μελετών Κουκούλας Κυριάκος και Μέλη Γαβρέλας Δημήτρης, Γουγής Φίλιππος, Κα μπούρης Μανόλης, Καρέκος Αδάμ, Σωτηρχέλης Πανα γιώτης και Χατζόγκου Γιώργος. Κατά τη διάρκεια της συγκρότησης σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου απούσιασαν οι τέσσερις σύμβουλοι του ψηφοδελτίου «Η Λέσβος», γιατί όπως αναφέρουν σε επιστολή που επέδωσαν στον πλειοψηφήσαντα σύμβουλο, αμφισβητούν τα πρακτικά της Εφορευτικής Επιτροπής των αρχαιρεσιών.
ΜΝΗΜΗ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗ Σ τ ι ς 27.7.2003, στο Θέατρο του Αναγνωστηρίου «η
ΕΚΛΟΓΟΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΟΛΣΑ Τ ήν 1.6.2003 πραγματοποιήθηκε το 15ο Τακτικό Εκλογοαπολογιστικό Συνέδριο της ΌΑΣΑ. Πήραν μέρος πολλοί αντιπρόσωποι, καθώς και πρόεδροι και μέλη Δι οικητικών Συμβουλίων των Συλλόγων. Παραβρέθηκε και χαιρέτησε, εκ μέρους του Υπουργού Αιγαίου, ο γενικός γραμματέας Δημήτρης Καπετανάς. Με την παρουσία του
Ανάπτυξη» Αγιάσου, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Ιάκωβο Μουτζουρέλη, τον άνθρωπο που διακρίθηκε ως εκπαιδευτικός, ως καλλιτέχνης του χρωστήρα και ως συγγραφέας, και που πρόωρα ακο λούθησε το δρόμο της ατέρμονης αιωνιότητας. Για τη ζωή και για το πολύπλευρο έργο του μίλησαν ο Μάκης Αξιώτης, ο Αριστείδης Κουτζαμάνης, ο Βασίλης Κω μαΐτης και ο Παναγιώτης Σκορδάς.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου οργάνωσε στις 25.9.2003, στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, τιμητική εκδήλωση για την εμπνευσμένη ποιήτρια Κική Δημου-
ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ ΙΣΑΑΜ Α π ό 19-21.9.2003, στο Πνευματικό Κέντρο Δίβρης (Λαμπείας) Ηλείας, πραγματοποιήθηκαν οι ερ γασίες του πολύ ενδιαφέροντος Ιου Διεθνούς Συνε-
Η προμετωπίδα της Πρόσκλησης-Προγράμματος του Συνεδρίου.
Η προμετωπίδα του διπτύχου, Πρόσκλησης-Προγράμματος, για την εκδήλωση προς τιμήν της Κικής Δημουλά.
λά. Εισαγωγικά μίλησε ο Παναγιώτης Σκορδάς, πρόε δρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Την εκδήλω ση χαιρέτισαν ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Αιγαίου Δημήτρης Καπετανάς, ο νομάρχης Λέσβου Παύλος Βογιατζής και ο περιφερειακός διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Βο ρείου Αιγαίου Ραφαήλ Παπαδέλης. Για την τιμώμενη μίλησαν ο Γιάννης Παπακώστας, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα Ποίηση του μέσα χώρου, και η Τασούλα Καραγε ωργίου, διδάκτορας Φιλολογίας, κριτικός λογοτε χνίας, με θέμα «Το λίγο του κόσμου» και το πολύ της ποίησης. Το πρόγραμμα περιελάμβανε επίσης: 1. Όσο δε ζεις, να μ ’ αγαπάς. Ηχόραμα του Στρατή Τσουλέλη, βασισμένο στην ποίηση της Κικής Δημουλά. 2. Μελο ποιημένα ποιήματα. Μελοποίηση: Χρίστος Δάλκος. Πιάνο: Χρυσούλα Καμπουράκη. Τραγούδι: Χρύσα Βέκιου. Την εκδήλωση έκλεισε η τιμώμενη ποιήτρια που διάβασε ποιήματά της.
δρίου Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών, με θέ μα «Αραβικός και Ισλαμικός Κόσμος», το οποίο διορ γάνω σ αν το π ερ ιο δ ικ ό «.Ιοιππαΐ οί Ο ποπΐαΙ απά Αίποαη δΐυάίοδ», διευθυντής του οποίου είναι ο διδά κτορας φιλολογίας Αθανάσιος Φωτόπουλος, ο Σύνδε σμος των εν Αθήναις Π υργιώ ν και η Π ανελλήνια Εκπολιτιστική Ένωση Διβριωτών Ηλείας. Συμμετεί χαν και έκαναν ανακοινώσεις οι Γρηγόριος Ζιάκας, Γιάννης Ζαφειρόπουλος, ΑΙιτηοά Εΐτηαη, Θεοδόσης Πυλαρινός, Ελένη Ψυχογιού, Ιωάννης Κάππος, Γρη γόρης Μπαϊρακτάρης, Άννα ΑΓαδογ, Γεώργιος Ντελόπουλος, Αΐί Μαηδουτ ΑΙ-δΙιοΗαΙ), Κίζοάο Ο’ Β\νοπ£ΟΓχνοδδ, Ηοδύαπι Μ. Ηαδδαπ, Α λέξιος Σαββίδης, Αππάου δαππΐ, Γιώργος Φρέρης, Χ ρίστος Ρέππας, Αίοχαπάτα ΡΗοΐοροιιΙοιι, Περσεφόνη Γιαννέλου, Χρί στος Δημητρουλόπουλος, Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Παναγιώτης Καμηλάκης, Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Ευθύμιος Ασσος, Χρίστος Γ. Τόλιος, Γιώργος Καραμπελιάς, Κοοορ Βοζϊογππγ, Μαρία Αρβανίχη-Σωτηροπούλου, Ρένα Σπανού, Γιάννης Σακκάς, Παναγιώτης Γ. Φούγιας και Διονύσης Μαυρόγιαννης. ΓΙΑ Ν Χ Α Τ Ζ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ Φ Ε Υ ΓΟ Υ Ν ΟΛΓΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΩΛΗ (1936 - 2003)
Ιη ηιυιηοπΗΐη ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΣ. ΣΟΥΣΑΜ ΛΗΣ (1910-2001)
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής γεννήθηκε στην Αγιά Η
Ολγα Μ ανώλη είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο στις 6 του Απρίλη του 1936, λίγους μήνες προτού καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα και επι βληθεί στη χώρα μας η δι κ τα το ρ ία του Μ εταξά. Ή ταν το στερνοπαίδι της πολυμελούς νοικοκυρεμέ νης φαμίλιας του οπωρο πώλη Χ ρ ισ τόφ α Η λία Σ ιάχου (1888-1966) και της Ευστρατίας Νικολάου Φραντζιδέλη (1890-1991), η οποία καταγόταν από το γειτονοχώρι Ίππειος. Αδέρφια της η Ρήγαινα, σ ύζυγος μ ετέπειτα του Γιάννη Νικολάου Αγρίτη, η Ευγενία, η Μαρία, ο Μιχαήλ (1924-1990), ένθερμος φίλος του αθλητισμού και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου στην Αγιάσο, ο Προκόπιος, ο οποίος είναι εγκαταστη μένος στο δγάηογ, ο Ηλίας και ο λιγοζώητος Πανα γιώτης, ο οποίος διατέλεσε γραμματέας του Ειρηνοδι κείου Αγιάσου. Το 1958 παντρεύτηκε τον ομοχώριο της ελαιοχρω ματιστή Παναγιώτη Ευστρατίου Μανώλη (Γεωργα ντή) και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ευστράτιο, ο οποίος γεννήθηκε στη Γερμανία και σήμερα υπηρετεί ως φιλόλογος στο Καπανδρίτι Αττικής, το Χρίστο, ο οποίος δεν ευτύχησε να προχωρήσει στη λεωφόρο της ζωής, και την Ταξιαρχούλα, φιλόλογο καθηγήτρια, σύζυγο Δημητρίου Παναγιώτη Τζανή, η οποία εργάζε ται στο Δημαρχείο Αγιάσου ως δημοτική υπάλληλος. Σ ’ όλο το μάκρος της ζωής της η Όλγα Μανώλη δούλεψε άοκνα μέσα στα πλαίσια της πατρικής οικογέ νειας, αλλά και αργότερα στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος για κάποια χρόνια έζησε και ως μετανάστης στη Γερμανία, μαζί με τον αδερφό του Κυριάκο. Έδωσε καλή ανατροφή στα παιδιά της, που σήμερα είναι απο καταστημένα, ενεργά και δραστήρια μέλη της κοινω νίας. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά της εγγόνια, τον Παναγιώτη, τη Χαρίκλεια, την Όλγα και τη Μαρία, από το γιο, τον Παναγιώτη και το Μιχάλη, από την κόρη. Από τις 4 του Ιούλη της χρονιάς που διανύουμε η Όλγα Μανώλη δε βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Εξηνταεφτάχρονη πήρε το δρόμο της ατέρμονης αιωνιό τητας και αναπαύεται στο Κοιμητήριο της Περασιάς. Ο σχετικά πρόωρος θάνατός της βύθισε στο πένθος τους δικούς της ανθρώπους, τους συχωριανούς και όλους όσοι τη γνώρισαν.
σο το 1910, δυο χρόνια πριν έρθει η μέρα του λυτρω μού για το νησί. Ήταν παιδί της πολυμελούς φαμίλιας του επιδέξιου ξυλουργού Βασιλείου Βάσου Ιωάννη Σουσαμλή και της Όλγας Προκοπίου Χριστοφαρή ή Μ παντέλη. Αμφιθαλή αδέρφια του, από αυτά που επέζησαν, ο Τζάνος, ο Μιχαήλ, η Μυρσίνη, ο Ε υσ τρ ά τιος, που ήταν γνωστός και με το παρω νύμιο Γκντουρίδ’, η Μα ρία και η Σοφία, ενώ ετε ροθαλή, από τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του, την Κατωτριάτισσα Καλ λιόπη Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Απόστολος και η Αργυρώ. Εξ απαλών ονύχων μπήκε στη σκληρή βιοπάλη και ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, που το άσκη σε με ευσυνειδησία στη γενέτειρά του και στη Μυτιλήνη, στην οποία είχε εγκατασταθεί τα τελευταία σαράντα πε ρίπου χρόνια της ζωής του. Το 1934 νυμφεύτηκε τη συ μπατριώτισσά του Αικατερίνη Παναγιώτη Ψυρούκη ή Κεραμιδά και απόχτησαν πέντε παιδιά, που όλα τους έχουν αποκατασταθεί, το Μιλτιάδη, παλαιό αναγνωστηριακό, που συνέχισε την οικογενειακή επαγγελματική παράδοση, διατηρώντας ως τη συνταξιοδότησή του ξυ λουργείο στον Κορυδαλλό, τη Μαριάνθη, σύζυγο Έρι Μακρέλη, που ζει στη Φλόριντα, το Βασίλειο, που είναι εγκαταστημένος στα Κεραμιά, την Αγγελική, σύζυγο Μιλτιάδη Χτενέλη, καθώς και τον Ευστράτιο, που είναι εγκαταστημένοι στη Μυτιλήνη. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά του δεκατρία εγγόνια, αλλά και δισέγγονα. Σε όλο το μάκρος της ζωής του ο Παναγιώτης Σου σαμλής έδωσε δείγματα φιλοπατρίας, δημοκρατικότητας, φιλεργίας και εντιμότητας. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια, στα χρόνια της Κατοχής, οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Υπήρξε καλός οικογενειάρχης και στοργικός πατέρας. Επισκέφτηκε πέντε έξι φορές την Αμερική, όπου εκτός, από τη Μαριάνθη, έζησαν για κά ποιο χρονικό διάστημα και οι γιοι του Βασίλειος και Ευ στράτιος, οι οποίοι παλιννόστησαν. Ήταν άνθρωπος αι σιόδοξος και αγαπούσε τη μουσική, το χορό, τα γλέντια. Πλήρης ημερών άφησε τη στερνή του πνοή στη Μυτι λήνη, στις 10 του Δεκέμβρη του 2001, και αναπαύεται στο αγαπημένο του χωριό, στο Κοιμητήριο της Περασιάς.
ΓΙΑΝΧΑΤΖ
18 Ιουνίου 2003
Αγαπητή Σύνταξη, παίρνοντας αφορμή από τη δημοσίευση στοιχείων απογραφής πληθυσμών στο περιοδικό «Αγιάσος» (Μάρτης-Απρίλης 2003) και από την αγγελία θανά του του Ε υστρατίου Σουσαμλή, σας στέλνω μια φω τογραφία από τον καιρό της μαζικής μετανά στευσης της δεκαετίας του ’60, που σχετίζεται και με τα δυο, και μπορεί να δημοσιευθεί, εάν βεβαίως κριθεί κατάλληλη. . Εικονιζόμενοι σ ’ αυτή τη φωτογραφία, τον Ιού νιο του 1960, είμαστε εγώ, ο Θέμης Χατζηνικολά ου, ετών 21 τότε, ο συγχωρεμένος από χρόνια τώ ρα πατέρας μου Π αναγιώτης και ο Στρατής Σου σαμλής, α πό τότε νομ ίζω κ ά τοικ ος της Α θήνας, πάντα ακούραστος και πρόθυμος να εξυπηρετήσει
ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΣΦΙΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ο Γ εώ ρ γιο ς Β ο υ ν ά τσ ο ς π ρ ό σ φ ερ ε 20 € στη μνήμη τω ν γο ν έω ν του Ν ικ ο λ ά ο υ κ α ι Μ α ρ ία ς Βουνάτσου. Η Δήμητρα Νεοκλή Τσαγάλου πρόσφερε 100 € στη μνήμη των αποθανόντων συγγενών της. Η Παναγιώτα Καρετέλη και τα παιδιά της πρό σφεραν 20 € στη μνήμη του συζύγου και πατέρα Ευστρατίου Καρετέλη. Ο Π αναγιώ της Κ ουλαξιζέλης πρόσφερε 28 € στη μνήμη τω ν γονέων του Γρηγορίου και Σοφίας και του αδελφού του Ευστρατίου. Ο Πίχναγιώτης Σταύρου Αξιομακάρου πρόσφε ρε 28 € στη μνήμη της συζύγου του Δήμητρας. Ο Ε ρ μ ό λ α ο ς Γ ιά ννη Χ α τ ζη β α σ ιλ είο υ π ρ ό σφερε 50 € στη μνήμη τω ν πα π π ο ύ δω ν του Χ ρ ι στόφα Χ ατζηβασιλείου και Ε ρμολάου Π α π ά ζο γλου, καθώ ς και στη μνήμη της για γιά ς του Ελέ νης Χ ατζηβασιλείου.
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Σ τ ι ς 17.8.2003, στον Ιερό Ναό του Αγιου Γεωρ γίο υ Π ερ ά μ α το ς Γ έρας, τελέστηκε ο γά μ ο ς του Ελευθερίου Κ ωνσταντίνου Ελευθεριάδου, και της Π αναγιώτας Θεοφίλου Ελευθεριάδου. Κουμπάροι ο Δημήτριος Συμανής και η Μαρίνα Ραφτοπούλου. Στους νεόνυμφους ευχόμαστε ολόψυχα ο βιος τους να είναι πλήρης χαράς και ευτυχίας.
τους συγχωριανούς του και να τους βοηθήσει. Στο φόντο της φωτογραφίας είναι το υπερωκε άνιο «Πατρίς», στο λιμάνι του Πειραιά, έτοιμο να σηκώσει άγκυρα για την Αυστραλία, για το ταξίδι που θα διαρκέσει 26 μέρες και νύχτες, και που μαζί με άλλα σαπιοκάραβα της εποχής εκείνης θα μετα φ έρ ο υ ν χ ιλ ιά δ ε ς ν έο υ ς κ α ι νέες, Έ λ λ η ν ες κ α ι Ε λληνίδες, που α π ο φ ά σ ισ α ν να βρουν την τύχη τους σε χώρες μακρινές και άγνωστες για την επο χή εκείνη. Με πατριω τικούς χαιρετισμούς
ΘΕΜΗΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ 29 δΐιπΐσγ Ογ. ΜαΐκινίΙΙε 2036 δγιΐησγ Ν.δ.\ν. Αυ5ΐΓβ1ί&
Σ τ ι ς 31.8.2003, στον Ιερό Ναό της Αγίας Σκε πής, στου Παπάγου., τελέστηκε ο γάμος του Βασι λείου Χ ρ ισ τό φ α Γραμμέλη κ α ι της Μ α ρ ιλένα ς Κ ω νσταντίνου Τασούλα. Ευχόμαστε ολόψ υχα η νέα τους ζωή να είναι μεστή χαράς και ευτυχίας. Σ τ ι ς 2 1 .9 .2 0 0 3 , σ το ν Ιερό Ν αό το υ Α γίο υ Αντωνίου Περιστεριού, τελέστηκε ο γάμος του Ιω άννη Βασιλείου Λ ούπου, γιου του προέδρου του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών, και της Μα ρίας Δημητρίου Τσαντήλα. Ευχόμαστε ολόψυχα η νέα τους ζωή να είναι ευτυχισμένη.
ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΣ Α . Δ ια τίθ εν τα ι α ντίτυ π α τω ν βιβλίω ν που εξέδω σε ο « Φ ιλ ο π ρ ό ο δο ς Σ ύ λλο γο ς Α για σ ω τών»: 1. [Ε.Π. Κ ουλαξιζέλλη-Β .Π . Τραγέλλη], Η Α γιάσος και τα πέριξ, εν Α θήναις 1896. 5€. 2. Στρατή Π. Κ ολαξιζέλη, Θ ρύλος και ιστορία της Αγιάσον της νήσου Λέσβον, Αθήνα 1997. 15€. Τα β ιβλία δ ια τ ίθ ε ν τ α ι α π ό το Σ ύλλο γο με άμεση παράδοση, κατά τις ώρες λειτουργίας των Γραφείων, ή επί αντικαταβολή (6€ και 17€ αντί στοιχα). Β . Επίσης διατίθενται βιβλιοδετημένοι τόμοι του περιοδικού «Αγιάσος», με άμεση παράδοση στα Γραφεία του Συλλόγου ή επί αντικαταβολή (45€). Α ' τόμος (1-25, 1980-1984), Β ' τόμος (2645, 1985-1988), Γ ' τόμος (46-67, 1988-1991), Δ ' τό μ ο ς (68-85, 1992-1994), Ε ' τό μ ο ς (86-103, 1995-1997) και Σ Τ ' τόμος (104-121, 1998-2000).
ΓΑΜΟΙ • Ιωάννης Βασιλείου Λούπος Μ αρία Δημητρίου Τσαντήλα (Ιερός Ναός Αγίου Αντωνίου Περιστεριού, 21.9.2003)
• Χριστόδουλος Χαραλάμπου Μπαρέλης Μαρίκα Σταύρου Φαφαλιού
ΒΑΦΤΙΣΗ Σ τ ι ς 2.11.2003, στον Ιερό Ναό τω ν Παμμεγίστων Ταξιαρχών (Πεδίο του Άρεως), τελέστηκε το μυστήριο της βάφτισης της θυγατέρας του Στράτου και της Νίκης Ξαφέλη. Ανάδοχος η Ελένη Πεδιώτη, σύζυγος Βασιλείου Γραμμέλη. Στο νεοφώτιστο δό θηκε το όνο μ α Μ α ρία . Σ το υ ς ευ τυ χ είς γ ο ν είς, στους παππούδες και στις γιαγιάδες, ευχόμαστε να τους ζήσει και να το χαίρονται. Στην ανάδοχο ευ χόμαστε να είναι πάντα άξια.
ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΡΙΑΑΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΙ • Ψύρρας Ευστράτιος Θεοφίλου • Αγρίτου Ρήγαινα, χήρα Ιωάννου
Το Διοικητικό Συμβούλιο του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» και η Διεύθυνση του πε ριοδικού «Αγιάσος» εκφράζουν στους συγγενείς τα θερμά και ειλικρινή τους συλλυπητήρια.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ Στη δεύτερη λεζάντα της σελίδας 2, του τεύχους 136 (2003), να προστεθεί Καμαρού (Κουρτσιάδη). Στη βιβλιο γραφία της σελίδας 27 να προηγηθούν Του ιδίου τα ΤγτιάοΙβΡτε$5, Ιοηάοπ 1969. Στη σελίδα 34 να συμπληρω θούν τα ονόματα των νεοφώτιστων Σταύρον και Μαρίας Άνεμου. Στη σελίδα 16, του τεύχους 137 (2003), να γραφεί Δ ' αντί Γ '.
Για κάθε π ρ όβ λη μ α π ο υ έχει σχέση με το Σύλλογο ή με το περιοδικό «Αγιάσος», παρακαλούμε τα μέλη, τους συνδρομητές και τους φ ί λους, ν ’ απευθύνονται άμεσα στον εκάστοτε αρ μόδιο (πρόεδρο, ταμία, διευθυντή του π ερ ιο δι κού κτλ.) και όχι έμμεσα, με παραγγελίες. Και τούτο, για τί πολλές φορές δεν ενημερώ νονται έγκαιρα ή σωστά οι υπεύθυνοι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κάποτε δυσαρέσκεια ή να τους καταλογίζεται άδικα αδράνεια και αδιαφορία.
Α.Σ.