Finance First
Χαμηλά επιτόκια και μη συμβατικά νομισματικά μέτρα στην Ευρωζώνη: Μία δημογραφική προσέγγιση Αριστοτέλης Κωνσταντίνου Δημητρίου Φεβρουάριος 2020
Μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες ανά τον κόσμο, και δη αυτοί των έντονα επιβαρυμένων οικονομικών ζωνών (Ευρωζώνη, ΗΠΑ, Ιαπωνία κ.α.) κλήθηκαν να διαχειριστούν τον πανικό που είχε επικρατήσει στην παγκόσμια οικονομία. Στην Ευρωζώνη, αντικείμενο μελέτης του παρόντος άρθρου, μοναδικό όργανο άσκησης νομισματικής πολιτικής βάσει καταστατικού είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει μια σχέση εντολέα-εντολοδόχου με τις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των χωρών που βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ. Κύριο εργαλείο, λοιπόν, στην άσκηση νομισματικής πολιτικής είναι η μεταβολή των βασικών επιτοκίων και αποσκοπεί στη διατήρηση του πληθωρισμού κάτω και πλησίον του 2%, μέγεθος που αποτυπώνει τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών και τον βιώσιμο ρυθμό ανάπτυξης εντός ευρωζώνης. Όπως είναι γνωστό όμως στις μακροοικονομικές θεωρίες, η διαδικασία επίτευξης των επιθυμητών αποτελεσμάτων από τη στιγμή της μεταβολής των επιτοκίων έως την ύπαρξη ορατού αντικτύπου στην πραγματική οικονομία μπορεί να αποβεί χρονοβόρα. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα βασικά επιτόκια από το 2009 και μετά έπεσαν 20
κάτω του 2% και πλησίασαν το κατώτερο όριο αποτελεσματικότητας (effective lower bound), οδήγησαν τους Κεντρικούς Τραπεζίτες να εφαρμόσουν παράλληλα μη συμβατικά μέτρα μέσω προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing). Σκοπός αυτών των μέτρων είναι η άμεση τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κατ’ επέκταση η άνοδος του πληθωρισμού, μέσω της παροχής νέου χρήματος που διοχετεύεται με μορφή πίστωσης σε εμπορικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η οικονομική κρίση άλλαξε τρεις εκφάνσεις εντός της Ευρωζώνης. Ήδη από τις αρχές Αυγούστου του 2007 οι τράπεζες αντιμετώπισαν έλλειψη ρευστότητας και παρουσιάστηκαν δυσλειτουργίες στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, προβλήματα που διογκώθηκαν μετά την πτώχευση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008. Για να αποκαταστήσει την κανονικότητα η ΕΚΤ εφάρμοσε εν συντομία τα εξής μη συμβατικά νομισματικά μέτρα: χορήγησε απεριόριστη ρευστότητα στις τράπεζες με τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς μέσω δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου, και διεύρυνε τις κατηγορίες αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του νέου χρήματος που δημιουργήθηκε, μετριοπαθείς υπολογισμοί μιλούν για πάνω από 3 τρισεκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα, δηλαδή το 24% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης Στη δεύτερη φάση της κρίσης, η οποία έλαβε τη μορφή κρίσης χρέους (ιδιωτικού και δημοσίου), τα μη συμβατικά μέτρα αποσκοπούσαν στη μείωση των αποκλίσεων στις συνθήκες χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης. Η ΕΚΤ διενήργησε το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων (SMP) αγοράζοντας κρατικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, προέβη σε