8 minute read
ΙΙΙ.ii Αρχιτεκτονικά - πολεοδομικά χαρακτηριστικά και φορείς προστασίας ….…….…σελ
ΙΙΙ.ii Αρχιτεκτονικά - πολεοδομικά χαρακτηριστικά και φορείς προστασίας
Οι παραδοσιακοί οικισμοί αποτελούν οικιστικά σύνολα ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας, που αναπτύχθηκαν από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Αν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα οποία οφείλεται κάθε φορά ο χαρακτηρισμός κάποιου οικισμού ως «παραδοσιακού» διαφοροποιούνται σημαντικά ανά περιοχή της Ελλάδας, οι παράγοντες που συνετέλεσαν
Advertisement
στη διαμόρφωση της εκάστοτε ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής
φυσιογνωμίας των οικισμών αυτών μπορούν να διακριθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: στους φυσικούς - υλικούς παράγοντες και στους πολιτιστικούς - άυλους παράγοντες15 .
Οι φυσικοί και υλικοί παράγοντες που επηρέασαν τη δομή των παραδοσιακών οικισμών αφορούν κυρίως στη γεωγραφική θέση και στην τοπογραφία - ανάγλυφο της περιοχής. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της νησιωτικής Ελλάδας και για λόγους ασφάλειας από πειρατικές επιδρομές, οι οικισμοί παρουσιάζουν ιδιαίτερα οχυρωματικά χαρακτηριστικά (Εικόνα 2).
Πέραν όμως της πολεοδομικής μορφής, οι παραπάνω φυσικοί και υλικοί παράγοντες επηρέασαν και τη μορφή των κτισμάτων των παραδοσιακών οικισμών. Έτσι, σε περιοχές με έντονο ανάγλυφο και δριμείες κλιματολογικές συνθήκες, οι κατοικίες είναι κατασκευασμένες με προσανατολισμό τέτοιο, ώστε τα δωμάτια να προσλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Αντίθετα, στο νησιωτικό χώρο όπου το κλίμα είναι ιδιόμορφο με ισχυρούς ανέμους, τα σπίτια έχουν μικρά παράθυρα και προσανατολισμό που να ελαχιστοποιεί την έκθεση στον ήλιο και τους ανέμους. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στις διαφορές που παρουσιάζει η στέψη του οικοδομικού κελύφους λόγω ακριβώς των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών της κάθε περιοχής. Έτσι, σε περιοχές που απουσιάζουν οι βροχές και επικρατούν ισχυροί άνεμοι, η κεκλιμένη στέγη δίνει τη θέση της στο δώμα16 .
Εικόνα 2: Συνεκτικός παραδοσιακός οικισμός με οχυρωματική δόμηση (Κάστρο Σίφνου).
15 Μπούρας Χ., «Η αντιμετώπιση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής», στο Δ. Φιλιππίδης. Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος Α, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1982, σελ. 21-32. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: https://www.researchgate.net/publication/317290962_Oi_paradoskiakoi_oikismoi_tes_Elladas_zete mata_chorotaxias_kai_prostasias 16 Μουτσόπουλος Ν., «Οι ρίζες της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής», Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1982. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο:
Τέλος, όσον αφορά στα υλικά κατασκευής των κτισμάτων, αυτά ποικίλουν μεταξύ παραδοσιακών οικισμών και εξαρτώνται από τους φυσικούς πόρους της εκάστοτε περιοχής.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά στους πολιτιστικούς - άυλους παράγοντες που διαμόρφωσαν τη μορφή και δομή των παραδοσιακών οικισμών, αυτοί μπορούν να διακριθούν σε οικονομικούς και κοινωνικούς, ενώ επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκαν οι οικισμοί. Οι οθωμανικές και ενετικές κατακτήσεις από το 15ο αιώνα και μετά, δημιούργησαν νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τον ελληνικό πληθυσμό και επηρέασαν σημαντικά την αρχιτεκτονική και πολεοδομική φυσιογνωμία των οικισμών. Την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν ως επί τω πλείστον αγροτική χώρα, με τον οθωμανικό πληθυσμό να κατοικεί κυρίως στα πεδινά και τον χριστιανικό στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές17. Οι παραγωγικές δραστηριότητες διαφοροποιούνταν χωρικά και ήταν αγροτικές, βιοτεχνικές και εμπορικές.
Η επιρροή του νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής γίνεται ορατή και στην πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, οι οποίοι κατά βάση παρουσιάζουν ελεύθερη οικιστική διάταξη που ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους, με ακανόνιστους δρόμους, γειτονιές και πλατώματα (Εικόνα 3).
Οι οικισμοί αυτοί είναι κυρίως μονοκεντρικοί, με τα πλατώματα να αποτελούν τους τόπους συνάθροισης των κατοίκων, όπου σχεδόν πάντα συναντά κανείς την εκκλησία, την αγορά και την κρήνη, ενώ γύρω από το πλάτωμα διαρθρώνεται ο υπόλοιπος οικισμός. Σε μεγαλύτερους πληθυσμιακά οικισμούς μπορεί κανείς να συναντήσει και περισσότερα «κέντρα» με την αντίστοιχη διαμόρφωση των οικισμών σε γειτονιές18 .
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, που το εμπόριο αναπτύχθηκε σημαντικά, μια νέα κοινωνική τάξη κάνει την εμφάνιση της χαρακτηριζόμενη από ιδιαίτερη οικονομική ευρωστία.
Εικόνα 3: Παραδοσιακός τύπος μονοκεντρικού τύπου (Μεγάλο Πάπιγκο Ιωαννίνων).
https://www.researchgate.net/publication/317290962_Oi_paradoskiakoi_oikismoi_tes_Elladas_zete mata_chorotaxias_kai_prostasias 17 Φιλιππίδης Δ., Attali E., Γερόλυμπος Γ., «Νεοκλασικές πόλεις στην Ελλάδα», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 2007. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: https://www.researchgate.net/publication/317290962_Oi_paradoskiakoi_oikismoi_tes_Elladas_zete mata_chorotaxias_kai_prostasias 18 Ομοίως με την υποσημείωση 12 .
Αυτή την περίοδο εισάγονται αρχιτεκτονικά στοιχεία που παραπέμπουν σε αντίστοιχα στοιχεία Οθωμανικών και Ενετικών κατοικιών των ανωτέρων εισοδηματικών τάξεων όπως π.χ. το τούρκικο κονάκι ή αλλιώς αρχοντόσπιτο. Ταυτόχρονα, στις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών, υιοθετήθηκε ο δυτικός τρόπος ζωής, με αποτέλεσμα τα δυτικά αρχιτεκτονικά ρεύματα να καθορίσουν σημαντικά τόσο τη μορφή των οικισμών όσο και την αρχιτεκτονική των επιμέρους κτιρίων19 .
Μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, οι συνθήκες διαμόρφωσης των οικισμών αλλάζουν. Υιοθετούνται στοιχεία δυτικού νεοκλασικισμού τα οποία ενσωματώνονται τόσο στην πολεοδομική οργάνωση των οικισμών όσο και στα επιμέρους κτίσματα. Ως εκ τούτου οι «παραδοσιακοί», μέχρι πρότινος, τρόποι οικοδόμησης περιορίζονται στην περιφέρεια, ενώ στις πόλεις επικράτησε το «νέο δυτικό ρεύμα». Ταυτοχρόνως, στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική συνέχισε να ακμάζει ως τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρις ότου η «μορφολογική ασυνέπεια» λόγω της επικράτησης τους νεοκλασικισμού, να την οδηγήσει στην παρακμή20 .
Από τα μέσα του 20ου αιώνα οι παραδοσιακοί οικισμοί, όπως και οι υπόλοιποι οικισμοί της περιφέρειας, εμφάνισαν σημεία εγκατάλειψης λόγω του πολέμου και του φαινομένου της αστυφιλίας, δηλαδή της γενικότερης μετανάστευσης του αγροτικού πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια πολλοί παραδοσιακοί οικισμοί δέχονται σημαντικές πιέσεις (οικιστικές, περιβαλλοντικές κλπ.) με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί, πολλές φορές μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις. Συνεπώς, οι σημερινοί παραδοσιακοί οικισμοί αντιμετωπίζουν προβλήματα διατήρησης της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομικής τους φυσιογνωμίας μέσα από δύο διαφορετικές διαδικασίες: αυτή της εγκατάλειψης και αυτής των έντονων οικιστικών και περιβαλλοντικών πιέσεων. Για αυτό και σήμερα είναι επιτακτική η ανάγκη για εφαρμογή μιας συντονισμένης πολιτικής προστασίας των παραδοσιακών οικισμών, που αποτελούν σημαντικό μέρος της κτισμένης κληρονομιάς της νεώτερης Ελλάδας.
Διεθνείς Χάρτες και Συμβάσεις σχετικά με την προστασία των ιστορικών οικιστικών συνόλων στον ευρωπαϊκό χώρο:
- Συμφωνία της Χάγης (1899): καταγράφονται οι πρώτες διεθνείς θέσεις σχετικά με το θέμα της προστασίας των εθνικών μνημείων. Η ανθρωπότητα αισθάνεται υπεύθυνη για τη διάσωση των ανθρωπίνων αξιών απέναντι στις μελλοντικές γενιές και έτσι διατυπώνονται αυτές οι αρχές για πρώτη φορά στη «Χάρτα των Αθηνών» το 1931.
- UNESCO21 (1945): στοχεύει στη διατήρηση της κληρονομιάς, στην ενθάρρυνση της δημιουργικότητας των λαών, ενώ η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολιτιστική συνιστώσα και ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
19, 20 Ομοίως με την υποσημείωση 15 21 United Nations Educational Scientific and Cultural Organization
- Χάρτης της Βενετίας (1964): καταρτίστηκε στο 2ο διεθνές συνέδριο αρχιτεκτόνων και τεχνικών των Ιστορικών Μνημείων και αναγνωρίζεται διεθνώς ένα χρονικό πλαίσιο κατευθυντήριων αρχών που διέπουν τη θεωρία και κυρίως την πράξη της αποκατάστασης και συντήρησης κάθε είδους Μνημείων. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται ο ορισμός του ιστορικού μνημείου που αφορά όχι μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και όλη την αστική ή αγροτική τοποθεσία που μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό.
- Το 1972 παρουσιάζεται στην 3η Γενική Σύνοδο του ICOMOS22 η άποψη ότι τα ιστορικά σύνολα αποτελούν ένα θεμελιώδες στοιχείο του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Η χθεσινή και η σημερινή έκφραση πρέπει να διαφυλάσσονται ως ενιαίο σύνολο του οποίου η αρμονία πρέπει να προστατεύεται.
- Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (Παρίσι 1972): επικυρώθηκε και από την Ελλάδα με το Νόμο 1126/1981 και ορίζονται μεταξύ των άλλων ως πολιτιστική κληρονομιά, ομάδες κτιρίων μεμονωμένων ή ενοτήτων (οικισμών), οι οποίες λόγω της αρχιτεκτονικής, της ομοιογένειας ή της θέσης τους, έχουν παγκόσμια αξία.
- Συνέδριο του Άμστερνταμ (1975): διακηρύσσει ότι η Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Κληρονομιά είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς όλου του κόσμου.
- Διάσκεψη της Γρανάδας (1985): ορίζονται μεταξύ άλλων ότι η Αρχιτεκτονική κληρονομιά συμπεριλαμβάνει αγαθά και ομοιογενή αρχιτεκτονικά σύνολα αστικών ή αγροτικών κατασκευών, τα οποία είναι σημαντικά λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους, ώστε να σχηματίζουν ενότητες που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά23 .
Το πλαίσιο προστασίας στην Ελλάδα για την πολιτιστική κληρονομιά και τους παραδοσιακούς οικισμούς:
Όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο, ο πρώτος κρατικός φορέας που ασχολήθηκε με την πολιτιστική μας κληρονομιά είναι το Υπουργείο Πολιτισμού. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο Πολιτισμού είναι ο βασικός φορέας προστασίας και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς, με δραστηριότητες όπως ανασκαφές, αναστηλώσεις, συντηρήσεις, έργα υποδομής, επιχειρησιακά και εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, εκθέσεις και σχετικές εκδηλώσεις. Μέσα από τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες του (εφορείες αρχαιοτήτων, εφορείες νεοτέρων μνημείων και μουσεία), σχηματίζει ένα ευρύ δίκτυο που ασχολείται με τη διατήρηση, προστασία, ανάδειξη, οργάνωση, διαμόρφωση και διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων και των ιστορικών τόπων24 .
22 International Council on Monuments and Sites 23 ΝΟΚ 2012, άρθρο 6. 24, 25 Σαχσαμάνογλου Μ., «Ξυπνώντας το παρελθόν, αναβίωση ιστορικών οικισμών στη μεσόγειο», ερευνητική εργασία Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 28-29. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: http://www.greekarchitects.gr/site_parts/doc_files/238.15.11.pdf
Με τους παραδοσιακούς οικισμούς ασχολήθηκαν τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Μακεδονίας - Θράκης και Αιγαίου. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει ως βασική του αποστολή τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, της βιοποικιλότητας και των υδατικών πόρων. Η «πράσινη ανάπτυξη» που είναι ο κύριος άξονας της δραστηριότητάς του, αφορά γενικά το περιβάλλον, τόσο το φυσικό όσο και το δομημένο. Συνεπώς, στο πεδίο του εντάσσεται και η αρχιτεκτονική κληρονομιά (παραδοσιακά κτίρια, οικιστικά σύνολα, παραδοσιακοί οικισμοί, ιστορικά κέντρα πόλεων και γενικά στοιχεία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με ιδιαίτερη αξία). Η συνεισφορά αυτού του φορέα έγκειται στην εξειδικευμένη νομοθετική κάλυψη σε πολεοδομικό και κτιριακό επίπεδο και στην αποκατάσταση ελεύθερων χώρων, παραδοσιακών οικισμών και περιοχών ιδιαίτερου πολεοδομικού ενδιαφέροντος25 .
Στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς υπήρξε μεγάλη και η συνεισφορά του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), ο οποίος εμφανίζεται μέσω των επιστημονικών αρχών αντιμετώπισης των παραδοσιακών οικισμών χωρίς τη δυνατότητα νομοθετικής θεσμοθέτησης. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθούμε στο πρόγραμμα του Ε.Ο.Τ. για την αξιοποίηση των παραδοσιακών οικισμών που ξεκίνησε το 1975 με πρωταγωνιστή τον Άρη Κωνσταντινίδη, σε μια προσπάθεια αναζήτησης της αυθεντικότητας του ελληνικού πνεύματος μέσα από την τουριστική ανάπτυξη. Στόχος του προγράμματος ήταν η συντήρηση, η αναστήλωση και η διατήρηση κτιρίων και συνόλων, ενώ η επιλογή τους γινόταν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια26 και προτεραιότητα τον σεβασμό του μοναδικού τους χαρακτήρα.
Τέλος, παρουσιάζεται η συντονισμένη προσπάθεια του Υπουργείου Εσωτερικών (1977) με το Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως αρμόδιο φορέα εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας για την επιλογή και το χαρακτηρισμό οικισμών ως παραδοσιακών.
Σε όλες αυτές τις πράξεις διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς επισημαίνεται η σπουδαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ως δημιουργού και υπεύθυνου για τη διαφύλαξη και την προσφορά στις επόμενες γενιές.
26 Διατήρηση και Ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών. Το πρόγραμμα του Ε.Ο.Τ. (1975-1992), σελ. 8-9.