13 minute read
ΙV.iii Πολεοδομικά χαρακτηριστικά της Άνω Πόλης και η αρχιτεκτονική των ιστορικών κτιρίων του οικισμού της Θεσσαλονίκης .……………..…………...........…...……………..σελ
ΙV.iii Πολεοδομικά χαρακτηριστικά της Άνω Πόλης και η αρχιτεκτονική των ιστορικών κτιρίων του οικισμού της Θεσσαλονίκης
Πριν μερικά χρόνια, ο καθηγητής Ν.Κ. Μουτσόπουλος είχε καταγράψει τις εξής σκέψεις και φόβους του για την Άνω Πόλη: «Η Επάνω πόλη ζει στο δικό της χρόνο και βρίσκεται σε αμηχανία με την άλωση του ερμητικά κλειστού της κόσμου, που συντελείται καθημερινά. Μετρά τις δραματικές στερνές της ώρες ώσπου να παραδώσει το πνεύμα στο άμορφο και ανώνυμο μπετόν, που σηκώνεται στα χνάρια των άμορφων ερειπίων. Τα σπίτια εδώ μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια εκφράζουν με συνέπεια ένα κόσμο περασμένο. Αξιοπρόσεχτη είναι η ποικιλία και η εναλλαγή των φαινομενικά ομοιόμορφων κτισμάτων ενός κόσμου που ζούσε κάτω από την καταθλιπτική παρουσία ενός αλλόπιστου δυνάστη. Η απλοϊκότητα των μορφών κρύβει τη σοφία των λύσεων χώρων, φωτισμού, λειτουργίας. Τα κατάλοιπα των πριονωτών προεξοχών, των «σαχνισιών» της τουρκοκρατίας, διδάσκουν την ανάγκη της στροφής των χώρων στο σωστό προσανατολισμό. Ο σεβασμός της ανθρώπινης κλίμακας και η αυτοτέλεια των επιμέρους λεπτομερειών μέσα σε ένα διαρθρωμένο σύνολο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά συνθέσεως των όψεων. Τα στενά δρομάκια, τα χαγιάτια (οι βυζαντινοί ηλιακοί, τα σολάρια) εμφανίζουν την συντηρητική συνέχιση μεσαιωνικών προτύπων και λύσεων στα οδυνηρά προβλήματα μιας καστρογυρισμένης πολιτείας»48 .
Advertisement
Κρίνεται σκόπιμο να δούμε, λοιπόν, πως εξελίχθηκε αυτός ο ιδιαίτερος κόσμος της Άνω Πόλης μέσα από τα χαρακτηριστικά της.
Την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της Άνω Πόλης επηρέασαν πολλοί παράγοντες, όπως η θέση του οικισμού, το ανάγλυφο του εδάφους, η κοινωνική συγκρότηση των πρώτων κατοίκων της, η παράδοση και άλλοι49. Είναι αναμφισβήτητο, όμως, ότι η πλαγιά της Άνω Πόλης μέσα από τα τείχη, η θέα προς τη θάλασσα, η ύπαρξη του τείχους ως φυσικού εμποδίου στην εξάπλωση αλλά και ως βασικού στοιχείου άμυνας, το κλίμα και το έδαφος έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μορφή των κατοικιών της αλλά και του οικισμού γενικότερα.
Η Άνω Πόλη διατηρεί σε μεγάλο τμήμα της τον
παραδοσιακό πολεοδομικό
χαρακτήρα που απαντάται σε όλες τις παλιές μακεδονικές πόλεις. Τα λιθόστρωτα και οι αυλές, οι ανηφοριές και τα ξέφωτα, η βυζαντινή γενικά παράδοση διαμόρφωσαν την πολεοδομία του οικισμού.
Εικόνα 20: Τμήμα της Άνω Πόλης και των τειχών, σήμερα.
48 Μουτσόπουλος Ν. Κ., περιοδικό «Αρχιτεκτονική», έτος ΣΤ’, αριθμ. 35, 1962, σ. 39. 49 Παρθενόπουλος Κ., «Πολιτισμός και Αστικό Περιβάλλον», Θεσσαλονίκη 2004. Από: Μάντσιου Α., Περιβέντα Μ., Χαλιάζη Π., «Παραδοσιακός οικισμός Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης. Προτάσεις αναβάθμισης», ΤΕΕ/Τμ. Κ. Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2010. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: http://tkm.tee.gr/wp-content/uploads/2018/02/HydrogenTechnology_Final-1.pdf
Τα ίχνη της αρχικής πολεοδομίας, παρά τις επεμβάσεις των νεότερων ρυμοτομικών σχεδίων (δεν εφαρμόστηκαν οι Ρυμοτομίες του 1931 και του 1979), διατηρήθηκαν σχεδόν άθικτα στην αυθεντική τους μορφή. Ο αστικός ιστός της παραδοσιακής γειτονιάς με τη χαρακτηριστική τυπολογία και μορφολογία του έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, καθώς η επιβίωση του παραδοσιακού στοιχείου οφείλεται κυρίως στη δυσκολία εφαρμογής των όρων δόμησης και της Ρυμοτομίας, που καθιερώθηκαν τα πρώτα χρόνια μετά την κατοχή. Η σημερινή μορφή του οικισμού είναι αποτέλεσμα της μετεξέλιξης των μουσουλμανικών συνοικιών, της χριστιανικής συνοικίας των Βλατάδων και της συσσώρευσης κατοικιών γύρω από τις υπόλοιπες βυζαντινές εκκλησιές και τα τζαμιά50 .
Το οδικό δίκτυο στην Άνω Πόλη ήταν πολύπλοκο. Στενοί δρόμοι που δεν τέμνονταν σε ορθή γωνία, αδιέξοδα, διακοπή του οπτικού πεδίου από χτιστά εμπόδια. Η διάταξη αυτή, χαρακτηριστική των βυζαντινών πόλεων, έχει διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό και σήμερα, καθώς η Άνω Πόλη αποτελεί το μόνο τμήμα της Θεσσαλονίκης που το οδικό δίκτυο δεν έχει μεταβληθεί εδώ και τόσα χρόνια51 .
Με την σημερινή εικόνα του οικισμού, οι αστικές νησίδες έχουν πολύμορφο και ακανόνιστο σχήμα, ενώ το μέγεθος τους είναι αστικού μεγέθους και όχι αγροτικού. Είναι, επίσης, φανερή η έλλειψη προγενέστερου πολεοδομικού σχεδιασμού, η ακολουθία του ανάγλυφου της περιοχής και η εφαρμογή λύσεων ανάλογων των εκάστοτε αναγκών των κατοίκων. Η κατανομή δομημένου - αδόμητου χώρου δεν εμφανίζει ιδιαίτερες διακυμάνσεις μεταξύ των οικοδομικών νησίδων πλέον, αλλά εμφανίζει ιδιαίτερη διαχρονική πύκνωση. Οι νεότερες κατασκευές χτίζονται στο όριο της ρυμοτομικής γραμμής και ακολουθούν το σύστημα πανταχόθεν ελεύθερο με είσοδο από το πλάι.
Ως προς το αδόμητο, στις παλαιότερες ιδιοκτησίες καταλάμβανε ένα σημαντικό ποσοστό της ιδιοκτησίας, ενώ στις νεότερες αποτελεί πολύ μικρό ποσοστό. Σε επαφή με το τείχος εμφανίζονται μεγάλες αδόμητες ζώνες που έχουν προκύψει από την κατεδάφιση καστρόπληκτων κτισμάτων για την ανάδειξη του τείχους, ενώ εμφανίζονται ως αδόμητοι χώροι πολλά οικόπεδα που έχουν προκύψει από την κατεδάφιση ετοιμόρροπων κατασκευών.
Εικόνα 21: Η διάρθρωση του οδικού δικτύου στην Άνω Πόλη.
Εικόνα 22: Κατεδάφιση ετοιμόρροπου κτίσματος δίπλα στα βυζαντινά τείχη.
50 Μάντσιου Α., Περιβέντα Μ., Χαλιάζη Π., «Παραδοσιακός οικισμός Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης. Προτάσεις αναβάθμισης», ΤΕΕ/Τμ. Κ. Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 50. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: http://tkm.tee.gr/wp-content/uploads/2018/02/HydrogenTechnology_Final-1.pdf 51 Αναστασιάδης Α., «Θεσσαλονίκη, Άνω Πόλη», σειρά Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1989.
Ως προς τις χρήσεις, κυριαρχεί η κατοικία, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό ισογείων και ορόφων φιλοξενεί κατοικίες, ενώ το εμπόριο είναι περιορισμένο. Η αναψυχή παρουσιάζει μηδαμινή διασπορά στο εσωτερικό των οικοδομικών νησίδων και περιλαμβάνει κυρίως εστιατόρια, καφετέριες και παραδοσιακά καφενεία. Σε λίγες περιπτώσεις η αναψυχή εντάσσεται και στον όροφο κτιρίων με αντίστοιχη χρήση στο ισόγειο. Αρκετοί ισόγειοι χώροι λειτουργούν ως αποθήκες ή παραμένουν κενοί χρήσης, ενώ αντίστοιχα και οι όροφοι των κτιρίων αυτών συνήθως παραμένουν εκτός χρήσης. Επίσης, κενά παρουσιάζονται σε πολλά παραδοσιακά κτίσματα, καθώς η κακή κατάσταση διατήρησής τους και η αδυναμία συντήρησης αποτρέπει την, έστω περιστασιακή, χρήση τους52 .
Ως προς τα ύψη και την επικάλυψη των κτιρίων, η πλειοψηφία τους είναι διώροφα ή τριώροφα με κεραμοσκεπή. Στα κτίσματα που στεγάζουν καταστήματα, το ύψος στο ισόγειο είναι μεγαλύτερο από αυτό της κατοικίας στον όροφο. Ο χτιστός όγκος της περιοχής, λόγω γεωμορφίας, εμφανίζει ομαλή κλιμάκωση, καθώς τα ύψη ακολουθούν τον κανόνα σεβασμού θέας και ηλιασμού όσον αφορά στα παλαιά κτίσματα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις όπου οι οικοδομές, κυρίως της τελευταίας 30ετίας, εξαντλούν τον συντελεστή δόμησης χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν άλλες παραμέτρους53 .
Ως προς τον τρόπο στέγασης, η συντριπτική πλειοψηφία των κτιρίων της περιοχής ακολουθούν την νομοθεσία που διάγει την Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης περί στέγασης του κτιρίου με κεραμοσκεπή. Όσα στεγάζονται με δώμα έχουν κτιστεί κατά τον μεσοπόλεμο ή μεταπολεμικά πριν την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας. Τέλος, υπάρχουν ερείπια καστρόπληκτα των οποίων η στέγη έχει καταπέσει στο εσωτερικό του κτιρίου και αποτελεί μαρτυρία για την κατασκευή των ξύλινων στεγών της περιόδου ανεγέρσεως τους54 . Ως προς την χρονολόγηση, είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός των κτιρίων που έχουν ανεγερθεί τα τελευταία 30 χρόνια, μετά δηλαδή τον σεισμό και το Προεδρικό Διάταγμα του 1979. Τα κτίρια αυτά κυριαρχούν με τον όγκο τους στον χώρο και στα μέτωπα των δρόμων. Τα μεταπολεμικά κτίρια είναι λίγα και είναι διακριτά, καθώς δεν ακολουθούν τους κανόνες του νεοπαραδοσιακού στυλ, αλλά είναι απλές πολυκατοικίες. Μεσοπολεμικά κτίρια είναι κυρίως τα καστρόπληκτα.
Εικόνα 23: Τριώροφα κτίσματα με κεραμοσκεπή στην Άνω Πόλη.
Εικόνα 24: Νεόκτιστη οικοδομή στην οδό Χαβρίου 10.
52, 53, 54 Αλεξιάδου Σ., «Κατοικία Νικολαΐδη, Ακρίτα 3, Τσινάρι, Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης», Δ.Π.Μ.Σ. Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού, Α.Π.Θ., 2014-2016, σελ. 23-24. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: https://ikee.lib.auth.gr/record/286498/files/GRI-2016-18060.pdf
Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων της Άνω Πόλης διατηρεί τα παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία της ελληνικής ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής και σαφώς δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε και τη δυναμική προσαρμοστικότητα της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής στις απαιτήσεις της στενότητας του χώρου, στις κλίσεις του εδάφους, στην ύπαρξη μικρών οικοπέδων στην αναζήτηση θέας κλπ.
Στη διάρκεια της τουρκικής περιόδου, τα σπίτια στην Άνω Πόλη ήταν όμοια με αυτά που συναντούσε κανείς στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και στην Ανατολή. Είχαν τυπολογικά στοιχεία λαϊκής μακεδονικής και τουρκικής αρχιτεκτονικής. Επρόκειτο για δύο είδη αρχιτεκτονικής με πολλές ομοιότητες στη μορφή ή τη διάταξη και στις χρήσεις των χώρων. Συναντάμε, επίσης, και εβραϊκές κατοικίες που εκτός από τον τουρκικό χαρακτήρα, είχαν εμφανή επίδραση του νεοκλασικισμού της δυτικής Ευρώπης στις διακοσμήσεις τους και σε άλλα επιμέρους στοιχεία τους. Αυτό οφείλεται στη καταγωγή και την προέλευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κυρίως από την Ισπανία55 .
Εικόνα 25: Διατηρητέο σπίτι παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στον οδό Θεοφίλου. Εικόνα 26: Διατηρητέο σπίτι μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής στην οδό Ακροπόλεως, με μικρό οξυκόρυφο αέτωμα.
Εικόνα 27: Διατηρητέο σπίτι στην οδό Δημ. Πολιορκητή, που συνδυάζει τη μακεδονίτικη με τη νεοκλασική μορφολογία. Εικόνα 28: Διατηρητέο σπίτι στην οδό Θεοφίλου, δείγμα μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με νεοκλασικές επιδράσεις.
Εικόνα 29: Ενδιαφέρον δείγμα μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με αετωματική απόληξη, στην οδό Αθηνάς.
55 Βακαλόπουλος Α., «Ιστορία της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 215-219.
Τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα κτίσματα, με συμμετρικά οργανωμένες προσόψεις, όπου μερικές φορές συναντάμε τη χρήση ψευδοπαραστάδων, στοιχείο που προέρχεται από τη κλασική αρχιτεκτονική. Τα ανοίγματα ήταν πολλά με αυστηρή συμμετρία, η στέγη προεξείχε από το υπόλοιπο σπίτι και τα κεραμίδια της ήταν βυζαντινού τύπου.
Τα υλικά δομής ήταν συνήθως ξύλα και ορισμένες φορές πέτρες. Όταν δομικό υλικό ήταν το ξύλο, το σκελετό του σπιτιού αποτελούσε ένα πλέγμα από διαγώνια και κάθετα στοιχεία, οι «παγιάντες». Ο ξύλινος αυτός σκελετός ονομαζόταν κορεστές. Στους τοίχους ο φέρων σκελετός γέμιζε με ωμά πλιθάρια και επιχριζόταν. Το είδος αυτό του χτισίματος ονομάζεται τσατμάς. Σε περιπτώσεις ελαφρύτερων κατασκευών, οι τοίχοι χτίζονταν με οριζόντιες πηχούλες και επιχρίζονταν με ασβεστοκονίαμα εμπλουτισμένο, για περισσότερη συνοχή, με φλοιούς δημητριακών ή ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (μπαγδατί). Όταν δομικό υλικό ήταν η πέτρα, οι τοίχοι συχνά διακόπτονταν με ξυλόδεσμους, που ονομάζονται χατίλια, ενώ οι πέτρινοι τοίχοι αποτελούσαν το φέρον στοιχείο, δηλαδή τον κορμό όλου του σπιτιού56 .
Όσον αφορά τα μορφολογικά στοιχεία των σπιτιών, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, ήταν τα σαχνισί, κλειστές προεξοχές των όγκων του ορόφου από το επίπεδο των τοίχων του ισογείου (Εικόνες 33, 34). Βρίσκονταν συνήθως στην όψη του σπιτιού ή σε δύο πλευρές του. Ο λόγος που δημιουργούνταν τα σαχνισί ήταν η ανάγκη προέκτασης ορισμένου χώρου και γινόταν συνήθως στο καλύτερο χώρο του σπιτιού, στον επίσημο οντά. Η διάστασή τους δεν ήταν σταθερή. Συχνά, σε πολλά κτίσματα, η όψη του ορόφου εκφράζει και την κάτοψη. Αξιόλογη κατασκευή αποτελούσε η στήριξη του σαχνισί, που γινόταν συνήθως με αντηρίδες ή με σειρές επάλληλων μικρών δοκαριών που προεξείχαν κατά το εκφορικό σύστημα. Τα ανοίγματα στα σαχνισί ήταν συνήθως δύο και κάποτε τρία στη σειρά. Πολλές φορές υπήρχε από ένα παράθυρο σε κάθε πλάγια όψη του. Συχνή ήταν η ρυθμική παράταξη των παραθύρων και ο τονισμός της συμμετρίας με μία αετωματική απόληξη στο κέντρο της όψης (Εικόνες 35, 36).
Εικόνα 30: Πλέγμα ξύλινων κάθετων και διαγώνιων στοιχείων στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού στην Άνω Πόλη.
Εικόνα 31: Κατασκευή εσωτερικού τοίχου σπιτιού στην Άνω Πόλη με «μπαγδατί». Εικόνα 32: Πέτρινος εξωτερικός τοίχος σε σπίτι στην Άνω Πόλη με επίχρισμα σοβά.
56 Αναστασιάδης Α., «Θεσσαλονίκη, Άνω Πόλη», σειρά Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1989, σελ. 18-20.
Εικόνα 33: Λεπτομέρεια των σαχνισί στην οδό Σαχτούρη. Εικόνα 34: Σπίτι επί των οδών Τσαμάδου – Αλ. Παπαδοπούλου.
Εικόνα 35: Αέτωμα σπιτιού στην οδό Ολυμπιάδος. Εικόνα 36: Αέτωμα σπιτιού στην οδό Κ. Παλαιολόγου.
Ένας άλλος χαρακτηριστικός χώρος στη λαϊκή μακεδονική αρχιτεκτονική, ήταν το χαγιάτι. Πρόκειται για ένα σκεπαστό υπαίθριο χώρο στον όροφο, προέκταση του εσωτερικού του σπιτιού, που είτε προεξείχε από την παρειά του τοίχου, είτε όχι. Το χαγιάτι όταν υπήρχε, αποτελούσε τον πυρήνα του σπιτιού, καθώς ήταν ο πνεύμονας ηλιασμού και αερισμού. Συνήθως βρισκόταν στον όροφο, άλλοτε όμως και στο ισόγειο, στο πίσω μέρος του σπιτιού «βλέποντας» σε εσωτερική αυλή57 .
Εικόνα 37: Χαρακτηριστικό χαγιάτι σε σπίτι στην οδό Κάστορος Άνω Πόλης.
57 Μουτσόπουλος Ν. Κ., «Σπίτια της Χαλκιδικής», Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 17-48.
Σε ορισμένα σπίτια της τουρκικής συνοικίας υπήρχε εξώστης. Ήταν ξύλινη κατασκευή προσκολλημένη στον όγκο των τοίχων. Άλλοτε πάλι υπήρχαν δίοδοι, οι διαβατικοί, που οδηγούσαν σε κοινόχρηστη αυλή.
Να σημειώσουμε ότι μορφολογικά, τα σπίτια στην Άνω Πόλη, διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες:
1) α’ μορφολογική κατηγορία: κτίσματα ξεχωριστού αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, με ξεκάθαρα τυπολογικά στοιχεία λαϊκής μακεδονικής, βαλκανικής ή νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και με σημαντικό αριθμό διακοσμήσεων.
2) β’ μορφολογική κατηγορία: κτίσματα με λιγότερο σημαντικά μορφολογικά στοιχεία που δεν προσδιορίζουν απόλυτα την εποχή κατασκευής τους. Έχουν υποστεί κάποιες αλλοιώσεις και έχουν χάσει την αυθεντικότητα που κάποτε ίσως τα διέκρινε. Οι διακοσμήσεις τους είναι περιορισμένες.
3) γ’ μορφολογική κατηγορία: σπίτια χωρίς ουσιώδη αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για προσφυγικές κατοικίες που, από την εποχή της κατασκευής τους, έχουν υποστεί αλλοιώσεις και τροποποιήσεις. Πολλά από αυτά βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Οι δύο άλλες κατηγορίες περιλαμβάνουν τα «νεόχτιστα» και τις πολυκατοικίες. Πρόκειται για νέες κατασκευές με τα γνωστά χαρακτηριστικά της πολυκατοικίας των μέσων και λαϊκών στρωμάτων χωρίς κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Συχνά κάνουν χρήση των κλίσεων του εδάφους για μεγαλύτερη εκμετάλλευση58 .
Στην τυπολογία τους, τα σπίτια στο εσωτερικό τους είχαν έναν βασικό χώρο στον όροφο, το καθημερινό ή αλλιώς οντά, γύρω από τον οποίο βρίσκονταν τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Η κουζίνα βρισκόταν συνήθως στο ισόγειο και ήταν χώρος που χρησίμευε μόνο για το μαγείρεμα. Το αποχωρητήριο ήταν ένα μικρό δωμάτιο με ένα τρυπημένο λιθάρι, άλλες φορές μέσα, αλλά συνήθως έξω από το σπίτι, στον κήπο.
Εικόνα 38: Χαρακτηριστική όψη σπιτιού της Άνω Πόλης, στην οδό Θεοφίλου. Εικόνα 39: Η κάτοψη του σπιτιού στην οδό Θεοφίλου, με τη διάταξη των χώρων.
58 Αναστασιάδης Α., «Θεσσαλονίκη, Άνω Πόλη», σειρά Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1989, σελ. 35.
Τα σπίτια ήταν χαμηλοτάβανα με ξύλινα πατώματα, ξύλινα ταβάνια, συχνά με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις ή απλές κορνίζες, με ξύλινη εσωτερική σκάλα και ξύλινα κουφώματα. Η ζωή μέσα σε αυτά ήταν συγκεντρωμένη πιο πολύ στον όροφο, στον οντά και στο χαγιάτι, όταν υπήρχε. Στο ισόγειο, τα δωμάτια χρησίμευαν κυρίως σαν χώροι αποθήκευσης.
Τα σπίτια των Τούρκων ήταν συχνά διακοσμημένα με ξύλινες παραστάδες στις γωνίες των εσωτερικών τοίχων και στις πλευρές των ανοιγμάτων, και με ξύλινες κορνίζες μεταξύ των ορόφων. Στο μέσο της μπροστινής όψης υπήρχε, ιδιαίτερα στα σπίτια της τουρκικής αρχιτεκτονικής, ένα τριγωνικό αέτωμα με γλυπτές διακοσμήσεις. Στα σπίτια μακεδονικής αρχιτεκτονικής δεν υπήρχαν γλυπτές διακοσμήσεις. Το σχήμα των σπιτιών αυτών ήταν πιο απλό και πιο γεωμετρικό, είχαν πολλά και μικρά ανοίγματα στις όψεις του ορόφου, αντίθετα με τα σπίτια τουρκικής αρχιτεκτονικής που είχαν μεγάλα ανοίγματα. Στο ισόγειο, βέβαια, δεν είχαν καθόλου.
Στα σπίτια των Εβραίων, όπου είναι έντονες οι νεοκλασικές επιδράσεις στη τυπολογία τους και στις διακοσμήσεις τους, υπήρχε συμμετρία στα σαχνισί, στους εξώστες, στις πόρτες και στα παράθυρα. Στα ακραία δοκάρια και στα στηρίγματα της σκεπής είχαν ραβδώσεις. Στο τμήμα του τοίχου κάτω από τη σκεπή, όπως επίσης και πάνω από τα παράθυρα, υπήρχαν ανάγλυφες γύψινες διακοσμήσεις πάνω στο εξωτερικό επίχρισμα. Η αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού χρησίμευε ως κήπος και καθιστικό. Συναντάμε μεγάλο ελεύθερο ύψος, στέγη που δεν προεξέχει και καλύπτεται περιμετρικά από ένα στηθαίο, ταβάνια επιχρισμένα και όχι από ξύλο, τοίχους από τούβλο και όχι από μπαγδατί, τσατμά ή πέτρινο, ανάγλυφες διακοσμήσεις στο επίχρισμα με γύψο και όχι ξύλινες59 .
Σήμερα, στην Άνω Πόλη, σώζονται ορισμένα σπίτια που η γενική τους κατάσταση και τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά φανερώνουν πως έχουν χτιστεί στην περίοδο μετά της απελευθέρωσης της πόλης και ιδιαίτερα μετά το 1922. Τα σπίτια αυτά έχουν είτε στοιχεία μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, σε απλοποιημένη όμως μορφή, είτε καθαρά νεοκλασικά.
Εικόνα 40: Νεοπαραδοσιακές κατοικίες, οδός Αγίου Παύλου. Εικόνα 41: Κατοικίες, σύμφωνα με τους νέους όρους δόμησης του Δ. 1980.
Εικόνα 42: Σημερινή κατοικία στην οδό Τσαμαδού.
59 Αναστασιάδης Α., «Θεσσαλονίκη, Άνω Πόλη», σειρά Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1989, σελ. 21.