Λυδία Ελιόγλου: Από την παραλία πέρασες;

Page 1





Aπό την παραλία πέρασες;


4

Επιμέλεια & διορθώσεις ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Α. ΚΩΤΣΙΝΗ Σχεδιασμός έκδοσης Ιωάννης Κ. Τσίγκας Φωτογραφίες ΧΑΡΗΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ KAΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι Τ+F 210 68 59 273 | Ε kouledakis@gmail.com www.kapaekdotiki.gr | info@kapaekdotiki.gr ISBN: 978-618-81669-9-8

ΛΥΔΙΑ ΕΛΙΟΓΛΟΥ


Λυδία Ελιόγλου Από την παραλία πέρασες; Πρωτότυπο θεατρικό έργο Μικρά επεισόδια της μνήμης στραμμένα στη θάλασσα Πρόλογος: Θοδωρής Γκόνης Επίμετρο: Γιώργος Καρατζιώτης




8

ΛΥΔΙΑ ΕΛΙΟΓΛΟΥ

Το υγρό στοιχείο της μνήμης Λυδία Ελιόγλου

Το υγρό στοιχείο της μνήμης. Ένας βυθός που, διαβρωτικά και συντηρητικά, βαθαίνει ακατάσχετα στη ροή του χρόνου. Μ’ επίκεντρό του την ύπαρξη, παράγωγα τις αναμνήσεις. Όπως τις συγκρατήσαμε, όπως τις αλλοιώσαμε, όπως τις παραλλάξαμε ή όπως επιλέξαμε συνειδητά να τις ανακαλούμε… Ένα άδολο χωνευτήρι. Αθώο όσο τα πρώτα μας βήματα στην άμμο και ένοχο όσο τα πρώτα ποταπά χνάρια της περασιάς μας. Ετοιμοπόλεμο, για μια γρήγορη φυγή απ’ την πραγματικότητα και δειλό, ένα χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα ανίκανο να νοσταλγήσει το παρελθόν, μα και να ψηλαφίσει το μέλλον. Μισαλλόδοξο, σαν τόπος εγκεφαλικός που δεν γνωρίζει παρά μόνο σύνορα, που δεν αναγνωρίζει παρά μόνο δεδομένα. Καλωδιωμένο, παύοντας να κυλάει, συγκεντρωτικά στέρεο απολύει τη φυσική του κατάσταση. Ετοιμόρροπο, κλυδωνίζεται και παραπαίει στον πρώτο τριγμό, στο πρώτο χτύπημα σπάει μόνο και μόνο για να αναδομηθεί. Σκόπιμα επενδύεται με μουσικές, ύστατη προσπάθεια να οξύνει τις αισθήσεις του, όταν μετεωρίζεται. Και μόλις νιώσει συμπαγές, μεταμορφώνεται, αποτασσόμενο τα γενεσιουργά συστατικά του. Σ’ αυτόν τον βυθό, δεν υπάρχουν ναυάγια. Το υγρό στοιχείο της μνήμης λειαίνει επιφάνειες, τις κάνει πανανθρώπινες, σχήμα συμβατικό η παραλία, δεν παζαρεύει τη θάλασσα. Τη διεκδικεί ασύνορα και αδιακρίτως. Συνομολογεί με στερεές μορφές για να εκτιναχθεί σε άλλες διαστάσεις. Θαμπώνει τα πρόσωπα, το όνομα και το φύλο τους. Βάζει αποσιωπητικά παρακινώντας και όχι αποκρύπτοντας. Εξαντλεί καταστάσεις, μετρώντας αβοήθητο τις αντοχές του, δίχως φιάλες οξυγόνου και δίχως σιγουριές. Στις ικανότητές του απροσμέτρητο, διεισδύει αναπάντεχα. Στους θησαυρούς στέκει ασυγκίνητο και στις σκουριές αναθαρρεί. Σε μέγιστους καπεταναίους χαιρετά λιτά και σ’ άγνωστους λούστρους υποκλίνεται. Η έκτασή του αβέβαιη, το πού μπορεί και πώς να εισχωρήσει.


Σ’ ένα ερημικό νησί, στην αμμουδιά ξεβράζει το κύμα άδεια μεταλλικά κουτιά, άμοιρα ευθυνών. Μία βαλίτσα επιπλέει στα ανοιχτά, χάσκει σαν στόμα που ξερνάει χιλιάδες λέξεις, εκατομμύρια χρυσόψαρα αποπειρώνται ακόμη να βγουν από τη γυάλα τους. Ένας ξένος οραματίζεται σε μακρινή στεριά πώς να ‘ναι η γη του, ενώ καλώδια απλώνονται στα έγκατά της και εκατοντάδες κιλά δυναμίτη ηχούν εκκωφαντικά. Μια άδεια πολυκατοικία υψώνεται, μεταμορφώνεται αυθύπαρκτα σε απουσία ανθρώπων. Στο οπουδήποτε, στο οποτεδήποτε, μία γυναίκα αναρωτιέται: «Από την παραλία πέρασες;». Ή μήπως δεν ήταν γυναίκα; Μήπως δεν ήταν καν παραλία; Και το νησί σάμπως υπάρχει; Στα έγκατα του νου, κατά τόπους δίνες μέμφονται την ακρογιαλιά. Νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Εκείνες πάλι άνευ συντεταγμένων, χτυπούν ανελέητα ό,τι συναντούν. Και κάθε φορά, απ’ αυτό το κάτι που κάποτε κάτι ήταν, κάτι άλλο γεννιέται. Και αναδύεται στην επιφάνεια. Τότε, το υγρό στοιχείο της μνήμης το αγκαλιάζει. Του δίνει ρούχο να σκεπαστεί. Το κάνει λέξεις να στεγνώσει. Το βγάζει βόλτα στη στεριά. Του δείχνει αλλιώς τη θάλασσα. λ.ε.


10

Από τα Πεντακόσια στα Χείλια Θοδωρής Γκόνης Καλλιτεχνικός Διευθυντή Φεστιβάλ Φιλίππων

ΛΥΔΙΑ ΕΛΙΟΓΛΟΥ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΠΕΡΑΣΕΣ;

11

Το Φεστιβάλ Φιλίππων ήθελε πάντα να είναι ένα πραγματικό φεστιβάλ. Να παράγει, να παραγγέλνει δικά του έργα, δικές του παραστάσεις, δικά του πράγματα. Να αναδεικνύει και να δίνει βήμα σε νέους καλλιτέχνες. Κυρίως σ’ αυτούς. Όσες φορές το κατάφερε -και είναι αρκετές- νιώσαμε υπερήφανοι. Ανοίξαμε νέους χώρους, αναδείξαμε γωνιές της πόλης ιστορικές και ξεχασμένες, ζητήσαμε από νέους συγγραφείς να γράψουν ειδικά για εμάς. Το θέμα του 57ου Φεστιβάλ Φιλίππων ήταν η πόλη της Καβάλας, το σώμα της, αυτή μας χάρισε τον τίτλο «Από τα Πεντακόσια στα Χείλια». Πολλοί καλλιτέχνες κλήθηκαν να αφήσουν πάνω της το στίγμα τους. Η Λυδία Ελιόγλου θέλαμε να είναι μία από αυτούς. «Εκμεταλλεύτηκε» με τον καλύτερο τρόπο το βήμα που της δόθηκε. Γράφοντας ένα έργο σπονδυλωτό, με γρήγορο ρυθμό, που συνδυάζει καθημερινό αλλά και ποιητικό λόγο. Μικρές ιστορίες, τολμηρές, εύστοχες, ευθύβολες, ευφάνταστες, προσωπικές, με χιούμορ αλλά και με νοσταλγία, μιλούν για την οικονομική κρίση, τη θάλασσα, τη μνήμη, το περιβάλλον, τα ταξίδια, την παραλία. Όλα όσα συνθέτουν την Καβάλα του σήμερα. Ένα έργο που γεννήθηκε μέσα στο Φεστιβάλ, για το Φεστιβάλ. Στην παραλία της Καβάλας. Είμαστε χαρούμενοι που η Λυδία συνεχίζει και ανοίγεται σε άλλες παραλίες –πώς αλλιώς να μεγαλώσει ένας συγγραφέας– συνεχίζει να γράφει θέατρο, να παίζονται τα έργα της, να εκδίδονται και γι’ αυτό νιώθουμε δικαιωμένοι. θ.γκ.


12

Σκηνή Α΄

ΛΥΔΙΑ ΕΛΙΟΓΛΟΥ


Τ Ο

Κ ΟΥ ΤΙ

[Σε μία άδεια σκηνή εμφανίζεται ένας άντρας. Γύρω του υπάρχουν διάσπαρτα αντικείμενα που παραπέμπουν σε καλοκαίρι. Μία ομπρέλα θαλάσσης, ένα ψάθινο καπέλο, γυαλιά ηλίου. Μία βαλίτσα.]

ΑΝTΡΑΣ: Σκουπίδια… Σκουπίδι! Αυτό που απομένει από αυτό που κάποτε κάτι ήταν.

Έτσι δεν είναι; Άρα, τι είναι το σκουπίδι; Ένα τίποτα! Ένα αδύναμο πράγμα που το χρησιμοποιείς και μετά, το πετάς. Άχρηστo τώρα, το καημένο. Όσο ήταν στο ράφι, όμως, ε; Και εκεί ακριβώς την πατάμε! Εκεί ακριβώς… όλα λάθος! Γιατί το σκουπίδι παίρνει εκδίκηση. Κι είναι η εκδίκηση του περιττού! Σου λέει με χρησιμοποίησες καλά-καλά και τώρα πέταμα; Θα σου πω εγώ εσένα! Γιατί αν δεν μπορείς να κάνεις ζάφτι όσα πετάς, τότε τι κάνεις, ε; Τίποτα δεν κάνεις! Κι ακόμη χειρότερα, άντε και κάνεις πως το πετάς, είσαι σίγουρος ότι θα καταφέρεις να το πετάξεις πραγματικά; Αυτό είναι ερώτημα θεμελιώδες! Βέβαια, θα μου πείτε, για τον άνδρα που δε χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ 1, αυτό δεν είναι δα και κανένα κατόρθωμα. Επίσης, αυτό δεν είναι δα και καμιά πρωτότυπη σκέψη, από κάπου την ξεπατίκωσα. Γιατί μέσα στα τόσα περιττά, άλλο θέλεις κι άλλο πιάνεις. Δηλαδή, άλλο ήθελα να πω. Τι ήθελα να πω; Α, ναι! Προσπαθείς, ωραία; Τι προσπαθείς; Να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια σου! Σε ποιον δεν έχει συμβεί να πετάξει κάτι κατά λάθος; Πας να μαζέψεις για παράδειγμα κάτι χαρτιά από το γραφείο κι όπως τα κάνεις σωρό, παίρνουν αμπάριζα κι ένα μολύβι. Ψάχνεις μετά το μολύβι και… συμφορά! Μου έκλεψαν τη συλλογή μου! Άλλο πας να πιάσεις κι άλλο πιάνεις, άλλο θες να κρατήσεις κι άλλο αφήνεις ένα πράμα… Με ένα Άρλεκιν, όμως, ξεχνιέμαι, σωστά; Εμ, δεν ξεχνιέμαι! Γι’ αυτό και ποτέ μα ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεχάσω… Παιδί ήμουν και μ’ είχε στιγματίσει εκείνη η εμπειρία… Είχαμε πάει για βαρκάδα στα ανοιχτά, εγώ κι ο θείος μου, τάχα κι εγώ ο μικρός για ψάρεμα. Πιάνει απ’ τον πάγο τ’ αναψυκτικό, το κατεβάζει μονορούφι. Πάει με όλα, θα 1 Σ.τ.Ε: με πλάγια γραφή σημειώνονται διακειμενικά αποσπάσματα από έργα γραπτού και προφορικού λόγου.


14

ΛΥΔΙΑ ΕΛΙΟΓΛΟΥ

μου πεις! Αλλά, γιατί έτσι μας αρέσει, γεμίζει ο θείος μου το μεταλλικό κουτί θαλασσινό νερό και τ’ αφήνει να βυθιστεί. Είχα γουρλώσει τα μάτια και τον κοίταζα. Και τι γυρνάει και μου λέει; «Μην ανησυχείς, σε δεκαπέντε χρόνια δε θα υπάρχει πια, θα το ’χει λιώσει η θάλασσα!». Είχα συγκρατήσει μια γκριμάτσα αηδίας κάνοντας πως τον πιστεύω. Από τότε, να πέρασαν… πόσα χρόνια; Πάντως, δεκαπέντε πέρασαν σίγουρα. Ε, δεν ξέρω για τη θάλασσα. Εγώ πάντως, δεν το χώνεψα ποτέ αυτό που είδα… Κι ήρθε το καλοκαίρι, ωραία; Είπα κι εγώ να περάσω απέναντι, να πάω στο νησί, να ξεφύγω λιγάκι, να αλλάξω παραστάσεις, να ζήσω κι εγώ τον μύθο μου -παντού υπάρχει ένας μύθος! Κι ήταν η παραλία υπέροχη κι ερημική, ωραία; Όμως και πάλι! Κατάφερνες εκεί, στη μέση του πουθενά, να βρεις ό,τι μπορεί να κατεβάσει η γκλάβα σου: σαμπρέλες, σπασμένα πλαστικά, διαλυμένες καρέκλες μέχρι και σερβιέτες να επιπλέουν! Ο επιμένων ελληνικά, βλέπετε… Είχα πέσει, λοιπόν, να βουτήξω απ’ το καραβάκι γιατί δεν άντεχα! Τι δεν άντεχα; Δεν άντεχα άλλο να ακούω την ξεναγό που έκανε τα ξινά, γλυκά προμοτάροντας τις ατέλειωτες παραλίες μας. Ήθελα να γυρίσω να της την πω, που τα ’κοβε μεγάλα και βαρβάτα θαρρείς και δεν έβλεπε τι έτρεχε γύρω της, αλλά ήταν σαν να μου ανταπαντούσε ήδη, «να φύγετε, κύριε, να πάτε αλλού!». Μου θύμιζε άδειο κουτί. Η δικιά μου δεν μπορούσε να βουτήξει κι έτσι; Βούτηξα μονάχος. Κολυμπούσα κι αναρωτιόμουν, όπως γυρνούσα και την κοίταζα να χάνεται στο βάθος, αν ήταν η πρώτη μου αγάπη και παντοτινή. Κάτι μου θύμιζε αυτή η φράση. Είπα, όμως, στον εαυτό μου: Σταμάτα πια, κάνε ένα διάλειμμα και συνέχισα να κολυμπάω… Γύρω μου έβλεπα τα πάντα σε αντανάκλαση. Τι-τι-ρι-τι-τί Αιγαίο! έπαιζε μια άρρωστη μουσική μες στο κεφάλι μου. Δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Αλλά, είμαι βέβαιος ότι ένας Ακάκιος με κοίταζε ειρωνικά λέγοντάς μου τι να ’ναι τα μακαρόνια! Όπως τ’ ακούτε, έτσι! Στα καλά καθούμενα! Μάλλον θα πεινούσα. Είχε πάει κιόλας μεσημέρι, έπρεπε κάτι να φάω. Σε κάποια φάση, μαύρισε ο κόσμος γύρω μου, κουνήθηκε το κεφάλι μου απ’ τη θέση του, όταν σκέφτηκα, έτσι πάλι, από το πουθενά, ότι τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα. Γύρισα να δω πίσω μου την ξεναγό να με κοροϊδεύει ακούγοντάς τη να μου ψιθυρίζει σαρκαστικά μες στο αυτί ότι «έκαστος στο είδος του» και πως «στο Βιλαμπάχο ακόμη τρίβουν». Ήταν, φυσικά, η ιδέα μου, κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα, αφού εκείνη παρέμενε στο καραβάκι πλέκοντας τον μύθο του απόλυτου γαλάζιου… « Έρως» λεγόταν, αν θυμάμαι καλά. Το καραβάκι. « Έρως» πρέπει να λεγόταν… Do you believe in love at first sight? Αν όχι, keep walking, βάρεσε μια φωνή μες στο κεφάλι


ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΠΕΡΑΣΕΣ;

15

μου κι από μακριά έβλεπα έναν τύπο να μου κάνει στην υγειά μας! Τι ασυναρτησίες ήταν αυτές κι από πού είχαν έρθει; Άσκημο πράγμα τα έγκατα του νου, δεν ξέρεις ποτέ τι θα ξεπηδήσει από εκεί μέσα. Άτιμο πράγμα κι ο εγκέφαλος, δεν είναι, πώς το λέμε, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσαμε. Μισόκλεισα τα μάτια κι αναρωτιόμουν αν τελικά βλέπουμε ποτέ τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μας ή κάποια στιγμή απλώς τέζα η μικρή Τερέζα; Έκανα μια γκριμάτσα αηδίας. Σκεφτόμουν πάλι την ξεναγό, που ταξίδευε με κλειστά τα μάτια. Καλά, αυτή; Ντύνει, στολίζει και νοικοκυρεύει μέχρι και χωματερή, φύκια σου πουλάει για μεταξωτές κορδέλες, ακούστηκε πάλι μια φωνή απ’ το υπερπέραν. Σαράντα χρόνια φούρναρης, προφανώς κι είχε αποφασίσει όχι πια δάκρυα… Είχα σχεδόν φτάσει στην ακρογιαλιά, όταν μία Τουρκάλα από το group, τρελαμένη με τη θάλασσα, είχε πάρει να ανεβαίνει τα βράχια. Μάντευα από μακριά την ξεναγό να χτυπιέται σαν το χταπόδι μες στο καραβάκι. Πρέπει να φώναζε κιόλας «προλάβετέ τη μη βουτήξει, είναι ρηχά εκεί, θα ανοίξει το κεφάλι της στα δύο!». Το στόμα της για μένα ανοιγόκλεινε βουερά. Μόνο εικόνα, καθόλου ήχος. Βγήκα στα ανοιχτά κι άρχισα να μαζεύω μανιασμένα ό,τι σάπιο έβρισκα μπροστά μου. Μάζευα και μάζευα και μάζευα ένα σωρό σκουπιδαριό. Είχα, που λέτε, νταλακιάσει από τον ήλιο. Ασταμάτητα, όμως και με νεύρο, μάζευα αποφασιστικά ό,τι σαβούρα έβρισκα στα ρηχά ή είχε ξεβράσει η θάλασσα μπροστά στην παραλία. Σωστή μάνητα. Τρελάθηκα, όταν βρήκα και κάτι μεταλλικά κουτιά από αναψυκτικό… Για την ακρίβεια, αποτρελάθηκα… Μικρά, μικρά ψαράκια κυλούσαν αμέριμνα ανάμεσα στα πόδια μου. Νοστάλγησα, δεν μπορώ να πω, εκείνον τον καιρό που, μωρά παιδιά, τραβούσαμε με τα βατραχοπέδιλα και μια μάσκα για να καταφέρουμε μια ανώριμη κατάδυση. Αχ! Το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής μας! Προσπαθούσα να θυμηθώ τότε… τότε που κολυμπούσα και κοιτούσα τον βυθό κατάματα γεμάτος ειλικρίνεια. Άδειος. Ακούγοντας τον ήχο της καρδιάς και της ανάσας μου και τίποτα άλλο. Έχοντας πλήρη εικόνα των πραγμάτων. Όλος εκεί, ολοκληρωτικά δοσμένος. Τώρα; Τώρα διαλέγουν άλλοι πριν από μας, για μας… Βεβαιωμένος ότι είχα πάθει ηλίαση, μάζεψα κάτι τελευταία σκουπίδια και τα ’βαλα στην άκρη. Νταλακιασμένος για τα καλά, ξανάφτασα στην αμμουδιά, όπου και άραξα. Είχα ακόμη μπροστά στα μάτια μου εκείνο το μεταλλικό κουτί του αναψυκτικού να βυθίζεται κι εγώ αμήχανα να το κοιτάζω… Ανασηκώθηκα. Τίναξα την άμμο που ’χε κολλήσει στο μαγιό, μάζεψα την παρακαθήμενη σαβούρα και πήρα να ψάχνω για κάδο. Άλλο αστείο, βέβαια κι αυτό! Να παράγεις σαβούρα και να μην έχεις προνοήσει για κάδο! Τελικά, βρήκα έναν και όπως-όπως



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.