Προσεγγίσεις στο Εργοστάσιο των μολυβιών της Σώτης Τριανταφύλλου

Page 1

20172018

Σώτη Τριανταφύλλου, Το εργοστάσιο των μολυβιών, 2005, Αθήνα: Πατάκης ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΙΙΙ, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ,S5ELA


1


Το "Eργοστάσιο των μολυβιών" είναι ένα ευρωπαϊκό μυθιστόρημα αφιερωμένο στον άνθρωπο-τεχνικό και στον άνθρωπο-επαναστάτη. Από το Κάιρο του 1866 μέχρι την Αθήνα στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εκτυλίσσονται μεγάλα και μικρά γεγονότα, προσωπικές και κοινωνικές τραγωδίες· και μερικές κωμωδίες. Καινούργιες πόλεις υψώνονται, πόλεμοι και επαναστάσεις αρχίζουν και τελειώνουν· η γη συνεχίζει αδιάφορη την πορεία της. Άνθρωποι σακατεύονται στα χαρακώματα· άλλοι άνθρωποι πέφτουν θύματα ανελέητων ιδεολογιών και όχι λιγότερο ανελέητων ενστίκτων· ένας από τους επιζήσαντες ονειρεύεται να κτίσει εργοστάσιο μολυβιών κι ένας άλλος να κτίσει έναν ολόκληρο κόσμο. "Το εργοστάσιο των μολυβιών" αφηγείται την ιστορία ενός αιώνα: ό,τι συνέβη στις πλατείες, στους δρόμους και στα πεδία της μάχης, ό,τι συνέβη στην Αίγυπτο, στην Ελβετία, στη Ρωσία, στη Γερμανία και στην Ελλάδα· ό,τι συνέβη στη Μαύρη Αφρική τον καιρό της αποικιοκρατίας. Ο κόσμος είναι ένα παλιό λάθος και δεν έχει σύνορα· η Ιστορία μοιάζει με μια σκυταλοδρομία ονείρων: το επικό αυτό μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε το 2000 και χαρακτηρίστηκε "μεγάλο βιβλίο της δυστυχίας", περικλείει τις ιδέες και τα συμβάντα που έφεραν τον μοντέρνο άνθρωπο στο σήμερα. Η έκδοση αυτή είναι αναθεωρημένη από τη συγγραφέα. http://www.biblionet.gr/

2


3


Πίνακας περιεχομένων Eισαγωγή 6

6

Α. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος στον χώρο και στον χρόνο 1. Στέλλα Κακομύτα, Οι ιστορίες μέσα στην Ιστορία

7-10

2. Αλκίνοος Αμπαζής, «Ποιος αφηγείται την ιστορία;

11

Β. Το εργοστάσιο των μολυβιών και τα ιστορικά συμφραζόμενα 1. Διονυσία Μπαλάφα, Η περιπλάνηση του Νίκου Βάγκαλη στην ιστορία της κεντρικής Ευρώπης: πόλεις, πολιτικά κινήματα και ιδέες

12-36

2. Φειδίας Γεωργιάδης, Ανάμεσα σε Ευρώπη και Αφρική: η οικογένεια Ασημάκη 37-44 3. Ζωή Σταύρου, Πρόσωπα και γεγονότα πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση

45-48

Γ. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος επί σκηνής Μαρία Τόμπρου, Νεφέλη Αθανασιάδη, Ανθή Κέμου, Ζωή Μαραγκού, Σκιαγράφηση των προσώπων στο Εργοστάσιο των μολυβιών

49-51

Δ. Κεντρικά θέματα στο μυθιστόρημα Το εργοστάσιο των μολυβιών Φυγόκεντρες μορφές: οι γυναίκες 1. Ναταλία Buggenhout, Οι πραγματικοί γυναικείοι χαρακτήρες στο Εργοστάσιο των μολυβιών 52-57 2. Ναταλία Buggenhout, Οι γυναικείοι χαρακτήρες στη μυθοπλασία της Σώτης Τριανταφύλλου 58-60 Οι ανδρικοί χαρακτήρες στο Εργοστάσιο των μολυβιών 3. Νίκος Χανιώτης, Αλέξανδρος Τσαρχόπουλος, Η φιλία του Μάρκου Ασημάκη και του Νίκου Βάγκαλη 61-62 4. Ραφαηλία Μαρία Καλογιαννίδη, Υπάρχει έρωτας; 63-66 5. Ελένη Παρασκευή Γεωργάτου, Τρεις διαφορετικοί γυναικείοι τύποι: Ανθώ, Αννί και Αλίσια 67-68 Τα ταξίδια: ένας τρόπος να υπάρχεις 6. Αριάδνη Γεωργιαννάκη, Αφορμές για ταξίδια στο Εργοστάσιο των Μολυβιών 69-76 7. Βασίλης Καραγεώργης, Οι πόλεις 77-79 Ε. Τα σύμβολα στο Εργοστάσιο των μολυβιών Ηλέκτρα Ιακωβίδου, Το εργοστάσιο των μολυβιών: όνειρο και πραγματικότητα

80-83

4


ΣΤ. Τα παραθέματα μέσα στο μυθιστόρημα Λάμπρος Τζιβρής, Το εργοστάσιο των μολυβιών και άλλα κείμενα

84-86

Ζ. Και μία αντίρρηση Ανδρέας Μπακάλης, Γιατί δε μού άρεσε το βιβλίο

87-88

5


Εισαγωγή

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας, εμείς οι μαθητές και μαθήτριες της S5ELA του 3ου Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών διαβάσαμε και αναλύσαμε το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου Το εργοστάσιο των μολυβιών, επιχειρώντας να το ερμηνεύσουμε και να το κατανοήσουμε. Οι εργασίες που παρουσιάζονται συγκεντρωμένες σε αυτόν τον μικρό τόμο είναι το ατομικό ή ομαδικό αποτέλεσμα της ανάγνωσης αυτού του λογοτεχνικού κειμένου. Επικεντρωθήκαμε σε συγκεκριμένα θέματα που θεωρούμε ότι είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Φυσικά, γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ειδικοί στη λογοτεχνία, αλλά προσπαθήσαμε ειλικρινά να εκφράσουμε όσο το δυνατό καλύτερα αυτά που σκεφτήκαμε και που νιώσαμε διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Η επίβλεψη και επιμέλεια των εργασιών έγινε από την καθηγήτριά μας κ. Κατερίνα Μανδρώνη, ενώ η μορφοποίηση και ο συντονισμός της ψηφιακής μορφής τους οφείλεται στους Φειδία Γωργιάδη, Ηλέκτρα Ιακωβίδου και Στέλλα Κακομύτα. Ελπίζουμε και οι μελλοντικοί αναγνώστες του Εργοστασίου των μολυβιών να τό απολαύσουν, όπως και εμείς, και ενδεχομένως οι εργασίες μας να συμπληρώσουν τη δική τους προσέγγιση… 6


Α. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

1. Στέλλα Κακομύτα, «Οι ιστορίες μέσα στην Ιστορία» Το εργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα μυθιστόρημα που αφηγείται την ιστορία ενός αιώνα περίπου, από το 1866 έως και το 1940. Η ιστορία διαδραματίζεται σε πόλεις της Ευρώπης και της Αφρικής. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα εκτυλίσσονται γεγονότα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σημερινού ανθρώπου και παρατηρείται ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζονται οι ήρωες ανάλογα με τον χώρο μέσα στον οποίο ζούνε και κινούνται. Η αφήγηση ξεκινάει στο Κάιρο το 1866, με κεντρικό ήρωα τον Στέφανο Ασημάκη, έναν Έλληνα μηχανικό που δουλεύει στη διώρυγα του Σουέζ. Είναι μια εποχή όπου γίνονται πολλά δημόσια έργα και αρχίζει η μηχανική επανάσταση. Λόγω της πληθώρας θέσεων εργασίας υπάρχουν γειτονιές και κλειστές κοινότητες διαφορετικών λαών, οι άνθρωποι διστάζουν να «ξεμυτίσουν από το καβούκι της». Υπάρχει μια νοσταλγία για την Αθήνα και ο χρόνος περνάει αργά. Ο Στέφανος παντρεύεται την Ανθώ και αποκτούν δύο παιδιά, τον Μάρκο και την Αλίσια. Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται μια φιλία με τον Γκαστόν Βολφ, έναν Γερμανό εξερευνητή που έχει αγαπήσει πολύ τον υιό του Στέφανου΄, Μάρκο. Ερωτεύεται τη Γαλλίδα σύζυγο του Βόλφ, Αννί, και άθελά του την αφήνει έγκυο. Η εξέγερση των ντόπιων το 1875 ήτανε αιτία για πόλεμο με την Αιθιοπία. Ο πόλεμος έληξε το 1876. Με αφορμή την επανάσταση στην Αίγυπτο το 1882 και τον θανάτου των γονιών της Ανθούς, ο Στέφανος αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Μετακομίζει, λοιπόν, όλη η οικογένεια στην Αθήνα το 1882. Ο Βολφ πεθαίνει σε ένα ταξίδι του στα βάθη της Αφρικής, κάτι που στοιχίζει πολύ στον Μάρκο. Εξαιτίας της επιδημίας τύφου, πεθαίνει και η Αννί. Η κυβέρνηση στην Ελλάδα είναι ασταθής, Τρικούπης εναντίον Δηλιγιάννη, και η νηματουργία του πατέρα της Ανθώς χρεωκοπεί. Ο Στέφανος δουλεύει στον ισθμό της Κορίνθου, θαυμαστό έργο της μηχανικής, ενώ κατασκευάζεται και η πρώτη μονάδα ηλεκτροφωτισμού. Ο Τρικούπης είναι ο πρωθυπουργός και κάνει πολλά δημόσια έργα· η χώρα εκσυγχρονίζεται. Παρόλα αυτά, το 1891 η χώρα θα μπει στην πορεία της χρεοκοπίας. Ο Μάρκος μεγαλώνει και φεύγει για σπουδές στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, ενώ η Αλίσια δεν θέλει ούτε να σπουδάσει ούτε να παντρευτεί. Έτσι, θα μείνει ολομόναχη, όταν σύντομα η Ανθώ και ο Στέφανος θα πεθάνουν. Η Ζυρίχη στα τέλη του 19ου αιώνα έχει έντονη πνευματική δραστηριότητα. Ο Μάρκος πηγαίνει εκεί το 1892, γνωρίζεται με τον Νίκο Βάγκαλη, έναν σοσιαλδημοκράτη που αγωνίζεται για την ανατροπή του κατεστημένου για την ισότητα των δύο φύλων και τη δημοκρατία και πάσχει από μία ψυχική ασθένεια. Μια μέρα ο Μάρκος βλέπει σε ένα βιβλίο ένα κείμενο αφιερωμένο στα μολύβια, την παραγωγή της και τα διάφορα είδη της. Αυτή η ιδέα τον συνεπαίρνει και τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Γνωρίζει ακόμη τον Λουί, έναν φοιτητή θεολογίας που έμενε μαζί του στο ίδιο σπίτι, την Μπριγκίτε, μια χορεύτρια, και την Ρόζα Λούξεμπουργκ, φίλη του Βάγκαλη και επαναστάτρια. Το 1895 ο Μάρκος ερωτεύεται τη Λυζέλ, την κόρη του Στέφανου και της Αννί. Χωρίς να ξέρουν τη συγγένειά της, σχεδιάζουν να φύγουν μαζί στην Αφρική. Μετά από ένα γράμμα

7


της Αλίσιας ο Στέφανος μαθαίνει ποια πραγματικά είναι η Λυζέλ και φεύγει μόνος του. Το 1897 πηγαίνει στο Τζιμπουτί της Αφρικής γιατί έχει βρει δουλειά της σιδηροδρόμους και νιώθει ότι η ζωή του πρέπει να προχωρήσει. Οι συνθήκες εκεί ήτανε κακές και οι Ευρωπαίοι δεν δείχνανε σεβασμό στους ιθαγενείς. Τού λείπει η Ελβετική μπύρα και κυρίως τα μολύβια. Το 1899 παντρεύεται τη Σοφία Κωνσταντοπούλου, κόρη εμπόρου δερμάτων, και εγκαθίστανται στην Αλεξάνδρεια. Παρόλο που είναι μια πολύ όμορφη και πλούσια κοπέλα, δεν την αγαπά, νοσταλγεί τον Βάγκαλη, τη Ζυρίχη, το Πολυτεχνείο, την παλιά του ζωή. Την πρωτοχρονιά του 1900 η Αλίσια κρεμιέται στην αυλή του σπιτιού της γιατί, όπως είχε πει στον Μάρκο και στη Σοφία όταν είχανε πάει εκεί για μερικές μέρες, «δεν ξέρει πώς» να ζήσει. Τον Σεπτέμβριο η Σοφία είναι έγκυος και ο Μάρκος πηγαίνει στη Ζυρίχη, λέγοντας ότι πρέπει να συναντηθεί με έναν μηχανικό, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγεί την παλιά του ζωή και χρειάζεται ένα «διάλειμμα». Μαθαίνει ότι η Λυζέλ, ο Βάγκαλης και η Ρόζα είναι στο Βερολίνο και συμμετέχουν στην επανάσταση. Στον δρόμο του για το Βερολίνο συνειδητοποιεί ότι είναι παγιδευμένος στο όνειρο του πατέρα του, του Βολφ και του Βάγκαλη. Θα έχει την ευκαιρία να επισκεφτεί το διάσημο εργοστάσιο των μολυβιών του Herr Faber, χάρη σε μια βλάβη του τρένου. Εκεί θα καταλάβει ότι η τύχη είναι σημαντικότερη από τη μηχανική. Στο υπόλοιπο του ταξιδιού θα κάνει όνειρα για το δικό του εργοστάσιο μολυβιών, πριν συναντήσει τη Λυζέλ και τον Νίκο στο Βερολίνο. Το 1904 ο Βάγκαλης και η Λυζέλ πηγαίνουν στην Αγία Πετρούπολη. Μετά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, στον οποίο νίκησε η Ιαπωνία, τα πράγματα στην τσαρική Ρωσία εξελίσσονται ραγδαία. Η περίοδος είναι κρίσιμη: τη «Ματωμένη Κυριακή», τα στρατεύματα του τσάρου επιτέθηκαν στους διαδηλωτές. Οι σοσιαλδημοκράτες απαντήσανε με γενική απεργία στη Μόσχα, με αρχηγό τον Λένιν. Η Λυζέλ είναι κουρασμένη από της απουσίες του Βάγκαλη και από την κατάσταση και τον εγκαταλείπει φεύγοντας για το Παρίσι. Η νευρασθένεια ξαναχτυπάει τον Βάγκαλη και καταρρέει ψυχικά. Λίγο αργότερα ακολουθεί τον Λένιν στη Γενεύη. Μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοσιαλιστική Διεθνής ανακοινώνει τον Σεπτέμβριο του 1914 ότι υποστηρίζει της εθνικές κυβερνήσεις. Το 1916 ο Βάγκαλης και ο Λένιν πηγαίνουν στη Ζυρίχη. Το 1917 ο Μάρκος επιστρέφει στη Ζυρίχη μετά από 17 χρόνια γάμου και 5 παιδιά. Θέλει να δει τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στον φίλο του τον Βάγκαλη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπαίνουν στη μάχη και τον Απρίλιο του 1917 οι Σοσιαλδημοκράτες συλλαμβάνονται για εσχάτη προδοσία. Ο Μάρκος και ο Βάγκαλης κάνουν ένα διάλειμμα από της δύσκολες απαιτήσεις της ζωής που έχουν επιλέξει να κάνουν, ανταλλάσσουν σκέψεις και όνειρα, αγνοώντας ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που συναντιούνται. Ο Μάρκος επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και την ίδια χρονιά ο Τσάρος εκθρονίζεται και σχηματίζεται δημοκρατική κυβέρνηση στην Πετρούπολη. Αυτή είναι η στιγμή που ο Βάγκαλης καταλαβαίνει ότι είναι παράγοντας της ιστορίας. Ο Κερένσκι είναι πρωθυπουργός. Τον Ιούλιο γίνεται εξέγερση και φυλακίζεται ο Τρότσκι, ο ηγέτης την επανάστασης. Αργότερα αφήνεται ελεύθερος και γίνεται πρόεδρος του σοβιέτ τον Εκπροσώπων των Εργατών και τον Στρατιωτών της Πετρούπολης. Στην επανάσταση του Οκτώβρη, συγκρούονται τα κυβερνητικά στρατεύματα με τους επαναστάτες, η κυβέρνηση του Κερένσκι καταρρέει. Στο

8


μεταξύ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ φυλακίζεται στη Γερμανία. Όταν υπογράφτηκε η συνθήκη Μπρεστ-Λιτόβσκ, σύμφωνα με την οποία οι Ρώσοι δε θα συμμετείχαν στον ευρωπαϊκό πόλεμο, ξεσπά εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία. Στις 20 Οκτωβρίου 1918 δίνεται αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους της Γερμανίας. Ακολουθεί απεργία στα εργοστάσια και ανταρσία στον στρατό και στις 9 Νοεμβρίου κηρύσσεται σοσιαλιστική δημοκρατία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποφυλακίζεται και σύντομα δολοφονείται. Γίνεται η 3η Διεθνής, όπου οι Σοσιαλδημοκράτες ξαναενώνονται. Εντωμεταξύ, από τα πέντε παιδιά που έχουν αποκτήσει ο Μάρκος και η Σοφία, τον Στέφανο δηλαδή και τον Ερρίκο, την Ανθώ, την Αλίσια και τη Λουίζα. Μόνον η τελευταία διαφέρει από τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της: της αρέσει να διαβάζει και να ονειροπολεί. Ο Μάρκος μεγαλώνει τη συλλογή του από τα μολύβια που του στέλνει ο Βάγκαλης. Τα γεγονότα τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, συνθήκη των Βερσαλλιών, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, ο Στάλιν και η Ρωσία, ο Μάρκος νιώθει ότι έχει γεράσει. Το 1919 ο Στέφανος και ο Ερρίκος επιστρέφουν πηγαίνουν στην Ελλάδα. Την ίδια εποχή στο Κάιρο οι Άραβες καταλαμβάνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές και κόβουν τις συγκοινωνίες. Το 1931 η Λουίζα παντρεύεται τον Ζωρς Βαν Μόυτεν, έναν Ολλανδό άσπλαχνο και βίαιο μεγαλοκτηματία που βασανίζει τους μαύρους εργάτες, αλλά και τη γυναίκα του που δείχνει περισσότερη συμπόνια. Στην Αφρική, η Λουίζα ερωτεύεται έναν Άγγλο, τον Λήο Κόλλινς, που σκοτώνεται σε ένα σαφάρι. Ο Ολλανδός σύζυγος δηλητηριάζεται από την Λουίζα για να βρει την ελευθερία της. Επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και από εκεί στην Αθήνα, όταν ο πατέρας της, Μάρκος, πεθαίνει. Ο Βάγκαλης το 1923 βρίσκεται στο Λένινγκραντ, ο Λένιν αρρωσταίνει και πεθαίνει, ενώ επικρατεί στη διαδοχή ο Στάλιν. Τον Δεκέμβριο του 1927 ο Τρότσκι διαγράφεται από το κόμμα ως διασπαστικό στοιχείο. Ο Βάγκαλης παρακολουθεί από κοντά όλα αυτά τα καθοριστικά γεγονότα για την πορεία της σοβιετικής Ρωσίας. Ο ποιητής Μαγιακόφσκι, ο οποίος υποστήριζε την επανάσταση, αυτοκτονεί λόγω του ασφυκτικού, στενοκέφαλου και ηθικολογικού περιβάλλοντος. Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η αυτοκτονία του Μαγιακόβσκι και ο θάνατος του Μάρκου είναι παράγοντες που το 1932 οδήγησαν τον Βάγκαλη να φύγει για πάντα από τη Σοβιετική Ρωσία. Το 1933 η Λουίζα συναντιέται τυχαία με τον Βάγκαλη στον Πειραιά και του λέει ότι θέλει να ανοίξει ένα εργοστάσιο μολυβιών. Ένιωθε ότι τον γνωρίζει από όσα είχε ακούσει από τον πατέρα της και έτσι του εκμυστηρεύεται τις σκέψεις της. Μαθαίνει ότι τα αδέλφια της είναι φασίστες, μετακομίζει στο σπίτι του Βάγκαλη και μαζί σχεδιάζουν να ανοίξουν ένα εργοστάσιο μολυβιών. Η αίτησή της για εισαγωγή γραφίτη από τη Σιβηρία απορρίπτεται, επειδή θεωρούνται ύποπτες οποιεσδήποτε σχέσεις με τη Ρωσία. Μετά από της δυσκολίες, καταφέρνουν να προμηθευτούν γραφίτη από τη Βρετανία. Το 1936 γίνεται η δικτατορία του Μεταξά, ο Βάγκαλης συλλαμβάνεται και αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι, καίνε τα βιβλία του και ανακρίνουν την Λουίζα με απειλές. Ο Βάγκαλης είναι κομμουνιστής και πιστεύουν ότι έχει επηρεάσει και εκείνη. Μετά από παρακλήσεις της Λουίζας, ο αδελφός της Ερρίκος συμβάλλει στην αποφυλάκιση του Βάγκαλη, ο οποίος το 1938 αποχωρεί από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Τρότσκι δολοφονείται στο Μεξικό, η Ευρώπη βρίσκεται για άλλη μια φορά σε πόλεμο και ο Νίκος Βάγκαλης πεθαίνει.

9


Αυτή είναι η ιστορία της επανάστασης για ελευθερία, τέχνη, αθεΐα, δημοκρατία, χειραφέτηση των γυναικών και των παιδιών, δικαίωμα στην άμβλωση, μόρφωση, απολαύσεις, τεχνολογία. Αυτά τα πρόσωπα, αληθινά ή φανταστικά, επηρεασμένα από το περιβάλλον της και τα γεγονότα γύρω της, με θυσίες και αγώνες συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σημερινού ανθρώπου.

10


2. Αλκίνοος Αμπαζής, «Ποιός αφηγείται την ιστορία;» Κατά την ανάγνωση του βιβλίου, γνωρίζουμε πολλούς χαρακτήρες από πολλές διαφορετικές γενιές, αλλά δεν είναι ξεκάθαρος ο αφηγητής. Διαβάζοντας μερικές σκηνές του βιβλίου με μεγαλύτερη προσοχή, μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα απλό συμπέρασμα, έχοντας ως βάση κάποιες λεπτομέρειες. Πρώτον, ξέρουμε ότι πρέπει να είναι κάποιος πρωταγωνιστής που να το αφηγείται. Το βιβλίο γενικά είναι γραμμένο με πολλή λεπτομέρεια για να το περιγράφει κάποιος δευτερεύων χαρακτήρας. Επίσης, αναπτύσσονται συναισθήματα ανάμεσα στους χαρακτήρες, που δε θα μπορούσε να τα ξέρει κάποιος που δεν είναι πολύ μπλεγμένος με την ιστορία. Ύστερα, πρέπει να προσέξουμε πως η οικογένεια μεταφέρεται από τη μία χώρα στην άλλη, που σημαίνει πως και ο αφηγητής ταξίδευε μαζί τους. Είναι σημαντικός, όμως, και ο χρόνος, εφόσον είναι δύσκολο ένας άνθρωπος να ζήσει για τόσες πολλές γενιές, πράγμα που μάς οδηγεί στην ιδέα ότι δεν ήταν μόνο ένας που περιγράφει και αφηγείται την ιστορία. Τελικά, το πιο σημαντικό δεδομένο είναι ότι η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο. Αυτό φυσικά σημαίνει πως κανείς από τους ήρωες, πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες, του βιβλίου δεν μπορεί να είναι ο αφηγητής, γιατί για κάθε χαρακτήρα υπάρχει έστω μια φάση που γίνεται αντικείμενο της της αφήγησης. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως δεν είναι κανένας από το βιβλίο που καταγράφει την ιστορία, αλλά η αφηγήτρια- συγγραφέας, η Σώτη Τριανταφύλλου, που δεν εμφανίζεται στο βιβλίο παρά ως το μολύβι που γράφει.

11


Β. ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ ΜΟΛΥΒΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ

1. Διονυσία Μπαλάφα, «Η περιπλάνηση του Νίκου Βάγκαλη στην ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης: πόλεις, πολιτικά κινήματα, ιδέες»

12


Στόχος αυτής εργασίας είναι η παρουσίαση των σημαντικότερων ιστορικών, πολιτικο-κοινωνικών γεγονότων που πλαισιώνουν την προσωπικότητα του Νίκου Βάγκαλη, κεντρική μορφή στο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου Το εργοστάσιο των μολυβιών, και τις περιπλανήσεις του, ιδεολογικές και γεωγραφικές.

α. Ζυρίχη

Στην δίνη των ανατρεπτικών ιστορικών γεγονότων και των ιδεολογικών ζυμώσεων του 20ου αιώνα, η Ζυρίχη αποτέλεσε όχι μόνο σκηνή ωρίμανσης και μεταμόρφωσης των φανταστικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος αλλά και τόπος-θεραπαινίδα ώσμωσης ιδεών καθώς επίσης καταφύγιο για το πνεύμα των πραγματικών επαναστατών. Γιατί η Ζυρίχη αποτέλεσε ασφαλή πόλο συγκερασμού ιδεών και αφανές λίκνο προόδου; Ποιός ήταν ο πραγματικό ρόλος της στην επανάσταση;

Ιστορική αναδρομή:από τον 5ο έως τον 18ο αιώνα

Από τις αρχές του Μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα, ελάχιστες είναι οι ιστορικές πηγές που παρέχουν στοιχεία σχετικά με την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ζυρίχης. Νομάδες της γερμανικής φυλής των Αλαμανών, οι οποίες είχαν ήδη εισχωρήσει στο εσωτερικό της Ευρώπης και είχαν ιδρύσει πολυάριθμους οικισμούς κατά τη διάρκεια της λεγόμενης μετανάστευσης

13


των Βαρβάρων (4ος-5ος αιώνας, σχηματισμός Οστρογοτθικού, Βισιγοτθικού και Φραγκικού Βασιλείου), κατέφθασαν στην Ζυρίχη στα μέσα του 6ου αιώνα, περίπου την ίδια εποχή που η πόλη ετέθη υπό τον φράγκικο Μεροβιγγειανό νόμο. Ο χριστιανισμός υπερίσχυσε ως η επικρατούσα θρησκεία μετά από τη βάπτιση του γενάρχη της δυναστείας των Μεροβιγγείων, του Χλωδοβίκου. Οι αντιθέσεις μεταξύ των διαδόχων του Χλωδοβίκου οδήγησαν το Φραγκικό Βασίλειο σε διάσπαση. Βαθμιαία, η κεντρική εξουσία αποδυναμώθηκε προς όφελος της αριστοκρατίας και της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα οι μαγιοδρόμοι, δηλ. οι επικεφαλής αξιωματούχοι των φραγκικών ανακτόρων, να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη. Ο Πιπίνος ο Βραχύς (προκάτοχος του Καρλομάγνου), γιος του επιφανούς μαγιοδρόμου Κάρολου Μαρτέλου, κατάφερε να ανατρέψει τον τελευταίο Μεροβίγγειο βασιλιά και να πάρει τη θέση του το 751, ιδρύοντας τη δυναστεία των Καρολίδων. Μάλιστα, ο Λουδοβίκος ο Γερμανός, εγγονός του Καρλομάγνου, ανήγειρε το 753 το μοναστήρι που αποτέλεσε τη βάση για τον μελλοντικό κεντρικό καθεδρικό ναό της πόλης, Grossmünster. Τον 12ο αιώνα η βιομηχανία του ευδοκιμούντος πληθυσμού αύξησε τον υλικό πλούτο της πόλης με τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων με τις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα με την Ιταλία, επιτρέποντας στην ιταλική κουλτούρα να διεισδύσει όχι μόνο στον τομέα του εμπορίου αλλά και της αρχιτεκτονικής. Η Ζυρίχη μετατράπηκε σε πόλο έλξης για την προμήθευση μεταξιού, υλικό δυσεύρετο στην υπόλοιπη Γερμανία. Χαρακτηριστικά, ο Όθωνας του Φράινζινγκ αποκάλεσε τη Ζυρίχη «nobilissimum Sueviae oppidum», «την ευγενέστερη πόλη της Σουηβίας» (Αλλεμανία). Όταν εξαλείφθηκε το 1218 ο πρεσβύτερος κλάδος του οίκου του Τσέρινγκεν (συγκροτούσαν το Reichsvogt, έναν μεσολαβητή μεταξύ του μονάρχη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της πόλης, καθώς είχαν δικαιώματα ειδικής διαχείρισης των μισθωτών της γης τους και ταυτόχρονα είχαν τη δικαιοδοσία στην ελεύθερη κοινότητα και θεωρούνταν προστάτες των κύριων εκκλησιών της πόλης, η Ζυρίχη μετατράπηκε σε ελεύθερη πόλη (Reichsunmittelbar) και τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο ενός απόμακρου αυτοκράτορα, διαταράσσοντας έτσι την άκαμπτη διαστρωμάτωση του φεουδαρχικού συστήματος. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εντοπίζονται οι πρώτες αναφορές σε διαμόρφωση κοινοβουλίου. Παράλληλα με τον οίκο των Τσέρινγκεν, επίσημη επικεφαλής της πόλης ήταν η ηγούμενη του Fraumünster η δύναμη της οποίας εξασθένησε σταδιακά καθώς η πόλη απέσπασε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας από το αβαείο και τον κοσμήτορα. Κατά τη διάρκεια της «επανάστασης των συντεχνιών» του 1336, ο Rudolf Brun (που πέθανε το 1360) ανέτρεψε την αυθαίρετη φατρία των πατρικίων εμπόρων με τη βοήθεια της παρακμάζουσας τάξης των ευγενών/αριστοκρατών και των τεχνιτών. O Burn εισήγαγε ακολούθως ένα απολυταρχικό καθεστώς που περιελάμβανε, από το 1383, δύο εναλλασσόμενους δημάρχους που κυβερνούσαν την πόλη ανά εξάμηνο. Τον 15ο αιώνα, οι συντεχνίες τελικά κατέλαβαν την εξουσία. Η Ζυρίχη ενσωματώθηκε με τα καντόνια Ούρι και Σβυτς το φθινόπωρο του 1291 και ο Brun ολοκλήρωσε τον συνασπισμό την 1ης Μαΐου 1351 με τη Λουκέρνη και τα περιστοιχιζόμενα κράτη γύρω από τη Λίμνη της Λουκέρνη, ιδρύοντας την Ελβετική Συνομοσπονδία.

14


Τον 14ο και 15ο αιώνα, σχεδόν αποκλειστικά μέσω του εμπορίου και των δανείων, η Ζυρίχη επεκτάθηκε γεωγραφικά, αποκτώντας τη σημερινή της έκταση, ενώ γνώρισε σημαντική δημογραφική αύξηση. Μετά το τέλος του πολέμου της Παλαιάς Ζυρίχης, το καντόνι της Ζυρίχης επικράτησε έναντι της Αυστρίας και των υπολοίπων καντονίων της Συνομοσπονδίας. Κατά τη διάρκεια του σύντομου καθεστώτος των συντεχνιών, το εμπόριο μειώθηκε ραγδαία, σε σημείο να εξαφανιστεί η βιομηχανία του μεταξιού και να αποδυναμωθεί το εμπόριο των λινών και του μαλλιού. Η Ζυρίχη έγινε μια οικονομικά ταπεινή πόλη τεχνιτών, αν και υπήρχαν ακόμη σημαντικές συναλλαγές σιτηρών, αλατιού και σιδήρου στην περιφέρεια. Η τοπική οικονομία εξαρτάται βασικά από τη γύρω περιφερειακή ενδοχώρα, η οποία παρέχει εμπορικά προϊόντα. H ολοκληρωτική εκχώρηση της εξουσίας στις συντεχνίες ήταν ένας από τους στόχους του burgomaster (τίτλος δημάρχου στην Βόρεια Ευρώπη) Hans Waldmann (1483-89), ο οποίος επιθυμούσε να μετατρέψει την Ζυρίχη σε εμπορικό κέντρο. Προχώρησε στη θέσπιση πολυάριθμων οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Ο Waldmann, ελέγχοντας πλήρως τη Συνομοσπονδία, ώθησε τη Ζυρίχης να εξελιχθεί σε πραγματική πρωτεύουσα της συνομοσπονδίας. Τέτοιες δραστικές αλλαγές αναπόφευκτα προκάλεσαν αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση, που οδήγησαν τελικά στην εκτέλεση του Hans Waldman το 1489. Οι ιδέες, ωστόσο, που εξέφρασε ενσωματώθηκαν στο σύνταγμα του 1498, με το οποίο οι πατρίκιοι έγιναν οι ηγέτιδες τάξεις συντεχνιών και παρέμειναν σε ισχύ μέχρι το 1798. Ορισμένα ειδικά δικαιώματα δόθηκαν επίσης στους υπηκόους της επαρχίας της χώρας. Ένα σημαντικότατο στοιχείο που καθόρισε την πόλη της Ζυρίχης ήταν η αποδοχή και η διάδοση των αρχών της Μεταρρύθμισης το 1524, πράγμα που εξασφάλισε και την ηγεσία της στην Συνομοσπονδία.

Η θρησκευτική μεταρρύθμιση στην Ζυρίχη

Πρωτοστάτης της μεταρρύθμισης το 1519 ο Ζβίγγλιος που σημάδεψε μια νέα εποχή στην ιστορία της Ζυρίχης, γιατί οι ενέργειές του προσέδωσαν στην πόλη ευρωπαϊκή υπόσταση. Εκτός από την απαγόρευση της επιστράτευσης μισθοφόρων, τη μεταβίβαση της ιδιοκτησιών των μοναστηριών στην πόλη και την απομάκρυνση των διακοσμήσεων από τις εκκλησίες, η Μεταρρύθμιση αναχαίτισε οποιαδήποτε σπάταλη ή έκλυτη συμπεριφορά - η κατανάλωση αλκοόλ, η πορνεία και γενικότερα οι ελάχιστες μορφές ψυχαγωγίας υπόκεινταν σε αυστηρούς κανονισμούς. Άλλα ελβετικά καντόνια ακολούθησαν το παράδειγμά της Ζυρίχης και έγιναν προτεσταντικά, ενώ πολλά διατήρησαν τον καθολικό χαρακτήρα τους - ένα ρήγμα που οδήγησε σε πολλές μελλοντικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Συνομοσπονδίας, αν και η πόλη παρέμεινε στην κορυφή της Προτεσταντικής Ελβετίας. Τον 16ο αιώνα, η Ζυρίχη ήταν μια πόλη συντεχνιών χωρίς τάσεις οικονομικής επέκτασης. Η έλευση των προσφύγων, όπως οι Προτεστάντες από το Λοκάρνο (1555) και οι Ουγενότοι (1685) αναζωογόνησαν τον τομέα του εμπορίου και της βιομηχανίας (κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα γενικά και ιδιαίτερα η βιομηχανία μεταξιού). Τον 17ο αιώνα η Ζυρίχη μεταμορφώθηκε από επαρχιακή πόλη σε αστικό κέντρο. Η νέα οχύρωση (που ξεκίνησε το 1642) και μια νέα μορφή

15


κλωστοϋφαντουργίας συνέβαλαν στην ευημερία των κατοίκων και τούς οδήγησαν το 1648 στην ανακήρυξη της πόλης σε Δημοκρατία της Ζυρίχης. Παρότι η εξουσία μονοπωλείται από συγκεκριμένες οικογένειες ευγενών, η διάδοση νέων καινοτόμων ιδεών άνθισε, προκαλώντας συζητήσεις και αναδεικνύοντας έναν νέο προβληματισμό. Μεταξύ των διανοουμένων της εποχής υπήρξε ο εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής Heinrich Pestalozzi, ο ιστορικός Johann Jakob Bodmer ο οποίος είχε στενούς δεσμούς με τον Jean-Jacques Rousseau και ο ζωγράφος Johann Heinrich Füssli. Το 1780 εκδίδεται η Neue Zürcher Zeitung, εφημερίδα η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Το 1798 η Ζυρίχη έχασε την ανεξαρτησία της, καθώς ο Ναπολέων μετέτρεψε την Ελβετική Συνομοσπονδία σε Ελβετική Δημοκρατία, ένα κράτος-μαριονέτα το οποίο επέζησε μόνο πέντε χρόνια. Το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης αναγνώρισε την ανεξαρτησία αλλά και την ουδετερότητα της Ελβετίας. Από τότε και μέχρι σήμερα η Ελβετία κατόρθωσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές βρέθηκε στο μέσο μιας ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας σύρραξης. Η ουδετερότητα είχε, εκτός των άλλων, θετικές συνέπειες και στην οικονομία της χώρας. Η Ελβετία έγινε χώρα όπου διοχετεύονται καταθέσεις και κεφάλαια από χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομική ή πολιτική αστάθεια. Σ' αυτό βοήθησε και το Ελβετικό τραπεζικό σύστημα που εξασφαλίζει την απόλυτη μυστικότητα για τις καταθέσεις, αλλά και γιατί επιτρέπει την ελεύθερη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων. Στην ανεξάρτητη πλέον Ζυρίχη, πολιτικοί πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Ευρώπης βρήκαν άσυλο δίνοντας ώθηση στις φιλελεύθερες ιδέες που οδήγησαν το 1831 στη μεταμόρφωση της Ζυρίχης σε ένα μοντέλο φιλελεύθερου κράτους. Αυτό σήμαινε πιο δημοκρατικές δομές, το τέλος της κυριαρχίας της πόλης έναντι της υπαίθρου και μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε ως αποτέλεσμα τo χτίσιμο οικοτροφείων στο Rämistrasse.

β. 19ος και 20ος αι.: Σιδηρόδρομοι και ριζοσπάστες

Η σύγχρονη Ελβετία, στην οποία κατέφθασε ο Μάρκος το 1892, ιδρύθηκε το 1848 ως μία συνομοσπονδία με ισχυρότερη κοινωνική συνοχή και στερεότερες σχέσεις μεταξύ των καντονιών. Το φιλελεύθερο αντιπροσωπευτικό σύνταγμα του 1831 προώθησε τη βιομηχανία, το εμπόριο και τις μεταφορές για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Η εποχή Alfred Escher έφερε μαζί της όχι μόνο μια οικονομική ανάκαμψη (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1860) αλλά και την επιρροή της Ζυρίχης στο νέο ομοσπονδιακό κράτος. Το 1847 εγκαινιάστηκε η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στην Ελβετία. Η κατασκευή σιδηροδρόμων ήταν ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Alfred Escher, ο οποίος για τις επόμενες δεκαετίες κυριάρχησε στην ελβετική πολιτική. Γνωστός επίσης και ως τσάρος της Ζυρίχης, ίδρυσε μεγάλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και κατασκεύασε τη σιδηροδρομική σήραγγα Gotthard, που συνέδεσε τελικά την Ιταλία με την Ελβετία και τη Γερμανία το 1880. Ωστόσο, ο πόλεμος επιδείνωσε τη φτώχεια των εργατικών τάξεων και το 1918 μια σοσιαλιστική επιτροπή με στενές επαφές με την κομμουνιστική Ρωσία

16


κάλεσε τους εργαζόμενους σε γενική απεργία. Η κυβέρνηση αντέδρασε αποστέλλοντας στρατό που τελικά συγκρούστηκε με διαδηλωτές στη Ζυρίχη και έθεσε τέλος στην απεργία. Πολλά από τα αιτήματα της επιτροπής εκπληρώθηκαν, αν και όχι η απαίτηση για δικαίωμα ψήφου των γυναικών, το οποίο δεν έγινε αποδεκτό μέχρι το 1971. Το δημοκρατικό κίνημα κινητοποίησε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην αγροτική Ζυρίχη, και ενώ το σύστημα ελεύθερης αγοράς και η πολιτική του Escher κατέρρεαν, η Ζυρίχη επέλεγε την άμεση δημοκρατία. Το 1833 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Από το 1855, στην Ζυρίχη στεγάζεται επίσης στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ETH), ενώ ο 19ος αιώνας έδωσε νέα πνοή σε θεατρικές και μουσικές σκηνές, (π.χ. ο συγγραφέαςποιητής Gottfried Keller και ο Αυστριακός συνθέτης γερμανικών Lieder Ούγκο Βόλφ). Η εκβιομηχάνιση οδήγησε στη μαζική μετακίνηση πληθυσμού στις πόλεις (αστικοποίηση) και στην ταχεία δημογραφική αύξηση, ιδίως στα προάστια της Ζυρίχης.

γ. Οι επαναστάσεις στην Ευρώπη του 19ου αιώνα

Ό πρώιμος 19ος αιώνας σηματοδοτείται από την κατάρρευση της Γαλλικής Επανάστασης και το τέλος της Ναπολεόντειας κυριαρχίας στην Ευρώπη. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1814, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επανέφεραν το Παλαιό καθεστώς και επέβαλαν την αρχή της Νομιμότητας, μέσα από τις διαδικασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. «Το συνέδριο της Βιέννης το 1815, επεδίωξε να σταματήσει τις αναταραχές που προκάλεσε η Επανάσταση και οι ναπολεόντειες κατακτήσεις. Ταυτόχρονα επικύρωσε ορισμένες συνοριακές τροποποιήσεις και κάποιες πολιτικές αλλαγές που είχαν επέλθει κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα». (Jerzy W. Borejsza στο Αρβελέρ-Aymard 2003:207). Με πρωτοβουλία του τσάρου Αλέξανδρου, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία, δημιούργησαν την Ιερά Συμμαχία -έναν διακρατικό συνασπισμό-, με σκοπό την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Στη συμμαχία αυτή προσχώρησε το ίδιο έτος και η Αγγλία, ενώ με τη συνθήκη «Αιξ λα Σαπέλ» του 1818 προσχώρησε και η Γαλλία. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες των συντηρητικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν το παλαιό πολιτικό καθεστώς, η γηραιά ήπειρος από το 1815 έως το 1848 συνταράσσεται από νέα επαναστατικά κινήματα, ενάντια στον συντηρητισμό και στην Παλινόρθωση στην Ευρώπη. Οι κύριες αντιπολιτευτικές τάσεις μετά το 1815 ήταν τρεις: •

Η μετριοπαθής φιλελεύθερη (των μεγαλοαστών και των φιλελεύθερων αριστοκρατών).

Η ριζοσπαστική δημοκρατική (των μικροαστών, μικροεπιχειρηματιών και των δυσαρεστημένων διανοούμενων).

Η σοσιαλιστική (της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης).

17


i. Οι επαναστάσεις του 1830

Το 1830 σηματοδοτείται από έντονο εθνικισμό, ο οποίος εκφράστηκε με την ίδρυση Εθνικών Εταιρειών και νέων εθνικών κρατών, όπως της Ελλάδας και του Βελγίου. «Λίγα χρόνια αργότερα η ορμή των φιλελεύθερων κι εθνικών κινημάτων που γεννήθηκαν από τη διαρκή εξάπλωση των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης, θα άνοιγε ένα πρώτο ρήγμα στο ευρωπαϊκό σύστημα που είχε εδραιωθεί την επαύριον της συντριβής των ναπολεόντειων στρατιών». (BernsteinMilza 1997: 28) Το δεύτερο επαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε το 1830 στην επαναστατική πρωτεύουσα της Ευρώπης, το Παρίσι. Η δυναστεία των Βουρβόνων, που επανήλθε στο θρόνο μετά την παρέμβαση ξένων δυνάμεων, απέτυχε να ελέγξει τους διψασμένους για εκδίκηση και αποζημιώσεις οπαδούς της μοναρχίας. Η Λευκή Τρομοκρατία των Ultras εκκαθάρισε παλαιούς αντιπάλους συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντάς τους. Ο ηγέτης τους, κόμης ντ΄ Αρτουά, ανέβηκε στο θρόνο το 1824, λαμβάνοντας σειρά μέτρων προς όφελος της αριστοκρατίας και του κλήρου, προκαλώντας έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η διάλυση της βουλής και η διεξαγωγή εκλογών οδήγησε στην ενίσχυση της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης, προκαλώντας την αντίδραση του Βασιλιά ο οποίος τάχθηκε υπέρ των γαιοκτημόνων σε βάρος των βιομηχάνων και των ελεύθερων επαγγελματιών, προκαλώντας έτσι τις αντιδράσεις των αστών. Οι αναταραχές στο Παρίσι πυροδότησαν ένα εθνικοαπελευθερωτικό επαναστατικό κίνημα στο Βέλγιο, που οδήγησε στη θέσπιση φιλελεύθερων θεσμών και στην ανεξαρτησία της χώρας. Εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα είχε και η επανάσταση στην Πολωνία, χωρίς όμως επιτυχία, με αποτέλεσμα την επικράτηση της ρώσικης συνταγματικής μοναρχίας. Στα τέλη του 1830 ξέσπασαν επαναστατικά κινήματα στην Ιταλία και την Γερμανία, επίσης αποτυχημένα. Αντίστοιχα κινήματα εκδηλώθηκαν στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Στη Μεγάλη Βρετανία, η ύφεση της βιομηχανικής παραγωγής, τα χαμηλά ημερομίσθια, η ανεργία, οι κακές σοδειές και οι υψηλές τιμές των τροφίμων, προκάλεσαν κοινωνική δυσαρέσκεια, πυροδοτώντας τον αγώνα των αστών για κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση με αναδιοργάνωση των εκλογικών περιφερειών. Οι αιτίες των επαναστατικών κινημάτων ήταν κυρίως η δυσαρέσκεια για την πολιτική διακρίσεων σε βάρος των μη προνομιούχων, καθώς και η επιβολή εξοντωτικών φόρων.

ii. Οι επαναστάσεις του 1848

Το τρίτο επαναστατικό κύμα, ήταν απόρροια της παρατεταμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη. Ξέσπασε, αρχικά, στην Γαλλία και επεκτάθηκε στην Ιταλία, στα Γερμανικά κράτη και αλλού.

18


Τα επαναστατικά κινήματα της περιόδου είχαν τον χαρακτήρα μαζικής, αυθόρμητης και λαϊκής επανάστασης, με οικουμενικό χαρακτήρα, μια πραγματική «άνοιξη των λαών» κατά τον Hobsbawm.

Henri Felix Philippoteaux, Ο Λαμαρτίν μπροστά στο Δημαρχείο του Παρισιού την 25η Φεβρουαρίου 1848. Πηγή:Wikimedia

Όλα τα επαναστατικά κινήματα χαρακτηρίζονταν από ἐνα μείγμα εθνικισμού και φιλελευθερισμού και από τη βαθιά αμφισβήτηση του συντηρητισμού. Τα βασικότερα αίτια των επαναστατικών κινημάτων του 1848 ήταν η βαθμιαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, η παρακμή της αγροτοβιομηχανικής οικονομίας, η ανεργία, τα χαμηλά ημερομίσθια, η πτώση των τιμών των τροφίμων, οι κακές σοδειές, τα ανεπτυγμένα δίκτυα αγορών, η αύξηση της φορολογίας, η στράτευση και οι ρυθμίσεις για την χρήση των δασών. Η σπίθα της επανάστασης άναψε, για ακόμη μια φορά, στη Γαλλία όπου οι επαναστατημένοι αστοί διεκδικούν καθολικό δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα στην εργασία, επαναλειτουργία των εθνικών εργαστηρίων και λύση στο πρόβλημα της ανεργίας. Μετά την παραίτηση του Βασιλιά συγκρούονται οι μετριοπαθείς με τους ριζοσπάστες φιλελεύθερους, με αποτέλεσμα την ήττα των δευτέρων. Το εξαγριωμένο πλήθος των εργατών εξεγέρθηκε ενάντια στους αστούς με αφορμή το κλείσιμο των εθνικών εργαστηρίων, σε μια ταξική σύγκρουση που έλαβε τέλος με την αναγόρευση του Λουδοβίκου Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα και την επιβολή της μοναρχίας, τον περιορισμό της ελευθεροτυπίας και την αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων από τους εργάτες. Το παράδειγμα της Γαλλίας ακολούθησαν κι άλλα κράτη. Στην Αυστρία γίνεται λαϊκή εξέγερση με τη συμμετοχή στρατιωτών η οποία οδήγησε στην παραίτηση του αυτοκράτορα Φερδινάνδου, ανάγκασε σε εξορία τον Μέττερνιχ και οδήγησε στην παραχώρηση Συντάγματος. Η διαμάχη μεταξύ μετριοπαθών και φιλελεύθερων οδήγησε στην καταστολή της εξέγερσης, όχι όμως πριν δώσει το έναυσμα για εθνικιστικές εξεγέρσεις κατά της Αψβουργικής μοναρχίας (Οκτώβριος 1848).

19


Ανάλογα κινήματα έγιναν στην Γερμανία, όπου οι φιλελεύθερες και εθνικές βλέψεις, διαμόρφωσαν ένα ισχυρό ενωτικό κλίμα. Από αντιπροσώπους όλων των Γερμανικών Κρατιδίων αποφασίστηκε η εκλογή συντακτικής συνέλευσης(συνέλευση της Φρανκφούρτης), που όμως σύντομα διασπάστηκε ανάμεσα στους υποστηρικτές της «Μεγάλης» και της «Μικρής» Γερμανίας. Η κατάληξη ήταν αρνητική για τους Γερμανούς και οι προσπάθειες των Γερμανικών κρατών για ενοποίηση απέβησαν τελικά άκαρπες. Όλα τα επαναστατικά κινήματα του 1848 απέτυχαν. Οι λόγοι ήταν η έλλειψη συνοχής και ενιαίων στόχων, οι διαφωνίες μεταξύ ριζοσπαστών και συντηρητικών φιλελεύθερων και ο φόβος της έκτασης των λαϊκών εξεγέρσεων. Οι συνέπειες των επαναστατικών κινημάτων του 1848 ήταν η κατάργηση της δουλοπαροικίας και άλλων φεουδαρχικών θεσμών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η εγκαθίδρυση συστημάτων συνταγματικής διακυβέρνησης. «Οι επαναστάσεις του 1848 αποτέλεσαν καμπή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αφού ανέδειξαν την ταξική αντιπαλότητα μεταξύ εργατών και αστών ως την κύρια μορφή κοινωνικής αντιπαράθεσης, ενώ σηματοδότησαν την απαρχή προσέγγισης και συνεργασίας μεταξύ αστών και ευγενών. Ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της βιομηχανικής εποχής». (Ράπτης 1999:64)

δ. Η Βιομηχανική Επανάσταση στην Ευρώπη του 19ο αιώνα

“Ακρίβεια! Ταχύτης! Αποτελεσματικότης!”

20

Με λίγα λόγια, η Βιομηχανική επανάσταση είναι: αύξηση της παραγωγής, μείωση του κόστους και περιορισμός χειρωνακτικής εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως γενικά χαρακτηριστικά της τα ακόλουθα: • Αξιοποίηση νέων μορφών και πηγών ενέργειας π.χ. άνθρακα, ηλεκτρισμός. • Εφαρμογή καινοτομιών στην μεταλλουργία. • Συγκέντρωση των εργαζομένων στα εργοστάσια. • Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. • Αρχική εμφάνιση στη Μεγάλη Βρετανία, εξάπλωση στη βόρεια και ανατολική Γαλλία, στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες. • Η αρχή σηματοδοτείται με την εμφάνιση σιδηροδρόμων, ενώ στα τέλη του 19ου αι. κατασκευἀζονται τραμ και υπόγειοι ηλεκτρικοί σιδηρόδρομοι. • Ενσωμάτωση κινητήρων σε οχήματα, αυτοκίνητα και πειραματισμός για την κατασκευή των πρώτων αεροπλάνων. • Επικοινωνίες: τηλέγραφος(1838), τηλέφωνο(1876). Όσον αφορά στη σχέση Βιομηχανικής φιλελευθερισμού/ καπιταλισμού:

Επανάστασης

και

οικονομικού


• Κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατία). • Οι επιχειρηματίες αξιοποιούν οποιοδήποτε μέσο για να επεκταθούν και να αυξήσουν τα κέρδη της. • Ατομικό συμφέρον πάνω από το κοινωνικό. • Δημιουργία εταιρειών για τη συγκέντρωση κεφαλαίου, το ποσοστό του οποίου εκφράζεται σε μετοχές. • Δημιουργία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων που κυριαρχούν στην αγορά (απαρχές διαμόρφωσης μαζικής αγοράς). Κοινωνικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης: • Πληθυσμιακές μεταβολές και κοινωνικές ανακατατάξεις, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και εσωτερική μετανάστευση (αστικοποίηση). • Σχηματισμός κοινωνικής πυραμίδας: Αριστοκράτες ≠ μεγαλογαιοκτήμονες. Αστοί ≠ μεγαλοαστοί, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι , Μεσοαστοί: βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροαστοί δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι). Αγρότες: πλειονότητα πληθυσμού. Εργάτες. • Οι σοσιαλιστικές θεωρίες τονίζουν την προτεραιότητα του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του καπιταλισμού. Το 1848 ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς δημοσιεύουν Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αργότερα δημοσιεύεται το τρίτομο έργο του Μαρξ Το Κεφάλαιο. Δίνεται εμφαση στηην κοινωνική αδικία, γιατί είναι λίγοι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζεται η δημιουργία αταξικής κοινωνίας ως λύση. • Ανάπτυξη συνδικαλισμού, απεργίες, «χαρτιστές» (Ο χαρτισμός ήταν ένα κίνημα για πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως μεταξύ 1838 και 1850). • Πολιτική οργάνωση εργατών, το 1864 ιδρύεται στο Λονδίνο η πρώτη Διεθνής Ένωση Εργατών που διαλύεται το 1876. • Η Δεύτερη Διεθνής λαμβάνει χώρα το 1889 στο Παρίσι με τη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων που αποδέχονται θεωρητικά τον μαρξισμό. Πολλά από αυτά επιδιώκουν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση μέσω των εκλογών π.χ. Ρόζα Λούξεμπουργκ-Γερμανία, Λένιν -Ρωσία, με σκοπό την εγκαθίδρυση της νέου σοσιαλιστικού καθεστώτος και τον έλεγχο του καπιταλισμού. • Ο Ε. Μπερνστάιν –ηγείται της δεξιάς τάσης της αρχέγονης σοσιαλδημοκρατίας με την Λούξεμπουργκ και τον Κ. Λίμπκνεχτ, τον γιο του Βίλχεμ Λίμπκνεχτ να εκφράζουν την αριστερή της τάση και τον Κάουτσκι την κεντρώα. • Κίνημα για την χειραφέτηση γυναικών, 1903 ίδρυση κοινωνικής και πολιτικής ένωσης των γυναικών από την αγγλίδα Έμελιν Πάνκχερστ.

21


ε. Όττο φον Μπίσμαρκ. Η ενοποίηση της Γερμανίας -1871

Η ενοποίηση της Γερμανίας (1871), δηλαδή η πολιτική ενοποίηση του γερμανικού χώρου, στον οποίο συνυπήρχαν δύο ισχυρά κράτη, η Αυστρία και η Πρωσία, καθώς και πολλά μικρά κρατίδια, άρχισε να συζητείται στα χρόνια της ναπολεόντειας κατοχής. Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία. Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση.

Όττο φον Μπίσμαρκ Πηγή:wikipedia

Γιος πρώσων αριστοκρατών, ο Μπίσμαρκ κατάφερε να ενοποιήσει την κατακερματισμένη Γερμανία στη δεκαετία του 1870, αποτελώντας ταυτόχρονα έναν από τους ισχυρούς άνδρες της Ευρώπης για δεκαετίες ολόκληρες, μέσα από την έξοχη πλην αδίστακτη εκδοχή του για την Realpolitik, ένα σύστημα πολιτικών αποφάσεων δηλαδή που ήταν βασισμένο στην πρακτική ωφέλεια παρά στην ηθική. Ο ιδρυτής της Γερμανικής Αυτοκρατορίας έμελλε να αφήσει βαθιά το στίγμα του στα πολιτικά τεκταινόμενα της ευρωπαϊκής ηπείρου για πολλά-πολλά χρόνια, μέσω κυρίως του αρχιμήδειου σημείου της πολιτικής του σκέψης: το διαβόητο «αίμα και σίδερο»! Ο Μπίσμαρκ, πέρα από την ενοποίηση της χώρας του, επαναδιέταξε τους συσχετισμούς δυνάμεων στη σκακιέρα της Ευρώπης, ενώ στο αμφιλεγόμενο των κινήσεών του περιλαμβάνονται οι κατηγορίες ότι «έκανε τη Γερμανία μεγάλη αλλά τους Γερμανούς μικρούς», καθώς και ότι προλείανε το έδαφος για τον ναζισμό. Οι Πρώσοι κέρδισαν τον πόλεμο και έγιναν έτσι η κυρίαρχη δύναμη στην ενοποιημένη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, επιβάλλοντας βαρύτατους όρους συνθηκολόγησης στην Αυστρία (Συνθήκη της Πράγας - 1866). Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση (τηλεγράφημα της Εμς) με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της 20χρονης εξουσίας του, ο Μπίσμαρκ ήταν εξαιρετικά οξύθυμος και αυταρχικός επιτιθέμενος συνεχώς στους πολιτικούς του αντιπάλους. Το πολιτικό σύστημα που δημιούργησε το 1871, στο οποίο είχε

22


ταυτοχρόνως το αξίωμα του Προέδρου της Πρωσίας και του καγκελαρίου της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας, απαιτούσε να κρατηθεί μια δύσκολη ισορροπία. Η δίωξη της Καθολικής Εκκλησίας το 1870 και των Σοσιαλδημοκρατιών στη δεκαετία του 1880, την οποία επιχείρησε ο Μπίσμαρκ, απέτυχαν. Στις αρχές του 1870 ξεκίνησε μία πολιτική εκστρατεία εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που έμεινε γνωστή ως Kulturkampf ή πολιτισμικός αγώνας. Κατάργησε το καθολικό τμήμα του Πρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, εξόρισε το 1872 τους Ιησουΐτες και ταυτόχρονα ευνόησε την άνοδο του Λουθηρανισμού. Οι πιο αυστηροί αντικαθολικοί νόμοι πέρασαν το 1873, οι οποίοι επέτρεπαν στην κυβέρνηση να επιβλέπει τη μόρφωση των Καθολικών ιερέων. Αλλά αυτές οι προσπάθειες απλώς ενίσχυσαν το Κόμμα του Κέντρου. Το 1878, ο Μπίσμαρκ εγκατέλειψε τον πολιτισμικό αγώνα, που έμεινε γνωστός ως μία από τις σημαντικότερες πολιτικές αποτυχίες του. Όσον αφορά στην εκστρατεία εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών, ξεκίνησε το 1878, όταν θέσπισε μια σειρά αντι-σοσιαλιστικών νόμων. Οι σοσιαλιστικές οργανώσεις και οι συγκεντρώσεις απαγορεύονταν, καθώς και η κυκλοφορία σοσιαλιστικών κειμένων, ενώ οι ηγέτες των σοσιαλιστών συνελήφθησαν και δικάστηκαν. Όμως το σοσιαλιστικό κίνημα εξακολούθησε να κερδίζει υποστήριξη και μάλιστα αύξησε τις έδρες του (οι υποψήφιοι του κόμματος παρουσιάζονταν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι). Ο Μπίσμαρκ προσπάθησε επίσης να μειώσει την απήχηση του σοσιαλισμού προσφέροντας ανταλλάγματα στη εργατική τάξη. Η πρώτη μορφή κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη θεωρείται ακριβώς εκείνη η σειρά πατερναλιστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που έλαβε, προκειμένου να επιτύχει την εύνοια της εργατικής τάξης. Στα μέτρα περιλαμβάνονταν ασφάλεια υγείας, ασφάλεια από ατυχήματα και αναπηρίες, καθώς και συντάξεις. Επιπλέον, προσπάθησε να περιορίσει την εργασία παιδιών και γυναικών που ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά, η εργατική τάξη παρέμεινε επιφυλακτική έναντι του Μπίσμαρκ. Παραιτήθηκε μετά την άνοδο στον θρόνο του Φρειδερίκου Γ΄, με τον οποίο διαφωνούσε και στα εξωτερικά ζητήματα περί διατήρησης του status quo και στα εσωτερικά σχετικά με τον αντισοσιαλισμό του. Παραιτήθηκε το 1890, σε ηλικία 75 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα απομνημονεύματά του.

στ. Η Κομμούνα του Παρισιού- 1871 Κομμούνα: επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της σε τοπικό επίπεδο, καταργώντας τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους. Το πολιτικό πείραμα έλαβε χώρα στο Παρίσι και αποδείχτηκε θνησιγενές. Διήρκεσε 72 ημέρες (18 Μαρτίου - 28 Μαΐου Η Κομμούνα του Παρισιού. Πηγή: humanité.fr 1871) και πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση του Λουί Τιερ (γνωστός και με το εξελληνισμένο επίθετο Θιέρσος).

23


Η Κομμούνα προκλήθηκε από το πολιτικό κενό που προέκυψε μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο με την Πρωσία (19 Ιουλίου 1870 - 10 Μαΐου 1871). Στις αρχές του 1871 οι Πρώσοι πολιορκούσαν το Παρίσι και μάλιστα στις 17 Φεβρουαρίου έκαναν θριαμβευτική πορεία στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Την ίδια μέρα, ο μετριοπαθής δημοκράτης Λουί Τιερ, που είχε αντιταχθεί στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και είχε κατηγορηθεί ως προδότης, κέρδισε τις εκλογές, μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Το Παρίσι εκείνη την περίοδο ξεχώριζε από την υπόλοιπη Γαλλία για την πολυπληθή του εργατική τάξη, που διεκδικούσε μαχητικά τα δικαιώματά της και το 1864 είχε κερδίσει το δικαίωμα της απεργίας. Το 1866 το Παρίσι αριθμούσε 1.799.980 κατοίκους, το 57% των οποίων εργαζόταν στη βιομηχανία. Το βράδυ της 17ης προς τη 18η Μαρτίου, σε μια προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του στο ανυπότακτο Παρίσι, ο Τιερ αποφάσισε να αφοπλίσει την πόλη για τον φόβο εργατικής εξέγερσης. Στη Μονμάρτη και την Μπελβίλ υπήρχαν 227 κανόνια για την άμυνα της πόλης υπό τον έλεγχο της ριζοσπαστικοποιημένης Εθνοφρουράς. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν δεν κατόρθωσαν να τα καταλάβουν, καθώς κυκλώθηκαν από εθνοφρουρούς και πολίτες. Οι στρατιώτες δεν πυροβόλησαν κατά του πλήθους, αλλά συνέλαβαν τους επικεφαλής στρατηγούς Λεκόντ και Τομά, τους οποίους εκτέλεσαν δια τυφεκισμού. Ο Τιερ, που είχε συνθηκολογήσει με τους Πρώσους, διέταξε το στρατό να εκκενώσει την πόλη, ενώ ο ίδιος κατέφυγε σε ασφαλές καταφύγιο, στο οχυρό των Βερσαλλιών, για να μη συλληφθεί. Η Εθνοφρουρά, που είχε εξελιχθεί σε επαναστατική δύναμη, αποφάσισε οι δημοτικές εκλογές να διεξαχθούν στις 26 Μαρτίου. Όλο αυτό το διάστημα ενεργούσε ως κυβέρνηση, με τη βοήθεια των μαρξιστών εργατών της Α' Διεθνούς. Στις 26 Μαρτίου 1871 έγιναν με υποδειγματικό τρόπο οι δημοτικές εκλογές, στις οποίες πήρε μέρος το 50% των Παριζιάνων. Το Δημοτικό Συμβούλιο που εκλέχθηκε ήταν 92μελές και εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Μέγαρο στις 28 Μαρτίου. Έλαβε την ονομασία «Κομμούνα των Παρισίων» («Commune de Paris») και ανέλαβε τις εξουσίες της Εθνοφρουράς, εκπροσωπώντας ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα: Δημοκράτες και ριζοσπάστες αστούς, σοσιαλιστές, ανεξάρτητους επαναστάτες, σοσιαλιστές, μαρξιστές και αναρχικούς. Από τη σύνθεσή της είναι προφανές ότι η ηγεσία της Κομμούνας δεν είχε σαφές ιδεολογικό περίγραμμα κι έτσι δεν κατάφερε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ένα από τα ηγετικά μέλη της Κομμούνας ήταν κι ένας Έλληνας, ο δικηγόρος Παύλος Αργυριάδης από την Καστοριά. Πρόεδρος της Κομμούνας εξελέγη ο πολιτικός ακτιβιστής Λουί Μπλανκί, ο οποίος, όμως, είχε συλληφθεί στις 17 Μαρτίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι κομμουνάροι προσπάθησαν πολλές φορές ανεπιτυχώς να τον απελευθερώσουν, συλλαμβάνοντας ομήρους από την άλλη πλευρά, μεταξύ αυτών και τον αρχιεπίσκοπο των Παρισίων, Ζορζ Νταρμπουά. Παρά τις αδυναμίες της, το έργο που επιτέλεσε ήταν σημαντικό, ιδιαίτερα στους τομείς της εργασίας και της παιδείας. Στον τομέα της εργασίας είχε τοποθετηθεί επικεφαλής ένας Ούγγρος μαρξιστής, ο Λέον Φράνκελ, που πήρε μια σειρά από μέτρα για να ανακουφίσει τους εργάτες και τους μικροαστούς:

24


κολλεκτιβοποίηση βιομηχανιών, χρεοστάσιο στο εμπόριο και τα ενοίκια, κατάργηση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, απαγόρευση τοκογλυφικών γραφείων και καθιέρωση της δεκάωρης ημερήσιας εργασίας. Η Επιτροπή Παιδείας υπό τον Βαγιάν προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, ενώ έλαβε μέτρα φεμινιστικού χαρακτήρα. Στην Επιτροπή Οικονομικών τοποθετήθηκε ένας έντιμος λογιστής, ο Φρανσουά Ζουρντ, ο οποίος αρνήθηκε να «εθνικοποιήσει» την Τράπεζα της Γαλλίας, στερώντας από τους κομμουνάρους πολύτιμο χρήμα για την επιτυχία του αγώνα τους. Πολύ γρήγορα, η προσπάθεια της Κομμούνας αφιερώθηκε στον αγώνα εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχαν ενισχυθεί σημαντικά, μετά την αποχώρηση των Πρώσων. Διέθεταν 200.000 άνδρες απέναντι στους 60.000 άνδρες της Κομμούνας. Ο στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του Παρισιού στις 3 Απριλίου με την πολιορκία της πόλης. Μετά τις πρώτες στρατιωτικές αποτυχίες, η Κομμούνα σκλήρυνε τη στάση της, με την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που συνέστησε την Πρωτομαγιά του 1871, παρά την αντίδραση των αναρχικών. Στις 21 Μαΐου οι δυνάμεις του Τιερ μπήκαν στο Παρίσι, όπου συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους κομμουνάρους. Σκληρές μάχες διεξάγονταν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά. Τα ανάκτορα του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Μέγαρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο στρατός προέβη σε μαζικές σφαγές αμάχων και οι Κομμουνάροι απάντησαν με την εκτέλεση 52 επιφανών Παριζιάνων, τους οποίους κρατούσαν ως ομήρους. Ανάμεσά τους, ο αρχιεπίσκοπος της πόλης Ζορζ Νταρμπουά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις επικράτησαν πλήρως στις 28 Μαΐου 1871, έπειτα από μια εβδομάδα άγριων μαχών, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ματωμένη Εβδομάδα» («La semaine sanglante»). Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων 30.000 - 40.000 κομμουνάροι σκοτώθηκαν, ενώ οι απώλειες για τους κυβερνητικούς ανήλθαν σε 1000 άνδρες. Μετά έπιασαν δουλειά τα στρατοδικεία, που εξέδωσαν 10.137 καταδικαστικές αποφάσεις: 93 σε θάνατο, 251 σε καταναγκαστικά έργα και 4586 σε εξορία στο υπερπόντιο νησί της Νέας Καληδονίας. Χιλιάδες, εξάλλου, από τους ηττημένους αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν. Η Γαλλία έζησε υπό στρατιωτικό νόμο έως το 1876, ενώ αμνηστία για όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας δόθηκε το 1880. Καταπνίγοντας στο αίμα την επανάσταση των λαϊκών τάξεων του Παρισιού και εξουδετερώνοντας τους μοναρχικούς, το αστικό καθεστώς σταδιακά σταθεροποιείται και επιβάλλεται. Η Γαλλική Δεξιά θεωρεί την Παρισινή Κομμούνα ως ένα κλασσικό παράδειγμα οχλοκρατίας και τρομοκρατίας. Η παγκόσμια αριστερά την αποθεώνει και την θεωρεί ως δείγμα ωριμότητας της εργατικής τάξης, η οποία για πρώτη φορά αναλαμβάνει την εξουσία. Ο Καρλ Μαρξ ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα ως σύμβολο της εργατικής εξέγερσης κατά της αστικής τάξης. Στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία γράφει: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τούς έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της

25


τούς κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ' όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους». Εντούτοις, ο Μάρξ ασκεί κριτική στους επικεφαλής της, γιατί έχασαν πολύτιμο χρόνο, εφαρμόζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, αντί να επιτεθούν και να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τιερ. Ο Λένιν μελέτησε προσεκτικά την Παρισινή Κομμούνα, προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία του για τη δικτατορία του προλεταριάτου και να εφαρμόσει τα διδάγματά της στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Για τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν η «καθαρή άρνηση του κράτους», ενώ αντίθετη ήταν η άποψη ενός άλλου εξέχοντος αναρχικού, του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος τήν θεωρεί ως μια μικρογραφία του κράτους σε τοπικό επίπεδο, αφού δεν τόλμησε να καταργήσει τους θεσμούς του. Ο αντίκτυπος της Παρισινής Κομμούνας έφθασε και στην Ελλάδα. Το σύνολο των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής τάχθηκε εχθρικά στην Κομμούνα και μόνο η εφημερίδα «Μέλλον» του Δήμου Παπαθανασίου τήν υπερασπίστηκε. Γράφει ο εκδότης της στις 11 Μαΐου 1871: «Ναι, χαίρετε οι πρόμαχοι και οσονούπω μάρτυρες των αρχών εφ' ων μόνον δύναται να θεμελιωθή η αληθής, η ακράδαντος, η λαοσώτηρα ελευθερία. Αι αρχαί σας θέλουν καταπνιγή εν τω αίματι και τω πυρί υπό των διαπλέων εκ της απορροφήσεως και του δεσποτισμού κιβδήλων δημοκρατών, αλλ' αι αρχαί σας εισί προωρισμέναι να αναπλάσσουν τα έθνη και τους λαούς». Την Παρισινή Κομμούνα αποδοκίμασε και η Βουλή, στη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου 1871. Ο βουλευτής Λομβάρδος ανέφερε στην ομιλία του: «Μικρά και αδύνατος η Ελλάς αλλ' υπέρ της ελευθερίας πάντοτε αγωνισθείσα και αγωνιζόμενη δεν ημπορεί παρά να υψώσει δυνατά την φωνήν της αγανακτήσεώς της εναντίον εκείνων οι οποίοι εν τη καταχρήσει του ονόματος της ελευθερίας, την ελευθερίαν εσχάτως εν Παρισίοις επολέμησαν. Η Ελλάς μικρά και αδύνατος έλαβε την πείραν ότι ουδέν πολεμιώτερον της ελευθερίας όσον η αταξία. Εάν δεν εξασφαλίζη τι την ελευθερίαν, την εξασφαλίζει ο σεβασμός των νόμων και των δικαιωμάτων εκάστου».

ζ. Η Belle Epoque: 1871-1914

Belle Époque (Ωραία Εποχή) ονομάστηκε η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας που διήρκησε από το 1871 έως το 1914, την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και χαρακτηρίστηκε από πνεύμα αισιοδοξίας για την πρόοδο. Η ονομασία «Μπελ Eπόκ» δόθηκε εκ των υστέρων, όταν θεωρήθηκε ως «χρυσή εποχή» ανάμεσα σε πολέμους και επαναστάσεις. Επικράτησε ειρήνη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, οι νέες τεχνολογίες βελτίωσαν τη ζωή και επικρατούσε μια σχετική ευημερία.Οι φτηνές τιμές στην αγορά άνθρακα και το φτηνό εργατικό δυναμικό συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας.Η επινόηση των επαγγελματικών δείπνων επεκτάθηκε στις ανώτερες τάξεις, και η σαμπάνια έγινε το σήμα κατατεθέν της Μπελ Επόκ. Τα φανταχτερά φτερά και οι γούνες ήταν το πιο εμφανές

26


χαρακτηριστικό της μόδας τότε. Τα ρούχα υψηλής ραπτικής είχαν πια τη βάση τους στο Παρίσι, το κέντρο της Μπελ Επόκ, όπου επινοούνταν η μόδα. Στο Παρίσι, εστιατόρια όπως το Maxim's, καθιέρωσε την παρέλαση των πλουσίων πελατών ως κομμάτι της λάμψης και της φήμης, ενώ η Όπερα των Παρισίων (Opéra Garnier), που εγκαινιάστηκε το 1875, κτίστηκε για να εντυπωσιάζει με τις μεγαλόπρεπες και πολυτελείς σκάλες της. Μετά τα μέσα του αιώνα οι σιδηρόδρομοι συνέδεαν όλες τις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης με τις

27 Διεθνής έκθεση του 1900. Πηγή: wikipedia

λουτροπόλεις, όπως το Μπιαρίτς και τη Ντοβίλ. Τα βαγόνια τους χωρίζονταν αυστηρά σε πρώτης και δεύτερης θέσης, αλλά οι πλούσιοι άρχισαν να μισθώνουν ιδιωτικά βαγόνια με αποκλειστικό χαρακτηριστικό τους την υπερπολυτελή άνεση. Ο μποέμικος τρόπος ζωής απέκτησε αίγλη, που εκφράστηκε κυρίως στα καμπαρέ της Μονμάρτρης.Το Παρίσι αυτή την περίοδο έχει εξελιχθεί στο επίκεντρο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στους δρόμους της πόλης και στα στέκια της Μονμάρτρης συχνάζουν προσωπικότητες εξέχουσες, που έμελλε να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας, ο καθένας στον τομέα του. Για παράδειγμα, μεγάλοι ζωγράφοι όπως ο Μανέ, ο Ντεγκά, ο Βαν Γκογκ, ο Πικάσο, ο Τουλούζ Λοτρέκ, και συγγραφείς όπως ο Εμίλ Ζολά, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Γκυ ντε Μωπασσάν αλλά και η «θεϊκή Σάρα», η θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου Σάρα Μπερνάρ. Μάλιστα, η Μπερνάρ ήταν μία από τις πρωτοπόρους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση ως Άμλετ στη διάρκειας δύο λεπτών ταινία Η μονομαχία του Άμλετ (Le Duel d'Hamlet) το 1900. Η Μπελ Επόκ ήταν επίσης μια εποχή μεγάλης επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου στην Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα. Εφευρέσεις,


όπως το αυτοκίνητο, στην πρώτη του δεκαετία ήταν απλώς ένα πολυτελές πείραμα για ακριβά γούστα, το τηλέφωνο αντικατέστησε τον τηλέγραφο, το ηλεκτρικό φως άρχισε σταδιακά να υπερσκελίζει το φωταέριο. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος άλλαξαν τον τρόπο διασκέδασης, το μετρό εμφανίστηκε σταδιακά σε όλες τις μεγαλουπόλεις· προς το παρόν, το αεροπλάνο παρέμενε ακόμη ένα συναρπαστικό σχέδιο.

η. Ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος. Ο Νίκος Βάγκαλης καταφθάνει στην Αγία Πετρούπολη-1904.

Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος: η πρώτη μεγάλη στρατιωτική σύρραξη του 20 ου αιώνα ανάμεσα στην τσαρική Ρωσία και την ταχέως ανερχόμενη γεωπολιτικά αυτοκρατορική Ιαπωνία. Διάρκεσε δύο περίπου χρόνια (8 Φεβρουαρίου 1904 5 Σεπτεμβρίου 1905), με νικήτρια τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο διπλωματικό επίπεδο. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ρωσία, επωφελούμενη από την κατάρρευση της Κίνας, επεκτείνεται προς τη Μαντζουρία (βορειονατολική Κίνα), όπου φθάνει και μία γραμμή του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου. Το λιμάνι του Πορτ Άρθουρ είναι κομβικής σημασίας για τους Ρώσους, καθώς αντιπροσωπεύει τη διέξοδο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η σύγκρουση με την τσαρική Ρωσία αποτελεί για την Ιαπωνία, από το 1870 και εφεξής, την αφετηρία μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού μετά την αποκατάσταση της εξουσίας του φωτισμένου αυτοκράτορα Μεϊτζί και τη διάλυση των Ιαπώνων πολέμαρχων, των γνωστών Σογκούν. Βασισμένο σ’ ένα δυτικότροπο και αυταρχικό εκσυγχρονισμό, στηριγμένο στη γερμανική εμπειρία, το ιαπωνικό κράτος ρίχνει το βάρος στην ισχυροποίηση του στρατού, ενέργεια που δοκιμάζεται πρώτα με την εισβολή στην Κορεατική χερσόνησο το 1896. Η υποβόσκουσα σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας για τον έλεγχο των βορείων περιοχών της Κίνας οξύνεται σταδιακά και κορυφώνεται στις 8 Φεβρουαρίου 1904, όταν οι Ιάπωνες επιτίθενται ξαφνικά με τον σύγχρονο πολεμικό τους στόλο στο λιμάνι Πορτ Άρθουρ, με τη δικαιολογία ότι η Ρωσία δεν έχει αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μαντζουρία, όπως είχε συμφωνηθεί. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, η μακρά πολιορκία και η πτώση του Πορτ Άρθουρ (19 Αυγούστου 1904 - 2 Ιανουαρίου 1905), η αιματηρή μάχη του Μούκδεν (21 Φεβρουαρίου - 10 Μαρτίου 1905) και η κατατρόπωση του ρωσικού στόλου της Βαλτικής στην Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905) αποτελούν θριάμβους των ιαπωνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που συγκλονίζουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία βλέπει για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή μία ασιατική δύναμη να κατατροπώνει μία ευρωπαϊκή αποικιακή και ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες του στρατού του και την αναταραχή στο εσωτερικό της Ρωσίας («Φεβρουαριανή Επανάσταση»), ο τσάρος Νικόλαος Β' αναγκάζεται να διαπραγματευτεί τη σύναψη ειρήνης, με τη μεσολάβηση του αμερικανού προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ. Με την ειρήνη του Πόρτσμουθ, που υπεγράφη στις 5 Σεπτεμβρίου 1905, στην ομώνυμη πόλη της πολιτείας Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ, η Ρωσία αναγνώρισε τα ιαπωνικά συμφέροντα στην Κορέα,

28


παραχώρησε στην Ιαπωνία τη μισή νήσο Σαχαλίνη, τη χερσόνησο Λιάο-τουνγκ (Πορτ Άρθουρ) και το νότιο τμήμα των μαντζουριανών σιδηροδρόμων. Οι απώλειες των εμπολέμων ήταν για τους μεν Ρώσους 70.000 νεκροί (52.000 στα πεδία των μαχών και 18.000 από αρρώστιες), 146.000 τραυματίες και 74.000 αιχμάλωτοι και για τους δε Ιάπωνες 85.000 νεκροί (47.000 στα πεδία των μαχών και 28.000 από αρρώστιες). Το τέλος του πολέμου ανάγκασε τη Ρωσία να εγκαταλείψει την επεκτατική πολιτική της στην Άπω Ανατολή, ενώ ανέδειξε σε παγκόσμια δύναμη την Ιαπωνία.

θ. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)

Η μεγαλύτερη και πιο πολύνεκρη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε ο κόσμος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, όταν η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας και τελείωσε με την ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της στις 11 Νοεμβρίου 1918. Ονομάστηκε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος, επειδή εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης και αναμίχθηκαν σ’ αυτόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Τα αίτια, που οδήγησαν στην έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που αύξησαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία για την κυριαρχία στις μεγάλες αγορές του κόσμου. Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λοραίνη (που είχε χάσει στον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 - 1871), είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία. Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους - κβο των Βαλκανίων. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, γεγονός που προσέκρουε στα συμφέροντα της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Τη σπίθα του πολέμου άναψε η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από τον νεαρό σερβοβόσνιο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ, στο Σεράγεβο της Βοσνίας, στις 28 Ιουνίου 1914. Για τη δολοφονία οι Αυστριακοί θεώρησαν υπεύθυνη την κυβέρνηση της Σερβίας και τής κήρυξαν τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου 1914. Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και δύο ημέρες αργότερα κατά της Γαλλίας. Στις 4 Αυγούστου η Αγγλία και στις 23 Αυγούστου η

29


Ιαπωνία κηρύσσουν με τη σειρά τους τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, όταν αυτή εισβάλει στο Βέλγιο (4 Αυγούστου). Με το μέρος της Γερμανίας και της Αυστρίας τάχθηκαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, που αποτέλεσαν τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις». Από την άλλη πλευρά, με τους Αγγλογάλλους και τους Ρώσους συντάχθηκαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Βέλγιο, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ελλάδα (από το 1916 η «κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης» και από το 1917 το ενωμένο ελληνικό κράτος), η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες (από το 1917). Όλες μαζί οι δυνάμεις αυτές συγκρότησαν τον συνασπισμό, γνωστό ως «Αντάντ» (Entente cordiale= στα γαλλικά η φιλική συνεννόηση). Στην αρχή του πολέμου, οι πιο μεγάλες μάχες έγιναν στη Γαλλία και το Βέλγιο («Δυτικό Μέτωπο»). Οι Γερμανοί κυρίευσαν μεγάλο τμήμα των χωρών αυτών και απείλησαν το Παρίσι. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να οργανώσουν την άμυνά τους σ’ ένα μέτωπο 750 χλμ. από τη Βόρεια Θάλασσα ως το βορειοδυτικό άκρο της Ελβετίας, όπου έγινε ένας φοβερός πόλεμος χαρακωμάτων, που κράτησε έως το 1918. Την περίοδο που οι Γερμανοί πολιορκούσαν το Παρίσι, τούς επιτέθηκαν οι Ρώσοι και κυρίευσαν σημαντικά εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας («Ανατολικό Μέτωπο»). Ο αρχιστράτηγος του γερμανικού στρατού φον Μόλτκε διόρισε διοικητή του στρατού της Ανατολικής Πρωσίας τον γηραιό στρατηγό Χίντεμπουργκ, ο οποίος κατόρθωσε να απωθήσει τους Ρώσους, νικώντας τους στις μάχες του Τάνεμπεργκ (26-31 Αυγούστου 1914) και των Μαζουριανών Λιμνών (9-14 Σεπτεμβρίου). Οι Ρώσοι με νέες δυνάμεις οργάνωσαν την άμυνα τους στη γραμμή από την Ανατολική Πρωσία ως τα Καρπάθια (900 χλμ.) και ο πόλεμος αυτός έγινε αγώνας χαρακωμάτων. Τον Μάιο του 1915 οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφού έχασαν πολύ στρατό. Τον Οκτώβριο του 1915, η «Αντάντ» κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να βοηθήσει τους Ρώσους. Ο συμμαχικός στόλος με βάση τη Λήμνο επιχείρησε να περάσει τα στενά των Δαρδανελλίων, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί οι Τούρκοι τούς απώθησαν. Απόπειρα να εισχωρήσουν από την ξηρά με απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης, επίσης, απέτυχε. Οι Σύμμαχοι αναζητούσαν βάση για τον στόλο και τον στρατό τους στο Αιγαίο και χωρίς την άδεια της Ελλάδας, που τηρούσε ουδετερότητα, αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη (2 Οκτωβρίου 1915). Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία κι έτσι δημιουργήθηκε το «Βαλκανικό Μέτωπο». Η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων της «Αντάντ» στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε αναστάτωση στην Ελλάδα, γιατί άλλα κόμματα είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους συμμάχους και άλλα ήταν αντίθετα. Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία, ο ελληνικός στρατός δεν έσπευσε να βοηθήσει τους παλιούς του συμμάχους Σέρβους. Αυτό εξερέθισε τους Συμμάχους, που έριξαν την ευθύνη στον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο. Την άνοιξη του 1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία και έκαναν φοβερές σφαγές σε βάρος των Ελλήνων.

30


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τότε οργάνωσε το κίνημα «Εθνικής Αμύνης». Πήγε στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε φιλική κυβέρνηση προς την «Αντάντ» (26 Αυγούστου 1916). Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δυο: το «κράτος των Αθηνών» υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο υποστήριζε την ουδετερότητα και το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο την έξοδο στον πόλεμο, στο πλευρό της «Αντάντ». Τη λύση έδωσαν οι Γάλλοι, δια του γερουσιαστή Ζονάρ, που υποχρέωσαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο να φύγει από την Ελλάδα. Έτσι, η ενωμένη Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ» και στις 27 Ιουνίου 1917 κήρυξε τον πόλεμο κατά των «Κεντρικών Δυνάμεων». Στο Δυτικό Μέτωπο, στις φονικές μάχες των χαρακωμάτων προστέθηκε το 1916 η φοβερή μάχη του Βερντέν, ανάμεσα σε Γάλλους και Γερμανούς, που κράτησε 10 μήνες (21 Φεβρουαρίου - 18 Δεκεμβρίου), με τρομακτικές απώλειες και για τους δύο αντιπάλους. Οι Σύμμαχοι, για να εξασθενήσουν τη Γερμανία, απέκλεισαν με τους στόλους τους τη Βαλτική και την Αδριατική. Οι Γερμανοί, όμως, με τα υποβρύχιά τους βύθισαν πολλά συμμαχικά πλοία. Στις 3 Φεβρουαρίου 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο για να «εξασφαλίσουν την ελευθερία των θαλασσών», όπως διακήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον και βαθμηδόν η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει προς τη μεριά της «Αντάντ». Τον Μάρτιο του 1917 (Φεβρουάριο με το παλαιό ημερολόγιο) ξέσπασε επανάσταση στη Ρωσία που ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β' και ανακηρύχτηκε δημοκρατία με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό Αλεξάντρ Κερένσκι. Ο ρωσικός στρατός συνέχισε να μάχεται στο ανατολικό μέτωπο, αλλά χωρίς ηθικό. Στις 24 Οκτωβρίου 1917, οι μπολσεβίκοι του Λένιν ανέτρεψαν τον Κερένσκι και ανέλαβαν την εξουσία, εγκαθιστώντας σταδιακά κομμουνιστικό καθεστώς στην αχανή χώρα («Οκτωβριανή Επανάσταση»). Το νέο καθεστώς υπέγραψε χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία στις 3 Μαρτίου 1918 («Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ») και η Ρωσία εξήλθε του πολέμου. Παρά την απώλεια της Ρωσίας, η κατάσταση δεν άλλαξε δραματικά και το πάνω χέρι στον πόλεμο εξακολουθούσε να το έχει η «Αντάντ». Οι μεγάλες γερμανικές επιθέσεις στο «Δυτικό Μέτωπο» (μάχες Σεμέν Ντε Νταμ και Μάρνη) αποκρούστηκαν από τις γαλλοαμερικανικές δυνάμεις. Οι Άγγλοι νίκησαν τους Τούρκους στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία, όπως και ο ελληνικός στρατός τους Βούλγαρους στο Σκρα (17 Μαΐου 1918). Μεγάλες ήταν και οι επιτυχίες των Ιταλών κατά των Αυστριακών. Οι Γερμανοί άρχισαν να βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο. Για να αποφύγουν μεγαλύτερη αιματοχυσία, επαναστάτησαν και ζήτησαν να κλείσει ανακωχή με βάση τους 14 όρους του Αμερικανού προέδρου Γουίλσον, που είχαν δημοσιοποιηθεί σταδιακά από τις 8 Ιανουαρίου έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1918 (4 Οκτωβρίου 1918). Στις 9 Νοεμβρίου ανακηρύσσεται στη Γερμανία δημοκρατία και την επομένη ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β' εγκαταλείπει τη χώρα. Στις 5 το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η παράδοση της Γερμανίας μέσα σ’ ένα βαγόνι τραίνου και στις 11 το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που στοίχισε 16 εκατομμύρια νεκρούς και 20 εκατομμύρια τραυματίες στα πεδία των μαχών, λαμβάνει τέλος.

31


Οι συνέπειές του, όμως, θα στοιχειώνουν για πολλά χρόνια ακόμα τη Γηραιά Ήπειρο. Στις 18 Ιουνίου 1919 υπογράφτηκε η συνθήκη των Βερσαλλιών, που επέβαλε επαχθείς όρους στη Γερμανία.

Paul Nash, Ο δρόμος του Menin, 1918. Πηγή: wikimedia.

ι. Ο Ντανταϊσμός στη Ζυρίχη. 32 Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίστηκε στη Ζυρίχη, στην ουδέτερη Ελβετία, ένα σημαντικό καλλιτεχνικό κίνημα, ο ντανταϊσμός, που αποτελούσε διαμαρτυρία κατά του πολέμου και συνένωνε ζωγραφική, λογοτεχνία, ακόμη και μουσική που αποτύπωναν το φανταστικό και το παράλογο. Στην πόλη αυτή έτυχε να συναντηθούν το 1915 πολλοί νεαροί καλλιτέχνες, σχεδόν όλοι σε ηλικία μεταξύ 20 και 30 ετών, εξόριστοι λόγω του πολέμου που σάρωνε την Ευρώπη. Ανάμεσά τους ήταν οι Γερμανοί συγγραφείς Hugo Ball και Richard Huelsenbeck, οι Ρουμάνοι Tristan Tzara ( ποιητής ) και Marcel Janco (ζωγράφος – γλύπτης), ο Αλσατός ζωγράφος, γλύπτης και ποιητής Jean (Hans) Arp και ο Γερμανός ζωγράφος Hans Richter, που θα γινόταν ένας σημαντικός πειραματικός κινηματογραφιστής. Με τον ντανταϊσμό της Ζυρίχης συνδέθηκαν πολλοί άλλοι ποιητές και ζωγράφοι, αλλά αυτοί ήταν οι ηγέτες του κινήματος. Με τις διαδηλώσεις τους, τις δημόσιες απαγγελίες ποιημάτων, τις συναυλίες θορύβου, τις εκθέσεις ζωγραφικής και τις δημοσιεύσεις τους, οι ντανταϊστές επιτέθηκαν σε όλες τις παραδόσεις και τις προκαταλήψεις της δυτικής τέχνης και λογοτεχνίας. Συγκεντρωμένοι στη Ζυρίχη, οι ντανταϊστές θέλησαν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στη μαζική υστερία και τον παραλογισμό της παγκοσμίου πολέμου, μέσα από καλλιτεχνικές μορφές που θα μπορούσαν να είναι μόνο αρνητικές, αναρχικές και καταστροφικές. Αλλά από την πρώτη στιγμή, οι ντανταϊστές έδειξαν την αναζήτηση μιας νέας οπτικής και ενός νέου περιεχομένου σε ό,τι ονομαζόταν Τέχνη, με συνέπειες πολύ πιο


μακροπρόθεσμες από τη στιγμιαία επιθυμία να προσβάλουν την υπεύθυνη για τον πόλεμο αστική πλουτοκρατία. Οι ντανταϊστές χρησιμοποιούσαν ένα καινοφανές παράλογο χιούμορ που εκδηλωνόταν είτε στην απαγγελία ποιημάτων με λέξεις χωρίς νόημα κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανών είτε σε παράλογες παραστάσεις θεάτρου ή καμπαρέ, στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων χωρίς νόημα ή στη δημιουργία πινάκων ζωγραφικής με ανεξέλεγκτες κινήσεις, πέρα από κάθε έλεγχο της λογικής. Πίσω από όλα αυτά, ωστόσο, κρυβόταν μια σοβαρή πρόθεση: η κριτική επανεξέταση όλων των παραδόσεων, των προϋποθέσεων, των κανόνων, της λογικής βάσης, ακόμη και των ίδιων των εννοιών της τάξης, της ενότητας και του ωραίου, που είχαν καθορίσει την έννοια των έργων τέχνης για πολλούς αιώνες. Ο όρος «νταντά» (Dada) έχει αμφίβολη προέλευση: σύμφωνα με τον Huelsenbeck, το όνομα γεννήθηκε ανοίγοντας τυχαία ένα γάλλο-γερμανικό λεξικό, το οποίο άνοιξε στη λέξη Dada, που σημαίνει το κουνιστό αλογάκι της μικρού παιδιού. Κατά τον Richter, η λέξη Dada γεννήθηκε στην παρέα του Cabaret Voltaire από τα επαναλαμβανόμενα da, da, da, ( ναι, ναι, ναι) στις συζητήσεις μεταξύ των Tzara και Janco στα ρουμάνικα. Στα γαλλικά Dada σημαίνει παθιασμένη ενασχόληση του ελεύθερου χρόνου, ένα χόμπι. Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση του, ο όρος Dada έγινε το κεντρικό και ειρωνικό σύμβολο της επίθεσης εναντίον κάθε κατεστημένου. Ο Hugo Ball, φιλόσοφος και μυστικιστής ποιητής, ήταν ο κύριος πρωταγωνιστής στο κίνημα του ντανταϊσμού. Την άνοιξη του 1916 πρωτοστάτησε στη δημιουργία του ντανταϊσμού στη Ζυρίχη, στο Cabaret Voltaire, που έγινε τόπος συνάντησης των ελεύθερων πνευμάτων και ένα βήμα για την επίθεση εναντίον όλων των κατεστημένων αξιών. Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, που αξίζει να σημειωθεί, είναι ότι στον ίδιο δρόμο, απέναντι από το Cabaret Voltaire, έμενε ο Lenin, που μαζί με άλλους σοβαρούς Ρώσους συνωμότες σχεδίαζε μια παγκόσμια επανάσταση. O Hugo Ball εφάρμοσε τις ντανταϊστικές αρχές στο Θορυβιστικό ποίημα του 1916 ποίημα O Gadji Beri Bimba τον Ιούλιο του 1916. Τον Ιούνιο του 1917 διοργάνωσε μια βραδιά με απαγγελίες αφηρημένης ποίησης, που σχεδόν προκάλεσε μια γενική εξέγερση. Η θέση του ότι η συμβατική γλώσσα δεν είχε πλέον θέση στην ποίηση, όπως και η συμβατική ανθρώπινη μορφή πρέπει να εξοριστεί από τη ζωγραφική, οδήγησε σε μια ποίηση μελωδικών συλλαβών χωρίς κανένα απολύτως νόημα: «ζιμζιμ ουραλαλά ζιμζιμ ζανζιμπάρ ζιμλαλά ζαμ». Οι φρενιασμένες αντιδράσεις του κοινού δεν εμπόδισαν τον πειραματισμό. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ντανταϊσμός της Ζυρίχης ήταν περισσότερο μια συναισθηματική κατάσταση παρά ένα καλλιτεχνικό στιλ ή κίνημα.

33


Οι ντανταϊστές της Ζυρίχης ήταν αντίθετοι σε κάθε μορφή τέχνης με οργανωμένο πρόγραμμα, ή σε κάθε κίνημα που θα μπορούσε να εκφράζει το στιλ μιας ομοιογενούς ομάδας καλλιτεχνών. Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω στοιχεία δημιούργησαν και για τους ντανταϊστές ένα είδος κοινού παρανομαστή, που διαμόρφωσε τις δημιουργικές προσπάθειές τους. Τα χαρακτηριστικά

George Grosz, Ο δυστυχής εφευρέτης ή Το θύμα της κοινωνίας, 1919. Πηγή: wikimedia.

Με το τέλος του πολέμου ήρθε και το τέλος του ντανταϊσμού της Ζυρίχης. Ο πρώτος ενθουσιασμός άρχισε να σβήνει, τα μέλη της ομάδας σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά η επιρροή του ντανταϊσμού στην τέχνη είχε μόλις αρχίσει.

Το 1918 ο Ισπανός ζωγράφος Francis Picabia μετέφερε αυτές τις εξελίξεις στη Νέα Υόρκη και τη Βαρκελώνη. Ο Picabia μαζί με της Marcel Duchamp και τον Man Ray συνέβαλαν στη δημιουργία ντανταϊστικής ατμόσφαιρας στη Νέα Υόρκη, στην γκαλερί «291» και στο ομώνυμο περιοδικό του Alfred Stiefliz. Με τη βοήθεια του συλλέκτη Walter Arensberg o Picabia είχε αρχίσει να δημοσιεύει τη δική του εφημερίδα διαμαρτυρίας εναντίον των πάντων, η οποία ονομαζόταν «391». Ο Picabia όταν επέστρεψε στο Παρίσι, με το τέλος του πολέμου, αποτέλεσε τον σύνδεσμο μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού κλάδου του Hannah Hoech, Κομμένη με το μεταπολεμικού ντανταϊσμού.

κουζινομάχαιρο του ντανταϊσμού, 1919 (κολλάζ). Πηγή: wikimedia.

34


Βιβλιογραφία/Δικτυογραφία John Hirst, The shortest history of Europe, Black Inc., 2009 Κάρλ Μάρξ, Το κεφάλαιο, εκδ. Κάκτος, 2010 Ζυρίχη: https://www.stadt-zuerich.ch/portal/en/index/portraet_der_stadt_zuerich https://www.inyourpocket.com/zurich/Zurichs-history_71857f https://www.britannica.com/place/Zurich Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: http://museduc.gr/docs/Istoria http://www.news247.gr Βιομηχανική Επανάσταση: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/8 369/8538.pdf http://www.mixanitouxronou.gr/tag http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php Επαναστάσεις 1830-1848: https://pateras.wordpress.com/2009/09/20 http://epo10-european-history.blogspot.com/2012/09/1848.html http://historyreport.gr Ρωσοιαπωνικός Πόλεμος: https://www.sansimera.gr/articles https://www.proelasi.org/2012/09/17 Ενοποίηση Γερμανίας- Μπίσμαρκ: https://pateras.wordpress.com/2009/09/20 https://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/596005/o-sidirous-kagelariosoto-fon-bismark http://tvxs.gr/news Belle époque: http://fr.wikipedia.org/wiki/Histoire_de_France http://www.livepedia.gr http://www.aerologio.gr Koμμούνα του Παρισιού:

35


http://web.cortland.edu/flteach/civ/histoi/histoi.htm http://ebooks.edu.gr http://paradosiakos.blogspot.gr Εγκυκλοπαίδειες Δομή και Πάπυρος LaRousse-Britanica Αντρέ Μωρουά, Η ιστορία της Γαλλίας, εκδ. Όμηρος Ντανταϊσμός: http://dreamyshoots.blogspot.be/2011/10 https://floroieikastikoi.blogspot.be/2012/09 http://tvxs.gr/news

36


2. Φειδίας Γεωργιάδης, «Ανάμεσα σε Ευρώπη και Αφρική: η οικογένεια Ασημάκη» «Το εργοστάσιο των μολυβιών» περιγράφει, μεταξύ άλλων, την πορεία μιας αστικής οικογένειας από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι Ασημάκηδες, μέσα από ένα αέναο οδοιπορικό σε αστικά κέντρα της Ευρώπης και της Αφρικής, γίνονται μάρτυρες μοναδικών ιστορικών στιγμών… Το 1866, ο Στέφανος Ασημάκης μεταβαίνει στο Κάιρο, για να εργαστεί ως μηχανικός, στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Από το 1517, η Αίγυπτος βρίσκεται υπό οθωμανική κυριαρχία, αν και de facto διοικείται από τους Μαμελούκους (στρατιωτικές οργανώσεις μη Οθωμανών). Από το 1798 έως το 1801, το κράτος βρίσκεται στα χέρια των Γάλλων. Παρότι η παρουσία τους είναι σύντομη, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της χώρας. Το 1801, η Αίγυπτος επιστρέφει στα χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι, το 1867, την αναγάγουν σε Χεδιβάτο, δηλαδή αυτόνομο κράτος. Ο Στέφανος φτάνει στην Αίγυπτο σε μια εποχή μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Χεδίβης τότε είναι ο Ισμαήλ Πασάς. Ο φιλόδοξος αυτός πολιτικός έχει ως στόχο να καταστήσει την Αίγυπτο μέρος της Ευρώπης. Προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τον κρατικό μηχανισμό και να προωθήσει τη βιομηχανοποίηση της χώρας (εξαγωγή ζάχαρης και βάμβακος). Στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδρύονται όπερες, θέατρα και ξενοδοχεία «ευρωπαϊκού τύπου». Μάλιστα, στο Κάιρο χτίζονται μεγάλες λεωφόροι και πλατείες, τις οποίες ο Ισμαήλ έχει θαυμάσει στο Παρίσι. Βέβαια, το σημαντικότερο γεγονός επί ηγεμονίας του Ισμαήλ Πασά είναι η παράδοση της διώρυγας του Σουέζ. Οι εργασίες ξεκινούν 1854, υπό την επίβλεψη του Γάλλου μηχανικού Φερδινάνδου ντε Λεσσέψ, και ολοκληρώνονται το 1869. Το έργο αυτό ενώνει την Ερυθρά και τη Μεσόγειο θάλασσα και μετατρέπει την Αίγυπτο σε εμπορικό κόμβο. Ενόσω ζει στο Κάιρο, ο Στέφανος παντρεύεται την Ανθώ, κόρη Αθηναίου νηματουργού. Το 1873, γεννιέται ο γιός τους, Μάρκος και, έναν χρόνο αργότερα, η κόρη τους, Αλίσια. Τον 19ο αιώνα, η Αίγυπτος βιώνει έντονες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Υπάρχουν βιομήχανοι και μεγαλέμποροι, οι οποίοι γεύονται την ευρωπαϊκή χλιδή. Στον αντίποδα, γεωργοί και μικροπωλητές βρίσκονται σε οικονομική στενωπό. Οι Ασημάκηδες ανήκουν στην μεσαία τάξη της Αιγύπτου. Ζουν ανάμεσα στου υπόλοιπους Έλληνες της παροικίας, η οποία, με τη διάνοιξη της διώρυγας, αναπτύσσεται ταχέως (πολλοί εργάτες – Κασιώτες κυρίως – συμμετέχουν στις εργασίες και έπειτα εγκαθίσταται μόνιμα στη χώρα). Βέβαια, στην Αίγυπτο κατοικούν και πολλοί Ευρωπαίοι επιστήμονες και εξερευνητές. Την περίοδο οπού η Αίγυπτος βρίσκεται υπό Γαλλική κατοχή (1798-1801), οΝαπολέων Βοναπάρτης καλεί επιστήμονες να μελετήσουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και την Αφρικανική φύση. Οι επιστήμονες αυτοί οργανώνουν αποστολές, οι οποίες συνεχίζονται για πολλές δεκαετίες. Μέλος αυτών των αποστολών είναι ο Γκαστόν Βολφ, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο μόνος στενός φίλος της οικογένειας Ασημάκη. Ο Γκαστόν Βολφ ανήκει στην επιστημονική ομάδα της Λεγεώνας των Ξένων (Γαλλικό στρατιωτικό σώμα) και, έχοντας ως βάση το Κάιρο, ταξιδεύει στην Αφρικανική ήπειρο, για να μελετήσει τη χλωρίδα και την πανίδα. Αυτό που διαφοροποιεί τον Βολφ από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους είναι οι απόψεις του

37


πάνω στην Αφρική. Εκείνη την εποχή, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν ότι, κατακτώντας την Αφρική, βοηθούν τους ιθαγενείς να ξεφύγουν από τον πρωτογονισμό. Αντιθέτως, ο Βολφ δε θεωρεί τους Αφρικανούς κατώτερους και κατακρίνει τους Ευρωπαίους για τις φρικαλεότητες που πράττουν εναντίον των αυτόχθονων πληθυσμών. Εν μέσω μιας αποστολής του Βολφ, η γυναίκα του, Αννί, παραμένει στην Αίγυπτο και συνάπτει ερωτική σχέση με τον Στέφανο. Καθίσταται έγκυος και επιστρέφει στην οικογένειά της στη Μασσαλία. Ο Βολφ γνωρίζει για τη σχέση Στέφανου και Αννί, άλλα δε διακόπτει τις σχέσεις του με τους Ασημάκηδες. Αντιθέτως, μοιράζεται την αγάπη του για τη φύση με τον μικρό Μάρκο. Η ζωή της οικογένειας Ασημάκη κυλά ήρεμα για τα επόμενα χρόνια. Ώσπου το 1882, η οικονομική και πολιτική αστάθεια τούς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Παρόλη τη συμβολή του Ισμαήλ Πασά στην ανάπτυξη της Αιγύπτου, ο Χεδίβης αφήνει τεράστιο δημόσιο χρέος και, προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση, ζητά οικονομική βοήθεια από την Αγγλία και τη Γαλλία. Ως αντάλλαγμα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ξεκινούν να εμπλέκονται στην εσωτερική πολιτική και να περιορίζουν τη δύναμή του. Ύστερα από υποδείξεις των Ευρωπαίων, ο Ισμαήλ Πασάς εκθρονίζεται και τη θέση του αναλαμβάνει ο Τωφίκ Πασάς. Όμως, το 1879, οι Αιγύπτιοι επαναστατούν, με αρχηγό τον Ουράμπι. Ο Ουράμπι ηττάται στο Ταλ – αλ – Κιμπίρ και η Αίγυπτος υποδουλώνεται από τους Άγγλους (de jure παραμένει Οθωμανικό Χεδιβάτο). Οι ταραχές που επικρατούν στην Αίγυπτο, αναγκάζουν τους Ασημάκηδες να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Έτσι, ο Στέφανος πιάνει δουλειά στον Ισθμό της Κορίνθου. Μετά από χρόνια, ο Μάρκος γίνεται δεκτός στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Η Αλίσια αποφασίζει να μη σπουδάσει (ούτε βέβαια είναι διατεθειμένη να παντρευτεί, καθώς απορρίπτει το ένα προξενιό μετά το άλλο). Το 1893, πεθαίνει η Ανθώ και ο Στέφανος. Μετά την έξωση του Όθωνα, βασιλιάς της Ελλάδος ορίζεται ο Γεώργιος Α’, ο οποίος επιτυγχάνει την επέκταση των ελληνικών συνόρων (προσάρτηση Επτανήσων, Θεσσαλίας, Άρτας κτλ.). Βέβαια, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, παρατηρείται έντονη πολιτική αστάθεια, η οποία έγκειται στο γεγονός ότι ο Γεώργιος απομακρύνει οποιαδήποτε κυβέρνηση αντιτάσσεται στην πολιτική του. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο τον Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη του λαού. Ύστερα από πιέσεις, το 1875, ο Γεώργιος δίνει στον Τρικούπη εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Τρικούπης αναλαμβάνει τα ηνία μιας χώρας που ακόμα δεν έχει αποβάλει τον Οθωμανικό της χαρακτήρα, η πρωτεύουσά της δε καμία σχέση δεν έχει με Ευρωπαϊκή πόλη, αλλά μάλλον μοιάζει με «μεσαιωνικό χωριό γεμάτο σκνίπες». Το 1882, οι Ασημάκηδες εγκαταλείπουν τη χλιδή των Αιγυπτιακών μεγαλουπόλεων και μετακομίζουν σε μια πόλη με περίπου 70.000 κατοίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ζουν σε παραπήγματα με άθλιες συνθήκες υγιεινής (χαρακτηριστικές είναι οι επιδημίες που ξεσπούν περιστασιακά, όπως επιδημία τύφου που περιγράφεται στο βιβλίο). Μολαταύτα, υπάρχει και η άλλη πλευρά της Αθήνας. Τα Ανάκτορα, η Μητρόπολη, η Αθηναϊκή Τριλογία και πολλά άλλα κτίρια κοσμούν την πόλη. Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο Σιδηρόδρομος

38


Αθήνας – Πειραιά (σημερινός ΗΣΑΠ), ο οποίος αντισταθμίζει την έλλειψη οδικού δικτύου. Το όνομα του Χαριλάου Τρικούπη είναι συνυφασμένο με διάφορα έργα υποδομής: την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου, την κατασκευή νέων οδικών αξόνων και την ηλεκτροδότηση της Αθήνας. Ίσως το μεγαλύτερο αναπτυξιακό του έργο είναι η διάνοιξη διώρυγας στον Ισθμό της Κορίνθου. Τα έργα αυτά βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και επιτρέπουν σε πολλούς Έλληνες να πλουτίσουν. Συνεπώς, πολλαπλασιάζονται οι βιομηχανίες και γίνεται έντονο το φαινόμενο της αστυφιλίας. Προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, ο Τρικούπης παίρνει δάνεια και επιβάλλει αβάστακτους φόρους. Ως αποτέλεσμα, το 1893, η Ελλάδα κηρύττει πτώχευση, η δημοτικότητα του Τρικούπη μηδενίζεται και στο προσκήνιο έρχεται ο αντίπαλος του, Δηλιγιάννης. Ήδη από το 1885, εναλλάσσονται στην εξουσία δύο κόμματα: του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηλιγιάννη (δικομματισμός). Όμως, στις εκλογές του 1895, πρωθυπουργός εκλέγεται ο Δηλιγιάννης, ενώ ο Τρικούπης δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής. Ο Δηλιγιάννης ακολουθεί μια συντηρητική πολιτική. Καταργεί τα φορολογικά νομοσχέδια που ψηφίστηκαν επί Τρικούπη, δίνει έμφαση στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες και μειώνει τα προνόμια των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων. Εκτός αυτών, ο Δηλιγιάννης επιδιώκει την επέκταση του ελληνικού κράτους, εκμεταλλευόμενος την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1897, στέλνει στρατό στην Κρήτη, για να βοηθήσει στην Κρητική Επανάσταση. Όμως, τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξεσπά ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, ο οποίος λήγει με συντριπτική ήττα των Ελλήνων. Σημαντικό γεγονός επί Δηλιγιάννη είναι οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, που λαμβάνουν χώρα το 1896. Όσον αφορά στην ελληνική κοινωνία, το τέλος του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από όξυνση της κοινωνικής ανισότητας. Εμφανίζεται μια νέα αστική τάξη, η οποία παγιώνεται με τη συνεχή παλιννόστηση ομογενών (όπως τους Ασημάκηδες). Αυτοί οι μεγαλοαστοί κινούν τα νήματα της εξουσίας και κρατούν τη λαϊκή τάξη στο περιθώριο. Βέβαια, τα μέλη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων δε διστάζουν να χλευάσουν τον καθωσπρεπισμό και τη ψεύτικη αστική ηθική τους. Στο βιβλίο, χαρακτηριστικό δείγμα της νοοτροπίας αυτών των μεγαλοαστών είναι τα σχόλια ότι όλα τα κορίτσια αυτής της τάξης πρέπει να φοιτούν στο Αρσάκειο ή ότι η ανώτερη τάξη πρέπει να έχει μία οικία ανά κεφαλή. Η πολιτική και η οικονομική αστάθεια της δεκαετίας 1890-1900 προκαλεί την οργή των πολιτών, οι οποίοι χωρίζονται σε πολιτικά στρατόπεδα. Αρχικά, υπάρχουν οι υποστηρικτές του βασιλιά (όπως ο Νικόλαος, κουνιάδος του Στέφανου και συντηρητικός στρατιωτικός) και οι αντιβασιλικοί, που έχουν επηρεαστεί από παγκόσμια γεγονότα, όπως την Αμερικανική και τη Γαλλική επανάσταση. Έντονες είναι και οι συρράξεις τρικουπικών και δηλιγιαννικών. Ωστόσο, ακόμα πιο σφοδρές είναι οι διαμάχες δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων και γενικότερα το γλωσσικό ζήτημα που μαστίζει την Ελλάδα

39


(καθώς όμως το Εργοστάσιο των Μολυβιών δε καταπιάνεται με αυτό το ζήτημα, αρκούμαστε σε μια απλή αναφορά του). Ο γιος του Στέφανου, Μάρκος πηγαίνει στη Ζυρίχη και γνωρίζει τον συμφοιτητή του Νίκο Βάγκαλη, ο οποίος του προτείνει να συγκατοικήσουν. Ο Μάρκος μετακομίζει στο σπίτι του Βάγκαλη, ο οποίος μοιράζεται ήδη το διαμέρισμά του με έναν προτεστάντη ιερέα, τον Λουί, και μία χελώνα. Η ζωή με τον Βάγκαλη δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς σε αντίθεση με τον Μάρκο που αφιερώνεται ολοκληρωτικά στις σπουδές του, ο Βάγκαλης έχει διάφορες κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες. Ταυτόχρονα, καπνίζει ασταμάτητα και υποφέρει από ψυχική ανισορροπία. Ο Βάγκαλης αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξιστής και ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το οποίο υποστηρίζει και η επιστήθια φίλη του Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο Μάρκος, παρόλη την επαφή του με τον Βάγκαλη, δεν προσηλυτίζεται στο εργατικό κίνημα. Αντίθετα, ολοκληρώνει τις σπουδές του και το 1897, αποφασίζει να μεταναστέψει στο Τζιμπουτί, όπου χτίζονται σιδηρόδρομοι. Λίγο πριν την αναχώρησή του, ο Μάρκος συναντά τη Λυζέλ. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και αποφασίζουν να ταξιδέψουν μαζί στο Τζιμπουτί. Μολαταύτα, ένα γράμμα από την Αλίσια πληροφορεί τον Μάρκο ότι η Λυζέλ είναι ο καρπός του έρωτα του πατέρα τους με την Αννί (τη σύζυγο του Βόλφ). Ο Μάρκος, συντετριμμένος, αφήνει τη Λυζέλ και φεύγει για την Αφρική μόνος του. Φτάνει στο Τζιμπουτί το 1897 και περνά δυόμιση χρόνια στο Κέρας της Αφρικής. Με τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και την υποδούλωση των Αιγυπτίων από τους Άγγλους, οι Γάλλοι κρίνουν ως επιτακτική ανάγκη να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην Ερυθρά θάλασσα. Έτσι, συνθηκολογούν με τους τοπικούς άρχοντες και ιδρύουν τη Γαλλική Σομαλιλάνδη, που αποτελεί τμήμα του σημερινού Τζιμπουτί. Το προτεκτοράτο αυτό ιδρύεται το 1896. Άρα, όταν ο Μάρκος μετακομίζει στην Αφρική, το Τζιμπουτί βρίσκεται ήδη υπό γαλλική κυριαρχία. Βέβαια, το Τζιμπουτί είναι μόνο μία από τις αποικίες που ιδρύονται αυτήν την περίοδο. Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παρατηρείται ένα νέο κύμα αποικιοποίησης, που μένει στην ιστορία ως «Εποχή του Ιμπεριαλισμού». Οι Ευρωπαίοι αποικίζουν το μεγαλύτερο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου (Αφρική και Ασία). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι, το 1900, όλη η Αφρική (εκτός της Αιθιοπίας) ελέγχεται από τους Ευρωπαίους. Οι Άγγλοι κυβερνούν την Αίγυπτο, το Σουδάν και νότια Αφρική, οι Γάλλοι τη βορειοδυτική Αφρική, το Βέλγιο το Κονγκό, οι Πορτογάλοι τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα κοκ. Κύριο αίτιο του Ιμπεριαλισμού είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1873, η οποία οδηγεί στην αναζήτηση νέων αγορών και φυσικών πόρων, προκειμένου να ενισχυθεί το εμπόριο και η βιομηχανική παραγωγή. Επιπλέον, εκείνη την περίοδο, στην Ευρώπη υπάρχει έντονο το στοιχείο του μεσσιανισμού. Οι αποικιοκράτες, παρακινούμενοι από τη δήθεν ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού, βλέπουν τους εαυτούς τους ως μεσσίες, που πρέπει να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες, τους θεσμούς και την τεχνογνωσία τους στις «πρωτόγονες» αποικίες. Οι αποικίες αυτές εξυπηρετούν τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα των μητροπόλεων, οι οποίες, ως αντάλλαγμα,

40


προσφέρουν στους μεταφορών κ.α.

γηγενείς πληθυσμούς

υποδομές

εκπαίδευσης,

υγείας,

Στις υποδομές μεταφορών συγκαταλέγεται και ο σιδηρόδρομος που ενώνει το Τζιμπουτί Σίτυ με την Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, στον οποίο εργάζεται ο Μάρκος. Το έργο αυτό εκπονείται με χρηματοδότηση της Γαλλίας και στην κατασκευή συμμετέχουν Ευρωπαίοι μηχανικοί και αυτόχθονες εργάτες. Η ολοκλήρωση του σιδηροδρόμου, το 1901, φέρνει οικονομική άνθιση στην Αιθιοπία, καθώς μεσόγειο αυτό κράτος έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να εξαγάγει τα προϊόντα του (κυρίως καφέ) μέσω θαλάσσης. Ταυτόχρονα, το Τζιμπουτί Σίτυ μετατρέπεται σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Αφρικής. Παρόλα τα φαινομενικά οφέλη από την έλευση Ευρωπαίων αποικιοκρατών, οι Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονται όλο τον φυσικό πλούτο των περιοχών προς ίδιον όφελος. Επίσης, μεταρρυθμίζουν τη δημόσια διοίκηση με βάση τα δικά τους πρότυπα, καταργώντας τις παραδοσιακέ κοινωνικές δομές που υφίστατο τους τελευταίους αιώνες. Άλλωστε, οι άποικοι δε σέβονται τα ήθη, τις παραδόσεις και την ιστορία των λαών που κατακτούν. Αυτό οδηγεί σε πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των ντόπιων και των Ευρωπαίων. Παράδειγμα του βιβλίου αποτελεί ο πόλεμος μεταξύ Αιθιοπίας και Ιταλίας. Λαμβάνει χώρα το 1896 και είναι ο μόνος πόλεμος κατά τον οποίο μια αποικιοκρατική δύναμη ηττάται από στρατό αυτοχθόνων. Το 1900, ο Μάρκος παντρεύεται στην Αλεξάνδρεια, τη Σοφία. Τον ίδιο χρόνο, η αδερφή του, Αλίσια, αυτοκτονεί και η γυναίκα του μένει έγκυος. Ο Μάρκος ταξιδεύει στη Ζυρίχη, όπου μαθαίνει ότι ο Βάγκαλης, μαζί με τη Λυζέλ, βρίσκονται στο Βερολίνο και βοηθούν στην έκδοση μαρξιστικής εφημερίδας του Λένιν. Αποφασίζει να τους συναντήσει στη Γερμανική πρωτεύουσα, όμως μια μηχανική βλάβη στο τρένο στέκεται αφορμή να επισκεφτεί το εργοστάσιο μολυβιών Faber. Η επίσκεψη αυτή πυροδοτεί το ενδιαφέρον του Μάρκου για τα μολύβια και το όνειρό του για την ανέγερση ενός εργοστασίου μολυβιών στην Ελλάδα. Μετά τη συνάντηση Μάρκου και Βάγκαλη, ο Βάγκαλης και η Λυζέλ μετακομίζουν στην Αγία Πετρούπολη. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905, η Λυζέλ εγκαταλείπει τον Βάγκαλη και αυτός πέφτει εκ νέου σε κατάθλιψη. Έπειτα, ακολουθεί τον Λένιν στη Γενεύη και τη Ζυρίχη, περνώντας τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ουδέτερη Ελβετία. Την άνοιξη του 1917, ο Μάρκος επισκέπτεται εκ νέου τον Βάγκαλη, ο οποίος είναι σίγουρος για την επιτυχία μιας επικείμενης επανάστασης. Τον Μάιο, ο Βάγκαλης μεταβαίνει στη Ρωσία και τον Οκτώβριο συμμετέχει στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1919, αποφασίζει να ταξιδέψει στο Βερολίνο, για να υποστηρίξει την οργάνωση «Σπάρτακος», η οποία ιδρύθηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όμως φτάνοντας στη Γερμανία, μαθαίνει ότι η Ρόζα (η οποία τόσα χρόνια ήταν φυλακισμένη), σκοτώθηκε σε μια εξέγερση της οργάνωσης. Από το 1900 έως το τέλος της ζωής του, το 1931, ο Μάρκος ζει στην Αλεξάνδρεια. Με τη σύζυγό του, Σοφία, κάνουν πέντε παιδία: τον Στέφανο και τον Ερρίκο, οι οποίοι μένουν στην Αθήνα και έχουν προσχωρήσει στο φασιστικό κίνημα, την Ανθώ και την Αλίσια, που παντρεύονται στην Αλεξάνδρεια και τη Λουΐζα. Όπως προαναφέραμε το 1882, η Αίγυπτος περνά στα χέρια των

41


Βρετανών. Το Οθωμανικό Χεδιβάτο της Αιγύπτου εξακολουθεί να υφίσταται, αν και πλέον ο έλεγχος της χώρας περνάει σε ξένους κατακτητές. Πρωταρχικός στόχος των Βρετανών είναι να εδραιώσουν την παρουσία τους στην περιοχή, η οποία λόγω της στρατηγικής θέσης της μπορεί να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Βρετανίας και της Ινδίας (βρετανικής αποικίας). Προκειμένου να το επιτύχουν αυτό, οι άποικοι καταργούν τους αιγυπτιακούς θεσμούς διακυβέρνησης και παίρνουν εξ ολοκλήρου τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης, μεταρρυθμίζουν τη νομοθεσία και αναλαμβάνουν τον έλεγχο των ένοπλων δυνάμεων. Οι Βρετανοί επιδιώκουν να επιβληθούν με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα, να οδηγούνται σε ακρότητες. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της πολιτικής τους είναι η απόφαση του αρχηγού της Αιγύπτου, Λόρδου Κρόμερ, να αυξήσει τα δίδακτρα στα δημοτικά σχολεία, ώστε να μειώσει τους μαθητές. Ο Κρόμερ θεωρεί ότι μια μορφωμένη εργατική τάξη μπορεί να προωθήσει επικίνδυνα εθνικιστικά αισθήματα κατά των Βρετανών κατακτητών και, έτσι, περιορίζει την πρόσβαση των ντόπιων στην εκπαίδευση. Δευτερεύων στόχος των Βρετανών είναι να αποκαταστήσουν τη, μέχρι πρότινος, διαλυμένη οικονομία της χώρας. Πρωτεργάτης σε αυτόν τον αγώνα είναι και πάλι ο Κρόμερ, ο οποίος πιστεύει στην αγροτική ανάπτυξη και πριμοδοτεί την παραγωγή βάμβακος, που άλλωστε αποτελεί την κύρια πηγή πλούτου για τη χώρα. Εκτός αυτών, εκσυγχρονίζει τις γεωργικές υποδομές, κατασκευάζοντας φράγματα και αρδευτικά κανάλια εκατέρωθεν του Νείλου. Επιπλέον, οι Βρετανοί προσπαθούν να μετατρέψουν την Αίγυπτο σε εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, προσελκύοντας διάφορους ξένους επενδυτές. Φυσικά σε αυτούς τους επενδυτές, πολλοί είναι Έλληνες. Στο τέλος του 19ου αιώνα, η ελληνική παροικία της Αιγύπτου ανθίζει με γρήγορους ρυθμούς, ενώ τα μέλη της, το 1907, ανέρχονταν σε 62.000 άτομα. Οι Έλληνες της Αιγύπτου, οι Αιγυπτιώτες, όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται, είναι κυρίως τραπεζίτες, παραγωγοί βάμβακος και καπνέμποροι. Η συνεισφορά τους στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου είναι αδιαμφησβήτητη, καθώς με την τεχνογνωσία και την επιμονή τους, καταφέρνουν να τονώσουν τον τομέα του εξαγωγικού εμπορίου. Παρόλα τα οφέλη της Βρετανικής ηγεμονίας, οι Αιγύπτιοι παραμένουν εχθρικοί απέναντι στους Βρετανούς, αγανακτισμένοι από την υψηλή φορολογία που έχουν επιβάλλει οι αποικιοκράτες. Αυτό οδηγεί σε διάφορες διαμάχες μεταξύ Αιγυπτίων και Βρετανών. Στο μυθιστόρημα, γίνεται λόγος για την τραγωδία του Ντενσουάι, κατά την οποία ορισμένοι Αιγύπτιοι αγρότες επιτίθενται σε Βρετανούς αξιωματικούς, οι οποίοι επιδίδονται σε λαθραίο κυνήγι. Παρόλες τις πιέσεις των Αιγυπτίων, οι Βρετανοί δεν υποχωρούν αλλά διατηρούν το ισχύον καθεστώς της de facto εξουσίας. Όμως, το 1914, κατά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία τάσσεται στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και ο Αιγύπτιος εθνικιστής χεδίβης Αμπάς Χιλμί θέλει να ακολουθήσει. Οι Άγγλοι οδηγούνται στην έκπτωση του Αμπάς Χιλμί και παίρνουν επίσημα τον έλεγχο της Αιγύπτου. Ο Μάρκος μπορεί να περνά το μεγαλύτερο μέλος της ζωή του στην Αλεξάνδρεια, όμως δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα γεγονότα που

42


διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Στις αρχές του 20ου αιώνα,, το γλωσσικό ζήτημα παραμένει άλυτο, η Ελλάδα πασχίζει να διατηρήσει και να επεκτείνει τα σύνορά της (Μακεδονικός Αγώνας) και η πολιτική αστάθεια εξακολουθεί να υφίσταται. Το 1909, εκδηλώνεται το Κίνημα στο Γουδί, που ορίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως πρωθυπουργό. Επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, η Ελλάδα νικάει στους Βαλκανικούς Πολέμους και συμμετέχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ο Μάρκος δεν επηρεάζεται από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίον η Αίγυπτος συμμετέχει ως προτεκτοράτο της Βρετανίας. Το τέλος όμως του «Μεγάλου Πολέμου» σηματοδοτεί την ίδρυση των πρώτων φασιστικών οργανώσεων. Αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τον Μάρκο, δεδομένου ότι οι δύο γιοι του προσηλυτίζονται στον φασισμό. Φαίνεται δε να είναι φίλοι του Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτη του φασιστικού κινήματος στην Ιταλία. Ο φασισμός είναι πολιτική ιδεολογία σύμφωνα με την οποία, το κράτος πρέπει να διοικείται από ένα και μόνο ισχυρό άτομο. Οι φασίστες είναι εναντίον της δημοκρατίας και υποστηρίζουν την απόλυτη υποταγή των πολιτών στο κράτος, προκειμένου να αναπτυχθεί η οικονομία και να διασφαλισθεί η εθνική άμυνα. Το 1931, η κόρη του Μάρκου, Λουΐζα, παντρεύεται τον μεγαλογαιοκτήμονα και στέλεχος των σιδηροδρόμων, Ζωρζ Βαν Μόυτεν και τον ακολουθεί στο Γαλλικό Κονγκό. Παρόλες τις προσδοκίες της, ο Ζωρζ φέρεται βάναυσα, τόσο στη γυναίκα του όσο και στους ιθαγενείς. Η Λουΐζα ερωτεύεται έναν Άγγλο εξερευνητή, ο οποίος πεθαίνει εν μέσω μίας εκδρομής με τον Ζωρζ. Από αντίδραση, η Λουΐζα δολοφονεί τον σύζυγό της, όμως ένας ιεραπόστολος, ο Αρσιμπάλντ, της υπόσχεται να την προστατεύσει, με αντάλλαγμα αυτή να φύγει από τη χώρα. Όταν η Λουΐζα φτάνει στο Γαλλικό Κονγκό, η περιοχή ανήκει στη Γαλλική Ισημερινή Αφρική, μια ομοσπονδία γαλλικών αποικιών, με πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ. Το 1930, όταν η Λουΐζα μετακομίζει στο Μπραζαβίλ, αντικρύζει μία μικρή πόλη, 30.000 κατοίκων, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κονγκό. Εκείνη την περίοδο, η πόλη είναι χωρισμένη στις συνοικίες των ιθαγενών (οι οποίοι ζουν σε καλύβες) και τις συνοικίες των Ευρωπαίων. Οι συνοικίες των Ευρωπαίων επιδεικνύουν στολίδια αποικιακής αρχιτεκτονικής: υπάρχει καθολικός καθεδρικός ναός, δημαρχείο και ταχυδρομείο, ενώ στην πόλη εφαρμόζεται ρυμοτομικό σχέδιο. Στόχος αυτών των έργων είναι να αποδειχθεί η ανωτερότητα του Μπραζαβίλ σε σύγκριση με το κοντινό Λεοπολντβίλ, που ανήκει στο Βελγικό Κονγκό. Βέβαια, γενικότερη είναι η αντιπαλότητα Γαλλίας και Βελγίου, με το ένα κράτος να αντιγράφει πάντοτε τις κινήσεις του άλλου. Παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή σιδηροδρόμου που να συνδέει τις πρωτεύουσες με τα επίνειά τους. Οι Βέλγοι χτίζουν τον σιδηρόδρομο τους από το 1890 έως το 1898. Οι Γάλλοι δεν μπορούν να επωμιστούν ένα τόσο δαπανηρό έργο. Συνεπώς, οι εργασίες ξεκινούν τριάντα χρόνια αργότερα και ολοκληρώνονται το 1934. Ο σιδηρόδρομος που συνδέει την Μπραζαβίλ με το λιμάνι Πουάντ-Νουάρ ενισχύει το εμπόριο (φίλντισι), αφού προωθεί τις εξαγωγές μέσω θαλάσσης. Εντούτοις, η κατασκευή του αμαυρώνεται από βιαιότητες εναντίον των ιθαγενών, δείγμα καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

43


Συγκεκριμένα, με σκοπό να εξασφαλιστεί φθηνό εργατικό δυναμικό, οι Γάλλοι επιβάλλουν την καταναγκαστική εργασία των ντόπιων, και μάλιστα, μετατοπίζουν ολόκληρες φυλές, προκειμένου να συνδράμουν στο έργο. Οι συνθήκες εργασίας λέγεται ότι είναι αισχρές: οι εργάτες μαστιγώνονται, εργάζονται κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες και χωρίς κανένα μέτρο προστασίας. Ο αριθμός των νεκρών φαίνεται να ξεπερνά τα 17.000 άτομα. Παρόμοιες πρακτικές δεν εφαρμόζονται μόνο στα δημόσια έργα. Στα χωράφια, οι ιθαγενείς συχνά ξυλοκοπούνται και μαστιγώνονται από ποταπούς Ευρωπαίους (σαν τον Βαν Μόυτεν), οι οποίοι υποκινούνται από το κλίμα εθνικισμού εκείνης της περιόδου. Ο εθνικισμός αυτός παίρνει επιστημονική υπόσταση μέσω διαφόρων θεωριών, όπως αυτών του κοινωνικού δαρβινισμού και του ευγονισμού και, τελικά, οι «λευκοί» πείθονται ότι είναι (και) βιολογικά ανώτεροι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στο τέλος αυτών των βιαιοπραγιών συναινούν οι ιεραπόστολοι, οι οποίοι ζουν στις ευρωπαϊκές συνοικίες μαζί με τους εύπορους εμπόρους και γαιοκτήμονες. Στο Μπραζαβίλ, η Λουΐζα συναντάει δύο ιεραποστόλους, τον λουθηρανό Λουί (πρώην συγκάτοικο του πατέρα της) και τον καθολικό Αρσιμπάλντ. Επτά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Ρωσία, ο Βάγκαλης παραμένει στις επάλξεις ακόμα και μετά το τέλος της επανάστασης. Συνεχίζει να εκλέγεται αντιπρόσωπος στο συνέδριο των Μπολσεβίκων, αν και έρχεται σε σύγκρουση με τους υποστηρικτές του Στάλιν. Στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένιγκραντ), βιώνει το θάνατο του Λένιν, την απομάκρυνση του Τρότσκι από το κόμμα και την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι. Το 1933, επιστρέφει στην Ελλάδα. Η Λουΐζα και ο Βάγκαλης φτάνουν στην Αθήνα την ίδια μέρα, γνωρίζονται και αποφασίζουν να συμβιώσουν (χωρίς βέβαια να διατηρούν ερωτικό δεσμό). Ανοίγουν εργοστάσιο μολυβιών, το οποίο βέβαια δεν ευδοκιμεί, καθώς ο Βάγκαλης, θεωρούμενος σοβιετόφιλος, θεωρείται ύποπτος από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Όταν αποφυλακίζεται, αποχωρεί ολοκληρωτικά από την πολιτική σκηνή. Ζει με τη Λουΐζα σε ένα διαμέρισμα, στην οδό Σόλωνος, μέχρι το τέλος της ζωής του. Κλείνοντας, Το εργοστάσιο των μολυβιών μάς μυεί σε αμέτρητα ιστορικά γεγονότα, άλλα σημαντικά κι άλλα ασήμαντα, άλλα γνωστά κι άλλα άγνωστα, γεγονότα όμως που διαμορφώνουν τους ήρωες και τούς δίνουν τα απαραίτητα εφόδια προκειμένου να οργανώσουν την επανάστασή τους. Τι σημαίνει όμως επανάσταση; Για κάποιους, σημαίνει βιομηχανοποίηση και έργα υποδομών. Για άλλους, σοσιαλδημοκρατία. Για άλλους, φασισμός. Και, για ορισμένους, πιο «ταπεινούς», ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία. Στο μυθιστόρημα αυτό, η Σώτη Τριανταφύλλου συγκεντρώνει μικρές και μεγάλες «επαναστάσεις», που έπλασαν τον κόσμο και έχτισαν αυτό το «εργοστάσιο μολυβιών», που ονομάζουμε ανθρωπότητα.

44


3. Ζωή Σταύρου, «Πρόσωπα και γεγονότα πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση»

Αγία Πετρούπολη/Λένινγκραντ 1903-1932

•Ο Βλαντίμιρ Λένιν, πολιτικός, ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης και επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ. Ηγέτης επίσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. ▪ Στο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος των εργαζομένων, το 1903, εγκρίθηκε το πρόγραμμα που επεξεργάστηκαν ο Πλεχάνοφ και ο Λένιν, το οποίο έληξε με την ιστορική διάσπαση του κόμματος σε Αφίσα με τον Λένιν. Ανοικτή πηγή. Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους, όπως βλέπουμε και στο βιβλίο Το εργοστάσιο των μολυβιών. Ο Λένιν εμφανίζεται ως ηγέτης του Μπολσεβικικού τμήματος, αρχικά, και αργότερα του μπολσεβικικού κόμματος. Οι Μενσεβίκοι προσπάθησαν να εναρμονίσουν την πολιτική του ρωσικού προλεταριάτου με αυτήν της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Αργότερα, ο αγώνας με τους Μενσεβίκους σφυρηλάτησε την πορεία που οδήγησε στην απόσχιση από την Δεύτερη Διεθνή (1914), στην επανάσταση του Οκτωβρίου (1917) και στην αλλαγή του ονόματος του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό (1918). ▪ Το τρίτο συνέδριο του κόμματος, που αποτελούνταν μόνο από Μπολσεβίκους (Μάιος 1905), πέρασε ένα νέο αγροτικό πρόγραμμα που περιέλαβε την κατάσχεση της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων. Της αρχές Νοεμβρίου, ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία και απευθύνθηκε στους Μπολσεβίκους για να προσελκύσει στο κόμμα εργαζόμενους, αλλά και για να διατηρήσει τους παράνομους μηχανισμούς του σε αναμονή για αντι-επαναστατικά χτυπήματα. Ο Λένιν είχε 3 βασικά χαρακτηριστικά: Α) μια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι σημαίνει πραγματική πολιτική ελευθερία Β) ήθελε να δημιουργήσει μια επαναστατική δύναμη με τη μορφή των Σοβιέτ (με αντιπροσώπους των εργαζομένων, των στρατιωτών και των αγροτών). Γ) να χρησιμοποιείται η δύναμη ενάντια σε εκείνους που την είχαν χρησιμοποιήσει προηγουμένως εναντίον της. Ετέθησαν λοιπόν οι κατευθυντήριες αρχές της πολιτικής του Λένιν το 1917 και οδήγησαν στην δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία επρόκειτο να ασκήσει το σοβιετικό κράτος.

45


▪ Ο Λένιν συνέχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη και συμμετείχε σε πολλά σοσιαλιστικά συνέδρια και δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της Διάσκεψης του Τσίμμερβαλντ το 1915 και αργότερα συνεργάστηκε με την Ινέσσα. ▪ Στις 16 Απριλίου του 1917 επέστρεψε ο Λένιν στην Αγία Πετρούπολη από την Ελβετία μετά την πτώση του Τσάρου. ▪ Στις 26 Οκτωβρίου 1917, το συνέδριο των σοβιέτ παρέδωσε την εξουσία στο συμβούλιο των Επιτροπών του λαού.

Μπουχάριν, ήταν μέλος του Μπολσεβίκικου κόμματος. Έπαιξε ηγετικό ρόλο στο ανώτατο οικονομικό συμβούλιο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Τρότσκι, ήταν μπολσεβίκος επαναστάτης και πολιτικός του οποίου λάμβαναν σοβαρά την άποψη του, ενώ στα χρόνια της Αντεπανάστασης ίδρυσε τον Κόκκινο στρατό. Ο Τρότσκι ανέλαβε τον δύσκολο στόχο να βγάλει τη Ρωσία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να παραχωρήσει εδάφη της κεντρικές δυνάμεις. Πηγή: wikipedia.

46

Πηγή:wikipedia.

▪ Η Αγία Πετρούπολη μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ προς τιμή του Λένιν. Αυτό παρέμεινε το όνομα της πόλης μέχρι την πτώση της σοβιετικής ένωσης το 1989, οπότε ξαναπήρε το αρχικό της όνομα.

Η Αγία Πετρούπολη, λεωφόρος Νιέφσκι πρίν την Επανάσταση. Πηγή: Wikipedia.


▪ Ο Στάλιν κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση από το 1924. Άσκησε την πλέον απόλυτη και αυταρχική πολιτική εξουσία από κάθε άλλη προσωπικότητα της ιστορίας. Πηγή:wikipedia.

▪ Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι: Ρώσος ποιητής, με πληθωρική παρουσία τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού.

47

Ο Μαγιακόφσκι σε φωτογραφία του Ροτσένκο. Πηγή: wikipedia.

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Φωτομοντάζ του Ροτσένκο, 1926. Πηγή:wikimedia.

Ο Φουτουρισμός ανήγαγε σε φετίχ το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη, αποτελώντας το προανάκρουσμα για τις κατοπινές μορφές της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, του ντανταϊσμού και του σουρρεαλισμού.

Αφίσες-κολλάζ του ρωσικού φουτουρισμού. Πηγή: wikipedia.


Αθήνα 1933-1940 Ελευθέριος Βενιζέλος: το ιδιαίτερα σημαντικό αναπτυξιακό έργο της κυβέρνησης του Βενιζέλου στην τετραετία 1928- 1932 εντάσσεται στα πλαίσια του εγχειρήματος του αστικού εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους.

Ελευθέριος Βενιζέλος. Πηγή: wikipedia.

Γερμανία και 1918/1919

Νοεμβριανή

Επανάσταση,

Η Νοεμβριανή Επανάσταση υπήρξε η συνέπεια της στρατιωτικής ήττας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έναυσμά της υπήρξε η ναυτική εξέγερση της αρχές Νοεμβρίου 1918. Μέσα σε λίγες ημέρες μόνον, η εξέγερση διαδόθηκε σε όλη την γερμανική επικράτεια. Εξελίχθηκε σε ένα μαζικό κίνημα κατά του μοναρχικού συστήματος, καθώς η Φωτογραφία από διαδήλωση στο Βερολίνο το 1918. Πηγή:wikipedia. εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι ενώθηκαν με τον στρατό.

Ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία ▪ Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το κλίμα στη Γερμανία ήταν ζοφερό. Η παγκόσμια οικονομική ύφεση είχε χτυπήσει ιδιαίτερα σκληρά τη χώρα και πολλοί ήταν άνεργοι. Έχοντας ακόμα πρόσφατη στη συνείδηση της την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είχαν πλέον εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Οι συνθήκες αυτές ευνόησαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, γιατί ήταν χαρισματικός ρήτορας, που προσέλκυε μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Αδόλδφος Χίτλερ. Πηγή: wikipedia.

48


Γ. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Μαρία Τόμπρου, Νεφέλη Αθανασιάδη, Ανθή Κέμου, Ζωή Μαραγκού, «Σκιαγράφηση των προσώπων στο Εργοστάσιο των μολυβιών»

Επιλέξαμε ως κεντρική οπτική γωνία τον Μάρκο Ασημάκη και τον συγκρίναμε με άλλα πρόσωπα που συναντήσαμε την διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου. Τα πρόσωπα αυτά είναι: Ο Μάρκος Ασημάκης Η Αλίσια Ασημάκη Γκαστόν Βόλφ Νίκος Βάγκαλης Ρομπέρ Μαγιάρ Μπριγκίτε Ρόζα Λούξεμπουργκ Σοφία Ασημάκη Λυζέλ Βόλφ Ο Μάρκος και η Αλίσια Αν και αυτά τα δύο πρόσωπα είναι αδέλφια, δεν μοιάζουν σχεδόν καθόλου. Ο Μάρκος από μικρός ήταν περισσότερο δραστήριος, ενώ η Αλίσια ήταν πολύ ήσυχη και σιωπηλή. Η χαρακτηριστική αυτή συμπεριφορά συνέχισε και στο μέλλον μέχρι να ενηλικιωθούνε. Η Αλίσια αυτοκτονεί, επειδή δεν μπορεί να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, επειδή εκείνη την εποχή οι γυναίκες διέθεταν λιγότερα δικαιώματα απο τους άντρες. Σε αντίθεση με τον Μάρκο που ονειρεύεται να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο μολυβιών· ενώ εκείνος έχει τη δυνατότητα, παρασύρεται απο τα όνειρα των γνωστών του, για παράδειγμα του Βόλφ και του Στέφανου. Ο Μάρκος και η Σοφία Ο Μάρκος και η Σοφία παντρεύτηκαν για διαφορετικούς λόγους. Ο Μάρκος παντρεύτηκε “για να τελειώνει με αυτό”, θεωρεί τον γάμο ασήμαντο. Από την άλλη, η Σοφία δίνει μεγάλη σημασία στον γάμο και στην οικογένεια. Ο Μάρκος σε σχέση με τη Σοφία είναι πολύ αυτόνομος. Η Σοφία είναι παραδοσιακή γυναίκα της εποχής εκείνης.

Ο Μάρκος και ο Ρομπέρ Ο Μάρκος και ο Ρομπέρ ξεκίνησαν από το ίδιο πλαίσιο. Ο Ρομπέρ κατάφερε μεγάλα πράγματα, έχτισε και σχεδίασε σημαντικά έργα σε νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον Μάρκο ο οποίος ονειρεύεται να φτιάξει ένα εργοστάσιο

49


μολυβιών, αλλά ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του προς την κατασκευή δημοσίων έργων. Ο Μάρκος και ο Νίκος Βάγκαλης Ο Μάρκος φτάνει στη Ζυρίχη λόγω των σπουδών που θα κάνει στο Πολυτεχνείο, προσωρινά εγκαθίσταται σε ένα ξενοδοχείο. Μέχρι που γνωρίζει έναν Έλληνα φοιτητή ονόματι Νίκο Βάγκαλη, και μετακομίζει στο σπίτι του. Η σχέση του με τον Βάγκαλη είναι πολύ φιλική και από τη στιγμή που μετακομίζει μαζί του, του δίνεται η ευκαιρία να τόν γνωρίσει καλύτερα σαν άνθρωπο. Ο Βάγκαλης είναι φανατικός καπνιστής και λίγο καιρό αργότερα ο Μάρκος υποψιάζεται πως είναι άρρωστος. Η αρρώστια του δεν οφείλεται όμως στο κάπνισμα, αλλά σε μία βαθιά μελαγχολία, η οποία τόν οδηγεί σε κατάθλιψη. Κατά το διάστημα αυτό, ο Μάρκος προσπαθεί να βοηθήσει φέρνοντας στο σπίτι εξειδικευμένους γιατρούς για την περίπτωσή του, αλλά δυστυχώς η κατάστασή του χειροτερεύει μέρα με τη μέρα, ώσπου ο Βάγκαλης φεύγει για την Πετρούπολη. Το γεγονός αυτό δε χαροποιεί ιδιαίτερα τον Μάρκο, διότι παρότι θεωρεί τον συγκάτοικό του τρελό και παρά το γεγονός πως έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα, τρέφει μία ιδιαίτερη συμπάθεια για το πρόσωπό του, καθώς ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε στην ξένη αυτή χώρα, όπου εγκαταστάθηκε. Αργότερα όταν χωρίζονται οι δρόμοι τους, κρατάνε επαφή μέσω της ανταλλαγής γραμμάτων, πράγμα που γίνεται σε καθημερινή βάση. Τούς δένει μία πολύ γερή φιλία, ο ένας στηρίζει τον άλλον. Ο Μάρκος και η Μπριγκίτε Ο Μάρκος γνωρίζει την ερωμένη του δεύτερου συγκατοίκου του, Λουί Μπωζάν ή Λολό. Ο Βάγκαλης δε συμπαθούσε την Μπριγκίτε ή Γκίτε αλλά ο Μάρκος είχε διαφορετική άποψη. Τού τράβηξε το ενδιφέρον και θέλησε να πάει να την δει να χορεύει στο καμπαρέ όπου δούλευε. Οι συναντήσεις τους εξελίχθηκαν ερωτικά, όμως διακόπηκαν σύντομα, λόγω των τύψεων που είχε ο Μάρκος για τον Λουί. Ο Μάρκος και η Ρόζα Λούξεμπουργκ Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι μία γυναίκα με αντιλήψεις εξαιρετικά προχωρημένες για την εποχή της. Δείχνει επίσης να έχει πολύ καλή σχέση με τον Βάγκαλη, μέσω του οποίου βεβαίως γνωρίστηκε και με τον Μάρκο. Ο Μάρκος θεωρούσε πως η Ρόζα ζούσε στον εικοστό αιώνα και καθώς την κοιτούσε αναρωτιόταν αν υπήρχαν και άλλες γυναίκες στον κόσμο που να μιλούσαν με τέτοια ένταση, έχοντας την ενέργεια σχεδόν εφτά ανθρώπων. Εκτός αυτού, ζήλευε κατά κάποιο τρόπο τη σχέση της με τον Βάγκαλη. Ο Βάγκαλης μιλούσε μαζί της για τα πάντα πηδώντας απο το ένα θέμα στο άλλο, αφού μοιράζονταν τα ίδια ενδιαφέροντα και τις ίδιες γνώμες, κάνοντας τον Μάρκο να αισθάνεται κατώτερος.

Ο Μάρκος και η Λυζέλ Πριν φύγει για την Πετρούπολη ο Βάγκαλης, διοργανώνει ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι προς τιμήν του, στο οποίο ο Μάρκος γνωρίζει μία κοπέλα ονόματι Λυζέλ Βόλφ. Παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, τήν ερωτεύεται βαθιά κι εκείνη είναι διατεθειμένη να τόν ακολουθήσει στην Αφρική, όπου έπιασε

50


δουλειά μετά το πτυχίο του ως μηχανικός. Παράλληλα όμως ο Μάρκος ανακαλύπτει πως η Λυζέλ είναι η χαμένη ετεροθαλής αδελφή του, και αναχωρεί έτσι μόνος του για την ξένη ήπειρο. Ο Μάρκος και ο Γκαστόν Βόλφ Ο Μάρκος και ο Γκαστόν γνωρίστηκαν ,όταν ο Μάρκος ήταν μόλις οχτώ χρονών, επειδή ο Γκαστόν έκανε παρέα με τον πατέρα του. Δημιούργησαν μία στενή σχέση, επειδή είχαν ίδιο χαρακτήρα και έτσι άρχισαν να βγαίνουν τακτικά. Επίσης επικοινωνούσαν μέσω γραμμάτων. Και αργότερα, όταν ενηλικιώνεται ο Μάρκος αρχίζει να μοιάζει με τον Βόλφ.

51


Δ. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ ΜΟΛΥΒΙΩΝ

Φυγόκεντρες μορφές: οι γυναίκες

Στο μυθιστόρημα αυτό η Γυναίκα είναι θέμα δευτερεύον αλλά παρόν. Από τις ποικίλες και ασυνήθιστες προσωπικότητες που συναντάμε έως τα ιστορικά γεγονότα που λαμβάνουν μέρος ως προς τη θέσπιση και αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών, την ισότητα των δύο φύλων, η Σώτη Τριανταφύλλου έμμεσα και διακριτικά επιχειρεί να προβληματίσει τον αναγνώστη για τη θέση που καταλάμβαναν οι γυναίκες την εποχή αυτή, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και στις γύρω χώρες.

1. Ναταλία Buggenhout, «Οι πραγματικοί γυναικείοι χαρακτήρες στο Εργοστάσιο των μολυβιών»

Στην εργασία αυτή θα μελετήσουμε τη ζωή τριών γυναικών που αναφέρονται στο μυθιστόρημα, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της Κλάρας Τσέτκιν και της Αλεξάνδρας Κολλοντάι.

Ρόζα Λούξεμπουργκ

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρουσιάζεται στο βιβλίο: μια Πολωνέζα επαναστάτρια, που σπουδάζει στη Ζυρίχη Φυσική Ιστορία και Πολιτική Οικονομία. Με τον Βάγκαλη έχουν μια σχέση φιλική, μοιράζονται πολλές κοινές πολιτικές απόψεις, συζητούν μακροπρόθεσμες ώρες. Η Σώτη Τριανταφύλλου τήν περιγράφει, μέσα από τις σκέψεις του Μάρκου Ασημάκη, ως εξής: «Δεν ήταν ωραία, κι έμοιαζε με τον Βάγκαλη: έμοιαζε και δεν έμοιαζεˑ ήταν κι οι δυο τους εύθυμοι και ομιλητικοί μ’ έναν τρόπο έντονο και θορυβώδη, κι έπειτα, ξαφνικά, έπεφταν σε παρατεταμένες σιωπές, μελαγχολικοί- η Ρόζα είχε ενέργεια εφτά ανθρώπων, μιλούσε με ένταση, τα χέρια της κουνιούνταν σαν να ήταν ξεκομμένα απ’ το υπόλοιπο σώμα της […]- κι ήταν λίγο κουτσή, είχε ένα ελάττωμα στο πόδι […].» Ο Βάγκαλης τήν περιγράφει ως «γυναίκα που ζει κιόλας στον εικοστό αιώνα», εννοώντας ότι ο τρόπος σκέψης και δράσης της έχει επαναστατικό χαρακτήρα. Μ’ εκείνον η Ρόζα μιλά για ποικίλα θέματα, για τους Εβραίους στη Ρόζα Λουξέμπουργκ. Πηγή: ρωσοκρατούμενη Πολωνία, για την τσαρική αυτοκρατορία, wikipedia. για τους «ριζοσπάτες», για την εφημερίδα Neue Zeit (Νέοι Καιροί), για το πώς η κοπέλα είχε έρθει να σπουδάσει στη Ζυρίχη και για το πώς τσακωνόταν με κάποιον καθηγητή της που τον λέγαν Βολφ.

52


Βιογραφικά στοιχεία Πολωνία : Γεννήθηκε το 1871 στο Ζάμοστς της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας και ήταν το μικρότερο από πέντε παιδιά Εβραίων μικροαστών γονέων. Μετά τη μετακόμιση της οικογένειάς της στη Βαρσοβία, μια πιθανή δυσπλασία στο πόδι τήν ανάγκασε να φορά γύψο για έναν ολόκληρο χρόνο σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Από τότε κούτσαινε ελαφρώς για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Από τρυφερή ηλικία μπλέχτηκε με το σοσιαλιστικό κίνημα: το 1882 προσχώρησε στη νεολαία του επαναστατικού αριστερού κόμματος της Πολωνίας, το «Προλεταριάτο», και ανέλαβε πολιτική δράση ήδη από τα σχολικά της. Το 1886 το κόμμα αποκεφαλίστηκε κυριολεκτικά με την εκτέλεση των 4 ηγετών του, αφήνοντας τα μέλη βουτηγμένα στην παρανομία. Μέχρι το 1889, η αστυνομία ήταν ήδη στο κατόπι της και η ίδια εξαναγκάστηκε έτσι να εγκαταλείψει τη χώρα: σε ηλικία 18 ετών, για να αποφύγει τη σύλληψη αλλά και να συνεχίσει τις σπουδές της, μετακινήθηκε στην Ελβετία. Ελβετία: Στην Ελβετία η Πολωνοεβραία μετανάστρια σπούδασε πολιτικές επιστήμες, νομικά, ιστορία, μαθηματικά και οικονομία, αλλά ήρθε και σε επαφή με το σημαντικότερο κέντρο Πολωνών και Ρώσων προσφύγων, που είχε δημιουργηθεί στην ελβετική πόλη. Ανέλαβε και πάλι ενεργό ρόλο στο τοπικό εργατικό κίνημα αλλά και τις επαναστατικές διεργασίες της διανόησης. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και ο δεσμός της με τον ομοϊδεάτη της Λέο Γιόγκιχες, ο οποίος υπήρξε ισόβιος φίλος της και για μια εποχή εραστής της. Το 1898 η Λούξεμπουργκ πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Γκούσταφ Λύμπεκ, για να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα, και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο με τον σκοπό να εργαστεί στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD, Sozialdemokratische Partei Deutschlands), του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς. Βερολίνο: Ο σπάνιος δυναμισμός και το τεράστιο εύρος γνώσεων της την κατέστησαν από πολύ νωρίς ηγετική φιγούρα της επαναστατικής πτέρυγας του SPD και της Β’ διεθνούς. Δεν φοβόταν να συγκρουστεί ακόμα και με τα «μεγαθήρια» της αριστεράς, όπως τον Καρλ Κάουτσκυ, τον Πλεχάνοφ και τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ. Η καχυποψία και η ανοιχτή αποδοκιμασία που συχνά βίωνε λόγω του φύλου της, του νεαρό της ηλικίας της και της εθνικότητάς της (ποτέ δε ξεχάσανε το γεγονός ότι ήταν ένα ξένο σώμα στη γερμανική κουλτούρα) ήταν συχνά μεγάλη, άδικη και αδυσώπητη. Η έντονη πολιτική δράση της, με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και οργάνωση διαδηλώσεων, έκανε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ να πολεμά πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Α' Παγκόσμιος Πόλεμος: Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Λούξεμπουργκ πέρασε τεράστιο χρονικό διάστημα στις φυλακές. Οι συνεχείς αντιμιλιταριστικές δηλώσεις της, η ανοιχτή παραίνεση στους στρατιώτες να «κατεβάσουν τα όπλα» δείχνοντας ανυπακοή στις προσταγές του καπιταλισμού, η παρακίνηση τέλος για εξεγερσιακή ανάφλεξη σε διεθνές επίπεδο, κατέστησαν τη Λούξεμπουργκ μεγάλη εχθρό του κατεστημένου – αστικού, αλλά και αριστερού.

53


Η ψήφιση υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο πραγματοποιήθηκε από το σύνολο του γερμανικού κοινοβουλευτικού σώματος, συμπεριλαμβανομένης και της βουλευτικής ομάδας του SPD. Η Ρόζα ιδρύει την αριστερή ομάδα Σπάρτακος και συμμετέχει στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Η Γερμανία βγήκε από τον πόλεμο ηττημένη στρατιωτικά και χρεωκοπημένη ιδεολογικά. Οι απολυταρχικές και μιλιταριστικές απόψεις του Κάιζερ, αν και νικήθηκαν στα πεδία των μαχών, συνέχισαν να επηρεάζουν μεγάλο μέρος της καταρρακωμένης και πληγωμένης αστικής κοινωνίας. Η Ρόζα, μαζί με τους συντρόφους της, θέλησε να μετουσιώσει αυτήν την πολιτική εξαθλίωση σε επαναστατική οργή που θα σάρωνε όλο τον αστικό κόσμο του παρελθόντος. Νικήθηκε, όμως, από την αντιδραστική και φασίζουσα πολιτική που εφάρμοσε το μέχρι πρότινος κόμμα της: το SPD. Απόλυτα ρεφορμιστικό κόμμα πλέον, έχοντας εγκαταλείψει οριστικά τους επαναστατικούς Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η προσδιορισμούς του παρελθόντος, το SPD εκδίωξε και Κλάρα Τσέτκιν το 1910. Πηγή: wikipedia. τελικά αποσιώπησε την μεγάλη επαναστάτρια.

54

Κλάρα Τσέτκιν

Μέσα στο μυθιστόρημα η Κλάρα Τσέτκιν αναφέρεται ελάχιστα, σε συζητήσεις του Βάγκαλη με τον Μάρκο, υπήρξε όμως σημαντική προσωπικότητα στην αρχή του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, αναφέρεται στη σελ. 181: «Υποτίθεται πως θα’ πρεπε να αφοσιωθεί [η Ρόζα] στην οργάνωση του γυναικείου κινήματος, αλλά γι’ αυτή τη δουλειά η Ρόζα λέει πως η Κλάρα Τσέτκιν φτάνει και περισσεύει!», Καθώς και στη σελ. 207: «[…] Η Κλάρα είχε οργανώσει αντιπολεμικό συνέδριο γυναικών στη Βέρνη» Κλάρα Τσέτκιν. Πηγή: wikipedia.

Βιογραφικά στοιχεία Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν καθηγήτρια, δημοσιογράφος και Γερμανίδα πολιτική ακτιβίστρια.


Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1857 στο Wiedereau στη Σαξονία και πέθανε στο Arkhangelskoïe κοντά στη Μόσχα, στις 20 Ιουνίου, 1933. Κόρη ενός καθηγητή, η ίδια προορίζεται για τη διδασκαλία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, ασχολείται με το γυναικείο κίνημα, συμμετέχοντας σε συζητήσεις του allgemeinen Deutschen Frauenvereins (Σύλλογος Γυναικών πολίτες της Γερμανίας) και έχει επαφές με το σοσιαλιστικό κίνημα. Λόγω της αντισοσιαλιστικής νομοθεσίας (1878-1890) που απαγόρευε τις σοσιαλιστικές δράσεις έξω από τα τοπικά κοινοβούλια και το Ράιχσταγκ, κατέφυγε εξόριστη το 1882 αρχικά στη Ζυρίχη και στη συνέχεια στο Παρίσι. Εκεί πήρε το όνομα του συντρόφου της, του Ρώσου επαναστάτη Οσίπ Τσέτκιν, με τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Μάξιμ και τον Κόστια. Ο Ossip Zetkin πέθαίνει το 1889 και θα πρέπει να αυξήσει μόνο τα δύο παιδιά της. Στο Παρίσι συμμετέχει ενεργά στους αγώνες των Γάλλων Σοσιαλιστών και στην ίδρυση της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όπου ζητά την πλήρη ισότητα των επαγγελματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των γυναικών. Die Gleichheit (Ισότητα) Πίσω στη Γερμανία, μετά την κατάργηση των αντι-σοσιαλιστική νόμων, η Κλάρα Τσέτκιν αναπτύσσει το σοσιαλιστικό γυναικείο κίνημα και το 1891 ιδρύει το περιοδικό της Σοσιαλιστικής Γυναικών, Die Gleichheit (Ισότητα), που θα κυκλοφορήσει μέχρι το 1917. Ως επικεφαλής του Die Gleichheit, εργάζεται για τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών και αγωνίζεται ακούραστα για τα δικαιώματα των γυναικών. Στόχος της είναι να ενθαρρύνει τις γυναίκες να καταπολεμήσουν την καταπίεση και την εκμετάλλευσή τους. Υπερασπίζεται την ανάγκη των γυναικών να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα για να είναι οικονομικά ανεξάρτητες. Το 1907, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διεθνούς Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Γυναικών στη Στουτγάρδη η Κλάρα Τσέτκιν ορίζεται για την προεδρία της Διεθνούς Γραμματείας της Σοσιαλιστικής Γυναικών. Εναντίον του πολέμου: πολιτικός ακτιβισμός Η Κλάρα Τσέτκιν λαμβάνει θέση εναντίον του πολέμου στο πρώτο διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο, το 1912 στη Βασιλεία, καλώντας τις γυναίκες όλου του κόσμου να αγωνιστούν κατά του πολέμου. Κατά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, καταγγέλλει τις σοβινιστικές θέσεις του SPD, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και του Λουξεμβούργο, και μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουρκ συμμετάσχει στη δημιουργία της Ομάδας Σπάρτακους, το 1915. Οδηγεί πολλές ενέργειες κατά του πολέμου, μεταξύ άλλων τη διοργάνωση μιας διεθνούς ειρηνιστικής διάσκεψης των σοσιαλιστών γυναικών το 1915 στο Βερολίνο, λόγος για τον οποίο συλλαμβάνεται πολλές φορές. Αυτή η πτέρυγα θα γεννήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), του οποίου η Κλάρα Τσέτκιν είναι εκπρόσωπος και πρώτη πρέσβειρα του στο Ράιχσταγκ (νομοθετικό σώμα της Γερμανίας) από το 1920 έως το 1933. Τον Αύγουστο του 1932, προεδρεύοντας στο Ράιχσταγκ, κάλεσε τον λαό να εναντιωθεί στην άνοδο του ναζισμού.

55


Αναγκασμένη να εγκαταλείψει τη Γερμανία μετά την άφιξη των Ναζί στην εξουσία και την απαγόρευση της KPD, πεθαίνει λίγες εβδομάδες αργότερα σε εξορία στη Μόσχα. Αλεξάνδρα Κολλοντάι Στο μυθιστόρημα η Αλεξάνδρα Κολλοντάι αναφέρεται ελάχιστα, μέσα από τις σκέψεις του Βάγκαλη. Σελ. 224, διαβάζουμε: «Η Αλεξάνδρα του άρεσε, είχαν ακριβώς την ίδια ηλικία, συμφωνούσαν σε όλατριγυρνούσε στις συνοικίες κι ένανε διαλέξεις για τη σεξουαλική ελευθερία, εναντίον του γάμου, υπέρ των διαζυγίων: οι εργάτες την άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα- Μπράβο, έλεγαν, χειροκροτούσανˑ Καλά τα λες, Αλεξάνδρα Μιχάηλοβνα! Η Κολλοντάι δεν προσχωρούσε στους μενσεβίκους, παρόλο που συχνά τους έδινε δίκιο- παρέμενε με το μέρος των μπολσεβίκων και τους έκανε τη ζωή μαρτύριοˑ επειδή ήταν μεγάλη αγωνίστρια κι αποφασισμένη να συμμετάσχει ενεργά στην επανάσταση μέχρι το τέλος.» Βιογραφικά στοιχεία Η Αλεξάνδρα Μιχαήλοβνα Κολλοντάι είναι κομμουνίστρια και σοβιετική φεμινιστική ακτιβίστρια. Είναι η πρώτη γυναίκα της σύγχρονης ιστορίας που ήταν μέλος κυβερνήσεως και πρεσβευτής σε ξένη χώρα. Γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1872 από πατέρα που ανήκε στην παλιά ουκρανική αριστοκρατία, τον στρατηγό Μιχαήλ Δομοντόβιτς (1830-1902) και από πλούσια μητέρα φινλανδικής καταγωγής. Το 1893 παντρεύτηκε τον μηχανικό Βλαντιμίρ Κολλοντάι με τον οποίο έχει ένα γιο. Το 1896, κουρασμένη από τη ζωή ζευγαριού, έφυγε να σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου σταδιακά Αλεξάνδρα Κολλοντάι. Πηγή: έγινε μαρξίστρια. Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι προσχωρεί στον wikipedia. μαρξισμό και στο POSDR το 1898. Το 1914 αντιτάχθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για το λόγο αυτό προσχώρησε στους μπολσεβίκους το 1915. Για αρκετό καιρό, αναζήτησε καταφύγιο στη Βόρεια Ευρώπη και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1917 και έγινε από το Νοέμβριο του 1917 έως το Μάρτιο του 1918 ο Επίτροπος της δημόσιας βοήθειας (που αντιστοιχεί στα σημερινά υπουργεία υγείας) της σοβιετικής κυβέρνησης. Το 1923 διορίστηκε Πρέσβειρα της Σοβιετικής Ένωσης στη Νορβηγία, και έγινε έτσι η πρώτη παγκοσμίως γυναίκα Πρέσβης. Αργότερα υπηρέτησε ως Πρέσβειρα στο Μεξικό και τη Σουηδία. Ανησυχεί ιδιαιτέρως για την κατάσταση των γυναικών σε μια προοπτική εθνικής ανασυγκρότησης. Η δράση της Αλεξάνδρα, ως Λαϊκός Επίτροπος (επίτροπος της ΕΣΣΔ), και των συνάδελφών της, τους επιτρέπουν να αποκτήσουν το δικαίωμα της ψήφου και να εκλέγονται, το δικαίωμα διαζυγίου με αμοιβαία

56


συναίνεση, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, ίση πληρωμή με τους άνδρες, άδεια μητρότητας και ίση αναγνώριση μεταξύ νόμιμων και φυσικών παιδιών. Η δημόσια ζωή της τελειώνει τον Ιούλιο του 1945, μετά τη νίκη της ΕΣΣΔ στη Γερμανία. Επέστρεψε στη Μόσχα και αποσύρθηκε για να γράψει τα απομνημονεύματά της. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1952.

Βιβλιογραφία/Δικτυογραφία

Ρόζα Λούξεμπουργκ: https://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/653083/i-aristeri-epanastatriaroza-louxebourg http://www.biblionet.gr/ Κλάρα Τσέτκιν: http://katstein.wifeo.com/clara-zetkin.php Αλεξάνδρα Kολλλοντάι: https://www.babelio.com/auteur/Alexandra-Kollontai/281464 https://el.wikipedia.org/ 57


2. Ναταλία Buggenhout, «Οι γυναικείοι χαρακτήρες στη μυθοπλασία της Σώτης Τριανταφύλλου»

Στην εργασία αυτή θα μελετηθούν δύο γυναικείοι χαρακτήρες, η Ανθώ και η Αλίσια.

Ανθώ Αγαθοκλή

Η Ανθώ, κόρη νηματουργού, είναι η σύζυγος του Στέφανου Ασημάκη, πρωταγωνιστή του Α’ μέρους στο μυθιστόρημα και αποδεικνύεται να είναι η πιο ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα του μυθιστορήματος. Φαίνεται να ακολουθεί πιστά τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης για ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα, νοιάζεται ιδιαίτερα, σχεδόν υπερβολικά για την ηλικία και τη διατήρηση της νεανικής εξωτερικής της εμφάνισης, η οποία ηλικία κρύβεται από τον γαμπρό γιατί δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερή του (η Ανθώ ήταν 29 ετών όταν έγινε ο προσυμφωνημένος γάμος της και έκλαιγε γι’ αυτό). Βάφει τα μαλλιά της με χέννα για να μην φαίνονται οι άσπρες τρίχες της, ψάχνει το ελιξίριο της νεότητας (σελ. 41), χρησιμοποιεί λάσπη για το ξερό της δέρμα,… Άλλο παράδειγμα είναι ότι όταν είναι έγκυος, επιθυμεί οπωσδήποτε το παιδί της να είναι αγόρι και όταν «αποδεικνύεται» (λανθασμένα) λίγες μέρες πριν τη γέννησή του ότι θα είναι κορίτσι, απελπίζεται. Όπως σκέφτεται και ο Στέφανος, η Ανθώ είναι παράξενη. Διαβάζει τη μοίρα μέσα από χαρτιά, καφέδες, χελωνοκαύκαλα, ρεβίθια, γυάλινες σφαίρες. Ετοιμάζει περίεργα ροφήματα, όπως εκείνο που έδωσε στον σύζυγό της για να ξεχάσει την ερωμένη του, κάνει χειρομαντείες και ξόρκια. Παρ’ όλα αυτά η εξυπνάδα και η περιέργεια δεν της λείπουν. Όπως πιστεύει και ο γιος της ο Μάρκος, είναι η μόνη γυναίκα του «παλιού κόσμου» (δηλ. του 19ου αιώνα) που καταλαβαίνει τα γεγονότα γύρω της και τις αιτίες (σελ. 252). Κάθεται και παρατηρεί την κίνηση του δρόμου, διαβάζει εφημερίδες, γνωρίζει και αποδέχεται την κρυφή σχέση του Μάρκου με την Αννί… Για την εποχή της έχει προχωρημένες σκέψεις, ενθαρρύνει τα παιδιά της, Μάρκο και Αλίσια, να σπουδάσουν, αν και την Αλίσια δεν τήν υποχρεώνει. Εύχεται και εκείνη να είχε τη δυνατότητα αυτή όταν ήταν νεότερη, και ελπίζει ότι οι γυναίκες θα την έχουν στο μέλλον, όπως στην Ευρώπη (η Ελλάδα θεωρείται ξεχωριστό κομμάτι της ηπείρου)(σελ. 67). Τέλος, η Ανθώ είναι άνθρωπος της αλήθειας, δεν κρίνει τους γύρω της και δε δίνει σημασία για την γνώμη των άλλων. «Έκανε εύκολα γνωριμίες και δεν έδινε δεκάρα ούτε για τη φυλή ούτε για τη θρησκεία»(σελ. 23). Δίνει δικαιώματα στην υπηρέτριά τους τη Ρόζα, αντιμιλάει στον άντρα της, αφήνει τον Μάρκο να παίζει στον δρόμο με άλλα, κατώτερης τάξης, παιδιά, και όταν κάποιος κάνει οποιαδήποτε παρατήρηση για το θέμα αυτό ή σχόλιο που σήμερα θα θεωρούταν διακριτικό ως προς το φύλο, τη φυλή, απαντά «ε λοιπόν;» ή «ε και;».

58


Η Ανθώ είναι μια γυναίκα του «παλιού κόσμου» με ορισμένες όμως ιδέες και απόψεις του νέου, χωρίς να τις επιβάλει στους υπόλοιπους της κοινωνίας, έχοντας το θάρρος της γνώμης της.

Αλίσια Ασημάκη

Η Αλίσια είναι η κόρη του Στέφανου και της Ανθώς, έχει και εκείνη έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα για την εποχή της. Παιδικό. Δεν τήν ενδιαφέρουν οι σπουδές, όταν τέλειωσε το σχολείο ανακουφίστηκε που θα μπορούσε να κάθεται όλη μέρα. Δε διαβάζει βιβλία, δεν παίζει κανένα μουσικό όργανο, τής αρέσουν μόνο τα μουσικά κουτιά, να πηγαίνει σε χορούς, να κάνει εκδρομές με φίλες της και να διασκεδάζει με τα πουλιά κάτω από ένα δέντρο στην αυλή. Παρ’ όλο που δεν έχει τις ίδιες απόψεις με την μητέρα της όσον αφορά στην εκπαίδευσή της, δεν ακολουθεί την παραδοσιακή πορεία μιας κοπέλας της εποχής. Στην ηλικία που θα έπρεπε κανονικά να παντρευτεί, εκείνη δεν ήθελε. Για όλους τους πιθανούς γαμπρούς που τήν ζητούν, λέει όχι. Οι γονείς της άλλωστε δεν τήν πιέζουν, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, ο Στέφανος νιώθει πως είναι δικιά της επιλογή («Γιατί δεν ρωτάτε την ίδια;» απάντησε σε έναν νεαρό που ζήτησε την Αλίσια). Η Αλίσια απαντά πάντα με την ίδια πρόταση: «Δεν θέλω». Μένει ανύπαντρη και όταν πεθαίνουν οι γονείς της μένει μόνη της με την υπηρέτρια του σπιτιού, γεγονός που δεν εγκρίνει ο θείος της Νικόλαος (σελ. 86). Από ένα γράμμα που στέλνει στον αδερφό της μαθαίνουμε πως δεν τήν δέχθηκαν στους πρώτους ποδηλατικούς αγώνες, γιατί είναι γυναίκα, το οποίο βρίσκει άδικο. Όταν μετακομίζει ο Μάρκος στην Αθήνα με την γυναίκα του, την βρίσκουν σε άθλια κατάσταση. Έχει διώξει την υπηρέτρια, γιατί θέλει να είναι μόνη, και το σπίτι δεν είναι συντηρημένο. Δεν βγαίνει, δεν έχει χόμπι, απλά μένει στο κρεβάτι της. Όταν τήν ρωτά η Σοφία (γυναίκα του Μάρκου) γιατί δεν βρίσκει κάποιον να παντρευτεί, εκείνη απαντά «Δεν ξέρω πώς». Λίγο καιρό μετά, αυτοκτονεί. Πριν αυτοκτονήσει μοιράζει όλα τα υπάρχοντά της σε φτωχούς, τα ρούχα και τα μουσικά κουτιά της στη Ρόζα, μέχρι και το ποδήλατό της το δίνει, σε δωρεά. Μυστηριώδης άνθρωπος η Αλίσια. Γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί; Ή καλύτερα, γιατί δεν ήξερε πώς να βρει γαμπρό; Γιατί ήθελε να είναι μόνη της, γιατί έπαιζε με σπουργίτια, γιατί ήθελε να πάρει μέρος σε ποδηλατικούς αγώνες; Απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουμε, καμιά φορά οι άνθρωποι είναι όπως είναι χωρίς να υπάρχει εξήγηση, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ορισμένα πράγματα. Η οικογένεια της είναι διαφορετική από τις άλλες, πιο προχωρημένη στο τρόπο σκέψης, ενθαρρύνει τις σπουδές για τα δύο παιδιά, δεν υποχρεώνει την κόρη να κάνει ή να μάθει τις δουλειές και δραστηριότητες που θα έκανε μια κοπέλα την εποχή εκείνη, αφήνουν τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους και να κάνουν ποδήλατο, δεν υποχρέωναν την κόρη τους να παντρευτεί οποιονδήποτε… Η Αλίσια μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον όπου η διαφορά της ήταν αποδεχτή και

59


όπου ήταν ελεύθερη. Δεν ήταν όμως ελεύθερη από τις προσδοκίες του καιρού αυτού. Δεν ήταν ελεύθερη να κάνει ποδήλατο, όπως το επιθυμούσε λόγω του φύλου της, δεν μπόρεσε να βρει τον έρωτα γιατί μια κοπέλα δεν ήταν αναμενόμενο να τριγυρίζει εδώ κι εκεί σε γιορτές, μόνη της, όπως το κάνουν οι σύγχρονοι νέοι, αλλά όλοι περίμεναν να είχε παντρευτεί από μικρή, με προσυμφωνημένο γάμο. Η ηρωίδα δεν άντεξε τη μοναξιά που είχε επιβάλει εκείνη στον εαυτό της διότι δεν άντεχε τη διαφορά της με τον έξω κόσμο, γι’ αυτό αποφάσισε να βάλει ένα τέρμα στη ζωή της που φαινόταν να μην έχει στόχο. Αν είχε ζήσει στην Ευρώπη ή εκατό χρόνια αργότερα, να μην κατέληγε κρεμασμένη στο δέντρο της.

60


Οι ανδρικοί χαρακτήρες στο Εργοστάσιο των μολυβιών

3. Νίκος Χανιώτης, Αλέξανδρος Τσαρχόπουλος, «Η φιλία του Μάρκου Ασημάκη και του Νίκου Βάγκαλη» Η γνωριμία του Μάρκου πραγματοποιήθηκε στη Ζυρίχη.

Ασημάκη

και

του

Νίκου

Βάγκαλη

Για τον Μάρκο αυτό το ταξίδι στη μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας αλλά και η εγκατάστασή του σε αυτήν, ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη και κάπως τρομακτική. Αυτός ο φόβος και η ανασφάλεια τόν έκανε να αναζητήσει στο Πολυτεχνείο όπου θα σπούδαζε, κάποιον Έλληνα. Ο Έλληνας αυτός άκουγε στο όνομα Νίκος Βάγκαλης και παρόλο που ήταν ένας άνθρωπος αρκετά διαφορετικός απ’ τον Μάρκο, η πρώτη τους συνομιλία έδειξε πως άρχισε να «κτίζεται» μια οικειότητα μεταξύ τους. Ο Βάγκαλης, λίγο μεγαλύτερος από τον Μάρκο, ήταν άνθρωπος από άλλη «πάστα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο. Μοναχογιός από μια οικογένεια διαλυμένη. Εξωτερικά φαινόταν σκληρός αλλά εσωτερικά η ευαισθησία του δεν κρυβόταν. Ήταν λάτρης του βιβλίου αλλά και φανατικός καπνιστής, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Μάρκο. Οι δυο τους θα μένανε στο ίδιο διαμέρισμα για τους επόμενους μήνες. Σιγά σιγά και οι δύο αρχίζουν να συνηθίζουν τις ιδιοτροπίες του άλλου (π.χ. σ.95) και προσπαθούσαν να εστιάσουν στο πώς να διευκολύνουν τη ζωή τους στη Ζυρίχη. Ασυνείδητα (ή και συνειδητά) ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά και η φιλία τους δυνάμωνε. Ο Βάγκαλης βοηθούσε τον Μάρκο όσο μπορούσε, αλλά ήρθε μια μέρα που ο Βάγκαλης αρρώστησε, έβηχε, έφτυνε φλέματα και τότε ήταν που ο Μάρκος ανησύχησε. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι μάλλον δεν πρόκειται για κάποιο καινούργιο φαινόμενο για τον Βάγκαλη. Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία ο Βάγκαλης φαινόταν να περνάει κάποιου είδους κρίση που ανησυχούσε τον Μάρκο. Φαινόταν σαν να ήθελε να αλλάξει κάτι ο Βάγκαλης και πήρε την απόφαση να το κάνει. Έφυγε για κάποιους μήνες στη Ρωσία και μετά απ’ τη Ρωσία έκανε κι άλλα ταξίδια, κάτι που μπέρδεψε τον Μάρκο. Αναρωτιόταν τι θα έκανε με το πτυχίο του. Μερικές στιγμές, επίσης, ευχόταν να είναι εκεί ο Βάγκαλης, αλλά δεν ήθελε να δείχνει και πολύ ότι τόν νοιάζει, ήθελε να είναι άντρας ανεξάρτητος. Η επαφή μεταξύ τους όμως δεν κόπηκε. Ο Μάρκος έστελνε γράμματα στον Βάγκαλη και τόν ενημέρωνε για οτιδήποτε καινούργιο συνέβαινε. Ήταν φανερό πως ο Βάγκαλης τώρα πια ήταν ο άνθρωπος που ένιωθε πιο κοντά του. Όσο έλειπε ο Βάγκαλης άλλαξαν αρκετά πράγματα. Του Μάρκου τού δόθηκε δουλειά στην Αφρική, στο Τζιμπουτί, την οποία και δέχτηκε. Η αλληλογραφία και η επικοινωνία των δύο φίλων συνεχίζεται μα σύντομα ο Μάρκος θα παντρευτεί και θα εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια ο Βάγκαλης με την Λιζέλ (ξαδέλφη του Πόλ) μένουνε μαζί στη Ρωσία αλλά αργότερα χωρίζουν. Μετά τον χωρισμό τους, τα δυσάρεστα νέα φτάνουν στον Βάγκαλη , πως ο Μάρκος πέθανε. Κάπως έτσι η σχέση του Βάγκαλη με τον Μάρκο φτάνει στο τέλος της μα ο Βάγκαλης με την κόρη του Μάρκου, αποφασίζει να

61


πραγματοποιήσει το (για χρόνια) όνειρο του καλού του φίλου. Ανοίγει ένα εργοστάσιο μολυβιών για χάρη του. Δυστυχώς λίγο πριν τον θάνατο του Βάγκαλη, το εργοστάσιο κλείνει. Αυτό είναι και το τέλος αυτής της δαιδαλώδους ιστορίας και αφήγησης στο μυθιστόρημα.

62


Ο έρωτας στο Εργοστάσιο των μολυβιών: θλίψη και σιωπή.

4. Ραφαηλία Μαρία Καλογιαννίδη, «Υπάρχει έρωτας;»

Το εργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα μυθιστόρημα που αφηγείται τη ζωή των τριών γενεών της οικογένειας Ασημάκη για διάστημα 80 χρόνων. Η ιστορία αρχίζει το 1886 με τα εγκαίνια της Διώρυγας του Σουέζ. Οι ήρωες βρίσκονται στη δίνη των πολιτικών γεγονότων της εποχής τους, όπως η αποικιοκρατία, οι εξερευνήσεις, οι ιεραποστολές, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή επανάσταση και άλλα γεγονότα. Η συγγραφέας καταφέρνει να μάς ξεναγήσει στα μεγάλα γεγονότα του τέλους του 19ουαιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, αλλά και να μάς περιγράψει τα συναισθήματα των ηρώων και τις ερωτικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν στην εξέλιξη της αφήγησης. Αρχικά, παρουσιάζεται η σχέση του Στέφανου Ασημάκη και της Αννί Βολφ. Η γνωριμία του Στέφανου και της Αννί Βολφ έγινε στο Grill Room του ξενοδοχείου Σέπχερντ («Ένα βράδυ, στη γιορτή της κόρης του Γάλλου πρόξενου , ο Βόλφ έφερε μαζί του την Αννί», (σελ. 27).Ο Στέφανος ερωτεύτηκε την Αννί σφοδρά, με την πρώτη ματιά. Τήν είχε ερωτευθεί τόσο πολύ που δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα ούτε να συγκεντρωθεί, τόσο πολύ που όταν τήν έβλεπε σταματούσε να αναπνέει και ένιωθε πως είχε ξεχάσει πώς αναπνέουν («Η αναπνοή τού φαινόταν κάτι που χρειαζόταν τεχνική και κόπο», (σελ. 27).Σε σύγκριση με την Ανθώ, την οποία παντρεύτηκε με προξενιό και όχι από έρωτα, την Αννί την ερωτεύτηκε αληθινά και για αυτό ήταν και «ο πρώτος του έρωτας» («Η Αννί Βολφ ήταν ο πρώτος του έρωτας» (σελ 28). Η Αννί στριφογύριζε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και η σκέψη της δεν άφηνε τον Στέφανο να κοιμηθεί. Εκείνος μέσα από τον έρωτα που ένιωθε για την Αννί κατάλαβε πως αυτό το απλό συναίσθημα ήταν πιο σημαντικό και συναρπαστικό από οποιοδήποτε δημόσιο έργο, το οποίο αποτελούσε επιδίωξη και προτεραιότητά του, αφού ήταν μηχανικός. Δυστυχώς όμως, όπως όλα έδειχναν, ο έρωτας του δεν ήταν δυνατόν να ευωδοθεί, καθώς ο ίδιος ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά και η Αννί ήταν παντρεμένη με τον Γκαστόν Βολφ. Ο Στέφανος ευχόταν να φύγει η Αννί από την Αίγυπτο για να απαλλαγεί από τη σκέψη της, η οποία τού δημιουργούσε αβάσταχτο πόνο («Ο Στέφανος συμπέρανε πως θα έμεναν μόνιμα στο Κάιρο και ταράχτηκε ανακάλυψε πως ευχόταν να φύγουν από την Αίγυπτο για να γλιτώσει από τη σκέψη της Αννί κι από τον απροσδιόριστο πόνο που του προκαλούσε»(σελ. 28). Το 1875 και 1876 γινόταν ο πόλεμος της Αιθιοπίας με την Αίγυπτο, αλλά όμως ούτε αυτό απασχολούσε τον Στέφανο, διότι εκείνος είχε στο μυαλό του την Αννί και τις συνήθειες της, που τόν είχαν κάνει να τήν αγαπάει ακόμη περισσότερο («Αλλά τον Στέφανο δεν τον απασχολούσε ο πόλεμος ,μονάχα τον κυνηγούσε η σκέψη της Αννί , ο τρόπος πού καθόταν σταυρώνοντας τους αστραγάλους κι ο τρόπος που έπινε τσάι βάζοντας σχεδόν όλο της το πρόσωπο της μέσα στο φλιτζάνι»(σελ. 29). Την εποχή που ο Στέφανος δούλευε στις ασφαλτοστρώσεις μέσα στο λιοπύρι, τόν συγκινούσε μόνο η παρέα του Γκαστόν Βόλφ και περνούσε αρκετό χρόνο στο σπίτι του στο Ζαμαλέκ μαζί με

63


την Αννί. Το ενδιαφέρον και η στοργή του Γκαστόν προς την Αννί έκαναν τον Στέφανο να υποφέρει ακόμη περισσότερο («Η Αννί δεν μιλούσε, αλλά ο Βολφ φαινόταν να ξέρει τι σκέφτεται την κάθε στιγμή: Κρυώνεις της έλεγε προστατευτικά, κι έφερνε τη ζακέτα της , της την έριχνε στους ώμους και έπειτα: Πεινάς, να πούμε στη Κίρφα να φέρει κάτι να τσιμπήσουμε. Ο Στέφανος ένιωθε πόνο στο στομάχι, ήθελε να φύγει κι έμοιαζε ακινητοποιημένος »(σελ. 30). Η Ανθώ , η γυναίκα του, είχε καταλάβει πως ο άντρας της είχε ερωτευτεί την Αννί, όμως δεν έκανε κάτι για να τό αποτρέψει ή να χωρίσει τον Στέφανο («Κατάπινε στωικά τα αφεψήματα της Ανθώς, και μια μέρα, εκείνη του είπε: Πιες αυτό και θα την ξεχάσεις»(σελ. 31). Όταν ο Βολφ έφυγε για την Κεντρική Αφρική, ο Στέφανος ζήτησε να δει την Αννί. Έστειλε ένα παιδί που έκανε θελήματα να τής δώσει ένα σημείωμα. Το παιδί γύρισε με ένα έντονο αρωματισμένο χαρτάκι που έγραφε «ελάτε τώρα». Οι πράξεις του Στέφανου έμοιαζαν να είναι ανεξέλεγκτες. Ο έρωτας του για την Αννί τόν έκαναν να πάψει να σκέφτεται λογικά, παρασυρόταν από την καρδιά του («Οι πράξεις του έμοιαζαν ανεξέλεγκτες, σαν να τις έκανε κάποιος ξένος», σελ. 32-33). Η Αννί, το 1876, έφυγε από την Αίγυπτο και πήγε στη Μασσαλία, κοντά στον πατέρα της. Αργότερα, το 1883 ο Στέφανος έμαθε από τον Γκαστόν Βολφ πως η Αννί είχε φυματίωση, αλλά πληροφορήθηκε και την ύπαρξη μιας κόρης, της Λυζέλ, η οποία ήταν δικό του παιδί. Λίγα χρόνια αργότερα, έμαθε από έναν εργολάβο για τον θάνατο της Αννί, η οποία απεβίωσε σε ένα σανατόριο στην Ελβετία. Ο Στέφανος ένιωσε κατά κάποιο τρόπο ενοχές για την Αννί, αφού δεν ήταν ικανός να αποτρέψει τον θάνατό της ή να την περιθάλψει όταν είχε ανάγκη από φροντίδα («Πεθαίνει ένας-ένας», σελ. 59). Δεύτερον, παρουσιάζεται η σχέση της Αννί Βολφ και του Γκαστόν Βολφ. Ο Γερμανός λεγεωνάριος, εξερευνητής και χαρτογράφος Γκαστόν Βολφ παντρεύτηκε την Αννί, κόρη του αιγυπτιολόγου Ωγκύστ Μπυζαντό το 1870 («Ο Βολφ ήταν μόλις τριάντα οκτώ χρονών και είχε μόλις παντρευτεί μια Γαλλίδα, κόρη αιγυπτιολόγου από τη Μασσαλία που αγωνιζόταν να ιδρύσει αρχαιολογικό μουσείο στο Κάιρο και να βάλει τροχοπέδη στην αρχαιοκαπηλία» (σελ.27). Ο Γκαστόν Βολφ ήταν περιπετειώδης άνθρωπος με συνεχή διάθεση να γνωρίζει καινούριους τόπους, καθώς αυτό ήταν απαραίτητο, αφού αφορούσε μέρος της δουλειάς του. Εκτός από αυτό, ο ίδιος προσπαθούσε να βρει την ελευθερία και την ευτυχία μέσα από τα ταξίδια του («Ο Βολφ δεν ήταν επιχειρηματίας, δεν είχε πάει στην Αφρική για να εμπορευτεί προϊόντα, όπως οι άλλοι, είχε πάει μονάχα «για το γούστο» είπε για να βρω το γαλάζιο πουλί της ευτυχίας»(σελ.24). Στη δεξίωση που έγινε στο ξενοδοχείο Σεπχέρντ, όπου είχαν παρευρεθεί ο Γκαστόν Βολφ με την Αννί, ο Στέφανος Ασημάκης ερωτεύτηκε σφοδρά την Αννί και από τη δική της πλευρά υπήρξε ανταπόκριση, καθώς γίνεται αντιληπτό στη συνέχεια («Την ερωτεύτηκε σφοδρά και την ερωτεύτηκε αμέσωςμόλις την είδε στη βεράντα στη βεράντα του Σέπχερντ»(σελ.27). Εξαιτίας της δουλειάς του ο Γκαστόν Βολφ ταξίδευε αρκετά, αφήνοντας τη σύζυγό του μόνη της για μεγάλα διαστήματα. Αυτό είχε ως συνέπεια η ίδια να αισθάνεται μελαγχολία και μοναξιά. Έτσι λοιπόν, η σχέση της με τον Στέφανο αποτελούσε ένα είδος φαρμάκου για τη μοναξιά της («Ο Στέφανος ζήτησε να τη δει, έστειλε ένα παιδί που έκανε θελήματα να της δώσει ένα σημείωμα .Το παιδί γύρισε με ένα έντονα αρωματισμένο χαρτάκι που έγραφε ΕΛΑΤΕ.ΤΩΡΑ» (σελ. 32).

64


Ο Γκαστόν έδειχνε την τρυφερότητα και την προστατευτικότητα του στην Αννί, την γνώριζε καλά και έδειχνε να ξέρει ακόμη και τις σκέψεις της κάθε στιγμή. Δυστυχώς της το έδειχνε σπάνια, αφού τα ταξίδια που έκανε συνεχώς δεν του το επέτρεπαν. Η στοργή του Βολφ φαίνεται να πλήγωνε τον Στέφανο, που τούς συναντούσε συχνά και ερχόταν ο ίδιος σε δύσκολη θέση, λόγω του έρωτα που ένιωθε για την Αννί (σελ 30). Γίνεται αντιληπτό ότι, στη ζωή του Βολφ, τα ταξίδια και οι ανακαλύψεις είχαν προτεραιότητα και όχι η σύζυγος του. Επιπλέον, δεν είναι ο τύπος άντρα-οικογενειάρχη που θέλει να δημιουργήσει οικογένεια, σε αντίθεση με το Στέφανο. Ακόμη, η συνεχής απουσία του Βολφ είναι και το αγκάθι στη σχέση του με την Αννί. Ο ίδιος γνώριζε για τη σχέση της συζύγου του με τον Στέφανο, αλλά και την ύπαρξη της κόρης τους, όμως δεν τό έδειξε και τό αντιμετώπισε ψύχραιμα. Σε αυτό μπορεί να συνέβαλε και η φιλία που είχε με τον Στέφανο. Τρίτον, γίνεται αναφορά στη σχέση του Λολό με την Μπριγκίτε. Ο Λολό συγκατοικούσε με τον Βαγκάλη και τον Μάρκο Ασημάκη, γιό του Στέφανου Ασημάκη και σπούδαζε στη θεολογική σχολή της Βασιλείας. Η αδυναμία του Λολό ήταν η Μπριγκίτε, η οποία ήταν χορεύτρια σε καμπαρέ. Ο Λουί ισχυριζόταν πως, αν κατάφερνε «να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο», θα την παντρευόταν («Η αμαρτία ήταν η « κυρία»Μπριγκίτε την έλεγαν και φαινόταν η μοναδική αδυναμία του Λουί. Ισχυριζόταν ότι προσπαθούσε να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο κι ότι, αν τον ήθελε ,θα την παντρευόταν» σελ. 99). Δυστυχώς όμως, ο έρωτας του Λολό για την Μπριγκίτε ήταν μονόπλευρος, γιατί η ίδια δεν ήθελε ούτε να τον παντρευτεί, αλλά ούτε και τον αγαπούσε. Η Μπριγκίτε ήθελε μόνο τον Βάγκαλη, κανέναν άλλο, πράγμα που τό κατάλαβε ο Μάρκος («όπως διαπίστωσε ο Μάρκος, ήθελε τον Βάγκαλη ·δεν ήθελε κανέναν άλλο», σελ. 100). Ο Λολό αγαπούσε την Μπριγκίτε με τον δικό του τρόπο, διακριτικά και αθόρυβα και όποτε ήταν μαζί της, ήταν ντροπαλός και αισθανόταν αμήχανα. Ο τρόπος όμως που τού συμπεριφερόταν η Μπριγκίτε έδειχνε να ανταποκρίνεται και η ίδια στον έρωτά του, να αισθάνεται το ίδιο με εκείνον, ενώ δεν τον αγαπούσε, με αποτέλεσμα να τού δίνει ψεύτικες ελπίδες («Αναρωτιόταν πώς ένας θρησκευόμενος σαν τον Λολό κοιμόταν με την Μπριγκίτε, τη φιλούσε, την έγδυνε, συνουσιαζόταν» σελ. 106). Τέταρτον, η συγγραφέας κάνει λόγο για τη σχέση του Μάρκου και της Μπριγκίτε. Ποτέ δε θα περιμέναμε ότι αυτοί οι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι θα ταίριαζαν έστω και λίγο. Στη σχέση του Μάρκου και της Μπριγκίτε απουσιάζει το συναίσθημα του έρωτα ή της αγάπης. Ήταν μια επιφανειακή σχέση καθώς η ίδια αγαπούσε τον Βάγκαλη και ο Μάρκος δεν τήν είχε ερωτευτεί κι ούτε ένιωθε κάτι βαθύ για εκείνη. Η σχέση τους είχε ως στόχο τη σαρκική επαφή, αφού οι δυο τους δεν ταίριαζαν ούτε πνευματικά αλλά ούτε και ως χαρακτήρες («Όταν τον πλησίασε η Μπριγκίτε, έκανε ένα βήμα μπροστά, ένα μεγάλο βήμα και τη φίλησε δυνατά στο στόμα και όταν ένιωσε τη γλώσσα της, την έσπρωξε πάνω στο κιγκλίδωμα της γέφυρας κι έβαλε το χέρι του κάτω από το φόρεμα της» (σελ.106107). Εκτός από αυτό, η Μπριγκίτε ήταν με τον Λολό και αυτό έκανε τον Μάρκο να νιώθει άβολα και αμήχανα διότι οι δυο τους ήταν φίλοι (σελ. 106). Πέμπτον, γίνεται λόγος για τη σχέση του Νίκου Βάγκαλη και της Μπριγκίτε. Εκείνη αγαπούσε μόνο τον Βάγκαλη, όμως δε φαίνεται να ανταποκρίνεται ο ίδιος στα αισθήματά της. Αντίθετα, εκείνος αδιαφορούσε, την ειρωνευόταν και την προσέβαλε («Η Μπριγκίτε όμως δεν ήθελε να παντρευτεί τον Λολό. Γιατί όπως διαπίστωσε ο Μάρκος, ήθελε τον Βάγκαλη, δεν ήθελε κανένα

65


άλλο» (σελ.100-102). Η Μπριγκίτε στεναχωριόταν και ένιωθε άσχημα που ο Βάγκαλης δεν τής έδινε σημασία και τήν απέρριπτε (σελ. 107). Ανάμεσά τους δεν υπήρχε σεβασμός ούτε και θαυμασμός, στοιχεία σημαντικά σε μια σχέση, καθώς ο Βάγκαλης την υποτιμούσε και την υποβάθμιζε για τη δουλειά της. Έκτον, αναφέρεται η ερωτική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στη Λυζέλ, ξαδέρφη του Λολό, και στον Μάρκο. Ο Λολό φέρνει μαζί του τη Λυζέλ Βολφ, που είναι εσωτερική σε παρθεναγωγείο και ο Μάρκος γοητεύεται από τη δεκαοκτάχρονη κοπελίτσα. Τού δημιουργείται η ακατανίκητη επιθυμία να τήν φιλήσει και ερωτοτροπεί μαζί της όλο το βράδυ («Ο Μάρκος συνέχισε να ερωτοτροπεί με τη Λυζέλ και μάλιστα προς το τέλος της βραδιάς είχε πιει τόση πολλή μπίρα που είχε πια μεθύσει» (σελ.142). Φιλήθηκαν και ο Μάρκος ερωτευμένος μαζί της, τής προτείνει να πάει μαζί του στην Αφρική, καθώς θα έφευγε σε λίγες μέρες. Όμως μια αναπάντεχη εξέλιξη ανατρέπει τα σχέδια του! Ένα γράμμα της αδελφής του Αλίσιας τού αποκαλύπτει ότι η Λυζέλ είναι ετεροθαλής αδελφή του. Συγκλονισμένος από αυτή την αποκάλυψη, φεύγει μόνος του και αφήνει τη Λυζέλ πίσω να κοιμάται. Έτσι τέλειωσε αυτή η ερωτική σχέση του Μάρκου με τη Λυζέλ, η οποία σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του δεν έφευγε από το μυαλό του και τόν βασάνιζε πολύ («Όμως η Λυζέλ δεν έφευγε από το μυαλό του το σώμα του μούδιαζε , λες και η σκέψη του περίσσευε» ( σελ.154). Έβδομον, γίνεται λόγος για τη σχέση του Μάρκου με τη Σοφία. Ο Μάρκος παντρεύτηκε τη Σοφία χωρίς να τήν αγαπάει καθόλου («Δεν αγαπάω καθόλου τη Σοφία», σελ. 165) και χωρίς να αισθάνεται κάτι όμορφο για εκείνη. Παρόλο που ήταν όμορφη, δεν τού άρεσε και αναρωτιόταν για ποιον λόγο τήν παντρεύτηκε. Τό έκανε σαν υποχρέωση που έπρεπε να πραγματοποιήσει, η ψυχή του, όμως, ήταν απούσα. Η Σοφία, μετά τον γάμο, μόλις πήγαν στην Αθήνα, ζητούσε διαμαντένιο δαχτυλίδι και εξέφραζε διαρκώς την επιθυμία να κάνουνε παιδιά («Λίγες μέρες αργότερα, πήγαν σένα κατάστημα της οδού Ερμού που πουλούσαν παριζιάνικα κοσμήματα και αγόρασαν ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι», «Εγώ είπε η Σοφία δεν αντέχω μόνη μου ούτε πέντε λεπτά. Θα κάνουμε πολλά παιδιά με το Μάρκο.» (σελ 164). Ο Μάρκος αντιλαμβάνεται την έγγαμη ζωή σαν να πρόκειται για μια αρρώστια που μαθαίνεις να ζεις με αυτήν («Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς , όπως έλεγε σαν να επρόκειτο για μια αρρώστια. Μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτό, σκεφτόταν, όπως ζεις μ’ ένα κομμένο πόδι ή με χρόνιο πονοκέφαλο» (σελ. 167). Μόλις η Σοφία τού ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της, λίγο έλειψε να χάσει την αυτοκυριαρχία του και να τής πει πως δεν ήθελε παιδί, αλλά τελικά δεν είπε τίποτα, γιατί κανείς δεν τον είχε αναγκάσει να τήν παντρευτεί. Η Σοφία ένιωθε ευτυχισμένη με την εγκυμοσύνη της, αλλά ο Μάρκος με ένα ψέμα θα αποδράσει και θα ταξιδέψει στην Ευρώπη, για να συναντήσει τάχα έναν Ελβετό μηχανικό. Δεν είχε το θάρρος να αφήσει μια γυναίκα που δεν αγαπάει, αφού δεν είχε το θάρρος να μην παντρευτεί μια γυναίκα που δεν αγαπάει. Αυτές οι σκέψεις του Μάρκου φανερώνουν την ποιότητα της σχέσης του με τη γυναίκα του Σοφία, μια σχέση επιφανειακή δίχως όμορφα ερωτικά συναισθήματα.

66


5 . Ελένη Παρασκευή Γεωργάτου, «Τρεις διαφορετικοί γυναικείοι τύποι: Ανθώ, Αννί και Αλίσια»

Διαβάζοντας το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου «Το εργοστάσιο των μολυβιών», βλέπουμε τον έρωτα που γεννιέται μεταξύ των τριών αυτών ηρώων, πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και πώς κατέληξε... Για κάποια ζευγάρια ο έρωτας είναι καταπίεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Στέφανος και η Ανθώ οι οποίοι παντρεύτηκαν με προξενιό, μια οικονομική συναλλαγή περισσότερο μεταξύ των οικογενειών τους παρά έρωτας, γεγονός πολύ συνηθισμένο για την εποχή εκείνη. Η Ανθώ, τριάντα ετών, ελπίζει να βρει στα μυστικά σημάδια των χαρτιών να τον γαμπρό, διότι θέλει να φτιάξει τη δική της οικογένεια. Είναι μία άσχημη γυναίκα: το παρουσιαστικό της δεν είναι καθόλου γοητευτικό. Ο Στέφανος δε θέλει να παντρευτεί και έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του. Θα ήθελε να παντρευτεί μόνο αν η γυναίκα που θα έπαιρνε ήταν όμορφη. Η Ανθώ όμως είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ζητούσε, οπότε ο Στέφανος πιέζεται. Αρχικά η σχέση τους φαίνεται πως αργά ή γρήγορα θα διαλυθεί, όμως, ξαφνικά, όλα αλλάζουν ανέλπιστα καλά. Η Ανθώ αποφασίζει να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα στη ζωή της μιας και ζει τώρα πια σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον σε σχέση με εκείνο που ζούσε στην Ελλάδα. Βρίσκεται στο εξωτερικό, η ζωή της αναδομείται, βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει τα καλά χαρακτηριστικά της, διαβάζει εφημερίδες και βιβλία, ενημερώνεται για όλα τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και γίνεται φεμινίστρια, χωρίς να το καλοκαταλάβει. Ο Στέφανος ενθουσιάζεται με την απότομη αλλαγή της Ανθώς και καμαρώνει που έχει μια γυναίκα με ήθος και άποψη. Η γνώμη του αλλάζει και έτσι οι δύο κόσμοι τους συναντιούνται και έρχονται πιο κοντά ο ένας με τον άλλο. Το ζευγάρι αποκτά και δύο παιδιά, έναν γιο, τον Μάρκο, και στη συνέχεια μια κόρη, την Αλίσια. Ξαφνικά, ένα τρίτο πρόσωπο διακόπτει τη σχέση του ζευγαριού, η Αννί, την οποία ο Στέφανος ερωτεύεται και αποκτά μαζί της μια κόρη. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πεί ο κόσμος, αλλά τι λέει η καρδιά του, διότι τα συναισθήματά του είναι πολύ έντονα. Η Αννί πεθαίνει όταν η κόρη τους είναι δύο χρονών. Η Ανθώ όμως συμπάσχει και αναγνωρίζει τη δύσκολη κατάσταση του πρώην συζύγου της. Γι΄ αυτό δείχνει κατανόηση και ενδιαφέρον.

Σχέση Ανθώς και Αλίσιας

Η Αλίσια είναι το δεύτερο παιδί της Ανθώς και του Στέφανου. Ανατράφηκε σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον. Είναι ιδιόρρυθμος χαρακτήρας και δεν μπορεί να κατασταλάξει κάπου. Δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη. Παρόλο που η μητέρα της προσπαθεί να της προσφέρει ό,τι μπορεί για να την κάνει ευτυχισμένη, εκείνη παραμένει ανικανοποίητη. Φαίνεται πως είναι τελικά κλεισμένη στον εαυτό της.

67


Η Ανθώ, όπως ξέρουμε, είναι μία γυναίκα κοινωνική, γλυκομίλητη και πονόψυχη που διαθέτει όμως έναν πολύ δυναμικό χαρακτήρα. Είναι αυθεντική, έχει άποψη που μπορεί να υποστηρίξει και της αρέσει να μορφώνεται. Η κόρη της, παρόλο που έχει πάρει τον δυναμισμό της, έχει και αρκετά αρνητικά χαρακτηριστικά του πατέρα της. Φοβάται και αρνείται να αναλάβει ευθύνες, προτιμά να ονειροπολεί. Θέλει πάντα να βρίσκεται σε ασφαλή μέρη και να είναι μονίμως με τη μητέρα της. Προτιμά την απραξία και την ησυχία της. Αυτό αποδεικνύεται όταν η Ανθώ και ο θείος της τής προτείνουν να πάει στο σχολείο για να μορφωθεί και εκείνη αντιδρά κι αρνείται.

68


Τα ταξίδια: ένας τρόπος να υπάρχεις

6. Αριάδνη Γεωργιαννάκη, «Αφορμές για ταξίδια στο μολυβιών.

Εργοστάσιο

Το Εργοστάσιο των μολυβιών είναι η ιστορία τριών γενεών μιας ελληνικής αστικής οικογένειας και παράλληλα μιας μεγάλης φιλίας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένα ιστορικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται παγκόσμια γεγονότα κατά τη χρονική περίοδο 1866-1940. Τα περιεχόμενα του βιβλίου έχουν οργανωθεί ως εξής:

Α’ ΜΕΡΟΣ

Κάιρο, 1866-1892 Αθήνα, 1882-1897 Ζυρίχη, 1892-1896

Β’ ΜΕΡΟΣ 69 Τζιμπουτί – Αλεξάνδρεια – Ζυρίχη – Βερολίνο, 1897-1900 Αγία Πετρούπολη – Ζυρίχη, 1904-1916 Ζυρίχη – Αγία Πετρούπολη, 1916-1924 Αλεξάνδρεια, 1900-1931 Μπραζαβίλ, 1931-1932

Γ’ ΜΕΡΟΣ

Λένινγκραντ, 1923-1932 Αθήνα, 1933-1940

Κάθε μέρος αντιστοιχεί σε μια από τις γενιές της οικογένειας Ασημάκη. Το πρώτο στη ζωή της οικογένειας του Στέφανου Ασημάκη, το δεύτερο σε αυτή του γιού του, Μάρκου Ασημάκη και το τρίτο στις ζωές των παιδιών του. Κάθε κεφάλαιο έχει τίτλο μια ή περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Γεγονότα που συγκλόνισαν τον


κόσμο στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα. Οι ήρωες ταξιδεύουν συνεχώς, κυρίως με αφορμή τα πολιτικά γεγονότα της εποχής τους. Η εργασία αυτή προσεγγίζει το μυθιστόρημα με τη βοήθεια των ταξιδιών που κάνουν οι ήρωές του. Στον ακόλουθο χάρτη φαίνονται οι πόλεις και οι διαδρομές των ηρώων.

ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ

ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΖΥΡΙΧΗ

ΑΘΗΝΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

70

ΚΑΙΡΟ

ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ

ΜΠΡΑΖΑΒΙΛ

ΜΕΡΟΣ Α΄ Κάιρο, 1866-1892 Η ιστορία αρχίζει στο Κάιρο το 1866, όπου φτάνει ο Στέφανος Ασημάκης, με καταγωγή από την Χίο και σπουδές στην οικοδομική σχολή της Λυών, για να εργαστεί ως μηχανικός στη διώρυγα του Σουέζ και τα αρδευτικά έργα στο Πόρτ Σάιντ. Εκεί, μέσω προξενιού, παντρεύεται την Ανθώ Αγαθοκλή, μια προληπτική γυναίκα από την Αθήνα. Αποκτούν δύο παιδιά, τον Μάρκο και την Αλίσια Ασημάκη.


Το 1872 γνωρίζουν τον Γκαστόν Βολφ, έναν Γερμανό λεγεωνάριο, εξερευνητή και χαρτογράφο με τον οποίο θα συνδεθούν με δυνατή φιλία. Ο Βολφ κάνει αρκετά ταξίδια στην «σκοτεινή Αφρική», με σκοπό να ανακαλύψει τα μυστικά της. Είναι παντρεμένος με μια νεαρή Γαλλίδα, την Αννί Μπωζάν Το φθινόπωρο, ο Γκαστόν Βολφ ετοιμαζόταν να φύγει για την Κεντρική Αφρική, για τις πηγές του Νείλου, για τη λίμνη Βικτώρια [...]. Στον Στέφανο, είπε, γελώντας, πως έψαχνε μια γαλήνη χωρίς όνομα, το «γαλάζιο πουλί της ευτυχίας» σελ. 31-32 Αν για τον Στέφανο η Αφρική ήταν μια ήπειρος που έπρεπε να εκβιομηχανιστεί και να προοδεύσει, για τον Βολφ ήταν ένας τόπος μαγικός όπου ο χρόνος έμενε μετέωρος κάτω από το «κεχριμπαρένιο ηλιόφωτο», ένας τόπος όπου ο ήλιος έδυε φλεγόμενος. Ο Στέφανος έβλεπε τη Ζανζιβάρη σαν ένα νησί που χρειαζόταν δρόμους και γέφυρες [...], ο Βολφ την έβλεπε σαν παραμυθένιο σουλτανάτο. σελ. 58 Ο Στέφανος, όπως πολλοί άλλοι Έλληνες εκείνη την εποχή, φεύγει από την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Είναι γοητευμένος από τα επιτεύγματα και τις δυνατότητες της Βιομηχανικής Επανάστασης και από τα σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα της εποχής του, άλλος ένας λόγος για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Η Αθήνα του φαίνεται σαν «πρόχειρος καταυλισμός – ένα μεσαιωνικό χωριό». Ο Βολφ, σε αντίθεση με τον Στέφανο, πήγε στην Αφρική «για το γούστο», για να βρει το «γαλάζιο πουλί της ευτυχίας» του. Δεν είναι ούτε επιχειρηματίας, ούτε σκοπεύει να εμπορευτεί προϊόντα. Αν και δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ο Βολφ είναι ένας από τους λίγους μετανάστες στο Κάιρο που ενδιαφέρεται να ανακαλύψει και να σεβαστεί τα μυστικά αυτής της γοητευτικής ηπείρου.

Αθήνα, 1882-1897 [...] η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους, η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους! μέχρι που ο βρετανικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια και όλα ησύχασαν. Ούτε μια επανάσταση δεν είν’ άξιοι να φέρουν σε πέρας οι φέλαχοι – οι επαναστάσεις, βρε, δεν γίνονται με ναμπούτια, γίνονται με σφαίρες! σχολίασε η Ανθώ και η ζωή της ξαναγύρισε στην ομαλότητα [...] – αλλά ο Στέφανος είχε τρομάξει [...]. Γι’ αυτό, την πρώτη φορά που η Ανθώ είπε, Θέλω να πάω στην Αθήνα, να δω το σπίτι μου, τους τάφους, ο Στέφανος απάντησε: -Εντάξει, άντε, τα μαζεύουμε και φεύγουμε. [...] Δεν ήξερε τι ακριβώς αναζητούσε, αλλά ονειρευόταν ένα μέρος ειρηνικό, γεμάτο εργοτάξια, μηχανές [...]. Αμφέβαλλε ότι η Αθήνα ήταν τέτοιο μέρος αλλά δεν είχε που αλλού να πάει. σελ. 44-45

71


Το 1882, οι Ασημάκηδες αποφασίζουν να μετακομίσουν στην Αθήνα. Ο Στέφανος βρίσκει δουλειά στο εργοτάξιο του Ισθμού της Κορίνθου, με την ελπίδα ότι έτσι θα βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό της πατρίδας του. Η Ανθώ μένει στην Αίγυπτο στο σπίτι τους με τα παιδιά. Ο Βολφ βρίσκεται στη Ζανζιβάρη, όπου πεθαίνει (αφού τον τσιμπήσει μια μαύρη μύγα). Λίγο καιρό αργότερα, εκδίδεται το βιβλίο «Σκοτεινοί τροπικοί». Η Ανθώ επίσης πεθαίνει το 1893, αφού αρρωστήσει βαριά. Ο Μάρκος μεγαλώνει και το 1891 τον δέχεται το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Η Αλίσια παρά τη μεγάλη της επιτυχία στον κοινωνικό της περίγυρο, δε δέχεται να παντρευτεί κανέναν άντρα και παραμένει μόνη της στην Αθήνα. Αφού πεθάνει η Ανθώ, ο Στέφανος αποφασίζει να πάρει το Όριαν Εξπρές από την Πόλη. Τελικά, δεν τα καταφέρνει, επειδή προσβάλλεται από τύφο στην αρχή του ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη. Και τώρα, αποφάσισε ο Στέφανος, θα πάρω επιτέλους το αναθεματισμένο Οριάν Εξπρές! Θα πάω στην Κωνσταντινούπολη και θα κάνω ολόκληρο το ταξίδι μέχρι το Παρίσι! Ολόκληρο! Ήθελε να δει όσα είχε χάσει στη Βιομηχανική έκθεση του ’89, τον πύργο του Άιφφελ, τους ανελκυστήρες [...]. σελ. 85 Λόγω των εντάσεων στην Αίγυπτο, ο Στέφανος συμφωνεί με την Ανθώ να εγκαταλείψουν το Κάιρο. Παρόλο που η Αθήνα αφήνει αδιάφορο τον Στέφανο, αναγκάζεται να συμβιβαστεί. Το μόνο πράγμα που τόν παρηγορεί είναι η εργασία του, ελπίζει μια μέρα να καταφέρει να βελτιώσει το οδικό δίκτυο της Ελλάδας και να βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό της, για να μοιάσει με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Όταν πεθάνει η γυναίκα του, θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να ταξιδέψει όπου θέλει. Όπως ο Βολφ, έτσι και ο Στέφανος έχει ένα όνειρο, βέβαια πολύ διαφορετικό. Ο Στέφανος πάντα επιθυμούσε να δει από κοντά τα διάσημα αριστουργήματα της Μηχανικής της εποχής του. Ενώ ο Βολφ καταφέρνει να πραγματοποιήσει το όνειρο του προτού πεθάνει, ο Στέφανος δεν προλαβαίνει. Ο Μάρκος δεν ενδιαφέρεται να σπουδάσει. Το μόνο που θέλει να κάνει είναι να ταξιδέψει στα βάθη της Αφρικής όπως ο Βολφ. Δεν έχει όμως το θάρρος να αποκαλύψει την επιθυμία του και αναγκάζεται να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του.

Ζυρίχη, 1892-1896 Στη Ζυρίχη, ο Μάρκος θα γνωρίσει έναν Έλληνα συμφοιτητή του, τον Νίκο Βάγκαλη, με τον οποίο θα γίνουν πολύ καλοί φίλοι. Θα συγκατοικήσουν και με έναν απόφοιτο θεολογικής σχολής τον Λουί (Λολό) Μπωζάν. Εκεί ο Μάρκος θα γνωρίσει αρκετό κόσμο, μεταξύ αυτών την Μπριγκίτε, μια χορεύτρια καμπαρέ, και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, μια Πολωνέζα επαναστάτρια, «συντρόφισσα» του Νίκου. Εκεί, θα γνωρίσει επίσης την Λυζέλ, την ανιψιά του Λολό και ετεροθαλή αδερφή του (το παιδί που απέκτησε ο πατέρας του με την Αννί) που θα την

72


ερωτευτεί. και θα της προτείνει να τον ακολουθήσει στην Αφρική, όταν όμως ανακαλύψει πως είναι κόρη του πατέρα του, αποφασίζει να αναχωρήσει μόνος του. Δεν ήταν για την αμαρτία και τα τοιαύτα – Κουραφέξαλα, σκεφτόταν –, αλλά για τ’ότι έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι ερωτεύτηκε τη μισάδερφη του – μια ανεκδιήγητη σύμπτωση–, ε, αυτό παραπήγαινε και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Όμως η Λυζέλ δεν έφευγε από το μυαλό του˙ το σώμα του μούδιαζε, λες και η σκέψη του περίσσευε και δεν χωρούσε πουθενά. Γι’ αυτό, το ταξίδι του φάνηκε ατέλειωτο, η θάλασσα του φάνηκε απέραντη [...]. σελ. 154 Όσο για τον Βάγκαλη, αυτός φεύγει από την Ελβετία για να ενισχύσει την επανάσταση του Μαρξ στην Πετρούπολη. Εκεί θα συνεργαστεί με μια ομάδα σοσιαλδημοκρατών.

ΜΕΡΟΣ Β΄ Τζιμπουτί – Αλεξάνδρεια – Ζυρίχη – Βερολίνο, 1897-1900

Ο Μάρκος αφού φύγει από τη Ζυρίχη, θα μείνει για δυόμιση χρόνια στο Τζιμπουτί, όπου θα παντρευτεί την Σοφία Κωνσταντοπούλου. Το ζευγάρι θα εγκατασταθεί αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Εν τω μεταξύ η Αλίσια αυτοκτονεί στην Αθήνα το 1900. Αργότερα, όταν η Σοφία μείνει έγκυος, ο Μάρκος τής ανακοινώνει πως θα χρειαστεί να πάει στη Ζυρίχη για τη δουλειά του. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει σκοπό να επισκεφτεί τον φίλο του τον Βάγκαλη. Δεν τόν βρίσκει στη Ζυρίχη και μαθαίνει πως βρίσκεται στο Βερολίνο. Σε λίγες μέρες συναντιούνται στη Γερμανία. Το τρίτο γεγονός ήταν ένα ψέμα που ξεφούρνισε ο Μάρκος: είπε πως έπρεπε να συναντήσει έναν Ελβετό μηχανικό στην Ελβετία [...] κι ενώ η Σοφία ήταν τριών μηνών έγκυος , ο Μάρκος αναχώρησε για Ζυρίχη. [...] σκέφτηκε πολλές φορές να τηλεγραφήσει στη Σοφία πως δεν θα ξαναγυρίσει στην Αλεξάνδρεια – αλλά δεν το έκανε. σελ. 170 Το ταξίδι αυτό είναι απαραίτητο για τον Μάρκο. Νοσταλγεί τη ζωή στην Ελβετία, τις συζητήσεις που είχε με τον φίλο του τον Βάγκαλη, τις κρίσεις του, τις συνήθειες του, ακόμα και τη χελώνα του, το Πολυτεχνείο και το δωμάτιο της Νίντερντορφστρασσε. Στην Αλεξάνδρεια, ζεί με την Σοφία, μια γυναίκα την οποία δεν αγαπάει, σε μια «ψευτοευρωπαϊκή» πόλη. Για τον Μάρκο, το ταξίδι του στη Ζυρίχη, λειτουργεί ως διαφυγή από την καθημερινότητά του.

73


Αγία Πετρούπολη – Ζυρίχη, 1904-1916

Ο Βάγκαλης αφοσιώνεται πλήρως στα επαναστατικά κινήματα. Η Λυζέλ που τόν είχε ακολουθήσει στις περιπλανήσεις του, νιώθει πλέον παραμελημένη, τον αφήνει και μετακομίζει στο Παρίσι. Όταν τον άκουγε να βάζει το κλειδι στην κλειδαρία, του πετούσε πράγματα στο κεφάλι και τον έβριζε πως την εξαπάτησε και την κουβάλησε στον βόρειο πόλο. [...] -Είχες πει ότι θα ‘ρθεις να με πάρεις για να πάμε μαζί [...]. -Δεν πρόλαβα, είπε απολογητικά. [...] -Να πας στο διάολο, μουρμούρησε η Λυζέλ και τίναξε το χέρι του από πάνω της. [...] Στο τραπέζι που χρησιμοποιούσαν για γραφείο βρήκε ένα σημείωμα: «Κουράστηκα εδώ. Φεύγω για το Παρίσι. Γειά» σελ. 190-191 Κατά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Βάγκαλης επιστρέφει στη Ζυρίχη μαζί με τον Λένιν.

Ζυρίχη – Αγία Πετρούπολη, 1916-1924 74 Ο Βάγκαλης γυρνάει στην Πετρούπολη και κατά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στη Ζυρίχη, όπου διαμένει μέχρι το τέλος του πολέμου. Οι λόγοι για τους οποίους ο Βάγκαλης ταξιδεύει τόσο συχνά είναι καθαρά πολιτικοί. Την άνοιξη του ’17, ο Μάρκος ξαναεπισκέπτεται τον Βάγκαλη στη Ζυρίχη και η φιλία τους αναζωπυρώνεται. Ύστερα, ο Μάρκος επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και ο Βάγκαλης στην Πετρούπολη, όπου ξανασυναντάει τον Λένιν. Τον Ιανουάριο του ’19, ο Βάγκαλης φτάνει στο Βερολίνο.

Αλεξάνδρεια, 1900-1931

Ο Μάρκος ζεί με τη Σοφία στην Αλεξάνδρεια και εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Αποκτάνε πέντε παιδιά: δίδυμους, τον Στέφανο και τον Ερρίκο και τρία κορίτσια, την Ανθώ, την Αλίσια και την Λουίζα. Ο Στέφανος και ο Ερρίκος μετακομίζουν στην Αθήνα, αφού μεγαλώσουν, ενώ η Ανθώ και η Αλίσια παντρεύονται μικρές. Το 1926, η Σοφία μαζί με τους δύο γιούς της και την Λουίζα ταξιδεύουν στην Ιταλία. Το 1931 η Λουίζα γνωρίζει έναν νέο Ολλανδό, τον Ζωρζ, τον οποίο παντρεύεται.


Μπραζαβίλ, 1931-1932

Αφού παντρευτούν, ο Ζωρζ και η Λουίζα πηγαίνουν στο Κονγκό. Εκεί ο Ζωρζ είναι αρκετά βίαιος με τη Λουίζα και τήν απατάει συχνά. Εν τω μεταξύ ο Μάρκος πεθαίνει στην Αλεξάνδρεια. Ένας ιερέας, ο πατήρ Άρσιμπαλντ τήν φέρνει πιο κοντά με την Αφρικανική κοινωνία, τον πολιτισμό και την κουλτούρα της. Αυτό εξοργίζει τον Ζωρζ και αποφασίζει να τήν περιορίσει στο σπίτι. Η Λουίζα αποφασίζει να δηλητηριάσει τον Ζωρζ, με τη βοήθεια ενός πάστορα (του Λολό) παρουσιάζεται αθώα και εγκαταλείπει το Μπραζαβίλ.

ΜΕΡΟΣ Γ΄ Λένινγκραντ, 1923-1932

Στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη), ο Λένιν αρρωσταίνει και δεν είναι σε θέση να διοικήσει. Τη θέση του παίρνει ο Τρότσκι, ύστερα από εκλογές. Το 1924, ο Τρότσκι διαγράφεται από το κόμμα, γεγονός που απογοητεύει τον Βάγκαλη. Ακολουθεί η αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι το 1930, λόγω ερωτικών και πολιτικών απογοητεύσεων. Στα τέλη του 1932, ο Βάγκαλης αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα και να μη γυρίσει ποτέ στη Σοβιετική Ρωσία. Θα φύγω σύντροφοι, θα πάω αλλού να γεράσω – [...] -Φοβάμαι, συντρόφισσα Έλσα, απάντησε ο Βάγκαλης σαν να μονολογούσε, πως, αν δεν φύγω τώρα, θ’αρρωστήσω και δεν θα ξαναγίνω ποτέ καλά [...] -Δεν ξέρω πού πηγαίνω, είπε ο Βάγκαλης. Τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Λένιν, σκεφτόμουν ότι έφταιγε η απουσία του που τα πράγματα δεν προχωρούσαν όπως πίστευα πως θα προχωρήσουν [...] -Σύντροφε, είσαι άδικος, είπε η Έλσα. Δεν μπορούν να αλλάξουν όλα από την μια μέρα στην άλλη. -Μα δεν θα ζήσω για πάντα! φώναξε ο Βάγκαλης, αγανακτισμένος. Δεν μπορώ να περιμένω επ’ άπειρον! [...] Εδώ δεν θα επιζήσω. -Θα φύγω, σύντροφοι, ξαναείπε. Όχι για την Ευρώπη. Για την Ελλάδα. σελ. 344-346 Σε ηλικία σχεδόν 70 ετών, ο Βάγκαλης αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα και να σταματήσει να ασχολείται με την Ρωσική επανάσταση. Πολλοί από τους φίλους του στο κόμμα έχουν γεράσει ή πεθάνει. Τις θέσεις τους έχουν πάρει πιο νέοι άνθρωποι με διαφορετικές απόψεις και ιδέες για την επανάσταση, με τις οποίες συχνά ο Βάγκαλης διαφωνεί. Αρχίζει να συνειδητοποιεί πως γερνάει και

75


πως ο μόνος τρόπος να αποφύγει τον σύντομο θάνατο είναι να αλλάξει περιβάλλον. Για αυτό, επιστρέφει στην πατρίδα του την Ελλάδα, για να ζήσει ήρεμα τα τελευταία του χρόνια. Αθήνα, 1933-1940

Την ίδια περίοδο που εγκαταλείπει το Κονγκό η Λουίζα, φεύγει και ο Βάγκαλης από την Ρωσία. Οι δυο τους συναντιούνται τυχαία στην Αθήνα. Μεταξύ τους αναπτύσσεται φιλική σχέση και αποφασίζουν να μοιραστούν το διαμέρισμα της Λουίζας. Μαζί ανοίγουν ένα εργοστάσιο μολυβιών το 1935, που φαλιρίζει ένα μόλις χρόνο αργότερα. Λόγω των πολιτικών του επιλογών ο Βάγκαλης φυλακίζεται και ύστερα εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Η Λουίζα θεωρείται επίσης πολιτικά επικίνδυνη και πρέπει να παρουσιάζεται τακτικά στο τμήμα της περιοχής. Με τη βοήθεια του αδερφού της καταφέρνει να επιστρέψει τον Βάγκαλη στην Αθήνα, με ορισμένους περιορισμούς. Η ιστορία τελειώνει με τον θάνατο του Βάγκαλη το 1940.

76


7. Βασίλης Καραγεώργης «Οι πόλεις»

Κάιρο 1866-1892 Ο Στέφανος Ασημάκης, με καταγωγή από τη Χίο και σπουδές στην οικοδομική σχολή της Λυών, πηγαίνει στην Αίγυπτο με στόχο να εργαστεί στα δημοσιά έργα του Πορτ.-Σαιντ. Εκεί παντρεύεται με προξενιό την Ανθώ, κόρη νηματουργού από την Αθήνα, αποκτούν δύο παιδιά, τον Μάρκο και την Αλίσια Το Κάιρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Πηγή: wikipedia.

Στο Κάιρο γνωρίζει και γίνεται φίλος με τον Γκαστόν Βολφ, ο Γκαστόν είναι ένας περιπετειώδης Γερμανός παντρεμένος με την Αννί, μια πλούσια και φιλόδοξη Γαλλίδα. Ο Γκαστόν Βολφ λείπει συχνά σε ταξίδια και έτσι δίνει την ευκαιρία να δημιουργηθεί ένας ερωτάς μεταξύ του Στέφανου και της Αννί.

Αθήνα, 1882-1897

77

Το 1882 οι Ασημάκηδες μετακομίζουν στην Αθήνα και ο Στέφανος βρίσκει δουλειά στο εργοτάξιο του ισθμού της Κορίνθου. Ο Στέφανος νοσταλγεί την Ευρώπη, ενώ η Ανθώ είναι ευτυχισμένη που γυρίσαν στην πατρίδα τους. Ο Μάρκος τελειώνει το γυμνάσιο και γίνεται δεκτός στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης Η Ανθώ αρρωσταίνει και τελικά πεθαίνει το 1893.

Η Αθήνα στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα. Πηγή: wikipedia.

Εντωμεταξύ, η Αλίσια δεν ήθελε να παντρευτεί και να σπουδάσει και ο Μάρκος πηγαίνει Ζυρίχη.


Ζυρίχη, 1892-1897

Ο Μάρκος φτάνει στην Ζυρίχη οπού μένει σε ένα ξενοδοχείο μέχρι να γνωρίσει τον Νίκο Βαγκαλη και μετακομίζει μαζί με αυτόν και τον άλλον του συγκάτοικο. Στη συνέχεια, γνωρίζει τη Ρόζα Λουξεμβούργο, μια δυναμική γυναίκα με πρωτοποριακές Η Ζυρίχη στις αρχές του 20ου αιώνα. Πηγή: wikipedia. αντιλήψεις για την εποχή της.

Τζιμπουτί, Αλεξάνδρεια, Ζυρίχη, Βερολίνο, 1897-1900

Ο Μάρκος βρίσκεται στην Τεργέστη και μαθαίνουμε ότι αναχωρεί για την Αλεξάνδρεια και καταλήγει στο Τζιμπουτί οπού θα μείνει για δυόμιση χρόνια. Ο Μάρκος παντρεύεται την Σοφία, κόρη ενός φίλου του πατέρα του χωρίς να είναι όμως ερωτευμένος μαζί της.

78

Το Τζιμπουτί στις αρχές του 20ου αιώνα. Πηγή:

Μαθαίνουμε ότι η Σοφία είναι wikipedia. έγκυος και ο Μάρκος αποφασίζει να πάει στην Ζυρίχη για δουλειά και να μην γυρίσει πίσω. Η Αλίσια αυτοκτονεί στο σπίτι της στην Αθήνα το 1900. Ο Μάρκος μαθαίνει ότι ο Βαγκαλης μένει στο Βερολίνο και πάει να τόν συναντήσει. Το τρένο που παίρνει, κάνει μια στάση σε ένα χωριό που το λένε Φυρτ και εκεί επισκέπτεται ένα εργοστάσιο μολυβιών. Μετά από μια εβδομάδα στο Πηγή: museum of everyday life. Βερολίνο φεύγει και βάζει ως στόχο του να φτιάξει ένα εργοστάσιο μολυβιών στην Ελλάδα.


Αγία Πετρούπολη-Ζυρίχη, 1904-1916

Ο Βάγκαλης έχει αφοσιωθεί στα επαναστατικά κινήματα και η Λυζελ τόν εγκαταλείπει και μετακομίζει στο Παρίσι. Αργότερα, ο Βάγκαλης αρρωσταίνει και αποκτάει τον φόβο του θανάτου. Επιστρέφει στην Ρωσία και αφιερώνει όλο του το χρόνο στα επαναστατικά κινήματα της εποχής. Τέλος ο Βάγκαλης, συνοδευόμενος από τον επαναστάτη επιστρέφει στη Ζυρίχη.

του

Αγία Πετρούπολη, η λεωφόρος Νιέφσκι πριν την επανάσταση. Πηγή: wikipedia.

Λένιν

Αγία Πετρούπολη-Ζυρίχη, 1916-1924

Βρισκόμαστε στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βαγκαλης προτιμάει να μείνει στην Πετρούπολη. Ταξιδεύει για λίγο στη Ζυρίχη και μένει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ αποφασίζει να γράψει στη γερμανική εφημερίδα. Η ρωσική επανάσταση έχει πλέον Ο Λένιν και η Οκτωβριανή επνάσταση. Πηγή: wikipedia. ξεκινήσει. Εν τω μεταξύ η Ροζα Λούξεμπουργκ, η οποία ήταν στη φυλακή, απελευθερώνεται αλλά αργότερα δολοφονείται. Ο Βάγκαλης καταλήγει στο Βερολίνο, είναι σκεπτικός και αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον Μάρκο για τον θάνατο της Ρόζας.

79


Ε. ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ ΜΟΛΥΒΙΩΝ

Ηλέκτρα Ιακωβίδου, «Το εργοστάσιο των μολυβιών: όνειρο και πραγματικότητα»

Το εργοστάσιο των μολυβιών της Σώτης Τριανταφύλλου είναι ένα βιβλίο που από μόνο του αποτελεί ένα σύμβολο. Σύμβολο της δύναμης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία έρχεται ανανεωμένη στις αρχές του 21ου πρώτου αιώνα. Το εργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα από αυτά τα βιβλία που εμπλέκουν τον ιστορικό χωροχρόνο με τις αρετές του μυθιστορήματος και καταφέρνουν τελικά, όχι μόνο να θυμόμαστε εμείς οι αναγνώστες την ιστορία και τους ήρωες, αλλά και να νιώθουμε ότι φεύγουμε από το μυθιστόρημα πιο «πλούσιοι», αφού μαθαίνουμε να αφομοιώνουμε ιστορικές διασυνδέσεις. Το πρώτο πράγμα που βλέπει ο αναγνώστης, πριν κιόλας διαβάσει αυτό το κόκκινο βιβλίο, πριν κιόλας το αγοράσει, είναι τον τίτλο του. Ο τίτλος του βιβλίου, εκ πρώτης όψεως δεν είναι αυτονόητος. Δε σχετίζεται άμεσα με τα γεγονότα του μυθιστορήματος, αλλά ούτε είναι εντελώς ασύνδετος με το περιεχόμενό του. Δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικός, χωρίς να είναι όμως και ιδιαίτερα αδιάφορος. Αρχίζει λοιπόν ο αναγνώστης να αναρωτιέται: τι εννοεί η συγγραφέας με τον τίτλο και γιατί τον διάλεξε; Αυτή η ερώτηση, είναι από μόνη της ο ορισμός του συμβολισμού. Σύμφωνα με την πύλη της νεοελληνικής γλώσσας, ο ορισμός του θα μπορούσε να είναι: “…τέχνη που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα όχι όμως με την άμεση περιγραφή τους ούτε προσδιορίζοντάς τα με φανερές παρομοιώσεις ή με συγκεκριμένες εικόνες, αλλά με την υποβολή αυτών των ιδεών και συναισθημάτων, με την ανασύνταξή τους στο νου του αναγνώστη, ανασύνταξη που χρησιμοποιεί σύμβολα που δεν επεξηγούνται.”. Ένα λοιπόν τέτοιο σύμβολο είναι και ο τίτλος. Παρόλο, λοιπόν, που δεν φαίνεται, αποτελεί έναν από τους κυριότερους “θεματικούς πυλώνες” του μυθιστορήματος. Δεν είναι τυχαίο που η συγγραφέας βάζει στην αρχή κάθε κεφαλαίου μία εικόνα-σκίτσο ενός μολυβιού... Αν έπρεπε να διαλέξουμε από όλα τα πρόσωπα του βιβλίου τα δύο πιο σημαντικά, θα ήταν αναμφισβήτητα ο Νίκος Βάγκαλης και ο Μάρκος Ασημάκης. Θα ήταν οι δύο φίλοι, οι οποίοι, ενώ είναι τόσο διαφορετικοί, είναι δεμένοι με γόρδιο δεσμό. Όπως αναφέρεται και στη σελ.173 «Κλέβουμε ο ένας τη ζωή του άλλου… Ό,τι δεν μπορώ ή δεν τολμάω να κάνω, το κάνεις εσύ». Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, αυτοί αλληλοεξαρτώνται και Το εργοστάσιο Faber Castell, 1761. Πηγή: wikipedia. αλληλοσυμπληρώνονται. Το

80


εργοστάσιο των μολυβιών λοιπόν, είναι το άπιαστο όνειρο του Μάρκου. Θα το συνειδητοποιήσει συμπτωματικά, στο ταξίδι του προς το Βερολίνο, ύστερα από μία τυχαία στάση στο χωριό Φυρτ και την επίσκεψη του στη μολυβοποιία του Φάμπερ (οικογενειακή επιχείρηση μολυβοποιίας, η οποία αποτελούσε και αποτελεί από τις σημαντικότερες της τότε, αλλά και της σύγχρονης εποχής). Δεν θα προλάβει, θα το ξεχάσει, θα το αφήσει επίτηδες ανεκπλήρωτο; Δεν ξέρουμε… Πάντως, το σίγουρο είναι ότι τα μολύβια τον είχαν παθιάσει. Στη σελ.125 θυμώνει που ο Βάγκαλης διαλέγει ως θέμα τα μολύβια: «Τα μολύβια,…, είναι δικά μου!». Κι από πιο πριν μάλιστα, μέσα από τις διάφορες σκέψεις του δείχνει πόσο γοητευμένος είναι: «Το πρώτο μολύβι,..., αυτό μάλιστα! Είναι αληθινό έργο μηχανικού! Αναρωτιόταν αν ο πατέρας του είχε δει ποτέ τη μηχανική συμπυκνωμένη σ’ ένα τόσο δα αντικείμενο.» (σελ.96) ή ακόμα και στη σελ.276 «ο Μάρκος εντυπωσιάστηκε: τι ωραία μολύβια!,..., Ρωσικά μολύβια!,..., Μολύβια του Αρμάνδου Χάμμερ! (Ρώσος Εβραίος, ο οποίος ήρθε από τη δυτική ακτή των Η.Π.Α., στη Σοβιετική Ένωση, όπου και του ανατέθηκε η ίδρυση ενός εργοστασίου μολυβιών). Μέχρι και τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, σκέφτεται αυτό το απραγματοποίητο όνειρό του: «Το μόνο που είχε θελήσει στη ζωή του ήταν να φτιάξει ένα εργοστάσιο, να κατασκευάζει μολύβια, και μ’ αυτά τα μολύβια να γράφουν όλοι όσοι μέχρι τότε δεν ήξεραν να γράφουν» (σελ. 246). Ο στόχος του όμως αυτός, έμεινε ανεπίτευκτος. Συνειδητά και αθέλητα άφησε τη ζωή του να κυλάει χωρίς να καταφέρει τελικά να κάνει τίποτα άλλο από το να γίνει κι αυτός ένας «σιωπηλός επαναστάτης», τον οποίο η αστική ηθική πρόλαβε και του απομύζησε κάθε δύναμη για αλλαγή. Το εργοστάσιο των μολυβιών παρέμεινε για αυτόν ένα όνειρο Ρώσικα μολύβια "κονστρουκτόρ" που συνδυάζει λογική και συναίσθημα, το οποίο αντί να υλοποιήσει το άφησε να φύγει μέσα από τα χέρια του. Τα μολύβια και γενικότερα το πλαίσιο του εργοστασίου των μολυβιών, αποτελούν δείγμα της επιτυχέστερης μηχανολογικής εξέλιξης που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, η οποία συνδυάζει την τέχνη με την τεχνολογία, την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών παράλληλα με την ανάδειξη των ιδεών του πολιτισμού του. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η συγγραφέας επέλεξε τον Μάρκο για αυτό το μολυβένιο όνειρο. «Στο μολύβι υλοποιείται όλη η ανθρώπινη γνώση: απ’ την ορυκτολογία μέχρι την ξυλουργική- κι έπειτα, όταν φτιάχνεις μολύβια, δεν είσαι μονάχα κατασκευαστής, είσαι κάτι σαν δάσκαλος ή σαν ζωγράφος και πάνω απ’ όλα είσαι σχεδιαστής μηχανικός.» (σελ.96). Αυτός, σε αντίθεση με τον πατέρα του, έκρυβε μέσα του, εκτός από τον μηχανικό νου του κι ένα «απωθημένο» που απομακρυνόταν από τη λογική. Ήταν μία ανήσυχη ψυχή που δεν αρκούταν μόνο σε απλές μαθηματικές εξισώσεις, αλλά χρειαζόταν, ποθούσε, τη φιλία και την ιδιαίτερη αλληλογραφία του με τον Βάγκαλη. Το μολύβι για αυτόν, εκπροσωπούσε και τις δύο αυτές ανήσυχες πλευρές του εαυτού του: η πολυπλοκότητα της κατασκευής του, το μαθηματικοκρατούμενο μισό του και η χρήση του για τη διατύπωση ιδεών και συναισθημάτων, αντιπροσώπευε το υπόλοιπο «αφηρημένο» μισό. Ο κρυμμένος γραφίτης ταυτιζόταν με τον κρυφό κόσμο της ψυχής του.

81


Ο Βάγκαλης όμως, μετά από τον θάνατο του Μάρκου και με την απόφασή του να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, θα βρει την ευκαιρία να εκπληρώσει το όνειρο του φίλου του. Με συνέταιρο την κόρη τού Μάρκου, θα ανοίξει το εργοστάσιο των μολυβιών Ασημάκη-Βάγκαλης. Τα μολύβια δεν του είναι εντελώς άγνωστα. Η διατριβή του, όπως και προαναφέρθηκε, τα είχε ως θέμα και άρα ήξερε από αυτά. Άλλωστε, χρειάστηκε να την ξαναγράψει, επειδή την είχε γράψει με μολύβι, «για να ταιριάζει με το θέμα και για να μην είναι ανεξίτηλη, να σβήνεται» (σελ. 156), όπως λέει και αυτός. Έτσι λοιπόν, το μολύβι αποκτά και μία διάσταση «ελευθερίας», συμβολίζοντας τον αυθορμητισμό του Βάγκαλη. Με αυτό το εργαλείο, γράφουμε χωρίς φόβο ό,τι θέλουμε, αλλά ανά πάσα στιγμή μπορούμε να το διορθώσουμε ή μέχρι και να το σβήσουμε. Δε δεσμευόμαστε από τίποτα, αλλά μας επιτρέπει να γράφουμε ό,τι συλλογιζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι η διόρθωση είναι απλή. Το μολύβι έχει «ανεπίσημο» χαρακτήρα-σε σύγκριση με το στυλό- και έρχεται πιο κοντά στην ανθρώπινη ψυχή. Επίσης, για αυτόν το μολύβι έχει και μία διάσταση βασικού υλικού αγαθού του: «Φτηνά, ωραία μολύβια, mon petit! Μολύβια για τον λαό, για τη μόρφωση» (σελ. 260). Χάρη σε αυτό θα μάθει ο λαός να μιλάει και να γράφει, χάρη σε αυτό θα συνειδητοποιήσει ο λαός τα δικαιώματά του και θα ξεσηκωθεί μαζί του για μία καλύτερη κοινωνία. Ένα αγαθό, φθηνό, προσιτό σε όλους, ακριβώς όπως θα ήθελε να είναι και η εκπαίδευση. Επιστρέφοντας, όμως, στη Λουίζα και τον Βάγκαλη, το εργοστάσιο των μολυβιών, αυτό το όνειρο ζωής, φαίνεται να μην είναι τόσο εύκολα επιτεύξιμο όσο φαινόταν. Στην οδό Πειραιώς με κάτι περισσευούμενα χρήματα που είχε ο Βάγκαλης σε μία ελβετική τράπεζα, ανακαινίζεται το κτίριο μίας παλιάς νηματουργίας (σελ. 368) (ίσως αυτή της Ανθώς, της γιαγιάς της Λουίζας) και προσλαμβάνονται εργάτες από τη Γερμανία, που προσπαθούν να υλοποιήσουν το όνειρο των μολυβιών. Διάφορα όμως προβλήματα υποβόσκουν και βγαίνουν σιγά-σιγά στην επιφάνεια. Για άλλη μία φορά, η πολιτική μπαίνει στη μέση και ουσιαστικά καταστρέφει τα σχέδιά τους. Ο ηλικιωμένος Βάγκαλης και η γεμάτη ζωή Λουίζα, προσπαθώντας να κάνουν ένα βήμα προς την εκβιομηχάνιση της Ελλάδος, τελικά «βρίσκουν οι ίδιοι τον μπελά τους». Οι απαγορεύσεις για την παραγγελία γραφίτη από τη Ρωσία (Σιβηρία), επειδή είναι «εχθρός της χώρας» κάνουν την επιχείρηση εξαρχής να καταρρεύσει. Ο γραφίτης των αποικιών της Αγγλίας έχει τριπλάσια τιμή (σελ.376). Επιπρόσθετα, ο ίδιος, καθώς δε θέλει «ναζιστικά σκουλήκια στα πόδια του» (σελ.370), θα διώξει τους εξειδικευμένους Γερμανούς εργάτες και θα προσλάβει Βρετανούς. Ακόμα οι πολιτικές βλέψεις του Βάγκαλη δε βοηθούν το εργοστάσιο να εδραιωθεί μέσα στην κλειστή συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία. Όλα αυτά συναθροισμένα, θα συντελέσουν στο να κλείσει για πάντα το εργοστάσιο. Ουσιαστικά, η παραγωγή του συμβόλου της συνένωσης των Θετικών και των Θεωρητικών Επιστημών, δηλ. του μολυβιού, εμποδίζεται από την πολιτική συγκυρία· η οποία είναι αυτή που οδηγεί τελικά την κοινωνία στην οπισθοδρόμηση και που έμμεσα «σαμποτάρει» τα κοινά συμφέροντα, ενώ κυνηγά τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό της 4ης Αυγούστου... Ενδεχομένως, η Σώτη Τριανταφύλλου, από όλους τους πιθανούς τίτλους, διαλέγει Το εργοστάσιο των μολυβιών, γιατί μοιάζει να συνοψίζει τον γενικό προβληματισμό του βιβλίου. Ο Στέφανος, πατέρας του Μάρκου, ονειρευόταν μία τεχνολογική εξέλιξη, όπως και ο γιος του. Ο Ν. Βάγκαλης, έψαχνε συνεχώς αυτήν την ιδανική κοινωνία όπου όλοι θα ήταν ίσοι μεταξύ τους και δίκαιοι. Το μολύβι γίνεται το σύμβολο του πολιτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, πράγμα

82


που η συγγραφέας δεν ξεχνά να επαναλαμβάνει: αναφέρεται στην ιστορία του διεξοδικά (Κοντέ: σελ. 96 «τα μολύβια που κατασκεύασε ο Κοντέ», Φάμπερ: σελ. 177 «ξέρετε το εργοστάσιο των μολυβιών του Herr Faber», Χάμμερ: σελ. 260 «Ο Χάμμερ,…, είναι γιος φαρμακοβιομήχανου», σελ.376 «γραφίτης από την Κεϋλάνη σε μορφή λεπτών ασημένιων φύλλων,…, κι επιπλέον πολύ ακριβό: ο γραφίτης που είχε έρθει από την Αγγλία είχε την τριπλή τιμή»…). Είναι αυτό που με τις γνώσεις της Φυσικομαθηματικής θα εκφράσει τις καινοτομίες. Όσον αφορά στην υλική υπόσταση του εργοστασίου των μολυβιών, αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει, γιατί συμβολίζει το απόλυτο ιδανικό. Άθικτο και ανεπηρέαστο από τις ιστορικές συγκυρίες, θα εξακολουθεί να κατασκευάζει τα μικρά αυτά αριστουργήματα, με τα οποία «θα γράφουν τα παιδάκια» (σελ.383), τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους, μεγαλώνοντας, θα δουλεύουν και θα παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Μία ιδανική κοινωνία, η οποία θα λειτουργεί με κανόνες για το συμφέρον και την ευημερία όλων μας...

Γιατί τελικά, this is the point…

83


ΣΤ. ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Λάμπρος Τζιβρής, «Το εργοστάσιο των μολυβιών και άλλα κείμενα»

Παραθέματα είναι αποσπάσματα από έργα άλλων συγγραφέων τα οποία πρέπει να δηλώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια. Τα παραθέματα πρέπει κανονικά να περιλαμβάνονται στο κυρίως θέμα και όχι στις σημειώσεις. Eπίσης, η παράθεση απόψεων ενός συγγραφέα ακολουθείται από µια παρένθεση που περιλαμβάνει τη χρονολογία έκδοσης της πηγής και τον αριθµό της σελίδας ή των σελίδων από τις οποίες αντλήθηκε το παράθεµα. Τα παραθέματα πρέπει να είναι αυτολεξεί αναπαραγωγή του πρωτοτύπου και όταν παραλείπεται κάποιο χωρίο, αυτό πρέπει να δηλώνεται έτσι: […]. Τέλος, όταν ένα παράθεμα υπερβεί τις δύο γραμμές πρέπει να εισαχθεί σαν παράθεμα-παράγραφος, η οποία επιτρέπει στον αναγνώστη να το αναγνωρίσει αμέσως ως ένθετο στοιχείο του κειμένου. Στο μυθιστόρημα Το εργοστάσιο των Μολυβιών, η Σώτη Τριανταφύλλου χρησιμοποιεί το εξής εύρημα: καθένα από τα τρία μέρη του μυθιστορήματός της διανθίζεται από ένα παράθεμα είτε επιστημονικής είτε λογοτεχνικής προέλευσης. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε η σχέση μεταξύ αυτών των παραθεμάτων και της ιστορίας της οικογένειας Ασημάκη που περιγράφεται στο βιβλίο;

Παράθεμα 1ο:

84

Η απαισιόδοξη στάση που αντιμετωπίζει κάθε αλλαγή σαν τροπή προς το χειρότερο είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται συχνά στην Ιστορία και που η Ιστορία έχει επανειλημμένα διαψεύσει. Geoffrey Barraclough Εισαγωγή στη σύγχρονη Ιστορία, 1964

Το πρώτο παράθεμα του βιβλίου αναφέρεται στην απαισιοδοξία με την οποία κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει την αλλαγή. Η Ιστορία όμως μας διδάσκει ότι μια αλλαγή δεν είναι απαραίτητα τροπή προς το χειρότερο. Το βιβλίο αναφέρει πάρα πολύ συχνά την ασταθή κατάσταση που επικρατούσε στο Κάιρο κατά την περίοδο όπου ο Στέφανος Ασημάκης εργαζόταν εκεί ως μηχανικός στη διώρυγα του Σουέζ. Η απαισιόδοξη στάση των ανθρώπων αλλά και της κυβέρνησης έδειχνε πως όλα θα κατέρρεαν λόγω των εξεγέρσεων και της διείσδυσης της Γαλλίας και της Αγγλίας στα πολιτικά της χώρας.


Παράθεμα 2ο:

Τι είναι για μας, καρδιά μου, πτώματα ματωμένα καμένα, και χίλιοι φόνοι κι οι μακρόσυρτες κραυγές λύσσας, λυγμοί κάθε κόλασης που ανατρέπει κάθε τάξη · Και κάθε εκδίκηση; Τίποτα!...Μα, ναι, ολόκληρη ακόμα, τη θέλουμε! Βιομήχανοι, πρίγκιπες, γερουσίες! Χαθείτε! Εξουσία, διακιοσύνη ιστορία: κάτω! Αυτό μας το χρωστάνε. Το αίμα! Το αίμα! Η φλόγα από χρυσάφι! Όλα για τον πόλεμο, για την εκδίκηση, για τον τρόμο. Πνεύμα μου! Ας γυρίσουμε στη δαγκωνιά! Α, περάστε, δημοκρατίες αυτού του κόσμου! Αυτοκράτορες, στρατοί,, άποικοι, λαοί, αρκετά!

Το δεύτερο παράθεμα του βιβλίου αναφέρεται στις αποικίες και στην απαίσια εκμετάλλευση των μαύρων από τους Ευρωπαίους. Στην αρχή του δεύτερου μέρους ο αφηγητής μάς πηγαίνει στο Τζιμπουτί και παρακολουθεί από κοντά την πίεση που ασκούν οι αποικιοκράτες στους μαύρους. Συγκεκριμένα, τους έβαζαν να φτιάχνουν τις γραμμές των τρένων, τους έστελναν στην Ευρώπη και τους πουλούσαν ως δούλους. Επίσης, οι Ευρωπαίοι αφαίρεσαν ολόκληρο τον φυσικό πλούτο της Αφρικής, όπως διαμάντια και ρουμπίνια, καθώς επίσης σκότωσαν ένα μεγάλο ποσοστό του αφρικανικού πληθυσμού και κατέστρεψαν πολλά χωριά και πόλεις αναγκάζοντας τους κατοίκους να γίνουν πρόσφυγες. Όλα αυτά όμως θα μπορούσαν να είχαν κακή κατάληξη αν οι μαύροι ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για το κακό που τους προκάλεσαν κάποτε.

Arthur Rimbaud, 1872 Αρτύρ Ρεμπώ, 1854-1891, Γάλλος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Πηγή: wikipedia

85


Παράθεμα 3o

Το τρίτο παράθεμα του βιβλίου είναι ένα ποίημα του Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι αφιερωμένο στον Σεργκέι Γιεσένιν, γραμμένο το 1926. Ο Μαγιακόβσκι, στο ποίημά του, θέλει να εξηγήσει πώς οι κριτικοί δικαιολογούν τον θάνατο του με λόγους που δεν ισχύουν. Για παράδειγμα, ότι έγινε μέθυσος γιατί αποκόπηκε από το προλεταριάτο. Επίσης θα τον ωφελούσε περισσότερο να άφηνε τους μποέμ για χάρη του προλεταριάτου γιατί έτσι θα γλίτωνε τους καβγάδες. Η σχέση του με το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι οι αναφορές στο προλεταριάτο το οποίο ήταν ένας κοινωνικός και πολιτικός όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εργατική τάξη, την κοινωνική και οικονομική τάξη δηλαδή, που αποτελείται από μισθωτούς εργάτες, το εισόδημα των οποίων προέρχεται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης. Συγκεκριμένα, στο ποίημα ο Μαγιακόβσκι αναφέρει το προλεταριάτο ως έναν πιο ενδιαφέρον τρόπο να ζεις και στο βιβλίο ο Βάγκαλης αναφέρει πως αναζητείται προλεταριάτο για να αναλάβει την ηγεσία αλλά προλεταριάτο δεν υπάρχει. Επίσης ανέφερε πως το κόμμα έχει δώσει το προβάδισμα σε μια ανύπαρκτη κοινωνική τάξη.

Σεργκέι Γιεσένιν. Πηγή: wikipedia.

Έφυγες όπως συνηθίζεται να λένε για τον άλλο κόσμο Κενό Πέτα λοιπόν, πέσε με ορμή πάνω στ’ αστέρια. Ούτε ένδεια πια. Ούτε καπηλειά. Κοντολογίς Νηφαλιότητα. Όχι, Γιεσένιν, δε σε ειρωνεύομαι. Δεν έχω γέλιο στο λαρύγγι μου έχω ένα κομμάτι θρήνο. …. Τι μουρμουρίζουν οι κριτικοί: το ‘κανε, λένε, γιατι από το προλεταριάτο είχε αποκοπεί και τα λοιπά, και τα λοιπά, πράγμα που τον έκανε μέθυσο φυσικά. Αν είχε αφήσει τους μποέμ για χάρη του προλεταριάτου θα τον γελούσε δε θα ‘χε χρόνο για καυγάδες Όμως τούτη η τάξη που νομίζεις πως διψάει με αναψυκτικά Ναι, η τάξη, το προλεταριάτο τα κατεβάζει τα ποτηράκια της το Σαββατοκύριακο. Στον Σεργκέι Γιεσένιν (απόσπασμα) Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι 1926

86


Ζ. ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ

Ανδρέας Μπακάλης, «Γιατί δεν μού άρεσε το βιβλίο»

Αρχικά θα ήθελα να πω ότι το βιβλίο δεν ήταν κακογραμμένο ή χάλια ή κάτι ανάλογο. Αντίθετα, το βιβλίο ήταν γραμμένο με πολύ μεράκι και προσοχή, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια και καλύπτοντας ακόμα και την παραμικρή απορία του αναγνώστη. Ο λόγος για τον οποίο δεν μού άρεσε το βιβλίο είναι καταρχάς η σχέση τίτλου-περιεχομένου του βιβλίου. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, μπορώ ελεύθερα να εκφράσω τη γνώμη μου για αυτό είτε αυτή είναι θετική είτε είναι αρνητική. Η σχέση λοιπόν τίτλου-περιεχομένου είναι αρκετά κακή. Φυσικά αναφέρομαι στον τίτλο του βιβλίου: «Το εργοστάσιο μολυβιών». Ο τίτλος αυτός ως τίτλος ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι αρκετός για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το πρόβλημα, όμως, βρἰσκεται στο ότι το βιβλίο δεν είναι λογοτεχνικό κατά τη γνώμη μου. Το βιβλίο αυτό περιγράφει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία σαν ιστορικό γεγονός, με πολλές ημερομηνίες, πολλές αναφορές σε γεγονότα του 20ου αιώνα και πολλά τεχνολογικά επιτεύγματα και ανακαλύψεις. Αυτό από μόνο του φτάνει για να κατατάξει το βιβλίο στα ιστορικά, αφού κατά τη γνώμη μου απουσιάζουν ή λείπουν τα λογοτεχνικά στοιχεία. Έχοντας κάνει μια αναζήτηση και στα υπόλοιπα βιβλία της Σώτης Τριανταφύλλου παρατήρησα ότι τα περισσότερα βιβλία της είναι λογοτεχνικά. Επομένως, ο αναγνώστης που θα αγοράσει το βιβλίο περιμένει να διαβάσει ακόμα ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο τίτλος θα έπρεπε να είναι πιο ιστορικός, γιατί ο ανυποψίαστος αναγνώστης που το αγοράζει πρέπει να ξέρει περί τίνος πρόκειται. Τελειώνοντας με τον τίτλο θα ήθελα να αναφερθώ στις προσπάθειες του βιβλίου να γίνει λογοτεχνικό. Το βιβλίο έχει κάποια αξιόλογα για εμένα σημεία λογοτεχνίας, όπως περιγραφές και ζωντανούς διαλόγους που «ανασταίνουν» το ενδιαφέρον του αναγνώστη μετά από όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα που έχουν προηγηθεί. Κατά τη γνώμη μου, όμως όλα αυτά δεν είναι αρκετά και καταλήγουν να κάνουν το βιβλίο να φαίνεται σαν ένα ιστορικό γεγονός. Χρησιμοποιώντας πολλά επίθετα – σε λάθος όμως σημεία, η συγγραφέας δημιουργεί έναν συνδυασμό ιστορικού και λογοτεχνικού βιβλίου, ο οποίος το μόνο που καταφέρνει είναι να αυξομειώνει το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα του αναγνώστη, κάνοντας το βιβλίο κουραστικό και σε αρκετά σημεία βαρετό. Εγώ προσωπικά, όταν διαβάζω ένα βιβλίο (φυσικά λογοτεχνικό), το οποίο είναι ενδιαφέρον και με ωραίες περιγραφές και επίθετα, δεν μπορώ να σταματήσω να το διαβάζω μέχρι τα μάτια μου να κουραστούν. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, αν και κατατάσσεται στα λογοτεχνικά, δεν μπόρεσα να διαβάσω πάνω από 15 σελίδες τη μέρα και αυτές τις διάβαζα επειδή έπρεπε να το κάνω. Συνοψίζοντας, αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι αρκετά απογοητευμένος με το βιβλίο και αυτό επειδή περίμενα να διαβάσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο και όχι ένα συνονθύλευμα ιστορικών γεγονότων και

87


λογοτεχνικών τεχνασμάτων. Όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, θέλω να είναι όντως λογοτεχνικό και να μού προσφέρει, με όμορφες περιγραφές και ζωντανούς διαλόγους, μία ουσιαστική εμπειρία και ανάμνηση.

88


89


90


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.