1ο Τεύχος - Λογοτεχνικό Περιοδικό «Κέφαλος»

Page 1

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΑ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Χρόνος 1ος • Τεύχος 1ο • Ιανουάριος — Απρίλιος 2018

ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ

ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

Διονύσιος Σολωμός, 1798-1857,

Ο Εθνικός Ποιητής της Ελλάδας


Σελίδα 2

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Λόγος — Τέχνη — Πολιτισμός

Email: kefalos.periodiko @gmail.com Web: kefalosperiodiko.blogspot.gr Facebook: facebook.com/kefalosperiodiko Twiiter: twitter.com/KefalosMagazine


Σελίδα 2

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

Τ

ο λογοτεχνικό περιοδικό «Κέφαλος — Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» δημιουργήθηκε με σκοπό την αναγέννηση της επτανησιακής λογοτεχνίας, βαδίζοντας πάνω στα χνάρια των μεγάλων λογοτεχνών της Επτανησιακής Σχολής. Στόχος μας είναι, όμως, και η πνευματική αφύπνιση των ελλήνων λογοτεχνών και αναγνωστών. Αφουγκραζόμενοι τα σημεία των καιρών και την πνευματική ξηρασία που διακατέχει την εποχή που διανύουμε, είτε στα Επτάνησα είτε σε ολόκληρη την Ελλάδα, ξεκινάμε μια λογοτεχνική σταυροφορία για την ανάκτηση του περασμένου μεγαλείου των Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών, Συγγραφέων, Διηγηματογράφων κλπ., των οποίων ως απόγονοι θα συνεχίσουμε να κρατάμε ψηλά το λάβαρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Με μία διαφορά όμως. Δεν θα είμαστε απλώς συνεχιστές τους, αλλά και καινοτόμοι λογοτέχνες, διότι αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας είναι ότι το παρελθόν είναι η βάση πάνω στην οποία θα πρέπει να χτίσουμε ένα νέο μέλλον. Ένα μέλλον που θα γίνει κάποτε παρελθόν και πάνω σ’ αυτό θα στηριχθούν οι νέες λογοτεχνικές γενεές για να χτίσουν το δικό τους μέλλον. Αν θέλουμε πραγματικά να είμαστε η συνέχεια τους θα πρέπει κι εμείς με τους στίχους, τις αράδες, τις εικόνες, τις μεταφορές μας, να εμπνεύσουμε τη δική μας συνέχεια, δηλαδή τις νέες γενεές των Ελλήνων Λογοτεχνών που έπονται. Για να συμβεί, όμως, αυτό θα πρέπει ν’ αφυπνιστούμε από το πνευματικό λήθαργο στον οποίο έχουμε βυθιστεί τα τελευταία χρόνια. Πρώτα απ’ όλα έχουμε αφήσει στο έλεος του Θεού την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Έχουμε πάψει να είμαστε εραστές της και υπερασπιστές της. Την έχουμε αφήσει να ξεψυχά στα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών του πνεύματος μας. Κατά δεύτερον έχουμε απομονωθεί πνευματικά και κυριολεκτικά από την ίδια την κοινωνία. Η γραφίδα μας δεν εμπνέεται από το σήμερα, από τις καλές και τις κακές του ημέρες. Δεν εμπνέεται από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Πόλεμοι, παιδιά να πεθαίνουν από τις βόμβες της ανθρώπινης απληστίας, άψυχα σώματα να πλέουν πάνω στη θάλασσα και να ξεβράζονται στις παραλίες του Ομήρου και του Ελύτη. Άνθρωποι να ζουν στους δρόμους άστεγοι, μαθητές να λιποθυμούν στα σχολεία του 21ου αιώνα. Οι νέοι να ξενιτεύονται για ένα κομμάτι ψωμί. Αλήθεια, ποιος άλλος μπορεί να περιγράψει όλα τα παραπάνω καλύτερα, εκτός από τους λογοτέχνες; Ποιος άλλος μπορεί να δώσει ζωή στις μαριονέτες του «εγώ»; Που είναι οι νέοι Σολωμοί και οι Κάλβοι της Ελλάδας να μεταλαμπαδεύσουν με τους στίχους τους την αέναη φλόγα της ελευθερίας του ανθρώπου; Κατά τρίτον, έχουμε σταματήσει να είμαστε διανοούμενοι λογοτέχνες. Έχουμε ξεχάσει τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Βολταίρο, τον Ρουσώ, τον Σοπενχάουερ, τον Νίτσε και όλους τους φιλοσόφους που ενέπνευσαν γενιές και γενιές ποιητών και συγγραφέων. Έχουμε σταματήσει να διαβάζουμε τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και όλους εκείνους τους μουσοτρόφους ποιητές και λογοτέχνες. Πως θα καινοτομήσουμε άραγε, όταν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν; Πως θα εμπνεύσουμε τους νέους, όταν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε εμπνευστεί από τους προγενέστερους μας; Γι’ αυτό σας καλούμε, λοιπόν, όλοι μαζί να ξεκινήσουμε ένα λογοτεχνικό ταξίδι στο σύγχρονο –όχι οκνηρό αλλά ακμαίο– κόσμο της λογοτεχνίας, χτίζοντας τους νέους δωρικούς πνευματικούς κίονες του Παρθενώνα της Λογοτεχνίας.


Σελίδα 4

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ

Δ

εν ξέρω αν βρίσκεται σε άλλη λογοτεχνία ποιητής, μ’ έργα έτσι λιγοστά κ’ έτσι μισοκάμωτα, όμοια γερός και πλούσιος και σημαντικός σαν το Σολωμό. Ο Σολωμός αν δεν κράτησεν όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την πατρίδα. Φτάνει πως έγραψε τον Ύμνο και την Καταστροφή των Ψαρών και πως τότε χτύπησε στη φαντασία του, μαγεμένη από το επικό μεγαλείο του περασμένου Μεσολογγιού, το ποίημα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα –ποιος ξέρει!- από τους στίχους και τους ρυθμούς, που χύνονταν από το στόμα του, δοξολογία προς την αιώνιαν Ομορφιά, μαζί του πέθαναν. Δεν ταιριάζει τη γλώσσα του σύμφωνα προς τη γλώσσα κανενός κοινωνικού καλοαναθρεμμένου κύκλου˙ άλλα ιδανικά λαμποκοπούνε στα σαλόνια, άλλα ιδανικά γυρεύει ο ποιητής. Από τη Φύση, κι από τον αέρα όλο της όλης ελληνικής κοινωνίας, γραμματισμένων και αγραμμάτων, παίρνει τα ζωντανά, τα πιο σημαντικά στοιχεία της εθνικής γλώσσας, και καλλιτεχνικά σφυροκοπεί τη δική του. Κάνει ό,τι κάνουν όλοι οι δυνατοί τεχνίτες του λόγου στη γέννηση των εθνικών φιλολογιών. Με το Σολωμό ο Πολυλάς παρουσιάζεται σοφός εξηγητής και οδηγητής προς την αληθινή Τέχνη. Με το Σολωμό ο Ροΐδης γκρεμίζει πρώτα τα φιλολογικά μας, κ’ ύστερα τα γλωσσικά μας είδωλα. Με το Σολωμό ο Ψυχάρης, συχνά πυκνά, σημαδεύει τα βαρύβροντα επαναστατικά βιβλία του και τα γλωσσικά του κηρύγματα. Με το Σολωμό ο Καλοσγούρος μας ξαναθυμίζει λαμπρά λαγαρισμένη, τη φυσιογνωμία του Σολωμού, με ολίγα λόγια του. Θα περάσουν τα χρόνια και οι καιροί, και η Μούσα θα χτίσει στην Ελλάδα ναούς και λειτουργούς θα ’βρει αγνότερους, πιο άξιους, πιο ξακουστούς. Κι ακόμα ο Σολωμός θα στέκεται στην κορυφή, ζωντανή πηγή για τη νεώτερη ποίηση. Για την αλήθεια πολεμούσε κι ο Σολωμός, όταν εγύρευε την απόλυτη ομορφιά στην ποίηση, και της ζωής την ομορφιά στη γλώσσα. Δεν είν’ εκείνος, που είπε «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι αληθινό;». Στην κριτική εργασία του Πολυλά χρωστάει βέβαια πολλά πολλά η δόξα του Σολωμού. Κωστής Παλαμάς


Σελίδα 5

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ ΜΕΡΟΣ Α΄

1 Σε γνωρίζω από την κόψη, Του σπαθιού την τρομερή, Σε γνωρίζω από την όψη, Που με βία μετράει τη γη.

8 Τότε εσήκωνες το βλέμμα Μες στα κλάϋματα θολό. Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα, Πλήθος αίμα Ελληνικό.

2 Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά, Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!

9 Με τα ρούχα αιματωμένα, Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά Να γυρεύης εις τα ξένα Άλλα χέρια δυνατά.

3 Εκεί μέσα εκατοικούσες Πικραμένη, εντροπαλή, Κι’ ένα στόμα ακαρτερούσες: Έλα πάλι να σου πει.

10 Μοναχή τον δρόμο επήρες, Εξανάλθες μοναχή, Δεν είν’ εύκολες οι θύρες Ένα η χρεία ταις κουρταλεί.

4 Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα, Και ήταν όλα σιωπηλά, Γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα Και τα πλάκονε η σκλαβιά.

11 Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, Άλλ’ ανάσασιν καμμιά. Άλλος σου έταξε βοήθεια, Και σε γέλασε φριχτά.

5 Δυστυχής! Παρηγορία Μόνη σου έμενε να λες Περασμένα μεγαλεία, Και διηγώντας τα να κλαίς.

12 Άλλοι, ωιμέ! ‘ς τη συμφορά σου Όπου εχαίροντο πολύ, Σύρε ναύρεις τα παιδιά σου, Σύρε, έλεγαν οι σκληροί.

6 Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει Φιλελεύθερην λαλιά, Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι Από την απελπισιά.

13 Φεύγει οπίσω το ποδάρι, Και ολογλήγορο πατεί, Ή την πέτρα, ή το χορτάρι, Που τη δόξα σου ενθυμεί.

7 Κ’ έλεες: πότε, α! πότε βγάνω Το κεφάλι απ’ τα’ ερμιές; Και αποκρίνοντο από πάνω Κλάψες, άλυσες, φωνές.

14 Ταπεινότατη σου γέρνει Ή τρισάλθια κεφαλή, Σαν πτωχού που θυροδέρνει Κ’ είναι βάρος του η ζωή — Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος—


Σελίδα 6

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ Την είδα την Ξανθούλα, Την είδα ψες αργά, Που εμπήκε ‘ς τη βαρκούλα Να πάει ‘ς την ξενιτιά. Εφούσκωνε τ’ αέρι Λευκότατα πανιά, Ωσάν το περιστέρι, Που απλώνει τα φτερά. Εστέκονταν οι φίλοι Με λύπη, με χαρά, Και αυτή με το μαντήλι Τους αποχαιρετά. Και το χαιρετισμό της Εστάθηκα να ιδώ, Ως που η πολλή μακρότης Μου το ‘κρυψε και αυτό. Σ’ ολίγο, ‘ς ολιγάκι

Δεν ήξερα να πω, Αν έβλεπα πανάκι, Ή του πελάγου αφρό. Και αφού πανί, μαντήλι Εχάθη ‘ς το νερό, Εδάκρυσαν οι φίλοι, Εδάκρυσα κ’ εγώ. Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, Δεν κλαίγω τα πανιά, Μον’ κλαίγω την Ξανθούλα, Που πάει στην ξενιτιά. Δεν κλαίγω τη βαρκούλα Με τα λευκά πανιά, Μον’ κλαίγω την Ξανθούλα Με τα ξανθά μαλλιά. Διονύσιος Σολωμός

Η ΨΥΧΟΥΛΑ Ωσάν γλυκόπνοο Δροσάτο αεράκι Μέσα σ’ ανθότοπο, Κειό το παιδάκι Την ύστερη έβγαλε Αναπνοή.

Όλα την έκραζαν, Όλα τ’ αστέρια, Κ’ εκείνη εξάπλωνε Δειλή τα χέρια, Γιατί δεν ήξευρε Σε ποιο να ‘μπει.

Και η ψυχούλα του, Εις τον αέρα, Γλήγορα ανέβαινε Προς τον αιθέρα, Σαν λιανοτρέμουλη Σπίθα μικρή.

Αλλά, να, του έδωσε Ένα Αγγελάκι Το φιλί αθάνατο Στο μαγουλάκι, Που έξαφνα έλαμψε Σαν την αυγή. Διονύσιος Σολωμός


Σελίδα 7

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΓΡΑΜΑΤΑ

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η Δόξα μονάχη, Μελετά τα λαμπρά παλληκάρια Και ‘ς την κόμη στεφάνι φορεί Γεναμένο από λίγα χορτάρια, Που είχαν μείνει ‘ς την έρημη γη.

Μάνα μου, σκιάζομαι πολύ Μη πεθαμμένοι βγούνε. -Σιώπα, παιδάκι μου, οι νεκροί Την πλάκα τους βαστούνε.

Δ. Σ.

Δ. Σ.

ΔΕ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ

ΓΑΛΗΝΗ

Όσα λουλούδα ειν’ το Μάι Μαδημένα ερωτηθήκαν, Κι όλα αυτά μ’ απεκριθήκαν Πως εσύ δε μ’ αγαπάς

Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα Εις την έρμη ακρογιαλιά. Λες και η θάλασσα κοιμάται Μες της γης την αγκαλιά. Δ. Σ.

Δ. Σ.

ΑΙΝΙΓΜΑ

ΑΜΟΥΣΙΑ

Το Πρώτο μου είν’ αναίσθητο, το Δεύτερο δεν είναι, Έχεις τη Μούσα αν τη δεχθής εις το θερμό σου στήΔίχως το Παν αν λειτουργάς, καλέ παπά μου, κρίνε. θος, Για του βαρβάρου την ψυχή δεν είναι παρά λίθος. Δ. Σ. Δ. Σ.

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, - ειρήνη Όλην, όλη τη φύση ακινητούσε, Και μέσα από την έρημη την κλίνη Τ’ αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε, Τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη Τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε, Απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει, Κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.

Στο ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος. Στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα Γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος Τ’ αρηά μαλλιά του εσκόρπαε τ’ ασπρισμένα, Κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος Τα μάτια εστριφογύριζε σβυσμένα. Αγάλι ‘γάλι ασηκώθη από χάμου, Και ωσάν να ‘χε το φως του ήλθε κοντά μου. Διονύσιος Σολωμός


Σελίδα 8

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ Με λογισμό και μ' όνειρο στοχάζομαι το μεγαλόπνοο της γραφής σου και συμπλέω με τον πλέριο σου λόγο. Λεύτερη κι αγκομαχά η φλογισμένη γραφίδα σου, ψυχή και αντιστέκεται στων θεών τ' ακροπόδια. Ύμνος και πάλλεται η θωριά σου στα αρχέγονα σπλάχνα της πολιορκημένης ηλιόπετρας. Σπαθί που ρίζωσε και χρύσωσε στις μυρωδιές του κάμπου, γλυκιάς ανάτασης αγέρας κοσμοφόρος.

τελώντας ουράνια δέηση. Μια λύρα χρυσή στο κατάκοπο χέρι σου υμνεί τη φλογισμένη σάρκα στην κλαγγή της πατρίδας σου και μερεύει του κάστρου ο τάραχος στην αντικρινή την όχτη. Κι αστροπελέκι καλό έφεξες και σάλπιγγα λάλησες στου νιου τον έρωτα που δέρνεται κι ακροπατεί στο άμοιρο το χτύπημα του δύσβατου πελάγους για της αγάπης του τον άγριο χαμό στα μανιασμένα κύματα. Ολοστρόγγυλο χρύσισες και λαγαρό φεγγάρι στου Κρητικού τον λογισμό που ικέτευε για την καλή του τη Φεγγαροντυμένη κορασιά, σαν αχνοφέγγει τραγούδι σιωπηλό του Χάρου και του Έρωτα πάνω στης φύσης το ματωμένο στρώμα.

Στο φιλιατρό του πηγαδιού σε σιμώνει η Γυναίκα της Ζάκυθος με τους ξεκλείδωτους αρμούς της στο ταλάντεμα να σφίγγουν το μικρό και παρμένο κορμί της. Ορθός και μετρούσες με τα δάχτυλα τους δίκαιους χαράζοντας το σταυρό σου με την αστροπόβολη παλάμη. Σήμαντρο άσμενο ήχησες και ψηλώνει το νου του από το κελί του Με λογισμό και μ' όνειρο στοχάζομαι το μεγαλόπνοο ο Διονύσιος ο Ιερομόναχος για να μην πικραίνεται πιό- της γραφής σου και ανασαίνω του φωτός σου το αθάνατερο. το δώρημα. Κι άστραψες χρυσόφτερο φλάμπουρο με τις φωτισμένες γυναίκες Καλλιόπη Δημητροπούλου του Μεσολογγιού. Ανασηκώνεις τα μάτια και τα χέρια (Α Βραβείο στον Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στον ουρανό UNESCO Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Ιθάκης)

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ Ένας στρατιώτης ακόμη παλεύει με τον Πόρφυρα, καταμεσής της θάλασσας. Είμαι εγώ ο Έλλην, που έφτασε μέχρι την εσχατιά της μνήμης για να σε ανταμώσει. H πένα σου μια λόγχη αιχμηρή που διαρκώς τρυπά τα αδιαπέρατα σκοτάδια μας. Κάθε στίχος σου κι ένα ξαντό για να επιδέσουμε τα τραύματα του χρόνου. Η Ελλάδα σκέβρωσε στην ανηφόρα της ιστορίας και τρέμει η γη συθέμελα που δάκρυσε η Ακρόπολη. Τα λάβαρα της νίκης έχουν φθαρεί

απ’ της λήθης το σαράκι. Δεν είμαστε πια ελεύθεροι πολιορκημένοι, μοναχά πολιορκημένοι. Από το κενοτάφιο της λησμονιάς σηκώθηκε η Γυναίκα της Ζάκυθος, κείνη η υπερούσια μορφή του ’21, κι αχός παντού ακούστηκε μέχρι του Ιονίου τα καντούνια. Οι ποιητές κοιμίζουν το όνειρό τους στην καμπύλη του φεγγαριού. Αλλά εσύ, κόντε Διονύση, στη γραμμή του ορίζοντα άφησες να κυλήσουν οι λέξεις σου αιώνια. Αντώνης Ευθυμίου


Σελίδα 9

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

Κόσμος ανήθικος παντού μας τριγυρνά, διαβολικά πλασμένος, δίχως λύπη κι’ η πένα σου, Ιόνιε, μας λείπει ν’ αποτινάξουμε τον σύγχρονο βραχνά. Σ’ ένα καράβι ηρωικού ξεσηκωμού, Κολόμβε λευτεριάς, πάρε με ναύτη. Μια πυρκαγιά στα στήθια μου ανάφτει το Έθνος βλέποντας στο χείλος του γκρεμού. Το Έθνος, που το μέλλον σκοτεινό, πατρίδα μια μικρή φαρμακωμένη να ξεψυχά την βλέπω και πονώ.

φίλων χωρίς να καρτερούμε αγκαλιά. Των τοκογλύφων η Πατρίδα μας βορά θυμάται τα παλιά τα χρόνια εκείνα, που, αρχόντισσα, πολέμαγε γερά. Της λευτεριάς εσύ, μεγάλε στοχαστή, που οδήγησες δια μέσου συμπληγάδων με την γραφή το Έθνος των ραγιάδων την Επανάσταση να ζήσουν σαν γιορτή, σαν τότε, που άπλετο έριξες το φως σ’ ανήλια σοκάκια σκλαβωμένα, την ταπεινή μου οδήγησε την πένα, βοήθα με να γίνω πιο σοφός.

Οι άνθρωποι τριγύρω σκυθρωποί, ελεύθεροι, μα πολιορκημένοι, ριψάσπιδες, χωρίς καμιά ντροπή. Οι στίχοι σου αναθρέψανε γενιές, τότε που αρκούσε μοναχά το καριοφίλι της λευτεριάς ο ήλιος ν’ ανατείλει και να μεστώσουν του αγώνα οι θημωνιές. Οι σύγχρονοι οι στίχοι είναι φτωχοί αδυνατούν να ξεσηκώσουνε τα πλήθη, της ιστορίας μας αγκάλιασε η λήθη, βιώνουμ’ άλωση ξανά απ’ την αρχή.

Στο μεγαλείο σου χαρίζοντας ωδή, επαίτης, να τινάξω δος μου χάρη σκλαβιά, που όμοια δεν έχω ξαναδεί. Η λευτεριά, αλίμονο, αργεί και για στεφάνι δεν απέμεινε χορτάρι στην έρμη, πουλημένη τούτη γη… Α΄ Βραβείο UNESCO Κεφαλληνιάς 2016

Σαν μεγαλεία διηγιόμαστε παλιά, κλαίμε ανήμποροι μπροστά στην γκιλοτίνα,

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΟΛΩΜΟΥ Στη Σαρτζάδα του Τζάντε θάρρος γυρεύω μα φοβούμαι το ξέβρω. Το καριόφυλο είναι βαρύ, θέλει ανδρεία, θέλει ψυχή.

είναι η πένα και μ' ετούτη θα υμνώ της Ελευθεριάς το γαλανόλευκο χρώμα που όλοι προσμένουμε να δει αυτή η χώρα. Εύα Βενετικίδου

Κι απ' το λόφο του Στράνη τα κανόνια τσου Μεσολογγιού ακούγω και κλαίγω. Τ' αδέλφια μου κει πολεμούν για την πατρίδα μας π' αγαπούν. Μα γω, μάνα μου, το μόνο που βαστώ


Σελίδα 10

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Πέρνα την πόρτα της Συγγραφέας: Χριστίνας Παλαιολόγου Εκδόσεις: Anima

ΨΩΜΙ Συγγραφέας: Τσιαήλης Χρίστος Εκδόσεις: Γκοβόστη

Σε ποιο βαθμό μπορεί το παρελθόν να επηρεάσει τη ζωή μας; Μπορούν οι πλήγες που μας στοιχειώνουν να επουλωθούν οριστικά; Πόσο δύσκολο είναι να ανεχτούμε την άλλη πλεύρα του εαυτού μας; Ο Νάσος προσπαθεί να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο του εθισμού του, ανακαλύπτοντας, «περνώντας» την πόρτα την αστείρευτη δύναμη του άνθρωπου.

Δεκατέσσερις διαφορετικοί κόσμοι ενώθηκαν σε ένα υπερφυσικό, φαντασιακό επίπεδο - εκεί που η σύγκρουση του Σύγχρονου Ανθρώπου με το Σύστημα είναι τόσο επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, και οι γέφυρες φθείρονται από την τριβή με τον στυγνό ρεαλισμό. Άλλες ιστορίες παγιδεύουν τους ήρωές τους σε κόσμους–μινιατούρες ενώ άλλες εκρήγνυνται με μια ολιστική γεύση από παγκοσμιοποίηση. Πόση ελκτική ισχύ χρειάζεται ένας ταπεινός μαγνήτης για να υπερνικήσει τη δύναμη του Πεπρωμένου, και να διεισδύσει στην απόλυτη συνέπεια του Νόμου των Συμπτώσεων; «Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε. Οι προεκτάσεις τους, εφιαλτικές και ονειρώδεις, μοιάζουν με το υπέροχα έντρομο δέρμα ενός μωρού καθώς αγγίζει τα πρώτα αντικείμενα της ζωής του, ενώ ο συγγραφέας τους, δρομέας στη συνοριακή γραμμή που ενώνει την πεζογραφία με την ποίηση, μοιάζει με τη Νηπιαγωγό του διηγήματος, εκείνη που μαθαίνει στα ξεχωριστά παιδιά την Ιστορία μόνο και μόνο για να τα ξεπροβοδίσει εκτός αυτής – προς τα μέρη απ’ όπου τα ξεχωριστά παιδιά θα επιστρέφουν πάντοτε ξεχωριστά. Εδώ, στον κόσμο μας, φαίνεται να τους λέει, ο παράδεισος δεν υπάρχει πια. Τον φάγαμε σε είδος. Εδώ υπάρχει μόνο το ζυμάρι, τους λέει. Το ψωμί –οι κρυμμένες μας δυνατότητες– βρίσκεται κάπου αλλού: και μας περιμένει». (Δημήτρης Τανούδης, συγγραφέας, ‘Σπασμός’, Τιμητική Διάκριση ΕΚΕΒΙ)

Μεθώντας μ'ένα κρασί αγιονορείτικο... Συγγραφέας: Δαμουλή - Φίλια Ευαγγελία

Η εμπειρία του ταξιδιού στο Αγιο Ορος, στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας To ταξίδι στον Άθωνα παρήγε αξιομνημόνευτο ταξιδιωτικό λόγο προσφέροντας υπέροχα κείμενα στην Ελληνική ταξιδιωτική Γραμματεία. Τα λογοτεχνικά κείμενα Νεοελλήνων λογοτεχνών που ενδεικτικά επιλέξαμε να μελετήσουμε, από τη δύση του 19ου έως την αυγή του 21ου αιώνα, εντάσσονται στους τρεις απαράβατους άξονες της θεωρίας της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας: ιστορικός χρόνος, χωρικός και προσωπικός χρόνος του ταξιδιώτη-αφηγητή. Tοποθετήσαμε δηλαδή τα λογοτεχνικά ταξίδια μέσα στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έλαβαν χώρα, εξετάζοντας συνάμα την ηλικία, τα κίνητρα που ώθησαν σε ένα τέτοιο ταξίδι, τις «αποσκευές σχετικών αναγνώσεων» του λογοτέχνη και γενικά όλες τις προϋποθέσεις του ταξιδιού.Υπό την Ήχοι στη σιωπή έννοια αυτή, το ταξίδι στον Άθωνα είναι μια ξεχωριστή εΣυγγραφέας: Σμαραγδή Μητροπούλου μπειρία, ένα ξεχωριστό βίωμα για τον καθένα από τους Λογοτέχνες που συμπεριλάβαμε στη μονογραφία μας. Ο W. Εκδόσεις: Όστρια Dilthey βλέπει τη «συνάντηση» που φέρνει το ταξίδι στο επίπεδο του βιώματος του «Εγώ-Εσύ». Ως εκ τούτου, το Ήχοι στη σιωπή (περίληψη) ταξίδι μετατρέπεται σε «αφύπνιση», οδηγώντας, μερικές Σκέψεις που δεν εξωτερικεύτηκαν… όνειρα που σ’ ένα φορές, σε μια μεταστροφή και διαφοροποίηση και αποβαίκουτί ξύλινο έμειναν κλειδωμένα και ξεχάστηκαν… λόνοντας καθοριστικής σημασίας για τη μετέπειτα πορεία της για που χαράχτηκαν στο χαρτί... ζωής του ταξιδιώτη την οποία και νοηματοδοτεί. Αναμνήσεις… Σε κάθε γωνιά της γης… ατενίζοντας τη θάλασσα ή τα φώτα της πόλης. Γιατί… σαν τραγουδούν οι ήχοι στη σιωπή, έχουν τόσα μα τόσα να πουν… να θυμίσουν.


Σελίδα 11

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ «ΚΕΦΑΛΟΣ»

1. Ο Διαγωνισμός χωρίζεται σε δύο κατηγορίες : Α) Νέων μέχρι 18 ετών. Ποιητικά Είδη: α. Ποίηση με ελεύθερο στίχο. β. Ποίηση με έμμετρο στίχο. γ. Ποίηση χαϊκού. Β) Ενηλίκων. Ποιητικά Είδη: α. Ποίηση με ελεύθερο στίχο. β. Ποίηση με έμμετρο στίχο. γ. Ποίηση χαϊκού. 2. Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να λάβουν μέρος σ’ ένα ή σε δύο ή σε όλα τα ποιητικά είδη, με μόνο, όμως, ένα ποίημα σε καθ’ ένα απ’ αυτά. 3. Όσοι επιθυμούν να λάβουν μέρος πρέπει να στείλουν: α. Ένα ανέκδοτο ποίημά τους, μέχρι 40 στίχους για τα ποιητικά είδη ποίησης με ελεύθερο και έμμετρο στίχο. β. Ένα ποίημα για το ποιητικό είδος του χαϊκού. 4. Μπορείτε να διαλέξετε ένα θέμα από τα εξής: α) Ελεύθερο θέμα, β) Οικονομική κρίση, γ) Μακεδονία, δ) Επτάνησα ή Κεφαλονιά, ε) Κύπρος.

σης, Λογοτέχνης Νικολέτα Ζαμπάκη – Υποψήφια Διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Τμήματος Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., Λογοτέχνιδα Χρίστος Τσιαήλης – Καθηγητής Αγγλικών, Λογοτέχνης Σμαραγδή Μητροπούλου – Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης, Λογοτέχνιδα Εύα Πετροπούλου-Λιανού – Συγγραφέας Παιδικής Λογοτεχνίας – Ποιήτρια Μαρία Ανδρεαδέλλη – Καθηγήτρια Αγγλικών, Λογοτέχνης, Μεταφράστρια Βασίλης Γεργατσούλης – Εκπαιδευτικός, Διδάκτορας Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Κυριάκος Ολυμπίου – Λογοτέχνης, Πλοίαρχος Εμπορικού Ναυτικού Ειρήνη Μαθιουδάκη – Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήματος Χημείας Πανεπιστημίου Κρήτης, Λογοτέχνιδα 9. Στην Κατηγορία Ενηλίκων θα απονεμηθούν: τρία Μετάλλια και τρία Βραβεία στους τρεις πρώτους, πέντε Έπαινοι και πέντε Τιμητικές Διακρίσεις. Επίσης, όλοι οι μη διακριθέντες συμμετέχοντες θα λάβουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ως επιβράβευση για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία. 10. Στην Κατηγορία Νέων θα απονεμηθούν: τρία Μετάλλια και τρία Βραβεία στους τρεις πρώτους, πέντε Έπαινοι και πέντε Τιμητικές Διακρίσεις. Επίσης, όλοι οι μη διακριθέντες συμμετέχοντες θα λάβουν Τιμητικό Δίπλωμα Συμμετοχής, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ως αναμνηστικό για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία. 11. Η τελετή βράβευσης θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, σε ειδική ποιητική-μουσική εκδήλωση, όπου θα απονεμηθούν τα Μετάλλια που θα συνοδεύουν τα τρία πρώτα Βραβεία, οι Τιμητικές Πλακέτες που θα συνοδεύουν τους πρώτους πέντε Επαίνους και τις πρώτες πέντε Τιμητικές Διακρίσεις, και τα Τιμητικά Διπλώματα Συμμετοχής.

5.Τα έργα πρέπει να είναι υπογεγραμμένα όλα με το ίδιο ψευδώνυμο. 6.Τα έργα πρέπει να αποσταλούν σε αρχείο word ή pdf μόνο μέσω email στο:kefalos.diagonismoi@gmail.com με ένδειξη αντίστοιχη προς την κατηγορία ΝΕΩΝ ή ΕΝΗΛΙΚΩΝ. Επίσης, να επισυνάψετε ένα δεύτερο αρχείο word ή pdf, με τα στοιχεία επικοινωνίας σας (Ονοματεπώνυμο, ηλικία, διεύθυνση κατοικίας, αριθμός τηλεφώνου). 7. Τελευταία ημερομηνία αποστολής των έργων ορίζεται η 30η Απριλίου 2018. 8. Τα ποιητικά έργα θα αξιολογηθούν από δεκαμελή κριτική 12. Τα έργα του διαγωνισμού -ασχέτως διάκρισης- θα εκδοθούν επιτροπή από την Ελλάδα και την Κύπρο, την οποία απαρτίσε καλαίσθητο τόμο χωρίς κόστος. ζουν οι εξής: Μιλτιάδης Ντόβας – Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Λογοτέχνης Δημήτρης Παπακωνσταντίνου – Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευ-


Σελίδα 12

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Ο ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΠΟΛΛΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια, Δρ.Ιονίου Παν/μίου, Συγγραφέως Ο Ιερώνυμος Πολλάτος από την Κεφαλονιά επισκέφτηκε το Άγιο Όρος το 1975.Το βιβλίο του, Αντίδωρο ή Άθωνος περιδιάβασις1, φαίνεται να είναι το απόσταγμα της αλλεπάλληλης εμπειρίας του με τον κόσμο του Άθωνα: «Το ταξίδι στο Άγιο Όρος μπορεί να το κάνει ο καθένας. Εξαρτάται αν θα παραμείνει απλός επισκέπτης ή θα μεταμορφωθεί σε προσκυνητή ενός κόσμου που άλλοι τον λένε «Κόσμο του Θεού», άλλοι «Σαλό» και άλλοι «Οικολογικό Παράδεισο». Ο Πολλάτος παροτρύνει τους αναγνώστες να διαβάσουν το βιβλίο του σαν σελίδες ενός ταξιδιωτικού οδηγού με χρήσιμες πληροφορίες για το Άγιο Όρος. Παράλληλα, μέσα από μια αναποφάσιστη γραφή δίνει μικρογραφίες συναισθημάτων, αισθήσεων, εικόνων, σκέψεων παίζοντας μεταξύ του ύφους ενός ημερολογίου «μιας ανεπίδοτης επιστολής», ενός υστερόγραφου και ενός ταξιδιωτικού οδηγού: « Σου γράφω σήμερα 18 Ιούλη 1975 από τη βαριά, πέτρινη και σκοτεινή Λαύρα. Όλες οι μονές εδώ έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά: μυρίζουν ξύλο παλιό[…]. Το γιασεμί-που στο καλό είναι κρυμμένο-που στέλνει χαιρετισμούς. Το χαρτί που διαβάζεις το έβρεξα επίτηδες με θάλασσα που μοσχοβόλαγε ιώδιο και σκίνο, όταν σένα απόμερο λιμανάκι έκανα χτες μπάνιο»2. Περιδιάβαση χρόνων στο Άγιο Όρος και αντίδωρο, είναι συγχρόνως το βιβλίο αυτό για τον Επτανήσιο συγγραφέα. Ο Πολλάτος φαίνεται ότι έχει ενστερνιστεί τον Άθωνα που κι εκείνος με τη σειρά του ,του χάρισε δυνατές συγκινήσεις, που του άλλαξαν τη ζωή. Ο συγγραφέας στοχεύει να μεταφέρει την ξεχωριστή αίσθηση ατμόσφαιρας του Περιβολιού της Παναγίας, που βίωσε ως συνεχής προσκυνητής του. Αναρωτιέται ποίοι είναι οι ταξιδιώτες, πότε και για ποίο λόγο επισκέπτονται και ξαναεπισκέπτονται την Αθωνική Πολιτεία. Κατανοεί τους άντρες που θέλουν μόνοι τους επιτέλους, ελεύθεροι από το άλλο φύλο, να βιώσουν ένα τόπο που ανήκει μόνο σε αυτούς. Παράξενο για έναν Επτανήσιο!. Ενας τόπος σαν τον Παράδεισο πριν την εμφάνιση της Γυναίκας. Ουτοπία, ίσως. Άβατο για τις γυναίκες σίγουρα. Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Μόνος, εσύ και το Όρος. Ποιός θα δαμάσει ποιόν; Θα το φέρεις στα μέτρα σου, στις δικές σου αντοχές, στα δικά σου όρια ή θα το αφήσεις να σε κυριεύσει»3. Τι ψάχνουν όλοι αυτοί οι ταξιδιώτες που κατακλύζουν τον Άθωνα ;Το Άγιο Όρος έγινε τον 21 αιώνα ένας «δημοφιλής τόπος διαμονής»4. Ένα αξιοθέατο για τους μπλαζέ ταξιδιώτες του κόσμου τούτου. Οι Αγιορείτες μοναχοί όμως εξακολουθούν να καλλιεργούν «τη μακάρια χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξη, που τους ανυψώνει από τα γήινα»5. Μήπως αναζητούν την ουσία του Θεού όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Αγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης;


Σελίδα 13

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Όλοι και ιδιαίτερα ο τελευταίος αναρωτιόταν: Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός; Και τι τ’ αναμεσό τους6; Σε κάθε περίπτωση αναζήτησης και καταγραφής των Αγιορείτικων εμπειριών, ο Κεφαλλονίτης Ιερώνυμος Πολλάτος ,σαν άλλος Οδυσσέας Ελύτης ,θα αισθανθεί ότι το χέρι του αντιγράφει τα Ασύλληπτα στο Άγιο Όρος. «Το Άγιο Όρος είναι τόπος μοναδικός και εντελώς θρησκευτικός ,όπου ισχύει και συντελείται το θαύμα, όπου λειτουργεί η αρχαία περιπατητική φιλοσοφική σχολή. Γιατί τι άλλο κάνεις, περπατώντας στις αυλές των μοναστηριών και στις πεζοπορίες από το να συζητάς ή να αναλογίζεσαι τη ζωή σου ,τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους και το Θεό»7.Ο συγγραφέας συμβουλεύει τους φιλόδοξους ταξιδιώτες της Αθωνικής Πολιτείας ,να ξεχάσουν ότι είχαν ακούσει και διαβάσει για τον τόπο αυτό. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να βιώσουν την ιδιαιτεροτητά του. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να « ανακαλύψουν το δικό τους Άγιο Όρος»8. Ο Γιάννης Σπαβέρας επεξηγεί: «Γιατί ταξιδευτής είναι προσκυνητής. Κυρίως με αφοσίωση σ’ αυτό που συγκινεί, που μιλάει μέσα στην καρδιά μου. Κυρίως με σεβασμό να φτάσω αυτό που χαρίζει το διαφορετικό και να με φιλοξενεί έξω από τον εαυτό μου».9«Επειδή το ταξίδι είναι μετακίνηση ψυχής[…], είναι ελευθερία, πάθος, νόστος. Επειδή το ταξίδι είναι στιγμές. Των ματιών οι φωνές»10. Η νέα στάση ζωής στον 21ο αιώνα, απαιτεί νέα τοποθέτηση απέναντι στη σχέση ταξιδιώτη και προορισμού. Ο Ίρβιν Γιάλομ λέει ότι είναι συναρπαστική υπόθεση να βιώνεις τη ζωή σου την ώρα που συμβαίνει11.Για να ζήσεις τον Άθωνα που είναι « τόπος περισυλλογής και πνευματικής ανάτασης», χρειάζεται πάνω απ’ όλα να αφεθείς και να χρησιμοποιήσεις τις αισθήσεις σου. Μια οδοιπορία των αισθήσεων μέσα από τα μονοπάτια της φύσης και των τελετουργικών του Περιβολιού της Παναγίας. Για τον Ιερώνυμο Πολλάτο το Άγιο Όρος σημαίνει ένωση με το θείο, μέσα από μια αρμονία σώματος και ψυχής με το σύμπαν. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1.Ιερώνυμος Πολλάτος, Αντίδωρο ή Άθωνος Περιδιάβασις. Ταξιδιωτικός οδηγός του Αγίου Όρους. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2004. 2.Ιερώνυμος Πολλάτος, αυτόθι,σ.53. 3.Ι.Π.,όπ.,σς.14-15. 4.Ι.Π.,όπ.,σ.42. 5.Ι.Π.,όπ.σ.114. 6.Γ.Σεφέρης,Ποιήματα, «Ο τελευταίος σταθμός», Ίκαρος εκδοτική εταιρία,2000. 7.Ι.Π.,όπ.σ.15. 8.Ι.Π.όπ.σ.17. 9.Γιάννης Σπαβέρας, Οι φωνές των ματιών. Στιγμές ενός ταξιδευτή. Ταξιδιωτική λογοτεχνία,σς.21-22. 10.Γ.Σ.,αυτόθι,σ.211. 11.Ίρβιν Γιάλομ, Ο δήμιος του έρωτα, εκδόσεις Άγρα,2003.


Σελίδα 14

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ Του Χρήστου Σκιαδαρέση Φιλολόγου - Λογοτέχνη Μεγάλο δράμα, μεγάλη στέρηση περνάει ο λαός μας σήμερα! Αυτή η ριμάδα η ύφεση μας καταπόντισε τελείως… Πέλαγος ο πόνος, αχανής ωκεανός… Μας φτώχυνε σε όλα τα επίπεδα… Μας συρρίκνωσε… Μας τορπίλισε… Βουλιάξαμε σαν κράτος… Αποδιαρθρωθήκαμε… Σμπαραλιαστήκαμε… Πάει… Υποστήκαμε, είναι αλήθεια, έναν πολύ μεγάλο διασυρμό παγκοσμίως! Έναν ανηλεή εξευτελισμό! Τι δυνατό πλήγμα μάς κατάφερε η ύφεση! Τι ταρακούνημα, τι κλυδωνισμό, Θεέ μου! Θα μου πείτε τώρα ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μπορέσει να επιβιώσουν σε συνθήκες σκληρής ανέχειας και εξαθλίωσης, ίσως και σκληρότερες από τις δικές μας …Πάσο. Όμως, η πραγματικότητα αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι η φτώχεια είναι ένας Γολγοθάς πολύ ανηφορικός, ένας σταυρός υπέρμετρα ασήκωτος και βαρύς . Το μεγάλο ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου δεν είναι το πώς φτάσαμε έως εδώ, διότι, πάνω - κάτω όλοι έχουμε μια -έστω και πενιχρή- ιδέα για το πώς εκτραχηλιστήκαμε, πώς εκτροχιαστήκαμε από τις ράγες ως κράτος. Μην μηρυκάζουμε ξανά χιλιοειπωμένα πράγματα. Αυτά είναι γνωστά θέματα. Εμάς νομίζω θα πρέπει εδώ να μας νοιάζει περισσότερο το πώς γίνεται να εμψυχωθούν όλοι εκείνοι οι συμπατριώτες μας που κλονίζονται συθέμελα από την ασιτία, που καταρρέουν κάτω από το βάρος της θλίψης, που βαδίζουν μόνοι την οδό της συντριβής. Πώς θα μεταγγίσουμε στις πονεμένες τους ψυχές την ελπίδα; Μα νομίζω μόνο ένα φάρμακο υπάρχει για όσους τρυγούν το ποτήρι του πόνου ˙ να τοποθετηθούν πνευματικά απέναντι σε αυτόν και όχι με όρους υλικούς ή ορθολογικούς. Να συλλογιστούν, δηλαδή, ότι το «μαρτύριο» της φτώχειας είναι ένα από τα πολλά λυπηρά νέφη που σκιάζουν τον ήλιο της ζωής μας, ότι η το αγκαθερό φυτό του πόνου φυτρώνει δυστυχώς σε κάθε συνοικία, σε κάθε σπίτι, σε κάθε ψυχή, απλώς αλλάζει η φυλλωσιά του ανά περίπτωση, το μέγεθός του, το σχήμα του κ.λπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα, φυσικά, επειδή όλη η Γη μας είναι η «κοιλάδα του κλαυθμώνος»! Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι από την ώρα που ερχόμαστε στη ζωή μέχρι την ώρα που θα αποδημήσουμε, είμαστε αναγκασμένοι να γευτούμε τον πικρό, τον φαρμακερό καρπό του πόνου, να «διαβούμε τον Ρουβίκωνα»… «δια πυρός και σιδήρου», να ζυμωθούμε με τις δοκιμασίες και τους αναστεναγμούς, τα δάκρυα και τις αγωνίες! Μόνο να θυμηθούμε πώς πραγματοποιείται η είσοδός μας στη ζωή (με τους πόνους του τοκετού) και πώς η έξοδός μας (με τον βιολογικό θάνατό μας και τη θλίψη που αυτός σκορπά στους οικείους μας), αρκεί για να κατανοήσουμε το πρόβλημα του πόνου στη σωστή του διάσταση, όσο κι αν κάτι τέτοιο πολλές φορές


Σελίδα 15

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

μάς ξεπερνά, μας παραλύει και, στιγμές - στιγμές, μας σκανδαλίζει… Ο πόνος είναι, λοιπόν, σύμφυτος με τη φθαρτή φύση μας, αξεχώριστος και αναπόσπαστος από την υπόστασή μας. Αυτό που μένει, ίσως, να εξιχνιάσουμε είναι ο σκοπός που εκπληρώνει στη ζωή μας. Διότι ούτε περιφρονώντας τον οδηγηθήκαμε ως ανθρωπότητα πουθενά ούτε αποθεώνοντάς τον! Να συμφιλιωθούμε μαζί του, χρειάζεται, και ένας τρόπος για να το πετύχουμε αυτό είναι να τον αντιμετωπίσουμε χριστιανικά, σαν αναβαθμό που οδηγεί την ψυχή μας στη σταδιακή μεταμέλεια, στην ειλικρινή «συντριβή» και στον εξιλασμό μας από τις αμαρτίες μας. Αν, μάλιστα, ασπαζόμαστε την χριστιανική κοσμοθεωρία, που αποδίδει τις γενεσιουργές καταβολές του πόνου στις ποικίλες, καθημερινές αμαρτίες μας ή, έστω, στην κακή χρήση της ατομικής μας ελευθερίας, τότε οι τεθλιμμένες οδοί που περιδιαβαίνουμε είναι το «επιτίμιο» που καλούμαστε να καταβάλουμε, για να καταλύσουμε τις αμαρτίες αυτές, το «αντίλυτρο» για να ξανακερδίσουμε το χαμένο στοίχημα, την χαμένη μας αγνότητα, την αγάπη του Χριστού. Άλλωστε, τι είπε στα κηρύγματά του ο Χριστός; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθήσει». Άρα, για να διαπορθμεύσουμε στην αιωνιότητα πλάι Του, πρέπει να εξοικειωθούμε με τις τρικυμίες της θάλασσας, με τις λογιών - λογιών τραχύτητες της ζωής, γιατί κανένας άγιος, κανένας άνθρωπος δεν κέρδισε το εισιτήριό του για την «όντως ζωή», χωρίς να αγωνιστεί, χωρίς να ιδρώσει, να κλάψει, να ματώσει, χωρίς να αναμετρηθεί με τη φιλαυτία του, να πλαντάξει από τους στεναγμούς του, να φορέσει το αγκάθινο στεφάνι, που έπλεξε για χάρη του ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός… Οι άθλοι είναι για τη ζωή αυτή, αλλά τα έπαθλα είναι για την επόμενη… Αν η ζωή μας ήταν ανέφελη και απαλλαγμένη από βάσανα, θα διολισθαίναμε όλοι στο βούρκο της ακολασίας, στη φιλήδονη καλοπέραση, στην άφρονα απειθαρχία, στην εφάμαρτη διαγωγή. Δεύτερη ανταρσία, όμως, κατά του Ευεργέτου και Δημιουργού μας Πατέρα δεν μας επιτρέπεται. Άρα, χρειαζόμαστε τους πειρασμούς και το βούνευρο του πόνου, για να μην ξανά-αποστατήσουμε, αλλά, μέσα από το λοιμοκαθαρτήριο της φτώχειας, της δυστυχίας, των δοκιμασιών και της λύπης, να πελεκήσουμε την ακανόνιστη πέτρα μας, να ροκανίσουμε το ξύλο μας (ωσότου να γίνει λείο), να σφυρηλατήσουμε το ψυχικό μας μάρμαρο, να του δώσουμε χάρη και μορφή, πλαστικότητα και πνοή… Και κάτι τελευταίο. Ας μη λησμονούμε ότι και ο Κύριος υπήρξε απέραντα πτωχός στην επίγεια ζωή Του. Ο βασιλιάς των απόκληρων. Αν και πτωχός, όμως, έδινε συνέχεια στους φτωχούς, χόρταινε συνέχεια τους νηστικούς, έζησε σαν ένας από αυτούς. Κανείς δεν δυστύχησε πλάι Του… Τι πιο παρήγορο από αυτό;


Σελίδα 16

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ. Του Γεώργιου Ηλία Μιχαηλίδη Υπάρχει κάποιος που να μπορεί να δημιουργήσει το αδημιούργητο ; ή να πλάσει το άπλαστο ; ή ακόμη να γεννήσει το αγέννητο ; Η απάντηση είναι όχι . Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε πως βρέθηκε κάποιος που έχει τη δυνατότητα της δημιουργίας , του πλασίματος ή της γέννησης , ακόμη και τότε σκιαμαχούμε για να προστατέψουμε τη χαμένη ''τιμή και υπόληψη'' του επίθετου αδημιούργητος. Πώς να προσδιορίσεις το απροσδιόριστο ; πώς να ορίσεις το αόριστο ; αλλά και πώς να σχηματίσεις το ασχημάτιστο ; είναι κάτι το αδύνατο , το αδιανόητο , το απραγματοποίητο . Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το επίθετο είναι το μέρος του λόγου εκείνο, που αποδίδει στο ουσιαστικό της πρότασης ένα χαρακτηριστικό, μία ιδιότητα ή μία ποιότητα. Το επίθετο αδημιούργητος έχει απολέσει το ιδιαίτερό του αυτό γνώρισμα , που το κάνει να διαφέρει από τα υπόλοιπα κλιτά μέρη του λόγου , γιατί δε μπορεί ούτε να ορίσει , ούτε να προσδιορίσει , αλλά και ούτε να κυριολεκτήσει κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται μόνο μεταφορικά , δηλώνοντας ''αυτόν που βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας'' . Εγείρεται επομένως ένα πολύ σοβαρό γλωσσικό θέμα , που έχει να κάνει με την όλη ''υπόσταση'' του επίθετου αδημιούργητος .Γιατί εάν δεχθούμε ότι ισχύουν όλα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω , τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξεχωριστή ιδιορρυθμία της γλώσσας μας, που στο σύνολο των επιθέτων της , διαθέτει ένα και μοναδικό το αδημιούργητος , για να χρησιμοποιείται μόνο μεταφορικά . Το γεγονός αυτό που αποτελεί μία παγκόσμια πρωτοτυπία , είναι ταυτόχρονα και ένας γλωσσικός παραλογισμός , που μοιραία οδηγεί στο συμπέρασμα , ότι το συγκεκριμένο επίθετο είναι ''παρείσακτο'' και επομένως αμφίβολης ετυμολογίας. Το επίθετο αδημιούργητος ανήκει στην κατηγορία των παράλογων λέξεων , επειδή σε αφήνει απληροφόρητο , γνωστικά μετέωρο , να αντιμετωπίζεις ένα γρίφο, ένα αίνιγμα , που είναι αδύνατο να ερμηνεύσεις από μόνος σου και που γι' αυτό το λόγο έχεις την ανάγκη ενός ειδικού, για να σε ''μπάσει στα άδυτα των μυστηρίων του'' . Το γεγονός αυτό και μόνο , είναι ικανό να προσδώσει στο επίθετο αδημιούργητος το χαρακτηρισμό της αντιλαϊκής λέξης . Μία γλώσσα λέγεται λαϊκή , όταν μπορεί και γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο το λαό , που την κάνει κτήμα του χωρίς την ύπαρξη μεσολαβητών και μεσιτών . Ένας λαός πρέπει να μιλά και έξω από το σπίτι του , την ίδια γλώσσα που μιλά μέσα στο σπίτι


Σελίδα 17

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

του . Όταν φτάνουμε στο σημείο να μαθαίνουμε σε ένα λαό το πώς θα πρέπει να μιλά τη γλώσσα του , αυτό σημαίνει , ότι του επιβάλουμε να μιλήσει μία γλώσσα , που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο δεν του είναι οικεία . Επομένως δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα , εάν ισχυριστούμε ότι με τη διδασκαλία της γλώσσας , ο διδασκόμενος υφίσταται μία μορφή γλωσσικού βιασμού .


Σελίδα 18

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΑΝΝΑ ΚΑΙ ΗΒΗ

Ο

ύτε η μια άλλα ούτε και η άλλη ήθελαν να πάνε στο συγκεκριμένο ραντεβού. Άλλωστε ήταν άλλοι αυτοί που τους το είχαν διευθέτησαν και όχι οι ίδιες. Αυτές ποτέ τους δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο στον ίδιο τους τον εαυτό. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελαν να αλλάξουν τίποτα από πάνω τους και πάλι οι άλλοι ήταν που ήθελαν να τις αλλάξουν. Προσπάθησαν, πάλευαν πρώτα με τους άλλους και στη συνέχεια και με το ίδιο της το σώμα για να αποφύγουν αυτό το ραντεβού που δεν ήθελα με τίποτα. Μάταια όλες οι προσπάθειες τους έπεφταν στο κενό. Τους άρεσε πολύ αυτό που έκαναν και ζούσαν. Δεν έβρισκαν το λόγο γιατί έπρεπε να το αλλάξουν. Τι ένοιαζε τους άλλους για αυτό; Με ποιο δικαίωμα παρέμβαιναν στη ζωή τους; Οι ίδιες δεν ενοχλούσαν κανένα γιατί αυτές τις ενοχλούσαν και δεν τις αφήναν να ηρεμίσουν; Γιατί να πρέπει να σταματήσουν κάτι που τις ευχαριστούσε; Εύχονταν να μπορούσαν να ξεφύγουν μακριά τους ή έστω να μεταμορφώνονταν από άνθρωποι σε κάτι άλλο, σε ζώα για παράδειγμα μήπως και τις άφηναν και τις δυο ήσυχες. Σε κάποια στιγμή το είχαν ζωγραφίσει είδη. Η Άννα ζωγράφισε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα όπως τη φουρτουνιασμένη της ψυχής που δεν την άφηναν οι άλλοι να ησυχάσει, αλλά και τα ζώα που ήθελε να ήταν. Αυτά δεν ήταν άλλα από μια φάλαινα και μια φώκια! Πράγματι αυτό ευχόταν να ήταν ή τουλάχιστο ήθελα να την βλέπουν και να την αντιμετωπίζουν οι άλλοι σαν μια φάλαινα και μια φώκια. Από την άλλη η Ήβη ζωγράφισε όμορφα λιβάδια, νερά να τρέχουν, ελάφια και πουλιά με πολύχρωμα χρώματα. Αυτό ήθελε η ίδια να είναι ένα όμορφο, γρήγορο και χαρούμενο πουλί ή ελάφι να τρέχει σε καταπράσινους κάμπους και λιβάδια. Άρχισαν να κρύβονται από τους άλλους, να κλείνονται περισσότερο στον εαυτό τους για να μπορούν να ονειρεύονται και να φαντάζονται αυτά που οι ίδιες ήθελαν. Όχι όμως για πολύ. Άλλωστε είχαν να αντιμετωπίσουν το χρόνο, τους ειδικούς και το κυριότερο τις ίδιες τις οικογένειες τους, που τους πίεζαν ασφυκτικά. Ήταν έξαλλου θέμα επιβίωσης όπως λέμε θέμα ζωής και θανάτου. Ποιος όμως τους έδωσε το δικαίωμα να επεμβαίνουν στη δική τους ζωή, έστω και αν αυτοί πίστευαν ότι ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Οι ίδιες εξάλλου είχαν ακριβώς την αντίθετη άποψη. Θέμα ζωής και θανάτου ήταν για αυτές η πίεση και οι απαιτήσεις που τους επέβαλλαν και το σημαντικότερο χωρίς τη συγκατάθεση τους. Γνώριζαν ότι όλοι οι άλλοι δεν έκαναν πίσω, ότι είχαν συνωμοτήσει και άρχιζαν να εφαρμόζουν το καταστροφικό τους σχέδιο για αυτές. Ήταν πολύ οργανωμένοι και στήριζαν ο ένας τον άλλο. Αυτές ήταν τελείως μόνες έπρεπε να παλέψουν σκληρά σε ένα άνισο αγώνα μέχρι τελικής πτώσεων. Ναι μέχρι τελικής πτώσεως. Μέση λύση και εκεχειρία δεν υπήρχαν. Θα έπρεπε να υπάρξει νικητής και ηττημένος. Αν και ο αγώνας τους θα ήταν μακρύς και δύσκολος έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένες για αυτό. Η πρώτη μάχη θα γινόταν πολύ σύ-


Σελίδα 19

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ντομα, το απόγευμα για την ακρίβεια έξω από το γραφείο της ειδικού στην αρχή, και έπειτα μέσα στο δικό της δωμάτιο και χώρο. Το απόγευμα είχε φτάσει . Με τη συνοδεία των οικογενειών τους και κρατώντας στα χέρια διάφορα έγραφα και αποδεικτικά στοιχεία έφτασαν έξω από το γραφείο. Εκεί όπου μια πόρτα θα τις χώριζε από την πιθανή καταδίκη τους. Εκεί ήταν που η Ήβη και η Άννα συναντήθηκαν και οι δυο τυχαία έξω από το γραφείο της διατροφολόγου για πρώτη φορά. Περίμεναν με μεγάλη δυσφορία, οργή και θυμό στοιχεία τα οποία ήταν ευδιάκριτα στο πρόσωπο τους τη σειρά τους για αξιολόγηση. Ενώ στα πρόσωπα των γονιών τους, που τις συνόδευαν ήταν ζωγραφισμένη η αβεβαιότητα και η αγωνία. Επρόκειτο για δυο νεαρές έφηβες, κοπέλες που τις συνόδευαν όχι και οι καλύτερες συστάσεις. Τα πρόσωπα τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Η μια κοιτούσε την άλλη κατάματα και τα πρόσωπα τους γαλήνευαν, ηρεμούσαν! Ήταν σαν να ποθούσε η μια το κορμί της άλλης ή καλύτερα ήταν σαν να ήθελε να δραπετεύσει η ψυχή τους μεταπηδώντας από το ένα κορμί στο άλλο το κορμί. Σε κάποια στιγμή οι δυο έφηβες έμειναν τελείως μόνες. Τότε πλησιάζοντας η μια την άλλη είπαν αυτά τα οποία ένιωθε η ψυχή τους, αυτά που δεν μπορούσαν να μοιραστούν μπροστά στους γονείς τους! Όλα και όλα μόνο δυο λέξεις . Δυο λέξεις όμως που έλεγαν αρκετά «σε ζηλεύω» ψιθύρισε η μια στην άλλη με ένα λυπημένο βλέμμα. Η μια κοπέλα ήταν μόλις 39 κιλά και πάλευε εδώ και χρόνια με τη ανορεξία ενώ η άλλη 93 κιλά και πάλευε εδώ και χρόνια να νικήσει την παχυσαρκία της. Πόσα θα έδιναν για να μπορέσουν να χωρέσουν η μια στο σώμα της άλλης ή έστω να είχαν τα αντίθετα ονόματα ή καλύτερα να έπασχαν από τις αντίθετες ασθένειες; Η έστω αν οι γονείς τους, και όλοι οι άλλοι που τις πίεζαν να μπορούσαν να τις διαβάσουν και από την ανάποδη τους, όπως άλλωστε μπορεί να γίνει και με τα ονόματα τους χωρίς να επηρεάζονται από την συμπεριφορά τους. Αυτά σκέπτονταν τόσο η Άννα όσο και η Ήβη περνώντας την πόρτα της διατροφολόγου. Φίλιππος Φιλίππου


Σελίδα 20

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

Κ

άτι φαίνεται. Φτάνουμε; Μου ψιθυρίζεις. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα πέρα στον ορίζοντα. Η στεριά ξεπρόβαλλε σαν όνειρο αχνό. «Έχεις βγάλει πρόγραμμα; Που θα πάμε στην Κεφαλονιά; Νομίζω πως το καλύτερο θα ήταν να ξεκινήσουμε από….. » Έπαψα να σε ακούω. Σηκώθηκα και κίνησα για την πλώρη. Ένα βήμα πιο μπροστά, ένα βήμα κοντύτερα. Η στεριά άρχισε να φαίνεται πιο ξεκάθαρη, πιο θελκτική, πιο οριστική. Όπως και οι αναμνήσεις μου. Η Κεφαλονιά δεν είναι απλά ο τόπος καταγωγής μου. Είναι πολλά παραπάνω. Είναι η λατρεία που με τράβαγε σαν μαγνήτης, η ενέργεια που γαλήνευε το μέσα μου, η βάση μου. Όλα αυτά βέβαια τα κατάλαβα μεγάλη, γιατί σαν παιδί ένιωθα άλλα πράγματα. Κάθε καλοκαίρι, κάθε Αύγουστο, από παιδί ως τα 17 μου εδώ πέρναγα τις διακοπές μου. Γεγονός αδιαπραγμάτευτο στην οικογένεια. Ένα γεγονός που με έκανε πάντα να στραβομουτσουνιάζω και να γκρινιάζω που πάλι θα πηγαίναμε Κεφαλονιά και όχι κάπου αλλού. Αυτά βέβαια μέχρι να την αντικρύσω από μακριά. Τότε όλα άλλαζαν. Ένας ολόκληρος μήνας, κάθε καλοκαίρι λοιπόν εδώ. Ένα γρήγορο πέρασμα από το χωριό και το γνωστό βαρκάκι μας πήγαινε στο Ακρωτήρι, λίγο πιο πέρα από τη Μακριά Πέτρα, στην παραλία μας. Μας ξεφόρτωνε, τον μπαμπά, τη μαμά, τον μικρότερο αδερφό μου, εμένα, τα πράγματα μας, κανόνιζε να μας πάρει στο τέλος του μήνα και έτσι απλά ξεκινούσαν οι διακοπές. Εκεί, μακριά από όλους και από όλα. Χωρίς κανένα φόβο, καμία αγωνία. Νιώθαμε όλοι μια ανεξήγητη προστασία να μας περιβάλλει, κάτι αδιόρατο που θα εμπόδιζε το οποιοδήποτε κακό να μας πλησιάσει. 28 μέρες παρέα με τη θάλασσα, τον ουρανό, την ερημιά. 28 μέρες που η κάθε μία ήταν διαφορετική από την άλλη. 28 μέρες που μας ξύπναγαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου και μας νανούριζαν τα άστρα. Τόσα καλοκαίρια, τόσες και τόσες περιπέτειες, τόσοι και τόσοι ναυαγοί που βοηθήσαμε και εγώ θυμήθηκα το τελευταίο μου. Εκείνο που σηματοδότησε μια άλλη εποχή, εκείνο που ένιωθα πως θα ήταν το τελευταίο μου καλοκαίρι στην Κεφαλονιά, το τελευταίο μου και μαζί σου. Με την επιστροφή μας στην Αθήνα θα πήγαινα σε άλλο σχολείο, σε άλλη γειτονιά, σε άλλο σπίτι. Ούτε μια στιγμή δεν φοβήθηκα τα καινούρια. Με πόναγε περισσότερο βλέπεις που άφηνα τα παλιά. Θυμήθηκα την ανακούφιση που ένιωσα σαν πάτησα στην παραλία. Βύθισα το πόδι μου στα στρογγυλεμένα βότσαλα και έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να ξεγελαστώ πως θα ήταν ένα ακόμα γνώριμο καλοκαίρι που σαν πέρναγαν οι μέρες θα επέστρεφα στην δικιά μας γειτονιά. Και ξέρεις, τις πρώτες μέρες τα κατάφερα. Ακολουθούσα το γνω-


Σελίδα 21

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

στό πρόγραμμα που κανείς ουσιαστικά δεν μας όριζε αλλά είχε μπει πια για τα καλά στο πετσί μου. Ξύπναγα με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, ώρες ατέλειωτες κολύμπι στην έρημη παραλία, φαγητό ό,τι είχαμε φέρει μαζί μας τις πρώτες μέρες και αργότερα ό,τι βρίσκαμε ή ό,τι ψάρευε ο μπαμπάς, λίγη ξεκούραση στη σκιά της σπηλιάς το μεσημέρι, ξανά κολύμπι νωρίς το απόγευμα. Λίγο πριν το βραδινό έφευγα και πήγαινα στον βράχο μου. Εκεί, μόνη μου, κοιτώντας τη θάλασσα και απέναντι να αχνοφαίνεται η Ιθάκη, σου μίλαγα. Σου έλεγα τα όνειρα μου, τις αγωνίες μου, τη θλίψη μου που θα σε έχανα από την καθημερινότητα μου. Θυμάμαι εκεί καθόμουν και σου έγραφα. Ένα γράμμα κάθε μέρα, από εκείνα τα αγνά, τα παιδικά, τα όμορφα. Κάποιο από αυτά στο είχα στείλει, μαζί με κάτι άλλο. Εκεί, εκείνο το καλοκαίρι, λίγο πριν επιστρέψουμε Αθήνα σου έπλεξα και ένα βραχιολάκι, της φιλίας στο ονόμασα. Μερικά χρωματιστά νήματα που είχα φέρει μαζί μου, μπερδεμένα το ένα με το άλλο, μπολιασμένα με την νεανική αγάπη που ένιωθα για σένα. Σήμαινες πολλά για μένα και ας μην στο έδειξα τότε. Εκεί λοιπόν, σε εκείνο το βράχο, εκείνο το καλοκαίρι, είπα πως κάποια στιγμή θα σε φέρω εδώ. Να δεις την ομορφιά του τοπίου, να γευτείς την ιδιαίτερη αρμύρα της θάλασσας μας, να ακούσεις την αγριάδα του Μαΐστρου καθώς πλησιάζει, να μυρίσεις τα αρώματα της γης, να χαϊδέψεις τα τραχιά βράχια. Να ζεσταθείς από τον ήλιο, να ‘ταξιδέψεις’ με το αλλιώτικο φεγγάρι, να ανατριχιάσεις γλυκά με τη δροσιά της σπηλιάς, να ξαπλώσεις ανέμελα στα σμιλεμένα θαρρείς στρογγυλά βότσαλα, να ξαποστάσεις από τη ζωή που γνώριζες. Φανταζόμουν το πρόσωπο σου καθώς θα τα βίωνες όλα αυτά και χαμογελούσα με χαρά και ικανοποίηση. Θα σου έλεγα βέβαια και όλες τις απίστευτες ιστορίες που έζησα εδώ, αλλά πρώτα ήθελα να νιώσεις όλα τα υπόλοιπα. Πέρασαν πολλά καλοκαίρια από τότε. Μεγαλώσαμε. Ζήσαμε τις ζωές μας κινούμενοι σε δύο παράλληλες γραμμές που σε κρίσιμα σημεία ακούμπαγε η μία την άλλη και χώριζαν ξανά μετά. Η επιθυμία μου ξεθώριασε με τον καιρό, μα δεν σβήστηκε. Ήλπιζα πως κάποια στιγμή θα κατάφερνα να την εκπληρώσω. Μας πήρε πολύ χρόνο ομολογώ, μα τα καταφέραμε. Πέρασαν αρκετά καλοκαίρια πριν το πολυπόθητο που θα σε έφερνα εδώ. Θυμάμαι όλα όσα ένιωσα σαν έμαθα πως είχες έρθει Κεφαλονιά. Απογοήτευση, οργή, θλίψη. Που δεν ήμουν εγώ αυτή που μαζί της θα περπάταγες για πρώτη φορά το σώμα της, που δεν ήμουν εγώ αυτή που μαζί της θα γευόσουν για πρώτη φορά τη γεύση της, που δεν ήμουν εγώ αυτή που μαζί της θα μύριζες για πρώτη φορά την ανασεμιά της. Θεωρούσα βλέπεις πως αυτός ο τόπος είναι ο δικός μου και μόνο εγώ έπρεπε να στον δείξω. Παιδιάστικες σκέψεις. Ήθελα απλά να ενώσω τις δυο μεγάλες αγάπες μου. Τα ξεπεράσαμε όμως και αυτά και να που η επιθυμία μου εκπληρώνεται! Πλησιάζουμε. Η στεριά φαίνεται καθαρά πια. Τα βουνά, οι δρόμοι, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα που κινούνται. Η καρδιά αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα. Κλείνω τα μάτια


Σελίδα 22

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

και παίρνω βαθιές ανάσες από τα αρώματα του τόπου που λατρεύω. Θέλω να κλείσω τον πολύτιμο αέρα του νησιού μέσα μου, να καθαρίσει το ‘είναι’ μου, να γεμίσω από την πολυπόθητη γαλήνη που μόνο αυτή η γη μου προσφέρει απλόχερα. Το καράβι βροντοφωνάζει τον ερχομό του. Ανοίγω τα μάτια. Γυρνάω και σε κοιτάω που έχεις χαθεί στον τεράστιο χάρτη του νησιού. Χαμογελώ και σε πλησιάζω. Παίρνω απαλά τον χάρτη από τα χέρια σου. «Άστο αυτό, δεν θα το χρειαστούμε. Θα δεις αυτόν τον τόπο μέσα από τα δικά μου μάτια. Θα σου δείξω μια άλλη, την δική μου Κεφαλονιά» σου λέω και σε αγκαλιάζω. Όλοι σηκώνονται και κατεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες, γνώριμη συνήθεια όλων των επιβατών. Σηκώνομαι αργά. Σου απλώνω το χέρι. «Τι λες, ξεκινάμε;» Ανδρομάχη Κοκόση


Σελίδα 23

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΩΞΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Α

ρχές Σεπτέμβρη και το φθινόπωρο θρονιάστηκε για άλλη μια φορά επισήμως στην καρδιά μου. Χρόνια τώρα προσπαθώ να καταλάβω γιατί η έλευσή του με γεμίζει με τόση μελαγχολία. Ίσως φταίει το ότι τελειώνει ημερολογιακά το καλοκαίρι και μαζί του σβήνει κάθε μου διάθεση για ανεμελιά και όμορφες σκέψεις. Ίσως πάλι φταίει αυτή η αναμονή των πρώτων σταγόνων της βροχής, που από μόνες τους λες και με δηλητηριάζουν με δόσεις μοναξιάς. Η εφημερίδα που εργάζομαι είναι το καταφύγιό μου και το παράθυρο του γραφείου μου στον δεύτερο όροφο του κτιρίου γίνεται συχνά το μυστικό μου παρατηρητήριο. Κάθε τόσο νιώθω να ανακαλύπτω ένα δέντρο, ένα φανάρι που δεν είχα προσέξει. Ένα τέτοιο φθινοπωρινό πρωινό ένα δυνατό φρενάρισμα με έκανε να τιναχτώ από την καρέκλα μου. Έτρεξα αμέσως στο παράθυρο, ελπίζοντας να μην έχει γίνει κάτι σοβαρό. Κοίταξα κάτω και είδα έναν νεαρό στη μέση του δρόμου και ένα αυτοκίνητο σταματημένο χιλιοστά από τα πόδια του. Μόλις συνειδητοποίησε την απίστευτη τύχη του, πέταξε την τσάντα που κρατούσε και έτρεξε σαν τον άνεμο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένα σπρέι κύλησε αργά από την τσάντα καταλήγοντας στην άκρη του δρόμου. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένας ηλικιωμένος άνδρας εμφανίστηκε στο σημείο, κοιτώντας τριγύρω και φωνάζοντας νευριασμένος: “Δεν θα σε πετύχω πουθενά; Θα σου δείξω...”. Γεμάτη περιέργεια αναζήτησα την αιτία του συμβάντος, μέχρι που το βλέμμα μου έπεσε σε έναν μαντρότοιχο. Ένα μήνυμα έμοιαζε να είναι γραμμένο με κόκκινο σπρέι, αλλά δεν μπορούσα να το διαβάσω από τόσο μακριά. Έξι γραμμές όλες-όλες. Ήθελα πολύ να δω το κείμενο από κοντά, οπότε αποφάσισα να περάσω από εκεί φεύγοντας από τη δουλειά. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα, ίσως γιατί η ανυπομονησία με είχε κυριεύσει. Λίγα λεπτά μετά τις πέντε μάζεψα βιαστικά τα πράγματά μου και κατευθύνθηκα στο απέναντι πεζοδρόμιο για να δω με τα μάτια μου το κείμενο που τόσο είχε εξάψει τη φαντασία μου. Φτάνοντας στο σημείο διάβασα έκπληκτη την αρχή ενός υπέροχου και ίσως ημιτελούς ποιήματος: Διώξε από την καρδιά μου το φθινόπωρο, πάρε μακριά όλες τις στάλες της βροχής, στύψε τα σύννεφα να γίνουν άσπρα, σαν μαξιλάρια αφράτα του ουρανού για ύπνους γαλήνιους


Σελίδα 24

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

και άνυδρα όνειρα, λευκά. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, εκείνη τη στιγμή θαύμαζα τον ρομαντικό νέο που αποφάσισε να αφήσει ένα όμορφο μήνυμα, παρότι ο άνδρας που τον κυνήγησε τον έβλεπε σαν κάποιον αλήτη που του λέρωσε τον τοίχο. Μια τόσο όμορφη αράδα λέξεων και συναισθημάτων, πώς είναι άραγε δυνατόν να “λερώνει” κάτι άψυχο; Και να σκεφτεί κανείς ότι για αυτή την αράδα ο νεαρός παραλίγο να χτυπηθεί από αυτοκίνητο! Καθώς απομακρυνόμουν από το “σημείο του εγκλήματος” αυθόρμητα ακούμπησα τον τοίχο βάφοντας ελαφρά τα δάχτυλά μου με κόκκινη μπογιά. Σκεφτόμουν πως εγώ κι ο άγνωστος ονειροπόλος μοιραζόμαστε κάτι κοινό: την ανάγκη να διώξουμε τη μελαγχολία που βαραίνει την καρδιά μας κάθε φθινόπωρο. Και χωρίς να το θέλω, ήρθε στο μυαλό μου το κλείσιμο του ποιήματος που ξεκίνησε στον λευκό μαντρότοιχο: Βιάσου λοιπόν, τι με κοιτάς; Την Άνοιξή μου θέλω. Φέρ' την μου πίσω, μην αργείς. Φθινόπωρο, αντίο! Νικολέττα Παπατόλη


Σελίδα 25

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΈΝΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙ ΚΟΣΜΟΥ

Θ

ωμά μου, πώς να σου ξεπληρώσω τις αμέτρητες στιγμές που με συντρόφεψες; Πώς να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου, εσύ, που με κράτησες στο παρόν και δεν κύλησα στη λήθη; Μου ’δωσε ο Θεός την ευτυχία στο τέλος μου, να νοιώσω όμορφη, πλήρης κι αγαπημένη… Του έσφιγγε τα χέρια κοντά στο στήθος της που πάλευε να γεμίσει αέρα για να της δώσει δύναμη και να του πει όλα όσα εκείνη πίστευε ότι του χρωστούσε. Ένοιωθε πως δεν θα την έβρισκε η επόμενη μέρα! Πως ξεκινούσε για το άγνωστο μα τόσο ελπιδοφόρο ταξίδι.. Εκείνος καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, σκυμμένος εμπρός της, με ελαφρώς γυρισμένο το πρόσωπο στο πλάι και με το αυτί κοντά στο στόμα της, δεν ήθελε να χάσει ούτε λέξη… - Ησύχασε, της ψέλισε και την κοίταξε με απέραντη λατρεία. Θα ζήσουμε κι άλλες μέρες αντάμα. Έλα , κάνε μου τη χάρη και πιες μια γουλιά γάλα˙ θα σου κάνει καλό! Η πρώτη μας τροφή για τη ζωή.. - …και η τελευταία για τον θάνατο, τον διέκοψε εκείνη, κάνοντας προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί για να φτάσει την κούπα, έτσι για να μην του χαλάσει το χατίρι, όχι πως το είχε ανάγκη! Το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο μετρούσε ασταμάτητα το χρόνο. Ήταν νωρίς το πρωί και στο Ίδρυμα επικρατούσε ακόμα ησυχία. Οι τρόφιμοι έπαιρναν το πρωινό τους ή άλλοι, όσοι μπορούσαν, έκαναν τον περίπατό τους στο μεγάλο κήπο. Μια μικρογραφία της Εδέμ αυτός ο κήπος! Περιποιημένα φυτά και δέντρα, πολύχρωμα παρτέρια, χαριτωμένες γωνιές με ανθισμένες γλάστρες και κομψές πηγές που ομόρφαιναν την ηρεμία με το νεράκι που ανάβλυζε. Κάθε λογής πουλιά απολάμβαναν τη φιλοξενία του κι εκείνα, διόλου αχάριστα, πρόσφεραν εικόνες ζωής στους απόμαχους που τη νοσταλγούσαν! Όταν τον πότιζαν τ’ απογεύματα μια μυρωδιά νοτισμένου χώματος κέντριζε τα ρουθούνια τους, κι εκείνοι τ’ ανοίγανε σε μια προσπάθεια να τη ρουφήξουν με απληστία, σα να ήθελαν να πάρουν κι άλλη ζωή, περισσότερη απ’ αυτή που τους απέμεινε.. Ο Θωμάς θα ήταν στα ογδόντα δύο του. Ψηλός και στητός παρά τα χρόνια. Μέτωπο στολισμένο με ρυτίδες όπου έπεφταν ατίθασα κάποιες λευκές τούφες. Εκείνο που " μίλαγε " πάνω του ήταν τα μάτια του. Βαθύ χρώμα του μελιού που γλύκαινε περισσότερο την καλοσύνη του βλέμματος και της ψυχής του. Αυτό το βλέμμα ξεχώρισε και η Ηλέκτρα. Καμιά δεκαετία μικρότερη απ’ αυτόν με πρόσωπο που μαρτυρούσε ότι στα νιάτα της υπήρξε καλλονή. Καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά, λίγες ρυτίδες στο μέτωπο, το λαιμό και τα χέρια. Μα εκείνο που συγκινούσε ήταν η χροιά της φωνής της. Λίγο ένρινη, λίγο υγρή, μα εκπληκτικά εκφραστική, υπογράμμιζε την έντονη προσωπικότητά της. - Maison pour les cheveux blancs, άκουσε να του λέει, σαν μαζεύτηκαν στην τρα-


Σελίδα 26

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

πεζαρία για το γεύμα εκείνο το μεσημέρι. - Όμορφα ονοματίζετε το Γηροκομείο…" Σπίτι των άσπρων μαλλιών ", είπε εκείνος γυρίζοντας το κεφάλι προς το μέρος της. Το μυαλό του, που μέχρις εκείνη τη μέρα ησύχαζε, ξαφνικά άρχισε ένα ξέφρενο πισογύρισμα στο χρόνο, ωθούμενο από την υπέροχη φωνή. Μα πού την είχε ξανακούσει;…. Ναι, κάποτε είχε λατρέψει και τη φωνή και την ψυχή και το σώμα που ήταν πλάι του. Η καρδιά του αναποδογύρισε στο στήθος του. Την αναγνώρισε! Δεν μπορούσε να έχει κάνει λάθος… Ήταν η Ηλέκτρα! Ναι, η Ηλέκτρα του!… Η φωνή, η μορφή που γλύκαιναν τις άσχημες στιγμές στη ζωή του. Το καταφύγιο της κυνηγημένης του ψυχής…. - Κι είναι γραφτό μου, γραφτό σας, γραφτό τους, να τελειώσουμε τον βίο μας εδώ; Κρίμα!...Άδικο; Ύστερα από μια μικρή παύση: - Ας αρχίσω τη γνωριμία μου από εσάς. Ηλέκτρα, του λέει και του έδωσε το χέρι. - Θωμάς, της απαντά λίγο ξεψυχισμένα, ύστερα από την αποκάλυψη εντός του, που φάνηκε σαν συγκίνηση. Την κοίταξε βαθειά, με δύναμη στα μάτια και της έσφιξε τρυφερά αλλά ευγενικά το χέρι. Αναρωτήθηκε αν τον αναγνώρισε. Ήλπιζε, το ήθελε. Όμως κανένα ελπιδοφόρο σημάδι! Κι όχι μόνο εκείνο το μεσημέρι αλλά όλο τον καιρό που έκαναν παρέα. Είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά και ότι ήταν αδύνατον να θυμηθεί. Μόνο μερικές φορές που λες και ξεχνούσε το βλέμμα της στα μάτια του και σαν κάτι να έψαχνε. Μα δεν το σχολίασε ποτέ. Τη ρωτούσε για τη ζωή της κι έπαιρνε ασύνδετες πολλές φορές απαντήσεις. Γέμισε θλίψη. Βέβαια, δεν ήθελε να γίνει φορτικός με ερωτήσεις. Το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα τον αναγνώριζε.. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο εκείνη " βάραινε " και δυσκολευόταν να θυμηθεί απλά πράγματα. Ούτε τ’ όνομά του της θύμιζε κάτι, καμία ένδειξη!... Και την πρόσεχε, την φρόντιζε της μιλούσε όμορφα για χίλια δυο πράγματα. Στους καθημερινούς τους περιπάτους της σιγοτραγουδούσε μελωδίες των χρόνων της νιότης τους και πριν αποτραβηχτούν για ύπνο πάντα της ευχόταν καληνύχτα αφήνοντας ένα φιλί στο χέρι της. Τι όμορφη εκείνη η σχέση μα πόσο πόνο έκλεινε μέσα της!... Στο λιτό του δωμάτιο ο Θωμάς, με μόνο φως εκείνο του φεγγαριού που έμπαινε από τις μισόκλειστες γρίλιες, ζούσε ξανά και ξανά τον εφηβικό έρωτα κάποιου καλοκαιριού σ’ ένα γραφικό ελληνικό χωριό κοντά στη θάλασσα. Σαν τα χελιδόνια που ανταμώνουνε την άνοιξη έτσι ξαναβρέθηκε η παρέα στο αγαπημένο μέρος. Κολύμπι τα πρωινά μέχρι το σούρουπο. Τα βράδια σταυροπόδι στην αμμουδιά, άλλοι άναβαν φωτιές, άλλοι έπαιζαν κιθάρες κι άλλοι τραγουδούσαν. Άλλοτε πάλι, μέσα στο σκοτάδι, έπαιζαν πετώντας άμμο ο ένας στον άλλον˙ σταματούσαν για λίγο, τίναζαν την άμμο και τα χαλικάκια από πάνω τους και ξανάρχιζαν, γεμίζοντας τον αέρα με τα ξέγνοιαστα γέλια τους. Όλα τούτα έγιναν το σκηνικό της αγάπης τους. Μιας αγάπης τόσο δυνατής που δεν ξεθωριάζει μ’ όσα κι αν περάσουν! Σαν επέστρεφε στο σπίτι, γέμιζε ολόκληρες σελίδες με λόγια άδολης αγάπης και όρκους αιώνιας πίστης. Αχ! ο


Σελίδα 27

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

έρωτας!... Εκείνη χαιρόταν σαν παιδί και δεχόταν μ’ ενθουσιασμό τα μπουμπούκια τριαντάφυλλα που συνόδευαν τα ερωτόλογα… Μα ο καιρός και τα " πρέπει " αμείλικτα. Τους πήρε μπάλα η ζωή και τώρα, γεροντάκια πια, να γεμίζουν ο ένας το κενό του άλλου σ’ ένα ίδρυμα. Φύγανε οι σύντροφοί τους, οι σκληροί απόγονοι αποφάσισαν αντ’ αυτούς... Η μοναξιά, ως Φιλτάτη φίλη, θα τον συνόδευε ως το τέλος, αφού η Ηλέκτρα του φεύγει. Εκείνο το πρωί της έκλεισε τα μάτια, ένοιωσε την πάλλουσα και αιμάσουσα καρδιά να σταματά κι απόμεινε συντροφιά της με το μόνο παράπονο πως εκείνη δεν τον αναγνώρισε ποτέ. Της σταύρωσε τα χέρια, ανέβασε το σεντόνι ως επάνω, χάιδεψε τα γυαλιά και την βεντάλια στο κομοδίνο. Άνοιξε την ντουλάπα της. Ταξίδεψε με το βλέμμα στα λιγοστά σκούρα ρούχα, μύρισε το άρωμά της πάνω στην εσάρπα της.. Σκύβοντας να σηκώσει ένα φουλάρι βλέπει ένα κλειστό κουτί στο βάθος. Όμορφα διακοσμημένο με πεταλούδες από σμάλτο. Σκέφτηκε πως δεν θα ήταν ιεροσυλία να το ανοίξει… Κιτρινωπές σελίδες από τα γράμματά του κι ένα μαραμένο μπουμπούκι τριαντάφυλλο που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει…Δάκρυσε, χάρηκε, λυπήθηκε:… Το πήρε, πήγε στο δωμάτιό του, το έβαλε μαζί με τα δικά του πράγματα στο βάθος της ντουλάπας κι ύστερα επέστρεψε σ' εκείνη˙ χτύπησε το κουδούνι κινδύνου και απομακρύνθηκε. «Πόσες στιγμές μου απομένουν ακόμα για να την ξαναδώ;», σκέφτηκε, ενώ απομακρυνόταν αργά και με το κεφάλι σκυφτό. «Σήμερα έχασα ένα κομμάτι του κόσμου μου». Μάρη Τσαμακίδου – Παπαποστόλου Καρδίτσα 2017


Σελίδα 28

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΩΡΑ ΣΙΩΠΗΣ

Ε

δώ και ώρα το φως έχει δώσει τη θέση του στο σκοτάδι. Το φως του φεγγαριού ασθενικό, ίσα που διαπερνάει τα πυκνά σύννεφα. Κι εγώ, μόνη, κοιτάζω το λευκό μάρμαρο που κρύβει στην αγκαλιά του εσένα που υπήρξες έρωτας και τύραννός μου μαζί. Με αργές κινήσεις ξετυλίγω απ’ το λαιμό μου το μαύρο εκείνο φουλάρι με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και με αργές κινήσεις αρχίζω να το κόβω σε λωρίδες. Ένα για σένα… ένα για μένα… ένα για μας! Καημενούλα μου τι κακό σε βρήκε! ψεύτικα τα λόγια της παρηγοριάς και δεν τα θέλω. Μπροστά μου “βλέπω” ξανά το χαμόγελό σου, τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση στο βλέμμα σου… σαν ταινία περνούν από μπροστά μου οι ατέλειωτες ώρες μοναξιάς. Τότε που περίμενα ν’ ακούσω το κλειδί σου στην πόρτα… Τότε που περίμενα μια τρυφερή κουβέντα, ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα φιλί … Μα έπεφτα πάνω σε τοίχο! Δίχως εμένα πώς θα ζήσεις; Εγώ κυλώ μέσα στο αίμα σου…! πόσο αλαζόνας υπήρξες, καλέ μου. Δεν έχεις ζωή… δεν έχεις ζωή χωρίς εμένα! Αχ, αυτά σου τα λόγια!. Πόσο λάθος κάνεις! η ψυχή μου φωνάζει κι ας μένουν τα χείλη μου κλειστά. Εγώ, μάτια μου, θα ζήσω κόντρα σε ταμπέλες κι ετικέτες με συντροφιά έναν άνεμο αλήτη… χρώμα στη ζωή μου θα βάλω… όπως εγώ ονειρεύτηκα… ΘΑ ΖΗΣΩ!!! Βγάζω το μαύρο μου παλτό και το ακουμπώ πάνω στο μνήμα σου. «Κάνει κρύο τις νύχτες!» λέω μόνο. Κι απομακρύνομαι δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Μια μικρή σχισμή ανοίγεται στον ουρανό… και μια φεγγαροαχτίδα τόση δα ρίχνει φως στο μονοπάτι. Ώρα σιωπής. Σμαραγδή Μητροπούλου


Σελίδα 29

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ

Ο

μικρός πελαργός αποπειράθηκε για άλλη μια φορά να πετάξει γαντζωμένος απ’ το πελώριο δέντρο της πλατείας. Θα έκανε το πιο παράτολμο άλμα . Η ενέργεια έμοιαζε με καθαρή τρέλα εκ’ πρώτης. Τριγύρω στην πλατεία μέσα από τζαμαρίες μαγαζιών και ενός μαγειρείου, ακουγόταν διαρκώς απόψεις. Χρειάζονται έλεγαν τέτοιες προσπάθειες γιατί αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση και πως αν ήταν, οι ίδιοι άνθρωποι πουλιά .. θα πετούσαν ψάχνοντας για διαδοχικά φθινόπωρα . Άλλοι θυμόταν στιγμές όπου έπιαναν πουλιά στον αέρα και την αμέσως επόμενη στιγμή, όλοι έμειναν άφωνοι, βλέποντας τον μικρό πελαργό να γκρεμοτσακίζεται στο πλακόστρωτο. Η αποστολή του μίκρυνε απ’ τους ανθρώπους που ήξεραν να χλευάζουν με αλαζονεία. Ήθελε ίσως να εκφράσει την αποφασιστικότητα του και το πλήρωνε ακριβά. Ήταν πραγματική έκπληξη αυτό που έγινε. Λίγοι ήταν αυτοί που κατόρθωσαν πράγματι να εκτιμήσουν τον πελαργό απ’ τον τρόπο που δίνονταν στον αγώνα. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν εκείνοι που ήξεραν ότι το συμβάν που εξελίχθηκε γέννησε έναν οικουμενικό συγγραφέα. Πρώτα βεβαιώθηκαν ότι ο πελαργός είναι ζωντανός! Έπειτα, άσπρα και μαύρα γέλια διαδέχτηκαν την ένταση με μια ρωγμή. Πριν λίγες μέρες όλα περνούσαν ,ξεθωριάζανε και χαλούσαν για τους δυο φίλους. Ήταν αντράκια του δημοτικού που έτρωγαν μεσημεριανό φαγητό στο κρατικό μαγειρείο. Κάτι που είχε να κάνει δηλαδή με ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης. Χθες ο μικρός πελαργός έπεφτε άγαρμπα κάτω απ’ τα κλαριά σε διαδοχικές μάταιες προσπάθειες να τα καταφέρει την έκτη μέρα. Τα παιδιά κοιτάζαν το πτηνό μέσα απ΄ την αίθουσα του μαγείου «Κάνεις λάθος Σίμο. Έδειξε ότι έχει δύναμη και θέληση, δεν είδες πως άνοιξε τις φτερούγες και όρμησε? Ενέργησε σαν να ήταν αδύνατο να αποτύχει .Έχει μια φλόγα, μια αστραπή να προλάβει αυτό το πουλί» είπε ο Νίκος . «Ναι καλά, κολοκύθια τούμπανα» είπε εκείνος λιγάκι βαριεστημένα. Φάνηκε εκνευρισμένος στη συνέχεια, «Με την άκρη του ματιού μου νομίζω ότι είδα την κακιά μαγείρισσα να έρχεται προς εμάς, χωρίς λευκή σημαία ανακωχής». Αμέσως ο Νίκος στριφογύρισε το κεφάλι κάνοντας ένα γρήγορο νεύμα. Μήπως ήρθε η στιγμή να την ΄΄ κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια΄΄ οι δυο τους; Τι έγινε άραγε και τι προηγήθηκε; Απλούστατα από τη λίστα των δικαιούχων στα ονόματα σίτισης, έλλειπαν τα δικά τους! Λίγες μέρες πριν, το προαύλιο του δημοτικού σχολείου είχε γεμίσει με λογιώνλογιών πηγαδάκια Ο κόσμος εκεί, είχε ως κεντρικό θέμα συζήτησης τις ξακουστές λίστες μαγειρείων. Οι μισοί μαθητές σχεδόν, απόκτησαν πρόσβαση στη σίτιση ενώ φήμες έλεγαν ότι το αξιόλογο αυτό μέτρο, θα εξελισσόταν σε θεσμό σιγά-σιγά, α-


Σελίδα 30

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

φού άντεχε σταθερά στο χρόνο. Ο διευθυντής του σχολείου διαβεβαίωναν οι πληροφορίες πως έλεγε κατά λέξη ,<<Τη μια χρονιά είναι χάρη και τη δεύτερη κανόνας! Δύσκολος καιρός, μα θα κάνουμε τα πάντα για τη λειτουργία του κοινωνικού έργου.>> Στη μεγάλη αίθουσα σίτισης υπήρχαν πέντε μακρόστενα τραπέζια και επικρατούσε συνωστισμός παιδιών. Την κατέκλυζαν φωνές με εναλλαγές γκρίνιας, ξεφωνητά χαράς μα και απορίες ζωγραφισμένες στα πρόσωπα . Ένα σωρό σχέδια ωστόσο καταστρώνονταν με ραδιουργία και καπατσοσύνη απ’ όσους δεν ήταν γραμμένοι στη λίστα παροχής φαγητού. Μπορούσε για παράδειγμα κάποιος μη δικαιούχος ,απλά και μόνο να πει το όνομα ενός άλλου που απουσίαζε, και έτσι να φάει ως αντικαταστάτης. Ο κόσμος πεινούσε αλλά είχε και λαιμαργία στο καθετί που δίνονταν δωρεάν! Κάποιος πατέρας ενός μαθητή διαμαρτύρονταν στη μαγείρισσα σε ανεβασμένο τόνο με έντονο ύφος, «Είμαι άνεργος εδώ και πέντε μήνες με εισοδήματα μηδενικά. Μήπως θέλετε να σας φέρω πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, να δείτε ότι δικαιούται φαγητό το παιδί μου»; «Σας παρακαλώ κύριε αυτά τα πιστοποιητικά που λέτε δεν ξέρω αν υπάρχουν ή αν καταργήθηκαν! Εμείς εξάλλου είμαστε αναρμόδιες με τις λίστες. Απευθυνθείτε αν θέλετε κάπου αλλού να γραφτεί ο γιός σας» απάντησε σαν καταπέλτης η υπάλληλος. Εξ’ αρχής φάνηκε το πρόβλημα εκ’ των πραγμάτων! Αρμόδιοι ,υπεύθυνοι και άλλοι κοιτούσαν με θρησκευτική ευλάβεια το γράμμα του νόμου και όχι το πνεύμα. Ένα γράμμα όμως που παρά τις σαφήνειες του ‘έμπαζε νερά’ κατά την άποψη του νεαρού Νικόλα, με τα κοινωνικά κριτήρια και την απουσία εκτεταμένης κοινωνικής έρευνας. Ο μαθητής πίστευε μ’ όλες τις θρησκευτικές αποχρώσεις της λέξης, ότι όπως για παράδειγμα αναζητούν τα αίτια φυσικών φαινομένων με φυσικούς νόμους, δεν συνέβαινε το ίδιο με τα κοινωνικά φαινόμενα. Έτσι αποφάσισε να τα βάλει με τη Φρόσω, τη χοντρή μαγείρισσα που την αποκαλούσε ΄΄δαίμονα΄΄ για να τρώνε με το Σίμο. Έπεισε το φίλο του λέγοντας, «έχει πλάκα να κάνουμε κάτι που δεν μπορεί να γίνει. Τι λές»; Εκείνος κάπως συνεσταλμένος αρχικά είπε, «Πως θα προχωρήσουμε μπροστά απ’ την ΄΄ουρά΄΄; Αφού δεν είμαστε σωστοί θα μας καταλάβουν, ή θα μας καρφώσουν οι άλλοι». «Άμα θέλεις , θα βρούμε τρόπο». «Ναι αλλά πώς; Θα γίνουμε ρεζίλι για ένα κομμάτι ψωμί». «Άστο πάνω μου. Να θυμάσαι μόνο πως αν τα πράγματα δεν είναι όπως θα ήθελες εκεί μέσα με το δαίμονα, να τα θέλεις όπως είναι». Τι εννοούσε ακριβώς και ποιος θα ήταν ο ρόλος τους, δεν είχε καταλάβει καλά- καλά, μα έδειχνε εμπιστοσύνη στο Νίκο. Έπειτα για το σχέδιο του φαγητού προετοίμαζε τον εαυτό του ,ήξερε ποιος αρρώστησε και θα λείπει ή ποιος είναι αργοπορημένος και λεπτομέρειες επί λεπτομερειών. Παρατηρούσαν τις συνήθειες όλων, ακόμη και της κυρα-Φρόσως όσο καλύτερα μπορούσαν για να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα, ώστε να κινηθούν ανάλογα. Στο μεταξύ η εύσωμη μαγείρισσα κοίταζε εξονυχιστικά απ’ την κορυφή μέχρι τα


Σελίδα 31

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

νύχια κάποιο άλλο αγόρι. Άρχισε να τον χλευάζει ασύστολα ,λόγω του θράσος του να πάρει τη θέση άλλου. Κουνούσε την κουτάλα έξω απ’ το καζάνι στον αέρα, λες και είχε κανένα μαστίγιο στο χέρι της. Τότε ο Σίμος πανικόβλητος το ΄βαλε στα πόδια λέγοντας. «Βαρέθηκα να τρέχω πίσω σου και να κάνω ότι κάνεις». «Τότε να κάνεις ότι λέω»! «Ναι καλά. Δεν θα την ξεγελάσεις πάλι». «Κοίτα για λίγο τον πελαργό Σίμο. Επιβιώνει γιατί μεταμορφώνεται και ακολουθεί το ρυθμό της φύσης. Πότε θα το καταλάβεις! Δεν τους ξεγελάμε γιατί δεν τους προσβάλλουμε». Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα ο Σίμος. Στα αλήθεια αυτό πιστεύεις; Είσαι αναίσθητος». «Εντάξει φίλε! Φέξε μου και γλίστρησα». Έτρεξε ενστικτωδώς στην πλατεία την έβδομη μέρα. Είδε τον πελαργό να πέφτει στα πλακάκια, ενώ το κρακ-τακ ακούστηκε εκκωφαντικό. Έγινε σιωπή που τρυπούσε το τύμπανο. Πήγε αστραπιαία και αγκάλιασε το πτηνό. Μέσα του άκουγε τα λόγια ενός μεγάλου άνδρα της ιστορίας που έλεγε -«Είδες να ξεπουπουλιάζουν την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει και το έθνος μας»!. Με φιλότιμες προσπάθειες ζητώντας τη βοήθεια ενός κτηνίατρου, τοποθέτησαν νάρθηκα στο αιμόφερτο πουλί. «Γερό σκαρί» είπε ο κτηνίατρος. «Θα τα καταφέρει»; Ρώτησε θορυβημένος ο νεαρός. Έστρεψε το βλέμμα περιφρονητικά προς το πλήθος σαν να ήταν εκείνοι.. τα θύματα μιας βίας που εκμηδένιζε τη θέληση για αντίσταση. «Κατάφερε να μας δείξει το θάνατο και δείχνει ευχαριστημένος με τον πυρετό» απάντησε. Ίσως οι βιολογικές εντολές του να μπλόκαραν, δεν ξέρω τι στην ευχή τον οδήγησε να κάνει ένα τέτοιο σάλτο». Περιεργάστηκε κάμποσο το σώμα λέγοντας, «Θα χρειαστεί στέγη και τροφή». Ξαφνικά ακούστηκε η τραχιά φωνή της μαγείρισσας από απέναντι να λέει κατά ριπάς, «Φέρτε τον γρήγορα, δεν ξεπουπουλιάζεται .Προλαβαίνω όμως να τον γδάρω για πεντανόστιμη σούπα». Τότε ο συγγραφέας έσφιξε τα χέρια του γιατρού μην τυχόν και κάνει καμιά παλαβομάρα. Τότε κοίταξε βαθύτερα τα μικρά μάτια του πουλιού που έδιναν την εντύπωση ότι δεν είναι λειτουργικά, καθώς εξέπεμπαν έναν ζωώδη φόβο. Οι ματιές τους ενώθηκαν σαν ξέφτια και υφαντικές ίνες στο πιο περίπλοκο μοτίβο. Γιάννης Λαμ.


Σελίδα 32

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΠΗΝΕΛΟΠΙΑΔΑ

Σ

ύμφωνα με νεότερα ιστορικά ευρήματα, στην ευρύτερη περιοχή της Ιθάκης, η Πηνελόπη δεν έπλεκε λόγω των μνηστήρων. Ο προκομμένος της έφυγε ξαφνικά για την Τροία, παίρνοντας μαζί του όλο τον αξιόμαχο πληθυσμό της Ιθάκης, τα καλύτερα παιδιά που λέμε, και για είκοσι χρόνια δεν έστειλε στο παλάτι ούτε ένα ευρώ. Η Πηνελόπη δεν ήταν εύκολο να μαζέψει τους φόρους χωρίς στρατό. Ξέμεινε στο παλάτι μόνη με τις υπηρέτριες, τις κουβερνάντες και κάτι ραμολί γερόντια που φρόντιζαν τα άλογα και τους στάβλους. Έτσι το έριξε στο πλέξιμο, αρχικά λόγω αγαμίας, ήταν μόνο 20 χρονών, αλλά σιγά - σιγά αυτό έγινε ένα κερδοφόρο επάγγελμα, καθώς τα πλεχτά της γίνονταν ανάρπαστα από τους τουρίστες ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Με τον καιρό το πλέξιμο της, έγινε μια απαραίτητη συνήθεια, μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι εθίστηκε σ’ αυτό. Τότε όμως τα πράγματα δεν τα εξηγούσαν επιστημονικά, όπως εμείς τώρα, αλλά μαγικά. Το πλέξιμο την έκανε σκλάβα του και μόνο αν έπαιρνε ένα άλλο άτομο τη θέση της θα μπορούσε η Πηνελόπη να απελευθερωθεί από αυτό. Αλλιώς θα συνέχιζε να πλέκει μέχρι τον αναπόφευκτο θάνατό της, κάτι που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Όταν ο Οδυσσέας επιτέλους γύρισε στην Ιθάκη δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το παλάτι καθώς ολόγυρα υπήρχαν προθήκες και ράφια με πολύχρωμα πλεχτά κάθε είδους. Μπήκε φουριόζος, χωρίς να σκουπίσει τα πόδια του στο ποδόμακτρο και τράβηξε κατευθείαν για την αίθουσα του θρόνου όπου αντίκρισε μια παραμελημένη υπέρβαρη Πηνελόπη να πλέκει μανιωδώς. Στάθηκε απέναντι της, αγέρωχος και σφριγηλός, καλοντυμένος και ξεκούραστος από τις τελευταίες διακοπές του στο νησί της Καλυψούς. Η Πηνελόπη τον κοίταξε μ’ έκπληξη. Αν και εμφανώς μεγαλύτερος, εξακολουθούσε να είναι ωραίος μέσα στην γυαλιστερή πανοπλία του. Σηκώθηκε με δυσκολία, γιατί είχε και κάτι ενοχλήσεις στη μέση της από το καθισιό και τον πλησίασε λέγοντας: - Βρε, καλώς τον... Ξέρεις πόσα χρόνια πέρασαν Οδυσσέα μου; - Είκοσι αν δεν απατώμαι, απάντησε αυτός. - Όχι, αγαπητέ μου, δεν απατάσαι. Είκοσι χρόνια χωρίς ένα γράμμα, ένα ευρώ, ένα κάτι, - τότε τα sms, τα email κλπ δεν υπήρχαν ακόμα - που να δείχνει ότι είσαι ζωντανός κι ότι ενδιαφέρεσαι για την Ιθάκη και για μένα. - Πηνελόπη, ήμουν δέκα χρόνια στον πόλεμο, αν υπονοείς κάτι, και μετά τράβηξα των παθών μου τον τάραχο μέχρι να γυρίσω σώος και άβλαβης, αν μη τι άλλο. Αν δεν με πιστεύεις διάβασε Όμηρο. - Ωραία δικαιολογία! Ο καλός μου κάνει πόλεμο με τα φιλαράκια του και δεν του καίγεται καρφί πως τα βγάζει πέρα η ''πολυαγαπημένη'' του γυναικούλα, χωρίς φράγκο τσακιστό, τον ειρωνεύτηκε η Πηνελόπη.


Σελίδα 33

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

- Μα είχες τους φόρους…..ψέλλισε ο Οδυσσέας. - Εύκολο να το λες, άλλα πώς να τους μαζέψω αφού έφυγες με όλο το στρατό; Με τις υπηρέτριες ή τα ραμολί; Ας είναι καλά το ΕΣΠΑ χάρις του οποίου κάναμε αυτή την επιχείρηση πολυμήχανε φαφλατά, ξέσπασε η Πηνελόπη και την άκουσαν μέχρι το Άργος - δεν εννοούμε τον σκύλο. - Ε, λοιπόν, αν θες να ξέρεις, τώρα ήρθε η σειρά μου, συνέχισε η Πηνελόπη κι έδωσε το πλεχτό στον Οδυσσέα. Ο αφελής θνητός ήρωας το πήρε χωρίς να έχει ιδέα για τα μάγια. Αν και δεν σκάμπαζε καθόλου από πλέξιμο, τα χέρια του άρχισαν να πλέκουν ερήμην της θέλησής του κι η Πηνελόπη έφυγε φουριόζα από την αίθουσα, σέρνοντας τα πόδια της με τις ξεχειλωμένες παντόφλες, αφήνοντας τον μόνο. Μια ώρα αργότερα γύρισε με ψηλοτάκουνα και μια βαλίτσα και τον βρήκε να πλέκει καθισμένο στο θρόνο, κατηφή και γεμάτο ένοχες. Χωρίς να πει οτιδήποτε, έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα που ο Οδυσσέας δεν πρόλαβε κάτι να πει. Το μόνο που πρόλαβε, ήταν να σκεφτεί το γνωστό και τετριμμένο: ''Δεν βγάζεις άκρη με τις γυναίκες'' Δέκα χρόνια αργότερα, η Πηνελόπη επέστρεψε στην Ιθάκη. Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το παλάτι καθώς αυτό ήταν μισο-ερειπωμένο, σαν ελβετικό τυρί μετά από επιδρομή ποντικών. Μπήκε φουριόζα, χωρίς να σκουπίσει τα πόδια της στο ποδόμακτρο και τράβηξε κατευθείαν για την αίθουσα του θρόνου, όπου, ανάμεσα σε τεράστιες στοίβες με μονόχρωμες κάλτσες, αντίκρισε ένα γερασμένο κι άπλυτο Οδυσσέα να πλέκει μανιωδώς ακόμα μία. ''Ποιος μαλάκας είπε ότι είναι πολυμήχανος;'', αναρωτήθηκε απογοητευμένη. Στάθηκε απέναντι του πατώντας σταθερά κι αποφασιστικά στους δωδεκάποντους κοθόρνους της, κομψή κι αδυνατισμένη, φανερά νεότερη από τα μπότοξ, το μακιγιάζ και τα άλλα κόλπα καλλωπισμού των γυναικών της εποχής. Ο Οδυσσέας την κοίταξε με έκπληξη. Αν κι εμφανώς μεγαλύτερη η Πηνελόπη, διατηρούσε ακόμα την μεγαλοπρεπή ομορφιά της, κι αυτό το στενό ημιδιαφανές φόρεμα της μοδός - τελευταία λέξη - την έκανε ακόμα πιο αισθησιακή κι επιθυμητή. Θυμήθηκε τη μέρα που την πρωτογνώρισε. Προς στιγμήν, χάθηκε σε ευχάριστες αναμνήσεις μερικές από τις οποίες του προκάλεσαν ελαφριά στύση. Αυτή είναι κι η σημαντικότερη αιτία που της απηύθυνε το λόγο χωρίς να σηκωθεί. - Πηνελόπη, γύρισες επιτέλους! Το ξέρεις ότι περάσαν δέκα ολόκληρα χρόνια; - Δέκα λιγότερα από τα δικά σου, απάντησε η Πηνελόπη. - Σωστά, είπε μετά από λίγη σκέψη ο Οδυσσέας. Αλλά εγώ ήμουν στον πόλεμο. Αν μη τι άλλο αυτό είναι η «Ιλιάδα», από το Ίλιον, το όνομα της Τροίας. Και μετά τράβηξα των παθών μου τον τάραχο μέχρι να γυρίσω. Αν μη τι άλλο αυτό είναι η «Οδύσσεια», από το όνομα μου. - Χαχα… τον ειρωνεύτηκε η Πηνελόπη. Κι εγώ σε πόλεμο ήμουν. Αν μη τι άλλο, αυτό το λέω «Σαλονομορφιάδα», από το Σαλόνι ομορφιάς, ελληνική μετάφραση του


Σελίδα 34

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

salon de beaute. Αλλά τώρα είμαι εδώ και σκοπεύω να βάλω μια τάξη. Φώναξε τους εξαθλιωμένους υπηρέτες και τους διέταξε να ανάψουν φωτιές και να κάψουν τις κάλτσες που δεν ήθελε να αγοράσει κάνεις. Μαζί πέταξε και το περιβόητο πλεχτό γιατί ακόμα και στα μάγια υπάρχει ημερομηνία λήξης. Έστειλε τον Οδυσσέα να κάνει μπάνιο να ξεβρομίσει το μέρος και ξεκίνησε τις οικοδομικές εργασίες αποκατάστασης του παλατιού. Μια βδομάδα αργότερα έκανε το πάρτι των εγκαινίων που πήρε τέτοια δημοσιότητα ώστε άρχισαν να καταφθάνουν μνηστήρες από όλη τη χώρα με δώρα κι υποσχέσεις. Η Πηνελόπη το έπαιζε ''ορεκτικό'', μετάφραση του Hors-d’œuvre, κι οι φουκαράδες οι μνηστήρες πλήρωναν όλα τα έξοδα του παλατιού ελπίζοντας, ο καθένας φυσικά για τον εαυτό του, ότι μια μέρα θα απολαύσουν και το κυρίως πιάτο. Ο Οδυσσέας δεν άντεξε την έκλυτη κι αχαλίνωτη ατμόσφαιρα του παλατιού. Πήρε το καπελάκι του κι ένα κουπί και την κοπάνησε ψάχνοντας για ηρεμία σε ένα μέρος που να μην γνωρίζουν από θάλασσα, ακολουθούμενος από τον πιστό του πλην μισότυφλο Άργο. Έτσι, η Πηνελόπη έζησε πολύ καλύτερα απ’ ότι μπορούμε να υποθέσουμε, για περισσότερα από δέκα χρόνια, κι εμείς θα ζούσαμε καλύτερα αν στα ιστορικά ευρήματα συγκαταλέγονταν ως ''επιδόρπιο'', μετάφραση του Dessert, η Πηνελοπιάδα, από το όνομα της ομώνυμης ηρωίδας μας. Τέλος, ποιητικό και συνάμα συμβολικό, γιατί κι η γυναίκα είναι απρόβλεπτη κι άστατη σαν τη θάλασσα. Αν κάπου κάνω κάποιο λάθος, διορθώστε με… Νίκος Γιαννόπουλος


Σελίδα 35

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Η ΛΟΥΚΙΑ

Η

Λουκία είναι μία πολύ όμορφη και γλυκιά νεαρή γυναίκα, ιδιαίτερα ελκυστική για το αντρικό φύλο. Έχει τραβήξει επάνω της όλα σχεδόν τα βλέμματα και τις επιθυμίες του νεαρού αντρικού πληθυσμού του νησιού αλλά και πολλών μεγαλυτέρων από τότε που άρχισε να αποχτάει το κορμί της το γυναικείο σχήμα αποβάλλοντας παντελώς το κοριτσίστικο. Όλα της καλά λοιπόν και όμορφα, ένα της μόνο δεν είναι καλό και την εκθέτει σε όλους. Τα μυαλά της έχουν πάρει πολύ αέρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, και δεν καταδέχεται κανέναν για σύντροφό της από τους νεαρούς της πρωτεύουσας του νησιού που την περιτριγυρίζουν καθημερινά, πολλούς από τους οποίους μάλιστα τους αποπέμπει με τον πλέον σκαιότατο τρόπο. «Εδώ δεν υπάρχει ούτε ένας», συνεχίζει να σκέφτεται και να λέει πάντα, «που να αξίζει τον κόπο να του ρίξω, έστω, μία ματιά ή να ασχοληθώ περισσότερο μαζί του. Εγώ είμαι πλασμένη για τα μεγάλα και τα σπουδαία, για μεγαλεία. Το ξέρω καλά.» «Θα φας το κεφάλι σου μια μέρα», της έλεγε συνεχώς και καταστενοχωρεμένη η μάνα της, «με το μυαλό που κουβαλάς και τότε θα με θυμηθείς!» Αλλά ποιος την άκουγε για να την ακούσει και η Λουκία που πίστευε πως είχε τη δική της φιλοσοφία και μια ομορφιά ακατανίκητη. Ένας νεαρός γείτονάς της, ο Θόδωρος , είχε ξετρελαθεί με την ομορφιά της και την είχε ερωτευτεί έως θανάτου. Είχαν μεγαλώσει μαζί, από τότε που είδαν το φως του ήλιου για πρώτη φορά. Μαζί στο νηπιαγωγείο, μαζί στο δημοτικό, μαζί και στο γυμνάσιο και το λύκειο, εκείνη όμως πιστή στη φιλοσοφία της, ή καλύτερα στην αμυαλιά της, δεν του έδινε μεγαλύτερη σημασία από όση σε έναν καλό φίλο, ή έστω και σε ένα καλό και υπάκουο κατοικίδιο. Εκείνος όμως την είχε ερωτευτεί για τα καλά και δεν μπορούσε να δει με ενδιαφέρον άλλη γυναίκα, ό,τι κι αν της έλεγε όμως, τα λόγια του, όσο θερμά και πειστικά κι αν ήσαν, δεν έβρισκαν ποτέ το ανάλογο αντίκρισμα. «Εγώ είμαι πλασμένη για τα μεγάλα και τα σπουδαία, τι θέλεις μαζί μου», ήταν η συνηθισμένη της επωδός. «Μια μέρα θα το φας το κεφάλι σου και δεν θα βρεθεί κανείς να σε βοηθήσει», της απαντούσε ο Θόδωρος, όπως ακριβώς και η μάνα της, «ούτε κι εγώ που σ’ αγαπώ τόσο πολύ, γιατί δεν ξέρω που θα βρίσκομαι τότε». «Μιλάς κι εσύ σαν τη μάνα μου», ήταν η περιφρονητική αντίδραση της αμετάπειστης Λουκίας. Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι μήνες, περνούσαν τα χρόνια και ήρθε εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι της χρονιάς που τελείωσαν το λύκειο και τα πράγματα, όπως και οι διακηρύξεις της Λουκίας δεν είχαν αλλάξει σε τίποτα. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες είχε έρθει στο νησί, για να περάσει τις διακοπές του στην παραθαλάσσια έπαυλη της οικογένειας, στον Πλατύ Γιαλό ο Νίκος, νεαρός φοιτητής τότε, γόνος μιας μεγάλης και γνωστής οικογένειας πολιτικών, που μέλη της είχαν διατελέσει στο παρελθόν δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, γραμματείς υπουργείων και διοικητές δημόσιων οργα-


Σελίδα 36

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

νισμών, ο δε πατέρας του ήταν ακόμη υπουργός στην κυβέρνηση που είχε την εξουσία τη χρονιά εκείνη. Η εμφάνιση του νεαρού έγινε αμέσως αντιληπτή από τη Λουκία που άρχισε κιόλας να φτιάχνει μέσα της το αφήγημα της κοινής τους ζωής. Πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε να γίνει διαφορετικά αφού το όνομα του νεαρού παραθεριστή βρισκόταν συνεχώς στο στόμα όλων των κοριτσιών της περιοχής που έβλεπαν όλες, μα όλες, τον ιδανικό γαμπρό που έπρεπε να παντρευτούν για να ζήσουν καλά κι εμείς καλύτερα, που λένε και τα παραμύθια. «Να τα μεγαλεία που ψάχνω», σκέφτηκε αμέσως η Λουκία, «ήρθαν μόνα τους μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου και με αποζητούν», κι άρχισε να ψάχνει τρόπο για να ρίξει τα βέλη της κατά κει. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, ο νεαρός που την είχε προσέξει από την πρώτη στιγμή που την είδε έκανε την πρώτη κίνηση και την κάλεσε στην έπαυλή του για να μιλήσουν και να γνωριστούν καλύτερα. Είχαν βαρεθεί κιόλας την παραμονή τους στο νησί κι αυτός και η παρέα του, γιατί δεν είχαν τίποτα να κάνουν και δεν έβρισκαν κανένα άλλο ενδιαφέρον για να τους τραβήξει την προσοχή και να γεμίσει το χρόνο τους που ήταν σχεδόν ατελείωτος. Την κάλεσε λοιπόν ο Νίκος στην έπαυλή του, «για να γνωριστούμε καλύτερα», της είπε και η Λουκία πήγε τρέχοντας, ή σχεδόν τρέχοντας, λες και φοβόταν πως θα χανόταν γρήγορα η μεγάλη ευκαιρία που ένιωθε ότι της παρουσιαζόταν. Ήταν βέβαιη ή σχεδόν βέβαιη ότι τα όνειρα που έκανε τον τελευταίο καιρό θα εύρισκαν σύντομα την επαλήθευσή τους στο πρόσωπο του νεαρού γόνου της μεγάλης αυτής οικογένειας και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Έφαγαν καλά εκείνο το βράδυ, τα πιο εκλεκτά εδέσματα που μπορούσε να διαθέσει το νησί πριν από τη μεγάλη τουριστική ανάπτυξη βέβαια που του έδωσε η προβολή της κινηματογραφικής ταινίας «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», ήπιαν τα ποτά τους, συζήτησαν για πολλά και διάφορα κι ύστερα το νεαρό ζευγάρι αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα για τα περαιτέρω. Η Λουκία έπλεε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε πελάγη ευτυχίας. Ήταν σίγουρη πλέον πως κάθε στόχος της επετεύχθη και για την επομένη δεν θα απέμενε παρά η επισημοποίηση του γεγονότος αυτού. Την πήρε τρεις φορές ο Νίκος εκείνο το βράδυ μέσα σε ελάχιστο μάλιστα χρονικό διάστημα, είχε κάμποσες μέρες άλλωστε να πάει με γυναίκα, εδώ στο νησί δεν είχε βρει τίποτε άλλο, κι όταν τελείωσε φώναξε τους φίλους του, που περίμεναν κι αυτοί με ανυπομονησία στο σαλόνι τη σειρά τους, αδιαφορώντας πλήρως για τα συναισθήματα και τις επιθυμίες της γυναίκας που είχε ξαπλώσει δίπλα του, δίχως κανέναν ενδοιασμό μάλιστα. «Τώρα δικιά σας», τους είπε κι έφυγε αμέσως από την κρεβατοκάμαρα για να πάει στο μπάνιο να πλυθεί. Η Λουκία τα έχασε εκείνη τη στιγμή έτσι όπως ήταν γυμνή πάνω στο κρεβάτι, με το κορμί της σε κοινή θέα και τα όνειρά της γκρεμισμένα για πάντα και πριν προλάβει να αντιδράσει οι νεαροί άρχισαν να την παίρνουν με τη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, συνεχώς, δίχως διακοπή, μέχρι το πρωί σχεδόν. Όταν τελείωσαν όλοι και κόρε-


Σελίδα 37

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

σαν τον πόθο τους, ευχαριστημένοι από το ολονύχτιο όργιο, κατάκοποι από την προσπάθεια που κατέβαλαν, έπεσαν να κοιμηθούν, ο καθένας στο κρεβάτι που του είχε παραχωρηθεί από το φίλο τους τις προηγούμενες μέρες για τη φιλοξενία, ενώ η Λουκία, αμήχανη και συντριμμένη από τα αναπάντεχα γεγονότα της νύχτας, περίλυπη έως θανάτου, μάζευε τα ρούχα της, που ήταν σκορπισμένα στο δάπεδο δεξιά κι αριστερά του κρεβατιού κι έφυγε από την έπαυλη με το κεφάλι της σκυφτό. «Μεγαλεία ήθελες, μεγαλεία βρήκες», κάκισε για πρώτη φορά στη ζωή της τον εαυτό της, «αλλά τι μεγαλεία, βέβαια!» Ο Θόδωρος γνώριζε από νωρίς πού θα περνούσε τη νύχτα της η Λουκία και κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία και τη στενοχώρια που τον είχε κατακυριεύσει. Δεν ήξερε βέβαια τις λεπτομέρειες των γεγονότων που διαδραματίζονταν εκεί, απλώς φανταζόταν κάτι με πόνο ψυχής και απογοητευμένος. Απελπισμένος θα έλεγα. Αισθανόταν ότι την είχε χάσει για πάντα και από εδώ και πέρα θα έπρεπε να κουβαλάει μόνος του τον σταυρό του μαρτυρίου του. Ένιωθε πως η απόρριψη ήταν πλήρης και μάλιστα άγγιζε τα όρια της περιφρόνησης κι ήταν, ακριβώς γι’ αυτό, διπλά πληγωμένος. Έτσι διανυχτέρευσε ολόκληρη τη νύχτα έξω από την πόρτα του σπιτιού του, περιμένοντας τη μέρα να ξημερώσει, μαύρη όσο καμία άλλη. Περίμενε λοιπόν με τις αισθήσεις του τεταμένες να δει τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Κάποια στιγμή το μάτι του πήρε από μακριά τη Λουκία να έρχεται, σέρνοντας τα βήματά της με κόπο και προσπάθεια μεγάλη. Έδειχνε πως με τη βία στεκόταν στα πόδια της, βαριά, κατάκοπη και ταπεινωμένη. «Ήρθα», του είπε, αμέσως μόλις βρέθηκε μπροστά του κι άρχισε να του εξηγεί ανάμεσα σε λυγμούς που διέκοπταν συνεχώς το λόγο της, να του εξιστορεί καλύτερα τα όσα είχαν γίνει κατά το διάστημα της νύχτας στο ξένο σπίτι που υποτίθεται πως θα την φιλοξενούσε. Όταν τελείωσε ξέσπασε σε κλάματα που δε μπορούσε να ελέγξει κι όταν κάπως ηρέμησε, «Τελικά», του είπε, «έπρεπε να γίνουν όλα αυτά για να καταλάβω η ανόητη τι δρόμους πήγαινα ν’ ακολουθήσω», Κι ύστερα από έναν μικρό δισταγμό, «και τώρα η σειρά σου», του είπε σπαράζοντας στο κλάμα, «μπορείς να επωφεληθείς κι εσύ όπως κι οι άλλοι, με τον ίδιο τρόπο». «Ήξερα πως ήσουνα ηλίθια, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό», της αποκρίθηκε, «γι’ αυτό πάμε γρήγορα μέσα να πλυθείς και να ηρεμήσεις, όσο είναι δυνατόν, και ας ξεχάσουμε προς το παρόν όλα όσα έγιναν απόψε. Δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ για αυτά». Πράγματι, μπήκαν αμέσως μέσα στο σπίτι κι όλα έγιναν έτσι όπως της είπε ο Θεόδωρος και από τότε οι δύο νέοι είναι συνεχώς μαζί και μαζί θα είναι για πάντα, μακριά από κάθε είδους μεγαλεία, ο ένας δίπλα στον άλλο με αγάπη και σεβασμό, αγνά και ταπεινά. Και για τα γεγονότα της νύχτας εκείνης, κράτησαν το λόγο τους, δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Ανδρέας Φουσκαρίνης


Σελίδα 38

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ

Τ

ου φάνηκε πως τίποτα πια δεν έχει σημασία. «Αύριο τέτοια ώρα δε θα υπάρχω» σκέφτηκε. Έτσι απλά. Δε στεναχωρήθηκε, δε φοβήθηκε, δεν ένιωσε τρόμο. Έβλεπε από το παράθυρο το δειλινό να σβήνει αργά, πορτοκαλί, μελαγχολικό, από κείνα που κάνουν τους νέους να θλίβονται επειδή δε ζουν τη ζωή που θέλουν, επειδή οτιδήποτε πραγματικά συναρπαστικό θα βρίσκεται διαρκώς μπροστά. «Τίποτα δεν έχει σημασία. Πεθαίνουν διαρκώς άνθρωποι, κάθε μέρα. Μικρότεροι από μένα. Άνθρωποι που τουλάχιστον δεν έχουν αφαιρέσει μια άλλη ανθρώπινη ζωή». Παρατήρησε τον φύλακα που βρισκόταν στο τέρμα του προαυλίου. Οι άλλοι τον είχαν αφήσει μονάχο μπροστά απ` τη δεύτερη είσοδο κι έμοιαζε να στέκεται εκεί αφύσικα αφηρημένος. Σίγουρα θα συμμετείχε προηγουμένως σε συζητήσεις που αφορούσαν στο πρόσωπό του. Θέμα : πως είναι να γνωρίζει κανείς πως απόψε είναι η τελευταία βραδιά της ζωής του. Κάποιοι θα τόνισαν πως έχει αφαιρέσει κι ο ίδιος τη ζωή ενός άλλου. Μπορούσε να φανταστεί τα λόγια τους… «Πως είναι ρε φίλε να ξέρεις πως πάει, τέλειωσε! Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα!», τέτοια λόγια. Σίγουρα θα ακούστηκε η φράση «ζήτημα χρόνου». Ή «θέμα ωρών». Θα ήθελε να μπορούσε να ρωτήσει τι ακριβώς ειπώθηκε. Όλοι θα πίστευαν πως ξεχειλίζει από τρόμο ˙ όμως δεν αισθανόταν πια έτσι. Αυτή η πελώρια τρικυμία είχε κοπάσει από χτες το μεσημέρι. Μάλιστα εψές κοιμήθηκε καλά. Τρεισήμισι μόνο ώρες αλλά καλά. Και χωρίς φαρμακευτική αγωγή, αυτή την είχε διακόψει εδώ και λίγες βδομάδες. Έκλεισε τα μάτια κι άνοιξε το στόμα να φωνάξει το φύλακα, θυμόταν τ` όνομά του. Ένα ψηλό, μελαχρινό παλικάρι με κάπως ασχημούτσικο πρόσωπο. Συμπαθητικά, μεγάλα μάτια, γεμάτα επαρχιώτικη ειλικρίνεια. Ένας τύπος με τον οποίο άνετα θα έπινες μια μπύρα, ας μην τον ξέρεις καλά. Όμως δε βγήκε φωνή. Αποσύρθηκε. Στο κρεβάτι του ξαπλωμένος θέλησε να αυνανιστεί. Άνοιξε την τηλεόραση και μετά από ολιγόλεπτο ζάπινγκ άφησε έναν πάστορα που μιλούσε για τα χαρίσματα των ανθρώπων. Αυτομάτως έχασε κάθε όρεξη. Ο πάστορας άνοιξε στην τύχη τη Βίβλο και βρέθηκε όλος ικανοποίηση μπρος στην τελική κρίση. Χαμογέλασε. «Τι σύμπτωση!» Κάτι τέτοιοι τύποι κατορθώνουν το ακατόρθωτο : να σου αυξήσουν ταυτόχρονα την ελπίδα και την απελπισία, λες κι είναι τα μεγέθη αυτά ανάλογα. Ναι, ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και δεν εγκαταλείπει κανέναν, ο Θεός μπορεί τα πάντα. Πονάμε και πεθαίνουμε όπως κι ο Κύριος μας. Οι Άγιοι δε ζητάνε απαλλαγή αλλά υπομονή, κυρίως αυτό. Δηλαδή; Πάτησε το mute κι έμεινε να κοιτά την εικόνα. Σκέφτηκε να προσευχηθεί ˙ μικρός


Σελίδα 39

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

πίστευε στη δύναμη της προσευχής. Ανασηκώθηκε κι ένωσε τα χέρια, σχημάτισε σιγανά τις πρώτες λέξεις. Μια σύντομη περίληψη της ζωής του με δικαιολογίες και συγνώμες για το κάθε τι. Μετά μια μεγάλη συγνώμη για το Περιστατικό που τον είχε οδηγήσει εδώ και στο τέλος «Ας γίνει το θέλημά σου». Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια είχε πια σκοτεινιάσει. Τα ξανάκλεισε και κοιμήθηκε ήρεμα για πέντε ολόκληρα λεπτά. Αποκοιμήθηκε με την ψευδαίσθηση πως είναι ασφαλής, πάει, δικαιώθηκε, ήταν απλό τελικά. Ύστερα από πέντε λεπτά όμως ξύπνησε έντρομος και άρχισε να φωνάζει ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Γιατί μετά από μερικές κραυγές κι αφού κάθισε πάλι ήρεμος δεν είδε κανέναν να έρχεται στο κελί του. Αναρωτήθηκε μήπως το φαντάστηκε ˙ αν ούρλιαζε στ` αλήθεια τότε κάποιος θα είχε σπεύσει. Τι θα μπορούσε όμως κι εκείνος να κάνει; Ίσως κάποια ένεση ,κάτι. Ήταν τώρα περικυκλωμένος απ` το σκοτάδι. Στοχάστηκε την ηρεμία των τελευταίων ωρών, αυτή την παραπλανητική ηρεμία που είχε πείσει και τον ίδιο πως έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Είχαν αποκοιμηθεί πολλά πράγματα μέσα του ˙ όμως ένα θηρίο είχε μείνει ζωντανό. Αυτή τη στιγμή θα έκανε τα πάντα για να ζήσει. Αν χρειαζόταν θα ξανασκότωνε. Πολλούς ανθρώπους. Χωριά ολόκληρα. Παιδιά. Κι όμως δεν υπήρξε κακός άνθρωπος. Χρειάστηκε να περάσουν 42 ολόκληρα χρόνια για να βλάψει κάποιον. Έφτασε στ` αυτιά του ο απόηχος ενός τραγουδιού που έσβησε γρήγορα. Ξανακούστηκε μετά από λίγο από κάπου πιο μακριά. Καμιά φορά πιτσιρικάδες την έστηναν έξω από τις φυλακές τη νύχτα πριν από μια εκτέλεση. Έμεναν κάμποση ώρα μέσα στο αυτοκίνητο πίνοντας αλκοόλ κι ακούγοντας μουσική. Μια άσπλαχνη τελετή ενηλικίωσης μόνο γι` αγόρια. Ανέκδοτα σε βάρος του μελλοθάνατου. Ένιωσε ταπεινωμένος κι αυτό τον έκανε να ξεχάσει το τέλος του. Ανέπνεε μόνος εναντίον του κόσμου ολόκληρου. Αυτός, ένας άνθρωπος κακός που ξεκοίλιασε έναν άλλον. Όχι κάποιον που μισούσε ούτε κάποιο απόβρασμα αλλά τώρα όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Ήταν ανήμπορος, ο τελευταίος μιας σειράς στρατιωτών που θα έπεφτε για να αισθανθούν όλοι οι άλλοι ευλογημένοι. Η μουσική ξανακούστηκε μια τελευταία γρήγορη φορά, σαν υπενθύμιση. Ένα ξεσηκωτικό pop τραγούδι. Μια παλιότερη επιτυχία σε εκτέλεση σημερινή, κάτι που μπορεί να `χε χορέψει -πριν χρόνια - κι ο ίδιος. Έπιασε το μέτωπό του. Μίλησε σε κάποιον άγνωστο μες το σκοτάδι, σε έναν φίλο : «Δεν με πειράζει που θα πεθάνω…» Έκλαψε. «Δεν με πειράζει. Το ξέρω…» συνέχισε. «Με νοιάζει που ατιμώνομαι. Με νοιάζει που δε θα μπορέσω ποτέ να επανορθώσω. Η ζωή μου, η ζωή κάθε ανθρώπου έχει αξία… Είναι άδικο, είναι απλώς άδικο». Είχε και τις δυο παλάμες στο μέτωπο και κατάλαβε πως είναι υπερβολικά ζεστός. Λυπήθηκε τον εαυτό του. Κατάλαβε πως τα λόγια του είναι κοινότοπα, συνηθισμένα, ίσως τα είχε διαβάσει κάπου, ίσως θα τα έλεγε ο οποιοσδήποτε μια τέτοια ώρα.


Σελίδα 40

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Αύριο θα ήταν μια στατιστική. Ένα επιχείρημα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής. Όλες του οι πράξεις θα αποδίδονταν στον άνθρωπο του οποίου την ταυτότητα είχε παραδώσει ήδη. Βαφτίστηκε και πήρε θέση σε έναν κόσμο ορκισμένο στο δίκαιο. Όπως όλοι έγινε αυτός που ήθελαν οι άλλοι, σκότωσε επειδή κάποιος πρέπει να σκοτώνει και κάποιος πρέπει να γίνεται πρωθυπουργός. Το μυαλό του έτρεξε στα παραμύθια που διάβαζε μικρός. Θυμήθηκε δράκους και χιονάτες, άκαρδους μάγους και μαγικά λυχνάρια. Τον αγαπημένο του Οδυσσέα να ξεγελά τον Πολύφημο. Αυτόν που μπορούσε να ξεφεύγει κι από την πιο απίθανη κατάσταση. Ονειρεύτηκε τον εαυτό του στη σκοτεινή σπηλιά του Πολύφημου αποφασισμένο να δραπετεύσει. Στα κλειστά του μάτια έπεσε φως που πέρασε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Ενοχλητικό φως και δυο όρθιοι ίσκιοι. Σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια κρατώντας τα μάτια κλειστά. «Πως ονομάζεστε;» τον ρώτησε ο φύλακας. «Κανένας» απάντησε. Κώστας Ζαχαράκης


Σελίδα 41

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟ ΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

Κ

αθόταν απέναντι. Κοίταζε τις βαλίτσες πίσω μου. Σκεφτόταν δυνατά και μονολογούσε. Σα να μην υπήρχα στο ίδιο βαγόνι, στο αντικριστό κάθισμα. Μιλούσε ψιθυριστά. Μετά από χρόνια, ακόμα με ξάφνιαζε αυτή η συνήθεια, αυτή η έκφραση μοναξιάς. Διάβαζα τα χείλη να καταλάβω τι λέει. Σταμάτησε κάποια στιγμή. Ανάσανε βαθιά. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνη. Έσκυψε προς το μέρος μου. Με κοίταξε θλιμμένα, τόσο θλιμμένα... Τον πόνο της τον ένιωσα έντονα, σα να ήταν δικός μου πόνος... Και ίσως να ήταν... Σίγουρα ήταν! Πήγα κάτι να πω, αλλά με διέκοψε. Κοίταξε γύρω μήπως μας ακούν. Κανένας. Οι δυο μας πάντα. “Σε θυμάμαι..., σε θυμάμαι... Από τότε που γεννήθηκες σε θυμάμαι. Μάλλον, από τότε που ήσουν φορτίο βαρύ στην κοιλιά της μάνας σου. Σα να σουνα επισκέπτης απρόσκλητος σ' έβριζε, σ' έδιωχνε και σε πετροβολούσε. Ένα θαύμα ήσουν ζωντανό, της μιλούσες και το ξερε, μα η δόλια μες το χωράφι ξερνοβόλαγε, πάνω στη δουλειά. Και ήρθες. Το πρώτο παιδί. Ένα ροδομάγουλο κορίτσι. Κάποιο λάθος έγινε. Έπρεπε να είχες γεννηθεί αγόρι. Περίμεναν όλοι να είσαι ο γιος . Το χε πει και η τσιγγάνα στη μάνα σου. Τι να σου κάνει μια κοπέλα; Τι κρίμα για σένα. Δε σου το συγχώρεσαν ποτέ. Μια γειτόνισσα μάνα σου 'δωκε το ένα της βυζί, από το άλλο βύζαινε το παιδί το δικό της. Δε σου μιλούσαν και δεν μιλούσες. Μεγάλωνες αγκαλιά μ' ένα γατί και μ' ένα σκυλί. Σε βάφτισαν αργά μην αβάφτιστο πεθάνεις σαν πως τους έλεγε ο παπάς του χωριού, και ξέχασαν αμέσως τ' όνομά σου. Τ' όνομά σου το έμαθες όταν πήγες για πρώτη φορά στο σχολείο. Χωρίς παπούτσια. Ένα μονάχα ζευγάρι παπούτσια, και έπρεπε να τα φοράει ο αδερφός σου. Και έμαθες γράμματα. Και έκανες πολλές δουλειές για να ζεις. 'Εβγαλες πολλά σχολεία. Με πάνινα παπούτσια, ποδιά και σοσόνια χειμώνα καλοκαίρι. Με σπορτέξ, ένα κοτλέ παντελόνι καφέ κι ένα τζιν καμπάνα και μοντγκόμερι αργότερα. Με έθνικ ρούχα, χειροποίητα φιλικά κοσμήματα, μπότες και μπουφάν όλα οικολογικά, εδώ και χρόνια. Μα έμεινες μουγκή, δεν μιλάς. Και ποιος να σ' ακούσει; Γι αυτό άρχισες να γράφεις. Να μην ξεχαστείς. Ακόμα τώρα που γερνάς τους ακούς να σε λένε πουτάνα. Ακούς “να χέσω μες τα γράμματα που έμαθες, να τα χέσω!” Ακόμα η μάνα σου σε φωνάζει “μωρή”. Για τ' αδέρφια σου είσαι “αυτή”. Ή τώρα τελευταία “του κώλου γραφιάς”. Κι εσύ να λες να, άλλος ένας τίτλος που δε σκέφτηκα εγώ... “Σε θυμάμαι. Θυμάμαι εκείνα τα λαμπερά σου τα πράσινα μάτια που άλλαζαν χρώμα. Θυμάμαι τότε που έκανες το μοντέλο για μια σειρά ακριβών καλλυντικών. Αυτά τα μάτια γυναίκες και άντρες τα ερωτεύτηκαν... Θυμάμαι τη σιωπή της φωνής σου. Θυμάμαι το χαραγμένο στο πρόσωπο χαμόγελό σου. Θυμάμαι την ομορφιά της φυσικότητας και της απλότητάς σου. Τ' απαλά σα μωρού μαλλιά και τη γλύκα των φιλιών


Σελίδα 42

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

σου θυμάμαι των αθώων. Και τον έρωτά σου τον άγριο και τον ζωώδη, σα σε όνειρο θυμάμαι. Όλη σου η ζωή σαν μια σκηνή να ήταν, κι εσύ να παίζεις τους ρόλους όλους. Να προλάβεις. Να χαραμίζεσαι. Το μέλι με το ξύδι να εισπράττεις ανάκατα. Και μια ζωή να δίνεσαι, να χαρίζεσαι. Να δίνεις, να δίνεις, τη ζωή σου την μοναδική σε ξένους να δίνεις... Και τόσο λίγη ζεστασιά να χαίρεσαι. Με την αφέλεια μιας άχρονης παιδικότητας. Από αυθορμητισμό και ανθρωπιά. Μια αγάπη όλη να σαι, άνευ όρων και ορίων. Εσύ η θνητή των θνητών. Η πιο αμαρτωλή... “Έτσι σε θυμάμαι. Και σαν παιδί με απορίες ν' αναρωτιέμαι. Κι όταν “από όλα τούτα τελικά τι σου 'μεινε, τι πήρες;” τολμώ να σε ρωτήσω, μ' εκείνα τα μάτια τα εξεταστικά πόσο αυστηρά με κοιτάζεις, πόσο... Με κάνεις και κοκκινίζω αμήχανα... Και μετά πικρά χαμογελούν οι ρυτίδες σου όλες...” Έγειρε πίσω στο κάθισμά της ήρεμη. Σταύρωσε τα πόδια. Έκλεισε τα μάτια. Έπρεπε τώρα να ξεκουραστεί. 'Ο,τι είχε να πει, το πε. Κάποιος θα την καταλάβαινε. Κάπου. Κάποτε. Ίσως... Αναστέναξα ηχηρά. Αυτός ο μονότονος ήχος του τρένου φταίει. Πάντα με κάνει να θυμάμαι. Να με θυμάμαι. Σαν διαρρήκτης, το σκουριασμένο μου νου να ξεκλειδώνω. Πέρυσι, μετά την Πρωτοχρονιά. Κάποια Δευτέρα. Δύο το μεσημέρι. Ακίνητη στο κρεβάτι. Με ένα φρέσκο κόκκινο σημάδι στην παλάμη. Με ματωμένους επιδέσμους στον αριστερό μου καρπό. Η τελευταία μου απόπειρα αυτοκτονίας. Και κάτι καλώδια στο κεφάλι. Σαν μαλλιά. Μπλεγμένα. Για να μάθουν οι γιατροί αν τρελάθηκα εντελώς, ή έχω κάποια περιθώρια ακόμα. Να θέλω να μιλήσω σε κάποιον. Σε όποιον. Ν' ακούσω μια φωνή. Βρίσκω με κόπο το παλιό κινητό. Παίρνω έναν αριθμό. Καλεί. Ξανακαλεί. Το ακούω. Και να μην είναι κανένας στην άλλη άκρη της γραμμής. Κοιτάζω το τηλέφωνο στο χέρι μου. Κανείς. Κλείνω μόνη μου. Αναστενάζω. Σκέφτομαι δυνατά. Και αν... αν απαντούσε κάποιος, τι να του έλεγα; Δεν έχω τίποτα να πω, τίποτα. Μόνο νιώθω. Αυτό. Νιώθω. Πώς να κάνεις άλλον να νιώσει; Να σε νιώσει; Σταματάω. Κλείνω τα μάτια. Μάλλον..., ίσως..., να έχω λησμονήσει τα λόγια που ανταλλάσσουν τα φυσιολογικά άτομα σε ένα τηλεφώνημα. Καθόλου απίθανο, καθόλου. Έχω διανύσει αρκετές φορές το σκοτεινό ποτάμι με τον καλυμμένο του κωπηλάτη. Και έχω επιστρέψει ανεπιθύμητη και ξένη πίσω άλλες τόσες. Με τα σημάδια του θανάτου πάνω μου. Και την παγωμένη του ανάσα γύρω μου. Σαν ένας βρυκόλακας. Ανεπιθύμητη. Μια άγνωστη γυναίκα. Μια ξένη. Μια βολεμένη κυρία. Διόλου καθώς πρέπει. Καταδικασμένη. Προδομένη. Που ακόμα την προδίδουν. Ζωή, τύψεις και ενοχές. Όλα ένα κουβάρι δίχως αρχή και δίχως τέλος. Παντού αδιέξοδος. Μένω αμίλητη και ακούω. Μόνο να θρηνώ και να φοβάμαι είμαι ικανή. Αυτό μόνο. Δίχως έννοια αν και ποιος θα με πλησιάσει. Αν μου αγγίξει τα χέρια με τις ουλές. Αν μοιραστεί τον πόνο μου. Αν κάποιος σπάσει τον πάγο της καρδιάς μου. Αν με αγαπήσει, αν... Χαμογελάω πικρά. Ποια μιλάει για αγάπη... Ανάβω ένα απαγορευμένο τσιγάρο. Το τελευταίο. Περιεργάζομαι το άδειο πακέτο. Από αύριο κόβω το κάπνι-


Σελίδα 43

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

σμα. Από αύριο... Ευτυχώς ο κόσμος είναι βιαστικός. Ο χρόνος δεν αφήνει χώρο για συγκινήσεις και τέτοια. Ευτυχώς το σκοτάδι πέφτει νωρίς. Σβήνει χρώματα και ίχνη. Καλύπτει τις ρυτίδες των ματιών μιας πενηντάρας με ξέπλεκα ξανθά μαλλιά. Βαμμένα. Ευτυχώς με καλύπτει ο καπνός του τσιγάρου μου. Κανείς δε διακρίνει το σιωπηλό μου δάκρυ. Δε θα μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Κρύβομαι λοιπόν στη δήθεν αξιοπρεπή σιωπή μου. Και μένω καλά κρυμμένη. Σκέφτομαι. Έτσι θα χαθείς, σκιά μου. Σαν ανώνυμος κομπάρσος. Να το θυμάσαι. Σβήνω το τσιγάρο και κλείνω το τασάκι με θόρυβο. Τι θέλω για μένα; Να μην ξυπνήσω αύριο θέλω, γίνεται; Γίνεται; Το τρένο συνέχιζε το ταξίδι του με μεγάλες ταχύτητες. Μακρινή η διαδρομή. Και μελαγχολική πόσο. Έξω από τα τζάμια η φύση έτρεχε, έτρεχε η ζωή. Η μέρα αδιάφορα έφευγε. Μας αποχαιρετούσε. Σα να μην είχε αύριο. Και ίσως να μην είχε... Κι εγώ... Εγώ μέσα στις χούφτες μου να κλαίω σαν παιδί μικρό που το κορόιδεψαν οι μεγάλοι όλοι. Εκείνοι, που με ψέματα τελειώνουν πάντα τις αθώες ιστορίες τους. Κάτι παραμύθια άψυχα. Μ' ένα τέλος γεμάτο ανία. Ή από άνοια... Χριστίνα Θέμα


Σελίδα 44

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΜΙΚΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ

Μ

προστά στο ράφι με τα απορρυπαντικά πλυντηρίου μυρίζομαι τα μαλακτικά. Στον αέρα οι μυρωδιές αναμειγνύονται και βλέπω των κυριών τα χαμόγελα χαλαρά, αμήχανα να κοροϊδεύουν την επιδεικτική μου αναποφασιστικότητα. Λεβάντα, πορτοκάλι, μέντα, μπανάνα, ινδοκάρυδο. Ένα χέρι πάει να αρπάξει την τελευταία μέντα, μόλις που το προλαβαίνω. Και έτσι πρώτο ρίχνω στο καροτσάκι το μαλακτικό. Περνώντας από τα μπαχαρικά βλέπω το πιπέρι. Βλέπω το αλάτι, το σαφράν, το τούρμερικ, το κάρυ, και περνάνε οι σημαίες μπροστά από τα μάτια μου μία-μία. Καταλήγουν όλα στο καλάθι όσο το χέρι εκείνο με χαϊδεύει παρακλητικά. Σκέφτομαι κουζίνες ανατολίτικες και φαΐ πικάντικο μέσα στα σωθικά μου και έρχομαι σε άγριο οργασμό, εκεί, κρυφά από το χέρι, κρυφά από την υπεραγορά την κάμερες γεμάτη. Κρυφά απ’ τις κυρίες που το ράφι αδειάζουν απ’ τη ζάχαρη, το μέχλεπι και το νισιαστέ. Κοιτάω τα καροτσάκια τους. Κονσέρβες, κουτιά και μακαρόνια κι οι βοηθοί τους ξοπίσω. Κάπου από τον Ινδικό αυτές, σίγουρα, αναγνώρισα το κούνημα του κεφαλιού δεξιά-αριστερά να εννοούνε ‘ναι’. Με δεύτερο καρότσι η καθεμιά για την κυρία της, κονσέρβες τόνων και γάλα ζαχαρούχο. Φαντάζομαι τα σπίτια ετούτα να ‘ναι γιομάτα τα υπόγεια με τροφές -ετοιμάζονταιΣτο τμήμα φρούτων και λαχανικών δαγκώνω ένα κόκκινο μήλο κρυφά. Στο τμήμα με τις σκούπες και τα καθαριστικά αρπάζω πανάκια πολύχρωμα, στο χρώμα της κουζίνας και των ποτηριών μου, κίτρινο, κόκκινο, γαλανόλευκο, σε μια παράξενη, Ντοστογευστική σύγχυση των αισθήσεών μου. Και ένα μαύρο, για το γρατσουνισμένο φλιτζάνι που μου άφησε όταν έφυγε κακήνκακώς. Ορκίζομαι είδα το χέρι να ζουλάει ένα μαύρο σφουγγάρι. Μα δεν θα το πάρω αυτό. Το υγρό πιάτων μέντας αρκεί για τον ιερό μου σκοπό. Ναι, νομίζω θα είναι μια χαρά. Μα θα πάρω και το σκουπιστήρι με τα φτερά της πέρδικας γιατί η σκόνη στις ρωγμές του πατρικού του δύσκολα φεύγει. Και θα την καθαρίζω εγώ γιατί όλοι οι άλλοι δεν κοντεύουν, δεν θα πάρουνε σφαίρα γι’ αυτόν, δεν θα ξεκλειδώσουνε χειροβομβίδα, δεν θα τεντώσουνε τόξο ο ένας απέναντι στον άλλο. Θα αφήσουνε πάλι την πόρτα κλειστή και σε ‘μένα να κλειδιά. Στο ράφι με τα γλυκά, τα γλυκά λείπουν. Ζαλίζομαι, χωρίς μπισκότα στα χαρακώματα δεν ζεις, χωρίς σοκολάτα το βράδυ τσίλια δεν βγάζεις. Χωρίς καραμέλες την πορεία στην επίθεση πώς τη βγάζεις; Και


Σελίδα 45

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

το ξέρω πολύ καλά, το περήφανο στήσιμο της άμυνας δεν το αντέχεις χωρίς προφιτερόλ. Γιατί γίνεσαι στρατιώτης ενώ ψωνίζεις, και δεν θα αντέξεις -γιατί κι αν αντέξεις τις τρεις πρώτες μέρες- εξουθενωμένο θα σε ρίξει με ένα φύσημα ο εχθρός. Ένα ποτήρι νερό μου ρίχνει το χέρι στα μούτρα και συνέρχομαι. Πάω στο ράφι με τα αλεύρια και αρπάζω ό,τι έχει μείνει. Γεμίζω το καροτσάκι μου και τρέχω στην έξοδο πίσω από τους ταμίες που αλαφιασμένοι σπάζουν τις τζαμαρίες με κασόνια για να βγούνε και φωνάζουν πανικόβλητοι με τα χέρια στα κεφάλια γιατί πέφτει το ταβάνι και πίσω μου πέφτουν τα ράφια το ένα πάνω στο άλλο σαν ντόμινο και υποχωρεί επάνω τους η στέγη και καταλήγουν επάνω της οι όροφοι. Κοιτάω επάνω να δω τον ουρανό πριν πεθάνω και είναι τα Ζέπελιν και τα F16 και τα Αντόνοβ και τα Tiger και οι Τόμαχοκ και τα Stealth σε υπέροχους σχηματισμούς να οργιάζουν και να υμνούν τον έρωτα προς το θάνατο. Όταν πια είμαι έξω οι βόμβες πέφτουν η μια επάνω και δίπλα στην άλλη. Επιστρέφω στο κέντρο της Υπεραγοράς επάνω στα συντρίμμια ξανά, πίσω στη θάλασσα που με περιέλουζε από την αρχή του χρόνου. Ξέρω πως είμαι και θα είμαι μικρή όσο πρέπει και με το μαλακτικό λούζομαι και ρίχνω επάνω μου όλα τα μπαχαρικά και όλο το αλεύρι. Κουλουριάζω το σώμα μου και απλώνω γύρα μου τα έγχρωμα πανάκια και χύνω επάνω τους των πιάτων το υγρό για να κολλήσει η στάχτη πριν φτάσει σε μένα ενώ εκείνη τη στιγμή στην άλλη άκρη της πόλης, στην κουζίνα μας πέφτει και σπάει το μαύρο φλιτζάνι. Φτύνω το κομμάτι μήλο που μου φράκαρε τη φωνή για να φωνάξω το ‘ωμέγα’ επιτέλους και το στόμα μου γυρνάω προς τα πάνω με το φτερό δαγκωτό χωρίς βέβαια να θέλω να παραδοθώ και με καλύπτει τεράστιο του Μέλανα Φιλοσόφου το χέρι να σωθώ και γίνομαι η αποδράσασα αμφιλεγόμενη μπαλαρίνα του Ντεγκά εν έτει 2017, Μάρτιο, όταν αποφασίσανε να αρχίσουνε τον πόλεμο της τελικής καταστροφής με μικρές διαταραχές στην Υπεραγορά του Κόσμου. Χωρίς εμένα πάλι. -και χωρίς το χέρι, το μόνο ικανόΧρίστος Ρ. Τσιαήλης


Σελίδα 46

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΧΟΡΟΣ...

Η

Μαρία ανέβαινε λαχανιασμένη τα απόκρημνα βράχια της παραλίας. Ένα παιχνίδι που το έκανε από μικρό κοριτσάκι , παρακούοντας την μητέρα της , που της φώναζε πάντα , και της έλεγε ότι χάνει δέκα χρόνια ζωής όποτε το κάνει αυτό... Εκείνη όμως ποτέ δεν έδινε σημασία στο φόβο της... ήθελε να φτάνει στην κορυφή του, να βλέπει την θέα από ψηλά, τα χωριά, τα βουνά, και την παραλία από την μια μεριά ως την άλλη... Εκεί , άνοιγε τα χέρια, ένιωθε το καλοκαιρινό αεράκι να την διαπερνά, να την αγκαλιάζει, να της λέει τα μυστικά του.... χόρευε μαζί του ... κυκλικές κινήσεις γύρω γύρω , και αυτοσχέδιες φιγούρες που τις ζήλευαν όλες οι φίλες της... Ήταν η διαφυγή της ... όποτε αισθανόταν άσχημα, όποτε ήταν μπερδεμένη, απογοητευμένη, επισκεπτόταν τον βράχο της ... τον δικό της βράχο... Και κει , ένιωθε απελευθερωμένη και ανανεωμένη... έτοιμη να πετάξει στο κύμα όλα τα βάσανα της... Όσο ήταν μικρή, ήταν οι στεναχώριες απλές , ανούσιες, παιδικές.... όσο μεγάλωνε, αλλάζαν και αυτές, θαρρείς μεγάλωναν μαζί της, παίρναν μορφή από την ζωή της... Και τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωνε, ωρίμαζε, ερωτευόταν... Ξέχναγε σιγά σιγά τα παιδικά παιχνίδια, ξέχασε σταδιακά και το βράχο της. Τα στέκια της άλλαζαν, απλούστευαν, έμοιαζαν χωρίς φαντασία... Και κείνη, δεν αναγνώριζε τον εαυτό της... Η αθωότητα, έδινε την θέση της στην πείρα, και τα μυστικά πια, της τα ψιθύριζε η ζωή μέσα από την καθημερινότητά της. Μικροπαντρεύτηκε... αυτό ήταν το λάθος της. Ο άντρας της, πολύ μεγαλύτερος, καπετάνιος. Την πήρε και φύγαν για την Αθήνα. Ξέχασε το νησί της. Δεν είχε χρόνο για πισωγυρίσματα. Σύντομα ήρθαν τα παιδιά, και κείνη ένιωθε θεατής της ίδιας της της ζωής. Σαν να έβλεπε μια κακόγουστη θεατρική παράσταση... και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα... Μαριονέττα που άλλος κινούσε τα σχοινιά της.... Έχανε τον έλεγχο της κατάστασης. Και ήταν μόλις εικοσιδυό χρονών... Έβλεπε ότι είχε κάνει λάθος... έβλεπε ότι είχε θυσιάσει την ελευθερία της πολύ νωρίς... και δεν είχε κανέναν να πει τον πόνο της. Οι γονείς της στο νησί , οι φίλοι της στο νησί, και κείνη μόνη. Τόσο κοντά στην αλλαγή αλλά και τόσο μακριά... Η μοίρα όμως καμιά φορά ακούει τα παράπονα μας και αναλαμβάνει δράση... Και κάποια καλοκαιρινή νύχτα πήρε τα παιδιά και αποφάσισε να γυρίσει πίσω... Να κάνει μια αλλαγή... τόσο καιρό θα έλειπε ο άντρας της. Σχολειό δεν είχε η μικρή, ήταν ευκαιρία... Ένιωθε να χτυπάει η καρδιά της καθώς έφτανε στο λιμάνι ... Έξι χρόνια όσο η μεγάλη της κόρη η Άννα είχε να πάει.... κρατούσε τον μπέμπη της αγκαλιά, και το χαμόγελό της θαρρείς τόξο σίγουρο χάραζε στο πρόσωπο της... Θα τους έδειχνε το μέρος που μεγάλωσε θα γνώριζαν τα παιδιά την γιαγιά και το


Σελίδα 46

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

παππού επιτέλους... Έφτασαν στο πατρικό της. Χαρές , ξεφωνητά, κάνεις δεν την περίμενε. Τους έκανε έκπληξη.... Η Μαρία με την Άννα όλο βόλτες κάνανε. Μεγάλο παιδάκι πια, την έπαιρνε και την γύριζε στα μέρη που μεγάλωσε . το χωριό, τις παραλίες, κάποτε της έδειξε και τον επιβλητικό βράχο. Την σκανταλιά των παιδικών της χρόνων... Αυτό θα το πλήρωνε όμως μέρες αργότερα... Η μικρή θαύμασε από την πρώτη στιγμή το βράχο και της μπήκε η ιδέα να πάει και αυτή εκεί ψηλά. Να χορέψει με τον άνεμο όπως η μαμά της. Πόσο της άρεσε η ιστορία που της διηγήθηκε... Έτσι ένα πρωινό που πήγαν για μπάνιο, ξέφυγε από την προσοχή της Μαρίας κολύμπησε ως εκεί και άρχισε να σκαρφαλώνει. Σύντομα ανέβηκε ψηλά. Η Μαρία δεν άργησε να καταλάβει την απουσία της μικρής. Δεν την έβλεπε πια μπροστά της στη θάλασσα. Ανασηκώθηκε . Μα που πήγε, σκέφτηκε. Άρχισε να προχωράει κατά μήκος της ακτής. Η φωνή της μικρής την αιφνιδίασε , την τρόμαξε. - Εδώ είμαι μαμά !!!! της φώναξε. - Άννα θα πέσεις !!! περίμενε μην κουνιέσαι έρχομαι !!! Η μικρούλα δεν άκουγε , γελάτε δυνατά , χοροπήδαγε άτσαλα. Η Μαρία με γρήγορα μεγάλα βήματα σκαρφάλωνε να την βοηθήσει. Έπρεπε να προλάβει το κακό... Μια απότομη στροφή και η Άννα κρεμάστηκε από την άκρη του βράχου έτοιμη να γκρεμιστεί . Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή. Έπιασε το μικρό της χεράκι και προσπάθησε να την τραβήξει. Δεν τα κατάφερε όμως... Μπρος στα τρομαγμένα ματιά της η Άννα της χάθηκε στην θάλασσα. Προσπάθησε να την σώσει αλλά ήταν μοιραίο να συμβεί το κακό.... Με δάκρυα στα μάτια κοίταζε γύρω της... δεν πίστευε αυτό που συνέβη.... ένιωθε υπαίτια.... Τι ήθελε να της μιλήσει για τον βράχο.... δεν έπρεπε.... Δεν άντεχε να το ζήσει αυτό.... έμεινε εκεί ως το βράδυ να κλαίει... Ανεβασμένη εκεί στην κορυφή. Ο αέρας πενθούσε μαζί της. Σφύραγε μανιασμένος... Χωρίς άλλη σκέψη έδωσε και αυτή μια και χάθηκε στη θάλασσα. Μαζί με το κοριτσάκι της.. Εύη Καφούρου


Σελίδα 48

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΦΕΝΤΑΓΙΝ

Ά

λλη μια μέρα στο γέρμα της. Στις μουσκεμένες γειτονιές της Παλαιστίνης η μέρα ποτέ δε μυρίζει γιασεμί. Λίγο το φως στην καμπύλη του ορίζοντα. Οι κήποι δεν κρατούν πια στο κορμί τους τους χυμούς της νιότης τους και τα λιβάδια θρηνούν τα μαραμένα τους άνθη. Ο δημοσιογράφος των διεθνών μέσων ενημέρωσης, έχει ξεκινήσει ένα βαρύ οδοιπορικό στις βομβαρδισμένες συνοικίες της Παλαιστίνης, που δοκιμάζονται από τον ανελέητο παραλογισμό του πολέμου, την ένδεια και το χρόνιο εμπάργκο. Οι μπλαβιές αποχρώσεις του ουράνιου θόλου προμηνύουν τη φρίκη. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς ακαριαία. Μικραίνει, αδειάζει. Πενθεί. Τρομαγμένες ανθρώπινες φιγούρες περιφέρονται ανάμεσα στα συντρίμια. Αναζητούν ελάχιστο ίχνος ζωής. Με τα δάχτυλά τους για φτυάρι και την προέκταση της ψυχής τους στο στόμα, σκάβουν ανάμεσα στις μπαρουτοκαπνισμένες σάρκες, ανιχνεύοντας ανάσες παιδικής επιβίωσης. Άνθρωποι θρυμματισμένοι, άνθρωποι ανύπαρκτοι. Σκιές που σέρνονται, φωνάζουν τα ονόματα των αγαπημένων τους. Κάθε φωνή μια πληγή, μια ακόμα απώλεια. Αποκαμωμένοι στην ψυχή και στο σώμα, αναζητούν ένα ελάχιστο σημάδι ζωής. Μιας ζωής καθημαγμένης από την επέλαση του άγριου μίσους. Ο εχθρός ισοπεδώνει ό,τι κινείται κι αντιστέκεται. Οι ελεύθεροι σκοπευτές καραδοκούν ν' αποτελειώσουν ό,τι απέμεινε από την αεροπορική επιδρομή. Ο βόμβος των αεροπλάνων τρομάζει των ορφανών το θρήνο, γδέρνει τις κουρασμένες κραυγές των μανάδων μπρος στις αγρύπνιες των σκοτωμένων. Τα νύχια του πόνου γδέρνουν το άψυχο χώμα. Παντού σκηνικό θανάτου. Ο δημοσιογράφος και το τηλεοπτικό συνεργείο δρασκελίζουν το αιματοβαμμένο γήπεδο. Πλησιάζουν και καταγράφουν με την κάμερα το βομβαρδισμένο σχολείο. Στους τοίχους του διακρίνουν ακόμα τα κρεμασμένα γράμματα, τ' ανέμελα παιδικά χαμόγελα που άφησαν στη μέση το τελευταίο τους παιχνίδι. Στις ματωμένες σελίδες του κατεστραμμένου βιβλίου της Ιστορίας μόλις που διακρίνουν με πελώρια γράμματα τις λέξεις: "Σάμπρα, Σατίλα, Ολοκαύτωμα, Ελευθερία" και παραδίπλα στον πίνακα ξεπροβάλλει το σύμβολο της Ειρήνης. Ακολουθούν παγωμένοι το νεκρό τοπίο. Σπίτια σακατεμένα, ρημαγμένα από τις επιδρομές του εχθρού. Πλατείες βουβές με τις σωρούς των αμάχων να κείτονται ακόμα καταγής, τούς στοιχειώνουν. Αθώα παιδικά μάτια, ορθάνοιχτα, τούς καρφώνουν. Φριχτές μαχαιριές στο στέρνο. Διαμελισμένα παιδικά παιχνίδια διάσπαρτα στους δρόμους. "Άραγε ποια μάνα απέμεινε να τα ξεπροβοδίσει στο τελευταίο τους ταξίδι; Ξυπόλυτα πόδια θα διαβούν μοναχά... στ΄ ουρανού τη μόνη ασφάλεια'' ψιθυρίζει ανέκφραστος ο δημοσιογράφος. Άλλη μια εχθρική επιδρομή στέφθηκε από επιτυχία. "Αποστολή εξετελέσθη" δηλώνουν από τις συχνότητές τους οι Ισραηλινοί πιλότοι στο κέντρο επιχείρησης. Ο ε-


Σελίδα 49

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

χθρός πανηγυρίζει. Η δημοσιογραφική αποστολή αποθανατιζει το μακάβριο οδοιπορικό. Η πένα αδυνατεί να αποδώσει το μέγεθος της φρίκης. Με παγωμένα μάτια οι άνθρωποι του συνεργείου διασχίζουν το μακάβριο τοπίο. Αφήνουν πίσω τους την άψυχη πόλη ανηφορίζοντας στους έρημους δρόμους που οδηγούν βόρεια προς το λόφο. Ο ντόπιος οδηγός τούς πληροφορεί για την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Ο βράχος Μποφόρ είναι ακόμα μακριά και η συνάντηση με τους νεαρούς Φενταγίν είναι η πιο δύσκολη και ριψοκίνδυνη δημοσιογραφική αποστολή. Καταφτάνουν μετά από πολύωρο αγωνιώδες ταξίδι στο πλάτωμα του βράχου. Στη διαδρομή σταματούν συχνά ελέγχοντας την ασφαλή τους μετάβαση. Ο πόλεμος τριγύρω τούς δείχνει τα λυσσαλέα νύχια του. Το μίσος διάχυτο παντού. Στίχοι γραμμένοι με πελώρια γράμματα στο κορμί του βράχου τραβούν την προσοχή του δημοσιογράφου. Σταματά, καταγράφει την εικόνα. Ο οδηγός της αποστολής τού μεταφράζει τους στίχους. Ανήκουν στον Παλαιστίνιο ποιητή Ταουφίκ Ζαγιάντ: "Σας φωνάζω… σας σφίγγω τα χέρια δεν κιότεψα εδώ µες στην πατρίδα µου µήτε και µάζεψα τους ώµους. Ορθώθηκα µπροστά στους άδικους ορφανός, γυµνός, ξυπόλητος, όρµηξα µες στο θάνατο". Το τοπίο μυρίζει θειάφι και μπαρούτι. Κατάμαυρες πέτρες γυαλίζουν λαξευμένες άγρια από τα πυρά του εχθρού. Τα εχθρικά αεροπλάνα έχουν επιστρέψει στη βάση τους μετά από μια ακόμα επιτυχημένη επιδρομή. Ο δημοσιογράφος προχωρά με αγωνία προς το σπήλαιο του βράχου. Αγωνιά για τη συνάντηση. Αντιλαμβάνεται πως υπάρχει πρόβλημα.Το σωστικό συνεργείο με τους τραυματιοφορείς μόλις έχει μαζέψει τα άψυχα κορμιά των αμούστακων Φενταγίν. ''Δέκα νεαρά παιδιά έπεσαν μαχητές για τη λευτεριά της πατρίδας μας'' πληροφορεί το δημοσιογράφο με περηφάνεια ο οδηγός του τηλεοπτικού συνεργείου. Η συνέντευξη με αυτή την ομάδα δεν θα γίνει ποτέ. Η επόμενη βάρδια μαχητών αναλαμβάνει το ιερό καθήκον της απόπειρας κατάρριψης του εχθρικού στόχου. Ο δημοσιογράφος πλησιάζει τη ομάδα των νεαρών Φενταγίν. Δέκα αμούστακα παλληκάρια τον υποδέχονται μ΄ εκείνο το ντροπαλό εφηβικό χαμόγελο, άυπνα, κουρασμένα. Μα το πρόσωπό τους ολοφώτεινο. Περιμένουν με το χέρι στο ταπεινό πυροβόλο χωρίς να κλείσουν μάτι για μέρες, σκαρφαλωμένα στην κορυφή του βράχου, να πετύχουν το μεγάλο θηρίο, τα αεροπλάνα του εχθρού. "Ποια δύναμη τους σπρώχνει στο βέβαιο θάνατο;" αναρωτιέται ο δημοσιογράφος. Η απάντηση του δεκαοχτάχρονου μαχητή αποστομωτική: "Θέλουμε να κατέχουμε τη δική μας γη, τη δική μας πατρίδα. Ο πατέρας μου χάθηκε από τη βόμβα Ναπάλμ που χτύπησε το σπίτι μας. Λίγο πριν ξεψυχήσει από τα βαριά εγκαύματα μου είπε: <Φουάτ τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς πατρίδα;>. Ο αγώνας για μας μονόδρομος και ιερό καθήκον"! Στην άκρη του βράχου κάθεται ένα δεκαπεντάχρονο παιδί με φλογερό ύφος και εξεταστικό βλέμμα. Χαμηλώνει συχνά τα μάτια του και παρακολουθεί μια πασχαλίτσα που κάνει βόλτες στην παλάμη του. Το ζουζούνι με το κατακόκκινο χρώμα και τα μαύρα πουά στίγματα έχει βρει


Σελίδα 50

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

καταφύγιο στο φιλόξενο χέρι του άωρου πολεμιστή. Ο δημοσιογράφος πλησιάζει, τον χαιρετά. "Αυτή εδώ είναι η παρέα σου;" " Αυτή είναι η φίλη μου, είναι η οικογένειά μου. Ανέβηκε πριν δυο ημέρες στο βράχο που μυρίζει θειάφι και μπαρούτι και γίναμε αχώριστοι... την ταϊζω λίγη ζάχαρη και ψίχουλα από το ψωμί μου" απαντά στο δημοσιογράφο. Όση ώρα μιλά, την ακολουθεί με το βλέμμα του, την κρατά με αγάπη και παίζει μαζί της. Ένα ανήλικο παιδί και μια ελάχιστη μορφή ζωής αγαπήθηκαν πάνω στο εφιαλτικό τοπίο του θανάτου... Μια τρυφερή ιστορία γράφεται στον κρανίου τόπο. Ο δημοσιογράφος χαιρετά τα αμούστακα παιδιά. Τα πρόσωπα όλων τους είναι χαμογελαστά και ολοφώτεινα... Αρχίζει να κατηφορίζει από το βράχο όπου όλοι περιμένουν το θάνατο. Ένα τρεμάμενο χέρι τον σπρώχνει ξαφνικά στον ώμο. Ο μικρότερος μαχητής με δάκρυα στα μάτια τού βάζει στο χέρι ένα κουτί σπίρτα. "Αυτό είναι το σπίτι της μικρής μου φίλης...την έχω βάλει μέσα... δεν θέλω να πεθάνει μαζί μου...σε παρακαλώ όταν κατέβεις κάτω... αν ακόμα υπάρχει ένας κήπος με λουλούδια να την απελευθερώσεις εκεί...θέλω να ζήσει"! Ο δημοσιογράφος αφήνει πίσω την κόλαση του βράχου Μποφόρ και ψάχνει απεγνωσμένα έναν μικρό παράδεισο για να ελευθερώσει την πασχαλίτσα...το ζουζούνι πέταξε στον κήπο και χάθηκε πίσω από τα φύλλα ενός πολύχρωμου μενεξέ... Σε λίγο έφτασαν τα νέα από το κάστρο Μποφόρ...τα Ισραηλινά Φάντομ πετούσαν ώρα πάνω από το βράχο και σκότωσαν και τα δέκα αμούστακα παιδιά. Η επόμενη βάρδια Φενταγίν έχει ήδη αναλάβει το έργο της. Κλείνοντας το οδοιπορικό του στην πολύπαθη Παλαιστινιακή γη ο δημοσιογράφος ταυτίζεται με τους στίχους του Παλαιστίνιου ποιητή Σαμίχ Κάσεμ: "Ίσως αρπάξεις απ' τη γη μου και την τελευταία σπιθαμή. Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου - πιθάρια, έπιπλα και σκεύηΊσως καθίσεις παν' απ' το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμου εχθρέ του ήλιου αλλά δεν παζαρεύω κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ' αντιστέκομαι". (Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα) ΚΑΛΛΙΟΠΗ Ι. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


Σελίδα 51

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Τ

ι θες στο δωμάτιό μου; Βγες έξω! Τι σε νοιάζει αν κλαίω και γιατί κλαίω; Εσύ ήσουν αυτή που τόσα χρόνια μ’ έκανες να κλαίω και δεν νοιάστηκες. Είτε με χτυπούσες σωματικά είτε ψυχικά. Πόσες φορές έχω πονέσει, το ξέρεις, και ήσουν εσύ η αιτία και τώρα παριστάνεις ότι σ’ ενδιαφέρει; Φύγε! Δε σε θέλω εδώ! Βαρέθηκα να μου φωνάζεις και να με εξευτελίζεις όλη την ώρα, ακόμα και μπροστά στους φίλους μου. Τι πάει να πει είσαι μάνα μου και πρέπει να σε σέβομαι; Πώς μπορείς να απαιτείς από κάποιον να σε σέβεται, όταν εσύ δεν γνωρίζεις την έννοια σεβασμός; Πρέπει να μάθεις να καλλιεργείς στους ανθρώπους τα συναισθήματα που θες να σου φέρονται και, αν μη τι άλλο, εσύ κάνεις το ακριβώς αντίθετο. Α, ναι! Τώρα σου φταίνε οι παρέες μου! Αυτές με αλλάζουν, λες. Βέβαια! Πάντα εκεί καταλήγουμε… Πάντα κάποιος με παρασέρνει… Με παίρνει απ’ το χέρι και μου λέει πώς να σου φέρομαι. Αυτό δεν νομίζεις; Ξέρεις κάτι; Εσύ με αλλάζεις. Εσύ με κάνεις να συμπεριφέρομαι έτσι. Η δική σου νοοτροπία και οι δικοί σου τρόποι με κάνουν τόσο αντιδραστική και επιθετική. Γιατί; Με ρωτάς γιατί; Σκέψου λίγο πόσο «καλά» μου φέρεσαι από τότε που μ’ έφερες στον κόσμο. Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο μέχρι τώρα παρά μόνο φωνές. Τις δικές σου φωνές. Κι εγώ να μη μιλάω ποτέ… Τι είναι αυτό; Δάκρυ; Όχι, αυτό δεν το περίμενα. Δηλαδή έπρεπε να με φέρεις σε τέτοιο σημείο, για να καταλάβεις τι κακό μού έκανες, όπως λες… Αυτή είναι η αγάπη της μάνας, που νιώθει τα πάντα για το παιδί της… Μπράβο, μητέρα! Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες απλόχερα ό,τι κακό συναίσθημα υπήρχε μέσα σου. Σ΄ ευχαριστώ για το γευστικό δηλητήριο που με πότιζες από νεογνό. Μάλλον… με συγχωρείς, υπερβάλλω. Το μόνο που δεν έκανες ήταν αυτό. Με πότιζες κανονικό γάλα. Όσο γι’ αυτό, δεν έχω παράπονο. Όντως ευχαριστώ! Ναι, ναι! Κατηγόρησέ μου τον πατέρα τώρα! Πες ότι αυτός φταίει για όλα! Μια ζωή αυτό ακούω. Μια ζωή γι’ αυτό τσακώνεστε. Βλέπεις, από τότε που άλλαξαν οι ρόλοι των φύλων, κάνει σχεδόν ό,τι του λες. Και φταίει και γι’ αυτό! Φυσικά… Μια ζωή γεμάτη τσακωμούς… Μα για ποια ζωή μιλάω; Κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Εγώ δεν έζησα ζωή. Εγώ δεν ήμουνα παιδί. Αλλά όχι, αρκετά! Φτάνει πια! Τελείωσε! Θα ζήσω όπως πρέπει την εφηβεία μου κι αυτό δεν μπορεί να το εμποδίσει κανείς. Το κατάλαβες; Κανείς! Και τώρα φύγε απ’ το δωμάτιό μου. Θέλω να διαβάσω. Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου κάποια στιγμή και αυτό θα το καταφέρω μόνο αν αποφασίσω να φύγω από δω, που το έχω αποφασίσει ήδη δηλαδή… Τι λέω; Φεύγω! Τελειώνω το σχολείο και φεύγω! Έχει τελειώσει πια. Στέρεψα από πόνο και δάκρυα για εσάς. Φεύγω! ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ


Σελίδα 52

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Τ

ι θες στο δωμάτιό μου; Βγες έξω! Τι σε νοιάζει αν κλαίω και γιατί κλαίω; Εσύ ήσουν αυτή που τόσα χρόνια μ’ έκανες να κλαίω και δεν νοιάστηκες. Είτε με χτυπούσες σωματικά είτε ψυχικά. Πόσες φορές έχω πονέσει, το ξέρεις, και ήσουν εσύ η αιτία και τώρα παριστάνεις ότι σ’ ενδιαφέρει; Φύγε! Δε σε θέλω εδώ! Βαρέθηκα να μου φωνάζεις και να με εξευτελίζεις όλη την ώρα, ακόμα και μπροστά στους φίλους μου. Ήταν μια βροχερή μέρα μα δεν έπεφτε νερό. Μόνο οβίδες, βόμβες και σφαίρες. Το μικρό κοριτσάκι, η Λακμέ, είχε ήδη χάσει τους γονείς της σ’ έναν από τους πρώτους βομβαρδισμούς που έπληξαν τη χώρα της. Κάποιο βράδυ ο πατέρας της είχε ξαπλώσει και η μητέρα της καθάριζε το τραπέζι, ενώ παράλληλα ετοίμαζε τα ρούχα της οικογένειας για την επόμενη μέρα. Η Λακμέ ήταν μισοκοιμισμένη, αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Αισθανόταν θυμωμένη που ο μπαμπάς δεν της είχε δώσει φιλάκι για να την καληνυχτίσει. Όταν η μαμά τελείωσε τις δουλειές της, η Λακμέ σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό τους. Πριν καλά καλά φτάσει στα μισά του διαδρόμου, ένας εκκωφαντικός ήχος τρύπησε τ’ αυτιά της. Απίστευτο, οι τοίχοι γκρεμίζονταν! Η μικρή έτρεξε βιαστικά προς το δωμάτιο και προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα. Αδύνατον! Η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα! Πίσω της είχαν στοιβαχτεί μεγάλα κομμάτια τσιμεντόλιθων που είχαν καλύψει όλο το δωμάτιο και είχαν στείλει στο θάνατο τον μπαμπά της και τη μαμά της. Απελπισμένη άρχισε να καλεί σε βοήθεια και βγαίνοντας από το σπίτι κατέφυγε στους γείτονές της. Εκείνοι της εξήγησαν ότι κακοί άνθρωποι έκαναν ΠΟΛΕΜΟ: έριχναν βόμβες και κατέστρεφαν τα κτίρια και τις ανθρώπινες ζωές. Έμεινε μαζί τους μέχρι που αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους… Είχαν περάσει πολλές μέρες από την τελευταία φορά που έφαγε φαγητό. Ένας άγνωστος κύριος της είχε δώσει λίγο. Αυτός ο κύριος ήταν εκείνος που την είχε πάρει αγκαλιά για να τη βάλει σε μια μικρή βάρκα με πολλούς πολλούς ανθρώπους. Ταξίδευαν πολλές μέρες και νύχτες. Πού πήγαιναν; Ένοιωθε παγωμένη, στριμωγμένη και πολύ φοβισμένη. Πού πήγαιναν; Η Λακμέ δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν μιλούσε. Σκεφτόταν συνεχώς τους γονείς της που δεν πρόλαβε να καληνυχτίσει. Απορούσε γιατί να υπάρχει πόλεμος, γιατί να πρέπει ν’ αφήσουν τη χώρα τους… Ξαφνικά είδε από μακριά γη! Σπίτια γερά, δυνατά, όχι ερείπια! Χάρηκε, γιατί το ταξίδι την είχε εξαντλήσει. Ήταν βρεγμένη, πεινασμένη και πολύ πολύ κουρασμένη όπως και οι άγνωστοι συνταξιδιώτες της. Πάλι στο νου της ήρθε η εικόνα των γονιών της. Μακάρι να ήταν μαζί τους, πίσω στην πατρίδα τους και να είχαν ειρήνη! Η βάρκα έφτανε κοντά, όλο και πιο κοντά στη στεριά. Είδε εκεί πολλούς ανθρώπους και άκουσε να μιλούν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Ένοιωσε φόβο. Κι αν ξαφνικά έβγαζαν όπλα κι έκαναν τα ίδια με τους κακούς στη χώρα της;


Σελίδα 53

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Τότε ένας άντρας βούτηξε στο νερό. ΜΗ!!! Προσπάθησε να του φωνάξει, μα η φωνή της χάθηκε μέσα στον παφλασμό των κυμάτων και στο αγριεμένο βουητό του αέρα. Μα γιατί έπεφτε στη θάλασσα; Η θάλασσα ήταν απαίσια, έπαιρνε τους ανθρώπους μακριά από τον τόπο που τους γέννησε. Στη διάρκεια του ταξιδιού της είχε δει πολλούς να βουτάνε και να χάνονται μέσα στη βαθιά αγκαλιά της. Το κοριτσάκι όμως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι άλλο. Βρέθηκε στην αγκαλιά του άντρα, ο οποίος κολυμπώντας γρήγορα βγήκε στη στεριά. Ανάσανε με ανακούφιση. Μακάρι οι άνθρωποι στην πατρίδα της να ήταν τόσο καλοί, σαν τον κύριο που τη βοηθούσε! Μόλις την άφησε από τα χέρια του, δυο γυναίκες την άρπαξαν και την τύλιξαν με μια μπλε κουβέρτα, μέχρι που έπαψε να τουρτουρίζει. Τότε κατάφερε να κοιτάξει γύρω της με περιέργεια. Αυτός ο τόπος ήταν όμορφος. Ο ουρανός ήταν γαλανός, οι δρόμοι δεν ήταν στρωμένοι με χαλάσματα και ανθρώπινα πτώματα. Στον αέρα μπορούσε να διακρίνει την αλμυρή μυρωδιά της θάλασσας και τη γλυκιά ευωδιά λουλουδιών. Πουθενά δεν υπήρχε η σαπίλα του θανάτου που ανέπνεε συνεχώς τον τελευταίο καιρό. Πόσο θα ήθελε να έμενε εδώ! Ρούφηξε τη μύτη της και συγκράτησε τα δάκρυά της. Είχε αντέξει! Είχε γλυτώσει! Η μαμά της θα ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτήν, σίγουρα. Μια γυναίκα της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, μα η Λακμέ δείλιασε: έπρεπε να το πάρει; Μήπως ήταν παγίδα; Όμως η πείνα της ήταν αρκετά επώδυνη για να το αρνηθεί. Εξάλλου η καλοσύνη που φώτιζε το πρόσωπο της γυναίκας την έπεισε να το πάρει και να το καταπιεί βιαστικά, σχεδόν αμάσητο. Τι γλυκό που ήταν! Ύστερα κοιμήθηκε. Εκεί που βρισκόταν. Παραδόθηκε σ’ έναν ύπνο βαθύ, ευεργετικό για το ταλαίπωρο κορμί της και τη βασανισμένη της ψυχή. Χωρίς όνειρα, χωρίς εφιάλτες, χωρίς φόβο…16 χρόνια αργότερα Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξαν πολλά. Η Λακμέ είχε γίνει πια Ελληνίδα. Τι σημασία έχουν τα χαρτιά, όταν αγαπάς κάτι και το νιώθεις; Η Λακμέ λάτρευε την Ελλάδα και τους Έλληνες, τον πολιτισμό τους και οτιδήποτε ελληνικό. Η ζωή της είχε μπει σ’ άλλο δρόμο μετά την υιοθεσία της από την κυρία που την τύλιξε στην κουβέρτα, όταν πρωτοπάτησε το πόδι της στην παραλία του νησιού της. Κουβέρτα η αγάπη της ζέσταινε την ψυχή του κοριτσιού όλα αυτά τα χρόνια. Η Λακμέ εντάχθηκε σε ελληνικό σχολείο και ήταν εξαιρετική μαθήτρια. Τόσο καλή, που η κυρία Αντωνία, η «μητέρα της καρδιάς» της, της αγόραζε συνέχεια βιβλία. Και η Λακμέ διάβαζε μανιωδώς κι ευχαριστούσε τον Θεό που έστειλε στο δρόμο της μια τέτοια γυναίκα, έναν τόσο καλό άνθρωπο… Η Λακμέ ήταν πια πτυχιούχος ελληνικού πανεπιστημίου. Το όνειρό της να γίνει γιατρός είχε πραγματοποιηθεί. Σκοπός της ζωής της ήταν να σώζει ανθρώπους. Κυρίως να θεραπεύει όλα τα πληγωμένα θύματα των πολέμων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το θηρίο που λέγεται θάνατος. Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα παιδιά που βίωναν συγκλονιστικές εμπειρίες, δυσβάσταχτες για την ηλικία τους, σε όλα τα σημεία του πλανήτη.


Σελίδα 54

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Η ιστορία της είχε γίνει γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν η κοπέλα που διακήρυττε με λόγια και με πράξεις, όπου κι αν βρισκόταν: «Σταματήστε τους πολέμους! Μάθετε στα παιδιά της γης αγάπη και ειρήνη. Όχι μόνο γράμματα, αριθμούς και άγονες γνώσεις! Βοηθήστε τα, σεβαστείτε τα, προστατέψτε τα! ΤΟ ΑΞΙΖΟΥΝ!» ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΓΕ.Λ. ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ


Σελίδα 55

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Μ

ια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό που το αγκάλιαζε η θάλασσα, ζούσε ένα μελαχρινό αγόρι που τον έλεγαν Ιλιάν. Ο Ιλιάν ήταν πάντα χαρούμενος και καλοσυνάτος. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν πάντα ένα όμορφο και λαμπερό χαμόγελο που έκανε μικρούς μεγάλους να τον συμπαθούν. Οι συμμαθητές του διασκέδαζαν πολύ μαζί του όταν έπαιζαν μπάλα ή όταν τους τραγουδούσε με τη δυνατή του φωνή τραγούδια από την πατρίδα του. Μάλιστα, η αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να πηγαίνουν βόλτα με τα ποδήλατα και να παίζουν «στόχο» με τα βότσαλα στην ακροθαλασσιά. Ένα βροχερό πρωινό όμως, όλα άλλαξαν για το μικρό Ιλιάν. Καθώς περπατούσε ανέμελος για το σχολείο πάτησε σε ένα βαθύ λάκκο με νερό και έγινε μουσκίδι. Το παντελόνι του έσταζε από παντού και τα παπούτσια του βάρυναν σαν μεγάλες μπουκάλες νερό. Περίμενε για λίγο κάτω από ένα υπόστεγο να στεγνώσει , όμως η βροχή δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Ο Ιλιάν φοβήθηκε πως θα αργήσει κι έτσι αποφάσισε να τρέξει γρήγορα να προλάβει το κουδούνι. Όταν πέρασε την αυλόπορτα οι μαθητές ήταν ήδη στις τάξεις τους. Μόνο ένας μαθητής της Έκτης βρισκόταν στο προαύλιο κρατώντας μια κόκκινη ομπρέλα, που από τον αέρα ένιωθες ότι θα σπάσει. «Μα, καλά τι παπούτσια είναι αυτά; Θαρρείς πως θα σ’ αφήσουν να μπεις έτσι στην τάξη;», του είπε και έφυγε γελώντας. Ο Ιλιάν γύρισε το βλέμμα του προς τα κάτω και είδε ότι το αριστερό του παπούτσι είχε διαλυθεί. Τα κορδόνια του ήταν ξεχειλωμένα, ο πάτος του είχε ξεκολλήσει και τα δάχτυλά του διακρίνονταν μαραμένα από το πολύ νερό. Στο πρόσωπό του πια δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα δάκρυα και τις σταγόνες τις βροχής. Κοίταξε για λίγο την κίτρινη κουρτίνα που ανέμιζε στο παράθυρο της τάξης του. Φαντάστηκε τους συμμαθητές του να τακτοποιούν τα τετράδιά τους, τη δασκάλα του να ρωτάει χαμογελαστά πώς πέρασαν την προηγούμενη μέρα, τον φίλο του τον Πέτρο να λέει σε όλους πόσο τον δυσκόλεψε η ορθογραφία. Φαντάστηκε και τον εαυτό του να μπαίνει αργοπορημένος, βρεγμένος σαν γάτα και με χαλασμένα παπούτσια. Δεν το σκέφτηκε πολύ και έφυγε απογοητευμένος για το σπίτι του. Τις επόμενες τρεις μέρες ο Ιλιάν δεν εμφανίστηκε ξανά στο σχολείο ούτε στο χωριό. Τι κι αν είχε πάρει τη θέση της βροχής ένας λαμπερός ήλιος που έκανε τα παιδιά να μην κρατιούνται στα σπίτια τους. Η δασκάλα του ανησύχησε και πήρε πολλές φορές τηλέφωνο στο σπίτι του, όμως κανείς δεν το σήκωνε γιατί οι γονείς του ήταν όλη τη μέρα στη δουλειά. Πήρε την απόφαση λοιπόν να πάει σπίτι του μήπως καταλάβει τι


Σελίδα 56

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

του συνέβη. Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει μέχρι τη γειτονιά του και βλέπει από μακριά τον Ιλιάν πάνω στο ποδήλατό του. Της χαμογελάει και με τη δυνατή του φωνή της λέει: « Συγνώμη, κυρία, που λείπω αλλά έχουν χαλάσει τα παπούτσια μου και δεν έχω χρήματα να πάρω άλλα. Σε λίγες μέρες η μαμά μου θα πληρωθεί και θα μου αγοράσει. Τότε θα ξαναέρθω! Μα τώρα δεν μπορώ! Η δασκάλα του έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη. Κοίταξε χαμηλά στα πόδια του Ιλιάν που υπήρχαν μόνο κάποιες καφέ χειμωνιάτικες παντόφλες πολύ μεγαλύτερες από το νούμερό του. Στο χέρι του κρατούσε μια σακούλα μ’ ένα καρβέλι ψωμί που μοσχοβολούσε. Το πρόσωπό του εξακολουθούσε να είναι φωτεινό και τα μάτια του γεμάτα σπιρτάδα. «Κάτι θα κάνουμε», του είπε και τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Το ίδιο βράδυ ο Ιλιάν έπεσε για ύπνο έχοντας στο μυαλό του τη συνάντηση με τη δασκάλα του. Δεν ήθελε να απουσιάζει από το σχολείο. Άραγε τους είχε λείψει καθόλου; Καθώς βυθίζονταν στις σκέψεις του σιγά σιγά τα μάτια του έκλεισαν… Ξαφνικά, ένιωσε μια λάμψη και πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Μια αστραφτερή φιγούρα βρισκόταν στο πίσω μέρος του δωματίου και τον καλούσε να την πλησιάσει. Ο Ιλιάν, θαμπωμένος από τη λάμψη, έκανε μερικά βήματα μπροστά και είδε κάτι μαγικό. Ένα ολοκαίνουριο ζευγάρι αθλητικά παπούτσια μέσα σε ένα όμορφο χάρτινο κουτί, τυλιγμένο με πράσινη γυαλιστερή κορδέλα! Σήκωσε τα μάτια του αλλά η φιγούρα είχε εξαφανιστεί. Μπερδεμένος αλλά και ενθουσιασμένος όπως ήταν, δοκίμασε τα παπούτσια και ξαναγύρισε το κρεβάτι. Το άλλο πρωί τα παπούτσια βρίσκονταν ακόμη στα πόδια του. Έτρεξε στη μητέρα του, η οποία τον κοιτούσε απορημένη, και της έδειξε το καινούρια του αθλητικά. Δεν καταλάβαινε από τα λόγια του τι είχε συμβεί αλλά χαιρόταν που έβλεπε τον Ιλιάν τόσο ευτυχισμένο. « Ίσως η νεράιδα των παπουτσιών σου έκανε αυτό το δώρο γιατί είσαι πάντα ευγενικός και χαμογελαστός, αγόρι μου», του είπε γλυκά η μαμά του. Ο Ιλιάν δεν πίστευε στα παραμύθια, όμως ένα θαύμα συνέβη εκείνο το βράδυ και δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Την επόμενη Δευτέρα ο Ιλιάν έβαλε τα καινούρια του παπούτσια, φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελό του και πήρε το δρόμο για το σχολείο. Οι συμμαθητές του μόλις τον είδαν έτρεξαν προς στο μέρος του, τον αγκάλιασαν και άρχισαν το παιχνίδι. Ο μαθητής της Έκτης τον πλησίασε και θαύμασε τα καινούρια του αθλητικά παπούτσια που σαν κι αυτά δεν φορούσε κανείς. Η δασκάλα του τον καλωσόρισε στην τάξη και για μια ώρα ο Ιλιάν τους αφηγούνταν την ιστορία του με γέλια και ξεφωνητά! Ήταν η πιο όμορφη μέρα στο σχολείο για όλους.

Ιωάννα Κακούρη


Σελίδα 57

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ

Ένα τρυγόνι αλαργινό κι ένα αηδονάκι απ’ το βουνό πλέξανε και τα δυο φωλιά στα φύλλα μιας κορομηλιάς. Κι ήτανε μέρα Κυριακή και η φύση γύρω μαγική. Ένα τρυγόνι αλαργινό κι ένα αηδονάκι απ’ το βουνό κάτι ψιθύρισαν στ’ αφτί κι έγιν’ η πλάση μια γιορτή. Ο κήπος γέμισε βιολιά κι άνθισε-ν η κορομηλιά. Ένα τρυγόνι αλαργινό κι ένα αηδονάκι απ’ το βουνό δώσαν τα πρώτα τους φιλιά στα φύλλα της Κορομηλιάς. Έγινε όλ’ η γειτονιά ζεστή φιλόξενη αγκαλιά. Βασίλης Γεργατσούλης


Σελίδα 58

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΜΙΑ ΚΟΥΤΑΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΥΖΙΝΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

Ή

ταν κάποτε μια όμορφη, ξύλινη στρογγυλή κουτάλα! Η κουτάλα αυτή κρεμόταν ψηλά στον τοίχο της κουζίνας, δίπλα ακριβώς στο μεγάλο παράθυρο. Η θέση της ήταν πάντα αυτή και ποτέ δεν άλλαζε. Έτσι λοιπόν η κουτάλα ήταν πολύ μόνη και λυπημένη μέσα στην τεράστια κουζίνα, αφού όλα τα σκεύη, πιάτα και πιατάκια, πιρούνια και μαχαίρια, ποτήρια και φλιτζανάκια ήταν πολύ μακριά από αυτήν και πάνω σε όμορφα ράφια! Κάθε φορά λοιπόν που η κουτάλα πήγαινε να μιλήσει στη μεγαλόπρεπη κουρτίνα, η κουρτίνα της γύριζε την πλάτη. -Καλημέρα κουρτίνα! Τι όμορφα πράγματα βλέπεις να συμβαίνουν έξω στο δρόμο; Θα ήθελες να μου μιλήσεις για κάτι από αυτά? Έλεγε η κουτάλα όλο περιέργεια. -Να μην είσαι περίεργη κουτάλα, απαντούσε τότε η κουρτίνα και γύριζε βιαστικά προς το παράθυρο, λέγοντας πως είναι απασχολημένη, διότι μαζί με το τζάμι κοιτάζουν τους ανθρώπους έξω στο δρόμο! Όταν πάλι η κουτάλα προσπαθούσε να μιλήσει στα πιατάκια, αυτά της έλεγαν πως ήταν απασχολημένα, καθώς τραγουδούσαν μαζί με τα μεγάλα πιάτα! Είχαν να φροντίσουν για τη χορωδία και ο μαέστρος ήταν πολύ αγχωμένος να πάνε όλα καλά. -Καλημέρα πιατάκια, θα μπορούσα να τραγουδήσω μαζί σας; Έλεγε όλο αγωνία η περίλυπη κουτάλα. -Μην μας διακόπτεις κουτάλα, θα χάσουμε το ρυθμό της μελωδίας και το τραγούδι μας θα είναι τότε μια αποτυχία, απαντούσαν τα πιάτα και τα πιατάκια στην απελπισμένη κουτάλα, που παρακαλούσε για λίγη συντροφιά και ένα τραγούδι. Όταν η κουτάλα έψαχνε για τα ψιλόλιγνα πιρούνια, εκείνα χόρευαν έναν όμορφο χορό μαζί με τα μαχαίρια, ήταν τόσο ευτυχισμένα μεταξύ τους! -Καλημέρα! Τί όμορφα που χορεύετε! Θα μπορούσα να χορέψω κι εγώ λίγο μαζί σας; Ρωτούσε και πάλι όλο αγωνία η κουτάλα. -Αφού δεν γνωρίζεις τα βήματα, θα μας μπερδέψεις και η χορογραφία μας θα είναι τότε μια αποτυχία, απαντούσαν τα πιρούνια και τα μαχαίρια στην κουτάλα, που ζητούσε λίγη συντροφιά και έναν χορό. Έπειτα, η κουτάλα έψαχνε για τα φλιτζάνια, αλλά για μεγάλη της δυστυχία έβλεπε πως και αυτά γελούσαν μαζί με τα ποτήρια! -Καλημέρα! Τί όμορφα που γελάτε! Θα μπορούσα να γελάσω κι εγώ λίγο μαζί σας? Ρωτούσε για άλλη μια φορά η θλιμμένη κουτάλα.


Σελίδα 59

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

-Αν έρθεις στην παρέα μας, θα μας μπερδέψεις και τότε αντί να γελάμε θα αρχίσουμε να κλαίμε, απαντούσαν κοροϊδευτικά τα ποτήρια και τα φλιτζανάκια στην κουτάλα, που ζητούσε συντροφιά και λίγο γέλιο. Έτσι λοιπόν περνούσαν οι μέρες και ήταν όλοι τους μέσα στην κουζίνα τόσο χαρούμενοι, γελαστοί κι ευτυχισμένοι, ενώ η κουτάλα μας ήταν τόσο μόνη και λυπημένη! Κάποια μέρα όμως, μια όμορφη και παχουλή κατσαρόλα ήρθε και εγκαταστάθηκε περιχαρής κάτω ακριβώς από τη λυπημένη μας κουτάλα. -Καλημέρα κουτάλα! Γιατί είσαι τόσο θλιμμένη; Πόσο πολλά είναι τα δάκρυα σου; Έλεγε τότε η στρουμπουλή κατσαρόλα. Η κουτάλα όμως δεν απαντούσε στην κατσαρόλα, αλλά συνέχιζε να κλαίει δυνατά, πολύ δυνατά, τόσο πολύ μάλιστα, που κάτι χοντρά δάκρυα κυλούσαν από τα μάγουλά της και έπεφταν μέσα στην ίδια την κατσαρόλα. Κάποια στιγμή τα δάκρυα της κουτάλας ήταν τόσο πολλά, που η κατσαρόλα πλημύρισε, παρασύροντας έτσι την κουτάλα, η οποία με μια βουτιά, μπλουμ, βρέθηκε μέσα στο βυθό της κατσαρόλας. -Αχ τί όμορφα που είναι εδώ και πόσο ζεστά! Είπε τότε η κουτάλα και συνέχισε να κολυμπά μέσα στα ίδια της τα δάκρυα, που είχαν γεμίσει την κατσαρόλα. Ξάφνου όμως ακούστηκε μία φωνή να έρχεται από πολύ μακριά και να φθάνει μέχρι το βυθό : -Καλημέρα κουτάλα! Θα ήθελες να γίνουμε φίλες και κάθε φορά που κάποιο φαγητό ή σούπα πρέπει να μαγειρευτεί μέσα στον πυθμένα μου εσύ να βοηθάς στο μαγείρεμα ανακατεύοντας; Ρώτησε η στρουμπουλή κατσαρόλα, περιμένοντας όλο αγωνία την απάντηση της κουτάλας. -Φυσικά και θα το ήθελα, απάντησε τότε όλο χαρά η κουτάλα! Έτσι από εδώ και στο εξής θα ήταν πολύ χαρούμενη και διασκεδαστική η ζωή της κουτάλας, αφού μαζί με το μαγείρεμα θα έκανε και τις βουτιές της μέσα στην κατσαρόλα και θα είχε μία φίλη, τη φίλη κατσαρόλα. Τελικά, η κουτάλα μας έγινε μια πολύ ευτυχισμένη κουτάλα! Λιάνα Μιχελάκη


Σελίδα 60

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΟΣ

Σ

ε μια μικρή πόλη στην Περσία ζούσε ένας μικρός επιδέξιος τσαγκαράκος, που μαθήτευε την τέχνη κοντά στον πατέρα του. Κι οι δυο έφτιαχναν όμορφα και γερά παπούτσια, που τα διακοσμούσαν με λογής λογής σχέδια και πλουμίδια, επιδιόρθωναν, λούστραραν ή καθάριζαν τα παπούτσια των πελατών τους για να δείχνουν σαν καινούρια. Κάποτε στην πόλη έφτασε ένα μεγάλο καραβάνι για να ξεκουραστεί. Όλοι υπέθεσαν ότι οι αρχηγοί του καραβανιού πρέπει να ήταν πλούσιοι και σημαντικοί άρχοντες από μεγάλες πόλεις κι η πραμάτεια τους ν' αξίζει μια μικρή περιουσία. Κάποιοι είπαν ότι μάλλον ήταν και πολύ σοφοί, γιατί τους άκουσαν να ερμηνεύουν τα σημάδια του νυχτερινού ουρανού. Ένας από τους άρχοντες έστειλε στο μαγαζάκι του μικρού τσαγκαράκου τον υπηρέτη του μ' ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο υπηρέτης τον ρώτησε αν προλάβαινε να το επιδιορθώσει, πριν αναχωρήσει το καραβάνι. Ο τσαγκαράκος προθυμοποιήθηκε να το κάνει αμέσως κι ο υπηρέτης αποφάσισε να περιμένει στο μαγαζί μέχρι να τελειώσει τη δουλειά του. Εν τω μεταξύ οι δυο τους έπιασαν κουβέντα κι ο τσαγκαράκος έμαθε πως το καραβάνι είχε προορισμό του ένα πανίσχυρο βασιλιά, που θα γεννιόταν σε λίγες μέρες σ' ένα άγνωστο μέρος. Οι αρχηγοί του καραβανιού ακολουθώντας τα σημάδια του νυχτερινού ουρανού θα τον έβρισκαν και θα του πήγαιναν μεγαλόπρεπα δώρα, γιατί επρόκειτο για ένα βασιλιά, που θα γινόταν τόσο σπουδαίος και πανίσχυρος, όσο δεν είδε ποτέ κανείς άνθρωπος. Ο τσαγκαράκος άκουγε με προσοχή τα λόγια του υπηρέτη και του δημιουργήθηκε μια έντονη επιθυμία να πάει να δει αυτόν τον βασιλιά. Πώς, όμως, θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και πώς θα τον έβρισκε, αφού αυτός δε ήξερε να διαβάζει το νυχτερινό ουρανό; Μια και δυο αφήνει ένα σημείωμα στον πατέρα του, παίρνει λίγο ψωμί, ένα τσουβάλι κι ένα ζευγάρι μικρά και χαριτωμένα παπουτσάκια, που είχε φτιάξει με πολύ μεγάλη φροντίδα και μεράκι, τα οποία κρατούσε κρυμμένα σ' ένα σεντούκι, και πάει στο μέρος, όπου στάθμευε το καραβάνι. Ανεβαίνει σε μια καμήλα, μπαίνει μέσα στο τσουβάλι και προσπαθεί να βολευτεί χωρίς να κουνιέται, ώστε να μοιάζει μ' ένα από τα φορτία. Ήλπιζε κανείς να μην υποπτευθεί το σχέδιο του για να μπορεί να ταξιδέψει λαθραία μέχρι το σπουδαίο βασιλιά. Το καραβάνι ξεκίνησε για τον προορισμό του και πράγματι κανείς δεν υποπτεύθηκε τίποτα όλη μέρα. Αργά τη νύχτα, όταν πια το καραβάνι στάθμευσε κι ο τσαγκαράκος σταμάτησε ν' ακούει τις φωνές του πληρώματός του, προσπάθησε λίγο να


Σελίδα 61

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

κουνηθεί για να ξεπιαστεί. Όμως, κάποιος ακόλουθος, που φύλαγε τις καμήλες, τον έπιασε και τον οδήγησε σ' ένα από τους αρχηγούς του καραβανιού. Ο μικρός τσαγκαράκος πίστεψε ότι εδώ έφτανε και το τέλος του ταξιδιού του. Ο μεγάλος και σοφός άρχοντας άκουσε προσεκτικά τα λόγια του τσαγκαράκου κι αποφάσισε να του επιτρέψει να συνεχίσει το ταξίδι μαζί τους. Του πρότεινε μάλιστα να ζητήσει όποια υλικά ήθελε για να φτιάξει ένα καινούριο χρυσοποίκιλτο ζευγάρι παπουτσιών, άξιο δώρο για να προσφέρει στο μικρό βασιλιά υποθέτοντας ότι οι μέρες, που είχαν μπροστά τους, θα ήταν αρκετές για τον μικρό επιδέξιο τσαγκαράκο. Έτσι κι έγινε. Ο μικρός τσαγκαράκος στη διάρκεια του ταξιδιού κατάφερε να φτιάξει ένα ζευγάρι ακόμη πιο όμορφο και ακριβό από το προηγούμενο. Το καραβάνι μετά από αρκετές μέρες ταξιδιού έφτασε σ' ένα μικρό χωριουδάκι, που το έλεγαν Βηθλεέμ κι αναζήτησε το μέρος, που βρισκόταν ο νεογέννητος βασιλιάς. Οι αρχηγοί του καραβανιού τον βρήκαν σ' ένα φτωχικό σπίτι και προσκύνησαν προσφέροντας τα πλούσια δώρα, που έφεραν γι' αυτόν. Ο μικρός τσαγκαράκος περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του για να προσκυνήσει κι αυτός. Ήταν κατενθουσιασμένος και περίχαρος. Πρώτη φορά θα έβλεπε ένα βασιλιά και δεν ήξερε πως ν' αποδώσει τιμές. Όταν μπήκε στην κάμαρη του μικρού βασιλιά, ήταν αμήχανος και σαστισμένος, ενώ ταυτόχρονα έτρεμε απ' τη χαρά του. Ο βασιλιάς αυτός ξεχώριζε από τους άλλους. Δεν είχε γεννηθεί στο παλάτι, δεν ήταν ντυμένος με πλούσια βασιλικά ρούχα, δεν είχε υπηρέτες να εξυπηρετούν κάθε επιθυμία του. Έλαμπε, όμως, στην αγκαλιά της μητέρας του πιο λαμπρά κι από τον ήλιο. Έσκυψε ταπεινά μπροστά του προσφέροντας το πολυτελές ζευγάρι παπουτσιών, που έφτιαξε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Όμως, η μητέρα του βρέφους το έσπρωξε πίσω και του είπε να το κρατήσει ως αντάλλαγμα για το ζευγάρι, που αυτός έκρυβε μέσα στα ρούχα του κι είχε φτιάξει με πολύ αγάπη και φροντίδα. Σάστισε ακόμη πιο πολύ ο μαστοράκος, μα έκανε το θέλημά της. Δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς επέστρεφε στο καραβάνι, για την τιμή, που του έγινε να προσκυνήσει το βασιλιά των βασιλιάδων. Τώρα πια του έμενε να γυρίσει στη μικρή πόλη του και να μεταδώσει το νέο για τη γέννηση ενός βασιλιά διαφορετικού από όλους τους άλλους.... Εύα Βενετικίδου


Σελίδα 62

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

ΝΟΥΦΑΡΟ, ΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΦΕΓΓΑΡΙ

Χθες το βράδυ έν΄ αστέρι, έπεσε στη γη κρυφά, μήνυμα ήθελε να φέρει, στης νυχτιάς τη σιγαλιά. Σκόρπισε την ομορφιά του στης λιμνούλας τα νερά, άνοιξη μάς είπε θα ΄ρθει, έλαμπε από χαρά. Ένα νούφαρο το βρήκε πριν βουλιάξει και χαθεί, στα νερά τα μπλε της λίμνης ταξιδέψανε μαζί. Έσκυψε το φεγγαράκι στη δική τους συντροφιά, με μιας λεμονιάς κλαράκι μοσχοβόλισε η βραδιά. Μαριάνθη Πλειώνη


Σελίδα 63

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΞΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ

Μια ξύλινη μπογιά στο χρώμα τ΄ουρανού κρατώ κι ο νους σε πέλαγα γαλάζια με πηγαίνει. Γοργόνα γίνομαι στην άκρη του γιαλού μα η βαρκούλα μου στην άγρια θάλασσα δεν μπαίνει. Παίρνω κι εγώ την κόκκινη ξυλομπογιά να ζωγραφίσω ένα τεράστιο καράβι. Οι γλάροι οι φίλοι μου ανοίγουνε φτερά μαζί για να σαλπάρουμε ένα βράδυ. Είν΄ τα φουγάρα του ψηλά ως τον ουρανό με κίτρινη ξυλομπογιά τα έχω βάψει, αστέρια κι όνειρα στ΄αμπάρια τ΄αδειανά το φως του φάρου περιμένουμε ν΄ανάψει!

Μαριάνθη Πλειωνή


Σελίδα 64

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣ Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα λιβάδι έξω από την πόλη, ζούσαν δυο δέντρα. Το ένα ήταν μεγάλο, καταπράσινο και φουντωτό, έσφυζε από ζωή. Το άλλο δίπλα του ήταν μαραμένο, γυμνό από φύλλα και αδύναμο. Κάθε μέρα ο τόπος γέμιζε από παιδιά που έπαιζαν εκεί. Και φυσικά, όλα πήγαιναν κάτω από το πράσινο δέντρο! Είχαν κρεμάσει και μια κούνια στα κλαδιά του κι έπαιζαν εκεί όλη την ώρα. Το αδύναμο δέντρο βλέποντάς τα στενοχωριόταν πολύ. Κάθε μέρα έσπαγαν όλο και περισσότερα κλαδιά του, απογυμνωνόταν όλο και πιο πολύ. Ένα βράδυ κοίταξε ψηλά στον ουρανό κι ευχήθηκε στο αγαπημένο του λαμπρό αστέρι: “Μακάρι να βρεθεί κάποιος να μ’ αγαπήσει κι εμένα!...” Κι έπεσε για ύπνο. Την άλλη μέρα, είδε να πλησιάζει ένα αγοράκι χωρίς μαλλιά. Δεν έδωσε σημασία. Ήταν σίγουρο ότι θα πήγαινε στο διπλανό δέντρο. Ένιωσε όμως μια πίεση στον κορμό του και κοιτάζοντας χαμηλά είδε το μικρό αγόρι να έχει στηριχτεί πάνω του. Ξαφνιάστηκε μ’ αυτό. Σε λίγο άκουσε κλάματα. -Αγοράκι, γιατί κλαις; το ρώτησε. -Επειδή κανείς δε μ’ αγαπάει. Όλοι με κοροϊδεύουν επειδή δεν έχω μαλλιά. Κανείς δε με κάνει παρέα, γιατί είμαι διαφορετικός, λένε… Πού να ’ξεραν όμως… Παρέμεινε αρκετή ώρα αμίλητος και λυπημένος κι έπειτα συμπλήρωσε, κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά: -Ακόμα κι η μαμά μου δε με θέλει. Δεν μπορεί να μ’ αντικρίζει έτσι, λέει. Το δέντρο τον λυπήθηκε κει του είπε: -Η μαμά σου σ’ αγαπάει, είμαι σίγουρο γι’ αυτό. Σκέψου όμως πως και για κείνη είναι δύσκολο… Όσο για το άλλο σου πρόβλημα, μπορώ να σ’ το λύσω. Μπορώ να γίνω εγώ φίλος σου, αν θες… Το αγοράκι συμφώνησε χαρούμενο. Κάθε μέρα πήγαινε κάτω από το δέντρο, ακουμπούσε στον κορμό του ή καθόταν στη σκιά του με τις ώρες κι έπαιζαν ή συζητούσαν για τ’ αστέρια. Σιγά σιγά έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Το δέντρο ένιωθε όμορφα. Επιτέλους, είχε κι αυτό συντροφιά! Έτσι, άρχισε να ξαναζωντανεύει. Έβγαλε νέα, γερά κλαδιά και καινούρια πράσινα φυλλαράκια. Ήταν πολύ χαρούμενο που είχε ένα φίλο, να το αγαπάει και να του κάνει παρέα κάθε μέρα. Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει; Όμως κάποια μέρα το αγοράκι δε φάνηκε. Ούτε την επόμενη. Ούτε τη μεθεπόμενη. Το δέντρο σκέφτηκε πως θα είχε δουλειές, γι’ αυτό δεν μπορούσε να βγει για παιχνίδι. Έτσι δεν ανησύχησε αρχικά. Μα όταν πέρασαν δύο εβδομάδες χωρίς το α-


Σελίδα 65

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

γοράκι να έχει πατήσει το πόδι του στο λιβάδι, το δέντρο ανησύχησε πια για τα καλά. Απ’ την άλλη όμως στενοχωριόταν που ο φίλος του το είχε παρατήσει και κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν μπορούσε να κρατήσει έναν δικό του κοντά του. Έτσι μαράζωσε… Άρχισε πάλι να χάνει τα κλαδιά του, να ρίχνει τα φύλλα του και τελικά ξανάμεινε γυμνό να κρυώνει στη μοναξιά. Τα άλλα παιδιά συνέχισαν να παίζουν στο διπλανό δέντρο, που ήταν πάντα ζωντανό και φουντωτό, ενώ το δικό μας αργοπέθαινε… Είχε περάσει ήδη ένας χρόνος χωρίς καλά καλά να το καταλάβει και χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα στη ζωή του. Ξαφνικά, ένα πρωινό είδε ένα παιδάκι να το πλησιάζει. Παραξενεύτηκε. Κοίταξε με λαχτάρα μήπως ήταν ο φίλος του. Το αγόρι όμως που ερχόταν ήταν γερό, δυνατό, με πυκνά μαλλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. -Γεια σου, φίλε μου! του είπε, μόλις πλησίασε, αγκαλιάζοντας τον κορμό του. Και μόνο τότε, κοιτάζοντας πολύ πολύ προσεκτικά, το δέντρο αναγνώρισε το παιδί. Και… του έβαλε τις φωνές! -Πού ήσουν; Γιατί με παράτησες; Τι σου έκανα; Κι εγώ που νόμιζα πως είχα έναν φίλο… Έτσι φέρονται οι φίλοι; Ε; Το αγόρι τα ’χασε. -Συγγνώμη, αλλά δεν πρόλαβα να σου πω ότι θα φύγω. Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Ο μπαμπάς μου χώρισε τη μαμά μου, γιατί δεν νοιαζόταν για μας. Έπειτα με πήρε και πήγαμε στο εξωτερικό. Ήμουν πολύ άρρωστος, όπως θα είχες καταλάβει. Έπρεπε να καταπολεμήσω τον καρκίνο. Αυτό χρειάστηκε πολύ χρόνο. Ευτυχώς, όπως βλέπεις, όλα πήγαν καλά. Τώρα είμαι καλά! Το δέντρο χάρηκε πάρα πολύ για το αγοράκι και μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του. -Συγγνώμη, φίλε μου, του είπε. Σου μίλησα απότομα. Μα… σκέψου, έναν ολόκληρο χρόνο σε περίμενα! Κάθε μέρα! Και ανησυχούσα για σένα… Είχα στενοχωρηθεί πολύ που χαθήκαμε. Βλέπεις πώς κατάντησα; Σχεδόν ετοιμοθάνατο! Τώρα όμως όλα αλλάζουν. Είμαι πολύ χαρούμενο για την επιστροφή σου! Για σένα θέλω να ξαναζωντανέψω. Θέλω να βγάλω κλαδιά και πράσινα φύλλα για χάρη σου. Να ομορφύνω για σένα, αφού εσύ με διάλεξες για παρέα σου, όταν όλα τα παιδιά μού γύριζαν την πλάτη… Το αγοράκι χαμογέλασε πλατιά και του είπε: -Όταν ήμουν άρρωστος, κανείς δε με ήθελε. Κανείς δεν άντεχε να με βλέπει. Εσύ όμως με στήριξες. Δεν σ’ ένοιαζε η εμφάνισή μου, αλλά με αγάπησες όπως ήμουν. Γι’ αυτό δεν θέλω ν’ αλλάξεις για χάρη μου. Είσαι διαφορετικό, μα έχεις καλή καρδιά. Αυτό είναι που σε κάνει τόσο ξεχωριστό. Κι αν οι άλλοι δεν το καταλαβαίνουν, μη σε νοιάζει! Είτε είσαι «άσχημο» είτε γεμάτο ζωντάνια και υγεία, εγώ πάλι θα είμαι δίπλα σου. Φυσικά, ό,τι και να κάνεις, εγώ θα σε στηρίξω, από τη στιγμή που πρόκειται για το δικό σου καλό. Αν θες να νιώθεις όμορφο, προσπάθησε να ξαναζωντανέψεις! Εγώ θα είμαι διπλά χαρούμενος για σένα. Αλλά να το κάνεις για τον εαυ-


Σελίδα 66

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

τό σου, όχι για μένα ούτε για κανέναν άλλον. Μην ξεχνάς, όπως κι αν είσαι εξωτερικά, εγώ θα σ’ αγαπάω, φίλε μου! Μετά τις εξομολογήσεις τους, το αγόρι και το δέντρο ενίσχυσαν τη φιλία τους ακόμα περισσότερο, με αγάπη και εμπιστοσύνη. Ομόρφαιναν μέρα με τη μέρα και μεγάλωναν γερά και δυνατά. Έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς… καλύτερα! ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΓΕ.Λ. ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ


Σελίδα 67

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΜΑΝΟΥΛΑ Μ’ ΑΚΟΥΣ;

Μ

ια φορά κι έναν καιρό ο Ασάντ, ένα μικρό παιδί από τη Συρία, ήρθε στη χώρα μας, μετά από πολλές περιπέτειες. Είχε χάσει την οικογένειά του στον πόλε-

μο. Τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Τη μητέρα του να τον ρωτάει: Eίσαι καλά παιδί μου; Πώς να της πω τα νέα μου, σκέφτηκε! Βούρκωσαν τα μάτια του… Πήρε μια κόλλα χαρτί και ένα μολύβι. Άρχισε να γράφει: Μανούλα μου, Αυτή τη στιγμή που σου γράφω είμαι σε μια οικογένεια. Σε μια ξένη χώρα. Δεν μοιάζει με τη δική μας. Είναι όμως, όλοι καλοί! Με προσέχουν. Δεν πεινάω μανούλα… Ούτε κρυώνω, ούτε φοβάμαι… Όταν σας έχασα ο Θεός με βοήθησε. Περπάτησα πολύ. Μόνος μέσα στη νύχτα. Μέχρι τα σύνορα. Για να αποφύγω τις σφαίρες. Βρέθηκα μέσα σε μια βάρκα. Πολλοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Πόναγε πολύ το κορμί μου. Ακόμα ακούω φωνές. Μετά από πολλές περιπέτειες είδαμε τη στεριά. Σώθηκα μάνα, ακούς; Κάποιοι μας φωτογράφιζαν. Ζήτησαν τα ονόματά μας. Στα ασυνόδευτα παιδιά μάς έκαναν εξετάσεις. Μερικά θα μένανε σε ξενώνα. Είπαν ότι τον έφτιαξαν «Οι Γιατροί του Κόσμου» . Είναι καλοί άνθρωποι. Βοηθούν όλον τον κόσμο. Εγώ και άλλα παιδιά μείναμε σε κάποιες οικογένειες. Από το σπίτι που μένω βλέπω τη θάλασσα! Είμαι καλά τώρα μανούλα! Δεν παίζω στα συντρίμμια. Δεν τρώω χόρτα και τροφές ζώων. Πίνω καθαρό νερό. Πηγαίνω σχολείο. Μου αρέσει πολύ. Με βοηθούν τα άλλα παιδιά όταν έχω δυσκολίες. Έκανα και φίλους. Θα μείνω εδώ και θα αγωνιστώ. Σου δίνω το λόγο μου! Για μια ελεύθερη ζωή. Για να στείλω μήνυμα ειρήνης σε όλο τον κόσμο. Και τώρα σε αφήνω. Σ΄ αγαπώ πολύ! Να προσεύχεσαι εκεί ψηλά! Ο γιος σου Πώς θα το έστελνε όμως στην μητέρα του; (Ερώτηση:Eσείς τι λέτε; Το έστειλε τελικά;)


Σελίδα 68

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΗ

O Ασάντ έκλεισε τα μάτια του. Έκανε το σταυρό του. Προσευχήθηκε… Ξαφνικά, σηκώθηκε. Δίπλωσε με προσοχή το γράμμα του. Το έβαλε σε ένα μικρό μπουκαλάκι και το έκλεισε καλά. Ντύθηκε γρήγορα. Άνοιξε την πόρτα. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Κρατούσε σφιχτά στο χέρι του το πολύτιμο μπουκαλάκι. Περπάτησε λίγο. Έφτασε στην άκρη της θάλασσας. Κοίταξε το πέλαγος. Δεν έχασε άλλο χρόνο.Έβαλε όλη του τη δύναμη. Το πέταξε. Το έβλεπε να χάνεται... Μια μεγάλη λάμψη φάνηκε στον ουρανό… Και έζησε αυτός χρόνια καλά και ειρηνικά και εμείς καλύτερα… Σοφία Σκλείδα


Σελίδα 69

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ

Μ

ια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο πολύ μακριά από αυτόν των ανθρώπων, στον κόσμο του ήλιου, του φεγγαριού και των αστεριών ψηλά στον ουρανό, ζούσε ένα μικρό λαμπερό αστεράκι, η Φωτεινή μέσα στο χρυσό σπιτάκι του. Κάθε βράδυ, με το που έπεφτε ο ήλιος να κοιμηθεί έβγαινε μαζί με τα άλλα αστέρια και φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Η Φωτεινή ήταν ένα μικροσκοπικό αστέρι και παρά το όνομά της, έλαμπε λιγότερο από κάθε άλλο φίλο της. Παρόλα αυτά, τα άλλα αστέρια την αγαπούσαν και την πρόσεχαν πολύ, γι’ αυτό δεν την άφηναν ποτέ να πετάξει μόνη της πολύ ψηλά στον ουρανό μήπως και χαθεί και δεν βλέπει το δρόμο να γυρίσει πίσω. Η Φωτεινή με τη σειρά της, αγαπούσε κι αυτή πολύ τους φίλους της και δεν ήθελε να τους αποχωριστεί πότε, ήθελε όμως να πετάξει όσο πιο μακριά γινόταν για να ανακαλύψει την μαγεία και τα μυστήρια τ’ ουρανού. Αυτό που θα την έκανε ακόμα πιο ευτυχισμένη ήταν να μπορούσε κάποια μέρα να κατέβει στη γη και να γνωρίσει από κοντά τη θάλασσα, τα βουνά, τις λίμνες, τους ανθρώπους που κάθε βράδυ κοίταζε από το σπίτι της, κοντά στο φεγγάρι. Η καθημερινότητα της Φωτεινής ήταν πάντοτε η ίδια, μαγική και πρωτόγνωρη, αν και στα μάτια της φάνταζε ανιαρή. Με το που έπεφτε ο ήλιος στο ροδοσκέπαστο κρεβατάκι της, αυτή και η φίλοι της αναλάμβαναν να ντύσουν τη νύχτα με το χρυσαφένιο φόρεμα που κεντούσαν, ενώ κάθε πρωί έσβηναν απαλά με το πρώτο χάδι του ήλιου στη γη. Τα πρωινά, όταν όλα τα αστέρια ξεκουράζονταν απ’ τη νυχτερινή τους περιπολία, η Φωτεινή ονειρεύονταν έναν άλλο κόσμο αλλιώτικο και μαγικό, πρωτόγνωρο και μυστήριο γι’ αυτήν. Φαντάζονταν πως βρίσκονταν στη γη, ένιωθε το φως του ήλιου να την ευλογεί με τα χάδια του, άκουγε τα πουλιά να τραγουδούν μόνο γι’ αυτήν, αισθάνονταν τη δροσιά της θάλασσας να την ανακουφίζει από τη φλόγα της λάμψης της και πως κάθε βράδυ έστρεφε τα ματάκια της ψηλά στον ουρανό στέλνοντας χρυσά και ασημένια φιλάκια στους φίλους της, τ’ αστέρια. Όταν όμως το χρυσορόδινο του δειλινού απλώνονταν σ’ όλη την πλάση, τα πράγματα γίνονταν και πάλι τα ίδια. Όπως όλα τ’ άστρα, έτσι και η Φωτεινή, άρχιζε σιγά, σιγά να λάμπει απ’ το ψηλό παλάτι τ’ ουρανού και να κοιτάζει από ψηλά με παράπονο και πικρία. Πόσο ήθελε να βρεθεί εκεί κάτω! Πόσο ήθελε ν’ αγγίξει τη μαγεία του άγνωστου! Ένα βράδυ του καλοκαιριού, η Φωτεινή ένιωθε διαφορετικά από τις άλλες βραδιές. Απόψε ήταν κάπως περίεργη. Ένιωθε το χρυσό σωματάκι της να πονάει ελα-


Σελίδα 70

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

φρώς, αλλά η ίδια αισθάνονταν παράξενα ευτυχισμένη και ήρεμη. Όμως, ακόμη κι η ίδια η νύχτα ήταν αλλιώτικη απόψε. Όλα τα αστέρια έλαμπαν τόσο δυνατά στον ουρανό, ενώ το φεγγάρι έμοιαζε χλωμό και άρρωστο. Οι άνθρωποι κοιτούσαν ψηλά με θαυμασμό κι ενδιαφέρον. Δεν είχαν ξαναδεί τόσο λαμπερά αστέρια ενώ αυτή η εικόνα της χρυσαφένιας γιορτής τους έκαναν να μην μπορούν να χαμηλώσουν το βλέμμα. Όσο περνούσε η ώρα, η νύχτα γίνονταν όλο πιο ζεστή και πιο μυστηριώδης. Ξαφνικά η Φωτεινή ένιωσε πιο παράξενα παρά ποτέ. Το χρυσό σώμα της φούσκωνε όλο και πιο πολύ ενώ η ίδια ένιωθε πως έλαμπε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση τη γέμισε πανικό και αγωνία, όμως το σίγουρο βλέμμα του φίλου της δίπλα που την κοίταξε καθησυχαστικά την έκανε να γαληνέψει πάλι. Η αλλαγή αυτή κράτησε μόλις μια στιγμή, όταν η Φωτεινή βρέθηκε να πέφτει με φόρα προς τα κάτω αφήνοντας πίσω της ένα ολόλαμπρο κύμα χρυσόσκονης. Οι άνθρωποι κοίταξαν με έκπληξη το αστέρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό και δεν παρέλειψαν να κάνουν μια ευχή. Θαύμασαν όλοι τη Φωτεινή όταν έπεφτε, εναποθέτοντας πάνω της τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Το μικρό αστέρι συνέχισε να πέφτει, ώσπου ξαφνικά η λάμψη έσβησε από τον ουρανό και χάθηκε για πάντα. Τα υπόλοιπα αστέρια παρακολουθούσαν τη μικρή τους φίλη να φεύγει με συγκίνηση και χαρά. Ήξεραν πως δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να την έβλεπαν δίπλα τους, όμως χαίρονταν γι’ αυτήν που επιτέλους το όνειρό της να γνωρίσει τη γη γίνονταν πραγματικότητα. Η Φωτεινή έσβησε απότομα από τον ουρανό, όμως ήταν πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Το σύντομο ταξίδι της την έφερε στη θάλασσα και εκείνη ένιωσε με ευχαρίστηση το αλμυρό νερό να της δροσίζει τα πύρινα μαγουλάκια. Το όνειρό της γίνονταν επιτέλους αλήθεια! Χωρίς να το καταλάβει καλά, καλά βρέθηκε στην αγκαλιά της αγαπημένης της θάλασσας. Ήξερε πως δεν θα ξαναγίνονταν ποτέ αστέρι να φωτίζει τη γη από ψηλά, όμως δεν την ένοιαζε.Ήταν απόλυτα ευτυχισμένη και ήρεμη στο βυθό της, ενώ ανυπομονούσε να ταξιδέψει και να εξερευνήσει τον κόσμο μέσα από τα κύματα όταν θα την παρέσερναν γλυκά. Μια νέα περιπέτεια ξεκινούσε γι’ αυτήν, κι ας έσβησε για πάντα από τον χάρτη τ’ ουρανού. Επιτέλους ζούσε το όνειρό της…. Ειρήνη Μαθιουδάκη


Σελίδα 71

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΟΧΩΡΙΟ

Σ

’ έναν τόπο μακρινό υπήρχε ένα μαγικό χωριό! Οι άνθρωποι ζούσαν για πολλά χρόνια και ζούσαν καλά! Είχαν τα πάντα και τους περίσσευαν! Στο λουλουδοχωριό όλα ήταν σε αφθονία κι αρμονία με την φύση! Τα λουλούδια ήταν πολλά και χρωματιστά: τριαντάφυλλα, γιασεμιά, τουλίπες, παπαρούνες! Το χωριό είχε πολλούς κατοίκους και πολλά ζωάκια! Αποτελούνταν από μία μεγάλη Εκκλησία που βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας κι εκεί ο κόσμος μαζευόταν στις γιορτές και στα πανηγύρια που δεν ήταν και λίγα, ο κόσμος είχε κάθε λόγο να γιορτάζει, πολλά μικρά μαγαζάκια όπου ο κάθε άντρας της φαμίλιας ζούσε την οικογένειά του, τα σπίτια των κατοίκων είχαν έναν μεγάλο κήπο στο πίσω μέρος που καλλιεργούσαν τα φαγώσιμά τους, κι ένα μεγάλο ποτάμι που οδηγούσε μακριά από αυτήν την αρμονική συμβίωση των κατοίκων…. Το ποτάμι ήταν τεράστιο και ο βασιλιάς του χωριού δεν άφηνε κανέναν να απομακρυνθεί…. Γιατί όμως; Ένας μύθος έλεγε πως κάποτε κάποια περίεργα πλάσματα είχαν εισβάλλει στο χωριό και το λεηλάτησαν… Και τότε ένας καβαλάρης που έτυχε να περνάει από ‘κει μαζί με δύο φίλους του μύρισε ένα λουλούδι κι απέκτησε υπερφυσικές δυνάμεις και τους έκανε να φύγουν μακριά… Τότε αυτός αφού έβαλε πάλι το χωριό σε τάξη, και οι κάτοικοί του τον λάτρεψαν, αποφάσισαν να ονομάσουν το χωριό λουλουδοχωριό από το λουλούδι εκείνο! Ένας άλλος μύθος ήθελε σε μια επιδρομή ξένων, κάθε πενήντα χρόνια, να φυτρώνουν μετά από τις μάχες που δίνουν οι κάτοικοί τους και τους ξεριζωμούς που υπόκεινται να φυτρώνουν λουλούδια…. Αυτά όμως είναι μύθοι, κάποιοι τα λένε και παραμύθια αλλά μπορεί να ξέρει κανείς την αλήθεια; Ακόμα και ο γέρο Σοφούλης, που είναι ο γηραιότερος και ο σοφότερος του χωριού και σύμβουλος του βασιλιά του Αρίστων, λέει πως ήταν πολύ μικρός και δεν θυμόταν τίποτα! Τα χρόνια όμως περνούσαν και κάποια στιγμή οι μύθοι αυτοί έλεγαν πως, πάλι, οι φασαρίες θα ξεκινούσαν! Μια μέρα λοιπόν στο βασίλειο: - Κύριε Δράκωνα, ήρθε ο καιρός να ανανεώσουμε την συμφωνία για το Λουλουδοχωριό. -Αγαπητέ Αρίστωνα , δε νομίζεις πώς ήρθε ο καιρός να μου δώσεις το χωριό σου; -Όχι, κύριε Δράκωνα, εγώ αγαπάω τον τόπο μου και δεν θέλω να τον παρατήσω στα χέρια σου…. Οι κάτοικοί του μ’ εμπιστεύονται και μαζί μου είναι ευτυχισμένοι… Εσύ θες να καταστρέψεις ό,τι φτιάξαμε με μόχθο πολύ….


Σελίδα 72

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

-Όπως νομίζεις, αγαπητέ…. Καλό σου απόγευμα, φτωχέ μου…. Το απόγευμα ο Σοφούλης κι ο Αρίστων αποφάσισαν να μαζέψουν το χωριό και να το προειδοποιήσουν για τ’ άσχημα που θ’ ακολουθούσαν…. Τότε ο Σωτήρης, ο γιος του Σοφούλη, αποφάσισε να σώσει αυτός το χωριό του αρκεί ο Αρίστων να του έδινε το χέρι της Αγάπης…. Έτσι κι έγινε… Ο Σωτήρης έσωσε το χωριό, σαν τον παππού του τον καβαλάρη, και παντρεύτηκε την Αγάπη που κι αυτή τον ερωτεύτηκε μετά την ανδρεία που έδειξε κι έσωσε τον τόπο της…. Όλο το χωριό μάζεψε όλα τα λουλούδια και τα τοποθέτησε σε μία ωραία ανθοδέσμη για τη νύμφη σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης για την σωτηρία τους! Τώρα πια δεν φοβόντουσαν…. Θα φύτρωναν καινούργια για το χωριό! Ξένια Ζαρκαδούλα


Σελίδα 73

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΠΛΑΣΤΙΚΟΥ ΜΠΟΥΚΑΛΙΟΥ

Ο

Φώτης έγραψε σχολαστικά μερικά λόγια πάνω στο χαρτί. Όταν τελείωσε, το δίπλωσε και στη συνέχεια το έβαλε μέσα στο πλαστικό μπουκάλι που βρισκόταν στο μικρό γραφείο. Έπειτα πήρε το πλαστικό μπουκάλι και το έβαλε στο πράσινο σακίδιο του. Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, βγήκε έξω κι ύστερα κλείδωσε. Κατέβηκε τους τρεις ορόφους , από την σκάλα. Ήταν ένας ιδιαίτερα αθλητικός τύπος ο Φώτης και του άρεσε να περπατάει, να κάνει κολύμβηση και ποδηλασία. Έτσι λοιπόν φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, πήρε το ποδήλατο του και βουρ , βουρ, πετάλι το πετάλι, πήρε το δρόμο για την παραλία του Φλοίσβου. Πέρασε μπροστά από το Καλλιμάρμαρο στάδιο, φρέναρε λίγο και θαύμασε αυτό το ιερό μνημείο που φιλοξένησε τη φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων , το 2004. Για μερικά λεπτά ο Φώτης πέρασε από τη μοντέρνα πόλη στην αρχαία Αθήνα και προσπερνώντας το στάδιο άρχισε να κάνει πιο γρήγορο πετάλι, κατεβαίνοντας τώρα την λεωφόρο Συγγρού. Ήταν από τις πιο όμορφες Κυριακές, ένα πρωινό από τα λίγα που αυτή η λεωφόρος ήταν άδεια από αυτοκίνητα . Η πόλη κοιμόταν ακόμη. Ο Φώτης ένιωθε να του ανήκει εκείνη η στιγμή. Η ώρα έξι το πρωί. Πρωινό του Ιούνη. Βουρ , βουρ, το πετάλι πιο γρήγορα και στο σακίδιο το πλαστικό μπουκάλι . Σε λίγο έφτασε στην παραλία, πήγε προς την αμμουδιά, άνοιξε το πράσινο σακίδιο του κι έβγαλε από αυτό το πλαστικό μπουκάλι. Το έφερε κοντά στα χείλη του, ψιθύρισε κάποια λόγια στο πώμα του πλαστικού μπουκαλιού και το πέταξε με δύναμη, μακριά στο πέλαγος. Το πλαστικό μπουκάλι πριν προλάβει να καταλάβει τι γίνεται, βρέθηκε να επιπλέει στα κρύα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. «Δεν έχω κουπί να τραβήξω, προς τα πού να πάω; ας περιμένω λοιπόν τον άνεμο το Νοτιά, να φυσήξει και θα δω που θα με οδηγήσει..» αυτά σκέφτηκε το πλαστικό μπουκάλι. Δεν πέρασε λίγη ώρα και άνεμος νοτιάς άρχισε να φυσάει δυνατά και το πλαστικό μπουκάλι , μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά , άρχισε να στροβιλίζεται, να χορεύει κυκλικά ένα χορό βαλς με τα κύματα , για τις επόμενες δυο μέρες .. Ο άνεμος λυσσομανούσε ασταμάτητα , αν και το πλαστικό μπουκάλι στο δρόμο του συνάντησε βάρκες και υπερωκεάνια, κανένα δε σταμάτησε για να το περισυλλέξει, έτσι συνέχισε να στροβιλίζεται σ ένα άλλο διαφορετικό χορό που έμοιαζε με


Σελίδα 74

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

καν-καν. Την επόμενη μέρα και μετά από όλο αυτό το κουραστικό ταξίδι , το πλαστικό μπουκάλι ξεβράστηκε σε μια αμμώδη παραλία κι εκεί παρέμεινε μέχρι που ένα χέρι έσκυψε και το πήρε… Μαμά, κοίτα. Κοίτα ένα μπουκάλι, ένα πλαστικό μπουκάλι κι έχει κι ένα μήνυμα μέσα.. -Ορέστηηη, μην πιάνεις τα σκουπίδια! Πόσες φορές σου έχω πει να μην αγγίζεις … Μα, μαμά κοίτα, αυτό είναι ένα πολύ διαφορετικό μπουκάλι, έχει ένα μήνυμα μέσα , σου λέω. Κοίταξε το κι εσύ. Αλήθεια, έλα λοιπόν, ας το ανοίξουμε και να δούμε τι γράφει αυτό το μήνυμα; Ο Ορέστης, το παιδί που είχε μαζέψει από την αμμώδη παραλία της Ζακύνθου, το πλαστικό μπουκάλι, το πήρε με προσοχή και ξεβίδωσε το πώμα του. Με μια κίνηση , γυρνώντας ανάποδα το πλαστικό μπουκάλι έβγαλε το χαρτάκι και ξεκίνησε να διαβάζει το μήνυμα: «Είμαι ένα πλαστικό μπουκάλι, καταδικασμένο από την πρώτη μέρα της γέννησης μου να βλάψω το περιβάλλον. Δεν το ήθελα. Δε το θέλω. Είμαι προϊόν του πετρελαίου και μετά από πολύ πολύ μεγάλη και λεπτή επεξεργασία, γεννήθηκα εγώ. Είμαι εντελώς ακίνδυνο όσον αφορά την αποθήκευση υγρών και φαγητών, αλλά έχω ημερομηνία λήξης και δυστυχώς δεν μπορώ να χρησιμεύσω στο περιβάλλον, ούτε στα πάρκα ή στους κήπους, γιατί δεν λιώνω εύκολα. Χρειάζομαι χιλιάδες χιλιάδες χρόνια. Είμαι πολύ ανθεκτικό και ακόμη κι αν με πετάς σε θάλασσα ή ακτές, ακόμη και στο δρόμο , πάντα θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω . Είμαστε χιλιάδες πλαστικά μπουκάλια, πολλά αναγκαστήκαμε να απομακρυνθούμε από την οικογένεια μας και δεν τους είδαμε ποτέ ξανά. Σου ζητάω λοιπόν, να με βάλεις στο μπλε κάδο , θα τον έχεις δει σε κάθε γωνιά. Η ακόμη και στις μεγάλες μηχανές ανακύκλωσης. Διάδωσε το σε φίλους και γνωστούς. Ανακύκλωσε με στους μπλε κάδους. Βοήθησε με να βρω την οικογένεια μου. Βοήθησε με να μην κάνω άλλο κακό στο περιβάλλον. Σε παρακαλώ, Ανακύκλωσε με !!!» Ο Ορέστης τέλειωσε την ανάγνωση του μηνύματος. Τύλιξε προσεχτικά το χαρτί και το έβαλε μέσα στο πλαστικό μπουκάλι. Γύρισε προς το μέρος της μαμάς του. Τώρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις , καλέ μου , του είπε εκείνη με μια γλυκιά φωνή. Ναι, ξέρω. Ο Ορέστης πήρε το πλαστικό μπουκάλι και το πέταξε στο μπλε κάδο που βρισκόταν κοντά στην έξοδο της προστατευόμενης παραλίας, όπου είχαν πάει με τη μητέρα του. «Καλό ταξίδι» ψιθύρισε ο Ορέστης . Εύα Πετροπούλου Λιανού


Σελίδα 75

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ Ανίσταται η ψυχή μου μπρος στο κάλλος του επιβλητικού τοπίου. Οι Ιερές πέτρες απαστράπτουσες, κάτω από το φλογερό ήλιο του μεσημεριού, ακτινοβολούν στην αχλή του χρόνου, φωτίζοντας τα σκοτάδια της λήθης και το Παρνάσσιο αγέρι, που απαλά με χαϊδεύει καθώς σκαρφαλώνω στην «πετρήεσσαν» Πυθώ, ξεσκονίζει την αιθάλη της μνήμης. Όλα γύρω μού κρυφομιλούν. Οι γιγάντιες Φαιδριάδες αντιλαλούν τους Απολλώνιους παιάνες, τους Διονυσιακούς διθυράμβους και από την καλλίροο μυριόλαλη πηγή

μαντικά ηχούν της χρησμοδότισσας Σίβυλλας τα λόγια. Δονούνται οι χορδές μου καθώς αφουγκράζομαι τον ρυθμό τους. Χτυπάνε τα τύμπανα της καρδιάς μου ενώνοντας τα στοιχεία της χρωματικής αρμονίας, της Απολλώνιας μελωδίας... Χλιαρές μου ώρες, εγερθείτε! Ήρθε η στιγμή της αφύπνησης, η ώρα της ευθύνης! Γεωργία – Γοργώ Αλεξίου

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΠΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Το καράβι πια δεν θα περάσει απ’ του ορίζοντα την πύλη, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού, μέσα από το χρυσό το φως, μα ούτε σαν χάδι φεγγαριού, κάτω από τον έναστρο ουρανό, . Το καράβι πια δε θα προφτάσει, τον πορφυρό τον φάρο, τ’ απάνεμα του λιμανιού, να αράξει στη ράδα του δειλινού, στων άστρων τις ανταύγειες, στις απροσπέλαστες σκιές των θαλασσών

Αγέρας το ξεγέλασε, χάρτινος καημός το έσβησε, στου πόνου τη στερνή ελπίδα, παράξενη θωριά απάγκια ξεχασμένη, κ’ εγώ με ένα τσιγάρο στο χέρι, …προσπαθώντας να ξορκίσω μια πεθυμιά… … ατάραχες τις θάλασσες μόνο να μη θωρώ… …μονάχα αυτό ποθώ! Κυριάκος Ολυμπίου


Σελίδα 76

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Να με πας στη θάλασσα εκεί που τελειώνει η στεριά εκεί που οι σκέψεις περιορισμό δεν έχουν εκεί που τα πουλιά πετούν ελεύθερα.

Να κοιτώ κατάματα τους ανθρώπους αυτούς που κυριεύουν αυτούς που απο γαλάζιες θάλασσες δε ξέρουν μόνο βυθίζουν τα κορμιά τους στον βάλτο που αυτοί δημιουργούν.

Στη θάλασσα να με πας να μου δείξεις την απεραντοσύνη το χρώμα της δύσης να μου δώσεις πνοή και σθένος για να συνεχίσω να κοιτώ.

25/9/2017 Α.Σ

ΑΓΑΠΗ Η αγάπη γλείφει το κορμί, το γλυκοκαλλιγώνει σαν αλογάτου πέταλο σε μάστορα το χέρι μεράκι βάνει σε φτιαξιάς καλούπι δίχως ταίρι και το βαράει στ’ αμόνι του και τ’ ασημοκαρφώνει

πως νύχι του και σίδερο φιλιούνται αγκαλιασμένα σα χώμα σημαδεύουνε και πέτρα και χορτάρι έτσι που σιδερόνυχο να λες είν’ το ποδάρι σάρκα και πέταλο μαζί μ’ έρωτα αρμοσμένα

κι όταν βαστά το τέλειο κι ομορφοστολισμένο ασήμι χύνει τη χαρά, χρυσάφι την ορμή του στ’ αλόγου την περπατησιά αχνάρι την ψυχή του όπου πατεί κι όπου σταθεί να το ’χει γνωρισμένο

αγάπη βάρος το λυγάς και το κορμί ανθρωπίζεις πέταλο κείνο θαυμαστό κι εσύ τ’ ασημοκάρφι κι όταν η λιθαριά ογρή στο σίδερο θε νάρθει πάλι καλοστεριώνεσαι και Πήγασσος ορμίζεις. Σοφία Πόταρη

ΣΙΩΠΗΣΑΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Σιωπήσανε οι ποιητές· τους κατάπιαν λαίμαργες ημέρες, τους έπνιξαν κύματα μέσα σε πλοία του Ειρηνικού, κάτω από ήχους σειρήνων και Σειρήνων ανεξέλεγκτων ορμών και ηθών. Σιωπήσανε κι εκείνοι οι τελευταίοι και πρώτοι στην απεμπόληση όσων κάποτε υιοθέτησαν. Μα γιατί ποτέ να μη τηρούνται τα γραφόμενα; τόση η αδυναμία της ανθρώπινης υπόστασης; τόσα τα λόγια που φυγαδεύονται και φυγαδεύουν υποψήφιους άριστους που τελικά υστερούν.

Σιώπησαν οι τίτλοι οι προσφέροντες ποιήματα· η Αλεξάνδρεια κάηκε, μαζί της όλος ο πλανήτης. Τώρα, σε αλλοτινό καθρέφτισμα κατοικούμε, πού αλλού να έχει άραγε να ψάξουμε; Κάηκε ένας κόσμος, καίγονται μικρόκοσμοι κάθε τόσο προτού αναπτυχθούν· μακριά από την Αλεξάνδρεια πολύ μακρύτερα από Ιθάκη. Μαρία Ανδρεαδέλλη Μεγαλόπολη Αρκαδίας


Σελίδα 77

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΑΜΒΛΥΝΟΟΙ Των σκιάχτρων τα γένια τ’ άμφια αγκυλώνουν, κολυμπήθρες οι κοιλιές μαλακώνουν, καθώς ρεύονται κόλπους και την πίστη αμβλώνουν. Προσευχές βουτηγμένες στον πλούτο, υπέρ των πτωχών, μαύρο και άσπρο το ράσο, το χρυσό τους ραβδί να σηκώσουν και η αίρεση ένωση, τα κοπάδια σφιχτά να μαντρώσουν.

Τα παιδί κελεπούρι, ρυθμισμένο γρανάζι, που ασταμάτητα ψέλνει. Καλουπώνει το δόγμα, με μαστίγιο το γδέρνει κι αφότου ξεσκάσει με αλυσίδες το σέρνει. Διαχωρίζει το καλό, σαν κακό τ’ ορίζει, την ορθή λογική, δεισιδαίμονα ορκίζει. Ο παππούλης ψηλά στην κορφή κάνει ευχή, τους Αρχαγγέλους καλεί να μας σώσουν, τους κερνάει κρασί και ψωμί, την ελπίδα ζητά να του δώσουν. Του Ιησού την αγάπη σαν μωρό νοσταλγεί, μες στη φύση την ψάχνει, στους ανθρώπους δεν μπορεί να τη βρει. Γιώργος Γρηγορόπουλος

ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Πρόσωπα – απρόσωπα, σκυφτά και λυπημένα Εννιά στους δέκα τα 'χουνε μόνιμα φορεμένα Τα τελευταία χρόνια τ' αντίκριζα και σε μένα Γιατί δεν έσβηνα ποτέ παλιά απωθημένα

Ο κόσμος υποφέρει και ψάχνει σωτηρία Μα θα σωθεί όταν μάθει να παίρνει πρωτοβουλία Να φτιάχνει ιστορία μόνο μ' αισιοδοξία Να χτίζει κάθε μέρα τον έρωτα, τη φιλία

Κι αν είσαι στον πυθμένα, τράβα για επιφάνεια Της αυτολύπησης συνέπεια είν' η αδράνεια Μα σπάσε αυτόν τον κύκλο, δε σου ταιριάζει η θλίψη Το φως απ' το χαμόγελο σου, αλήθεια, μου 'χει λείψει

Κι αν όλα μοιάζουν κρύα, άδικα και ανούσια Φταίει που γίναμε πτωχοί τω πνεύματι ακούσια Μα τώρα όλα θ' αλλάξουν, σειρά σου για να ζήσεις Αγκάλιασε τον άνθρωπο και μη τον ξαναφήσεις. Χρήστος Κουλαξίζης

ΑΓΑΠΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟ Αγάπη είναι προσφορά, στοργή και ενδιαφέρον Δίνεις πολλά και δεν ζητάς αντάλλαγμα κανένα Δεν απαιτείς, δεν επαιτείς ούτε κρατάς κακίες Μαθαίνεις να ανέχεσαι λάθη κι αδυναμίες Παύεις να είσαι κτητικός, ξεχνάς τον εαυτό σου Βλέπεις τον κάθε άνθρωπο σαν να ’ν’ κάτι δικό σου Αυθόρμητο συναίσθημα, βαθύ κι ανιδιοτελές Χωρίς θυμούς, εγωισμούς, καμώματα κι αναστολές

Όπως η μάνα αγαπά για πάντα το παιδί της, το προστατεύει απ’ τα κακά, του δίνει τη ζωή της, έτσι να μάθεις ν’ αγαπάς κι εσύ… και να το δείχνεις! Χωρίς αγάπη η ζωή δεν έχει ενδιαφέρον Μα ν’ αγαπάς αληθινά, χωρίς να ’χεις συμφέρον! Καΐκα Κωνσταντίνα του Ιωάννη Μεγαλόπολη Αρκαδίας


Σελίδα 78

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ Στέκουμε ανεμοφόρα λογική ταραγμένη γαλήνη στη σκιά των νεφελών, κι όλα στροβιλίζονται εντός μας της καθημερινότητας συνηθισμένο φονικό, κοινωνία που ουρλιάζει αιώνες τώρα παρακμή, πιότερο παρά ποτέ άλλοτε επιλογή, δες οι τύχες των πάντων πέσαν πάνω μας, δες σ’ όλων των εποχών τα μήκη και πλάτη παραφροσύνη τρομερή, λοιπόν, τι ζητάς μας είπαν; Πλάνη ή αλήθεια, δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, δεν υπάρχει καιρό για τίποτα άλλο,

μας έμαθε το παρελθόν, μας ξέρει ανιδιοτελής μάχη, πότε σ’ άμυνα, πότε σ’ επίθεση, να φυλάξουμε, ξανακερδίσουμε τα πρότερα δικά μας, για εκδίκηση δεν νοιαστήκαμε ποτέ, της πατρίδας αλύγιστη πίστη, ουρανός και θάλασσα είμαστε κανείς, δεν στάθηκε τολμηρός, να μας αγγίξει. Οδυσσέας Νασιόπουλος (Απ' την δεύτερη ποιητική μου συλλογή "Πάλη για ήλιο", Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, Θεσσαλονἰκη 2016).

ολομέτωπη αντεπίθεση, το ξεχώρισμα της ήρας απ ‘το στάρι ξεκίνησε, από μας, σε μας, μυλόπετρα είναι και αλέθει, αμόνοιαστος δεν κέρδισε, κανείς, εναντίωση των όλων, κόντρα στις επιβλέψεις τις μαύρες προβλέψεις, ας παραταχτούμε της ειρήνης γαλανόλευκο, και μ’ αυτό ας χαράξουμε πορεία,

ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΟΙΟ Τριανταφυλλί ανοιξιάτικο, θαλασσαί καλοκαιριού Ήλιου χρυσαφί, Ζεστό σοκολατί, Βαθύ πράσινο , δάσους και φρέσκων φυλλωμάτων, Μωβ μούρων και σταφυλιών, βερυκοκκί ζωηρό, Καρπουζί κόκκινο, Φυστικί και λεμονί, Βατόμουρου ώριμο βισσινί, Φράουλας και ροδιού κόκκινο, Πανσέ μωβ, αγριολούλουδων βιολέ και φουξια, Πορτοκαλί και μπανανί και πράσινο μήλου.... Η αλυσίδα εκρηκτικών χρωμάτων ατέλειωτη Όση, και τα συναισθήματά μου .. στριμωγμένα σ' ένα παλιό μου Καλειδοσκόπιο!! Στέλλα Χαβιαροπούλου/ "Stella CAVIART" ( Οκτ., 2017)


Σελίδα 79

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΑΤΙΤΛΟ Canım, kanım Seni seviyorum Sabahımsın, güzel gülümsün Yaz gözleri, hiç ay yok Şimdi aşk konuşuyor

Μετάφραση: Ψυχή μου, αίμα μου, σ’αγαπώ, είσαι το πρωινό μου, το όμορφο τριαντάφυλλό μου, μάτια του καλοκαιριού, φεγγάρι δεν υπάρχει, τώρα ο έρωτας μιλά Νικολέτα Ζαμπάκη

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Τριγυρνάει σε λάθος τόπους,χαιρετάει την αίσθηση του απόλυτου,περικυκλώνει το χώρο ο ταξιδιάρης χρόνος,σπαταλάει μόνος του τη διακριτικότητα της συνέπειας βρίσκει τον εαυτό του υπόλογο του τίποτα.. διευκρινίζοντας το συνεργό της εγωκεντρικότητας υποχθόνια καταλαμβάνει την αίσθηση...το χαμένο στοίχημα του χρόνου,είναι το ραντεβού του με την αιωνιότητα...Η μοναξιά περιμένει υπομονετικά την ..καταδίκη της !. Πέτρος Βελούδας

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ Κραυγάζει η ομορφιά, όταν αντιλαμβάνεται το εύθραυστό της και το εφήμερο

πόσο της ωραιότητος υπολλείπεται. Τάσος Σ. Μάντζιος

Με πλουμιστούς κοθόρνους πλαστογραφεί το μπόι της, κάθε που συνειδητοποιεί,


Σελίδα 80

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΣΤΙΣ 10 Κατεβαίνοντας την Αγιά Μαρίνα έσερνε τα βήματά της στις φθαρμένες πλάκες των πεζοδρομίων. Με δυο πόδια, βαριά κι ασήκωτα. Δυο μάτια πρησμένα, σα να κρατούσαν μέσα τους οδύνη χρόνων. Χέρια ιδρωμένα, δειλά κι ανήσυχα. Ζαρωμένα δάκτυλα, όμοια με μικρούς πίνακες, πάνω τους είχαν χαραγμένο τον χρόνο, τον περαστικό.

τα κουτιά κείνα μοιάζαν με δώρα. Όσο τα πλησίαζε, τους άλλαζε -στο νου της μονάχα- χρώμα και περιτυλίγματα. Στο άνοιγμά τους ένοιωθε γαλήνη. Τεντωνόταν να τραβήξει τις πάνω σακούλες κι αργά γέμιζε τη δική της.

Στις άκρες των δαχτύλων είχε γαντζωθεί τα τελευταία χρόνια μια νάιλον μπλε σακούλα. Ήταν στήριγμα, φίλος, οικογένεια, προστάτης της.

Στις 10. Κάθε νύχτα στις 10. Τα μάτια της βούρκωναν, μα η ψυχή της έλαμπε.

Μέσα της φόρτωνε ζωή από τα μεταλλικά κουτιά των δρόμων.

Ανηφορίζοντας προς της εκκλησιά σταυρωνόταν που΄ χε για ακόμη μια νύχτα τροφή.

Στα μάτια της -μάτια που θολά κοίταζαν τούτο τον κόσμο-

Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου

ΑΤΙΤΛΟ Η γη γκρεμίζεται γύρω μου. Όλα γυρίζουν. Παίρνουν το δρόμο της φυγής. Η δουλειά μου ταξιδιώτης στο τραίνο γι άλλη χώρα. Το σπίτι μου φεύγει. Κρύβεται για να τους ξεφύγει. Η αγαπημένη μου πανικόβλητη τρέχει μακριά από μένα. Η ζωή μου υποχωρεί. Κλείνεται στο κουκούλι της. Συρρικνώνεται.

Γίνομαι μπαλάκι. Κυλάω απ την υδρορροή στο δρόμο. Οι διαβάτες με κλωτσουν. Σταματώ σ ένα παγκάκι. Δεν πεινάω. Δεν διψάω. Δεν κρυώνω. Δεν έχω σώμα. Είμαι ο κανένας. Δοκαναρη Ιωαννετα(από Κέρκυρα)

ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΟΚΑΚΙ “Αγάπη δώσ` μου, μ` αν δεν έχεις, δώσ` μου θάνατο” με μια παλιά κουτσή κιθάρα τραγουδούσε κι είχε στα μάτια του φωτιά, φωτιά στα δάχτυλα κι είχε τ`ανέμου την πνοή μες στα μαλλιά του.

ρόδο τ` Απρίλη κατακόκκινο στα στήθια του ρόδο εκατόφυλλο που γύρω ευωδούσε μες στο σοκάκι μα κανένας δεν το πρόσεχε τι κι αν πετούσε δροσερές ρίζες και κλώνια... Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

Πιστέψτε με, αδέρφια μου, πως φαίνονταν απ` τ` ανοιχτά πουκαμισάκια του τα φύλλα


Σελίδα 81

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

LEYLA Όταν ο μήνας Ιούλης διέσχιζε με ποδήλατο τη λεωφόρο Τ .Vladimirescu στη Σινάγια

δεν αναγνωρίζω τη μεσημβρινή διάβαση του ήλιου το στίγμα πορείας το ύψος των άστρων σήμερα 11.07.1980 ξεγεννώ μέσα από τη μήτρα του θηλυκού Δούναβη

ο Ντενεμπόλα με κόκκινο χιτώνα σταυροπόδι πάνω από την επανάσταση δίδασκε ιστορία στα κεράσια

το χαμόγελο και τα μάτια του έρωτα 31.07.2013 Γιώργος Βλάχος

Η Leyla μαία απ'τη Νταμιέττα απευθύνεται στους νόμους του Κέπλερ : με την πανσέληνο ασυμβίβαστη

ΩΘΗΣΗ Καρφί. Σαν να κίνησες νωχελικά για την επιστροφή στα μέρη σου. Ξέρεις. Εκεί. Στα ίδια που έσταξες γύρη με κρύσταλλα διάφανα, βουλιάζοντας την αρετή σου στη ρίζα μιας ταπεινότητας απόκοσμης σε πορσελάνη για προσκεφάλι απέχθειας. Κόπιασες να γλυτώσεις τα βλέφαρα από τους χάρτινους κύκλους της ντροπής. Στο τέρμα της διαδρομής για έναν ρυθμό ηθικής τριβής αδόκητο. Ατελέσφορο. Οχι για πρώτη φορά, μαρτυρούσε το σαθρό γδάρσιμο στην άκρη της παλάμης.

Να το μάθεις, δύσκολο το νομίζω, ακούγοντας το σφύριγμα της άτοπης εξίσωσης. Δείγμα ήθους; Χνάρι φόβου για μια φωτογραφία που έσπευσες βίαια να σκίσεις; Δεν πειράζει. Σε πειράζει. Αλλιώς θα γείρεις στις μουριές για να φωλιάσεις μόνος. Χωρίς εμένα. Θα τα καταφέρεις να μετρήσεις τις σελίδες σε μια μάζα αδειανών διαισθήσεων κι αυταπάτης για το φαίνεσθαι, το έχειν και το δοκούν; Δοκίμασε.

Μηδέν. Ένα, τρία, τέσσερα έφτασες στο μέτρημα της αέναης πίκρας, ζαρώνοντας την σχισμή στο κέντρο της περιττής ύπαρξής σου. Ανέμενες σκωπτικά ένστικτα να αποφασίσουν την αΠαύση. Νίκησες; Νικήθηκα; παλλαγή σου από το λάθος Μήπως θα βγει ποτέ η παρτίδα ρίχνοντας όλα τα χαρμιας ευδαιμονίας πλασματικής. Ή μήπως υβριστικής τιά στο κλάσμα μιας φυγής, στα θραύσματα της αέναης αν δεν λυγίσεις στο χιλιοστό του πνεύμονα που σφαδάύπαρξης σου στο ψιλόβροχο μιας μουντής κουκίδας ζει υπομονετικά για ώρα. στα βόρεια ίχνη του άτλαντα. Τέλος. Δυο τραχιά επιφωνήματα στολίζουν στα μαλλιά Τρέκλισες για να θάψεις το βουβό καρδιοχτύπι για την γύρω την αύρα στη θύμηση λησμονιά της επανένωσης μιας ύστατης αυτοτέλειας για τον ζυγό έρωτα. Ήσουν με την ψυχή σου, αυτής της νοτισμένης με μια ευωδία δικός μου. Εσύ. Εγώ. Πάντα. πιτσιλιάς βραχύβιας δάφνης. Και μια ελιά θαλερή να μεταλλάσσει την ανάσα της Εύη Μαραγκουδάκη προαίρεσης στην αυγή του νου. Κλειδί δεν υπήρχε πουθενά. Πώς να ημερέψει με ημίμετρα η διάτρητη ψυχή σου;


Σελίδα 82

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Γεννήθηκες εσύ και πέντε παιδιά ακόμα όταν οι βόμβες έσκαγαν δίπλα στο χωριό σου Φωνές χαράς που γεννήθηκες μα και θλίψη όταν είδα πως θα πέθαινες από τον πόλεμο… Γεννήθηκες στα δύσκολα Γεννήθηκες σε τόπο απ’ όπου θα ’πρεπε να μεταναστεύσεις για να… ζήσεις! Στην αγκαλιά της μάνας σου κρύβεσαι να προστατευτείς Σαν φύλακας σε προστατεύει

με ασπίδα την αγάπη Σαράντα κύματα περνάς για να φύγεις απ’ την πατρίδα που αγαπάς -που είναι η γη η δική σουγια να βρεις ελπίδας ζεστό φως για να ζήσεις στον πολιτισμό και όχι στο θάνατο που περιμένει σαν αρπακτικό για μια ψυχή ακόμα… κι ακόμα… κι ακόμα… ΔΡΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ του ΑΝΤΩΝΙΟΥ Μεγαλόπολη Αρκαδίας

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑΤΙ Που είσαι; Που κρύβεσαι μου λες; Που ζεις; Γιατί με θες; Κλεισμένος στον εαυτό μου γράφω αλλά…. Μη με ρωτήσεις για ποιόν γράφω…. Μη με ρωτήσεις γιατί γράφω….

Δεν ξέρω που είμαι. Μέσα; Έξω; Ανάμεσα; Που; Σα χθες θυμάμαι ότι μπορούσα να πετάω. Να πετάω ψηλά στον ουρανό και να βουτάω μέσα στη θάλασσα με το κεφάλι. Βαθιά μέσα στο σκότος.

Δεν ξέρω τι μήνα έχουμε. Άυγουστο; Σεπτέμβριο; Δεκέμβριο; Σα χθες θυμάμαι τις βιτρίνες στολισμένες.

Μη με ρωτήσεις γιατί… μη μου το ζητάς αυτό…. Μη με παρακαλάς. Μην πέφτεις στα πόδια μου. Μη με ρωτάς. Και εσύ το ίδιο σκέφτεσαι το ξέρω. Γιατί; Όλοι ψάχνουν το γιατί……. Σπύρος Κοπανιτσάνος

Μη με ρωτήσεις γιατί ζω…. Μη με ρωτήσεις γιατί αναπνέω….

Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ Ξέρω, τα ’χω ακούσει αμέτρητες φορές οι σπουδές σας δεν σας άφηναν χρόνο, έπρεπε βέβαια να ασχοληθείτε και με την καριέρα σας, είχατε και παιδιά να μεγαλώσετε και χίλιες δυο υποχρεώσεις Ξέρω, πάντα κοιτάζατε τη δουλειά σας και αποφεύγατε τις επικίνδυνες συναναστροφές,

τις επικίνδυνες συζητήσεις, τις επικίνδυνες γνώσεις, τις επικίνδυνες ασχολίες Μα ο κόσμος προχωράει γιατί κάποιοι, που δεν κοιτάζουν τη δουλειά τους, τον σηκώνουν στους ώμους και κατακτούν με αίμα όσα θεωρείτε αυτονόητα Νίκος Σουβατζής


Σελίδα 83

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΠΡΩΙΝΟ ΦΩΣ

Άδεια σκαλιά Οι βαθυγάλαζες άκρες του χρόνου ενώνονται Διαβάζουμε τις μνήμες μας σε χαραγμένες μαρμάρινες πλάκες φυσώντας απαλά στο μισόφωτο τη σκόνη της Λήθης που τις σκεπάζει Αφήνουμε μαλακά αποτυπώματα στους ρόζους των γιγάντιων δέντρων της αθωότητάς μας Αψηφώντας το σκοτάδι κρατάμε τις μέρες μας όλο και πιο σφιχτά

λίμνη

Τριγύρω κλαδιά που συναγωνίζονται σε ύψος τ’ αστέρια Διχοτομημένα λόγια˙ τα όνειρά μου τεμαχισμένα μ’ ένα ψυχρό λευκό φως Διάσπαρτες μελωδίες σε μι ελάσσονα (της μοναξιάς)

Σκέψεις πετούν στο δωμάτιο και κατακαθίζουν στα έπιπλα σαν λεπτή σκόνη Αν σηκωθείς στις μύτες των ποδιών σου αδράχνεις χρυσές κλωστές απ’ τα μαλλιά του Ήλιου.

Φεγγάρι πάνω από παγωμένη

Όλα χρυσίζουν στο απαλό φως του πρωινού Σκιές στο σκούρο πράσινο των νοτισμένων φύλλων Ξανά και ξανά μετρώ τις αλήθειες μου Τα βλέφαρα Ο ύπνος Το σεντόνι

ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ ΑΝΝΑ-ΕΡΑΤΩ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ

ΚΟΥΚΙΔΑ ΣΑΝ ΤΕΛΕΙΑ Κι ερχόταν απ τα βάθη από χρόνους αγνώστους μία κουκκίδα. Κατάχλωμη λουσμένη στον ιδρώτα Πίσω της ο ουρανός χαμηλωμένος Χρώματα τεφρά Η πρόταση γεμάτη ποιητών λέξεις εξαυλωμένη χωρίς νόημα Μόνο η τελεία. Το ξέρω

περιμένατε εξήγηση σαφέστερη ήταν μία αρχέγονη περπλανώμενη κουκκίδα σαν τελεία. Πίσω της το σύμπαν χαμηλωμένο.. Γιώργος Γάββαρης


Σελίδα 84

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ Η ΜΟΙΡΑ Μεσάνυχτα, η ώρα τέσσερις, σε λίγο ξημερώνει, Μια εκθαμβωτική πανσέληνος, λούζει την κουβέρτα, Κοιτάζω το ραντάρ κι ο νους αναρωτιέται, που ταξιδεύει η ψυχή μου, Το ρεύμα δευτερόπρυμα κι η προπέλα, σαν ξίφος, χαράζει τα νερά, Δακρύζουν τα μάτια ξαφνικά, υποκλινόμενα στη φύση, Λάμπει τόσο το φεγγάρι, καθώς χαρίζει σάρκα και οστά, στην ψυχρή λαμαρίνα, Είναι εκείνος, ο μοσχομυριστός αέρας της Μεσογείου, που τα σπλάχνα γαληνεύει, Απαγκιάζουν οι παλμοί μου, βλέποντας τη Μάλτα, απ' τα αριστερά, Άρχισαν ν' ακούγονται ξαφνικά, γνώριμες φωνές κι ο ασύρματος λυγίζει,

Είναι η Ελλάδα μου, που αγκαλιάζει το σκαρί, με τη γαλανόλευκη, περήφανη κι ατίθαση, Ίσως είναι και η Μάνα μου, που νιώθω, πως πηγαίνω όλο και πιο κοντά της, Εκείνο το αίμα που βράζει, καθώς κυλάει μέσα του, της θάλασσας η αλμύρα, Σε λίγο θ' αρχίσει να χαράζει, προσμένω να γευτώ, το χρώμα της Ανατολής, Λαχταρώ ν' ακούσω τη μιλιά, εκείνων που δεν έχω, Στην πρύμνη θα 'μαι, τ' απόνερα να με τυλίγουν, στον ήχο των κυμάτων. Καλλιόπη Τσούχλη

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΕΑ Σαν θα σε πάρει ο Μορφέας αγκαλιά, δείξ’ του το δρόμο του δικού σου παραδείσου. Ξέχνα τα πάντα και σαν άγγελος κοιμήσου, εκεί, στου ουρανού τα σύννεφα ψηλά. Κι όταν ο ύπνος θα σε πάει εκεί γλυκά, δώσε μορφή στα μαγεμένα όνειρά σου και ότι ακόμα δεν ξημέρωσε φαντάσου εκεί, στα κλειδωμένα χρόνων μυστικά. Κάπου εκεί θα βρίσκομαι κι εγώ και διψασμένος να σε δω θα περιμένω, σαν ταξιδιώτης στις γραμμές των τρένων. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, σε περιμένω. Σαν θα σε πάρει ο Μορφέας αγκαλιά,

κάνε μια στάση και τον έρωτα θυμήσου, αυτόν που έλεγες πως είναι η ζωή σου εκεί, στων αστεριών την αιώνια φωλιά. Κι όταν ο ύπνος θα σε πάει εκεί γλυκά, κάνε σινιάλο και θα βρίσκομαι κοντά σου και μην ξεχνάς πως έχω ακόμα τα κλειδιά σου, εκεί, στου σακακιού την τσέπη, αριστερά. Κάπου εκεί θα βρίσκομαι κι εγώ και διψασμένος να σε δω θα περιμένω, σαν ταξιδιώτης στις γραμμές των τρένων. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ και θα σε περιμένω. Νικολέτα Παπατόλη


Σελίδα 85

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΤΑΞΙΔΙΑ ΖΩΗΣ Ταξίδια θέλω να σκαρώσω εκείνα που δεν έκανα ποτέ. Στα όνειρα πάντοτε σαλπάρω σε χώρες χαμογελαστές.

Τις πίκρες και τα βάσανα θα αφήσω θα πάρω της ψυχής μου τη χαρά εκείνη δεν μπόρεσαν να τη στερήσουν τους ξέφυγε, αν και ήταν όλα γύρω σκοτεινά.

Ας φύγω από του νου μου τα παιχνίδια να έβρω άλλη γη και ουρανό ανθρώπους με αλήθεια να απαντήσω αρνούμενοι το ψέμα, που μισώ

Μαριάνθη Παπάδη

Ὁ ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΑῚ Ὁ ΜΑΝΔΑΙΟΣ τὴν ὄχθη κι’ εἶδε περνᾷ ὁ Διγενὴς καὶ καλημέρισέ τον. «Σὰν ποῦ ὑπάγεις, Διγενή, μέσα στοὺς ΣαρακήΜανδαῖος τὶς προσεύχετον εἰς ποταμιοῦ

νους;» «Ὑπάγω εἰς τοῦ ἀμηρᾶ νὰ εἰποῦμε

οἱ ξύπνιοι

κι’ ὀλιγόκαρδοι ὡς τ’ ἄστρη ἀχνοφέγγουν, κι’ οἱ ἄκαρδοι καὶ πονηροὶ κρύβονται εἰς τὸ σκοτάδι. Τὸν ἥλιον ὅλοι βλέπουσι, τ’ ἄστρη πολλοὶ ξεκρίνουν, ἀμὴ ὁ παίζει τὸ σπαθὶ καὶ τὰ σκοτάδια νιώθει.

γιὰ τ’ ἀλλάγιον, οἱ σκλάβοι νὰ λευτερωθοῦν, τέκνα νὰ ἰδοῦν γοἭλιος λαμπρός, ἀστέρι ἀχνὸν ἢ βράχος στὸ σκοτάδι, νέους, θὰ τόνε νιώσῃς, ἄρχοντα, τὸ φῶς του γερόντοι κόρες καὶ ὑγιοὺς κι’ ἀντρόγυνα νὰ σμείξουν. Μολόγησον, Μανδαῖε μου, τὸν ἀμηρᾶν ἠξεύρεις, θὰ ζυγιάσῃς». νὰ τόνε πάρω μὲ καλὸν ἢ νὰ τὸν φοβερίσω;» «Ὡσὰν τὴ νύχτα, Διγενή, ἔνι κι’ ἡ ἀνθρωπότη. Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς Ὀλίγ’ οἱ ἀγαθόκαρδοι κι’ ὡς ἥλιοι στραφτολάμπουν,

ΓΛΕΝΤΙ ΤΡΕΛΟ Γιορτάζουμε την τραγωδία μας με γλέντι, όργανα, τραγούδια κι ως το ξημέρωμα χορό. Κι όσοι δε μας γνωρίζουν κοιτάνε απόρημένοι, ψαχουλεύουν και το πάθος μας με δέος βυθομετράνε. "Θάναι και το κλίμα." Αύριο πάλι θα κλάψουμε πικρά σ΄εκείνη την γνωστή γωνιά

με τον Απόλλωνα και το θείο Διόνυσο να περιμένουν στην ουρά. Και με το ηλιοβασίλεμα γλέντι τρελό πάλι ως το τέλος. Κι αυτοί που δε μας ξέρουν μας μελετούν απορημένοι ερωτευμένοι. "Θάναι και το κλίμα." Από τη ποιητική συλλογή της Ελένης Παρασκευά "Γλεντι Τρελό" 2015, Εκδ. Ρώμη, σειρά Θευθ.


Σελίδα 86

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΔΥΣΚΟΛΟ ΤΑΞΙΔΙ Καλοκαίρι ήταν και καταμεσήμερο χαλούσανε την πλάση τα τζιτζίκια και η θάλασσα ανάσαινε στο βάθος. Κείνη την ώρα κάποια δέντρα σκέφτηκαν πως η ακινησία πια δεν τους ταιριάζει και πήραν τη μεγάλη την απόφαση να ταξιδέψουνε στον κόσμο τον απέραντο να ζήσουνε κι αυτά την περιπέτεια. Ξεσκόνισαν τα ρούχα του περίπατου φορέσανε τα σιδερένια τους παπούτσια -τρία ζευγάρια έπρεπε να καταλύσουν

γιατί ήξεραν ταξίδι δύσκολο πως θα ’χουν«έφτασε η ώρα» φώναξαν χαρούμενα κι έστρεψαν τα φύλλα απ’ την ανάποδη. ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗΣ

ΝΑΙ ‘Η ΟΧΙ; Σου άπλωσα μ’ απόφαση και τρυφερά το χέρι μαρμάρωσε όμως εκεί· ξεράθη τεντωμένο. Μέσα απ’ τη χούφτα πέταξε έν’ άσπρο περιστέρι δηλώνοντας πως τίποτα δεν είναι πεπρωμένο.

Δειλία ή αδράνεια; Προσωρινά συμφέρουν… μα η ζωή δεν καρτερεί όσους την αποφεύγουν. Κι αν το σκεφτούμε σοβαρά, μία φορά πως ζούμε δείχνουν ποιοι είμαστε τα ΝΑΙ ή τα ΌΧΙ που θα πούμε!

Τ’ όνειρο θέλει δύναμη ώστε να γίνει πράξη. Αλλά από φόβο λύγιζες κοιτώντας σαστισμένα κι αφού δεν είχες την ψυχή, Ναι ή Όχι να φωνάξεις ούτε το αύριο όριζες, στέκοντας παγωμένα.

Λαμπρινή Λιάτσου

ΛΕΥΚΗ ΜΟΥ ΤΥΧΗ Και ταξίδεψαν στον άνεμο… Δράκοι τα όνειρα ξεπροβάλλουν από τους θάμνους Κόκκινος ουρανός κλαίει πάνω από χαρούμενα παιδιά Σε ποια θάλασσα αρμενίζεις, γυναίκα Ηπειρώτισσα; Ας χαθείς εσύ που τυραννάς τη Ρούμελη Ταξίδι στη βροχή η φλόγα Μυστηριώδη βλέμματα χτυπούν τις άβουλες ελπίδες Και κάπου εκεί… ο ήλιος! Λουλούδια φύτρωσαν στο αίμα

Κουρέτα Παναγιώτα-Ιωάννα Μαθήτρια Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Μεγαλόπολης


Σελίδα 87

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΟΙ ΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ Σκουριασμένο το μαχαίρι στο δέντρο. ο Χαάνε χόρευε χάκα με τον Σάντυ, Βαθειά η πληγή στον κορμό. ο Γρηγόρης κι ο Κυριάκος ,την Ακανθιώτισσα, Ο ανιχνευτής οδηγούσε στο λόφο με τους κάλυκες. ο Γιάννης μπαρμπέρης του Οχυρού, ο Σκωτσέζος ,Λιλή Μαρλέν, Τρύπες στους τοίχους, ο Μανώλης τους κέρναγε κρασί. στις καμπάνες, στα παντελόνια των στολών. Ένας γέρος με μια κατσούνα, Τα κουμπιά, βαρίδια για τις κουνουπιέρες των μω- ανάμεσα σε αίγες ,πέτρες και μολόχες, ρών. ανίχνευε ψυχές, με φόντο μια θάλασσα από σταυρούς. Αποκριάτικος χορός μεταμφιεσμένων στο Οχυρό. Ο Πάντυ και ο Τζόν ντυμένοι Ερωτόκριτοι, Αριάδνη

Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΒΑΡΚΑΡΗ

Η θλίψη γίνεται κουπί στη βάρκα που σιμώνει, εκεί, όπου ο θάνατος με τη ζωή ανταμώνει και κόβεται το νήμα μας στου τέλους το ψαλίδι... Όχι! Δεν είμαι έτοιμη για ετούτο το ταξίδι! Αχ! Πού να βρω τα χρήματα, Βαρκάρη, να πληρώσω να μη με πας απέναντι; Ποιο τίμημα να δώσω; Να μη μου πάρεις τις στιγμές, που μια ζωή παλεύω να τις κρατήσω ζωντανές... Βαρκάρη, σε ικετεύω! Λίγο ακόμα σου ζητώ, τα μάτια μου πριν κλείσω, τους π’ αγαπώ να ξαναδώ και να γλυκοφιλήσω. Λίγο ακόμα να σταθώ στη φωτεινή μεριά σου κι ας διασχίσω αργότερα τα ολόμαυρα νερά σου. Δεν πρόλαβα στον άντρα μου να πω πόσο μου λείπει κι η ανάσα μου με πρόδωσε, η ζωή μ’ εγκαταλείπει. Δεν πρόλαβα στην κόρη μου να δώσω την ευχή μου, οι λέξεις μου σκορπίστηκαν και σβήνει η φωνή μου. Αχ! Δεν το βάνει ο λογισμός πως χώρια τους θα ζήσω

και έχω τόσα να τους πω... Μα πώς να τους μιλήσω; Πώς να τους πω πως λάτρεψα κάθε στιγμή μαζί τους; Πώς να τους πω πως θλίβομαι που φεύγω απ’ τη ζωή τους; Πώς να τους πω πως ένοχη νιώθω που τους αφήνω; Πώς να τους πω πως πάντοτε αγάπη θα τους δίνω; Πες μου, Βαρκάρη, μην αργείς, ο χρόνος λιγοστεύει, πες μια τιμή όσο η καρδιά χτυπά και παζαρεύει. Μήπως για κάθε σκέψη μου, κρυφή, να μετανιώσω; Θες να’ ναι αυτή η πληρωμή που πρέπει να σου δώσω; Ή άραγε που εκράτησα μες την ψυχή μου πάθος, θαρρείς, Βαρκάρη, έκανα το τραγικό μου λάθος, που λίγη αγάπη φύλαξα να δώσω στα όνειρά μου; Θες να ’ναι αυτή η πληρωμή, αυτό το τίμημά μου; Ελένη Αντωνίου – Κωνσταντίνου Λευκωσία, Κύπρος


Σελίδα 88

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΔΙΧΩΣ ΑΥΡΙΟ Ποιοι μετανάστες; Θάλασσες τους ρουφάνε Ανελέητα

Τόσα βάσανα Άλεσαν την ψυχή τους Πόσο ν’ αντέξουν;

Στήσαν το χορό Στην ακτή του πόνου τους Οι εφιάλτες

Μαρία Τζουρά

ΕΚΠΤΩΤΟΣ Μπαλόνι στον αέρα σαν την ελπίδα που πάει να πετάξει κόκκινη ελπίδα μπουκωμένη ήλιο μ’ ένα κορδόνι πίσω της αιωρούμενο πορεία μέσα από κουρελιασμένα σύννεφα πάνω από λάθη και σπαταλημένες ζωές μουσκεύοντας σταγόνες χρυσαφιάς βροχής μπαλόνι ολοφούσκωτο σαν τα πνευμόνια του Αιόλου εξαγιασμένο από κάθε πίκρα με τη θέρμη του Ίκαρου και την αφροντισιά της νιότης·

μια νεκρή μυρωδιά πλαστικού η οσμή της ήττας βελόνα ύπουλη στου ουρανού τα στενορύμια σου ’κανε τρύπα στην κοιλιά γλιστρώντας μέσα σου ιοβόλες σκιές ώσπου να βρεθείς σε ακανόνιστη τροχιά κατρακυλώντας στη γη αγκαλιά με τους ξέψυχους, παραιτημένους ήχους. Ελένη Χριστοφοράτου

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ Κάθε φορά που μεταναστεύουν τα χελιδόνια ξεριζώνεται το μέσα μου κι όταν αργούν να ‘ρθουν, περισσότερο πενθώ κάθε χάραμα, που φεύγεις για εργασία στης φάμπρικας τις μηχανές βαλτώνω σε λάσπες και χωματερές κι όταν αργείς να ‘ρθεις τον άωρο χρόνο του απόβραδου καίγονται τα σωθικά μου κάθε απολογισμό που λογαριάζω τεράστια συναντώ τη μοναξιά μου αντιλαμβάνομαι πως κάθε σύγκρουση μαζί της

χαμένος θα βγω εγώ την άλλη μέρα για μένα θα γράφουν οι τοπικές εφημερίδες οι μοιρολογίστρες μπρος στη φωτογραφία θα κλαίγουν, φορώντας μαύρα τσεμπέρια μαζεύομαι όλο και περισσότερο στη γωνία της κουζίνας, δίνοντας της χώρο να απλώσει τα κλαδιά της ποτίζοντας με τη σιωπή μου, τις σκληρές ρίζες της! Γνωρίζοντας πως θα τελειώσει η παρτίδα... Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος


Σελίδα 89

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ Ζητιανεύω λίγα κέρματα παραμονής. Πέφτουν στον πάτο των προσδοκιών μου. Κάνει κρότο στο κενό Η πτώση τους. Μεγάλη η γενναιοδωρία σου.

Νεύεις απλά. Σαν να με ντύνεις με τα τρύπια μανίκια ενός πολυκαιρισμένου παλτού αβεβαιότητας. -Κάνει κρύο έξω; Θα ξανάρθεις; -Ίσως αύριο.

Κάθε που χωρίζουμε Δεν με αποχαιρετάς. Είναι κάλπικες οι λέξεις σου. Δεν φθάνουν να πληρώσουν Την απουσία.

Αύριο αιώνια ασάφεια του σήμερα Αύριο αέναη απόδειξη του χθες . Θα περιμένω. Κι αν σε ρωτώ είναι για να κρατάω σφιχτά Την αναμνησή σου Να τη ζεσταίνω με προσμονή. Παναγιώτα Καλογεράκου

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ Ζητείται ποιητής,ζητούνται στίχοι, ρέμβη στη θάλασσα και γλάρων ροδοβόλισμα στο στο κύμα πλάι μας. Αντάμα ν΄ατενίζουμε το πέλαγο, μήπως φανεί εκείνο το καράβι με τα κόκκινα πανιά. Ζητείται ποιητής,να γράψει για σειρήνες και ταξίδια που μείναν βαλτωμένα στις πεθυμιές του νου. Ζητείται ποιητής και στίχοι να ημερέψουνε τα΄απραγματοποίητα

και ν΄απαλοσκεπάσουν τη φωτιά, που καίει σταθερά κομμάτια ονείρων μας . Ζητείται ποιητής να τη μαγέψει, μαζί μ΄αυτήν κι΄εμάς ……

ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΟ ΛΕΥΚΟ Πίσω από τις λευκές τουλίπες Κρύβει η δυστυχία το φόρεμα της. Ένα κουρέλι βγαλμένο από το βυθό, που απλώνει πάνω του ναυάγια και κοχύλια. Το άσπρο όταν σκοτεινιάσει γίνεται μαύρο. Φως του φεγγαριού σαν από ασήμι γινωμένο, αγκάλιασε κι απόψε την μαύρη φορεσιά να μην την ξεχωρίζει κανείς μέσα στην πλάση. Φώτιζε μόνο τις λευκές τουλίπες,

μήνυμα πως η ευτυχία θα ξανάρθει. Κουτσογιάννη Μαρίνα Πόλη καβάλα


Σελίδα 90

ΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΤΑ ΑΔΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥΔΑΚΙΑ Με θλίβουν της πατρίδας μου τα άδεια χωριουδάκια, που κάποτε είχαν ζωή, στους δρόμους τους παιδάκια.

Ψυχή στους δρόμους δε γυρνά, μήτε παιδί φωνάζει, ούτε η καμπάνα δε χτυπά και το χωριό ρημάζει.

Κλειστές τις πόρτες συναντώ όπου και να βαδίσω, τα ωραία χρόνια τα παλιά δεν θα γυρίσουν πίσω.

Για κάθε πόρτα του κλειστή να ‘χα κλειδί ν’ ανοίξω και ένα μέλλον φωτεινό για το χωριό να δείξω. ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ

ΤΟ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Ο ήλιος, δεν καίει τους ποιητές. Σε παραλία ερημική, αυτοί υπάρχουν και αμμοθίνες, μαϊστροσμιλευμένες. Εκεί, τους λένε θαλασσόκρινους. Γεννιούνται και στον καυτό τον ήλιο πετούν τα φύλλα τους κι ανθίζουν. Μοσχοβολούν τα βράδια, πανέμορφα ποιήματα, λευκά. Έπειτα ,

τα ποιήματα σπόροι που ταξιδεύουν με τον άνεμο, με τα κύματα. Σε μακρινές στεριές, θα γεννηθούν καινούργιοι θαλασσόκρινοι. Τους ονομάζουν, ποιητές. Χρήστος Παπουτσής Από την ποιητική συλλογή του «Δάκρυα σε Ουράνιες θάλασσες» Άνεμος Εκδοτική, 2016

ΔΕΝΤΡΟ ΑΓΑΠΗΣ Ένα μικρό δέντρο η καρδιά μου, μέσα στο περιβόλι της ψυχής σου. Τις ρίζες μου πότιζε η αγάπη σου, τα φιλιά σου πρασίνιζαν τα φύλλα μου και τα κλαδιά μου χόρευαν στο άγγιγμά σου. Ο δυνατός αέρας της μοναξιάς, με τη φυγή σου, σκόρπισε τα φύλλα μου. Ατέλειωτα χτυπήματα, τα τελευταία λόγια σου, μάτωσαν τον κορμό μου.

Τα δάκρυα μου σάπισαν τις ρίζες μου και θάφτηκαν βαθιά μέσα στο νεκρό χώμα της καρδιάς μου. Μπία Νιότη



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.