Εκδόσεις e-Politikon: Σύλλογος Αποφοίτων Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ Διεύθυνση Σύνταξης: Ηλίας Ζαχαριουδάκης Αρχισυντάκτες: Σαλώμη Δερμάτη, Αλέξανδρος Κολυβάς Βοηθός Αρχισυντακτών: Τζώρτζης Μουτσοντέμης Συντακτική Ομάδα: Γεώργιος Αθανασόπουλος, Σαλώμη Δερμάτη, Αλέξανδρος Κολυβάς, Θεοδώρα-Ηλιάνα Παπαχαραλάμπους, Ιωάννης Παναγιώτης Παρασκευάς, Βασιλική Πιλάτου, Βέρα Σπυράκου, Μάριος Φουρναράκης Συντακτική Επιμέλεια: Σαλώμη Δερμάτη, Αλέξανδρος Κολυβάς Διόρθωση: Σαλώμη Δερμάτη, Αλέξανδρος Κολυβάς Γραφιστική Επιμέλεια: Μπαμπάκ Αχτεσαμιπούρ Εικόνα εξωφύλλου: https://www.theguardian.com/environment/2021/jul/26/green-light-new-series-climate-crisis
Περιεχόμενα Μήνυμα Προέδρου ΣΑΠΕΔΔ .................................................................................................... 1 Editorial ................................................................................................................................. 3 The Road to Glasgow; deadlock or breakthrough? ................................................................. 4 Πράσινα Ομόλογα .................................................................................................................. 9 Νέα Πράσινη Συμφωνία ........................................................................................................ 14 Is the Indigenous Movement a Successful Environmental Movement? ...................................... 18 Κλιματική αλλαγή: ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση μελλοντικών ευαισθητοποιημένων και ενεργών πολιτών ............................................................................................................ 23 Πολιτειακοί στόχοι στη μετα-covid εποχή – ............................................................................ 31 υπερεθνικές και διεθνείς πολιτικές ........................................................................................ 31 Η χορτοφαγία ως πολιτική συμμετοχή ................................................................................... 36 Κλιματική αλλαγή: αποψίλωση δικαιωμάτων ......................................................................... 41 Climate Change as a Justice Issue ........................................................................................... 47
Μήνυμα Προέδρου ΣΑΠΕΔΔ Μία από τις πρώτες δράσεις του Συλλόγου από την ίδρυση του, ήταν η σύσταση και η λειτουργία ηλεκτρονικού περιοδικού με στόχο την δια βίου μάθηση των αποφοίτων, αλλά και για να μπορούν τα μέλη μας να έχουν την δική τους φωνή μέσα από το Σύλλογο, για πλειάδα ζητημάτων που αφορούν την επικαιρότητα. Σε αυτό το τεύχος το ePolitikon θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Ο δρόμος προς η COP26: οικονομία, κοινωνία και πολιτεία». Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή του 2021, γνωστή και ως COP26, είναι η 26η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στην πόλη της Γλασκώβης της Σκωτίας μεταξύ 31 Οκτωβρίου και 12 Νοεμβρίου 2021, υπό την προεδρία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Κλιματική αλλαγή είναι το επόμενο μεγάλο ζήτημα μετά την πανδημία και μάλιστα ήδη στην ελληνική πολιτική σκηνή γίνονται κινήσεις προκειμένου να οργανωθεί ένα πλαίσιο ενεργειών που στόχο θα έχει την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης. Το εναρκτήριο λάκτισμα ήταν η δημιουργία του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Αλλαγής. Οι συντάκτριες και οι συντάκτες του περιοδικού μας πρόκειται να ρίξουν φως σε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πτυχές του ζητήματος. Λίγα λόγια για το σύλλογο Ο Σύλλογος Αποφοίτων του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (ΣΑΠΕΔΔ), του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρύθηκε το 2013 από μία ομάδα νέων αποφοίτων του ομώνυμου τμήματος. Στοχεύει στην ενίσχυση των σχέσεων και της επικοινωνίας και των μελών του, όπως και στην δια βίου μάθηση και την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Οι συνεργασίες Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο ΣΑΠΕΔΔ έχει συνάψει συνεργασίες με την Αμερικανική Πρεσβεία, την InterMediaKt, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και έχει αποκτήσει Ειδικό Συμβουλευτικό Καθεστώς στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (ECOSOC) του ΟΗΕ. Στο πλαίσιο των συνεργασιών του, ο ΣΑΠΕΔΔ προχώρησε στην υπογραφή τριετούς συνεργασίας με το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια βίου Μάθησης. Μέσα σε αυτή τη συνεργασία περιλαμβάνεται η δυνατότητα έκδοσης της ευρωπαϊκής κάρτας νέων, σε προνομιακή τιμή, αποκλειστικά για τα μέλη του Συλλόγου (μέχρι 30 ετών). Ακόμη, τον Φεβρουάριο, η Γενική Συνέλευση των καθηγητών του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, έκανε δεκτό το αίτημα του φορέα, και με αυτόν τον τρόπο ο Σύλλογος Αποφοίτων είναι επίσημος φορέας του τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση ο Σύλλογος Αποφοίτων βρίσκεται δίπλα στους αποφοίτους πράττοντας ότι περισσότερο μπορεί προκειμένου να είναι η φωνή των φοιτητών και των αποφοίτων του τμήματος. Αν θέλετε να συμμετάσχετε και εσείς στις δραστηριότητες μας μπορείτε να γίνετε μέλη μέσω της νέας μας ιστοσελίδας politikoalumni.gr. Γιάννης Κουτρουμπής Πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
1
2
Editorial
Το πέρασμα των κοινωνιών στη νεωτερικότητα δημιουργεί νέες και ευνοϊκές συνθήκες για την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής με την πάροδο του χρόνου οδηγεί στην κάλυψη των βασικών αναγκών και στην ατομική ευημερία μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, που συνεπάγεται πια την μαζική πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά. Σαφώς η νεωτερικότητα συνδέθηκε με την έννοια της προόδου και την επιδίωξη της κοινωνικής και ατομικής ευτυχίας. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό που δημιούργησε ο άνθρωπος τον οδηγεί σε μια υπαρξιακή κρίση. Οι κοινωνίες όπως είναι οργανωμένες σήμερα αποτελούν μοντέλα αυτοκαταστροφής. Οι ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού, οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής. Σε όρους περιβάλλοντος, η συνθήκη αυτή μεταφράζεται στην ανηλεή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που είναι πεπερασμένοι, και στην συνεχή μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο θεωρητικός Pierre-André Taguieff αναγνωρίζει σε αυτή τη συνθήκη το πέρασμα στη μετανεωτερικότητα. Πλέον, λόγω της καταστροφής του πλανήτη, ο μελλοντικός ορίζοντας των ανθρώπινων κοινωνιών δεν σχετίζεται με την πρόοδο (ίδιον χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας) και την βελτίωση της καθημερινότητας. Αντίθετα, με την συνεχή επιδείνωση του περιβαλλοντικού προβλήματος η ανθρωπότητα περιμένει την χειροτέρευση, γεγονός που οδηγεί τις ανθρώπινες κοινωνίες στο πέρασμα στη μετα-νεωτερικότητα.1 Η κλιματική αλλαγή πλέον τίθεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής καθημερινότητας και αποτελεί αναπόσπαστη μεταβλητή των αποφάσεων. Όντας ένα υπερεθνικό πρόβλημα, η κλιματική αλλαγή χρήζει αντίστοιχων οικουμενικών λύσεων, για τις οποίες προαπαιτείται ειρήνη, ανοιχτός διάλογος, πολιτική βούληση και συμβιβασμοί. Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο, οι γνώσεις που έχουμε πλέον στα χέρια μας υποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα τα επόμενα αναγκαία βήματα και τις δύσκολες αλλαγές που πρέπει να υιοθετήσουμε ώστε να ζήσουμε σε έναν πιο βιώσιμο και φιλόξενο πλανήτη. Επομένως, η επερχόμενη σύνοδος στη Γλασκώβη είναι μια ευκαιρία και μια πρόκληση. Ό,τι έχει κερδηθεί μέχρι σήμερα από την παγκόσμια πολιτική ηγεσία είναι αρκετό;
Taguieff, A-P. (04/12/2020). Για την πρόοδο, τον προοδευτισμό και την Αριστερά. The Books’ Journal. Ανακτήθηκε από: https://booksjournal.gr/gnomes/3095-gia-thn-proodo,-ton-proodeftismo-kaithn-aristera 1
3
Πηγή
The Road to Glasgow; deadlock or breakthrough? By Salome Dermati* Salome Dermati is pursuing a Master of European Studies at KU Leuven. She holds a BSc with honours from the Department of Political Science and Public Administration of the National and Kapodistrian University of Athens. She has participated in multiple Erasmus+ exchange programmes, including one in Madrid for studies in 2019. She has carried out an internship at Europe Direct ELIAMEP and published 20 opinion articles for independent student organisations. She frequently participates in MEUs and other debating events. She speaks Spanish and French fluently, as well as publishes original poems in an online blog.
Abstract In light of recent extreme weather events in different parts of the globe, climate change has resurfaced as one of the principal global challenges, alongside public health threats and economic collapse. In November 2021, delegations from 197 countries are destined to meet in the UK and exchange strategies to combat the consequences of climate change. This year’s COP is placed in a greater historical context, with a view to divulge both current priorities and future potential, which remains uncertain. Key words: climate change, COP, UN
Introduction After a two-years wait, COP26 is expected to take place on site in November. The hosting British Prime Minister Boris Johnson has been calling for a “global climate Marshall Plan” against climate change. Indeed, Earth has repetitively registered alarming rates of global heating, and we are approaching an increase of 3 degrees Celsius compared to pre industrial levels. Coastal areas are gradually becoming more inhospitable, extreme weather conditions provoke catastrophic effects all over the planet, and migratory flows will experience a rise 4
unless serious change occurs. Scientific experts and politicians alike agree that we have arrived at a crossroads, and COP26 is hoped to provide significant answers and solutions. The present article examines the historic, institutional, and political weight of COPs in the context of the broader global efforts to respond to climate change. Firstly, a brief definition is given as to identify the purpose, as well as potential, of the forum. Secondly, emphasis is drawn to the upcoming summit in order to understand the most prevalent challenges and priorities set by the British government. Lastly, concluding thoughts and questions will be addressed concerning the effectiveness and legitimacy of the Conference. What are COP summits? As stated above, the term COP is the abbreviation of Conference of the Parties - meaning sovereign countries - that are signatories of the United Nations Framework Convention on Climate Change, commonly known as UNFCCC. (COP26 Explained, 2021) According to its Article 2, the objective is the “stabilization of greenhouse gas concentrations in the atmosphere at a level that would prevent dangerous anthropogenic interference with the climate system”. (United Nations Framework Convention on Climate Change, 1992) Such a goal is to be realized through a series of commitments that ought to be evaluated at the annual COPs, which shall remain “the supreme body of this Convention”. (United Nations Framework Convention on Climate Change, 1992) Overall, each COP undertakes the responsibility to review and assess all nationally determined contributions (NDCs) and emission inventories that reflect the progress that has been achieved - or lack thereof. At the same time, further steps and solutions are agreed upon multilaterally aiming at the effective implementation of the Treaties. The UNFCCC was signed in 1992 at the Rio Earth Summit, a global conference during which the principle of Common but Differentiated Responsibilities and Respective Capabilities (CBDR–RC) was introduced so as to highlight the interconnection of environmental and development factors. (United Nations Conference on Environment and Development, 1992) The treaty officially entered into force two years later, and today it is praised as one of the few truly universal treaties on account of its signing 197 parties. More importantly, is it an umbrella treaty or framework agreement, given that it comprises the general rules and principles that will apply to more specific legal documents in the future. The first summit took place in Berlin, Germany, in spring of 1995. (Conference of the Parties, 1995) Ever since, the annual conference has been hosted by nineteen countries across the world, and their outcomes have varied. One of the most notable COPs was the one in Kyoto, Japan, in 1997 because of the Kyoto Protocol it produced, the first complimentary to the UNFCCC treaty. Other milestones include the COP 13 in Bali, Indonesia, in 2007, the COP 15 in Copenhagen, Denmark, the COP 17 in Durban, South Africa, the COP 24 in Katowice, Poland, as well as the COP 21 in Paris, France. (Conference of the Parties List, 2019) As a result of the latter, the Paris Agreement was signed, that is, the “legally binding international treaty on 5
climate change” which for the first time set out a dual long term obligation (rather than suggestion); maintaining the average Earth temperature to below 2 degrees Celsius and reducing global warming to 1.5 degrees Celsius compared to pre-industrial levels. (The Paris Agreement, 2021) The COP Presidency rotates among the five recognized UN regions: a) Africa, b) Asia, c) Latin America and the Caribbean, d) Central and Eastern Europe and e) Western Europe and Others. (Conference of the Parties (COP), 2021) There have only been two occasions when a country has withdrawn its offer to host the summit. Firstly, in 2018 Brazil’s newly elected president Jair Bolsonaro cited budgetary restrictions and the government transition. Soon afterwards Chilean president Sebastián Piñera withdrew as well, due to the anti-government protests and instability that had erupted in 2019. (Spain offers to host COP25 in Madrid, 2019) Ultimately, it was Prime Minister Pedro Sanchez’ proposal that secured the realization of the meeting in Spain’s capital the same year. Lastly, ahead of the official COP, a preparatory event takes place a month earlier, called preCOP, and is usually attended by approximately forty countries, representatives of the UNFCCC Secretariat, the chairs of the Subsidiary Bodies of the Convention and other stakeholders. (MILAN – PRE-COP, 2020) These fora are populous international events that assemble not only governmental representatives, but also representatives from civil society and the media. For this purpose, two zones are designed depending on the people involved. The “Blue Zone” is destined for “people registered with the UN body,” such as, but not limited to, a national delegation. On the other hand, the general public is engaged in the “Green Zone”. (COP26 Explained, 2021) What are the stakes for COP26 ? In November COP 26 will take place at the Scottish Event Campus (SEC) in Glasgow, UK. (What is a COP?, 2021) A unique triple presidency marks this year’s ceremonies with Chile holding the current COP presidency, whereas Italy is hosting the pre-COP and collaborating in the final COP. The former refers to two preparatory events organized in Milan: a) Youth4Climate: Driving Ambition in 28-30 September, and b) PreCop26 in 30 September - 2 October. (Towards COP26: Pre-cop and Youth Event: “Youth4climate: Driving Ambition”, 2021) Interestingly, the British government hosted the G7 meeting in Cornwall in June, whereas the Italian government is planning the G20 summit in December. (The UK-Italy Partnership, 2021) Other prior relevant events include the Leaders Summit on Climate in April, the 12th Clean Energy Ministerial and 6th Mission Innovation Ministerial meetings between 31 May - 6 June, the 54 Session of the Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) between 26 July - 6 August, the 76th Session of the UN General Assembly in September, as well as Climate Week in New York City in September. (COP26 Explained, 2021) All the aforementioned will set the tone and the example for COP 26.
6
Against this background, COP 26 is seen as the “culmination of a series of multilateral events”. (The UK-Italy Partnership, 2021) What is more, it is regarded by experts as a turning point in our fight against climate change. The next decade will prove decisive, thus a sense of urgency has overwhelmed national and global actors that wish to comply with the provisions established in the Paris Agreement. Under Article 4 of the said treaty, each Party has to renew and update their NDCs every five years (Paris Agreement, 2015) - even though this rule was delayed by a year due to the novel coronavirus pandemic. Therefore, in order to attain the long-term temperature goal, even more ambitious plans are required, alongside intensive global collaboration, transparency, and solidarity. Recent positive developments consist of the reduction of solar and wind power prices, the allocation of more than $41.5 billion to developing countries in 2019, the commitment of almost two thirds of the global economy to net zero emissions, and the update of NDCs by multiple countries, including the biggest economies and polluters. (COP26 Explained, 2021) The UK has not only reported meaningful reduction rates, but also determined further reduction goals. Concerning COP 26, the government has highlighted four priorities: a) reaching global net zero by 2050, b) adaptation, c) financing, and d) cooperation. In addition, special attention will be given to carbon markets, transparent reporting, common time frames, calculating loss and damage, and discussing new means of implementation, for instance on global climate finance after 2025. (COP26 Explained, 2021) Apart from the aforementioned, this year broadcaster and natural historian Sir David Attenborough will be named COP26 People’s Advocate in an effort to help spread the message and motivate the general public. (COP26 Explained, 2021) Lastly, at the end of 2022 an African state will be handed the presidency of the next COP. (The Road to COP26, 2021). Conclusions The success of COPs has always been up for debate. Even though some welcome its good intentions and agree that transnational problems call for global action, others question its legitimacy and practicality. Nearly thirty years since the signing of the UNFCCC, climate change has risen as a political priority for local, regional, and international decision makers but growing discussions do not equal results. The aftermath of the pandemic will have to prove decisive as we move forward in this next decade, because extreme droughts, deadly heat waves, cataclysmic floods, and massive wildfires continue to uncover an uncomfortable truth: we are not prepared for an inhospitable Earth. As things stand today, it seems that the forum has fallen short of its promise to control global warming. Disparities between wealthy and less developed countries hamper negotiations, because expectations are usually assigned to the latter, despite the fact that they have less means to carry out meaningful structural changes and that they contribute far less to global emissions. Reconciliation of economic development and net zero societies is another hurdle that rich and poor nations face alike. Nevertheless, the EU, as well as the US under president
7
Biden, will strive to lead the talks and set a paradigm for other countries to follow and achieve greater consensus on the road ahead. Bibliography Conference of the Parties, March 20, 1995. Retrieved from https://unfccc.int/cop4/resource/docs/cop1/01.htm. Down to Earth (2019). Conference of the Parties List. Retrieved from https://www.downtoearth.org.in/climate-change/coplist. McGarth, Mark (31/10/2019). Climate change: Spain offers to host COP25 in Madrid. Retrieved from https://www.bbc.com/news/science-environment50255460. Ministero della Transizione Ecologica (2020). MILAN – PRE-COP. Retrieved from https://www.mite.gov.it/pagina/milan-pre-cop. Ministero della Transizione Ecologica (2021). Towards COP26: Pre-cop and Youth Event: “Youth4climate: Driving Ambition”. Retrieved from https://www.mite.gov.it/pagina/ towards-cop26-pre-cop-and-youth-eventyouth4climate-driving-ambition. Paris Agreement, December 13, 2015. Retrieved from https://unfccc.int/sites/default/ files/english_paris_agreement.pdf. United Nations Framework Convention on Climate Change, 1992. Retrieved from https://unfccc.int/resource/docs/convkp/conveng.pdf. United Nations. United Nations Conference on Environment and Development, Rio de Janeiro, Brazil, 3-14 June 1992. Retrieved from https://www.un.org/en/conferences/ environment/rio1992. United Nations Climate Change, UK Government (2021). The Road to COP26. Retrieved from https://ukcop26.org/uk-presidency/the-road-to-cop26/. United Nations Climate Change, UK Government (2021). COP 26 Explained. Retrieved from https://2nsbq1gn1rl23zol93eyrccj-wpengine.netdna-ssl.com/wpcontent/ uploads/2021/07/COP26-Explained.pdf. United Nations Climate Change, UK Government (2021). The UK-Italy Partnership. Retrieved from https://ukcop26.org/pre-cop/. United Nations Climate Change, UK Government (2021). What is a COP?. Retrieved from https://ukcop26.org/uk-presidency/what-is-a-cop/. United Nations Framework Convention on Climate Change (2021). Conference of the Parties (COP). Retrieved from https://unfccc.int/process/bodies/supremebodies/conference -of-the-parties-cop. United Nations Framework Convention on Climate Change (2021). The Paris Agreement. Retrieved from https://unfccc.int/process-and-meetings/theparis-agreement/the- paris-agreement.
8
Πηγή
Πράσινα Ομόλογα του Μάριου Φουρναράκη* Φοιτητής του τμήματος πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος ψυχολογίας από το Deree. Μέλος του ομίλου διαπραγματεύσεων του ΕΚΠΑ και του UN sustainable development του Αμερικάνικου Κολλεγίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διεθνείς σχέσεις και την ψυχολογία των διαπραγματεύσεων. Συμμετοχή σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών όπως της Ε.Ε και του ΟΗΕ καθώς και σε ρητορικούς ομίλους.
Περίληψη Στο παρόν άρθρο γίνεται μια σύντομη αναδρομή στην γέννηση και την εξέλιξη των πράσινων ομολόγων, στη θέση που κατέχουν σήμερα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις προκλήσεις του μέλλοντος. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ευρωπαϊκό αλλά και ελληνικό πλαίσιο ανάπτυξης της πράσινης οικονομίας μέσα και από το πρίσμα των συνεπειών που προκαλεί και θα προκαλέσει η κλιματική αλλαγή. Λέξεις κλειδιά: πράσινα ομόλογα, πράσινη ανάπτυξη, κλιματική αλλαγή, European Green Deal, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Εισαγωγή Τα πράσινα ομόλογα είναι τίτλοι σταθερού εισοδήματος που δίνουν την δυνατότητα στον αγοραστή να επενδύσει σε έργα με περιβαλλοντολογικό πρόσημο. Τα ομόλογα αυτά πρέπει να επενδυθούν αποκλειστικά σε έργα πράσινης ανάπτυξης, με μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα σε ποσοστό τουλάχιστον 90% της αξίας του. Η πράσινη χρηματοδότηση μπορεί να αντιμετωπίσει ‘’αποτελεσματικά’’ τους κινδύνους που διατρέχουν τα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής (Ehlers & Packer, 2017). Μερικά 9
αξιοσημείωτα πράσινα έργα είναι οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαχείριση των υδάτων και καθαρό νερό καθώς και καθαρές μεταφορές. Ιστορία Η είσοδος των πράσινων ομολόγων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνέπεσε με την οικονομική κρίση του 2008, κατά την διάρκεια της οποίας έγιναν τα πρώτα βήματα ενημέρωσης των επενδυτών για τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα έργα στα οποία εκείνη την περίοδο επένδυαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι εκείνη την εποχή οι επενδύσεις σε πράσινα έργα ήταν ένα ‘’επικίνδυνο άθλημα’’, καθώς ο κίνδυνος αποτυχίας ήταν ιδιαίτερα υψηλός, όπως και το κόστος τους (Schoenmaker, 2017). Το 2007, λοιπόν, ήταν το έτος όπου η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εξέδωσε το πρώτο ομόλογο με περιβαντολλογικό πρόσημο, το λεγόμενο ομόλογο κλιματικής αφύπνισης. Μετά το πρώτο αυτό ομόλογο αξίας 1 δισεκατομμυρίου, η παγκόσμια τράπεζα εξέδωσε το πρώτο πράσινο ομόλογο, για να ακολουθήσουν μεγάλες πράσινες επενδύσεις κυρίως στις ΗΠΑ. Η συμφωνία του Παρισιού το 2015 εδραίωσε μια παγκόσμια συναίνεση, ότι προτεραιότητα της παγκόσμιας κοινότητας τα επόμενα χρόνια είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η ανάπτυξη της πράσινης αγοράς τα επόμενα χρόνια ήταν ραγδαία και οι επενδύσεις έφτασαν το 2019 τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια με βάση τις εκτιμήσεις της Climate Bonds Initiative (Fatin, 2019). Οι επενδύσεις αυτές σύμφωνα με το ίδιο άρθρο αποτελούν πρωτοβουλίες ιδιωτικών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στις ΗΠΑ είναι ο τεχνολογικός κολοσσός Apple όπου σταθερά επενδύει πάνω από 2 δις δολάρια για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της γραμμής παραγωγής της καθώς και την επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(Holbrook, 2020). Στην Ε.Ε την πρωτοβουλία των κινήσεων έχουν λάβει κράτη όπως η Γαλλία με στόχο να εναρμονιστούν με τους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής επιτροπής για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της ένωσης μέχρι το 2030. European Green Deal Η ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία αποτελεί πυλώνα τής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής με στόχο την επίτευξη μηδενικού ενεργειακού αποτυπώματος ως το 2050. Για την επίτευξη του φιλόδοξου αυτού σχεδίου θα απαιτηθεί από την Ένωση η ανάληψη δράσεων σε τομείς όπως: επενδύσεις σε φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες, υποστήριξη των καινοτομιών στο βιομηχανικό τομέα, ανάπτυξη καθαρών και υγιών μορφών δημόσιας και ιδιωτικής μεταφοράς και απαλλαγή του ενεργειακού τομέα από εκπομπές άνθρακα (European Commission Reports, 2020). Για την ικανοποίηση του παραπάνω στόχου διαμορφώθηκε το πρότυπο του πράσινου ομολόγου με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας τους και την υιοθέτηση αυστηρότερων κριτηρίων από αυτά που ισχύουν σήμερα στην αγορά (Sievänen, 2019). Στόχος του παραπάνω προτύπου σύμφωνα με την Επιτροπή (2019) είναι η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της αγοράς πράσινων ομολόγων. Παράλληλα με τον κανονισμό 852 της Ε.Ε τίθενται τα κριτήρια που μια επένδυση είναι ενεργειακά βιώσιμη (EU Regulation 852, 2020). Είχε προηγηθεί η έρευνα των Cochuetal (2016) για την Ε.Ε στην οποία αποτυπώθηκε η ανάγκη της χρηματοδότησης πράσινων ομολόγων από τον δημόσιο τομέα 10
για την περαιτέρω ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου. Τα κράτη οφείλουν μέσα από εκστρατείες να ενημερώσουν τους ενδιαφερόμενους για τα οφέλη από την επένδυση στα πράσινα ομόλογα και τις αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε διάφορους τομείς της οικονομικής ζωής. Παράλληλα τα κράτη-μέλη οφείλουν να δημιουργήσουν έναν ανταγωνιστικό μηχανισμό για τους παράγοντες της αγοράς και βάση δεδομένων πράσινων ομολόγων. Τα πράσινα ομόλογα σήμερα και αύριο Παρά την πανδημία και τις ραγδαία οικονομική ύφεση που επέφερε, η ζήτηση για τα πράσινα ομόλογα παραμένει έντονη. Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών εξέδωσε ένα νέο χαρτοφυλάκιο πράσινων ομολόγων, το οποίο παρέχει υπηρεσίες σε 63 κεντρικές τράπεζες απ’ όλο τον κόσμο. Η νέα αυτή πρωτοβουλία στοχεύει στην καλύτερη διαχείριση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στα υπόλοιπα έργα πράσινης ανάπτυξης βοηθώντας ταυτόχρονα την συνετή διαχείριση της ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών (Wrede, 2021). Στο ρεπορτάζ της Deutche Welle, γίνεται αναφορά και στην προθυμία της ΕΚΤ να συμμετάσχει στο συγκεκριμένο πρόγραμμα καθώς και στην σύσταση τομέα κλιματικής αλλαγής, ο οποίος θα διαπραγματεύεται για λογαριασμό των 27 κρατών μελών τις επενδύσεις σε έργα πράσινης ανάπτυξης και πράσινων ομολόγων. Μάλιστα στο ταμείο ανάκαμψης που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 2020 για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, υπάρχει πρόβλεψη για έκδοση πράσινων ομολόγων αξίας άνω των 200 δις (European Commission,2020). Η ΕΚΤ κατέχει ήδη πράσινα ομόλογα που αντιστοιχούν στο 3,5% του χαρτοφυλακίου της με συνολική αξία άνω των 20 δις ευρώ. Η γενικότερη ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς βάσει εκτιμήσεων θα φτάσει στα 450 δις το 2021. Σύμφωνα όμως με τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης Γ. Κράνεν, ’’τα πράσινα ομόλογα αποτελούν το 5% μόλις της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων’’. Πρωτοπόρο στην ευρωπαϊκή αγορά είναι το γερμανικό δημόσιο, το οποίο έχει ήδη εκδώσει δεκαετές ομόλογο και το προσεχές διάστημα θα προχωρήσει στην έκδοση 30ετούς ομολόγου. Τα έργα που χρηματοδοτούνται αφορούν νέα συστήματα διαχείρισης της κυκλοφορίας και μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην αυτοκινητοβιομηχανία. Η χώρα που βρίσκεται στην δεύτερη θέση στην αγορά πράσινων ομολόγων είναι η Κίνα, η οποία έχει συστήσει πρακτικές που βοηθούν τις πράσινες επενδύσεις και πολιτικές πιστοποιήσεις πράσινων ομολόγων δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα επενδύσεων σε αυτό τον τομέα (Bielinski and Mosionek-Schweda, 2018). Μάλιστα η Κίνα προχώρησε και στη συνεργασία με διεθνή πιστωτικά ιδρύματα, όπως με το χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων (Guha, 2019). Η νότια Αφρική ήταν η πρώτη χώρα με αναδυόμενη οικονομία που το 2016 εξέδωσε το πρώτο πράσινο ομόλογο (Σταθάτος, 2019). Ελλάδα Η Ελλάδα ως κράτος μέλος της Ε.Ε οφείλει να εναρμονίσει τις ενεργειακές πολιτικές της με τις επιταγές και τους στόχους την ένωσης όπως εκφράστηκαν παραπάνω. H έκδοση του 11
πρώτου πράσινου ομολόγου στην χώρα έγινε από τον όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ αξίας 150 δισεκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα της ναυτεμπορικής (Πράσινα Ομόλογα, 2019) κατεγράφη υπερκάλυψη της έκδοσης ως και 3 φορές για τα κεφάλαια που απαιτεί ο συγκεκριμένος όμιλος. Η πιστοποίηση του έγινε από τον διεθνή οργανισμό Climate Bond Initiative και τα έσοδα από την έκδοση θα καλύψουν αποκλειστικά έργα αειφόρου ανάπτυξης: 14 αιολικά πάρκα στην Ελλάδα καθώς και στις ΗΠΑ. Πιο πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στην έκδοση πράσινου ομολόγου αξίας άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ. Ποσό μάλιστα άνω των 50 εκατομμυρίων θα καλυφθεί από την ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων. Η παραπάνω επένδυση θα χρηματοδοτήσει έργα πράσινης ανάπτυξης όπως αιολική και ηλιακή ενέργεια. Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ Π. Μυλωνάς δήλωσε ότι ‘’στόχος της τράπεζας είναι η χρηματοδότηση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ’’(Έκδοση-ορόσημο πράσινου ομολόγου,2020). Μερικά αξιοσημείωτα παραδείγματα Το Γκέτεμποργκ της Σουηδίας εξέδωσε το 2013 και το 2017 πράσινα ομόλογα για την επένδυση σε έργα που κάνουν ευκολότερη την καθημερινότητα των κατοίκων της: ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ποδηλατόδρομοι ως και τηλεθέρμανση. Η Μαδρίτη επίσης προχώρησε στην έκδοση πράσινων ομολόγων για την κάλυψη κοινωνικών και οικονομικών αναγκών και κυρίως για την προστασία μειονοτήτων και ατόμων με ειδικές ικανότητες: στέγαση απόρων, παροχή εκπαίδευσης σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, επαγγελματική κατάρτιση ανέργων καθώς και ενίσχυση του τοπικού συστήματος υγείας. Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται αντιληπτή η προσφορά της πράσινης ανάπτυξης ως ένας μοχλός οικονομικής ανάπτυξης με θετικό πρόσημο εκτός από το περιβάλλον τις ίδιες τις κοινωνίες, ως ένας μοχλός εξέλιξης και καινοτομίας. Οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης με την επένδυση στα πράσινα ομόλογα επιτυγχάνουν την βελτίωση της ζωής των πολιτών τους βρίσκοντας μια οικονομική και ‘’έξυπνη΄΄ μορφή χρηματοδότησης. ‘’Έξυπνη΄΄ με την έννοια της χρήσης νέων μορφών τεχνολογίας με μηδενικό οικολογικό αποτύπωμα που θα υποστηρίζουν την πράσινη ενεργειακή μετάβαση, την επίτευξη της αειφόρου και βιώσιμης ανάπτυξης των κοινωνιών(Fatin, 2019). Συμπεράσματα Τα πράσινα ομόλογα συνεπώς , βάσει και των παραπάνω παραδειγμάτων, δεν θα πρέπει να αποτελούν έναν ακόμα χρηματοδοτικό μέσο. Η οικονομία δηλαδή δεν θα πρέπει πλέον να βασίζεται στους καθιερωμένους μηχανισμούς χρηματοδότησης (ομόλογα, δανειακές συμβάσεις), οι οποίοι δεν επιδίωκαν την βιώσιμη ανάπτυξη και δεν συνυπολόγιζαν τις συνέπειες στο περιβάλλον. Αντιθέτως, τα πράσινα ομόλογα θα πρέπει να αποτελούν έναν πάροχο που θα εξασφαλίζει την συνεχή ροή κεφαλαίων σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, σε έργα κοινής ωφέλειας, σε έργα βιώσιμης ανάπτυξης με οικολογικό πρόσημο που θα αντιμετωπίζουν τις ολοένα αυξανόμενες αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. 12
Βιβλιογραφία Bielinski, T. and Mosionek-Schweda, M. (2018), 'Green Bonds as a Financial Instrument for Environmental Projects Funding', vol. 1, no. 248. Ehlers, T., Packer, F. (2017), Green Bond Finance and certification, Bis.org, Ανακτήθηκε από: https://www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1709h.pdf. Έκδοση-ορόσημο πράσινου ομολόγου υψηλής εξασφάλισης ύψους €500εκατ.με τοκομερίδιο 2,75% και απόδοση 2.875% από την Εθνική Τράπεζα(2020), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ανακτήθηκε από: https://www.nbg.gr/el/the-group/pressoffice/press-releases/prasino-omologo-ete. EU Regulation 852 (22/6/2020), Official Journal of the European Union, Ανακτήθηκε από: https://eurlex.europa.eu/legalcontent/EN/TXT/?uri=CELEX:32020R0852#d1e133513-1. European Commission (2020), European Commission, Ανακτήθηκε από: https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/bankingandfinance/sustainable-finance/eu-green-bond-standard_e. European Commission (2020), European Commission, Ανακτήθηκε από: https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/bankingandfinance/sustainable-finance/eu-green-bond-standard_en. Fatin L. (6/3/2019), Green bonds: The state of the market 2018, Cilmatebonds.net., Ανακτήθηκε από: https://www.climatebonds.net/resources/reports/green-bondsstate-market-2018. Holbrook E. (21/7/2020), Apple Devices to Have Net Zero Climate Impact by 2030, Environment and Energy Leader, Ανακτήθηκε από Apple Pleges 100% Net Zero Manufacturing Supply Chain by 2030 (environmentalleader.com). Πράσινα Ομόλογα: Εργαλεία χρηματοδότησης της πράσινης ανάπτυξης (20/12/2019), Ναυτεμπορική. Ανακτήθηκε από https://m.naftemporiki.gr/story/1544927. Schoenmaker, D. (2017), Investing for the Common Good: A Sustainable Finance Framework, Brugel.org, Ανακτήθηκε από: http://bruegel.org/2017/07/investing-for-thecommon-good-asustainable-financeframework. Σταθάτος Η.( 24/10/2019), Τι είναι τα πράσινα ομόλογα και γιατί θεωρούνται «the next big thing» από τους επενδυτές (2019), Fortune Greece. Ανακτήθηκε από https://www.fortunegreece.com/article/ti-ine-ta-prasina-omologa-ke-giatitheorounte-the-next-big-thing-apo-tous-ependites/. Wrede I (26/01/2021), Zentralbanken auf dem grünen Weg, Deutche Welle, Ανακτήθηκε από https://p.dw.com/p/3oQ2d.
13
Πηγή
Νέα Πράσινη Συμφωνία Του Γεώργιου Αθανασόπουλου* Είναι απόφοιτος του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Κάνει δεύτερο πτυχίο στο τμήμα των διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών. Εργάζεται σε διάφορα πρότζεκτ σε μελετητικά κέντρα. Εργάζεται στην Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Είναι ιδιωτικός υπάλληλος σε κατάστημα εστίασης. Γνωρίζει 4 ξένες γλώσσες. Αρθρογραφεί και ασχολείται με την μουσική.
Περίληψη Το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται την Νέα Πράσινη Συμφωνία που επανήλθε στο προσκήνιο μετά την πτώση του Προέδρου Ντόναλντ από την κυβέρνηση της Αμερικής, μια Συμφωνία που επιστρατεύεται πολλές αλλαγές και πρωτοβουλίες που σε άλλες εποχές θα ήταν πολύ δύσκολο να παρθούν. Με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος από την κλιματική αλλαγή προχωρά και σε άλλους τομείς, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η υγεία, η εργασία και η οικονομία. Η Συμφωνία μπορεί να μην υπερψηφίστηκε, αλλά εκείνο που συμπεραίνεται μέσα από την ανάλυση του άρθρου είναι ότι οι πυλώνες της αποτελούν τους στόχους της Παγκόσμιας Ατζέντας του 2030. Λέξεις-κλειδιά: Νέα Πράσινη Συμφωνία, ΗΠΑ, ΕΕ
New Green Deal: Πώς μπορεί να επηρεάσει τον πλανήτη και ποιός είναι ο ρόλος των ΗΠΑ Αδιαμφισβήτητα η κλιματική αλλαγή ως απόρροια της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στο περιβάλλον και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν δύο από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα. Είναι προφανές πως ο άνθρωπος, ιδιαίτερα τα τελευταία 50 χρόνια, δείχνει μία διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη 14
σεβασμού για το περιβάλλον στο οποίο ζει. Πετάει σκουπίδια σε εξωτερικούς χώρους, μολύνει τις θάλασσες, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται από τις μεγάλες εταιρείες που παράγουν απόβλητα και τα απελευθερώνουν είτε σε ξηρό είτε σε θαλάσσιο έδαφος. Εάν κάποιος αναλογιστεί τις συνέπειες που έχει μία πετρελαιοκηλίδα σε ένα πέλαγος ή οι ρύποι από τα διυλιστήρια και τα εργοστάσια στην ατμόσφαιρα, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι το μέγεθος μιας φυσικής καταστροφής θα επηρεάσει όχι μόνο την ίδια του τη ζωή, αλλά θα αποτελέσει και κληρονομιά για τις ζωές των απογόνων του. (Segers, 2021) Με το ζήτημα της διαχείρισης του περιβάλλοντος και της ελάττωσης των κινδύνων που ενέχονται από την ατμοσφαιρική μόλυνση έχουν ασχοληθεί πολλοί παγκόσμιοι οργανισμοί και χώρες. Με σημείο αναφοράς την Αμερική, που είναι η παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη, σχετικά πρόσφατα τέθηκε μεγάλη συζήτηση στη Νέα Υόρκη για την Νέα Πράσινη Συμφωνία (New Green Deal), μια συμφωνία ιδιαίτερα δαπανηρή, αφού πρόκειται να χρειαστούν πολλά τρισεκατομμύρια για να υλοποιηθεί. Αν και ο κύριος τομέας δραστηριοποίησής της είναι η διάσωση από την κλιματική αλλαγή, εκτείνεται σε πολλές σφαίρες της καθημερινότητας, περιλαμβάνοντας μια ολόκληρη ατζέντα κοινωνικής δικαιοσύνης ξεκινώντας από την υγειονομική περίθαλψη μέχρι τον εργασιακό τομέα. (European Commission, 2021) Άμεσος στόχος με ορίζοντα δεκαετίας είναι η σταδιακή μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η αρχική σκεπτική ήταν ο σχεδιασμός για την κατάργηση του πυρηνικού και του φυσικού αερίου από το ενεργειακό μείγμα, κάτι που απορρίφθηκε από τη Δημοκρατική Γερουσία για τη δογματική αντιπυρηνική στάση του. (Segers, 2021) Σε γενικότερο επίπεδο, οι προτάσεις της Πράσινης Συμφωνίας ζητούν από τη δημόσια πολιτική να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή μαζί με την επίτευξη άλλων στόχων, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας και η μείωση της οικονομικής ανισότητας. Αναφορικά με το ρόλο που καλούνται να παίξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τις συστηνόμενες δράσεις είναι, εκτός από την μετατροπή των ΗΠΑ σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες 100%, οι μηδενικές εκπομπές με την παράλληλη επένδυση σε ηλεκτροκίνητα οχήματα και σιδηροδρομικά συστήματα υψηλής ταχύτητας και στην εφαρμογή του κοινωνικού κόστους. Ακόμα, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου η Αμερική θα λάβει την πρωτοβουλία να εκσυγχρονίσει πάνω από 900.000 οικιστικές μονάδες, έτσι ώστε να γίνουν τα κτίρια πιο αποδοτικά από άποψη ενέργειας. (H. RES. 109, 2019) Ο Τζο Μπάιντεν, ως ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εξέφρασε την επιθυμία του να θέσει τη χώρα του σε τροχιά με μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050. Επίσης, ενισχύονται οι στόχοι για να δημιουργηθεί ένα ισχυρό και ανθεκτικό οικονομικό δίχτυ ασφαλείας για τις κοινότητες που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή και την απομάκρυνση από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, μεταξύ άλλων, μέσω εγγυήσεων υγειονομικής περίθαλψης, θέσεων εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης. (Segers, 2021)
15
Η μεγάλη στροφή της Αμερικής προς την προστασία του περιβάλλοντος οφείλεται στο γεγονός πως οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής βάσει κάποιων εκτιμήσεων θα της επιφέρουν ζημιές πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το τέλος του αιώνα. Θεωρείται δεδομένο πως η οικονομία της χρειάζεται μια αναβίωση, μια αναπροσαρμογή. Στη Συμφωνία προτείνεται να απομακρυνθούν οι πετρελαϊκοί πόλεμοι από την ανθρωπότητα. Μέσα από την συντονισμένη κινητοποίηση μπορούν να δημιουργηθούν 20.000.000 νέες θέσεις εργασίας, να έχουν καταφέρει να επικρατήσουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2030, να υπάρξουν επενδύσεις στις δημόσιες συγκοινωνίες, να καταστεί η γεωργία βιώσιμη, καθώς επίσης να συντηρηθούν και να αποκατασταθούν κρίσιμες υποδομές, όπως για παράδειγμα τα οικοσυστήματα. (European Commission, 2021) Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία που αναφέρεται στο περιεχόμενο είναι η μέριμνα για τους ανθρώπους που αποτελούν εργατικό δυναμικό στις βιομηχανίες πετρελαίου. Με το κλείσιμο των επιχειρήσεων αυτών και την αντικατάστασή τους με εργοστάσια της ανανεώσιμης ενέργειας θα προκύψουν απώλειες στον εργασιακό τομέα λόγω έλλειψης εξειδίκευσης. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μέριμνα για την χορήγηση επιδομάτων ή ειδικών βοηθημάτων που θα συμβάλλουν στην ομαλή μετάβαση των εργαζομένων στην εναλλακτική εργασία. Ωστόσο, υπάρχει πρόβλεψη και για το χώρο της έρευνας που προτείνεται η ανακατεύθυνση των ερευνητικών κεφαλαίων από ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εξοικονόμησης ενέργειας. Αναφορικά με την αποδοχή της συγκεκριμένης Συμφωνίας από τις πολιτικές ελίτ της Αμερικής, δεν χαίρει της ευρείας αποδοχής. Παρόλο που το Κογκρέσο δεν ψήφισε ποτέ τη Συμφωνία, έχει μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση άλλων, πιο μετριοπαθών μέτρων για την κλιματική αλλαγή, καθώς και της φιλόδοξης ατζέντας του Προέδρου Μπάιντεν για το κλίμα. (Sunrise Movement, 2021) Αξίζει να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε εκφράσει την επιθυμία της να δημιουργηθεί μια τέτοιου είδους ατζέντα ήδη από το 2006, πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι στόχοι που τίθενται είναι παρόμοιοι, δηλαδή η αποτροπή της ρύπανσης του περιβάλλοντος μέσα από την χρήση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών, την αναβάθμιση του ενεργειακού τομέα και την καθιέρωση καθαρότερων, φθηνότερων και πιο υγιών μορφών ιδιωτικών και δημόσιων μεταφορών. Συμπεράσματα Συμπερασματικά, η Νέα Πράσινη Συμφωνία, διεθνώς οριζόμενη ως New Green Deal, αποτελεί μία στροφή, αρχής γενομένης από την Αμερική, από την οικονομία που βασίζεται στις πετρελαιοβιομηχανίες και τα καύσιμα σε μία οικονομία που είναι πιο φιλικά προσκείμενη στο περιβάλλον και την προστασία του. Θεωρείται αυτονόητο πως αυτή η Συμφωνία είναι πρόκληση διότι έρχεται να φέρει αλλαγές τόσο στην καθημερινότητα των ανθρώπων, όσο και στις ισορροπίες του Παγκόσμιου Συστήματος.
16
Εκείνο που καλούνται να πράξουν οι εκπρόσωποι της αμερικανικής πολιτικής είναι να αποφασίσουν ομόφωνα χωρίς συγκρουσιακές συμπεριφορές την ψήφιση ή μη της Συμφωνίας. Η ψήφιση υπέρ της Συμφωνίας θα είναι ένα πλεονέκτημα για την αλλαγή που χρειάζεται ο πλανήτης για να επιστρέψει στην ανοδική του πορεία. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι η ισχύς και η εφαρμογή της Συμφωνίας να μετατραπεί από προαιρετική σε δεσμευτική, γιατί, πλέον, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιβάλλον και τις συνέπειες της ανθρώπινης επιπολαιότητας. Βιβλιογραφία A
European Green Deal, European Commission, Ανακτήθηκε από: https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-deal_en. H. RES. 109, 116th Cong., (2019) Ανακτήθηκε από: https://www.congress.gov/116/bills/hres109/BILLS-116hres109ih.pdf. Segers, Grace, (2021, Μάιος 6), Green New Deal advocates see imprint on Biden's climate agenda, CBS News, Ανακτήθηκε από: https://www.cbsnews.com/news/green-newdeal-influence-american-jobs-plan/. What is the Green New Deal?, Sunrise Movement, Ανακτήθηκε από: https://www.sunrisemovement.org/green-new-deal/.
17
Πηγή
Is the Indigenous Movement a Successful Environmental Movement? By Giannis Paraskevas* Ioannis-Panagiotis Paraskevas is a graduate of the Department of Political Science and Public Administration of the Kapodistrian University of Athens and a postgraduate student of the Department of Historical Sociology at Charles University in Prague. His dissertation concerns the case of the Yellow Vests and his research interests are in the fields of sociology and classical political science. In 2019 he participated in the International conference of Political Scientists Politeia with the theme: “The multilevel crisis of Europe” and since 2020 is an active research member of the Institute of International Relations of Panteion University.
Abstract This article attempts to examine the relationship between the indigenous movement, social media and international organizations. Through the historical background of the context in which the modern social movements are active, in general, but also the indigenous movement in particular, it is investigated whether the indigenous people meet the high demands of the internet world or not. Furthermore, following the same pattern of historical relevance with international organizations, the relationship between them is under consideration, as well as the obstacles and opportunities faced by natives through their participation in international forums. Regarding these factors and the close connection of indigenous people with the environment, the question arises: is the indigenous movement a successful environmental movement? Key words: Social media, indigenous peoples, international organizations, social movement
18
The relationship with social media First of all, the media and channels of communication in general are of great importance to social movements, their ability to reach out to the public is indeed a critical component of their action (Dellaporta and Diani, 1999). It is worth noting, therefore, a linear course of the relationship between the indigenous people and the media in order to understand their current relationship, especially in terms of the internet. In this scope, in the late 20th century strong indigenous movements emerged in countries, such as Bolivia and Ecuador, using disruptive tactics, for instance marches, occupations, and roadblocks to pursue their claims (Rice, 2012; Yashar, 2005). These include rights of access to land and natural resources, as well as to cultural, political, and legal rights (Lupien, 2011). The first fully independent movements emerged in Amazonian region in the 1960s and helped to launch the Confederation of Indigenous Nationalities of Ecuador (CONAIE) in 1986, which was the first national umbrella indigenous organization in Latin America and achieved significant policy outcomes in the 1990s (Rice, 2012; Yashar, 2005). The 1994 Mobilization for Life against the Agrarian Development Law was a successful CONAIE mobilization for territorial issues. Peasant organizations in CONAIE, however, mobilized for slightly different reasons than indigenous organizations. Peasant organizations mobilized for the rights of small farmers to farm their land. Indigenous organizations sought to reestablish their ancestral territorial rights and territorial autonomy, which could negatively impact small farmers' territorial rights (Schulz,2020). The broad framing of territorial rights united these groups in this mobilization, but it was not as effective while developing legislation. We observe, therefore, that the initial successes are due to traditional action repertoires, such as marches, boycotts, squat (Tilly, 1986: 2). At the same time, the movements are directed and active in a nation-state, which means that the social movements act within the frame of a specific country, in order to provide their assertions and to be organised with people that share the same beliefs upon the issues. However, in the early 21st century substantial changes in the structure of the system are spotted, changing the nature and the possibilities to operate in. First, capitalism evolved from national industries to multinational companies. Second, although the nation-state has not disappeared, it now coexists with sub- and supranational entities that hold increasing powers. Third, new media, such as television and, more recently, mobile telephony and the internet, have changed the ambitions and communication capacity of social movements. Also, in part thanks to the Internet, transnational campaigns have become more time consuming, less centralized, more difficult to be tindered and concluded, and constantly changing in terms of their networks and goals (Bennet, 2003). Additionally, in the case of indigenous people, the following questions arise: does the widespread use of social media facilitate or discourage them? Is it possible to maintain their collective identity in a fragmented virtual environment? Does inhomogeneous access to the media constitute an element of
19
deconstruction of the indigenous struggle and flatten their differences with the rest of the world in a globalized environment? It is impossible in a single article to give sufficient answers to all the questions. However, we will try to answer even roughly. Initially, the widespread use of social media does not, necessarily, imply that the Indigenous struggle is discouraged. On the contrary, the ability to send multiple messages to multiple recipients can increase the number of people "close" to the movement's actions. But it is precisely this condition of being "close" to the actions of a movement that can be quite dangerous in building a collective identity, which, as history has shown, is the most powerful motivating factor for individuals. Individuals support the positions and even the actions of the movements, however they do not play a major role in the developments, but are content to react “like” to their publications. What is more,the volume of information on the internet is so large, while the average user is overtaking the information with great speed resulting in not devoting the required time to important news. We can conclude, that online activism is more individualized and less focused on collective identity than traditional forms of mobilization. In a globalized digital environment, differences and special characteristics between individuals are minimized or eliminated. Young children, in particular, do not cultivate their traditions, manners and customs. They do not feel like members of their own land, but users of a global faceless network. As a result, people can not keep pace with the demands of the movement by choosing not to take part in the actions, if they are not already indifferent. The relationship with International Organizations Climate change, deforestation, pollution, development and loss of diversity are serious threats to indigenous peoples due to their dependence on the environment and the resources of the lands and territories. It causes the loss of traditional knowledge, disintegrating traditional governance structures and their cultures. This policy briefing provides examples of the holistic perspective of indigenous peoples on resource governance, land rights, mitigation of climate change impact on their environment and resilience-building through the use of their traditional knowledge. It also highlights the benefit of indigenous peoples’ full participation, in particular, indigenous women in decision-making processes to prevent conflict. It notes the importance of upholding the rights of indigenous peoples as enshrined in international law and full respect for the right of indigenous peoples’ decision not to engage in the global economy. Further, it points to the need to promote dialogue among indigenous peoples, local communities, scientists, including meteorologists and climate experts, policymakers, and other relevant actors, to enable co-production of knowledge, and sharing of sustainable strategies to overcome risks and strengthen resilience to climate change (United Nations, Department of Economic and Social Affairs Indigenous People, 2018). On the eve of the adoption of the Kyoto Protocol (1997) on greenhouse gas emissions reduction, indigenous representatives, despite their efforts to be more actively involved in climate change agreements, were marginalized. Their strongest argument was that their 20
communities were the ones directly affected by the environmental disaster; however, it was the fact that the natives were seen as victims rather than active players in the decision-making process. The indigenous people's attempts to play a major role on the news were extremely slow in both the Northern and Southern Hemispheres. In its December 2015 report, the Indigenous Peoples' Center for Documentation, Research and Information (DOCIP) re-laid the foundations of the relationship between climate change and indigenous rights, stating that indigenous peoples have been making this link for several decades, taking center stage in its promotion (DOCIP, 2015: 3). Indigenous groups were also frustrated at the way in which the 2007 United Nations Declaration on the Rights of Indigenous Peoples (UNDRIP) was omitted from the texts of global climate change agreements, and in particular their exclusion from the main events of the COP21 Climate Summit in Paris in December 2015, at which representatives of indigenous communities staged their own side-events and established their own platform, the Indigenous Peoples Forum on Climate Change (IIPFCC). At the Sixteenth Session of the United Nations for Indigenous Peoples (UNPFII), 24 April to 5 May 2017 in New York, the International Labour Organisation (ILO) once again declared that indigenous peoples had a critical role at the forefront of climate action (Etchart, 2017). The ILO’s 2016 Technical Note “Indigenous Peoples and Climate Change: from Victims to Change Agents through Decent Work” identifies indigenous peoples as essential to the success of policies and measures directed towards mitigating, and adapting to, climate change (ILO, 2016). At the UNPFII 2017 conference, indigenous peoples presented themselves as key players in the achievement of SDGs 13, 14 and 15, which include combating climate change, sustainably managing forests and halting biodiversity loss (UNPFII, 2017). It is observed that through the relationship of Indigenous and International Organizations, the conquests of the former are very time-consuming and not very successful. This is due to their strong marginalization from the decision-making centres, but also the organization of the Indigenous people. Their claims relate to human rights, with the result that the special textures of each race and tradition are lost. However, any paradox is not detected if we consider that the interests of the indigenous people are not primarily for profit, but for their direct connection to the land, with the result that they are not considered in the international agendas as credible players in the process of climate change. Conclusion The evolution of technology and, in theory, the possibility of access to social media by sections of the population creates a fertile ground for a social movement to be organized and developed. However, the inherent dangers of the activism of movements through social media (fragmentation, impossibility of cultivating collective identity and individualism) allow us only to be wary of the future of any social movement. In addition, the long-standing marginalization of indigenous peoples by international organizations makes the landscape even more obscure. The current political and economic expediencies of the 21
multinational corporations in the indigenous regions, prevent the voice of the latter from being heard, especially when the indigenous communities cannot secure the necessary funds for their organization. We can only observe how the indigenous movement can cope with these challenges and whether it will be able to secure its direct relationship with the environment. Bibliography Bennet, W. Lance (2003). Communicating Global Activism: Strengths and Vulnerabilities of Networked Politics, Information, Communication and Society, 6 (2), 143-68. Della Porta, Donatella and M. Diani (2006) Social Movements: An introduction, Oxford: Blackwell Publishing Limited. Etchart, L. (2017). The role of indigenous peoples in combating climate change, Palgrave Commun 3, 17085. Lupien, P. (2011). The incorporation of Indigenous concepts of plurinationality into the new constitutions of Ecuador and Bolivia, Democratization, 18(3), 774– 796. Rice, R. (2012). The new politics of protest: Indigenous mobilization in Latin America’s neoliberal era, The University of Arizona Press. Yashar, D. (2005), Contesting citizenship in Latin America: The rise of indigenous movements and the postliberal challenge, Cambridge University Press.
22
Πηγή
Κλιματική αλλαγή: ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση μελλοντικών ευαισθητοποιημένων και ενεργών πολιτών Της Βασιλική Πιλάτου* Η Βασιλική Πιλάτου είναι εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και στην Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης . Έχει διδάξει τα μαθήματα «Πειραματική Διδασκαλία Φυσικών Επιστημών Ι και ΙΙ» και «Διδακτική Φυσικών Επιστημών» ως συμβασιούχος Καθηγήτρια στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο Π.Τ.Δ.Ε. του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται και με την ΑΣΠΑΙΤΕ, παράρτημα Βόλου, ως επιστημονική συνεργάτης. Έχει πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο με πολλές ετεροαναφορές στο έργο της, και έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα συνεργαζόμενων φορέων εκπαίδευσης.
Περίληψη Στην εργασία αναδεικνύεται ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση μελλοντικών ευαισθητοποιημένων και ενεργών πολιτών για την αντιμετώπιση των δραματικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον άνθρωπο και το περιβάλλον.Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι μαθητές/ριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης γνωρίζουν με ελλιπή τρόπο περιβαλλοντικά ζητήματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ενώ παιδιά της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρουσιάζουν έλλειψη ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια, διάφορες χώρες έχουν αναπτύξει περιορισμένες δράσεις και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ η Ελλάδα παραμένει αδρανείς. Στα συμπεράσματα της εργασίας διατυπώνονται προτάσεις για τη διαμόρφωση ενεργών πολιτών με περιβαλλοντική συνείδηση. Λέξεις-κλειδιά: εκπαίδευση, μαθητής/ρια, εκπαιδευτικός, κλιματικός αλφαβητισμός, Προγράμματα Σπουδών
23
Ο ρόλος της εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα -ίσως το πιο σημαντικό- που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο ο πλανήτης μας είναι αυτό της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για ένα περιβαλλοντικό φαινόμενο με σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, το οποίο διαταράσσει τη βιωσιμότητα της διεθνούς κοινότητας (Αυλώνας, 2020). Στην πραγματικότητα, οι επιστήμονες μιλούν για ένα από τα πιο πολύπλοκα κοινωνικο-επιστημονικά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα με αντίκτυπο σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (Πιστέλα, 2020) και με προοπτική παγκόσμιας καταστροφής που προκαλείται από τον άνθρωπο (Mäki & Crosier, 2019). Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί συνολική μεταβολή φιλοσοφίας και νοοτροπίας του ατόμου για την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, η καλλιέργεια της παιδείας μπορεί να θέσει ισχυρά θεμέλια στον καθορισμό και τη διαμόρφωση του τρόπου σκέψης των μικρότερων ηλικιών (Αυλώνας, 2020). Η εκπαίδευση μελλοντικών γενιών, καθώς και η ευαισθητοποίηση όλων των πολιτών (Πιστέλα, 2020), αλλά και των κυβερνήσεων των διαφόρων κρατών, κρίνεται υψίστης σημασίας για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (Ιωάννη, 2021). Ο κρίσιμος ρόλος της εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή αναδεικνύεται μέσα από πρωτοβουλίες, θέσεις και επίσημες πολιτικές διεθνών οργανισμών (Δασκολιά, 2021), όπως η UNESCO. Σύμφωνα με την UNESCO, η εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση και αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (Mäki & Crosier, 2019), βοηθώντας τα άτομα να υιοθετήσουν βιώσιμους τρόπους ζωής, να αλλάξουν στάσεις και συμπεριφορές και να αναπτύξουν δεξιότητες που αποσκοπούν στη διαμόρφωση διαφορετικών οικονομικών περιβαλλόντων με άλλη στοχοθεσία και διαφορετικό προσανατολισμό (Αυλώνας, 2020). Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχει να επιτελέσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, δεδομένου ότι αποτελεί το κυρίως εκπαιδευτικό πλαίσιο και παιδαγωγικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται οι έννοιες της κλιματικής αλλαγής (Παπαδημητρίου, 2018). Αναφορικά με τους/ις εκπαιδευτικούς, αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι εκείνοι/ες που έχουν εξειδικευτεί σε μεταπτυχιακό επίπεδο ή γενικότερα παρακολουθούν τις τρέχουσες επιστημονικές εξελίξεις σχετικά με τα θέματα του περιβάλλοντος, φαίνεται να έχουν αναπτύξει περιβαλλοντική αντίληψη της οξύτητας των προβλημάτων, καθώς και της έκτασης που αυτά καταλαμβάνουν, έχουν συναίσθηση και κινούνται πιο σωστά στα περιβαλλοντικά θέματα, και επιπλέον, δίνουν περισσότερο πειστικές και πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις σχέση με τα επιστημονικά θέματα του περιβάλλοντος ή της αειφορίας (Μπαντούνας, 2018). Τα δεδομένα αυτά έχουν μεγάλη ερευνητική αξία δεδομένου ότι οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που εμπλέκονται καθημερινά με τους/ις μαθητές/ριες σε μαθησιακές διεργασίες και μέσω της σωστής ενημέρωσης και του ορθού τρόπου παρουσίασης και προσέγγισης των 24
περιβαλλοντικών φαινομένων μπορούν να διαμορφώσουν μελλοντικά ευαισθητοποιημένους και ενεργούς πολίτες με περιβαλλοντική συνείδηση, αντίληψη και στάσεις (Μαυρίδου, 2020. Πιστέλα, 2020). Όσον αφορά στις ιδέες και τις αντιλήψεις μαθητών/ριών του Δημοτικού σχολείου, και ειδικότερα ηλικίες 11-12 ετών (Ανδριανού, 2019), τα παιδιά φαίνεται να γνωρίζουν με ελλιπή τρόπο για σοβαρά περιβαλλοντικά θέματα, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η κλιματική αλλαγή, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες έννοιες συμπεριλαμβάνονται στο επίσημο αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου. Σχετικά με τις πηγές ενημέρωσης των μαθητών/ριών για τα ζητήματα του περιβάλλοντος, η πλειοψηφία αυτών αναφέρεται στο σχολείο, τον/η δάσκαλο/α, την τηλεόραση και τους γονείς. Ακόμα, η γνωστοποίηση των υπό εξέταση περιβαλλοντικών προβλημάτων στα παιδιά μπορεί να προέρχεται και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.), τα οποία πολλές φορές εκλαϊκεύουν τις έννοιες δημιουργώντας παρανοήσεις και εναλλακτικές ιδέες στο ευρύ κοινό (Ναντσόπουλος, 2017), οι οποίες είναι πολύ ισχυρές και δεν αντιμετωπίζονται πάντα με ευκολία. Έτσι, σύμφωνα με τις Δαβιλούδη και Παπαδοπούλου (2013), οι μαθητές/ριες των δύο τελευταίων τάξεων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ηλικίας 11-12 ετών, δυσκολεύονται να αποσαφηνίσουν τις έννοιες του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής, αντιλαμβάνονται ότι επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά τους, δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε επιμέρους πτυχές των περιβαλλοντικών ζητημάτων από όση πραγματικά υπάρχει, θεωρούν κύριες περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και του φαινομένου του θερμοκηπίου την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και το λιώσιμο των πάγων, ενώ σχετικά με την αντιμετώπιση των δύο αυτών περιβαλλοντικών προβλημάτων τα παιδιά επιλέγουν τη μείωση της χρήσης των αυτοκινήτων, τη χρήση Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, την ανακύκλωση, κ.ά. (Ανδριανού, 2019. Ναντσόπουλος, 2017). Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί του μαθήματος της Φυσικής αναφέρουν ότι οι μαθητές/ριες παρουσιάζουν/ εμφανίζουν έλλειψη ενδιαφέροντος αναφορικά με τα υπό μελέτη ζητήματα (Πιστέλα, 2020). Σε ό,τι αφορά τα σχολικά εγχειρίδια, έρευνες δείχνουν ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτών εμφανίζει σχετικές αναφορές για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, η οποία παρουσιάζεται τόσο κειμενογραφικά, όσο και εικονογραφικά με λανθάνοντα αποκλειστικό τρόπο στα περισσότερα από αυτά. Τις περισσότερες φορές τα θέματα που καταγράφονται αφορούν κυρίως στη ρύπανση του περιβάλλοντος από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, την εξοικονόμηση του νερού και της ενέργειας, τη σωστή διαχείριση των απορριμμάτων, τη σχέση του καιρού και του κλίματος με τον άνθρωπο και τέλος τις ανανεώσιμες και μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Ναντσόπουλος, 2017).
25
Πρωτοβουλίες - Δράσεις Κρατών Δεδομένης της σημαντικότητας και της σοβαρότητας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σε ολόκληρο τον πλανήτη, κάποιες χώρες έχουν ήδη αναπτύξει -έστω και περιορισμένες- δράσεις και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπισή της. Πιο συγκεκριμένα, η Αυστραλία, η οποία κατά την περίοδο 2019-2020 έζησε μεγάλες καταστροφικές πυρκαγιές που ενισχύθηκαν και από την κλιματική αλλαγή (Ναυτεμπορική, 2020), έχει ήδη υιοθετήσει -από τις αρχές της προηγούμενης εικοσαετίας- και υλοποιεί ένα 20ετές εθνικό πλάνο για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (Αγγελοπούλου, 2012. Αυλώνας, 2020. Βλαχούδη, 2017). Επίσης, η Νέα Ζηλανδία, μετά τις καταστροφικές φωτιές που έπληξαν την Αυστραλία, έχει πραγματοποιήσει σημαντικές αλλαγές στο Πρόγραμμα Σπουδών των διαφόρων σχολικών βαθμίδων, εισάγοντας εργαλεία και εξειδικευμένο υλικό, ενώ η Ιταλία εφάρμοσε το 2020 υποχρεωτική εκπαίδευση για την κλιματική αλλαγή σε όλα τα σχολεία της χώρας (Αυλώνας, 2020. Βλαχούδη, 2017). Αξίζει να σημειωθεί ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο δράσης και για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, δύο Πανεπιστήμια σε συνεργασία με εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, εφαρμόζουν πρωτοπόρο πρόγραμμα για τη μείωση εκπεμπόμενων αερίων του θερμοκηπίου (Αυλώνας, 2020). Όσον αφορά στη χώρα μας, την Ελλάδα, καθημερινά, γίνονται διάφορες δηλώσεις αναφορικά με τον σπουδαίο ρόλο της εκπαίδευσης στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, χωρίς, ωστόσο, να έχουν ληφθεί κάποια ιδιαίτερα μέτρα (Αυλώνας, 2020). Ωστόσο, η προώθηση του «κλιματικού αλφαβητισμού», όπως επισημαίνει και η UNESCO, είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να ενσωματώσουν την εκπαίδευση για την κλιματική αλλαγή σε όλα τα επίπεδα και τις πτυχές των εκπαιδευτικών συστημάτων (Mäki & Crosier, 2019. Αγγελοπούλου, 2012). Συμπεράσματα - Προτάσεις Από τα παραπάνω, γίνεται απόλυτα σαφές ότι η εκπαίδευση και η διδασκαλία των νέων γενεών (Γεραντώνη, 2021) με στόχο την κατανόηση και τον ουσιαστικό προβληματισμό για τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο που περιβάλλει τον άνθρωπο, μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση ικανών ατόμων που θα σκέπτονται κριτικά και θα μετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσεων και πρωτοβουλιών. Η εκπαίδευση για την αλλαγή του κλίματος βασίζεται στην επιστήμη, αλλά αφορά επιπροσθέτως τη συμπεριφορά και τη δράση του ατόμου (Mäki & Crosier, 2019. Γεραντώνη, 2021). Για τα θέματα της εκπαίδευσης, αναδεικνύονται τρεις (3) κυρίως κατηγορίες προκλήσεων που διαμεσολαβούν και επηρεάζουν τον ορθό τρόπο παρουσίασης και αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Η ιδιαιτερότητα του κλίματος ως μαθησιακού αντικειμένου, ο
26
προσανατολισμός των μαθησιακών και διδακτικών σκοπών και στόχων και η επιλογή κατάλληλων διδακτικών προσεγγίσεων (Δασκολιά, 2021). Κατά συνέπεια, για τη διαμόρφωση μελλοντικών ευαισθητοποιημένων και ενεργών πολιτών με περιβαλλοντική συνείδηση, αντίληψη και στάσεις, προτείνεται: ● Η ανάπτυξη Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών που θα επιτυγχάνουν τη συστηματική και οργανωμένη διδασκαλία φαινομένων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αλλά και που θα αποβλέπουν στη συνεχή κατάρτιση των εκπαιδευτικών, ώστε οι ίδιοι/ες να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες διδασκαλίας φαινομένων που σχετίζονται με τα υπό μελέτη ζητήματα (Πιστέλα, 2020). Επιπλέον, στα διδακτικά εγχειρίδια που πλαισιώνουν τα Προγράμματα Σπουδών κρίνεται απαραίτητο να ενσωματωθούν τα επιμέρους φαινόμενα που συνδέονται άρρηκτα με την κλιματική αλλαγή με ρητό και ξεκάθαρο τρόπο (Ιωάννη, 2021. Ναντσόπουλος, 2017. Mäki & Crosier, 2019). Η συγκεκριμένη πρόταση κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική και επίκαιρη δεδομένου ότι κατά την τρέχουσα περίοδο στην Ελλάδα (2019-2022), το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων βρίσκεται -μετά από είκοσι (20) περίπου χρόνια (ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ, 2003)- σε φάση ολοκλήρωσης των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών και δημιουργίας εκπαιδευτικού υλικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ στο επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να ξεκινήσει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για τον τρόπο υλοποίησης και εφαρμογής στην τάξη του υπό ανάπτυξη εκπαιδευτικού-διδακτικού υλικού (Ι.Ε.Π. 2019α. Ι.Ε.Π. 2019β), ● Η αναδιαμόρφωση των Κέντρων Περιβαλλοντικής Έρευνας (ΚΠΕ) με εξειδικευμένο προσωπικό, και με εμπλουτισμό νέων προγραμμάτων που θα προκαλούν το ενδιαφέρον εκπαιδευτικών και μαθητών/ριών να τα επισκεφθούν, να τα παρακολουθήσουν, αλλά και να συμμετέχουν ενεργά στη διεξαγωγή τους (Ναντσόπουλος, 2017), καθώς και ● Η υλοποίηση επίκαιρων εκπαιδευτικών περιβαλλοντικών προγραμμάτων, μέσα από τη διαμόρφωση σύγχρονων – δυναμικών μαθησιακών περιβαλλόντων (π.χ. με τη χρήση χαρτών, εικόνων, βίντεο, προσομοιώσεων, κ.ά.) που θα ευαισθητοποιήσουν μαθητές/ριες και εκπαιδευτικούς, θα τους/ις βοηθήσουν να εμβαθύνουν με ουσιαστικό τρόπο τις γνώσεις τους για το τι ακριβώς σημαίνει κλιματική αλλαγή και θα τους/ις καθοδηγήσουν με τρόπο, ώστε να συνειδητοποιήσουν τα καταστροφικά λάθη που κάνουν καθημερινά, για να αναπτύξουν τελικά στάσεις και συμπεριφορές κατάλληλες για τη βιωσιμότητα του πλανήτη (Καλογερόγιαννης, 2020).
27
Βιβλιογραφία Αγγελοπούλου, Δ.Π. (2012). Η διεθνοποίηση της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή (Διπλωματική Εργασία), Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Ανακτήθηκε από: https://dione.lib.unipi.gr/xmlui/handle/unipi/5117. Ανδριανού, Π.Χ. (2019). Οι ιδέες των μαθητών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο του θερμοκηπίου (Πτυχιακή Εργασία), Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Γεωγραφίας. Ανακτήθηκε από: https://hellanicus.lib.aegean.gr/handle/11610/20163. Αυλώνας, Ν. (2020). Πώς η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Insider.gr. Ανακτήθηκε από: https://www.insider.gr/eidiseis/129206/pos-i-ekpaideysi-mporei-nasymballei-stin-antimetopisi-tis-klimatikis-allagis. Βλαχούδη, Ζ. (2017). Διεθνής αναπτυξιακή συνεργασία και κλιματική αλλαγή. Πώς οι αναπτυξιακές πολιτικές των κρατών δωρητών λαμβάνουν υπόψη τις κλιματικές αλλαγές (Διπλωματική Εργασία), Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Κόρινθος, Ανακτήθηκε από: https://amitos.library.uop.gr/xmlui/handle/123456789/3728 Γεραντώνη, Μ. (2021, Ιούλιος 26). Η κλιματική αλλαγή δείχνει τα … δόντια της, ΤΟ ΒΗΜΑ, Ανακτήθηκε από: https://www.tovima.gr/2021/07/26/world/iklimatiki-allagi-deixnei-ta-dontia-tis/. Δαβιδούδη, Α. & Παπαδοπούλου, Π. (2013). Διερεύνηση αντιλήψεων μαθητών δημοτικού σχολείου για τους τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, Π.Ε.ΕΚ.Π.Ε. για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, 1(46). Δασκολιά, Μ. (2021). Διδάσκοντας και μαθαίνοντας για την Κλιματική Αλλαγή. Προκλήσεις και επισημάνσεις με βάση την έρευνα στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση για την Αειφορία, Π.Ε.ΕΚ.Π.Ε. για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, 20(65). Δ.Ε.Π.Π.Σ./ΑΠΣ (2003). Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών. Φ.Ε.Κ. τέυχος Β΄ αρ. φύλλου 303/13-03-2003. Υ.ΠΑΙ.Θ, Αθήνα. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), (2019α). Αναβάθμιση των Προγραμμάτων Σπουδών και Δημιουργία Εκπαιδευτικού Υλικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Ανακτήθηκε από: http://www.iep.edu.gr/el/espa-2014-2020/14-anabathmisi-programmatonspoudon-dimiourgia-ekpaideytikou-ylikou-mis-5035542. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), (2019β). Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα Προγράμματα Σπουδών και το Εκπαιδευτικό Υλικό Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευση, Ανακτήθηκε από: http://www.iep.edu.gr/el/espa-2014-2020/15-epimorfosi-ekpaideutikon-staprogrammata-spoudon-mis-5035543. 28
Ιωάννη, Μ.Δ. (2021). Κλίμα και κλιματική αλλαγή: Εφαρμογή και αξιολόγηση διαμορφωτικής διδακτικής παρέμβασης, με τη μέθοδο του Εργαστηρίου Αλλαγής, σε μαθητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Μεταπτυχιακή Διατριβή), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Φυσικής. Ανακτήθηκε από: http://ikee.lib.auth.gr/record/330310/. Καλογερόγιαννης, Δ. (2020, Σεπτέμβριος 23). Ένα επίκαιρο Πρόγραμμα Προβολών για την Κλιματική Αλλαγή, ΤΟ ΒΗΜΑ, Ανακτήθηκε από: https://www.tovima.gr/2020/09/23/science/ena-epikairo-programmaprovolon-gia-tin-klimatiki-allagi/. Mäki, J. & Crosier, D. (2019). How can education contribute to awareness and action on climate change? Εκτελεστικός Οργανισμός Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Μέσων και Πολιτισμού (EACEA, A7). Ανακτήθηκε από: https://eacea.ec.europa.eu/national-policies/eurydice/content/how-caneducation-contribute-awareness-and-action-climate-change_en. Μαυρίδου, Δ. (2020). Η τεχνολογία της επαυξημένης πραγματικότητας ως μέσω προσέγγισης σε θέματα ενημέρωσης και εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή και άλλα ζητήματα περιβάλλοντος (Διπλωματική Εργασία), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών Γραφικές Τέχνες – Πολυμέσα ΜΑ. Ανακτήθηκε από: https://apothesis.eap.gr/handle/repo/49457. Μπαντούνας, Α. (2018). Απόψεις, στάσεις και αντιλήψεις εκπαιδευτικών αναφορικά με την κλιματική αλλαγή και την παγκόσμια υπερθέρμανση: μελέτη περίπτωσης: εκπαιδευτικοί κλάδου ΠΕ70 Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου Δωδεκανήσου (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία), Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού. Ανακτήθηκε από: https://hellanicus.lib.aegean.gr/handle/11610/18531. Παπαδημητρίου, Χ. (2018). Σχεδιασμός και ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού για παιδιά ηλικίας 4-8 ετών με θέμα την κλιματική αλλαγή (Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσης), Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Προσχολική Εκπαίδευση. Ανακτήθηκε από: https://repo.lib.duth.gr/jspui/handle/123456789/10990. Πιστέλα, Μ. (2020). Πεποιθήσεις και Στάσεις των εν Ενεργεία Εκπαιδευτικών Φυσικών Επιστημών για την Κλιματική Αλλαγή (Διπλωματική Εργασία), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, Επιστήμες Αγωγής. Ανακτήθηκε από: https://apothesis.eap.gr/handle/repo/48324 Ναντσόπουλος, Μ. (2017). Η κλιματική αλλαγή και ο ρόλος της Εκπαίδευσης (Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσης), Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην
29
Προσχολική Εκπαίδευση. Ανακτήθηκε από: https://repo.lib.duth.gr/jspui/handle/123456789/10970. Ναυτεμπορική (2020, Αύγουστος 25). Αυστραλία: οι περσινές καταστροφικές πυρκαγιές ενισχύθηκαν από την κλιματική αλλαγή, Ναυτεμπορική. Ανακτήθηκε από: https://www.naftemporiki.gr/story/1631025/australia-oipersines-katastrofikes-purkagies-enisxuthikan-apo-tin-klimatiki-allagi.
30
Πηγή
Πολιτειακοί στόχοι στη μετα-covid εποχή – υπερεθνικές και διεθνείς πολιτικές Της Βέρας Σπυράκου* Είναι Αριστούχος Διδάκτωρ Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
Περίληψη Το παράδειγμα της πανδημίας προετοιμάζει τον ευρωπαϊκό θεσμικό μηχανισμό για μία στροφή στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, επιδιώκοντας την εμβάθυνση της ενοποίησης με τη νομιμοποίηση των πολιτών ως οργανωμένης πολιτικής στάσης, που συμμετέχει και επανδρώνει ενεργά την ευρωπαϊκή κοινωνία, η οποία βάσει των τρεχουσών συνθηκών προκύπτει περισσότερο ενισχυμένη από το παρελθόν ως διαδραστικό σύνολο. Συντρέχουν πολλοί λόγοι που δύναται να οδηγήσουν στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με δημοκρατικότερο τρόπο και ουσιαστικότερη προσήλωση στα ιδανικά πάνω στα οποία θεσπίστηκε, με κύρια τα ζητήματα της κλιματικής και υγειονομικής πολιτικής. Λέξεις-κλειδιά: κορωνοϊός, ΕΕ, πολιτική
Πολίτες, πολιτικές και οικουμενικότητα Η επιτακτική στενή συνεργασία των κρατών-μελών, παρά τις δημοκρατικές και διακρατικές ανισότητες, επανασυγκροτείται στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής αντιμετώπισης υπερεθνικών κρίσεων με σχέδιο ανάκαμψης. Στο προσκήνιο των διακυβερνητικών πολιτικών 31
επιστρατεύεται ο μεταεθνικός πολίτης που αντανακλά στα δικαιώματά του τις υποχρεώσεις του (Habermas και Hill, 2002), ενώ η προσφυγή στον ενωσιακό κανόνα δικαίου με γνώμονα την αλληλοϋποστήριξη δομεί εκ νέου την απαιτούμενη υπερεθνική συνέργεια, προσδίδοντας στον οικονομικό χαρακτήρα την αναπόφευκτη κοινωνική διάσταση των πολιτικών που πρέπει να συγκροτηθούν από όλα τα κράτη-μέλη για την αντιμετώπιση μαζικών κρίσεων, όπως αυτή της πανδημικής έκτακτης συνθήκης. Σε θεωρητικό επίπεδο, οι συγκλίσεις θεσμικού και πολιτειακού χαρακτήρα συναποτελούν τη βάση και για «περισσότερη Ευρώπη». Η ευρωσκεπτικιστική πολιτική, όπως αυτή αποτυπώνεται και από την αύξηση του ποσοστού των οικολογικών κομμάτων έναντι των συντηρητικών κατά τις τελευταίες Ευρωεκλογές, φαίνεται πως επενεργεί ως ώθηση για αυτοκριτική της θεσμικής πολιτικής της ΕΕ σε σχέση με τις έως σήμερα συντονιστικές δράσεις που έχουν επιτευχθεί. Η στροφή των ευρωπαίων πολιτών προς τα ζητήματα οικουμενικής σημασίας, όπως το περιβάλλον και η απαίτηση για κοινή κλιματική πολιτική με την ισχύ του νομιμοποιητικού κανόνα που λειτουργεί η ΕΕ, θεωρούμε ότι αποτελεί εχέγγυο για την μετέπειτα πορεία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και συνακόλουθα της ευρωπαϊκής πορείας (Fisher, 2020). Αν το ζητούμενο ήταν να προσέλθουν οι πολίτες στις κάλπες, φαίνεται πως πέτυχε, εμμέσου πολιτικών διακυμάνσεων, από την κρίση στην αμφισβήτηση και vice versa. Ο ρόλος ο οποίος κατέχουν τα ζητήματα της περιβαντολογικής ευαισθητοποίησης της κοινωνίας των ευρωπαίων πολιτών, έως και η απαίτηση για λήψη συντονισμένης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής με συστηματική δράση, εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον το σημείο-τομή για την έλλειψη εμπιστοσύνης-αποτελεσματικότητας απέναντι στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Εκ των ων ουκ άνευ, δύναται να επανακαθορίσει τη σχέση των κρατών-μελών, συνακόλουθα των πολιτών με τον ενωσιακό θεσμό, σε ένα κοινό πλαίσιο που αφορά το σύνολο των μερών, με επιτακτικό τρόπο. Άλλωστε, σύμφωνα με τις πρόσφατες επισημάνσεις των ειδικών για τις επιπτώσεις που έχουν ήδη προκληθεί από την αργή οικοδόμηση μιας ενιαίας κοινής πολιτικής αντιμετώπισης για το περιβάλλον, το κλίμα και τα ανάλογα επακόλουθα στην κοινωνική υγεία και ευημερία, προκύπτει το πεδίο δράσης στο οποίο η ΕΕ πρέπει να στραφεί. Υπερεθνικές κρίσεις: οι προτεραιότητες και η προοπτική των ενωσιακών σχέσεων Η κοινή υγειονομική πολιτική διαδέχεται την κλιματική και ομοιάζουν ως οι δύο κυρίαρχες μεταρρυθμίσεις στις οποίες η ΕΕ θα έπρεπε να στραφεί. Το αξιοσημείωτο είναι πως, παρά τις αμφισβητήσεις που δέχεται από πληθώρα πολιτικών και ακαδημαϊκών φορέων, οι οποίες είναι λειτουργικά βάσιμες, επιβιώνει ως παράδειγμα ενωτικού συνδυασμού που αντιμετωπίζει τους κλυδωνισμούς. Είναι προφανές πως η ευρωπαϊκή ταυτότητα ενισχύεται μέσα από τις αντιξοότητες, ένας συμβολισμός ικανός να προκαλέσει τις ανάλογες μεταρρυθμίσεις, ενώ σύμφωνα με τις σύγχρονες κρίσεις και απαιτήσεις, το ευρωπαϊκό φαινόμενο δεν μπορεί να μελετηθεί από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων και των ευρωπαϊκών σπουδών όπως μέχρι σήμερα. Η προσέγγιση με διεπιστημονικό τρόπο, των νέων πολιτικών και των ενδεχόμενων αναθεωρήσεων των θεσμικών οργανωτικών δομών, βάσει των αλλαγών που έχουν υποβληθεί και των κοινωνικών αναγκών που έχουν αναδυθεί, 32
με παράλληλη ανάγνωση των κενών που δεν έχουν επιτελεστεί σε κρίσιμα ζητήματα, κρίνεται αναγκαία. Ζητήματα όπως ο ρατσισμός ανά τον ευρωπαϊκό χώρο, η προστασία της ισότητας και της ελευθερίας των ατόμων ως κεκτημένο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενίοτε έρμαιο της κατάλυσης του Διεθνούς δικαίου από ακραία πολιτικά εθνικά παραδείγματα, αλλά και τα ζητήματα διπλωματίας και ασφάλειας (Bieber, 2020). Ομοίως, αναζητούνται άμεσες διαδραστικές πολιτικές που αφορούν στην ενεργειακή μετάβαση και την κλιματική αλλαγή, από το σύνολο της θεσμικής και λειτουργικής δυναμικότητας που παρουσιάζει η Ένωση σε επίπεδο διακρατικής συλλογικότητας. Συνακόλουθα, η μετάβαση σε ένα ενιαίο πολιτικό επιχείρημα εύρεσης λύσεων και τακτικών αντιμετώπισης απέναντι στα εν λόγω θέματα, εγείρει ζητήματα «μετάφρασης» των κρατικοκεντρικών εννοιών σε συγκερασμό με την αναγκαιότητα συμμετοχής των πολιτών σε πολιτικές άμεσης αντιμετώπισης περιπτώσεων όπως η αντιμετώπιση της Covid19· ο Walker, ορμώμενος από τον Weiler που διαπιστώνει τα «προβλήματα μετάφρασης» (Weiler et al, 2003) στη νομική και θεσμική φύση της ΕΕ, προτρέπει σε έναν συντεταγμένο αναθεωρητισμό κατά το συνταγματικό πρότυπο στην εξέλιξη του ευρωπατριωτισμού στο αναδυόμενο παγκόσμιο περιβάλλον διακυβέρνησης και αντιμετώπισης οικουμενικών κρίσεων. Τα διεθνή παραδείγματα και οι πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των οικουμενικών φαινομένων Στην εν εξελίξει θεσμική και δομική αναθεώρηση και την αναγκαιότητα για κοινές πολιτικές διαφαίνεται η εξέλιξη και η/οι πολιτική/ές, που δύναται να χαράξει ως συντονιστικός οργανισμός υπερεθνικής εμβέλειας. Τα κύρια ζητήματα-ευκαιρίες που αναδύονται και δύνανται να καθορίσουν τη διεθνή πορεία, τα οποία καλείται να εξισορροπήσει με πρακτικές μεταρρυθμίσεις, είναι συναφή με τις πολιτικές σημαντικών διεθνών πρωτοβουλιών. Εν προκειμένω η συμβολή του World Economic Forum (WEF) μέσω ειδικών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της καινοτομίας χαρτογραφούν τις ψηφιακές εξελίξεις συνώνυμες της μετά την πανδημία εποχής ως αναπόφευκτους μετασχηματισμούς με θετικό πρόσημο. Επιπροσθέτως αναδύονται ζητήματα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, την ψηφιακή ασφάλεια, καθώς και την χρήση των νέων τεχνολογιών για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών. Το σύνολο των πρωτοβουλιών αναδεικνύει την απαραίτητη αλληλεπίδραση μέσω των πολιτικών με γνώμονα την από κοινού αναλογία της συνδρομητικής πολιτικής της ψηφιακής τεχνολογίας, εν είδει μιας Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, τις παράλληλες δράσεις για την ανάδειξη και την αντιμετώπιση των αναγκών του οικοσυστήματος και την κλιματική πολιτική, ομοίως τη συμβολή της κοινωνίας των πολιτών ως συμμετέχουσες ενεργά στην προσαρμογή σε νέες συνθήκες διαβίωσης που επιδιώκουν δικαιώματα στην ομαλή διαβίωση-επιβίωση. Το WEF προέβλεπε ήδη από το 2016 ότι η επίλυση σύνθετων προβλημάτων, όπως το πανδημικό καθεστώς και η κλιματική αλλαγή, προϋποθέτουν κορυφαίες δεξιότητες όπως η κριτική, η προσαρμογή και η δημιουργικότητα (Leaders, 2016), ενώ φαίνεται πως οι τρέχουσες συνθήκες λειτούργησαν ως επιτακτική πολιτική αντιμετώπισης με εργαλείο την τεχνολογική καινοτομία και τις συνταγματικές δικλείδες ασφαλείας. Οι νεότερες προοπτικές εγείρουν ζητήματα σχετικά με 33
τις ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, ομοίως των εφαρμογών αυτών στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα της μετα-covid εποχής. Το δίχως άλλο, και κατά τη διάρκεια της πανδημικής έξαρσης, η μετεξέλιξη των πολιτειακών χαρακτηριστικών του πολίτη επενέργησε στο σύνολο των πρακτικών που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση του φαινομένου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα η έννοια του «ψηφιακού πολίτη» (Hauben και Hauben, 1997) συγκροτεί τη μετεξελικτική δυναμική της σύγχρονης κοινωνικής διάδρασης που δομείται στο πλαίσιο αντιμετώπισης φαινομένων που απαιτούν κοινή πολιτική για την ομαλή συνοχή της ανθρώπινης πορείας. Αντί επιλόγου – η μετα-covid εποχή ως ευκαιρία Η μετα-covid εποχή επιβάλλει στο σύνολο των εθνών-κρατών και των κοινωνιών των πολιτών την από κοινού οπτική με κοσμοπολιτικό αξιακό πρόσημο απέναντι στα επίσης κοινά προβλήματα με υγειονομικό, ηθικό και οικουμενικό χαρακτήρα. Οι αναθεωρητικές και μετεξελικτικές πολιτικές των διεθνών οργανισμών καθιστούν τη μετάβαση σε μία ενεργή πολιτική και κοινωνική σφαίρα εφικτή, παρά τις όποιες θεσμικές και δικαιικές διαφορετικότητες που δύνανται να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες στο πλαίσιο μιας κοινής συμπόρευσης στο παγκόσμιο περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειακή διάσταση της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και της διεθνούς τρομοκρατίας, σε συγκερασμό με την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που επέφεραν στο σύνολο της ανθρωπότητας, αποτελεί σημείο-τομή στην παγκόσμια διακυβέρνηση με όρους δυνάμει μεταδημοκρατικότητας στις κοινές πολιτικές του διεθνούς βίου. Βιβλιογραφία Bieber, F. (2020). Global Nationalism in Times of the COVID-19 Pandemic. Nationalities Papers, 1-13. Fisher, L. (2020). Challenges for the EU Climate Change Regime. German Law Journal, 21(1), 5-9. Habermas, J., & Hill, J. (2002). The postnational constellation: political essays. Canadian Journal of Communication, 27(4), 558. Hauben, M. and Hauben, R. (1997) Netizens: On the History and Impact of Usenet and the Internet. IEEE Computer Society Press, Los Alamitos. Leaders, Y. G. (2016). World Economic Forum Annual Meeting 2016 Mastering the Fourth Industrial Revolution. Walker, N. (2003). Postnational constitutionalism and the problem of translation. In Weiler, J. H., & Wind, M. (2003). (Eds.). European Constitutionalism beyond the State. Cambridge University Press. Σελ. 27-28.
34
Ενδεικτική εργογραφία για περαιτέρω μελέτη Akon, M. S., & Rahman, M. (2020). Reshaping the global order in the post covid-19 era: A critical analysis. Chinese Journal of International Review, 2(01), 2050006. Almeida, F., Santos, J. D., & Monteiro, J. A. (2020). The challenges and opportunities in the digitalization of companies in a post-COVID-19 World. IEEE Engineering Management Review, 48(3), 97-103. Anderson, J., Tagliapietra, S., & Wolff, G. B. (2020). Rebooting Europe-a framework for a post COVID-19 economic recovery (No. 36658). Basu, R. (Ed.). (2020). Democracy and Public Policy in the Post-covid-19 World: Choices and Outcomes. Taylor & Francis. Block, P., Hoffman, M., Raabe, I. J., Dowd, J. B., Rahal, C., Kashyap, R., & Mills, M. C. (2020). Social network-based distancing strategies to flatten the COVID-19 curve in a postlockdown world. Nature Human Behaviour, 4(6), 588-596. Cohen, J. (1989) "Deliberation and Democratic Legitimacy", in Hamlin A. and Petit P. Good Polity: Normative Analysis of the State, Oxford. Habermas, J. (1989). The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a Category of Bourgeois Society. Cambridge Massachusetts: The MIT Press. Harari, Y. N. (2020). The world after coronavirus. Financial Times, June 11, p.20. Kesan, J. P. and Hayes, Carol. (2019). Cybersecurity and Privacy Law in a Nutshell. West Academic Publishing. Mossberger, K. Tolbert, C. and McNeal, R. (2007) Digital Citizenship: The Internet, Society, and Participation. MIT Press. Stamatellos, G. (2007) Computer Ethics: A Global Perspective, Jones and Bartlett. Tanabe, J. (2020). Exploring a post-covid-19 sustainable peace model. Social Ethics Society Journal of Applied Philosophy, 6(2), 73-103. Tavani, T. H. (2007) Ethics and Technology: Ethical Issues in an Age of Information and Communication Technology. 2nd ed., John Wiley and Sons.
35
Πηγή
Η χορτοφαγία ως πολιτική συμμετοχή Του Αλέξανδρου Κολυβά* Ο Αλέξανδρος είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει ως ερευνητής και αρθρογράφος σε πρόγραμμα του Εκλογικού Παρατηρητηρίου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σχετικά με τις Ευρωεκλογές του 2019, ενώ έχει δημοσιεύσει σχετικό άρθρο. Στα ακαδημαϊκά και μη ενδιαφέροντα του συγκαταλέγονται ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας, καθώς και κοινωνικής και περιβαλλοντικής πολιτικής.
Περίληψη Στο άρθρο γίνεται η προσπάθεια να εξεταστεί η χορτοφαγία μέσα από το πρίσμα της πολιτικής συμμετοχής. Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι η ολοένα δημοφιλέστερη επιλογή της χορτοφαγίας, όταν τα κίνητρα του ατόμου είναι πολιτικά- κοινωνικά (κακοποίηση ζώων, περιβαλλοντική μόλυνση, πείνα σε παγκόσμιο επίπεδο) είναι ένα είδος πολιτικής συμμετοχής. Επιβεβαιώνεται μάλιστα η τάση που παρατηρείται στο πεδίο της πολιτικής συμπεριφοράς, να εξατομικεύεται η πολιτική συμμετοχή, να λαμβάνει μη συμβατικές μορφές και να συνδέεται με την ιδιότητα του καταναλωτή. Λέξεις-κλειδιά: πολιτική συμμετοχή- πολιτική συμπεριφορά- χορτοφαγία- lifestyle politics
Εισαγωγή Η άνοδος της χορτοφαγίας και η αλλαγή του προτύπου της πολιτικής συμπεριφοράς φαίνεται ότι αποτελούν δύο φαινόμενα των σύγχρονων κοινωνιών που αλληλοδιαπλέκονται. Η πολιτική συμπεριφορά απομακρύνεται από το πρότυπο του πολίτη που συμμετέχει στις εκλογές και στις δραστηριότητες του κόμματος και οδηγείται σε έναν πολίτη πιο ενημερωμένο και συμμετοχικό, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Οι νέες μορφές πολιτικής συμπεριφοράς λαμβάνουν μη συμβατικές μορφές, δεν έχουν πάντα ως σημείο αναφοράς το πολιτικό σύστημα και συνδέονται με την ιδιότητα του καταναλωτή. 36
Παράλληλα, η χορτοφαγία ως τρόπος διατροφής και ζωής κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση παρατηρούνται δύο τάσεις, αυτή της επιλογής της χορτοφαγίας για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους και αυτή της ίδιας επιλογής για λόγους υγείας (για μια πιο υγιεινή διατροφή). Στα κίνητρα των χορτοφάγων βρίσκεται ακριβώς η ειδοποιός διαφορά, που καθιστά την χορτοφαγία ένα είδος πολιτικής συμπεριφοράς και κοινωνικής ταυτότητας. Πολιτική συμπεριφορά Το πρότυπο της πολιτικής συμπεριφοράς μεταβάλλεται και μετατοπίζεται προς το ατομικό επίπεδο λαμβάνοντας συχνά μη συμβατικές μορφές. Ως πολιτική συμμετοχή θα μπορούσε να οριστεί “ η ηθελημένη δραστηριότητα των ατόμων που γίνεται με σημείο αναφοράς το πολιτικό σύστημα ” (Παντελίδου- Μαλούτα, 2012). Αντιλαμβανόμενοι την έννοια του πολιτικού υπό μία ευρεία σκοπιά ο παραπάνω ορισμός γίνεται πιο συμπεριληπτικός και το σημείο αναφοράς το δημόσιο/ γενικό συμφέρον. Επιπλέον, η πολιτική συμμετοχή δεν περιορίζεται μόνο στις μορφές και δραστηριότητες που θεωρούνται αποδεκτές από το πολιτικό σύστημα. Η “ανομική προώθηση αιτημάτων” εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής συμμετοχής ακριβώς επειδή έχει ως σημείο αναφοράς το πολιτικό σύστημα (ΠαντελίδουΜαλούτα, 2012). Τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα (ΝΚΚ), οδήγησαν στην διεύρυνση της έννοιας της πολιτικής συμμετοχής, διότι προώθησαν ως πολιτικά αιτήματα ζητήματα που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν ότι εντάσσονταν στο πεδίο της πολιτικής, καθώς επίσης και τη συμμετοχή κοινωνικών ομάδων που μέχρι τότε υπήρξαν περιθωριοποιημένες, οδηγώντας σε ένα νέο πρότυπο πολίτη, πιο συμμετοχικού και ενημερωμένου (Παντελίδου- Μαλούτα, 2012, Kriesi, 2017). Τα κινήματα αυτά είχαν ως αιτία γέννησης “νέα είδη απειλών που ασκούν στην προσωπική αυτονομία συλλογικά υποκείμενα”, οι οποίες αντικαθιστούν την παλαιότερη πολιτική διαμάχη για την ανισοκατανομή των πόρων, με αποτέλεσμα μια πρωτόγνωρη εξατομίκευση, χωρίς όμως αυτή να συνεπάγεται την οριστική διάλυση των δομών. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο των ΝΚΚ, παρουσιάζεται η δυναμική διατύπωση οικολογικών αιτημάτων και τίθεται επί τάπητους το ζήτημα της καταστροφής του περιβάλλοντος (Kriesi, 2017). Πλέον οι μη συμβατικές μορφές πολιτικής συμμετοχής κερδίζουν διαρκώς έδαφος και συνδυάζονται με μεγαλύτερη συναισθηματική δέσμευση (Παντελίδου- Μαλούτα, 2012). Οι πρακτικές που εντάσσονται στις μη συμβατικές μορφές πολιτικής συμμετοχής, αν και δεν στοχεύουν τους πολιτικούς θεσμούς συνδέονται με αυτούς. Βέβαια από τη δεκαετία του 1990 αναπτύσσονται μορφές πολιτικής συμμετοχής που ούτε στοχεύουν ούτε συνδέονται με κάποιον τρόπο με τους πολιτικούς θεσμούς. Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί τον πολιτικό τους χαρακτήρα, καθώς στόχος αυτών των πρακτικών είναι να εκφράσουν ζητήματα που έχουν πολιτικό και συλλογικό χαρακτήρα. Το ίδιον χαρακτηριστικό που καθιστά τις πρακτικές αυτές μέρος του “πολιτικού” είναι το κίνητρο του ατόμου. Παράλληλα, η συμμετοχή με συμβατικούς τρόπους βρίσκεται σε ύφεση, διότι το ενδιαφέρον των ατόμων μετατοπίζεται 37
σε μετα- υλιστικά ζητήματα, ενώ πιστεύεται ότι η διευθέτηση των ζητημάτων αυτών δεν προωθείται μέσω των πολιτικών θεσμών. Έτσι, τα άτομα οδηγούνται στο να υιοθετήσουν μη συμβατικούς τρόπους έκφρασης των αιτημάτων τους, συνήθως σε ατομικό επίπεδο (Kalte, 2020). Μία πτυχή αυτής της τάσης είναι η σύνδεση της πολιτικής συμμετοχής με την ιδιότητα του καταναλωτή (Παντελίδου- Μαλούτα, 2012). Με αυτόν τον τρόπο, τα άτομα επιθυμούν να καταδείξουν πρακτικές σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, που ευθύνονται για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, την κακομεταχείριση των ζώων και τις παρατυπίες στην διαδικασία του εμπορίου, με στόχο μέσω αυτών των καταναλωτικών συνηθειών να επιτευχθεί βελτίωση της κατάστασης. “Η κατανάλωση είναι πολιτική όταν χρησιμοποιείται για πολιτικούς στόχους” (Kalte, 2020). Χορτοφαγία Η χορτοφαγία ως όρος μιας πρακτικής περιλαμβάνει διαφορετικές προσεγγίσεις της διατροφής τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο κινήτρων. Στη συγκεκριμένη εργασία υιοθετείται η οπτική των Nezlek και Forestell (2020), που αντιμετωπίζουν την χορτοφαγία ως ένα φάσμα επιλογών, που περιλαμβάνει την αυστηρή χορτοφαγία (veganism), που συνεπάγεται την μη κατανάλωση κρέατος, ζωικών προϊόντων και προϊόντων που παράγονται από την εκμετάλλευση ζώων, τη χορτοφαγία που περιλαμβάνει την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων (lacto-vegetarianism), την χορτοφαγία που περιλαμβάνει την κατανάλωση αυγών (ovo-vegetarianism) και τέλος την χορτοφαγία που περιλαμβάνει την κατανάλωση ψαριών και θαλασσινών (pescetarianism). Οι λόγοι για τους οποίους τα άτομα ακολουθούν την χορτοφαγία ποικίλουν. Υπάρχει μία αρχική διάκριση μεταξύ των χορτοφάγων από ανάγκη (άνθρωποι που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κρέας) και χορτοφάγοι από επιλογή (Nezlek και Forestell, 2020). Εντός της δεύτερης κατηγορίας παρατηρούνται πέντε βασικοί παράγοντες, που οδηγούν στην υιοθέση της χορτοφαγίας, η κακοποίηση των ζώων, οι αυξημένη παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου, η παγκόσμια πείνα, η θρησκεία και λόγοι προσωπικής υγείας. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στις τρεις πρώτες περιπτώσεις η χορτοφαγία θεωρείται πολιτική επιλογή, καθώς στοχεύει στην βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης όσον αφορά τα ζώα και τον πλανήτη (Kalte, 2020, Micheletti και Stolle, 2009). Έτσι οδηγούμαστε στον διαχωρισμό μεταξύ ηθικών χορτοφάγων (ethical vegetarians) και χορτοφάγων για λόγους υγείας (health vegetarians) (Abbonizio, 2020). Σε συλλογικό επίπεδο, οι οργανώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα των ζώων και οι περιβαλλοντικές, αντιμετωπίζουν την χορτοφαγία ως μία προσωπική επιλογή που στοχεύει στην αντιμετώπιση πολιτικών ζητημάτων, αλλά και αντίστροφα την ύπαρξη αυτών των προβλημάτων ως επιρροή στον καθημερινό τρόπο ζωής (Micheletti και Stolle, 2009). Έρευνα που διεξήχθη στην Ελβετία και αφορούσε την αυστηρή χορτοφαγία (veganism) (Kalte, 2020) δείχνει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που επιλέγουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής είναι νέες ενήλικες γυναίκες (τρεις στους τέσσερις ερωτώμενους ήταν γυναίκες), με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (48% δευτεροβάθμια και 47% τριτοβάθμια εκπαίδευση) 38
στοιχεία που επιβεβαιώνουν προηγούμενες έρευνες, με μέσο προς χαμηλό εισόδημα, καθώς μεγάλο μέρος του δείγματος δούλευε με ημιαπασχόληση. Μια άλλη πρόσφατη έρευνα που έγινε στον πληθυσμό της Τσεχίας (Filipec, 2020) μελετώντας τόσο vegans όσο και vegetarians επιβεβαιώνει ότι η πλειονότητα των χορτοφάγων είναι γυναίκες (882 στους 1.167 vegans ερωτώμενους και 938 στους 1.128 vegetarians ερωτώμενους) με χαμηλό μέσο όρο ηλικίας (27.65 και 27.68 έτη αντίστοιχα), με το μορφωτικό τους επίπεδο να κυμαίνεται πάνω από τον μέσο όρο της χώρας. Η αριθμητική υπεροχή των γυναικών στις έρευνες, συνδέεται με τον χαρακτήρα της κρεατοφαγίας, που όπως δείχνει ο Adams (2016), η ίδια η κατανάλωση συνδέεται με τον σεξισμό και την ανδρική ταυτότητα, ενώ συντελεί και στην περαιτέρω ανάπτυξη του σεξισμού στο πεδίο της πολιτικής (Weiskircher, 2016). Όσον αφορά τα κίνητρα, η πρώτη έρευνα δείχνει ότι το βασικό κίνητρο (για τους vegans) είναι η αποφυγή της κακοποίησης των ζώων και δεύτερο οι περιβαλλοντικές ανησυχίες. Σημαντικό, αλλά όχι πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η καταπολέμηση της πείνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχετικά με την προσωπική υγεία 11% των ερωτώμενων δήλωσαν ότι είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για να γίνουν vegans και 42% ότι είναι πολύ σημαντικός λόγος. Ο σκοπός του vegan τρόπου ζωής όπως προκύπτει από τους ερωτώμενους είναι ο περιορισμός της κακοποίησης και της θανάτωσης ζώων (91%), η συνεισφορά στο περιβάλλον (76%), η άσκηση πίεσης στις εταιρείες μην αγοράζοντας συγκεκριμένα προϊόντα (63%). Το 56% επιθυμεί να στρέψει το ενδιαφέρον του συνόλου (σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο) στο ζήτημα της μεταχείρισης των ζώων, ενώ 42% επιθυμεί να το κάνει στο κοινωνικό του περιβάλλον, το 45% στοχεύει στην βελτίωση της προσωπικής του υγείας και το 38% στην μείωση της παγκόσμιας φτώχειας (Kalte, 2020). Η έρευνα που διεξήχθη στην Τσεχία δείχνει ότι το 92% των vegans υιοθετούν αυτόν τον τρόπο ζωής λόγω προσωπικών πεποιθήσεων και αξιών και 42% γιατί αποτελεί έναν υγιεινό τρόπο ζωής (Filipec, 2020). Αυτό που προκύπτει και από τις δύο έρευνες (Kalte, 2020, Filipec, 2020) είναι ότι οι vegans είναι έντονα συμμετοχική στο πολιτική πεδίο, σε μεγαλύτερο βαθμό από τον μέσο όρο της εκάστοτε χώρας. Εν ολίγοις, οι βασικοί λόγοι που τα άτομα επιλέγουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής έχουν κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, με τους λόγους υγείας να έχουν δευτερεύουσα σημασία. Επιπλέον τα άτομα που υιοθετούν έναν vegan τρόπο ζωής φαίνεται ότι εν γένει είναι πολιτικά ενεργά, με έντονες πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες. Συμπεράσματα Καταληκτικά, γίνεται φανερό ότι τα κίνητρα και οι στόχοι των vegans/ vegetarians είναι πολιτικά και κατ΄επέκταση η χορτοφαγία είναι ένας τρόπος πολιτικής συμμετοχής. Οι Micheletti και Stole (2009), επισημαίνουν στην περίπτωση που οι vegans και vegetarians αφορμώνται από αξίες και συνάδουν τις αξίες αυτές με την καθημερινότητά τους και την καταναλωτική τους συμπεριφοράς η χορτοφαγία εντάσσεται στην κατηγορία των lifestyle politics. Επιπλέον, η χορτοφαγία ως πολιτική συμπεριφορά συμβαδίζει με την τάση προς μια πιο εξατομικευμένη πολιτική συμμετοχή, με μη συμβατικές μορφές, που δεν αναφέρονται άμεσα στους πολιτικούς θεσμούς (Kalte, 2020, Παντελίδου- Μαλούτα, 2012). Το γεγονός ότι τα άτομα που έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο τείνουν να έχουν πιο έντονη πολιτική 39
συμμετοχή, φαινόμενο που εντείνεται στις σύγχρονες κοινωνίες της πληροφορίας (Παντελίδου- Μαλούτα, 2012), παρουσιάζεται και στην περίπτωση της χορτοφαγίας καθώς τα άτομα που υιοθετούν αυτόν τον τρόπο ζωής είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Επιπλέον, σε κοινωνίες του σήμερα που η ταυτότητα διαδραματίζει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο, η χορτοφαγία φαίνεται ότι μεταξύ άλλων αποτελεί κοινωνική ταυτότητα του ατόμου, όταν αποτελεί επιλογή βασισμένη σε αξίες και οδηγεί σε αντίστοιχη καθημερινή συμπεριφορά (Nezlek και Forestell, 2020). Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι η επιλογή της χορτοφαγίας έχοντας ως εφαλτήριο κοινωνικές ανησυχίες και στοχεύοντας στην βελτίωση της παρούσας συνθήκης αποτελεί έναν σύγχρονο τρόπο πολιτικής συμμετοχής.
Βιβλιογραφία Abbonizio, J. (2020). Vegetarianism and Veganism: Conflicts in Everyday Life. IntechOpen. Ανακτήθηκε από: https://www.intechopen.com/chapters/73556 Adams C.,J. (2016, Αύγουστος 22). The sexual politics of meat. Open Democracy. Ανακτήθηκε από: https://www.opendemocracy.net/en/transformation/sexual-politics-of-meat/ Filipec, O., (2020). Vegans and Politics: Case Study of the Electoral Behaviour of Vegans in the Czech Republic. Czech Political Science Review 26. 5-36. Kalte, D. (2020). Political Veganism: An Empirical Analysis of Vegans’ Motives, Aims, and Political Engagement. Political Studies. https://doi.org/10.1177/0032321720930179 Kriesi, H. (2017). Νέα κοινωνικά κινήματα στη Δυτική Ευρώπη. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 11, 5-26. doi: https://doi.org/10.12681/hpsa.15111 Micheletti, M. και Stolle, D. (2009). Vegetarianism- A Lifestyle Politics στο Micheletti, M. και McFarland A.S. (επιμ). Creative Participation. Responsibility- Taking in the Political World. London: Paradigm Publishers Nezlek, J.,B., Forestell, C., A., (2020). Vegetarianism as a social identity. Current Opinion in Food Science, 33, 45-51 https://doi.org/10.1016/j.cofs.2019.12.005 Παντελίδου- Μαλούτα, Μ. (2012). Πολιτική Συμπεριφορά. Θεωρία, Έρευνα και Ελληνική Πολιτική. Αθήνα, Εκδόσεις: Σαββάλας. Weisskirchen, M. (2016, Νοέμβριος 1). The rise of veganism in politics. Open Democracy. Ανακτήθηκε από: https://www.opendemocracy.net/en/transformation/rise-ofveganism-in-politics/
40
Πηγή
Κλιματική αλλαγή: αποψίλωση δικαιωμάτων Του Γιώργου Σταυρόπουλου* Ο Γιώργος Σταυρόπουλος είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Δημόσιας Πολιτικής και Διοίκησης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει παρευρεθεί σε πολλά συνέδρια και σεμινάρια, έχει αναλάβει πληθώρα επιστημονικών ερευνών και εργασιών, ενώ αρθρογραφεί τακτικά. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσίου δικαίου, κοινωνικής δικαιοσύνης, δημοκρατίας και κυκλικής οικονομίας.
Περίληψη Η κλιματική αλλαγή πέραν των ευρύτατων πρακτικών της συνεπειών, αποτελεί μείζον ηθικό ζήτημα, όχι μόνο επειδή οι καταστροφικές επιπτώσεις της επηρεάζουν την απόλαυση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά επειδή είναι ένα ανθρωπογενές φαινόμενο το οποίο μπορεί να μετριαστεί από τις κυβερνήσεις. Σκοπός λοιπόν του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει κατά πόσο η κλιματική αλλαγή διευρύνει τις ανισότητες, προσβάλλει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και γεννά αξιώσεις για την παραβίασή τους. Τα ερωτήματα αυτά καταπιάνεται η Σύνοδος για το κλίμα COP26. Λέξεις-κλειδιά: κλιματική αλλαγή, ανθρώπινα δικαιώματα, ανισότητες, κλιματική δικαιοσύνη
Εισαγωγή «Το σπίτι μας καίγεται κι εμείς κοιτάμε αλλού. Η φύση, ακρωτηριασμένη από την υπερεκμετάλλευση, δεν μπορεί πλέον να ανακάμψει και αρνούμαστε να το παραδεχτούμε. Η γη και η ανθρωπότητα βρίσκονται σε κίνδυνο και είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι» (Chirac, 2002). Τον ισχυρισμό αυτόν του πρώην Γάλλου προέδρου, που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρος, έρχεται να επαναπροσδιορίσει η Robinson (2015), τονίζοντας πως η κλιματική κρίση αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 21ου αιώνα. 41
Η αλλαγή του κλίματος έχει τεράστιες, αλλά σε μεγάλο βαθμό αγνοημένες επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα δικαιώματα στη ζωή, τα τρόφιμα, τη στέγαση και το νερό θα επηρεαστούν δραματικά, ενώ εξίσου σημαντικός θα είναι ο αντίκτυπος στη δημοκρατία, καθώς οι κυβερνήσεις θα αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες και να πείσουν τους πολίτες τους να αποδεχθούν σημαντικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς που απαιτούνται. Καθώς αντιπρόσωποι από όλες τις χώρες ετοιμάζονται να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Γλασκώβη για τη Σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, οι πιο φτωχοί και ευάλωτοι ενώ ευθύνονται μόνο για ένα μικρό μέρος των ρύπων παγκοσμίως, βιώνουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αν και έχουν τις μικρότερες δυνατότητες να προστατευτούν, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο ένα εφιαλτικό σενάριο «κλιματικού απαρτχάιντ» (Alston, 2019). Η ομολογουμένως δύσκολη αποστολή ώστε το εν λόγω σενάριο να αποφευχθεί συνδέεται με την κλιματική δικαιοσύνη, μια έννοια που αντιμετωπίζει την παγκόσμια αλλαγή του κλίματος ως πολιτικό και ηθικό ζήτημα και όχι ως αυστηρά περιβαλλοντικό. «Κλιματικό Απαρτχάιντ» Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδέονται στενά με την κλιματική αλλαγή εξαιτίας των καταστροφικών επιπτώσεών της, όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και στην ανθρώπινη ευημερία. Εκτός από την απειλή της ίδιας της ύπαρξης, η κλιματική αλλαγή έχει επιζήμιες επιπτώσεις στα δικαιώματα στη ζωή, την υγεία, την τροφή, το νερό και τη στέγαση. Συνοπτικά, κάθε χρόνο περίπου 800.000 άνθρωποι πεθαίνουν από την ατμοσφαιρική ρύπανση, 1.800.000 λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε πόσιμο νερό και σύστημα αποχέτευσης, 3.500.000 από τον υποσιτισμό και περίπου 60.000 από φυσικές καταστροφές (Διεθνής Αμνηστία, 2020). Ολόκληρες κοινότητες θα εξαφανιστούν, με το κοινωνικό κόστος να είναι τεράστιο. Η γενική εκτίμηση είναι ότι μέχρι το 2050 θα υπάρχουν 200 εκατομμύρια εκτοπισμένοι λόγω της κλιματικής κρίσης, ενώ 100 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (WHO, 2019). Ωστόσο, οι ανωτέρω επιπτώσεις πλήττουν δυσανάλογα τους ανθρώπους, καθώς οι λιγότερο υπεύθυνοι για την κλιματική αλλαγή, δηλαδή ορισμένες ομάδες ατόμων που είναι ήδη ευάλωτες, μειονεκτούσες και υποκείμενες σε διακρίσεις, είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο από αυτήν. Ως αποτέλεσμα, το χάσμα ολοένα και μεγαλώνει μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων εθνών, μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων και τάξεων, μεταξύ των γενεών και μεταξύ των κοινοτήτων (Alston, 2019). Ενδεικτικό είναι πως οι αυτόχθονες πληθυσμοί επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό, καθώς ζουν συχνά σε περιθωριακές περιοχές και εύθραυστα οικοσυστήματα που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις αλλοιώσεις του φυσικού περιβάλλοντος, από το οποίο εξαρτάται άμεσα ο βιοπορισμός τους και η πολιτισμική τους ταυτότητα, ενώ ακόμα διαθέτουν λιγότερα οικονομικά και τεχνολογικά μέσα για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή (Tokar, 2014). Συνεπώς, η περιβαλλοντική αδικία και οι παγκόσμιες ανισότητες αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Προς επίρρωση του παραπάνω ισχυρισμού, το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για το 52% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και 42
για τη σπατάλη του 31% του «προϋπολογισμού άνθρακα», δηλαδή για τις ποσότητες που μπορεί να εκπέμπει ο κόσμος ώστε να ελεγχθεί η αύξηση της πλανητικής θερμοκρασίας όχι πάνω από 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το 2030, όταν το φτωχότερο 50% συμβάλλει μόλις κατά 7% στις εκπομπές και στη σπατάλη του 4% του «προϋπολογισμού άνθρακα» (Oxfam, 2020). Η ακραία αυτή ανισότητα στην καταναλωτική συμπεριφορά που συνδέεται με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα οδηγεί στη θλιβερή πρόβλεψη πως αν οι περιορισμένοι λόγω της πανδημίας ρύποι επανέλθουν στα προηγούμενα επίπεδα, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού θα εξαντλήσει σε λίγα χρόνια τον παγκόσμιο «προϋπολογισμό άνθρακα» ακόμη κι αν όλοι οι υπόλοιποι, από αύριο κιόλας, πετύχουν ως εκ θαύματος μηδενικές εκπομπές (Oxfam, 2020). Είναι σαφές πως οδεύουμε προς έναν κόσμο όπου οι κοινωνίες θα βιώσουν ακραίες διαταραχές και εκτοπισμούς πληθυσμών, με πολλούς από αυτούς τους κινδύνους να εξαπλώνονται άνισα. Η κλιματική αλλαγή αποκτά έτσι έναν ταξικό χαρακτήρα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως εξαιτίας της το μέσο εισόδημα στις φτωχότερες χώρες εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 75% ως το 2100 (World Bank, 2020). Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στα λόγια του Singh (2020): «Εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν σε χαμηλές παραθαλάσσιες περιοχές και στις όχθες ποταμών θα αναγκαστούν να φύγουν. Οι πόσιμες πηγές νερού θα μολυνθούν και οι σοδειές θα είναι περιορισμένες. Αυτό μπορεί και να οδηγήσει σε συρράξεις για το ποιος θα διαχειρίζεται τους περιορισμένους πόρους. Ο κόσμος πρέπει να δράσει άμεσα διαφορετικά θα έρθουμε αντιμέτωποι με το χάος. Οι πλούσιες χώρες έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να μειώσουν τις εκπομπές αερίων και να υποστηρίξουν τους πιο ευάλωτους κατοίκους αυτού του πλανήτη που ήδη πλήττονται από την κλιματική κρίση».
Κλιματική Δικαιοσύνη Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα. Συνεπώς, είναι αναγκαία η εκτίμηση και διαχείριση του προβλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο με σκοπό την από κοινού δέσμευση των κρατών και την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων κοινών πολιτικών για την αντιμετώπισή του. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε η έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης που αναφέρεται γενικά στο δικαίωμα των κοινοτήτων και των πολιτών να ζουν σε ένα υγιές περιβάλλον, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τον πολιτισμό τους, και χωρίς να επηρεάζονται από οποιαδήποτε οικονομική ή βιομηχανική δραστηριότητα (Robinson, 2015). Η κλιματική δικαιοσύνη αναγνωρίζει ότι οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες συχνά υφίστανται το μεγαλύτερο μέρος των επιπτώσεων της κλιματικής απορρύθμισης, παρά το γεγονός ότι είναι οι λιγότερο υπεύθυνες για τις εκπομπές που οδήγησαν σε αυτήν. Υπό αυτό το πρίσμα, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ την ορίζει ως εξής: «Η ίση μεταχείριση και ουσιαστική συμμετοχή όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, την εθνική καταγωγή ή το εισόδημα σε σχέση με την ανάπτυξη, την εφαρμογή και την επιβολή των περιβαλλοντικών νόμων, κανονισμών και πολιτικών» (EPA, 2017). Από τον ανωτέρω ορισμό καθίσταται σαφές πως η κλιματική δικαιοσύνη ανάγεται πλέον ως θεμελιώδες κεκτημένο στη δημόσια σφαίρα και προσδοκάται μέσα από θετικές 43
παρεμβάσεις με αξιακό άξονα την προώθηση της αναδιανεμητικής θεώρησης της δικαιοσύνης (Παπαγεωργίου, 2021). Μάλιστα, σε εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη τονίστηκε εμφατικά ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα σε ένα καθαρό περιβάλλον και δικαιούνται να αναμένουν από τις κυβερνήσεις να επωμιστούν την ευθύνη για τις εθνικές τους δεσμεύσεις στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, έναντι των παραγόντων και των απειλών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις πιο προφανείς περιβαλλοντικές και οικονομικές πτυχές αλλά και τον κοινωνικό αντίκτυπο (ΕΟΚΕ, 2018). Δικαστικοί Αγώνες για το Κλίμα Η κλιματική δικαιοσύνη δεν έχει βρει ακόμη την αποτύπωσή της σε νομικώς δεσμευτικά κείμενα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή των ενδιαφερομένων σε κάποιο δικαστήριο προκειμένου να απαιτήσουν την επιδίωξη των στόχων και την εφαρμογή των δράσεων που προαναφέρθηκαν. Εντούτοις, διαπιστώνεται παγκοσμίως μια τάση, τόσο οι ιδιώτες όσο και οι ΜΚΟ να προσφεύγουν στα δικαστήρια και, στηριζόμενοι είτε σε γενικές αρχές του περιβαλλοντικού δικαίου είτε σε ήδη θεσπισθέντες κανόνες, να ζητούν στην ουσία την απονομή κλιματικής δικαιοσύνης (Σακελλαροπούλου, 2019). Απέναντι στην τάση αυτή, τα δικαστήρια φαίνονται να τηρούν μια μάλλον θετική στάση. Οι δικαστές, στηριζόμενοι πλέον σε αρχές και κανόνες που έχουν ήδη διατυπωθεί νομοθετικά και νομολογιακά και αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος και τις καταλυτικές του συνέπειες στη ζωή, την υγεία και την ευημερία των ανθρώπων, ξεπερνούν τους δικονομικούς ή και ουσιαστικούς περιορισμούς που υπάρχουν ιδίως λόγω της έλλειψης ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων και προσπαθούν με τις αποφάσεις τους να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και ταυτόχρονα να προασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (Σακελλαροπούλου, 2019). Ενδεικτικά, το ανώτατο δικαστήριο του Ουταρακάντ της Ινδίας, αναγνώρισε το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στους ιερούς ποταμούς Γάγγη και Γιαομούνα ως νομικά πρόσωπα με πνευματική και σωματική υπόσταση (Climate Change Litigation, 2017). Αντίστοιχα, στην Κολομβία 25 παιδιά άσκησαν προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας προβάλλοντας στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι η αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου, που έχει αναγνωριστεί ως υποκείμενο δικαίου, αυξήθηκε κατά 44% μεταξύ 2015 και 2016 με αποτέλεσμα να προσβάλλονται τα διαγενεακά δικαιώματά τους σε ένα υγιές περιβάλλον, στη ζωή, στην υγεία, στα τρόφιμα και στο νερό (Future Generations v. Ministry of the Environment and Others, 2018). Έπειτα, στην κομβικής σημασίας υπόθεση Urgenda κατά Ολλανδίας το δικαστήριο της Χάγης αναγνώρισε ότι το εν λόγω ίδρυμα νομιμοποιούνταν να στραφεί κατά της παράλειψης της ολλανδικής κυβέρνησης να συμμορφωθεί με τις ρυθμίσεις της διεθνούς συμφωνίας COP21 σχετικά με τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (State of the Netherlands v. Urgenda Foundation, 2019). Επιπλέον, σε μια ιστορική απόφαση με πιθανώς μακρόπνοες συνέπειες στη διεθνή προστασία των εκτοπισμένων ανθρώπων, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου απεφάνθη ότι οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις 44
εστίες τους εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών δε θα πρέπει να επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους, εάν απειλούνται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους (Teitiota v. New Zealand, 2020). Προς την ίδια κατεύθυνση, στη Γαλλία, τέσσερις ΜΚΟ προσέφυγαν στο διοικητικό πρωτοδικείο του Παρισιού για την «Υπόθεση του Αιώνα» κατά του γαλλικού κράτους για την παράλειψή του να δράσει αποτελεσματικά κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη (Notre Affaire a Tous and Others v. France, 2021). Αντίστοιχα, έντεκα οικογένειες από διάφορες χώρες άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αίτηση ακυρώσεως κατά της νομοθεσίας της, καθώς επιτρέπει υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ως το 2030 με αποτέλεσμα οι ευρωπαίοι πολίτες να μην προστατεύονται από την κλιματική αλλαγή (Carvalho and Others v. The European Parliament and Council, 2021). Τέλος, στα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν αχθεί πολλές υποθέσεις που να αφορούν άμεσα την κλιματική αλλαγή και τις συνέπειές της. Πάντως, το νομικό μας σύστημα, έτσι όπως αυτό συμπληρώνεται από το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, είναι εξοπλισμένο με τις κατάλληλες δικονομικές και ουσιαστικές ρυθμίσεις ώστε μια σχετική υπόθεση να δικαστεί και να κριθεί στην ουσία της (Σακελλαροπούλου, 2019). Αξίζει βέβαια να επισημανθεί πως το ΣτΕ κινείται σταθερά προς αυτήν την κατεύθυνση, συμβάλλοντας από την πλευρά του υπέρ του περιβαλλοντικού συνταγματισμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και φυσικά στη διαμόρφωση του «περιβαλλοντικού» και «κοινωνικού» Ελληνικού Συντάγματος. Επίλογος Καταληκτικά, η κλιματική αλλαγή πρέπει να συμπεριληφθεί ανάμεσα στα κεντρικά θέματα όσων ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς έχει υποτιμηθεί ο ευρύτερος αντίκτυπός της σε αυτό το επίπεδο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραμεριστούν οι υπάρχουσες αρχές των δικαιωμάτων εν μέσω της διαπάλης των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή, καθώς το πρίσμα των δικαιωμάτων μας θυμίζει ότι υπάρχουν λόγοι πέραν των οικονομικών και του εμπνευσμένου ιδιοτελούς συμφέροντος των κρατών να δράσουν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Επειδή η κλιματική αλλαγή αντιπροσωπεύει μια νέα και άνευ προηγουμένου απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και οι αρμόδιοι οργανισμοί πρέπει να εξελιχθούν ώστε να τα προστατεύσουν. Εκείνο όμως που είναι το πλέον σημαντικό είναι να αναλάβουν τα κράτη άμεση δράση, από τη στιγμή που οι αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχουν μια ισχυρή βάση πάνω στην οποία μπορούν να οικοδομηθούν πολιτικές, στο επίκεντρο των οποίων πρέπει να βρίσκεται η υποστήριξη των φτωχότερων κοινοτήτων, ώστε να προσαρμοστούν στις παρούσες κλιματικές επιδράσεις. Το εν λόγω εγχείρημα θα καταστεί τελικά εφικτό, μόνο εφόσον γίνει αντιληπτό πως η γη έχει πόρους για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολλών, αλλά όχι στην απληστία των λίγων.
45
Βιβλιογραφία Alston, P. (2019, Ιούλιος 17). Climate change and poverty : Report of the Special Rapporteur on Extreme Poverty and Human Rights. United Nations. Ανακτήθηκε από: https://digitallibrary.un.org/record/3810720 Climate Case Chart (2021). Human Rights Archives - Climate Change Litigation. Ανακτήθηκε από: http://climatecasechart.com/climate-change-litigation/non-us-case-category/ human-rights/ Διεθνής Αμνηστία (2020, Φεβρουάριος 3). Κλιματική αλλαγή και ανθρώπινα δικαιώματα. Ανακτήθηκε από: https://www.amnesty.gr/news/articles/article/22921/ klimatikiallagi-kai-anthropina-dikaiomata Environmental Protection Agency (2017). Environmental Justice. Ανακτήθηκε από: https://www.epa.gov/environmentaljustice Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (2018). Γνωμοδότηση για την κλιματική δικαιοσύνη. Ανακτήθηκε από: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF Jacques Chirac: A man of memorable words (2019, Σεπτέμβριος 26). Euronews. Ανακτήθηκε από: https://www.euronews.com/amp/2019/09/26/jacques-chirac-aman-of- memorable-words Oxfam (2020). Climate Change and Inequality. Ανακτήθηκε από: https://www.oxfamamerica.org/explore/issues/climate-change/ Παπαγεωργίου, Μ. (2021, Ιανουάριος 18). Κλιματική Δικαιοσύνη: Ορισμός, Προοπτικές, Προκλήσεις. Syntagma Watch. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/ trending-issues/klimatiki-dikaiosynh-orismos-prooptikes-prokliseis/ Robinson, M. (2015, Μάιος). Why climate change is a threat to human rights. TEDWomen 2015. Ανακτήθηκε από: https://www.ted.com/talks/mary_robinson_why_ climate_change_is_a_threat_to_human_rights?referrer=playlistwhy_climate_change_is_a_human Σακελλαροπούλου, Α. (2019, Νοέμβριος 19). Η κλιματική κρίση και ο ρόλος του δικαστή. Νόμος και Φύση. Ανακτήθηκε από: https://nomosphysis.org.gr/19843/i-klimatikikrisi-kai-o-rolos-toy-dikasti/ Singh, H. (2020). Fighting the global injustice of the climate crisis. ActionAid. Ανακτήθηκε από: https://www.fairplanet.org/story/fighting-the-global-injustice-of-the-climate- crisis Tokar, B. (2014). Toward climate justice: Perspectives on the Climate Crisis and Social Change (2nd ed.). Norway: New Compass Press. World Bank (2020). Climate Change Knowledge Portal. Ανακτήθηκε από: https://climateknowledgeportal.worldbank.org World Health Organization (2019). Climate Change. Ανακτήθηκε από: https://www.who.int/heli/risks/climate/climatechange
46
Πηγή
Climate Change as a Justice Issue By Theodora-Iliana Papacharalampous* Theodora-Iliana Papacharalampous is an Attorney-at-Law admitted to the Athens Bar Association with a Master’s Degree in Public International Law (UoA, Greece) and a Master’s Degree in Environmental Law & Policy (UCL, the UK). She also holds an Environmental Studies & Environmental Management Minor from the American College of Greece-Deree. She has been involved in international legal research projects, such as the UCL Public International Law Pro Bono project, and has participated as a speaker in two annual conferences (2018 & 2019) organised by the Hellenic Society of International Law and International Relations. E-mail: ilianapapacharalampous@gmail.com
Abstract The recent protests for racial justice and police reform in the US (‘‘Black Lives Matter’’) call attention to the fact that in any crisis, it is the poorest and most vulnerable that suffer the greatest impacts. Black people, Indigenous people, and people of color (BIPOC) are disproportionately experiencing the impacts of climate change due to long-standing racist policies and practices. Thus, many people are forced to move either within their State or across an international border, since they cannot adapt to extreme environmental changes. Climate change and, in particular, climate-induced environmental displacement are polycentric, hence a holistic social justice response is required that can bring the change across multiple sectors. Key words: climate justice, social justice, US, race
Introduction Although there is much focus on whether climate change will continue to propel the movement of people, either temporarily or permanently, within a State or across an 47
international border (climate migration), the relationship between race and climate change is often ignored. (Tower, 2020) The recent protests for racial justice and police reform in the US (‘‘Black Lives Matter’’) call attention to the fact that racism is still deeply embedded in our institutions and public policies. It cannot be ignored that climate change interacts with and worsens existing inequalities in society by adversely affecting the more vulnerable social groups. (Thomas & Haynes, 2020) This article argues that there is a strong interrelation between climate change and racial injustice and that the most appropriate response to climate-induced environmental displacement is a holistic social justice one. Climate change and racial injustice The 2018 report of the Intergovernmental Panel on Climate Change states that climaterelated risks for natural and human systems are disproportionately higher for disadvantaged and vulnerable populations, indigenous people and local communities that are dependent on agriculture or coastal livelihoods. (IPCC Special Report, 2018) More specifically, the primary cause of displacement of vulnerable social groups from their home countries is not environmental degradation. In the majority of cases, climate migration is associated with other factors, such as poverty, social exclusion, demographic reasons, unequal access to resources, conflicts etc. Another important factor is the ‘‘vulnerability to climate change, i.e. the degree that geophysical, biological, socio-economic systems are susceptible to and unable to cope with adverse impacts of climate change’’, namely how the populations, affected by adverse environmental changes, adapt and respond to them based on the availability of technological solutions against climate change, the degree of sensitivity and the exposure to risks. (European Parliament, 2011) In terms of demographics, this means that Black people, Indigenous people, and people of color (BIPOC) are disproportionately experiencing the impacts of climate change, namely due to flooded homes, vanishing sources of drinking water, disrupted local economies and extreme heat waves. For instance, in the aftermath of Hurricane Katrina in the US (2005), it was estimated that 80% of destroyed homes belonged to Black families and, further, Black individuals represented over half of total fatalities caused by the hurricane. (Thomas & Haynes, 2020) These racial disparities stem from global inequality, as people who are wealthy and have access to enough resources can anticipate and adapt to climate change, whereas people who are poor and live in poor countries have less ability to do so. (Schlossberg & Collings, 2014) Finally, the racial injustice of climate change can be seen at the global level. The GHG emissions of the top ten emitters equal 60 percent of net global emissions and yet the highest emitting states also tend to be among the “least vulnerable to the impacts of climate change, [with] this inequality [holding] true for both 2010 and 2030”. (Althor, Watson & Fuller, 2016) For instance, although the Pacific Island nations account for less than 0.03% of GHG, the 48
people of Tuvalu already lose their homes due to sea level rise caused by climate change. (McMichael, Farbotko, Piggott-McKellar, Powell & Kitara, 2021) A holistic social justice response For either the climate justice or racial justice movement to fully succeed, they should be treated as inextricably linked. A serious response to their violent structural dimension will transform radically the policies, systems, and procedures that perpetuate the problem so that this transformational change can extend beyond the level of relationships between individual people, and so changes can be broadly based and lasting. (Elsbernd, 1989). Therefore, a holistic social justice response can adequately address the cultural, social and environmental aspects of climate change since it focuses on ‘‘the common good of a whole society including individual members, collective groups and the structures’’ and carries a special concern for ‘‘those unable to demand justice for themselves’’. (Elsbernd, 1989) First, the challenges posed especially to the developing countries are linked to the policies that should be adopted to successfully manage the flows of people that want to migrate due to extreme environmental phenomena. The appropriate management, at the pre-migration level, can be achieved through successful mitigation and adaptation. In other words, originating countries should employ necessary actions that prevent migration by helping individuals to adapt to environmental hazards and by building more resilient communities. (Warner, Ehrhart, Adamo, De Sherbinin & Chai-Onn, 2009) Mitigation and adaptation are associated with efficient policies about disaster risk reduction and involve ‘‘systematic efforts to analyze and manage the causal factors of disasters, including through reduced exposure to hazards, lessened vulnerability of people and property, wise management of land and the environment and improved preparedness for adverse events’’. An example of this strategy includes the so-called NAPAs (National Adaptation Programs of Action) that have been adopted by several developing countries in order for people to remain in their home countries, such as the NAPA of Mali which proposes the enhancement of durable fish production and the diversification of activities of fishing communities to reduce migration flows. (IOM, 2009) Second, a holistic social justice approach should be oriented to the transformation of the local, international and global institutions that deal with climate change so that they contribute to the common good and the better treatment of the most vulnerable social groups. The aim is to transform the way that the individuals work in relation with others and to the institutions that govern their lives. (Mastaler, 2019) Third, the principle of ‘‘common but differentiated responsibilities and respective capabilities’’ (CBDRRC), that is embodied within the climate regime, seeks to differentiate the burden of addressing climate change among countries according to their historical contribution to atmospheric concentrations of GHG and their relative capacities. However, the commitment in the 2015 Paris Agreement to keep warming well below 2ºC, and to make 49
a concerted effort to limit warming to 1.5º, is untenable for many countries in the Global South and does not provide a roadmap on how to achieve this goal. (Sealey-Huggins, 2017) Clémençon (2016) argues that the Paris Agreement let developed countries “off the hook” for their massive contributions to historical emissions, put increased pressure on developing countries and left vulnerable developing countries even more exposed to climate change impacts that are increasing in both magnitude and frequency. Another obstacle in adequately confronting climate-induced environmental displacement is the lack of protection of climate refugees in the international legal framework. The ‘‘Geneva Convention of 1951 Relating to the Status of Refugees’’ includes provisions only for the protection of political refugees, and the ‘‘UN Guiding Principles on Internal Displacement of 1998’’ apply only to climate refugees that have displaced to another region of their own country and not across international borders. (Bettini, Nash & Gioli, 2016). Moreover, international jurisprudence has opened the doorway to future protection claims for individuals whose life is threatened due to the climate change but it has not succeeded to fill the existing legal gap. In particular, in 2020, the UN Human Rights Committee (the Committee) considered the communication No. 2728/2016 filled by Ioane Teitiota, a citizen of the Republic of Kiribati, located in the Pacific Ocean, with regards to the claim that the denial of his asylum application as a climate refugee by New Zealand and his consequent deportation to Kiribati violated his right to life under Article 6 of the International Covenant on Civil and Political Rights (ICCPR). The Committee ruled that there was not a violation of the right to life since the applicant had not provided sufficient evidence demonstrating that the sea level rise and other effects of climate change could make him a victim of a situation that would result in life-threatening conditions, and that the government of Kiribati failed to take steps to protect its citizens from the effects of environmental degradation to the extent possible. However, it recognised the application of the principle of non-refoulement in the context of climate change cases by stating that, if climate change impacts become worse in the future, governments should not return people to their home countries where their life would be threatened or where they would face inhuman or degrading treatment (Articles 6 and 7 of the ICCPR). (UN HRC, 2020) Therefore, the international climate change regime should reconsider the capacity of developing countries to respond to climate change as decisively as developed countries and address the existing legal lacunae on the protection of climate refugees in order for forwardlooking policies to be better equipped to meet the needs of the world’s most vulnerable nations. (Thornton, 2018) Conclusion It can be argued that COVID-19 stimulus packages are an opportunity to not just “build back better,” but to ‘‘build back Blacker, fairer, and greener’’. (Lammy & Bapna, 2021). As the world recovers from the pandemic, minority-owned sustainable businesses should be financially 50
supported since they are more susceptible to loss, green jobs should be put at the heart of the recovery, as well the empowerment of the most vulnerable social groups, such as women, and communities. Lastly, policies around migration and displacement have to be updated to account for the climate crisis. Bibliography I.
Books Elsbernd, M. (1989). A Theology of Peacemaking: A Vision, A Road, A Task. MD, USA: University Press of America. Thornton, F. (2018). Climate Change and People on the Move: International Law and Justice. Retrieved from https://oxford.universitypressscholarship.com/view/10.1093/ oso/9780198824817.001.0001/oso-9780198824817
II.
Articles
Althor, G., Watson, J., Fuller, R. (2016). Global mismatch between greenhouse gas emissions and the burden of climate change. Scientific Reports, 6 (20281). https://doi.org/10.1038/srep20281. Bettini, G., Nash, S. L., Gioli, G. (2016). One step forward, two steps back? The fading contours of (in)justice in competing discourses on climate migration. Geographical Journal, 183 (4), 348-358. https://doi.org/10.1111/geoj.12192. Clémençon, R. (2016). The Two Sides of the Paris Climate Agreement: Dismal Failure or Historic Breakthrough?. The Journal of Environment & Development, 25 (1). 3-24. https://doi.org/10.1177/1070496516631362. Lammy, D., Bapna, M. (3 May 2021). There is No Climate Justice Without Racial Justice. TIME. Retrieved from https://time.com/6017907/climate-emergency- racial-justice/. Mastaler, J. (2019). Social Justice and Environmental Displacement. Environmental Justice, 12 (1), 17-22. https://doi.org/10.1089/env.2018.0029. McMichael, C., Farbotko, C., Piggott-McKellar, A., Powell, T., & Kitara, M. (2021). Rising seas, immobilities, and translocality in small island states: case studies from Fiji and Tuvalu. Population and Environment. https://doi.org/10.1007/s11111-021-00378-6. Schlodsberg, D., Collings, L. (2014). From environmental to climate justice: climate change and the discourse of environmental justice. WIREs Climate Change, 5 (3). 359-374. https://doi.org/10.1002/wcc.275. Sealey-Huggins, L. (2017). ‘1.5°C to stay alive’: climate change, imperialism and justice for the Caribbean. Third World Quarterly, 38 (11). 2444-2463. https://doi.org/10.1080/01436597.2017.1368013. Thomas, A., Haynes, R. (22 June 2020). Black Lives Matter: the link between climate change and racial justice. Climate Analytics. Retrieved from
51
https://climateanalytics.org/blog/2020/black-lives-matter-the-link-between-climatechange-and-racial-justice/. Tower, A. (29 July 2020). We Need To Talk About Climate Migration As A Justice Issue. Climate Refugees. Retrieved from https://www.climate-refugees.org/ perspectives/2020/7/29/we-need-to-talk-about-climate-migration-as-a-justice-issue. III.
Miscellanea
European Parliament's Committee on Civil Liberties, Justice and Home Affairs. (2011). Climate Refugees: Legal and policy responses to environmentally induced migration. Retrieved from http://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/ etudes/join/2011/462422/IPOL-LIBE_ET%282011%29462422_EN.pdf. Intergovernmental Panel on Climate Change. (2018). Special Report on Global Warming of 1.5 ºC. Retrieved from https://www.ipcc.ch/sr15/. International Organisation for Migration. (2009). Migration, environment and climate change: Assessing The Evidence. Retrieved from https://publications.iom.int/ system/files/pdf/migration_and_environment.pdf. United Nations Human Rights Committee. (2020). Views adopted by the Committee under article 5 (4) of the Optional Protocol, concerning communication No. 2728/2016 CCPR/C/127/D/2728/2016. Retrieved from https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symb olno=CCPR%2FC%2F127%2FD%2F2728%2F2016&Lang=en. Warner, K. Ehrhart, C., Adamo, S., B., De Sherbinin, A., & Chai-Onn, T. (2009). In Search of Shelter: Mapping the Effects of Climate Change on Human Migration and Displacement. (Report). Retrieved from https://www.care.org/wpcontent/uploads/2020/05/CC-2009-CARE_In_Search_of_Shelter.pdf.
52
53