ΑΠοΨη
«Στο ’πα και στο ξαναλέω Αρίστο, Σμυρνιός είσαι...» του Γιώργου Κιβωτού
Πολύβουη η πόλη, μα κάτι έχει κρατήσει μέσα της, από την αρχοντιά εκείνων των εποχών, από τον παλμό που την χαρακτήριζε κάποτε. Τί κι αν τα πάντα έχουν αλλάξει... Αυτός δεν μπορεί να χάσει το δρόμο του. Με τίποτα... Ένα σημάδι εδώ, μιά γνωστή γωνία παρακάτω, σκόρπια σημεία αναφοράς, σκόρπιοι άνθρωποι, σκόρπιες αναμνήσεις... Δεν τον πήρε πολύ να φτάσει στη Μελαντία. Ούτε και δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει το σπίτι του. Έστεκε ακόμα, σε πείσμα των καιρών, δείγμα κλασσικής αρχιτεκτονικής της εποχής: διώροφο, με πλατιά ντουβάρια, περήφανα γείσα στα ακροπάρτερα της οροφής, βαριά παραθυρόφυλλα. Πίσω από το ξύλινο χαγιάτι που ξεπρόβαλε στο σοκάκι, ήταν το δωμάτιο που είχε γεννηθεί... Το ημερολόγιο έγραφε «15 Ιανουαρίου 1900»... Ακριβώς από κάτω του και διαγώνια, δεσπόζει η χαρακτηριστική καμάρα που μέσα της φιλοξενεί την εξώπορτα. Το χρώμα των τοίχων, αν και ξεβαμμένο από το άγγιγμα του χρόνου, αποπνέει ένα άρωμα αρχοντιάς. Δεν χορταίνει να το κοιτάζει και να το αγγίζει, ψιλαφίζοντας τον σοφά των αναμνήσεών του. Αγγίζει την επιφάνειά του και του φαίνεται σαν να σκούρυνε η ώχρα επάνω στους ταλαιπωρημένους τοίχους του. «Σαν να απορρόφησε μέσα της, τις φωτιές που είχαν ανάψει οι Τουρκαλάδες, έτσι όπως άθελά τους, αντανακλούσαν την πυρκαγιά και την καταστροφή πάνω τους...» σκέφτεται και βλέπει τον θείο του, τον Αλέξανδρο να πνίγεται μέσα στις φλόγες και να χάνεται για πάντα. Θυμήθηκε τον πατέρα του που τον έστελνε στην Ευαγγελική Σχολή, αλλά εκείνος πού τον έχανες -πού τον έβρισκες, στη θάλασσα την έβγαζε. Σκληρή προπόνηση κάθε μέρα. Δεινός κολυμβητής. Οι αγώνες κολύμβησης, ήταν το μόνο που τον γέμιζαν. Κι όλη η πόλη είχε να μιλάει γι’ αυτόν, για την ομορφιά του, το αγαλμάτινο κορμί του κάθε που βούταγε μέσα... Κι αυτός, με κάθε απλωσιά του χεριού του, ένιωθε πως ερχόταν ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στη μητέρα πατρίδα, καθώς έσκιζε τον ορίζοντα. Τότε, δεν ήξερε ότι το όνομά του, κάποια μέρα θα ορίσει τους ορίζοντες του πλανήτη που ήθελε να διασχίσει και ότι η τσιμινιέρα του, θα έκανε την Ελλάδα, γνωστή στα πέρατα της υφηλίου και τον ίδιο, τον απόλυτο εκφραστή του όρου «εφοπλιστής»... Σφίγγει τη γροθιά του επάνω στον ώχρινο τοίχο, σαν να θέλει να περικλείσει μέσα της τις δεκαετίες που πέρασε μακριά του, τα χαμένα εφηβικά χρόνια, τα όνειρα που τα εκλεισαν μέσα τους τ’ αποκαΐδια του χρόνου... Σηκώνει το κεφάλι ασυναίσθητα, καθώς η γλυκιά αύρα διατρέχει τα μαδέρια του ξύλινου μπαλκονιού, κάνοντάς τα να αντηχούν σαν μπουρού βαποριού. Το βλέμμα του πέφτει επάνω σε μία επιγραφή, γραμμένη με μπογιά, πρόχει-
ρα, με παχιά ακανόνιστα γράμματα: «SATILIK» («ΠΩΛΕΙΤΑΙ»)... «Το σπίτι μου, πουλιέται... Τίποτα δεν αφήσανε όρθιο οι μπουνταλάδες...» ψιθυρίζει. Ρωτάει τριγύρω, να μάθει σε ποιόν ανήκει. Κάποιος του εξηγεί, ότι το οίκημα είχε χαρακτηριστεί ως «εγκαταλελειμμένο από τους Έλληνες» και συμφώνως της Συνθήκης της Λοζάννης το 1923, είχε παραχωρηθεί σε κάποιον Xασάν Kοτς. Κάποιος άλλος πάρακάτω, του σφύριξε ότι το σπίτι κατοικείτο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ότι κάποιος ονόματι Eρντέν, απόγονος του Χασάν Κοτς, το έβγαλε στο σφυρί για κάτι παραπάνω από 18 εκατομμύρια δραχμές... Να ’κανε καλά άραγε που ανέβηκε από την παραλία ως εδώ; Να ’ταν λάθος του, που ξύπνησε την Λερναία Ύδρα των αναμνήσεων; Ούτε κι αυτός ξέρει... Το ξημέρωμα θα τον βρεί να κάθεται αναπαυτικά στο σαλόνι του υπερπολυτελούς yacht του. Δίπλα σε ένα ποτήρι με ουίσκυ, ένα πούρο αφήνει διάχυτο το άρωμά του στο χώρο. Το βλέμμα του καρφωμένο πρός τη μεριά της Σμύρνης, που κι εκείνη ξαπλωμένη αναπαυτικά, ανάμεσα στην παραλία και χιλλιάδες φώτα, μοιάζει να έχει παραδωθεί στο απαλό νανούρισμα του Μπάτη... Το μυαλό του βασανίζεται ακόμη από την ίδια σκέψη: ήταν σωστό μετά από τόσες δεκαετίες να ξαναπερπατήσει σ’ εκείνα τα μέρη που τον γέμισαν με θύμησες και νοσταλγία; Ο καπνός από το πούρο παίζει, μοιάζει να είναι η μόνη ανέμελη συντροφιά του, δημιουργώντας σκιές κι αλλόκοτα σχέδια, καθώς από το πικ-απ, η φωνή της Ρόζα Εσκενάζι, έρχεται να κάνει την επίμονη αναρώτησή του, να μοιάζει σαν μαχαίρι που το γυρνάει ο ίδιος βαθιά μεσ’ την πληγή: «Στο ’πα και στο ξαναλέω: στον γυαλό μην κατεβείς...». Δεν ξέρει πια ούτε κι ο ίδιος, πού βρίσκεται, πού είναι... Ούτε καν από πού είναι... Όπως και η Ρόζα... Σεφαρδίτισα ήτανε; Τουρκάλα ήταν; Εβραία; Για Ρωμιά; «Σμυρνιά είμαι μπρε Αρίστο!», σαν να ακούστηκε μιά φωνή από τα βάθη της ακτής... «Τ’ ακούς; Σμυρνιά! ΣΜΥΡΝΙΑ, με κεφαλαία γράμματα, όπως κι εσύ μάτια μου, όπως κι εσύ...». «Θα με θυμάται κανείς άραγε 120 χρόνια μετά;» σκέφτεται... (Εμείς πάντως, δεν σε ξεχάσαμε, αιώνιε Αρίστο...). FEBRUARY 2021 SHIPPING 45