1
2
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Βόλος 2021
‘Η αφηρημένη έννοια του (ου)τόπου’
Ερευνητικό Θέμα
Αλέξανδρος Τσιλιμπάρης-Βαλλιανάτος Επιβλέπων Καθηγητής : Ιορδάνης Στυλίδης 3
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
00 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ι. έννοιες........................................................................... 9 ΙΙ. υποκειμενικότητα....................................................... 15
01 | ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΙΙΙ. πόλη............................................................................. 19 ΙV. έλεγχος........................................................................ 21 V. αποτυχίες..................................................................... 25
02 | ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ VI. η πόλη ως μηχανή...................................................... 29 VII. οι νέες ουτοπίες......................................................... 31 VIII. συμπέρασμα Ι........................................................... 41
03 | 21ος ΑΙΩΝΑΣ IX. σήμερα........................................................................ 45 X. πράσινες ουτοπίες...................................................... 49
04 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ XI. tabula rasa................................................................... 51 XII. ευτοπία...................................................................... 55 XIII. συμπέρασμα ΙΙ.......................................................... 57 5
ABSTRACT
Is it necessary to talk about utopia? Do we need architectural ideas - imprinted with plans or words - when they do not correspond to a workable project? Can architectural research be enriched with elements of fantasy or should it only serve the logic of reality? The concept of utopia has always varied between different eras and individuals. Sometimes utopian visions may seem dangerously tangible / achievable, but mostly, they are considered a simple, elusive fantasy. Trying to realize visions, based on a blueprint/ plan, history has taught us that a utopian idea can easily be transformed into a dystopian state. The last century was probably one of the most powerful eras of utopian thought. The Industrial Revolution gave great hope to mankind about solving problems and inequalities with the help of logic and technology. Radical architects of this era promoted a pioneering thought, along with a technological utopianism, giving new dimensions to the extremely elastic notion of utopia. In the 21st century, a time when practicality and production are fueled by widely accepted capitalism, what is the significance of utopian ideology when the feeling of the end of history prevails? It worths of studying and judging the utopian dimension of an architecture that began and ended reconciled with the prospective that it would remain mere designs, drawing from its relation to reality, even if it was never realized, because it transcended social, economic, cultural conditions of its time. According to Lewis Mumford, the history of utopia is the other half of the history of mankind. The scene of human activities has always been more or less the same, no matter how many changes the planet has undergone over the years. Everything that happened, however, is only half of our history, since we live in two worlds at the same time: the external-material one and the internal-of our mind.
6
Η έννοια της ουτοπίας είχε πάντα διακυμάνσεις μεταξύ διαφορετικών εποχών και ατόμων. Μερικές φορές τα ουτοπικά οράματα μπορεί να μοιάζουν επικίνδυνα απτά/υλοποιήσιμα, ωστόσο τις περισσότερες φορές θεωρούνται μία απλή, αόριστη φαντασία. Προσπαθώντας να υλοποιήσουμε οραματισμούς, βασισμένους σε κάποιο προσχέδιο/σχέδιο/σύνταγμα, η ιστορία μας έχει διδάξει ότι μία ουτοπική ιδέα μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε δυστοπική κατάσταση. Ο τελευταίος αιώνας ήταν πιθανώς μία από τις ισχυρότερες εποχές της ουτοπικής σκέψης. Η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε μεγάλη ελπίδα στην ανθρωπότητα σχετικά με την επίλυση προβλημάτων και ανισοτήτων με τη βοήθεια της λογικής και της τεχνολογίας. Ριζοσπαστικοί αρχιτέκτονες της συγκεκριμένης εποχής προώθησαν μία πρωτοποριακή σκέψη, παράλληλα με έναν τεχνολογικό ουτοπισμό, δίνοντας νέες διαστάσεις στην εξαιρετικά ελαστική έννοια της ουτοπίας. Στον 21ο αιώνα, μία εποχή που η πρακτικότητα και η παραγωγή τροφοδοτούνται από τον ευρέως αποδεκτό καπιταλισμό, ποια η σημασία του ουτοπικού ιδεολογισμού, όταν κυριαρχεί το συναίσθημα του τέλους της ιστορίας; Εχει ενδιαφέρον να μελετάμε και να κρίνουμε αυτή την ουτοπική διάσταση μιας αρχιτεκτονικής που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με την προοπτική να παραμείνει στο σχέδιο, αντλώντας από τη σχέση της με την πραγματικότητα, έστω και αν δεν υλοποιήθηκε, καθώς ξεπέρασε κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και κατασκευαστικές συνθήκες της εποχής της. Σύμφωνα με τον Lewis Mumford η ιστορία της ουτοπίας αποτελεί το άλλο μισό της ιστορίας της ανθρωπότητας. Το σκηνικό των δραστηριοτήτων του ανθρώπου ήταν πάντοτε λίγο πολύ το ίδιο, όσες αλλαγές κι αν υπέστη ο πλανήτης με την πάροδο των χρόνων. Όλα όσα συνέβησαν, όμως, αποτελούν μόνο το μισό της ιστορίας μας, αφού ζούμε ταυτόχρονα σε δύο κόσμους: τον εξωτερικό-υλικό και τον εσωτερικό-του νου μας.1 7
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Είναι αναγκαίο να μιλάμε για την ουτοπία; Χρειαζόμαστε αρχιτεκτονικές ιδέες -αποτυπωμένες με σχέδια ή λόγια- όταν δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο υλοποιήσιμο πρόγραμμα; Μπορεί η αναζήτηση της αρχιτεκτονικής να εμπλουτιστεί με στοιχεία της φαντασίας ή θα έπρεπε να υπηρετεί μόνο το λογικό της πραγματικότητας;
8
00 |ΕΙΣΑΓΩΓΗ
I.έννοιες
Π
ροσεγγίζοντας την έννοια τόπος, χρειάζεται να σκεφτούμε, όσα συγκροτούν την ταυτότητά του καθώς βιώνεται από τον/την άνθρωπο παρατηρητή/επισκέπτη/κάτοικο. Εξαιτίας της σύντομης ή διαρκούς κατοίκησης ο/η άνθρωπος μεταμορφώνει/ερμηνεύει τον χώρο σε τόπο, ορίζοντας τη σημασία του, την φυσική, πολιτική αξία, τον δυνατό βαθμό οικειοποίησής του. Όταν ο φυσικός χώρος αρχίζει να τροφοδοτείται με λειτουργίες, να ενισχύει-υποθάλπει όνειρα, να εκλύει συναισθήματα, να επιτρέπει την ενεργοποίηση σημασιών, που πριν βιωθεί από τον/την άνθρωπο επισκέπτη δεν είχε, τότε μετατρέπεται σε τόπο. Ο/Η άνθρωπος κάτοικος/επισκέπτης και ο τόπος που τον περιέχει συνδέονται σε αμφίδρομη σχέση παραγωγής και έκλυσης νοημάτων. Συναποτελούν ένα σύστημα ανταλλαγής σημασιών, μια σκηνή αέναης αλληλεπίδρασης. Για τον λόγο αυτό ο/η άνθρωπος προσπαθούσε πάντα να δημιουργήσει, να ορίσει ταυτότητες τόπων πραγματικών αλλά και φανταστικών ώστε να συνδιαλέγεται σωστά με την επιρροή τους. Ο Γάλλος φιλόσοφος Gaston Bachelard επισημαίνει πως “Ο χώρος έτσι όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία δεν έχει πια σχέση με τον αδιάφορο χώρο που παραδίνεται στο μέτρο και στο λογισμό του γεωμέτρη. Είναι ένας βιωμένος χώρος. Βιωμένος όχι μόνο στη θετικότητα του, αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας, το χαρακτηριστικό του είναι ότι σχεδόν πάντα μας γοητεύει.”2 9
Η λέξη ουτοπία (ου + τόπος) συγκρατεί μια εξαιρετικά εύπλαστη έννοια. Η ίδια η λέξη υπονοεί/σημαίνει τον τόπο που δεν υπάρχει, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται σε μία ιδανική περιεχόμενη εγκατεστημένη κοινωνία η οποία συνήθως συγκροτείται από ένα σύνολο χωρικών, χρονικών, πολιτικών ιδιοτήτων: το ασφαλές περιβάλλον, το δίκαιο και ειρηνικό πολιτικό σύστημα, την πολιτική ισότητα μεταξύ όλων των πολιτών, την πλήρη και ολοκληρωμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την πλήρη υγειονομική περίθαλψη, την πλήρη ικανοποιητική απασχόληση. Το σύνολο, δηλαδή, των υλικών και στοχαστικών παραγόντων, δημοσίων λειτουργιών, ηθικών-νομικών κανόνων, πολιτικών σχέσεων που λειτουργούν με σκοπό την επίτευξη διαρκούς “αρμονικής” ζωής. Το αν μία ρεαλιστική κοινωνία/οργάνωση μπορεί να υπάρξει/επιτευχθεί πολιτικά και κυρίως, το κατά πόσο μπορεί να αντέξει στο χρόνο αποτελεί μία ιδιαίτερα απαιτητική πολιτική διερώτηση, ειδικά μετά την πτώση του κομμουνιστικού εγχειρήματος. Συχνά οι ουτοπικές επιθυμίες/ανιχνεύσεις συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τα εγχειρήματα και τις εφαρμογές της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών δημοκρατιών (που κατέρρευσε το 1991) και της Κίνας (πολιτιστική επανάσταση 1966-1976).
εικ. 1 Δοξιάδης, Διαγράμματα για την ουτοπία, 1966
10
Πολύ πριν την προσπάθεια να κατανοηθεί και διερευνηθεί το πολιτικό-φιλοσοφικό περιεχόμενο κάθε πρότασης για την ουτοπία, ο όρος και οι χωρικές-χρονικές-πολιτικές εκφάνσεις του περιεγράφηκαν σε βιβλία και περιορισμένα ιστορικά παραδείγματα, υποδεικνύοντας σπάνια έναν πραγματικό χώρο στον παρόντα -κάθε φορά- χρόνο τους. Συνήθως οι γραπτές αναφορές, εξελίσσονται/περιγράφουν ένα φανταστικό παρελθόν, ή ένα επινοημένο παρόν σε ένα μακρινό τόπο/χώρο, στο μέλλον ή στον κόσμο της επιστημονικής-πολιτικής φαντασίας. Τα κείμενα-μύθοι χωρίζονται σε δύο βασικές εικ. 2 Ουτοπία, α’ έκδοση, 1516 κατηγορίες: τις ουτοπίες φυγής, οι οποίες προϋποθέτουν την εγκατάλειψη ενός τόπου και το ταξίδι προς μία νέα πολιτική-χωρική πραγματικότητα, και τις ουτοπίες ανασυγκρότησης, οι οποίες βασίζονται στην αναδιοργάνωση μίας ήδη υπάρχουσας, ενεργής κοινωνίας. Ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο της ουτοπίας εικ. 3 Ουτοπία, χάρτης, 1516 ήταν ο Sir Thomas More, στο ομώνυμο βιβλίο του, πριν από πεντακόσια χρόνια (1516). Περιγράφει ένα φανταστικό νησί, στο οποίο οι άνθρωποι μοιράζονται κοινό πολιτισμό και τρόπο ζωής, μία ιδανική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που λειτουργεί για τη συνεχή βελτίωση των καθημερινών-διαρκών αναγκών-επιθυμιών των πολιτών της. Ο More εξηγεί τη διπλή φύση του όρου τοποθετώντας τον κάπου μεταξύ των ορίων ενός “καλού μέρους” (good place) και ενός “απουσιάζοντος μέρους” (no place). Λόγω αυτής της στοχαστικής πολιτικής δυαδικότητας, ο υπαινιγμός του “καλού” μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως “ιδανικό”. Επειδή το “ιδανικό”, το ιδεώδες, θεωρείται ασταθές, κύημα της φαντασίας, η ερμηνεία της λέξης ουτοπία τείνει να ορίζεται ως ‘‘ο ανύπαρκτος τόπος’’.
11
Κάθε περιγραφή ουτοπικής κοινωνίας, όσο πιο πολύ διαφέρει από την πραγματικότητα ‘‘όπως την εννοούμε’’, τόσο πιο έντονα σηματοδοτεί την διαφορά-απόκλιση των κοινωνικών δομών-προτάσεων που περιέχει. Όσο πιο εξαντλητική είναι η συγγραφική περιγραφή, τόσο πιο διαφορετική, συντηρητική ή ριζοσπαστική είναι η πολιτική-φιλοσοφική σχέση με το παράδειγμα που χρειάζεται να υπερβεί και κρίνει. Τέτοιες περιγραφικές ουτοπίες, συνεπώς, εγκαταλείπουν (με επιλογή, φυσικά, του/της αφηγητή/αφηγήτριας συγγραφέα τους) τον ιστορικό αλλά και τον κοινωνικό χρόνο/χώρο ως ζωτικό υπόβαθρο της υπόστασής τους. Δεν επιτρέπουν να αναπτυχθεί στο εσωτερικό τους (στο κείμενο της περιγραφής) καμία εναλλακτική μορφή ετερότητας απαγορεύοντας ουσιαστικά την συνεχή δημιουργική φιλοσοφική-πολιτική εσωτερική διαφοροποίηση. Βασικά φιλοσοφικά-πολιτικά χαρακτηριστικά τους είναι η τυπική πολιτική πειθαρχία, η αέναη επανάληψη τακτικών ζωής και η αδιαφορία ως προς οποιονδήποτε νεοτερισμό. Υπάρχουν, όμως, περιγραφές (κείμενα) φαντασιακών/φανταστικών τόπων που δεν περιέχουν το απλοϊκό απόλυτο ιδανικό μίας ιδεώδους κοινωνίας, αλλά επιχειρούν να ενσωματώσουν στην δική τους ιδεολογική-συγγραφική προσέγγιση του “άλλου”, πραγματικά ιστορικά παραδείγματα, γεγονότα, περιστατικά, πολιτικά ατυχήματα με τη μορφή, συνήθως, μίας ζοφερής πρόβλεψης για το μέλλον. Οι δυστοπίες (κείμενα, οπτικοακουστικές αφηγήσεις) έχουν ως βασικό στόχο τη άμεση σύγκρισή τους με το πολιτικό-κοινωνικό παρόν. Αφηγούνται-περιγράφουν ολοκληρωμένους μακρινούς (χωρικά-χρονικά) κόσμους, με σαφείς υπαινιγμούς/συγκρίσεις, για τον παρόντα σύγχρονο κόσμο της εμπειρίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιγραφών δυστοπικών κόσμων αποτελούν η ταινία Blade Runner του Ridley Scott και το βιβλίο 1984 του George Orwell. Η δυσ-τοπίαi (δυς + τόπος) γεννήθηκε ως έννοια και πολιτικό αντιστάθμισμα - άρνηση της έννοιας ουτοπία. Περιέχει τις πολιτικές ιδιότητες του καταπιεστικού καθεστώτος, την ανυπαρξία τυπικού πολιτικού συστήματος, την ακραία υλική φτώχεια ή το τεράστιο πολιτικό χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, την διαρκή προπαγάνδα, την απαγόρευση της ελεύθερης και της ανεξάρτητης σκέψης.
i. Συνώνυμες λέξεις για τον συγκεκριμένο όρο αποτελούν η κακο-τοπία και η αντιουτοπία.
12
Οι δυστοπίες είναι κειμενικές απεικονίσεις/περιγραφές πολιτικά επιφανειακές εκτός αν ο/η οδηγούμενος/η αναγνώστης/αναγνώστρια ή ο/η θεατής υποτάσσεται στο σενάριο, στο σύστημα ιδεών πως θα μπορούσε να ισχύσει στο εγγύς ή μακρινό μέλλον. Τα δυσ-τοπικά μυθιστορήματα και οι κινηματογραφικές αφηγήσεις λειτουργούν ως ένα είδος πολιτικών προειδοποιήσεων για την κατεύθυνση εικ. 4 έργο 1984, αφίσα ταινίας, 1984 κάθε παρούσας σε χώρο και χρόνο κοινωνίας. Κάθε παρόμοια αναπαράσταση ή οπτικοακουστική προειδοποίηση επιτρέπει στον/στην αναγνώστη/αναγνώστρια ή θεατή να σκεφτεί κριτικά τόσο το οικείο παρόν όσο και κάθε υποτιθέμενο ορισμό μέλλοντος. Παράλληλα, οι δυστοπικές αφηγήσεις προσφέρουν την τυπική ψευδαίσθηση στοχαστικής παρηγοριάς στους/στις θεατές ανθρώπους καθώς η παρούσα σε χώρο και χρόνο (και σχέσεις) κοινωνία τους φαίνεται ιδεώδης συγκριτικά με τον εξεικονιζόμενο δυστοπικό κόσμο. εικ. 5 Blade Runner, αφίσα ταινίας, 1982
13
Αντίθετα, το ένα και τα πολλά επόμενα “καλά μέρη” (good places), δηλαδή οι ευτοπίες (ευ + τόπος) μπορούν να επιτευχθούν/επιδιωχθούν στον πραγματικό κόσμο. Το εννοιολογικό βάθος της λέξης ευτοπία είναι αρκετά περιορισμένο στην ελληνική γλώσσα επειδή, ενώ είναι συγγενής εννοιολογικός προσδιορισμός της διεθνούς πια λέξης ουτοπία, τα περιεχόμενα και η επίδραση στην σκέψη-χρήση των δύο αυτών λέξεων (ελληνικά-γλώσσες) είναι κάθε άλλο παρά ίδια. Η έννοια ευτοπία, επιπροσθέτως, θα μπορούσε να σημαίνει την απελευθέρωση της ανθρώπινης στοχαστικής-πολιτικής δημιουργίας και σκέψης, προς την κατεύθυνση της συλλογικής δημοκρατικής πραγμάτωσης (χώρου-χρόνου-σχέσεων) την πραγμάτωση πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αυτονομίας. Το ατομικό, προσωπικό, εγωιστικό συμφέρον συν-εκφράζεται, τότε, και εξελίσσει σχέσεις αμοιβαίου οφέλους που έχουν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της διανοητικής-υλικής παραγωγικότητας, και τη δημιουργία πολιτικού, πολιτιστικού και υλικού πλούτου. Από μόνα τους αυτά τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν την διαρκή πρόοδο μιας κοινωνίας, με φορείς εξέλιξης τους πολίτες, ως ισότιμα μέλη και υπερασπιστές της. Η ευημερία επιτυγχάνεται αυθόρμητα, ως φυσική συνέπεια των πολιτικών πεποιθήσεων και των συλλογικών επιτευγμάτων. Σε αντίθεση με την περιορισμένη φύση της ουτοπίας, η οποία βρίσκεται φυλακισμένη στον κόσμο της φαντασίας, έξω από τα στενά όρια του πραγματικού και υλοποιήσιμου, η ευτοπία μπορεί να οριστεί, να υπάρξει και να κατακτήσει ένα συγκεκριμένο, περιορισμένο - αλλά με πιθανό το ενδεχόμενο επέκτασης - διάστημα χώρου και χρόνου.
14
II.υποκειμενικότητα
Μ
ελετώντας τις θεωρητικές απόπειρες δημιουργίας ουτοπικών κοινωνιών μέσα στο χρόνο, μπορούμε να αντιληφθούμε πως, στην πλειοψηφία τους, όχι μόνο δεν είναι διαθέσιμες σε όλους/όλες, αλλά, αντιθέτως, επιτρέπουν τη συμμετοχή σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων που ικανοποιούν ένα σύνολο συγκεκριμένων πολιτικών-φυσικών χαρακτηριστικών τόσο σωματικών όσο και νοητικών και επιπροσθέτως, καταδικάζουν, εξορίζουν, τιμωρούν με θάνατο μέλη ή ομάδες που σύμφωνα με την πολιτική εκδοχή του συγγραφέα θεωρούνται από την κοινότητα-αρχή ως επικίνδυνα στοιχεία της κοινωνίας, φορείς απειλής (κριτικής) για την αρμονική, ιδανική μορφή ζωής που εκδηλώνεται-κυριαρχεί σε αυτούς τους τόπους. Οι πολιτικές-φιλοσοφικές καταβολές της ουτοπικής ιδέας και των πρακτικών πιθανόν να περιέχονται σε κείμενα-αρχές των μονοθεϊστικών θρησκειών, που υπόσχονται-περιγράφουν επίσης την μεταθανάτια ζωή, τον Παράδεισο-κήπο, δηλαδή, διαθέσιμο όμως μόνο σε όσους/όσες ικανοποιούν αυστηρά τυπικά συμπεριφοράς. Είναι πιθανόν να πηγάζουν από την αρχαιοελληνική μυθολογία, όπου περιγράφεται πως οι ψυχές των ηρώων και των ενάρετων ανθρώπων έχουν ως τελικό προορισμό τα Ηλύσια Παιδία, περιοχή-τμήμα του Άδη (κόσμου των νεκρών) όπου : 15
‘‘...τα λιβάδια είναι ολάνθιστα, επικρατεί αιώνια άνοιξη και οι πηγές της Λήθης αναβλύζουν νέκταρ που κάνει τους νεκρούς να λησμονούν όλα τα γήινα δάκρυα και τις κακουχίες...’’ Στο κείμενο Πολιτεία του Πλάτωνα (94 π.Χ.), αναφέρεται η φράση: “θα είμαστε δικασταί μαζί και δικηγόροι οι ίδιοι”3, και περιγράφεται πως η είσοδος στην πόλη απαγορεύεται αυστηρά σε δικηγόρους και αν τυχόν ανακαλυφθεί πως οποιοσδήποτε κάτοικος ασκεί δικηγορικά καθήκοντα, συλλαμβάνεται και τιμωρείται με θάνατο. Στον ιδανικό κόσμο των κειμένων-περιγραφών του Πλάτωνα, αναφέρεται πως όλοι οι τραγικοί ποιητές θα βρίσκονταν έξω από τις πύλες της πόλης, και θα περιορίζονταν στο να μεταφέρουν τους επιβλαβείς στίχους τους μόνο στους άλλους εκφυλισμένους εξόριστους, αφού σύμφωνα με εκείνον : “ο ποιητής είναι μιμητής και ως εκ τούτου, όπως και όλοι οι άλλοι μιμητές, απομακρύνεται από την αλήθεια, άρα οι ποιητές πρέπει να εξοριστούν.”4 Τέλος, σε μία ακόμη πιο ακραία εκδήλωση επιλεκτικότητας ως προς τους ανθρώπους που δεν θεωρεί άξιους για να κατοικήσουν στον ιδεώδη κόσμο του, ο Πλάτων αναφέρει πως “παραμορφωμένοι απόγονοι, τόσο της ανώτερης όσο και της κατώτερης τάξης” πρέπει να απομακρυνθούν σε “μυστηριώδη άγνωστα μέρη”.5 Στο φιλοσοφικό, ουτοπικό κείμενο του Ιταλού επαναστάτη σοσιαλιστή Tommaso Campanella, Η Πόλη του Ήλιου (1602), αναφέρεται πως αποτελεί σοβαρό αδίκημα για τις γυναίκες να φορούν καλλυντικά, ψηλά τακούνια ή ένα συγκεκριμένο είδος φορέματος που ο συγγραφέας θεωρεί ανάρμοστο. “...Όταν οι γυναίκες ασκούνται παίρνουν μία καθαρή επιδερμίδα, γίνονται δυνατές, ψηλές και ευέλικτες και η ομορφιά τους συνίσταται σε ύψος και δύναμη. Επομένως, εάν οποιαδήποτε γυναίκα βάψει το πρόσωπό της, ώστε να γίνει όμορφη, ή χρησιμοποιεί ψηλοτάκουνες μπότες ώστε να μπορεί να φαίνεται ψηλή ή φορέματα με ουρά έτσι ώστε να μην φαίνονται τα παπούτσια της, καταδικάζεται σε θάνατο...”6 Στο έργο Ουτοπία του Thomas More (1516), οι Ουτοπιανοί απεχθάνονται τον πόλεμο, τον θεωρούν μία δραστηριότητα που αρμόζει μόνο στα θηρία, και πολεμούν μόνο για συγκεκριμένους λόγους, μόνο αν δεν υπάρχει άλλη λύση. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, λόγω του ότι αγαπούν και εκτιμούν τους συνανθρώπους τους πολύ, δεν είναι πρόθυμοι να τους στείλουν στη μάχη. Αντ’ αυτού, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τον λαό κάποιας γειτονικής χώρας ενάντια στον εχθρό τους. 16
Παράλληλα, προσλαμβάνουν μισθοφόρους στρατιώτες από όλον τον κόσμο, οι οποίοι πολεμούν ως Ουτοπιανοί στρατιώτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Ζαπολίτες, κάτοικοι μίας γειτονικής, φανταστικής χώρας που θεωρούνται “...σκληροί, άξεστοι και άγριοι, άνθρωποι που έχουν γεννηθεί για να πολεμούν...”7, η ζωή των οποίων έχει μικρότερη αξία από αυτή των Ουτοπιανών. Σχεδόν σε όλα τα κείμενα περιγραφών ουτοπιών περιλαμβάνονται αποδείξεις εφαρμογής κοινωνικής μηχανικής, επιβολής πειθαρχίας, δηλαδή, από την κυρίαρχη ελίτ ή την κυβέρνηση προς τους πολίτες ή υπηκόους, που αποσκοπεί στο να διεγερθούν στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές σε μεγάλη κλίμακα, προκειμένου να παραχθούν επιθυμητά πολιτικά χαρακτηριστικά σε έναν πληθυσμό-στόχο. Οι άνθρωποι οι οποίοι θεωρούνται μη επιθυμητοί/επιθυμητές αποβάλλονται, εξορίζονται, καταστρέφονται, και ακόμη, σε ορισμένες φανταστικές ουτοπίες, περιγράφεται η επιλογή της ευγονικής. Οι εγκληματίες, οι αντιφρονούντες, οι διανοητικά και σωματικά αδύναμοι/αδύναμες, αποκόπτονται από την αλυσίδα της αναπαραγωγής με στείρωση. Στις δυστοπίες του Orwell (1984) και του Huxley (Brave New World), μόνο εκείνοι που έχουν αλλάξει τη σκέψη τους έτσι ώστε να ευθυγραμμιστούν με το πολιτικό υπόβαθρο της κυρίαρχης ελίτ, επιτρέπεται να ζουν. Είτε με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών όπως το Soma, στο Brave New World, ναρκωτικό που ηρεμεί, προκαλώντας ευχάριστα συναισθήματα και αποτρέπει-εξουδετερώνει οποιαδήποτε αρνητική σκέψη-κριτική-δυσαρέσκεια ως προς το πολιτικό σύστημα, τους κανόνες συμπεριφοράς, τη ζωή γενικότερα, είτε μέσω βασανιστηρίων με τη χρήση εικ. 6 Brave New World, εξώφυλλο, 1932
17
διάφορων τεχνικών πλύσης εγκεφάλου στο έργο 1984. Στο δυστοπικό έργο του Orwell που εξελίσσεται στο φανταστικό υπερ-κράτος Ωκεανία, επικρατεί η Διπλή Σκέψη (Doublethink), μία διαδικασία διανοητικής κακοποίησης κατά την οποία το υποκείμενο αναμένεται να αποδεχθεί μία ψευδή δήλωση για την αλήθεια, ή να αποδεχθεί ταυτόχρονα δύο αντιφατικές πεποιθήσεις ως σωστές, συχνά σε αντίθεση με τις δικές του αναμνήσεις ή την αίσθησή του για την πραγματικότητα. Ακόμη, η Αστυνομία Σκέψης (Thought Police), ανακαλύπτει και τιμωρεί εγκλήματα απείθαρχης σκέψης, πολιτικές και προσωπικές σκέψεις που δεν έχουν εγκριθεί-διανεμηθεί από την κυβέρνηση. Η Αστυνομία Σκέψης και η Διπλή Σκέψη αποτυπώνουν, χρησιμοποιώντας διαφορετικό λεξιλόγιο, την αρνητική εκδοχή αυτού που στην ιστορία του ουτοπισμού θεωρείται θετική δύναμη. Η λογική λέει ότι για να ολοκληρώσουμε έναν ουτοπικό κόσμο- ‘‘σύμπαν’’, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε δραστικά τον τρόπο σκέψης. Ο Aldus Huxley έγραψε επίσης το εμβληματικό ουτοπικό κείμενο με τίτλο The Island (1962), στο οποίο αναμιγνύονται ιδέες, τακτικές και πειθαρχημένες συμπεριφορές, όπως ο Βουδισμός, ο συμπεριφορισμόςii και τα ναρκωτικά που, όπως περιγράφεται επηρεάζουν, αλλάζουν τον τρόπο σκέψης των κατοίκων-πολιτών, σε ένα φανταστικό νησί που ονομάζεται Pala, όπου η κοινωνική μηχανική που εφαρμόζεται καθιστά αδύνατη την ύπαρξη “δημαγωγών” (rubble rousers) και “ηρωικών ηγετών”. Σε γενικά πλαίσια, η πρωταρχική φιλοσοφική-οργανωτική ιδέα είναι πως εάν η ουτοπία (σύστημα χώρου, χρόνου και σχέσεων) δεν απαρτίζεται, λειτουργεί και αναπαράγεται αποκλειστικά και μόνο από τα καλύτερα, πιο ηθικά, πιο κατάλληλα -σύμφωνα με τον δημιουργό/συγγραφέα, άτομα-πολίτες, τότε τα νέα μέλη που εισέρχονται σε αυτή, είναι πιθανόν να μεταφέρουν κάποιο είδος “ριζοσπαστικής μόλυνσης” από κάποιον παλιό κόσμο, και να καταστρέψουν την πολιτική-κοινωνική υπόστασή της, αφού από το μικρότερο πιθανό θραύσμα μίας διαφορετικής ιδέας μπορεί να καταστραφεί η εξαιρετικά εύθραυστη ισορροπία της ουτοπίας.
ii. Συμπεριφορισμός ή Μπιχεβιορισμός. Θεμελιώδες αξίωμα αυτής της θεωρίας είναι ότι η μάθηση και η απόκτηση της γνώσης είναι αποτέλεσμα συνεξαρτήσεων ανάμεσα στα ερεθίσματα που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον του και τις αντιδράσεις του στα ερεθίσματα αυτά. Δηλαδή η συμπεριφορά του ατόμου ελέγχεται και διαμορφώνεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
18
Ό
πως και άλλοι οραματιστές, έτσι και σημαντικοί αρχιτέκτονες στην ιστορία, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την επιθυμία τους να παρουσιάσουν την δική τους ουτοπική πολιτική θέση, να οραματιστούν και να προτείνουν τον απόλυτο στόχο της αρχιτεκτονικής-πολεοδομίας, την υλοποίηση/πραγμάτωση της κοινωνίας του ανθρώπου μέσα σε μία ιδανική πόλη. Η σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τις κοινωνικές δομές ήταν πάντα ισχυρή, αφού η αρχιτεκτονική αποτελεί την οριστική εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος και της φιλοδοξίας, ενώ “αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα της κοινωνίας μέσα σε ένα πλαίσιο που σέβεται την ανθρώπινη κλίμακα”⁸ (Mumford). Η επιθυμία για ουτοπική πραγμάτωση και η εικόνα της ιδεώδους πόλης θεωρούνται από πολλούς κριτικούς στοχαστές άρρηκτα συνδεδεμένες. Σε αυτό όμως το πλαίσιο της αναμφισβήτητα ισχυρής σχέσης μεταξύ της ουτοπίας και της πόλης, σημαντικό είναι να δώσουμε έμφαση στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο έννοιες, επισημαίνοντας ότι η ουτοπία δεν αντανακλάται απαραίτητα σε εκδοχή πόλης. “Η ουτοπία βρίσκεται έξω από τη σφαίρα του τόπου και της πολιτείας και είναι ασαφής σχετικά με το είδος της φυσικότητας των σχεδίων που την κωδικοποιούν”⁹ (Kostof).
19
01 | ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ
III.πόλη
Η σχέση μεταξύ ουτοπίας και πόλης γίνεται δυνατή αν αναλογιστούμε ότι ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί όρους ελληνιστικής πολεοδομίας του τρίτου αιώνα προ Χριστού για να περιγράψει την φανταστική πόλη της Ατλαντίδας. Σύμφωνα με τον Mumford, όμως, “η έννοια της ουτοπίας δεν είναι μία ελληνική κερδοσκοπική φαντασία , αλλά πηγάζει από ένα ιστορικό γεγονός – ότι η ίδια η πόλη αποτέλεσε την πρώτη ουτοπία”¹⁰. Υποστηρίζει ότι η ίδια η έννοια της ουτοπίας προέρχεται από την πραγματική δημιουργία και οργάνωση της ανθρώπινης κατοίκησης, που είχε στόχο όχι μόνο τη προστασία των ανθρώπων από τον εχθρό και την επιδίωξη κατάκτησης υλικού πλούτου μέσω του εμπορίου, αλλά ακόμη την επιδίωξη της βέλτιστης δυνατής ζωής. Κατά τον μεσαίωνα, “αυτός ο κοσμικός προσανατολισμός, αυτές οι μυθικές-θρησκευτικές αξιώσεις, αυτή η βασιλική προτίμηση των εξουσιών και των λειτουργιών της κοινότητας είναι αυτό που μετέτρεψε το απλό χωριό σε πόλη, κάτι έξω από αυτόν τον κόσμο, το σπίτι ενός θεού. (…) Η ίδια η πόλη μετατράπηκε σε ιδανική μορφή, μία ματιά της αιώνιας τάξης, ένας ορατός παράδεισος στη γη, μία έδρα άφθονης ζωής, με άλλα λόγια, ουτοπία”¹¹. Η πόλη δεν ήταν απλά μία πυκνότερη συσσώρευση σπιτιών, δημοσίων κτηρίων και χώρων εμπορίου, αλλά αποτελούσε την συμβολική αναπαράσταση του ίδιου του σύμπαντος. Ο Mumford, ακόμη, σημειώνει ότι στους αρχαίους ρωμαϊκούς πολιτισμούς, οι δρόμοι ήταν αυστηρά προσανατολισμένοι στα σημεία της πυξίδας. Υπό αυτήν την έννοια, η αρχέτυπη πόλη ήταν αυτό που ο T.Campanella ονόμασε τη δικιά του περιγραφή της ουτοπίας, Η πόλη του Ήλιου.
εικ. 7 Ατλαντίδα, σκίτσο σύμφωνα με τις περιγραφές του Πλάτωνα.
20
εικ. 8 Η πόλη του Ήλιου, εξώφυλλο, 1602
IV.έλεγχος
Προκειμένου να δημιουργηθούν τέτοιου είδους ορισμένες σε χώρο
και χρόνο ουτοπίες – πόλεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν το σύμπαν, η εγκατάσταση-ορισμός τάξης και αρμονίας ήταν απαραίτητα χαρακτηριστικά στο σχεδιασμό τους. Η πόλη διοικούταν από μία ιεραρχία θεσμών και προσώπων, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο βασιλιάς. Στις αστικές-πολιτικές οργανώσεις του Μεσαίωνα, αλλά και παλαιότερων εποχών, ο βασιλιάς θεωρούταν θεός. Συνιστούσε το κυρίαρχο σύμβολο τάξης και δύναμης στην πόλη, ενώ είχε την ικανότητα να ασκεί ολοκληρωτική εξουσία πάνω σε κάθε μέλος της κοινότητας, διατάσσοντας υπηρεσίες, επιβάλλοντας θυσίες και πάνω από όλα επιβάλλοντας την απόλυτη υπακοή. “Το να κατοικεί κανείς στην ίδια πόλη με έναν θεό, σήμαινε ότι ήταν μέλος μία υπερ-κοινότητας, μία κοινότητα στην οποία κάθε υποκείμενο είχε μία θέση, μία λειτουργία, ένα καθήκον, έναν στόχο, ως μέρος μίας ιεραρχικής δομής που αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Κόσμο.” ¹²(Mumford) Το σχήμα-δίκτυο εξουσίας μπόρεσε να κάνει αυτές τις ουτοπίες δυνατές, με την ανάπτυξη κεντρικού συστήματος, επιβολής βίας και την χρήση σκλάβων και εξαναγκαστικής εργασίας.
21
Στο έργο Ουτοπία του T.More, η πρώτη πράξη του βασιλιά Ούτοπου, αφού εισέβαλε στη περιοχή όπου θα δημιουργούσε την ουτοπική πόλη του, ήταν να χρησιμοποιήσει τον αυτόχθονα πληθυσμό για να δημιουργήσει ένα περιμετρικό κανάλι, το οποίο θα διαχώριζε την περιοχή από την υπόλοιπη γη, δημιουργώντας έναν αυτόνομο, απομονωμένο χώρο προστατευμένο από εισβολείς. Ακόμη, περιμετρικά τείχη και προμαχώνες χρησιμοποιούνταν, έτσι ώστε να μηδενιστούν οι πιθανότητες διατάραξης της τάξης και της ενότητας της πόλης από εξωτερικούς παράγοντες υλικούς και στοχαστικούς. Μελετώντας προτάσεις ιδανικών πόλεων εύκολα παρατηρούμε ότι η βασική απειλή που αντιμετωπίζουν προέρχεται πάντα από το αδιαμόρφωτο-απεριόριστο εξωτερικό ‘‘άλλο’’ και έτσι η αυστηρή πολιτική-ιδεολογική-χωρική επιτήρηση και ο έλεγχος χρειάζεται ώστε να διατηρηθεί η εγκατεστημένη τάξη και η εξουσία. Ολόκληρες πόλεις σχεδιάστηκαν έχοντας ως βασικό άξονα την επιτήρηση και τον έλεγχο των πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόταση της ιδανικής πόλης της Palmanovaiii. Κυριότερα στοιχεία του σχεδιασμού της πόλης, αποτελούν η αυστηρή γεωμετρία της, τα τείχη που την περιέβαλαν, καθώς επίσης και η πολιτική ισότητα μεταξύ των κατοίκων της. Η ιδέα της συγκρότησής της ήταν ότι οι γνώσεις κάθε κατοίκου θα ήταν γνωστές σε όλη την κοινωνία ώστε να μην υπάρχει τρόπος οποιαδήποτε νέα ή σημαντική πληροφορία-ιδέα να διαρρεύσει είτε προς το εσωτερικό είτε στο εξωτερικό περιβάλλον της πόλης. Παρόμοια με την φράση του More: “Εκείνος που ξέρει έναν, τους ξέρει όλους, γιατί όλοι μοιάζουν μεταξύ τους.”¹³
εικ. 9 Απεικόνιση της αρχαίας Αιγύπτου. iii. Η Palmanova είναι πόλη και δήμος στη βορειοανατολική Ιταλία. Η πόλη αποτελούσε φρούριο της Ύστερης Αναγέννησης, χτίστηκε από τους Βενετούς το 1593.
22
εικ. 10 Palmanova, αξονομετρική κάτοψη / προσχέδιο, 1593
Όσο πιο “τέλειο” (στην τάξη, την οργάνωση, και τους κανόνες) είναι το σχέδιο κάθε διατυπωμένης σε περιγραφή ουτοπίας, τόσο περισσότεροι και αυστηρότεροι έλεγχοι χρειάζονται, από την διοίκηση της, οδηγώντας σταδιακά στη μετατροπή της σε ολοκληρωτικό καθεστώς. Ασκώντας συνεχή/υπερβολική πίεση και έλεγχο στους πολίτες, μεταμορφώνεται ο ιδεώδης ονειρικός τόπος, σε εφιαλτικό πεδίο-φυλακή. Σύμφωνα με τον Sargent, στην σύγχρονη κριτική βιβλιογραφία-αναφορές επικρατεί η τάση εξίσωσης της έννοιας-συνθήκης της ουτοπίας με τον εξαναγκασμό, τη βία και τον ολοκληρωτισμό. Η προσέγγιση αυτή αιτιολογείται αν θεωρηθεί η διαπραγμάτευση του περιεχομένου της έννοιας της ουτοπίας ως πρώτο αυθαίρετο αποτύπωμα/προσχέδιο της ιδέας του/της συγγραφέα/οραματιστή, που περιγράφει ως ιδανική κοινωνία. Η περιγραφή του συστήματος ιδεών, για να είναι ολοκληρωμένη, πρέπει να συνδεθεί με επαρκή περιγραφή χώρου-χρόνου-σχέσεων χωρίς διαφοροποίηση από το αρχικό προσχέδιο. Ο Sargent¹⁴ τονίζει, πως το παραπάνω διανοητικό εγχείρημα είναι αδύνατον διότι η έννοια της ιδανικής κοινωνίας δεν υφίσταται, αφού στο υποθετικό σενάριο της πραγμάτωσής της, ουσιαστικό στοιχείο θα αποτελούσαν οι ιδανικοί/ολοκληρωμένοι άνθρωποι, αλλά τέτοιας πνευματικής πειθαρχίας άνθρωποι δεν υπάρχουν. Όταν ένας πεπεισμένος, ενθουσιώδης ουτοπιστής συγγραφέας προσπαθεί να 23
περιγράψει/αφηγηθεί/κατασκευάσει το κείμενο μίας αφήγησης ουτοπίας, αναμφισβήτητα θα προκύψουν διαμάχες/λογικά σφάλματα, που όσο περισσότερο περιορίζουν την απόπειρα του, τόσο περισσότερη βία/ δύναμη/άσκοπη χρήση αδύναμων επιχειρημάτων θα χρησιμοποιεί ώστε να ολοκληρώσει τον στόχο του. Η βία, ο καταλύτης της κατάρρευσης, θα εκδηλωθεί είτε όταν οι άνθρωποι αρχίσουν να αμφισβητούν τα αποτελέσματα των πρακτικών τους για την υποστήριξη της ουτοπίας, είτε λόγω της δυσαρμονίας μεταξύ του τέλειου προσχέδιου/σχεδίου/συντάγματος και της κοινότοπης ιδέας της ατέλειας τη ανθρώπινης φύσης. Αισθανόμαστε, αναγνώστες ή συγγραφείς κειμένων για τις ουτοπίες, ότι όλοι πρέπει να είναι ευδαίμονες-ευτυχισμένοι στην τέλεια κοινότητα, τον επίγειο παράδεισο, αν αγαπάμε (συντονιζόμαστε/συνεργαζόμαστε). Μπορεί κανείς να αναζητήσει περιγραφές της “ουράνιας πόλης” στο παρελθόν ή στο μέλλον, μπορεί να διακηρύττει την επιστροφή στη φύση/φυσικότητα(ήθος) ή να προωθεί έναν δυνατό κόσμο ομορφιάς και αγάπης αλλά η έκκληση του θα είναι πάντα στα συναισθήματα μας/την σκέψη και τον στοχασμό και όχι στη λογική της μηχανικής της οργάνωσης. Σύμφωνα με τον Popper αυτές οι ελλιπείς προσεγγίσεις οφείλονται στην παρανόηση των ηθικών καθηκόντων μας ως συλλογικά δρώντων ανθρώπων. “Είναι καθήκον μας να βοηθήσουμε όσους χρειάζονται τη βοήθειά μας, αλλά δε μπορεί να είναι καθήκον μας να κάνουμε τους πάντες ευτυχισμένους, καθώς αυτό δεν εξαρτάται μόνο από εμάς και δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πολύ συχνή εισβολή μας στην προσωπική ζωή εκείνων προς τους οποίους έχουμε αυτές τις φιλικές προθέσεις.”¹⁵ (Popper) Ενώ ο Popper δηλώνει ότι ο ατελής ουτοπισμός οδηγεί συνήθως στη βία και τον ολοκληρωτισμό, σημαντικό είναι να σημειώσουμε ότι το σύστημα ιδεών-οργάνωσης του ουτοπισμού δεν είναι η αιτία της καταστροφής, αλλά η μετακίνηση στην κατάχρηση εξουσίας και οι ατελείς εγωιστικές συμπεριφορές των ανθρώπων να επιβάλουν χωρίς την άσκηση του διαλόγου τα μονόπλευρα οράματά τους. Σε αντίθεση με την προσέγγιση του Popper, ο Bloch ισχυρίζεται ότι ‘‘...η ουτοπία είναι το μονοπάτι που μας οδηγεί μακριά από τον ολοκληρωτισμό, λέγοντας πως ο ουτοπισμός είναι μία αισιόδοξη διάθεση που μεταφράζει τη γενικευμένη ελπίδα σε μία περιγραφή μίας ανύπαρκτης κοινωνίας...’’¹⁶ (Sargent)
24
V.αποτυχίες
Σ
τις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξε η προσπάθεια/υπόσχεση της αρχιτεκτονικής θεωρίας και πρακτικής να μετατρέψει τον κόσμο σε τόπο ειρήνης και ευδαιμονίας. Να δημιουργήσει μία πολιτική συνθήκη για όλους, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και του ορθολογισμού. Ο μοντερνισμός διερεύνησε ιδεολογικά και πρότεινε την υλική εκδοχή της ουτοπίας. To 1928 προτάθηκε/πραγματοποιήθηκε το CIAM (Congres Internationaux d’Architecture Moderne) από τον Le Corbusier. Κατά τις εργασίες του συνεδρίου έγινε η προσπάθεια να ενεργοποιηθεί η αρχιτεκτονική (θεωρία και πρακτική) ως κοινωνική τέχνη και δράση. Υπό την γενική θεωρητική αρχή πως οι τέχνες μπορούν να εξυψώσουν στοχαστικά τους ανθρώπους, ειδικά η αρχιτεκτονική που κάθε έργο-πρόταση περιβάλλει-εκπαιδεύει τους ανθρώπους των πόλεων και συνεπώς επηρεάζει άμεσα αισθητικά-πολιτικά τη ζωή τους. Δημιουργώντας-προτείνοντας σχέδια ελεύθερα από κάθε ιδεοληπτική εμμονή, πίστευαν πως θα μπορούσαν να αλλάξουν θετικά την κοινωνία. Όπως και σε παλαιότερους οραματισμούς της ιδανικής πόλης, έτσι και στα σχέδια-προτάσεις του Le Corbusier υιοθετείται η αυστηρή πειθαρχία της γεωμετρίας. Ο Le Corbusier, όπως και πολλοί άλλοι αρχιτέκτονες του κινήματος του μοντερνισμού, θεωρούσαν ότι χρήση αυστηρών γεωμετριών συνδέεται άρρηκτα με τον ορθολογισμό και τις ηθικά υγιείς κοινωνίες. 25
“Για τον Le Corbusier, ένα γεωμετρικά διατεταγμένο τοπίο ήταν ένα αντικείμενο πόθου. Πίστευε ότι όσο αυστηρότερη ήταν η γεωμετρία του τόσο πιο ευτυχισμένοι και ασφαλείς θα ένιωθαν οι κάτοικοι του...”(Pinder)¹⁷ Εμφανώς επηρεασμένο από τις αρχές του Le Corbusier και τη Unite d’Habitation, το Pruitt-Igoe, ενώ αρχικά σχεδιάστηκε με σκοπό να αποτελέσει έναν “επίγειο Παράδεισο” , αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες οικιστικών έργων στις Η.Π.Α. Σχεδιασμένο από τους Minoru Yamasaki και George Hellmuth, επρόκειτο για την επιτομή του νεωτεριστικού πολυώροεικ. 11 Unite d’Habitation, αφαιρετικό σκίτσο φου κτηριακού συγκροτήματος διαμερισμάτων. Τα διαμερίσματα Igoe προορίζονταν για λευκούς, τα Pruitt για μαύρους. Ωστόσο, όταν έγινε σαφές (από την έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος) ότι οι λευκοί δεν ήθελαν να ζήσουν μαζί με μαύρους, όλο το έργο ερήμωσε. Αργότερα, ολόκληρη η περιοχή μετατράπηκε σε ‘‘γκέτο’’. Τα ναρκωτικά, η πορνεία και οι πυροβολισμοί ήταν καθημερινά περιστατικά, έως ότου το 1972 ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα κατεδαφίστηκε. “Η μοντέρνα αρχιτεκτονική πέθανε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι στις 15 Ιουλίου 1972, στις 3,32 μ.μ.”¹⁸ γράφει ο Jencks (εννοώντας την ακριβή στιγμή της κατεδάφισης).
26
εικ. 12 Pruitt Igoe, 1955
Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την τελευταία φράση και να υποστηρίξει ότι η σημασία της κατεδάφισης τους συγκεκριμένου έργου είναι υπερ-εκτιμημένη. Υπάρχουν, όμως, αρκετά ακόμη παραδείγματα προσπάθειας υλοποίησης ουτοπικών οραμάτων του μοντερνισμού που απέτυχαν. Η πόλη Μπραζίλια μπορεί να αποτελεί μία από τις πιο πολύ-φωτογραφισμένες πόλεις του κόσμου, οι κάτοικοί της, όμως, υποστηρίζουν ότι ο σχεδιαστής της Oscar Neiemeyer δεν αφιέρωσε αρκετό χρόνο στη μελέτη στη ζωή, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων, αλλά αφοσιώθηκε περισσότερο στη δημιουργία μίας εντυπωσιακής κάτοψης. “Η ανακάλυψη ότι η Μπραζίλια είναι μία πόλη χωρίς γωνίες παράγει έναν βαθύ αποπροσανατολισμό. Συνειδητοποιώντας ότι η συγκεκριμένη ‘ουτοπία’ στερείται διασταυρώσεων σημαίνει ότι και οι πεζοί και οι οδηγοί πρέπει να μάθουν να διαπραγματεύονται εκ νέου την αστική μετακίνηση. (…) H μοντέρνα αρχιτεκτονική προτείνει την εξάλειψη του δρόμου ως προϋπόθεση της σύγχρονης αστικής οργάνωσης. Επιτίθεται στον δρόμο για διάφορους λόγους. Από τη μία πλευρά βλέπει το δρόμο ως βόθρο ασθένειας. Από την άλλη θεωρεί τον δρόμο εμπόδιο στη πρόοδο, επειδή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής της μηχανής.”¹⁹(Holston) Δυστυχώς, οι υλοποιήσεις των ουτοπικών οραματισμών του κινήματος του μοντερνισμού, ενώ είχαν ως πρόθεση τη βελτίωση του κόσμου (χώρου-χρόνου-σχέσεων) και τη παροχή λύσεων στην απεγνωσμένη ανάγκη για στέγαση που επικρατούσε, αποδείχθηκαν όχι και τόσο αποτελεσματικές. Οι αποτυχίες αυτές κατέστρεψαν αυτό το αόριστο όνειρο της πόλης του μοντερνισμού και της ορθολογικά ορισμένης κοινωνίας, δίνοντας μία απαισιόδοξη, αρνητική απάντηση στις θεωρίες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και την ‘κοινωνική μηχανική’ της.
εικ. 13 Pruitt Igoe, η στιγμή της κατεδάφισης, 1972
27
εικ. 14 Le Corbusier, Automobiles, από το βιβλίο Towards a New Architecture, 1927
εικ. 15 Airliner Number 4, Norman Bel Geddes και Otto A. Koller, συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Le Corbusier, Towards a New Architecture, 1927
28
H
ιδέα της αρχιτεκτονικής ως μηχανή διατυπώθηκε αρχικά από τον Le Corbusier, ο οποίος περιέγραψε κάποτε το σύγχρονο σπίτι ως “μία μηχανή για να ζει κανείς μέσα της”. Η ιδέα ότι ο σχεδιασμός της κατοικίας θα πρέπει να ακολουθεί τη λογική συνέπεια της μηχανής, οδήγησε στην καθιέρωση της τυποποίησης στην αρχιτεκτονική, την οποία στη συνέχεια ο Le Corbusier επέκτεινε στην κλίμακα της πόλης. Για τον Le Corbusier, η “μηχανή” είναι μία μεταφορά μέσω της οποίας προτείνεται η αρχή της λειτουργικότητας. Ο σκοπός της δημιουργίας αρχιτεκτονικής πρότασης ορισμένης με την αυστηρότητα του σχεδιασμού μηχανής επιτυγχάνεται μέσω της καθιέρωσης ενός προτύπου, με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία τάξης στην ανθρώπινη συλλογική ζωή και στον ιδιωτικό χώρο διαβίωσης. Η βασική, σύγχρονη αρχή για τον Le Corbusier είναι η λειτουργικότητα, και αυτός είναι ο λόγος που η μεταφορά της έννοιας της μηχανής είναι μεγάλης σημασίας. Ο λόγος που η κατοικία παρομοιάζεται με μηχανή είναι το γεγονός ότι εκπληρώνει-ολοκληρώνει σωστά μια σειρά λειτουργιών σε χρόνο και χώρο. Ο Le Corbusier επίσης τόνισε ότι για να εκπληρωθούν σωστά όλες οι λειτουργίες της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, πρέπει να συντίθεται-ωριμάζει-δοκιμάζεται με συνέπεια από συγκεκριμένα πρότυπα ζωής. Η καθι29
02 | ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
VI.η πόλη ως μηχανή
έρωση προτύπων (συμπεριφοράς-επικοινωνίας) θεωρείται σημαντική, διότι οδηγεί τους ανθρώπους-πολίτες σε έναν πιο τακτικό-οικονομικό τρόπο ζωής, ο οποίος, έτσι, γίνεται ένα σημαντικό θεμέλιο υποδοχής νοήματος, από το οποίο μπορεί να προκύψει στη συνέχεια, καλή αρχιτεκτονική. Η ιδεολογική-τεχνική βάση καθορισμού των προτύπων είναι η λειτουργικότητα. Η ιδέα της θεώρησης κάθε αρχιτεκτονικής διερεύνησης-επίλυσης ως προβλήματος με απάντηση/σεις από την μηχανική, απέδειξε τη σημασία της επιστήμης και της λογικής ως βάση του σχεδιασμού στην αρχιτεκτονική. Ο Le Corbusier αναφέρθηκε στον τρόπο που οι μηχανικοί εργάζονται για τη δημιουργία αεροπλάνων, αυτοκινήτων και άλλων μηχανών . “...Το μάθημα του σχεδιασμού των αεροπλάνων, έγκειται στη λογική που διέπει την εκφώνηση κάθε προβλήματος, πράγμα που οδηγεί στην επιτυχή λύση του. Όταν ένα πρόβλημα διατυπώνεται σωστά, στην εποχή μας, τότε αναπόφευκτα βρίσκεται μια λύση. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να δημιουργείται η αρχιτεκτονική – μέσω λογικής συλλογιστικής και καθορισμό προτύπων. Τα πρότυπα δεν καθορίζονται αυθαίρετα, αλλά μέσω λογικής και επιστημονικής αιτιολογίας...”²⁰. Ο κυριότερος λόγος καθορισμού προτύπων σχεδιασμού στην αρχιτεκτονική, ήταν η ανάγκη να τεθούν λογικά κριτήρια, ώστε να επιτυγχάνεται η ανθρώπινη άνεση, η υγεία και η υγιεινή. Ο Le Corbusier, πρότεινε ένα επιστημονικό τρόπο σκέψης ως προς την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας, εκείνη την εποχή. Προσπάθησε να δημιουργήσει νέους, σύγχρονους χώρους διαβίωσης που διέπονται από συγκεκριμένα πρότυπα. Η αρχιτεκτονική επίλυση ως διαδικασία μηχανικής λογικής-συνέπειας, παρείχε μία πρώτη ιδέα για το πώς τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θα μπορούσαν να γίνουν μέρη ενός μηχανικού-λογικού συστήματος το οποίο λειτουργώντας σωστά θα ανταποκρίνεται στα προβλήματα της ανθρώπινη άνεσης, της εργονομίας και της υγείας. Ωστόσο, έθεσε ταυτόχρονα ένα θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το κατά πόσο οι βιομηχανικές ιδιότητες της προ-τυποποίησης θα μπορούσαν να συνδυαστούν με τους σκοπούς της αρχιτεκτονικής αισθητικής της κατασκευής αλλά και της ρύθμισης χώρου και σχέσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η ανθρώπινη ευημερία.
30
VII.οι νέες ουτοπίες
Σ
τις αρχές τις δεκαετίας του 1960, τα σαγηνευτικά αρχιτεκτονικά σχέδια κατέληγαν στη πράξη να επαληθεύουν δυστοπικούς εφιάλτες. Κάθε σχέδιο αστικής ουτοπίας κατέληγε σε άκαμπτη και ολοκληρωτική, οπτική μίας κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Μπορούσε να εκθέσει την ουτοπική ιδέα ενός/μιας αρχιτέκτονα - αρχιτεκτονικής ομάδας, και όχι την δημοκρατική/ειρηνική ευτοπία. Προσπαθώντας να αποφύγουν την παγίδα του περιοριστικού/ολοκληρωτικού προσχεδίου, οι οραματιστές αρχιτέκτονες ξεκίνησαν να σχεδιάζουν αφηρημένα σχέδια οργάνωσης πόλεων, αφήνοντας την πολιτική/ φιλοσοφική ερμηνεία τους ρευστή. Τη θέση της ολοκληρωμένης πλήρους κάτοψης, πήρε η αφαιρετική πρόταση δομής, όπου δεν περιλαμβάνονται επιτακτικοί κανόνες, αυστηρά όρια και περιορισμοί. Σε αυτή την περίοδο αμφισβήτησης παρουσιάζονται νέοι αρχιτέκτονες-οραματιστές. Οι ‘‘ουτοπικές’’ ομάδες τις δεκαετίας του ’60, που μπορούμε να τις προσεγγίσουμε με δύο τρόπους. “Μεταξύ 1960 και 1963, ως αντίδραση στον αυστηρό ρεαλισμό που επικρατούσε τα προηγούμενα χρόνια, υπήρξε η εμφάνιση ορισμένων διανοητικών προσεγγίσεων που θα μπορούσαν να οριστούν ως νέες ουτοπίες.”²¹ (Nicoletti) 31
α. Αυτές που προσηλώθηκαν στην ανάδειξη σύγχρονων πολιτικών θε-
μάτων-συνθηκών ζωής, όπως η τεχνολογία, η κινητικότητα και η ευελιξία-μετασχηματισμός. (Archigram, Μεταβολιστές κ.α.) Τη συγκεκριμένη ομάδα μπορούμε να την εντάξουμε-ορίσουμε την παραγωγή της στην ενότητα “τεχνο-ουτοπία”. Ο τεχνολογικός ουτοπισμός – συχνά αποκαλούμενος και τεχνο-ουτοπισμός – συνιστά νεωτεριστική προσέγγιση της έννοιας της ουτοπίας, της οποίας η ιδεολογία βασίζεται στην υπόθεση ότι οι συνεχείς εξελίξεις στην επιστήμη και στην τεχνολογία θα μπορούσαν – θα έπρεπε – να ολοκληρώσουν/επαληθεύσουν, μελλοντικά, την ουτοπία/ευτοπία ή τουλάχιστον να συμβάλουν στην εκπλήρωση κάποιου ουτοπικού πολιτικού ιδανικού. Οι θεωρητικοί της τεχνολογικής ουτοπίας δεν αγνοούν-παρερμηνεύουν προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η τεχνολογία, αλλά θεωρούν ότι σε γενικά πλαίσια επιτρέπει ισχυρή-συνεχή εξέλιξη στον κοινωνικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και τον πολιτιστικό τομέα. Συνολικά, θεωρούν τις επιπτώσεις της τεχνολογίας θετικές για την ανάπτυξη/πρόοδο της ανθρωπότητας .
εικ. 16 A Walking City, Archigram, Ron Herron, Αποτελείται από έξυπνα κτίρια/ρομπότ που θα μπορούσαν να περιπλανηθούν στις πόλεις. Η μορφή προήλθε από ένα συνδυασμό εντόμων και μηχανών και ήταν μια κυριολεκτική ερμηνεία του ορισμού του σπιτιού ως μηχανή για διαβίωση του le-Corbusier.
32
εικ. 17 The city in the air, Arata Isozaki, 1962, πρόπλασμα, ένα σχέδιο καψουλών που αιωρούνται στον αέρα πάνω σε κυλινδρικές και αρθρωτές δομές. Αυτές οι δομές επιτρέπουν την επέκταση και την αναδιοργάνωση του αστικού χώρου, ενσωματώνοντας ή αφαιρώντας μονάδες.
Η μελλοντική πόλη, στα πλαίσια των προτάσεων, των θεωρητικών-σχεδιαστών της τεχνο-ουτοπίας, περιγράφεται ως μία υπερ-τεχνολογική φαντασίωση μίας ιδανικής κοινωνίας , στην οποία οι νόμοι, το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνικές συμπεριφορές λειτουργούν αποκλειστικά για το όφελος και την ευημερία των πολιτών. Εφόσον η προηγμένη επιστήμη και τεχνολογία επιτρέπουν την ύπαρξη ιδανικών συνθηκών διαβίωσης, προσφέρουν νέα πολιτικά-αισθητικά προνόμια και δυνατότητες στους πολίτες, όπως τη δυνατότητα μετασχηματισμού της ανθρώπινης μορφής, την αποφυγή ή την πρόληψη κάθε είδους ανθρώπινης ταλαιπωρίας ή ακόμη και τη διαιώνιση της ζωής. Η αρχιτεκτονική τυπολογία επαναπροσδιορίζεται. Προτείνονται νέες μορφές πολυ-λειτουργικών και πολυ-επικοινωνιακών κελυφών ενώ η ίδια η πόλη μετατρέπεται σε ολοκληρωμένη μηχανή. εικ. 18 Archigram, Peter Cook, ένα από τη σειρά έργων του που δείχνουν τη ροή του χρόνου (ή τη μεταμόρφωση, όπως την αποκαλεί) μέσω ενός συνόλου δυναμικών σχεδίων που ενσωματώνουν την πτυχή του χρόνου ως τέταρτη διάσταση
33
β.
Αυτές που όρισαν-χρησιμοποίησαν την συζήτηση-προτάσεις για την ουτοπία ως μέσο κοινωνικής αλλαγής (Yona Friedman, Archizoom, Superstudio, Constant Nieuwewnhuysiv, κ.α.) Καλλιτέχνες, συγγραφείς και αρχιτέκτονες αντλώντας ιδέες από τον μαρξισμό, τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό και το λετρισμό, βασίζοντας τις ιδεολογικές προτάσεις τους στην αντίληψη της ταξικής ανασυγκρότησης στη κριτική του πολιτισμού του θεάματος και των εμπορευμάτων και την επιρροή πάνω στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, συγκρότησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50, την επαναστατική οργάνωση Καταστασιακή Διεθνής (Situationist International). Οι Καταστασιακοί θεωρούσαν ότι η αλλαγή του κοινωνικού χώρου, αλλάζει οριστικά την κοινωνία, ευνοώντας την αποκλειστική αισθητική ριζοσπαστική πολιτική δράση. Η αλλαγή στον κοινωνικό χώρο ξεπερνούσε τα όρια του σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής και έπρεπε πλέον να συμπεριλάβει πολιτικά ερωτήματα που αφορούσαν την καθημερινή ζωή και την αστική κουλτούρα.
34
εικ.19 P.Cook, Ζέπελιν, 1968
iv. Ο Constant Anton Nieuwenhuys (21 Ιουλίου 1920 - 1 Αυγούστου 2005), γνωστός ως Constant, ήταν ολλανδός ζωγράφος, γλύπτης, γραφίστας, συγγραφέας και μουσικός. v. Αρχικά γνωστό ως Dériville (από το “ville dérivée”, κυριολεκτικά, “drift city”), μετονομάστηκε αργότερα σε New Babylon. Ο Henri Lefebvre εξήγησε: “μια Νέα Βαβυλώνα - ένα προκλητικό όνομα, καθώς στην Προτεσταντική παράδοση η Βαβυλώνα είναι μια μορφή κακού. Η Νέα Βαβυλώνα επρόκειτο να είναι η μορφή του καλού που πήρε το όνομα της καταραμένης πόλης και μετατράπηκε σε πόλη του μέλλοντος.’’²⁴
Η σχέση των Καταστασιακών με την πόλη ήταν σχέση αγάπης-μίσους. Αναγνώριζαν την πόλη ως βασικό κέντρο αναπαραγωγής κοινωνικών σχέσεων, κυριαρχίας, αποξένωσης και ελέγχου. Ταυτόχρονα, όμως, ασχολήθηκαν με τις πιθανότητες που ενεργοποιούνται σε αυτά τα περιβάλλοντα, καθώς θεωρούσαν τις πόλεις ως δυνητικά βασίλεια της ελευθερίας μέσω των οποίων οι άνθρωποι μπορούσαν να ξεπεράσουν την αποξένωση και να δημιουργήσουν χώρους και σχέσεις (πολιτικές) σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, συνειδητοποιώντας τις πραγματικές τους ανάγκες, ανακαλύπτοντας τον πραγματικό τους εαυτό. Πρόθεσή τους, ήταν η αλλαγή των σχέσεων που υποτάσσονται στις χωρικές ανισότητες στην πόλη, λόγω του καπιταλισμού. “...H αστικοποίηση/αστυφιλία για εκείνους δεν ήταν πλέον ένα θετικό όνειρο, αλλά είχε μετατραπεί στην πιο πλήρη υλοποίηση ενός εφιάλτη...”²² (Pinder). Για τον Constant, το New Babylonv δεν ήταν μία πρόταση μεθόδου σχεδιασμού μίας πόλης, αλλά περισσότερο ένα είδος κριτικής για την αστικοποίηση/αστυφιλία. Οι Καταστασιακοί συνειδητοποίησαν ότι ο αστικός σχεδιασμός έπρεπε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα από τις περιοριστικές αντιλήψεις της αρχιτεκτονικής και του συμβατικού σχεδιασμού. Προσπάθησαν να αποκόψουν τους εαυτούς τους από αυτά τα πεδία και να χρησιμοποιήσουν τον σχεδιασμό με κριτική/πολιτική-φιλοσοφική τακτική, “...ως ένα σύνολο εξειδικευμένων δραστηριοτήτων που αντιλαμβάνονται το χώρο ως έδαφος, το οποίο διαμορφώνεται από ειδικούς...”²³ (Pinder).
v
εικ. 20 Superstudio, Βατικανό, 1972
35
Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που απασχόλησαν τη σκέψη τους ήταν αυτό της μονιμότητας. Αρνούνταν να προτείνουν το σχεδιασμό των μόνιμων πόλεων χωρίς περιθώρια μετατροπών στο χρόνο, αλλά, αντ’ αυτού, στόχευαν στον μόνιμο μετασχηματισμό. Αυτές οι στρατηγικές σχεδιασμού βρίσκονταν σε συνεχή εξέλιξη και αλληλεπίδραση με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και εξαρτιόνταν άμεσα από τις πράξεις και τις επιθυμίες τους. Εναντιώθηκαν στην γενικότερη έλλειψη κοινωνικών ανταποκρίσεων ως προς τους μετασχηματισμούς πάνω στο ανθρωπογενές περιβάλλον προτείνοντας συλλογικές, συμμετοχικές δράσεις που αποσκοπούσαν στην δημιουργία έργων όπου οι χρήστες και οι κατασκευαστές-δημιουργοί θα ήταν τα ίδια υποκείμενα. Σε αντίθεση με τον Le Corbusiervi, και άλλους αρχιτέκτονες-πολεοδόμους παλαιότερων στρατηγικών γενικού ολοκληρωμένου αστικού σχεδιασμού, δεν προσπαθούσαν να καταστείλουν τυχαίες και απροσδόκητες συμπεριφορές-εξελίξεις ανεξάρτητες από την αυστηρή γεωμετρία του κεντροβαρούς ιεραρχημένου σχεδιασμού. Απέφευγαν να δώσουν μία συγκεκριμένη οργανωμένη μορφή στο σχέδιο της πόλης αφήνοντάς το να προκύψει από τις απρόβλεπτες εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης/ιστορίας.
εικ. 21 Constant, New Babylon, σκίτσο, 1959-74
vi. Η ύπαρξη αρχής/εξουσίας, φαίνεται να ήταν ένα θέμα που απασχόλησε αρκετά τον Le Corbusier. Ο “πατέρας” τον οποίο λαχταρούσε μπορεί να ερμηνευτεί όχι ως το μεμονωμένο άτομο αλλά περισσότερο ως το ολοκληρωμένο σημαντικό σχέδιο. “...Ήταν το σωστό, ρεαλιστικό, ακριβές σχέδιο που προοριζόταν να παρέχει τη λύση στα υπάρχοντα προβλήματα και να ανοίξει μία διαδρομή για την άσκηση της πατριαρχικής εξουσίας ενεργώντας ως τύραννος επάνω στο λαό...”²⁵ (Pinder)
36
εικ. 22 Constant, New Babylon, σκίτσο, 1959-74
Ο Constant επέμενε ότι το New Babylon δεν ήταν ένα project αστικού σχεδιασμού, αλλά περισσότερο μία πολιτική κίνηση, ιδεολογικός-φιλοσοφικός σχολιασμός, “μία προσπάθεια να δώσει υλική μορφή σε μία επαναστατική κατανόηση του αστικού χώρου και να ενθαρρύνει, καθώς και να παρέχει, ένα μέσο για μία νέα προσέγγιση της αστικής ζωής.”²⁶ (Pinder) Στα σχέδια του Constant παρατηρούμε ένα πρωτοποριακό τρόπο σχεδιασμού που δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με παλαιότερους οραματισμούς για την πόλη. Δεν υπάρχουν ξεκάθαρες γεωμετρικές οργανώσεις χώρου, υπάρχει ασυνέχεια μεταξύ των σχεδίων-εμβαδών, ενώ ταυτόχρονα συναντάμε μία συνεχή μετατόπιση των πεδίων ανάδειξης-έντασης των χωρικών εμπειριών, που προτείνονται με τη βοήθεια περιστρεφόμενων και συγκρουόμενων γραμμών. Παρότι η συνολική μορφή του έργου είναι εσκεμμένα ασαφής-ασύντακτη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως βασικό συστατικό, έναν μεγάλο, υπερυψωμένο, κεντρικό χώρο που επιτρέπει τη σύνδεση ήδη υπαρχόντων περιοχών της πόλης. To ίδιο κατασκευαστικό μοντέλο της αιωρούμενης πόλης συναντάμε και στο έργο Spatial City του Yona Friedman, το οποίο σχεδίασε παράλληλα με το New Babylon επηρεασμένος από τον Constant. Σε αντίθεση με το New Babylon, όμως, η Spatial City πρόκειται για μία πιο μόνιμη κατασκευή που περιλαμβάνει υπηρεσίες ανεπτυγμένες σε υπερβολικό τεχνικό πλαίσιο. Υποκείμενο και των δύο έργων αποτελεί ο Homo Luden, (ο/η άνθρωπος που παίζει). Οι κάτοικοι είχαν την ευελιξία να αναδιαμορφώνουν των χώρο που οριοθετείτε από το πλαίσιο του σχεδιασμένου-κατασκευασμένου. 37
Το βασικό στοιχείο των δύο αυτών έργων ήταν ότι ο Homo Ludenvii, μπορεί διαρκώς να διαλέγει τους χώρους του και να τους διαμορφώνει με ότι τρόπο εκείνος/εκείνη θέλει, σύμφωνα με τις ανάγκες και επιθυμίες του. Ο Constant, ξέροντας ότι το έργο του θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μονόπλευρη ιδέα/πρόταση για το μέλλον, απέφυγε τη χρήση μόνιμων, στατικών, αναλλοίωτων στοιχείων, δίνοντας έτσι στον Homo Luden πλήρη ευελιξία και ελευθερία παιχνιδιού στο περιβάλλον του, χωρίς την ύπαρξη ορίων, εργασίας, και χωρικών περιορισμών.
εικ. 23-24 Constant, New Babylon, σκίτσα, 1959-74
εικ. 25 Yona Friedman, Spatial City, κολλάζ, 1958-59 vii. Όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1938 από τον Johan Huizinga σε ένα βιβλίο με αυτό τον τίτλο, που υποτιτλίζεται: ‘‘μια μελέτη για το στοιχείο του παιχνιδιού στον πολιτισμό’’.
38
εικ. 26-27-28-29 Yona Friedman, Spatial City, σκίτσα, 1958-59
Η έννοια της ουτοπίας σταμάτησε να είναι ένα προσχέδιο-πρόγραμμα/σχεδιάγραμμα μίας ατομικής ιδέας/επιθυμίας για ένα ιδανικό μέλλον, και άρχισε να επικεντρώνεται σε πολιτικές-αισθητικές προτάσεις για το πώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε αυτό το μέλλον, κριτικάροντας την καθημερινή ζωή μέσω αφηρημένων σχεδίων και εικόνων. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 παρατηρούμε ότι οι αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις ουτοπιών μετακινήθηκαν στην στοχαστική κριτική, εμπλουτίστηκαν από την συνεχή σχολιαστική αύρα μέσω των έργων των Archizoomviii και Superstudio, σε συνδυασμό με τις φανταστικές, τεχνολογικά εξελιγμένες προτάσεις των Archigram και των Μεταβολιστών. Οι αρχιτέκτονες σε εκείνη την ριζοσπαστική εποχή στόχευαν περισσότερο στην κριτική της κοινωνίας και στην αναπαράσταση των άπειρων πιθανών, διαφορετικών κόσμων που θα μπορούσαν να υπάρξουν μέσω της αρχιτεκτονικής και της τεχνολογίας. viii. Οι Archizoom οργάνωσαν την πρώτη τους έκθεση με τίτλο “Superarchitettura” το 1966 μαζί με το συγκρότημα Superstudio. Η έκθεση περιελάμβανε πολύχρωμες προβολές και σχέδια που εξερευνούσαν την έννοια του ριζοσπαστικού αντι-σχεδιασμού.
39
εικ. 30, Superstudio, The Continuous Monument, 1969
εικ. 31, Constant, New Babylon, πρόπλασμα, 1959-74
40
VIII.συμπέρασμα Ι
Σ
την αρχιτεκτονική, υπάρχει έντονη ρήξη-σύγκρουση μεταξύ των εννοιών-προτάσεων του πραγματικού και του σχηματικού/υποθετικού. Υπάρχει μία ισχυρή αντίφαση, ένα μεγάλο εννοιολογικό-στοχαστικό κενό μεταξύ της σύλληψης μίας ουτοπικής ιδέας, και της ολοκληρωμένης αναπαράστασης της. O Vidler ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατο κανείς να σκεφτεί και στη συνέχεια να διατυπώσει μία ιδέα για μία ουτοπική κοινωνία, χωρίς αυτόματα-συγχρόνως να απεικονίσει-κριτικά τα ελαττώματα του υπάρχοντος κόσμου στον οποίο ζει/δρα. Όταν προσπαθούμε να εκφράσουμε την ιδέα μας/κάθε ιδέα μας για την ουτοπία, ταυτόχρονα, κρίνουμε το προσωπικό/συλλογικό ιδανικό. H αναπαράστασή της υπονομεύει κριτικά την πραγματικότητα. “Η αναπαράσταση της ουτοπίας γίνεται τελικά, σταδιακά, η δική της υπονόμευση, η εικόνα της ουτοπίας την διαψεύδει, θέτοντας όρια στο θέμα της.”²⁷ (Vidler) Οι ουτοπικές απεικονίσεις δεν πρέπει να είναι ξεκάθαρες και σαφείς, αντίθετα πρέπει να παραθέτουν τα βασικά/ουσιαστικά χαρακτηριστικά της ιδέας, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη/παρατηρητή/θεατή να δώσει τις δικές του ερμηνείες και ιδέες για μελλοντικές πιθανότητες συλλογικής έκφρασης. Τα αφηρημένα μοντέλα-προτάσεις της δεκαετίας του ’60 έδειξαν το τί θα μπορούσε να είναι το μέλλον, παρά ένα συγκεκριμένο τι θα έπρε41
πε να είναι. Η αρχιτεκτονική-χωρική αντίληψη της έννοιας(κανόνα) της ουτοπίας μετατράπηκε από ένα σκληρό, συγκεκριμένο και περιοριστικό προσχέδιο, σε υποκινητή άπειρων επιλογών και δυνατοτήτων. Για να μην δημιουργηθούν, όμως, τέτοιοι περιορισμοί, ενώ προσπαθούμε να συλλάβουμε το αίσθημα του τι θα μπορούσε να είναι, για άλλη μία φορά η έννοια(κανόνες) της ουτοπίας κινδυνεύει να παρερμηνευθεί και να δυσφημιστεί, να υποταχθεί στο βασίλειο της αφελούς τεχνολογικής μυθοπλασίας και της ρομαντικής φαντασίας αφαιρώντας της όλη τη δυναμική που διαθέτει για μία παραγωγική προοδευτική αλλαγή. “...Το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, όπως αυτό του γιατρού και του πολιτικού, είναι προσανατολισμένο στο μέλλον, επειδή εξ’ ορισμού βασίζεται σε υποσχέσεις για το μέλλον. Όμως, (οι αρχιτέκτονες) εκπαιδεύονται σε επιλεκτικές προβλέψεις και όχι στη συστηματική σκέψη. Εξ ου και η στοχαστική τακτική της πρόβλεψης φέρει δύο πολύ διαφορετικά είδη πολύτιμων δυνατοτήτων. Εκείνες τις προβολές που μας πείθουν μέσω της δύναμης της όρασης (απεικόνισης), και τις υπόλοιπες ισορροπημένες και ευρέως εκλεκτικές προβλέψεις που πείθουν μέσω της δύναμης της λογικής. Δεν χρειάζεται να διαλέξουμε, γιατί καμία παράδοση δεν πρόκειται να σταματήσει, αντίθετα το γεγονός ότι υπάρχουν δύο εκφραστικοί τρόποι αυξάνει την πολυφωνία που προσφέρεται. Αλλά αξίζει να τονίσουμε ότι ενώ είναι δύο πολύ διαφορετικά ήδη τέχνης, και τα δύο απαιτούν μεγάλες δεξιότητες και γνώσεις...”²⁸ (Jencks) Αφού όμως το μέλλον είναι για όλους άγνωστο και αβέβαιο, είναι λογικότερο/προτιμότερο να γίνει προσπάθεια να σχεδιαστεί/απεικονιστεί με αφαιρετικά σκίτσα-διαγράμματα, παρά να επιχειρηθεί να παρουσιαστεί σε ολοκληρωμένες, λεπτομερείς εικόνες. Ο διαχωρισμός μεταξύ πρακτικών και αφηρημένων ουτοπιών δεν έχει σκοπό να υπονομεύσει τη σημασία του οραματισμού μίας αρχιτεκτονικής, μακρινής από την τωρινή πραγματικότητα. Η έννοια μίας πλουραλιστικής ουτοπίας δεν πρέπει να αποτελεί μέσο λογοκρισίας και περιορισμού των προσωπικών, ατομικών επιθυμιών και φιλοδοξιών. Μας βοηθάει όμως να διερωτόμαστε για το κατά πόσο, πίσω από κάθε οραματισμό για μία πιθανή μελλοντική κοινωνία, υπάρχει ένας κοινός, συλλογικός σκοπός με μία πρακτική στρατηγική που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις προτεινόμενες αλλαγές. 42
Είναι αναγκαίο για τον άνθρωπο να μην σταματάει ποτέ να οραματίζεται εναλλακτικές για το μέλλον. Ο Polak ,το 1961, έγραψε ότι η πρόκληση της εποχής -αλλά και κάθε εποχής- συνίσταται στην ανάπτυξη του πραγματικού μέλλοντος. Αυτό το μέλλον, που το πιθανό μέλλον προσπαθεί να κατεδαφίσει, λόγο της σχέσης του με το πιο πρόσφατο παρελθόν. Οι εικόνες αυτές που προσπαθεί να κατεδαφίσει είναι “εικόνες εμπνευσμένες από μία ανανεωμένη επιρροή-αισιοδοξία, η οποία είναι ικανή να μας ξεσηκώσει από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται η τωρινή μας κατάσταση-απαισιοδοξία. (…) οι νιχιλιστικές, μηδενιστικές/δυστοπικές εικόνες, μας παραλύουν σε αδυναμία να σφυρηλατήσουμε περισσότερα θετικά και εποικοδομητικά. Ο Δυτικός άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει να ονειρεύεται τα υλικά του μέλλοντος, γιατί δεν έχει επιλογή από το να ονειρεύεται ή να πεθάνει.”²⁹ (Polak)
εικ. 32, Superstudio, The Continuous Monument, 1969
43
εικ. 33, Archizoom, No stop City, ‘‘εσωτερικό τοπίο’’, 1970
εικ. 34, Marine city, Kiyonori Kikutake, πρόπλασμα, 1968
44
03 | 21ος ΑΙΩΝΑΣ
IX.σήμερα
Τ
έτοιου είδους σύγχρονες ουτοπικές προσεγγίσεις-απεικονίσεις σπανίζουν, καθώς φαίνεται πως η πλειοψηφία των κορυφαίων θεωρητικών-σχεδιαστών/κατασκευαστών αρχιτεκτόνων απασχολείται-επηρεάζεται περισσότερο από άλλα ιδιότροπα ζητήματα της εποχής, -καινοτόμες τεχνικές υπολογιστών-αισθητήρων, οικολογίας, βιωσιμότητας, κ.α.- ενώ υποβαθμίζεται/αγνοείται το κοινωνικό/πολιτικό περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής. Οι ουτοπικές ιδέες απουσιάζουν εμφανώς. Σύμφωνα με τον Woods, αυτή η απουσία οφείλεται σε μια ποικιλία λόγων/αιτιών. Η κυριότερη αιτία θα μπορούσε να είναι “...το ευρέως αποδεκτό συναίσθημα ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της Ιστορίας και στον παγκόσμιο θρίαμβο του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας...”³⁰(Woods) Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού φαίνεται πως δεν άφησε καμμιά αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική/νόημα στην παγκόσμια σκηνή των εργατικών διεκδικήσεων, αφήνοντας σε μεγάλο ποσοστό των πολιτών -του Δυτικού κόσμου- μια γενική αίσθηση πως δεν υπάρχει κάποια καλύτερη πολιτική-φιλοσοφική λύση κοινωνικής διευθέτησης από τον καπιταλισμό και την παγκόσμια κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς. Σε όλα τα ουτοπικά κείμενα/έργα οι προτάσεις/περιγραφές στοχεύουν όχι μόνο σε τυπικές και τεχνικές περιορισμένες βελτιώσεις, αλλά και σε ευρείας 45
κλίμακας κοινωνικές. Στο συγκεκριμένο γενικό κλίμα στοχασμού και διεκδικήσεων, λοιπόν, οι μόνες πιθανές ουτοπίες φαίνονται να είναι αυτές που τελειοποιούν/συντηρούν τον καπιταλισμό και τις σημερινές καταναλωτικές διαθέσεις/συμπεριφορές. “...Από μία άποψη, η ουτοπία έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Όλοι μπορούν να πάρουν μία πιστωτική κάρτα, όλοι μπορούν να αγοράσουν και να είναι ευτυχείς, τουλάχιστον έως ότου τελειώσουν τα χρήματα της κάρτας τους. Λοιπόν, που είναι η έμπνευση για να φανταστεί κανείς μια άλλη ουτοπία; Οι σημερινοί ηγέτες στον τομέα της αρχιτεκτονικής δεν έχουν βρει ακόμα την απάντηση...”³¹ (Woods) Η αρχιτεκτονική, θεωρία και πράξη, σίγουρα δεν έχει την ικανότητα να μεταρρυθμίσει κάθε περιορισμένη και ολοκληρωμένη κοινωνία. Ακόμα και όταν προτείνει διαφοροποιήσεις στο χώρο, το χρόνο και τις σχέσεις, περιορίζεται στην συμβατική κριτική της εργασίας με εναλλακτικές απαντήσεις που περιλαμβάνονται στο ενεργό καπιταλιστικό πλαίσιο αγορών. Ο Tafuri αναπτύσσει το επιχείρημα πως δεν είναι πλέον δυνατό να κρύψουμε την πραγματικότητα που καθιστά άσκοπα επικίνδυνες τις επιλογές των αρχιτεκτόνων που συνδέονται απεγνωσμένα με πειθαρχικές ιδεολογίες. Άσκοπα επικίνδυνες, γιατί είναι ανώφελος ο αγώνας για διαφυγή όταν η ζωή είναι ολοκληρωτικά εγκλωβισμένη χωρίς έξοδο. Υποστηρίζει ότι η κρίση προτάσεων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής δεν είναι αποτέλεσμα ένδειας ιδεών αλλά μάλλον για κρίση της ιδεολογικής λειτουργίας-υποχρέωσης της αρχιτεκτονικής. “...Πόσο πιο κοντά στην ουτοπία μπορούμε να φτάσουμε; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός είναι μια ουτοπία αυτό-ικανοποίησης και ανησυχίας. Ποιος, λοιπόν, χρειάζεται μια καλύτερη κοινωνία; Οι εναλλακτικές ουτοπίες είναι πλέον ξεπερασμένες τη στιγμή που γράφονται ή σχεδιάζονται. Τα ιδανικά και ο ιδεαλισμός μπορούν να μας επιβραδύνουν μόνο. Οι ουτοπίες μπορούν να παρεμποδίσουν μόνο...”³² (Woods)
46
“...Η πτώση της σύγχρονης τέχνης είναι η τελική μαρτυρία της αστικής ασάφειας, διχασμένη μεταξύ θετικών στόχων και της άθικτης αυτο-εξερεύνησης της δικής της αντικειμενικής εμπορευματοποίησης. Δεν υπάρχει πλέον σωτηρία να βρεθεί μέσα σε αυτήν, ούτε να περιπλανιέται ανήσυχα σε λαβύρινθους εικόνων τόσο πολυσθενείς που καταλήγουν σε σιωπή, ούτε να περικλείονται στην επίμονη σιωπή του τέλειου γεωμετρικού περιεχομένου. Για το λόγο αυτό, είναι άχρηστο να προτείνει κανείς καθαρά αρχιτεκτονικές εναλλακτικές λύσεις. Η αναζήτηση μιας εναλλακτικής λύσης εντός των δομών που καθορίζουν τον ίδιο τον χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι πράγματι μια προφανής αντίφαση των όρων...”³³ (Tafuri)
εικ. 35-36-37 Lebbeus Woods, ουτοπικές απεικονίσεις, 2004
47
εικ. 38 The Superstar, MAD Architects, 2008
εικ. 39 Crystal Island, Norman Foster, Μόσχα, 2018
εικ. 40 Mass Studies, Seoul Commune 2026, 2005
48
X.πράσινες ουτοπίες
Σ
ε εποχές πολιτικής-φιλοσοφικής δυσφορίας που προκαλούν την ανάγκη για κοινωνική αλλαγή, η πρόταση, η κριτική, η παρουσία-διασπορά ουτοπικών ιδεών είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη. Οι πρόσφατες οικολογικές και οικονομικές κρίσεις, λοιπόν, έχουν ξυπνήσει ξανά το ενδιαφέρον για την έννοια αλλά και την πολιτική στάθμιση της ουτοπίας. Αυτή η γοητεία, όμως, που νιώθουν πολλοί, η γενική αίσθηση του τέλους της ουτοπίας που επικρατεί στην εποχή μας, είναι ίσως μια νέα αφορμή για να αρχίσουν να δημιουργούνται-προτείνονται ξανά παρόμοιες μονόπλευρες, υποκειμενικές περιγραφές υποτιθέμενων επαρκών και σταθερών συμβάσεων συλλογικής έκφρασης μίας μελλοντικής κοινωνίας. Τέτοιες περιγραφές δεν ενισχύουν καθόλου την έννοια της ουτοπίας, αντίθετα, την υποβιβάζουν-υποτιμούν και την συνδέουν με τους αφελείς ορισμούς-περιγραφές του παρελθόντος αλλά και τον ολοκληρωτισμό. Στις μέρες μας, υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός προτάσεων -σχεδίων και εικόνων, που αν και εντυπωσιακός στην περιγραφική ακρίβειά του, πολιτικά αφελείς και απίθανες προσεγγίσεις στα αληθινά οικολογικά προβλήματα αποδίδοντας ξανά δημόσια την ιδέα πως η ουτοπία εξαρτάται από μια μοναδική αρχιτεκτονική ιδιοφυή ιδέα του/της σωτήρος αρχιτέκτονα. Φαίνεται εντέλει πως οι αρχιτέκτονες (διανοούμενοι, ακτιβι49
στές) δεν είναι εφικτό να επικεντρωθούν στην ολοκληρωμένη βελτίωση της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά μάλλον στη διάσωση του πλανήτη από την ίδια την κοινωνία. Η επίλυση του οικολογικού ζητήματος είναι αναμφισβήτητα ένα κρίσιμο παγκόσμιο ζήτημα. Αυτό που είναι αμφισβητήσιμο, όμως, είναι το αν οι λύσεις μπορούν να βρεθούν στο πλαίσιο του ενεργού καπιταλισμού. “...Η προσαρμοστικότητα είναι η λέξη κλειδί: οτιδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε κέρδος. Αλλά ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τον στόχο, ποιος θα τολμούσε να το κάνει; Το πράσινο κίνημα είναι σημαντικό και απαραίτητο, αλλά πρέπει να δούμε αν πρέπει να εμπιστευτούμε την τύχη του στον καπιταλισμό. Η έλλειψη πράσινων ουτοπιών σε μία εποχή που αυξάνεται όλο και περισσότερο η εμμονή για τα πράσινα ζητήματα μπορεί να οφείλεται στην επιτυχία του καπιταλισμού και στην αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του...”³⁴ (Woods) Τέτοιου είδους ‘‘πράσινες’’ ψευδο-ουτοπικές ιδέες, συνεχίζουν να μυστικοποιούν την έννοια-φιλοσοφία της ουτοπίας δίνοντας δημόσια την εντύπωση ότι η μόνη θέση-λειτουργία της ολοκληρώνεται στον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας και του αφελούς ταξιδιωτικού ατομικισμού. Όταν ο Constant πρότεινε το New Babylon, για να προκαλέσει τη φαντασία μας σχετικά με τους οικοδόμους (πολιτικούς οργανωτές) της μελλοντικής πόλης, δεν προσπάθησε να υπονοήσει ότι το έργο του θα μπορούσε να κατασκευαστεί σε ένα μακρινό μέλλον με ευνοϊκές συνθήκες, αντίθετα στόχος του ήταν να αναλάβει πολιτική δράση μέσω της αφήγησης για ένα φανταστικό έργο, προκαλώντας τις σκέψεις, τις ιδέες και τις αντιδράσεις των ακολούθων της σκέψης του. Η συγκεκριμένη στοχαστική κίνηση απομακρύνει ακόμα περισσότερο την έννοια-στοχαστική σχέση με την ουτοπία από τον ειδικό ορισμό του ατομικού πρωτογενούς προσχέδιου/περιγραφής για μία ιδανική κοινωνία στο μακρινό μέλλον, δίνοντας περισσότερη έμφαση στην διαδικασία της κάθε πορείας προς το μέλλον, που οικοδομείται με καθημερινές παραγωγικές-πολιτικές αλλαγές σε σχέση με τις καθημερινές καταστάσεις-υποχρεώσεις.
50
04 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ
XI.tabula rasa
Η
χωρική-χρονική υπόθεση της απομόνωσης αποτελούσε πάντα ένα από τα βασικότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά σχεδόν όλων των ουτοπικών προτάσεων. Συχνά, οι ιδεολόγοι/στοχαστές αρχιτέκτονες, όταν οραματίζονται και προτείνουν με κείμενα και σχέδια μία ουτοπική κοινωνία/κοινότητα, δεν προσπαθούν να κατανοήσουν και να ενσωματώσουν στην περιγραφή τους τις διαφορετικές και περίπλοκες/σύνθετες στρεβλώσεις της κοινωνίας στην οποία δρουν, ώστε να τις αντιμετωπίσουν. Αντίθετα, προτιμούν να σχεδιάσουν από την αρχή νέες κοινωνικές δομές σχέσεων ή εντελώς καινούργιους τύπους ‘‘δοχείων’’ αρχιτεκτονικής, απλοποιώντας/παραβλέποντας τις επιπλοκές που δημιουργούνται, μέσω της αφελούς απομόνωσης, την παράβλεψη όλων των ήδη υπαρχόντων κοινωνικών/πολιτικών αξιών και δομών και τις υλικές αποδώσεις τους (πόλεις, κτίρια, τοπία, γεωγραφία) επιχειρώντας τον ριζικό επαναπροσδιορισμό τους σε έναν άγραφο πίνακα. H επιλογή της τακτικής της απομόνωσης, όμως, ως παράκαμψη, συντομότερη πορεία -όντας μία πορεία με λιγότερες επιπλοκές και απλοποιημένες κοινωνικοπολιτικές αξίες σε σχέση με αυτές μίας κατοικημένης πόλης- προς την κοινωνική ευημερία, παρουσιάζει συνήθως επιπλοκές με αποτέλεσμα οι προτάσεις να αδυνατούν να λειτουργήσουν. Ενώ οι τε51
χνικές/πολιτικές ρυθμίσεις και οι μέθοδοι κατασκευής/οργάνωσης είναι λογικές και πρακτικές στην εφαρμογή τους, είναι απίθανη η συμφωνία των δυνητικών κατοίκων τους να ζήσουν συλλογικά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κοινοκτημοσύνης/κοινότητας, πολιτικής αισθητικής, κοινόχρηστου τρόπου ζωής που ο δημιουργός, αφηγητής/συνθέτης έχει ορίσει. “...Αυτό σημαίνει καθαρίζω τον καμβά (για τον Πλάτωνα). Ο ξεριζωμός των υπαρχόντων θεσμών και παραδόσεων. Πρέπει να καθαρίσουμε, να εκδιώξουμε, να εξορίσουμε και να σκοτώσουμε. Η δήλωση του Πλάτωνα είναι πράγματι μία αληθινή περιγραφή της ασυμβίβαστης στάσης όλων των μορφών ριζοσπαστισμού, της άρνησης του αισθητικού να συμβιβαστεί. Η άποψη ότι η κοινωνία πρέπει να είναι όμορφη σαν έργο τέχνης μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε βίαια μέτρα. Αυτός ο ριζοσπαστισμός και η βία, όμως, είναι και οι δύο, συνθήκες μη ρεαλιστικές και μάταιες...”³⁵ (Popper) Η πρόταση και η βαθμιαία κατασκευή της πειραματικής πόλης Arcosanti (1970), του Paolo Soleri, ξεκίνησε με σκοπό να δημιουργηθεί-ελεγχθεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να βελτιωθούν σημαντικά οι αστικές συνθήκες ελαχιστοποιώντας τις καταστροφικές επιπτώσεις ψ της νεοσύστατης πόλης στο εγγύς περιβάλλον της. Η νέα οικολογική πόλη, όμως, για να λειτουργήσει, έπρεπε να απομονωθεί, να απομακρυνθεί από την πραγματική πηγή του οικολογικού προβλήματος, δηλαδή τη μεγαλούπολη. “... Το έργο του Soleri, όταν έρχεται εικ. 41 Arcosanti, πρόπλασμα, 1970 αντιμέτωπο με τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές δομές, έχει την αξία διαμαρτυρίας, είτε απόδρασης. Οι ακραίες συνέπειες μίας τέτοιας πράξης οδηγούν στην ύπαρξη ενός έργου φανταχτερού, αποσυνδεμένου από οποιαδήποτε κοινωνική σημασία/συνθήκη έργου/πρόεικ. 42 Arcosanti, κατασκευή, 1970 τασης.”³⁶ (Nicoletti) 52
Τοποθετώντας ένα οραματικό έργο/‘‘δοχείο’’ νέας κοινωνίας σε απομονωμένες περιοχές, μακριά από τα υπαρκτά δίκτυα πόλεων-υποβάθρων, μειώνονται οι κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές διαστάσεις/επιρροές του, δημιουργείται ένα απομονωμένο ‘‘καθαρό κράτος’’, με πολυπλοκότητες και λειτουργικές δυσκολίες που αναφέρονται κυρίως σε τεχνικά ζητήματα, δημιουργώντας την ιδέα πως το όραμα είναι λειτουργικό και υλοποιήσιμο. Η ιδέα της απομόνωσης και του tabula rasa είναι μία πρακτική που έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στην ιστορία ως μέσω ιδεολογικής/πολιτικής απόδρασης. Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελεί η Drop City (1960), μία εναλλακτική κοινότητα που οι κάτοικοι της, επιλέγοντας την απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία αναζήτησαν έναν νέο, καλύτερο τρόπο ζωής, κατοικώντας σε αυτοσχέδιους θόλους, εμπνευσμένους από την αρχιτεκτονική του Buckminster Fullerix, τους οποίους δημιουργούσαν από μέταλλο αυτοκινήτου και άλλα φτηνά υλικά.
εικ. 43 The Ultimate Painting, Drop Artists, 1966 ix. Ο Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φούλερ ήταν Αμερικανός αρχιτέκτονας και σχεδιαστής, ένας από τους σημαντικότερους νεωτεριστές του 20ού αιώνα. Επίσης, ήταν μηχανικός, μαθηματικός, ποιητής, φιλόσοφος, περιβαλλοντολόγος και οραματιστής.
53
εικ. 44 Drop City, 1966
εικ. 44 Buckminster Fuller, Laminar Geodesic Dome, 1981
54
XII.ευτοπία
“...Ο
ι λωτοί αναπτύσσονται σε βάλτους. Αν βάλετε έναν λωτό σε μία υπέροχη μπλε πισίνα, θα πεθάνει. Χρειάζεται τη λάσπη ενός βάλτου για να μεγαλώσει και να μετατραπεί σε όμορφο λουλούδι. Από το σύμβολο αυτό, του λωτού, πρέπει κανείς να συμπεράνει ότι ο κόσμος είναι στη πραγματικότητα ένας βάλτος. Πάντα θα υπάρχει πολύ λάσπη. Η πρόκληση είναι να μετατρέψουμε αυτή τη λάσπη σε τροφή για τη δική μας διαφώτιση. Επομένως είναι θεωρητικά άχρηστο, και ενδεχομένως ακόμη και καταστροφικό να φανταστεί κανείς έναν κόσμο με τέλεια ευδαιμονία, αρμονία ή ακόμη και αποτελεσματικότητα. Δεν πρόκειται να συμβεί. Οι προσπάθειες είναι πιθανό να δημιουργήσουν μία δυστοπική κατάσταση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι πρέπει να παραιτηθούν και να ζήσουν σαν πλάσματα του βάλτου. Σημαίνει ότι ο διαφωτισμός και ο βάλτος δεν είναι δύο αδιαίρετες σφαίρες ύπαρξης. Ο βάλτος είναι δεδομένος. Ο καθένας, όμως, πρέπει μόνος του, ενεργά, να δημιουργήσει την αιτία για τη δική του διαφώτιση...”³⁷ (Muschamp) Κάθε ευτοπικό όραμα, χρειάζεται να περιέχει την περιγραφή της δημιουργίας σωστού/ιδεώδους φυσικού-πολιτικού περιβάλλοντος/ υποβάθρου, ενσωματώνοντας κριτικά τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις του πραγματικού κόσμου, ως συνθήκες που πρέπει να αντιμετω55
πιστούν-ρυθμιστούν. Δεν πρέπει να οραματιζόμαστε την ουτοπία ως μεμονωμένη στιγμή σε χώρο και χρόνο, αλλά ως έναν προσεγγίσιμο δυνατό στόχο που προσπαθούμε να επιτύχουμε, καθώς, παράλληλα, παλεύουμε για την βελτίωση και την επίλυση κάθε είδους πολυπλοκότητας και αντίφασης που προκύπτει από τις καταστάσεις τις καθημερινής ζωής. Χρησιμοποιώντας την χωρική-χρονική απομόνωση ως απαραίτητη κριτική παράκαμψη στο δρόμο για την συνολική ευημερία, καταφέρνουμε μόνο να δημιουργήσουμε μία περιοχή μειγμάτων σημασίας παρόμοια με την μπλε πισίνα, όπως εκφράζεται στο παράδειγμα του Muschamp, υπέροχη μεν αλλά μη βιώσιμη για το λωτό, δηλαδή το ευτοπικόx όραμα που προσπαθούμε να επιτύχουμε. Στην πραγματικότητα ο βάλτος ιδεών-τροφής-ύλης, είναι αυτό που πρέπει να εννοήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε ως βάση για τη πολιτική βελτίωση μας. Μόνο μέσω τις κριτικής των σημερινών κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών και ζητημάτων μπορεί κανείς να έχει μία δυνατή βάση για να ξεκινήσει να επιχειρεί ολοκληρωμένες πολιτικές αλλαγές. Φαίνεται πως δεν είμαστε πλέον οραματιστές μίας αρχιτεκτονικής χωρίς τόπο-χώρο, αλλά αναγνώστες/ακόλουθοι και κριτές μίας αρχιτεκτονικής εικονογραφημένων προτάσεων -όχι πλέον πρωτοπόροι κτίστες-παραγωγοί, αλλά κάτοικοι επικρατειών του στοχασμού. Αυτό μετατρέπει ριζικά την ιδέα της ουτοπίας ως τελικού ορισμένου σε τόπο και χρόνο επιτεύγματος, ιδέα που σχετίζεται άμεσα με μία τελική ολοκληρωμένη κατάσταση, σε μία διαφορετική, πιο καρποφόρα τακτική, αυτή της διαδικασίας, της αναζήτησης.
x. Ένα δυνατό/υλοποιήσιμο ουτοπικό όραμα μετονομάζεται σε ευτοπικό. Η ευτοπία μπορεί να υπάρξει σε πραγματικό χώρο και χρόνο, δε χρειάζεται έναν μυθικό τόπο με συγκεκριμένα ιδεώδη για να πραγματοποιηθεί.
56
XIII.συμπέρασμα ΙΙ
Ο
ι ουτοπίες δεν μπορούν να υπάρξουν με τον τρόπο που συνήθως ορίζονται σε κείμενα και εικονογραφήσεις, σε ένα περιορισμένο/προκαθορισμένο ακριβώς περιβάλλον σχέσεων με τον χώρο και τον χρόνο. Η πολιτική περιγραφή οποιασδήποτε ουτοπίας δεν πρέπει να υποστηρίζεται συνθετικά από μια φανταστική και σπουδαία ανιδιοτελή κυβέρνηση χάριν στην διοίκηση της οποίας υφίσταται (έξω από χρόνο και χώρο) μία αρμονική κοινωνία. Η ουτοπία -πολιτική έννοια και χώρο-χρονική περιγραφή/απεικόνιση- δεν μπορεί να επιβληθεί μονοσήμαντα στους ανθρώπους ανιχνευτές ιδεών, αφού κάθε άνθρωπος-πολίτης αντιλαμβάνεται τον όρο με διαφορετικό τρόπο, πράγμα που σημαίνει πως μία ολοκληρωμένη σε κείμενο και εικόνες ουτοπική ιδέα μπορεί να ερμηνεύεται ως δυστοπική κατάσταση. Ως αρχιτέκτονες, μπορούμε να προσεγγίσουμε-προτείνουμε μια περιγραφή-λεύκωμα σχεδίων για την ουτοπία μόνο σε μορφή κειμενικών θραυσμάτων, εμπνευσμένοι από τις πραγματικές καταστάσεις τις καθημερινότητας που ζούμε. Θραύσματα που λειτουργούν συμπληρωματικά με ολοκληρωμένα θραύσματα πραγματικότητας σχηματίζοντας ένα συνολικό, υβριδικό σύστημα ιδεών και πραγματοποιημένων θυλάκων χώρου και χρόνου.
57
Μέσω αυτών των συνθέσεων καθήκον μας είναι διαρκώς να προσπαθούμε να πραγματοποιούμε-ολοκληρώνουμε, περιορισμένα μεν, αλλά με συνεχή προσπάθεια επέκτασης, διαστήματα χώρου και χρόνου. Να δημιουργούμε, δηλαδή, ευτοπίες, οι οποίες τρέφονται-αναδύονται από το βάλτο των ιδεών και των ιδεολογικών-πολιτικών ενεργειών, προσπαθώντας να υπερασπίσουμε τη ζωή/ύπαρξη τους στην πραγματικότητα μας όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς να επιβάλουμε την άσκοπη φιλοσοφική-στοχαστική θέση τους. Το δίλλημα με το οποίο αντιπαρατίθενται οι προσεγγίσεις του ουτοπικού ιδεαλισμού, είναι πως όσο σκληρά κι αν προσπαθούμε να ορίσουμε την τελειότητα, ποτέ δεν επιτυγχάνουμε. Ο λόγος είναι, ότι ενώ οι πολιτικές διαδικασίες και τα συστήματα διοίκησης μπορούν να βελτιώνονται και να αλλάζουν το πολιτειακό χωρικό υπόβαθρο διαρκώς, τελικά υπονομεύονται από ανθρώπους, ατελείς πολιτικά, έρμαια αστόχαστων εφήμερων επιδιώξεων. Η έννοια-προοπτική της περιγραφής-οργάνωσης μιας ουτοπίας μπορεί να μοιάζει άπιαστη και ανέφικτη, πρέπει όμως να την θεωρούμε ως πολιτικό-φιλοσοφικό στόχο, ως συνεχή πρωτοβουλία δράσης για την αναζήτηση μίας πολιτικής επίκαιρης βελτίωσης, ως αφορμή στο να διεκδικούμε συνεχώς πολιτικές συνεργασίες κάνοντας συνέχεια ένα ακόμη βήμα. “...Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα. Όταν πλησιάζω πιο κοντά με δύο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Αν προχωρήσω δέκα βήματα μπροστά, αυτή γλιστράει γρήγορα δέκα βήματα μπροστά. Ανεξάρτητα από το πόσο μακριά πηγαίνω, δεν μπορώ ποτέ να τη φτάσω. Ποιος είναι λοιπόν ο σκοπός της ουτοπίας; Είναι να μας κάνει να προχωράμε...”³⁸ (Eduardo Galeano)
58
εικ. 45 Constant, New Babylon, τοπογραφικό, 1959-74
59
60
2. Gaston Bachelard, Η Ποιητική του Χώρου, μτφρ. Ε. Βέλτσου, (Χατζηνικολής, 1992), σελ.25 3. Πλάτων, Πολιτεία, Τόμος Ι, μετάφραση Ι. Γρυπάρης, (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, 2012), σελ. 15 4. Πλάτων, Πολιτεία, Τόμος Ι, μετάφραση Ι. Γρυπάρης, (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, 2012), σελ. 45 5. Πλάτων, Πολιτεία, Τόμος V, μετάφραση Ι. Γρυπάρης, (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, 2012), σελ. 16 6. Tommaso Campanella, The City of the Sun, (The Floating Press, 2009), σελ.35 7. Thomas More, Ουτοπία, μτφρ. Γ. Πλεξίδας, (Public Classics, 2018), σελ. 125 8. Lewis Mumford, Utopia, The City and The Machine, (Daedalus, 1965), σελ. 271 9. Spiro Kostof, The City Shaped: Urban Patterns and Meanings Through History, (Thames and Hudson, 1991), σελ. 197 10. Lewis Mumford, Utopia, The City and The Machine, (Daedalus, 1965), σελ.271 11. Lewis Mumford, Utopia, The City and The Machine, (Daedalus, 1965), σελ.281 12. Lewis Mumford, Utopia, The City and The Machine, (Daedalus, 1965), σελ.282 13. Thomas More, Ουτοπία, μετάφραση Γ. Πλεξίδας, (Public Classics, 2018), σελ.67 14. Lyman Tower Sargent, Authority and Utopia: Utopianism in Political Thought, (Polity, 1982) σελ. 568-569 61
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Lewis Mumford, The Story of Utopias, (Barnes and Noble, 2011), σελ.10
15. Karl Popper, The Open Society and its Enemies Vol. I Plato, (Routledge, 1962) σελ. 432 16. Lyman Tower Sargent, Authority and Utopia: Utopianism in Political Thought, (Polity, 1982) σελ. 580 17. David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011), σελ. 70 18. Charles Jencks, The Language of Post-Modern Architecture, (Rizzoli, 1977), σελ. 9 19. James Holston, The Modernist City: An Anthropological Critique of Brasilia, (The University of Chicago Press, 1989), σελ. 101-103 20. Le Corbusier, Towards a New Architecture, μετάφραση F. Etchells, (Dover Publications, 1986), σελ. 107 21. Manfredi Nicoletti, The End of Utopia, (Perspecta, Vol. 13/14, 1971) σελ. 271 22. David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011), σελ. 137 23. David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011), σελ. 6 24. Henri Lefebvre and Kristin Ross, Henri Lefebvre on the Situationists: An Interview, (The MIT Press, 1997), σελ. 70 25. David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011), σελ. 83-84 26. David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011), σελ. 162 27. Anthony Vidler, Diagrams of Utopia, The Activist Drawing: Retracing Situationist Architectures from Constant’s New Babylon and Beyond, (The MIT Press, 2000), σελ. 85 28. Charles Jencks, Architecture 2000 and Beyond: Success in The Art of 62
Prediction, (Chichester: John Wilset and Sons, 2015), σελ. 133 29. Fred Polak, The Image of the Future, μετάφραση E. Bouldingn, (Elsevier Sdentific Publishing Company, 1973), σελ. 20-21 30. Lebbeus Woods, Utopia?, (lebbeuswoods.wordpress.com, 2009), σελ. 1 31. Lebbeus Woods, Utopia?, (lebbeuswoods.wordpress.com, 2009), σελ. 1 32. Lebbeus Woods, Utopia?, (lebbeuswoods.wordpress.com, 2009), σελ. 1 33. Manfredo Tafuri, Architecture and Utopia: Design and Capitalist Development, (Journal of Architectural Education, vol. 67, 2015), σελ. 131-132 34. Lebbeus Woods, Utopia?, (lebbeuswoods.wordpress.com, 2009), σελ. 1 35. Karl Popper, The Open Society and its Enemies Vol. I Plato, (Routledge, 1962) σελ. 170 36. Manfredi Nicoletti, The End of Utopia, (Perspecta, Vol. 13/14, 1971) σελ. 272 37. Herbert Muschamp, Edward Rothstein, Martin Marty, Visions of Utopia, (Oxford University Press, 2003), σελ. 41-42 38. Eduardo Galeano, Bomb Vol. 75, (New Art Publications, 2001), σελ. 58
63
64
Πλάτων, Πολιτεία, μετάφραση Ι. Γρυπάρης, (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, 2012) Tommaso Campanella, The City of the Sun, (The floating press, 2009) Thomas More, Ουτοπία, μτφρ. Γ. Πλεξίδας, (Public Classics, 2018) Spiro Kostof, The City Shaped: Urban Patterns and Meanings Through History, (Thames and Hudson, 1991) Lewis Mumford, The Story of Utopias, (Barnes and Noble, 2011) Karl Popper, The Open Society and its Enemies Vol. I Plato, (Routledge, 1962) David Pinder, Visions of the City: Utopianism, Power and Politics in Twentieth Century Urbanism (Routledge, 2011) James Holston, The Modernist City: An Anthropological Critique of Brasilia, (The University of Chicago Press, 1989) Le Corbusier, Towards a New Architecture, μετάφραση F. Etchells, (Dover Publications, 1986) Gaston Bachelard, Η Ποιητική του Χώρου, μτφρ. Ε. Βέλτσου, (Χατζηνικολής, 1992) Charles Jencks, The Language of Post-Modern Architecture, (Rizzoli, 1977) Herbert Muschamp, Edward Rothstein, Martin Marty, Visions of Utopia, (Oxford University Press, 2003) Fred Polak, The Image of the Future, μετάφραση E. Bouldingn, (Elsevier Sdentific Publishing Company, 1973) Ιορδάνης Στυλίδης, Ένα Οικοδομικό Τετράγωνο: δοκίμιο για τη ζωή και τον πολιτισμό, (Το Κεντρί, 2013) 65
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
// ΒΙΒΛΙΑ
Thomas More, Francis Bacon, Henry Leville, Τρία κείμενα για την ουτοπία, μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, (Μεταίχμιο, 1997) Ernst Bloch, Ουτοπία και Επανάσταση, (Έρασμος, 200) Anthony Vidler, Diagrams of Utopia, The Activist Drawing: Retracing Situationist Architectures from Constant’s New Babylon and Beyond, (The MIT Press, 2000) Karl Mannheim, Ιδεολογία και Ουτοπία, (Γνώση ΕΠΕ, 1997) Italo Calvino, Οι Αόρατες Πόλεις, (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004)
// ΑΡΘΡΑ Lewis Mumford, Utopia, The City and The Machine, (Daedalus, 1965) Lyman Tower Sargent, Authority and Utopia: Utopianism in Political Thought, (Polity, 1982) Manfredi Nicoletti, The End of Utopia, (Perspecta, Vol. 13/14, 1971) Henri Lefebvre and Kristin Ross, Henri Lefebvre on the Situationists: An Interview, (The MIT Press, 1997) Charles Jencks, Architecture 2000 and Beyond: Success in The Art of Prediction, (Chichester: John Wilset and Sons, 2015) Lebbeus Woods, Utopia?, (lebbeuswoods.wordpress.com, 2009) Eduardo Galeano, Bomb Vol. 75, (New Art Publications, 2001) David Pinder, In Defence of Utopian Urbanism: Imagining Cities After the End of Utopia, (Geograffiska Annaler Vol.84, 2002) Charles Jencks, The Art of Prediction (Architectural Design Vol. 85, 2015) Manfredo Tafuri, Architecture and Utopia: Design and Capitalist Development, (Journal of Architectural Education, vol. 67, 2015) 66
εικ. 2 https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/the-island-of-utopiafrom-woodcut-in-thomas-mores-utopia-news-photo/ εικ. 3 http://utopicus2013.blogspot.com/2013/05/ εικ. 4 http://chujdozemec.com/ εικ. 5 https://imgur.com/gallery/v7AlP εικ. 6 https://www.tumblr.com/search/dystopian+world εικ. 7 https://www.judithmoore.nl/basis-krachten/de-atlantische-matrix-enhet-ontwaken-van-de-mensheid/ εικ. 8 http://www.parcotommasocampanella.it/ εικ. 9 https://sites.google.com/a/xtec.cat/les-histories-de-1r-i-2n/historia-1r-eso/historia-antiga/egipte εικ. 10 https://sites.google.com/a/xtec.cat/les-histories-de-1r-i-2n/historia-1r-eso/historia-antiga/egipte εικ. 11 https://mamo.fr/ εικ. 12 https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/aerial-view-madejune-5-1971-shows-the-massive-pruitt-igoe-news-photo/515108420 εικ. 13 https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/view-of-the-demolition-of-the-pruitt-igoe-housing-project-news-photo/ εικ. 14 http://formandwords.com/category/architecture/ εικ. 15 https://www.austinchronicle.com/arts/2012-11-02/dont-stop-thinkinabout-tomorrow/ εικ. 16 https://luciamendozadai.wordpress.com/
67
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
εικ. 1 https://e-ducation.net/politicalprinciples.htm
εικ. 17 http://ssmift.xyz/matt-white-architect.html εικ. 18 http://arqueologiadelfuturo.blogspot.com/2010/01/1996-veg-house-peter-cook.htmlω εικ. 19 https://twitter.com/riba_architect/status/698069479692091392 εικ. 20 https://www.flickr.com/photos/amerigo/albums/72157686580780816 εικ. 21 https://www.museoreinasofia.es/coleccion/obra/new-babylon-nueva-babilonia-7v εικ. 22 https://www.chapters.indigo.ca/en-ca/books/information-freedom-and-property/9781317210429-item.html εικ. 23 https://axonometrica.blog/2012/10/ εικ. 24 https://axonometrica.blog/2012/10/ εικ. 25 http://grahamfoundation.org/grantees/5403-a-city-is-not-a-picture-yona-friedman-19452015 εικ. 26 https://www.swiss-architects.com/de/neuigkeiten?page=9 εικ. 27 https://art.rmngp.fr/fr/library/artworks?keywords=transport%20ferroviaire&page=3 εικ. 28 https://www.swiss-architects.com/de/neuigkeiten?page=9 εικ. 29 http://www.diedrica.com/search/label/Yona%20Friedman εικ. 30 https://www.moma.org/calendar/exhibitions/148 εικ. 31 https://gr.pinterest.com/jimpociluyko/new-babylon/ εικ. 32 https://moodmoods.wordpress.com/2014/02/26/superstudio-superarchitettura/ εικ. 33 https://www.idisturato.com/2016/05/29/arhitektura-otvorenog-smisla/ 68
εικ. 34 https://misfitsarchitecture.com/author/betterarchitecture/ εικ. 35 https://scenariojournal.com/exhibit-lebbeus-woods-at-the-drawingcenter/ εικ. 36 https://scenariojournal.com/exhibit-lebbeus-woods-at-the-drawingcenter/ εικ. 37 https://scenariojournal.com/exhibit-lebbeus-woods-at-the-drawingcenter/ εικ. 38 https://inhabitat.com/mad-architects-superstar-mobile-city/ εικ. 39 https://en.wikipedia.org/wiki/Crystal_Island_(building_project) εικ. 40 https://inhabitat.com/green-towers-in-the-park-seoul-commune-2026/ εικ. 41 https://www.researchgate.net/publication/312168157_Pedagogy_of_ Architectural_Education_on_Sustainability_in_Malaysia_-_Student_Perspective/ εικ. 42 https://www.researchgate.net/publication/312168157_Pedagogy_of_ Architectural_Education_on_Sustainability_in_Malaysia_-_Student_Perspective/ εικ. 43 https://gr.pinterest.com/pin/182325484884351940/ εικ. 44 https://gr.pinterest.com/pin/182325484884351940/ εικ. 45 https://www.jstor.org/stable/3171393?seq=1#metadata_info_tab_contents
69
70
Πανεπηστίμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Βόλος 2021 Η αφηρημένη έννοια του (ου)τόπου Ερευνητικό Θέμα Αλέξανδρος Τσιλιμπάρης-Βαλλιανάτος επιβλέπων καθηγητής : Ιορδάνης Στυλίδης
71
72
73
74