![](https://static.isu.pub/fe/default-story-images/news.jpg?width=720&quality=85%2C50)
7 minute read
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Herman Hertzberger επιδιώκει, μέσα από την αρχιτεκτονική του να καταστήσει τα κτήρια ικανά να προσαρμόζονται σε μελλοντικές αλλαγές και καταστάσεις, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους. Ως βασικός εκπρόσωπος του στρουκτουραλισμού, θεωρεί πως τα κτήρια δεν πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να εξυπηρετούν μόνο ένα συγκεκριμένο σκοπό. Αντιθέτως, ο αρχιτέκτονας πρέπει να διαμορφώνει μια σταθερή δομή, ένα κέλυφος, του οποίου η ταυτότητα θα παραμείνει αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο, ενώ θα επιτρέπει στο εσωτερικό του να μεταβάλλεται, ώστε να φιλοξενήσει, εν δυνάμει, ποικίλες και διαφορετικές λειτουργίες και χρήσεις. Για να αντέξουν τα κτήρια μέσα στο χρόνο, πρέπει να είναι σχεδιασμένα με τρόπο τέτοιον, που θα τα καθιστά ικανά να επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, από διαφορετικούς ανθρώπους. Σε αυτή τη λογική, ο Hertzberger διαμορφώνει το σχολικό περιβάλλον παραλληλίζοντας το με μια μικρή πόλη, η οποία διαρκώς μεταλλάσσεται, αλλά τα βασικά στοιχεία της παραμένουν πάντα ίδια. Το σχολικό κτήριο αποτελεί ένα είδος αστικοποίησης για εκείνον και για το λόγο αυτόν επιδιώκει, μέσα από το σχεδιασμό του, να ενισχύει τις κοινωνικές συναναστροφές και αλληλεπιδράσεις. Δημιουργεί χώρους και ποιότητες που παραπέμπουν συχνά σε αστικές καταστάσεις. Χαρακτηριστική είναι η συνθήκη δημόσιου-ιδιωτικού, με την τάξη να αποτελεί το σπίτι, τη «φωλιά» των μαθητών και το υπόλοιπο σχολείο να αντιπροσωπεύει το δημόσιο χώρο – την πόλη, όπου τα παιδιά καλούνται να εξερευνήσουν. Το σχολείο οργανώνεται συχνά γύρω από το κοινόχρηστο χολ ή την «πλατεία» όπως την αποκαλεί ο ίδιος και χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα. Η διαχείριση της κλίμακας στα σχολεία του γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τους χρήστες και τη λειτουργία που επιχειρεί να προτείνει για ένα συγκεκριμένο χώρο. Έτσι, το μέγεθος – οι διαστάσεις δηλαδή- του κάθε χώρου, υπαγορεύει τις χρήσεις που πρόκειται να φιλοξενήσει. Επομένως, το σύνολο εμφανίζεται μεγάλο, ώστε να παραλαμβάνει τον απαιτούμενο αριθμό χρηστών, αλλά ταυτόχρονα επιμερίζεται σε μικρότερα μέρη, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των μικρότερων ομάδων. Ο επιμερισμός του χώρου σε μικρότερα τμήματα επιτυγχάνεται μέσω της αρχής της διάρθρωσης. Ο αρθρωτός χώρος προσφέρει πολλά και διαφορετικά κέντρα προσοχής και εστίες δραστηριοτήτων, γεγονός που συνάπτει απόλυτα με την αρχή της ελεύθερης εκλογής εργασιών που υποστηρίζεται από τη μοντεσσοριανή μέθοδο. Παράλληλα, εντείνει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με τη μεγιστοποίηση της οπτικής επαφής, όταν αυτό είναι δυνατόν, και κατ’ επέκταση επιτυγχάνεται μία καλύτερη αντίληψη του κτηρίου ως σύνολο. Ο Hertzberger θεωρεί πως ο εκπαιδευτικός χώρος πρέπει να είναι οικείος, αλλά ταυτόχρονα να διεγείρει το ενδιαφέρον, να παρέχει ερεθίσματα, να προκαλεί τα παιδιά να ανακαλύψουν το χώρο και κατ’ επέκταση τον κόσμο γύρω τους. Πρέπει να δημιουργούνται οι κατάλληλες χωρικές συνθήκες, ώστε οι τάξεις να αποτελούν την οικεία βάση των παιδιών, μια «φωλιά», ένα μέρος, δηλαδή, όπου αισθάνονται ασφάλεια και σιγουριά και θα αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για την εξερεύνηση του άγνωστου εδάφους που συνιστά το υπόλοιπο κτήριο.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, τις προθέσεις του αρχιτέκτονα, καθίσταται εμφανής η επιμονή στη δυνατότητα οικειοποίησης του χώρου από το χρήστη και η ενσωμάτωση των διπόλων στο σχεδιασμό του, ως βασικό στοιχείο του συστήματος θεώρησής του. Το παρελθόν κάθε ανθρώπου διαμορφώνει τις αξίες του και τις πεποιθήσεις του. Επομένως, η σημασία που δίνει ο Hertzberger στα δίπολα και στη συνύπαρξη δύο αντίθετων συνθηκών φαίνεται να βασίζεται στην επιρροή που δέχτηκε από το δάσκαλο και συνεργάτη του, Aldo van Eyck. Η θεωρία των δίδυμων φαινομένων, του τελευταίου, κατά την οποία δύο πολικές και αντίθετες συνθήκες δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά συμπληρωματικές, εισάγει την έννοια του ενδιάμεσου. Ο χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις πολικότητες είναι ιδιαίτερα σημαντικός και διακατέχεται από μια αμφιθυμία που χαρακτηρίζει την αμφιλεγόμενη φύση του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί οικεία σε αυτόν το χώρο, καθώς θα μπορέσει να ταυτιστεί εννοιολογικά και να αυτοπροσδιοριστεί μέσα σε αυτόν. Το σχολικό περιβάλλον πρόκειται κατ’ εξοχήν για έναν τόπο μετάβασης, από το σπίτι στην κοινωνία, από το ατομικό στο συλλογικό, από το ιδιωτικό στο δημόσιο, από το οικείο στο άγνωστο, από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Δεν μπορεί, λοιπόν, να αμφισβητηθεί η εξέχουσα συμβολή του χώρου αυτού στην νοητική ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού. Ο Hertzberger, αναγνωρίζοντας τη σημασία αυτή, αποσκοπεί με το σχεδιασμό του να μετατρέψει το σχολικό περιβάλλον σε χώρο εκμάθησης. Προτείνει αρχιτεκτονικές χειρονομίες που συμβάλλουν τόσο στη δημιουργία ενός πλούτου ερεθισμάτων όσο και στην ανταποκρισιμότητα του σχολικού κτηρίου στις μελλοντικές ανάγκες και εκπαιδευτικές μεθόδους. Ωστόσο, τι είναι αυτό που καθιστά το έργο του Herman Hertzberger αρκετά σημαντικό, ώστε να το μελετάμε σήμερα; Ο ίδιος μέσω της αρχιτεκτονικής του, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα που διέγνωσε στην κοινωνία της εποχής του. Έτσι, προσπαθεί να εξαλείψει την αντιπαλότητα και την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων που εμφανίζεται με την ανοικοδόμηση των πόλεων και το φαινόμενο της αστικοποίησης, εντείνοντας μέσα από το έργο του τις ανθρώπινες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Στοχεύει στην υλοποίηση μιας πιο συλλογικής κοινότητας μέσω μιας ανθρωποκεντρικής αρχιτεκτονικής, για αυτό και δημιουργεί χώρους που προωθούν το διάλογο και την κοινωνική ζωή. Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, του πλουραλισμού και της εικονικής πραγματικότητας, τα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Herman Hertzberger πριν μισό αιώνα, εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα εμφανίζονται οξύτερα και πιο επιτακτικά. Στην εποχή της πληροφορίας, ο κίνδυνος της αποξένωσης στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις εμφανίζεται ακόμη πιο οξυμένος. Ειδικότερα, στις παιδικές ηλικίες η οθόνη του υπολογιστή και ο διαδικτυακός κόσμος συναρπάζουν σε βαθμό που συναγωνίζονται σε μεγάλη κλίμακα τον πραγματικό χώρο. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από ένα μαθησιακό περιβάλλον που θα αντισταθμίσει την εμπειρία που βιώνεται στον εικονικό κόσμο. Συνεπώς, η αρχιτεκτονική σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οφείλει μέσω της δημιουργίας ευκαιριών για κοινωνικές συναναστροφές και ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, να συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας νέας συλλογικότητας, ως απάντηση στην κοινωνική απομόνωση, την αποξένωση και τις απρόσωπες ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές που επιτάσσει η σημερινή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικές μέθοδοι εξελίσσονται και προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της εποχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διαφορετικές χωρικές ανάγκες και απαιτήσεις. Επομένως, η έννοια της μεταβλητότητας, όπως αυτή εμφανίζεται στα έργα του Hertzberger, εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα προϋπόθεση, όσον αφορά το σχεδιασμό σχολικών κτηρίων. Χαρακτηριστικά, η εισαγωγή καινοτόμων διδακτικών πρωτοβουλιών, μέσω της χρήσης ψηφιακών εργαλείων, δημιουργεί την ανάγκη για ευέλικτα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα,
Advertisement
ικανά να προσαρμοστούν στη σύγχρονη σχολική πραγματικότητα. Η εκπαίδευση συνιστά θέμα πολυσύνθετο στο οποίο εμπλέκονται πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Η συμβολή του αρχιτέκτονα είναι ιδιαίτερα σημαντική σε αυτήν τη διαδικασία αναζήτησης του καταλληλότερου σχολικού κτηρίου. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες, συχνά, τείνουν να έχουν μια αρκετά αρχιτεκτονική προσέγγιση και αντίληψη των μορφών, λόγω των γνώσεων, των ερεθισμάτων τους και του οράματος τους για το έργο. Για το λόγο αυτό, συνιστάται η διεπιστημονική προσέγγιση του θέματος και η συνεργασία όλων των επιστημονικών κλάδων που εμπλέκονται στη διαδικασία εκμάθησης, όπως της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής, με σκοπό τη δημιουργία του καταλληλότερου χώρου που θα στεγάσει την εκπαιδευτική διαδικασία. Καθώς, όμως, αναφερόμαστε στη συμμετοχή και συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων, προκύπτουν νέοι προβληματισμοί όσον αφορά το ρόλο που διαδραματίζουν οι χρήστες του σχολικού χώρου στη διαδικασία διαμόρφωσης του. Η αρχιτεκτονική για τον Hertzberger δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός μεμονωμένου αριστουργήματος, αλλά στη βελτίωση της συλλογικής ποιότητας ζωής. Το κτήριο δεν είναι ένα άψυχο αντικείμενο, αλλά αντιμετωπίζεται ως δοχείο ζωής και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κατοίκου, του καθημερινού ανθρώπου που θα το χρησιμοποιήσει. Πάνω σε αυτήν τη φιλοσοφία ο Hertzberger σχεδιάζει τα κτήρια του δημιουργώντας κίνητρα για οικειοποίηση, επιτρέποντας, δηλαδή, στο χρήστη να τα ερμηνεύσει με τον προσωπικό του τρόπο και να ζωγραφίσει ο ίδιος την τελευταία πινελιά στο χώρο που είναι πλέον δικός του. Τα έργα του, λοιπόν, αποκτούν κοινωνική διάσταση, καθώς μέσα από το σχεδιασμό των κτηρίων του προτείνει έναν τρόπο ζωής και στοχεύει σε μία πιο ανθρώπινη αρχιτεκτονική, η οποία βρίσκει τις βάσεις της στον ειδικό -τον αρχιτέκτονα- και ολοκληρώνεται από τον μη ειδικό - το χρήστη-κάτοικο. Τα παραπάνω δεδομένα μας οδηγούν στο εξής ερώτημα προς συλλογισμό: Ποια είναι, άραγε, η κατάλληλη σχολική δομή που μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόκληση που θέτει στον αρχιτέκτονα η κοινωνία του 21ου αιώνα, με όλη της την πολλαπλότητα και τον πλουραλισμό; Η αρχιτεκτονική σήμερα, εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική ζωή, αναζητά ένα βηματισμό και μοιάζει να καταπιάνεται με ζητήματα ηθικής που αφορούν τόσο την κοινωνία στο σύνολό της, όσο και την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεχωριστά. Η αρχιτεκτονική της πόλης οφείλει να μας αφορά όλους και ειδικότερα στον τομέα των σχολικών κτηρίων. Επομένως, το έργο του Herman Hertzberger, φαίνεται να αποκτά σήμερα διδακτικό ρόλο, καθώς οι αρχιτεκτονικές προτάσεις για τα σχολεία του, ως απάντηση στην κοινωνία της εποχής του, μοιάζουν να ανταποκρίνονται και στη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως, λοιπόν, η μελέτη της θεωρίας και πρακτικής του να αποτελέσει το πρώτο βήμα στην επίλυση των νέων ζητημάτων που προκύπτουν για τη δημιουργία ενός καταλληλότερου μαθησιακού περιβάλλοντος.
128