Γράφει ο Σκάπουλος
Α
γαπητοί αναγνώστες το Βαρόμετρο δεν θα μπορούσε και βέβαια δεν θα ήταν και επιτρεπτό, να ξεφύγει από την πραγματικότητα της επικαιρότητας και να μην αναφερθεί στα τόσα σημαντικά και πρωτόγνωρα που συνέβησαν στον κόσμο στο διάστημα από την τελευταία επικοινωνία μας. Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (τέλη Ιουνίου) η χώρα, ο πληθυσμός, η κοινωνία, έχουμε απαλλαγεί από το άχθος της καραντίνας και η ζωή έχει αρχίσει να ξαναμπαίνει στις ράγες της ομαλότητας. Βέβαια ο τουρισμός είναι δραματικά πεσμένος, η οικονομία σέρνεται, ο κορονοϊός εξακολουθεί να μας δείχνει τα δόντια του και να μας θυμίζει ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα μέτρα προφύλαξης μπορεί να αποβεί μοιραία. Πολύς θόρυβος έγινε για τη διάρκεια του εγκλεισμού μας, που επιβλήθηκε από τους ειδικούς και που διήρκεσε περίπου 50 ημέρες. Δεν λέει κανείς πως είναι ένα μικρό διάστημα, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν ήταν και για θάνατο. Εμείς οι παλιότεροι ναυτικοί που είχαμε ταξιδέψει στην παλιά ναυτιλία, δηλαδή στο τέλος της δεκαετίας του ’40 με αρχές της δεκαετίας του ’50 είχαμε συνηθίσει τα ταξίδια μας να διαρκούν πολλές φορές πάνω από δύο μήνες και αν τότε αντέχαμε τα ταξίδια μας, ο τωρινός περιορισμός μας στο σπίτι δεν μας πείραξε καθόλου. Μάλιστα ένας εγκλεισμός με τα βιβλία μας, τις τηλεοράσεις, με την άνεση να ζεις δίπλα στους δικούς σου, δίπλα στους αγαπημένους, να μπορείς να τηλεφωνείς οπουδήποτε, όποια στιγμή επιθυμούσες. 78 Περιπλους 111
Πρωτομπάρκαρα σ’ ένα Liberty στο Κάρντιφ της Ουαλίας, όπου με είχε στείλει η Οινουσιώτικη εταιρεία στην οποία έπιασα δουλειά, για να «πιάσω» το βαπόρι. Φορτίο, τι άλλο;; κάρβουνο!!. Προορισμός;; Η Γιοκοχάμα στην Ιαπωνία. Απελπιστικό φορτίο. Ξεθεωνόμαστε να καθαρίσουμε τα αμπάρια μετά το ξεφόρτωμα, για να φορτώσουμε κάτι άλλο για την Ευρώπη. Μπαίναμε με μάσκες και γάντια στο αμπάρι και η καρβουνόσκονη έμπαινε στα ρουθούνια, στα νύχια, στο δέρμα, κάτω από τα ρούχα, μέσα στα παπούτσια. Ναι, βέβαια, εμείς τις μάσκες και τα γάντια τα είχαμε ανακαλύψει από τότε. Το ταξίδι, Βισκαϊκός, Μεσόγειος, Σουέζ, Ερυθρά, Ινδικός, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Δυτικός Ειρηνικός. Πάνω από μήνα το κάθε σκέλος, φυσικά με θάλασσα μπουνάτσα, γιατί αν είχαμε τίποτε «Μουσώνες» να κατεβαίνουν από το Μπανγκλαντές, διαρκούσε περισσότερο, καθώς έπρεπε να κόψουμε ταχύτητα και μερικές φορές να «τραβερσάρουμε» περιμένοντας να περάσει ο Μουσώνας. Η ζωή στο βαπόρι μια ατέλειωτη μονοτονία: βάρδια, φαΐ, δουλειά, ύπνος, πάλι βάρδια κ.ο.κ. Ένα συνεχές γκάπα-γκούπα από την παλινδρομική μηχανή που άλλες φορές σε κούφαινε και σου ερχόταν να ουρλιάξεις από την απελπισία κι άλλες φορές το συνήθιζες και δεν το άκουγες καθόλου, αλλά πάντα ήταν εκεί, ύπουλο σαν τους χτύπους της καρδιάς σου, σαν το αίμα που χτυπούσε στις φλέβες σου. Κι όλη αυτή η φασαρία για να δώσει 9-10 μίλια την ώρα στο βαπόρι. Ατέλειωτες ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες εσύ κι η θάλασσα, χωρίς ειδήσεις από την πατρίδα, παρά μονάχα ό,τι έπιανε και κατέβαζε ο Μαρκόνης από τα διεθνή Ειδησεο-