crew members or navigators in every fleet. After the middle of the 18th c., they became merchant captains, pirates and smugglers during naval blockades, ending up with 1,000 ships in their possession, and numbering nearly twenty thousand sailors. As the Revolution waged on, Greek captains under various flags are reported to have been pirating even against fellow believers, and, like the brigands and the irregular soldiers (klephts and armatoloi) of the Balkans, swinging from one camp to another. One hundred Greek pirates were held captive by the British in Malta circa 1827, and Admiral Andreas Miaoulis himself had arrest warrants issued against him for similar activity.
Άγγλοι, Γάλλοι, στο τέλος και οι Έλληνες, έπλεαν στο αρχιπέλαγος από τις πρώτες καλοσύνες της άνοιξης ως αργά το φθινόπωρο πριν αρχίσουν οι θύελλες. ‘Εστηναν ενέδρες στα πολυσύχναστα ναυτικά περάσματα, στον Καβό Μαλιά και στο Κάβο Ταίναρο, στα Τσελεβίνια του Πόρου και στις Καβοκολώνες του Σουνίου, στο Κάβο Ντ’ Όρο, στη Γυάρο, στις Δήλες, στους Φούρνους, στα στενά της Σάμου και των Σποράδων. Κούρσευαν πλοία, λεηλατούσαν αγροκτήματα, ενίοτε οικισμούς και πόλεις. Είχαν προστατευμένα καταφύγια για επισκευές των πλοίων, για νερό, προμήθειες και νησιώτικες κοινότητες που τους βοηθούσαν. Όταν χαλούσε ο καιρός επέστρεφαν στην Αδριατική και στη Μάλτα ή ξεχειμώνιαζαν, στη Μήλο και στην Κίμωλο, στη Μύκονο, στη Νάουσα και στην Παροικιά, στη Σάμο, στην Αστυπάλαια, στην Κάσο, στη Γραμβούσα. Οι νησιώτες, στους πρώτους αιώνες ήταν σκλάβοι σε γαλέρες, έμμισθοι σε πληρώματα, πιλότοι, σε όλους τους στόλους. Από τα μέσα του 18ου αιώνα έγιναν εμποροκαπετάνιοι, πειρατές και λαθρέμποροι των ναυτικών αποκλεισμών φτάνοντας να κατέχουν 1.000 πλοία, και να αριθμούν σχεδόν είκοσι χιλιάδες ναυτικούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης συναντάμε Έλληνες καπετάνιους υπό διάφορες σημαίες να ασκούν πειρατεία ακόμη και σε ομόθρησκους, να περνούν όπως και οι κλέφτες και αρματολοί των Βαλκανίων πότε στο ένα στρατόπεδο και πότε στο άλλο. Μία εκατοντάδα Έλληνες πειρατές κρατούσαν φυλακισμένους οι Άγγλοι στη Μάλτα περί το 1827 και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης ο ίδιος, είχε εντάλματα εις βάρος του για ανάλογη δραστηριότητα. Τα στενά της Παροναξίας και ο ευλίμενος κόλπος της Νάουσας υπήρξε αδιάλειπτα ένα από τα κορυφαία αγκυροβόλια του κούρσου στο Αιγαίου. Πρωτοαναφέρεται ως λιμάνι πειρατών στο χειρόγραφο του Φλωρεντινού μοναχού και χαρτογράφου Κριστόφορο Μπουοντελμόντι του 1420. Φαίνεται ότι το χρησιμοποιούσαν και Βενετσιάνοι και Τούρκοι πειρατές ως καταφύγιο αλλά και ως ναυπηγείο για επισκευές. Ο αρχικός οχυρωμένος οικισμός της Νάουσας με τον θαλασσινό πύργο είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους προκεχωρημένου φυλακίου των δυτικών στο ταραγμένο αρχιπέλαγος. Πολλές φορές η πειρατεία μπλεκόταν με τις επίσημες επιδρομές. Όπως στην περίπτωση του Μπαρμπαρόσα. Αυτός, ένας από τους πιο διάσημους ναυτικούς της Μεσογείου, ήταν πειρατής. Όμως το 1537 όταν σάρωσε το Αιγαίο και την Πάρο σκλαβώνοντας χιλιάδες, ήταν ο καπουδάν πασάς του Σουλτάνου και απέσπασε τις Κυκλάδες από τους Βενετσιάνους, διαλύοντας ουσιαστικά το φράγκικο Δουκάτο του Αιγαίου. Μισόν αιώνα αργότερα, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι δυτικοί επανέκαμψαν. Καθ’ όλο τον 17ο και 18ο αιώνα κυριάρχησαν στη θάλασσα. Η Νάουσα άκμασε μέσα σε αυτό το σκηνικό. Οι καθολικοί πειρατές πηγαινοέρχονταν, επισκεύαζαν τα πλοία τους, εμπορεύονταν, πρόσφεραν δωρεές στους Καπουτσίνους μοναχούς για το μοναστήρι τους. Διάσημα ονόματα, ο Ιωαννίτης Ντε Τεμερικούρ, ο Κρεβιγιέ και ο Άγγελος Μαρία Βιδάλης ήταν συχνοί επισκέπτες ή και εγκατεστημένοι κατά καιρούς στο νησί τον 17ο αιώνα, αλλά και ο Λάμπρος Κατσώνης με τους Ρώσους τον 18ο. Οι Τούρκοι κατέπλεαν το καλοκαίρι, αγκυροβολούσαν στο Ντριό, συνέλεγαν τους φόρους, επέβαλαν τιμωρίες και έφευγαν. Οι Το 1677, οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν στη Νάουσα με 25 γαλέρες, συνέλαβαν κατοίκους, άνοιξαν μέχρι
σελίδα | page | 38
Η πειρατεία στα νησιά έληξε με το τέλος της Επανάστασης. Τότε, ο παλαιός πειρατής Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος του ελληνικού στόλου, ξεκαθάρισε τους τελευταίους θύλακες του ανατολικού Αιγαίου. Piracy on the islands came to an end with the culmination of the Greek War of Independence. Then, the old pirate Andreas Miaoulis, admiral of the Greek fleet, cleared the last pockets of piracy still active in the eastern Aegean.
The Paros-Naxos straits and the hospitable bay of Naoussa were continuously one of the top corsair anchorages in the Aegean. It is first mentioned as a pirates’ port in a manuscript written in 1420 by the Florentine monk and cartographer Cristoforo Buodelmonti. It seems that it was used by both Venetian and Turkish pirates as a refuge as well as a shipyard for repairs. The original fortified settlement of Naoussa with its sea-tower typifies the West’s advanced outpost in the troubled archipelago. The boundaries between piracy and privateering were often fuzzy, as in the case of Barbarossa. He was one of the most famous seafarers of the Mediterranean, and a pirate. However, in 1537, when he swept the Aegean and, along with it, Paros, enslaving thousands, he was the Sultan’s Kapudan Pasha, entrusted with the liberation of the Cyclades from the Venetians, effectively bringing down the Frankish Duchy of the Aegean. Half a century later, after the naval battle of Nafpaktos, the westerners came back. Throughout the 17th and 18th c., they ruled the sea. Naoussa flourished in this context. Catholic pirates came and went, repaired their ships, traded, and offered donations to Capuchin monks for their monastery. Famous names, Johannite De Temericourt, Creviller and Angelos Maria Vidalis were frequent visitors or occasionally settled on the island in the 17th c., along with Lambros Katsonis and the Russians in the 18th c. The Turks would sail in come summer, anchor at Drio, collect taxes, impose punishments and leave. In 1677, the Ottomans landed in Naoussa with 25